text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 856/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αιτούσας Χ1 και ήδη κρατουμένης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, που παρέστη στο συμβούλιο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αντώνιο Φούσσα και Δημήτριο Σφυρή, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 2787/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1795/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό και ημερομηνία 501/17-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με ημερομηνία 15-10-2007 αίτηση της Χ1 κρατουμένης στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού με την οποία διώκει την ακύρωση της με αριθμ. 2787/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και την επανάληψη της διαδικασίας και εκθέτω τ' ακόλουθα: Η αίτηση αυτή η οποία υποβάλλεται στο αρμόδιο κατ' άρθρο 528 § 1 ΚΠΔ Συμβούλιο του Αρείου Πάγου από πληρεξούσιο ο οποίος έχει ειδική προς τούτο εντολή και η οποία περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητά την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 527 § 1 ΚΠΔ, οι οποίοι είναι η επίκληση νέων γεγονότων αγνώστων στους δικαστές που δίκασαν τα οποία προέκυψαν μετά την δίκη και τα οποία καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος των κατηγοριών βάσει των οποίων καταδικάστηκε και στρεφόμενη κατά της με αριθμ. 2787/2001 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών όπως προκύπτει από την με αριθμ. 820/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η από αυτή ασκηθείσα έφεση σαν ανυποστήρικτη και την με αριθμ. 1699/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης της κατά της με αριθμ. 820/2004 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών είναι νόμιμη και παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, για την οποία εκθέτω τα παρακάτω: Από τη διάταξη του άρθρου 525§1 αριθμ. 2 κατά την οποία '' Η ποινική διαδικασία η οποία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημ/μα η κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις 1...... 2) Εάν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε ....... 3........ ''' προκύπτει ότι κατ' αληθή έννοια τής διάταξης αυτής για να υπάρξει περίπτωση επανάληψης διαδικασίας η οποία είναι έκτακτο ένδικο βοήθημα και αποσκοπεί στην κατά το δυνατό αποτροπή αδικιών σε βάρος των καταδικασμένων, την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και την αποτροπή απαραδέκτων για το συναίσθημα του δικαίου αποτελεσμάτων πρέπει να συντρέξουν οι κατά την παραπάνω διάταξη περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων είναι, 1) ο κατηγορούμενος να έχει καταδικασθεί για πλημμέλημα ή κακούργημα, 2) η απόφαση να είναι αμετάκλητη και 3) να προκύψουν μετά την οριστική καταδίκη του νέα γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία είτε μόνα είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα δε γεγονότα και αποδείξεις κατά την έννοια τής διάταξης αυτής θεωρούνται και εκείνα τα οποία υπήρχαν μεν κατά τον χρόνο τής εκδίκασης πλην όμως δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που τον δίκασε και έτσι παρέμειναν άγνωστα στους δικαστές που δίκασαν . Τέτοια δε είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις μαρτύρων, ακόμη και νεώτερες εκείνων που έχουν εξετασθεί προηγουμένως, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές όσων είχαν τεθεί υπ' όψη του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης με την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον καταδίκασε καθιστούν φανερό και όχι πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για βαρύτερη πράξη (ΑΠ 842/1994 ΠΧ ΜΔ 810, ΑΠ 1239/1998 ΠΧ ΜΘ 682 Α Π 816/1999 ΠΧ Ν 343 Α Π 760/1998 ΠΧ ΜΘ 341, ΑΠ 70/1999 Π Χ ΜΘ 313 ΑΠ 9/ 1999 ΠΧ ΜΘ 218 ΑΠ 408/1998 ΠΧ ΜΗ 1059 ΑΠ 428/ 1998 Π Χ ΜΗ 1067 Α Π 216 ΠΧ ΜΗ 801 ΑΠ 18/1998 ΠΧ ΜΗ 661 AΠ 476/2005 Π.Χ ΝΕ 2005-987) όπως επίσης, βεβαιώσεις ή αποδείξεις περί καταβολής ή επιστροφής χρηματικών ποσών και γενικά κάθε τι σχετικό το οποίο είτε μόνο του ή σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που λήφθηκαν υπ' όψη από τους δικαστές που δίκασαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης καθιστά βέβαιο ότι ο καταδικασμένος ήταν αθώος . Δεν μπορούν όμως ν'αποτελέσουν λόγο επανάληψης διαδικασίας η αναπροσαρμογή του ορίου της κακουργηματικής πλαστογραφίας στά 25.000.000 της διατάξεως αυτής εφαρμοζόμενης μόνο επί υποθέσεων που δέν έχουν εκδικασθεί αμετάκλητα (ΑΠ1109/1998 ΠΧ ΜΘ 603) όπως επίσης, και η μη άναγνώριση ελαφρυντικών προερχόμενη από μεταγενέστερη συμπεριφορά του κατηγορουμένου γιατί η διαπίστωση της συνδρομής τους μετά την αμετάκλητη καταδίκη του υπαιτίου δεν καθιστούν το διαπραχθέν από αυτόν βαρύτερο έγκλημα ελαφρότερο.(ΑΠ 736/1999 ΠΧ Ν 27). Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της με αριθμ. 2787//2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια κατ' εξακολούθηση λόγω του ότι παρέστησε ψευδώς στον Ψ1 επιχειρηματία ότι προκειμένου να τον πείσει να της δανείσει διάφορα ποσά (6.260.000 και 4.000.000) ότι ήταν φερέγγυα, ότι είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ότι διατηρούσε στο όνομα της και στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πίστης τον με αριθμ. ......... τραπεζικό λογαριασμό όψης σε χρέωση του οποίου υπέγραψε δύο ισόποσες επιταγές οι οποίες δεν πληρώθηκαν και ότι όλα αυτά ήταν ψευδή γιατί ούτε φερέγγυα ήταν, ούτε μεγάλη οικονομική επιφάνεια είχε ούτε διατηρούσε στην παραπάνω τράπεζα τον αναφερθέντα λογαριασμό όψης, ούτε και οι επιταγές που υπέγραψε και έδωσε στο μηνυτή προερχόταν από μπλόκ επιταγών δικό της. Η αιτούσα για ευδοκίμηση της αίτησής της προσκομίζει και επικαλείται την με αριθμ. 13.623/13-3-2007 ένορκη κατάθεση του Ψ1, διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά και, την με ημερομηνία ....... ληξιαρχική πράξη θανάτου του συζύγου της Γ1 την με αριθμ. ......... πιστοποιητικό του τμήματος πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών από το οποίο προκύπτει ότι η αιτούσα κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την με αριθμ. 1149/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την με ημερομηνία ...... απόδειξη της ΑΤΕ 5000 ευρώ προς το Ψ1 και διάφορα πιστοποιητικά υγείας της ίδιας. Από την ένορκη κατάθεση του Ψ1 προκύπτει ότι αυτός καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ελένης - Αλίκης Λεμπέση -Βαρδουλάκη κατέθεσε επί λέξει τα παρακάτω '' Το έτος 2001 που έγινε το πρώτο δικαστήριο δηλ. το τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων δεν γνώριζα ότι η Χ1 είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου Αθηνών με ημέρα παύσης πληρωμών την 30 Ιανουαρίου 1995, ούτε γνώριζα ότι εις τούτο την οδήγησε η βαρειά ασθένεια του συζύγου της που τελικά τον οδήγησε στον θάνατο. Δυστυχώς από τα δύο σοβαρά περιστατικά που επηρέασαν άμεσα την προσωπικότητα της τα έμαθα μετά το πρώτο δικαστήριο, δηλ. μετά τον Νοέμβριο του 2001 και μάλιστα από τον αδελφό της, .. που ανέλαβε να πληρώσει του εκ του επιδίκου δανείου χρέος της όπως και έγινε ............. 'Ηδη δε και σήμερα ζητάω από αυτήν συγγνώμη για όσα εις βάρος της κατέθεσα στο Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων στις 28-11-2001 διότι πεπλανημένα πίστευα ότι με είχε εξαπατήσει όταν της δάνεισα το έτος 1994 10.000.000 δραχμ., ότι αν δεν συνέβαινε η ασθένεια του συζύγου της και η συνεπεία αυτής πτώχευση, θα μου επέστρεφε τα δανεισθέντα χρήματα αφού η επιχείρηση καυσίμων στην οδό ...... ήταν υπαρκτή και λειτουργικά βιώσιμη και αυτή πίστευε βάσιμα ότι θα μπορούσε να μου εξοφλήσει το χρέος αυτό ...''. Από τα πρακτικά της με αριθμ. 820/2004 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση των κατ' αυτής κατηγοριών ο ίδιος ανεξάρτητα από το τι ανέφερε στη μήνυση του κατέθεσε συγκεκριμένα ... ότι του παρέστησε ότι είναι φερέγγυα, ότι έχει εγκριθεί δάνειο για να φτιάξει νέο βενζινάδικο. Ίσως ήταν προσχέδιο της αυτό με τις 300.000 πρώτα για να μου αποσπάσει μεγαλύτερο ποσό .. Εξέδωκε επιταγή και από την έρευνα που έκανε ο Ψ2 η Χ1 ήταν στην ''Μπλάκ λίστ''. Ούτε και η άλλη επιταγή σφραγίστηκε, όταν κλέβεται μια επιταγή δεν σφραγίζεται... Η Χ1 μου έδειξε τα ακίνητα τους, τους λογαριασμούς. Μου είπε να ρωτήσω όποιους θέλω, με πήγε στην ..... όπου φτιαχνόταν ένα νέο βενζινάδικο Απεδείχθη μετά ότι η κυρία έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι σε μένα και τελικά έφυγε και από το πρατήριο που είχε .....'' Από την αντιπαραβολή των δύο καταθέσεων ο μάρτυρας Ψ1 λόγω της επιστροφής των χρημάτων του από τον αδελφό της αιτούσας προσπαθεί ν' αποποινικοποιήσει την συμπεριφορά της αιτούσας χωρίς όμως να το κατορθώνει γιατί πολλά από τα ψευδή γεγονότα που παρέστησε η αιτούσα στον μηνυτή τότε δεν αναιρούνται από την μεταγενέστερη ένορκη κατάθεση του στην οποία προς αποφυγή εμπλοκών του αναφέρει ότι πίστευε πεπλανημένα ότι τον είχε εξαπατήσεις όταν της δάνεισε το 1994 10.000.000 .και ότι σχετικά με την πτώχευση της αιτούσας πρέπει να το ήξερε αφού για την πτώχευση η ίδια η αιτούσα έκανε λόγο στην απολογία της κατά την εκδίκαση των κατ'αυτής κατηγοριών. Περαιτέρω η επίκληση της ασθένειας του συζύγου της και η κατά το 1995 πτώχευση της δεν αναιρούν την οποιαδήποτε προηγούμενη συμπεριφορά της όπως αυτή περιγράφεται στο κατηγορητήριο της απόφασης που ζητά την ακύρωση, δυνατό να συστήνουν λόγους για αναγνώριση ελαφρυντικών πλην όμως το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί επανάληψη της διαδικασίας ., , όπως επίσης και το γεγονός της πτώχευσης δεν είναι δυνατό να αποτελέσει στοιχείο που να μπορεί να δικαιολογήσει την συμπεριφορά της γιατί η πτώχευση έλαβε χώρα μεταγενέστερα από τον χρόνο που διέπραξε τα όσα για τα οποία καταδικάστηκε. Ωσαύτως και το γεγονός της μεταγενέστερης επιστροφής των χρημάτων δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί σαν λόγος επανάληψης διαδικασίας γιατί και πριν την εκδίκαση των κατ' αυτής κατηγοριών να γινόταν, οι πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ήταν κακουργηματικές και ως εκ τούτου μόνο σαν ελαφρυντικό μπορούσε να εκτιμηθεί το γεγονός αυτό που το οποίο όπως αναφέρεται και παραπάνω δεν αποτελεί λόγο επανάληψης διαδικασίας. Περαιτέρω από το σκεπτικό της με αριθμ. 820/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και αυτό είναι αξιοσημείωτο προκύπτει ότι η αιτούσα δεν αναφέρθηκε καθόλου στους σήμερα προβαλλόμενους λόγους, περί υγείας του συζύγου της, περί πλήρους επαγγελματικού αποσυντονισμού της εκ του λόγου αυτού, τουναντίον προκύπτει ότι με τον σύζυγό της οι σχέσεις της πρέπει να είχαν κλονισθεί τούτου προκύπτοντος από την απολογία της στο δικαστήριο στην οποία αναφέρει ότι με τον σύζυγό της τα είχαν βρει. Κατ' ακολουθία των παραπάνω οι λόγοι που προβλήθηκαν από την αιτούσα λόγοι δεν είναι δυνατό να στηρίξουν την άποψη ότι η σήμερα κατάθεση του τότε πολιτικώς ενάγοντα περιέχει στοιχεία που μπορούν να εκτιμηθούν ότι αναιρούν το περιεχόμενο της τότε κατάθεσης του ώστε από αυτά να προκύπτει ότι η αιτούσα είναι αθώα της σημερινής του θέσης θεωρουμένης σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι πήρε τα χρήματα του και έτσι έπαψε να έχει δεν έχει πλέον ενδιαφέρον των υπολοίπων λόγων μη δυναμένων να εκτιμηθούν ως λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν επανάληψη διαδικασίας και για τους λόγους αυτούς η υπό κρίση αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της. Επίσης πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση της για αναστολή της εκτέλεσης της εκτιόμενης ποινής. Δια ταύτα Προτείνω όπως Α. Να γίνει δεκτή τυπικά και να απορριφθεί στην ουσία της η με ημερομηνία 15- 10-2007 αίτηση της Χ1 κρατουμένης στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού με την οποία διώκει την ακύρωση της με αριθμ. 2787/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών και την επανάληψη της διαδικασίας. Β. Να απορριφθεί το αίτημα της για αναστολή εκτέλεσης ποινής. Αθήνα την 30-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τους πληρεξούσιους της αιτούσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα στις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση του εδαφίου 2, κατά την οποία: αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους Δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Επίσης απαιτείται οι αποδείξεις να ήταν άγνωστες στον καταδικασθέντα γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να της προσκομίσει. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο, από ουσιαστικής και νομικής πλευράς, έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή Δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου η από 15-10-2007 αίτηση της Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2787/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Κατ' αυτής ασκήθηκε έφεση της ήδη αιτούσας, τότε κατηγορουμένης, η οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την 820/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η δε κατά της τελευταίας ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως της ίδιας απορρίφθηκε με τη 1699/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ακολούθως η αιτούσα υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 2-11-2006 αίτηση προς επανάληψη της διαδικασίας, η οποία απορρίφθηκε με τη1811/2007 απόφαση. Η αιτούσα, με την ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε, παρούσα, σε ποινή καθείρξεως έξι ετών, για απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, και ειδικότερα για το ότι "στην Αθήνα, κατά το μήνα Οκτώβριο 1994, τέλεσε περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ήτοι με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, σε πράξη που συνιστά επιζήμια διάθεση περιουσίας. Συγκεκριμένα? 1) Κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο και ενώ διατηρούσε πρατήριο υγρών καυσίμων στην ...... Αττικής, .... αρ. ...., παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή Ψ1 ότι δήθεν ήταν φερέγγυα, ότι είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ότι διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά της στο Υποκατάστημα της Νίκαιας Αττικής της Τράπεζας Πίστεως και δη τον με αριθμό ........ τραπεζικό λογαριασμό όψεως, ενώ το αληθές είναι ότι αυτή δεν ήταν φερέγγυα, δεν είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ότι ο παραπάνω λογαριασμός όψεως δεν ανήκε σ' αυτήν, αλλά στον ......., έμπορο ελαστικών, στον οποίο ανήκε και το σχετικό στέλεχος των παρακάτω επιταγών, με αποτέλεσμα να τον πείσει να της χορηγήσει δάνειο 6.260.000 δρχ. για χρονικό διάστημα ολίγων ημερών, (5έως 6 ημερών), για την εξόφληση του οποίου του παρέδωσε την με αριθμό ..... ισόποση επιταγή της προαναφερόμενης Τράπεζας, την οποία είχε εκδώσει η ίδια και η οποία δεν εξοφλήθηκε τελικώς, με συνέπεια να ζημιωθεί ο παραπάνω μηνυτής κατά το εν λόγω χρηματικό ποσό, με αντίστοιχη δική της ωφέλεια. Η ζημία δε που προξένησε στο μηνυτή με την πράξη της αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλη, και 2) στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο έπεισε το μηνυτή Ψ2 να της χορηγήσει, για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς της, δάνειο ύψους 4.000.000 δρχ. για χρονικό διάστημα ολίγων ημερών (5 έως 6ημερών), για την εξόφληση του οποίου του παρέδωσε τη με αριθμό ...... ισόποση επιταγή της ίδιας Τράπεζας, την οποία είχε εκδώσει η ίδια και η οποία δεν εξοφλήθηκε τελικώς, με συνέπεια να ζημιωθεί ο μηνυτής κατά το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, με αντίστοιχη δική της ωφέλεια. Η ζημία δε που προξένησε στον εν λόγω μηνυτή με την πράξη της αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Τέλεσε δε τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δηλαδή προκειμένου να πορισθεί εισόδημα, εμφανίζοντας και ροπή προς διάπραξη τέτοιου εγκλήματος". Η αιτούσα, προς υποστήριξη της αιτήσεώς της, ως νέες αποδείξεις επικαλείται και προσκομίζει? 1) την από ...... απόδειξη καταβολής από αυτήν, μέσω της θυγατέρας της Χ, προς τον Ψ1, μέσω της Αγροτικής Τράπεζας 5.000 ευρώ και 2) το από 28-2-2005 ένταλμα πληρωμής της EuroBank, ποσού ομοίως 5.000 ευρώ, επ' ονόματι Δημ. Σφυρή, αλλά ουσιαστικά είχε παραλήπτη τον ως άνω Ψ1, με αποστολέα τον αδελφό της Ζ1, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται και από το Ψ1. Η επιστροφή όμως των εν λόγω χρημάτων, η οποία έγινε μετά την απόρριψη της εφέσεως της αιτούσας ως ανυποστήρικτης, δεν εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 393 ΠΚ, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ούτε στοιχειοθετεί άλλο ελαφρότερο έγκλημα. Η αιτούσα δικάστηκε σε βαθμό κακουργήματος. Ως εκ τούτου μόνο σαν ελαφρυντικό μπορούσε να εκτιμηθεί και εάν η καταβολή είχε γίνει πριν την εκδίκαση των κατ' αυτής κατηγοριών και δεν αποτελεί λόγο επανάληψης διαδικασίας. Η αιτούσα, για ευδοκίμηση της αίτησής της, επιπλέον, προσκομίζει και επικαλείται την με αριθμ. 13.623/13-3-2007 ένορκη κατάθεση του Ψ1, διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά και, τη με ημερομηνία ..... ληξιαρχική πράξη θανάτου του συζύγου της Γ1, το με αριθμ. .........πιστοποιητικό του τμήματος πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι η αιτούσα κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως με την με αριθμ. 1149/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διάφορα πιστοποιητικά υγείας της ίδιας, και τους επικαλούμενους στην αίτηση τίτλους ιδιοκτησίας του συζύγου της. Από την ένορκη κατάθεση του Ψ1 προκύπτει ότι αυτός καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ελένης - Αλίκης Λεμπέση -Βαρδουλάκη κατέθεσε επί λέξει τα παρακάτω? " Το έτος 2001 που έγινε το πρώτο δικαστήριο, δηλ. το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, δεν γνώριζα ότι η Χ1 είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου Αθηνών, με ημέρα παύσης πληρωμών την 30 Ιανουαρίου 1995, ούτε γνώριζα ότι εις τούτο την οδήγησε η βαρεία ασθένεια του συζύγου της, που τελικά τον οδήγησε στο θάνατο. Δυστυχώς από τα δύο σοβαρά περιστατικά που επηρέασαν άμεσα την προσωπικότητά της τα έμαθα μετά το πρώτο δικαστήριο, δηλ. μετά το Νοέμβριο του 2001 και μάλιστα από τον αδελφό της, Ζ1, που ανέλαβε ο ίδιος να πληρώσει το εκ του επιδίκου δανείου χρέος της, όπως και έγινε στη συνέχεια, έχοντος απομείνει υπολοίπου ποσού ευρώ πέντε χιλιάδων (5.000), που τελικά το Μάρτιο του έτους 2005 μου τα έστειλε η θυγατέρα της Χ... Ήδη δε και σήμερα ζητάω από αυτήν συγγνώμη για όσα εις βάρος της κατέθεσα στο Τριμελές Εφετείου Κακουργημάτων στις 28-11-2001 διότι πεπλανημένα πίστευα ότι με είχε εξαπατήσει όταν της δάνεισα το έτος 1994 10.000.000 δραχμ., ότι αν δεν συνέβαινε η ασθένεια του συζύγου της και η συνεπεία αυτής πτώχευση, θα μου επέστρεφε τα δανεισθέντα χρήματα, αφού η επιχείρηση καυσίμων στην οδό ..... ήταν υπαρκτή και λειτουργικά βιώσιμη και αυτή πίστευε βάσιμα ότι θα μπορούσε να μου εξοφλήσει το χρέος αυτό ...". Από τα πρακτικά της με αριθμ. 2787/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση των κατά της αιτούσας κατηγοριών ο ίδιος, ανεξάρτητα από το τι ανέφερε στη μήνυσή του, κατέθεσε συγκεκριμένα ... ότι του παρέστησε αυτή ότι είναι φερέγγυα, ότι έχει εγκριθεί δάνειο για να φτιάξει νέο βενζινάδικο. Ίσως ήταν προσχέδιό της αυτό με τις 300.000, πρώτα για να του αποσπάσει μεγαλύτερο ποσό .. Εξέδωσε επιταγή και από την έρευνα που έκανε ο Ψ2 η x1 ήταν στη "Μπλάκ λίστ". Ούτε και η άλλη επιταγή σφραγίστηκε, όταν κλέβεται μια επιταγή δεν σφραγίζεται... Η x1 του έδειξε τα ακίνητά τους, τους λογαριασμούς. Του είπε να ρωτήσει όποιους θέλει, τον πήγε στην ......, όπου φτιαχνόταν ένα νέο βενζινάδικο. Απεδείχθη μετά ότι η κυρία έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι σε αυτόν και τελικά έφυγε και από το πρατήριο που είχε ..... Από την αντιπαραβολή των δύο καταθέσεων ο μάρτυρας Ψ1, λόγω της επιστροφής των χρημάτων του από τον αδελφό της αιτούσας και τη θυγατέρα της προσπαθεί ν' αποποινικοποιήσει την συμπεριφορά της αιτούσας, χωρίς όμως να το κατορθώνει, γιατί πολλά από τα ψευδή γεγονότα που παρέστησε η αιτούσα στο μηνυτή τότε δεν αναιρούνται από τη μεταγενέστερη ένορκη κατάθεσή του, στην οποία προς αποφυγή εμπλοκών του αναφέρει ότι πίστευε πεπλανημένα ότι τον είχε εξαπατήσει όταν της δάνεισε το 1994 10.000.000 δρχ. Σχετικά με την πτώχευση της αιτούσας η ίδια έκανε λόγο στην απολογία της κατά την εκδίκαση των κατ' αυτής κατηγοριών. Συνεπώς η ανάκληση της μαρτυρικής αυτής κατάθεσης δεν κρίνεται αξιόπιστη. Εξάλλου, στην ως άνω δίκη εξετάστηκαν και άλλοι μάρτυρες. Περαιτέρω, η επίκληση της ασθένειας του συζύγου της και η κατά το έτος 1995 πτώχευσή της δεν αναιρούν την προεκτεθείσα απατηλή συμπεριφορά της, όπως αυτή περιγράφεται στο διατακτικό της απόφασης που ζητά την ακύρωση, και συνεπώς δεν δικαιολογούν την επανάληψη της διαδικασίας. Άλλωστε, η πτώχευση, ναι μεν δεν προβλήθηκε κατά τρόπο ορισμένο στη δίκη στο Εφετείο ως αυτοτελής ισχυρισμός, πλην όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν ασκεί έννομη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης της αιτούσας, διότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα μεταγενέστερα από το χρόνο που αυτή διέπραξε την άνω εξακολουθητική απάτη, για την οποία καταδικάστηκε, και ο συμβατικός χρόνος καταβολής του χρέους της ήταν το Νοέμβριο του 1994, (5 με 6 ημέρες μετά τη χορήγηση του δανείου τον Οκτώβριο του 1994, βλ. διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης), δηλαδή σε χρόνο πριν από την ημερομηνία παύσεως των πληρωμών, που είχε ορισθεί η 30-1-1995. Κατ' ακολουθία, οι επικαλούμενοι λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, ότι μετά την καταδίκη της αιτούσας προέκυψαν νέα γεγονότα και αποδείξεις, άγνωστα στους δικάσαντες δικαστές, που καθιστούν φανερό ότι η αιτούσα είναι αθώα ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι τέλεσε, ερευνόμενοι κατ' ουσία με βάση τα αναφερόμενα την αίτηση γεγονότα και αποδείξεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Συνακολούθως δε πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, καθώς, επίσης, ως άνευ αντικειμένου, το περί αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής αίτημα της αιτούσας, και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-10-2007 αίτηση της καταδικασμένης x1, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη 2787/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καθώς και το περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής αίτημά της. Και Καταδικάζει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμος. Η μεταγενέστερη επιστροφή των χρημάτων δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας δεδομένου ότι η πράξη είναι κακουργηματική. Η πτώχευση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο επαναλήψεως διαδικασίας γιατί έλαβε χώρα μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ο συμβατικός χρόνος επιστροφής των χρημάτων ήταν πριν την ημερομηνία παύσεως των πληρωμών. Η ανάκληση της καταθέσεως ενός μάρτυρα δεν κρίνεται αξιόπιστη. Απορρίπτει την αίτηση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 852/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - πολιτικώς εναγόντων : 1) Ψ1 και 2) Ψ2, που δεν παρέστησαν στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 2.360/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με κατηγορούμενο τον Χ. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ1, 2) Χ2 και ήδη προσωρινά κρατούμενους στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού και 3) Χ3 και ήδη προσωρινά κρατούμενο στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνος. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - πολιτικώς ενάγοντες ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Νοεμβρίου 2007, δύο (2) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 32/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 18/16.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 παρ. 1 και 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις εκθέσεις αναιρέσεως των α) Ψ1 και β) Ψ2, κατοίκου ομοίως, ως πολιτικώς εναγόντων, με αριθ. 283/26-11-2007 και 284/26-11-2007, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 2360/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Σύμφωνα με το άρθρ. 7 του ν. 2928/2001, που ήρχισε να ισχύει από 27-6-2001, η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα του άρθρ. 187 Π.Κ., κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Ο τοιούτος αποκλεισμός ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως ισχύει όχι μόνον ως προς τον κατηγορούμενον αλλά και για τον πολιτικώς ενάγοντα και διετηρήθη μόνον το δικαίωμα του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατ'άρθρ. 483 παρ. 3 Κ.Π.Δ., να ασκήσει αναίρεσιν κατά τοιούτων βουλευμάτων. 'Αλλωστε το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλευμάτων υπό του πολιτικώς ενάγοντος, κατηργήθη, μετά την αντικατάσταση του εδαφίου α' της παραγράφου 1 του άρθρ. 482 Κ.Π.Δ., με το άρθρ. 41 παρ. 1 ν. 3160/2003 και μόνον ο κατηγορούμενος δικαιούται πλέον, από της ενάρξεως της ισχύος του (30-6-2003), να ασκήσει αναίρεσιν κατά βουλευμάτων υπό τις διακρίσεις που τάσσει η νέα διατύπωση της εν λόγω διατάξεως (Α.Π. 464/2003, Α.Π. 402/2006 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 906). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρ. 463 εδ. α' Κ.Π.Δ., ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στο οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ησκήθη από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο ή δικαστήριο (σε Συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγούμενη ειδοποίηση, προ 24 ωρών, από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη εις τα έξοδα. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση εις βάρος των κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ, ησκήθη ποινική δίωξη, κατά του πρώτου α) για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, β) κλοπή κατ'εξακολούθησιν, κατά συναυτουργία, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, αντικειμένων η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, γ) πλαστογραφία, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ'εξακολούθησιν, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και δ) παράβαση άρθρ. 90 παρ. 3 Κ.Ο.Κ. κατά του δευτέρου και τρίτου α) για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης β) κλοπή κατ'εξακολούθησιν, τελεσθείσαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά συναυτουργία, αντικειμένων η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και γ) παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών και κατά του τετάρτου για κλοπή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρ. 1, 12, 13 περ. στ', 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 79, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3β, 374 περ. ε', 372 παρ. 1 Π.Κ. και άρθρ. 1 παρ. 1α, γ, δ', 2α, 7 παρ. 1, 8α ν. 2168/93 και άρθρ. 90 παρ. 3 ν. 2696/99). Μετά την νομότυπον περάτωσιν της κυρίας ανακρίσεως, η σχηματισθείσα δικογραφία διεβιβάσθη υπό του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, κατ'άρθρ. 7 ν. 2928/2001, ως αντικ. δι'άρθρ. 42 παρ. 5 ν. 3251/2004, εις τον Εισαγγελέα Εφετών και εν συνεχεία εισήχθη εις το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίον δια του προσβαλλομένου ως άνω βουλεύματός του, παρέπεμψε τους πρώτον, δεύτερον και τρίτον των κατηγορουμένων για τις προαναφερόμενες πράξεις, εις το ακροατήριον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) για να δικασθούν επί ταύταις, σύμφωνα με το άρθρ. 111 παρ. 5 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι'άρθρ. 4 ν. 2928/2001, τόσον για την πράξιν της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης όσον και για τα συναφή προς αυτήν εγκλήματα, ενώ απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία εις βάρος του τετάρτου για την πράξιν δι'ήν εδιώχθη της διακεκριμένης κλοπής. Κατά του ως άνω βουλεύματος οι προαναφερόμενοι πολιτικώς ενάγοντες ήσκησαν τις υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως που στρέφονται κατά της απαλλακτικής διατάξεώς του, επικαλούμενοι τους εν αυταίς λόγους αναιρέσεως. Σύμφωνα όμως με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρ. 7 του ν. 2928/2001, που ως δικονομική μπορεί να ισχύει και σε εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, το Συμβούλιο Εφετών στην προκειμένη περίπτωση απεφάνθη αμετάκλητα τόσον ως προς την παραπεμπτική όσον και ως προς την απαλλακτική διάταξίν του. Επομένως αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως είναι απαράδεκτες και πρέπει, ως τοιαύται, να απορριφθούν, σύμφωνα με το άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Ι) Να απορριφθούν ως απαράδεκτες αι υπ'αριθ. 283/26-11-2007 και 284/26-11-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων α) Ψ1 και β) Ψ2, κατοίκου ομοίως κατά του υπ'αριθμ. 2360/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων. Αθήναι τη 14η Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος των αναιρεσειόντων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Στην διάταξη του άρθρου 463 Κ.Π.Δ ορίζεται ότι, υπό την συνδρομή εννόμου συμφέροντος, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει εκείνος μόνο στον οποίο ο νόμος ρητώς παρέχει τέτοιο δικαίωμα. Η διάταξη του άρθρου 482 παρ. ΙΒ, ως αυτή ίσχυε πριν αντικατασταθεί ως κατωτέρω, παρείχε στον πολιτικώς ενάγοντα το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος το οποίο αποφαίνεται ότι κατά του κατηγορουμένου δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Με την επακολουθήσασα όμως διάταξη του άρθρου 41 παρ.Ί του Ν. 3160/30-6-2003 (ΦΕΚ 165/30-6-03), αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 482 παρ.1 Κ.Π.Δ, αποκλείστηκε από την έναρξη ισχύος του νόμου (άρθρο 54 παρ.3 Ν.3160/2003) στον πολιτικώς ενάγοντα το δικαίωμα αυτό και εφεξής ρητά ορίζεται ότι αίτηση αναιρέσεως κατά των βουλευμάτων επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνον στον κατηγορούμενο και δη κατ' :κείνων μόνο των βουλευμάτων με τα οποία παραπέμπεται στο ακροατήριο για κακούργημα ή παύει προσωρινά η εναντίον του ποινική δίωξη. 2. Στην προκείμενη περίπτωση υπόκεινται αναιρέσεις των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 κατά του υπ' αριθμ.2.360/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο το Συμβούλιο απεφάνθη αφενός μεν την παραπομπή των εις αυτό αναφερομένων κατηγορουμένων, αφετέρου δε να μη γίνει κατηγορία για κακουργηματική κλοπή κατά του κατηγορουμένου Χ. Εφόσον, όμως, τις αναιρέσεις ως προς την απαλλακτική διάταξη του βουλεύματος τις ασκούν οι αναιρεσείοντες, παθόντες από την πράξη της κλοπής, με την προαναφερθείσα ιδιότητα των πολιτικώς εναγόντων, ασκούνται υπό προσώπων μη δικαιουμένων προς τούτο, και συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες (άρθρο 476 Κ.Π.Δ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 283/26-11-2007 και 284/26-11-2007 αιτήσεις των Ψ1 και Ψ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2.360/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση βουλεύματος από τους πολιτικώς ενάγοντες. Απόρριψη αιτήσεως ως απαράδεκτης.
Πολιτική αγωγή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 851/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1802/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 80/13-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 161/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, την οποία άσκησε στο όνομά του και για λογαριασμό του η δικηγόρος Αθηνών Βασιλική Ρήγα, δυνάμει της από 20-7-2007 προσαρτημένης στην αίτηση εξουσιοδοτήσεως του ιδίου (κατηγορουμένου), το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει βεβαιωθεί από τη δικηγόρο Αθηνών Γεωργία Θάνου, κατά του υπ'αριθμ. 1354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθμ. 1380/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε (μαζί με άλλον κατηγορούμενο) τον αναιρεσείοντα Χ1 στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, που θα ορισθεί αρμοδίως, για να δικασθεί για α) έκρηξη από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) διακεκριμένη περίπτωση φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού, που έγινε με κάποιο από τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 270 Π.Κ. και γ) κατοχή εκρηκτικών υλών (άρ. 270 περ. β', 272 § 1, 382 § § 1,2 γ' -381 § 1 Π.Κ. όπως το αρ. 272 § 1 αντικ. με αρ. 9 § 1 Ν.2928/01). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος (και ο συγκατηγορούμενός του Χ2), εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 1354/2007 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση αυτού (καθώς και του συγκατηγορουμένου του) και επεκύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 23-7-2007 και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε αυθημερόν, ενώ περιέχει ως λόγω αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Το βούλευμα δε αυτό υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για κακούργημα (αρ. 462, 463, 473 § 1, 474 § 1 και 482§ § ια, 2 Κ.Π.Δ.). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ'ουσία. Από τη διάταξη του άρθρου 270 του ΠΚ συνάγεται ότι τιμωρείται κατά τις διακρίσεις αυτού και με τις ποινές που αναφέρονται σαυτό, εκτός των άλλων, και όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο. Επομένως για τη θεμελίωση του εγκλήματος της έκρηξης δε αρκεί μόνη η πρόκληση της έκρηξης αυτής αλλά πρέπει επί πλέον να διαπιστούται ότι από την έκρηξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται πρόθεση, δηλαδή δόλος που συνίσταται στη γνώση της εκρηκτικής ιδιότητας της χρησιμοποιούμενης ύλης και θέληση να προξενήσει έκρηξη με πρόκληση εντεύθεν κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου ανθρώπου ή εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας. Η έκρηξη συνιστά φαινόμενο αιφνίδιο κατά την διάρκειαν του οποίου ελευθερούνται αέρια που τελούν υπό υψηλή πίεση ή παράγονται αέρια εντός βραχυτάτου χρόνου, των οποίων η διαστολή σε πολλαπλάσιο του αρχικού όγκου προκαλεί ισχυρό μηχανικό αποτέλεσμα που συνοδεύεται από κρότο, παροδική λάμψη και έκρηξη θερμότητας. Περαιτέρω κατά το άρθρο 272 παρ.1 του ΠΚ όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ.1 του ν.2928/2001, "Όποιος κατασκευάζει προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση τιμωρείται με κάθειρξη. Ως εκρηκτικές ύλες, κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 στοιχ. ε' του Ν.2168/1993 θεωρούνται τα στερεά ή υγρά σώματα τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβολή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες με συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών ή πιέσεων, με αποτελέσματα βλητικά ή ρηκτικά", ως εκρηκτικός δε μηχανισμός κατά το στοιχ. στ' της ίδιας διάταξης, θεωρείται κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιασδήποτε εκρηκτικής ύλης, είδος δε εκρηκτικού μηχανισμού αποτελεί και η γνωστή με την ονομασία "βόμβα Μολότωφ", ήτοι φιάλη περιέχουσα εύφλεκτο υγρό, όπως η βενζίνη, που εκσφενδονίζεται με αναμμένο το φυτίλι και προκαλεί με την πρώτη της σε σκληρή επιφάνεια έκρηξη, γιατί αν και ως τελικό αποτέλεσμα έχει τον εμπρησμό παρά ταύτα το άμεσο αποτέλεσμα της δεν είναι η πυρκαϊά αλλά η έκρηξη, δηλαδή η λόγω της ανάφλεξης και της ανύψωσης της θερμοκρασίας βίαιη ρήξη των τοιχωμάτων της φιάλης και η απελευθέρωση αερίων, συνέπεια της οποίας είναι η μετά την έκρηξη πυρκαϊά, Κατασκευή είναι ή από πρώτες ύλες δημιουργία εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ κατοχή υπάρχει όταν η εκρηκτική ύλη ή ο εκρηκτικός μηχανισμός βρίσκεται στην διάθεση του δράση είτε γι'αυτόν τον ίδιο είτε για άλλον. Υποκείμενο του σωρευτικώς μικτού εγκλήματος του άρθρου 272 παρ.1 του ΠΚ δύναται να είναι οποιασδήποτε (δηλαδή δεν απαιτείται να έχει ορισμένη ιδιότητα) που κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικούς μηχανισμούς με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει ο ίδιος για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένο πράγματα (ήτοι απειλή της ιδιοκτησίας τρίτων, σε μεγάλη κλίμακα) ή κίνδυνο ανθρώπου ή να τις παραχωρήσει σ'άλλον για να τις χρησιμοποιήσει για τον ίδιο σκοπόν η επιτυχία του οποίου είναι αδιάφορη. Απαραίτητο στοιχείο του εγκλήματος του άρθρου 272 παρ.1 του ΠΚ είναι η δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία έγκειται στη γνώση και θέληση της κατασκευής και της κατοχής των εκρηκτικών υλών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η βενζίνη αν είναι συγκεντρωμένη σε ένα δοχείο, διότι τότε υφίσταται κατά τους κανόνες της κοινής πείρας κίνδυνος έκρηξης με την μετατροπή της σε εκρηκτική ύλη με την ανύψωση της θερμοκρασίας. Τα εγκλήματα της έκρηξης και της κατοχής εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών διαφέρουν κατά το αντικειμενικά συστατικά τους στοιχεία και επομένως υπάρχει μεταξύ τους αληθής πραγματική συρροή. Εξάλλου κατά το άρθρο 382 παρ. 2γ του Π.Κ. τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών ο δράστης αν η φθορά ξένης ιδιοκτησίας έγινε με φωτιά ή με κάποιο από τα μέσα που προβλέπει το αρθρ. 270 του Π.Κ.. Περαιτέρω φαινόμενη συρροή ή απλή συρροή νόμων επί της οποίας δεν έχουν, εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 του Π.Κ. περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται μεν εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, από τη λογική όμως και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι ο ένας μόνο από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος αποκλείοντας τους λοιπούς που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που οι περισσότεροι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξης τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν έχει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού νόμου. Επίσης φαινόμενη συρροή υπάρχει και όταν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε γιατί η μια αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά το νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση αυτής, είτε εμφανίζεται ως συνέπεια της πράξεως που προηγήθηκε, οπότε διώκεται μόνο αυτή, από την οποία απορροφάται η άλλη. Όταν όμως προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά, που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, ή πρόκειται για ανεξαρτήτως και αυτοτελώς κολάσιμες πράξεις, που συγκροτούν την έννοια διαφορετικών εγκλημάτων, τότε υπάρχει αληθινή συρροή. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση, κατά την οποία, εκτός από τη συγκεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας με έκρηξη, προκαλείται και κατάσταση κοινού κινδύνου, οπότε υπάρχει αληθινή συρροή με το έγκλημα της έκρηξης, ενώ είναι φαινόμενη η συρροή, όταν με την ίδια εγκληματική δράση ενός προσώπου, χωρίς να δημιουργείται διακινδύνευση άλλων εννόμων αγαθών, προκαλείται με έκρηξη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, οπότε έχει εφαρμογή μόνο η διάταξη του άρθρ. 382 παρ. 2 εδ. γ' του Π.Κ. (ΑΠ 456/04, ΑΠ 1657/02). Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1 996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ'αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΒ' σελ. 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο: ΠΧρ, ΜΖ' σελ. 33, ΑΠ 1381/05, ΑΠ 1273/05, ΑΠ 1119/05). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται και προσδιορίζονται κατ'είδος και αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 16-4-2003 πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση και διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Η πορεία που ακολούθησαν οι διαδηλωτές ήταν προς την ..... και η επιστροφή, ακολούθως, μέσω της Λεωφόρου ...... Μετά τη λήξη της πορείας και περί ώρα 17.55 περίπου, ομάδα διαδηλωτών από 15 άτομα περίπου, έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπα τους με κουκούλες, μαντήλια και κράνη, ακολουθώντας το ρεύμα της οδού ....., αποσπάστηκε από το σύνολο των διαδηλωτών και κατευθύνθηκε μέσω της οδού ..... προς την οδό .... Εκεί, αφού ενώθηκαν μετ'αυτών και δύο ακόμη άτομα, τα οποία επέβαιναν στην υπ'αριθμ κυκλ..... δικ. μοτ/το, ιδιοκτησίας, όπως αποδείχθηκε αργότερα του β'κατηγορουμένου (Χ2), προσέγγισαν την είσοδο του επί της ως άνω οδού και στον αριθμό 2 ευρισκομένου επταορόφου κτιρίου, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας "ΣΕΙΡΙΟΣ ΑΕ", όπου στεγάζονται οι διοικητικές υπηρεσίες του Ο.Π.Α.Π. και παράρτημα του Υπουργείου Οικονομικών, έχοντας στην κατοχή τους, κατόπιν συναπόφασης, άγνωστο αριθμό συσκευών ικανών να προκαλέσουν έκρηξη και προσφόρων να επιφέρουν από μικρή ή μεγάλη απόσταση κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο. Και συγκεκριμένα με τον ως άνω σκοπό, μετά από συναπόφαση, έχοντας κατασκευάσει και κατέχοντας μεγάλο αριθμό αυτοσχεδίων βομβών "μολότωφ", καθεμία των οποίων αποτελείτο από μία εύθραυστη φιάλη γυάλινη, γεμάτη με εύφλεκτο υλικό, ήτοι βενζίνη, καλώς πωματισμένη με απορροφητικό ύφασμα, που λειτουργεί ως φυτίλι, το οποίο με αναστροφή της φιάλης περιβρέχεται και απορροφά το εύφλεκτο υγρό και ανάπτεται, εκσφενδονιζομένης δε της φιάλης και θραυομένης, προκαλείται έκρηξη, αφού μεταδίδεται η φωτιά στο εύφλεκτο υλικό από το φυτίλι, με κύριο αποτέλεσμα την ταυτόχρονη ανάφλεξη των υλικών του στόχου, καθώς, επίσης, έχοντας στην κατοχή τους και άγνωστο αριθμό φιαλιδίων υγραερίου, τα οποία όταν ευρεθούν σε περιβάλλον υψηλής θερμοκρασίας, λόγω αύξησης της εσωτερικής πίεσης του περιεχομένου τους εκρήγνυνται με ταυτόχρονη ανάφλεξή τους, αφού έβαλαν φωτιά στο φυτίλι των ανωτέρω αυτοσχεδίων βομβών, εκσφενδόνισαν αυτές ως και φιαλίδιο υγραερίου στην είσοδο του ως άνω κτιρίου, έχοντας ως στόχο το εν λόγω κτίριο, προκαλώντας εκρήξεις, δηλαδή θραύση των φιαλών, εξαιτίας αναφλέξεως του ευφλέκτου περιεχομένου τους και της υψώσεως της θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση αερίων και φωτιά. Από τις ως άνω εκρήξεις και την επακολουθήσασα φωτιά, η οποία κατασβέσθηκε άμεσα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, που κατέφθασε στον τόπο του συμβάντος, προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, μπορούσε να προκύψει και κίνδυνος για ανθρώπους. Και ειδικότερα, από τις προρρηθείσες εκρήξεις και την επακολουθήσασα αυτών φωτιά, προκλήθηκαν υλικές ζημιές στην είσοδο του ως άνω κτιρίου και συγκεκριμένα έσπασαν οι υαλοπίνακες της κεντρικής εισόδου αυτού, μαύρισαν τα μαρμάρινα πλακίδια στον προθάλαμο του ισογείου και ρυπάνθηκε ο ίδιος χώρος, μπορούσε δε να προκύψει κίνδυνος και για τα παρακείμενα κτίρια, προς δε, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος και για τα εντός του ως άνω κτιρίου ευρισκόμενα άτομα και δη για τους Ζ1 και Ζ2, φύλακα και θυρωρό, αντίστοιχα, του εν λόγω κτιρίου, καθώς και για τους, εν όψει του πολυσύχναστου και κεντρικού του σημείου, διερχόμενους πεζούς. Τα ανωτέρω άτομα, τα οποία μετά την παραπάνω επίθεση, αποχώρησαν τρέχοντας είχαν γνώση της εκρηκτικής ιδιότητας των βομβών "μολότωφ", του ενδεχόμενου κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, αλλά και κινδύνου σε άνθρωπο και τη θέληση να προξενήσουν εκρήξεις. Αστυνομικές δυνάμεις που κατέφθασαν στο σημείο, περί ώρα 18:15, κοντά στο σημείο της επίθεσης και δη στη συμβολή των οδών .... και ......, συνέλαβαν τον α' κατηγορούμενο - εκκαλούντα - Χ1, ως ύποπτο συμμετοχής στην ως άνω επίθεση, ο οποίος είχε στην κατοχή του εντός πλαστικής τσάντας και σακιδίου ώμου που έφερε μαζί του οκτώ (8) φιαλίδια υγραερίου των 190 γραμ. μάρκας expres GUZ, χρώματος μπλε παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επίθεση, μία ταινία συσκευασίας χρώματος καφέ παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται από δράστες εμπρηστικών επιθέσεων για την ένωση των μηχανισμών, μία χαρτοταινία, πλήθος πλαστικών σακουλών, περίπου σαράντα (40) και δύο (2) σουγιάδες-πολυεργαλεία, τα οποία και κατασχέθηκαν (βλ. την από .... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως). Στη συνέχεια, αφού εξακριβώθηκαν τα στοιχεία του ιδιοκτήτη της υπ'αριθμ. ....... δικ. μοτοσυκλέτας, στην οποία επέβαιναν τα δύο άτομα, που, όπως προαναφέρθηκε, αντελήφθη ο αυτόπτης μάρτυρας Γ1, να ενώνονται μετά της ως άνω ομάδος και να εκτοξεύουν βόμβες "μολότωφ" στο παραπάνω κτίριο και είναι αυτός, μάλιστα, που συγκράτησε τον αριθμό κυκλοφορίας αυτής, αστυνομικά όργανα οδηγήθηκαν στη σύλληψη του β'κατηγορουμένου Χ2, ιδιοκτήτη της εν λόγω μοτοσικλέτας. Ενώ από το σημείο της επίθεσης περισυνελέγησαν τρία (3) φιαλίδια υγραερίου, επτά (7) γυάλινοι λαιμοί από φιάλες μπύρας, ένα (1) τεμάχιο υφάσματος και θραύσματα από γυάλινες φιάλες μπύρας, τα οποία εστάλησαν στη Δ/νση Εγκληματολογικών Ερευνών για εξέταση, συνταχθείσας της από ...... έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με την οποία πέραν των άλλων, αναφέρεται ότι επί των ανωτέρω πειστηρίων ανιχνεύτηκαν υπολείμματα βενζίνης και ότι πρόκειτο για 10 αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς, γνωστούς ως "κοκτέιλ μολότωφ". Το γεγονός ότι οι βόμβες μολότωφ προσδιορίζονται στην παραπάνω έκθεση με την εμπρηστική αυτών ιδιότητα, που υπάρχει μεν αλλά είναι δευτερεύουσα και επακολουθεί και όχι με την πρώτιστη και άμεση, που είναι η εκρηκτική, είναι φανερό ότι ουδεμία ασκεί επιρροή και ουδόλως τροποποιεί τα πράγματα και επομένως απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του β' κατηγορουμένου-εκκαλούντα Χ2, ότι αυτές δεν αποτελούν "εκρηκτικούς μηχανισμούς" και δεν μπορούν να προκαλέσουν έκρηξη, αλλά μόνο ανάφλεξη και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της έκρηξης, αλλά αυτό της διακεκριμένης φθοράς με φωτιά, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν συρρέει αληθώς με αυτό της έκρηξης καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ανάφλεξη είναι δευτερεύουσα και επακολουθεί της πρώτιστης και άμεσης έκρηξης, ενώ, όταν εκτός από τη συγκεκριμένη διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας με έκρηξη, προκαλείται και κατάσταση κοινού κινδύνου, υπάρχει αληθής συρροή με το έγκλημα της έκρηξης (Α.Π. 456/2004 Π.Χρ. ΝΕ/144, ΑΠ 1657/2002 Π.Χρ. ΝΓ/620, ΑΠ 1205/2000 Π. Χρ. ΝΑ/413). Περαιτέρω, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι-εκκαλούντες διατείνονται, ότι ουδεμία συμμετοχή υπό οποιαδήποτε μορφή είχαν στις πιο πάνω πράξεις. Ειδικότερα ο 1ος τούτων Χ1 διατείνεται, ότι δεν είχε συμμετοχή στην ως άνω επίθεση που έγινε με αυτοσχέδιες βόμβες "μολότωφ" και με φιαλίδια υγραερίου "γκαζάκια" στο ανωτέρω κτίριο, πλην όμως δεν έδωσε μια πειστική εξήγηση πως έφερε μαζί του ένα τόσο ικανό αριθμό, οκτώ (8), φιαλιδίων υγραερίου, έχοντας τοποθετήσει αυτό σε σακίδιο ώμου και πλαστική τσάντα, που έφερε μαζί του, σε συνδυασμό μάλιστα με την ταινία συσκευασίας, παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιούνται από δράστες εμπρηστικών επιθέσεων για την ένωση των μηχανισμών, τη χαρτοταινία, το μεγάλο αριθμό των πλαστικών σακκούλων και τους δύο (2) σουγιάδες- πολυεργαλεία, που βρέθηκαν στην κατοχή του και κατασχέθηκαν. Προσέτι, αποδυναμώνεται ο ισχυρισμός του αυτός και από τις αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε ο ανωτέρω κατηγορούμενος κατά την προανακριτική και ανακριτική απολογία του, όπου, στην μεν πρώτη ανέφερε, ότι τα ως άνω φιαλίδια υγραερίου προορίζοντο για προσωπική του χρήση, στη δε δεύτερη, προφανώς προκειμένου να δικαιολογήσει το μεγάλο αριθμό αυτών ισχυρίσθηκε, ότι τα δύο εξ αυτών προορίζονται για δική του χρήση και το υπόλοιπο προορίζοντο για κάποιο φίλο του, άστεγο, ονόματι Β1. Σε κάθε όμως περίπτωση, οι ισχυρισμοί του αυτοί για τα ως άνω φιαλίδια υγραερίου, συνδυαζόμενα αυτά και με τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στη κατοχή του, δεν είναι λογικοφανείς και διόλου πειστικοί και ως εκ τούτου ελέγχονται ως αβάσιμοι. Αντίθετα, η ύπαρξη όλων των ως άνω αντικειμένων στην κατοχή του, ως και η σύλληψη αυτού πλησίον του σημείου, όπου προηγήθηκε η επίθεση με βόμβες μολότωφ και φιαλίδια υγραερίου στο παραπάνω κτίριο από ομάδα διαδηλωτών, καταμαρτυρούν τη συμμετοχή του στην ως άνω επίθεση και την κατοχή υπ'αυτού των παραπάνω φιαλιδίων υγραερίου για τη χρησιμοποίηση τους σε παρόμοιες πράξεις. Περαιτέρω, ο έτερος των κατηγορουμένων-εκκαλούντων Χ2 ισχυρίζεται, ότι ουδεμία συμμετοχή είχε στις ως άνω πράξεις, που προέβηκε ομάδα διαδηλωτών μετά τη λήξη της διαδήλωσης και ότι η παρουσία του στο παραπάνω σημείο της επίθεσης οφείλετο αποκλειστικά και μόνο στην προσπάθειά του να αποτρέψει άγνωστο νεαρά άτομα να προβούν στις πιο πάνω πράξεις. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός αποδυναμώνεται πλήρως από την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Γ1, ο οποίος, μετά λόγου γνώσεως, κατέθεσε, ότι είδε τα άτομα, που επέβαιναν στην υπ'αριθμ κυκλ. ...... δικ. μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του άνω κατηγορουμένου και φορούσαν κράνη, να έρχονται, έχοντας στρίψει από την οδό ...., στην ...., να σταθμεύουν τη μοτοσικλέτα επί του πεζοδρομίου, δίπλα από την κεντρική είσοδο του επί της οδού ...., αρ. ..... κτιρίου, όπου αυτός είναι φύλακας του Ο.Π.Α.Π., να προχωρούν προς τα πίσω πεζοί, αντίθετα στο ρεύμα της ......, να ενώνονται με την ομάδα των διαδηλωτών και όλοι μαζί να ρίχνουν στην είσοδο του κτιρίου, στον ορισμό 2, αντικείμενα, που δεν κατάλαβε τι ήσαν, και αμέσως μετά, άκουσε εκρήξεις και είδε καπνούς (βλ. την από 16-4-03 κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα). Κατόπιν των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτουν, κατά την κρίση μας, σοβαρές ενδείξεις ενοχής των παραπάνω κατηγορουμένων για τις ως άνω πράξεις: α) της έκρηξης, από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και β) της διακεκριμένης περίπτωσης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που έγινε με κάποιο από τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 270 Π.Κ, από κοινού, σε βάρος αμφοτέρων και γ) της κατοχής εκρηκτικών υλών, σε βάρος του πρώτου εξ αυτών Χ1, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 1α, 27 § 1,4,5, 51, 52, 53, 57, 60, 61, 94 § 1, 270 περ. β, 382 παρ. 2 εδ. γ' σε συνδ. με αρθρ. 382 § 1 -381 § 1 Π.Κ. και άρθρ. 272 § 1 Π.Κ., όπως αυτό αυτή με άρθρο 3 § 1 Ν.2928/01. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως αβάσιμη στην ουσία της, την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, διέλαβε σ'αυτό την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και την προηγηθείσα αυτεπαγγέλτως προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, της έκρηξης από κοινού, της διακεκριμένης περίπτωσης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού, που έγινε με κάποιο από τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 270 Π.Κ. και της κατοχής εκρηκτικών υλών, για τις οποίες κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § ια, 27 § 1, 45, 51, 52, 53, 94 § 1, 270 περ. β', 382 § § 1, 2 εδ. γ', 381 § 1 και 272 § 1 Π.Κ, όπως το τελ. αντικ. με αρ. 3 § 1 Ν.2928/01. Τις εν λόγω δε διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Αιτιολογημένα δε το προσβαλλόμενο βούλευμα αποκρούει τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή δεν συμμετείχε στις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και ότι κατείχε τα φιαλίδια υγραερίου για δική του χρήση, ενώ οι λοιποί ισχυρισμοί αυτού πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως της αιτιολογίας, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Τέλος, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) δεν ευσταθεί. Διότι όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ενώ όταν δεν μνημονεύονται ρητώς ορισμένα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες ή έγγραφα) δεν σημαίνει ότι αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη. Κατ'ακολουθία αυτών, η κρινομένη αίτηση του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σε αυτόν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 161/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 21 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του,. χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η κατά τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το 'συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1.354/2007 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεις ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας και υπομνημάτων του κατηγορουμένου), ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Στις 16-4-2003 πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση και διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Η πορεία που ακολούθησαν οι διαδηλωτές ήταν προς την .... και η επιστροφή, ακολούθως, μέσω της Λεωφόρου ....... Μετά τη λήξη της πορείας και περί ώρα 17.55 περίπου, ομάδα διαδηλωτών από 15 άτομα περίπου, έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπα τους με κουκούλες, μαντήλια και κράνη, ακολουθώντας το ρεύμα της οδού ....., αποσπάστηκε από το σύνολο των διαδηλωτών και κατευθύνθηκε μέσω της οδού ...... προς την οδό ...... Εκεί, αφού ενώθηκαν μετ'αυτών και δύο ακόμη άτομα, τα οποία επέβαιναν στην υπ'αριθμ κυκλ. ...... δικ. μοτ/το, ιδιοκτησίας, όπως αποδείχθηκε αργότερα του β'κατηγορουμένου (Χ2), προσέγγισαν την είσοδο του επί της ως άνω οδού και στον αριθμό 2 ευρισκομένου επταορόφου κτιρίου, ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας "ΣΕΙΡΙΟΣ ΑΕ", όπου στεγάζονται οι διοικητικές υπηρεσίες του Ο.Π.Α.Π. και παράρτημα του Υπουργείου Οικονομικών, έχοντας στην κατοχή τους, κατόπιν συναπόφασης, άγνωστο αριθμό συσκευών ικανών να προκαλέσουν έκρηξη και προσφόρων να επιφέρουν από μικρή ή μεγάλη απόσταση κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο. Και συγκεκριμένα με τον ως άνω σκοπό, μετά από συναπόφαση, έχοντας κατασκευάσει και κατέχοντας μεγάλο αριθμό αυτοσχεδίων βομβών "μολότωφ", καθεμία των οποίων αποτελείτο από μία εύθραυστη φιάλη γυάλινη, γεμάτη με εύφλεκτο υλικό, ήτοι βενζίνη, καλώς πωματισμένη με απορροφητικό ύφασμα, που λειτουργεί ως φυτίλι, το οποίο με αναστροφή της φιάλης περιβρέχεται και απορροφά το εύφλεκτο υγρό και ανάπτεται, εκσφενδονιζομένης δε της φιάλης και θραυομένης, προκαλείται έκρηξη, αφού μεταδίδεται η φωτιά στο εύφλεκτο υλικό από το φυτίλι, με κύριο αποτέλεσμα την ταυτόχρονη ανάφλεξη των υλικών του στόχου, καθώς, επίσης, έχοντας στην κατοχή τους και άγνωστο αριθμό φιαλιδίων υγραερίου, τα οποία όταν ευρεθούν σε περιβάλλον υψηλής θερμοκρασίας, λόγω αύξησης της εσωτερικής πίεσης του περιεχομένου τους εκρήγνυνται με ταυτόχρονη ανάφλεξή τους, αφού έβαλαν φωτιά στο φυτίλι των ανωτέρω αυτοσχεδίων βομβών, εκσφενδόνισαν αυτές ως και φιαλίδιο υγραερίου στην είσοδο του ως άνω κτιρίου, έχοντας ως στόχο το εν λόγω κτίριο, προκαλώντας εκρήξεις, δηλαδή θραύση των φιαλών, εξαιτίας αναφλέξεως του ευφλέκτου περιεχομένου τους και της υψώσεως της θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση αερίων και φωτιά. Από τις ως άνω εκρήξεις και την επακολουθήσασα φωτιά, η οποία κατασβέσθηκε άμεσα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, που κατέφθασε στον τόπο του συμβάντος, προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, μπορούσε να προκύψει και κίνδυνος για ανθρώπους. Και ειδικότερα, από τις προρρηθείσες εκρήξεις και την επακολουθήσασα αυτών φωτιά, προκλήθηκαν υλικές ζημιές στην είσοδο του ως άνω κτιρίου και συγκεκριμένα έσπασαν οι υαλοπίνακες της κεντρικής εισόδου αυτού, μαύρισαν τα μαρμάρινα πλακίδια στον προθάλαμο του ισογείου και ρυπάνθηκε ο ίδιος χώρος, μπορούσε δε να προκύψει κίνδυνος και για τα παρακείμενα κτίρια, προς δε, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος και για τα εντός του ως άνω κτιρίου ευρισκόμενα άτομα και δη για τους Ζ1 και Ζ2, φύλακα και θυρωρό, αντίστοιχα, του εν λόγω κτιρίου, καθώς και για τους, εν όψει του πολυσύχναστου και κεντρικού του σημείου, διερχόμενους πεζούς. Τα ανωτέρω άτομα, τα οποία μετά την παραπάνω επίθεση, αποχώρησαν τρέχοντας είχαν γνώση της εκρηκτικής ιδιότητας των βομβών "μολότωφ", του ενδεχόμενου κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, αλλά και κινδύνου σε άνθρωπο και τη θέληση να προξενήσουν εκρήξεις. Αστυνομικές δυνάμεις που κατέφθασαν στο σημείο, περί ώρα 18:15, κοντά στο σημείο της επίθεσης και δη στη συμβολή των οδών .... και ...., συνέλαβαν τον α' κατηγορούμενο - εκκαλούντα - Χ1, ως ύποπτο συμμετοχής στην ως άνω επίθεση, ο οποίος είχε στην κατοχή του εντός πλαστικής τσάντας και σακιδίου ώμου που έφερε μαζί του οκτώ (8) φιαλίδια υγραερίου των 190 γραμ. μάρκας expres GUZ, χρώματος μπλε παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επίθεση, μία ταινία συσκευασίας χρώματος καφέ παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται από δράστες εμπρηστικών επιθέσεων για την ένωση των μηχανισμών, μία χαρτοταινία, πλήθος πλαστικών σακουλών, περίπου σαράντα (40) και δύο (2) σουγιάδες-πολυεργαλεία, τα οποία και κατασχέθηκαν (βλ. την από ...... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως). Στη συνέχεια, αφού εξακριβώθηκαν τα στοιχεία του ιδιοκτήτη της υπ'αριθμ. ..... δικ. μοτοσυκλέτας, στην οποία επέβαιναν τα δύο άτομα, που, όπως προαναφέρθηκε, αντελήφθη ο αυτόπτης μάρτυρας Γ1, να ενώνονται μετά της ως άνω ομάδος και να εκτοξεύουν βόμβες "μολότωφ" στο παραπάνω κτίριο και είναι αυτός, μάλιστα, που συγκράτησε τον αριθμό κυκλοφορίας αυτής, αστυνομικά όργανα οδηγήθηκαν στη σύλληψη του β'κατηγορουμένου Χ2, ιδιοκτήτη της εν λόγω μοτοσικλέτας. Ενώ από το σημείο της επίθεσης περισυνελέγησαν τρία (3) φιαλίδια υγραερίου, επτά (7) γυάλινοι λαιμοί από φιάλες μπύρας, ένα (1) τεμάχιο υφάσματος και θραύσματα από γυάλινες φιάλες μπύρας, τα οποία εστάλησαν στη Δ/νση Εγκληματολογικών Ερευνών για εξέταση, συνταχθείσας της από ....... έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με την οποία πέραν των άλλων, αναφέρεται ότι επί των ανωτέρω πειστηρίων ανιχνεύτηκαν υπολείμματα βενζίνης και ότι πρόκειτο για 10 αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς, γνωστούς ως "κοκτέιλ μολότωφ". Το γεγονός ότι οι βόμβες μολότωφ προσδιορίζονται στην παραπάνω έκθεση με την εμπρηστική αυτών ιδιότητα, που υπάρχει μεν αλλά είναι δευτερεύουσα και επακολουθεί και όχι με την πρώτιστη και άμεση, που είναι η εκρηκτική, είναι φανερό ότι ουδεμία ασκεί επιρροή και ουδόλως τροποποιεί τα πράγματα και επομένως απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του β' κατηγορουμένου-εκκαλούντα Χ2,ότι αυτές δεν αποτελούν "εκρηκτικούς μηχανισμούς" και δεν μπορούν να προκαλέσουν έκρηξη, αλλά μόνο ανάφλεξη και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της έκρηξης, αλλά αυτό της διακεκριμένης φθοράς με φωτιά, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν συρρέει αληθώς με αυτό της έκρηξης καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ανάφλεξη είναι δευτερεύουσα και επακολουθεί της πρώτιστης και άμεσης έκρηξης, ενώ, όταν εκτός από τη συγκεκριμένη διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας με έκρηξη, προκαλείται και κατάσταση κοινού κινδύνου, υπάρχει αληθής συρροή με το έγκλημα της έκρηξης (Α.Π. 456/2004 Π.Χρ. ΝΕ/144, ΑΠ 1657/2002 Π.Χρ. ΝΓ/620, ΑΠ 1205/2000 Π. Χρ. ΝΑ/413). Περαιτέρω, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι-εκκαλούντες διατείνονται, ότι ουδεμία συμμετοχή υπό οποιαδήποτε μορφή είχαν στις πιο πάνω πράξεις. Ειδικότερα ο 1ος τούτων Χ1 διατείνεται, ότι δεν είχε συμμετοχή στην ως άνω επίθεση που έγινε με αυτοσχέδιες βόμβες "μολότωφ" και με φιαλίδια υγραερίου "γκαζάκια" στο ανωτέρω κτίριο, πλην όμως δεν έδωσε μια πειστική εξήγηση πως έφερε μαζί του ένα τόσο ικανό αριθμό, οκτώ (8), φιαλιδίων υγραερίου, έχοντας τοποθετήσει αυτό σε σακίδιο ώμου και πλαστική τσάντα, που έφερε μαζί του, σε συνδυασμό μάλιστα με την ταινία συσκευασίας, παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιούνται από δράστες εμπρηστικών επιθέσεων για την ένωση των μηχανισμών, τη χαρτοταινία, το μεγάλο αριθμό των πλαστικών σακκούλων και τους δύο (2) σουγιάδες- πολυεργαλεία, που βρέθηκαν στην κατοχή του και κατασχέθηκαν. Προσέτι, αποδυναμώνεται ο ισχυρισμός του αυτός και από τις αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε ο ανωτέρω κατηγορούμενος κατά την προανακριτική και ανακριτική απολογία του, όπου, στην μεν πρώτη ανέφερε, ότι τα ως άνω φιαλίδια υγραερίου προορίζοντο για προσωπική του χρήση, στη δε δεύτερη, προφανώς προκειμένου να δικαιολογήσει το μεγάλο αριθμό αυτών ισχυρίσθηκε, ότι τα δύο εξ αυτών προορίζονται για δική του χρήση και το υπόλοιπο προορίζοντο για κάποιο φίλο του, άστεγο, ονόματι Β1. Σε κάθε όμως περίπτωση, οι ισχυρισμοί του αυτοί για τα ως άνω φιαλίδια υγραερίου, συνδυαζόμενα αυτά και με τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στη κατοχή του, δεν είναι λογικοφανείς και διόλου πειστικοί και ως εκ τούτου ελέγχονται ως αβάσιμοι. Αντίθετα, η ύπαρξη όλων των ως άνω αντικειμένων στην κατοχή του, ως και η σύλληψη αυτού πλησίον του σημείου, όπου προηγήθηκε η επίθεση με βόμβες μολότωφ και φιαλίδια υγραερίου στο παραπάνω κτίριο από ομάδα διαδηλωτών, καταμαρτυρούν τη συμμετοχή του στην ως άνω επίθεση και την κατοχή υπ'αυτού των παραπάνω φιαλιδίων υγραερίου για τη χρησιμοποίηση τους σε παρόμοιες πράξεις. Περαιτέρω, ο έτερος των κατηγορουμένων-εκκαλούντων Χ2 ισχυρίζεται, ότι ουδεμία συμμετοχή είχε στις ως άνω πράξεις, που προέβηκε ομάδα διαδηλωτών μετά τη λήξη της διαδήλωσης και ότι η παρουσία του στο παραπάνω σημείο της επίθεσης οφείλετο αποκλειστικά και μόνο στην προσπάθειά του να αποτρέψει άγνωστο νεαρά άτομα να προβούν στις πιο πάνω πράξεις. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός αποδυναμώνεται πλήρως από την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Γ1, ο οποίος, μετά λόγου γνώσεως, κατέθεσε, ότι είδε τα άτομα, που επέβαιναν στην υπ'αριθμ κυκλ. .... δικ. μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του άνω κατηγορουμένου και φορούσαν κράνη, να έρχονται, έχοντας στρίψει από την οδό ....., στην ..., να σταθμεύουν τη μοτοσικλέτα επί του πεζοδρομίου, δίπλα από την κεντρική είσοδο του επί της οδού ..., αρ. .... κτιρίου, όπου αυτός είναι φύλακας του Ο.Π.Α.Π., να προχωρούν προς τα πίσω πεζοί, αντίθετα στο ρεύμα της ......, να ενώνονται με την ομάδα των διαδηλωτών και όλοι μαζί να ρίχνουν στην είσοδο του κτιρίου, στον ορισμό 2, αντικείμενα, που δεν κατάλαβε τι ήσαν, και αμέσως μετά, άκουσε εκρήξεις και είδε καπνούς (βλ. την από 16-4-03 κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα). Κατόπιν των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτουν, κατά την κρίση μας, σοβαρές ενδείξεις ενοχής των παραπάνω κατηγορουμένων για τις ως άνω πράξεις: α) της έκρηξης, από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και β) της διακεκριμένης περίπτωσης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που έγινε με κάποιο από τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 270 Π.Κ, από κοινού, σε βάρος αμφοτέρων και γ) της κατοχής εκρηκτικών υλών, σε βάρος του πρώτου εξ αυτών Χ1, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 1α, 27 § 1,4,5, 51, 52, 53, 57, 60, 61, 94 § 1, 270 περ. β, 382 παρ. 2 εδ. γ' σε συνδ. με αρθρ. 382 § 1 -381 § 1 Π.Κ. και άρθρ. 272 § 1 Π.Κ., όπως αυτό αυτή με άρθρο 3 § 1 Ν.2928/01..." Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για τις πράξεις α) της έκρηξης από κοινού, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο β) της διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού και γ) της κατοχής εκρηκτικών υλών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 270 περ.β', 381-382 παρ.2 εδ.γ' και 272 παρ.1 του ΠΚ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Οι αιτιάσεις του κατηγορουμένου ότι δεν συμμετείχε στην διαδήλωση, την πορεία και τα εν συνεχεία επεισόδια, τα δε γκαζάκια, την κολλητική ταινία και το πολυεργαλείο που βρέθηκαν στην κατοχή τα είχε αγοράσει για προσωπική και άσχετη με τα επεισόδια χρήση, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συμβουλίου.. Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, επιβληθούν δε στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.354/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπομπή για α) κακουργηματική έκρηξη β) διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας γ) κατοχή εκρηκτικών υλών. Επιτρεπτή καθ’ ολοκληρία παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση. Απόρριψη του μόνου λόγου αναιρέσεως του βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση, Έκρηξη, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας.
0
Αριθμός 850/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καραμούζη, περί αναιρέσεως της 74-106-107/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ALPHA BANK", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος ...... παρέστη στο ακροατήριο και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Ευάγγελο Κωφό. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1033/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ "στην έκθεση (ασκήσεως του ενδίκου μέσου), πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 462 ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως είναι να περιέχεται σε αυτή ισχυρός λόγος αναιρέσεως εκ των διαλαμβανομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 ίδιου Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός πρέπει να είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ. Έτσι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474, 509 και 510 ΚΠΔ, η έκθεση αναιρέσεως που δεν περιέχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με στοιχεία που περιέχονται σε ξεχωριστή αίτηση, δήλωση ή υπόμνημα, εκτός εάν με το περιεχόμενο της αιτήσεως που κατήρτισε ο αναιρεσείων και υπογράφεται από αυτόν και τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο, δηλώθηκε ότι τούτο αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως και περιέχονται σ' αυτό παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως οπότε δεν ανακύπτει ζήτημα απαράδεκτης αναφοράς της εκθέσεως στην αίτηση, αφού πρόκειται για ενσωμάτωση της αιτήσεως στο αναιρετήριο και συγκρότηση έτσι ενιαίου δικογράφου. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο αναιρεσείων με την ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών Χαλκίδας συνταγείσα υπ' αριθμ. 33/22-5-2007 έκθεση ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ. 74-106-107/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών "για τους παρακάτω λόγους". Είναι σαφές ότι στην ως άνω κατ' άρθρο 474 ΚΠΔ συνταχθείσα έκθεση δεν διατυπώθηκε κανένας αναιρετικός λόγος, ενώ από την επιτρεπτή επισκόπηση του "συνημμένου εγγράφου" το οποίο φέρεται να διαλαμβάνει λόγους αναιρέσεως, προκύπτει ότι αυτό δεν έχει υπογραφεί ούτε από τον εμφανισθέντα αναιρεσείοντα ούτε από τον διευθυντή των φυλακών ενώπιον του οποίου συντάχθηκε η αίτηση αναιρέσεως. Επομένως "το συνημμένο αυτό έγγραφο" δεν μπορεί να εκληφθεί ως ενσωματωμένο στο παραπάνω αναιρετήριο και δεν συγκροτεί ενιαίο με αυτό δικόγραφο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικώς αναφερομένους λόγους στο άρθρο 510 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Προσθέτως αυτός πρέπει να καταδικασθεί και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 74-106-107/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ καθώς καις τη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση μη περιέχουσα κανένα λόγο αναιρέσεως. Το συνημμένο στην έκθεση αναιρέσεως «έγγραφο» μη φέρον υπογραφή αναιρεσείοντος και δικαστικού υπαλλήλου δεν συγκροτεί ενιαίο δικόγραφο. Απαράδεκτη η αναίρεση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 849/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, περί αναιρέσεως της 354/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1187/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ.- Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατηρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και ιδία της παραγράφου 4 του άνω άρθρου 19, σαφώς προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων τιμολογίων πληρούται όχι μόνον επί ανύπαρκτης αλλά και επί υπαρκτής συναλλαγής, όταν στην τελευταία περίπτωση το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναλλάσσεται πραγματικώς, δεν εκδίδει το φορολογικό στοιχείο που προσήκει στο όνομα ή την επωνυμία του, αλλά φορολογικό στοιχείο τρίτου προσώπου το οποίο είναι άσχετο και αμέτοχο της συναλλαγής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Καρδίτσας που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Ο κατηγορούμενος, ο οποίος ασκεί ατομική επιχείρηση, με αντικείμενο τη μεσιτεία και εμπορία αγροτικών προϊόντων με έδρα τον ...... Καρδίτσας, στις 15-6-2001, 20-6-2001, 25-6-2001, 30-6-2001 και 30-7-2001, αποδέχθηκε και καταχώρησε στα βιβλία της επιχείρησής του έξι τιμολόγια πωλήσεως σίτου, τα οποία φέρεται ότι εξέδωσε η μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ...... ΕΠΕ και συγκεκριμένα: 1) το υπ' αρ. ....... τιμολόγιο πώλησης αξίας 3.037.860 δρχ. πλέον ΦΠΑ 243.028 δρχ., 2) το υπ' αρ. ...... τιμολόγιο πώλησης αξίας 25.443.910 δρχ. πλέον ΦΠΑ 2.034.712 ΔΡΧ., 3) το υπ' αρ. ...... τιμολόγιο πώλησης αξίας 19.429.664 δρχ. πλέον ΦΠΑ 1.554.373 δρχ., 4) το υπ' αρ. ...... τιμολόγιο πώλησης αξίας 42.618.213 δρχ. πλέον ΦΠΑ 3.409.457 δρχ., 5) το υπ' αρ. ....... τιμολόγιο πώλησης αξίας 3.481.920 δρχ. πλέον ΦΠΑ 278.553 δρχ., και 6) το υπ' αρ. ....... τιμολόγιο πώλησης αξίας 23.627.968 δρχ. πλέον ΦΠΑ 1.890.237 δρχ., Η ως άνω εταιρία, με την οποία εμφανιζόταν ως διαχειριστής και μοναδικός εταίρος ο Γ1, ήταν εικονική, καθόσον αν και τηρήθηκαν για την σύστασή της οι νόμιμες διαδικασίες, δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά παρά μόνο φαινομενικά, δεν διέθετε κανένα από τα αναγκαία μέσα για την άσκηση εμπορίας αγροτικών προϊόντων (αποθήκες, εξοπλισμό, μεταφορικά μέσα, αντιπροσώπους, πωλητές), δεν εκπλήρωσε ποτέ καμία από τις φορολογικές της υποχρεώσεις (υποβολή δηλώσεων φόρου εισοδήματος, απόδοση του παρακρατηθέντος από τους αγρότες ΕΛΓΑ και ΦΠΑ κ.λ.π.). Συστάθηκε δε από την Ζ1 σε συνεργασία με μεσίτες - εμπόρους γεωργικών προϊόντων, με σκοπό τη θεώρηση φορολογικών στοιχείων, χρήση των οποίων έκαναν τα ως άνω υποκρυπτόμενα άτομα, για την κάλυψη συναλλαγών, που τα ίδια πραγματοποιούσαν, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων, ώστε να ιδιοποιούνται τον παρακρατηθέντα από τους αγρότες ΕΛΓΑ, να αποκρύπτουν φορολογητέα ύλη, να αποφευγούντος ΦΠΑ. Ο δε φερόμενος ως διαχειριστής της Γ1 δεν είχε καμία γνώση σχετικά με την εμπορία αγροτικών προϊόντων, δέχθηκε να συσταθεί η εταιρία στο όνομά του, έναντι αμοιβής, και δεν είχε καμία ουσιαστική συμμετοχή στις σχετικές συναλλαγές, τις οποίες πραγματοποιούσαν τα ως άνω υποκρυπτόμενα άτομα. Τα παραπάνω τιμολόγια ήταν εικονικά ως προς τον πρόσωπο του εκδότη, καθόσον φέρεται ότι εκδόθηκαν από την ως άνω εικονική εταιρία ....... ΕΠΕ, ενώ οι συναλλαγές, για τις οποίες εκδόθηκαν αυτά, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του κατηγορουμένου και της Ζ1. Επίσης ο κατηγορούμενος στις 18-7-2001 και στις 20-10-2001 έχοντας στην κατοχή του τιμολόγια της ως άνω εικονικής εταιρίας ....... ΕΠΕ και εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος αυτής, τα χρησιμοποίησε για συναλλαγές, που πραγματοποίησε ο ίδιος. Συγκεκριμένα εξέδωσε εικονικά ως προς το πρόσωπο της εκδότριας το υπ' αρ. ....... τιμολόγιο πωλήσεως αξίας 1.714.545 δρχ. πλέον ΦΠΑ 137.163 δρχ. προς την εταιρία με την επωνυμία "....... Ο.Ε." και το υπ' αρ. ....... τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών αξίας 5.774.000 δρχ. πλέον ΦΠΑ 1.039.320 δρχ. προς την εταιρία με την επωνυμία "ΕΚΚΟΚΙΣΤΗΡΙΑ ΣΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΛΑΜΙΑΣ Α.Ε." τα οποία φέρεται ότι εξέδωσε η ανωτέρω εικονική εταιρία ..... ΕΠΕ, ενώ οι συναλλαγές, για τις οποίες εκδόθηκαν τα ως άνω τιμολόγια, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ανωτέρω ΟΕ και ΑΕ και του κατηγορουμένου. Αυτός γνώριζε τα προεκτεθέντα περιστατικά εικονικότητας της εταιρίας .... ΕΠΕ και συνακόλουθα την εικονικότητα των ανωτέρω υπ' αρ. ..., .... έως .... και ...... τιμολόγια πωλήσεως, καθόσον είχε συναλλαχθεί με την υποκρυπτόμενη Ζ1.Αλλωστε ο κατηγορούμενος, όπως προεκτέθηκε, είχε στην κατοχή του τιμολόγια της ....... ΕΠΕ και εμφανιζόταν ως αντιπρόσωπος αυτής. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και την από ...... έκθεση ελέγχου των ελεγκτών ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας. Επομένως ο κατηγορούμενος κατά την πλειοψηφούσα γνώμη πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για αποδοχή και έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ., καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτός έζησε, ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή... ". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 19 παρ 1 του Ν.2523/1997 την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τα στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, περαιτέρω δε, καθόσον αφορά την έκδοση των ένδεκα (11) εικονικών τιμολογίων,εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την ουσιαστική κρίση του ότι τα τιμολόγια αυτά ήσαν εικονικά, αφού δέχεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν ισόποσες συναλλαγές του (πώληση σίτου) όχι δικά του παραστατικά στοιχεία αλλά τα άνω ένδεκα τιμολόγια με την επωνυμία της εικονικής εταιρίας ....... ΕΠΕ τα οποία κατ' άγνωστο τρόπο και κενά κατά το περιεχόμενο είχαν περιέλθει στην κατοχή του, εξηγεί δε γιατί η άνω εταιρεία ήταν στην πραγματικότητα εικονική. Η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς το στοιχείο του δόλου είναι αβάσιμη. Επί εγκλημάτων που δεν έχουν υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση ο δόλος δεν αιτιολογείται ειδικώς, αφού ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης αυτού. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ίδιου Κώδικα, παράβαση τις διατάξεως του άρθρου 19 παρ 1 του Ν.2523/1997, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ.- Σύμφωνα με το άρθρο 174 του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σ' αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο). Με το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/14.12.2004 "Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 254/14.12.2004) ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο του δικαστηρίου που εξέδωκε την προσβαλλόμενη απόφαση εξετάσθηκε ως μάρτυρες οι .......και ........, υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, ο οποίος άσκησε προανακριτικά καθήκοντα κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ, η οποία (εναντίωση) και απορρίφθηκε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 174 του ν. 2960/2001. Η διάταξη αυτή κατά το χρόνο εξετάσεως του μάρτυρα αυτού ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (27-2-2007) ετύγχανε αναλόγου εφαρμογής και για την προκειμένη (φορολογικής φύσεως) υπόθεση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 30 παρ. 23 του ν. 3296/14.12.2004. Επομένως δεν έλαβε χώρα ακυρότητα από την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, ο δε δεύτερος και τελευταίος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 355/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας.. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Κατά το άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 2523/1997 είναι εικονικά τα φορολογικά στοιχεία και όταν εκδίδονται για υπαρκτή μεν συναλλαγή αλλά χρησιμοποιούνται από τον συναλλασσόμενο ξένα τιμολόγια εικονικής εταιρίας. Επιτρεπτή κατά το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/04 «Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις» η εξέταση στο ακροατήριο ως μαρτύρων των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που έχουν ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Μάρτυρες.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 847/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Γραμματοπούλου, περί αναιρέσεως της 8476/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 141/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ.1 και 473 παρ.1, 2 και 3 ΚΠΔ προκύπτει ότι κατά καταδικαστικής αποφάσεως η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζει ο νόμος και επίδοση αυτής στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης αν έγινε παρόντος του κατηγορουμένου και αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξ άλλου κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο, πλην άλλων, και όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, και συνεπώς και της αναιρέσεως, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Αλλά στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ. 2 και 474 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο τον δικαιολογούντα την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος από τα οποία διακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα τα αποδεικνύοντα τη βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Ως ανώτερη βία, η οποία δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμελείας και συνέσεως, και ως ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο, το οποίο, οπωσδήποτε, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο διαδίκου και δεν μπορεί να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο (Ολ. Α.Π. 15 και 763/1987). 2. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη 8476/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που απαγγέλθηκε παρουσία του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 13-12-2007, όπως προκύπτει από την από ..... σχετική βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως. Η ισχύουσα στην προκειμένη περίπτωση εικοσαήμερη προθεσμία (άρθρ. 473 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ) άρχισε από την επομένη του χρόνου της καταχωρήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (14 Δεκεμβρίου 2007) και έληξε την 2α Ιανουαρίου 2008. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρ. 465 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ από τον παραστάντα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνήγορο του αναιρεσείοντα Ιωάννη Δ. Καπελάρη, Δικηγόρο Αθηνών, με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-1-2008 (άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ), ήτοι μετά την παρέλευση της εικοσαήμερης προθεσμίας από την καταχώρηση στο βιβλίο. Ο αναιρεσείων για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο, αναφέρει στο δικόγραφο της αναιρέσεώς του κατά λέξη τα εξής : "Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 27.11.2007 με παρόντα εμένα στο ακροατήριο. Κατά την άποψη μας η εκδοθείσα υπ' αριθμ. 8476/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, έπασχε εξαρχής σε σχέση με την ορθότητα της. Τούτο διότι από τα προσαγόμενα και επικαλούμενα υπ' εμού έγγραφα, καθώς επίσης και από τα πραγματικά περιστατικά που συνέθεταν την υπόθεση ως επίσης και από το ίδιο το κατηγορητήριο, κατά την εκτίμηση μας δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να με καταδικάσει για την παράβαση του άρθρου 242 παρ. 1, διότι δεν ήμουν υπάλληλος εν τη έννοια του άρθρου 13 περ. α του ΠΚ. Για το λόγο αυτό ήταν επιβεβλημένο να αναμένουμε την καθαρογραφή της αποφάσεως προκειμένου να δούμε το σκεπτικό και την αιτιολογία αυτής. Για το λόγο αυτό επικοινωνήσαμε με τη γραμματεία του Εφετείου μέσα στις πρώτες δεκαπέντε (15) ημέρες πλην όμως δεν είχε καθαρογραφεί μέχρι και τις 12 Δεκεμβρίου 2007. Ακολούθως αναχώρησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου για ταξίδι στο εξωτερικό (....) για ανειλημμένες επαγγελματικές υποχρεώσεις όπως προκύπτει και από το προσαγόμενο και επικαλούμενο σχετικό αποδεικτικό και επέστρεψε στις 15 Δεκεμβρίου 2007 (βλ/ σχετ. απόδειξη αγοράς εισιτηρίου εξωτερικού). Ακολούθως και ενώ είχε μεσολαβήσει και η σχετική απεργία των δικηγόρων στις 19 και 20 Δεκεμβρίου αποφάσισα να επικοινωνήσω με την γραμματεία του Εφετείου αμέσως μετά τις εορτές των Χριστουγέννων, ήτοι στις 27 Δεκεμβρίου 2007 ότε και πληροφορήθηκα ότι είχε καθαρογραφεί η απόφαση και μπορούσα να πάρω αντίγραφο της καθώς και τα πρακτικά αυτής. Επικοινώνησα με τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου αμέσως μετά, ήτοι την ίδια ημέρα στις 27 Δεκεμβρίου 2007 ώστε να τον πληροφορήσω για την εξέλιξη αυτή. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου, ο οποίος υπογράφει και το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, με ενημέρωσε ότι επρόκειτο να αναχωρήσει για επαγγελματικούς λόγους στο εξωτερικό όπου θα παρέμενε από 28 Δεκεμβρίου 2007 έως 3 Ιανουαρίου 2008 (βλ. σχετικό αποδεικτικό ηλεκτρονικού εισιτηρίου της ......... , ταξίδι το οποίο είχε προγραμματιστεί προ μηνός και δεν χωρούσε αναβολή του και με προέτρεψε να πάω να πάρω την απόφαση από την γραμματεία του Εφετείου. Σημειώνω ότι δεν είχα ρωτήσει πότε καθαρογράφηκε αφού παρακολουθούσαμε την εξέλιξη της μέχρι και την 12η Δεκεμβρίου οπότε και έληγε το δεκαπενθήμερο που ορίζει ο νόμος προς καθαρογραφή και θεωρήσαμε ότι είχαμε τα χρονικά περιθώρια άμα τη επιστροφή του δικηγόρου μου από το εξωτερικό να ασκήσουμε την αίτηση αναίρεσης. Κατά ατυχή συγκυρία αμέσως μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου ασθένησε εμφανίζοντας υψηλό πυρετό και πονοκεφάλους εξαιτίας μίας ωτίτιδας για την οποία του συνεστήθη εβδομαδιαία ανάπαυση την οποία δεν συμπλήρωσε προκειμένου να συντάξει την παρούσα αίτηση αναιρέσεως (βλ. σχετική ιατρική βεβαίωση) Σημειώνω δε περαιτέρω ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου ευρισκόταν εκτός Αθηνών για την περίοδο 22 έως 26 Δεκεμβρίου για λόγους αναψυχής, γεγονός φυσικά ανθρώπινο. Δεδομένης της καταστάσεως και του γεγονότος της αμφισβήτησης της νομικής ορθότητας της ως άνω αποφάσεως, ως γίνεται εύκολα αντιληπτό λόγω της φύσεως της υπόθεσης και επειδή η αναίρεση μου θα στηριζόταν σε σημαντικούς νομικούς λόγους μόνον δικηγόρος και δη εξοικειωμένος με την υπόθεση θα μπορούσε να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως διότι αν την έκανα μόνος μου χωρίς να προβάλω επαρκείς λόγους, κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, αυτή θα απορριπτόταν ως αόριστη. Σημειώνω δε ότι η δικογραφία της υποθέσεως είναι ογκωδέστατη και για να εντρυφήσει κάποιος σε αυτήν θα απαιτήτο αρκετός χρόνος και έτσι δεν ήταν εφικτή η ανάθεση της σε άλλον δικηγόρο δεδομένου του χρόνου της καθαρογραφής και της μεσολαβήσεως των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω γεγονότων δεν δύναται να μου καταλογιστεί αδιαφορία και ότι παρέλειψα να ενημερωθώ εγκαίρως ώστε να ασκήσω το δικαίωμα μου προς αναίρεση ασκώντας τούτο γενικώς αφού και μετά την ενημέρωση μου, λόγοι ανωτέρας βίας, ως ανωτέρω παρατίθενται λεπτομερώς, με εμπόδισαν να το ασκήσω αυτό". Όμως μόνο τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, τα αναφερόμενα αποκλειστικά στην απουσία στο εξωτερικό για λόγους επαγγελματικούς και αναψυχής και στην ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν, αναγκαίως την ύπαρξη στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος γεγονότος, θεμελιούντος ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, δεδομένου, ότι ο ίδιος είχε την ευχέρεια και τη δυνατότητα να ασκήσει εμπρόθεσμη αναίρεση στο γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (άρθρο 474 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ), ή να διορίσει (άρθρο 96 Κ.Ποιν.Δ) πληρεξούσιο δικηγόρο για να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο. Επομένως η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, μη ευρίσκουσα, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, για την εκπρόθεσμη άσκησή της κάποιο δικαιολογητικό έρεισμα, πρέπει, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10 Ιανουαρίου 2008 αίτηση του x1 για αναίρεση της 8476/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως ως εκπρόθεσμη καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος.
Ανωτέρα βία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ανωτέρα βία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 855/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2006, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1708/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1630/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 40/30-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ. την από 19-9-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1708/21-2-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών απέρριψε ως απαράδεκτη την υπ'αριθμ. 8345/2006 έφεση του ανωτέρω κατά της υπ'αριθμ. 106087/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για μαστροπεία από κερδοσκοπία σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και χρηματική ποινή 1.467,351 ευρώ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του νόμου είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο απορριπτέο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 473 § 2 Κ.Π.Δ. η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επομένου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση αναίρεσης με δήλωση που επιδίδεται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, μόνο όταν στρέφεται κατά καταδικαστικής αποφάσεως, ως τέτοια δε θεωρείται εκείνη που κηρύσσει ένοχο των κατηγορούμενο και επιβάλλει σ'αυτόν ανάλογη ποινή, και όχι κατά αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη (ή ανυποστήρικτη) αφού αυτή δεν είναι καταδικαστική (ΑΠ 134/04, ΑΠ 491/02). Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1708/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ'αριθμ. 106087/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορριπτέα (ΑΠ 766/01, ΑΠ 295/01, ΑΠ 669/01, ΑΠ 155/03, ΑΠ 817/02). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 19-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1708/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος και αν κρατείται στη φυλακή, μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η άσκηση της αναίρεσης με δήλωση που επιδίδεται στο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προβλέπεται κατ' εξαίρεση και μόνον κατά της καταδικαστικής απόφασης. Τέτοια όμως απόφαση δεν είναι και εκείνη με την οποία απορρίπτεται η έφεση του κατηγορούμενου ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη για οποιαδήποτε αιτία. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε (μεταξύ άλλων περιπτώσεων) χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκησή του, κηρύσσεται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο σε συμβούλιο απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 1.708/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών Βέροιας με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 106.087/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως όμως αυτής η οποία δεν είναι καταδικαστική, δεν επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως με τον τρόπο που αναφέρθηκε και η ασκηθείσα είναι απαράδεκτη. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1.708/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση ασκηθείσα με δήλωση στον Εισαγγελέα του ΑΠ κατά μη καταδικαστικής αποφάσεως ως είναι εκείνη με την οποία η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 861/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη Ελευθέριο Νικολόπουλο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της 1379-1380/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 186/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 3346/2005 παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεστεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, με εξαίρεση τις πράξεις που αναγράφονται στην παράγραφο 5 (άρθρ. 358 ΠΚ, ν. 690/1945 και άρθρ. 377 Π.Κ. για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση): α) των πταισμάτων και β) υφ' όρο των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δυο ποινές. Στη ρύθμιση αυτή υπάγεται και η αξιόποινη πράξη της εξύβρισης, εφόσον η απειλούμενη γι' αυτήν ποινή είναι φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και με τις δυο αυτές ποινές (άρθρ. 361 ΠΚ). Επομένως, εάν η πράξη της εξύβρισης έχει τελεστεί μέχρι τη δημοσίευση του ν. 3346/2005, ήτοι μέχρι 17-6-2005, παραγράφεται το αξιόποινο και παύει υφ' όρο η ποινική δίωξη αυτής. Εξάλλου, μετά την κατάφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για το παραδεκτό της έφεσης, αρχίζει η επί ακροατηρίου διαδικασία. Με την έναρξη αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση, μέσα στα πλαίσια των λόγων της έφεσης, ατονεί και η υπόθεση επανέρχεται στην πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης στάση της διαδικασίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεσμευόμενο μόνο από τους λόγους της έφεσης και μη δυνάμενο να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος, εφόσον αυτός είναι ο κατηγορούμενος, αποφασίζει για την υπόθεση, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει στην απόφασή του, ότι δέχεται στο σύνολο ή κατά ένα μέρος την έφεση ή την απορρίπτει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης, η οποία υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Υπέρβαση δε εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγο υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτά του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Τέλος, κατά το άρθρο 511 ΚΠΔ, οι πιο πάνω δυο αναιρετικοί λόγοι εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, αν κριθεί παραδεκτή η αναίρεση και εμφανιστεί ο αναιρεσείων. Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και περιέχει τους ως άνω παραδεκτούς λόγους, ο δε αναιρεσείων εμφανίστηκε στο δικαστήριο δια πληρεξούσιου δικηγόρου. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, το Εφετείο, αφού έκρινε τυπικά δεκτή την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης και προχώρησε στην κατ' ουσία εξέταση της υπόθεσης, δέχθηκε ανελέγκτως στη συνέχεια πως από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει, αποδείχθηκε, εκτός των άλλων, ότι ο αναιρεσείων, στην ........... την 31-5-2000, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, παρουσία σημαντικού αριθμού δικηγόρων, διαδίκων και πολιτών που παρακολουθούσαν τη συνεδρίαση, ως συνήγορος υπεράσπισης του πελάτη του Γ1, λαμβάνοντας αυθαίρετα το λόγο, προσέβαλε με λόγια την τιμή άλλου, καθώς αποκάλεσε τους αστυνομικούς Ψ1 και Ψ2 "Νταβατζήδες" και "Διεφθαρμένους", καταφρονώντας και υποτιμώντας βάναυσα την προσωπικότητά τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (και) για την πράξη της εξύβρισης, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, που έλαβε χώρα στις 31-5-2000, σε βάρος των ως άνω εγκαλούντων, με τις πιο πάνω προσβλητικές της τιμής των φράσεις, και του επέβαλε για κάθε εξύβριση ποινή φυλάκισης δύο μηνών. Αλλά, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε, ότι η ανωτέρω πράξη του κατηγορουμένου φέρει το χαρακτηρισμό της εξύβρισης, η οποία τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και με τις δύο ποινές, και ότι η πράξη αυτή είχε τελεστεί (31-5-2000), πριν από τη δημοσίευση του ν. 3346/2005 (17-6-2005), συνέτρεχε περίπτωση παραγραφής του αξιοποίνου αυτής κατά την επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του νόμου αυτού. Επομένως, το δικαστήριο εκείνο, που δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη αυτή, υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διάταξης, που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Με το να προχωρήσει δε στη συνέχεια στην καταδίκη του κατηγορουμένου για την ως άνω πράξη, κατά συρροή και να μην παύσει υφ' όρο την ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, κατ' εφαρμογή της ίδιας άνω διάταξης του ν. 3346/2005, υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, που επίσης λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και προτείνεται κα από τον αναιρεσείοντα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή των ανωτέρω λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος, που αφορά την καταδίκη του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της εξύβρισης και να παύσει υφ' όρο η ποινική δίωξή του γι' αυτή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση του οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1379-1380/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά τα ουσιώδη μέρη πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή: Την 31-5-2000 διεξαγόταν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης δίκη, με κατηγορούμενο το Γ1, κάτοικο ........, για απείθεια και παράβαση των άρθρων 1 παρ.2 και 9 παρ. 1 του Ν. 392/1976, (λειτουργία CAMPING χωρίς άδεια καταλληλότητας από τον ΕΟΤ). Κατά τη διάρκεια της δίκης και ενώ εξεταζόταν ο μάρτυρας κατηγορίας Ψ2, αστυνομικός, ο ήδη κατηγορούμενος Χ1, δικηγόρος και συνήγορος υπερασπίσεως του ως άνω κατηγορουμένου Γ1, διέκοψε χωρίς την άδεια της Προέδρου του Δικαστηρίου την κατάθεση του μάρτυρα και απευθυνθείς προς αυτόν και προς τον επίσης μάρτυρα κατηγορίας, αστυνομικό Ψ1, ο οποίος είχε εξετασθεί προηγουμένως και παρέμενε στο ακροατήριο, τους εξύβρισε με τις ως άνω φράσεις, που αναφέρονται στην πράξη της εξύβρισης και στη συνέχεια, ενώπιον του πολυπληθούς ακροατηρίου του Δικαστηρίου εκείνου, το οποίο αποτελείτο από αρκετούς δικηγόρους, διαδίκους και άλλους πολίτες, καθώς και από τον προϊστάμενο των αστυνομικών, αξιωματικό τότε της αστυνομίας, ........., διέδωσε εκ προθέσεως εις βάρος των ιδίων αστυνομικών ψευδή γεγονότα και εν γνώσει του ψεύδους των, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψή των και ειδικότερα, ότι από κοινού οι εν λόγω αστυνομικοί απήγαγαν από το CAMPING του Γ1, το οποίο βρισκόταν στο ......., μία τουρίστρια για να την απελάσουν και τη βίασαν και ότι την ιδία αξιόποινη πράξη τέλεσαν εις βάρος και άλλων τουριστριών, τις οποίες επιβίβαζαν προς τούτο στο περιπολικό αυτοκίνητο της Αστυνομίας. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και επέβαλε για κάθε συκοφαντική δυσφήμηση φυλάκιση επτά (7) μηνών και συνολική δέκα μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση, όμως, τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν υπάρχει στο σκεπτικό της αποφάσεως, (αλλ' ούτε και στο συμπληρούν αυτό διατακτικό της), ειδική αιτιολογία του άμεσου δόλου του αναιρεσείοντος με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν και εντεύθεν να θεμελιώνουν την υπ' αυτού γνώση της αναλήθειας των άνω συκοφαντικών πραγματικών γεγονότων που αυτός ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων. Σε σχέση δε με το στοιχείο αυτό του άμεσου δόλου, δηλαδή της γνώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, απλώς την περιεχόμενη στο νόμο φράση "εν γνώσει", χωρίς όμως να εκθέσει συστηματικώς και να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Κατ' ακολουθία τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να αναιρεθεί η απόφαση αυτή, αναφορικά με την άνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1379-1380/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παύει υφ' όρο την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου Χ1, του ότι στην ........, στις 31-5-2000, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, παρουσία σημαντικού αριθμού δικηγόρων, διαδίκων και πολιτών, προσέβαλε με λόγια την τιμή άλλου, καθώς αποκάλεσε τους εγκαλούντες αστυνομικούς Ψ1 και Ψ2 "Νταβατζήδες" και "Διεφθαρμένους", καταφρονώντας και υποτιμώντας βαύναυσα την προσωπικότητά τους. Και Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, κατά συρροή, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παύει υφ’ όρο κατ’ άρθρο 31 παρ. 1 του Ν. 3346/2005 την ποινική δίωξη για εξύβριση. Ως προς την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, κατά συρροή, αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη αμέσου δόλου.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Δυσφήμηση συκοφαντική, Εξύβριση.
0
Αριθμός 846/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αιτούντος Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανικολάου, για συμπλήρωση - επέκταση του αναιρετικού αποτελέσματος της υπ' αριθμ. 2011/2004 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Το Ε' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτή και ο αιτών ζητεί την συμπλήρωση-επέκταση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 4/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικώς η κατά του αιτούντος ασκηθείσα ποινική δίωξη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται, σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ'αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους... Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του Εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του. Από τη διάταξη αυτή, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους προκύπτει ότι προϋπόθεση εφαρμογής της είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που εδικαιούτο να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μη αρμόζουν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απερρίφθη ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, και εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση εκείνου που το άσκησε, ωφελούνται και οι συμπαραπεμφθέντες ή συγκαταδικασθέντες, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους και όχι για λόγους που αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας, για την εξέταση της βασιμότητος της αιτήσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμ. 78337/18-9-2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο αιτών καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για καταδολίευση δανειστών και η συγκατηγορουμένη του Χ2 στην αυτή ποινή φυλακίσεως για άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής και το, κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την 51097/2003 απόφασή του, απέρριψε την έφεση του αιτούντος, ως ανυποστήρικτη και καταδίκασε τη συγκατηγορουμένη του σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η Χ2 άσκησε αναίρεση και ο Άρειος Πάγος με την 2011/2004 απόφασή του, ανήρεσε την απόφαση και έπαυσε οριστικά την κατά της ως άνω αναιρεσείουσας ποινική δίωξη για την άμεση συνέργεια σε καταδολίευση δανειστών, λόγω παραγραφής, γιατί από το χρόνο τελέσεως της πράξεως (21-6-1995) μέχρι την 21-6-2003, δηλαδή μετά τη δημοσίευση της προσβληθείσας 51097/19-6-2003 αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας. Επομένως, εφόσον η εξάλειψη, λόγω παραγραφής, του αξιοποίνου της πράξεως της άμεσης συνέργειας στην πράξη της καταδολίευσης δανειστών που φέρεται ότι ετέλεσε ο αιτών στις 21-6-1995, δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο της αμέσου συνεργού Χ2, πρέπει το ευνοϊκό γι' αυτήν αποτέλεσμα της παραγραφής, να επεκταθεί και στον αιτούντα φυσικό αυτουργό της πράξεως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ και να παύσει οριστικώς, λόγω παραγραφής η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για την ανωτέρω πράξη της καταδολίευσης δανειστών που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα στις 21-6-1995, κατά τα εις το διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Επεκτείνει το ευνοϊκό αποτέλεσμα της 2011/2004 αποφάσεως του Αρείου Πάγου και στον αιτούντα. Παύει οριστικώς, λόγω παραγραφής, την κατά τον αιτούντα Χ1 ασκηθείσα ποινική δίωξη για καταδολίευση δανειστών, πράξη που φέρεται απ' αυτόν τελεσθείσα στην Αθήνα στις 21-6-1995 όπως τα συγκροτούντα αυτή πραγματικά περιστατικά περιέχονται στο διατακτικό της 51097/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διόρθωση απόφασης. Επεκτατικό αποτέλεσμα ενδίκου μέσου και στον μη ασκήσαντα αυτό φυσικό αυτουργό. Καταδίκη από πρωτοβάθμιο δικαστήριο του φυσικού αυτουργού για καταδολίευση δανειστών και του αμέσου συνεργού στην πράξη αυτή. Άσκηση εφέσεως από αμφοτέρους. Απόρριψη εφέσεως φυσικού αυτουργού, ως ανυποστήρικτης και καταδίκη αμέσου συνεργού. Άσκηση αναιρέσεως από άμεσο συνεργό. Δεκτός λόγος αναιρέσεως περί εκπροθέσμου υποβολής εγκλήσεως. Παύση οριστικώς ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής. Αίτηση αιτούντος (φυσικού αυτουργού) για επέκταση του ευνοϊκού αποτελέσματος και επ’ αυτού. Δεκτή η αίτηση και Π.Ο.Π.Δ. λόγω παραγραφής και ως προς αιτούντα.
Συνέργεια
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Συνέργεια, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Καταδολίευση δανειστών.
2
Αριθμός 845/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Πάλλη, περί αναιρέσεως της 7028/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ............, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Νο0εμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2095/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 524 παρ. 2 ΚΠΔ, εάν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470, κατά το πρώτο εδάφιο του οποίου, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι το αρμόδιο να κρίνει επί ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατά καταδικαστικής, για τον ασκήσαντα αυτό, αποφάσεως, υπερβαίνει την εξουσία του, εάν καταστήσει είτε αμέσως είτε εμμέσως χειρότερη τη θέση αυτού. Τέτοια χειροτέρευση μπορεί να συμβεί και όταν, το, κατ' άρθρο 524 ΚΠΔ δικαστήριο της παραπομπής, κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο δυσφημήσεως και για διαδοθέντα γεγονότα, για τα οποία με την προηγούμενη αναιρεθείσα απόφαση, είχε κηρυχθεί αθώος. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθ. 62827/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, μετατραπείσαν επί 4,40 ευρώ ημερησίως για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση. Ασκηθείσης εφέσεως κατ' αυτής της αποφάσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου, εκδόθηκε η υπ'αριθ. 8228/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός (κατηγορούμενος) κηρύχθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφημήσεως για το, εις το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως, αναφερόμενο γεγονός, το οποίο ισχυρίσθη εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, με την από 30-6-2000 εξώδικη όχληση που κοινοποιήθηκε στον τελευταίο την αυτή ημερομηνία (30-6-2000), ενώ για τα λοιπά γεγονότα που περιέχονταο τόσο στην προαναφερθείσα εξώδικη όχληση όσον και εις την αγωγή της 3-7-2000, κηρύχθηκε αθώος. Κατά του καταδικαστικού μέρους της ως άνω αποφάσεως του Εφετείου, ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση και με την υπ' αριθ. 1479/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ανηρέθη η προδιαληφθείσα απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο. Συναφώς εκδόθηκε η υπ' αριθ. 7028/2007 απόφαση (αναιρεσιβαλλόμενη), με την οποία ο κατηγορούμενος (αναιρεσείων) κηρύχθηκε ένοχος απλής δυσφημήσεως κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και του επεβλήθη ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσα επί 3ετίαν. Όπως, όμως, περαιτέρω προκύπτει τόσο από το σκεπτικό (το οποίο αποτελεί επανάληψη του διατακτικού) όσο και από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε και για τα λοιπά, ως δυσφημιστικά, φερόμενα γεγονότα, για τα οποία, όμως, είχε κηρυχθεί αθώος με την προεκδοθείσα υπ' αριθ. 8228/2006 απόφαση του Εφετείου. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, κατέστησε χείρονα τη θέση του αναιρεσείοντος, γιατί έπρεπε να ερευνήσει την υπόθεση μόνο καθό μέρος μεταβιβάσθη εις αυτό (άρθρο 470 και 524 παρ. 2 ΚΠΔ). Υπερέβη την εξουσία του και αναιρετέα εντεύθεν κατέστησε την απόφασή του, κατά τον βάσιμο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1Η, πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Αναιρούμενης της αποφάσεως, πρέπει η υπόθεση παραπεμφεί στο ίδιο δικαστήριο, στο οποίο, όμως δεν θα συμμετέχουν οι πρότερον δικάσαντες δικαστές (άρθρ.519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 7028/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών Και Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση, χωρίς συμμετοχή των δικαστών που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω υπερβάσεως εξουσίας, διότι το δικαστήριο της παραπομπής, που επελήφθη της υποθέσεως μετά από αναίρεση, καταδίκασε τον κατηγορούμενο για δυσφήμηση και για γεγονότα για τα οποία με προηγούμενη αναιρεθείσα απόφαση του Εφετείου είχε κηρυχθεί αθώος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση απλη.
0
Αριθμός 844/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Δήμο, περί αναιρέσεως της 207/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1249/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίού του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευση, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες θεμελιώνουν αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 207/2007 απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, κήρυξε τον αναιρεσείοντα αθώον υπεξαιρέσεως και ένοχο υπεξαγωγής εγγράφων (δύο τραπεζικών επιταγών, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο δικηγόρο Ιωαννίνων Εμμανουήλ Καπελλίδη και αφού πήρε δύο επιταγές, των οποίων ήταν δικαιούχος ο εγκαλών ......., με σκοπό να τις μεταφέρει στην Αθήνα και να τις παραδώσει στον εγκαλούντα, εκείνος απέκρυψε ότι πήρε και είχε στην κατοχή του τα εν λόγω αξιόγραφα με σκοπό να βλάψει τον εγκαλούντα κατά το ποσό τους, εφόσον παρέδωσε αυτές στον Πρόεδρο του ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΙΝΑ ......, χωρίς να του ανήκουν. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 ΠΚ) και αθώος υπεξαίρεσης, καθόσον δεν ιδιοποιήθηκε ξένα χρήματα, δεδομένου ότι είχε και την εντολή του εκδότη προς είσπραξη των χρημάτων αυτών. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 98 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γιατί δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ο σκοπός του αναιρεσείοντος να βλάψει με την απόκρυψη των εγγράφων άλλον και συγκεκριμένα τον εγκαλούντα. Ειδικότερα, δεν εκτίθεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή, τη στιγμή που, κατά τις αυτές παραδοχές (ο αναιρεσείων) είχε εντολή να προβεί στην είσπραξη των χρημάτων. Συνάμα δεν διευκρινίζεται για λογαριασμό ποίου θα γινόταν η είσπραξη των χρημάτων και περαιτέρω πώς ήταν δυνατόν να παραδώσει τις επιταγές στον εγκαλούντα και παραλλήλως να είχε και εντολή από τον εκδότη για την είσπραξη των χρημάτων των επιταγών, χωρίς αυτές να παραδοθούν. Εντεύθεν, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά τον βάσιμο εκ του άρθρου 510 παράγραφος ΙΔ ΚΠοινΔ, μοναδικό λόγο αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, χωρίς τη συμμετοχή των δικαστών που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 207/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία υπεξαγωγής εγγράφου. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση. Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπεξαγωγή εγγράφων.
0
Αριθμός 843/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπασίμο, για αναίρεση της 4105/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουνίου 2007 αίτησή της καθώς και στο 30 Ιανουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1240/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθέναχωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει πρέπει να εκτείνεται και σ' αυτόν. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη τωναυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση τουδικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά όπως συνάγεται από την παρ.2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθ.362 ΠΚ) ή τηςεξύβρισης (άρθ. 361 παρ.1 ΠΚ), όχι όμως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον οσχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψη του δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το κατ'έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύει, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Η κατηγορουμένη χ1 στις 10-9-2001, επέδωσε προς τον ιατρό καρδιολόγο Β1, την από 7-9-2001 εξώδικη διαμαρτυρία μετά προσκλήσεως δηλώσεως που απεύθυνε στον άνω ιατρό, με την οποία τον καλούσε να εμφανιστεί στις 12-9-2001 ημέρα Τετάρτη και ώρα 17.00', ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Μπουρνάζου, προκειμένου να επιβεβαιώσει ή ανακαλέσει την από ....... ιατρική γνωμάτευση, που είχε χορηγήσει στους ιατρούς ....., ...... και Β2, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό στοιχείο στην μεταξύ τους αντιδικία, λόγω των γνωματεύσεών τους αναφορικά με την κατάσταση της υγείας και ιδίως της ψυχοδιανοητικής τοιαύτης, του πατέρα της ψ (εγκαλούντος). Στην άνω εξώδικη δήλωση, πρόσκληση, διαμαρτυρίας της η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα πατέρα τους, ότι αυτός δεν διαθέτει ακοή, ότι δεν δύναται να γράψει και να εκθέσει γεγονότα, ότι δεν δύναται να αντιληφθεί το περιεχόμενο εγγράφου, ότι δεν δύναται να αναγνώσει έγγραφα, ότι στερείται πνευματικής διαύγειας και ικανότητας προς επικοινωνία, ότι δεν αντιλαμβάνεται τα δρώμενα εις το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον και ότι πάσχει από αμνησία, καθόσον δεν ενθυμείται πραγματικά περιστατικά τόσον του παρελθόντος όσον και των προηγούμενων ημερών. Των ανωτέρω ισχυρισμών της κατ/νης έλαβε γνώση ο εγκαλών πατέρας της και υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 27-9-2001 έγκλησή του, ισχυριζόμενος ότι, όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή και η κατ/νη τελούσε εν γνώσει τους αναληθείας τους, με τη διάδοση δε των γεγονότων αυτών, των οποίων έλαβαν γνώση ο ιατρός προς ον επιδόθηκε το άνω εξώδικο, ο επιμελητής που το επέδωσε και ο προαναφερόμενος Συμβολαιογράφος, αποσκοπούσε η κατ/νη να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Με βάση τη μήνυση αυτή ασκήθηκε κατά της κατηγορουμένης ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την εκκαλουμένη δε απόφαση καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Επί των όσων η κατ/νη ισχυρίσθηκε στο άνω εξώδικο, προκύπτουν τα εξής:Ο εγκαλών ψ από του έτους 1997 είχε χειρουργηθεί για καρκίνο του λάρυγγος και έκτοτε είχε τραχειοστομία, ενώ παράλληλα είχε και πρόβλημα βαρηκοΐας, χωρίς όμως να αποκλείεται εξ αιτίας αυτών τελείως η δυνατότητα να ομιλεί, να ακούει και να συνομιλεί με τρίτους, έστω και δυσχερώς, κατά το χρόνο που επιδόθηκε το άνω εξώδικο (10-9-2001). Κατά το χρόνο αυτό ήταν ηλικίας 93 ετών (γεννήθηκε το 1908) και έπασχε από αποφρακτική πνευμονοπάθεια και καρδιακή ανεπάρκεια, ουδόλως όμως εμποδίζετο εξ αιτίας αυτών να αντιλαμβάνεται τα δρώμενα σο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Κυρίως όμως ο εγκαλών είχε ακμαίες τις διανοητικές του ικανότητες και είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του και του περιβάλλοντος. Η κατ/νη είχε πλήρη γνώση της άνω κατάστασης του εγκαλούντος πατέρα της, καθόσον από του έτους 2000, που λύθηκε ο γάμος της, κατοικούσε στην ίδια οικία μ'αυτόν (... αρ.... Παλ. Ψυχικό) και είχε λάβει γνώση των γνωματεύσεων όλων των γιατρών, που κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2001 του είχαν επισκεφθεί για να τον εξετάσουν τόσον από παθολογικής απόψεως όσον και απόψεως ψυχοδιανοητικής. Τα ανωτέρω προκύπτουν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και αυτών της πολιτικώς ενάγουσας κυρίως δε από τα όσα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ιατρός Β2. Προκύπτουν όμως και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και κυρίως τις ιατρικές γνωματεύσεις των γιατρών που εξέτασαν τον εγκαλούντα την περίοδο από το Δεκέμβριο του έτους 2001. Δεν αναιρούνται δε τα ανωτέρω, ούτε από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την πλευρά της κατ/νης και αναγνώσθηκαν, ούτε και από τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης, οι οποίοι δεν είναι ιατροί και αρκούνται να εμφανίζουν την κατάσταση της υγείας του εγκαλούντος από παθολογικής κυρίως απόψεως και ειδικότερα την κατάστασή του λόγω της λαρυγγοεκτομής που είχε υποβληθεί και εν γένει των συμπτωμάτων λόγω της ηλικίας του, που όμως δεν είχαν επηρεάσει τις διανοητικές του λειτουργίες, ούτε τον είχαν δημιουργήσει τέτοιους φύσεως ψυχικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων να έχει αποκοπεί από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του. Επίσης, δεν αναιρούνται τα ανωτέρω από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του νευρολόγου-ψυχιάτρου Β3, που απεικονίζει την κατάσταση του εγκαλούντος όπως αυτής είχε διαμορφωθεί το Μάϊο του 2003 και σύμφωνα με την οποία τότε δεν είχε ικανότητα προς δικαιοπραξία, χωρίς όμως να μπορεί να αποφανθεί για το ποια ήταν η κατάστασή του, κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2001. 'Αλλωστε, λίγους μήνες μετά τη διενέργεια της άνω πραγματογνωμοσύνης (......), ο εγκαλών απεβίωσε (συγκεκριμένα πέθανε 28-11-2003). Ακόμη, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης ....., ο οποίος απομαγνητοσκόπησε κασέτες, με συνομιλίες εντός της οικίας του εγκαλούντος, στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσε και η κατ/νη, αναιρούνται, τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν. Το περιεχόμενο των άνω κασετών, αποτυπώθηκε σε έγγραφο, το οποίο αναγνώσθηκε, σε τρόπον ώστε εξ αυτού του λόγου να μην είναι αναγκαία να διαταχθεί απομαγνητοσκόπηση των άνω κασετών, αλλά κυρίως για το λόγο, ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσον, αφού λήφθηκαν κατά παράνομο τρόπο και ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα αναβολής της υποθέσεως για το σκοπό αυτό πρέπει να απορριφθεί. Των ανωτέρω ψευδών γεγονότων που διέδωσε η κατ/νη εις βάρος του εγκαλούντος έλαβαν γνώση ο καρδιολόγος Β1 στον οποίο επιδόθηκε το εξώδικο, ο επιδώσας αυτό δικαστικός επιμελητής ....... και ο Συμβολαιογράφος ενώπιον του οποίου καλείτο να εμφανισθεί ο άνω ιατρός Αλέξανδρος Μπουρνάζος. Είχε δε δόλο να τελέσει την άνω πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης η κατ/νη, αφού η τελευταία ηθελημένα ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον των ανωτέρω τρίτων τα παραπάνω γεγονότα, εν γνώσει τους ότι αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος πατέρα τους, τον οποίο εμφάνιζε να μην έχει καμία επαφή με το κοινωνικό και φυσικό το περιβάλλον και να στερείται των πνευματικών του λειτουργιών, ενώ παράλληλα είχε πλήρη γνώση ότι αυτά που ισχυρίσθηκε και διέδωσε ήσαν ψευδή. Τέλος η κατ/νη προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι μετά όσα ανωτέρω ισχυρίσθηκε και διέδωσε εις βάρος του εγκαλούντος, δεν ήθελε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού, αλλά σαν σκοπό είχε να διαφυλάξει και να προστατεύσει την περιουσία της ίδιας και της ανήλικης θυγατέρας της, ενόψει της αγωγής που άσκησαν εις βάρος της οι δικηγόροι του πατέρα της, μετά τη χορήγηση σ'αυτές συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, που καταρτίσθηκε τέλος Δεκεμβρίου του 2000 και μετά από την γνωμάτευση του ιατρού Β2, περί της άρτιας ψυχοδιανοητικής του κατάστασης και της συνεπεία τούτου πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητά του, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωνε ο άνω ιατρός Β1, με νεώτερη γνωμάτευσή του. Με την αγωγή δε αυτή ο εγκαλών πατέρας την επεδίωκε την ανάκληση της δωρεάς που είχε κάνει προς αυτήν, της ψιλής κυριότητας της προαναφερόμενης οικίας του στο ...... Αττικής, ισχυριζόμενος ότι αυτός (κατ/νη) είχε επιδείξει αχαριστία προς τον τελευταίο.(εγκαλούντα). 'Όμως, και υπό την εκδοχή ότι η κατ/νη με τα προαναφερόμενα δυσφημιστικά γεγονότα και ισχυρισμός εις βάρος του εγκαλούντος, επεδίωκε να διαφυλάξει το άνω δικαίωμά της, ή χάριν άλλου δεδικαιολογημένου ενδιαφέροντός της, προέβη στα ανωτέρω, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της άνω πράξης της (συκοφαντικής δυσφήμησης-άρθρο 363ΠΚ). καθόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ, αφού, σύμφωνα με την παρ.2 του εν λόγω άρθρου, η διάταξη της παρ.1 αυτού, δεν εφαρμόζεται, όταν οι κρίσεις και οι εκδηλώσεις που αναφέρονται στην τελευταία αυτή παράγραφο, περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, όπως συμβαίνει εν προκειμένου. Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για συκοφαντική δυσφήμηση και επέβαλε εις αυτήν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσαν επί 3τίαν. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και στοιχειοθετείται την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι'αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 363-362 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή, ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογικών. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και περαιτέρω αιτιολογίες το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης) της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των διαδοθέντων γεγονότων, όπως αυτά στο διατακτικό της πληττομένης αποφάσεως εξειδικεύονται. Πιο συγκεκριμένα το δικαστήριο την κρίση του περί της γνώσεως της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των υπ'αυτής διαδοθέντων γεγονότων την στηρίζει στο ότι αυτή, από του έτους 2000, που λύθηκε ο γάμος της, κατοικούσε στην ίδια οικία με τον πατέρα της και είχε λάβει γνώση των γνωματεύσεων όλων των γιατρών που, από τον Δεκέμβριο του έτους 2000 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2001, τον είχαν επισκεφθεί για να τον εξετάσουν. Στις καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων, μεταξύ των οποίων εξαίρεται η κατάθεση του ιατρού Β2 καθώς και σε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, χωρίς να εξαιρέσει κανέναν μάρτυρα και κανένα έγγραφα. Μάλιστα με ειδική σκέψη αντικρούσει την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του νευρολόγου-ψυχιάτρου Β3, γιατί δέχεται ότι (η πραγματογνωμοσύνη αυτή) απεικονίζει την κατάσταση του εγκαλούντος, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί σε μεταγενέστερο χρόνο και δη κατά τον μήνα Μάϊο 2003, χωρίς (ο πραγματογνώμων) να μπορεί να αποφανθεί περί της καταστάσεώς του κατά την περίοδο από Δεκέμβριο 2000 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2001. Περαιτέρω, ως εκ περισσού αιτιολογεί η απόφαση την απόρριψη του εκ του άρθρου 367 παρ.1γ ΠΚ προβληθέντος από την κατηγορουμένη ισχυρισμού, περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ως εκ του ότι επεδίωξε να προστατεύσει το νόμιμο δικαίωμά της, με την αναφορά στο σκεπτικό ότι η παραπάνω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία δέχεται ότι ετέλεσε και για την οποία καταδίκασε την κατηγορουμένη. Ενόψει των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Η διάταξη του άρθρου 3358 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δικαιούνται και οι διάδικοι να ενεργήσουν κάθετι που συντελεί στην εξακρίβωση της αλήθειας, δεν υποχρεώνει τον διευθύνοντα να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως και από την παράλειψη αυτή δεν δημιουργείται ακυρότητα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος του προσθέτου δικογράφου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Απορριπτομένων των λόγων αναιρέσεως τόσο του κυρίου δικογράφου, όσο και του προσθέτου, πρέπει η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 29-6-2007 αίτηση και τους από 30 Ιανουαρίου 2008 προσθέτους λόγους για αναίρεση της υπ'αριθμ. 4105/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως, ως αβάσιμος. Η διάταξη του άρθρου 358 ΚΠΔ για την εξέταση των μαρτύρων δεν υποχρεώνει τον διευθύνοντα να δίδει το λόγο αυτοβούλως στον κατηγορούμενο και εκ της παραλήψεως δεν δημιουργείται ακυρότης. Απορρίπτει αίτηση και πρόσθετο λόγο.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δυσφήμηση συκοφαντική, Κατηγορούμενος, Μάρτυρες, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 841/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πανταζή, περί αναιρέσεως της 654/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείου Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 20/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο. Περαιτέρω, φαινομένη κατ' ιδέαν συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν εμφανίζονται κατ' αρχήν, για την ίδια ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις, περισσότεροι ποινικοί νόμοι ως εφαρμοστέοι, πλην όμως από τη λογική και αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος, ο οποίος, έτσι, αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Με την έννοια αυτή φαινομένη κατ' ιδέαν συρροή υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της αξιόποινης πράξεως και τελούν μεταξύ τους σε σχέση γενικού και ειδικού, οπότε ισχύει η αρχή της ειδικότητας, κατά την οποία ο ειδικός νόμος αποκλείει την εφαρμογή του γενικού με βάση τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 το έγκλημα της φοροδιαφυγής, τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, διαπράττει και όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Η ειδική αυτή διάταξη, που αναφέρεται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή, αποκλείει την εφαρμογή της γενικής περί πλαστογραφίας διατάξεως του άρθρου 216 Π.Κ. Αν, όμως, η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων κατατείνει όχι μόνον στη φοροδιαφυγή, αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή στην πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμό και άλλου οφέλους του δράστη, εκτός από τη μείωση ή αποφυγή της φορολογικής επιβαρύνσεώς του, τότε η ειδική διάταξη περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζει τη γενική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ, ούτε αποκλείει την εφαρμογή της, διότι τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής στην περίπτωση αυτή δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας, η οποία, πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής, περιέχει και άλλη ποινικώς κολάσιμη δραστηριότητα αυτού (δράστη).Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις στις οποίες θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των διατάξεων αυτών, που συνιστά τον, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 654/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, που δίκασε κατ' έφεση, η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κηρύχθηκε ένοχη πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και, αφού αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α' ΠΚ, της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών, ανασταλείσα. Η προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτιολογία της, συμπληρούμενη και από το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, τα εξής: "Η κατηγορουμένη στο ....... Κορινθίας, την 1-3-2000, 28-3-2000 και 3-4-2000, σε έντυπα φορολογικά στοιχεία που ήταν απομίμηση γνησίων και δη σε τρία δελτία αποστολής -τιμολόγια για πώληση αγαθών, ήτοι στα φέροντα αύξοντα αριθμό και ημερομηνία εκδόσεως ......, ...... και ........., έθεσε αφενός μεν ανάγλυφη σφραγίδα την επωνυμία της εδρεύουσας στη Λιβαδειά εταιρείας με την επωνυμία "ΒΟΙΩΤΙΑ ΜΑΡΚΕΤ ΑΒΕΕ", αφετέρου δε και υπό την έντυπη ένδειξη "ΕΚΔΟΣΗ" δυσανάγνωστη υπογραφή ως δήθεν προερχομένη από τον εκπρόσωπο της εταιρείας αυτής με σκοπό να παραπλανήσει με την καταχώρισή τους στα φορολογικά της βιβλία, πράγμα το οποίο έπραξε, τα αρμόδια για τον έλεγχο όργανα των οικονομικών υπηρεσιών του Κράτους σχετικά με το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία δήθεν πώλησε σ'αυτήν (κατηγορουμένη) με τα .... και ..... στοιχεία 20.000 και 23500 κιλά γλυκάνισο αντί χρηματικού ποσού 16.400.000 και 19270.000 δραχμών αντίστοιχα και με το στοιχείο 711, 16.500 κιλά ζάχαρης αντί του χρηματικού ποσού των 4.372.500 δρχ. και ως εκ τούτου οι συναλλαγές ήταν πραγματικές και όχι εικονικές. Πρέπει να τονιστεί ότι η κατηγορουμένη δεν είχε κάποια συναλλαγή με την ως άνω εταιρεία αλλά ούτε και θα μπορούσε να έχει αφού η εταιρεία αυτή είχε μικρό τζίρο και βρισκόταν σε εκκαθάριση και δεν θα μπορούσε να τις πουλήσει τις ποσότητες ζάχαρης και ιδίως του γλυκάνισου που αναφέρονται στα επίδικα τιμολόγια. Σημειώνεται εδώ ότι ο γλυκάνισος χρησιμοποιείται σε πολύ μικρές ποσότητες. Εξάλλου η κατηγορουμένη δεν απέδειξε που διέθεσε όλες αυτές τις ποσότητες των ως άνω προϊόντων. Τα τιμολόγια που προσκομίζει δεν είναι βέβαιο ότι αφορούν αυτές τις ποσότητες. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να κηρυχτεί ένοχη η κατηγορουμένη με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ., διότι μέχρι την τέλεση της ως άνω πράξης, διήγαγε βίο έντιμο (ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά και επαγγελματικά)". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικώς στο είδος τους καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην προαναφερόμενη ουσιαστική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Και τούτο γιατί το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει δικές του σκέψεις και δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού της το οποίο άλλωστε για την πράξη αυτή αναφέρεται με πληρότητα και σαφήνεια κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία ούτε δε για την πληρότητα της αιτιολογίας ήταν απαραίτητο να αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή της αναιρεσείουσας τα επίδικα τιμολόγια - δελτία αποστολής, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η τελευταία. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επίσης οι συνθήκες υπό τις οποίες κατά τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως ενήργησε η αναιρεσείουσα, η οποία με την συμπεριφορά της αυτή πέραν της φοροδιαφυγής του ιδίου του εαυτού της, η πράξη της κατέτεινε και στην βλάβη της εγκαλούσης εταιρείας, που θα υποχρεούτο ν' αποδώσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το ποσό του Φ.Π.Α. που εφέρετο ότι καταβλήθηκε από αυτή προς την εγκαλούσα, αυξάνοντας συγχρόνως και το φορολογητέα εισόδημά της, δεν αποκλείουν την εφαρμογή της περί πλαστογραφίας γενικής διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, εφόσον στη περίπτωση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της φοροδιαφυγής συρρέουν πραγματικώς και ουχί κατά φαινόμενο. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι, με τους οποίους αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεώς της, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 654/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.- Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει φαινομένη συρροή μεταξύ φοροδιαφυγής και πλαστογραφίας. Αιτιολογημένη καταδίκη για πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου), Συρροή εγκλημάτων.
2
Αριθμός 839/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Γερογιάννη, περί αναιρέσεως της ΒΤ1240/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) ......, 2) ......., 3) ...... και 4) ........ Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1197/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν εργοδοτικών εισφορών προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας υπαγομένους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως και δεν τις καταβάλλει εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων με σκοπό αποδόσεως στους πιο πάνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλλει ή δεν τις αποδίδει σ'αυτούς εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης ΒΤ 1240/2007 απόφασης του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται σ' αυτή, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: "Στον Πειραιά την 25-10-2001 αποδείχθηκε πλήρως (βλ. ιδία κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας) ότι ο κατηγορούμενος με πρόθεση και με την ιδιότητά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας "Ρεγγίνα-Βράκα Α.Ε." που απασχόλησε προσωπικό με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας που ασφαλίζονταν στο ΙΚΑ δεν κατέβαλε σ' αυτό (ΙΚΑ) το ποσό των 14.430.200 δρχ ή 42.348,35 ευρώ και των 7.215.100 δρχ. ή 21.174,17 ευρώ, που αφορούν εργοδοτικές και εργατικές εισφορές αντίστοιχα, αν και τις τελευταίες τις παρεκράτησε από τους εργαζομένους με σκοπό να τις αποδώσει..". Με βάση δε τα περιστατικά αυτά, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό προς το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή της μη έγκαιρης καταβολής στο ΙΚΑ των ως άνω εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Δεν αναφέρεται όμως, ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αν ο αναιρεσείων ήταν κατά το καταστατικό της ως άνω εταιρίας νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, ώστε υπό την ιδιότητα αυτή να έχει υποχρέωση καταβολής των παραπάνω εισφορών προς το ΙΚΑ, ενόψει του ότι σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 και 2 του ν 2190/1920. όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του ν. δ. 4237/1962 και ισχύει, η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, που ενεργεί συλλογικώς. Το καταστατικό δύναται να ορίσει ότι, ένα ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Ενόψει της ως άνω ελλείψεως και ασάφειας η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Είναι, επομένως, βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. ΒΤ1240/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανεπάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης για παρ. του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/67 διότι δεν καθορίζεται αν ο αναιρεσείων μέλος του Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας ήταν κατά το καταστατικό της νόμιμος εκπρόσωπος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 838/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, περί αναιρέσεως της 355/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1191/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ.- Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και ιδία της παραγράφου 4 του άνω άρθρου 19, σαφώς προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων τιμολογίων πληρούται όχι μόνον επί ανύπαρκτης αλλά και επί υπαρκτής συναλλαγής, όταν στην τελευταία περίπτωση το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναλλάσσεται πραγματικώς, δεν εκδίδει το φορολογικό στοιχείο που προσήκει στο όνομα ή την επωνυμία του, αλλά φορολογικό στοιχείο τρίτου προσώπου το οποίο είναι άσχετο και αμέτοχο της συναλλαγής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Καρδίτσας που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Η μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ...... Ε.Π.Ε. με την οποία εμφανιζόταν ως διαχειρίστρια και μοναδική εταίρος η Γ1, ήταν εικονική, καθόσον αν και τηρήθηκαν για τη σύστασή της οι νόμιμες διαδικασίες, δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά, παρά μόνο φαινομενικά, δεν διέθετε κανένα από τα αναγκαία μέσα για την άσκηση εμπορίας αγροτικών προϊόντων (αποθήκες, εξοπλισμό, μεταφορικά μέσα, αντιπροσώπους, πωλητές) και δεν εκπλήρωσε ποτέ καμιά από τις φορολογικές της υποχρεώσεις (υποβολή δηλώσεων φόρου εισοδήματος, απόδοση του παρακρατηθέντος από τους αγρότες ΕΛΓΑ και του ΦΠΑ κ.λ.π.). Συστάθηκε από την .........., σε συνεργασία με μεσίτες - εμπόρους γεωργικών προϊόντων, με σκοπό τη θεώρηση φορολογικών στοιχείων, χρήση των οποίων έκαναν τα ως άνω υποκρυπτόμενα άτομα για την κάλυψη συναλλαγών, που τα ίδια πραγματοποιούσαν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων, ώστε να ιδιοποιούνται τον παρακρατηθέντα από τους αγρότες ΕΛΓΑ, να αποκρύπτουν φορολογητέα ύλη και να αποφεύγουν την άμεση φορολογία εισοδήματος και την απόδοση του ΦΠΑ. Η φερόμενη ως διαχειρίστριά της Γ1, ασκεί το επάγγελμα της καθαρίστριας, δεν είχε καμία γνώση σχετικά με την εμπορία αγροτικών προϊόντων, δέχτηκε να συσταθεί η εταιρία στο όνομά της, έναντι αμοιβής και δεν είχε καμία συμμετοχή στις σχετικές συναλλαγές, τις οποίες πραγματοποιούσαν τα ως άνω υποκρυπτόμενα άτομα. Ο κατηγορούμενος ασκεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο τη μεσιτεία και εμπορία αγροτικών προϊόντων με έδρα τον ...... Στις 19-6-2002, στις 20-6-2002, στις 21-6-2002, στις 23-6-2002, στις 26-6-2002 και στις 10-6-2002 έχοντας στην κατοχή του τιμολόγια της ως άνω εικονικής εταιρίας ...... ΕΠΕ και εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος αυτής, τα χρησιμοποίησε για συναλλαγές, που πραγματοποίησε ο ίδιος. Συγκεκριμένα εξέδωσε εικονικά ως προς το πρόσωπο της εκδότριας τα ακόλουθα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια πώλησης σίτου - δελτία αποστολής): 10 υπ' αριθμ. ....... τιμολόγιο αξίας 5.071,44 ευρώ πλέον ΦΠΑ 405,71 ευρώ, 2) υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο αξίας 4.883,40 ευρώ πλέον ΦΠΑ 390,67 ευρώ, 3) υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αξίας 4.596,60 ευρώ πλέον ΦΠΑ 367,70 ευρώ, 4) υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αξίας 3.239,60 ευρώ πλέον ΦΠΑ 259,16 ευρώ, 5) υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αξίας 5.460,51 ευρώ πλέον ΦΠΑ 436,84 ευρώ, 6) υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο αξίας 5.031,45 ευρώ πλέον ΦΠΑ 402,52 ευρώ, 7) υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο αξίας 5.141,24 ευρώ πλέον ΦΠΑ 411,30 ευρώ, 8) υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιο αξίας 4.249,11 ευρώ πλέον ΦΠΑ 339,92 ευρώ, 9) υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιο αξίας 1.841,45 ευρώ πλέον ΦΠΑ 147,31 ευρώ, 10) υπ' αριθμ. ....... τιμολόγιο αξίας 4.002,12 ευρώ πλέον ΦΠΑ 320,17 ευρώ προς την εταιρία με την επωνυμία "ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΖΕΪΚΟΣ ΑΕΒΕ", τα οποία φέρεται ότι εξέδωσε η ως άνω εικονική εταιρία ....... ΕΠΕ, ενώ οι συναλλαγές για τις οποίες εκδόθηκαν τα ως άνω τιμολόγια πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της ως άνω ΑΕ και του κατηγορουμένου, ο οποίος και πλήρωσε τα κόμιστρα για τη μεταφορά του πωληθέντος σίτου στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω ΑΕ. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και την από ...... έκθεση ελέγχου των ελεγκτών του ΣΔΟΕ Θεσσαλίας. Επομένως ο κατηγορούμενος, κατά την πλειοψηφούσε γνώμη, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτός έζησε, ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογεινειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 19 παρ 1 του Ν.2523/1997 την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τα στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, περαιτέρω δε, τόσον αναφορικά με τα έξι (6) τιμολόγια που δέχθηκε στην κατοχή του όσο και με τα δύο (2) τιμολόγια που ο ίδιος εξέδωσε, εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την ουσιαστική κρίση του ότι τα τιμολόγια αυτά ήσαν εικονικά, αφού δέχεται ότι η εταιρία ...... ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη και αιτιολογεί πλήρως την περί τούτου κρίση του. Περαιτέρω για τα απ' αυτόν εκδοθέντα δύο τιμολόγια, επαρκώς αιτιολογείται στην απόφαση ότι χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν ισόποσες συναλλαγές του προς τρίτους όχι δικά του παραστατικά στοιχεία αλλά δύο τιμολόγια της άνω εταιρίας ...... ΕΠΕ τα οποία κατ' άγνωστο τρόπο και κενά κατά το περιεχόμενο είχαν περιέλθει στην κατοχή του. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ίδιου Κώδικα, παράβαση τις διατάξεως του άρθρου 19 παρ 1 του Ν.2523/1997, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ.- Σύμφωνα με το άρθρο 174 του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σ' αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο). Με το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/14.12.2004 "Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 254/14.12.2004) ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο του δικαστηρίου που εξέδωκε την προσβαλλόμενη απόφαση εξετάσθηκαν ως μάρτυρας ο ...... και ........, υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, οι οποίοι άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ, η οποία (εναντίωση) και απορρίφθηκε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 174 του ν. 2960/2001. Η διάταξη αυτή κατά το χρόνο εξετάσεως του μάρτυρα αυτού ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (27-2-2007) ετύγχανε αναλόγου εφαρμογής και για την προκειμένη (φορολογικής φύσεως) υπόθεση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 30 παρ. 23 του ν. 3296/14.12.2004. Επομένως δεν έλαβε χώρα ακυρότητα από την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα, ο δε δεύτερος και τελευταίος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 354/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Κατά το άρθρο 19 παρ. 4 ν. 2523/1997 είναι εικονικά τα φορολογικά στοιχεία και όταν εκδίδονται για υπαρκτή μεν συναλλαγή αλλά χρησιμοποιούνται από τον συναλλασσόμενο ξένα τιμολόγια εικονικής εταιρίας. Επιτρεπτή κατά το άρθρο 30 παρ. 23 του ν. 3296/04 «Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις» η εξέταση στο ακροατήριο ως μαρτύρων των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που έχουν ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Μάρτυρες.
0
Αριθμός 837/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολακόπουλο, περί αναιρέσεως της 45-50/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ...... και 2) ........., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13.4.2007 και 16.4.2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 878/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση αιτήσεις α) από 13-4-2007 του κατηγορουμένου Χ1 και β)από 14-4-2007 του κατηγορουμένου Χ2 για αναίρεση της 45-50/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της υφισταμένης μεταξύ των πρόδηλης συνάφειας. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη 45-50/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης και από τα πρακτικά της δίκης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δεν αναφέρεται καθόλου στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία οδηγήθηκε στην καταδικαστική κρίση, ούτε γενικά ούτε κατά το είδος τους, δηλαδή λείπει παντελώς η αναφορά των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κ.λ.π.). Επομένως, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορικά με την έκθεση των αποδεικτικών μέσων δεν είναι η εκ των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ' ουσίαν ο σχετικός περί ελλείψεως αιτιολογίας τρίτος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 45-50/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης διότι δεν αναφέρει ούτε γενικά ούτε κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 835/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη, περί αναιρέσεως της 14/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Με συγκατηγορούμενο τον ........ Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1248/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 374 περ. ε' ΠΚ, η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν η πράξη τελέσθηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 περ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος και κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας αυτού. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί τελέσεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς ν' απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες. Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 14/2007 απόφασης, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι: από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται και κηρύχτηκαν ένοχοι με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσης απόφασης. Συγκεκριμένα στο ....... Αττικής στις 1-12-2003, 27-11-2003, 20-11-2003, 21-11-2003 αφαίρεσαν τα εις το διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα κινητά πράγματα και δη τσάντες, χρηματικά ποσά βιβλιάρια καταθέσεων τραπεζών, κινητά τηλέφωνα, από τις εις το διατακτικό αναφερόμενες παθούσες. Επίσης οι κατηγορούμενοι στις 30-10-2003 στον ..... επί της συμβολής των οδών .... και ...... αφαίρεσαν την τσάντα που κρατούσε η παθούσα ........., η οποία περιείχε ένα μικρό πορτοφόλι εντός του οποίου υπήρχε το ποσό των, 6 ευρώ ένα σημειωματάριο, το δελτίο της αστυνομικής της ταυτότητας, τα κλειδιά της οικίας και του καταστήματός της και μια συσκευή τηλεφώνου τύπου ".......". Ωσαύτως, ο κατηγορούμενος Χ1 στο ...... Αττικής επί της οδού .... αριθμ. ..... αφαίρεσε στις 20-11-2003 από την κατοχή της ......... την τσάντα που κρατούσε, η οποία περιείχε το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας αυτής, δύο πιστωτικές κάρτες της Ε.Τ.Ε., δύο πιστωτικές κάρτες της Τράπεζας Αττικής, τα κλειδιά της, το χρηματικό ποσό των 300 ευρώ και ένα βιβλιάριο καταθέσεων της τράπεζας πίστεως. Οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην αφαίρεση των ανωτέρω κινητών πραγμάτων, αφού προηγουμένως πλησίαζαν τις ως άνω παθούσες με τον ως άνω τρόπο και δη επιβαίνοντες σε δίκυκλη μοτοσυκλέτα, στη συνέχεια αφαιρούσαν τις τσάντες τους και αμέσως εξαφανίζονταν, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση των αφαιρεθέντων κινητών πραγμάτων. Ωσαύτως, αποδείχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι συναποφάσισαν από κοινού την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και δη αρπαγές τσαντών τις οποίες διέπρατταν στην ευρύτερη περιοχή του .... και του ...... Προς τούτο χρησιμοποιώντας δίκυκλη μοτοσυκλέτα επέλεγαν τα υποψήφια θύματά τους - ανυποψίαστες γυναίκες, τις οποίες αφού πλησίαζαν, τους αφαιρούσαν αιφνιδιαστικά τις τσάντες τους κατά τα προαναφερόμενα. Επίσης, αποδείχτηκε τις ως άνω πράξεις κλοπών που τέλεσαν από κοινού οι κατ/νοι τις τέλεσαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, γιατί είχαν σκοπό τον μόνιμο πορισμό εισοδήματος από τη δραστηριότητα αυτή και είχαν προβεί στη κατάλληλη υποδομή για να επιτυγχάνουν τον σκοπό τους αυτό, δεδομένου ότι είχαν εφοδιαστεί γρήγορο μεταφορικό μέσο (μοτ/το), ώστε να καθίσταται δυνατή η άμεση απομάκρυνσή τους μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων τους. Εκτός από τις άνω κλοπές οι κατ/νοι επανειλημμένως έχουν τελέσει και άλλες τέτοιες πράξεις, όπως προέκυψε από την ως άνω αποδεικτική διαδικασία. Επιπλέον αυτών προέκυψε ότι αυτοί, με βάση τα ανωτέρω περιστατικά, έχουν σταθερή ροπή προς διάπραξη κλοπών, ως στοιχείο, της προσωπικότητάς τους. Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διακεκριμένης κλοπής κατ' εξακολούθηση . Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό και όσα αναφέρονται στο διατακτικό και παραδεκτώς συμπληρώνουν το σκεπτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της από κοινού κατ' εξακολούθηση διακεκριμένης κλοπής από δράστη που επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 45, 98 παρ. 1 και 374 περ. ε' ΠΚ. Αναφορικά με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης, η αιτιολογία είναι σαφής και πλήρης, αφού, αφενός μεν εκτίθεται η επανειλημμένη τέλεση της πράξης με την παράθεση των έξι μερικότερων πράξεων του εξακολουθητικά τελεσθέντος εγκλήματος, χωρίς να απαιτείται για την παραδοχή του στοιχείου της επανειλημμένης τέλεσης, τόσο για την κατ' επάγγελμα, όσο και για την κατά συνήθεια, και προηγούμενη καταδίκη, αφετέρου δε η κατ' επάγγελμα τέλεση στηρίζεται και στη διαμορφωθείσα υποδομή από τον αναιρεσείοντα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της κλοπής τσαντών (ένωση περισσότερων δραστών, χρήση ευέλικτου μεταφορικού μέσου μοτοσυκλέττας για την αφαίρεση των τσαντών και την εν συνεχεία απομάκρυνση τους), από την οποία, κατά τις παραδοχές της απόφασης, προκύπτει σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, η δε εκ περισσού παράθεση στο σκεπτικό της φράσης "εκτός από τις άνω κλοπές οι κατηγορούμενοι επανειλημμένως έχουν τελέσει και άλλες τέτοιες πράξεις όπως προέκυψε από την ως άνω αποδεικτική διαδικασία" δεν καθιστά ελλιπή την αιτιολογία. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης όπως αυτός εκτιμάται με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος . Από τις διατάξεις των άρθρων 364 και 170 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης, δημιουργείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή το Εισαγγελέα, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο έγγραφο που υπέβαλαν αυτοί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ανάγνωση όμως από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του Εισαγγελέα εγγράφου, που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητα και χωρίς να αντιλέξει στην ανάγνωσή του ο κατηγορούμενος δεν επιφέρει καμιά ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας φωτοτυπία της με αριθμ. Πρωτ. ...... αποστολής - συνοδείας - υποβολής δικογραφίας της Υπ/νσης Ασφάλειας Πειραιά, την ανάγνωση της οποίας γνωστοποίησε το Δικαστήριο στον αναιρεσείοντα και το συνήγορό του, οι οποίοι ουδεμία αντίρρηση προέβαλαν για την ανάγνωσή της. Επομένως ο τελευταίος λόγος αναίρεσης με τον οποίο, κατ' ορθή εκτίμηση, προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ) με την αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε το ως άνω έγγραφο, χωρίς αυτό το έγγραφο να αναφέρεται στο κατηγορητήριο και να έχει αποτελέσει έγγραφο της προδικασίας είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. 6. Με βάση τα προεκτιθέμενα πρέπει, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 14/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη για διακεκριμένες κλοπές. Έγγραφο που αυτεπαγγέλτως αναγιγνώσκεται χωρίς να αμφισβητείται η γνησιότητα και χωρίς εναντίωση του κατηγορουμένου δεν επάγεται ουδεμία ακυρότητα. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Κλοπή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 834/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητη, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καρβούνη, περί αναιρέσεως της 46/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαβρύτων. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαβρύτων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1787/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 του Ν 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμά στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού ανάλογα με το είδος του οφειλομένου φόρου και το ποσόν της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17,18, 19 και 21 παρ.2 του Ν.2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι προκειμένου περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και τέλος στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης, η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, η οποία, ως εισάγουσα ευμενέστερη για τον δράστη των εγκλημάτων αυτών ρύθμιση, εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 24 του ν. 2523/1997, και επί εκείνων που τελέστηκαν πριν από την ισχύ του, δεν απαιτείται, προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για την δίωξη αυτών δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης αλλά ούτε, σε περιπτώσεις άσκησης προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής απόφαση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσια οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ως άνω νόμου). 2. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαβρύτων που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε τον κατηγορούμενος ένοχο για τις αναφερόμενες στο διατακτικό της αποφάσεώς του μερικότερες πράξεις του εγκλήματος του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών την οποία μετέτρεψε. Στην άνω καταδικαστική κρίση του οδηγήθηκε το δικαστήριο αφού στο σκεπτικό του, με πληρότητα αιτιολογίας απέρριψε τον περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως ισχυρισμό του κατηγορουμένου, δεχθέν ότι επί του εγκλήματος του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, ως τροποποιηθέν ισχύει, δεν εφαρμόζεται η παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και έκρινε παραδεκτώς ασκηθείσα την ποινική δίωξη, χώρησε δε στην ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας, δεν υπερέβη την εξουσία του. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί η παρ. 4 του άρθρου 21 Ν.2523/1997, αφού το δικαστήριο δέχεται και τον καταδικάζει, μεταξύ άλλων, και για μη απόδοση Φ.Π.Α είναι αβάσιμη και απορριπτέα γιατί ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αφού το δικαστήριο δεν τον δίκασε για παράβαση της διατάξεως του άρθρου 18 του Ν.2523/1997 η οποία αναφέρεται στο αυτοτελές αδίκημα της απόδοσης Φ.Π.Α, αλλά για την μη καταβολή βεβαιωθέντων χρεών, μεταξύ των οποίων και χρέη από βεβαιωθέντα Φ.Π.Α, η καταβολή των οποίων είχε ορισθεί να γίνει σε δόσεις. Συνεπώς, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην πληττόμενη απόφαση η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 46/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαβρύτων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, εφαρμόζεται μόνο στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18 και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο κατά το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας.
2
Αριθμός 833/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Μυταλούλη, περί αναιρέσεως της 6963/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18.4.2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 759/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζόμενων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, προσφέρουν την εργασία τους. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α., ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο Ι.Κ.Α. μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 απόφασης, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο Ι.Κ.Α., προϋποθέτει, εκτός από την αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση των αναφερόμενων δύο εγκλημάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού ασφαλισμένου στο Ι.Κ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. Α.Π. 1/1996) και επί νομικού προσώπου φερόμενου ως εργοδότη, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση αυτού στην επιχείρηση καθώς και αν πρόκειται για ατομική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορούμενου σ' αυτήν ώστε να ανακύπτει υποχρέωσή του, για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών. Δεν αρκεί δηλαδή ο χαρακτηρισμός του κατηγορούμενου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρικής επιχείρησης. Ειδικότερα δε, σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του είναι αναγκαία, μόνον όμως όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 6963/2007 απόφαση, το Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Αθηνών που την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα. " ... οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει την πράξη που τους αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι διότι όντες εργοδότες και έχοντας απασχολήσει στην επιχείρησή τους προσωπικό που είναι ασφαλισμένο στο ΙΚΑ δεν κατέβαλαν στο τελευταίο ίδρυμα τις βαρύνουσες αυτούς ασφαλιστικές εισφορές του χρονικού διαστήματος από 5/1999 - 9/1999 κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα...". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε στο διατακτικό ενόχους τους κατηγορουμένους για παράβαση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 1 Α.Ν 86/1967. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο δε διότι ενώ στο διατακτικό κηρύσσει ενόχους τους κατηγορουμένους ότι απασχόλησαν προσωπικό στην επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρολογικού υλικού με την επωνυμία ...... ΕΠΕ δεν εκτίθενται στο σκεπτικό αυτής αλλά ούτε και στο διατακτικό τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει η θέση των κατηγορουμένων στην άνω επιχείρηση η οποία λειτουργούσε υπό τη νομική μορφή της ΕΠΕ, εάν δηλαδή και υπό ποια ιδιότητα εκπροσωπούσαν την εταιρία αυτή ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωση αυτών να παρακρατούν τις εισφορές των εργαζομένων και να αποδίδουν αυτές, μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχείρησης στο ΙΚΑ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στη πληττόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, μετά την παραδοχή του ανωτέρω, παρέλκει. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ.β', 370εδ.β'και 511 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος ( άρθρα 12, 18 Π.Κ και 1 Α.Ν 86/1967), φέρονται δε ότι τελέσθηκαν κατ' εξακολούθηση από τον μήνα Μάϊο 1999 μέχρι και τον μήνα Σεπτέμβριο 1999. Επομένως, από του τέλους Οκτωβρίου 1999 που είναι ο χρόνος τελέσεως της τελευταίας μερικότερης πράξης παρήλθε οκταετία και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο των πράξεων αυτών. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων για τις άνω πράξεις, λόγω παραγραφής, κατά τα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 6963/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Χ1 και Χ2 για τις πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και της παρακρατήσεως των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, που φέρονται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα από τον μήνα Μάϊο μέχρι τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ. Επί εργοδότη νομικού προσώπου, δεν αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση η ιδιότητα των κατηγορουμένων στην επιχείρηση από την οποία απορρέει η υποχρέωση απόδοσης και καταβολής των εισφορών. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Οριστική παύση ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής. Αναιρεί και Π.Ο.Π.Δ.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Παύση οριστική ποινικής διώξεως.
2
Αριθμός 831/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Ελευθερίου Νικολόπουλου), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πρόκο, περί αναιρέσεως της 9716/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καλλέργη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.2.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 256/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του Π.Κ, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3327/2005 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμοδία για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι, το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης προϋποθέτει, είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται, κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος, στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης (Ποινική ΟλΑΠ 1/2005), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, όπως και στα εγκλήματα της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφήμησης, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτών και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώση ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζει αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ""Η κατηγορουμένη στην Αθήνα στις 2-10-2001 α) ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση αίτησης που είχε υποβάλει ο σύζυγος αυτής Μ1, για να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση η μητέρα του ...... κατέθεσε ως μάρτυρας της καθ' ης γεγονότα για τον εγκαλούντα Ψ1 φίλο και συνεργάτη του συζύγου της "...Έμεινε στο ΥΓΕΙΑ πολλούς μήνες, όχι γιατί είχε σοβαρούς λόγους, αλλά γιατί αυτό ήθελαν ο Φ1 και ο Ψ1 . Μέχρι SECURITY έβαλαν και δεν μας άφηναν να μπούμε. Τον έχουν απομονώσει και δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί του...Δεν μπορεί να επιμεληθεί της δικής του περιουσίας, πως θα επιμεληθεί της πεθεράς μου;..." "Τον κράτησαν οκτώ μήνες στο Νοσοκομείο χωρίς λόγο...Μένει στο .... γιατί τον έπεισε το περιβάλλον του ότι εκεί θα κάνει φυσιοθεραπείες, ενώ έχει χρήματα να έχει προσωπικό θεραπευτή." Τα ανωτέρω ήταν ψευδή και τα γνώριζε η κατηγορουμένη όταν κατέθετε στο άνω δικαστήριο. Ο εγκαλών Ψ1 , όπως ο ίδιος ο σύζυγος της κατηγορουμένης εξεταζόμενος βεβαιώνει ότι είχε πάθει εγκεφαλικό και μόνος του ήθελε να παραμείνει στο Νοσοκομείο για να κάνει φυσιοθεραπείες. Ο ίδιος επίσης ο σύζυγος της ζήτησε δια του δικηγόρου να μπει φύλακας στο Νοσοκομείο για να μην εισέρχεται οποιοσδήποτε στο Νοσοκομείο. Μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο ο Μ1 που είχε υποστεί την 1-11-99, ήταν πλήρως ικανός να χειρίζεται τις υποθέσεις του. Μετά το εγκεφαλικό στις 14-2-2000 έκανε και αγωγή διαζυγίου με την κατηγορουμένη (βλ. αντίγραφο). Όπως προκύπτει από την από 27-1-2000 Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη των Ιατρών ......νευρολόγου-ψυχιάτρου και ..... νευρολόγου, μετά το εγκεφαλικό στις 27-1-2000 οι νοητικές και ψυχικές λειτουργίες του δεν ήταν διαταραγμένες. Κρίνεται ότι είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία και μπορεί να χειρίζεται τις υποθέσεις του με λεπτομερείς και σαφείς εντολές προς τρίτους (βλ. άνω πραγματογνωμοσύνη), β) τα ανωτέρω που ισχυρίσθηκε η κατηγορουμένη για τον εγκαλούντα ενώ εξεταζόταν ενόρκως και περιήλθαν αυτά σε γνώση των δικαστών, Εισαγγελέων, Γραμματέων, Δικηγόρων τα ισχυρίσθηκε εν γνώσει της και με σκοπό να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, εκτός της φράσης "Δεν μπορεί να επιμεληθεί της δικής του περιουσίας, πως θα επιμεληθεί της πεθεράς μου;" γιατί η φράση αυτή δεν ενέχει προσβολή για τον εγκαλούντα. Αναφέρεται στο σύζυγο της. Επομένως η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως ειδικότερα στο διατακτικό διαλαμβάνεται με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ., καθ' όσον μέχρι τότε, όπως αποδείχθηκε, διήγε έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο." Όσον αφορά τα κατατεθέντα ενόρκως κατά τον άνω τόπο και χρόνο και δη "Τους είχε δανείσει 170.000.000 δρχ. και μέχρι τότε που μπήκε στο Νοσοκομείο του τα χρωστούσαν και όταν ήταν στο Νοσοκομείο έκαναν συμβολαιογραφική πράξη ότι εξοφλήθηκαν... Πιθανόν να υπάρχουν υποκινητές πίσω από τον άνδρα μου και θέλουν τή δικαστική συμπαράσταση της πεθεράς μου, γιατί χειριζόταν την περιουσία της και για να μην λογοδοτήσουν στα αδέλφια του. Στο Νοσοκομείο πήγαινα τον πρώτο καιρό δίπλα στον άνδρα μου και κάποια μέρα μπήκε ένας μπρατσωμένος και ήλθαν και οι δυο κύριοι και με απειλούσαν." "Μόλις του πήραν τα πληρεξούσια άρχισαν ένα ανελέητο πόλεμο.." ήταν αληθινά. Ο ίδιος ο σύζυγός της δέχεται ότι είχε δανείσει χρήματα στο εγκαλούντα, είχε κάνει αίτηση για δικαστική συμπαράσταση της μητέρας του η οποία απερρίφθη, ενώ είχε βάλει φύλακα στο Νοσοκομείο για να μη δύναται κανείς να τον επισκέπτεται ακόμα και η σύζυγος του, ενώ είχαν όντως δοθεί πληρεξούσια από το σύζυγο της στον εγκαλούντα. Για τα περιστατικά αυτά που είναι αληθινά πρέπει να κηρυχθεί αθώα η κατηγορουμένη ως προς την ψευδορκία. Επίσης να κηρυχθεί αθώα ως προς τη φράση "Δεν μπορεί να επιμεληθεί της δικής του περιουσίας, πως θα επιμεληθεί της πεθεράς μου;" γιατί όπως προκύπτει αυτή η φράση αναφέρεται στο σύζυγό της και όχι στον εγκαλούντα και δεν του προσβάλει την τιμή και υπόληψή του.". Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχο την κατηγορουμένη για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης και της επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης έξι μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. 3. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις εκτεθείσες ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παράλληλα στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, υπάρχουν αντιφάσεις στις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και τούτο διότι ενώ δέχεται ότι οι περικοπές της καταθέσεως της κατηγορουμένης που αφορούσαν τα γεγονότα ότι α) ο εγκαλών και ο Φ1 κατά την εισαγωγή του Μ1 στο Νοσοκομείο όφειλαν το ποσό των 170.000.000 δρχ. και ότι οι ίδιοι (εγκαλών και Φ1) όταν ο Μ1 ήταν στο Νοσοκομείο έκαναν συμβολαιογραφική πράξη ότι εξοφλήθηκαν και β) ότι ο Μ1 , όχι από δική του πρωτοβουλία αλλά υποκινούμενος από τρίτους άσκησε αίτηση προκειμένου να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση η μητέρα του είναι αληθινές, συγχρόνως δέχεται ότι οι περικοπές της ιδίας κατάθεσης ότι ο Μ1 δεν ήταν ικανός να χειρίζεται τις υποθέσεις του και οι νοητικές και ψυχικές λειτουργίες του ήταν διαταραγμένες, ως και ότι ο ίδιος επηρεάστηκε από τρίτους για να παραμείνει στο Νοσοκομείο που είναι θέμα ήσσονος σημασίας σε σχέση με την άσκηση αίτησης για να τεθεί η μητέρα του σε δικαστική συμπαράσταση είναι ψευδείς. Επίσης ενώ δέχεται στο σκεπτικό ως αληθινό ότι ο εγκαλών απειλούσε την κατηγορουμένη στο διατακτικό αυτής αντιφατικά αναφέρεται ότι ο εγκαλών ουδέποτε απείλησε την κατηγορουμένη. Τέλος ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι οι ως άνω περικοπές της κατάθεσης της κατηγορουμένης ως και οι περικοπές της ιδίας κατάθεσης ότι "στο νοσοκομείο πήγαινα τον πρώτο καιρό δίπλα στον άνδρα μου και κάποια μέρα μπήκε ένας μπρατσωμένος άνδρας και ήλθαν και οι δύο κύριοι και με απειλούσαν. Μόλις του πήραν τα πληρεξούσια άρχισαν ένα ανελέητο πόλεμο" ήταν αληθινές στο διατακτικό καταδικάζεται για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως και για τα γεγονότα που περιλαμβάνουν οι περικοπές αυτές. Οι αντιφάσεις αυτές καθιστούν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ελλιπή και τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 225 παρ. 2 και 362-363 ΠΚ που εφαρμόσθηκαν ανέφικτο. Επομένως, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' σχετικοί λόγοι αναίρεσης και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 9716/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας λόγω αντιφάσεως αιτιολογικού και σκεπτικού. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 830/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μουστάκα, περί αναιρέσεως της 397/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 976/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".. Ο κατηγορούμενος, στο ...... Αττικής στις 5 και 8 Μαϊου ως ιδιοκτήτης προέβη με πρόθεση στην κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος και συγκεκριμένα στην κατασκευή κτιρίων και εγκαταστάσεων λειτουργίας κατασκηνώσεως, χωρίς να έχει εφοδιασθεί με την απαιτούμενη άδεια της αρμοδίας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τα πιο πάνω προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν και δεν αναιρούνται από την απολογία του κατηγορουμένου....¨". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για παράβαση της διατάξεως του άρθρου 17 παρ.1,8 του Ν.1337/1983 και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, το δικαστήριο δεν είχε ανάγκη να αναφερθεί στους επικαλούμενους από τον αναιρεσείοντα νόμους (Ν. 3208/2003, 3467/2006 3481/2006) οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου παρέχουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες κατασκηνώσεων να ζητήσουν τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων εγκαταστάσεων, ούτε και να ερευνήσει το ζήτημα της διαδικαστικής πορείας της αίτησης νομιμοποιήσεως, αφού απόφαση της διοικήσεως για τη νομιμοποίηση δεν εκδόθηκε ως ο ίδιος ο αναιρεσείων επικαλείται. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Απορριπτέος είναι και ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίφαση της έλλειψης ακροάσεως, ο αναιρεσείων αιτιάται την απόφαση για την μη έρευνα των παραπάνω ισχυρισμών του περί της δυνατότητας νομιμοποιήσεως των εγκαταστάσεων της κατασκηνώσεως. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι από τον μήνα Μάϊο του έτους 1999 που τελέσθηκε η πράξη παρήλθε οκταετία. Δεν διευκρινίζει όμως πότε επιδόθηκε σ'αυτόν το κλητήριο θέσπισμα για να κριθεί, εάν κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχε παρέλθει πενταετία, το στοιχείο δε αυτό ήταν αναγκαίο για να ερευνηθεί εάν είχε επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου κατά τη δικάσιμο της 8 Ιανουαρίου 2007 κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ , ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και τις παρεμπίπτουσες των οποίων η έκδοση αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή. Σε περίπτωση, όμως, απορρίψεως αιτήματος το οποίο ορισμένως και παραδεκτώς υποβάλλεται από τους διαδίκους το δικαστήριο οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απορριπτική του κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση προβάλλεται ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε χωρίς αιτιολογία το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της υποθέσεως προκειμένου να προσκομίσει άδεια νομιμοποίησης. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, με την εξής αιτιολογία "... το δικαστήριο κρίνει ότι δεν θα πρέπει να προβεί σε αναβολή της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να προσκομίσει ο κατηγορούμενος άδεια νομιμοποιήσεως, διότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε σε προηγούμενη δικάσιμο και έγινε δεκτό, αναβάλοντας το δικαστήριο την εκδίκαση της υπόθεσης για τη σημερινή δικάσιμο, που όμως δεν προσκομίσθηκε, είχε δε αναβληθεί για τον ίδιο λόγο και πρωτοδίκως πέντε φορές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πράξη για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος φέρεται ότι τελέσθηκε τον Μάϊο το 1999 και υπάρχει κίνδυνος παραγραφής... ". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο, διέλαβε στην παρεμπίπτουσα απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη και αιτιολογία και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Μαίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 397/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αυθαίρετα κτίσματα. Αιτιολογημένη καταδίκη. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για να προσκομισθεί άδεια νομιμοποιήσεως του αυθαίρετου κτίσματος. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Κτίσμα αυθαίρετο.
2
Αριθμός 832/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δημητρακόπουλο, περί αναιρέσεως της 36/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 733/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, όμως αυτή δεν μπορεί να εξικνείται μέχρι του σημείου της πλήρους αντικαταστάσεώς της από το διατακτικό, έστω και αν παρατίθενται σ' αυτό λεπτομερή περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, διέλαβε στο αιτιολογικό της ότι "από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι αυτός, κατά τους αναφερόμενους στη συνέχεια τόπους και χρόνους και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών ,με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα ,που προβλέπει και τιμωρεί ο νόμος με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα : "1) Σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως εντός του τελευταίου εξαμήνου πριν τη σύλληψη του (8-2-2004) και σε ημερομηνία που βρίσκεται εντός αυτού του χρονικού διαστήματος, σε σημείο της ευρύτερης περιοχής της Αττικής, αγόρασε με σκοπό την εμπορία από άγνωστο στην ανάκριση πρόσωπο, άγνωστες ποσότητες απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών, μέρος των οποίων οπωσδήποτε αποτελούν οι απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες κοκαΐνη συνολικού μικτού βάρους 160 γραμμαρίων περίπου και κάνναβη (φούντα) συνολικού μικτού βάρους 2.822 γραμμαρίων περίπου, που βρέθηκαν στην κατοχή του και κατασχέθηκαν, ύστερα από νόμιμη έρευνα των αστυνομικών, αντί αγνώστου τιμήματος ή άλλου είδους ανταλλάγματος, με σκοπό την εμπορία. 2) Στις 7-2-2004 και περί ώρα 17.30 στο ...... - Αττικήςκαι ειδικότερα εντός του ευρισκομένου στο ισόγειο της επί της οδού ...... αριθ. .... πολυκατοικίας χώρου στάθμευσης, τον οποίο είχε μισθώσει και χρησιμοποιούσε, κατείχε, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης, δηλαδή μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους, απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες κατά την έννοια του νόμου και συγκεκριμένα κατείχε τις απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες κοκαΐνη συνολικού μικτού βάρους 160 γραμμαρίων περίπου και κάνναβη (φούντα) συνολικού μικτού βάρους 2.822 γραμμαρίων περίπου συσκευασμένη σε μία νάιλον συσκευασία, με σκοπό την εμπορία. 3) Με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος και από κοινού με τρία ακόμη άτομα, αγνώστων στοιχείων στην ανάκριση, με τα οποία είχε ενωθεί για να διαπράττει κλοπές, αφαίρεσε ξένα κινητά πράγματα από την κατοχή άλλων, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα: α) Στο.......- Αττικής στις 7-7-1999 κατά τις νυκτερινές ώρες, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή του ..... την υπ' αριθμ. .... δίκυκλη μοτοσικλέτα .... με αριθμό πλαισίου ....., ιδιοκτησίας του. β) Στην Αθήνα και ειδικότερα στην περιοχή ..... στις 19-12-2002 κατά τις νυκτερινές ώρες, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή του .... την υπ' αριθμ. ..... δίκυκλη μοτοσικλέτα ....., με αριθμ. πλαισίου ......, ιδιοκτησίας του. γ) Στην Αθήνα και ειδικότερα στην περιοχή ...... στις 25-6-2003 κατά τις νυκτερινές ώρες, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή του ..... την υπ' αριθμ. ..... δίκυκλη μοτοσικλέτα ...., με αριθμό πλαισίου ...., ιδιοκτησίας του. δ) Στην Αθήνα και ειδικότερα στην περιοχή των ..... στις 19-5-2003 κατά τις νυκτερινές ώρες, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή του ..... την υπ' αριθμ. ..... πινακίδα κυκλοφορίας ΤΑΧΙ, ιδιοκτησίας του. ε) Στην Αθήνα και ειδικότερα στην περιοχή την ...... στις 19-5-2003 κατά τις νυκτερινές ώρες, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή του ....... την υπ' αριθμ. ....... πινακίδα κυκλοφορίας ΤΑΧΙ, ιδιοκτησίας του. στ) Στην Αθήνα και ειδικότερα στην περιοχή των ....... στις 21-5-2003 κατά τις νυκτερινές ώρες, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή του ....... την υπ' αριθμ. ...... πινακίδα κυκλοφορίας ΤΑΧΙ, ιδιοκτησίας του. ζ) Στην Αθήνα σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο κατά το Μάιο του 2003 αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή άγνωστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου την υπ' αριθμ. ...... πινακίδα αριθμού κυκλοφορίας, ιδιοκτησίας του. η) Στην Αθήνα στις 19-12-2002, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου μια μοτοσικλέτα .... με αριθμό πινακίδας κυκλοφορίας ..... και αριθμό πλαισίου ....., ιδιοκτησίας του. θ) Στην Αθήνα στις 8-7-2003, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου μια μοτοσικλέτα ...., λευκού χρώματος άνευ αριθμού κυκλοφορίας, με αριθμό πλαισίου ......, ιδιοκτησίας του. ι) Στην Αθήνα σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 έως και 2003, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου μια μοτοσικλέτα ...... με αριθμό πινακίδας κυκλοφορίας ..... με αποξεσμένο αριθμό πλαισίου, ιδιοκτησίας του. κ) Στην Αθήνα σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 έως και 2003, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου μια μοτοσικλέτα ....... με αριθμό πλαισίου ......., ιδιοκτησίας του. κα) Στην Αθήνα σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου ένα πλαίσιο μοτοσικλέτας με αριθμό ......., ιδιοκτησίας του. κβ) Στην Αθήνα στις 25-6-2003, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστου έως τώρα στην ανάκριση προσώπου έναν κινητήρα μοτοσικλέτας με αριθμό ......, ιδιοκτησίας του. κγ) Στην Αθήνα σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο κατά Μάιο 2003, αφαίρεσε κατά τα άνω από την κατοχή αγνώστων έως τώρα στην ανάκριση προσώπων τμήματα μοτοσικλετών, μια μπαγκαζιέρα μοτοσικλέτας, μια σέλα μοτοσικλέτας ....., δύο ηχεία αυτοκινήτου Β-52, εξαρτήματα από την πινακίδα του υπ αριθμ. ..... αριθμού κυκλοφορίας δίκυκλου μοτοποδηλάτου την οποία έχει κόψει, έναν κινητήρα δίκυκλης μοτοσικλέτας μάρκας .... με αποξεσμένο τον αριθμό, έναν κινητήρα δίκυκλης μοτοσικλέτας μάρκας .... τον οποίο έχει αποσυναρμολογήσει και στον οποίο έχει αποξεστεί ο αριθμός, κομμένες κλειδαριές μοτοσικλετών, ένα μαύρο κράνος, ιδιοκτησίας τους, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. 4)Στην Αθήνα στις 7-2-2004, με πρόθεση κατείχε πολεμικά τυφέκια, αυτόματα, πολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, χειροβομβίδες και πυρομαχικά, με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομα εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων και συγκεκριμένα, στους παραπάνω τόπο και χρόνο, κατείχε ένα πολυβόλο όπλο .... αποσυναρμολογημένο με αριθμό .... με τρεις γεμιστήρες και 173 φυσίγγια αυτού, ένα πιστόλι μάρκας ... με γεμιστήρα και επτά φυσίγγια, ένα πιστόλι αερίου-κρότου με τρεις γεμιστήρες και σφαιρίδια, ένα πιστόλι μάρκας .... με γεμιστήρα πλήρη με οκτώ φυσίγγια, ένα αυτόματο όπλο μάρκας ..... τύπου ..... με αριθμό ......με τρεις γεμιστήρες και πενήντα φυσίγγια των 7,65, κοντόκανη καραμπίνα ... με αριθμό ..... και τρία φυσίγγια, δύο γεμιστήρες ...., δέκα πακέτα των 20 φυσιγγίων ....., και τρεις σιγαστήρες, μια γεμιστήρα με έξι φυσίγγια των 9ΜΜ, δύο κουτιά με ογδόντα φυσίγγια των 45 ΜΜ, δώδεκα φυσίγγια των 357 και πέντε φυσίγγια των 9ΜΜ, δεκαέξι χειροβομβίδες, έξι πυροκροτητές και ένα πλαστικό κουτί με πυροκροτητές, πέντε φυσίγγια των 7,65 ΜΜ και ένα 357 και λάμα καθαρισμού όπλου, σαράντα οκτώ φυσίγγια πιστολιού ...., ένα κουτί με πενήντα φυσίγγια 357 ..... εξήντα τρεις σφαίρες των 9 ΜΜ, είκοσι πέντε φυσίγγια των 7,65 ΜΜ, εκατόν τριάντα έξι φυσίγγια για ...... είκοσι πέντε φυσίγγια των 45 ΜΜ, έντεκα φυσίγγια των 0,22 ΜΜ, ένα πιστόλι-στιλό με αριθμό ..... με μαύρη κάνη, ένα φυσίγγιο διαμετρήματος 0,357 ΜΜ, σαράντα εννέα φυσίγγια κρότου, με σκοπό τη διάθεση τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων....". Με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα διακεκριμένης κλοπής κατ' εξακολούθηση, αγοράς κατοχής ναρκωτικών ουσιών και διακεκριμένης κατοχής όπλων, χειροβομβίδων και πυρομαχικών και του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης 16 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, ούτε τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή εκείνων στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Η αιτιολογία αυτή δεν συμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, έστω και αν σ' αυτό παρατίθενται λεπτομερή περιστατικά, αφού η συμπλήρωση της αιτιολογίας είναι αδύνατο να φθάσει μέχρι την πλήρη αντικατάστασή της από το διατακτικό της αποφάσεως. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. τετάρτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, περιττής μετά ταύτα καθισταμένης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 36/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας - δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
1
Αριθμός 836/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Γαλετζά, περί αναιρέσεως της 118/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ορεστιάδας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ορεστιάδας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1609/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχειρήσεως εκμεταλλεύσεως ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπροθέσμως τις οφειλόμενες στους απασχολούμενους σ' αυτόν αντί μισθού από τη σχέση εργασίας αποδοχές ή κάθε φύσεως χορηγίες που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από διοικητικές πράξεις, είτε από τον νόμο ή το έθιμο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 Κ.Πολ.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί ν' αναφέρονται τ' αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ορεστιάδας με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 118/2007 απόφαση του δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ότι από τα κατ' είδος σ' αυτή μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ο πρώτος και αντιπρόεδρος ο δεύτερος, αμφότεροι δε σύμφωνα με το καταστατικό νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΤΕΟ Α.Ε", με έδρα την Ορεστιάδα, με την άνω ιδιότητά τους απασχόλησαν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τους στους παρακάτω πίνακες αναφερομένους 88 εργαζόμενους, οι οποίοι απασχολήθηκαν κατά τους κατωτέρω αναφερομένους μήνες και αμείβονταν με μηνιαίο μισθό, ο οποίος για το μήνα Αύγουστο του 2004 έπρεπε να καταβληθεί μέχρι την 10-9-2004, για μήνα Σεπτέμβριο 2004 μέχρι την 10-10-2004 και για το μήνα Οκτώβριο 2004 μέχρι την 10-11-2004, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας. Στους εν λόγω εργαζόμενους δεν κατέβαλαν κατά την 11-9-2004, 11-10-2004 και 11-11-2004 τους μισθούς Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004 αντίστοιχα, όπως αναλυτικά αναφέρεται παρακάτω: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 04ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 04ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 04ΣΥΝΟΛΑΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟΚΑΘ. ΜΙΣΘΟΣΠΡΟΚΑΤΑ ΒΟΛΕΣΠΛΗΡΩΤΕΟΚΑΘ. ΜΙΣΘΟΣΠΡΟΚΑΤΑ- ΒΟΛΕΣΠΛΗΡΩΤΕΟΚΑΘ. ΜΙΣΘΟΣΠΡΟΚΑΤΑ-Β ΟΛΕΣΠΛΗΡΩΤΕΟΣΥΝΟΛΟΚΑΘΑΡΟΥ ΜΙΣΘΟΥΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΚΑΤΑ-Β ΟΛΩΝΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΛΗΡΩΤΕΟ1. ....... 822,00 822,00 970,00 970,00 1.019,50 1.019,50 2.811,50 0,00 2.811,50 2.. ....... 893,50 893,501.178,50 1.178,50 1.157,00 1.157,00 3.229,00 0,00 3.229,00 3. ...... 385,00 385,00 0,00 0,00 0,00 385,00 385,00 0,00 4. ...... 1.309,50 1.309,50 1.362,00 1.362,00 1.419,50 1.419,50 4.091,00 0,00 4.091,00 5. ....... 1.173,00 1.173,001.252,50 1.252,50 1.304,00 1.304,00 3.729,50 0,00 3.729,50 6. ...... . 1.626,00 1.626,001.761,50 1.761,50 1.458,00 1.458,00 4.845,50 0,00 4.845,50 7. ....... 1.618,50 1.618,501.753,50 1.753,50 1.450,00 1.450,00 4.822,00 0,00 4.822,00 8. ...... 1.066,00 1.066,001.177,00 1.177,00 1.253,50 1.253,50 3.496,50 0,00 3.496,50 9. ...... 1.291,50 1.291,50 1.192,00 1.192,00 1.286,50 1.286,50 3.770,00 0,00 3.770,00 10. ...... 655,50 655,50 695,00 695,00 734,00 734,00 2.084,50 0,00 2.084,50 11. ...... 617,00 500,00 117,00 1.609,00 1.609,00 2.226,00 500,00 1.726,00 12. ...... 897,50 897,501.055,50 1.055,50 806,00 806,00 2.759,00 0,00 2.759,00 13. ...... 1.406,50 513,50 893,00 1.432,00 1.432,00 1.412,50 1.412,50 4.251,00 513,50 3.737,50 14. ....... 1.624,50 1.624,501.708,50 1.708,50 1.429,00 1.429,00 4.762,00 0,00 4.762,00 15. ...... 1.499,00 1.499,00 0,00 1.393,50 510,50 883,00 1.224,50 1,224;50 4.117,00 2.009,50 2.107,50 16. ....... 1.080,50 1.080,50 1.216,00 1.216,00 988,50 988,50 3.285,00 0,00 3.285,00 17. ....... 1.340,50 1.340,50 1.359,50 1.359,50 1.293,00 1.293,00 3.993,00 0,00 3.993,00 18. ....... 983,00 983,00 0,00 1.042,00 1.042,00 0,00 924,50 924,50 0,00 2.949,50 2.949,50 0,00 19. ....... 1.546,00 1.546,00 1.650,50 1.650,50 1.323,00 1.323,00 4.519,50 0,00 4.519,50 20. ....... 678,00 678,00 1.076,50 1.076,50 875,50 875,50 2.630,00 0,00 2.630,00 21. ....... 844,50 844,50 844,50 844,50 844,50 844,50 2.533,50 0,00 2.533,50 22. ...... 885,00 885,00 949,00 949,00 864,00 864,00 2.698,00 0,00 2.698,00 23. ....... 344,50 344,50 2.900,00 2.900,00 3.244,50 0,00 3.244,50 24. ...... 158,50 158,50 0,00 1.209,00 841,50 367,50 1.367,50 1.000,00 367,50 25. ........ 1.727,00 918,00 809,00 1.679,50 1.679,50 1.526,00 1.526,00 4.932,50 918,00 4.014,50 26. ........ 1.199,00 1.199,00 0,00 1.198,50 1.198,50 0,00 0,00 0,00 2.397,50 2.397,50 0,00 27. ...... 1.412,50 1.412,501.741,00 1.741,00 1.313,50 1,313,50 4.467,00 0,00 4.467,00 28. ....... 1.430,50 334,00 1.096,50 1.443,00 1.443,00 1.100,00 1.100,00 3.973,50 334,00 3.639,50 29. ...... 714,00 714,00 766,00 766,00 732,00 732,00 2.212,00 0,00 2.212,00 30. ....... 1.391,00 1.391,00 1.480,50 1.480,50 1.235,00 1.235,00 4.106,50 0,00 4.106,50 31. ........ 1.108,50 1.108,50 1.273,00 1.273,00 1.330,50 1.330,50 3.712,00 0,00 3.712,00 32. ....... 992,50 992,50 1.236,00 1.236,00 1.129,00 1.129,00 3.357,50 0,00 3.357,50 33. ....... 1.475,00 1.475,00 1.679,00 1.679,00 1.714,00 1.714,00 4.868,00 0,00 4.868,00 34. ...... 1.038,00 1.038,00 1.266,00 1.266,00 998,50 998,50 3.302,50 0,00 3 302,50 35. ....... 1.482,50 1.482,50 1.416,50 1.416,50 1.558,50 1.558,50 4.457,50 0,00 4.457,50 36......... 1.232,00 1.232,00 1.290,50 1.290,50 1.077,00 1.077,00 3.599,50 0,00 3.599,50 37. ......... 1.502,00 397,50 1.104,50 1.646,00 1.646,00 1.379,00 1.379,00 4.527,00 397,50 4.129,50 38. ....... 253,50 253,50 893,50 893,50 968,50 968,50 2.115,50 0,00 2.115,50 39. ....... 1.806,50 1.806,50 1.690,00 1.690,00 1.817,00 1.817,00 5.313,50 0,00 5.313,50 40. ........ 1.372,50 1.372,50 1.466,50 1.466,50 1.529,00 1.529,00 4.368,00 0,00 4.368,00 ΣΕ ΜΕΤΑΦΟΡΑ.....,......,.....,.....,.....,......,.....,......,.....,.....,...., .....ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 04ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 04ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 04ΣΥΝΟΛΑΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟΚΑΘ. ΜΙΣΘΟΣΠΡΟΚΑΤΑ -ΒΟΛΕΣΠΛΗΡΩΤΕΟΚΑΘ. ΜΙΣΘΟΣΠΡΟΚΑΤΑ- ΒΟΛΕΣΠΛΗΡΩΤΕΟΚΑΘ. ΜΙΣΘΟΣΠΡΟΚΑΤΑ-Β ΟΛΕΣΠΛΗΡΩΤΕΟΣΥΝΟΛΟΚΑΘΑΡΟΥ ΜΙΣΘΟΥΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΚΑΤΑ-Β ΟΛΩΝΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΛΗΡΩΤΕΟΑΠΟ ΜΕΤΑΦΟΡΑ.....,.....,......,.....,......,......,......,.......,......,......,......,..... 41. ........ 1.173,50 1.173,50 0,00 1.214,00 1.214,00 0,00 1.259,50 700,00 559,50 3.647,00 3.087,50 559,50 42. ........ 748,50 748,50 919,50 919,50 950,00 950,00 2.618,00 0,00 2.618,00 43. ......... 1.278,50 1.143,50 135,00 1.431,00 1.431,00 1.441,50 1.441,50 4.151,00 1.143,50 3.007,50 44. ....... 816,00 816,00 804,00 804,00 761,00 761,00 2.381,00 0,00 2.381,00 45. ....... 1.310,00 1.310,00 1.709,50 1.709,50 1.736,50 1.736,50 4.756,00 0,00 4.756,00 46. ....... 816,50 816,50 827,50 827,50 869,00 869,00 2.513,00 0,00 2.513,00 47. ...... 1.039,00 427,00 612,00 1.184,50 1.184,50 1.170,50 1.170,50 3.394,00 427,00 2.967,00 48. ......... 768,50 768,50 0,00 976,00 824,00 152,00 1.042,50 1.042,50 2.787,00 1.592,50 1.194,50 49. ........ 1.254,00 1.254,00 1.222,00 1.222,00 1.228,50 1.228,50 3.704,50 0,00 3.704,50 50. ....... 1.892,00 1.892,00 1.844,00 1,844,00 1.937,50 1.937,50 5.673,50 0,00 5.673,50 51. ...... 807,00 807,00 0,00 877,00 300,00 577,00 987,00 987,00 2.671,00 1.107,00 1.564,00 52. ...... 1.258,50 1.258,50 1.395,00 1.395,00 1.256,50 1.256,50 3.910,00 0,00 3.910,00 53. ...... 958,00 958,00 0,00 1.120,00 1.120,00 0,00 1.837,00 1.837,00 0,00 3.915,00 3.915,00 0,00 54. ...... 889,50 889,50 0,00 1.099,50 140,50 959,00 831,00 831,00 2.820,00 1.030,00 1.790,00 55. ..... 870,50 126,50 744,00 975,00 975,00 885,00 885,00 2.730,50 126,50 2.604,00 56. ...... 1.176,00 1.176,00 1.143,00 1.143,00 1.152,00 1.152,00 3.471,00 0,00 3.471,00 57. ....... 789,50 524,00 265,50 986,00 986,00 1.019,50 1.019,50 2.795,00 524,00 2.271,00 58,. ....... 729,00 729,00 843,50 843,50 729,50 729,50 2.302,00 0,00 2.302,00 59. ....... 931,00 931,00 984,50 984,50 1.096,00 1.096,00 3.011,50 0,00 3.011,50 60. ........ 1.325,00 1.325,00 1.228,50 1.228,50 915,00 915,00 3.468,50 0,00 3.468,50 61. ....... 1.357,00 1.357,00 0,00 1.565,00 522,00 1.043,00 321,50 321,50 3.243,50 1.879,00 1.364,50 62. ...... 825,50 825,50 846,50 846,50 846,50 846,50 2.518,50 0,00 2.518,50 63. ....... 1.734,00 1.734,00 1.911,50 1.911,50 1.496,00 1.496,00 5.141,50 0,00 5.141,50 64. ...... 1.570,50 560,50 1.010,00 1.601,00 1.601,00 1.529,50 1,529,50 4.701,00 560,50 4.140,50 65. ...... 1.027,00 1.027,00 1.027,00 1.027,001.027,00 1.027,00 3.081,00 0,00 3.081,00 66. ....... 606,50 606,50 970,00 970,00 970,00 970,00 2.546,50 0,00 2.546,50 67. ........ 1.467,00 1.467,00 1.467,00 1.467,00 1.467,00 1.467,00 4.401,00 0,00 4.401,00 68. ........... 758,50 758,50 807,00 807,00 807,50 807,50 2.373,00 0,00 2.373,00 69. ........ 783,50 783,50 817,50 817,50 817,50 817,50 2.418,50 0,00 2.418,50 70. ........ 1.174,00 1.174,00 1.174,00 1.174,00 1.174,00 1.174,00 3.522,00 0,00 3.522,00 71. ....... 893,50 893,50 946,00 946,00 946,50 946,50 2.786,00 0,00 2.786,00 72. ........ 955,00 955,00 0,00 560,50 560,50 305,50 305,50 1.821,00 955,00 866,00 73. ........ 1.321,00 1.321,00 1.321,00 1.321,00 1.321,00 1.321,00 3.963,00 0,00 3.963,00 74. ........ 147,00 147,00 147,00 147,00 147,00 147,00 441,00 0,00 441,00 75. ........ 791,50 791,50 854,00 854,00 854,50 854,50 2.500,00 0,00 2.500,00 76. ...... 1.283,00 1.283,00 1.275,50 1.275,50 1.275,50 1.275,50 3.834,00 0,00 3.834,00 77. ....... 682,50 682,50 0,00 720,00 116,00 604,00 720,00 720,00 2.122,50 798,50 1.324,00 78. ....... 892,00 892,00 945,00 945,00 944,50 944,50 2.781,50 0,00 2.781,50 79. ....... 1.027,00 1.027,00 1.027,00 1.027,00 1.027,00 1.027,00 3.081,00 0,00 3.081,00 80. ....... 1.467,00 1.467,00 1.467,00 1.467,001.467,00 1.467,00 4.401,00 0,00 4.401,00 81. ....... 1.400,00 1.400,00 0,00 1.400,00 1.400,00 0,00 1.400,00 1.400,00 4.200,00 2.800,00 1.400,00 82. ........ 773,50 773,50 794,50 794,50 0,00 0,00 1.568,00 0,00 1.568,00 83. ..... 609,00 609,00 687,50 687,50 688,00 688,00 1.984,50 0,00 1.984,50 84. ...... 711,00 711,00 0,00 740,00 740,00 0,00 740,50 740,50 2.191,50 1.451,00 740,50 85. .... 883,50 883,50 929,00 929,00 929,00 929.00 2.741,50 0,00 2.741,50 86. ...... 2.500,00 2.500,00 0,00 2.500,00 2.500,00 0,00 2.500,00 2.500,00 7.500,00 5.000,00 2.500,00 87. .... 701,00 70.1,00 736,00 736,00 736,00 736,00 2.173,00 0,00 2.173,00 88. ..... 1.437,00 1.437,00 1.467,00 1.467,00 1.467,00 1.467,00 4.371,00 0,00 4.371,00 ΣΥΝΟΛΑ93.986,00 20.827,50 73.158,50 102..227,50 12..671,00 89.556,50 99.223,00 4..303,00 94.920,00 295.436,50 37.801,50 257.635,00 Συνεπώς, το αρχικά οφειλόμενο ποσό των αποδοχών ανέρχεται στο ποσό των 257,635,00 ευρώ. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, με την άνω ιδιότητά τους, σταδιακά κατέβαλαν μέρος των οφειλομένων αποδοχών και έχουν καταβάλλει συνολικά έναντι των οφειλών το ποσό των 230.000,00 ευρώ, πλην όμως, λόγω του τρόπου καταβολής δεν καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός των οφειλομένων σε κάθε εργαζόμενο χωριστά, δεδομένου ότι στις επιμέρους αποδείξεις των μερικών καταβολών δεν αναφέρεται σε ποιο χρονικό σημείο αναφέρονται και αφορούν. Η μη καταβολή οφείλεται σε οικονομική δυσπραγία της εταιρείας "ΕΤΕΟ Α.Ε", της οποίας οι κατηγορούμενοι είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και η οποία έχει ανεξόφλητες απαιτήσεις από τρίτους, ύψους περίπου 1.000.000 ευρώ και ως εκ τούτου αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις της προς τους εργαζομένους, πλην όμως, οι παραπάνω εκπρόσωποί της καταβάλουν προσπάθειες πλήρους εξοφλήσεως και ήδη έχουν καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος της οφειλής. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για τη πράξη της μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών κατ' εξακολούθηση, συνολικού ποσού 27.635, 00 (257.635-230.000) ευρώ...". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι' αυτήν τελικώς κατεδικάσθησαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1998. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση τόσο στο αιτιολογικό, όσον και στο διατακτικό αυτής διαλαμβάνει α) ότι οι ανωτέρω 88 εργαζόμενοι, προσελήφθησαν από τους αναιρεσείοντες υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους με ατομική σύμβαση εργασίας κάθε ένας β)ότι οι οφειλές τούτων προς αυτούς, αφορούσαν αποκλειστικά τις αποδοχές των μηνών Αυγούστου Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004 και γ) το χρόνο που έπρεπε να καταβληθούν αυτές και δεν ήταν απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται ότι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας υπήγαγαν τους εργαζομένους σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή περιείχαν ειδικότερους όρους για ένα έκαστο των εργαζομένων ούτε δημιουργεί κάποια ασάφεια του ότι στο σκεπτικό αυτής αναφέρεται "σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας" ενώ στο διατακτικό "σύμφωνα με τις συμβάσεις εργασίας" διότι αυτό οφείλεται σε προφανή γραφική παραδρομή. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων που με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώστηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, παραβιάζει την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ), η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο του εγγράφου, που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο, προκύπτει από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και το έγγραφο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχει ληφθεί αμέσως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης σε σχέση με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται η ιδιότητα των αναιρεσειόντων ήτοι ο πρώτος τούτων ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΤΕΟ Α.Ε." και ο δεύτερος Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής και ότι οι οφειλόμενες αποδοχές και ο χρόνος καταβολής τους καθορίζονταν από τις συμβάσεις εργασίας που κατάρτισαν με την ιδιότητά τους αυτή με τους εργαζομένους χωρίς όμως να προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ότι αναγνώσθηκαν το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας και οι συμβάσεις εργασίας που είχαν καταρτισθεί μεταξύ των αναιρεσειόντων και των εργαζομένων. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών (καταστατικό και συμβάσεις εργασίας) από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και δη από τις καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο και από το αναγνωσθέν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από ...... δελτίο ελέγχου της εταιρείας των αναιρεσειόντων από το Σώμα επιθεώρησης Εργασίας Έβρου το οποίο περιέχεται στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που αναγνώσθηκαν. Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-9-2007 αίτηση των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της με αριθ. 118/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ορεστιάδας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για μη καταβολή αποδοχών σε εργαζομένους. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
0
Αριθμός 828/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων και 2. Χ2 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Βουλγαράκη, για αναίρεση της 3074/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Δεκεμβρίου 2006 και 28 Μαρτίου 2007 δύο αιτήσεις του πρώτου αναιρεσείοντος και στην από 28 Μαρτίου 2007 αίτηση του δευτέρου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 611/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Α) Ως προς τις αιτήσεις αναίρεσης του Χ1 Κατά της υπ' αριθμ. 3074/20-12-2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 9-3-2007 ασκήθηκαν από τον ως άνω αναιρεσείοντα οι από 20-12-2006 και 28-3-2007 δύο αιτήσεις αναιρέσεως με δήλωσή του η πρώτη στο Διευθυντή Φυλακών Κορυδαλλού όπου κρατείται και η δεύτερη που επιδόθηκε στις 29-3-2007 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι ανωτέρω αναιρέσεις ασκούνται παραδεκτώς εντός της νόμιμης προθεσμίας, ειδικά δε η μεταγενέστερη εφόσον δεν έχει κριθεί η προηγούμενη κατά της ίδιας αποφάσεως θεωρείται ως συμπληρωματική της πρώτης και πρέπει να συνεκδικασθούν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20 Δεκεμβρίου 2006 δήλωση του αναιρεσείοντος για την οποία συντάχθηκε η σχετική έκθεση πλήττεται η 3074/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών και 6 μηνών και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για κατοχή από κοινού ναρκωτικών ουσιών και παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών, όπως κατά λέξη δηλώνει "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει". Η κατά τον ανωτέρω τρόπο διατυπωθείσα δήλωση δεν περιλαμβάνει σαφή και ωρισμένο λόγο αναίρεσης και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει η αίτηση αυτή αναίρεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ ΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του" (περ.ε). Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση των πράξεων. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνεται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 3074/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών και παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών, δια του πληρεξουσίου του Δικηγόρου ζήτησε προφορικά την επιείκεια του δικαστηρίου και την αναγνώριση πλην άλλων της ελαφρυντικής περιστάσεως ''της καλής συμπεριφοράς''. Ο ισχυρισμός αυτός όπως αναπτύχθηκε, είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη του και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει αιτιολογημένα. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης του εν λόγω αναιρεσείοντος, από το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, που αναφέρεται στην πλημμέλεια της απόρριψης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ισχυρισμού για αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' του Κ.Π.Δ., ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης. Η από τη διάταξη αυτή απαγγελομένη ακυρότης είναι μεν σχετική, εν τούτοις εκ του ότι δύναται αυτή να προταθεί, κατ'άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρ. 174 παρ.1, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς εκ του ότι δύναται να προταθεί για πρώτη φορά κατ'έφεση (όχι όμως και ενώπιον του Αρείου Πάγου) συνάγεται ότι η ακυρότης υφίσταται, καλυπτομένη μόνον εάν δεν επροτάθη, κατά τα ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό- που περιλαμβάνεται σε έγγραφο, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς- περί μη εξετάσεως και μη αναγνώσεως της προανακριτικής και επ' ακροατηρίω στον πρώτο βαθμό καταθέσεως κατ'άρθρο 211 ΚΠΔ, του μάρτυρα Μ1, αστυνομικού, γιατί αυτός είχε εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα και ειδικότερα είχε προβεί στην σύλληψη του αναιρεσείοντος και στην παράδοση των αναφερομένων στην από 19.01.2004 έκθεση ναρκωτικών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω, παραδεκτώς, προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του εν λόγω αναιρεσείοντος με την αιτιολογία, ότι "όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως ναρκωτικών τα αναφερόμενα σε αυτή γεγονότα έλαβαν χώρα ενώπιον του Υπαστ β' Μ4 ., παρουσία του Υπαστ. Β'Μ3 που προσλήφθηκε ως β' ανακριτικός υπάλληλος, και ενώπιόν τους εμφανίστηκε ο Υπαστ. Β' Μ1 και τους παρέδωσε τα αναφερόμενα στις εκθέσεις αυτές πράγματα. Επίσης, όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση συλλήψεως του κατηγορουμένου, ο εν λόγω κατηγορούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Αρχ. Μ2 και του προσληφθέντος ως β' αν/κού υπαλλήλου, Ανθ/μου Μ5, ενώπιον των οποίων συνετάγη η άνω έκθεση και ότι ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στους ως άνω προανακριτικούς υπαλλήλους από τον Υ/Β' Μ1 που τον συνέλαβε. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο άνω μάρτυρας δεν έλαβε μέρος στην άνω υπόθεση ως προανακριτικός υπάλληλος ώστε κατ' άρθρο 211 περ α' ΚΠΔ να μη εξετάζεται ως μάρτυρας στο ακροατήριο". Με αυτά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 Β σε συνδ. με τα άρθρα 173 παρ.1 και 174 παρ.1 ΚΠΔ γιατί μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου και η παράδοση των ναρκωτικών ουσιών από τον μάρτυρα δεν συνιστούν άσκηση ανακριτικών καθηκόντων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγον αναιρέσεως. Επομένως ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και ως προς την πράξη της παράνομης κατοχής όπλου, χωρίς προηγουμένως να προτείνει επί της πράξεως αυτής ο Εισαγγελέας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Β) Ως προς την αίτηση αναίρεσης του Χ2 Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' του Κ.Π.Δ., ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης. Η από τη διάταξη αυτή απαγγελομένη ακυρότης είναι μεν σχετική, εν τούτοις εκ του ότι δύναται αυτή να προταθεί, κατ'άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρ. 174 παρ.1, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς εκ του ότι δύναται να προταθεί για πρώτη φορά κατ'έφεση (όχι όμως και ενώπιον του Αρείου Πάγου) συνάγεται ότι η ακυρότης υφίσταται, καλυπτομένη μόνον εάν δεν επροτάθη, κατά τα ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό- που περιλαμβάνεται σε έγγραφο, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς- περί μη εξετάσεως και μη αναγνώσεως της προανακριτικής και επ' ακροατηρίω στον πρώτο βαθμό καταθέσεως κατ'άρθρο 211 ΚΠΔ, του μάρτυρα Μ1 αστυνομικού, γιατί αυτός είχε εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα και ειδικότερα είχε προβεί στην σύλληψη του αναιρεσείοντος και στην παράδοση των αναφερομένων στην από 19.01.2004 έκθεση ναρκωτικών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω, παραδεκτώς, προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του εν λόγω αναιρεσείοντος με την αιτιολογία, ότι "όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως ναρκωτικών τα αναφερόμενα σε αυτή γεγονότα έλαβαν χώρα ενώπιον του Υπαστ β' Μ4 ., παρουσία του Υπαστ. Β' Μ3 που προσλήφθηκε ως β' ανακριτικός υπάλληλος, και ενώπιόν τους εμφανίστηκε ο Υπαστ. Β' Μ1 και τους παρέδωσε τα αναφερόμενα στις εκθέσεις αυτές πράγματα. Επίσης, όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση συλλήψεως του κατηγορουμένου, ο εν λόγω κατηγορούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Αρχ. Μ2 και του προσληφθέντος ως β' αν/κού υπαλλήλου, Ανθ/μου Μ5 ενώπιον των οποίων συνετάγη η άνω έκθεση και ότι ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στους ως άνω προανακριτικούς υπαλλήλους από τον Υ/Β' Μ1 που τον συνέλαβε. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο άνω μάρτυρας δεν έλαβε μέρος στην άνω υπόθεση ως προανακριτικός υπάλληλος ώστε κατ' άρθρο 211 περ α' ΚΠΔ να μη εξετάζεται ως μάρτυρας στο ακροατήριο". Με αυτά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 Β σε συνδ. με τα άρθρα 173 παρ.1 και 174 παρ.1 ΚΠΔ γιατί μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου και η παράδοση των ναρκωτικών ουσιών από τον μάρτυρα δεν συνιστούν άσκηση ανακριτικών καθηκόντων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, α) "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α), και β) "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τη πράξη της κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών, κατέθεσε εγγράφως τους πιο κάτω ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς: "Στον κατηγορούμενο θα πρέπει να γίνουν δεκτά τα παρακάτω ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α, 2δ Π.Κ. Α) το ότι έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αυτό διότι βαρύνεται με ήσσονος ποινικής απαξίας παραβάσεις του ΚΟΚ, ενώ κατά το χρόνο της σύλληψής του εργαζόταν ως παλιατζής, από την εργασία του αυτή εξοικονομούσε κάποια χρήματα για την κάλυψη των αναγκών του ιδίου και του άρρωστου πατέρα του . Β) "το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ) και τούτο διότι δεν δίστασε αποδεχόμενος την πράξη του, στο μέτρο της ευθύνης του, να κατονομάσει το πρόσωπο που του είχε παραδώσει τα ναρκωτικά, και ο ίδιος συνειδητοποιώντας από την πρώτη στιγμή το μέγεθος του σφάλματος που διέπραξε και την απαξία των πράξεών του, μετανοεί συντετριμμένος και αφίεται στην κρίση της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αναφέροντας στην προανακριτική του απολογία "μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη". Τους πιο πάνω ισχυρισμούς το Δικαστήριο της ουσίας τούς απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την εξής αιτιολογία: Κατόπιν αυτών πρέπει...... "και να απορριφθεί το αίτημά του για χορήγηση ελαφρυντικών του ΠΚ 84 παρ. 2 εδαφ.α' και δ'". Σε σχέση με τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος που ήταν σαφείς και ωρισμένοι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων. Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον όσον αφορά την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών περί συνδρομής στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ' ΠΚ. και όχι ως προς την περί ενοχής διάταξη, ως και προς την περί ποινής διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 20-12-2006 και 28-3-2007 αιτήσεις του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3074/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220 ) ευρώ. Αναιρεί εν μέρει την 3074/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος Χ2 περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξη της απόφασης αυτής. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 28-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ2. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η σύλληψη κατηγορουμένου και η παράδοση ναρκωτικών ουσιών δεν αποτελούν ανακριτικές πράξεις. Έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α και δ του ΠΚ. Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως ενός κατηγορούμενου και αναιρεί εν μέρει ως προς τον άλλο, κατά το μέρος μόνο της απόρριψης των αυτοτελών ισχυρισμών περί συνδρομής ελαφρυντικών και την ποινή. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό.
Ποινή
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0
Αριθμός 827/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 517/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου με αριθμό 350/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 80/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Πέππα, δυνάμει της από 23-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 9788/2005 βούλευμά του παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου, αξίας μεγαλύτερης των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 868/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 15-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 23-3-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 80/23-3-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, διότι παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περίπτ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να απαιτείται η αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΠΧ ΝΣΤ' 819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ'829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή η συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής αυτών στις εφαρμοσθείσες από το συμβούλιο ουσιαστικές διατάξεις, καθώς και εκείνες που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, συντάσσεται το συμβούλιο, ενώ, περαιτέρω, είναι επιτρεπτή και η αναφορά, συμπληρωματικώς και στο πρωτόδικο βούλευμα (ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΓ' 795, ΑΠ 1608/2001 ΠΧ ΝΒ' 623). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, και δι'αυτής, συμπληρωματικώς και στο πρωτόδικο βούλευμα, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, μεταξύ των οποίων ενδεικτικώς αναφέρονται οι καταθέσεις του Μ1 ,Μ2 και Μ3 καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, σε συνδυασμό με την απολογία, υπομνήματα και τους λόγους εφέσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη για την υπόθεση πραγματικά περιστατικά: Με μήνυση (Α.Β.Μ. Β-2003/3004) που καταθέτει την 25-7-2003 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η μηνύτρια Θ1 υποστηρίζει ότι: Κατά το έτος 2001 που απεβίωσε στο Αμβούργο της Γερμανίας ο αδερφός της ...... ανέθεσε στον κατηγορούμενο Χ1 να μεταβεί στην Γερμανία για να διαπιστώσει εάν τα κληρονομιαία στοιχεία (ακίνητο και μετρητά) που κληρονόμησε από αυτόν είχαν μεταφερθεί στο όνομα της. Για τον σκοπό αυτό του υπέγραψε δύο πληρεξούσια και ειδικότερα: α) το με αριθμό ..... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου με το οποίο αυτή ανακαλούσε όλες τις σχετικές εντολές που είχε δώσει προς τον ...... με το από 5-7-2001 πληρεξούσιο της που συντάχθηκε σε συμβολαιογράφο του Αμβούργου και β) το με αριθμό ....... πληρεξούσιο της παραπάνω συμβολαιογράφου με το οποίο παρέσχε τις εντολές προς τον κατηγορούμενο, που ειδικότερα αναφέρονταν σ' αυτό, μεταξύ των οποίων και αυτή υπό στοιχ. 3, που περιελάμβανε την μεταφορά των χρημάτων της που προέρχονταν από την κληρονομιά του αδερφού της από τους λογαριασμούς της στη Γερμανία στον υπ' αριθμό ....... που τηρούσε η ίδια στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην ....... Ειδικότερα δε, ως προς τα χρήματα η μηνύτρια εξουσιοδότησε τον κατηγορούμενο (αντιγραφή κατά λέξη) " ... να ενεργήσει οτιδήποτε χρειάζεται ενώπιον κάθε δημόσιας αρχής, Τράπεζας, εφορίας κλπ προκειμένου να μεταφερθούν από λογαριασμούς της Γερμανίας τα χρήματα που δικαιούται η εντολέας από την κληρονομιά του αδερφού της, στον υπ αριθμό .......τραπεζικό λογαριασμό της που διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υποκατάστημα ...." (βλ. 2η σελίδα του με αριθμό ....... πληρεξούσιου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου). Ο κατηγορούμενος μετέβη πράγματι στην Γερμανία, προέβη σε ανάληψη διακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων (266.000) Ευρώ, ποσό το οποίο κατά την κοινή πείρα θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο όμως αντί να καταθέσει στον με αριθμό ...... τραπεζικό λογαριασμό της μηνύτριας, όπως οριζόταν στο παραπάνω με αριθμό ....... πληρεξούσιο, το κράτησε για τον εαυτό του και αρνήθηκε να το επιστρέψει προς την μηνύτρια, παρά τις σχετικές προς αυτόν οχλήσεις. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2002 μέχρι την 16-12-2002 και δη στις 21-11-2002, 27-11-2002, 12-12-2002, 13-12-2002 και 16-12-2002, ενεργώντας αντίθετα προς την σχετική πληρεξουσιότητα και εντολή της μηνύτριας, χωρίς δικαίωμα ενήργησε αναλήψεις από τον υπ' αριθμ. ...... τραπεζικό λογαριασμό της που τηρούσε σε Γερμανική Τράπεζα στο Αμβούργο, χρηματικών ποσών που ανέρχονταν σε 10.000, 15.000, 45.000, 6.000, 60.000 και 130.000 ευρώ, αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 266.000 Ευρώ, ποσό το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το ότι πράγματι έκανε τις παραπάνω αναλήψεις από την Γερμανική Τράπεζα ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνεται από τις σχετικές αποδείξεις αναλήψεως των παραπάνω ποσών που επισυνάπτονται στα έγγραφα της δικογραφίας, (βλ. σχετ. τις ξενόγλωσσες στη Γερμανική και σε μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα αποδείξεις στην δικογραφία), που φέρουν μάλιστα την υπογραφή του. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά που ανέλαβε ο κατηγορούμενος, εκτός από το ποσό των 10.000 Ευρώ που της απέδωσε τμηματικά από τα μέσα Ιανουαρίου 2003 μέχρι την 20-2-2003, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα (αφού ενήργησε αντίθετα προς την παρασχεθείσα προς αυτόν εντολή της εγκαλούσας που ήταν να μεταφερθούν στο δικό της τραπεζικό Λογαριασμό σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ..... πληρεξούσιο) και τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία, αρνούμενος την απόδοση αυτών, παρά τις επανειλημμένες προς αυτόν οχλήσεις και διαμαρτυρίες, εκδηλώνοντας την πρόθεση του προς τούτο με το με ημερομηνία 5-3-2003 εξώδικο που απέστειλε προς την ανωτέρω εγκαλούσα την 11-3-2003. Η ημέρα αυτή (11-3-2003) της επιδόσεως του παραπάνω εξωδίκου, πρέπει να θεωρηθεί και ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, αφού τότε εκδήλωσε ο κατηγορούμενος την δόλια προαίρεση του να ενσωματώσει στη δική του περιουσία το επίδικο χρηματικό ποσό των 256.000 ευρώ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος υποστηρίζει (στην κρινομένη έφεση του) ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσε. Ειδικότερα ο εκκαλών υποστηρίζει (αντιγραφή κατά λέξη) ότι, "... εσφαλμένα το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο εκκαλών προέβη σε αναλήψεις χρημάτων και δη ανέλαβε από την τράπεζα του Αμβούργου και του λογαριασμού της μηνύτριας στις 21-11-2002 15.000 ευρώ, στις 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ και στις 16-12-02 130.000 ευρώ, δυνάμει του υπ αριθμ. ...... ειδικού πληρεξουσίου της συμβ/φου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου, ενώ, εάν έκρινε σωστά τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους δικούς του ισχυρισμούς, αλλά και τις εντολές που έδινε η μηνύτρια στον εκκαλούντα με το πιο πάνω πληρεξούσιο, θα διαπίστωνε ότι, ουδεμία εντολή αναλήψεως χρημάτων συνίστατο σε αυτό και συνακόλουθα ο εκκαλών με βάση το εν λόγω πληρεξούσιο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει χρήματα από τον λογαριασμό της μηνύτριας, ο δε μόνος τρόπος αναλήψεως χρημάτων ήτο μόνο κατ' εντολή της μηνύτριας προς την Τράπεζα της, γεγονός το οποίο πιστοποιεί και η Τράπεζα με την προαναφερθείσα αριθμ. ....... επιστολή της και θα ήγετο σε εντελώς διάφορη κρίση απαλλάσσοντας τον από οποιαδήποτε κατηγορία ... Διότι εσφαλμένα το πληττόμενο δια της παρούσης βούλευμα δέχθηκε αβασάνιστα ότι ο εκκαλών ανέλαβε την 21-11-2002 15.000 ευρώ στις, 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ, ενώ εάν ήλεγχε όλο το ανακριτικό υλικό και ειδικότερα την από 21-11-2002 βεβαίωση της Τράπεζας - ημέρα που μάλιστα που κατηγορείται ότι ανέλαβε 15.000 ευρώ - θα διαπίστωνε ότι από τις 19-8-2002 το υπόλοιπο του λογαριασμού ανήρχετο σε 1439,68 ευρώ. Επίσης αν ήλεγχε το ανακριτικό υλικό, θα διαπίστωνε ότι καμία κατάθεση δεν έγινε στον συγκεκριμένο λογαριασμό μέχρι την 15-12-2002, που κατετέθη το ποσό των 323.000 ευρώ, που προήρχετο από την πώληση του ακινήτου από τον προηγούμενο πληρεξούσιο της μηνύτριας και η ημερομηνία καταβολής του εν λόγω ποσού προέκυπτε από το σχετικό συμβόλαιο, το οποίο ο εκκαλών έχει προσκομίσει κατά την ανάκριση. Με βάση τα παραπάνω η πιθανότερα εκδοχή για τον εκκαλούντα είναι ότι αυτά τα παραστατικά αναλήψεως χρημάτων εκδόθηκαν μετά την 15η Δεκεμβρίου, αφού κατά την ημέρα αυτή κατετέθησαν τα 323.000 ευρώ, ετέθησαν δε επ' αυτών διαφορετικές ημερομηνίες, είτε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, είτε από τον τότε πληρεξούσιο της μηνύτριας Μ1, πλαστογραφώντας την υπογραφή του για να ενοχοποιήσουν τον ίδιο από προηγούμενες δήθεν αναλήψεις από λογαριασμό που είχε υπόλοιπο 1439,68 ευρώ. Κρίναν όμως διαφορετικά το πληττόμενο βούλευμα και δεχθέν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21-11 μέχρι 13-12-2002 ο εκκαλών ανέλαβε από την πιο πάνω Τράπεζα το ποσό των 126.000 ευρώ και χωρίς να λάβει υπόψη του την έλλειψη υπολοίπου στο λογαριασμό της μηνύτριας, με βάση την ως άνω βεβαίωση της Τράπεζας, έχει καταφανώς σφάλλει και θα πρέπει να εξαφανιστεί ...." (Βλέπ. 5η έως 9η σελίδα κρινομένης εφέσεως). Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα δεδομένου ότι: Α) έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2. Ειδικότερα από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "....ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Αυτό προκύπτει από τα παραστατικά της γερμανικής τράπεζας, τα οποία ζήτησα και έλαβα εγώ, με βάση ειδικό πληρεξούσιο που είχε κάνει σε μένα πλέον η μηνύτρια, ανακαλώντας από πληρεξούσιο της τον κατηγορούμενο, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν ανευρίσκετο για να μας πει πού είναι τα χρήματα. Ο κατηγορούμενος δεν μετέφερε τα χρήματα στον λογαριασμό της μηνύτριας, αλλά τα κράτησε ο ίδιος. Την πρώτη φορά που ρώτησα τον κατηγορούμενο τι έγιναν τα χρήματα, μου είπε ότι δεν έχει πάρει χρήματα. Μετά μου είπε ότι δεν έχει πάρει τόσα όσα του έλεγα και στο τέλος μου είπε ότι έχει πληρώσει με τα χρήματα που πήρε ορισμένα έξοδα της μηνύτριας, όπως την Εφορία, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τους. Δεν γνωρίζω γιατί η γερμανική τράπεζα παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα χρήματα που ζήτησε, αντί να προβεί, με εσωτερική τραπεζική εργασία, απευθείας στη μεταφορά τους στην ελληνική τράπεζα, όπως ακριβώς έλεγε και η εντολή στο πληρεξούσιο. Την τελευταία φορά που μίλησα με τον κατηγορούμενο μου είπε "μην μ' ενοχλείτε, δεν έχω κάνει τίποτα και να κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε". Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μένα παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στην μηνύτρια" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1. Επίσης από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρα Μ2 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) ".... ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Επειδή ο κατηγορούμενος δεν έλεγε στη μηνύτρια πού είχαν πάει τα χρήματα και ούτε είχαν μεταφερθεί τα χρήματα της από τη Γερμανία στην Ελλάδα, η μηνύτρια έκανε πληρεξούσιο τον σύζυγο μου, ο οποίος πήγε στη Γερμανία, έβαλε δικηγόρο και έμαθα από τη γερμανική τράπεζα για τις αναλήψεις που είχε κάνει ο κατηγορούμενος. Ο σύζυγος μου μετά από αυτά επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο για να μάθε τι έγινε με τα χρήματα, κι αυτός πότε του έλεγε ότι δεν τα πήρε και πότε δεν του απαντούσε καθόλου. Μια φορά τον πήρα κι εγώ τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι έγιναν τα χρήματα της μηνύτριας κι αυτός με έβρισε και νευριασμένος μου έκλεισε το τηλέφωνο. Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μας παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει όλο το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στη μηνύτρια. Η μηνύτρια αυτή τη στιγμή είναι 90 ετών και είναι σε αναπηρικό αμαξίδιο, λόγω των γηρατειών, δεν μπορεί να μετακινηθεί, αλλά είναι πολύ καλή η πνευματική της κατάσταση" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρα Μ2. Β) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με το από 8-12-2003 υπόμνημα του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, κατά την αρχικώς διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση (μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003), το οποίο υπόμνημα σημειωτέον υπογράφεται τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον συνήγορο του Ιωάννη Πέππα (A.M. 10.089) και κατά το οποίο αυτός (δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος) ρητώς ομολογεί ότι, εισέπραξε τα χρήματα. Ειδικότερα δε ο νυν εκκαλών - κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί τότε ότι (αντιγραφή κατά λέξη) ".... η ανάληψη των αναφερομένων στην μήνυση ποσών από την τράπεζα και τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της μηνύτριας, έγινε κατόπιν συναινέσεως και συμφωνίας της ιδίας, η οποία έδωσε εντολή στην τράπεζα, προκειμένου να αναλάβω τα φερόμενα ποσά για λογαριασμό μου. Η συναίνεση της είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη, δοθέντος ότι εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα εισπράξεως από την τράπεζα της χρημάτων, εκτός αν συναινούσε η ίδια και έδινε εντολή στην τράπεζα της, πράγμα το οποίο και έγινε. Η εκ των υστέρων μήνυση της σε βάρος μου, ότι δήθεν εγώ υπεξήρεσα χρήματα της, είναι απολύτως αναληθής και αποτελεί προϊόν πιέσεων, που ασκούν επάνω της το ζεύγος Μ1 και της συζύγου του Μ2. από τους οποίους εξαρτάται απόλυτα η μηνύτρια" (βλ. το από 8-12-2003 υπόμνημα του ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών). Γ) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με την από 22-3-2005 επιστολή της τράπεζας HASPA του Αμβούργου, προς τον δικηγόρο της μηνύτριας, σύμφωνα με την οποία (αντιγραφή κατά ΛΕΞΗ) "....Αξιότιμε κύριε στην παραπάνω υπόθεση αναφερόμαστε στην επιστολή Σας από 08.02.2005 και Σας δηλώνουμε τα εξής: Όλες οι αναλήψεις σε μετρητά και δη σε συνολικό ύψος 36.000,- Ευρώ έγιναν από τον κύριο Χ1 με επίδειξη του αυθεντικού ειδικού πληρεξουσίου με αριθμό 3.587. Επίσης η μεταβίβαση του ποσού των 130.000, Ευρώ έγινε με εντολή του κυρίου Χ1. Το ποσό ορίσθη για τον τραπεζικό λογαριασμό ...... του κυρίου Χ1 στην Φεραινσμπανκ του Μοναχού. Σας επισυνάπτουμε τα ανάλογα παραστατικά σε φωτοτυπία. Ελπίζουμε με αυτές τις δηλώσεις μας να Σας έχουμε βοηθήσει. Με φιλικούς χαιρετισμούς Η Σπαρκασσε του Αμβούργου. Υπογραφές ... Δ) Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους αρνήσεως της κατηγορίας που αναφέρονται τόσο στο από 25-10-2004 απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου, όσο και κατά την από 5-10-2004 απολογία του, ενώπιον της ανακρίτριας του 2ου τμήματος Αθηνών και που συνίστανται στο ότι: α) η υπογραφή στις σχετικές αποδείξεις που αφορούν στην ανάληψη των ποσών δεν είναι δική του, (χωρίς όμως να επεξηγεί πως βρέθηκε εκεί και χωρίς να κατονομάζει κάποιον ως πλαστογράφο, αλλά ούτε και ποιο άλλο άτομο, εκτός από αυτόν, που ήταν ο διορισμένος πληρεξούσιος, μπορεί να προέβη στις αναλήψεις), β)η εγκαλούσα έδωσε στην Γερμανική Τράπεζα στις 16-12-2002 εντολή να μεταφερθεί το χρηματικό ποσό των 130.000 ευρώ σε δικό του λογαριασμό σε άλλη Τράπεζα στο Μόναχο (δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο που να φέρει την υπογραφή της, ούτε εξάλλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα έδινε η ίδια τέτοια εντολή σε αυτόν, δηλ. να αναλάβει και καταθέσει στο όνομα του ένα τόσο μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό, έστω και για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων και της αμοιβής του, το ύψος των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση επακριβώς και με λεπτομέρειες να αναλύσει και προσδιορίσει), αποτελούν άρνηση της κατηγορίας και ουδόλως δύνανται να κλονίσουν τις επαρκείς ενδείξεις ενοχής που υφίστανται κατά του κατηγορουμένου. Τέλος, όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διαταχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο προσφεύγων κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης (βλ. 8η και 9η σελίδα κρινομένης αιτήσεως), πρέπει να λεχθεί ότι: Τα υπάρχοντα στην δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω θεωρούνται, κατά την κρίση μας, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ., επαρκή για να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινομένης υποθέσεως. Κατά τα λοιπά δε νομικά και πραγματικά περιστατικά της κρινομένης υποθέσεως αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του με αριθμό 2788/2005 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον η οποιαδήποτε παραπομπή σ' αυτά (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά ή την νομική αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών του κατηγορουμένου), θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη της λεπτομερέστατης αιτιολογίας του εκκαλουμένου βουλεύματος. Από όλα τα παραπάνω (πραγματικά και νομικά περιστατικά), σαφέστατα συνάγεται ότι, οι υπάρχουσες ενδείξεις κατά του προσφεύγοντος -κατηγορουμένου είναι επαρκείς (εγγίζουν σχεδόν τα όρια της πλήρους βεβαιότητας, για το ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης που του αποδίδεται) και επιβάλουν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ'_ ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου το δικαστήριο να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Σημειωτέον δε ότι, οι πράξεις αυτές του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, όπως αυτές περιγράφηκαν παραπάνω, θεμελιώνουν τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η συνολική αξία του οποίου υπερβαίνει τις 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι, η πράξη αυτή προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 12, 14, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 375 παρ. 1 εδάφ. γ - β Π.Κ., όπως το εδάφ. γ' προστέθηκε με το άρθρο 14 παραγρ. 3α Ν. 2721/1999. Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθμό 2788/2005 βούλευμα του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές την παραπομπή του εκκαλούντος -κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, διότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον του, δεν έσφαλε αλλά προέβη σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Επομένως η από 7-11-2005 έφεση του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ...... κατά του με αριθμό 2788/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία και κατ' εφαρμογή του άρθρου 319 § 3 ΚΠΔ πρέπει να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα. Με βάση όλα αυτά τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της παραπάνω αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 2788/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14,26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες θεμελίωσε την κρίση του περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) Σαφώς προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία μάλιστα προσδιορίζει κατά το είδος τους. Το γεγονός ότι αναφέρεται ειδικά στην από 22-3-2005 επιστολή της Τράπεζας HASPA, καθώς και στις καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 Μ2 και Μ3 δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα εκείνα που προσκομίσθηκαν από τον αναιρεσείοντα. β) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με ειδικές σκέψεις απάντησε και απέρριψε τον αρνητικό της κατηγορίας (και όχι αυτοτελή, όπως υποστηρίζει) ισχυρισμό του αναιρεσείοντα ότι η μηνύτρια με δική της αποκλειστικά θέληση και επιθυμία έδωσε εντολή στην Τράπεζά της να εμβασθούν στον δικό του τραπεζικό λογαριασμό 130.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, ο εν λόγω ισχυρισμός του αναιρεσείοντα "δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο που να φέρει την υπογραφή της, ούτε εξάλλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα έδινε η ίδια τέτοια εντολή σε αυτόν, δηλαδή να αναλάβει και να καταθέσει στο όνομά του ένα τόσο μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό, έστω και για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων και της αμοιβής του, το ύψος των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση επακριβώς και με λεπτομέρειες να αναλύσει και προσδιορίσει". Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα που προβάλλονται στα πλαίσια του παραπάνω λόγου αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. 4. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια, σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο (ΑΠ 1421/2005, ΑΠ 511/2005 Ποιν. Λογ. 2005, σελ. 475, ΑΠ 1642/2003 ΠΧ ΝΔ 604, ΑΠ 1158/2001 ΠΧ ΝΒ' 414). Κατ' ακολουθίαν ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το αίτημα του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου: α) να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί των υπογραφών των παραστατικών αναλήψεως, β) να προσκομισθούν, μέσω δικαστικής συνδρομής, βεβαιώσεις από την Τράπεζα της Γερμανίας και γ) να κληθεί να δώσει κατάθεση ενώπιον του Ανακριτή η μηνύτρια, η οποία δεν είχε εμφανισθεί σε κανένα στάδιο της προανακρίσεως και της ανακρίσεως, προκειμένου να εξετασθεί κατ' αντιπαράσταση μαζί του, είναι αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο, με την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, που παραθέτει, πλήρως αιτιολογεί την κρίση του για τη συνδρομή σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού για την πράξη που του αποδίδεται. Ανεξάρτητα όμως από αυτά το Συμβούλιο με σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημα αυτό του αναιρεσείοντα, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του, "'Οσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διεξαχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης, πρέπει να λεχθεί ότι τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούνται ως επαρκή για να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινόμενης υποθέσεως". Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 80/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ'αριθ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 4 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η κατά τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιούμενη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 868/2006 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεις ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας και υπομνημάτων του κατηγορουμένου), ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".....Με μήνυση (Α.Β.Μ. Β-2003/3004) που καταθέτει την 25-7-2003 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η μηνύτρια χήρα Θ1 υποστηρίζει ότι: Κατά το έτος 2001 που απεβίωσε στο Αμβούργο της Γερμανίας ο αδερφός της ...... ανέθεσε στον κατηγορούμενο Χ1 να μεταβεί στην Γερμανία για να διαπιστώσει εάν τα κληρονομιαία στοιχεία (ακίνητο και μετρητά) που κληρονόμησε από αυτόν είχαν μεταφερθεί στο όνομα της. Για τον σκοπό αυτό του υπέγραψε δύο πληρεξούσια και ειδικότερα: α) το με αριθμό ...... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου με το οποίο αυτή ανακαλούσε όλες τις σχετικές εντολές που είχε δώσει προς τον ...... με το από 5-7-2001 πληρεξούσιό της που συντάχθηκε σε συμβολαιογράφο του Αμβούργου και β) το με αριθμό ...... πληρεξούσιο της παραπάνω συμβολαιογράφου με το οποίο παρέσχε τις εντολές προς τον κατηγορούμενο, που ειδικότερα αναφέρονταν σ' αυτό, μεταξύ των οποίων και αυτή υπό στοιχ. 3, που περιελάμβανε την μεταφορά των χρημάτων της που προέρχονταν από την κληρονομιά του αδερφού της από τους λογαριασμούς της στη Γερμανία στον υπ' αριθμό ....... που τηρούσε η ίδια στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην ...... Ειδικότερα δε, ως προς τα χρήματα η μηνύτρια εξουσιοδότησε τον κατηγορούμενο (αντιγραφή κατά λέξη) "... να ενεργήσει οτιδήποτε χρειάζεται ενώπιον κάθε δημόσιας αρχής, Τράπεζας, εφορίας κλπ προκειμένου να μεταφερθούν από λογαριασμούς της Γερμανίας τα χρήματα που δικαιούται η εντολέας από την κληρονομιά του αδερφού της, στον υπ' αριθμό ...... τραπεζικό λογαριασμό της που διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υποκατάστημα ...." (βλ. 2η σελίδα του με αριθμό ...... πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου). Ο κατηγορούμενος μετέβη πράγματι στην Γερμανία, προέβη σε ανάληψη διακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων (266.000) ευρώ, ποσό το οποίο κατά την κοινή πείρα θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο όμως αντί να καταθέσει στον με αριθμό .... τραπεζικό λογαριασμό της μηνύτριας, όπως οριζόταν στο παραπάνω με αριθμό ........ πληρεξούσιο το κράτησε για τον εαυτό του και αρνήθηκε να το επιστρέψει προς την μηνύτρια παρά τις σχετικές προς αυτόν οχλήσεις. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2002 μέχρι την 16-12-2002 και δη στις 21-11-2002, 27-11-2002, 12-12-2002, 13-12-2002 και 16-12-2002, ενεργώντας αντίθετα προς την σχετική πληρεξουσιότητα και εντολή της μηνύτριας, χωρίς δικαίωμα ενήργησε αναλήψεις από τον υπ' αριθμ. ........ τραπεζικό λογαριασμό της που τηρούσε σε Γερμανική Τράπεζα στο Αμβούργο, χρηματικών ποσών που ανέρχονταν σε 10.000, 15.000, 45.000, 6.000, 60.000 και 130.000 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 266.000 ευρώ, ποσό το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το ότι πράγματι έκανε τις παραπάνω αναλήψεις από την Γερμανική Τράπεζα ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνεται από τις σχετικές αποδείξεις αναλήψεως των παραπάνω ποσών που επισυνάπτονται στα έγγραφα της δικογραφίας, (βλ. σχετ. τις ξενόγλωσσες στη γερμανική και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα αποδείξεις στην δικογραφία), που φέρουν μάλιστα την υπογραφή του. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά που ανέλαβε ο κατηγορούμενος, εκτός από το ποσό των 10.000 ευρώ που της απέδωσε τμηματικά από τα μέσα Ιανουαρίου 2003 μέχρι την 20-2-2003, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα (αφού ενήργησε αντίθετα προς την παρασχεθείσα προς αυτόν εντολή της εγκαλούσας που ήταν να μεταφερθούν στο δικό της τραπεζικό λογαριασμό σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ...... πληρεξούσιο) και τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία αρνούμενος την απόδοση αυτών παρά τις επανειλημμένες προς αυτόν οχλήσεις και διαμαρτυρίες, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του προς τούτο με το με ημερομηνία 5-3-2003 εξώδικο που απέστειλε προς την ανωτέρω εγκαλούσα την 11-3-2003. Η ημέρα αυτή (11-3-2003) της επιδόσεως του παραπάνω εξωδίκου, πρέπει να θεωρηθεί και ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, αφού τότε εκδήλωσε ο κατηγορούμενος την δόλια προαίρεσή του να ενσωματώσει στη δική του περιουσία το επίδικο χρηματικό ποσό των 256.000 ευρώ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος υποστηρίζει (στην κρινομένη έφεση του) ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσε. Ειδικότερα ο εκκαλών υποστηρίζει (αντιγραφή κατά λέξη) ότι, "... εσφαλμένα το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο εκκαλών προέβη σε αναλήψεις χρημάτων και δη ανέλαβε από την τράπεζα του Αμβούργου και του λογαριασμού της μηνύτριας στις 21-11-2002 15.000 ευρώ, στις 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ και στις 16-12-02 130.000 ευρώ, δυνάμει του υπ αριθμ. ...... ειδικού πληρεξουσίου της συμβ/φου Αθηνών Αντ/φνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου, ενώ, εάν έκρινε σωστά τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους δικούς του ισχυρισμούς, αλλά και τις εντολές που έδινε η μηνύτρια στον εκκαλούντα με το πιο πάνω πληρεξούσιο, θα διαπίστωνε ότι ουδεμία εντολή αναλήψεως χρημάτων συνίστατο σε αυτό και συνακόλουθα ο εκκαλών με βάση το εν λόγω πληρεξούσιο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει χρήματα από τον λογαριασμό της μηνύτριας, ο δε μόνος τρόπος αναλήψεως χρημάτων ήτο μόνο κατ' εντολή της μηνύτριας προς την Τράπεζά της, γεγονός το οποίο πιστοποιεί και η Τράπεζα με την προαναφερθείσα αριθμ. ....... επιστολή της και θα ήγετο σε εντελώς διάφορη κρίση απαλλάσσοντας τον από οποιαδήποτε κατηγορία ... Διότι εσφαλμένα το πληττόμενο δια της παρούσης βούλευμα δέχθηκε αβασάνιστα ότι ο εκκαλών ανέλαβε την 21-11-2002 15.000 ευρώ στις, 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ, ενώ εάν ήλεγχε όλο το ανακριτικό υλικό και ειδικότερα την από 21-11-2002 βεβαίωση της Τράπεζας - ημέρα που μάλιστα που κατηγορείται ότι ανέλαβε 15.000 ευρώ - θα διαπίστωνε ότι από τις 19-8-2002 το υπόλοιπο του λογαριασμού ανήρχετο σε 1439,68 ευρώ. Επίσης, αν ήλεγχε το ανακριτικό υλικό, θα διαπίστωνε ότι καμία κατάθεση δεν έγινε στον συγκεκριμένο λογαριασμό μέχρι την 15-12-2002, που κατετέθη το ποσό των 323.000 ευρώ, που προήρχετο από την πώληση του ακινήτου από τον προηγούμενο πληρεξούσιο της μηνύτριας και η ημερομηνία καταβολής του εν λόγω ποσού προέκυπτε από το σχετικό συμβόλαιο, το οποίο ο εκκαλών έχει προσκομίσει κατά την ανάκριση. Με βάση τα παραπάνω, η πιθανότερη εκδοχή για τον εκκαλούντα είναι ότι αυτά τα παραστατικά αναλήψεως χρημάτων εκδόθηκαν μετά την 15η Δεκεμβρίου, αφού κατά την ημέρα αυτή κατετέθησαν τα 323.000 ευρώ, ετέθησαν δε επ' αυτών διαφορετικές ημερομηνίες, είτε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, είτε από τον τότε πληρεξούσιο της μηνύτριας κ. Μ1, πλαστογραφώντας την υπογραφή του για να ενοχοποιήσουν τον ίδιο από προηγούμενες δήθεν αναλήψεις από λογαριασμό που είχε υπόλοιπο 1439,68 ευρώ. Κρίναν όμως διαφορετικά το πληττόμενο βούλευμα και δεχθέν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21-11 μέχρι 13-12-2002 ο εκκαλών ανέλαβε από την πιο πάνω Τράπεζα το ποσό των 126.000 ευρώ και χωρίς να λάβει υπόψη του την έλλειψη υπολοίπου στο λογαριασμό της μηνύτριας, με βάση την ως άνω βεβαίωση της Τράπεζας, έχει καταφανώς σφάλλει και θα πρέπει να εξαφανιστεί ...." (βλ. 5η έως 9η σελίδα κρινομένης εφέσεως). Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα δεδομένου ότι: Α) έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2 Ειδικότερα από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "....ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Αυτό προκύπτει από τα παραστατικά της γερμανικής τράπεζας, τα οποία ζήτησα και έλαβα εγώ, με βάση ειδικό πληρεξούσιο που είχε κάνει σε μένα πλέον η μηνύτρια, ανακαλώντας από πληρεξούσιό της τον κατηγορούμενο, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν ανευρίσκετο για να μας πει πού είναι τα χρήματα. Ο κατηγορούμενος δεν μετέφερε τα χρήματα στον λογαριασμό της μηνύτριας, αλλά τα κράτησε ο ίδιος. Την πρώτη φορά που ρώτησα τον κατηγορούμενο τι έγιναν τα χρήματα, μου είπε ότι δεν έχει πάρει χρήματα. Μετά μου είπε ότι δεν έχει πάρει τόσα όσα του έλεγα και στο τέλος μου είπε ότι έχει πληρώσει με τα χρήματα που πήρε ορισμένα έξοδα της μηνύτριας, όπως την Εφορία, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τους. Δεν γνωρίζω γιατί η γερμανική τράπεζα παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα χρήματα που ζήτησε, αντί να προβεί, με εσωτερική τραπεζική εργασία, απευθείας στη μεταφορά τους στην ελληνική τράπεζα, όπως ακριβώς έλεγε και η εντολή στο πληρεξούσιο. Την τελευταία φορά που μίλησα με τον κατηγορούμενο μου είπε "μην μ' ενοχλείτε, δεν έχω κάνει τίποτα και να κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε". Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μένα παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στην μηνύτρια" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1. Επίσης, από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρα Μ2 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) ".... ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Επειδή ο κατηγορούμενος δεν έλεγε στη μηνύτρια πού είχαν πάει τα χρήματα και ούτε είχαν μεταφερθεί τα χρήματά της από τη Γερμανία στην Ελλάδα, η μηνύτρια έκανε πληρεξούσιο τον σύζυγό μου, ο οποίος πήγε στη Γερμανία, έβαλε δικηγόρο και έμαθα από τη γερμανική τράπεζα για τις αναλήψεις που είχε κάνει ο κατηγορούμενος. Ο σύζυγος μου, μετά από αυτά, επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο για να μάθει τι έγινε με τα χρήματα, κι αυτός πότε του έλεγε ότι δεν τα πήρε και πότε δεν του απαντούσε καθόλου. Μια φορά τον πήρα κι εγώ τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι έγιναν τα χρήματα της μηνύτριας κι αυτός με έβρισε και νευριασμένος μου έκλεισε το τηλέφωνο. Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μας παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει όλο το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στη μηνύτρια. Η μηνύτρια αυτή τη στιγμή είναι 90 ετών και είναι σε αναπηρικό αμαξίδιο, λόγω των γηρατειών, δεν μπορεί να μετακινηθεί, αλλά είναι πολύ καλή η πνευματική της κατάσταση" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρος Μ2). Β) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με το από 8-12-2003 υπόμνημα του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, κατά την αρχικώς διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση (μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003), το οποίο υπόμνημα σημειωτέον υπογράφεται τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον συνήγορό του Ιωάννη Πέππα (Α.Μ. 10.089) και κατά το οποίο αυτός (δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος) ρητώς ομολογεί ότι εισέπραξε τα χρήματα. Ειδικότερα δε, ο νυν εκκαλών - κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί τότε ότι (αντιγραφή κατά λέξη) ".... η ανάληψη των αναφερομένων στην μήνυση ποσών από την τράπεζα και τον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της μηνύτριας, έγινε κατόπιν συναινέσεως και συμφωνίας της ιδίας, η οποία έδωσε εντολή στην τράπεζα, προκειμένου να αναλάβω τα φερόμενα ποσά για λογαριασμό μου. Η συναίνεσή της είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη, δοθέντος ότι εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα εισπράξεως από την τράπεζα της χρημάτων, εκτός αν συναινούσε η ίδια και έδινε εντολή στην τράπεζά της, πράγμα το οποίο και έγινε. Η εκ των υστέρων μήνυσή της σε βάρος μου, ότι δήθεν εγώ υπεξήρεσα χρήματά της, είναι απολύτως αναληθής και αποτελεί προϊόν πιέσεων, που ασκούν επάνω της το ζεύγος Μ1 και της συζύγου του Μ2 από τους οποίους εξαρτάται απόλυτα η μηνύτρια" (βλ. το από 8-12-2003 υπόμνημά του ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών). Γ) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με την από 22-3-2005 επιστολή της τράπεζας ΗΑSΡΑ του Αμβούργου, προς τον δικηγόρο της μηνύτριας, σύμφωνα με την οποία (αντιγραφή κατά λέξη) "Αξιότιμε κύριε, στην παραπάνω υπόθεση αναφερόμαστε στην επιστολή Σας από 08.02.2005 και Σας δηλώνουμε τα εξής: Όλες οι αναλήψεις σε μετρητά και δη σε συνολικό ύψος 36.000, - ευρώ έγιναν από τον κύριο Χ1 με επίδειξη του αυθεντικού ειδικού πληρεξουσίου με αριθμό 3.587. Επίσης η μεταβίβαση του ποσού των 130.000 ευρώ έγινε με εντολή του κυρίου Χ1. Το ποσό ορίσθη για τον τραπεζικό λογαριασμό ...... του κυρίου Χ1 στην Φέραινσμπανκ του Μονάχου. Σας επισυνάπτουμε τα ανάλογα παραστατικά σε φωτοτυπία. Ελπίζουμε με αυτές τις δηλώσεις μας να Σας έχουμε βοηθήσει. Με φιλικούς χαιρετισμούς Η Σπαρκασσε του Αμβούργου. Υπογραφές ... Δ) Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους αρνήσεως της κατηγορίας που αναφέρονται τόσο στο από 25-10-2004 απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου, όσο και κατά την από 5-10-2004 απολογία του, ενώπιον της ανακρίτριας του 2ου τμήματος Αθηνών και που συνίστανται στο ότι: α) η υπογραφή στις σχετικές αποδείξεις που αφορούν στην ανάληψη των ποσών δεν είναι δική του, (χωρίς όμως να επεξηγεί πώς βρέθηκε εκεί και χωρίς να κατονομάζει κάποιον ως πλαστογράφο, αλλά ούτε και ποιο άλλο άτομο, εκτός από αυτόν, που ήταν ο διορισμένος πληρεξούσιος, μπορεί να προέβη στις αναλήψεις), β) η εγκαλούσα έδωσε στην Γερμανική Τράπεζα στις 16-12-2002 εντολή να μεταφερθεί το χρηματικό ποσό των 130.000 ευρώ σε δικό του λογαριασμό σε άλλη Τράπεζα στο Μόναχο (δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο που να φέρει την υπογραφή της, ούτε εξάλλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα έδινε η ίδια τέτοια εντολή σε αυτόν, δηλ. να αναλάβει και καταθέσει στο όνομά του ένα τόσο μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό, έστω και για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων και της αμοιβής του, το ύψος των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση επακριβώς και με λεπτομέρειες να αναλύσει και προσδιορίσει), αποτελούν άρνηση της κατηγορίας και ουδόλως δύνανται να κλονίσουν τις επαρκείς ενδείξεις ενοχής που υφίστανται κατά του κατηγορουμένου. Τέλος, όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διαταχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο προσφεύγων κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης (βλ. 8η και 9η σελίδα κρινομένης αιτήσεως), πρέπει να λεχθεί ότι: Τα υπάρχοντα στην δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούνται, κατά την κρίση μας, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ., επαρκή για να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινομένης υποθέσεως. Κατά τα λοιπά δε νομικά και πραγματικά περιστατικά της κρινομένης υποθέσεως αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του με αριθμό 2788/2005 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον η οποιαδήποτε παραπομπή σ' αυτά (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά ή την νομική αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών του κατηγορουμένου), θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη της λεπτομερέστατης αιτιολογίας του εκκαλουμένου βουλεύματος". Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας η οποία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 εδαφ. β-γ του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ότι επιλεκτικά μόνον αξιολόγησε μερικά από αυτά, είναι αβάσιμη. Στο προοίμιο της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποία το συμβούλιο παραπέμπει, γίνεται κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία λήφθηκαν υπόψη. Το γεγονός ότι στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρονται ειδικώς οι καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2 τούτο γίνεται για την πληρέστερη αιτιολόγηση της απόκρουσης των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του κατηγορουμένου, χωρίς εκ τούτου να συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν ουσιαστικά υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν οι λοιπές μαρτυρικές καταθέσεις και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου, το βούλευμα ειδικώς αναφέρεται στην μνημονευόμενη στην έφεσή του από 21-11-2002 βεβαίωση της Γερμανικής Τράπεζας HASPA, στην με στοιχεία ....... επιστολή της ίδιας Τράπεζας και την από 16-12-2002 εντολή εμβάσματος της Τράπεζας και εξηγεί για ποιους λόγους δεν δέχεται το περιεχόμενο των παραπάνω εγγράφων. Η αιτίαση ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ότι κατ' εντολή της μηνύτριας κατατέθηκε ποσό 130.000 ευρώ σε δικό του προσωπικό λογαριασμό, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί πλήττει την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ'Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα, ακόμη και τα παρεμπίπτοντα και εκείνα των οποίων η έκδοση αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 παρ.1, 309 παρ.1 εδ. δ', 312, 316 παρ.2 318 και 319 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπλήρωσης της ανακρίσεως και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου, η οποία κατά τούτο δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο Σε περίπτωση, όμως, απορρίψεως αιτήματος το οποίο ορισμένως και παραδεκτώς υποβάλλεται από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως, προκειμένου να ενεργηθεί συγκεκριμένη ανακριτική πράξη η οποία άμεσα σχετίζεται με την κατηγορία, το συμβούλιο οφείλει να διαλάβει στο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απορριπτική του κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε σιωπηρώς και χωρίς αιτιολογία το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως προκειμένου α) να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί των υπογραφών των παραστατικών αναλήψεων β) να προσκομισθούν, μέσω δικαστικής συνδρομής, βεβαιώσεις από την Τράπεζα της Γερμανίας και γ) να κληθεί να καταθέσει στον ανακριτή η μηνύτρια, η οποία δεν είχε εμφανισθεί σε κανένα στάδιο της προανακρίσεως και της ανακρίσεως, προκειμένου να εξετασθεί κατ' αντιπαράσταση μαζί του. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Το συμβούλιο όχι μόνον εμμέσως με την κρίση του για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων παραπομπής του κατηγορουμένου απορρίπτει το αίτημα αυτού, αλλά και με ρητή, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίπτει το αίτημα, δεχόμενο "... όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διεξαχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης, πρέπει να λεχθεί ότι τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούνται ως επαρκή για να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινόμενης υποθέσεως... ". Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, επιβληθούν δε στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Επιτρεπτή καθ’ ολοκληρία παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση. Όχι αντίθεση στην ΕΣΔΑ. Αίτημα διενεργείας περαιτέρω ανακρίσεως. Η διεξαγωγή περαιτέρω ανακρίσεως απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η απόρριψη όμως του αιτήματος πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Αιτιολογημένη παραπομπή και απόρριψη αιτήματος διενέργειας περαιτέρω ανακρίσεως. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ε.Σ.Δ.Α., Υπεξαίρεση, Αναβολής αίτημα, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 826/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κλεομένη Αλεξόπουλο, για αναίρεση της 308/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου Μαρία-Λουΐζα Μπακαλάκου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 738/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.308/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "... ο κατηγορούμενος Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 17-2-1990 μέχρι 17-12-1993 νόθευσε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον και για να προσπορίσει στον εαυτό του με την χρήση περιουσιακό όφελος και με αντίστοιχη ζημία τρίτου και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. Συγκεκριμένα, είχε στην κυριότητά του το με γνήσιο αριθμό πλαισίου ....... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ....., χρώματος μπλε σκούρο, με χρονολογία πρώτης αδείας το έτος 1976, το οποίο είχε εισαχθεί νόμιμα στην Ελλάδα το 1976 . Ο κατηγορούμενος είχε συνεργείο αυτοκινήτων με την επωνυμία ........., στο οποίο προέβη στην αποκόλληση του δεξιού θόλου, όπου ήταν χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου του και τοποθέτησε το τμήμα αυτό σε άλλο αυτοκίνητο ....., που κυκλοφορούσε παράνομα. Το τελευταίο αυτό αυτοκίνητο ήταν νεότερης κατασκευής, χρώματος κόκκινου, Αφού δε αντικατέστησε σ' αυτό το τμήμα, όπου περιλαμβανόταν ο δικός του αριθμός πλαισίου έβαψε όλο το αυτοκίνητο με μπλε σκούρο. Με την παραποίηση των τεχνικών αυτών στοιχείων είχε σκοπό να παραπλανήσει τους συναλλασόμμενους με αυτόν τρίτους και τις Αρμόδιες Αρχές ότι το αυτοκίνητο που είχε δηλώσει κατά τον αυτό τρόπο ήταν το γνήσιο προαναφερθέν αυτοκίνητο ......, που κυκλοφορούσε νόμιμα στην Ελλάδα και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, αφορόν τα τέλη εισαγωγής που όφειλε να πληρώσει για την νόμιμη κυκλοφορία του νεώτερου αυτοκινήτου, ανερχομένου το έτος 1993 σε 93.201,66 ευρώ, με αντίστοιχη βλάβη του Δημοσίου. Πρέπει, όμως να του χορηγηθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, αναγνώρισε σ' αυτόν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου και επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος κακουργηματικής πλαστογραφίας, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στην ουσιαστικού δικαίου διατάξη του άρθρου 216 παρ.1-3 του Π.Κ την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύονται ρητώς, κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα αναφερόμενα περιστατικά και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαία και η αναφορά του περιεχομένου και αξιολόγηση της καταθέσεως κάθε μάρτυρα ή των υπόλοιπων αποδεικτικών στοιχείων, προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης της άνω πράξεως και αιτιολογείται πλήρως η συνδρομή των στοιχείων που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτού. Η προβαλλόμενη αιτίαση ότι αναφορικά με το περιουσιακό όφελος που ο κατηγορούμενος πορίσθηκε από την τελεθείσα πράξη υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, αφού στο μεν σκεπτικό το όφελος αυτό προσδιορίζεται στο ποσό των 93.201,66 ευρώ, ενώ στο διατακτικό σε 31.758.466 δραχμές είναι αβάσιμος. Ουδεμία κατά τούτο αντίφαση υφίσταται μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, αφού το ποσό των 93.201,66 ευρώ είναι το ακριβές ισόποσο των 31.758.466 δραχμών. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ελλειπή αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙ. Κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Π.Δ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασία προκαλείται αν δεν τηρηθούν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την εκφώνηση των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας, το Ελληνικό Δημόσιο, δια του δικαστικού αντιπροσώπου του, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για την οποία ουδεμία από οποιονδήποτε αντίρρηση διατυπώθηκε. Ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται από το άρθρο 333 παρ.2 Κ.Π.Δ και να εκφέρει τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις του για την παράσταση της πολιτικής αγωγής, το δε δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να δώσει τον λόγο επί του ζητήματος αυτού στον κατηγορούμενο χωρίς αυτός να ζητήσει να ασκήσει το από την άνω διάταξη δικαίωμα του. Επομένως ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται ακυρότητα της διαδικασίας διότι στερήθηκε των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ._ Η από το δικαστήριο ανάγνωση που γίνεται στο ακροατήριο και μάλιστα χωρίς εναντίωση του κατηγορουμένου, εγγράφου από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, ακόμη κι αν προκύπτει ότι στη δίκη αυτή δεν εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, δεν προκαλεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.2 ΚΠΔ ακυρότητα, ούτε μπορεί να παρεμποδίσει τον κατηγορούμενο από την άσκηση των δικαιωμάτων του, όπως αναφέρονται στο άρθρο 171 παρ.1, στοιχ.δ' του ΚΠΔ, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί παρά τη μη έκδοση αμετάκλητης απόφασης αναγνώσθηκε η υπ' αριθμ. 52.262α/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δοθέντος ότι από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά προκύπτει ότι δεν προβλήθηκε εκ μέρους του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου οποιαδήποτε αντίρρηση για την ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, αντίθετα, μάλιστα, κατά τα εκ των πρακτικών προκύπτοντα, για όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ουδεμία και από οποιονδήποτε αντίρρηση προβλήθηκε. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).και την δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 583 Κ.Π.Δ, 176, 183 Κ.Πολ.δ) περιοριζόμενη, ως εις το διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/ και την 7429/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.308/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου την οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική πλαστογραφία. Επαρκής αιτιολογία και ορθή εφαρμογή του νόμου. Η ανάγνωση μη αμετάκλητης αποφάσεως, δεν δημιουργεί ακυρότητα. Δεν δημιουργείται ακυρότητα από τη μη δόση του λόγου στον κατηγορούμενο να εκφέρει τις αντιρρήσεις και παρατηρήσεις του για την παράσταση της πολιτικής αγωγής, εάν αυτός δεν ζήτησε να ασκήσει το σχετικό δικαίωμα. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
0
Αριθμός 824/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνος (Ε.Κ.Κ.Ν.), που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Αναστασάκη και 2)Χ2 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αθανασία Αμπατζόγλου, για αναίρεση της 2728/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Φεβρουαρίου 2007 και 19 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 379/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο &ν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας είναι σύνθετο. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι, αφ' ενός μεν η κλοπή, αφ' ετέρου δε η παράνομη βία, με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντιστάσεως του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με αδράνεια αυτού. Έτσι η ληστεία συγκροτείται από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής (αρθρ. 372 ΠΚ και της παράνομης βίας (330 ΠΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 322 Π.Κ. όποιος με απάτη ή βία ή με απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί κάποιον, έτσι ώστε να αποστερεί το συλλαμβανόμενο από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκασθεί ο παθών σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση τιμωρείται ....", με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές. Στοιχεία του εγκλήματος της αρπαγής είναι η σύλληψη, απαγωγή ή παράνομη κατακράτηση άλλου, έτσι ώστε ο δράστης να τον αποστερεί από την προστασία της πολιτείας, β) η επίτευξη της σύλληψης κ.λ.π. να έγινε με απάτη ή βία ή απειλή βίας, ως βίας νοούμενης τόσο της σωματικής, όσο και της ψυχολογικής με τη άσκηση της οποίας κάμπτεται η ελεύθερη βούληση και η ικανότητα αντιστάσεως του θύματος και γ) δόλος που καταλαμβάνει τόσο τη σύλληψη, όσο και την αποστέρηση του συλληφθέντος από την προστασία της πολιτείας. Εξάλλου, φαινόμενη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται μεν εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, από τη λογική όμως και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι ο ένας μόνο από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος αποκλείοντας τους λοιπούς που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που οι περισσότεροι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν έχει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού νόμου. Επίσης, φαινόμενη συρροή υπάρχει και όταν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά το νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση αυτής, είτε εμφανίζεται ως συνέπεια της πράξεως που προηγήθηκε, οπότε διώκεται μόνο αυτή, από την οποία απορροφάται η άλλη. Όταν όμως προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά, που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, ή πρόκειται για ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες πράξεις, που συγκροτούν την έννοια διαφορετικών εγκλημάτων, τότε υπάρχει αληθινή συρροή. Αυτό το τελευταίο ισχύει και μεταξύ των εγκλημάτων της ληστείας και της αρπαγής, η οποία (αρπαγή) κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, δηλαδή τη σύλληψη ή απαγωγή ή την παράνομη κατακράτηση, είναι αυτοτελές και αυθύπαρκτο αδίκημα και δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ληστείας. II.- Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 2728/2006 αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... οι κατηγορούμενοι που είναι Αλβανοί υπήκοοι, κατά το χρονικό διάστημα από 15-8-2002 έως 10-9-2002 στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της .... (....) με πρόθεση τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα. Πιο συγκεκριμένα: μαζί με τον ομοεθνή του ...... που διαφεύγει τη σύλληψη συγκρότησαν συμμορία, δηλαδή ενώθηκαν με τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργημάτων (ληστειών και αρπαγών). Έτσι, οι κατηγορούμενοι στις 15-8-2002 και ώρα 13.00 μαζί με τον διαφεύγοντα και μη συλληφθέντα ως άνω ομοεθνή τους, εισήλθαν στην επί της συμβολής των οδών .... και ...... κειμένη μονοκατοικία, όπου διέμεναν, επίσης οι ομοεθνείς τους Αλβανοί υπήκοοι Γ1 και Γ2, αφού ο πρώτος απ' αυτούς τους άνοιξε τη θύρα, νομίζοντας ότι ήθελε να εισέλθει σ' αυτή κάποιος συγγενείς τους. Αφού οι κατηγορούμενοι εισήλθαν στην προαναφερθείσα μονοκατοικία, φορώντας κουκούλες με κενά στα μάτια και στο στόμα, καθώς και γάντια ποδηλάτου από τα οποία εξείχαν τα ακροδάκτυλα, στη συνέχεια, κρατώντας ο ένας πιστόλι, ο άλλος μικρό τσεκούρι και ο τρίτος μαχαίρι επιτέθηκαν στους ανωτέρω ομοεθνείς τους και τους κτύπησαν με την αιχμηρή πλευρά του τσεκουριού στο κεφάλι και με λάκτισμα σε διάφορα μέρη του σώματος τους για να τους εξαναγκάσουν να τους αποκαλύψουν στο σημείο που είχαν κρυμμένα τα χρήματά τους, προκάλεσαν δε στον ένα απ' αυτούς τον Γ2 ρινορραγία και οίδημα ρινός, εκδορά του αριστερού ισχίου με θλάση αντιστοίχως κατά τρόπο επικίνδυνο αφού λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (τσεκούρι) και το σημείο του σώματος στο οποίο κτυπήθηκε (κεφάλι) μπορούσε να προκληθεί στον ανωτέρω παθόντα βαριά σωματική βλάβη. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι έδεσαν τους δύο ως άνω παθόντες με λωρίδες υφάσματος από τα ενδύματά τους που έσκισαν και τους φίμωσαν για να μη μπορούν να φωνάξουν και να καλέσουν τρίτους σε βοήθεια, κατακρατώντας έτσι αυτούς παράνομα και αποστερώντας τους από την προστασία της πολιτείας, αφού δεν μπορούσαν να ζητήσουν τη βοήθεια των Αστυνομικών Αρχών, με σκοπό να τους εξαναγκάσουν τους ανωτέρω παθόντες να ανεχθούν την έρευνα στο χώρο όπου διέμειναν εκ μέρους των κατηγορουμένων, προκειμένου να ανεύρουν και να αφαιρέσουν με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα χρήματα και άλλα κινητά πράγματα των ως άνω παθόντων οι οποίοι, λόγω της καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν δεν μπορούσαν ν' αντιδράσουν, ούτε να ζητήσουν τη συνδρομή των οργάνων της Πολιτείας και ειδικότερα των αστυνομικών αρχών για ν' απαλλαγούν από την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει από τις έκνομες ενέργειες των κατηγορουμένων. Έτσι, οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν από την κατοχή των ανωτέρω παθόντων με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο ΝΟΚΙΑ ..... καθώς και μία έγχρωμη τηλεόραση SHARP από τον παθόντα Γ1 και το ποσό των δύο (2) ευρώ από τον Γ2. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι απομακρύνθηκαν από την προαναφερθείσα μονοκατοικία, αφήνοντας φιμωμένους και δεμένους τους δύο παθόντες οι οποίοι, ύστερα από αρκετή ώρα και πολλές προσπάθειες κατόρθωσαν ν' απαλλαγούν από το δεσμό τους και να καταγγείλουν στο Αστυνομικό Τμήμα Παλλήνης τις εις βάρος τους εγκληματικές πράξεις. Συνεχίζοντας οι κατηγορούμενοι την εγκληματική τους δραστηριότητα την επόμενη ημέρα 16-8-2002, και ώρα 01.30 εισήλθαν στην επί της οδού .... κειμένη στην ..... Αττικής οικία της Β1 και με την απειλή μαχαιριού και τσεκουριού που έφερε ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους της ζήτησαν να τους παραδώσει τα χρήματά της. Αυτή τους απάντησε ότι δεν είχε χρήματα να τους δώσει, παρά τις απειλές για τη ζωή της. Έτσι άρχισαν να ερευνούν τους διαφόρους χώρους της οικίας για την ανεύρεση χρημάτων και τιμαλφών. Ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους άρχισαν να ερευνούν τους διαφόρους χώρους της ως άνω οικίας ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 εξήλθε αυτής για να κατοπεύει το χώρο και να ειδοποιήσει τους λοιπούς στην περίπτωση κινδύνου σύλληψης. Κατά το χρονικό διάστημα που ο πρώτος βρισκόταν έξω από την ανωτέρω οικία οι λοιποί έδεσαν και φίμωσαν την ανωτέρω παθούσα στερώντας απ' αυτήν την προστασία της πολιτείας και αναγκάζοντάς των να μη αντιδράσει κατά τη διάρκεια της εις βάρος της ληστείας. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό είχαν αποκόψει και το καλώδιο της τηλεφωνικής σύνδεσης αφού παρέμεινε επί τρεις περίπου ώρες στην προαναφερθείσα οικία, έχοντας γυμνώσει την παθούσα με σκοπό να τη βιάσουν ο πρώτος κατηγορούμενος αντιλήφθηκε την διέλευση από την περιοχή αυτοκινήτου ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης. Γι' αυτό και έσπευσε να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους. Έτσι οι κατηγορούμενοι και ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους αποχώρησαν από την οικία της Β1, αφού αφαίρεσαν με σκοπό να ιδιοποιηθούν παράνομα ένα CD PLAYER, ένα βίντεο χρυσαφικά, ένα κυνηγετικό όπλο με φυσίγγια και το υπ' αριθ. ..... δίκυκλο μοτοποδήλατο που ανήκε στην κόρη της ως άνω παθούσας ........ Αφού αποχώρησαν οι κατηγορούμενοι, η παθούσα, μετά από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε να λυθεί και ν' απαλλαγεί από το φίμωτρο και να ζητήσει τη συνδρομή των αστυνομικών αρχών. Την επόμενη ημέρα (17-8-2002 και ώρα 01.30') οι κατηγορούμενοι, μαζί με το μη συλληφθέντα ομοεθνή τους, εισήλθαν στην επί της οδού .... αριθ. .... μονοκατοικία της Β2 που βρίσκεται στην ίδια περιοχή (...... Αττικής), χρησιμοποιώντας την ανασφάλιστη θύρα της κουζίνας. Μόλις αυτή τους αντιλήφθηκε προσπάθησε ν' αντιδράσει και συνεπλάκει με τον μη συλληφθέντα ομοεθνή των κατηγορουμένων και προσπάθησε να τους απωθήσει εκτός της οικίας. Τότε αυτοί, με την απειλή όπλων που παράνομα έφεραν μαζί τους, ήτοι κοντόκανης καραμπίνας, πιστολιού και μαχαιριού που κρατούσε ο πρώτος κατηγορούμενος περιήγαγαν σε τρόμο και ανησυχία την Β2 και τον ευρισκόμενο επίσης, εντός της οικίας γιο της ......, τους οποίους και ακινητοποίησαν δένοντας αυτούς με καλώδια, ζώνη και κορδόνια, για να μη μπορέσουν να ζητήσουν τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών, αποστερώντας τους έτσι την προστασία της πολιτείας και να τους εξαναγκάσουν να ανεχθούν πράξη για την οποία δεν είχαν υποχρέωση. Στη συνέχεια, αφού οι ανωτέρω δεν μπορούσαν ν' αντιδράσουν ερεύνησαν τους χώρους της κατοικίας τους και αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης ένα στερεοφωνικό συγκρότημα, 550 ευρώ, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ERICSSON, ενώ κατά την αποχώρησή τους έκοψαν το καλώδιο της τηλεφωνικής συσκευής, για να μη μπορούν οι παθόντες να επικοινωνήσουν με τις αστυνομικές αρχές, στην περίπτωση που κατόρθωναν να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους. περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή αποδείχτηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 στην ...... Αττικής στις 20-8-2002 και περί ώρα 02.15' εισήλθε στην επί της οδού ...... κειμένη μονοκατοικία του Β3, όπου βρισκόταν ο ίδιος και η θυγατέρα του Β4 και με την απειλή πιστολιού τους ανάγκασε να τους παραδώσουν το χρηματικό ποσό των εξήντα (60) ευρώ που είχαν με σκοπό να ιδιοποιηθεί το ποσό αυτό παράνομα. Ακολούθως και αφού είχε αποκοπεί το καλώδιο συνδέσεως της τηλεφωνικής συσκευής κτύπησε με τη λαβή του πιστολιού του Β3 και ψάχνοντας στους χώρους της οικίας του βρήκε στην κρεβατοκάμαρα το υπ' αριθ. .... κυνηγετικό όπλο που ανήκε στον ......., το οποίο και αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Μετά παρέλευση περίπου δέκα ημερών και συγκεκριμένα στις 31-8-2002 και ώρα 01.30'οι κατηγορούμενοι, παραβιάζοντας το ξύλινο εξώφυλλο του παραθύρου του χώρου υποδοχής της μονοκατοικίας της Β5, που βρίσκεται στην οδό ... αριθ. ... στην ..... Αττικής, φορώντας κουκούλες στο πρόσωπο και κρατώντας κοντόκανη καραμπίνα. Όταν η ανωτέρω τους αντιλήφθηκε και επιχείρησε να τους εμποδίσει την κτύπησαν στο πορόσωπο με το κοντάκι καραμπίνας και της προξένησαν σωματική βλάβη, ήτοι θλαστικό τραύμα επί της δεξιάς οφρύος εκτεταμένο οίδημα, αμυχές και εκχυμώσεις επί της δεξιάς ................... χώρας, ερυθρότητα του βολβού του δεξιού οφθαλμού και των βλεφάρων αυτού και εκδορές επί της δεξιάς ..................... χώρας. Η ως άνω σωματική βλάβη προκλήθηκε κατά τρόπο επικίνδυνο, καθόσον, λόγω του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (κουτάκι όπλου) και του ευαίσθητου σημείου του σώματος (κεφάλι και μάτια) στο οποίο προξενήθηκε, ήταν δυνατόν να προκαλέσει στην παθούσα βαριά σωματική βλάβη. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι, μαζί με τον μη συληφθέντα ομοεθνή τους, αφού απέκοψαν το καλώδιο της συνδέσεως του τηλεφώνου με το δίκτυο του ΟΤΕ, ακινητοποίησαν την ανωτέρω παθούσα, τον γιο της Β6 και του ευρισκόμενο για διανυκτέρευση στην οικία τους φίλο του Β7, δένοντας τα χέρια και τα πόδια τους με υφασμάτινες κορδέλες και ζώνη καμπαρντίνας. Έτσι, περιήγαγαν τους ανωτέρω σε κατάσταση παράνομης κατακράτησης για να μη μπορέσουν να ζητήσουν τη βοήθεια των πολιτικών οργάνων και ιδίως των αστυνομικών αρχών προς προστασία τους, και για να τους εξαναγκάσουν να ανεχθούν πράξεις που δεν είχαν υποχρέωση, δηλαδή μα μην αντιδράσουν στην διάπραξη της εις βάρος τους ληστείας, καθόσον οι κατηγορούμενοι, μετά από έρευνα του χώρου της οικίας, αφαίρεσαν με σκοπό παρανόμως ιδιοποίησαν 300 ευρώ και ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ΝΟΚΙΑ ..... του Β6, το κινητό τηλέφωνο μάρκας ΝΟΚΙΑ..... και το ρολόι μάρκας ADIDAS του Β7 300 ευρώ, 8 δακτυλίδια ασημένια με χρυσό, μία χρυσή αλυσίδα λαϊκού με σκουλαρίκια, 2 αλυσίδες ασημί με χρυσό λαιμό και ένα βραχιόλι ασημένιο με χρυσό που ανήκαν στην Β5. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή, αποδείχτηκαν ότι οι κατηγορούμενοι στην ...... Αττικής στις 10-9-2002 και περί ώρα 01.45' έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες εισήλθαν, μαζί με τον διαφεύγοντα τη σύλληψη ομοεθνή τους, από την ανασφάλιστη θύρα στην επί της Λεωφόρου ..... αριθ. .... διώροφη μονοκατοικία και με την απειλή κυνηγετικών όπλων, δηλαδή με δύο καραμπίνες με κομμένες τις κάννες, ακινητοποίησαν τους εντός αυτής διαμένοντες βουλγάρους υπηκόους 1)Ζ1, 2)....., 3)......, 4)..... και 5)....... και αφαίρεσαν από την κατοχή αυτού με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης 320 ευρώ και τρία κινητά τηλέφωνα. Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ομολογούν ο μεν πρώτος (Χ1), τρεις ληστείες ήτοι εις βάρος της Β1, της Β2 και εις βάρος των βουλγαρικής υπηκοότητας αλλοδαπών (Ζ1 κλπ) ο δε δεύτερος μόνον την τελευταία ληστεία, ενώ αρνούνται ότι διάπραξαν τις λοιπές αξιόποινες πράξεις που προεκτέθηκαν. Όμως, οι αρνητικοί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων αναιρούνται από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των παθόντων. Πιο συγκεκριμένα, η παθούσα Β1 κατέθεσε ότι οι κατηγορούμενοι είναι οι δράστες των εις βάρος της αξιοποίνων πράξεων, καθόσον τους αναγνώρισε. Τα ίδια κατέθεσε και η παθούσα Β2. Εξάλλου, στην οικία της ανωτέρω παθούσας βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του πρώτου κατηγορουμένου. Αλλά και από τις καταθέσεις των λοιπών παθόντων, οι οποίοι κατέθεσαν ότι η σωματική διάπλαση των δραστών, οι οποίοι φορούσαν κουκούλες ταυτίζεται με τη σωματική διάπλαση των κατηγορουμένων συνάγεται ότι αυτοί είναι οι δράστες και των λοιπών αξιοποίνων πράξεων που αναφέρθηκαν. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κατά τη διάπραξη των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων φορούσαν τα ίδια γάντια (ποδηλάτων) από τα οποία εξείχαν τα δάκτυλα. Τα γάντια αυτά τα φορούσαν οι κατηγορούμενοι τόσο κατά τη διάπραξη των ληστειών που και οι ίδιοι ομολογούν όσα και κατά τη διάπραξη των υπόλοιπων αξιοποίνων πράξεων. Ύστερα απ' αυτά πρέπει αμφότεροι οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων ήτοι: α)ληστείας κατ' εξακολούθηση που τέλεσαν από κοινού και μόνος ο δεύτερος κατηγορούμενος στην περίπτωση της Α4 μερικότερης πράξης (εις βάρος Β3 και Β4) β)αρπαγής κατά συρροή και ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος εις βάρος των αναφερομένων παραπάνω επτά (7) παθόντων σε πρώτος εις βάρος των ως άνω έξι (6) παθόντων (πλην της Β1) γ)επικίνδυνων σωματικών βλαβών κατά συρροή εις βάρος των Γ2 και Β5 δ)σύστασης και συμμορίας ε)παράνομης οπλοφορίας κατ' εξακολούθηση καθόσον οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση των ληστειών εξακολουθητικά έφεραν μαζί τους, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής μαχαίρι τσεκούρι, κυνηγετικό όπλο και πιστόλι, που αποτελούν όπλα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2168/1993, στ)παράνομης οπλοχρησίας από κοινού καθόσον χρησιμοποίησαν τσεκούρι με το οποίο χτύπησαν τους παθόντες Γ1 και Γ2 κατά την τέλεση της εις βάρος τους ληστείας και ζ)παράνομης μετατροπής όπλου, από κοινού καθόσον απέκοψαν και μίκρυναν την κάννη του κυνηγετικού όπλου που προαναφέρθηκε. Αντίθετα αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της μερικότερης πράξης της ληστείας που τους αποδίδεται εις βάρος ..... και ........, καθόσον δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος των κατηγορουμένων που να θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά την τέλεση απ' αυτούς της παραπάνω αξιόποινης πράξης. Επίσης ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αρπαγής εις βάρος της Β1, αφού προέκυψε ότι δεν συμμετείχε στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης ούτε είχε οποιαδήποτε άλλη συνδρομή στην τέλεση αυτών καθόσον βρισκόταν έξω από την οικία της παθούσας κατά το χρόνο της τέλεσης της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Τέλος πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων είχε μεν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 21ο έτος αυτής, καθόσον είχε γεννηθεί 7-12-1983. Αντίθετα οι ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 § 2α (προτέρου εντίμου βίου)και 84 § 2 ε' ΠΚ (μετέπειτα καλής συμπεριφοράς) πρέπει ν' απορριφθούν, διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των πράξεων έζησε έντιμη, ατομική οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, καθόσον για τη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού δεν αρκεί μόνο το "λευκό" ποινικό μητρώο, αλλά απαιτείται θετική συμπεριφορά. Επίσης, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 22 ΠΚ, καθόσον αυτός μετά την τέλεση των πράξεων και τη συναγωγή του κρατείται στις φυλακές, το δε πιστοποιητικό καλής διαγωγής του, στις φυλακές δεν αρκεί για τη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού, διότι η πιο πάνω διάταξη αναφέρεται στην διαγωγή του στην κοινωνία (ΑΠ 268/95 ΠΧ ΜΣΤ 1646). Για τον ίδιο λόγο πρέπει ν' απορριφθεί και ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίσταση του άρθρου 84 § 22 Π.Κ, αφού και αυτός μετά την τέλεση των πράξεων και τη σύλληψή του κρατείται συνεχώς στις φυλακές". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για τις πράξεις α) της ληστείας κατ' εξακολούθηση και από κοινού β) της αρπαγής από κοινού και κατά συρροή γ) της ένωσης για διάπραξη κακουργημάτων δ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού και κατά συρροή ε) παράνομης οπλοφορίας στ) παράνομης οπλοχρησίας και ζ) παράνομης μετατροπής όπλου και αφού αναγνώρισε στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα Χ1 το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, επέβαλε σ' αυτόν μεν συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι τριών (23) ετών και έντεκα (11) μηνών, στον δε κατηγορούμενο Χ2 συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, χωρίς να είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλαμβάνεται στην απόφαση και τι προέκυψε από τις καταθέσεις καθενός των εξετασθέντων μαρτύρων, εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή των κατηγορουμένων καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 380 παρ.1, 322 περ. β', 187 παρ.3, 309 του Π.Κ και των άρθρων 7 παρ.8α περ. β', αρθρ. 10 παρ.1, 10β, 13α-β και αρθρ. 14 του Ν.2168/1993 τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1 ότι η απόφαση χωρίς αιτιολογία τον καταδίκασε για τις πράξεις της ληστείας, αρπαγής και επικίνδυνης σωματικής βλάβης που έλαβε χώρα την 15-8-2002 με παθόντες τους ομοεθνείς του Γ1 και Γ2, αφού ο τελευταίος εξεταζόμενος στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατέθεσε ότι δεν αναγνώρισε αυτόν ως δράστη των εις βάρος του πράξεων, είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει κατά της περί πραγμάτων ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο απαράδεκτη είναι η αιτίαση και στην περίπτωση των εγκλημάτων (ληστεία, αρπαγή παράνομη οπλοφορία) τα οποία το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε εις βάρος της Β5. Περαιτέρω, για τον αυτόν ως άνω κατηγορούμενο Χ1 και εν σχέσει με την πράξη της ληστείας με παθούσα την Β1, δεν δημιουργείται αντίφαση, ως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, από το ότι καταδικάζεται για την πράξη αυτή, ενώ στο σκεπτικό της αποφάσεως διαλαμβάνεται ".. ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο μη συλληφθείς ομοεθνής τους άρχισαν να ερευνούν τους διαφόρους χώρους της ως άνω οικίας, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 εξήλθε αυτής για να κατοπτεύσει τον χώρο και ειδοποιήσει τους λοιπούς στην περίπτωση κινδύνου σύλληψης...", αφού κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, της εξόδου του αναιρεσείοντος προς κατόπτευση του χώρου, προηγήθηκε η από κοινού με τους λοιπούς δράστες συμπεριφορά αυτού να αξιώνει επίμονα από την παθούσα, με την απειλή μαχαιριού και τσεκουριού, να τους παραδώσει η παθούσα τα χρήματα της. Τέλος, με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα εγκλήματα της ληστείας και της αρπαγής συρρέουν αληθώς, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του πρώτου αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η αίτηση αναιρέσεως του Χ1 με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και η αίτηση του Χ2 με την οποία η ίδια απόφαση πλήττεται για τον πρώτο από τους άνω λόγους, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, καταδικασθεί δε καθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 και την από 19 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθ. 2728/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) Ληστεία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, β) αρπαγή από κοινού κατά συρροή, γ) επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή, δ) ένωση προς διάπραξη κακουργημάτων, ε) παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και μετατροπή όπλου. Έννοια εγκλημάτων ληστείας και αρπαγής. Μεταξύ των εγκλημάτων της ληστείας και της αρπαγής υπάρχει αληθής πραγματική συρροή. Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρπαγή, Ληστεία, Εξακολουθούν έγκλημα, Συρροή εγκλημάτων.
1
Αριθμός 823/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Δημακόπουλο, για αναίρεση της 1797/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ψ2, που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2. Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Τσατσάνη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1401/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 3-9-2000 και περί ώρα 01.50 περίπου, η κατηγορουμένη Χ1 οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ....... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του πατέρας της, μάρκας B.M.W και εκινείτο επί της λεωφόρου ...... με κατεύθυνση προς ...... και στην αριστερή λωρίδα του ρεύματος κυκλοφορίας της, με κανονική για την περιοχή ταχύτητα, όπως τούτο συνάγεται από την υπ' αριθμ. ........ έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ....... ο οποίος διορίσθηκε με την ....... εντολή του Τμήματος Τροχαίας Γλυφάδας. Η εν λόγω λεωφόρος, το ύψος του 38,5 χιλιομέτρου είναι διπλής κατευθύνσεως με δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε ρεύμα πορείας συνολικού πλάτους 16 μέτρων με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας γραμμή, με καμπύλη όχι απότομο και ανηφόρα με μικρή κλίση στο προς ..... ρεύμα κυκλοφορίας, με οριζόντια σήμανση η οποία καθορίζει τα όρια των λωρίδων αντίθετου κατεύθυνσης και τα όρια των λωρίδων κυκλοφορίας με επαρκή δημοτικό φωτισμό, με ορατότητα που δεν περιοριζόταν από φυσικά ή σταθερά εμπόδια και όριο ταχύτητας οριζόμενο με πινακίδα (Ρ-32) στα 60 χ/ω, όπως τα προαναφερόμενα προκύπτουν από την από ....... έκθεση αυτοψίας και το από την ίδια ημεροχρονολογία σχεδιάγραμμα της Τροχαίας Γλυφάδας. Κατά το ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο ο Ψ οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ......αυτοκίνητο μάρκας ..... ιδιοκτησίας ...... με συνοδηγό τον ......... και συνεπιβάτιδα την Ψ2 και εκινείτο επί της αυτής ως άνω λεωφόρου με κατεύθυνση από ..... προς ...... και στο αριστερό τμήμα του ρεύματος κυκλοφορίας του με κανονική για την περιοχή ταχύτητα όπως τούτο συνάγεται από την πιο πάνω αναφερόμενη πραγματογνωμοσύνη. Πριν ο εν λόγω οδηγός φθάσει στο ύψος της συμβολής της Λεωφόρου ....... με την χωμάτινη οδό ..... που βρισκόταν δεξιά σε σχέση με την πορεία του είχε πραγματοποιήσει προσπέραση από αριστερά του ομόρροπα προς αυτόν κινούμενου υπ'αριθμό ...... ΙΧ αυτοκινήτου που οδηγούσε μέλος της παρέας του. Κατά την πραγματοποιηθείσα προσπέραση κατέλαβε τμήμα του αντιθέτου προς αυτόν ρεύματος κυκλοφορίας (δηλαδή αυτού που εκινείτο η κατηγορουμένη) αλλά εγκαίρως επανέφερε το αυτοκίνητό του στο ρεύμα πορείας του συνεχίζοντας όμως να "πατάει" επί της διπλής συνεχόμενης διαχωριστικής των δύο ρευμάτων γραμμής καίτοι τούτο απαγορεύεται. (αρθ. 5 παρ.8 περ.α και δ ΚΟΚ). Την προαναφερόμενη κίνηση του οδηγού Ψ δηλαδή την κίνησή του επί της διπλής συνεχόμενης διαχωριστικής γραμμής, όχι όμως και την πραγματοποιηθείσα προσπέραση, αντιλήφθηκε η κατηγορουμένη από απόσταση 20-30- μέτρων και χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η παρακάτω φράση την οποία αναφέρει στην απολογία της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου "τους είδα στα 20-30 μ. είδα τη λάμψη ... δεν είδα την προσπέραση, μου το είπαν μετά". Στη θέα της λάμψης η κατηγορουμένη η οποία κατά τα προαναφερόμενα εκινείτο στο αριστερό τμήμα της πορείας της φοθηθείσα σύγκρουση με το εντελώς αριστερό και επί της διαχωριστικής γραμμής του προς Αθήνα ρεύματος πορείας κινούμενο αυτοκίνητο του Ψ και προκειμένου να αποφύγει αυτήν (σύγκρουση) πραγματοποίησε ανεπίτρεπτο ελιγμό προς τα αριστερά δηλαδή προς το αντίθετο ρεύμα όπου εκινείτο ο Ψ πατώντας έτσι αυτή τη διπλή διαχωριστική των δύο ρευμάτων γραμμή καίτοι τούτο απαγορεύεται (άρθρο 5 παρ.8 περ.α και δ ΚΟΚ). Ο συγκεκριμένος όμως αδέξιος και ανεπίτρεπτος προς τα αριστερά ελιγμός της κατηγορουμένης και το πάτημα επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής είχε ως αποτέλεσμα να επιπέσει με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του αυτοκινήτου της στο εμπρόσθιο και πλάγιο αριστερό τμήμα του αυτοκινήτου του Ψ ο οποίος εκείνη το στιγμή εκινείτο επί της διαχωριστικής γραμμής του ρεύματος του. Εξαιτίας της εν λόγω σύγκρουσης το αυτοκίνητο του Ψ εξετράπη της πορείας του προς τα δεξιά και βρέθηκε εκτός οδοστρώματος στην προς Αθήνα κατεύθυνση δηλαδή στην κατεύθυνση όπου εκινείτο αυτό (Ψ) και σε απόσταση 20 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης, το δε αυτοκίνητο της κατηγορουμένης παρέμεινε στο σημείο σύγκρουσης με μετώπη λοξά και πατώντας επάνω στη διαχωριστική γραμμή και στο προς Αθήνα ρεύμα πορείας και από κανένα στοιχείο ή ίχνος στο οδόστρωμα δεν προκύπτει ότι το αυτοκίνητο του Ψ κατά τη στιγμή της σύγκρουσης βρισκόταν στο ρεύμα πορείας της κατηγορουμένης και ότι επέπεσε επ'αυτής καθόν χρόνο αυτή εκινείτο στο μέσο της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας της όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Την κρίση του αυτή το Δικαστήριο στηρίζει 1) στο αδιάψευστο στοιχείο ότι συγκρουσθείσες επιφάνειες του μεν Ψ είναι η εμπρόσθια πλάγια αριστερή, της δε κατηγορουμένης η εμπρόσθια αριστερή γεγονός που απόλυτα επιβεβαιώνει τον προς το αριστερά ανεπιτήδειο ελιγμό της κατηγορουμένης ενώ επιβεβαίωση του εν λόγω ελιγμού αποτελεί και ο συλλογισμός της ίδιας της κατηγορουμένης κατά την απολογία της στο παρόν Δικαστήριο που έχε ως εξής "αν είχα κάνει ελιγμό θα χτύπαγα μπροστά και αριστερά το αυτοκίνητό μου" εφόσον κατά τα προαναφερόμενα το αυτοκίνητό της έχει χτυπηθεί ακριβώς εμπρόσθια και αριστερά 2) στο ότι αν το αυτοκίνητο του Ψ κατά τον χρόνο σύγκρουσης βρισκόταν εκτός του ρεύματος πορείας της κατηγορουμένης και αυτό είχε επιπέσει στο αυτοκίνητο της κατηγορουμένης όπως η τελευταία αβάσιμα ισχυρίζεται θα είχαμε μετωπική σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων και εκτροπή της πορείας του αυτοκινήτου της κατηγορουμένης προς το δεξιό τμήμα του ρεύματος της και ακινητοποίηση του Ψ αντίστοιχα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο η θέση του αυτοκινήτου της κατηγορουμένης "λοξά και κάθετα στη διαχωριστική των δύο αντιθέτων ρευμάτων γραμμή με μέτωπο στο προς Αθήνα ρεύμα κυκλοφορίας όπου εκινείτο ο Ψ και η εκτροπή της πορείας του αυτοκινήτου του Ψ εκτός του οδοστρώματος της πορείας του και σε απόσταση 20 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης. Καταβάλλεται βέβαια από πλευράς κατηγορουμένης προσπάθεια, προκειμένου να δικαιολογήσει τη τελική της θέση μετά τη σύγκρουση, η οποία (τελική θέση) όχι μόνο δεν αμφισβητείται αλλά εκτός του ότι αποτυπώνεται στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας, που συντάχθηκε από τον αστ/κα ........., επιβεβαιώνεται απ'όλους τους μάρτυρες κατηγορίας αλλά και από την ως μάρτυρα εξετασθείσα μητέρα της η οποία έφθασε αμέσως μετά τη σύγκρουση εκεί, και στην προσπάθειά της αυτή ισχυρίζεται ότι το αυτοκίνητου του Ψ εισήλθε στο ρεύμα της, επέπεσε επ'αυτής και η ίδια περιεστράφει γύρω από τον εαυτόν της και κατέληξε στην προαναφερόμενη τελική θέση. 'Όμως την προσπάθεια της αυτή διαψεύδουν πλην των πιο πάνω αποδειχθέντων και α) τα ευρήματα λάδια του κάρτερ του αυτοκινήτου της κατηγορουμένης, το οποίο έσπασε κατά τη σύγκρουση, πάνω και δεξιά από τη διαχωριστική γραμμή σε σχέση με την πορεία της κατηγορουμένης, καθόσον με δεδομένο ότι το κάρτερ βρίσκεται στο κέντρο του μπροστινού μέρους του αυτοκινήτου και ότι τα λάδια πίπτουν στο σημείο της σύγκρουσης συνάγεται ότι το αυτοκίνητο της κατηγορουμένης κατά τη στιγμή της σύγκρουσης πατούσε επάνω στην διαχωριστική των δύο ρευμάτων γραμμή και β) τα θραύσματα γυαλιών και πλαστικών που βρέθηκαν κυρίως σε μεγάλη μάζα στο ρεύμα κυκλοφορίας του Ψ. Από τη άνω σύγκρουση ο Ψ οδηγός του ...... ΙΧΕ αυτοκινήτου υπέστη κακώσεις κεφαλής θώρακος και κοιλίας εκ των οποίων ως μόνης ενεργούς αιτίας επήλθε ο θάνατός του, ενώ τραυματίσθηκαν η κατηγορουμένη Χ1 και ο συνοδηγός του Ψ και η συνεπιβάτιδά του Ψ2, η οποία υπέστη βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα (Αρ) μηριαίου, θλαστικό τραύμα αριστεράς υπεροφρύου χώρου και αριστερού γόνατος, εκδορές κερατοειδούς άμφω ουλές προσώπου και μη ανατεταγμένο κάταγμα ζυγωματικού και εδάφους κόγχου αριστερά. Σύμφωνα με τα άνω αποδειχθέντα, και ανεξάρτητα από την αμέλεια του θανατωθέντος ο οποίος μετά από πραγματοποίηση προσπέρασης προπορευομένου αυτού αυτοκινήτου εσυνέχισε να κινείται επί της συνεχόμενης διαχωριστικής των δύο αντιθέτων ρευμάτων γραμμής ανεπιτρέπτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την πιο πάνω σύγκρουση η οποία επήλθε επάνω στη διαχωριστική γραμμή και τα εξ αυτής ως άνω αποτελέσματα βαρύνεται και η κατηγορουμένη Χ1 εξ αιτίας του ανεπίτρεπτου προς τα αριστερά ελιγμού του αυτοκινήτου της με συνέπεια την κατάληψη της διαχωριστικής των δύο ρευμάτων γραμμής και την εντεύθεν πρόσκρουση του αριστερού εμπρόσθιου τμήματος του αυτοκινήτου της επί του πλάγιου αριστερά εμπρόσθιου τμήματος του αυτοκινήτου του θανόντος Ψ.Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για τις πράξεις που κατηγορείται ήτοι της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια της Ψ2. Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη από αμέλεια και επέβαλε σ' αυτήν συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στην κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ.1, 314 παρ.1 του ΠΚ τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση της κατηγορουμένης για ασαφή και ελλειπή αιτιολογία, εγκείμενη στο ότι, ενώ γίνεται δεκτό στην απόφαση ότι ο αντιθέτως προς αυτήν κινούμενος οδηγός, με το αυτοκίνητο του οποίου συγκρούσθηκε, εκινείτο με κανονική ταχύτητα χωρίς όμως και να την προσδιορίζει, είναι αβάσιμη. Το δικαστήριο δέχεται ότι στο σημείο της συγκρούσεως το σημαινόμενο όριο ταχύτητας ήταν αυτό των 60 χιλιομέτρων την ώρα και συνεπώς η παραδοχή ότι ο ως άνω οδηγός εκινείτο με κανονική ταχύτητα πρόδηλο είναι ότι υποδηλώνει ταχύτητα αυτού εντός των άνω ορίων. Περαιτέρω, σαφείς είναι οι παραδοχές της αποφάσεως ότι κατά τον χρόνο της συγκρούσεως των οχημάτων ο αντιθέτως βαίνων οδηγός εκινείτο επί του ρεύματος πορείας του, και δεν ήταν κρίσιμο να διαλάβει το δικαστήριο στην απόφασή του σε πόση απόσταση πριν το σημείο της συγκρούσεως ο τελευταίος οδηγός είχε πραγματοποιήσει ελιγμό προσπέρασης φιλικού αυτοκινήτου. Οι λοιπές αιτιάσεις της κατηγορουμένης είναι απαράδεκτες και εκφεύγουν του αναιρετικού ελέγχου γιατί αναφερόμενες σε σφαλερή από το δικαστήριο αξιολόγηση του περιεχομένου της απολογίας της και σφαλερή εκτίμηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και η δικαστική δαπάνη της μόνης παραστάσης πολιτικώς εναγούσης Ψ1 (άρθρα 583 Κ.Π.Δ, 176, 183 Κ.Πολ.Δ).. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Ιουνίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 1797/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης Ψ1 την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη από αμέλεια από τροχαίο ατύχημα. Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 821/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο Αλιγιζάκη, για αναίρεση της 1117/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με συγκατηγορούμενο τον ....... Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2957/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδάφ. γ' και δ' του ΚΠΔ, αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνο που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: α) Ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει δικαίωμα να απευθύνει ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο μετά την απολογία του ούτε με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση. β) Ο συγκατηγορούμενος του απολογουμένου, είτε ο ίδιος, είτε ο συνήγορός του, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με την μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να υποβληθεί από αυτούς σχετικό αίτημα. Και γ) Αν παρά την υποβολή του αιτήματος αυτού δεν επιτραπεί στον συγκατηγορούμενο του απολογουμένου ή στο συνήγορό του να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του τελευταίου, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα διότι παραβιάζονται οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, δεν υποβλήθηκε από τον συνήγορο που εκπροσωπούσε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο αίτημα για υποβολή ερωτήσεων στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος μετά την απολογία του και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για το λόγο ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για να υποβάλλει ερωτήσεις στον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α) . Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή . Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνεται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο συνήγορος του αναιρεσείοντος ανέπτυξε προφορικά την υπεράσπιση και ζήτησε να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων, άλλως να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου . Τον πιο πάνω ισχυρισμό το Δικαστήριο της ουσίας τον απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την εξής αιτιολογία: Το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο αναιρεσείων μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξεώς του, έζησε έντιμο βίο, διότι ναι μεν αυτός δεν έχει καταδικαστεί στο παρελθόν, τα περιστατικά όμως αυτά δεν είναι επαρκή για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, ο οποίος προυποθέτει έντιμη ζωή . Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, απάντησε, ως εκ περισσού, στον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με την προαναφερόμενη αιτιολογία του η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί ως αβάσιμη, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμόν 68/ 3-12-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1117/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη επέλευση απόλυτης ακυρότητας από την μη υποβολή ερωτήσεων από τον συνήγορο του αναιρεσείοντος προς τον συγκατηγορούμενό του μετά το πέρας της απολογίας του, εφόσον δεν υπεβλήθη σχετικό προς τούτο αίτημα δια μέσου του διευθύνοντος την συζήτηση. Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. λόγω αοριστίας. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 820/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, περί αναιρέσεως της 759/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1648/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 242 παρ.1 του ΠΚ υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινώς η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του προβλεπόμενου και τιμωρούμενο από την πρώτη από αυτές εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος υπό την ανωτέρω έννοια και ακόμη να είναι αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση και να ενεργεί μέσα στο πλαίσιο της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του ΠΚ, το οποίο πρέπει να είναι δημόσιο. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται στο άρθρο 13γ' ή σε διάταξη του Π.Κ. Για τον λόγο αυτόν εφαρμόζεται και στο πεδίο του ποινικού δικαίου το άρθρο 438 του ΚΠολΔ κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική υπηρεσία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες. Εξάλλου, με το άρθρο 7 παρ.1 ΠΔ/τος 75/1987 "Αλληλογραφία και συναφή θέματα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης " ορίζεται ότι "Πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις χορηγούνται από τους προϊσταμένους των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας ή τους αναπληρωτές αυτών, καθώς και από τους προϊσταμένους των υποδιευθύνσεων, τμημάτων ή γραφείων των υπηρεσιών, επιπέδου διεύθυνσης και άνω, με εντολή του προϊσταμένου της οικείας υπηρεσίας. Σε περίπτωση που οι διοικητές των υπηρεσιών, επιπέδου Αστυνομικού Σταθμού ή Αστυνομικού Φυλακίου, ελλείπουν ή κωλύονται, και οι αναπληρωτές αυτών δεν είναι ανακριτικοί υπάλληλοι, τα πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις χορηγούνται από τις αμέσως προϊστάμενες αυτών Αστυνομικές Αρχές . Περαιτέρω η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ υπάρχει, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος , όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του και μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων στην απόφασή του αυτή αποδεικτικών μέσων, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, ο οποίος υπηρετούσε στον αστυνομικό σταθμό Κυπρίνου Ν. Εβρου και εκτελούσε χρέη διοικητή του σταθμού αυτού, στις 27-1-2000 έλαβε το υπ' αριθ. 11/21-1-2000 βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών Ροδόπης. Τούτο απέστειλε ο Εισαγγελέας Πλημ/κών Ροδόπης και με αυτό διατασσόταν ή υφ' όρον απόλυση του κρατούμενου στις δικαστικές φυλακές Κομοτηνής Γ1 και είχαν επιβληθεί στον τελευταίο οι περιοριστικοί όροι της μόνιμης διαμονής του στην........ Ν. Εβρου, καθώς και της εμφάνισής του το πρώτο 10ήμερο κάθε μήνα ενώπιον του διοικητή Α.Τ. της διαμονής του για διάστημα τριών ετών από την απόλυσή του. Στο σχετικό διαβιβαστικό τονιζόταν, εκτός άλλων η παραγγελία σύνταξης εκθέσεων εμφανίσεως του Γ1, χωρίς να υποβάλλονται στην Εισαγγελία, αλλά σε περίπτωση μη εμφάνισής του στο Α.Τ. Κυπρίνου, να γίνει γνωστοποίηση του γεγονότος αυτού. Ο κατηγορούμενος, όντας αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον υπάλληλος προς τούτο, κατά το μήνα Απρίλιο δέχθηκε το αίτημα του αποφυλακισθέντος Γ1, να εμφανίζεται σ' αυτόν κάθε περιττό μήνα και να υπογράφει ότι εμφανίζεται κάθε μήνα, δηλαδή και για τον μήνα που δεν εμφανιζόταν πραγματικά. Κατόπιν τούτου, ο κατηγορούμενος βεβαίωσε την 8-4-2001, 8-6-2001, 10-8-2001, 10-10-2001 και 10-12-2001 ότι ο Γ1 είχε εμφανισθεί ενώπιόν του, ενώ αυτό ήταν ψευδές και ταυτόχρονα δεν ανέφερε τούτο στην εισαγγελία Πλημ/κών Ροδόπης, ενώ αποτελούσε παραβίαση εκ μέρους εκείνου του ως άνω περιοριστικού όρου. Σύμφωνα με αυτά ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν άδικη πράξη, όπως αυτή διαλαμβάνεται και στο διατακτικό. Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής. Κατά την κρίση του δικαστηρίου ο κατηγορούμενος έζησε ως το χρόνο που τέλεσε το εν λόγω έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης ένταξη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Ακολούθως, με βάση τις παραπάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο ψευδούς βεβαιώσεως με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία έτη.- Με αυτά όμως που δέχτηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ασαφή αιτιολογία που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 242 ΠΚ . Ειδικότερα προκύπτει ασάφεια σχετικά με το αν ο αναιρεσείων ήταν καθ' ύλην αρμόδιος να συντάσσει τις ανωτέρω εκθέσεις εμφανίσεως του αποφυλακισθέντος Γ1 ενόψει και του ισχυρισμού του ότι δεν ετύγχανε καθ' ύλην αρμόδιος προ τούτο , καθόσον δέχεται μεν ότι " εκτελούσε χρέη Διοικητή στον Αστυνομικό Σταθμό Κυπρίνου Ν. Έβρου " χωρίς όμως να διευκρινίζεται είτε στο σκεπτικό είτε στο διατακτικό εάν ως αναπληρωτής του Διοικητού του σταθμού ήταν ανακριτικός υπάλληλος στοιχείο απαραίτητο ώστε να τον καθιστά καθ' ύλην αρμόδιο σύμφωνα με τη ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 του Π.Δ. 75/1987 . Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ κατ' ορθή εκτίμηση λόγου της αίτησης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση ,αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 759/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης .- Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή βεβαίωση αστυνομικού. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 818/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο, περί αναιρέσεως της 2307/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2053/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 207 εδ. α' του Π.Κ. (προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2948/2001), ''όποιος παραποιεί ή νοθεύει ελληνικό ή ξένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή''. Με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2948/2001, ορίσθηκε ελάχιστο όριο κάθειρξης τουλάχιστον δέκα έτη. Η διάταξη όμως αυτή είναι δυσμενέστερη της προηγούμενης, στην οποία δεν οριζόταν κατώτατο όριο κάθειρξης και δεν έχει εφαρμογή στα εγκλήματα που έχουν τελεσθεί προ της ισχύος του νόμου αυτού. Νόμισμα είναι το μέσο πληρωμής, που εκδίδεται από το κράτος ή εξουσιοδοτημένη από αυτό υπηρεσία ως φορέας αξίας και είναι προορισμένο για κυκλοφορία στις δημόσιες συναλλαγές. Νοείται τόσο το ημεδαπό όσο και το αλλοδαπό νόμισμα, εφόσον αυτό έχει στο κράτος της έκδοσής του νόμιμη κυκλοφορία. Θεωρείται δε τέτοια, η αναγνώρισή του από την έννομη τάξη του κράτους της έκδοσής του, ως υποχρεωτικού φορέα αξίας και ως υποχρεωτικού μέσου πληρωμής κατά τις συναλλαγές. Υπό την έννοια δε αυτή, το δολλάριο των ΗΠΑ μπορεί να αποτελεί νόμισμα, εφόσον έχει νόμιμη κυκλοφορία, στο κράτος της έκδοσης του, το ζήτημα δε αυτό είναι πάντως πραγματικό. Πρόκειται για έγκλημα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, η παραποίηση δηλαδή, η νόθευση και η προμήθεια, δεν μπορεί να εναλλαχθούν, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, υπάρχουν περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, για έγκλημα δηλαδή σκοπού. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτείται επί πλέον και ορισμένος σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), όπως και στο έγκλημα της παραχάραξης, που απαιτείται σκοπός θέσεως του παραχαραγμένου νομίσματος σε κυκλοφορία, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Και στα μικτά εγκλήματα, όπως και η παραχάραξη, πρέπει να αναφέρεται στην αιτιολογία και ο συγκεκριμένος εκ των πλειόνων τρόπων (παραποίηση ή νόθευση ή προμήθεια), με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη ή αν πρόκειται για πλείονες τρόπους τέλεσης και ποίους. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους (ονόματα μαρτύρων κ.λ.π.) και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της αποφάσεως, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 2307/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της παραχάραξης (προμήθεια παραχαραγμένων ξένων χαρτονομισμάτων), με το ελαφρυντικό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) Ευρώ. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος ετέλεσε την αξιόποινη πράξη της προμήθειας παραχαραγμένων νομισμάτων, όπως ειδικότερα η πράξη αυτή περιγράφεται στο διατακτικό. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι αυτός την 29-5-99 προμηθεύθηκε στην ....... Αττικής από τρίτο άτομο τα στοιχεία του οποίου δεν εξακριβώθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, 1099 χαρτονομίσματα των 100 δολλαρίων Η.Π.Α. το καθένα, συνολικής ονομαστικής αξίας (με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου - δραχμής) 34.069.000 δραχμών, τα οποία είχε καταρτίσει τρίτο πρόσωπο εξ αρχής, χωρίς να δικαιούται σ' αυτό με την μέθοδο OFFSET, δεδομένου ότι η απόδοση των λεπτών γραμμώσεων χαράξεως ήταν μειονεκτική, το χαρτί που χρησιμοποιήθηκε ήτα περίπου ίσου πάχους με αυτό των γνησίων χαρτονομισμάτων, αλλά κοινής εμπορικής χρήσης, ουδεμία σχέση έχον με το γνήσιο χρησιμοποιούμενο χαρτί ασφαλείας, είχε γίνει επιφανειακή χρωματική απομίμηση των ινών ασφαλείας, καθώς και απομίμηση της γραμμής ασφαλείας και του υδατογραφήματος (βλ. αναγνωσθείσα ως άνω έκθεση εργαστηριακής εξέτασης), κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτά ήταν ικανά να δίνουν την εντύπωση γνησίων και αληθινών χαρτονομισμάτων στο ανύποπτο συναλλασόμενο. Στην προμήθεια αυτών, τα οποία έφεραν τους διαλαμβανόμενους στο διατακτικό αριθμούς, προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να τα θέσει στην κυκλοφορία ως γνήσια. Τα παραχαραγμένα αυτά χαρτονομίσματα βρέθηκαν στην οικία του κατηγορουμένου κατά γενόμενη εκεί νομότυπη έρευνα και κατασχέθηκαν (βλ. αναγνωστέα ως άνω έκθεση κατ οίκον έρευνας και κατάσχεσης). Ο κατηγορούμενος τόσον στον Ανακριτή, όσον και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με το υποβληθέν σημείωμά του που περιέχει και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, ισχυρίζεται ότι τα χαρτονομίσματα αυτά του τα έδωσε ένας Αλβανός με το όνομα "......." που εργαζόταν στο κατάστημά του (καφετέρια) για να τα φυλάξει καθ' όσον έφευγε για την Αλβανία, και ότι ο ίδιος (ο κατηγορούμενος) δεν γνώριζε ότι ήταν παραποιημένα. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος και είναι απορριπτέος, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσδιόρισε τα στοιχεία του Αλβανού αυτού παρά το γεγονός ότι εργαζόταν στο κατάστημά του, και συνδεόταν με τέτοια σχέση εμπιστοσύνης που δικαιολογούσε "την φύλαξη" των εν λόγω πλαστών χαρτονομισμάτων, ονομαστικής αξίας 34.069.000 δρχ. και περαιτέρω πώς είναι δυνατόν ο αγνώστων στοιχείων Αλβανός να αδιαφόρησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (έτος περίπου) και να μην επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο για την παραλαβή των "φυλασσομένων" χαρτονομισμάτων. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συγγνωστής νομικής πλάνης ( ΠΚ) που περιέχεται στο σημείωμά του που υπέβαλε στο δικαστήριο αυτό (βλ. πρακτικά του), και συνίσταται στο γεγονός ότι πίστευε πώς τα επίδικα χαρτονομίσματα που κατείχε ήταν απλές φωτοτυπίες και όχι παραχαραγμένα, ανεξαρτήτως του ότι δεν θεμελιώνει τον νομικό ισχυρισμό της νομικής πλάνης, αλλά αυτόν της πραγματικής πλάνης (30 ΠΚ), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία, διότι από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι αυτός γνώριζε ότι τα χαρτονομίσματα ήταν παραχαραγμένα και γι' αυτό τα είχε προμηθευτεί με σκοπό να τα θέσει στην κυκλοφορία, ως γνήσια χαρτονομίσματα, (γι' αυτό τα κατείχε στο σπίτι του), ήταν δε αυτά κατάλληλα να παραπλανήσουν έναν ανυποψίαστο συναλλασόμενο και τούτο το γνώριζε ο κατηγορούμενος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, αστυνομικοί, οι καταθέσεις των οποίων όχι μόνον δεν αναιρούνται ούτε καν τίθενται σε αμφιβολία από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, αλλά απεναντίας ενισχύονται από τα αναγνωστέα ως άνω έγγραφα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 Π.Κ. που του αναγνωρίστηκε πρωτοδίκως, και αυτόν του άρθρου 94 παρ. 2 α Π.Κ. που του αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο αυτό. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κρίση για την πράξη που αναφέρθηκε και του επέβαλε τις επίσης αναφερόμενες ποινές. III. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό και όσα αναφέρονται στο διατακτικό και παραδεκτώς συμπληρώνουν το σκεπτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 207 εδ. α' του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρεται στην αιτιολογία, ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, δηλαδή η προμήθεια των δολλαρίων, καθώς και ο περαιτέρω σκοπός, συνιστάμενος στην θέση σε κυκλοφορία των παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων σαν γνήσιων. Αναφέρεται επίσης, ότι πρόκειται για Αμερικανικό χαρτονόμισμα, που έχει στο κράτος της έκδοσής του νόμιμη κυκλοφορία, υπό την έννοια ότι αυτό αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη του, ως υποχρεωτικός φορέας αξίας και ως υποχρεωτικό μέσο πληρωμής κατά τις συναλλαγές. Δεν αποτελεί δε καθόλου η αιτιολογία αντιγραφή του διατακτικού της απόφασης, ούτε αυτή είναι τυπική, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται. Επίσης σε σχέση με τις προβαλλόμενες με τους λόγους αναιρέσεως λοιπές αιτιάσεις : 1)ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζεται από πού προκύπτει η "επίσημη" ισοτιμία των πλαστών χαρτονομισμάτων με το Ελληνικό νόμισμα ούτε και ποίας ημερομηνίας "επίσημη" ισοτιμία έλαβε υπόψη αυτή (απόφαση) και 2)ότι στο σκεπτικό και το διατακτικό υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις καθόσον ενώ στο σκεπτικό και στην αρχή του διατακτικού αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων προμηθεύτηκε 1099 πλαστά χαρτονομίσματα των 100 δολλαρίων ΗΠΑ στην αριθμητική και ονομαστική τους παράθεση στο διατακτικό τα πλαστά αυτά χαρτονομίσματα είναι 1089, είναι απορριπτέες η πρώτη ως απαράδεκτη διότι στην πραγματικότητα ψέγεται η επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου που δεν υπόκειται στο αναιρετικό έλεγχο σε κάθε δε περίπτωση η προσαπτομένη πλημμέλεια δεν αφορά στοιχεία της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων και η δεύτερη ως αβάσιμη δεδομένου ότι δεν υπάρχει αντίφαση ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ενόψει του ότι αναγράφονται αναλυτικά στο διατακτικό οι αριθμοσειρές και τα τεμάχια των πλαστών χαρτονομισμάτων των 100 δολλαρίων ΗΠΑ που ανέρχονται σε 1089 και από προφανή παραδρομή ανεγράφησαν στο σκεπτικό και στην αρχή του διατακτικού ως 1099 σε κάθε δε περίπτωση η προμήθεια 1089 πλαστών χαρτονομισμάτων των 100 δολλαρίων ΗΠΑ με σκοπό τη διάθεση δεν αφορά προμήθεια ασήμαντης ποσότητας ή πολύ μικρής αξίας παραποιημένων χαρτονομισμάτων ώστε να χαρακτηριστεί η αξιόποινη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος ως ιδιαίτερα ελαφρά περίπτωση (πλημμέλημα). Επομένως οι συναφείς, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης και η έλλειψη νομίμου βάσεως αυτής, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙV. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30η Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 2307/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για παραχάραξη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Παραχάραξη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 817/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Γαλετζά, περί αναιρέσεως της 2531/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ2, 2. Χ3 και 3. Χ4. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2051/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 § 1 εδαφ. α έως β του ν. 3386/2005 "Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια", "Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους - μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων ( 50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει αα) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό, που πραγματοποιείται με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους από τα πρόσωπα, τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της Χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδο τους ως λαθρομεταναστών, ββ) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς αλλοδαπού μη έχοντος δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της χώρας, απαιτείται υποκειμενικά δόλος, είτε άμεσος, είτε ενδεχόμενος, και γγ) ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση η αναφερόμενη μεταφορά των αλλοδαπών, που ενεργείται κατ' επάγγελμα ή από δράστη, ο οποίος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 εδαφ. στ του ΠΚ, όπως το εδάφιο αυτό (στ) προστέθηκε με το άρθρο 1 § 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης (ΟλΑΠ 1/2005), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους υπάρχει αντίφαση, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου.- Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 2531/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για τις πράξεις α) παράβασης του άρθρου 88 παρ.1 περ.β' Ν.3386/2005 (από κοινού μεταφορά, προώθηση και εξασφάλιση καταλύματος για απόκρυψη αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια από δράστη που τη μεταφορά ενεργεί κατ' επάγγελμα και β) παράβασης άρθρου 187 παρ.3 εδάφ.β' Π.Κ. (ένωση προσώπων που ενώθηκαν μεταξύ τους για να διαπράξουν πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) σε συνολική ποινή φυλακίσεως ενενήντα ενός (91) μηνών. Στο αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό το Τριμελές Εφετείο δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει αποδείχτηκαν όσον αφορά την πρώτη πράξη που στην προκειμένη περίπτωση ενδιαφέρει τα ακόλουθα: "Στις 30-10-2006 από κοινού οι κατηγορούμενοι συναποφάσισαν τη μεταφορά των 19 αναφερομένων στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίοι αλλοδαποί είναι υπήκοοι Ιράκ και Παλαιστίνης και σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα. Αυτό ήταν γνωστό στους κατηγορουμένους, οι οποίοι ενήργησαν με σκοπό το οικονομικό όφελος. Ειδικότερα η μεταφορά των άνω λαθρομεταναστών έλαβε χώρα από την περιοχή των ...... του Έβρου, από την οποία οι εν λόγω λαθρομετανάστες εισήλθαν στο Ελληνικό έδαφος μέχρι τη ..... με το υπό στοιχεία κυκλοφορίας ....... ΙΧΦ αυτοκίνητο (φορτηγάκι - βαν), μάρκας ..... ιδιοκτησίας της εταιρίας "...... ΕΠΕ", που εδρεύει στην ......., το οποίο οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ2, έχοντας προπομπό το υπό στοιχεία κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο τρίτος κατηγορούμενος, Χ4 απώτερος δε σκοπός ήταν η προώθηση των άνω αλλοδαπών στην Αθήνα. Μέχρι να γίνει δυνατή η μεταφορά των ανωτέρω στην Αθήνα, ο τέταρτος κατηγορούμενος Χ1, εξασφάλισε κατάλυμα στους λαθρομετανάστες και δη παραχώρησε σ' αυτούς για απόκρυψη ένα ισόγειο διαμέρισμα της επί της οδού .......... Θεσσαλονίκης πολυκατοικίας, το οποίος αυτός είχε εκμισθώσει από την ιδιοκτήτρια του Γ1 για το χρονικό διάστημα από 15-10-2006 έως 15-10-2008, αντί μισθώματος 220 € κατά μήνα. Στη συνέχεια ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3, με το υπό στοιχεία ......... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ......., ιδιοκτησίας της φίλης του, Ελληνίδας υπηκόου ......... καθώς και ο τρίτος κατηγορούμενος με το άνω υπό στοιχεία .......... ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της εταιρίας ενοικίασης αυτοκινήτων ....., που εδρεύει στην ....., μετέφεραν 10 από τους άνω λαθρομετανάστες, ήτοι τους με τα στοιχεία 1 έως και 10 αναφερομένους στο διατακτικό της παρούσας, στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης και δη ο δεύτερος πήρε τέσσερις (4) και ο τρίτος (6) εξ αυτών, στους οποίους υπέδειξαν θέσεις στα βαγόνια ενός συρμού της 503 αμαξοστοιχίας, με προορισμό την Αθήνα, που αντιστοιχούσαν σε εισιτήρια του ΟΣΕ, που τους είχαν προηγουμένως αυτοί διανείμει και εκείνη τη στιγμή έγινε η σύλληψη τους από τα αστυνομικά όργανα, τα οποία, έχοντας σχετικές πληροφορίες διενήργησαν έλεγχο στην ανωτέρω ..... επιβατική αμαξοστοιχία .... - ..... που είχε ώρα αναχώρησης την 16.45. Για την ανωτέρω πράξη των κατηγορουμένων σαφείς και πειστικές είναι οι καταθέσεις των δύο μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, αστυνομικού και συνοριοφύλακα αντίστοιχα, οι οποίοι, κατόπιν σχετικών πληροφοριών, διενήργησαν τον έλεγχο και συνέλαβαν τους προαναφερόμενους. Ο κάθε λαθρομετανάστης θα κατέβαλε, κατά τη συμφωνία, μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς του στην Αθήνα, το ποσό των 4.500 δολαρίων Αμερικής, στο οικονομικό δε αυτό όφελος απέβλεψαν και οι κατηγορούμενοι, εκ των οποίων μόνο ο δεύτερος κατηγορούμενος ομολογεί ότι για την μεταφορά των 4 λαθρομεταναστών από το σπίτι του 4ου κατηγορουμένου μέχρι το Σιδηροδρομικό Σταθμό, κάποιος ονόματι ..... με τον οποίο συναντήθηκε στην πλατεία ........ της Θεσσαλονίκης, θα του κατέβαλε 1.200 € και ότι για το σκοπό αυτό ήρθε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι οδήγησε τους λαθρομετανάστες από τους ........ στη Θεσσαλονίκη, πλην όμως πέραν των όσων κατέθεσαν οι άνω μάρτυρες δακτυλικά του αποτυπώματα βρέθηκαν στα εσωτερικά των τζαμιών του προαναφερόμενου φορτηγού που αυτός οδηγούσε. Ο ισχυρισμός του τέταρτου των κατηγορουμένων, ότι καμία σχέση δεν είχε με τη διακίνηση των λαθρομεταναστών, δεν αποδείχθηκε. Αυτός ισχυρίζεται ότι παρέδωσε το κλειδί του διαμερίσματος, το οποίο μίσθωνε, σε κάποιον τρίτο ονόματι ...... του οποίου περισσότερα στοιχεία δεν γνωρίζει και τον οποίο είχε συναντήσει μόλις 3-4 φορές, προκειμένου αυτός να κοιμηθεί στην εν λόγω κατοικία και ο οποίος εν αγνοία του χρησιμοποίησε την κατοικία αυτή για να εξασφαλίσει κατάλυμα στους άνω αλλοδαπούς. Η εντός της κατοικίας αυτής όμως ανεύρεση ενός στρώματος, παλιών ρούχων, προχείρων τροφών (κρουασάν) που όπως ο μάρτυρας Ζ1 καταθέτει είναι η βασική τροφή των λαθρομεταναστών, και μαδεριών, ως ράμπας, στο πίσω μέρος της κατοικίας, για να είναι εύκολη η διαφυγή απ' αυτήν, η ύπαρξη δηλαδή υποδομής για την πρόχειρη και προσωρινή διαμονή εντός της οικίας ανθρώπων χαμηλών προσδοκιών και οικονομικών δυνατοτήτων, αλλά και υπό παράνομο καθεστώς δημιουργούν την ακλόνητη πεποίθηση στο Δικαστήριο ότι η κατοικία αυτή δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κανονικό μόνιμο κατάλυμα, αλλά προφανώς μισθώθηκε από τον 4° κατηγορούμενο για να χρησιμοποιείται εν γνώσει του ως τόπος διακίνησης λαθρομεταναστών. Εξ άλλου δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση γιατί ο 4οξ κατηγορούμενος θα μπορούσε να μισθώνει το εν λόγω διαμέρισμα και να επιβαρύνεται τα σχετικά έξοδα, αφού ο ίδιος δεν διαμένει εκεί, ούτε το είχε μόνιμα παραχωρήσει για διαμονή σε κάποιον ή κάποιους συγκεκριμένους κατοίκους, ούτε εξηγεί ποιοι ήταν, εν πάσει περιπτώσει, οι Αιγύπτιοι έμποροι που το μίσθωσαν και γιατί, αφού αυτοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους, δεν του επέστρεψαν τα κλειδιά, αλλά τα πήραν μαζί τους και τέλος γιατί, αφού η μίσθωση με τους ανωτέρω έληξε, όπως αυτός ισχυρίζεται, ο εν λόγω 4ος κατηγορούμενος ζήτησε και πήρε άλλα κλειδιά και δεν παρέδωσε το σπίτι, αλλά το κράτησε ούτε επίσης μπορεί να εξηγηθεί πώς, ενώ ο 4ος ισχυρίζεται ότι δεν επισκεπτόταν το άνω διαμέρισμα υπήρχε σ' αυτό υποδομή για την υποδοχή λαθρομεταναστών δηλ. ευτελής εξοπλισμός και αντιστρόφως δεν υπήρχε κανονική επίπλωση, ενώ ο 4ος αυτός κατηγορούμενος ούτε στους αστυνομικούς αποκάλυψε, ούτε στο Δικαστήριο αποκαλύπτει την ταυτότητα και τα στοιχεία του αναφερόμενου ως Τόμας, στον οποίο επίσης ισχυρίζεται ότι παρεχώρησε την άνω οικία για να κοιμηθεί κι αυτός εκεί ένα βράδυ. Και αν ακόμα υποτεθεί ότι ο 4ος κατηγορούμενος δεν επισκεπτόταν συχνά το ανωτέρω διαμέρισμα, όπως είπε στους αστυνομικούς, ήταν αρκετή μία επίσκεψη για να αντιληφθεί ότι εντός αυτού γίνεται διακίνηση λαθρομεταναστών. Ο μάρτυς Ζ1 καταθέτει σχετικά ότι, και μία φορά αν έμπαινε στο διαμέρισμα ο 4ος κατηγορούμενος θα καταλάβαινε τι γινόταν εκεί. Εξ άλλου ο κατηγορούμενος αυτός σύχναζε στη γειτονιά, γιατί σ' αυτήν υπήρχε κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, που εκμεταλλευόταν αυτός και η μνηστή του. Ειδικότερα μάλιστα ο μάρτυς Ζ2 καταθέτει ότι η κατοικία του 4ου κατηγορουμένου βρισκόταν απέναντι από την ως άνω μισθωμένη κατοικία και ακριβώς απέναντι και με οπτική επαφή είναι το κατάστημα που εργάζεται. Γνώριζε λοιπόν πλήρως τα τεκμαινόμενα και δεν φαίνεται πειστικός ο ισχυρισμός του ότι φαινομενικά μόνο είναι μισθωτής του διαμερίσματος, καθόσον πραγματικοί μισθωτές που το νοίκιαζαν, είναι έμποροι Αιγύπτιοι, οι οποίοι, όταν έρχονται για επαγγελματικούς λόγους στη ......, προτιμούν να διαμένουν σε διαμέρισμα παρά σε ξενοδοχείο, αφού, κατά τα προλεχθέντα, όπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα που έγινε στο εν λόγω διαμέρισμα στις 31-10-2006. Σ' αυτό βρέθηκε μόνο ένα στρώμα ύπνου στο πάτωμα, ενώ το εν λόγω διαμέρισμα είναι ισόγειο και παλαιό και βρέθηκε με καπνισμένους - μαύρους τοίχους, στο οποίο βρέθηκαν, επίσης πεταμένα παλιά ρούχα, όπως καταθέτει η μάρτυς Γ1, ιδιοκτήτρια του εν λόγω διαμερίσματος. Η κατάσταση αυτή αποκλείει την επικαλούμενη χρησιμοποίηση του διαμερίσματος αυτού από ευκατάστατους επαγγελματίες. Στο διαμέρισμα επίσης αυτό βρέθηκε να υπάρχει, όπως προλέχθηκε μεταξύ μπαλκονιού και τοιχείου ξύλινη ράμπα, μήκους δύο (2) μέτρων περίπου, που οδηγούσε από το μπαλκόνι στον ακάλυπτο και λειτουργούσε ως δίοδος διαφυγής. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πρώτης πράξης που τους αποδίδεται." Με αυτά που δέχτηκε το πιο πάνω δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 88 παρ.1 Ν.3386/ 2005 που εφάρμοσε την οποία ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο αντίθετος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', και Ε' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος όπως αυτός εκτιμάται της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Ως προς την επιβαρυντική όμως περίπτωση της κατ' επάγγελμα μεταφοράς, δεν υπάρχει αιτιολογία, καθόσον ούτε στο σκεπτικό, ούτε και στο διατακτικό της απόφασης, αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η κατ' επάγγελμα μεταφορά αλλοδαπών εκ μέρους του αναιρεσείοντος αλλά ούτε και τα στοιχεία του νόμου. Επομένως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του. Ο ίδιος λόγος κατά το πρώτο μέρος που υπό την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττει τις ανέλεγκτες αναιρετικά ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης είναι απαράδεκτος. Μετά από αυτά πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα κατά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας ως προς την επιβαρυντική περίπτωση της κατά το άρθρο 88 παρ. 1 περ. β Ν.3386/2005 κατ' επάγγελμα μεταφοράς αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό και συνακόλουθα κατά το περί ποινής ως προς την πράξη αυτή και συνολικής γενικώς ποινής κεφάλαιό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν εκδώσει την αναιρούμενη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2531/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό. Και Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 88 παρ. β Ν. 3386/2005. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Επιβαρυντική περίσταση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 816/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κανελλόπουλο, περί αναιρέσεως της 5825/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδογιαννάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1918/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη, τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαρειά σωματική βλάβη επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης, κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντα ή βαρειά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαρειάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 5825/2007 απόφασης, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι: από την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, τα πρακτικά της δίκης την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 7-5-2000 ο παθών Ψ1 μαζί με τη φίλη του Γ1 και τον φίλο του Γ2, ο οποίος επίσης συνοδευόταν από φίλη του, πήγαν να διασκεδάσουν στο νυκτερινό κέντρο διασκέδασης με την ονομασία "......, που λειτουργούσε στην ..... Αττικής (..... και ......). Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής τους είχαν παραγγείλει ένα μπουκάλι ουίσκυ και αργότερα μισό. Περί ώρα 3.30 περίπου ο παθών καθόταν στο τραπέζι του με τη φίλη του Γ2, ενώ το άλλο ζευγάρι της παρέας βρισκόταν στην πίστα. Κατά τον χρόνο εκείνο ο παθών ζήτησε το λογαριασμό από το σερβιτόρο. Ο σερβιτόρος έφερε τον λογαριασμό ο οποίος ήταν ύψους 85.000 δραχ. Ο παθών θεώρησε το λογαριασμό υπερβολικό, καθόσον ο ίδιος τον υπολόγιζε γύρω στις 60.000 δρχ. και για το λόγο αυτό ζήτησε απόδειξη. Στο αίτημά του για χορήγηση απόδειξης δύο άτομα με επιτακτικό τρόπο τον οδήγησαν προς την κουζίνα του κέντρου. Εκεί (στην κουζίνα) ο κατηγορούμενος μαζί με τον ..... επιτέθηκε κατά του κατηγορουμένου με γροθιές στο πρόσωπο και στη συνέχεια αιμόφυρτο τον οδήγησαν στο πάρκιν του κέντρου όπου ο κατηγορούμενος με τεμάχιο ξύλου του επέφερε ισχυρό πλήγμα στο πρόσωπο με συνέπεια ο παθών να πέσει στο έδαφος αναίσθητος και να βγάζει ρόγχο με γυρισμένη τη γλώσσα. Στον άνω ξυλοδαρμό προέβη ο κατηγορούμενος με πρόθεση και κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει όπως και προκάλεσε κίνδυνο για τη ζωή του, αφού αυτός υπέστη κάταγμα γνάθου προξενήθηκε ουλή στην περιοχή του λαιμού και προς τα δεξιά της μέσης γραμμής και υπήρξε μερική αλλοίωση στη δομή της λευκής ουσίας. Νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" από 7-5-2000 έως 22-5-2000 όπου και υποβλήθηκε σε ανοικτή ανάταξη και ακινητοποίηση του κατάγματος στη γνάθο (δ23) και σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου από την οποία ευρέθη μικρή αλλοίωση στη δομή της λευκής ουσίας, ενώ κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του υπέστη δύο εστιακές επιληπτικές κρίσεις. Ο κατηγορούμενος βέβαια αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή του στον άνω τραυματισμό του παθόντος και κατά το ενδιαφέρον σημείο έχει ισχυρισθεί κατά τις απολογίες του ενώπιον των δικαστηρίων τα ακόλουθα: α) Κατά την απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέθεσε τα εξής "Υπεύθυνος του μαγαζιού είμαι συνεργάτης του ......... Δεν ήμουν στο μαγαζί εκείνη την ώρα αλλά στο μαγαζί "....." (........) πληροφορήθηκα το περιστατικό την επόμενη μέρα λέει ψέμματα ο μάρτυρας β) Κατά την απολογία του όπως αυτή περιέχεται στα πρακτικά της αναιρεθείσας 2620/2006 απόφασης του Τρ/λούς Εφετείου Πλημ/των κατέθεσε τα εξής "Δεν ήμουν εκεί εγώ ήμουν στο ..... τα ίδια καθήκοντα που έχω στο ...... έχω και στη ...... Μου τηλεφώνησαν και μου είπαν πως έγινε φασαρία. Είμαι υπεύθυνος για το πρόγραμμα και για το προσωπικό και για το ΙΚΑ". Γ) Κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου απολογία του η οποία αναφέρεται στα παρόντα πρακτικά κατέθεσε τα εξής: "Δεν ήμουν παρών στο συμβάν άδικα κατηγορούμαι... Δεν είμαι το αφεντικό στη ....... όπως υποστηρίζει ο μηνυτής μου... Γιατί δεν αναγνώρισε και μένα από την αρχή στην αστυνομία εκείνη τη νύχτα ήμουν στο μαγαζί που εργάζομαι στο ...... Πήγα στη ..... από 10-10.30 γιατί τσεκάρω το προσωπικό και μετά έφυγα. Είμαι στην κατάσταση προσωπικού του ......... θεωρώ ότι έγινε το επεισόδιο αλλά εγώ δεν ήμουν παρών. Ακουσα ότι ο μηνυτής υπήρξε κάποια κοπέλλα σε διπλανή παρέα και τσακώθηκαν. Από την αστυνομία κλήθηκα γιατί με γνώριζε ο Δ/της πιστεύω ότι το όνομά μου το έδωσαν από το μαγαζί γιατί γνώριζαν ότι δεν ήμουν παρών και ότι δεν χτύπησα κανέναν. Με τις προαναφερόμενες απολογίες του ο κατηγορούμενος επικαλείται κατά σειρά για πρώτη φορά την απουσία του από το Κέντρο "......" και την εργασία του στο κέντρο ....... με σκοπό να δημιουργήσει "άλλοθι" κάτι που αν συνέβαινε θα ισχυριζόταν από την αρχή της ανάμειξης του ονόματός του στην ένδικη υπόθεση και προς επιβεβαίωση αυτού του "άλλοθι" προσκομίζει και φωτογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο στην οποία ποζάρει μαζί με δύο φίλους του και επ' αυτής (φωτογραφίας) αναγράφεται ......... Όμως η εν λόγω φωτογραφία έτσι όπως εμφανίζεται δεν είναι ικανή να αναιρέσει τις καταθέσεις του παθόντος αλλά και των μαρτύρων κατηγορίας και ιδία αυτές των Γ2 και Γ1 οι οποίοι αντιλήφθηκαν ιδίας όμμασι τον κατηγορούμενο να κτυπά τον παθόντα με ξύλο στο χώρο του πάρκιν. Ούτε βέβαια οι καταθέσεις αυτές αναιρούνται α) από την κατάθεση του ...... εργαζόμενου στην κυρία είσοδο του κέντρου "........." ο οποίος παρά την προσπάθειά του να εμφανίσει τον κατηγορούμενο απόντα καταθέτει ότι είδε τον κατηγορούμενο να μπαίνει περίπου 10-10.30μ. "αλλά δεν είδε πότε έφυγε" ενώ καταθέτει ότι δεν έγινε καμιά φασαρία μέσα στο μαγαζί και αν γινόταν θα τα αντιλαμβανόταν γιατί το πόστο του είναι η είσοδος, ότι στην κουζίνα δεν μπορεί να βλέπει και ότι έμαθε ότι έγινε φασαρία στο πάρκιν. Με την κατάθεσή του όμως αυτή αφενός διαψεύδει τον κατηγορούμενο σχετικά με τον ισχυρισμόν του ότι ο παθών πείραξε κάποια κοπέλλα σε διπλανή παρέα και τσακώθηκαν αφού τίποτε το σχετικό δεν κατατέθηκε από τον εν λόγω μάρτυρα, ο οποίος ως εκ της θέσης του θα ελάμβανε γνώση αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί και αφετέρου επιβεβαιώνει τον παθόντα και τους μάρτυρές του για τη φασαρία στο πάρκιν και β) από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως οι οποίοι αξίζει να σημειωθεί ότι εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στο ακροατήριο όχι όμως και κατά το στάδιο της προανάκρισης καθόσον "το άλλοθι του κέντρου ..., αποτελεί οψιγενή ισχυρισμό του κατηγορουμένου και όχι αρχικό όπως θα προέβαλε αν όντως ήταν έτσι τα πράγματα και παρουσιάζουν τον κατηγορούμενο ως εργαζόμενο στο κέντρο ... πλην όμως από κανένα, καίτοι επιχειρηματίας του κέντρου .... ο πρώτος ..... και Καλλιτεχνικός Διευθυντής ο δεύτερος ....... και εργαζόμενος ο τρίτος κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν προσκομίσθηκε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο (π.χ. κατάσταση προσωπικού, μισθοδοσία, κατάσταση Ι.Κ.Α.) από το οποίο να προκύπτει η απασχόληση του κατηγορουμένου εκείνο το χρονικό διάστημα στο κέντρο ...... Σύμφωνα με τα άνω αποδειχθέντα το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο όπως αυτή αναφέρεται και στο διατακτικό της παρούσας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής". Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα επικίνδυνης σωματικής βλάβης και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό και όσα αναφέρονται στο διατακτικό και παραδεκτώς συμπληρώνουν το σκεπτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α', 27 παρ.1, 308 παρ.1 α' σε συνδ. με άρθρο 309 ΠΚ εκθέτοντας πως προκλήθηκε η σωματική κάκωση στον παθόντα, το μέσον με το οποίο έγινε αυτή (τεμάχιο ξύλου και χέρια αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου) και το σημείο στο οποίο επλήγη ο παθών (πρόσωπο) και καταλήγοντας ότι λόγω του χρησιμοποιηθέντος μέσου, της σφοδρότητος και της κατεύθυνσης του πλήγματος καθώς και του σημείου που επλήγη και το οποίο κατονομάζει ειδικώς, μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται σαφής παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με "πρόθεση" άρα με δόλο, ο οποίος άλλωστε ενυπάρχει στην έκθεση της ιστορικότητας των γεγονότων που περιγράφονται σ' αυτή. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ότι στο ακροατήριο του δικαστηρίου εκτός από τους μάρτυρες υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ενόρκως δεν εμφανίστηκε μάρτυρας υπερασπίσεως με το όνομα ....... ως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. 3. Κατά το άρθρο 510 παρ.2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου λόγους, μπορούν να προταθούν σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ λόγος, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Εφετείο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των 44 Ευρώ ενώ είχε υποβληθεί αίτημα για το ποσό των 43 Ευρώ. Επομένως, ο συναφής τελευταίος λόγος της αιτήσεως είναι βάσιμος και πρέπει ν' αναιρεθεί κατά το σημείο τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, να απαλειφθεί κατά ένα Ευρώ η σχετική διάταξη που υποχρεώνει τον κατηγορούμενο να πληρώσει στον ενάγοντα 44 Ευρώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 5825/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και δη μόνον ως προς τη διάταξη που υποχρεώνει τον κατηγορούμενο να πληρώσει στον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των 44 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.- Απαλείφει κατά ένα Ευρώ τη διάταξη αυτή από την αναιρούμενη απόφαση.- Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 25-10-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της ίδιας αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω επιδικάσεως πλέον του αιτηθέντος διότι το δικαστήριο επεδίκασε ποσό 44 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ενώ το αίτημα ήταν για 43 ευρώ. Αναιρεί εν μέρει. Απαλείφει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Χρηματική ικανοποίηση
Αναίρεση μερική, Χρηματική ικανοποίηση.
0
Αριθμός 815/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 592/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Παναγιωτόπουλο. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 13/21-3-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 507/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος, αφού ανακοίνωσε στο Δικαστήριο ότι, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ....... ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Ροδολίβος Σερρών, ο πολιτικώς ενάγων απεβίωσε στις 7 Μαϊου 2007, κατόπιν ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 592/2007 αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης , δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής: Ο τρίτος κατηγορούμενος, Χ2, αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, πραγματοποίησε άσκηση ειδικότητος στην γαστρεντερολογία, αρχικά σε νοσοκομεία της ημεδαπής και, ακολούθως, της αλλοδαπής. Ειδικότερα, τα έτη 1992 έως 1994 ειδικεύθηκε στην Παθολογία στη Δ' Παθολογική Κλινική του Α.Π.Θ., εν συνεχεία, κατά τα έτη 1994 έως 1996, στην Γαστρεντερολογία στο Θεαγένειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, από του Οκτωβρίου 1996 έως τέλους του έτους 1998, συνέχισε την ειδίκευσή του στον κλάδο αυτόν στον Νοσοκομείο Royal Free Hospital του Λονδίνου στο Τμήμα μεταμόσχευσης ήπατος και ιατρικής ήπατος και χολής. Μετά ταύτα και αφού επανήλθε στην Ελλάδα, του αναγνωρίσθηκε την 12-1-1999 και με βάση το από ...... πιστοποιητικό - βεβαίωση που του χορηγήθηκε από το προαναφερόμενο νοσοκομείο, υπογραφόμενο από τον επιστημονικό του Διευθυντή Dr AK Burroughs, ομοφώνως από την Ειδική Επιτροπή του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας το από 1-10-1996 έως 30-10-1998 χρονικό διάστημα παραμονής του στο άνω νοσοκομείο, ως τοιούτο ασκήσεως στην ειδικότητα της γαστρεντερολογίας. Ανάλογη πορεία, με ειδίκευση σε αναγνωρισμένα κέντρα της αλλοδαπής, είχε και ο μεγαλυτέρας ηλικίας από τον προαναφερόμενο κατηγορούμενο εγκαλών, ιατρός - γαστρεντερολόγος και αναπληρωτής διευθυντής του Ε.Σ.Υ. στη Β' Παθολογική Κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου. Με διοικητική πράξη, που δημοσιεύθηκε στο παράρτημα του υπ' αριθμ. 47/14-5-2001 ΦΕΚ, προκηρύχθηκε η πλήρωση θέσεως Επίκουρου Καθηγητή του Τομέα Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με γνωστικό αντικείμενο την γαστρεντερολογία, για την κατάληψη της οποίας υπέβαλαν σχετική αίτηση ο εγκαλών και ο τρίτος κατηγορούμενος. Μεταξύ των λοιπών εγγράφων στοιχείων που ο τελευταίος συνυπέβαλε με την αίτησή του και αναφέροντο στην όλη επιστημονική του πορεία, συμπεριέλαβε και το από ..... έγγραφο - συστατική επιστολή του ως άνω νοσοκομείου Royal Free Hospital του Λονδίνου, υπογραφόμενο από τον επιστημονικό του Διευθυντή Dr AK Burroughs, το οποίο (έγγραφο διαφορετικό του προαναφερθέντος με ημερομηνία ..... που προσκομίσθηκε, κατά τα άνω, για την αναγνώριση χρόνου ειδικότητος) αναφέρετο στην επί ικανό χρονικό διάστημα θητεία του στο νοσοκομείο αυτό, στην εκεί εκπαίδευσή του και στο έργο που παρείχε υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του προαναφερομένου Dr Burroughs, που, όπως προέκυψε από τη διαδικασία, είναι από τους πλέον γνωστούς και εγνωσμένου, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, κύρους ιατρούς ηπατολογίας - γαστρεντερολογίας. Ακολούθως, εξελέγη, κατά των εκ των κειμένων διατάξεων οριζόμενο τρόπο, τριμελής εισηγητική επιτροπή, στην οποία συμμετείχε και ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ1, τα μέλη της οποίας δεν ομοφώνησαν ως προς την τελική πρότασή τους και υπέβαλαν δύο χωριστές εισηγήσεις, οι μεν Γ1 και ο Γ2, προτείνοντες τον εγκαλούντα, ο δε Χ1 με πρόταση εκλογής του τρίτου κατηγορουμένου. Αμφότερες, πάντως, οι εισηγήσεις έκαναν πλήρη και εκτενή αναφορά στο σύνολο των προσόντων των υποψηφίων, αιτιολογούσαν δε πλήρως την εν τέλει υπέρ του συγκεκριμένου υποψηφίου προτίμηση των εισηγουμένων, Το εκλεκτορικό σώμα, αποτελούμενο από τριάντα (30) εκλέκτορες, συνήλθε νομίμως σε συνεδρίαση για την παραπάνω εκλογή στις 27-2-2003, την όλη δε διαδικασία διηύθηνε ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ, ως Πρόεδρος του Τμήματος της Ιατρικής Σχολής και, ταυτοχρόνως, και εκλέκτορας. Μετά μακρά διαδικασία το εκλεκτορικό σώμα με μικρή πλειοψηφία εξέλεξε για τη θέση αυτή τον τρίτο κατηγορούμενο, Χ2, ο οποίος έλαβε υπέρ αυτού δεκαέξι (16) ψήφους, ενώ ο εγκαλών έλαβε τις ψήφους των υπολοίπων δεκατεσσάρων (14) εκλεκτόρων. Ακολούθως, ο τελευταίος, θεωρήσας εαυτόν αδικηθέντα, άρχισε να ερευνά τα προσόντα του υπερισχύσαντος συνυποψηφίου του, θεωρήσας δε, μετά αλληλογραφία με το Royal Free Hospital του Λονδίνου, όπου ο τελευταίος ασκήθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι δεν συμπλήρωσε το νόμιμο χρόνο για να λάβει τελικά την ειδικότητα του γαστρεντερολόγου, υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά στον ενταύθα Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, κατ' ακολουθίαν της οποίας ασκήθηκε η εν προκειμένω ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων. Ηδη, στους πρώτο και δεύτερο εξ αυτών, Χ και Χ1, αποδίδεται ότι, ως εκλέκτορες, υπερψήφισαν τον τρίτο των κατηγορουμένων, Χ2, για κατάληψη της προκηρυχθείσης, ως άνω, θέσεως, μολονότι γνώριζαν ότι αυτός δεν είχε τα νόμιμα προσόντα και δη τα απαιτούμενα για την πρόσκτηση της ειδικότητας της γαστρεντερολογίας τοιαύτα, ενήργησαν δε από πρόθεση και με σκοπό να βλάψουν τον εγκαλούντα και να ωφελήσουν τον τρίτο κατηγορούμενο. Ειδικότερα, αποδίδεται σε αυτούς πως γνώριζαν ότι ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος προσμέτρησε για την απόκτηση της ειδικότητας της γαστρεντερολογίας τη διετή θητεία του στο Royal Free Hospital του Λονδίνου, εν τοις πράγμασι δεν είχε καλύψει εκεί το νόμιμο χρόνο για την απόκτηση της ειδικότητας αυτής, δεδομένου ότι από το προσκομισθέν από μέρους του, προς επιβεβαίωση των γεγονότων αυτών, "από ...... πιστοποιητικό του Burroughs - Consultant Physiician ant Hepatelogist Unit of Liver Transplantation ant Hepatobiliary Medicine of Royal Free Hospital, συνάγεται ότι αυτός κατείχε εκεί θέση "clinical research fellow" (κλινικού ερευνητή), που καμία σχέση δεν είχε μ' εκείνη του ειδικευόμενου, επίσης ο υπογράφων αυτό Dr. Burroughs δεν είχε αρμοδιότητα εκδόσεως και υπογραφής πιστοποιητικού, καθόσον δεν είχε ο ίδιος τον τίτλο της γαστρεντερολογίας ούτε είναι ο επιστημονικός Διευθυντής του Νοσοκομείου, αλλά και για το λόγο ότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν αποτελούσε καν πιστοποιητικό αλλά απλή συστατική επιστολή". Για τον ίδιο, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά του στοιχεία, λόγο κατηγορείται, περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος, Χ1, για την θετική υπέρ του τρίτου κατηγορουμένου εισήγησή του προς το εκλεκτορικό συμβούλιο. Ομοίως, ο τρίτος κατηγορούμενος, Χ2, πέραν της κατηγορίας για ηθική αυτουργία στις κατά τα άνω πράξεις των συγκατηγορουμένων του, κατηγορείται, επίσης, ότι συνυποβάλλοντας το ίδιο, ως ανωτέρω, έγγραφο προς το εκλεκτορικό σώμα, υφήρπασε δολίως την υπέρ αυτού θετική απόφασή του, παραπλανώντας τα μέλη του περί την νόμιμη από μέρους του κατοχή της ειδικότητος της γαστρεντερολογίας, ενώ, ο δεύτερος κατηγορούμενος, με την ίδια, ως ανωτέρω εισήγησή του, παρέσχε στον κατηγορούμενο αυτό απλή συνδρομή πριν και κατά την τέλεση της πράξεώς του αυτής, ενώ ομοία συνδρομή κατηγορείται ότι του παρέσχε και ο τέταρτος κατηγορούμενος, ......., καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος, αρχομένου του μηνός Δεκεμβρίου 1998, εισηγήθηκε στην Ειδική Επιτροπή Αναγνώρισης Χρόνου Ειδικότητας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας, την αναγνώριση ως χρόνου ειδικότητος του τρίτου κατηγορουμένου τον χρόνο παραμονής του στο κατά τα άνω ιατρικό κέντρο της αλλοδαπής, μολονότι μέρος του χρόνου αυτού διανύθηκε εκεί σε καθεστώς μη ειδικεύσεως, με συνέπεια να μη συμπληρούται ο αναγκαίος χρόνος τη διετίας για την πρόσκτηση της ειδικότητος γαστρεντερολογίας από πλευράς τρίτου κατηγορουμένου. Παρατηρείται όμως ότι οι κατηγορίες αυτές βασίζονται σε εσφαλμένη θεώρηση της όλης εκλογικής, ως άνω διαδικασίας αλλά και σε παρανοήσεις περί αυτή. Ειδικότερα, όπως πλήρως απέδειξε η αποδεικτική διαδικασία, η κτήση ορισμένης ειδικότητος δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί σε κάθε όμοια διαδικασία εκλογής καθηγητή στις ιατρικές σχολές των Πανεπιστημίων της Χώρας, τυπικό ή ουσιαστικό προαπαιτούμενο για την από μέρους των υποψηφίων κατάληψη της υπό πλήρωση θέσεως. Στις εκλογικές αυτές διαδικασίες, όπως και στην εν προκειμένω ενδιαφέρουσα και δεδομένου ότι πρόκειται για θέσεις, εκ της οποίας οι καταλαμβάνοντες αυτές θ' ασχοληθούν κυρίως με εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, συνεκτιμάται, για το ποιος εκ των υποψηφίων θα τις καταλάβει, κατά κύριο λόγο η προοπτική πανεπιστημιακής εξελίξεώς τους, το επιστημονικό τους έργο, οι βιβλιογραφικές αναφορές και οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, με βάση δε αυτά τα κριτήρια και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, όπως και οι υπόλοιποι δεκατέσσερις εκλέκτορες, έδωσαν θετική ψήφο υπέρ του τρίτου κατηγορουμένου, όπως, αντιστοίχως, οι λοιποί εκλέκτορες, κρίνοντες υπέρτερα τα προσόντα του εγκαλούντος, έδωσαν την ψήφο τους υπέρ αυτού, ενώ, αντιστοίχως, ο δεύτερος κατηγορούμενος, εισηγήθηκε θετικά υπέρ του τρίτου κατηγορουμένου κα τα λοιπά μέλη της εισηγητικής επιτροπής υπέρ του εγκαλούντος. Σε καμία, πάντως, περίπτωση, τα κριτήρια, βάσει των οποίων, οι μεν εισηγητές εισηγήθηκαν ως ανωτέρω, οι δε εκλέκτορες έδωσαν την ψήφο τους οι μεν υπέρ του τρίτου κατηγορουμένου και οι δε υπέρ του εγκαλούντος, δεν είχαν σχέση με την ιατρική ειδικότητα των υποψηφίων και την κτήση της, αφού, κατά νόμο, αυτό δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων αξιολογήσεώς τους και, επομένως, παρίσταται έωλο το κατηγορητήριο, που βασίζει τις κατηγορίες σε βάρος των κατηγορουμένων αποκλειστικά και μόνο στο προαναφερόμενο γεγονός. Σε κάθε περίπτωση, σημειωτέα και τα ακόλουθα: Όπως προαναφέρθηκε, ο τρίτος κατηγορούμενος είχε ήδη αποκτήσει, από προγενεστέρου χρόνου, την ειδικότητα του γαστρεντερολόγου μέσω της τυπικώς νομίμου οδού και δη μετά αναγνώριση, από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας, ως χρόνου ειδικεύσεώς του, του χρόνου παραμονής του στο προαναφερόμενο ιατρικό κέντρο της αλλοδαπής, σημειωτέον ενός από τα πλέον έγκριτα στον τομέα της ηπατολογίας - χολής ιατρικά κέντρα της Ευρώπης και, ακολούθως, μετά επιτυχή υποβολή του στις νόμιμες εξετάσεις. Δεν ήταν δε, σε κάθε περίπτωση, δηλονότι και αν ήθελε υποτεθεί αναγκαία στο πρόσωπο των υποψηφίων η πρόσκτηση ιατρικής ειδικότητος, στην ευχέρεια του εκλεκτορικού σώματος, συνεπώς και των ως άνω κατηγορουμένων, η επανεξέταση των προσόντων αποκτήσεώς της, όπως υπολαμβάνει το κατηγορητήριο, ούτε η καθ' οιονδήποτε τρόπο αμφισβήτησή της, αφού, κατά νόμο, είναι άλλα τα όργανα, στα οποία η Πολιτεία αναθέτει το καθήκον αυτό, με προεξέχον το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας, όργανο προδήλως αυξημένου επιστημονικού κύρους. Εξ άλλου, ο τρίτος κατηγορούμενος συνυπέβαλε το ως άνω, από ...... έγγραφο του νοσοκομείου Royal Free Hospital του Λονδίνου, υπογραφόμενο από τον επιστημονικό του Διευθυντή Dr AK Burroughs, στο οποίο αναφέρεται το κατηγορητήριο, όχι για να δικαιολογήσει το νόμιμο της προσκτήσεως από μέρους του της ειδικότητος του γαστρεντερολόγου, όπως εντελώς αυθαιρέτως υπολαμβάνει το κατηγορητήριο, αφού, αφ' ενός είχε ήδη προ πολλού αποκτήσει την ειδικότητα αυτή και δεν υπήρχε ανάγκη επαναβεβαιώσεώς της και αφ' ετέρου δεν ήταν αναγκαίο τυπικό ή ουσιαστικό προσόν του για την κατάληψη της προκηρυχθείσης θέσεως η από μέρους του κτήση ιατρικής ειδικότητος, αλλά αληθώς ως συστατική επιστολή, δηλονότι για να καταστήσει γνωστή ενώπιον των εκλεκτόρων την υψηλού επιπέδου εκπαίδευσή του σε ένα από τα καλύτερα, στον τομέα του γνωστικού αντικειμένου που αφορούσε η προκηρυχθείσα θέση, ιατρικά κέντρα της Ευρώπης, πράγμα μη αμφισβητούμενο, ανεξαρτήτως του εάν και για όσο χρόνο η θητεία του εκεί μπορούσε ή όχι να θεωρηθεί τυπικά ως χρόνος για απόκτηση ιατρικής ειδικότητος. Κατ' ακολουθίαν των παραδοχών αυτών καθίσταται προφανές ότι δεν πληρούνται, στο πρόσωπο των δύο πρώτων κατηγορουμένων, τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αποδιδομένου σε αυτούς αδικήματος της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις τους, που αποδίδεται στον τρίτο κατηγορούμενο. Ομοίως δεν πληρούνται στο πρόσωπο του τελευταίου, τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αποδιδομένου σε αυτόν αδικήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και, συνακολούθως, ούτε του αδικήματος της απλής συνεργείας στην πράξη του αυτή, που αποδίδεται στον δεύτερο και τέταρτο των κατηγορουμένων. Και αυτά πέραν του γεγονότος ότι δεν θα στοιχειοθετείτο, σε κάθε περίπτωση, το προαναφερόμενο, αποδιδόμενο στον τρίτο κατηγορούμενο, αδίκημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατά τα αντικειμενικά του στοιχεία, αφού η απόφαση των εκλεκτόρων περί εκλογής ορισμένου προσώπου σε καθηγητική θέση δεν συνιστά βεβαίωση υπαλλήλου, καταχωρουμένη σε δημόσιο έγγραφο με βάση δηλώσεις του ενδιαφερομένου, αλλά κρίση τους ως συλλογικού αρμοδίου οργάνου, εξαγομένη ελευθέρως και μετά συνεκτίμηση και άλλων στοιχείων, πέραν των φερομένων ως ψευδών δηλώσεων του ενδιαφερομένου. Επομένως, πρέπει άπαντες οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν αθώοι των αξιοποίνων πράξεων που τους αποδίδονται. Με τις παραδοχές αυτές στο διατακτικό, που συμπληρώνει το σκεπτικό και αποτελεί με αυτό ενιαίο σύνολο, το δικαστήριο κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους αναιρεσίβλητους Χ1 και Χ2 τον μεν πρώτο για παράβαση καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και για απλή συνέργεια σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως, τον δε δεύτερο για ηθική αυτουργία στην παράβαση καθήκοντος του πρώτου και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και περαιτέρω εκτίθενται οι σκέψεις για τις οποίες τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν συγκροτούν εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τις παραπάνω πράξεις για τις οποίες κατά των κατηγορουμένων ασκήθηκε ποινική δίωξη. Ειδικώς για την αναφερόμενη στην αίτηση αναιρέσεως αιτίαση ότι η απόφαση δεν αιτιολογεί για ποιους λόγους ο κατηγορούμενος Χ1 δεν γνώριζε το ανεπαρκές της από ..... συστατικής επιστολής του καθηγητή Dr Burroughs του νοσοκομείου Royal Free Hospital του Λονδίνου, το δικαστήριο διαλαμβάνει ότι το άνω πιστοποιητικό υπέβαλε ο κατηγορούμενος Χ2, όχι για να δικαιολογήσει το νόμιμο της προσκτήσεως από μέρους του της ειδικότητας της γαστρεντερολόγου, την οποία αυτός από πολλού χρόνου είχε αποκτήσει, αλλά ως συστατική επιστολή και προκειμένου να καταστήσει γνωστή στο σώμα των εκλεκτόρων την υψηλού επιπέδου εκπαίδευσή του σε ένα από τα καλύτερα, στον τομέα του γνωστικού του αντικειμένου, ιατρικά κέντρα της Ευρώπης. Τέλος, εφόσον κατά τις παραδοχές της αποφάσεως δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος εκ μέρους του κατηγορουμένου Χ1, το δικαστήριο ορθώς δεν διέλαβε αιτιολογία για την πράξη της ηθικής αυτουργίας για την οποία είχε διωχθεί ο κατηγορούμενος Χ2. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-3-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 592/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α) Παράβαση καθήκοντος και ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Β) Υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και απλή συνέργεια σε υφαρπαγή. Αθωωτική απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Αναίρεση εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη αιτιολογίας. Επάρκεια αιτιολογίας και απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Ηθική αυτουργία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Συνέργεια, Παράβαση καθήκοντος.
2
Αριθμός 814/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της με αριθμό 337/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 568/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία'', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών". Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 337/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της κατ' εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 5-1-1999 έως 24-2-1999 και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι παρήλθε πενταετία από τον χρόνο τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης και μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη, ενώ ορθώς δέχθηκε στην παρεμπίπτουσα για το ζήτημα της παραγραφής απόφασή της ότι χρονική αφετηρία της παραγραφής είναι η 27-6-2003 που θεωρήθηκαν τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, στην συνέχεια, όμως, τόσο στο κύριο σκεπτικό αλλά και στο διατακτικό της αποφάσεως, ως χρόνο τελέσεως του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο δίκασε τελικώς τον κατηγορούμενο, αντιφατικώς δέχεται το χρονικό διάστημα από 5-1-1999 έως 24-1-1999. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι αντιφατική και καθιστά έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του νόμου επί ζητήματος που σχετίζεται με την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Τούτο δε διότι εάν, ως δέχεται στην παρεμπίπτουσα απόφασή του, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 27-6-2003, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο δίκασε (12-1-2007), δεν είχε παρέλθει πενταετία, πολύ περισσότερο δε οκταετία, εάν όμως ο χρόνος τέλεσης της πράξης αρχίζει από την 5-1-1999, ως δέχεται στο κύριο σκεπτικό και το διατακτικό, τότε κατά τον άνω χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως (12-1-2007), συνυπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, είχαν υποπέσει σε παραγραφή οι μερικότερες πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος από 5-1-1999 έως 12-1-1997 Μετά από αυτά, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας [παρέλκει μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών λόγων] πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Π.Δ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ.337/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Αντιφατική αιτιολογία ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης από τον οποίο επηρεάζεται η παραγραφή. Αναίρεση και παραπομπή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Παραγραφή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 812/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. x1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομάττη και 2. x2, κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Δημητρακόπουλο, περί αναιρέσεως της 2898/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2007 και 2 Ιουλίου 2007 χωριστές αιτήσεις τους, αντίστοιχα, αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1366/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Α) Ως προς την αίτηση αναίρεσης του x1 Η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχτηκαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2898/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 12 ετών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ για τις πράξεις της κατοχής από κοινού και απόπειρας πωλήσεως από κοινού της ιδίας ποσότητας ναρκωτικών ουσιών. Στο Δικαστήριο αυτό ο συνήγορός του, προέβαλε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τον ισχυρισμό ότι ήταν απλός συνεργός του ως άνω εγκλήματος της απόπειρας πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών από κοινού. Το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση δέχθηκε ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο αυτό και αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας δίκης, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά; "Εις την υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών, στην ........περιήλθε η πληροφορία ότι κάποιος Αλβανός ονόματι ''Β1'' στην περιοχή της ........, στην Αθήνα, διακινεί μεγάλες ποσότητες ηρωίνης, αστυνομικοί κατόρθωσαν και έμαθαν τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του εις το οποίο και ήρχισαν την τηλεφωνική των επικοινωνία με τον άνω ''Β1'', με τον οποίο συνεφώνησαν τελικώς να συναντηθούν την 31/10/2003 στο .... νηπιαγωγείο της ........, προκειμένου ο ''Β1'' να πουλήσει εις τον αστυνομικό Γ1 1/2 κιλό ηρωίνης αντί 4000 ευρώ που θα τα έδινε την επόμενη ημέρα. Το ραντεβού ήτο για το μεσημέρι της 31/10/2003 και ώρα 13,30, 'οτε έφθασε στο ανωτέρω σημείο της ..... ο ''Β1'' με ένα κόκκινο ....... με κενή τη θέση του συνοδηγού και ένα άτομο πίσω (βλ. απολογία κατηγορουμένου x1 σήμερα). Ο εξ' αυτών ''Β1 ''είπε στον αστυνομικό να μπεί στο αυτοκίνητο, όπερ έπραξε ο τελευταίος, και του ζήτησε αμέσως να του μετρήσει τα χρήματα, ενώ ο έτερος Αλβανός επιβαίνων του αυτοκινήτου, που εκάθητο πίσω, εξήλθε (του αυτοκινήτου) και πήγε να φέρει την ηρωίνη, που την είχε αφήσει επάνω στο ρεζερβουάρ ενός φορτηγού αυτοκινήτου, εσταθμευμένου πίσω από το ανωτέρω .....,σε αυτοσχέδιο δέμα με περιτύλιξη και μονωτικής ταινίας συνολικού μικτού βάρους 505 γραμμ. Μόλις επανήλθε ο Αλβανός με το δέμα ανά χείρας που ήτο ο α' κατηγορούμενος x1, τον συνέλαβε ο άνω αστυνομικός Γ1, ο οποίος όμως δεν συνέλαβε τον Β1, ο οποίος ήτο ο β' κατηγορούμενος x2,διότι διέφυγε, τον συνέλαβαν όμως λίγο πιο κάτω άλλοι αστυνομικοί, που εν ω μεταξύ είχαν πλησιάσει. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι x1 και x2 κατείχαν από κοινού την ηρωίνη εις το άνω σημείο, εφ' 'οσον και οι δύο γνώριζαν που ήτο κρυμένη (στο ρεζερβουάρ του φορτηγού) και είχαν την φυσική εξουσίασή της, κατά τρόπον ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορούν την ύπαρξή της εκεί, έχοντες πραγματική σχέση με αυτή και κυριαρχία επ' αυτής. Είχαν δε κοινό δόλο, διότι ο κάθε συναυτουργός κατηγορούμενος ήθελε και απεδέχετο την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως της κατοχής γνωρίζων ότι και ο έτερος συμμέτοχος πράττει με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος (ΑΠ 67/2000 Ποιν Χρον. Ν'204) (βλ. και σημερινή απολογία του κατηγορουμένου x1 ,ο οποίος αναφέρεται στην προανακριτική του απολογία και στην οποία εκθέτει ότι '' με τον συγχωριανό του x2 πήγαν με το αυτοκίνητό του να κάνουν μία εξυπηρέτηση στον γνωστό τους ...... και του είχε πεί στο τηλέφωνο ότι αν δίνανε μία μικροποσότητα ηρωίνης σε κάποιο έλληνα, αυτός θα του έδινε κάποια χρήματα'', όπερ ακριβώς σημαίνει ότι σαφώς εγνώριζε για την ηρωίνηκαι συνηντήθησαν με τον ''έλληνα''για τον συγκεκριμένο σκοπό της πωλήσεως, ως και απολογία του x2, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο και κατά την οποία αυτός είπε στον x1 που ήταν τα ναρκωτικά. Ο κατηγορούμενος x1 αρνείται την κατοχή της ηρωίνης την οποία ισχυρίζεται ότι δεν είχε ποτέ υπό την εξουσία του, προς δε αρνείται ότι συνεφώνησε την πώλησή της αλλά αβασίμως, ενόψει των άνω αποδειχθέντων". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του, όσον αφορά την τέλεση εκ μέρους του αναιρεσείοντος των ως άνω πράξεων και την απόρριψη του ισχυρισμού περί απλού συνεργού, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 42, 45 Π.Κ. 4 παρ. 3, πιν. Α αριθμ.5, 5 παρ. 1 εδάφ.β',ζ' και 2,Ν. 1729/1987,όπως το άρθρο 5 αντικ. με άρθρο 10 Ν 2161/93. Ειδικότερα αιτιολογεί επαρκώς εκ του πράγματος η προσβαλλόμενη απόφαση την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού περί απλού συνεργού, όταν δέχεται ότι αυτός τέλεσε τα ως άνω εγκλήματα ως αυτουργός. Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλομένη για την απόρριψη του ισχυρισμού περί απλού συνεργού είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, α) "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α), και β) "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ). Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή. Επίσης στην δεύτερη από τις περιπτώσεις αυτές η μετάνοια του υπαιτίου, πρέπει, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή, να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στην πιο πάνω ποινή, κατέθεσε εγγράφως τους πιο κάτω ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς: Α)"Βασίμως και ευπροσώπως ζητώ να μου αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου αφού αποδεδειγμένα όχι μόνο έχω λευκό ποινικό μητρώο αλλά δεν είμαι προσεσημασμένος''. Β)''Έχω μετανοήσει για την εμπλοκή μου στην εν λόγω υπόθεση. Κυρίως δε, δεν είχα γνώση των δεδομένων της πράξης μου αλλά και περιθώριο επιλογής προκειμένου να αποφύγω την ελάχιστη αυτή εμπλοκή μου που κατέληξε δραματική για μένα .Από το 2003 στην φυλακή, ήδη τρία χρόνια έγκλειστος, έχω αντιληφθεί και την βαρύτητα της πράξης μου αλλά και το κακό που ο ίδιος προκάλεσα σε μένα και την οικογένειά μου. Η μεταμέλειά μου είναι ειλικρινής και αποδεικνύεται από την αποστροφή που τρέφω για τα ναρκωτικά (από τα οποία ουδεμία προηγούμενη σχέση είχα), από την μονίμως τραυματισμένη ψυχολογική μου διάθεση, από τις παραινέσεις μου στην οικογένειά μου να προσέχουν στο εξής με ποια άτομα συναναστρέφονται αλλά και να μη υποπέσουν έστω και στην παραμικρή παράβαση του νόμου έχοντας ο ίδιος την πικρή εμπειρεία της φυλακής''. Με το πιο πάνω περιεχόμενο οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή και τα οποία μαρτυρούν ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων που δικάστηκε. Η απλή αναφορά ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν είναι προσεσημασμένος δεν αρκούν για να καταστήσουν ωρισμένο τον περί προτέρου εντίμου βίου ισχυρισμό του. Επίσης δεν αρκεί η αναφορά της αποστροφής του από τα ναρκωτικά και των παραινέσεων στην οικογένειά του να προσέχουν με ποια άτομα συναναστρέφονται για να καταστήσουν ορισμένο τον περί ειλικρινούς μεταμέλειας ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και ως εκ περισσού απάντησε, στους πιο πάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος . Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 εδ. α' και β' του νόμου 1729/1987, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2161/1993, "για αλλοδαπούς ενηλίκους ή ανηλίκους που καταδικάζονται για παραβίαση του νόμου αυτού, το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από την χώρα εκτός εάν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί που δικαιολογούν την παραμονή στη χώρα, οπότε ισχύουν γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η προβλεπόμενη ως άνω ισόβια απέλαση αλλοδαπού, που έχει καταδικασθεί για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών (ν. 1729/87 όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2161/93) αποτελεί παρεπόμενη ποινή και είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που καταδικάζει τον αλλοδαπό εκτός αν κρίνει αιτιολογημένα, ότι για την παραμονή του στη χώρα συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί. Στη προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων υπήκοος της Αλβανίας, που δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, προέβαλε και ανέπτυξε προφορικά τον ισχυρισμό του ότι συντρέχουν σοβαροί οικογενειακοί λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν τη μη απέλασή του από την χώρα επικαλούμενος ειδικότερα τα εξής: ''ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τα αδέλφια μου κι εγώ ζούμε και εργαζόμαστε νόμιμα στην Ελλάδα από το 1994. Προ του γεγονότος της συλλήψεώς μου ήμουν κάτοχος αδείας εργασίας αλλοδαπού και εργαζόμουν στην επιχείρηση του κ. ...... και στο ξενοδοχείο "....." επί της οδού .......... (προσκομίζονται: άδεια εργασίας αλλοδαπού, βεβαιώσεις των εργοδοτών μου, βεβαίωση του Ι. Κ.Α. περί καταβολής των ασφαλιστικών μου εισφορών και βεβαίωση απόδοσης Α.Φ.Μ, βεβαιώσεις κατάθεσης δικαιολογητικών των γονιών μου για χορήγηση Ε. Α. Τ. Ο.) 2.- Η οικογένεια μου έχει χάσει κάθε σύνδεσμο με την Αλβανία και είναι μόνιμα πλέον εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διαμένει δε σε μισθωμένο διαμέρισμα στην .... στην οδό ......... (προσκομιζόμενο αποδεικτικό έγγραφο :-μισθωτήριο) 3.- Ειδικότερα, ο πατέρας μου αντιμετωπίζει σοβαρά καρδιολογικά και άλλα προβλήματα υγείας (σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά προσκομίζονται) και συχνά έχει νοσηλευθεί σε ελληνικά νοσοκομεία, παρακολουθείται από Έλληνες γιατρούς και του έχει συστηθεί να μην εργάζεται. Ουσιαστικά το μόνο οικονομικό στήριγμα της οικογενείας μου ήμουνεγώ γι' αυτό το λόγο δούλευα νυχθημερόν και μάλιστα σε δύο εργασίες ως προανέφερα. Το αυτό θα εξακολουθήσω να πράττω και αφού βγω από τη φυλακή_ 4.-_Είμαι μέλος του συλλόγου Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου ήδηαπό το 1998 (προσκομίζεται αντίγραφο του πιστοποιητικού δελτίου ταυτότητας που μου χορηγήθηκε από το σύλλογο -οράτε και σχετικό πιστοποιητικό της μητέρας μου ........) 5.- Η απέλαση μου θα σημαίνει τη φυσική μου εξόντωση. Δενέχω κανέναν στην Αλβανία. Αντίθετα, στην Ελλάδα θα είμαι με την οικογένεια μου, θα έχω την ευκαιρία να εργαστώ αλλά και να αποδείξω ότι είμαι έντιμος, εργατικός και νομοταγής. 6.- Δεν είμαι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Έχω λευκό ποινικό μητρώο και δεν είμαι προσεσημασμένος. Έχω μόνιμη κατοικία γνωστή στις αρχές και τρία χρόνια στη φυλακή δεν έχω δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα. Η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του, με την εξής αιτιολογία: "Οι υπό του νόμου προβλεπόμενοι σπουδαίοι λόγοι και δη οικογενειακοί, οι οποίοι, εάν συντρέχουν, δικαιολογούν την παραμονή των κατ/νων στη χώρα, επικαλούμενοι υπό του κατηγορουμένου x1, δεν απεδείχθησαν ούτε εκ των καταθέσεων των επιμελεία εξετασθέντων μαρτύρων και ιδία εκ μόνου του λόγου ότι καίτοι δεν έχει βαπτισθεί πηγαίνει στην εκκλησία (κατά την κατάθεση του μάρτυρος ιερέως ........) ή ότι δουλεύει στην οικοδομή, και σε ξενοδοχείο, με άδεια εργασίας αλλοδαπού, προς δε δεν απεδείχθη ότι ο ως άνω κατηγορούμενος και η οικογένειά του έχουν χάσει κάθε σύνδεσμο με την Αλβανία, ώστε να δικαιολογείται η παραμονή τους στην Ελλάδα, εκ του ότι είναι ο κατ/νος ως άνω μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Βορείου Ηπείρου". Με το παραπάνω περιεχόμενο η προσβαλλόμενη δεν έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 1 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι το δικαστήριο που την εξέδωσε δεν διαγιγνώσκει θετικώς ή αρνητικώς όλα τα προβληθέντα ως άνω διακωλυτικά της απελάσεως του αναιρεσείοντος περιστατικά, αλλά μόνο τα αναφερόμενα ανωτέρω, με συνέπεια να πάσχει το συνταχθέν απορριπτικό του αυτοτελούς ισχυρισμού συμπέρασμα ως μη απορρέον εξ ορθής υπαγωγής. Συνεπώς πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης ν' αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ως άνω διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος και παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές από εκείνους που την εξέδωσαν. Β) Ως προς την αίτηση αναιρέσεως του x2. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής , κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, α) "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α), και β) και ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του" (περ.ε). Στην δεύτερη περίπτωση, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ για τις πράξεις της κατοχής από κοινού και απόπειρας πωλήσεως από κοινού της ιδίας ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, κατέθεσε εγγράφως τους πιο κάτω ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς: "Στον κατηγορούμενο θα πρέπει να γίνουν δεκτά τα παρακάτω ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α, 2ε Π.Κ. Α) το ότι έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Διότι από το σύνολο των εγγράφων και των μαρτυρικών καταθέσεων προέκυψε ότι μέχρι την τέλεση της αποδιδόμενης πράξης έζησα έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και γενικά κοινωνικό βίο. Ουδέποτε είχα απασχολήσει τις Αστυνομικές και Δικαστικές αρχές, όπως προκύπτει από το λευκό ποινικό μου μητρώο και τις βεβαιώσεις των Αλβανικών Αρχών ότι ουδέποτε κατηγορήθηκα ή κηρύχθηκα ένοχος για οποιαδήποτε πράξη. Από την έλευσή μου στην Ελλάδα συνεχώς εργαζόμουν προκειμένου να ανταπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου. Η μέχρι την τέλεση των πράξεων συμπεριφορά μου υπήρξε καλή, έντιμη, αξιοπρεπής και συμβατή με τους κανόνες της ηθικής και του δικαίου. Β) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του και ειδικότερα "Από της τελέσεως των πράξεων που μου αποδίδονται έχω επιδείξει καλή συμπεριφορά, απόλυτη υποταγή και σεβασμό στους σωφρονιστικούς κανόνες και ειρηνική και ήρεμη διαβίωση στη φυλακή. Επειδή η καλή συμπεριφορά υποδηλώνει αναγνώριση της επιλήψιμης προηγούμενης δραστηριότητας και ταυτόχρονα λαμβάνει χώρα αποδοχή των κοινωνικών όρων και δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί ως επίδειξη μεταβολής της ψυχικής διαθέσεως και ενστερνίσεως των κανόνων της κοινωνικής συμβιώσεως. Α. Επειδή οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την αποδοχή του ελαφρυντικού αυτού δηλαδή α) να έχει συμπεριφερθεί ο δράστης καλά μετά την πράξη του και β) η καλή αυτή συμπεριφορά να έχει διαρκέσει "σχετικά μεγάλο διάστημα", συντρέχουν πλήρως στο πρόσωπο μου. Από τα προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει η καλή συμπεριφορά μου σε ολόκληρο το διάστημα από την τέλεση της πράξεως μέχρι την εκδίκαση της στο Εφετείο. Επομένως η ουσιαστική βασιμότητα του αιτήματος μου αυτού απεδείχθη πλήρως". Τους πιο πάνω ισχυρισμούς το Δικαστήριο της ουσίας τούς απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την εξής αιτιολογία: Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ., καθόσον μέχρι του χρόνου που έγινε η πράξη έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, πρέπει να απορριφθεί κατά πλειοψηφία διότι δεν αρκεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έχει λευκό ποινικό μητρώο, αλλά πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται εις όλες τις άνω μορφές της συμπεριφοράς του, όπερ εδώ δεν απεδείχθη. Επίσης ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε Π.Κ., λόγω του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι δεν συνιστά τοιαύτη περίπτωση ότι επέδειξε καλή διαγωγή κατά τη δίκη δηλώνων ότι ''ζητά συγνώμη από την κοινωνία και την δικαιοσύνη (βλ. απολογία του σήμερα) αλλ'απαιτείται η καλή συμπεριφορά να είναι συνέπεια ελεύθερης επιλογής του και όχι εξαναγκασμένης συμπεριφοράς του συμορφώσεως προς τους κανόνες συμπεριφοράς των κρατουμένων στη φυλακή διότι η διάταξη αναφέρεται στη διαγωγή του στη κοινωνία, εν προκειμένω δε ο κατηγορούμενος κατηγορούμενος επέδειξε καλή διαγωγή απόλυτη υποταγή και σεβασμό στους σωφρονιστικούς κανόνεα και ειρηνική και ήρεμη διαβίωση στη φυλακή, ήτοι υπό συνθήκες εγκλεισμού. Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο με τα στοιχεία Β ισχυρισμός (ότι ο αναιρεσείων συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του), είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά τις πράξεις του αυτές. Η απλή αναφορά, της καλής του συμπεριφοράς του στη φυλακή, ως μόνο συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό δεν αρκεί για να καταστήσουν ορισμένο τον ανωτέρω ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, απάντησε, ως εκ περισσού, στον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με την προαναφερόμενη αιτιολογία του. Σε σχέση με τον πρώτο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως (84 παρ.2α ΠΚ), που ήταν σαφής και ωρισμένος καθόσον δεν αναφέρετο μόνο το λευκό ποινικό μητρώο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως. Επομένως ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον όσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ. και όχι ως προς την περί ενοχής διάταξη, ως και προς την περί ποινής διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 2898/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς την περί απελάσεως του αναιρεσείοντος x1 διάταξή της και ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος x2 περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξη της απόφασης αυτής. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 4 Ιουλίου 2007 και 2 Ιουλίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως των x1 και x2, αντίστοιχα . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας ως προς απέλαση αλλοδαπού και ελαφρυντικής περιστάσεως άρθρου 84 παρ. 2α. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 811/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 1275/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1109/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊστάμενης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βούλησης και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. Ως υπάλληλος κατά το άρθρο 13α του ΠΚ νοείται κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίου δικαίου. Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει με την παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνομη ωφέλεια ή τη βλάβη και συγχρόνως όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή τη βλάβη με τον συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από το δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Για την ολοκλήρωση του εγκλήματος του άρθρου 259 του ΠΚ δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί η επιδιωκομένη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη. Ενώ αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα σκοπό ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παράβασης, τότε το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνομο όφελος κατά την έννοια του άρθρου 259 του ΠΚ είναι κάθε όφελος, το οποίο επιδιώκεται με την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ.1 της Αιβ/8577/8-9-1983 υγειονομικής διατάξεως, για την ίδρυση και λειτουργία καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται άδεια της οικείας Αστυνομικής Αρχής, κατά δε την παρ.5 του ίδιου άρθρου, θεωρείται ίδρυση νέου καταστήματος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονομικού ενδιαφέροντος και συνεπώς απαιτείται νέα άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας τούτου, η μεταφορά ή επέκταση ή αλλαγή ή μεταβίβασή του καθώς και η ουσιώδης τροποποίηση των υγειονομικών όρων λειτουργίας του. Εξάλλου, με το άρθρο 11 του Ν.2307/1995 ορίσθηκαν τα επόμενα: Για την χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστημάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων ορίζονται με υγειονομικές διατάξεις, εφαρμόζονται οι ισχύουσες κάθε φορά υγειονομικές και άλλες διατάξεις (παρ.1). Οι διατάξεις του Π.Δ/τος 180 /1979 " περί όρων λειτουργίας καταστημάτων πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως" όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, εξακολουθούν να ισχύουν. Όπου στο ανωτέρω προεδρικό διάταγμα, για θέματα χορήγησης ή ανάκλησης ή αφαίρεσης αδειών ή σφράγισης των καταστημάτων αναφέρεται " Αστυνομική Αρχή" ή "Αστυνομικός Διευθυντής" ή "Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας" ή "Υπουργός Δημόσιας Τάξης" νοείται το οικείο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο... Κατ' εξαίρεση οι αποφάσεις για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των ανωτέρω καταστημάτων εκδίδονται από τον Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τότε που πληρούνται οι αντίστοιχες νόμιμες προϋποθέσεις. Ο Δήμαρχος ή ο Πρόεδρος της Κοινότητας υποχρεούται στην άμεση εκτέλεση της απόφασης. Η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου αυτής αποτελεί σοβαρή παράβαση καθήκοντος, τιμωρούμενη κατά τις οικείες διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα (παρ.2). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του Ν.2307/1995 η λειτουργική αρμοδιότητα των, κατά το Π.Δ/μα 180/1979 και της Αιβ/8577/8-9-1983 υγειονομικής διατάξεως, Αστυνομικών Αρχών μεταφέρθηκε και στο μεν Δημοτικό ή Κοινοτικό συμβούλιο ανατέθηκαν αποκλειστικά εφεξής τα θέματα της α) χορήγησης β) ανάκλησης γ) αφαίρεσης αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας και δ) σφράγισης των καταστημάτων, στο δε Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας ανατέθηκε μόνο η έκδοση αποφάσεως για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των άνω καταστημάτων, στην οποία εάν αυτός δεν προβεί, μολονότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, θεωρείται ότι παραβαίνει το καθήκον της υπηρεσίας. ΙΙ.- Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 39 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης [η οποία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως-Ολ.ΑΠ 3/1998] υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιώς που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1 , υπάλληλος ων κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263Α περ. α' ΠΚ και ειδικότερα, όντας Δήμαρχος του Δήμου ..., ενώ εγνώριζε ότι το κατάστημα πώλησης ξηρών καρπών - τσιγάρων - ψιλικών, ιδιοκτησίας της Ψ1 που βρίσκεται επί της οδού ..... , λειτουργούσε παράνομα χωρίς άδεια ίδρυσης και λειτουργίας, είχαν υποβληθεί δε δύο μηνύσεις για το λόγο αυτό σε βάρος της ιδιοκτήτριας από όργανα του Α.Τ. ...., τις οποίες τα τελευταία κοινοποίησαν στο Δήμο .... με τα υπ' αριθ. πρωτ. .... και .....έγγραφά τους, προκειμένου ο Δήμος να προβεί στην επιβολή των προβλεπομένων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων, ενώ την 8.8.2000 εξέδωσε την υπ' αριθ. 6734 απόφασή του περί σφραγίσεως του καταστήματος, αρχομένης της ισχύος της την 18.8.2000, παρά ταύτα μία ημέρα νωρίτερα την 17.8.2000 εξέδωσε την υπ' αριθ. 7207 απόφασή του περί αναστολής εκτελέσεως της προηγούμενης αποφάσεως μέχρι την 5.9.2000, παραβαίνοντας έτσι με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του που προβλέπονται από το νόμο και δη από το άρθρο 6 παρ. 9 εδ. β' της Υγ. Διάταξης Α1β/8577/83, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η αναστολή της εκτέλεσης της αποφάσεως περί σφραγίσεως, ως και από οδηγίες και εγκυκλίους της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος, αφενός στην παραπάνω επιχειρηματία συνιστάμενο στην παράνομη συνέχιση της λειτουργίας του καταστήματός της και την αποκομιδή κερδών απ' αυτήν, αφετέρου δε στον εαυτό του, συνιστάμενο στην έλλειψη πολιτικού κόστους. Ο κατηγορούμενος, ενώ εγνώριζε ότι α) σε βάρος του ιδιοκτήτη του ευρισκομένου στην ..... ....καταστήματος εστιατορίου - πιτσαρίας - ζαχαροπλαστείου - μπαρ, Σ1 είχε υποβληθεί μήνυση για ουσιώδη τροποποίηση των όρων λειτουργίας του, η οποία είχε κοινοποιηθεί στο Δήμο .... με το υπ' αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο του Δ/τη του Α. Σταθμού ...., β) σε βάρος της ιδιοκτήτριας του ευρισκομένου στην .... καταστήματος καφετέριας - αναψυκτηρίου Φ1 είχε υποβληθεί μήνυση για ουσιώδη τροποποίηση των όρων λειτουργίας του, η οποία κοινοποιήθηκε στο Δήμο ....με το υπ' αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο του ίδιου ως άνω Διοικητή, γ) σε βάρος του ιδιοκτήτη του ευρισκομένου στην ίδια περιοχή καταστήματος ζυθεστιατορίου Ζ1, είχε υποβληθεί μήνυση για ουσιώδη τροποποίηση των όρων λειτουργίας του η οποία κοινοποιήθηκε στο Δήμο ....με το υπ' αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο του πιο πάνω Διοικητή και δ) σε βάρος του ιδιοκτήτη του ευρισκομένου στην ίδια ως άνω περιοχή καταστήματος οβελιστηρίου - φαστ φουντ, Λ1 είχε ομοίως υποβληθεί μήνυση για ουσιώδη τροποποίηση των όρων λειτουργίας του που κοινοποιήθηκε στο Δήμο .... με το υπ' αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο του ιδίου ως άνω Διοικητή και ενώ ώφειλε ο κατηγορούμενος την 24.7.2000, 8.8.2000, 21.8.2000 και 24.7.2000 αντιστοίχως να προκαλέσει άμεσα από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου ...., σχετική περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας τους και σφράγισης της απόφασης, παρά ταύτα σε ουδεμία ενέργεια προέβη, παραβαίνοντας με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, όπως διαγράφονται από το νόμο (άρθρο 6 της Α1β/8577/1983 Υγ. διάταξης) με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος αφενός όταν πιο πάνω ιδιοκτήτες των καταστημάτων συνιστάμενο στην παράνομη συνέχιση της λειτουργίας τους και στην εξ αυτής αποκομιδή κερδών, αφετέρου στον εαυτό του, συνιστάμενο στην έλλειψη πολιτικού κόστους. Ο κατηγορούμενος, ενώ εγνώριζε ότι σε βάρος των ιδιοκτητών των καταστημάτων α) μπαρ εντός ξενοδοχείου με το διακριτικό τίτλο ".....", Ξ1 β) ταβέρνας Τ1 και γ) οβελιστηρίου - αναψυκτηρίου Ρ1 που βρίσκονται στην περιοχή ....., είχαν υποβληθεί μηνύσεις από όργανα του Α. Σταθμού ...., διότι την 2.7.2000, 20.7.2000 και 21.7.2000 κατελήφθησαν αντιστοίχως να λειτουργούν αυτά χωρίς άδεια λειτουργίας, οι οποίες (μηνύσεις) κοινοποιήθηκαν στο Δήμο ..... με τα υπ' αριθ. πρωτ. ...., .... και .... έγγραφα του Διοικητή του ως άνω Α.Σ. και ενώ ώφειλε ο κατηγορούμενος να προβεί στις 24.7.2000, 26.7.2000 και 1.8.2000 στην έκδοση σχετικής περί σφραγίσεώς τους απόφαση, εν τούτοις σε ουδεμία ενέργεια προέβη, παραβιάζοντας με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του που διαγράφονται από το νόμο (άρθρο 11 ν. 2307/19995 και άρθρο 6 της Α1β/8577/1983 Υγ. διάταξης) με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος αφενός στους ιδιοκτήτες των προαναφερομένων καταστημάτων με την παράνομη συνέχιση της λειτουργίας τους και την εξ αυτής αποκομιδή κερδών και αφετέρου στον εαυτό του, συνιστάμενο στην έλλειψη πολιτικού κόστους. Ο κατηγορούμενος, ενώ εγνώριζε ότι σε βάρος του ιδιοκτήτη του καταστήματος καφετέρια - μπαρ με το διακριτικό τίτλο "....", που βρίσκεται επί της οδού ...... Κ1 είχαν βεβαιωθεί τρεις παραβάσεις από όργανα του Α.Τ. .... επειδή αυτός κατελήφθη την 21.5.2000, την 23.5.2000 και την 21.7.2000 και ώρα 05.55' να λειτουργεί αυτό, έχοντας θέσει σε λειτουργία στερεοφωνικό μηχάνημα χωρίς άδεια λειτουργίας μουσικών οργάνων, έχοντας υπερβεί στην τρίτη περίπτωση το ωράριο λειτουργίας του και διαταράσσοντας την κοινή ησυχία των περιοίκων, οι οποίες (βεβαιώσεις παραβάσεων) κοινοποιήθηκαν στο Δήμο .... με τα υπ' αριθ. πρωτ. ...., .... και .... έγγραφα του Δ/τή του ως άνω Α.Τ., παρά ταύτα ο κατηγορούμενος δεν προέβη άμεσα την 3.8.2000 στη λήψη απόφασης για σφράγιση του καταστήματος αυτού και στη συνέχεια στην άμεση εκτέλεσή της για χρονικό διάστημα από 10 έως 60 ημέρες, αντίθετα, ενώ τυπικά εξέδωσε την υπ' αριθ. 7209/18.8.2000 απόφαση περί σφραγίσεώς του, αρχομένης την 25.8.2000, μία ημέρα ενωρίτερα την 24.8.2000 ανακάλεσε αυτήν με την υπ' αριθ. 7479 απόφαση στην οποία μνημόνευσε ως σχετικό την έγγραφη γνωμοδότηση της Διευθύνσεως Υγείας της Νομαρχίας Πειραιώς, η οποία όμως ελήφθη την 29.8.2000 από το Δήμο και καταχωρήθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου ...... Επίσης, μολονότι την 29.8.2000 έλαβε γνώση με το υπ' αριθ. πρωτ. .... έγγραφο του Δ/τή του Α.Τ. .... ότι στις 25.8.2000 ο ως άνω ιδιοκτήτης κατελήφθη να έχει εγκαταστήσει και να λειτουργεί στο προαναφερόμενο κατάστημά του 19 ψυχαγωγικά παιγνιομηχανήματα αντί των επιτρεπομένων δύο (2) βάσει της υπ' αριθ. ..... αδείας, δεν προέβη στη σφράγιση των πιο πάνω παιγνιομηχανημάτων. Με τις πιο πάνω πράξη και παραλείψεις του ο κατηγορούμενος παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος αφενός στον ιδιοκτήτη του πιο πάνω καταστήματος συνιστάμενο στη συνέχιση της λειτουργίας αυτού καθόλο το χρονικό διάστημα που είχε αναπτυγμένη τουριστική κίνηση και στη συνέχιση της λειτουργίας των επί πλέον δέκα επτά (17) παιγνιομηχανημάτων και την εξ αυτής (συνέχιση της λειτουργίας τόσον του καταστήματος όσο και των παιγνιομηχανημάτων) αποκομιδή κερδών και αφετέρου στον εαυτό του με την έλλειψη πολιτικού κόστους. Ο κατηγορούμενος, αν και εγνώριζε ότι σε βάρος της ιδιοκτήτριας του καφενείου καταστήματος διενεργείας ηλεκτρονικών παιγνίων που βρίσκεται επί της οδού ...... Π1 είχαν υποβληθεί τρεις (3) μηνύσεις από όργανα του ΑΤ-...., διότι αυτή κατελήφθη την 18.7.2000, 27.7.2000 της Α1β/8577/83 Υγ. Διάταξης, από διαταγές και εγκυκλίους της υπηρεσίας του) με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στον παραπάνω ιδιοκτήτη που συνίσταται στην έγκριση της παράνομης λειτουργίας του και την εξ αυτής αποκομιδή κερδών, καθώς και στον ίδιο, συνιστάμενο στην έλλειψη πολιτικού κόστους. [Ο κατηγορούμενος αρνείται την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι με την ιδιότητά του ως δήμαρχος .... έπραξε στις προαναφερόμενες περιπτώσεις των εμπορικών καταστημάτων και κέντρων διασκεδάσεως που λειτουργούσαν στο Δήμο ..... με τις παρανομίες που προεκτέθηκαν, οι οποίες οπωσδήποτε ήσαν γνωστές σ' αυτόν, ότ,τι ώφειλε σύμφωνα με το νόμο και με την ιδιότητά του να πράξει, χωρίς να έχει πρόθεση να ωφελήσει κάποιον ή τον εαυτό του. Όμως, οι ισχυρισμοί του αυτοί είναι αβάσιμοι και διαψεύδονται από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού από μεν τα αναγνωσθέντα έγγραφα προκύπτει με ακρίβεια σε ποιές ενέργειες προέβη ο κατηγορούμενος με την ιδιότητά του ως Δήμαρχος .... και εντός ποίου χρονικού διαστήματος ως και ποιές ήσαν οι παραλείψεις του αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε να προβεί8 σε συγκεκριμένες κάθε φορά ενέργειες, από δε όλη την αποδεικτική διαδικασία, μάρτυρες που εξετάσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως οι καταθέσεις τους αναφέρονται στα πρακτικά της εκκαλουμένης υπ' αριθ. ΑΤ 966/2005 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε όπως παραπάνω με σκοπό να προσπορίσει παράνομο όφελος στους ως άνω ιδιοκτήτες των καταστημάτων όπως αναλύθηκε παραπάνω, ως και στον ίδιο συνιστάμενο στην έλλειψη πολιτικούς κόστους. Ως προς τον τρόπο που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος τις παραβάσεις των καταστηματαρχών του Δήμου .... είναι χαρακτηριστικές οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου .....και ..... οι οποίοι διατηρούν επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων στην περιοχή της ....... πλησίον του κέντρου διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο "...." ιδιοκτησίας Μ1 κατά του οποίου είχαν βεβαιωθεί τρεις (3) παραβάσεις διότι λειτουργούσε τούτο με ανοικτές τις πόρτες του κτηρίου του κατά τροποποίηση των όρων της άδειας λειτουργίας του με συνέπεια να εκπέμπονται υπέρμετροι θόρυβοι προς τα έξω από το εν λόγω κατάστημα σε νυκτερινές ώρες κοινής ησυχίας με συνέπεια να διαμαρτύρονται συνεχώς και εντόνως οι πελάτες της δικής του επιχείρησης, οι οποίοι από τους υπερβολικούς θορύβους δεν μπορούσαν να ησυχάσουν και να κοιμηθούν με συνέπεια να μειώνεται συνεχώς η πελατεία τους και να βλάπτονται τα συμφέροντά τους. Τα δύο ως άνω άτομα διαμαρτυρήθηκαν για τα παραπάνω με αιτήσεις και παραστάσεις τους στον κατηγορούμενο στο Δημαρχειακό Κατάστημα της ...., ενήργησαν και σε άλλες υπηρεσίες για να βεβαιωθούν οι παραβάσεις του παραπάνω καταστήματος και να δοθεί λύση στο προκύψαν πρόβλημα, όμως, όπως σαφώς κατατέθηκε απ' αυτούς, ο κατηγορούμενος Δήμαρχος δεν προέβαινε στις ενέργειες που ώφειλε να προβεί αλλά άφησε να λειτουργεί ο κατάστημα τούτο με ανοικτές τις πόρτες του κατά τη διάρκεια όλης της τουριστικής περιόδου του έτους 2000, ενώ προέβη σε πρόκληση σχετικής περί ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας του καταστήματος τούτου απόφασης του Δ.Σ. στις 5.10.2000 αφού ήδη είχε λήξει η τουριστική περίοδος. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό της κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για κατ' εξακολούθηση παράβαση καθήκοντος και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος και άρθρ. 139 Κ.Π.Δ. η οποία είναι ασαφής και αντιφατική. Ειδικότερα, α) ενώ στην περίπτωση των καταστημάτων ιδιοκτησίας Ψ1, Ξ1 ,Τ1 , Ρ1 και Κ1 που λειτουργούσαν χωρίς άδεια, δέχεται ότι ο κατηγορούμενος Δήμαρχος αρχικώς, για το κατάστημα του πρώτου, εξέδωσε απόφαση σφραγίσεως του καταστήματος την οποία στη συνέχεια ανεκάλεσε, για δε τα λοιπά καταστήματα δεν εξέδωσε απόφαση σφραγίσεως, δεν εξηγεί για ποιο λόγο ο Δήμαρχος είχε αυτή την αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεως σφραγίσεως και όχι το Δημοτικό Συμβούλιο (άρθρο 11 παρ. 2α ν.2307/95). β) ενώ στις περιπτώσεις των καταστημάτων ιδιοκτησίας Σ1, Φ1 , Ζ1 , Λ1 και Μ1 , τα οποία λειτουργούσαν κατά τροποποίηση των όρων της άδειας λειτουργίας, δέχεται και πάλι ότι ο κατηγορούμενος Δήμαρχος είχε αρμοδιότητα να εκδώσει και δεν εξέδωσε απόφαση για την σφράγιση των καταστημάτων αυτών, στην περίπτωση του καταστήματος της Π1 το οποίο επίσης λειτουργούσε καθ' υπέρβαση της αδείας, αντιφατικά δέχεται ότι στην περίπτωση αυτής έπρεπε να προκαλέσει και δεν προκάλεσε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την σφράγιση του καταστήματος. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο Πειραιώς που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκ πλαγίου παρεβίασε τις διατάξεις των άρθρων 11 παρ.2α του Ν. 2307/1995 και 259 του Π.Κ και στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης αφού έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, οι παραπάνω ασάφειες και αντιφάσεις, εν σχέσει με την λειτουργική αρμοδιότητα του κατηγορουμένου Δημάρχου, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Συνεπώς, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ λόγοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 1275/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση καθήκοντος Δημάρχου. Αρμοδιότητα Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου για την έκδοση αποφάσεων χορηγήσεως, ανακλήσεως, αφαιρέσεως αδείας λειτουργίας και σφραγίσεως καταστημάτων (άρθρο 11 παρ. 2α Ν. 2307/1995). Ασάφειες και αντιφάσεις καταδικαστικής για Δήμαρχο αποφάσεως για παράβαση καθήκοντος. Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Ολ. ΑΠ 3/1998). Αναιρείται για εκ πλαγίου παράβαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παράβαση καθήκοντος, Δήμαρχος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 813/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της 6222/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1774/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται, από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι στην πρώτη περίπτωση, εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύσει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα, εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Ετσι για τη θεμελίωση και των δύο αυτών εγκλημάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 και ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή, στην περίπτωση του άρθρου 224 παρ. 2. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις τελευταίες διατάξεις, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ετσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. ΙΙ. Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6.222/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Με την 60488/1997 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπεξαγωγής εγγράφων, πράξεις που εστρέφοντο κατά το Ψ και επιβλήθηκε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και έξι μηνών. Η υπόθεση για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος αφορούσε Τραπεζικές Επιταγές που εκδόθηκαν το έτος 1994 από τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 εις διαταγή Ψ, τις οποίες ο κατηγορούμενος είχε αποκτήσει από οπισθογράφηση εκ μέρους του Γ1, στον οποίο τις είχε οπισθογραφήσει ο λήπτης των επιταγών Ψ. Σε σχέση με πέντε από τις επιταγές αυτές, ποσού 600.000 δραχμών της κάθε μιας, εκδόθηκε με αίτηση του κατηγορουμένου η 1994/1995 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εις βάρος του εκδότη τους Ψ1, ο οποίος άσκησε ανακοπή με την οποία ισχυρίσθηκε ότι οι επιταγές αυτές είχαν περιέλθει στον κατηγορούμενο χωρίς αυτός και οι προηγούμενοι κομιστές ή άλλος για λογαριασμό τους να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό στον Ψ, σε εξυπηρέτηση του οποίου αποσκοπούσε ο Ψ1. Η ανακοπή αυτή απορρίφθηκε με την 7664/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η έφεση που άσκησε κατ' αυτής ο ανακόπτων έγινε τυπικά δεκτή και αφού απορρίφθηκαν ως αόριστοι οι λόγοι της ανακοπής και εφέσεως που αφορούσαν τα περί επιταγών ευκολίας και τοκογλυφίας ως αόριστοι, ισχυρισμό που είχε δεχθεί ως ορισμένο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εν συνεχεία τον είχε απορρίψει ως αόριστο, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε την ανακοπή. Ενόψει απειλούμενου πλειστηριασμού της κατοικίας του, ο Ψ1, παρουσιάσθηκε σε τηλεοπτικά μέσα και κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος είχε αποσπάσει τις επιταγές από τον Γ1 χωρίς να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό και είχε προβεί σε πλαστογράφησή τους. Η έφεση που είχε ασκήσει ο κατηγορούμενος κατά της παραπάνω καταδικαστικής αποφάσεως είχε προσδιορισθεί για εκδίκαση στις 21-12-1999 και ενόψει αυτής ο κατηγορούμενος σε προηγηθείσα τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πληρεξούσιο δικηγόρο των Ψ1 και Ψ Δημήτριο Καρατζάβελο, πρότεινε τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών που εκκρεμούσαν μεταξύ τους, πρόταση την οποία αποδέχθηκαν οι τελευταίοι οι οποίοι στις 21-12-1999, ενώ αναμενόταν η εκδίκαση της έφεσης του κατηγορουμένου, διαπραγματεύθηκαν με τον κατηγορούμενο το ύψος του ποσού που θα κατέβαλε ο τελευταίος για την κάλυψη της πραγματικής ζημίας που είχε υποστεί ο Ψ1 για να αποφύγει τον πλειστηριασμό της κατοικίας του καθώς και τους τόκους επί των καταβληθέντων ποσών και των εξόδων που είχε πραγματοποιήσει ο Ψ και ο Ψ1. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο ποσό των 9.000.000 δραχμών το οποίο ο κατηγορούμενος προφασίσθηκε ότι αποδέχθηκε, αν και διαμαρτυρόταν ως προς το ύψος του και για το οποίο εξέδωσε Τραπεζική Επιταγή ποσού 8.000.000 δραχμών που θα παρέδιδε στους κατηγορούμενους, ενώ το υπόλοιπο θα κατέβαλε σε μετρητά. Εν τούτοις, ο κατηγορούμενος δεν επεδίωκε την επίλυση των διαφορών του με τους Ψ1 και Ψκαι δεν είχε σκοπό να καταβάλει κανένα ποσό και απέβλεπε στο να τους καταγγείλει για εκβιασμό και ήδη, πριν από την εμφάνισή του στο δικαστήριο για τις διαπραγματεύσεις, είχε συντάξει εν μέρει τουλάχιστον την με ημερομηνία 21-12-1999 μήνυσή του κατά των Ψ1 και Ψ και κάθε άλλου υπαιτίου. Με το πρόσχημα ότι θα μετέβαινε στην Τράπεζα, ο κατηγορούμενος στις 13.05 της 21-12-1999 παρουσιάσθηκε στο Τμήμα Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής και αφού κατέθεσε την μήνυση που είχε συντάξει και προσημειώθηκε η επιταγή των 8.000.000 δραχμών, την ίδια ώρα της ίδιας ημέρας και αφού εν τω μεταξύ είχε αναβληθεί η εκδίκαση της έφεσής του λόγου της παρόδου της ώρας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, αστυνομικοί με τους οποίους είχε προσυνεννοηθεί και ανέμεναν ειδοποίησή του για να επέμβουν, συνέλαβαν τα πρόσωπα που υπέδειξε ο κατηγορούμενος μεταξύ των οποίων οι Ψ1, Ψ και Δημήτριος Καρατζάβελος και η πολιτικώς ενάγουσα δικηγόρος Ψ2, η οποία ως συνεργάτης του Δημητρίου Καρατζάβελου είχε επισκεφθεί κατά διαστήματα την αίθουσα όπου έλαβε χώρα η διαπραγμάτευση και είχε κληθεί από τον κατηγορούμενο στην αίθουσα αυτή όπου εισέβαλαν οι αστυνομικοί. Σε σχέση με τις κατηγορίες της εκβίασης κατά συναυτουργία που συνεπεία της μηνύσεως του κατηγορουμένου αποδόθηκαν στους τρεις πρώτους από τους παραπάνω και της απλής συνέργειας σ' αυτή που αποδόθηκε στην τέταρτη και για τις οποίες ο κατηγορούμενος εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Υπαστυνόμου ......... είχε καταθέσει ότι έλαβαν χώρα εις βάρος του, επικαλούμενος ιδίως την εις βάρος του απειλή ότι αν δεν υπέκυπτε στις αξιώσεις των κατηγορουμένων θα τον διέσυραν εκ νέου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνεπεία της οποίας αναγκάσθηκε να αποδεχθεί τις αξιώσεις του, εκδόθηκε το αμετάκλητο ήδη 1912/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εις βάρος των κατηγορουμένων επειδή δεν προέκυψαν εις βάρους τους οι "απαραίτητες" ενδείξεις. Από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι η από 21-12-1999 μήνυση του κατηγορουμένου κατά του Ψ1, Ψ, Δημητρίου Καρατζάβελου και Ψ2, ήταν ψευδής και εν γνώσει της αναληθείας της υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των παραπάνω καταμηνυθέντων για την αξιόποινη πράξη της εκβίασης και εν γνώσει του επίσης κατέθεσε ενόρκως, εξεταζόμενος ως μάρτυρας (χωρίς να τίθεται θέμα ακυρότητας από το ότι είχε δηλώσει στη μήνυσή του παράσταση πολιτικής αγωγής [(σχετ. ΑΠ 279/2004), αφού το άρθρο 221 ΚΠΔ δεν απαγγέλει ρητά ακυρότητα ούτε επέρχεται ακυρότητα από την ένορκη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος] ψέματα σε σχέση με την πράξη αυτή. Με την ένορκη αυτή κατάθεση επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της μηνύσεως και κατονόμασε ως κατηγορούμενους και τους Δημ. Καρατζάβελο και Ψ2. Δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορηθέντες για εκβίαση χρησιμοποίησαν οποιαδήποτε απειλή για να εξαναγκάσουν τον κατηγορούμενο να ενδώσει στις απαιτήσεις τους και ιδίως την απειλή ότι θα κατέφευγαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να αναγγείλουν το αποτέλεσμα τυχόν καταδικαστικής αποφάσεως και να τον δυσφημήσουν, επικαλούμενοι διάφορα περιστατικά πρόσφορα για αυτό, με τις επακόλουθες δυσμενέστατες συνέπειες για τον ίδιο και τα μέλη της οικογενείας του. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου ο οποίος είχε τη δυνατότητα να αποδεχθεί ή όχι τις αξιώσεις που προέβαλαν οι Ψ1 και Ψ, προφασίσθηκε εν τούτοις ότι διαπραγματευόταν αν και είχε προαποφασίσει να μην τηρήσει οποιαδήποτε υποχρέωση που θα αναλάμβανε, απέβλεπε δε στην απόκτηση αποδεικτικού μέσου με το οποίο θεωρούσε ότι θα μπορούσε να αποκρούσει τις εις βάρος του κατηγορίες και το επικαλέσθηκε κατά την εκδίκαση της έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, κατά την οποία εκδόθηκε η 6135/2000 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Τα παραπάνω περιστατικά που διέδωσε ο κατηγορούμενος σε σχέση με τους εγκαλούντες Ψ1, Ψ και Ψ2, ενώπιον των αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας Εκβιαστών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, τα οποία ήταν απολύτως πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των παραπάνω εγκαλούντων, πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, δεν υπήρχε δε σε σχέση με την πράξη αυτή άσκηση νομίμου καθήκοντος εκ μέρους του ούτε κινήθηκε για την προστασία ορισμένου δικαιώματός του ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, όπως αόριστα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, ούτε υπήρξε περίπτωση κατάστασης ανάγκης και ψυχικής πίεσης προς τον κατηγορούμενο ο οποίος απλώς μπορούσε να αρνηθεί τις προτάσεις των κατηγορουμένων και να αναμείνει το αποτέλεσμα της εκδίκασης της έφεσής του κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε πρωτοδίκως, όπως αυτές προσδιορίζονται και στο διατακτικό... ". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών την οποία μετέτρεψε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε στο σκεπτικό της την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς αυτό να αποτελεί απλή τυπική επανάληψη του τελευταίου, παρατίθενται τα αναγκαία κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των προαναφερομένων εγκλημάτων, αιτιολογείται δε με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, τόσο ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, όσο και εκείνων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων γνώριζε ότι η αξιόποινη πράξη της εκβίασης για την οποία καταμήνυσε τους εγκαλούντες ήταν ψευδής, και αιτιολογεί τον άμεσο αυτό δόλο του με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προέκυπτε η γνώση του κατηγορουμένου. Επομένως, κατά το σκέλος αυτό, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 224 παρ. 2 του Π.Κ. για παράβαση της οποίας τον κατεδίκασε. Η άποψη και θέση του κατηγορουμένου ότι αυτός που με όρκο βεβαιώνει την αλήθεια του περιεχομένου της υποβαλλόμενης μηνύσεως ενώ το περιεχόμενο αυτό είναι ψευδές, δεν διαπράττει ψευδορκία, αφού δεν προβλέπεται πουθενά από τις κείμενες διατάξεις η όρκιση εκείνου που υποβάλλει την μήνυση, δεν στηρίζεται στο νόμο. Εφόσον ο υποβάλλων την έγκληση εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμοδίας προς εξέταση αρχής, πληρούνται τα νομοτυπικά στοιχεία του εγκλήματος του άρθρου 224 παρ. 2. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, "Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό, αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχτηκε ότι το πρόσωπο που έχει δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αν το δυσφημιστικό γεγονός συνιστά αξιόποινη πράξη και ασκήθηκε γι' αυτήν ποινική δίωξη, είναι υποχρεωτική η αναστολή της δίκης (άρθρο 59 ΚΠΔ) για τη δυσφήμηση μέχρι να περατωθεί η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά εκείνου που δυσφημίσθηκε, δηλαδή μέχρι να εκδοθεί είτε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, είτε αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Η αμετάκλητη αυτή κρίση δεσμεύει το δικαστήριο που δικάζει τη δυσφήμηση όχι υπό την έννοια του κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ δεδικασμένου, οι όροι του οποίου, μεταξύ των οποίων η έλλειψη ταυτότητας της πράξεως και του υποκειμένου, δεν συντρέχουν, αλλά υπό την έννοια ότι από την αμετάκλητη απαλλακτική κρίση παράγεται νόμιμο αμάχητο τεκμήριο περί της αναληθείας των γεγονότων τα οποία συνιστούν περιεχόμενο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημίσεως, έτσι ώστε είναι ανεπίτρεπτη, διότι άγει σε αντιφατική κρίση, η επάνοδος και εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ίδιων γεγονότων. Ετσι, ειδικότερα, και στην συγκεκριμένη υπόθεση που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι οι εγκαλούντες με αμετάκλητη απόφαση απηλλάγησαν για την πράξη της εκβίασης η οποία αναφέρεται στην από τον κατηγορούμενο καταβολή ποσού 9.000.000 δραχμών, η πράξη αυτή ως προς την εμπεριεχόμενη στο αμετάκλητο βούλευμα ουσιαστική κρίση ότι δεν ετελέσθη, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής έρευνας και στην προκείμενη δίκη με κατηγορούμενο τον εγκαλέσαντα για την πράξη αυτή, δηλαδή περί του αν πράγματι έλαβε χώρα ή εκβίασή του από τους εγκαλούντες πολιτικώς ενάγοντες, χωρίς εκ τούτου να συνέπεται ότι παράγεται αμάχητο τεκμήριο και να δημιουργείται δέσμευση του δικαστηρίου και για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τις οποίες στην προκείμενη περίπτωση καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, αφού για την κατάφαση της ενοχής και για τις πράξεις αυτές το δικαστήριο δεν αρκέσθηκε μόνο στην αναλήθεια των γεγονότων για τα οποία θετικώς έκρινε το βούλευμα, αλλά ερεύνησε, ως όφειλε και το στοιχείο του αμέσου δόλου του κατηγορουμένου. Συνεπώς, μόνη η εφαρμογή του από το άρθρο 366 παρ. 2 τεκμηρίου, που έχει θεσμοθετηθεί για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και της παρέλκυσης των δικών, δεν αντιτίθεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε και στη διάταξη 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού με την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως του Ποινικού Κώδικα δεν τίθενται αποδεικτικοί περιορισμοί αναφορικά με την αθωότητα του κατηγορουμένου και ούτε με οποιονδήποτε τρόπο παραβλάπτονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα αυτού (άρθρο 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ). Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, ο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και υπερβάσεως εξουσίας έκτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος. IV. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί προτείνονται ορισμένα και επομένως παραδεκτά, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει και, επιπλέον, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση προτεινομένων κατά τα ανωτέρω άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. αυτοτελών ισχυρισμών, αν αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και δεν συνοδεύονται από αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 369 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι εάν οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου προβάλλονται κατά το στάδιο που ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία, δεν δίδεται ο λόγος εις τον εισαγγελέα, εκτός εάν αυτός ζητήσει να δευτερολογήσει. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου. Ακολούθως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου διετύπωσε και ανέπτυξε προφορικώς τους παρακάτω ισχυρισμούς που κατά λέξη διατυπώθηκαν ως εξής "... Δεν υπεβλήθη μήνυση ενόρκως την 21-12-99 ώρα 13.05, δηλώθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής και συνεπώς δεν υφίστατο νόμιμος εξέταση μάρτυρος και δη ενόρκως αφού τούτο απαγορεύεται κατ' άρθρο 221 Κ.Π.Δ. (21,218 κλ). Την 21-12-1999 ώρα 17.30. Η μόνη έκθεση προφορικής μήνυσης έγινε την 24-12-1999 που στρέφεται καθ' όλων των προσώπων που συλληφθέντα είχαν υποβάλλει μήνυση δι ων όμως δεν εισάγεται κατηγορία ούτε υπεβλήθη μήνυση. Αρσις του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως 363, κατ' άρθρο 367 Π.Κ. λόγω ασκήσεως νομίμου καθήκοντος προστασίας δικαιώματος, περιουσίας ή άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή λόγω αναλόγου περιπτώσεως. Αρσις αδίκου κατ' άρθρο 25 Π.Κ. περί καταστάσεως ανάγκης, προκείμενης προστασίας υπερτέρου αγαθού περιουσίας, οικογενειακής τιμής και επικουρικά άρθρ. 32 άρσεως καταλογισμού λόγω ψυχικής πιέσεως ως εκ της οποίας νομικώς δεν δυνάμεθα να αξιώσουμε και ανθρωπίνως να αναμείνωμε άλλη συμπεριφορά πλην του να ενέδιδε στις κατ' ουσίαν ψυχολογικής βίας πιέσεις προς πληρωμή του άνευ νομίμου τίτλου ποσού (βλ. καταθέσεις περί μη νομίμου τίτλου και από τους μηνυτές) πράγμα που αποδεικνύεται εκ του αναγνωσθέντος εκβιαστικού ιδιωτικού συμφωνητικού. Πραγματικής πλάνης άρθρ. 30 Π.Κ. αφορώσης τον δόλο περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών των συγκροτικών των ερωτωμένων πράξεων. Νομικής πλάνης περί του αδίκου 31 παρ. 2 επί των αυτών... ". Με τα παραπάνω αναφερόμενα, οι μόνοι δυνάμενοι να χαρακτηρισθούν ως αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί αποκλεισμού του αδίκου (αρ. 367) περί καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει το άδικο (άρθρ. 25) και τον καταλογισμό (άρθρ. 32) περί πραγματικής πλάνης (άρθρ. 30) και χωρίς νομικής πλάνης (άρθρ. 31 παρ. 2) αορίστως προβλήθηκαν, χωρίς την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών για τη θεμελίωσή τους και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία, από το χρόνο δε που προβλήθηκαν, δηλονότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την περί της ενοχής πρόταση του εισαγγελέα, ο τελευταίος και να ακόμη οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν προβληθεί ορισμένως και παραδεκτώς, δεν είχε υποχρέωση να προτείνει στο δικαστήριο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτος σκέλος του οποίου προβάλλεται ότι χώρησε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επειδή δεν δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα να προτείνει επί των άνω πραγματικών ισχυρισμών και κατά το δεύτερο σκέλος με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε τους άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ. η έλλειψη ακροάσεως καθιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, λόγω ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. επέρχεται δε αυτή, κατά την παραπάνω διάταξη στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 370Α του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν. 3090/2002, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνητά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου (παρ. 2). Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου (παρ. 3). Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά (παρ. 4). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, "... αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή την λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου... ". Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β', 9Α και 19 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική ζωή και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Η αποτυπώνουσα την ιδιωτική συνομιλία σχετική μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ' εξαίρεση όμως, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιτρέπεται η λήψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο (Πρβλ. Ολομ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική) και επιτρέπεται η χρήση αυτών ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Ο νόμος, αναφερόμενος μόνον για την περίπτωση κηρύξεως της ενοχής ή της επιβολής ποινής, ουδέν διαλαμβάνει περί του επιτρεπτού η μη της μαγνητοταινίας ως αποδεικτικού μέσου για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου. Ενόψει, όμως, της θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 που ανάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξίας, του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητας του κατηγορουμένου, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του. Περί αυτών θα κρίνει ο δικαστής, ο οποίος σε καταφατική περίπτωση, θα συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παράνομου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα αυτό κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 6.222/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, οι συνήγοροι του κατηγορουμένου ζήτησαν την ανάγνωση απομαγνητοφωνημένου κειμένου μαγνητοταινίας, ως μέσον υπερασπίσεώς του. Στην ανάγνωση αντέλεξε η πολιτικώς ενάγουσα Ψ2. Μετά ταύτα το Εφετείο απέρριψε το σχετικό αίτημα με την ακόλουθη αιτιολογία "... η μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ' εξαίρεση μόνον επιτρέπεται η χρήση του για κακουργήματα με τις προϋποθέσεις που διαγράφει ο νόμος και ακόμη επιτρέπεται η χρήση του ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά, λαμβανομένης υπόψη και της θεσπιζομένης από τη διάταξη του άρθρου25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας. Στην προκείμενη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου αποδεικνύεται ότι η επίμαχη μαγνητοφώνηση των ιδιωτικών συνομιλιών που έγιναν στις 21-12-1999 σε αίθουσα συνεδριάσεων του Εφετείου Αθηνών, στην οποία δεν συνεδρίαζε δικαστήριο, μεταξύ του κατηγορουμένου και των καταμηνυθέντων από αυτόν για την πράξη της εκβίασης, απειλής και εξύβρισης ήταν αθέμιτη, αφού αυτή έγινε από τον κατηγορούμενο εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών του, κατά παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου και δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό μέσο που μπορούσε να έχει ο κατηγορούμενος, αφού αυτός μπορούσε να διασφαλίσει τα έννομα συμφέροντά του με την χρήση άλλων αποδεικτικών μέσων που είχε στη διάθεσή του και ηθελημένα απέκλεισε, ιδίως δε με τη παρουσία του δικηγόρου του Ηλία Σπινάσα, που βρισκόταν έξω από την αίθουσα των συνομιλιών και θα προσερχόταν για την προστασία των συμφερόντων του πελάτη του... ". Με τις άνω παραδοχές ότι η εν λόγω μαγνητοταινία δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό μέσο το οποίο μπορούσε ο κατηγορούμενος να προτείνει για την απόδειξη της αθωότητάς του, (αντίθετα, από τα πρακτικά προκύπτει ότι πρότεινε και άλλα αποδεικτικά μέσα), το Εφετείο το οποίο, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απαγόρευσε την ανάγνωση του απομαγνητοφωνημένου κειμένου της ως άνω μαγνητοταινίας, δεν στέρησε αυτόν δικαιώματος, το οποίο ρητά παρέχεται από τον νόμο και εντεύθεν ουδεμία ακυρότητα επήλθε στην διαδικασία και ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. IV. Απόλυτη ακυρότητα, η οποία καθιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επιφέρει κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Κατά την αληθή έννοια της τελευταίας διατάξεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 63, 64 και 68, παράνομη είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεώς της ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. ε' του ΚΠοινΔ, κατά την οποία σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, το κεφάλαιο της αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις εξετάζεται από το εφετείο και εάν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο, κρίνεται δε η πολιτική αγωγή στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Περαιτέρω, εάν για οποιονδήποτε λόγο αναιρεθεί στο σύνολό της η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, νομίμως κατ' αυτήν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ο παθών και αξιώνει την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον την αξίωσή του αυτή είχε υποβάλλει στο πρωτόδικο δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 65124/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εμφανίσθηκαν και παραστάθηκαν ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ο Ψ1 και η Ψ2 στους οποίους και επιδικάσθηκε για την αιτία αυτή το αιτηθέν από τον καθένα ποσό των 44 ευρώ. Επί της εφέσεως του κατηγορουμένου εκδόθηκε αρχικώς η υπ' αριθμ. 2593/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 έπαυσε την ποινική δίωξη. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την υπ' αριθμ. 676/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κατά τη νέα δε συζήτηση της υποθέσεως που έγινε την 6-9-2007 και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα ίδια ως άνω πρόσωπα παραστάθηκαν ως πολιτικώς ενάγοντες και το δικαστήριο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο και πρωτοδίκως είχε επιδικασθεί. Συνεπώς εφόσον και πρωτοδίκως νόμιμα είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής, δεν επήλθε ακυρότητα από την παράσταση αυτών στην μετ' αναίρεση δίκη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ο αναιρεσείων ότι από την 21-12-1999 που φέρεται ότι τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, μέχρι την 27-10-2005 που με δήλωσή τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου οι Ψ1 και Ψ2 παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες, παρήλθε πενταετία (άρθρο 937 Α.Κ.) και παρεγράφη η προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωσή τους και επομένως, το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του όφειλε αυτεπαγγέλτως να διαγνώσει τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής και συνακόλουθα να αποβάλλει τους πολιτικώς ενάγοντες οι οποίοι, για παραγραμμένη απαίτηση δεν ενομιμοποιούντο στην άσκηση πολιτικής αγωγής. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας αλλά ενεργεί κατ' ένσταση του υποχρέου, στην προκείμενη δε περίπτωση ο κατηγορούμενος ούτε στο πρωτόδικο δικαστήριο επικαλέστηκε την παραγραφή της αξιώσεως των πολιτικώς εναγόντων ούτε την ένσταση αυτή την επαναφέρει με το δικόγραφο της εφέσεώς του. VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 142 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι στα πρακτικά της δίκης καταχωρούνται, εκτός άλλων, και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, επομένως και οι ισχυρισμοί τους. Περαιτέρω, κατά τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένα σε κάθε ισχυρισμό των διαδίκων που ασκεί ουσιώδη επιρροή στη δίκη, δηλαδή αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, ή εξαλείφει το αξιόποινο, ή αποκλείει τον καταλογισμό, ή άγει σε μείωση της ποινής, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και σαφής και προβλήθηκε παραδεκτώς. Αν προβλήθηκαν ή όχι τέτοιοι ισχυρισμοί, επί των οποίων το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει, προκύπτει από τα πρακτικά που αποδεικνύουν μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά. Τέλος δικαιούνται οι διάδικοι να εγχειρίσουν σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους και επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλλουν και να αναπτύξουν αυτούς προφορικά, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση, στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης που είναι ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ των αναγνωσθέντων, αναφέρεται και το υπό τον αριθμό 5 έγγραφο "αυτοτελείς και υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου" και τίποτε περισσότερο και επομένως δεν προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήσαν άλλοι από εκείνους τους οποίους, κατά τα προεκτεθέντα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου κατά την αγόρευσή του κατέθεσε και ανέπτυξε προφορικά. Ετσι, με βάση τα όσα εκτέθηκαν προηγουμένως, δεν αποδεικνύεται από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, πέραν των ανωτέρω ισχυρισμών, προέβαλαν νομίμως προς υπεράσπισή του και άλλους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το δικαστήριο αρνήθηκε την καταχώρηση στα πρακτικά της αποφάσεως του αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Οκτωβρίου 2007αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6222/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία. Έννοια. Το κατά το άρθρο 366 παρ. 2 του Π.Κ. τεκμήριο δεν αντίκειται στις διατάξεις 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ. Αιτιολογημένη καταδίκη για τις άνω πράξεις. Μετ’ αναίρεση αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ο πολιτικώς ενάγων καλώς παρίσταται εφόσον πρωτοδίκως είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Εάν δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει την νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, η έρευνα όμως αυτή δεν εκτείνεται και στον αυτεπάγγελτο έλεγχο της παραγραφής αξιώσεως (άρθρο 937 Α.Κ.). Όταν το ποινικό δικαστήριο επιλαμβάνεται και επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και πρέπει να προτείνεται από τον κατηγορούμενο η ένσταση της παραγραφής. Αοριστία αυτοτελών ισχυρισμών. Όταν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την περί ενοχής πρόταση του εισαγγελέα, δεν δημιουργείται ακυρότητα από την απόρριψη αυτών χωρίς πρόταση του εισαγ-γελέα, ο οποίος μπορεί εάν θελήσει να δευτερολογήσει. Η μαγνητοταινία ως παράνομο αποδεικτικό μέσο. Επιτρεπτό ανάγνωσης κειμένου αυτής για απόδειξη αθωότητας κατηγορουμένου εάν είναι το μόνο πρόσφορο προς τούτο αποδεικτικό μέσο (αρχή αναλογικότητας). Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Παραγραφή, Ε.Σ.Δ.Α., Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ηθική βλάβη, Ψευδορκία μάρτυρα, Χρηματική ικανοποίηση, Εισαγγελική Πρόταση, Μαγνητοταινία.
0
Αριθμός 825/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ανδριόπουλο, για αναίρεση της 65280/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 410/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η απόφαση με την οποία απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο το ένδικο μέσο της έφεσης του κατηγορουμένου κατά της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε χωρίς να είναι αυτός παρών, απαιτείται να διαλαμβάνονται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου α) ο χρόνος επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης στον εκκαλούντα, β) ο χρόνος της άσκησης του ένδικου μέσου και γ) το αποδεικτικό επίδοσης της πιο πάνω απόφασης. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία, με σαφή λόγο εφέσεως, αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, καθώς και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, απαιτείται προσθέτως, να περιλαμβάνεται στην απόφαση η σχετική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 5/1995). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 65280/2006 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που την εξέδωσε, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, την από 8-6-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 31.991/999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για κατ' εξακολούθηση παράβαση του άρθρου 79 Ν.5960/1933 σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 5.000.000 δραχμών με την ακόλουθη αιτιολογία "... η εκκαλούμενη με την οποία καταδικάσθηκε ερήμην ο εκκαλών για παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 κατ' εξακολούθηση, επιδόθηκε προς τον εκκαλούντα στις 29-9-1999, κατ' άρθρο 155 παρ.2 ΚΠΔ με θυροκόλληση αυτής στην επί της οδού .... και ..... στο ..... Αττικής κατοικία του, λόγω μη ανευρέσεως του ιδίου, καθώς και των αναφερομένων στο άρθρο 155 παρ.2 ΚΠΔ προσώπων (βλ. το από ..... αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχ/κα Α.Τ Ιλίου .......). Η επίδοση αυτή είναι έγκυρη, η δε διεύθυνση της κατοικίας του εκκαλούντος στην οποία έγινε η θυροκόλληση εξειδικεύεται και είναι ακριβής χωρίς την αναγραφή του αριθμού της οδού, προσδιοριζόμενη από τις δύο οδούς, στη συμβολή των οποίων ευρίσκεται. Άλλωστε το ως άνω όργανο βεβαιώνει στο αποδεικτικό ότι ανεύρε την κατοικία του εκκαλούντος, στην οποία διενήργησε τη θυροκόλληση, ο δε ισχυρισμός του τελευταίου ότι δεν εξειδικεύεται σ' αυτό η διεύθυνση της κατοικίας του θα είχε ενδεχομένως επιρροή στην περίπτωση που δεν ανεύρισκε την κατοικία του και επέδιδε την εκκαλούμενη προς αυτόν, ως αγνώστου διαμονής. Επομένως, η ένδικη έφεση η οποία ασκήθηκε στις 8-6-2006 ( βλ. την 6933/8-6-2006 έκθση εφέσεως του Γραμματέα Πλημ/κών Αθηνών) ασκήθηκε εκπροθέσμως, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των δέκα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης προς τον εκκαλούντα και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (476 ΚΠΔ)... ". Η αιτιολογία αυτή είναι η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις, δοθέντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται ο χρόνος της νόμιμης επίδοσης στην εκκαλούσα της εκκαλούμενης απόφασης (27-9-2002), το ταυτόχρονο αποδεικτικό του διενεργήσαντος την επίδοση οργάνου, ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως (14-6-2005) και οι λόγοι για τους οποίους πείσθηκε το δικαστήριο ότι ο εκκαλών είχε πράγματι την κατοικία του στην διεύθυνση που αναφέρεται στο αποδεικτικό επιδόσεως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν εξειδικεύεται σ' αυτό ο αριθμός της οδού, χωρίς εντεύθεν να πάσχει ακυρότητα εκ του λόγου τούτου η έκθεση επιδόσεως, αφού η αναφορά αυτή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων εκείνων τα με ποινή ακυρότητας πρέπει να διαλαμβάνονται στην έκθεση επιδόσεως (άρθρο 161 παρ.1 και 2 Κ.Π.Δ) . Ενόψει των παραπάνω παραδοχών της αποφάσεως το δικάσαν δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο ερευνήσει και το περιστατικό της μετονομασίας της οδού ..... σε οδό ......., εκτιμώντας προς τούτο τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή να αναγνώσει την περί μετονομασίας της οδού υπ' αριθμ. ...... βεβαίωση και να αξιολογήσει την κατάθεση του μάρτυρα ........ ούτε να επεκτείνει κατά τούτο την προδιαληφθείσα αιτιολογία του. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ λόγος της υπό κρίση αναιρέσεως και εκείνος της υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ.Θ') είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 65.280/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 810/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελάκη, για αναίρεση της με αριθμό 550/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεώργιο Καρακώστα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 795/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. " Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4). ΙΙ. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κείο Καβάλας που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που αποδίδεται σ' αυτόν με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στη ....... Καβάλας, υπό την ιδιότητα του Πολιτικού Μηχανικού-εργολάβου δημοσίων και ιδιωτικών έργων, αποδέχθηκε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και πώλησης αγαθών, καθώς και ένα δελτίο αποστολής, που εξέδωσε η Γ1, η οποία διατηρεί επιχείρηση εμπορίας οικοδομικών υλικών στην περιοχή ....... Καβάλας και συγκεκριμένα 1) τα υπ' αριθμ. ......, ......., ..........., .........., ........., ....... ΤΠΥ καθώς και το υπ' αριθμ. ....... ΔΑ, ποσού 590.000, 401.200, 153.400, 826.000, 708.000, 2.124.000 δραχμών αντιστοίχως για καθένα εκ των τιμολογίων 2) το υπ' αριθμ. ...... ποσού 335.112 δραχμών 3) τα υπ' αριθμ. .... και ........, ποσού 885.000 και 1.475.000 δραχμών αντιστοίχως, το περιεχόμενο των οποίων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον ουδέποτε αναπτύχθηκε επαγγελματική συνεργασία μεταξύ αυτού (κατηγορουμένου) και της εκδοσάσης τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία και ουδέποτε αυτός (κατηγορούμενος) συνεβλήθη με την ανωτέρω επιτηδευματία για την εκ μέρους της παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς εκτέλεση χωματουργικών εργασιών για τις ανάγκες της εργολαβικής του δραστηριότητας στην περιοχή ...... Καβάλας, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο κατά το ποσό των 1.143.712 δραχμών ή 3.356,45 ευρώ, που συνιστά το ποσό που εισέπραξε ως επιστροφή του Φ.Π.Α. Το γεγονός ότι τα ανωτέρω τιμολόγια αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές μεταξύ του κατηγορουμένου και της Γ1 αποδεικνύεται από την από ....... έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος..." . Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό και αλληλοσυμπληρώνονται, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της κατ' εξακολούθηση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 19 παρ 1-4 του Ν.2523/1997 την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου τα στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, περαιτέρω δε εκτίθενται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την ουσιαστική κρίση του ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την εικονικότητα των παραπάνω φορολογικών στοιχείων. Η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν διευκρινίζεται εάν αυτός επεδίωξε την απόκρυψη φορολογητέας ύλης και δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος απόκρυψης αυτής, είναι αβάσιμη. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, το δικαστήριο δεν όφειλε για το ζήτημα αυτό να διαλάβει ειδική σκέψη και αιτιολογία, αφού ο σκοπός απόκρυψης φορολογητέας ύλης δεν συνιστά στοιχείο του από το άρθρο 19 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος. Ρητώς στην παραπάνω διάταξη καθιδρύεται το αξιόποινο της έκδοσης ή αποδοχής φορολογικών στοιχείων, ανεξάρτητα από το αν ο σκοπός του δράστη κατατείνει στην αποφυγή πληρωμής φόρου. Εξάλλου, η στο σκεπτικό της αποφάσεως ιδιαίτερη αναφορά και ειδική μνεία στην έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ και στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, γίνεται από την ανάγκη πληρέστερης αιτιολόγησης της αποφάσεως, χωρίς από το γεγονός αυτό να προκύπτει ότι αγνοήθηκαν και δεν συνεκτιμήθηκαν τα λοιπά αναφερόμενο στο προοίμιο του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα, μεταξύ δε αυτών και οι μάρτυρες υπερασπίσεως και τα από τον κατηγορούμενο προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα έγγραφα. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του Κ.Π.Δ συναφείς τέταρτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου 2523/1997 ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται δε υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής της αξιόποινης πράξεως για την οποία κατηγορείται και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι για μερικές πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος και συγκεκριμένα για εκείνες που φέρονται ότι έχουν τελεσθεί κατά το χρονικό διάστημα από 21-6-1998 έως 31-12-1998 και μέχρι την 23η Φεβρουαρίου 2007, ημερομηνία συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, παρήλθε χρονικό διάστημα το οποίο υπερβαίνει την οκταετία.. Επί του ζητήματος αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η θεώρηση των υπηρεσιακών σημειωμάτων ελέγχου από τον προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Καβάλας έλαβε χώρα την ......., με χρονική δε αφετηρία την ημερομηνία αυτή για την έναρξη της παραγραφής και μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο (23-2-2007)δεν παρήλθε οκταετία για την κατά το άρθρο 111 του ΠΚ παραγραφή της πράξεως. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής από τον κατηγορούμενο εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι κατά την συζήτηση της υποθέσεως δεν είχε παρέλθει οκταετία, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε εκ πλαγίου τις παραβίασε με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία και περαιτέρω, με το να χωρήσει στην κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου και στην καταδίκη αυτού, δεν υπερέβη την εξουσία του. Η ειδικότερη αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει τον χρόνο επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος ώστε να δικαιολογείται η κρίση της για επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής, με συνυπολογισμό της κατά το άρθρο 113 του Π.Κ τριετούς αναστολής, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Τούτο δε διότι, με την παραδοχή ως χρονικής αφετηρίας για την έναρξη της παραγραφής της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου ( ....... ), η για την εξάλειψη του αξιοποίνου πενταετία δεν είχε συμπληρωθεί κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως (23-2-2007), πλεοναστικώς δε το δικαστήριο αναφέρεται στην οκταετία, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος επικαλέσθηκε. Επομένως, οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε' και Η'του Κ.Π.Δ με τους οποίους, εν σχέσει με την απόρριψη της ενστάσεως της παραγραφής, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμοι ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 364 και 365 του Κ.Π.Δ προκύπτει, ότι όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφα, τα οποία εκτιμά προς θεμελίωση της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να αναγνωσθούν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, κατ' άρθρο 358 του ΚΠΔ, σχετικώς με το αποδεικτικό αυτό μέσο και έτσι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, από την οποία δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, στήριξε στα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και στα αναγνωστέα και αναφερόμενα στα πρακτικά έγγραφα. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι μεταξύ των άλλων εγγράφων αναγνώσθηκαν "... τα από ......., ......., ......... Υπηρεσιακά Σημειώματα Ελέγχου (Υ.Σ.Ε) ...". Στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως γίνεται μνεία ότι το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του την από ..... έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης. Η αναγραφή στο σκεπτικό της αποφάσεως της από ...... εκθέσεως ελέγχου που πράγματι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων, έγινε από προφανή παραδρομή και πρόδηλο είναι ότι το δικαστήριο αναφέρεται στο υπό την ίδια ημερομηνία (.......) υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου. Συνεπώς, ο περί απολύτου ακυρότητας τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.. IV. Kατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 κι εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο τελευταίο αυτό εδάφιο, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003), ορίζεται ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαιρέτων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της "μαρτυροποίησης" και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 β' του Κ.Π.Δ. ναι μεν δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση. Δεν συνιστά, όμως, μαρτυρική κατάθεση υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, ούτε εξομοιώνεται προς μαρτυρική κατάθεση η υπογραφή παντός εγγράφου, επομένως δε η υπογραφή και υποβολή σε αρμόδια αρχή και υπευθύνου δηλώσεως κατά τον τύπο του Ν.1599/1986, υπό προσώπου κατά του οποίου μετά ταύτα ασκείται ποινική δίωξη και προσλαμβάνει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται από το δικαστήριο η εις βάρος του αποδεικτική αξιοποίηση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, δημιουργουμένης, άλλως, απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ λόγω παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και ειδικότερα του δικαιώματος σιωπής και μη αυτενοχοποίησης.. Στη προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για το ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αναφερόμενο έγκλημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, έλαβε υπόψη του και προέβη σε αποδεικτική αξιολόγηση, ανάμεσα στα άλλα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασής του, και της από 19-3-2002 υπεύθυνης δήλωσης του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με όλα τα' ανωτέρω, από την ανάγνωση στο ακροατήριο του δικαστηρίου της άνω υπεύθυνης δήλωσης, ουδεμία προκλήθηκε ακυρότητα και ο περί του αντιθέτου όγδοος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. V. Σύμφωνα με το άρθρο 174 του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σ' αυτές, δεν αποκλείεται να εξετασθεί ως μάρτυρας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο). Με το άρθρο 30 παρ. 23 του Ν. 3296/14.12.2004 "Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 254/14.12.2004) ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 του ν. 2960/2001, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και στο σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκουν. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ άλλων, οι 1) ...... 2) ....... 3) ........ και 4) ......., υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, οι οποίος άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, παρά την εναντίωση που προέβαλε ο κατηγορούμενος, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ, η οποία (εναντίωση) και απορρίφθηκε ενόψει της διατάξεως του άρθρου 174 του ν. 2960/2001. Η διάταξη αυτή κατά το χρόνο εξετάσεως των μαρτύρων αυτών ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (23-2-2007) ετύγχανε αναλόγου εφαρμογής και για την προκειμένη (φορολογικής φύσεως) υπόθεση, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 30 παρ. 23 του ν. 3296/14.12.2004. Επομένως δεν έλαβε χώρα ακυρότητα από την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, ο δε πέμπτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VI. Κατά το άρθρο 510 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου λόγους μπορούν να προταθούν σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 9 του Κ.Πολ.Δ. λόγος κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, επιδίκασε στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 1.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως και μέχρι την εξόφληση χωρίς να έχει υποβληθεί ούτε πρωτοδίκως ούτε στην κατ' έφεση δίκη, από το Δημόσιο αντίστοιχο αίτημα για την επιδίκαση τόκων. Επομένως είναι ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός από τα άρθρα 510 παρ. 2 του ΚΠΔ και 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ έκτος λόγος αναιρέσεως και πρέπει κατά τούτο να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθεί η σχετική διάταξή της με την παρούσα απόφαση, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για νέα συζήτηση (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α. Αναιρεί εν μέρει, όπως στο σκεπτικό, την υπ' αριθμ. 550/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμε-λειοδικείου Καβάλας. Β. Απαλείφει τη διάταξη της ίδιας αποφάσεως κατά το μέρος που επιδικάζει στο πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμο τόκο επί της χρηματικής ικανοποιήσεως των χιλίων (1.000) δραχμών. Και Γ. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 2 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Αιτιολογημένη καταδίκη. Αφετηρία πενταετούς παραγραφής από την ημερομηνία θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου (άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 2954/2001). Ορθή και αιτιολογημένη απόρριψη ενστάσεως παραγραφής. Επιτρεπτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 Τελ. Κώδικα και 30 παρ. 23 Ν. 3296/2004, η εξέταση ως μαρτύρων στο ακροατήριο υπαλλήλων του ΣΔΟΕ οι οποίοι άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα. Δεν αποτελεί ούτε εξομοιώνεται προς μαρτυρική κατάθεση του κατηγορουμένου στην προανάκριση, η υπογραφή και υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 1599/1986, ώστε να αποκλείεται η ανάγνωση αυτής και η αποδεικτική αξιοποίησή της από το δικαστήριο. Δεκτός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, από την επιδίκαση τόκων για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στον πολιτικώς ενάγοντα, χωρίς την υποβολή αιτήματος εντόκου καταβολής. Αναίρεση κατά τούτο της αποφάσεως. Απαλοιφή της περί τόκων διατάξεως. Όχι παραπομπή. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Παραγραφή, Κατηγορούμενος, Χρηματική ικανοποίηση, Τόκοι, Μάρτυρες.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 807/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ3 και 2. Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Ιουλίου 2007 και 4 Ιουλίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1523/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμούς α) 431/1-11-2007 και β) 431α/18-1-2008 (συμπληρωματική), οι οποίες έχουν ως εξής: Α. Η με αριθμό 431/1-11-2007 εισαγγελική πρόταση Ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 903/2007 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τους τις υπ'αριθμ. 74/2007 και 556/2006 εφέσεις των Χ1 και Χ2 - αλλά και των φερομένων αυτουργών Χ3 και Χ4 τις αντίστοιχες- και επεκύρωσε το υπ'αριθμ. 3448/2006 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο οι εκκαλούντες πρώτοι είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως απλής συνέργειας και ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, με αυτουργούς τους Χ3 και Χ4, σε βάρος του Ψ1 - 47 παρ. 1, 46 παρ. 1 εδ. α, 42 παρ. 1, 299 παρ. 1, 45 ΠοινΚ. Κατά του άνω βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών, το οποίο επιδόθηκε στους δύο πρώτους εκκαλούντες (=Χ1, Χ2) στις 30-8-2007 και 9-7-2007 αντίστοιχα (βλ. τα οικεία αποδεικτικά κατ' άρθρο 155 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠοινΔ), άσκησαν αυτοί και δη ο μεν Χ1 στις 6-7-2007 δια της πληρεξουσίου του ......., - με βάση την από 5-7-2007 εξουσιοδότησή του, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής του βεβαιούται από δικηγόρο - ο δε Χ2 ο ίδιος στις 4-7-2007 ενώπιον του γραμματέα Εφετών Αθηνών τις 145 και 144/2007 αναιρέσεις- αντίστοιχα- προβάλλοντες ως λόγους αναιρέσεως: Α) Ο μεν πρώτος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικώτερα ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα με αυτά που δέχθηκε α) δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το δόλο του, ούτε αιτιολογεί την συνδρομή του και δη τη γνώση και τέλεση της πράξης από τους αυτουργούς και την βούλησή του να συμβάλλει στην πραγμάτωσή της? β) δεν αιτιολογεί πώς κατέληξε στο συμπέρασμα περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του, ότι δεν εκτίμησε και δη ορθά όλες τις καταθέσεις, ένορκες και ανωμοτί, του παθόντος, όπως επίσης τις καταθέσεις των ........., ......, ........ και ........, επίσης τη βεβαίωση της εργοδότριας του (=αναιρεσείοντος) εταιρείας? γ) δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την συνέργεια. Β) Ο δεύτερος α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αναφέρεται αποκλειστικά στις σκέψεις της Εισαγγελικής προτάσεως? β) εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι η αναφορά ότι ενήργησε με πειθώ και φορτικότητα, με προτροπές και παραινέσεις δεν συγκροτούν την έννοια της ηθικής αυτουργίας, ως αόριστες? γ) αντιφατική αιτιολογία, διότι ενώ δέχεται ότι προκάλεσε την απόφαση στους αυτουργούς να τελέσουν την πράξη, στη συνέχεια δέχεται ότι οι εν λόγω αυτουργοί είχαν ήδη αποφασίσει να τελέσουν αυτή? δ) ενδοιαστική αιτιολογία σε σχέση με τους αυτουργούς για τους οποίους δεν έχει σταθερή-ασφαλή τοποθέτηση. Ενόψει των ανωτέρω, και των άρθρων 462, 463, 465, 473 παρ. 1, 474, 482, 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ και 18,19,46 παρ. 1 εδ. α, 47 παρ. 1, 299 παρ. 1 ΠοινΚ, οι αναιρέσεις αυτές είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν στην ουσία τους. ΙΙ) Επειδή για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (299 παρ. 1 ΠοινΚ) απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης από το νόμο ενέργειας (οσάκις ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του εν λόγω εγκληματικού αποτελέσματος), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου - βλ. ΑΠ 1537/2007, ΑΠ 1471/2006, ΑΠ 326/2006, ΑΠ 540/2006 κ.α. Για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, ή απόπειρας αυτής (βλ. ΑΠ 1997/2001, ΑΠ 1039/90, ΑΠ 221/96 κ.α.), κατά την παρ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ απαιτείται όπως αυτός (δράστης) βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία και δη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση (βλ. ΑΠ 362/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1239/2005, ΑΠ 182/2004 κ.α.). Η διαπιστούμενη στο βούλευμα (ή απόφαση) ψυχραιμία, προμελέτη ή άλλη παρεμφερή έκφραση αποδεικνύει την άνω κατάσταση (πρβλ. ΑΠ 109/99), ΑΠ 1549/2000, ΑΠ 1935/2001, ΑΠ 219/2002 κ.α.). Ο ανθρωποκτόνος σκοπός μπορεί να συναχθεί από τον επιδιωκόμενο σκοπό, από το μέσο ή όργανο που χρησιμοποιήθηκε, από το μέρος του σώματος του παθόντα και γενικά την κατεύθυνση του πυροβολισμού, από τον αριθμό των πυροβολισμών κλπ (βλ. ΑΠ 1997/2001, ΑΠ 870/2002, ΑΠ 795/2003, ΑΠ 1206/2000 κ.α.). Η ανθρωποκτονία από πρόθεση είναι τετελεσμένη όταν επέλθει ο θάνατος του άλλου. Απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση έχουμε όταν ο δράστης αποφάσισε να θανατώσει άλλον και επεχείρησε πράξη που συνιστά αρχήν εκτελέσεως αυτής, πλην το αποτέλεσμα δεν επήλθε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του π.χ. διότι ο παθών απέφυγε τους πυροβολισμούς ή διότι δεν πέτυχαν οι βολές ευπαθή σημεία του σώματός του κλπ - βλ. ΑΠ 795/2003, ΑΠ 995/81, ΑΠ 623/2006, ΑΠ 1343/2001, ΑΠ 1443/99, ΑΠ 1632/99 κ.α. - όπου και ότι τέτοια πράξη συνιστά κατεξοχήν ο πυροβολισμός και δη ο πολλάκις πυροβολισμός από μικρή απόσταση εναντίον - κατ'ευθείαν - του προσώπου. Επειδή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ? β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή απόπειρα τελέσεως αυτής (βλ. ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1469/2003, ΑΠ 471/2006) και δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλ. ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως - βλ. ΑΠ 1544/2007, ΑΠ 1469/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 1477/2005 κ.α. - 'Ετσι, του νόμου μη ορίζοντος τον τρόπον και τα μέσα προκλήσεως της αποφάσεως αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε πρόσφορο προς τούτο τρόπο, τον οποίο και ωφείλει να προσδιορίσει το συμβούλιο, το οποίο έκρινε ότι πράγματι αυτός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό. Τέτοιος λόγος μπορεί να συνίσταται σε πειθώ, φορτικότητα - βλ. ΑΠ 1544/2007, ΑΠ 1568/2007, ΑΠ 867/2006, ΑΠ 1983/2005, ΑΠ 1585/2005, ΑΠ 687/2001, ΑΠ 1910/2001, ΑΠ 369/2005, ΑΠ 162/2006 κ.ά. Εφόσον, βεβαίως, αναφέρονται και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά την απόφαση αυτή στον αυτουργό - βλ. ΑΠ 811/2001, ΑΠ 1407/2001, ΑΠ 422/2003, ΑΠ 64/2003, ΑΠ 740/2004 κ.-ά.-Ηθική αυτουργία είναι δυνατή και σε έγκλημα που παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας - βλ. περιπτώσεις ΑΠ 540/2006, ΑΠ 815/2006, ΑΠ 90/94 κ.ά. - 'Ετσι και η συνέργεια - βλ. ΑΠ 1533/99, ΑΠ 417/79, ΑΠ 1326/80 κ.ά. -Σε σχέση με το δόλο του ηθικού αυτουργού πρέπει αυτός να αναφέρεται στο βούλευμα (ή την απόφαση), πλην όμως δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία αυτού γιατί αυτός εξυπακούεται από την πραγμάτωση των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος - τετελεσμένου ή σε απόπειρα (βλ. ΑΠ 471/2006), ούτε απαιτείται όπως ο ηθικός αυτουργός έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον (βλ. Χωραφά - Ποινικό Δίκαιο (1966) σελ. 363, Μπουρόπουλο ΠΚ τομ. Α' σελ. 141). Εξ άλλου απλή συνέργεια - κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ - συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, παρεχομένη στον αυτουργό, η οποία δεν είναι άμεση, εν γνώσει του παρέχοντος αυτή ότι ο αυτουργός τελεί ορισμένο έγκλημα - βλ. ΑΠ 385/2000, ΑΠ 543/2000 κ.α. - και θέληση να συμβάλει με αυτή στην πραγμάτωση του εγκλήματος - βλ. ΑΠ 385/2000, ΑΠ 540/2006 κ.α. Ψυχική συνδρομή συνιστά και η παρουσία του συνεργού στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος η οποία ενισχύει ή ενθαρρύνει τον αυτουργό στην τέλεση αυτού το οποίο έχει αποφασίσει να τελέσει ο αυτουργός, και παρέχεται εν γνώσει αυτού -βλ. ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1676/2005, ΑΠ 1174/2003, ΑΠ 1401/2003, ΑΠ 1687/2002, ΑΠ 373/2003 κ.ά. - Σχετ. βλ. και Βαθιώτη Ποιν. Δ. 2005 σελ. 944 επ. 'Όπως π.χ. με την υπόσχεση να βοηθήσει αυτόν στη διαφυγή μετά την τέλεση του εγκλήματος -ΑΠ1433/84 ΠΧρ ΛΕ 411 πρβλ ΑΠ 1568/2007. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ωρισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση αυτού -βλ. ΑΠ 1465/2005, ΑΠ 1676/2005, ΑΠ 101/2002 κ.ά.- τα οποία και πρέπει να εκτίθενται στο βούλευμα, πλην μπορεί να συναχθούν και από το σύνολο των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών -πρβλ ΑΠ 1465/2005. Επειδή τόσο η ηθική αυτουργία όσο και η συνέργεια προϋποθέτουν άδικη κυρία πράξη, πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτή (=κύρια πράξη) -βλ. ΑΠ 690/96, ΑΠ 683/99, ΑΠ 2185/2003, ΑΠ 1853/2001 κ.ά. Τέλος, εάν ο αυτουργός τέλεσε πράξη ολιγώτερη της προκληθείσης, όπως απόπειρα της τετελεσμένης, ευθύνεται ο ηθικός αυτουργός και συνεργός για την τελεσθείσα, δηλ. για απόπειρα (βλ. ΑΠ 1241/93 Π.Χρ. ΜΓ 998, Μπουρόπουλο υπό 46 σελ. 143 σημ.14, Χωραφά (1978) 351 σημ. 6). Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκτίθεται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007 κ.ά.-Για την ύπαρξη και την πληρότητα τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 347/2006, ΑΠ 540/2006 κ.ά.-Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική τους παράθεση και μνεία του τί προέκυψε ή προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η παράλειψη ή η θετική αναφορά από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. -βλ. τα αμέσως πιο πάνω βούλευμα του Αρείου Πάγου και ΑΠ 2/2003 Ολ.-Επίσης δεν απαιτείται να διευκρινίζεται ποιό αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης -βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1331/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1762/2006 κ.α. και για ποιό λόγο δεν έγινε πιστευτό ένα συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο -βλ. ΑΠ 111/2004 ή γιατί έγινε περισσότερο πιστευτό ένα αποδεικτικό μέσο -πρ.βλ. ΑΠ 890/2002, ΑΠ 591/2001, ΑΠ 51/99 κ.ά. διότι όλα τα παραπάνω ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Αρκεί να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, πράγμα που συμβαίνει όταν γίνεται η ανωτέρω κατ'είδος αναφορά αυτών. Η μη ειδική αναφορά ενός αποδεικτικού μέσου δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθη υπόψη, όπως επίσης όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα ή γιατί δεν εξαίρονται και αυτά. 'Ετσι λόγοι αναίρεσης που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων είναι απαράδεκτοι (βλ. ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007 κ.ά.). Κρίση περί πράγματος αποτελεί και ο ισχυρισμός περί "άλλοθι" -βλ. και ΑΠ 1466/2006, ΑΠ 373/2000, ΑΠ 1357/2005-. Η απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος μπορεί να περιέχεται αυτοτελώς, ήτοι εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, στην οποία και τούτο (συμβούλιο) αναφέρεται, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του ίδιου του βουλεύματος, το οποίο κατέληξε στην αυτή κρίση με αυτή, η δε επανάληψη από αυτό των αυτών περιστατικών, συλλογισμών κλπ είναι παντελώς ανώφελη, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη και της ιδιότητας του Εισαγγελέα ως δικαστικού λειτουργού (87 Συντ.). Τ'ανωτέρω αποτελούν πάγια νομολογία βλ. ΑΠ 501/2006, ΑΠ 658/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 67/2006, κ.ά. Και ναι μεν υποστηρίχθηκε και η άποψη ότι το συμβούλιο σε περίπτωση εφέσεως δεν μπορεί να αναφέρεται καθ'ολοκληρία, στην εισαγγελική πρόταση, αλλά αυτό συμβαίνει όταν και ο Εισαγγελέας αναφέρεται καθ'ολοκληρία στην πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση ή πρωτόδικο βούλευμα (βλ. ΑΠ 2168/2005, ΑΠ 1335/2005, ΑΠ 151/2006 κ.ά.). Τέλος, η απαιτουμένη αιτιολογία του βουλεύματος (ή της αποφάσεως) συμπληρώνεται ως προς τις ελλείψεις που τυχόν υπάρχουν, από το διατακτικό στο οποίο περιέχεται η αξιόποινη πράξη, ειδικώτερα δε προκειμένου περί βουλεύματος όχι μόνο για το πρωτοβάθμιο αλλά και για το δευτεροβάθμιο όταν με αυτό επικυρώνεται το πρώτο -ΑΠ 429/86-Επειδή εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει και όταν η διάταξη που εφαρμόστηκε παραβιάστηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση -ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1668/2007, ή άλλως όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου -ΑΠ 1698/2007. Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθ'ολοκληρίαν αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε: "Από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση καθώς και την προηγηθείσα αυτής αυτεπάγγελτη προανάκριση (άρθρ. 243 παρ.2 ΚΠΔ) αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα κάτωθι εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά: Περί ώρα 04.25' της 16-12-2003 ο Ψ1, ο οποίος εκμεταλλευόταν μαζί με τον Χ2 το επί της ..... αριθμ. .... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο ".....", εισήλθε με αυτοκίνητο όχημα που οδηγούσε, στην πυλωτή της επί της οδού .... αριθμ. ..... πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα της οποίας κατοικούσε. Αμέσως μόλις εξήλθε του οχήματος του δύο άτομα, τα οποία τον ανέμεναν κρυμμένα πίσω από πικροδάφνες που βρίσκονταν στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του και τον έπληξαν στο δεξιό βραχίονα. Ο Ψ1 δεν έχασε την ψυχραιμία του και κινήθηκε αρχικά πέριξ του αυτοκινήτου του προκειμένου να προστατευθεί και εν συνεχεία τράπηκε σε φυγή προς την αντίθετη εν σχέσει με τη θέση των δραστών κατεύθυνση, προς την οδό ....... Οι δράστες όμως τον κατεδίωξαν πυροβολώντας συνεχώς εναντίον του, προκαλώντας του και άλλα τραύματα μέχρις ότου τελείωσαν τα φυσίγγια των όπλων τους και εν τέλει, όταν ο παθών έπεσε στο οδόστρωμα, τον πλησίασαν και τον έπληξαν με τις λαβές των όπλων τους στην κεφαλή. Ακολούθως δε ετράπησαν σε φυγή, διότι ο παθών φώναζε και καλούσε σε βοήθεια, φοβούμενοι ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από τους περιοίκους. Από τους πυροβολισμούς και τα πλήγματα με τις λαβές των όπλων ο ως άνω αναφερόμενος υπέστη πολλαπλά τραύματα, ειδικότερα δε διαμπερές τραύμα δεξιού βραχίονα από πυροβόλο όπλο, διαμπερές τραύμα δεξιάς γλουτιαίας χώρας από πυροβόλο όπλο, τραύμα στη δεξιά κροταφική χώρα συμβατό με δίοδο βολίδας κατά την εφαπτομένη, θλαστικά τραύματα στην βρεγματική χώρα, στο άνω χείλος του στόματος και στο κάτω βλέφαρο του δεξιού οφθαλμού.(βλ. σχετ. την ..... Ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστού ...... και το από ...... ιατρικό σημείωμα του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών). Ο παθών μεταφέρθηκε αρχικά με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας, όπου του παρασχέθηκαν οι. πρώτες βοήθειες και εν συνεχεία στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Κατά την διενεργηθείσα αυτοψία στο χώρο όπου έλαβε χώρα η παραπάνω αξιόποινη πράξη βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά κάλυκες πυροβόλου όπλου με ένδειξη πυθμένα 10-15, και έξι θραύσματα βολίδων Επί του σταθμευμένου στην πυλωτή της πολυκατοικίας ..... αυτοκινήτου οχήματος της ενοίκου Γ1, βρέθηκε μία βολίδα πυροβόλου όπλου. Ο παθών στα πλαίσια της διενεργηθείσης αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως από τους ανακριτικούς υπαλλήλους του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της ΔΑΑ, εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυς την 06.30' ώρα της 16ης-12ου -2003, την 11.30' ώρα της 16ης -12ου- 2003 και την 13.00' ώρα της 17ης -12ου - 2003. Στην πρώτη από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις περιγράφει λεπτομερώς την τελεσθείσα σε βάρος του πράξη και εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών αναφέρει τα εξής: "Νομίζω ότι ξέρω για ποια άτομα πρόκειται και θα μιλήσω στο Εκβιαστών γιατί έχουμε να πούμε πολλά". Στη δεύτερη κατάθεση του, και αφού του επεδείχθησαν φωτογραφίες αρχείου της ΔΕΕ, διαφόρων υπόπτων, κατέθεσε τα εξής: " Από τις φωτογραφίες που μου δείξατε αναγνωρίζω τους δύο δράστες που με πυροβόλησαν και με χτύπησαν και είμαι απόλυτα σίγουρος γι αυτό, καθ' όσον τα άτομα αυτά τα έχω δει και ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί τους", αναγνώρισε δε από τις επιδειχθείσες φωτογραφίες ως δράστες της κατ' αυτού αξιοποίνου ως άνω περιγραφόμενης πράξεως τους Χ3 και Χ. Ειδικά δε για τον Χ3 κατέθεσε ότι τον είχε δει σε προγενέστερο χρόνο εντός του κέντρου διασκεδάσεως "....". Στην Τρίτη από τις ως άνω αναφερόμενες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις ο παθών Ψ1 κατέθεσε εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών τα εξής: "Θέλω να διευκρινίσω ότι χθες 16-12-2006 λόγω του σοκ που με διακατείχε εξ αιτίας των τραυμάτων κατέθεσα σε σας ότι ο δεύτερος δράστης της σε βάρος μου επίθεσης ήτο κάποιος ονόματι Χ όπως αναγνώρισα από φωτογραφίες του αρχείου σας που μου είχατε υποδείξει. Τώρα όμως ευρισκόμενος πλέον σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και νηφαλιότητα, παρατηρώντας εκ νέου τις φωτογραφίες από το αρχείο σας, αναγνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα ως δεύτερο δράστη της σε βάρος μου επίθεσης τον Χ4, γεν. 1970 στην Αθήνα, όπως μου γνωρίσατε ότι ονομάζεται το άτομο που απεικονίζεται στη φωτογραφία. Όσον αφορά τον πρώτο δράστη εμμένω στην αρχική μου κατάθεση ότι δηλαδή πρόκειται για τον Χ3 και είμαι απολύτως βέβαιος γι αυτό. Τον Χ4 τον είχα δει μερικές φορές στο κατάστημα μου καθότι διατηρούσε επαφές με τον συνέταιρο μου Χ2 και παραπλανήθηκα από το τζόκεϋ που φορούσε κατά τη στιγμή της σε βάρος μου επίθεσης..... πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και η παλαιότητα της χθεσινής φωτογραφίας καθ' ότι σήμερα μου υποδείξατε πιο πρόσφατες αλλά και η κατάσταση μου ήταν ο κύριος λόγος να προβώ σε λάθος αναγνώριση...", "...ο χώρος που διαδραματίστηκε το συμβάν είχε επαρκή φωτισμό και αυτό με βοήθησε να παρατηρήσω ότι ο Χ3 φορούσε μπλε σκούρο μπουφάν, σκούρο τζόκεϋ πιθανόν μπλε βαθύ ή μαύρο, μπλούζα χακί, παντελόνι τζιν και μποτάκια πιθανόν σκούρα καφέ, ο δε Χ4 φορούσε καφέ τζιν σακάκι ή μπουφάν μακρύ, παντελόνι τζιν, μπλούζα δεν θυμάμαι και σκούρο τζόκεϋ. Εδώ θέλω να σας αναφέρω ότι μερικές ημέρες πάνω από δεκαπέντε όμως, ο Χ4 είχε υποβληθεί σε πλαστική εγχείριση στην μύτη για διαφοροποίηση της και αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που με παραπλάνησε όπως και το τζόκεϋ που όπως προανέφερα φορούσε στο κεφάλι του και το είχε περισσότερο κατεβασμένο στο πρόσωπο του από το κανονικό" "...προ δεκαπενθημέρου περίπου και ενώ ευρισκόμουν εντός του καταστήματος μου μαζί με τον συνέταιρο μου Χ2 μας επισκέφθηκε στο τραπέζι που καθόμασταν ένας άνδρας άγνωστος σε μένα, χαιρετήθηκαν οι δυο τους και ανέβηκαν στο γραφείο όπου και παρέμειναν οι δυο τους για μια ώρα περίπου. Φεύγοντας ο ανωτέρω άνδρας, μου είπε ο συνέταιρος μου χωρίς να τον ρωτήσω ότι αυτός ήταν ο Χ3 που "καθάρισε" τον Β1. Εγώ του απάντησα ότι δεν ξέρω από αυτά και δεν με ενδιαφέρουν. Στο πρόσωπο του ατόμου αυτού αναγνώρισα τον έναν εκ των δραστών της σε βάρος μου επίθεσης.... δεν το κατέθεσα αμέσως αν και γνώριζα ότι είναι αυτός γιατί θα ενέπλεκα τότε τον συνέταιρο μου για τον οποίο το διάστημα αυτό δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι αυτός κρύβεται πίσω από την σε βάρος μου επίθεση...". Στην ίδια αυτή μαρτυρική κατάθεση ο παθών αναφέρει ότι κατά την μεταφορά του στο νοσοκομείο Ασκληπιείο και προ της εξετάσεως του από τους αστυνομικούς, ανέφερε στην Δ1, η οποία τον συνόδευε και μετά της οποίας συζούσε στην ως άνω κατοικία του, ότι ένας εκ των δραστών της σε βάρος του ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως ήτο ο Χ3 και ότι οι δράστες ενήργησαν με εντολή του συνεταίρου του Χ2. Από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα τους δράστες και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Αλλά και κατά την εξέτασή του ανωμοτί ως διαδίκου, πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτού του 22ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 22-12-2003, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο έξι ημερών από της τελέσεως της πράξεως, ο ανωτέρω κατέθεσε: "...είμαι σίγουρος ότι είναι ο Χ4 και ο Χ3. Για το Χ4 είμαι 100% αλλά για τον Χ3 επιθυμώ κατ' αντιπαράσταση εξέταση". Κατά δε την κατ' αντιπαράσταση εξέταση ο παθών κατέθεσε: " Δεν μπορώ να πω με σιγουριά 100% τα 100%. Το πρόσωπο ήταν πιο γυαλιστερό και η φαβορίτα δεν υπήρχε, αλά δεν ξέρω αν είναι δημιούργημα των ημερών. Το ύψος κάνει". Ακολούθως και δη μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004, ο παθών προσήλθε ενώπιον του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: " Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3 είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του Χ3 στις 16-12-2003 βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ενδύματα (ένα μπουφάν χρώματος μαύρου, ένα παντελόνι μπλου-τζιν και μία μπλούζα χρώματος χακί), ομοιάζοντα με την περιγραφή των ενδυμάτων του ενός εκ των δραστών στην οποία σύμφωνα με τα προεκτεθέντα προέβη ο παθών. Σύμφωνα με την περιεχόμενη στη δικογραφία ...... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών(Τμήμα Χημικών & Φυσικών Εξετάσεων Εργ/ριο Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας) στις 17-12-2003 ελήφθησαν με ειδικές αυτοκόλλητες διαφανείς ταινίες Filmolux, που χρησιμοποιούνται για την παραλαβή καταλοίπων πυροβολισμού από δέρμα ανθρώπου και από ενδύματα, υπάρχοντα συστατικά από τις επιφάνειες του δέρματος των χεριών και του προσώπου του Χ3 καθώς και από τα κατασχεθέντα, ομοιάζοντα προς την περιγραφή ενδύματα αυτού και κατά την ανάλυση επί των πειστηρίων ανιχνεύθηκε μόλυβδος (Pb) στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή του προσώπου του ανωτέρω καθώς και στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του μπουφάν και από τις περιοχές της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του παντελονιού. Η ανίχνευση μολύβδου ( Pb) επί των ζελατινών-σύμφωνα με την έκθεση, υποδεικνύει την ύπαρξη επί αυτών καταλοίπων πυροβολισμού, αφού αποκλεισθεί κάθε άλλη πηγή προέλευσης αυτού του στοιχείου. Οι κατηγορούμενοι Χ3 και Χ4 αρνούνται στις απολογίες των ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Στις δε εφέσεις των προσκομίζουν και επικαλούνται στοιχεία από άλλη δικογραφία η οποία σχηματίσθηκε από το 3° Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ και υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στις 29-9-2006, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του παθόντος Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως. Προσκομίζουν ειδικότερα: α. Αντίγραφο της ...... υποβλητικής αναφοράς, στην οποία εν σχέσει με την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1 αναφέρεται ότι η πράξη αυτή φέρεται τελεσθείσα υπό των Ζ1, Ζ2, Ζ3 καθώς και ατόμου αλβανικής υπηκοότητας ονόματι Ζ4, οι οποίοι ενήργησαν κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2 και ότι τα άτομα αυτά είχαν συστήσει οργανωμένη εγκληματική ομάδα, η δράση της οποίας συνίστατο στη διάπραξη ανθρωποκτονιών επ' αμοιβή(συμβόλαια θανάτου) καθώς και στην κατ' επάγγελμα εκβίαση ιδιοκτητών καταστημάτων και οίκων ανοχής, στην τέλεση ληστειών με τη χρήση όπλων και στην κατ' επάγγελμα γενετήσια εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, β. Αντίγραφο της από ...... ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως του παθόντος Ψ1, ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ, την ληφθείσα στα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως για την δικογραφία επί της οποίας η ως άνω ..... υποβλητική αναφορά. Από την κατάθεση αυτή προκύπτει ότι στον ανωτέρω υπεδείχθη ο Ζ1, ο οποίος προσήχθη ενώπιον του καθώς επίσης και φωτογραφία του Ζ2, στις 28-9-2006, στα πρόσωπα των οποίων ούτος ανεγνώρισε τους δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως με απόλυτη βεβαιότητα, ισχυρίστηκε δε ότι αρχικώς είχε υποδείξει τους Χ3 και Χ4 λόγω συγχύσεως και σωματοτυπικής ομοιότητος με τους ανωτέρω. Τα ίδια επαναλαμβάνει δε ο παθών και στην από 14-11-2006 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2. γ. Αντίγραφο της από ... ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως μάρτυρος με στοιχεία Ε1(στοιχεία μη αληθή κατόπιν διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών εκδοθείσης κατά το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 2928/2001), όστις καταθέτει ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ περί των αξιοποίνων πράξεων της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας του Ζ1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνει και την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1, στην οποία, σύμφωνα με την κατάθεση του έλαβε μέρος και ο ίδιος. δ. Αντίγραφο της από 14-11-2006 ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως του Χ3, ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2 στην οποία ούτος καταθέτει ότι κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού για άλλη αιτία, ο συγκρατούμενός του Ζ2 (Ζ2), του αποκάλυψε ότι δράστες της ανωτέρω πράξεως σε βάρος του Ψ1 ήσαν οι παραπάνω αναφερόμενοι, και ότι και ο ίδιος ο Ζ2 συμμετείχε, νομίζοντας ότι επρόκειτο να προκαλέσουν στον παθόντα μόνο σωματικές κακώσεις και όχι να τον σκοτώσουν, η ομάδα τους δε έδρασε κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2. Εν σχέσει με τους ισχυρισμούς αυτούς των εκκαλούντων και τα στοιχεία τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται λεκτέα τα ακόλουθα: Από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα ως δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως τους Χ3 και Χ4 και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα η μεταστροφή του εν σχέσει με τον Χ3 έλαβε χώρα μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004, οπότε ο παθών προσήλθε ενώπιον του του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3 είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Η μεταστροφή αυτή δεν δύναται να ληφθεί σοβαρώς υπ'όψιν δεδομένου ότι ο ανωτέρω δεν ανεγνώρισε απλώς τον Χ3 αλλά περιέγραψε με λεπτομέρεια και τα ενδύματα που ούτος φορούσε κατά το χρόνο της τελέσεως της σε βάρος του πράξεως, βρέθηκαν δε και κατασχέθηκαν στην οικία του κατηγορουμένου ενδύματα, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ομοιάζοντα με εκείνα της περιγραφής στην οποία προέβη ο παθών. Το κυριότερο δε είναι το γεγονός ότι στα ενδύματα αυτά αλλά και σε σημεία του σώματος του Χ3 ανιχνεύτηκαν κατάλοιπα πυροβολισμού, τα οποία ούτος δεν δικαιολογεί. Εξ'άλλου δεν δύνανται να εκτιμηθούν ως ουσιαστικά βάσιμες οι μαρτυρικές καταθέσεις του παθόντος οι ληφθείσες το έτος 2006, μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως, στις οποίες αναγνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα άτομα τα οποία είδε για πρώτη φορά στις 16-12-2003. Τοιαύτη αναγνώριση, μετά παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο φυσικό είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων να υφίστανται λόγω της παρόδου του χρόνου φυσιολογική τουλάχιστον μεταβολή, είναι δυσχερής ή και ανέφικτη και πάντως δεν θα λάβει χώρα με απόλυτη βεβαιότητα. Κατά συνέπεια φρονώ ότι από την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων του παθόντος και των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν σε βάρος των Χ3 και Χ4 αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την ως άνω αξιόποινο πράξη. Εν σχέσει δε με την συμμέτοχή του εκκαλούντος Χ1 στην ως άνω αναφερομένη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εγ λόγω κατηγορούμενος εργαζόταν τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2ϋ03 ως σερβιτόρος στο κέντρο διασκεδάσεως ".....", το οποίο βρίσκεται στη λεωφόρο ..., δίπλα από κέντρο διασκεδάσεως "...." των Ψ1 και Χ2. Σύμφωνα με πληροφορία η οποία περιήλθε στις 16-12-2003, -δηλ. την ίδια ημέρα της τελέσεως της σε βάρος του Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως-στους ανακριτικούς υπαλλήλους που διενεργούσαν την αυτεπάγγελτη προανάκριση, ούτος συμμετείχε στην πράξη, αυτή. To γεγονός της συμμετοχής του ανωτέρω επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα η σύζυγός του Ν, όπως προκύπτει από την περιεχόμενη στη δικογραφία ένορκη μαρτυρική της κατάθεση, η οποία καταθέτει ότι ο σύζυγος της στις 16-12-2003 της εκμυστηρεύτηκε ότι ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως και της είπε χαρακτηριστικά: "Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον άνθρωπο να πέφτει πεθαμένος πάνω στο παπούτσι σου;", ενώ από τη συζήτηση που είχε μαζί του διαπίστωσε ότι ούτος γνώριζε τις ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόπειρα και γνώριζε τους δράστες. Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του κατηγορουμένου αυτού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου των 0.38 spesial, μία περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και ένα φιαλίδιο με συγκολητική κόλλα. Από δε τις καταθέσεις του Ψ1 προκύπτει ότι το πρωί της 16-12-2003, κατά τη διαδρομή που έκανε με το αυτοκίνητο του από το επί της Λεωφόρου ..... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως " .....", μέχρι την οδό ..... στην ...., παρατήρησε ότι τον ακολουθούσε και τον παρενοχλούσε ένα αυτοκίνητο μάρκας ....., στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα. Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι ο ανωτέρω Χ1 ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως αυτής και ο ρόλος του συνίστατο εις το να ενθαρρύνει τους δράστες με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφαση τους, να σκοτώσουν τον Ψ1. Εν σχέσει εν τέλει με την συμμετοχή του εκκαλούντος Χ2, λεκτέα τα εξής: Ούτος γνώριζε καλά τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ο δε παθών τόσο στην προανάκριση όσο και στην κυρία ανάκριση κατέθεσε ότι αυτός ήτο ο ηθικός αυτουργός της απόπειρας. Ο παθών τις ημέρες που προηγήθηκαν της σε βάρος του πράξεως απαιτούσε από τον Χ2 χρήματα για να ρυθμίσουν οικονομικές εκκρεμότητες που υπήρχαν μεταξύ τους, τον αναζητούσε επισταμένως αλλά ούτος δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις και είχε από τις 9-12-2006 κλειστό το κινητό του τηλέφωνο. Ο παθών απαιτούσε την καταβολή 20.000 ευρώ, προκειμένου να καλύψει προσωπικές του επιταγές τις οποίες είχε εκδώσει για την κάλυψη δαπανών για την ανακαίνιση του ως άνω κέντρου διασκεδάσεως. Η πίεση που ασκούσε ο παθών στον συνέταιρο του ήτο η αιτία που ο τελευταίος προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Ο κατηγορούμενος Χ2 προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα από ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του Ψ1 ως και έγγραφο δήλωση αυτού, από άλλη ποινική δικογραφία και δη εκείνης που εκκρεμεί ενώπιον ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2, όπου ο παθών Ψ1 καταθέτει και δηλώνει ότι ο Χ2 δεν είναι ο ηθικός αυτουργός της σε βάρος του τελεσθείσης απόπειρας ανθρωποκτονίας. Η κατάθεση αυτή του παθόντος τελεί σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχικές του καταθέσεις, τις ληφθείσες εις τα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως και της κυρίας ανακρίσεως, σύμφωνα δε με τα προλεχθέντα, η γνωριμία του Χ2 με τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, κατά των οποίων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, καθώς και η πίεση την οποία ασκούσε ο παθών σε βάρος του για την άμεση καταβολή του χρηματικού ποσού των 20.000 ευρώ, ήτο η αιτία που ο Χ2 προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Κατά συνέπεια κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Ο ανθρωποκτόνος δόλος των εκκαλούντων Χ3 και Χ4, συνάγεται από τα ζωτικά και ευπαθή μέρη του σώματος του παθόντος που στόχευσαν και έπληξαν επανειλημμένα με τα πυροβόλα όπλα, πυροβολώντας κατ' αυτού από μικρή απόσταση και επί πλέον πλήττοντας αυτόν στην κεφαλή με τις λαβές των όπλων, ενέργειες με τις οποίες άρχισε να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και οι οποίες σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης θα οδηγούσαν στον θάνατο του παθόντος, δηλαδή στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, λαμβανομένου υπ' όψιν και μέσων που χρησιμοποίησαν, της εγγυτάτης αποστάσεως η οποία υπήρχε μεταξύ αυτών και του παθόντος, της κατευθύνσεως των χτυπημάτων και της εντάσεως της πράξεως των (Ε. Συμεωνίδου-Καστανΐδου, "Εγκλήματα κατά της ζωής" σελ. 362, ΑΠ 861/2004 ΠΧ ΝΕ/408 ΑΠ 795/2003 ΠΧ ΝΔ/154, ΑΠ 219/2002 ΠΧ ΝΒ/904, ΑΠ 933/1999 ΠΧ Ν/450, Εφ. Θεσσαλονίκης 735/2004 ΠΧ ΝΕ/2005).' Ενόψει των προεκτεθέντων φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις ως άνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και οι εφέσεις των πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους να επικυρωθεί δε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Ενόψει των ανωτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και τους λόγους που υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τα στοιχεία των οποίων πλήρως αντιστοιχούν σ'αυτά (πραγματικά περιστατικά) και ορθά εφηρμόσθησαν. Ειδικώτερα το προσβαλλόμενο βούλευμα -μάλιστα σε συνδυασμό με το πρωτόδικο, το οποίο επικυρώνει- σαφώς δέχεται ότι η συμμετοχή του πρώτου αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι "ήταν παρών κατά την τέλεση της πράξεως (=κυρίας πράξεως, δηλ. της απόπειρας ανθρωποκτονίας) και ο ρόλος του συνίστατο εις το να ενθαρρύνει τους δράστες (=αυτουργούς) με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφασή τους να σκοτώσουν τον Ψ1", και "με πρόθεση.... παρέχοντας σε αυτούς αυξημένο αίσθημα ασφαλείας υποστηρίζοντας τον τρόπο διαφυγής τους" - και εκθέτει μάλιστα από πού προκύπτει η άνω συμμετοχή του ειδικώτερα. Με τα ανωτέρω, που συνιστούν πραγματική ψυχική συνέργεια κατά το άρθρο 47 § 1 Π.Κ., περιέχεται και πλήρης αιτιολογία του δόλου αυτού. Εξ'άλλου, ναι μεν στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων -ενώ εξετάστηκε ανωμοτί ο παθών- πλην στη συνέχεια (βλ. 4ο φύλλο στο τέλος περίπου αυτού) γίνεται σαφής μνεία ότι ελήφθη υπόψη η ανώμοτη κατάθεση του άνω παθόντος. Οι φερόμενες καταθέσεις αυτού από άλλη δικογραφία δεν είναι μαρτυρικές καταθέσεις αλλά απλά έγγραφα. Επομένως στην έννοια "των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων" περιλαμβάνονται, περιέχονται όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και αυτά που αναφέρει ο ανωτέρω ότι δεν ελήφθησαν υπόψη, στην έννοια δε των "ενόρκων καταθέσεων" περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει ο ίδιος ο αναιρεσείων ότι δεν ελήφθησαν υπόψη. Η ιδιαίτερη μνεία αυτών δεν απαιτείται, η δε υπό το πρόσχημα της μη λήψεως υπόψη αυτών -με αποτέλεσμα αφ' ενός μεν να μην προκύπτουν αυτά που δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα αφετέρου να προκύπτουν τα ακριβώς αντίθετα- φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ανάγεται στον ουσιαστικόν έλεγχο, κρίση περί πραγμάτων που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επίσης σαφής είναι η κρίση του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι αυτουργοί είναι οι Χ3 και Χ4 (βλ. 4ο φύλλο περί το τέλος, 5ο-6ο φύλλο αυτού), η δε φερομένη αντίφαση είναι αβάσιμη αφού η μνεία αυτής αναφέρεται ειδικά για την στοιχειοθέτηση της συνέργειας του εδώ πρώτου αναιρεσείοντος, η οποία όντως προϋποθέτει ότι οι αυτουργοί είχαν αποφασίσει να τελέσουν την κυρία πράξη στην οποία γνώριζε και ήθελε να βοηθήσει ο συνεργός στην πραγματοποίησή της, και όχι ότι την τέλεση αυτής είχαν αποφασίσει μόνοι τους, χωρίς δηλ. την ηθική αυτουργία αυτού. Σαφώς το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι ο δεύτερος αναιρεσείων (=Χ2) γνώριζε καλά τους φυσικούς αυτουργούς και ότι ένεκα των αμέσων οικονομικών απαιτήσεων του παθόντος από αυτόν αυτός με πρόθεση προκάλεσε και προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, αυτούς να τελέσουν την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του παθόντος. Η άνω αποδοχή συνιστά σαφώς την έννοια της ηθικής αυτουργίας -κατά τα ανωτέρω. Τέλος, ο σχετικός λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται αποκλειστικά στην εισαγγελική πρόταση είναι αβάσιμος, όπως ελέχθη. Επομένως πρέπει οι υπό κρίση αναιρέσεις να απορριφθούν. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 145/2007, 144/2007 αναιρέσεις των Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος αυτών. Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κονταξής Β. Η με αριθμό 431α/.18-1-2008 συμπληρωματική εισαγγελική πρόταση. Ι) Με την υπ' αριθμ. 431/1-11-2007 έγγραφη πρότασή μας προς το συμβούλιο του Αρείου Πάγου εισαγάγαμε τις υπ'αριθμ. 145 και 144/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και προτείναμε την απόρριψη αυτών. Ο από αυτούς Χ2 -μετά από γνώση της άνω προτάσεώς μας- υπέβαλε την συνημμένη από 15-1-2008 αίτησή του με την οποία ζητάει "την αυτοπρόσωπη παράσταση και μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο συμβούλιό σας προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του με την παροχή διευκρινήσεων τόσο ως προς τα ανωτέρω σημειούμενα ζητήματα, όσο και ως προς την εν γένει κατηγορία εναντίον του". Σε σχέση με τα σημειούμενα ζητήματα αναφέρει τις αντιφάσεις στις καταθέσεις του θύματος Ψ1 και ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να δικαστεί δύο φορές με το ίδιο αδίκημα, μετά την αμετάκλητη παραπομπή του με το υπ'αριθμ. 2104/2007 αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 Κ.Π.Δ. η διάταξη του άρθρου 309 § 2 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται αναλόγως και επί του Αρείου Πάγου, όταν τούτο επιλαμβάνεται της συζητήσεως της αναίρεσης κατά βουλεύματος. Με τη διάταξη του άρθρου 309 § 2 Κ.Π.Δ. καθιερούται η κατ'εξαίρεση παράσταση (αυτοπρόσωπη ή και με συνήγορο) των διαδίκων στο συμβούλιο, η οποία λαμβάνει χώραν μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης και πρόκειται να κριθεί το ζήτημα της παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου, δηλ. η ουσία της υπόθεσης. Επομένως, κατ'αναλογία, με την αίτηση εμφανίσεως ενώπιον του συμβουλίου Αρείου Πάγου πρέπει ο αιτών να σκοπεί την παροχή διευκρινίσεως -επεξηγήσεων επί των λόγων αναιρέσεως την οποία έχει ασκήσει (Πρβλ ΑΠ 1664/84, ΑΠ 1638/83 κ.α.), αφού αντικείμενο της ενώπιον του συμβουλίου του Αρείου Πάγου διαδικασίας είναι μόνον οι λόγοι αναίρεσης, ενώ δεν προβλέπονται πρόσθετοι τοιούτοι λόγοι -485 § 2 Κ.Π.Δ.- ενώ δεν νοείται λόγος που ανάγεται στην ουσία της υπόθεσης αφού ο 'Αρειος Πάγος δεν ερευνά αυτή (βλ. ΑΠ 2251/2002 και ΑΠ 307/2004). Εξ'άλλου η υποβολή υπομνήματος λεπτομερούς στο οποίο αναπτύσσει τις απόψεις του αιτών αναιρεσείων, καθιστά μη απαραίτητη την εμφάνιση αυτού στο συμβούλιο (-βλ. ΑΠ 544/2003, ΑΠ 795/2003, ΑΠ 456/2001 κ.α.). Το αυτό η δυνατότητα υποβολής τέτοιου υπομνήματος και γιατί δεν αρκεί τούτο- βλ. ΑΠ 816/98. Τέλος η ανάγκη της παροχής διευκρινίσεων κρίνεται από αυτό τούτο το συμβούλιο αφού αυτό αποφασίζει. 'Άλλο το δικαίωμα υπερασπίσεως και άλλο το δικαίωμα εμφανίσεως προς παροχή διευκρινίσεων. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η αίτηση, καθό μέρος αναφέρεται στην παροχή διευκρινίσεων είναι αβάσιμη -αφού ήδη τα σημειούμενα ζητήματα έχουν ήδη αναπτυχθεί διεξοδικώς με την αίτηση αναίρεσης, άλλωστε το πρώτο από αυτά αναφέρεται κυρίως στην ουσία της υπόθεσης -καθό δε μέρος αναφέρεται στην υπεράσπισή του -"την εν γένει κατηγορία" - είναι και απαράδεκτη. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθεί η από 15-1-2008 αίτηση του Χ2 περί αυτοπροσώπου παραστάσεώς του στο συμβούλιο Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση της υπ'αριθμ. 144/2007 αναίρεσης αυτού κατά του υπ'αριθμ. 903/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου πάγουΑθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η από 15-1-2008 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις και να αναπτύξει τις απόψεις του επί της εναντίον του κατηγορίας, όπως αναφέρεται στην αίτηση, είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη, αφού κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του αναιρεσείοντος αίτημα (άρ. 385 παρ.1 και 2 ΚΠΔ), υποβάλλεται προς παροχή εξηγήσεων και διευκρινίσεων που αφορούν μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως και όχι προς υποστήριξη της αθωότητάς του. Ανεξαρτήτως αυτού, η εξεταζόμενη αίτηση, εκτιμώμενη και ως αίτηση προς διασάφηση των λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού με αυτή, αλλά και με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και με το υπόμνημα που κατέθεσε ο αιτών - αναιρεσείων , εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτά. ΙΙ. Οι κρινόμενες 144/4-7-2007 και 145/ 6-7- 20-07 αιτήσεις των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων 1) Χ2 και 2) Χ1, αντίστοιχα, κατά του 903/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τις 556/2006 και 74/2007 εφέσεις αυτών - αλλά και των φερομένων αυτουργών Χ3 και Χ4 - και επικύρωσε 3448/2006 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο οι εκκαλούντες είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι, ο μεν πρώτος, ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση, με αυτουργούς τους Χ3 και Χ4, σε βάρος του Ψ1, ο δε δεύτερος, απλής συνέργειας στην πράξη αυτή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. ΙΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α Π, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι απλός συνεργός σε τετελεσμένη ή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως είναι όποιος, με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση, παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Περί ώρα 04.25' της 16-12-2003 ο Ψ1, ο οποίος εκμεταλλευόταν μαζί με τον Χ2 το επί της Λεωφόρου ....... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο ".....", εισήλθε με αυτοκίνητο όχημα που οδηγούσε, στην πυλωτή της επί της οδού .... αριθμ..... πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα της οποίας κατοικούσε. Αμέσως μόλις εξήλθε του οχήματος του, δύο άτομα, τα οποία τον ανέμεναν κρυμμένα πίσω από πικροδάφνες που βρίσκονταν στον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του και τον έπληξαν στο δεξιό βραχίονα. Ο Ψ1 δεν έχασε την ψυχραιμία του και κινήθηκε αρχικά πέριξ του αυτοκινήτου του, προκειμένου να προστατευθεί και εν συνεχεία τράπηκε σε φυγή προς την αντίθετη εν σχέσει με τη θέση των δραστών κατεύθυνση, προς την οδό ....... Οι δράστες όμως τον κατεδίωξαν πυροβολώντας συνεχώς εναντίον του, προκαλώντας του και άλλα τραύματα μέχρις ότου τελείωσαν τα φυσίγγια των όπλων τους και εν τέλει, όταν ο παθών έπεσε στο οδόστρωμα, τον πλησίασαν και τον έπληξαν με τις λαβές των όπλων τους στην κεφαλή. Ακολούθως δε ετράπησαν σε φυγή, διότι ο παθών φώναζε και καλούσε σε βοήθεια, φοβούμενοι ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από τους περιοίκους. Από τους πυροβολισμούς και τα πλήγματα με τις λαβές των όπλων, ο ως άνω αναφερόμενος υπέστη πολλαπλά τραύματα, ειδικότερα δε διαμπερές τραύμα δεξιού βραχίονα από πυροβόλο όπλο, διαμπερές τραύμα δεξιάς γλουτιαίας χώρας από πυροβόλο όπλο, τραύμα στη δεξιά κροταφική χώρα συμβατό με δίοδο βολίδας κατά την εφαπτομένη, θλαστικά τραύματα στην βρεγματική χώρα, στο άνω χείλος του στόματος και στο κάτω βλέφαρο του δεξιού οφθαλμού (βλ.σχετ. την ...... Ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστού ...... και το από ...... ιατρικό σημείωμα του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών). Ο παθών μεταφέρθηκε αρχικά με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και εν συνεχεία στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Κατά την διενεργηθείσα αυτοψία στο χώρο όπου έλαβε χώρα η παραπάνω αξιόποινη πράξη, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά κάλυκες πυροβόλου όπλου με ένδειξη πυθμένα 10-15, και έξι θραύσματα βολίδων Επί του σταθμευμένου στην πυλωτή της πολυκατοικίας ...... αυτοκινήτου οχήματος της ενοίκου Γ1, βρέθηκε μία βολίδα πυροβόλου όπλου. Ο παθών, στα πλαίσια της διενεργηθείσης αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως από τους ανακριτικούς υπαλλήλους του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της ΔΑΑ, εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυς την 06.30' ώρα της 16ης-12ου -2003, την 11.30' ώρα της 16ης -12ου- 2003 και την 13.00' ώρα της 17ης -12ου - 2003. Στην πρώτη από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις περιγράφει λεπτομερώς την τελεσθείσα σε βάρος του πράξη και, εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών, αναφέρει τα εξής: "Νομίζω ότι ξέρω για ποια άτομα πρόκειται και θα μιλήσω στο Εκβιαστών γιατί έχουμε να πούμε πολλά". Στη δεύτερη κατάθεσή του, και αφού του επεδείχθησαν φωτογραφίες αρχείου της ΔΕΕ, διαφόρων υπόπτων, κατέθεσε τα εξής: " Από τις φωτογραφίες που μου δείξατε, αναγνωρίζω τους δύο δράστες που με πυροβόλησαν και με χτύπησαν και είμαι απόλυτα σίγουρος γι αυτό, καθ' όσον τα άτομα αυτά τα έχω δει και ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί τους", αναγνώρισε δε από τις επιδειχθείσες φωτογραφίες, ως δράστες της κατ' αυτού αξιοποίνου ως άνω περιγραφόμενης πράξεως, τους Χ3 και Χ. Ειδικά δε για τον Χ3 κατέθεσε ότι τον είχε δει σε προγενέστερο χρόνο εντός του κέντρου διασκεδάσεως ".......". Στην τρίτη από τις ως άνω αναφερόμενες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, ο παθών Ψ1 κατέθεσε εν σχέσει με την ταυτότητα των δραστών τα εξής: "Θέλω να διευκρινίσω ότι χθες, 16-12-2006 λόγω του σοκ που με διακατείχε εξ αιτίας των τραυμάτων, κατέθεσα σε σας ότι ο δεύτερος δράστης της σε βάρος μου επίθεσης ήτο κάποιος ονόματι Χ, όπως αναγνώρισα από φωτογραφίες του 11 αρχείου σας που μου είχατε υποδείξει. Τώρα όμως, ευρισκόμενος πλέον σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και νηφαλιότητα, παρατηρώντας εκ νέου τις φωτογραφίες από το αρχείο σας, αναγνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα ως δεύτερο δράστη της σε βάρος μου επίθεσης τον Χ4, γεν. 1970 στην Αθήνα, όπως μου γνωρίσατε ότι ονομάζεται το άτομο που απεικονίζεται στη φωτογραφία. Όσον αφορά τον πρώτο δράστη, εμμένω στην αρχική μου κατάθεση ότι, δηλαδή πρόκειται για τον Χ3 και είμαι απολύτως βέβαιος γι αυτό. Τον Χ4 τον είχα δει μερικές φορές στο κατάστημα μου καθότι διατηρούσε επαφές με τον συνέταιρο μου Χ2 και παραπλανήθηκα από το τζόκεϋ που φορούσε κατά τη στιγμή της σε βάρος μου επίθεσης... πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και η παλαιότητα της χθεσινής φωτογραφίας, καθ' ότι σήμερα μου υποδείξατε πιο πρόσφατες, αλλά και η κατάσταση μου ήταν ο κύριος λόγος να προβώ σε λάθος αναγνώριση...", "...ο χώρος που διαδραματίστηκε το συμβάν είχε επαρκή φωτισμό και αυτό με βοήθησε να παρατηρήσω ότι ο Χ3 φορούσε μπλε σκούρο μπουφάν, σκούρο τζόκεϋ πιθανόν μπλε βαθύ ή μαύρο, μπλούζα χακί, παντελόνι τζιν και μποτάκια πιθανόν σκούρα καφέ, ο δε Χ4 φορούσε καφέ τζιν σακάκι ή μπουφάν μακρύ, παντελόνι τζιν, μπλούζα δεν θυμάμαι και σκούρο τζόκεϋ. Εδώ θέλω να σας αναφέρω ότι, μερικές ημέρες, πάνω από δεκαπέντε όμως, ο Χ4 είχε υποβληθεί σε πλαστική εγχείριση στην μύτη για διαφοροποίησή της και αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που με παραπλάνησε όπως και το τζόκεϋ που όπως προανέφερα φορούσε στο κεφάλι του και το είχε περισσότερο κατεβασμένο στο πρόσωπο του από το κανονικό", "...προ δεκαπενθημέρου περίπου και ενώ ευρισκόμουν εντός του καταστήματος μου μαζί με τον συνέταιρο μου Χ2 μας επισκέφθηκε στο τραπέζι που καθόμασταν ένας άνδρας άγνωστος σε μένα, χαιρετήθηκαν οι δυο τους και ανέβηκαν στο γραφείο όπου και παρέμειναν οι δυο τους για μια ώρα περίπου. Φεύγοντας ο ανωτέρω άνδρας, μου είπε ο συνέταιρος μου χωρίς να τον ρωτήσω ότι αυτός ήταν ο Χ3 που "καθάρισε" τον Β1. Εγώ του απάντησα ότι δεν ξέρω από αυτά και δεν με ενδιαφέρουν. Στο πρόσωπο του ατόμου αυτού αναγνώρισα τον έναν εκ των δραστών της σε βάρος μου επίθεσης.... δεν το κατέθεσα αμέσως αν και γνώριζα ότι είναι αυτός γιατί θα ενέπλεκα τότε τον συνέταιρο μου για τον οποίο το διάστημα αυτό δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι αυτός κρύβεται πίσω από την σε βάρος μου επίθεση...". Στην ίδια αυτή μαρτυρική κατάθεση ο παθών αναφέρει ότι, κατά την μεταφορά του στο νοσοκομείο Ασκληπιείο και προ της εξετάσεως του από τους αστυνομικούς, ανέφερε στην Δ1, η οποία τον συνόδευε και μετά της οποίας συζούσε στην ως άνω κατοικία του, ότι ένας εκ των δραστών της σε βάρος του ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως ήτο ο Χ3 και ότι οι δράστες ενήργησαν με εντολή του συνεταίρου του Χ2. Από τις ένορκες αυτές μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως, σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα τους δράστες και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Αλλά και κατά την εξέταση του ανωμοτί ως διαδίκου, πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτού του 22ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 22-12-2003, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο έξι ημερών από της τελέσεως της πράξεως, ο ανωτέρω κατέθεσε: "...είμαι σίγουρος ότι είναι ο Χ4 και ο Χ3. Για το Χ4 είμαι 100% αλλά για τον Χ3 επιθυμώ κατ' αναπαράσταση εξέταση". Κατά δε την κατ' αναπαράσταση εξέταση, ο παθών κατέθεσε: "Δεν μπορώ να πω με σιγουριά 100% Το πρόσωπο ήταν πιο γυαλιστερό και η φαβορίτα δεν υπήρχε, αλλά δεν ξέρω αν είναι δημιούργημα των ημερών. Το ύψος κάνει". Ακολούθως και δη μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004, ο παθών προσήλθε ενώπιον του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: "Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3, είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του Χ3, στις 16-12-2003, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ενδύματα (ένα μπουφάν χρώματος μαύρου, ένα παντελόνι μπλου-τζιν και μία μπλούζα χρώματος χακί), ομοιάζοντα με την περιγραφή των ενδυμάτων του ενός εκ των δραστών στην οποία σύμφωνα με τα προεκτεθέντα προέβη ο παθών. Σύμφωνα με την περιεχόμενη στη δικογραφία ....... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών (Τμήμα Χημικών & Φυσικών Εξετάσεων Εργαστήριο Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας) στις 17-12-2003 ελήφθησαν με ειδικές αυτοκόλλητες διαφανείς ταινίες Filmolux που χρησιμοποιούνται για την παραλαβή καταλοίπων πυροβολισμού από δέρμα ανθρώπου και από ενδύματα, υπάρχοντα συστατικά από τις επιφάνειες του δέρματος των χεριών και του προσώπου του Χ3 καθώς και από τα κατασχεθέντα, ομοιάζοντα προς την περιγραφή ενδύματα αυτού και κατά την ανάλυση επί των πειστηρίων, ανιχνεύθηκε μόλυβδος (Ρb) στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή του προσώπου του ανωτέρω καθώς και στη ζελατίνα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη υπαρχόντων συστατικών από την περιοχή της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του μπουφάν και από τις περιοχές της εμπρόσθιας δεξιάς πλευράς του παντελονιού. Η ανίχνευση μολύβδου ( Ρb) επί των ζελατινών-σύμφωνα με την έκθεση, υποδεικνύει την ύπαρξη επί αυτών καταλοίπων πυροβολισμού, αφού αποκλεισθεί κάθε άλλη πηγή προέλευσης αυτού του στοιχείου. Οι κατηγορούμενοι Χ3 και Χ4 αρνούνται στις απολογίες των ότι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Στις δε εφέσεις των προσκομίζουν και επικαλούνται στοιχεία από άλλη δικογραφία η οποία σχηματίσθηκε από το 3° Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ και υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών στις 29-9-2006, ήτοι δηλαδή μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του παθόντος Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως. Προσκομίζουν ειδικότερα: α. Αντίγραφο της ...... υποβλητικής αναφοράς, στην οποία, εν σχέσει με την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1 , αναφέρεται ότι η πράξη αυτή φέρεται τελεσθείσα υπό των Ζ1, Ζ2, Ζ3 καθώς και ατόμου αλβανικής υπηκοότητας ονόματι Ζ4, οι οποίοι ενήργησαν κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2 και ότι τα άτομα αυτά είχαν συστήσει οργανωμένη εγκληματική ομάδα, η δράση της οποίας συνίστατο στη διάπραξη ανθρωποκτονιών επ' αμοιβή(συμβόλαια θανάτου) καθώς και στην κατ' επάγγελμα εκβίαση ιδιοκτητών καταστημάτων και οίκων ανοχής, στην τέλεση ληστειών με τη χρήση όπλων και στην κατ' επάγγελμα γενετήσια εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, β.Αντίγραφο της από .... ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως του παθόντος Ψ1, ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ, την ληφθείσα στα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως για την δικογραφία επί της οποίας η ως άνω ...... υποβλητική αναφορά. Από την κατάθεση αυτή, προκύπτει ότι στον ανωτέρω υπεδείχθη ο Ζ1, ο οποίος προσήχθη ενώπιόν του καθώς επίσης και φωτογραφία του Ζ2 στις 28-9-2006, στα πρόσωπα των οποίων ούτος ανεγνώρισε τους δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως με απόλυτη βεβαιότητα, ισχυρίστηκε δε ότι αρχικώς είχε υποδείξει τους Χ3 και Χ4 λόγω συγχύσεως και σωματοτυπικής ομοιότητος με τους ανωτέρω. Τα ίδια επαναλαμβάνει δε ο παθών και στην από .... ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2 γ. Αντίγραφο της από .... ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως μάρτυρος με στοιχεία Ε1 (στοιχεία μη αληθή κατόπιν διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών εκδοθείσης κατά το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 2928/2001), όστις καταθέτει ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 3ου Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της ΔΑΑ περί των αξιοποίνων πράξεων της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας του Ζ1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνει και την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1, στην οποία, σύμφωνα με την κατάθεση του έλαβε μέρος και ο ίδιος. δ. Αντίγραφο της από .... ενόρκου μαρτυρικής καταθέσεως του Χ3, ενώπιον της ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2, στην οποία ούτος καταθέτει ότι, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού για άλλη αιτία, ο συγκρατούμένος του Ζ2(Ζ2), του αποκάλυψε ότι δράστες της ανωτέρω πράξεως σε βάρος του Ψ1 ήσαν οι παραπάνω αναφερόμενοι, και ότι και ο ίδιος ο Ζ2 συμμετείχε, νομίζοντας ότι επρόκειτο να προκαλέσουν στον παθόντα μόνο σωματικές κακώσεις και όχι να τον σκοτώσουν, η ομάδα τους δε έδρασε κατ' εντολήν των Κ1 και Χ2. Εν σχέσει με τους ισχυρισμούς αυτούς των εκκαλούντων και τα στοιχεία τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται λεκτέα τα ακόλουθα: Από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες ελήφθησαν ολίγες ώρες μετά την τέλεση της σε βάρος του παθόντος αξιοποίνου πράξεως, σαφώς συνάγεται ότι ούτος ανεγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα ως δράστες της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως τους Χ3 και Χ4 και δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη, δικαιολόγησε δε επαρκώς την αρχικώς εσφαλμένη υπόδειξη ως δράστου του Χ. Σύμφωνα δε με τα προεκτεθέντα η μεταστροφή του εν σχέσει με τον Χ3 έλαβε χώρα μετά πάροδο τριμήνου σχεδόν, ήτοι στις 12-3-2004,οπότε ο παθών προσήλθε ενώπιον του ανακριτού και κατέθεσε τα εξής: "Σχετικά με τον κατηγορούμενο Χ3 είμαι πλέον σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο δράστης της εναντίον μου απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με έπεισε μετά που βρεθήκαμε. Επίσης τον είδα καλύτερα και πείσθηκα ότι δεν είναι αυτός ένας από τους δράστες". Η μεταστροφή αυτή δεν δύναται να ληφθεί σοβαρώς υπ' όψιν, δεδομένου ότι ο ανωτέρω δεν ανεγνώρισε απλώς τον Χ3, αλλά περιέγραψε με λεπτομέρεια και τα ενδύματα που ούτος φορούσε κατά το χρόνο της τελέσεως της σε βάρος του πράξεως, βρέθηκαν δε και κατασχέθηκαν στην οικία του κατηγορουμένου ενδύματα, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ομοιάζοντα με εκείνα της περιγραφής στην οποία προέβη ο παθών. Το κυριότερο δε είναι το γεγονός ότι στα ενδύματα, αυτά αλλά και σε σημεία του σώματος του Χ3 ανιχνεύτηκαν κατάλοιπα πυροβολισμού, τα οποία ούτος δεν δικαιολογεί. Εξ άλλου δεν δύνανται να εκτιμηθούν ως ουσιαστικά βάσιμες οι μαρτυρικές καταθέσεις του παθόντος οι ληφθείσες το έτος 2006, μετά πάροδο τριών περίπου ετών από της τελέσεως της σε βάρος του αξιοποίνου πράξεως, στις οποίες αναγνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα, άτομα τα οποία είδε για πρώτη φορά στις 16-12-2003. Τοιαύτη αναγνώριση, μετά παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο φυσικό είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων να υφίστανται λόγω της παρόδου του χρόνου φυσιολογική τουλάχιστον μεταβολή, είναι δυσχερής ή και ανέφικτη και πάντως δεν θα λάβει χώρα με απόλυτη βεβαιότητα. Κατά συνέπεια ......από την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων του παθόντος και των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν σε βάρος των Χ3 και Χ4 αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την ως άνω αξιόποινο πράξη. Εν σχέσει δε με την συμμετοχή του εκκαλούντος Χ1 στην ως άνω αναφερομένη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εν λόγω κατηγορούμενος εργαζόταν τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2003 ως σερβιτόρος στο κέντρο διασκεδάσεως "......", το οποίο βρίσκεται στη λεωφόρο ....., δίπλα από το κέντρο διασκεδάσεως " ...." των Ψ1 και Χ2. Σύμφωνα με πληροφορία, η οποία περιήλθε στις 16-12-2003, -δηλ. την ίδια ημέρα της τελέσεως της σε βάρος του Ψ1 ως άνω αναφερομένης αξιοποίνου πράξεως-στους ανακριτικούς υπαλλήλους που διενεργούσαν την αυτεπάγγελτη προανάκριση, ούτος συμμετείχε στην πράξη αυτή. Το γεγονός της συμμετοχής του ανωτέρω επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα η σύζυγός του Ν όπως προκύπτει από την περιεχόμενη στη δικογραφία ένορκη μαρτυρική της κατάθεση, η οποία καταθέτει ότι ο σύζυγος της στις 16-12-2003 της εκμυστηρεύτηκε ότι ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως και της είπε χαρακτηριστικά: "Ξέρεις τι είναι να βλέπεις τον άνθρωπο να πέφτει πεθαμένος πάνω στο παπούτσι σου;", ενώ από τη συζήτηση που είχε μαζί του διαπίστωσε ότι ούτος γνώριζε τις ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόπειρα και γνώριζε τους δράστες. Σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα, στην οικία του κατηγορουμένου αυτού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου των 0.38 special, μία περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και ένα φιαλίδιο με συγκολλητική κόλλα. Από δε τις καταθέσεις του Ψ1, προκύπτει ότι το πρωί της 16-12-2003, κατά τη διαδρομή που έκανε με το αυτοκίνητο του από το επί της ..... αριθμ. .... νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως ".....", μέχρι την οδό .... στην ...., παρατήρησε ότι τον ακολουθούσε και τον παρενοχλούσε ένα αυτοκίνητο μάρκας ......, στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα. Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι ο ανωτέρω Χ1 ήτο παρών κατά την τέλεση της πράξεως αυτής και ο ρόλος του συνίστατο εις το να ενθαρρύνει τους δράστες με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφαση τους, να σκοτώσουν τον Ψ1. Εν σχέσει, εν τέλει, με την συμμετοχή του εκκαλούντος Χ2, λεκτέα τα εξής: Ούτος γνώριζε καλά τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ο δε παθών τόσο στην προανάκριση όσο και στην κυρία ανάκριση κατέθεσε ότι αυτός ήτο ο ηθικός αυτουργός της απόπειρας. Ο παθών, τις ημέρες που προηγήθηκαν της σε βάρος του πράξεως, απαιτούσε από τον Χ2 χρήματα για να ρυθμίσουν οικονομικές εκκρεμότητες που υπήρχαν μεταξύ τους, τον αναζητούσε επισταμένως, αλλά ούτος δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις και είχε από τις 9-12-2006 κλειστό το κινητό του τηλέφωνο. Ο παθών απαιτούσε την καταβολή 20.000 ευρώ, προκειμένου να καλύψει προσωπικές του επιταγές, τις οποίες είχε εκδώσει για την κάλυψη δαπανών για την ανακαίνιση του ως άνω κέντρου διασκεδάσεως. Η πίεση που ασκούσε ο παθών στον συνέταιρο του ήτο η αιτία που ο τελευταίος προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορου μένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Ο κατηγορούμενος Χ2 προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα από ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του Ψ1 ως και έγγραφο δήλωση αυτού, από άλλη ποινική δικογραφία και δη εκείνης που εκκρεμεί ενώπιον ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος των ανωτέρω Ζ1, Ζ2, όπου ο παθών Ψ1 καταθέτει και δηλώνει ότι ο Χ2 δεν είναι ο ηθικός αυτουργός της σε βάρος του τελεσθείσης απόπειρας ανθρωποκτονίας. Η κατάθεση αυτή του παθόντος τελεί σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχικές του καταθέσεις, τις ληφθείσες εις τα πλαίσια της αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως και της κυρίας ανακρίσεως, σύμφωνα δε με τα προλεχθέντα, η γνωριμία του Χ2 με τους δράστες, φυσικούς αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας, κατά των οποίων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, καθώς και η πίεση, την οποία ασκούσε ο παθών σε βάρος του για την άμεση καταβολή του χρηματικού ποσού των 20.000 ευρώ, ήτο η αιτία που ο Χ2 προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την ως άνω πράξη σε βάρος του Ψ1. Κατά συνέπεια κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες διώκονται. Ο ανθρωποκτόνος δόλος των εκκαλούντων Χ3 και Χ4, συνάγεται από τα ζωτικά και ευπαθή μέρη του σώματος του παθόντος που στόχευσαν και έπληξαν επανειλημμένα με τα πυροβόλα όπλα, πυροβολώντας κατ' αυτού από μικρή απόσταση και επί πλέον πλήττοντας αυτόν στην κεφαλή με τις λαβές των όπλων, ενέργειες με τις οποίες άρχισε να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και οι οποίες, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης, θα οδηγούσαν στον θάνατο του παθόντος, δηλαδή στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, λαμβανομένου υπ' όψιν και μέσων που χρησιμοποίησαν, της εγγυτάτης αποστάσεως η οποία υπήρχε μεταξύ αυτών και του παθόντος, της κατευθύνσεως των χτυπημάτων και της εντάσεως της πράξεώς των........." V. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι αυτά στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη, στον μεν κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ2, την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, στον δε κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ1, την πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση και ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις ως άνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις κατά τα διαλαμβανόμενα στο 3448/2006 βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου 2448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών . VI. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα Χ2 και την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1β, 46 παρ. 1 εδ. α, , 42 παρ. 1, 299 παρ. 1, ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. V.Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα Χ2 αιτιάσεις, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει τη δυνατότητα, για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα. Δεν συγχωρείται, όμως, το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνει τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ' αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Μόνο στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του συμβουλίου εφετών να στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και παραβιάζονται επιπλέον οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ 53/1973) και 2 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, (ν.1705/1987), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος που άσκησε έφεση κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος στερείται της ουσιαστικής κρίσεως του συμβουλίου του δεύτερου βαθμού. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 903/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και των συγκατηγορουμένων τους κατά του 3448/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το τελευταίο, με το οποίο παραπέμπονται αυτοί στο ακροατήριο για τις πιο πάνω πράξεις με καθολική αναφορά στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Στην εν λόγω όμως ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση δεν γίνεται καθολική αναφορά στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή της πρωτοβάθμιας εισαγγελικής προτάσεως. Αντιθέτως, γίνεται πλήρης έκθεση των κρίσιμων γεγονότων και διαλαμβάνονται οι σκέψεις, οι οποίες στηρίζουν τη δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, όπως αυτές πιο πάνω έχουν εκτεθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών, με τις παραδοχές του, ότι κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Χ2 γνώριζε καλά τους Χ3 και Χ4, αυτουργούς της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1 και ότι, εξαιτίας των αναφερομένων στο σκεπτικό οικονομικών απαιτήσεων του παθόντος, αυτός με πρόθεση προκάλεσε την απόφαση να τελέσουν, υπό τις περιγραφόμενες στο σκεπτικό συνθήκες, το αδίκημα αυτό σε βάρος του παθόντος, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων Χ2 προκάλεσε στην συγκεκριμένη περίπτωση στους πιο πάνω φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να τελέσουν την εν λόγω άδικη πράξη και ουδόλως το Συμβούλιο Εφετών εφάρμοσε εσφαλμένα την διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 του ΠΚ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε το ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης είναι αβάσιμες και οι διαλαμβανόμενες στον τρίτο λόγο της ίδιας αιτήσεως αναιρέσεως αιτιάσεις, κατά τις οποίες το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και, επιπλέον, στερείται και νόμιμης βάσης, διότι, ενώ αναφέρεται ότι αυτός προκάλεσε στους Χ3 και Χ4 την απόφαση να εκτελέσουν την πράξη της ανθρωποκτονίας, στην ίδια πρόταση αναφέρεται (φυλ. 2β) ότι οι εν λόγω φερόμενοι ως αυτουργοί είχαν ήδη αποφασίσει να εκτελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, γεγονός το οποίο, όπως ισχυρίζεται, αποκλείει την ηθική του αυτουργία. Όμως, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, εκείνο το οποίο αναφέρεται και γίνεται δεκτό είναι ότι ο αναιρεσείων Χ2 προκάλεσε την (μη ειλημμένη) απόφαση στους αυτουργούς να τελέσουν το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ενώ η παραδοχή στο ίδιο βούλευμα, ότι οι αυτουργοί της πράξεως είχαν ήδη ειλημμένη απόφαση να εκτελέσουν την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, αναφέρεται κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο Χ1, συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος, παρέσχε την περιγραφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση συνδρομή του στην πράξη των αυτουργών. Είναι δε αυτονόητο ότι, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η συνδρομή του Χ1, οι αυτουργοί είχαν ήδη ειλημμένη την απόφασή τους να τελέσουν την πιο πάνω πράξη, αφού είχαν ήδη πεισθεί περί αυτού από τον αναιρεσείοντα σε προγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο, βέβαια, δεν είχαν πάρει την εν λόγω απόφαση. Ουδεμία δε αντίφαση ή ασάφεια υφίσταται εξ αυτού και, επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, τρίτος λόγος της εξεταζόμενης αίτησης αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο από τις ίδιες διατάξεις του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναίρεσης , με τις αιτιάσεις ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχουν ενδοιαστικές αιτιολογίες, όσον αφορά τα πρόσωπα των αυτουργών και έτσι η παραδοχή, ότι αυτός υπήρξε ηθικός αυτουργός στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, διότι δεν προκύπτει, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Χ2, τελικά ποίων αυτουργών αυτός προκάλεσε την απόφαση, αφού αναφέρονται, εναλλακτικά, ως αυτουργοί, ο Χ3 και ο Χ4, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρεται ως αυτουργός ο Χ και σε άλλο σημείο αναφέρονται ως αυτουργοί ο Ζ1 και ο Ζ2. Οι αιτιάσεις αυτές είναι παντελώς αβάσιμες, αφού το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμά του, κατά τρόπο απολύτως σαφή, δέχεται ότι φυσικοί αυτουργοί της πιο πάνω πράξεως ήταν οι Χ3 και ο Χ4, ενώ τα ονόματα των λοιπών αναφέρθηκαν κατά την γενόμενη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, κατά την οποία το Συμβούλιο κατέληξε στην προαναφερόμενη κρίση του. Επομένως, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης της αιτήσεως του Χ2, πρέπει η συνεκδικαζόμενη αίτηση αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). VII. Σε σχέση με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε, στο προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα για την πράξη της απλής συνέργειας στην απόπειρα ανθρωποκτονίας, που διέπραξαν οι φυσικοί αυτουργοί Χ3 και Χ4, την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθ' όσον δεν εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 47 παρ.1α ΠΚ. Ειδικότερα, ενώ, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εκτίθενται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος αυτού για την από τους αυτουργούς τέλεση του εγκλήματος που αυτοί διέπραξαν, δηλαδή δεν προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος περί της ανθρωποκτόνου επιδιώξεως των αυτουργών, καθώς και η βούλησή του να συμβάλει με την συμπεριφορά του στην τέλεση της πράξεως αυτής. Επίσης, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η "παρουσία" του αναιρεσείοντος κατά τη διάπραξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας, η οποία αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ως μοναδική πράξη συνδρομής του, ήταν ενεργός, δηλαδή δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει με πιο τρόπο η παρουσία αυτού ενίσχυσε η διευκόλυνε αντικειμενικά την τέλεση της πιο πάνω πράξεως από τους αυτουργούς. Τα αναφερόμενα στο σκεπτικό του βουλεύματος περιστατικά, ότι οι ανακριτικοί υπάλληλοι που διενεργούσαν την αυτεπάγγελτη προανάκριση, είχαν την πληροφορία ότι αυτός "συμμετείχε στην πράξη αυτή" και ότι το γεγονός της συμμετοχής του επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα και η σύζυγος του, κατά τον εκτιθέμενο στην απόφαση τρόπο, αιτιολογεί μόνο την παρουσία αυτού κατά την διάπραξη του εγκλήματος. Τα λοιπά δε αναφερόμενα στην αιτιολογία του βουλεύματος περιστατικά, δηλαδή, ότι ο κατηγορούμενος Χ1 εργαζόταν ως σερβιτόρος σε κέντρο διασκεδάσεως ,το οποίο βρίσκεται, δίπλα από το κέντρο διασκεδάσεως του Ψ1 και του Χ2, ότι, σε διενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα στην οικία του, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν φυσίγγια πυροβόλου όπλου, μία περούκα, ένα ψεύτικο μουστάκι και ένα φιαλίδιο με συγκολλητική κόλλα και ότι το πρωί της 16-12-2003, κατά τη διαδρομή, που έκανε με το αυτοκίνητό του ο Ψ1 από το κέντρο διασκεδάσεως "..... ", μέχρι την οδό .... στην ......, ο παθών παρατήρησε ότι τον ακολουθούσε και τον παρενοχλούσε ένα αυτοκίνητο μάρκας ......, στο οποίο επέβαιναν δύο άτομα, εκτίθενται στο βούλευμα κατά τρόπον αφηγηματικό, χωρίς να συνδέονται αιτιωδώς με το αποδιδόμενο στον αναιρεσείοντα Χ1 αδίκημα. Η αναφορά δε, ότι ο ρόλος του εν λόγω αναιρεσείοντος συνίστατο "εις το να ενθαρρύνει τους δράστες με την απλή παρουσία του και να ενισχύσει την ειλημμένη ήδη απόφαση τους, να σκοτώσουν τον Ψ1", διατυπώνεται ως συμπέρασμα των πιο πάνω περιστατικών, δηλαδή της παρουσίας του και μόνο, κατά την διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος. Κατά συνέπεια, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο, από το άρθρο 484 παρ.1 περ.δ' ΚΠΔ, σχετικός λόγος της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1, με τον οποίο προσβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα μόνο, ως προς την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα αυτόν διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο (άρθ.485, 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έλαβαν μέρος προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 144/4-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ2, κατά του 903/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών . Καταδικάζει τον πιο πάνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Αναιρεί εν μέρει το 903/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μόνο ως προς την παραπεμπτική του διάταξη για τον αναιρεσείοντα Χ1. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που συμμετείχαν προηγουμένως . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία και απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Το συμβούλιο εφετών επιτρεπτώς παραπέμπει εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση. Στην πρωτόδικη όμως μόνο συμπληρωματικά και όχι εξ ολοκλήρου. Άλλως παραβίαση άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η ψυχική συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του. Προϋποθέσεις. Απορρίπτει αναίρεση ως προς τον ηθικό αυτουργό, και δέχεται ως προς τον απλό συνεργό.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Απόπειρα, Ηθική αυτουργία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια.
1
Αριθμός 806/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούdη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1........., 2. ....... και 3. ........., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους 'Αγγελο Πάρσαλη, για αναίρεση της 828/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 479/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 α του ΠΚ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και, κατά την όμοια του άρθρου 309 του ίδιου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρ. 310 παρ.2 ΠΚ), επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Ενόψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης των διατάξεων αυτών, είναι απαραίτητο στη καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη να καθορίζεται ποια από τις δύο ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς άγει σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στη πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί βάσει των κατ' άρθρο 79 Π.Κ κριτηρίων. Αν υπάρχει ασάφεια, αναφορικά με το είδος της διακινδυνεύσεως, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβάσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 309 ΠΚ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, διότι ο 'Αρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση για το αν το δικαστήριο της ουσίας, εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ' αριθμό 828/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι επικίνδυνης σωματικής βλάβης, από κοινού με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 84 παρ.2α ΠΚ και καταδικάστηκαν, ο μεν πρώτος σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, και καθένας από τους λοιπούς σε ποινή φυλάκισης 80 ημερών, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για όλους επί τριετία. Ειδικότερα, το παραπάνω Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζει κατ' είδος, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: "όλοι οι κατηγορούμενοι, στη ...... Αττικής, στις 26-11-2001, έξω από το νεκροταφείο, με πρόθεση επιτέθηκαν από κοινού στους εγκαλούντες, που ήταν μέλη τηλεοπτικού συνεργείου και είχαν μεταβεί εκεί για ρεπορτάζ σχετικά με την κατάσταση του νεκροταφείου, ήτοι στους ......., Ψ1 και Ψ2 και χτυπώντας αυτούς, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος με σιδερένιο νεροσωλήνα, οι δε λοιποί κατηγορούμενοι με τις γροθιές και τις κλωτσιές τους( με χέρια και πόδια), προξένησαν σ' αυτούς σωματικές κακώσεις και βλάβη της υγείας τους, με αποτέλεσμα να πάθουν ο ως άνω 1ος εγκαλών ενδοαρθρικό κάταγμα στη βάση της ονυχοφόρου φάλαγγος, οι δε λοιποί δυο εγκαλούντες πολλαπλούς μώλωπες επί του τριχωτού της κεφαλής κατά την μέση βρεγματική και βραγματοϊνιακή χώρα, ταινιοειδή εκχύμωση και θλάση επί των μυών του αριστερού μηρού, οίδημα επί της δεξιάς κροταφοπαρειακής χώρας ο δεύτερος εγκαλών και εκδορές κατά την αριστερή μετωποβρεγματική χώρα, της ραχιαίας επιφανείας της ρινός, τη δεξιά βλεφαρική σχισμή, τη δεξιά ρινοπαρειακή αύλακα, το κάτω χείλος του στόματος και τη δεξιά παρειακή χώρα, θλαστική εκχύμωση και εκδορά κατά την αριστερή ωμοπλατιαία χώρα η 3η εγκαλούσα. Από τον τρόπο δε που ενήργησαν τις παραπάνω σωματικές βλάβες στους παθόντες, από τη σφοδρότητα των χτυπημάτων, του σιδηροσωλήνα που χρησιμοποίησε ο πρώτος κατηγορούμενος και από το σημείο καταφοράς των πληγμάτων προκύπτει, ότι η πράξη τους αυτή μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής των παθόντων ή βαριά σωματική βλάβη αυτών, δεν πρόκειται δε για απλές σωματικές βλάβες, όπως ισχυρίσθηκαν οι κατηγορούμενοι, ζητώντας την μεταβολή της κατηγορίας (από επικίνδυνη σωματική βλάβη σε απλή σωματική βλάβη) και την απαλλαγή τους, με τον ισχυρισμό ότι προκλήθηκαν από τους παθόντες. Οι παθόντες πήγαν εκεί για να εκτελέσουν τις εντολές που τους ανατέθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό που εργάζονταν και δεν είχαν λόγο να προκαλέσουν ούτε προβλήματα γενικά, αλλά ούτε και τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους, τους οποίους δεν γνώριζαν...". Περαιτέρω, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαλαμβάνεται ότι " οι κατηγορούμενοι, στη ...... Αττικής, την 26-11-2001, με πρόθεση προξένησαν σε άλλους σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας αυτών με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής των παθόντων ή βαριά σωματική βλάβη αυτών και πιο συγκεκριμένα από κοινού επετέθηκαν κατά των εγκαλούντων... Η πράξη τους δε αυτή, από τον τρόπο τελέσεώς της, της σφοδρότητας των χτυπημάτων, του οργάνου που χρησιμοποιήθηκε και του σημείου καταφοράς των πληγμάτων, μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής των παθόντων ή βαριά σωματική βλάβη αυτών". Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, για το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, λόγω της αναφοράς στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαζευκτικώς των εννόμων αγαθών των παθόντων, των οποίων επήλθε η διακινδύνευση, δημιούργησε ασάφεια, ως προς το είδος της διακινδύνευσης, που δέχθηκε, δηλαδή παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ και η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τη μορφή της έλλειψης νόμιμης βάσης, είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως(άρθρο 519 Κ.Π.Δ) Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ' αριθμό 828/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη νόμιμης βάσης, γιατί δεν προσδιορίζεται η μορφή διακινδύνευσης (για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 805/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 837/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1.Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1424/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 493/12-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 παρ. 1 και 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την έκθεση αναιρέσεως του X1 και ήδη προσωρινώς κρατουμένου, που ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών Τριπόλεως, όπου κρατείται, κατά του υπ'αριθ. 837/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, δια του οποίου απερρίφθη ως απαράδεκτη η με αριθ. 45/8-6-2007 έκθεση εφέσεως κατά του υπ'αριθ. 287/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά την διάταξη του άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από την δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση του βουλεύματος, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 161 παρ. 1 Κ.Π.Δ., ο επιδίδων οφείλει να συντάξει αποδεικτικό επί τόπου, στο οποίο με ποινή ακυρότητος, σημειώνει με ακρίβεια, εκτός από τα άλλα στοιχεία και το όνομα και επώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Η μη τήρηση της διάταξης αυτής συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 154 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Δεν είναι δε αναγκαίο για το κύρος της επιδόσεως, σύμφωνα με το άρθρ. 161 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να συγκεντρώνονται στο αποδεικτικό και τα στοιχεία εκείνου που έδωσε την εντολή για την επίδοση. Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 156 Κ.Π.Δ., αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει επίδοση απουσιάζει από την κατοικία του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στα αναφερόμενα στην ίδια διάταξη συγγενικά πρόσωπα αυτού, αν δε, δεν βρεθούν και τα πρόσωπα αυτά στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται προς τον δήμαρχο κ.λ.π. της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη και ακολουθεί η προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη τοιχοκόλληση του εγγράφου που επεδόθη και η αποστολή σχετικής βεβαίωσις στην αρχή που παρήγγειλε την επίδοση. Ως αγνώστου διαμονής πρόσωπο, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρείται αυτό που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε μέρος άγνωστο για την αρχή που παράγγειλε την επίδοση ή αυτή που εξέδωσε το επιδοτέο έγγραφο, είναι δε αδιάφορο αν ο τόπος αυτός είναι γνωστός σε άλλες αρχές, διότι το όργανο που έλαβε την εντολή να ενεργήσει την επίδοση, δεν έχει την υποχρέωση να προσφύγει σ'αυτές ή σε άλλες τυχόν πηγές πληροφοριών για να ανακαλύψει την διαμονή του αποδέκτου του εγγράφου, αλλά αρκεί, για το έγκυρο της επιδόσεως του εγγράφου στο δήμαρχο, η βεβαίωση του οργάνου στο αποδεικτικό επιδόσεως, ότι ο αποδέκτης ήταν απών από τον τόπο της κατοικίας του και αγνώστου διαμονής, κατά την έρευνα που έκανε αυτός, και ότι κανένας από τους συγγενείς που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρ. αυτού, δεν ανευρέθη στον τόπο της κατοικίας του. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο και διατάσσεται η εκτέλεση του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, εκτός των άλλων και όταν ησκήθη εκπρόθεσμα, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακουσθούν οι διάδικοι που θα εμφανισθούν. Ο Εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του, είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την συζήτηση της υποθέσεως. Κατά της αποφάσεως ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση, ο έλεγχος όμως του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτες. Αν υπάρχουν στην αίτηση αναιρέσεως και λόγοι που αναφέρονται σε άλλες πλημμέλειες του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου, αυτοί είναι απαράδεκτοι. Από τις παραπάνω διατάξεις, εν συνδυασμώ με εκείνες των άρθρ. 477 και 478 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι προϋπόθεση της απορρίψεως της εφέσεως κατά πρωτοδίκου βουλεύματος, ως εκπροθέσμου, είναι η έγκυρη επίδοση του βουλεύματος αυτού, διότι διαφορετικά, αν η επίδοση είναι άκυρη, δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως. Η προϋπόθεση αυτή, ως διαδικαστική, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, για να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως. Τέλος, ως λόγος αναίρεσης κατά της αποφάσεως ή του βουλεύματος που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως, μπορούν να προβληθούν όλοι οι αναφερόμενοι στο άρθρ. 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και συνεπώς και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (παρ. 1 στοιχ. ε'). Αυτή θεωρείται ότι δεν υπάρχει, όταν δεν αναφέρεται στο βούλευμα ο χρόνος της νομίμου επιδόσεως και εκείνος της ασκήσεως της εφέσεως, όπως επίσης και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση και αν αυτή αφορά πρόσωπο αγνώστου διαμονής, ότι τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του άρθρ. 156 Κ.Π.Δ. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται αιτιολογία περί αυτού, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον ίδιο λόγο αναιρέσεως. ΙΙ) Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης εκήρυξε απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθ. 287/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Ως αιτιολογία, διαλαμβάνει στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα ακόλουθα, αφού παραπέμπει και στους λόγους που εκθέτει στην πρότασή του ο Εισαγγελέας. Το με αριθ. 287/15-3-2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επεδόθη στον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο Γ1, Διευθυντή Διοικητικών υπηρεσιών του Δήμου Ευόσμου, δηλαδή στον Δήμο που είχε ο εκκαλών κατηγορούμενος την τελευταία γνωστή κατοικία, κατ' άρθρ. 156 Κ.Π.Δ., ως αγνώστου διαμονής στις ...... (βλ. αποδεικτικό επιδόσεως). Ο εκκαλών άσκησε την υπό κρίση έφεση, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Μαυροματίδη δυνάμει της από 4-6-2007 εξουσιοδοτήσεως στις 8-6-2007, δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, ενώ στην έκθεση εφέσεως εκτίθενται λόγοι ανώτερης βίας που κατά τον εκκαλούντα κατηγορούμενο δικαιολογούν την έφεση ως εμπρόθεσμη, επειδή δεν άρχισε η προθεσμία άσκησης της έφεσης, καθόσον η επίδοση του πιο πάνω παραπεμπτικού βουλεύματος είναι άκυρη διότι αφ'ενός δεν προκύπτει ότι ο υπάλληλος Γ1, που παρέλαβε το βούλευμα, είναι εξουσιοδοτημένος υπάλληλος και αφ'ετέρου διότι ο ίδιος είναι γνωστής διαμονής και όχι αγνώστου διαμονής και κατοικεί, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο ιδιωτικό μισθωτήριο στην οδό .... αριθ. .... Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας προκύπτει ότι η ανωτέρω επίδοση του βουλεύματος, ως αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ήταν νόμιμη και έγκυρη, καθόσον η νέα διεύθυνση του εκκαλούντος στην οδό ..... αριθ. ....-..... δεν ήταν γνωστή ούτε στην Εισαγγελική ούτε στην Ανακριτική αρχή, που παρήγγειλαν και επέδωσαν το βούλευμα (βλ. την από ..... βεβαίωση του Αστυφύλακα Ζ1 του Α.Τ. Δενδροποτάμου, που βεβαιώνεται ότι ο εκκαλών μετώκησε από το 4ο χιλ. .....-...... στην οδό ..... αριθ. .... Εύοσμος, την από ....... βεβαίωση του Αρχιφύλακα Ζ2 του ΙΣΤ' Α.Τ. Θεσσαλονίκης ότι ο εκκαλών είναι άγνωστος στην οδό ..... .... και την από ..... βεβαίωση του επιμελητή Δικαστηρίων στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ....... ότι ο εκκαλών είναι άγνωστος στην πιο πάνω Διεύθυνση). Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ήταν αναγκαία η αναγραφή του στοιχείου "της ιδιότητος του υπαλλήλου ως ορισμένου από το Δήμαρχο για την παραλαβή" στο αποδεικτικό επιδόσεως. Τέλος, δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή το γεγονός ότι για άλλη υπόθεση του επιδόθηκε στον εκκαλούντα κλητήριο θέσπισμα στις .... στην οδό .... αριθ. ... Εύοσμος. Επιπροσθέτως πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός που ανέπτυξε ενώπιον του Συμβουλίου ο κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου του, ότι ουχί νομίμως έγινε η επίδοση σ'αυτόν του προσβαλλομένου βουλεύματος, ως αγνώστου διαμονής, αναζητηθέντα επί της οδού .... στον .... Θεσσαλονίκης, ως τόπο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ήταν το κατάστημά του, παρασκευής μπουγάτσας στο 4ον χλμ ......-....., περιοχή που υπάγεται στον Δήμου Μενεμένης Θεσσαλονίκης και ότι ως εκ τούτου είναι άκυρη επίδοση στον Δήμο Ευόσμου, στον Δημοτικό υπάλληλο Γ1 (Διευθυντή Διοικητικών υπηρεσιών του Δήμου Ευόσμου), δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση του Συμβουλίου τούτου και τούτο διότι, από σειρά εγγράφων που έχουν επισυναφθεί στην δικογραφία προκύπτει ότι ο τόπος της τελευταίας γνωστής κατοικίας του τόσο στις αρμόδιες δικαστικές αρχές που παρήγγειλαν την επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος, όσο και στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, ήταν η οδός ....... στο Δήμο Ευόσμου Θεσσαλονίκης (βλ. σχετ. το από .... με αριθ. .... ένταλμα Σύλληψης του Ανακριτή Α' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, την από ...... κλήση του Ανακριτή για απολογία του κατηγορουμένου, την από ..... βεβαίωση του δικ. επιμελητή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ....., ότι ο κατηγορούμενος δεν ανευρέθη και είναι άγνωστος στην οδό ....... όπου αναζητήθηκε, ομοία βεβαίωση από ...... του Αρχιφύλακα Ζ2, από ...... βεβαίωση του αστυφύλακα Ζ1 ότι ο κατηγορούμενος μετώκησε από το 4ο χλμ ......-..... και ότι από αρχείο της Αστυνομίας φαίνεται ότι διαμένει επί της οδού ....... και τα με αριθ. 36/1993 πρακτικά και απόφαση του Μ.Ο.Δ. Καστοριάς). Συνεπώς εγκύρως έγινε η επίδοση στον Δήμο Ευόσμου και όχι στον Δήμο Μενεμένης Θεσσαλονίκης. Με αυτά που εδέχθη το παραπάνω Συμβούλιο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη αιτιολογία, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται και η μνεία του ειδικώτερου τρόπου επιδόσεως και δη η μνεία των, κατά τα άρθρ. 154 § 2, 156 και 161 § 1 Κ.Π.Δ., στοιχείων του κύρους αυτής, αφού, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση εφέσεως, δεν περιέχεται σ'αυτήν, κατά το άρθρ. 474 § 2 Κ.Π.Δ., κανένας λόγος που να ανάγεται στην έλλειψη της, κατ'άρθρο 156 προϋποθέσεως της αγνώστου δηλαδή διαμονής του αναιρεσείοντος. Εξάλλου από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητος του προβαλλομένου με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως λόγου ακυρότητος της επιδόσεως, προκύπτει ότι η τελευταία γνωστή, μέχρι την ... που έγινε η επίδοση, στην εισαγγελική αρχή διεύθυνση κατοικίας του αναιρεσείοντα, ο οποίος δεν είχε δηλώσει κατοικία κατά την προδικασία, κατά το άρθρο 273 § 1 Κ.Π.Δ., ήταν, όχι αυτή που εδηλώθη πρώτη φορά με την μεταγενεστέρως ασκηθείσα έφεση και ήδη επικαλουμένη επί της οδού ..... αριθ. ...., αλλά η επί της οδού ..... αριθμ. .... στον ...... της Θεσσαλονίκης και στην οποία δεν ανευρέθη, όπως προκύπτει από την από ......βεβαίωση του Δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ..... καθώς και από το από .... αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα Ζ2 και του αστυφύλακα Ζ1, από το οποίον προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μετώκησε από το 4ον χιμ .....-......, αλλά αυτός μετώπησε σε άγνωστη διεύθυνση και επομένως νομίμως εχώρησε η επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος ως αγνώστου διαμονής, όπως περαιτέρω προκύπτει από το ως άνω από ........ αποδεικτικό επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ........, το οποίο περιέχει όλα τα κατά τα άρθρ. 156 και 161 § 1 Κ.Π.Δ., στοιχεία και ειδικώτερον προκύπτει από αυτό ότι το βούλευμα παρέλαβε ο Διευθυντής των Διοικητικών υπηρεσειών Γ1, τον οποίο είχε ορίσει ο Δήμαρχος του Δήμου Ευόσμου για την παραλαβή εγγράφων που επιδίδονταν σε πρόσωπα ως αγνώστου διαμονής. Επομένως ο από το άρθρο. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγος της αιτήσεως είναι αβάσιμος και ως τοιούτος πρέπει να απορριφθεί καθώς και η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως εν τω συνόλω της. Και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 14/16-7-2007 αίτησις Αναιρέσεως του X1, κατά του υπ'αριθμ. 837/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, δια του οποίου εκηρύχθη απαράδεκτη η ασκηθείσα έφεσις του κατά του υπ'αριθ. 287/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Και Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 7 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 38 του ν. 3160/2003, η ισχύς του οποίου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι την 30-6-2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεσή τους κατά του πρωτόδικου βουλεύματος ως απαράδεκτη. Δηλαδή αναίρεση επιτρέπεται πλέον μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, και όχι και κατά βουλεύματος, που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι, κατά το άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κ.Ποιν.Δ "η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα", αφού η πιο πάνω παράγραφος 2 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ., πριν αντικατασταθεί κατά τα προεκτιθέμενα, όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και, έτσι, με την αντικατάσταση αυτή, εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος X1, με το υπ' αριθμό 287/15-3-2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μ.Ο. Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση από υπότροπο. Κατά του εν λόγω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο κατηγορούμενος άσκησε την με αριθμό 45/8-6-2007 έφεσή του, η οποία όμως απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, με το υπ' αριθμό 837/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, για το λόγο ότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Κατά του βουλεύματος δε αυτού (837/2007), ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση με αριθμό 14 από 16-7-2007 αίτηση αναιρέσεως. Όμως, κατά τα εκτιθέμενα ως άνω στη νομική σκέψη δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο. 476 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ, κατά του πιο πάνω 837/2007 βουλεύματος, του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 14/16-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του X1, κρατουμένου των δικαστικών φυλακών Πατρών, κατά του υπ' αριθμό 837/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 804/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Γαβαλά, και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 455/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ......., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27.2.2007 και 31.1.2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως καθώς και στους από 13.9.2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 621/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι, από 27 Φεβρουαρίου 2007 και 31 Ιανουαρίου 2007, δύο αιτήσεις αναιρέσεως των 1)Χ1 και 2) Χ2 και οι από 13 Σεπτεμβρίου 2007 πρόσθετοι λόγοι επί των αιτήσεων αναιρέσεως και ως συναφείς στρεφόμενες κατά της ίδιας υπ' αριθμό 455/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, πρέπει να συνεκδικασθούν. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Εξ' άλλου, η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίσταση , παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1α Π.Κ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 του ίδιου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη (άρθρο 310 παρ.2), επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Ενόψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική για επικίνδυνη σωματική βλάβη απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δε, δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μίας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθοριστεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 79 Π.Κ. Αν υπάρχει ασάφεια, αναφορικά με το είδος της διακινδύνευσης, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβίασης της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 309 του Π.Κ και ιδρύεται ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση, για το αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 455/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, καταδικάσθηκαν για επικίνδυνες σωματικές κακώσεις από κοινού. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, η οποία προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, τέλεσαν την πράξη των επικίνδυνων σωματικών κακώσεων από κοινού (αρθρ. 45, 309-308 παρ. 1α ΠΚ) που αποδίδεται, σ' αυτούς και συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι αυτοί, στις 8.9.2005 και περί ώρα 20.15, επιβαίνοντες σε αυτοκίνητο περιφέρονταν στη συνοικία "......" της πόλης της Κέρκυρας αναζητώντας το γραφείο ενοικίασης σκαφών "......" ιδιοκτησίας του πολιτικώς ενάγοντος, το οποίο τελικώς τους υπέδειξε η μάρτυρας Γ1. Ο πρώτος από τους κατηγορούμενους μάλιστα, επισκέφτηκε ως πελάτης το γραφείο, για να διερευνήσει αν βρισκόταν σ' αυτό μόνος του ο πολιτικώς ενάγων, ή υπήρχε και άλλο πρόσωπο, πελάτης ή υπάλληλος και όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε εκεί άλλο πρόσωπο, αποχώρησε και ενημέρωσε τον δεύτερο, "που περίμενε στο αυτοκίνητο, και στη συνέχεια, περί ώρα 20.30", εισήλθε στο γραφείο ο κατηγορούμενος αυτός (Χ2) και άρχισε να χτυπά τον πολιτικώς ενάγοντα με τα χέρια και τα πόδια, σε διάφορα σημεία του σώματός του (κεφάλι, θώρακα, κοιλιακή χώρα), επανερχόμενος δε και ο άνω συγκατηγορούμενός του, κατάφερε στον παθόντα με τον ίδιο τρόπο και στα ίδια σημεία, όμοια χτυπήματα όπως ήδη κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με πρόθεση, να του προκαλέσουν σωματικές κακώσεις κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει σ' αυτόν βαριά σωματική βλάβη, και του προκάλεσαν, όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του στις 9.9.2005, στο ΓΝΝ Κέρκυρας, από τον ιατροδικαστή: "α) εκτεταμένη θλαστική εκχύμωση, χροιάς μελανέρυθρης, μετά τραύματος κατά τη βρεγματική χώρα του τριχωτού της κεφαλής, β) θλαστική εξοίδηση του προσώπου, γ) εκτεταμένη θλαστική εκχύμωση, χροιάς μελανέρυθρης, αρχόμενη από την δεξιά μετωπιαία έως τη σύστοιχη παρειακή χώρα, δ)θλαστική εξοίδηση, μετά εκχυμώσεως, χροιάς μελανέρυθρης, του άνω και κάτω βλεφάρου του δεξιού οφθαλμού και της σύστοιχης περικογχικής χώρας μετά υποσφάγματος, ε) πολλαπλές θλαστικές εκχυμώσεις, χροιάς μελανέρυθρης, κατά την αριστερή μετωπιαία χώρα, τη χώρα των οφρύων, τη δεξιά κροταφική του τριχωτού της κεφαλής, την αριστερή παρειακή χώρα, τη χώρα της ρινός και του στόματος, των πτερυγίων αμφοτέρων των ώτων, αμφοτέρων των οπισθοωτιαίων χωρών, τη δεξιά υποκλείδιο χώρα, το δεξιό μαστό, τη μεσότητα της έσω επιφάνειας αμφοτέρων των βραχιόνων και τη δεξιά κοιλιακή χώρα", ήτοι του προκάλεσαν απλή σωματική βλάβη, σύμφωνα με το συμπέρασμα της υπ' αριθ. πρωτ. ...... ιατροδικαστικής έκθεσης. Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι έσυραν τον παθόντα σε χώρο αποθήκης του γραφείου του, και κλείδωσαν την εξωτερική πόρτα για να μη γίνει αντιληπτός έγκαιρα και να έχουν χρόνο να εξασφαλίσουν άλλοθι (όπως θα γίνει λόγος παρακάτω) και να διαφύγουν με το πλοίο της γραμμής, προς ....... Η πράξη δε αυτή, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, που πράγματι επήλθε (ΑΠ 77/1998 ΠΧΜΗ, 740, ΑΠ 1151/1994 ΠΧ ΜΔ, 963), ενόψει του επικίνδυνου τρόπου που τελέστηκε (αλλεπάλληλα χτυπήματα με γροθιές και λακτίσματα) και των ευπαθών σημείων του σώματος του παθόντος, στα οποία τον έπληξαν (κεφάλι, θώρακα, κοιλιακή χώρα), μπορούσαν να προκαλέσουν στον τελευταίο βαριά σωματική βλάβη, για το λόγο δε αυτό, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου για μεταβολή της κατηγορίας από επικίνδυνη σε απλή σωματική βλάβη. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία και περί ώρα 20.30'-21.00', βρισκόταν σε άλλο τόπο και συγκεκριμένα στο εστιατόριο ...... και γευμάτιζε με το συγκατηγορούμενό του, τον οποίο (ισχυρισμό) προβάλλει ως άλλοθι, αρνούμενος την κατηγορία, δεν αποδείχθηκε από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής του άνω εστιατορίου, με ώρα έκδοσης 20.57", η οποία μπορούσε να έχει εκδοθεί και για άλλο πελάτη, σε κάθε περίπτωση όμως, και αν υποτεθεί αληθινός ο ισχυρισμός του, ότι τη συγκεκριμένη ώρα (20.57") βρισκόταν στο εστιατόριο αυτό, δεν αναιρούνται τα παραπάνω, αφού η παρουσία αυτού και του συγκατηγορουμένου του στο χώρο του γραφείου του παθόντος κατά τον παραπάνω χρόνο (20.30") επιβεβαιώθηκε από τις καταθέσεις του παθόντος και της μάρτυρος Γ1, -οι οποίοι και αναγνώρισαν στη συνέχεια τους κατηγορουμένους-, αλλά και την κατάθεση του μάρτυρα ......, καταστηματάρχη της περιοχής, τον οποίο ρώτησαν για την τοποθεσία του γραφείου του παθόντος, το οποίο τελικώς τους υπέδειξε τότε η Γ1, που ακολουθούσε με το αυτοκίνητό της το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν αυτοί, και περαιτέρω, ήταν εύκολο αλλά και δυνατό, αμέσως μετά την τέλεση της πράξης τους οι κατηγορούμενοι να μεταβούν στο άνω εστιατόριο, που δεν βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, και, με την απόδειξη πληρωμής που προμηθεύτηκαν και περιέργως φύλαξαν, να αποκτήσουν το "άλλοθι" που επικαλείται ο παρών κατηγορούμενος, προσκομίζοντας την απόδειξη αυτή. Έτσι, ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί, συνακόλουθα δε να απορριφθεί και το αίτημά του για αναβολή της δίκης, (ή διακοπή της συνεδρίασης) προκειμένου να κλητευθούν ως μάρτυρες (αρθρ. 353 ΚΠοινΔ), οι υπεύθυνοι ή σερβιτόροι της εν λόγω επιχείρησης εστιατορίου, για να επιβεβαιώσουν την παρουσία των κατηγορουμένων εκεί στη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία και περί ώρα 20.30"-21.00", γιατί δεν κρίνεται αναγκαία, με τα δεδομένα που προεκτέθηκαν, η κλήτευσή, των, αορίστως άλλωστε, επικαλουμένων μαρτύρων, αφού σε κάθε περίπτωση, η τυχόν επαλήθευση του ισχυρισμού του κατηγορουμένου για τον οποίο ζητεί την κλήτευση τους, δεν αναιρεί τη συνδρομή των περιστατικών τέλεσης από αυτόν της άνω αξιόποινης πράξης, που αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, για την οποία και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Πρέπει, τέλος, να απορριφθεί και ο αυτοτελής ισχυρισμός του "για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου". Από την παραδεκτή δε επισκόπηση των πρακτικών του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα, από την παράθεση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία το Δικαστήριο δέχθηκε, αναμφισβήτητα προκύπτει, ότι ναι μεν δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη με αριθμό ..... έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης της ιατροδικαστού ....., η οποία διενεργήθηκε συνεπεία της ..... παραγγελίας του Τμήματος Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Κερκύρας, όμως προκύπτει με βεβαιότητα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αξιολόγησε και συνεκτίμησε, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί της ενοχής, και την παραπάνω έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης. Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση, στην αιτιολογία της, μνημονεύει κατ' επανάληψη, τη συγκεκριμένη, με αριθμό ......, έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, ώστε να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι αξιολογήθηκε και συνεκτιμήθηκε και αυτή με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Στη συνέχεια, το Τριμελές Εφετείο Κερκύρας, κήρυξε τους αναιρεσείοντες-κατηγορούμενους ενόχους της πράξεως των επικινδύνων σωματικών κακώσεων κατά συναυτουργία και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών στον καθένα. Με τις παραδοχές του αυτές, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1 και 308-309 παρ.1α του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Επίσης, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Κερκύρας, δέχτηκε, σχετικά με την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ότι, ενόψει του επικίνδυνου τρόπου που τελέστηκε με αλλεπάλληλα χτυπήματα με τις γροθιές και λακτίσματα και των ευπαθών σημείων του σώματος του παθόντος, στα οποία τον έπληξαν (κεφάλι, θώρακα, κοιλιακή χώρα), μπορούσαν να του προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ως προς το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, λόγω της αναφοράς, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, των εννόμων αγαθών του παθόντος των οποίων επήλθε η διακινδύνευση, η οποία αφορούσε την πρόκληση στον παθόντα, βαριάς σωματικής βλάβης, δεν δημιούργησε ασάφεια ως προς το είδος της διακινδύνευσης που δέχτηκε, ότι συνέτρεξε και δεν παραβίασε έτσι εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Μετά από αυτά, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε'του Κ.Π.Δ, σχετικοί πρώτος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και ο αντίστοιχος των προσθέτων λόγων, αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ειδικότερα, το μεν για το ότι δε γίνεται ιδιαίτερη μνεία και αναφορά κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων, το δε ότι δεν αιτιολογείται ποια συγκεκριμένη μορφή της σωματικής βλάβης, αφορούσε ο κίνδυνος, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, χωρίς να παραβιάζεται στην προκείμενη περίπτωση η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων, από μόνο το γεγονός ότι, σε ανάλογες περιπτώσεις, υπήρξε διαφορετική αντιμετώπιση, ενόψει του γεγονότος, ότι δεν είναι δεδομένο ότι το παρόν Δικαστήριο, είχε να αντιμετωπίσει ακριβώς όμοιες με την κρινόμενη υπόθεση περιπτώσεις. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 79 Π.Κ. "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ.25 ) προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στους αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξαν και την προσωπικότητά τους, για την εκτίμηση, δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν, έστω και εάν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέγνωσε μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που επέβαλε το πρωτοβάθμιο. Συνεπώς, ο προαναφερόμενος δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου των αναιρέσεων, (άρθρο 510 παρ.1 παρ. Η' του Κ.Π.Δ), καθώς και ο αντίστοιχος δεύτερος των προσθέτων λόγος των αιτήσεων, και ως προς το τμήμα αυτό, με το οποίο υποστηρίζεται, ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής, προσέτι δε, το μεν ότι αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το δε ότι υπάρχει απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 περ. α του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, είναι επίσης αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, απαράδεκτος και απορριπτέος είναι επίσης και ο τρίτος των προσθέτων λόγος αναιρέσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η' του ΚΠΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, καθ' υπέρβαση εξουσίας, δέχθηκε τυπικά την έφεση του εισαγγελέα, ενώ θα έπρεπε να την είχε απορρίψει ως απαράδεκτη, διότι αυτή δεν είχε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτείται από το άρθρο 2 παρ. 19 εδ. β' του ν. 2408/1996. Είναι δε απαράδεκτος ο λόγος αυτός, διότι η επικαλούμενη ως άνω διάταξη, με την οποία προστέθηκε παράγραφος 3 στο άρθρο 486 ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι "Η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη", δεν έχει εφαρμογή επί όλων των ασκούμενων από τον Εισαγγελέα εφέσεων, αλλά μόνον επί εκείνων που ασκούνται από αυτόν κατά των αθωωτικών αποφάσεων, όπως τούτο συνάγεται και από τον τίτλο του ως άνω άρθρου 486 ΚΠΔ που ομιλεί για έφεση κατά αθωωτικής απόφασης. Στην προκείμενη δε περίπτωση, η πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, κατά της οποίας άσκησε την με αριθμό 157 από 19-9-2005 έφεσή του ο Εισαγγελέας Εφετών Κερκύρας, είναι καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες και ο εν λόγω Εισαγγελέας προσέβαλε αυτήν με την άνω έφεσή του, για το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε και για τη χορήγηση αναστολής, ισχυριζόμενος, παραδεκτώς και ορισμένως, άλλωστε, ότι "λόγω της βαρύτητας και της βιαιότητος της αξιόποινης πράξης που τους απεδίδετο (επικίνδυνη σωματική βλάβη), ως και του τρόπου και της εντάσεως τέλεσης αυτής και της δολιότητός τους, θα έπρεπε να τους επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή και να μην τους χορηγηθεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης...". Σε κάθε δε περίπτωση, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδίκασε τον καθένα από τους αναιρεσείοντες σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, μεγαλύτερη εκείνης, που τους επέβαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να χορηγήσει το ευεργέτημα της αναστολής κατά το άρθρο 100 του Π.Κ, που τους είχε χορηγηθεί από το πρωτοβάθμιο, δεν υπερέβη την εξουσία του και δεν υπέπεσε στην, από το άρθρο 510 παρ.1 παρ. Η'του Κ.Π.Δ, πλημμέλεια. Επίσης, σε αντίστοιχη πλημμέλεια δεν υπέπεσε από το γεγονός ότι, ενώ στη σχετική έκθεση της εφέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας, αναφέρεται ως λόγος εφέσεως, να μην χορηγηθεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι δεν συντρέχει βάσιμος λόγος χορηγήσεως αναστολής της ποινής, αφού είναι γεγονός πέραν από κάθε αμφιβολία, ότι η έφεση κατά της αποφάσεως από μέρους του ως άνω Εισαγγελέως, αφορούσε, κατά το δεύτερο σκέλος της, τη μη χορήγηση αναστολής και μόνο της ποινής και σε καμία περίπτωση της εφέσεως, που από προφανή παραδρομή αναγράφηκε. 'Αλλωστε, ανάλογη δικαιοδοσία για να κρίνει το ανασταλτικό ή μη αποτέλεσμα της εφέσεως, είχε μόνο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όχι εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να επιληφθεί σχετικού αιτήματος, κατά το άρθρο 497 του Κ.Π.Δ, εάν είχε υποβληθεί τέτοιο αίτημα. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1941/1991, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 357 παρ. 3 του ΚΠΔ, όπως και οι συνήγοροί του, έχουν το δικαίωμα να κάνουν απ' ευθείας στον μάρτυρα ερωτήσεις, που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος του κατηγορουμένου, εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει ν' αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του και, επί πλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής τούτου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψη, παρά το νόμο, υπό τούτου της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί. Επομένως ο τέταρτος και τελευταίος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, των πρόσθετων, λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, γιατί, κατά παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 3 του ΚΠΔ, το Δικαστήριο δεν απάντησε σε αίτημα του συνηγόρου υπερασπίσεως του αναιρεσείοντος Χ2 να επιτρέψει στο συνήγορό του, να υποβάλει συγκεκριμένη ερώτηση στον μάρτυρα κατηγορίας και πολιτικώς ενάγοντα, εφόσον δεν προβάλλεται αλλά ούτε και από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, ως κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, κατά της αρνήσεως του διευθύνοντος τη συζήτηση να του επιτρέψει την υποβολή συγκεκριμένης ερωτήσεως, ως μη συνδεόμενης άμεσα με την κρινόμενη υπόθεση, προσέφυγαν στο Δικαστήριο και τούτο, παρά τον νόμο, απέρριψε την προσφυγή ή παρέλειψε να αποφανθεί επ' αυτής, είναι απορριπτέος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος, πρέπει να απορριφθούν οι αναιρέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-2-2007 αίτηση και τους επ' αυτής, από 13-9-2007, πρόσθετους λόγους του Χ1 και την από 31-1-2007 αίτηση και τους επ' αυτής, από 13-9-2007, πρόσθετους λόγους του Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμό 455/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συναυτουργία. Αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ως προς τη μορφή της διακινδύνευσης. Επίκληση λόγου ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, λόγω μη ιδιαίτερης αναφοράς στο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 180 του ΚΠΔ). Επίκληση λόγου υπερβάσεως εξουσίας, γιατί δεν αιτιολογείται ειδικά η έφεση του Εισαγγελέως, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια (ύψος ποινής και αναστολής της ποινής). Δεν υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, από το γεγονός ότι δεν επιτράπηκε στον κατηγορούμενο να υποβάλει ερώτηση, χωρίς προηγουμένως να ασκήσει προσφυγή κατά της διατάξεως του διευθύνοντος. Απορρίπτει αναίρεση και πρόσθετους λόγους.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πραγματογνωμοσύνη, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Ακροάσεως έλλειψη, Πρόσθετοι λόγοι, Έφεση Εισαγγελέα.
1
Αριθμός 803/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Τσεκούρα, περί αναιρέσεως της 1566/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Με πολιτικώς ενάγον το ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 και 5.7.2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1348/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 514 εδ. γ του Κ.Π.Δ, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε εμπροθέσμως στις 2 Ιουλίου 2007 ενώπιον του Γραμματέα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, τη με αριθμό 3/2-7-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμό 1566/2007 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και ακολούθως, στις 10 Ιουλίου 2007, διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου 'Αγγελου Ζερβού, ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την υπ' αριθμό πρωτ. 6365/10-7-2007 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.2 του Κ.Π.Δ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από τη Γραμματεία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 20-6-2007 και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, διότι έχουν πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια. Κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του Α.Κ, προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού, που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, αφού η υπεξαγωγή είναι έγκλημα διακινδύνευσης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή, είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο ή και απλώς ηθική. Εξ' άλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, στις ......, ενώ ήταν Πρόεδρος του Τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Κρήτης, αφαίρεσε και απέκρυψε από τους φοριαμούς του γραφείου της Γραμματέως του ανωτέρω Τμήματος Γ1, η οποία βρισκόταν σε νόμιμη άδεια, χορηγηθείσα από τον διοικητικό προϊστάμενο της, Διευθυντή των Διοικητικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου, τα κατωτέρω έγγραφα, την ευθύνη φύλαξης των οποίων είχε η ίδια (γραμματέας). Συγκεκριμένα, όπως η μάρτυς Γ1 κατέθεσε, για την αλήθεια της κατάθεσης της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει, το Αρχείο του Τμήματος βρισκόταν και φυλασσόταν στο γραφείο της ίδιας (Γραμματέως) στο ισόγειο του κτηρίου της Σχολής, ενώ το γραφείο του Προέδρου του Τμήματος βρίσκεται στον πρώτο όροφο του ιδίου κτηρίου. Η εκάστοτε Γραμματέας του Τμήματος έχει ανέκαθεν την ευθύνη φύλαξης του Αρχείου και είναι υπεύθυνη γι' αυτό, με σκοπό να ενημερώνει τον προϊστάμενό της εκάστοτε Πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται για διετή θητεία, ενώ η Γραμματέας μπορεί να υπηρετήσει στη θέση της αυτή για πολύ περισσότερα χρόνια. Ο εκκαλών είχε απεριόριστο, βέβαια, ως Πρόεδρος του Τμήματος, δικαίωμα πρόσβασης, στο Αρχείο, τούτο όμως το δικαίωμα ασκούνταν μόνο δια μέσου της Γραμματέως, δηλαδή ο Πρόεδρος του Τμήματος ζητούσε ένα συγκεκριμένο έγγραφο, η Γραμματέας όφειλε πάραυτα να του το παραδώσει και, αφού ο πρώτος έκανε χρήση αυτού, όφειλε να το επιστρέψει στην υπεύθυνη Γραμματέα, η οποία όφειλε να το αρχειοθετήσει και πάλι στη σειρά του (αύξων αριθμός κ.τ.λ.). Το ότι η Γραμματέας έφερε την πλήρη ευθύνη φύλαξης του Αρχείου αποδεικνύεται από τα γεγονότα ότι το αρχείο φυλασσόταν στο Γραφείο της Γραμματέως (ισόγειο) και όχι στο γραφείο του Προέδρου (πρώτος όροφος) και ότι φυλασσόταν μέσα σε φοριαμούς, οι οποίοι ήσαν κλειδωμένοι και τα κλειδιά τους φύλασσε μόνο η Γραμματέας και όχι ο Πρόεδρος (εκκαλών), ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε μεν ελεύθερη πρόσβαση στο Αρχείο, πάντα όμως μέσω της υπευθύνου Γραμματέως. Ο εκκαλών και κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών της ανωτέρω γραμματέως, το θέρος του 1999, είχε απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο Αρχείο, διότι, όπως η Γ1 κατέθεσε, είχε ορισθεί από τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου ως αντικαταστάτης της η υπάλληλος Ζ1. Ο εκκαλών, στη διάρκεια των θερινών διακοπών της ανωτέρω Γραμματέως και στον ανωτέρω ορισθέντα χρόνο, προσέλαβε κλειδαρά, ο οποίος και άλλαξε το κλειδί του γραφείου της Γραμματέως, όπου φυλασσόταν το Αρχείο, όπως ομολογεί ο ίδιος ο εκκαλών στην απολογία του, ενώ χαρακτηριστικά η μάρτυς Γ1 κατέθεσε ότι, μόλις επέστρεψε από τις διακοπές της, την κάλεσε ο εκκαλών, μέσω σημειώματος στην πόρτα του γραφείου της, για να της δώσει το νέο κλειδί του γραφείου της, τονίζοντάς της ότι δεν πρέπει να δώσει συνέχεια στο θέμα. Ακολούθως, ο εκκαλών, μέσω του ιδίου κλειδαρά, παραβίασε τις κλειδαριές των φοριαμών, όπου φυλασσόταν το αρχείο του Πανεπιστημιακού Τμήματος, όπως ο ίδιος ομολογεί τη συγκεκριμένη πράξη του στην απολογία του ("Εγώ άνοιξα τους φοριαμούς για να δω τα πρακτικά"). Από τους φοριαμούς αυτούς ο εκκαλών αφαίρεσε, απέκρυψε και έκτοτε δεν έχει επιστρέψει Πρακτικά Γενικών Συνελεύσεων, φακέλους από το Μάιο έως τον Αύγουστο του 1999, φακέλους Γενικών Συνελεύσεων Ειδικής Σύνθεσης, πρακτικά Δ.Σ. της ιδίας περιόδου, φακέλους υποψηφίων μελών ΔΕΠ εκείνης της περιόδου και φακέλους συμβασιούχων, το γεγονός δε αυτό, δηλαδή ότι ο εκκαλών προέβη στην αφαίρεση των ανωτέρων εγγράφων, προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα ότι αυτός προέβη στην αλλαγή της κλειδαριάς του γραφείου της γραμματέως, όπου φυλασσόταν το αρχείο, και ότι ο ίδιος προέβη στη διάρρηξη και παραβίαση των φοριαμών, όπου φυλασσόταν το Αρχείο. Επίσης, ο ίδιος ο εκκαλών παραδέχεται στην απολογία του ότι πήρε κάποια έγγραφα από το αρχείο, αφού διέρρηξε τους φοριαμούς, χρησιμοποίησε έγγραφα αυτά, τα οποία όμως δεν κατονομάζει, και ακολούθως τα επέστρεψε στους φοριαμούς, απ' όπου τα πήρε. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αληθεύει ο παραπάνω ισχυρισμός του εκκαλούντος, διότι ένα μεγάλο μέρος του Αρχείου και μάλιστα αυτό που αναφέρεται σε τμήμα της δικής του θητείας ως Προέδρου (έλλειπαν τα έγγραφα από Μάιο έως και Αύγουστο του 1999) βρέθηκε να λείπει από τους διαρρηχθέντες φοριαμούς και όχι μόνο κάποια έγγραφα, αυτός δε (εκκαλών) ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση σε όλο το Αρχείο μετά τη διάρρηξη των φοριαμών και την αλλαγή της κλειδαριάς στο γραφείο της γραμματέως Γ1, άρα λογικά, αφού ήταν ο μόνος που είχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, πρόσβαση στο εν λόγω γραφείο και στους συγκεκριμένους φοριαμούς, αμφότερα των οποίων ομολογεί ότι διέρρηξε, συνάγεται ότι αυτός ήταν που αφαίρεσε και, έκτοτε, κατακρατεί τα παραπάνω έγγραφα του Αρχείου, τα οποία βρέθηκαν να λείπουν. Τούτο κατέθεσε και η μάρτυς Γ1, λέγοντας: "από ό,τι θυμάμαι, τα έγγραφα αυτά τα είχε πάρει ο Χ1, όπως είχε πει ο ίδιος". Εξάλλου, τούτο με σαφήνεια προκύπτει από την απολογία του κατηγορουμένου στην πρωτοβάθμια δίκη, τα Πρακτικά της οποίας είναι αναγνωστέο έγγραφο στη σημερινή δίκη, στην οποία (απολογία) ο κατηγορούμενος ανέφερε, έστω και αν τώρα επιμένει ότι δεν αποδόθηκαν σωστά τα λεγόμενα του: "....Βιάστηκα να πάρω τα έγγραφα, διότι η θητεία μου τελείωνε στις 31 Αυγούστου και ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχα να βγάλω αποφάσεις και τις οποίες απέστειλα ταχυδρομικώς. Τα έγγραφα λέω και πάλι ότι επανειλημμένως ζήτησα να τα επιστρέψω...". Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, στην απολογία του, περί εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 242§2 Π.Κ., διότι τα έγγραφα αυτά του ήσαν προσιτά λόγω της υπηρεσίας του, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αποδείχθηκε πλήρως, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο εκκαλών δεν είχε την ευθύνη φύλαξης των εγγράφων του Αρχείου, αλλά αποκλειστικά υπεύθυνη φύλαξης ήταν η Γραμματέας Γ1. Άρα τα έγγραφα δεν ήταν νομικώς προσιτά σ' αυτόν, ασχέτως του γεγονότος ότι ως Πρόεδρος του Τμήματος μπορούσε να κάνει υπηρεσιακή χρήση οποιουδήποτε εγγράφου, το οποίο όμως όφειλε πρώτα να το ζητήσει από την υπεύθυνη φύλαξης Γ1 και ακολούθως να της το επιστρέψει ομοίως προς φύλαξη. Πραγματικά, γίνεται δεκτό ότι προσιτό δεν είναι το έγγραφο, όταν ο υπάλληλος μπορεί να το πλησιάσει μόνο αντιϋπηρεσιακώς, όπως με ρήξη κλείθρων (βλ. Μιχ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, υπό αρθρ. 242, αριθμ. 33). Ακολούθως, ο εκκαλών προέβη στην πράξη αυτή, ήτοι αφαίρεση και απόκρυψη τμήματος του Αρχείου του πολιτικώς ενάγοντος, με σκοπό να βλάψει την εύρυθμη λειτουργία του Πανεπιστημίου και να τρώσει τη φήμη του, στερώντας τη χρήση των εγγράφων αυτών, τα οποία, όπως ρητά κατέθεσε η μάρτυς Γ1, είναι πρωτότυπα και δεν μπορεί να αντικατασταθούν. Η ίδια μάρτυς κατέθεσε: "...την εποχή εκείνη ο Χ1 βρισκόταν σε διαμάχη με μέλη ΔΕΠ... Ενδεχομένως να υπήρχαν στοιχεία στους φακέλους που να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον κατηγορούμενο ως μέσα άμυνας ή επίθεσης..." Συγκεκριμένα, ο εκκαλών βρισκόταν, τότε ή σε προηγούμενο χρόνο, σε δικαστική διαμάχη, στα Διοικητικά Δικαστήρια, με τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου (Πρύτανης ..... κ.τ.λ), η οποία, στη διάρκεια της θητείας του ως Προέδρου του Τμήματος Μαθηματικών, τον αντικατέστησε για ένα διάστημα με τον Κοσμήτορα της Σχολής ......, περιορίζοντας έτσι τις αρμοδιότητες και το κύρος του εκκαλούντος ως Προέδρου. Η αφαίρεση των παραπάνω εγγράφων και, μάλιστα, μόλις 10 μέρες (.....) πριν τη λήξη της θητείας του εκκαλούντος ως Προέδρου (.....) υποδηλώνει το σκοπό του να βλάψει το Πανεπιστήμιο, γιατί τα έγγραφα που αφήρεσε και παρακρατεί δεν αφορούσαν μόνο τον ίδιο, οπότε δεν θα είχαν ευρύτερη αξία για το νομικό πρόσωπο του Πανεπιστημίου, αλλά αφορούσαν συλλογικές αποφάσεις οργάνων της διοίκησης του Πανεπιστημιακού Τμήματος, όπως Γενικών Συνελεύσεων και Γενικών Συνελεύσεων Ειδικής Σύνθεσης, Διοικητικών Συμβουλίων, δηλαδή πράξεις διοικητικές ενός ΝΠΔΔ, καθώς και έγγραφα που αφορούσαν την υπηρεσιακή εξέλιξη καθηγητών και άλλων μελών διδακτικού προσωπικού (φάκελοι υποψηφίων μελών διδακτικού προσωπικού), όπως και έγγραφα που αφορούσαν συμβασιούχους, οι οποίοι ενδέχεται να θεμελίωναν και μισθοδοτικό δικαίωμα έναντι του Πανεπιστημίου, βάσει των αφαιρεθέντων εγγράφων, χαρακτηριστικά δε η μάρτυς Γ1 κατέθεσε: "Μέσα σ' αυτούς τους φακέλους υπήρχαν αιτήσεις συμβασιούχων, οι οποίες χάθηκαν και δημιουργήθηκε αναμπουμπούλα". Από όλα τα παραπάνω και κυρίως την αφαίρεση των απαραιτήτων για τη διοίκηση του Πανεπιστημίου εγγράφων δέκα ημέρες πριν τη λήξη της θητείας του εκκαλούντος και από τις σοβαρές συνέπειες που είχε η αφαίρεση των εγγράφων για την εύρυθμη λειτουργία του Πανεπιστημίου, προκύπτει σαφώς ο σκοπός του εκκαλούντος να βλάψει το πολιτικώς ενάγον, με τη διοίκηση του οποίου βρισκόταν ο ίδιος, τότε ή στο παρελθόν, σε δικαστική διαμάχη. Συνεπεία των παραπάνω, συνάγεται ότι πληρούνται τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της διάταξης του άρθρου 222 Π.Κ., γιατί πλήρως αποδείχθηκαν και το στοιχείο της απόκρυψης εγγράφων από τον εκκαλούντα και το ότι δεν ήταν ο ίδιος κύριος ούτε είχε την ευθύνη φύλαξης των αφαιρεθέντων εγγράφων και το ότι σκοπός του ήταν να βλάψει το πολιτικώς ενάγον μέσω της αφαίρεσης και απόκρυψης εγγράφων του τελευταίου. Άρα, πρέπει ο εκκαλών να κηρυχθεί ένοχος για την παράβαση του άρθρου 222 Π.Κ., για την οποία κατηγορείται. Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε ως εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 222 ΠΚ (υπεξαγωγή εγγράφων) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, της υπεξαγωγής εγγράφων, του άρθρου 222 του Π.Κ και όχι εκείνου του άρθρου 246 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 222 του Π.Κ που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι την ευθύνη της φύλαξης των πιο πάνω εγγράφων, όχι μόνο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αλλά και προγενέστερο αυτού, την είχε προσωπικά η ίδια η γραμματέας του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γ1 και όχι ο αναιρεσείων, ο οποίος, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, Πρόεδρος του εν λόγω Τμήματος. Πράγματι, από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η γραμματέας Γ1, ήταν το πρόσωπο εκείνο, στο οποίο είχε ανατεθεί αποκλειστικά, με βάση τον άτυπο έστω εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, αλλά και με προφορικές εντολές του Προϊσταμένου Διευθυντή των Διοικητικών Υπηρεσιών, η φύλαξη και η τήρηση του Αρχείου του συγκεκριμένου τμήματος σπουδών και η οποία άλλωστε είχε στα χέρια της τα αντίστοιχα κλειδιά των φοριαμών. Το γεγονός όμως αυτό, ότι δηλαδή η ως άνω γραμματέας Γ1, ήταν η μόνη υπεύθυνη για την φύλαξη και την εύρυθμη λειτουργία του Αρχείου, το οποίο ας σημειωθεί στεγαζόταν στο ισόγειο, όπου βρισκόταν το γραφείο της, ενώ το γραφείο του αναιρεσείοντος βρισκόταν στον πρώτο όροφο, δεν απέκλειε σε καμιά περίπτωση από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, με την ιδιότητα που αυτός είχε, του Προέδρου του Τμήματος, τη δυνατότητα πρόσβασης στο χώρο αυτό, όπου τηρούνταν το Αρχείο και φυλάσσονταν με την ευθύνη της τα διάφορα έγγραφα, ακόμη και στο διάστημα της απουσίας της, αφού την αναπλήρωνε η συνάδελφός της Ζ1. Η πρόσβαση του αναιρεσείοντος στο χώρο αυτό, ήταν οπωσδήποτε ελεύθερη και η αναζήτηση των οποιωνδήποτε εγγράφων, που αυτός επιθυμούσε να λάβει, γινόταν πάντοτε με τη μεσολάβηση της αρμόδιας γραμματέα, η οποία και είχε τα κλειδιά των φοριαμών, που φυλάσσονταν το Αρχείο του Τμήματος. Τούτο όμως, σαν προϋπόθεση είχε την προηγούμενη τήρηση της σχετικής σειράς και τάξεως από μέρους του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, είτε με την αναζήτηση των κλειδιών από την τακτική γραμματέα ή την αναπληρώτριά της, είτε με την προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του Πρυτάνεως, ώστε μόνο σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης, να υπάρξει παραβίαση των ασφαλισμένων φοριαμών και αφαίρεση των διαφόρων εγγράφων, για τις υπηρεσιακές και μόνο ανάγκες και όχι να υπάρξει χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων αυτών, παραβίαση και αντικατάσταση των κλειδιών, με την πρόσκληση από μέρους του αναιρεσείοντος κλειδαρά και επέμβαση του τελευταίου. Δεύτερον, αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι σκοπός του ήδη αναιρεσείοντος, ήταν να βλάψει, αρχικά με την αφαίρεση και στη συνέχεια με την απόκρυψη των εγγράφων αυτών στοιχείων, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και ειδικότερα να προκαλέσει προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του, αφού, με τη δεδομένη αδυναμία αντικαταστάσεώς τους, λόγω της πρωτότυπης μορφής τους, αναμφισβήτητα θα δημιουργούνταν αρκετά προβλήματα, μεταξύ των προσώπων εκείνων και των υπηρεσιών, που είχαν προφανές έννομο συμφέρον, με την ύπαρξή και με τη χρήση τους σε δεδομένη χρονική στιγμή από τους ενδιαφερόμενους. 'Αλλωστε, το χρονικό σημείο της αφαιρέσεως από τον αναιρεσείοντα των επίμαχων εγγράφων, (γεγονός που ομολογείται από τον ίδιο, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση) και που, ας σημειωθεί, έλαβε χώρα 10 ημέρες πριν τη συμπλήρωση της θητείας του αναιρεσείοντος, ως Προέδρου του ως άνω Τμήματος, που έληγε την 31-8-1999, επέβαλε κυρίως και πρωταρχικώς στον κατηγορούμενο, να επιδείξει αυξημένη επιμέλεια, ως προς τον τρόπο της αναλήψεώς τους, πολύ δε περισσότερο στη διατήρησή τους, αρχικά με τη χρήση τους για όσο διάστημα επέβαλαν οι συνθήκες και οι προσωπικές του ανάγκες και την επιστροφή τους στη συνέχεια, στο χώρο από τον οποίο αφαιρέθηκαν, τα οποία τελικά και δεν επιστράφηκαν. Προσέτι, αιτιολογείται ο πιο πάνω σκοπός του αναιρεσείοντος και από το γεγονός ότι τη χρονική εκείνη περίοδο, βρισκόταν σε δικαστική διαμάχη στα Διοικητικά Δικαστήρια με τις Πρυτανικές Αρχές του Πανεπιστημίου Κρήτης, με αφορμή την αντικατάστασή του, από τη θέση του Προέδρου του Μαθηματικού Τμήματος, παρά την εκ των υστέρων δικαίωσή του, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται, με αντίθετες αιτιάσεις η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει, να απορριφθούν. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ. ΣΤ' του Κ.Π.Δ, αποτελεί και η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 57 Π.Κ). Σύμφωνα δε με την τελευταία διάταξη, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Στην προκείμενη περίπτωση, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα, σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως, περί υπάρξεως δεδικασμένου, το οποίο προκύπτει κατ' αυτόν από τη με αριθμό 758/2006 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία αυτός κηρύχθηκε αθώος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την απόφαση με αριθμό 758/2006 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, που αυτός επικαλείται και παραδεκτά επισκοπείται, δεν προκύπτει ότι η πράξη για την οποία απαλλάχθηκε,( άρθρο 246 του ΠΚ) ταυτίζεται απόλυτα, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, με αυτή του άρθρου 222 του ίδιου Κώδικα, για την οποία και καταδικάσθηκε. Επειδή, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ζ' του Κ.Π.Δ, αποτελεί και η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε. Εξ' άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 120 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, το Δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, παραπονείται ότι, τόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, όσο και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναρμοδίως επιλήφθηκαν της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεδομένου ότι η φύση του αδικήματος του άρθρου 222 Π.Κ, επέβαλε την εκδίκασή της, σε πρώτο μεν βαθμό από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, και, σε δεύτερο βαθμό, σε περίπτωση καταδίκης του, από το Τριμελές Εφετείο (για τα πλημμελήματα) Κρήτης. Ο σχετικός, όμως, λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 2408/1996, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος αυτού,(20-8-1999 έως 31-8-1999), αρμόδιο καθ' ύλην Δικαστήριο, σε πρώτο βαθμό, κατά τη διάταξη του άρθρου 114 του Κ.Π.Δ., ήταν το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, αφού, με τη διάταξη αυτή (άρθρο 2 παρ.4 του ν. 2408/1996), αντικαταστάθηκε το εδάφιο Α του άρθρου 114 του Κ.Π.Δ, και ορίστηκε ότι, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, δικάζει τα πλημμελήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση έως δυο ετών ή με χρηματική ποινή οποιουδήποτε ποσού. Σημειώνεται, ότι η υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, για το συγκεκριμένο έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων, διατηρήθηκε και μετά την προσθήκη της παρ. δ στο άρθρο 114 Κ.Π.Δ, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 2721/1999 και 8 παρ.1 του ν. 3160/2003. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ' και 4 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Διαφορετικά, υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης, καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 1566/4-6-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, σε συνδυασμό με την υπ' αριθμό 1178/12-10-2005 έφεση του αναιρεσείοντος, που άσκησε κατά της πρωτοβάθμιας 18082/12-10-2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, που επιτρεπτώς επισκοπείται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του εν λόγω λόγου αναιρέσεως, ο τελευταίος εμφανίστηκε και προέβαλε ακυρότητα του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω της αοριστίας του. Η αντίρρησή του όμως αυτή προτάθηκε το πρώτον στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου και στη συνέχεια στο ακροατήριο του ως Εφετείου δικάζοντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, κατά την συζήτηση της εφέσεώς του, χωρίς όμως να προκύπτει, ότι η ακυρότητα αυτή είχε προβληθεί με το εφετήριο, στο οποίο γίνεται μόνο επίκληση, ότι "δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως" και, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά για τη συγκεκριμένη πλημμέλεια. Μετά ταύτα ο σχετικός πέμπτος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Με το να απορρίψει, λοιπόν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου την ως άνω αντίρρηση, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δεν κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του, εφόσον η ως άνω ακυρότητα, που δεν προτάθηκε με την έφεση, καλύφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, το μεν ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του σειρά 46 συνολικά εγγράφων, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεστεί και προσκομίσει στο δικαστήριο, το δε ότι τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχουν παραποιήσεις των καταθέσεων. Από τα πρακτικά όμως της δίκης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, ανεξάρτητα της αοριστίας του συγκεκριμένου λόγου, αφού δεν προσδιορίζονται τα επίμαχα 46 έγγραφα, που δεν έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, εκτός τριών και συγκεκριμένα α) της υπ' αριθμό 1033/1999 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) του εγγράφου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου και γ) της με αριθμό 758/26-9-2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, δεν προκύπτει, ότι υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ή από τον παραστάντα συνήγορό του ανάλογο αίτημα, ούτε και ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Σημειώνεται, ότι το με στοιχείο (γ) έγγραφο, που επικαλείται ότι δεν αναγνώσθηκε, περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν, με αριθμό 34. Συνεπώς ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος τελευταίος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι αναιρέσεις στο σύνολό τους και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις με αριθμό 3/2007 και 6365/10-7-2007 αιτήσεις αναιρέσεως του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1566/4-6-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου Κρήτης, και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαγωγή εγγράφων (άρθρο 222 ΠΚ). Στοιχεία αδικήματος. Επίκληση λόγου αναιρέσεως ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επίκληση δεδικασμένου (άρθρο 57 ΚΠΔ). Επίκληση λόγου ακυρότητας των πρακτικών. Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος. Επίκληση υλικής αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δεδικασμένο, Υπεξαγωγή εγγράφων.
0
Αριθμός 802/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 , 2)Χ2 και 3)Χ3 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 39/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ4 και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Φεβρουαρίου 2006 τρεις (χωριστές) αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 400/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 343/28-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., τις παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 § 1, 474, 482 § 1 στοιχ. α' και 484 § 1 στοιχ. α', β', δ' Κ.Π.Δ., αιτήσεις αναιρέσεως, ασκηθείσες υπό των κατηγορουμένων α) Χ2 β) Χ1 και γ) Χ3, με αριθ. 1/26-2-2006, 2/26-2-2006 και 3/26-2-2006, αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 39/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ'αριθμ. 188/2006 βούλευμα του, μετά από συμπληρωματικήν κυρίαν ανάκρισιν που διενεργήθη κατόπιν του υπ'αριθμ. 351/2005 βουλεύματος του, παρέπεμψε τον πρώτον εκ των ανωτέρω κατηγορουμένων, καθώς και τον εξ αυτών Χ, που δεν ήσκησε το ένδικο μέσο της αναίρεσης, εις το ακροατήριον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών (Κακουργημάτων) για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τούτους υπό την ιδιότητά των ως εντολοδόχων (άρθρ. 375 § § 1, 2, ως αντικ. δι'άρθρ. 1 § 9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι'αρθρ. 14 § 3β ν.2721/99) και παράλληλα απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία εις βάρος των λοιπών κατηγορουμένων Χ3, Χ1 και Χ4 για την προδιαληφθείσα πράξη. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ησκήθη η με αριθ. 26/2006 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 καθώς και η με αριθ. 29/2006 έφεσις του εκ των κατηγορουμένων Χ2, επί των οποίων εξεδόθη το προσβαλόμενο βούλευμα δια του οποίου έγινε εν μέρει δεκτή η έφεσις του πολιτικώς ενάγοντος και παρεπέμφθησαν επίσης δι'αυτού εις το ακροατήριον του παραπάνω δικαστηρίου οι προαναφερθέντες κατηγορούμενοι που απηλλάγησαν με το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (Χ3, Χ1 και Χ4), ενώ απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεσις του κατηγορουμένου Χ2 και ακολούθως επεκύρωσε, ως προς τις λοιπές διατάξεις του, το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως ησκήθησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Πατρών (άρθρ. 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.). Και είναι μεν αληθές ότι αι υπό κρίσιν αιτήσεις φέρονται ότι ησκήθησαν την 26-2-2006 πλην όμως είναι προφανές ότι το έτος 2006 ετέθη εκ παραδρομής του αρμοδίου υπαλλήλου αντί του ορθού 2007, γεγονός που προκύπτει τόσον από τον αύξοντα αριθμό καταχωρήσεως εις το ειδικό βιβλίο, εκάστης τούτων, όσον και εκ τους έτους εκδόσεως του προσβαλλομένου βουλεύματος καθώς και των αποδεικτικών επιδόσεως τούτου προς τους κατηγορουμένους. Περιέχουν δε αυτές συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη α) της Απολύτου ακυρότητος (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' εν συνδ. με άρθρ. 171 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) β) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) και γ) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β'Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθούν κατ'ουσίαν. ΙΙ) 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 1 στην δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικώς με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινο πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο (Α.Π. 572/2005 Ποιν. Λόγ. 2005 σελ. 521, Α.Π. 385/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ'σελ. 902). Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), χωρίς να απαιτείται αναλυτικά παράθεση τους και να μνημονεύεται τί προέκυψε από το καθένα. Η αόριστη όμως αναφορά στο σύνολο της ανάκρισης, χωρίς προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπ'όψιν για τον σχηματισμό της κρίσης του Συμβουλίου, πολύ δε περισσότερο η παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς εις αυτά, συνιστά έλλειψιν αιτιολογίας που παρέχει τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης του βουλεύματος. 'Όταν, όμως, ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, δεν συγχωρείται όμως το Συμβούλιο Εφετών να μην διαλαμβάνει τίποτα για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες απεφάνθη ότι υπάρχουν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφήρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ'αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται αυτό της προβλεπομένης από τον νόμο δευτέρου βαθμού κρίσεως, η οποία έχει ανάγκη δικής της αιτιολογίας, με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών να στερείται παντελώς της επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά μείζονα δε λόγο όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει υποβάλλει υπόμνημα προς το Συμβούλιο Εφετών, μετά την κατάθεση της Εισαγγελικής πρότασης και παραλείπεται η εκτίμηση του (Α.Π. 732/2005 Ποιν. Χρ. ΝΕ' σελ. 1014, Α.Π. 1074/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ'σελ 405 και τις υπ'αυτήν παραπομπές). Περαιτέρω, προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που εδέχθη, στην διάταξη που εφηρμόσθη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ολ. Α.Π. 1778/93 Ποιν. Χρ. ΜΔ' σελ. 167, Α.Π. 418/99 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 41). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α'και 171 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων εις αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Ειδικότερον από την διάταξη του άρθρ. 171 § 1 εδ. δ'Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από τον νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, είτε κατόπιν αιτήσεως, είτε χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αίτηση του κατηγορουμένου (Α.Π. 957/2006 Ποιν. Χρον.ΝΖ' σελ. 331). 'Ετσι, από την διάταξη του άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., ως αντικατεστάθη δι'άρθρ. 2 § 18 ν.2408/96, σαφώς προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του δικαστικού Συμβουλίου ή του συνερχομένου σε συμβούλιο δικαστηρίου οφείλει, εφόσον η υπ'αυτού υποβαλλομένη έγγραφη πρόταση διατυπώνει την γνώμη, ότι το ασκηθέν υπό του διαδίκου ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, όπως ειδοποιήσει μόνον τον ασκήσαντα αυτό διάδικο ή τον παρ'αυτώ ορισθέντα αντίκλητό του, για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσαρες τουλάχιστον ώρες, πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο). Ο δε γραμματέας της Εισαγγελίας διενεργεί την ειδοποίηση αυτή με οποιοδήποτε μέσο κρίνει ο ίδιος, ήτοι γραπτώς ή προφορικώς ή και τηλεφωνικώς και επισημειώνει την ενέργειά του αυτή στον φάκελλο της δικογραφίας. Επομένως η μνημονευθείσα ως άνω και θεσπισθείσα υπό της προδιαληφθείσης διατάξεως ειδοποίηση του ασκήσαντα το ένδικο μέσο διαδίκου δεν δημιουργεί υποχρέωση στο δικαστικό συμβούλιο ή στο συνερχόμενο σε συμβούλιο δικαστήριο της κλητεύσεως και των υπολοίπων διαδίκων προς εμφάνιση ενώπιον του, γιατί η διάταξη αυτή, ως αποκλείουσα την ανωτέρω δυνατότητα, δεν παρέχει τέτοιας μορφής ευχέρεια, που βεβαίως, υφίσταται μόνο κατά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ., η οποία όμως είναι τελείως διάφορη εκείνης του άρθρ. 476 § 1 του ιδίου κώδικα (Α.Π. 833/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 316). ΙΙΙ) Κατά το άρθρ. 375 §1 Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστο ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα καθ'όν χρόνον βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δολία προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Κατά δε το άρθρ. 375 § 2 Π.Κ. όπως ετροποιήθη με το άρθρ. 1 § 9 ν.2408/96 (που ισχύει από 4-6-1996), αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαίρεσης) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης, ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου, ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την τελευταία αυτή διάταξη, όπως ισχύει μετά το νόμο 2408/96, προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι του εντολοδόχου ή του διαχειριστού ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα. Την εξουσία αυτή μπορεί να έχει είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητος του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιέλθει στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητός του αυτής. Από την ίδια διάταξη (άρθρ. 375 § 2 Π.Κ.), σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρ. 713 Α.Κ., προκύπτει ότι για την πραγμάτωση της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην περίπτωση που το ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας αντικείμενο αυτής το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, πρέπει η εντολή προς τον υπαίτιο να έχει δοθεί από τον παθόντα, δηλαδή η σύμβαση εντολής, επ'ευκαιρία της οποίας το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως περιήλθε στην κατοχή των υπαιτίου, να έχει συναφθεί μεταξύ του παθόντος ως εντολέα και του υπαιτίου ως εντολοδόχου. 'Ετσι, κατά τα εκτεθέντα, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδόσει εις τον εντολέα, κατ'άρθρ. 719 Α.Κ., κάθε τί που έλαβε, καθώς και ό, τι, κατ'άρθρ. 721 Α.Κ., προκατεβλήθη εις αυτόν από τον εντολέα προς εκτέλεση της εντολής και δεν διετέθη προς τούτο, δεδομένου ότι δεν καθίσταται κύριος των δοθέντων εις τούτον προς εκτέλεση της εντολής. Για τον προσδιορισμό δε του αντικειμένου της υπεξαίρεσης, ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας επί εξακολουθητικής υπεξαίρεσης, λαμβάνεται υπ'όψιν, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως εν συνδυασμώ με εκείνες των άρθρων 94 και 98 § 2 Π.Κ., το σύνολο της αξίας των αντικειμένων, στην παράνομη ιδιοποίηση των οποίων απέβλεπε ο δράστης (ΑΠ 1280/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ'σελ. 233, Α.Π. 1317/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 435, ΑΠ 793/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ/309). Η ορθότητα του τελευταίου αυτού συμπεράσματος, που γίνεται αποδεκτό με σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (1518/1999, 1203/2000 κ.ά.), επιβεβαιώθη με την διευκρινιστική διάταξη του άρθρ. 14 § 3 ν.2721/1999, με την οποία, θεσπισθείσα εν'όψει των ερμηνευτικών προβλημάτων κατά την εφαρμογή του ν.2408/96 περί του αν επί εγκλήματος κατ'εξακολούθηση αθροίζεται η αξία του αντικειμένου κάθε επί μέρους πράξης, ορίσθη διευκρινιστικά ότι επί εξακολουθητικής υπεξαίρεσης λαμβάνεται υπόψη και αθροίζεται η αξία των επί μέρους υπεξαιρούμενων πραγμάτων. Ορθώς επισημαίνεται όμως ότι για την εφαρμογή του άρθρ. 98 § 2 Π.Κ., δεν αρκεί να διαπιστώνονται ότι η απόφαση για την τέλεση κάθε μεταγενέστερης πράξης εμφανίζεται ως συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων, αλλά απαιτείται επί πλέον, ως πρόσθετη υποκειμενική προϋπόθεση, να αποδεικνύεται ότι ο δράστης ήδη κατά την τέλεση της πρώτης επί μέρους πράξης, απέβλεπε να αποκομίσει συνολικό περιουσιακό όφελος ανώτερον του ελαχίστου ορίου που καθορίζεται κάθε φορά στον νόμο (ΑΠ 1317/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ' σελ. 435, ΑΠ 1280/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ'σελ. 233). Περαιτέρω από την ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 375 § 1 Π.Κ. σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 45 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι αυτουργός της υπεξαιρέσεως είναι μόνο αυτός που έχει στην κατοχή του το ιδιοποιούμενο πράγμα, ενώ συναυτουργός της υπεξαιρέσεως μπορεί να είναι μόνον αυτός που έχει την συγκατοχή τούτου, δηλαδή την από κοινού με άλλον πραγματική εξουσίαση του πράγματος, η οποία συντρέχει, όταν επ'αυτού δεν μπορεί να επενεργεί ακωλύτως και κατ'αρέσκεια ένα πρόσωπο, αλλά από κοινού και άλλο ή άλλα, λόγω της μεταξύ των ιδιαίτερης σχέσης επί των ειδικών συνθηκών. Δεν αρκεί ότι το πράγμα βρίσκεται στην κατοχή άλλου συμμετόχου, έστω και αν συντρέχουν τα λοιπά της συναυτουργίας στοιχεία (Α.Π. 830/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ' σελ. 319, Α.Π. 115/2004 Ποιν. Χρ. ΝΕ σελ. 32). 'Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 5 § 1 Π.Κ., αν ο αλλοδαπώς τελέσει αξιόποινη πράξη στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας υπόκειται στους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ενώ, κατά το άρθρο 7 Π.Κ., οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατ'αλλοδαπού δια πράξιν τελεσθείσαν στην αλλοδαπή, χαρακτηριζομένη δε υπ'αυτών ως κακούργημα ή πλημμέλημα, αν αυτή απευθύνεται κατά Έλληνος πολίτου και αν είναι αξιόποινος κατά τους νόμους της χώρας εις την οποίαν ετελέσθη. Επί πλημμελημάτων δε απαιτείται έγκλησις του παθόντος ή αίτησις της κυβερνήσεως της χώρας εις την οποίαν ετελέσθη το πλημμέλημα (άρθρ. 7 § 2 εν συνδ. με άρθρ. 6 § 3 Π.Κ.). Επί εγκλήματος δε τιμωρουμένου σε βαθμό κακουργήματος ή και πλημμελήματος, που ετελέσθη σε ξένη χώρα, πολιτειακά συντεταγμένη, η αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος πρέπει να περιλαμβάνει και αναφορά για το αξιόποινο της πράξεως κατά το δίκαιο της χώρας που ετελέσθη ή αναφορά, ότι πρόκειται για πολιτειακά ασύντακτη χώρα. Αν δεν υπάρχει τέτοια αναφορά η αιτιολογία είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως (Α.Π. 2228/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ'σελ. 613, Α.Π. 1613/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ' σελ. 706). IV) Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την μεταρρύθμιση του εκκαλουμένου υπ'αριθ. 188/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών κατά παραδοχή της με αριθ. 26/2006 έφεσης του πολιτικώς ενάγοντος, ως προς την απαλλακτική διάταξη του δια την εις βάρος των εκ των κατηγορουμένων Χ3, Χ1 και Χ4, κατηγορίαν, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δια της καθολικής αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση και ειδικώτερα από τα αναφερόμενα κατ'είδος και κατηγορία με λεπτομέρεια αποδεικτικά στοιχεία, για την παραπομπή των κατηγορουμένων εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πατρών (επί κακουργημάτων), ως αρμοδίου καθ'ύλην και κατά τόπον δικαστηρίου, δια την πράξιν της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, κατ'εξακολούθησιν, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, ενώ παράλληλα απέρριψε την με αριθμ. 29/2006 έφεση του αναιρεσείοντος Χ2 και επκύρωσε, ως προς τις λοιπές διατάξεις του, το προαναφερόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, για τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εκ των κατηγορουμένων Χ και Χ2 διατηρούσαν στην περιοχή Μπερντενές των Αγίων Σαράντα-Αλβανίας, επιχείρηση εμπορίας πετρελαιοειδών, που λειτουργούσε υπό την μορφή εταιρίας, η οποία όμως τελικώς, λόγω οικονομικών προβλημάτων που ανέκυψαν, ελύθη. Παρά ταύτα επιθυμούσαν την συνέχιση της τοιαύτης επιχειρηματικής δραστηριότητος των, η οποία όμως δεν ήτο εφικτή με την συμμετοχή των στην υπό ίδρυσιν νέα εταιρία, λόγω των οφειλών της λυθείσης ως άνω εταιρίας προς το Αλβανικό Δημόσιο, δι'όν λόγον απηυθύνθησαν περί το τέλος του έτους 2000 προς τον εγκαλούντα Ψ1, μετά του οποίου ο πρώτος εξ αυτών (Χ) διατηρούσε επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις. 'Ετσι, μετά από την επίσκεψη του εγκαλούντος στις εγκαταστάσεις της λυθείσης ως άνω εταιρίας, συνεφωνήθη η σύστασις νέας εταιρίας εις την οποίαν θα συμμετέχουν τυπικώς, ως ιδρυτικά μέλη, αντί του εκ των κατηγορουμένων Χ, ο εξ αυτών Χ3 και αντί του Χ2 η σύζυγός του Χ1. Κατ'αυτόν τον τρόπον την 28-7-2001 συνεστήθη εταιρία που συγχρόνως εδημοσιεύθη νομίμως, μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, με την επωνυμία "ENIGINE OIL SHA" και έδρα την περιοχή Μπερντενές των Αγίων Σαράντα-Αλβανίας, εις την οποίαν συμμετείχον ο μεν εγκαλών με ποσοστό 35%, η δε Χ1 με ποσοστό 45% και ο Χ3 με ποσοστό 20% και παράλληλα αποτελούσαν το πρώτο Διοικητικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον εγκαλούντα, ενώ ως γενικός διευθυντής ορίσθη ο υιός του Ψ. Στην συνέχεια δε ανέλαβε, αντί συμφωνηθείσης αμοιβής, ως Διευθυντής πωλήσεων και υπεύθυνος για την δραστηριότητα της εταιρίας στην Αλβανία ο εκ των κατηγορουμένων Χ2. Μετά ταύτα, περί τον Αύγουστο του έτους 2001, και πριν αρχίσει η λειτουργία της παραπάνω εταιρίας, ο εγκαλών παρέδωσε στην ....., εξ ιδίων χρημάτων, εις τον προαναφερθέντα κατηγορούμενο Χ2, το συνολικό ποσό των 13.000.000 δρχ, με την εντολή ο τελευταίος, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά του, να προβεί στην αγορά εις το όνομα και για λογαριασμό του εγκαλούντος, εφ'όσον ούτος θα διέθετε το συνολικό ποσό της αξίας του, ενός οικοπέδου, παρακειμένου των εγκαταστάσεων της εταιρείας, εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, ιδιοκτησίας του Αλβανικού Δημοσίου, προκειμένου να στεγασθούν τα γραφεία της εταιρείας εις το επί του ακινήτου αυτού ευρισκόμενο ημιτελές τριόροφο κτίσμα αφού η εταιρία δεν διέθετε το απαιτούμενο χρηματικό ποσό, εξ ιδίων κεφαλαίων, για την αγορά του παραπάνω ακινήτου, το οποίον στην συνέχεια, εις τα πλαίσια της προδιαληφθείσης συμφωνίας, θα μετεβιβάζετο στην εταιρία, εφόσον θα κατεβάλλετο εις τον εγκαλούντα ολόκληρο το ανωτέρω ποσόν. 'Ετσι, εις εκτέλεσιν της ως άνω εντολής, ο εν λόγω κατηγορούμενος (Χ2) την 5-9-2001 προέβη μεν εις την αγοράν του παραπάνω ακινήτου πλην όμως, ουχί για λογαριασμό του εγκαλούντος, αλλά εις το όνομα και για λογαριασμόν της εταίρου συζύγου του Χ1. Ο εγκαλών ηναντιώθη εις την ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου, ο οποίος ισχυρίσθη αφ'ενός μεν ότι η εταιρία, ως νεοσυσταθείσα και μη διαθέτουσα επαρκές κεφάλαιο κατά τον χρόνον αυτόν, δεν θα ηδύνατο, σύμφωνα με το δίκαιο της Αλβανίας, για φορολογικούς λόγους, να έχει στην κυριότητα της το εν λόγω ακίνητο, γεγονός που επραγματοποιείτο μελλοντικώς, αφ'ετέρου δε ότι τούτο δεν ήτο δυνατόν να μεταβιβασθεί εξ αρχής εις τον εγκαλούντα, που κατέβαλλε το αντίστοιχο χρηματικό ποσό για την αγορά του, καθόσον ούτος, ως Έλλην υπήκοος, δηλαδή αλλοδαπός έναντι του Αλβανικού κράτους, δεν εδικαιούτο, κατά το δίκαιο της Αλβανίας, να έχει δικό του ακίνητο. Τελικώς όμως το εν λόγω ακίνητο ουδέποτε μετεβιβάσθη στην εταιρία αλλά, αντ'αυτού, την 17-10-2002 η εκ των κατηγορουμένων Χ1 προέβη στην μεταβίβασίν του εις τον εξ αυτών Χ4, αδελφό της, ο οποίος μάλιστα ήδη από τον μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους ενεφανίζετο στις επαφές των εταίρων με τον εγκαλούντα και παρίστατο στις συνελεύσεις της εταιρίας ως πληρεξούσιος της ως άνω αδελφής του. Περαιτέρω κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2001 έως και Μαΐου 2002, ότε ήδη ενεκρίθη η άδεια λειτουργίας της εν λόγω εταιρίας με αριθμό ......., ο εγκαλών, πέραν του προαναφερθέντος ποσού, κατέβαλλε εις τον εκ των κατηγορουμένων Χ2 εις μη διακριβωθείσης ημερομηνίες και εις τα πλαίσια ολοκλήρωσης των εργασιών για την λειτουργία της εταιρίας, το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ., προκειμένου να διατεθεί τούτο υπ'αυτού για την αποπεράτωση του ημιτελούς κτίσματος που υπήρχε εις το προαναφερόμενο ακίνητο και προορίζετο για την εξυπηρέτηση των αναγκών της εταιρίας. 'Όμως από το παραπάνω ποσό διετέθη υπό του ως άνω κατηγορουμένου τμήμα αυτού για τον εν λόγω σκοπό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν κατέστη εφικτό να προσδιορισθεί από την ανάκριση, ενώ το υπόλοιπο ουδέποτε απεδόθη εις τον εγκαλούντα από τους κατηγορουμένους, αν και επανειλημμένως ωχλήθησαν ούτος προς τούτο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μεταξύ του εγκαλούντος και του παραπάνω κατηγορουμένου (Χ2) συνεφωνήθη προσθέτως ότι τόσον για την καταβολήν προς τον τελευταίον του ποσού των 13.000.000 δρχ. για την αγορά του οικοπέδου όσον και για την καταβολήν του ποσού των 20.000.000 δρχ για τον προαναφερθέντα σκοπόν, ο τελευταίος, μετά την εκτέλεσιν της εντολής, θα απέδιδε εις τον πρώτον λεπτομερή λογαριασμό για την διαχείριση των χρηματικών αυτών ποσών και στην συνέχεια θα επεστρέφετο εις τον εγκαλούντα τυχόν υπόλοιπο του εν λόγω ποσού αφού προηγουμένως θα αφαιρείτο το ποσοστό συμμετοχής των εταίρων στις δαπάνες. Στην συνέχεια δε, μετά την λειτουργία της εταιρίας και την παροχή λογοδοσίας υπό του προαναφερθέντος κατηγορουμένου, το συνολικό ως άνω ποσό των 33.000.000 δρχ. θα επεστρέφετο εξ ιδίων χρημάτων των εταίρων εις τον εγκαλούντα, αφαιρουμένου του ποσοστού συμμετοχής του. Παρά ταύτα, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η έναρξις λειτουργίας της ως άνω εταιρίας και εν'όψει του ότι αύτη δεν διέθετε ίδια κεφάλαια, ο εγκαλών, μετά από σύσκεψη αυτού και των κατηγορουμένων που επραγματοποιήθη εις το εν ...... γραφείον του, κατέβαλλε κατά μήνα Αύγουστον 2002 το ποσό των 218.738 δολλαρίων ΗΠΑ στην ενταύθα εδρεύουσα εταιρία πετρελαιοειδών με την επωνυμία "AVIN OIL AE" για την εξόφλησιν αντιστοίχου τιμήματος αγοράς 950 τόννων πετρελαίου καθώς και το τοιούτο των 6.183, 80 δολλαρίων ΗΠΑ στην ενταύθα εδρεύουσα εταιρία με την επωνυμία "....." για την μεταφορά της παραπάνω ποσότητος πετρελαίου από την Ελλάδα στις εγκαταστάσεις της εταιρίας εις το Μπερντενές της Αλβανίας, ως και την δαπάνη για την φόρτωση του φορτίου εκ 1.660 δολλαρίων ΗΠΑ στην εταιρία με την επωνυμία "SEKAVAR S A- SHIΡΡING AGENCY" που εδρεύει στον Πειραιά. Η μεταφορά της παραπάνω ποσότητος πετρελαίου επραγματοποιήθη στις εγκαταστάσεις της εταιρίας στην Αλβανία, η οποία παρελήφθη από τον εκ των κατηγορουμένων Χ2 και τον οικονομικό διευθυντή Γ1. Επί πλέον την 16-10-2002 ο εγκαλών κατέβαλε εις την ιδίαν ως άνω εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών (AVIN OIL AE) το ποσό των 239.000 δολλαρίων ΗΠΑ για την εξόφληση αντιστοίχου τιμήματος αγοραπωλησίας νέας ποσότητος εξ 950 τόνων περίπου πετρελαίου, καθώς και το ποσό των 6.182, 89 δολλαρίων ΗΠΑ για την μεταφορά της εν λόγω ποσότητος πετρελαίου από την Ελλάδα στις εγκαταστάσεις της εταιρίας στην Αλβανία, ως και την δαπάνη για την φόρτωση του φορτίου εκ 1.660 δολλαρίων ΗΠΑ στην ιδία ως άνω εταιρία με την επωνυμία "SEKAVAR S.A -SHΙΡΡING AGENEY". Η ως άνω ποσότης πετρελαίου μετεφέρθη στις εγκαταστάσεις της εταιρίας την 17.10.2002 και παρελήφθη από τους εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ και τον οικονομικό διευθυντή Γ1. Σχετικώς δε με το υπό του εγκαλούντος καταβληθέν ως άνω συνολικό ποσό για την προμήθεια της εταιρίας της παραπάνω συνολικής ποσότητος πετρελαίου, αρχικώς συνεφωνήθη μεταξύ αυτού και των κατηγορουμένων, ότι τούτο θα εχαρακτηρίζετο ως δάνειο προς τους τελευταίους. Στην συνέχεια όμως συνεφωνήθη μεταξύ όλων των εταίρων ότι η πώληση της προδιαληφθείσης ποσότητος πετρελαίου θα επραγματοποιείτο εις το όνομα του εγκαλούντος και όχι για λογαριασμό της εταιρίας καθώς και ότι οι εκ των κατηγορουμένων Χ2 και Χ, προς τον σκοπόν αυτόν, θα ενεργούσαν αρχικώς ως εντολοδόχοι του εγκαλούντος και όχι της εταιρίας και επί πλέον είχον την ρητήν εντολήν τούτου (εγκαλούντος), όπως, από το τίμημα το οποίο θα εισέπρατταν από την πώληση της συνολικής ως άνω ποσότητος του πετρελαίου, ποσοστόν που αντιστοιχεί εις το 75% του υπ'αυτού καταβληθέντος ως άνω ποσού για την αγοράν του πετρελαίου, θα κατεβάλλετο εις τούτον, το δε υπόλοιπον ποσοστόν εξ 25% θα κατεβάλλετο στην εταιρία για τον σχηματισμό αποθεματικού και ιδίων κεφαλαίων. Επί πλέον συνεφωνήθη να πωληθεί η προδιαληφθείσα ποσότης πετρελαίου για λογαριασμό της εταιρίας μόνον όταν ο εγκαλών είχε εξοφληθεί ολοσχερώς και εφ'όσον η εταιρία είχε αποκτήσει τα απαραίτητα κεφάλαια για να πραγματοποιεί, εξ ιδίων, τις αγορές. Παρά ταύτα όμως, αν και η συνολική ως άνω ποσότης επωλήθη και υπήρξαν κέρδη από την πώλησή του, κατεβλήθη εξ αυτών εις τον εγκαλούντα μόνον το ποσό των 38.000 ευρώ τον μήνα Νοέμβριο 2002 και 91.937 ευρώ την 14-1-2003, ενώ παρέμεινε ανεξόφλητο το υπόλοιπο εκ του υπ'αυτού ως άνω καταβληθέντος τιμήματος. Ειδικώτερον όταν ο εγκαλών και ο υιός του Ψ διεπίστωσαν ότι υπήρχαν κέρδη περί το τέλος Οκτωβρίου 2002 και ουδείς λόγος εγένετο περί επιστροφής των χρημάτων του, έστω μέρους, ανησύχησαν και άρχισαν να ζητούν την επιστροφή των χρημάτων τους που ανέρχονταν στο ποσό των 500.000 ευρώ, αρχικώς από τον κατηγορούμενον Χ2, ο οποίος άλλοτε μεν απέφευγε να απαντά στις τηλεφωνικές κλήσεις τους άλλοτε δε παρέπεμπε τούτους στον κατηγορούμενο Χ4 για εξηγήσεις και στην συνέχεια από τους εκ των κατηγορουμένων Χ και Χ1 που και αυτοί παρέπεμπαν στον ανωτέρω Χ4, που δεν ήτο μέλος της εταιρίας αλλά συμμετείχε στις προαναφερόμενες συζητήσεις των υπολοίπων εταίρων. Κατόπιν τούτου την 23-11-2002 ο εγκαλών, συνοδευόμενος υπό του υιού του Ψ, του οικονομικού του συμβούλου Ζ και της συνηγόρου του, μετέβη στην έδρα της εταιρίας στην Αλβανία, όπου, κατά την διάρκεια προγραμματισμένης συνεδρίασης, ο Χ4, παρουσία των Χ και Χ2, εδήλωσε ότι πλέον αυτός έχει τον έλεγχο της εταιρίας, επιδεικνύοντας στον εγκαλούντα τα σχετικά πληρεξούσια των μετόχων Χ3 και Χ1 και, επικαλούμενος την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων, καθήρεσε τούτον (εγκαλούντα) από πρόεδρο της εταιρίας ως και τον υιόν του από οικονομικό διευθυντή και παράλληλα ετοποθέτησε, ως πρόεδρο αυτής, τον Χ3, τον Χ2, Γενικό διευθυντή και αντιπρόεδρο την αδελφή του Χ1 και τον Χ, ως διευθυντή πωλήσεων, τον δε εγκαλούντα, ως απλούν μέλος του Δ.Σ., ενώ παράλληλα ηρνήθη να προβεί εις οιονδήποτε ενημέρωση τούτου σχετικώς με την πώληση του πετρελαίου και ειδικώτερα σχετικά με το τίμημα που εισεπράχθη από την πώληση αυτή, προκειμένου να καλυφθεί από αυτό το ποσό των 463.342 ευρώ. Μάλιστα εις μεταγενεστέραν συνάντησίν των στην .... κατά μήνα Δεκέμβριο 2002 ο Χ4 ανεγνώρισε ότι, τόσον η εταιρία όσον και ο Χ2 καθώς και οι λοιποί μέτοχοι, οφείλουν, εκ της ως άνω αιτίας, το παραπάνω ποσό, αφαιρουμένου του τοιούτου εκ 38.000 ευρώ που ήδη είχε λάβει ο εγκαλών κατά το παρελθόν. Επίσης, εις μεταγενεστέραν συνάντησιν του εγκαλούντος μετά του εκ των κατηγορουμένων Χ2, ο τελευταίος, έναντι του οφειλομένου ως άνω ποσού, κατέβαλλε εις τον πρώτον το ποσό των 91.937 ευρώ, αρνούμενος την καταβολήν του υπολοίπου. Περαιτέρω δε το Συμβούλιο Εφετών δια του προσβαλλομένου βουλεύματός του, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, ως προς τους εκ των κατηγορουμένων α) Χ3 β) Χ1 και γ) Χ4 για τους οποίους το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών απεφάνθη να μη γίνει κατ'αυτών κατηγορία για την περιγραφόμενη ως άνω πράξιν της υπεξαίρεσης εις βαθμόν κακουργήματος, εδέχθη ότι ".... όλοι από κοινού ωφελήθηκαν τα χρήματα που υπεξαίρεσαν από τον εγκαλούντα, με την συμμετοχή τους στην εταιρία που δημιούργησαν, με τα χρήματα αυτά, στην Αλβανία, με αντικείμενο την εμπορία καυσίμων, ενώ η Χ1 και ο αδελφός της Χ4 ουσιαστικά απέβλεψαν να ωφεληθεί ο τελευταίος και το ποσό των 13.000.000 δρχ.... επομένως οι ενδείξεις σε βάρος του είναι σοβαρές για το αδίκημα αυτό......". Με τις παραδοχές όμως αυτές το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εν'όψει των παρακάτω ελλείψεων και ασαφειών, ενώ εξάλλου περιέχει αντιφατικές παραδοχές και αφήνει κενά στο αποδεικτικό πόρισμα, που δεν επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφήρμοσε (άρθρ. 45, 98 § 2, 375 Π.Κ.), με συνέπεια να μη έχει το προσβαλλόμενο βούλευμα νόμιμη βάση. Ειδικότερον α) Αναφέρει ως τόπο τελέσεως της υπεξαίρεσης την ....., όπου όμως δέχεται μόνο ότι οι αναιρεσείοντες εξεδήλωσαν την πρόθεση τους να ιδιοποιηθούν τα χρήματα του εγκαλούντος Ψ1, χωρίς να διευκρινίζει ότι τα ιδιοποιήθηκαν στην .... με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, ενώ παράλληλα δέχεται ότι καθ'όσον αφορά μεν το ποσόν των 13.000.000 δρχ. και 20.000.000 δρχ. που κατεβλήθησαν υπό του εγκαλούντος εις τον εκ των αναιρεσειόντων Χ2, υπηκόου Αλβανίας (χωρίς διευκρίνιση του τόπου εισπράξεως), διετέθη το μεν πρώτο εξ ολοκλήρου για την αγορά ακινήτου, κειμένου στην Αλβανία, όπου και κατηρτίσθη η σχετική σύμβαση αγοραπωλησίας ουχί επ'ονόματι και για λογαριασμό του εγκαλούντος, όπως είχε συμφωνηθεί, χωρίς όμως να εκτίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι διερευνήθη ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί της αδυναμίας καταρτίσεως τοιαύτης συμβάσεως, και αν εγνώριζε τούτο ο εγκαλών τμήμα δε του δευτέρου (εκ των 20.000.000 δρχ.) δια την επισκευή του εντός αυτού κτιρίου, αντιστοίχως, καθ'όσον αφορά δε το υπόλοιπο ποσόν που εισεπράχθη από τους κατηγορουμένους εκ της πωλήσεως της υπό του εγκαλούντος αγορασθείσης και παραδοθείσης συνολικής ποσότητος πετρελαίου στην Αλβανία, κατόπιν εντολής του τελευταίου, η είσπραξις του ποσού αυτού και η επακολουθήσασα παράνομος ιδιοποίησις του υπό των κατηγορουμένων, έλαβε χώραν στην αλλοδαπή, έτσι ώστε να προκύπτει ασάφεια, αν η ιδιοποίηση των χρημάτων έγινε στην αλλοδαπή ή στην ..... και επομένως, σχετικά με τον τόπο της υπεξαίρεσης ανακύπτει (αν αυτή έλαβε χώραν στην Αλβανία) και ζήτημα εφαρμογής ή όχι των άρθρ. 6 και 7 Π.Κ., καθόσον, στην πρώτη περίπτωση, απαιτείται να ερευνηθεί, αν η υπεξαίρεση τιμωρείται στην συγκεκριμένη χώρα, ως κακούργημα ή ως πλημμέλημα. β) Ενώ εις το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος άπαντες οι κατηγορούμενοι (χωρίς διάκριση) φέρονται να ενήργησαν ως εντολοδόχοι και διαχειριστές, εις το σκεπτικόν δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι όροι με τους οποίους είχε ανατεθεί η διαχείριση των χρημάτων του εγκαλούντος, ως και δια ποίων συλλογισμών ήχθη εις την κρίσιν ότι τόσον τα υπ'αυτού (εγκαλούντος) καταβληθέντα ποσά των 13.000.000 δρχ. και 20.000.000 δρχ. για την περιγραφομένην εις το σκεπτικό του βουλεύματος αιτίαν όσον και το ποσόν που εισεπράχθη εκ της υπ'αυτών πωλήσεως της συνολικής ποσότητος των 1.900 περίπου τόνων πετρελαίου, είχαν περιέλθει στην κατοχήν (συγκατοχήν) απάντων των κατηγορουμένων και ουχί του ενός εκ τούτων, ή, καθ'όσον αφορά το ποσό που εισεπράχθη εκ της πωλήσεως του πετρελαίου, στην κατοχή του νομικού προσώπου της εταιρίας, αφού τελικώς δεν αιτιολογείται αν τούτο επωλήθη για λογαριασμό του εγκαλούντος ή της εταιρίας ως και σε τι συνίστατο συγκεκριμένα η διαχείριση αυτή και πως συγκεκριμένα ενήργησε κάθε ένας από αυτούς και κυρίως με ποιο τρόπο ενσωμάτωναν στην περιουσία αυτών τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία του εγκαλούντος, ενώ δεν εκτίθενται παράλληλα τα πραγματικά περιστατικά εξ ων συνήγαγε την ύπαρξιν του "παρανόμου" της ιδιοποιήσεως, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος αν συντρέχει και η ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας στο πρόσωπο ενός εκάστου των κατηγορουμένων, γεγονός κρίσιμο όχι μόνο για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 375 § 2 Π.Κ. αλλά και για την ποινική αξιολόγηση των πράξεων των φερομένων ως υπαιτίων. Επίσης, ενώ κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα μέρος των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων χρηματικών ποσών παρεδόθη προσωπικώς στον κατηγορούμενο Χ2, οι λοιποί κατηγορούμενοι φέρονται ως ιδιοποιηθέντες παρανόμως το σύνολο των καταβληθέντων από τον εγκαλούντα χρηματικών ποσών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το τοιούτο των 20.000.000 δρχ. για το οποίο, ενώ γίνεται δεκτό ότι μέρος του εν λόγω ποσού κατεβλήθη υπό του εκ των κατηγορουμένων Χ2 για τις αναγκαίες επισκευές του κτιρίου για την εγκατάστασιν των υπηρεσιών της εταιρίας και μετά την παροχήν λογοδοσίας θα επεστρέφετο εις τον εγκαλούντα το υπόλοιπον, αφαιρουμένου του ποσοστού συμμετοχής του στην εταιρίαν, φέρονται ότι ιδιοποιήθησαν ολόκληρο το ποσόν τούτο άπαντες οι κατηγορούμενοι, καθώς και το τοιούτο των 371.405 ευρώ που αντιστοιχεί εις τα κέρδη από την πώληση της προδιαληφθείσης ποσότητος πετρελαίου, μετ'αφαίρεσιν του επιστραφέντος εις τον εγκαλούντα ποσού, ενώ παράλληλα εδέχθη ότι η εντολή προς πώλησιν του πετρελαίου εδόθη υπό του εγκαλούντος μόνον εις τους εκ των κατηγορουμένων Χ και Χ2 και εκ του τιμήματος που θα εισέπραττον ούτοι, θα επέστρεφαν εις τούτον ποσοστόν εξ 75% του δε υπολοίπου εξ 25% θα κατετίθετο εις την εταιρίαν για τον σχηματισμό αποθεματικού κεφαλαίου, γ) εν όψει της παραπομπής των αναιρεσειόντων για υπεξαίρεση "κατ'εξακολούθησιν", που προϋποθέτει την ύπαρξιν τουλάχιστον δύο μερικωτέρων πράξεων, δεν διευκρινίζεται αν οι κατηγορούμενοι με την τέλεση της πρώτης επί μέρους πράξης απέβλεπαν να αποκομίσουν συνολικό περιουσιακό όφελος, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής του άρθρ. 98 § 2 Π.Κ., ως αντικ. δια του ν.2721/1999, (εν συνδ. με άρθρ. 375 § 2 Π.Κ.). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτές αι υπό κρίσιν αιτήσεις αναιρέσεως με αριθ. 1/26-2-2007, 2/26-2-2007 και 3/26-2-2007 των κατηγορουμένων α) Χ2 β) Χ1 που ησκήθησαν δυνάμει του υπ'αριθ. 387/23-2-2007 πληρεξουσίου υπό της δικηγόρου Αλεξίας Μίχα και γ) Χ3, αντιστοίχως, ως προς τον δεύτερον και τρίτον λόγον αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως κατ'άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ., απορριπτομένου όμως του πρώτου λόγου τούτων της απολύτου ακυρότητος. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς την παραπεμπτική διάταξή του για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθησιν, και ως προς τους μη ασκήσαντας το ένδικο μέσον της αναιρέσεως, κατ'άρθρ. 469 Κ.Π.Δ., α) Χ και β) Χ4 που ωφελούνται όχι μόνον εκ των λόγων αυτών αλλά και από τις συνέπειες του υπό των λοιπών ασκηθέντος, ως άνω, ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, εφ'όσον αυτές δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνων που ήσκησαν τούτο και Να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστάς (άρθρ. 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 39/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, ως προς την παραπεμπτική διάταξή του για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Να επεκταθεί το αποτέλεσμα τούτο και ως προς τους μη ασκήσαντας το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, κατ'άρθρ. 469 Κ.Π.Δ., εκ των κατηγορουμένων α) Χ και β) Χ4 και Να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα κρίση στο ίδιο δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστάς. Αθήναι τη 17 Αυγούστου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες με αριθμό 1/26-2-2007, 2/26-2-2007 και 3/26-2-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των: α) Χ1 , β) Χ2 και γ) Χ3, κατά του υπ' αριθμό 39/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο, το μεν απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Χ2, ως προς τον οποίο επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα, το δε έγινε κατά ένα μέρος δεκτή κατ' ουσία, η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά του υπ' αριθμό 188/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι ως άνω αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πατρών, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης από κοινού, με την επιβαρυντική περίσταση, ότι ήταν εντολοδόχοι και το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ). Γι' αυτό, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθ' όν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, δηλαδή εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος, όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου (του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη τέλος αιτιολογίας του βουλεύματος, αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: " Οι εκ των κατηγορουμένων, Χ και Χ2, διατηρούσαν στην περιοχή Μπερντενές των Αγίων Σαράντα-Αλβανίας, επιχείρηση εμπορίας πετρελαιοειδών, που λειτουργούσε υπό την μορφή εταιρίας, η οποία όμως τελικώς, λόγω οικονομικών προβλημάτων που ανέκυψαν, ελύθη. Παρά ταύτα, επιθυμούσαν την συνέχιση της τοιαύτης επιχειρηματικής δραστηριότητός των, η οποία όμως δεν ήτο εφικτή με την συμμετοχή των στην υπό ίδρυσιν νέα εταιρία, λόγω των οφειλών της λυθείσης ως άνω εταιρίας προς το Αλβανικό Δημόσιο, δι'όν λόγον απηυθύνθησαν, περί το τέλος του έτους 2000, προς τον εγκαλούντα Χ1, μετά του οποίου ο πρώτος εξ αυτών (Χ), διατηρούσε επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις. 'Ετσι, μετά από την επίσκεψη του εγκαλούντος στις εγκαταστάσεις της λυθείσης ως άνω εταιρίας, συνεφωνήθη η σύστασις νέας εταιρίας, εις την οποίαν θα συμμετέχουν τυπικώς, ως ιδρυτικά μέλη, αντί του εκ των κατηγορουμένων Χ, ο εξ αυτών Χ3 και αντί του Χ2 η σύζυγός του Χ1. Κατ'αυτόν τον τρόπον, την 28-7-2001, συνεστήθη εταιρία που συγχρόνως εδημοσιεύθη νομίμως, μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, με την επωνυμία "ENIGINE OIL SHA" και έδρα την περιοχή Μπερντενές των Αγίων Σαράντα-Αλβανίας, εις την οποίαν συμμετείχον, ο μεν εγκαλών με ποσοστό 35%, η δε Χ1 με ποσοστό 45% και ο Χ3 με ποσοστό 20% και παράλληλα αποτελούσαν το πρώτο Διοικητικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον εγκαλούντα, ενώ ως γενικός διευθυντής ορίσθη ο υιός του Ψ. Στην συνέχεια δε ανέλαβε, αντί συμφωνηθείσης αμοιβής, ως Διευθυντής πωλήσεων και υπεύθυνος για την δραστηριότητα της εταιρίας στην Αλβανία, ο εκ των κατηγορουμένων Χ2. Μετά ταύτα, περί τον Αύγουστο του έτους 2001, και πριν αρχίσει η λειτουργία της παραπάνω εταιρίας, ο εγκαλών παρέδωσε στην ...., εξ' ιδίων χρημάτων, εις τον προαναφερθέντα κατηγορούμενο Χ2, το συνολικό ποσό των 13.000.000 δρχ, με την εντολή ο τελευταίος, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά του, να προβεί στην αγορά εις το όνομα και για λογαριασμό του εγκαλούντος, εφ'όσον ούτος θα διέθετε το συνολικό ποσό της αξίας του, ενός οικοπέδου, παρακειμένου των εγκαταστάσεων της εταιρείας, εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, ιδιοκτησίας του Αλβανικού Δημοσίου, προκειμένου να στεγασθούν τα γραφεία της εταιρείας, εις το επί του ακινήτου αυτού ευρισκόμενο ημιτελές τριόροφο κτίσμα, αφού η εταιρία δεν διέθετε το απαιτούμενο χρηματικό ποσό, εξ ιδίων κεφαλαίων, για την αγορά του παραπάνω ακινήτου, το οποίον στην συνέχεια, εις τα πλαίσια της προδιαληφθείσης συμφωνίας, θα μετεβιβάζετο στην εταιρία, εφόσον θα κατεβάλλετο εις τον εγκαλούντα ολόκληρο το ανωτέρω ποσόν. 'Ετσι, εις εκτέλεσιν της ως άνω εντολής, ο εν λόγω κατηγορούμενος (Χ2) την 5-9-2001, προέβη μεν εις την αγοράν του παραπάνω ακινήτου, πλην, όμως, ουχί για λογαριασμό του εγκαλούντος, αλλά εις το όνομα και για λογαριασμόν της εταίρου συζύγου του Χ1. Ο εγκαλών ηναντιώθη εις την ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου, ο οποίος ισχυρίσθη, αφ'ενός μεν ότι η εταιρία, ως νεοσυσταθείσα και μη διαθέτουσα επαρκές κεφάλαιο κατά τον χρόνον αυτόν, δεν θα ηδύνατο, σύμφωνα με το δίκαιο της Αλβανίας, για φορολογικούς λόγους, να έχει στην κυριότητά της το εν λόγω ακίνητο, γεγονός που θα επραγματοποιείτο μελλοντικώς, αφ'ετέρου δε ότι τούτο, δεν ήτο δυνατόν να μεταβιβασθεί εξ αρχής εις τον εγκαλούντα, που κατέβαλε το αντίστοιχο χρηματικό ποσό για την αγορά του, καθόσον ούτος, ως Έλλην υπήκοος, δηλαδή αλλοδαπός έναντι του Αλβανικού κράτους, δεν εδικαιούτο, κατά το δίκαιο της Αλβανίας, να έχει δικό του ακίνητο. Τελικώς, όμως, το εν λόγω ακίνητο ουδέποτε μετεβιβάσθη στην εταιρία αλλά, αντ'αυτού, την 17-10-2002, η, εκ των κατηγορουμένων, Χ1, προέβη στην μεταβίβασίν του εις τον εξ αυτών Χ4, αδελφό της, ο οποίος μάλιστα, ήδη από τον μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους, ενεφανίζετο στις επαφές των εταίρων με τον εγκαλούντα και παρίστατο στις συνελεύσεις της εταιρίας ως πληρεξούσιος της ως άνω αδελφής του. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2001 έως και Μαΐου 2002, ότε ήδη ενεκρίθη η άδεια λειτουργίας της εν λόγω εταιρίας με αριθμό ........., ο εγκαλών, πέραν του προαναφερθέντος ποσού, κατέβαλε εις τον, εκ των κατηγορουμένων, Χ2 εις μη διακριβωθείσες ημερομηνίες και εις τα πλαίσια ολοκλήρωσης των εργασιών για την λειτουργία της εταιρίας, το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ., προκειμένου να διατεθεί τούτο υπ'αυτού για την αποπεράτωση του ημιτελούς κτίσματος που υπήρχε εις το προαναφερόμενο ακίνητο και προορίζετο για την εξυπηρέτηση των αναγκών της εταιρίας. 'Όμως, από το παραπάνω ποσό, διετέθη υπό του ως άνω κατηγορουμένου τμήμα αυτού για τον εν λόγω σκοπό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν κατέστη εφικτό να προσδιορισθεί από την ανάκριση, ενώ το υπόλοιπο ουδέποτε απεδόθη εις τον εγκαλούντα από τους κατηγορουμένους, αν και επανειλημμένως ωχλήθησαν ούτοι προς τούτο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, μεταξύ του εγκαλούντος και του παραπάνω κατηγορουμένου (Χ2), συνεφωνήθη προσθέτως ότι τόσον για την καταβολήν προς τον τελευταίον του ποσού των 13.000.000 δρχ. για την αγορά του οικοπέδου όσον και για την καταβολήν του ποσού των 20.000.000 δρχ για τον προαναφερθέντα σκοπόν, ο τελευταίος, μετά την εκτέλεσιν της εντολής, θα απέδιδε εις τον πρώτον λεπτομερή λογαριασμό για την διαχείριση των χρηματικών αυτών ποσών και στην συνέχεια θα επεστρέφετο εις τον εγκαλούντα τυχόν υπόλοιπο του εν λόγω ποσού, αφού προηγουμένως θα αφαιρείτο το ποσοστό συμμετοχής των εταίρων στις δαπάνες. Στην συνέχεια δε, μετά την λειτουργία της εταιρίας και την παροχή λογοδοσίας υπό του προαναφερθέντος κατηγορουμένου, το συνολικό ως άνω ποσό των 33.000.000 δρχ. θα επεστρέφετο εξ ιδίων χρημάτων των εταίρων εις τον εγκαλούντα, αφαιρουμένου του ποσοστού συμμετοχής του. Παρά ταύτα, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η έναρξις λειτουργίας της ως άνω εταιρίας και εν'όψει του ότι αύτη δεν διέθετε ίδια κεφάλαια, ο εγκαλών, μετά από σύσκεψη αυτού και των κατηγορουμένων, που επραγματοποιήθη εις το εν ...... γραφείον του, κατέβαλε κατά μήνα Αύγουστον 2002, το ποσό των 218.738 δολλαρίων ΗΠΑ στην ενταύθα εδρεύουσα εταιρία πετρελαιοειδών με την επωνυμία "AVIN OIL AE" για την εξόφλησιν αντιστοίχου τιμήματος αγοράς 950 τόννων πετρελαίου καθώς και το τοιούτο των 6.183, 80 δολλαρίων ΗΠΑ στην ενταύθα εδρεύουσα εταιρία με την επωνυμία "......" για την μεταφορά της παραπάνω ποσότητος πετρελαίου από την Ελλάδα στις εγκαταστάσεις της εταιρίας εις το Μπερντενές της Αλβανίας, ως και την δαπάνη για την φόρτωση του φορτίου εκ 1.660 δολλαρίων ΗΠΑ στην εταιρία με την επωνυμία "SEKAVAR S A- SHIΡΡING AGENCY", που εδρεύει στον Πειραιά. Η μεταφορά της παραπάνω ποσότητος πετρελαίου επραγματοποιήθη στις εγκαταστάσεις της εταιρίας στην Αλβανία, η οποία παρελήφθη από τον εκ των κατηγορουμένων Χ2 και τον οικονομικό διευθυντή Γ1. Επί πλέον, την 16-10-2002, ο εγκαλών κατέβαλε εις την ιδίαν ως άνω εταιρία εμπορίας πετρελαιοειδών (AVIN OIL AE) το ποσό των 239.000 δολλαρίων ΗΠΑ για την εξόφληση αντιστοίχου τιμήματος αγοραπωλησίας νέας ποσότητος εξ 950 τόνων περίπου πετρελαίου, καθώς και το ποσό των 6.182, 89 δολλαρίων ΗΠΑ για την μεταφορά της εν λόγω ποσότητος πετρελαίου από την Ελλάδα στις εγκαταστάσεις της εταιρίας στην Αλβανία, ως και την δαπάνη για την φόρτωση του φορτίου εκ 1.660 δολλαρίων ΗΠΑ στην ιδία ως άνω εταιρία με την επωνυμία "SEKAVAR S.A -SHΙΡΡING AGENEY". Η ως άνω ποσότης πετρελαίου μετεφέρθη στις εγκαταστάσεις της εταιρίας, την 17.10.2002, και παρελήφθη από τους εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ και τον οικονομικό διευθυντή Γ1. Σχετικώς δε με το υπό του εγκαλούντος καταβληθέν ως άνω συνολικό ποσό για την προμήθεια της εταιρίας της παραπάνω συνολικής ποσότητος πετρελαίου, αρχικώς συνεφωνήθη μεταξύ αυτού και των κατηγορουμένων, ότι τούτο θα εχαρακτηρίζετο ως δάνειο προς τους τελευταίους. Στην συνέχεια όμως συνεφωνήθη μεταξύ όλων των εταίρων ότι η πώληση της προδιαληφθείσης ποσότητος πετρελαίου θα επραγματοποιείτο εις το όνομα του εγκαλούντος και όχι για λογαριασμό της εταιρίας καθώς και ότι οι εκ των κατηγορουμένων Χ2 και Χ, προς τον σκοπόν αυτόν, θα ενεργούσαν αρχικώς ως εντολοδόχοι του εγκαλούντος και όχι της εταιρίας και επί πλέον είχον την ρητήν εντολήν τούτου (εγκαλούντος), όπως, από το τίμημα το οποίο θα εισέπρατταν από την πώληση της συνολικής ως άνω ποσότητος του πετρελαίου, ποσοστόν που αντιστοιχεί εις το 75% του υπ'αυτού καταβληθέντος ως άνω ποσού για την αγοράν του πετρελαίου, θα κατεβάλλετο εις τούτον, το δε υπόλοιπον ποσοστόν εξ 25% θα κατεβάλλετο στην εταιρία για τον σχηματισμό αποθεματικού και ιδίων κεφαλαίων. Επί πλέον συνεφωνήθη να πωληθεί η προδιαληφθείσα ποσότης πετρελαίου για λογαριασμό της εταιρίας μόνον όταν ο εγκαλών είχε εξοφληθεί ολοσχερώς και εφ'όσον η εταιρία είχε αποκτήσει τα απαραίτητα κεφάλαια για να πραγματοποιεί, εξ ιδίων, τις αγορές. Παρά ταύτα όμως, αν και η συνολική ως άνω ποσότης επωλήθη και υπήρξαν κέρδη από την πώλησή του, κατεβλήθη εξ αυτών εις τον εγκαλούντα μόνον το ποσό των 38.000 ευρώ τον μήνα Νοέμβριο 2002 και 91.937 ευρώ την 14-1-2003, ενώ παρέμεινε ανεξόφλητο το υπόλοιπο εκ του υπ'αυτού ως άνω καταβληθέντος τιμήματος. Ειδικώτερον όταν ο εγκαλών και ο υιός του Ψ διεπίστωσαν ότι υπήρχαν κέρδη περί το τέλος Οκτωβρίου 2002 και ουδείς λόγος εγένετο περί επιστροφής των χρημάτων του, έστω μέρους, ανησύχησαν και άρχισαν να ζητούν την επιστροφή των χρημάτων τους, που ανέρχονταν στο ποσό των 500.000 ευρώ, αρχικώς από τον κατηγορούμενον Χ2, ο οποίος, άλλοτε μεν απέφευγε να απαντά στις τηλεφωνικές κλήσεις τους, άλλοτε δε παρέπεμπε τούτους στον κατηγορούμενο Χ4 για εξηγήσεις και στην συνέχεια από τους εκ των κατηγορουμένων Χ και Χ1, που και αυτοί παρέπεμπαν στον ανωτέρω Χ4, που δεν ήτο μέλος της εταιρίας αλλά συμμετείχε στις προαναφερόμενες συζητήσεις των υπολοίπων εταίρων. Κατόπιν τούτου, την 23-11-2002, ο εγκαλών, συνοδευόμενος υπό του υιού του Ψ, του οικονομικού του συμβούλου Ζ και της συνηγόρου του, μετέβη στην έδρα της εταιρίας στην Αλβανία, όπου, κατά την διάρκεια προγραμματισμένης συνεδρίασης, ο Χ4 , παρουσία των Χ και Χ2, εδήλωσε ότι πλέον αυτός έχει τον έλεγχο της εταιρίας, επιδεικνύοντας στον εγκαλούντα τα σχετικά πληρεξούσια των μετόχων Χ3 και Χ1 και, επικαλούμενος την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων, καθήρεσε τούτον (εγκαλούντα) από πρόεδρο της εταιρίας ως και τον υιόν του από οικονομικό διευθυντή και παράλληλα ετοποθέτησε, ως πρόεδρο αυτής, τον Χ3, τον Χ2, Γενικό διευθυντή και αντιπρόεδρο την αδελφή του Χ1 και τον Χ, ως διευθυντή πωλήσεων, τον δε εγκαλούντα, ως απλούν μέλος του Δ.Σ., ενώ παράλληλα ηρνήθη να προβεί εις οιονδήποτε ενημέρωση τούτου σχετικώς με την πώληση του πετρελαίου και ειδικώτερα σχετικά με το τίμημα που εισεπράχθη από την πώληση αυτή, προκειμένου να καλυφθεί από αυτό το ποσό των 463.342 ευρώ. Μάλιστα, εις μεταγενεστέραν συνάντησίν των, στην ....., κατά μήνα Δεκέμβριο 2002 ο Χ4 ανεγνώρισε ότι, τόσον η εταιρία όσον και ο Χ2 καθώς και οι λοιποί μέτοχοι, οφείλουν, εκ της ως άνω αιτίας, το παραπάνω ποσό, αφαιρουμένου του τοιούτου εκ 38.000 ευρώ, που ήδη είχε λάβει ο εγκαλών κατά το παρελθόν. Επίσης, εις μεταγενεστέραν συνάντησιν του εγκαλούντος μετά του εκ των κατηγορουμένων Χ2, ο τελευταίος, έναντι του οφειλομένου ως άνω ποσού, κατέβαλε εις τον πρώτον το ποσό των 91.937 ευρώ, αρνούμενος την καταβολήν του υπολοίπου. Περαιτέρω δε το Συμβούλιο Εφετών, δια του προσβαλλομένου βουλεύματός του, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, ως προς τους εκ των κατηγορουμένων α) Χ3 β) Χ1 και γ) Χ4 για τους οποίους το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών απεφάνθη να μη γίνει κατ'αυτών κατηγορία για την περιγραφόμενη ως άνω πράξιν της υπεξαίρεσης εις βαθμόν κακουργήματος, εδέχθη ότι ".... όλοι από κοινού ωφελήθηκαν τα χρήματα που υπεξαίρεσαν από τον εγκαλούντα, με την συμμετοχή τους στην εταιρία που δημιούργησαν, με τα χρήματα αυτά, στην Αλβανία, με αντικείμενο την εμπορία καυσίμων, ενώ η Χ1 και ο αδελφός της Χ4 ουσιαστικά απέβλεψαν να ωφεληθεί ο τελευταίος και το ποσό των 13.000.000 δρχ.... επομένως οι ενδείξεις σε βάρος του είναι σοβαρές για το αδίκημα αυτό......". Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε α) ως απαράδεκτη, την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος και, μόνο κατά το μέρος που αφορούσε την κατηγορία της εκβίασης, τετελεσμένης και σε απόπειρα, β) δέχθηκε, κατά ένα μέρος, και ως κατ' ουσία βάσιμη, την ως άνω έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, ως προς την απαλλακτική διάταξη, του με αριθμό 188/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, το οποίο μεταρρύθμισε, και δέχθηκε στη συνέχεια, ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του τρίτου και δεύτερης των αναιρεσειόντων, Χ3, Χ1 και, του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, Χ4 και γ) απέρριψε, κατ' ουσία, την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, Χ2, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Πατρών, προκειμένου να δικαστούν αυτός και οι λοιποί, ως υπαίτιοι υπεξαίρεσης από κοινού, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, το οποίο το έχουν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς τους, ως εντολοδόχων, με συνολικό όφελος πλέον των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την, από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε την απόφασή του, νόμιμης βάσης πράγμα, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 375 ΠΚ, αφού, δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, α) δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει, ότι οι αναιρεσείοντες είχαν από κοινού τη διαχείριση της περιουσίας του εγκαλούντος ή ότι ενεργούσαν από κοινού, ως εντολοδόχοι του, τη στιγμή που το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται ότι τα χρηματικά ποσά των 13.000.000 και 20.000.000 δραχμών αντίστοιχα, είχαν καταβληθεί μόνο στον αναιρεσείοντα Χ2, και, χωρίς να αιτιολογείται περαιτέρω, ότι όλα τα χρηματικά ποσά, που φέρονται να τα έχουν ιδιοποιηθεί οι αναιρεσείοντες, είχαν περιέλθει και με ποιο τρόπο σ' αυτούς, β) δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια πραγματικά στοιχεία, προκύπτει ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν από κοινού, με κοινό δόλο και κοινή απόφαση, καθώς και από ποια περιστατικά προκύπτει ότι, όλοι οι κατηγορούμενοι, ιδιοποιήθηκαν παράνομα τα ως άνω χρηματικά ποσά, ενώ παράλληλα το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται, ότι το ποσό των 13.000.000 δραχμών, διατέθηκε για την αγορά οικοπέδου στην Αλβανία και μέρος του ποσού των 20.000.000 δραχμών, διατέθηκε για τις εργασίες ανακαίνισης του κτιρίου της εταιρείας στην Αλβανία, γ) δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια περιστατικά προκύπτει, πού και πότε οι κατηγορούμενοι εκδήλωσαν τη βούλησή τους, να ιδιοποιηθούν τα χρηματικά αυτά ποσά, που φέρονται ότι παράνομα ιδιοποιήθηκαν, στην ....., όπως ισχυρίζεται ο εγκαλών, όπου καταβλήθηκαν, στον Χ2, και μάλιστα το ποσό των 13.000.000 και 20.000.000 δραχμών ή στην Αλβανία, όπου, το πρώτο από τα ποσά αυτά διατέθηκε για την αγορά του ακινήτου, και μέρος του δευτέρου για την αποκατάσταση οικοδομικών εργασιών, καθώς και για τα ποσά των 218.738 και 239.000 δολαρίων Αμερικής, πλέον των εξόδων μεταφοράς, για την αγορά 1900 τόνων πετρελαίου, που, ναι μεν φέρονται να έχουν καταβληθεί στην ..., στον ίδιο τον Χ2, όμως τα ποσά αυτά σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, φέρονται να τα έχουν ιδιοποιηθεί παράνομα οι αναιρεσείοντες στην Αλβανία, οπότε και τίθεται θέμα εφαρμογής ή μη των διατάξεων των άρθρων 6 και 7 του Π.Κ, δ) υφίσταται αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του βουλεύματος, και του διατακτικού, ως προς το ακριβές ύψος του ποσού των 20.000.000 δραχμών, που φέρεται, ότι ιδιοποιήθηκαν από κοινού παράνομα οι αναιρεσείοντες, αφού, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται ότι ένα μέρος από το ποσό των 20.000.000 δραχμών, διατέθηκε για την εκτέλεση των εργασιών ανακαίνισης των κτιριακών εγκαταστάσεων της εταιρείας, για το οποίο θα πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν προσδιορίζεται, και συνεπώς δεν θα μπορούσαν να έχουν ιδιοποιηθεί παράνομα όλοι οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες, όλο το ποσό των 20.000.000 δραχμών, παρόλα αυτά, το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται ότι, όλοι οι αναιρεσείοντες παράνομα ιδιοποιήθηκαν ολόκληρο το ποσό αυτό, ε) ενώ, το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται, ότι τα ποσά των 218.738 και 239.000 δολαρίων Αμερικής, πλέον των εξόδων μεταφοράς από 6183, 8 δολάρια και 1660 δολάρια αντίστοιχα, διατέθηκαν για την αγορά των 1900 τόνων πετρελαίου, στο όνομα και για λογαριασμό του εγκαλούντος, και όχι για λογαριασμό της εταιρείας, παράλληλα, δέχεται, ότι τα καταβληθέντα από τον πολιτικώς ενάγοντα ως άνω χρηματικά ποσά, συμφωνήθηκε να επιστραφούν σ' αυτόν, από τα κέρδη που θα πραγματοποιούσε η εταιρεία στην Αλβανία, οπότε δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, όχι μόνο ως προς το πρόσωπο του παθόντος, αλλά και σε βάρος τίνος, προκλήθηκε η ζημία, όπως επίσης, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, ως προς το ύψος των καθαρών κερδών, με βάση τα οποία θα χωρούσε επιστροφή αυτών, κατά την μερίδα συμμετοχής του στην εταιρεία, στ) δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια περιστατικά προκύπτει, ότι το συνολικό ποσό που επιτεύχθηκε, από τη διάθεση των 1900 τόνων πετρελαίου στην Αλβανία, και που, ας σημειωθεί, δεν προσδιορίζεται, περιήλθε στην κατοχή όλων ή μερικών από τους αναιρεσείοντες και συγκεκριμένα σε ποιους, όπως επίσης, δεν προσδιορίζεται αν μεσολάβησε παράνομη ιδιοποίηση αυτών και από μέρος τίνος και κατά ποιο ποσό από τον καθένα, ζ) επίσης, δεν προσδιορίζονται, σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, τα καθαρά κέρδη από τη διάθεση αυτής της ποσότητας των 1900 τόνων πετρελαίου, προκειμένου να προσδιορισθεί το ακριβές ποσό που φέρεται ότι ιδιοποιήθηκαν παράνομα οι αναιρεσείοντες, ενόψει του ποσοστού συμμετοχής του εγκαλούντος, από 75% και της καταβολής προς τον τελευταίο του ποσού των 129.000 ευρώ, η) υπάρχει αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ενόψει της παραδοχής, ότι ενώ, τα κέρδη από την πώληση των 1900 τόνων πετρελαίου, αποκτήθηκαν στην Αλβανία, στη συνέχεια το βούλευμα, δέχεται, ότι η παράνομη ιδιοποίηση, με την μη απόδοση στον πολιτικώς ενάγοντα του ποσού των 371.405 δολαρίων Αμερικής, συντελέστηκε στην ..... Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ' του Κ.Π.Δ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, του άρθρου 375 του Π.Κ. Μετά από αυτά, και ενώ, παρέλκει η έρευνα για τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Σημειώνεται, ότι συντρέχει νόμιμος λόγος να επεκταθεί το αποτέλεσμα αυτό και στους μη ασκήσαντες το ένδικο μέσο αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 469 του Κ.Π.Δ, κατηγορούμενους, Χ και Χ4. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμό 39/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως. Και Επεκτείνει το αποτέλεσμα των, από 26-2-2007 και με αριθμούς 1, 2 και 3/2007, αιτήσεων αναιρέσεως, των κατηγορουμένων Χ2, Χ1 και Χ3, κατά του υπ' αριθμό 39/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και ως προς τους κατηγορούμενους Χ και Χ4, και αναιρεί και ως προς αυτούς το πιο πάνω βούλευμα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008 Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση βουλεύματος για κακουργηματική υπεξαίρεση, από κοινού, ως εντολοδόχων, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
2
Αριθμός 801/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σούλη, για αναίρεση της 855/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαστεφανάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 732/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά, η κατά του αναιρεσείοντος, ποινική δίωξη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά το άρθρο 404 παρ.1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ.8 του Ν.2721/1999, τιμωρείται, σε βαθμό πλημμελήματος, πλην άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και α) όποιος κατ' επάγγελμα και κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου και β) όποιος απαλλοτριώνει ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Για την ποινική δίωξη των πιο πάνω πράξεων, που τελούνται κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, δεν απαιτείται έγκληση ούτε κατά την προισχύσασα διάταξη (άρθ 404 παρ.5 ΠΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 στ. ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προς έρευνα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 1893/2006 προηγούμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, αναιρέθηκε η 1872/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αφορούσε την καταδίκη του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την πράξη της τοκογλυφίας (επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων), καθώς και την περί συνολικής ποινής διάταξη αυτής. Η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, διότι, όπως κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, "στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, εμπεριέχονται ασάφειες, καθόσον δεν αναφέρεται ο χρόνος για τον οποίο εδόθη το δάνειο εκάστης των εις τον ως άνω πίνακα αναφερομένων επτά συμβάσεων δανείου και πότε έκαστον εξοφλήθηκε, ούτως ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ του εκάστοτε νομίμου επιτοκίου και του τελικώς καταβληθέντος ποσού. Επίσης ασάφεια προκύπτει για ποια δάνεια από τα εις τον πίνακα αναφερόμενα έγιναν οι εκάστοτε αναφερόμενες επί μέρους καταβολές για να μπορεί να συναχθεί ασφαλές επί μέρους και τελικό αποτέλεσμα καταβολών εκάστης συμβάσεως δανείου και συνολικώς. Ακόμη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται εις τι αφορά, η προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του συνόλου των επιταγών ποσού 19.500.000 δρχ. και του ποσού που συνολικώς επέστρεψε ο εγκαλών ήτοι (21.660.000-19.500.000=) 2.160.000 δρχ." Ήδη, μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 855/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε και πάλι ένοχος για το έγκλημα της τοκογλυφίας (επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων - άρθρο 404 παρ. 2, 3 Π.Κ), πράξη για την οποία το παραπάνω Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια, και συγχώνευσε στην ποινή αυτή την ποινή των 12 μηνών, που του είχε επιβληθεί με την (μη αναιρεθείσα κατά τούτο) 1872/05 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για την πράξη της πλαστογραφίας και επέβαλε συνολική ποινή 18 μηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 855/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει και είχε λάβει από τον πολιτικώς ενάγοντα τις επιταγές υπ' αριθμούς ......, ......, ......., ........, ......., ......, πληρωτέες στην Τράπεζα Εργασίας, ποσού δραχμών 3.000.000 η πρώτη, 2.500.000 η δεύτερη, 2.000.000 η τρίτη, 5.000.000 η τέταρτη, 4.000.000 η πέμπτη και 3.000.000 η έκτη, προς εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης αυτού από επιστρεπτέο μετά εξάμηνο από αρχών Ιανουαρίου 1990, οπότε έλαβε δρχ. 2.405.000, από αρχών 1990, οπότε έλαβε ο εγκαλών 1.700.000 δρχ., από αρχών Ιανουαρίου 1991, οπότε έλαβε 4.000.000 δρχ., από αρχών 1992, οπότε έλαβε 3.500.000 δρχ. και από αρχών Ιουνίου 1992, οπότε έλαβε 2.500.000 δρχ., δάνειο, συνολικού ποσού 14.605.000 δραχμών. Τα ποσά που λόγω δανείου είχε παραδώσει ο κατηγορούμενος στον Ψ1 τμηματικώς, από Οκτώβριο έτους 1990 μέχρι Νοεμβρίου 1993, ήταν αντίστοιχα με εκείνα των άνω επιταγών, στις οποίες είχαν ενσωματωθεί και τόκοι. Εκτιμάται ότι στον κατηγορούμενο επέστρεψε ο πολιτικώς ενάγων, με τμηματικές καταβολές και ειδικότερα με καταθέσεις επί μέρους ποσών στην Τράπεζα Πίστεως για να εμβασθούν στον Χ1, όπως προέκυψε από τα αναγνωσθέντα φωτοαντίγραφα των ποσών των εμβασμάτων, σε συνδυασμό με όσα κατέθεσε ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων κατά την εξέτασή του στο Δικαστήριο τούτο, ποσό 19.500.000 δραχμών σε εξόφληση του κεφαλαίου του άνω δανείου πλέον τόκων. Το ποσό αυτό επεστράφη μέχρι τον Φεβρουάριο του 1994 τμηματικώς. Όσον αφορά τα πλέον των δεκαεννεάμισυ εκατομμυρίων δραχμών ποσά, που ισχυρίσθηκαν ο πολιτικώς ενάγων και η σύζυγός του ότι επεστράφησαν, δεν αφορούσαν χρήματα αποδοτέα στον κατηγορούμενο, αλλά σε τρίτους από συναλλαγές που είχε ο Ψ1 με αυτούς, όπως δέχθηκε ο Ψ1 όταν εξεταζόταν η υπόθεση στο ακροατήριο του παρόντος Εφετείου κατά τη συνεδρίαση της 14/2/2005, επί της οποίας εκδόθηκε η εν μέρει αναιρεθείσα 1872/2005 απόφαση και για τους οποίους έκαναν λόγο στην κατάθεσή του ο μάρτυρας ...... και η μάρτυρας ....... Αποδείχθηκε ακόμη ότι δεν υπήρχε άλλη οφειλή του πολιτικώς ενάγοντα προς τον κατηγορούμενο, όταν ο τελευταίος επιδίωξε την, μέσω του ......, προς τον οποίο τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση και του ......, προς τον οποίο ο τελευταίος τις μεταβίβασε επίσης με οπισθογράφηση και από τον οποίο εμφανίσθηκαν προς πληρωμή στην Τράπεζα, είσπραξη των άνω επιταγών, αφού τις νόθευσε, όπως αμετακλήτως είχε κριθεί και με την 1893/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου ως προς τα στοιχεία ημερομηνίας έκδοσης, θέτοντας σαν τέτοια δίπλα από την κενή αντίστοιχη ένδειξη, την 11.3.1999 και όσον αφορά την πρώτη από τις άνω επιταγές ......, θέτοντας το όνομα ....... δίπλα από την κενή ένδειξη εις διαταγήν χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του εγκαλούντα Ψ1. Από το ότι δεν είχε επιδιωχθεί από τον εγκαλούντα η επιστροφή των άνω επιταγών σε αυτόν κατά την εξόφληση του δανείου, προς εξασφάλιση των οφειλών, από το οποίο είχαν εκδοθεί οι άνω επιταγές από τον Ψ1 που παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο χωρίς να υπάρχει επ' αυτών συμπληρωμένη ημερομηνία εκδόσεως, δεν έπεται ότι υπήρχαν οφειλές του Ψ1 προς τον κατηγορούμενο από το άνω δάνειο από κεφάλαιο και τόκους όταν εμφανίσθηκαν αυτές οι επιταγές από το πρόσωπο στο οποίο είχαν καταλήξει. Ο εκκαλών Ψ1 είχε προβεί σε δήλωση, υπό ημερομηνία 21.10.94, προς την πληρώτρια Τράπεζα ότι ανακαλεί τις άνω επιταγές για το ότι δεν αντιπροσώπευαν αληθή οφειλή του και δεν έφεραν χρονολογία έκδοσης, για την συμπλήρωση της οποίας δεν είχε εξουσιοδοτήσει οποιονδήποτε να την θέσει. Επίσης, με την από 13.6.1995 εξώδικη δήλωσή του προς τον Χ1, που κοινοποιήθηκε στις .... από τον δικαστικό επιμελητή ......, είχε ζητήσει την επιστροφή των σωμάτων των άνω επιταγών, εκδόσεως του εγκαλούντος, που ήταν πληρωτέες στην Τράπεζα Εργασίας κατάστημα Γλυφάδας, με χρέωση τηρουμένων σε αυτή στο όνομά του ως εκδότη λογαριασμών, εντός τριώρου από της λήψεως της εξωδίκου δήλωσής του, ενόψει της εξόφλησης όσων όφειλε. Ο εγκαλών Ψ1 πληροφορήθηκε ότι οι πιο πάνω επιταγές οπισθογραφήθηκαν περαιτέρω από τον κατηγορούμενο και επιδιώχθηκε η είσπραξή των μετά την εμφάνισή των στην Τράπεζα Εμπορική στις 12/3/99 και την βεβαίωση μη πληρωμής των στις ......, λόγω ανακλήσεως και όχι για έλλειψη υπολοίπου από την Τράπεζα Εργασίας Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών και μετά την υποβολή μήνυσης ....... Τοκογλυφικά ωφελήματα επιδίωξε ο κατηγορούμενος να εκπληρωθούν από τον εγκαλούντα με τις άνω ενέργειές του, που κατέτειναν σε είσπραξη των άνω έξι επιταγών μετά τη νόθευσή των και την περαιτέρω οπισθογράφησή των και παράδοση σε τρίτο πρόσωπο ως ενσωματώνουσες χρηματική αξίωση απέναντι του εκδότη αυτών, παρά το ότι είχαν εξοφληθεί όλες οι απαιτήσεις του κατηγορουμένου από το ποσό που είχε δανείσει στον εγκαλούντα, πλέον τόκων, προς εξασφάλιση του οποίου είχαν δοθεί οι επιταγές αυτές. Χρόνος τέλεσης της πράξεως της επιδίωξης των τοκογλυφικών ωφελημάτων, που ήταν το άθροισμα των ποσών που αναγράφονταν στις έξι άνω επιταγές και που έγινε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος ασχολείτο με τέτοιες μεθοδεύσεις στα πλαίσια δανειακών συναλλαγών, στις οποίες αναμειγνυόταν συστηματικά για να πορισθεί εισόδημα, είναι η 11.3.1999, που συμπληρώθηκε αυτή ως ημερομηνία στις άνω επιταγές από τον κατηγορούμενο και παραδόθηκαν από αυτόν μετά την οπισθογράφησή των σε τρίτους περαιτέρω για να εισπραχθούν". Με τις σκέψεις αυτές, το Τριμελές Εφετείο, αφού απέρριψε τους περί παραγραφής και μη υποβολής εγκλήσεως ισχυρισμούς του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, έκρινε αυτόν ένοχο του ότι, στην Αθήνα την 11-3-1999, επιδίωξε την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων, πράξη που ενεργεί κατ'επάγγελμα, και κατά συνήθεια και συγκεκριμένα, με τον προπεριγραφέντα και αναφερόμενο, αφενός στο σκεπτικό της παρούσας και αφετέρου στο διατακτικό της 1872/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, τρόπο της νοθεύσεως των επιταγών που αναφέρονται στο διατακτικό, προσπάθησε να εισπράξει αυτές, ως ενσωματώνουσες δήθεν δικαίωμά του σε βάρος του εγκαλούντος, μολονότι εγνώριζε, ότι ο ως άνω εγκαλών Ψ1, είχε πλήρως εξοφλήσει προς αυτόν το δάνειο των 19.500.000 δρχ. και ουδεμία πλέον απαίτηση είχε εις βάρος του. Έτσι έπραξε, προκειμένου να εξασφαλίσει εισόδημα προς το ζην, ο τρόπος δε που ενήργησε καταδεικνύει δράστη που έχει αποκτήσει την έξη προς διενέργεια τέτοιων πράξεων". Με τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Αυτό δε, διότι δεν καθίσταται σαφές αν το Δικαστήριο δέχεται ότι καταρτίσθηκαν μία ή περισσότερες συμβάσεις, πότε αυτή, ή αυτές, καταρτίσθηκαν, το ποσοστό τόκου ή τα ποσά που δόθηκαν για τόκους και σε ποιο χρονικό διάστημα αντιστοιχούν αυτά. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται, ότι το συνολικό ποσό των 14.605.000 δρχ, που έλαβε συνολικά, ως δάνειο, ο πολιτικώς ενάγων από τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα, ήταν από επιστρεπτέο μετά εξάμηνο "από αρχών Ιανουαρίου 1990, οπότε έλαβε δρχ. 2.405.000, από αρχών 1990, οπότε έλαβε ο εγκαλών 1.700.000 δρχ., από αρχών Ιανουαρίου 1991, οπότε έλαβε 4.000.000 δρχ., από αρχών 1992, οπότε έλαβε 3.500.000 δρχ. και από αρχών Ιουνίου 1992, οπότε έλαβε 2.500.000 δρχ." Δηλαδή, κατά τις παραδοχές της απόφασης, το δάνειο καταβλήθηκε στους πιο πάνω χρόνους σε πέντε τμηματικές δόσεις, και κατά τα αναφερόμενα ποσά. Ανεξαρτήτως του ότι το άθροισμα των ποσών αυτών δεν εξαντλούν το συνολικό ποσό του δανείου των 14.605.000 δρχ (είναι 14.105.000 δρχ), στη συνέχεια, η απόφαση, κατά τρόπο αντιφατικό, δέχεται, αμέσως μετά, αφενός, ότι ο κατηγορούμενος είχε παραδώσει στον πολιτικώς ενάγοντα τα ποσά λόγω δανείου "τμηματικώς από Οκτώβριο έτους 1990 μέχρι Νοεμβρίου 1993" και αφετέρου ότι τα ποσά αυτά "ήταν αντίστοιχα με εκείνα των άνω επιταγών στις οποίες είχαν ενσωματωθεί και τόκοι". Οι αναφερόμενες όμως στο σκεπτικό επιταγές (συνολικού ποσού 19.500.000 δρχ) ήταν έξι, και, συνεπώς, αφορούσαν ισόποσες (έξι) τμηματικές δόσεις δανείου, και όχι πέντε, όπως δέχθηκε παράλληλα η προσβαλλόμενη απόφαση. Εκτός από την πιο πάνω ασάφεια, ως προς τον αριθμό των τμηματικών δόσεων του δανείου και του χρόνου που αυτές έλαβαν χώρα, επιπλέον, αφού, κατά τις παραδοχές της απόφασης, το δάνειο, ήταν καταβλητέο μετά εξάμηνο από κάθε τμηματική καταβολή του (από αρχές Ιανουαρίου έως αρχές Ιουνίου 1992) και οι αναφερόμενες έξι επιταγές κάλυπταν κεφάλαιο και τόκους κάθε δόσεως (συνολικά και οι έξι 19.500.000 δρχ), συνάγεται ότι οι τόκοι που συνομολογήθηκαν υπολογίστηκαν με την προϋπόθεση ότι τα ποσά που, λόγω δανείου, καταβλήθηκαν στις πιο πάνω ημερομηνίες από τον κατηγορούμενο, θα τα εξοφλούσε ο πολιτικώς ενάγων μετά εξάμηνο, δηλαδή, από αρχές Ιουλίου 1990 έως αρχές Δεκεμβρίου 1992. Αυτό όμως, κατά τις παραδοχές της απόφασης, προφανώς δεν συνέβη, αφού ο πολιτικώς ενάγων κατέβαλε τμηματικά το ποσό των 19.500.000δρχ. "μέχρι τον Φεβρουάριο του 1994". Ούτε, ενόψει των παραδοχών αυτών, δύναται να συναχθεί η αναφερόμενη στο σκεπτικό αντιστοιχία του ποσού κάθε επιταγής με το ποσό (κεφάλαιο και τόκοι), κάθε δόσης. Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι οι επί μέρους καταβολές δεν έγιναν από αρχές Ιανουαρίου έως αρχές Ιουνίου 1992, αλλά " από τον Οκτώβριο του 1990 μέχρι τον Νοέμβριο του 1993", και πάλι δεν αίρεται η ασάφεια, αφού δεν προσδιορίζεται ο ακριβής χρόνος κάθε δόσης (εντός του χρονικού αυτού διαστήματος), και το ποσό κάθε δόσης που κατέβαλε ο κατηγορούμενος, ως δάνειο, στον πολιτικώς ενάγοντα. Επομένως, εφόσον, περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσδιορίζεται, κατά τρόπο σαφή, πότε εξόφλησε ο πολιτικώς ενάγων κάθε επί μέρους δόση του δανείου ή τι ποσό κατέβαλε για κάθε επί μέρους δόση και πότε, δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί, αν, με βάση το ισχύον εκάστοτε επιτόκιο, ο πολιτικώς ενάγων είχε εξοφλήσει πράγματι το οφειλόμενο κεφάλαιο με τους τόκους, ή αν εξακολουθούσε -και σε ποια έκταση- να οφείλει τόκους στις 11/3/1999, όταν ο κατηγορούμενος επιδίωξε την πληρωμή του ως τοκογλυφικού ωφελήματος χαρακτηριζόμενου στο σκεπτικό ποσού και με τον αναφερόμενο σε αυτό τρόπο. Ενόψει των ασαφειών αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β, 370 στοιχ. β και 511, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 του Ν. 3160/2003, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον ή αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, το αξιόποινο της πράξεως της τοκογλυφίας το οποίο φέρεται ότι διέπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος και το οποίο είναι πλημμέλημα (αρ.18 εδ β, 404 παρ.1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ.8 του Ν.2721/1999), εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε , μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού, από την, γενόμενη δεκτή από την απόφαση αυτήν, ημερομηνία τέλεσής της (11-3-1999), μέχρι τη διάσκεψη και τη δημοσίευση της παρούσας έχει συμπληρωθεί, ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής, συνυπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής . Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση περιέχει τον, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, ήτοι, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που γίνεται δεκτός, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 855/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου Χ1, για την πράξη της τοκογλυφίας (επιδίωξη εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων), πράξη την οποία φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 11-3-1999, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, υπό τα αναφερόμενα στο σκεπτικό περιστατικά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τοκογλυφία. Επιδίωξη είσπραξης τοκογλυφικών ωφελημάτων. (404 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε, πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/1999). Πλημμέλημα. Στοιχεία εγκλήματος. Ασάφειες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Παραγραφή. Δέχεται αναίρεση. Παύει οριστικά ποινική δίωξη.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Τοκογλυφία.
0
Αριθμός 800/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρόυ 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, για αναίρεση της 9,10,11/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιά.. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1138/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει ως προς την επιβολή της ποινής η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, προκειμένου περί απορρίψεως ως αβασίμου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ήτοι ισχυρισμού που οδηγεί στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, στην άρση ή μείωση του καταλογισμού του δράστη, ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής του, όπως είναι και ο από το άρθρο 34 του ΠΚ ισχυρισμός, για διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης του δράστη, ένεκα των οποίων δεν έχει αυτός την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, οπότε δεν καταλογίζεται σε αυτόν η πράξη, υπάρχει, όταν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και στήριξαν την κρίση για τη μη συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Εξάλλου η τοξικομανία του εξαρτημένου χρήστη, κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ.1 του ΚΝΝ (ν. 3459/2006), δηλαδή εκείνου που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, δεν οδηγεί σε έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, αν δεν συντρέχει μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 ΠΚ προϋποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης, αναιρεσείουσας, που προέβαλε δια του συνηγόρου υπεράσπισής της, περί ελλείψεως της ικανότητάς της προς καταλογισμό (34 ΠΚ), καθόσον ήταν τοξικομανής, κατά την έννοια του νόμου περί ναρκωτικών και βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, και δεν είχε, εκ τούτου, συνείδηση των πραττομένων, ενώ δέχθηκε τον προβληθέντα ισχυρισμό αυτής, περί μειωμένου καταλογισμού (36 ΠΚ), για τον ίδιο λόγο, κρίνοντας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι, από τα κατ' είδος αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού του αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα ακόλουθα. "Κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε ότι, κατά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων, η κατηγορουμένη τελούσε σε κατάσταση διαταράξεως της συνειδήσεως, διότι βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, δηλαδή των ναρκωτικών δισκίων vulbegal, τα οποία είχε καταναλώσει αλλά και σε κατάσταση στέρησης, διότι τα χάπια αυτά δεν ήταν ικανά να υποκαταστήσουν την ανάγκη της για λήψη ηρωίνης, η εξάρτησή της από την οποία ήταν άμεση και ολοκληρωτική όπως προαναφέρθηκε. Από τις αιτίες αυτές, δεν είχε μεν στερηθεί αυτή παντελώς την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης της ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή της για το άδικο αυτό, είχε όμως μειωθεί ουσιωδώς η ικανότητά της αυτή. Γι' αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ο επί του άρθρου 36 του ΠΚ στηριζόμενος, προβληθείς δια του συνηγόρου της, αυτοτελής ισχυρισμός αυτής, κατά το σκέλος του περί μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό, απορριπτομένου αυτού κατά το σκέλος του περί ελλείψεως παντελώς καταλογισμού" . Με αυτά που δέχθηκε Μικτό Ορκωτό Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με τον πάνω αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 34 ΠΚ . Επομένως, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ πλημμέλεια και ο σχετικός λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ) και ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του" (περ.ε) . Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές η μετάνοια του υπαιτίου, πρέπει, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή, να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, δίχως να αρκεί η απλή έκφραση θλίψης ή συγγνώμης. Επίσης, στην δεύτερη περίπτωση, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, η αναιρεσείουσα , η οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, κατέθεσε εγγράφως τους πιο κάτω ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτήν ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς: " Όπως κατέθεσαν και οι μάρτυρες αστυνομικοί, από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως μου, ζητούσα επίμονα να μιλήσω με το θύμα και να του ζητήσω συγγνώμη, παρά το γεγονός ότι βρισκόμουν σε τρομερή σύγχυση και σε στερητικό σύνδρομο κατά τη σύλληψη μου και την προανακριτική μου κατάθεση και δεν καταλάβαινα τι ακριβώς με κατηγορούσαν ότι είχα διαπράξει εναντίον του Ζ1. Παρ' όλα αυτά, ζητούσα να μιλήσω μαζί του τηλεφωνικά και εξέφρασα την ευχή και επιθυμία μου να μην πάθει τίποτα κακό. Επίσης, από την πρώτη στιγμή προσπάθησα να δώσω στοιχεία στην αστυνομία σχετικά με το ποια ήταν τα άτομα, από τα οποία επεδίωξα να αγοράσω τη δόση μου την 3.2.2001. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι ενδεικτικό της άσχημης κατάστασης και της σύγχυσης στην οποία βρισκόμουν κατά τη διάρκεια της σύλληψης και της προανακριτικής μου κατάθεσης, αλλά και του τρόπου που προφανώς πάρθηκε από την αστυνομία η "ομολογία" μου, είναι το γεγονός ότι από τα ονόματα των δήθεν συνεργατών μου, που έδωσα στην αστυνομία και αυτή οδηγήθηκε στους άλλους δύο δήθεν δράστες, είναι το γεγονός ότι το ΜΟΔ Πειραιά κήρυξε αθώα τα δύο αυτά άτομα για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί σε μένα το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετανοίας του άρθρου 84 παρ. 2, περ. δ του ΠΚ. Επίσης, από την προσαγόμενη βεβαίωση των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού, όπου κρατούμαι, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής μου, επέδειξα καλή διαγωγή και συμπεριφέρομαι και συνεργάζομαι πολύ καλά με τις συγκροτούμενες μου και το σωφρονιστικό προσωπικό. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς την κατάσταση που είναι γνωστό ότι επικρατεί στις φυλακές, τα διάφορα επεισόδια που κατά καιρούς έχουν συμβεί και πάρει το φως της δημοσιότητας και δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο σας ότι δήθεν από μόνο το γεγονός ότι βρίσκομαι φυλακισμένη και αναγκαστικά επιδεικνύω προσποιητή καλή συμπεριφορά, προκειμένου να τύχω των ευεργετημάτων του νόμου δεν θα πρέπει να τύχει εφαρμογής το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε του ΠΚ, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να αναγνωρισθεί σε μένα ότι επέδειξα καλή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της κράτησης μου από 6.2.2001 συνεχώς μέχρι σήμερα.". Με το πιο πάνω περιεχόμενο, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της, είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι αυτή μετανόησε ειλικρινώς και ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, ούτε εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά τις πράξεις της αυτές. Η απλή αναφορά, ότι επεδίωξε να ζητήσει συγνώμη από τον παθόντα, χωρίς παράλληλα να δέχεται ότι αυτή διέπραξε τα σε βάρος του εγκλήματα, δεν αρκούν για να καταστήσουν ορισμένο τον περί ειλικρινούς μεταμέλεια ισχυρισμό της. Επίσης, δεν αρκεί η αναφορά της καλής της συμπεριφοράς της στη φυλακή, επικαλούμενη ως μόνο συγκεκριμένο περιστατικό, που να αποδεικνύει την συμπεριφορά της αυτή, το ότι επέδειξε καλή διαγωγή και συμπεριφορά με τις συγκρατούμενες της και το σωφρονιστικό προσωπικό. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών, απάντησε, ως εκ περισσού, μόνο στον πρώτο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, τον οποίο απέρριψε, με την αιτιολογία ότι "από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι επέδειξε αυτή ειλικρινή μετάνοια ή ότι επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων της. Αντίθετα η κατηγορουμένη αρνήθηκε την τέλεση των πράξεων της, τόσον πρωτοβαθμίως όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συγγνώμη δε την οποία επικαλείται αυτή ότι επιδίωξε να ζητήσει από τον θανόντα όταν συνελήφθη, δεν ήταν αληθινή αλλά προσχηματική". Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', ΚΠΔ, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Επίσης, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολογεί από ποια ακριβώς στοιχεία προκύπτει ότι συμμετείχε στα πλήγματα που έγιναν στον αποθανόντα Ζ1, από τα οποία προήλθε και ο θάνατος του, ενώ τα στοιχεία που επικαλείται και στηρίζει την κρίση του, δεν αποδεικνύουν τη συγκεκριμένη μορφή της συμμετοχής της στο συγκεκριμένο αδίκημα, αν δηλαδή κατάφερε οποιοδήποτε πλήγμα στο θύμα, παρά μόνον αιτιολογεί την συμμετοχή της στο αδίκημα, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον η αναιρεσείουσα, με την επίκληση του λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των σχετικών ισχυρισμών της, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. ΙΙΙ. Με το άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 2408/1996, αντικαταστάθηκε το άρθρο 105 του ΚΠΔ ως ακολούθως: "Όταν ενεργείται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ.2 του παρόντος, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Κατά το δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003 και στη συνέχεια με το άρθρο 5 του ν.3346/05), αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας". Έτσι, με τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση, χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό, τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται "η μαρτυροποίησή" του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ, με τη διάταξη της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη, που έχει συλληφθεί ή του υπαιτίου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα λοιπά της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 31 ΚΠΔ. Και ναι μεν, η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 εδ. δεύτερο του ΚΠΔ, δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως της ανώμοτης καταθέσεως του υπόπτου, όμως η διάταξη αυτή έχει θεσπισθεί προς υπεράσπιση του κατηγορουμένου ο οποίος έχει δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίωξη", που του διασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), καθώς και του δικαιώματός του από το άρθρο 223 παρ.4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Επομένως, βάσει της διατάξεως αυτής, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν επιβαρυντικά στοιχεία έχει καταθέσει γι' αυτόν κατά την ανώμοτη εξέτασή του κατά την διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Συνακόλουθα, μόνον η κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 31 παρ.2 εδ. β' και 105 παρ.2 εδάφ. β' του ΚΠΔ, ανάγνωση και αποδεικτική αξιολόγηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης καταθέσεως του, που δόθηκε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, εφόσον έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο μετά τις 4-6-1996, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' ΚΠΔ και θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ (Ολ. Α.Π. 2/1999, Ολ ΑΠ 1/204), όχι δε και η ύπαρξη αυτής στη σχηματισθείσα δικογραφία και η μη παραμονή της στο αρχείο της εισαγγελίας, εφόσον αυτή, όταν δεν αναγιγνώσκεται ή δεν αξιολογείται από το Δικαστήριο, δεν επηρρεάζει καθ'οιονδήποτε τρόπο την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος, με το οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί, παρά το νόμο, δεν τέθηκε στο αρχείο της εισαγγελίας ούτε και αφαιρέθηκε από τη σχηματισθείσα δικογραφία, αλλά παρέμεινε σε αυτήν, (χωρίς όμως να αναγνωσθεί στο ακροατήριο), η από 6-2-2001 ένορκη κατάθεσή της που δόθηκε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, που ενεργήθηκε σε βάρος της για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και με την οποία φέρεται να ομολογεί ότι διέπραξε τα αδικήματα αυτά, και έτσι στερήθηκε των υπερασπιστικών δικαιωμάτων της σιωπής και της δίκαιης δίκης, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, Περαιτέρω, με τον ίδιο (δεύτερο) λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί, παρά το νόμο, όχι μόνο δεν τέθηκε στο αρχείο της εισαγγελίας ούτε και αφαιρέθηκε από τη σχηματισθείσα δικογραφία, η πιο πάνω κατάθεσή της, αλλά το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά έλαβε υπ' όψη του και συναξιολόγησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής της για τα αδικήματα, για τα οποία καταδικάστηκε, και, επιπλέον, στήριξε όλη την περί ενοχής κρίση του στην κατάθεση και ομολογία της αυτή, όπως προκύπτει σαφώς από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία στο 29° φύλλο της αναφέρει: " Άλλωστε και η κατηγορούμενη, ομολόγησε προανακριτικά τις πράξεις της......". Η αιτίαση αυτή είναι παντελώς αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα από το σημείο αυτής που μνημονεύει η αναιρεσείουσα, αναφέρονται τα ακόλουθα. "Άλλωστε και η κατηγορουμένη, όπως η ίδια παραδέχθηκε απολογούμενη, ομολόγησε προανακριτικά τις πράξεις της πλην όμως, αβάσιμα και αναπόδεικτα ισχυρίζεται ότι αναγκάσθηκε να πράξει τούτο, διότι υπέφερε από στερητικό σύνδρομο". Επομένως, το Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη του την αναφερόμενη από την αναιρεσείουσα προανακριτική της κατάθεση, την οποία, άλλωστε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν ανέγνωσε και, όπως ρητώς βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτό έλαβε υπόψη του μόνο τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τα λοιπά ειδικώς αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα. Το περιστατικό δε της προανακριτικής ομολογίας της κατηγορουμένης το Μικτό Ορκωτό Εφετείο πληροφορήθηκε και αξιολόγησε, ως περιεχόμενο της ενώπιον αυτού του απολογίας της, αφού αυτή έκρινε, ότι έπρεπε να αναφερθεί σε αυτήν, προκειμένου να στηρίξει την υπεράσπισή της. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, και κατά τούτο, ως αβάσιμος. ΙV. Κατά το άρθρο 380 παρ. 1 του ΠΚ, τιμωρείται με κάθειρξη όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. Κατά δε το άρθρο 299 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται, μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου (άρθρ. 33 παρ. 1 ν. 2172/1993), με ισόβια κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν με σκοπό τη ληστεία, κάμπτεται βιαίως η βούληση του θύματος με την άσκηση σωματικής εναντίον του βίας, που εξικνείται στον έσχατο βαθμό της με την από πρόθεση θανάτωσή του και επακολουθεί η σε άμεσο σύνδεσμο με τη θανάτωση αφαίρεση των πραγμάτων, υπάρχει αληθινή συρροή των εγκλημάτων ληστείας και ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα εξής ": Η κατηγορουμένη x1, ηλικίας περίπου 30 ετών κατά τον επίδικο χρόνο, από την εφηβική της ηλικία ενεπλάκη στον κόσμο των ναρκωτικών και απέκτησε την έξη της χρήσης των ναρκωτικών, χωρίς να μπορεί να την αποβάλει με τις δικές της δυνάμεις. Η κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. του ν. 1729/1987 ιδιότητα της ως τοξικομανούς, διαπιστώθηκε άλλωστε και από την πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε, με εντολή της 1ης Ανακρίτριας Πειραιά, ο ιατροδικαστής ......, όπως προκύπτει τούτο από την από .... αναγνωσθείσα έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης αυτού. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε με τον εξετασθέντα μάρτυρα ......, που καμία σχέση δεν είχε με την αλγεινή αυτή συνήθεια και απέκτησε μαζί του ένα τέκνο, αποβάλλοντας για μικρό χρονικό διάστημα την έξη αυτή. Όμως, λίγο αργότερα, επανήλθε στην χρήση των ναρκωτικών και πολλές φορές εγκατέλειπε για ώρες ή και για ημέρες τη συζυγική οικία, είτε οικειοθελώς είτε διότι την απέπεμπε ο σύζυγος της με αφορμή το πάθος της αυτό. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να εκπορνεύεται, προκειμένου να βρίσκει χρήματα για την αγορά των σκληρών ναρκωτικών που χρησιμοποιούσε. Έτσι και κατά το επίδικο διάστημα είχε εγκαταλείψει προ εικοσαημέρου τη συζυγική οικία, διανυκτερεύοντας σε διάφορα ξενοδοχεία της πλατείας ...... και συχνάζοντας σε τόπους που διακινούντο ναρκωτικά, ασχολούμενη με συστηματική και συνεχή χρήση διαφόρων ναρκωτικών, κυρίως όμως και πρωτίστως ηρωίνης, τα οποία αγόραζε με χρήματα που αποκτούσε επιδιδόμενη στην πορνεία. Στις 3-2-2001 αγόρασε από άγνωστο άτομο έξι χάπια Vulbegal που περιέχουν τη δραστική ναρκωτική ουσία φθοριονιτραζεπάμη, τα οποία και κατανάλωσε, επιδιώκοντας την ανεύρεση χρημάτων προκειμένου να αγοράσει ηρωίνη, η εξάρτησή της από την οποία ήταν, όπως προελέχθη ολοκληρωτική. Έτσι, από κοινού με δύο άγνωστους άνδρες συνεργούς της, επιβιβάσθηκε τις μεσημβρινές ώρες σε ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ένας από αυτούς και κατευθύνθηκαν στη ......, παρατήρησαν δε ότι στον προαύλιο χώρο μιας οικίας που βρίσκεται στην οδό ....., βρισκόταν την ώρα εκείνη ο Ζ1, ηλικίας 82 ετών, ασχολούμενος με την περιποίηση των σκύλων που διατηρούσε εκεί. Διαβλέποντας η κατηγορουμένη και οι συνεργοί της, δυνατότητα αποσπάσεως χρημάτων από τον υπερήλικα, συναποφάσισαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον θανατώσουν, με σκοπό να του αφαιρέσουν με τη θανάτωση χρήματα και ότι χρήσιμα κινητά πράγματα έφερε αυτός μαζί του, για να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Στην ίδια ψυχική κατάσταση ευρισκόμενοι, εκτέλεσαν τελικά τις πράξεις τους αυτές. Έτσι η κατηγορουμένη ανέλαβε να τον πλησιάσει και να τον παρασύρει στο όχημα. Για το σκοπό αυτό εξήλθε από το αυτοκίνητο και, με το πρόσχημα ότι ενδιαφερόταν για την ενοικίαση δωματίου και υπαινισσόμενη ενδιαφέρον για την φροντίδα του, έπεισε τον γέροντα να την ακολουθήσει αδιαμαρτύρητα μέχρι το αυτοκίνητο, όπου την ανέμεναν οι συνεργοί της, ο ένας στη θέση του οδηγού, δίπλα από τον οποίο κάθισε η ίδια και ο έτερος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δίπλα από τον οποίο κάθισε ο γέροντας. Την παρουσία της κατηγορουμένης στον προαύλιο χώρο της οικίας, αντιλήφθηκε ο πρωτοβαθμίως και προανακριτικά εξετασθείς μάρτυρας Πακιστανός υπήκοος Γ1, που διέμενε σε δωμάτιο της οικίας εκείνης και βρισκόταν εκεί εκείνη την ώρα, βλέποντας αυτήν, όπως με σαφήνεια κατέθεσε πρωτοβαθμίως, να κουβεντιάζει με τον υπερήλικα και ακούγοντας την να τον προτρέπει να την ακολουθήσει με τις λέξεις "έλα παππού, έλα". Ακολούθως, ο οδηγός του αυτοκινήτου έθεσε αυτό σε κίνηση, περιφέροντας τον υπερήλικα σε διάφορες οδούς της ευρύτερης περιοχής της ..... Πειραιά για μισή ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας και ενώ ο γέροντας ήταν καθηλωμένος στο αυτοκίνητο, ανίκανος να προβάλει αντίσταση λόγω της μεγάλης ηλικίας του και να καλέσει σε βοήθεια λόγω της τραχειοτομίας την οποία από ετών έφερε, του κατάφεραν όλοι μαζί από κοινού, πολλαπλά και σφοδρά πλήγματα στο κεφάλι, στο θώρακα και τα άκρα με αγριότητα και αναλγησία, μάλιστα δε ο ένας εκ των δραστών που καθόταν δίπλα του, στην προσπάθεια του να αφαιρέσει το δακτυλίδι που φορούσε ο γέροντας και το οποίο δεν έβγαινε, με προτροπή της κατηγορουμένης, του δάγκωσε με βιαιότητα το δάκτυλο. Όταν το αυτοκίνητο έφθασε στο ύψος του θεάτρου Γραμμών, σταμάτησαν το αυτοκίνητο, τον έβγαλαν έξω, τον έβαλαν στο χώρο των αποσκευών του αυτοκινήτου όπου εξακολούθησαν ανάλγητα να τον χτυπούν με σφοδρότητα και τελικά τον εγκατέλειψαν, σχεδόν ημιθανή, περίπου στις 17.00 η ώρα και εξαφανίσθηκαν, αφού προηγουμένως αφαίρεσαν από την κατοχή του με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, 80.000 δραχμές, το ανωτέρω δακτυλίδι, ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Ε.Τ.Ε και το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας, που είχε μαζί του. Γρήγορα ο υπερήλικας έγινε αντιληπτός από τρίτους και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιώς, όπου στις 9.30 ώρα της 10-2-2001, παρά τις παρασχεθείσες ιατρικές υπηρεσίες, απεβίωσε, με μόνη αιτία τη βαρύτητα των πληγμάτων και ιδίως των καταγμάτων του θώρακος. Όπως προκύπτει από τις αναγνωσθείσες εκθέσεις, από ...... ιατροδικαστική έκθεση και ..... έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής του ιατροδικαστή Πειραιά ......., ο θανών είχε υποστεί πολλαπλά κατάγματα πλευρών δεξιά και αριστερά, ρινικών οστών, στέρνου, κακώσεις και εκχυμώσεις στα άνω και κάτω άκρα, στη ράχη του σώματος και εκτεταταμένο εκχυμωτικό μώλωπα αριστερού οφθαλμού. Ο ανθρωποκτόνος δόλος της κατηγορουμένης και των συνεργών της αναμφίβολα συνάγεται από την πολλαπλότητα και τη σφοδρότητα των πληγμάτων αλλά και από τα ευπαθή σημεία του σώματος του θανόντος που επλήγησαν, δηλαδή θώρακας και κεφαλή, σε συνδυασμό και με την ηλικία του. Τον ανθρωποκτόνο σκοπό τους, λόγω της βαρύτητας των κακώσεων, συμπεραίνει άλλωστε και ο ανωτέρω ιατροδικαστής στην προαναφερθείσα έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής. Ως εκ τούτου οι προβληθέντες δια του συνηγόρου της ισχυρισμοί της κατηγορουμένης ότι δεν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση αλλά μόνον πρόθεση κλοπής και περί μετατροπής της κατηγορίας σε σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξάλλου η κατηγορουμένη, από κοινού με τους συνεργούς της, εκτέλεσε την πράξη της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα, κτυπώντας ανηλεώς τον καθηλωμένο στο αυτοκίνητο και ανίκανο να προβάλει αντίσταση γέροντα, συνάπτεται δε η πράξη της αυτή με τη θανάτωσή του, αφού η τελευταία έγινε με σκοπό την αφαίρεση των κινητών πραγμάτων, θανάτωση δε και αφαίρεση συνδέονται αμέσως. Η κατηγορουμένη, απολογούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αρνείται παντελώς τη συμμετοχή της στις προαναφερθείσες πράξεις, ισχυριζόμενη ότι άλλη είναι η δράστης αυτών. Την ίδια άρνηση αντέταξε και κατά την απολογία της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Όμως ο ισχυρισμός της αυτός, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το γεγονός ότι αυτή είναι η μία εκ των δραστών των ανωτέρω στυγερών εγκλημάτων, προκύπτει αναμφισβήτητα από το γεγονός ότι ο θανών Ζ1ς την αναγνώρισε ανεπιφύλακτα στο θάλαμο νοσηλείας του, όχι μόνον κατά την επίδειξη από τους αστυνομικούς φωτογραφιών υπόπτων γυναικών (βλ. περικοπή της από 5-2-2001 προανακριτικής ένορκης κατάθεσης αυτού: ".. .αναγνωρίζω ότι η γυναίκα που με παρέσυρε στο λευκό αυτοκίνητο είναι η εικονιζόμενη στην ..... από 13-2-1998 φωτογραφία...", αλλά και όταν οι αστυνομικοί του εμφάνισαν την επόμενη ημέρα την κατηγορουμένη ανάμεσα σε δύο άλλες γυναίκες. Μάλιστα ο θανών δεν αρκέσθηκε στην οπτική αναγνώριση της κατηγορουμένης, αλλά ζήτησε και από τις τρεις γυναίκες που παρουσίασαν ενώπιον του οι αστυνομικοί, να επαναλάβουν τις φράσεις που είχε ακούσει να του λέει η δράστης των σε βάρος του αξιοποίνων πράξεων, "πάρτου τα όλα, σκοτώστε τον", στο άκουσμα δε της φωνής της κατηγορουμένης, την αναγνώρισε ρητά ως την δράστιδα αυτών, όπως τα περιστατικά αυτά επιβεβαιώνονται από τους παριστάμενους κατά την αναγνώριση εξετασθέντες μάρτυρες ........, αστυνομικό και Δ1 σύζυγο του φερόμενου ως γυιού του παθόντος ......., με τους οποίους συμβίωνε ο θανών κατά το τελευταίο προ του θανάτου του έτος. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό, ότι ο θανών Ζ1, παρά τους πόνους τους οποίους ένοιωθε λόγω των σοβαρών τραυμάτων του, είχε πολύ καλή επικοινωνία με το περιβάλλον αλλά και καλή διανοητική κατάσταση, όπως βεβαίωσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού αλλά και κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ο θεράπων κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο ιατρός ...... αλλά και η προαναφερθείσα Δ1, η οποία του συμπαρίστατο διαρκώς κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ως εκ τούτου, αποκλείεται το ενδεχόμενο λάθους εκ μέρους του, κατά την αναγνώριση της κατηγορουμένης, Πέραν του θανόντος όμως, η κατηγορουμένη ανενδοίαστα αναγνωρίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε από τον Πακιστανό υπήκοο Γ1, διαμένοντα στην ίδια οικία, όπου ο παθών διατηρούσε τα κατοικίδια, ως το άτομο που προσέγγισε τον παθόντα και συνομίλησε μαζί του πριν από την επιβίβαση στο αυτοκίνητο. Μάλιστα, με βάση την περιγραφή των χαρακτηριστικών της κατηγορουμένης από τον μάρτυρα αυτό σε συνδυασμό και με εκείνην του παθόντος, οδηγήθηκαν τελικά οι αστυνομικές αρχές στον εντοπισμό και τη σύλληψή της. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του μάρτυρος αυτού στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την βεβαιότητα που τον διακατέχει αναφορικά με το πρόσωπο της κατηγορουμένης (βλ. περικοπή της καταθέσεως του: "...είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είναι αυτή..."), ενώ άξιο επισημάνσεως είναι και το γεγονός, ότι, κατά την επίδειξη σ' αυτόν από τους αστυνομικούς φωτογραφιών υπόπτων γυναικών, αυτός αναγνώρισε μεν την κατηγορουμένη αλλά με επιφύλαξη, επισημαίνοντας ότι αυτή είχε ένα σημάδι στη μύτη το οποίο δεν εμφανιζόταν στην φωτογραφία. Για το λόγο αυτό ζήτησε να τη δει μετά τη σύλληψή της, μετά δε την επιβεβαίωση του σημαδιού που πράγματι είχε το διάστημα εκείνο στη μύτη της η κατηγορουμένη, όπως άλλωστε και η ίδια παραδέχθηκε κατά την απολογία της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι αυτή ήταν το άτομο που πλησίασε και συνομίλησε με τον παθόντα. Άλλωστε και η κατηγορουμένη, όπως η ίδια παραδέχθηκε απολογούμενη, ομολόγησε προανακριτικά τις πράξεις της πλην όμως, αβάσιμα και αναπόδεικτα ισχυρίζεται ότι αναγκάσθηκε να πράξει τούτο διότι υπέφερε από στερητικό σύνδρομο. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα της αποδείξεως, στοιχειοθετούνται αντικειμενικά και υποκειμενικά οι αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα, που διέπραξε η κατηγορουμένη από κοινού με τους άγνωστους συνεργούς της. ..." Με τις σκέψεις αυτές, η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κρίθηκε, ένοχη ανθρωποκτονίας από πρόθεση, κατά συναυτουργία, κατά πλειοψηφία (5-2) και ομόφωνα για ληστεία που τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα, (26 παρ.1, 27 45, 94 παρ.1, 299 παρ.1 και 380 παρ.1α, 2β ΠΚ), ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε), ότι η κατηγορουμένη είχε, λόγω της τοξικομανίας της, μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό (36 ΠΚ) και της επιβλήθηκε η ποινή καθείρξεως είκοσι ετών για κάθε πράξη και συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι πέντε ετών. Με τις παραδοχές του αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, και των διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες καταδικάστηκε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές, τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα, που διέπραξε η κατηγορουμένη αναιρεσείουσα, συρρέουν αληθώς, αφού η θανάτωση του θύματος περιλαμβανόταν στο δόλο του δράστη και έγινε για το σκοπό της αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων, που ανήκαν στο θύμα, και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με τη θανάτωση αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 299 παρ.1 380 παρ.1 και 94 του ΠΚ, διότι δέχεται αληθινή συρροή των εγκλημάτων ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-5-2007 αίτηση- δήλωση (με αρ.πρωτ. 4895/29-5-2007) της x1 και ήδη κρατούμενης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, κατά της 9, 10, 11 /2007 - απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα (από την οποία επήλθε θάνατος). Πότε υπάρχει αληθινή συρροή. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Αιτιολογία. Αυτοτελείς ισχυρισμοί για έλλειψη καταλογισμού, άλλως για μειωμένο καταλογισμό (34, 36 ΠΚ). Η τοξικομανία ως αιτία έλλειψης καταλογισμού. Ισχυρισμοί για ελαφρυντικά ειλικρινούς μετάνοιας και καλής συμπεριφοράς (84 παρ. 2δ και ε). Πότε είναι ορισμένοι. Απόλυτη ακυρότητα - παράβαση ΕΣΔΑ από τη λήψη υπόψη προανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου. Αυτοενοχοποίηση. Μη αφαίρεση αυτής από τη δικογραφία. Όχι ακυρότητα. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ε.Σ.Δ.Α., Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία, Καταλογισμός, Συρροή εγκλημάτων.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 798/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 105/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1642/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 481/3.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 10-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 105/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 476 § 2 Κ.Π.Δ., κατά της αποφάσεως ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση, κατά δε το άρθρο 484 § 1 εδ. ε' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος είναι και η παράνομη (άρθρ. 476) απόρριψη της εφέσεως κατ'αυτού ως απαράδεκτης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εις περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος που απέρριψε την έφεσή ως απαράδεκτη, ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνο της κρίσεως αυτής, αποκλείεται δε η δυνατότητα προβολής και ερεύνης οιουδήποτε άλλου λόγου (Ολ. ΑΠ 3/1995 εις ΠΧ/ΜΣΤ/815, Ολ. ΑΠ 32/1994). Εξ'άλλου, κατά το άρθρ. 478 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο της εφέσεως επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο διά κακούργημα. Στην προκειμένη περίπτωση, δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη ως απαράδεκτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 31/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς, με το οποίο απερρίφθη η από 14-5-2007 προσφυγή αυτού κατά της υπ'αριθμ. 24/3-5-2007 ανακριτικής διατάξεως, απορριψάσης την αίτησή του περί μειώσεως του ποσού της εγγυοδοσίας και άρσεως των περιοριστικών όρων της περιοδικής εμφανίσεώς του στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του και της απαγορεύσεως της εξόδου του εκ της Χώρας, περιοριστικών όρων επιβληθέντων εις αυτόν, ως κατηγορούμενο δι'απάτη κατ'επάγγελμα και κατά εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ, φερομένη ως τελεσθείσα εις ....., κατά το από 1-8-2004 μέχρι 17-11-2005 χρονικό διάστημα. Επομένως, το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς, αφού τούτο δεν είναι παραπεμπτικό δια κακούργημα και, κατά τα τ' ανωτέρω, δεν υπόκειται εις έφεση από αυτόν. Ο αναιρεσείων, δια της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως επικαλείται, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, και δη αορίστως, δηλαδή χωρίς να προβάλλεται εις τι συνίσταται η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας εν σχέσει προς συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος και χωρίς να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, της φερομένης ως εσφαλμένως ερμηνευθείσης, ούτε εις τί συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία αυτής (βλ. ΑΠ 406/2006 εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906). Αλλά οι λόγοι αυτοί, ως και οι λοιπές αιτιάσεις, οι οποίες αναφέρονται στην ουσιαστική κρίση του εκδόντος το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβουλίου, δεν αφορούν την ως άνω κρίση τούτου περί απαραδέκτου της ανωτέρω εφέσεως και, συνεπώς είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (βλ. Ολ. ΑΠ 3/1995, ενθ. ανωτ.). Κατ'ακολουθία, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθή και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως προς τα άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή ως απαράδεκτη η από 10-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 105/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 31 Οκτωβρίου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 317 παρ.1, 476, 481 παρ.1 και 484 παρ.1 εδ. ε' του ΚΠΔ προκύπτει ότι κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται μόνο αίτηση αναιρέσεως ως λόγοι της οποίας δεν μπορούν να προβληθούν αιτιάσεις που αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης, αλλά μόνο η αιτίαση ότι η απόρριψη της εφέσεως κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτης είναι παράνομη. Αν υπάρχουν στην αίτηση αναιρέσεως λόγοι που αναφέρονται σε άλλες πλημμέλειες και δη στην ουσία της υποθέσεως , η προβολή των είναι απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ ' αριθμ. 105/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 2/2007 έφεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 31/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς το οποίο απέρριψε την από 14-5-2007 προσφυγή του κατά της 24/2007 διατάξεως του ανακριτού Λιβαδειάς με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του περί άρσεως των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε σ' αυτόν ως κατηγορούμενο για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση ήτοι μειώσεως του ποσού της εγγυοδοσίας και άρσεως των όρων της εμφανίσεώς του στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου της κατοικίας του και της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα . Ενόψει τούτων οι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ1, με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες που αναφέρονται , στην ουσία της υπόθεσης, της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως χωρίς να την προσδιορίζει, και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δίχως σύννομα να περιέχεται σ' αυτή συγκεκριμένη αιτίαση για παρά το νόμο απόρριψη ως απαράδεκτης της έφεσής του, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 1/2007 από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του βουλεύματος 105/2007 του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση κατά βουλεύματος που απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 794/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2381/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 783/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, με αριθμό 233/13-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 476 και513 παρ.1 εδ.α' ΚΠΔ, την 130α/9-3-07 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, που άσκησε ο ίδιος ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, κατά της 2381/07 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου, που διατάσσει τη δήμευση του 0369 δικύκλου μοτοποδηλάτου του ως μέσου τελέσεως του εγκλήματος της κλοπής, [άρθρο 76 παρ.1, 372 παρ. 1α ΠΚ, 504 παρ. 3 ΚΠΔ], και εκθέτω τα ακόλουθα: 2-Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. Ολ.19/2001, ΠΟΙΝ. ΛΟΓ. 01/1693, Α.Π. ΟΛΟΜ. 2/2002 ΠΟΙΝ.ΔΙΚ. 02/128, ΑΡΜ 02/439, ΠΟΙΝ. ΛΟΓ. 02/26). Ούτε αρκεί για το ορισμένο του λόγου να γίνεται επίκληση έννοιας της αναιρετικής πλημμέλειας που δίνεται σ' αυτήν από την πάγια νομολογία και θεωρία της κρατούσας νομολογίας και θεωρίας. 3-Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλει την 2381/07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που διατάσσει τη δήμευση του 0369 δικύκλου μοτοποδηλάτου του ως μέσου τελέσεως του εγκλήματος της κλοπής, [άρθρο 76 παρ.1, 372 παρ. 1α ΠΚ, 504 παρ. 3 ΚΠΔ], η οποία, σημειωτέο, πρέπει να περιέχει ειδική αιτιολογία ως προς τη δήμευση, [Α.Π. 541/01 Π.ΛΟΓ 01/591], για τους εξής κατά λέξη λόγους: βάσει του Ν.3346/05 άρθρο 32 παρ. 1, το μηχανάκι είναι σε μένα απαραίτητο για τη δουλειά μου και για όσους άλλους λόγους επιφυλάσσομαι να επικαλεσθώ προσθέτως. Ο λόγος όμως αυτός του αναιρεσείοντος, είναι ασαφής, αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, αφού στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχεται, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενο αυτής κανένας σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως απ' αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, η αίτηση αυτή είναι σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ απαράδεκτη. 4-Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε συμβούλιο, επιβάλλεται το μεν να απορρίψει ως απαράδεκτη την ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των 220 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 130α/9-3-07 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, που άσκησε ο ίδιος ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, κατά της 2381/07 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου, και Β-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αναιρεσείων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473, παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής σε σχέση με τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας (βλ. Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 9-3-2007 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ' αριθ. 2381/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 περί αποδόσεως του με αριθμό κυκλοφορίας...... δικύκλου μοτοποδηλάτου του, του οποίου είχε διαταχθεί η δήμευση ως μέσου τελέσεως του εγκλήματος της κλοπής, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1 ΠΚ, με την πρωτόδικη υπ' αριθ. 983/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος στο Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών και συντάχθηκε η σχετική υπ' αριθ. 130Α/9-3-2007 έκθεση. Στην εν λόγω δε έκθεση διαλαμβάνονται ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "......ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 2381/9-3-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών...... για όσους άλλους λόγους επιφυλάσσεται να επικαλεστεί προσθέτως, αλλά και για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους: βάσει του ν. 3346/17-6-2005 άρθρ. 32 παρ.1, το μηχανάκι είναι σε μένα απαραίτητο για τη δουλειά μου". Όμως, έτσι διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση ούτε ένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κ.ΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9 Μαρτίου 2007, αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 2381/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν περιέχει η αίτηση ούτε ένα ορισμένο και παραδεκτό λόγο αναιρέσεως. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 795/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 592/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 384/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 363/9-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 εδ. α' του Κ.Π.Δ. την από 14-3-2006 αίτηση αναίρεσης του χ1, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, κατά της υπ'αριθμ. 592/2006 αποφάσεως του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 § 2, 476 § 1, 509 § 1 και 510 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ'ακολουθία για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατ'αποφάσεως, πρέπει στην αίτηση ασκήσεως αυτής να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ., η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων αναίρεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγω αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 § 2 Κ.Π.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 § ι Ε' Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, στην οποία περιλαμβάνεται και η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ή του βουλεύματος, πρέπει να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και να προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης ή του βουλεύματος (δείτε και ΑΠ 2397/2004 (σε Συμβούλιο) Π.Χρ. ΝΕ/822). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την από 14-3-2007 έκθεση αναιρέσεως που συντάχθηκε ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών Κορυδαλλού ......., αναφέρονται τα εξής: "........ζήτησε τη σύνταξη της παρούσας, δηλώσας ότι κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ'αριθμ. 592/2006 απόφασης του Α'Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που καταδικάσθηκε για παράβαση του Νόμου περί Ναρκωτικών σε ποινή 10 ετών κάθειρξη για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 § 1 Ε' Κ.Π.Δ.)". Εκ του περιεχομένου της εκθέσεως αυτής σαφώς προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης αορίστως προβάλλεται, αφού δεν αναφέρεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και δεν προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση. Με βάση τα παραπάνω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης- δεν διαλαμβάνει σαφή και ορισμένο νόμιμο λόγο αναίρεσης και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ. και 513 § ια Κ.Π.Δ.) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 14-3-2006 αίτηση αναίρεσης του χ1, κατά της υπ'αριθμ. 592/2006 αποφάσεως του Α'Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 11 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα), Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚποινΔ προβλεπόμενου λόγου αναιρέσεως για "εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης", πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και να προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 14-3-2006 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθ. 592/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος χ1 κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως 10 ετών και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ για τις αξιόποινες πράξεις της κατοχής και της απόπειρας πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος στο Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, όπου αυτός κρατείται, και συντάχθηκε η σχετική υπ'αριθ. 225/14-3-2006 έκθεση. Στην εν λόγω δε έκθεση διαλαμβάνονται ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "... κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ'αριθ. 522/2006 απόφασης του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών... για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 περίπτ. ε' ΚΠΔ)". 'Ετσι, όμως, διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν μνημονεύεται στην ειρημένη έκθεση αναιρέσεως η παραβιασθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και ούτε προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση ούτε ένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ.1 εδ.τελευταίο του ΚΠοινΔ, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Μαρτίου 2006 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ'αριθ. 592/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Αόριστος ο μοναδικός λόγος - άρθρο 510§1ε΄ ΚΠΔ.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
Αριθμός 796/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριος Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3 και πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1.Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Ιουνίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1247/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 390/16-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ τις με αριθμ. 40 και 41 /29-6-2007 αιτήσεις των Χ1, και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ.128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, με το οποίο παραπέμπονται να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης μετά από γενομένη δεκτή έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του με αριθμ.6/2007 Πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Ξάνθης για απάτη από κοινού και με τον μη ασκήσαντα αναίρεση Χ3 κατ' επάγγελμα με συνολική περιουσιακή ζημία άνω των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα:Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα η πρώτη από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και η δεύτερη διά πληρεξουσίου η οποία είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους, της, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αρθρ. 484 & 1 β και δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές και επειδή ασκούνται από συγκατηγορουμένους για την αυτή πράξη πρέπει να συνεκδικαστούν και ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στις αιτήσεις αναίρεσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης και ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση χωρίς δικές του σκέψεις ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις περί απάτης όπως και οι διατάξεις περί της κατ' επάγγελμα τέλεσης της για την οποία δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά. 3.- Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή 15.000 ευρώ ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. (ΑΠ, 1913 /2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Την ...... καταρτίστηκε στην .... και επί της οδού ...... που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Ο.Ε '' ....... ΟΕ'' της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι αναιρεσείοντες, μεταξύ του μη ασκήσαντος αναίρεση Χ3 και της παραπάνω εταιρείας σύμβαση πώλησης ενός αυτοκινήτου μάρκας ''......'' τύπου ''....'' με παρακράτηση κυριότητας της πωλήτριας εταιρείας με την συμφωνία καταβολής του τιμήματος σε 60 δόσεις . Στην ίδια σύμβαση και πάρα πόδας αυτής καταρτίστηκε παράλληλη συμφωνία ότι το τίμημα του αυτοκινήτου συμφωνήθηκε να γίνει με δόσεις για τις οποίες συμφωνήθηκε μεταξύ των αναιρεσειόντων και του Χ3 να ζητηθεί από την Εγνατία Τράπεζα να εκδώσει πιστωτική κάρτα για διευκόλυνση καταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου το οποίο ο παραπάνω αγοραστής το πιστωνόταν και για την έκδοση αυτής της κάρτας για την οποία χρειαζόταν να υπάρχει ένας εγγυητής για τον αιτούντα την έκδοση στην σύμβαση αυτή ο μη ασκήσας αναίρεση έθεσε την υπογραφή της τότε μνηστής του Ψ1 και παράλληλα οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν ότι ο αγοραστής και η εγγυήτρια υπέγραψαν την σύμβαση αυτή αυτοπροσώπως ενώπιον της πωλήτριας εταιρείας. Δηλ. οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν μετά λόγου γνώσεως με τον τρόπο αυτό ότι η εγγυήτρια υπέγραψε ενώπιον τους την σύμβαση αυτή. Με την σύμβαση αυτή στην οποία η Ψ1 εμφανίζεται κατά τον παραπάνω τρόπο εγγυήτρια για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας και την δανειοδότηση του Χ3 η παραπάνω τράπεζα χορήγησε μετά από αίτηση του στον Χ3 πιστωτική κάρτα '' ΤΟPCAR VISA '' και τον δανειοδότησε γεγονός το οποίο δεν θα λάβαινε χώρα χωρίς την παράσταση των ψευδών αυτών γεγονότων γιατί η δανείστρια Τράπεζα ήθελε και κάποιον εγγυητή για την επίδοση της πιστωτικής κάρτας. Μετά την έκδοση και με βάση τη σύμβαση πώλησης του αναφερθέντος αυτοκινήτου έγινε από μέρους της τράπεζας εκταμίευση του ποσού των 8.000.000 προς την πωλήτρια εταιρεία των αναιρεσειόντων . Μετά ταύτα όμως και λόγω μη αποπληρωμής των δόσεων στην δανείστρια Τράπεζα, η Τράπεζα στράφηκε κατά της μηνύτριας σαν εγγυήτριας της πιστωτικής κάρτας μέσω της οποίας έγινε ο δανεισμός και η χρηματοδότηση του Χ3 οπότε αποκαλύφθηκε ότι η υπογραφή της ως εγγυήτριας τέθηκε από τον Χ3, τούτο άλλωστε το συνομολογεί και ο ίδιος, και ότι αυτή όπως αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ποτέ δεν εμφανίστηκε ενώπιον των αναιρεσειόντων και ποτέ δεν υπέγραψε ενώπιον τους ως εγγυήτρια την σχετική σύμβαση όπως βεβαιώνουν, στην σύμβαση η οποία προσκομίστηκε και εμφανίστηκε στην δανείστρια τράπεζα για την έκδοση της παραπάνω πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση. Τουτέστιν για την χορήγηση της πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση παραστάθηκε στην δανείστρια τράπεζα από τους κατηγορουμένους ότι η εγγυήτρια εμφανίστηκε και υπέγραψε ενώπιον τους όπως βεβαιώνουν και συγκατατέθηκε για την κατάσταση της ως εγγυήτριας γεγονότα τα οποία εμφανίστηκαν από τους συμβαλλόμενους, αγοραστή και πωλητές στην δανείστρια τράπεζα ως αληθινά προκειμένου αυτή να προβεί στην έκδοση της πιστωτικής κάρτας στον Χ3 και στην συνέχεια να δανειοδοτήσει τον παραπάνω για την αγορά του αυτοκινήτου και οι αναιρεσείοντες να εισπράξουν το ποσό των 8.000.000 δραχμ. από την τράπεζα σαν τίμημα του παραπάνω αυτοκινήτου ενώ τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται σχετικά με την τέλεση της πράξης της απάτης κατ' επάγγελμα και κάνει σκέψεις σχετικά με το ότι για την συγκρότηση της απάτης με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της απάτης αρκεί και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής και ότι και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής μπορεί να στηρίζει κατηγορία για κατ' επάγγελμα τέλεση εφ' όσον οι δράστες είχαν προς τούτο κατάλληλη υποδομή η οποία στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε, άλλα και πέρα τούτου ο τρόπος τέλεσης της ο οποίος ξεφεύγει του τρόπου της απλοϊκής μορφής της απάτης την οποία ο ποινικός κώδικας αντιμετωπίζει ως πλημμέλημα στηρίζει την άποψη του προσβαλλόμενου βουλεύματος περί του ότι οι αναιρεσείοντες είχαν διαμορφώσει υποδομή για επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκαν και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται όπως επίσης δεν υπάρχει κανένα κενό ή έλλειψη στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και έτσι πρέπει ν' απορριφθούν οι κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος αιτιάσεις απορριπτομένης επίσης και της αιτίασης περί του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας γιατί αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση χωρίς να περιέχει δικές του σκέψεις γιατί γίνεται δεκτό ότι υπάρχει πλήρης και σαφή αιτιολογία και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 1151/2006, Α Π 2253/2002. Κατ ακολουθία των παραπάνω και αφού οι λόγοι οι οποίοι προβάλλονται περιορίζονται μόνο στο κεφάλαιο αυτό η υπό του κατηγορουμένου ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθoύν οι με αριθμ 40 και 41/29-6-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ. 128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων . Αθήνα την 10-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανώμενου ή τρίτου, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ο σκοπός του παράνομου περιουσιακού οφέλους και περαιτέρω, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 3 από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπροσθέτως, το συνολικό όφελος που επιδίωξε ο δράστης ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα, να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 Ε.). Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακά βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για το βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή, ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερό ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης, ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της απάτης συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας αυτού. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μνεία κατ' είδος, όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα, αναφορικά με την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες?? Στις ..... καταρτίστηκε στη ..... και επί της οδού ......, που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Ο.Ε " ........ ΟΕ", της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι αναιρεσείοντες, μεταξύ του μη ασκήσαντος αναίρεση Χ3 και της παραπάνω εταιρείας σύμβαση πώλησης ενός αυτοκινήτου μάρκας ".....", τύπου ".....", με παρακράτηση κυριότητας της πωλήτριας εταιρείας, με τη συμφωνία καταβολής του τιμήματος σε 60 δόσεις . Στην ίδια σύμβαση και πάρα πόδας αυτής καταρτίστηκε παράλληλη συμφωνία ότι το τίμημα του αυτοκινήτου συμφωνήθηκε να γίνει με δόσεις για τις οποίες συμφωνήθηκε μεταξύ των αναιρεσειόντων και του Χ3, να ζητηθεί από την Εγνατία Τράπεζα να εκδώσει πιστωτική κάρτα, για διευκόλυνση καταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου, το οποίο ο παραπάνω αγοραστής το πιστωνόταν και για την έκδοση αυτής της κάρτας, για την οποία χρειαζόταν να υπάρχει ένας εγγυητής για τον αιτούντα την έκδοση στη σύμβαση αυτή ο μη ασκήσας αναίρεση έθεσε την υπογραφή της τότε μνηστής του Ψ1 και παράλληλα οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν ότι ο αγοραστής και η εγγυήτρια υπέγραψαν τη σύμβαση αυτή αυτοπροσώπως ενώπιον της πωλήτριας εταιρείας. Δηλαδή οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν μετά λόγου γνώσεως με τον τρόπο αυτό ότι η εγγυήτρια υπέγραψε ενώπιον τους τη σύμβαση αυτή. Με τη σύμβαση αυτή στην οποία η Ψ1 εμφανίζεται κατά τον παραπάνω τρόπο εγγυήτρια για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας και τη δανειοδότηση του Χ3, η παραπάνω τράπεζα χορήγησε, μετά από αίτησή του στον Χ3, πιστωτική κάρτα " ΤΟΡCAR VISA " και τον δανειοδότησε, γεγονός το οποίο δεν θα λάβαινε χώρα χωρίς την παράσταση των ψευδών αυτών γεγονότων γιατί η δανείστρια Τράπεζα ήθελε και κάποιον εγγυητή για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας. Μετά την έκδοση και με βάση τη σύμβαση πώλησης του αναφερθέντος αυτοκινήτου έγινε από μέρους της τράπεζας εκταμίευση του ποσού των 8.000.000 προς την πωλήτρια εταιρεία των αναιρεσειόντων . Μετά ταύτα όμως και λόγω μη αποπληρωμής των δόσεων στη δανείστρια Τράπεζα, η Τράπεζα στράφηκε κατά της μηνύτριας σαν εγγυήτριας της πιστωτικής κάρτας, μέσω της οποίας έγινε ο δανεισμός και η χρηματοδότηση του Χ3, οπότε αποκαλύφθηκε ότι η υπογραφή της ως εγγυήτριας τέθηκε από τον Χ3. Τούτο άλλωστε το συνομολογεί και ο ίδιος, και ότι αυτή, όπως αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ποτέ δεν εμφανίστηκε ενώπιον των αναιρεσειόντων και ποτέ δεν υπέγραψε ενώπιόν τους ως εγγυήτρια τη σχετική σύμβαση όπως βεβαιώνουν, στη σύμβαση, η οποία προσκομίστηκε και εμφανίστηκε στη δανείστρια τράπεζα για την έκδοση της παραπάνω πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση. Τουτέστιν για τη χορήγηση της πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση παραστάθηκε στη δανείστρια τράπεζα από τους κατηγορουμένους ότι η εγγυήτρια εμφανίστηκε και υπέγραψε ενώπιόν τους, όπως βεβαιώνουν και συγκατατέθηκε για την κατάστασή της ως εγγυήτριας, γεγονότα τα οποία εμφανίστηκαν από τους συμβαλλόμενους, αγοραστή και πωλητές στη δανείστρια τράπεζα ως αληθινά, προκειμένου αυτή να προβεί στην έκδοση της πιστωτικής κάρτας στον Χ3 και στη συνέχεια να δανειοδοτήσει τον παραπάνω για την αγορά του αυτοκινήτου και οι αναιρεσείοντες να εισπράξουν το ποσό των 8.000.000 δραχμ. από την τράπεζα σαν τίμημα του παραπάνω αυτοκινήτου, ενώ τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Περαιτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται σχετικά με την τέλεση της πράξης της απάτης κατ' επάγγελμα και κάνει σκέψεις σχετικά με το ότι για τη συγκρότηση της απάτης με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της απάτης αρκεί και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής και ότι και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής μπορεί να στηρίζει κατηγορία για κατ' επάγγελμα τέλεση, εφ' όσον οι δράστες είχαν προς τούτο κατάλληλη υποδομή, η οποία στην προκειμένη περίπτωση θεμελιώνεται, κατά τις κρίσιμες παραδοχές του βουλεύματος, στο ότι οι κατηγορούμενοι λόγω της ιδιότητάς τους ως εμπόρων. Έδρασαν βάσει σχεδίου και με οργανωμένη ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της απάτης, από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 13 παρ.στ, 45 και 386&1-3α του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε και εκ πλαγίου. Επομένως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρ.484 παρ.1, εδ. β και δ του ΚΠΔ. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις με αριθμ. 40 και 41/29-6-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ.128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα. Απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 13 παρ. στ΄, 45 και 386 παρ. 1, 3α του ΠΚ. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακά βλάπτεται. Για τη διευκόλυνση καταβολής του τιμήματος πωλήσεως αυτοκινήτου, με δόσεις, συμφωνήθηκε μεταξύ αναιρεσειόντων-πωλητών και του αγοραστή να ζητηθεί από την Τράπεζα να εκδώσει πιστωτική κάρτα. Για την έκδοση αυτής της κάρτας χρειαζόταν να υπάρχει ένας εγγυητής. Ο αγοραστής έθεσε την υπογραφή της εγγυήτριας στη σχετική σύμβαση και οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν την τράπεζα ότι η εγγυήτρια εμφανίστηκε και υπέγραψε ενώπιόν τους τη σύμβαση εγγυήσεως εν γνώσει της αναληθείας, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η εγγυήτρια, που φέρεται ως οφειλέτρια του μέρους του τιμήματος που δεν κατέβαλε ο αγοραστής. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του ΚΠΔ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 792/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 102-105/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, που δεν παρέστησαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 897/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό, να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη στη μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στο δράστη, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου περί καταδικαστικής απόφασης, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός με την παραπάνω έννοια είναι και ο περί έλλειψης ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, αφού, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη ή την επιβολή μειωμένης ποινής αντιστοίχως. Για την πληρότητα όμως του ισχυρισμού αυτού, δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να επικαλεσθεί τις σχετικές μόνο διατάξεις του ΠΚ, αλλά πρέπει και να αναφέρει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, επί των οποίων θεμελιώνει κάθε περίπτωση νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως, ώστε ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση αυτών να κρίνει, αν συντρέχει περίπτωση έλλειψης ή ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό. Μόνη η επίκληση των παραπάνω διατάξεων του ΠΚ ή των εννοιών που αναφέρονται σ' αυτές δεν συνιστά παραδεκτή προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού περί ελλείψεως ή περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ώστε το δικαστήριο να πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσ/κης, που την εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία με πρόθεση και ληστεία και του επέβαλε ποινές ισόβιας κάθειρξης για την πρώτη και κάθειρξη δέκα ετών για τη δεύτερη. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και επικαλείται ως μόνο λόγο αναιρέσεως, ότι "δεν αιτιολογήθηκε η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί ελλείψεως καταλογισμού κατ' άρθρο 34 ΠΚ, ως ανίκανος να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του, ως επίσης σιγή αντιπαρήλθε το αίτημά του περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ότι ήταν μερικώς ανίκανος, σύμφωνα με την κατάθεση των ψυχιάτρων Γ1 και Γ2, ότι είχε εξάρσεις και υφέσεις κρίσεων, με έλλειψη ειρμού και κατακερματισμένο λόγο". Με τη διατύπωση αυτή ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν εξειδικεύονται σ' αυτόν σε τι συνίστανται και ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις στην αιτιολογία της αποφάσεως με την οποία απορρίφτηκαν οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί του, ενώ δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς η αίτηση κατά το μέρος που αναφέρεται στην αξιολόγηση των καταθέσεων των ως άνω ψυχιάτρων είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον έτσι πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Σε κάθε όμως περίπτωση σε σχέση με τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί πλήρους άρσεως κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της ικανότητας αυτού προς καταλογισμό και περί ελαττωμένης ικανότητας αυτού προς καταλογισμό λεκτέα τα ακόλουθα? Όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε εγγράφως τον ως άνω ισχυρισμό, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά, στον οποίο, κατά το ουσιώδες μέρος του, ισχυρίζεται ότι "το κρίσιμο διάστημα του ατυχήματος ευρισκόμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, νοσηρά διατάραξη των λειτουργιών μου, με δυσλειτουργία, ύφεση της συνειδήσεως, θολότητα σκέψης, μη επαφή με την πραγματικότητα και τους κανόνες της ζωής, με συνέπεια να έχω απώλεια μνήμης και να μην αντιλαμβάνομαι το άδικο των πράξεών μου και να μην έχω συναίσθηση αυτών και να παρερμηνεύω τα τεκταινόμενα". Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, όπως προτάθηκε, χωρίς δηλαδή την επίκληση όλων των από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ απαιτουμένων ως άνω στοιχείων, καθώς και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, πλησιοχρόνων των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, είναι αόριστος και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παρά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως κατ' ουσία αβάσιμο, με την παρακάτω αιτιολογία, η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Συγκεκριμένα το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσ/νίκης δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (ανωμοτί εξέταση των παραστάντων ως πολιτικώς εναγόντων, καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, Χ1, τις νυκτερινές ώρες της 30 προς 31 Ιανουαρίου 1998, στο 6° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού ... - ......., σκότωσε με πρόθεση το συμπατριώτη του ......., ετών 52. Την πράξη του αυτή την αποφάσισε και την εκτέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο επιτέθηκε κατά του ανωτέρω, χτυπώντας τον με γροθιές στο πρόσωπο και ρίχνοντάς τον με μεγάλη δύναμη στο έδαφος, όπου, αφού τον ακινητοποίησε, τραβώντας το πέτσινο μπουφάν του παθόντα προς το κεφάλι, χωρίς να το βγάλει από τους αγκώνες του, του κατέφερε στη συνέχεια, με μία πέτρα μεγέθους γροθιάς, αλλεπάλληλα δυνατά κτυπήματα στο κεφάλι. Απ' τα δυνατά αυτά κτυπήματα ο παθών υπέστη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση και δη: θλαστικό τραύμα τριών [3] εκατοστών, αριστερά μετωπιαία, κατά το τριχωτό μετά εμπιεστικού κατάγματος, θλαστικό τραύμα δεξιά μετωποκροταφικά μήκους τριών [3] εκατ. τραύμα τριών [3] εκατ. ινιακά, κάταγμα ρινικού, ζυγωματικού και κόγχου αριστερά, εκτεινόμενο έως το λιθοειδές και ρευστοποίηση της εγκεφαλικής ουσίας. Από την κρανιοεγκεφαλική αυτή κάκωση, ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατός του. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος αμέσως αφαίρεσε από τον παθόντα? 1]την τσάντα του, που περιείχε το ποσό των 450.000 δραχμών και 2]απροσδιόριστης αξίας λαχεία και ξυστά, τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα, που ήταν και η επιδίωξη του κατά το σχέδιο που άκρως επιμελώς είχε καταστρώσει ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος, ηλικίας 42 ετών και άγαμος, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό ..... Κιλκίς, όπου φοίτησε μέχρι και τη Β' Γυμνασίου, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε για λίγο χρονικό διάστημα ως υδραυλικός. Υπηρέτησε στο στρατό για 4 μόνο μήνες, γιατί απολύθηκε ως ακατάλληλος, λόγω ψύχωσης, από την οποία προσεβλήθη. Μετά επέστρεψε στο χωριό του και ζούσε πλέον με τη μητέρα του, ασχολούμενος με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειάς του, τα δε τελευταία χρόνια δεν εργαζόταν καθόλου, εκμισθώνοντας τα οικογενειακά του κτήματα σε τρίτα πρόσωπα. Ζούσε σχετικά απομονωμένος από τους συγχωριανούς του και επανειλημμένα είχε εισαχθεί για ολιγοήμερη νοσηλεία στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, λόγω της παραπάνω ασθένειάς του, για την οποία του χορηγήθηκε μικρή αναπηρική σύνταξη, η οποία ήταν και το μοναδικό του εισόδημα. Έκανε χρήση οινοπνευματωδών ποτών, με συνέπεια να του δημιουργεί μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, λόγω του πενιχρού του εισοδήματος. Ο παθών ήταν έγγαμος, συμπατριώτης του κατηγορουμένου και ασχολούνταν με την πώληση λαχείων και άλλων τυχερών παιγνιδιών, τόσο στην πόλη, όσο και στην ευρύτερη περιοχή του ..... Κάθε βράδυ επέστρεφε στην ....., που απέχει 7 χιλιόμετρα από το ....., συνήθως πεζός και ενίοτε με το αυτοκίνητο κάποιου συγχωριανού του. Πάντοτε μετέφερε μέσα σε μία δερμάτινη τσάντα και αρκετά χρήματα, προερχόμενα από την πώληση των λαχείων. Το γεγονός αυτό της μεταφοράς χρημάτων το γνώριζε καλώς ο κατηγορούμενος, ο οποίος πιεζόμενος επιτακτικά από την ανάγκη εύρεσης χρημάτων συνέλαβε τη σκέψη και αποφάσισε στη συνέχεια σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον σκοτώσει, προκειμένου να αφαιρέσει απ' αυτόν τα χρήματα που έφερε μαζί του, με τον προαναφερόμενο τρόπο. Στη συνεχεία και δη: μετά την τέλεση των ανωτέρω πράξεων ο κατηγορούμενος μετέφερε τον παθόντα σε απόσταση 5 μέτρων περίπου από το άκρο του οδοστρώματος και τον εγκατέλειψε στο εκεί ευρισκόμενο κοίλωμα -νεροφάγωμα- του εδάφους, βάθους 1,80 μ., αφού τον κάλυψε μερικώς με πέτρες και χώμα. Μετά από αυτά μετέβη στο σπίτι του, όπου αμέσως έβγαλε τα κηλιδωμένα από το αίμα του θύματος παντελόνι και μπουφάν του, τα οποία έπλυνε για να φύγει το αίμα. Την ίδια νύκτα επανήλθε στο σημείο που το είχε τοποθετήσει και με ένα φτυάρι που παρέλαβε μαζί του, έριξε μεγάλη ποσότητα χωμάτων πάνω σ' αυτό, καλύπτοντάς το πλήρως. Στις ενέργειες αυτές προέβη λόγω του ότι φοβήθηκε μήπως ευρεθεί το θύμα, δεδομένου ότι είχε καλυφθεί μερικώς. Στις ίδιες ενέργειες προέβη ο κατηγορούμενος μετά από ένα μήνα περίπου και δη: όταν περνώντας από το ίδιο σημείο διαπίστωσε ότι είχε μερικώς αποκαλυφθεί το θύμα, λόγω παράσυρσης των χωμάτων από προηγηθείσες βροχές. Τελικά το θύμα βρέθηκε τυχαία από γεωργοκτηνοτρόφο της περιοχής στις 23-3-1993, σε προχωρημένη σήψη, με εκτεταμένες κακώσεις, που προκλήθηκαν από ζώα και δη: κατά το δεξιό κάτω άκρο το οποίο είχε αποχωρισθεί τελείως από το υπόλοιπο σώμα. Όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και από την απολογία του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, από τις χωρίς όρκο εξετάσεις των πολιτικώς εναγόντων επιβεβαιώνεται κατά τρόπο σαφή η από τον κατηγορούμενο τέλεση των ανωτέρω πράξεων σε βάρος του θύματος, αφού, μεταξύ των άλλων, κατέθεσαν, τόσο για τις μεταβάσεις με φτυάρι του κατηγορουμένου στο χώρο όπου βρέθηκε το θύμα, όσο και για το ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε πλήρως και λεπτομερώς τη διάπραξη των ως άνω εγκλημάτων με τον προαναφερόμενο τρόπο και για τον ανωτέρω σκοπό, αφού κατάστρωσε κατάλληλο προς τούτο σχέδιο και δη: α] με τη συλλογή πληροφοριών: 1] για το χρόνο, που το θύμα επιστρέφει στο σπίτι του, 2] για το ότι αυτό φέρει επάνω του αρκετά χρήματα, καθώς και λαχεία - ξυστά κτλ και β] για τον εφοδιασμό του με κατάλληλα μέσα για τη διάπραξη των εγκλημάτων του και δη: φτυάρι και δύο σκυλιά, τα οποία επιτέθηκαν αρχικά στο θύμα κατά παρότρυνση του κατ/νου, και κατέστησαν αδύνατη την οποιαδήποτε πράξη άμυνας του ανύποπτου θύματος έναντι του κατηγορουμένου, ο οποίος επιτέθηκε σ' αυτόν εντελώς αιφνιδιαστικά, προσχεδιασμένα και με πρωτοφανή βιαιότητα. Ωσαύτως, ο μάρτυρας κατηγορίας ....... κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι είδε το πρωί [10.30], ημέρα Κυριακή, τον κατηγορούμενο με ένα φτυάρι στο δρόμο, όπου μετέπειτα βρέθηκε το θύμα, καθώς και φτυαριές στον ένδικο τόπο, προσθέτοντας ότι ο κατ/νος δεν είχε κάποιο λόγο να φέρει φτυάρι, αφού την αγροτική περιουσία του δεν την καλλιεργούσε ο ίδιος, γιατί την είχε νοικιάσει. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε και ότι ο κατηγορούμενος δημιουργούσε σε όλους στο χωριό προβλήματα, και ότι είχε μαχαιρώσει και τον αδελφό του. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψαν κατά τρόπο πειστικό και από την πρώτη από 27-3-1998 απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του τακτικού Ανακριτή Κιλκίς, που ανεγνώσθη, κατά την οποία ομολόγησε πλήρως την τέλεση των ανωτέρω πράξεών του. Στην εν λόγω απολογία του παρέθεσε και εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο, τα μέσα, το σκοπό και τις συνθήκες τέλεσης αυτών. Είναι γεγονός ότι στη συνέχεια ο κατηγορούμενος και δη: 1] στην από 22-5-1933 συμπληρωματική απολογία του ενώπιον του ιδίου Ανακριτή και 2] στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αρνήθηκε το περιεχόμενο της αρχικής του ανακριτικής απολογίας και ισχυρίστηκε γενικώς και όλως αορίστως ότι δεν έχει καμία σχέση με την τέλεση των παραπάνω πράξεών του. Όμως η άρνηση του δεν είναι πειστική και δεν ανατρέπει τα ανωτέρω, και ειδικά την πρώτη ανακριτική απολογία, όπου λεπτομερώς εξιστόρησε και συνομολόγησε την τέλεση των πράξεών του, χωρίς να πιεσθεί από κανέναν και χωρίς να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ψυχικής ή σωματικής υγείας. Τα όσα δε ισχυρίστηκε στην πρώτη του απολογία [ανακριτική] είναι σύμφωνα με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, από τα οποία αποδείχθηκε πλήρως η από τον κατηγορούμενο τέλεση των προαναφερομένων πράξεων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο τέλεσης των ανωτέρω πράξεων είχε την ικανότητα προς καταλογισμό. Αυτό αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κατέθεσαν, μεταξύ των άλλων, ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο που αποφάσισε και εκτέλεσε τις ανωτέρω πράξεις είχε πλήρη ικανότητα προς καταλογισμό και δη: είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του και ενήργησε σύμφωνα με την αντίληψή του. Ειδικότερα, ο πατέρας του θύματος Ψ3 επ' αυτού κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι "ο κατηγορούμενος είναι ο δολοφόνος, δεν πάσχει από σχιζοφρένεια, είναι τετραπέρατος, ήξερε ότι ο γιος μου επέστρεφε στο χωριό με τα πόδια και μπορούσε να τον συναντήσει και τον παρακολουθούσε συνέχεια επί 2 μήνες, ήξερε τι έκανε και τα προμελέτησε όλα λεπτομερέστατα και έφαγε τα λεφτά που του πήρε στη ..... σε διάφορες ταβέρνες". Αλλά και ο αδελφός του θύματος επιβεβαίωσε τα ανωτέρω, αφού κατέθεσε, μεταξύ των άλλων, ότι "δεν είναι γιατρός, αλλά πιστεύει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε ψυχολογικά προβλήματα, είναι πανέξυπνος και πανούργος και ο τρόπος της συμπεριφοράς του έδειχνε άνθρωπο με πολύ μυαλό, ενώ ο Διοικητής της ασφάλειας του είπε ότι ο κατηγορούμενος στην αναπαράσταση του είπε 10 φορές τα ίδια πράγματα, για το πως έγινε το κακό και ότι ο κατηγορούμενος είναι πανέξυπνος". Η κατάσταση αυτή του κατηγορουμένου και δη: ότι ήταν ικανός προς καταλογισμό αποδεικνύεται και από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και ειδικά από την από ....... έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού - νευρολόγου - ψυχιάτρου Κ.Τ. ......, ο οποίος καταλήγει με άκρως αιτιολογημένο τρόπο στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του και ενήργησε σύμφωνα με την αντίληψή του. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται: 1] από την από ....... έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Γ1, ιατρού-ψυχιάτρου, ο οποίος αποφαίνεται αντιθέτως και δη: ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε την ικανότητα προς καταλογισμό, ενόψει των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, που πλήρως πιστοποιούν την ικανότητα του κατηγορουμένου προς καταλογισμό και 2] από την από ..... ψυχιατρική γνωμάτευση του ψυχίατρου Γ2, για τους ως άνω προαναφερόμενους λόγους, και δη: για το ότι προέκυψε η ικανότητα του κατηγορουμένου για καταλογισμό των ως άνω πράξεων κατά τον ένδικο ως άνω χρόνο. Επομένως ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ανικανότητας προς καταλογισμό και περί περιορισμένης ικανότητας προς καταλογισμό πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμος. Κατ' ακολουθία όλων αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των πράξεων: 1] της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και 2] της ληστείας και να απορριφθούν τα αιτήματά του περί χορηγήσεως ελαφρυντικών και δη: 1] του προτέρου εντίμου βίου, 2] της καλής διαγωγής και 3] της ειλικρινούς μετανοίας, ως αόριστα, δεδομένου ότι δεν εκτίθενται τα αναγκαία προς τούτο πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για την στοιχειοθέτησή τους. Άλλωστε, τα εν λόγω αιτήματα τυγχάνουν απορριπτέα, ως και κατ' ουσία αβάσιμα, αφού αποδείχθηκε αφενός μεν ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των άνω πράξεων δεν έζησε έντιμη εν γένει ζωή, αφού προέκυψε ότι ήταν πάντα επιθετικός και αίτιος δημιουργίας προβλημάτων στους συγχωριανούς του, λόγω και της φυγοπονίας του και επιπλέον έχει ήδη καταδικαστεί και σε άλλες αξιόποινες πράξεις και δη: για απειλές κατά συρροή, παράνομη οπλοφορία, απειλή κτλ, όπως αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα αναγνωσθέντα έγγραφα και δη: από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου του, που ανεγνώσθη στο σημείο αυτό, αφετέρου δε δεν επέδειξε καλή διαγωγή μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων, αφού η επικαλούμενη στη φυλακή καλή διαγωγή του δεν αρκεί για την χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού, δεδομένου ότι απαιτείται καλή διαγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στην κοινωνία. Επίσης και το τελευταίο αίτημα του κατηγορουμένου [της ειλικρινούς μετανοίας] είναι αβάσιμο κατ' ουσία, αφού, από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος δεν μεταμελήθηκε για τις ως άνω πράξεις του. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησε, παρά την ανωτέρω αρχική απολογία του, να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να δημιουργήσει προβλήματα ως προς την ορθή διαλεύκανση της σοβαρής ένδικης υπόθεσης, προκειμένου να αποφύγει την τιμωρία του για την τέλεση των ανωτέρω πράξεών του και να την αποδώσει σε άλλους. Τέλος, το αίτημα του κατηγορουμένου για εγκλεισμό του στο ψυχιατρικό κατάστημα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής [ΔΑΦΝΙ] πρέπει να απορριφθεί, ενόψει της παραπάνω κρίσης περί της ικανότητας του κατηγορουμένου για καταλογισμό για την τέλεση των ως άνω πράξεων". Με αυτά που δέχτηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί ελλείψεως, άλλως περί μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά και ειδικότερα, η αναφορά αξιολόγησης εκάστου και της συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους και ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και αποκλείουν την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των διατάξεων των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης κατά τα άνω ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-3-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 102-105/2006 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστος λόγος αναιρέσεως και ενστάσεως ελλείψεως καταλογισμού, άλλως μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό σε ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παρά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο με την αιτιολογία που αναφέρει, η οποία είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία, Καταλογισμός.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 791/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 8/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 780/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 234/13-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά τα άρθρα 476 και513 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, την 11/6-2-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, που άσκησε ο ίδιος ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Πατρών, κατά της 8/07 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία καταδικάσθηκε για διακεκριμένη καλλιέργεια και κατοχή ναρκωτικών υπό την ιδιότητα του τοξικοεξαρτημένου [άρθρα 4 παρ.1-3 πίν. Α περ. 6,5 παρ. 1, εδ, στ, ζ, 8, 12 παρ. 1, 13 παρ. 4 περ. β, 19, 22 Ν.1729/87] σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 8 ετών και σε χρηματική ποινή 10.000 Ε, και εκθέτω τα ακόλουθα: 2-Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. Ολ. 19/2001, ΠΟΙΝ. ΛΟΓ. 01/1693, Α.Π. ΟΛΟΜ. 2/2002 ΠΟΙΝ.ΔΙΚ. 02/128, ΑΡΜ 02/439, ΠΟΙΝ. ΛΟΓ 02/26). Ούτε αρκεί για το ορισμένο του λόγου να γίνεται επίκληση έννοιας της αναιρετικής πλημμέλειας που δίνεται σ' αυτήν από την πάγια νομολογία και θεωρία της κρατούσας νομολογίας και θεωρίας. 3-Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλει την 8/07 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία καταδικάσθηκε για διακεκριμένη καλλιέργεια και κατοχή ναρκωτικών υπό την ιδιότητα του τοξικοεξαρτημένου [άρθρα 4 παρ.1-3 πίν. Α περ. 6, 5 παρ. 1, εδ, στ, ζ, 8, 12 παρ. 1, 13 παρ. 4 περ. β, 19, 22 Ν. 1729/87] σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 8 ετών και σε χρηματική ποινή 10.000 € για τους εξής κατά λέξη λόγους: για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Ο λόγος όμως αυτός του αναιρεσείοντος, είναι ασαφής, αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, αφού στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν περιέχεται, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενο αυτής κανένας σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως απ' αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, η αίτηση αυτή είναι σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ απαράδεκτη. 4-Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε συμβούλιο, επιβάλλεται το μεν να απορρίψει ως απαράδεκτη την ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των 220 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 11/6-2-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, που άσκησε ο ίδιος ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Πατρών, κατά της 8/07 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, και Β-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΦώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1 509 παρ.1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ'ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ'αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ.2 ΚΠοινΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας. (βλ. Ολ.ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 6-2-2007 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθ. 8/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως 8 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης καλλιέργειας και κατοχής ναρκωτικών ουσιών από τοξικομανή, κατ'επάγγελμα και καθ'υποτροπή. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος στο Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών, όπου αυτός κρατείται, και συντάχθηκε η σχετική υπ'αριθ. 11/6-2-2007 έκθεση. Στην εν λόγω δε έκθεση διαλαμβάνονται ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "... κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ'αριθ. 8/23-1-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας..., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σϋνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". 'Όμως έτσι διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν προβάλλεται, κατά τρόπο ορισμένο και πλήρη, σε τι συνίσταται η ελλιπής αιτιολόγηση της αποφάσεως και δη ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαιά της, η απλή δε παράθεση της έννοιας της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, χωρίς όμως αναφορά περιστατικών που να θεμελιώνουν συγκεκριμένες πλημμέλειες της αποφάσεως, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον επικαλούμενο λόγο αναιρέσεως. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση ούτε ένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτος κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ.1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθ. 8/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2008. Kαι Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μοναδικός λόγος αναιρέσεως (Έλλειψη αιτιολογίας). Αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος. Απορρίπτει.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 789/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στύλα, περί αναιρέσεως της 588/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Μουκούλη. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 802/07. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, προτού αρχίσει η ενώπιον του Εφετείου αποδεικτική διαδικασία εμφανίστηκε η παθούσα από το αδίκημα της απάτης-εγκαλούσα ψ1 και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα "για χρηματική ικανοποίηση 40 ευρώ, από την ηθική βλάβη που της προκάλεσε η κρινόμενη πράξη". Από τη δήλωση, η οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπ' αριθμ. 2391/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, είναι όμοια κατά το περιεχόμενό της με την ενώπιον αυτού διατυπωθείσα και γενόμενη δεκτή δήλωσή της ως άνω παθούσας, σαφώς προκύπτει ότι αφορά μόνο την πράξη της απάτης, γι' αυτό άλλωστε αναφέρεται στην "κρινόμενη πράξη" και όχι στις κρινόμενες πράξεις. Εξάλλου, για την πληρότητα και συνακόλουθα, για το παραδεκτό της δηλώσεως αυτής, δεν ήταν αναγκαία και η συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία παραστάθηκε η πολιτικώς ενάγουσα, καθώς και των λόγων στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμά της αυτό, διότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως και αυτονοήτως από τα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο και το διατακτικό της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την πράξη της απάτης και ήταν ήδη γνωστά στον κατηγορούμενο. Εξάλλου, η εγκαλούσα δεν ενομιμοποιείτο σε παράσταση πολιτικής αγωγής για τη δεύτερη πράξη της πλαστογραφίας υπογραφών τρίτων, ως εγγυητών, δηλαδή της ...... στο δάνειο από την ASPIS BANK και του ........ στο δάνειο από τη ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, όπως αναφέρεται υπό στοιχ. Β στο διατακτικό της πληττόμενης απόφασης. Επομένως, ο λόγος της κρινόμενης αίτησης περί ελλείψεως νομίμου βάσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί ως προς τα αποδεικτικά μέσα να αναφέρονται αυτά γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Δεν συνιστούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο που εξέδωσε την πληττόμενη απόφαση δέχτηκε ότι από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, από τις ένορκες επ' ακροατηρίου καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία ανεγνώσθησαν προέκυψαν τα αναφερόμενα σ' αυτή πραγματικά περιστατικά, που κατά τα ουσιώδη μέρη έχουν ως ακολούθως: Ο κατηγορούμενος στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, εξακολουθητικώς, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει της αναλήθειάς τους σε άλλον ως αληθή, ψευδή γεγονότα, δηλαδή πραγματικά περιστατικά αναφερόμενα στο παρελθόν ή τουλάχιστον ενυπάρχοντα κατά το χρόνο της παραστάσεως. Ειδικότερα, αυτός, ήδη συνταξιούχος αστυνομικός, διατηρούσε στο όνομα της συζύγου του ........ ασφαλιστικά γραφεία στο ..., στην .... και στην ....... Ωστόσο φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε τα εν λόγω γραφεία προκειμένου να εξαπατά αθώους και αφελείς πολίτες και να αποκομίζει παράνομο περιουσιακό όφελος. Πιο συγκεκριμένα : 1. Στο ....... Κορινθίας, κατά μήνα Οκτώβριο 2000, παρέστησε ψευδώς προς την εγκαλούσα ψ1, ότι αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τραπεζικό δάνειο, αλλά ότι αυτός είχε τις γνώσεις ως προς την διαδικασία χορήγησης τραπεζικών δανείων, ότι διέθετε γνωριμίες στον τραπεζικό χώρο και είχε επομένως την δυνατότητα να εξασφαλίσει σ' αυτήν τραπεζικό δάνειο ποσού 1.000.000 δρχ από την τράπεζα "ΑSΡΙS ΒΑΝΚ " και ότι για τη χορήγηση του δανείου αυτού έπρεπε να του καταβάλει τα έξοδα του εν λόγω δανείου. Με τον τρόπο αυτό την έπεισε να του δώσει τμηματικά το μήνα Οκτώβριο 2000 το ποσό των 100.000 δρχ, περί το τέλος του μηνός Νοεμβρίου 2000 το ποσό των 200.000 δρχ, στις αρχές του μηνός Ιανουαρίου 2001 το ποσό των 200.000 δρχ, και το ποσό των 300.000 δρχ, προκειμένου τάχα να καλύψει τα έξοδα για την είσπραξη του εν λόγω δανείου. Όλα τα ανωτέρω γεγονότα, που παρέστησε ο κατηγορούμενος προς την εγκαλούσα ήσαν ψευδή, καθόσον το εν λόγω δάνειο μπορούσε να το εξασφαλίσει η εγκαλούσα μόνη της από την εν λόγω τράπεζα, χωρίς τη βοήθεια του κατηγορούμενου, ο οποίος δεν διέθετε καμία ιδιαίτερη διασύνδεση ή γνωριμία στο χώρο της τράπεζας, αφετέρου δε το ποσό των εξόδων προς χορήγηση του δανείου δεν υπερέβαινε το ποσό των 100.000 δρχ. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος εκ δρχ. 700.000, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, η οποία εάν γνώριζε την πραγματικότητα και δεν παραπλανάτο ουδέποτε θα προέβαινε στην προς τον κατηγορούμενο καταβολή των ως άνω χρηματικών ποσών, 2. Στο .... Κορινθίας και στην Αθήνα, περί το τέλος του μηνός Ιανουαρίου 2001, κατά τον αυτόν ως άνω τρόπο, (με τις αυτές ψευδείς παραστάσεις), έπεισε την εγκαλούσα να του καταβάλλει τμηματικά από το τέλος του μηνός Ιανουαρίου 2001 μέχρι τα μέσα του μηνός Φεβρουαρίου 2001 το ποσό των 800.000 δρχ. ως έξοδα για την παροχή σ' αυτήν καταναλωτικού δανείου ύψους 1.000.000 δρχ. από τη " ΛΑΪΚΉ ΤΡΑΠΕΖΑ". Όλα τα ανωτέρω γεγονότα, που παρέστησε ο κατηγορούμενος προς την εγκαλούσα ήσαν ψευδή, καθόσον το εν λόγω δάνειο μπορούσε να το εξασφαλίσει η εγκαλούσα μόνη της από την εν λόγω τράπεζα, χωρίς την βοήθεια του κατ/νου, ο οποίος δεν διέθετε καμία ιδιαίτερη διασύνδεση ή γνωριμία στο χώρο της τράπεζας, αφετέρου δε το ποσό των εξόδων προς χορήγηση του δανείου δεν υπερέβαινε το ποσό των 50.000 δρχ. Με τον τρόπο αυτό ο κατ/νος αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος εκ δρχ. 750.000, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, η οποία εάν γνώριζε την πραγματικότητα και δεν παραπλανάτο, ουδέποτε θα προέβαινε στην προς τον κατηγορούμενο καταβολή των ως άνω χρηματικών ποσών. 3. Στο ...... Κορινθίας και στην Αθήνα, περί τις αρχές Μαΐου 2001, κατά τον αυτόν ως άνω τρόπο, (με τις αυτές ψευδείς παραστάσεις), έπεισε την εγκαλούσα να του καταβάλλει τμηματικά από τις αρχές Μαΐου 2001 μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2001 το ποσό των 800.000 δρχ. ως έξοδα για την παροχή σ' αυτήν καταναλωτικού δανείου ύψους 1.000.000 δρχ. από την τράπεζα " ΑΒΝ ΑΜRΟ ΒΑΝΚ ". Όλα τα ανωτέρω γεγονότα, που παρέστησε ο κατ/νος προς την εγκαλούσα ήσαν ψευδή, καθόσον το εν λόγω δάνειο μπορούσε να το εξασφαλίσει η εγκαλούσα μόνη της από την εν λόγω τράπεζα, χωρίς τη βοήθεια του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν διέθετε καμία ιδιαίτερη διασύνδεση ή γνωριμία στο χώρο της τράπεζας, αφετέρου δε το ποσό των εξόδων προς χορήγηση του δανείου δεν υπερέβαινε το ποσό των 60.000 δρχ. Με τον τρόπο αυτό ο κατ/νος αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος εκ δρχ. 740.000, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, η οποία εάν γνώριζε την πραγματικότητα και δεν παραπλανάτο ουδέποτε θα προέβαινε στην προς τον κατηγορούμενο καταβολή των ως άνω χρηματικών ποσών. 4. Στο ....... Κορινθίας, κατά μήνα Απρίλιο 2001, κατά τον αυτόν ως άνω τρόπο, (με τις αυτές ψευδείς παραστάσεις), έπεισε την εγκαλούσα να του καταβάλλει τμηματικά από το μήνα Απρίλιο 2001 έως το μήνα Δεκέμβριο 2001 το ποσό των 1.300.000 δρχ. και συγκεκριμένα το μήνα Απρίλιο 2001 το ποσό των 300.000 δρχ. το μήνα Μάϊο 200.000 δρχ, το μήνα Ιούνιο 200,000 δρχ. το μήνα Αύγουστο 300.000 δρχ. το μήνα Οκτώβριο 200.000 και το μήνα Δεκέμβριο 100.000 δρχ. ως έξοδα για την παροχή σ' αυτήν τραπεζικού δανείου ύψους 4.000.000 δρχ. από τις τράπεζες " ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ", "ΩΜΕΓΑ", "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ" και "ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ". Ωστόσο το εν λόγω δάνειο ουδέποτε χορηγήθηκε στην εγκαλούσα, παρά μόνο μία κάρτα από την τράπεζα Κύπρου, τα δε έξοδα για τη χορήγηση αυτής δεν ξεπερνούσαν το ποσό των 50.000 δρχ.. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος εκ δρχ. 1.250.000, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, η οποία, εάν γνώριζε την πραγματικότητα και δεν παραπλανάτο, ουδέποτε θα προέβαινε στην προς τον κατηγορούμενο καταβολή των ως άνω χρηματικών ποσών. 5, Στο ..... Κορινθίας και στην Αθήνα, περί τις αρχές του μηνός Ιανουαρίου 2002, κατά τον αυτόν ως άνω τρόπο, (με τις αυτές ψευδείς παραστάσεις), έπεισε την εγκαλούσα να του καταβάλλει τμηματικά από το μήνα Ιανουάριο έως το μήνα Μάρτιο 2002 το ποσό των 1773 ευρώ, ως έξοδα για την παροχή σ' αυτήν καταναλωτικού δανείου ύψους 1.000.000 δρχ. από το υπ/μα της Εμπορικής Τράπεζας στη Νεμέα Κορινθίας. Όλα τα ανωτέρω γεγονότα, που παρέστησε ο κατηγορούμενος προς την εγκαλούσα ήσαν ψευδή, καθόσον το εν λόγω δάνειο μπορούσε να το εξασφαλίσει η εγκαλούσα μόνη της από την εν λόγω τράπεζα, χωρίς τη βοήθεια του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν διέθετε καμία ιδιαίτερη διασύνδεση ή γνωριμία στο χώρο της τράπεζας. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος εκ 1600 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, η οποία εάν γνώριζε την πραγματικότητα και δεν παραπλανάτο, ουδέποτε θα προέβαινε στην προς τον κατ/νο καταβολή των ως άνω χρηματικών ποσών. Και 6. Στην Αθήνα, στις 22-1-2001, παρέστησε ψευδώς στην εγκαλούσα, ότι με ενέργειές του έχει καταρτισθεί επ' ονόματί της ασφαλιστική σύμβαση για προσωπικά ατυχήματα και ότι έχει καταβάλει για την σύμβαση αυτή ως ασφάλιστρα το ποσό των 100.000 δρχ. με αποτέλεσμα να την πείσει και να του καταβάλει το ποσό αυτό. Η εν λόγω διαβεβαίωση -παράσταση ήταν ψευδής, αφού ουδεμία τέτοια σύμβαση είχε λάβει χώρα και ουδέν ποσό είχε καταβάλει ο κατ/νος. Με τον τρόπο αυτό ο κατ/νος αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος εκ δρχ. 100.000, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, η οποία εάν γνώριζε την πραγματικότητα και δεν παραπλανάτο ουδέποτε θα προέβαινε στην προς τον κατ/νο καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού. Συνολικά από τις ως άνω επί μέρους έξι πράξεις της εξακολουθητικής απάτης απεκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος 11.987 Ευρώ, η δε ζημιά που προκλήθηκε στην περιουσία της εγκαλούσας, συνεκτιμωμένης της άθλιας οικονομικής της καταστάσεως, είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, τα οποία υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 πα. 1, 27 παρ. 2, και 386 παρ. 1β του ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση από τον αναιρεσείοντα του εγκλήματος της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αφενός της απατηλής συμπεριφοράς αυτού και της προκληθείσας, συνεπεία της συμπεριφοράς του αυτής, πλάνης στην εγκαλούσα και αφετέρου, μεταξύ της προκληθείσας ως άνω πλάνης από τις διαλαμβανόμενες στο αιτιολογικό εν γνώσει ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος και της επιζήμιας συμπεριφοράς της εγκαλούσας Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίκληση του ως άνω λόγου, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος κατά το μέρος δε που με αυτόν με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, πλήττει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. Με την πληττόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος και για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση. Η πράξη αυτή αναφέρεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως υπό στοιχ. Β, μόνο στα πλαίσια της πολιτικής αγωγής, περί της οποίας έγινε λόγος παραπάνω και δεν αναφέρονται ως προς αυτήν, κατά τρόπο ορισμένο, συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες ως προς τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής της. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Απριλίου 2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση της 588/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πολιτική αγωγή. Από την αναφορά στη λέξη πράξη και όχι πράξεις σημαίνει ότι η πολιτικώς ενάγουσα αναφέρεται στην απάτη και όχι και στην πλαστογραφία. Απάτη. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Πολιτική αγωγή.
0
Αριθμός 790/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...... που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 776/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με συγκατηγορούμενους τους 1) .....2)....., 3)......και ..... Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1514/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 430/1-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθμ. 776/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης τους 1).........2) ..... για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως από κοινού της σωματεμπορίας κατ'επάγγελμα και μαστρωπείας κατ'εξακολούθηση - άρθρα 349 παρ. 3, 351 παρ. 1, 4 εδ. δ', 6, 45, 98 παρ. 1 ΠοινΚ- Με το αυτό βούλευμα αποφάνθηκε συγχρόνως να μην γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων για εγκληματική οργάνωση κλπ. ΙΙ) Το άνω συμβούλιο επελήφθη για την ουσιαστική περάτωση και αμέσως μετ'αυτήν της διενεργηθείσης κυρίας ανάκρισης ενόψει ενόψει του ότι κατά των κατηγορουμένων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και για εγκληματική οργάνωση - 187 παρ. 1 ΠοινΚ, όπως ισχύει με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2928/2001 και 11 παρ. 3 ν. 3064/2002- σύμφωνα με το άρθρο 7 ν. 2928/2001. Ειδικώτερα, σύμφωνα με το άρθρο 7 ν. 2928/2001, όπως αντικ. το πρώτο εδάφιο με το ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ κηρύσσεται από το συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία ισχύει και για τα εγκλήματα του ν. 1608/50 σύμφωνα με το εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 308 ΚΠοινΔ που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 ν. 1738/87. Επομένως η άνω διαδικασία λαμβάνει χώρα όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 187 ή 187Α ΠοινΚ. Αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση. Το εκδιδόμενο βούλευμα είναι κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου αμετάκλητο, ήτοι δεν υπόκειται από τον κατηγορούμενο σε ένδικο μέσο, συμπεριλαμβανομένης συνεπώς και της αναιρέσεως? το αμετάκλητο δεν συνδέεται, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, με την παραπομπή του κατηγορουμένου για έγκλημα, δηλ. κακούργημα του άρθρου 187 ή 187Α ΠΚ, αλλά αρκεί ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη γι' ένα από αυτά. Μπορεί δηλ. με το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών να έχει αποφανθεί να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για το κακούργημα του άρθρου 187 παρ. 1 ή 187Α ΠΚ - για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η οποία στηρίζει την αρμοδιότητα του συμβουλίου Εφετών για το πέρας της κυρίας ανάκρισης κατά το άνω άρθρο 7 ν. 2928/2001 και για τα άλλα συναφή εγκλήματα - και να παραπεμφθεί αυτός για άλλο κακούργημα ή πλημμέλημα. Δεν συνδυάζεται με άλλες λέξεις το αμετάκλητο μόνο με παραπομπή για κακούργημα του άρθρου 187 παρ. 1 ή 187Α ΠΚ. Έτσι ήδη, και ορθά, ΑΠ 1966/2006, με αναλυτική πρότασή μας. Έτσι ήδη και ΑΠ 1040/2005, ΑΠ 2380/2004, ΑΠ 1163/2004 κ.α. για το αντίστοιχο εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 308 ΚΠοινΔ για τα εγκλήματα του άρθρου 1 ν. 1608/50. Η άνω διαδικασία δεν στερεί από τον κατηγορούμενο κάποιου δικαιώματός του αφού η καθιέρωση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων δεν καθιερώνεται από κάποια υπέρ-νομοθετική διάταξη (=διεθνή σύμβαση ή Σύνταγμα) - ή δε διάταξη του άρθρου 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕυρΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 5 ν. 2462/97 του διεθνούς συμφώνου αναφέρονται σε αποφάσεις, όχι σε βουλεύματα (βλ. και ΑΠ 209/2005), το δε άρθρο 20 Συντ. και 6 ΕυρΣΔΑ δεν καλύπτουν και την καθιέρωση ενδίκων μέσων (βλ. ΑΠ 2456/2005 ΠΧρ 2006 σελ. 621, ΑΠ 28/2002 Ολ, ΑΕιδΔ 48/82 κ.α.) - αφετέρου ο κατηγορούμενος μπορεί να προβάλλει τους ισχυρισμούς του στο δικαστήριο - πρβλ. ΑΠ 177/2005, ΑΠ 464/2003, ΑΠ 1404/2003, ΑΠ 636/2003 - Ενόψει των ανωτέρω η ασκηθείσα από τον κατηγορούμενο ...... κατά του άνω βουλεύματος υπ'αριθμ. 21/25-7-2007 έκθεση αναίρεσης- ενώπιον του γραμματέα του συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, δια του πληρεξουσίου Νικολάου Διαλυνά (δυνάμει της από 5-7-2007 εξουσιοδοτήσεώς του, στην οποία βεβαιούται το γνήσιο της υπογραφής του από υπάλληλο ΚΕΠ) - είναι απαράδεκτη γιατί στρέφεται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α--------- Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 21/25-7-2007 αίτηση αναίρεσης του ...... κατά του υπ'αριθμ. 776/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, καταδικαστεί δε αυτός στα έξοδα. Αθήνα 25-9-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2928/2001 "Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων", όπως το πρώτο εδάφιο αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του Ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα, ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ η περάτωση της κύριας ανάκρισης γίνεται πάντοτε και δη αμετάκλητα από το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο προς τούτο, αποφαινόμενο με βούλευμά του, όχι μόνο, όταν αυτό κρίνει, ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις που αφορούν την κατηγορία για το κακούργημα του άρθρου 187 ΠΚ, παραπέμποντας αμετακλήτως τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 313 Κ.Ποιν.Δ. αλλά και όταν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση να μη γίνει κατηγορία για τέτοια πράξη, για την οποία έγινε ανάκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 εδ. 1 Κ.Ποιν.Δ, διότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι καθόλου σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ενώ συγχρόνως παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 313 Κ.Ποιν.Δ για να δικαστεί για τα άλλα συναφή εγκλήματα κακουργήματα ή πλημμελήματα. Έτσι, το εκδιδόμενο βούλευμα κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου αμετάκλητο, ήτοι δεν υπόκειται από τον κατηγορούμενο σε ένδικο μέσο, συμπεριλαμβανομένης συνεπώς και της αναιρέσεως. Το αμετάκλητο δεν συνδέεται, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, με την παραπομπή του κατηγορουμένου για έγκλημα, δηλαδή κακούργημα του άρθρου 187 ή 187Α' ΠΚ, αλλά αρκεί ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ένα από αυτά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και κατά αμετάκλητου βουλεύματος το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο σε Συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά του αναιρεσείοντος ...... και τριών άλλων ασκήθηκε ποινική δίωξη για : 1)συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, 2)σωματεμπορία, συνδεόμενη με παράνομη είσοδο του παθόντος στη χώρα κατ' επάγγελμα από κοινού και κατ' εξακολούθηση 3)μαστροπεία από κοινού κατ' εξακολούθηση και 4)παράνομη κατακράτηση από κοινού (άρθρα 187 παρ. 1 όπως αντικ. με άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2928/2001 και συμπληρώθηκε με άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 3064/2002, 351 παρ.1, 4 γ' και δ' ΠΚ όπως αντικ. με άρθρο 8 του Ν. 3064/2002, 349 παρ. 3 94 και 98 ΠΚ), διετάχθη δε και ενεργήθη κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 3 του Ν. 3451/2004, 128, 129 και 130 Κ.Ποιν.Δ, εξέδωσε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 776/2007 βούλευμά του, με το οποίο αφενός μεν κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του ήδη αναιρεσείοντος και των άλλων κατηγορουμένων για συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση και αφετέρου παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης ο αναιρεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του, για να δικαστούν ως υπαίτιοι σωματεμπορίας κατ' εξακολούθηση από κοινού και μαστροπεία από κοινού κατ' εξακολούθηση (άρθρα 45, 94 παρ. 1, 98, 351 παρ. 1, 4δ' και 349 παρ. 3 ΠΚ). Κατά των παραπεμπτικών και μόνο κεφαλαίων του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης άσκησε ο αναιρεσείων την από 25-7-2007 (αριθ. εκθ 21/2007) αίτηση αναιρέσεως. Με βάση τα αναπτυχθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, και όσα ο Εισαγγελέας για το απαράδεκτο της αιτήσεως προτείνει, στην πρόταση του οποίου και το Συμβούλιο συμπληρωματικώς αναφέρεται, το εκδοθέν και προσβαλλόμενο με την αίτηση αναιρέσεως βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης είναι αμετάκλητο, μη υποκείμενο σε αναίρεση. Επομένως, η κατ' αυτού ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25 Ιουλίου 2007 αίτηση του ...... για αναίρεση του υπ' αριθμ. 776/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, διότι το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος για ένταξή του σε εγκληματική οργάνωση και συγχρόνως παρέπεμψε αυτόν να δικαστεί για σωματεμπορία κατ’ επάγγελμα από κοινού και μαστρoπεία από κοινού κατ’ εξακολούθηση, αποφάνθηκε αμετακλήτως, διότι μετά τη θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 7 του N. 2928/2001 περί προστασίας του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών περατούται η κύρια ανάκριση για τα κακουργήματα του άρθρου 187 ΠΚ, όπως επίσης και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης.
Οργάνωση εγκληματική
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Οργάνωση εγκληματική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 788/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Δικαστική Φυλακή Λάρισας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 200/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1926/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 1/3.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 525 § 1, 527 § 3, 528 §1 και 529 Κ.Π.Δ., την από 15-11-2007 αίτησιν του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Λαρίσης, με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που επερατώθη με την αμετάκλητη υπ' αριθ. 200/23-1-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων), δια της οποίας κατεδικάσθη ο αιτών σε φυλάκιση 15 μηνών και χρηματική ποινή 1000 ευρώ που μετετράπη προς 4,40 ευρώ ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά την διάταξη του άρθρου 525 § 1 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που επερατώθη με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, εκτός από άλλες περιπτώσεις που αριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο αυτό και όταν μετά την οριστική καταδίκη του απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον κατεδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες ή σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εδίκασε και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές. Την κρίση αυτή σχηματίζει το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και από τα έγγραφα. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπ'όψιν του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που κατεδίκασε, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για βαρύτερο έγκλημα. Νέες αποδείξεις ή νέα γεγονότα επίσης κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων και αθωωτικές αποφάσεις ή αθωωτικά βουλεύματα, για τα οποία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 525 § 1 περ. 4 Κ.Π.Δ. Βαρύτερο δε είναι το έγκλημα όταν μεταβάλλεται το είδος της πράξεως και όχι όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχείρισης του υπαιτίου της ιδίας πράξεως λόγω περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής (Α.Π. 782/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 230). Είναι δε αυτονόητο ότι δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωώτητα ενός καταδικασθέντος νέες αποδείξεις που στηρίζονται σε μαρτυρίες προφανώς αναξιόπιστες. Επίσης δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγον επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστάς που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ'αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν απ'αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως από ουσιαστικής και νομικής πλευράς με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπ'όψιν τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτησις επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατ'αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλά έκτακτη διαδικασία. Επίσης, εκτός του περιγραφομένου ως άνω λόγου, περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας, κατ'άρθρ. 525 περ. 4 Κ.Π.Δ. αποτελεί και εκείνη κατά την οποία μετά την αμετάκλητη καταδίκη αποδεικνύεται ότι ο καταδικασμένος ηθωώθη με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα. Στην περίπτωση αυτή χωρεί επανάληψη της διαδικασίας, εφόσον το αθωωτικό δεδικασμένο ήταν άγνωστο στο δικαστήριο, που εδίκασε, είναι δε αδιάφορο εάν η αθωωτική απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη, πριν ή μετά την αμετάκλητη καταδίκη, αρκεί, ότι αυτή ήταν άγνωστη στο δικάσαν δικαστήριο, γιατί δεν είχε υποβληθεί, για οποιονδήποτε λόγο, στην κρίση του, όταν δε υπάρχουν δύο αμετάκλητες αντιφατικές αποφάσεις για την ίδια κατηγορία και για το ίδιο έγκλημα του ίδιου δράστη, προς άρση της υπάρχουσας αβεβαιότητος, ως προς την ορθότητα της καταδίκης πρέπει να ακυρωθούν οι αποφάσεις αυτές και να διαταχθεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση παραπομπής, η επανάληψη της διαδικασίας (Α.Π. 1906/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ σελ. 725, ΑΠ 1751/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ σελ. 634, ΑΠ. 284/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 340, Α.Π. 1819/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ'σελ. 705). Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, με την από 15-11-2007 αίτησή του, εκθέτει ότι με την υπ'αριθ. 200/23-1-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), κατεδικάσθη σε φυλάκιση 15 μηνών, που μετετράπη προς 4,40 ευρώ και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για την πράξιν της παρανόμου οπλοφορίας ενώ εκηρύχθη αθώος της πράξεως της οπλοχρησίας. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη (ίδετ. το με αριθ. πρωτ. ...... πιστοποιητικό του Αρείου Πάγου). Περαιτέρω με την υπ'αριθ. 1724/2007 απόφασιν του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, η οποία επίσης έχει καταστεί αμετάκλητη, εκηρύχθη αθώος για την πράξιν της ληστείας, που φέρεται ότι διεπράχθη υπ'αυτού την 13-12-2002. Ειδικώτερον από το διατακτικό των παραπάνω αποφάσεων προκύπτει ότι ο αιτών, κατά τον προαναφερθέντα χρόνον, καθώς και ο συγκατηγορούμενός του Χ2, έφερε μεθ'εαυτού όπλο, αγνώστου ταυτότητος, και δι'αυτού ηπείλησεν τους παθόντας, με αποτέλεσμα, να εξαναγκασθούν οι τελευταίοι και να τους παραδώσουν τα αναφερόμενα εις το διατακτικό των παραπάνω αποφάσεων κινητά πράγματα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι τόσον ο αιτών όσον και ο συγκατηγορούμενός του εκηρύχθησαν αθώοι της ως άνω πράξεως της ληστείας και μάλιστα ο τελευταίος επί πλέον της πράξεως της παρανόμου οπλοφορίας, αφού δεν προέκυψε ιδίως εκ της καταθέσεως του παθόντος, ότι οι κατηγορούμενοι ήτο οι δράστες της προδιαληφθείσης πράξεως. Παρά ταύτα όμως ο αιτών με την προαναφερόμενη υπ'αριθμ. 200/2006 απόφασιν εκηρύχθη ένοχος ότι, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο έφερε μεθ'εαυτού όπλον (πιστόλι) ".....με την απειλή του οποίου διέπραξε την ληστεία, χωρίς να πυροβολήσει....", πράξιν για την οποία ως ανωτέρω ελέχθη, εκηρύχθη αθώος. 'Ετσι, εν όψει των εκτεθέντων, η επακολουθήσασα δια της υπ'αριθ. 1724/30-4-2007 αποφάσεως του ως άνω Δικαστηρίου αθώωσις του αιτούντος για την πράξιν της ληστείας, δεδομένου ότι δεν συμμετείχε, καθ'οιονδήποτε τρόπον, στην διάπραξιν αυτής, αναιρεί την ενοχήν του για την παράνομη οπλοφορία και συνακόλουθα αποτελεί νέο γεγονός, νέα απόδειξη που καθιστά πρόδηλη την απαλλαγή του αιτούντος. Επομένως πρέπει να γίνει ουσιαστικά δεκτή η υπό κρίσιν αίτησις και να ακυρωθεί η υπ'αριθ. 200/23-1-2006 απόφασις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) και να παραπεμφθεί η υπόθεσις προς νέα συζήτηση σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που κατεδίκασε δικαστήριο (άρθρ. 528 § 1 Κ.Π.Δ.) και δη εις το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς (επί κακουργημάτων). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η από 15-11-2007 αίτησις του Χ1 και ήδη κρατουμένου, δι'άλλην αιτίαν στην δικαστική φυλακή Λαρίσης. ΙΙ) Να ακυρωθεί η υπ'αριθ. 200/23-1-2006 απόφασις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων). ΙΙΙ) Να παραπεμφθεί η υπόθεσις προς νέα συζήτηση εις το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς επί κακουργημάτων. Αθήναι 14 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 αριθ. 2 του ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο, που πραγματικά τέλεσε. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέα γεγονότα ή αποδείξεις μπορούν να θεωρηθούν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως συμπληρωματικές διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις μαρτύρων νέα έγγραφα, διευκρινιστικά αμφίβολων σημείων της υπόθεσης, ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο, και ως εκ τούτου ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά, εκτιμώμενα, είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα ήδη ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά στοιχεία καθιστούν πρόδηλο (εγγίζουν την βεβαιότητα) και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι διέπραξε. Τη σχετική περί αυτού κρίση του, το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως αρμόδιο δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της δίκης που προκλήθηκε και από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία. Δεν είναι, πάντως άγνωστες οι αποδείξεις που έχουν υποβληθεί αμέσως ή εμμέσως στους δικάσαντες δικαστές και δεν ελήφθησαν υπόψη από αυτούς ή εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εσφαλμένα, καθώς και εκείνες με τις οποίες επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση ο Χ1 με την κρινόμενη από 24-10-2007 (ημερομ. Εγχειρ. 15-11-2007) αίτηση του ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 200/23-1-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη, με την οποία καταδικάστηκε για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας σε φυλάκιση 15 μηνών και χρηματικής ποινής 1000 ευρώ, γιατί από τις επικαλούμενες νέες αποδείξεις, άγνωστες στους δικαστές που τον καταδίκασαν, καθίσταται φανερό ότι είναι αθώος της ως άνω πράξεως. Η αίτηση αυτή παραδεκτά εισάγεται σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε Συμβούλιο και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. ΙΙ. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμ. 200/23-1-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη (βλ. το με αριθ. πρωτ. ...... πιστοποιητικό του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου), ο αιτών Χ1 καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση δέκα πέντε (15) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ για την αξιόποινη πράξη της παράνομης οπλοφορίας και συγκεκριμένα για το ότι στην Αθήνα την 13-12-2002 έφερε όπλο (πιστόλι) χωρίς να έχει την απαιτούμενη από το νόμο άδεια οπλοφορίας, ενώ κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της οπλοχρησίας, ήτοι για το ότι κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο με τη χρήση πιστολιού, το οποίο χρησιμοποίησε ως μέσο απειλής, ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής διέπραξε με τον συγκατηγορούμενό του (για τον οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω) το κακούργημα της ληστείας. Με την ίδια πιο πάνω απόφαση κηρύχθηκε αθώος ο συγκατηγορούμενος του ήδη αιτούντος Χ2, που ήταν παρών κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, για τις αξιόποινες πράξεις της ληστείας από κοινού, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας. Συγκεκριμένα ο τελευταίος κηρύχθηκε αθώος: 1) για το ότι στην .... την 13-12-2002 από κοινού με τον ήδη αιτούντα, φέροντας όπλο, με σωματική βία που άσκησαν σε βάρος του Γ1 και του Γ2, τους οποίους κτύπησαν αντίστοιχα στο στήθος με γροθιές και στα πρόσωπα με όπλα, και μέσω της πρόταξης των όπλων που έφεραν, με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής των ανωτέρω και του Γ3, αφαίρεσαν από κοινού ένα χρυσό ρολόϊ, μάρκας SEIKO, 520 ευρώ και δύο επιταγές από την κατοχή του Γ1, 250 ευρώ, ένα κινητό μάρκας ΝΟΚΙΑ και την κάρτα παραμονής από την κατοχή του Γ2 και δύο κινητά τηλέφωνα (ένα καινούργιο και ένα παλιό), μάρκας ΝΟΚΙΑ και έναν χρυσό σταυρό από την κατοχή του Γ3. 2) Στην .... την 13-12-2002 με χρήση όπλου διέπραξε το κακούργημα της ληστείας... και 3) έφερε παρανόμως όπλο... Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. 1724/30-4-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. υπ' αριθμ. .... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου) ο ήδη αιτών κηρύχθηκε αθώος για την αξιόποινη πράξη της ληστείας από κοινού, που φέρεται ότι τέλεσε μαζί με τον πιο πάνω Χ2 και συνίσταται αυτή κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία από τα ίδια πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν παραπάνω, για το λόγο ότι δεν διέπραξε την εν λόγω πράξη (ληστεία). Ενόψει των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, η επακολουθήσασα δια της υπ' αριθμ. 1724/30-4-2007 αποφάσεως του πιο πάνω Δικαστηρίου αθώωση του αιτούντος για την πράξη της ληστείας, δεδομένου ότι δεν συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη της, αναιρεί την ενοχή του για την παράνομη οπλοφορία και συνακόλουθα αποτελεί νέο γεγονός, νέα απόδειξη που καθιστά πρόδηλη την αθώωση του αιτούντος. Επομένως πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 200/23-1-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, γιατί η παραπομπή αυτή σε ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 528 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, προϋποθέτει αρμοδιότητα αυτού, η οποία στην προκείμενη περίπτωση δεν υφίσταται, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, που υπήρχε για την εκδίκαση της πράξεως της παράνομης οπλοφορίας λόγω συναφείας με την εκδίκαση της πράξεως της ληστείας αναφορικά με τον προαναφερθέντα Χ2, εξέλιπε. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 24 Οκτωβρίου 2007 (ημερομ. εγχειρ. 15-11-2007) αίτηση του Χ1 και ήδη κρατούμενου, για άλλη αιτίαση Δικαστική Φυλακή Λάρισας, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμ. 200/23-1-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Ακυρώνει την παραπάνω απόφαση. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων ή αποδείξεων. Γίνεται δεκτή η αίτηση και διατάσσεται η επανάληψη της διαδικασίας.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 785/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Θωμά, για αναίρεση της με αριθμό 1319/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1189/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, δηλαδή, γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαίτιου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η τυχόν αντιγραφή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του αιτιολογικού και του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως ως προς τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, και τις σκέψεις υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, εφόσον διαλαμβάνονται όλα τα στοιχεία εκείνα, που απαιτεί η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν σημαίνει ότι δεν έγινε νέα αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών ή ότι δεν υπάρχει αιτιολογημένη κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ή ότι η ενώπιόν του δίκη δεν ήταν δίκαιη. Για την ύπαρξη δε της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1319/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ""Στις 23-3-2001 η κατηγορουμένη χ1 που κατοικούσε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της οδού ... αριθ..., στην Αθήνα (περιοχή .....), συνάντησε στην είσοδο της πολυκατοικίας τον ανήλικο τότε μαθητή ......, γιο της επίσης ενοίκου της πολυκατοικίας ......., με την οποία είχε προηγούμενες διαφορές. Τότε με πρόθεση και με αμβλύ όργανο, του οποίου το είδος δεν διαπιστώθηκε, χτύπησε τον ανήλικο στο κεφάλι και συγκεκριμένα στην αριστερή βρεγματική περιοχή, προκαλώντας του κάκωση της κεφαλής. Ο παθών πήγε στο σπίτι του, επειδή όμως αισθάνθηκε ζαλάδα και έκανε εμετό, την επομένη μεταφέρθηκε αρχικά στο Λαϊκό Νοσοκομείο και από εκεί στο νοσοκομείο "ΚΑΤ". Εκεί υποβλήθηκε σε ακτινογραφία κρανίου, από την οποία δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη κατάγματος, παρέμεινε όμως για παρακολούθηση επί 24 ώρες και του χορηγήθηκε τριήμερη αναρρωτική άδεια από το σχολείο του (βλ. τα αναγνωσθέντα από ...... πιστοποιητικό του Λαϊκού Νοσοκομείου και από ...... ιατρική γνωμάτευση του νοσοκομείου "ΚΑΤ"). Από τον τρόπο δε με τον οποίο τελέστηκε η πιο πάνω πράξη της και ειδικότερα από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε (το ανωτέρω άγνωστο "αμβλύ όργανο") και από το σημείο του σώματος του παθόντος, το οποίο επλήγη (βρεγματική περιοχή του κρανίου), μπορούσε να προκληθεί, λόγω και της νεαρής του ηλικίας, βαριά σωματική του βλάβη. Για τα πιο πάνω σαφής και με λόγο γνώσεως είναι η κατάθεση του παθόντος, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο (εφόσον και η ίδια η κατηγορουμένη με την απολογία της δεν έδωσε εύλογες εξηγήσεις για το συμβάν), αλλά αντίθετα ενισχύεται από τα προαναφερθέντα ιατρικό πιστοποιητικό και γνωμάτευση. Ενόψει όλων αυτών πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αξιόποινης πράξεως της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η οποία της αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Η ανάκληση της εγκλήσεως εκ μέρους του ήδη ενηλίκου παθόντος δεν έχει έννομη επιρροή, ενόψει του ότι η αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης δεν είναι από εκείνες που διώκονται κατ' έγκληση". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο την κατηγορουμένη, και ήδη αναιρεσείουσα, χ1 για την αποδιδόμενη σ' αυτήν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 309 σε συνδυασμό με 308 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Δεν αποτελούν δε λόγο αναιρέσεως, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, εντεύθεν δε είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Επίσης, αναφέρεται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως πως προκλήθηκε η σωματική κάκωση στον ανήλικο παθόντα, το μέσο με το οποίο έγινε αυτή (αμβλύ όργανο, του οποίου το είδος δεν διαπιστώθηκε) και το σημείο στο οποίο επλήγη ο παθών (βρεγματική περιοχή του κρανίου) και εκτίθεται περαιτέρω ότι από τον τρόπο, με το ν οποίον τελέσθηκε η ειρημένη πράξη της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και ειδικότερα από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε και από το σημείο του σώματος του παθόντος, το οποίο επλήγη και το οποίο κατονομάζει ειδικώς, μπορούσε να προκληθεί σ' αυτόν, λόγω και της νεαρής ηλικίας του, βαριά σωματική βλάβη. Και ναι μεν απαιτείται να εξειδικεύεται το είδος της βλάβης αυτής που θα επερχόταν, πλην όμως στην προκείμενη περίπτωση αυτό δεν απαιτείτο, γιατί από τα δεκτά γενόμενα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά η δυνατότητα επέλευσης βαριάς σωματικής βλάβης είναι αυτονόητη και κατά την κοινή πείρα δεδομένη. Σε σχέση δε με το υποκειμενικό στοιχείο της πιο πάνω πράξεως, δηλαδή το δόλο, δεν υπήρχε ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση και εξυπακούεται η ύπαρξή του από την πραγμάτωση αυτών. Περαιτέρω, η αντιγραφή του αιτιολογικού και διατακτικού της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί ακριβώς τα ίδια, δεν σημαίνει ότι το Τριμελές Εφετείο δεν ήσκησε τη δικαιοδοτική του εξουσία, με δική του αυτοτελή κρίση, όπως αιτιάται η αναιρεσείουσα. Και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο αποφάσισε για την ενοχή της αναιρεσείουσας μετά από συζήτηση, αποδεικτική διαδικασία και διάσκεψη και στη συνέχεια απήγγειλε προφορικά την απόφασή του, όπως ορίζει το άρθρο 371 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ενώ η γραπτή σύνταξη και υπογραφή της αποφάσεως (οπότε και έλαβε χώρα η αντιγραφή) έγινε μεταγενέστερα, σύμφωνα με τα άρθρα 142 παρ. 2 και 144 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9 Ιουνίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 6015/16.6.2006) αίτηση της χ1 για αναίρεση της 1319/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Λόγοι αναιρέσεως άρθρο 510§1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄. (Απορρίπτεται, αφού πλήρης αιτιολογία. Όχι ανάγκη να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από κάθε αποδεικτικό μέσο. Όχι λόγος αναιρέσεως η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως αποδεικτικών στοιχείων. Η επανάληψη αιτιολογικού και διατακτικού πρωτόδικης αποφάσεως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αιτιολογική κρίση του Εφετείου ή ότι η ενώπιον του δίκη δεν ήταν δίκαιη. Όχι αναγκαία η εξειδίκευση είδους βαριάς σωματικής βλάβης. Δόλος: Προκύπτει από τις συνθήκες τελέσεως εγκλήματος (όχι ιδιαίτερη αιτιολογία). Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Δόλος.
0
Αριθμός 784/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Χλούπη, για αναίρεση της με αριθμό 3556/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρύτανη, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Φραγκούλη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουλίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1307/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως αναγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370)". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα, πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής, και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Στην προκείμενη περίπτωση, ο πρώτος λόγος (α' σκέλος) της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η υπ' αριθ. 54.172/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, γιατί το εν λόγω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε ερήμην τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, "χωρίς να αναφέρει κατ' αρχήν δια ποίου τρόπου κλητεύθηκε αυτός νομίμως και εμπροθέσμως, ούτε καν αν κλητεύθηκε ως γνωστής ή αγνώστου διαμονής, ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του, άλλως, και εφόσον κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής, όπως έμμεσα θα μπορούσε να εξαχθεί από την απόφαση, η κλήτευσή του είναι απαράδεκτη, καθόσον κατά το χρόνο της κλητεύσεώς του (ήτοι την 17.6.2004, αλλά και ενωρίτερα και αργότερα) ήταν γνωστής διαμονής", πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της αναιρεσιβαλλόμενης υπ' αριθ. 3556/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών προκύπτει σαφώς ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και η συγκατηγορουμένη του Χ2 διόρισαν συνήγορό τους για να τους υπερασπιστεί τους παρόντες δικηγόρους Θεόδωρο Δρύμη και Κωνσταντίνο Γερογιάννη, αντίστοιχα, οι οποίοι αποδέχθηκαν το διορισμό τους (βλ. πρώτη σελίδα σε συνδυασμό με τις τέταρτη και όγδοη, καθώς και με τις ένατη και δέκατη τέταρτη σελίδες των εν λόγω πρακτικών), εντεύθεν δε ο πρώτος λόγος (β'σκέλος) αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί "από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει ποιός δικηγόρος εκπροσώπησε ποίον κατηγορούμενο, ενώ δημιουργεί πεπλανημένη αντίληψη και εικόνα σχετικά με την εκπροσώπηση των κατηγορουμένων", είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 236 εδ. α' του Π.Κ. (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του ν.2802/2000), με την ποινή του άρθρου 235 (ήτοι με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) τιμωρείται όποιος υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, οποιαδήποτε φύσης ωφελήματα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου ο υπάλληλος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις 'η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3556/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ""Ο κατηγορούμενος Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 1998 έως και Μάρτιο 1999, από πρόθεση υποσχέθηκε σε υπάλληλο με την έννοια του νόμου χρηματικά ωφελήματα που δεν δικαιούται για μελλοντική του ενέργεια, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντα του και ανάγεται στην υπηρεσία του και ειδικότερα, με πρόθεση υποσχέθηκε, με τη μεσολάβηση της Β1 και της Β2, στον καθηγητή του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ1 την καταβολή των χρηματικών ποσών των 300.000 δραχμών και του 1.100.000 δραχμών, προκειμένου να λάβει βαθμό επιτυχίας, χωρίς να εξετασθεί, στα επί πτυχίω μαθήματα "ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ Ι" και "ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΙΙ",τα οποία δίδασκε και εξέταζε ο ίδιος ως άνω καθηγητής και στα οποία αυτός όφειλε να εξετασθεί κατά τις αντίστοιχες εξεταστικές περιόδους μηνός Σεπτεμβρίου 1998 και Φεβρουαρίου 1999. Την καταβολή του ποσού των 300.000 δραχμών υποσχέθηκε ο κατηγορούμενος στον καθηγητή Γ1 για να τον περάσει στο δεύτερο παραπάνω μάθημα και την καταβολή του ποσού των 1.100.000 δραχμών υποσχέθηκε σε αυτόν προκειμένου να τον περάσει (βαθμολογήσει επιτυχώς) στο πρώτο παραπάνω μάθημα. Έτσι, παρόλο που ο κατηγορούμενος δεν συμμετείχε το Σεπτέμβριο του 1998 στις εξετάσεις του μαθήματος "ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ II" έλαβε προβιβάσιμο βαθμό (7), ύστερα από γραπτή εξέταση του ιδίου που συντάχθηκε από τη Β1. Επίσης, ο ίδιος, ενώ δεν συμμετείχε το Φεβρουάριο του 1999 στην εξέταση του μαθήματος "ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ Ι", έλαβε προβιβάσιμο βαθμό (6), τα θέματα του οποίου με τις λύσεις τους συμπλήρωσε ο ίδιος σε λευκή κόλλα (ασυμπλήρωτη) του Πανεπιστημίου, που του δόθηκαν από την Β1, με τη μεσολάβηση της οποίας, κατά τα προεκτεθέντα, δέχθηκε την υπόσχεση της καταβολής του συνολικού ποσού των 1.400.000 δραχμών και κατέβαλε σε αυτή το ως άνω ποσό με τελικό αποδέκτη τον καθηγητή Γ1. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα παραπάνω μαθήματα δίδασκε ο Γ1 και ότι προσέφερε το παραπάνω χρηματικό ποσό για λογαριασμό του εν λόγω καθηγητή, οι δε περί του αντιθέτου αυτοτελείς ισχυρισμοί του δεν αποδεικνύονται από μόνη την κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα ......., ο οποίος, χωρίς να προσδιορίζει την ιδιότητα του, καταθέτει ότι υπηρετούσε με τον καθηγητή Γ1 στο ίδιο τμήμα και το μάθημα "ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ II" είχε ανατεθεί στον ίδιο και στη ...... (από ποιόν είχε ανατεθεί σε αυτούς και υπό ποία ιδιότητα;; ως καθηγητών ή ως βοηθών του Γ1;). Τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρο 236 Π.Κ.) που αποδίδεται στον κατηγορούμενο Χ1 και, συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος της εν λόγω πράξης, να του αναγνωρισθεί όμως το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2α Π.Κ.), καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας και την όλη αποδεικτική διαδικασία προκύπτει ότι αυτός μέχρι το χρόνο τελέσεως της ως άνω πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν στο Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Χ1 για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ενεργητικής δωροδοκίας και του επέβαλε, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθου 84 παρ. 2α του Π.Κ., ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1 και 236 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του προταθέντος απ' αυτόν αυτοτελούς ισχυρισμού ότι ο ειρημένος καθηγητής Γ1, που φέρεται ότι τον δωροδόκησε, δεν ήταν αρμόδιος για τη βαθμολόγησή του είναι αβάσιμη, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός δεν συνιστά αυτοτελή τέτοιο, αφού δεν άγει στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση αυτής, καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, αλλ' αποτελεί αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και δεν απαιτείτο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, ειδική αιτιολογία, ανεξαρτήτως του ότι το Εφετείο για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού διέλαβε στην απόφασή του την άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως, οι, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε αιτιάσεις, με τις οποίες είτε ευθέως, είτε υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πλήττεται ως μη ορθή η εκτίμηση από το Εφετείο των αποδείξεων και γενικότερα η ουσιαστική του κρίση, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠοινΔ, ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 εδ α' του ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό Δικαστήριο από τα πρόσωπο που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό Δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι, το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέστηκε εις βάρος τους και η οποία ηθική βλάβη έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στη φήμη τους έναντι των τρίτων. Η σχετική δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στη δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν το τελευταίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αντίκτυπο, και ειδικότερα, επί κατηγορίας για ενεργητική δωροδοκία (άρθρο 236 ΠΚ), στον αντίκτυπο που έχει στη σύννομη, καθαρή, υγιή και ακέραιη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, που είναι το προστατευόμενος από την εν λόγω διάταξη έννομο αγαθό και η οποία οπωσδήποτε πλήττεται στην περίπτωση τελέσεως του ειρημένου εγκλήματος. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωσε δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ'αριθ. 54.172/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά, το "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ" δήλωσε προφορικώς, δια του πληρεξούσιο δικηγόρου του Μιχαήλ Φραγκούλη, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και ζήτησε να υποχρεωθεί (εκτός από τους αναφερομένους συγκατηγορουμένους του) και αυτός να του καταβάλει για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, που υπέστη αυτό από το εις βάρος του πιο πάνω αδίκημα του κατηγορουμένου, το ποσό των 44,02 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παράβαση της πολιτικής αγωγής και επιδίκασε στο "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ" για την πιο πάνω αιτία το ανωτέρω ποσό. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπου ήχθη κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά, εμφανίσθηκε ο ειρημένος πληρεξούσιος δικηγόρος του άνω ΝΠΔΔ και δήλωσε ότι "το ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ" παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον για χρηματική ικανοποίηση 44,02 ευρώ, με κάθε επιφύλαξη, από την ηθική βλάβη που του προκάλεσε η κρινόμενη πράξη". Η δήλωσε αυτή του παθόντος ΝΠΔΔ είναι νόμιμη και δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, σύμφωνα με όσα προναφέρθηκσν στη νομική σκέψη, να γίνει ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, γιατί είναι φανερό ότι αυτή αναφέρεται στη σύννομη, καθαρή, υγιή και ακέραιη λειτουργία των υπηρεσιών αυτού (Πανεπιστημίου), στο οποίο ήταν δυνατό να επέλθει. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν προκύπτει στην προκείμενη περίπτωση εάν ο ειρημένος πληρεξούσιος δικηγόρος του πολιτικώς ενάγοντος Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που επανέλαβε, κατά τα ανωτέρω, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου τη δήλωση για παράσταση πολιτικής αγωγής, είχε την απαιτούμενη προς τούτο εξουσιοδότηση και εντεύθεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, ως αναφερόμενη στην ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου παράσταση και εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολότης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12 Ιουλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 1868/13.7.2006) αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 3556/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος "ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ" εκ διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται 1ος λόγος, με ον πλήττεται η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση. Απορρίπτονται 3ος λόγος και 4ος λόγοι Επαρκή αιτιολογία και όχι έλλειψη νόμιμης βάσης. Απορρίπτεται 2ος λόγος: νόμιμη παράσταση Πανεπιστημίου Αθηνών ως πολιτικού ενάγοντος. Απορρίπτει αίτηση για αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
1
Αριθμός 783/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πετρόγλου, για αναίρεση της 1414/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Αυγούστου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1391/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της παρούσης αιτήσεως αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη.....Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ". Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστικής απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας (αιτιολογίας) ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. Συνίσταται δε η κατά 219 προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Η απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, μετά τη μη σύννομη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, ιδρύει για την νομοτύπως και εμπροθέσμως κλητευθείσα κατηγορουμένη το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ με τη μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1414/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, που δίκασε ως Εφετείο, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη κατά ένα μέρος η έφεση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 κατά της 1248/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία αυτή καταδικάσθηκε για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 κατ' εξακολούθηση σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη, μετά την απόρριψη αιτήματός της για αναβολή της δίκης λόγω ανυπερβλήτων αιτίων αδυναμίας εμφανίσεώς της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, αλλά αντ' αυτής εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η δικηγόρος Καβάλας Ευαγγελία Παλιούδη, η οποία ανήγγειλε ότι η κατηγορουμένη από τις 19-6-2006 βρίσκεται στην ...., όπου θα χρειασθεί να έχει επαφές με Υπουργεία για θέματα καπνών, και αδυνατεί να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης για λογαριασμό της. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού της ούτε μάρτυρα εξήτασε, ούτε προσκόμισε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση κατά ένα μέρος ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία αναφορικά με την παρεμπίπτουσα απόφασή του: "....Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα για την εκ νέου αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, η οποία ομοίως είχε αναβληθεί λόγω κωλύματος στο πρόσωπο της εκκαλούσας, ερείδεται σε λόγο που δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως (του άρθρου 349 Κ.Ποιν.Δ), ήτοι στην ύπαρξη ανειλημμένων υποχρεώσεων της εκκαλούσας στην Αθήνα. Επομένως, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον περιέχει την παραδοχή ότι τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλέσθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία η αναιρεσείουσα για να επιτύχει την αναβολή της δίκης, δηλαδή, η απουσία της στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους, δεν συνιστούν σημαντικό αίτιο, καθώς και τις σκέψεις ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναβολής. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, που στρέφεται κατά της παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 470 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το Δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος, ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο, λόγω του ανεγκλήτου, για ορισμένες από τις επί μέρους πράξεις εξακολουθούντος εγκλήματος, για το οποίο είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, διατηρήσει όμως την ίδια ποινή για τις λοιπές πράξεις χωρίς να προβεί σε νέα επιμέτρηση αυτής. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ' αριθ. 1248/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη, για παράβαση του ΑΝ 86/1967 "περί μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών", πράξεις που έλαβαν χώρα εξακολουθητικά κατά τη χρονική περίοδο από 1-6-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-1-2001, από 1-7-2000 έως 31-12-2000 και από 1-5-2000 έως 30-9-2000. Η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού προηγουμένως έκρινε ότι η έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και κήρυξε αυτήν αθώα, λόγω του ανεγκλήτου (άρθρο 33 του ν. 3346/2005), για τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν τα πιο πάνω αδικήματα και τελέσθηκαν κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-6-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-12-2000, από 1-4-2000 έως 31-1-2001 και από 1-7-2000 έως 31-12-2000, απέρριψε κατά τα λοιπά την έφεση ως ανυποστήρικτη και δη "ως προς την πράξη της παράβασης του ΑΝ 86/1967 (ΙΚΑ) που αφορά διάστημα από 1-5-2000 έως 30-9-2000 και το οφειλόμενο ποσό είναι 3.682.900 δρχ. ή 10.808,22 ευρώ". Με την απόφασή του, όμως, αυτή το Τριμελές Πλημμελειοδικείο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, γιατί με την απόρριψη κατά ένα μέρος της εφέσεως της αναιρεσείουσας ως ανυποστήρικτης διατήρησε την ποινή που είχε επιβληθεί σ' αυτήν πρωτοδίκως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των μερικότερων πράξεων που συγκροτούσαν τα προαναφερθέντα εγκλήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες για τις οποίες κήρυξε κατά τα ανωτέρω αθώα την αναιρεσείουσα, ενώ έπρεπε να προχωρήσει και σε νέα επιμέτρηση της ποινής. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ σχετικού λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της που απέρριψε κατά ένα μέρος την έφεση ως ανυποστήρικτη και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ), προκειμένου τούτο (Δικαστήριο) να προβεί σε νέα επιμέτρηση της ποινής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 1414/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας ως προς τη διάταξή της που απέρριψε κατά ένα μέρος την έφεση ως ανυποστήρικτη. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) Αιτιολογημένη απόρριψη αναβολής (απορρίπτεται σχετικός λόγος), β) Η έφεση κρίθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκηθείσα και μετά κήρυξε το ως Εφετείο δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας την αναιρεσείουσα αθώα για μερικές πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, ενώ κατά τα λοιπά απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να προχωρήσει σε νέα επιμέτρηση της ποινής (άρν. υπέρβαση εξουσίας. Δεκτός σχετικός λόγος). Αναιρεί εν μέρει (ως προς διάταξή της για απόρριψη εφέσεως ως ανυποστήρικτη). Παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο για νέα επιμέτρηση της ποινής.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναίρεση μερική, Εξακολουθούν έγκλημα, Αναβολής αίτημα.
1
Αριθμός 782/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στην Αγροτική Φυλακή Τίρυνθας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αχιλλέα Μπανταβάνο, για αναίρεση της 446/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1691/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 446/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και ήταν αδειούχος. Την 11-10-1997, ημέρα Σάββατο και περί ώρα 14.00, επισκέφθηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων (ΚΕΤΘ) στον ..... Αττικής τον εκεί υπηρετούντα στρατιώτη Γ1, ο οποίος είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά και δεν είχε πάρει άδεια εξόδου. Ο κατηγορούμενος κατά τη συνάντησή τους, έχοντας μαζί του 15,2 γραμμάρια φυτικών αποσπασμάτων ινδικής κάνναβης ("φούντα"), τα παρέδωσε στον εν λόγω φίλο του. Η ενέργειά του όμως αυτή υπέπεσε στην αντίληψη ανδρών της Αστυνομίας Μονάδος (ΑΜ) του στρατοπέδου, οι οποίοι και τον συνέλαβαν. Πρέπει, λοιπόν, να κηρυχθεί και αύθις ένοχος εισαγωγής σε στρατόπεδο, κατοχής και διαθέσεως απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας και να του αναγνωρισθεί το και πρωτοδίκως αναγνωρισμένο ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Δεν προσκομίσθηκαν, όμως, στη διαδικασία στοιχεία αποδεικνύονται τη μετά τις πράξεις του κατηγορουμένου συμπεριφορά του, γι'αυτό και πρέπει το αιτηθέν ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε' ΠΚ να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του στον Ανακριτή επιβεβαιώνει τις πράξεις του διαφοροποιώντας το ρόλο του, ως διαμεσολαβητή, δέχεται δε ότι και ο ίδιος είχε μέχρι τότε (8-1-1999) καπνίσει χασίς δύο έως τρεις φορές. Πρέπει λοιπόν και ο ισχυρισμός της υπερασπίσεώς του ότι οι πράξεις είναι πλημμελήματα να απορριφθεί. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για τις αποδιδόμενες σ'αυτόν πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της εισαγωγής σε στρατόπεδο, της κατοχής και της διαθέσεως ναρκωτικών ουσιών και του επέβαλε, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α' ΠΚ, ποινή φυλακίσεως τριών ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1 του ΠΚ και των άρθρων 4 παρ.1 Πιν Α6, 5 παρ.1 β', γ',ζ' του ν.1729/1987, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κατείχε την άνω ποσότητα ινδικής κάνναβης, ήτοι είχε τη φυσική εξουσίαση αυτής, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να τη διαθέτει πραγματικά σε τρίτους κατά τη δική του βούληση, και την εισήγαγε στο πιο πάνω στρατόπεδο, όπου και τη διέθεσε στον ειρημένο στρατιώτη Γ1. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατά το άρθρο 193 παρ.2 περ. ζ' του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν.2287/1995), "Οι στρατιωτικοί δεν υπάγονται στα στρατιωτικά, αλλά στα κοινά ποινικά Δικαστήρια για : α)... ζ) κακουργήματα και πλημμελήματα που με ειδικούς νόμους υπάγονται στα Εφετεία", όπως είναι τα ανωτέρω κακουργήματα περί τα ναρκωτικά (άρθρο 21 του ν.663/1977). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Η' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, και συγκεκριμένα ότι το Πενταμελές Εφετείο εκδικάζοντας τις άνω κακουργηματικές πράξεις άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων κατά το χρόνο τελέσεως των εν λόγω πράξεων υπηρετούσε σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, τη στρατιωτική του θητεία και κατά συνέπεια υπαγόταν στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών Δικαστηρίων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 14 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 446/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά (εισαγωγή σε στρατόπεδο, κατοχή και διάθεση ναρκωτικών). Λόγοι: 1) 510§1 στοιχ. Δ΄, 2) στοιχ. Ε΄ απορριπτέοι, 3) 510§1 Η΄ ΟΧΙ υπέρβαση εξουσίας (ΟΧΙ δικαιοδοσία Στρατιωτικού Ποινικού Δικαστηρίου). Απορρίπτει αίτηση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 781/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Μαραβέλια, για αναίρεση της ΒΤ1596/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουλίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1452/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ.1 του ΚΠοινΔ "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη... H διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ". Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας (αιτιολογίας) ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Η απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης μετά τη μη σύννομη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, ιδρύει για το νομοτύπως και εμπροθέσμως κλητευθέντα κατηγορουμένου λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠοινΔ με τη μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. ΒΤ 1596/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της υπ'αριθ. ΒΜ 974/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για παράβαση του άρθρου 79 του ν.5960/1933 σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή 13.000 ευρώ, μετά την απόρριψη αιτήματος για αναβολή της δίκης λόγω κωλύματος του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε ο εκκαλών-κατηγορούμενος, αλλ'εμφανίσθηκε, ως άγγελος, ο δικηγόρος Αθηνών Παναγιώτης Μάστορας, ο οποίος ανήγγειλε ότι "ο συνάδελφός του Εμμανουήλ Λύτρας χειρίζεται την υπόθεση και ζητεί αναβολή, γιατί έχει δύο δικαστήρια σήμερα στην Αθήνα και δεν μπορεί να παρευρεθεί στη σημερινή υπόθεση και προσκόμισε την από 27-2-2006 υπεύθυνη δήλωση του Εμμ.Λύτρα, όπου και ανεγνώσθη". Το Δικαστήριο, ακολούθως απέρριψε το αίτημα αναβολής και την έφεση ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία αναφορικά με την παρεμπίπτουσα απόφασή του: "...Στην προκείμενη περίπτωση εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο ο ανωτέρω Δικηγόρος και υπέβαλε ως άγγελος αίτημα (αναβολής) για λογαριασμό του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατηγορουμένου, λόγω κωλύματος του τελευταίου να παραστεί στη δίκη, διότι είχε ανειλημμένη υποχρέωση αυτός παραστάσεως κατά τον ίδιο χρόνο σε άλλα δικαστήρια, όπως προκύπτει από την υπεύθυνη δήλωση του ίδιου που προσκομίζει. Το αίτημα αυτό αναβολής πρέπει να απορριφθεί, διότι το αίτημα υποβλήθηκε όχι από τον εγκαλούντα-κατηγορούμενο, αλλά από άγγελο του δικηγόρου, ο οποίος επρόκειτο να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιτρέψει την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου (κατά τα άρθρα 340 παρ.2 και 501 παρ.1 ΚΠοινΔ), ο οποίος (δικηγόρος), πριν του επιτραπεί η εκπροσώπηση αυτή, δεν νομιμοποιείται να προβάλλει αίτημα αναβολής που αφορά προσωπικό του κώλυμα να εμφανισθεί στο δικαστήριο και να ζητήσει να του επιτραπεί η εκπροσώπηση". Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και οι σκέψεις, που θεμελιώνουν την απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, ο αναιρεσείων επικαλείται, κατ'εκτίμηση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεώς του την ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εξ αιτίας της απορρίψεως του ειρημένου αιτήματος αναβολής της δίκης, λόγω κωλύματος του πληρεξουσίου δικηγόρου του να παραστεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Όμως, ο λόγος αυτός, που αναφέρεται στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτ. δ' του ίδιου Κώδικα (απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου), δεν ιδρύεται στην προκείμενη περίπτωση, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, το πιο πάνω αίτημα αναβολής υποβλήθηκε από άγγελο όχι του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, αλλά του δικηγόρου, που επρόκειτο να ζητήσει από το Δικαστήριο να του επιτρέψει την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου (κατά τα άρθρα 340 παρ.2 και 501 παρ.1 ΚΠοινΔ), ο οποίος (δικηγόρος), πριν του επιτραπεί η εκπροσώπηση αυτή, δεν νομιμοποιείται να προβάλει αίτημα αναβολής που αφορά προσωπικό του κώλυμα να εμφανισθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει να του επιτραπεί η εκπροσώπηση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' και Δ' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 500 εδ.γ' και 501 παρ.1 του ΚΠοινΔ, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εφόσον διαπιστώνεται ότι ο εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση για οποιονδήποτε λόγο από τους περιοριστικά διαλαμβανόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 και 166 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην περίπτωση που ο εκκαλών κλητεύθηκε με κλήση προς συζήτηση της εφέσεώς του, αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, η μνεία του αποδεικτικού κλητεύσεώς του και η χρονολογία τούτου, ώστε να προκύπτει η εμπρόθεσμη κλήτευσή του κατά το άρθρο 166 ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, 'όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος (κατά της ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως που τον είχε καταδικάσει για παράβαση του άρθρου 79 του ν.5960/33), ως ανυποστήρικτη, λόγω της απουσίας του, με την εξής αιτιολογία: "Από το από ..... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα ...., στον εκκαλούντα, και από το (από) ..... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα ......, στον αντίκλητο δικηγόρο, που βρίσκονται στη δικογραφία, προκύπτει ότι ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως για να εμφανισθεί σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και να υποστηρίξει την έφεση που έχει ασκήσει κατά της με αριθμό ΒΜ ΒΜ 974/2-2-2004 αποφάσεως του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Επίσης, του έχει κοινοποιηθεί και ο κατάλογος των μαρτύρων που πρόκειται να εξεταστούν. Δεδομένου δε ότι δεν παρουσιάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320 , 321, 326, 340 και 501 ΚΠοινΔ, να απορριφθεί η έφεσή του ως ανυποστήρικτη...". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ'αυτή τόσο το αποδεικτικό κλητεύσεως του εκκαλούντος, και ήδη αναιρεσείοντος, και ως εκ περισσού και του αντικλήτου του,-καθόσον η προς αυτόν (αναιρεσείοντα) επίδοση της κλήσεως έγινε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του από ...... πιο πάνω αποδεικτικού επιδόσεως, με παράδοση αυτή στα χέρια της ενήλικης συνοίκου συζύγου του αναιρεσείοντος ......, ενόψει του ότι εκείνος δεν βρέθηκε κατά την ώρα εκείνη στον τόπο της επιδόσεως, και όχι με θυροκόλληση-, όσο και οι ημερομηνίες των αποδεικτικών αυτών, από τις οποίες προκύπτει το εμπρόθεσμο της κλητεύσεως του αναιρεσείοντος για τη δικάσιμο της 28-2-2006, κατά την οποία λόγω της μη εμφανίσεώς του απορρίφθηκε η έφεσή του ως ανυποστήρικτη. Ενόψει δε των ανωτέρω, οι τυχόν ατέλειες της κλητεύσεως του εκ περισσού, όπως προαναφέρθηκε, του αντικλήτου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου δεν συνεπάγονται καμία έννομη συνέπεια. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, κατ'εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 501 ΚΠοινΔ αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, εάν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 370 εδ.β' και γ', το Δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του προς υποστήριξη της εφέσεώς του, το Εφετείο, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσεως ή κηρύξεως απαράδεκτης της ποινικής διώξεως, ερευνά αν ο εκκαλών κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, οπότε και απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη. Προηγούμενη έρευνα στην περίπτωση αυτή του παραδεκτού της ασκήσεως της εφέσεως δεν απαιτείται. Μόνο, εάν το Εφετείο διαπιστώσει ότι συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως, διότι έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της εγκλήσεως ή έχει γίνει ανάκλησή της ή έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή ο κατηγορούμενος-εκκαλών έχει πεθάνει, ή περίπτωση κηρύξεως της ποινικής διώξεως απαράδεκτης λόγω δεδικασμένου ή ελλείψεως της εγκλήσεως, αιτήσεως ή άδειας που απαιτείται για τη δίωξη, οφείλει να ερευνήσει αν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, αν, δηλαδή, είναι παραδεκτή, οπότε, παρά την απουσία του εκκαλούντος, προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως με την παύση οριστικά ή την κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής διώξεως. Διαφορετικά, αν το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παραλείψει να πράξει τα ανωτέρω και χωρήσει στην απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και η απόφασή του είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται κατά την εξέταση των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 καταδικάστηκε, όπως προαναφέρθηκε, με την πρωτόδικη υπ'αριθμ ΒΜ974/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών και χρηματική ποινή 13.000 ευρώ για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (άρθρ. 79 του ν.5960/1933), ενώ η ποινική δίωξη εις βάρος του είχε ασκηθεί συνεπεία της από 13-7-1999 εγκλήσεως της ...... (τελευταίας νόμιμης κομίστριας της επίμαχης επιταγής), που υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στις 14-7-1999 από το δικόγραφο Αθηνών Χρήστο Κακαρούνα, κατόπιν της σχετικής από 10-7-1999 νόμιμης εξουσιοδοτήσεως της τελευταίας, και η οποία (έγκληση) διευκρινίστηκε απ'αυτήν με την από 28-9-1999 προανακριτική κατάθεσή της ως προς το κύριο όνομα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου (ήτοι από το εσφαλμένο, που αναγράφεται στην έγκληση, "....." στο ορθό "....."). Κατά της άνω αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε την υπ'αριθμ. 403/10-2-2006 έφεση, η οποία εκδικάσθηκε στις 28-2-2006 και απορρίφθηκε, όπως προεκτέθηκε, ως ανυποστήρικτη, λόγω της απουσίας του, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. ΒΤ1596/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ως Εφετείο. Ενόψει λοιπόν τούτων, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 370 εδ.γ' του ΚΠοινΔ. κηρύξεως απαράδεκτης της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος για την ειρημένη αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το λόγο ότι η ανωτέρω έγκληση "δεν υποβλήθηκε νομίμως, γεγονός που εξομοιώνεται με έλλειψη εγκλήσεως", όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, και κατά συνέπεια το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν όφειλε να ερευνήσει το παραδεκτό της ασκήσεως της εφέσεως, ούτε πολύ περισσότερο να προβεί σε κήρυξη απαράδεκτης της ασκηθείσας κατ'αυτού ποινικής διώξεως για την επίμαχη πιο πάνω πράξη. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠοινΔ πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, αντί να ερευνήσει προηγουμένως αυτεπαγγέλτως αν αυτή έχει ασκηθεί παραδεκτά και στη συνέχεια να κηρύξει απαράδεκτη την ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για τον προεκτεθέντα λόγο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 21 Ιουλίου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθ. ΒΤ1596/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει έφεση κατά καταδικαστικής για ακάλυπτη επιταγή αποφάσεως ως ανυποστήρικτη. 1ος λόγος: Αίτημα αναβολής κώλυμα πληρεξουσίου δικηγόρου, το γνωστοποιεί, ως άγγελος, άλλος Δικηγόρος. Απορρίπτεται ο λόγος αυτός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α & Δ. 2ος λόγος: Κλήτευση αναιρεσείοντος νόμιμα και εμπρόθεσμα. Απορρίπτεται για έλλειψη αιτιολογίας. 3ος λόγος: ΟΧΙ νόμιμη περίπτωση εφαρμογής 501§3 ΚΠΔ. Απορρίπτεται λόγος Η΄. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 778/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, η οποία παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σιμόπουλο, περί αναιρέσεως της 653/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 990/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, όπως η παράγραφος 1 του τελευταίου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 6 του Ν. 1653/1986 και η παράγραφος 3 αυτού προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης αν έγινε παρόντος του κατηγορουμένου και αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Δεν απαιτείται επίδοση της απόφασης. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκηθεί εκπρόθεσμα απορρίπτεται ως απαράδεκτο (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη σχετική υπηρεσιακή επισημείωση του γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Ναυπλίου, στην προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης 653/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η τελευταία καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, στις 27.4.2007. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από την κατηγορουμένη, ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στις 14-5-2007, από τον οποίο και συντάχθηκε η με την αυτή ημερομηνία έκθεση με αριθμό 82/2007. Έτσι όμως η άσκησή της έγινε μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώρηση. Κατ' ακολουθία τούτων και δοθέντος ότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται στην έκθεση αναιρέσεως λόγους ανυπερβλήτου κωλύματος ή ανώτερης βίας για τη δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησής της, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα (αρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-5-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 653/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική δικονομία. Εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 779/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Χίου, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαυροειδή, για αναίρεση της με αριθμό 678/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 952/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 174 παρ. 2 του Ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 9 του Ν.3189/2003 (ήδη άρθρο 35 παρ. 2 του Κώδικος Νόμων για τα Ναρκωτικά), για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση του νόμου αυτού σε ποινή καθείρξεως το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή τους, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ.1 (για την απαγόρευση διαμονής σε ορισμένους τόπους). Για την εκτέλεση της απελάσεως εφαρμόζεται το άρθρο 74 του ΠΚ, με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της μ' εκείνη του άρθρου 74 του ΠΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταδίκης αλλοδαπού, υπηκόου Κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, το δικαστήριο που τον καταδίκασε οφείλει να διατάξει την ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή του σ' αυτήν. Ενόψει αυτών, η απόφαση που διατάσσει την απέλαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν.1729/1987, έχει κατά τούτο την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρει ότι πρόκειται για αλλοδαπό μη υπήκοο Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αν δε προβληθεί απ' αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, η συνδρομή σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την παραμονή του στη Χώρα, η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό πρέπει να εκτείνεται και στην εν λόγω απόρριψη. Εξάλλου, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΟινΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 678/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και τα πρακτικά της, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε μ' αυτήν, σε δεύτερο βαθμό, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, πράξεις που τέλεσε υπό την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως οκτώ ετών, καθώς και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. Παραλλήλως διατάχθηκε η ισόβια απέλασή του από τη Χώρα, μετά την έκτιση της ποινής, αφού απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του ότι συνέτρεχαν οικογενειακοί λόγοι που δικαιολογούσαν την παραμονή του στην Ελλάδα, τον οποίο είχε αυτός προβάλει επικαλεσθείς ότι με την οικογένειά του, γονείς και δύο αδελφές του, που είναι ομογενείς Έλληνες εξ Αλβανίας, είναι εγκατεστημένος από 17ετίας στην Ελλάδα και ότι, αν απελαθεί, η εν λόγω οικογένειά του "θα διαλυθεί", καθόσον ο μεν πατέρας του "δεν θα μπορέσει να κρατήσει τη δουλειά του αφού τον έχει ανάγκη" (διατηρεί ξυλουργείο στην ......), η δε μητέρα του "θα μαραζώσει με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ύπαρξή της", ενώ ο ίδιος θα επιστρέψει στην Αλβανία χωρίς εργασίας και χωρίς οικογένεια. Ο απορριφθείς ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ο οποίος συνοψίζεται στο ότι η μείωση των εργασιών του πατέρα του αναιρεσείοντος, λόγω στερήσεως των υπηρεσιών εκείνου, η θλίψη της μητέρας του, λόγω στερήσεως της φυσικής παρουσίας του και το αβέβαιο μέλλον του στη χώρα καταγωγής του, συνδυαζόμενα μεταξύ τους, συνιστούν σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την παραμονή του στην Ελλάδα, δεν είναι νόμιμος, καθόσον τ' ανωτέρω προβληθέντα είναι οι συνήθεις επιπτώσεις της απελάσεως έναντι της πατρικής οικογένειας του απελαυνομένου και έναντι του ίδιου, οι οποίες, και αληθείς αν υποτεθούν, δεν συνιστούν σπουδαίο λόγο κατά την έννοια της παραγρ. 2 του άρθρου 17 του Ν.1729/1987 που προπαρατέθηκε. Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσον εκείνη επί της κατηγορίας, όσον και τον αυτοτελή περί της απελάσεως, δέχθηκε το Εφετείο ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός και δη υπήκοος Αλβανίας, η οποία δεν είναι κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Περαιτέρω, εν σχέσει με τον απορριφθέντα ως άνω ισχυρισμό, διέλαβε τα εξής: "Το Δικαστήριο κρίνει ότι η παραμονή του στην Ελλάδα θα είναι βλαπτική για τον ίδιο και για το περιβάλλον, δεν συντρέχουν δε σπουδαίοι οικογενειακοί λόγοι, αφού δεν έχει σύζυγο ή παιδιά που να φοιτούν σε σχολείο κ.λ.π., ώστε να δικαιολογείται η παραμονή του στη Χώρα". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη διαταχθείσα απέλαση, ενώ ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 του Ν. 1729/1987 και 74 του Π.Κ. Ειδικότερα, με την παραδοχή μεν ότι ο αναιρεσείων είναι αλλοδαπός, υπήκοος χώρας μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σε συνδυασμό με την ως άνω καταδίκη του σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, αιτιολογείται πλήρως η διάταξη περί απελάσεως, ως προς την απόρριψη δε του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος δεν υπεχρεούτο να διαλάβει περαιτέρω αιτιολογία, αφού, δεχθέν τα προεκτεθέντα, στην πραγματικότητα δέχθηκε ότι αυτά που προέβαλε σχετικώς ο αναιρεσείων δεν συνιστούν σπουδαίο λόγο, ως τούτο συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, από το ότι ως σπουδαίο λόγο για τη μη απέλαση ανέφερε ενδεικτικώς ην ύπαρξη συζύγου και τέκνων σχολικής ηλικίας. Επομένως, οι αντίθετοι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, ενώ ο αντίθετος επί της ουσίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν είναι αλλοδαπός, αλλά ομογενής Έλληνας εξ Αλβανίας, πλήττει, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 2 του Ν.1729/1987, την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 678/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιό της που διέταξε την ισόβια απέλαση του αναιρεσείοντος από την Ελλάδα, μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε σ' αυτόν με την ίδια απόφαση. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απέλαση αλλοδαπού, μη υπηκόου Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καταδικασθέντος σε ποινή καθείρξεως για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών (άρθ. 20-24 Κ.Ν.Ν.). Διατάσσεται υποχρεωτικά απ’ το Δικαστήριο εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή του στη Χώρα. Την ύπαρξη σπουδαίων λόγων πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο κατηγορούμενος. Τι συνιστά σπουδαίο λόγο. Η απόφαση περί απελάσεως πρέπει να περιέχει ειδική αιτιολογία. Τι απαιτείται να διαλαμβάνει η αιτιολογία αυτή. Απορρίπτεται αναίρεση κατά κεφαλαίου αποφάσεως περί απελάσεως κατηγορουμένου.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ναρκωτικά, Αλλοδαπού απέλαση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 776/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισητηγή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1. Χ1, Πρόεδρο Πρωτοδικών και ήδη Εφέτη που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 2. Χ2, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 3. Χ3, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 4. Χ4, Πρόεδρο Πρωτοδικών και ήδη Εφέτη που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 5. Χ5, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 6. Χ6, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 7. Χ7, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και 8. Χ8. Με εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1875/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάση με αριθμό 495/14-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 132 Κ.Π.Δ. το υπ'αριθμ. 46054/6-11-07 έγγραφο του Αντεισαγγελέα Εφετών Δημητρίου Ασπρογέρακα για κανονισμό αρμοδιότητος και εκθέτω τα εξής: Κατόπιν της από 6-2-2006 εγκλήσεως-μηνύσεως του Ψ1 κατά των 1) Χ1, Προέδρου Πρωτοδικών και ήδη Εφέτη που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 2)Χ2, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 3) Χ3, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών 4) Χ4, Προέδρου Πρωτοδικών, και ήδη Εφέτη, που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 5) Χ5 , Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 6) Χ6, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών και 7) Χ7, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για παράβαση καθήκοντος και 8) Χ8 για ηθική αυτουργία κατ' εξακολούθηση στην ως άνω παράβαση καθήκοντος, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση. Μετά δε το πέρας αυτής ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Χαλκίδας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 209/07 διάταξης του, με την οποία απέρριψε ως καταφανώς αβάσιμη στην ουσία της και ψευδή την ανωτέρω έγκληση του εγκαλούντος Ψ1 και επέβαλε σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας εκ ποσού 40 ευρώ. Κατά της διατάξεως αυτής ο τελευταίος άσκησε κατ'άρθρο 48 Κ.Π.Δ. την με αριθό 34/2-8-2007 προσφυγή, επί της οποίας αρμόδιος να αποφανθεί είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Όμως το άρθρο 136 περ. ε του Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο (κατά τόπο) σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Σύμφωνα με την παρ, 1 του άρθρου 137 Κ.Ποιν.Δ, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο Εισαγγελέας (όπως εν προκειμένω) αποφασίζει δε περί αυτής ο Άρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφόσον πρόκειται για περίπτωση που δεν διαλαμβάνεται στα εδ. α' και β' της παραγράφου 1, δηλαδή όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κυρία διαδικασία αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω συνυπηρετήσεως (ΑΠ 440/2006, ΑΠ 311/2001 Ποιν. Δικ. 917, ΑΠ 204/87 ΝοΒ 35.412). Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ, αν ο Εισαγγελέας Εφετών δεχθεί την προσφυγή, εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του αυτού κωδικός, κατά το οποίο έχει δικαίωμα ο Εισαγγελέας Εφετών να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική δίωξη στις περιπτώσεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου 43 ΚΠΔ. Κατά συνέπεια, επειδή οι εγκαλούμενες Χ1 και Χ4 είναι Εφέτες και υπηρετούν στο Εφετείο Αθηνών (βλ. υπηρεσιακές βεβαιώσεις) συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή, λόγω δε συμμετοχής (αρ. 130 Κ.Π.Δ.) και για την ενότητα της κρίσεως και για τους λοιπούς εγκαλουμένους. Πρέπει, λοιπόν, να διαταχθεί η παραπομπή στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές αρχές που θα επιληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 43 § 2 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο υπ'αριθμ. 46054/6-11-07 έγγραφο του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Δημητρίου Ασπρογέρακα και αφορά την υπ'αριθμ. 34/2-8-2007 προσφυγή του Ψ1 κατά της υπ'αριθμ. 209/07 διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας, με την οποία απορρίφθηκε ως καταφανώς αβάσιμη στην ουσία της και ψευδή η από 6-2-2006 έγκληση μήνυση (Α06/557) του ανωτέρω κατά των 1) Χ1, Πρόεδρου Πρωτοδικών Αθηνών, και ήδη Εφετών που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 2) Χ2, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 3) Χ3, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών 4) Χ4, Προέδρου Πρωτοδικών, και ήδη Εφέτη, που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 5) Χ5, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 6) Χ6, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών και 7) Χ7, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για παράβαση καθήκοντος και 8) Χ8, για ηθική αυτουργία κατ'εξακολούθηση στην ως άνω πράξη της παράβασης καθήκοντος, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, προκειμένου αυτός να επιληφθεί της ως άνω προσφυγής του εγκαλούντος Ψ1, και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές δικαστικές και εισαγγελικές αρχές. Αθήνα 3 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα? Κατόπιν της από 6-2-2006 εγκλήσεως του Ψ1 κατά των 1) Χ1, Προέδρου Πρωτοδικών και ήδη Εφέτη, που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 2) Χ2, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 3) Χ3, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών 4) Χ4, Προέδρου Πρωτοδικών και ήδη Εφέτη, που υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, 5) Χ5, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, 6)Χ6, Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Αθηνών και Χ7, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για παράβαση καθήκοντος και Χ8, για ηθική αυτουργία κατ' εξακολούθηση στην ως άνω παράβαση καθήκοντος, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση . Μετά την ενέργεια της προκαταρκτικής αυτής εξέτασης ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Χαλκίδας, με την υπ' αριθμ. 209/2007 διάταξή του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ως άνω έγκληση. Κατά της διατάξεως αυτής ο εγκαλών άσκησε κατ' άρθρο 48 του ΚΠΔ τη με αριθμό 34/2-8-2007 προσφυγή, ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Ο τελευταίος με το υπ' αριθμ.46054/6-11-2007 έγγραφό του ζητεί τον κανονισμό αρμοδιότητας, επειδή οι εγκαλούμενες Χ1 και Χ4 είναι Εφέτες και υπηρετούν στο Εφετείο Αθηνών. Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή(άρθρα 136 εδ. ε' και 137 του ΚΠΔ), λόγω συμμετοχής δε (άρθρ. 130 ΚΠΔ) και για την ενότητα της κρίσης και για τους λοιπούς εγκαλούμενους, και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης από τον κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, και όταν συντρέξει περίπτωση στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό αυτής, όπως ορίζεται παραπάνω και στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο υπ' αριθμ.46054/6-11-2007 έγγραφο του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Δημητρίου Ασπρογέρακα και αφορά την υπ' αριθμ.34/2-8-2007 προσφυγή του Ψ1 κατά της υπ' αριθμ.209/2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας, με την οποία απορρίφτηκε ως κατ' ουσία αβάσιμη η από 6-2-2006 έγκληση του ανωτέρω κατά των προσώπων που αναφέρονται στο σκεπτικό, από τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 777/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν.Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 1082/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικειου Κω. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που δεν παρέστη και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κω με την υπ' αριθμ. 1082/2006 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1806/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3του ΚΠΔ. Από τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 εδ. α' του Ν.2408/1996, που ισχύει από 4-6-1996, (άρθρο 7 του ως άνω νόμου), η ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής ασκείται μόνο κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής, ο οποίος δεν πληρώθηκε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει ο αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών. Τέτοιος δε, κατά τα άρθρα 19, 20, 40, και 46 του Ν.5960/1933, είναι οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, δηλαδή όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος ο οποίος κατέστη κομιστής, πληρώνων αναγωγικώς την επιταγή μετά την εμφάνισή της (ΟλΑΠ 29/2007). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν.5960/1993, σύμφωνα με την οποία "οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την μνείαν "αξία εις κάλυψιν" "προς είσπραξιν", "κατά πληρεξουσιότητα", ή πάσαν άλλην μνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κομιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώματα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειμή λόγω πληρεξουσιότητος", συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση, (όπως είναι η περιέχουσα τη ρήτρα αξία προς είσπραξη), δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα. Ούτε η κυριότητα της επιταγής μεταβιβάζεται, ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ' ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει τελευταίος νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημ/κείο Κω, με βάση την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, δέχτηκε ότι ο Χ1, εξέδωσε στην Κω, στις 30-7-2004, τη με αριθμό......... επιταγή, με πληρώτρια την Εθνική Τράπεζα σε διαταγή της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "....... ΟΕ". Στη συνέχεια η επιταγή οπισθογραφήθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία "LYRA FROZEN S.A." και στη συνέχεια παραδόθηκε στην Τράπεζα Eurobank-Ergasias AE, με τον όρο "αξία σε πίστωση λογαριασμού .....".Μάλιστα έχει σημειωθεί στο σώμα της επιταγής, μετά την οπισθογράφηση υπέρ της ως άνω Τράπεζας, ο αριθμός ......., που τηρούσε η εγκαλούσα στην εν λόγω τράπεζα. Στις 3-8-2004 η εν λόγω επιταγή προσκομίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκε, γιατί δεν υπήρχαν στην τελευταία αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Ακολούθως έκρινε, ότι τελευταία κομίστρια της επιταγής είναι η ως άνω τράπεζα, η οποία δικαιούται να υποβάλλει έγκληση και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως. Με αυτά που δέχτηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κω, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, με την αιτιολογία ότι δικαιούχος υποβολής εγκλήσεως είναι η ως άνω τράπεζα και όχι η εγκαλούσα, δεν περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ.3) και το άρθρο 139του ΚΠΔ. Ειδικότερα, δεν εξηγεί πως η τράπεζα κατέστη δικαιούχος της αποζημιώσεως, αφού δέχεται ότι η προς αυτήν μεταβίβαση έγινε "αξία σε πίστωση λογαριασμού Ν 347", ο οποίος, όπως δέχεται και η απόφαση, ανήκει στον εγκαλούντα, (άρθρ. 19 του Ν. 5960/1933), ο οποίος προέβη στην καταβολή του αναφερομένου ποσού και όχι ο απλός κάτοχος (άρθρ. 21 του Ν.5325/1932), ο οποίος εξουσιοδοτείται απλά και μόνο για την είσπραξη για λογαριασμό του εντολέα (οπισθογράφου),όπως στην προκείμενη περίπτωση, ο οποίος παραμένει δικαιούχος της αξίωσης, την τοιαύτη δε εξουσιοδότηση-εντολή επιτρέπει ο νόμος (άρθρ. 88 του Ν.1969/1991), λαμβανομένου υπόψη, ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως και συνακόλουθα δικαιούχος εγκλήσεως είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής, δηλαδή αυτός ο οποίος στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Επομένως, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Η του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την υπ' αριθμ.36/2006 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αναιρεί τη 1082/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Κω. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
επιταγή. Αναιρείται η απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας. Νόμιμος κομιστής της επιταγής παραμένει αυτός που έδωσε την εξουσιοδότηση στην Τράπεζα για την είσπραξή της για λογαριασμό του.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή.
2
Αριθμός 780/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αθανάσιο Κουτρομάνο (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βιολέττα Κυτέα (ορισθείσα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. χ1, που παρέστη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του 'Αγγελο Κωνσταντινίδη και Μανούσο Μανουσέλλη και 2. χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πανταζή, για αναίρεση της 7278/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Δεκεμβρίου 2007 του χ1 και 24 Δεκεμβρίου 2007 της χ2 αιτήσεις τους και στους από 25 Φεβρουαρίου 2008 προσθέτους λόγους της δεύτερης εξ αυτών, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 245/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι της δεύτερης αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση δύο αιτήσεις αναιρέσεως, της χ2 από 24-12-2007 και του χ1 από 28-12-2007, καθώς και οι παραδεκτώς ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως της πρώτης, από 25-2-2008, κατά της 7278/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Α.Επί της αιτήσεως του χ1. Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως δημιουργεί η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, υπάρχει και όταν η έκθεση των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, είναι ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. 'Ελλειψη αιτιολογίας λόγω αντιφάσεως υπάρχει και όταν η αντίφαση δημιουργείται μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως περιστατικών και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό της, εφόσον τα τελευταία και εκείνα του σκεπτικού αποτελούν παραδοχές της αποφάσεως, στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα χ1, για λαθρεμπορία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Κατά το διατακτικό της αποφάσεως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 5-3-2000 μέχρι 11-5-2000, ως εκπρόσωπος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία Ελληνική Δύναμις ΑΒΕΕ", εισήγαγε κατείχε και διέθετε 8.592 φιάλες καθαρού οινοπνεύματος των 200 γρ. και 9.048 φιάλες των 350 γρ. άγνωστης προέλευσης, χωρίς να καταβάλει τους αναλογούντες δασμούς φόρους και επιβαρύνσεις, που ανέρχονται στο ποσό των 21.742.061 δρχ. (ή 63.806,48 ευρώ). Επιπλέον, την 11-5-2000 στην, επί της οδού .... (......), αποθήκη της ως άνω εταιρείας ευρέθησαν και ήταν προς πώληση 9.984 φιάλες καθαρού οινοπνεύματος των 350 γρ. άγνωστης προέλευσης, χωρίς να καταβάλει τους αναλογούντες δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που ανέρχονται στο ποσό των 15.551.664 δρχ. (ή 45.639,51 ευρώ). Για τη συνολική ποσότητα των φιαλών οινοπνεύματος, ήτοι 19.032 φιάλες των 350 γρ. και 8.592 φιάλες των 200 γρ., που προμηθεύτηκε και προκειμένου να νομιμοποιηθεί, παρέλαβε και καταχώρησε στα βιβλία του φορολογικά στοιχεία εταιριών, που δεν έχουν καμμία σχέση με την εμφιάλωση οινοπνεύματος. Επίσης, για την ταμειακή τακτοποίηση των συναλλαγών του λογιστηρίου, εξέδωσε αποδείξεις είσπραξης για μεταχρονολογημένες επιταγές προς τις εταιρίες των συγκατηγορουμένων του, γ1 (συγκατηγορουμένου του πρωτοδίκως και αθωωθέντος) και χ2, με αξίες ίσες μ'αυτές των τιμολογίων αγοράς. Το σύνολο δε των διαφυγόντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ανέρχεται στο ποσό των 37.239.730 δρχ. (αντί του ορθού 37.293.725 δρχ.)". Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρονται σχετικώς τα εξής "... αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος χ1 ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ ΑΕ τέλεσε και αυτός το αδίκημα της λαθρεμπορίας αφού αγόρασε από τη συγκατηγορούμενή του (χ2) για λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας που νόμιμα εκπροσωπούσε και ασκούσε στην πραγματικότητα τη διαχείρισή της, τη λαθραία ποσότητα καθαρού οινοπνεύματος που αναφέρεται αναλυτικά παρακάτω αντί του ποσού των 31.139.677 δραχμών, χωρίς αυτή να έχει άδεια εμφιαλώσεως καθαρού οινοπνεύματος, μολονότι στη συσκευασία αναγραφόταν άλλος εμφιαλωτής και δη η εταιρία ".......... ΕΠΕ. Επίσης αγόρασε με πλαστό τιμολόγιο, που φέρεται ότι εκδόθηκε από τον γ1 ποσότητα λαθραίου οινοπνεύματος αξίας 2.188.800 δραχμών χωρίς αυτός να έχει άδεια εμφιαλώσεως καθαρού οινοπνεύματος και ενώ στη συσκευασία αναγραφόταν άλλος εμφιαλωτής και δη η εταιρία ......... ΕΠΕ... 'Ετσι κατείχε για λογαριασμό της εταιρίας που εκπροσωπούσε, στην αποθήκη που βρισκόταν στην οδό ......., 9984 φιάλες των 350 γραμμαρίων που γι'αυτές δεν είχαν καταβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις συνολικού ποσού 15.551.664 δραχμών... στο δε διάστημα από 11-5-2000 κατείχε και σταδιακά διέθεσε .. 8952 φιάλες των 200 γραμμαρίων και 9048 φιάλες των 350 γραμμαρίων εν γνώσει ότι γι'αυτές δεν είχαν πληρωθεί στο Ελληνικό Δημόσιο, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις 21.742.061 δραχμών...". Από τις παραδοχές αυτές σκεπτικού και διατακτικού προκύπτει αντίφαση, η οποία στερεί την απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσεως. Συγκεκριμένα, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι ολόκληρη η ποσότητα του λαθρεμπορεύματος, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ήτοι τόσον η αντιστοιχούσα στις 8592 φιάλες των 200 γραμμαρίων και στις 9048 φιάλες των 350 γραμμαρίων, που φέρονται και διατεθείσες από τον αναιρεσείοντα, όσον και η αντιστοιχούσα στις 9.984 φιάλες των 350 γραμμαρίων που βρέθηκαν στις αποθήκες της εταιρείας, προήρχοντο εξ αγορών από τη συγκατηγορούμενη του χ2, στο διατακτικό γίνεται αντιφατικώς δεκτό ότι μέρος της αυτής ποσότητας και δη αυτή που αντιστοιχεί στις 8592 και 9048 φιάλες των 200 και 350 γραμμαρίων, αντίστοιχα, είχε εισαχθεί από τον αναιρεσείοντα. Επιπλέον, ενώ ως χρόνος τελέσεως μνημονεύεται "το χρονικό διάστημα από 5-3-2000 μέχρι 11-5-2000" δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για μία αξιόποινη πράξη ή για περισσότερες πράξεις ενός κατ'εξακολούθηση εγκλήματος. Επομένως, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της ανωτέρω αιτήσεως του χ1, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως με την προεκτεθείσα έννοια της αντιφάσεως και της ασάφειας. Ακολούθως, πρέπει να απόφαση να αναιρεθεί ως προς τον αναιρεσείοντα χ1 και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς αυτόν για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Δεν γίνεται λόγος για παύση της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής ενόψει της ως άνω ασάφειας και επειδή η κατοχή του λαθρεμπορεύματος, η οποία περιλαμβάνεται στην κατηγορία, ως διαρκές έγκλημα, αρχίζει να παραγράφεται αφότου έπαυσε η κατοχή αυτή. Β.Επί της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων της χ2. Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Ν 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος" όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο (5-3-2000 έως 11-5-2000), λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα Τελωνεία, τέλος, φόρο ή δικαίωμα χωρίς γραπτή άδεια της αρμοδίας Τελωνειακής αρχής ή σε άλλον από τον ορισμένο υπ'αυτής τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιοδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ'αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμα αυτά εισπράχθηκαν σε τόπο και χρόνο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται, κατά την παράγρ. 2 περ. θ του ίδιου άρθρου, και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή έχουν τεθεί στη γενική κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Εξάλλου κατά την παράγ. Ι του άρθρου 89 του ανωτέρω Τελωνειακού Κώδικα, η μη τήρηση των σχετικών με τις τελωνειακές εργασίες και την τελωνειακή υπηρεσία διατυπώσεων χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβαση. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ως τελωνειακές παραβάσεις χαρακτηρίζονται επίσης η καθ' οιονδήποτε εκ των μνημονευομένων στο ως άνω άρθρο 100 τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων στο Δημόσιο τελών και δικαιωμάτων, καθώς και η μη τήρηση των στο ίδιο άρθρο 100 λοιπών διατυπώσεων. Οι τελωνειακές αυτές παραβάσεις επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου, ακόμη και αν ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας. Περαιτέρω με βάση την ευχέρεια που παρείχε το άρθρο 3 παρ. 3 της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ της 25ης Φεβρουαρίου 1992 στα κράτη-μέλη, να διατηρήσουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα ρητώς αναφερόμενα στο άρθρο αυτό προϊόντα, εκδόθηκε ο νόμος 2127/1993 "Εναρμόνηση προς το Κοινοτικό Δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις", με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και τα αλκοολούχα ποτά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ενώ με το άρθρο 67 παρ. 1, 4 και 5 του ίδιου νόμου καθορίσθηκαν οι παραβάσεις-κυρώσεις ως εξής: Παραγ. 1. Αν κατά τη διάρκεια της ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας των προϊόντων του άρθρου 1 διαπραχθεί στο εσωτερικό της χώρας παρατυπία ή παράβαση, η οποία καθιστά απαιτητό τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο φόρος αυτός βεβαιώνεται και εισπράττεται από την αρμόδια αρχή και βαρύνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εγγυηθεί την πληρωμή σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 61, με την επιφύλαξη ασκήσεως ποινικής δίωξης, όταν στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα Παραγ. 4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επομένης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντος νόμου, χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 89 και επόμενα του Τελωνειακού Κώδικα και επισύρει πρόστιμο μέχρι πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών για κάθε παράβαση, δυνάμενο να αναπροσαρμόζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών. Παραγ 5: Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από τον νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επ. του ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικα" και επισύρουν το υπ' αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμα κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων (οι οποίες έχουν περιληφθεί αυτούσιες στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, στα άρθρα 53 έως 119 και επομένως είτε πρόκειται για πράξεις τελεσθείσες πριν την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, από 1-1-2992, είτε μετά, οι ρυθμίσεις είναι ίδιες) συνάγεται ότι, ενώ η μη τήρηση των διατυπώσεων που καθορίζουν τη διαδικασία παραγωγής, μεταποιήσεως και κυκλοφορίας των αναφερομένων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου προϊόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το οινόπνευμα, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία επισύρει μόνον την επιβολή των κατά το άρθρο 89 παρ. 2 του Τελωνειακού Κώδικα διοικητικών κυρώσεων και δη την επιβολή κατά του υπαιτίου πολλαπλών τελών, αντιθέτως, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του διατηρουμένου και δια τα προϊόντα αυτά ειδικού φόρου καταναλώσεως, κατά νομοθετική επιταγή χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως λαθρεμπορία που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 100 και 102 του Τελωνειακού Κώδικα. Εξάλλου, κατά μεν την διάταξη του άρθρου 53 του νόμου 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου, κατά το άρθρο 185 αυτού, άρχισε από 1-1-2002, επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και τα αλκοολούχα ποτά και βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής και κυκλοφορίας των προϊόντων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 5 αυτού, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντα Κώδικα, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επ. του παρόντα Κώδικα και επισύρουν το υπ' αυτών προβλεπόμενο ειδικό τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 155 του ίδιου νόμου, που καθορίζει την έννοια της λαθρεμπορίας προκύπτει ότι και υπό την ισχύ του ως άνω νέου τελωνειακού κώδικα η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλομένου για το οινόπνευμα ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη χαρακτηριζόμενη ως λαθρεμπορία και τιμωρούμενη με τις προβλεπόμενες γι' αυτήν από τον ως άνω νόμο σχετικές ποινές. Δεν μπορεί δε να συναχθεί προθυστέρως αντίθετη προς τ'ανωτέρω νομοθετική βούληση από το ότι, με την μεταγενέστερη αντικατάστασή της παραγ. 5 του ως άνω άρθρου 118 (με το άρθρο 1 παρ.33 του Ν.3583/2007), τούτο κατέστη ακόμη πιο σαφές. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα χ2 για λαθρεμπορία με ιδιαίτερα τεχνάσματα και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Δέχθηκε, ειδικότερα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, την οποία στήριξε στα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν, ως προς την ανωτέρω αναιρεσείουσα, τα ακόλουθα: "Η κατηγορουμένη χ2 έχει τελέσει το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας αφού: 1) αγόρασε λαθραίο καθαρό οινόπνευμα και συγκεκριμένα 19.800 φιάλες των 350 γραμ, και 7.224 φιάλες των 200 γραμ. χωρίς η αγορά του εμπορεύματος αυτού να έχει την παραμικρή σχέση με το αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας, που είναι η παρασκευή μαρμελάδων και γλυκών σε συναφές εργαστήριο που διατηρεί στο ....... Κορινθίας, 2) Η εκ μέρους της αγορά του οινοπνεύματος έγινε με πλαστά και εικονικά τιμολόγια τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από τον ζ1 στις 5, 9, 10 και 13. 7.1999, τότε όμως αυτός δεν ασκούσε καμιά εμπορική δραστηριότητα στην αναγραφόμενη στα παραπάνω τιμολόγια έδρα του, δηλαδή στην οδό ..... στο ........ Αττικής ούτε είχε θεωρήσει και παραλάβει από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου Αττικής τιμολόγια με αριθμούς ..., ...., ... και ...... αλλά μόνο ένα μπλοκ τιμολογίων με αριθμούς ....., εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν μόνο 22, η τελευταία δε συναλλαγή του είχε γίνει την 1.12.1998 με το με αριθμό ..... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής προς τρίτο άσχετο, 3) Ο ζ1 είναι μεν υπαρκτό πρόσωπο αλλά διάφορο εκείνου το οποίο φέρεται ότι είχε εμφιαλώσει το αγορασθέν από τη δεύτερη κατηγορουμένη καθαρό οινόπνευμα, δηλαδή από την εταιρεία "........ ΕΠΕ", η επωνυμία της οποίας, ως εμφιαλώτριας, αναγράφεται στη συσκευασία, και δεν είχε άδεια παραγωγής και εμφιάλωσης καθαρού οινοπνεύματος. 4) Η κατηγορουμένη, ενώ κατείχε την αγορασθείσα ποσότητα καθαρού οινοπνεύματος έως το τέλος του έτους 1999, εν τούτοις δεν την συμπεριέλαβε, ως όφειλε, στην απογραφή της 31-12-1999 και, ακόμη, ενώ στα προαναφερόμενα τέσσερα τιμολόγια εκδόσεως ζ1 συνολικής αξίας 38.139.677 δραχμών αναγράφεται η ένδειξη "εξωφλήθη", εντούτοις στους διενεργήσαντες τον σχετικό έλεγχο υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. δήλωσε ότι έναντι του παραπάνω τιμήματος κατέβαλε στον ζ1 μόνο 7.000.000 δραχμές σε μετρητά χωρίς ακολούθως να δικαιολογήσει πως εξοφλήθηκε το υπόλοιπο τίμημα των 31.139.677 δραχμών και χωρίς να επιδείξει στους ελεγκτές τα οικεία παραστατικά, και 5) Στις 5.3.2000 και στις 14.3.2000 με τα με αριθμούς ... και .... τιμολόγια πούλησε και παρέδωσε στην εταιρεία υπό την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ Α.Ε", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος χ1, το μεγαλύτερο μέρος από την παραπάνω ποσότητα του λαθραίου καθαρού οινοπνεύματος που κατείχε, δηλαδή, ποσότητα αξίας 30.809.328 δραχμών, πληρωθείσα με δύο μεταχρονολογημένες την 15.5.2000 και την 10.6.2000 επιταγές της Τράπεζας Πίστεως ποσών 17.201.568 δραχμών και 13.458.960 δραχμών αντίστοιχα από τις οποίες τη δεύτερη των 13.458.960 δραχμών εισέπραξε η ίδια την δε πρώτη των 17.201.568 δραχμών μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην εταιρεία υπό την επωνυμία "ΚΟΥΤΣΟΔΗΜΟΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Ε.Ε", που εδρεύει στη Νεμέα και ασχολείται με την εμπορία οίνων και ποτών, προς εξόφληση, όπως η ίδια δήλωσε, οφειλής της έναντι αυτής, χωρίς όμως από τον επακολουθήσαντα εκ μέρους των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία της τελευταίας να προκύψει η ύπαρξη τέτοιας οφειλής. Από όλα τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύεται ότι η κατηγορουμένη στο διάστημα από 5.3.2000 έως και 14.3.2000 εν γνώσει της αφενός μεν κατείχε την προαναφερόμενη ποσότητα λαθραίου καθαρού οινοπνεύματος αφετέρου δε την διέθεσε στην εκπροσωπούμενη από τον πρώτο κατηγορούμενο πιο πάνω εταιρεία υπό την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ Α.Ε", χρησιμοποιώντας προς τέλεση και συγκάλυψη των πράξεών της ιδιαίτερα τεχνάσματα και στερώντας το Ελληνικό Δημόσιο από τους αναλογούντες δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που ανέρχονται στο ποσό των 34.089.437 δραχμών και ήδη 100.042, 36 ευρώ". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με την ανωτέρω αναιρεσείουσα, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της λαθρεμπορίας οινοπνεύματος, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και σε σχέση με τις προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις: α) εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε από την αναιρεσείουσα η λαθρεμπορία για την οποία καταδικάσθηκε, ήτοι με την κατοχή απ'αυτήν και διάθεση στην εταιρία "Ελληνική Δύναμις ΑΕ" των μνημονευομένων ποσοτήτων οινοπνεύματος, για τις οποίες δεν είχε καταβληθεί ο ειδικός φόρος καταναλώσεως που αναλογούσε σ'αυτές, β) αναφέρεται και αιτιολογείται η γνώση της αναιρεσείουσας για τη λαθρεμπορική τους προέλευση, θεμελιούμενη στην παραδοχή ότι αυτή χρησιμοποίησε εικονικά και πλαστά τιμολόγια προς συγκάλυψη της λαθρεμπορίας, γ) δεν ήταν αναγκαία ειδική αξιολόγηση του δόλου της αναιρεσείουσας, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας, δ) το σκεπτικό της αποφάσεως δεν είναι επανάληψη του διατακτικού της, η οποία, άλλωστε, θα αρκούσε, εφόσον θα επληρούτο η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως και ε) σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, η δραστηριότητα της αναιρεσείουσας δεν αναφέρεται στη μη τήρηση των διατυπώσεων που καθορίζουν τη διαδικασία παραγωγής, μεταποιήσεως και κυκλοφορίας του οινοπνεύματος, η οποία χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση, όπως προεκτέθηκε, και επισύρει μόνον την επιβολή πολλαπλών τελών, αλλ' είχε ως περιεχόμενο τη διαφυγή καταβολής του ειδικού φόρου καταναλώσεως που οφείλετο για το συγκεκριμένο προϊόν, η οποία συνιστά αξιόποινη λαθρεμπορία. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠοινΔ αντίθετοι προς τ'ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, πρώτος της αιτήσεως και μοναδικός πρόσθετος λόγος, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, κατά τα προεκτεθέντα, είναι και ο ισχυρισμός που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. 'Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, καθώς και η προφορική του ανάπτυξη, διότι, διαφορετικά, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, δια του συνηγόρου της,. "κατέθεσε γραπτά αυτοτελείς ισχυρισμούς", που ενσωματώθηκαν στα πρακτικά, με τους οποίους ζήτησε να της αναγνωρισθούν, εκτός από την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της, η οποία και αναγνωρίσθηκε, και εκείνες των εδαφ. α' και β' της παραγ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, επικαλεσθείσα, αντιστοίχως, τα εξής: "μέχρι το χρόνο της ... πράξεως έζησα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, εργαζόμενη μετά του συζύγου μου στην οικογενειακή επιχείρησή μας, χωρίς ποτέ να κατηγορηθώ για ο,τιδήποτε, όπως προκύπτει και από το ποινικό μου μητρώο το οποίο είναι λευκό" και "δεν υπήρξε πρόθεση από εμέ τελέσεως της πράξεως, αλλά έπεσα θύμα, καθ'όσον ο εμφανισθείς εις εμέ ως ζ1 μου ενεχείρισε τα τιμολόγια με τα οποία εγώ αγόρασα την ποσότητα οινοπνεύματος, τα οποία έφεραν κωδικό διάτρησης της αρμόδιας ΔΟΥ και ο οποίος ήτο φορολογικώς υπαρκτό πρόσωπο και βεβαίως εγώ αγνοούσα παντελώς ότι δεν ήσκει εμπορική δραστηριότητα, ούτε ηδυνάμην να εξακριβώσω τούτο". Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν προκύπτει από τα ανωτέρω πρακτικά ότι αναπτύχθηκαν και προφορικώς και επομένως, όπως προεκτέθηκε, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ'αυτούς. Πέραν, όμως, αυτού δεν θεμελιώνονται οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις στα ως άνω συναφώς επικληθέντα καθόσον α) δεν αρκεί, για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ'απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά και β) τα εκτιθέμενα προς στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περιστάσεως του εδαφ. β' της παραγ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ δεν συνιστούν περιστατικά κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, δηλαδή περί του ότι η αναιρεσείουσα ωθήθηκε στην πράξη της από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο οφείλει αυτή υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξαρτήσεως, αλλ'αποτελούν άρνηση της κατηγορίας. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της ανωτέρω αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας εκ του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α' και β' ΠΚ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως της χ2 και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 7278/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών κατά το κεφάλαιό της που αφορά στον αναιρεσείοντα χ1. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει την από 24 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση της χ2, καθώς και τους από 25 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της ίδιας (7278/2007) αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα χ2 στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λαθρεμπορία. Συνιστά λαθρεμπορία η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαφυγή καταβολής του οφειλομένου για το οινόπνευμα ειδικού φόρου καταναλώσεως. Πότε πρόκειται για απλή τελωνειακή παράβαση. Αυτοτελής ο ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 του ΠΚ. Ανάγκη ιδιαίτερης αιτιολογήσεως της απορρίψεώς του. Προϋποτίθεται προβολή του κατά τρόπο ορισμένο και προφορική ανάπτυξη. Αναιρεί κατά το κεφάλαιό της που αφορά στον αναιρεσείοντα Θωμά Ράμμο. Παραπέμπει. Απορρίπτει την αίτηση της Ειρήνης Γκίκα.
Προφορική ανάπτυξη
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Λαθρεμπορία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Προφορική ανάπτυξη.
0
Αριθμός 793/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1. που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ρομποτή, για αναίρεση της με αριθμό 241/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Μακαρώνα. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 366/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 Π.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2721/3.6.1999, "1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιαδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, β) Όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτήν την απαίτηση.3 Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. 5. Η ποινική δίωξη των πράξεων των παρ. 1 και 2 ασκείται ύστερα από έγκληση". Με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2721/3.6.1999 επήλθε νομοθετική μεταβολή στις ποινικές κυρώσεις του ανωτέρω εγκλήματος της τοκογλυφίας και ειδικότερα, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 404 Π.Κ. η φράση "με φυλάκιση μέχρι δύο ετών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών", στη δε παράγραφο 3 του άρθρου αυτού η φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", ενώ η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου καταργήθηκε. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις για την ποινική δίωξη της πράξεως της τοκογλυφίας με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσής της πριν από την τροποποίηση του άρθρου 404 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2721/1999 δεν απαιτούνται έγκληση. Η έγκληση προβλεπόταν μόνο για τις πράξεις της τοκογλυφίας στις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού (αυτές δηλαδή που δεν τελούνταν κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια κατά την παράγραφο 3) από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. γ' του ως άνω νόμου 2721/3.6.199, από της ισχύος του οποίου για την ποινική δίωξη, κάθε μορφής τοκογλυφίας δεν απαιτείται πλέον έγκληση. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1 και 2 εδ. α' του Π.Κ. σαφώς προκύπτει ότι σ' αυτές προβλέπονται δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες πράξεις τοκογλυφίας. Ειδικότερα στην πρώτη παράγραφο προβλέπεται η υπό στενή έννοια αισχροκέρδεια ή καταπλεονέκτηση, η οποία συνίσταται, πλην άλλων, στην κατά τη σύναψη πιστωτικής δικαιοπραξίας εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λ.π. εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Στην δε παράγραφο 2 εδ. α' προβλέπεται η κυρίως τοκογλυφία, η οποία συνίσταται στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου κατά τη σύναψη, παράταση προθεσμίας ή ανανέωση συμβάσεως δανείου χρημάτων και όχι άλλης πιστωτικής δικαιοπραξίας, χωρίς να προσαπαιτείται στην περίπτωση αυτή η εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λ.π. του λαμβάνοντος το δάνειο. Περαιτέρω, το έγκλημα της κυρίως τοκογλυφίας, όπως συνάγεται από το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ., θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη αυτών. Οι ανωτέρω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δηλαδή η με συνομολόγηση, με λήψη ή με επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική και όχι φαινομένη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 98 Π.Κ., εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής πράξης από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 Π.Κ. και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δράστη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει,. Όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος με περισσότερες από μια φορές, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπό του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την αξιούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση επίσης εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσεις ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 241/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς και την απολογία του κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 1998 ο εκκαλών κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρεί στην ....... κατάστημα εμπορίας υδραυλικών ειδών και ειδών υγιεινής, χορήγησε στην εγκαλούσα Ψ1 δάνειο ύψους 1.200.000 δραχμών, χωρίς να ορίσουν συγκεκριμένη ημερομηνία απόδοσης αυτού, αλλά με τη συμφωνία, ότι μέχρι την εξόφληση του ως άνω ποσού η εγκαλούσα θα του κατέβαλε το ποσό των 100.000 δραχμών το μήνα ως τόκο, ήτοι συμφωνήθηκε ετήσιο επιτόκιο 100% ενώ το νόμιμο επιτόκιο δικαιοπρακτικού τόκου κυμάνθηκε από 9.1.1998 έως 30.3.1998 σε ποσοστό 25%, από 31.3.1998 έως 31.1.1999 σε ποσοστό 21% και από 4.1.1999 έως το Μάρτιο του έτους 1999 σε ποσοστό 19% ετησίως. Σε εκπλήρωση της ως άνω συμφωνίας τους η εγκαλούσα κατέβαλε στον εν λόγω κατηγορούμενο, δια μέσου του υπ' αυτού και ως οργάνου του χρησιμοποιουμένου Γ1, α)στις 3.10.1998, ποσό 100.000 δραχμών, β) στις 16.11.1998, ποσό 100.000 δραχμών, γ) στις 17.1.1999, το ποσό 100.000 δραχμών και δ) στις 22.2.1999, το ποσό 100.000 δραχμών. Ακολούθως, στις 13.3.1999 οι ανωτέρω συμφώνησαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος εχορήγησε επιπλέον δάνειο στην εγκαλούσα ύψους 2.000.000 δραχμών, στο οποίο συνυπολογίσθηκε και το αρχικό δάνειο ύψους 1.200.000 δραχμών, όπως προαναφέρθηκε και έτσι, το όλο δάνεισμα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 3.200.000 δραχμών, το οποίο και έπρεπε να αποδοθεί κατά την 20.3.2000. Ως τόκος του ως άνω ποσού συμφωνήθηκε το ποσό των 2.260.000 δραχμών, ο οποίος υπερέβαινε το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, αφού αυτός αντιστοιχούσε σε επιτόκιο άνω του 70% ετησίως ενώ το νόμιμο επιτόκιο δικαιοπρακτικού τόκου ανήρχετο από 13.3.1999 έως 16.1.2000 σε 19% ετησίως, από 17.1.2000 έως 26.1.2000 σε 15,5% ετησίως, από 27.1.2000 έως 28.3.2000 σε 16% και από 9.3.2000 έως 28.3.2000 σε ποσοστό 15,25% ετησίως και ως εκ τούτου ο νόμιμος τόκος για το από 13.3.1999 ως 20.3.2000 χρονικό διάστημα για το ως άνω κεφάλαιο των 3.200.000 δραχμών ανήρχετο στο ποσό των 596.778 δραχμών. Χάριν της καταβολής του συνολικού ποσού των 5.460.000 δραχμών η εγκαλούσα αποδέχθηκε 11 συναλλαγματικές σε διαταγή του κατηγορουμένου λήξεως όλων την 20.3.2000, εκ των οποίων οι 10 συναλλαγματικές ήταν ποσού 500.000 δραχμών η καθεμία και η 11η ποσού 460.000 δραχμών, ήτοι συνολικού ποσού 5.460.000 δραχμών. Ακολούθως ο κατηγορούμενος, στις 23.3.2000 κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου αίτηση με την οποία εζήτησε και επέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμό 136/2000 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου με την οποία υποχρεώθηκε η εγκαλούσα να του καταβάλει το ως άνω χρηματικό ποσό, νομιμοτόκως από της λήξεως των ως άνω συναλλαγματικών κ.λ.π. Με βάση την ως άνω διαταγή πληρωμής ο κατηγορούμενος επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση και εν συνεχεία εκπλειστηριασμό ενός διαμερίσματος κατοικίας που βρίσκεται στην επί της .... αρ. .... κειμένη πολυκατοικία, το οποίο και κατακυρώθηκε στον ίδιο. Η εκ μέρους της εγκαλούσας υπογραφή της από ...... έγγραφης σύμβασης δανείου, με την οποία αυτή παραδέχεται, ότι στις 13.3.1999 έλαβε από τον κατηγορούμενο ως δάνειο ποσό 5.200.000 δραχμών αποδοτέο στις 20.3.2000 με ετήσιο επιτόκιο 5%, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και έλαβε χώρα προς αποτροπή του εκπλειστηριασμού του ως άνω περιουσιακού της στοιχείου. Τον κατηγορούμενο ως παρέχοντα δάνεια σε κατοίκους του Ν.Κορινθίας εγνώρισε - συνέστησε ο εξετασθείς μάρτυρας ......., ο οποίος λογικώς και αναγκαίως εγνώριζε ότι ο κατηγορούμενος επιδιδόταν στη χορήγηση δανείων, ύψους πολλών εκατομμυρίων σε διάφορους Κορίνθιους με αντάλλαγμα τη λήψη υπερβολικών τόκων. Η δραστηριότητα αυτή του κατηγορουμένου καθίσταται εμφανής και ως εκ του ότι κατόπιν αιτήσεών του έχουν εκδοθεί αρκετές διαταγές πληρωμής σε βάρος ατόμων που αυτός είχε δανείσει σοβαρά χρηματικά ποσά. Από την προεκτεθείσαν προς την εγκαλούσα επιδειχθήσαν συμπεριφορά του κατηγορουμένου, τη χορήγηση υπ' αυτού δανείων σοβαρών χρηματικών ποσών σε τρίτα πρόσωπα, τη χρησιμοποίηση υπ' αυτού παρενθέτου προσώπου (Γ1) για την είσπραξη χρημάτων από τους οφειλέτες του κ.λ.π., προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατ' επάγγελμα, και με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, έχοντας μετατρέψει το ως άνω κατάστημά του σε τόπο συνομολόγησης δανείων, χρησιμοποιούσε παρένθετο πρόσωπο για την είσπραξη καταβαλλομένων σ' αυτόν από τους δανειολήπτες χρημάτων, εδάνειζε υπέρογκα χρηματικά ποσά κ.λ.π. και ακόμη είχε αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση παρομοίων πράξεων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατ' ακολουθίαν όλων των παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως εκ της οποίας η λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων στις 16.11.1998, 17.1.1999 και 22.2.1999 ποσού 100.000 δραχμών την κάθε φορά και η συνομολόγηση και λήψη στις 13.3.1999 τοκογλυφικών ωφελημάτων ύψους 2.260.000 δραχμών αντί των νομίμων εκ δραχμών 596.778, διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, αφού τελέσθηκαν προ της 3.6.1999 (ημεροχρονολογία ισχύος του Ν.2721/1999), η δε επιδίωξη της εκπλήρωσης του ποσού των 5.460.000 δραχμών στις 23.3.2000 σε βαθμό κακουργήματος....Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί κηρύξεως ως απαράδεκτης της κατ' αυτού ασκηθείσας ποινικής δίωξης ελλείψει εκπροθέσμου υποβολής της σχετικής εγκλήσεως είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού για τις πράξεις αυτές που τελέσθηκαν κατ' επάγγελμα, δεν απαιτείτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 3 και 5 Π.Κ., όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους από το Ν.2721/1999 (βλ. Α.Π. 967/2004)...." έγκληση. Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ειδικότερα για δύο μερικότερες πράξεις τελεσθείσες κατά το χρονικό διάστημα από 3.10.1998 έως 22.2.1999 και 13.3.1999 σε βαθμό πλημμελήματος και για μία μερικότερη πράξη σε βαθμό κακουργήματος τελεσθείσα στις 23.3.2000, επέβαλε δε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης 8 μηνών για κάθε μια από τις δύο πλημμεληματικές πράξεις της τοκογλυφίας και ποινή φυλάκισης 3 ετών για την κακουργηματική πράξη της τοκογλυφίας και συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και οκτώ (8) μηνών μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τ' απαιτούμενα κατά την προπαρατεθείσα μείζονα νομική σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς, επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 98 και 404 του Π.Κ., τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Περαιτέρω σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: 1) αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τί προκύπτει από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των από ..., ...., .... και ...... αποδείξεων ποσού 100.000 δραχμών της κάθε μίας που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, αναγόμενη στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν μπορεί να δημιουργήσει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, 2) αιτιολογούνται με σαφήνεια και πληρότητα οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της τοκογλυφίας, καθόσον αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ακόλουθη αιτιολογία "Από την προεκτεθείσαν προς την εγκαλούσα επιδειχθείσαν συμπεριφορά του κατηγορουμένου, η χορήγηση υπ' αυτού δανείων σοβαρών χρηματικών ποσών σε τρίτα πρόσωπα, τη χρησιμοποίηση υπ' αυτού παρενθέτου προσώπου (Γ1) για την είσπραξη χρημάτων από τους οφειλέτες του προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατ' επάγγελμα και με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, έχοντας μετατρέψει το ως άνω κατάστημά του σε τόπο συνομολογήσεως δανείων, χρησιμοποιούσε παρένθετο πρόσωπο για την είσπραξη καταβαλλομένων σ' αυτόν από τους δανειολήπτες χρημάτων, εδάνειζε υπέρογκα χρηματικά ποσά κ.λ.π. και ακόμη είχε αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση παρομοίων πράξεων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του", με την οποία δια της αναφοράς σ' αυτήν των ανωτέρω συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, θεμελιώνονται πλήρως οι παραπάνω επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθειαν τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται αν κατά τη σύναψη της σύμβασης παροχής του δανείου ή την ανανέωσή της ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής υπήρξε εκ μέρους του εκμετάλλευση της ανάγκης ή της απειρίας της εγκαλούσας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κυρίως τοκογλυφίας για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων δεν προσαπαιτείται σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, η εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λ.π. του λαμβάνοντος το δάνειο. Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Δικαστήριο της ουσίας καταδικάζοντας αυτόν αντί να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη για τις δύο πλημμεληματικές πράξεις της τοκογλυφίας που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από 3.10.1998 έως 22.2.1999 η μιά και στις 13.3.1999 η άλλη, ήτοι πριν από τις 3.6.1999 που άρχισε να ισχύει ο Ν.2721/1999 και με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. γ' αυτού καταργήθηκε η παρ. 5 του άρθρου 404 του Π.Κ., διότι για την ποινική δίωξη των πράξεων αυτών απαιτούνταν έγκληση, η οποία, όμως, υποβλήθηκε από την εγκαλούσα μετά την πάροδο της υπό του άρθρου 117 παρ. 1 του Π.Κ. οριζόμενης τρίμηνης προθεσμίας, υπερέβη την εξουσία του είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι ανωτέρω πράξεις της τοκογλυφίας τελέστηκαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και επομένως, για τη δίωξη αυτών, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτούνταν έγκληση. Σημειώνεται ότι η ιδιαίτερη μνεία στο τέλος του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η πράξη της τοκογλυφίας που έλαβε χώρα στις 23.3.2000, και για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έγινε ως εκ περισσού και δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή όσον αφορά την παραδοχή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια των προαναφερθέντων δύο πλημμεληματικών πράξεων της τοκογλυφίας. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠοινΔ πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της υπέρβασης εξουσίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην ένδικη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή, εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση της ποινής, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός για τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή της, οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 Π.Κ., ποινής. Προϋπόθεση όμως της έρευνας ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με παράθεση δηλαδή όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά αόριστο το σχετικό ισχυρισμό, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο εκ των συνηγόρων του κατηγορουμένου Βασίλειος Ρομποτής ζήτησε την αναγνώριση (εκτός άλλων) και των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2δ' και ε' του Π.Κ. Έτσι, όμως χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση και των περιστατικών που θεμελιώνουν τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. δ' και ε' του Π.Κ. ελαφρυντικών περιστάσεων (της επιδείξεως ειλικρινής μετάνοιας και επιδιώξεως να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, καθώς και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αντιστοίχως) το σχετικό ως άνω αίτημα είναι αόριστο και γι'αυτό το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτό, πράγμα που, ως εκ περισσού έπραξε απορρίπτοντάς του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ πέμπτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ο άνω αυτοτελής ισχυρισμός του, είναι αβάσιμο, και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας, Ψ1 (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 241/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, την οποίαν προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια τοκογλυφίας. Τρόποι τέλεσης τοκογλυφίας. Πότε η τοκογλυφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα. Η τοκογλυφία μετά την ισχύ του Ν. 2721/1999 (3-6-1999) διώκεται αυτεπαγγέλτως. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για τοκο-γλυφία κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστή στην νομική ορολογία καθιστά αόριστο τον ισχυρισμό και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ένα τέτοιο ισχυρισμό και μάλιστα με ειδική αιτιολογία. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τοκογλυφία.
0
Αριθμός 775/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (διότι κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει το με ημερομηνία 19.2.2008 υποβληθέν αίτημα αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που παρέστη στο ακροατήριο με την πληρεξουσία δικηγόρο του Ιωάννα Γεωργοπούλου. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Την πληρεξουσία δικηγόρο του εκκαλούντος - εκζητουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτό το εν λόγω αίτημα και να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτηση του εκκαλούντος με περιοριστικούς όρους μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Δικαστηρίου τούτου επί της εφέσεώς του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 3251/2004, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αποφαίνεται και για την κράτηση ή μη του εκζητουμένου ή την επιβολή περιοριστικών όρων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι για την κράτηση του εκζητουμένου ή την επιβολή σε αυτόν περιοριστικών όρων ή την αντικατάσταση της κράτησης του με τέτοιους όρους αποφαίνεται, τόσο το συμβούλιο εφετών, το οποίο σε πρώτο βαθμό αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος, όσο και ο Άρειος Πάγος που κρίνει κατ' έφεση γι' αυτή (άρθρα 18 και 22 του ίδιου νόμου). 2. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη, από 19-2-2008 αίτηση του κατ' ορθή εκτίμηση αυτής, ο αιτών Χ1, ο οποίος εκζητείται με το 1/14-1-2008 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης του Πρωτοδικείου της πόλης Τg Βυjor Νομού Galati της Δημοκρατίας της Ρουμανίας, υπέρ της εκτέλεσης του οποίου αποφάνθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την 8/2008 απόφαση του, κατά της οποίας αυτός άσκησε την από 19-2-2008, με αριθμό έκθεσης 33/2008 έφεση, που συζητήθηκε ενώπιον αυτού του Συμβουλίου κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, ζητεί την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της κράτησης αυτού, υπό την οποία τελεί μετά από σύλληψη του, που διατάχθηκε με την 63/10-1-2008 εντολή του Εισαγγελέα Αθηνών, Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 του ν. 3251/2004, που προαναφέρθηκε, είναι δε αβάσιμη κατ' ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί, διότι κρίνεται ότι είναι ύποπτος φυγής . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-2-2008 αίτηση του εκκαλούντος Χ1, για προσωρινή εκ των φυλακών απόλυση . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση. Απορρίπτει αίτημα για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 774/2007 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 14 και 21 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Χ1, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη, κατά της υπ' αριθμ. 3/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Αλβανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό 1 και ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου 2008 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς Νικόλαο Σιτζάνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 377/08. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του εκκαλούντος -εκζητουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και να μην εκδοθεί και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Η κρινόμενη υπ' αριθμ. 1/21-2-2008 έφεση κατά της υπ' αριθμ. 3/2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία αυτό γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης στις Αλβανικές Αρχές του εκζητούμενου - εκκαλούντος Χ1, για να εκτίσει συνολική ποινή κάθειρξης δέκα οκτώ ετών, η οποία του επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 96/12-4-2005 απόφαση του Πρωτοδικείου Ελμπασάν Αλβανίας για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συναυτουργία , ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσία (άρθρο 451 παρ. 1 του ΚΠΔ). 2.- Κατά το άρθρο 436 του ΚΠΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (άρθρ. 437-456 ΚΠΔ), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία, που δεν προβλέπει η σύμβαση. Εξάλλου, η από 13-12-1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, που υπογράφηκε στο Παρίσι και κυρώθηκε από την Ελλάδα στις 6-5-1961 με το νόμο 4165/1961 και από την Αλβανία στις 19-5-1998, με έναρξη ισχύος 17-8-1998, από δε την κύρωσή της διέπει το δίκαιο της έκδοσης μεταξύ των πιο πάνω κρατών, στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτής ορίζεται ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους, τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση, όσον και του κράτους από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή με αυστηρότερη ποινή, ενώ στην περίπτωση που έλαβε χώρα καταδίκη σε ποινή ή έχει επιβληθεί μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους η απαγγελθείσα κύρωση πρέπει να είναι διαρκείας τεσσάρων μηνών κατ' ελάχιστον όριο. Περαιτέρω, στο άρθρο 12 αυτής, με τον τίτλο "αιτήσεις και δικαιολογητικά στοιχεία" ορίζονται τα ακόλουθα: Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση πρέπει, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών άλλο μέσο, να διατυπωθεί εγγράφως και να υποβληθεί δια της διπλωματικής οδού και για την υποστήριξή της να προσαχθούν α)το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο, είτε εκτελεστής δικαστικής απόφασης είτε εντάλματος σύλληψης ή άλλης πράξης, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους β)έκθεση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και χρόνου διάπραξής τους, του κατά νόμο χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις, που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ)αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την πράξη ή εφόσον τούτο δεν καθίσταται εφικτό, δήλωση περί του εφαρμοστέου δικαίου, καθώς και ο κατά το δυνατό ακριβέστερος καθορισμός του προσώπου που καταζητεί και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και εθνικότητα αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση, από την κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εξετασθέντος μάρτυρα του εκζητουμένου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεώς του , από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία όλα αναγνώστηκαν, σε συνδυασμό και με όσα εξέθεσαν ο παραστάς εκζητούμενος και ο συνήγορός του προφορικώς και με το ενώπιον του Συμβουλίου έγγραφο υπόμνημά του, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, γνωμοδότησε για την έκδοση στις Αλβανικές δικαστικές αρχές του Αλβανού υπηκόου Χ1 , για να εκτίσει ποινή κάθειρξης δέκα οκτώ ετών, η οποία του επιβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 96/12-4-2005 απόφαση του Πρωτοδικείου Ελμπασάν Αλβανίας για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συναυτουργία. Για την έκδοση του εκκαλούντος, ο οποίος συνελήφθη και κρατείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού με το υπ' αριθμ. 1/2008 ένταλμα σύλληψης του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, έχει υποβληθεί νόμιμα από το κράτος της Αλβανίας, με την υπ' αριθμ. 159/1/24-1-2008 ρηματική διακοίνωση της Αλβανικής πρεσβείας στην Αθήνα, η υπ' αριθμ. 450/3/23-1-2008 σχετική αίτηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Αλβανίας, η οποία διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς με το 9653 ΦΕΑ 1193/28-1-2008 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με την αίτηση αυτή συνυποβάλλονται και όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα έγγραφα σε αντίγραφα στην Αλβανική γλώσσα, η μετάφραση της οποίας στην ελληνική έγινε επισήμως από το πρωτότυπο αλβανικό κείμενο, και συγκεκριμένα: 1)η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 96/12-4-2005 απόφαση του Πρωτοδικείου Ελμπασάν Αλβανίας,η οποία κατέστη τελεσίδικη με την 99/9-3-2006 απόφαση του Εφετείου Δυρραχίου Αλβανίας και εκτελεστή με το υπ' αριθμ. 18/13-4-2006 ένταλμα της Εισαγγελίας της δικαστικής επαρχίας Ελμπασάν Αλβανίας 2)οι εφαρμοστέες ποινικές διατάξεις του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, που αφορούν τη πράξη για την οποία καταδικάσθηκε ο εκζητούμενος και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 76,και 25 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα που αναφέρονται στην αξιόποινη πράξη και την προβλεπόμενη ποινή για τη πράξη αυτή, για την οποία καταδικάσθηκε ο εκζητούμενος, οι διατάξεις δε αυτές επισυνάπτονται στην αίτηση σε πρωτότυπο και σε μετάφραση στην Ελληνική, η οποία, όπως βεβαιώνεται, έγινε επισήμως από το αλβανικό κείμενο, 3)το από ..... πιστοποιητικό γέννησης του εκζητουμένου του Ληξιαρχείου ΣΑΛΣ του Δημαρχείου Ελμπασάν Αλβανίας. Δηλαδή προσκομίζονται όλα τα έγγραφα που προβλέπονται από τις ως άνω διατάξεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πράξη για την οποία έχει καταδικασθεί ο εκζητούμενος είναι αξιόποινη και κατά την ημεδαπή νομοθεσία και συγκεκριμένα προβλέπεται και τιμωρείται η κατά συναυτουργία ανθρωποκτονία από πρόθεση από τα άρθρα 1, 14, 26, 45, και 299 παρ. 1 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα σε βαθμό κακουργήματος με ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι ο εκκαλών είναι το αυτό πρόσωπο με τον εκζητούμενο από τις Αλβανικές Αρχές, για το οποίο έχει χωρήσει η πιο πάνω καταδίκη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβήτησε και ο ίδιος. Ο εκζητούμενος, ήταν απών κατά την εκδίκαση της υποθέσεως του, αλλά εκπροσωπήθηκε από τον ορισθέντα δικηγόρο Σεινάζε Σουλκούκι που τον υπερασπίσθηκε. Τα ειδικότερα περιστατικά της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο εκζητούμενος, αναφέρονται λεπτομερώς στην παραπάνω καταδικαστική απόφαση. Επομένως, για την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε στον εκκαλούντα - εκζητούμενο είναι επιτρεπτή η έκδοσή του σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 2 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως, μη όντος αναγκαίου όπως η καταδικαστική απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, ως αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών, αφού κατά τη δεσμευτική ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 12 της διεθνούς Συμβάσεως για την έκδοση η οποία κατά τα ανωτέρω έχει κυρωθεί και από το Αλβανικό κράτος, αρκεί η εκτελεστότητα της καταδικαστικής αποφάσεως, ο όρος δε αυτός πληρούται στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν 18/18-4-2006 ένταλμα της Εισαγγελίας της Δικαστικής Επαρχίας Ελμπασάν Αλβανίας. Περαιτέρω, δεν προέκυψε ότι η έκδοσή του ζητείται για πολιτικούς λόγους, όπως κατά τρόπο εντελώς αόριστο διατείνεται, και συγκεκριμένα διότι τυγχάνει μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος της Αλβανίας και συμμετείχε στην εξέγερση το έτος 1997, αφού δεν προσκόμισε κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι η αίτηση έκδοσης υποβλήθηκε με σκοπό τη δίωξή του για την συμμετοχή στην εξέγερση ή για την ιδιότητά του ως μέλους του σοσιαλιστικού κόμματος της Αλβανίας , που σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε, ή για άλλους πολιτικούς λόγους αλλά η έκδοσή του ζητείται αποκλειστικά και μόνον για τον ποινικό κολασμό του δια της εκτελέσεως της επιβληθείσης σ' αυτόν ποινής. Ο ισχυρισμός του εκζητουμένου ότι έπρεπε να προηγηθεί η απόφαση της αρμοδίας αρχής επί της υποβληθείσης από αυτόν αιτήσεως περί παροχής ασύλου και έπειτα να εξετασθεί η αίτηση του εκζητούντος Κράτους της Αλβανίας είναι απορριπτέος διότι κάτι τέτοιο δεν ορίζεται ούτε στο Π.Δ.61/1999 που προβλέπει τη διαδικασία παροχής ασύλου ούτε στις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ και της Ευρωπαικής Συμβάσεως της Ευρώπης που ρυθμίζουν τη διαδικασία εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών, άλλωστε οι διατάξεις της τελευταίας ενόψει και του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης του ημεδαπού δικαίου. 3.- Σύμφωνα με όλες τις προηγούμενες σκέψεις, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις κατά την πιο πάνω διεθνή σύμβαση και το άρθρο 438 ΚΠΔ, για την έκδοση του εκκαλούντος, προκειμένου αυτός να εκτίσει την ποινή του. Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του εκκαλούντος, δεν έσφαλε και γι' αυτό οι αντίθετοι ισχυρισμοί του και η έφεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι, επιβληθούν δε σε αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 1/2008 έφεση κατά της υπ' αριθμ. 3/2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με την οποία αυτό γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης στις Αλβανικές Αρχές του εκζητουμένου - εκκαλούντος Χ1. Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση - Απορρίπτει.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 750/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαηλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Πρόεδρου του Αρείου Πάγου)-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 1525/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 555/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης ως ανυποστήρικτη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ' Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ.α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία .... και .... αποδεικτικά επίδοσης των δικ. επιμελητών .... και ...., αντίστοιχα, η αναιρεσείουσα κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτή και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 14-2-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της απόφασης με αριθμ. 1524/2007 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220,00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αναίρεσης ως ανυποστήρικτης εκ της ερημοδικίας του αναιρεσείοντος.
null
null
2
Αριθμός 744/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χ3 και 3) Χ3, κατοίκου Αθηνών, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1380/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1.6.2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1131/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μαύρου με αριθμό 362/9.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας την από 1-6-2007 αίτηση αναίρεσης των 1) Χ1 2) Χ2 και 3) Χ3 δικηγόρου, κατοίκων Αθηνών, οδός ....... και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τον στη διάταξη του άρθρου 473 § 2 Κ.Π.Δ. οριζόμενο τρόπο, ήτοι με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιτρέπεται η από τον καταδικασθέντα άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, μόνο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, σε κάθε δε άλλη περίπτωση αυτή ασκείται σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 474 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 491/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με το υπ'αριθ. 1380/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για να δικασθούν η πρώτη και η δεύτερη για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδούς καταμηνύσεως, β) της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) της συκοφαντικής δυσφημήσεως και ο τρίτος για την άμεση συνέργεια σε ψευδή καταμήνυση. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι κατηγορούμενοι αυτοί την πιο πάνω αίτηση αναίρεσης την οποία επέδωσαν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 1-6-2007, προβάλλοντες τους αναφερόμενους σ'αυτή λόγους αναίρεσης. Επομένως, αφού σαφώς το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν είναι καταδικαστική απόφαση, η με δήλωση ασκηθείσα και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει, κατά το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 1-6-2007 αίτηση αναίρεσης των Χ1, Χ2 και Χ3 κατά του υπ'αριθ. 1380/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κατά τον οριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠΔ τρόπο, άσκηση αναίρεσης, με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον καταδικασθέντα, επιτρέπεται μόνο κατά καταδικαστικής αποφάσεως, σε κάθε δε άλλη περίπτωση, η αναίρεση ασκείται σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 474 του ιδίου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην από 1 Ιουνίου 2007 αίτηση αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν, με το υπ' αριθ. 1380/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, η πρώτη και η δεύτερη για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδούς καταμηνύσεως, β) της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) της συκοφαντικής δυσφημήσεως και ο τρίτος (δικηγόρος) για άμεση συνέργεια σε ψευδή καταμήνυση. Εναντίον του ως άνω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι άσκησαν την αναφερθείσα αίτηση αναιρέσεως, την οποία επέδωσαν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 1.6.2007, σύμφωνα με την επισημείωση επ' αυτής του δικαστικού επιμελητή ....... προβάλλοντες και τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους αναίρεσης. Όμως, το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν είναι καταδικαστική απόφαση, η δε παραπάνω, με δήλωση ασκηθείσα και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ένδικη αίτηση αναίρεσης, είναι εξ αυτού του λόγου απαράδεκτη και πρέπει, ως τέτοια, να απορριφθεί και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1 Ιουνίου 2007 αίτηση των α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3 , απάντων κατοίκων Αθηνών, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1380/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση, διότι ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στρέφεται κατά παραπεμπτικού βουλεύματος και όχι κατά καταδικαστικής απόφασης, ούτε ασκήθηκε με τον κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ επιβαλλόμενο τρόπο. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 743/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 και ήδη κρατουμένης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 2920/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22.6.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1293/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 8/9.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 §1α' του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 89/22-6-2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, ήδη κρατούμενης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, κατά της υπ' αριθ. 2920/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 514 εδ. γ' του Κ.Π.Δ., δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ιδίας απόφασης. Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ιδίας απόφασης από τον ίδιο διάδικο, ανεξάρτητα από το αν εκείνη που ασκήθηκε προηγουμένως απορρίφθηκε ως αβάσιμη ή απαράδεκτη (Ολ. Α.Π. 1/2000 Π.Χρ. Η'/118, Α.Π. 605/2006 Π.Χρ. ΗΖ/62 και Α.Π. 279/2002). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα άσκησε, κατά της ιδίας παραπάνω υπ' αριθ. 2920/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, την από 12-1-2007 αίτηση αναίρεσης η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ' αριθ. 755/2007 απόφαση του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο). Συνεπώς η νέα, κρινόμενη, υπ' αριθ. 89/22-6-2007 αίτηση αναίρεσης, ως δεύτερη, στρεφόμενη κατά της ιδίας ανωτέρω αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί (άρθρο 476 §1 Κ.Π.Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθ. 89/22-6-2007 αίτηση αναίρεσης της Χ1, κατά της υπ' αριθ. 2920/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 3-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εκτός ορισμένων περιπτώσεων, που ορίζονται στο επόμενο εδάφιο του ίδιου άρθρου και στις οποίες δεν υπάγεται η κρινόμενη υπόθεση, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης από τον ίδιο διάδικο, εφόσον η πρώτη έχει ήδη κριθεί και ανεξάρτητα, αν αυτή (δηλαδή η πρώτη αναίρεση) απορρίφθηκε ως αβάσιμη ή απαράδεκτη. (Ολ. ΑΠ 1/2000). Περαιτέρω, από τη πιο πάνω διάταξη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 370 ΚΠΔ, συνάγεται ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να ανακαλέσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και εκείνη με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε σε περίπτωση που δεν προβλέπεται, όπως είναι η άσκηση δεύτερης αναίρεσης, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, με την προηγούμενη 755/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), η από 12-1-2007 αίτηση αναίρεσης της αναιρεσείουσας και στην παρούσα υπόθεση Χ1, κατά της ίδιας παραπάνω 2920/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτή καταδικάστηκε για πλαστογραφία από κοινού με χρήση κα απάτη τελεσμένη και σε απόπειρα κατ' εξακολούθηση, και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι ετών. Ήδη η αναιρεσείουσα, με την κρινόμενη δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, ζητεί, όπως εκτιμάται, την ανάκληση της 755/2007 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου και την αναίρεση της αυτής 2920/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Η αναιρεσείουσα επιχειρεί να θεμελιώσει το περί ανακλήσεως της προηγούμενης αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου αίτημά της, στο ότι ο Άρειος Πάγος από παραδρομή είχε απορρίψει την προηγούμενη αίτηση αναίρεσης, ως εκπρόθεσμη. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η εκδίκαση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη καταδικαστική για την αναιρεσείουσα απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου άρχισε στις 6/12/2006 και η δημοσίευση της αποφάσεως αυτής έγινε, με την παρουσία του εκπροσωπούντος αυτή συνηγόρου της, στις 8/12/2006 (βλ. σελ. 37 της αποφάσεως). Η απόφαση αυτή καθαρογράφηκε και καταχωρίσθηκε στο προς τούτο βιβλίο του άρ. 473 παρ.3 του ΚΠΔ, στις 15/12/2006, με αριθμό καταχώρισης 1668, όπως τούτο προκύπτει από την υπάρχουσα στο τέλος της προσβαλλόμενης αποφάσεως επισημείωση της αρμόδιας Γραμματέως. Ουδέν το αντίθετο προκύπτει και από την επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα από ...... υπηρεσιακή βεβαίωση του Γραμματέα του Πενταμελούς Εφετείου, αφού και στην βεβαίωση αυτή βεβαιώνεται ότι η ότι η αυτή απόφαση (2920/2006) καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στις 15/12/2006 και έλαβε τον ίδιο αριθμό καταχώρησης (1668), είναι δε χωρίς έννομη σημασία η από προφανή παραδρομή, επιπλέον και εκ περισσού, αναφορά, ότι η απόφαση αυτή είχε δημοσιευθεί στις 6/12/2007. Επομένως, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, ότι η παρούσα αναίρεσή της καθώς και η προηγούμενη, ασκήθηκαν "κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, με ημερομηνία 8-12-2006, με την οποία (ημερομηνία δημοσίευσης) ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει καταχωρηθεί στο αντίστοιχο ειδικό βιβλίο" και άρα από παραδρομή κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση του Αρείου Πάγου ότι ασκήθηκε εκπρόθεσμα (στις 12-1-2007), είναι παντελώς αβάσιμοι κα απορριπτέοι. Συνακόλουθα και σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού είναι δεύτερη κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο, ενώ η προηγούμενη 755/2007 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ως οριστική, δεν υπόκειται σε ανάκληση. Μετά δε την απόρριψη της αιτήσεως αυτής, πρέπει η αναιρεσείουσα να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 89/ 22-6-2007 αίτηση της Χ1, ήδη κρατούμενης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, κατά της 2920/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεύτερη αναίρεση κατά της αυτής απόφασης με αίτημα να ανακληθεί η πρώτη, που απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Επίκληση παραδρομής του Δικαστηρίου. Απορρίπτει αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 742/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 552/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Με πολιτικώς ενάγοντα τον .........., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2075/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανιστεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του ........., αρχιφύλακα του Α.Τ. Ορχομενού, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 28 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 552/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αναίρεσης ως ανυποστήρικτης εκ της ερημοδικίας του αναιρεσείοντος.
null
null
0
Αριθμός 733/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με κατηγορούμενους τους 1)Χ1, 2)Χ2, 3)Χ3, 4)Χ4, 5)Χ5, 6)Χ6, 7)Χ7, 8) Χ8, 9) Χ9, 10) Χ10, 11)Χ11, 12) Χ12, 13)Χ13 και 14) Χ14. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 710/7-12-2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2126/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 107/27-2-2008 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιόν σας την με αριθ. πρωτ. 710/7-12-2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης με την σχετική δικογραφία εις βάρος των α)Χ1, β)Χ2, γ) Χ3 κ.λ.π., κατηγορουμένων για 1) Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρ. 45, 299 παρ. ι Π.Κ.), 2) Περιύβριση νεκρού από κοινού (άρθρ. 45, 201 Π.Κ.) κ.λ.π., προκειμένου το Δικαστήριόν σας να αποφασίσει, κατ'άρθρ. 136 στοιχ. γ' εν συνδ. με άρθρ. 137 παρ. ί στ. δ' Κ.Π.Δ., την παραπομπή εκδίκασης της υπόθεσης από το κατά τόπον και καθ'ύλην αρμόδιον Μονομελές Δικαστήριον ανηλίκων Βεροίας, εις άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο για λόγους δημόσιας ασφάλειας και τάξης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά την διάταξη του άρθρ. 136 στοιχ. γ' Κ.Π.Δ., διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως εις άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο όταν επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται από τους κατά τόπους Εισαγγελείς, με σύμφωνη γνώμη από την αρμοδία Αστυνομική αρχή, και δεν είναι ανάγκη να προκύπτουν με βεβαιότητα, αλλά αρκεί η πιθανολόγησή τους. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρ. 137 παρ. ι περ. γ' του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο στην περίπτωση αυτή να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, εις το οποίο εισάγεται η υπόθεση από τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, εφόσον αυτός είναι σύμφωνος με την παραπομπή για την αιτία αυτή (Α.Π. 728/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 248, Α.Π. 817/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 424). ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Τις νυκτερινές ώρες της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου 2006 εξηφανίσθη από την πόλη της ........ ο ηλικίας 11 περίπου ετών Ψ. Με αφορμή την εξαφάνισή του διενηργήθη από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές αρχικώς προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να εντοπισθεί ο ανήλικος και να διαπιστωθούν οι συνθήκες εξαφανίσεώς του, και στην συνέχεια, κατόπιν παραγγελίας του αρμοδίου Εισαγγελέως, αστυνομική προανάκριση μετά την αποκάλυψιν από τους ανηλίκους ότι ούτοι αφού ετραυμάτισαν τον παθόντα, εγκατέλειψαν τούτον αβοήθητον εις παρακείμενο παλαιό οίκημα με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατός του. Κατόπιν τούτου ησκήθη κατ'αυτών ποινική δίωξη για τις προαναφερόμενες πράξεις και στην συνέχεια διενεργήθη κυρία ανάκριση επί ταύταις. Όμως, από την όλη εξέλιξη της υπόθεσης, εδημιουργήθη σε πανελλήνια κλίμακα ιδιαίτερη συγκίνηση στην κοινή γνώμη δι'ον λόγον, κατόπιν της υπ'αριθ. 9/2006 αποφάσεως της Ολομελείας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 29 παρ. 2 Κ.Π.Δ., διετάχθη η υποβολή της δικογραφίας εις τον Εισαγγελέα Εφετών και, μετά ταύτα κατόπιν των υπ'αριθ. 8644/2006 και 23/27-4-2007 παραγγελιών του, ανετέθη η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως εις ειδικόν Εφέτην Ανακριτήν, μετά την ολοκλήρωσιν της οποίας εξεδόθη το υπ'αριθ. 1246/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, δια του οποίου, μεταξύ των άλλων, παρεπέμφθησαν οι προαναφερόμενοι ανήλικοι εις το καθ'ύλην και κατά τόπον αρμόδιον Μονομελές δικαστήριο ανηλίκων Βεροίας για να δικασθούν επί ταύταις. Όμως, όπως προκύπτει από το υπ'αριθ.πρωτ. .......... έγγραφον της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ημαθίας εν συνδυασμώ με την υπ'αριθ. πρωτ. ...... αναφορά του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βεροίας, ως εκ της φύσεως και των συνθηκών τελέσεως των προαναφερομένων πράξεων, είναι πολύ πιθανό να παρακολουθήσει την εκδίκαση της υπόθεσης, για την οποίαν επιδεικνύεται εξαιρετικό ενδιαφέρον, εκτός από τους αμέσως ενδιαφερομένους, πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων εκ των πέριξ περιοχών αλλά και εκπροσώπων των Μ.Μ.Ε. με προφανή τον κίνδυνο διαταράξεως της δημοσίας τάξεως. 'Ετσι η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βεροίας, με την οποίαν ζητείται για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφαλείας και τάξης η παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, είναι νόμιμη και βάσιμη. Επομένως η εν λόγω αίτησις πρέπει να γίνει δεκτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Μονομελές Δικαστήριο ανηλίκων Θεσσαλονίκης, όπου ο προαναφερθείς κίνδυνος αποτρέπεται ή δραστικά περιορίζεται, λόγω της επαρκούς αστυνόμευσης του χώρου και έτσι καθίσταται ευχερέστερη, με την επιβεβλημένην νηφαλιότητα και ηρεμία, η εκδίκαση της υπόθεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει δεκτή η με αριθ.πρωτ. 710/7-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Βέροιας και να παραπεμφθεί η εκδίκασή της κατά των κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 κ.λ.π., κατηγορία για 1) Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, 2) Περιύβριση νεκρού κ.λ.π., από το κατά τόπον και καθ'ύλην αρμόδιον Μονομελές Δικαστήριο ανηλίκων Βεροίας εις το Μονομελές Δικαστήριο ανηλίκων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Αθήναι τη 25 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. γ' και 137 παρ. 1 περ. γ' Κ.Ποιν.Δ προκύπτει, ότι η παραπομπή μιας υποθέσεως από το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο (δικαστήριο) διατάσσεται, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη επιβάλλουν την εκδίκαση της υποθέσεως σε δικαστήριο κείμενο σε άλλο τόπο από εκείνο που πρόκειται να εκδικασθεί. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται από τους κατά τόπους εισαγγελείς και δεν είναι ανάγκη να προκύπτουν με βεβαιότητα, αλλά αρκεί η πιθανολόγησή τους. Την παραπομπή αποφασίζει στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εφόσον και αυτός συμφωνεί με την περί της παραπομπής αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με το 1246/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης παραπέμφθηκαν Α)Στο ακροατήριο του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Βέροιας οι ανήλικοι 1)Χ1, 2)Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5 και 6)Χ6, για να κριθεί αν τέλεσαν οι μεν πέντε πρώτοι α)ανθρωποκτονία εκ προθέσεως από κοινού σε βάρος του ανηλίκου Ψ και β)περιύβριση νεκρού από κοινού ο δε έκτος α)ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατ' εξακολούθηση και β)υπόθαλψη εγκληματία κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, Β)Στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας οι 1)Χ7, 2)Χ8, 3) Χ9, 4) Χ10, 5) Χ11, 6) Χ12 και 7)Χ13, για να δικασθούν ως υπαίτιοι παραμέλησης εποπτείας ανηλίκου κατ' εξακολούθηση και Γ)Στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, ο Χ14, για να δικασθεί ως υπαίτιος α)ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και β)υπόθαλψη εγκληματία κατ' εξακολούθηση. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθ.........αναφορά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βέροιας προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία συμφωνεί και ο Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης, η σε βάρος του ανωτέρω ανηλίκου τελεσθείσα ανθρωποκτονία, λόγω της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε σ' αυτήν από τα μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, αλλά και από τη φύση της, έχει ευαισθητοποιήσει μεγάλο αριθμό πολιτών της πόλεως της ........., τόπο όπου κατοικούσε ο παθών ανήλικος, οι οποίοι πιθανολογείται ότι θα προσέλθουν να παρακολουθήσουν τις σχετικές δίκες, με αποτέλεσμα αφ' ενός μεν οι χώροι του Δικαστικού Μεγάρου της Βέροιας να κρίνονται ανεπαρκείς για την ομαλή διεξαγωγή των εν λόγω δικών, αφ' ετέρου δε να υφίσταται κίνδυνος, για την ασφάλεια των κατηγορουμένων, των συνηγόρων τους και των μαρτύρων υπερασπίσεως, από τη διεξαγωγή των δικών αυτών στη ....., όπως εκτιμά και ο Διευθυντής της Αστυνομικής Διευθύνσεως Ημαθίας (έγγραφό του με αριθ. πρωτ. ......... προς την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βέροιας). Εκ τούτων πιθανολογείται ότι σοβαροί λόγοι αναγόμενοι στη δημόσια ασφάλεια και τάξη επιβάλλουν την εκδίκαση των ανωτέρω υποθέσεων από δικαστήρια, ομοειδή και ισόβαθμα προς εκείνα όπου η κατά τα άνω παραπομπή των κατηγορουμένων, κείμενα σε άλλο τόπο, όπως διαλαμβάνεται και στην Εισαγγελική πρόταση, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της. Ενόψει των ανωτέρω συντρέχει νόμιμη κατ' ουσίαν περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας και παραπομπής της υποθέσεως προς εκδίκαση, αντιστοίχως από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Βέροιας στο Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης και από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση που αναφέρεται στο σκεπτικό Α) κατά των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4, 5) Χ5 και 6) Χ6, που αφορά στην κατηγορία για α)ανθρωποκτονία εκ προθέσεως από κοινού και β) περιύβριση νεκρού από κοινού κατά των πέντε πρώτων και α) ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατ' εξακολούθηση και β) υπόθαλψη εγκληματία κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή κατά του έκτου, από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Βέροιας στο Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, Β) κατά των 1) Χ7, 2) Χ8, 3) Χ9, 4) Χ10, 5)Χ11, 6)Χ12 και 7) Χ13, που αφορά την κατηγορία για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου κατ' εξακολούθηση, από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης και Γ) κατά του Χ14, που αφορά την κατηγορία για α) ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και β) υπόθαλψη εγκληματία κατ' εξακολούθηση, από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 706/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, περί αναιρέσεως της 189/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με κατηγορούμενο τον Χ1, κρατούμενο στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Θράκης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 62/17-10-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θράκης Ιωάννη Στεφανάκου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1805/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και την πληρεξούσια δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ, αν από την απόλυση, υπό τον όρο της ανακλήσεως, του καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολείπετο για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη, όταν αυτό είναι μικρότερο των τριών ετών, χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή, (αν δεν πρόκειται για ισόβια κάθειρξη, οπότε απαιτείται να περάσουν δέκα έτη), θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Αν, όμως, μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, τότε εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως. Η απόλυση, δηλαδή, υπό τον όρο της ανακλήσεως, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεώς της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (Ολ. ΑΠ 106/1991). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 97 ΠΚ, οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, για τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής, εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικασθεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέσθηκε αυτή. Από τις εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 551 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η οποία ορίζει ότι "αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού Κώδικα για τη συρροή", συνάγεται ότι αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υφ' όρον συμπέσει ποινή ανώτερη των έξι μηνών για άλλη (ή και περισσότερες) από δόλο πράξη, παρόλον ότι η ποινή που έχει ανασταλεί και η νέα συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή με συνυπολογισμό της ποινής που έχει ανασταλεί υπό τον όρο της ανακλήσεως, καθόσον ολόκληρο το υπόλοιπο της τελευταίας εκτίεται αθροιστικά, αφότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που επέβαλε στον υφ' όρον απολυθέντα ποινή φυλακίσεως ανώτερη των έξι μηνών για έγκλημα που διέπραξε από δόλο εντός του χρόνου της δοκιμασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται παραδεκτώς για την έρευνα της βασιμότητας του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ προβαλλομένου, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, λόγου, προκύπτουν τα εξής: Ο Χ1, ο οποίος εξέτιε ποινή καθείρξεως 24 ετών και 8 μηνών, που είχε καθορισθεί ως εκτιτέα απ' αυτόν συνολική ποινή με την 66/1997 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, έτυχε υφ' όρον απολύσεως με το 226/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής και αποφυλακίσθηκε την 23 Ιουλίου 2003, με υπόλοιπο ποινής 9 ετών, 8 μηνών και 23 ημερών. Ο ίδιος, όμως, την 12 Ιουλίου 2005, δηλαδή εντός του χρόνου δοκιμασίας από την απόλυσή του, διέπραξε και νέα από δόλο εγκλήματα και συγκεκριμένα αυτά της απόπειρας ληστείας από κοινού, της παράνομης κατοχής όπλου από κοινού, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, για τα οποία καταδικάσθηκε, με τη 1121/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, σε συνολική ποινή καθείρξεως 10 ετών και 6 μηνών, καθώς και σε χρηματική ποινή 1.500 ευρώ. Ακολούθως, υπέβαλε ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης την από 29.8.2007 αίτησή του για συγχώνευση των ποινών που του είχαν επιβληθεί με τις ως άνω 66/1997 και 1121/2006 αποφάσεις. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης έκανε δεκτή την εν λόγω αίτηση με την προσβαλλόμενη 189/2007 απόφασή του και καθόρισε τη συνολική ποινή που έπρεπε να εκτίσει ο αιτών - κατάδικος σε 28 έτη και 5 μήνες, αποτελούμενη από τη βαρύτερη ποινή καθείρξεως των 24 ετών και 8 μηνών που επιβλήθηκε με την ανωτέρω πρώτη απόφαση, επαυξημένη κατά 3 έτη και 6 μήνες από τις ποινές της δεύτερης, παρά το γεγονός ότι δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση τέτοιας συγχωνεύσεως, κατά τα προεκτεθέντα, αφού ο ανωτέρω, ενόψει του ότι διέπραξε νέα εγκλήματα από δόλο εντός του χρόνου δοκιμασίας του μετά την υφ' όρον απόλυσή του και του επιβλήθηκε γι' αυτά ποινή καθείρξεως 10 ετών και έξι μηνών, όφειλε να εκτίσει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί με την υφ' όρον απόλυση. Επομένως, έτσι που έκρινε το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και ο μοναδικός συναφής λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η υπόθεση δεν χρήζει παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠοινΔ, αφού δεν υπάρχει λόγος περαιτέρω εκδικάσέως της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 189/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υφ’ όρου απόλυση. Νομική φύση. Αποτελεί στάδιο εκτελέσεως της ποινής. Αν, κατά το στάδιο της δοκιμασίας του, τελέσει ο υφ’ όρου απολυθείς άλλη εκ δόλου πράξη και του επιβληθεί γι’ αυτήν ποινή ανώτερη των έξι μηνών, μολονότι η ανασταλείσα και η νέα ποινή συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί συνολική ποινή με προσμέτρηση και της ανασταλείσας, αλλά η νέα ποινή θα αποτιθεί χωριστά, μετά την έκτιση ολοκλήρου του υπολοίπου της ποινής που είχε ανασταλεί. Αναιρείται, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 108 ΠΚ, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία συγχωνεύθηκε η ανασταλείσα ποινή και εκείνη που επιβλήθηκε στον υφ’ όρου απολυθέντα, ανώτερη των έξι μηνών, για εκ δόλου αδίκημα που διέπραξε κατά την περίοδο της δοκιμασίας του.
Ποινών συγχώνευση
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινών συγχώνευση, Απόλυση υφ' όρο.
0
Αριθμός 704/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, για αναίρεση της με αριθμό 532/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 902/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παραγρ. 1 του άρθρου 1 του α.ν 86/1967, τιμωρείται με τις στη διάταξη αυτή ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές), με σκοπό αποδόσεως τους στους κατά την παράγρ. 1 Οργανισμούς, και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ.1 και 5 του α.ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης κατά τις ως άνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου α.ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξάλλου η απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 130 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ενόψει αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. ΑΠ 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 532/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, που δίκασε κατ' έφεση, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για μη έγκαιρη καταβολή στο ΙΚΑ εργοδοτικών και εργατικών εισφορών και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως 14 μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της, δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, τα εξής: Ο κατηγορούμενος, στη ...... Αταλάντης "κατά τη μισθολογική περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.12.2001, ΔΧ 2000 και ΔΧ 2001", ως διαχειριστής της εταιρίας με την επωνυμία "........ΕΠΕ", που διατηρούσε επιχείρηση ιχθυοκαλλιέργειας, απασχόλησε στην επιχείρηση αυτή με σχέση εξαρτημένης εργασίας προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ, προς το οποίο, ενώ είχε υποχρέωση να καταβάλει για την ασφάλιση του προσωπικού αυτού, εντός τριάντα ημερών από το τέλος εκάστου μηνός εντός του οποίου εργάσθηκε κάθε εργαζόμενος, δεν κατέβαλε εργοδοτικές εισφορές που τον βάρυναν ποσού 11.623,77 ευρώ και προς το οποίο δεν απέδωσε, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, εργατικές εισφορές ποσού 5.811,89 ευρώ, τις οποίες παρακράτησε από τις αποδοχές των απασχοληθέντων στην επιχείρηση προκειμένου να τις αποδώσει στο ΙΚΑ. Με αυτά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 86/1967 και του άρθρου 375 Π.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, με αντιφατικές ή ελλιπείς παραδοχές στο πόρισμά της. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού α) δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίζεται στην απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της, αν η διαχείριση που δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ασκούσε ο αναιρεσείων στην εταιρία ".......ΕΠΕ" είχε ανατεθεί σ' αυτόν δια του καταστατικού της εν λόγω εταιρίας ή με απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων της, αρκούσης της παραδοχής ότι ήταν αυτός διαχειριστής, κατά τον κρίσιμο χρόνο, και άρα δικαιούμενος να την εκπροσωπεί και να ενεργεί επ' ονόματί της κάθε πράξη διαχειρίσεως και διαθέσεως, εντός των ορίων του σκοπού της, κατ' άρθρο 18 παρ. 1 του Ν.3190/1955, β) δεν ήταν αναγκαίο, επίσης, να προσδιορίζεται στην απόφαση πόσοι ήταν οι μισθωτοί που απασχολήθηκαν στην επιχείρηση κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και ποιες ήταν οι αποδοχές τους, διότι τα εν λόγω στοιχεία, δεν αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 86/;967 και γ) από τη σοφή έκφραση στην απόφαση, τόσον στην αυτοτελή αιτιολογία της, όσον και στο διατακτικό της "κατά τη μισθολογική περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.12.2001" δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το χρονικό διάστημα που με την έκφραση αυτή προσδιορίζεται αφορά σε ολόκληρο το έτος 2001. Η προβαλλόμενη, από τον αναιρεσείοντα, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, αντίθεση, κατ' αυτόν, της ανωτέρω παραδοχής της αποφάσεως προς την κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια με την έννοια της ασάφειας ή αντιφάσεως και εντεύθεν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αλλά πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Άλλωστε ως ασάφεια ή αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό της αποφάσεως, είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως, συνακολούθως δε να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του X1, περί αναιρέσεως της 532/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικές εισφορές. Στοιχεία μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Αιτιολο-γημένη καταδίκη. Δεν απαιτείται να αναφέρεται, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, ο αριθμός των απασχοληθέντων μισθωτών και οι αποδοχές τους. Δεν αποτελεί αναιρετική πλημμέλεια η τυχόν αντίθεση μεταξύ του πορίσματος της αποφάσεως και αποδεικτικού μέσου (καταθέσεως μάρτυρος). Ως ασάφεια ή αντίφαση, που συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο σκεπτικό, είτε μεταξύ αυτών και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό και όχι η τυχόν αντίθεση αποδεικτικού μέσου προς τις παραδοχές της αποφάσεως, καθόσον το τελευταίο ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 700/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως) Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σαυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Ιορδανίδου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 4902/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2066/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 23/28-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την παρούσα δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 473 παρ. 1 έως 3, 474 παρ. 1, και 507 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ συνάγεται ότι, εφόσον με ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζεται διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε, αν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, είναι δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στην περίπτωση που το ένδικο αυτό μέσο ασκείται με δήλωση στο Γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή σ' εκείνον που διευθύνει τη φυλακή, αν ο αναιρεσείων κρατείται, και 20 ημερών όταν ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άνω άρθρου 473 ΚΠοινΔ. Επίδοση της απόφασης, για να τρέξουν οι παραπάνω προθεσμίες, απαιτείται μόνον όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, και δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη δια πληρεξούσιου δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 3 του ΚΠοινΔ.(ΑΠ 851/2006 ). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος προ 24 ωρών από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης που έχει προσβληθεί και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα έξοδα. Εκπρόθεσμη άσκηση του άνω ένδικου μέσου τότε μόνο συγχωρείται όταν στην κατά το άρθρο 474 του Κ.Ποιν.Δ έκθεση γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά. II. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης 4902/4-6-2007 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άνω άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Π.Δ. στις 26-6-2007,ενώ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από την συνήγορο του δικηγόρο Ειρήνη Ιορδανίδου (βλ. πρακτικά). Η κρινόμενη αναίρεση ασκήθηκε στις 16-11-2007 με δήλωση του αναιρεσείοντος που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Έτσι όμως, η άσκηση της, έγινε μετά την παρέλευση της πιο πάνω εικοσαήμερης προθεσμίας, από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, και για το λόγο αυτό είναι εκπρόθεσμη. Κατ' ακολουθία, και δεδομένου ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται οποιοδήποτε λόγο για τη δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησης της, πρέπει η αναίρεση αυτή, να κηρυχθεί απαράδεκτη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα [άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Ι. Να απορριφθεί η από 16-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 4902/4-6-2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και II. Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ. Αθήνα 10-1-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και την πληρεξουσία του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ.1 και 473 παρ.1-3 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ'αποφάσεως, που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο, είναι είκοσι ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Παρών θεωρείται και ο κατηγορούμενος που εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο, τον οποίο διόρισε ο ίδιος για να τον εκπροσωπήσει. Εξάλλου, η εκπροθέσμως ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, κατά της 4902/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών, ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16-11-2007. Η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως απ'αυτήν προκύπτει, εκδόθηκε με εκπροσωπηθέντα τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Ιορδανίδου, την οποία είχε προς τούτο διορίσει με έγγραφη από 1-6-2007 εξουσιοδότησή του, καταχωρήθηκε δε καθαρογραμμένη στο κατ'άρθρο 473 παρ.1 ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο στις 26-6-2007, κατά την επ'αυτής βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως. Ενόψει αυτών η εν λόγω αίτηση, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, ασκήθηκε εκπροθέσμως, δεν εκτίθενται δε σ'αυτήν λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι η ανωτέρω προθεσμία των είκοσι ημερών δεν αρχίζει από μόνη την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, αλλ'απαιτείται και γνωστοποίηση της καταχωρήσεως στον καταδικασθέντα, οσάκις η εν λόγω καταχώρηση γίνεται, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση, μετά την πάροδο της 15θήμερης προθεσμίας, εντός της οποίας πρέπει κατά νόμον να καθαρογράφεται η απόφαση. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος, διότι η κατά παραβίαση του ανωτέρω 15θημέρου καθαρογραφή της αποφάσεως δεν επάγεται ακυρότητα ή απαράδεκτο ή άλλος μορφής κύρωση, πλην ενδεχομένως της πειθαρχικής ευθύνης του προέδρου του δικαστηρίου, η παραβίαση δε αυτή δεν γεννά κατά ρητή διάταξη νόμου υποχρέωση των οργάνων της πολιτείας να γνωστοποιήσουν στον καταδικασθέντα την ανωτέρω καταχώρηση. Η ρύθμιση αυτή, αντιθέτως προς τα υπό του αναιρεσείοντος υποστηριζόμενα, δεν καθιστά τη σχετική δίκη μη δικαία, κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διότι ο καταδικασθείς οφείλει, επιμελώς φερόμενος, να παρακολουθήσει το σχετικό δημόσιο βιβλίο, ώστε να πληροφορηθεί το χρόνο καταχωρήσεως της αποφάσεως και να ασκήσει κατ'αυτής αναίρεση, αν το επιθυμεί. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 4902/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (200) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως από τον παρόντα δικαιούμενο, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι εικοσαήμερη και αρχίζει από την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο. Παρών θεωρείται και ο εκπροσωπηθείς στη δίκη από τον διορισθέντα συνήγορό του. Απορρίπτει αίτηση ως εκπρόθεσμη.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 697/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αθανάσιο Κουτρομάνο (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βιολέττα Κυτέα (ορισθείσα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούντα τον Ψ, και εγκαλούμενο τον Χ, Εφέτη Αθηνών. Η αίτηση αυτή με αριθ. πρωτ. 4567/22.11.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1990/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, με αριθμό 37/ 30.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την υπ'αριθ. πρωτ. 4567/22-11-2007 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, επί υποθέσεως με καταγγελλόμενο και τον Χ, Εφέτη Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά την διάταξη του άρθρ. 136 περ. ε' ΚΠΔ, ζήτημα καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υπάρχει και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρ. 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση ευρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθή ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρεάστου της δικαστικής κρίσεως και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρ. 137 παρ. 1 περ. γ' ΚΠΔ, αρμόδιο να αποφασίση για την παραπομπή δικαστήριο είναι ο 'Αρειος Πάγος, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, δια της υπ'αριθμ. ΕΓ74-06/17/2007 πράξεως αρχειοθετήσεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών ετέθη στο αρχείο η υπό στοιχ. ..... δικογραφία, σχηματισθείσα κατόπιν προκαταρκτικής εξετάσεως με αφορμή την από 30-5-2005 αναφορά του Ψ, στρεφομένη και κατά του Χ, Εφέτη Αθηνών, με την οποία συσχετίσθηκαν άλλες δύο αναφορές του ίδιου. 'Ηδη δε, ανακύπτει περίπτωση εγκρίσεως ή μη της ως άνω ενεργείας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. 'Εφ'όσον, όμως, ο εκ των καταγγελλομένων Χ, Εφέτης, υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, και παραπομπής της υποθέσεως ως προς όλους τους μηνυομένους, λόγω συναφείας, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές άλλου Εφετείου και ειδικότερα αυτές του Εφετείου Πειραιώς. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω Να παραπεμφθή η υπόθεση περί της οποίας η υπ'αριθμ. ΕΓ 74-06/17/2007 πράξη αρχειοθετήσεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια της οποίας ετέθη στο αρχείο η υπό στοιχ. ..... δικογραφία προκαταρκτικής εξετάσεως, με καταγγελλόμενο και τον Χ, Εφέτη Αθηνών, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών στις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς. Αθήναι 11 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντα, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο, η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως της ποινικής διώξεως, διότι και κατ' αυτό συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξ αιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της από 18.5.2005 αναφοράς του Ψ, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (με αριθ. γεν. πρωτ. 4738/30.5.2005 της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου), με την οποία συσχετίσθηκαν και οι από 1.6.2005 και 19.7.2005 όμοιες του ιδίου (με αριθ. γεν. πρωτ. 4901/3.6.2005 και 6731/2.8.2005), διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπου οι ως άνω αναφορές διαβιβάστηκαν, μετά το πέρας της οποίας η υπόθεση τέθηκε στο Αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΠοινΔ. Η σχηματισθείσα σχετικώς δικογραφία με ...... (....), υποβλήθηκε την 31.5.2007 στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για έγκριση ή μη της αρχειοθετήσεως, οπότε και ανέκυψε ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, λόγω του ότι, μεταξύ των καταγγελλομένων με την τρίτη ως άνω αναφορά, περιλαμβάνεται και ο Χ, Εφέτης Αθηνών. Τον κανονισμό αυτό ζητεί από τον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με την υπ' αριθ. πρωτ. 4567/22.11.2007 αίτησή του, η οποία είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, και κατ' ουσίαν βάσιμη, ενόψει των προεκτεθέντων. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή και να χωρήσει κανονισμός αρμοδιότητας, προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε υπόνοια μεροληψίας. Προς τούτο, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ως πλησιέστερο, προκειμένου να εγκρίνει ή όχι την ανωτέρω αρχειοθέτηση και δη ως προς όλους τους καταγγελλομένους λόγω συναφείας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την στο σκεπτικό υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας και παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, επειδή ο καταγγελλόμενος είναι δικαστικός λειτουργός και υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 696/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 και 18 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος -εκζητουμένου Χ1, κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρο του Αλέξανδρο Λυκουρέζο και Ιωάννη Βλάχο κατά της υπ' αριθμ. 40/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς του στην Αυστραλία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 165/27.07.2007 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, Αικατερίνης Σωφρόνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1370/2007. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου πλην των περιπτώσεων 8, 15, 17, 18, 19 για τις οποίες δεν υπάρχει περίπτωση διπλού αξιοποίνου, αφού δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη από τον Ελληνικό Ποινικό Νόμο. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος εκζητουμένου ισχυρίσθηκαν ότι εκκρεμεί αίτημα για την έκδοση αυτού στο Λίβανο, προκειμένου να δικασθεί για διακίνηση ναρκωτικών και υπέβαλαν το αίτημα να αναβληθεί η υπόθεση, προκειμένου να ολοκληρωθεί ο σχετικός φάκελος και υποβληθεί αρμοδίως, ώστε να καταστεί δυνατόν να εξετασθούν και οι δύο αιτήσεις εκδόσεως (Αυστραλίας και Λιβάνου), καθόσον ο εκζητούμενος επιθυμεί να εκδοθεί στο Λίβανο, όπου υπάρχει η νομική δυνατότητα να δικασθεί για όλα τα αδικήματα που του αποδίδονται. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, διότι, όπως προέκυψε από τη διαδικασία, δεν εκκρεμεί ενώπιον των αρμοδίων Εισαγγελικών και Δικαστικών Αρχών αίτημα του Λιβάνου για την έκδοση του εκκαλούντος (ο σχετικός φάκελος έχει επιστραφεί), ανεξαρτήτως του ότι η τυχόν υποβολή της εν λόγω αιτήσεως εκδόσεως, δεν συνιστά λόγο αναβολής συζήτησης της παρούσας υπόθεσης. IΙ. Η κρινόμενη 165/27-7-2007 έφεση κατά της 40/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αυτό γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης στην Αυστραλία του εκζητουμένου - εκκαλούντος, Χ1, , ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσία (άρθρ. 451 παρ. 1 του ΚΠΔ). IIΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 436 ΚΠΔ, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται, αν υπάρχει διεθνής σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Πολιτείας και του εκζητούντος κράτους, από τις διατάξεις της συμβάσεως αυτής και, συμπληρωματικώς, από τις διατάξεις των άρθρων 437 επ. του ίδιου Κώδικα, εφόσον αυτές δεν αντιτίθενται σ' εκείνες της συμβάσεως ή για ζητήματα για τα οποία δεν προβλέπει η σύμβαση. Τα κράτη της Ελλάδας και της Αυστραλίας έχουν υπογράψει και τα δύο και αποδεχθεί την "Συνθήκη Έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας" (στο εξής Συνθήκη), που υπογράφηκε στην Αθήνα την στις 13η Απριλίου 1987 και κυρώθηκε από την Ελλάδα το έτος 1991 με το ν. Ν 1928/1991. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και 2 της Συνθήκης, αδικήματα, για τα οποία χωρεί η έκδοση είναι εκείνα που, όπως και αν περιγράφονται, τιμωρούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών με στέρηση της ελευθερίας κατά ανώτατο όριο για έναν τουλάχιστον χρόνο ή με αυστηρότερη ποινή. Στις περιπτώσεις όπου η αίτηση έκδοσης αφορά πρόσωπο που έχει καταδικασθεί για τέτοιο αδίκημα και ζητείται για την έκτιση ποινής φυλάκισης ή άλλης στέρησης της ελευθερίας, η έκδοση θα χωρεί μόνο εφ` όσον υπολείπεται περίοδος τουλάχιστον τεσσάρων μηνών έκτισης τέτοιας ποινής. Για να προσδιοριστεί δε, αν ένα αδίκημα συνιστά παραβίαση της νομοθεσίας των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών: (α) δεν λαμβάνεται υπόψη αν η νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Κρατών κατατάσσει τις πράξεις ή τις παραλείψεις που αποτελούν το αδίκημα στην ίδια κατηγορία αδικημάτων ή αν χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία για την ονομασία του αδικήματος, (β) λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πράξεων και παραλείψεων, για τις οποίες το εκζητούμενο πρόσωπο κατηγορείται και είναι αδιάφορο, αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Κρατών, διαφέρουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 της Συνθήκης, η έκδοση δεν επιτρέπεται σε καμία από τις παρακάτω περιπτώσεις (α) Όταν το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση είναι πολιτικό. Ως πολιτικό έγκλημα δεν θεωρείται η δολοφονία ή η απόπειρα δολοφονίας Αρχηγού Κράτους ή μέλους της οικογένειάς του/της, ούτε η παραβίαση νόμου σχετικού με τη γενοκτονία, (β) όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει κανείς ότι έχει γίνει αίτηση έκδοσης για ένα κοινό ποινικό αδίκημα με σκοπό τη δίωξη ή τιμωρία προσώπου, λόγω της φυλής, θρησκείας, εθνικότητας ή πολιτικών του πεποιθήσεων ή ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να διατρέξει κίνδυνο για οποιοδήποτε από τους παραπάνω λόγους, (γ) όταν το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με τη στρατιωτική νομοθεσία και δεν είναι αδίκημα σύμφωνα με το κοινό ποινικό δίκαιο των Συμβαλλόμενων Κρατών (δ) όταν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στο Κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση ή σε τρίτο κράτος σχετικά με το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση του προσώπου ή (ε) όταν το εκζητούμενο πρόσωπο έχει απαλλαγεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός των Συμβαλλόμενων Κρατών, από δίωξη ή τιμωρία, λόγω παραγραφής ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία. 2. Η έκδοση μπορεί να μην επιτραπεί σε οποιαδήποτε από τις παρακάτω περιπτώσεις: (α) Όταν το εκζητούμενο πρόσωπο είναι υπήκοος του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. (β) Όταν οι αρμόδιες αρχές του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχουν αποφασίσει να μην προβούν σε δίωξη του εκζητούμενου προσώπου για το αδίκημα σχετικά με το οποίο ζητείται η έκδοση. (γ) Όταν το αδίκημα, για το οποίο το εκζητούμενο πρόσωπο κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί ή οποιοδήποτε άλλο αδίκημα για το οποίο μπορεί να κρατηθεί ή να δικαστεί σύμφωνα με τη Συμφωνία αυτή επιφέρει τη θανατική ποινή σύμφωνα με τη νομοθεσία του αιτούντος Κράτους, εκτός αν το Κράτος αυτό εγγυηθεί ότι δεν θα επιβληθεί η θανατική ποινή ή, εάν επιβληθεί, δεν θα εκτελεστεί. (δ) Όταν το αδίκημα, για το οποίο ζητείται η έκδοση θεωρείται, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, ότι διεπράχθη εν όλω ή εν μέρει εντός του Κράτους αυτού (ε) Όταν εκκρεμεί, στο Κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δίωξη κατά του εκζητούμενου προσώπου, όσον αφορά το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση. (στ) Όταν η αρμόδια αρχή του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τη φύση του αδικήματος και το συμφέρον του αιτούντος Κράτους, θεωρεί ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, περιλαμβανομένης της ηλικίας, υγείας ή άλλης προσωπικής κατάστασης του εκζητούμενου προσώπου, η έκδοση του προσώπου αυτού θα ήταν άδικη, καταπιεστική, ασυμβίβαστη με τις ανθρωπιστικές ιδέες ή θα συνιστούσε υπερβολικά αυστηρή ποινή. Kατά το άρθρο 5, η αίτηση για έκδοση γίνεται γραπτώς και διαβιβάζεται με τη διπλωματική οδό. Όλα τα δικαιολογητικά της αίτησης έκδοσης επικυρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 6. Η δε αίτηση έκδοσης συνοδεύεται: (α) εάν το πρόσωπο κατηγορείται για αδίκημα, από ένταλμα συλλήψεως ή αντίγραφο του εντάλματος συλλήψεως του προσώπου, περιγραφή του κάθε αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση και περιγραφή των πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες καταλογίζονται στο πρόσωπο σχετικά με κάθε αδίκημα (β) εάν το πρόσωπο καταδικάστηκε για αδίκημα κατά την απουσία του, από δικαστικό ή άλλο έγγραφο ή αντίγραφο αυτών, που επιτρέπει τη σύλληψη του προσώπου, περιγραφή κάθε αδικήματος, για το οποίο ζητείται η έκδοση και περιγραφή των πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες καταλογίζονται στο πρόσωπο σχετικά με κάθε αδίκημα και, σε κάθε περίπτως, από αντίγραφο των νομοθετικών διατάξεων, εάν υπάρχουν, που προβλέπουν το αδίκημα ή το κείμενο του σχετικού με το αδίκημα νόμου, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε νόμου που αναφέρεται στον περιορισμό της διαδικασίας, ανάλογα με την περίσταση και σε κάθε περίπτωση περιγραφής της ποινής που μπορεί να επιβληθεί και από όσο το δυνατό ακριβέστερη περιγραφή του προσώπου, μαζί με οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θα βοηθούσε να αναγνωριστεί η ταυτότητα και η υπηκοότητα αυτού. Επίσης τα δικαιολογητικά αίτησης έκδοσης συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Κατά το άρθρο 6, έγγραφο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 5, συνοδεύει αίτηση για έκδοση, αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο, εφ` όσον είναι επικυρωμένο, σε οποιαδήποτε διαδικασία έκδοσης στο έδαφος του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Έγγραφο θεωρείται επικυρωμένο εάν: (α) είναι υπογεγραμμένο ή θεωρημένο από δικαστή, ειρηνοδίκη ή άλλο εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του αιτούντος Κράτους, και (β) είναι επικυρωμένο ενόρκως ή με τη διαβεβαίωση μάρτυρα ή σφραγισμένο με επίσημη ή δημόσια σφραγίδα του αιτούντος Κράτους ή Υπουργού ή άλλου αξιωματούχου της Κυβέρνησης του αιτούντος Κράτους. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες, εν όψει και του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύουν κάθε αντίθετης διατάξεως του ημεδαπού δικαίου, συνάγεται με σαφήνεια, ότι, σε περίπτωση εκδόσεως αλλοδαπού, κατά τις διατάξεις της προαναφερόμενης Συνθήκης Έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας, ως κατηγορούμενου, πρέπει τα εγκλήματα για τα οποία αυτός διώκεται να είναι αξιόποινα, τόσο κατά το νόμο του αιτούντος κράτους, όσο και κατά το νόμο του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση και να τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας, ανωτάτου ορίου τουλάχιστον ενός έτους. Αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του εκζητούμενου, δεν είναι αναγκαίο να προσκομίζονται, αφού τα στοιχεία αυτά δεν διαλαμβάνονται στην Συνθήκη, ούτε το Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται της σχετικής αιτήσεως, έχει την εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα της κατηγορίας. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να συναχθεί από τη διάταξη του άρ. 7 παρ. 1 της Συνθήκης, το οποίο αναφέρεται στην παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών σχετικά με την πλήρωση όρων της νομοθεσίας του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, που αφορούν μη ρυθμιζόμενα από τη Συνθήκη ζητήματα, όπως αυτό προκύπτει και από τη διάταξη του άρ. 450 παρ. 2 του ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 450 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το Συμβούλιο γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της εκδόσεως και αποφαίνεται, για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί και δικάζεται, είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που εκζητείται (εκείνο δηλαδή του οποίου ζητείται η έκδοση), υπάρχουν τα απαιτούμενα για την έκδοση δικαιολογητικά έγγραφα και το έγκλημα που αποδίδεται στον εκζητούμενο ή για το οποίο αυτός έχει καταδικαστεί, είναι από εκείνα, για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του αρ. 450 παρ. 1 του ΚΠΔ. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις ..., ... και ..... ρηματικές διακοινώσεις της Πρεσβείας της Αυστραλίας στην Αθήνα και την από 21-6-2007 αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Τελωνειακών Υποθέσεων της Αυστραλίας, ζητήθηκε, με βάση την ως άνω διμερή Συνθήκη εκδόσεως Ελλάδος-Αυστραλίας, η σύλληψη και η έκδοση του Αυστραλού υπηκόου Χ1 και κρατείται ήδη στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, με το υπ' αριθ. 36/12-7-2007 Ένταλμα Συλλήψεως του Προέδρου Εφετών Αθηνών. Η αίτηση εκδόσεως είχε εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που ήταν υλικά και τοπικά αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 παρ. 2 και 448 Κ.Ποιν.Δικ., στηρίζεται, δε στις διατάξεις των άρθρων 436 επ. ΚΠΔ. σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 2, 5, 6, της "Συνθήκης Έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 1987 και κυρώθηκε από την Ελλάδα το έτος 1991 με το ν. Ν 1928/1991. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κατά παραδοχή της πιο πάνω αιτήσεως, γνωμοδότησε, με την προσβαλλόμενη 40/2007 απόφασή του (σε Συμβούλιο), υπέρ της εκδόσεως στις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Αυστραλίας του εκζητουμένου, προκειμένου: α) να εκτίσει ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) ετών, που του επιβλήθηκε με την από 31-3-2006 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και β) να δικαστεί για δύο (2) ανθρωποκτονίες από πρόθεση, για απόπειρα παραπλάνησης της δικαιοσύνης και συνωμοσία με σκοπό την παραπλάνηση της δικαιοσύνης, για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και για συνωμοσία με σκοπό τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, υπό τους όρους: 1) ότι δεν θα διωχθεί ή καταδικαστεί για άλλες αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έκδοσή του, εκτός από εκείνες, για τις οποίες εκδίδεται, 2) ότι δεν θα διωχθεί για την εκτέλεση άλλης ποινής και 3) ότι δεν θα εκδοθεί σε τρίτο Κράτος χωρίς τη συγκατάθεση του Ελληνικού Κράτους. Συγχρόνως δε αποφάνθηκε ότι 1) αυτός που εμφανίσθηκε στο Συμβούλιο και έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο για το οποίο ζητείται η έκδοση, 2) ότι υπάρχουν όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνται για την έκδοση από τη διμερή Συνθήκη μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αυστραλίας (Ν. 1928/1991 και από τον Κ.Π.Δ.), 3) ότι οι αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στον εκζητούμενο, καθώς και το έγκλημα, για το οποίο αυτός καταδικάστηκε στο αιτούν Κράτος, είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και 4) δεν έχει προκύψει σύμφωνα με τους Ελληνικούς νόμους και τους νόμους του αιτούντος Κράτους νόμιμος λόγος που να εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή να αποκλείει ή να εξαλείφει το αξιόποινο των πράξεων, για τις οποίες διώκεται. V. Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται από το Κράτος που υποβάλλει την αίτηση εκδόσεως και τον εκζητούμενο και υπάρχουν στη δικογραφία, συμπεριλαμβανόμενων των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και από την κατάθεση του ενόρκως ενώπιον του Αρείου Πάγου εξετασθέντος μάρτυρος και όσα εξέθεσε ο εκκαλών εκζητούμενος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτού, προφορικά, καθώς και με την έφεση και τα έγγραφα υπομνήματά τους, προέκυψαν τα εξής: Με τις υπ' αριθ. ...., ... και ..... ρηματικές διακοινώσεις της Πρεσβείας της Αυστραλίας στην Αθήνα και την από 21-6-2007 αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Τελωνειακών Υποθέσεων της Αυστραλίας, ζητήθηκε, με βάση την ως άνω διμερή Συνθήκη εκδόσεως Ελλάδος-Αυστραλίας (Ν. 1928/1991), η σύλληψη και η έκδοση του Αυστραλού υπηκόου Χ1, ο οποίος διώκεται με την από 31-3-2006 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) ετών για παράνομη εισαγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνη) στην Αυστραλία και εκκρεμούν εναντίον του: α) το από 25-10-2005 κατηγορητήριο της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Αυστραλίας για εισαγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών σε συνδυασμό με το από 4-8-2006 ένταλμα σύλληψης του Δικαστηρίου της Μελβούρνης, β) το από 20-3-2006 κατηγορητήριο και ένταλμα σύλληψης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Μελβούρνης για εμπορία ναρκωτικών ουσιών και γ) το από 27-2-2007 κατηγορητήριο και ένταλμα σύλληψης του Δικαστηρίου της Μελβούρνης για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ο εκζητούμενος συνελήφθη την 5-6-2007 και περί ώρα 21.30' στην ..... και στην .... αριθ........, κατόπιν της υπ' αριθ. 19/2007 από 1-6-2007 Εντολής Προσωρινής Συλλήψεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και κρατείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού από 12-7-2007, με το υπ' αριθ. 36/12-7-2007 Ένταλμα Συλλήψεως του Προέδρου Εφετών Αθηνών. Το αίτημα έκδοσης του εκζητουμένου υποβάλλεται, αφενός μεν για να εκτίσει ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) ετών, χωρίς δικαίωμα αποφυλάκισης για εννέα (9) έτη, όπως επιβλήθηκε με την από 31-3-2006 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας, για παράβαση της παραγράφου 233Β (1) (d) του Τελωνειακού Νόμου 1901 (Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας), που προβλέπει στην εν γνώσει εισαγωγή στην Αυστραλία απαγορευμένης ποσότητας Κοκαΐνης σε ποσότητα θεωρούμενη ως διακινούμενη ποσότητα, αφετέρου δε για αδικήματα, τα οποία του αποδίδονται από το αιτούν Κράτος και είναι τα εξής: 1) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 11.4 του Ποινικού Κώδικα 1995 (Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Νοεμβρίου 2004 και 13 Ιουλίου 2005, παρακίνησε άλλο άτομο στο να διαπράξει αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 233Β (1) του Τελωνειακού Νόμου 1901 (Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας), ήτοι την εισαγωγή στην Αυστραλία απαγορευμένων ουσιών, ονομαστικά εμπορεύσιμης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας 3, 4 - Methylenedioxy-methamphetamine (ΜDΜΑ) (κοινώς Ecstasy). 2) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 11.4 του Ποινικού Κώδικα 1995 (Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας), για το ότι, κατά την περίοδο 29 Ιουνίου 2005 και 13 Ιουλίου 2005, παρακίνησε άλλο άτομο στο να διαπράξει αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 233Β (1) του Τελωνειακού Νόμου 1901 (Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας), ήτοι την εισαγωγή στην Αυστραλία απαγορευμένων ουσιών, ονομαστικά εμπορεύσιμης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας 3, 4 Methylenedioxy-methamphetamine (ΜDΜΑ) (κοινώς Ecstasy). 3) Ένα αδίκημα, για τη διάπραξη ανθρωποκτονίας, στις 31 Μαρτίου 2004, κατά παράβαση του εθιμικού ποινικού δικαίου της Πολιτείας της Βικτώριας (τη δολοφονία του .........). 4) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71(1)(α) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας) για το ότι, κατά την περίοδο 13 Οκτωβρίου 2000 με 27 Δεκεμβρίου 2000 διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι 3, 4 Methylenedioxy-methamphetamine (ΜDΜΑ) (κοινώς Ecstasy), σε ποσότητα που προβλέπεται ως εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης από το νόμο. 5) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71(1)(b) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), ότι κατά την περίοδο 13 Οκτωβρίου 2000 με 15 Δεκεμβρίου 2000 διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι -methamphetamine). 6) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71(1)(b) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, στις 13 Οκτωβρίου 2000, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι Κοκαΐνη). 7) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71(1)(α) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Φεβρουαρίου 2001 με 13 Φεβρουαρίου 2002, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 8) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 79(1) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Φεβρουαρίου 2001 με 13 Φεβρουαρίου 2002, συνωμότησε για τη διακίνηση ναρκωτικού εξάρτησης (ήτοι methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 9) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71 του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Μαΐου 2002 με 1 Σεπτεμβρίου 2002, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 10) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71 του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Σεπτεμβρίου 2002 με 11 Απριλίου 2003, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι -methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 11) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71 του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 19 Δεκεμβρίου 2003 με 19 Μαρτίου 2006, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 12) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71ΑC του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 19 Δεκεμβρίου 2003 με 19 Μαρτίου 2006, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι 3, 4 Methylenedioxy-methamphetamine (ΜDΜΑ) (κοινώς Ecstasy). 13) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71ΑC του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 19 Δεκεμβρίου 2003 με 1 Οκτωβρίου 2004, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι methamphetamine). 14) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71 του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Ιανουαρίου 2004 με 15 Αυγούστου 2005, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι 3, 4 Methylenedioxy-methamphetamine (ΜDΜΑ) (κοινώς Ecstasy) σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 15) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 79(1) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 1 Ιανουαρίου 2004 με 15 Αυγούστου 2005, συνωμότησε με άλλους για τη διακίνηση ναρκωτικού εξάρτησης (ήτοι 3, 4 Methylenedioxy-methamphetamine (ΜDΜΑ) (κοινώς Ecstasy), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 16)Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 71 του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 5 Ιουλίου 2006 με 5 Ιουνίου 2007, διακίνησε ναρκωτικό εξάρτησης (ήτοι methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 17) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 79(1) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο 5 Ιουλίου 2006 με 5 Ιουνίου 2007, συνωμότησε για τη διακίνηση ναρκωτικού εξάρτησης (ήτοι methamphetamine), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως μεγάλη εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης. 18) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 321(1) του Νόμου περί Εγκλημάτων 1958 (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι, κατά την περίοδο Μαΐου 2007 με 27 Μαΐου 2007, συνωμότησε με άλλο άτομο με την πρόθεση της εκτροπής της δικαιοσύνης εκ της ορθής οδού. 19) Ένα αδίκημα, κατά παράβαση του εθιμικού δικαίου της Πολιτείας της Βικτώριας, για το ότι, κατά την περίοδο του Φεβρουαρίου 2004 με 2 Ιουνίου 2005, αποπειράθηκε να εκτρέψει τη δικαιοσύνη εκ της ορθής οδού. Και 20) Ένα αδίκημα, για τη διάπραξη ανθρωποκτονίας, στις 25 Οκτωβρίου 2003, κατά παράβαση του εθιμικού ποινικού δικαίου της Πολιτείας της Βικτώριας (τη δολοφονία του ......). VΙ. Mε τον πρώτο λόγο εφέσεως, ο εκζητούμενος υποστηρίζει ότι η κρινόμενη αίτηση δεν είναι νόμιμη. Eιδικότερα, υποστηρίζει ότι, ενώ τα έγγραφα της έκδοσης πρέπει να έχουν εκδοθεί "κατά τους τύπους που ορίζονται υπό της νομοθεσίας του αιτούντος κράτους", δηλαδή της Αυστραλίας και κατά το σχετικό Νόμο της περί Εκδόσεων του 1988 (παρ. 40) της Χώρας αυτής, η αίτηση, για τη παράδοση από ένα άλλο κράτος προσώπου που κατηγορείται ή έχει καταδικασθεί για τη παράβαση ενός Νόμου της Αυστραλίας, υπογράφεται αποκλειστικώς από το Γενικό Εισαγγελέα ή κατόπιν εξουσιοδοτήσεως αυτού, η υπό κρίση αίτηση για την έκδοση του υπογράφεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Τελωνείων, ενεργούντος ως εκπροσώπου της Κυβέρνησης της Αυστραλίας, χωρίς όμως να υπάρχει έγγραφη εξουσιοδότηση ή, έστω, να αναφέρεται, ότι αυτός ενεργεί στο όνομα και κατ' εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως επιβάλλει ο Νόμος. Η έλλειψη δε αυτή, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών, δεν θεραπεύεται με τη χρησιμοποίηση της επίσημης σφραγίδας του Γενικού Εισαγγελέα της Αυστραλίας για την επικύρωση της γνησιότητας των εγγράφων που συνοδεύουν την αίτηση. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο εκκαλών εκζητούμενος αμφισβήτησε την εγκυρότητα της αίτησης έκδοσης της Αυστραλίας για τους λόγους αυτούς, με αγωγή που είχε εγείρει ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Αυστραλίας. Ήδη, τα αρμόδια Δικαστήρια της Αυστραλίας, αποφάνθηκαν αμετακλήτως ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Τελωνείων έχει την αρμοδιότητα να υποβάλει νόμιμα αίτηση έκδοσης και, επομένως, οι πιο πάνω, περί του αντιθέτου, ισχυρισμοί του εκκαλούντος για έλλειψη νομιμότητας της αιτήσεως εκδόσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ακολούθως, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, ο εκζητούμενος υποστηρίζει ότι η κρινόμενη αίτηση δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 4 της Συνθήκης, κατά την οποία "τα δικαιολογητικά έκδοσης συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η έκδοση" και του άρθρου 443 παρ. 2 Κ.Π.Δ. που απαιτεί "επικυρωμένη μετάφραση", και τέτοια είναι, κατά τον εκκαλούντα, η επίσημη μετάφραση του Μεταφραστικού Τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών, τα εν λόγω έγγραφα δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 4 της Συνθήκης, δεν απαιτείται τα δικαιολογητικά έκδοσης, που έχουν υποβληθεί επισήμως από τις αρμόδιες Αρχές του αιτούντος την έκδοση Κράτους, να έχουν μεταφρασθεί από το Μεταφραστικό Τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών. V ΙΙ. Mε τον τρίτο λόγο εφέσεως, ο εκζητούμενος υποστηρίζει, ότι η κρινόμενη αίτηση δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 της Συνθήκης, τα απαιτούμενα από αυτήν τη Συνθήκη Έκδοσης (Ν. 1928/1991) έγγραφα δεν ήταν πλήρη. Ειδικότερα ο εκκαλών εκζητούμενος ισχυρίζεται: 1ον. Ότι το προσκομιζόμενο απόσπασμα της από 31. 03. 2006 ερήμην αυτού εκδοθείσας καταδικαστικής απόφασης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 ετών από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βικτώριας, "δεν περιέχει ρήτρα άμεσης εκτελεστότητας, ούτε εντολή για σύλληψη, προκειμένου να εκτίσει τη ποινή", όπως επιβάλλεται από το άρθρο 5 αρ. 2 β της Συνθήκης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος Τα έγγραφα, που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση έκδοσης, εάν το εκζητούμενο πρόσωπο καταδικάστηκε για αδίκημα κατά την απουσία του, προβλέπονται στο άρθρο 5(2)(β) της Συνθήκης, κατά την οποία, η αίτηση έκδοσης πρέπει να συνοδεύεται, από δικαστικό ή άλλο έγγραφο ή αντίγραφο αυτών, που επιτρέπει τη σύλληψη του προσώπου, περιγραφή κάθε αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση και περιγραφή των πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες καταλογίζονται στο πρόσωπο σχετικά με κάθε αδίκημα. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, όπου ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος και για να εκτίσει ποινή φυλάκισης 12 ετών, χωρίς δικαίωμα αποφυλάκισης για εννέα έτη, που του επιβλήθηκε με την εκδοθείσα ερήμην αυτού από 31-3-2006 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας, για το "αδίκημα της κοκαΐνης", ήτοι της "εσκεμμένης συμμετοχής του σε εισαγωγή στην Αυστραλία διακίνησης ποσότητας κοκαΐνης", η αίτηση έκδοσης συνοδεύεται από τα πιο πάνω έγγραφα. Η αναφορά του πιο πάνω αδικήματος και οι πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες καταλογίζονται στον εκζητούμενο, σχετικά με το "αδίκημα της κοκαΐνης", για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, περιλαμβάνονται στη σελίδα 2 της ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του Σιον Πάτρικ Οσάλιβαν (Sean Patrick O' Sullivan), Δικηγόρου, ο οποίος έχει την ιδιότητα του Προϊσταμένου Νομικού Υπαλλήλου στο Γραφείο του Διευθυντή του Δημόσιου Εισαγγελέα της Κοινοπολιτείας στης Αυστραλίας στην Μελβούρνη. Εξάλλου, αν και δεν απαιτείται από τη Συνθήκη, η προσκόμιση εγγράφων που να αποδεικνύουν ότι η απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή, ούτε κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή δεν έχει εκτιθεί, η αίτηση έκδοσης συνοδεύεται, εκτός από το απόσπασμα της από 31.03.2006 ερήμην καταδικαστικής απόφασης, και από την πιο πάνω μαρτυρική κατάθεση εξουσιοδοτούμενου υπαλλήλου του αιτούντος Κράτους, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία της καταδίκης και της επιβληθείσας ποινής, την ημερομηνία επιβολής της ποινής και το γεγονός ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν άμεσα εκτελέσιμη (παράγραφος 28 της μαρτυρικής κατάθεσης του Sean Patrick O' Sullivan). 2ον. Ότι στην από 20.06.2007 "Αίτηση για Έκδοση και Δέσμευση για Ποινική Δίωξης του Δημόσιου Κατήγορου της Πολιτείας Βικτώρια, ΑΝΤΗΟΝΥ COGHLAN, η οποία επισυνάπτεται ως έγγραφο υπ' αρ. 1 στην από 21.06.2007 ένορκη βεβαίωση του ΜΠΡΟΥΣ ΑΝΤΡΙΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΓΚΑΡΤΝΕΡ (Bruce Andrew Charles Gardner) , δεν αναφέρονται τα δύο αδικήματα υποκίνησης για παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών, κατά παράβαση του Τελωνιακού Κώδικα, που αναφέρονται ως κατηγορίες υπ' αρ. (ι) και (ιι) στην αίτηση για έκδοση και, επομένως, ότι για τις πράξεις αυτές, για τις οποίες εκζητείται, δεν έχει αναληφθεί υποχρέωση ποινικής δίωξης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Η έκδοση του εκκαλούντος για αυτά τα δύο αδικήματα ζητείται από τον Δημόσιο Κατήγορο της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας και όχι από τον Δημόσιο Κατήγορο της Πολιτείας της Βικτώριας, γι' αυτό και τα αδικήματα αυτά αναφέρονται στην πιο πάνω κατάθεση του αρμόδιου υπαλλήλου Sean Patrick O' Sullivan. Ο Bruce Andrew Charles Gardner είναι δικηγόρος στο Γραφείο του Δημόσιου Κατήγορου της Βικτώριας και η μαρτυρική του κατάθεση αναφέρεται μόνο στα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος για δίωξη από τον Δημόσιο Κατήγορο της Πολιτείας της Βικτώριας. 3ον. Ότι τα προσκομιζόμενα, με την από 21.06.2007 ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώρια ΜΠΡΟΥΣ ΑΝΤΡΙΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΓΚΑΡΤΝΕΡ (Bruce Andrew Charles Gardner), έγγραφα, με αριθμούς ΒΑCG 2, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 17, 18, 19, 21, 24, 27, 28, 29 και 30, που περιέχουν κείμενα διατάξεων Νόμων σχετικών με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο εκκαλών, δεν φέρουν υπογραφή ή θεώρηση από δικαστή ή εξουσιοδοτημένο υπάλληλο, κατά την επιταγή του άρθρου 6 παρ. 2 (α) της Συνθήκης και, επομένως, δεν δύνανται να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία του περιεχομένου των αναφερομένων στις κατ' αυτού κατηγορίες νομοθετικών διατάξεων. Όμως, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η μαρτυρική κατάθεση του Bruce Andrew Charles Gardner, όπως και τα συνημμένα τεκμήρια στην εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, έγιναν ενώπιον του Πταισματοδίκη της Πολιτείας της Βικτώριας και είναι θεωρημένα από αυτόν, σύμφωνα με τους νόμους της Βικτώριας. Αλλωστε, περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης κατάθεσης, αποτελούν και οι διατάξεις των Νόμων των σχετικών με τα αδικήματα, για τα οποία κατηγορείται ο εκζητούμενος. Συνεπώς και τα έγγραφα αυτά, που συνοδεύουν την αίτηση έκδοσης, είναι επικυρωμένα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 6 της Συνθήκης και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, είναι αβάσιμα. 4ον. Ότι ελλείπουν παντελώς τα κείμενα των Ποινικών Διατάξεων του άρθρου 233Β(1) του Τελωνειακού Κώδικα του 1901 και του άρθρου 11.4 του Κοινοπολιτειακού Ποινικού Κώδικα του 1995, που αφορούν τις κατηγορίες υπ' αρ. (ι) και (ιι) της αίτησης έκδοσης, έγγραφα που πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύουν την αίτηση κατά το άρθρο 5 παρ. 2 (ε) της Συνθήκης. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος, αφού τα κείμενα των εν λόγω διατάξεων εμπεριέχονται στην πιο πάνω ένορκη κατάθεση του Sean Patrick O' Sullivan (βλ. σελ. 2 και 5). 5ον. Ότι λείπει ο ορισμός του "φόνου", κατά το εθιμικό δίκαιο της Αυστραλίας και ότι οι παρατεθειμένοι στην ως άνω ένορκη βεβαίωση του Bruce Andrew Charles Gardner ορισμοί (παρ. 23 και παρ. 145 της βεβαίωσης) είναι διαφορετικοί και αντιφατικοί. Ανεξάρτητα όμως από το ότι, το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο της εν λόγω μαρτυρικής κατάθεσης, κατά τη γενόμενη μετάφραση, δεν αποδίδεται κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υφίσταται ουσιώδης διαφορά ως προς τα βασικά στοιχεία της έννοιας του φόνου με πρόθεση και, σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη του σχετικού ορισμού. 6ο. Ότι το από 29.03.2006 ένταλμα σύλληψης του δικαστή Gillard, για τρεις (3) κατηγορίες διακίνησης ναρκωτικών, που προσκομίσθηκε με την ένορκη βεβαίωση του Bruce Andrew Charles Gardner ως τεκμήριο υπ' αρ. ΒΑCG 6 και αφορά τα εκεί αναφερόμενα αδικήματα της δικογραφίας υπ αρ. 2, δεν εκπληρώνει τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παρ. 2 (α) της Συνθήκης, διότι δεν περιέχει οποιαδήποτε, έστω και συνοπτική, περιγραφή των αδικημάτων, για τα οποία ζητείται η σύλληψη και, επομένως, και η έκδοση του εκκαλούντος. Στην σελίδα όμως 6 της μαρτυρικής κατάθεσης του Bruce Andrew Charles Gardner περιέχεται επαρκής περιγραφή των αδικημάτων, για τα οποία ο Δικαστής Gillard εξέδωσε το από 29-3-2006 ένταλμα σύλληψης, τούτο δε εκπληρώνει τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παρ. 2 (α) της Συνθήκης και, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, είναι αβάσιμα. 7ο. Ότι, από το κείμενο του Νόμου, που επισυνάπτεται στην ένορκη βεβαίωση του Bruce Andrew Charles Gardner, ως τεκμήριο υπ' αρ. ΒΑCG 9 και καθορίζει τις εμπορεύσιμες ποσότητες, λείπει η αναφορά στη ναρκωτική ουσία κοκαΐνη. Όπως, όμως, προκύπτει από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 29 της μαρτυρικής κατάθεσης του Bruce Andrew Charles Gardner, ο εκζητούμενος κατηγορείται ότι διέπραξε το αδίκημα διακίνησης ναρκωτικού εξάρτησης (ήτοι κοκαΐνης) και όχι ότι διακίνησε εμπορεύσιμη ποσότητα κοκαΐνης, ώστε να απαιτείται η πιο πάνω αναφορά στα συνοδευτικά έγγραφα της αίτησης που προσκόμισε το εκζητούν Κράτος. 8ο. Ότι όλα τα έγγραφα και δικαιολογητικά που περιλαμβάνει η αίτηση για την έκδοση, στερούνται της επιβαλλόμενης κατά τους τύπους του άρθρου 6 της Συνθήκης επικύρωσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Συνθήκης, ένα έγγραφο θεωρείται επικυρωμένο για τους σκοπούς αυτής της Συνθήκης, εάν είναι υπογεγραμμένο ή θεωρημένο από δικαστή, ειρηνοδίκη ή άλλο εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του αιτούντος Κράτους, και είναι επικυρωμένο ενόρκως ή με τη διαβεβαίωση μάρτυρα ή σφραγισμένο με επίσημη ή δημόσια σφραγίδα του αιτούντος Κράτους ή υπουργού ή άλλου αξιωματούχου της Κυβέρνησης του αιτούντος Κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, η ....., αξιωματούχος της Κυβέρνησης του αιτούντος Κράτους της Αυστραλίας, με υπογεγραμμένη βεβαίωση, η οποία τοποθετήθηκε ως το πρώτο έγγραφο της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων, επικυρώνει, ότι τα επισυναπτόμενα έγγραφα προσκομίζονται, ως συνοδευτικά της Αυστραλιανής αίτησης έκδοσης. Η βεβαίωση και τα επισυναπτόμενα έγγραφα ήταν δεμένα μεταξύ τους με μία κορδέλα, που ήταν κολλημένη στη βεβαίωση με την επίσημη σφραγίδα της Κυβέρνησης της Αυστραλίας. Η κατ' αυτόν τον τρόπο γενόμενη επικύρωση των συνοδευτικών εγγράφων και υπογραφή της πιο πάνω βεβαίωσης, από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο και αξιωματούχο της Κυβέρνησης του αιτούντος Κράτους πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 2 της Συνθήκης, χωρίς να απαιτείται, επιπλέον, να καθορίζονται ένα προς ένα τα συμπεριληφθέντα στην αίτηση έγγραφα και να αναφέρεται ο συνολικός αριθμός τους, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών εκζητούμενος. VI ΙΙ. Μεταξύ των πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος, είναι και οι αναφερόμενες στην πιο πάνω παράγραφο, με αριθμούς 8, 15 και 17 και οι οποίες προσδιορίζονται ως "ένα αδίκημα, κατά παράβαση του άρθρου 79(1) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) (Πολιτεία της Βικτώριας)", ότι δηλαδή, κατά τις αναφερόμενες στην αίτηση εκδόσεως περιόδους, ο εκζητούμενος "συνωμότησε για τη διακίνηση ναρκωτικού εξάρτησης (ήτοι methylamphetamine ή και methylenedioxy και ecstasy στην περίπτωση 15), σε ποσότητα που προβλέπεται από το νόμο ως εμπορεύσιμη ποσότητα αυτού του ναρκωτικού εξάρτησης". Όπως αναφέρεται στην ένορκη κατάθεση του Κατηγόρου Bruce Andrew Charles Gardner (παρ. 46, 50 κ.α.), η πιο πάνω παράβαση του άρθρου 79(1), αφορά "συνέργεια σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών σε ποσότητα όχι μικρότερη από την εμπορεύσιμη ποσότητα που ισχύει ενάντια στο Νόμο περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών 1981". Στην αυτή ένορκη βεβαίωση αναφέρεται, ότι "το σχετικό μέρος της παραγράφου 79(1) ορίζει ότι το άτομο που συνεργεί με κάποιο άλλο άτομο ή άλλα άτομα για τη διάπραξη ενός αδικήματος ενάντια στην παράγραφο 71 είναι ένοχος για αδίκημα που διώκεται και υπόκειται στις ίδιες χρηματικές και στερητικές ποινές, όπως εάν είχε διαπράξει το προαναφερόμενο αδίκημα....". Αντίγραφο δε της εν λόγω παραγράφου 79(1), παρατίθεται, ως πειστήριο με αριθμό BACG -15, κατά το οποίο, υπό τον τίτλο "Συνωμοσία", το εν λόγω αδίκημα ορίζεται ως εξής. "Ένα άτομο που συνωμοτεί με ένα άλλο ή άλλα άτομα, προκειμένου να διαπράξει ένα αδίκημα, σύμφωνα με οποιονδήποτε από τους όρους των παραγράφων 71, 71 Α, 71Β, 72 ή 73, είναι ένοχος για διώξιμο αδίκημα και υποκείμενος στην ίδια ποινή σε χρηματικό πρόστιμο και κατάσχεση ως αν είχε διαπράξει ο ίδιος το προαναφερθέν αδίκημα". Από τις πιο πάνω διατυπώσεις της προαναφερόμενης διάταξης του Κράτους που ζητεί την έκδοση, προκύπτει ότι τυποποιούνται ως αδίκημα οι προπαρασκευαστικές πράξεις, με την μορφή της "συνομοσίας", δηλαδή της συναπόφασης (πρβλ άρ.135 παρ. 4 ΠΚ), προκειμένου να τελεσθούν τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή εγκλήματα και ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό της διακίνησης ναρκωτικών. Ανάλογη διάταξη στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να ταυτίζεται απολύτως, είναι εκείνη του άρ. 20 παρ. 1 περ. ιγ του ΚΝ 3459/2006 (άρ. 5 παρ. 1 περ. 1ιγ του Ν. 1729/1987), κατά την οποία με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και με χρηματική ποινή 2900 μέχρι 290.000 ευρώ τιμωρείται, όποιος "οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει ή εποπτεύει με οποιονδήποτε τρόπο την τέλεση κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις ή δίνει σχετικές οδηγίες ή εντολές". Με τη διάταξη αυτή, τυποποιούνται σε ιδιαίτερη αντικειμενική υπόσταση μορφές προπαρασκευαστικών ή συμμετοχικών δραστηριοτήτων στις προβλεπόμενες στο ίδιο άρθρο αυτουργικές πράξεις. Και είναι μεν αληθές ότι υποστηρίζεται, ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται να υπάρξει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης σε μία από τις πράξεις του άρ. 5 παρ. 1 του ν. 1729/87, πλην όμως, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 της Συνθήκης, για να προσδιοριστεί αν ένα αδίκημα συνιστά παραβίαση της νομοθεσίας των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, εκτός από το ότι δεν λαμβάνεται υπόψη ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξεως, "λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πράξεων και παραλείψεων, για τις οποίες το εκζητούμενο πρόσωπο κατηγορείται και είναι αδιάφορο, αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Κρατών, διαφέρουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος". Εξάλλου, η προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη της παραγράφου 79(1) του Νόμου περί Ναρκωτικών, Δηλητηρίων και Ελεγχόμενων Ουσιών (1981) της Πολιτείας της Βικτώριας, είναι αξιόποινη και κατά τη διάταξη της παρ. 3α του άρ. 187 του ελληνικού ΠΚ, κατά την οποία " όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παρ. 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα(συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" (όχι όμως και της παρ. 1 του ΠΚ, που προϋποθέτει ύπαρξη δομημένης εγκληματικής οργάνωσης, για τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, μεταξύ των οποίων και των σχετικών με τα ναρκωτικά). Επομένως, ο διαλαμβανόμενος στον με στοιχ. Δ.1 λόγο έφεσης ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι, οι περιγραφόμενες στις πιο πάνω περιπτώσεις, πράξεις του, δεν είναι αξιόποινες κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτή η έκδοσή του, λόγω ελλείψεως της συνδρομής της προϋποθέσεως του διπλού αξιοποίνου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αντιθέτως, είναι βάσιμος ο με το ίδιο περιεχόμενο και με το στοιχείο Δ2 λόγος εφέσεως, κατά τον οποίο οι αναφερόμενες με αριθμούς 18 και 19 πράξεις, οι οποίες προσδιορίζονται, η μεν πρώτη, ως "ένα αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 321(1) του Νόμου περί Εγκλημάτων 1958 (Πολιτεία της Βικτώριας), για το ότι δηλαδή, κατά την περίοδο Μαΐου 2007 με 27 Μαΐου 2007, συνωμότησε με άλλο άτομο με την πρόθεση της εκτροπής της δικαιοσύνης εκ της ορθής οδού", η δε δεύτερη, ως "ένα αδίκημα κατά παράβαση του εθιμικού δικαίου της Πολιτείας της Βικτώριας, ότι δηλαδή κατά την περίοδο του Φεβρουαρίου 2004 με 2 Ιουνίου 2005, αποπειράθηκε να εκτρέψει τη δικαιοσύνη εκ της ορθής οδού", δεν είναι αξιόποινες κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ένορκη κατάθεση του Κατηγόρου Bruce Andrew Charles Gardner (παρ. 124 και 133 επ.) σχετικά με την πιο πάνω παράβαση της παραγράφου 321(1), "στο εθιμοτυπικό δίκαιο, άτομο είναι ένοχο για εκτροπή της δικαιοσύνης όταν το άτομο εμπλέκεται σε συμπεριφορά η οποία έχει την τάση να εκτρέψει την δικαιοσύνη και το κάνει με σκοπό να εκτρέψει την δικαιοσύνη. Είτε πετύχει η συμπεριφορά είτε όχι στην εκτροπή της δικαιοσύνης είναι άσχετο". Αντίγραφα δε των παραγράφων 321(1) και. 321 c 1a) παρατίθενται ως πειστήρια με αριθμούς BACG -28 και BACG -29, τιμωρούνται δε οι πράξεις αυτές με κάθειρξη μέχρι 25 έτη. Οι αποδιδόμενες στον εκζητούμενο πράξεις αναφέρονται, η μεν πρώτη, στο ότι "συνωμότησε" με άλλον να εκτρέψει την δικαιοσύνη με τη σύναψη συμφωνίας μαζί του για να αναμειχθεί ως μάρτυρας σε μελλοντική δίκη στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βικτώριας (βλ. ένορκη μαρτυρική κατάθεση του Αστυνομικού Επιθεωρητή της Αστυνομίας της Βικτώριας ....... παρ.86, 98 επ.), στη δεύτερη δε περίπτωση, στο ότι "προσπάθησε να εκτρέψει την πορεία της δημόσιας δικαιοσύνης ενθαρρύνοντας και υποκινώντας τον ...... να δώσει ψευδή κατάθεση..." (βλ. σχετικό πειστήριο με αρ. BACG -31). Από τις πιο πάνω διατυπώσεις της προαναφερόμενης διάταξης του Κράτους που ζητεί την έκδοση και των αποδιδόμενων στον εκζητούμενο πράξεων, προκύπτει ότι τυποποιούνται, στην προκειμένη περίπτωση, ως αδίκημα, προπαρασκευαστικές πράξεις εκτροπής της δικαιοσύνης, γεγονός που αποκλείει την αντιστοιχία με το προβλεπόμενο από τον ελληνικό Π.Κ. πλημμέλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία (46 παρ. 1, 224 ΠΚ), αφού, από τα συνοδευτικά της αιτήσεως για την έκδοση έγγραφα δεν προκύπτει, ότι, κατά την αποδιδόμενη στον εκζητούμενο κατηγορία, έλαβε χώρα τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως (απόπειρα) ψευδορκίας από τον ......., αλλά μόνο προσπάθεια "εκτροπής της δικαιοσύνης" από τον εκζητούμενο. Επομένως, αφού για τις πράξεις αυτές δεν υπάρχουν αντίστοιχες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, έστω και με διάφορο νομικό χαρακτηρισμό, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρ. 2 της Συνθήκης, δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση, αφού δεν συντρέχει η απαιτούμενη, από τη διάταξη του αρ. 2 παρ. 1 της Συνθήκης, προϋπόθεση του "διπλού αξιοποίνου". ΙΧ. Mε τον με στοιχείο Ε λόγο εφέσεως, ο εκζητούμενος υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε εσφαλμένα, δια της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι οι κατ' αυτού κατηγορίες είναι βάσιμες, ενώ, όπως ισχυρίζεται, "εξετάζοντας τα πενιχρά στοιχεία που παρατίθενται για την απόδειξη της βασιμότητας των εναντίον μου κατηγοριών, ειδικότερα τις ένορκες βεβαιώσεις των αστυνομικών υπαλλήλων που προσκομίζονται, καθίσταται ολοφάνερη η παντελής έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ικανών κατά την ελληνική έννομη τάξη να με οδηγήσουν ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης". Όμως το Συμβούλιο Εφετών, όπως και το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, που επιλαμβάνεται της εξετάσεως της αιτήσεως εκδόσεως του αλλοδαπού εκζητουμένου, δεν δύναται, όπως ήδη και πιο πάνω έχει αναφερθεί, να προβεί στην έρευνα για την ύπαρξη ή μη ενδείξεων ενοχής αυτού, μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω της παρ. 2 του άρθρου 450 του ΚΠΔ, αφού η Συνθήκη Έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας δεν διαλαμβάνει, μεταξύ των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρο 5 δικαιολογητικών, που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση εκδόσεως και τα αποδεικτικά στοιχεία εκ των οποίων προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του εκζητουμένου. Επομένως τα όσα διαλαμβάνονται στην κρινόμενη έφεση, που ανάγονται στην βασιμότητα της αποδιδόμενης από τις αρχές της Αυστραλίας στον εκζητούμενο κατηγορίας, πρέπει, ως απαράδεκτα, να απορριφθούν. Χ. Οι αναφερόμενοι με το στοιχείο ΣΤ 1, λόγοι εφέσεως, για παραβίαση του δικαιώματος του εκκαλούντος σε δίκαιη δίκη κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών (λόγω απόρριψης αιτήματος αναβολής, κλητεύσεως μάρτυρα, διορισμού και δεύτερου διερμηνέως, αναγνώσεως εγγράφων), πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, διότι ο Άρειος Πάγος, δικάζοντας ως Δικαστήριο δευτέρου βαθμού επί εφέσεως του εκζητουμένου (άρθ. 451 ΚΠΔΦ), ερευνά, βάσει των προβαλλομένων λόγων, εκ νέου την υπόθεση. Περαιτέρω, ο εκζητούμενος υποστηρίζει ότι συντρέχουν λόγοι που παρεμποδίζουν την έκδοσή του στην Αυστραλία, προκειμένου να δικαστεί εκεί για τις εναντίον του κατηγορίες, και ότι αυτή ήταν αναμφιβόλως άδικη, διότι αποκλείεται να τύχει μιας δίκαιης δίκης, όπως επιτάσσει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι το όνομά του, η προσωπική του ζωή και κυρίως η εμπλοκή του με την αυστραλιανή δικαιοσύνη απασχολούν εντονότατα και σχεδόν καθημερινά την επικαιρότητα της χώρας και ότι χαρακτηρισμοί, όπως εγκληματική προσωπικότητα, "νονός" του υποκόσμου, έμπορος ναρκωτικών, γκάγκστερ κλπ, συνοδεύουν σε σταθερή βάση κάθε αναφορά στο όνομά του από τα ΜΜΕ και, δεδομένου ότι στην Αυστραλία τα ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται από ενόρκους, η καταδίκη του είναι αναμενόμενη με απόλυτη βεβαιότητα. Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι αναφερόμενες στην έφεσή του δημόσιες δηλώσεις κρατικών και δικαστικών λειτουργών έχουν καταργήσει το τεκμήριο αθωότητάς του, ενώ παράλληλα υφίσταται ρατσιστική προκατάληψη σε βάρος του, από την αγγλοσαξονική πλειοψηφία των πολιτών, λόγω του ότι είναι μετανάστης αραβικής καταγωγής. Τέλος, υποστηρίζει ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, διότι και κατά το παρελθόν αντιμετωπίστηκε αδίκως, καθόσον απορρίφθηκε το αίτημά του για τη χορήγηση ευεργετήματος πενίας και διότι, μετά την φυγή του από την Αυστραλία, συνεχίστηκε η δίκη εναντίον του και καταδικάστηκε ερήμην, ενέργεια η οποία ήταν μεν σύννομη, αλλά σπάνια. Οι πιο πάνω αιτιάσεις του εκκαλούντος είναι αβάσιμες. Το γεγονός ότι το πρόσωπό του εκκαλούντος και η εμπλοκή του με την Δικαιοσύνη της Αυστραλίας έχει λάβει μεγάλη δημοσιότητα και τα ΜΜΕ τον αντιμετωπίζουν αρνητικά, δεν συνιστά λόγο απαγόρευσης της έκδοσης, ούτε προέκυψε ότι, εξαιτίας της αρνητικής αυτής δημοσιότητας, δεν θα έχει τη δυνατότητα δίκαιης δίκης. Αντιθέτως προέκυψε ότι το εκζητούν Κράτος δύναται να λάβει και λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προς εξασφάλιση δίκαιης δίκης και προς διασφάλιση του υπέρ αυτού τεκμηρίου αθωότητας, ανεξάρτητα από τυχόν αναφερόμενες στο πρόσωπό του δυσμενείς δηλώσεις αξιωματούχων ή των ΜΜΕ ή και από τυχόν υφιστάμενες ρατσιστικές προκαταλήψεις. Έτσι, το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Βικτώριας εξέδωσε απόφαση που απαγορεύει την μετάδοση, δημοσίευση, εκπομπή ή παρουσίαση τηλεοπτικής σειράς - συμπεριλαμβανομένης και της δημοσίευσης στο διαδίκτυο - που αναφέρεται στον "πόλεμο του υποκόσμου και υποτίθεται ότι αναφέρεται και στις δραστηριότητες και στο πρόσωπο του εκζητουμένου. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίζεται, ότι, για τους αναφερόμενους στην έφεσή του λόγους, η έκδοσή του στην Αυστραλία θα ισοδυναμούσε αυτή τη στιγμή με βέβαιη καταδίκη του σε θάνατο, καθόσον ήδη έχει δεχθεί επανειλημμένως απειλές κατά της ζωής της δικής του και των μελών της οικογένειας του, ενώ ομάδα αδίστακτων δολοφόνων, που ευθύνονται για εκατοντάδες δολοφονίες, έχουν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό εναντίον του. Ο ισχυρισμός αυτός, ως λόγος εφέσεως προβαλλόμενος, είναι απορριπτέος προεχόντως, διότι δεν αποτελεί λόγο απαγόρευσης της έκδοσης η προβαλλόμενη από τον εκζητούμενο διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής του από τρίτα, άσχετα προς το εκζητούν Κράτος, πρόσωπα. Είναι δε προφανές ότι ο επικαλούμενος κίνδυνος ζωής δεν σχετίζεται με τη έκδοση του αιτούντος. Άλλωστε, δεν προέκυψε ότι η Χώρα που ζητεί την έκδοση δεν έχει τη δυνατότητα να προστατεύσει τον εκζητουμένο από τον επικαλούμενο κίνδυνο ζωής του. Επίσης, ουδόλως προέκυψε ότι, αν εκδοθεί ο εκκαλών, οι Αρχές της Αυστραλίας, εκμεταλλευόμενες τον κίνδυνο για τη ζωή του και το γεγονός ότι έχει αδίκως και αβασίμως χαρακτηριστεί ως "νονός" του οργανωμένου εγκλήματος, όπως υποστηρίζει, θα τον εγκλείσουν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, και θα τον κρατήσουν σε διαρκή και πλήρη απομόνωση, με απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες κράτησης. Η αιτίαση, επίσης, του εκκαλούντος ότι η αίτηση έκδοσης δεν περιλαμβάνει και την απαιτούμενη δήλωση της Αυστραλίας, ότι, σε περίπτωση έκδοσής του, θα επιτρέψει τη προσβολή της ερήμην καταδικαστικής απόφασής του με ένδικα μέσα, δεν είναι νόμιμη, αφού η Συνθήκη δεν απαιτεί παρόμοια δήλωση. ΧΙ. Όλα τα προαναφερόμενα αδικήματα, για τα οποία κρίθηκε ότι συντρέχει η προϋπόθεση του "διπλού αξιοποίνου", τιμωρούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Αυστραλίας με τη στέρηση ελευθερίας, κατά ανώτατο όριο για έναν τουλάχιστο χρόνο ή με αυστηρότερη ποινή και έχουν διαπραχθεί εντός της επικράτειας της Αυστραλίας. Οι παραπάνω πράξεις, οι οποίες είναι επίσης αξιόποινες από το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 299 Π.Κ.), το οποίο επισύρει ποινή ισόβιας κάθειρξης, για την ανθρωποκτονία με πρόθεση και τον Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά (άρ. 20 ΚΝ. 3459/2006 και 5 παρ. 1 περ. ιγ του Ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του, και ο οποίος επισύρει, για τις αντίστοιχες παραβάσεις, ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή από 2.900 ευρώ μέχρι 290.000 ευρώ. Εξάλλου, από τα έγγραφα της δικογραφίας και δη την περιγραφή του εκζητουμένου και το φωτογραφικό υλικό που ελήφθη στη Μελβούρνη της Αυστραλίας κατά το χρόνο της συλλήψεως του εκζητουμένου, προκύπτει η ταυτότητα και η υπηκοότητα αυτού (που και ο ίδιος συνομολογεί), δηλαδή ο συλληφθείς ταυτίζεται με τον εκζητούμενο κατηγορούμενο. Με τα δεδομένα αυτά, αφού: α) ο εκζητούμενος ταυτίζεται με τον συλληφθέντα, β) υπάρχουν τα απαιτούμενα από τη διμερή Συνθήκη δικαιολογητικά για την έκδοση, γ) τα πιο πάνω αδικήματα, που αποδίδονται στον εκζητούμενο είναι από εκείνα, για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, και δ) δεν υπάρχουν, κατά τους νόμους του αιτούντος Κράτους και τους ημεδαπούς νόμους, λόγοι, οι οποίοι εμποδίζουν τη δίωξη ή την επιβολή ποινής ή αποκλείουν ή εξαλείφουν το αξιόποινο, ούτε η έκδοση ζητείται για τα αναφερόμενα στη διάταξη της παρ. 1 του άρ. 3 της Συνθήκης εγκλήματα, αλλά ούτε πρόκειται να διωχθεί για πράξη διαφορετική από εκείνες για τις οποίες ζητείται η έκδοσή του, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκζητουμένου στην Αυστραλία, για τις πιο πάνω πράξεις αφού απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκζητουμένου (πλην των αναφερόμενων στην πράξη της εκτροπής της δικαιοσύνης). Καθόσον αφορά το υποβληθέν με την έφεση αίτημα του εκζητουμένου να αναβληθεί (κατά τα άρ. 4 της Συνθήκης και 441 Κ.Π.Δ.), η εξέταση της αίτησης έκδοσης για το λόγο ότι έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Β' Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικαστεί για την πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), η εκδίκαση της οποίας της είχε ορισθεί για τις 03.09.2007, πρέπει να απορριφθεί, διότι στερείται πλέον αντικειμένου, ως εκ της παρελεύσεως της εν λόγω χρονολογίας. Χ ΙΙ. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή έφεση του εκζητούμενου, να εξαφανιστεί η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά τη διάταξη για την γνωμοδότηση υπέρ της έκδοσής του και για τις πράξεις που αναφέρονται στην αίτηση εκδόσεως με στοιχεία xviii και xix, κατά τις οποίες ο εκκαλών φέρεται ότι, κατά την περίοδο 15 Μαΐου 2006 με 27 Μαΐου 2007 και κατά την περίοδο του Φεβρουαρίου 2004 με 2 Ιουνίου 2005, συνωμότησε με άλλο άτομο με την πρόθεση της εκτροπής της δικαιοσύνης εκ της ορθής οδού και αποπειράθηκε να εκτρέψει τη δικαιοσύνη από την ορθή οδό. Αντίθετα, ως προς τις λοιπές πράξεις, το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε ότι η προκείμενη αίτηση εκδόσεως είναι παραδεκτή και νόμιμη και ότι συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις της εκδόσεως του εκκαλούντος, δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα πραγματικό ή νομικό και η έφεση, κατά το μέρος αυτό, με τους λόγους της οποίας υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα αναβολής. Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ' ουσία την έφεση κατά της 40/2007 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση μόνο κατά τη διάταξη περί γνωμοδοτήσεως υπέρ της έκδοσης και για τις πράξεις που αναφέρονται στην αίτηση εκδόσεως με στοιχεία xviii και xix, κατά τις οποίες ο εκκαλών φέρεται ότι, κατά την περίοδο 15 Μαΐου 2006 με 27 Μαΐου 2007 και κατά την περίοδο του Φεβρουαρίου 2004 με 2 Ιουνίου 2005, συνωμότησε με άλλο άτομο με την πρόθεση της εκτροπής της δικαιοσύνης εκ της ορθής οδού και αποπειράθηκε να εκτρέψει τη δικαιοσύνη από την ορθή οδό. Γνωμοδοτεί ότι δεν πρέπει να εκδοθεί ο εκζητούμενος Χ1, για τις αμέσως πιο πάνω πράξεις, ως προς τις οποίες εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση. Απορρίπτει την έφεση κατά τα λοιπά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση εκζητουμένου κατά απόφασης Συμβουλίου Εφετών, με την οποία γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του στην Αυστραλία, υπηκόου της χώρας αυτής προκειμένου να δικαστεί για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας, παράβασης νομοθεσίας περί ναρκωτικών κλπ. Εφαρμογή Συνθήκης Εκδόσεως μεταξύ Ελλάδος και Αυστραλίας (ν. 1928/1991). Προϋποθέσεις εκδόσεως. Όσα ανάγονται στην βασιμότητα της αποδιδόμενης από τις αρχές της Αυστραλίας στον εκζητούμενο κατηγορίας, απαραδέκτως προβάλλονται, εφόσον δεν επι-τρέπεται στο καλούμενο μέρος, η εξέταση της τέλεσης ή όχι αυτών (πρβλ ΑΠ 1125/2006, ΑΠ 935/2002, ΑΠ 973/02, ΑΠ 1316/02 κ.α.). Δεκτή εν μέρει η έφεση για ορισμένες πράξεις, λόγω ελλείψεως του διπλού αξιοποίνου (συνομωσία για ναρκωτικά, εκτροπή δικαιοσύνης). Απορ-ρίπτει έφεση κατά τα λοιπά.
Έκδοση
Έκδοση.
2
Αριθμός 693/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 243/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1506/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 424/31.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων με το υπ'αριθμ. 243/2007 βούλευμά του απέρριψε την 9004/6-6-2007 προσφυγή του Χ1, κατά της υπ' αριθμ. 339/2007 απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου της κλειστής φυλακής Τρικάλων με την οποία είχε απορριφθεί αίτησή του, για χορήγηση τακτικής άδειας απουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 54-56 Σωφρ. Κωδ., κρατουμένου στις άνω φυλακές. Κατά του άνω βουλεύματος ο προσφεύγωνΧ1 (ή Χ1) υπέβαλε την με ημερομηνία 17-7-07 αίτηση αναίρεσης, με αυτοτελές έγγραφο, το οποίο φέρει την υπογραφή του μόνο και το κατέθεσε στο κατάστημα κρατήσεως του και μάλιστα το απευθύνει στην γραμματεία Πλημμελειοδικών Τρικάλων, αναφέρων σ'αυτό ότι "τους ακριβείς λόγους τους ανέπτυξα ήδη στο Συμβούλιο Πλημμελημάτων Τρικάλων και που θα σας τους αναφέρω λεπτομερώς την ημέρα της Συνεδρίας". ΙΙ) Επειδή το ένδικο μέσο ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 474 § 1 Κ.Ποιν.Δ., με δήλωση και δη στο γραμματέα του συμβουλιου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος ή αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ'εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από κείνον που τη δέχεται.Επομένως άσκηση ενδίκου μέσου γενομένη κατ'άλλον τρόπον, όπως με κατάθεση αυτοτελούς εγγράφου, δεν είναι νόμιμη και ως τέτοια είναι απαράδεκτη (476 § 1 Κ.Ποιν.Δ.) -βλ. ΑΠ 2169/2003, ΑΠ 463/2003, ΑΠ 1163/2002 κ.ά. Επίσης για να είναι νομότυπη η άσκηση του ενδίκου μέσου πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να υπόκειται σ'αυτό (ένδικο μέσο που ασκείται) -βλ. άρθρα 463, 482, 476 § 1 Κ.Π.Δ.- και να περιέχει κατά τρόπον ορισμένο και σαφή τους λόγους για τους οποίους ασκείται -βλ. άρθρο 474 § 2 Κ.Ποιν.Δ. και ΑΠ 2122/2005, ΑΠ 354/2006, ΑΠ 2472/2005 κ.α. Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη αφού δεν ασκήθηκε νομότυπα, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση, δεν περιέχει κατά τρόπο ορισμένο και σαφή λόγους αναίρεσης. 'Ετσι πρέπει να κηρυχθεί ως τέτοια (απαράδεκτη). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η από 17-7-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 243/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων και να καταδικαστεί στα έξοδα. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά μεν τις διατάξεις τω άρθρων 509 παρ. 1α και 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ., από τις οποίες η τελευταία, ως ειδική, κατισχύει της γενικής τοιαύτης του άρθρου 74 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία οι αιτήσεις και δηλώσεις των κρατουμένων υποβάλλονται με έγγραφο, που εγχειρίζεται στον διευθυντή του καταστήματος όπου κρατούνται, συντασσομένης εκθέσεως, διαβιβάζονται δε αυτές αμέσως προς την αρμόδια αρχή και τα αποτελέσματά τους θεωρούνται σαν να είχαν παραληφθεί απευθείας από την Αρχή αυτή, αν κρατείται στη φυλακή ο αναιρεσείων, η από τον τελευταίο άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης μπορεί να γίνει και στον διευθύνοντα τη φυλακή, με δήλωση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, όπου διατυπώνονται οι λόγοι άσκησης του ένδικου τούτου μέσου και που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον ο οποίος τη δέχεται, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, στην διάταξη αυτή προβλεπομένων περιπτώσεων, χωρίς να ληφθούν οι για την άσκησή του διαλαμβανόμενες από το νόμο διατυπώσεις, τότε, το αρμόδιο να κρίνει για αυτό Συμβούλιο ή Δικαστήριο, το απορρίπτει ως απαράδεκτο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 148 επ. του Κ.Π.Δ., με τις οποίες καθορίζεται ο τρόπος σύνταξης των εκθέσεων, προκύπτει, ότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης δεν μπορεί ν' ασκηθεί με δικόγραφο, το οποίο έχει κατατεθεί στον διευθυντή της φυλακής, όπου κρατείται ο αναιρεσείων, παρά μόνον με έκθεση, που συντάσσεται ενώπιόν του και στην οποία πρέπει να μνημονεύονται οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 17.7.2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αρ. 243/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, με το οποίο απορρίφθηκε η υπ' αρ. 9004/6.2.2007 προσφυγή του κατά της υπ' αρ. 339/2007 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Κλειστής Φυλακής Τρικάλων, με την οποία είχε απορριφθεί αίτησή τους για χορήγηση τακτικής αδείας απουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 54 - 56 του Σωφρονιστικού Κώδικα, κρατουμένου στην ως άνω Φυλακή, με το να ασκηθεί με αυτοτελές δικόγραφο, που φέρει μόνο την υπογραφή του και κατατέθηκε στο κατάστημα κρατήσεώς του, το οποίο μάλιστα ο αιτών απευθύνει στη γραμματεία Πλημμελειοδικών Τρικάλων, συντάχθηκε δε γι' αυτό πράξη εγχειρίσεως και όχι έκθεση, και αναφέρεται σ' αυτό από τον αιτούντα ότι "τους ακριβείς λόγους τους ανέπτυξα ήδη στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων και που θα σας τους αναφέρω λεπτομερώς την ημέρα της Συνεδρίας", είναι απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, απορριφθεί πρέπει να, ανεξάρτητα από την αοριστία της, διότι δεν τηρήθηκαν οι από το νόμο οριζόμενες διατυπώσεις για την άσκησή της, περαιτέρω δε, να επιβληθούν συνακόλουθα στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Ιουλίου 2007 αίτηση, του Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, για αναίρεση του υπ' αρ. 243/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουάριου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση διότι δεν ασκήθηκε σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 474 ΚΠΔ.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 691/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 375/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1423/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 408/24.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Συμβούλιό σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 375/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου, για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης, τον Χ1. ΙΙ. Στις 3-8-2007 εμφανίστηκε στον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών η Χρυσάνθη Τσιμπινού και δήλωσε ότι ως πληρεξουσία του κατηγορουμένου ασκεί αναίρεση κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και έτσι συντάχθηκε η 6/3-8-2007 έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθεση). ΙΙΙ. Η παραπάνω αναίρεση είναι απαράδεκτη, για περισσότερους από ένα λόγους και συγκεκριμένα:α) Στρέφεται κατά βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που παραπέμπει για κακούργημα και ως εκ τούτου ήταν δυνατόν να προσβληθεί με έφεση από τον κατηγορούμενο. Για είχε αυτός το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση, έπρεπε να έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 1140/2004 Πράξη και Λόγος 2004, σελ. 395). Για να έχει αρχίσει η προθεσμία για την άσκηση έφεσης θα πρέπει να έχει επιδοθεί νομοτύπως το βούλευμα στον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση από τα σχετικά αποδεικτικά που υπάρχουν στη δικογραφία, προκύπτει ότι δεν υπήρξε νόμιμη και έγκυρη επίδοση και ως εκ τούτου ποτέ δεν άρχισε να τρέχει η προθεσμία για την έφεση. Γιατί η προς τον αντίκλητο επίδοση είναι άκυρη, διότι ενώ στο σχετικό από 3-4-2007 αποδεικτικό αναφέρεται ότι το βούλευμα επιδόθηκε στον αντίκλητο του κατηγορουμένου Γεώργιο Κατσίβα, κάτω από την ένδειξη "αυτός που παρέλαβε" αναγράφεται το όνομα και υπάρχει η υπογραφή ατόμου με τα στοιχεία "Γ1", χωρίς από το αποδεικτικό να προκύπτει τί σχέση έχει αυτός με τον αντίκλητο δικηγόρο προς τον οποίο έπρεπε να γίνει η επίδοση (βλ. αποδεικτικό επίδοσης). Συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση και δεδομένου ότι η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας της έφεσης, αυτή είναι απαράδεκτη, διότι η άσκησή της είναι πρόωρη (ΑΠ 1140/2004, ΑΠ 235/2003). β) Και αν όμως γίνει δεκτό ότι υπήρξε νόμιμη και έγκυρη επίδοση, η αναίρεση είναι πάλι απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, γιατί ασκήθηκε στις 3-8-2007, ενώ η δεκαήμερη προθεσμία για την άσκησή της είχε αρχίσει μετά την παρέλευση δέκα (10) ημερών από τις 12-4-2007 και συγκεκριμένα από τις 22-4-2007. Και είναι γεγονός ότι ο αναιρεσείων επικαλείται ως λόγο ανωτέρας βίας την κατάσταση της υγείας του, πλην όμως δεν προσκομίζει οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού του (βλ. αίτηση αναίρεσης). ΙV. Πρέπει συνεπώς η αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ) και παράλληλα να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 6/3-8-2007 αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ1, κατά του 375/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 26-9-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 1, 476 παρ. 1, 478 παρ. 1 στοιχ. α' και 482 παρ. 1 στοιχ. Αα' του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών (εάν διαμένει στην ημεδαπή), η οποία αρχίζει από την επίδοση σε αυτόν του βουλεύματος και μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής της εφέσεως, δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος, μέσα σε προθεσμία επίσης δέκα ημερών, που αρχίζει από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας της εφέσεως. Αν δε η αναίρεση ασκηθεί πριν να εκπνεύσει η προθεσμία της εφέσεως, τότε ασκείται προώρως και πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 375/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής πλαστογραφίας και απάτης. Εναντίον του ως άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, με δήλωση στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και συντάχθηκε η υπ' αρ. 6/3.8.2007 έκθεση αναίρεσης. Όμως, η αναίρεση αυτή, ασκήθηκε πρόωρα, γιατί, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, έπρεπε πρώτα να έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των δέκα ημερών για την, κατά του ως άνω βουλεύματος, άσκηση της έφεσης, η οποία, όμως, δεν είχε αρχίσει να τρέχει, διότι δεν έγινε νομότυπη επίδοση του βουλεύματος προς τον αναιρεσείοντα. Η μη νομότυπη (άκυρη) επίδοση προκύπτει από το περιεχόμενο στη δικογραφία, από ........, αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ......., προς τον αντίκλητο δικηγόρο του κατηγορουμένου Γεώργιο Κατσίβα, επίδοση η οποία έγινε κατ' επιταγή της διάταξης του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Στο αποδεικτικό αυτό, κάτω από την ένδειξη "αυτός που το παρέλαβε", αναγράφεται το όνομα και υπάρχει η υπογραφή ατόμου με τα στοιχεία "Γ1", χωρίς από το αποδεικτικό αυτό να προκύπτει η σχέση που έχει το αναφερόμενο άτομο με τον αντίκλητο δικηγόρο, προς τον οποίον έπρεπε να γίνει η επίδοση. Εφόσον, λοιπόν, δεν είχε αρχίσει να τρέχει η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη, για τον προαναφερόμενο λόγο και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί και να καταδικαστεί συγχρόνως ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 6/3.8.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αρ'. 375/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση. Ασκήθηκε αυτή κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών μέσα στην προθεσμία άσκησης της έφεσης.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 689/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 127/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 643/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 του Π.Κ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλο κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικές σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί κατ' αρχή η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά. Ωστόσο πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του στο δικαστήριο της ουσίας δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν είναι αρκετή μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η κατά τρόπο αόριστο προβολή των ισχυρισμών αυτών, δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει και συνεπώς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν απόρριψή τους. Εξ' άλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά στη διάταξη αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου και από την όλη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, στις 13-2-2004, στην ......, ως οδηγός του με αριθμό ..... ΙΧ επιβατηγού αυτοκινήτου, συνάντησε τον ......, τον οποίο, χωρίς να τον γνωρίζει, χτύπησε με τον πίσω προφυλακτήρα του παραπάνω αυτοκινήτου, προκαλώντας του κάκωση αριστερού γόνατος, στη συνέχεια δε, τον χτύπησε με άτομο που επέβαινε στο αυτοκίνητο, προκαλώντας στον παραπάνω, τις αναφερόμενες στο διατακτικό σωματικές βλάβες, που χαρακτηρίζονται ως απλές. Συνακόλουθα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για απλή σωματική βλάβη και του επέβαλε φυλάκιση 6 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο σκεπτικό του, που δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του αναλυτικού, άλλωστε, αιτιολογικού, αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, και 308 παρ.1 του Π.Κ, που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος από πρόθεση προκάλεσε στον παθόντα τις σωματικές κακώσεις που αυτός υπέστη και συγκεκριμένα τόσον αυτές, που προκλήθηκαν στο πρόσωπό του, με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα με τα χέρια του και με τα πόδια του, όσο και τη σωματική κάκωση στο γόνατό του, που προκλήθηκε με το οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου του, και η οποία σαφώς δέχεται ότι προκλήθηκε επίσης, όχι από αμελή αλλά από δόλια συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατά την οδήγηση του οχήματός του. Σε σχέση δε με τις λοιπές επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας α) ως προς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συναπόφαση και ο κοινός δόλος του με τον άγνωστο συναυτουργό του β) ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του Π.Κ, και γ) για το ότι προέβη σε μετατροπή της ποινής που του επέβαλε το Δικαστήριο σε χρηματική και όχι σε αναστολή αυτής, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Ως προς την υπό στοιχείο (α) πλημμέλεια, πλήρως αιτιολογείται η παραδοχή, ότι οι προκληθείσες στον παθόντα σωματικές κακώσεις, υπήρξαν αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, η συμμετοχική δράση του οποίου, μόνη, ήταν ικανή να στηρίξει την κρίση του Δικαστηρίου επί της ενοχής, χωρίς να επηρεάζεται από την αντίστοιχη δράση του αγνώστου συναυτουργού, που υπήρξε και συνεπιβάτης στο όχημα που ο ίδιος ο αναιρεσείων οδηγούσε. Επίσης, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της μη συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων, δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε αιτιολογία, ενόψει της πρόδηλης αοριστίας του σχετικού ισχυρισμού του, σύμφωνα με το οποίον η συνήγορός του, ζήτησε "να του αναγνωρίσει το Δικαστήριο ελαφρυντικό", χωρίς οποιαδήποτε αναφορά, είτε σε συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση και πολύ περισσότερο, είτε σε αντίστοιχη αναφορά των περιστατικών εκείνων, που να θεμελιώνουν ενδεχομένως την ύπαρξή του. Τέλος, ως προς την υπό στοιχείο (γ) πλημμέλεια, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν προέβη σε αναστολή της επιβληθείσας ποινής, αλλά σε μετατροπή της σε χρηματική ποινή, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία, ως προς την μη χορήγηση της αναστολής κατά το άρθρο 99 του Π.Κ, κρίση την οποία στήριξε εκτός άλλων στοιχείων (έρευνα της προσωπικότητάς του, τις λοιπές περιστάσεις) και στην ανάγνωση του δελτίου του ποινικού του μητρώου. Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-3-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 127/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Kαι Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απλή σωματική βλάβη, άρθρο 308 ΠΚ. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Ορθώς απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, χωρίς αιτιολογία, λόγω της αοριστίας του. Υπάρχει αιτιολογία ως προς την μετατροπή της ποινής. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Σωματική βλάβη απλή.
0
Αριθμός 688/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαδημητράκη, περί αναιρέσεως της 8/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 609/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος εκείνου που το άσκησε, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο διαμονής του, ως και, εντεύθεν, η αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως, ιδρύεται από το άρθρο 510 παρ.1.Δ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 8/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την 5/4-3-2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 16/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών και (3) μηνών, για ληστεία από κοινού και επικίνδυνη σωματική βλάβη, αφού δέχθηκε τα εξής ".....Στην κρινόμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην με την 16/2005 απόφαση του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Θεσ/νίκης. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις ....., όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης στον Δήμαρχο Σταυρούπολης, που βρίσκεται στην δικογραφία. Ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη έφεσή του στις 9-3-2006, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και χωρίς να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Επειδή, από την όλη αποδεικτική διαδικασία, δεν αποδείχθηκε κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης και το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος από ανώτερη βία άσκησε την έφεση, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, πρέπει η έφεση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη". Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, για την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι ήταν, κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως γνωστής διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό τα στοιχεία που προσδιορίζουν το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, δηλαδή το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα εκείνου που είχε ενεργήσει αυτήν. Περαιτέρω, αν και, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για την απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - ότι ήταν γνωστής διαμονής,- εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο η μάρτυρας υπερασπίσεως ........., και αναγνώσθηκαν τα αναφερόμενα σε αυτά έγγραφα, δεν μνημονεύονται στην απόφαση ούτε κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Επίσης, δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από που προκύπτει ότι o κατηγορούμενος ήταν άγνωστης διαμονής, ενόψει του ότι, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι αυτός, κατά την προανάκριση, απολογήθηκε επί της υποθέσεως (άρθρα 273 παρ.1 περ.γ ΚΠΔ) και δήλωσε ως διεύθυνση της κατοικίας του την οδό ........, στη ....... (βλ. από 3-9-01 προανακριτική απολογία του). Κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αυτή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8/2007 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Αναιρεί. Δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα και τα στοιχεία που προσδιορίζουν το αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, (ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα επιδόσαντος). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Επιδόσεως αποδεικτικό, Εφέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 686/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, για αναίρεση της 2816/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2007, αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1905/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει επ'αυτού συμβούλιο ή δικαστήριο (σε συμβούλιο), μετά από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως, που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά: για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής δίωξης και την κήρυξή της ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να είναι δυνατή και η κατ' αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 463 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 2 του Ν. 3346/2005, 2 και 114 Π.Κ. και 568 ΚΠΔ, προκύπτει ότι οι επιβληθείσες μέχρι την 17-6-2005 ποινές έως έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο, ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ μήνες από 17-6-2005 σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 του άρθρου 32 του Ν. 3346/2005 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Η κατ' έφεση δε εκδοθείσα απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση υποθέσεως, που έπρεπε να τεθεί στο αρχείο με διάταξη του αρμοδίου εισαγγελέα, λόγω συνδρομής των πιο πάνω προϋποθέσεων του Ν.3346/05, δεν είναι "οριστική" με την προαναφερθείσα έννοια, και, συνακόλουθα, δεν συγχωρείται η άσκηση αναιρέσεως εναντίον της. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, στρέφεται κατά της 2816/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 18910/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε αυτός καταδικασθεί, με τριετή αναστολή, σε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών για κλοπή, ποινή η οποία δεν είχε εκτιθεί μέχρι 17/6/2005 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3346/05). Το Τριμελές Εφετείο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως, διότι έκρινε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η συζήτησή της, αφού συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 32 του ν. 3346/2005. για την υφόρον παραγραφή της ποινής και η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, (όπως και τέθηκε) με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αναίρεση αυτή είναι απαράδεκτη (476 παρ. 1 ΚΠΔ), αφού ασκήθηκε εναντίον απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου. Τούτο δε, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής δίωξης και την κήρυξή της ως απαράδεκτης, αλλά η έφεση που ασκήθηκε κατά της 18910/2004 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης δεν συζητήθηκε, και η σχετική απόφαση έχει αρχειοθετηθεί, λόγω παραγραφής υπό όρον, σύμφωνα με το άρθρο 32 ν. 3346/2005, και μπορεί να ενεργοποιηθεί εκ νέου, αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται με την τελευταία αυτή διάταξη. Ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως δεν αντίκειται σε συνταγματικές διατάξεις, όπως εκείνες των άρθρων 4 παρ.1, 5 παρ.1 8 παρ.1, 20 παρ, 1, 25 παρ.1 και 28 παρ.1 του Συντάγματος, ή άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεως, όπως εκείνες του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 14 παρ. 5 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα και 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν.1705/1987), δεδομένου η καθιέρωση ενδίκων μέσων και δη κατά αποφάσεων των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, που δεν είναι οριστικές με την πιο πάνω έννοια, δεν υπαγορεύεται από τις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα, το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου, ενώ οι διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 5 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα και 2 παρ.1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, θεσπίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου, που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος, ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και δεν παρέχουν το δικαίωμα της άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά αποφάσεως που δεν είναι οριστική, κατά την έννοια του νόμου, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Μετά από αυτά, και την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 52/31-10-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του χ1, κατά της 2816/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη ως απαραδέκτου αναιρέσεως κατηγορουμένου κατά αποφάσεως με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση υπόθεσης, που έπρεπε κατά νόμο να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο εισαγγελέα, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του ν. 3346/06 (παραγραφή ποινής υφόρον). Η απόφαση δεν είναι «οριστική» και συνακόλουθα δεν συγχωρείται η άσκηση αναιρέσεως. Ο αποκλεισμός του δικαιώματος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, κατά της πιο πάνω αποφάσεως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ, 14 παρ. 5 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 685/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λάκκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πίττα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ασημίνα Καούνη, για αναίρεση της 758/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 955/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Επίσης, σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η αναφορά του χρόνου είναι αναγκαία, όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Αν δεν υπάρχει αναφορά, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που την εξέδωσε, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο σε ποινή φυλάκισης 12 (δώδεκα) μηνών για το αδίκημα της λαθρεμπορίας με χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων, εκ της οποίας οι δασμοί και οι φόροι και άλλα δικαιώματα που στερήθηκε το Δημόσιο ανέρχονται σε σημαντικό ποσό, σε ποινή φυλάκισης 12 (δώδεκα) μηνών για το αδίκημα της πλαστογραφίας με χρήση και σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και χρηματική ποινή 1.000 (χιλίων) ευρώ για παράβαση του Ν. 1244/72 και επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς τέσσερα και σαράντα λεπτά (4,40) ευρώ για κάθε μέρα φυλάκισης και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση του το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά "αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Από τα πρακτικά όμως της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αναγνώσθηκε, πλην άλλων, έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Από τη γενόμενη δε παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού των λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως, προκύπτει ότι η πιο άνω έκθεση είναι η από ...... έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ. Περί της εκθέσεως αυτής, που αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στη ποινική διαδικασία, δεν γίνεται καμία μνεία, ούτε στην αρχή της αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος τα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, ούτε στη συνέχεια, όπου παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το Τριμελές Εφετείο, στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αλλά ούτε από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι η έκθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επίσης, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, το μεν αδίκημα της (πλημμεληματικής) πλαστογραφίας, τελέστηκε "σε χρόνο πριν από την 4-9-2001 και σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς", το δε αδίκημα της παράβασης των άρθρων 1 παρ. 4 και 2 παρ. 4 του ν. 1244/1972 τελέστηκε "πριν αλλά και στις 4-9-2001". Ο κατ' αυτόν, όμως, τον τρόπο προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως των δύο αυτών πλημμελημάτων, δεν είναι σαφής και ενέχει το ενδεχόμενο, οι πράξεις αυτές (ή επί μέρους πράξεις της παράβασης του ν. 1244/1972), να έχουν ήδη παραγραφεί. Συνεπώς, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ήταν αναγκαία η αναφορά του χρόνου, κατά τρόπο που να μη ανακύπτει ζήτημα της παραγραφής. Ενόψει των ελλείψεων αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται οι ελλείψεις αυτές, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθρο 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 758/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται από το Δικαστήριο ή τον Ανακριτή, είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς. Η αναφορά του χρόνου τελέσεως είναι αναγκαία, όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί, διότι δεν προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη, έστω και έμμεσα, αναγνωσθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης και γίνεται ασαφής μνεία του χρόνου τελέσεως που επιδρά στην παραγραφή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή, Πραγματογνωμοσύνη.
0
Αριθμός 690/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Χανίων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη, περί αναιρέσεως της 144/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1390/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ως αληθινά, στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, που, δικάζοντας κατ' έφεση, εξέδωσε αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ύστερα από σχετικές πληροφορίες που είχαν περιέλθει στις αστυνομικές αρχές Χανίων, αστυνομικοί ενήργησαν έρευνες στην περιοχή του δυτικού διαμερίσματος ...... του δήμου Κεραμιών Χανίων και στη θέση ..... Την ...., διαπίστωσαν την ύπαρξη εκτεταμένης φυτείας φυτών ινδικής κάνναβης, που είχαν αναπτυχθεί σε χώρους που απείχαν μεταξύ τους 100 μέτρα, στους οποίους καλλιεργούνταν συνολικά 741 δενδρύλλια ινδικής κάνναβης, και ειδικότερα 298 στον ένα χώρο και 443 στον άλλο. Τα φυτά αυτά είχαν ύψος 0.4-1.3 μέτρα, από τη φάση δε αυτή της αναπτύξεώς τους, υπολογίζεται ότι είχαν αρχίσει την καλλιέργεια πριν 3 μήνες περίπου(βλ. κατάθεση μάρτυρα αστυνομικού). Οι ως άνω χώροι της φυτείας ήσαν περιφραγμένοι ως ενιαίος χώρος, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος ζώων, κατά την προσέγγιση δε των αστυνομικών, που ήταν δυσχερής και έγινε πεζή λόγω του δύσβατου της περιοχής, κάποιοι, αντιληφθέντες αυτούς, απομακρύνθηκαν ταχέως από τη φυτεία. Για την άρδευση των φυτών κάνναβης εχρησιμοποιείτο σωλήνας από ελαστικό, που βρέθηκε στο χώρο αυτόν, όπου βρέθηκε και λίπασμα. Επίσης στο χώρο αυτό υπήρχε τεχνητή δεξαμενή ικανής χωρητικότητας, για την άρδευση των δενδρυλλίων καθώς και πρόχειρος κοιτώνας για την παραμονή τριών τουλάχιστον ατόμων, εφοδιασμένος με τρόφιμα, μαγειρικά σκεύη, υλικά καθαριότητας, ενώ ανάμεσα στους χώρους αυτούς, υπήρχε και χώρος, που δεν ήταν ορατός, ο οποίος χρησίμευε ως παρατηρητήριο. Οι χώροι αυτοί, στους οποίους είχε αναπτυχθεί η καλλιέργεια και είχαν γίνει οι ως άνω κατασκευές, επιμελώς καθαρισμένοι από την άγρια βλάστηση, ήσαν μέρη ευρύτερης έκτασης που είχε εκμισθωθεί από τους .... και τον ...... στον πρώτο κατηγορούμενο, ουσιαστικά όμως και στους δυο, αφού και οι δυο χρησιμοποιούσαν αυτούς, ως βοσκότοπους, σε συνέχεια δικών τους βοσκοτόπων και κατέβαλλαν και οι δυο τα μισθώματα στους εκμισθωτές. Το ποιμνιοστάσιο των κατηγορουμένων, στο οποίο υπάρχει ενιαίο κτίσμα (στάβλος) χωρισμένο σε δυο μέρη βρίσκεται σε απόσταση σε ευθεία γραμμή, περίπου 1000 μέτρα από τη φυτεία, η οποία δεν είναι ορατή η τοποθεσία της εντελώς, μεταξύ δε αυτών παρεμβάλλεται δύσβατη περιοχή (βλ. εκθέσεις αυτοψίας) η οποία, όμως, δεν καθιστά και αδύνατη την πρόσβαση στο χώρο της φυτείας. Πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν ήταν δυνατό τρίτος να προβεί σε εργασίες διαμόρφωσης του χώρου και να δημιουργήσει την προαναφερθείσα υποδομή και στη συνέχεια να προβεί στη φύτευση, καλλιέργεια και περιποίηση 741 δενδρυλλίων σε βοσκότοπο των κατηγορουμένων χωρίς να υπάρχει τουλάχιστον ο κίνδυνος να γίνει αντιληπτός. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, ότι πλήρως αποδείχθηκε ότι ο 2ος κατηγορούμενος (γιος του 1ου), έχοντας εποπτεία του χώρου της φυτείας και έχοντας περιφράξει αυτόν πρόσφατα, τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη ενώ δεν αποδείχθηκε και το δικαστήριο δεν πείστηκε για τη συμμετοχή του 1ου ως συναυτουργού...., απορριπτομένου του ισχυρισμού για την αναγνώριση της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθ. 84 παρ.2ε ΠΚ), καθόσον δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο ορισμένο, αλλά απλώς με επανάληψη της έκφρασης του νόμου, χωρίς έκθεση των αναγκαίων για τη θεμελίωσή του πραγματικών περιστατικά, τα οποία, άλλωστε και δεν προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της καλλιέργειας φυτών ινδικής κάνναβης και του επέβαλε ποινή καθείρξεως 11 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ποινικές διατάξεις, των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 ΠΚ και άρθρων 4 παρ.1 και 3 Πιν.Α-6 και 5 παρ.1 εδ. στ' και 2 του Ν.1729/1987, όπως το άρθρο 5 αντικ. με άρθρο 10 Ν. 2161/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει χωρίς να είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία για το στοιχείο του δόλου, διότι αυτός, ενυπάρχει στη θέληση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την έκθεση των περιστατικών αυτών. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, κατά τα παραπάνω αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρ.510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν είναι αρκετή μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η κατά τρόπο αόριστο προβολή των ισχυρισμών αυτών, δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει και συνεπώς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν απόρριψή τους. Εξ' άλλου, για να συντρέξει η από το άρθρ.84 παρ. 2 εδ. α και ε του ΠΚ προβλεπόμενη ελαφρυντική περίσταση, η οποία επιφέρει μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρ. 83 του ίδιου Κώδικα, πρέπει, τα περιστατικά που θεμελιώνουν την αντίστοιχη ελαφρυντική περίσταση, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, και όχι με απλή αναφορά και παράθεση της σχετικής διάταξης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο κατηγορούμενος, ζήτησε δια του συνηγόρου του να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. ε του ΠΚ). Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του, ως αόριστο. Και πράγματι, ο ισχυρισμός του αυτός είχε προταθεί αορίστως, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν επικαλέστηκε περιστατικά, που να τον θεμελιώνουν, παρά γενικά αόριστα, ζήτησε την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή του ειδικά και εμπεριστατωμένα, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος οι σχετικός λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος τους δε που, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, με την επίκληση, κατ' επίφαση, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το στοιχείο της υπάρξεως ή μη της σχετικής, από την οικεία Κρατική Αρχή άδειας, για την καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, προεχόντως στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ενώ η παράλειψη της παράθεσης της οικείας ποινικής διατάξεως του άρθρου 45 του Π.Κ, εκτός του ότι δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, εφόσον ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος κηρύχθηκε αθώος με την ίδια απόφαση. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, αφού δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-7-2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Χανίων, για αναίρεση της υπ' αριθμό 144/21-5-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά. Καλλιέργεια ινδικής κάνναβης. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για ναρκωτικά, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αιτιολογία. Αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικών του 84 2ε του ΠΚ. Δεν υποχρεούται το δικαστήριο να αιτιολογήσει τον προβληθέντα αορίστως ισχυρισμό. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 692/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Τζαγάκη, περί αναιρέσεως της 316/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασίλειο Κουρούμαλη. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 944/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938, "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 2 του αν. ν. 263/68, εκείνος που επιλαμβάνεται αυτογνωμόνως οποιουδήποτε κτήματος που βρίσκεται αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου τιμωρείται, αυτεπάγγελτα διωκόμενος, με τις προβλεπόμενες ποινές. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για την πραγμάτωση του θεσπιζόμενου από αυτή εγκλήματος, απαιτείται αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου κτήματος, αυτό να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου και ο δράστης να ενεργεί εν γνώσει των στοιχείων τούτων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του και κατ' είδος προσδιορίζει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας - υπερασπίσεως - πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν και αναγνωσθέντα έγγραφα), δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, " ότι ο πρώτος (αρχικά) και σήμερα κατηγορούμενος Χ1, στις 26-3-2001, στην περιοχή ....... Σαμοθράκης, κατέλαβε με περίφραξη, έκταση 104.742,72 τ.μ, η οποία αναμφισβήτητα κατέχονταν από το Ελληνικό Δημόσιο, διότι, όπως κατέθεσαν οι πρώτος και δεύτερος μάρτυρας, δασολόγος και δασάρχης αντίστοιχα του δασαρχείου Αλεξανδρούπολης, η παραπάνω έκταση αποτελεί μέρος του δάσους " ......", το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στο ελληνικό Δημόσιο, από το 1927, με απόφαση του τότε Υπουργού Γεωργίας που το αναγνώρισε. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η έκταση που καταλήφθηκε είναι ιδιωτική, πρέπει να απορριφθεί, αφού από τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών και κυρίως του δασάρχη, αποδείχθηκε ότι φυσική εξουσία (κατοχή) κάποιων ακινήτων της περιοχής αυτής, συμπεριλαμβανομένων και των ακινήτων αυτών, ανήκει στο δημόσιο, ο δε μάρτυρας υπεράσπισης αόριστα κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε από αυτόν με συμβόλαιο την έκταση αυτή, χωρίς όμως να προσκομίσει το συμβόλαιο αυτό, ούτε την θέση των ακινήτων, που βρίσκονται στην περιοχή αυτή. Επίσης ισχυρίστηκε ότι την έκταση αυτή κατείχαν οι γονείς του από πολλά χρόνια, χωρίς όμως να προσδιορίσει, με ποιο τρόπο αυτοί απέκτησαν την κυριότητα της εκτάσεως αυτής, αφού δεν χωρεί χρησικτησία κατά του Δημοσίου, ούτε μπορεί να συγχωρεθεί νομική πλάνη στον κατηγορούμενο και τον δικαιοπάροχό του, διότι, εάν ερευνούσαν το θέμα πριν από τη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, πράγμα που είχαν υποχρέωση να το κάνουν μέσω των δικηγόρων τους, θα ανακάλυπταν ότι ολόκληρη η έκταση αυτή, από το 1927, ανήκε αναμφισβήτητα στην κυριότητα του Δημοσίου, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της παράνομης κατάληψης δημοσίου κτήματος, που κατηγορείται". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της παράνομης κατάληψης δημοσίου κτήματος και του επέβαλε ποινή φυλάκισης (7) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές όμως αυτές, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη, κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αντίθετα, περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και έτσι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τούτο, γιατί, ενώ, στο αιτιολογικό της η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, ότι η καταληφθείσα από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα έκταση των 104.742,72 τ.μ, αναμφισβήτητα κατεχόταν από το Ελληνικό Δημόσιο, στο διατακτικό της δέχεται, ότι η έκταση αυτή αποτελεί τμήμα του αναγνωρισθέντος δάσους "......", που έχει παραχωρηθεί σε ιδιώτες, το οποίο όμως ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο. Τοιουτοτρόπως, όμως, ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η επίδικη έκταση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, βρισκόταν υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου, ταυτόχρονα δέχεται, ότι μείζων έκταση του δάσους " ...." στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, αποτελεί μέρος του αναγνωρισθέντος υπό του Ελληνικού Δημοσίου και διακατεχόμενου υπό ιδιωτών χωρίς εξειδίκευση της σχετικής έννομης σχέσης, δάσους, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται πρόδηλο, ότι η επίδικη έκταση τελεί υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου και έτσι να αποστερείται η προσβαλλόμενη απόφαση της νόμιμης βάσης. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και ουσιαστικής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 316/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατάληψη δημοσίου κτήματος Α.Ν. 1539/1938 άρθρο 23 παρ. 1. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αντιφατική αιτιολογία, ως προς τις παραδοχές της αδιαμφισβήτητης ή μη κατοχής από το Ελληνικό Δημόσιο και από ιδιώτες. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατάληψη δημοσίου κτήματος.
0
Αριθμός 684/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του με αριθμό 2747/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ1 2) Χ2, 3)Χ3 και 4) Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 562/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 347/2.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 68/16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Μαρία-Πηνελόπη Ν. Λιακόγκονα του Νικολάου, δυνάμει της από 14-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 2747/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3129/1995 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) τον αναιρεσείοντα Χ, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι: α) Ο πρώτος, δεύτερη και τέταρτος, της πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, β) ο τρίτος για άμεση συνέργεια στην ανωτέρω πράξη της υπεξαιρέσεως, γ) οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη, της πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε και το συνολικό παράνομο όφελος που επεδίωξαν, υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, δ) ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ της άμεσης συνέργειας στην παραπάνω πράξη της κακουργηματικής απάτης και ε) η τέταρτη της πλαστογραφίας με χρήση. Κατά του παραπάνω βουλεύματος όλοι οι παραπεμφθέντες κατηγορούμενοι, (μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων), άσκησαν στη συνέχεια εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εξεδόθη το υπ'αριθ. 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της τετάρτης κατηγορουμένης Χ4, για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, ενώ κατά τα λοιπά απορρίφθηκαν οι εφέσεις όλων των κατηγορουμένων ως ουσιαστικά αβάσιμες και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς όλες τις άλλες διατάξεις του. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 8-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 16-3-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 68/16-3-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΑΠ 961/2006). Ενόψει δε του ότι δεν απαιτείται η ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με παραπλάνηση του συμβολαιογράφου, όταν ο δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σ'αυτόν αληθινά γεγονότα ή παριστάνει εν γνώσει του ψευδή γεγονότα ως αληθινά (ΑΠ 293/2006, ΑΠ 1649/2006). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Στην έννοια του γεγονότος δεν εμπίπτουν οι γενικές κρίσεις και γνώμες για οποιοδήποτε αντικείμενο, εκτός αν από τον τύπο εκφράσεως της γνώμης υποκρύπτεται η βεβαίωση πραγματικού περιστατικού. Κατάσταση του εξωτερικού κόσμου, η οποία συνιστά γεγονός, είναι και η αξία οποιουδήποτε πράγματος, το οποίο μπορεί να γίνει αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ προσώπων και για το λόγο αυτό η συναλλακτική αξία του έχει διαμορφωθεί σε ορισμένο τόπο και χρόνο σε ένα πλαίσιο ακριβείας, το οποίο υποπίπτει στην αντίληψη των ανθρώπων. Η παράσταση της αξίας αυτής είναι παράσταση συγκεκριμένου γεγονότος εξωτερικώς και όχι έκφραση απλής γνώμης ή κρίσεως, η οποία δεν έχει αντικειμενική υπόσταση. Συνεπώς όποιος γνωρίζει την αξία αυτή σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και με οποιονδήποτε τρόπο διαβεβαιώνει άλλον περί μιας ψευδούς αξίας ως αληθινής και έτσι πείθει αυτόν σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, διαπράττει, αν συντρέχουν και οι άλλοι όροι, το έγκλημα της απάτης (Ολομ. ΑΠ 1585/1984, ΑΠ 1940/1999 ΠΧ Ν 823). Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως και παροχή της συνδρομής αυτής κατά την εκτέλεση της πράξεως, συνδεομένης προς αυτή κατά τρόπο ώστε, χωρίς τη βοήθεια του αμέσου συνεργού, δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη με βεβαιότητα του εγκλήματος με τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί (ΑΠ 1649/2006, ΑΠ 1471/2006). 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ' 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την προϋπόθεση ότι στις προτάσεις αυτές εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 67/2006). Τέλος όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεσθεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), όπως συμβαίνει στο έγκλημα της απάτης, η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού (ΑΠ 1264/2005). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ κατά του υπ'αριθ. 3129/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη και ειδικότερα για το ότι: Στη ....... Αττικής τον Οκτώβριο μήνα περίπου του έτους 2000 με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του Χ1, Χ2 και Χ4 κατά την εκ μέρους τους εκτέλεση του εγκλήματος της απάτης. Συγκεκριμένα, ενώ αυτοί (φυσικοί αυτουργοί) με τις ιδιότητες, ένας έκαστος, του Προέδρου, Αντιπροέδρου και μέλους του ΔΣ της εταιρείας "Μ ΙVA AE", προέβησαν στην κατάρτιση του με αριθ. ........ συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Γ. Παπαδογεώργη δυνάμει του οποίου η άνω εταιρεία Μ ΙVA AE (στην οποία ήταν μέτοχος και η μηνύτρια Ψ1 κατά 30% επί του κεφαλαίου και των μετοχών), μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στην αγοράστρια εταιρεία με την επωνυμία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ κλπ" ένα αγροτεμάχιο άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 2011,31 τ.μ. κείμενο στη θέση "....." στον Δήμο Μεταμόρφωσης και επί της οδού .... αρ. ...., μετά δύο κτισμάτων βιομηχανικών, εμβαδού 611 τ.μ. συνολικά, αντί τιμήματος δήθεν πραγματικού 50.000.000 δρχ., δηλώσαντες τούτο ψευδώς στον άνω συμβολαιογράφο, αποκρύψαντες άμα ότι το αληθές τίμημα και αξία αληθινή του άνω ακινήτου συνολικά ανήρχετο στο ποσό των 300.000.000 δρχ. και έτσι παρέπεισαν τον άνω συμβολαιογράφο να προβεί στη σύνταξη εικονικού συμβολαίου (κατά το καταβληθέν τίμημα) και στην πράξη τους αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν και τη μηνύτρια Ψ1 ως προς το αληθές εισπραχθέν τίμημα, επί του οποίου αυτή είχε δικαίωμα κατά ποσοστό 30%, ανάλογα με τα μετοχικά της δικαιώματα στην πωλήτρια εταιρεία και να δεχθεί ποσοστό 30% επί του εικονικού τιμήματος των 50.000.000 δρχ. και να καρπωθούν έτσι παράνομα αυτοί την διαφορά που εδικαιούτο η μηνύτρια μεταξύ εικονικού τιμήματος και πραγματικού και η οποία ανερχόταν στο ποσό των 250.000.000 δρχ. ή 733,676 ευρώ, με αντίστοιχη βέβαια περιουσιακή ζημία της μηνύτριας, η οποία ήταν ανώτερη των 73.000 ευρώ, εκείνος (αναιρεσείων Χ1), έχοντας την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της αγοράστριας εταιρείας "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", στις 12-10-2000 συνεβλήθη για λογαριασμό της στην κατάρτιση του άνω με αριθ. ..... πωλητηρίου συμβολαίου και δήλωσε στον Συμβολαιογράφο ότι το αληθινό τίμημα ήταν 50.000.000 δρχ., γεγονός ψευδές, αποκρύψας άμα και αυτός έτσι την αλήθεια, αφού το αληθινό εισπραχθέν τίμημα των συγκατηγορουμένων του από την εταιρεία του ανήρχετο στο ποσό των 300.000.000 δρχ. ή 880.411 ευρώ και στην πράξη του αυτή προέβη, συνδράμοντας τους άνω συγκατηγορουμένους στην εξαπάτηση της μηνύτριας, ώστε να καρπωθούν αυτοί παράνομα το ποσό των 75.000.000 δρχ. ή 220.102 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο αληθινό μερίδιο της μηνύτριας από την επίμαχη πώληση, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της, που ήταν άνω των 73.000 ευρώ. Για την παραπεμπτική στο ακροατήριο του αναιρεσείοντα κρίση του το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στις σκέψεις της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής προτάσεως, η οποία, αναφορικά με την συμπεριφορά του αναιρεσείοντα, έχει κατά λέξη ως εξής: "Το προσβαλλόμενον βούλευμα (εννοεί το υπ'αριθ. 3129/βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών), με την παρατεθείσαν στο σκεπτικόν αυτού ειδικήν αιτιολογίαν, έκρινεν ότι εκ των στοιχείων της ενεργηθείσης στην προκειμένην περίπτωσην κυρίαν ανάκρισιν, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, φερομένων ως υπαιτίων πράξεων α).......... β).........γ).........δ) της αμέσου συνεργείας στην άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης του πέμπτου (εννοεί τον αναιρεσείοντα Χ).............όταν..........οι ανωτέρω πρώτος, δευτέρα και τέταρτη υπό τις άνω ιδιότητές τους κατά μήνα Οκτώβριον του έτους 2000, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένην περιουσίαν, πείσαντες άλλον και δη τον Συμβολαιογράφον Μαραθώνα ότι το τίμημα του πωλουμένου δια του υπ'αριθ. ...... συμβολαίου του, αγροτεμαχίου, ιδιοκτησίας της εταιρείας Μ ΙVA ΑΕ, εκτάσεως 2.011,31 τ.μ., μετά δύο βιομηχανικών κτισμάτων, εμβαδού 611 τ.μ., στην εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ" ήτο δήθεν 50.000.000 δραχμών, αποκρύψαντες το αληθινό τίμημα, αλλά και την πραγματικήν αξίαν, η οποία ανήρχετο συνολικά στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών και τον έπεισαν να συντάξη εικονικόν συμβόλαιον κατά το καταβληθέν ποσόν, με σκοπό να παραπαλήσουν την Ψ1 ως προς το πράγματι εισπραχθέν τίμημα, του οποίου εδικαιούτο ποσοστόν 30% και να καρπωθούν κατά τον τρόπον αυτόν την διαφοράν, την οποίαν δικαιούτο αυτή, ανερχόμενη εις το ποσόν των 75.000.000 δραχμών. Ταύτα πάντα εγένοντο τη αμέσω συνδρομή του πέμπτου τούτων Χ, ο οποίος ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕ, συνεβλήθη μετά των λοιπών στην κατάρτισιν του άνω υπ'αριθ. ..... συμβολαίου, δηλώσας ως αληθές το τίμημα των 50.000.000 δραχμών, συνδράμων έτσι την εξαπάτησιν της μηνυτρίας ως προς το αναλογούν εις αυτήν αληθινό μερίδιον από την πώληση...... Ειδικότερα το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών έκρινεν, δεχθέν την πρότασιν του Εισαγγελέως, ως στοιχειοθετούμενες τις πράξεις, δια τις οποίες διώκονται οι κατηγορούμενοι. Η κρίση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στηρίζεται ιδίως στα στοιχεία της δικογραφίας, από την αξιολόγηση των οποίων και δη από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων Ψ1, Ζ1, Ζ2, Ζ3, δεόντως σταθμιζομένων, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και όλα τα έγγραφα και υπομνήματα, προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν κατά την κρίση μας την παραπομπήν των εκκαλούντων στο ακροατήριον του ανωτέρω Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθούν δια τις πράξεις δια τις οποίες κατηγορούνται. Συγκεκριμένα όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα προκύψαντα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά με σαφήνειαν εκτίθενται στο εκκαλούμενον βούλευμα και στην ενσωματωμένην εισαγγελικήν πρόταση, στους ορθώς και βασίμους λόγους του οποίου, προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων αναφέρομαι (ΑΠ 1138/2004) θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις κατηγορίες, οι οποίοι δεν αναιρούνται από τους αορίστους και αναποδείκτους ισχυρισμούς των εκκαλούντων κατηγορουμένων. Ειδικότερα όμως και συμπληρωματικά επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η μηνύτρια Ψ1, συγγενής των κατηγορουμένων μετείχε κατά ποσοστόν 30% στην εταιρεία με την επωνυμία MIVA ΑΒΕΕ πλαστικών, ξυλίνων και χαρτίνων ειδών συσκευασίας, μετά των Χ1 και Χ2. Οι σχέσεις όμως εταιρικές και συγγενικές διεταράχθηκαν, με αποτέλεσμα τόσον η μηνύτρια όσον και ο σύζυγός της, ο οποίος ηργάζετο εκεί, να αποξενωθούν. Μάλιστα δε οι κατηγορούμενοι συνήργησαν στο να καταστήσουν την επιχείρησιν ανενεργόν και να περιορίσουν την αξίαν του μεριδίου της μηνύτριας, περιουσιακά στοιχεία της οποίας υπεξήγαγαν. Συγκεκριμένα ελήφθη απόφασις του ΔΣ της εταιρείας, απούσης της μηνύτριας, όπως πωληθεί το οικόπεδον μετά του εργοστασίου της εταιρείας, κείμενον εις την θέσιν ....της ...... Αττικής εκτάσεως του μεν οικοπέδου 2061,31 μ2 των δε δύο βιομηχανικών κτιρίων 500 μ2 και 1 18 μ2 αντιστοίχως. Δια του υπ' αριθμ. ...... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σταύρου Παπαδογεωργή επώλησαν αυτά στην εταιρείαν "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕΒΕ" κατασκευής Μηχανημάτων Πρόεδρος και δ-νων σύμβουλος της οποίας είναι ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ, αντί εμφαινομένου τιμήματος, 50.000.000 δραχμών, ψευδούς και εικονικού καθ' όσον η αληθής αξία του ακινήτου ανήρχετο στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών, τουλάχιστον, καθ' όσον ευρίσκεται σε περιοχή με μεγάλη εμπορικήν αξία. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήτο να παραπλανήσουν την μηνύτρια ως προς το αληθές εισπραχθέν ποσόν και να δεχθεί ποσοστόν 30% (το οποίος δικαιούτο) επί του κατά τα άνω εικονικού ποσού και όχι του πραγματικού του πέμπτου τούτων Χ δεχθέντος να συνδράμη στην τέλεση της ανωτέρω πράξεως εξαπατήσεως της μηνυτρίας. Οι εκκαλούντες ουδέν το νεώτερο και σημαντικόν επικαλούνται, αρκούμενοι στο τυπικόν του εντύπου της εφέσεως και στην επανάληψη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι κατά τα ανωτέρω έχουν εκτιμηθεί επιτυχώς και κριθεί νομίμως. Περαιτέρω στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία επίσης παραδεκτώς αναφέρεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διαλαμβάνονται για τον αναιρεσείοντα τα εξής: "...... Ούτω στα πλαίσια της άνω παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους α) ο πρώτος, η δεύτερη και τέταρτη κατηγορούμενοι με την υπ'αριθμ. ...... ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας, εν απουσία βεβαίως της μηνύτριας, εξουσιοδότησαν τον Χ1 να προβεί σε πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του εργοστασίου της εταιρείας, κειμένου στη θέση ..... της ...... Αττικής και επί της οδού ..... αριθμ. ...., επί οικοπέδου εκτάσεως (2061,31) τ.μ., στο οποίον υπήρχαν δύο κτίσματα βιομηχανικά 500 τ.μ. και 618,5 τ.μ. αντίστοιχα. Πράγματι ο Χ1, δυνάμει του υπ'αριθ. ....... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογεώργη, με την άνω ιδιότητα, μεταβίβασε το όλον ως άνω ακίνητο στην ανώνυμη εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Χ, αντί τιμήματος εμφαινομένου στο συμβόλαιο ποσού (50.000.000) δραχμών ή 146.735 ευρώ. Το τίμημα όμως αυτό ήταν ψευδές και εικονικό και δεν ανταποκρινόταν στην αληθινή αξία του όλου ακινήτου, που ανέρχεται στο ποσόν των (300.000.000) δρχ. ή (880.417) ευρώ τουλάχιστον και το οποίο εισέπραξαν από την αγοράστρια εταιρεία οι κατηγορούμενοι και την διαφορά αληθινού και εικονικού ήτοι 300.000.000 δρχ. - 50.000.000= 250.000.000 δρχ. ή (733.676) ευρώ, ιδιοποιήθηκαν παράνομα, χωρίς ποτέ να δώσουν το ανάλογο ποσοστό στην μηνύτρια, ήτοι 733.676 ευρώ Χ 30% =220.102 ευρώ η 75.000.029 δρχ. ήτοι ποσόν που ήταν ανώτερο των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Η εικονικότητα του άνω συμβολαίου (τιμήματος) προκύπτει σαφώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ζ1, Ζ2 και Ζ3, τις οποίες ήδη αποδέχθηκε ως αληθείς το Συμβούλιο με το εκδοθέν επί διαφωνίας βούλευμά του, υπ'αριθμ. 758/05 και ως εκ τούτου δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη, ως προτείναμε, αλλά επίσης και από την θέση και έκταση των πωληθέντων ακινήτων, κειμένων στην οδό .... αριθ. ...., στη μεταμόρφωση, ήτοι σε περιοχή με τεράστια εμπορική αξία και η εικονικότητα είναι ευνόητη, αφού σε τιμή (50.000.000) δρχ. πωλούνται σήμερα γκαρσονιέρες και δυάρια και ουχί οικόπεδα (2.061) τ.μ. με κτίσματα (618 τ.μ.)". Πέρα από αυτά, τα εντελώς ασαφή και αόριστα για τον αναιρεσείοντα δεν περιέχεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα καμία άλλη σκέψη, θεμελιωτική της κρίσεως για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για την παραπάνω αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη. 'Ετσι όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τα άνω, από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμπεται στο ακροατήριο. Ειδικότερα δεν εκτίθεται κανένα απολύτως πραγματικό περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει και να προσδιορίζεται η μορφή της συμμετοχικής δράσεως του αναιρεσείοντα, ως προς την οποία μάλιστα δεν διατυπώνεται καμία σκέψη. Επιπρόσθετα δεν παρατίθενται σκέψεις με τις οποίες να αιτιολογείται ο απαιτούμενος, κατά τα ανωτέρω, υπερχειλής δόλος του αναιρεσείοντα. Πρέπει συνεπώς να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα για τους παραπάνω λόγους, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς αυτόν, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 68/16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 2747/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το σκέλος του που αφορά τον εν λόγω κατηγορούμενο Χ. Και Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σκέλος της αυτό, για νέα ουσιαστική κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Αθήνα 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως και παροχή της συνδρομής αυτής κατά την εκτέλεση της πράξεως, συνδεομένης προς αυτή κατά τρόπο ώστε, χωρίς τη βοήθεια του άμεσου συνεργού, δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη με βεβαιότητα του εγκλήματος, με τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία, το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο υπ' αρ. 3129/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "Το προσβαλλόμενο βούλευμα, δηλαδή το 3129/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την παρατεθείσαν στο σκεπτικόν αυτού ειδικήν αιτιολογίαν, έκρινεν ότι, εκ των στοιχείων της ενεργηθείσης στην προκειμένην περίπτωσιν κυρίαν ανάκρισιν, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, φερομένων ως υπαιτίων πράξεων α)......, β)......, γ)......, δ) της αμέσου συνεργείας στην άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης του πέμπτου (δηλαδή τον αναιρεσείοντα Χ)....όταν .....οι ανωτέρω πρώτος, δευτέρα και τέταρτη υπό τις άνω ιδιότητές τους, κατά μήνα Οκτώβριον του έτους 2000, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένην περιουσίαν, πείσαντες άλλον και δη τον Συμβολαιογράφον Μαραθώνα ότι το τίμημα του πωλουμένου δια του υπ' αριθ. ...... συμβολαίου του αγροτεμαχίου, ιδιοκτησίας της εταιρείας "MIVA AE", εκτάσεως 2.011,31 τ.μ., μετά δύο βιομηχανικών κτισμάτων, εμβαδού 611 τ.μ., στην εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ" ήτο δήθεν 50.000.000 δραχμών, αποκρύψαντες το αληθινό τίμημα, αλλά και την πραγματικήν αξίαν, η οποία ανήρχετο συνολικά στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών και τον έπεισαν να συντάξη εικονικόν συμβόλαιον κατά το καταβληθέν ποσόν, με σκοπό να παραπλανήσουν την Ψ1 ως προς το πράγματι εισπραχθέν τίμημα, του οποίου εδικαιούτο ποσοστόν 30% και να καρπωθούν κατά τον τρόπον αυτόν την διαφοράν, την οποίαν δικαιούτο αυτή, ανερχόμενη εις το ποσόν των 75.000.000 δραχμών. Ταύτα πάντα εγένοντο τη αμέσω συνδρομή του πέμπτου τούτων Χ, ο οποίος ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕ, συνεβλήθη μετά των λοιπών στην κατάρτισιν του άνω υπ'αριθ. ..... συμβολαίου, δηλώσας ως αληθές το τίμημα των 50.000.000 δραχμών, συνδράμων έτσι την εξαπάτησιν της μηνυτρίας ως προς το αναλογούν εις αυτήν αληθινό μερίδιον από την πώληση......Ειδικότερα το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών έκρινεν, δεχθέν την πρότασιν του Εισαγγελέως, ως στοιχειοθετούμενες τις πράξεις, δια τις οποίες διώκονται οι κατηγορούμενοι. Η κρίση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στηρίζεται ιδίως στα στοιχεία της δικογραφίας, από την αξιολόγηση των οποίων και δη από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων Ψ1, Ζ1, Ζ2, Ζ3, δεόντως σταθμιζομένων, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και όλα τα έγγραφα και υπομνήματα, προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν κατά την κρίση μας την παραπομπήν των εκκαλούντων στο ακροατήριον του ανωτέρω Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθούν δια τις πράξεις δια τις οποίες κατηγορούνται. Συγκεκριμένα όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα προκύψαντα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά με σαφήνειαν εκτίθενται στο εκκαλούμενον βούλευμα και στην ενσωματωμένην εισαγγελικήν πρόταση, στους ορθούς και βασίμους λόγους του οποίου, προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων αναφέρομαι (ΑΠ 1138/2004), θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις κατηγορίες, οι οποίοι δεν αναιρούνται από τους αορίστους και αναποδείκτους ισχυρισμούς των εκκαλούντων κατηγορουμένων. Ειδικότερα όμως και συμπληρωματικά επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η μηνύτρια Ψ1, συγγενής των κατηγορουμένων μετείχε κατά ποσοστόν 30% στην εταιρεία με την επωνυμία MIVA ΑΒΕΕ πλαστικών, ξυλίνων και χαρτίνων ειδών συσκευασίας, μετά των Χ1 και Χ2. Οι σχέσεις όμως, εταιρικές και συγγενικές, διεταράχθηκαν, με αποτέλεσμα τόσον η μηνύτρια όσον και ο σύζυγός της, ο οποίος ηργάζετο εκεί, να αποξενωθούν. Μάλιστα δε οι κατηγορούμενοι συνήργησαν στο να καταστήσουν την επιχείρησιν ανενεργόν και να περιορίσουν την αξίαν του μεριδίου της μηνύτριας, περιουσιακά στοιχεία της οποίας υπεξήγαγαν. Συγκεκριμένα ελήφθη απόφασις του ΔΣ της εταιρείας, απούσης της μηνύτριας, όπως πωληθεί το οικόπεδον μετά του εργοστασίου της εταιρείας, κείμενον εις την θέσιν .... της ...... Αττικής, εκτάσεως, του μεν οικοπέδου 2061,31 μ2, των δε δύο βιομηχανικών κτιρίων 500 μ2 και 1 18 μ2, αντιστοίχως. Δια του υπ' αριθμ. ....... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σταύρου Παπαδογεωργή, επώλησαν αυτά στην εταιρείαν "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕΒΕ" κατασκευής Μηχανημάτων Πρόεδρος και δ/νων σύμβουλος της οποίας είναι ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ, αντί εμφαινομένου τιμήματος, 50.000.000 δραχμών, ψευδούς και εικονικού καθ' όσον η αληθής αξία του ακινήτου ανήρχετο στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών, τουλάχιστον, καθ' όσον ευρίσκεται σε περιοχή με μεγάλη εμπορικήν αξία. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήτο να παραπλανήσουν την μηνύτρια ως προς το αληθές εισπραχθέν ποσόν και να δεχθεί ποσοστόν 30% (το οποίον εδικαιούτο) επί του κατά τα άνω εικονικού ποσού και όχι του πραγματικού, του πέμπτου τούτων Χ δεχθέντος να συνδράμη στην τέλεση της ανωτέρω πράξεως εξαπατήσεως της μηνυτρίας. Οι εκκαλούντες ουδέν το νεώτερο και σημαντικόν επικαλούνται, αρκούμενοι στο τυπικόν του εντύπου της εφέσεως και στην επανάληψη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι κατά τα ανωτέρω, έχουν εκτιμηθεί επιτυχώς και κριθεί νομίμως. Περαιτέρω, στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία επίσης παραδεκτώς αναφέρεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διαλαμβάνονται για τον αναιρεσείοντα τα εξής: "...... Ούτω στα πλαίσια της άνω παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους α) ο πρώτος, η δεύτερη και τέταρτη κατηγορούμενοι με την υπ'αριθμ. ......ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας, εν απουσία βεβαίως της μηνύτριας, εξουσιοδότησαν τον Χ1 να προβεί σε πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του εργοστασίου της εταιρείας, κειμένου στη θέση ..... της ...... Αττικής και επί της οδού ..... αριθμ. ...., επί οικοπέδου εκτάσεως (2061,31) τ.μ., στο οποίον υπήρχαν δύο κτίσματα βιομηχανικά 500 τ.μ. και 618,5 τ.μ. αντίστοιχα. Πράγματι ο Χ1, δυνάμει του υπ'αριθ. ....... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογεώργη, με την άνω ιδιότητα, μεταβίβασε το όλον ως άνω ακίνητο στην ανώνυμη εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Χ, αντί τιμήματος εμφαινομένου στο συμβόλαιο, ποσού (50.000.000) δραχμών ή 146.735 ευρώ. Το τίμημα όμως αυτό ήταν ψευδές και εικονικό και δεν ανταποκρινόταν στην αληθινή αξία του όλου ακινήτου, που ανέρχεται στο ποσόν των (300.000.000) δρχ. ή (880.417) ευρώ τουλάχιστον και το οποίο εισέπραξαν από την αγοράστρια εταιρεία οι κατηγορούμενοι και την διαφορά αληθινού και εικονικού ήτοι 300.000.000 δρχ. - 50.000.000= 250.000.000 δρχ. ή (733.676) ευρώ, ιδιοποιήθηκαν παράνομα, χωρίς ποτέ να δώσουν το ανάλογο ποσοστό στην μηνύτρια, ήτοι 733.676 ευρώ Χ 30% =220.102 ευρώ η 75.000.029 δρχ. ήτοι ποσόν που ήταν ανώτερο των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Η εικονικότητα του άνω συμβολαίου (τιμήματος) προκύπτει σαφώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ζ1, Ζ3 και Ζ2, τις οποίες ήδη αποδέχθηκε ως αληθείς το Συμβούλιο με το εκδοθέν επί διαφωνίας βούλευμά του, υπ'αριθμ. 758/05, αλλά επίσης και από την θέση και έκταση των πωληθέντων ακινήτων, κειμένων στην οδό ..... αριθ. ...., στη ....., ήτοι σε περιοχή με τεράστια εμπορική αξία και η εικονικότητα είναι ευνόητη, αφού σε τιμή (50.000.000) δρχ. πωλούνται σήμερα γκαρσονιέρες και δυάρια και ουχί οικόπεδα (2.061) τ.μ. με κτίσματα (618 τ.μ.)". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντος, για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμπεται στο ακροατήριο, αφού, ειδικότερα, δεν εκτίθεται κανένα απολύτως πραγματικό περιστατικό, από το οποίο θα προκύπτει και συγχρόνως να προσδιορίζεται η μορφή της συμμετοχικής δράσης του αναιρεσείοντος, καθώς και η απαιτούμενη ειδικότερη αιτιολόγηση του δόλου του αναιρεσείοντος στη φερόμενη συμμετοχική του δράση, προκειμένου να ελεγχθεί εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά ορθώς υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' και 46 παρ. 1 εδ. β' του Π.Κ. και, επομένως, οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που συνιστούν λόγους αναίρεσης, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ., είναι βάσιμες. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς τον αναιρεσείοντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς αυτόν, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 και 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ . Αναιρεί το υπ'αρ. 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ. Παραπέμπει την υπόθεση, προς νέα κρίση, ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη. Δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο δόλος και η συμμετοχική δράση του αναιρεσείοντα. Δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Συνέργεια, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Δόλος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 661/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 2497/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουνίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1333/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως δημιουργεί και η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, υπάρχει και όταν κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που ανάγονται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, παρατηρείται, είτε στην αυτοτελή αιτιολογία, είτε μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της αποφάσεως, ασάφεια ή αντίφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2497/2007 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για απάτη από κοινού με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, η δε δεύτερη και για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση. Κατά το διατακτικό της αποφάσεως και καθόσον αφορά στην απάτη από κοινού, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι για το ότι "Στην Αθήνα, στις 18-5-2000 με σκοπό, να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, είναι δε η ζημιά που προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη. Ητοι στις 18-5-2000 στο επί της οδού ......... γραφείο του δικηγόρου Γ1 παρέστησαν από κοινού ψευδώς στη μηνύτρια Ψ1 ότι οι υπ' αριθμ. ...... ποσού 8.000.000 δραχμών συρομένη στον υπ' αριθμ. ....... λογαριασμό της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος - κεντρικό κατάστημα Σοφοκλέους 6 και υπ' αριθμ. ..... ποσού 7.500.000 δρχ. συρομένη στον υπ' αριθμ. ........... λογαριασμό της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, επιταγές, ήταν επιταγές που ανήκαν στους παραπάνω λογαριασμούς της πρώτης κατηγορουμένης Χ2, αποκρύπτοντας ότι οι παραπάνω επιταγές και λογαριασμοί δεν ανήκαν στην Χ2, αλλά σε τρίτα πρόσωπα, από τα οποία είχαν κλαπεί οι επιταγές και, ακόμη, παριστάνοντας στη μηνύτρια ότι οι παραπάνω δύο επιταγές είχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους παραπάνω λογαριασμούς, στους οποίους εσύροντο, αποκρύπτοντας ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια σ' αυτούς και έτσι έπεισαν την μηνύτρια και υπέγραψε το από ...... συμφωνητικό λύσεως της μισθώσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων που αυτή είχε εκμισθώσει στην πρώτη κατηγορουμένη καθώς και το από ....... συμφωνητικό νέας μισθώσεως του ίδιου πρατηρίου προς τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κατηγορουμένους, με αποτέλεσμα αυτή να υποστεί ιδιαίτερα μεγάλη ζημιά και συγκεκριμένα 8.500.000 δραχμές που αφορούσε τίμημα οφειλομένων προς αυτή από την πρώτη κατηγορουμένη μισθωμάτων, που δεν είχαν καταβληθεί και 7.000.000 δραχμές, που αφορούσε τίμημα που αυτή θα ελάμβανε ως αέρα για την καινούργια μίσθωση προς τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο κατηγορουμένους με αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια των παραπάνω κατηγορουμένων, οι οποίοι επεδίωκαν τούτο". Στο σκεπτικό της αποφάσεως έγιναν δεκτά, ως προς τις ανωτέρω πράξεις, τα εξής: "Με το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό η εγκαλούσα Ψ1 είχε εκμισθώσει στην πρώτη κατηγορουμένη Χ2 σύζυγο Χ1, ένα ακίνητό της που βρισκόταν στην οδό ... αριθ. ....., στις ........, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο πωλήσεως υγρών καυσίμων, πλυντήριο και λιπαντήριο αυτοκινήτων και κατάστημα πωλήσεως ελαστικών αυτοκινήτων. Την ακριβή τήρηση των όρων της μισθώσεως εγγυήθηκε υπέρ της πρώτης κατηγορουμένης ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, σύζυγός της. Το Μάϊο του έτους 2000 οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι μέχρι τότε όφειλαν στην εγκαλούσα μισθώματα συνολικού ύψους 8.500.000 δραχμών, της πρότειναν να συναινέσει στη λύση της μισθώσεως και ταυτοχρόνως να εκμισθώσει το ανωτέρω ακίνητό της στους (επίσης κατηγορουμένους και αθωωθέντες με την προσβαλλόμενη απόφαση) ........, ....... και ......., λαμβάνοντας τα οφειλόμενα μισθώματα και επί πλέον το ποσό των 10.000.000 ως "αέρα". Η εγκαλούσα δέχθηκε και αφού συντάχθηκε από τους δικηγόρους και των δύο πλευρών το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό λύσεως της μισθώσεως μεταξύ αυτής και των δύο πρώτων κατηγορουμένων και το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μισθώσεως μεταξύ αυτής και των τριών τελευταίων κατηγορουμένων, στις 18-5-2000 η εγκαλούσα και οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν στο γραφείο του τότε δικηγόρου της εγκαλούσας Γ1 στην οδό ......, στην Αθήνα. Εκεί οι κατηγορούμενοι ζήτησαν να μειωθεί το ποσό του αέρα σε 7.000.000 δραχμές και η εγκαλούσα, με τη σύμφωνη γνώμη του δικηγόρου της, δέχθηκε. Τότε η πρώτη κατηγορουμένη, με υπόδειξη του δευτέρου, υπέγραψε ως εκδότρια και παρέδωσε στην εγκαλούσα τις περιγραφόμενες στο διατακτικό δύο τραπεζικές επιταγές ποσών 8.000.000 και 7.500.000 δραχμών αντίστοιχα. Και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος διαβεβαίωσαν την εγκαλούσα ότι οι προαναφερθείσες τραπεζικές επιταγές ανήκαν στους αναφερόμενους σ' αυτές λογαριασμούς αυτούς. Ετσι έπεισαν την εγκαλούσα και υπέγραψε τα ανωτέρω συμφωνητικά. Οι πιο πάνω διαβεβαιώσεις όμως των δύο πρώτων κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και η αλήθεια, την οποία αυτοί γνώριζαν και απέκρυψαν από την εγκαλούσα, ήταν ότι οι ανωτέρω τραπεζικές επιταγές και οι αντίστοιχοι λογαριασμοί δεν ανήκαν στην πρώτη κατηγορουμένη αλλά σε τρίτα πρόσωπα από τα οποία είχαν κλαπεί οι επιταγές, καθώς και ότι δεν υπήρχαν στους λογαριασμούς αυτούς αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια. Αποτέλεσμα της πιο πάνω απατηλής συμπεριφοράς των δύο πρώτων κατηγορουμένων ήταν να υποστεί η εγκαλούσα ιδιαίτερα μεγάλη ζημία ανερχόμενη στα ποσά των πιο πάνω τραπεζικών επιταγών (οι οποίες εμφανισθείσες νομίμως και εμπροθέσμως στις 19-5-2000 για πληρωμή στο κατάστημα Κηφισιάς της "ΑΛΦΑ Τράπεζας Πίστεως" δεν πληρώθηκαν και τούτο βεβαιώθηκε στα σώματά τους μετά ρητή εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας) και συνολικά στο ποσό των 15.500.000 δραχμών, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος των ιδίων. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθούν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ένοχοι της αξιόποινης πράξεως της απάτης από κοινού από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, η οποία τους αποδίδεται, επί πλέον δε η πρώτη κατηγορουμένη της αξιόποινης πράξεως της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά συρροή, η οποία της αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα των δύο πρώτων κατηγορουμένων να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ Π.Κ. είναι απορριπτέο ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι αυτοί έδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν ή να μειώσουν τις συνέπειες των πράξεών τους. Το γεγονός ότι επτά σχεδόν έτη μετά την τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως έχουν καταβάλει μέρος μόνο του οφειλόμενου κεφαλαίου (31.000 ευρώ επί συνόλου 46.000, κατά τη μάρτυρα κατηγορίας), οφείλοντας ακόμα το υπόλοιπο κεφάλαιο και τους τόκους, δεν αποδεικνύει ειλικρινή μετάνοια αυτών αλλά προσπάθεια αποφυγής των ποινικών κυρώσεων". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών α) εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου με ασαφείς και ελλιπείς παραδοχές και β) δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την πράξη της απάτης από κοινού, για τη οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της αποφάσεως οι αναιρεσείοντες παραπλάνησαν την εγκαλούσα, διαβεβαιώνοντάς την ότι οι επιταγές, εκδόσεως της εξ αυτών Χ2, εσύροντο επί λογαριασμών της τελευταίας στην πληρώτρια τράπεζα και ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς αυτούς και έτσι την έπεισαν να υπογράψει τα συμφωνητικά λύσεως της παλαιάς και καταρτίσεως της νέας μισθώσεως με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή περιουσιακή ζημία ίση με το ποσόν των επιταγών, με αντίστοιχη περιουσιακή τους ωφέλεια. Όμως, δεν αναφέρει η απόφαση, ούτε συνάγεται από τις αιτιολογίες της, αν με την πλάνη που προκλήθηκε στην εγκαλούσα από τη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων ήχθη αυτή στην κατάρτιση συμφωνίας με τους αναιρεσείοντες που είχε ως περιεχόμενο την απόσβεση της παλαιάς ενοχής, εκ των οφειλομένων μισθωμάτων και του συμφωνηθέντος υπερτιμήματος (αέρα), και τη δημιουργία νέας ενοχής από τις επιταγές, απ' τις οποίες και μόνον θα μπορούσε πλέον η εγκαλούσα να ικανοποιηθεί, οπότε και θα συνεκροτείτο η αντικειμενική υπόσταση της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, αν προέκυπτε δηλαδή ότι η εγκαλούσα, παραπλανηθείσα, προέβη σε συμφωνία καταργήσεως της παλαιάς ενοχής, η οποία πράγματι συνιστά περιουσιακή διάθεση που θα οδηγούσε στην περιουσιακή βλάβη της, ήτοι στην απώλεια των απαιτήσεών της από την παλαιά ενοχή, από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Δεν αναφέρει, εξάλλου, η απόφαση ότι οι επιταγές δόθηκαν προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εγκαλούσας, με τη δημιουργία και νέας ενοχής, αυτής από τις επιταγές, διατηρουμένης παράλληλα και της ενοχής από τις συμβατικές σχέσεις. Ετσι, δημιουργείται ασάφεια και δεν είναι εφικτός ο έλεγχος ως προς τη συνδρομή του στοιχείου της ζημίας, αναγκαίου για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι, καθόσον αφορούν στην απάτη, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Αντιθέτως, ως προς την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα Χ2, με τις ανωτέρω παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην απόφαση αυτή την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σκέψεις πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείας ή ελλειπείς ή αντιφατικές παραδοχές στο πόρισμά της. Οι αυτοί, επομένως, ως άνω λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την καταδίκη της ανωτέρω αναιρεσείουσας για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, είναι αβάσιμοι και πρέπει ν' απορριφθούν. Με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο, με το να κηρύξει ένοχη την αναιρεσείουσα για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, υπερέβη την εξουσία του, αφού, με την καταβολή 31.000 ευρώ που δέχθηκε ότι καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, είχε ήδη εξοφληθεί η μία από τις δύο κρίσιμες επιταγές και είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της αντίστοιχης μερικότερης πράξεως. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτό από το Εφετείο, ότι το εν λόγω ποσόν καταβλήθηκε σε εξόφληση της μίας από τις δύο επίμαχες επιταγές, ενώ έγινε δεκτό (κατά την αιτιολόγηση της απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 δ ΠΚ) ότι καταβλήθηκε συλλήβδην έναντι της συνολικής οφειλής και επομένως δεν είχε εξοφληθεί ολοσχερώς καμία από τις επιταγές. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της περί της καταδίκης των αναιρεσειόντων για απάτη από κοινού με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη και κατά τη διάταξη της περί της συνολικής ποινής. Ακολούθως, πρέπει, η υπόθεση να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Κατά τα λοιπά η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 2497/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών κατά το κεφάλαιό της περί της καταδίκης των αναιρεσειόντων για την πράξη της απάτης από κοινού με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και κατά τη διάταξή της περί της συνολικής ποινής. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 16 Ιουνίου 2007 αίτηση της Χ1, περί αναιρέσεως της ίδιας (2497/2007) αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2008. Και Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη. Έλλειψη αιτιολογίας διότι εμφιλοχωρεί ασάφεια ως προς το στοιχείο της ζημίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται αν με την πλάνη που προκλήθηκε στον παθόντα από την απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, κατόπιν της οποίας ο πρώτος δέχθηκε και έλαβε από τον δεύτερο, έναντι προγενέστερης οφειλής του κατηγορουμένου προς εκείνον, τραπεζικές επιταγές, που, όμως, ήταν ακάλυπτες, προέβη ο παθών σε συμφωνία καταργήσεως της παλαιάς ενοχής ή διατηρήθηκε παράλληλα και η τελευταία εκ της συμβατικής σχέσεως. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής: Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. Αναιρεί ως προς την πράξη της απάτης από κοινού με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και ως προς τη συνολική ποινή. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Ποινή, Αναίρεση μερική, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 656/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τσώλη, περί αναιρέσεως της 363-364/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 859/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1476/2006 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, ως εξής "1) Δεκατρείς (13) εκθέσεις εξέτασης δειγμάτων. 2) Τα από ..... οκτώ (8) πρακτικά ζυγίσεως. 3) Τις από ..... δύο εκθέσεις παράδοσης παραλαβής κατάσχεσης και γνωστοποίησης........ 5) Τις από ..... τρεις εκθέσεις τοξικολογικής εξέτασης......... 7) Την από ...... έκθεση σωματικής έρευνας κατάσχεσης και γνωστοποίησης....... 9) Το με αριθμ. πρωτ. ..... Πιστοποιητικό της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης......... 14) Το από ........Ιδιωτικό συμφωνητικό. 15) Την από ..... βεβαίωση Απογραφής Ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α...... 19) Την από ..... βεβαίωση της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης......... 21) Την από ..... βεβαίωση της Βιοτεχνίας-Εμπορίας Ετοίμων ενδυμάτων "....". 22) Βεβαίωση της Βιοτεχνίας-Εμπορίας Ετοίμων ενδυμάτων ".......". 23) Την από ..... βεβαίωση εργοδότη. 24) Την από ....... Υπεύθυνη Δήλωση του Γ1. 25) Την από ...... βεβαίωση της "ΣΠΗΝΤΕΞ Α.Ε." ("SΡΕΕDEX"). 26) Την από ....... Αναγγελία οικειοθελούς Αποχώρησης Μισθωτού. 27) Τέσσερα (4) εκκαθαριστικά σημειώματα οικ. ετών 1996, 1997, 1999, 2000. 28) Την από ...... βεβαίωση αποδοχών ή συντάξεων...... 31) Την από .... βεβαίωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία. 32) Την από ...... ιατρική βεβαίωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης. 33) Την από .... Ιατρική βεβαίωση του Ψυχιάτρου-ψυχοθεραπευτή ....... 34) Το από .... Πιστοποιητικό του Νομαρχιακού γενικού Θεσσαλονίκης "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ". 35) Το από ..... Πιστοποιητικό του Β' Στρατολογικού Γραφείου Θεσσαλονίκης. 36) Τις από ..... και ..... δύο (2) άδειες εκτέλεσης εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. 37) Την από ..... έκθεση Τοξικολογικής εξέτασης...... 39) Το υπ' αριθμ. ...... Πιστοποιητικό Τύπου Α' του Στρατολογικού Γραφείου Θεσσαλονίκης............ 41) Την υπ' αριθμ. 3613/1987 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. 42) Δύο αποσπάσματα ατομικού λογαριασμού ασφάλισης του ΙΚΑ ..........44)Την υπ' αριθμ. ...... Ληξιαρχική Πράξη Γάμου 45)Την από ........ Απόφαση του Δημάρχου Αγίου Παύλου Θεσσαλονίκης. 46) Τέσσερα (4) Εκκαθαριστικά Σημειώματα οικ. ετών 2003, 2004, 2005, 2006. 47) Πέντε (5) Δηλώσεις Φορολογίας Εισοδήματος οικ. ετών 2002, 2003, 2004, 2005, 2006. 48) Οκτώ (8) φύλλα Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης του ΙΚΑ. 49) Δώδεκα (12) Αποδείξεις Πληρωμής προς το ΤΕΒΕ....". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ειδικότερα, δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρονται τα επιπλέον προσδιοριστικά στοιχεία που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του (ημερομηνίες συντάξεως των εκθέσεων, πρακτικών, βεβαιώσεων και λοιπών εγγράφων, οι συντάκτες και το περιεχόμενο αυτών, το βεβαιούμενο γεγονός, προκειμένου περί πιστοποιητικών, τα συμβαλλόμενα μέρη, το αντικείμενο και οι ουσιώδεις όροι της συμβάσεως προκειμένου περί συμβάσεων κλπ). Ως εκ τούτου, το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αίτησης του αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και κατά τα πιο πάνω επιπλέον στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, πωλεί, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοσή τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Επίσης, από την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' ΠΚ, στην οποία ορίζεται, ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει την θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 363-364/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "... Ο 1ος κατηγορούμενος Χ2 εξακολουθητικά στη ....... κατά το χρονικό διάστημα από 14-10-99 μέχρι 14-4-2000 που συνελήφθη, 1) διέθεσε στον συγκατηγορούμενό του Χ1 τρία πλαστικά κύπελλα που περιείχαν χασισέλαιο βάρους 95, 12 και 8 γρ., αντίστοιχα και συνολικά 115 γρ. και ένα σακουλάκι με χασισέλαιο βάρους 5, 3 γρ., 2) πώλησε στον συγκατηγορούμενό του Χ3 ένα πλακίδιο χασίς βάρους 93 γρ. αντί τιμήματος 70.000 δρχ., ποσότητα χασισελαίου βάρους 5, 5 γρ. καθώς και οκτώ σακουλάκια με χασισέλαιο, συνολικού βάρους 8 γρ. αντί τιμήματος 100.000 δρχ., το οποίο εισέπραξε για λογαριασμό του από τον ως άνω αγοραστή ο Χ1 ο οποίος και το απέδωσε σ' αυτόν, καθώς και ανεξακρίβωτη ποσότητα χασίς αντί τιμήματος 130.000 δρχ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, με τον Χ2, ένα μέρος από τις πιο πάνω ποσότητες χασισελαίου και συγκεκριμένα ένα πλαστικό κύπελλο το είχε αγοράσει προηγουμένως από άγνωστο άτομο αντί τιμήματος 70.000 δρχ. Περαιτέρω, σε νομότυπη έρευνα που έγινε από αρμόδια αστυνομικά όργανα την 14-4-2000 στην επί της οδού ........, ..... οικία του 2 κατηγορούμενου Χ3 βρέθηκαν να κατέχει, δηλαδή είχε στη φυσική του εξουσία και μπορούσε να διαθέσει κατά την πραγματική βούληση του, τρία σακουλάκια χασίς σε φούντα βάρους 18, 17 και 7,5 γρ. αντίστοιχα, ένα δέμα με χασίς σε πλακίδιο βάρους 93 γρ., ένα μικροδέμα με χασίς σε σκόνη βάρους 13 γρ., ένα μικροδέμα με χασισέλαιο βάρους 5,5 γρ., οκτώ σακουλάκια με χασισέλαιο βάρους 8 γρ., ένα μικροδέμα κοκαΐνης βάρους 1 γρ., τρία δισκία του ναρκωτικού "έκσταση", τρία μικροτεμάχια χάρτου εμποτισμένα με 180, τα οποία κατασχέθηκαν (βλ. σχετ. εκθέσεις κατ' οίκον έρευνας και κατάσχεσης). Από τις παραπάνω ποσότητες ναρκωτικών, ο εν λόγω κατηγορούμενος Χ3 είχε αγοράσει, κατά το χρονικό διάστημα από 14-10-99 έως 14-4-2000, 1) το πλακίδιο χασίς βάρους 93 γρ., την ποσότητα χασισελαίου βάρους 5,5 γρ., τα οκτώ σακουλάκια με χασισέλαιο βάρους 8 γρ. και ανεξακρίβωτη ποσότητα χασίς από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, αντί των χρηματικών ποσών που προαναφέρθηκαν, 2) τις πιο πάνω ποσότητες χασίς σε φούντα και κοκαΐνη, καθώς και τα δισκία "έκσταση" και LSD αγόρασε από άγνωστο άτομο στην ...... αντί συνολικού τιμήματος 50.000 δρχ. Επίσης, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι σε νομότυπη έρευνα που έγινε την ίδια ημέρα (14-4-2000) στην επί της οδού ....., οικία του 3ου κατηγορουμένου Χ1 βρέθηκαν να κατέχει και κατασχέθηκαν (βλ. σχ. έκθεση έρευνας - κατάσχεσης), τρία πλαστικά κύπελλα με χασισέλαιο βάρους 95,12 και 8 γρ., αντίστοιχα, ένα σακουλάκι με χασισέλαιο βάρους 5,3 γρ., επτά δισκία "έκσταση" και ένα μικροτεμάχιο χάρτου εμποτισμένο με LSD. Τα δισκία "έκσταση" και το μικροτεμάχιο χάρτου εμποτισμένο με LSD τα είχε αγοράσει αυτός προηγουμένως από άγνωστο άτομο, αντί τιμήματος 50.000 δρχ. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος Χ1, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, παρέσχε άμεση συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του Χ2 κατά την εκτέλεση της πράξης πώλησης από τον τελευταίο προς τον Χ3 του ως άνω μικροδέματος με χασισέλαιο βάρους 5, 3 γρ. και των ως άνω 8 γρ. χασισελαίου, που περιείχαν τα οκτώ σακουλάκια, καθ' όσον, αφενός δέχθηκε να αποκρύψει στην οικία του την ποσότητα αυτή του χασισελαίου, και αφετέρου εισέπραξε από τον Χ3 και παρέδωσε στον πωλητή Χ2 το τίμημα της πώλησης αυτής εκ δραχμών 100.000. Ο 2ος κατηγορούμενος Χ3 ισχυρίζεται ότι τις πιο πάνω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών τις κατείχε για αποκλειστικά δική του χρήση. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος στην ουσία και πρέπει να απορριφθεί. Και αυτό γιατί το μεγάλο ύψος των ποσοτήτων αυτών, που υπερβαίνουν τις ανάγκες του ως χρήστη, δεδομένης της μη τοξικομανίας του (σύμφωνα με την αναγνωσθείσα κατά τα άνω ........ ιατροδικαστική εξέταση του καθηγητή ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του ΑΠΘ....., δεν είναι τοξικομανής), η μεγάλη ποικιλία τους και η μεγάλη αξία τους, αλλά και η κατανομή τους σε δόσεις, υποδηλώνει ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο να προορίζονταν για αποκλειστικά δική του χρήση, αλλά βασίμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι προοριζόταν και προς διάθεση προς τρίτους. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία τυγχάνει και ο ισχυρισμός του 3ου κατηγορουμένου Χ1 περί τοξικομανίας (13 § 1 Ν. 1729/87, ήδη άρθρο 30 § 1 Ν. 3459/06) καθόσον στην αναγνωσθείσα κατά τα άνω ......... ιατροδικαστική εξέταση του ίδιου ως άνω καθηγητή βεβαιώνεται ότι αυτός τυγχάνει απλός χρήστης ναρκωτικών ουσιών και όχι τοξικομανής κατά την έννοια του νόμου. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά είναι σαφείς οι καταθέσεις των αστυνομικών της Δίωξης Ναρκωτικών Θεσσαλονίκης ....... και Αστ. ......, οι καταθέσεις των οποίων δεν αναιρούνται ούτε τίθενται σε αμφιβολία από αυτές των λοιπών μαρτύρων, αλλά απεναντίας ενισχύονται από τα αναγνωσθέντα έγγραφα (εκθέσεις κατάσχεσης, ζύγισης - εξέτασης ναρκωτικών, ιατροδικαστικές εξετάσεις κτλ) σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων, ξεχωριστά και μεταξύ τους, ούτε από καμία διάταξη του ΚΠΔ προκύπτει ότι δεν αξιολογούνται αποδεικτικά οι καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών στους οποίους ο κατηγορούμενος αμέσως μετά τη σύλληψη του ελευθέρως ομολόγησε την πράξη του και ενοχοποίησε τον συγκατηγορούμενό του (βλ. και ΑΠ 1166/2006). Με βάση τα παραπάνω περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι Α) ο 1ος κατηγορούμενος Χ2 διέπραξε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της εξακολουθητικής διάθεσης, πώλησης και αγοράς ναρκωτικών (και οι τρεις πράξεις αφορούν τις ίδιες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και με βάση την αρχή της ενιαίας ποινής άρθρο 5 § 2 Ν. 1729/87, ήδη 20 § 2 κωδ. Ν. 3459/06, θα επιβληθεί μία ποινή, Β) ο 2ος κατηγορούμενος Χ3 ετέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της κατοχής και εξακολουθητικής αγοράς ναρκωτικών ουσιών (και οι δύο πράξεις αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών επίσης 5 § 2 Ν. 1729/87, ήδη 20 § 2 κωδ. Ν. 3459/06) και Γ) ο 3ος κατηγορούμενος Χ1 ετέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της κατοχής και αγοράς ναρκωτικών ουσιών (και οι δύο πράξεις αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών επίσης, δ § 2 Ν. 1729/87, ήδη 20 § 2 κωδ. Ν. 3459/06) και της άμεσης συνέργειας στην πώληση ναρκωτικών ουσιών.....". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, με τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου, της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα και της ειλικρινούς μεταμέλειας (άρ. 84 § 2 α, δ' και ε ΠΚ), για τις πράξεις της κατοχής και αγοράς ναρκωτικών ουσιών της ίδιας ποσότητας, καθώς και της άμεσης συνέργειας στην πώληση ναρκωτικών ουσιών, ενώ οι συγκατηγορούμενοί του κρίθηκαν ένοχοι, με ελαφρυντικά, για τις προαναφερόμενες στο σκεπτικό της απόφασης πράξεις. Για τις πράξεις δε αυτές του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που συνιστούν παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών (άρθρα 26 § 1α, 27 § 1, 46 § 1β, 84 παρ. 2 α', δ' και ε', 94 § 1, του Π. Κ. και αρθρ. 4 §§ 1-3 Πίν. Α6-Β3-Γ1-Δ, 5 § 1 β-ζ και 2 του Ν. 1729/1987 όπως κωδικοποιήθηκε με το Ν. 3459/06), το Δικαστήριο επέβαλε σε αυτόν ποινή κάθειρξης πέντε ετών για την πρώτη πράξη και ποινή φυλάκισης δύο ετών για την δεύτερη και καθόρισε συνολική ποινή κάθειρξης έξι ετών. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων πιο πάνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β και ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις αλληλοσυμπληρούμενες στο σκεπτικό και διατακτικό παραδοχές της, κατά τις οποίες ο αναιρεσείων, υπό τις αναφερόμενες στο σκεπτικό συνθήκες, "κατείχε, ήτοι είχε εξουσίαση και μπορούσε να διαθέσει πραγματικά και κατά βούληση ναρκωτικά", που αναφέρονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης, "τα οποία βρέθηκαν στην επί της οδού ..... αρ. .. (.......) οικία του, από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα της ΥΔΝ/ΔΑΘ, υπό των οποίων και κατασχέθηκαν", διέλαβε πλήρη αιτιολογία ως προς την πράξη της κατοχής, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, χωρίς να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αποφάσεως να εκθέτει όσα επιπλέον στοιχεία αυτός αναφέρει στην αίτησή του και συγκεκριμένα τον τρόπο περιελεύσεως του χασισέλαιου και τον προορισμό των ναρκωτικών ουσιών για περαιτέρω διακίνηση, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ως προς το τελευταίο, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο οποίος κατέθεσε και εγγράφως τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, δεν προέβαλε (σε αντίθεση με τον συγκατηγορούμενό του Χ3), σαφή και ορισμένο ισχυρισμό ότι οι ναρκωτικές ουσίες που βρέθηκαν στην κατοχή του προορίζονταν αποκλειστικά για δική του χρήση. Προέβαλε μόνο -κατά την απολογία του- κατά τρόπο ασαφή και αντιφατικό, ότι το χασισέλαιο του το έδωσε ο συγκατηγορούμενός του Χ3, για να το φυλάει και για προσωπική του χρήση (συνεπώς σε κάθε περίπτωση όχι αποκλειστικά για δική του χρήση). Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται, κατά το σκέλος της κατοχής, της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ. Ο αναιρεσείων, περαιτέρω, προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση "δεν μνημονεύεται ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως της πωλήσεως, ώστε να κριθεί αν η επίμαχη συνδρομή δόθηκε πριν, κατά ή μετά το χρόνο αυτό και άρα αν είναι η συνδρομή απλή ή άμεση συνεργεία ή μη αξιόποινη συμμετοχική πράξη", επίσης δεν διευκρινίζεται, αν η τέλεση της κυρίας πράξεως της πωλήσεως ήταν ή όχι εφικτή χωρίς τη συγκεκριμένη συνδρομή και δεν γίνεται αναφορά περί του δόλου του δράστη. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Στο διατακτικό της αποφάσεως, που συμπληρώνει το σκεπτικό αυτής, γίνεται δεκτό, επιπλέον των όσων εκτίθενται στο πιο πάνω αναφερόμενο σκεπτικό, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος "Στη ......., σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του τελευταίου προ της συλλήψεως του (14.4.2000) εξαμήνου, παρέσχε άμεση συνδρομή σε άλλον, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πράξης πώλησης ναρκωτικών που εκείνος διέπραξε. Συγκεκριμένα, ο συγκατηγορούμενός του Χ2, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, πώλησε στον συγκατηγορούμενό του Χ3, ένα μικρόδεμα με χασισέλαιο βάρους (5,5) γραμμαρίων και οκτώ (8) σακουλάκια περιέχοντα χασισέλαιο βάρους ενός γραμμαρίου έκαστο, ήτοι συνολικού βάρους οκτώ (8) γραμμαρίων, έναντι συνολικού τιμήματος (100.000) δραχμών. Αυτός παρέσχε άμεση συνδρομή στην πώληση αυτή, διότι αφενός μεν δέχθηκε ν' αποκρύψει την προαναφερθείσα ποσότητα χασισέλαιου στην οικία, του, αφετέρου δε, ενεργώντας για λογαριασμό του Χ2, του παρέδωσε το χασισέλαιο αυτό και εισέπραξε το συμφωνηθέν τίμημα των (100.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε στον ανωτέρω πωλητή.....". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και όσα πιο πάνω αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διέλαβε, στην πληττόμενη απόφασή του, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας στην πράξη της πώλησης ναρκωτικών ουσιών. Επιπλέον, κατά τις πιο πάνω παραδοχές, η συνδρομή του αναιρεσείοντος στον δράστη δόθηκε κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης της πώλησης, αφού αυτός προέβη στην πώληση των ναρκωτικών, για λογαριασμό του δράστη συγκατηγορουμένου του, στον οποίο και απέδωσε το τίμημα της πωλήσεως. Υπό τις εκτιθέμενες δε στην απόφαση περιστάσεις, χωρίς την πιο πάνω συνδρομή του αναιρεσείοντος δεν ήταν εφικτή η διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος. Περαιτέρω ειδική αιτιολόγηση του δόλου του αναιρεσείοντος ως άμεσου συνεργού, που περιλαμβάνει την θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης, ενόψει των πιο πάνω περιστατικών που έγιναν δεκτά από το Πενταμελές Εφετείο, δεν απαιτείται, καθόσον αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Συνεπώς το Εφετείο διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την πράξη της άμεσης συνέργειας στην πράξη της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, για την οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε την υπό τούτου εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β, γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ Ε' ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει το αντίθετο. IV. Κατά το άρθρο 31 παρ. 6 και 8 του Κ.Ν. 3459/2006 (άρ. 21 παρ. 1ε ν. 2331/1995), "ανεξάρτητα από τους όρους που θέτουν οι διατάξεις του ΣΤ' Κεφαλαίου του Γενικού Μέρους του ΠΚ, αν κάποιος ολοκλήρωσε με επιτυχία το εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα συντήρησης και απεξάρτησης και καταδικαστεί για εγκλήματα από αυτά που προσδιορίζονται στην παρ. 1, που έχουν σχέση με το πάθος της τοξικομανίας και τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του στο θεραπευτικό πρόγραμμα, η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται υποχρεωτικά για ορισμένο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία (3) και ανώτερο από έξι (6) έτη, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από το δικαστήριο, οι οποίοι πρέπει να σχετίζονται με τη διαπίστωση της διατήρησης της απεξάρτησης. Μοναδική απόδειξη της σταθεροποίησης και βελτίωσης είναι η βεβαίωση που εκδίδεται από το εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα συντήρησης και απεξάρτησης. Όσοι έχουν καταδικαστεί και εκτίουν την ποινή τους μπορούν να υποβάλουν στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση σχετική αίτηση. Η παραπάνω αναστολή ανακαλείται μόνο αν δεν τηρηθούν οι όροι που ορίζει η απόφαση......... 8. Όποιος έχει βεβαίωση ολοκλήρωσης με επιτυχία εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος συντήρησης και απεξάρτησης, θεωρείται ότι κατά την εισαγωγή του για θεραπεία είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών". Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, μεταξύ των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν για να χορηγηθεί το πιο πάνω ευεργέτημα της αναστολής εκτελέσεως της ποινής, περιλαμβάνονται, αφενός, η καταδίκη για έγκλημα από αυτά που προσδιορίζονται στο εδ. α', δηλαδή για έγκλημα που τελέστηκε για να διευκολυνθεί η εκ μέρους του δράστη χρήση ναρκωτικών ουσιών, και, αφετέρου, αυτός κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος να ήταν τοξικομανής, δηλαδή πρόσωπο που απέκτησε την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, μετά την κήρυξη ενόχου του τελευταίου για τις πράξεις που του αποδίδονταν, ζήτησε να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής του με βάση την πιο πάνω διάταξη του εδ. ε' της παρ. 1 του άρ. 21 του Ν. 2331/1995 (ήδη άρθρο 31 παρ. 6 ΚΝΝ). Το Εφετείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την ακόλουθη ειδική αιτιολογία "...... Από τις παραπάνω διατάξεις (δηλαδή των παρ. 6 και 8 του άρθρου 31 του ΚΝΝ) συνάγεται ότι για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής που είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, πρέπει να συντρέχουν οι δύο προϋποθέσεις που ορίζει η ως άνω παράγραφος 6, που συνίστανται η μία στην ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εξαρτημένου ατόμου από τα ναρκωτικά, δηλαδή ατόμου που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά την έννοια του άρθρου 30 κωδ. Ν. 3459/06, και η άλλη στην τέλεση πράξεως που εμπίπτει στο άρθρο 20 κωδ. 3459/06 (βασικά εγκλήματα, ήτοι αγορά, πώληση, κατοχή κτλ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο 3ος κατηγορούμενος Χ1 και καταδικάστηκε κατά τα άνω, και που εμπίπτουν στο άρθρο 20 κωδ. 3459/06, τελέστηκαν από 10-4-1999 έως και την 10-4-2000 που συνελήφθη να κατέχει τις προαναφερθείσες ποσότητες ναρκωτικών (115 γρ. χασισέλαιο κτλ). Ο κατηγορούμενος, εξετασθείς τρεις ημέρες μετά τη σύλληψη του, ήτοι την 17-4-2000 από τον ιατρό ........, αναπλ. καθηγητή στο εργαστήριο ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του ΑΠΘ, διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν τοξικομανής, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 30 κωδ. 3459/06 (βλ. την αναγνωσθείσα ....... ιατροδικαστική εξέταση αυτού), γι' αυτό εξάλλου και το Δικαστήριο τούτο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί τοξικομανίας (ο κατηγορούμενος δηλαδή δεν καταδικάστηκε ως τοξικομανής). Και ναι μεν ο κατηγορούμενος μετά την διάπραξη των πράξεων αυτών και κατά το χρονικό διάστημα από 15-7-04 έως και 21-2-05 παρακολούθησε το θεραπευτικό πρόγραμμα του ΚΕ.ΘΕ.Α. στο Κέντρο Υποδοχής και Επανένταξης Θεσσαλονίκης, το οποίο και ολοκλήρωσε, αποφοιτήσας επίσημα την ....., όπως αυτό βεβαιώνεται στην αναγνωσθείσα κατά τα άνω ........ Βεβαίωση του ΚΕ.ΘΕ.Α., όμως, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν καταδικάστηκε ως τοξικομανής κατά τα άνω (δεν ήταν τοξικομανής κατά τον χρόνο τελέσεως των πράξεων του), δηλαδή δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του η ιδιότητα αυτή, που αποτελεί την μία από τις δύο προϋποθέσεις που ορίζει η ως άνω παράγραφος 6 για να ανασταλεί υποχρεωτικά η εκτέλεση της ποινής του, το αίτημα του είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Το τεκμήριο δε της εξαρτήσεως, που ορίζει η παράγραφος 8 του ως άνω άρθρου 30 κωδ. 3459/06 δεν έχει εφαρμογή κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου και σε περιπτώσεις παρωχημένων πράξεων, κατά την τέλεση των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του τοξικομανούς". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει του ότι, κατά τις παραδοχές της, δεν αποδείχθηκε ότι τα εγκλήματα, για τα οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, τελέστηκαν για να διευκολυνθεί η εκ μέρους του χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλλ' ούτε και ότι αυτός κατά το χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων ήταν τοξικομανής, πράγματι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της προαναφερόμενης διατάξεως, την οποία έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε. Επομένως, ο από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως (στοιχ. ΙΙΙ2), με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙV. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντική περίσταση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 περ. ι του ν. 2331/1995 (άρθρο 31 παρ. 11 ΚΝΝ) δύναται να αναγνωρισθεί, κατά τη επιμέτρηση της ποινής, και η επιτυχής ολοκλήρωση του εγκεκριμένου, σύμφωνα με το νόμο, θεραπευτικού προγράμματος συντήρησης και απεξάρτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως, κατά το άρθρο 31 παρ. 11 ΚΝΝ (ν. 3459/2006), στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως της από μέρους του επιτυχούς ολοκληρώσεως του εγκεκριμένου σύμφωνα με το νόμο θεραπευτικού προγράμματος συντηρήσεως και απεξαρτήσεως του ΚΕ.ΘΕ.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε μεν τους προβληθέντες ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και ε του ΠΚ, απέρριψε όμως τον ισχυρισμό αυτού για την αναγνώριση ελαφρυντικών, "λόγω επιτυχούς ολοκλήρωσης εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος, όπως τούτο βεβαιώνεται στην αναγνωσθείσα κατά τα άνω ......, βεβαίωση του ΚΕ.ΘΕ.Α. κατ' άρθρο 31 § 11 κωδ. Ν. 3459/06", με την αιτιολογία ότι "τούτο εναπόκειται στην διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και κατά την κρίση του δεν πρέπει να χορηγηθεί, ενόψει και της χορηγήσεως των λοιπών ως άνω ελαφρυντικών η συνδρομή περισσοτέρων λόγων των οποίων εξάλλου άπαξ επιφέρει την μείωση της ποινής". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι η, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οδήγησαν το Δικαστήριο στην πιο πάνω, απορριπτική των ισχυρισμών του προαναφέρθηκαν κρίση, δεδομένου ότι δέχεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ολοκλήρωσε επιτυχώς εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα, κατ' άρθρο 31 § 11 κωδ. Ν. 3459/06, σύμφωνα με την ......, βεβαίωση του ΚΕ.ΘΕ.Α. Περαιτέρω, με την επάλληλη σκέψη, κατά την οποία δεν γίνεται δεκτό το αίτημά του "ενόψει και της χορηγήσεως των λοιπών ως άνω ελαφρυντικών η συνδρομή περισσοτέρων λόγων των οποίων εξάλλου άπαξ επιφέρει την μείωση της ποινής", το εν λόγω Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 85 και 79 του Π.Κ. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός, τρίτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, όπως εκτιμάται, λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά παραδοχή δε αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη διάταξή της, με την οποία απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση των παραπάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, κατ' ανάγκη δε και ως προς τις διατάξεις της για την επιβολή ποινών. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το πιο πάνω μέρος της, ως προς το οποίο αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για να κριθεί, αν, στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και μόνο, συντρέχει και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 31 § 11 κωδ. Ν. 3459/06, και, σε καταφατική περίπτωση, να συνεκτιμηθεί και αυτή κατά την επιμέτρηση των ποινών που θα του επιβληθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει - και μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 - την 363-364/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που απέρριψε τον αυτοτελή αυτού ισχυρισμό για τη αναγνώριση της αναφερόμενης στο σκεπτικό ελαφρυντικής περιστάσεως, καθώς και τις περί των ποινών που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα διατάξεις της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την 7/3-5-2007 αίτηση (έκθεση) του Χ1, ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, κατά της 363-364/23-2-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ναρκωτικά (κατοχή, αγορά, άμεση συνέργεια σε πώληση). Άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β, ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. β, ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - ΚΝΝ - Ν. 3459/ 2006). Στοιχεία αδικήματος. Αιτιολογία άμεσης συνέργειας. Έγγραφα. Προσδιορισμός ταυτότητας. Προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής κατά το άρθρο 31 παρ. 6 και 6 του Κ.Ν. 3459/2006 (άρθρο 21 παρ. 1ε ν.2331/1995). Πρέπει να συντρέχουν α) ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εξαρτημένου ατόμου από τα ναρκωτικά, και β) τέλεση πράξεως που εμπίπτει στο άρθρο κωδ. Ν. 3459/06 (βασικά εγκλήματα, ήτοι αγορά, πώληση, κατοχή κτλ). Απορρίπτει ισχυρισμό διότι δεν αποδείχθηκε ότι, τα εγκλήματα για τα οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, τελέστηκαν για να διευκολυνθεί η εκ μέρους του χρήση ναρκωτικών ουσιών, αλλά ούτε και ότι αυτός κατά το χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων ήταν τοξικομανής. Απόρριψη όλων των πιο πάνω ισχυρισμών ως αβασίμων. Αιτιολογία αυτοτελών ισχυρισμών για ελαφρυντικά. Αυτοτελής ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως κατά το άρθρο 31 παρ. 11 ΚΝΝ (ν. 3459/2006), ελαφρυντικής περιστάσεως επιτυχούς ολοκληρώσεως θεραπευτικού προγράμματος απεξαρτήσεως. Ελλιπής η αιτιολογία απορρίψεως ότι η συνδρομή περισσοτέρων λόγων άπαξ επιφέρει την μείωση της ποινής. Βάσιμος ο σχετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ. Αναιρεί, ως προς τη διάταξή της, με την οποία απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση των παραπάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, κατ’ ανάγκη δε και ως προς τις διατάξεις της για την επιβολή ποινών.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Έγγραφα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική, Συνέργεια.
2
Αριθμός 654/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιο Κανελλόπουλο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Παναγιωτόπουλο, για αναίρεση της 14399/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως και στους από 23 Οκτωβρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 218/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με τη διάταξη του άρ. 4 παρ. 7 του Ν. 2238/1994, για την κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ορίζονται τα εξής: "Εισοδήματα από την εκμίσθωση ακινήτων και από τόκους δανείων που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος και τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από το δικαιούχο, επιτρέπεται να μη συνυπολογίζονται στο συνολικό καθαρό εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του υποχρέου σε φόρο, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του Προϊστάμενου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μέσα στο οικονομικό έτος, στο οποίο τα εισοδήματα αυτά υπόκεινται σε φόρο. Μαζί με τη δήλωση αυτή παραδίδονται στον Προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τα αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρούμενης απαίτησης και με την ίδια δήλωση ο εκχωρών βεβαιώνει ότι δεν κατέχει άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή". Από την πιο πάνω διάταξη, προκύπτει, ότι επιτρέπεται στον εκμισθωτή να εκχωρήσει στο Δημόσιο την απαίτησή του κατά του μισθωτή για μισθώματα που υπόκεινται στη φορολογία εισοδήματος και αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί. Η εκχώρηση γίνεται με απλή έγγραφη δήλωση του εκμισθωτή, η οποία υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, μέσα στο οικονομικό έτος στο οποίο τα μισθώματα υπόκεινται σε φόρο, μαζί με τα αποδεικτικά της εκχωρούμενης δήλωσης και των εγγράφων αυτών, οπότε η εκχώρηση ολοκληρώνεται και το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή, χωρίς να είναι αναγκαία η αναγγελία της στον οφειλέτη, κατ' απόκλιση της σχετικής διάταξης του άρ. 460 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/92, "η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ χρεών .....για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ....προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με φυλάκιση...... β)έξι τουλάχιστον μηνών εφόσον το συνολικό χρέος ....... υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ....". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι, η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή, ο ακριβής χρόνος καταβολής του, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε και η μη πληρωμή του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α)είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β)αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο, που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 14339/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα, όντας διευθύνων σύμβουλος και συνεκκαθαριστής της ανώνυμης εταιρίας "ΜΙΔΑΣ" Α.Ε, που έχει την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, δεν κατέβαλε, την 29-8-2003, το συνολικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων εκατόν είκοσι ευρώ και τριάντα λεπτών που αφορά ατομικά του χρέη, τα οποία ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στη Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, όπως τα χρέη αυτά κατά είδος φόρου, ποσό, αιτία, τρόπο, ημέρα καταβολής αναφέρονται αναλυτικά στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, που αναφέρεται στο διατακτικό και ανήκουν στην κατηγορία των λοιπών και ήταν καταβλητέα εφάπαξ. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας και δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αντίθετο στοιχείο. Ο Ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η κατηγορία σε βάρος του, διότι το επίδικο χρέος αφορά εκχώρηση μισθωμάτων και άρα πρόκειται για χρέος που προκύπτει από την ιδιωτικού δικαίου δράση του Δημοσίου και η μη καταβολή του συνεπώς δεν πληροί την αντικειμενική υπόσταση του διωκομένου αδικήματος, άλλως διότι δεν έγινε εν προκειμένω αναγγελία της εκχωρούμενης απαίτησης σύμφωνα με το άρθρο 460 του Α.Κ., ώστε να επέλθει κατά νόμιμο τρόπο η μεταβίβαση της απαίτησης, ενώ λόγω έλλειψης σχετικής εξουσιοδότησης, άκυρα εκχωρήθηκαν τα μισθώματα στο Δημόσιο από την εκμισθώτρια εταιρίας, είναι απορριπτέοι, καθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, μετά την εκχώρηση των οφειλόμενων από την εταιρία ΜΙΔΑΣ ΑΕ μισθωμάτων, από τη εκμισθώτρια εταιρία με την επωνυμία ΑΛΠΙΝΟ ΑΒΕΕ προς το Δημόσιο, το τελευταίο κατέστη δικαιούχος της εν λόγω απαίτησης, χωρίς να απαιτείται αναγγελία της εκχώρησης προς τον οφειλέτη και νομίμως η αρμόδια υπηρεσία προέβη στη σχετική βεβαίωση του χρέους, το οποίο μετά την εκχώρηση έπαυσε να αποτελεί "ιδιωτικού χαρακτήρα χρέος", όπως αβάσιμα διατείνεται ο κατηγορούμενος. Δέχεται όμως το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην τέλεση της άνω πράξεως από αίτια μη ταπεινά, καθώς, η εταιρία, της οποίας ο ίδιος ήταν διευθύνων σύμβουλος, το επίδικο διάστημα, αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και ελλιπείς αιτιολογίες, αφού, για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στις ως άνω νομικές σκέψεις, η προσβαλλόμενη αναφέρει, την αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, τον τρόπο καταβολής του (εφάπαξ), το ληξιπρόθεσμο αυτού (8-7-2003) και τη μη πληρωμή του (29-8-2003). Εδώ πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα για την προέλευση του ως άνω χρέους, ενόψει των διατυπούμενων αιτιάσεων με το αναιρετήριο και τους πρόσθετους λόγους. Κατά τους σαφείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, αυτός ήταν διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας "ΜΙΔΑΣ Α.Ε", η οποία είχε μισθώσει ένα κατάστημα από την Α.Β.Ε.Ε. ΑΛΠΙΝΟ, το οποίο βρίσκεται στη ..... και επί των οδών ..... και ....... Στην τελευταία όφειλε η μισθώτρια μισθώματα, τα οποία η εκμισθώτρια, με το νόμιμο εκπρόσωπό της, εκχώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι και χωρίς να απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, αναγγελία της εκχωρήσεως προς την οφειλέτρια εταιρεία, της οποίας ο αναιρεσείων είναι διευθύνων σύμβουλος, το Ελληνικό Δημόσιο κατέστη δικαιούχος της απαιτήσεως και νομίμως η αρμόδια υπηρεσία του, Δ.Ο.Υ Ιωνίας Θεσσαλονίκης, προέβη στην, κατά τα άνω, βεβαίωση του χρέους, το οποίο, μετά την εκχώρηση, έπαυσε να αποτελεί "ιδιωτική απαίτηση", αντίθετα προς όσα διατείνεται ο αναιρεσείων, αναπτύσσοντας τον περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 λόγο αναιρέσεως. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, ότι εξαιτίας του εκ μισθωμάτων χρέους, δεν μπορούσε η Δ.Ο.Υ Ιωνίας Θεσσαλονίκης να ποινικοποιήσει την υπόθεση, απευθυνόμενη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για την είσπραξή του, αφού το ουσιαστικό δίκαιο δεν δίνει τέτοιο δικαίωμα στον εκμισθωτή και ότι η καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένου χρέους προς το Δημόσιο, δεν αφορά χρέη που εκχωρούνται από ιδιώτες και εκπηγάζουν από ιδιωτική σύμβαση, είναι αβάσιμοι. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, την από ..... δήλωση εκχώρησης μισθωμάτων υπογράφουν, για λογαριασμό της εκμισθώτριας εταιρείας "ΑΛΠΙΝΟ Α.Β.Ε.Ε", ο ........, διευθυντής εργοστασίου και μέλος του Δ.Σ αυτής, καθώς και ο ........, οικονομικός διευθυντής αυτής, χωρίς να υπάρχει στη Δ.Ο.Υ Ιωνίας Θεσσαλονίκης και σχετική απόφαση του Δ.Σ της ως άνω εκμισθώτριας εταιρείας για την εκχώρηση των μισθωμάτων, δεν ασκεί έννομη επιρροή εν προκειμένω και ούτε το Δικαστήριο της ουσίας είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, ενόψει του ότι, όπως διαπιστώνεται από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης, οι επιβαλλόμενες από το νόμο διατυπώσεις εκχώρησης του χρέους τηρήθηκαν. Τέλος και αναφορικά με την επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας, η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη στήριξε την κρίση της σε ανύπαρκτα αποδεικτικά στοιχεία και τούτο προκύπτει από την κατ' είδος αναφορά της στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της και συγκεκριμένα από την αναφορά της στην αρχή του σκεπτικού "....τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο....", αφού μια μόνο μάρτυρας κατηγορίας εξετάστηκε και όχι και άλλοι, είναι αβάσιμος, διότι, η αναφερόμενη μνεία στους μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, όπως σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, αφορά την μάρτυρα κατηγορίας ...... και την μάρτυρα υπεράσπισης ....... που εξετάσθηκαν ένορκα σχετικά με την υπόθεση και συνεπώς ουδεμία ασάφεια υπάρχει αφού η προσβαλλόμενη αναφέρεται στις μαρτυρίες αυτές και όχι και σε άλλες ανύπαρκτες. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης του κυρίου δικογράφου και των προσθέτων αυτής λόγων, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (Κ.Π.Δ 583 παρ.1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Ιανουαρίου 2007 αίτηση και τους από 23 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους λόγους του Χ1, για αναίρεση της 14.339/7-11-2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 25 Ν. 1882/90, μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Εκχώρηση μισθωμάτων στο Δημόσιο. Συνέπειες. 1) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόρριψη αναίρεσης και πρόσθετων λόγων.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πρόσθετοι λόγοι.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 652/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, περί αναιρέσεως της 15/2006 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Σούσουρα και Ιωάννη Μουστάκα. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 7/16 Μαϊου 2006 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, Θωμόπουλου Γεώργιου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 885/2006. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κατηγορουμένου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, προκύπτει ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, στην οποία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, συγκαταλέγεται και εκείνη κατά την οποία το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή εναντίον απόφασης για την οποία δεν προβλέπεται, μπορεί ο εκκαλών να ασκήσει αναίρεση και να προβάλει τους αναφερόμενους στην διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως. Περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων 203, 209 και 211 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995), ορίζουν και τα εξής: Κατά των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων, επιτρέπονται τα ένδικα μέσα της έφεσης, της αίτησης αναθεώρησης και της αίτησης αναίρεσης (203). Οι λόγοι αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α', Β', Γ, Στ', Ζ', Η' και Θ' στοιχ. β' έως και στ' Κ.Π.Δ. αποτελούν λόγους αναθεώρησης των αποφάσεων του στρατοδικείου (209). Αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται κατά τις διατάξεις του Κ.Π.Δ. στα πρόσωπα και με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτόν: α) κατά των αποφάσεων του στρατοδικείου, αλλά μόνο για τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., που δεν συνιστούν λόγους αναθεώρησης β) κατά των αποφάσεων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός από αυτές που αποφαίνονται επί αιτήσεων αναθεώρησης (211). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αναίρεση κατά των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων χωρεί μόνον για τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε' και εκ των υποπεριπτώσεων του στοιχ. Θ μόνον για την υποπερίπτωση α', ενώ κατά των αποφάσεων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός εκείνων που αποφαίνονται επί αιτήσεων αναθεώρησης, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται για τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ.1 Κ.Π.Δ. λόγους .Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος επιτρέπεται να προβληθεί και κατά αποφάσεων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (άρθρο 209 σε συνδ. με άρθρο 211 εδ.β' ΣΠΚ), υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται στην περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής από το δικαστήριο ποινικής διατάξεως που είναι ουσιαστική και όχι δικονομική. Επομένως, λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος με τον οποίο πλήττει την απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, που δεν είναι ουσιαστική, αλλά δικονομική, είναι απαράδεκτος. Ομοίως δικονομική είναι και διάταξη του άρθρου 207 παρ.1 του ΣΠΚ, κατά την οποία "ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να εκκαλεί μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη δημοσίευση τους κάθε απόφαση του στρατοδικείου είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορούμενου". Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, άσκησε αναίρεση κατά της 15/06 απόφασης του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Β' Τμήματος (Θεσσαλονίκης), επικαλούμενος τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 213, και 214 ΣΠΚ (ν. 2287/1995), 474,504,505 δ ΚΠΔ, κατά τις οποίες, όπως ο αναιρεσείων αναφέρει στην αίτησή του, "ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως εφέσεως (τελεσίδικης)". Με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε, κατά πλειοψηφία, απαράδεκτη η 46/27-12-2005 ασκηθείσα, από τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, έφεση , κατά της 474/13-12-2005 απόφασης του Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, έπαυσε οριστικά, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του κατηγορούμενου Χ1, για εξύβριση ανωτέρου όχι κατά την υπηρεσία, ούτε για λόγους που έχουν σχέση με αυτή. Ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού άσκησε έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης (474/05) του Πενταμελούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, για το λόγο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το Νόμο και έπαυσε την ποινική δίωξη, λόγω σιωπηράς παραίτησης του φερομένου ως παθόντα από το δικαίωμα της εγκλήσεως, ενώ, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΣΠΚ, η πράξη αυτή δεν διώκεται κατ' έγκληση. Η έφεση αυτή του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι κρίθηκε ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας δεν είχε δικαίωμα να εκκαλεί απόφαση στρατοδικείου που παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Με την κρινόμενη αίτηση, ο αναιρεσείων Εισαγγελέας προσβάλλει την πιο πάνω 15/06 απόφαση, για το λόγο ότι το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ειδικότερα την αναφερόμενη πιο πάνω διάταξη του άρθρου 207 παρ.1 του ΣΠΚ, κατά την οποία ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να εκκαλεί κάθε απόφαση του στρατοδικείου. Όμως, η τελευταία αυτή διάταξη δεν είναι ουσιαστική ποινική, αλλά δικονομική, όπως, άλλωστε, δικονομική είναι και η αναφερόμενη πιο πάνω διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 του ΚΠΔ και οποιαδήποτε εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους δεν συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, (ενδεχομένως θα εστοιχειοθετείτο λόγος για υπέρβαση εξουσίας, πλην όμως δεν διαλαμβάνεται στην κρινόμενη αίτηση, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο παρόμοιος λόγος). Επομένως, ο μοναδικός αυτός λόγος της αναίρεσης, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση δικονομικής διατάξεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, και συνακόλουθα, εφόσον η κρινόμενη αίτηση δεν περιέχει άλλο ορισμένο παραδεκτό λόγο αναίρεσης, πρέπει, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 510 και 513 παρ.1 του ΚΠΔ, να απορριφθεί, ως απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 7/16-5-2006 αίτηση του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου κατά της 15/06 Αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Β' Τμήματος (Θεσσαλονίκης). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση Αντεισαγγελέα του Αναθεωρητικού, κατά αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη έφεση. Κατηγορούμενος για εξύβριση ανωτέρου όχι κατά την υπηρεσία. Κατά ποιων αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων ασκείται αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ δεν είναι ουσιαστική αλλά δικονομική. Λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 207 παρ. 1 του ΣΠΚ κατά την οποία ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να εκκαλεί κάθε απόφαση του στρατοδικείου. Πρόκειται για δικονομική διάταξη. Δεν συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης. Απορρίπτει αναίρεση ως απαράδεκτη.
Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 651/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο, περί αναιρέσεως της 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 25 Απριλίου 2006 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1780/2005. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, την γνώση του δράστη με την έννοια της πλήρους βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη δε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου (Πλημμελημάτων), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1119-1120/2005 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "......Το έτος ......, με σχετικό έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, συνεστήθη ερανική επιτροπή αναστηλώσεως της Ιεράς Μονής ...... Λακωνίας, η οποία (επιτροπή) λειτούργησε μέχρι την ....... Κατά τη διάρκεια των είκοσι (20) περίπου ετών υπάρξεως και λειτουργίας της ερανικής επιτροπής και κυρίως κατά τη δεύτερη δεκαετία, έγινε πραγματικά σοβαρό και μεγάλο οικοδομικό έργο για την αναστήλωση και λειτουργία της μονής αυτής. Συγκεκριμένα η επιτροπή, παρά τις δυσκολίες και ιδιαιτερότητες που υπήρχαν, λόγω της έλλειψης κατάλληλου δρόμου, του απομακρυσμένου αυτής από κατοικημένες περιοχές και του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που παρουσίαζε, κατόρθωσε από τα ερείπια που βρήκε (εκτός του ναού) να δημιουργήσει μία σχεδόν πλήρη και λειτουργική Ιερά Μονή με όλες τις σύγχρονες υποδομές. Ο κατηγορούμενος την .... εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή ..... ως αρχιμανδρίτης και ηγούμενος, ενώ την ..... παρεδόθη σ' αυτόν το αρχείο της ως άνω ερανικής επιτροπής. Ο εγκαλών ψ1 κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ως άνω ερανικής επιτροπής διετέλεσε κατά καιρούς πρόεδρος και αντιπρόεδρος αυτής. Ο τελευταίος την ...... απέστειλε προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία Σπάρτης τη με την ίδια ημερομηνία επιστολή του, στην οποία, αφού (ανέφερε τις διαπιστωθείσες και από τη σχετική αυτοψία παράνομες και αυθαίρετες επεμβάσεις του κατηγορουμένου στο ιερό και αρχαιολογικό μνημείο της ως άνω Μονής, ζητούσε την άμεση παρέμβαση της παραπάνω υπηρεσίας για την προστασία τούτου. Η παραπάνω επιστολή του εγκαλούντος δημοσιεύθηκε στην ημερήσια εφημερίδα "......" και συγκεκριμένα στο υπ' αριθ. ....... φύλλο αυτής. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος, σε απάντηση της πιο πάνω δημοσιευθείσας επιστολής του εγκαλούντος, συνέταξε το από .... κείμενο-".....", στο οποίο αναφέρεται ότι το πιο πάνω από ..... έγγραφο του εγκαλούντος προς την αρχαιολογική υπηρεσία, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "......", είναι "ψευδέστατο, συκοφαντικό, υβριστικό και απαράδεκτο και περιέχει ανυπόστατα περιστατικά". Ήδη ο εγκαλών, με την παρούσα έγκλησή του, αποδίδει στον κατηγορούμενο ότι τα πιο πάνω αναφερθέντα απ' αυτόν στο ως άνω από .... κείμενο-"......" του γεγονότα περί δήθεν αναφοράς από τον πρώτο στο από .... έγγραφό του προς την αρχαιολογική υπηρεσία ψευδών, συκοφαντικών, υβριστικών, απαράδεκτων και ανυπόστατων περιστατικών, ήσαν ψευδή και ο κατηγορούμενος το γνώριζε. Πράγματι δε, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι τα ως άνω αναφερθέντα απ' αυτόν, που αποτελούν γεγονότα και όχι αξιολογικές κρίσεις, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, ήσαν παντελώς ανυπόστατα και ψευδή, μπορούσαν δε να βλάψουν και έβλαψαν την ηθική και κοινωνική αξία και γενικότερα την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού έτσι τον εμφάνισε ενώπιον των κατοίκων του Δήμου ..... του Νομού Λακωνίας ως υβριστή, συκοφάντη και άτομο που χρησιμοποιεί ψευδείς, απαράδεκτους και ανυπόστατους ισχυρισμούς. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει ότι τα ανωτέρω γεγονότα ήσαν ψευδή, αφού αυτός, ως ηγούμενος της ως άνω μονής από την ....., είχε πλήρη γνώση και σαφή αντίληψη του ότι η 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μετά από επανειλημμένες αυτοψίες που είχε πραγματοποιήσει, είχε διαπιστώσει τη διενέργεια στη Ιερά Μονή ...... Λακωνίας μετά την εγκατάσταση του ίδιου (κατηγορουμένου) σ' αυτήν ως ηγουμένου, σημαντικής εκτάσεως αυθαιρέτων και παρανόμων εργασιών και κατασκευών. Συγκεκριμένα, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, στην παραπάνω Ι. Μονή ....., που είναι ένα από σπουδαιότερα μοναστηριακά συγκροτήματα της .... και αρχαίο μνημείο κατά το Ν. 30128/2002, είχαν τοποθετηθεί και κατασκευαστεί ξύλινοι ελκυστήρες στο καθολικό, δεσποτικός θρόνος και δύο στασίδια στο ναό, ξένης αισθητικής προς το μνημείο, φανοί στη δυτική πτέρυγα δύο καπνοδόχοι στο δυτικό άκρο της βόρειας πτέρυγας, κτίσμα από σκυρόδεμα και τούβλα, είχαν διανοιχτεί δύο παράθυρα και είχε γίνει επίστρωση με σκυρόδεμα του δαπέδου της εισόδου στο συγκρότημα. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τα σχετικά έγγραφα που είχαν εκδοθεί από την παραπάνω υπηρεσία, καθώς και από το υπ' αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο της Γενικής Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο επιβεβαιώνονται οι πιο πάνω αυθαίρετες εργασίες και κατασκευές. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος, με την υπ' αριθ. 1517/16-9-2003 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης του Κ.Ν. 5351/1932 "περί αρχαιοτήτων" κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε απείθεια και για αυθαίρετες εργασίες και επισκευές στην ως άνω Μονή κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το ότι στο πιο πάνω από ..... έγγραφο του εγκαλούντος ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος, αφού διευκρινίζεται επαρκώς σ' αυτό ότι ο ως άνω χαρακτηρισμός αναφέρεται στις πιο πάνω επεμβάσεις τούτου στο αξιόλογο μνημείο της Μονής. Το αναληθές δε των ως άνω περιστατικών, η περί του αναληθούς γνώση του κατηγορουμένου και ο σκοπός τούτου να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος προέκυψε από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και οι σαφείς και ορισμένες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, οι οποίοι έχουν άμεση αντίληψη και σαφή γνώση των όσων καταθέτουν. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση συντρέχουν όλα τα ως άνω απαιτούμενα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση από αντικειμενική και υποκειμενική άποψη του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος. Έτσι, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1, του ΠΚ, καθώς και η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ, περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, λόγω της επικαλούμενης άσκησης εκ μέρους του κατηγορουμένου των νομίμων καθηκόντων ως μοναχού και περιφρουρήσεως της περιουσίας της Μονής ως ηγουμένου αυτής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ίδιος και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο εγκαλών προηγουμένως είχε επιδείξει προς τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση συμπεριφορά και συνεπώς ο από τις διατάξεις των άρθρων 361 παρ. 3, 308 παρ. 3 του ΠΚ αυτοτελής ισχυρισμός του τελευταίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος". ΙΙΙ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι, από την παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη εναντίον όλων των προσώπων που υπέγραψαν το συκοφαντικό κείμενο, επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 εδ. ιβ ΚΠΔ και ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, άλλως να θεωρηθεί κατηργημένη αυτή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 120 ΠΚ. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι νομίμως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε την ποινική δίωξη κατά των αναφερόμενων στην έγκληση προσώπων, χωρίς να δημιουργείται καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο από το ότι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και κατά των λοιπών προσώπων που υπέγραψαν το παραπάνω κείμενο - ......., αφού εκ της παραλείψεως αυτής δεν επέρχεται καμία παραβίαση της καθιερούμενης με το άρθρο 119 ΠΚ αρχής του αδιαιρέτου της εγκλήσεως και απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό και, ακολούθως, με τις πιο πάνω σκέψεις, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος συκοφαντικής δυσφημήσεως. Για την πράξη του δε αυτή, η οποία, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 363-362, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 28-9-2005 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως και τους από 25-4-2006 προσθέτους αυτής λόγους. Ο Άρειος Πάγος, με την προηγούμενη 1560/2006 απόφασή του Ε' ποινικού Τμήματος, παρέπεμψε στην τακτική ποινική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μίας ψήφου, το μοναδικό από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ. Με την 1/2007 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει τον πιο πάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 119 και 120 παρ. 2 ΠΚ, απέρριψε ως αβάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονταν τα αντίθετα, και ανέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Τμήμα προκειμένου να κριθούν οι λοιποί μη παραπεμφθέντες λόγοι αναίρεσης, δηλαδή οι διαλαμβανόμενοι στους προσθέτους λόγους αναίρεσης, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και της ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω ακυρότητας του επιδοθέντος στο αναιρεσείοντα κλητηρίου θεσπίσματος, οι οποίοι και πρέπει να ερευνηθούν, ως προς την βασιμότητά τους. IV. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με τις πιο πάνω παραδοχές του (παρ. ΙΙ), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται τα περιστατικά που διέδωσε η αναιρεσείων για τον εγκαλούντα και ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Επίσης, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του αναιρεσείοντος με την έκθεση στο σκεπτικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση αυτού, ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή και ότι μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Ειδικότερα, είναι αβάσιμοι οι προταθέντες και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, ότι οι εμπεριεχόμενες στην "....." του φράσεις δεν υπάγονται εις την έννοια του γεγονότος, αλλά είναι αξιολογικές κρίσεις και γνώμες, μη δυνάμενες να συγκροτήσουν την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 363 ΠΚ, και ότι αυτές δεν ήταν πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη ουδενός. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, με την έννοια που αναπτύχθηκε πιο πάνω, αλλά αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, για τους οποίους δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Εντούτοις, το Τριμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, αιτιολόγησε πλήρως ότι τα αναφερθέντα από τον αναιρεσείοντα σε βάρος του εγκαλούντος, συνιστούν γεγονότα αναληθή και ικανά να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη αυτού. Περαιτέρω ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του προταθέντος, κατά την ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία, ισχυρισμού του, ότι η πράξη του θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητη, ακόμη και εάν χαρακτηριζόταν, έστω και εσφαλμένα, ως συκοφαντική. Τούτο δε, διότι, όπως υποστηρίζει 1) Για τις παραβάσεις του ΚΝ 5351/1932, δεν υπήρχε αμετάκλητη δικαστική απόφαση παρά μόνον έκθεση της εφορείας αρχαιοτήτων και ότι αυτός είχε δικαιολογημένα την πεποίθηση, άλλως ανυπαιτίως αγνοούσε, ότι οι πράξεις, τις οποίες ο εγκαλών κατήγγειλε στην εφορεία αρχαιοτήτων, δεν ήσαν παράνομες και, ως εκ τούτου, οι φράσεις "ψευδέστατοι και συκοφαντικοί", ήσαν, κατά βάση, αληθείς και δεν διετυπώθηκαν με πρόθεση να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, αλλά για να αμυνθεί στις καταγγελίες του. 2) Στο κείμενο της διαμαρτυρίας του, ο εγκαλών παραθέτει μειωτικές για την τιμή και την υπόληψή του αναιρεσείοντος φράσεις, όπως "ο εγκαταβιών εις την Ιεράν Μονήν", χωρίς να παραθέτει το ιερατικό του αξίωμα, ενώ τον χαρακτηρίζει ως άτομο επικίνδυνο κ.λπ. και ότι, επομένως, ο χαρακτηρισμός του κειμένου του ως υβριστικού είναι απολύτως αληθής. 3) Ο εγκαλών δεν επικαλείται μόνο γεγονότα, τα οποία δύνανται να στοιχειοθετήσουν παραβίαση του άρθρου 52 του ΚΝ 5351/1932, αλλά αναφέρεται και σε μελλοντικές προθέσεις του αναιρεσείοντος να διαπράξει το αδίκημα αυτό (να ανοίξει θύρα στην νότια πλευρά της Μονής). 4) Ο εγκαλών, στο σχετικό δημοσίευμα, εμφανίζεται ως έχων την αρμοδιότητα να προβαίνει σε συστάσεις στον Ηγούμενο της Μονής και τον ψέγει, διότι δεν ακολούθησε τις συστάσεις του αυτές, συνεπώς ο χαρακτηρισμός της ενέργειάς αυτής ως απαράδεκτης είναι αληθής και 5) Τα όσα ο εγκαλών αναφέρει στο δημοσίευμά του μπορούσαν να δημιουργήσουν σε τρίτους την πεποίθηση ότι ο αναιρεσείων συναλλάσσεται και διαπλέκεται μετά της Εφορείας Αρχαιοτήτων, παρανόμως και παρατύπως και, συνεπώς, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ο χαρακτηρισμός ως συκοφαντικού του δημοσιεύματος του εγκαλούντος είναι αληθής. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις προαναφερόμενες παραδοχές της, ότι, δηλαδή, ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει ότι τα αναφερόμενα σε αυτή γεγονότα ήσαν ψευδή, διότι αυτός, ως ηγούμενος της μονής, είχε πλήρη γνώση και σαφή αντίληψη του ότι η 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μετά από επανειλημμένες αυτοψίες που είχε πραγματοποιήσει, είχε διαπιστώσει τη διενέργεια στην Ιερά Μονή, μετά την εγκατάστασή του σε αυτήν ως ηγουμένου, σημαντικής εκτάσεως αυθαιρέτων και παρανόμων εργασιών και κατασκευών, με πληρότητα αιτιολόγησε ότι ο αναιρεσείων γνώριζε το ψευδές των κατά του εγκαλούντος ισχυρισμών του, χωρίς να απαιτείται και η προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη αυτού για παράβαση του ΚΝ 5351/1932. Κατ' αυτόν δε τον τρόπο, αιτιολογημένα απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι αυτός είχε δικαιολογημένα την πεποίθηση, άλλως ανυπαιτίως αγνοούσε, ότι οι πράξεις, τις οποίες ο εγκαλών κατήγγειλε στην εφορεία αρχαιοτήτων, δεν ήταν παράνομες. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που με αυτές προβάλλει ότι τα όσα κρίθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας, ως ψευδή, ήταν αληθινά, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου ο ίδιος ισχυρισμός, ως ισχυρισμός από το άρθρο 366 παρ. 1α του ΠΚ (ατιμώρητο της πράξης διότι το γεγονός είναι αληθινό), δεν είναι νόμιμος, διότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, όπως επίσης δεν είναι νόμιμος για τον ίδιο λόγο και ο από τη διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ ισχυρισμός, περί άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, λόγω της επικαλούμενης άσκησης εκ μέρους του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος των νομίμων καθηκόντων ως μοναχού και περιφρουρήσεως της περιουσίας της Μονής ως ηγουμένου αυτής και ορθώς απορρίφθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί με την πιο πάνω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης, οι αναφερόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, που αφορούν το αδίκημα της εξύβρισης (μεταξύ των οποίων και ο από το άρθρο 361 παρ. 3), προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού για την πράξη του αυτή ο αναιρεσείων δεν κρίθηκε ένοχος, μετά την αποχή του Δικαστηρίου να την δικάσει, προκειμένου τεθεί στο αρχείο, ως προς αυτήν, η υπόθεση, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του ν. 3346/2005. Επομένως, ο πρόσθετος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί, με επίδοση σ` αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσα την οποία εννοεί και εν λεπτομέρεια την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας άμα δε και όπως διάθεση τον χρόνον και της αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασία της υπερασπίσεως του." Η ακυρότητα, όμως, από την μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά το άρθρο 170 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κώδικα, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι` αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 ΚΠΔ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, καλύπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε ερήμην, για την πιο πάνω πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την 1610/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε έφεση, στην οποία δεν προέβαλε ως λόγο εφέσεως ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο καταδικάσθηκε πρωτοδίκως. Τέτοια ακυρότητα προέβαλε, εγγράφως, για πρώτη φορά στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, δια του συνηγόρου που τον εκπροσώπησε στην κατ` έφεση δίκη, με τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα δεν αναγράφεται πότε και πως ο εγκαλών υπέβαλε την έγκλησή του, και δεν περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται (εάν ενήργησε με πρόθεση δυσφημήσεως ή εξυβρίσεως κλπ). Το δικάσαν Εφετείο, με την προσβαλλόμενη, ομοίως καταδικαστική, απόφασή του, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, με την εξής αιτιολογία ".....Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας και ειδικότερα την εκκαλουμένη απόφαση και το δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως προκύπτει ότι, ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της εναντίον του κατηγορίας στον πρώτο βαθμό και για την αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Πλην όμως αυτός, με το δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως του ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως μόνο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και δεν προσβάλλει με ειδικό λόγο εφέσεως τις ως άνω επικαλούμενες ακυρότητες του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα, αφού η πιο πάνω ακυρότητα είναι σχετική. Έτσι, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε κατά το κεφάλαιο τούτο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως και ως εκ τούτου οι ακυρότητες αυτές καλύφθηκαν και δεν μπορούν να προταθούν πλέον ενώπιον του δευτεροβαθμίου αυτού δικαστηρίου...". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθώς έκρινε, αφού η εν λόγω ακυρότητα δεν προβλήθηκε, κατά τα ανωτέρω, με την έφεση, ο δε σχετικός προσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητας που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος, πρέπει, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το απαράδεκτο της προβολής της ανωτέρω ακυρότητας δεν προσκρούει στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, ούτε η τυχόν παραβίαση της εν λόγω διατάξεως δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, αφού ο αναιρεσείων είχε το δικαίωμα και τη δυνατότητα να προβάλει την τυχόν ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος με την έφεσή του, πλην όμως δεν έπραξε τούτο. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει, ο αναιρεσείων, σχετικά με την ύπαρξη απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβίασης της πιο πάνω διατάξεως της ΕΣΔΑ για τους πιο πάνω λόγους, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Συνακόλουθα, ο πρόσθετος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Β του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για σχετική, άλλως απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-9-2005 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 7932/30-9-2005) και τους από 25-4-2006 πρόσθετους αυτής λόγους (που κατατέθηκαν στις 26/4/2006), του Αρχιμανδρίτη ......, κατά κόσμον χ1, κατά της 1119-1120/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλήματος. Αυτοτελής ισχυρισμός, ότι από την παράλειψη του Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη εναντίον όλων των συμμετεχόντων επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 119 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 εδ. 1β ΚΠΔ. Λόγος αναίρεσης για την απόρριψη του ισχυρισμού. Παραπομπή στην Ολομέλεια του ΑΠ όπου κρίνεται αβάσιμος ο λόγος (ΟλΑΠ 1/2007). Έρευνα προσθέτων λόγων για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Λόγος αναίρεσης για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω ακυρότητας του επιδοθέντος στον αναιρεσείοντα κλητηρίου θεσπίσματος. Ισχυρισμός για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράβασης του άρθρου 6 παρ 3α της ΕΣΔΑ . Σχετική ακυρότητα. Πρέπει αν προτείνεται ως λόγος έφεσης κατά της ερήμην εκδοθείσης πρωτοδίκου αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ε.Σ.Δ.Α., Δυσφήμηση συκοφαντική, Ακυρότητα σχετική, Πρόσθετοι λόγοι, Ολομέλεια Αρείου Πάγου.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 650/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Παπανικολάου, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 501-502/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1509/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 386/16.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' άρθρο 528 & 1 ΚΠΔ την με ημερομηνία 2-8- 2007 αίτηση του Χ1 με την οποία διώκει την ακύρωση της με αριθμ. 501-502/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών και 8 μηνών και την επανάληψη της διαδικασίας και εκθέτω τ' ακόλουθα. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο αρμόδιο κατ' άρθρο 528 § 1 ΚΠΔ Συμβούλιο του Αρείου Πάγου από πληρεξούσιο ο οποίος έχει ειδική προς τούτο εντολή η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση επανάλη ψης διαδικασίας στρέφεται κατά απόφασης Τριμελούς Εφετείου με την οποία καταδικάστηκε στην παραπάνω αναφερόμενη ποινή και διώκει την ακύρωση της απόφασης αυτή και την επανάληψη της διαδικασίας και η οποία περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητά την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 527 § 1 ΚΠΔ , οι οποίοι είναι η επίκληση νέων γεγονότων αγνώστων στους δικαστές που δίκασαν τα οποία προέκυψαν μετά την δίκη και τα οποία καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος των κατηγοριών βάσει των οποίων καταδικάστηκε και στρεφόμενη κατά της με αριθμ 501-502/2006 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών όπως προκύπτει από την ίδια την αίτηση στην οποία αναφέρεται ότι η από αυτόν ασκηθείσα αναίρεση κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την με αριθμ. 1506/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία επισυνάπτεται είναι νόμιμη και παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, για την οποία εκθέτω τα παρακάτω Από τη διάταξη του άρθρου 525§1 αριθμ. 2 κατά την οποία '' Η ποινική διαδικασία η οποία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημ/μα η κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις 1...... 2) Εάν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε ....... 3........ ''' προκύπτει ότι κατ' αληθή έννοια τής διάταξης αυτής για να υπάρξει περίπτωση επανάληψης διαδικασίας η οποία είναι έκτακτο ένδικο βοήθημα και αποσκοπεί στην κατά το δυνατό αποτροπή αδικιών σε βάρος των καταδικασμένων , την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης και την αποτροπή απαραδέκτων για το συναίσθημα του δικαίου αποτελεσμάτων πρέπει να συντρέξουν οι κατά την παραπάνω διάταξη περιοριστικά αναφερόμενες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων είναι, 1) ο κατηγορούμενος να έχει καταδικασθεί για πλημμέλημα ή κακούργημα , 2) η απόφαση να είναι αμετάκλητη και 3) να προκύψουν μετά την οριστική καταδίκη του νέα γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία είτε μόνα είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέα δε γεγονότα και αποδείξεις κατά την έννοια τής διάταξης αυτής θεωρούνται όλα εκείνα τα οποία υπήρχαν μεν κατά τον χρόνο τής εκδίκασης πλην όμως δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο που τον δίκασε και έτσι παρέμειναν άγνωστα στους δικαστές που δίκασαν . Τέτοια είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία , όπως καταθέσεις μαρτύρων ,ακόμη και νεώτερες εκείνων που έχουν εξετασθεί προηγουμένως, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές όσων είχαν τεθεί υπ' όψη του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης με την προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που τον καταδίκασε καθιστούν φανερό και όχι πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για βαρύτερη πράξη ( ΑΠ 842/1994 ΠΧ ΜΔ 810, ΑΠ 1239/1998 ΠΧ ΜΘ 682 Α Π 816/1999 ΠΧ Ν 343 Α Π 760/1998 ΠΧ ΜΘ 341, ΑΠ 70/1999 Π Χ ΜΘ 313 ΑΠ 9/ 1999 ΠΧ ΜΘ 218 ΑΠ 408/1998 ΠΧ ΜΗ 1059 ΑΠ 428/ 1998 Π Χ ΜΗ 1067 Α Π 216 ΠΧ ΜΗ 801 ΑΠ 18/1998 ΠΧ ΜΗ 661 AΠ 476/2005 Π.Χ ΝΕ 2005-987) Δεν είναι όμως νέα γεγονότα και δεν θεμελιώνουν λόγο επανάληψης διαδικασίας ή εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου (ΑΠ 1894/1987,, ΑΠ 1315/1989) ουτε όμως και εσφαλμένη εκτίμηση η αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων (ΑΠ 669/1991, ΑΠ 1185/1994) όπως και παραλείψεις ή πλημμέλειες που έλαβαν χώρα κατά την κύρια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση ( ΑΠ 669/1991) Επίσης δεν είναι νέα και άγνωστα γεγονότα όσα είχαν τεθεί υπ' όψη ρητά ή έμμεσα του δικαστή και απορρίφθηκαν από αυτόν έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση ή δεν εκτιμήθηκαν από αυτόν προσηκόντως ( ΑΠ 1061/1990 , ΑΠ 1185/1994) και τούτο γιατί με την επανάληψη διαδικασίας δεν καθιερώνεται άλλος βαθμός διαδικασίας , η άλλο τακτικό ένδικο βοήθημα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της με αριθμ. 501-502/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 7 ετών και 8 μηνών για υπεξαίρεση από κοινού με άλλον ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και για υπεξαγωγή εγγράφων Η πρώτη πράξη για την οποία καταδικάστηκε συνίσταται στο ότι από κοινού με τον συγκατηγορούμενο του υπεξαίρεσαν από το ταμείο του Γεωργικού συνεταιρισμού συνολικά το ποσό των 80.595.925 δραχμ. και η δεύτερη στο ότι ο αιτών με τον συγκατηγορούμενο του κατά τη διάρκεια λογιστικού ελέγχου στον συνεταιρισμό από ορκωτό λογιστή απέκρυψαν τα πλήρη δικαιολογητικά έγγραφα που αφορούσαν την διακίνηση γεωργικών εφοδίων από τον συνεταιρισμό και συγκεκριμένα τα τιμολόγια αγοράς γεωργικών εφοδίων από τους προμηθευτές , τις αποδείξεις των προμηθευτών , τα τιμολόγια πώλησης των γεωργικών εφοδίων στα μέλη του συνεταιρισμού ή και σε τρίτους τις αποδείξεις είσπραξης των απαιτήσεων αυτών , τους αναλυτικούς λογαριασμούς των συναλλαγών με πελάτες και προμηθευτές και το βιβλίο αποθήκης . Τουτέστιν η δεύτερη πράξη έγινε για συγκάλυψη της πρώτης . Ο αιτών αμέσως μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης με την με αριθμ. 1506/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου την οποία είχε ασκήσει υπέβαλλε την υπό κρίση αίτηση επανάληψης διαδικασίας και προς ευδοκίμηση της αναφέρει τους λόγους αναίρεσης τους οποίους είχε προβάλλει ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου προβάλλοντας τους ως λόγους επανάληψης αναφέροντας συγχρόνως για ευδοκίμηση της αίτησης του το γεγονός ότι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου κακώς απέρριψε την αίτηση του παρά την ύπαρξη των στοιχείων που τον καθιστούσαν αθώον, χωρίς ν' αναφέρει συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ή νέα γεγονότα Ειδικότερα αναφέρει επί λέξει '' Επειδή στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του με κήρυξε ένοχο των όσων ανωτέρω λεπτομερώς ανέγραψα Επειδή το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απέρριψε την αίτηση μου καθ' όσον υπήρχαν εκείνα τα στοιχεία που καθιστούσαν εμένα αθώον των αποδιδομένων πράξεων και δή (προβαίνει στην απαρρίθμηση οκτώ λόγων τους οποίους όπως συνομολογεί τους έθεσε υπ' όψη των δικαστών που τον δίκασαν κατ' ουσία και μετ' αναίρεση ) και συνεχίζοντας αναφέρει ότι '' Επειδή απ' όλα τα ανωτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κακώς εκτίμησε τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα και κακώς από την άλλη δέχθηκε να καταδικάσει εμένα και μάλιστα με απόφαση μη αιτιολογημένη επαρκώς ....'' Όλοι οι παραπάνω λόγοι οι οποίοι αναφέρονται από αυτόν στην υπό κρίση αίτηση και οι οποίοι απορρίφθηκαν , είναι λόγοι που μπορούν να στηρίξουν αίτηση αναίρεσης αλλά δεν είναι δυνατό να στηρίξουν επανάληψη διαδικασίας γιατί είναι πλημμέλειες, ατέλειες και παραλείψεις της με αναίρεση προσβαλλόμενης απόφασης και όχι νέα γεγονότα Επειδή ο αιτών δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει νέα και άγνωστα γεγονότα παρά αναφέρεται στα ήδη τεθέντα και κριθέντα από τους δικαστές που τον δίκασαν η υπό κρίση αίτηση του πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία της Δια ταύτα Προτείνω όπως Να γίνει δεκτή τυπικά και να απορριφθεί στην ουσία της η με ημερομηνία 2-8- 2007 αίτηση του Χ1 με την οποία διώκει την ακύρωση της με αριθμ. 501-502/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών και 8 μηνών και την επανάληψη της διαδικασίας, και να απορριφθεί το αίτημα της αναστολής εκτέλεσης. Αθήνα την 10-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι). Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η υπό κρίση από 2 Αυγούστου 2007 αίτηση, με την οποία ο αιτών Χ1 επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 501-502/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις α) της υπεξαίρεσης από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950 και β) της υπεξαγωγής εγγράφων, σε συνολική ποινή κάθειρξης 7 ετών και 8 μηνών, ισχυριζόμενος, ότι από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτή, γίνεται φανερό ότι είναι αθώος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, με την ένδικη από 2.8.07 αίτησή του, διατείνεται ότι, με την υπ' αριθ. 501-502/12.4.06 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών και οκτώ (8) μηνών, για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν. 1608/1950 και της υπεξαγωγής εγγράφων. Ότι εναντίον αυτής της αποφάσεως άσκησε την από 29.5.06 αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αρ. 1506/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και στη συνέχεια άσκησε την κρινόμενη αίτηση. Προς ευδοκίμηση της αίτησης αυτής, αναφέρει όλους τους λόγους αναίρεσης που υποβλήθηκαν με το από 29.5.06 αναιρετήριο, προσθέτοντας συγχρόνως το γεγονός ότι, ο Αρειος Πάγος κακώς απέρριψε την αίτησή του, παρά την ύπαρξη στοιχείων που τον καθιστούσαν αθώο. Παραθέτει δε στη συνέχεια εννέα (9) λόγους, οι οποίοι, όπως ρητά αναφέρει, αποδεικνύουν την αθωότητά του και συγκεκριμένα: "1. Ότι από το Συνεταιρισμό αποχώρησε το έτος 1997, με συνέπεια, από την ως άνω ημερομηνία και εντεύθεν, να μην έχει ευθύνη σχετικά με το Ταμείο του Συνεταιρισμού... 2. Παρέδωσε στο Συνεταιρισμό και οποιαδήποτε στοιχεία ή έγγραφα κατείχε σε γνώση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου... 3. Αναφορικά με τα έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση ότι κατείχε, δεν ήταν δυνατόν να βρίσκονται στην κατοχή του, μετά την κατά το έτος 1997 αποχώρησή του... 4. Δεν παρακράτησε κανένα έγγραφο, ούτε και υπεξήρεσε κανένα ποσό, όπως κακώς δέχεται η απόφαση του Αρείου Πάγου... 5. Υπάρχει κατάσταση 61.000.000 δραχ., την οποία φέρεται να ανέγραψε εικονικά στην καρτέλα αναλυτικώς χρήσης 1997, η οποία όμως αναγραφή είναι λάθος... 6. Οσον αφορά τα 16.000.000 δραχμές, το δάνειο το πήρε ο Συνεταιρισμός από την Αγροτική Τράπεζα το 1997, όταν αυτός είχε αποχωρήσει... 7. Τις 500.000 δραχμές τις πήρε ο Πρόεδρος του Συνεταιρισμού και υπάρχει απόδειξη στο όνομά του... 8. Για το ποσό των 2.626.386 δραχμών, αυτές ήταν καταθέσεις όψεως του Συνεταιρισμού και το 1997 που αποχώρησε δεν μπορούσε να ξέρει αν τοποθετήθηκαν προμήθειες στο λογαριασμό του Συνεταιρισμού... 9. Κανένα μέλος του Συνεταιρισμού και κανένας προμηθευτής δεν έχει απαίτηση κατά του Συνεταιρισμού, ότι δήθεν του οφείλονται χρήματα...". Και καταλήγει... Επειδή, από όλα τα ανωτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κακώς εκτίμησε τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα και κακώς από την άλλη δέχθηκε να καταδικάσει εμένα και μάλιστα με απόφαση μη αιτιολογημένη επαρκώς... Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη αίτηση είναι αβάσιμη, διότι, οι επικαλούμενοι λόγοι αναίρεσης, που περιέχονταν στο από 29.5.06 αναιρετήριο, δεν αποτελούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, με την προπαρατεθείσα έννοια, ούτε και οι μετέπειτα αναφερόμενοι εννέα (9) λόγοι, με την επίκληση αποδεικτικών στοιχείων, που αποδεικνύουν κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος την αθωότητά του, αφού, όπως ρητά συνομολογεί ο ίδιος στην αίτησή του, αυτά τέθηκαν υπόψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση. Σημειώνεται δε ότι, από το σύνολο των αιτιάσεων του αιτούντος, που διαλαμβάνονται στην ως άνω αίτηση, καθίσταται πρόδηλον ότι, στην προκειμένη περίπτωση επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς επανέλεγχος της καταδικαστικής αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές και όχι η εκ της υπάρξεως νέων γεγονότων ή αποδείξεων επανάληψη της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, όπως και το περιεχόμενο σ' αυτήν νόμιμο (από το άρθρο 529 ΚΠΔ) αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης με την οποία περατώθηκε αμετάκλητα η διαδικασία, της οποίας ζητείται η επανάληψη, ως μη έχον αντικείμενο και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2.8.2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αρ. 501-502/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και το σ' αυτή περιεχόμενο αίτημα αναστολής. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας, διότι οι λόγοι που περιέχονται σε ασκηθείσα από την πλευρά του αιτούντος αναίρεση, δεν αποτελούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, όπως και οι ισχυρισμοί που υποβλήθηκαν στους δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 649/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σεραφείμ Πολυχρόνη, περί αναιρέσεως της 8958/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενους ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 415/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει, με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού, την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 ΠΚ, συνίσταται, αφενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' έγγραφα, αλλά μόνο τα σε αυτό αναφερόμενα, αφετέρου δε, στον ειδικό σκοπό, για τον οποίο το έγκλημα του άρθρου 217 ΠΚ τελείται. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 8958/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Στις αρχές Δεκεμβρίου του έτους 2001 διαπιστώθηκε ότι στις ....... ο κατηγορούμενος είχε καταρτίσει έξι πλαστά έγγραφα και ειδικότερα: α) αντίγραφο των γενικών αποτελεσμάτων των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ..., β) αντίγραφο των αποτελεσμάτων σκοποβολής των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ..., γ) αντίγραφο των αποτελεσμάτων δρόμου των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ...., δ) αντίγραφο των αποτελεσμάτων ξιφασκίας των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους..., ε) αντίγραφο των αποτελεσμάτων κολυμβήσεως των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ... και στ) αντίγραφο των αποτελεσμάτων ιππασίας των Πανελληνίων Αγώνων Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ...., με τα οποία φερόταν ότι ο αθλητής Γ1 είχε λάβει μέρος στους αγώνες αυτούς και είχε καταλάβει τις τρίτη, τέταρτη, τέταρτη, τρίτη, έκτη και δωδέκατη θέσεις, αντίστοιχα. Σε όλα τα πιο πάνω έγγραφα (φύλλα αγώνα) ο κατηγορούμενος είχε θέσει, εκτός από τη δική του υπογραφή, και την υπογραφή του εγκαλούντος γενικού γραμματέα της ομοσπονδίας, χωρίς να έχει την προς τούτο εντολή και εξουσιοδότηση, τα κατάρτισε δε με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικά με το ότι ο ανωτέρω αθλητής έλαβε μέρος στους προαναφερθέντες αγώνες και κατέλαβε τις θέσεις που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, με βάση τις οποίες στοιχειοθετούσε δικαίωμα εισαγωγής στα ΤΕΦΑΑ χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις. Στη συνέχεια, των κατά τ' ανωτέρω πλαστογραφημένων έγγραφων, ο κατηγορούμενος έκανε χρήση και συγκεκριμένα τα κατέθεσε ως δήθεν γνήσια στην Ομοσπονδία Μοντέρνου Πεντάθλου, όπου και φυλάσσονταν, αντίγραφο δε του πρώτου από αυτά, με το οποίο βεβαιωνόταν ότι ο αθλητής Γ1 είχε λάβει μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους ... και κατέλαβε την τρίτη θέση στη γενική κατάταξη, δόθηκε στον Γ1, ο οποίος στη συνέχεια το προσκόμισε στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και, με βάση αυτό, πέτυχε να εισαχθεί χωρίς εξετάσεις στα ΤΕΦΑΑ, σε εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2725/1999. Σαφής και κατηγορηματική για όλα τα πιο πάνω είναι η κατάθεση του εγκαλούντος, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά αντίθετα ενισχύεται από τα αναγνωσθέντα πλαστά έγγραφα. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρες υπερασπίσεως ισχυρίζονται ότι ο κατηγορούμενος έθεσε την υπογραφή του εγκαλούντος στα πιο πάνω έγγραφα μετά από εξουσιοδότηση του τελευταίου, όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται πειστικός, ενόψει και του ότι υπήρχε αναπληρωτής του εγκαλούντος, ο οποίος είχε δικαίωμα υπογραφής αντ' αυτού σε περίπτωση απουσίας του και συγκεκριμένα ο αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας ..... (βλ. την κατάθεση του εγκαλούντος). Εξάλλου, οι μάρτυρες υπερασπίσεως και ο κατηγορούμενος δεν δίνουν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις και για το περιεχόμενο των πλαστών εγγράφων, δηλαδή πώς συνέβη με αυτά να φέρεται ότι κατέλαβε τις αναφερόμενες σ' αυτά θέσεις ο Γ1, ο οποίος κατά το έτος .... δεν είχε ούτε κάρτα αθλητή, ενώ στην πραγματικότητα την τρίτη θέση στη γενική κατάταξη είχε καταλάβει ο αθλητής ....., τον οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος και πώς είναι δυνατόν το λάθος αυτό να επαναλήφθηκε σε έξι έγγραφα (βλ. σχετικά την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ...... στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης). Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθούν ελαφρυντικά είναι απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο αφού δεν αναφέρονται τα ελαφρυντικά των οποίων ζητείται η αναγνώριση, εν πάση δε περιπτώσει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο διότι δεν προσήκει σ' αυτόν οποιοδήποτε ελαφρυντικό". Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα πλαστογραφηθέντα έγγραφα (φύλλα αγώνος) είχαν ως αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν από τον Γ1 για την κοινωνική του πρόοδο, αφού πράγματι κατατέθηκαν στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, προκειμένου να επιτύχει την εισαγωγή του στα ΤΕΦΑΑ και ότι, συνεπώς, η παράνομη συμπεριφορά έπρεπε να υπαχθεί στο άρθρο 217 Π.Κ. και όχι στο άρθρο 216 ΠΚ και ότι, δεδομένου ότι η απειλούμενη ποινή για την παράβαση του άρθρου 217 ΠΚ, δεν υπερβαίνει το ένα έτος, το Δικαστήριο έπρεπε να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 του ν 3346/2005. Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο της ουσίας, με την εξής αιτιολογία. ".....Στην προκειμένη περίπτωση στον κατηγορούμενο Χ1 αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 216 Π.Κ. και συγκεκριμένα ότι αυτός κατάρτισε τα αναφερόμενα στο κατηγορητήριο πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικά με το ότι ο αρχικά συγκατηγορούμενός του Γ1 έλαβε μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους .... και είχε καταλάβει τις θέσεις που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, με βάση τις οποίες στοιχειοθετούσε δικαίωμα εισαγωγής στα ΤΕΦΑΑ χωρίς εξετάσεις. Συνεπώς, εφόσον η πράξη που αποδίδεται δεν φέρεται ότι έγινε αποκλειστικά για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 217 Π.Κ. σκοπούς, αλλά, αντίθετα, από αυτήν, επήλθε βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλων και συγκεκριμένα των πράγματι δικαιουμένων να εισαχθούν στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα, δεν συνιστά παράβαση του άρθρου αυτού (για την οποία θα έπρεπε να παύσει η ποινική δίωξη υφ' όρον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 ν. 3346/2005) αλλά συνιστά παράβαση του άρθρου 216 Π.Κ. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ως αβάσιμος". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος πλαστογραφίας και για χρήση πλαστού, κατ' εξακολούθηση (13 εδ. γ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1ΠΚ) και, για την πράξη του αυτή, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την αναφερόμενη πιο πάνω κατ' εξακολούθηση πράξη της πλαστογραφίας, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, κατά τις οποίες σκοπός του αναιρεσείοντος δεν ήταν "να διευκολύνει την κοινωνική πρόοδο άλλου", αλλά να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού για το γεγονός που περιέχεται στα φύλλα αγώνος και ότι από την πράξη του αυτή επήλθε ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις όσων πράγματι εδικαιούντο να εισαχθούν στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και ότι, εφόσον η πράξη που του αποδίδεται, δεν φέρεται ότι έγινε αποκλειστικά για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 217 Π.Κ. σκοπούς, αυτή δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 217 ΠΚ, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα την πιο πάνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου του 216 παρ. 1 ΠΚ, "αντί του ορθού 217 ΠΚ, την εφαρμογή του οποίου απέκλεισε λόγω εσφαλμένης ερμηνείας", κατά την αβάσιμη σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. Ι, περ. Ε' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τα λοιπά, οι διαλαμβανόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τις οποίες το Τριμελές Εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, διότι ο πραγματικός και μοναδικός σκοπός εκδόσεως από τον αναιρεσείοντα του συγκεκριμένου εγγράφου ήταν η διευκόλυνση της εισαγωγής του Γ1 στα ΤΕΦΑΑ και ότι δεν προέκυψε από τη διαδικασία η βλάβη οποιουδήποτε τρίτου, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων αυτών, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο το Δικαστήριο έπρεπε να παύσει την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος "λόγω παραγραφής σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 3346/2005", καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δηλαδή στην υπαγωγή της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων στο άρθρο 217 ΠΚ. Τέλος, είναι αβάσιμες και οι διαλαμβανόμενες στο τρίτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, κατά τους οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική αιτιολογία που επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού, αντιθέτως με τα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, σε αυτήν εκτίθενται, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ. και αναφέρονται οι αποδείξεις στις οποίες στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου, καθώς και οι νομικοί λόγοι που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην παραπάνω ποινική διάταξη, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για την πράξη της πλαστογραφίας απόφασης, η περαιτέρω αιτιολόγηση "με ποιόν ακριβώς τρόπο επήλθε ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλων και συγκεκριμένα των πράγματι δικαιουμένων να εισαχθούν στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα". Τούτο δε, διότι στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας δεν είναι η επαγωγή βλάβης τρίτου, ανεξαρτήτως του ότι, από τις πιο πάνω παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας, αυτονοήτως συνάγεται ότι ο αναιρεσείων, πλαστογραφώντας τα πιο πάνω έγγραφα και παραπλανώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικά με το ότι ο αρχικά συγκατηγορούμενός του Γ1 έλαβε μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες Μοντέρνου Πεντάθλου του έτους .... και είχε καταλάβει τις θέσεις που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, με βάση τις οποίες στοιχειοθετούσε δικαίωμα εισαγωγής στα ΤΕΦΑΑ χωρίς εξετάσεις, επέφερε βλάβη σε αυτόν που πράγματι κατέλαβε την τρίτη θέση στην γενική κατάταξη και εδικαιούτο να εισαχθεί στο ανωτέρω εκπαιδευτικό ίδρυμα. Είναι δε αδιάφορο, αν ο δικαιούμενος επεδίωξε τελικά να κάνει χρήση του δικαιώματός του αυτού. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. Ι, στοιχ. Δ' του ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 111/2-3-2007 αίτηση του Χ1 κατά της 8958/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως (πλημμέλημα). Πλαστογραφία πιστοποιητικών (217 ΠΚ). Πλαστογράφηση φύλλων αγώνων για εισαγωγή χωρίς εξετάσεις στα ΤΕΦΑΑ. Στοιχεία των εγκλημάτων. Αν η χρήση πλαστού γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του διαλαμβανομένου στο άρθρο 217 ΠΚ, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κλπ), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2. Λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση.
0
Αριθμός 653/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, για αναίρεση της 190/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1975/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την από το άρ. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμηση τους δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 190/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, αναστελείσαν επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη, στη ......, ενόρκως εξεταζομένη, στις 4-2-2000, ως μάρτυρας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά την συζήτηση της υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 2431/ΕγΑ 467/11-8-1999 αγωγής αποζημιώσεως από τροχαίο ατύχημα, που συνέβη την .... και είχε ως συνέπεια το θανάσιμο τραυματισμό της Ψ2, την οποία αγωγή είχε ασκήσει, μεταξύ άλλων, ο εγκαλών κατά του συζύγου της και 2ου κατηγορουμένου, Χ2, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς, ως συνεπιβάτης του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ...... Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο ανωτέρω σύζυγός της, ότι, "στα ..... ένα αυτοκίνητο με χρώμα κόκκινο είδαμε να φεύγει από την πορεία του και να έρχεται κατ' επάνω μας. Έκανε προσπέραση μια νταλίκα, εκεί είναι διακεκομμένες οι γραμμές, εμείς είχαμε ορατότητα, αλλά από την άλλη πλευρά ήταν η νταλίκα και το αυτοκίνητο το κόκκινο έκανε προσπέραση της νταλίκας και ήρθε και έπεσε πάνω μας, σκοτώθηκε μια κοπέλα.....για το δυστύχημα αποκλειστική υπαίτιος ήταν η κοπέλα, διότι εκείνη τη στιγμή η νταλίκα προσπερνούσε ένα άλλο αυτοκίνητο χρώματος άσπρου και η κοπέλα έκανε διπλή προσπέραση με το κόκκινο αυτοκίνητό της......εμείς πηγαίναμε στη δική μας λωρίδα ενώ η νταλίκα ήταν απ' την αριστερή .....το σημείο συγκρούσεως ήταν στο δικό μας, ήρθε επάνω μας και ο σύζυγός μου έστριψε το τιμόνι δεξιά, ο σύζυγός μου δεν είχε άλλη δυνατότητα να αποφύγει τη σύγκρουση.....εμείς είμασταν στη μεσαία λωρίδα....το σημείο συγκρούσεως ήταν εκεί που ήταν τα λάδια". Τα παραπάνω, όμως, και ειδικότερον το γεγονός ότι η ανωτέρω Ψ επεχείρησε διπλή υπέρβαση άλλων (δύο) αυτοκινήτων, εισελθούσα με το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ...... Ε.Ι.Χ αυτοκίνητό της στο αντίθετο, προς την πορεία της, ρεύμα κυκλοφορίας των οχημάτων (προς ......), όπου και συνέβη η επίδικη σύγκρουση, ήταν ψευδή, διότι απεδείχθη ότι η ανωτέρω παθούσα δεν πραγματοποίησε διπλή υπέρβαση άλλων αυτοκινήτων και η επίδικη πλαγιομετωπική σύγκρουση συνέβη εντός του ρεύματος κυκλοφορίας της τελευταίας (προς ....) και όχι εντός του ρεύματος κυκλοφορίας, επί του οποίου εκινείτο το υπό του β' κατηγορουμένου οδηγούμενο αυτοκίνητο. Τα παραπάνω ανενδοιάστως προκύπτουν 1) από το σαφές, από ....., σχεδιάγραμμα του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος, στο οποίο αποτυπώνεται με σαφήνεια ότι το σημείο της πλαγιομετωπικής συγκρούσεως των δύο οχημάτων ευρίσκετο εντός του προς Αθήνας ρεύματος κυκλοφορίας της οδού, επί του οποίου εκινείτο το όχημα της ατυχούς Ψ και ότι τα ίχνη τροχοπεδήσεως του υπό του β' κατηγορουμένου οδηγούμενου αυτοκινήτου παρουσίαζαν αριστερή, ως προς την νοητή ευθεία της πορείας του, κλίση, καταλήγοντας εν μέρει εντός του ρεύματος κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την Αθήνα, 2) από την υπ' αριθμ. 101/2003 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λαμίας, δια της οποίας έγινε δεκτό ότι οι ισχυρισμοί του 2ου κατηγορουμένου, με τους οποίους ευθυγραμμίστηκε και η κατάθεση της 1ης κατηγορουμένης συζύγου του, περί διπλής υπερβάσεως εκ μέρους του αυτοκινήτου της, ως άνω, αποβιωσάσης Ψ, είναι αβάσιμοι, διότι α) από τον συνδυασμό του πλάτους του οδοστρώματος στο σημείο της συγκρούσεως (14 μέτρων) με το πλάτος των αναφερομένων από τους κατηγορουμένους οχημάτων που ενεπλάκησαν, κατά τη δική τους άποψη, στο ένδικο τροχαίο ατύχημα, προκύπτει ότι σε περίπτωση που οι εν λόγω ισχυρισμοί αντεπεκρίνοντο προς την αλήθεια, η σύγκρουση των μνησθέντων οχημάτων δεν θα ήταν πλαγιομετωπική (με τα αντίστοιχα αριστερά και εμπρόσθια τμήματα των δύο αυτοκινήτων), αλλά μετωπική, με πιθανότερη την πρόκληση βλάβης στα δεξιά τμήματα αυτών και β) ότι η ένδικη σύγκρουση συνέβη εντός του ρεύματος κυκλοφορίας της άνω παθούσης, κρίνοντας εν τέλει ότι ο β' κατηγορούμενος υπήρξε συνυπαίτιος στην πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος, που είχε ως επακόλουθο τον θανάσιμο τραυματισμό της άνω παθούσης και 3) από το γεγονός ότι η ίδια η 1η κατηγορουμένη αποδέχθηκε ότι ο σύζυγος της δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει δεξιό ελιγμό προκειμένου να αποφύγει την επερχόμενη σύγκρουση με το αυτοκίνητο της παθούσης, διότι δίπλα του και από τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του ιδίου ρεύματος, επί του οποίου εκινείτο το όχημά του, υπήρχε άλλο αυτοκίνητο, γεγονός που μαρτυρεί ότι το όχημα του β' κατηγορουμένου, κατά το χρόνο της συγκρούσεως, εκινείτο σε διαδικασία υπερβάσεως άλλου αυτοκινήτου, περιστατικό που, εκτιμώμενο εν συνδυασμώ με όσα προαναφέρθησαν, ενισχύει ακόμη περισσότερο την κρίση του Δικαστηρίου περί της εν μέρει εισόδου τμήματος του υπό του τελευταίου οδηγούμενου αυτοκινήτου εντός του αντιθέτου, προς αυτό, επί του οποίου εκινείτο, ρεύματος κυκλοφορίας, σημειουμένου ότι, με τις καταθέσεις ενώπιον του ακροατηρίου (και του πρωτοβαθμίου), τόσον ο μάρτυρας Γ1, οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, που εκινείτο κατά τον χρόνο του ατυχήματος στο προς .... ρεύμα κυκλοφορίας της εθνικής οδού, όσο και ο μάρτυρας Γ2, επίσης οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου, που εκινείτο κατά τον ίδιο περίπου χρόνο καθ' ό συνέβη το επίδικο ατύχημα στο προς .... άγον ρεύμα κυκλοφορίας της άνω οδού, διευκρίνισαν επαρκώς ότι δεν ήσαν αυτόπτες μάρτυρες των, υπό τις οποίες συνέβη, συνθηκών του ατυχήματος. Ειδικότερον, ο εξ αυτών πρώτος διευκρίνισε αρκούντως ότι το κόκκινο αυτοκίνητο, που στην από 3-9-1997 προανακριτική του κατάθεση βεβαίωσε ότι τον ακολουθούσε και επεχείρησε να προσπεράσει το δικό του όχημα, δεν ήτο της ατυχούς, ως άνω, Ψ, αφού αυτό εκινείτο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ενώ ο εξ αυτών δεύτερος διευκρίνισε ότι στα αναφερόμενα στην από 4-9-1997 προανακριτική του κατάθεση αυτοκίνητα δεν περιελαμβάνοντο και τα οχήματα της παθούσης και του β' κατηγορουμένου και ότι, τόσο το κόκκινο αυτοκίνητο, που είδε να κινείται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, όσο και η μαύρη ΒΜW, που εκινείτο όπισθεν αυτού (του κόκκινου αυτοκινήτου) στο ίδιο, προς ..... (ρεύμα κυκλοφορίας), δεν ενεπλάκησαν στο επίδικο τροχαίο. Τ' ανωτέρω, υπό της ως άνω κατηγορουμένης, που εξ ιδίας και αμέσου αντιλήψεως έλαβε γνώση, ως αυτόπτης των διαδραματισθέντων, εν γνώσει της και με τοιαύτη θέληση κατατεθέντα, ψευδή περιστατικά εμαρτύρησε, εξεταζόμενη ως άνω, εκείνη, με πρόδηλο σκοπό να συνδράμει τον σύζυγό της, ώστε να απορριφθεί κατ' ουσίαν η και εις βάρος του ασκηθείσα αγωγή αποζημιώσεως, για καταβολή της οποίας εκείνος εις ολόκληρον είχε υποχρέωση μετά της ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΓΑ". Υπό τα ούτως εκτιθέμενα, ως εκ των κατ' είδος ως άνω αποδεικτικών στοιχείων αβιάστως προκύπτοντα, πραγματικά περιστατικά, καθίσταται σαφές ότι εκείνη επέδειξε συμπεριφορά πληρούσα την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου σ' αυτή εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος (ΠΚ 224 παρ. 2, 1) και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, αναγνωρισθεί, όμως, υπέρ αυτής η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α' Π.Κ., καθόσον πράγματι, εκ των αυτών αποδεικτικών στοιχείων, απεδείχθη ότι η εν λόγω κατηγορουμένη, έως του χρόνου τελέσεως του ως άνω αδικήματος, έζησε όντως έντιμη οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, επιδείξασα άψογη έναντι πάντων συμπεριφορά, μη απόστασα μέχρι τότε των κειμένων νόμων, αλλά και των κανόνων της ηθικής (βλ. αντίγραφο ποινικού μητρώου της, αναφερόν ποινική κατάσταση της ανωτέρω : μηδέν)". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1,2 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει τα ψευδή γεγονότα σε αντιδιαστολή με τα αληθινά, καθώς και τη "γνώση" της αναιρεσείουσας σχετικά με τα υπ' αυτής κατατεθέντα ενόρκως ψευδή γεγονότα, εκθέτοντας στο αιτιολογικό της, ότι "κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς, ως συνεπιβάτης του αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο ανωτέρω σύζυγός της, ότι ....τα παραπάνω, όμως και ειδικότερα .....ήσαν ψευδή, διότι απεδείχθη ότι ....και ότι ....τα ανωτέρω, υπό της ως άνω κατηγορουμένης, που εξ ιδίας και αμέσου αντιλήψεως έλαβε γνώση, ως αυτόπτης των διαδραματισθέντων, εν γνώσει της και με τοιαύτη θέληση κατετεθέντα, ψευδή περιστατικά εμαρτύρησε, εξεταζομένη ως άνω, εκείνη, με πρόδηλο σκοπό να συνδράμει το σύζυγός της, ώστε να απορριφθεί κατ' ουσίαν η εις βάρος του ασκηθείσα αγωγή αποζημιώσεως". Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα και ότι το σκεπτικό της αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού (κατηγορητηρίου) είναι αβάσιμες, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν. Τέλος, η αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεκτίμησε την αναγνωσθείσα "έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, την οποία, μάλιστα, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο (Κ.Π.Δ 178 περ. β'), θα έπρεπε να την αναφέρει ιδιαιτέρως στην κατ' είδος απαρίθμηση των συνεκτιμηθέντων αποδεικτικών μέσων, είναι αβάσιμη, διότι, η έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, αποτελεί έγγραφο και όχι αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του άρθ. 178 περ. β' του Κ.Π.Δ που να απαιτεί ειδική μνεία, και ως τέτοιο αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και στη συνέχεια, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης, συνεκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα έγγραφα, που και αυτά αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης. ΙΙ.- Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2 358, 364 παρ. 1 και 369 του Κ.Ποιν.Δ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιο πάνω άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο λόγο της ένδικης αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την σε βάρος της αναιρεσείουσας καταδικαστική του απόφαση, στις από 3-9-1997 και 4-9-1997 προανακριτικές καταθέσεις των Γ1, και Γ2, αντίστοιχα, οι οποίες όμως, σύμφωνα με τα πρακτικά της δίκης, δεν αναγνώσθηκαν. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, δεν λήφθηκαν οι καταθέσεις αυτές υπόψη από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη, αλλά, στο σκεπτικό αυτής (απόφασης), επισημαίνεται αυτό που οι ίδιοι, ως άνω μάρτυρες, διευκρίνισαν στο ακροατήριο, σε αντίθεση με αυτό που είχαν καταθέσει προανακριτικώς, αναφορικά με την πορεία του αυτοκινήτου της παθούσας. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο των ως άνω μαρτύρων, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης επισημαίνεται ότι "αυτός αρκούντως διευκρίνισε ότι το κόκκινο αυτοκίνητο, που στην από 3-9-1997 προανακριτική του κατάθεση βεβαίωσε ότι τον ακολουθούσε.....δεν ήτο της ατυχούς Ψ, αφού αυτό εκινείτο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας....", αναφορικά δε με το δεύτερομ επισημαίνεται ότι "αυτός διευκρίνισε ότι στα αναφερόμενα στην από 4-9-1997 προανακριτική του κατάθεση αυτοκίνητα, δεν περιελαμβάνετο και το όχημα της παθούσης....". Μετά από αυτά, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 190/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λαμίας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρα. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Έλλειψη νόμιμης βάσης. 3) Απόλυτη ακυρότητα από λήψη υπόψη προανακριτικών καταθέσεων που δεν αναγνώσθηκαν. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδορκία μάρτυρα, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
2
Αριθμός 657/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη. Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 128-129/2002 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 627/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου, με αριθμό και ημερομηνία 569/8-12-2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 525 § 1 περίπτωση 2η, 527 §§ 1 & 3 και 528 § 1 του ΚΠΔ, την από 28ης Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου για άλλη αιτία στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 128-129/28-3-2002 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως εννέα (9) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, για τον αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ λόγο και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω κι αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν κατ'εκείνο το χρόνο, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερόμενης δίκης και από τα έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες, νέες, αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο εκδώσαν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε (ΑΠ 1708/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΕ' σελ. 698, ΑΠ 1612/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 597). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ'έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 137/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 1070, ΑΠ 557/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 37). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή τη σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορο που παρέστη στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Όπως δ'αναφέρεται στην επί του αντίστοιχου άρθρου 427 του Σχεδίου ΚΠΔ έτους 1934 αιτιολογική έκθεση, είναι το δικαίωμα εκάστου εκ των αναφερομένων στην πιο πάνω διάταξη προσώπων ανεξάρτητο και αυτοτελές και δεν αναιρείται ούτε από την αντίθετη δήλωση του καταδικασμένου (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934, έκδοση Ζαχαροπούλου, σελ. 591, Ομοίως Α. Μπουροπούλου, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β', σελ. 318, Ηλ. Γάφου, Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ', σελ. 82 κτλ.). Επιπροσθέτως, μπορεί να ασκηθεί η πιο πάνω αίτηση, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δικαιούχου που έχει ειδική εντολή τούτου, κατ'ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 465 § 2 του ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 428/1993 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΓ' σελ. 266, ΑΠ 117/1982 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΛΒ' σελ. 799 κτλ.. Ομοίως Α. Μπουροπούλου, όπου παραπ. σελ. 318, Ι. Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Β' σελ. 671). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 527 του ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, υποβάλλεται δε στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της, είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα και κατόπιν την εισάγει στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο, όπου υπηρετεί. Τέλος, κατά το άρθρο 528 § 1 του αυτού Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης διαδικασίας είναι, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 527, το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το Συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε Δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 § 1 αριθ. 4 σε άλλο Δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Χ1 καταδικάσθηκε με την υπ'αριθ. 128-119/28-3-2002 απόφαση του δικάσαντος κατ'έφεση Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, η οποία κατέστη στη συνέχεια αμετάκλητη, αφού η ασκηθείσα κατ'αυτής εκ μέρους του ιδίου αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ'αριθ. 1723/2004 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο, σε ποινή καθείρξεως εννέα (9) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για τα αξιόποινα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία, τα οποία τέλεσε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ2 και τα οποία συνίστανται στο ότι στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους στις 17-1-1999, χωρίς να είναι τοξικομανείς: A) Κατείχαν ναρκωτικά και συγκεκριμένα κατείχαν 59, 5 κιλά ακατέργαστης αποξηραμένης ινδικής κάνναβης, συσκευασμένα σε έξι δέματα από την παραλαβή τους σε σημείο που δεν διακριβώθηκε και κατά τη διαδρομή μέχρι και το 40ό χιλιόμετρο της εθνικής οδού ......-....., την οποία μετά από καταδίωξη αστυνομικών οργάνων του Τ.Α. Αγρινίου εγκατέλειψαν μέσα στο υπ'αριθ. ...... ΙΧΕ αυτοκίνητο, με το οποίο εκινούντο, και ετράπησαν σε φυγή. και Β) Μετέφεραν ναρκωτικά και συγκεκριμένα μετέφεραν από το σημείο παραλαβής μέχρι και το 40ό χιλιόμετρο της εθνικής οδού .......-......, με το ανωτέρω υπ'αριθ...... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία "........" και με έδρα την ...(.....), την ανωτέρω ποσότητα των 59, 5 κιλών αποξηραμένης ακατέργαστης ινδικής κάνναβης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, τα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα υπ'αριθ. 373/1999 πρακτικά και απόφαση του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών και τις απολογίες των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Σε τυχαίο τροχονομικό έλεγχο που διενεργούσαν τη νύκτα της 17-1-1999 στον κόμβο ..... της πόλεως ..... αστυνομικοί του Τμήματος Ασφαλείας Αγρινίου, θεώρησαν ύποπτο ένα αυτοκίνητο στο οποίο έκαναν σήμα στάσης για έλεγχο. Στο αυτοκίνητο μάρκας ...... με αριθ. κυκλ. ..... επέβαιναν δύο άτομα, οδηγός και συνοδηγός, τα οποία στο σχετικό σήμα δεν υπάκουσαν, αλλά αντίθετα ανέπτυξαν ταχύτητα με σκοπό να διαφύγουν προς την κατεύθυνση του ..... Οι αστυνομικοί τέθηκαν σε καταδίωξη του παραπάνω οχήματος και ειδοποίησαν και τους συναδέλφους τους, που έστησαν μπλόκο στο 40ό χιλιόμετρο της Ε.Ο. ......-....... Οι επιβαίνοντες του αυτοκινήτου καταδιωκόμενοι και εν όψει του μπλόκου σταμάτησαν το αυτοκίνητο σε σκοτεινό σημείο της Ε.Ο. και άνοιξαν τις πόρτες φεύγοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις. Οι αστυνομικοί κατάφεραν να συλλάβουν τον πρώτο αλλοδαπό κατηγορούμενο, ενώ ο δεύτερος εκμεταλλευόμενος το σκότος και την σύγχυση κατόρθωσε να διαφύγει. Σε σχετική έρευνα που διενήργησαν τα αστυνομικά όργανα στο προαναφερθέν όχημα, βρήκαν και κατέσχεσαν 59, 5 κιλά ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, συσκευασμένης σε 6 δέματα και ακόμα μία απόδειξη ενοικίασης αυτοκινήτου της εταιρείας ...... στο όνομα του 2ου κατ/νου Χ1 με τα πλήρη στοιχεία, ένα εισιτήριο οχήματος και δύο εισιτήρια επιβατών του πλοίου "......" της γραμμής ....-..... και ακόμα ένα κινητό τηλέφωνο, που έπεσε από κάποιον των κατ/νων έξω από το αυτοκίνητο. Αυτά καταθέτει με σαφήνεια και μετά λόγου γνώσεως ο εξετασθείς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρας αστυνομικός Γ1, ο οποίος μετείχε από την αρχή στην επιχείρηση καταδίωξης και σύλληψης του 1ου των κατ/νων και ο οποίος καταθέτει ότι αρχικά ο συλληφθείς αλλοδαπός είπε κλαίγοντας "ο Χ1 φταίει". Και οι δύο κατηγορούμενοι στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αρνήθηκαν την κατηγορία και ισχυρίστηκαν ο μεν πρώτος ότι έκανε τυχαία ωτοστόπ στην ....., ο δε δεύτερος ότι εκείνη την ημέρα είχε δανείσει το αυτοκίνητο στον γνωστό του Ζ1. Όμως δεν εξηγούν πειστικά, ο μεν πρώτος, γιατί βρέθηκαν εισιτήρια 2 επιβατών του πορθμείου ...-......, απόδειξη ότι και οι δύο ξεκίνησαν από την .... να παραλάβουν τα ναρκωτικά από την ευρύτερη περιοχή των ......., ο δε δεύτερος γιατί εξαφανίστηκε στις προσεχείς ημέρες από την οικία του και την εργασία του, δήλωσε ψευδώς ότι του κλάπηκε το όχημα και τελικά, όπως ο ίδιος παραδέχεται και με την απολογία του, έμεινε ήσυχος, όταν από την εταιρεία ενοικίασης του αυτοκινήτου σε τηλεφωνική επικοινωνία του δήλωσαν ότι παρέλαβαν κανονικά το αυτοκίνητο. ...". Ήδη ο αιτών Χ1 επικαλείται ως νέα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, καταδεικνύεται η αθωότητά του: 1) Τη μαρτυρία του γνωστού του Ζ1, προς τον οποίο είχε δανείσει, κατά τους ισχυρισμούς του, στις 17-1-1999, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο, το ενοικιασμένο από τον ίδιο υπ'αριθ. κυκλ. ....... ΙΧΕ αυτοκίνητο της εταιρείας ......, και 2) την υπ'αριθ. 152199/7-12-2004 απόφαση του Δ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, από το σκεπτικό της οποίας προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 7-1-1999 μέχρι 13-5-1999 εργαζόταν αυτός στην εδρεύουσα στο ....... (.....) επιχείρηση καθαρισμού κτιρίων του Β1 και της Β2. Επιπροσθέτως δε ζητεί να διαταχθεί η άρση του απορρήτου του υπ'αριθ. ...... κινητού τηλεφώνου, το οποίο βρέθηκε μέσα στο ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο και το οποίο ανήκει κατ'αυτόν στον οδηγό του αυτοκινήτου αυτού, όπως κατέθεσε στην αστυνομία και ο συνοδηγός του Χ2. Επί των ως άνω επικαλούμενων από τον αιτούντα ως νέων αποδεικτικών στοιχείων και ισχυρισμών παρατηρούμε τα εξής: α) Αφού αναζητήθηκε ο μάρτυρας Ζ1 και διαπιστώθηκε ότι κρατείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, ελήφθη στις 16-6-2006, μετά από σχετική παραγγελία μας, από την Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς Καλλιόπη Θεολογίτου η ένορκη κατάθεσή του, με την οποία διέψευσε κατηγορηματικά τον προαναφερόμενο ισχυρισμό του αιτούντος και στην οποία ανέφερε επί λέξει τα εξής: "Γνωρίζω τον Χ1 από το 1997 ή 1998, καθώς εργαζόμασταν μαζί σε συνεργείο καθαρισμού. Στα πλαίσια της κοινής μας εργασίας τον είχα φιλοξενήσει στο σπίτι μου στη ... επί της οδού ....... (δεν θυμάμαι ακριβώς το νούμερο) περί το τέλος 1998 αρχές 1999 για δέκα με είκοσι ημέρες, γιατί δεν είχε δική του κατοικία. Από το σπίτι μου αποχώρησε γιατί εγώ τότε σύναψα σχέση με τη σημερινή σύζυγό μου, Ε1. Πέρα από την φιλοξενία που του είχα προσφέρει δεν είχαμε άλλες 3παφές, δηλαδή δεν βγαίναμε έξω μαζί, ούτε κάναμε ιδιαίτερη παρέα. Προς το τέλος του 1998 και στη συνέχεια θυμάμαι ότι ο Χ1 διέθετε ένα αυτοκίνητο τύπου στέϊσιον και χρώματος λευκού, μάλλον ....., το οποίο χάλασε και στη συνέχεια χρησιμοποιούσε νοικιασμένο αυτοκίνητο, που ήταν χρώματος μπλε και καινούργιο. Κανένα από τα οχήματα που κατείχε ο Χ1 δεν το χρησιμοποίησα εγώ για κανένα λόγο. Επειδή μάλιστα δεν έχω δίπλωμα οδήγησης και εκείνο το διάστημα είχα σε βάρος μου περιοριστικούς όρους απέφευγα να οδηγώ, γιατί αν με συλλαμβάνανε θα είχα προβλήματα και με την οικογένειά μου και με την αστυνομία. Σε κάποια παρουσία μου στο Α.Τ. Ν. Χαλκηδόνας, όπου έδινα παρών (δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία) μου ζητήθηκε και κατέθεσα για μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, γιατί με είχε κατηγορήσει ότι μου είχε παραχωρήσει το αυτοκίνητό του και την μεταφορά την είχα κάνει εγώ. Για το περιστατικό αυτό είχα προτείνει και κατέθεσαν ως μάρτυρες η πρώην σύντροφός μου Γ2 (αγνώστων λοιπών στοιχείων) και ο φίλος μου Γ3, κάτοικος ....., οδός ..... (δεν θυμάμαι το νούμερο). Από τότε δεν έχω λάβει καμία πληροφόρηση για την πράξη αυτή. Πιστεύω ότι ο Χ1 με έμπλεξε στη συγκεκριμένη πράξη επειδή οι Αλβανοί με τους οποίους τέλεσε τη μεταφορά ήταν αρχικά δικοί μου γνωστοί και τους γνώρισε από εμένα. Συμπληρωματικά σας αναφέρω ότι ουδέποτε είχα σύνδεση ή έκανα χρήση κινητού τηλεφώνου της εταιρείας "COSMOTE", αλλά χρησιμοποιούσα κινητό τηλέφωνο της εταιρείας "PANAFON". Επί πλέον δεν γνωρίζω κάποιο άτομο με το όνομα Δ1. Ενταύθα πρέπει να σημειωθεί ότι τον ίδιο ως άνω ισχυρισμό είχε προβάλλει ο αιτών Χ1 και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της απολογίας του, χωρίς να κριθεί, όμως, αυτός ως βάσιμος. και β) Από τα πρακτικά και ιδίως από το σκεπτικό της υπ'αριθ. 152199/7-12-2004 αποφάσεως του Δ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκύπτει μεν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 7-1-1999 μέχρι 13-5-1999 εργαζόταν ο αιτών Χ1 στην εδρεύουσα στο .... (......) επιχείρηση καθαρισμού κτιρίων των Β1 και Β2, πλην όμως στηρίζεται η παραδοχή αυτή του συγκεκριμένου Δικαστηρίου μόνο στην ένορκη κατάθεση του ιδίου του Χ1, αφού δεν εξετάστηκαν τότε άλλοι μάρτυρες, ούτε απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι Β1 και Β2, γιατί ήταν άγνωστη η διαμονή τους. Περαιτέρω, από το ίδιο το περιεχόμενο της από 28-2-2002 αιτήσεως και του από 23-10-2006 υπομνήματος του αιτούντος Χ1, καθώς και από τα πρακτικά της υπ'αριθ. 128-119/28-3-2002 αποφάσεως του δικάσαντος κατ'έφεση Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, προκύπτει ότι προσκόμισε και επικαλέστηκε αυτός ενώπιον του ακροατηρίου του ως άνω Δικαστηρίου σχετική βεβαίωση της εταιρείας "COSMOTE", από την οποία προέκυπτε ότι ουδέποτε ανήκε σ'αυτόν το υπ'αριθ. ...... κινητό τηλέφωνο. Δεν είναι, κατόπιν τούτου, απαραίτητο να διαταχθεί η άρση του απορρήτου του συγκεκριμένου κινητού τηλεφώνου, όπως ζητεί ο αιτών, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι κι αν ακόμη μπορεί να εξακριβωθεί ότι ανήκει αυτό σε συγκεκριμένο τρίτο άτομο, δεν είναι απαραίτητο να είναι το τελευταίο ο κατά τον κρίσιμο χρόνο κάτοχός του και συγχρόνως οδηγός του υπ'αριθ. κυκλ. ...... ΙΧΕ αυτοκινήτου. Τέλος, από το υπ'αριθ. πρωτ. ....... έγγραφο του Δ/ντή της Κλειστής Φυλακής Χαλκίδας ....... προκύπτει ότι κρατείται σήμερα ο ως άνω αιτών δυνάμει της υπ'αριθ. 153/8-3-2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και τριών (3) μηνών και σε χρηματική ποινή 3000 ευρώ για άλλη παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται φανερή η αθωότητα του αιτούντος Χ1 για τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών κατά συναυτουργία, για τα οποία καταδικάσθηκε αυτός αμετακλήτως με την προαναφερθείσα υπ'αριθ. 128-129/28-3-2002 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, και πρέπει, κατόπιν τούτου, να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 του ΚΠΔ, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 55 § 1 του Ν.3160/2003). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 28ης Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου για άλλη αιτία στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 128-129/28-3-2002 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και Β) Να επιβληθούν στον ως άνω αιτούντα Χ1 τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 8 Δεκεμβρίου 2006 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η υπό κρίση από 28 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση, με την οποία ο αιτών Χ1, επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 128-129/28-3-2002 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις α) της κατοχής κατά συναυτουργία και β) μεταφοράς κατά συναυτουργία ναρκωτικών ουσιών, σε ποινή καθείρξεως 9 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, ισχυριζόμενος, ότι, από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτή, γίνεται φανερό ότι είναι αθώος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ.1 ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την υπ' αριθμό 128-129/ 28-3-2002 απόφασή του, που κατέστη αμετάκλητη, μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, με την υπ' αριθμό 1723/2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κήρυξε ένοχο τον αιτούντα και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως 9 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για τις πράξεις της κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, κατά συναυτουργία από μη τοξικομανή και ειδικότερα, του ότι " κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους, στις 17-1-1999, από κοινού με το συγκατηγορούμενό του(μη διάδικο στην παρούσα δίκη) με πρόθεση τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα περί τα ναρκωτικά, χωρίς να είναι τοξικομανείς. Ειδικότερα: 1. Κατείχαν ναρκωτικά και συγκεκριμένα κατείχαν 59, 5 κιλά ακατέργαστης αποξηραμένης ινδικής κάνναβης, συσκευασμένα σε έξι δέματα από την παραλαβή τους σε σημείο που δεν διακριβώθηκε και κατά τη διαδρομή μέχρι και το 40ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού .....- ....., την οποία, μετά καταδίωξη αστυνομικών οργάνων του Α.Τ Αγρινίου, εγκατέλειψαν μέσα στο υπ' αριθμό ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο, με το οποίο εκινούντο, και ετράπησαν σε φυγή και 2. Μετέφεραν ναρκωτικά και συγκεκριμένα μετέφεραν από το σημείο παραλαβής μέχρι και το 40ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού .....- ....., με το ανωτέρω υπ' αριθμό ...... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία ...... και με έδρα την ....., την ανωτέρω ποσότητα των 59, 5 κιλών αποξηραμένης ακατέργαστης ινδικής κάνναβης". Ήδη, ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει, ως νέα στοιχεία, από τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, καθίσταται φανερή η αθωότητά του, άλλως ότι καταδικάσθηκε άδικα: 1) τη μαρτυρία του συνδεόμενου με αυτόν (αιτούντα) με φιλική σχέση Ζ1, προς τον οποίο (Ζ1), ο αιτών, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε παραχωρήσει προσωρινά τη χρήση του μισθωμένου από τον αιτούντα ΙΧΕ αυτοκινήτου, μέσα στο οποίο βρέθηκαν οι ναρκωτικές ουσίες και 2) την υπ' αριθμό 152199/7-12-2004 απόφαση του Δ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Σε σχέση με τα στοιχεία που ο αιτών επικαλείται πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Ο προαναφερθείς Ζ1, κρατούμενος στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, καταθέτοντας, κατόπιν σχετικής παραγγελίας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώπιον της αντεισαγγελέως Πειραιώς Καλλιόπης Θεολογίτη, ενόρκως βεβαίωσε τα παρακάτω: "Γνωρίζω τον Χ1 από το 1997 ή 1998, καθώς εργαζόμασταν μαζί σε συνεργείο καθαρισμού. Στα πλαίσια της κοινής μας εργασίας τον είχα φιλοξενήσει στο σπίτι μου στη .... επί της οδού ...... (δεν θυμάμαι ακριβώς το νούμερο) περί το τέλος 1998 αρχές 1999 για δέκα με είκοσι ημέρες, γιατί δεν είχε δική του κατοικία. Από το σπίτι μου αποχώρησε γιατί εγώ τότε σύναψα σχέση με τη σημερινή σύζυγό μου Ε1. Πέρα από την φιλοξενία που του είχα προσφέρει δεν είχαμε άλλες επαφές, δηλαδή δεν βγαίναμε έξω μαζί, ούτε κάναμε ιδιαίτερη παρέα. Προς το τέλος του 1998 και στη συνέχεια θυμάμαι ότι ο Χ1 διέθετε ένα αυτοκίνητο τύπου στέϊσιον και χρώματος λευκού, μάλλον ......, το οποίο χάλασε και στη συνέχεια χρησιμοποιούσε νοικιασμένο αυτοκίνητο, που ήταν χρώματος μπλέ και καινούργιο. Κανένα από τα οχήματα που κατείχε ο Χ1 δεν το χρησιμοποίησα εγώ για κανένα λόγο. Επειδή μάλιστα δεν έχω δίπλωμα οδήγησης και εκείνο το διάστημα είχα σε βάρος μου περιοριστικούς όρους απέφευγα να οδηγώ, γιατί, αν με συλλαμβάνανε θα είχα προβλήματα και με την οικογένειά μου και με την αστυνομία. Σε κάποια παρουσία μου στο Α.Τ Ν. Χαλκηδόνας, όπου έδινα παρών (δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία) μου ζητήθηκε και κατέθεσα για μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, γιατί με είχε κατηγορήσει ότι μου είχε παραχωρήσει το αυτοκίνητό του και την μεταφορά την είχα κάνει εγώ. Για το περιστατικό αυτό είχα προτείνει και κατέθεσαν ως μάρτυρες η πρώην σύντροφός μου Γ2 (αγνώστων λοιπών στοιχείων) και ο φίλος μου Γ3, κάτοικος ....... (δεν θυμάμαι το νούμερο). Από τότε δεν έχω λάβει καμία πληροφόρηση για την πράξη αυτή. Πιστεύω ότι ο Χ1 με έμπλεξε στη συγκεκριμένη πράξη, επειδή οι Αλβανοί, με τους οποίους τέλεσε τη μεταφορά, ήταν αρχικά δικοί μου γνωστοί και τους γνώρισε από εμένα. Συμπληρωματικά σας αναφέρω ότι ουδέποτε είχα σύνδεση ή έκανα χρήση κινητού τηλεφώνου της εταιρείας "COSMOTE", αλλά χρησιμοποιούσα κινητό τηλέφωνο της εταιρείας "PANAFON". Επί πλέον δεν γνωρίζω κάποιο άτομο με το όνομα Δ1". Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι ο αιτών είχε προβάλει και κατά την, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, απολογία του, τον ως άνω ισχυρισμό, που κρίθηκε αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 152199/7-12-2004 απόφαση του Δ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκύπτει ότι, με την ως άνω απόφαση, καταδικάστηκαν, ερήμην, για παράβαση του Α.Ν 690/1945, οι φερόμενοι ως εργοδότες του αιτούντος, Β1 και Β2, σε φυλάκιση 3 μηνών ο καθένας και ειδικότερα για το ότι απασχόλησαν τον ήδη αιτούντα στην επιχείρηση καθαρισμού κτιρίων, που αυτοί διατηρούσαν, ως εργάτη, για το χρονικό διάστημα από 7-1-1999 έως 13-5-1999, χωρίς να καταβάλουν σ' αυτό τις δεδουλευμένες αποδοχές και διάφορα άλλα επιδόματα που του αναλογούσαν από τη σχέση εργασίας, που αυτός είχε μαζί τους. Για τα επικαλούμενα από τον αιτούντα ως άνω στοιχεία, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: 'Οσον αφορά την από 16-6-2006 ένορκη κατάθεση του Ζ1, ενώπιον της αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Καλλιόπης Θεολογίτου, από το περιεχόμενό της, προκύπτει ότι όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του αιτούντος, σύμφωνα με τον οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε χρησιδανείσει στον ως άνω μάρτυρα, το με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ μισθωμένο από τον ίδιο αυτοκίνητο, αλλά ουδέποτε αυτός (Ζ1) χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο όχημα και πολύ περισσότερο κατά τον κρίσιμο χρόνο. Αντίθετα, ο παραπάνω μάρτυρας, σύμφωνα με την ως άνω κατάθεσή του, επιρρίπτει στον αιτούντα την ευθύνη για την εμπλοκή του, από το γεγονός ότι οι Αλβανοί, με τους οποίους ο αιτών μετέφερε τις ναρκωτικές ουσίες, ήταν πρόσωπα γνωστά σε αυτόν (μάρτυρα) και από τον οποίο, ο αιτών γνώρισε τους Αλβανούς, διαψεύδοντας με τον τρόπο αυτό, σε κάθε περίπτωση τους ισχυρισμούς του αιτούντος. Επιπρόσθετα, η επίκληση και προσκομιδή από τον ίδιο τον αιτούντα της προμνησθείσας καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν δημιουργεί, σε βαθμό βεβαιότητας, απόδειξη περί του ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (17-1-1999), αυτός (αιτών) δεν μπορούσε να βρισκόταν στον τόπο που τελέστηκαν οι συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, από μόνο το γεγονός που αυτός επικαλείται, ότι, από 7-1-1999 έως 13-5-1999, προσέφερε τις υπηρεσίες του συνεχώς στους εργοδότες του και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να ευρίσκεται καθ' οδόν προς .......ή αντιστρόφως. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί σε σχέση με το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτ...... έγγραφο του Κ.Λ.Πάτρας, προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, με το οποίο βεβαιώνεται ότι, κατά την 17-1-1999 (ημέρα τελέσεως των αδικημάτων), το ...... πραγματοποίησε τα παρακάτω δρομολόγια από ..... προς ..... κατά τις ώρες 07.15, 08.45, 10.15, 11.45, 13.15 και 14.45 και συνεπώς, κατά τον αιτούντα, δεν ήταν πρόσφορη και εφικτή η μετακίνησή του, λόγω της εργασιακής του σχέσεως, ως εργάτη καθαρισμού, ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε σχετικό ισχυρισμό και κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως, ο οποίος, όμως κρίθηκε αβάσιμος. Περαιτέρω, οι προβαλλόμενοι με το υπόμνημά του ισχυρισμοί του ίδιου, περί του ότι δεν έχει οποιαδήποτε ανάμειξη στις πράξεις, για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, και προς υποστήριξη των οποίων επικαλείται: α) την από ..... έκθεση εξετάσεως του συγκατηγορούμενού του Χ2, β) σειρά καταστάσεων εξερχομένων κλήσεων κινητής τηλεφωνίας, γ) σειρά τιμολογίων, δ) σειρά καταδικαστικών αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων σε βάρος του ......, είχαν υποβληθεί κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία και κρίθηκαν αβάσιμοι, αυτά δε καθ'εαυτά τα στοιχεία, όχι μόνο δεν αποτελούν νεότερα στοιχεία, τα οποία να μην είχαν τεθεί υπό την κρίση του, τουναντίον προκύπτει ότι όλα τα στοιχεία αυτά, είχαν τεθεί υπό την κρίση του. Κατά συνέπεια, από τα επικαλούμενα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι, από αυτά, εκτιμώμενα, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τα προσκομισθέντα προηγουμένως στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την περατώσασα την ποινική διαδικασία ως άνω αμετάκλητη απόφαση, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των προαναφερόμενων αξιοποίνων πράξεων ή ότι αυτός καταδικάσθηκε άδικα. Πράγματι, αξιολογώντας το Δικαστήριο τούτο τα προσκομισθέντα έγγραφα, ως προς τα οποία καθ' ολοκληρία αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, κρίνει ότι αυτά, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τις καταθέσεις του συνόλου των μαρτύρων κατηγορίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, από τα οποία να γίνεται φανερό, ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε. Άλλωστε, δεν προσκομίσθηκαν άλλα στοιχεία, διευκρινιστικά ή τροποποιητικά εκείνων, που είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Τέλος, δεν συντρέχει λόγος άρσεως του απορρήτου της παροχής ...... κινητής τηλεφωνίας, η αντίστοιχη συσκευή της οποίας ανευρέθηκε στο αυτοκίνητο με το οποίο μεταφέρονταν οι ναρκωτικές ουσίες, όπως ζητεί ο αιτών. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-2-2006 αίτηση του Χ1, κρατουμένου των δικαστικών φυλακών Χαλκίδας, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμό 128-129/28-3-2002 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας με την επίκληση νεότερων στοιχείων. Τα επικαλούμενα και φερόμενα ως νέα στοιχεία δεν θεωρούνται νέα και είχαν τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου. Απορρίπτει την αίτηση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 646/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βούτα και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σιάμο, για αναίρεση της 1335/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αναστασία Δούκα.. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2 Μαρτίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 607/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Οι κρινόμενες από 2/3/2007 και 2/3/2007 αιτήσεις-δηλώσεις αναιρέσεως ( με αριθμό πρωτ. 1972/5-3-2007 και 1892/2-3-2007, αντίστοιχα) των 1) Χ1 και 2) Χ2, κατά της 1335/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Επίσης, από το συνδυασμό των αυτών διατάξεων των παρ.1 και 2 του άρθρου 216 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος , που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο (ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, δεν αρκεί), περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει κατά τον αυτόν τρόπο, όπως και ο πλαστογράφος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, απαιτούνται. α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον, δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή του συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι έγκλημα διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, ή οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β. του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως . Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ, προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμα του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις, είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Επίσης λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα , και ορισμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1335/2006 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 είναι φαρμακοποιός και διατηρεί φαρμακείο στον ...., επί της οδού ....... Με την ως άνω ιδιότητά του, είχε καταρτίσει σύμβαση με το εδρεύον στον Πειραιά ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ" βάσει της οποίας εκτελούσε συνταγές φαρμάκων που είχαν συνταγογραφήσει είτε ιατροί του ως άνω Ταμείου είτε άλλοι ιατροί συμβεβλημένοι με αυτό, στη συνέχεια δε εισέπραττε ως αμοιβή το αναλογούν εκάστοτε, σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ποσό. Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2 εργαζόταν ως υπάλληλος στο ως άνω Ταμείο και απασχολήθηκε, εκτός των άλλων υπηρεσιών και στο τμήμα ανανεώσεως βιβλιαρίων ασθενείας και αντικαταστάσεως συνταγολογίων των ασφαλισμένων. Κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2001, διενεργήθηκε από τον "ΟΙΚΟ ΝΑΥΤΟΥ" ο συνήθης έλεγχος στις υποβληθείσες από τον πρώτο κατηγορούμενο φαρμακοποιό Χ1 συνταγές και τότε διαπιστώθηκε για πρώτη φορά από την Προϊσταμένη της Φαρμακευτικής Υπηρεσίας του Οίκου Ναύτου ...... ότι ο ανωτέρω είχε εκτελέσει πλαστές συνταγές φαρμάκων, παριστάνοντας ότι δήθεν ασφαλισμένοι του Οίκου αυτού είχαν αγοράσει φάρμακα απ'αυτόν και ειδικότερα παρατηρήθηκε από την ως άνω Προϊσταμένη ότι κάποιες συνταγές, οι οποίες εφέρονταν να είχαν συνταχθεί από τον ίδιο ιατρό, είχαν διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, διαφορετικές σφραγίδες αυτού (ιατρού) αλλά παρατηρήθηκαν και άλλες ύποπτες ενδείξεις. Έτσι άρχισε ο δειγματοληπτικός έλεγχος στα αρχεία των ασφαλισμένων στον Οίκο Ναύτου και ειδικότερα διενεργήθηκε ενδελεχής έλεγχος στις συνταγές που είχε εκτελέσει ο πρώτος κατηγορούμενος εντός της χρονικής περιόδου από το έτος 1999 μέχρι τον Αύγουστο 2001. Από τον έλεγχο αυτό, που διενεργήθηκε νομίμως, προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, κατάρτισε πλαστές συνταγές με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως έκανε χρήση των συνταγών αυτών, ενώ περαιτέρω χρησιμοποίησε εν γνώσει του πλαστά συνταγολόγια παραδίδοντάς τα προς συνταγογράφηση σε διάφορους ιατρούς του Οίκου Ναύτου με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτών τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι τα συνταγολόγια ήταν γνήσια. Επίσης προέκυψε από τον ως άνω έλεγχο ότι υπήρχε άτομο το οποίο εκινείτο με άνεση μέσα στον Οίκο Ναύτου και προσεκόμιζε πολλά βιβλιάρια στο φαρμακείο του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου να αναγραφούν σ'αυτά συνταγές. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται περαιτέρω τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν υπάλληλος του Οίκου Ναύτου και είχε άνετη πρόσβαση σε ασυμπλήρωτα έντυπα συνταγολόγια του Οίκου Ναύτου, στις ....., ....., ....., ...., ....., ....., ....., ....., ...., .... και ......, κατάρτισε εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα και συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας ασυμπλήρωτα έντυπα συνταγολόγια του Ο.Ν., κατάρτισε τα υπ'αριθ. ....., ....., ....., ....., ....., ......, ......., ......, ......, ...... και ...... συνταγολόγια στο όνομα των Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5, Γ6, Γ7, Γ8, Γ9, Γ10 και Γ11, αντίστοιχα, συμπληρώνοντας στην εμπρόσθια όψη αυτών όλα τα απαιτούμενα για την έγκυρη έκδοσή των στοιχεία (ονοματεπώνυμο, αριθμό μητρώου ασφαλισμένου κλπ) με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου, στους οποίους αργότερα προσκομίστηκαν, σχετικά με το γεγονός ότι αυτά είχαν εκδοθεί νόμιμα από τον Οίκο Ναύτου για τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Στη συνέχεια, η δεύτερη κατηγορουμένη παράδωσε τα ως άνω πλαστά συνταγολόγια, τα οποία αυθαιρέτως και παρανόμως κατάρτισε η ίδια, στον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 με τον οποίο είχε φιλική σχέση τόσο αυτή όσον και η μητέρα της Δ1, με το σκοπό να τα χρησιμοποιήσει αυτός παρανόμως για την έκδοση πλαστών συνταγών. Έτσι, η δεύτερη κατηγορουμένη, στον Πειραιά, στους προαναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως έκανε χρήση αυτών. Επίσης η ίδια (δεύτερη κατηγορουμένη) κατά το μήνα Νοέμβριο 2000 και πάλι λόγω της ευχέρειας που είχε να κινείται εντός των γραφείων του Οίκου Ναύτου στον Πειραιά, παρανόμως και εκ προθέσεως ενεργώντας, αφού πρώτα ανεύρε τα γνήσια συνταγολόγια, που είχε εκδώσει ο Οίκος Ναύτου, της Γ12 και των τέκνων της Γ13 και Γ14, τα οποία αυτή είχε ξεχάσει στο κτίριο του Οίκου Ναύτου, δηλαδή τα υπ'αριθμ. ....., ..... και ..... συνταγολόγια της ίδιας και των ανωτέρω τέκνων της, αντιστοίχως, αφαίρεσε αυτά από την κατοχή της Γ12, ασφαλισμένης του Οίκου Ναύτου, με σκοπό να βλάψει τον τελευταίο, αφού τα παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο φαρμακοποιό, στον οποίο είχε παραδώσει και τα πλαστά συνταγολόγια που, όπως προαναφέρθηκε, η ίδια είχε αυτοβούλως καταρτίσει, για να εκδώσει συνταγές φαρμάκων, ο οποίος και πράγματι εξέδωσε πλαστές συνταγές φαρμάκων χρησιμοποιώντας τα ως άνω συνταγολόγια εν αγνοία των δικαιούχων τους και, στη συνέχεια, για την είσπραξη από τον Οίκο Ναύτου των σ'αυτές (συνταγές) αναγραφομένων ποσών. Έτσι, η δεύτερη κατηγορουμένη, στον Πειραιά, το μήνα Νοέμβριο του έτους 2000, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να βλάψει άλλον, απέκρυψε έγγραφα των οποίων δεν ήταν κυρία. Ο πρώτος κατηγορούμενος στον Πειραιά, ενεργών με την ιδιότητά του ως φαρμακοποιός, στους αμέσως παρακάτω αναφερομένους χρόνους έκδοσης των συνταγών με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως, εντός του χρονικού διαστήματος από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002, στον Πειραιά, έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος κατάρτισε παρανόμως και εν αγνοία των δικαιούχων τις παρακάτω συνταγές, θέτοντας στην πίσω όψη κάθε συνταγής και κατά τον αντίστοιχο χρόνο και στη θέση της υπογραφής του ασφαλισμένου, κατ'απομίμηση την υπογραφή του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, εν αγνοία και παρά τη θέληση τούτου, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου, σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες συνταγές είχαν εκδοθεί νόμιμα, δηλαδή για άτομα που είχαν επισκεφθεί τον εκδόσαντα αυτές θεράποντα ιατρό, είχαν υποβληθεί σε εξέταση και είχαν παραλάβει κανονικά τα φάρμακα τους από το φαρμακείο του, ακολούθως δε, από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002, χρησιμοποίησε τις πλαστές αυτές, υποβάλλοντας αυτές στους παρακάτω ειδικότερους χρόνους στον Οίκο Ναύτου για την είσπραξη της αξίας των αναγραφομένων επ'αυτών φαρμάκων. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τρόπο και με τον παραπάνω σκοπό, κατάρτισε τις ακόλουθες συνταγές: (ακολουθεί λεπτομερής αναφορά, κατά αύξοντα αριθμό και ημερομηνία, των πλαστών συνταγών, φερομένων ότι προέρχονταν από τα αναφερόμενα στην απόφαση συνταγολογίων, στα ονόματα των Γ15, Γ7, Γ4, Γ5, Γ8, Γ2, Γ3, Γ1, Γ16, Γ10, Γ17, Γ11 και Γ9) , όλα δε τα προαναφερόμενα συνταγολόγια, από τα οποία προέρχονται οι ως άνω συνταγές, είναι πλαστά και είχαν καταρτισθεί από τη δεύτερη κατηγορουμένη αυτοβούλως και παρανόμως, με τη χρησιμοποίηση εντύπων από ασυμπλήρωτα συνταγολόγια του Οίκου Ναύτου και τη συμπλήρωση στην εμπρόσθια όψη τους όλων των απαιτουμένων για την έγκυρη έκδοσή τους στοιχείων, γεγονός που αυτός (πρώτος κατηγορούμενος) εγνώριζε, ακολούθως δε χρησιμοποίησε τις πλαστές αυτές συνταγές, υποβάλλοντας αυτές μαζί με τα αντίστοιχα τιμολόγια στον Οίκο Ναύτου, μέσα στο χρονικό διάστημα από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002 και συγκεκριμένα υπέβαλε αυτές στις ...., ...., ...., ...., ....., ....., ....., ....., ....., ....., ...., ...., ....., ....., ....., ....., ......, ....., ....., ...., ....., ....., ....., ......, ......, ....., ......., ......, ....., ....., ...... και ......, για την είσπραξη της αξίας των αναγραφομένων επ'αυτών φαρμάκων (περιπτώσεις Γ15, το ποσό των 76.641 δραχμών ή 224,92 ευρώ,Γ7 213.908 δραχμές ή 627,70 ευρώ, Γ5 118.935 δραχμές ή 349,04 ευρώ, Γ4 174.220 δραχμές ή 511,28 ευρώ, Γ6 200.117 δραχμές ή 587,28 ευρώ, Γ9 43.522 δραχμές ή 127,72 ευρώ, Γ2 1.039.517 δραχμές ή 3.050,67 ευρώ, Γ3 994.276 δραχμές ή 2.917,83 ευρώ, Γ1 951.276 δραχμές ή 2791,71 ευρώ, Γ16 99.536 δραχμές ή 292,11 ευρώ, Γ10 104.362 δραχμές ή 292, 11 ευρώ, Γ10 104.362 δραχμές ή 306,27 ευρώ, Γ17 136.050 δραχμές ή 399,27 ευρώ, Γ11 33.027 δραχμές ή 96,92 ευρώ), περαιτέρω δε κατάρτισε και τις υπ'αριθμ. ...., ........ ..... συνταγές από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της οικογένειας Γ12,Γ13,Γ14 υπ'αριθμ......, ..... και ..... συνταγές από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της ίδιας οικογένειας, υπ'αριθμ. .... συνταγή από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της ίδιας οικογένειας, υπ'αριθ. ......, ....., ......, ......., ......, ......., ....., ......, ......, ......., ......, ......., ......, ......, ......, ......., ......., ......., ......., ......., ......., ........, ......., ......., ......, ......., ......., ......, ......., ........, ......., και ...... συνταγές από το υπ'αριθμ. ...... συνταγολόγιο της Γ18, υπ'αριθμ. ..... συνταγή από το υπ'αριθμ. .... συνταγολόγιο της ίδιας, υπ'αριθμ. ..... από το υπ'αριθμ. .... συνταγολόγιο της Γ19, υπ'αριθμ. ....., ..... και ..... συνταγές από το υπ'αριθμ. .... συνταγολόγιο της ίδιας και υπ'αριθμ. ....., ......, ....... συνταγές από το υπ'αριθμ. ..... συνταγολόγιο της Γ20, θέτοντας επίσης στην πίσω όψη κάθε συνταγής και στη θέση της υπογραφής του ασφαλισμένου κατ'απομίμηση την υπογραφή του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, εν αγνοία του, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες συνταγές είχαν εκδοθεί νόμιμα, δηλαδή για άτομα που είχαν επισκεφθεί τον εκδόσαντα αυτές θεράποντα ιατρό, είχαν υποβληθεί σε εξέταση και είχαν παραλάβει κανονικά τα φάρμακά τους από το φαρμακείο του, τα δε αμέσως παραπάνω αναφερόμενα συνταγολόγια (οικογένειας Γ12,Γ13,Γ14, Γ18, Γ19 και Γ20) είναι γνήσια, ακολούθως δε χρησιμοποίησε και τις πλαστές αυτές συνταγές, υποβάλλοντας αυτές μαζί με τα αντίστοιχα τιμολόγια στον Οίκο Ναύτου, εντός του χρονικού διαστήματος από 4-5-1999 μέχρι 7-1-2002 και συγκεκριμένα υπέβαλε αυτές στις ....., ....., ....., ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ....., ......, ......, ....., ......, ......, ....... για την είσπραξη της αξίας των αναγραφομένων επ'αυτών φαρμάκων (περιπτώσεις: οικογένειας Γ12,Γ13,Γ14 83.624 δραχμές ή 245,41 ευρώ, Γ18 694.654 δραχμές ή 2.038,60 ευρώ, Γ19 53.584 δραχμές ή 157,25 ευρώ και Γ20 89.711 δραχμές ή 263,28 ευρώ). Σε όλα τα παραπάνω συνταγολόγια (πλαστά και γνήσια), επί των οποίων οι πλαστές ως άνω συνταγές, οι σχετικές επ'αυτών συνταγογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν για άτομα που δεν επισκέφθηκαν το ιατρείο του υπογράψαντος αυτές θεράποντος ιατρού και δεν είχαν υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, ο δε πρώτος κατηγορούμενος δεν είχε παραδώσει τα αναγραφόμενα φάρμακα σε καθέναν απ'αυτούς. Οι στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου εξετασθέντες ενόρκως μάρτυρες Γ3 και Γ2, αλλά και οι στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετασθέντες μάρτυρες ενόρκως Γ6, ....., Γ12, Γ16, Γ11, Γ21 κατέθεσαν ότι δεν έχουν επισκεφθεί αυτοί ή οι ασφαλισμένοι στο όνομα των οποίων έχουν εκδοθεί οι εν λόγω συνταγές το φαρμακείο του πρώτου κατηγορουμένου, δεν έπασχαν από τις αναγραφείσες ασθένειες, δεν έλαβαν τα αναγραφόμενα φάρμακα και δεν έχουν υπογράψει οι ασφαλισμένοι στον Οίκο Ναύτου στα προαναφερθέντα έγγραφα. Ήδη και πριν την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο πρώτος κατηγορούμενος αποζημίωσε πλήρως το νομικό πρόσωπο του Οίκου Ναύτου για τη ζημία που υπέστη συνεπεία της απάτης που διέπραξε εις βάρος του αυτός με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με την προσκόμιση σ'αυτόν (Οίκο Ναύτου) των ως άνω πλαστών συνταγών προς είσπραξη, η οποία και έλαβε χώρα, λόγος για τον οποίο και απηλλάγησαν και οι δύο κατηγορούμενοι με την εκκαλουμένη υπ'άριθμ. ΑΤ 7303/2005 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς της αποδιδόμενης σ'αυτούς κατηγορίας, αντιστοίχως, της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' εξακολούθηση και της απλής συνέργειας σ'αυτήν. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, χρησιμοποίησε εν γνώσει του πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, στους χρόνους έκδοσης των συνταγών των πλαστών συνταγολογίων που προαναφέρθηκαν, χρησιμοποίησε τα συνταγολόγια αυτά, την πλαστότητα των οποίων γνώριζε, παραδίδοντας αυτά προς συνταγογράφηση σε διάφορους ιατρούς του Οίκου Ναύτου μεταξύ των οποίων και ο ......... και στους ιδιώτες ιατρούς συμβεβλημένους με τον Οίκο Ναύτου ...... και ....... και υπογράφοντας και ο ίδιος στη συνέχεια επί των εκδοθεισών συνταγών, θέτοντας και την επαγγελματική του σφραγίδα. Είχε δε σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτών τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι τα συνταγολόγια ήσαν γνήσια και χρησιμοποιούνταν για την χορήγηση φαρμάκων από τα αναφερόμενα σ'αυτά πρόσωπα. Πρέπει, επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδομένων σ'αυτόν αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ' εξακολούθηση και η δεύτερη κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη των αποδιδομένων σ'αυτή κατηγοριών της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και, κατ'επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ένοχη υπεξαγωγής εγγράφου κατ'εξακολούθηση" . Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, τον μεν πρώτο , για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και χρήση πλαστών, κατ' εξακολούθηση ,την δεύτερη δε αυτών για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και υπεξαγωγή εγγράφου, κατ' εξακολούθηση, πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα, 26 παρ.1α, 27, παρ.1, 84 παρ.2α, 94, 98, 216 παρ.1, 2 και 222 ΠΚ και επέβαλε στον πρώτο συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε μηνών και στην δεύτερη δέκα τεσσάρων μηνών , την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. ΙΙ. Ειδικότερα ως προς τον πρώτον αναιρεσείοντα: Η αιτίαση αυτού, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται ότι κατάρτισε πλαστές συνταγές, χωρίς να εξηγεί σε τι συνίσταται η από μέρους του κατάρτιση των συνταγών, είναι αβάσιμη Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που συμπληρώνεται από το διατακτικό, με σαφήνεια και πληρότητα αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κατάρτισε παρανόμως και εν αγνοία των δικαιούχων τις αναφερόμενες στην απόφαση συνταγές, "θέτοντας στην πίσω όψη κάθε συνταγής και κατά τον αντίστοιχο χρόνο και στη θέση της υπογραφής του ασφαλισμένου κατ'απομίμηση την υπογραφή του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, εν αγνοία και παρά τη θέληση τούτου...." και όχι ότι συμπλήρωσε και την εμπρόσθια όψη αυτής. Η περαιτέρω αναφορά στην απόφαση, ότι, με την πιο πάνω ενέργειά του, ο αναιρεσείων είχε σκοπό "να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου σχετικά με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες συνταγές είχαν εκδοθεί νόμιμα....", είναι σύμφωνη με την παραδοχή της απόφασης ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι οι συνταγές αυτές προέρχονταν από πλαστά συνταγολόγια και έτσι με το να θέσει στην πίσω όψη της συνταγής την υπογραφή του, κατ'απομίμηση της υπογραφής του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων ασφαλισμένου, παραπλανούσε τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οίκου Ναύτου ότι οι υπογράφοντες είχαν επισκεφθεί τον εκδόσαντα αυτές θεράποντα ιατρό, είχαν υποβληθεί σε εξέταση και είχαν παραλάβει κανονικά τα φάρμακά τους από το φαρμακείο του. Κατά τις σαφείς δε παραδοχές της απόφασης, "παραλήπτης" των φαρμάκων ήταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί στο πίσω μέρος της συνταγής όνομα διαφορετικό από το δικό του. Όλες δε οι λοιπές περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ως προς τις πιο πάνω παραδοχές της απόφασης, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μεταξύ αυτών είναι και οι αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος ότι 1) Η προσβαλλομένη δεν αιτιολογεί ειδικώς και εμπεριστατωμένα από ποια αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα, μάρτυρες ή άλλα, προκύπτει ότι ήταν αυτός που έθετε στην οπίσθια όψη των συνταγών την υπογραφή του εκάστοτε φερομένου παραλήπτη των φαρμάκων, ενώ, από τα αποδεικτικά μέσα που αυτός αναφέρει, αποδεικνύεται η βασιμότητα των περί της αθωότητας αυτού ισχυρισμών του 2) Οτι η αιτιολογία της απόφασης, ότι η ενοχή του προκύπτει και από τις καταθέσεις των αναφερομένων σε αυτήν μαρτύρων, ασφαλισμένων στον Οίκο Ναύτου, στις οποίες καταθέτουν, ότι δεν έχουν επισκεφτεί αυτοί ή οι ασφαλισμένοι, στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί οι εν λόγω συνταγές, το φαρμακείο του, δεν έπασχαν από τις αναγραφείσες ασθένειες, δεν έλαβαν τα αναγραφέντα φάρμακα και δεν έχουν υπογράψει στα προαναφερθέντα έγγραφα, είναι ελλιπείς, διότι οι ανωτέρω μάρτυρες δεν κατέθεσαν ότι αυτός τελούσε σε γνώση της πλαστότητας των προσκομιζομένων σε αυτόν, όπως ισχυρίζεται, από την συγκατηγορουμένη του Χ2, συνταγολογίων, ενώ η εξ αυτών μάρτυρας Γ21 δεν έχει καμία σχέση με όσα υποστηρίζει η προσβαλλομένη ότι κατέθεσε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις,είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις παραδοχές της, ότι ο πρώτος αναιρεσείων είχε φιλική σχέση με την συγκατηγορουμένη του και γνώριζε, συνεπώς, ότι αυτή είχε συμπληρώσει την εμπρόσθια όψη των συνταγολογίων, ότι ο ίδιος φερόταν να εκτελεί συνταγές προσώπων που βεβαίωσαν στο Δικαστήριο ότι ουδέποτε τον επισκέφθηκαν και, κυρίως, ότι αυτός ήταν που κατάρτισε με τον πιο πάνω τρόπο τα πλαστά έγγραφα, με πληρότητα αιτιολογεί την κρίση του ότι ο εν λόγω αναιρεσείων γνώριζε την πλαστότητα των συνταγολογίων. Επομένως, είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον τρίτο λόγο της αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου, και ειδικότερα ως προς την γνώση αυτού για την πλαστότητα των συνταγολογίων που έκανε χρήση. Περαιτέρω δε , δεν ήταν αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων από τα οποία προέκυπταν οι παραδοχές του αυτές του Δικαστηρίου, ενώ οι προβαλλόμενοι στον αυτό λόγο αναίρεσης ισχυρισμοί, ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν τα αντίθετα, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης . Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την συνδρομή του πιο πάνω υποκειμενικού στοιχείου της πράξεως της χρήσης πλαστού, κατ' εξακολουθηση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί . Εξάλλου, κατάρτιση πλαστού συνιστά και η υπογραφή στην πίσω όψη κάθε συνταγής, κάτω από την σχετική ένδειξη του φερομένου ως παραλήπτη των φαρμάκων, χωρίς αυτός να το γνωρίζει ή να έχει δώσει σχετική εντολή. Στην περίπτωση δε κατά την οποία δεν έχουν συμπληρωθεί στην πίσω όψη της συνταγής τα στοιχεία του παραλήπτη, όπως και πάνω αναφέρθηκε, εξυπακούεται ότι παραλήπτης είναι ο ίδιος ο ασφαλισμένος, τα στοιχεία του οποίου διαλαμβάνονται στην εμπρόσθια όψη της συνταγής. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του ίδιου αναιρεσείοντος, με τις διαλαμβανόμενες σε αυτόν αιτιάσεις, ότι η προσβαλλομένη έχει ερμηνεύσει εσφαλμένα τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΠΚ, θεωρώντας ότι υφίσταται κατάρτιση πλαστού στην πιο πάνω περίπτωση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τα λοιπά, όσα στον ίδιο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων εκθέτει (ως προς την μη δυνατότητα παραπλάνησης ως προς το πρόσωπο του παραλήπτη), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της πιο πάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. ΙV. Η δεύτερη αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις ότι 1) η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μνημονεύει τα αναφερόμενα στην αίτησή της αποδεικτικά μέσα (τρεις μαρτυρικές καταθέσεις), από τα οποία προέκυψαν κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, ούτε τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία οδήγησαν στη λήψη της καταδικαστικής γι' αυτήν αποφάσεως, ούτε έγινε αξιολογική συσχέτιση ή συνεκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, ενώ ουδόλως, όπως υποστηρίζει, αποδείχθηκε ότι τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχη. 2) Η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν απάντησε σε προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει στην αίτησή της, κατά την απολογία της επικαλέσθηκε και προσκόμισε δια του πληρεξουσίου της Δικηγόρου έγκλησή της κατά της Ζ1, συνεργάτη - υπαλλήλου του συγκατηγορουμένου της, η οποία κατέθεσε μεταξύ άλλων σωρεία συκοφαντιών και αναληθειών σε βάρος της , η οποία όμως (έγκληση) δεν αναφέρεται, ότι λήφθηκε υπόψη. Επιπροσθέτως δε, προβάλλει την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τον περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμό της, κατά τον οποίο, όπως κατά λέξη αναφέρει, "τελούσα εν αγνοία του ποινικά κολάσιμου και άδικου χαρακτήρα των πράξεών μου, της εξυπηρέτησης δηλαδή, που έκανα σε ορισμένα υπερήλικα συγγενικά μου πρόσωπα για τη συνταγογράφηση διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων. ...." . 3) Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε χωρίς καμία αιτιολογία, ότι η αναιρεσείουσα - τέλεσε την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων (των συνταγολογίων της ασφαλιζόμενης Γ12 και των τέκνων της Γ13 και Γ14,) γεγονός το οποίο , όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, δεν αποδείχθηκε από την ακροαματική διαδικασία ούτε αιτιολογεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίο ήχθη στο εν λόγω συμπέρασμα, και δεν μνημονεύει τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται τα πραγματικά περιστατικά, που γίνονται αντίστοιχα δεκτά, και δεν αξιολογούνται όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. Οι αιτιάσεις αυτές της αναιρεσείουσας, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις αναφερόμενες από αυτήν καταθέσεις μαρτύρων, αλλά και το έγγραφο της έγκλησής της κατά της Ζ1, από τα οποία προκύπτει, όπως υποστηρίζει, η βασιμότητα των ισχυρισμών της και, επομένως, ότι ήταν αθώα των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά και ,συνεπώς, και οι καταθέσεις των μαρτύρων που αναφέρει η αναιρεσείουσα και το έγγραφο που επικαλείται. Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, όπως και πιο πάνω αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ενώ η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα ουδένα σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως έννοια, προέβαλε. Ειδικότερα, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό η επίκληση αποδεικτικών μέσων, κατά την απολογία της αναιρεσείουσας, που αποδεικνύουν, κατ' αυτήν, υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της, Eξάλλου, η αναιρεσείουσα, κατά την απολογία της ενώπιον του Εφετείου, δέχθηκε ότι πήγαινε στο φαρμακείο του συγκατηγορουμένου της συνταγολόγια μόνο των συγγενικών της προσώπων ( ......, ......, ......, .......), τους οποίους εξυπηρετούσε, χωρίς όμως να και να δέχεται ότι πλαστογραφούσε τα συνταγολόγια αυτά και χωρίς, άλλωστε, τα συνταγολόγια αυτών των προσώπων να αφορούν την παρούσα υπόθεση. Σε σχέση με την αποδιδόμενη σε αυτήν πράξη της πλαστογραφίας, η αναιρεσείουσα, κατά την απολογία της, δέχεται μόνο τα εξής "Έχω γράψει 4 συνταγές σε ανήμπορους ασφαλισμένους. Ο γιατρός μου έλεγε και εγώ τα έγραφα. Ο γιατρός τα υπόγραψε. Υπήρχε φόρτος εργασίας. Εγώ είχα άγνοια...". Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της κατηγορίας και όχι περί πλάνης αυτοτελή ισχυρισμό, στον οποίο το Εφετείο όφειλε να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου, ο αναφερόμενος στην αίτηση πιο πάνω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, ότι τελούσε εν αγνοία του ποινικά κολάσιμου και άδικου χαρακτήρα των πράξεων της, ως ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης εκτιμώμενος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, διότι, δεν περιείχε τα απαιτούμενα περιστατικά για τη θεμελίωσή του και ειδικότερα δεν περιείχε γεγονότα που θα καθιστούσαν συγγνωστή την αναφερόμενη άγνοιά της, ουδόλως προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, της συνεκδικαζόμενης αιτήσεως της αναιρεσείουσας Χ2, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως και ως προς την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών της, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και εκ τούτου απορριπτέος. Η ίδια αναιρεσείουσα προβάλλει ως λόγο αναίρεσης και το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει με βάση ποιες διατάξεις του Νόμου γίνεται αποδεκτή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο η δια πληρεξουσίου εκπροσώπηση της ασθενούσας τις πρώτες δύο ημέρες της εκδίκασης κατηγορουμένης και ακολούθως, δέχεται την αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτής και την ενώπιον αυτού απολογία της. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού δεν υπάγεται σε κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, πέρα από το ότι η αναιρεσείουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προτείνει ότι εσφαλμένα αρχικά της επετράπη να παραστεί δια πληρεξουσίου και ακολούθως της επετράπη να παραστεί και αυτοπρόσωπως και να απολογηθεί. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμες, οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος στους αναιρεσείοντες (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ, 183, 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 2/3/2007 και 2/3/2007 αιτήσεις- δηλώσεις αναιρέσεως ( με αριθμό πρωτ. 1972/5-3-2007 και 1892/2-3-2007, αντίστοιχα) των 1) Χ1 και 2) Χ2, κατά της 1335/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων ) Πειραιώς, Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αναιρέσεων. Πλαστογραφία (πλαστές συνταγές - συνταγολόγια Οίκου Ναύτου σε βαθμό πλημμελήματος). Υπεξαγωγή εγγράφων. Χρήση πλαστού από τρίτο και από τον πλαστογράφο. Στοιχεία αδικήματος. Αιτιολογία. Δεν απαιτείται ειδική αναφορά αποδεικτικών μέσων, αρκεί η κατ’ είδος. Η εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Ισχυρισμός περί πραγματικής και νομικής πλάνης. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πλάνη νομική και πραγματική, Υπεξαγωγή εγγράφων, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 645/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Φαφούτη, περί αναιρέσεως της 1306/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 853/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. H απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή συστατικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1306/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν για τις άδικες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη, πρώην σύζυγος του εγκαλούντος Ψ1, μετά την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου τους, ανέλαβε την επιμέλεια της ανήλικης κόρης τους. Στις 3-10-2001 ο εγκαλών μετέβη στην οικία της κατηγορουμένης στην οδό .....στην ......., προκειμένου να παραλάβει το παιδί τους, σύμφωνα με όσα καθορίσθηκαν μεταξύ τους σχετικά με την επικοινωνία του με αυτό. Η κατηγορουμένη, που βρισκόταν στη βεράντα του διαμερίσματός της, στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας, άρχισε να φωνάζει, χωρίς κανένα λόγο, ενώπιον διερχομένων περιοίκων, ότι το παιδί δεν είναι δικό του και ότι είναι βίαιος και κακός, ενώ γνώριζε ότι τα ανωτέρω δεν ήσαν αληθή, έπραξε όμως αυτό προκειμένου να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Στις 17-10-2001, όταν ο εγκαλών μετέβη πάλι για να παραλάβει την ανήλικη κόρη του, αυτή του φώναζε ενώπιον των περιοίκων ότι δεν της είχε καταβάλει τη διατροφή του μηνός Οκτωβρίου, ενώ τούτο ήταν ψευδές, αφού, όπως προκύπτει από τις δύο αποδείξεις που προσκόμισε ο εγκαλών, ποσόν 50.000 δραχμών με ημερομηνίες .... και ....., τις οποίες υπέγραψε η κατηγορουμένη, η διατροφή του Οκτωβρίου 2001 είχε καταβληθεί, καθόσον δεν είναι δυνατόν να έχει καταβληθεί για τον ίδιο μήνα η διατροφή δύο φορές. Σημειωτέον, ότι, στις 3-10-2001, όταν πήγε ο εγκαλών να παραλάβει το παιδί του και να της καταβάλει τη διατροφή, είχε λησμονήσει το μπλοκ αποδείξεων, οπότε συντάχθηκε πρόχειρη απόδειξη, στην οποία η κατηγορουμένη επίτηδες ανέγραψε ως χρονολογία 2000 αντί του ορθού 2001. Τους παραπάνω ψευδείς ισχυρισμούς της τελευταίας αντελήφθηκε άγνωστος αριθμός περιοίκων, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, την ίδια ημέρα (17-10-2001), η κατηγορουμένη, ενεργώντας με πρόθεση, έσυρε με δύναμη αιχμηρό αντικείμενο και ειδικότερα κλειδί, στο αμάξωμα του Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου του εγκαλούντος, προκαλώντας βλάβες στο χρωματισμό του. Τούτο μάλιστα αντελήφθηκε και ο εξετασθείς μάρτυς ........ και η σύζυγός του, οι οποίοι, από τη βεράντα του διαμερίσματός τους, άκουσαν την κατηγορουμένη να φωνάζει ότι ο εγκαλών, τον οποίο φιλοξενούσαν είναι "άρρωστος και αδελφή". Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, στην οποία αναφέρονται οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της φθορά ξένης ιδιοκτησίας, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Σε σχέση με τον ειδικότερο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλόμενη δεν διευκρινίζει εάν η φθορά που προξένησε η κατηγορουμένη στο αυτοκίνητο του εγκαλούντος, ήταν ευτελούς αξίας ή ελαφρά, αυτός είναι αβάσιμος, διότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ. και όχι για παράβαση της παρ. 2 του ως άνω άρθρου, οπότε θα ήταν αναγκαία η ως άνω διευκρίνιση, σημειουμένου και του γεγονότος ότι δεν προβλήθηκε στο Εφετείο σχετικός ισχυρισμός από την πλευρά της αναιρεσείουσας, ώστε να απαιτείται αιτιολογημένη απάντηση επ' αυτού. Συνεπώς, οι εκ του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.- ΙΙ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρ. 329,331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιό πάνω αρ. 358 του Κ.Π.Δ. απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, για να καταλήξει στην κατά τα άνω εξανεχθείσα, περί ενοχής της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, κρίση του, αναφορικά με το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, στο οποίο σαφώς αναφέρεται ο σχετικός λόγος, με τη ρητή επισημείωση ότι απετέλεσε το κριτήριο για την, εκ του ως άνω αδικήματος, κρίση περί ενοχής της, ενόψει και του ότι, ειδικά για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, όπως προαναφέρθηκε, προβλήθηκαν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναίρεσης, έλαβε υπόψη του αμέσως και κυρίως, την από ..... έγγραφη απόδειξη πληρωμής ποσού 50.000 δραχμών, την οποία υπέγραψε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η διατροφή του μηνός Οκτωβρίου 2001 είχε καταβληθεί από τον εγκαλούντα στην κατηγορουμένη και ότι τα αντίθετα περί αυτού από την τελευταία διαδιδόμενα, ήταν ψευδή, ότι αυτή τελούσε σε γνώση της αναληθείας τους και αυτά, διαδιδόμενα ενώπιον των περιοίκων, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Μάλιστα, αναφορικά με την απόδειξη αυτή πληρωμής, στο αιτιολογικό της, εκτός των άλλων, αναφέρεται ότι η αναιρεσείουσα επίτηδες ανέγραψε ως χρονολογία το έτος 2000, αντί του ορθού 2001. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, εφ'ής η προσβαλλομένη, δεν προκύπτει ότι η ως άνω έγγραφη απόδειξη πληρωμής προσκομίσθηκε και, περαιτέρω, ότι αναγνώσθηκε, μαζί με τα άλλα έγγραφα που αναφέρονται στα ως άνω πρακτικά με συνέπεια να στερηθεί η αναιρεσείουσα του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με όσα αναγράφονται στην ως άνω έγγραφη απόδειξη. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα και πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης, ως ουσιαστικά βάσιμος, να αναιρεθεί, εκ τούτου, εν μέρει, η προσβαλλόμενη, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (Κ.Π.Δ. 519).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει, κατά το στο σκεπτικό αναφερόμενα, την 1306/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Συκοφαντική δυσφήμηση 2) Φθορά ξένης περιουσίας. Δεκτή αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα, ως εκ του ότι λήφθηκε υπόψη για την κρίση περί ενοχής της κατηγορουμένης έγγραφο, το οποίο δεν αναγνώσθηκε. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0