text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1169/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1578/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 401/23-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 162/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 635/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) μετά χρήσεως, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ ή 25.000.000 δραχμών (άρθρο 216 παρ. 1 και 39 Π.Κ.). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ'αριθ. 154/2007 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1327/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απερρίφθη κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, δια της προς τούτο εξουσιδοτηθείσης δικηγόρου του Θεοδώρας Πολυζώη, δικηγόρου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ ο δεύτερος της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος και 6 και 13 του ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ., αορίστως προβάλλεται διότι δεν αναφέρεται η νομική πλημμέλεια της αποφάσεως σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές αυτής. Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ'αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 501/2006 Π.Χρ ΝΖ/39, ΑΠ 1566/98 Π.Χρ. ΜΘ'/907). Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 3α Π.Κ. συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό κακουργήματος πλαστογραφίας μετά χρήσεως που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται αντικειμενικά μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλο, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, το επιδιωκόμενο συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 €) και χρήση του εγγράφου αυτού. Υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (δείτε και ΑΠ 1491/2006 Π.Χρ. ΝΖ/640). Νόθευση εγγράφου υπάρχει και όταν προκειμένου περί τραπεζικής επιταγής μεταβάλλεται το ποσό της επιταγής, ο αριθμός της επιταγής και η ημερομηνία εκδόσεως αυτής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ' σελ. 47 κ.λπ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1327/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με αναφορά και στις ορθές και νόμιμες αιτιολογίες της προτάσεως του παρ'αυτώ Εισαγγελέως, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπ' αριθμ. 3844/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, την απολογία του κατηγορουμένου προφορικά και με υπόμνημα, όλων αξιολογουμένων κατά την αρχή της ηθικής εκτιμήσεως (αρθρ. 177 ΚΠΔ), καθώς και από τη συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων αυτών, προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του και για την οποία παραπέμφθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα. Ειδικότερα, για τους ορθούς και βάσιμους λόγους που αναφέρονται στην ως άνω εισαγγελική πρόταση, στους οποίους αναφέρεται και το Συμβούλιο τούτο προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (σχ. ΑΠ 626/2005, Π. Χρ. ΝΕ 999, ΑΠ 94/2000 Ποιν. Δικ. 2000, 592), προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για το ότι στην Αθήνα στις 23.1.1995 με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος δια βλάβης τρίτου άνω των 73.000 ευρώ, έχοντας στην κατοχή του την ήδη κλαπείσα από αγνώστους δράστες στη .... υπ' αρ. .... τραπεζική επιταγή της Γερμανικής Τραπεζικής Εταιρείας COMMERZBANK, εκδόσεως της εταιρείας ........ στις 21.12.1994, σε διαταγή της εταιρείας ......., ποσού 287,50 Γερμανικών μάρκων, από πρόθεση νόθευσε αυτήν κατά το ποσόν τον αριθμόν και την ημερομηνία εκδόσεως αναγράφοντας αντί του αρχικού ποσού των 287,50 Γερμανικών μάρκων, το ποσόν των 250.000 γερμανικών μάρκων και μετατρέποντας το τελευταίο ψηφίο του αριθμού της επιταγής από "2" σε "3"; καθώς και την ημερομηνία εκδόσεως από την αρχική ημερομηνία της 21.12.1994, σε 29.12.1994, στη συνέχεια δε έκανε χρήση της πλαστής αυτής επιταγής δια της εγχειρίσεώς της στον εγκαλούντα Ψ1, προκειμένου αυτός να την εμφανίσει προς είσπραξη στο υποκατάστημα της Τραπεζικής εταιρείας INTERBANK στο Σύνταγμα, με σκοπό να παραπλανήσει δι' αυτού (εγκαλούντος) τους υπαλλήλους της άνω Τράπεζας, γεγονός όπερ και εγένετο, ήτοι μετέβη ο ως άνω εγκαλών στο άνω υποκατάστημα και εμφάνισε την επίμαχη επιταγή προκειμένου να εισπράξει για λογαριασμό του κατηγορουμένου το ποσόν των 250.000 Γερμανικών μάρκων, πλην όμως η επίδικη επιταγή δεν πληρώθηκε, γιατί έγινε αντιληπτή από την πληρώτρια Τράπεζα η πλαστογράφηση και κλοπή αυτής (επιταγής). Οι ενδείξεις αυτές δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου σύμφωνα με τους οποίους ουδέποτε αυτός παρέδωσε την επίμαχη επιταγή στον εγκαλούντα, ο οποίος μάλιστα κατά τους ισχυρισμούς του δεν εργαζόταν κατά τον επίδικο χρόνο στην επιχείρηση του, αναφερόμενος δε προς τούτο α) στην από ..... υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος με την οποία αυτός δηλώνει ότι "τα αναγραφόμενα ημερομίσθια στο μισθολόγιο είναι τα πραγματικά, διότι εργάστηκα στον εργοδότη από 24.12.1996 έως 4.1.1997" β) στην από ..... αναγγελία προσλήψεως του 'εγκαλούντος και γ) στην από ...... βεβαίωση ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος στο όνομα της Γ1 στο νυκτερινό κέντρο της οδού .... αρ. ... Και τούτο, για το λόγο ότι στις εργασιακές σχέσεις είναι σύνηθες το φαινόμενο της απασχολήσεως εργαζομένων επί αρκετό χρόνο χωρίς την αναγγελία τους στην επιθεώρηση εργασίας και ασφάλιση τους στο ΙΚΑ, ενώ εξάλλου όπως προκύπτει από το άνω αποδεικτικό υλικό, ο κατηγορούμενος είχε και άλλες επιχειρήσεις πλην της επί της οδού ..... όπως και ο ίδιος άλλωστε εκθέτει στην από 16.11.2006 ανωμοτί εξέταση του, στις οποίες όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία της δικογραφίας ο εγκαλών προσέφερε την εργασία του, υπαρχούσης συνεπώς και κατά τον επίδικο χρόνο εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου. Επομένως, αφού και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, το οποίο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες αιτιολογίες της Εισαγγελικής προτάσεως, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, που μπορούν να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, όπως ορθά δέχτηκε το εκκαλούμενο βούλευμα, που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η υπό κρίση έφεση του κατηγορουμένου περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων από το εκκαλούμενο βούλευμα πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του και να επιβληθούν τα έξοδα στον εκκαλούντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 55 του ν. 3160/2003, σε συνδ. με άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο και 596 παρ.1 ΚΠΔ και η υπ' αρ. 58553/19.6.2006/28.6.2006 κοινή Υ.Α. Οικονομίας Οικονομικών - Δικαιοσύνης ΦΕΚ 776Α) σύμφωνα με το διατακτικό. Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με επιδιωκόμενο συνολικό όφελος που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, και εντεύθεν για την κατ'ουσία απόρριψη ως αβασίμου της εφέσεως αυτού. Είναι συνεπώς αβάσιμη η αίτηση αναίρεσης αναφορικά με τον πρώτο λόγο αυτής, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ' Κ.Π.Δ.). Περαιτέρω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως αναφορικά με τον δεύτερο λόγο αυτής, λόγω της αοριστίας του λόγου της αυτού και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς---------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 162/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 15-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ.1 και 3 ΠΚ, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 α' του Ν.2408/1996 και έγινε επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, ώστε εφαρμόζεται, κατ'άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ, και για τις πράξεις που φέρονται τελεσθείσες προ της ισχύος του νόμου αυτού, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας, με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η νόθευση εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη, συνάμα δε και σκοπός αυτού όπως με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, εφόσον το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. (73.000 €). Η περαιτέρω χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτον και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση τούτου, χωρίς ν'απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ο τρίτος του εν λόγω εγγράφου ή και να παραπλανηθεί απ'αυτό. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού για κακουργηματική πλαστογραφία βουλεύματος, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ'αυτό, εκτός από τα ως άνω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1327/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση αλλά και με δικές του σκέψεις, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος πλαστογραφίας (νοθεύσεως) εγγράφου μετά χρήσεως με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, που υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ. Ακολούθως απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε το πρωτόδικο 635/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Στην εισαγγελική πρόταση που υιοθέτησε το Συμβούλιο Εφετών εκτίθενται τα εξής: "... προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ψ1 εμφανίσθηκε την 23-1-1995 στο υποκατάστημα της τράπεζας INTERBANK στο Σύνταγμα στην Αθήνα και ζήτησε να εξαργυρώσει την με αριθμό ........ επιταγή της γερμανικής τράπεζας Commerzbank έκδοσης της εταιρείας ...... με ημερομηνία έκδοσης 29-12-1994 ποσού 250.000 γερμανικών μάρκων σε διαταγή της εταιρίας ..... .Η ανωτέρω τράπεζα δεν πλήρωσε το ποσόν της επιταγής, αλλά τήρησε τη διαδικασία που τηρείται σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή άνοιξε λογαριασμό στο όνομα του μηνυτή αφού έλαβε φωτοτυπία της ταυτότητάς του, ΑΦΜ και δείγμα υπογραφής και απέστειλε το σώμα της επιταγής προς είσπραξη στην ανωτέρω γερμανική τράπεζα προκειμένου να κατατεθεί το ποσόν της επιταγής στο λογαριασμό του. Κατά τον έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι η ανωτέρω επιταγή είχε κλαπεί από άγνωστους δράστες και είχε δοθεί εντολή αρμοδίως να μην πληρωθεί και πρόσθετα είχε πλαστογραφηθεί ως προς το ποσόν, το τελευταίο ψηφίο του αριθμού της και την ημερομηνία έκδοσης. Ειδικότερα αντί του ποσού των 287,50 γερμανικών μάρκων είχε τεθεί το ποσόν των 250.000 γερμανικών μάρκων, αντί του τελευταίου ψηφίου 2 του αριθμού της είχε τεθεί το -3- και αντί της ημερομηνίας 21-12-1994 είχε τεθεί 29-12-1994 (βλ. το..... έγγραφο της Εισαγγελίας 'Ααχεν και φωτ/φα γνήσιας και πλαστής επιταγής). Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν οι υπάλληλοι της τράπεζας INTERBANK στο Σύνταγμα με το μηνυτή, τον πληροφόρησαν ότι η επιταγή δεν εισπράχθηκε και του ζήτησαν να περάσει από το υποκατάστημα, πλην αυτός εξαφανίσθηκε. 'Ετσι σχηματίσθηκε σε βάρος του μηνυτή αυτεπάγγελτα δικογραφία και ... εκδόθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το 1789/1997 βούλευμα, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το περιουσιακό όφελος... αφού εκδόθηκε σε βάρος του το... ένταλμα σύλληψης του ... Ανακριτή Αθηνών. Αμέσως μετά τη σύλληψή του ο μηνυτής ισχυρίσθηκε, όπως και με τη μήνυση που κρίνεται διατείνεται, ότι την επίδικη επιταγή... 250.000 γερμανικών μάρκων ή 38.940.500 δρχ... την παρέδωσε σ'αυτόν ο κατηγορούμενος προκειμένου να εισπράξει για λογαριασμό του το ανωτέρω ποσόν χωρίς ο ίδιος (μηνυτής) να γνωρίζει ότι είναι πλαστή και προϊόν κλοπής και κατονομάζει ως πλαστογράφο της επιταγής τον κατηγορούμενο. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του μηνυτή επιβεβαιώθηκαν και από τη μάρτυρα... κατά τη δικάσιμο της ανωτέρω υπόθεσης, την 20-12-2005 και έτσι, αφού έγιναν καθ' ολοκληρίαν δεκτοί από το δικαστήριο ... κηρύχθηκε αθώος ο μηνυτής... και διαβιβάσθηκαν κατ'άρθρο 38 ΚΠΔ αντίγραφα της δικογραφίας αρμοδίως, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη του και διατείνεται ότι ουδέποτε παρέδωσε την οποιαδήποτε επιταγή στο μηνυτή προς είσπραξη, πλην όμως οι ισχυρισμοί του αυτοί τυγχάνουν αβάσιμοι αφού δεν προκύπτουν από κανένα αξιόπιστο στοιχείο της δικογραφίας, κατ'αντίθεση με όσα προεκτέθηκαν. Κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το να δεχθεί... ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του... κατηγορουμένου... σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβη... και πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί το βούλευμα...". Στα εν λόγω εκτιθέμενα στην εισαγγελική πρόταση προσέθεσε το Συμβούλιο και τα εξής: "... ο κατηγορούμενος, έχοντας στην κατοχή του την ήδη κλαπείσα από άγνωστους δράστες στη ...... υπ'αρ ... (παρατίθενται τα ανωτέρω στοιχεία της επιταγής), από πρόθεση νόθευσε αυτήν κατά το ποσόν, τον αριθμό και την ημερομηνία εκδόσεως αναγράφοντας αντί του αρχικού ποσού... στη συνέχεια δε έκανε χρήση της πλαστής αυτής επιταγής δια της εγχειρίσεώς της στον εγκαλούντα προκειμένου αυτός να την εμφανίσει προς είσπραξη στο υποκατάστημα της INTERBANK στο Σύνταγμα, με σκοπό να παραπλανήσει δι'αυτού (εγκαλούντος) τους υπαλλήλους της άνω τράπεζας, γεγονός όπερ και έγινε, ήτοι μετέβη ο εγκαλών στο άνω υποκατάστημα και εμφάνισε την επιταγή προκειμένου να εισπράξει για λογαριασμό του κατηγορουμένου το ποσόν των 250.000 γερμανικών μάρκων, πλην όμως η επιταγή δεν πληρώθηκε γιατί έγινε αντιληπτή από την πληρώτρια τράπεζα η πλαστογράφηση και κλοπή αυτής (επιταγής). Οι ενδείξεις αυτές δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου σύμφωνα με τους οποίους ουδέποτε αυτός παρέδωσε την επίμαχη επιταγή στον εγκαλούντα, ο οποίος μάλιστα κατά τους ισχυρισμούς του δεν εργαζόταν κατά τον επίδικο χρόνο στην επιχείρησή του, αναφερόμενος δε προς τούτο α) στην από .... υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος με την οποία αυτός δηλώνει ότι "τα αναγραφόμενα ημερομίσθια στο μισθολόγιο είναι τα πραγματικά διότι εργάστηκα στον εργοδότη από 24-12-1996 έως 4-1-1997", β) στην από .... αναγγελία προσλήψεως του εγκαλούντος και γ) στην από ..... βεβαίωση ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος στο όνομα της Γ1 στο νυκτερινό κέντρο της οδού .... αρ...... Και τούτο, για το λόγο ότι στις εργασιακές σχέσεις είναι συνήθες το φαινόμενο της απασχολήσεως εργαζομένων επί αρκετό χρόνο χωρίς την αναγγελία τους στην επιθεώρηση εργασίας και ασφάλισή τους στο ΙΚΑ ενώ, εξάλλου, όπως προκύπτει από το άνω αποδεικτικό υλικό, ο κατηγορούμενος είχε και άλλες επιχειρήσεις πλην της επί της οδού ..... όπως και ο ίδιος εκθέτει στην από 16-11-2006 ανωμοτί εξέτασή του στις οποίες, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία της δικογραφίας ο εγκαλών προσέφερε την εργασία του, υπαρχούσης συνεπώς και κατά τον επίδικο χρόνο εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου. Επομένως...". Με τις παραδοχές του αυτές το ανωτέρω Συμβούλιο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο βούλευμα αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και διαλαμβάνει τις σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος για το ανωτέρω έγκλημα που κρίθηκε αυτός παραπεμπτέος, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και 3 ΠΚ. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού 1) από την αναφορά στην αυτοτελή αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, ότι λήφθηκαν υπόψη, ως αποδεικτικά μέσα, "τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και συγκεκριμένα... τα έγγραφα...", αλλά και από την παραδεκτή παραπομπή του Συμβουλίου στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, όπου, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, ρητώς μνημονεύονται και "τα στη δικογραφία έγγραφα", προκύπτει ότι το Συμβούλιο συνεκτίμησε και αξιολόγησε το σύνολο των εγγράφων, άρα και τα επτά επισημαινόμενα από τον αναιρεσείοντα, τρία από τα οποία μάλιστα ειδικώς μνημονεύει, δεν μπορεί δε να καταλειφθεί αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκαν και τα εν λόγω επτά έγγραφα από μόνο το γεγονός ότι δεν σχολιάζονται ιδιαιτέρως στο βούλευμα, β) δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το Συμβούλιο περί των συνθηκών πλαστογραφήσεως της επιταγής και δη αν έγινε από τον αναιρεσείοντα ιδιοχείρως ή όχι και με ποίο τρόπο, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων, φέρεται ως αυτουργός του εγκλήματος της πλαστογραφίας, ούτε, περαιτέρω, να διαλάβει πως και για ποιο λόγο δόθηκε η επιταγή στο μηνυτή προς είσπραξη, δεδομένου ότι τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και γ) δεν δημιουργείται ασάφεια, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, επειδή στο βούλευμα αναγράφεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος" αν και δεν εξετάσθηκαν μάρτυρες πλην του μηνυτή, της σχετικής μνείας οφειλομένης σε παραδρομή, ενώ οι αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.2, 484 παρ.1 και 476 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να διατυπώνεται στην οικεία έκθεση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ειδικότερα, προκειμένου για το λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ.β' ΚΠοινΔ, δεν αρκεί να αναφέρεται στην αίτηση ότι έγινε παράβαση ή κακή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται η νομική πλημμέλεια του βουλεύματος και συγκεκριμένα η διάταξη που ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε εσφαλμένα και ιδίως σε τι ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε κατά παράβαση "των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος και 6 και 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 216 παρ.1 και 3 ΠΚ", χωρίς να προσδιορίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η παράβαση των μνημονευομένων διατάξεων και από ποιες παραδοχές του Συμβουλίου αυτή προκύπτει. Τα επικαλούμενα σχετικώς ότι "ενώ ζήτησε έννομη προστασία με τη μορφή ειδικότερα του περιεχομένου των υποβληθέντων πιο πάνω εγγράφων (εννοούνται τα ως άνω επτά), το Συμβούλιο στην ουσία και αδιαμφισβήτητα αρνήθηκε να ερευνήσει, να εκτιμήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη" και περαιτέρω ότι το Συμβούλιο "καταχράσθηκε των δικαιωμάτων αυτού ως δικαιοδοτικού οργάνου.. επιλέξαν ... να τον παραπέμψει μη νόμιμα στο ακροατήριο" και ότι "το Συμβούλιο απέρριψε αναιτιολόγητα, χωρίς έρευνα και χωρίς εκτίμηση τους λόγους εφέσεώς του", δεν συνιστούν, παραδεκτό εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όπως προβάλλει ειδικώς ο αναιρεσείων, αλλά υπό την επίκληση, κατ'επίφαση, του λόγου αυτού πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική πλαστογραφίας (νόθευση) του κατηγορουμένου ο οποίος προέβη στην αλλοίωση στοιχείων (ποσού-αριθμού-χρονολογίας) τραπεζικής επιταγής. Για το παραδεκτό του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως απαιτείται να εξειδικεύεται η νομική πλημμέλεια. Απορρίπτεται σχετικός λόγος διότι δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται και από πού προκύπτει η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 § 1, 3 Π.Κ. και 20, 25 Συντάγματος, 6 & 13 ΕΣΔΑ, με αποτέλεσμα να πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1172/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 359/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2007 αίτησή του καθώς και στους από 24 Μαρτίου 2008 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 719/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 4 παρ.1 εδάφ. δ' του Ν.1756/1988 "Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάσταση δικαστικών λειτουργών", το Τριμελές Εφετείο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες, κατά δε το άρθρο 5 παρ.1 περ.Α'εδάφ.γ' αυτού, αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται κατά σειρά αρχαιότητας, με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και δη ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου από άλλο δικαστή της ίδιας συνθέσεως ή του ίδιου δικαστηρίου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο πρόεδρος εφετών αναπληρώνεται στην προεδρία του τριμελούς εφετείου από τον αρχαιότερο εφέτη του ίδιου δικαστηρίου και αν αυτός κωλύεται από τον αμέσως νεώτερο, στην περίπτωση δε τέτοιας αναπληρώσεως πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση ότι δεν υπάρχουν πρόεδροι ή ότι οι υπάρχοντες απουσιάζουν ή κωλύονται, όπως και οι αρχαιότεροι του προεδρεύοντος εφέτες. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 περ.α' ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και τον 'Αρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η ακυρότητα αυτή ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα των πρακτικών της προσβαλλόμενης 359/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, στη σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση αυτή συμμετείχε ως προεδρεύων ο εφέτης Γεώργιος Ακριβός, λόγω κωλύματος των προέδρων εφετών, όπως ειδικώς αναγράφεται. Από την επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα και επισυναπτόμενη στο δικόγραφο των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως υπ'αριθ. .... βεβαίωση του Εφετείου Θράκης, επιτρεπτώς επισκοπούμενη για την έρευνα της βασιμότητας αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι στο Εφετείο Θράκης, κατά τις 7/8-3-2007, που συμπίπτουν με τις ημέρες συνεδριάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατά τις εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπηρετούσαν οι εξής, κατά σειρά αρχαιότητας, δικαστές: 1) Νικόλαος Μπιχάκης, Πρόεδρος Εφετών, 2) Κων/νος Τσόλας, Πρόεδρος Εφετών, 3)Δημήτριος-Στέφανος Βόσκας, Εφέτης, (με απόσπαση από το Εφετείο Θεσσαλονίκης μέχρι τις 12-3-2007), 4) Γεώργιος Ακριβός, Εφέτης, 5) Αναστασία Χορτιάτη, Εφέτης, 6) Μαρία Τσιλιγκαρίδου, Εφέτης, 7) Αναστασία Κυριαζή, Εφέτης, 8) Θεοδοσία Μοδικού, Εφέτης, 9) Δημητρία Περιστερίδου-Κωνσταντίνου, Εφέτης, 10) Ιωάννης Χατζηχαραλάμπους, Εφέτης, 11) Σάββας Σαχπεκίδης, Εφέτης, 12) Γεωργία Κουτρούλα, Εφέτης και 13) Μυρσίνη Παπαχίου, Εφέτης. Προκύπτει, δηλαδή, ότι ο ανωτέρω προεδρεύων του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, που εξέδωσε την πρσοβαλλόμενη απόφαση, εφέτης Γεώργιος Ακριβός ήταν νεώτερος κατ'αρχαιότητα από τον εφέτη Δημήτριο-Στέφανο Βόσκα. Εντούτοις στα πρακτικά της αποφάσεως δεν αναγράφεται ότι ο προεδρεύων Γεώργιος Ακριβός, εκτός από τους προέδρους εφετών, αναπλήρωσε, λόγω κωλύματός του, και τον εν λόγω αρχαιότερό του εφέτη. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, λόγω κακής συνθέσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης που την εξέδωσε, και πρέπει, ενόψει του ότι το κυρίως δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, εκείνον της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον αναιρεσείοντα (ως προς τους συγκατηγορουμένους του η απόφαση είναι αθωωτική), παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ.2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 του Ν.3160/2003) του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε και για α) νόθευση εγγράφων εμπιστευμένων λόγω της υπηρεσία του, κατ'εξακολούθηση και β) υπεξαίρεση στην υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ'εξακολούθηση, πράξεις τιμωρούμενες ως πλημμελήματα (άρθρα 242 παρ.2-1 και 258 περ.β' ΠΚ, σε συνδυασμό προς άρθρο 18 και 98 ΠΚ). Για τις μερικότερες πράξεις των εγκλημάτων αυτών, που φέρονται τελεσθείσες από 12-3-1999 μέχρι και 23-3-2000 αυτές της νοθεύσεως και από 12-3-1999 μέχρι και 13-4-2000 εκείνες της υπεξαιρέσεως, συμπληρώθηκε ήδη ο πενταετής χρόνος παραγραφής αυτών και ο τριετής χρόνος αναστολής της παραγραφής. Ενόψει αυτού και του ότι κρίθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, παραδεκτός και κατ'ουσίαν βάσιμος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, εξαλείφθηκε το αξιόποινο των μερικοτέρων αυτών πράξεων και πρέπει να παύσει οριστικώς ως προς αυτές η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Για τις υπόλοιπες πράξεις η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 359/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν στον αναιρεσείοντα Χ1. Παύει οριστικώς την ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη Α) Για νόθευση εγγράφων εμπιστευμένων σ'αυτόν λόγω της υπηρεσίας του κατ'εξακολούθηση, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες απ'αυτόν στη Δράμα, κατά το διάστημα από 12-3-1999 μέχρι και 23-3-2000, με την ιδιότητα του υπαλλήλου της Διευθύνσεως Συγκοινωνιών Ν.Α.Δράμας που του είχε ανατεθεί η έκδοση-ανανέωση-αναθεώρηση-επέκταση και αντικατάσταση αδειών οδηγήσεως και Β) Για υπεξαίρεση στην υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ'εξακολούθηση, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες απ'αυτόν στη Δράμα, κατά το διάστημα από 12-3-1999 μέχρι και 13-4-2000, με την ίδια, όπως ανωτέρω, ιδιότητα, όπως οι πράξεις αυτές (Α και Β) περιγράφονται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Και Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Απόλυτη ακυρότητα. Αναιρείται η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου λόγω μη αναγραφής στην προμετωπίδα της, ότι ο προεδρεύων Εφέτης αναπλήρωσε λόγω κωλύματός του, εκτός από τον Πρόεδρο Εφετών, και τον αρχαιότερό του υπηρετούντα στο Δικαστήριο Εφέτη. Παύει, μετά ταύτα, οριστικώς λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη για μερικότερες πράξεις νοθεύσεως εγγράφου και υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (συμπλήρωση οκταετίας από τελέσεώς τους). Αναιρεί και ΠΟΠΔ, παραπέμπει δε κατά τα λοιπά.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Δικαστηρίου σύνθεση.
2
Αριθμός 1176/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 989/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.11.2006 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2010/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 88 παρ. 1 περ. α' και β' του ν. 3386/2005, "Πλοίαρχος ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους μέλους της ΕΕ ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται: α. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. β. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ..........". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξη, στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει ν' αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 989/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θράκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στο συνοριακό σημείο διέλευσης .... των 8 Ιουλίου 2006, οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, ενεργώντας από κοινού και με την ιδιότητα των οδηγών του με αριθμό ....... τουριστικού λεωφορείου, ιδιοκτησίας της, Χ3, προέβησαν στη μεταφορά από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόων τρίτης χώρας, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος. Συγκεκριμένα, κατά τον πιο πάνω τόπο και χρόνο τα αρμόδια όργανα προέβησαν σε έλεγχο του ανωτέρω τουριστικού λεωφορείου, που οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος με βοηθό τον δεύτερο και το οποίο μετέφερε από την Τουρκία στην Ελλάδα 39 επιβάτες. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου διεπίστωσαν ότι στο χώρο της τουαλέτας του λεωφορείου είχε δημιουργηθεί μια κρύπτη από λαμαρίνα, που καλύπτονταν από ξύλινη επένδυση, ώστε να μην είναι άμεσα ορατή. Η κρύπτη αυτή ασφάλιζε με σύρτη που υπήρχε από την εσωτερική της πλευράς, με αποτέλεσμα τα διενεργούντα τον έλεγχο όργανα να αναγκασθούν να την παραβιάσουν βιαίως. Τότε αποκαλύφθηκε ότι μέσα στην κρύπτη αυτή κρύβονταν πέντε αλλοδαποί (γεωργιανής υπηκοότητας), οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν εισήλθαν εντός της Ελληνικής Επικράτειας, χωρίς να έχουν δικαίωμα εισόδου, αφού στερούνταν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα. Όπως προέκυψε, ο δεύτερος κατηγορούμενος, που ήταν επίσης οδηγός του ανωτέρω οχήματος εκ περιτροπής με το πρώτο, ήταν αυτός που υπέδειξε την κρύπτη στους λαθρομετανάστες κατά τη στιγμή που το όχημα βρισκόταν σε τουρκικό έδαφος και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, οδηγός αυτού κατά το χρόνο της σύλληψης, γνώριζε την ύπαρξη των λαθρομεταναστών στην ανωτέρω κρύπτη. Τέλος, προέκυψε ότι οι συλληφθέντες αλλοδαποί θα έδιναν το ποσό των 500 ευρώ ο καθένας στον πρώτο κατηγορούμενο για την παράνομη είσοδο τους στην Ελλάδα και ότι αυτός είχε και στο παρελθόν πραγματοποιήσει και άλλα δρομολόγια στην Τουρκία με το ίδιο λεωφορείο. Αντίθετα, το κατατεθέν από τον μάρτυρα κατηγορίας γεγονός ότι και ο δεύτερος κατηγορούμενος "πηγαινοερχόταν συνέχεια στην Τουρκία με τον πρώτο", από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται. Ενόψει των αποδειχθέντων αυτών περιστατικών, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, με την ιδιότητα των εκ περιτροπής οδηγών του παραπάνω λεωφορείου, μετέφεραν από την Τουρκία στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου σ' αυτήν και ότι ο πρώτος από αυτούς ενήργησε κατ' επάγγελμα, όχι όμως και ο δεύτερος, Την κρίση του αυτή στηρίζει στο γεγονός ότι ο πρώτος προέβη στην πράξη του αυτή όχι ευκαιριακώς, όπως συνέβη για τον δεύτερο, αλλά βάσει σχεδίου, ενόψει και της ύπαρξης ειδικής αξιόλογης υποδομής (κατασκευασμένη κρύπτη στο λεωφορείο) που του εξασφάλιζε την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος, κατά τρόπο που να του εξασφαλίζει εισόδημα, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι αυτός και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει ταξίδια στην Τουρκία με το ίδιο λεωφορείο. Επομένως, ενόψει αυτών στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το έγκλημα της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ελλάδα και συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι της πράξεως αυτής, με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης αυτής, μόνον όσον αφορά τον πρώτο. Περαιτέρω, οι προβληθέντες από τους κατηγορουμένους αυτοτελείς ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο τους οι επικαλούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά και ιδίως στοιχεία της προσωπικότητας των κατηγορουμένων, ώστε το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι αυτοί ζούσαν έντιμο βίο μέχρι την τέλεση της ανωτέρω πράξεως, ενώ μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δεν αρκεί για την απόδειξη του εν λόγω περιστατικού, ούτε ότι αυτοί μετανόησαν ειλικρινά και μεταμελήθηκαν για την πράξη τους, αφού τούτο προϋποθέτει την πλήρη παραδοχή της πράξεως και όχι την άρνησή της (βλ. απολογία κατηγορουμένων), ενώ η επικαλούμενη από αυτούς μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά, δεν έλαβε χώρα σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης όπως και οι ίδιοι δέχονται, αλλά εντός των φυλακών όπου αυτοί κρατήθηκαν μετά την καταδίκη τους από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τέλος, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η προαναφερθείσα ιδιοκτήτρια του λεωφορείου ασφαλώς και γνώριζε την ύπαρξη της κρύπτης, η οποία, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να διαμορφωθεί χωρίς την έγκριση της, αλλά και τον σκοπό που εξυπηρετούσε η κατασκευή της. Επομένως, ενόψει αυτών, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό στους κατηγορουμένους και να διαταχθεί η δήμευση του κατασχεθέντος λεωφορείου. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 και Χ2 για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πιο πάνω αξιόποινη πράξη της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ελλάδα από κοινού και κατά συρροή με την επιβαρυντική δε περίπτωση της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως αυτής μόνον όσον αφορά τον πρώτο εξ αυτών, και επέβαλε σε καθένα από τους κατηγορουμένους τις αναφερόμενες στην άνω απόφαση συνολικές ποινές φυλακίσεως. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1 ΠΚ και 88 παρ. 1 περ. α' και β' του ν. 3386/2005, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς στην αιτιολογία - η οποία δεν περιέχει αποκλειστικά και μόνο τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου που ταυτίζονται με εκείνα του διατακτικού της αποφάσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται - τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι συμμετέσχον στην τέλεση του άνω εγκλήματος ως συναυτουργοί, και δη ότι συνέπραξαν στην εκτέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ελλάδα κατά συρροή και ήθελαν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς της, γνωρίζοντας ο καθένας απ' αυτούς ότι ο συμμέτοχος συγκατηγορούμενός του έπραττε με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου (Χ1) της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως, το Τριμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην ειρημένη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Και ναι μεν η παραδοχή του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι "οι συλληφθέντες αλλοδαποί θα έδιναν το ποσό των 500 ευρώ ο καθένας στον πρώτο κατηγορούμενο για την παράνομη είσοδό τους στην Ελλάδα" αντιφάσκει προς την παραδοχή του διατακτικού αυτής ότι "ο πρώτος κατηγορούμενος ........ έλαβε αμοιβή 500 ευρώ από τον καθένα λαθρομετανάστη", πλην όμως η διαφορά αυτή της διατύπωσης δεν άσκησε ούτε μπορούσε να ασκήσει επιρροή για την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αφού ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, τέλεσε την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ελλάδα, από κοινού και κατά συρροή έναντι αμοιβής των 500 ευρώ κατά άτομο, κατ' επάγγελμα και δεν θίγει καθόλου (η άνω φαινόμενη μόνο αντίφαση) τη σαφήνεια και πληρότητα της αιτιολογίας αυτής. Περαιτέρω, με την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το πιο πάνω Δικαστήριο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπό τους των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και δ' του ΠΚ, καθόσον αναφέρει ότι δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τα πιο πάνω ελαφρυντικά, ότι, δηλαδή, αυτοί έζησαν έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ότι έδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξαν να άρουν ή να μειώσουν τις συνέπειες της πράξεώς τους. Σε σχέση δε με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο αυτών της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β' του ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός έτσι όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει ότι στην άνω πράξη τους ωθήθηκαν αυτοί από όχι ταπεινά αίτια, ήταν αόριστος και απαράδεκτος και κατά συνέπεια το Δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούτο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή του, εντεύθεν δε η προβαλλόμενη αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι τον εν λόγω αυτοτελή ισχυρισμό τους το άνω Δικαστήριο "μη νομίμως σιγή ηγνόησε και αφήκε αναπάντητον" είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ο Εισαγγελέας της έδρας "ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, όπως κατηγορούνται" (σελ. 16), η πρότασή του δε αυτή επί της κατηγορίας εμπεριέχει οπωσδήποτε και την πρότασή του για την απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων και κατά συνέπεια δεν δημιουργήθηκε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3 και 171 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, όπως κατ' εκτίμηση του σχετικού λόγου αναιρέσεως, αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τους άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και γ) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, "Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Εξάλλου, κατά το άρθρο 100 ΠΚ, με τις προϋποθέσεις που ορίζονται σ' αυτό, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των δύο και μέχρι τριών ετών. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ως ποινή, της οποίας μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεση, νοείται επί συρρεόντων εγκλημάτων η συνολική, διότι η ποινή αυτή μέσω της οποίας εκτελούνται και οι προσμετρούμενες ποινές, οι οποίες, παρά τη διατήρηση της αυτοτέλειάς της, δεν είναι δεκτικές αυτοτελούς εκτελέσεως, είναι εκείνη που επιβάλλεται τελικά και αυτής μόνο την αναστολή μπορεί να αποφασίσει το δικαστήριο αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 100Α παρ.1 του ΠΚ, αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100, το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία, και ανώτερο από πέντε έτη. Η αναστολή αυτή εκτέλεσης της ποινής μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 100 του ΠΚ να χορηγηθεί αν το δικαστήριο, από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου, κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. Οι λόγοι δε που δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα στην απόφαση. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι επί επιβολής στον καταδικασθέντα ποινής φυλάκισης μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, αντιθέτως προς όσα ισχύουν για την προβλεπόμενη από το άρθρο 99 ΠΚ αναστολή εκτέλεσης της ποινής του, πρέπει να αναφέρονται στη σχετική αίτηση οι περιστάσεις και η συνδρομή των λόγων που δικαιολογούν, κατά τα ανωτέρω, την αιτούμενη αναστολή. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο επέβαλε στον πρώτο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο (Χ1) συνολική ποινή φυλακίσεως 41 μηνών, η οποία υπερβαίνει το πιο πάνω όριο των τριών ετών, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να αιτιολογήσει τη μη αναστολή εκτελέσεως της πιο πάνω συνολικής ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, αφού αυτή, ως εκ του ύψους της, μπορούσε, κατά δυνητική κρίση του Εφετείου, να ανασταλεί μόνο κατά το άρθρο 100Α του ΠΚ, που προϋποθέτει υποβολή σχετικού αιτήματος, πλην όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε εν προκειμένω από τον πιο πάνω αναιρεσείοντα κατηγορούμενο. Επομένως, ο περί του αντιθέτου, κατ' εκτίμηση, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ), Διαφορετικά, αν, δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσείοντων κατηγορουμένων, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: α) Η κατάσταση επιβατών - Γραφείου Γενικού Τουρισμού "......''(υπ' αριθ. 4), β) Η από ...... έκθεση εξέτασης κατ/νου με διερμηνέα ....., ενώπιον του Ανθυπαστυνόμου ..... (υπ' αριθ. 6), γ) Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου Θεσσαλονίκης (υπ' αριθ. 9), δ) Η από ... ιατρική γνωμάτευση Ω.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ (υπ' αριθ. 13), ε) το από .... ΕΞΙΤΗΡΙΟ του ΓΙ.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ (υπ' αριθ. 14), στ) το από .... Εισιτήριο Αρρώστου του Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ (υπ' αριθ. 15), ζ) η από ... ιατρική γνωμάτευση του καθηγητή ..... του Ω.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ (υπ' αριθ. 16) και η) το με αριθ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό διαγωγής (υπ' αριθ. 8). Η κατά τον άνω τρόπο καταχώριση στα πρακτικά των πιο πάνω εγγράφων δεν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, οι οποίοι είχαν έτσι τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους επ' αυτών, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, γιατί το δικάσαν Τριμελές Εφετείο έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσεώς του τα ανωτέρω έγγραφα, ως προς τα οποία, όμως, όπως ισχυρίζονται, δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται αυτή από τους άνω αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 701/10.7.2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρουπόλεως, και τα πρακτικά της, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, εμφανίσθηκε στο ακροατήριό του η ιδιοκτήτρια του κατασχεθέντος πιο πάνω υπ' αριθ. ..... τουριστικού λεωφορείου Χ3, η οποία, αφού διόρισε συνήγορό της τον παρόντα δικηγόρο Θεόδωρο Αγγλιά, άσκησε παρέμβαση, ενόψει του ότι δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης, και ζήτησε για τους αναφερόμενους λόγους την άρση της κατασχέσεως και την απόδοση σ' αυτήν του εν λόγω οχήματος. Το ανωτέρω Δικαστήριο επικύρωσε τελικά την κατάσχεση του πιο πάνω τουριστικού λεωφορείου και διέταξε τη δήμευσή του. Στη συνέχεια κατά της άνω αποφάσεως, και δη κατά του άνω περί δημεύσεως του αυτοκινήτου κεφαλαίου της, η ειρημένη Χ3 άσκησε, κατ' άρθρο 492 ΚΠοινΔ, την υπ' αριθ. 390/4.10.2006 έφεσή της, η οποία απορρίφθηκε δια της αναιρεσιβαλλόμενης 989/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ως απαράδεκτη, και δη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, "δηλαδή μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινδ, δεδομένου ότι η εν λόγω εκκαλούσα ήταν παρούσα κατά την απαγγελία της εκκαλουμένης, όπως τούτο προκύπτει από τα πρακτικά αυτής". Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέρος που ασκείται αυτή από την αναιρεσείουσα Χ3 και πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για την απόρριψη της εφέσεώς της ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης), είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει ποια συγκεκριμένη πλημμέλεια προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση για την προεκτεθείσα απόρριψη της άνω εφέσεώς της. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και κατά το μέρος που ασκείται αυτή από την αναιρεσείουσα Χ3, και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Νοεμβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 2958/5.12.2006) αίτηση των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, για αναίρεση της υπ' αριθ. 989/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη μεταφορά αλλοδαπών από το εξωτερικό στην Ελλάδα κατά συναυτουργία και κατά συρροή, ο πρώτος δε των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και κατ’ επάγγελμα. Αιτιολογία για συναυτουργία. Αντίφαση έλαβε 500 ευρώ και θα λάμβανε 500 ευρώ είναι χωρίς σημασία. Αιτιολογημένη απόρριψη ελαφρυντικών 84 § 2α & δ. Όχι ορισμένο ελαφρυντικό 84 § 2β. Ναι πρόταση Εισαγγελέως για ελαφρυντικά. Όχι αίτηση αναστολής για 100Α ΠΚ. Ναι ταυτότητα εγγράφων. Αόριστη αναίρεση. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
0
Αριθμός 1175/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1059/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2004/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 137/20.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά τα άρθρα 138, 145, 482, 484, 485 και 473 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμόν 1/22-11-2007 δήλωση αναίρεσης του Χ1, δικηγόρου, κατοίκου ......., κατά του υπ' αριθμόν 1059/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, δια του οποίου απορρίφθηκε η από 24-8-2007 αίτησή του δια της οποίας ζητούσε την ακύρωση του υπ' αριθμόν 749/2007 βουλεύματος του άνω συμβουλίου, άλλως τη συμπλήρωση της ελλιπούς αιτιολογίας αυτού, δια του οποίου ούτος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου για να δικασθεί για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Επειδή κατά το άρθρο 138 παράγραφος 2 Κ.Π.Δ. "... Η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα", κατά δε το άρθρο 145 Κ.Π.Δ. παράγραφος 1 "Όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, ο δικαστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή τους, αν δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο", κατά δε την παράγραφος 2 "Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και τα όσα αναφέρονται ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης όταν αυτό έχει ασάφειες...". Από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου περιέχει τη σύνθεσή του, συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης, δηλαδή το διαδικαστικό ιστορικό, τις αιτιολογίες και το διατακτικό της, διακρίνεται δε ως αυτοτελής διαδικαστική πράξη έτσι ώστε η απόφαση με την οποίαν γίνεται διόρθωση των λαθών ή συμπλήρωση των ελλείψεων που υπάρχουν στα πρακτικά δεν αφορά ούτε θίγει την οικεία απόφαση, η οποία και μετά την ως άνω διόρθωση ή συμπλήρωση παραμένει η ίδια, ενώ εξ άλλου η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 145 Κ.Π.Δ. δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση, αλλά συμπροσβάλλεται με εκείνη την οποία διόρθωσε ή συμπλήρωσε (Ολομ. Α.Π. 1/2000 Π.Χ. Ν σελ. 118, Α.Π. 1669/2002 Π.Χ. ΝΓ 2003). Εξ άλλου κατά το άρθρο 482 Κ.Π.Δ. ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου με το υπ' αριθμόν 749/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τον Χ1, δικηγόρου, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου για να δικαστεί για το πλημμέλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Την 24-8-2007 ο άνω κατηγορούμενος υπέβαλε αίτηση προς το άνω Συμβούλιο δια της οποίας ζητούσε "την ακύρωση του προσβαλλομένου υπ' αριθμόν 749/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου των εν Ναυπλίω Πλημμελειοδικών άλλως τη συμπλήρωση της ελλιπούς αιτιολογίας αυτού". Από τις διατάξεις του Κ.Π.Δ. δεν προβλέπεται ακύρωση του εκδοθέντος βουλεύματος και προφανώς ο άνω κατηγορούμενος ζητούσε τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού αυτού κατά το άρθρο 145 §2 Κ.Π.Δ. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το υπ' αριθμόν 1059/2007 βούλευμα του ιδίου συμβουλίου δια του οποίου απορρίφθηκε η άνω αίτηση. Την 22-11-2007 ο άνω κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αναίρεση κατά του υπ' αριθμόν 1059/2007 βουλεύματος. Η αίτηση αναίρεσης όμως ασκήθηκε απαραδέκτως για τους άνω αναφερομένους λόγους καθ' όσον το άνω βούλευμα δεν υπόκειται αυτοτελές σε αναίρεση, αλλά συμπροσβάλλεται με το βούλευμα το οποίο διόρθωσε. Αλλά και το βούλευμα 749/2007 δεν δύναται να προσβληθεί δι' αναιρέσεως, αφού ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για πλημμέλημα. Ούτω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμόν 1/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, δικηγόρου, κατοίκου ..... κατά του υπ' αριθμόν 1059/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου. 2) να διαταχθεί η εκτέλεση του άνω προσβαλλομένου βουλεύματος και 3) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 12/2/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παράγραφος 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 145 ΚΠοινΔ, με την οποία το δικαστήριο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους, προβαίνει σε διόρθωση ή συμπλήρωση προηγούμενης αποφάσεώς του ή απορρίπτει τέτοια αίτηση, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση, διότι ούτε σε καμία από τις κατηγορίες των αποφάσεων του άρθρου 504 του ίδιου Κώδικα, κατά των οποίων επιτρέπεται το ένδικο αυτό μέσο, υπάγεται, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη επιτρέπεται ειδικώς το ένδικο αυτό μέσο. Η απόφαση αυτή, αν προβαίνει σε διόρθωση ή συμπλήρωση της άλλης αποφάσεως, ενσωματώνεται στην άλλη αυτή απόφαση, με την οποία αποτελεί ένα ενιαίο όλο, και συνεπώς, μόνον εφόσον η απόφαση αυτή, που διορθώνεται ή συμπληρώνεται, υπόκειται σε αναίρεση, συμπροσβάλλεται και εκείνη, ποτέ δε αυτοτελώς. Αντιθέτως, όταν απορρίπτει την αίτηση διορθώσεως ή συμπληρώσεως, δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση αυτοτελώς σε αναίρεση. Κατά το άρθρο 138 παράγραφος 1 ΚΠοινΔ, το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου εξομοιώνεται προς δικαστική απόφαση. Επομένως δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως αυτοτελώς κατά βουλεύματος, με το οποίο διατάσσεται η διόρθωση ή συμπλήρωση άλλου εκδοθέντος βουλεύματος προηγουμένως ή απορρίπτεται τέτοια αίτηση. Κατά το άρθρο 476 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο που ασκείται κατά αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως και προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για να κρίνει το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, με το υπ' αριθ. 749/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, δικηγόρος, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, για να δικασθεί για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του ......, τελεσθείσα την 10.1.2003. Ακολούθως, με το 1059/2007 βούλευμα του ίδιου δικαστικού Συμβουλίου, απορρίφθηκε η από 24.8.2007 αίτηση του ανωτέρω περί συμπληρώσεως, όπως εκτιμήθηκε, των αιτιολογιών του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος. Το τελευταίο αυτό βούλευμα πλήττει η κρινόμενη από 22.11.2007 (όπως το ελλείπον από την οικεία έκθεση έτος ασκήσεώς της συμπληρώνεται από το διαβιβαστικό της 3777/2007 έγγραφο του Πρωτοδικείου Ναυπλίου) αίτηση αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα σε σχέση με την απορριφθείσα δι' αυτού αίτηση συμπληρώσεως του προηγουμένου 749/2007 βουλεύματος. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, το εν λόγω βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση, όπως, άλλωστε, ούτε το 749/2007, αφού ο κατηγορούμενος παραπέμπεται με αυτό για πλημμέλημα (άρθρο 482 παράγραφος 1 περ. α' ΚΠοινΔ). Επομένως, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παράγραφος 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 1059/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπόκειται σε αναίρεση αυτοτελώς η κατ’ άρθρο 145 ΚΠΔ απόφαση που διατάσσει διόρθωση ή συμπλήρωση άλλης προεκδοθείσης αποφάσεως ή απορρίπτει τέτοια αίτηση. Αν προβαίνει σε διόρθωση ή συμπλήρωση προεκδοθείσης συμπροσβάλλεται μόνο με την τελευταία και με την προϋπόθεση ότι η τελευταία υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο. Αν απορρίπτει αίτηση διορθώσεως κλπ δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση αυτοτελώς σε αναίρεση. Τα αυτά ισχύουν και επί βουλεύματος. Απορρίπτει.
Αποφάσεως διόρθωση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αποφάσεως διόρθωση.
0
Αριθμός 1168/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της με αριθμό 32/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στο από 26 Νοεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1132/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και να κριθούν αβάσιμοι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 § 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεως του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το αρθρ. 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 32/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα πρακτικά της, ως αναγνωσθέν στο ακροατήριο έγγραφο, το οποίο έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, για παράβαση των άρθρ. 1, 2 του Ν.Δ/τος 3424/1955 όπως αντικ. με το άρθρ. 8 του Ν. 1409/1093, αναφέρεται "6. Η υπ' αριθ. 41/2000 απόφαση". Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά του υπόψη εγγράφου είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του, ενόψει μάλιστα του ότι άλλο έγγραφο με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκε, με την ανάγνωση δε αυτού κατέστη γνωστό το περιεχόμενό του στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει τις επ' αυτού παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται τούτο στα πρακτικά. Επομένως, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το ανωτέρω έγγραφο που αναγνώσθηκε δεν προσδιορίζεται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς του και δη διότι δεν διασαφηνίζεται αν πρόκειται για απόφαση πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου και ποίου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 1 του ν.δ. 3424/1955 "περί ευθύνης των αγοραστών γεωργικών προϊόντων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν.1409/1983, αγοραστής γεωργικών προϊόντων, όπως αυτά καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 22 του ν.992/1979, για μεταπώληση, εξαγωγή ή βιομηχανοποίηση, που καθίσταται υπερήμερος για την καταβολή του τιμήματος στους πωλητές παραγωγούς ή συνεταιρισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δραχμές. Κατά δε το άρθρο 2 του ίδιου ν.δ. 3424/1955, εάν ο αγοραστής γεωργικών προϊόντων είναι εταιρία, ευθύνεται ο με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπός της, καθώς και ο αντιπρόσωπος που έχει συμβληθεί για λογαριασμό της εταιρίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν.992/1979 γεωργικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα εδάφους, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, της δασοπονίας, της θηραματοπονίας και των παντός είδους εκτροφών, ως και τα προερχόμενα εκ του πρώτου σταδίου επεξεργασίας ή μεταποιήσεως αυτών. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 32/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε, για τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του Χ2 (δεύτερο και πρώτο κατηγορουμένους, αντιστοίχως, στη δευτεροβάθμια δίκη), τα ακόλουθα: "Ο α' κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της Ανώνυμης Βιομηχανικής και ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΦΥΣΙΚΑ ΦΡΟΥΤΑ ΝΑΤΟΥΡΑ ΦΡΟΥΪΤ, που εδρεύει στο Ριζό Ν.Πέλλας, το Δεκέμβριο του 1999 συμφώνησε με την "Κοινοπραξία Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων ....." με την επωνυμία "....." να της πωλήσει και να της παραδώσει 214.222 κιλά πορτοκάλια, συνολικής αξίας 40.791.166 δραχμών. Το τίμημα ήταν καταβλητέο μέχρι τον Ιούνιο του 2000. Ακολούθως, την 6.6.2000 ο πρώτος κατηγορούμενος και η ....... πώλησαν την πλειοψηφία των μετοχών τους στην ανωτέρω ανώνυμη εταιρία στην ανώνυμη εταιρία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΠΥΡΟΥ ΑΕΒΕ", της οποίας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος έτσι υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης ανώνυμης εταιρίας. Έναντι της ανωτέρω συνολικής οφειλής τους οι κατηγορούμενοι κατέβαλαν το ποσό των 15.058.233 δραχμών, κατόπιν δε μεταγενέστερης συμφωνίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το υπόλοιπο του τιμήματος έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τις 23.10.2000, πλην όμως εξακολουθεί μέχρι σήμερα να οφείλεται". Ακολούθως, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο (και) τον αναιρεσείοντα της παραβάσεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 3424/1955, πράξη που τέλεσε υπό την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β' ΠΚ, και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε ασαφή αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση και στέρησε έτσι την απόφαση αυτή της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζεται στις ανωτέρω παραδοχές το ζήτημα γιατί η ανώνυμη εταιρία ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΠΥΡΟΥ κατέστη δικαιούχος και υπόχρεος των ενοχών από την αγοραπωλησία των συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων, από μόνη την υπ' αυτής κτήση της πλειοψηφίας των μετοχών της αγοράστριας των προϊόντων αυτών ανώνυμης εταιρίας ΝΑΤΟΥΡΑ ΦΡΟΥΪΤ και συνεπώς γιατί ενέχεται από τη συμφωνία αυτή ο αναιρεσείων ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΠΥΡΟΥ, ενόψει του ότι από την κτήση αυτή της πλειοψηφίας των μετοχών της ΝΑΤΟΥΡΑ ΦΡΟΥΪΤ δεν επέρχεται κατά νόμον αλλοίωση των ενοχών της εταιρίας αυτής, η οποία εξακολουθεί να είναι υποκείμενο των εκ των ενοχών αυτών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΠΥΡΟΥ καθίσταται νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας ΝΑΤΟΥΡΑ ΦΡΟΥΪΤ και άρα ευθυνόμενος κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ν.δ. 3424/1955, οι οποίες επιβάλλουν την τιμωρία μόνον εκείνου, ο οποίος, ως εκπρόσωπος εταιρίας, αγοράζει αγροτικά προϊόντα και καθίσταται υπερήμερος περί την πληρωμή του τιμήματός τους. Είναι, επομένως, βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του ετέρου πρόσθετου λόγου. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Δικαστήριο, για νέα συζήτηση, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 32/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γεωργικά αδικήματα - αυτουργός του εγκλήματος του άρθρου 1 του ν.δ. 3424/1955 είναι ο αγοραστής που καθίσταται υπερήμερος και επί εταιρίας ο εκπρόσωπός της, καθώς και ο αντισυμβληθείς για λογαριασμό της αντιπρόσωπος. Αναιρείται η καταδικαστική για παράβαση του άρθρου 1 του ν.δ. 3424/1955 απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας λόγω ασάφειας ως προς το δικαιολογητικό λόγο ευθύνης του κατηγορουμένου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση τιμήματος αγροτικών προϊόντων.
0
Αριθμός 1167/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 3305/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 383/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 334/19.9.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 20 Φεβρουαρίου 2007 (εκ προφανούς παραδρομής φερομένη ως από 20 Δεκεμβρίου 2007) αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 3305/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Το προσβαλλόμενο βούλευμα εξεδόθη την 22-1-2007 και επεδόθη εις μεν τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, διά θυροκολλήσεως, την 6-2-2007, εις δε τον αντίκλητό του την 8-2-2007. Η υπό κρίση αναίρεση ησκήθη δυνάμει της από 15-2-2007 ειδικής εξουσιοδοτήσεως αυτού, ως τούτο προκύπτει εκ της εκθέσεως αναιρέσεως, και αυτή υπεβλήθη εις ημάς μετά του από 8-3-2007 εγγράφου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Εκ των ανωτέρω καθίσταται βέβαιο, ότι η γραφή του μηνός "Δεκεμβρίου" στην ημερομηνία συντάξεως της σχετικής εκθέσεως αναιρέσεως, αντί του αληθούς μηνός Φεβρουαρίου, οφείλεται εις λάθος κατά την γραφή και, επομένως, η αληθής ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι η 20-2-2007. Συνεπώς, αυτή είναι εμπρόθεσμη. Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 1606/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, εις βαθμό κακουργήματος. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ). Επειδή, κατά το άρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, περιελθόν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθή στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνος του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Διαχειριστής δε ξένης περιουσίας είναι ο υπαίτιος υπεξαιρέσεως όταν ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Την εξουσία αυτή δύναται να έλκη είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση. Υποκειμενικώς απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, εκδηλουμένη με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώση χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία (ΑΠ 685/2004, ΑΠ 1600/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/233, 645). Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 379 παρ. 1 ΠΚ, το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαιρέσεως εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθή με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. Κατά δε την παράγρ. 2 του ιδίου άρθρου, ως αυτή προσετέθη δι'άρθρ. 14 παρ. 1.3 Ν. 2721/1999, ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως, εφ'όσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται εις βαθμό κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα με την θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαρισθή και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του. Εκ των ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι επί κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, οι ανωτέρω διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 379 ΠΚ διατηρούν εις το ακέραιο την ισχύ των. Περαιτέρω, ως προκύπτει εκ των διατάξεων του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). 'Ελλειψη δε της κατά το άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθεται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση σχετικώς με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 572/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 67/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/697), εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα κατ'είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, κατά το από 30-11-1998 μέχρι 9-6-1999 χρονικό διάστημα, ως νόμιμος εκπρόσωπος και γενικός διευθυντής της εταιρίας "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Ε.", η οποία συμμετείχε κατά ποσοστό 99,9% στην εταιρία "ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΒΟΛΟΥ ΑΕ (ΟΙΝΟΒΟ ΑΕ)", έλαβε τα κατωτέρω χρηματικά ποσά, ανήκοντα στα εξής πρόσωπα, για να λάβουν αυτά μέρος στα αδιάθετα της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας: 1) Στις 30-11-1998 έλαβε από το Γ1, 200.000 μετοχές της πρώτης των προαναφερθεισών εταιρειών, συνολικής αξίας 40.000.000 δρχ. ή 117.388,11 ευρώ, με την εντολή να τις πωλήσει μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών τμηματικά, ώστε να μην μειωθεί η αξία τους με μαζική πώληση. Η συμφωνία μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου ήταν ακόμη όπως τα χρήματα που θα εισέπραττε ο κατηγορούμενος από την πώληση των μετοχών θα κατατίθεντο στο λογαριασμό της εταιρείας αυτής, προκειμένου ο Γ1 να λάβει μέρος στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, που θα ελάμβανε χώρα κατά το έτος 1999. Ο κατηγορούμενος πώλησε τις ως άνω μετοχές, εισέπραξε τα χρήματα, πλην όμως δεν τα κατέθεσε σε λογαριασμό της εταιρείας, όπως όφειλε για τον ως άνω σκοπό, ούτε όμως τα απέδωσε στον εντολέα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του. 2) Την 1-12-1998 έλαβε από τον Γ2 165.000 μετοχές της ανωτέρω εταιρείας, συνολικής αξίας 33.000.000 δρχ. ή 96.845,19 ευρώ, με την αυτή ως άνω συμφωνία. Ο κατηγορούμενος επέδειξε την ίδια ως άνω συμπεριφορά. 3) Την 1-12-1998 και 7-12-1998 ο εκκαλών έλαβε από τον Γ3 συνολικά 300.000 μετοχές της ανωτέρω εταιρείας, αξίας συνολικής 60.000.000 δρχ. ή 176.082,17 ευρώ, με την αυτή ως άνω συμφωνία, την οποία όμως ο κατηγορούμενος δεν τήρησε. 4) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1998 μέχρι 9-6-1999, ο κατηγορούμενος έλαβε από το Γ4 22.010,27, 275.862,06, 190.755,68, 173.147,46, 154.071,90, 152.604,54, 176.082,17, 41.085,84, 83.015,41, 22.633,90 και 528.246,52 ευρώ (7.500.000, 94.000.000, 65.000.000, 59.000.000, 52.500.000, 52.000.000, 60.000.000, 14.000.000, 28.287.500, 7.712.500 και 180.000.000 δρχ., αντίστοιχα, ήτοι 620.000.000 δρχ. ή 1.819.515,77 ευρώ). Πλην όμως και αυτά τα χρήματα δεν είχαν καταγραφεί στα βιβλία της εταιρείας και ο κατηγορούμενος απέδωσε τα χρήματα στον παθόντα, μετά από πιέσεις του, σε δυο δόσεις. 5) Στις 18-2-1999 έλαβε από την Γ5, το ποσόν των 33.000.000 δρχ. ή 96.845,19 ευρώ και επειδή αντελήφθη ότι η οικονομική πορεία της εταιρείας ήταν κακή, ζήτησε και πέτυχε, κατά τα τέλη του έτους 2000, να της επιστραφούν τα χρήματα, δεν γνωρίζει δε αν τα χρήματα της αποδόθηκαν από λογαριασμό της εταιρείας ή του κατηγορούμενου, διότι κατατέθηκαν σε τραπεζικό της λογαριασμό. 6) Στις 23-2-1999 έλαβε από τον Γ6 το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563.46 ευρώ και κατά το έτος 2001 ο κατηγορούμενος επέστρεψε τα χρήματα στον παθόντα (βλ. σχετική βεβαίωση). 7) Στις 19-2-1999 έλαβε από τη Γ7 το ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ 8) Στις 18-2-1999 έλαβε από το Γ8 το ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ. 9) Στις 19-2-1999 έλαβε από τη Γ9 το ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ. Και τα χρήματα αυτά δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμό της εταιρείας, μετά δε από πίεσες των ανωτέρω, η εταιρεία στις 4-4-2000 κατέθεσε τα ως άνω ποσά σε λογαριασμό και των τριών που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα. 10. Στις 25-2-1999 και 28-2-1999 έλαβε από τον Γ10 το ποσόν των 44.000.000 δρχ. ή 129.126,92 ευρώ. Και ο παθών αυτός, επειδή αντελήφθη ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας, ζήτησε από τον κατηγορούμενο την επιστροφή μέρους των χρημάτων του. Ο κατηγορούμενος του επέστρεψε το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563,46 ευρώ, κατά το μήνα Φεβρουάριο του 2000. Κατά το τέλος του θέρους του ίδιου έτους, ζήτησε και πάλι ο παθών κάποια χρήματα και ο κατηγορούμενος του επέστρεψε το χρηματικό ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ. Για το υπόλοιπο εκ δρχ. 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ, ο κατηγορούμενος χορήγησε στον Γ10 την από 11-9-2000 βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία εφέρετο να είναι κάτοχος 163.000 μετοχών της εταιρείας από την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, προφανώς όμως και οι μετοχές αυτές δεν ήταν έγκυρες. 11) Την 1-3-1999 έλαβε από τον Γ11 το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563,46 ευρώ. 12) Στις 24-2-1999 και 5-3-1999 έλαβε συνολικά από τον Γ12 το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563,46 ευρώ. Τα ποσά αυτά δεν αποδεικνύεται ότι επιστράφηκαν στους παθόντες Γ11 και Γ12, αν και επιστροφή να είχε λάβει χώρα, θα ήταν άνευ εννόμων συνεπειών, κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι: 1. Η εταιρεία δεν είναι παθούσα, διότι ουδέποτε τα ως άνω ποσά περιήλθαν στην κατοχή της, παθόντες είναι τα παραπάνω φυσικά πρόσωπα, και πρέπει ο κατηγορούμενος να παραπεμφθεί για υπεξαίρεση τελεσθείσα εις βάρος των προσώπων αυτών, κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, με την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας και εντολοδόχου, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, αλλά βελτίωση αυτής, με τον ακριβέστερο προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο διώχθηκε ο εκκαλών. 2. Ο κατηγορούμενος, δράστης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, με την ως άνω διττή ιδιότητά του, ενεργούσε όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης των ως άνω εντολέων - παθόντων. 3. Όλα τα ανωτέρω ποσά ο κατηγορούμενος δεν τα απέδωσε στην εταιρεία, όπως όφειλε ούτε τα καταχώρησε στα βιβλία της, αλλά τα ιδιοποιήθηκε χωρίς δικαιολογητική αιτία και τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του, ως δικά του αγαθά, εις βάρος των προαναφερθέντων φυσικών προσώπων. 4. Τα επί μέρους υπεξαιρεθέντα ποσά είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το δε καταβληθέν από τον Γ4 και υπεξαιρεθέν από τον κατηγορούμενο την 9-6-1999, ποσόν των 180.000.000 δρχ., είναι ιδιαίτερα μεγάλο και υπερβαίνει αυτό των 25.000.000 δρχ. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι ο αναιρεσείων "επέστρεψε κάποια χρηματικά ποσά από τα υπεξαιρεθέντα στους παθόντες, με την πράξη του όμως αυτή δεν εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξεως για την οποία κατηγορείται, ήτοι αυτή της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 379 παρ. 2 του ΠΚ". Με αυτά, όμως, που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, δεν διευκρινίζει αν ο αναιρεσείων επέστρεψε ή όχι χρηματικά ποσά και στους εκ των ανωτέρω Γ1 και Γ2. Επίσης, δεν διευκρινίζει, ως προς τί δεν ετήρησε ο αναιρεσείων την μετά του εκ των παθόντων Γ3 συμφωνία του, δηλαδή να πωλήση τις μετοχές που έλαβε από αυτόν και να καταθέση τα χρήματα που θα εισέπραττε εκ της πωλήσεως στον λογαριασμό της εταιρίας. Δεν διευκρινίζει, εις τί συνίσταντο οι "πιέσεις" των εκ των παθόντων Γ4, Γ7, Γ8 και Γ9, συνεπεία των οποίων απεδόθησαν σ'αυτούς τα ληφθέντα από τον αναιρεσείοντα χρηματικά ποσά. Δεν διευκρινίζει, υπό ποιές προϋποθέσεις επεστράφησαν στην Γ5 και στον Γ6 τα χρηματικά ποσά που ο αναιρεσείων είχε λάβει από αυτούς. Δεν διευκρινίζει, υπό ποιες προϋποθέσεις επεστράφη στον Γ10 το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τα οποία έλαβε ο αναιρεσείων από αυτόν, ούτε γιατί οι φερόμενες ως σχετικές με το υπόλοιπο μέρος των χρημάτων τούτου (Γ10) μετοχές δεν ήσαν έγκυρες. Και δεν διευκρινίζει αν δέχεται ή όχι, ότι τα χρηματικά ποσά που έλαβε ο αναιρεσείων από τους Γ11 και Γ12 επεστράφησαν ή όχι σ'αυτούς. Αλλά με αυτές τις ελλείψεις και ασάφειες, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα της υπό των άρθρ. 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως, αφού εξ αυτών καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της εφαρμοσθείσης, περί υπεξαιρέσεως, ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εξ άλλου, το ίδιο Συμβούλιο, εσφαλμένως ερμήνευσε την προεκτεθείσα διάταξη της δευτέρας παραγράφου του άρθρ. 379 ΠΚ, αφού εκ του όλου σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος συνάγεται ότι δέχεται, ότι συνεπεία της διατάξεως αυτής το αξιόποινο, επί κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, δεν εξαλείφεται ούτε κατά τους όρους της ως άνω πρώτης παραγράφου του ιδίου άρθρου. 'Ετσι, όμως, το προσβαλλόμενο βούλευμα κατέστη αναιρετέο, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ και τους σχετικούς βασίμους αναιρετικούς λόγους της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Σημειωτέον ότι οι λοιπές αιτιάσεις, πλήττουσες την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 3305/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 24 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά τους Ν. 1408/1996 και 2721/1999, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, όταν το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει μία από τις ειδικές και περιοριστικά στη διάταξη αυτή προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστεύσεως, όπως είναι και εκείνη του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ως διαχειριστής νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως τούτου, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχειρίσεως "εν τοις πράγμασι". Στην κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι το χρήμα, να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 379 ΠΚ "το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαιρέσεως εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς το ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος". Από τη διάταξη αυτή και εξ αντιδιαστολής της από τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι "ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως, εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα με τη θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαρισθεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του", συνάγεται ότι η έμπρακτη μετάνοια, που καθιερώνεται από την πρώτη παράγραφο ως λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου της υπεξαιρέσεως, έχει εφαρμογή σε κάθε μορφή υπεξαιρέσεως, οποιοδήποτε χαρακτήρα και αν φέρει αυτή, πλημμελήματος ή κακουργήματος. Περαιτέρω το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή σ' αυτούς που κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου, όταν αυτός προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, πρέπει να γίνεται με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι ο στηριζόμενος στο ανωτέρω άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ, που οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 3305/2006 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και εντολοδόχο. Ακολούθως, αφού προέβη σε αναδιατύπωση του διατακτικού του πρωτοδίκου 1606/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε (κατά τα λοιπά) το πρωτόδικο βούλευμα. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με εξ ολοκλήρου, επιτρεπτή, αναφορά στην ενσωματωμένη στο ως άνω βούλευμά του εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα προέκυψανν τα εξής : "Η εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ", ιδρύθηκε το έτος 1919 και το έτος 1934 εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Κατά το αρχικό καταστατικό σκοπός της εταιρείας ήταν η παρασκευή αποσταγμάτων οίνου και εμφιαλώσεως διαφόρων τύπων οίνου, μετά δε τις τελευταίες τροποποιήσεις του καταστατικού διευρύνθηκε ο σκοπός και στον χώρο της κατασκευής τεχνικών έργων και η δραστηριοποίηση της εταιρείας στον χώρο των ξενοδοχειακών, καθώς και στον χώρο των τουριστικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Κατά το μήνα Ιούνιο του 1996, η νέα διοίκηση της εταιρείας ίδρυσε νέα εταιρεία, με την επωνυμία: "ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΒΟΛΟΥ ΑΕ (ΟΙΝΟΒΟ ΑΕ)", στην οποία συμμετείχε η ανωτέρω εταιρεία κατά ποσοστό 99,9%. Η δεύτερη εταιρεία υποκατέστησε σε όλες της τις δραστηριότητες την πρώτη εταιρεία και μίσθωσε η ίδια τις εγκαταστάσεις της στη Ν. Πέραμο Καβάλας, καθώς και τις εγκαταστάσεις της στη Ριτσώνα Βοιωτίας. Μέσω δε της δεύτερης εταιρείας ασκούντο όλες οι επενδυτικές και οικονομικές δραστηριότητες του Ομίλου. Ο ........, ορκωτός ελεγκτής, διενήργησε έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο στην εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ", δυνάμει της υπ' αριθ. 23.748/99 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσόν του 1.210.000.000 δρχ., που έλαβε χώρα κατά τα έτος 1998. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου. και την κατάθεση του πορίσματος που συνέταξε κατά το μήνα Ιανουάριο του 2000, διάφοροι μέτοχοι με την από 4-5-2000 αίτηση τους, απευθυνόμενη στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών, ζήτησαν από τον ανωτέρω να απαντήσει σε ορισμένα γραπτά ερωτήματα και τα οποία αφορούσαν κυρίως την καταβολή εκ μέρους τους διαφόρων χρηματικών ποσών στα χέρια του κατηγορουμένου με την ιδιότητά του ως γενικού διευθυντή και εκπροσώπου της ανωτέρω εταιρείας. Οι αιτούντες είχαν καταβάλει στον κατηγορούμενο το συνολικό ποσόν των 929.000.000 δρχ. ή 2.726.338,96 ευρώ, για να λάβουν μέρος στα αδιάθετα της νέας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, η οποία έλαβε χώρα κατά το έτος 1999 και είχε αποφασισθεί από την έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της στις ...., ποσού 4.840.000.000 δρχ. Οι ανωτέρω υπέβαλαν και το ερώτημα αν τα ποσά που κατέβαλαν εμφαίνονται στα βιβλία των μετόχων της εταιρείας. Από το διενεργηθέντα από τον πραγματογνώμονα έλεγχο, που αφορούσε το χρονικό διάστημα μέχρι 30-6-1999, προέκυψε ότι τα κατατεθέντα ποσά δεν εμφανίζονταν στις σχετικές εγγραφές στα βιβλία της εταιρείας. Ειδικότερα στα βιβλία της εταιρείας έπρεπε να τηρείται ένας αντίστοιχος λογαριασμός με τον ειδικό λογαριασμό της αύξησης που τηρείτο στην Τράπεζα Πειραιώς, στον οποίο να ήταν καταγεγραμμένες οι αντίστοιχες κινήσεις, τέτοια όμως καταγραφή δεν υπήρχε, το δε ποσόν της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, "εξαντικρύζεται" με αντίστοιχη εγγραφή πίστωσης στο παθητικό του ισολογισμού της ..... της εταιρείας με το λογαριασμό "Μετοχικό Κεφάλαιο - Οφειλόμενο" δρχ. 4.840.000.000 δρχ. (βλ. το ως άνω πόρισμα). Συγκεκριμένα όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις εισπράξεως, τις οποίες είχε υπογράψει ο κατηγορούμενος, τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησε, υπό την ως άνω ιδιότητά του και για την προαναφερθείσα αιτία έλαβε στην κατοχή του τα εξής ποσά, από τα κατωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα: 1). στις 30-11-1998 έλαβε από το Γ1 200.000 μετοχές της πρώτης των προαναφερθεισών εταιρειών, συνολικής αξίας 40.000.000 δρχ. ή 117.388,11 ευρώ, με την εντολή να τις πωλήσει μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών τμηματικά, ώστε να μην μειωθεί η αξία τους με μαζική πώληση. Η συμφωνία μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου ήταν ακόμη όπως τα χρήματα που θα εισέπραττε ο κατηγορούμενος από την πώληση των μετοχών θα κατατίθεντο στο λογαριασμό της εταιρείας αυτής, προκειμένου ο Γ1 να λάβει μέρος στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, που θα ελάμβανε χώρα κατά το έτος 1999. Ο κατηγορούμενος πώλησε τις ως άνω μετοχές, εισέπραξε τα χρήματα, πλην όμως δεν τα κατέθεσε σε λογαριασμό της εταιρείας, όπως όφειλε για τον ως άνω σκοπό, ούτε όμως τα απέδωσε στον εντολέα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Μετά την πίεση που ασκήθηκε από όλους τους παθόντες, αλλά και υπό το κράτος των συνεπειών άλλων εμπλοκών του κατηγορουμένου με τη δικαιοσύνη, εξ αφορμής της διαχειρίσεως των οικονομικών της ως άνω εταιρείας κλπ (βλ. αντίγραφα σχετικών δημοσιευμάτων του τύπου - φέρεται ότι κρατήθηκε προσωρινά - και σχετικές ένορκες καταθέσεις), χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο της εταιρείας και προσωπικό φίλο του Ζ1, βεβαίωση ότι ο παθών αυτός είναι μέτοχος ανάλογων μετοχών της εταιρείας, βάσει των χρημάτων που είχαν εισπραχθεί από την πώληση των μετοχών και ειδικότερα φέρεται ότι είναι κάτοχος 366.600 μετοχών, ονομαστικής οξίας 110 δρχ. η κάθε μία. Στη διενεργηθείσα όμως γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας κατά το έτος 2003, ο ίδιος ο Ζ1 αρνήθηκε τη συμμετοχή του ανωτέρω στη συνέλευση, διότι δεν βρήκε το όνομά του ως καταθέτη στον ειδικό λογαριασμό που είχε ανοιχθεί για την αύξηση του κεφαλαίου. Επομένως οι χορηγηθείσες μετοχές δεν ήταν νόμιμες, 2). Την 1-12-1998 έλαβε από τον Γ2 165.000 μετοχές της ανωτέρω εταιρείας, συνολικής αξίας 33.000.000 δρχ. ή 96.845,19 ευρώ, με την αυτή ως άνω συμφωνία. Ο κατηγορούμενος επέδειξε την ίδια ως άνω συμπεριφορά, ο Ζ1 χορήγησε και στον παθόντα αυτό την από ..... βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία εφέρετο να είναί κάτοχος 300.000 μετοχών, ο Ζ1 όμως αμφισβήτησε τη νομιμότητα και αυτών των μετοχών, κατά τα προεκτεθέντα, 3). Την 1-12-1998 και 7-12-1998 ο εκκαλών έλαβε από τον Γ3 συνολικά 300.000 μετοχές της ανωτέρω εταιρείας, αξίας συνολικής 60.000.000 δρχ. ή 176.082,17 ευρώ, με την αυτή ως άνω συμφωνία, την οποία όμως ο κατηγορούμενος δεν τήρησε, ο Ζ1 εξέδωσε την από ...... βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία ο παθών αυτός εφέρετο να είναι κάτοχος 545.454 μετοχών, των οποίων όμως στη συνέχεια αμφισβητήθηκε η νομιμότητα, από τον ίδιο τον εκδόσαντα τη βεβαίωση, 4). Κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-1998 μέχρι 9-6-1999, ο κατηγορούμενος έλαβε από το Γ4 22.010,27, 275.862,06, 190.755,68, 173.147,46, 154.071,90, 152.604,54, 176.082,17, 41.085,84, 83.015,41, 22.633,90 και 528.246,52 ευρώ (7.500.000, 94.000.000, 65.000.000, 59.000.000, 52.500.000, 52.000.000, 60.000.000, 14.000.000, 28.287.500, 7.712.500 και 180.000.000 δρχ., αντίστοιχα, ήτοι 620.000.000 δρχ. ή 1.819.515,77 ευρώ. Πλην όμως και αυτά τα χρήματα δεν είχαν καταγραφεί στα βιβλία της εταιρείας και ο κατηγορούμενος απέδωσε τα χρήματα στον παθόντα, μετά από πιέσεις του, σε δυο δόσεις, 5). Στις 18-2-1999 έλαβε από την Γ5 το ποσόν των 33.000.000 δρχ. ή 96.845,19 ευρώ και επειδή αντελήφθη ότι η οικονομική πορεία της εταιρείας ήταν κακή, ζήτησε και πέτυχε, κατά τα τέλη του έτους 2000, να της επιστραφούν τα χρήματα, δεν γνωρίζει δε αν τα χρήματά της αποδόθηκαν από λογαριασμό της εταιρείας ή του κατηγορουμένου, διότι κατατέθηκαν σε τραπεζικό της λογαριασμό, 6) Στις 23-2-1999 έλαβε από τον Γ6 το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563.46 ευρώ και κατά το έτος 2001 ο κατηγορούμενος επέστρεψε τα χρήματα στον παθόντα, (βλ. σχετική βεβαίωση). 7) Στις 19-2-1999 έλαβε από τη Γ7 το ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ, 8) Στις 18-2-1999 έλαβε από το Γ8 το ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ, 9). Στις 19-2-1999 έλαβε από τη Γ9 το ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ. Και τα χρήματα αυτά δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμό της εταιρείας, μετά δε από πέσεις των ανωτέρω, η εταιρεία στις 4-4-2000 κατέθεσε τα ως άνω ποσά σε λογαριασμό και των τριών που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα. 10). Στις 25-2-1999 και 28-2-1999 έλαβε από τον Γ10 το ποσόν των 44.000.000 δρχ. ή 129.126,92 ευρώ. Και ο παθών αυτός, επειδή αντελήφθη ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας, ζήτησε από τον κατηγορούμενο την επιστροφή μέρους των χρημάτων του. Ο κατηγορούμενος του επέστρεψε το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563,46 ευρώ, κατά το μήνα Φεβρουάριο του 2000. Κατά το τέλος του θέρους του ίδιου έτους, ζήτησε και πάλι ο παθών κάποια χρήματα και ο κατηγορούμενος του επέστρεψε το χρηματικό ποσόν των 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ. Για το υπόλοιπο εκ δρχ. 11.000.000 δρχ. ή 32.281,73 ευρώ, ο κατηγορούμενος χορήγησε στον Γ10 την από 11.9.2000 βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία εφέρετο να είναι κάτοχος 163.000 μετοχών της εταιρείας από την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, προφανώς όμως και οι μετοχές αυτές δεν ήταν έγκυρες, 11). Την 1-3-1999 έλαβε από τον Γ11 το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή, 64.563,46 ευρώ, 12). Στις 24-2-1999 και 5-3-1999 έλαβε συνολικά από τον Γ12 το ποσόν των 22.000.000 δρχ. ή 64.563,46 ευρώ. Τα ποσά αυτά δεν αποδεικνύεται ότι επιστράφηκαν στους παθόντες Γ11 και Γ12, αν και επιστροφή να είχε λάβει χώρα, θα ήταν άνευ εννόμωνσυνεπειών, κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα......Ο κατηγορούμενος απολογούμενος, αλλά και με την κρινόμενη έφεσή του, ισχυρίζεται ότι: 1)......, 2)Οι φερόμενοι ως ζημιωθέντες έχουν αναλάβει τα καταβληθέντα ποσά προ πάσης ανακριτικής πράξης εις βάρος του, επομένως δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα και εξ αυτού του λόγου, 3)...... Επί των ισχυρισμών του κατηγορουμένου, εκτίθενται τα εξής: ..... 3)0 κατηγορούμενος επέστρεψε κάποια χρηματικά ποσά από τα υπεξαιρεθέντα στους παθόντες, με την πράξη του όμως αυτή δεν εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξεως για την οποία κατηγορείται, ήτοι αυτή της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 379 παρ. 2 του ΠΚ ....Εξ όλων των ανωτέρω αβίαστα συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος υπεξαίρεσε τα ως άνω χρηματικά ποσά από τους προαναφερθέντες παθόντες.... Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν έσφαλε και ορθώς αποφάνθηκε.....ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του εκκαλούντος και τον παρέπεμψε στο αρμόδιο......". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφενός δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την πράξη για την οποία η παραπομπή του αναιρεσείοντος και αφετέρου εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 379 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα Α) ενώ δέχεται το Συμβούλιο, στις περιπτώσεις των φερομένων ως παθόντων Γ1, Γ2 και Γ3 και εν μέρει στην περίπτωση του Γ10, ότι αυτοί κατέστησαν μέτοχοι της νέας εταιρίας και τούτο βεβαιώθηκε εγγράφως από τον Πρόεδρό της Ζ1, παραδοχή που σημαίνει ότι καταβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα η αξία των μετοχών του καθενός αντιστοίχως, δέχεται περαιτέρω ότι δεν κατέστησαν αυτοί μέτοχοι της νέας εταιρίας λόγω μη νομιμότητας ή εγκυρότητας των μετοχών τους, χωρίς άλλη διευκρίνηση, έτσι ώστε δημιουργείται ασάφεια αν πράγματι καταβλήθηκαν απ' τον αναιρεσείοντα ή όχι τα οικεία χρηματικά ποσά, από το προϊόν της πωλήσεως των μετοχών της παλαιάς εταιρίας, όπως είχε μεταξύ τους συμφωνηθεί και Β) ενόψει αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξεώς του διά της υπ' αυτού αποδόσεως των ληφθέντων προτού εξετασθεί από τις αρχές, το Συμβούλιο απέκλεισε την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 379 ΠΚ, εκ μόνου του λόγου ότι πρόκειται για κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος, ήτοι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, και χωρίς να βεβαιώσει συγχρόνως ότι οι επιστροφές χρημάτων, που δέχεται ότι έγιναν απ' τον αναιρεσείοντα προς τους φερόμενους παθόντες, έγιναν μετά την κατά οποιονδήποτε τρόπο εξέτασή του από τις αρχές για την πράξη του και, επιπροσθέτως, χωρίς να διευκρινήσει τις πιέσεις που ασαφώς αναφέρει ότι προηγήθησαν της αποδόσεως αυτής των ληφθέντων, εκ μέρους ορισμένων εκ των φερομένων ως παθόντων, καθόσον η εξάλειψη του αξιοποίνου της υπεξαιρέσεως κατά το άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ επέρχεται αν η απόδοση του πράγματος ή η ικανοποίηση του ζημιωθέντος γίνει οικειοθελώς από το δράστη χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων. Κατ' ακολουθίαν, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το 3305/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική υπεξαίρεση από εντολοδόχο - διαχειριστή περιουσίας. Στοιχεία του εγκλήματος. Έμπρακτη μετάνοια. Εφαρμογή της § 1 του άρθρου 379 Π.Κ. και επί κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπεξαίρεση
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
1
Αριθμός 1165/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Μπίτσικα, περί αναιρέσεως της 8/2007 και 237/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "Εθνική Τράπεζα της ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Βουρνά. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 437/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 § 1 στοιχ. δ', 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 358. Εξάλλου, το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το αρθρ. 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα "6. Αντίγραφο καταστάσεων πινάκων καταθέσεων ON LINE, 7. Αντίγραφα ενταλμάτων πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας και 8. Αντίγραφο πίνακα κίνησης λογαριασμών της Εθνικής Τράπεζας και πελατών της". Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των τριών αυτών εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η κατά τα άρθρα 93 § 2 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο κατά τα ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτοντα ως απαράδεκτα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα 8/2007 απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλομένης κυρίας αποφάσεώς του 237/2007 και συμπροσβάλλεται ρητώς με την τελευταία, απέρριψε κατά τη δικάσιμο της 20.12.2007, οπότε άρχισε η εκδίκαση της υποθέσεως με την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη εκπροσωπούμενη από τη συνήγορό της, αίτημα, υποβληθέν κατ' εντολήν της αναιρεσείουσας από το γιο της ......., για αναβολή της δίκης, κατ' άρθρο 349 ΚΠοινΔ, λόγω ασθενείας της, ακολούθως δε η δίκη διακόπηκε για την 3.1.2007, κατά την οποία προσήλθε και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη. Την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση πλήττει η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματός της. Ο λόγος αναιρέσεως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας προς προβολήν του, αφού αυτή, ως προς την οποία δεν επακολούθησε, κατά τα εκτεθέντα, έννομη επιβλαβής συνέπεια από την απόρριψη του αιτήματός της αναβολής της δίκης, δεν προσδιόρισε στην υπό κρίση αίτηση ότι υπέστη συγκεκριμένη βλάβη από την κατά τα ανωτέρω απόρριψη του αιτήματός της αυτού. Με το άρθρο 263α ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 § 4 του Ν. 1738/1987, ορίσθηκε ότι για την εφαρμογή των άρθρων που αναφέρονται σ' αυτό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 258 ΠΚ για την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, θεωρούνται ως υπάλληλοι, εκτός αυτών που μνημονεύονται στο άρθρο 13 ΠΚ, και εκείνοι οι οποίοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα στις αναφερόμενες συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οργανισμούς κλπ, μεταξύ άλλων δε (περίπτ. β) "σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους", χωρίς άλλη διάκριση. Έτσι, με το εν λόγω άρθρο 263α ΠΚ ορίσθηκε ειδικώς και αυτοτελώς και ένα είδος "δημόσιου τομέα" για τις ανάγκες των υπηρεσιακών εγκλημάτων. Η επαναοριοθέτηση και περιστολή που ακολούθησε, με το άρθρο 51 § 1 του Ν. 1892/1990, στον υπό της διατάξεως του άρθρου 1 § β του Ν. 1256/1982 προβλεπόμενο "δημόσιο τομέα" και συγκεκριμένα ότι αυτός περιλαμβάνει πλέον μόνον τις Τράπεζες που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου (είτε στο σύνολό τους είτε κατά πλειοψηφία), δεν επέφερε και αντίστοιχη περιστολή του "δημόσιου τομέα" που ορίσθηκε με το άρθρο 263α ΠΚ, το οποίο απέφυγε να θίξει ο νομοθέτης του Ν. 1892/1990 και επομένως εξακολουθούν να υπάγονται στην εν λόγω διάταξη (άρθρο 263α ΠΚ) και οι υπάλληλοι των Τραπεζών, ακόμη και εκείνων που δεν ανήκουν στο Δημόσιο, κατά πλειοψηφία ή στο σύνολό τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 § 1 του Ν. 1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ισχύει μετά το Ν. 1738/1987: Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και το 258 για την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, "εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιοπάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. (όπως αυξήθηκε με το άρθρο 4 § 3 του Ν. 2408/1996), επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως". Κατά δε το άρθρο 16 § 2 του ν.δ. 2576/1953 "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθησιν δια πολλών μερικοτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, ως επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπ' όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικοτέρων πράξεων". Κατά το άρθρο 98 ΠΚ, αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1, να επιβάλει μία μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, το οποίο απαρτίζεται από περισσότερες, χρονικώς διακεκριμένες μεταξύ τους, μερικότερες πράξεις, οι οποίες έχουν τελεσθεί από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο ή διαφόρους τόπους, προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, κάθε μία απ' αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της, προς τέλεσή τους, αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην περίπτωση του εξακολουθούντος εγκλήματος, ειδικότερα, υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όταν δεν εξειδικεύονται οι μερικότερες πράξεις και δεν αναφέρεται ο χρόνος τελέσεως κάθε μιάς απ' αυτές ή το χρονικό διάστημα εντός του οποίου έλαβαν χώρα. Αν η απόφαση περιέχει τα στοιχεία αυτά, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ένα κατ' εξακολούθηση έγκλημα ή για περισσότερα εγκλήματα, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, αφού στην ως άνω διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία από τα οποία το δικαστήριο συνάγει ενότητα αποφάσεως και δεσμό μεταξύ των μερικοτέρων πράξεων για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος. Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη την οποία εφήρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 237/2007 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων τα οποία κατ' είδος μνημονεύει, ότι ως προς την πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, για την οποία κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, αποδείχθηκαν, εν συνόψει, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ότι η αναιρεσείουσα, στην Αθήνα, ενώ ήταν υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, της Εθνικής Στεγαστικής Τράπεζας και της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που κατείχε λόγω της ιδιότητάς της αυτής, ότι μεταχειρίσθηκε προς τούτο ιδιαίτερα τεχνάσματα, ότι το όφελος που απεκόμισε συνολικώς υπερβαίνει το ποσόν των 50.000.000 δρχ. ανερχόμενο σε 68.272.358 δρχ. (κατ' ορθή άθροιση) με προξενηθείσα ζημία της Τράπεζας ίση με το τελευταίο ποσόν πλέον 7.290.000 δρχ., πλέον 2.663.187 δρχ., ότι η πράξη της αυτή εστρέφετο κατά των άνω Τραπεζών, οι δύο τελευταίες εκ των οποίων απορροφήθηκαν με συγχώνευση από την πρώτη, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στην ημεδαπή και ότι, πλέον συγκεκριμένα, αυτή Α) Ως Προϊσταμένη Ταμειολογιστών της Εθνικής Τράπεζας στο κατάστημα της οδού Πανεπιστημίου ιδιοποιήθηκε παράνομα, από 18.2.1988 μέχρι 6.4.1992 με αντικανονικές αναλήψεις, χρήματα πελατών - καταθετών της Τράπεζας ποσού συνολικώς 19.767.000 δρχ. (κατ' ακριβή άθροιση). Β) Ως Υποδιευθύντρια της πρώην Εθνικής Στεγαστικής Τράπεζας του καταστήματος Πλατείας Κλαυθμώνος, από ... μέχρι ...., ιδιοποιήθηκε παράνομα με όμοιες αναλήψεις χρήματα πελατών - καταθετών της Τράπεζας ποσού συνολικώς 23.283.198 δρχ. και Γ) Ως συνεργάτης της Εθνικής Τράπεζας επί θεμάτων συγχωνεύσεώς της με την Εθνική Κτηματική Τράπεζα, από 1.1.1999 μέχρι 25.10.1999, ιδιοποιήθηκε παράνομα, με όμοιες αναλήψεις, χρήματα πελατών - καταθετών της Τράπεζας ποσού συνολικώς 25.222.160 δρχ., ενώ αποπειράθηκε να ιδιοποιηθεί και ποσόν 7.290.000 δρχ. Στη συνέχεια αναφέρονται στην απόφαση, στο σκεπτικό και το διατακτικό της, τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που η κατηγορουμένη χρησιμοποίησε σε κάθε περίπτωση, οι αριθμοί των λογαριασμών πελατών, από τους οποίους ανέλαβε αυτή και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα αναφερόμενα σε κάθε περίπτωση ποσά και γενικώς, με σαφήνεια και πληρότητα, όλες οι επί μέρους πράξεις που η αναιρεσείουσα διέπραξε. Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι η πράξη της αναιρεσείουσας εξακολούθησε επί μακρό χρονικό διάστημα και δη από 18.2.1988 μέχρι 25.10.1999 και ότι το αντικείμενο της πράξεως αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 και με τις ειδικότερες επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου αυτού, που in abstracto επισύρουν την ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Ακολούθως, το Εφετείο, αφού αναγνώρισε στην αναιρεσείουσα τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας (άρθρο 84 § 2 περ. α' και δ' ΠΚ), επέβαλε σ'αυτήν για την εν λόγω πράξη ποινή καθείρξεως 5 ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 1608/1950, 263α και 258 ΠΚ, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος που ζημιώθηκε δεν έπαυσε να περιλαμβάνεται στις Τράπεζες, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 263α' ΠΚ και επομένως να προστατεύεται από τον ως άνω ειδικό νόμο 1608/1950. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, συνεπώς, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1 του Ν. 1608/1950 και 263α ΠΚ με την ειδικότερη αιτίαση ότι μετά τον, δια του άρθρου 51 § 1 του Ν. 1892/1990, περιορισμό του "δημόσιου τομέα" δεν εντάσσονται οι ανωτέρω Τράπεζες, Εθνική, Εθνική Στεγαστική και Εθνική Κτηματική, στα προστατευόμενα με το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 νομικά πρόσωπα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αναφορικά με την τέλεση της πράξεως κατ' εξακολούθηση, αποκρούοντας έτσι συγχρόνως τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι οι μερικότερες πράξεις του τρίτου (τελευταίου) χρονικού διαστήματος (1-1/25.10.1999), ως εκ της χρονικής αποστάσεώς τους από εκείνες των προηγουμένων η οποία υπερβαίνει τα πέντε έτη, δεν συνιστούν μερικότερες πράξεις του ίδιου κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, αλλά μερικότερες πράξεις άλλου τέτοιου εγκλήματος, η δε κρίση του ίδιου δικαστηρίου ότι επρόκειτο για ένα κατ' εξακολούθηση έγκλημα και όχι για περισσότερα εγκλήματα τελεσθέντα κατ' εξακολούθηση είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς το χαρακτηρισμό του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, ως κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος, δεύτερος κατά το δεύτερο σκέλος του λόγος αναιρέσεως. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο ισχυρισμός για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες το άρθρο 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, δια των συνηγόρων της, υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της, επικαλέσθηκε δε σχετικώς τα εξής, εν συνόψει, "μετά το 1999, οπότε τελέσθηκε η τελευταία πράξη που μου αποδίδεται, μέχρι σήμερα, ήτοι επί διάστημα επτά και πλέον ετών, διάγω έντιμη οικογενειακή και κοινωνική ζωή, δεν έχω υποπέσει σε κανένα αδίκημα, ασκώ με ανεπίληπτο τρόπο τα καθήκοντά μου ως μητέρας, εξοικονομώ τα προς το ζην με διάφορες περιστασιακές εργασίες, όπως πλασιέ φαρμακευτικών ειδών κ.α., τα χρήματα που προσπορίζομαι τα διαθέτω, μαζί με τη σύνταξή μου, για εξυπηρέτηση των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς μου και την εξόφληση των υποχρεώσεών μου, ήδη έχω εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις μου προς την Εθνική Τράπεζα με σκοπό την επανόρθωση της ζημίας που της προξένησα, τα παιδιά μου δεν εργάζονται λόγω προσωπικών τους προβλημάτων και αναγκάζομαι να διατρέφω ολόκληρη την οικογένειά μου, προσφέρω τις υπηρεσίες μου και στον ασθενή πατέρα μου που μετά το θάνατο του αδελφού μου και της μητέρας μου δεν βγαίνει από το σπίτι...". Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το Πενταμελές Εφετείο με την αιτιολογία ότι η κατηγορουμένη "δεν αποδείχθηκε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά μετά τις πράξεις της χρονικό διάστημα". Η αιτιολογία αυτή δεν είναι η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν εκτίθενται σ' αυτήν καθόλου πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οδήγησαν στην απορριπτική του ανωτέρω ισχυρισμού κρίση. Εντούτοις, ενόψει του ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με τις επιβαρυντικές περιστάσεις, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, επισύρει in abstracto ποινή ισόβιας καθείρξεως, αντί της οποίας, επί παραδοχής ελαφρυντικής περιστάσεως, επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών (άρθρο 83 περ. δ' ΠΚ) και δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προεκτέθηκε, αναγνώρισε τις λοιπές αιτηθείσες ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2α' και δ' ΠΚ και επέβαλε στην αναιρεσείουσα για την εν λόγω πράξη ποινή καθείρξεως πέντε ετών, που είναι μικρότερη του ανωτέρω ελαχίστου ορίου των δέκα ετών, άνευ εννόμου συμφέροντος προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η ως άνω έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής μετά την πράξη συμπεριφοράς σε σχέση με την ανωτέρω πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, αφού, και σε περίπτωση παραδοχής και αυτής, η μείωση δεν ήταν επιτρεπτή κάτω από το όριο των δέκα ετών. Επομένως, ο συναφής δεύτερος λόγος της αιτήσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι κατά τούτο απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη και για απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας το όφελος που απεκόμισε και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ., πράξη που τέλεσε υπό τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας, για την οποία της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο ετών. Η ποινή αυτή είναι μεγαλύτερη του ελαχίστου ορίου του ενός έτους που προβλέπεται στη συγκεκριμένη περίπτωση (άρθρα 386 § 3α και 83 περ. γ' ΠΚ). Ενόψει αυτών, ο ανωτέρω λόγος της αιτήσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής μετά την πράξη συμπεριφοράς είναι παραδεκτός καθόσον αφορά στην ανωτέρω πράξη της κακουργηματικής απάτης και πρέπει, ως βάσιμος κατ' ουσίαν, να γίνει δεκτός. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε ως προς την πράξη της κακουργηματικής απάτης τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής μετά την πράξη συμπεριφοράς του άρθρου 84 § 2ε' ΠΚ, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής για την πράξη αυτή και περί συνολικής ποινής. Περαιτέρω, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ) για να κριθεί αν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης συντρέχει και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 περ. ε' ΠΚ και, σε καταφατική περίπτωση, να συνεκτιμηθεί και αυτή κατά την επιμέτρηση της ποινής για την πράξη της κακουργηματικής απάτης και τη συνολική ποινή. Κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 237/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος και τις διατάξεις της που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσης. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 περί αναιρέσεως της αυτής (237/2007) αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 258 Π.Κ., 1 Ν. 1608/1950 και 2631 Π.Κ. δεδομένου ότι η ζημιωθείσα Τράπεζα περιλαμβάνεται σ’ αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 263α Π.Κ. και επομένως προστατεύεται από το Ν. 1608/1950. Η επαναοριοθέτηση και περιστολή του «δημοσίου τομέα» που έγινε με το άρθρο 51§1 του Ν. 1892/1990, συνιστάμενη στο ότι περιλαμβάνονται σ’ αυτόν μόνον οι Τράπεζες που ανήκουν στο Δημόσιο (κατά πλειοψηφία ή στο σύνολό τους), δεν επέφερε αντίστοιχη περιστολή του «δημοσίου τομέα» όπως ειδικώς και αυτοτελώς ορίζεται στο άρθρο 263α Π.Κ. Έννοια του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ως προς αυτό. Υποχρέωση αιτιολογήσεως της απορρίψεως αυτοτελών ισχυρισμών και αιτήματος αναβολής λόγω σημαντικών αιτιών. Για την προβολή του εκ της ελλείψεως αυτής λόγου αναιρέσεως απαιτείται έννομο συμφέρον. Πότε αυτό δεν υπάρχει. Απόλυτη ακυρότητα από την λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για την κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε. Πότε ιδρύεται ο οικείος λόγος αναιρέσεως. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Εξακολουθούν έγκλημα, Καταχραστές Δημοσίου.
0
Αριθμός 1164/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέτα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αλφαντάκη, περί αναιρέσεως της 954/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γιάννη Κάππο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 455/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 ΠΚ "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και 314 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξ αιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Όταν τα ανωτέρω εγκλήματα είναι απότοκα συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, κατά το λόγο της αμέλειας που αυτό επέδειξε, και, πάντως, εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της αποφάσεως. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 957/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζει κατά το είδος τους, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Στις 23-8-2003 και περί ώρα 15.30', ο Γ1, ετών 17 τότε, οδηγώντας την υπ' αριθμ. ..... Ι.Χ.Ε. δίκυκλη μοτ/τα, εργοστασίου ...., 998 κυβικών εκατοστών, χωρίς να έχει άδεια ικανότητας οδηγήσεως αυτής, εκινείτο επί της λεωφόρου.... στα ..... - Αττικής με κατεύθυνση προς ....., κοντά στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 6 αυτής. Στη μοτ/τα είχε ως συνεπιβάτιδα την Ζ1. Την ίδια ώρα ο κατηγορούμενος, ετών 27 τότε, οδηγώντας το υπ' αριθμ. ....... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, το οποίο είχε προηγουμένως σταθμεύσει προσωρινά επί του πεζοδρομίου της αντίθετης κατεύθυνσης της λεωφόρου ..... προς ....., κοντά στο ύψος του ιδίου οικοδομικού αριθμού, επεχείρησε αναστροφή, προκειμένου να εισέλθει στην κατεύθυνση της λεωφόρου .... προς ....... Τη στιγμή που το εμπρός μέρος του αυτοκινήτου του είχε εισέλθει στην κατεύθυνση της λεωφόρου ...... προς ..... κατέφθασε ο Γ1 με τη μοτοσυκλέτα και τα δύο οχήματα συγκρούσθηκαν, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί θανάσιμα η συνεπιβάτης της μοτοσυκλέτας Ζ1, ετών 18 τότε, η οποία και απεβίωσε εξ αιτίας του τραυματισμού της αυτού και να τραυματισθεί βαρύτατα ο Γ1, υποστάς ρήξη του δεξιού νεφρού, κάταγμα αριστερού αντιβραχίου, εξάρθρημα του δεξιού ώμου, αιμοπνευμονοθώρακα δεξιά, κάταγμα δεξιών λαγόνων και πολλαπλά θλαστικά τραύματα. Ειδικότερα, συγκρούσθηκε το εμπρόσθιο μέρος της μοτ/τας με το εμπρός μέρος της δεξιάς πλευράς του αυτοκινήτου στο ύψος του δεξιού τροχού. Μετά τη σύγκρουση η μοτ/τα εκτροχιάσθηκε προς τα δεξιά και αφού προσέκρουσε στο υπ' αριθμ. ....... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, που ήταν σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο της δεξιάς πλευράς της κατεύθυνσης της λεωφόρου .... προς ...., στη συνέχεια προσέκρουσε σε ξύλινη περίφραξη και σε είδη έκθεσης εξοχής (τραπέζια και καρέκλες) του επί της λεωφόρου ...... 6 καταστήματος, η παραπάνω δε συνεπιβάτης της μοτ/τας εκτινάχθηκε και επέπεσε στο υπ' αριθμ...... Ι.Χ.Ε., που ήταν επίσης σταθμευμένο επί του πεζοδρομίου μπροστά από το προηγούμενο αυτοκίνητο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ο Γ1 βρισκόταν υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, καθόσον από την τοξικολογική εξέταση, που έγινε στο αίμα που λήφθηκε από αυτόν, ανιχνεύθηκε η παρουσία συστατικών καννάβεως και κοκαΐνης. Επίσης αποδείχθηκε ότι στο παραπάνω σημείο, που έγινε η σύγκρουση των δύο οχημάτων, η λεωφόρος ..... ήταν ευθεία, είχε πλάτος οδοστρώματος 8,5 μέτρα και ήταν διπλής κατευθύνσεως, χωριζόταν δε στη μέση με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή. Κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ημέρα και η κυκλοφορία οχημάτων μικρή. Η ταχύτητα με την οποία εκινείτο ο κατηγορούμενος ήταν μικρή. Αντίθετα, η ταχύτητα με την οποία εκινείτο ο Γ1 δεν διαπιστώθηκε. Από τα αποτελέσματα όμως της συγκρούσεως, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω και όπως εξεικονίζονται στις φωτογραφίες που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο και επισκοπήθηκαν, συνάγεται ότι αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη στο σημείο εκείνο ταχύτητα των 50 χ/ω. Άλλα στοιχεία σχετικά με τον θανάσιμο τραυματισμό της Ζ1 και τον τραυματισμό του Γ1 δεν αποδείχθηκαν. Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποδείχθηκαν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν, και ........... Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει, ότι τόσο ο θανάσιμος τραυματισμός της Ζ1, όσο και ο τραυματισμός του Γ1 οφείλεται και σε αμέλεια του κατηγορουμένου, γιατί αυτός δεν κατέβαλε την προσοχή, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις, ως μέσος συνετός οδηγός να καταβάλει, αλλά και μπορούσε αυτός, ενόψει των ικανοτήτων του, της εμπειρίας του και των γνώσεων του, να καταβάλει, ώστε να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, το οποίο δεν προέβλεψε μεν ως δυνατό, μπορούσε όμως να το προβλέψει. Ειδικότερα αυτός όφειλε και μπορούσε να αποφύγει κατ' αρχάς να επιχειρήσει αναστροφή πορείας στο σημείο εκείνο της οδού, γιατί αυτό δεν επιτρέπεται από τον Κ.Ο.Κ. Περαιτέρω όφειλε, αφού αποφάσισε να επιχειρήσει αναστροφή της πορείας του, να κινηθεί με πολύ μεγάλη προσοχή και να μην εισέλθει στην αντίθετη κατεύθυνση της λεωφόρου ...., προτού βεβαιωθεί προηγουμένως απολύτως ότι μπορούσε να το κάνει, χωρίς να δημιουργήσει κίνδυνο συγκρούσεως με τα οχήματα τα κινούμενα στην αντίθετη κατεύθυνση λεωφόρου ....., στην οποία ήθελε να εισέλθει........... γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Ακολούθως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ανθρωποκτονίας από αμέλεια και σωματικής βλάβης από αμέλεια και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139), αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28, 314 παρ. 1 και 302 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές στο πόρισμά της, ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, το Εφετείο, με τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές του, εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, τα κατά νόμον αναγκαία πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, προσδιορίζει λεπτομερώς το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα και αιτιολογεί τον μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς και του αξιοποίνου αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, καθόσον α) με την παραδεκτή συμπλήρωση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως από το διατακτικό της, όπου ρητώς αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος επέφερε κατά την οδήγηση του οχήματός του το θάνατο της Ζ1 και προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του Γ1 "χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την πράξη του", προσδιορίζεται σαφώς το είδος της αμέλειας του αναιρεσείοντος ως μη συνειδητής, η δε παραδοχή στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος "δεν προέβλεψε μεν το αποτέλεσμα αυτό ως δυνατό, μπορούσε όμως να το προβλέψει" δεν δημιουργεί ασάφεια διότι δεν εμπεριέχει στοιχεία συνειδητής αμέλειας, β) με τη ρητή παραδοχή στο σκεπτικό ότι το συμβάν "οφείλεται και σε αμέλεια του κατηγορουμένου", δέχεται σαφώς το Εφετείο ότι συνέτρεξε και αμέλεια του οδηγού της μοτοσυκλέτας, μολονότι ούτε αυτό ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ούτε ο προσδιορισμός του βαθμού της εν λόγω συνυπαιτιότητας, διότι αυτή δεν αποκλείει την ευθύνη του αναιρεσείοντος, γ) σαφώς, επίσης, γίνεται δεκτό στο σκεπτικό ότι η σύγκρουση των οχημάτων έγινε ενώ το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του αναιρεσείοντος είχε εισέλθει στο προς ..... ρεύμα κυκλοφορίας της λεωφόρου ......., όπου εκινείτο η μοτοσυκλέτα, παραδοχή από την οποία εξυπακούεται ότι το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου είχε περάσει τη διπλή διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος και δ) δεν ήταν αναγκαίο να περιληφθούν στο σκεπτικό, για τον προσδιορισμό των συνθηκών του συμβάντος και εντεύθεν για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ούτε σε πόσο μήκος είχε γίνει η υπέρβαση της διπλής διαχωριστικής γραμμής, ούτε το πλάτος του απομένοντος ελεύθερου τμήματος του ρεύματος πορείας της μοτοσυκλέτας, ούτε η δυνατότητα ελιγμού του οδηγού της, ενώ οι αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως, συνακολούθως δε να απορριφθεί κατ' ουσίαν η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583 παρ.1 ΚΠολΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7 Μαρτίου 2007 αίτηση του X1, περί αναιρέσεως της 954/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου πολιτικώς ενάγοντος, εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ανθρωποκτονίας και σωματικής βλάβης από αμέλεια. Πότε είναι αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία και σωματική βλάβη από αμέλεια του αναιρεσείοντος οδηγού ΙΧΕ αυτοκινήτου, ο οποίος επεχείρησε ανεπίτρεπτη αναστροφή προκειμένου να εισέλθει στο αντίθετο εκείνου που εκινείτο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού και συγχρόνως προτού βεβαιωθεί ότι μπορούσε να κάνει την αναστροφή αυτή χωρίς κίνδυνο συγκρούσεως με τα κινούμενα στο αντίθετο ρεύμα οχήματα, με συνέπεια τη σύγκρουση με αντιθέτως κινούμενη δίκυκλη μοτοσικλέτα και το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού της και τη σωματική βλάβη της συνεπιβαίνουσας στη μοτοσικλέτα.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1163/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1356/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 504/17.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 151/17-7-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 455/27-10-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 2825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατ' εξακολούθηση , με περιουσιακή ζημία άνω των 73.370 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιου του κατηγορούμενου που είχε ειδική εξουσιοδότηση και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ( άρθρ. 484 & 1 περ δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης . ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του και ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν συγκεκριμενοποιεί την ζημία που υπέστη η εγκαλούσα. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης (ΑΠ,1913 /2000,ΑΠ 1820/ 2003, ΑΠ 55/20041944/2003 ΑΠ 190/2005). Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Η παράγραφος όμως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. ( Α Π 2200/2002 ΑΠ 692/200). Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό ( ΑΠ 32/2003,ΑΠ 1307/2002 ΑΠ 2900/2002). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Η εγκαλούσα εταιρεία η οποία έχει αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία καταψυγμένων είχε μεταξύ των πελατών της και την εταιρεία με την επωνυμία ''Captain Fish AE '' και την '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' με έδρα την Αθήνα . Ως εκπρόσωπος των εταιρειών αυτών εμφανιζόταν ο αναιρεσείων και μετά την 30-3-1999 αν και έπαυσε να είναι μέλος του Δ.Σ της ''Captain Fish AE '' εξακολουθούσε να συναλλάσσεται με την εγκαλούσα εμφανιζόμενος σαν βασικός μέτοχος . Για την κάλυψη της αξίας των αλιευμάτων ο αναιρεσείων έδιδε επιταγές της ''Captain Fish AE '' είτε πελατών της . Κατά τον Μάιο 2001 στην εγκαλούσα εταιρεία για αξία αλιευμάτων είχα περιέλθει πέντε μεταχρονολογημένες επιταγές της ''Captain Fish AE '' αξίας 17.800.000 δρχμ. και μία μεταχρονολογημένη επιταγή της εταιρείας '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' αξίας 1.185.540 δρχμ., . Κατά τον μήνα αυτό ο αναιρεσείων δήλωσε στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι αντιμετώπιζε αδυναμία να πληρώσει τις επιταγές γιατί η εταιρεία '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' μητρική της ''Captain Fish AE '' απορροφούσε όλα τα κεφάλαια της για επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της και πρότεινε την αντικατάσταση των επιταγών αυτών με άλλες πελατών της και συγκεκριμένα της '' Αλιευτικής ψυκτικής ΑΕ '' προς την οποία η''Captain Fish AE '' πουλούσε μεγάλες ποσότητες αλιευμάτων και για την οποία παρέστησε στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι φερέγγυα και μια από τις καλύτερες πελάτες της και ότι ο Γ1, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ήτο επίσης φερέγγυο πρόσωπο και ότι η εγκαλούσα δεν θα συναντούσε καμιά δυσκολία σχετικά με την είσπραξη των επιταγών . Με βάση τις διαβεβαιώσεις αυτές η εγκαλούσα δέχθηκε την αντικατάσταση των επιταγών αυτών με επιταγές έκδοσης της εταιρείας αυτής εις διαταγή της ''Captain Fish AE '' οι οποίες οπισθογραφήθηκαν προς αυτήν. Την 19-11-2001 η εγκαλούσα μόλις η τράπεζα Αττικής στην οποία είχαν δοθεί οι επιταγές από την εγκαλούσα την ειδοποίησε ότι μία από τις επιταγές αυτές δεν πληρώθηκε απέστειλε εξώδικη πρόσκληση και δήλωση με την οποία ζητούσε να της γνωστοποιήσουν αντίγραφα τιμολογίων από τα οποία να προέκυπταν οι πωλήσεις προς την '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' συνεπεία των οποίων εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές 'που σύμφωνα με τις παραστάσεις του αναιρεσείοντα αντιπροσώπευαν . Η επίδοση της πρόσκλησης δήλωσης προς τη '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' δεν έγινε δυνατή γιατί ο δικαστικός επιμελητής που πήγε για την επίδοση διαπίστωσε ότι στην οδό ..... στην Αθήνα διεύθυνση την οποία δήλωνε αυτή σαν διεύθυνση της έδρας της δεν υπήρχε τέτοια εταιρεία, δεν είχε γραφεία ούτε κατάστημα , αλλά ούτε και στο παρελθόν στην διεύθυνση αυτή λειτούργησε εκεί τέτοια εταιρεία , Περαιτέρω από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι τέτοια εταιρεία, δεν λειτούργησε ποτέ ούτε δραστηριοποιήθηκε ποτέ στον χώρο της διακίνησης αλιευμάτων ούτε είχε περιουσιακά στοιχεία και ότι η εταιρεία αυτή ήταν δημιούργημα του αναιρεσείοντα και των υπολοίπων συγκατηγορουμένων του εκ των οποίων ο πρώτος (Χ2) ήταν υπάλληλος των εταιρειών ''Captain Fish AE '' και '' Βαλκανικά Ψυγεία ΑΕ '' και ο Γ1 ο οποίος ήταν αφερέγγυος δεν είχε δραστηριοποιηθεί ποτέ στην εμπορία κατεψυγμένων άλλα ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και ότι η όλη μεθόδευση ήταν επινόηση του αναιρεσείοντα , ο οποίος έστησε την εταιρεία φάντασμα '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' για να χρησιμοποιήσει τις επιταγές της προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση των οποιωνδήποτε υποχρεώσεων του όχι μόνο προς την εγκαλούσα εταιρεία αλλά και προς άλλες εταιρείες (''..... ΕΠΕ'' ''Ανεμότρατα ΑΕ''' ...... ΕΠΕ'''' ....... ΟΕ ) και στις οποίες παρέστησε τα ίδια ψευδή περιστατικά προκειμένου να τις πείσει να δεχθούν επιταγές της εταιρείας '' Αλιευτική ψυκτική ΑΕ '' . Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα με επαρκή αιτιολογία απαντά στους διάφορους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα περί του ότι δεν υφίσταται διακινδύνευση επέλευσης ζημίας από τις επιταγές αυτές γιατί για την πληρωμή των επιταγών αυτών ευθύνονταν και ή εταιρεία ''Captain Fish AE'' υπονοώντας ότι η εγκαλούσα μπορούσε να στραφεί και κατ'αυτής . Όμως και η εταιρεία . αυτή κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Επίσης εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων ενήργησε βάση σχεδίου με σκοπό την αποφυγή πληρωμής των υποχρεώσεων του απέναντι στην εγκαλούσα αλλά και τις υπόλοιπες εταιρείες που αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα γεγονός το οποίο και το πέτυχε. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται πλήρη και σαφή περιστατικά σχετικά με την ζημία την οποία υπέστη η εγκαλούσα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 151/17-7-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 5-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 151/17-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 2825/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της κακουργηματικής απάτης, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (386 παρ.1,3 εδ. α του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει, σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη δικαιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "FRUTTI DI MARE AE ΑΝΩΝ. ΙΧΘ/ΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ-ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΤΩΝ", η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο Δ1, έχει σαν αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία κατεψυγμένων αλιευμάτων. Από το έτος 1999 και έκτοτε είχε ως πελάτες, μεταξύ άλλων και τις εταιρείες " CAPTAIN FISH AE Εμπορική και Βιομηχανική Νωπών και Κατεψυγμένων Τροφίμων" και ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΨΥΓΕΙΑ ΑΕ Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Τροφίμων" με έδρα την Αθήνα (Καλλιρόης 97). Ιδρυτές των εν λόγω εταιρειών και βασικοί μέτοχοι, υπήρξαν οι Β1, (αρχικά συγκατηγορούμενος), και ο Χ1 (εκκαλών), αυτός δε, παρά το γεγονός ότι από 30-3-1999 έπαυσε να είναι μέλος του Δ.Σ. της πρώτης εταιρείας "CAPTAIN FISH", εξακολουθούσε να συναλλάσεται με την εγκαλούσα, εμφανιζόμενος σαν βασικός μέτοχος και εκπρόσωπος αυτής και ενεργούσε με την ιδιότητα αυτή. Για την αξία των προς τις ως άνω εταιρείες πωλούμενων κατεψυγμένων αλιευμάτων, ο κατηγορούμενος εγχείριζε κυρίως επιταγές συρόμενες από λογαριασμό των εταιρειών, είτε εκδόσεως τρίτων, είτε των εταιρειών του. Κατά τον μήνα Μάϊο 2001, η εγκαλούσα ήτο νόμιμη κομίστρια μεταχρονολογημένων επιταγών της εταιρείας "CAPTAIN FISH A.E.", τις οποίες ο κατηγορούμενος είχε εγχειρίσει για την κάλυψη της αξίας εμπορευμάτων και πληρωτέες εις διαταγή της, συρόμενες από τον με αριθμό ....... λογαριασμό της στην Εμπορική Τράπεζα και συγκεκριμένα 1) της με αριθμό ..... επιταγής, ποσού 5.000.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 2-2-2001, μεταχρονολογημένη για την 16-6-2001 2) της με αριθμό ...... επιταγής, ποσού 4.200.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 14-3-2001, μεταχρονολογημένη για τη 21-7-2001 3) Της με αριθμό .... επιταγής, ποσού 3.000.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 20-3-2001, μεταχρονολογημένη για την 15-8-2001, 4) Της με αριθμό ..... επιταγής, ποσού 5.000.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 2-4-2001, μεταχρονολογημένη για την 31-8-2001, 5) Της με αριθμό ...... επιταγής, ποσού 3.250.000 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 30-4-2001 για την 29-12-2001 και 6) της με αριθμό ....... επιταγής έκδοσης της εταιρείας "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", ποσού 1.185.540 δρχ., με πραγματικό χρόνο έκδοσης την 30-4-2001, μεταχρονολογημένη για την 29-12-2001 (βλ. σχετικώς έγγραφα επιταγών). Περί τα μέσα Μαϊου 2001, ο κατηγορούμενος, εμφανιζόμενος, όπως πάντοτε, ως νόμιμος εκπρόσωπος και βασικός μέτοχος της "CAPTAIN FISH", εδήλωσε στον Ζ1, μέτοχο και αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εγκαλούσης, ότι η εταιρεία του αδυνατούσε να πληρώσει τις παραπάνω επιταγές, επικαλούμενος ως λόγο αδυναμίας το γεγονός ότι η εταιρεία "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", μητρική της "CAPTAIN", απορροφούσε από την τελευταία τα κεφάλαιά της προκειμένου να αποπερατώσει την κατασκευή ψυκτικών θαλάμων στη Θεσσαλονίκη. Ετσι επρότεινε στον Ζ1, σε αντικατάσταση των παραπάνω επιταγών, να δεχθεί την μεταβίβαση, για κάθε περίπτωση, επιταγών πελάτη της. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εδήλωσε στον Ζ1 ότι, μεταξύ των πελατών της, ήτο και η εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", προς την οποία η εταιρεία "CAPTAIN FISH A.E.", πωλούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, την αξία των οποίων εκάλυπτε με επιταγές. Περαιτέρω, για να επιτύχει την αντικατάσταση των επιταγών διαβεβαίωσε τον Ζ1 ότι η εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", ήτο απολύτως φερέγγυα, με μεγάλο κύκλο εργασιών, μία από τους καλύτερους πελάτες της "CAPTAIN FISH A.E.", με εγκαταστάσεις προσέτι δε ότι ο Γ1, νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, ήτο επίσης φερέγγυο άτομο, με μεγάλη ακίνητη περιουσία και ότι η εγκαλούσα, σε περίπτωση αντικαταστάσεως δεν θα είχε να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Ετσι, με βάση τις διαβεβαιώσεις αυτές του κατηγορουμένου, η εγκαλούσα δέχθηκε την αντικατάσταση των επιταγών, αντίστοιχα, με τις επιταγές υπ' αριθμό ....., ....., ....., ...., και ......, εκδόσεως της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", εις διαταγή της "CAPTAIN FISH A.E.", οι οποίες οπισθογραφήθηκαν στην εγκαλούσα (βλ. συνημμένες στη δικογραφία). Την 19-11-2001, η Τράπεζα Αττικής ειδοποίησε την εγκαλούσα ότι η επιταγή, με αριθμό ....., με ημερομηνία έκδοσης 17-11-2006, εμφανίσθηκε προς πληρωμή και δεν πληρώθηκε. Μετά ταύτα, την ίδια ημέρα (19-11-2001), η εγκαλούσα απέστειλε στον κατηγορούμενο, και τις εταιρείες "CAPTAIN FISH", "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε." και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", εξώδικη διαμαρτυρία, με πρόσκληση και δήλωση, η οποία και κοινοποιήθηκε αυθημερόν στο κατηγορούμενο και στις εταιρείες "CAPTAIN" και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ", στην εταιρεία όμως "ΑΛΛΙΕΥΤΙΚΗ", δεν κοινοποιήθηκε, καθ' όσο ο δικαστικός Επιμελητής του Πρωτοδικείου Αθηνών ...... δεν ανεύρε την εν λόγω εταιρεία στην επί της οδού Καυκάσου 155 στην Αθήνα διεύθυνση, την φερόμενη ως έδρα της, όπως τούτο σχετικώς αναφέρεται στην υπ' αυτού συνταχθείσα οικεία έκθεσης και συγκεκριμένα: "αφού μετέβη επί της οδού Καυκάσου 155, και κατόπιν έρευνάς μου διαπίστωσα ότι η καθ' ης η επίδοση στην ως άνω διεύθυνση, δεν έχει ούτε γραφεία, ούτε κατάστημα και ούτε υπήρχε ποτέ στο παρελθόν, όπως μου δήλωσαν καταστηματάρχες που διατηρούν γραφεία στην οδό Καυκάσου 155". Με την προαναφερόμενη εξώδικη διαμαρτυρία (βλ. συνημμένη στη δικογραφία), η εγκαλούσα προσκάλεσε τον κατηγορούμενο και τις ως άνω εταιρείες, να γνωστοποιήσουν αντίγραφα τιμολογίων, από τα οποία να προκύπτουν οι προς την εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ" πωλήσεις, συνεπεία των οποίων η τελευταία εξέδωσε σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου τις επίμαχες επιταγές, χωρίς όμως έκτοτε να έχει λάβει οποιαδήποτε απάντηση. Κατόπιν τούτου, η εγκαλούσα, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών της Νομαρχίας Αθηνών, προσπάθησε να ανεύρει στοιχεία για την ύπαρξη η μη και λειτουργία της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ - ΨΥΚΤΙΚΗΣ Α.Ε.", με αποτέλεσμα να διαπιστώσει ότι η εν λόγω εταιρεία δεν ήτο πελάτης της "CAPTAIN FISH A.E.", δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, δεν λειτούργησε ποτέ, αφού δεν ανέπτυξε καμμία εμπορική δραστηριότητα, ούτε είχε πελάτες και ήτο άγνωστη στο χώρο διακίνησης αλιευμάτων, αν και ο σκοπός ιδρύσεώς της, κατά το καταστατικό της, ήτο η εμπορία, χονδρικώς και λιανικώς, επεξεργασία, τυποποίηση και συσκευασία κάθε είδους νωπών, κατεψυγμένων αλιευμάτων κ.λ.π., με δηλωθείσα έδρα στην Αθήνα, Καυκάσου 155, στη πραγματικότητα δε, ότι ήτο μια εταιρεία ουσιαστικά ανύπαρκτη, συμφερόντων του κατηγορουμένου, είχε ιδρυθεί, ύστερα από ιδική του καθοδήγηση και κατάστρωση σχεδίου, από τους συγκατηγορουμένους Χ2, υπάλληλο των εταιρειών "CAPTAIN FISH" και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ" και Γ1, ο οποίος ούτε φερέγγυος ήτο, ούτε ακίνητη περιουσία διέθετε στο όνομά του, εξ άλλου ούτε επιχειρηματίας ήτο, σε βαθμό μάλιστα που οι επιταγές του, να είναι όπως και "οι λίρες Αγγλίας" όπως χαρακτηριστικά διαβεβαίωσε, ο κατηγορούμενος, ποτέ δεν είχε δραστηριοποιηθεί στην εμπορία κατεψυγμένων - νωπών τροφίμων προ έτους μάλιστα εργαζόταν σε ραδιοφωνικό σταθμό (.....). Από το έτος ήδη 2000, ο κατηγορούμενος, έχοντας διαβλέψει τους μετέπειτα οικονομικούς κλυδωνισμούς της εταιρείας "CAPTAIN FISH", συνέλαβε έντεχνα το σχέδιο δημιουργίας εικονικής εταιρείας, χωρίς περιουσία και δραστηριότητα, στο όνομα τρίτων, στην οποία να μεταφέρει τις οικονομικές υποχρεώσεις των εταιρειών του και έτσι, υλοποιώντας τούτο, την 27-11-2000, προέβη στην ίδρυση της εταιρείας "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε.", με την υπ' αριθμό ...... πράξη του συμ/φου Αθηνών Ιωάννη Γοργία, η οποία και καταχωρήθηκε στα οικεία μητρώα ΑΕ της Νομαρχίας Αθηνών την ..... (βλ. σχετικά έγγραφα, με ιδρυτές τα προαναφερόμενα άτομα, αλλά και τον ......, συνταξιούχο καθηγητή, πεθερό του κατηγορουμένου). Τυπικά η εν λόγω εταιρεία απέκτησε νομική προσωπικότητα, ουσιαστικά όμως ήτοι ανύπαρκτη και εικονική, επέτυχε όμως ο κατηγορούμενος, να χορηγηθούν στον δήθεν νόμιμο εκπρόσωπο της Γ1, μπλοκ επιταγών από την Τράπεζα Αττικής, Τράπεζα Κύπρου και την Εθνική Τράπεζα, στις οποίες ανοίχθηκαν οι αντίστοιχοι λογαριασμοί. Τα φύλλα των επιταγών όλων των μπλοκ που έλαβε ο συγκατηγορούμενος Γ1, αφού υπέγραψε με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, αλλού ατομικά και στα περισσότερα κάτω από την σφραγίδα με την εταιρική επωνυμία, παρέδωσε υπογεγραμμένα στον κατηγορούμενο, ο οποίος πλέον είχε ανά χείρας ένα "εργαλείο", για να αποσύρει από την αγορά τις επιταγές έκδοσης της εταιρείας CAPTAIN FISH A.E., με τις εν λόγω επιταγές της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ". Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι, μετά την κοινοποίηση (19-11-2001) του παραπάνω εξωδίκους της εγκαλούσης εταιρείας, προς τον κατηγορούμενο και τις εταιρείες του, την 12-12-2001 καταχωρήθηκε στο μητρώο Α.Ε. της Νομαρχίας Αθηνών το φερόμενο από .... πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ", με το οποίο δήθεν εκλέχθηκε ως νέα μέλη του Δ.Σ. αυτής, οι ... και ο ....... Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, με τις προεκτεθείσες ψευδείες παραστάσεις και συγχρόνως με την αποσιώπηση των αληθών γεγονότων, επέτυχε την αντικατάσταση των επιταγών, της εταιρείας CAPTAIN, με επιταγές έκδοσης της εικονικής εταιρείας "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ", συνολικού ποσού .... (56.293 ευρώ) γνωρίζοντας ότι δεν επρόκειτο να πληρωθούν και οι οποίες δεν πληρώθηκαν και έτσι η περιουσία της εγκαλούσης ζημιώθηκε κατά το ποσό αυτό. Και τούτο, διότι όλες οι επιταγές που σύρονταν από τους προαναφερόμενους λογαριασμούς της εταιρείας αυτής, σφραγίσθηκαν γιατί ο λογαριασμός είτε δεν είχε υπόλοιπα είτε είχε κλείσει. Παρά δε το γεγονός ότι, φαινομενικά, με τις νέες επιταγές, φέρονταν ως υπεύθυνες απέναντι στην εγκαλούσα αντί για μία, δύο πλέον εταιρείες, ήτοι η αρχική οφειλέτρια ως λήπτρια και οπισθογράφος και η "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ", ως εκδότρια, οι απαιτήσεις της εγκαλούσης δεν ικανοποιήθηκαν, και τούτο διότι, αφενός μεν, η εκδότρια ήτο μία εταιρεία εικονική, ουσιαστικά ανύπαρκτη, χωρίς εμπορική δραστηριότητα και περιουσιακά στοιχεία, αφετέρου δε, η λήπτρια και οπισθογράφος, από 21-11-2001 έπαυσε τις πληρωμές και κηρύχθηκε σε πτώχευση, δυνάμει της υπ' αριθμό 836/2002 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτηση της εγκαλούσας, από τον Οκτώβριο δε 2001, δεν είχε πλέον περιουσιακά στοιχεία. Εξ άλλου, η εγκαλούσα, κατόπιν έρευνας στα υποθ/κεια Αττικής, δεν ανεύρε περιουσιακά στοιχεία στο όνομα του Γ1, ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της, παρά τα όσα αντίθετα την είχε διαβεβαιώσει ο κατηγορούμενος, ο οποίος μάλιστα την ίδια συμπεριφορά και μέθοδο, εφήρμοσε και εις βάρος άλλων δανειστών των εταιρειών του, οι οποίοι είχαν επιταγές της "CAPTAIN FISH" και πείσθηκαν να αντικατασταθούν με επιταγές εκδόσεως της "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ", οι οποίες επίσης δεν πληρώθηκαν. Ετσι θύματα του κατηγορουμένου, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ήσαν οι εταιρείες "..... ΕΠΕ", η "ANEMOTRATA A.E.", η "..... ΕΠΕ" και οι "....... Ο.Ε.", των οποίων ειδικώτερα, οι εκπρόσωποι στις ένορκες μαρτυρικές των καταθέσεις επιβεβαιώνουν αβίαστα την δόλια συμπεριφορά του, δηλαδή ότι η εταιρεία "ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ", δεν ήτο πελάτης των εταιρειών του, αλλά μία εταιρεία "μαϊμού", χωρίς γραφεία, χωρίς εμπορική δραστηριότητα, την οποία "έστησε" ο ίδιος, για να μπορέσουν να βγουν στο όνομά της τα μπλοκ των επιταγών. Επίσης ο ......., εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "...... ΕΠΕ", στην ένορκη μαρτυρική του κατάθεση χαρακτηριστικά εκθέτει "... η εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ήταν μία εταιρεία φάντασμα και είχε ιδρυθεί με σκοπό να βγάλει μπλοκ επιταγών, στη συνέχεια ο Χ1 διοχέτευσε στην αγορά επιταγές της αλιευτικής... με τον τρόπο αυτό κατάφερε να αντλήσει κεφάλαια από τους πιστωτές της CAPTAIN, τα οποία και χρησιμοποίησε, όπως πιθανολογώ, για την κατασκευή των ψυγείων στη Θεσ/κη... ουσιαστικά μετέφερε τις υποχρεώσεις της CAPTAIN στην ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ η οποία υπήρχε μόνο στα χαρτιά... ". Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, με ψευδείς εν γνώσει του διαβεβαιώσεις, περί τα μέσα Μαϊου 2001, προς τον Ζ1, μέτοχο και αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εγκαλούσης εταιρείας και νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, επέτυχε να πείσει να αντικατασταθούν οι παραπάνω επιταγές, αποσκοπώντας να αποκομίσει τόσο αυτός, όσο και η εταιρεία συμφερόντων του "CAPTAIN FISH A.E.", παράνομο περιουσιακό όφελος με την απαλλαγή της από τα νόμιμα χρέη της συνολικού ύψους 56.293 ευρώ, ζημιώνοντας, αντίστοιχα, την περιουσία της εγκαλούσης. Ετσι, όταν, κατά τον παραπάνω χρόνο, διαβεβαίωνε στον Ζ1 ότι η εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ - ΨΥΚΤΙΚΗ Α.Ε. είναι ο καλύτερος πελάτης των εταιρειών "CAPTAIN FISH A.E." και "ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ Α.Ε.", ότι είναι φερέγγυα με εγκαταστάσεις, καταστήματα και ευρύ κύκλο εργασιών, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Γ1 είναι φερέγγυο άτομο και επιχειρηματίας με μεγάλη ακίνητη περιουσία, εν γνώσει του παρίστανε εις αυτόν ψευδή γεγονότα, ενώ η αλήθεια ήτο, την οποία και εγνώριζε, ότι η εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ, δεν ανέπτυξε ποτέ εμπορικές συναλλαγές, δεν λειτούργησε πραγματικά στη δηλωθείσα δ/νση, δεν ήτο φερέγγυα, ούτε πελάτης των εταιρειών του, αλλά εταιρεία ιδικών του συμφερόντων, και εικονική, ο δε Γ1 δεν ήτο φερέγγυος, ούτε είχε ακίνητη περιουσία, ο σκοπός δε της ιδρύσεώς της, ήτο να αποκτήσει νομική προσωπικότητα για να ανοίξει σε διάφορες Τράπεζες λογαριασμούς και να λάβει μπλοκ επιταγών. Περαιτέρω αναφορικά με την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων κατά την τέλεση της απάτης, δηλαδή την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής και το συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 15.000 ευρώ, ώστε η πράξη να προσλάβει κακουργηματικό χαρακτήρα, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει σαφώς ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος πράγματι ετέλεσε την ως άνω πράξη κατ' επάγγελμα, καθ' όσο από την υποδομή που αυτός διαμόρφωσε με βάση το προεκτεθέν σχέδιό του (ίδρυση εικονικής εταιρείας) για να επιτύχει την αντικατάσταση των επιταγών και την απαλλαγή του από την εξόφληση των χρεών του, όχι ευκαιριακώς, αλλά με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (εν όψει και άλλων παθόντων), το συνολικό δε όφελος αυτού και η αντίστοιχη ζημία της εγκαλούσας, ύψους κατά τα προεκτεθέντα 56.293 ευρώ, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος απάτης σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 386 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,( άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στον Ζ1, που είχε την ιδιότητα του μετόχου και Αντιπροέδρου της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία, "FRUTTI DI MARE AE ΙΧΘΥΟΛΟΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ-ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΩΝ-ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΟΤΩΝ", και για λογαριασμό της οποίας αυτός ενεργούσε, σε γνώση της αναληθείας, τα συγκεκριμένα περιστατικά που προέκυψαν. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, με την ως άνω ιδιότητά του, διαβεβαίωσε ψευδώς τον Ζ1, ότι η εταιρεία που αυτός εκπροσωπούσε, "CAPTAIN FISH ΑΕ", αδυνατούσε να πληρώσει το ισόποσο των πέντε(5) επιταγών, των οποίων νόμιμη κομίστρια ήταν η εταιρεία "FRUTTI DI MARE", εξαιτίας απορρόφησης σημαντικών χρηματικών ποσών, ύψους δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, από μέρους της εταιρείας ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΨΥΓΕΙΑ ΑΕ, την οποία (εταιρεία), ο κατηγορούμενος, την παρουσίασε στον Ζ1, ως μητρική εταιρεία, της CAPTAIN FRISH AE. Στις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος, ο οποίος ζήτησε από τον Ζ1 την αντικατάστασή τους, με άλλες επιταγές εκδόσεως της εταιρείας ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ ΑΕ, την οποία εταιρεία ο κατηγορούμενος και πάλι την εμφάνισε στον Ζ1, ως την καλύτερη πελάτισσά του, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με ευρύ κύκλο εμπορικών συναλλαγών και με ανεπτυγμένο δίκτυο υποκαταστημάτων, παραπλανήθηκε αυτός (ο Ζ1), ο οποίος, αφού πείστηκε στις πιο πάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του, δέχθηκε να αντικαταστήσει τις πέντε αυτές επιταγές με ισάριθμες άλλες επιταγές, συνολικού ποσού 19.181.925 δραχμών, ή 56.293 ευρώ, όπως λεπτομερώς αναφέρονται κατά τα στοιχεία τους, στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και οι οποίες, όταν εμφανίστηκαν προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, δεν πληρώθηκαν ελλείψει επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων. Επίσης, διεξοδικά αναφέρονται στο ίδιο βούλευμα και τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την παραπλάνηση του Ζ1, που ενεργούσε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, που έλαβε χώρα κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, συνεπεία δε αυτών των ψευδών διαβεβαιώσεων, ζημιώθηκε η περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας κατά το ποσό των 56.293 ευρώ. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του αναιρεσείοντος, ο οποίος, εμφάνιζε την εταιρεία ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΨΥΚΤΙΚΗ ΑΕ, ως εταιρεία με μεγάλη οικονομική ευρωστία, ενώ γνώριζε εξ' αρχής ότι αυτή υπήρχε κατά φαινόμενο μόνο, χωρίς να διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, ή γραφεία, και, πολύ περισσότερο, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, ενώ ακόμη ο ίδιος ο αναιρεσείων εμφάνιζε τον εαυτό του, ως βασικό μέτοχο και εκπρόσωπο της εταιρείας, κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο, παρά το γεγονός, ότι από 30-9-1999, έπαυσε να αποτελεί μέλος του Δ.Σ της ΑΕ CAPTAIN FRISH (ΦΕΚ 1730/30-3-1999 Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ). Αιτιολογείται ακόμη, η παραδοχή του βουλεύματος, ότι, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης και σε βάρος άλλων παθόντων προσώπων, εκτός της εγκαλούσας εταιρείας, και από την υποδομή που ο αναιρεσείων είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 386 παρ.1,3α του ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 151/17-7-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1239/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη. Αναίρεση κατά βουλεύματος, με την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1162/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 809/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1396/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 425/1.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 32 παρ. 1+4 , 138 παρ. 2β, 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 26/17-7-2007 (συνταχθείσα ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος Εφετείου Λάρισας) αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ'αρ. 809/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Με την ανωτέρω απόφαση ο κατηγορούμενος κατεδικάσθη αντιμωλία για συκοφαντική δυσφήμηση σε ποινή φυλακίσεως 5 μηνών και εν συνεχεία στην ποινή αυτή συγχωνεύθηκαν οι ποινές φυλακίσεως 4 μηνών που είχαν επιβληθεί σ'αυτόν με την υπ'αρ. 808/2007 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου κατά την αυτή δικάσιμο. ΙΙ) Η εν λόγω απόφαση κατεχωρήθη στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 4-7-2007. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως την 17-7-2007 ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος Εφετείου Λάρισας, εις την έκθεση (που είναι υπογεγραμμένη από τον κατηγορούμενο και τον γραμματέα) γίνεται ρητή μνεία στο επισυναπτόμενο σ'αυτήν έγγραφο με πλήρως ανεπτυγμένους λόγους αναιρέσεως (ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως) και συνεπώς είναι νομότυπη. Κατά την διάταξη του αρ. 473 παρ. 3 ΚΠΔ η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, ενώ κατά την παράγραφο 1 ιδίου άρθρου η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από την δημοσίευση της αποφάσεως. Από τον συνδυασμό αυτών των διατάξεων και του αρ. 474 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι όταν η αναίρεση ασκείται ενώπιον γραμματέως που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, η προθεσμία ασκήσεως είναι 10 ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως εις το ειδικό βιβλίο. Στην υπό κρίση υπόθεση η 10ήμερη προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως έληξε την 16-7-2007 ημέρα Δευτέρα και ο κατηγορούμενος την άσκησε εκπροθέσμως κατά μία ημέρα την 17-7-2007 χωρίς να επικαλείται (στην σχετική αίτηση) οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί και επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω 1) Να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η υπ'αρ. 26/17-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ'αρ. 809/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 15 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τα άρθρα 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την επομένη της καταχωρίσεως αυτής καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να αναφέρει, στην έκθεση ασκήσεώς του, τον λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του. Δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητά τους. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εν προκειμένω, η προσβληθείσα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο, καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 4 Ιουλίου 2007, ενώ η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου της Λάρισας, στις 17 Ιουλίου 2007, δηλαδή μετά την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκησή της. Στη σχετική έκθεση, που υπογράφεται από τον αναιρεσείοντα και τη Γραμματέα, δεν αναφέρει ο αναιρεσείων κανένα λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της αναιρέσεως. Επομένως, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, στη μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προαναφερθείσα αίτηση αναιρέσεως και, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ., να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Ιουλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 809/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκπρόθεσμη άσκηση αναιρέσεως. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1161/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2)Χ2 3) Χ3 και 4) Χ4, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Μπούμη, περί αναιρέσεως της 7660/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο και συγκατηγορούμενο τον Χ5. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.12.2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 49/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 7660/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών ο καθένας, ο μεν Χ3 ως αυτουργός καταδολίευσης δανειστών, οι δε λοιποί ως άμεσοι συνεργοί καταδολίευσης δανειστών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης ως προς τον πρώτο και ανασταλείσα επί 3ετία για τους λοιπούς, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι δεύτερος έως και πέμπτος των κατηγορουμένων Χ4, Χ2, Χ1 και Χ3 είναι στενοί συγγενείς και συγκεκριμένα η Χ2 και ο Χ3 είναι αδελφοί, τέκνα των Χ4 και Χ1. Ο εξ αυτών Χ3 ήταν από το έτος 1997 εταίρος, κατά 25%, της συσταθείσας εταιρείας με την επωνυμία "..... Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με έδρα τον ..... Αττικής και με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία ενδυμάτων. Διαχειριστής της πιο πάνω εταιρείας, έως τις 25.5.2000 ήταν ο Χ6 (μη διάδικος στην ανοιγείσα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δίκη), τον οποίο στην συνέχεια διαδέχθηκε ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ5, ο οποίος ουσιαστικά εκπροσώπησε την πενθερά του ......., που συμμετείχε, επίσης με 25%, στην πιο πάνω εταιρεία. Παραλλήλως, με τις υποθέσεις της πιο πάνω εταιρείας, ασχολείτο και ο δεύτερος των κατηγορουμένων Χ4, γιατί κατά καιρούς χρηματοδοτούσε την εταιρεία και γιατί ο εταίρος υιός του Χ3 ήταν άπειρος. Άλλωστε και η σύζυγος του Χ4, Χ1, μέχρι την συνταξιοδότησή της ασχολείτο με την εμπορία ενδυμάτων, διατηρώντας κατάστημα στην οδό .... Στην πιο πάνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ασχολείτο ως υπάλληλος και η Χ2, γ' κατηγορουμένη, αδελφή του ε' κατηγορουμένου. Περί τον μήνα Ιούνιο του έτους 1999, η πιο πάνω εταιρεία με την επωνυμία "...... ΕΠΕ" αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αναζητώντας τρόπους χρηματοδοτήσεως και από την Τράπεζα, δια των εταίρων της Χ3 και Χ6 και δια των Χ5 και Χ4, οι οποίοι ασχολούντο με τις εταιρικές υποθέσεις, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο πρώτος εξ αυτών εκπροσωπούσε την εταίρο πενθερά του που συμμετείχε στην πιο πάνω εταιρεία από την ίδρυσή της, ο δε δεύτερος είχε κατά καιρούς χρηματοδοτήσει αυτήν και ενδιαφερόταν για την πορεία αυτής, στην οποία συμμετείχε ο υιός του Χ3, απευθύνθηκε στους εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2 και εκδήλωσε το ενδιαφέρον προς αγορά ενός διαμερίσματος σε πολυκατοικία που οι εγκαλούντες είχαν ανεγείρει σε ιδιόκτητο οικόπεδό τους στην ... Αττικής, στην συμβολή των οδών ... και ...., προκειμένου να εγγράψουν υποθήκη επ' αυτού για δάνειο που θα ελάμβαναν από Τράπεζα, το προϊόν του οποίου θα εχρησιμοποιούσαν για κεφάλαιο κίνησης της εταιρείας. Σημειωτέον ότι με τους εγκαλούντες οι ανωτέρω κατηγορούμενοι είχαν κατά το παρελθόν εμπορικές σχέσεις, διότι και οι πρώτοι είχαν ασχοληθεί με εμπορία ενδυμάτων. Μετά από διαπραγματεύσεις των μερών, η εταιρεία ".... ΕΠΕ" αγόρασε στην παραπάνω πολυκατοικία των εγκαλούντων, δυνάμει του με αριθ. ...... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλλιθέας Ιωάννου Βερβενιώτη, ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, εμβαδού 64,92 τ.μ., με την ανήκουσα σε αυτό αποθήκη του ισογείου. Στο συμβόλαιο αυτό αναγράφηκε ως τίμημα το ποσό των 17.000.000 δρχ., το οποίο φέρεται ότι εισέπραξαν οι εγκαλούντες σε μετρητά εκτός του γραφείου του συμβολαιογράφου, όμως στην πραγματικότητα κανένα ποσό δεν εισέπραξαν, καθόσον με το από 29.6.2000 αντέγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, είχε τούτο συμφωνηθεί, το δε πραγματικό τίμημα από 34.500.000 δρχ. θα καταβαλλόταν σε δόσεις από 30.7.99 έως 30.12.2000. Έναντι του τιμήματος αυτού, οι εγκαλούντες εισέπραξαν αργότερα 8.000.000 δρχ. και απέμεινε υπόλοιπο οφειλής προς αυτούς 26.500.000 δρχ. Το υπόλοιπο της πιο πάνω οφειλής δεν εξόφλησε η πιο πάνω εταιρεία, παρά το γεγονός ότι έλαβε από την Τράπεζα EUROBANK EFG δάνειο ύψους 18.000.000 δρχ. με την εγγραφή προσημειώσεως επί του πιο πάνω ακινήτου. Η αξία του ως άνω διαμερίσματος ανερχόταν στην συμφωνηθείσα στο ιδιωτικό συμφωνητικό τιμή αυτού, από 34.500.000 δρχ. και, ενώ υφίστατο η ανωτέρω οφειλή προς τους πιο πάνω πωλητές του διαμερίσματος, οι προαναφερθέντες κατηγορούμενοι Χ5, Χ3 (α' και ε' εξ αυτών) και Χ6 (μη διάδικος στην προκειμένη δίκη) αποφάσισαν, στις 30.5.2000, σε έκτακτη γενική συνέλευση των εταίρων της πιο πάνω εταιρείας την πώληση του πιο πάνω διαμερίσματος σε τρίτους, χωρίς την είσπραξη ισοτίμου προς την ως άνω αξία του διαμερίσματος και αξιοχρέου ανταλλάγματος, με σκοπό την οριστική ματαίωση της ικανοποιήσεως της πιο πάνω απαιτήσεως των εγκαλούντων, ύψους 26.500.000 δρχ. κατά την συμφωνία, σε κάθε δε περίπτωση, λόγω ακυρότητας της και τελευταίας, εξ αιτίας της μη τηρήσεως γι' αυτήν συμβολαιογραφικού τύπου (ΑΠ 1619/99 ΕλλΔικ 41.436), ύψους 9.000.000 (17.000.000 - 8.000.000) δρχ., πλέον τόκων υπερημερίας. Για το λόγο αυτό, στις 8.6.2000, σε εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως των εταίρων, ο πρώτος κατηγορούμενος, ως διαχειριστής της εταιρείας "...... ΕΠΕ", δυνάμει του με αριθ. ..... νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Στυλιανής Ανανιάδη - Μακρή, μεταβίβασε στους δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων, Χ4 και Χ1 (γονείς του ε' κατηγορουμένου Χ3), το πιο πάνω διαμέρισμα, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αντί αναγραφέντος τιμήματος 18.000.000 δρχ., που, κατά το ως άνω συμβόλαιο, θα καταβαλλόταν από τους αγοραστές προς την Τράπεζα EUROBANK EFG προς εξόφληση του ισοπόσου δανείου, υπέρ του οποίου η τελευταία είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι πιο πάνω αγοραστές δεν κατέβαλαν το πιο πάνω χρέος και της εταιρείας προς της δανείστρια Τράπεζα. Μάλιστα, την περίοδο εκείνη, άρχισαν να κοινοποιούνται προς την εταιρεία πλήθος διαταγών πληρωμής από μη πληρωθείσες επιταγές της πιο πάνω εταιρείας, που είχε αυτή εκδώσει στα πλαίσια της εμπορίας της. Τις πιο πάνω οικονομικές δυσχέρειες της εταιρείας και ειδικότερα την απαίτηση των εγκαλούντων προς εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος από την αγορά του διαμερίσματος, αλλά και την πρόθεση των εταίρων αυτής να ματαιώσουν την ικανοποίηση της πιο πάνω απαιτήσεως των εγκαλούντων, γνώριζαν οι β' και δ' των κατηγορουμένων, το μεν λόγω της στενής συγγενείας των και επαφών με τον ε' κατηγορούμενο, υιό τους, το δε λόγω της ενεργού συμμετοχής του β' εξ αυτών στις εταιρικές υποθέσεις. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι η ως άνω μεταβίβαση έλαβε χώρα προς ικανοποίηση απαιτήσεως του δευτέρου κατηγορουμένου, που, κατά το από 13.1.2000 έως 12.7.2000 διάστημα, είχε χρηματοδοτήσει την πιο πάνω εταιρεία, είναι αβάσιμος, αφού η ως άνω απαλλοτρίωση έλαβε χώρα, προκειμένου να μην ικανοποιηθεί η απαίτηση των εγκαλούντων, προσχηματικά δε, προς απόσβεση της απαιτήσεως του Χ4 προς την εταιρεία. Σε τούτο συνηγορούν τα ακόλουθα: α) η μεταβίβαση του πιο πάνω διαμερίσματος δεν έγινε μόνο προς τον δανειστή Χ4, αλλά και στην σύζυγό του Χ1, β) η σύναψη του ανωτέρω δανείου από τον κατηγορούμενο Χ4 έγινε μετά την γένεση της απαιτήσεως των εγκαλούντων και εν γνώσει της τελευταίας, γ) το δυσανάλογο της αγοραστικής αξίας του διαμερίσματος (34.500.000 δρχ.) σε σχέση με την απαίτηση εκ δανείου του πέμπτου των κατηγορουμένων Χ4, ύψους 18.034.500 δρχ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι πρώτος και πέμπτος των κατηγορουμένων, από κοινού με τον Χ6, με σκοπό να ματαιώσουν και πάλι την πιο πάνω απαίτηση των εγκαλούντων, αφού η ως άνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, πλην του πιο πάνω διαμερίσματος και των διακινουμένων από την ίδια εμπορευμάτων, δεν είχε κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο, απέκρυψαν τα εμπορεύματα του επί της οδού .... αριθ. ... στον ..... Αττικής ευρισκομένου καταστήματος αυτής, ήτοι κυρίως υφάσματα και ενδύματα που περιγράφονται στην με αριθ. ..... κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή ..... και ειδικότερα 82 πανταλόνια ανδρικά, 20 ανδρικά πανταλόνια βελουτέ, τρία ανδρικά κοστούμια από βισκόζη, ογδόντα ανδρικά πανταλόνια από πολυέστερ, 87 ανδρικά πουκάμισα βελουτέ, 46 ανδρικά πουκάμισα βαμβακερά, 64 ανδρικά πουκάμισα από βισκόζη, 65 ανδρικά πουκάμισα από πολυέστερ, 59 ανδρικές μπλούζες ακρυλικές, 59 ανδρικές μπλούζες από βισκόζη, 85 ανδρικές μπλούζες ακρυλικές, 9 σακάκια ανδρικά από δερματίνη, 44 ανδρικά πανταλόνια από δερματίνη, 53 ανδρικά πανταλόνια από δερματίνη, 100 ανδρικές μπλούζες ακρυλικές, 15 ανδρικά πανταλόνια από δερματίνη, 1 τόπι ύφασμα ακρυλικό 84 μέτρων Χ 2,50 μ., χρώματος γκρι ανοικτό, ένα τόπι ύφασμα ακρυλικό 133 μέτρων Χ 1,50 μ. χρώματος μαύρου, ένα τόπι ύφασμα ακρυλικό, 98 μέτρων Χ 1,50 μ. χρώματος μαύρου, ένα τόπι ύφασμα ακρυλικό 50 μέτρων Χ 1,50 μ. χρώματος λευκού, ένα τόπι ύφασμα ακρυλικό χρώματος εκρού, μήκους 90 μέτρων Χ 1,50, μία ραπτομηχανή MITSUBISHI, ηλεκτροκίνητη, ένας κοπτορράπτης SNUKI Νο 357, ένα τραπέζι, ένα γραφείο, τρεις καρέκλες και μία πολυθρόνα γραφείου, εκτιμηθείσας αξίας 3.569.000 δρχ. Τα ως άνω εμπορεύματα τα μετέφεραν στο επί της οδού ...., στην ..... κατάστημα ενδυμάτων, που διατηρούσε η τρίτη κατηγορουμένη Χ2, υπάλληλος της πιο πάνω εταιρείας και αδελφή του ε' κατηγορουμένου Χ3, η οποία, εξ αυτού του λόγου, γνώριζε ότι η μεταφορά των εμπορευμάτων έγινε με σκοπό να μην ικανοποιηθεί η απαίτηση των εγκαλούντων και, παρά ταύτα, δέχθηκε τα εμπορεύματα στο κατάστημά της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ως άνω κατάστημα διατήρησε αυτή για διάστημα ολίγων μόνο μηνών. Ο ισχυρισμός αυτής, ότι προέβη στην αγορά των αναφερομένων στα από 9/11, 10/11 (2), 12/12 και 13/12 πέντε τιμολόγια εμπορευμάτων από την πιο πάνω εταιρεία για τις ανάγκες της εμπορίας της, κρίνεται αβάσιμος, τα δε εκδοθέντα τιμολόγια είναι προφανώς εικονικά, εν όψει επικειμένης κατασχέσεως περιουσιακών στοιχείων της πιο πάνω εταιρείας. Επομένως, οι πρώτος και πέμπτος των κατηγορουμένων πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι καταδολιεύσεως δανειστών κατ' εξακολούθηση, οι δε δεύτερος, τρίτη και τέταρτη εξ αυτών, άμεσης συνέργειας στην πιο πάνω πράξη, απορριπτομένου του αιτήματος χορηγήσεως ελαφρυντικών. Σημειωτέον ότι οι εγκαλούντες πληροφορήθηκαν τις πιο πάνω ενέργειες των κατηγορουμένων περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2001, όταν, μετά από μάταιες τηλεφωνικές αναζητήσεις των, επισκέφθηκαν το κατάστημα της πιο πάνω εταιρείας στην οδό ..... και το βρήκαν κλειστό". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της καταδολίευσης δανειστών και της άμεσης συνέργειας στην ως άνω πράξη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1β, 98, 397 παρ. 1-3 ΠΚ. Σημειώνεται ότι επιτρεπτώς συμπληρώνεται το αιτιολογικό με το διατακτικό, χωρίς, από την συμπλήρωση αυτή, να προκύπτει ασάφεια, αντίφαση ή λογικό κενό, ενώ σαφώς γίνεται δεκτό, ότι, η, με το υπ' αριθ. ....... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Στυλιανής Μακρή, συντελεσθείσα απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, έγινε χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, χωρίς πρόσθετο χαρακτηρισμό αυτής, από τον οποίο να προκύπτει ασάφεια και αντίφαση, όπως αβασίμως υποστηρίζεται. Οι περαιτέρω αιτιάσεις είναι απαράδεκτες διότι, με το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3.12.2007 αίτηση των: 1) Χ3, 2) Χ4, 3) Χ1 και 4) Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 7660/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδολίευση δανειστών. Άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η προσβαλλόμενη αιτιολογείται πλήρως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καταδολίευση δανειστών.
0
Αριθμός 1160/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ταπόγλου, περί αναιρέσεως της 231/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2007 αίτησή της καθώς και στους από 15 Νοεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 451/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο, ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών, ως νόμιμος κομιστής από οπισθογράφηση, μεταξύ άλλων, τεσσάρων συναλλαγματικών, για ποσό 210.000 δραχμών η κάθε μία, που είχε εκδώσει η Γ1 και είχε αποδεχτεί η κατηγορουμένη, με ημερομηνίες λήξεως 18/1/96, 18/2/96, 18/3/96 και 18/4/96, ζήτησε με αίτηση του και εκδόθηκε από το Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών η 17918/96 διαταγή πληρωμής, με βάση την οποία επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της κατηγορουμένης. Η κατηγορουμένη, με την από 26/3/01 ανακοπή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μεγάρων, πρόσβαλε την επισπευθείσα σε βάρος της κατά τα παραπάνω αναγκαστική εκτέλεση. Με την επίμαχη ανακοπή της, η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα, ότι το κεφάλαιο της επίδικης διαταγής πληρωμής αποτελεί προϊόν τοκογλυφίας, διότι αφορά παράνομους τοκογλυφικούς τόκους, τους οποίους της επέβαλε ο εγκαλών και η Γ1 (συνεργάτες και συνέταιροι σε πλήθος τοκογλυφικές πράξεις και δραστηριότητες), ότι οι επίδικες συναλλαγματικές, αλλά και η έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής είναι αποτέλεσμα απάτης του εγκαλούντος, καθόσον αυτός δεν ήταν καν νόμιμος κομιστής των εν λόγω συναλλαγματικών, καθώς και ότι οι καθών, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών, εμφανίζονται συνεργάτες στην όλη αυτή επιχείρηση σε βάρος της (σύσταση συμμορίας). Αναφορικά, με όσα κατά τα παραπάνω ισχυρίστηκε η κατηγορουμένη για τον εγκαλούντα, αποδεικνύεται, ότι ο εγκαλών ουδέποτε είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με την κατηγορουμένη και ιδίως με τη μορφή του τοκογλυφικού δανείου. Μάλιστα, η κατηγορουμένη, στην επίμαχη ανακοπή της, δεν προσδιορίζει με ποιον συνήψε σύμβαση δανείου, για πιο ποσό, για πόση χρονική διάρκεια, με πιο ποσοστό τόκου, ώστε να κριθεί στοιχειωδώς, εάν ο ισχυρισμός της στοιχειοθετεί περίπτωση τοκογλυφικού δανείου. Η εν λόγω ανακοπή της απορρίφθηκε, με την 26/01 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μεγάρων, με την παραδοχή, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί τοκογλυφίας, ότι είναι αναληθής, χωρίς να αποδεικνύεται η άσκηση ενδίκου μέσου κατ' αυτής έκτοτε. Επίσης, με την 485/97 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η ανακοπή, που είχε ασκήσει η κατηγορουμένη κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, αναφορικά με το λόγο περί τοκογλυφίας, ως αόριστη, ενώ η έφεση που άσκησε κατά της εν λόγω απόφασης απορρίφθηκε με την 8164/98 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται, ότι η κατηγορουμένη είχε λάβει κάποιο έντοκο δάνειο από την Γ1, το ακριβές ύψος του οποίου δεν προέκυψε και, χάριν εξοφλήσεώς του, αποδέχτηκε συναλλαγματικές, μεταξύ των οποίων και τις επίδικες, τις οποίες μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον εγκαλούντα Ο τελευταίος, που ήταν πλέον νόμιμος κομιστής τους, όταν αυτές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, προέβη στην έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, κατά τα, προαναφερθέντα. Πρέπει, να σημειωθεί, ότι η Γ1 αθωώθηκε αμετάκλητα, με την 7509/01 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για πλημμελήματα, για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, αναφορικά με το επίμαχο δάνειο προς την κατηγορουμένη, με την παραδοχή ότι υπάρχουν αμφιβολίες για το αν η συμφωνία και λήψη τόκων υπερέβη το θεμιτό ποσοστό τόκου, ενώ δεν αποδεικνύεται η άσκηση ποινικής διώξεως κατά του εγκαλούντος για τοκογλυφία, σχετική με τις επίμαχες συναλλαγματικές. Επίσης, το Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 884/99 βούλευμα του, αποφάνθηκε, να μη γίνει κατηγορία κατά του ήδη εγκαλούντος, μεταξύ άλλων και για την πράξη της απάτης, αναφορικά με την εμφάνιση του ως νόμιμου κομιστή μιας άλλης από τις συναλλαγματικές, που κατά τα παραπάνω η .Γ1 είχε μεταβιβάσει στον εγκαλούντα, ενώ, με την 42753/7.5.01 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αυτός αθωώθηκε, για την αξιόποινη πράξη της απάτης, αναφορικά με την εμφάνιση του ως νόμιμου κομιστή των λοιπών συναλλαγματικών, που κατά τα παραπάνω του είχε μεταβιβάσει η Γ1, στην τελευταία δε αυτή δίκη ήταν παρούσα και είχε εξεταστεί, ως μάρτυρας η ήδη κατηγορουμένη. Ανεξάρτητα από τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ της κατηγορουμένης και της Γ1, με βάση τα ήδη αναφερθέντα, αποδεικνύεται, ότι όσα κατά τα παραπάνω ισχυρίστηκε η κατηγορουμένη για τον εγκαλούντα, ήσαν ψευδή και εκείνη γνώριζε, ότι αυτά ήσαν ψευδή, ιδίως ενόψει του ότι η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τον εγκαλούντα και, επομένως, γνώριζε, ότι αυτός δεν της επέβαλε παράνομους και τοκογλυφικούς τόκους. Επίσης, γνώριζε, ότι ο εγκαλών δεν είχε διαπράξει σε βάρος της το αδίκημα της απάτης, αναφορικά με την εμφάνιση του, ως νόμιμου κομιστή των επίμαχων συναλλαγματικών, ενόψει ιδίως του ότι ήδη από το 1999 επί σχετικής μηνύσεως της, είχε εκδοθεί το ως άνω απαλλακτικό 884/99 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επίσης, είχαν εκδοθεί οι τελεσίδικες 5321 και 5322/11.5.2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, επί ανακοπών της κατά των προηγούμενων 10536 και 10674/96 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχαν εκδοθεί σε βάρος της, με βάση τις λοιπές ως άνω συναλλαγματικές, τις οποίες είχε μεταβιβάσει στον εγκαλούντα με οπισθογράφηση η Γ1, οι οποίες δέχτηκαν, ότι ο εγκαλών ήταν νόμίμος κομιστής αυτών και των οποίων, βουλεύματος και αποφάσεων, εκείνη είχε γνώση, ως μηνύτρια και ανακόπτουσα, αντίστοιχα. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της, που διαδόθηκαν στους τρίτους, οι οποίοι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της ανακοπής της (Ειρηνοδίκης και Γραμματέας), μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και η ίδια προέβη, με τη θέλησή της, στην κατά τα παραπάνω διάδοσή τους, γνωρίζοντας, ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως, στοιχειοθετείται, κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά της στοιχεία, η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος του εγκαλούντος, που της αποδίδεται, για την οποία πρέπει, να κηρυχτεί ένοχη. Ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης, ότι για την ένδικη υπόθεση υπάρχει δεδικασμένο από την αμετάκλητη 44329/03 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αθωώθηκε, μεταξύ άλλων και για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος, πρέπει, ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεων μεταξύ των δύο δικών, δηλαδή ταυτότητα ιστορικών γεγονότων, κατά τόπο και χρόνο τέλεσης (άρθρο 57 ΚΠΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ως άνω απόφαση, η κατηγορουμένη αθωώθηκε για πράξη συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος, που φέρεται, ότι έλαβε χώρα, στις 26/5/97, με την υποβολή μηνύσεως της κατά του εγκαλούντος, με την οποία είχε ισχυριστεί, ότι ο ήδη εγκαλών γνώριζε την κατάρτιση του τοκογλυφικού δανείου και ότι πέντε από τις συναλλαγματικές, που κατά τα παραπάνω είχαν εκδοθεί, ήταν πλαστές και παρά ταύτα επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της, με βάση τις εν λόγω πλαστές συναλλαγματικές". Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε την αναιρεσείουσα, ένοχη και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ.α και 2, 363 ΠΚ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου, από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Περαιτέρω αιτιολογούνται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση του, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημηστικά γεγονότα είναι ψευδή και ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα, αν και γνώριζε, ότι δεν υπήρχε μεταξύ αυτής και του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή, εν τούτοις, στην από 26-3-2001 ανακοπή της, ισχυρίστηκε ότι το κεφάλαιο της επίδικης επιταγής, που ενσωμάτωνε, είναι προϊόν τοκογλυφίας, προσέτι δε ότι τόσον οι επίδικες συναλλαγματικές, όσο και η επίδικη διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, είναι αποτέλεσμα απατηλής συμπεριφοράς αυτού. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι η αναιρεσείουσα, αν και γνώριζε ότι ο εγκαλών είχε απαλλαγεί, με το υπ' αριθμό 884/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για την πράξη της απάτης, για την οποία αυτή τον είχε καταμηνύσει, παρόλα αυτά ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα, ότι την είχε εξαπατήσει, με αποτέλεσμα οι ψευδείς αυτοί ισχυρισμοί της, να διαδοθούν σε τρίτους(Ειρηνοδίκη, Γραμματέα), που έλαβαν γνώση αυτών, από το δικόγραφο της ανακοπής και, με τον τρόπο αυτό, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Συνεπώς, ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος και τρίτος των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τις οποίες, η προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα α) δέχθηκε, ότι ο εγκαλών υπήρξε ο νόμιμος κομιστής των επίδικων συναλλαγματικών και β) ότι αναληθώς ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα, ότι η με αριθμό 17918/1996 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ενσωματώνει τοκογλυφικά ωφελήματα, γ) ότι δεν έλαβε υπόψη της, την υπ' αριθμό 4323/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δ) ότι δεν έλαβε υπόψη της σχετική αίτηση εξαιρέσεως που υπέβαλε αυτή, κατά της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ε) ότι δεν γίνεται αναφορά, ότι η μητέρα της, ήταν εκείνη που είχε καταμηνύσει τον εγκαλούντα για το αδίκημα της απάτης, επί της οποίας εκδόθηκε το με αριθμό 844/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος, και όχι η ίδια η αναιρεσείουσα, στ) ότι δεν έλαβε υπόψη της, την υπ' αριθμό 301/1999 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ζ) ότι εσφαλμένα εκτίμησε τις υπ' αριθμό 5321 και 5322/2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, η) ότι εσφαλμένα δέχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα, δεν είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τον εγκαλούντα Ψ1 και θ) ότι εσφαλμένα εκτίμησε την υπ' αριθμό 42753/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε απαλλαγεί των δικαστικών εξόδων. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση, το μεν ότι το δικαστήριο δεν ανέγνωσε και κατ' επέκταση δεν έλαβε υπόψη του, τα αναφερόμενα με αριθμούς 1-9 έγγραφα, τα οποία είχε επικαλεστεί η αναιρεσείουσα, κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το δε ότι, από τη μη ανάγνωσή τους, παραβιάστηκαν οι διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στη δημοσιότητα και προφορικότητα της διαδικασίας. Από τα πρακτικά, όμως, της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο, προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε από την αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη ή τον παραστάντα συνήγορό της, ανάλογο αίτημα για ανάγνωση των συγκεκριμένων εγγράφων, που αυτή επικαλείται, ούτε και ζητήθηκε η διόρθωση των πρακτικών της δίκης εκείνης κατά το σημείο τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Αντίθετα, από τα αυτά ως άνω πρακτικά (σελίδα 5), προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, δια του πληρεξουσίου συνηγόρου της, προσκόμισε και ζήτησε να αναγνωσθούν, όπως και αναγνώσθηκαν μόνο τα αναφερόμενα σ' αυτήν έγγραφα. Τέλος, από το γεγονός της μη καταχώρισης και μη ανάγνωσης των εγγράφων που αυτή επικαλείται, δεν προκύπτει ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε υποβληθεί, ανάλογο αίτημα από την ίδια ή τον παραστάντα συνήγορό της. Συνεπώς, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και γ του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενοι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος λόγοι του κυρίου δικογράφου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, η, επιβαλλόμενη ανωτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο η το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη δεδικασμένου, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο, δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πέμπτο και έκτο λόγους αναιρέσεως, παραπονείται η αναιρεσείουσα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε τον ισχυρισμό του, περί δεδικασμένου. Από τα πρακτικά, όμως, της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, "υπέβαλε προφορικά ένσταση δεδικασμένου". Ανεξάρτητα, όμως, της προφανούς αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, όπως αυτός διατυπώθηκε, το Δικαστήριο, αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, διέλαβε στην απόφασή του, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, δέχθηκε, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεων μεταξύ των δυο δικών, δηλαδή μεταξύ εκείνης, για την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 44329/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και της ένδικης διαφοράς, δεδομένου, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικών γεγονότων, προσέτι δε του τόπου και χρόνου τέλεσης, ενόψει του ότι η πράξη για την οποία η αναιρεσείουσα αυτή απαλλάχθηκε, με την ως άνω απόφαση, αφορούσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που είχε τελεστεί, στις 26-5-1997, ενώ η κρινόμενη διαφορά, αφορούσε πράξη που είχε τελεστεί ναι, μεν σε βάρος του ίδιου εγκαλούντος, στα ......, αλλά σε διαφορετικό χρόνο, στις 26 Μαρτίου 2001. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι σχετικοί πέμπτος και έκτος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, στο σύνολό της, και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 και τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 231/12-1-2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου(για Πλημμελήματα) Αθηνών και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργεί η μη λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δεν ζήτησε την ανάγνωσή τους.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
1
Αριθμός 1159/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιώστα, περί αναιρέσεως της 8564/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1947/2007. Αφού άκουσε Του πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 358 Π.Κ, όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται εκδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά και η οποία οφείλεται σε κακοβουλία, δηλαδή στην ενδιάθετη βούληση μη συμμόρφωσής του, προς την υποχρέωση, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα, το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Α ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία, τέλος, της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από την κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου, καθώς και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο, ήτοι της παραβίασης της υποχρέωσης για διατροφή της ανήλικης κόρης του ......, καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτός, στην ...., στις 18-10-2005, κακόβουλα παραβίασε την επιβεβλημένη από το νόμο και αναγνωρισμένη από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την 4899/2005 απόφασή του, υποχρέωση του καταβολής του ποσού των 325 ευρώ, ως προσωρινή διατροφή, για το μήνα Οκτώβριο 2005, της ως άνω θυγατέρας του, με συνέπεια η σύζυγός του Ψ1, η οποία ασκεί την επιμέλειά της εν λόγω θυγατέρας της, να περιέλθει σε στερήσεις και να αναγκαστεί να δεχθεί για λογαριασμό της ανήλικης, την βοήθεια άλλων και ειδικότερα των γονέων της. Επομένως, ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την ως άνω πράξη." Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της πράξης της παραβίασης υποχρέωσης για διατροφή και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 40 ημερών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 358 του ΠΚ), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται το Δικαστήριο, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Περαιτέρω, αιτιολογούνται οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων, είχε την υποχρέωση, δυνάμει της ως άνω δικαστικής αποφάσεως, να καταβάλει τη διατροφή για το ανήλικο τέκνο του, για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και ότι από κακοβουλία παραβίασε αυτή την υποχρέωσή του, όπως επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο ίδιος είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το ποσό της διατροφής, από 325 ευρώ. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι η ασκούσα την επιμέλεια της ανήλικης κόρης, μητέρα της, αναγκάσθηκε να δεχθεί την οικονομική βοήθεια των γονέων της, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του κοινού τους τέκνου. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε'του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Oι λοιπές, στους ίδιους λόγους διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι, γι'αυτό, απορριπτέες, ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς εξέταση άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 8564/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης με την επίκληση του λόγου ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Διατροφής υποχρέωση.
2
Αριθμός 1158/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Αποστολόπουλο, περί αναιρέσεως της 197/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Με συγκατηγορούμενους τους 1. ..... και 2. ..... . Το Τριμελές Εφετείου Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1334/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (για Πλημμελήματα) Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής: " ότι ο κατηγορούμενος, από κοινού (με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη συγκατηγορούμενούς του), αθέμιτα παγίδευσαν την τηλεφωνική συσκευή του ΟΤΕ με αριθμό ....., που ευρίσκετο στην κατοχή της συνδρομήτριας του ως άνω Οργανισμού ...... και του συζύγου της ....., προκειμένου να πληροφορηθούν τις συνδιαλέξεις αυτών με τρίτα πρόσωπα. Έτσι, παραβίασαν το ΚΑΦΑΟ του ΟΤΕ, οι κατηγορούμενοι, ήτοι ότι μία γυναίκα και δυο άντρες οι οποίοι ευρίσκοντο μέσα σε ένα αυτοκίνητο τύπου ..... Μέσα στο αυτοκίνητο αυτό, βρέθηκε ένα μικροτσίπ, όμοιο δε αυτού βρέθηκε στο ΚΑΦΑΟ, που είχε παραβιαστεί, επίσης δε και οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο, επί πλέον δε εντός αυτού υπήρχαν δυο μαγνητόφωνα, γουόκμαν, μπαταρίες, κασέτες, ήτοι εργαλεία απόρρητα για να μαγνητοφωνηθούν κλεμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις. Τόσο από τα κατατεθέντα από τους μάρτυρες, κυρίως δε από τον ......, όσο και από τα αντιφατικά κατατεθέντα από τον τρίτο κατηγορούμενο και τον μάρτυρα υπεράσπισης του, ο οποίος ουδέν δικαιολογητικό, από το οποίο να προκύπτει η νόμιμη απασχόληση του στην ........ της Κρήτης, αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες, τέλεσαν την πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων, όπως ειδικότερα στο διατακτικό περιγράφεται η πράξη". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξης της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων από κοινού και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε για 3 έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη των άρθρων 26 παρ.1(tm), 27 παρ.1, 45, και 370 Α παρ.1 του Π.Κ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, και, σε σχέση με την επί μέρους αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαλαμβάνεται οποιαδήποτε αιτιολογία για τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί ενοχής, γιατί, κατά την πλημμέλεια που αυτός αποδίδει, έχει διαγραφεί από τη Γραμματέα που τήρησε τα πρακτικά, το αντίστοιχο σημείο της απόφασης, το οποίο εμφανίζεται κενό, πρέπει να επισημειωθούν τα εξής. Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι στην αμέσως επόμενη σελίδα, που όμως δεν αριθμείται, αλλά αποτελεί ενιαίο σύνολο, περιλαμβάνεται πλήρης και επαρκής αιτιολογία, όπως ανωτέρω εκτέθηκε αυτή και παρατίθεται στη σελίδα 7 των πρακτικών. Επομένως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που εξατομικεύουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεως του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Έτσι, εφόσον, βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητα του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του και καταδίκη του αναιρεσείοντος και στα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα με αριθμούς 1) το από ...... έγγραφο Τεχν. Τμήματος ΕΛ ..... και 7)αποσπάσματα ατομικού βιβλιαρίου ασφάλισης 2002-2006. Μετά τη, με τη μνεία αυτή, καταχώριση των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, για την ανάγνωση των οποίων άλλωστε ο αναιρεσείων δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, όπως και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε άλλη αναφορά, σχετική με τα πρόσθετα στοιχεία αυτών, όπως ο συντάκτης τους, ή ο τόπος και ο χρόνος της εκδόσεως τους, αφού, με την ανάγνωσή τους, προσδιορίστηκε η ταυτότητα τους και κατά το περιεχόμενό τους, οπότε ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο τους. Επομένως, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, και άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ του ίδιου Κώδικα), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, και εφόσον, δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 197/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(για Πλημμελήματα) Κρήτης και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση απορρήτου τηλεφωνημάτων (άρθρο 370Α του Π.Κ.). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας. Δεν υπάρχει ακυρότητα, με την ανάγνωση των εγγράφων και ενώ δόθηκε η δυνατότητα στον αναιρεσείοντα να αντικρούσει το περιεχόμενό τους. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας.
1
Αριθμός 1157/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της 227/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 150/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 125/12.03.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω την με αριθμό 4/16-11-2003 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου των φυλακών Αλικαρνασσού, για αναίρεση της με αριθμό 227/11.10.2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως 6 ετών και χρηματική ποινή 1.500 € για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 484 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ'ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερομένους περιοριστικά στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρα 476 και 513 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς την αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Στη προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την υπ'αριθμόν 227/11-10-2007 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον Χ1 για τα αδικήματα της κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών καθ'υποτροπή και του επέβαλε ποινή καθείρξεως 6 ετών και χρηματική ποινή 1.500 €. Ούτος με έκθεση ενώπιον του Διευθυντού των φυλακών Αλικαρνασσού άσκησε αναίρεση κατά της άνω αποφάσεως, στο κείμενο της οποίας αναφέρει ".... Ότι δεν εξετιμήθησαν τα επιχειρήματά του με αποτέλεσμα να καταδικασθεί σε ποινή καθείρξεως για πώληση, κατοχή ναρκωτικών από υπότροπο τοξικομανή". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην έκθεση αναίρεσης δεν περιέχεται ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως και κατά συνέπεια πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α -------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμόν 4/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθμ. 227/11-10-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης , 2) να διαταχθεί η εκτέλεση της προσβαλλομένης απόφασης και 3) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον ανωτέρω. Αθήνα 17 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Αλικαρνασσού κατά της 227/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1500 €) για κατοχή και πώληση ναρκωτικών. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 227/11.10.07 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης που καταδικάσθηκε για κατοχή, πώληση ναρκωτικών, σε ποινή κάθειρξης 6 ετών και χ.π. 1500€ 2 για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει, δηλαδή ότι δεν εξετιμήθησαν τα επιχειρήματα του, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί σε ποινή κάθειρξης για πώληση, κατοχή ναρκωτικών, από υπότροπο τοξικομανή". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 4/16.11.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά της 227/11.10.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€) Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1156/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 218-219/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1)....., 2) ..... και 3)....... Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1678/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 98/21.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ'αριθμ. 24/8-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 218-219/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και χρηματική ποινή 8.000,00 Ευρώ για κατοχή ναρκωτικής ουσίας και αποστολή δέματος, που περιείχε ναρκωτική ουσία, με σκοπό την εμπορία και εκθέτω τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 479 παρ. 2 και 471 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθία, για το παραδεκτό, της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στην έκθεση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος από τους αναφερομένους περιοριστικώς στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορριπτέα (αρ. 513 ΚΠΔ). Για να είναι δε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, δεν αρκεί η απλή επίκλησή του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριμένη μνεία των νομικών πλημμελειών σε σχέση με αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της έλλειψης από το βούλευμα της απαιτουμένης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνει με την αίτηση αναιρέσεως την ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλομένου βουλεύματος στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη να προσδιορίζεται επί πλέον σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος (ολ ΑΠ 19/2007). Στην προκειμένη περίπτωση με την ανωτέρω υπ'αριθμ. 24/2007 αίτησή του ζητάει ο αναιρεσείων την αναίρεση της υπ'αριθμ. 218-219/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, εκθέτοντας κατά λέξη: "......Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει, δια του πληρεξουσίου του". Με βάση τα παραπάνω η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως δεν διαλαμβάνει ένα σαφή, ορισμένο και νόμιμο λόγο αναιρέσεως και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 24/2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 218-219/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών κατά της 218- 219/30.5.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και χρηματική ποινή οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €) για κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθ. 218 - 210/30.5.2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και χρηματική ποινή οκτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €) για κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Ασκεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 24/8.6.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 218 - 219/30.5.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 1154/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τζαβέλλα, για αναίρεση της 65041/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 533/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν κατά τη συζήτηση της εφέσεως δεν εμφανισθεί ο εκκαλών αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, όπου επιτρέπεται αυτό, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως για τους λόγους που διαλαμβάνονται περιοριστικά στο άρθρο 510 του ίδιου Κώδικα, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται σε πλημμέλειες της εφετειακής αποφάσεως. Προϋπόθεση της απόρριψης της έφεσης, ως ανυποστήρικτης, είναι η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου στο ακροατήριο για τη δικάσιμο κατά την οποία δικάζεται η έφεσή του. Εάν ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο, τότε το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση και να μην απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, διαφορετικά, αν, δηλαδή, πράξει το αντίθετο, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 161 παρ. 1 και 155 παρ. 2 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, αυτός που επιδίδει έγγραφο οφείλει να συντάσσει επί τόπου αποδεικτικό, στο οποίο, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, πρέπει να σημειώνει, σε περίπτωση θυροκόλλησης του εγγράφου και το ονοματεπώνυμο του απαραιτήτως προσλαμβανόμενου μάρτυρα, καθώς και το επάγγελμα και την κατοικία αυτού. Η παράλειψη της αναφοράς οποιουδήποτε από τα παραπάνω στοιχεία συνεπάγεται την ακυρότητα της επίδοσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του από ..... αποδεικτικού επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ......., ο αναιρεσείων κλητεύθηκε να εμφανισθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 13-10-1999 προς υποστήριξη εφέσεώς του κατά της 42054/1995 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση επίδοσης, λόγω της απουσίας του από τον τόπο της κατοικίας του, η επίδοση έγινε με θυροκόλληση, προσυπογράφεται δε το επιδοτήριο από την προσληφθείσα ως μάρτυρα ........., Επιμελήτρια Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Σαφώς δε συνάγεται εκ της αναφοράς αυτής ότι η εν λόγω μάρτυρας ήταν κάτοικος Αθηνών, ως εκ του επαγγέλματός της ως δικαστικής επιμελήτριας στην Εισαγγελία Αθηνών. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η επίδοση έγινε με θυροκόλληση, έγινε επίδοση της ίδιας κλήσης και στους δύο αντικλήτους δικηγόρους του ήδη αναιρεσείοντος, Μάρκο Γεωργακάκη και Ιωάννα Ζήση, όπως αυτό προκύπτει από τα με ημερομηνία ..... δύο αποδεικτικά επιδόσεως, της ......, Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Οι επιδόσεις αυτές έγιναν, επίσης με θυροκόλληση, " παρουσία του μάρτυρα ......, κατοίκου ......, επαγγέλματος υπαλλήλου ΕΥΔΑΠ". Στο σώμα του κειμένου των δύο αυτών εκθέσεων επιδόσεως αναγράφεται, στην μεν πρώτη, ότι ".. πήγα να επιδώσω στον κατηγορούμενο (εκκαλούντα) Χ1 ή στον αντίκλητο δικηγόρο του Μάρκο Γεωργακάκη, κάτοικο Αθηνών οδός ........ ...." στην δε δεύτερη, ότι ".. πήγα να επιδώσω στον κατηγορούμενο (εκκαλούντα) Χ1 ή στον αντίκλητο δικηγόρο του Ιωάννα Ζήση, κάτοικο Αθηνών οδός ...... ....". Από την διαζευκτική αυτή αναφορά, δεν γεννάται αμφιβολία ότι η επίδοση έγινε πράγματι στους πιο πάνω αντίκλητους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, αφού στην επικεφαλίδα του εντύπου του αποδεικτικού επιδόσεως ο ενεργήσας την επίδοση έχει διαγράψει την ένδειξη " στον κατηγορούμενο (εκκαλούντα) " και έχει προσθέσει χειρόγραφα την ένδειξη " στον αντίκλητο δικηγόρο ", περαιτέρω δε, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως, η οδός ..... αριθμός .... όπου έγινε η επίδοση, δηλώνεται ως διεύθυνση του γραφείου των πιο πάνω δικηγόρων. Συνεπώς, είναι σύννομη η κλήση τόσο στον αναιρεσείοντα-εκκαλούντα όσο και στους αντίκλητους δικηγόρους του και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες και τα δυο αποδεικτικά επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας .......... είναι άκυρα, διότι: (α) δεν προσδιορίζεται από το περιεχόμενο τους σε ποιο από τα δύο πρόσωπα, που αναφέρονται σε καθένα από τα ως άνω δύο αποδεικτικά, μετέβη να επιδώσει η εν λόγω δικαστική επιμελήτρια και, εν τη απουσία του, θυροκόλλησε, (β) δεν αναφέρεται σε αυτά η ακριβής κατοικία του μάρτυρα που προσλήφθηκε για τις θυροκολλήσεις και (γ) ότι είναι άκυρο και το πρώτο με ημερομηνία....... αποδεικτικό επίδοσης της κλήσης του Επιμελητή Δικαστηρίων......., διότι δεν αναφέρεται σε αυτό το επάγγελμα της μάρτυρος, είναι αβάσιμες. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της υπέρβασης εξουσίας με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι, παρά την ακυρότητα της κλητεύσεως του αναιρεσείοντος, απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, κατά το άρθρο 501 παρ.1 εδ.α του ΚΠΔ, λόγω μη εμφανίσεως του εκκαλούντος στο ακροατήριο, για να έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να διαλαμβάνει με σαφήνεια και πληρότητα τα σχετικά με την προβλεπόμενη από το άρθρο 500 εδ.γ' ΚΠΔ εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος, η οποία γίνεται, είτε κατά τα άρθρα 155 επ. 166 ΚΠΔ, με επίδοση κλήσης, είτε κατά τα άρθρα 349 και 352 παρ.2 ΚΠΔ, με αναβολή της δίκης σε ρητή δικάσιμο . Ειδικότερος προσδιορισμός των στοιχείων εγκυρότητας της κλήτευσης δεν απαιτείται. Αρκεί να γίνεται σ'αυτήν μνεία του αποδεικτικού κλήτευσης του εκκαλούντος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προέκυψαν τα εξής: Με την 42054/95 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή επτακοσίων χιλιάδων (700.000) δρχ. για την μη καταβολή των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, που επιβλήθηκαν στην Ε.Π.Ε. με την επωνυμία "........ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" . Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 11-4-1997 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε να εκδικασθεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την δικάσιμο της 13-10-1999. Κατά την εκδίκαση της εφέσεως, που έγινε την πιο πάνω ημερομηνία, ο αναιρεσείων δεν παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο και, έτσι, η έφεσή του απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία: "...Από τα ...., ..... αποδεικτικά επιδόσεως των Επιμελητών Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ...... και ........ προς τον κατηγορούμενο και τον αντίκλητο δικηγόρο του, αντίστοιχα, που βρίσκονται στην δικογραφία, προκύπτει ότι ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος και ο αντίκλητος Δικηγόρος του κλητεύθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως να εμφανιστούν σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υποστηρίξουν την έφεση που έχει ασκήσει κατά της 42054/95 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Δεδομένου ότι δεν παρουσιάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320. 221, 326, 340 και 501 του Κ.Ποιν.Δικ., να απορριφθεί η έφεσή του, ως ανυποστήρικτη". Η αιτιολογία αυτή είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη. Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της απορριπτικής του αιτιολογίας, να αναφέρει το Δικαστήριο το όνομα του αντικλήτου δικηγόρου προς τον οποίο έγινε η επίδοση, όπως αβασίμως αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως, (αφού δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι επιδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στον αναιρεσείοντα), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 32/14-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 65041/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ . Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει έφεση ως ανυποστήρικτη. Λόγοι αναιρέσεως για ακυρότητα κλητεύσεως και για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1153/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο ---- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούμενους τους: 1) ....., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, 2) ....., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 3) ....., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 4) ....., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 5) ...., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 6) ...... Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και 7) ....., Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Η αίτηση αυτή με αριθμό "12909" και ημερομηνία 10.01.2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 104/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 110/27.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, με τη σχετική δικογραφία την υπ' αριθμ. πρωτ. 12909/10-1-2008 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή της κατωτέρω ποινικής υπόθεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 ΚΠΔ και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υπόθεσης από το κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού, και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι περίπτωση τέτοιας παραπομπής συντρέχει όχι μόνο στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, αλλά και της προδικασίας, συμπεριλαμβανομένων και των σταδίων της προκαταρκτικής εξέτασης και της άσκησης της ποινικής δίωξης (ΑΠ 1642/1988 Π.Χ. ΛΘ/500, ΑΠ 724/2000 Υπερ. 2000/1994). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 του Κ.Π.Δ., την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων και αποφασίζει γι'αυτή, αν δεν πρόκειται για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από τα στοιχεία α' και β' του ίδιου άρθρου, ο 'Αρειος Πάγος σε Συμβούλιο, εφαρμόζονται δε αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132 και 135 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ότι με την από 13/12-2007 μήνυση του ....., καταγγέλονται οι 1) ....., Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 2) ......, Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 3) ......, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 4) ........, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 5) ....., Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 6) ......, Αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης και 7) ....., Εισαγγελέας Πρωτοδικών 'Εδεσσας, για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας (βλ. συνημμ. μήνυση .....). Επειδή οι μηνυόμενοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και 'Εδεσσας, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και παραπομπή της υπόθεσης από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Θεσσαλονίκης και του Πρωτοδικείου Έδεσσας στις ομοειδείς Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές άλλου Πρωτοδικείου και Εφετείου και συγκεκριμένα αυτές της Δυτικής Μακεδονίας (Κοζάνης). Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω Να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης που αφορά την από 13/12/2007 μήνυση του ....., κατά των 1) ..... Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 2) ....., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 3) ......., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 4) ......., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 5) ......, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 6) ....., Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και 7) ....., Εισαγγελέα Πρωτοδικών 'Εδεσσας, από τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης και του Πρωτοδικείου και Εισαγγελίας 'Εδεσσας στις ίδιες Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (Κοζάνης). Αθήνα 12 Φεβρουαρίου 2008. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' ΚΠοινΔικ, συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 του ίδιου Κώδικα, δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο ή παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως της ποινικής διώξεως, διότι και κατ' αυτό συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξαιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την από 13.12.2007 μήνυση του ...... καταγγέλονται οι 1) ....., Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 2) ....., Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 3) ......, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 4) ....., Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 5) ......, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 6) ....., Αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης και 7) ......, Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας. Ανακύπτει, συνεπώς, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, λόγω του ότι οι ανωτέρω δικαστικοί λειτουργεί, όπως προαναφέρθηκε, υπηρετούν, οι μεν πέντε πρώτοι, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο έκτος στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης και η έβδομη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Έδεσσας. Τον κανονισμό αρμοδιότητας ζητεί από τον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, με την υπ' αρ. πρωτ. 12.909/10.1.2008 αίτησή του, η οποία είναι νόμιμη και, ενόψει των προκτεθέντων, κατ' ουσίαν βάσιμη και ως εκ τούτου, κατά παραδοχή αυτής, πρέπει να παραπεμφθεί η ανωτέρω υπόθεση στις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την από 13.12.2007 μήνυση του ...... κατά των 1) ....., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 2) ...., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 3) ....., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 4) ...., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 5) ....., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, 6) ......, Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και 7) ....., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, από τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης και του Πρωτοδικείου και Εισαγγελίας Έδεσσας, στις ίδιες Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1152/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 55/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2048/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, με αριθμό 120/11-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας, την νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα υπ' αρ. 92/1-11-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κρατουμένου στις φυλακές Μαλανδρίνου, κατά της υπ' αρ. 55/24-10-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή 2.000 Ευρώ, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από τοξικομανή, κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθ' υποτροπή και εκθέτω τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 473 §2, 474 §2, 476 §1, 509 §1 και 510 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν στην αίτηση αναίρεσης δεν περιέχεται ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ανυπαρξία ή η αοριστία αυτή, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με αναφορά σε άλλα, έξω από την έκθεση αναίρεσης, έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν (αρ. 509 §2 Κ.Π.Δ.) την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρ. 510 §1 Δ' Κ.Π.Δ. λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθησαν από το Δικαστήριο της ουσίας (βλ. Α.Π. 19/2001, 2/2002 Π.Χρ. ΝΒ/691 και 2541/2003). Στην προκειμένη περίπτωση από τη συνταγείσα ως άνω υπ' αρ. 92/07 σχετική έκθεση αναίρεσης προκύπτει ότι ζητεί ο αναιρεσείων την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης "για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, "χωρίς να προσδιορίζει σε τι συνίσταται η ελλιπής αυτή αιτιολόγηση, ποιες είναι οι ελλείψεις και ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης (βλ. συνημμ. εκθ. αναίρεσης). Συνεπώς είναι φανερό ότι δεν περιέχεται στην αναίρεση αυτή κάποιος σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στο άρθρ. 510 Κ.Π.Δ. και πρέπει να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 §4 και 583 §1 Κ.Π.Δ. ως ισχύουν). Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω: (Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αρ. 92/1-11-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στις Φυλακές Μαλανδρίνου, κατά της υπ' αρ. 55/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας και (Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον ως άνω αναιρεσείοντα. Αθήνα 30/1/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρ. 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρ. 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρ. 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πλήττεται η υπ' αρ. 55/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) Ευρώ, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από τοξικομανή, κατ' επάγγελμα και συνήθεια, καθ' υποτροπή. Ο μοναδικός λόγος της αίτησης αυτής, που ασκήθηκε από τον ίδιο με δήλωση στον Προϊστάμενο των Φυλακών Μαλανδρίνου, όπου κρατείται, έχει κατά λέξη ως εξής "Αιτώ την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο", χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε ποιο συγκεκριμένο σημείο της αιτιολογίας, η οποία αφορά την ως άνω αξιόποινη πράξη, αναφέρεται, ούτε σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Επομένως, ο ως άνω λόγος είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, όπως και η ένδικη αίτηση αναίρεσης, η οποία συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί, ως τοιαύτη, και να καταδικαστεί συγχρόνως ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 476 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 92/1-11-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στις Φυλακές Μαλανδρίνου, για αναίρεση της υπ' αρ. 55/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας, διότι ο λόγος αυτής ήταν αόριστος, αφού δεν προσδιόριζε σε τι συνίσταται η ως άνω έλλειψη. Απορρίπτει.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1151/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1314/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Με κατηγορούμενο τον ....... που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Μεταξά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 50/13.9.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1535/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τα άρθρα 11, 112 και 113 του Ποινικού Κώδικα, προκύπτει ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 370 εδ. α', 511 (όπως τούτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του Νόμου 3160/2003) και 514 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, υπό τον όρο ότι η αναίρεση είναι παραδεκτή, με την έννοια ότι περιέχει ένα τουλάχιστον λόγο σαφή και ορισμένο, που κρίθηκε και βάσιμος. Επειδή, οι διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, κατά τρόπον, ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφ' όσον διενεργείται με βάση μία από τις διατάξεις αυτές. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικώς στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ανώνυμης εταιρείας. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν δικαστικώς ή εξωδίκως την εταιρία, γενικώς ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της, τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντιθέτως όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων, που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3, το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα, για τα οποία είναι δυνατόν να αποφασισθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή, κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3;μπορεί να γίνει προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας. Επομένως, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, είναι υποκατάστατο του διοικητικού συμβουλίου και δεν ενεργεί στα πλαίσια της πληρεξουσιότητας ή εντολής, που προβλέπονται αντιστοίχως από τα άρθρα 211 και 713 Α. Κ. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη από ειδική πληρεξουσιότητα ή εξουσιοδότηση και βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, όταν απαιτεί αυτό νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για υποβολή εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Εν προκειμένω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ", με την από 1 Ιουνίου 2000 έγκλησή της, εγκάλεσε τον ..... για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Η έγκληση υποβλήθηκε από τον Ε1 υπάλληλο της παραπάνω εταιρείας, κατόπιν της από 30 Μαΐου 2000 αποφάσεως του διοικητικού της συμβουλίου. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας, με την 8830/2004 απόφαση του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ, μετέτρεψε δε την ποινή της φυλακίσεως προς τέσσερα ευρώ και σαράντα λεπτά (4, 40 €) για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, με την προσβαλλόμενη 1314/2007 απόφασή του, ότι το καταστατικό της εταιρείας, το οποίο, σημειωτέον, δεν προσδιορίζει καθόλου, ούτε, άλλωστε, προκύπτει ποιο ίσχυε, κατά τον χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, επέτρεπε στο διοικητικό συμβούλιο της εγκαλούσας εταιρείας τη μεταβίβαση της εξουσίας του σε τρίτους. Περαιτέρω, δέχθηκε ότι το από 30 Μαΐου 2000 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, με το οποίο αποφασίσθηκε να υποβληθεί από τον ανωτέρω Ε1 η προαναφερθείσα έγκληση, δεν έφερε βεβαίωση για τη γνησιότητα των υπογραφών όλων των μελών αυτού, αλλ' ότι βεβαιωνόταν από τη δικηγόρο Θεοδώρα Ζώη η γνησιότητα μόνο της υπογραφής του διευθύνοντος συμβούλου ......, ο οποίος πιστοποιούσε το ακριβές του σχετικού αποσπάσματος από το βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου και ότι, συνεπώς, η υποβληθείσα έγκληση δεν ήταν έγκυρη. Κατόπιν τούτου, έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη για ακάλυπτη επιταγή, λόγω σιωπηρής παραιτήσεως της ως άνω εταιρείας από το δικαίωμα της εγκλήσεως, ένεκα παρόδου της τρίμηνης προθεσμίας υποβολής της. Δηλαδή δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, όλως αντιφατικώς, ότι, καίτοι ο Ε1 ήταν υποκατάστατος του Διοικητικού συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας, εν τούτοις, η σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, για την υποβολή απ' αυτόν της ως άνω εγκλήσεως, έπρεπε να φέρει βεβαίωση για τη γνησιότητα των υπογραφών όλων των μελών αυτού. Κατ' ακολουθίαν η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και πρέπει, κατά παραδοχή, ως βάσιμης κατ' ουσίαν, της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί για τους λόγους αυτούς (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ). Περαιτέρω, και σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου, διότι η εγκαλούμενη πράξη, ο οποία είναι πλημμέλημα, φέρεται ότι τελέσθηκε στις 2 Μαρτίου 2000, από τότε δε παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1.314/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου .....για το ότι, στην ...... στις 2 Μαρτίου 2000, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή, που δεν πληρώθηκε στον κομιστή αυτής γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής και συγκεκριμένα την επιταγή με αριθμό ......, για να πληρωθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για 1.605.603 δραχμές, η οποία εσύρετο σε χρέωση του με αριθμό ...... λογαριασμού του σε διαταγή της εταιρείας "ΕΚΟ-ΕΛΔΑ" και, αφού παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα στις 2 Μαρτίου 2000 από τον νόμιμο κομιστή της στην πληρώτρια Τράπεζα, δεν πληρώθηκε, διότι δεν υπήρχε αντίκρισμα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας, που δίκασε ως εφετείο, με την οποία έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Ανώνυμη Εταιρία. Εκπροσώπηση από τρίτο πρόσωπο, υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου. Το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 επιτρέπει στο καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν δικαστικώς ή εξωδίκως την εταιρεία γενικώς ή σε ορισμένες πράξεις, ο δε υποκατάστατος του Δ.Σ. δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ. για την υποβολή εγκλήσεως. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε τα αντίθετα και παύει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Τραπεζική επιταγή
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Ανώνυμη εταιρία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1148/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2118/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1992/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 56/6.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 256/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2118/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Με το υπ'αριθμ 1037/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπέμπεται ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ'εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ (άρθρ. 258 περ. γ', 263Α ΠΚ, 1 § 1 Ν.1808/50, 1 στοιχ. α', ιι και 2 § 1 ν. 2331/95, όπως τα δύο τελ. αντικ. με αρ. 2 § 1 και 3 § 1 ν.3424/05). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 2118/2007 βούλευμα, το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεση (231/2007) αυτού και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού προηγουμένως διόρθωσε και αναδιατύπωσε το διατακτικό του ως προς το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης, από το εσφαλμένο "αρχές του έτους 1995 μέχρι 2 Ιανουαρίου 1998" στο ορθό "από 24-8-1995 έως 2 Ιανουαρίου 1998". Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε από τον δικηγόρο Αθηνών Αλέξιο Αθανασόπουλο, για λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1, δυνάμει της από 9-11-2007 εξουσιοδοτήσεως του τελευταίου, νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως (εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 24-10-2007 με θυροκόλληση, στον ως άνω δε αντίκλητό του δικηγόρο στις 2-11-2007, ενώ η ένδικη αίτηση ασκήθηκε στις 12-11-2007). Περιέχει δε συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως, ήτοι: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, άλλως εκ πλαγίου παραβάσεως αυτής και γ) της απόλυτης ακυρότητας (αρ. 484 § 1 στοιχ. α', β' και δ' Κ.Π.Δ.). Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα. Συνεπώς, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία. 'Ελλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που αποτελεί κατά τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν εκθέτει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί η γενική κατά το είδος αναφορά τούτων, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα -και όχι μόνο μερικά από αυτά- για να μορφώσει την κρίση του, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Π.Δ. (Ολ. ΑΠ 1/2005). 'Όταν δεν προσδιορίζεται το είδος των αποδεικτικών μέσων, δεν αρκεί για να καλύψει την έλλειψη αυτή, η επίκληση μεμονωμένων καταθέσεων ή εγγράφων και δη επιλεκτικά (ΑΠ 93/2007, ΑΠ 291/2006, ΑΠ 628/2006, ΑΠ 1588/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με εξ ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, μέ την υπ' αριθμόν 2104/2006 απόφαση του Γ'Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κηρύχθηκε ένοχος του ότι στη ...... Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπάλληλος τυγχάνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία είχε λάβει στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητας του, τέλεσε δε την πράξη του αυτή υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου, καθόσον η πράξη του στρεφόταν κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν απ' αυτόν όφελος και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 66.500.000 δρχ. Συγκεκριμένα, κληρικός τυγχάνων της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, φέρων τον βαθμό του Επισκόπου και κατέχων τη θέση του Μητροπολίτη ......, ιδιοποιήθηκε, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, παράνομα το συνολικό ποσό των 66.500.000 δρχ. σε βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής .... και ....., η οποία, ως θρησκευτικό καθίδρυμα κατά τις διατάξεις του Ν.590/77 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταχραστών του δημοσίου. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την ιδιότητα του ως επιχώριου Μητροπολίτη και την ως εκ τούτου δυνατότητα του προς επιβολή επί της υπέργηρης (ηλικίας 84 ετών) Ηγουμένης και αφού αφενός υπόσχονταν σ' αυτήν ότι θα προωθήσει το ζήτημα Αγιοκατάταξης του ...... και αφετέρου την απειλούσε ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε, παρέλαβε απ'αυτήν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Μοναστικής Αδελφότητας και του Ηγουμενοσυμβουλίου, τα αναφερόμενα παρακάτω χρηματικά ποσά προκειμένου να τα διαθέσει για τις ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητροπόλεως ....., πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε επέστρεψε στη Μονή τα χρήματα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του και τα ιδιοποιήθηκε έτσι παράνομα: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ο κατηγορούμενος, ως Μητροπολίτης ....., παρέλαβε από την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής ..... και ..... : 1) το ποσό των 500.000 δρχ. για κάθε επίσκεψη του, η οποία ελάμβανε χώρα μία, φορά ανά δεκαπέντε (15) ημέρες 2) το ποσό των 500.000 δρχ. τρεις φορές το χρόνο και δη κατά την ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κατά την ακολουθία του Νυμφίου κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης 3) το ποσό των 1.500.000 δρχ. δύο φορές το χρόνο κατά την 5η Μαΐου, ημέρα της εορτής του οσίου ..... και 4) το ποσό των 1.500.000 δρχ. την 2-1-1998. Συνολικά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο κατηγορούμενος παρέλαβε από την τότε Ηγουμένη το ποσό των 51.000.000 δρχ.( 36.000.000 και 4.500.000 και 9.000.000 και 1.500.000 δρχ.) το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, υπό την ίδια ιδιότητα και περιστάσεις παρέλαβε από την Ηγουμένη Γ1, μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Δ1, που υπηρετούσε ως γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του, το συνολικό ποσό των 15.500.000 δρχ. και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995. Τα ποσά αυτά τα παραλάμβανε από την Ηγουμένη για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο Δ1 και τα παρέδιδε στον κατηγορούμενο εντολέα του. ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη οχτώ (8) ετών και απεφάνθη όπως η έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής 30.000 ευρώ ως χρηματική εγγύηση και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα. Η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι αυτή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. δηλονότι το προαπαιτούμενο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η ποινική δίωξη για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως, κατόπιν του ΕΠ 111/05 από 8-4-2005 εγγράφου της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν.2331/95. Εκ του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε στον με αριθμό ...... λογαριασμό που τηρεί στην EUROBANK, εξ 94.000.000 δρχ., προϊόν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία παραπέμφθηκε στο Ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επιχειρώντας μ' αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση τους δια του χρηματοοικονομικού συστήματος. Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως η Ανακρίτρια του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος εξέδωσε την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως, με την οποία απαγόρευσε την κίνηση του υπ' αριθμόν .......λογαριασμού, που τηρούσε στην Τράπεζα EUROBANK ο κατηγορούμενος, όπως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα. Μετά την έκδοση της Διατάξεως αυτής ο Διευθυντής της Διεύθυνσης COMPLIANCE της ανωτέρω Τράπεζας, στον οποίο διαβιβάστηκε, εκτελώντας αυτήν, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ....... έγγραφο γνωστοποίησε στην 11η Τακτική Ανακρίτρια ότι μέχρι την 27.4.2005 ο κατηγορούμενος ήταν δικαιούχος η και συνδικαιούχος με συγγενικά του πρόσωπα των λογαριασμών που παρουσίαζαν υπόλοιπο και ιδίως: 1) ..... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του, με υπόλοιπο ,την 27.4.2005, ποσό 10,96 ευρώ 2) ....... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχο την αδελφή του Ζ1, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 72.785,63 ευρώ 3) ....... λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ξένο συνάλλαγμα που, είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχους τους Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 831,30 δολάρια ΗΠΑ 4) ....... λογαριασμός-μερίδα χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του και στο όνομα των Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 246.439,63 ευρώ 5) .......λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "...... Ltd", του οποίου λογαριασμού ο κατηγορούμενος είναι κατά δήλωση του δικαιούχος του κεφαλαίου (...) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 258.818,18 ευρώ 6) ..... λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία ....... Ltd , του οποίου λογαριασμού-μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωση του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (....) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 9.756,86 δολάρια ΗΠΑ 7) ..... λογαριασμός μερίδος χαρτοφυλακίου που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "....... Ltd'' της οποίας μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωση του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου( ..... της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 3.539.644,29 ευρώ. Επιπλέον, σε εκτέλεση της ανωτέρω ανακριτικής διατάξεως, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ' αριθμόν ..... έγγραφο της γνωστοποιεί ότι ο κατηγορούμενος είναι δικαιούχος του υπ' αριθμόν ...... λογαριασμού, με υπόλοιπο, την 17.11.2005, ποσό 1251,98 ευρώ. Η κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι το προϊόν της εγκληματικής πράξης (δηλαδή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ.) και συγκεκριμένα το ποσό των 66.500.000 δρχ. απέκρυψε και μεταβίβασε κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 1995 μέχρι την 2.1.1998, αφού τα κατέθεσε σε προσωπικούς, κοινούς και εταιρικούς λογαριασμούς (ανωτέρω 1 έως 6) ταμιευτηρίου και μερίδων χαρτοφυλακίου στην Τράπεζα EUROBANK ενεργώντας από κερδοσκοπία και με σκοπό συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης τους. Το αποκτηθέν παρανόμως ανωτέρω χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ. δεν είναι το μοναδικό υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού παράγει με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ιδίως δια μέσου υπεράκτιων εταιρειών και άλλα παράνομα ωφελήματα, από την κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και από την επωφελή επένδυση και εκμετάλλευση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, που πλέον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απαρτίζουν την έννοια της περιουσίας, κατά την διάταξη του άρθρου 1, β Ν.2331/2005. Ο κατηγορούμενος απέκρυψε την προέλευση των, από παράνομη ιδιοποίηση, προερχομένων χρηματικών ποσών, διοχετεύοντας αυτά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μάλιστα δε κατέστη κάτοχος λογαριασμών-μερίδας χαρτοφυλακίου του κεφαλαίου της υπεράκτιας εταιρείας ......, όπως ανωτέρω καταχωρούνται. Η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου αλλά και ο συνολικός σχεδιασμός της δράσης του αρχίζει από την εποχή που ανέμενε την δημοσίευση του διορισμού του στη Μητρόπολη ....., όταν με διάφορα προσκόμματα δεν επέτρεπε την σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της Μονής για να μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά της Μονής. Μάλιστα δε αρνήθηκε να προωθήσει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Κανονισμό Λειτουργίας που κατήρτισε το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο θεωρώντας ότι η Ιερά Μονή έχει τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Μητροπολίτη. Έτσι δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από τον κατηγορούμενο η εκκρεμής κατάσταση ως προς την διοικητική και οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής για να μπορεί ο ίδιος να διαχειρίζεται προς όφελος του τα οικονομικά της. Για να κάμψει δε την αντίσταση της τότε Ηγουμένης Γ1, γνωρίζοντας ότι η διακαής επιθυμία της ήταν η Αγιοκατάταξη του ........ και ότι για αυτό έπρεπε ο ίδιος να εισηγηθεί θετικά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, άσκησε το μεν ψυχολογική πίεση σ' αυτήν για να προωθήσει την Αγιοκατάταξη το δε με την απειλή ότι θα την σύρει στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και θα την εξορίσει, κατάφερε να της αποσπάσει διάφορα χρηματικά ποσά για να τα διαθέσει δήθεν για το ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεως. Εξάλλου με την ανάληψη των καθηκόντων του ζήτησε και έλαβε με απόδειξη και με απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου ως δωρεά το ποσό των 1.500.000 δρχ. για να καλύψει τις ανάγκες επίπλωσης των γραφείων της Μητροπόλεως και τα δικαστικά έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Μητροπολίτη .... Β1, την στιγμή που η Μητρόπολη ..... είχε την υποχρέωση και την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις παραπάνω δαπάνες. Στην συνέχεια ελάμβανε υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη ......οσωπικά ο ίδιος κατά τις εορτές που ιερουργούσε στη Μονή και σε άλλες μέρες που μετέβαινε προς τούτο στη Μονή μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση της Ηγουμένης να του ετοιμάσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε δια του πρεσβυτέρου Δ1, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στη Μονή και ο οποίος ζητούσε από την Ηγουμένη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά κατ' εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου. Είναι πρόδηλο ότι άμεση προτεραιότητα του κατηγορουμένου υπήρξε η διοχέτευση του ρευστού στο νόμιμο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα του εσωτερικού, μέσω της μεταμφίεσης του σε συνήθεις μορφές χρηματοοικονομικών αξιών. Αλλά δεν παρέμεινε στο στάδιο αυτό. Διαχώρισε τα παράνομα έσοδα από την πηγή τους, δημιουργώντας ένα πλέγμα οικονομικών συναλλαγών, σχεδιασμένο να καλύψει το εποπτικό ίχνος και να εξασφαλίσει ανωνυμία, μεταφέροντας τα ήδη τοποθετημένα χρήματα σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα. Οι εγκληματικές ενέργειες του κατηγορουμένου υπάκουαν σε ένα οργανωμένο σχέδιο που αφετηρία είχε την παράνομη απόκτηση χρημάτων και πέρας την απόκρυψη τους δια μέσου μιας συστηματικής μεθόδευσης συναλλαγών. Περαιτέρω είναι προφανές ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι αυτός της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία. Η κρίση αυτή δεν είναι ορθή το μεν διότι ταυτίζει τις δύο πράξεις από πλευράς χρόνου τελέσεως, ενώ ευρίσκονται σε σχέση προηγούμενης και επόμενης, το δε διότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο τα παράνομα έσοδα, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με την μορφή της κατάθεσης κατέληγαν και αναπαράγονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και διοχετεύονταν σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ο κατηγορούμενος προς την κατεύθυνση αυτή ουδέν συνεισφέρει πλην του υπολογισμού των τόκων των τραπεζικών λογαριασμών του. Αντιθέτως εκμεταλλευόμενος την προφανή αυτή παραδρομή και μάλιστα με την υπόμνηση ότι ο Ν.2331/95 ίσχυσε από την 23.8.1995, προβαίνει σε μία αλυσιτελή αφαιρετική διαδικασία των, κατ' αυτόν, ποσών που δεν μπορούν να υπολογιστούν στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δρχ., αρνούμενος πάντα ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αφού τα ποσά αυτά αφορούν και σχετίζονται με την υπό κρίση χρονική περίοδο των αρχών του έτους 1995 και μέχρι την 23.8.1995. Κι αυτό διότι λογαριάζοντας τα ποσά του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, (υπό την προϋπόθεση, κατά την άποψη του, ότι μπορούσε να γίνει η άθροιση, που δεν μπορεί να γίνει), στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δρχ., δια της αφαιρέσεως, καταλήγει σε ποσό μικρότερο των 50.000.000 δρχ. με συνέπεια και αφού οι μερικότερες πράξεις υπολείπονται του ποσού των 15.000 ευρώ να μην μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1, στοιχείο α, π Ν.2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν.3424/2005. Όμως το Συμβούλιο Σας μπορεί να διορθώσει το, εκ παραδρομής, σφάλμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως κείμενο εντός των χρονικών ορίων εφαρμογής του Ν.2331/95, χωρίς να μειωθεί το χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ., που αποτελεί το αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τις διατάξεις των άρθρων 313,317,318,319, 463, 469, 481 και 482 συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως κάποιου από τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΟΙΝΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία ακόμα και να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας. Μεταβολή της κατηγορίας υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό. Αντιθέτως δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το Βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, όπως και όταν καθορίζεται μεν διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης, αρκεί τούτο να μην επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης η να μην αποκλείει υπάρχουσα παραγραφή. Ώστε το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο έφεσης του κατηγορουμένου, μπορεί στα πλαίσια της λειτουργικής αρμοδιότητας του να προβεί με το Βούλευμα, που εκδίδει, σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης και στον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης αυτής, εφόσον έτσι δεν αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή η δεν επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξης (ΑΠ 492/2003 ΝΟΒ-2003-1708). Επιπλέον, από την διάταξη του άρθρου 317 παρ.2 ΚΠΟΙΝΔ προκύπτει ότι σκοπός της θεώρησης της κατηγορίας είναι να διορθώσει και να θεραπεύσει κάθεατέλεια η πλημμέλεια η αταξία του πρωτοδίκου βουλεύματος είτε ουσιαστική είτε δικονομική πριν να έλθει η υπόθεση στο Δικαστήριο, επανεξεταζομένης πλήρως της υποθέσεως, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 318 ΚΠΟΙΝΔ, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, ελέγχοντας το πρωτόδικο βούλευμα έχει αρμοδιότητα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Επομένως το Συμβούλιο σας πρέπει να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων το χρονικό διάστημα από την 24.8.1995 και εντεύθεν, εφόσον η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου είχε εκδηλωθεί και κατ' αυτό το χρόνο, μέχρι και την 2.1.1998. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι " όσα ποσά υπάρχουν η και υπήρξαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ανήκουν στην οικογένεια του και σ' αυτόν και προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητα τους" και ότι " όταν ο δράστης (ειδικώς δε αν πρόκειται για μεμονωμένο πρόσωπο) καταθέτει τα χρήματα, που φέρεται να έχει αποκτήσει (δήθεν) από εγκληματική του πράξη, σε δικό του, προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, η ενέργεια του ναι μεν ενδέχεται να συνιστά μία πράξη αποκρύψεως, πλην όμως, μόνη αυτή, δεν του προσδίδει νόμιμο τίτλο για τα φερόμενα παράνομα έσοδα του". Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι, αναπόδεικτοι και μετέωροι. Και τούτο διότι η αόριστη αναφορά περί της προέλευσης από νόμιμη δραστηριότητα των ποσών που υπάρχουν στους λογαριασμούς, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να κατονομάζεται η να περιγράφεται η ακόμη να υποστηρίζεται από νομιμοποιητικά έγγραφα δεν αρκεί για να καταδείξει την νόμιμη προέλευση των καταθέσεων. Οι μισθοί και τα τυχερά του κατηγορουμένου λόγω της θέσεως του ως Μητροπολίτη επί τριάντα και πλέον έτη με τον ασαφή χαρακτηρισμό "αμφότερα σημαντικού ύψους", που δεν προσδιορίζεται ούτε αποδεικνύεται, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς, ούτε και " η περιουσία" που δεν προσδιορίζεται σε ποιόν ανήκει ούτε και τα εισοδήματα των αδελφών του, που δεν αναλύονται. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αφού έχει προσδιοριστεί το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος στο ποσό των 66.500.000 δρχ., οποιοδήποτε επιπλέον ποσό βρέθηκε στους λογαριασμούς του δεν μπορεί νομικώς και ουσιαστικώς να αποτελέσει υλικό αντικείμενο της αποδιδομένης πράξεως ώστε δεν μπορεί να είναι πλέον δεσμευμένο. Και το αίτημα να αρθεί, κατά το επιπλέον ποσό , η διάταξη δεσμεύσεως κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του. Επί του ζητήματος αυτού ρητέα τα εξής: Η 11η Τακτική Ανακρίτρια με την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών απαγόρευσε την κίνηση του με αριθμό .........λογαριασμού που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα EUROBANK, ως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα. Ο κατηγορούμενος με την από 9.5.2005 αίτηση του και τις από 2.11.2005 και 29.12006 αιτήσεις του με όμοιο περιεχόμενο τις οποίες επαναφέρει και επικαλείται στην έκθεση εφέσεως, ζήτησε (και ζητά) την άρση της ανωτέρω διατάξεως. Η αίτηση του αυτή κρίθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα απεφάνθη για την απόρριψη της ως ουσιαστικά αβάσιμης. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ Α Ν.2331/95 ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του Ανακριτή η την ανάκληση του Βουλεύματος με αίτηση που απευθύνεται προς το Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα, μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοση σ' αυτόν της διάταξης η του βουλεύματος. Το Συμβούλιο, στο οποίο δεν μετέχει ο Ανακριτής αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης η του βουλεύματος. Η Διάταξη η το Βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Από την ανωτέρω διάταξη νόμου συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος η ο τρίτος με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε κοινό λογαριασμό, σε περίπτωση που εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, κατ' άρθρον 5 παρ.1 Ν.2331/95, έχει δύο δυνατότητες 1) η πρώτη είναι η αυτοτελής αίτηση με αίτημα την άρση της διατάξεως του Ανακριτή που απευθύνεται στο Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα εντός προθεσμίας δέκα ημερών, που αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της διατάξεως. Το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε ημερών αμετακλήτως δηλαδή δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως η της αναιρέσεως σε βάρος του βουλεύματος που αποφαίνεται για την τύχη της αιτήσεως.2) η δεύτερη είναι η ανάκληση της διατάξεως του Ανακριτή η του Βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου αν προκύψουν νέα στοιχεία. Η ευχέρεια αυτή χορηγείται στον Ανακριτή, όταν διενεργείται κυρία ανάκριση και στο Δικαστικό Συμβούλιο, στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και η απαγόρευση κινήσεως λογαριασμών επιβλήθηκε με Βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου. Η ανάκληση διενεργείται αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου. Συνεπώς η από 9,5.2005 αίτηση του κατηγορουμένου, που επαναφέρεται προς κρίση, για την. άρση της με αριθμό 185/26.4.2005 διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας, η τύχη της οποίας κρίθηκε με το υπ' αριθμόν 2234/2005 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αμετακλήτως, καθώς και οι από 21.11.2005 και από 29.1.2006 αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επειδή με τα δεδομένα αυτά, νομικά και πραγματικά, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ' αριθμόν 1037/2007 Βούλευμα έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το προαναφερόμενο έγκλημα και τον παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η έφεση του κατηγορουμένου, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εν λόγω Βούλευμα, αφού διορθωθεί, μόνο, κατ' άρθρον 145 παρ.2 εδ. τελευταίο ΚΠΟΙΝΔ, ο χρόνος, που αναφέρεται στο διατακτικό του, ως χρόνος τελέσεως της πράξεως από το εσφαλμένο " αρχές του έτους 1995 μέχρι τις 2.1.1998" στο ορθό " από την 24 Αυγούστου 1995 μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 1998" και να απορριφθεί η από 9.5.2005 αίτηση μαζί με τις από 21.11.2005 και 29.11.2005 αιτήσεις για την άρση της υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, πουθενά στο βούλευμα ή στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δεν γίνεται μια γενική αναφορά των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη. Η έλλειψη αυτή ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, δεν καλύπτεται από την επιλεκτική αξιολόγηση των αναφερομένων ως άνω τραπεζικών λογαριασμών του αναιρεσείοντες και της απολογίας αυτού. Διότι όπως προκύπτει από το σκεπτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος (σελ. 23) και από τον φάκελλο της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν ελήφθη υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν γίνεται καθόλου μνεία ούτε κατά κατηγορία των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, ήτοι των μαρτυρικών καταθέσεων και των άλλων εγγράφων, καθώς και των υπομνημάτων του αναιρεσείοντος, που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση. Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την από τις ως άνω διατάξεις απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και πρέπει, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο αναιρέσεως, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να αναιρεθεί το υπ'αριθμ. 2118/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Έλλειψη της, κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση και κύρια ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο, να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η αόριστη όμως αναφορά στο βούλευμα των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστικό συμβούλιο δεν αρκεί, και η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από την τυχόν επιλεκτική επίκληση, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, αφού προηγουμένως διόρθωσε και αναδιατύπωσε το διατακτικό του, ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με βασικό έγκλημα, αυτό της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από την οποία το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ(άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 258 περ.γ', 263Α του Π.Κ, 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, 1 στοιχ. α και 2 παρ.1 του ν. 2331/1995, όπως αντικ. με άρθρο 2 παρ.1 και 3 παρ.1 του ν. 3424/2005). Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο με αριθμό 2118/2007 βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, την οποία ενσωματώνει αυτούσια στο σκεπτικό του, διαλαμβάνει σε σχέση με την παράθεση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία σχημάτισε την, περί παραπομπής των κατηγορουμένων, ουσιαστική κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος, Χ1, με την υπ' αριθμό 2104/2006 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος του ότι στη ....... Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπάλληλος τυγχάνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα, τα οποία είχε λάβει στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητας του, τέλεσε δε την πράξη του αυτή υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου, καθόσον η πράξη του στρεφόταν κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε επιτευχθέν απ' αυτόν όφελος και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 66.500.000 δρχ. Συγκεκριμένα, κληρικός τυγχάνων της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, φέρων τον βαθμό του Επισκόπου και κατέχων τη θέση του Μητροπολίτη ......, ιδιοποιήθηκε, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, παράνομα το συνολικό ποσό των 66.500.000 δρχ. σε βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής .... και ....., η οποία, ως θρησκευτικό καθίδρυμα κατά τις διατάξεις του Ν.590/77 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προστατευόμενο από τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταχραστών του δημοσίου. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την ιδιότητα του ως επιχώριου Μητροπολίτη και την ως εκ τούτου δυνατότητα του προς επιβολή επί της υπέργηρης (ηλικίας 84 ετών) Ηγουμένης και αφού αφενός υπόσχονταν σ' αυτήν ότι θα προωθήσει το ζήτημα Αγιοκατάταξης του ..... και αφετέρου την απειλούσε ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε, παρέλαβε απ'αυτήν, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Ιεράς Μοναστικής Αδελφότητας και του Ηγουμενοσυμβουλίου, τα αναφερόμενα παρακάτω χρηματικά ποσά προκειμένου να τα διαθέσει για τις ανάγκες του ποιμαντικού έργου της Μητροπόλεως ...., πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε επέστρεψε στη Μονή τα χρήματα, αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του και τα ιδιοποιήθηκε έτσι παράνομα: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και την 2-1-1998 ο κατηγορούμενος, ως Μητροπολίτης ...., παρέλαβε από την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής ..... και ..... : 1) το ποσό των 500.000 δρχ. για κάθε επίσκεψή του, η οποία ελάμβανε χώρα μία, φορά ανά δεκαπέντε (15) ημέρες 2) το ποσό των 500.000 δρχ., τρεις φορές το χρόνο και δη κατά την ακολουθία του Μεγάλου Απόδειπνου, κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κατά την ακολουθία του Νυμφίου, κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κατά το Μεγάλο Ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης 3) το ποσό των 1.500.000 δρχ., δύο φορές το χρόνο, κατά την 5η Μαΐου, ημέρα της εορτής του οσίου .... και 4) το ποσό των 1.500.000 δρχ. την 2-1-1998. Συνολικά, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος παρέλαβε από την τότε Ηγουμένη το ποσό των 51.000.000 δρχ.( 36.000.000 και 4.500.000 και 9.000.000 και 1.500.000 δρχ.), το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996, υπό την ίδια ιδιότητα και περιστάσεις, παρέλαβε από την Ηγουμένη Γ1, μέσω του απ' αυτόν εντεταλμένου πρωτοπρεσβύτερου Δ1, που υπηρετούσε ως γραμματέας στο ιδιαίτερο γραφείο του, το συνολικό ποσό των 15.500.000 δρχ. και δη το ποσό των 500.000 δρχ. ανά εικοσαήμερο και το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε άγνωστη ακριβή ημερομηνία, πάντως μέσα στο θέρος του έτους 1995. Τα ποσά αυτά τα παραλάμβανε από την Ηγουμένη για λογαριασμό του κατηγορουμένου ο Δ1 και τα παρέδιδε στον κατηγορούμενο εντολέα του, ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη οχτώ (8) ετών και απεφάνθη όπως η έφεση που θα ασκήσει ο κατηγορούμενος να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε, με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής 30.000 ευρώ ως χρηματική εγγύηση και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα. Η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι αυτή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. δηλονότι το προαπαιτούμενο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η ποινική δίωξη για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως, κατόπιν του ΕΠ 111/05 από 8-4-2005 εγγράφου της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν.2331/95. Εκ του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε στον με αριθμό ........ λογαριασμό, που τηρεί στην EUROBANK, εξ 94.000.000 δρχ., προϊόν της κακουργηματικής υπεξαίρεσης για την οποία παραπέμφθηκε στο Ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επιχειρώντας μ' αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή τους δια του χρηματοοικονομικού συστήματος. Κατά την διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως, η Ανακρίτρια του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος εξέδωσε την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως, με την οποία απαγόρευσε την κίνηση του υπ' αριθμόν ......... λογαριασμού, που τηρούσε στην Τράπεζα EUROBANK ο κατηγορούμενος, όπως και κάθε λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό, έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα. Μετά την έκδοση της Διατάξεως αυτής ο Διευθυντής της Διεύθυνσης COMPLIANCE της ανωτέρω Τράπεζας, στον οποίο διαβιβάστηκε, εκτελώντας αυτήν, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ..... έγγραφο, γνωστοποίησε στην 11η Τακτική Ανακρίτρια ότι μέχρι την 27.4.2005 ο κατηγορούμενος ήταν δικαιούχος η και συνδικαιούχος με συγγενικά του πρόσωπα των λογαριασμών που παρουσίαζαν υπόλοιπο και ιδίως: 1) ..... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 10,96 ευρώ 2) ...... λογαριασμός ταμιευτηρίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχο την αδελφή του Ζ1, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 72.785,63 ευρώ 3) ........ λογαριασμό ταμιευτηρίου σε ξένο συνάλλαγμα που, είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του με συνδικαιούχους τους Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 831,30 δολάρια ΗΠΑ 4) ....... λογαριασμός-μερίδα χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί από τον ίδιο στο όνομα του και στο όνομα των Ζ2 και Ζ3, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 246.439,63 ευρώ 5) ...... λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία "....Ltd", του οποίου λογαριασμού ο κατηγορούμενος είναι, κατά δήλωσή του, δικαιούχος του κεφαλαίου (....) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 258.818,18 ευρώ 6) ....... λογαριασμός όψεως, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία .... Ltd, του οποίου λογαριασμού-μερίδας ο κατηγορούμενος κατά δήλωση του είναι δικαιούχος του κεφαλαίου (....) της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 9.756,86 δολάρια ΗΠΑ 7) ...... λογαριασμός μερίδος χαρτοφυλακίου, που είχε ανοιχθεί στο όνομα της off-shore εταιρείας με την επωνυμία ".....Ltd'', της οποίας μερίδας ο κατηγορούμενος, κατά δήλωσή του, είναι δικαιούχος του κεφαλαίου( .....της εταιρείας αυτής, με υπόλοιπο, την 27.4.2005, ποσό 3.539.644,29 ευρώ. Επιπλέον, σε εκτέλεση της ανωτέρω ανακριτικής διατάξεως, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ' αριθμόν ...... έγγραφό της, γνωστοποιεί ότι ο κατηγορούμενος είναι δικαιούχος του υπ' αριθμόν ....... λογαριασμού, με υπόλοιπο, την 17.11.2005, ποσό 1251,98 ευρώ. Η κατηγορία που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι το προϊόν της εγκληματικής πράξης (δηλαδή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας το όφελος που πέτυχε ο δράστης και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ.) και συγκεκριμένα το ποσό των 66.500.000 δρχ., απέκρυψε και μεταβίβασε κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 1995 μέχρι την 2.1.1998, αφού τα κατέθεσε σε προσωπικούς, κοινούς και εταιρικούς λογαριασμούς (ανωτέρω 1 έως 6) ταμιευτηρίου και μερίδων χαρτοφυλακίου στην Τράπεζα EUROBANK ενεργώντας από κερδοσκοπία και με σκοπό συγκάλυψης της αληθινής προέλευσής τους. Το αποκτηθέν παρανόμως ανωτέρω χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ. δεν είναι το μοναδικό υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού παράγει, με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ιδίως δια μέσου υπεράκτιων εταιρειών και άλλα παράνομα ωφελήματα, από την κατάθεση σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και από την επωφελή επένδυση και εκμετάλλευση των παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων, που πλέον αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και απαρτίζουν την έννοια της περιουσίας, κατά την διάταξη του άρθρου 1, β Ν.2331/2005. Ο κατηγορούμενος, απέκρυψε την προέλευση των, από παράνομη ιδιοποίηση, προερχομένων χρηματικών ποσών, διοχετεύοντας αυτά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, μάλιστα δε, κατέστη κάτοχος λογαριασμών-μερίδας χαρτοφυλακίου του κεφαλαίου της υπεράκτιας εταιρείας ....., όπως ανωτέρω καταχωρούνται. Η εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου, αλλά και ο συνολικός σχεδιασμός της δράσης του αρχίζει από την εποχή που ανέμενε την δημοσίευση του διορισμού του στη Μητρόπολη ....., όταν με διάφορα προσκόμματα, δεν επέτρεπε την σύνταξη Κανονισμού Λειτουργίας της Μονής, για να μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά της Μονής. Μάλιστα δε, αρνήθηκε να προωθήσει προς έγκριση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Κανονισμό Λειτουργίας που κατήρτισε το Τριμελές Ηγουμενοσυμβούλιο, θεωρώντας ότι η Ιερά Μονή έχει τάσεις αυτονομήσεως και φαλκιδεύσεως των κανονικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων του οικείου Μητροπολίτη. Έτσι, δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από τον κατηγορούμενο η εκκρεμής κατάσταση, ως προς την διοικητική και οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής, για να μπορεί ο ίδιος να διαχειρίζεται προς όφελος του τα οικονομικά της. Για να κάμψει δε την αντίσταση της τότε Ηγουμένης Γ1, γνωρίζοντας ότι η διακαής επιθυμία της ήταν η Αγιοκατάταξη του ..... και ότι για αυτό έπρεπε ο ίδιος να εισηγηθεί θετικά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, άσκησε, το μεν ψυχολογική πίεση σ' αυτήν, για να προωθήσει την Αγιοκατάταξη, το δε, με την απειλή ότι θα την σύρει στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και θα την αφορίσει, κατάφερε να της αποσπάσει διάφορα χρηματικά ποσά για να τα διαθέσει, δήθεν, για το ποιμαντικό έργο της Μητροπόλεως. Εξ' άλλου, με την ανάληψη των καθηκόντων του, ζήτησε και έλαβε με απόδειξη και με απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου ως δωρεά, το ποσό των 1.500.000 δρχ. για να καλύψει τις ανάγκες επίπλωσης των γραφείων της Μητροπόλεως και τα δικαστικά έξοδα της δικαστικής διαμάχης με τον πρώην Μητροπολίτη .... Β1, την στιγμή που η Μητρόπολη ..... είχε την υποχρέωση και την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις παραπάνω δαπάνες. Στην συνέχεια, ελάμβανε, υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη ....., είτε προσωπικά ο ίδιος, κατά τις εορτές που ιερουργούσε στη Μονή και σε άλλες μέρες που μετέβαινε προς τούτο στη Μονή, μετά από τηλεφωνική ειδοποίηση της Ηγουμένης, να του ετοιμάσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, είτε δια του πρεσβυτέρου Δ1, στον οποίο είχε αναθέσει την τέλεση του εσπερινού της Κυριακής στη Μονή και ο οποίος ζητούσε από την Ηγουμένη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, κατ' εντολή και για λογαριασμό του κατηγορουμένου. Είναι πρόδηλο, ότι άμεση προτεραιότητα του κατηγορουμένου, υπήρξε η διοχέτευση του ρευστού στο νόμιμο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα του εσωτερικού, μέσω της μεταμφίεσής του σε συνήθεις μορφές χρηματοοικονομικών αξιών. Αλλά δεν παρέμεινε στο στάδιο αυτό. Διαχώρισε τα παράνομα έσοδα από την πηγή τους, δημιουργώντας ένα πλέγμα οικονομικών συναλλαγών, σχεδιασμένο να καλύψει το εποπτικό ίχνος και να εξασφαλίσει ανωνυμία, μεταφέροντας τα ήδη τοποθετημένα χρήματα σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα. Οι εγκληματικές ενέργειες του κατηγορουμένου, υπάκουαν σε ένα οργανωμένο σχέδιο, που αφετηρία είχε την παράνομη απόκτηση χρημάτων και πέρας την απόκρυψη τους δια μέσου μιας συστηματικής μεθόδευσης συναλλαγών. Περαιτέρω, είναι προφανές ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι αυτός της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία. Η κρίση αυτή δεν είναι ορθή, το μεν διότι ταυτίζει τις δύο πράξεις από πλευράς χρόνου τελέσεως, ενώ ευρίσκονται σε σχέση προηγούμενης και επόμενης, το δε, διότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο τα παράνομα έσοδα, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και με την μορφή της κατάθεσης, κατέληγαν και αναπαράγονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και διοχετεύονταν σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα. Ο κατηγορούμενος, προς την κατεύθυνση αυτή ουδέν συνεισφέρει, πλην του υπολογισμού των τόκων των τραπεζικών λογαριασμών του. Αντιθέτως, εκμεταλλευόμενος την προφανή αυτή παραδρομή και μάλιστα με την υπόμνηση ότι ο Ν.2331/95 ίσχυσε από την 23.8.1995, προβαίνει σε μία αλυσιτελή αφαιρετική διαδικασία των, κατ' αυτόν, ποσών, που δεν μπορούν να υπολογιστούν στο συνολικό ποσό των 50.000.000 δρχ., αρνούμενος πάντα, ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, αφού τα ποσά αυτά αφορούν και σχετίζονται με την υπό κρίση χρονική περίοδο των αρχών του έτους 1995 και μέχρι την 23.8.1995. Κι' αυτό διότι λογαριάζοντας τα ποσά του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, (υπό την προϋπόθεση, κατά την άποψη του, ότι μπορούσε να γίνει η άθροιση, που δεν μπορεί να γίνει), στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δρχ., δια της αφαιρέσεως, καταλήγει σε ποσό μικρότερο των 50.000.000 δρχ. με συνέπεια και, αφού οι μερικότερες πράξεις υπολείπονται του ποσού των 15.000 ευρώ, να μην μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 1, στοιχείο α, π Ν.2331/95, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 1 Ν.3424/2005. Όμως, το Συμβούλιό Σας, μπορεί να διορθώσει το, εκ παραδρομής, σφάλμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως, κείμενο εντός των χρονικών ορίων εφαρμογής του Ν.2331/95, χωρίς να μειωθεί το χρηματικό ποσό των 66.500.000 δρχ., που αποτελεί το αντικείμενο της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από τις διατάξεις των άρθρων 313,317,318,319, 463, 469, 481 και 482 συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως κάποιου από τους διαδίκους της ποινικής διαδικασίας, δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία ακόμα και να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας. Μεταβολή της κατηγορίας, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική, από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη και έχει απαγγελθεί η κατηγορία, επί της οποίας κλήθηκε να απολογηθεί ο κατηγορούμενος, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί νέο έγκλημα αντικειμενικά διαφορετικό. Αντιθέτως, δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν με το βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, όπως και όταν καθορίζεται μεν διαφορετικός χρόνος τέλεσης της πράξης, αρκεί τούτο να μην επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης, ή να μην αποκλείει υπάρχουσα παραγραφή. Ώστε, το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο έφεσης του κατηγορουμένου, μπορεί, στα πλαίσια της λειτουργικής αρμοδιότητάς του, να προβεί, με το Βούλευμα, που εκδίδει, σε ορθό χαρακτηρισμό της πράξης και στον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης αυτής, εφόσον έτσι δεν αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή η δεν επηρεάζεται η ταυτότητα της πράξης. Επιπλέον, από την διάταξη του άρθρου 317 παρ.2 ΚΠΔ προκύπτει ότι σκοπός της θεώρησης της κατηγορίας, είναι να διορθώσει και να θεραπεύσει κάθε ατέλεια η πλημμέλεια η αταξία του πρωτοδίκου βουλεύματος, είτε ουσιαστική, είτε δικονομική, πριν να έλθει η υπόθεση στο Δικαστήριο, επανεξεταζομένης πλήρως της υποθέσεως, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 318 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, ελέγχοντας το πρωτόδικο βούλευμα, έχει αρμοδιότητα να διατάσσει ό,τι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Επομένως, το Συμβούλιό σας πρέπει να ορίσει ως χρόνο τελέσεως της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων το χρονικό διάστημα από την 24.8.1995 και εντεύθεν, εφόσον η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου είχε εκδηλωθεί και κατ' αυτό το χρόνο, μέχρι και την 2.1.1998. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κατηγορούμενος ότι "όσα ποσά υπάρχουν ή και υπήρξαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του, ανήκουν στην οικογένειά του και σ' αυτόν και προέρχονται από νόμιμη δραστηριότητά τους" και ότι " όταν ο δράστης (ειδικώς δε αν πρόκειται για μεμονωμένο πρόσωπο) καταθέτει τα χρήματα, που φέρεται να έχει αποκτήσει (δήθεν) από εγκληματική του πράξη, σε δικό του, προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό, η ενέργεια του, ναι μεν ενδέχεται να συνιστά μία πράξη αποκρύψεως, πλην όμως, μόνη αυτή, δεν του προσδίδει νόμιμο τίτλο για τα φερόμενα παράνομα έσοδά του". Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι, αναπόδεικτοι και μετέωροι. Και τούτο, διότι η αόριστη αναφορά περί της προέλευσης από νόμιμη δραστηριότητα των ποσών που υπάρχουν στους λογαριασμούς, χωρίς η δραστηριότητα αυτή να κατονομάζεται η να περιγράφεται η ακόμη να υποστηρίζεται από νομιμοποιητικά έγγραφα, δεν αρκεί για να καταδείξει την νόμιμη προέλευση των καταθέσεων. Οι μισθοί και τα τυχερά του κατηγορουμένου, λόγω της θέσεως του ως Μητροπολίτη επί τριάντα και πλέον έτη με τον ασαφή χαρακτηρισμό "αμφότερα σημαντικού ύψους", που δεν προσδιορίζεται, ούτε αποδεικνύεται, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς, ούτε και " η περιουσία", που δεν προσδιορίζεται σε ποιόν ανήκει ούτε και τα εισοδήματα των αδελφών του, που δεν αναλύονται. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, αφού έχει προσδιοριστεί το υλικό αντικείμενο του βασικού εγκλήματος στο ποσό των 66.500.000 δρχ., οποιοδήποτε επιπλέον ποσό βρέθηκε στους λογαριασμούς του, δεν μπορεί νομικώς και ουσιαστικώς να αποτελέσει υλικό αντικείμενο της αποδιδομένης πράξεως ώστε δεν μπορεί να είναι πλέον δεσμευμένο. Και το αίτημα να αρθεί, κατά το επιπλέον ποσό, η διάταξη δεσμεύσεως κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του. Επί του ζητήματος αυτού, ρητέα τα εξής: Η 11η Τακτική Ανακρίτρια με την υπ' αριθμόν 185/ 26.4.2005 Διάταξη, κατόπιν συμφώνου γνώμης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, απαγόρευσε την κίνηση του με αριθμό.......... λογαριασμού, που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα EUROBANK, ως και κάθε λογαριασμού, που αυτός τηρούσε στην Ελλάδα και σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα η χρηματοπιστωτικό οργανισμό έστω και από κοινού με άλλο πρόσωπο, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου, έστω και κοινών με έτερα πρόσωπα. Ο κατηγορούμενος με την από 9.5.2005 αίτησή του και τις από 2.11.2005 και 29.12006 αιτήσεις του με όμοιο περιεχόμενο τις οποίες επαναφέρει και επικαλείται στην έκθεση εφέσεως, ζήτησε (και ζητά) την άρση της ανωτέρω διατάξεως. Η αίτηση του αυτή, κρίθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο, με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα, απεφάνθη για την απόρριψή της, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ Α Ν.2331/95, ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του Ανακριτή η την ανάκληση του βουλεύματος με αίτηση που απευθύνεται προς το Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα, μέσα σε δέκα μέρες από την επίδοση σ' αυτόν της διάταξης η του βουλεύματος. Το Συμβούλιο, στο οποίο, δεν μετέχει ο Ανακριτής αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης η του βουλεύματος. Η διάταξη η το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Από την ανωτέρω διάταξη νόμου, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος ή ο τρίτος, με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε κοινό λογαριασμό, σε περίπτωση που εκδόθηκε διάταξη του Ανακριτή, κατ' άρθρον 5 παρ.1 Ν.2331/95, έχει δύο δυνατότητες 1) η πρώτη είναι η αυτοτελής αίτηση, με αίτημα την άρση της διατάξεως του Ανακριτή, που απευθύνεται στο Δικαστικό Συμβούλιο και κατατίθεται στον Ανακριτή η τον Εισαγγελέα εντός προθεσμίας δέκα ημερών, που αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της διατάξεως. Το Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε ημερών, αμετακλήτως δηλαδή δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως η της αναιρέσεως σε βάρος του βουλεύματος που αποφαίνεται για την τύχη της αιτήσεως.2) η δεύτερη είναι η ανάκληση της διατάξεως του Ανακριτή η του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, αν προκύψουν νέα στοιχεία. Η ευχέρεια αυτή χορηγείται στον Ανακριτή, όταν διενεργείται κυρία ανάκριση και στο Δικαστικό Συμβούλιο, στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση και η απαγόρευση κινήσεως λογαριασμών επιβλήθηκε με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου. Η ανάκληση διενεργείται αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου. Συνεπώς, η από 9.5.2005 αίτηση του κατηγορουμένου, που επαναφέρεται προς κρίση, για την. άρση της με αριθμό 185/26.4.2005 διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας, η τύχη της οποίας κρίθηκε με το υπ' αριθμόν 2234/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αμετακλήτως, καθώς και οι από 21.11.2005 και από 29.1.2006 αιτήσεις, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, νομικά και πραγματικά, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το υπ' αριθμόν 1037/2007 βούλευμα, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για το προαναφερόμενο έγκλημα και τον παρέπεμψε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η έφεση του κατηγορουμένου, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί το εν λόγω βούλευμα, αφού διορθωθεί, μόνο, κατ' άρθρον 145 παρ.2 εδ. τελευταίο ΚΠΔ, ο χρόνος, που αναφέρεται στο διατακτικό του, ως χρόνος τελέσεως της πράξεως, από το εσφαλμένο " αρχές του έτους 1995 μέχρι τις 2.1.1998" στο ορθό " από την 24 Αυγούστου 1995 μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 1998" και να απορριφθεί η από 9.5.2005 αίτηση μαζί με τις από 21.11.2005 και 29.11.2005 αιτήσεις για την άρση της υπ' αριθμόν 185/26.4.2005 Διατάξεως της 11ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών". Από τις αναφορές, όμως, αυτές του Συμβουλίου Εφετών, προκύπτει ότι τόσο στο προσβαλλόμενο βούλευμα, όσο και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δεν γίνεται οποιαδήποτε, έστω, γενική (κατ' είδος) αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη του, προκειμένου το Συμβούλιο να καταλήξει στην κρίση του αυτή. Συγκεκριμένα, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προς το Συμβούλιο Εφετών, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενσωματώθηκε καθολικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία και αναφορά, σε οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, από εκείνα του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ, όπως επίσης και στο ίδιο το προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται από το Συμβούλιο Εφετών, αντίστοιχη αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του. Ούτε επίσης, γίνεται, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οποιαδήποτε αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ώστε τυχόν σχετική παράλειψη να καλυφθεί. Η έλλειψη αυτή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλυφθεί από την επιλεκτική αξιολόγηση ορισμένων μόνο εγγράφων και μάλιστα των τραπεζικών λογαριασμών ή και ορισμένων ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, τη στιγμή κατά την οποία, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι συνεκτιμήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη το σύνολο των ευρισκομένων στη δικογραφία εγγράφων, ακόμη δε και οι απολογίες του (κυρία και συμπληρωματική) καθώς και τα υπομνήματά του κατηγορουμένου, για τα οποία δεν γίνεται ούτε επίκλησή τους. Η έλλειψη αυτή του βουλεύματος, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, για τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν γίνεται σ' αυτό οποιαδήποτε αναφορά, είτε στους μάρτυρες, είτε στα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη, πλην ελαχίστων, όπως στην υπ' αριθμό 2104/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, ή στο υπ' αριθμό ΕΠ 8-4-2005 έγγραφο της επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 2331/1995, ή σε ορισμένα έγγραφα του Ανακριτή, καθιστά ελλιπή αιτιολογία, αντίθετα προς ό,τι επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Έτσι, όμως, υπάρχει ασάφεια στο προσβαλλόμενο βούλευμα και, ως εκ τούτου, αυτό στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, ως βάσιμου του προβαλλόμενου, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του Κ.Π.Δ, λόγου αναιρέσεως, της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί, το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρα 485 παρ.1, 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμό 2118/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος, για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πρέπει να αναφέρονται ποια κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη του, στα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται (άρθρο 178 Κ.Π.Δ.) τα έγγραφα, οι μαρτυρι-κές καταθέσεις και οι απολογίες του κατηγορούμενου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομιμοποίηση εσόδων.
0
Αριθμός 1147/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της 503/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου. Με κατηγορουμένους τους: 1) Χ1 , 2) Χ2 και 3) Χ3, που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 52/18.10.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1736/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το αρ. 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του αρ. 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του αρθ. 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψή της, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 τη ΕΣΔΑ (ν.δ 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από τον άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά. Δεν απαιτείται όμως, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αθωωτικής απόφασης, να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή τα περιστατικά, από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 503/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου, που την εξέδωσε, κήρυξε με αυτή αθώους τους κατηγορούμενους, Χ2 και Χ1, της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα και τον κατηγορούμενο Χ3, της πράξεως της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, με την εξής κατά λέξη αιτιολογία "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν, σε συνδυασμό και με την απολογία των κατηγορουμένων και απ' όλη την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο, και για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθούν αθώοι. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι στον ..... Κρήτης, κατά τους παρακάτω χρόνους, διέπραξαν τις εξής αξιόποινες πράξεις: Ο δεύτερος Χ2, την 10-6-2003, ενώ εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αγίου Νικολάου, Πελαγίας Πλεξουσάκη, εξετάσθηκε ενόρκως και συντάχθηκε η υπ' αριθμ. .... και ..... ένορκης" κατάθεσης, που χρησιμοποιήθηκε προς ανταπόδειξη της υπ' αριθμ. ... αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της Ψ1, κατέθεσε, εν γνώσει της αναληθείας τους, τα εξής ψευδή: ότι δεν έχει καμία σχέση με το επίδικο ακίνητο, ότι κάποιος .... τον διαβεβαίωσε ότι το επίδικο ανήκε αρχικά σε κάποια ....., πωλήθηκε σε Έλληνα και αυτός στη συνέχεια το πώλησε σε εταιρία, ότι συνάντησε τη μηνύτρια και, αφού της είπε ότι το ακίνητο δεν είναι δικό της, της συνέστησε να το εγκαταλείψει για να μην πληρώσει ενοίκιο και ότι όλα όσα κατέθεσε η κόρη της μηνύτριας στο Ειρηνοδικείο Αγ. Νικολάου, στις 6-6-2003, είναι ψευδή. Κατέθεσε δε ψευδώς όλα τα παραπάνω, ενώ πολύ καλά γνώριζε ότι είναι συμμισάτορας της αντιδίκου ΑΕ στα ακίνητα της, στη θέση "......." ....., ότι ποτέ δεν συνέστησε στη μηνύτρια να εγκαταλείψει το επίδικο, αντίθετα τον ειδοποίησε για την αντιδικία που θα προκαλούσε η εταιρία ΜΑΗΟ ΑΕ. Ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1, ενώ εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέμματα και συγκεκριμένα, την 6-6-2003, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας της ΜΑΗΟ Α.Ε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου, κατέθεσε ψευδώς τα εξής: ότι το αγροτεμάχιο στο ..... χωριό ανήκει στη ΜΑΗΟ Α.Ε και είναι 66 στρέμματα συνεχόμενα, ότι, το 1999, που πήγε στο επίδικο για να το φωτογραφήσει, προκειμένου να συντάξει μελέτη, δεν είδε την καντίνα της μηνύτριας και δεν θα μπορούσε να την έχει δει έτσι κι' αλλιώς γιατί η περιοχή είναι δασική, όχι αρχαιολογική και με μη καθορισμένη αιγιαλίτιδα ζώνη. Κατέθεσε ψευδώς επίσης ότι το ερειπωμένο οίκημα, δεξιά και αριστερά, είναι 2000 τ.μ., ότι ο δρόμος εκεί είναι ο μοναδικός που καταλήγει στην παραλία στο συγκεκριμένο σημείο, ότι οι δρόμοι εκεί ανοίχθηκαν κατόπιν, και ότι συμμισάτορας της ΜΑΗΟ Α.Ε ήταν κάποιος ..... και όχι ο δεύτερος κατηγορούμενος. Τέλος κατέθεσε ψευδώς ότι το επίδικο έχει να καλλιεργηθεί πάνω από έξι (6) χρόνια. Κατέθεσε δε τα παραπάνω ψευδώς, ενώ πολύ καλά γνώριζε ότι το επίδικο δεν ανήκει στη ΜΑΗΟ Α.Ε, δεν είναι σε δασική περιοχή αλλά σε αρχαιολογικό χώρο, με δρόμους που προϋπήρχαν και δεύτερο παραλιακό δρόμο που φθάνει στην καντίνα της μηνύτριας. Επίσης ότι το ακίνητο καλλιεργείται με καθορισμένη αιγιαλίτιδα ζώνη και ότι συμμισάτορας της ΜΑΗΟ ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος. Ο τέταρτος κατηγορούμενος, Χ3 την 6-6-2003, στον ...., εξετάστηκε χωρίς όρκο ως διάδικος από Αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση και εν γνώσει του κατέθεσε ψευδή πιο συγκεκριμένα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου, κατά την συζήτηση της υπ' αριθμ....... αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της μηνύτριας, με την ιδιότητα του εκπροσώπου της καθ' ού εταιρίας ΜΑΗΟ Α.Ε, κατέθεσε εν γνώσει του τα παρακάτω ψευδή: ότι περιμένουν από τους αρμοδίους άδειες για τρείς (3) καντίνες, ότι τα της καντίνας της μηνύτριας έχουν τοποθετηθεί στον αιγιαλό, ότι μόλις το 1997 πήγε η μηνύτρια την καντίνα της στο σημείο που βρίσκεται τώρα και ότι η καντίνα αυτή βρίσκεται από το 1997 σε ακίνητο του Χ3, ενώ πριν την είχε αλλού σε δικό της ακίνητο η μηνύτρια. Κατέθεσε δε τα παραπάνω, ενώ πολύ καλά γνώριζε ότι: άδειες δεν μπορούν να εκδοθούν, τα τραπεζοκαθίσματα της μηνύτριας δεν είναι στον αιγιαλό και ότι η καντίνα βρίσκεται από το 1992 σε ακίνητο της μηνύτριας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι όσα ως ανωτέρω κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι σχετικά με τη θέση της καντίνας της μηνύτριας, τις συνθήκες της λειτουργίας της και την ιδιοκτησία της εταιρίας ΜΑΗΟ Α.Ε, ήταν αληθινά, ή τουλάχιστον αυτή την αντίληψη είχαν αποκτήσει εκείνοι για τη γενικότερη κατάσταση της περιοχής, όπως ο καθένας γνώριζε ή είχε διαμορφώσει από τις δικές του πηγές ενημέρωσης. Δεν προέκυψε ότι τα κατατεθέντα από αυτούς περιστατικά ήταν ψευδή και εν γνώσει της αναληθείας τους τα κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να βλάψουν τη μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα. Επομένως, πρέπει ν' απαλλαχθούν των κατηγοριών που τους αποδίδονται". Η αιτιολογία, όμως, αυτή, που παραθέτει το Δικαστήριο, για την οποία θα πρέπει να σημειωθεί, ότι αποτελεί πιστή κατά λέξη αντιγραφή του διατακτικού της απόφασης, και με βάση την οποία οδηγήθηκε στην αθωωτική για τους κατηγορούμενους απόφαση, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που ανωτέρω αναπτύχθηκε, και ειδικότερα, ούτε πλήρης είναι, ούτε σαφής και με αντιφάσεις. Ειδικότερα, δεν είναι πλήρης, γιατί δεν εκθέτει τα ουσιώδη περιστατικά, που αποδείχθηκαν, για να καταδειχθεί, ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, αφού, μόνη η παραπομπή στο διατακτικό της απόφασης, δεν αρκεί για την ύπαρξη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη και η κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας. Επίσης, από την παρατιθέμενη ελλιπή αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της, καθόσον περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Πρώτον, γιατί, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι, "τα όσα, ως ανωτέρω, κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι ήταν αληθινά", παράλληλα δέχεται ότι " ή τουλάχιστον αυτή την αντίληψη είχαν αποκτήσει οι κατηγορούμενοι, (ότι δηλαδή είναι αληθινά), για την γενικότερη κατάσταση της περιοχής, όπως ο καθένας γνώριζε ή είχε διαμορφώσει από τις δικές του πηγές ενημέρωσης", ώστε πλέον να δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση ως προς το κρίσιμο αυτό γεγονός, εάν δηλαδή όσα κατέθεσαν οι κατηγορούμενοι ήσαν αληθινά ή όχι, αφού, και στις δύο περιπτώσεις, δεν περιέχει η απόφαση οποιαδήποτε αιτιολογία. Δεύτερον, ενώ οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι διώκονταν για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και ο τελευταίος για ψευδή ανώμοτη κατάθεση, για τις οποίες κηρύχθηκαν αθώοι, υπάρχει παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση, περί του ότι " τα κατατεθέντα από αυτούς περιστατικά ήταν ψευδή και εν γνώσει της αναληθείας τους τα κατέθεσαν με σκοπό να βλάψουν την μηνύτρια", χωρίς όμως, να υπάρχει και αντίστοιχη κατηγορία για απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγος της κρινόμενης, από 18-10-2007, αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 503//2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρα - ψευδής ανώμοτη κατάθεση. Αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως με αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας και ασάφεια των παραδοχών της απόφασης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Ψευδορκία μάρτυρα, Απόφαση αθωωτική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1146/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούσα την Ψ1 και εγκαλούμενος τους: 1.Χ1 , Εφέτη Αθηνών, 2. Χ2 , Εφέτη Αθηνών και 3. Χ3, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 503/25-1-2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 205/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη .με αριθμό 96/20-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: H Ψ1 υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 3-4-2006 έγκλησή της κατά των 1) Χα, 2) Χβ, 3) Χγ, 4) Χδ, 5) Χε, 6) Χζ δικηγόρου, 7) Χη, 8) Χθ, δικηγόρου, 9) Χι, δικηγόρου, 10) Χκ, 11) Χλ , 12) Χμ και 13) Χν, για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα, αλλά και κατά των δικαστικών λειτουργών, 1) Χ3, αντεισαγγελέα Εφετών, 2) Χ2, εφέτη, 3) Χ1, εφέτη, 4) Χ4 , 5) Χ5, 6) Χ6, 7) Χ7, 8) Χ8 , 9)Χ9 πρωτοδικών, και 10) Χ10 , αντεισαγγελέα πρωτοδικών, και 11) κατά της Χ11, δικαστικής υπαλλήλου, για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, με την αριθμ. 98/2007 διάταξή του απέρριψε, ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς και την δικαστική υπάλληλο, την έγκληση, ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 Κ.Ποιν.Δ. και ως προς τους ιδιώτες, με την αριθμ. 17/2007 πράξη του, ανέβαλλε κάθε περαιτέρω ενέργεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., έως το τέλος της ποινικής δίωξης, που είχε ασκηθεί και κατά της εγκαλούσας, μετά από εγκλήσεις των εγκαλουμένων ιδιωτών με στοιχ. ΑΒΜ Α 2002/3289/18-9-2002 και Α 2002/3290/18-9-2002 και με το από 10-4-2007 έγγραφό του ζήτησε την έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών για την πράξη του αυτή. Κατά της αριθμ. 98/2007 διάταξης του παραπάνω Εισαγγελέα η εγκαλούσα άσκησε, κατ'άρθρο 48 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 118/2007 προσφυγή της. Με το αριθμ. 503/25-1-2008 έγγραφό του ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτείται τον κανονισμό αρμοδιότητος προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών να κρίνει την προσφυγή, καθόσον οι εκ των εγκαλουμένων δικαστικοί λειτουργοί 1) Χ3, 2) Χ2 και 3) Χ1 υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και Εφετείο Αθηνών, αντίστοιχα, αλλά και να εγκρίνει, ή μη την αριθμ. 17/2007 πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, λόγω συναφείας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε του Κ.Ποιν.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠοινΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή ο καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών, μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης (ΑΠ 440/2006, ΑΠ 311/2001 Π.Δικ. 917, ΑΠ 204/87 ΝοΒ 35,412). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 ΚΠΔ την προσφυγή του εγκαλούντος κατά τη διατάξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 ΚΠοινΔ) εξετάζει και κρίνει Εισαγγελέας Εφετών........ Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 περ. γ του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Κατά συνέπεια, επειδή οι εγκαλούμενοι Χ3, Αντεισαγγελέας Εφετών, Χ2, Εφέτης, και Χ1, Εφέτης, υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και Εφετείο Αθηνών, αντίστοιχα, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 ΚΠοινΔ), λόγω δε συναφείας και για την ενότητα της κρίσης και για τους εγκαλουμένους Χ4, Χ5, Χ6, Χ7, Χ8, Χ9, Πρωτοδίκες, Χ10, αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Χ11, δικαστικής υπαλλήλου και ως προς την έγκριση ή μη της αριθμ. 17/2007 πράξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας και τους ιδιώτες, Χα, Χβ, Χγ, Χδ, Χε, Χζ, Χη, Χθ, Χι, Χκ, Χλ, Χμ και Χν και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές αρχές που θα επιληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 43 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Για τους λόγους αυτούς----------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω το Συμβούλιό σας να διατάξει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο αριθμ. 503/25-1-2008 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφορά την από 3-4-2006 έγκληση της Ψ1 κατά των 1) Χ3, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 2) Χ2, Εφέτη Αθηνών, 3) Χ1, Εφέτη Αθηνών, 4) Χ4, 5) Χ5, 6) Χ6, 7) Χ7, 8) Χ8, 9) Χ9, Πρωτοδικών, 10) Χ10, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, 11) Χ11, δικαστικής υπαλλήλου, καθώς και κατά των ιδιωτών 1) Χα, 2) Χβ, 3) Χγ, 4) Χδ, 5) Χε, 6) Χζ, 7) Χη, 8) Χθ, 9) Χι, 10) Χκ, 11) Χλ, 12) Χμ, και 13) Χν, ως προς την έγκριση ή μη της αριθμ. 17/2007 πράξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου αυτός να αποφανθεί επί της προσφυγής της εγκαλούσας Ψ1 κατά της αριθμ. 98/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας και να προβεί στην έγκριση ή μη της αριθμ. 17/2007 πράξης του ίδιου Εισαγγελέα και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Αθήνα 20 Φεβρουαρίου 2008Η Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΕυτέρπη Κουτζαμάνη Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 136 στ. ε του Κ.Ποιν.Δ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα, διατάσσεται η παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο ίδιο αρμόδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά την κύρια διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού της διενεργείας προκαταρτικής εξετάσεως. Εξ' άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην πιο πάνω περίπτωση, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι' αυτή το Συμβούλιο Εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και σε κάθε άλλη περίπτωση ο 'Αρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 48 ΚΠΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 παρ.1 ΚΠΔ) εξετάζει και κρίνει ο Εισαγγελέας Εφετών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η Ψ1, με την από 3-4-2006 έγκλησή της, κατάγγειλε τους αναφερόμενους σε αυτή, Α) ιδιώτες 1. Χα, 2. Χβ, 3. Χγ, 4. Χδ, 5. Χε, 6. Χζ, δικηγόρο, 7. Χη, 8. Χθ, Δικηγόρο, 9.Χι, Δικηγόρο, 10. Χκ, 11. Χλ, 12. Χμ, 13. Χν, για το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας μάρτυρα, Β) τους δικαστικούς λειτουργούς: 1. Χ3, αντεισαγγελέα εφετών Αθηνών 2. Χ2, εφέτη Αθηνών, 3. Χ1, εφέτη Αθηνών, 4. Χ4, 5. Χ5, 6. Χ6, 7. Χ7, 8. Χ8, 9. Χ9, Πρωτοδικών, 10. Χ10, αντεισαγγελέα Πρωτοδικών και 11. Χ11, δικαστική υπάλληλο, για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας. Με αφορμή την καταγγελία της αυτή, διενεργήθηκε προκαταρτική εξέταση, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, από τον οποίο δεν επιβεβαιώθηκε η βασιμότητα των καταγγελλόμενων περιστατικών, κατά το μέρος που αυτή αφορούσε τους δικαστικούς λειτουργούς και τη δικαστική υπάλληλο και, κατόπιν τούτων, εξέδωσε την υπ' αριθμό 98/2007 διάταξή του, που την απέρριψε και, μετά από αυτά, η σχετική δικογραφία, ως προς αυτούς, τέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κ.Ποιν.Δ, όπως η παρ.1 αντικ. από το άρθρο 4 παρ.2 του ν. 1653/1986, στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας. Ταυτόχρονα, όμως, ως προς τους εγκαλούμενους ιδιώτες, ο ίδιος Εισαγγελέας, με την υπ' αριθμό 17/2007 πράξη του, ανέβαλε τη διενέργεια κάθε περαιτέρω πράξης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 παρ.2 του Κ.Π.Δ, έως το τέλος της ποινικής δίωξης, που είχε ασκηθεί σε βάρος της ίδιας της εγκαλούσας, κατόπιν υποβολής σε βάρος της, από μέρους των απ' αυτήν μηνυομένων ιδιωτών, σχετικών εγκλήσεων, παράλληλα δε ο ίδιος εισαγγελικός λειτουργός, ζήτησε την σχετική έγκριση των ως άνω ενεργειών του από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Στη συνέχεια η καταγγέλουσα Ψ1, κατά της ως άνω με αριθμό 98/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με την οποία τέθηκε στο Αρχείο η μηνυτήρια αναφορά της, άσκησε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 48 του Κ.Π.Δ, την υπ' αριθμό 118/2007 προσφυγή της. Μετά από αυτά, και ενόψει του ότι οι, εκ των καταγγελλομένων, Χ3, αντεισαγγελέας εφετών Αθηνών, Χ2 και Χ1, εφέτες, υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών και Εφετείο Αθηνών αντίστοιχα, προσέλαβαν την ιδιότητα του κατηγορούμενου, η δε σχετική υπόθεση υπάγεται, κατά το στάδιο αυτό, κατά τόπο στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών( άρθρα 111 παρ.7, 119 παρ.1 και 122 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ), σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες διατάξεις, πρέπει να λάβει χώρα κανονισμός αρμοδιότητας, ώστε η περιεχόμενη στην, από 3-4-2006, έγκληση της Ψ1 καταγγελία σε βάρος των ως άνω εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών, να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου να επιληφθεί της προσφυγής και να κρίνει, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, λόγω δε συνάφειας και για την ενότητα της κρίσης και α) για τους εγκαλούμενους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς και για τη δικαστική υπάλληλο Χ11 και β), λόγω συνάφειας, και για την έγκριση ή μη της υπ' αριθμό 17/2007 πράξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, για τους εγκαλούμενους-ιδιώτες, επίσης δε και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, και λοιπές εισαγγελικές αρχές, του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Για τους λόγους αυτούς Παραπέμπει την από 3-4-2006 καταγγελία της Ψ1, κατά των 1) Χ3, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, 2) Χ2, Εφέτη Αθηνών, 3) Χ1, Εφέτη Αθηνών, 4) Χ4, 5) Χ5, 6) Χ6, 7) Χ7, 8) Χ8, 9) Χ9, Πρωτοδικών, 10) Χ10, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, 11) Χ11, δικαστικής υπαλλήλου, καθώς και κατά των ιδιωτών 1) Χα, 2) Χβ, 3) Χγ, 4) Χδ, 5) Χε, 6) Χζ, 7) Χη, 8) Χθ, 9) Χι, 10) Χκ, 11) Χλ, 12) Χμ, και 13) Χν, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου αυτός να αποφανθεί επί της προσφυγής της εγκαλούσας Ψ1, κατά της αριθμ. 98/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, και να προβεί στην έγκριση ή μη της αριθμ. 17/2007 πράξης του ίδιου Εισαγγελέα και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Κανονισμός αρμοδιότητας δικαστικών αρχών, κατόπιν εγκλήσεως σε βάρος εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών και προσφυγής από μέρους της εγκαλούσας, της οποίας η έγκληση τέθηκε στο αρχείο λόγω συναφείας, πρέπει να παραπεμφθεί και για τους εγκαλούμενους ιδιώτες. Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και λοιπές Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 1145/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1810/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 516/20-12-2007 και 516Α/7-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Συμβούλιό σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το 931/2005 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου τον Χ1 για να δικαστεί ως υπαίτιος κακουργηματικής παιδικής πορνογραφίας κατ'εξακολούθηση και έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του ίδιου κατηγορουμένου για τη πράξη της παράβασης του άρθρου 29 παρ. 1 του Ν.5060/1931 κατ'εξακολούθηση (βλ. βούλευμα). ΙΙ. Κατά του παραπεμπτικού τμήματος του βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε την 188/27-4-2005 έφεση και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1856/2007 βούλευμα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση και επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς την παραπεμπτική διάταξη του. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε νομίμως στις 2-10-2007 στον κατηγορούμενο, ο οποίος στις 11-10-2007 άσκησε αναίρεση κατ' αυτού με δήλωσή του προς την αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η 207/11-10-2005 έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθεση). Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται η έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 348Α Π.Κ. (άρθρα 93 Συντάγματος, 139, 484§1 β' και δ' ΚΠΔ). Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο αναιρεσείων παραπέμπεται να δικαστεί για κακούργημα (άρθρα 462, 463, 473, 474, 482§1α' ΚΠΔ και 98, 348 Α Π.Κ.). ΙΙΙ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α του ΠΚ όπως προσετέθη με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2001: "1. Όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, διαθέτει, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. 2. Πορνογραφικό υλικό κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο. 3. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητος ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. Και αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ". Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση το νέο άρθρο 348 Α ΠΚ ποινικοποιεί την πορνογραφία κατά ανηλίκων και δεν περιορίζει την ηλικία αυτών, το σώμα των οποίων αποτυπώνεται στο πορνογραφικό υλικό. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως δεν αρκεί απλώς το υλικό να είναι πορνογραφικό με τη γενική του έννοια, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται στο σώμα του ανηλίκου, δηλαδή προσώπου ανεξαρτήτως φύλου που δεν έχει συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας του. Ως παρασκευή πορνογραφικού υλικού πρέπει να νοηθεί η δημιουργία αυτού, ενώ ως θέση με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία νοείται η παράδοση στη διάθεση του κοινού. Κατοχή νοείται η φυσική εξουσία του δράστη ώστε να μπορεί να εξακριβώσει με δική του θέληση την ύπαρξη και να τη διαθέσει πραγματικά και αν ακόμη προορίζεται προσωπική χρήση του δράστη ενώ μεταφορά είναι η διαμετακόμιση από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο. Η επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 348Α του ΠΚ αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού. Περαιτέρω η παραπάνω πράξη, με δεδομένο ότι για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται ο υπαίτιος να ενεργεί από "κερδοσκοπία", έχει την μορφή εγκλήματος με "υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση" (βλ. Μ. Μαργαρίτη: Ερμ. Ποιν. Κωδ., σελ. 92, παρ. 8 και σελ. 943, παρ. 6), πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται ειδική αιτιολόγηση περί του στοιχείου αυτού ότι ο δράστης δηλαδή ενήργησε με κίνητρο να πορισθεί περιουσιακό όφελος που αυξάνει τα εισοδήματά του, το οποίο δεν είναι αναγκαίο να το πορίσθηκε τελικά. ΙV. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 73 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα στο αιτιολογικό του βουλεύματος ή και σε συνδυασμό και με το διατακτικό του, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια του προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα ποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, βάσει των οποίων έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσεις) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον της κατηγορουμένου για τη συγκεκριμένη πράξη.(ΑΠ 628/2006). To Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία και όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή ή όταν από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να υποβάλει στη δοκιμασία της διαδικασίας στο ακροατήριο τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αν κριθούν αυτές καθεαυτές, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του κατηγορουμένου. Για να κρίνει το Συμβούλιο το αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή και η απόφανση του για την ενοχή ή την απαλλαγή να είναι αιτιολογημένη πρέπει να συνεκτιμά το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και να αξιολογεί και να σταθμίζει τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις ενδείξεις, όσο και τα στοιχεία που τις αποδυναμώνουν.(ΟΛ.ΑΠ 9/2001). Έλλειψη δε αιτιολογίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο ή το συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα, ακόμη και αν μνημόνευσε στην αρχή του σκεπτικού της εντελώς τυπικά κατ' είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, χωρήσει ακολούθως στην αξιολογική εκτίμηση ορισμένων και μόνον ειδικώς και επιλεκτικώς κατονομαζόμενων αποδεικτικών μέσων, στα οποία στηρίζει αποκλειστικά την κρίση του, παραλείποντας έτσι κατά τα λοιπά την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων των αποδεικτικών μέσων και πολύ περισσότερο όταν το δικαστήριο αγνόησε εντελώς κάποιο αποδεικτικό μέσο. (ΑΠ 1465/2006). V. Στην προκειμένη περίπτωση προκειμένου το Συμβούλιο να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση αναφέρει ως αιτιολογία τα εξής: Από όλο ανεξαιρέτως το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση (αρχική και περαιτέρω) και την προηγηθείσα αυτεπάγγελτη προανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, από τα έγγραφα, την απολογία του κατηγορουμένου και όλα τα υποβληθέντα από τον τελευταίο, υπομνήματα, σε συνδυασμό με την από .....έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, ... και την από .... τεχνική έκθεση του διορισθέντος από τον κατηγορούμενο, τεχνικού συμβούλου ......, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 25-2-2004 περιήλθαν στη Γενική Αστυνομική Δ/νση Αττικής (1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων) πληροφορίες από το αρμόδιο τμήμα της εταιρείας, με την επωνυμία "PHAISTOS NETWORKS S.A - Ανώνυμη Εταιρεία Έρευνας - Ανάπτυξης Νέων Τεχνολογιών και Εφαρμογών INTERNET", σύμφωνα με τις οποίες άγνωστος δράστης διακινεί στο διαδίκτυο πορνογραφικό υλικό με ανήλικους, ηλικίας 4-16 ετών περίπου, μέσω της διαδικτυακής διεύθυνσης "http: .............", χρησιμοποιώντας το username "......". Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώθηκαν από τους αστυνομικούς της πιο πάνω υπηρεσίας, Γ1 και Γ2 (βλ. καταθέσεις τους), οι οποίοι ενήργησαν τη σχετική έρευνα και σε συνεργασία με τους φορείς παροχής υπηρεσιών INTERNET, ανακάλυψαν τα ηλεκτρονικά αποτυπώματα του δράστη στην πόλη της ........ Κατόπιν τούτου οι ως άνω αστυνομικοί μετέβησαν στο νησί της ......, όπου διαπιστώθηκε και από πληροφορίες που παρείχε η εταιρεία "PHAISTOS Network" (παροχές υπηρεσιών INTERNET), ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος φιλοξενείτο από το θείο του ......., χρησιμοποιούσε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που ανήκε στον τελευταίο, την τηλεφωνική σύνδεση (........) και τον κωδικό πρόσβασης (.....) που ανήκαν επίσης στο θείο του, μέσω των οποίων ο κατηγορούμενος συνδεόταν με τις υπηρεσίες του INTERNET, για να ανανεώνει και να συντηρεί το πορνογραφικό υλικό, που συγκέντρωνε από το διαδίκτυο, το οποίο μάλιστα διακινούσε περαιτέρω σε τρίτους, χρήστες του διαδικτύου. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει την ως άνω ιστοσελίδα, μέσω της οποίας έκανε χρήση των υπηρεσιών του INTERNET όπου έβρισκε, αλλά και αποθήκευε φωτογραφίες αναλόγου περιεχομένου με ανήλικα κορίτσια, ηλικίας 4-16 ετών, σε πραγματική αλλά και σε τεχνητή απεικόνιση σεξουαλικής συμπεριφοράς ή ασελγών πράξεων. Όπως προέκυψε ο κατηγορούμενος, μέσω της ηλεκτρονικής διεύθυνσης ".........", στην οποία είχαν πρόσβαση και άλλοι χρήστες του διαδικτύου, εξέθετε σε δημόσια θέα διαρκώς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, φωτογραφίες ανηλίκων κοριτσιών, ηλικίας 4-16 ετών περίπου, σε άσεμνες στάσεις, αλλά και κατά τη διάρκεια σεξουαλικών πράξεων μεταξύ τους ή με ενήλικες. Από την επισκόπηση των φωτογραφιών αυτών που εκτυπώθηκαν, οι οποίες αποτελούν μέρος του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και επισυνάπτονται σ' αυτήν, προκύπτει αναμφίβολα ότι πρόκειται για πορνογραφικό υλικό, που αναφέρεται σε σώμα ανηλίκων και αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση. Συνδέεται δε το υλικό αυτό με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας και της απειρίας των εικονιζόμενων ανηλίκων, καθόσον πρόκειται για πολύ μικρά παιδιά (4-16 ετών) τα οποία σαφώς δεν διαθέτουν την πνευματική ωριμότητα, να ενεργήσουν αυτοβούλως, γεγονός το οποίο ο κατηγορούμενος γνώριζε και το εκμεταλλεύτηκε. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διακίνηση των φωτογραφιών αυτών παρότρυνε τους επισκέπτες του διαδικτύου να τις διαθέσουν περαιτέρω και σε άλλα πρόσωπα (χρήστες), στέλνοντας αυτές ως καρτ-ποστάλ, όπως τούτο βεβαιώνει στην από 11-3-2004 ένορκη κατάθεση του ο αστυνομικός Γ1, ο οποίος μάλιστα προσκομίζει και αντίγραφο απεικόνισης κοριτσιού, ηλικίας 4-5 ετών σε σεξουαλική πράξη (πεοθηλασμό) με ενήλικο άνδρα. Η φωτογραφία αυτή ήταν αποθηκευμένη στον υποφάκελλο "......." της πιο πάνω ιστοσελίδας, που είχε δημιουργήσει ο κατηγορούμενος, ήταν διαρκώς εκτεθειμένη σε δημόσια θέα, χωρίς κανένα περιορισμό και κάτω απ' αυτήν υπήρχε προτροπή του ίδιου του κατηγορουμένου προς τους επισκέπτες της ιστοσελίδας να την διακινήσουν περαιτέρω και σε άλλα πρόσωπα, στέλνοντας την ως καρτ - ποστάλ, μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, γεγονός το οποίο παραδέχτηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι "μπορεί να το έκανα από λάθος" (βλ. από 11-3-2004 προανακριτική απολογία του). Επίσης ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το υλικό αυτό το χρησιμοποιούσε μόνο για προσωπική του ικανοποίηση, ότι δεν είχε πρόθεση να το κυκλοφορήσει περαιτέρω σε τρίτους, με σκοπό το κέρδος, αλλά αντίθετα σκόπευε να το αντιγράψει σε ένα ψηφιακό δίσκο (CD) για να το επισκέπτεται, όποτε ήθελε αυτός. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, διότι από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος δεν ενεργούσε ως απλός "συλλέκτης" πορνογραφιών ανηλίκων, αλλά διακινούσε τις φωτογραφίες αυτές σε τρίτους, μέσω της ηλεκτρονικής διευθύνσεως του "........". To γεγονός δε της αναρτήσεως των ανωτέρω φωτογραφιών στην ανωτέρω διαδικτυακή διεύθυνση και ειδικότερα σε δύο υποφακέλλους με τους τίτλους "..." και " ....", την οποία επισκέπτονταν και άλλοι χρήστες του INTERNET, υποδηλώνει τηv πρόθεση του να γνωστοποιήσει σε τρίτους ότι κατείχε προς περαιτέρω διακίνηση τις εν λόγω φωτογραφίες, ενώ εάν διέθετε αυτές μόνο για προσωπική του χρήση, όπως κατ' επανάληψη ισχυρίζεται, αρκούσε μόνο η επίσκεψη σε κάποια ιστοσελίδα, μέσω INTERNET, από τις πολλές που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Χαρακτηριστική δε είναι και η συχνότητα αποστολής των φωτογραφιών αυτών, καθόσον από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την ^Εταιρεία ..... (Εταιρεία Παροχής Υπηρεσιών INTERNET) προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, κατά το διάστημα από 23-2-2004 έως 1-3-2004, που έκανε χρήση της τηλεφωνικής σύνδεσης του θείου του (......) και του αντίστοιχα κωδικού πρόσβασης (......), απέστειλε συνολικά τριάντα έξι (36) πορνογραφικές φωτογραφίες ανηλίκων και ειδικότερα: την 23-2-2004 και από ώρα 5.36 έως 5.46 απέστειλε έξι (6) φωτογραφίες, την 24-2-2004 και από ώρα 3.57 έως 5.47 απέστειλε δέκα επτά (17) φωτογραφίες, την 25-2-2004 και από ώρα 4.24 έως 5.48 απέστειλε δέκα (10) φωτογραφίες, ενώ την 1-3-2004 και από ώρα 19.52 έως 19.58 απέστειλε τρεις (3) φωτογραφίες. Τις εν λόγω φωτογραφίες ο κατηγορούμενος απέστειλε σε τρίτους, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κάνοντας χρήση ειδικής "φόρμας", την οποία είχε ο ίδιος κατασκευάσει για το σκοπό αυτό (αποστολή αρχείων). Οι αντίθετοι ισχυρισμοί του περί μιας τυποποιημένης "φόρμας", την οποία το ίδιο το σύστημα αποστολής προσθέτει αυτόματα σε κάθε αρχείο, προερχόμενο από το διαδικτυακό χώρο, δεν κρίνονται πειστικοί, ενόψει του γεγονότος ότι από την επεξεργασία του συγκεκριμένου Η/Υ (κατασχεθέντος) προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε σε διεθνές κύκλωμα παιδοφίλων και συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας το Username "......" και τον ίδιο κωδικό πρόσβασης (......) επισκέπτονταν την ιστοσελίδα των Η.Π.Α. "....." και ειδικότερα τις ιστοσελίδες "...." και "......" στις οποίες κατ' εξακολούθηση διακινείται υλικό παιδικής πορνογραφίας. Μέσω των ιστοσελίδων αυτών ο κατηγορούμενος δεχόταν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, που διέθετε ο συγκεκριμένος Η/Υ του θείου του φωτογραφίες και μηνύματα που του απέστελναν παιδόφιλοι και περιέγραφαν ασελγείς πράξεις ανηλίκων από διάφορες χώρες, τις οποίες συγκέντρωνε στον αποθηκευτικό χώρο της ιστοσελίδας του "......."., τις οποίες στη συνέχεια διακινούσε σε τρίτους με τον προαναφερθέντα τρόπο (ειδική φόρμα αποστολής). Τη συμμετοχή του στο κύκλωμα παιδοφίλων στην ιστοσελίδα των Η.Π.Α. "........", παραδέχτηκε ο κατηγορούμενος στην από 11-3-2004 προανακριτική του απολογία, στην οποία κατά λέξη αναφέρει: "Ήθελα να παραμείνω μέλος της ιστοσελίδας αυτής για να προμηθεύομαι φωτογραφίες και έτσι έβαλα φωτογραφίες και με ανήλικες και ενήλικες γυναίκες ..." Επίσης η "PHAISTOS NETWORKS" που είναι η εταιρεία, η οποία προέβη στην καταγγελία σε βάρος του κατηγορουμένου και παρέσχε κρίσιμες πληροφορίες στις Αρχές, για την παράνομη δράση του, στην από ...... απαντητική επιστολή της προς τον κατηγορούμενο αναφέρει ότι "Τέλος, δεδομένης της φύσης του διαδικτύου ... δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε α) εάν κατασκευάστηκαν, προστέθηκαν, διατηρήθηκαν και κατόπιν αφαιρέθηκαν άλλες ηλεκτρονικές φόρμες, εργαλεία κλπ. από τρίτα πρόσωπα, με τα οποία θα καθίστατο δυνατή η "αυτόματη" αποστολή περιεχομένου από τους χαρτοφύλακες των μελών και β) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οποιοσδήποτε χαρτοφύλακας "briefcase" παρέμενε "ξεκλείδωτος", ώστε να επιτρέπεται ελεύθερα η πρόσβαση τρίτων σ' αυτόν...". Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, την όπως διαλαμβάνεται ανωτέρω δραστηριότητα του, ανέπτυσσε με τον πρόσθετο σκοπό της κερδοσκοπίας, όπως προκύπτει, από τη μεγάλη ποσότητα και το είδος του πορνογραφικού υλικού που διέθετε και περαιτέρω διακινούσε σε άλλους χρήστες μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, έναντι αντιτίμου. Εξάλλου, από την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού, που τηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, προέκυψε η κατάθεση σ' αυτόν διαφόρων χρηματικών ποσών χωρίς αιτιολογία, τα οποία (ποσά) βάσιμα πιθανολογείται ότι συνιστούν το καταβληθέν αντίτιμο για τη διακίνηση του εν λόγω υλικού παιδικής πορνογραφίας, μέσω των ιστοσελίδων "......" και ".....", δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν διαθέτει σταθερή εργασία ή άλλους εμφανείς πόρους, δεν αιτιολογεί επαρκώς την ύπαρξη του ποσού /ων 2.832, 84 ευρώ στο βιβλιάριο καταθέσεων του. Επίσης η εταιρεία "PHAISTOS NETWORKS" στην προαναφερθείσα επιστολή της αναφέρει "σε κάθε περίπτωση όμως είναι αντικειμενικά αδύνατο να γνωρίζουμε εάν θα μπορούσατε να είχατε ζητήσει από τρίτους οικονομικό αντάλλαγμα, για την αποστολή σε αυτούς περιεχομένου από το χαρτοφύλακα σας (π.χ. με την αποστολή e-mail, ή μέσω διαφόρων άλλων υπηρεσιών επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου, όπως: forums, message boards, instaut messengers, αλλά και ;μέσω των παραδοσιακών μεθόδων, όπως είναι η αλληλογραφία, τηλεφωνική επικοινωνία κλπ". Ύστερα από τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον του για την αξιόποινη πράξη της πορνογραφίας ανηλίκων κατ' εξακολούθηση με εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας και απειρίας ανηλίκων που κατηγορείται. Κατ' αρχήν αναμφίβολα κατείχε, προμηθευόταν, διακινούσε και εξέθετε στο διαδίκτυο το υλικό παιδικής πορνογραφίας που προαναφέρθηκε. Επίσης ο κατηγορούμενος ενήργησε από κερδοσκοπία, τελώντας εν γνώσει, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ότι το επίδικο πορνογραφικό υλικό συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας των εικονιζόμενων σ' αυτό ανηλίκων. Αυτοί ήταν εύκολο να το διαγνώσει ο κατηγορούμενος, διότι οι πορνογραφικές αυτές αποτυπώσεις των μεν σωμάτων των ανηλίκων, με σκοπό τη γενετήσια διέγερση των δε ασελγών πράξεων με ανήλικα πρόσωπα (ηλικίας 4-16 ετών) για τον ίδιο σκοπό, "συνδέονται" με κάποια από τις ως άνω μειονεκτικές καταστάσεις των ανηλίκων αυτών, δεδομένου ότι όπως είναι γνωστό κανείς δεν εμπορεύεται το σώμα του, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες καταστάσεις. VI. Με τις παραπάνω παραδοχές του Συμβουλίου, ανακύπτει ζήτημα αναίρεσης του προσβαλλομένου βουλεύματος για έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (άρθρο 510 παρ. 1δ' ΚΠΔ), αιτιολογίας αλλά και για εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 348 Α παρ. 1, 2, 3 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα ενώ με το 2384/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διατάχθηκε περαιτέρω ανάκριση, προκειμένου να ενεργηθεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη, για ζήτημα που απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις και συγκεκριμένα εάν η όλη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο επέφερε σ'αυτόν ή μπορούσε να επιφέρει οικονομικό όφελος και η σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που εκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο, μαζί και με την σχετική έκθεση του νομίμως ορισθέντος τεχνικού συμβούλου, στην πραγματικότητα η αναφορά αυτή είναι εντελώς τυπική, αφού το Συμβούλιο, αγνόησε τα δύο αυτά αποδεικτικά μέσα, για το περιεχόμενο των οποίων δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, αν και αυτό ήταν αναγκαίο για να αντικρουστεί το περιεχόμενο αυτό αφού και οι δύο ειδικοί επιστήμονες, κατέληγαν στο κοινό συμπέρασμα, ότι ο κατηγορούμενος ούτε επέτυχε ούτε μπορούσε να επιτύχει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη συμπεριφορά του. Προκειμένου εξ άλλου το Συμβούλιο να στηρίξει την παραδοχή του ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε με "σκοπό κερδοσκοπίας" αναφέρει και τα εξής: "....Εξ άλλου από την κίνηση του Τραπεζικού λογαριασμού, που τηρούσε την Εμπορική Τράπεζα κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, προέκυψε η κατάθεση σ'αυτόν διαφόρων χρηματικών ποσών χωρίς αιτιολογία, τα οποία ποσά βάσιμα πιθανολογείται ότι συνιστούν το καταβληθέν αντίτιμο για τη διακίνηση του εν λόγω υλικού παιδικής πορνογραφίας, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν διαθέτει σταθερή εργασία ή άλλους εμφανείς πόρους, δεν αιτιολογεί επαρκώς την ύπαρξη του ποσού των 2.834, 84 ευρώ στο βιβλιάριο καταθέσεων του". Η παραδοχή αυτή είναι εντελώς αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται ποιό είναι το "επίμαχο χρονικό διάστημα" και ποιός ο συγκεκριμένος χρόνος και ποσό κάθε κατάθεσης, ώστε να κριθεί αν αυτές μπορούν λογικά να συνδεθούν με τις ενέργειες του κατηγορουμένου, ενώ επί πλέον στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει η βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εκτιμήσει κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή έγγραφο της Τράπεζας με ανάλυση του λογαριασμού, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία "κατάθεση" ποσού σ'αυτόν, έχει γίνει στις 29-12-2003, δηλαδή σε χρόνο πολύ προγενέστερο των ενεργειών του κατηγορουμένου, που φέρονται να συγκροτούν την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται. Οι ελλείψεις αυτές και τα λογικά κενά, σε σχέση με την παραδοχή του στοιχείου της "κερδοσκοπίας", καθιστούν ανέφικτη την κρίση για το αν ορθώς η συμπεριφορά του κατηγορουμένου έχει υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 348 Α ΠΚ και ως εκ τούτου ανακύπτει και ζήτημα εκ πλαγίου παράβασης της ουσιαστικής αυτής ποινικής διάταξης και έτσι το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. VII. Πρέπει συνεπώς κατά τους βάσιμους παραπάνω λόγους αναίρεσης, η κρινομένη αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών (άρθρο 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Ι. Να γίνει δεκτή η 207/11-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 ΙΙ. Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό ως προς την παραπεμπτική του διάταξη. Και ΙΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών. Αθήνα 14 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος ΜαρκήςΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Εισάγω υπό την κρίση του Δικαστηρίου σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Με την 516/20-12-2007 πρόταση μου εισήγαγα στο Δικαστήριο σας την 207/11-10-2007 νομότυπη αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 και πρότεινα να γίνει δεκτή αυτή τόσον τυπικά, όσο και ουσιαστικά. II. Με την 465/2008 απόφαση το Δικαστήριο απείχε να κρίνει επί της υποθέσεως, μέχρι υποβολή πρότασης σχετικά με την παραδοχή ή μη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης ή παράστασης δια συνηγόρου ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, που είχε διατυπωθεί στο αιτητικό της παραπάνω αναίρεσης (βλ. 465/2008 απόφαση σας). III. Με την παρούσα πρόταση, επανεισάγω υπό την κρίση σας την υπόθεση, αναφέρομαι στο περιεχόμενο της 516/20-12-2007 πρότασης μου και προτείνω επί πλέον να απορριφθεί η παραπάνω αίτηση, όσον αφορά το σκέλος περί δια πληρεξουσίου παράστασης, ως μη νόμιμη, αφού τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται από κάποια δικονομική διάταξη, ως προς δε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος ως αβάσιμη, δεδομένου ότι ο αιτών αναιρεσείων έχει διεξοδικά εκθέσει τις θέσεις και απόψεις του στην πολυσέλιδη αναίρεση του, ώστε η παρουσία του στο Συμβούλιο να μη έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο, εν όψει και των ζητημάτων που κρίνονται στην αναιρετική διαδικασία. Για τους λόγους αυτούς και για τους λόγους που αναφέρονται στην 516/20-12-2007 πρόταση μου Προτείνω Ι. Να απορριφθεί η από 11-10-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του στο Συμβούλιο σας ή την εμφάνιση του συνηγόρου του. II. Να γίνει δεκτή η 207/11-10-2007 αίτηση αναίρεσης του ίδιου κατά του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. III. Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό ως προς την παραπεμπτική διάταξη του και IV.Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών. Αθήνα 7 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΒασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου, "προς παροχή περαιτέρω διευκρινήσεων επί της αιτήσεως", πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται εκτεταμένα σε αυτήν. ΙΙ. Η κρινόμενη 207/ 11-10-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η 188/27-4-2005 έφεσή του κατά του 931/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής παιδικής πορνογραφίας κατ' εξακολούθηση και έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του ίδιου κατηγορουμένου για τη πράξη της παράβασης του άρθρου 29 παρ. 1 του Ν.5060/1931 κατ' εξακολούθηση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α του ΠΚ όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2001: "1. Όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, διαθέτει, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. 2. Πορνογραφικό υλικό κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο. 3. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ και, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ". Με τη διάταξη αυτή, ποινικοποιείται η πορνογραφία κατά ανηλίκων, το σώμα των οποίων αποτυπώνεται στο πορνογραφικό υλικό. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, δεν αρκεί απλώς το υλικό να είναι πορνογραφικό, με τη γενική του έννοια, αλλά θα πρέπει να αναφέρεται στο σώμα του ανηλίκου, ανεξαρτήτως φύλου. Ως παρασκευή πορνογραφικού υλικού πρέπει να νοηθεί η δημιουργία αυτού, ενώ ως θέση με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία νοείται η παράδοση στη διάθεση του κοινού. Κατοχή νοείται η φυσική εξουσία του δράστη ώστε να μπορεί να εξακριβώσει με δική του θέληση την ύπαρξη και να τη διαθέσει πραγματικά και αν ακόμη προορίζεται για προσωπική χρήση του δράστη, ενώ μεταφορά είναι η διαμετακόμιση από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο. Η επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 348Α του ΠΚ αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού. Περαιτέρω η παραπάνω πράξη, με δεδομένο ότι για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται ο υπαίτιος να ενεργεί από "κερδοσκοπία", έχει την μορφή εγκλήματος με "υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση" και επομένως, απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του στοιχείου αυτού, δηλαδή, ότι ο δράστης ενήργησε με κίνητρο να πορισθεί περιουσιακό όφελος που αυξάνει τα εισοδήματα του, το οποίο δεν είναι αναγκαίο να πορίσθηκε τελικά. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικου βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι, από τα περιστατικά αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορίες, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διάφορων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά, για να μορφώσει την κρίση του. Εξάλλου, από το άρθρο 178 του ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα εκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή, υπό την έννοια ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα προκύπτοντα περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με δικές του σκέψεις, αλλά και με συμπληρωματική επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα "από όλο ανεξαιρέτως το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση (αρχική και περαιτέρω) και την προηγηθείσα αυτεπάγγελτη προανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, από τα έγγραφα, την απολογία του κατηγορουμένου και όλα τα υποβληθέντα από τον τελευταίο, υπομνήματα, σε συνδυασμό με την από ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, .... και την από ... τεχνική έκθεση του διορισθέντος από τον κατηγορούμενο, τεχνικού συμβούλου ......", δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του , τα λεπτομερώς αναφερόμενα σε αυτό και εκτιθέμενα, κατά τα κύρια αυτών σημεία, στην πιο πάνω εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών που θα ορισθεί αρμοδίως από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών , προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της πορνογραφίας ανηλίκων, κατ' εξακολούθηση, με την εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας και απειρίας ανηλίκων (348 Α παρ. 3, 1 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρ.6 του ν. 3064/2002). Σχετικά με την, αποδιδόμενη πράξη της παράβασης του άρθρου 29 παρ.1, 30 του Ν. 5060/1931 "περί ασέμνων δημοσιευμάτων", το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι η πράξη αυτή, συρρέει φαινομενικώς κατ' ιδέαν με την πιο πάνω πράξη της παράβασης του άρθρου 348 Α παρ.3 ΠΚ, η οποία, ως ειδική, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση και έκρινε ότι ως προς την πράξη αυτή του ν. 5060/31 δεν θα πρέπει να γίνει κατηγορία . Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, δέχθηκε τυπικά και εν μέρει κατ' ουσία την 188/27-4-2005 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του 931/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον αφορά το κεφάλαιο αυτό, με το οποίο ο αναιρεσείων παραπέμπεται να δικαστεί, για την πράξη της παράβασης του άρθρου 29 παρ. 1 του Ν. 5060/1931 και απέρριψε την έφεση, ως προς το υπόλοιπο μέρος της, το οποίο προσβάλλει το κεφάλαιο του εκκαλουμένου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμπεται αυτός να δικαστεί για την πράξη της πορνογραφίας ανηλίκων κατ' εξακολούθηση, με την εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας και απειρίας ανηλίκων, και επικύρωσε ως προς το κεφάλαιο αυτό το εκκαλούμενο βούλευμα. ΙV. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο πληττόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το έγκλημα της πορνογραφίας ανηλίκων, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο σχετικώς με την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, καθώς και τις σκέψεις με τας οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 348Α παρ. 1, 3 ΠΚ που εφάρμοσε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, με την κρινόμενη αίτησή του, ο αναιρεσείων προβάλλει τους διαλαμβανόμενους σε αυτή δύο λόγους αναίρεσης, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 348Α Π.Κ. Προς θεμελίωση των λόγων αυτών, ο αναιρεσείων αναπτύσσει εκτενώς στην αίτηση τους λόγους, για τους οποίους, με την παρεχόμενη από την εταιρεία " PHAISTOS NETWORKS S.A" υπηρεσία "Χαρτοφύλακας", δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί εμπορία ή υπηρεσία οποιουδήποτε είδους ανώνυμα, αφού, μεταξύ άλλων, τα συστήματα είσπραξης χρημάτων από συναλλαγές στο διαδίκτυο, όχι μόνο δεν πραγματοποιούν ανώνυμες συναλλαγές- όπως συμβαίνει εδώ-, αλλά απαιτούν ιδιαίτερα στοιχεία του εκάστοτε πελάτη, ενώ και από αυτήν την ίδια την λεπτομερή τεχνική ανάλυση της δομής και της οργάνωσης του συστήματος του "Χαρτοφύλακα" του ......, δεν προκύπτει με κανέναν τρόπο ότι υπάρχει η δυνατότητα εγκατάστασης καμίας απολύτως εφαρμογής, ειδικής φόρμας και γενικότερα λογισμικού και μάλιστα με στόχο την κερδοσκοπία. Εντούτοις, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται, όλως αναιτιολογήτως, ότι αυτός διακινούσε το πορνογραφικό υλικό έναντι αντιτίμου χωρίς να αναφέρεται κανένα στοιχείο της χρηματοοικονομικής αυτής συναλλαγής και συγκεκριμένα: α) τα στοιχεία, έστω και περιγραφικώς, του αντισυμβαλλόμενου-πληρωτή, β) το ποσό που πληρώθηκε. γ) το χρόνο της συναλλαγής και δ) τον τρόπο πληρωμής δια μέσου του Η/Υ, όταν είναι δεδομένο ότι "ιστοχώροι, οι οποίοι έχουν ως σκοπό το κέρδος φιλοξενούνται σε ειδικούς διακομιστές (servers), οι οποίοι ανήκουν σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών φιλοξενίας για εμπορικούς σκοπούς και όχι "στο ......... της εταιρείας "PHAISTOS NETWORKS S.A". Eπίσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η σκέψη του βουλεύματος, με την οποία επιχειρείται διασύνδεση των αντιτίμων με τον διατηρούμενο στο πρόσωπό του τραπεζικό λογαριασμό στην Εμπορική Τράπεζα, είναι αναιτιολόγητη, διότι δεν γίνεται επίκληση στοιχείου, αποδεικνύοντος ότι καταθέτης στο λογαριασμό αυτό είναι "επισκέπτης" της επίμαχης ιστοσελίδας, ενώ τα ποσά αυτά, που έχουν κατατεθεί σε χρόνο που δεν συμπίπτει με το χρόνο τελέσεως του αδικήματος, έχουν ως πηγή προέλευσής τους τους γονείς του και την εργασία του. Όλες οι πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμες, αφού, για την πληρότητα τη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν απαιτούνται τα πιο πάνω αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα στοιχεία, ενώ, κατά τα λοιπά, οι πιο πάνω προβαλλόμενες αιτιάσεις, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας του βουλεύματος και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα την πλήρως αιτιολογημένη παραδοχή του Συμβουλίου, ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων ενήργησε από κερδοσκοπία. V.Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι, ενώ το Συμβούλιο Εφετών με το 2384/2005 βούλευμά του, διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου, ο ειδικός επί θεμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών πραγματογνώμονας, αφού προβεί στις καθοριζόμενες σε αυτό ενέργειες, να αποφανθεί, αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όσα αναφέρονται στο από ...... έγγραφο της εταιρείας "PHAISTOS NETWORKS S.A", σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της διαδικτυακής πύλης ..... για τα μέλη αυτής και αν ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα, να κερδίσει χρήματα ή άλλο αντάλλαγμα, που θα του απέφερε οικονομικό όφελος (εισόδημα), με τη δημιουργία στο site, που χρησιμοποιούσε, αρχείου με άσεμνες φωτογραφίες ανηλίκων και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, από πού προκύπτει το γεγονός αυτό, και επί της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης ο πραγματογνώμονας ......., με την από ..... έκθεσή του, αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος ουδεμία δυνατότητα κερδοσκοπίας, εντούτοις, το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς ουδεμία σκέψη, παρέκαμψε τα συμπεράσματα της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων και την πιο πάνω πραγματογνωμοσύνη, την οποία και ειδικώς μνημονεύει μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα πιο πάνω κρίση του. Από την παραδεκτή δε επισκόπηση της εν λόγω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, προκείμενου να ερευνηθεί η βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, δεν προκύπτει κατά τρόπο απόλυτο ότι "δεν υπήρχε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος ουδεμία δυνατότητα κερδοσκοπίας", Ειδικότερα, στο "ερώτημα, αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όσα αναφέρονται στο από ...... έγγραφο της εταιρείας PHAISTOS NETWORKS S.A. σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της διαδικτυακής πύλης ...... ο πραγματογνώμονας αποφάνθηκε ότι είναι αληθή. Σχετικά με τη δυνατότητα αποστολής αρχείων από το "Χαρτοφύλακα" προς τρίτους, αποφάνθηκε μεν, ότι η δυνατότητα αυτή δεν προσφέρεται για διακίνηση αρχείων έναντι ανταλλάγματος και το ενδεχόμενο να είχε τοποθετήσει και χρησιμοποιήσει ο κατηγορούμενος δικά του εργαλεία ή φόρμες αποστολής αρχείων, χωρίς αυτό να αποκλείεται, χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικά απίθανο. Στο ερώτημα, αν ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα, να κερδίσει χρήματα ή άλλο αντάλλαγμα, που θα του απέφερε οικονομικό όφελος (εισόδημα) με τη δημιουργία στο site, που χρησιμοποιούσε, αρχείου με άσεμνες φωτογραφίες ανηλίκων, κατέληξε στο μη ασφαλές συμπέρασμα ότι, "παρά την έλλειψη θεωρητικής βεβαιότητας, είναι πρακτικά αδύνατο να υπήρχε δυνατότητα κερδοσκοπίας, έστω και σε συνδυασμό με τυχόν άλλα συστήματα". Το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του αιτιολογίες, αλλά και με αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση, αντικρούει αιτιολογημένα την έκθεση αυτή της πραγματογνωμοσύνης, κατά το μέρος, κατά το οποίο διατυπώνει, έστω και με τις πιο πάνω επιφυλάξεις, το συμπέρασμα ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να υπήρχε δυνατότητα κερδοσκοπίας. Ειδικότερα αιτιολογεί την παραδοχή του ότι ο κατηγορούμενος ανέπτυσσε, την περιγραφόμενη στο βούλευμα δραστηριότητά του, με τον πρόσθετο σκοπό της κερδοσκοπίας "όπως προκύπτει, από τη μεγάλη ποσότητα και το είδος του πορνογραφικού υλικού που διέθετε και περαιτέρω διακινούσε σε άλλους χρήστες, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, έναντι αντιτίμου", συμπέρασμα που ενισχύει με όσα δέχεται σχετικά με την διακίνηση του τραπεζικού λογαριασμού του αναιρεσείοντος, που τηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα, αλλά, κυρίως, με την αναφορά του ότι η εταιρεία "PHAISTOS NETWORKS S.A.", στην από ..... απαντητική επιστολή της προς τον κατηγορούμενο, αναφέρει και τα εξής "Τέλος, δεδομένης της φύσης του διαδικτύου ... δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε α) εάν κατασκευάστηκαν, προστέθηκαν, διατηρήθηκαν και κατόπιν αφαιρέθηκαν άλλες ηλεκτρονικές φόρμες, εργαλεία κλπ. από τρίτα πρόσωπα, με τα οποία θα καθίστατο δυνατή η "αυτόματη" αποστολή περιεχομένου από τους χαρτοφύλακες των μελών και β) το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οποιοσδήποτε χαρτοφύλακας "briefcase" παρέμενε "ξεκλείδωτος", ώστε να επιτρέπεται ελεύθερα η πρόσβαση τρίτων σ' αυτόν........σε κάθε περίπτωση όμως είναι αντικειμενικά αδύνατο να γνωρίζουμε εάν θα μπορούσατε να είχατε ζητήσει από τρίτους οικονομικό αντάλλαγμα, για την αποστολή σε αυτούς περιεχομένου από το χαρτοφύλακα σας (π.χ. με την αποστολή e- mail ή μέσω διαφόρων άλλων υπηρεσιών επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου, όπως: forums, message boards, instant messengers, αλλά και μέσω των παραδοσιακών μεθόδων, όπως είναι η αλληλογραφία, τηλεφωνική επικοινωνία κλπ". Επιπλέον, στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία, συμπληρωματικά, το Συμβούλιο αναφέρεται, σχετικά με τα αναφερόμενα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης εκτίθενται τα εξής: "Από τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε ο πραγματογνώμων, στα τεθέντα σ' αυτόν ερωτήματα δεν προέκυψαν ασφαλή και σαφή στοιχεία, τα οποία αναιρούν ή καταλύουν την κατηγορία. Ωρισμένως, από την διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος δεν προέβη στις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα, δεν διασκεδάσθηκαν, ούτε καν κλονίσθηκαν οι ικανές και αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, που αρχήθεν υπήρχαν σε βάρος του, καθόσον ο τρόπος δράσεως του κατηγορουμένου, μέσω του διαδικτύου και τελέσεως των αποδιδόμενων σ' αυτόν -πράξεων δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εκ των υστέρων, ότι δεν έλαβε χώρα, με μία απλή πραγματογνωμοσύνη ......." . Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ.1 εδ. δ' και β' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως, μετά την απόρριψη των λόγων αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου. Απορρίπτει την 207/11-10-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του 1856/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική πορνογραφία ανηλίκων κατ’ εξακολούθηση 348 Π.Κ. (στο διαδίκτυο). Αίτηση για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ως προς την προϋπόθεση της κερδοσκοπίας. Απόρριψη ως αβασίμων των λόγων αναιρέσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πορνογραφικό υλικό.
0
Αριθμός 1144/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούμενη την Χ1, Εφέτη Πατρών. Η αίτηση αυτή με αριθμό 12007/21.11.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2005/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, με αριθμό 45/30.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 12007/21-11-2007 αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, με την οποία ζητάει την παραπομπή της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε από την ανωτέρω Εισαγγελέα Εφετών Πατρών κατά της Χ1, τότε Προέδρου Πρωτοδικών Λευκάδας και ήδη Εφέτου Πατρών, σε άλλη Εισαγγελία Εφετών, προκειμένου να κριθεί η τύχη της δικογραφίας αυτής, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. ε' ΚΠΔ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του ΚΠΔ, δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή καταγγελλόμενος ή ύποπτος, όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρεάστου της δικαστικής κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1'περ. γ' του ίδιου Κώδικα την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, μεταξύ άλλων και ο Εισαγγελέας, αρμόδιο δε να αποφασίσει γι'αυτήν είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όπως επί παραπομπής από ένα Εφετείο ή αντίστοιχη Εισαγγελία Εφετών σε άλλο ή την αντίστοιχη Εισαγγελία του (ΑΠ 364/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, ύστερα από την υπ'αριθ. 1102/15-3-2007 παραγγελία του Εισαγγελία Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών, ενεργώντας κατά το άρθρο 35 ΚΠΔ, σχημάτισε κατά της Χ1, τότε Προέδρου Πρωτοδικών Λευκάδας, ποινική δικογραφία και άρχισε να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, για να διαπιστωθεί αν τελέσθηκαν εκ μέρους της αξιόποινες πράξεις, αναφορικά με τις συνθήκες και τη διαδικασία εκδόσεως από αυτήν των υπ'αριθ. 59/2007 και 60/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας. Η κατά τα ανωτέρω διενεργουμένη προκαταρκτική εξέταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και δεν έχει ολοκληρωθεί. 'Ηδη όμως η εν λόγω δικαστική λειτουργός προήχθη σε Εφέτη και από .... υπηρετεί στο Εφετείο Πατρών, από την Εισαγγελία του οποίου διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση σε βάρος της. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή της υποθέσεως από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πατρών στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Καλαμάτας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω το δικαστήριό σας να διατάξει την παραπομπή της ποινικής δικογραφίας προκαταρκτικής εξετάσεως που διενεργείται από την Εισαγγελία Εφετών Πατρών σε βάρος της Χ1, Εφέτου Πατρών, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πατρών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Καλαμάτας, για να επιληφθούν των νομίμων. Αθήνα 11 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως, οπότε η παραπομπή νοείται ως παραπομπή όχι σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, στην κυριολεξία, αλλά στον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο, δηλαδή ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Εν προκειμένω, με τη με αριθμό 1102/15.3.2007 παραγγελία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελεύς Εφετών Πατρών, ενεργώντας, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σχημάτισε κατά της Χ1, τότε Προέδρου Πρωτοδικών Λευκάδας, ποινική δικογραφία και άρχισε να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελέσθηκαν εκ μέρους της αξιόποινες πράξεις, αναφορικά με τις συνθήκες και τη διαδικασία εκδόσεως από αυτήν των 59/2007 και 60/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας. Η προκαταρκτική αυτή εξέταση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και δεν έχει ολοκληρωθεί. Ήδη, όμως, η εν λόγω δικαστική λειτουργός έχει προαχθεί σε εφέτη και από τις ..... υπηρετεί στο Εφετείο Πατρών, από την Εισαγγελία του οποίου διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση εις βάρος της. Ενόψει όλων αυτών, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο τούτο και παραπομπής της υποθέσεως, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Πατρών, σε εκείνες του Εφετείου Καλαμάτας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την ποινική δικογραφία προκαταρκτικής εξετάσεως που διενεργείται από την Εισαγγελία Εφετών Πατρών εις βάρος της Εφέτου Πατρών Χ1, από τις κατά τόπον αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πατρών, στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Καλαμάτας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Αιτών: Ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών. Παραπέμπεται η υπόθεση από τις δικαστικές και εισαγγελικές Αρχές του Εφετείου Πατρών, σε εκείνες του Εφετείου Καλαμάτας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1143/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 35/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.2.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 456/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 352/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 12/8-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κρατουμένου στην Κλειστή φυλακή Πατρών Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 35/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148, 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Από την παραπάνω απαίτηση του νόμου δεν εξαιρείται ούτε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. (Ολομ. ΑΠ 19/2001, ΑΠ 2518/2005, ΑΠ 2113/2004, ΑΠ 1643/2003). Ο λόγος αυτός ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να είναι ορισμένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δυνατή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Ακυρωτικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 483 παρ. 3 και 511 ΚΠΔ, οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη υπ'αριθμ. 12/8-2-2007 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το υπ'αριθμ. 35/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η έφεση του αναιρεσείοντα κατά του υπ'αριθμ. 293/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, που απέρριψε την υπ'αριθμ. 10294/21-8-2006 αίτησή του για υπό όρο απόλυση του από τις φυλακές, στις οποίες κρατείται με την υπ'αριθμ. 10-11/16-1-2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντα, που περιέχεται στην υπ'αριθ.12/8/2/2007 έκθεση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Διευθυντού του Καταστήματος της Κλειστής Φυλακής Πατρών, όπου κρατείται. Ως λόγους αναιρέσεως διαλαμβάνει ο αναιρεσείων στην ως άνω αίτηση κατά λέξη τα ακόλουθα: "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά του υπ'αριθμ. 35/2-2-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο απορρίφθηκε σε δεύτερο βαθμό σχετικό αίτημά του για την υπό όρους απόλυσή του, αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Έτσι διατυπούμενος ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, διότι δεν προσδιορίζεται σ'αυτόν γιατί η αιτιολογία, η οποία υπάρχει στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, ούτε αναφέρεται σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα κεφάλαια της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος αφορά, ενώ, περαιτέρω, δεν γίνεται σαφής και ορισμένη αναφορά περιστατικών προς θεμελίωση της επικαλούμενης πλημμέλειας του βουλεύματος. Πρέπει στο σημείο από να αναφερθεί ότι στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έχει συρραφεί δικόγραφο με το τίτλο " Έκθεση λόγων αναίρεσης". Το δικόγραφο όμως αυτό δεν μπορεί να αναπληρώσει τον ανωτέρω ασαφή και αόριστο λόγο αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού, κυρίως, δεν φέρει την υπογραφή του Διευθυντού της Κλειστής Φυλακής Πατρών, ενώπιον του οποίου συντάχθηκε το κύριο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 12/8-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 35/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει, στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναιρέσεως στο μέτρο, που, με αυτόν, πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των λόγων αναιρέσεως κατά αποφάσεων, οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ. Εξάλλου, η αίτηση αναιρέσεως, που δεν περιέχει λόγους ή περιέχει λόγους ασαφείς και αόριστους, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτού λόγου αναιρέσεως (ΟλΑΠ 2/2002). Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Πατρών κατά του 35/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του 293/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών. Στη σχετική έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά του υπ' αριθμ. 35/2.2.2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με το οποίο απορρίφθηκε σε δεύτερο βαθμό σχετικό αίτημά του για την υπό όρους απόλυσή του, αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές του πληττόμενου βουλεύματος, ούτε γίνεται σαφής και ορισμένη αναφορά περιστατικών προς θεμελίωση των επικαλουμένων πλημμελειών του βουλεύματος αυτού, το δε επισυναπτόμενο στην αίτηση υπόμνημα, με τον τίτλο "Έκθεση λόγων αναίρεσης" δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, αφού αποτελεί έγγραφο εκτός του σώματος της αιτήσεως αναιρέσεως, αφού δεν φέρει την υπογραφή του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών. Επειδή ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό 12/8.2.2007 αίτηση αναιρέσεως του κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών Χ1, κατά του 35/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Πατρών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αίτηση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1142/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, για αναίρεση της με αριθμό 2599/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του περί αναιρέσεως και στο από 15.1.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 376/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 211Α Κ.Π.Δ., η οποία ορίζει ότι, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, σαφώς προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να θεμελιώσει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου αποκλειστικά και μόνο σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου του για την ίδια πράξη. Στην περίπτωση αυτή, η κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται σε μη επιτρεπόμενο κατά νόμο αποδεικτικό μέσο και η απόφαση είναι αναιρετέα για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. 4 Κ.Π.Δ.). Εάν, όμως, η περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται, εκτός από τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία και σε άλλες αποδείξεις, η συνεκτίμηση απλώς μαρτυρικής κατάθεσης ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν δημιουργεί τέτοια ακυρότητα. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διάταξης ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 2599/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, για αγορά, κατοχή, πώληση ναρκωτικών ουσιών, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Τις βραδινές ώρες της 19-4-2004, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σεδιαμέρισμα πολυκατοικίας που βρίσκεται επί της οδού ......, στο ..... Αττικής. Επί τόπου έσπευσαν άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την κατάσβεσή της, καθώς και αστυνομικοί του Τμήματος Ασφάλειας της περιοχής, δεδομένου ότισύμφωνα με τα στοιχεία επρόκειτο για εμπρησμό. Κατά την αναμονή των εν λόγω αστυνομικών οργάνων στην πιο πάνω οικία | εμφανίστηκε η υπήκοος Αλβανίας Γ1, η οποία δήλωσε ότι κατοικούσε στην οικία αυτή και ζητούσε επίμονα να μεταβεί στην τουαλέτα. Η εν γένει συμπεριφορά της κρίθηκε ύποπτη από τους αστυνομικούς, οιοποίοι διενήργησαν σωματικό έλεγχο σ' αυτήν και διαπίστωσαν ότι είχε στην κατοχή της μία νάϋλον συσκευασία, που περιείχε ηρωίνη βάρους120 γραμμαρίων, με αποτέλεσμα να τη συλλάβουν και να την οδηγήσουν στο αστυνομικό τμήμα. Εξεταζόμενη η συλληφθείσα δήλωσε στους αστυνομικούς ότι την ποσότητα αυτή της ηρωίνης καθώς και ποσότητα5,5 γραμμαρίων είχε αγοράσει από κάποιο "......", Αλβανό υπήκοο, ή ...., στην περιοχή της ..... αντί του ποσού των 950 ευρώ, κοντά στην πλατεία και συγκεκριμένα στο κατάστημα ..... . Ότι την αγορά αυτή είχε πραγματοποιήσει για λογαριασμό του πρώτουκατηγορουμένου, Πακιστανικής υπηκοότητας, μετά από σχετικές παροτρύνσεις του, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις και είχαν συνεργασία σε τέτοιου είδους συναλλαγές και στο παρελθόν, καθώς και ότι ο ίδιος της είχε καταβάλει το τίμημα που κατέβαλε στον πωλητή των950 ευρώ και προκαταβολικά ποσό επιπλέον 200 ευρώ ως αμοιβή της και ότι γνώριζε τον πωλητή και μπορούσε να τον υποδείξει στους αστυνομικούς, με τους οποίους δέχτηκε να συνεργαστεί για το σκοπό αυτό. Πράγματι, μετά από τηλεφωνικό ραντεβού που έκλεισε η ίδια απότο κινητό της με τον πωλητή, προκειμένου να προμηθευτεί και άλλη ποσότητα, και μετά από σχετική υπόδειξή της, συνελήφθη ο δεύτερος κατηγορούμενος, στην περιοχή της ......, στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 2 φιξάκια, που περιείχαν λευκή σκόνη,προφανώς ηρωίνη, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας .... και μία κάρτα SΙΜ της εταιρίας VODΑFΟΝ, με αριθμό κλήσης ......, καθώς και το ποσό των 3.200 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ενός χαρτονομίσματος των 200 ευρώ, αμφιβόλου γνησιότητας. Από τον έλεγχο των κλήσεωνπροέκυψε ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, είχε καταγραφεί ο πιο πάνω αριθμός στις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις του κινητού της αλλοδαπής, γεγονός που αποδεικνύει τόσο τη γνώση του αριθμού τουαπό αυτήν όσο και την επικοινωνία τους. Εξάλλου, με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή μετά από τηλεφωνική επικοινωνία της με τον πρώτο κατηγορούμενο για να του παραδώσει την ποσότητα που είχε αγοράσει, που έγινε μετά από σχετική υπόδειξη των αστυνομικών συνελήφθη και οπρώτος κατηγορούμενος. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τις εις βάρος τους κατηγορίες, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχουν σχέση, πλην, με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, πλήρως αποδεικνύεται η τέλεση των αδικημάτων της ηθικής αυτουργίας σε αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, για την οποία έχει καταδικαστεί ο πρώτος, αφού, εκμεταλλευόμενος την εξάρτηση που είχε από αυτόν λόγω της φιλικής τους σχέσης και την οικονομική της ανάγκη, προκάλεσε σ' αυτήν την απόφαση να τελεί για λογαριασμό του τις πράξεις της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών έναντι ανταλλάγματος, καθώς και για τις πράξεις της αγοράς πώλησης και κατοχής κατ' εξακολούθηση των 125, 5 γραμμαρίων, για τις οποίες έχει καταδικαστεί ο δεύτερος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι, μετά τη σύλληψη του δευτέρου κατηγορουμένου, κατά τα προαναφερόμενα, έγινε προσπάθεια από αυτόν να εμφανιστεί ότι η σύλληψή του οφείλεται σε λάθος υπόδειξη, και, για το λόγο αυτό, απολογούμενος ο ίδιος στον ανακριτή και γνωρίζοντας ότι στο κινητό του έχουν καταγραφεί οι κλήσεις που πραγματοποίησε με την Γ1, ισχυρίστηκε ότι τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας παραχώρησε το κινητό του τηλέφωνο σε κάποιο ".......", του οποίου είχε τελειώσει η μπαταρία στο κινητό και δεν γνωρίζει πόσα τηλεφωνήματα έγιναν από αυτόν και που, ενώ; προφανώς μετά από σχετική συνεννόηση, η Γ1, στην από 26-4-2004 κατάθεση της ενώπιον του ανακριτή, ισχυρίστηκε ότι υπέδειξε αυτόν στους αστυνομικούς και όχι το πραγματικό άτομο, από το οποίο αγόρασε την ηρωίνη, γιατί φοβήθηκε, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί. Συνεπώς οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν και πάλι ένοχοι για τις πιο πάνω πράξεις. Περαιτέρω, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό, προέκυψαν αμφιβολίες για το αν ο πρώτος κατηγορούμενος είναι ο δράστης του εμπρησμού της οικίας που διέμενε η Γ1, δεδομένου ότι, εκτός από τις υπόνοιες της ίδιας, ότι δράστης δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν, δεν υπάρχει κάποιο άλλο αξιόπιστο εις βάρος του στοιχείο, ενώ δεν προέκυψε ότι αυτός είχε κάποιο λόγο να προβεί στον εμπρησμό, κατά το χρόνο που αυτός έλαβε χώρα. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη αυτή. Επίσης, αμφιβολίες προέκυψαν από το ίδιο αποδεικτικό υλικό και για τις πράξεις της κατοχής παραποιημένου νομίσματος από τον δεύτερο κατηγορούμενο, καθώς και για την πράξη της κατοχής δύο αυτοσχέδιων δόσεων ηρωίνης, που φέρεται ότι τέλεσε στις 20-4-2004 και περί ώρα 18.00', δεδομένου ότι δεν υπάρχει στη δικογραφία έκθεση ζυγίσεως της εν λόγω ουσίας, ούτε έκθεση του χημείου, ως προς την σύστασή της. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί αθώος για τις πράξεις αυτές. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί στους κατηγορουμένους το προβλεπόμενο από το άρθρο 84 παρ 2α του Π. Κ. ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1 Π.Κ., 4 παρ. 1-3 ΠΙΝ Α5, 5 παρ. 1 εδ. β' και 3 του Ν.1729/1987, όπως αντικατ. με άρθρο 10 του Ν.2161/1993. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω στηρίξεως της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης σε μη επιτρεπόμενο κατά νόμο αποδεικτικό μέσο, συνεπεία παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 211Α του Κ.Π.Δ., καθόσον, όπως σαφώς προκύπτει από αυτήν, την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση της, δεν την στήριξε αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση της συγκατηγορουμένης Γ1, αλλά έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως κατ' είδος αναφέρονται σ' αυτή, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που επίσης αναγνώσθηκαν, στα οποία περιλαμβάνεται η με αριθμό ..... έκθεση εξέτασης της Χημικής Υπηρεσίας Ελευσίνας, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων. Ενόψει δε αυτού, νόμιμα λήφθηκε υπόψη και η μαρτυρική κατάθεση της παραπάνω συγκατηγορουμένης του αναιρεσείοντος, η δε αιτιολογία της απόφασης δεν κατέστη, εκ τούτου, ελλιπής. Άρα ο σχετικός, από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β και Δ Κ.Π.Δ., όπως εκτιμάται, λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, είναι αβάσιμη η αιτίαση, ότι στην προσβαλλομένη απόφαση υπάρχουν αντιφάσεις, ως προς το ύψος του εισπραχθέντος τιμήματος από την πώληση της ναρκωτικής ουσίας, αφού η προσβαλλομένη δέχεται σαφώς στο διατακτικό της ότι το ποσό των 2.050 ευρώ προερχόταν από την πώληση άγνωστης ποσότητας ηρωΐνης, την οποία πώλησε σε τρίτα πρόσωπα ο αναιρεσείων, κατά τον τελευταίο μήνα πριν από τη σύλληψή του (20.4.2004). Επίσης αβάσιμη είναι η αιτίαση, ότι δεν υπάρχει έκθεση του Χημείου ως προς τη σύσταση της ναρκωτικής ουσίας, που δέχθηκε η προσβαλλομένη, ότι ο αναιρεσείων αγόρασε, κατείχε και στη συνέχεια πώλησε, καθόσον στηρίζεται σε ανακριβή προϋπόθεση, αφού η σύσταση της ναρκωτικής, ως άνω, ουσίας, προκύπτει από την υπ' αρ. ..... έκθεση εξέτασης της Χημικής Υπηρεσίας Ελευσίνας, η οποία και αναγνώσθηκε. Όσον αφορά την αιτίαση, ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε στους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τους οποίους, α) εφόσον η Γ1 είναι συγκατηγορουμένη (αυτήν φέρεται ότι έπεισε ο συγκατηγορούμενός του Χ2 να αγοράσει ποσότητες ηρωΐνης συνολικού βάρους 125,5 γραμμαρίων), θα έπρεπε οι δύο υποθέσεις να συνεκδικαστούν και, κατ' επέκταση, στην αντίθετη περίπτωση, να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Π.Δ. και β) ότι τα κατασχεθέντα και στη συνέχεια δημευθέντα χρήματα δεν ανήκουν σ' αυτόν (αναιρεσείοντα), αλλά στα αδέλφια του και συνεπώς δεν προέρχονται αυτά από την πώληση ναρκωτικών ουσιών, σημειώνονται τα ακόλουθα: Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, αναφέρθηκε ήδη ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 211Α Κ.Π.Δ., καθόσον, η προσβαλλομένη, δεν στηρίχθηκε, στην περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση της, αποκλειστικά στην μαρτυρία της αναφερόμενης, κατά την ενώπιον του ακροατηρίου μάλιστα εξέτασή της, ουδεμία αντίρρηση προέβαλε ο αναιρεσείων, η ως άνω αιτίαση αποτελεί υπερασπιστικό επιχείρημα και όχι αυτοτελή ισχυρισμό, ο δε δεύτερος αποτελεί αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και, συνεπώς, δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει. Ειδικά, όμως, όσον αφορά την ποσότητα των δύο αυτοσχέδιων δόσεων ηρωΐνης (φιξάκια), που φέρεται ότι αγόρασε ο αναιρεσείων και κατείχε το μήνα Απρίλιο του 2004, η προσβαλλομένη διαλαμβάνει αντιφατικές παραδοχές, αφού, στο μεν αιτιολογικό της δέχεται ότι πρέπει να κηρυχθεί αθώος της πράξης της κατοχής, διότι "δεν υπάρχει στη δικογραφία έκθεση ζυγίσεως της εν λόγω ουσίας, ούτε έκθεση του Χημείου ως προς την σύστασή της", στο διατακτικό τον κηρύσσει ένοχο για την πράξη της αγοράς και των δύο αυτών δόσεων ηρωΐνης, που είχε δεχθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι επρόκειτο περί ναρκωτικής ουσίας, με συνέπεια, ειδικά γι' αυτήν την ποσότητα, να μην έχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως να στερείται και νόμιμης βάσης, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγοι του κυρίου δικογράφου αναίρεσης και με το δεύτερο των προσθέτων λόγων αναίρεσης κατά την επικουρική αιτίασή του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων, ότι η προσβαλλομένη δεν παραθέτει το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα που εφαρμόσθηκε, αυτός είναι απαράδεκτος, ενόψει του ότι η προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Η' Κ.Π.Δ., που προέβλεπε τέτοιο λόγο αναίρεσης, καταργήθηκε με το άρθρο 50 παρ. 4 του Ν.3160/2003, ο δε δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, κατά την κύρια αιτίασή του, σύμφωνα με τον οποίον κακώς εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του Ν.1729/1987, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.2161/1993, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του Ν.3459/2006, αυτός είναι αβάσιμος, διότι, ο ως άνω νόμος κωδικοποίησε τις διατάξεις του Ν.1729/1987 που ισχύουν για τα ναρκωτικά, χωρίς, όμως και να τις τροποποιήσει και, πολύ περισσότερο, να μεταβάλει τον χαρακτήρα των πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ώστε να δημιουργείται, ενδεχομένως, θέμα εφαρμογής διατάξεων ευνοϊκότερων γι' αυτόν (άρθ. 2 παρ. 1 του Π.Κ.). Μετά από αυτά, συνεπεία του βάσιμου των, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., ως άνω, λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την καταδικαστική της διάταξη για αγορά ναρκωτικών ουσιών (2 φιξάκια) και ως προς τη διάταξή της περί ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αρ. 2599/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μόνον α) κατά την καταδικαστική της διάταξη, περί αγοράς από τον αναιρεσείοντα Χ1 δύο αυτοσχέδιων δόσεων ηρωΐνης (φιξάκια) και β) κατά τη διάταξή της περί ποινής. Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 12.2.2007 αίτηση (-δήλωση) αναίρεσης και τους από 15.1.2008 πρόσθετους λόγους κατά της ίδιας απόφασης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγορά, κατοχή, πώληση ναρκωτικών. Εν μέρει δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Στο αιτιολογικό κηρύσσεται αθώος για κατοχή δύο δόσεων ηρωίνης, στο διατακτικό κηρύσσεται ένοχος αγοράς των ως άνω δόσεων. Πότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 211Α΄ Κ.Π.Δ. Ο ν. 3459/06 κωδικοποίησε το Ν. 1729/87 και δεν τον τροποποίησε, ούτε άλλαξε το χαρακτήρα των πράξεων που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά.
1
Αριθμός 1141/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3387/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 563/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 353/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 60/5-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του υπό του δικηγόρου Αθηνών Νίκο Γκότοβο, δυνάμει της από 5-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 3387/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2087/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της πορνογραφίας ανηλίκων (άρθρ. 348 Α' παρ. 1,2,3 Π.Κ.). Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 3387/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 24-3-2007 με θυροκόλληση, σύμφωνα με τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 2 και 273 Κ.Π.Δ., προηγήθηκε δε την 21-2-2007 επίδοσή του στον αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Πανάγο. Η αίτηση ασκήθηκε την 5-3-2007, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 60/5-3-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ'29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ1 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135, ΑΠ 1364/2006). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό και προς την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 26-8-2003 η ΙΝΤΕΡΠΟΛ Αθηνών με το ....... (ΑΣΩ) έγγραφό της, διαβίβασε στην Δ.Α.Α./ΥΠΟΔ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ το από ..... έγγραφο της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας, σύμφωνα με το οποίο άτομο με στοιχεία Γ1, κάτοικος Κροατίας (MALI LOZINJ) χρησιμοποιούσε τη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ..... @ yahoo. com, που, μέσω USENET, προσέφερε ανταλλαγή φωτογραφιών και υλικού βίντεο που σχετίζονται με παιδική πορνογραφία. Το εν λόγω άτομο συνδεόταν στο διαδίκτυο μέσω HT-Hinet, χρησιμοποιώντας το νούμερο ........ Ο Γ1 συνελήφθη στην Κροατία. Ούτος, ως προέκυψε από την ανακριτική έρευνα, είχε επαφές με άτομα από την Κροατία, αλλά και από άλλες χώρες, με τα οποία προέβαινε σε ανταλλαγή του πορνογραφικού υλικού, χρησιμοποιώντας τέσσαρες τουλάχιστον διευθύνσεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας .... @ yahoo. Com,....@ yahoo.com, ...@ yahoo. Com. .....@hot mail.com. Μεταξύ των ατόμων τα οποία είχαν επαφή με τον ανωτέρω Γ1, αλλά και με άλλα άτομα, τα οποία προέβαιναν σε ανταλλαγή πορνογραφικού υλικού, ήταν και άτομο με ψευδώνυμο Χ1, με διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας....... @ yahoo.com. το οποίο διαπιστώθηκε ότι είχε αποστείλει στο γκρουπ των ανωτέρω ατόμων 9 φωτογραφίες και ένα μήνυμα που αναφερόταν σε παιδική πορνογραφία. Το εν λόγω άτομο συνδέθηκε στο διαδίκτυο μέσω παροχέα υπηρεσιών σύνδεσης (ISP) από την περιοχή της Ελλάδος (ΟΤΕηet). Επί τη βάσει του εγγράφου αυτού, το 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΔΑΑ διενήργησε έρευνα, από την οποία προέκυψε ότι, στις 12-7-2003 ώρα 23.16.52, άτομο που χρησιμοποιούσε την ΙΡ Διεύθυνση ...... με όνομα χρήστη ( username) ....., εισήλθε μέσω OTEnet σε διεθνή σελίδα INTERNET της yahoo και προσέθεσε 10 φωτογραφίες παιδικού πορνογραφικού περιεχομένου. Οι φωτογραφίες αυτές εικόνιζαν παιδιά ηλικίας 5-6 ετών να ενεργούν πραγματικές ασελγείς πράξεις με ενηλίκους. Σύμφωνα με το από .... έγγραφο της OTEnet, ο λογαριασμός με όνομα χρήστη .......ανήκε σε συνδρομητή με στοιχεία Χ1, διεύθυνση ..... Αθήνα και τηλέφωνο ......... Σύμφωνα με τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της Δ1, αρχιφύλακος, υπηρετούσης στο 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΔΑΑ, από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι ο εν θέματι Χ1 χρησιμοποιούσε δύο (2)διευθύνσεις ηλεκτρονικής -αλληλογραφίας (.... @ YAHHO.COM.,........ @ ΥΑΗΟΟ. COM.) και συμμετείχε στο ως άνω διεθνές κύκλωμα διακίνησης παιδικής πορνογραφίας. Επίσης συμμετείχε σε δεκάδες άλλες ιστοσελίδες παιδοφιλικού και πορνογραφικού περιεχομένου, στις οποίες προσέθετε εικόνες παιδικής πορνογραφίας, όπως στην ιστοσελίδα ....., όπου είχε προσθέσει φωτογραφίες ανηλίκων, πορνογραφικού περιεχομένου, χρησιμοποιώντας την ηλεκτρονική διεύθυνση ..... @ Yahoo.gr. Μετά ταύτα και αφού η OTEnet με το από .... έγγραφο της προς το 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων γνωστοποίησε και την διεύθυνση κατοικίας του χρήστη με όνομα gutulf (Χ1), που ήταν η οδός........ Αθήνα, αστυνομικοί με δικαστικό λειτουργό μετέβησαν στις 25-9-2003 στην οικία του ανωτέρω, προκειμένου να διενεργήσουν κατ' οίκον έρευνα. Ο ανωτέρω βρισκόταν εντός της οικίας του, αλλά δεν άνοιγε την πόρτα, παρά τις επίμονες εκκλήσεις των αστυνομικών, οι οποίο κάλεσαν εν τέλει κλειθροποιό. Κατά δε τη διενέργεια της κατ' οίκον ερεύνης, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 292 δισκέτες Η/Υ, περιέχουσες αρχεία παιδικής πορνογραφίας, 41 φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, 3 κασέτες πορνογραφικού περιεχομένου, ένας επεξεργαστής Η/Υ τύπου PLATO και ένας εκτυπωτής, 27 CD-ROM, πλήθος εκτυπωμένων σελίδων παιδοφιλικού και αιμομικτικού περιεχομένου, που περιγράφουν συνομιλίες του κατηγορουμένου στο χώρο του διαδικτύου. Οι κατασχεθείσες δισκέτες περιείχαν 15.000 φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, στις οποίες απεικονίζονται πολύ μικρά παιδιά ηλικίας, 3-12 ετών, να ενεργούν πραγματικές ασελγείς πράξεις με ενηλίκους. Σημειωτέον ότι, ως προκύπτει από την ένορκη μαρτυρική κατάθεση, του αστυνομικού Δ2, ο ανωτέρω χρησιμοποιούσε, κατά μήνα Μάιο του έτους 2003, την IP Διεύθυνση ......, με την οποία επίσης εισερχόταν στις διεθνείς σελίδες INTERNET της Yahoo και διακινούσε παιδικό πορνογραφικό υλικό. Σύμφωνα με την ...... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Εργαστηρίου Δικαστικής Γραφολογίας της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών (Τομέας Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων), ο εκκαλών κατηγορούμενος διατηρούσε στον δικτυακό τόπο WWW. Yahoo.com ""εικονικό χώρο" στον οποίο φύλασσε αρχεία φωτογραφιών, τις οποίες διακινούσε μέσω διαδικτύου σε διάφορες ιστοσελίδες. Ογδονταέξι από τα αρχεία αυτά φωτογραφιών, περιείχαν φωτογραφίες, στις οποίες(λόγω του φόντου και της ονοματοδοσίας) φέρονται να απεικονίζονται πρόσωπα ελληνικής καταγωγής. Διατηρούσε επίσης 1017 αρχεία βίντεο, τα οποία απεικόνιζαν ανηλίκους σε διάφορες σεξουαλικές δραστηριότητες (σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ανηλίκων, ενηλίκων ανδρών και γυναικών με ανήλικα αγόρια και κορίτσια, σαδομαζοχιστικές δραστηριότητες μεταξύ ενηλίκων ανδρών και ανηλίκων κοριτσιών, κοπρολαγνεία, αυτοϊκανοποίηση ανηλίκων, βιασμός ανηλίκων), 8868 αρχεία φωτογραφιών με περιεχόμενο παιδικής πορνογραφίας, αρχεία κειμένου στην αγγλική γλώσσα, που είναι δημοσιευμένα στο διαδίκτυο, τα οποία καταγράφουν αφηγήσεις σεξουαλικών δραστηριοτήτων ενηλίκων με ανήλικα άτομα,Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 348Α πργ. 1,2,3 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2002, όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως και εκατό χιλιάδων ευρώ. Πορνογραφικό υλικό, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης, που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ αυτού, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Εν προκειμένω, κατά του κατηγορουμένου προκύπτουν πλέον ή αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινο πράξη της κατοχής και διακινήσεως πορνογραφικού υλικού, που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας ανηλίκων, εφόσον κατείχε, φυλάσσοντας σε αρχεία στον δικτυακό τόπο WWW. Yahoo.com και διακινούσε μέσω διαδικτύου τις παραπάνω φωτογραφίες, που απεικόνιζαν σώματα ανηλίκων που αποσκοπούσαν στη γενετήσια διέγερση ως και πραγματικές ασελγείς πράξεις που ενεργούνταν από ή με ανηλίκους. Η μικρή ηλικία, των παιδιών καταδεικνύει ότι το πορνογραφικό αυτό υλικό συνδέεται με την εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας αυτών. Την πράξη του αυτή τελούσε από κερδοσκοπία, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την κατάθεση της αστυνομικού Δ1, οι κλήσεις των επισκεπτών των ιστοσελίδων με το πορνογραφικό υλικό του κατηγορουμένου, εκτρέπονταν και συνδέονταν με παροχέα υπηρεσιών internet στο εξωτερικό, εν αγνοία των και παρά τη θέλησή των, με αποτέλεσμα να χρεώνονται οι λογαριασμοί των με υπέρογκα ποσά, από τους οποίους (λογαριασμούς) ο κατηγορούμενος και οι λοιποί δράστες της ομάδος αυτής που δρούσαν σε διάφορες χώρες εισέπρατταν ποσοστά και κερδοσκοπούσαν σε βάρος των επισκεπτών των ιστοσελίδων. Τούτο διαπιστώθηκε κατά την επίσκεψη αστυνομικών στην ιστοσελίδα της yahoo ......., μέλος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος και στην οποία συμμετείχε ενεργώς με διακίνηση πορνογραφικού υλικού. Οι αστυνομικοί, κατά την επίσκεψη τους αυτή, διαπίστωσαν ότι στην επιφάνεια εργασίας δημιουργήθηκε αυτόματα ο φάκελος Χ1, o οποίος κάλεσε αυτόματα και εξέτρεψε την κλήση σε provider (παροχέα υπηρεσιών internet) του εξωτερικού. Άλλωστε και η οργανωμένη και μεθοδευμένη δράση του κατηγορουμένου (κατοχή χιλιάδων αρχείων, ως προκύπτει από τα εξετασθέντα κατά τ' ανωτέρω ψηφιακά πειστήρια) και η διακίνηση του υλικού αυτού σε πληθώρα ιστοσελίδων, εις τρόπον ώστε να επισκέπτονται αυτό εκατομμύρια χρήστες σε όλον τον κόσμο, επιβεβαιώνει την άποψη της από κερδοσκοπία δράσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με την από 25-9-2003 απολογία του ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 1ου Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων, κατά το χρόνο της συλλήψεως του ήταν άεργος. Σύμφωνα με την ως άνω κατάθεση της αστυνομικού Δ1, στην οικία του κατηγορουμένου βρέθηκαν και 4 σελίδες αναγράφουσες την ένδειξη THE ADULT CHECK, οι οποίες περιέχουν υλικό για απόσπαση χρημάτων από ιδιώτες που εισέρχονται σε σελίδες παιδικής πορνογραφίας. Στην τελευταία σελίδα από τις παραπάνω αναγράφεται η ένδειξη .... ...... ...... @ YAHOO COM, που είναι ο κωδικός του κατηγορουμένου. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι διακινούσε πορνογραφικό υλικό στο διαδίκτυο από περιέργεια αλλά και εξάρτηση να θαυμάζει φωτογραφίες με γυμνά σώματα μικρών παιδιών και με απεικονίσεις σεξουαλικών περιπτύξεων αυτών και ότι δεν ενεργούσε από κερδοσκοπία, αλλά μόνον για την ικανοποίηση του πάθους του. Την εκτροπή των κλήσεων με την ταυτόχρονη δημιουργία στην επιφάνεια εργασίας του φακέλου Χ1 αποδίδει σε αγνώστους χάκερς, ενώ για τις 4 σελίδες με την ένδειξη THE ADULT CHECK, ισχυρίζεται ότι η σελίδα 4 δεν έχει σχέση με τον δικτυακό τόπο ......com, από τον οποίο έχουν εκτυπωθεί οι 1,2,3 σελίδες, διότι σε αυτήν αναγράφεται διαφορετική διεύθυνση(η δική του) και διαφορετική ημερομηνία. Ότι από τις σελίδες 1,2,3 τεκμαίρεται ότι αυτές αφορούν υπηρεσία της εταιρίας ......, στις ιστοσελίδες της οποίας επιθυμούσε να έχει ούτος πρόσβαση και τις εκτύπωσε στις 10-6-2003 για να πληρώσει στην υπηρεσία αυτή το ποσό των 19,95 δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση, ενώ η 4η σελίδα τυπώθηκε σε διαφορετική ημεροχρονολογία (23-1-2003), όταν ούτος βρισκόταν στον δικτυακό τόπο των ομάδων συζήτησης της περιοχής ....YAHOO.COM, στις οποίες ήταν μέλος και για το λόγο αυτό η σελίδα περιέχει και το e-mail ...... @ yahoo com. με το οποίο συμμετείχε σης ομάδες συζήτησης. Γεγονός είναι, κατά την άποψή μας, ότι οι σελίδες αυτές αποτελούν υποδείγματα για απόσπαση χρημάτων από ενηλίκους που εισέρχονται σε σελίδες με πορνογραφικό υλικό και ότι η σύνδεση της σελίδας 4 με τις λοιπές, καταδεικνύει και το εγχείρημα του κατηγορουμένου να παρασκευάσει για λογαριασμό του έγγραφο εισπράξεως χρημάτων από τους επισκέπτες των ιστοσελίδων παιδικής πορνογραφίας. Κατά συνέπεια, ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών τον ως άνω αναφερόμενο εκκαλούντα, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινο πράξη της από κερδοσκοπία κατοχής και διακινήσεως πορνογραφικού υλικού, που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας ανηλίκων (άρθρ. 348Α πργ. 1,2,3 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2002) και η έφεση του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος αυτού πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της πορνογραφίας ανηλίκων. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26,27 και 348Α παρ. 1,2,3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, από το γεγονός ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα εκεί, αφού σ'αυτήν, όπως εκτέθηκε, παρατίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνάγονται αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί που στηρίζουν την απορριπτική της εφέσεως πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του κατά κατηγορίες (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένου) τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να αναφέρει ποια παραδοχή προκύπτει από καθένα χωριστά, αρκεί δε ότι τα έλαβε υπόψη του και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του και ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό του: "....Από ... τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς τις απολογίες του κατηγορουμένου...", χωρίς να συνάγεται ότι δεν συνεκτιμήθηκαν κάποια από αυτά. 4. Από τη διάταξη του άρθρου 183 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ανήκει στην απόλυτη κρίση του Συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, ενώ εξάλλου η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1882/2006, ΑΠ 1450/2006). Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Συμβούλιο απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα του αναιρεσείοντα δια διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η παράλειψη του Συμβουλίου Εφετών να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση ή προανάκριση που τυχόν ζήτησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν θεμελιώνει κανένα αναιρετικό λόγο και επομένως η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. 5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο, προκαλείται όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση ακυρότητας υπάρχει και όταν τα έγγραφα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο ήταν συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα, χωρίς να βεβαιώνεται στην απόφαση ή το βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί και να κατανοήσει το περιεχόμενό τους (ΑΠ 79/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλει, ως λόγο αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του το από ........ έγγραφο της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας, καθώς και τέσσερις σελίδες, αναγράφουσες την ένδειξη "ΤΗΕ ΑDULT CHECK", έγγραφα τα οποία ήταν συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα, χωρίς αυτά να έχουν επισήμως μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Η αιτίαση όμως αυτή του αναιρεσείοντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, το μεν από ..... έγγραφο της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας, έχει μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα από τον μεταφραστή Ε1, δικηγόρο Αθηνών, οι δε τέσσερις σελίδες με την ένδειξη "ΤΗΕ ΑDULT CHECK" έχουν μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα από την μεταφράστρια του Υπουργείου Εξωτερικών Ε2 και, συνεπώς, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, αφού μπορούσε να αντιληφθεί και να κατανοήσει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. 'Αλλωστε, το περιεχόμενο του από .... εγγράφου της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας προκύπτει σαφώς και από το υπ'αριθμ. ...... έγγραφο της Υποδιευθύνσεως Προστασίας Ανηλίκων της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 60/5-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθμ. 3387/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 2 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συβουλίου της ουσίας, β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό και προς την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 26-8-2003 η ΙΝΤΕΡΠΟΛ Αθηνών με το ....... (ΑΣΩ) έγγραφό της, διαβίβασε στην Δ.Α.Α./ΥΠΟΔ/ΝΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ το από ....... έγγραφο της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας, σύμφωνα με το οποίο άτομο με στοιχεία Γ1, κάτοικος Κροατίας (MALI LOZINJ) χρησιμοποιούσε τη διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ....... yahoo. com, που, μέσω USENET, προσέφερε ανταλλαγή φωτογραφιών και υλικού βίντεο που σχετίζονται με παιδική πορνογραφία. Το εν λόγω άτομο συνδεόταν στο διαδίκτυο μέσω HT-Hinet, χρησιμοποιώντας το νούμερο ..... Ο Γ1 συνελήφθη στην Κροατία. Ούτος, ως προέκυψε από την ανακριτική έρευνα, είχε επαφές με άτομα από την Κροατία, αλλά και από άλλες χώρες, με τα οποία προέβαινε σε ανταλλαγή του πορνογραφικού υλικού, χρησιμοποιώντας τέσσαρες τουλάχιστον διευθύνσεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας .... yahoo.Com, ..... yahoo.com,....... yahoo.Com, ..... hot mail.com. Μεταξύ των ατόμων τα οποία είχαν επαφή με τον ανωτέρω Γ1, αλλά και με άλλα άτομα, τα οποία προέβαιναν σε ανταλλαγή πορνογραφικού υλικού, ήταν και άτομο με ψευδώνυμο Χ1, με διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ........ yahoo.com. το οποίο διαπιστώθηκε ότι είχε αποστείλει στο γκρουπ των ανωτέρω ατόμων 9 φωτογραφίες και ένα μήνυμα που αναφερόταν σε παιδική πορνογραφία. Το εν λόγω άτομο συνδέθηκε στο διαδίκτυο μέσω παροχέα υπηρεσιών σύνδεσης (ISP) από την περιοχή της Ελλάδος (ΟΤΕηet). Επί τη βάσει του εγγράφου αυτού, το 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΔΑΑ διενήργησε έρευνα, από την οποία προέκυψε ότι, στις 12-7-2003 ώρα 23.16.52, άτομο που χρησιμοποιούσε την ΙΡ Διεύθυνση ......με όνομα χρήστη (username) ......., εισήλθε μέσω OTEnet σε διεθνή σελίδα INTERNET της yahoo και προσέθεσε 10 φωτογραφίες παιδικού πορνογραφικού περιεχομένου. Οι φωτογραφίες αυτές εικόνιζαν παιδιά ηλικίας 5-6 ετών να ενεργούν πραγματικές ασελγείς πράξεις με ενηλίκους. Σύμφωνα με το από ...... έγγραφο της OTEnet, ο λογαριασμός με όνομα χρήστη gutulf ανήκε σε συνδρομητή με στοιχεία Χ1, διεύθυνση ....... Αθήνα και τηλέφωνο ..... Σύμφωνα με τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις της Δ1, αρχιφύλακος, υπηρετούσης στο 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΔΑΑ, από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι ο εν θέματι Χ1 χρησιμοποιούσε δύο (2)διευθύνσεις ηλεκτρονικής -αλληλογραφίας (..... @ YAHHO.COM., ........ @ ΥΑΗΟΟ.COM.) και συμμετείχε στο ως άνω διεθνές κύκλωμα διακίνησης παιδικής πορνογραφίας. Επίσης συμμετείχε σε δεκάδες άλλες ιστοσελίδες παιδοφιλικού και πορνογραφικού περιεχομένου, στις οποίες προσέθετε εικόνες παιδικής πορνογραφίας, όπως στην ιστοσελίδα ........., όπου είχε προσθέσει φωτογραφίες ανηλίκων, πορνογραφικού περιεχομένου, χρησιμοποιώντας την ηλεκτρονική διεύθυνση ..... @ Yahoo.gr. Μετά ταύτα και αφού η OTEnet με το από ...... έγγραφό της προς το 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων γνωστοποίησε και την διεύθυνση κατοικίας του χρήστη με όνομα gutulf (Χ1), που ήταν η οδός ........ Αθήνα, αστυνομικοί με δικαστικό λειτουργό μετέβησαν στις 25-9-2003 στην οικία του ανωτέρω, προκειμένου να διενεργήσουν κατ' οίκον έρευνα. Ο ανωτέρω βρισκόταν εντός της οικίας του, αλλά δεν άνοιγε την πόρτα, παρά τις επίμονες εκκλήσεις των αστυνομικών, οι οποίοι κάλεσαν εν τέλει κλειθροποιό. Κατά δε τη διενέργεια της κατ' οίκον ερεύνης, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 292 δισκέτες Η/Υ, περιέχουσες αρχεία παιδικής πορνογραφίας, 41 φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, 3 κασέτες πορνογραφικού περιεχομένου, ένας επεξεργαστής Η/Υ τύπου PLATO και ένας εκτυπωτής, 27 CD-ROM, πλήθος εκτυπωμένων σελίδων παιδοφιλικού και αιμομικτικού περιεχομένου, που περιγράφουν συνομιλίες του κατηγορουμένου στο χώρο του διαδικτύου. Οι κατασχεθείσες δισκέτες περιείχαν 15.000 φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, στις οποίες απεικονίζονται πολύ μικρά παιδιά ηλικίας, 3-12 ετών, να ενεργούν πραγματικές ασελγείς πράξεις με ενηλίκους. Σημειωτέον ότι, ως προκύπτει από την ένορκη μαρτυρική κατάθεση, του αστυνομικού Δ2, ο ανωτέρω χρησιμοποιούσε, κατά μήνα Μάιο του έτους 2003, την IP Διεύθυνση ......., με την οποία επίσης εισερχόταν στις διεθνείς σελίδες INTERNET της Yahoo και διακινούσε παιδικό πορνογραφικό υλικό. Σύμφωνα με την ....... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Εργαστηρίου Δικαστικής Γραφολογίας της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών (Τομέας Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων), ο εκκαλών κατηγορούμενος διατηρούσε στον δικτυακό τόπο WWW. Yahoo.com ""εικονικό χώρο" στον οποίο φύλασσε αρχεία φωτογραφιών, τις οποίες διακινούσε μέσω διαδικτύου σε διάφορες ιστοσελίδες. Ογδονταέξι από τα αρχεία αυτά φωτογραφιών, περιείχαν φωτογραφίες, στις οποίες(λόγω του φόντου και της ονοματοδοσίας) φέρονται να απεικονίζονται πρόσωπα ελληνικής καταγωγής. Διατηρούσε επίσης 1017 αρχεία βίντεο, τα οποία απεικόνιζαν ανηλίκους σε διάφορες σεξουαλικές δραστηριότητες (σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ανηλίκων, ενηλίκων ανδρών και γυναικών με ανήλικα αγόρια και κορίτσια, σαδομαζοχιστικές δραστηριότητες μεταξύ ενηλίκων ανδρών και ανηλίκων κοριτσιών, κοπρολαγνεία, αυτοϊκανοποίηση ανηλίκων, βιασμός ανηλίκων), 8868 αρχεία φωτογραφιών με περιεχόμενο παιδικής πορνογραφίας, αρχεία κειμένου στην αγγλική γλώσσα, που είναι δημοσιευμένα στο διαδίκτυο, τα οποία καταγράφουν αφηγήσεις σεξουαλικών δραστηριοτήτων ενηλίκων με ανήλικα άτομα, Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 348Α πργ. 1,2,3 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2002, όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως και εκατό χιλιάδων ευρώ. Πορνογραφικό υλικό, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, συνιστά κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης, που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ αυτού, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Εν προκειμένω, κατά του κατηγορουμένου προκύπτουν πλέον ή αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινο πράξη της κατοχής και διακινήσεως πορνογραφικού υλικού, που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας ανηλίκων, εφόσον κατείχε, φυλάσσοντας σε αρχεία στον δικτυακό τόπο WWW. Yahoo.com και διακινούσε μέσω διαδικτύου τις παραπάνω φωτογραφίες, που απεικόνιζαν σώματα ανηλίκων που αποσκοπούσαν στη γενετήσια διέγερση ως και πραγματικές ασελγείς πράξεις που ενεργούνταν από ή με ανηλίκους. Η μικρή ηλικία, των παιδιών καταδεικνύει ότι το πορνογραφικό αυτό υλικό συνδέεται με την εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας αυτών. Την πράξη του αυτή τελούσε από κερδοσκοπία, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την κατάθεση της αστυνομικού Δ1, οι κλήσεις των επισκεπτών των ιστοσελίδων με το πορνογραφικό υλικό του κατηγορουμένου, εκτρέπονταν και συνδέονταν με παροχέα υπηρεσιών internet στο εξωτερικό, εν αγνοία των και παρά τη θέλησή των, με αποτέλεσμα να χρεώνονται οι λογαριασμοί των με υπέρογκα ποσά, από τους οποίους (λογαριασμούς) ο κατηγορούμενος και οι λοιποί δράστες της ομάδος αυτής που δρούσαν σε διάφορες χώρες εισέπρατταν ποσοστά και κερδοσκοπούσαν σε βάρος των επισκεπτών των ιστοσελίδων. Τούτο διαπιστώθηκε κατά την επίσκεψη αστυνομικών στην ιστοσελίδα της yahoo......, μέλος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος και στην οποία συμμετείχε ενεργώς με διακίνηση πορνογραφικού υλικού. Οι αστυνομικοί, κατά την επίσκεψή τους αυτή, διαπίστωσαν ότι στην επιφάνεια εργασίας δημιουργήθηκε αυτόματα ο φάκελος Χ1, o οποίος κάλεσε αυτόματα και εξέτρεψε την κλήση σε provider (παροχέα υπηρεσιών internet) του εξωτερικού. Άλλωστε και η οργανωμένη και μεθοδευμένη δράση του κατηγορουμένου (κατοχή χιλιάδων αρχείων, ως προκύπτει από τα εξετασθέντα κατά τ' ανωτέρω ψηφιακά πειστήρια) και η διακίνηση του υλικού αυτού σε πληθώρα ιστοσελίδων, εις τρόπον ώστε να επισκέπτονται αυτό εκατομμύρια χρήστες σε όλον τον κόσμο, επιβεβαιώνει την άποψη της από κερδοσκοπία δράσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με την από 25-9-2003 απολογία του ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του 1ου Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων, κατά το χρόνο της συλλήψεώς του ήταν άεργος. Σύμφωνα με την ως άνω κατάθεση της αστυνομικού Δ1, στην οικία του κατηγορουμένου βρέθηκαν και 4 σελίδες αναγράφουσες την ένδειξη THE ADULT CHECK, οι οποίες περιέχουν υλικό για απόσπαση χρημάτων από ιδιώτες που εισέρχονται σε σελίδες παιδικής πορνογραφίας. Στην τελευταία σελίδα από τις παραπάνω αναγράφεται η ένδειξη ...... ...... ...... @ YAHOO COM, που είναι ο κωδικός του κατηγορουμένου. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι διακινούσε πορνογραφικό υλικό στο διαδίκτυο από περιέργεια αλλά και εξάρτηση να θαυμάζει φωτογραφίες με γυμνά σώματα μικρών παιδιών και με απεικονίσεις σεξουαλικών περιπτύξεων αυτών και ότι δεν ενεργούσε από κερδοσκοπία, αλλά μόνον για την ικανοποίηση του πάθους του. Την εκτροπή των κλήσεων με την ταυτόχρονη δημιουργία στην επιφάνεια εργασίας του φακέλου Χ1 αποδίδει σε αγνώστους χάκερς, ενώ για τις 4 σελίδες με την ένδειξη THE ADULT CHECK, ισχυρίζεται ότι η σελίδα 4 δεν έχει σχέση με τον δικτυακό τόπο......com, από τον οποίο έχουν εκτυπωθεί οι 1,2,3 σελίδες, διότι σε αυτήν αναγράφεται διαφορετική διεύθυνση(η δική του) και διαφορετική ημερομηνία. Ότι από τις σελίδες 1,2,3 τεκμαίρεται ότι αυτές αφορούν υπηρεσία της εταιρίας ......., στις ιστοσελίδες της οποίας επιθυμούσε να έχει ούτος πρόσβαση και τις εκτύπωσε στις 10-6-2003 για να πληρώσει στην υπηρεσία αυτή το ποσό των 19,95 δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση, ενώ η 4η σελίδα τυπώθηκε σε διαφορετική ημεροχρονολογία (23-1-2003), όταν ούτος βρισκόταν στον δικτυακό τόπο των ομάδων συζήτησης της περιοχής .......YAHOO.COM, στις οποίες ήταν μέλος και για το λόγο αυτό η σελίδα περιέχει και το e-mail......... @ yahoo com. με το οποίο συμμετείχε σης ομάδες συζήτησης. Γεγονός είναι, ότι οι σελίδες αυτές αποτελούν υποδείγματα για απόσπαση χρημάτων από ενηλίκους που εισέρχονται σε σελίδες με πορνογραφικό υλικό και ότι η σύνδεση της σελίδας 4 με τις λοιπές, καταδεικνύει και το εγχείρημα του κατηγορουμένου να παρασκευάσει για λογαριασμό του έγγραφο εισπράξεως χρημάτων από τους επισκέπτες των ιστοσελίδων παιδικής πορνογραφίας. Κατά συνέπεια, ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών τον ως άνω αναφερόμενο εκκαλούντα, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινο πράξη της από κερδοσκοπία κατοχής και διακινήσεως πορνογραφικού υλικού, που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας ανηλίκων (άρθρ. 348Α πργ. 1,2,3 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3064/2002) και η έφεση του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος αυτού πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της πορνογραφίας ανηλίκων. Από τα ως άνω αναφερόμενα, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26, 27 και 348Α παρ. 1,2,3 Π.Κ. Αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, σημειώνεται ότι δεν υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, από το γεγονός ότι το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και κρίνει παραδεκτά και κατ' επέκταση, αποδέχεται όλα τα εκεί διαλαμβανόμενα, αφού, στην πρόταση αυτή, όπως προειπώθηκε, παρατίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, που στηρίζουν την απορριπτική της εφέσεως πρόταση, προς την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ανέφερε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, κατά κατηγορίες (δηλαδή μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, προκειμένου να σχηματίσει την προαναφερθείσα κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να αναφέρει ποιά παραδοχή προκύπτει από καθένα χωριστά, αρκεί δε ότι τα έλαβε υπόψη του και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους, όπως σαφώς προκύπτει από τις αιτιολογίες του. Επομένως, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 183 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ανήκει στην απόλυτη κρίση του Συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ, εξάλλου, η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 ΚΠοινΔ. Συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί, ως απαράδεκτος, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίο το Συμβούλιο των Εφετών απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα του αναιρεσείοντος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Σημειώνεται, επίσης, ότι η παράλειψη του Συμβουλίου Εφετών να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση ή προανάκριση, που φέρεται να ζήτησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δεν θεμελιώνει κανένα αναιρετικό λόγο και, ως εκ τούτου, η σχετική αιτίαση του τελευταίου είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο, προκαλείται όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση ακυρότητας υπάρχει και όταν τα έγγραφα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο ήταν συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα, χωρίς να βεβαιώνεται στην απόφαση ή το βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί και να κατανοήσει το περιεχόμενό τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλει, ως λόγο αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του το από ...... έγγραφο της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας, καθώς και τέσσερις σελίδες, αναγράφουσες την ένδειξη "ΤΗΕ ΑDULT CHECK", έγγραφα τα οποία ήταν συντεταγμένα σε ξένη γλώσσα, χωρίς αυτά να έχουν επισήμως μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα από την μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο λόγος, όμως, αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως διαπιστώνεται από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, το μεν από ...... έγγραφο της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας, έχει μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα από τον μεταφραστή Ε1, δικηγόρο Αθηνών, οι δε τέσσερις σελίδες με την ένδειξη "ΤΗΕ ΑDULT CHECK" έχουν μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα από την μεταφράστρια του Υπουργείου Εξωτερικών Ε2 και, συνεπώς, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, αφού μπορούσε να αντιληφθεί και να κατανοήσει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. 'Αλλωστε, το περιεχόμενο του από .... εγγράφου της ΙΝΤΕΡΠΟΛ Ζάγκρεμπ Κροατίας προκύπτει σαφώς και από το υπ'αριθμ. ....... έγγραφο της Υποδιευθύνσεως Προστασίας Ανηλίκων της Γενικής Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικής. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 60/5.3.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 3387/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατοχή και διακίνηση πορνογραφικού υλικού από κερδοσκοπία, που συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας και της απειρίας των ανηλίκων. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και περί απόλυτης ακυρότητας εκ της λήψεως υπόψη υπό του Συμβουλίου Εφετών εγγράφου συντεταγμένου σε ξένη γλώσσα. Υφίσταται αιτιολογία και το έγγραφο ήταν επίσημα μεταφρασμένο.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πορνογραφικό υλικό.
0
Αριθμός 1139/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Βιδάλη, περί αναιρέσεως της 34588/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ........, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Πατρουνάκο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1447/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά της 34.588/2007 αποφάσεως του Ζ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, με τριετή αναστολή για υπεξαγωγή εγγράφων. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "ασκεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου κατά της απόφασης 34.588/07 του Ζ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τους παρακάτω λόγους: 1) Για μη ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Π. Κώδικα και δη του άρθρου 222 Π.Κ. εν συνδ. με το άρθρο 513 Α.Κ., καθόσον η προβαλλομένη αιτιολογία της απόφασης 34.588/07 όχι μόνο ουδόλως απεδείχθη, αλλά έρχεται και σε αντίθεση με τις διατάξεις του Κανονισμού Κρατικών Λαχείων. 2) Για μη επαρκή αιτιολογία όσον αφορά το εκ ποίων στοιχείων απεδείχθησαν οι ισχυρισμοί του μηνυτή". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες, τις αντίστοιχες ελλείψεις και ασάφειες της αιτιολογίας, ούτε σε ποιο σημείο τους, συγκεκριμένα, παραβιάστηκαν οι αναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 94/17.7.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1, κατά της 34.588/2007 αποφάσεως του Ζ'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€) και στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1138/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανικολάου περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με κατηγορούμενους τους 1. Χ1 και 2. Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 316/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 159/17-4-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την με αριθμ. 5/13-2-2007 αίτηση - αναίρεσης του Ψ1 κατά του με αριθμ 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης με το οποίο απορρίφθηκε σαν απαράδεκτη η με ημερομηνία 10-7-2006 έφεση του αναιρεσείοντα κατά του με αριθμ. 399/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων το οποίο αποφαινόταν ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1 και Χ2 για πλαστογραφία με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ για τον πρώτο και για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος πάνω των 73.000 ευρώ για τον δεύτερο και εκθέτω τα παρακάτω: Από τις διατάξεις των άρθρων 463 και 476 § 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη " Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα........" κατά δε την δεύτερη " Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή .......το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο .....". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αναίρεση μπορεί ν'ασκήσει μόνο εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει τέτοιο δικαίωμα και αν ασκηθεί αναίρεση από μη δικαιούμενο στην άσκηση της, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο σε συμβούλιο κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και επιβάλλει τα έξοδα στον ασκήσαντα το απαράδεκτο ένδικο μέσο. Τέτοια περίπτωση είναι και ή από μέρους του πολιτικώς ενάγοντα άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά βουλεύματος το οποίο κηρύσσει την ασκηθείσα έφεση του σαν απαράδεκτη για το οποίο στις διατάξεις των άρθρων 482 και 483 ΚΠΔ δεν προβλέπεται άσκηση αναίρεσης από τον πολιτικώς ενάγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων άσκησε την με αριθμ. 5/13-2-2007 αναίρεση κατά του με αριθ. 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης το οποίο απέρριψε την με ημερομηνία 10-7-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 399/ βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων με την οποία αποφαινόταν ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά των Χ1 και Χ2 για πλαστογραφία κατά της πρώτης και για ψευδή δήλωση με όφελος και στις δύο περιπτώσεις ποσού άνω των 73.000 ευρώ. Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 482 και 483 του ΚΠΔ στις οποίες αναφέρονται οι δικαιούμενοι σε άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος δεν συμπεριλαμβάνεται και ο πολιτικώς ενάγων σαν δικαιούμενος της άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου και ως εκ τούτου η αίτηση αναίρεσης του παραπάνω πρέπει να απορριφθεί σαν απαράδεκτη εκ του λόγου αυτού και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα. Δια ταύτα Προτείνω όπως: Α. Να κηρυχθεί απαράδεκτη η με 13-2-2007 αίτηση αναίρεσης του Ψ1 κατά του 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης με το οποίο απορρίφθηκε η με ημερομηνία 10-7-2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 399/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χανίων σαν απαράδεκτη. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης της αναίρεσης στην παραπάνω. Αθήνα την 26-3-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΙωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1 του Νόμου 3160/2003, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 αυτού, άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30 Ιουνίου 2003 (ΦΕΚ 165/306/2003, τεύχος Α') αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 476 παρ. 2 και 481 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έτσι, μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση και του άρθρου 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εξέλιπε πλέον το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή την παύει οριστικώς ή προσωρινώς. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και, αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος, που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χανίων, με το 399/2006 βούλευμά του, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένωνΧ1 και Χ2, για τις πράξεις της πλαστογραφίας, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για την πρώτη και για ψευδή βεβαίωση με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για τον δεύτερο. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων, πολιτικώς ενάγων, Ψ1 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, το οποίο, με το 303/2006 βούλευμά του, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη. Ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, άσκησε κατά του παραπάνω 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης την 5/13.2.2007 αίτηση αναιρέσεως. Όμως, αφού η αναίρεση αυτή ασκήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2007, δηλαδή μετά τις 30 Ιουνίου 2003, που άρχισε η ισχύς του Ν. 3160/2003, ήτοι ημερομηνία από την οποία, μετά την κατά τα ανωτέρω επελθούσα νομοθετική μεταβολή, εξέλιπε πλέον το με το προηγούμενο νομικό καθεστώς δικαίωμα του αναιρεσείοντος πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του προσβαλλόμενου 303/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο, που δεν έχει πλέον το δικαίωμα για την άσκησή της και εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται πλέον γενικά η άσκησή της. Επομένως και ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 5/2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, κατά του 303/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα. Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ εξέλιπε το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Απορρίπτει.
Βούλευμα απαλλακτικό
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα απαλλακτικό.
0
Αριθμός 1137/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Μήτση, περί αναιρέσεως της 1135/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1418/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά συρρέοντα εγκλήματα, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού νόμου για τη συρροή, δηλαδή τα άρθρα 94 και επ. του Ποινικού Κώδικα. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Τέλος, κατά της αποφάσεως που καθορίζει συνολική ποινή, επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον Εισαγγελέα, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 Π.Κ., κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων, που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις, που τιμωρούνται κατά τον νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρηση τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, επαυξημένη από τις άλλες συντρέχουσες ποινές. Η επαύξηση όμως αυτή δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των συντρεχουσών αυτών ποινών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει περαιτέρω ότι, αν η καθορισθείσα αμετακλήτως συνολική ποινή δεν είναι η βαρύτερη και δεν πρόκειται να αποτελέσει τη βάση της νέας επιμετρήσεως, αλλά πρόκειται να συγχωνευθεί με άλλη, βαρύτερη, τότε διασπάται και συγχωνεύονται οι επί μέρους ποινές, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να ληφθεί από αυτές μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τον σχηματισμό νέας συνολικής ποινής, από αυτό που είχε ληφθεί προηγουμένως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 97 του Ποινικού Κώδικα, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εφαρμόζεται και όταν κάποιος, πριν εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαρισθεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικασθεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν αυτή τελέσθηκε. Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 Π.Κ., η υπό τον όρο της ανακλήσεως χορηγούμενη απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεως της, που επιδιώκει την αποτροπή υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (ΟλΑΠ 106/1991). Επομένως μπορεί η ποινή, στην οποία αυτή αναφέρεται, να συγχωνευθεί με άλλες ποινές, αν συναντάται με αυτές κατά την εκτέλεση και εφ' όσον οι εν λόγω ποινές δεν αναφέρονται σε εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, διότι τότε επέρχεται άρση της αναστολής και οι ποινές εκτίονται αθροιστικώς. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη 1135/2007 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε την από 5 Μαρτίου 2007 αίτηση του αναιρεσείοντος για συγχώνευση των παρακάτω ποινών, που συναντήθηκαν κατά την εκτέλεση, ήτοι: α) Της ποινής καθείρξεως έξι (6) ετών που του επιβλήθηκε με την 3065/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, β) της συνολικής ποινής καθείρξεως των δεκατεσσάρων (14) ετών, δύο (2) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών, καθώς και της συνολικής χρηματικής ποινής των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα τεσσάρων (10.984) ευρώ, που του επιβλήθηκαν με την 829/2006 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και γ) της ποινής φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, καθώς και της χρηματικής ποινής των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, που του επιβλήθηκαν με την 7.006/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Ο αναιρεσείων, για την ποινή που του επιβλήθηκε με την παραπάνω 829/2006 συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, έτυχε, με το 101/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, της υφ' όρον απολύσεως, με ανασταλέν υπόλοιπο ποινής τριών (3) ετών, εννέα (9) μηνών και τριών (3) ημερών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, προκειμένου να καθορίσει τη συνολική εκτιτέα ποινή, έλαβε ως ποινή - βάση αυτή της καθείρξεως των έξι (6) ετών, που του επιβλήθηκε με την 3065/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, υπόλαμβάνοντας ότι η ποινή αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως βαρύτερη, διότι το εναπομένον προς έκτιση υπόλοιπο των τριών (3) ετών, εννέα (9) μηνών και τριών (3) ημερών από την ποινή καθείρξεως των δεκατεσσάρων (14) ετών, δύο (2) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών της 829/2006 συγχωνευτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, είναι μικρότερο από την κάθειρξη των έξι (6) ετών. Έτσι, όμως, που έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 Π. Κ. και 551 ΚΠΔ, αφού η ποινή της καθείρξεως των δεκατεσσάρων (14) ετών, δύο (2) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών της 829/2006 συγχωνευτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή απαγγέλθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, είναι βαρύτερη από εκείνη της καθείρξεως των έξι (6) ετών και συνεπώς, η πρώτη ποινή έπρεπε να ληφθεί ως ποινή - βάση. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του στηριζόμενου στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ δεύτερου λόγου αναιρέσεως ως βάσιμου, οπότε παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1135/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε συνεπιμέτρηση των ποινών, που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα ...... με τις εξής αποφάσεις: α) 3065/2006 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, β) 829/2006 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και γ) 7006/2007 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συγχώνευση ποινών. Η διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 Π.Κ. εφαρμόζεται και στην περίπτωση, κατά την οποία πριν εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαρισθεί η ποινή, καταγνωσθεί νέα καταδίκη για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν αυτή τελέσθηκε. Η υπό τον όρο της ανακλήσεως απόλυση του καταδίκου σε στερητική της ελευθερίας ποινή δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεώς της. Επομένως, μπορεί η ποινή στην τελευταία αυτή περίπτωση να συγχωνευθεί με άλλες ποινές, αν συναντάται με αυτές κατά την εκτέλεση και εφ’ όσον οι εν λόγω ποινές δεν αναφέρονται σε εγκλήματα, που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, διότι τότε επέρχεται άρση της αναστολής και οι ποινές εκτίονται αθροιστικώς. Αναιρείται η απόφαση.
Ποινή συνολική
Ποινή συνολική, Απόλυση υφ' όρο.
1
Αριθμός 1136/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 966/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον ....... κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κερκύρας, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 48/10.8.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1464/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105 παρ. 1, του Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι "όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης και εφ' όσον έχουν εκτίσει......." 107 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι "η απόλυση μπορεί να ανακληθεί αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση" και 108 του ίδιου ως άνω Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι "αν μέσα στο διάστημα που προβλέπει το επόμενο άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε αμετάκλητα οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από 6 μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της απόλυσης", συνάγεται ότι ο υφ' όρον απολυθείς, αν κατά το διάστημα της δοκιμασίας του τελέσει έγκλημα για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή ανώτερη των έξι μηνών, η υφ' όρον απόλυση θεωρείται ότι αίρεται αυτοδικαίως και ο κατάδικος εκτίει αθροιστικώς το υπόλοιπο της ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απολύσεως του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 97 του Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι "για τον καθορισμό της εκτιτέας συνολικής ποινής, σε περίπτωση συρροής στερητικών της ελευθερίας ποινών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 Π.Κ. και όταν κάποιος προτού εκτιθεί ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή" και 551 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία "αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα, που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα.....", συνάγεται ότι εφ' όσον πρόκειται να εκτελεστούν περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί συρροής και, βάσει αυτών καθορίζεται μία συνολική ποινή, η οποία θα εκτιθεί, με την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται λόγοι που επιβάλλονται από άλλες διατάξεις, οι οποίοι εμποδίζουν τη συγχώνευση των ποινών αυτών, καθορίζοντας την αθροιστική έκτισή τους με τις άλλες ποινές, οπότε συγχωνεύονται οι ποινές, για τις οποίες δεν υφίστανται διακωλυτικοί λόγοι, οπότε στη συνολική ποινή που θα προκύψει από τον υπολογισμό των ποινών που συγχωνεύονται, προστίθενται και οι μη συγχωνευόμενες ποινές, που εκτίονται αθροιστικώς. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει επίσης ότι, αν ο κατάδικος, που απολύθηκε υφ' όρον, τελέσει κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του, έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως ανώτερη των έξι μηνών, η υφ' όρον απόλυση θεωρείται ότι αίρεται αυτοδικαίως, οπότε το υπόλοιπο της ποινής εκτίεται αθροιστικώς με τη νέα ή τις νέες ποινές που του επιβλήθηκαν και οι οποίες (νέες ποινές) μπορούν να συγχωνευθούν μεταξύ τους, πριν ακόμη καταστούν αμετάκλητες (ΟλΑΠ 3/2005). Για να εκτιθεί το υπόλοιπο της ποινής που διακόπηκε με την υφ' όρον απόλυση, δεν είναι αναγκαίο να έχει καταστεί αμετάκλητη η νέα ποινή, που επιβλήθηκε στον κατάδικο, για την πράξη που αυτός τέλεσε κατά το διάστημα της δοκιμασίας του, αφού όπως προαναφέρθηκε, η συγχώνευση των νέων ποινών μεταξύ τους, μπορεί να γίνει και πριν οι ποινές αυτές καταστούν αμετάκλητες. Εν προκειμένω, ο κατάδικος ...... εξέτιε ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, δυνάμει της 689/2004 συγχωνευτικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και απολύθηκε υφ' όρον, με το 373/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, με εναπομένοντα υπόλοιπο χρόνο ποινής τριών (3) ετών, δύο (2) μηνών και οκτώ (8) ημερών. Ο χρόνος δοκιμασίας άρχιζε από την απόλυση του, στις 18 Ιουνίου 2004, που ήταν η επομένη από τη δημοσίευση του παραπάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας. Με το 371/2006 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ανακλήθηκε η υφ' όρον απόλυση του ως άνω καταδίκου, ο οποίος, κατά τον χρόνο της δοκιμασίας τoυ και συγκεκριμένα από τον Οκτώβριο του έτους 2005 μέχρι και τις 11 Ιανουαρίου 2006, τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις των διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων) με την 226/2007 απόφαση του σε ποινή καθείρξεως 6 ετών. Στη συνέχεια, ο ανωτέρω κατάδικος υπέβαλε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής, ζητώντας τη συγχώνευση των εξής ποινών: α) της ποινής των οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, που είχε καθορίσει η 689/2004 ως άνω συγχωνευτική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και η οποία είχε διακοπεί με την υφ' όρον απόλυση του αιτούντος και της οποίας το υπόλοιπο εξέτιε μετά την ανάκληση, κατά τα ως άνω, της υφ' όρον απολύσεώς του, β) της ποινής της καθείρξεως των έξι (6) ετών, που του είχε επιβάλει, για τις πράξεις που είχε διαπράξει κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων), με την 226/2007 απόφαση του, κατά της οποίας είχε ασκήσει έφεση και γ) της ποινής της φυλακίσεως των τριών (3) μηνών, που του είχε επιβάλει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την 9984/2003 απόφαση του, για πράξη που είχε τελεστεί στις 21 Ιουνίου 1999. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την 966/2007 απόφασή του, δέχθηκε την αίτηση και προσδιόρισε νέα συνολική ποινή ένδεκα (11) ετών και πέντε (5) μηνών, λαμβάνοντας ως βάση την ποινή της καθείρξεως των οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, που είχε καθορισθεί με την 689/2004 συγχωνευτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, της οποίας το υπόλοιπο εξέτιε ο αιτών, κατά τα ανωτέρω, την οποία επαύξησε κατά τρία (3) έτη από την ποινή της καθείρξεως των έξι (6) ετών, η οποία του επιβλήθηκε με την ως άνω 226/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και κατά ένα (1) μήνα από την ποινή της φυλακίσεως των τριών (3) μηνών που του επέβαλε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την 9984/2003 απόφαση του. Καθορίζοντας η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατ' αυτόν τον τρόπο, τη συνολική ποινή, έσφαλε, διότι έπρεπε, σύμφωνα με τα παραπάνω, το Δικαστήριο να μη λάβει ως βάση την ποινή της καθείρξεως των οκτώ (8) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, η οποία είχε εκτιθεί κατά το μέρος που λήφθηκε υπόψη για την υφ' όρον απόλυση του καταδίκου και υπολειπόταν να εκτιθεί το μετά την ανάκληση εναπομένον και το οποίο, σύμφωνα με τα παραπάνω, έπρεπε να εκτιθεί αθροιστικώς με τη νέα επιβληθείσα ποινή της καθείρξεως των έξι (6) ετών, που του επιβλήθηκε με την 226/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για πράξη που τελέστηκε κατά το χρόνο της δοκιμασίας του ή με την προκύπτουσα συνολική ποινή από τη συγχώνευση στην ως άνω ποινή της, καθείρξεως των έξι (6) ετών, της ποινής φυλακίσεως των τριών (3) μηνών, που του επιβλήθηκε με την 9984/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες μπορούσαν να συγχωνευθούν. Περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης έπρεπε, μετά τη διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη ποινή (κάθειρξη 6 ετών), που έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως βάση για τη συγχώνευση των ποινών της καθείρξεως των έξι (6) ετών και εκείνης της φυλακίσεως των τριών (3) μηνών είχε επιβληθεί από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης (Κακουργημάτων) και ως εκ τούτου αρμόδιο πλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και όχι αυτό (δηλαδή το Πενταμελές), έπρεπε να κηρυχθεί αναρμόδιο καθ' ύλην. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του, εσφαλμένα προέβη στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 108 του Ποινικού Κώδικα και 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και υπερέβη την εξουσία του, καθ' όσον προέβη σε καθορισμό συνολικής ποινής, ενώ έπρεπε να κηρυχθεί αναρμόδιο καθ' ύλην, αφού ο καθορισμός της συνολικής ποινής και για τις δύο ποινές, που μπορούσαν να συγχωνευθούν ανήκε στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Πρέπει, επομένως να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς επανάκριση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συσταθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 966/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε συνεπιμέτρηση των ποινών, που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα ....... με τις εξής αποφάσεις: α) 689/17.6.2004 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, β) 226/12.2.2007 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και γ) 9984/12.5.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση Εισαγγελέως. Καθορισμός συνολικής ποινής. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν καθορίζεται μία συνολική ποινή, η οποία θα εκτιθεί, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται λόγοι, επιβαλλόμενοι από άλλες διατάξεις, που εμποδίζουν τη συγχώνευση των ποινών αυτών, καθορίζοντας την αθροιστική έκτισή τους. Αν ο κατάδικος, που απολύθηκε υφ’ όρο, τελέσει κατά τον χρόνο της δοκιμασίας του έγκλημα από δόλο για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως άνω των έξι μηνών, η υφ’ όρο απόλυση θεωρείται ότι αίρεται αυτοδικαίως και το υπόλοιπο της ποινής εκτίεται αθροιστικά με τη νέα ή τις νέες ποινές που του επιβλήθηκαν και οι οποίες, νέες ποινές μπορούν να συγχωνευτούν μεταξύ τους και προτού καταστούν αμετάκλητες. Αρμόδιο για τον καθορισμό συνολικής ποινής, σε περίπτωση που οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια, είναι το δικαστήριο που επέβαλε τη βαρύτερη ποινή και αν οι ποινές είναι ομοειδείς, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή με την μεγαλύτερη διάρκεια. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ποινή συνολική
Ποινή συνολική, Απόλυση υφ' όρο.
0
Αριθμός 1134/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενο στις Δικαστικές Φυλακές Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Καραγιάννη, για αναίρεση της 89/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1732/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, δημιουργεί, η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της προδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις, που καθορίζουν, μεταξύ των άλλων, την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ως και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 173 παρ.2 του ΚΠΔ από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται, ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ, ακυρότητα, που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, καλύπτεται. Τέλος, κατά το άρθρο 176 παρ.1 του ΚΠΔ αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της κατηγορίας. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, παραπονείται ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί ενοχής, έλαβε υπόψη του και τις από ..... και ..... εκθέσεις ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης των ιατρών Γ1 και Γ2, που διενεργήθηκαν σε εκτέλεση διατάξεως του τακτικού Ανακριτή, μετά την παρέλευση, όμως, της τασσόμενης από τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 3459/2006, προθεσμίας των 24 ωρών από της συλλήψεώς του. Όμως, ο προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, προεχόντως, γιατί η ακυρότητα, που αυτός επικαλείται, δεν αφορά πράξεις της κυρίας διαδικασίας, και μάλιστα αντίστοιχη (ακυρότητα), που επισυνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αλλά ακυρότητα της προδικασίας, η οποία σε κάθε περίπτωση έχει καλυφθεί. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ. ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ η μεταφορά πραγματώνεται με τη μετακίνηση των ναρκωτικών από ένα τόπο σε άλλο με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 89/23-5-2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ο κατηγορούμενος, Αλβανικής καταγωγής, κατελήφθη, κατά τα στο διατακτικό, οριζόμενα να κατέχει, έχοντας εξουσία διαθέσεως αυτής, ναρκωτική ουσία και δή, στα διόδια των ..., κινούμενος με το ΙΧΕ αυτοκίνητό του με αριθμό κυκλοφορίας ......, πλάκα συμπιεσμένη κοκαϊνης, βάρους 380 γραμμαρίων και επίσης, δυο μήνες, πριν από το παραπάνω συμβάν που συνελήφθη, να κατέχει πάλι 250 γραμμάρια κοκαϊνης. Τις παραπάνω δε ποσότητες ναρκωτικών, ως και ο ίδιος αποδέχεται, μετέφερε με το παραπάνω αυτοκίνητό του. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συλλήψεώς του(22-11-2003), τοξικομανής, πρέπει, ως αβάσιμος, να απορριφθεί γιατί, από τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων Γ2 και Γ1, δεν αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος ανήκει στο χώρο των εξαρτημένων από ναρκωτικά ατόμων. Επομένως, ο κατηγορούμενος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, με τη συνδρομή του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ, των ανωτέρω πράξεων και να παύσει την δίωξη για τις λοιπές αποδιδόμενες πράξεις, κατ' άρθρο 32 ν. 3346/2005". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις της κατοχής και μεταφοράς κατ' εξακολούθηση, ναρκωτικών ουσιών, από μη τοξικομανή, με σκοπό την εμπορία και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αδικημάτων, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98 του ΠΚ και άρθρα 4 παρ. 1, 3 Πίν. Α' αρ. 5 και 5 παρ.1 περ. ζ' και 5 παρ. 2 του Ν.1729/1987), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκεκριμένα αιτιολογεί την παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων δεν είχε αποκτήσει την έξη της χρήσεως των ναρκωτικών ουσιών, κρίση την οποία στήριξε, στη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, και οπωσδήποτε όχι μόνο από τις εκθέσεις ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης των Γ1 και Γ2 που αναγνώστηκαν, όπως αβασίμως ισχυρίζεται αυτός. Αναφορικά με την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, στο αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό γίνεται αναφορά ότι βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος, υπό τις αναφερόμενες στο σκεπτικό συνθήκες, οι πιο πάνω ναρκωτικές ουσίες, των 380 και 250 γραμμαρίων, αντίστοιχα, κοκαϊνης, τις οποίες αυτός κατείχε με την έννοια ότι είχε αυτές στη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να τις διαθέσει πραγματικά και κατά βούληση, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας και η αναφορά των επιπλέον στοιχείων και περιστατικών που εκθέτει ο αναιρεσείων. Αναφορικά δε με την πράξη της μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών, ο ίδιος ο αναιρεσείων παραδέχθηκε, κατά την απολογία του στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ότι τις ως άνω ποσότητες ναρκωτικών τις μετέφερε, από την Αλβανία, όπου είχε μεταβεί, με το αυτοκίνητό του, στην ....... Περαιτέρω, δεν υφίσταται έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, οι οποίοι, προεχόντως, είναι απαράδεκτοι, γιατί όπως αυτοί διατυπώθηκαν, είναι εντελώς αόριστοι και ασαφείς. Τούτο, γιατί ο αναιρεσείων, πέραν της απλής μνείας και αναφοράς των σχετικών διατάξεων, δεν προσδιορίζει τις τυχόν πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τις σχετικές με την απόρριψή τους. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παρ.1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 2408/1996, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού, που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση, με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων, που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει, ότι ο αλλοδαπός που καταδικάστηκε και βρίσκεται παράνομα στο ελληνικό έδαφος, υπόκειται σε απέλαση, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της τέλεσης εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Το Δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απέλασης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε ανεκκλήτως, σε σχέση με τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει και αναφέρει, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των πιο πάνω κακουργημάτων της παράβασης του άρθρου 5 παρ. 1 περ.ζ' του ν.1729/1987, και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών και σε χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, διέταξε την ισόβια απέλαση αυτού από τη Χώρα. Για την απέλαση του κατηγορούμενου από τη χώρα το δικάσαν Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, οποιαδήποτε αιτιολογία, παρά μόνο ότι "πρέπει να διαταχθεί η απέλαση του κατηγορουμένου από τη Χώρα, μετά την έκτιση της ποινής του". Ενόψει αυτών, όμως, που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, καθόσον αφορά τη διάταξη περί απέλασης του αναιρεσείοντος, η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο, δεν αναφέρει περιστατικά, που να δικαιολογούν την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απέλασης) και τα οποία ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή, ως βασίμου, του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτό, που αφορά τη διάταξή της περί απέλασης του αναιρεσείοντος και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της, (κατά τη διάταξη περί απέλασής του), για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθ. 89/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, κατά το ως άνω μέρος της, που αφορά την απέλαση του αναιρεσείοντος Χ1 και ήδη κρατουμένου στις δικαστικές Φυλακές Χαλκίδας, και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2008. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
: Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας, πλην της διατάξεως περί απελάσεως. Αναιρεί κατά τη διάταξη περί απελάσεως. Απαράδεκτος ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα, από το γεγονός ότι η πραγματογνωμοσύνη διενεργήθηκε μετά την πάροδο 24ώρου από τη σύλληψη. Αφορά πράξη της προδικασίας, που δεν είχε προταθεί. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά, Αλλοδαπού απέλαση.
0
Αριθμός 1135/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούμενο τον Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών και εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 15.10.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1713/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 476/28.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιόν σας με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 10 παρ. 1 και 137 παρ. 1 περ. γ' Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη ετροπ. με το άρθρ. 14 παρ. 1 ν. 1649/96, την από 15-10-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία επιδιώκεται η παραπομπή της υπόθεσης που περιγράφεται στην από 5-10-2006 έγκληση του Ψ1, κατά του Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, από το κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., αρμόδιο Δικαστήριο, σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Σύμφωνα με την διάταξη του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 136, παραπομπή από το κατά τα άρθρα 122-125 αρμόδιο Δικαστήριο σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές, διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου (Πρωτοδικών ή Εισαγγελικού) και πάνω, που υπηρετεί στο κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, παραπομπή διατάσσεται όχι μόνον κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και το στάδιο άσκησης της ποινικής διώξεως, αφού και εις αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, της εξασφάλισης δηλαδή της απόλυτης ανεξαρτησίας κρίσης του δικαστικού λειτουργού και αποκλεισμού κάθε υπόνοιας, εξαιτίας της συνυπηρέτησης στο ίδιο δικαστήριο (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. Β' τομ. Α' σελ. 199-200, Ζησιάδου Ποιν. Δικ. έκδ. Γ' Τόμ. Α' (1976) σελ. 657. Αταλάντευτα σύμφωνη και η νομολογία (Α.Π. 608/96 Ποιν.Χρ. ΜΖ' σελ. 961, Α.Π. 430/1984 Ποιν.Χρ. ΛΔ' σελ. 879). Είναι δε φανερό ότι, όταν η παραπομπή ζητείται στο παραπάνω στάδιο (της άσκησης δηλ. της ποιν. διώξεως), πρέπει να εννοηθεί ως παραπομπή όχι σε άλλο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο στην κυριολεξία, αλλά στον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο (ισόβαθμο και ομοειδές) δικαστήριο και εύλογα, αφού ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί ακόμη (πρβλ. και Γνωμ. Εισαγ. Α.Π. 988/1959 Ποιν.Χρον. Θ' σελ. 356). Επομένως αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται εις το Δικαστήριό σας (εν Συμβουλίω) η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και πρέπει να εξετασθεί κατ'ουσίαν. ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι με αφορμή την από 5-10-2006 έγκληση του Ψ1, εις βάρος του Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, εξεδόθη η με αριθμό ΕΓ42-07/137/30Δ/07 Διάταξις του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών δια της οποίας απερρίφθη, ως αβάσιμη, η προδιαληφθείσα έγκλησις, κατ'άρθρ. 47 Κ.Π.Δ. όμως, κατά της απορριπτικής ως άνω διατάξεως ο εγκαλών ήσκησε, κατ'άρθρ. 48 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 367/6-6-2007 προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, όπου υπηρετεί ο εγκαλούμενος και είναι κατά τόπον αρμόδιος για να αποφανθεί επί της ως άνω προσφυγής του εγκαλούντος. Συνακόλουθα και εν όψει του ότι ο παραπάνω Αντεισαγγελέας Εφετών (Χ1) προσέλαβε την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρ. 72 Κ.Π.Δ.), η δε υπόθεση λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας του εγκαλουμένου (άρθρ. 111 παρ. 7, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), υπάγεται (στη φάση αυτή), στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρ. 136 στοιχ. ε' και 137 στοιχ. γ' Κ.Π.Δ., αναλογικώς εφαρμοζομένων, ζητείται από τον Εισαγγελέα Εφετών η κατά το στάδιο τούτο της προδικασίας παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών άλλης περιφέρειας. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή της παραπάνω αίτησης και, ως κατ'ουσίαν βασίμου, να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης εις τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, για να ενεργηθεί ό,τι από τον νόμο (άρθρ. 48 Κ.Π.Δ.), κατά το στάδιο τούτο και το μετ'αυτό επιβάλλεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να διαταχθεί η παραπομπή εις τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς της ποινικής υπόθεσης, που περιγράφεται στην από 15-10-2007 αναφορά του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών εις βάρος του Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών. Αθήναι 7 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως, οπότε η παραπομπή νοείται ως παραπομπή όχι σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, στην κυριολεξία, αλλά στον Εισαγγελέα και τις λοιπές ανακριτικές αρχές που διατελούν σε τέτοιο, δηλαδή ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, με αφορμή την από 5.10.2008 έγκληση του Ψ1 εις βάρος του Χ1, Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών, εκδόθηκε η ΕΓ42 - 07/137/30Δ/07 διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η παραπάνω έγκληση, κατ' άρθρο 47 του Κώδικα. Κατά της απορριπτικής αυτής διατάξεως, ο εγκαλών άσκησε, κατά το άρθρο 48 του ίδιου Κώδικα την 367/6.6.2007 προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, όπου υπηρετεί ο εγκαλούμενος, ο οποίος είναι κατά τόπον αρμόδιος για να αποφανθεί επί της ως άνω προσφυγής του εγκαλούντος. Επομένως και ενόψει του ότι ο παραπάνω εγκαλούμενος είναι Αντεισαγγελέας Εφετών και προσέλαβε την ιδιότητα του κατηγορουμένου (άρθρο 72 ΚΠΔ), η δε υπόθεση, λόγω του τόπου τελέσεως και της κατοικίας του εγκαλουμένου (άρθρο 111 παρ. 7, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 ΚΠΔ) υπάγεται, στο στάδιο αυτό, στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, νομίμως, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 136 στοιχ. ε' και 137 στοιχ. γ' ΚΠΔ ζητείται από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών η, κατά το στάδιο τούτο της προδικασίας, παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Εφετών άλλης περιφέρειας. Ενόψει όλων αυτών, συντρέχει περίπτωση καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο τούτο και παραπομπής της υποθέσεως, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών, σε εκείνες του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την ποινική υπόθεση, που περιγράφεται στην από 15.10.2007 αναφορά του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς εις βάρος του Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών Χ1, από τις κατά τόπον αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές του Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Αιτών ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Παραπέμπεται η υπόθεση από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Εφετείου Αθηνών σε εκείνες του Εφετείου Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1140/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γαργαρέτα, περί αναιρέσεως της 8033/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καραπατάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 144/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς, και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά τη διάρκεια του πρώτου δεκαπενθημέρου του μηνός Απριλίου του έτους 2000 ο ελληνικής καταγωγής εγκαλών Ψ1, που γεννήθηκε στις ......., όπου και κατοικούσε μόνιμα, αλλά για επαγγελματικούς λόγους επιθυμούσε την παραμονή του και στην Ελλάδα, την οποία είχε επισκεφθεί κατά τα έτη 1998 και 1999 με προσωρινή άδεια παραμονής, εκδήλωσε το ενδιαφέρον του να πολιτογραφηθεί ως έλληνας υπήκοος και ανέθεσε στον κατηγορούμενο, για τον οποίο πληροφορήθηκε από τον κοινό γνωστό τους και μάλιστα κουμπάρο του κατηγορούμενου Γ1, ότι ο κατηγορούμενος ήταν Δικηγόρος. Ο Γ1 πίστευε πράγματι ότι ο κατηγορούμενος ήταν Δικηγόρος, αφού ως Δικηγόρος εμφανιζόταν. Ο εγκαλών συνάντησε τον κατηγορούμενο στο δικηγορικό του γραφείο επί της οδού ........ που του υποδείχθηκε και εκεί ο κατηγορούμενος τον διαβεβαίωσε, ότι είναι Δικηγόρος ειδικευμένος σε ζητήματα πολιτογράφησης και λόγω της ιδιότητός του αυτής, ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει τη διαδικασία πολιτογράφησης του εγκαλούντος, ως έλληνα υπηκόου για την οποία, συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αλλά και χωρίς να απαλλαγεί από αυτές, ως άτομο που θα φερόταν ότι έπασχε από ψυχική νόσο ή πνευματική ανεπάρκεια και ότι ο ίδιος προσωπικά, λόγω της εξειδίκευσής του, θα προέβαινε σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε. Οι παραπάνω παραστάσεις του κατηγορουμένου ήσαν ψευδείς, αφού αυτός δεν ήταν Δικηγόρος και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις πολιτογράφησης του εγκαλούντος, χωρίς εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων ή νόμιμη απαλλαγή από αυτές και έγιναν με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος, ο οποίος αφού, παραπείστηκε από την παραπάνω απατηλή συμπεριφορά, εξέδωσε, χάριν καταβολής της αμοιβής, ποσού 2.000.000 δραχμών τραπεζική επιταγή που παρέδωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος επιμελήθηκε για την εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα και εισέπραξε το παραπάνω ποσό. Η χορήγηση πληρεξουσιότητας από τον εγκαλούντα, προς το δικηγόρο Αθηνών Γ2, με το ...... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ουρανίας συζ. Πέτρου Καλουκάκου, που συντάχθηκε καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου, δεν μετέβαλε τα πράγματα, αφού, οι παραπάνω ψευδείς παραστάσεις έγιναν εκ μέρους του και διαβεβαίωσε, ότι αυτός θα προέβαινε στις αναγκαίες ενέργειες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της απάτης που του αποδίδεται". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, για την πράξη της απάτης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά, που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1 και 386 παρ.1 του Π.Κ, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, εκτίθεται η απατηλή συμπεριφορά του κατηγορούμενου, που εμφάνιζε ψευδώς τον εαυτό του, ως Δικηγόρο, και διαβεβαίωνε ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο του παθόντος οι προϋποθέσεις, προκειμένου αυτός να πολιτογραφηθεί 'Ελληνας, το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε και πέτυχε στη συνέχεια, με την είσπραξη του ισόποσου της τραπεζικής επιταγής των 2.000.000 δραχμών και η αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του παθόντος, ενώ επίσης προσδιορίζεται ο χρόνος τελέσεως της πράξεως, που ήταν το πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Απριλίου του έτους 2000. Περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, απόλυτη ακυρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ. β και δ'του Κ.Π.Δ, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων, που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα ή την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους πρώτο και τρίτο λόγους αναιρέσεως, παραπονείται το μεν, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, ως προς το χρόνο που υποβλήθηκε από μέρους του εγκαλούντος, η μηνυτήρια αναφορά του, ή για το χρόνο που ασκήθηκε σε βάρος του η ποινική δίωξη, προσέτι δε, δεν γίνεται αντίστοιχη αναφορά, για τον ακριβή χρόνο που ο ίδιος(αναιρεσείων), κλητεύθηκε στο ακροατήριο. Επιπρόσθετα, ο ίδιος ο αναιρεσείων, παραπονείται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, από το γεγονός ότι το Δικαστήριο, δεν προέβη στην κλήτευση των μαρτύρων Γ2 και Γ1. Όμως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω της προφανούς αοριστίαςτου, αφού δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια κατά ποιο τρόπο επήλθε η ακυρότητα που ο αναιρεσείων επικαλείται, ενόψει του ότι στην παράθεση της σχετικής πλημμέλειας, περιορίζεται μόνο στο γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μνημονεύει το χρόνο υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς, ή το χρόνο που ασκήθηκε η ποινική δίωξη, χωρίς να αμφισβητείται ότι ασκήθηκε από τον καθ' ύλη αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ακόμη δε, ότι χώρησε εμπρόθεσμα η παραπομπή του στο ακροατήριο. Περαιτέρω, σε σχέση με την αποδιδόμενη άλλη πλημμέλεια, της απόλυτης ακυρότητας, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, δεν υπέβαλε ανάλογο αίτημα για την κλήτευση των συγκεκριμένων μαρτύρων, οπότε, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση, όχι μόνο να διατάξει την κλήτευσή τους, αλλά ούτε και να αιτιολογήσει την άρνησή του να το πράξει. Συνεπώς, ο περί απόλυτης ακυρότητας, σχετικός λόγος αναιρέσεως, και κατά το σκέλος τούτο, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ). Επίσης, ο αναιρεσείων, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Ιανουαρίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 8033/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, και, στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για απάτη, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει αιτιολογία. Απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργείται από τη μη κλήτευση μάρτυρα στο ακροατήριο, χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη.
0
Αριθμός 1133/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1225/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1292/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 416/26.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω την με αριθμό 51/22-5-2007 αίτηση του Χ1 και ήδη κρατουμένου των φυλακών Κορυδαλλού, για αναίρεση της υπ'αριθμόν 1225/7-5-2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 30.000 € για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών κατ'εξακολούθηση και εκθέτω τα ακόλουθα: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 484 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και κατ'ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρα 476 και 513 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ., την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης (Ολομ. ΑΠ 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ'αριθμόν 1225/7.5.2007 κήρυξε ένοχο τον Χ1 για τα αδικήματα της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών κατ'εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 30.000 €. Ο ανωτέρω την 22.5.2007 με την υπ'αριθμόν 51/2007 έκθεση αναίρεσης ζήτησε την αναίρεση της άνω καταδικαστικής αποφάσεως "για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Ο λόγος αυτός, όπως διατυπώνεται στην έκθεση αναιρέσεως, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας, ούτε αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την έλλειψη αιτιολογίας. Επομένως η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 ΚΠΔ). Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α----------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμόν 51/22-5-2007 αίτηση αναίρεσης του κρατουμένου των φυλακών Κορυδαλλού Χ1 κατά της υπ'αριθμόν 1225/7.5.2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον ανωτέρω αναιρεσείοντα. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών, κατά της 1225/7.5.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας καθείρξεως για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών κατ' εξακολούθηση. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "κάνει αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 1225/7.5.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών κατ' εξακολούθηση. Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αναιτιολόγητες. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 51/22.5.2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Πατρών κατά της 1225/7.5.2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220 €). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1132/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μανιάτη, περί αναιρέσεως της 5103/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κουσάη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1763/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά μεν το άρθρο 465 παρ. 2 εδ. α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, που παρέχεται σε εκείνον, ο οποίος καταδικάστηκε, μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο, που είχε παραστεί κατά τη συζήτηση, κατά δε τα άρθρα 42 παρ. 2 εδ. β', 96 παρ. 2, 151, 465 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο, που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως, είτε με αντιπρόσωπο, που έχει προς τούτο εντολή, η δε σχετική έγγραφη εξουσιοδότηση ή επικυρωμένο αντίγραφό της προσαρτάται στην αίτηση ασκήσεως του ένδικου μέσου. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι, αφ' ενός μεν, για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως από τον συνήγορο του κατηγορουμένου, πρέπει ο συνήγορος αυτός να έχει παραστεί στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη απόφαση, αφ' ετέρου δε, όταν το ένδικο μέσο ασκείται κατόπιν εντολής του διαδίκου με αντιπρόσωπο, η σχετική έγγραφη εξουσιοδότηση πρέπει να αναφέρεται στην έκθεση ασκήσεως του εν λόγω ένδικου μέσου και όταν τούτο δεν συντρέχει, η προσαρτώμενη εξουσιοδότηση πρέπει να φέρει την υπογραφή ή τη σφραγίδα του γραμματέως ενώπιον του οποίου συντάχθηκε η οικεία έκθεση, διότι διαφορετικά το ένδικο μέσο είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τον έλεγχο του παραδεκτού της αναιρέσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα Χ1 με την 5103/2006 απόφασή του, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,4 ευρώ ημερησίως, για σωματική βλάβη από αμέλεια που τελέσθηκε από πρόσωπο υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως, ο αναιρεσείων διόρισε ως συνήγορό του για να τον υπερασπισθεί τον δικηγόρο Ηλία Μανιάτη. Κατά της αποφάσεως αυτής, ασκήθηκε αναίρεση, με επίδοση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία υποβλήθηκε και υπογράφηκε από τον δικηγόρο Ιωάννη Μανιάτη, δηλαδή από άλλον (συνεπώνυμο) δικηγόρο, χωρίς να επισυνάπτεται σ' αυτήν σχετική εξουσιοδότηση. Επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού ασκήθηκε από δικηγόρο που δεν παρέστη ως συνήγορος του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθ. πρωτ. 9305/10.10.2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της 5103/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη, διότι δεν ασκήθηκε από τον παραστάντα κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης δικηγόρο.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 1131/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, περί αναιρέσεως της 3082/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ξενοφώντα Κουτουμάνο και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δημήτριο Χανή. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Εφετείου Πατρών ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 6/27.11.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών Άννας Τζανίνη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2019/2007 Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, το άρθρο 10 παρ. 1 έως 4 του Νόμου 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν από ην τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του νόμου 3220/2004 όριζε τα ακόλουθα: "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών... 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία, στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για τον χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκούνταν αμέσως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του νόμου 2523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 3 του νόμου 2753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής η οποία τυχόν ασκήθηκε και, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 του Νόμου 2523/1997). Με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 του Νόμου 3220/2004 "για την αντικειμενοποίηση του φορολογικού ελέγχου κλπ", μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του νόμου 2523/1997, προστέθηκε διάταξη, κατά την οποία "ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται α') με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Η ρύθμιση όμως αυτή είναι για τον κατηγορούμενο δυσμενέστερη από την προηγούμενη και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κλπ", στην παράγραφο 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και για τα εγκλήματα, τα οποία διαπράχθηκαν πριν από την ισχύ της, δηλαδή την 2α Νοεμβρίου 2001, ενόψει του ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η διάταξη δε του άρθρου 2 παρ. 9 του ίδιου νόμου (2954/2001), κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη ισχύει ανάλογα "και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 1591/1986, για τα οποία, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα δεν έχει ανάλογη εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με τον χρόνο ενάρξεως της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής τους, πριν από την ισχύ του νόμου. Εξ άλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι, όπως προαναφέρθηκε, θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα, πενταετής, αρχίζει, κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του νόμου 2523/1997) και αναστέλλεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 113 Π.Κ., κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, όχι, όμως, πέραν της τριετίας, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, η αιτιολογία δε της καταδικαστικής αποφάσεως, όταν τίθεται ζήτημα παραγραφής της πράξεως, πρέπει να εκτείνεται και στα περιστατικά που αφορούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 3082/20.9.2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, έπαυσε οριστικώς λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη εις βάρος του κατηγορουμένου Χ1, για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση (άρθρα 19 παρ. 1, 4 και 21 του Νόμου 2523/1997 και 98 του Π.Κ.), πράξη που φέρεται ότι τέλεσε ο ανωτέρω κατηγορούμενος στην ......, κατά το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2000 έως 3 Φεβρουαρίου 2000, ως επιτηδευματίας, που διατηρούσε στο όνομα του ατομική επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας τις εισαγωγές, την εμπορία χαλιών και μοκετών, λευκών ειδών και ειδών οικιακής χρήσεως, ηλεκτρικών ειδών, ενδυμάτων και υποδημάτων. Πιο συγκεκριμένα κατηγορήθηκε ο παραπάνω ότι, με την αναφερόμενη ιδιότητά του, στους παραπάνω τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση διέπραξε αδίκημα φοροδιαφυγής, εκδίδοντας εικονικά φορολογικά στοιχεία και ειδικότερα, ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε αρμοδίως από εφοριακούς υπαλλήλους του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Πατρών, στην έδρα της ανωτέρω επιχειρήσεως, επί της οδού ...., αριθμός ...., στην ....., διαπιστώθηκε, με βάση το από ...... πόρισμα του θεωρημένου φορολογικού ελέγχου, ότι αυτός, κατά τη χρήση του έτους 2000, εξέδωσε εβδομήντα πέντε (75) τιμολόγια, μαζί με τα αντίστοιχα δελτία αποστολής, όπως ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση αυτή, συνολικής αξίας 430.775.442 δραχμών για ενδοκοινοτικές παραδόσεις - πωλήσεις αγαθών (χαλιών, μπουφάν, τηλεφωνικών συσκευών, μαγειρικών σκευών, κουβερτών, μοκετών, τραπεζιών και καρεκλών) προς τη γερμανική εταιρεία με την επωνυμία "......." ΑΦΜ ....., με έδρα στη διεύθυνση ..... - ....., τα οποία (τιμολόγια) ήταν εικονικά και ειδικότερα αφορούσαν σε συναλλαγές, που ουδέποτε είχαν πραγματοποιηθεί με την αναγραφόμενη σ' αυτά αναφερόμενη γερμανική επιχείρηση, ούτε αυτή είχε παραλάβει ποτέ τα εμπορεύματα που μνημονεύονταν στα συγκεκριμένα τιμολόγια, αφού, εκτός των άλλων, σύμφωνα με το ....... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας, η ως άνω γερμανική επιχείρηση αναγνωρίσθηκε ως εξαφανισμένη (misseing trader), κατά την περίοδο από τον Ιούνιο 1999 μέχρι τον Απρίλιο του 2000, οι δε αναγραφόμενες στα σχετικά τιμολόγια συναλλαγές αφορούσαν σε επεξεργασίες ηλεκτρονικών υπολογιστών και όχι σε χαλιά, μοκέτες κλπ. Το ανωτέρω Δικαστήριο δέχθηκε ότι το αξιόποινο της παραπάνω πράξεως παραγράφηκε, με την αιτιολογία ότι η πράξη της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση έλαβε χώρα από 1.1.2000 έως και 3.2.2000 και από τότε μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο (.....) για την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Έτσι όμως όπως έκρινε το ως εφετείο δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, έσφαλε, διότι, από τον χρόνο που διαπιστώθηκε το παραπάνω έγκλημα, το οποίο είναι πλημμέλημα, ήτοι από την ημερομηνία της θεωρήσεως του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Πατρών, από την οποία αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος, δηλαδή την 13.4.2004 μέχρι τις 11.2.2005, που επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, δεν παρήλθε πενταετία και επομένως δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Έτσι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παραβιάστηκαν οι αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις και πρέπει η παραπάνω απόφαση να αναιρεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγω εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ), εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙ Α ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3082/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τσόλιας: Αναίρεση του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών κατά αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε ως εφετείο, με την οποία έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση. Εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, ως προς τον χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, η οποία εν προκειμένω αρχίζει από τότε που διαπιστώθηκε το αδίκημα. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή.
0
Αριθμός 1130/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πολυζώη Κομνηνακίδη, για αναίρεση της με αριθμό 928/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1966/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω (υπερχειλής δόλος), σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Εξ' άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ποινική ουσιαστική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο Εφετείο, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, έγγραφα, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία), αποδείχθηκαν τα εξής: "Στην ....., στις ...., ο κατηγορούμενος, χωρίς την εντολή ή τη συναίνεση του εγκαλούντος Ψ1, συμπλήρωσε μια έντυπη σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου με το σύστημα της χρηματοδότησης από Τράπεζα, αναγράφοντας ως στοιχεία του αγοραστή τα στοιχεία ταυτότητας του εγκαλούντος και το είδος του πωλουμένου αυτοκινήτου (.... ασημί .....) και, στη θέση που υπογράφει ο αγοραστής, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντος, ώστε να εμφανίζεται ο εγκαλών ότι συνεβλήθη με τον πωλητή αυτοκινήτων ...... για την αγορά του ανωτέρω περιγραφομένου αυτοκινήτου με το σύστημα της χρηματοδότησης από τη Εγνατία Τράπεζα ποσού ύψους 5.780.000 δραχμών. Στη συνέχεια δε, προέβη στην χρήση του ανωτέρω εγγράφου, εγχειρίζοντάς το στους αρμόδιους υπαλλήλους της Εγνατίας Τράπεζας. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2 και 216 παρ. 2 του Π.Κ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο, καθώς και τον εγκληματικό σκοπό (υπερχειλή δόλο) του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, των περιστατικών εκείνων, από τα οποία προκύπτει η γνώση του, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης-πλήρους γνώσης) για την πλαστότητα του ανωτέρω εγγράφου, το οποίο ο ίδιος συμπλήρωσε χωρίς την προηγούμενη εντολή ή συναίνεση του εγκαλούντος, όπως επίσης αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία υπέβαλε στη συνέχεια, τη σχετική σύμβαση στην Τράπεζα Εγνατίας, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί με το ως άνω χρηματικό ποσό. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που, με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Ποιν.Δ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Ποιν.Δ. όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του Κ.Ποιν.Δ. Εξ' άλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, και 68 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 Α.Κ, στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. Από τα ανωτέρω παρέπεται, ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και όταν η πολιτική αγωγή ασκηθεί, χωρίς να έχει αποβληθεί, για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου ή από το ίδιο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) υπό ιδιότητα όμως διαφορετική από εκείνη που είχε παραστεί πρωτοδίκως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 2004, ο εγκαλών είχε εμφανιστεί και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, στην κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ποινική δίκη και ζήτησε, με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός του, την επιδίκαση υπέρ αυτού, χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 5 ευρώ, ενώ διόρισε και ως πληρεξούσιο δικηγόρο του, τον δικηγόρο Δημήτριο Αποστολίδη. Στη συνέχεια και μετά την άσκηση εφέσεως από τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο, εκδόθηκε η με αριθμό 1208/2006 απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία επιδίκασε στον ως άνω εγκαλούντα, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 5 ευρώ, παρά το γεγονός, ότι κατά τη συζήτηση αυτή ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ο εγκαλών παρέστη αυτοπροσώπως και, χωρίς την παρουσία του πληρεξουσίου του. Κατά της ως άνω με αριθμό 1208/2006 αποφάσεως, του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ο κατηγορούμενος άσκησε αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε δεκτή με την υπ' αριθμό 1136/2007 απόφασή του Δικαστηρίου αυτού και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο. Μετά από αυτά, και την εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και τον καταδίκασε σε φυλάκιση οκτώ μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή. Κατά την τελευταία αυτή συζήτηση της υποθέσεως, στο Δικαστήριο της παραπομπής, τούτο επιδίκασε εκ νέου, υπέρ του εγκαλούντος, ο οποίος, ας σημειωθεί ότι κατά την τελευταία αυτή συζήτηση, είχε παρασταθεί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαγιαννίδη και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5 ευρώ. Η, κατά τον τρόπο αυτό, παράσταση του εγκαλούντος, ως πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και η επιδίκαση υπέρ αυτού, του ποσού των 5 ευρώ, ως χρηματικής ικανοποίησης, σε καμία περίπτωση δεν χειροτέρευσε τη θέση του αναιρεσείοντος, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτός (εγκαλών), είχε παραστεί ενώπιον αυτού νομίμως και δηλώσει την αξίωσή του, δεν υπερέβη δε την εξουσία του, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν επήλθε εξ' αυτού του λόγου, οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 65 από 13-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 928/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) υπέρβασης εξουσίας. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως. Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας από το γεγονός, ότι στην μετ’ αναίρεση συζήτηση της υποθέσεως, ο εγκαλών παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ως πολιτικώς ενάγων, που είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, (η απόφαση του οποίου είχε αναιρεθεί), είχε παραστεί αυτοπροσώπως. Δεν επήλθε χειροτέρευση της θέσεως του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1128/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Κοσσίδα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 287/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 813/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 271/28.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων την από 15/18-12-2006 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στο Κατάστημα Κρατήσεως Κορυδαλλού, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης αμετακλήτως δια της υπ'αριθμ. 287/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, ως και την από 15/18-12-2006 αίτηση του ιδίου, περί αναστολής εκτελέσεως της δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως εκτιομένης ποινής, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 525 παρ. 1 περίπτ. 2 ΚΠΔ, η με αμετάκλητη απόφαση περατωθείσα ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα, και αν, μετά την οριστική καταδίκη, απεκαλύφθησαν νέα, άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή εν συνδυασμώ προς τις προηγουμένως προσκομισθείσες καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος, ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο εκείνου το οποίο πράγματι εξετέλεσε, κατά δε το άρθρ. 527 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντος πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που την βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτή η περί επαναλήψεως της διαδικασίας αίτηση εκείνου που κατεδικάσθη αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα και επικαλείται νέα γεγονότα ή αποδείξεις, άγνωστα στους δικαστές που τον κατεδίκασαν, θα πρέπει αυτός να εκθέτη στην αίτησή του με σαφήνεια και πληρότητα τα νέα στοιχεία που είναι σχετικά με την πράξη για την οποία εχώρησε η καταδίκη, καθώς και το περιεχόμενο αυτών, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας της αιτήσεως (βλ. ΑΠ 1219/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας έχει το εξής περιεχόμενο: "Ζητώ την επανάληψη της διαδικασίας της υπ'αριθμ. 287/21-5-2002 απόφασης Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά σε φυλάκιση(4) έτη για κλοπή. Για το λόγο ότι υπάρχουν νέα στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητά μου επισυνάπτω δε, με την παρούσα αίτηση ένα έγγραφο (ένορκη βεβαίωση)". 'Ετσι, όμως, ο αιτών δεν εκθέτει στην κρινομένη αίτησή του με σαφήνεια και πληρότητα τα νέα, σχετικά προς την πράξη για την οποία κατεδικάσθη, στοιχεία, καθώς και το περιεχόμενο αυτών, ώστε να καταστή δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας της αιτήσεως και, επομένως, αυτή είναι απορριπτέα, κατά τα προεκτιθέμενα, ως απαράδεκτη. Αλλά, αν κριθή παραδεκτή, επί της ουσίας εκθέτω τα εξής: Δια της επισυναπτομένης στην υπό κρίση αίτηση φωτοτυπίας της υπ'αριθμ. ......., από 23-1-2004, ενόρκου βεβαιώσεως της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού Μαρίας Μαυρουδή, ο Γ2 εδήλωσε ενόρκως (κατά το ουσιώδες μέρος της ενόρκου βεβαιώσεως) ότι, εν σχέσει προς τις μέχρι της συντάξεως της εν λόγω βεβαιώσεως (23-1-2004) αποφάσεις και κατηγορίες κατά του αιτούντος, ο τελευταίος "δεν έχει απολύτως καμία σχέση", ότι εν σχέσει προς ένα αυτοκίνητο μάρκας ......, που είχε κλαπή από την ...... και αυτός (δηλών) είχε "υπεξαιρέσει από έναν αλλοδαπό που το είχε νοικιάσει εκείνος για λογαριασμό δικό" του, ανέφερε ότι λέγεται Χ1, και ότι: "Τον κ. Χ1 τον γνωρίζω προσωπικά εδώ και 10 χρόνια. Γνώριζα ότι ήταν λιποτάκτης του Ελληνικού Στρατού και δεν είχε ταυτότητα γι'αυτό τον έμπλεξα και επειδή είχα χρέη σε διάφορες Τράπεζες και οικογενειακά προβλήματα με την πρώην σύζυγό μου και ότι από τις πράξεις αυτές θα αποκόμιζα χρήματα για να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου απέναντι σε διάφορα ακίνητα που είχα προς κατασκευή στο ..... Τρικάλων. Ζητώ συγνώμη από τον κ. Χ1, από τη σύζυγο του και από τα τρία ανήλικα παιδιά του για τις πράξεις που τον έμπλεξα και που τον έχω φέρει σε σημείο απελπισίας". Όμως, από την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, ως "νέο στοιχείο" εκλαμβανομένη, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της αξιοποίνου πράξεως (κλοπής αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας) για την οποία κατεδικάσθη, ούτε ότι αυτός κατεδικάσθη αδίκως, για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που πράγματι ετέλεσε, αφού, ως προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, αυτός έχει καταδικασθή για κλοπή ενός αυτοκινήτου ΤΟΥΟΤΑ, τύπου ......, τελεσθείσα στο ........, την 18-10-1996, εις βάρος του Ψ1, περί της οποίας ουδέν το συγκεκριμένο αναφέρεται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να απορριφθή και η ανωτέρω αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής την οποία εκτίει ο αιτών, δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, δεν καθίσταται φανερή η αθωότης του. Τέλος, πρέπει αυτός να καταδικασθή στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω---------------- Να απορριφθούν, η από 15/18-12-2006 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, περί επαναλήψεως διαδικασίας περατωθείσης δια της υπ'αριθμ. 287/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, ως και η υπό την ιδία ημερομηνία αίτηση αυτού, περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής την οποία εκτίει αυτός, δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως. Και Να καταδικασθή ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 12 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και την πληρεξούσια του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις συμπληρωματικές, ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές, που την εξέδωσαν, εφ' όσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ' έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την 287/2002 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), με την οποία ο αιτών καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών για κλοπή τελεσθείσα από δράστη που διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, στηριζόμενη σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος, από τα οποία, κατά το περιεχόμενο της αιτήσεως, καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος για την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, είναι νόμιμη σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (σε συμβούλιο), κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και πρέπει να εξεταστεί και κατ' ουσίαν. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο Χ1 καταδικάστηκε, με τη 287/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (κακουργημάτων), η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών για το έγκλημα της κλοπής που τελέσθηκε από δράστη, ο οποίος διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η κατηγορία συνίσταται στο ότι ο αιτών, στις 18 Οκτωβρίου 1996 και ώρα 22.30 περίπου, στο .... (οδός ... αριθ. .. - περιοχή .....), αφαίρεσε από την κατοχή του Ψ1, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, το με αριθμό κυκλοφορίας .... επιβατηγό δημόσιας χρήσης (Ε.Δ.Χ.) ταξί αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ΤΟΥΟΤΑ, τύπου ......., χρώματος κίτρινου με αριθμό πλαισίου ..... και αριθμό κινητήρα ...... κατά τη στιγμή που ο ανωτέρω οδηγός του είχε κατέβει απ' αυτό, το εν λόγω δε αυτοκίνητο ανήκει κατά κυριότητα στον ανωτέρω οδηγό και στον αδελφό του Ζ1, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, πρόκειται δε για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από το σκεπτικό της παραπάνω αποφάσεως, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα εξής: "Στις 17.10.1996 και περί ώρα 19.00, ο κατηγορούμενος, προσποιούμενος ότι ήθελε να μισθώσει ταξί, προκειμένου να μεταφέρει τη σύζυγό του από κάποιο χωριό της ορεινής ..... στην Αθήνα, μίσθωσε από το σταθμό Λαρίσης το ...... Ε.Δ.Χ. (ταξί)το οποίο ανήκε κατά το ήμισυ στον Ψ1 και κατά το έτερο ήμισυ στον αδελφό του, Ζ1 και οδηγούμενο από τον πρώτο. Πράγματι, μετέβησαν στην περιοχή της λίμνης ......, όπου ο κατηγορούμενος, προφασιζόμενος ότι κάποιος θα έφερνε τη σύζυγό του, τον έπεισε να διανυκτερεύσουν. Την επομένη, επέστρεψαν χωρίς τη σύζυγο του κατηγορουμένου και μετέβησαν στην περιοχή ...., στο ......, όπου διέμενε, για να πληρώσει τάχα τον οδηγό. Εκεί σταμάτησαν στην οδό... και, αφού κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, κατευθύνθηκαν στην οδό ......., όπου, όπως είπε ο κατηγορούμενος, βρισκόταν το σπίτι του. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την απασχόληση του οδηγού σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον αδελφό του (μέσω κινητού τηλεφώνου), εισήλθε στο ταξί, στο οποίο ο οδηγός είχε αφήσει τα κλειδιά, το έβαλε εμπρός και εξαφανίστηκε. Μετά από τρεις μήνες, ο οδηγός του ταξί πήρε ειδοποίηση από την αστυνομία ότι το αυτοκίνητό του είχε επιχειρήσει ο κατηγορούμενος να το πωλήσει σε παλαιοπώλη (τον μάρτυρα Γ1) για παλιοσίδερα, ο οποίος είχε υποψιασθεί ότι είναι κλεμμένο και ειδοποίησε σχετικά την αστυνομία. Από τη διαδικασία αποδείχθηκε πλήρως ότι δράστης της κλοπής του αυτοκινήτου αυτού, το οποίο είχε ιδιαίτερα μεγάλη αξία (5.000.000 δρχ.) ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος αναγνωρίστηκε τόσον από τον οδηγό του, όσο και από τον μάρτυρα Γ1. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι αυτός διαπράττει κατ' επάγγελμα κλοπές. Η κρινόμενη αίτηση στηρίζεται στο ότι υπάρχουν νέα στοιχεία που αποδεικνύουν, κατά τον αιτούντα την αθωότητά του και ειδικότερα η επισυναπτόμενη ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος Γ2, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού Μαρίας Μαυρουδή. Στην ένορκη αυτή βεβαίωση, ο Γ2 κατέθεσε τα ακόλουθα: "Με τον κύριο Χ1, δηλώνω ότι, το διάστημα που κρατήθηκε σε διάφορες δικαστικές φυλακές, 13 μήνες και 22 ημέρες με την συγχωνευτική απόφαση υπ' αριθμόν 3845/27.6.2002 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 56 μηνών και 10 ημερών και πλήρωσε το υπόλοιπο της ποινής 1279 ημερών, με το υπ' αριθμόν ....... διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Χαλκίδας και σε εκτέλεση της υπ' αριθμόν 8/2003/8.1.2003 παραγγελίας του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδος. Ότι αποφάσεις έχουν στον παραπάνω αναφερόμενο έως σήμερα και για ότι έχει κατηγορηθεί έως σήμερα δεν έχει απολύτως καμία σχέση. Εγώ προχθές παρέδωσα το τελευταίο Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας ...... που είχε δηλαδή κλαπεί από τις ενοικιάσεις .... στη ...., που το είχα υπεξαιρέσει από έναν αλλοδαπό, που το είχε νοικιάσει εκείνος για λογαριασμό δικό μου και του είχα αναφέρει ότι λέγομαι Χ1. Το αυτοκίνητο παραδόθηκε προχθές το αναφερόμενο σε ένα υπάλληλο με την ονομασία Άκης του άφησα το κλειδί του αυτοκινήτου στον αριθμό 180 σε ένα περίπτερο στη λεωφόρο .... και μού έδωσαν ένα φάκελο με χρήματα που τους επέστρεψα πίσω το αυτοκίνητο. Τον κ. Χ1 τον γνωρίζω προσωπικά εδώ και 10 χρόνια. Γνώριζα ότι ήταν λιποτάκτης του Ελληνικού Στρατού και δεν είχε ταυτότητα γι' αυτό τον έμπλεξα και επειδή είχα χρέη σε διάφορες Τράπεζες και οικογενειακά προβλήματα με την πρώην σύζυγό μου και ότι από τις πράξεις αυτές θα αποκόμιζα χρήματα για να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου σε διάφορα ακίνητα που είχα προς κατασκευή στο ...... Τρικάλων. Ζητώ συγγνώμη από τον κ.Χ1, από τη σύζυγό του και από τα τρία ανήλικα παιδιά του για τις πράξεις που τον έμπλεξα και που τον έχω φέρει σε σημείο απελπισίας". Επειδή, κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η επικαλούμενη από τον αιτούντα ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, ως νέο στοιχείο εκλαμβανόμενη, τόσο από μόνη της όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς προσκομισθείσες αποδείξεις, με βάση τις οποίες τούτο έκρινε, ότι ο αιτών τέλεσε την προαναφερόμενη παραπάνω πράξη, δεν καθιστά φανερό, σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι ο αιτών είναι αθώος της πράξεως αυτής, για την οποία καταδικάσθηκε αμετακλήτως, ούτε ότι αυτός καταδικάστηκε αδίκως για έγκλημα βαρύτερο εκείνου που πράγματι τέλεσε, αφού μάλιστα, όπως προκύπτει από την παραπάνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, αυτός έχει καταδικασθεί για κλοπή ενός αυτοκινήτου ΤΟΥΟΤΑ, τύπου ........, τελεσθείσα στο ...... στις 18 Οκτωβρίου 1996 εις βάρος του Ψ1, για την οποία δεν αναφέρεται τίποτε το συγκεκριμένο στην ως άνω ένορκη βεβαίωση. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθώς επίσης (ως χωρίς αντικείμενο, ενόψει της απόρριψης της κύριας αίτησης) και η από 18.12.2006 αίτηση για αναστολή εκτελέσεως της ποινής την οποία εκτίει ο αιτών, δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει 1) την από 19.12.2006 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την 287/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και 2) την με την ίδια ημερομηνία αίτηση του αυτού ως άνω αιτούντος για αναστολή εκτελέσεως της ποινής την οποία αυτός εκτίει σε εκτέλεση της παραπάνω αποφάσεως. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα. Αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων και νέων αποδείξεων. Απορρίπτεται η αίτηση της επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι δεν καθίσταται φανερό ότι ο απών είναι αθώος του εγκλήματος της κλοπής, που τελέσθηκε από δράστη που διαπράττει κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
2
Αριθμός 1129/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Θεσσαλονίκης, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 820/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Αυγούστου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1744/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 511/18.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 27-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ....... κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, κατά του υπ'αριθμ. 820/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 482 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και όταν παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του. Κατά δε το άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, που οφείλει να ειδοποιήσει, τουλάχιστο είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο), τον διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του, για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση, το δια της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσβαλλόμενο βούλευμα διέταξε περαιτέρω ανάκριση και απέρριψε την από 7-5-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος, δια της οποίας αυτός εκθέτει "αντιρρήσεις" εν σχέσει προς το υπ'αριθμ. 33/12-12-2005 ένταλμα προσωρινής κρατήσεώς του, εκδοθέν από τον Ανακριτή Ε' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, εκτιμηθείσα ως αίτηση αντικαταστάσεως της προσωρινής κρατήσεώς του δια περιοριστικών όρων. Επομένως, εφ'όσον το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραπέμπει τον αναιρεσείοντα δια κακούργημα, ούτε παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος μη υποκειμένου σ'αυτή από τον αναιρεσείοντα. Συμφώνως δε προς το άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ, πρέπει η αίτηση αυτή να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω Να απορριφθή η από 27-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του ....... κρτουμένου στην Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, κατά του υπ'αριθμ. 820/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 24 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 482 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και όταν παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Εν προκειμένω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά του 820/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο διέταξε περαιτέρω ανάκριση και απέρριψε την από 7 Μαΐου 2007 αίτηση του αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός προβάλλει αντιρρήσεις εν σχέσει προς το 33/12.12.2005 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, που εκδόθηκε από τον Ανακριτή του Ε' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και η οποία εκτιμήθηκε ως αίτηση αντικαταστάσεως της προσωρινής κρατήσεως του αναιρεσείοντος με περιοριστικούς όρους. Επομένως, εφόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα ούτε παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του, η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, αφού στρέφεται κατά βουλεύματος, το οποίο δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27 Αυγούστου 2007 αίτηση αναιρέσεως του ...... κατά του 820/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βούλευμα: Απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατά βουλεύματος, το οποίο διέταξε περαιτέρω ανάκριση, το οποίο δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1126/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Πλεύρη και Νικόλαο Πατεράκη για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1840/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1709/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθνάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 458/20.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 1 εδ. β', 527 παρ. 3, 528 παρ. 1 και 529 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμόν πρωτ: 9012/11.10.2007 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του Χ1, κατά της υπ'αριθμόν 1840/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποίαν καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι ετών και τεσσάρων μηνών για απόπειρα κακουργηματικής πλαστογραφίας, πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος, παράβαση του άρθρου 14 παρ. 7 Ν.2910/2001 και παράνομη κατοχή όπλου και εκθέτω τα ακόλουθα: Α) Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 εδ. β' Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασθέντος για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις..... 2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα-άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν-γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Επίσης κατά το άρθρο 527 παρ. 3 Κ.Π.Δ. "Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη και υποβάλλεται στον Εισαγγελέα Εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκαν από πλημμελειοδικείο και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίον παραδόθηκε η αίτηση, οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, όπου υπηρετεί". Εξ'άλλου, κατά το άρθρο 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "Αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επανάληψης είναι, κατά τις διακρίσεις της παρ. 3 του άρθρου 527, το συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση και αν κρίνει ότι η επανάληψη στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στη περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 4 σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανωτέρω από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση". Τέλος, κατά το άρθρο 529 Κ.Π.Δ. "Μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο, που είναι αρμόδιο να την κρίνει, αποφασίζει μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή η μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος". Β) Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα εξής: α) κατ'αρχήν η ανωτέρω προθεσμία των τριών ημερών δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητος (Εφετ. Θεσσαλονίκης 197/91) αλλά αποτελεί υπόδειξη προς το δικαστή για επίσπευση, ιδίως αν προκύπτει η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι αλλιώς, δηλαδή τα "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα του αιτούντος, δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής εκτελέσεως της ποινής (ΑΠ 6/85, 79/83). β) Νέες αποδείξεις, κατά τη νομολογία, είναι εκείνες που δεν έχουν υποβληθεί στο καταδικάσαν δικαστήριο (Α.Π. 919/90, 1147/91) καθώς και εκείνες που δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα (Α.Π. 201/90, 1040/84, 1703/89). Εάν λοιπόν υποβλήθηκαν ρητώς ή εμμέσως, πλην σαφώς και απορρίφθηκαν από το δικαστήριο, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, δεν είναι νέες αποδείξεις κατά την έννοια του νόμου (Α.Π. 322/82, ΑΠ 1061/90). γ) Τα νέα έγγραφα ή οι νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε π.χ. καταθέσεις νέων μαρτύρων, έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά και γενικά κάθε αποδεικτικό στοιχείο νέο (Α.Π. 871/88, 1539/87) δ) Δεν αρκεί όμως η αποκάλυψη νέων αγνώστων στους δικάσαντες δικαστές γεγονότων ή αποδείξεων, αλλά απαιτείται επί πλέον τα νέα αυτά στοιχεία να κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε, καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε ή είναι τελείως αθώος (Α.Π. 148/77 και 736/77). ε) Τέλος αν η καταδίκη απαγγέλθηκε από το Εφετείο, αρμόδιο να αποφασίσει επί της αιτήσεως επαναλήψεως είναι το συμβούλιο του Αρείου Πάγου, εν προκειμένω δε η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται, είναι ήδη αμετάκλητη, διότι έχει απορριφθεί με την υπ'αριθμόν 1621/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η από 28-11-2005 αίτηση του αιτούντος την αναίρεση της υπ'αριθμόν 1840/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Γ) Στη προκειμένη περίπτωση: Ο Χ1 καταδικάστηκε με την υπ'αριθμόν 1840/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών για τα αδικήματα της απόπειρας κακουργηματικής πλαστογραφίας, πλαστογραφίας σε βαθμό πλημμελήματος, παράβασης του άρθρου 14 παρ. 7 Ν. 2910/2001 και παράνομης κατοχής όπλου. Η κατηγορία συνίσταται στο ότι ούτος 1) Στην .... και την ..... Αττικής κατά το έτος 2001 και πριν την 28-6-2001 έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια το κακούργημα της πλαστογραφίας ήτοι της κατάρτισης πλαστών και νόθευσης γνησίων εγγράφων και δη ελληνικών και αλλοδαπών ταξιδιωτικών και λοιπών εγγράφων, επεχείρησε πράξη συνιστώσα αρχή εκτέλεσης του άνω εγκλήματος και ειδικότερα έχοντας προμηθευτεί, έναντι ανταλλάγματος και εν γνώσει του ότι αποτελούν προϊόντα κλοπής από τρίτα πρόσωπα γνήσια ελληνικά και αλλοδαπά ταξιδιωτικά έγγραφα αυτούσια ή και σελίδες αυτών, είχε εκφέρει αλλοιώσεις με τη τοποθέτηση φωτογραφίας τρίτων προσώπων και των σ'αυτά ατομικά χαρακτηριστικά των προκειμένου να τα πωλήσει σε διάφορα πρόσωπα, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε διότι την 28-6-2001 συνελήφθη πριν προβεί στη χρήση των άνω πλαστών εγγράφων, 2) κατείχε παράνομα 40 γνήσια διαβατήρια άλλων προσώπων στο επί της οδού ..... μισθωμένο από τη σύζυγό του διαμέρισμα 3) κατήρτισε εξ υπαρχής δύο πλαστές άδειες παραμονής αλλοδαπών του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών, την υπ'αριθμόν ..... Γνωμάτευση Ιατρικής εξέτασης του Νοσοκομείου Γεννηματά και νόθευσε την υπ'αριθμόν ..... άδεια οδήγησης και 4) την 6-7-2001 κατείχε όπλο άνευ αδείας της αρμοδίας Αρχής. Από το σκεπτικό της άνω αποφάσεως προκύπτει ότι το δικάσαν δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δέχτηκε ότι στην Υποδιεύθυνση αλλοδαπών υπήρχε πληροφορία ότι ο αιτών προμηθευόταν επ'αμοιβή κλαπέντα διαβατήρια και άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία πλαστογραφούσε και τα διέθετε στη συνέχεια σε αλλοδαπούς μετανάστες έναντι αμοιβής. Σε σωματική έρευνα που του έκαναν βρέθηκαν επάνω του, εκτός των άλλων και ένας μεγενθυτικός φακός και έξι φωτογραφίες τύπου διαβατηρίου. Στην οικία του επί της οδού ..... βρέθηκαν τρία αυτοκόλλητα φέροντα σφραγίδες που τίθενται στα ελληνικά διαβατήρια, μεγάλος αριθμός διαβατηρίων και σελίδες διαβατηρίων. Ακολούθως ο ίδιος τους οδήγησε σε διαμέρισμα στην οδό ......, όπου ήταν το εργαστήριο όπου νοθευόνταν τα διαβατήρια. Εκεί βρέθηκαν όργανα πρόσφορα και κατάλληλα για τη κατάρτιση πλαστών διαβατηρίων ήτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και εκτυπωτές, 40 γνήσια διαβατήρια, 129 σελίδες ελληνικών διαβατηρίων, 9 βίζες εισόδου στις ΗΠΑ, άδειες οδήγησης κλπ καθώς και ένα όπλο. Ούτω ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη για τις άνω πράξεις. Από τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης τα οποία ανεγνώσθηκαν και ελήφθησαν υπόψη του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο άνω κατηγορούμενος, απολογούμενος ανέφερε ότι το σπίτι στην οδό ..... το είχε νοικιάσει στον Γ1 και ότι αυτά τα πράγματα που βρέθηκαν στο διαμέρισμα δεν ήταν δικά του αλλά του Γ1. Μάλιστα στη δίκη εκείνη εξετάσθηκαν ως μάρτυρες υπερασπίσεως οι Ζ1 και Ζ2. Ο πρώτος κατέθεσε ότι "υπάρχει ένας Γ1 και έχω πρόβλημα μαζί του. Μου πήρε 150.000 δρχ. και μου έφιαξε άδεια παραμονής πλαστή...... Ο κατηγορούμενος ποτέ δεν έκανε πλαστά...." και ο δεύτερος κατέθεσε ότι "Ο κατηγορούμενος είναι καλό παιδί.....'Εδωσα το διαβατήριό μου στον Γ1 για να μου φιάξει τα χαρτιά μου και αυτός δεν μου το έδωσε, εξαφανίστηκε....". Στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης αναφέρεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι "τα αντικείμενα της οδού ..... δήθεν ανήκαν σε κάποιο Ιρακινό υπήκοο, ονόματι Γ1, αγνώστων λοιπών στοιχείων". Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται στο ότι ο Γ1 είναι υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα καταδικάστηκε με την υπ'αριθμόν 64631/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών για υπεξαγωγή εγγράφων και στο ότι σ'αυτόν ανήκε ο επίμαχος χώρος όπου βρέθηκαν διάφορα αξιόλογα, κατά τις διωκτικές αρχές, στοιχεία, της οδού .... αρ. ..., και κατά συνέπεια αυτός δεν έχει καμία σχέση με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Εκτός από την άνω απόφαση προσκομίζει και επικαλείται τις από 10-10-2007 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ζ3 και Ζ4, οι οποίοι καταθέτουν ότι το Γ1 έφιαχνε τα πλαστά διαβατήρια κλπ στην οδό ... αρ. .... και ο Χ1 δεν είχε καμία σχέση με τα πλαστά που βρέθηκαν στο άνω διαμέρισμα. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός το οποίο επικαλείται ο αιτών για να στηρίξει την αίτησή του δεν αποτελεί κατά την έννοια του άρθρου 525 Κ.Π.Δ. "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε (ΑΠ 479/2006 Π.Χ. ΝΣΤ σελ. 925), αφού νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνα που ήταν άγνωστα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, ώστε να μη μπορεί να τα λάβει υπόψη, και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλλει, γιατί αν ήταν γνωστά έπρεπε να έχουν προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται φανερή η αθωότητα του αιτούντος για τα άνω αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε με την υπ'αριθμόν 1840/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, προσέτι δε να απορριφθεί το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να επιβληθούν εις βάρος του τα δικαστικά έξοδα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν πρωτοκ. 9012/11-10-2007 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του Χ1 κατά της υπ'αριθμόν 1840/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. 2) να απορριφθεί επίσης το σχετικό αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής του και 3) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αιτούντος. Αθήνα 5 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τους πληρεξουσίους του αιτούντος ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές, ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως, ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές, που την εξέδωσαν, εφ' όσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ' έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την 1840/2005 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (με την οποία ο αιτών καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι ετών και τεσσάρων μηνών για απόπειρα κακουργηματικής πλαστογραφίας, πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος, παράβαση του άρθρου 14 παρ. 7 του νόμου 2910/2001 και παράνομη κατοχή όπλου), στηριζόμενη (η αίτηση) σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος, από τα οποία, κατά το περιεχόμενο της αιτήσεως, καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (σε συμβούλιο), κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και πρέπει να εξεταστεί και κατ' ουσίαν. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο Χ1 καταδικάστηκε, με την 1840/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι ετών και τεσσάρων μηνών για τα αδικήματα της απόπειρας κακουργηματικής πλαστογραφίας, πλαστογραφίας σε βαθμό πλημμελήματος, παραβάσεως του άρθρου 14 παρ. 7 του Νόμου 2910/2001 και παράνομης κατοχής όπλων. Η κατηγορία συνίσταται στο ότι ο αιτών 1) στην .... και στην ..... Αττικής, κατά το έτος 2001 και πριν την 28η Ιουνίου 2001, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το κακούργημα της πλαστογραφίας, ήτοι της καταρτίσεως πλαστών και νοθεύσεως γνήσιων εγγράφων και δη ελληνικών και αλλοδαπών ταξιδιωτικών και λοιπών εγγράφων, επιχείρησε πράξη συνιστώσα αρχή εκτελέσεως του άνω εγκλήματος και ειδικότερα, έχοντας προμηθευτεί, έναντι ανταλλάγματος και εν γνώσει τού ότι αποτελούν προϊόντα κλοπής από τρίτα πρόσωπα γνήσια ελληνικά και αλλοδαπά ταξιδιωτικά έγγραφα αυτούσια ή και σελίδες αυτών, είχε επιφέρει αλλοιώσεις με την τοποθέτηση φωτογραφίας τρίτων προσώπων και των σ' αυτά ατομικά χαρακτηριστικά των, προκειμένου να τα πωλήσει σε διάφορα πρόσωπα, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε, διότι, την 28. 6.2001, συνελήφθη πριν προβεί στη χρήση των άνω πλαστών εγγράφων, 2) κατείχε παράνομα 40 γνήσια διαβατήρια άλλων προσώπων στο επί της οδού .... μισθωμένο από τη σύζυγό του διαμέρισμα 3) κατήρτισε εξ υπαρχής δύο πλαστές άδειες παραμονής αλλοδαπών του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών, την υπ' αριθμόν ...... Γνωμάτευση Ιατρικής Εξετάσεως του Νοσοκομείου Γεννηματά και νόθευσε την υπ' αριθμόν .... άδεια οδηγήσεως και 4) την 6 Ιουλίου 2001, κατείχε όπλο χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αρχής. Από το σκεπτικό της παραπάνω αποφάσεως, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε ότι στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών υπήρχε πληροφορία ότι ο αιτών "προμηθευόταν με αμοιβή κλαπέντα διαβατήρια και άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα, τα οποία πλαστογραφούσε και τα διέθετε σε αλλοδαπούς μετανάστες, έναντι μεγάλης αμοιβής. Μετά πολυήμερη παρακολούθηση, την 28.6.2001, τον ακινητοποίησαν έξω από την κατοικία του, στην οδό ....αρ. , στα .... Σε σωματική έρευνα, βρέθηκε να έχει πάνω του και κατασχέθηκαν 2.075.000 δρχ. 800 γερμανικά μάρκα, 1.610 δολάρια ΗΠΑ, 150.000 ιταλικές λιρέτες, τέσσαρες αποδείξεις κατάθεσης μετρητών στην ARAB BANK ποσών αντίστοιχα 500, 1.500, 15.305 δολαρίων ΗΠΑ και 3.000.000 δραχμών, καθώς επίσης και ένα δελτίο ανάληψης από την ίδια τράπεζα ποσού 3.204,725 δραχμών. Επίσης βρέθηκαν πάνω του και κατασχέθηκαν ένας μεγεθυντικός φακός και έξη (6) φωτογραφίες, τύπου διαβατηρίου, αγνώστων προσώπων. Επακολούθησε έρευνα στο άνω διαμέρισμα, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τρία αυτοκόλλητα, φέροντα σφραγίδες που τίθενται στα ελληνικά διαβατήρια, πέντε (5) φωτογραφίες τρίτων αγνώστων προσώπων, κλειδιά και κλειδαριές και μεγάλος αριθμός διαβατηρίων και σελίδες διαβατηρίων. Τα διαβατήρια και σελίδες είχαν κλαπεί, από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι την ημέρα της συλλήψεώς του (28.6.2001), από τρίτους άγνωστους δράστες και είχαν παραδοθεί επ' αμοιβή στον κατηγορούμενο, που γνώριζε ότι ήσαν προϊόν κλοπής. Η ίδια Υπηρεσία Αλλοδαπών είχε την πληροφορία, την οποία επιβεβαίωσε και ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ότι ο χώρος - εργαστήριο όπου νοθεύονταν τα διαβατήρια ήταν σε μισθωμένο διαμέρισμα στην οδό ... αρ. .., στην Κάτω ....., όπου τελικά, την 4.7.2001, ο ίδιος οδήγησε τα αστυνομικά όργανα. Στο άνω μισθωμένο διαμέρισμα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν όργανα πρόσφορα και κατάλληλα για την κατάρτιση πλαστών και τη νόθευση γνησίων διαβατηρίων και λοιπών εγγράφων, ήτοι επεξεργαστές, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και εκτυπωτές. Βρέθηκαν επίσης 40 γνήσια διαβατήρια διαφόρων προσώπων, 129 σελίδες ελληνικών διαβατηρίων που έφεραν φωτογραφίες, αριθμούς και ονοματεπώνυμα, 19 φωτοαντίγραφα σελίδων ελληνικών διαβατηρίων, 9 βίζες εισόδου στις ΗΠΑ, 9 αυτοκόλλητες βίζες εισόδου σε χώρες της Ε.Ε. και 18 άδειες ικανότητας οδήγησης χωρών της Ε.Ε. Κατά την έρευνα, ο κατηγορούμενος παρέδωσε ένα όπλο συγκεκαλυμμένης μορφής, τύπου μπρελόκ, που είχε σε διαμορφωμένη θαλάμη του δύο φυσίγγια, έτοιμο προς χρήση και που είναι όπλο κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993. Μεταξύ των εγγράφων που κατασχέθηκαν, περιλαμβάνονται και οι υπ' αριθμ. ... και ...... άδειες παραμονής του Τμήματος Αλλοδαπών, οι οποίες έφεραν σφραγίδα και υπογραφή του αστυφύλακα Δ1. Οι άδειες αυτές είχαν εκδοθεί στο όνομα του ...., η πρώτη, και στο όνομα ......, η δεύτερη, επί της τελευταίας δε είχε επικολληθεί φωτογραφία του κατηγορουμένου. Οι άδειες αυτές έχουν πλαστή στρογγυλή σφραγίδα της Αστυνομικής αρχής και πλαστή υπογραφή του τότε υπηρετούντος στην άνω Υπηρεσία Δ1, ως ο τελευταίος βεβαιώνει στην κατάθεσή του. Ομοίως βρέθηκε και κατασχέθηκε και η υπ' αριθμ. ...... ελληνική άδεια οδήγησης, η οποία είχε νοθευτεί, με την απόξεση των στοιχείων ταυτότητας του δικαιούχου. Η κατάρτιση των δύο ως άνω εγγράφων και η νόθευση του τρίτου έγινε από τον κατηγορούμενο, σε μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς χρονικό διάστημα, πάντως από τις αρχές του έτους 2001 μέχρι την 28.6.2001. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, κατήρτισε και την υπ' αριθμ. ...... γνωμάτευση του Π.Γ.Ν.Α. "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", στην οποία έθεσε ψευδή ημερομηνία και η οποία δεν φέρει σφραγίδες και υπογραφή. Με την χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, ο κατηγορούμενος σκοπούσε να παραπλανήσει άλλους (τις αρμόδιες αρχές στις οποίες θα εμφανίζονταν τα έγγραφα) ότι τα πρόσωπα η φωτογραφία των οποίων ή τα στοιχεία της ταυτότητας αυτών αναγράφονταν σ' αυτά ήσαν νόμιμοι κάτοχοι των εγγράφων αυτών. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα, επιχείρησε πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε, όχι γιατί μετέγνωσε, αλλά διότι, ως προεξετέθη, συνελήφθη. Συγκεκριμένα, στους άνω τόπους, από τις αρχές του έτους 2001 και μέχρι την 28.6.2001, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το κακούργημα της πλαστογραφίας ταξιδιωτικών και λοιπών εγγράφων, προμηθευόταν, έναντι αμοιβής από άγνωστους δράστες κλοπών, μεγάλο αριθμό γνησίων διαβατηρίων και μεμονωμένων σελίδων διαβατηρίων και λοιπών ταξιδιωτικών εγγράφων, με σκοπό την εν συνεχεία νόθευση και τη διάθεση σε τρίτα πρόσωπα έναντι αμοιβής τουλάχιστον 500.000 δραχμών για κάθε έγγραφο. Για την παράνομη αυτή δραστηριότητά του, είχε δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή στο διαμέρισμα της ....... Ειδικότερα, έχοντας προμηθευτεί από άγνωστους δράστες κλοπής μεγάλο αριθμό γνησίων διαβατηρίων και σελίδων διαβατηρίων και λοιπών ταξιδιωτικών εγγράφων, με τον πλούσιο εξοπλισμό που διέθετε , όπως Η/Υ, εκτυπωτικά μηχανήματα, διαφάνειες και σφραγίδες, σκόπευε να καταρτίσει πλαστά έγγραφα, με την αλλοίωση των γνησίων, από τα οποία θα αφαιρούσε την φωτογραφία του δικαιούχου και θα τοποθετούσε εκείνη του μελλοντικού αγοραστή, καθώς και με την αναγραφή των στοιχείων ταυτότητας του τελευταίου, θα διέθετε δε τα έγγραφα αυτά αντί της αναφερόμενης αμοιβής και το συνολικό όφελος που θα αποκόμιζε υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Η πράξη του δε αυτή δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, διότι, την 28.6.2001, συνελήφθη. Την πράξη αυτή έχει τελέσει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού, από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και με την υποδομή την οποία είχε διαμορφώσει, δήλον είναι ότι σκοπούσε να πορισθεί εισόδημα, από δε την τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας, προκύπτει σταθερή ροπή προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του". Από τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, τα οποία αναγνώσθηκαν και ελήφθησαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο,, προκύπτει ότι ο παραπάνω κατηγορούμενος, απολογούμενος, ανέφερε ότι το σπίτι στην οδό ..... το είχε νοικιάσει στον Γ1 και ότι αυτά τα πράγματα, που βρέθηκαν στο διαμέρισμα δεν ήταν δικά του, αλλά του Γ1. Μάλιστα στη δίκη εκείνη εξετάσθηκαν, ως μάρτυρες υπερασπίσεως, οι Ζ1 και Ζ2. Ο πρώτος κατέθεσε ότι "υπάρχει ένας Γ1 και έχω πρόβλημα μαζί του. Μου πήρε 150.000 δραχμές και μου έφτιαξε άδεια παραμονής πλαστή...Ο κατηγορούμενος ποτέ δεν έκανε πλαστά..." και ο δεύτερος κατέθεσε ότι "ο κατηγορούμενος είναι καλό παιδί...Έδωσα το διαβατήριό μου στον Γ1 για να μου φτιάξει τα χαρτιά μου και αυτός δεν μου το έδωσε, εξαφανίστηκε...". Στο σκεπτικό της πρωτόδικης αποφάσεως αναφέρεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι "τα αντικείμενα της οδού ..... ανήκαν σε κάποιον Ιρακινό υπήκοο, ονόματι Γ1, αγνώστων λοιπών στοιχείων" Η κρινόμενη αίτηση στηρίζεται στο ότι ο Γ1 είναι υπαρκτό πρόσωπο και μάλιστα καταδικάστηκε με την 64631/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για υπεξαγωγή εγγράφων και στο ότι σ' αυτόν ανήκε ο επίμαχος χώρος της οδού ... αριθμός ..., όπου βρέθηκαν διάφορα αξιόλογα, κατά τις διωκτικές αρχές, στοιχεία, και, κατά συνέπεια αυτός, δεν έχει καμία σχέση με τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε. Εκτός από την παραπάνω καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο αιτών προσκομίζει και επικαλείται ως νέα στοιχεία, τις από 10 Οκτωβρίου 2007 ένορκες βεβαιώσεις των Ζ3 και Ζ4, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών. Έτσι, 1) στην ένορκη βεβαίωσή του, με αριθμό 15.880/2007, ο Ζ3 καταθέτει τα εξής: "Ο Γ1 ενοικίασε το έτος 2001 στις αρχές, ένα διαμέρισμα στην οδό ... αριθμός ..., στην ...... εκεί όπου βρέθηκε σε έφοδο της αστυνομίας όλο το υλικό της πλαστογραφίας, όπως διαβατήρια, άδειες παραμονής και άλλα. Αυτός κατείχε μεγάλο αριθμό διαβατηρίων, τα οποία δεν γνωρίζουμε από πού τα έπαιρνε. Αυτός έφτιαχνε πλαστά διαβατήρια, άδειες παραμονής, άδειες οδηγήσεως αυτοκινήτου και άλλα έγγραφα με αμοιβή και είχε οργανωμένο εργαστήριο στο σπίτι του στην ........ Πάντα κυκλοφορούσε με δύο μπρελόκ, τα οποία ήταν μικρά όπλα και τα είχε φέρει από τη Βουλγαρία. Ξέρω πολύ καλά ότι το εργαστήριο της οδού .... ανήκε εις τον Γ1, αφού εκεί τον είχα πάει πολλές φορές, κοντά στο Πάσχα του 2001, διότι είχε πάρει χρήματα από φίλους μου για να τους φτιάξει χαρτιά και τους είχε κοροϊδέψει. Αργότερα έμαθα ότι το ίδιο πράγμα είχε κάμει σε πολλούς αλλοδαπούς". 2) Στην ένορκη βεβαίωσή του, με αριθμό 15881/2007, ο Ζ4 καταθέτει τα εξής: "Ο Χ1, στις αρχές του έτους 2001, ενοικίασε ένα διαμέρισμα στην οδό .... αριθμός ..., στην ..., στον Γ1. Εκεί ο Γ1 έστησε ολόκληρο εργαστήρι που έφτιαχνε διαβατήρια και άλλα χαρτιά, όπως άδειες παραμονής, άδειες για οδήγηση και άλλα. Εκεί βρέθηκε σε έφοδο της αστυνομίας, το καλοκαίρι του 2001, μεγάλος αριθμός διαβατηρίων, φωτογραφιών και άλλων εγγράφων. Ξέρω ότι ο Γ1 είχε στο σπίτι του στη ...., στην ....., μεγάλο αριθμό διαβατηρίων, που δεν ξέρω από πού τα έπαιρνε. Ο ίδιος ο Γ1 έφτιαχνε πλαστά διαβατήρια, άδειες παραμονής, άδειες οδηγήσεως αυτοκινήτου και άλλα έγγραφα με αμοιβή και είχε το εργαστήριο στο σπίτι του στην ...... Πάντα είχε μαζί του δύο μπρελόκ - όπλα που τα είχε φέρει από τη Βουλγαρία. Ξέρω πολύ καλά ότι το εργαστήριο της οδού .... ανήκε εις τον Γ1. Είχα πάει πολλές φορές, από τον Μάρτη του 2001, μέχρι που βρήκε η αστυνομία το σπίτι, γιατί πάντα μας έβαζε σε μπελάδες, έπαιρνε τα λεφτά και δεν έφερνε τα διαβατήρια ή αργούσε να τα φέρει. Αργότερα έμαθα ότι για τα πλαστά δεν πιάσανε τον Γ1, αλλά κάποιον άλλον, τον Χ1, από την Συρία. Ξέρω ότι ο τελευταίος, ο Χ1 δεν είχε καμιά σχέση με τα πλαστά που βρέθηκαν στο σπίτι της ...., στην ....., αφού ήταν του Γ1, πράγμα που το ξέρουν πάρα πολλά άτομα, Έλληνες και ξένοι". Επειδή, κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, οι επικαλούμενες από τον αιτούντα νέες αποδείξεις, ήτοι οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν μετά πάροδο μιας εξαετίας περίπου από το χρόνο κατά τον οποίο φέρονται ότι έλαβαν χώρα τα γεγονότα που αναφέρονται σ' αυτές, η παραπάνω καταδικαστική για τον Γ1 απόφαση (καθώς και τα λοιπά έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζει ο αιτών και επικαλείται όχι στην αίτηση, αλλά στο σημείωμά του, του αυτού περιεχομένου με τις ανωτέρω), τόσο από μόνες τους όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προσκομισθείσες, με βάση τις οποίες τούτο έκρινε, ότι ο αιτών τέλεσε τις προαναφερόμενες παραπάνω πράξεις, δεν καθιστούν φανερό, σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων αυτών, για τις οποίες καταδικάσθηκε αμετακλήτως ή ότι αυτός καταδικάστηκε για πράξεις βαρύτερες από εκείνες που πραγματικά τέλεσε και επομένως η κρινόμενη αίτησή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, προσέτι δε, να απορριφθεί (ως χωρίς αντικείμενο, μετά την απόρριψη της κύριας αίτησης) και το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.10.2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την 1840/2005 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της ποινής του. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων και νέων αποδείξεων. Απορρίπτεται η αίτηση της επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι δεν καθίσταται φανερό (από τα νέα γεγονότα και τις νέες αποδείξεις), ότι ο αιτών είναι αθώος των εγκλημάτων της απόπειρας κακουργηματικής πλαστογραφίας, πλαστογραφίας σε βαθμό πλημμελήματος, παράβασης του άρθρου 12 του νόμου 2910/2001 και παράνομης κατοχής όπλου (για τα οποία καταδικάσθηκε).
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1123/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 1042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.Με πολιτικώς ενάγουσα την......... Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1784/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 73/13.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 476 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 52/20-9-2007 (συνταχθείσα ενώπιον του Δ/ντή Δικ. Φυλακής Κορυδαλλού) αίτηση αναιρέσεως του Χ1, ήδη κρατούμενου στην Δ.Φ. Κορυδαλλού κατά της υπ' αρ. 1042/2007 αποφάσεως του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Ι) Με την ανωτέρω απόφαση ο κατηγορούμενος κατεδικάσθη σε συνολική ποινή καθείρξεως 25 ετών για βιασμό και αρπαγή (αρ. 322, 336 §1 Π.Κ.). II) Η εν λόγω απόφαση κατεχωρήθη εις το ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 31-5-2007. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως την 20-9-2007 ενώπιον του Δ/ντή της Δικ. Φυλακής Κορυδαλλού. Εις την αίτηση επικαλείται λόγους α) έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής νόμου, β) υπέρβαση εξουσίας γ) δεν ελήφθησαν υπόψη ελαφρυντικές περιστάσεις. ΙII) Κατά την διάταξη του αρ. 473 §3 Κ.Π.Δ. η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, ενώ κατά την παράγραφο 1 ιδίου άρθρου η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από την δημοσίευση της αποφάσεως. Από τον συνδυασμό αυτών των διατάξεων με αυτήν του αρ. 474 §1 Κ.Π.Δ., προκύπτει πως όταν η αναίρεση ασκείται ενώπιον του Δ/ντή της φυλακής όπου κρατείται ο αναιρεσείων, η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως είναι 10 ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως εις το ειδικό βιβλίο. Στην υπό κρίση υπόθεση η 10ήμερη προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως έληξε την 11-6-2007 ημέρα Δευτέρα και ο κατηγορούμενος την άσκησε εκπροθέσμως την 20-9-2007, χωρίς να επικαλείται (στην σχετική αίτηση) οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., να απορριφθεί και επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω 1) Να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η υπ' αρ. 52/07 (ασκηθείσα ενώπιον του Δ/ντή Δικ. Φυλ. Κορυδαλλού) αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ' αρ. 1042/2007 αποφάσεως του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 12-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του Ν.969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" που απαντάται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο στην ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιείται με την γενική έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από το νόμο τακτικά ένδικα μέσα, όπως είναι μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπομένους από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔικ λόγους αναιρέσεως και ιδίως αυτών της ελλείψεως αιτιολογίας, να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου (Ολ.Α.Π. 6/2002). Ούτως από την διάταξη της άνω παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠοινΔικ, σε συνδυασμό με την της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, προκύπτει ότι όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων και δη αναιρέσεως, η οποία γίνεται με δήλωση στον διευθυντή της φυλακής όπου κρατείται ο δικαιούμενος κατηγορούμενος (άρθρο 474 παρ. 1 εδ. β' ΚΠοινΔικ) είναι δέκα ημέρες από της ανωτέρω καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο. Εξ άλλου κατά συναγομένη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Τέλος, κατ' άρθρον 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατεδικάσθη δια της υπ' αριθμ. 1042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών για αρπαγή και βιασμό κατ' έφεση, παρών ών, η απόφαση δε αυτή, κατά της οποίας επιτρέπεται στον καταδικασθέντα αναίρεση (άρθρα 504 παρ. 1, 505 παρ. 1α ΚΠοινΔικ) κατεχωρίσθη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ την 31.5.2007, όπως φαίνεται από την υπό ημερομηνία ... υπηρεσιακή βεβαίωση της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο άνω καταδικασθείς ήσκησε με δήλωση στο διευθυντή των φυλακών Κορυδαλλού την από 20.9.2007 αίτηση αναιρέσεως, δια τους εις αυτήν λόγους. Εντεύθεν και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ησκήθη μετά την πάροδο της νομίμου δεκαημέρου προθεσμίας από την καταχώριση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο του δικαστηρίου, χωρίς να εκτίθενται στην έκθεση αναιρέσεως λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση της. Συνεπώς, και μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20.9.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1042/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αναίρεση με δήλωση στο Διευθυντή της φυλακής όπου κρατείται ο δικαιούμενος, ασκείται σε δέκα ημέρες από την καταχώρηση της τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473§3 ΚΠΔ. Εάν ασκηθεί εκπρόθεσμα, χωρίς να εκτίθενται λόγοι ανωτέρας βίας, που να δικαιολογούν το εκπρόθεσμο αυτής, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρα 513§1α΄, 476§1 ΚΠΔ). Απορρίπτει.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 1121/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννου Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Φλίνου, περί αναιρέσεως της 65660/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 532/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, άλλως εάν κριθεί παραδεκτή, να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του ν. 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή που δεν πληρώθηκε. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παρ. 5, κατά το οποίο για πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του παρόντος νόμου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος, που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, σύμφωνα δε με την παρ. 2 εδ. α' του πιο πάνω άρθρου 22, αν η προαναφερόμενη δήλωση του δικαιούμενου σε έγκληση, δεν υποβληθεί μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του νόμου, η ποινική δίωξη παύει οριστικά. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του ν. 5960/1933, συνάγεται ότι (και πριν ρυθμιστεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 Φ.Ε.Κ. Α' 135/4-7-2006) δικαιούχος της έγκλησης δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του δικαιούμενου σε έγκληση προηγούμενου κομιστή δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933" όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή (Ολ. Α.Π. 23 και 24/2007). Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση με την υπ' αριθμ. 65.660/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933 (έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής) σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Για να καταλήξει στη καταδικαστική κρίση του το δικαστήριο δέχθηκε στο σκεπτικό του τα ακόλουθα. "... ο κατηγορούμενος στον τόπο και κατά τον χρόνο που αναφέρεται στο διατακτικό, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ....... τραπεζική επιταγή ποσού 2.800.000 δραχμών σε διαταγή του ιδίου η οποία, κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια ΑLPHA Τράπεζα προς πληρωμή, δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια σ' αυτήν. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η ασκηθείσα ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη καθόσον δεν νομιμοποιείται ο εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής στην άσκηση έγκλησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 5 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006, ο εξ αναγωγής υπόχρεως ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της δικαιούται σε έγκληση, η διάταξη δε αυτή ως ερμηνευτικού χαρακτήρα (του Ν. 3472/2006) καταλαμβάνει και τις προ της θέσεως σε ισχύ του νόμου αυτού (3472/2006) εκκρεμείς υποθέσεις...." Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και εν σχέσει με τον προβληθέντα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου ισχυρισμό, ότι η μηνύτρια εταιρία δεν είναι τελευταία κομίστρια της επιταγής, το δικαστήριο με ειδική αιτιολογία, δέχεται ότι η μηνύτρια, ως εξ αναγωγής υπόχρεως που πλήρωσε την επιταγή, νομιμοποιείται στην υποβολή εγκλήσεως, ανεξάρτητα αν την νομιμοποίησή της το δικαστήριο στήριξε στη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 νόμου. Εξάλλου δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται η εγκαλούσα με την επωνυμία της, αφού αυτή τη γνωρίζει ο κατηγορούμενος και γι' αυτήν την εγκαλούσα εταιρία υπέβαλε τον απορριφθέντα ισχυρισμό της ελλείψεως νομιμοποιήσεως. Τέλος, αφού από το διατακτικό της αποφάσεως αλλά και την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η ένδικη επιταγή εμφανίσθηκε στην πληρώτρια Τράπεζα την 14-3-2000 και δεν πληρώθηκε, η δε έγκληση της εγκαλούσης εγχειρίσθηκε την 21-4-2000, ήτοι εντός της από το άρθρο 117 παρ. 1 του Π.Κ. προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει ειδική περί του εμπροθέσμου της εγκλήσεως αιτιολογία. Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου καθώς και ο συναφής λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ίδιου Κώδικα με τον οποίο πλήττεται η απόφαση για υπέρβαση εξουσίας γιατί το δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη για την έγκληση την οποία υπέβαλε η εγκαλούσα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠοινΔ), ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 65.660/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Νομιμοποιείται για την υποβολή εγκλήσεως ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και κατέστη ο ίδιος εξ αναγωγής κομιστής του τίτλου. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
0
Αριθμός 1120/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε σύμφωνα με την 57/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταμάτιο Διαμαντάτο, περί αναιρέσεως της 119/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αρτέμη Κυριαζή. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2006 αίτησή του καθώς και στους από 30 Ιουλίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 664/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 εδ. α-γ του ΚΠΔ, όπως τα δύο πρώτα αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 3090/2002, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί, επίσης, για τον λόγο αυτό να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης πριν αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, εκτός αν ειδικοί λόγοι που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου δεν τον επιτρέπουν. Ως σημαντικά αίτια, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, και το κώλυμα συμμετοχής του δικαστή στην εκδίκαση της αναιρέσεως, όχι μόνον όταν έχει συμμετάσχει στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 14 παρ. 3 του ΚΠΔ), αλλά και σε στάδιο προγενέστερο εκείνης, που έχει συμπράξει και στην έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού έχει ήδη εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν εκ προκαταλήψεως να μη κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο. Η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του Κράτους δικαίου που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ' αυτή εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό δικαστή. Άλλωστε, το δικαίωμα εξαιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι θεμελιώνεται στο άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με το οποίο "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του, δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργώντας νόμιμα, θα αποφασίσει, είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης, είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης". Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ' αριθμό 119/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προέκυψε ότι το μέλος της παρούσας σύνθεσης Ιωάννης Παπουτσής, Αρεοπαγίτης, μετέσχε ως σύνεδρος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μάλιστα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο, μεταξύ άλλων, με την υπ' αριθμό 734/20-3-2001 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε συνολική ποινή φυλακίσεως 4 ετών και χρηματική ποινή 15.000 δραχμών, για τα σε αυτή αναφερόμενα αδικήματα. Μετά από αυτά, ενόψει της εκφρασθείσας γνώμης του ως άνω μέλους του Δικαστηρίου Ιωάννη Παπουτσή, συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής εκδικάσεως της προκείμενης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ενόψει του ότι τόσο ο αναιρεσείων, όσο και η παραστάσα ως πολιτικώς ενάγουσα, δεν έχουν κληθεί, να παραστούν κατά την ημέρα της δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως και η διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν είναι εφαρμοστέα, αφού η εν λόγω αναβολή γίνεται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου αυτή να δικασθεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω κωλυόμενος Αρεοπαγίτης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναβάλλει την εκδίκαση της προκείμενης υποθέσεως σε άλλη δικάσιμο, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προκειμένου αυτή η υπόθεση να δικασθεί από σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο Αρεοπαγίτης Ιωάννης Παπουτσής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως. Αναβάλλει κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ, την απόφασή του, λόγω συμμετοχής του μέλους του Δικαστηρίου αυτού, Αρεοπαγίτη Ιωάννου Παπουτσή, στη σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκειμένου η υπόθεση να δικασθεί από άλλη σύνθεση, χωρίς τη συμμετοχή του.
Αναβολή συζήτησης
Αναβολή συζήτησης.
1
Αριθμός 1119/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε σύμφωνα με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 121-125/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Με κατηγορούμενο τον ......., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 8/01.02.2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 199/2008 Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της ελλείψεως της, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας που ιδρύει, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, είτε κατά την έκθεση των περιστατικών αυτών στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και οπλοχρησίας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: "Ο Γ1 είχε αναλάβει με εργολαβία από τον ΟΤΕ την αναβάθμιση του τηλεφωνικού δικτύου του δημοτικού διαμερίσματος Ζαγοράς Ν. Μαγνησίας. Στις 17-9-2004 ο προαναφερθείς ειδοποιήθηκε από τον ΟΤΕ Ζαγοράς προς επανατοποθέτηση έμπροσθεν της οικίας του εκκαλούντα - κατηγορούμενου δύο ξύλινων στύλων καλωδίων του ΟΤΕ που είχαν κοπεί από τον εγκαλούντα - κατηγορούμενο και ήταν τοποθετημένοι έμπροσθεν της οικίας του στη θέση ....Ζαγοράς, καθόσον δεν συμφωνούσε με την τοποθέτηση τους στη συγκεκριμένη θέση. Λόγω δε του ιδιόρρυθμου και εριστικού χαρακτήρα του εκκαλούντα - κατηγορούμενου καθόσον και κατά το παρελθόν και συγκεκριμένα κατά το μήνα Αύγουστο 2004 είχε κόψει και άλλον ξύλινο στύλο του ΟΤΕ που ήταν τοποθετημένος έμπροσθεν της οικίας του και επανατοποθέτησε ο προαναφερθείς εργολάβος, ο τελευταίος ζήτησε εγγράφως τη συνδρομή των αστυνομικών του ΑΤ Ζαγοράς, προκειμένου να προβεί στην επανατοποθέτηση των στύλων. Προς 0 τούτο στις .... και περί ώρα 9,40 μετέβησαν στην θέση ..... Ζαγοράς με το ...... υπηρεσιακό όχημα ο διευθυντής του ΑΤ Ζαγοράς Αρχ/κας Ζ1 με τους Ψ, Αρχ/κα και Ζ2, Αστ/κα και στάθμευσαν αυτό επί της επαρχιακής οδού .... - ..... και σε απόσταση 30 περίπου μέτρων από την οικία του εκκαλούντα - κατηγορουμένου, έμπροσθεν του ήδη σταθμευμένου στο σημείο εκείνο οχήματος του αναμένοντας την έλευση της αστυνομικής δύναμης ως άνω εργολάβου. Μετά την κάθοδο τους εκ του υπηρεσιακού ως άνω οχήματος και μετά δεκάλεπτο περίπου παραμονή στο σημείο εκείνο προκειμένου να προσδιορίσουν τα σημεία επανατοποθέτησης των ξύλινων στύλων του ΟΤΕ εξήλθε της οικίας του ο εκκαλών - κατηγορούμενος ο οποίος ευθύς ως αντιλήφθηκε την παρουσία τους, τους ζήτησε να αποχωρήσουν. Αμέσως μετά και χωρίς να προηγηθεί κάποιος διάλογος μεταξύ αυτού και των αστυνομικών ο κατηγορούμενος εισήλθε στην οικία του πήρε το με αρ. ..... δίκαννο κυνηγετικό όπλο ρωσικής κατασκευής τύπου ....., διαμετρήματος 12 cal γεμάτο με φυσίγγια, το όπλισε και εξήλθε στον αύλειο χώρο της οικίας του. Εκεί σταμάτησε και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και όχι σε βρασμό ψυχικής ορμής για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο που αναφέρεται κατωτέρω στην γνώμη της πλειοψηφίας, πυροβόλησε με το ανωτέρω κυνηγετικό όπλο, δύο απανωτές φορές κατευθύνοντας το όπλο προς το υπηρεσιακό ως άνω όχημα, τα διασπαρθέντα μετά από τους οποίους σκάγια έθραυσαν το οπίσθιο αριστερό υαλοπίνακα του οχήματος αυτού χωρίς όμως να τραυματισθεί από αυτά κανένας από τους αστυνομικούς. Μετά τη ρίψη του δευτέρου πυροβολισμού ο εκ των μαρτύρων κατηγορίας Ζ1 και ο παθών Ψ, ο οποίος ευρίσκετο στην εξωτερική πλευρά του υπηρεσιακού οχήματος "ανταπέδωσαν" τον πυροβολισμό αυτό, μετά τον οποίο ακολούθησε και ο τρίτος πυροβολισμός του κατηγορουμένου, εναντίον των αστυνομικών Ψ και Ζ2 καθώς και του Γ1 που ευρίσκοντο πλησίον του περιπολικού από τη διασπορά των σκαγιών του οποίου τραυματίσθηκε ο εκ τούτων Ψ, ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε μετά τη διακομιδή του στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου εμφάνιζε πύλες εισόδου ξένων σωμάτων στη δεξιά προσωπική χώρα, διαμπερές τραύμα δεξιού βλεφάρου από παρόμοιο σώμα, διατιτραίνον τραύμα κερατοειδούς δεξιού οφθαλμού, έξοδο υδατοειδούς υγρού, μετατραυματικό ύψαιμα, κατάργηση ενδοφλέβιας πιέσεως και οπτικής οξύτητας δεξιού οφθαλμού, που περιοριζόταν σε αντίληψη φωτός. Ο τρίτος πυροβολισμός ερρίφθη από τον κατηγορούμενο δικαιολογημένα προς υπεράσπιση του από εναντίον του επίθεση των αστυνομικών, Ζ1 και Ψ που ήταν παρούσα, αφού κινδύνευσε άμεσα η ζωή του, αλλά και άδικη αφού οι δύο πρώτοι πυροβολισμοί ρίφθηκαν από τον κατηγορούμενο σκοπεύοντας το υπηρεσιακό όχημα και ουχί τους αστυνομικούς, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας κατηγορίας και παθών Ψ "πυροβόλησε δύο φορές προς το περιπολικό" αλλά και ο μάρτυρας κατηγορίας ωσαύτως Ζ1 "τον είδα ότι στόχευε προς το περιπολικό", καθώς και ο τελευταίος σε σχέση με την "ανταπόδοση" πυροβολισμών από τον ίδιο, και τον παθόντα Ψ ευθύς μετά το δεύτερο πυροβολισμό του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από τα όσα ανέφερε επί λέξει "πριν τον τρίτο πυροβολισμό του κατηγορουμένου ανταπέδωσα και εγώ και ο Ψ". Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο τρίτος πυροβολισμός ρίφθηκε από τον κατηγορούμενο εναντίον των πιο πάνω ατόμων με ανθρωποκτόνο πρόθεση καθόσον χρησιμοποίησε δίκαννο κυνηγετικό όπλο από μικρή σχετικά απόσταση, ώστε δε χωρεί μεταβολή της κατηγορίας για τους λόγους που αναπτύσσονται στη μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου στις αναφερόμενες σ'αυτή πράξεις, ευρισκόμενου όμως σε κατάσταση άμυνας κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου (ήτοι των τεσσάρων ενόρκων) που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε βάρος των προαναφερθέντων ατόμων ευρισκομένου σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και σε υποτροπή για την οποία πρέπει κατά συνέπεια να κηρυχθεί αθώος". Ενόψει αυτών, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος, κατά πλειοψηφία, των πράξεων της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας. Η αιτιολογία, όμως, αυτή που παραθέτει το δικαστήριο, βάσει της οποίας εξέδωσε, κατά πλειοψηφία, την αθωωτική για τον κατηγορούμενο απόφασή του, ούτε πλήρης είναι, ούτε σαφής και περιέχει αντιφάσεις. Δεν είναι πλήρης γιατί δεν εκθέτει τα ουσιώδη περιστατικά που αποδείχθηκαν, για να καταδειχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση των εγκλημάτων της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας, για τις οποίες κηρύχθηκε αθώος κατά πλειοψηφία ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται α) με ποιο τρόπο ο κατηγορούμενος, μπορούσε να αποφύγει τον ανθρωποκτόνο σκοπό, που αυτός επιδίωκε, τη στιγμή που η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι τη στιγμή που σκόπευε και πυροβολούσε επανειλημμένα, εναντίον του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, εγγύτατα αυτού, βρίσκονταν οι αστυνομικοί Ζ1, Ψ και ο ιδιώτης - εργολάβος Γ1, ενόψει μάλιστα και της παραδοχής, ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε δίκαννο κυνηγετικό όπλο, από το οποίο εξήλθε πλήθος σφαιριδίων με μεγάλη ακτίνα διασποράς, β) ενώ, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι μετά τη ρίψη από μέρους του κατηγορούμενου και του δεύτερου πυροβολισμού, υπήρξε ανταπόδοση των πυροβολισμών από μέρους των αστυνομικών με τα υπηρεσιακά τους όπλα, και στη συνέχεια εκ νέου ανταπόδοση από μέρους του αναιρεσείοντος, με τη ρίψη εναντίον τους και τρίτου πυροβολισμού, δέχεται ότι αυτός τελούσε σε νόμιμη άμυνα, παρά το γεγονός ότι αυτός άρχισε πρώτος τη ρίψη των πυροβολισμών, χωρίς όμως να αιτιολογείται με βάση ποια περιστατικά, τελούσε σε νόμιμη άμυνα, ούτε επίσης, αιτιολογείται για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος, δεν μπορούσε να αποφύγει τους πυροβολισμούς, από μέρους των αστυνομικών οργάνων, τη στιγμή που ήταν πρόσφορη και αποτελεσματική η διαφυγή του, με την είσοδό του στην οικία του, γ) ενώ, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τελούσε σε νόμιμη άμυνα, δεν αιτιολογείται η παραδοχή, για ποιο λόγο η ανταπόδοση των πυροβολισμών από μέρους των αστυνομικών οργάνων, με τη χρήση των υπηρεσιακών τους όπλων, κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, υπήρξε αδικαιολόγητη και άδικη, τη στιγμή που, παράλληλα η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται ότι πρώτος ο κατηγορούμενος άρχισε να πυροβολεί εναντίον του πληρώματος του υπηρεσιακού αυτοκινήτου. Επίσης, από την παρατιθέμενη ελλιπή αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Τούτο, γιατί, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχεται, ότι ο παρευρισκόμενος πλησίον των αστυνομικών οργάνων, ιδιώτης - εργολάβος, Γ1, δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην ρίψη των πυροβολισμών, από μέρους των αστυνομικών οργάνων, παρόλα αυτά δέχθηκε, ότι και έναντι αυτού ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα. Συνεπώς, οι από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις απαλλακτικές της διατάξεις, για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη εφαρμογή, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως των ουσιαστικών διατάξεων, των άρθρων 22, 42 παρ. 1 και 299 του Π.Κ., και 14 του ν. 2168/1993 και άρθρα 1, 3 του ν. 3169/2003 "περί όπλων", είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στη συνέχεια για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, κατά ένα μέρος, την υπ' αριθμό 121-125/2007 απόφαση του Μ.Ο. Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως (κατά πλειοψηφία) από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή και οπλοχρησίας, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβασης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
2
Αριθμός 1117/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 60117/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1945/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Άρα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική και αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε αντίθετη μνεία θεωρείται ως μη γεγραμμένη. Η επιταγή εμφανιζόμενη προς πληρωμή προ της ημέρας της σημειούμενης ως χρονολογίας της εκδόσεως αυτής είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδαφ. α' και δ' του ίδιου νόμου η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας είναι η σημειούμενη επί της επιταγής ως ημέρα εκδόσεως αναγραφόμενη ημέρα. Κατά την αληθή έννοια των τελευταίων διατάξεων, η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε, μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επόμενη ημέρα κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που σημειώνεται σ' αυτήν ως χρονολογία εκδόσεώς της. Εξ' άλλου, η έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι αποδείχθηκε ότι στην ..... Αιτωλοακαρνανίας την 30-6-2001, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της Ποδοσφαιρικής Αθλητικής Ανώνυμης Εταιρείας "ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΟΣ ΑΣΤΕΡΑΣ", εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή, διότι δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής και συγκεκριμένα την επιταγή με αριθμό ...... συρόμενη από τον αριθμό ...... λογαριασμό για να πληρωθεί από την Τράπεζα Πειραιώς, ποσού 3.750.000 δρχ., σε διαταγή ....., η οποία αφού, εμφανίσθηκε την 6-7-2001 στην πληρώτρια Τράπεζα, δεν πληρώθηκε διότι δεν υπήρχε αντίκρισμα". Ακολούθως, το παραπάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ την ημέρα και σε χρηματική ποινή 1500 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα άνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, διότι, δεν εκτίθεται σ' αυτή ότι γνώριζε την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, κατά το χρόνο έκδοσης ή πληρωμής της επίμαχης επιταγής, είναι αβάσιμη, αφού, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη της παρούσας, η αναφορά αυτή στη "γνώση", δεν είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αιτιολογίας και ειδικότερα για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Η ύπαρξη του δόλου στο έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Ειδική αιτιολογία του δόλου απαιτείται αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τέτοια, όμως, πρόσθετα στοιχεία, μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, δεν αξιώνονται επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 60117/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, για παράβαση του νόμου περί επιταγών, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την γνώση του εκδότη, για την ύπαρξη διαθεσίμων ή μη κεφαλαίων, η αιτιολογία της οποίας δεν είναι απαραίτητη. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή.
1
Αριθμός 1116/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο - Σπυρίδωνα Μαζαράκη, περί αναιρέσεως της 2830/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ...... και 2) ........, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Ρούσσο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1091/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς, και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά κατά πιστή μεταφορά: "Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στις 30-1-2002 και στις 5-11-2003 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος παρέστησε απολύτως εν γνώσει του, ψευδώς στους εγκαλούντες, οι οποίοι αγόρασαν από αυτόν, ως κατασκευαστή - εργολάβο πολυκατοικιών διαμερίσματα, (βλ. τα αναγνωστέα συμβόλαια πωλήσεως που έχουν μεταγραφεί νόμιμα), ότι η υπό στοιχεία ... αποθήκη του υπογείου ορόφου της επί της οδού ..... πολυκατοικίας και η υπό στοιχεία .... αποθήκη του υπογείου ορόφου της επί της οδού ...... πολυκατοικίας, είχαν δήθεν κατασκευαστεί σύμφωνα με τις αντίστοιχες οικοδομικές άδειες ανέγερσης που είχαν εκδοθεί από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, ότι ήταν νόμιμες και ότι οι αποθήκες αυτές αποτελούσαν χωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες, στις οποίες αντιστοιχούσε και το σχετικό ποσοστό επί του εδάφους. Για να τους πείσει δε τους επέδειξε και τα σχετικά σχέδια-κατόψεις των υπογείων για τα οποία τους διαβεβαίωσε ότι αποτελούσαν τα υποβληθέντα και εγκεκριμένα από την πολεοδομία σχέδια, ενώ ανέφερε την ύπαρξη των αποθηκών και στη σχετική προσφορά που τους είχε κάνει προκειμένου να αγοράσουν τα διαμερίσματα (βλ. σχετική έγγραφη προσφορά). Κατόπιν τούτων οι πολιτικώς ενάγοντες πείστηκαν και αγόρασαν κατά ποσοστό 90% ο πρώτος και 10% η δεύτερη, την μεν αποθήκη επί της οδού .... με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Μορφωπού, την δε αποθήκη επί της οδού .... με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου έναντι τιμήματος 7336,76 ευρώ. Στα συμβόλαια αυτά μάλιστα προσαρτήθηκαν και τα πιο πάνω σχεδιαγράμματα, (από τα οποία φαινόταν οι αποθήκες ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες), τα οποία όμως δεν ήταν αυτά που είχαν υποβληθεί στην πολεοδομία και στα οποία δεν υπήρχαν καθόλου οι δύο αποθήκες, (βλ. εγκεκριμένες κατόψεις της νόμιμης οικοδομικής άδειας). Κατά το στάδιο αποπερατώσεως της οικοδομής, όταν είχαν πωληθεί και άλλα διαμερίσματα και οι συνιδιοκτήτες άρχισαν να κάνουν χρήση των υπογείων χώρων ως τοιούτων σταθμεύσεως, προέκυψε ότι οι δύο αποθήκες αυτές ήταν αυθαίρετες και δεν περιλαμβανόταν στα εγκεκριμένα από την πολεοδομία σχέδια. Για το λόγο αυτό έγινε από τους συνιδιοκτήτες καταγγελία στην πολεοδομία κατά των πολιτικώς εναγόντων. Οι τελευταίοι έκαναν όλες τις νόμιμες ενέργειες και προσφυγές προκειμένου να νομιμοποιηθούν οι αποθήκες, αλλά τελικώς αυτές κρίθηκαν κατεδαφιστέες και υποχρεώθηκαν να τις κατεδαφίσουν. Έτσι, οι πολιτικώς ενάγοντες ζημιώθηκαν κατά τα πιο πάνω ποσά που κατέβαλαν στον κατηγορούμενο, · ο οποίος και ωφελήθηκε τούτων παρανόμως, δεδομένου ότι οι αποθήκες αυτές δεν είχαν συμπεριληφθεί στις αντίστοιχες οικοδομικές άδεις και είχαν παρανόμως διαμορφωθεί από τον κατηγορούμενο. Ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι τα σχέδια συνέταξαν οι πολιτικοί μηχανικοί και αυτός δεν γνώριζε ότι οι αποθήκες ήταν αυθαίρετες, δεν κρίνεται βάσιμος και ικανός να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, αφού αυτός ήταν από πολλών ετών εργολάβος-κατασκευαστής, ασχολούμενος ο ίδιος με το επάγγελμα αυτό, ο ίδιος συμβάλλεται με τους αγοραστές, υποβάλλει προσφορές και σχέδια σ' αυτούς, έχει χτίσει πολλές πολυκατοικίες και γνωρίζει άριστα τη διαδικασία καθώς και αν τα μεταβιβαζόμενα απ' αυτόν ακίνητα είναι νόμιμα ή αυθαίρετα. Είναι δε υποχρέωσή του να ενημερώνει τους αγοραστές, ώστε όταν αγοράζουν να γνωρίζουν και τις συνέπειες που θα έχει στην ιδιοκτησία τους στο μέλλον. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο, για την πράξη της απάτης, κατ' εξακολούθηση και τον κατεδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογούνται οι παραδοχές α) ότι ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στους εγκαλούντες, ότι οι με στοιχεία ... και .... αποθήκες, κείμενες σε πολυόροφες οικοδομές, επί των οδών .... και ......, των Αθηνών, αντίστοιχα, έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τις οικείες άδειες της πολεοδομίας, που είχαν εκδοθεί νόμιμα και ότι τα ακίνητα αυτά(αποθήκες), αποτελούσαν νόμιμα κτίσματα και ανεξάρτητες χωριστές ιδιοκτησίες, β) ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων, τελούσε σε γνώση του γεγονότος, ότι οι αποθήκες αυτές, δεν είχαν νομιμοποιηθεί, προκειμένου δε να παραπλανήσει τους εγκαλούντες, για να αγοράσουν τα κτίσματα αυτά, τους διαβεβαίωσε ψευδώς, ότι τα σχετικά διαγράμματα που εμφάνιζαν τις ιδιοκτησίες αυτές, είχαν υποβληθεί και εγκριθεί από την οικεία πολεοδομική υπηρεσία, γ) ότι τα διαγράμματα που προσαρτήθηκαν στα πωλητήρια συμβόλαια, ήσαν διαφορετικά εκείνων, που είχαν υποβληθεί στην πολεοδομική υπηρεσία και στα οποία ψευδώς εμφάνιζε τις ιδιοκτησίες αυτές, να έχουν κριθεί ως νόμιμες, δ) ότι ο αναιρεσείων απέκρυψε από τους εγκαλούντες, σε γνώση του, ότι οι συγκεκριμένες αποθήκες αποτελούσαν αυθαίρετες κατασκευές, εξαιτίας δε αυτής της αυθαιρεσίας, κρίθηκαν ότι έπρεπε να καθαιρεθούν, ε) ότι οι εγκαλούντες ζημιώθηκαν την αξία που κατέβαλαν στον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο, από 5.869, 4 και 7.333.76 ευρώ, ποσά που αντίστοιχα ωφελήθηκε αυτός. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρώτος, και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, που παραστάθηκαν (άρθρα 176, 183 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 2830/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικών εναγόντων από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη (386 παρ. 1 Π.Κ). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1118/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, για αναίρεση της με αριθμό 11.305/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δημήτριος Χαχάνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 36/2008. Αφ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19) . Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου(όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), ορίζει ότι. "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. ...2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκούταν άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 2753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ''για την αντικειμενικοποίηση του φορολογικού ελέγχου κ.λ.π.'', μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, "ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται, α') με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β') με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Η ρύθμιση όμως αυτή είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο της προηγούμενης και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής (όχι πότε και πως λαμβάνεται αυτή υπόψη από το Δικαστήριο), είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η διάταξη δε του άρθρου 2 παρ. 9 του ίδιου νόμου (2954/2001), κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη, ισχύει ανάλογα ''και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 1591/1986, για τα οποία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα'', δεν έχει (ανάλογη) εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με το χρόνο έναρξης της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής τους, προ της ισχύος του νόμου. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και πολύ περισσότερο όταν προβάλλεται (με αυτοτελή ισχυρισμό), η αιτιολογία δε της καταδικαστικής απόφασης, όταν τίθεται ζήτημα παραγραφής της πράξεως, πρέπει να εκτείνεται και στα περιστατικά, που αφορούν την έναρξη και τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής. Διαφορετικά ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 11305/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορουμένος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση (έκδοση εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση), σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο συνήγορος του κατηγορούμενου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό για παραγραφή της πράξεως. Το Δικαστήριο με τις αυτές, κατά βάση, σκέψεις, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, τον ισχυρισμό αυτό, με την εξής, περαιτέρω αιτιολογία:"Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ. αριθμ. 9176/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 κατ' εξακολούθηση (έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων), σε φυλάκιση 2 ετών, πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1998 έως και 2001. Με βάση τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ο αυτοτελής ισχυρισμός που υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου-όπως αυτός εκτιμάται από το Δικαστήριο-περί παραγραφής των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και δη, αυτών που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 15.12.1998 με την έκδοση των με αριθμ. .... και ...... τιμολογίων, λόγω παρόδου οκταετίας από την τέλεση τους, μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι το πόρισμα του φορολογικού ελέγχου από τους αρμόδιους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠΕΕ) της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής, ....... την 9.12.2005, παρέπεται ότι ενόψει και της προς τον κατηγορούμενο επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος την 19.10.2006, δεν τίθεται θέμα μερικής παραγραφής κατά τα άρθρα 111 ΠΚ και 113 ΠΚ, του αποδιδόμενου σ'αυτόν εγκλήματος και η συναφής ένσταση του τυγχάνει απορριπτέα, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου τούτου". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης από τον κατηγορούμενο εικονικών τιμολογίων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρηση του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν είχε παρέλθει πενταετία για τις μερικότερες πράξεις του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε εκ πλαγίου τις παραβίασε με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για το λόγο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που προκύπτει απ'αυτήν, ο δε νόμος στην προκείμενη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 11305/2007 αποφάσεώς του, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Ο Ζ1 έκανε έναρξη στη ΣΤ' Δ.Ο.Υ Θεσσαλονίκης την .... ατομικής επιχείρησης, με έδρα τη ..... και με αντικείμενο εργασιών την εμπορία αγροτικών προϊόντων. Στις 13.7.1998 δηλώθηκε μεταφορά της έδρας της επιχείρησης αυτής στον...... Θεσσαλονίκης. Όμως η άνω επιχείρηση στην ουσία της δεν λειτούργησε ποτέ, ήταν ανύπαρκτη, αφού ούτε υλικοτεχνική υποδομή είχε, ούτε έδρα καθώς στον ...... Θεσσαλονίκης, όπου φερόταν η έδρα της, υπήρχε μόνο η οικία του Γ1, ο οποίος και έπεισε τον Ζ1 να ιδρύσει την άνω επιχείρηση. . Επειδή ο Γ1 δεν είχε γνωριμίες και προσβάσεις στην περιοχή των ......, βρέθηκε ως κατάλληλο πρόσωπο ο κατηγορούμενος, Χ1, που ήταν από χρόνια έμπορος, μεσίτης αγροτικών προϊόντων στην περιοχή .... Σερρών και πέραν της πείρας του διέθετε πολλές γνωριμίες με αγρότες της περιοχής οι οποίοι του παρέδιδαν τα προϊόντα τους κι έτσι με τη θέληση του έγινε ο απαραίτητος συνεργάτης του . Οι Γ1 και ο Χ1 έγιναν υποκρυπτόμενοι της παραπάνω επιχείρησης και χρησιμοποίησαν τον φερόμενο επιχειρηματία, Ζ1, -που ήταν άτομο βιολογικά ανίκανο να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο) νοσηλευόταν στο θεραπευτήριο χρόνιων παθήσεων Δράμας, τουλάχιστον μέχρι την 23.4.2002-προκειμένου να στήσουν στην περιοχή .... Σερρών, με τη συνεργασία και του ...... ένα κύκλωμα αγοραπωλησίας αγροτικών προϊόντων με εικονικές συναλλαγές, ώστε να ιδιοποιηθούν παράνομα τον παρακρατηθέντα ΕΛΓΑ και επιστραφέντα ΦΠΑ, χρησιμοποιώντας τιμολόγια, είτε εικονικά στο σύνολο τους, είτε εν μέρει . Οι περισσότερες συναλλαγές έγιναν στην έδρα του κατηγορουμένου και ειδικότερα, κατά τη χρήση των ετών 1998 1999, 2000 και 2001, ο κατηγορούμενος εξέδωσε στο όνομα της επιχείρησης "Ζ1", ενεργώντας μετά του προαναφερόμενου Γ1, υπό την ιδιότητα του υποκρυπτόμενου, τα αναλυτικά περιγραφόμενα στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας 335 εικονικά τιμολόγια, τα οποία είναι εικονικά αφού η ατομική επιχείρηση του Ζ1, δεν υφίστατο, οι δε αγοραπωλησίες δεν πραγματοποιήθηκαν, είτε εν όλω (αφού οι αναγραφόμενοι σ'αυτά αγρότες ουδέποτε παρέδωσαν στον κατηγορούμενο ή σε άλλο προϊόντα), είτε εν μέρει (αφού παραδόθηκε ποσότητα μικρότερη από την αναγραφόμενη), ενώ πολλά εκ των οποίων ήταν υπερτιμολογημένα (τιμή ανά κιλό μεγαλύτερη από τη συμφωνηθείσα), σύμφωνα και με τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Ο κατηγορούμενος εισέπραττε 3% επί της συνολικής αξίας του κάθε τιμολογίου Η εικονικότητα δε των άνω τιμολογίων ανέρχεται σε 5.270.000 ευρώ, 150.000 ευρώ, όσον αφορά τον ΕΛΓΑ και 350.000 ευρώ, όσον αφορά τον αναλογούντα ΦΠΑ. Ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε, την εκ μέρους του έκδοση από κοινού με τον Γ1 των άνω τιμολογίων, ισχυρίσθηκε όμως, ότι είχε την άποψη πως ο Γ1 ήταν ο Ζ1 και πως ενήργησε ως μεσίτης για αγροτικών προϊόντων, γεγονός που κρίνεται αβάσιμο, καθόσον στην περίπτωση αυτή όφειλε να εξέδιδε δικά του δελτία ποσοτικής παραλαβής, τα οποία και είχε και τα χρησιμοποιούσε σε περιπτώσεις που λειτουργούσε ως μεσίτης .Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, της πράξης που με το κατηγορητήριο του αποδίδεται, και στο διατακτικό της παρούσας αναγράφεται". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διεξαχθείσα αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 19 του ν.2523/1997 κατ'εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε (άρθρο 19 του ν.2523/1997), ούτε δε το πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης (λόγω ασαφειών και αντιφάσεων), διότι, όπως αυτός υποστηρίζει . Α) Αναφέρει συλλήβδην ότι τα επίδικα 335 τιμολόγια είναι εικονικά χωρίς να εξειδικεύει ποια ακριβώς από τα παραπάνω τιμολόγια αφορούν συναλλαγές εξ ολοκλήρου ανύπαρκτες, ποια αφορούν συναλλαγές εν μέρει ανύπαρκτες και ποια, τέλος, από τα παρατιθέμενα στο διατακτικό της τιμολόγια είναι υπερτιμολογημένα. Β) Δεν εξειδικεύει σε ποια από τα 335 τιμολόγια που παραθέτει στο διατακτικό της αντιστοιχούν οι συναλλαγές που έλαβαν χώρα στην έδρα του κατηγορουμένου, καθώς και σε ποια έδρα έλαβαν χώρα οι υπόλοιπες συναλλαγές και σε ποια τιμολόγια αυτές αντιστοιχούν και γ) Ενώ γίνεται αρχικά δεκτό στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι "η άνω επιχείρηση στην ουσία της δεν λειτούργησε ποτέ, ήταν ανύπαρκτη, αφού ούτε υλικοτεχνική υποδομή είχε... ", καθώς και ότι τα επίδικα 335 τιμολόγια "είναι εικονικά αφού η ατομική επιχείρηση του Ζ1, δεν υφίστατο", εντούτοις, στη συνέχεια γίνεται δεκτό, εντελώς αντιφατικά, ότι οι σχετικές "αγοραπωλησίες δεν πραγματοποιήθηκαν, είτε εν όλω, είτε εν μέρει, ενώ πολλά εκ των τιμολογίων ήταν υπερτιμολογημένα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, διότι, κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τα 335 τιμολόγια ήταν εικονικά, διότι η ατομική επιχείρηση του Ζ1, από την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν, ήταν εικονική (ανύπαρκτη), δράστης δε των εικονικών αυτών συναλλαγών ήταν ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ο οποίος και ευθύνεται, ως υποκρυπτόμενος πραγματικός υπεύθυνος. (άρ.19 παρ.4 ν.2523/97) . Η παραδοχή δε αυτή αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεις του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, χωρίς να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως να διευκρινισθεί περαιτέρω, ποιές από τις εικονικές αυτές συναλλαγές (ως προς την επιχείρηση που φέρεται ότι εξέδωσε τα πιο πάνω τιμολόγια), έγιναν πράγματι εν μέρει (όχι βεβαίως από την εικονική εταιρεία, αλλά από τον υποκρυπτόμενο αυτής αναιρεσείοντα) και σε ποιες από τις περιπτώσεις αυτές τα τιμολόγια ήταν υπερτιμημένα, ούτε να εξειδικεύονται οι συναλλαγές που έλαβαν χώρα στην έδρα του κατηγορουμένου και εκείνες που έλαβαν σε άλλη προσδιοριζόμενη έδρα .Ουδεμία, συνεπώς, αντίφαση ενέχει η παραδοχή της απόφασης, περί εικονικότητας της πιο πάνω επιχείρησης και ταυτόχρονα, ότι τα αναφερόμενα σε αυτή 335 τιμολόγια, ήταν εν μέρει εικονικά ή υπερτιμολογημένα και, συνεπώς, αφορούσαν πραγματικές συναλλαγές, κατά τις αβάσιμες πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος. Επομένως, πρέπει, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ' ουσία, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 22 του ν.3693/1957 και 176 και 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την 104/ 6-12-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 11.305/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζεται σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή δια εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση (19 παρ. 1, 4 Ν. 2523/1997). Παραγραφή αδικήματος άρθρο 19 ν. 2523/1997. Έναρξη χρόνου παραγραφής. Απορρίπτει ισχυρισμό περί παραγραφής. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραγραφή.
2
Αριθμός 1127/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανάργυρο Παπαστάμο, περί αναιρέσεως της 732/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστράτιο Σταρογιάννη. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13.11.2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1969/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 737/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων) Ναυπλίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείουσες καταδικάστηκαν, η μεν πρώτη, σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετία, για ψευδορκία μάρτυρα, η δε δεύτερη, σε συνολική ποινή οκτώ (8) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως, για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα, δεχθέντος ειδικότερα του δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, από τις ένορκες επ' ακροατηρίου καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται παραπάνω λεπτομερώς, τις απολογίες των κατηγορουμένων και από την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη κατηγορουμένη. Χ1, με σκοπό να πετύχει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά της μηνύτριας, Ψ1, στις 2-3-2000, κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπάρτης τη με ίδια ημερομηνία μήνυση της κατ' αυτής, αναφέροντας ψευδώς ότι η τελευταία, δήθεν, στις 25-2-2000, στη θέση "......" του Δήμου Σπάρτης, με σκοπό να παραποιήσει τα όρια των ευρισκομένων στη θέση αυτή όμορων ιδιοκτησιών τους, προέβη α) στην εκθεμελίωση ενός πασσάλου, και δη του δεύτερου από δυσμάς, στο σημείο που υπάρχει καμπύλη, και στη μετακίνησή του βόρεια, μέσα στην ιδιοκτησία της ίδιας, σε πλάτος 30 εκατοστών, καλύπτοντας την καμπύλη με χώμα και β) στην αφαίρεση πετρών από τα θεμέλια του διαχωριστικού των ιδιοκτησιών τους μαντρότοιχου σε μήκος ενός περίπου μέτρου από ανατολάς προς δυσμάς, αποσκοπώντας στην εξαφάνιση των σωζόμενων θεμελίων του. Ενώ η αλήθεια, την οποία και γνώριζε η ως άνω κατηγορουμένη ήταν ότι η ήδη μηνύτρια δεν προέβη στις καταγγελλόμενες ενέργειες. Την ίδια ημέρα, η πρώτη κατηγορουμένη εμφανίστηκε ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπάρτης και βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της μήνυσής της, αν και γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Με βάση τη μήνυση αυτή, ασκήθηκε σε βάρος της μηνύτριας και πολιτικώς ενάγουσας δίωξη για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 223 παρ. 1 ΠΚ (μετακίνηση ορόσημων). Το γεγονός ότι το περιεχόμενο της ως άνω μήνυσης ήταν ψευδές αποδεικνύεται και : 1) Από την εκδοθείσα, επί της από 2-3-2000 μήνυσης της πρώτης κατηγορουμένης, 1163, 1164/2-10-2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, η οποία κατέστη ήδη αμετάκλητη, αφού αυτή καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 23-11-2006 και δεν είχε ασκηθεί κατ' αυτής τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο μέχρι τις 26-6-2007, με την οποία η μηνύτρια Ψ1 κηρύχθηκε αθώα της πράξης της παράβασης του άρθρου 223 παρ. 1 ΠΚ (μετακίνηση ορόσημων), διότι, κατά το σκεπτικό της απόφασης αυτής, δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη και ήδη μηνύτρια, "στη ......, την 25-2-2000, προέβη α) σε εκθεμελίωση του δεύτερου από δυσμάς πασσάλου, ο οποίος ευρίσκετο κατά μήκος της νότιας πλευράς της ιδιοκτησίας της εγκαλούσας Χ1, μετατοπίζοντάς τον εντός της ιδιοκτησίας της τελευταίας, και β) σε αφαίρεση πετρών από τα θεμέλια διαχωριστικού μαντρότοιχου σε μήκος 1 μέτρου περίπου από ανατολή προς δύση, για να επιφέρει σύγχυση στα όρια των ιδιοκτησιών τους, να εξαφανίσει τα σωζόμενα θεμέλια του μαντρότοιχου και να μεταφέρει τα όρια με σκοπό βλάβης της εγκαλούσας". 2) Από την ανώμοτη κατάθεση της πρώτης κατηγορουμένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σπάρτης, στις 17-3-2003, στην οποία παραδέχεται ότι "ο 7ος πάσσαλος βρίσκεται στην ίδια θέση του από το 1990 και όλοι οι πάσσαλοι", χωρίς να γίνεται από αυτήν καμία μνεία για μετατόπιση του επίμαχου πασσάλου από τη μηνύτρια, Ψ1, το έτος 2000, όπως ήδη η ίδια η πρώτη κατηγορουμένη είχε καταγγείλει με την επίμαχη μήνυση και η διαδικασία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης ότι, εφόσον αμφότερες οι κατηγορούμενες τον ξαναέβαλαν αμέσως στη θέση του, όπως τους είχε συμβουλεύσει ο δικηγόρος τους, ήταν στην ίδια θέση, είναι, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μεταγενέστερα εφευρεθείς για να δικαιολογήσει την ως άνω αντιφατική με το περιεχόμενο της μήνυσης κατάθεση, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν, λόγω της σφοδρότατης και πολυετούς αντιδικίας και στο πλήθος των δικών που έχουν γίνει ή εκκρεμούν μεταξύ των αντιδίκων μερών, η εμμονή και των δυο πλευρών στις θέσεις τους γίνεται με εξαντλητικές λεπτομέρειες και αναλύσεις. 3) Από το γεγονός ότι και παλαιότερα οι δύο πρώτες κατηγορούμενες είχαν καταγγείλει τη μηνύτρια, τον Μάρτιο του 1997, για τα ίδια περιστατικά, με την επίμαχη μήνυση (ήτοι για εκθεμελίωση του ίδιου πάσσαλου από αυτήν, δηλαδή του έβδομου από ανατολάς άλλως δεύτερου από δυσμάς, και για τοποθέτηση λίθων βορείως του ξεριζωθέντος πασσάλου), πράξη, για την οποία η ήδη μηνύτρια είχε και πάλι αθωωθεί, με την 1769/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης. 4) Εξάλλου, είναι πλέον ή βέβαιον ότι, αν η μηνύτρια είχε διαπράξει όσα της καταλογίζει η πρώτη κατηγορουμένη, με την από 2-3-2000 μήνυσή της, λόγω της σφοδρότατης και πολυετούς αντιδικίας τους, θα ήταν λογικό οι δύο πρώτες κατηγορούμενες να είχαν ειδοποιήσει την Αστυνομία ή κάποιον τρίτο μάρτυρα που θα διαβεβαίωνε τις δήθεν ενέργειες της μηνύτριας (μετατόπιση πασσάλου, κλπ). Και βέβαια, η πρώτη κατηγορουμένη γνώριζε ότι όσα κατήγγειλε με τη μήνυσή της σε βάρος της μηνύτριας και τα οποία κατέθεσε και ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπάρτης ήσαν ψευδή, όπως αποδείχθηκε από όσα προαναφέρθηκαν, και προέβη στην πράξη της με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης κατά της μηνύτριας. Περαιτέρω, η δεύτερη κατηγορουμένη, Χ2, η οποία, στα πλαίσια της ως άνω μήνυσης, κατά τη διαταχθείσα προανάκριση, στις 16-3-2001, εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκη Σπάρτης, κατέθεσε ψευδή πραγματικά περιστατικά, και δη ότι "Το έτος 1990 εκτελέσαμε την απόφαση του Εφετείου με δικαστικούς επιμελητές τον ...... και συμπληρωτικά με τον ....... και τοποθετήθηκαν σιδερένιοι πάσσαλοι σύμφωνα με την απόφαση, οι οποίοι πάσσαλοι αποτελούν σταθερά ορόσημα. Στις 25/2/2000, διαπιστώσαμε με την αδελφή μου ότι η κατηγορουμένη όλως παρανόμως με σκοπό να παραποιήσει τα όρια είχε εκθεμελιώσει έναν διαχωριστικό πάσσαλο μας και συγκεκριμένα το δεύτερο από δυσμάς, όπου στο σημείο αυτό κάνει καμπύλη και τον είχε μετατοπίσει βόρεια μέσα στην ιδιοκτησία μας περίπου 30 εκ. και είχε καλύψει την καμπύλη με χώμα. Επίσης, κατά την ίδια ημερομηνία, διαπιστώσαμε ότι είχε αφαιρέσει πέτρες των θεμελίων του διαχωριστικού μαντρότοιχου σε μήκος περίπου 1 μέτρο από ανατολάς προς δυσμάς, με σκοπό να εξαφανίσει τα σωζόμενα θεμέλια του μαντρότοιχου και να επιφέρει σύγχυση στα όρια..... Προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιφέρει σύγχυση στα όρια και να πάρει μέρος από την ιδιοκτησία μας ...". Ενώ η αλήθεια, την οποία αυτή γνώριζε, ήταν α) ότι οι σιδερένιοι πάσσαλοι που υπάρχουν στη βόρεια πλευρά της ιδιοκτησίας της εγκαλούσας και αντιστοίχως στη νότια πλευρά της ιδιοκτησίας αμφοτέρων των κατηγορουμένων, επί συνολικού μήκους 25,15 μέτρων και με κατεύθυνση εξ ανατολών προς δυσμάς της κειμένης ανατολικά της δικής της ιδιοκτησίας Ε.Ο. Σπάρτης-Γυθείου, τοποθετήθηκαν από τις ίδιες, και όχι με τη σύμπραξη των δικαστικών επιμελητών, ..... και ......., κατά την εκτέλεση της 332/1989 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου, γεγονός που επιβεβαιώνει, με τη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ο Δικαστικός Επιμελητής, ......, αλλά και αναφέρεται στη συνταχθείσα σε ανύποπτο χρόνο ...... έκθεση βιαίας αποβολής και εγκατάστασης του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, στην οποία γίνεται μνεία ότι έγινε απομάκρυνση ευρεθέντων σιδηροπασσάλων, και όχι τοποθέτηση τέτοιων, ενώ στην 578/1990 επανάληψη της υπ' αριθ. ..... εκθέσεως βιαίας αποβολής και εγκαταστάσεως, του Δικαστικού Επιμελητή ........ αναφέρεται ότι "γίνεται μνεία ότι επί της πρώτης εδαφικής λωρίδος των 30 μέτρων δεν ευρέθη κανένα κινητόν πράγμα και έχει γίνει οριοθέτηση με 9 πασσάλους σιδερένιους στερεωμένους με τσιμέντο και έχει τοποθετηθεί φράκτης με δικτυωτό σύρμα, που σημαίνει ότι οι παραπάνω πάσσαλοι βρέθηκαν εκεί ήδη τοποθετημένοι, β) ότι η εγκαλούσα δεν προέβη ή αποπειράθηκε να προβεί στην εκθεμελίωση και μετατόπιση κάποιου διαχωριστικού σιδερένιου πασσάλου, και συγκεκριμένα του δεύτερου κατά σειρά από δυσμάς ή έβδομου από ανατολάς, που έχουν τοποθετήσει αμφότερες οι κατηγορούμενες και ισχυρίζονται ότι αποτελεί διαχωριστικό των ομόρων ιδιοκτησιών τους όριο, δεν κάλυψε τη δημιουργηθείσα στο σημείο εκείνο καμπύλη με χώμα, ούτε αφαίρεσε πέτρες των θεμελίων του κατεδαφισθέντος διαχωριστικού μαντρότοιχου σε μήκος ενός [1] μέτρου με σκοπό να εξαφανίσει τα σωζόμενα θεμέλια του, να επιφέρει σύγχυση στα όρια και να ιδιοποιηθεί μέρος της ιδιοκτησίας τους, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί και για την πρώτη κατηγορουμένη. Κατά συνέπεια, οι πρώτη και δεύτερη κατηγορούμενες, Χ1 και Χ2, τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα η πρώτη και της ψευδορκίας μάρτυρα η δεύτερη, που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο, και πρέπει να κηρυχθούν ένοχες". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 σε συνδ. με παρ. 1 του ΠΚ. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις, δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή ο προσδιορισμός του ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν υπάρχει ασάφεια από το γεγονός ότι, από προφανή παραδρομή, η υπ' αριθ. 1796/2000 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, αναφέρθηκε στο αιτιολογικό ως 1769/2000 απόφαση και η παραδρομή αυτή επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, στα οποία η απόφαση αυτή αναφέρεται με το σωστό αριθμό της. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, καθόσον, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά το κύριο μέρος του, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 1, 349 και 139 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, όπως μπορεί να είναι η για οποιονδήποτε λόγο μη εμφάνιση του δικηγόρου του και η μη δυνατότητα έγκαιρης και επαρκούς αναπληρώσεώς του με άλλον. Η παραδοχή ή μη του ως άνω αιτήματος, απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως τούτο να απαντήσει στο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του, να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένως την απόφασή του. Διαφορετικά, αν απορρίψει το αίτημα, χωρίς την επιβαλλόμενη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Χ1, κατά την ένορκη της συζητήσεως της υποθέσεως, δήλωσε ότι "Ο 3ος κατηγορούμενος, που σήμερα είναι απών, είναι αδελφός μας, είναι ασθενής και νοσηλεύεται στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας. Τον αδελφό μας θα τον εκπροσωπούσε ο δικηγόρος Δημήτριος Κωστόγιαννης, τον οποίο θα είχαμε και εμείς συνήγορο. Ο κ. Κωστόγιαννης είχε το φάκελό μας με τα απαραίτητα χαρτιά για την υπεράσπισή μας. Ο ίδιος εμφανίστηκε κατά τη χθεσινή ημέρα στο Δικαστήριο του Ναυπλίου και μας παρέδωσε φάκελο με τα απαραίτητα έγγραφα και μας δήλωσε ότι αποχωρεί από την υπόθεση ...... Την ίδια δήλωση επανέλαβε και η δεύτερη κατηγορουμένη και ζήτησε και αυτή την αναβολή της δίκης". Ακολούθως, η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε να απορριφθούν τα αιτήματα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης στο πρόσωπο του συνηγόρου υπεράσπισης, καθώς και στο πρόσωπο του 3ου κατηγορουμένου και κατόπιν στις αναιρεσείουσες, οι οποίες ζήτησαν να γίνει δεκτό το αίτημά τους. Εν συνεχεία το Δικαστήριο, κατόπιν μυστικής διασκέψεως, απέρριψε τα αιτήματα με την εξής αιτιολογία: Σύμφωνα με το άρθρο 349 παρ. 1 ΚΠΔ "Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά από την απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες μέχρι και δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το σημαντικό αίτιο με την διακοπή. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνον αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα στην απόφαση της αναβολής...". Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και τα όσα εξέθεσαν οι δύο πρώτες κατηγορούμενες, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι δύο πρώτες κατηγορούμενες, με αίτημά τους προς το Δικαστήριο, ζήτησαν την αναβολή της παρούσας δίκης, για το λόγο ότι ο απολειπόμενος τρίτος κατηγορούμενος αδελφός τους, Χ3, είναι ασθενής και νοσηλεύεται στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο των Αθηνών, ότι αυτός είχε δώσει πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπήσει στο δικαστήριο ο δικηγόρος Τριπόλεως, Δημήτριος Κωστόγιαννης, τον οποίο θα είχαν και οι ίδιες ως συνήγορο υπεράσπισης, πλην όμως, αυτός εμφανίστηκε στις 25-9-2007, τους παρέδωσε τον φάκελο με τα έγγραφα και δήλωσε ότι αποχωρεί από την υπόθεση. Το υποβληθέν από τις κατηγορούμενες αίτημα αναβολής ελέγχεται απορριπτέο, ως προσχηματικό και παρελκυστικό, για τους ακόλουθους λόγους: α) Δεν προσκόμισαν αυτές κανένα έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι πράγματι ο αδελφός τους, Χ3, νοσηλεύεται σε νοσοκομείο των Αθηνών, το οποίο ευχερώς θα μπορούσαν να προμηθευτούν και να προσκομίσουν στο Δικαστήριο, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν οι ίδιες ισχυρίζονται ότι αυτός νοσηλεύεται από τη Δευτέρα. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό, ότι, τη Δευτέρα, 24-9-2007, ο Χ3 βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής του στο ΑΤ Σπάρτης προς τον δικηγόρο Δημήτριο Κωστόγιαννη. β) Οι παρούσες κατηγορούμενες ουδόλως μερίμνησαν από χθες που, κατά τους ισχυρισμούς τους, ο ως άνω δικηγόρος τους παρέδωσε το φάκελο με τα έγγραφα και τους δήλωσε ότι αποχωρεί από την υπόθεση, να βρουν άλλον δικηγόρο για να τις υπερασπίσει στην παρούσα δίκη, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι ίδιες είχαν ζητήσει, κατά τη συνεδρίαση της 19-6-2007, αναβολή λόγω κωλύματος στο πρόσωπο της τότε δικηγόρου αυτών και του απολειπομένου αδελφού τους, Γεωργίας Γκότζη (Δικηγόρου Αθηνών), αίτημα που έγινε δεκτό από το Δικαστήριο και αναβλήθηκε η συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και το Δικαστήριο πρότεινε σ' αυτές να διακοπεί για λίγο η συνεδρίαση για να βρουν δικηγόρο, η απάντηση της πρώτης κατηγορουμένης ήταν "Δεν μας αναλαμβάνει κανένας δικηγόρος. Απευθύνθηκα και στον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου, κ. Καζά, ο οποίος μας είπε ότι δεν μπορεί να μας αναλάβει διότι κωλύεται". γ) Ως χρόνος τέλεσης για τις κατηγορούμενες, μεταξύ άλλων, πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρος που αποδίδονται στην πρώτη κατηγορουμένη, φέρεται η 2α Μαρτίου 2000, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος αυτές να υποπέσουν σε άμεση παραγραφή και τούτο συνηγορεί στο ότι το αίτημα αναβολής προβάλλεται παρελκυστικά, αν ληφθεί υπόψη και το ότι υπάρχει δυνατότητα προσβολής της εκδοθησόμενης απόφασης και με το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Μετά από τα παραπάνω, επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης στο πρόσωπο των κατηγορουμένων, τα σχετικά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Η ανωτέρω αιτιολογία, για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, είναι η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και οι σκέψεις που δικαιολογούν την κρίση του Δικαστηρίου για τη μη αναβολή της δίκης. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο (επικουρικό) μέρος του, με τον οποίο προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έλλειψη αιτιολογίας και εξ αυτού (ως άνω) του λόγου, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως δημιουργεί η απόλυτη, κατ' άρθρο 171 του ιδίου Κώδικα, ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, υφισταμένη και όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, καθώς και η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο Εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Δεν υπάρχει συνεπώς έλλειψη ακροάσεως και δεν θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως, εάν το Δικαστήριο επέτρεψε στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ή τον Εισαγγελέα να ασκήσουν παρεχόμενο σ' αυτούς δικαίωμα, όπως είναι και το δικαίωμα να υποβάλουν αίτημα αναβολής της δίκης και στη συνέχεια, εξετάζοντας το αίτημα αυτό, προβαίνει με διάταξή του στην απόρριψή του. Εν προκειμένω, όπως ήδη προαναφέρθηκε, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη, οι αναιρεσείουσες υπέβαλαν αίτημα αναβολής της δίκης, διότι ο συνήγορός τους, την προηγούμενη της εκδικάσεως της υποθέσεως ημέρα, παραιτήθηκε από την υπεράσπισή τους. Η Πρόεδρος πρότεινε την, για μικρό χρονικό διάστημα διακοπή της δίκης, προκειμένου οι αιτούσε να ανεύρουν δικηγόρο που θα τις υπερασπίσει και αυτές αντέτειναν ότι δεν υπάρχει δικηγόρος από το δικηγορικό σύλλογο Ναυπλίου που θα ήθελε να αναλάβει την υπεράσπισή τους και επέμειναν στο αίτημα για αναβολή της δίκης, προκειμένου να διορίσουν δικηγόρο να τις υπερασπιστεί, από άλλο, εκτός του Ναυπλίου, δικηγορικό σύλλογο. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε το αίτημα της αναβολής. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι α) οι αναιρεσείουσες είχαν τη δυνατότητα, με τη συσταθείσα μικρή διακοπή της δίκης, να μεριμνήσουν για το διορισμό άλλου συνηγόρου, προκειμένου να τις υπερασπιστεί, όπως τους υποδείχθηκε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Άλλωστε, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης, οι ίδιες είχαν φροντίσει και είχαν διορίσει τη δικηγόρο Αθηνών Γεωργία Γκότζη να τις υπεραπιστεί, στην αρχική εκδίκαση της έφεσής τους, στη δικάσιμο της 19.6.2007, οπότε και ζήτησαν αναβολή λόγω κωλύματος, τόσο στο πρόσωπο της ως άνω δικηγόρου, όσο και του απολειπομένου αδελφού τους, αίτημα, το οποίο, έγινε δεκτό από το Δικαστήριο και αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο της 25.9.2007, εφ' ής η αναιρεσιβαλλομένη και β) πράγματι επέκειτο η παραγραφή, αφού είχαν παρέλθει περίπου επτά έτη και έξι μήνες από το χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, που αποδίδονταν σε βάρος της εκ των αναιρεσειουσών Χ1, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν προσέβαλε ούτε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών να τύχουν ακροάσεως, ούτε το δικαίωμά τους να παρασταθούν στο δικαστήριο με συνήγορο της εκλογής τους (άρθρο 340 παρ. 1 σε συνδ. με 502 παρ. 1 ΚΠΔ και 6 παρ. 3 εδ. γ' ΕΣΔΑ), ώστε να επέλθει απόλυτη ακυρότητα, λόγω παραβάσεως των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων. Επομένως, ο δεύτερος λόγο αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και θα καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2007 αίτηση των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της 732/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, η κάθε μια καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη αιτήματος αναβολής. 2) Απόλυτη ακυρότητα από την απόρριψη αιτήματος αναβολής, προκειμένου να διορισθεί άλλος, εκτός του παραιτηθέντος, συνήγορος. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής καταμήνυση, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 1115/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την με αριθμό 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μπατσολάκη, για αναίρεση της με αριθμό 13.997/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 846/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές) με σκοπό αποδόσεώς τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία ευθύνεται η εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης και κατά τις ως άνω διατάξεις κατά το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξ' άλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού έχει και το αίτημα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, για επιβολή μειωμένης ποινής στην περίπτωση του άρθρου 84 παρ.2α και 2β του Π.Κ, της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και των μη ταπεινών αιτίων. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84 του Π.Κ), πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. 'Ετσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν.(Ολ. ΑΠ 2/2005). Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, συντρέχει, όχι μόνο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 1778/1993). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι αποδείχθηκε ότι στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, όπου διατηρούσε επιχείρηση, ήτοι βιοτεχνία εσωρούχων-εξωρούχων με την επωνυμία ΑΛΛΟΡΑ ΑΒΕΕ, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, αν και απασχόλησε κατά τη χρονική περίοδο από 2/1999 έως 4/1999 προσωπικό, ήτοι 37 μισθωτούς με σύνολο αποδοχών 19.814.964 δραχ., ασφαλισμένους στο Ι.Κ.Α, προς το οποίο έπρεπε να καταβάλει εισφορές, μέσα σε μηνιαία προθεσμία αφότου ήταν απαιτητές, ενεργώντας με πρόθεση, α) δεν κατέβαλε 5.974.000 δραχμές (εργοδοτικές εισφορές) και β) παρακράτησε 2.897.000 δραχμές (εργατικές) που αφορούσαν ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι είχε αποχωρήσει από την εταιρεία, αφορά μεταγενέστερο της ανωτέρω υποχρέωσης πληρωμής των εισφορών, διάστημα(βλ. από .......πρακτικό συνεδριάσεως έκτακτης καθολικής γενικής συνέλευσης) που σε κάθε περίπτωση δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμό 9423 ΦΕΚ τον Οκτώβριο του 2000. Ουδεμία άλλωστε, επιρροή ασκεί το καταγραφόμενο στην εν λόγω συνέλευση και φερόμενο ως λεχθέν, κατά την εισήγηση του Παναγ. Κατσήρη, ότι αυτός είναι ο ουσιαστικός και αληθινός νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας και αυτός διευθύνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας, στοιχείο που επικαλέσθηκε η υπεράσπιση, προκειμένου να αχθεί σε διαφορετική κρίση το δικαστήριο. Θα πρέπει συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, το δικαστήριο κρίνει, ότι δεν συντρέχει λόγος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίπτωσης του προτέρου εντίμου βίου (βλ. αναγνωσθέν στο σημείο αυτό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου), ούτε του ότι ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια μη ταπεινά, αφού δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο, που να συνηγορεί γι' αυτό. Θα πρέπει συνεπώς να απορριφθεί το αίτημα για αναγνώριση ελαφρυντικών." Στη συνέχεια, το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 11 μηνών, που μετέτρεψε σε χρηματική ποινή και σε χρηματική ποινή 1400 ευρώ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 94 παρ.1 και 375 του Π.Κ, και άρθρο 1 και 2 του Α.Ν 86/1967, 31 του ν.δ 1160/1972 και 1 του ν. 362/1976, και 26 παρ.3 του ν. 1846/1951, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται: α) η ιδιότητα του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου, που αυτός είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο, και συγκεκριμένα, όχι μόνο του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία ΑΛΛΟΡΑ ΑΒΕΕ, αλλά και αυτή (ιδιότητα), του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου αυτής, β) η υποχρέωση καταβολής από μέρους του, των χρηματικών ποσών από 5.974.000 και 2.897.000 δραχμές αντίστοιχα, που αφορούσαν τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, τις οποίες με πρόθεση αυτός παρακράτησε, παρόλο που παρήλθε η προθεσμία του μήνα, αφότου αυτές κατέστησαν απαιτητές, γ) η νομική μορφή της εταιρείας και συγκεκριμένα αυτή της ανώνυμης εταιρείας. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του, για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων και συγκεκριμένα, αυτής α) του προτέρου εντίμου βίου και β) ότι ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια. Τούτο, γιατί όσον αφορά την απόρριψη της πρώτης ελαφρυντικής περιστάσεως, το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του αυτή, έλαβε υπόψη του και το δελτίο του Ποινικού του Μητρώου, προσέτι δε, διέλαβε σ' αυτήν αιτιολογία, ότι στην πράξη του, ωθήθηκε από αίτια μη ταπεινά, συνεκτιμώντας για την κρίση του αυτή και τις προσκομισθείσες από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, με αριθμούς 150747/2005 και 8137/2005 αποφάσεις του Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι οποίες, δέχθηκαν τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.ΠΔ, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, η αιτίασή του, με την οποία, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και ειδικότερα, ότι η συμμετοχή του στην εταιρεία ήταν κατά φαινόμενο και εικονική, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη. Εξ' άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331 παρ.2, 333,358, 364 και 369 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1Α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, σε έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, γιατί έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το έγγραφο αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του, κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, για την πράξη της παράλειψης της έγκαιρης καταβολής εισφορών του Ι.Κ.Α (Α.Ν. 86/67) και στα μνημονευόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως έγγραφα, μεταξύ άλλων δε και στην εκκαλούμενη υπ' αριθμό 54370/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και στα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλούμενη) έγγραφα. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ειδικότερα από την μνημονευθείσα, ως άνω απόφαση, του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει, ότι από προφανή παραδρομή αναφέρθηκε ότι αναγνώσθηκαν και τα σε αυτήν, αναφερόμενα έγγραφα, τα οποία δεν υφίσταντο. Η παραδοχή, λοιπόν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη, εκτός της εκκαλούμενης και τα σε αυτή έγγραφα, χωρίς να υπάρχουν και πολύ περισσότερο χωρίς να έχουν αναγνωσθεί, δεν επέφερε οποιαδήποτε ακυρότητα στα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Ανάλογη ακυρότητα, δεν επήλθε, επίσης, από το γεγονός που αυτός επικαλείται και συγκεκριμένα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, το αντίγραφο του δελτίου του Ποινικού του Μητρώου, που υπήρχε στη δικογραφία, κατά το στάδιο της διάσκεψης, χωρίς να έχει αναγνωσθεί προηγουμένως, δημόσια στο ακροατήριο, παρά το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος δέχεται στην αίτηση αναιρέσεώς του, ζήτησε την αναγνώριση στο πρόσωπό του, της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2α του Π.Κ. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'του Κ.Π.Δ, πρώτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 13.997/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008 και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικές εισφορές, Α.Ν. 86/67 Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας, ως προς την ιδιότητα του οφειλέτη, το ύψος των οφειλόμενων εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Αιτιολογείται η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν επάγεται ακυρότητα, από το γεγονός ότι στην εκκαλούμενη απόφαση, που αναγνώσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναφέρεται από προφανή παραδρομή, ότι αναγνώσθηκαν και τα σε αυτή έγγραφα. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
1
Αριθμός 1112/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε σύμφωνα με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Ανδρέα Τσόλια και Ιωάννη Παπουτσή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 και 22 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση της εκκαλούσας -εκζητουμένης Χ1, ήδη προσωρινά κρατούμενης στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Στειρόπουλο, κατά της υπ' αριθμ. 15/2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεώς της στο Κράτος της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκζητούμενη και τώρα εκκαλούσα, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 53/14.03.2008 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, Διαμαντή Δημητρόπουλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 522/2008. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε την εκζητούμενη και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση της εκζητουμένης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινομένη 53/14-3-32008 έφεση κατά της υπ' αριθμ. 15/2008 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αυτό γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης στις Αρχές της Λευκορωσίας της εκζητούμενης - εκκαλούσης υπηκόου της Χ1 , που διώκεται με το από 26.11.2003 ένταλμα σύλληψης του ανακριτή της περιοχής Φρούνζε του Μίνσκ, προκειμένου να δικαστεί για το έγκλημα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσία (άρθρο 451 παρ. 1 του ΚΠΔ). Κατά το άρθρο 436 παρ. 1 ΚΠΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης, αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας δεν υφίσταται σύμβαση δικαστικής συνεργασίας σε θέματα εκδόσεως, ενώ δεν ισχύει μεταξύ των Χωρών αυτών η σύμβαση δικαστικής αρωγής μεταξύ της Ελλάδος και της πρώην ΕΣΣΔ σε αστικές και ποινικές υποθέσεις που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 21/5/1981 (ν. 1242/1982) και ρυθμίζει, μεταξύ άλλων και τα θέματα έκδοσης. Ειδικότερα στο πλαίσιο της συμφωνίας για τη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της Λευκορωσίας, η οποία πραγματοποιήθηκε με ανταλλαγή των 1150.10/10 από 26.2.1992 και 772/5.3.1992 Ρηματικών Διακοινώσεων μεταξύ της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Μόσχα και του Υπουργείου Εξωτερικών της Λευκορωσίας, αντίστοιχα, η πλευρά της Λευκορωσίας στην από 5.3.1992 Ρηματική Διακοίνωση της διατήρησε το δικαίωμα να διεξαγάγει ειδικές διαβουλεύσεις με την ελληνική πλευρά, προκειμένου να διαπιστωθεί ποιες από τις διεθνείς συμφωνίες, που είχε συνάψει η πρώην ΕΣΣΔ, είναι εφαρμόσιμες για τη Δημοκρατία της Λευκορωσίας και ποιες όχι. Δεδομένου ότι οι σχετικές διαβουλεύσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί, δεν τίθεται ζήτημα αναγνώρισης της ισχύος της σύμβασης δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της άλλοτε ΕΣΣΔ, στις σχέσεις της Ελλάδος και της Λευκορωσίας (βλ. από ..... έγγραφο της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος). Άλλωστε, η έλλειψη ειδικής συνθήκης για την έκδοση, ρητώς μνημονεύεται στο 25/425-2007 από 22-1-2008 αίτημα της Ανώτερης Εισαγγελίας της Λευκορωσικής Δημοκρατίας. Επομένως, στην εξεταζόμενη υπόθεση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 437 έως 456 του ΚΠΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 437 περ. α' ΚΠΔ, η έκδοση αλλοδαπού επιτρέπεται όταν αυτός κατηγορείται για αξιόποινη πράξη εναντίον της οποίας απειλείται και από τον ελληνικό ποινικό νόμο και από το νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοση στερητικής της ελευθερίας ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι δύο έτη και πάνω, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 438 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, η έκδοση απαγορεύεται αν, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους που τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 443 παρ. 1 εδ. πρώτο και τρίτο, αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ. α', στην αίτηση που διαβιβάζεται με την διπλωματική οδό πρέπει να επισυνάπτονται το κατηγορητήριο, το ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική πράξη που έχει το ίδιο κύρος με αυτά και (αν δεν υπάρχει συνθήκη που να το εμποδίζει) όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαβιβάζεται ταυτόχρονα αντίγραφο του νόμου, ο οποίος ισχύει στο κράτος που ζητεί την έκδοση και τιμωρεί την πράξη, ακόμη, συνοπτική περιγραφή των περιστατικών του εγκλήματος και, τέλος, ακριβής περιγραφή των χαρακτηριστικών εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση, μαζί με τη φωτογραφία του και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, αν αυτό είναι δυνατό. Όλα αυτά τα έγγραφα μπορούν να προσκομίζονται και σε αντίγραφα επικυρωμένα από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση. Τέλος, το συμβούλιο εφετών, το οποίο επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό της αίτησης για έκδοση και συνακόλουθα και ο Άρειος Πάγος όταν δικάζει κατ' έφεση (άρθρο 451 ΚΠΔ), εξετάζει, σύμφωνα με το άρθρο 450 παρ. 2 του ΚΠΔ, αν δεν κωλύεται από τη συνθήκη, αν υπάρχουν ενδείξεις για τη βασιμότητα της κατηγορίας που αποδίδεται σ' εκείνον που έχει συλληφθεί, με βάση τα προσαγόμενα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία από το κράτος που ζητεί την έκδοση, και αποφαίνεται αν αυτά θα επέτρεπαν τη σύλληψη και την παραπομπή του σε δίκη στην Ελλάδα, αν το έγκλημα είχε τελεσθεί σε ελληνικό έδαφος. Το συμβούλιο μπορεί, για να σχηματίσει γνώμη στην ουσία της περίπτωσης, να προβεί με ένα από τα μέλη του στη συλλογή κάθε χρήσιμου αποδεικτικού υλικού, αναβάλλοντας την υπόθεση το πολύ για δέκα πέντε ημέρες. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσαν η παραστάσα εκζητούμενη και ο συνήγορός της προφορικώς και με το ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφο υπόμνημά τους, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Κράτος της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας υπέβαλε δια της διπλωματικής οδού το υπ' αριθ. 25/425-2007 από 22-1-2008 αίτημα της Ανώτερης Εισαγγελίας της χώρας αυτής (σχετ. έγγραφο υπ' αριθ. 13152 ΦΕΑ 1194/19.2.2008 του Υπουργείου Δικαιοσύνης), με το οποίο ζητείται η έκδοση της υπηκόου της Χ1, προκειμένου να δικαστεί στη Λευκορωσία για την αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται με το από 26.11.2003 ένταλμα σύλληψης- κατηγορητήριο υπό την ιδιότητα της κατηγορουμένης ("Διάταξη για την δήλωση αναζήτησης του κατηγορουμένου, για την κράτησή του και για την δήλωση της κατηγορίας και για την έκδοση") του Ανακριτή της περιοχής Φρούνζε του Μινσκ της Λευκορωσίας, υπολοχαγού της αστυνομίας Τερεστσένκο Α.Β. Από το έγγραφο αυτό, καθώς και από το συνυποβαλλόμενο με την αίτηση εκδόσεως από 16/1/2008 ένταλμα κράτησης ("Διάταξη για την κράτηση υπό την ιδιότητα της κατηγορουμένης") του Ανακριτή της περιοχής Φρούνζε του Μινσκ της Λευκορωσίας υπολοχαγού της αστυνομίας Εβλας Α.Β, προκύπτει ότι η εκζητούμενη κατηγορείται, από τις αρχές της Λευκορωσίας, ότι τέλεσε την πράξη, που χαρακτηρίζεται στα πιο πάνω εντάλματα και στην αίτηση εκδόσεως, ως απάτη, την οποία η εκζητούμενη τέλεσε κατ' εξακολούθηση και από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι υπερβολικά μεγάλη. Ειδικότερα, η πράξη αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στα παραπάνω εντάλματα, στα οποία συγκεκριμένα αναφέρεται, ότι αυτή, κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Μαρτίου 2000 μέχρι του μηνός Μαΐου 2003, με περισσότερες πράξεις που τελέστηκαν διαδοχικά κατά τους μήνες Μάρτιο 2000, Δεκέμβριο 2000, Ιούλιο 2001, Ιούλιο 2001, Οκτώβριο 2001, Απρίλιο 2002, Μάρτιο 2003, Απρίλιο 2003, και Μάιο 2003 και συνιστούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα της απάτης, ως υπεύθυνη επιχείρησης με την επωνυμία ".......", που εδρεύει στο Μινσκ, με πρόθεση να περιέλθει στην ιδιοκτησία της ξένη περιουσία χωρίς την καταβολή του σχετικού αντιτίμου και με το πρόσχημα συμβάσεων πωλήσεως, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση, πήρε στην κατοχή της "από την απάτη και την κατάχρηση της εμπιστοσύνης" μεγάλες ποσότητες διαφόρων ποτών (κρασιού, βότκας, νερού κ.λ.π.) συνολικής αξίας 146.039.890 ρουβλίων της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, με αντίστοιχη ζημία των πωλητριών εταιρειών, που είναι υπερβολικά μεγάλη. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά, ο πιο πάνω Ανακριτής της περιοχής του Φρούνζε του Μινσκ της Λευκορωσίας, έκρινε, ότι η εκζητούμενη διέπραξε απάτη, δηλαδή αφαίρεση ξένης περιουσίας μέσω εξαπάτησης και κατάχρηση εμπιστοσύνης συνολικού ποσού 146.039.890 ρουβλίων της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, που είναι "υπερβολικά μεγάλο μέγεθος", πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται όπως αναφέρθηκε από τη διάταξη του άρθρου 209 παρ. 4 του Ποινικού Κώδικα της Λευκορωσίας. Από την παράθεση όμως των ως άνω πραγματικών περιστατικών, προκύπτει ότι οι πράξεις που αποδίδονται στην εκζητούμενη δεν στοιχειοθετούν κατά το Ελληνικό ποινικό δίκαιο την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης (386 ΠΚ), δοθέντος ότι, από τα προσημειωθέντα ως άνω στοιχεία της κατηγορίας, δεν προκύπτει ότι η εκκαλούσα προέβη σε παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων ή, άλλως, σε πράξεις εξαπάτησης των πωλητριών εταιρειών, προκειμένου να πωλήσουν στην επιχείρηση ".......", της οποίας διευθύντρια ήταν η εκζητούμενη, τα αναφερόμενα στο ένταλμα εμπορεύματα. Η μη καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος από τον αγοραστή, έστω και αν αυτός προέβη στην αγορά με σκοπό να μη εκπληρώσει την συμβατική αυτή υποχρέωσή του, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης του άρ. 386 του ΠΚ. Εξάλλου, τα πιο πάνω πραγματικά αυτά περιστατικά, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι στοιχειοθετούν, κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της καταδολίευσης δανειστών ή της παρακώλυσης άσκησης δικαιώματος που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 397 και 399 Π.Κ., αντίστοιχα, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, δεν θα ήταν επιτρεπτή η έκδοση, διότι η απειλούμενη για τις πράξεις αυτές ποινές, δεν υπερβαίνει το όριο των δύο ετών, που θέτει το άρθρο 437 στοιχ. α ΚΠΔ, ως ελάχιστο όριο για το επιτρεπτό της εκδόσεως αλλοδαπού. Κατά συνέπεια δεν συντρέχει το διττό αξιόποινο, όπως αυτό απαιτείται από το άρθρο 437 του ΚΠΔ. Ανεξαρτήτως δε αυτού, όπως ήδη αναφέρθηκε σύμφωνα με το άρθρο 443 παρ. 1 εδ. πρώτο και τρίτο του ΚΠΔ, στην αίτηση για την έκδοση της εκκαλούσας, που κατηγορείται για τις πιο πάνω πράξεις, πρέπει να επισυνάπτονται, πλην άλλων, όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, ουδέν αποδεικτικό έγγραφο, που να αποδεικνύει, ή έστω, να παρέχει ενδείξεις ενοχής της εκζητουμένης για τις πιο πάνω πράξεις έχει επισυναφθεί. Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε α) ότι η σύμβασης δικαστικής αρωγής μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της άλλοτε Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η οποία κυρώθηκε με το νόμο 1242/1982, έχει εφαρμογή και ως προς τη Δημοκρατία της Λευκορωσίας, και, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης αυτής, έκρινε ότι δεν ερευνάται η βασιμότητα των αποδιδόμενων στην εκζητούμενη κατηγοριών και β) ότι συντρέχει η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου και, ακολούθως, γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως της εκζητουμένης, έσφαλε και πρέπει, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων εφέσεως, να εξαφανισθεί και να γνωμοδοτήσει το παρόν Συμβούλιο ότι δεν συντρέχει, νόμιμη περίπτωση εκδόσεως της εκζητουμένης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την έφεση. Εξαφανίζει την 15/2008 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Γνωμοδοτεί κατά της εκδόσεως στο Κράτος της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας της εκζητούμενης Χ1, που γεννήθηκε την 17.4.1947 στην πόλη Minsk της Λευκορωσίας, η οποία διώκεται με το από 26.11.2003 ένταλμα συλλήψεως του Ανακριτή της περιοχής Φρούνζε της πόλεως Minsk της Λευκορωσίας, προκειμένου να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της απάτης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. O ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση. Έφεση εκζητουμένης κατά απόφασης συμβουλίου εφετών, με την οποία απεφάσισε την εκτέλεση του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης του ανακριτή της περιοχής Φρούνζε του Μίνσκ, της Λευκορωσίας. Δεν εφαρμόζεται η σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και της άλλοτε ΕΣΣΔ, στις σχέσεις της Ελλάδος και της Λευκορωσίας. Έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΚΠΔ. Πρέπει να επισυνάπτονται με την αίτηση εκδόσεως όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής, επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση. Απάτη κατά το ποινικό δίκαιο της Λευκορωσίας. Δεν αντιστοιχεί στις διατάξεις του ελληνικού ΠΚ (386 ΠΚ). Ελλείψει του διττού αξιοποίνου δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση. Δέχεται την έφεση. Γνωμοδοτεί κατά της έκδοσης.
Έκδοση
Έκδοση.
0
Αριθμός 1111/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαμασκόπουλο, περί αναιρέσεως της ΑΤ 4833/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2099/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 1 ΚΠΔ, η καταδικαστική απόφαση εκτελείται μόλις καταστεί αμετάκλητα, ενώ η αθωωτική μόλις απαγγελθεί (άρθρο 547 ΚΠΔ). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 565 του ίδιου Κώδικα, κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση, σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης, λύεται από το δικαστήριο των Πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή. Κατά της αποφάσεως αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον Εισαγγελέα και τον καταδικασμένο. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι το δικαστήριο των Πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή, έχει εξουσία για την επίλυση των αντιρρήσεων ή αμφιβολιών που εγείρονται κατά την εκτέλεση της καταδικαστικής αποφάσεως και αναφέρονται σε ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν μετά το αμετάκλητο αυτής και δεν επεκτείνονται στον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως ως προς την επιβολή της ποινής ή σε άλλες πλημμέλειες και νομικά σφάλματα που έγιναν κατά την έκδοση της αποφάσεως. Τέτοια σφάλματα δεν μπορούν να διορθωθούν από το ανωτέρω δικαστήριο γιατί προσκρούουν στο αμετάκλητο και άγουν σε κατάλυση του δεδικασμένου, παρά την απαγορευτική διάταξη του άρθρου 57 ΚΠΔ, αλλά και θα ήταν δικονομικώς παράδοξο να υποτεθεί ότι ανατέθηκε στο Πλημμελειοδικείο ο έλεγχος της αποφάσεως ανωτέρου δικαστηρίου. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 4833/2007 απόφασή του, απέρριψε αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος, σχετικά με την εκτελεστότητα της υπ' αριθ. 2414/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, ως απαράδεκτες, δεχθέν ειδικότερα τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά: Κατά το άρθρο 565 ΚΠΔ, "κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή". Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 546 ΚΠοινΔ, η καταδικαστική απόφαση εκτελείται μόλις καταστεί αμετάκληση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η καταδικαστική απόφαση εκτελείται μόλις καταστεί αμετάκλητη, έστω και αν είναι εσφαλμένη ή χώρισαν ακυρότητες κατά τη διαδρομή της διαδικασίας και ότι οι αντιρρήσεις κατά τη διαδικασία αυτή, δηλαδή εκείνη της εκτέλεσης, σχετικά με την εκτελεστότητα και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής, δεν πρέπει να προσκρούουν στο αμετάκλητο της απόφασης (ΑΠ 376/2003, ΝοΒ 2003, 1689, ΑΠ 403/1992, Ποιν. Χρον. ΜΒ, 530). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με την υπό κρίση προσφυγή ισχυρίζεται ότι με την υπ' αριθ. 2414/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως 25 ετών και συνολική χρηματική ποινή 22.000 ευρώ, για προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών, για απλή συνέργεια σε (21) εκρήξεις και μία απόπειρα εκρήξεως κατά συρροή και κατά συναυτουργία, απλή συνέργεια σε είκοσι εκρήξεις κατ' εξακολούθηση και μία απόπειρα εκρήξεως κατ' εξακολούθηση και απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία (.....) και (48) αποπειρών ανθρωποκτονιών. Ακολούθως ισχυρίζεται ότι με την υπ' αριθ. 2202/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, κρίθηκε αθώος της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση για το διάστημα 1975 έως 12.7.1999. Ζητεί, λοιπόν, με βάση τα ανωτέρω, να εκτελεσθεί η αθωωτική απόφαση με αριθμό 2202/2005 και να παύσει η εκτέλεση της υπ' αριθ. 2414/2004 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ώστε να αποφυλακισθεί ο αιτών, ο οποίος εκτίει ποινή και κρατείται στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, κατά της υπ' αριθ. 2464/2004 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο αιτών έχει ασκήσει την υπ' αριθ. 1148/11.10.2004 έφεση (βλ. την από .... βεβαίωση του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Επίσης, κατά της υπ' αριθ. 2205/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών έχει ασκηθεί η υπ' αριθ. 2002/7.7.2005 έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (βλ. την από ..... βεβαίωση του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον οι ως άνω αποφάσεις, λόγω της ασκηθείσης εφέσεως, δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και το παρόν Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων κατά την εκτέλεση και μόνον αυτών που ανέκυψαν μετά το αμετάκλητο της εκτελούμενης απόφασης, γιατί με νέα εξέταση της υπόθεσης θα καταλυόταν το δεδικασμένο (βλ. Αθαν. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, άρθρο 565, σελ. 3479 επ., ΑΠ 1062/1990 ΠΧρ ΜΑ, 327). Με αυτά που εδέχθη η προσβαλλομένη απόφαση, απορρίψασα δηλαδή τις αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος, σχετικά με την εκτελεστότητα της προδιαληφθείσης αποφάσεως, ως απαράδεκτες, γιατί η εν λόγω καταδικαστική απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το αντίστοιχο μέρος του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η 2002/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος των αποδιδομένων εις αυτόν αξιοποίνων πράξεων και κατά της οποίας ο Εισαγγελεύς Εφετών έχει ασκήσει έφεση, είναι αμέσως εκτελεστή (άρθρο 547 ΚΠοινΔ) και η εκτελεστότητά της δεν επηρεάστηκε από την ασκηθείσα, ως άνω, έφεση του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών. Από τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ - που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης - δεν θεμελιώνεται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως των ποινικών αποφάσεων, πέραν εκείνων που περιοριστικά αναφέρονται στον ΚΠοινΔ. Άρα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος που διατυπώνεται με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως, στο δεύτερο σκέλος του, ότι δηλαδή με το να μη εξετάσει το δικαστήριο την προσφυγή του στην ουσία της, παραβίασε ευθέως την διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, δημιουργηθείσης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτη. Απορριπτομένης της αιτήσεως, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΑΤ 4833/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Τριμελούς Κακουργημάτων). Άσκηση εφέσεως κατ’ αυτής. Μη ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την εκτελεστότητα. Απορρίπτονται ως απαράδεκτες, γιατί οι αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως προϋποθέτουν αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση (άρθρο 546 ΚΠΔ). Η αθωωτική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί (547 ΚΠΔ). Απορρίπτει.
Αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση
Αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1109/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, προσωρινά κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κασσαβέτειας Βόλου, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 7971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) ....., 2) ...... και 3) ...... .Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1970/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 86/15.2.2008 έγγραφη πρότασή της, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αριθμ. 7971/2007 απόφασή του καταδίκασε τον χ1, κρατουμένου ήδη για την έκτιση της χρηματικής ποινής στις Αγροτικές Φυλακές Ανηλίκων Βόλου, σε φυλάκιση τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε για μια τριετία και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ για παράβαση του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν.3386/2005. Κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης ο κατηγορούμενος ήταν παρών, η δε απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 4-10-2007 (βλ. απόφαση και σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση). Κατά της απόφασης αυτής άσκησε την από 5-11-2007 αναίρεση, με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-11-2007 (βλ. αυτή) προβάλλων τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους. Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1-2-3 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγ. 2 του επόμενου άρθρου (474) και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει, επί αποφάσεως εκδοθείσης παρόντος του κατηγορουμένου, από της καταχωρίσεως της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προκύπτει, ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να αναφέρει στην έκθεση ασκήσεως αυτού, τον λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίσθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά τους, διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (Α.Π. 429/2005, Ποιν.Δ. 2005 σελ. 922 κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβληθείσα ανέκκλητη απόφαση (άρθρο 504 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) εκδόθηκε, όπως αναφέρθηκε, παρόντος του κατηγορουμένου, καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 4-10-2007 και η κατ' αυτής αναίρεση, με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ασκήθηκε στις 6-11-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της τασσομένης εικοσαήμερης προθεσμίας ασκήσεώς της. Στη σχετική έκθεση κανένας λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος δεν αναφέρεται που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι εκπρόθεσμη και επομένως απαράδεκτη. Εν όψει όλων αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., να κηρυχθεί απαράδεκτη η προαναφερθείσα αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα από 220 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η από 6-11-2007 αίτηση αναίρεσης του χ1, ήδη κρατουμένου στις Αγροτικές Φυλακές Ανηλίκων Βόλου, κατά της αριθμ. 7971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα από 220 ευρώ. Αθήνα 9-1-2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρότασή της και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του Ν.969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ ορίζεται ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου". Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" που απαντάται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο στην ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιείται με την γενική έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από τον νόμο τακτικά ένδικα μέσα, όπως είναι μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπομένους από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔικ λόγους αναιρέσεως και ιδίως αυτόν της ελλείψεως αιτιολογίας, να αποφεύγεται δε η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου (Ολ.ΑΠ 6/2002). Ενώ όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο (έφεση) ανεξαρτήτως "λόγου" για να αποκατασταθεί η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Περαιτέρω, έχει επικρατήσει από μακρού στην ελληνική νομική ορολογία να χαρακτηρίζονται ως "ανέκκλητες" οι αποφάσεις που από την έκδοσή τους δεν υπόκεινται σε έφεση, οι εν λόγω δε αποφάσεις θεωρούνται ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία έννοια τελεσιδίκων αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου "τελεσίδικη απόφαση" του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠοινΔικ περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠοινΔικ, δηλαδή όχι μόνο οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που, όπως απηγγέλθησαν, δεν προσβάλλονται με έφεση. Τη λύση αυτή επιβάλλει όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ, αλλά και η ανάγκη στην οποία στοχεύει, κατά τα προαναφερόμενα, η οποία συντρέχει τόσο στις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσο και στις αποφάσεις που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως. Συνεπώς, από την διάταξη του άνω άρθρου 473 παρ. 3 σε συνδυασμό με την του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠοινΔικ, κατά την οποίαν "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επομένου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1", προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως και ασκείται από τον καταδικασθέντα με δήλωση, που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι είκοσι ημέρες από της ανωτέρω καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο. Βέβαια κατά την συναγομένη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξαιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Τέλος, κατ' άρθρον 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατεδικάσθη δια της υπ' αριθμ. 7971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για παράβαση του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν.3386/2005 εις ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, ήτοι ανεκκλήτως (άρθρο 489 β' στοιχ. γ' ΚΠοινΔικ.) παρών, η απόφαση δε αυτή κατά της οποίας επιτρέπεται αναίρεση (κατ' άρθρα 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1α ΚΠοινΔικ) κατεχωρίσθη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔικ την 4.10.2007, όπως φαίνεται από την σχετική επισημείωση της Γραμματέως επί της άνω αποφάσεως (και εν αρχή αυτής). Κατά της τοιαύτης αποφάσεως ο ανωτέρω καταδικασθείς ήσκησε αναίρεση με την από 5.11.2007 δήλωσή του, η οποία επεδόθη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ...., όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση του Δικ.Επιμελητού ......., επί της άνω δηλώσεως. Εντεύθεν και η κρινομένη αναίρεση ησκήθη μετά την πάροδο της νομίμου εικοσαημέρου προθεσμίας από την καταχώριση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο του δικαστηρίου, χωρίς να εκτίθενται στην αναίρεση οι λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς και μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η κρινομένη δήλωση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επιβληθούν δε τα έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.11.2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7971/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως από τον καταδικασθέντα ασκείται και με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473§3. Στην υπό ευρεία έννοια “τελεσίδικο” απόφαση, ήτοι η απόφαση που από την έκδοσή της δεν υπόκειται εις έφεση. Εάν η αναίρεση ασκηθεί εκπρόθεσμα εις την άνω περίπτωση, ήτοι πέραν της εικοσαημέρου προθεσμίας, χωρίς να εκτίθεται λόγος ανωτέρας βίας, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρο 513§1α και 476§1 ΚΠΔ). Απορρίπτει.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1108/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθεριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης χ1, η οποία δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 4039/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον ........ .Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1880/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ'αριθμ. 60/8-2-2008 πρόταση της, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την από 31-10-2007 αίτηση αναίρεσης της χ1, κατά της αριθμ. 4039/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ' έφεση, με την οποία καταδικάσθηκε για ηθική αυτουργία σε απάτη και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η οποία ανεστάλη για τρία (3) χρόνια και εκθέτω τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1-3 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι η προθεσμία ασκήσεως αναίρεσης κατά αποφάσεως που εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου (Α.Π. 1318/2005, Ελλ. Δνη 46 σελ. 1562 κ.α.). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να αναφέρει στην έκθεση ασκήσεως αυτού, τον λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίσθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά τους, διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (Α.Π. 429/2005 Ποιν. Δικ. 2005, σελ. 922 κ.άλ.). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβληθείσα απόφαση, που εκδόθηκε παρούσης της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας, καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του Εφετείου Αθηνών στις 16-10-2007 (βλ. απόφαση και σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση). Η δε κατ' αυτής αναίρεση ασκήθηκε στις 31-10-2007, ήτοι μετά την πάροδο της τασσομένης δεκαήμερης προθεσμίας ασκήσεώς της. Στη σχετική έκθεση κανένας λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος δεν αναφέρεται που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Κατ' ακολουθία η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., να κηρυχθεί απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να κηρυχθεί ως απαράδεκτη η από 31-10-2007 αίτηση αναίρεσης της χ1, κατά της αριθμ. 4039/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. 2) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 3-12-2007 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του Ν.969/1979 παρ.3 του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου". Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" που απαντάται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο στην ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιείται με τη γνωστή έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από τον νόμο τακτικά ένδικα μέσα, όπως είναι μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπομένους από το άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου (Ολ.ΑΠ 6/2002). Ούτως από την διάταξη της άνω παρ.3 του άρθρου 473 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με την της παρ.2 του ιδίου άρθρου, προκύπτει ότι όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά η προθεσμία για την άσκηση ενδίκου μέσου και δη αναιρέσεως, η οποία γίνεται με δηλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (άρθρο 474 παρ.1 εδ.α ΚΠοινΔ) είναι δέκα ημέρες από της ανωτέρω καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο. Εξ άλλου κατά συναγομένη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Τέλος κατ'άρθρον 513 παρ.1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα κατεδικάσθη δια της υπ'αριθμ. 4039/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, για ηθική αυτουργία σε απάτη, κατ'έφεση, παρούσα ούσα, η απόφαση δε αυτή, κατά της οποίας επιτρέπεται στον καταδικασθέντα αναίρεση (άρθρ. 504 παρ.1, 505 παρ.1 α ΚΠοινΔ) κατεχωρίσθη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 16/10/2007, όπως φαίνεται από την υπό την αυτήν ημερομηνίαν, εν τέλει της αποφάσεως, βεβαίωση της αρμοδίας γραμματέως. Κατά της αποφάσεως αυτής η άνω καταδικασθείσα ήσκησε, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, την από 31/10/2007 αίτηση αναιρέσεως, δια τους εις αυτήν λόγους. Εντεύθεν και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ησκήθη μετά την πάροδο της νομίμου δεκαημέρου προθεσμίας από την καταχώριση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλιο του δικαστηρίου, χωρίς να εκτίθενται στην έκθεση αναιρέσεως λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση της. Συνεπώς, και μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου της αναιρεσειούσης να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31/10/2007 αίτηση της χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 4039/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αναίρεση με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ασκείται σε δέκα ημέρες από την καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473§3 ΚΠΔ. Εάν ασκηθεί εκπρόθεσμα, ήτοι πέραν της δεκαημέρου προθεσμίας, χωρίς να εκτίθενται λόγοι ανωτέρας βίας, που να δικαιολογούν το εκπρόθεσμο, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρο 513§1α΄& 476§1 ΚΠΔ). Απορρίπτει.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1107/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. ΑΤ374/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουνίου 2007 αίτησή του καθώς και στο από 31 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1299/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 477/28-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον σας, με την σχετική δικογραφία, την από 15-6-2007 αίτησιν αναιρέσεως του Χ1, που ησκήθη δια δηλώσεώς του, υπογεγραμμένη δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, δυνάμει της από 19-6-2007 εξουσιοδοτήσεως, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που επεδόθη την 19-6-2007, κατά της υπ'αριθ. 374/19-1-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια της οποίας κατεδικάσθη σε συνολική ποινή φυλάκισης 30 μηνών, και χρηματική ποινή 7.000 ευρώ, κατ'επαύξησιν της ποινής φυλάκισης των 20 μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ κατά 10 μήνες και 2.000 ευρώ εκ της ετέρας πράξεως, που μετετράπη προς 4,4 ευρώ, για μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών στο Ι.Κ.Α. και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρ. 501 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., αν κατά την συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή, αν συντρέχει περίπτωσις του άρθρ. 340 § 2 του ίδιου κώδικα, σε πταίσματα και πλημμελήματα, ήδη δε μετά την αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρο 13 του νόμου 3346/2005 και σε κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του, η οποία δίδεται κατά τις διατυπώσεις του άρθρ. 42 § 2 εδ. γ' Κ.Π.Δ. Στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι'αυτόν. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρ. 473 § 2α Κ.Π.Δ. η αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που κατεδικάσθη και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παράγρ. 1. Από τις ανωτέρω διατάξεις εν συνδ. με εκείνη του άρθρ. 473 § 3 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι η κατά του εκκαλούντος, που εκπροσωπήθηκε πλήρως από τον διορισθέντα με παρεμπίπτουσα απόφαση συνήγορο, εκδοθείσα απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λογίζεται ότι εδημοσιεύθη με την πραγματική παρουσία του εκκαλούντος και ότι η τασσομένη προς άσκηση της κατά της αποφάσεως αυτής αναιρέσεως με επίδοση στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προθεσμία, που ορίζεται σε είκοσι ημέρες, αρχίζει από τότε που η ως άνω τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαία η προς τον εκκαλούντα επίδοση της, αφού αυτός δικάζεται εάν να είναι παρών. Επομένως ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου, κατά τον εκτεθέντα τρόπο, από της επιδόσεως και όχι από της καταχωρήσεώς της εις το ειδικό βιβλίο, με παρόντα τον κατηγορούμενο, είναι αβάσιμος και δεν παραβιάζεται το άρθρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ (Α.Π. 2008/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' σελ. 742). Τέλος, κατ'άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., η εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Α.Π. 361/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' 889, Α.Π. 1823/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ' σελ. 514, Α.Π. 1711/2005 Ποιν. Χρ. ΝΕ' σελ. 1084). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο 'Αρειος Πάγος, για την έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Με παρεμπίπτουσα ταυτάριθμη με την προσβαλλομένη απόφαση επετράπη η εκπροσώπηση του μη εμφανισθέντος εκκαλούντος - κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Τσαγκαρίδη ενώπιον του, ως εφετείου, δικάζοντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά την εκδίκασιν της ασκηθείσης εφέσεως του κατά της υπ'αριθμ. 14872/03 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Επομένως ο κατηγορούμενος-εκκαλών εδικάσθη σαν να είναι παρών. 'Όπως δε προκύπτει από την από ..... βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως, η προσβαλλομένη απόφαση κατεχωρήθη καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς την 20-2-2007, ενώ η αίτηση αναιρέσεως που ησκήθη από τον καταδικασθέντα με δήλωσή του, όπως προκύπτει από την επί του σώματος αυτής σημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας, επεδόθη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 19-6-2007, ήτοι μετά την πάροδον της ως άνω τασσόμενης προθεσμίας των 20 ημερών, ο δε αναιρεσείων ουδένα λόγο ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος επικαλείται προς δικαιολόγηση της εκπροθέσμου ασκήσεως της. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησης αναιρέσεως, ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η από 15-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ'αριθ. 374/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι 12 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του Ν.969/1979 παρ.3 του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου...". Ο όρος τελεσίδικη απόφαση που απαντάται στον ΚΠοινΔ μόνο στην ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιείται με τη γνωστή έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από τον νόμο τακτικά ένδικα μέσα, όπως προβλεπόμενο από τον ΚΠοινΔ είναι μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπομένους από το άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου (Ολ.ΑΠ 6/2002). Ούτως από την διάταξη της άνω παρ.3 ΚΠοινΔ σε συνδ. με την της παρ.2 του ιδίου άρθρου, προκύπτει ότι η προθεσμία για αναίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάστηκε, με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι είκοσι ημέρες από της ανωτέρω καταχωρίσεως εις το ειδικό βιβλίο. Το ότι η άνω προθεσμία αρχίζει από της καταχωρίσεως και όχι από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως δεν έρχεται σε αντίθεση με την διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σϋμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, αντιθέτως δε εάν η προθεσμία αρχίσει από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως φαλκιδεύεται το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο της Αρείου Πάγου και τότε παραβιάζεται το άνω άρθρο της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω κατά συναγόμενη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Τέλος κατ'άρθρο 513 παρ.1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ όταν η αναίρεση ησκήθη εκπρόθεσμα, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για της υπ'αριθμ 374/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για παράβαση του ΑΝ 86/1967, κατ'έφεση, παραστάς δια πληρεξουσίου, θεωρούμενος, ήτοι, παρών. Η απόφαση δε αυτή, κατά της οποίας επιτρέπεται στον καταδικασθέντα αναίρεση (άρθρο 504 παρ.1, 505 παρ.1 α' ΚΠοινΔ). κατεχωρίσθη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 20/2/2007 όπως προκύπτει από την από ..... βεβαίωση της Προϊσταμένης του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατ' αυτής ο ανωτέρω καταδικασθείς ήσκησε την από 15/6/2007 αίτηση αναιρέσεως, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, την οποίαν επέδωσε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την ...., όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση, της επιδοσάσης επί της αιτήσεως αναιρέσεως, Δικ.Επιμελητρίας Πειραιώς ...... . Εντεύθεν και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, ασκηθείσα μετά την πάροδο της νομίμου 20ημέρου προθεσμίας από την καταχώριση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο του δικαστηρίου, χωρίς να εκτίθενται στην έκθεση αναιρέσεως λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του. Συνακολούθως να απορριφθούν και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, διότι προϋποθέτουν παραδεκτώς ασκηθείσαν αναίρεση καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. ΑΤ374/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και τους από 31/12/2007 προσθέτους λόγους. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προθεσμία αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο, με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είκοσι ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του ποινικού δικαστηρίου. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η εκπρόθεσμη αναίρεση εάν δεν αναγράφει λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος ως και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Απορρίπτονται και οι πρόσθετοι λόγοι διότι προϋποθέτουν παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 1106/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 136/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1936/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στυλιανός Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 7/9.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 513 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., την από 5-11-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, κατά του υπ' αριθμ. 136/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 482 §1 Κ.Π.Δ., ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 22 εδ. β' Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι η απόφαση ή το βούλευμα που απορρίπτει αίτηση εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού σύμφωνα με την διάταξη αυτή, επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή μόνο το ένδικο μέσο της έφεσης και υπό την προϋπόθεση ότι χορηγείται τούτο κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση οπότε και πρέπει ταυτόχρονα με αυτό να ασκηθεί. Τέλος, κατά το άρθρο 476 §1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως, για τα οποία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται, δεν προβλέπεται τέτοιο μέσο, το αρμόδιο να κρίνει επ' αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως (Α.Π. 1709/2004 και Α.Π. 86/2000 Π.Χρ. Ν/2000). ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται το υπ' αριθ. 136/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, με το οποίο απορρίφθηκε αίτηση εξαιρέσεως του αναιρεσείοντος κατά του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας Γ. Κατσαβού. Το βούλευμα όμως αυτό δεν υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα παραπάνω και πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 5-11-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ' αριθμ. 136/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 3-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 482 παρ.1 ΚΠοινΔικ ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα ...... και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 22 ιδίου Κώδικος "η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που απορρίπτει την εξαίρεση μπορεί να προσβληθεί με έφεση αν και η οριστική απόφαση για την ουσία της υποθέσεως προσβάλλεται με έφεση και μόνον ταυτόχρονα με αυτήν", το άρθρο δε αυτό ρυθμίζει το επιτρεπτόν ή μη των ενδίκων μέσων κατ' αποφάσεων ή βουλευμάτων. Ούτως από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι το βούλευμα, με το οποίο απορρίπτεται αίτηση εξαιρέσεως δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, δεν υπόκειται εις το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού κατ' αυτήν (την διάταξη) επιτρέπεται μόνον έφεση και υπό την προϋπόθεση ότι αυτή χορηγείται κατά του βουλεύματος με το οποίο εκρίθη κατ' ουσίαν η υπόθεση, οπότε και πρέπει να προσβάλλεται ταυτοχρόνως με αυτή. Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται........το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο", κατά δε την διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 ΚΠοινΔικ "αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, υπ' αριθμ. 136/2007 του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, απερρίφθη ως απαράδεκτη η από 10.6.2007 αίτηση του αναιρεσείοντος, για εξαίρεση του Αντεισαγγελέως Εφετών Λαμίας Γεωργίου Κατσαβού από την άσκηση των καθηκόντων του εις όλες τις υποθέσεις αυτού (αναιρεσείοντος), κατ' αυτού δε του βουλεύματος ησκήθη η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως. Όμως, κατά τ' άνω εκτεθέντα, το εν λόγω βούλευμα δεν υπόκειται εις αναίρεση και συνεπώς πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, παρελκούσης της ερεύνης του αιτήματος του αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, αφού η έρευνα τοιούτου αιτήματος προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.11.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 136/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατ’ αποφάσεως ή βουλεύματος που απέρριψε αίτηση εξαιρέσεως δικαστικών προσώπων, δεν επιτρέπεται αναίρεση. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη τοιαύτη αίτηση αναιρέσεως. Παρέλκει η έρευνα του αιτήματος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως στον Άρειο Πάγο, διότι προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση. Απορρίπτει.
Εξαίρεση δικαστή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εξαίρεση δικαστή.
1
Αριθμός 1103/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - προσφεύγοντος χ1, ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1060/2007 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με την ως άνω διάταξή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - προσφεύγων ζητεί τώρα την αναίρεση της διάταξης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως (προσφυγή) καθώς και στους από 5 Μαρτίου 2008 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 191/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 63/11.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας την υπ'αριθμ. 1/2008 έκθεση προσφυγής του χ1, κατά της υπ'αριθμ. 1060/2007 απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 482 και 504 του Κ.Π.Δ. επιτρέπεται στους διαδίκους η άσκηση αναιρέσεως κατά των βουλευμάτων του δικαστικού συμβουλίου και κατά των αποφάσεων μόνο στις οριζόμενες στα άρθρα αυτά περιπτώσεις. Κατά της διατάξεως όμως του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών δεν προβλέπεται η άσκηση κανενός ενδίκου μέσου και συνεπώς ούτε και της αναιρέσεως. Επομένως η επιγραφόμενη ως "προσφυγή" υπό κρίση (κατ'εκτίμηση) αίτηση αναιρέσεως, που στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 1060/2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ'ουσία η από 12-10-2007 προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ'αριθμ. ΕΓ 112-07/307/44Δ διατάξεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 1/2008 προσφυγή-αναίρεση του χ1 κατά της υπ'αριθμ. 1060/2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 2 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του Κ.Π.Δ., η κατά την πρόβλεψη του άρθρου 47 εκδιδόμενη επί εγκλήσεως απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών είναι δεκτική προσβολής μόνον δια του αναφερομένου στο άρθρο 48 ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα των Εφετών, η δε επ' αυτής εκδιδόμενη διάταξη του τελευταίου δεν υπόκειται, ελλείψει σχετικής στο νόμο πρόβλεψης, σε οποιοδήποτε ένδικο μέσο ή βοήθημα. Επομένως, η κρινόμενη υπ' αρ. 1/2008 αίτηση, επιγραφόμενη ως προσφυγή, εκτιμώμενη όμως ως αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι από 5.3.2008 πρόσθετοι αυτής λόγοι αναίρεσης, του χ1, κατά της υπ' αρ. 1060/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε, ως ουσία αβάσιμη, η από 12.10.2007 προσφυγή του ανωτέρω, κατά της υπ' αρ. ΕΓ 112-07/317/44Δ απορριπτικής διατάξεως της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, μη προβλεπόμενη, κατά τα άνω εκτεθέντα, από το νόμο, είναι και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Πρέπει, τέλος, λόγω της απόρριψης της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων αναίρεσης, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 1/2008 αίτηση και τους από 5.3.2008 πρόσθετους λόγους αναίρεσης του χ1, κατά της υπ' αρ. 1060/2007 διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον προσφεύγοντα - αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008 . Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης, επιγραφόμενη ως προσφυγή, κατά διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών άρθρο 48 ΚΠΔ. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 1102/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Πεγιάδη, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1985/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 187/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 64/11.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 221/24-10-2007 αίτηση αναίρεσης του χ1, κατά του υπ' αριθ. 1985/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 482 §1 του Κ.Π.Δ., "Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του". Κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως αριθμήθηκε με το άρθρο 18 §2 του Ν.3346/2005, "Αν το Συμβούλιο Εφετών επιλήφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 317, κατά του βουλεύματος που εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1". Εξάλλου κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 513 Κ.Π.Δ., "Αν υπάρχει περίπτωση απαράδεκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και μπορεί να καταδικάσει εκείνον που την ασκεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Διαφορετικά, αρχίζει η διαδικασία στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων...". Στην προκειμένη περίπτωση, κατά του αναιρεσείοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις αξιόποινες πράξεις: α) της συγκρότησης δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας αποτελούμενης από τρία πρόσωπα που επεδίωκε τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων από τα αναφερόμενα στο άρθρο 187 §1 Π.Κ., β) της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντιστοίχως η προξενηθείσα ζημία υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών και γ) της υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους προς βλάβη τρίτου με όφελος και αντίστοιχη βλάβη που υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Επί της υποθέσεως αυτής, μετά την νομίμως περατωθείσα κυρία ανάκριση, εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο θεώρησε ως μη γενομένη την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις. Από τις παρατιθέμενες παραπάνω διατάξεις του άρθρου 482 του Κ.Π.Δ., οι οποίες αναφέρουν περιοριστικώς τα βουλεύματα καθών επιτρέπεται αναίρεση, σαφώς προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν είναι εξ' αυτών και συνεπώς δεν χωρεί κατ' αυτού αναίρεση. Πρέπει λοιπόν ως εκ τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθ. 221/24-10-2007 αίτηση αναίρεσης του χ1, κατά του υπ' αριθ. 1985/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 6-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι, από 30-6-2003, χρόνο ενάρξεως ισχύος του ως άνω νόμου, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος μόνο κατ' εκείνου, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα ή παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του". Τέλος κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 18 του Ν. 2408/1996, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι με το προσβαλλόμενο βούλευμα, με αριθμό 1985/2007 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, θεωρήθηκε σαν να μην έγινε, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κ.Π.Δ., η ποινική δίωξη, που ασκήθηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος, για τις πράξεις α) της συγκρότησης δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας, που επιδίωκε τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων, β) της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντιστοίχως η ζημία που προξενήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ, και γ) της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, με σκοπό προσπόρισης περιουσιακού οφέλους, προς βλάβη τρίτου. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος, με το οποίο δεν παραπέμπεται αυτός για κακουργηματικές ή πλημμεληματικές πράξεις, (οσάκις συρρέουν με κακουργήματα), αλλά θεωρήθηκε, με αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως μη γενόμενη η δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του, είναι ανεπίτρεπτη. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την με αριθμό 221/24-10-2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1985/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220.00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος, που θεώρησε ως μη γενόμενη την ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 79 ΚΠΔ. Απορρίπτει την αναίρεση ως απαράδεκτη, λόγω του ότι το βούλευμα αυτό, δεν υπόκειται σε αναίρεση, κατά το άρθρο 482 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1099/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς με συγκατηγορούμενο τον Χ2.Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 819/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 316/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 465 § 1, 474, 482 § 1 στοιχ. α' και 484 § 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικος, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1, υπ'αριθ. 7/3-4-2007 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ'αριθ. 84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθ.137/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, παρεπέμφθη ούτος μετά του συγκατηγορουμένου του Χ2, διά να δικασθεί δι'απάτην, κατά συναυτουργία, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, από την οποίαν το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνει του ποσού των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλων τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγον της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικώτερον, ενώ δια του προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη, κατ'ουσίαν, η έφεσις του αναιρεσείοντος, το αρμόδιον Συμβούλιο, μετά την συμπλήρωση του διατακτικού του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, παρέλειψε και μάλιστα ητιολογημένως, να διαλάβει διάταξιν περί επικυρώσεως ή μη του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως προς τις λοιπές διατάξεις του. ΙΙ) 'Ελλειψις της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν εις το βούλευμα του Συμβουλίου δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκρισιν ή προανάκρισιν, σχετικώς με την αποδιδομένην εις τον κατηγορούμενον αξιόποινον πράξιν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις με τας οποίας έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσαι ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο (Α.Π. 354/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ σελ. 887). Εξάλλου εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρ. 145, 317 § 1, 318 και 319 § 3 Κ.Π.Δ., σαφώς προκύπτει ότι, όταν στο πρωτόδικο βούλευμα υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις, που δεν δημιουργούν ακυρότητα, το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεσις μετά από άσκηση εφέσεως, υποχρεούται, αν δεν απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, να διατάξει την διόρθωση ή συμπλήρωση του βουλεύματος, γιατί διαφορετικά υποπίπτει στην προβλεπόμενη από το άρθρ. 484 § 1 στοιχ. στ' πλημμέλεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας και στην συνέχεια επικυρώνεται, ως προς τις λοιπές διατάξεις του, το βούλευμα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών (Α.Π. 513/2005 Ποιν. Χρον. ΝΕ' σελ. 1063, Α.Π. 947/1982 Ποιν. Χρ. ΛΓ'σελ. 274, Α.Π. 1299/83 Ποιν. Χρ. ΛΔ'σελ. 209, Α.Π. 328/1966 Ποιν. Χρ. ΙΣΤ'σελ. 595). Αν όμως το Συμβούλιο Εφετών απορρίψει την έφεση και επικυρώσει το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς να προβεί σε συμπλήρωση ή διόρθωση των λαθών ή παραλείψεων που υπάρχουν εις αυτό, δεν μπορεί να επανέλθει στο θέμα αυτό με μεταγενέστερο βούλευμα, αφού έχει απεκδυθεί πλέον της εξουσίας του και η εξουσία για διόρθωση ή συμπλήρωση περιέρχεται πλέον εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (Α.Π. 469/1990 Ποιν. Χρ. Μ'σελ. 1149). ΙΙΙ). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών, που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα, δι'αναφοράς του εις την ενσωματωθείσα εις αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη κατά την ανέλεγκτο περί πραγμάτων κρίσιν του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, ήτοι καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων δικογραφίας και απολογίας κατηγορουμένου, το Συμβούλιο πλημμελειοδικών ορθώς εξετίμησε τις αποδείξεις και δια του εκκαλουμένου βουλεύματός του έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις δια την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον και ακολούθως, αφού διεπιστώθη ότι εις το διατακτικόν του παραπάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δεν διελήφθησαν εκ παραδρομής τα εις το σκεπτικό αυτού διαλαμβανόμενα και περιγραφόμενα με αύξ. αριθ. 92 έως και 151 τιμολόγια πωλήσεως εφοδίων, προέβη στην συμπλήρωσιν του διατακτικού του, ώστε να προσδιορισθεί σαφέστερα και ακριβέστερα η κατηγορία και εν συνεχεία το Συμβούλιο εφετών δια του προσβαλλομένου βουλεύματος εδέχθη τυπικώς και απέρριψε κατ'ουσίαν την κατά του ως άνω βουλεύματος έκθεσιν εφέσεως του αναιρεσείοντος και παράλληλα η παραπάνω συμπλήρωσις του διατακτικού του Συμβουλίου πλημμελειοδικών απεδόθη εις το διατακτικόν του προσβαλλομένου βουλεύματος του Συμβουλίου εφετών, ως "μεταρρύθμισις" του εκκαλουμένου ως άνω βουλεύματος, που δεν προβλέπεται από καμία διάταξη, χωρίς όμως να διαληφθεί εις το διατακτικό συγχρόνως σκέψις περί "επικυρώσεως" του ως προς τις λοιπές διατάξεις του κατ'άρθρ. 319 § 3 Κ.Π.Δ. 'Όμως η τοιαύτη "συμπλήρωσις" του διατακτικού του παραπάνω βουλεύματος, χωρίς να διαλαμβάνεται διάταξις περί "επικυρώσεως" του βουλεύματος, δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως εκ των αναφερομένων περιοριστικώς εις το άρθρ. 484 § 1 Κ.Π.Δ. και μάλιστα εκείνου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δι'όν λόγον πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, ο σχετικός λόγος που προβάλλεται δια της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως. Παράλληλα δε, εφ'όσον κριθεί ότι επιβάλλεται η συμπλήρωσις του προσβαλλομένου βουλεύματος, ώστε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς να αποφανθεί περί "επικυρώσεως" του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεσις εις το παραπάνω Συμβούλιο που εξεδόθη προκειμένου να συμπληρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα εκτεθέντα, κατ'άρθρ. 145 § 2 Κ.Π.Δ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η με αριθ. 7/3-4-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και παράλληλα να αναπεμφθεί η υπόθεσις εις το παραπάνω Συμβούλιον προκειμένου να συμπληρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά τα εκτεθέντα εις το σκεπτικό, ως προς την "επικύρωσιν" του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 14 Αυγούστου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ.1 318, 319 παρ.3 ΚΠοινΔ το συμβούλιο εφετών αποφασίζει για τις εφέσεις που ασκούνται κατά των βουλευμάτων του Συμβουλίου πλημμελειοδικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 481, έχει το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά τα άρθρα 309 έως και 315, η εξουσία αυτή του συμβουλίου εφετών δεν περιορίζεται καθόλου, ακόμα και όταν ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου και αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να υποστηριχθεί η κατηγορία και χαρακτηρίζεται σωστά η πράξη, επικυρώνεται το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και συνεχίζεται η διαδικασία. Εάν υπάρχει περίπτωση συμπληρώσεως ή διορθώσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, κατ'άρθρον 145 ΚΠοινΔ, διατάσσεται δια του επί του ενδίκου μέσου εκδιδομένου βουλεύματος, δια του οποίου περατούται ή επί της εφέσεως διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 489 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία εκυρώθη με το Ν.Δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το άρθρο 2 παρ.1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21/11/1984 και εκυρώθη με τον Ν.1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. 'Ετι περαιτέρω το άρθρο 484 παρ.1 ΚΠοινΔ καθορίζει περιοριστικώς τους λόγους αναιρέσεως κατά βουλεύματος, λόγος αναιρέσεως δε κατά βουλεύματος, μη προβλεπόμενος από το άρθρο αυτό, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται το υπ'αριθμ. 84/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθμ. 137/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς, δια του οποίου ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικασθεί για απάτη, από την οποία το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 €. Το προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο δι'αναφοράς του εις την ενσωματωμένην εις αυτό εισαγγελική πρόταση, όσο και με δικές του σκέψεις εδέχθη, κατά την ανέλεγκτο περί πραγμάτων κρίση του, ότι εκ των στοιχείων της σχηματισθείσης ανακριτικής δικογραφίας και δη εκ των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων κατά την προανάκριση και την ανάκριση, εξ όλων των εγγράφων, εν συνδυασμώ προς την απολογία των κατηγορουμένων, (εδέχθη) ότι στοιχειοθετείται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του αποδιδομένου εις τον αναιρεσείοντα αδικήματος ως άνω, ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο συμβούλιο εξετίμησε τις αποδείξεις και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του, αφού προέβη εις την συμπλήρωση του πρωτοδίκου βουλεύματος, ώστε να προσδιορισθεί επακριβέστερον η κατηγορία. Ο αναιρεσείων νυν με τον μοναδικόν λόγον της αιτήσεως αναιρέσεώς του προβάλλει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του λόγου ότι δεν υπάρχει εις το προσβαλλόμενο βούλευμα διάταξη περί επικυρώσεως ή μη του πρωτοδίκου βουλεύματος. Ο τοιούτος λόγος όμως αναιρέσεως δεν προβλέπεται υπό της διατάξεως του άρθρου 484 και πρέπει, εντεύθεν, να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτος, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμ. 84/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220 €). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο βούλευμα που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά. Όταν απορρίπτεται η έφεση, η έλλειψη διατάξεως περί “επικυρώσεως” του πρωτοδίκου βουλεύματος δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως ούτε δι’ έλλειψη αιτιολογίας (άρθρο 484§1δ΄ ΚΠΔ). Εάν υπάρχει περίπτωση συμπληρώσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, διατάσσεται υπό του Εφετείου. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1098/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. χ1, 2. χ2 και 3. χ3 , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της 172/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 178/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Από δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α' ΠΚ, κατά την οποία, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, συνάγεται ότι επί ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία (πρόκληση) μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, παραινέσεις κ.α., β) η διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ιδρύεται εντεύθεν ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα επομένως, της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται σ' αυτήν τα αληθινά γεγονότα, τα οποία γνώριζε ο μάρτυρας που εξετάσθηκε και αντί αυτών εν γνώσει του κατέθεσε τα ψευδή, δηλαδή να αναφέρονται ποια ήταν τα αληθινά γεγονότα κατ' αντιπαράθεση προς εκείνα που το δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν ψευδή και κήρυξε αντιστοίχως ένοχο ψευδορκίας τον κατηγορούμενο και, επιπλέον, προκειμένου για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία, να εκτίθενται τα περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση προς διάπραξη της ψευδορκίας μάρτυρα. Για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 172/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, οι πρώτος και δεύτερος αναιρεσείοντες ως αυτουργοί ψευδορκίας μάρτυρα (κατά πλειοψηφίαν ο πρώτος) και ο τρίτος ως ηθικός αυτουργός σε αυτή (κατ' εξακολούθηση), αφού δέχθηκε το Εφετείο στην αιτιολογία της αποφάσεως του ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής "Α) Ο πρώτος των κατηγορουμένων (χ1) στις 17.5.2000, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής ως μάρτυρας ανταποδείξεως επί αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της νομής στο επίδικο εδαφικό τμήμα του εγκαλούντος ψ1 κατέθεσε εν γνώσει της αναλήθειας τα εξής ψευδή "δύο δένδρα υπάρχουν μέσα στο επίδικο... όταν φθάσαμε εκεί μας σταμάτησε ο αιτών, ο οποίος ζήτησε από τον καθ' ου μία με δύο ημέρες για να βγάλει τα λάχανα. Δεν είπε ότι είναι δικό του. Δεν μάλωσαν ποτέ μεταξύ τους... . Όταν φθάσαμε την περίφραξη στο επίδικο μας είπε ο αιτών ότι ήθελε προθεσμία δύο ημερών για να βγάλει τα λάχανα. Μας είπε να περιμένουμε μέχρι τη Δευτέρα... . Μετά τις δύο ημέρες μας είπε ο αιτών να μπούμε και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας. Πήγαμε και φωνάξαμε τη γυναίκα που έμενε στον πρώτο όροφο και ήταν η νοικοκυρά του σπιτιού και μας είπε να βγάλουμε τα πράσα και να τα βάλουμε στην πυλωτή... Ο αιτών μετά δύο ημέρες ζήτησε να βάλουμε σωλήνες αποχέτευσης για να φύγουν τα νερά του στο κανάλι, ο αιτών δεν μας μάλωσε... ειδοποίησα τη γυναίκα που μένει στον πρώτο όροφο και ότι κατά τις εργασίες του συνεργείου δεν βρήκε καμία βρύση... " ενώ η αλήθεια είναι, την οποία και γνώριζε, ότι δεν υπήρχαν μόνο δύο δένδρα αλλά δέκα καρποφόρα δένδρα, ουδέποτε ζήτησε ο εγκαλών προθεσμία δύο ημερών από τον τρίτο κατηγορούμενο για να εκκριζώσει τα λαχανικά που υπήρχαν στο επίδικο (βλ. καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος και μαρτύρων κατηγορίας που είναι λεπτομερείς ως προς τα άνω περιστατικά). Συνεπώς κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη πρέπει να κηρυχθεί ένοχος (κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου (προεδρεύουσα) ο εν λόγω κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί αθώος ελλείψει του στοιχείου της γνώσεως του ψεύδους)...... Β) Ο δεύτερος των κατηγορουμένων (χ2) ενώ εξεταζόταν, κατά τον ανωτέρω τόπο, στις 24.10.2001, ως μάρτυρας ανταποδείξεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης κατά τη συζήτηση της από 21/24.1.2001 διεκδικητικής αγωγής του εγκαλούντος κατά του τρίτου των κατηγορουμένων (εννοείται ο χ3) κατέθεσε ψευδώς εν γνώσει της αναλήθειάς τους τα εξής "Εγώ μένω στην ......, το οικόπεδο το γνωρίζω από το 1969 που το αγόρασε ο χ3, είχε μία περίφραξη πατημένη, η περίφραξη ήταν στα σύνορα με το οικόπεδο του χ3, το 2000 η περίφραξη δεν υπήρχε δεν θυμάμαι που ακριβώς ήταν η περίφραξη, ξέρω ότι ο χ3 έδωσε 70 τ.μ. στον ψ1 (εγκαλούντα) για να σπείρει κηπευτικά, τα έδωσε το έτος 1942, ήμουνα μπροστά στη συμφωνία, την άκουσα τη συμφωνία ήμουνα στο μαγαζί του χ3 και ο ψ1 είπε όταν το χρειαστείς θα σου το δώσω πίσω. Το ..... στο επίδικο δεν υπήρχε τίποτε, είχε μόνο μία περίφραξη πατημένη, την περνούσα κάθε μέρα η περίφραξη ήταν πάντως στη ......, δεν υπήρχε άλλη περίφραξη, δεν θυμάμαι αν και το επίδικο ήταν μέσα στην περίφραξη, η πατημένη περίφραξη ήταν μέσα στο οικόπεδο, ο κ. ψ1 ζήτησε τα 70 τ.μ. για να σπέρνει κηπευτικά, το 1999 θέλησε να το αγοράσει για να κάνει ακόμη έναν όροφο. Το μέρος αυτό που καλλιεργούσε ο κ. ψ1 θέλησε να το αγοράσει από τον χ3 για να κάνει ακόμη έναν όροφο... Εγώ έμενα 500 μ. πιο κάτω και περνούσα από εκεί, έπαιρνα τον ........ που είμαστε συνάδελφοι και πηγαίναμε στην ΥΕΒ... Ο χ3 το έχει το οικόπεδο από το 1969 που το αγόρασε, μέσα στο οικόπεδο είχε ξύλα και τα έκοβε με κορδέλα, είχε ξυλεία και τσιμέντα, τα είχε σε όλο το χώρο. Το 1992 ο χ3 παραχώρησε το επίδικο για να βάζει κηπευτικά. Μέσα στο οικόπεδο (επίδικο) δεν υπήρχαν δένδρα πριν το 1992, ούτε περίφραξη υπήρχε πριν το 1992 αλλά ούτε και μετά το 1992 υπήρχαν το πάρκιγκ, τα δένδρα, ο διάδρομος, δεν θυμάμαι πότε έγιναν αυτά... ". Αποδείχθηκε όμως ότι η αλήθεια ήταν, την οποία και γνώριζε και απέκρυψε, ότι ουδέποτε διέμενε στην περιοχή της .... και σε απόσταση 500 μ. από το επίδικο. Αντιθέτως η κατοικία του ήταν στις εργατικές κατοικίες της ......, στο ανατολικό άκρο αυτής και σε διαμετρική σχεδόν αντίθετη πλευρά με το επίδικο που βρίσκεται στην νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, ο τόπος δε εργασίας του (ΥΕΒ) βρίσκεται στο βόρειο άκρο της πόλης και συνεπώς το επίδικο δεν ήταν στη διαδρομή του από την οικία του στον τόπο εργασίας του. Επίσης δεν γνώριζε την κατάσταση του επιδίκου από το έτος 1969, έτος που κατά την κατάθεσή του το αγόρασε ο τρίτος των κατηγορουμένων, καθόσον κατά την χρονική εκείνη περίοδο, ως κατωτέρω ο τελευταίος δεν ήταν κύριος κανενός των ομόρων ακινήτου. Δεν υπήρχε περίφραξη πατημένη, υπήρχαν στο επίδικο φυτεμένα από την δικαιοπάροχο του εγκαλούντος καρποφόρα δένδρα, κατά το έτος δε 2000 υπήρχε ανακατασκευασμένη περίφραξη από τον εγκαλούντα με βάση από σκυρόδεμα, ενώ ουδέποτε έλαβε χώρα συμφωνία μεταξύ του εγκαλούντος και του τρίτου των κατηγορουμένων για παραχώρηση από τον τελευταίο στον πρώτο τμήματος του επιδίκου 72 τ.μ. προς χρήση (χρησιδάνειο), ούτε υπήρξε παρών σε τέτοια συμφωνία, ούτε ισχυρίσθηκε ο εγκαλών ότι θα επέστρεφε το τίμημα στον τρίτο κατηγορούμενο ούτε τέλος επεδίωξε ο εγκαλών συνάντηση με τον τρίτο των κατηγορουμένων προκειμένου να αγοράσει το επίδικο. Γ) Ο τρίτος των κατηγορουμένων (χ3) καθ' ου η αίτηση και η αγωγή, στον ανωτέρω τόπο, στις 17.5.2000 και 21.10.2001 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος, με πρόθεση και μεταχειριζόμενος τις κατάλληλες συμβουλές και παραινέσεις, που μετήλθε με πειθώ και φορτικότητα, προκάλεσε στους πρώτο και δεύτερο των κατηγορουμένων την απόφαση να διαπράξουν τις ως προηγουμένως υπό στοιχεία Α' και Β' πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα. Ειδικότερα, εκτός των προαναφερομένων, αποδείχθησαν τα εξής σε σχέση με το καθεστώς κυριότητας και νομής του επιδίκου τμήματος. Ο εγκαλών με το ....... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Ευδοξίας Μανδαλά - Κωνσταντινίδου, νομίμως μεταγραφέν, αγόρασε από την Γ1 ένα οικόπεδο εμβαδού 228 τ.μ. που βρίσκεται στην οδό ..., αριθμ. ...., στην πόλη της ......., στον οποίο και δεν περιλαμβάνεται το επίδικο, όπως συνομολογείται. Το οικόπεδο αυτό κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως συνόρευε, κατά την τοπογραφική αποτύπωση στο συνοδεύον το άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα, βόρεια σε πλευρά 12 μέτρων με οδό ....., ανατολικά σε πλευρά 19 μέτρων με ιδιοκτησία Ζ1 και δυτικά, σε πλευρά 19 μέτρων με ιδιοκτησία Ζ2. Ηδη όμως η πωλήτρια είχε καταλάβει αυθαιρέτως τμήμα της προς βορράν ιδιοκτησίας κληρονόμων Ζ1, εμβαδού 72 τ.μ. (επίδικο) και με πρόχειρη περίφραξη είχε περιλάβει αυτό στην ιδιοκτησία της, γεγονός που έκανε γνωστό στον εγκαλούντα. Η κατάληψη αυτή ήταν ευχερής διότι η ιδιοκτησία κληρονόμων Ζ1 στην οποία ενέπιπταν προηγουμένως η ιδιοκτησία της πωλήτριας (Γ1), το όμορο οικόπεδο Ζ2 και το παρακείμενο οικόπεδο του τρίτου των κατηγορουμένων ήταν μεγάλης εκτάσεως και στερούνταν οριοθέτησης με περίφραξη, οι συγκύριοι δε (κληρονόμοι) αυτής δεν ασκούσαν την εποπτεία της διότι διέμεναν μακριά. Ετσι ο εγκαλών γνωρίζοντας ότι δεν εμπίπτει το επίδικο τμήμα στον τίτλο κυριότητάς του εγκαταστάθηκε στη νομή αυτού εφησυχασμένος από την μη διεκδίκησή του από τους αληθείς κυρίους, χρησιμοποιούσε δε τμήμα αυτού ως χώρο σταθμεύσεως του αυτοκινήτου του και το υπόλοιπο για λαχανόκηπο, ενώ σ' αυτό φυτεύθηκαν δένδρα, σταδιακώς. Η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε μέχρι τις 10.2.2000, χωρίς έως του χρόνου αυτού να οχληθεί ο εγκαλών. Ο τρίτος των κατηγορουμένων, έμπορος ξυλείας που διατηρούσε την επαγγελματική του στέγη σε πλησιόχωρο ακίνητο από το έτος 1992 άρχισε να αγοράζει σταδιακώς τα ιδανικά μερίδια των κληρονόμων Ζ1 και στις 2.10.1998 απέκτησε το σύνολο της εν λόγω ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια μετά την αποτύπωση της όλης ιδιοκτησίας αποφάσισε την υλοποίηση των ορίων της και την περίφραξη της. Το έργο αυτό το ανέθεσε στο τεχνικό γραφείο ....., στο οποίο εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός - εργοδηγός ο πρώτος των κατηγορουμένων και ο μάρτυρας υπερασπίσεως, ........ Για την ακριβή υλοποίηση της τοπογραφικής αποτύπωσης της ιδιοκτησίας πλέον του τρίτου κατηγορουμένου διαπιστώθηκε ότι έπρεπε να καθαιρεθεί η περίφραξη που είχε κάνει ο εγκαλών στο όριο του επιδίκου με την υπόλοιπη ιδιοκτησία κληρονόμων Ζ1, ο τρίτος δε των κατηγορουμένων έδωσε εντολή να συνεχισθούν οι εργασίες και στις 10.2.2000 συνεργείο της τεχνικής υπηρεσίας ...... καθαίρεσε την περίφραξη. Επακολούθησαν οι προαναφερόμενες αστικές δίκες, να σημειωθεί δε ότι η αγωγή του εγκαλούντος και του συγκυρίου αυτού προς διεκδίκηση του επιδίκου - με επίκληση τρόπου κτήσεως κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία απορρίφθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Κομοτηνής με την 1/2002 οριστική απόφαση, έγινε δεκτή στη συνέχεια κατ' ουσίαν με την υπ' αριθμ. 132/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης, εκκρεμεί δε κατά της τελευταίας αίτηση αναιρέσεως. Ανεξαρτήτως όμως αυτού το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ουδέποτε είχε συναφθεί η επικαλούμενη από τον τρίτο των κατηγορουμένων σύμβαση χρησιδανείου, στην υποστήριξη δε του ψευδούς αυτού ισχυρισμού ήλθαν συνεπίκουροι οι λοιποί κατηγορούμενοι. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι... ". Η ανωτέρω, όμως, αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συνδυαζόμενη και με το διατακτικό της, στο οποίο διευκρινίζεται ότι την απόφαση στους φυσικούς αυτουργούς κατηγορουμένους να τελέσουν την ψευδορκία που τέλεσαν προκάλεσε ο ηθικός αυτουργός τρίτος κατηγορούμενος "μεταχειριζόμενος τις κατάλληλες συμβουλές και παραινέσεις, τις οποίες μετήλθε με πειθώ και φορτικότητα", δεν είναι η επιβαλλόμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι α) ως προς τις πράξεις της ψευδορκίας, δεν αντιπαρατίθεται ως προς όλα τα γεγονότα που περιλαμβάνονται στην, εντός εισαγωγικών, παρατιθέμενη κατάθεση του κάθε μάρτυρα, τα οποία το Εφετείο δέχθηκε ως ψευδή και κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, ποια ήταν τα αντιστοίχως αληθινά, τα οποία γνώριζαν οι ενόρκως εξετασθέντες πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι αναιρεσείοντες και εν επιγνώσει αυτών κατέθεσαν τα αναφερόμενα ως άνω, αλλ' αντιπαρατίθενται τα αληθινά ως προς ορισμένα μόνον από τα φερόμενα ως ψευδώς κατατεθέντα και β) ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία κατ' εξακολούθηση, δεν αναφέρονται καθόλου πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε το Εφετείο ότι ο τρίτος αναιρεσείων προκάλεσε στους συγκατηγορουμένους του, ήδη πρώτο και δεύτερο αναιρεσείοντες, την απόφαση προς διάπραξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που καθένας εξ αυτών διέπραξε, καθώς και τους συλλογισμούς για τη θεμελίωση της κρίσεως αυτής. Τα εκτιθέμενα αναλυτικώς ως προς την αντιδικία μεταξύ εγκαλούντος ψ1 και κατηγορουμένου χ3 δεν σχετίζονται με την ηθική αυτουργία του τελευταίου στις ανωτέρω ψευδορκίες, η δε εν τέλει αυτών γενικώτατη επίκληση "συνεπικουρίας" του τρίτου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος από τους συγκατηγορουμένους του δεν αρκεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση, πλην άλλων, με τις ανωτέρω πλημμέλειες, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του ετέρου λόγου της αιτήσεως. Ακολούθως η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 172/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία και ηθική σ’ αυτήν αυτουργία. Στοιχεία. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία μάρτυρα και ηθική σ’ αυτήν αυτουργία λόγω ελλείψεως αιτιολογίας διότι ως προς την ψευδορκία δεν αναφέρονται τα αληθινά γεγονότα, τα οποία γνώριζε ο μάρτυρας, σε αντιπαράθεση προς τα ψευδή για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος, ενώ ως προς την ηθική αυτουργία δεν αναφέρεται βάσει ποιων περιστατικών συνήχθη η πρόκληση της αποφάσεως προς διάπραξη της ψευδορκίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 1101/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη, ορισθέντα με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2018/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 129/12.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 22-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1, κατά του υπ'αριθμ. 2349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνη σχετικώς, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος αυτό. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρ. 482 § 1 Κ.Π.Δ., ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήση την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του, κατά δε την παράγρ. 2 του ανωτέρω άρθρ. 476, ως αντικ. δι'άρθρ. 38 Ν.3160/2003, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Εκ των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, το οποίο απορρίπτει, ως απαράδεκτη, την ασκηθείσα έφεση κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται να ασκήση το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως. Σημειωτέον ότι, προ της ως άνω αντικαταστάσεως της παραγρ. 2 του άρθρ. 476 Κ.Π.Δ., αναίρεση επετρέπετο, όχι μόνο κατά της αποφάσεως, αλλά και κατά του βουλεύματος το οποίο απέρριπτε το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, διά της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, περί της οποίας η από 22-11-2007 σχετική έκθεση, προσβάλλεται από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο το υπ'αριθμ. 2349/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διά του οποίου απερρίφθη ως απαράδεκτη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 3748/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. 'Όμως, συμφώνως προς τα προεκτεθέμενα, κατά του προσβαλλομένου ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν προβλέπεται πλέον η άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο. Επομένως, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη, και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 22-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του X1, κατά του υπ'αριθμ. 2349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 8 Φεβρουαρίου 2008Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.2 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 38 του ν.3160/2003, κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αναίρεση περιορίσθηκε μόνον επί αποφάσεων που απορρίπτουν το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και δεν παρέχεται πλέον τέτοιο δικαίωμα και επί των βουλευμάτων. Εξάλλου, κατά το άνω άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Π.Δ, όταν το ένδικο μέσο και συνεπώς και αυτό της αναίρεσης ασκήθηκε μεταξύ άλλων περιπτώσεων και από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα προς τούτο ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει απ' αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού άκουσε τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προβληθέντος βουλεύματος ή απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος X1 στρέφεται κατά του υπ' αριθμ.2.349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη), η έφεσή του κατά του υπ' αριθμ. 3.748/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που τον παρέπεμπε για από κοινού ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απάτη. Σύμφωνα, όμως, με τα προαναφερόμενα, εφόσον το πληττόμενο βούλευμα απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή του, η ένδικη αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος αυτού είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του X1, για αναίρεση του υπ' αριθμ.2.349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την τροποποίηση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ με το άρθρο 38 του Ν. 3160/2003 δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίπτεται η έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτη (για οποιοδήποτε λόγο). Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για το λόγο αυτό.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1110/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1 2. Χ2 και 3. Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 69/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και oι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Μαρτίου 2007, 9 Μαρτίου 2007 και 12 Μαρτίου 2007 τρεις χωριστές αιτήσεις αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 800/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 519/31-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 12-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ3, ως και την από 9-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 69/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής: Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά του υπ'αριθμ. 881/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, και παραπέμπονται αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Κακουργημάτων), δια να δικασθούν δι'υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, από κοινού, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ συνολικώς, εμπιστευθέντος σ'αυτούς λόγω της ιδιότητός των ως εντολοδόχων. Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ο δε εξ αυτών Χ2 και την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι δια την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (εν όλω ή εν μέρει) κινητού πράγματος, περιελθόντος στην κατοχή του δράστου με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος αυτού ενέχων την γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και την θέλησή του να το ενσωματώση στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγρ. 2) όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως και εκείνη του εντολοδόχου (ΑΠ 1050/2005) Εξ άλλου, εκ της διατάξεως της παραγρ. 1 του ανωτέρω άρθρου (375 ΠΚ), εν συνδυασμώ προς εκείνη του άρθρου 45 ΠΚ, προκύπτει ότι αυτουργός της υπεξαιρέσεως δύναται να είναι μόνον αυτός ο οποίος έχει στην κατοχή του το ιδιοποιούμενο πράγμα, ενώ συναυτουργός υπεξαιρέσεως δύναται να είναι μόνον αυτός ο οποίος έχει την συγκατοχή τούτου, δηλαδή την από κοινού με άλλον πραγματική εξουσίαση του πράγματος, η οποία συντρέχει, όταν επ'αυτού δεν δύναται να επενεργή ακωλύτως και κατ'αρέσκεια ένα πρόσωπο, αλλά από κοινού και άλλο ή άλλα, λόγω της μεταξύ των ιδιαιτέρας σχέσεως επί των ειδικών συνθηκών. Δεν αρκεί ότι το πράγμα ευρίσκεται στην κατοχή άλλου συμμετόχου, έστω και αν συντρέχουν τα λοιπά της συναυτουργίας στοιχεία (ΑΠ 830/2004, εις ΠΧ/ΝΕ/318). Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα εθεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. 'Οσον αφορά την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους. Απαιτείται μόνο να προκύπτη ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, και όχι μόνο μερικά από αυτά (ΑΠ 114/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/29). Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι διάδικος, κατά την ποινική διαδικασία, αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και πρέπει, είτε να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία, μεταξύ των ληφθέντων υπ'όψη από το δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, είτε να προκύπτη από αυτή (αιτιολογία) με βεβαιότητα, ότι ελήφθη πράγματι υπ'όψη. 'αλλως, ιδρύεται ο ως άνω αναιρετικός λόγος (ΑΠ 1946/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/531). Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνο όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμιφλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ενθ. ανωτ.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτουσα και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 εις ΠΧ/ΝΓ'/638), ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων και των απολογιών των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Οι εγκαλούντες Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4,Ψ5,, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9, τυγχάνοντες όλοι κάτοικοι ......Τροιζηνίας, γνώριζαν τον κατ/νο Χ3, κάτοικο ομοίως .....Τροιζηνίας, ο οποίος διατηρούσε γραφείο στην ..... και ασχολείτο με χρηματιστηριακά θέματα και ασφάλειες. Τον μήνα Απρίλιο του 1999, ο Χ3, μόνος - πλην των περιπτώσεων του Ψ3 και του Ψ8 , πλησίασε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας ".......", οι οποίες διατίθεντο σε ελκυστική τιμή, προ της εισόδου αυτής στο χρηματιστήριο και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα τους θα πολλαπλασιασθούν μετά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι ακόμη και αν δεν έμπαινε η εταιρεία στο χρηματιστήριο θα τους επιστρεφόταν το κεφάλαιο άνευ τόκων. Στην περίπτωση του εγκαλούντος Ψ3 η επαφή έγινε από κοινού με τον Χ2, ενώ στην περίπτωση του Ψ8, ήρθε ο ίδιος ο εγκαλών με δική του πρωτοβουλία σε επαφή με τον Χ2, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της ..... με τη μεσολάβηση της .... ΕΑΔΕ, ως συμφέρουσα. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους εγκαλούντες να καταβάλλουν σε λογαριασμούς του εκπροσώπου της ΕΛΔΕ ..... Χ1 και της συζύγου του Β1 (κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά απαλλάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα εξής ποσά: 1) Ο Ψ το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 25-11-99 και το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 30-11-99, τα οποία κατέθεσε στον υπ αριθμ ...... τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, με δικαιούχους τον πρώτο κατηγορούμενο (Χ1) και την Β1, 2) ο Ψ1 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 22-11-1999 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, 3) ο Ψ2 το χρηματικό ποσόν των δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 11-11-99 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, 4) ο Ψ3 το χρηματικό ποσόν των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 από επενδυτικό του λογαριασμό στην ως άνω ΕΛΔΕ, 5) ο Ψ4 το χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, από το οποίο ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών κατέβαλε από επενδυτικό λογαριασμό του στην ως άνω ΕΛΔΕ την 16-8-1999, και ποσόν δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) δραχμών κατέθεσε τμηματικώς την 10-9-1999 και την 25-9-1999 στον υπ αριθμ. ...... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 6) ο Ψ5 το χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τμηματικώς, την 6-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 11-11-1999 ποσόν τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών στον υπ'αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ, δικαιούχος του οποίου είναι, ο πρώτος κατηγορούμενος, 7) ο Ψ6 το χρηματικό ποσόν των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την 2-12-1999 ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών και την 22-12-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, 8) ο Ψ7 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την 22-10-1999, ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, την 11-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 15-11-1999 ποσόν δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών" στον υπ' αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 9) ο Ψ8 το χρηματικό ποσόν των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 19-11-1999 στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως και 10) ο Ψ9 το χρηματικό ποσόν των δέκα επτά εκατομμυρίων (17.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την 24-11 -1999, την 29-11-1999 και την 7-12-1999 στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν με την ρητή εντολή για αγορά μετοχών της εν-λόγω εταιρείας εκ μέρους της ..... ΕΛΔΕ. Από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1999, οι εγκαλούντες περίμεναν την μεταβίβαση των μετοχών ματαίως. Λόγω κυρίως του ναυαγίου του πλοίου Γ, ιδιοκτησίας της ....., η εταιρεία δεν μπήκε τελικά στο χρηματιστήριο, ενώ οι εγκαλούντες είχαν αρχίσει να ζητούν τα χρήματα τους ή το πακέτο των μετοχών, όποια και αν ήταν η αξία τους. Τότε ο Χ1 διαβεβαίωσε ορισμένους εκ των εγκαλούντων ότι τις μετοχές τις έχει η χρηματιστηριακή και θα τις παραδώσει λίγο πριν μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Με τον τρόπο αυτό καθυστέρησε τις νόμιμες ενέργειες εκ μέρους των παθόντων . Μετά πάροδο έτους και δύο μηνών, δηλαδή την 7/3/2002, οι εγκαλούντες κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στον Χ1, με την οποία ζήτησαν εντός τριών ημερών να μεταβιβάσει τις μετοχές της ως άνω ναυτιλιακής εταιρείας που είχε εντολή να προαγοράσει για λογαριασμό τους, άλλως να επιστρέψει σ' αυτούς τα χρηματικά ποσά που του είχαν καταβληθεί. Ο Χ1 σε ουδεμία ενέργεια προέβη, εκδηλώνοντας έτσι την 10/3/2002 οριστικά την πρόθεση του και την πρόθεση των συγκατηγορουμένων του να ενσωματώσουν παρανόμως στην περιουσία τους τα καταβληθέντα από τους εγκαλούντες ποσά, με συνέπεια να υποβληθεί η κρινομένη έγκληση. Εκ των παθόντων ο μόνος ο οποίος πιθανόν ικανοποιήθηκε και του επεστράφησαν τα χρήματα ήταν ο Ψ8 με συνέπεια να δηλώσει ενώπιον του Ανακριτή ότι δεν εξαπατήθηκε από τον Χ2 και ότι παραιτείται της πολιτικής αγωγής. Έτσι όμως έχοντας τα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον Χ1, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό τους μετοχές της ..... Η ανωτέρω συμπεριφορά των κατηγορουμένων, συγκροτεί την νομοτυπική μορφή του· εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης συνολικώς το ποσό των 73.000 Ευρώ, η οποία ετελέσθη από εντολοδόχο και από κοινού. Η από κοινού διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος - παρ' ότι οι λογαριασμοί στους οποίους κατατέθηκαν τα χρήματα των παθόντων ανήκαν στον α' κατ/νο και στην δική του εταιρεία - προδήλως προκύπτει από τις ενέργειες και των λοιπών κατηγορουμένων, οι οποίοι · δρούσαν ως μία ομάδα σκοπό έχουσα την άγρα θυμάτων και την ιδιοποίηση των χρημάτων τους και ανεξαρτήτως του ότι, έναντι του Χ2, ο-Χ3 φαίνεται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έχοντας πλησιάσει τους περισσότερους των παθόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χ2, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ήταν απλός υπάλληλος της ΕΛΔΕ και όχι συνεργάτης με ποσοστά επί των επενδύσεων. Όμως, με τις παραδοχές αυτές του Συμβουλίου Εφετών, η αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι ασαφής και ελλειπής. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι τα χρήματα των παθόντων κατετέθησαν εις λογαριασμούς ανήκοντες στον εκ των αναιρεσειόντων Χ1, στην σύζυγό του και στην εκπροσωπουμένη από αυτόν "ΕΛΔΕ .....", δεν διευκρινίζει πώς περιήλθον αυτά στην συγκατοχή όλων των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, ούτε αν ο εξ αυτών Χ1 ηδύνατο να επιλαμβάνεται των ανωτέρω χρηματικών ποσών μόνος ή από κοινού μετά των λοιπών συγκατηγορουμένων του αναιρεσειόντων. Εξ άλλου, δεν αναφέρει, μεταξύ των ληφθέντων υπ'όψη αποδεικτικών μέσων, τις ανωμοτί καταθέσεις επτά πολιτικώς εναγόντων, ενώ από καμία άλλη αναφορά της αιτιολογίας και ολοκλήρου του βουλεύματος δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι ελήφθησαν πράγματι υπ'όψη από το Συμβούλιο και εξετιμήθησαν οι ανωμοτί αυτές καταθέσεις. Όμως, με τις ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εκ των ως άνω δε ασαφειών στερείται τούτο και νομίμου βάσεως. Επομένως, είναι βάσιμοι οι ανωτέρω σχετικοί λόγοι αναιρέσεως και, κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω------------------------ Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 69/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 17 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση αυτοτελείς αιτήσεις α) υπ' αριθμ.6/12-3-2007 του κατηγορουμένου Χ1, β)υπ' αριθμ.4/9-3-2007 του κατηγορουμένου Χ2 και γ) υπ' αριθμ.5/12-3-2007 του κατηγορουμένου Χ3, για αναίρεση του 69/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, πρέπει να συνεξεταστούν. Α) Επί της αναιρέσεως του Χ1 Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος , η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ.δ του ιδίου Κώδικος, λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και την μνεία των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη το συμβούλιο για να κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την παραπομπή του στο ακροατήριο. Ειδικότερη αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου, όπως τα ονόματα των εξετασθέντων μαρτύρων κλπ. δεν είναι αναγκαία, όπως και η ιδιαίτερη μνεία της αξιολογήσεως του περιεχομένου του , πρέπει, όμως, να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ, απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων, κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση, στην αιτιολογία του προσβαλλομένου υπ' αριθμ. 69/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Πειραιώς με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση , αναφέρεται, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του ".....τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων" .Από την ανωτέρω περικοπή δεν προκύπτει και μάλιστα αδιστάκτως ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις καταθέσεις των παθόντων Ψ, Ψ1, Ψ3, Ψ4, Ψ5, και Ψ7 που εξετάστηκαν ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγοντες στην κυρία ανάκριση. Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως των 1)Χ3 και 2)Χ2 Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Εντεύθεν έπεται ότι αυτουργός της υπεξαιρέσεως είναι μόνον αυτός που έχει στην κατοχή του το ιδιοποιούμενο πράγμα, ενώ συναυτουργός υπεξαιρέσεως μπορεί να είναι αυτός που έχει την συγκατοχή τούτου, δηλαδή την από κοινού μετ'άλλον πραγματική εξουσίαση του πράγματος, η οποία συντρέχει όταν επ'αυτού δεν μπορεί να επενεργεί ακωλύτως και κατ'αρέσκεια ένα πρόσωπο, αλλά από κοινού και άλλο, ή άλλα, λόγω της μεταξύ των ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών συνθηκών. Δεν αρκεί ότι το πράγμα βρίσκεται στην κατοχή άλλου συμμετόχου, έστω και αν συντρέχουν τα λοιπά της συναυτουργίας στοιχεία (45 ΠΚ). Για την κακουργηματική δε μορφή της υπεξαιρέσεως απαιτείται επί πλέον το αντικείμενο αυτής είτε να υπερβαίνει σε συνολική αξία το ποσό των 73.000 ευρώ. (άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όπως το τελευτ. εδαφ. αυτής προστ. με το άρθρο 14 παρ. 3 β του ν. 2721/3-6-1999) είτε να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω ορισμένων περιοριστικά αναφερομένων στην παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 , ιδιοτήτων αυτού, μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του ως εντολοδόχου του παθόντος. Επιβαρυντική δε περίσταση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως υπάρχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. β' του ΠΚ, όπως το εδαφ. αυτό προστ. με το άρθρο 14 παρ. 3β του ν. 2721/1999, όταν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατοχή δε, κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, που διαφέρει εν προκειμένω της αντιστοίχου εννοίας του ΑΚ, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με την λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε Τράπεζα με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 του ν.δ. 17.7/17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 721 και 719 ΑΚ ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, ο δε εντολοδόχος να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή τους. Ο εντολοδόχος δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλομένων σ' αυτόν χρημάτων, είτε η προκαταβολή γίνεται με παράδοση αυτών, είτε με την λογιστική μεταφορά τους στο προσωπικό λογαριασμό του εντολοδόχου σε Τράπεζα με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 ν.δ. της 17-7/17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Γι' αυτό σε περίπτωση μη ανάλωσης και παράνομης ιδιοποίησης αυτών (προκαταβαλλομένων χρημάτων) διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του αρ. 375 ΠΚ. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών ή των υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο έκρινε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις τις οποίες έκανε το δικαστικό συμβούλιο για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι από τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς, ενδείξεις για να στηριχθεί κατά του κατηγορουμένου κατηγορία για ορισμένη αξιόποινη πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής : "Από το αποδεικτικό υλικό της ενεργηθείσας κυρίας Ανακρίσεως και ειδικότερα τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα , τις απολογίες και τις εφέσεις των κατηγορουμένων, προέκυψαν κατά την κρίση μας τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι εγκαλούντες Ψ,Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9 τυγχάνοντες όλοι κάτοικοι ..... Τροιζηνίας, γνώριζαν τον κατ/νο Χ2, κάτοικο ομοίως ..... Τροιζηνίας, ο οποίος διατηρούσε γραφείο στην ..... και ασχολείτο με χρηματιστηριακά θέματα και ασφάλειες. Τον μήνα Απρίλιο του 1999, ο Χ3, μόνος - πλην των περιπτώσεων του Ψ3 και του Ψ8, πλησίασε τους εγκαλούντες και τους έπεισε να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας ".........", οι οποίες διατίθεντο σε ελκυστική τιμή, προ της εισόδου αυτής στο χρηματιστήριο και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα τους θα πολλαπλασιασθούν μετά την είσοδο της εταιρείας στο χρηματιστήριο. Τους διαβεβαίωσε επίσης ότι ακόμη και αν δεν έμπαινε η εταιρεία στο χρηματιστήριο θα τους επιστρεφόταν το κεφάλαιο άνευ τόκων. Στην περίπτωση του εγκαλούντος Ψ3 η επαφή έγινε από κοινού με τον Χ2, ενώ στην περίπτωση του Ψ8 ήρθε ο ίδιος ο εγκαλών με δική του πρωτοβουλία σε επαφή με τον Χ2, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την αγορά μετοχών και ο τελευταίος του πρότεινε την αγορά μετοχών της ...... με τη μεσολάβηση της .... ΕΛΔΕ, ως συμφέρουσα. Με τον τρόπο αυτό, έπεισε τους εγκαλούντες να καταβάλλουν σε λογαριασμούς του εκπροσώπου της ΕΛΔΕ ..... Χ1 και της συζύγου του Β1(κατά της οποίας είχε επίσης ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά απαλλάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τα εξής ποσά: 1) Ο Ψ το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 25-11-99 και το χρηματικό ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, την 30-11-99, τα οποία κατέθεσε στον υπ αριθμ ....... τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, με δικαιούχους τον πρώτο κατηγορούμενο και την Β1 2) ο Ψ1 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 22-11-1999 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως 3) ο Ψ2 το χρηματικό ποσόν των δέκα πέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την ΠΙ 1-99 στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό, 4) ο Ψ3 το χρηματικό ποσόν των τριάντα εκατομμυρίων (30.000,000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 από επενδυτικό του λογαριασμό στην ως άνω ΕΛΔΕ, 5) ο Ψ4 το χρηματικό ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, από το οποίο ποσό ένδεκα εκατομμυρίων (11.000.000) δραχμών κατέβαλε από επενδυτικό λογαριασμό του στην ως άνω ΕΛΔΕ την 16-8-1999, και ποσόν δέκα τεσσάρων εκατομμυρίων (14.000.000) δραχμών κατέθεσε τμηματικώς την 10-9-1999 και την 25-9-1999 στον υπ αριθμ. ...... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 6) ο Ψ5 το χρηματικό ποσόν των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, το οποίο κατέβαλε τμηματικώς, την 6-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 11-11-1999 ποσόν τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών στον υπ' αριθμ. .... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ, δικαιούχος του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος 7) ο Ψ6 το χρηματικό ποσόν των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς, την 2-12-1999 ποσόν τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών και την 22-12-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, 8) ο Ψ7 το χρηματικό ποσόν των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την 22-10-1999, ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, την 11-11-1999 ποσόν πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών και την 15-11-1999 ποσόν δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών' στον υπ' αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνδικαιούχοι του οποίου είναι ο πρώτος κατηγορούμενος και η σύζυγος του Β1, 9) ο Ψ8 το χρηματικό ποσόν των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε την 19-11-1999 στον προαναφερόμενο λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως και 10) ο Ψ9 το χρηματικό ποσόν των δέκα επτά εκατομμυρίων (17.000.000) δραχμών, το οποίο κατέθεσε τμηματικώς την 24-11-1999, την 29-11-1999 και την 7-12-1999 στον ίδιο ως άνω λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν με την ρητή εντολή για αγορά μετοχών της εν-λόγω εταιρείας εκ μέρους της .... ΕΛΔΕ. Από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1999, οι εγκαλούντες περίμεναν την μεταβίβαση των μετοχών ματαίως. Λόγω κυρίως του ναυαγίου του πλοίου Γ, ιδιοκτησίας της ...., η εταιρεία δεν μπήκε τελικά στο χρηματιστήριο, ενώ οι εγκαλούντες είχαν αρχίσει να ζητούν τα χρήματα τους ή το πακέτο των μετοχών, όποια και αν ήταν η αξία τους. Τότε ο Χ1 διαβεβαίωσε ορισμένους εκ των εγκαλούντων ότι τις μετοχές τις έχει η χρηματιστηριακή και θα τις παραδώσει λίγο πριν μπει η εταιρεία στο χρηματιστήριο. Με τον τρόπο αυτό καθυστέρησε τις νόμιμες ενέργειες εκ μέρους των παθόντων . Μετά πάροδο έτους και δύο μηνών, δηλαδή την 7/3/2002, οι εγκαλούντες κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία στον Χ1, με την οποία ζήτησαν εντός τριών ημερών να μεταβιβάσει τις μετοχές της ως άνω ναυτιλιακής εταιρείας που είχε εντολή να προαγοράσει για λογαριασμό τους, άλλως να επιστρέψει" σ' ιυτούς τα χρηματικά ποσά. που του είχαν καταβληθεί. Ο Χ1 σε ουδεμία ενέργεια προέβη, εκδηλώνοντας έτσι την 10/3/2002 οριστικά την πρόθεση του και την πρόθεση των συγκατηγορουμένων του να ενσωματώσουν παρανόμως στην περιουσία τους τα καταβληθέντα από τους εγκαλούντες ποσά, με συνέπεια να υποβληθεί η κρινομένη έγκληση. Εκ των παθόντων ο μόνος ο οποίος πιθανόν ικανοποιήθηκε και του επεστράφησαν τα χρήματα ήταν ο Ψ8 με συνέπεια να δηλώσει ενώπιον του Ανακριτή ότι δεν εξαπατήθηκε από τον Χ2 και ότι παραιτείται της πολιτικής αγωγής. Έτσι όμως έχοντας τα πραγματικά περιστατικά, είναι προφανές ότι οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον Χ1, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό τους μετοχές της ..... χωρίς να προηγηθούν ψευδείς παραστάσεις, παρά μόνο υποσχέσεις περί υψηλής αποδόσεως της επένδυσης, οι οποίες αποδείχθηκαν αναληθείς. Υποσχέσεις οι οποίες δεν συνιστούν "γεγονός" απαιτούμενο για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης "γεγονός". Το ψευδές γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία της απάτης, δηλαδή αυτό της διαβεβαιώσεως περί "κατοχής" των μετοχών, αφενός μεν από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων προέκυψε ότι έλαβε χώρα, μετά την μεταβίβαση των χρημάτων στους κατ/νους και συνεπώς η μεταβίβαση αυτή δεν ήταν απότοκος αυτής της διαβεβαιώσεως και αφετέρου, ο ρόλος της ΕΛΔΕ είναι η διαμεσολάβηση στην αγορά μετοχών για λογαριασμό του επενδυτή, χωρίς να απαιτείται να κατέχει η ίδια η ΕΛΔΕ τις μετοχές. Τούτο σημαίνει ότι οι εγκαλούντες θα προέβαιναν ούτως ή άλλως στην περιουσιακή διάθεση, προκειμένου να αγοράσει για λογαριασμό τους η ΕΛΔΕ τις συγκεκριμένες μετοχές. Η συμπεριφορά αυτή των κατηγορουμένων, συγκροτεί την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελεσθείσα από εντολοδόχο και από κοινού, Η από κοινού διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος παρ' ότι οι λογαριασμοί στους οποίους κατατέθηκαν τα χρήματα των παθόντων ανήκαν στον α' κατ/νο και στην δική του εταιρεία - προδήλως προκύπτει από τις ενέργειες και των λοιπών κατηγορουμένων, οι οποίοι - δρούσαν ως μία ομάδα σκοπό έχουσα την άγρα θυμάτων και την ιδιοποίηση των χρημάτων τους και ανεξαρτήτως του ότι, έναντι του Χ2, ο-Χ3 φαίνεται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, έχοντας πλησιάσει τους περισσότερους των παθόντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χ2, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι πράγματι ήταν απλός υπάλληλος της ΕΛΔΕ και όχι συνεργάτης με ποσοστά επί των επενδύσεων. Ως προς τους ισχυρισμούς του Χ1 : α) Ορθώς το ποσό της ζημίας και του αντιστοίχου, δια ιδιοποιήσεως οφέλους των κατ/νων ανέρχεται στο ποσό των 169.500.000 δρχ. και όχι σε αυτό των 156.000.000 δρχ. διότι στην περίπτωση του Ψ3, στον οποίο ισχυρίζεται ότι επέστρεψε ποσό 8.000.000 δρχ. με επιταγή, η επιταγή ήταν ακάλυπτη και ουδέποτε πληρώθηκε, ενώ και το ποσό αυτό είχε δοθεί αρχικά με την εντολή αγοράς μετοχών. Στη δε περίπτωση του Ψ8, προέκυψε ότι πράγματι κατατέθηκε το ποσόν των 5.500.000 δρχ. σε λογαριασμό της Άλφα Τράπεζας Πίστεως για αγορά μετοχών, ανεξαρτήτως του ότι παραιτήθηκε ο ανωτέρω από την πολιτική αγωγή, β) Ο ισχυρισμός του ότι κάλεσε τους εγκαλούντες για να τους μεταβιβάσει τις μετοχές, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν με διάφορες προφάσεις, ουδόλως υποστηρίχθηκε με κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να θεωρείται βάσιμος, γ) Τέλος, εφόσον η κρινομένη πράξη δεν έχει τα στοιχεία της απάτης αλλά της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, δεν έχει επιρροή ο ισχυρισμός του ότι οι ψευδείς παραστάσεις έλαβαν χώρα προ της ισχύος του Ν. 2721/99. - Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, φρονούμε ότι πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις κατ' ουσία και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα ποσού 220 ευρώ σε έκαστο των εκκαλούντων. Παράλληλα, θα πρέπει να διορθωθεί κατ'εφαρμογή του άρθρου 317 παρ. 2 του Κ.Π.Δ το αρ. 881/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και να δοθεί ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός στην κρινομένη πράξη. Η πράξη αυτή, φέρει τα στοιχεία της από κοινού υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, δεδομένου ότι τα ποσά που αφορούν σε ένα έκαστο των παθόντων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελέσθηκε δε από δράστες που είχαν την ιδιότητα του εντολοδόχου και με την επιβαρυντική περίσταση του ότι το ολικό αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Πρέπει επομένως κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά για την ανωτέρω πράξη τους, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14,26 παρ. 1, 27, 45, 51, 52, 60, 79, 98 και 375 παρ. 2-1 Π.Κ και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τις λοιπές του διατάξεις.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπό του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προβλεπομένης αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση και από κοινού ,αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου με την επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για την οποία υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τη διέπραξαν οι κατηγορούμενοι κατά συναυτουργία με τον Χ1 και έτσι απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις των κατά του 881/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που έκρινε ότι στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης κατά συναυτουργία, και κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχο προξενηθείσα ζημία υπερβαίνοντα συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ και παρέπεμψε αμφοτέρους να δικασθούν για την παραπάνω πράξη . Έτσι όμως που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, δεν περιέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη κατά τα αναπτυχθέντα στη νομική σκέψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία . Ειδικότερα, 1) ενώ στο αιτιολογικό του αναφέρεται ότι "οι εγκαλούντες παρέδωσαν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στον Χ1, με την εντολή να αγοράσει για λογαριασμό τους μετοχές της ...." στο διατακτικό του αντιφατικά φέρονται και οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ότι ενήργησαν ως εντολοδόχοι για την αγορά των μετοχών της ως άνω εταιρείας 2) ενώ στο σκεπτικό του αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων Χ2 ήλθε σε επαφή μόνο με δύο από τους εγκαλούντες και συγκεκριμένα συμβούλευσε τον Ψ8 και του πρότεινε να αγοράσει μετοχές της .... και έφερε σε επαφή τον εγκαλούντα Ψ3 με τον αναιρεσείοντα Χ3 προκειμένου να προβεί στην αγορά των ως άνω μετοχών στο διατακτικό αντιφατικά αναφέρεται ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήλθαν σε προσωπική επικοινωνία με όλους τους εγκαλούντες και τους έπεισαν να αγοράσουν πακέτα μετοχών της ως άνω εταιρείας και 3) Ενώ κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα τα φερόμενα ως υπεξαιρεθέντα χρηματικά ποσά κατατέθηκαν από τους εγκαλούντες σε προσωπικό λογαριασμό του κατηγορουμένου Χ1 και σε λογαριασμό της εταιρείας ΕΛΔΕ της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και είχε πρόσβαση σ' αυτά στη συνέχεια δέχεται ότι συγκάτοχοι τούτων ήσαν και οι αναιρεσείοντες Χ3 και Χ2 χωρίς να διασαφηνίζει, πως αυτοί που φέρονται ως συνεργάτες του Χ1 ασκούσαν επ' αυτών συγκατοχή με την έννοια που προαναφέρθηκε και κυρίως δεν διευκρινίζει τα περιστατικά που θεμελιώνουν την από κοινού ενσωμάτωση των χρηματικών ποσών στην περιουσία των κατηγορουμένων και ειδικότερα με ποίο τρόπο ενσωμάτωναν στην περιουσία τους τα ως άνω χρηματικά ποσά των εγκαλούντων. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ' ουσίαν βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγος των κρινομένων αιτήσεων αναιρεσείων, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ) . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμ. 69/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς . Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική υπεξαίρεση από κοινού. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1097/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταθαρά, περί αναιρέσεως της 818/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 320/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 12 του άρθρου 30 του Αγορανομικού Κώδικα, τιμωρούνται με τις εκεί αναφερόμενες ποινές εκείνοι που δεν συμμορφώνονται με τις από την αρμόδια χημική υπηρεσία οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα και ποτά που προσφέρονται σε κατανάλωση, ως και τα αντικείμενα χρήσης και οι όροι οι οποίοι πρέπει να τηρούνται κατά την κατεργασία και την συντήρηση αυτών προς φύλαξη της δημοσίας υγείας και αποφυγή απάτης των αγοραστών (παρ. 12), όπως επίσης και όσοι δηλώνουν ανακριβώς προς το κοινό ή προς τις αρχές, μεταξύ άλλων, και την ποιότητα των αντικειμένων βιοτικών αναγκών (παρ. 7). Τέλος, μετά από την κατάργηση της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 11 του ν. 802/1978), με το άρθρο 3 παρ.1 του νόμου 1401/1983, η οποία καθιέρωνε την ποινική ευθύνη των συμβατικώς οριζομένων ως αγορανομικώς υπευθύνων των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ισχύουσα παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 36, για κάθε αγορανομική παράβαση στα αναφερόμενα καταστήματα, εργοστάσια και εργαστήρια καθώς και στα δημόσια κέντρα, τιμωρούνται ως αυτουργοί "ο κύριος της επιχειρήσεως, ο διευθυντής και ο επόπτης του εστιατορίου ή ξενοδοχείου και λοιπών καταστημάτων, εργοστασίων εργαστηρίων κ.λπ". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης δημιουργεί η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύει. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικά η καταδικαστική, για τις ως άνω αγορανομικές παραβάσεις, απόφαση, στερείται αιτιολογίας και όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, ότι ο κατηγορούμενος είχε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, μία από τις τρεις ως άνω ιδιότητες, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και προσδίδουν σ' αυτόν μία από τις ιδιότητες αυτές.- 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς , που δίκασε κατ' έφεση, κήρυξε, με την υπ' αριθμ. 818/2007 απόφασή του, τον αναιρεσείοντα ένοχο για την αναφερόμενη εκεί αγορανομική παράβαση που προβλέπεται από τα άρθρα 30 παρ. 2 και 12 σε συνδ. με άρθρ. 31 παρ. 4 και 5 του Αγορανομικού Κώδικα και συγκεκριμένα για το ότι: "Στο 109ο χ.λ.μ. Ε.Ο ....- ..... στις 3 Οκτωβρίου 2000 ως αγορανομικώς υπεύθυνος πρατηρίου υγρών καυσίμων που εδρεύει στην ανωτέρω θέση δεν συμορφώθηκε με τις οδηγίες ,γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμοδίας Χημικής Υπηρεσίας , με τις οποίες καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα που προσφέρονται προς κατανάλωση, προς φύλαξη της δημόσιας υγείας και ειδικότερα από την δειγματοληψία που έγινε από υπαλλήλους του Τμήματος Εμπορίου Λιβαδειάς σε δείγμα πετρελαίου κίνησης και εξετάσθηκε από την Δ' Χημική Υπηρεσία Πειραιά διαπιστώθηκε ότι το δείγμα βρέθηκε μη κανονικό ...". Έτσι, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνουν παραδεκτώς την αιτιολογία της απόφασης, αναφέρεται, αν ο αναιρεσείων, κατά τον ανωτέρω χρόνο τέλεσης της εν λόγω αγορανομικής παραβάσεως, είχε μία από τις προαναφερθείσες ιδιότητες, δηλαδή του κυρίου της επιχείρησης ή του διευθυντή ή του επόπτη αυτής, αφού η μόνη αναφερόμενη ιδιότητα του αγορανομικώς υπευθύνου, δεν μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του για την αγορανομική αυτή παράβαση. Επομένως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 818/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο παραπάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που την είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί καταδικαστική απόφαση για παράβαση του αγορανομικού κώδικα διότι αναφέρεται ο αναιρεσείων ως αγορανομικώς υπεύθυνος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αγορανομικός Κώδικας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1095/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 94/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1271/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 52/5.2.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 10-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμ. 94/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, εκθέτω τα εξής: Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 474 §2, 476 §1, 484 §1 και 510 §1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων ή βουλευμάτων είναι οι περιεχόμενοι σ' αυτή λόγοι αναιρέσεως να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Άλλως η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη του κειμένου της διατάξεως η οποία προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών τα οποία θεμελιώνουν την επικαλουμένη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμελείας, δεν αρκεί. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναιρέσεως, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στα άρθρα 484 §1 στοιχ. δ' και 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δια το ορισμένο του οποίου πρέπει: α) αν ελλείπη παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτή εν σχέσει προς συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχη αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, εις τί συνίσταται η έλλειψη αυτή εν σχέσει προς το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή αντιφάσεις ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εξετιμήθησαν από το συμβούλιο ή το δικαστήριο (Ολομ. Α.Π. 2/2002, Ολομ. Α.Π. 19/2001, Α.Π. 406/2006, Α.Π. 354/2006). Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναιρέσεως, στο μέτρο που δι' αυτού πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου, αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εις τα άρθρ. 484 §1 και 510 §1 Κ.Π.Δ. αναφερομένων λόγων αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, αντιστοίχως (Α.Π. 354/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/887). Στην προκειμένη περίπτωση, δια της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πλήττεται το ανωτέρω βούλευμα, δια του οποίου ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης (Κακουργημάτων), δια να δικασθή δι' απάτη εκ της οποίας η ζημία, ιδιαιτέρως μεγάλη, και το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα την πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ισχυριζόμενος ότι αυτό "δεν έχει:α) ειδική και ανεπτυγμένη αιτιολογία, όπως επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κωδ. Ποιν. Δικον., β) δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρο 292 παρ. 1 και 2 Π.Κ., γ) δεν περιέχει τις αποδείξεις στις οποίες στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου, καθώς και τους νομικούς λόγους που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην παραπάνω ποινική διάταξη. Ειδικότερα δέχτηκε ότι: Οι κατ' αριθμό ποσό και λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία αναφερόμενες στην έγκληση του Ψ1 τραπεζικές επιταγές, εμφανίστηκαν από μέρους του αναιρεσείοντα και πληρώθηκαν από μέρους του εγκαλούντα καίτοι ο αναιρεσείων το αμφισβήτησε από την πρώτη στιγμή και η οποία πληρωμή των επιταγών αυτών από τον μηνυτή δεν αποδείχτηκε από κανένα προσκομισθέν έγγραφο. Το γεγονός ότι ο μηνυτής παρέδωσε στον αναιρεσείοντα τις τραπεζικές αυτές επιταγές δεν σημαίνει αυτοδίκαια κι αυτονόητα, ότι τις πλήρωσε κιόλας. Αντιθέτως οι τραπεζικές αυτές μεταχρονολογημένες επιταγές παραδόθηκαν μεν από τον μηνυτή στον αναιρεσείοντα και δεν πληρώθηκαν από τον μηνυτή, ο οποίος ακόμη και στο βασικό στοιχείο της μηνύσεως ο μηνυτής ψεύδεται ασύστολα. Ο αναιρεσείων, παραπλάνησε τον μηνυτή, αγνοώντας και παραλείποντας να λάβει υπ' όψιν καίτοι απεδείχθη από την κατάθεση του Γ1 την οποία έλαβε επιλεκτικά και αποσπασματικά μόνον υπ' όψιν του προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι οι συζητήσεις με τον μηνυτή διήρκεσαν άνω του ενός έτους, στη διάρκεια του οποίου έκανε φύλλο φτερό τα βιβλία της ΣΥΛΦΕΝ ΔΟΜΙΚΗ ΑΕ, ότι μηνυτής και αναιρεσείων ήταν καθημερινά μαζί και γνώριζε και για την αίτηση πτωχεύσεως που κατατέθηκε και συζητήθηκε στην πορεία αλλά και το γεγονός ότι ο μηνυτής είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος και απόλυτα επιτυχημένος επαγγελματίας και επιχειρηματίας, γνωστός σε όλη τη ...... γι' αυτό και δεν θα έκανε ποτέ κίνηση εάν δεν βεβαιώνονταν προηγούμενα από τα στοιχεία που θα ερευνούσε". Και καταλήγει "Με αυτά τα δεδομένα σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με αυτά που δέχθηκε δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν υφίσταται αδίκημα και κατά συνέπεια είναι αναιρετέο". Όμως, με το ως άνω περιεχόμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις είναι αόριστες, αφού δεν προσδιορίζεται εις τι συνίσταται η έλλειψη "ειδικής και ανεπτυγμένης αιτιολογίας" ή η έλλειψη σαφηνείας και πληρότητος κατά την έκθεση των προκυψάντων από την διαδικασία πραγματικών περιστατικών, ούτε ποιες αποδείξεις στις οποίες εστηρίχθη η κρίση του συμβουλίου, ή ποιοί νομικοί λόγοι, δικαιολογούντες την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, δεν περιέχονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ενώ συγχρόνως πλήττεται απαραδέκτως η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου και εκτίμηση των αποδείξεων, ως η αξιολόγηση της μαρτυρικής καταθέσεως του Γ1, δια της αορίστου αιτιάσεως, ότι αυτή ελήφθη υπ' όψιν μόνο επιλεκτικώς και αποσπασματικώς (βλ. Α.Π. 23/2007). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να απορριφθή η από 10-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμ. 94/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 26 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 παρ.1 στοιχείο β και δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε'του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στην κρινόμενη με αριθμό 4/10-5-2007 έκθεση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 94/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο, αφού μεταρρύθμισε το υπ' αριθμό 288/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας, για να δικασθεί για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ,(άρθρο 386 παρ.1 β-α και 3 εδ. β του Π.Κ), ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους παρακάτω λόγους, και συγκεκριμένα: α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, β) γιατί δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρο 292 παρ.1 και 2 του Π.Κ, και γ) γιατί δεν περιέχει τις αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, καθώς και τους νομικούς κανόνες που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην παραπάνω ειδική διάταξη. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων, προς υποστήριξη της αιτήσεώς του, ισχυρίζεται τα παρακάτω κατά πιστή μεταφορά: " ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ': ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο ουχί ορθώς απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντα, διότι από το σύνολο του συλλεγέντος και ευρισκομένου στη σχηματισθείσα δικογραφία των μαρτύρων και όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και είναι συνημμένα στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του αναιρεσείοντα και το κατατεθέν υπόμνημά του, προέκυψε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. 2. α. Κατά την διάταξη του αρ. 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς βεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. β. Το βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, από το αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. ε ΚΠΔ ιδίου κώδικα όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και στηρίζουν την κρίση του Συμβουλίου για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε, υπάγονται αυτά στην ουσιαστική διάταξη που εφάρμοσε, ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη. Ειδικότερα προκειμένου περί βουλεύματος με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για να δικαστεί, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται από την διάταξη του αρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (νδ 53/74) έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στο βούλευμα πραγματικά περιστατικά είτε όταν το Συμβούλιο δεν αιτιολογεί πως κατέληξε στην κρίση περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων περί παραπομπής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει. γ. Εν προκειμένω το προσβαλλόμενο βούλευμα με βάση το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, ως κατηγορούμενος για την πράξη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ, δεν έχει: α) ειδική και ανεπτυγμένη αιτιολογία, όπως επιβάλλουν τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κωδ. Ποιν. Δικον., β) δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία και τα οποία συνιστούν τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προβλέπει και τιμωρεί το άρθρο 292 παρ. 1 και 2 Π.Κ., γ) δεν περιέχει τις αποδείξεις στις οποίες στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου, καθώς και τους νομικούς λόγους που δικαιολογούν την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην παραπάνω ποινική διάταξη. Ειδικότερα δέχτηκε ότι: Οι κατ' αριθμό ποσό και λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία αναφερόμενες στην έγκληση του Ψ1 τραπεζικές επιταγές, εμφανίστηκαν από μέρους του αναιρεσείοντα και πληρώθηκαν από μέρους του εγκαλούντα καίτοι ο αναιρεσείων το αμφισβήτησε από την πρώτη στιγμή και η οποία πληρωμή των επιταγών αυτών από τον μηνυτή δεν αποδείχτηκε από κανένα προσκομισθέν έγγραφο. Το γεγονός ότι ο μηνυτής παρέδωσε στον αναιρεσείοντα τις τραπεζικές αυτές επιταγές δεν σημαίνει αυτοδίκαια κι αυτονόητα, ότι τις πλήρωσε κιόλας. Αντιθέτως οι τραπεζικές αυτές μεταχρονολογημένες επιταγές παραδόθηκαν μεν από τον μηνυτή στον αναιρεσείοντα και δεν πληρώθηκαν από τον μηνυτή, ο οποίος ακόμη και στο βασικό στοιχείο της μηνύσεως ο μηνυτής ψεύδεται ασύστολα. Ο αναιρεσείων, παραπλάνησε τον μηνυτή, αγνοώντας και παραλείποντας να λάβει υπ' όψιν καίτοι απεδείχθη από την κατάθεση του Γ1 την οποία έλαβε επιλεκτικά και αποσπασματικά μόνον υπ' όψιν του προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι οι συζητήσεις με τον μηνυτή διήρκεσαν άνω του ενός έτους, στη διάρκεια του οποίους έκανε φύλλο φτερό τα βιβλία της ΣΥΛΦΕΝ ΔΟΜΙΚΗ ΑΕ, ότι μηνυτής και αναιρεσείων ήταν καθημερινά μαζί και γνώριζε και για την αίτηση πτωχεύσεως που κατατέθηκε και συζητήθηκε στην πορεία αλλά και το γεγονός ότι ο μηνυτής είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος και απόλυτα επιτυχημένος επαγγελματίας και επιχειρηματίας, γνωστός σε όλη τη ...... γι' αυτό και δεν θα έκανε ποτέ κίνηση εάν δεν βεβαιώνονταν προηγούμενα από τα στοιχεία που θα ερευνούσε. Με αυτά τα δεδομένα σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με αυτά που δέχθηκε, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι δεν υφίσταται αδίκημα και κατά συνέπεια είναι αναιρετέο". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αναιρέσεως, χωρίς να προσδιορίζονται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, σε ποια συγκεκριμένα κεφάλαια αυτού ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτό, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, με αριθμό 4/10-5-2007, αίτηση, του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 94/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Απαράδεκτη αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1091/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 2591/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Παπαδημητρίου. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1865/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, στην περίπτωση που η αμέλεια δεν είναι συνειδητή, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 2591/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ανασταλείσα. Ειδικότερα, κηρύχθηκε ένοχος διότι "στη Θεσσαλονίκη, την ....., ιατρός ορθοπαιδικός, επιμελητής της Α' Ορθοπαιδικής Κλινικής του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου "ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ" της Θεσσαλονίκης, τυγχάνων και υπόχρεος ων εκ του ως άνω ιατρικού επαγγέλματος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, εξ αμελείας του, δηλαδή λόγω ελλείψεως της προσοχής την οποία όφειλε εκ των περιστάσεων και ηδύνατο να καταβάλει, δεν προείδε το εκ της κατωτέρω πράξεώς του παραχθέν αξιόποινο αποτέλεσμα και προκάλεσε σωματικές βλάβες εις άλλον και δη εις την εγκαλούσα Ψ1 (οδός ... αρ. ...), ήτοι έχων την ειδικότητα του ιατρού χειρουργού ορθοπαιδικού επιμελητή της Α' Ορθοπαιδικής Κλινικής του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου "ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ" της Θεσσαλονίκης, ανέλαβε και εξετέλεσε χειρουργική επέμβαση εις την ως άνω Ψ1, πάσχουσα από εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση μεσοσπονδυλίων δίσκων των 03/04 και 04/05 σπονδύλων της οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (Ο.Μ.Σ.Σ.), δια της υποβολής αυτής εις πεταλεκτομή διασωματική σπονδυλοδεσία με CAGES και οπίσθια σπονδυλοδεσία με διαυχενικές βίδες, κατά παράβαση των κοινώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής χειρουργικής επιστήμης και τεχνικής, προέβη από αμέλεια εις ατελή χειρουργική επέμβαση αυτής και όχι εις πλήρη αποκατάσταση δια πεταλεκτομής των μεσοσπονδυλίων δίσκων των 04/05 σπονδύλων όπως των 03/04 σπονδύλων της οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (Ο.Μ.Σ.Σ.), δι' απελευθερώσεως του νωτιαίου σάκου και των ριζών 05, I1 και Ι2, και τοποθετήσεως διασωματικών κλωβών (σπονδυλοδεσία με διαυχενικές βίδες), με αποτέλεσμα η ως άνω εγχειρισθείσα Ψ1 να υποστεί παραλυσία των κάτω άκρων (παραπληγία), αιμάτωμα, μετατόπιση 04/05 σπονδύλων, ορθοκυστικές διαταραχές (ιππουριδική συνδρομή) από τις 05, I1 και Ι2 ρίζες άμφω, και του προσθίου κνημιαίου μυός, έντονη χωλότητα κατά την βάδιση, αιμωδίες και καυσαλγία, υπαισθησία των πελμάτων, διαταραχές της ουροδόχου κύστεως και της λειτουργίας αφοδεύσεως λόγω σπαστικότητας των σφιγκτήρων και παραπάρεση με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%)". Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα: "Η πολιτικώς ενάγουσα, το έτος 2000, ύστερα από σχετικές ιατρικές εξετάσεις, βρέθηκε να πάσχει από εκφυλιστική σπονδυλοολίσθηση των μεσοσπονδυλίων δίσκων, των σπονδύλων 03/04 και 04/05 της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτούνταν χειρουργική επέμβαση, από εξειδικευμένο χειρουργό. Προς το σκοπό αυτό απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος κατά το έτος 2000 είχε την ιδιότητα του χειρουργού ορθοπαιδικού, εργαζόμενος ως επιμελητής Α' στην Ορθοπαιδική κλινική του Νοσοκομείου "ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ", ο οποίος ανέλαβε να αποκαταστήσει χειρουργικά το πρόβλημα της παθούσας, που ήταν προοδευτικά επιδεινούμενο, κατόπιν και δικής της επιθυμίας και αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος την είχε ενημερώσει για τη σοβαρότητα της εγχείρησης και τις πιθανές επιπλοκές της. Όπως αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος διέθετε τις απαραίτητες εξειδικευμένες γνώσεις αλλά και την εμπειρία για να διενεργήσει την σχετική χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης της σπονδυλοολίσθησης, η οποία για να θεωρηθεί επιτυχής και για να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, απαιτούσε, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης, τη διενέργεια πεταλεκτομής στους σπονδύλους και τη διασωματική σπονδυλοδεσία αυτών με διασωματικούς κλωβούς [CAGES] καθώς και την οπίσθια σπονδυλοδεσία τους με διαυχενικές βίδες. Έτσι στις 21 Απριλίου του έτους 2000, ημέρα Παρασκευή, αφού προηγήθηκε ο απαραίτητος προεγχειρητικός έλεγχος, η πολιτικώς ενάγουσα εισήχθη στην ανωτέρω κλινική και ο κατηγορούμενος προέβη στην ανωτέρω χειρουργική επέμβαση. Κατά την εκτέλεση αυτής, όπως και ο ίδιος δέχεται αλλά και προκύπτει από τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και τις ακτινογραφίες, ο ανωτέρω χειρουργός προέβη σε πεταλεκτομή και αφαίρεση δίσκου μεταξύ των σπονδύλων 03/04 και ακολούθως στη τοποθέτηση διασωματικών κλωβών [σπονδυλοδεσία] καθώς επίσης και σε οπίσθια σπονδυλοδεσία αυτών με τους σπονδύλους 04/05, [οστεοσύνθεση με διαυχενικές βίδες] χωρίς να προβεί σε πεταλεκτομή και των εν λόγω σπονδύλων και την τοποθέτηση CAGES. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του, δεν προέβη στην ενέργεια αυτή επειδή δεν την έκρινε ιατρικώς επιβεβλημένη, δεδομένου ότι η σπονδυλοολίσθηση των σπονδύλων 04/05 ήταν μικρότερου βαθμού από εκείνη των σπονδύλων 03/04 και θεώρησε ότι η σπονδυλοδεσία στην οποία προέβη, όπως έχει προπεριγραφεί, ήταν ικανή για να αποκαταστήσει το πρόβλημα της παθούσας. Μετά την διενέργεια της επέμβασης που ολοκληρώθηκε τις μεταμεσημβρινές ώρες της παραπάνω ημερομηνίας, η παθούσα παρέμεινε νοσηλευόμενη στο παραπάνω Νοσοκομείο και αμέσως μετά την ανάνηψή της από την νάρκωση που της είχε χορηγηθεί, εμφάνισε "νευροαπραξία", ήτοι αδυναμία κινήσεως των κάτω άκρων και "υποευαισθησία" αυτών, ήτοι συμπτώματα "ιππουριδικής συνδρομής". 'Εκ μέρους του κατηγορουμένου διαγνώσθηκε ότι πιθανόν το εν λόγω σύμπτωμα να οφείλεται σε "σοκ του νευρικού ιστού" ή σε οξεία αποστέρηση αιμάτωσης" και έκρινε ότι έπρεπε να ακολουθηθεί "αποιδηματική αγωγή", [φαρμακευτικής μορφής], η οποία, όπως αποδείχθηκε, επέφερε άμεσα αποτελέσματα, αφού η ασθενής είχε αρχίσει να εμφανίζει κάποια σημάδια ελαφράς βελτίωσης, ιδιαίτερα στη κίνηση των μηρών όχι όμως και πλήρους αποκατάστασης, αφού η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει μετά την επέμβαση εξακολούθησε καθ' όλη τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Έτσι τη Δευτέρα το πρωί, η παθούσα εισήχθη εκ νέου στο χειρουργείο, προκειμένου να υποβληθεί σε νέα επέμβαση, προκειμένου να αποσυμφορηθεί ο νευρικός ιστός, ο οποίος συμπιέζονταν από υγρά που είχαν συσσωρευτεί, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται. Κατά την νέα επέμβαση, διαπιστώθηκε ότι οι σπόνδυλοι 04/05, συμπίεζαν τον νωτιαίο σάκκο και τις ρίζες 05, I1 και Ι2, [περιφερειακά νεύρα], προκειμένου δε να γίνει η αποσυμφόρηση και αποσυμπίεση αυτών, ο κατηγορούμενος προέβη στη τοποθέτηση CAGES και στους σπονδύλους 04/05, όπως είχε πράξει κατά την πρώτη επέμβαση στους σπονδύλους 03/04. Μετά τη δεύτερη επέμβαση, η παθούσα εξακολούθησε να εμφανίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ορθοκυστικές διαταραχές, λόγω σπαστικότητας των σφιγκτήρων, χωλότητα στη βάδιση και παραπάρεση, κριθείσα αρχικά ανάπηρη σε ποσοστό 80% και μεταγενέστερα [από το έτος 2005] σε ποσοστό 67%. Ήδη από νεώτερα χρονικά ιατρικά πιστοποιητικά, η παθούσα εμφανίζει πολλαπλή βλάβη δεξιού κάτω άκρου με αδυναμία ραχιαίας κάμψεως άκρου ποδός δεξιά και μειωμένη ισχύ πελματιαίας κάμψεως δεξιά, με συνέπεια να είναι αναγκασμένη να φέρει κηδεμόνα περονιαίου, σωματική βλάβη η οποία οφείλεται σε υπολειμματική πολλαπλή ριζιτική βλάβη στους σπονδύλους 04/05-I1 δεξιά. Ενόψει των αποδειχθέντων πιο πάνω περιστατικών, το Δικαστήριο οδηγείται στη κρίση ότι η προκληθείσα στην παθούσα σωματική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου, η οποία συνίσταται στο ότι αυτός κατά την εκτέλεση της παραπάνω ιατρικής πράξεως, δεν κατέβαλε την ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή που ήταν υποχρεωμένος ως εκ του επαγγέλματος αυτού και όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει, ειδικότερα δε, αν και είχε τη δυνατότητα να προγνώσει ως πιθανή την παραπάνω επιπλοκή και συνακόλουθα τη βλάβη της παθούσας, δεν προέβη κατά την πρώτη χρονικά χειρουργική επέμβαση σε πεταλεκτομή και των σπονδύλων 04/05 και στη σπονδυλοδεσία αυτών με CAGES, αρκεσθείς μόνον στην οπίσθια σπονδυλοδεσία αυτών με τους σπονδύλους 03/04, παράλειψη, όμως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνον να μην αποσυμφορηθεί η έστω μικρού βαθμού συμπίεση των περιφερειακών νεύρων από την εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση των σπονδύλων 04/05, αλλά να επιδεινωθεί αυτή και από την τοποθέτηση των κλωβών στους σπονδύλους 03/04. Αποτέλεσμα δε της αμελούς πιο πάνω συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ήταν να προκληθεί μόνιμη βλάβη αυτών η οποία επέφερε τις ανωτέρω δυσμενείς συνέπειες στην υγεία της παθούσας. Την κρίση του αυτή στηρίζει το δικαστήριο ιδιαίτερα στα ιατρικά πιστοποιητικά που αναγνώσθηκαν και στην κατάθεση του ιατρού Γ1, η οποία όχι μόνον δεν αναιρείται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, αλλ' αντίθετα ενισχύεται ακόμη περισσότερο και μόνο από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τη δεύτερη χρονικά επέμβαση προέβη στην τοποθέτηση CAGES και στους σπονδύλους 04/05, ενέργεια η οποία ασφαλώς και βοήθησε στην περαιτέρω μερική αποκατάσταση του μετεγχειρητικού προβλήματος που είχε παρουσιασθεί στην παθούσα. Ενόψει αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη που του αποδίδεται, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας." Με αυτά που, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 314 του ΠΚ που εφήρμοσε. Ειδικότερα, το δικάσαν Εφετείο α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και συνιστούν παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, εντοπιζόμενη στο ότι αυτός δεν προέβη, κατά την πρώτη χρονικά χειρουργική επέμβαση, σε πεταλεκτομή και διασωματική σπονδυλοδεσία με κλωβούς (CAGES) και των σπονδύλων 04-05, όπως έκανε με τους σπονδύλους 03-04, μολονότι και στα δύο διαστήματα (03-04 και 04-05) υπήρχε η αυτή εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση, αλλ' αρκέσθηκε σε οπίσθια μόνον σπονδυλοδεσία των 04-05 με τους 03-04, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην αποσυμφορηθεί η συμπίεση του νωτιαίου σάκου και των ριζών 05, Ι1 και Ι2 (περιφερειακών νεύρων) από τη σπονδυλολίσθηση των 04-05, αλλά και να επιδεινωθεί από την τοποθέτηση των κλωβών στους 03-04, β) προσδιόρισε λεπτομερώς την προκληθείσα στην παθούσα σωματική βλάβη, με την παραδεκτή συμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της και γ) αιτιολόγησε με πειστικές σκέψεις τον μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος αιτιώδη σύνδεσμο. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού 1) δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων, 2) δεν απαιτείτο να εκθέσει το Δικαστήριο για ποιό λόγο προσέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα στην κατάθεση του μάρτυρα πολιτικής αγωγής Γ1, ενώ από το γεγονός ότι εξαίρετη η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν προκύπτει ότι παραλείφθηκε η συνεκτίμηση των καταθέσεων των λοιπών εξετασθέντων μαρτύρων και 3) από την αναφορά, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα επισημαινόμενα από τον αναιρεσείοντα τέσσερα έγγραφα, περιλαμβανόμενα μεταξύ των αναγνωσθέντων, τα οποία δεν μπορεί να καταλειφθεί αμφιβολία ότι τα συνεκτίμησε το Δικαστήριο, από μόνο το λόγο ότι παρέλειψε να τα σχολιάσει, ενώ ο περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, κατ' εκτίμηση, περί αντιθέσεως των τεσσάρων αυτών εγγράφων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως καταλήγει σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος ως προς όλες τις μερικότερες αιτιάσεις του και πρέπει να απορριφθεί. Κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη συνεδρίαση της 1.6.2007, μετά την εξέταση του μάρτυρος ....., οι συνήγοροι της πολιτικώς ενάγουσας υπέβαλαν αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και συγκεκριμένα "προκειμένου να κληθεί και να καταθέσει ο ακτινολόγος ιατρός ..... και να προσκομισθεί το συμπέρασμα και το πόρισμα της μαγνητικής τομογραφίας". Το αίτημα αυτό, του οποίου ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη και επί του οποίου το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ν' αποφασίσει, χωρίς να δοθεί ο λόγος και στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ή τους συνηγόρους του, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία (σιωπηρώς). Την κατ' αυτόν τον τρόπο απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, ήτοι χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία και χωρίς να δοθεί επ' αυτού ο λόγος στον αναιρεσείοντα, προβάλλει ο τελευταίος με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως και την επίκληση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' σε συνδυασμό με το στοιχ. Α' και το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, αφού με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν προσδιόρισε αυτός ότι υπέστη συγκεκριμένη βλάβη από την κατά τα ανωτέρω απόρριψη του αιτήματος αναβολής της πολιτικώς ενάγουσας. Σε κάθε δε περίπτωση ο αναιρεσείων, τόσον όταν κλήθηκε σε απολογία, όσον και όταν ρωτήθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση αν εχρειάζετο κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση (άρθρο 368 ΚΠοινΔ), είχε τη δυνατότητα να ακουσθεί επί του αιτήματος αναβολής της πολιτικώς ενάγουσας, ενόψει του ότι το Δικαστήριο είχε επιφυλαχθεί να αποφασίσει και απέρριψε το αίτημα με την προσβαλλόμενη και όχι με παρεμπίπτουσα απόφαση, όπως προεκτέθηκε, έτσι ώστε δεν στερήθηκε υπερασπιστικού δικαιώματός του, όπως αντιθέτως υποστηρίζει. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 § 2, 358, 364 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 § 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεως του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου που αναγνώσθηκε δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία, εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, υπό τον αριθμό 29 "φωτοαντίγραφο της υπ' αριθ. 7195/4.2.2004 ένορκης κατάθεσης μάρτυρα" και υπό τον αριθμό 10 (των προσκομισθέντων από τους διαδίκους εγγράφων) "με αριθμό 7194 ένορκη κατάθεση μάρτυρα".Ενόψει, όμως, του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο κατά τον άνω τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά των δύο αυτών εγγράφων είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστη γνωστό το περιεχόμενό τους στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλει τις επ' αυτών παρατηρήσεις και απόψεις του, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως (τελευταίος) που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την ειδικότερη αιτίαση ότι τα ανωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν δεν προσδιορίζονται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 2591/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Πότε στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη ιατρού για αδίκημα τελούμενο από αμέλεια. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για σωματική βλάβη από αμέλεια ιατρού χειρουργού, ο οποίος, ενεργήσας χειρουργική επέμβαση στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης (σπονδυλοδεσία) δεν περιέλαβε σ’ αυτήν (σπονδυλοδεσία) εξ αρχής κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής όλους τους σπονδύλους που ενεφάνιζαν το πρόβλημα για τη θεραπεία του οποίου επέλεξε τη συγκεκριμένη επέμβαση, με αποτέλεσμα να προκληθεί παραλυσία των κάτω άκρων της ασθενούς, η οποία δεν αποκαταστάθηκε πλήρως ούτε με την δεύτερη επέμβαση στην οποία προέβη και κατά την οποία περιέλαβε στη σπονδυλοδεσία και τους λοιπούς σπονδύλους, ως άνω. Έννομο συμφέρον για προβολή λόγου αναιρέσεως. Δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του κατηγορουμένου για προβολή ελλείψεως αιτιολογίας ως προς απόρριψη αιτήματος πολιτικώς ενάγοντος για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πολιτική αγωγή, Αναβολής αίτημα, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1090/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 21/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 687/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου απαιτείται αντικειμενικώς μεν η νόθευση εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες είναι δυνατόν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτον, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Υπό τη μορφή αυτή της νοθεύσεως, η πλαστογραφία διαπράττεται και από τον ίδιο τον εκδότη του γνησίου εγγράφου, όταν αυτός μεταβάλλει το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, σε χρόνο κατά τον οποίο το έγγραφο είχε λάβει θέση, σύμφωνα με τον προορισμό του, σε κάποια έννομη σχέση ή άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του κειμένου, υπό την προϋπόθεση, όμως, πάντοτε, ότι η νόθευση του εγγράφου έγινε με σκοπό την παραπλάνηση άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Το έγγραφο στη διάταξη αυτή αναφέρεται με την έννοια που προσδιορίζει το άρθρο 13 περ. γ' ΠΚ, κατά το οποίο έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, ως τέτοιο δε γεγονός νοείται εκείνο, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως δημιουργεί η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, υπάρχει και όταν κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που ανάγονται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, παρατηρείται ασάφεια ή αντίφαση, είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στην αυτοτελή αιτιολογία της αποφάσεως, είτε μεταξύ αυτών και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό της αποφάσεως, εφόσον τα τελευταία και εκείνα της αυτοτελούς αιτιολογίας αποτελούν παραδοχές της αποφάσεως, στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 21/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, που δίκασε κατ' έφεση, ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως διότι: "Στην ....., την 28.3.2001, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να νοθεύσει ο τελευταίος έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, και εν συνεχεία να κάνει χρήση του εγγράφου αυτού, πράγμα που ο τελευταίος έκανε. Ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, με προς τούτο θέληση και σκοπό και γνωρίζοντας ότι έτσι τόσον αυτός όσον και άλλος διαπράττει τις αξιόποινες αυτές πράξεις, αφού έλαβε από την Ληξίαρχο του Δήμου Κορινθίας το από ...... Ιατρικό Πιστοποιητικό Θανάτου - το οποίο είχε ο ίδιος εκδώσει προς πιστοποίηση του θανάτου του αβάπτιστου θήλεος νεογνού ....... και το οποίο είχε υποβληθεί στην ανωτέρω Ληξίαρχο, για την σύνταξη της αντίστοιχης Ληξιαρχικής Πράξης θανάτου, από τον πατέρα του νεογνού, Γ1, έδωσε σχετική εντολή στον υπάλληλό του Ζ1 και αυτός με προς τούτο θέληση και σκοπό και γνωρίζοντας ότι διαπράττει την αξιόποινη αυτή πράξη, προέβη στην αλλοίωση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, διορθώνοντας την αναγεγραμμένη επ' αυτού ώρα θανάτου από "18.33" σε "18.30" και του αναγεγραμμένου ως χρόνο ζωής του νεογνού από "03" λεπτά της ώρας σε "00" λεπτά, έτσι ώστε να εμφαίνεται στο εν λόγω πιστοποιητικά ότι η ώρα γέννησης (18.30) συμπίπτει με τον χρόνο θανάτου. Ακολούθως επίσης με προς τούτο θέληση και σκοπό και γνωρίζοντας ότι διαπράττει την αξιόποινη αυτή πράξη, έδωσε σχετική εντολή στον ανωτέρω υπάλληλό του και εκείνος, ομοίως με προς τούτο σκοπό και γνωρίζοντας ότι διαπράττει την αξιόποινη αυτή πράξη, το ανωτέρω νοθευμένο έγγραφο επανυπέβαλε στον Ληξίαρχο του Δήμου Κορινθίων με σκοπό να παραπλανήσει αυτόν ως προς τον αληθινό χρόνο θανάτου του τέκνου και να πετύχει έτσι να βεβαιωθεί στην αντίστοιχη Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως και Θανάτου ότι το νεογνό γεννήθηκε νεκρό, ήτοι γεγονός το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες". Στο σκεπτικό της αποφάσεως, αφού αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, εκτίθενται τα εξής, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά: "Στις 27.3.2001 και περί ώρα 15.00' προσήλθε στη μαιευτική κλινική του κατηγορουμένου ιατρού μαιευτήρος γυναικολόγου που αυτός διατηρούσε και λειτουργούσε στην......., η έγκυος και επίτοκος ........ Περί ώρα 18.10' έως 18.15' και ενώ είχε αρχίσει φυσιολογικώς η διαδικασία εξωθήσεως από το μητρικό σώμα του υπό της εγκύου αυτής κυοφορούμενου, η τελευταία ενεφάνισε έντονο βήχα με μικρή αιμόπτυση με αποτέλεσμα περί ώρα 1.15' έως 1.30' της επομένης ημέρας να αποβιώσει στην μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου ΙΑΣΩ των Αθηνών, όπου εν τω μεταξύ μεταφέρθηκε. Πριν όμως γίνει τούτο (μεταφορά της ανωτέρω εγκύου στο ως άνω νοσοκομείο) και ενώ αυτή ευρίσκετο στην ως άνω κλινική του κατηγορουμένου και είχε κατά τα εκτεθέντα αρχίσει, η διαδικασία του τοκετού και εμφανίσει τα ανωτέρω συμπτώματα, ο κατηγορούμενος και οι προς βοήθεια αυτού κληθέντες και προσδραμόντες ιατρός γυναικολόγος Β1 και παιδίατρος ......., κρίναντες ότι τούτο ενδείκνυται, συνέχισαν την διαδικασία του τοκετού και περί ώρα 18.30' γεννήθηκε ζων το κυοφορούμενο, το οποίο όμως ενεφάνιζε μειωμένους σφυγμούς και εκτεταμένη εισρόφηση αμνιακού υγρού στους πνεύμονες, γεγονός που είχε ως συνέπεια μετά τρίλεπτο και δη στις 18.33' της αυτής ως άνω ημέρας ...... εκ της ανωτέρω αιτίας το νεογνό αυτό να αποβιώσει. Ότι γεννήθηκε ζων το ως άνω κυοφορούμενο και έζησε τρία (3) λεπτά αποδεικνύεται από την επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου κατάθεση του αυτόπτη κατά τα εκτεθέντα μάρτυρα και συνδραμόντος στον τοκετό μαιευτήρα - γυναικολόγου Β1 και την επίσης επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου απολογία του κατηγορουμένου, που αδιστάκτως ομολογεί και παραδέχεται τούτο. Μετά τούτο και ως είχε νομική υποχρέωση, έδωσε εντολή στον υπάλληλο του λογιστηρίου της εν λόγω κλινικής του Ζ1, ως αρμόδιο προς τούτο, να συντάξει και να παραδώσει στον Γ1 για να υποβάλει ο τελευταίος στον αρμόδιο ληξίαρχο του Δήμου Κορινθίων προς σύνταξη της σχετικής ληξιαρχικής πράξεως, το μεν την σχετική δήλωση γεννήσεως του εν λόγω νεογνού αναγράφοντας ως ώρα, γεννήσεως του την 18.30', το δε το επίσης σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου αναγράφοντας μεταξύ άλλων ως ημερομηνία γεννήσεως την ...... και ως ώρα θανάτου την 18.30", με τις επί πλέον ενδείξεις "κορίτσι νεκρό" και "διάρκεια ζωής 00,03'". Ότι συνετάγησαν υπό το εκτεθέν, κατά τις ανωτέρω ενδείξεις, περιεχόμενο τα, σημειωτέον ενταύθα και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον κατηγορούμενο, όντα, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, πρόσφορα να αποδείξουν τα έχοντα έννομη συνέπεια γεγονότα της γεννήσεως νεκρού ή ζώντος του ανθρώπου και της διάρκειας της μετά τον τοκετό ζωής του, έγγραφα αυτά, αποδεικνύεται από την επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου κατάθεση της μάρτυρος και αρμοδίας υπαλλήλου του ληξιαρχείου Κορίνθου Στυλιανής Τσολάκη - Γιαννόπουλου, η οποία υπό την ανωτέρω ιδιότητά της παρέλαβε τα έγγραφα αυτά, για να συντάξει την σχετική ληξιαρχική πράξη, ως όντα απαραίτητα προς τούτο. Διότι όμως η υπάλληλος αυτή διαπίστωσε ότι υπήρχε αντίφαση ως προς τον χρόνο γεννήσεως του εν λόγω νεογνού, του χρόνου που έζησε και του χρόνου θανάτου του, αφού ενεφανίζετο ότι, καίτοι γεννήθηκε νεκρό στις 18.33', εν τούτοις έζησε τρία (3) λεπτά της ώρας, απέστειλε τα έγγραφα αυτά στον κατηγορούμενο, ώστε να διευκρινισθεί τι ακριβώς είχε γίνει. Μετά τούτο ο τελευταίος έδωσε εντολή στον ως άνω υπάλληλό του Ζ1 και ο τελευταίος, ενεργώντας υπό τις οδηγίες και εντολές του πρώτου, διόρθωσε στο ανωτέρω πιστοποιητικό θανάτου τον χρόνο ζωής του νεογνού από τρία (3) λεπτά, που ήταν το ορθό, σε μηδέν (0) λεπτά, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ψευδώς ότι το εν λόγω νεογνό είχε γεννηθεί στις 18.30' νεκρό και όχι ζωντανό, που ήταν το αληθές, και εν συνεχεία απέστειλε το έγγραφο αυτό στον ανωτέρω ληξίαρχο για να συνταχθεί η σχετική ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει έννομες συνέπειες ως αποδεικτικό του ότι το εν λόγω νεογνό τέχθηκε ζων ή τεθνεός και εντεύθεν γεννώνται ή όχι κληρονομικά δικαιώματα και υφίστανται ή όχι νόμιμοι κληρονόμοι του. Ότι ο κατηγορούμενος έδωσε τις ανωτέρω εντολές αλλοιώσεως των εν λόγω γεγονότων στο ανωτέρω ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου του προαναφερομένου νεογνού και αποστολής αυτού στο ως άνω ληξίαρχο προς τον ρηθέντα σκοπό, αποδεικνύεται από την από 25-8-2003 προανακριτική ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κορίνθου κατάθεση του Ζ1, ο οποίος ρητώς και ευθέως καταθέτει καταφατικώς περί τούτων, η οποία (κατάθεση αυτή) δεν αναιρείται από άλλα αποδεικτικά μέσα, ουδέ από τις επ' ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και του δικαστηρίου τούτου καταθέσεις αυτού, αφού, ενόψει του εγκεφαλικού επεισοδίου, που ο ίδιος επικαλείται ότι υπέστη δύο μήνες μετά τον επίδικο κρίσιμο χρόνο, ήτοι περί το τέλος Μαΐου 2001, και της έκτοτε απώλειας της μνήμης του, πειστική και ανταποκρινόμενη στο πράγματι γενόμενο είναι η εγγύτερη προς τον ως άνω χρόνο κατάθεσή του και όχι οι επ' ακροατηρίου ως άνω τοιαύτες. Επομένως, υπό τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας ότι διαπράττει την αξιόποινη αυτή πράξη όντας προϊστάμενος του ως άνω υπαλλήλου έδωσε εντολή σ' αυτόν, το μεν να προβεί στην ανωτέρω νόθευση του προαναφερομένου εγγράφου ως προς το περιστατικό της γεννήσεως του εν λόγω νεογνού ως νεκρού και όχι ζώντος όπως ήταν το αληθές, σκοπεύοντας έτσι να παραπλανήσει με την χρήση του τον αρμόδιο ληξίαρχο Κορίνθου και να συντάξει ο τελευταίος την σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου του (νεογνού αυτού) υπό το ψευδές γεγονός ότι ετέχθη νεκρό και όχι ζων όπως ήταν το αληθές, το δε, προς τον ίδιο σκοπό, να αποστείλει το έγγραφο αυτό στην ανωτέρω ληξίαρχο, προκειμένου κατά τα εκτεθέντα να συνταχθεί η σχετική ληξιαρχική πράξη υπό το εκτεθέν κατά το γεγονός της γεννήσεως του νεογνού ζώντος ή νεκρού. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι τελούσε σε συγγνωστή πλάνη, συνισταμένη στο ότι έδωσε εντολή νοθεύσεως κατά τα εκτεθέντα του εν λόγω πιστοποιητικού θανάτου του νεογνού για τον λόγο ότι η ανωτέρω δημοτική υπάλληλος του Ληξιαρχείου Κορίνθου Στυλιανή Τσολάκη - Γιαννόπουλου, το ζήτησε, δεν αποδεικνύεται ως ουσία βάσιμος, γιατί όπως η ανωτέρω υπάλληλος κατέθεσε επ' ακροατηρίου αυτή δεν ζήτησε την διόρθωση, αλλά την διευκρίνιση ενόψει της κατά τα εκτεθέντα αντιφάσεως που ενεφανίζετο. Ορθώς και νομίμως επομένως αυτός πράττων και γνωρίζοντας υπό την ανωτέρω ιδιότητά του και αρμοδιότητά του για την σύνταξη των σχετικών πιστοποιητικών τις υποχρεώσεις του, περί των οποίων άλλωστε δεν επικαλέσθηκε άγνοια, μπορούσε να διορθώσει τα ανωτέρω στοιχεία στο ορθό, ήτοι ότι το εν λόγω νεογνό γεννήθηκε ζων στις 18.30', έζησε τρία (3) λεπτά και απεβίωσε στις 18.33', όπως και πράγματι εγένετο και όχι, σκοπεύοντας να παραπλανήσει την εν λόγω υπάλληλο αλλά και τους άλλους που είχαν έννομο συμφέρον, να εμφανίσει αυτό ως τεχθέν νεκρό. Επομένως, υπό τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος τέλεσε κατά την υποκειμενική και αντικειμενική της υπόσταση την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στην υπό του ανωτέρω μάρτυρος πλαστογραφία μετά χρήσεως, υπό την μορφή της νοθεύσεως, του προαναφερομένου πιστοποιητικού θανάτου του εν λόγω νεογνού, και επομένως επιτρεπτής ούσης της μεταβολής της κατηγορίας, καθ' όσον αφορά το είδος της συμμετοχής στο αδίκημα του κατηγορουμένου, και συνεπώς πρέπει αυτός κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από αυτουργός πλαστογραφίας μετά χρήσεως να κηρυχθεί ένοχος ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως (ΠΚ 1, 14, 16, 18, 26 παρ. Ι' εδ. α', 27 παρ. 2, εδ. β', 46 παρ.1 εδ. α', 53, 216 παρ. Ι, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό". Από τις παραδοχές αυτές σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως προκύπτει αντίφαση που στερεί την απόφαση της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι στο πιστοποιητικό θανάτου, κατά την αρχική του διατύπωση, το νεογνό φέρεται ότι πέθανε την 18.30' ώρα της ....., αφού έζησε 3 λεπτά της ώρας, δηλαδή φέρεται ότι γεννήθηκε ζων την 18.30' ώρα, στο διατακτικό ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος διότι έδωσε εντολή διορθώσεως της επί του πιστοποιητικού αυτού αναγεγραμμένης ώρας θανάτου από 18.33' σε 18.30' και του επ' αυτού αναγεγραμμένου ως χρόνου ζωής του νεογνού από 3 λεπτά της ώρας σε μηδέν λεπτά, αντίφαση η οποία επιτείνεται από την περαιτέρω παραδοχή στο σκεπτικό ότι η ληξίαρχος, στην οποία υποβλήθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό, διαπίστωσε αντίφαση μεταξύ του χρόνου γεννήσεως και του χρόνου θανάτου του νεογνού από το γεγονός ότι αυτό ενεφανίζετο ότι "γεννήθηκε νεκρό στις 18.33' και εν τούτοις έζησε 3 λεπτά της ώρας". Επομένως, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και για την ανωτέρω πλημμέλειά της και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί η απόφαση αυτή, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών μερικωτέρων αιτιάσεων του ίδιου (μοναδικού) λόγου αναιρέσεως, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 21/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία εγκλήματος πλαστογραφίας. Έννοια νοθεύσεως. Πότε η πλαστογραφία με τη μορφή της νοθεύσεως διαπράττεται και από τον ίδιο τον εκδότη του γνησίου εγγράφου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική για ηθική αυτουργία σε νόθευση εγγράφου απόφαση λόγω αντιφατικότητας μεταξύ των παραδοχών σκεπτικού και διατακτικού της ως προς τα φερόμενα ως νοθευθέντα στοιχεία του εγγράφου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1087/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 523/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένη την ......... Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1213/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 82/13-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 485 §1 και 476 §1 Κ.Π.Δ., την με αριθ. 127/4-6-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, που ησκήθη δια δηλώσεως του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αλεξάνδρου Κανελλόπουλου ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της από 1-6-2007 εξουσιοδοτήσεως και επάγομαι τα ακόλουθα: I) Η προθεσμία προς άσκηση ενδίκου μέσου της αναιρέσεως με έκθεση ενώπιον του γραμματέα του ποινικού δικαστηρίου ή Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα (άρθρ. 473 §1 Κ.Π.Δ.) και αρχίζει από την νομότυπη επίδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών. Περαιτέρω, εν όψει της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποίαν κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί εις τα αδύνατα, επιτρέπεται η εκπρόθεσμη άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, όταν υπάρχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Στην περίπτωση αυτή εκείνος που ασκεί το εκπρόθεσμο ένδικο μέσο, οφείλει, κατά την έννοια του άρθρ. 474 §2 Κ.Π.Δ., να παραθέσει στην σχετική έκθεση ή αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν μπόρεσε να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν παραθέτει τέτοια περιστατικά ή τα παρατιθέμενα δεν αποδεικνύονται από τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, το ένδικο μέσο είναι εκπρόθεσμο και κατά το άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι' άρθρ. 2 §18 ν.2408/96, απορρίπτεται ως απαράδεκτο (Α.Π. 1641/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ σελ. 432, Α.Π. 795/97 Ποιν. Χρ. ΜΗ' σελ. 245). Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα με αριθ. 523/07 εκοινοποιήθη στον αναιρεσείοντα νομότυπα την 21-5-2007, όπως αυτό προκύπτει από το ταυτόχρονο αποδεικτικό του αρμοδίου υπαλλήλου της φυλακής όπου κρατείται, ενώ η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως ησκήθη νομότυπα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την 4-6-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της αναφερομένης δεκαήμερης προθεσμίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται στην έκθεση αναιρέσεως λόγους ανωτέρας βίας ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα από τα οποία απετράπη από την έγκαιρη άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως, πολύ δε περισσότερο δεν επικαλείται αποδεικτικά μέσα από τα οποία να προκύπτει κάτι τέτοιο. Επομένως η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως δεν είναι τυπικά έγκαιρη και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη αφού κληθεί προηγουμένως ο αναιρεσείων και να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του (άρθρ. 583, 476 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπ' αριθ. 127/4-6-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην δικαστική φυλακή Κορυδαλλού, κατά του υπ' αριθ. 523/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι την 7/2/2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 473 § 1, 474 § 1, 482 Κ.Ποιν.Δικ. συνάγεται σαφώς ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως υπό του κατηγορουμένου, ο οποίος παραπέμπεται με το βούλευμα για κακούργημα και ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του συμβουλίου που το εξέδωσε, είναι δέκα ημέρες από την επίδοση του βουλεύματος αυτού. Εξ άλλου κατά συναγομένη από το άρθρο 255 Α.Κ. γενική αρχή του δικαίου ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Τέλος κατ' άρθρο 476 § 1 σε συνδ. με άρθρα 485 § 1 και 513 § 1 Κ.Ποιν.Δικ. όταν η αναίρεση ησκήθη εκπρόθεσμα το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση εις τον αναιρεσείοντα επεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ' αριθμ. 523/2007 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που απέρριψε την έφεσή του κατά του υπ' αριθμ. 3457/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος για κακούργημα, την ....., όπως προκύπτει από το υπό την αυτήν ημεροχρονολογία αποδεικτικό επιδόσεως του γραμματέως της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού ........, ούτος δε (ο αναιρεσείων) ήσκησε την από 4/6/2007 αναίρεσή του, δια δηλώσεως στην γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Εντεύθεν και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα την 4/6/2007 μετά, ήτοι, την πάροδο της νομίμου δεκαημέρου προθεσμίας από της άνω επιδόσεως του βουλεύματος, ληγούσης την 31/5/2007 (ημέρα Πέμπτη), χωρίς να εκτίθεται σ' αυτή λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, απορριφθεί δε και το κατ' άρθρο 308 § 2 Κ.Ποιν.Δικ. αίτημα του αναιρεσείοντος να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως' τούτο διότι το δικαίωμα αυτό του κατηγορουμένου και η αντίστοιχη υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει τον διάδικο περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που το συμβούλιο αποφασίζει για την ουσία της κατηγορίας ή στην περίπτωση που επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, όταν εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων του ενδίκου μέσου, πράγμα που προϋποθέτει την παραδεκτή άσκησή του (άρθρ. 485 § 1 Κ.Ποιν.Δικ.) και δεν επεκτείνεται και σε άλλες περιπτώσεις που το συμβούλιο αποφασίζει για άλλα ζητήματα όπως στην περίπτωση που με την πρόταση προτείνεται η απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, διότι τότε εφαρμόζεται η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Ποιν.Δικ., όπως εν προκειμένω εφηρμόσθη και ειδοποιήθη ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο Συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του, ο οποίος δεν προσήλθε. Μετά ταύτα πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1, 476 § 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4/6/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 523/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως και το αίτημά του να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση κατά βουλεύματος (που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα) όταν ασκείται μετά την πάροδο δέκα ημερών από την επίδοσή του χωρίς επίκληση και απόδειξη λόγου ανωτέρας βίας. Απαράδεκτο το αίτημα για γνώση της εισαγγελικής προτάσεως κατ’ άρθρο 308§2 ΚΠΔ, διότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο εισαγγελέας πρόκειται να υποβάλει πρόταση επί της ουσίας ή επί της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων του ενδίκου μέσου, όχι δε και στην περίπτωση, με την οποία προτείνει να κηρυχθεί το ένδικο μέσο απαράδεκτο, διότι τότε έχει εφαρμογή η ειδική διάταξη του άρθρου 476§1 ΚΠΔ.
Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
2
Αριθμός 1086/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσαγκαλίδη, για αναίρεση της με αριθμό 16.537/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 810/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 περ. 8 του ν.δ. 136/46 "πάς βιομήχανος, βιοτέχνης, έμπορος, πρατηριούχος, υποχρεούται να κατέχει και εκδίδει τιμολόγια των υπ' αυτού αγοραζομένων και προς εμπορία πωλουμένων ειδών, εμφαίνοντα και την προέλευση των ειδών αυτών". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δέχτηκε για τον αναιρεσείοντα, ότι ως υπεύθυνος της επιχείρησης Γενικού Εμπορίου της Ο.Ε. ...... επί της οδού ...... της .... πούλησε από 29-10-2004 έως 29-3-2005 σε διάφορες επιχειρήσεις βιομηχανίες κ.λ.π. ζάχαρη που είχε εισαγάγει από τη ....-.... και από τη .... χωρίς να αναγράφει στο τιμολόγιο πώλησης τη χώρα προέλευσης όπως ήταν κατά νόμο υποχρεωμένος και κηρύχθηκε ένοχος διότι στη ..... κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-2004 έως 29-3-2005, ως υπεύθυνος της επιχείρησης Γενικού Εμπορίου της Ο.Ε. ..... που βρίσκεται στην οδό ....... πούλησε σε διάφορες επιχειρήσεις συσκευασίας, βιομηχανίες κ.λ.π. (Αλατίνη Α.Ε., Βελπάζ Α.Ε.,...... ΕΠΕ) ζάχαρη που είχε εισαγάγει από τη .....-.... και από τη .....(συγκεκριμένα εισήγαγε κατά το χρονικό διάστημα από 13-9-2004 έως 31-12-2004 3.912.000 κιλά ζάχαρη και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 15-3-2005 3.216.560 κιλά ζάχαρη) χωρίς να αναγράφει στα τιμολόγια πώλησης τη χώρα προέλευσης της ζάχαρης . Έτσι, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνουν παραδεκτώς την αιτιολογία της απόφασης, παρατίθενται τα περιστατικά εκείνα με τα οποία θεμελιώνεται με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων, κατά τον ανωτέρω χρόνο τέλεσης της εν λόγω αγορανομικής παραβάσεως, είχε μία από τις απαιτούμενες ιδιότητες για την τέλεση του επιδίκου αδικήματος, "βιομήχανος", "βιοτέχνης" ή "πρατηριούχος". Επομένως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 16.537/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης . Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο παραπάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που την είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί καταδικαστική απόφαση για παράβαση του αγορανομικού κώδικα διότι δεν αναφέρεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αγορανομικός Κώδικας.
0
Αριθμός 1081/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 14.055/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) ......, 2) ......, 3) ..... και 4) ......... Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 204/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα προκύπτοντα από το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην κατ' αναίρεση δίκη, κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους, μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων, εφόσον το Εφετείο έκρινε τις πολιτικές του απαιτήσεις, ακόμη και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν προσβάλλει την αφορώσα την πολιτική αγωγή διάταξη της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 11-1-2008 αίτηση αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 14.055/2007 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία ο αιτών καταδικάσθηκε για παράνομη βία και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών η οποία μετατράπηκε. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ο ......., ο οποίος και πρωτοδίκως είχε παραστεί και το δικαστήριο επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση το αιτηθέν ποσό των 44 ευρώ. Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι ο ως άνω πολιτικώς ενάγων δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο αυτό, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως (άρθρ. 513 παρ. 1γ' ΚΠΔ), γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, δεν προκύπτει κλήτευση του να παραστεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης συνεδρίαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινομένης από 11 Ιανουαρίου 2008 αιτήσεως του αναιρεσείοντος χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 14.055/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως γιατί δεν κλητεύθηκε να παραστεί στον Άρειο Πάγο ο πολιτικώς ενάγων ο οποίος είχε παραστεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και είχε επιδικασθεί σ’ αυτόν χρηματική ικανοποίηση.
Πολιτική αγωγή
Πολιτική αγωγή, Απαράδεκτη συζήτηση.
2
Αριθμός 1083/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 και 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Νικόλαο Κυπριώτη και Κωνσταντίνο Τσακίρη, κατά της υπ'αριθμ. 30/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του με αριθμ. 37/10.09.2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Δικαστηρίου της CONSTANTJA της Ρουμανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε, στο Κατάστημα του Εφετείου Λάρισας την με αριθμό και ημερομηνία 5/30.01.2008 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ'αυτήν ενώπιον της Γραμματέως αυτού Μαγδαληνής Δ. Γκιτέρσου, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 254/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του εκζητουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, η οποία πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση και να εκτελεστεί το εν λόγω Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 22 § 1 Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κ.τλ." σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου Εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από την δημοσίευση της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα του άρθρου 451 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται αυτή. Επομένως η υπό κρίση με αριθμ. 5/2008, νομίμως και εμπροθέσμως ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως του Εφετείου Λάρισας ασκηθείσα έφεση κατά της υπ'αριθμ. 30/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με την οποίαν τούτο απεφάσισε την εκτέλεση του υπ'αριθμ. 37/10-9-2007 Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του Δικαστηρίου της πόλης CONSTANTJA Ρουμανίας, που εκδόθηκε δυνάμει της υπ' αριθμ. 722/18-12-2003 αποφάσεως του Δικαστηρίου της πόλης αυτής κατά του εκκαλούντος χ1, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Επειδή κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, κατά δε το άνω άρθρο 22 παρ. 1 του ίδιου νόμου κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του Κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή ως κακούργημα, ενώ κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών, ειδικότερα δε μεταξύ των άλλων και για στοιχ. ε' παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Περαιτέρω με το άρθρο 11 του ιδίου ως άνω νόμου καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεσή του αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση στ) αν το πρόσωπο, εναντίον, του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους, με δε το άρθρο 12 του ιδίου ως άνω νόμου καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Από τον συνδυασμό των άνω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για την σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου το οποίο βρίσκεται ατό έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης ή την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας. Αφορά αξιόποινες πράξεις που απειλούνται στο νόμο με ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας τουλάχιστον δώδεκα μηνών κατά το ανώτατο όριό της ή εφόσον πρόκειται για εκτέλεση επιβληθείσας ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Μπορεί δε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να αναφέρεται είτε σε αλλοδαπούς είτε και σε ημεδαπούς. Έτσι με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να συλλαμβάνεται και να παραδίδεται από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο μέρος αυτής κάθε υπόδικος ή κατάδικος για τα εγκλήματα που αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις του Ν. 3251/2004, ακόμη και αν αυτός είναι πολίτης του κράτους από το οποίο ζητείται η παράδοσή του, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προαναφερθείσες θετικές προϋποθέσεις και ελλείπουν οι σχετικές υποχρεωτικές ή δυνητικές απαγορεύσεις (άρθρα 10, 11 και 12 του Ν. 3251/2004). Η απαγόρευση της έκδοσης ή παράδοσης των ημεδαπών σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει από το Σύνταγμα, ούτε έχει πλέον σήμερα κανένα λόγο ύπαρξης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η απαγόρευση του άρθρου 438 περ. α' του Κ.Ποιν.Δ. καθόσον η ρύθμιση του νέου νόμου είναι ειδική και στους κύκλους της τελευταίας (Ε.Ε.) έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των κρατών μελών της αρχής αμοιβαίας εμπιστοσύνης που στηρίζονται στο σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών και των αρχών του κράτους δικαίου, ενώ οι ιστορικοί λόγοι στήριξης της απαγόρευσης, δηλαδή η υποχρέωση προστασίας του κράτους προς τους πολίτες του και συγκεκριμένα η προστασία τους από τις αντιξοότητες που σημαίνει γι' αυτούς μια δίκη σε ξένο μη οικείο νομικό περιβάλλον, καθώς και η υπάρχουσα δυσπιστία στις αλλοδαπές δικαστικές αρχές είναι πλέον αδικαιολόγητοι και ιδίως στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το ακροτελεύτιο άρθρο 43 του Ν. 3251/2004, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (9-7-2004) και ότι στις μεταβατικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρα 37 έως 39) δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει διαφορετικό χρόνο ισχύος για κάποιες από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Από δε τη μεταβατικής ισχύος διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του άνω νόμου, που ορίζει ότι "οι αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για την έκδοση", κατ' αντιδιαστολή συνάγεται ότι για τις αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δηλαδή για τις εκδόσεις με βάση το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου αυτού (3251/2004). Τέλος, από το περιεχόμενο και τις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, γίνεται φανερό ότι ο νόμος αυτός είναι, ως προς τις άνω διατάξεις του, ποινικός δικονομικός νόμος και όχι ουσιαστικός ποινικός νόμος, αφού αυτός δεν περιέχει διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αλλά προβλέπει απλώς τις διαδικασίες της σύλληψης και της, μετά από δικαστική κρίση, παράδοσης του εκζητουμένου προσώπου μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλαίσια της μεταξύ τους δικαστικής συνεργασίας, η οποία με τις σύγχρονες εξελίξεις της διακρατικής εγκληματικότητας γίνεται ολοένα και πιο επιβεβλημένη. Από τα παραπάνω συνάγεται αφενός μεν ότι ο πιο πάνω νόμος, ως δικονομικός νόμος, κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού ποινικού δικαίου, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά το ατέλεστο μέρος τους, υποθέσεις, δηλαδή και για τις αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεστεί πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και αφετέρου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege (άρθρα 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 1 του ΠΚ) όταν ο εκζητούμενος για παράδοση προς έκτιση ποινής καταδικάστηκε στην χώρα έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων. Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που ανεγνώσθησαν σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε δια των συνηγόρων του και του υποβληθέντος υπομνήματος στο Εφετείο ο εκζητούμενος, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με την προσβαλλομένη απόφασή του υπ'αριθμ. 30/2008 απεφάσισε την εκτέλεση του υπ'αριθμ. 37/10-9-2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Δικαστηρίου της πόλης COSTANTJA Ρουμανίας κατά του εκκαλούντος Έλληνος υπηκόου χ1 . Το ως άνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εξεδόθη δυνάμει της υπ'αριθμ. 722/18-12-2003 αποφάσεως του άνω Δικαστηρίου, η οποία κατέστη τελεσίδικη, δια της απορρίψεως της κατ' αυτής προσφυγής, προκειμένου να εκτελεσθεί κατά του εκζητουμένου - εκκαλούντος ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και απέλασης από την Ρουμανία μετά την έκτιση της ποινής, για εγκλήματα παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών υψηλού κινδύνου, που ετέλεσεν ούτος την 6/11/2001 στην οικία του, στην COSTANΤJA Ρουμανίας και ειδικότερα για το ότι: "σε έρευνα" στους άνω τόπο και χρόνο "στην οικία του βρέθηκαν 71 χάπια MDMA και 56 γραμμ. χασίσι, που κατείχε χωρίς άδεια προκειμένου να τα πουλήσει - χάπια MDMA και χασίσι που προέρχονταν από αγορά από τον κατηγορούμενο ....... της ποσότητος των 400 χαπιών MDMA και 100 γραμ. χασίσι". Το άνω έγκλημα προβλέπεται από το άρθρο 2 εδ. 1, 2 του Ν. 143/2000 με εφαρμογή του άρθρου 74 εδ. 1 (α), εδ. 2 και του άρθρου 76 (C) του Ποινικού Κώδικος του εκζητούντος Κράτους και τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) ετών κατ' ανώτατον όριον. Το περί ου ο λόγος ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο φέρει (στο πρωτότυπό του) ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστού που το εξέδωσε και περιέχει (στο πρωτότυπο και στην μετάφρασή του), όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία της δικαστικής ποινικής αποφάσεως εις την οποίαν αυτό βασίστηκε, φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης αυτού, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο τόπος και ο χρόνος τέλεσής του, το πλαίσιο της ποινής που προβλέπεται γι'αυτό το έγκλημα κατά το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος καθώς και την επιβληθείσα ποινή) πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 § 1 του Συντάγματος και της τυπικής νομιμότητός του κατά τον Ν. 3251/2004. Η πράξη για την οποία κατεδικάσθη και ζητείται η παράδοση του εκζητουμένου, για να εκτίσει την ποινή φυλακίσεως των τεσσάρων (4) ετών που του επεβλήθη ανήκει σ' εκείνες τις πράξεις για τις οποίες κατά το άνω άρθρο 10 § 2 περ. ε' Ν. 3251/2004 επιτρέπεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου και με μόνη προϋπόθεση να τιμωρούνται στο Κράτος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας τουλάχιστον τριών ετών ως προς το ανώτατο όριό τους, περίπτωση η οποία συντρέχει εν προκειμένω. Ανεξαρτήτως τούτου η εν λόγω πράξη προβλέπεται και τιμωρείται ως κακούργημα και από το ελληνικό ποινικό δίκαιο (άρθρ. 20 § 1 περ. β & ζ Ν. 3459/2006). Επί πλέον δεν συντρέχει στην κρινομένη υπόθεση ουδεμία των περιπτώσεων υποχρεωτικής ή δυνητικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που προβλέπονται στα άνω άρθρα 11 και 12 Ν. 3251/2004 και ο εκδόσας το ευρωπαϊκό ένταλμα Δικαστής εγγυάται ότι "ο καταδικασμένος δικαιούται να ζητήσει αναεξαγωγή της δίκης με χρήση εκτάκτων μέσων, σύμφωνα με το νόμο", ήδη δε αυτός εκζητούμενος - εκκαλών ήσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου κατά της υπ'αριθμ. 3830/2006 αποφάσεως δια της οποίας απερρίφθη η προσφυγή κατά της άνω 722/2003 αποφάσεως, δικάσιμος της οποίας (αναιρέσεως) είχε ορισθεί η 13/3/2008. Κατά συνέπεια, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, εντεύθεν, το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του απεφάσισε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, ορθώς όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι με την κρινομένη έφεσή του προβαλλόμενοι αντίθετοι ισχυρισμοί και οι συναφείς λόγοι έφεσης του εκκαλούντος - εκζητουμένου. Ειδικότερα ο εκκαλών - εκζητούμενος ισχυρίζεται ότι το ένδικο ευρωπαiκό ένταλμα σύλληψης είναι άκυρο λόγω ακυρότητος του Ν. 3251/2004, ο οποίος εστηρίχθη στην άκυρη Απόφαση - Πλαίσιο. Δια του Ν. 3251/2004 μεταφέρθησαν στην ελληνική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις της από 13/6/2002, Αποφάσεως - Πλαισίου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως "για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών". Η εν λόγω Απόφαση - Πλαίσιο εξεδόθη βάσει των διατάξεων των άρθρων 31 στοιχ. α' και β και 34 § 2 στοιχ. β' της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που παρέχουν στο Συμβούλιο την δυνατότητα να υιοθετεί Αποφάσεις - Πλαίσια και να δρα για την δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Επομένως ούτε η ανωτέρω Απόφαση - Πλαίσιο πάσχει, ούτε ο Ν. 3251/2004, εντεύθεν, υστερεί, αφού και σύμφωνος προς την απόφαση αυτή είναι, αλλά και αυτονόμως και ανεξαρτήτως αυτής θα ηδύνατο να εισαγάγει τις κανονιστικές του ρυθμίσεις. Συνεπώς ο λόγος της εφέσεως, κατά τον οποίον το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένως εφήρμοσε επί της ενδίκου υποθέσεως των ανωτέρω νόμο, στηριζόμενο σε Απόφαση - Πλαίσιο εκδοθείσα καθ' υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ο εκκαλών - εκζητούμενος ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση του ενδίκου εντάλματος σύλληψης και η παράδοσή του στις Ρουμανικές αρχές αντίκειται στις διατάξεις 5 §§2 και 4 του Συντάγματος. Όμως οι διατάξεις αυτές κατά την πρώτη των οποίων "Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση, εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων..." "Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας" και κατά την δευτέρα: "Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιοδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ'αυτήν..." δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεσπίζουν απαγόρευση εκδόσεως Έλληνος υπηκόου σε οποιοδήποτε ξένο κράτος. Τοιαύτη απαγόρευση έκδοσης Ελλήνων πολιτών δεν κατοχυρώνεται, ούτε από τις προαναφερόμενες, ούτε από καμμιά άλλη συνταγματική διάταξη, ενώ η άρση με την εισαγωγή στην ελληνική έννομη τάξη της από 13/6/2002 Αποφάσεως - Πλαισίου της Ε.Ε. της απαγόρευσης έκδοσης ημεδαπών συμπορεύεται με την προώθηση της δικαστικής συνεργασίας και την κοινή τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία με απόφαση - πλαίσιο έχουν αναλάβει ομόφωνα σχετικές δεσμεύσεις στη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης με απώτερο στόχο την από κοινού εγκαθίδρυση ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, σύμπνοιας και δικαιοσύνης. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 11 στοιχ. στ' του Ν. 3251/2004, που επιτρέπει την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ημεδαπού, με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, που επεβλήθησαν από το εκζητούν κράτος, χωρίς η Ελλάδα να αναλάβει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους, όπως εν προκειμένω, συμβαίνει, δεδομένου ότι κατά τον χρόνον που κρίνεται το ένδικο ένταλμα συλλήψεως από το Δικαστήριο τούτο δεν προσκομίζεται ρητή διαβεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή του εκζητουμένου σύμφωνα με τους Ελληνικούς Ποινικούς νόμους, δεν αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος της Ε.Σ.Δ.Α. ή στη διάταξη του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τούτο διότι ως ειδική υπερισχύει της γενικής εκείνης του άρθρου 438 εδ. α' ΚΠοινΔικ και έχει αυτή εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, καθώς επίσης υπερισχύει και των νόμων 2718/1999 και 2787/2000 με τους οποίους εκυρώθησαν, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος ή από 27/9/1996 σύμβαση για την έκδοση μεταξύ των μελών της Ε.Ε. και η από 10/3/1999 σύμβαση για την απλούστευση της διαδικασίας έκδοσης μεταξύ των μελών της Ε.Ε. αντιστοίχως. Και ναι μεν με τον πρώτο των ως άνω νόμων (2718/1999 άρθρο 7 §§2 και 3), η Ελληνική Πολιτεία είχε διατυπώσει επιφυλάξεις στην έκδοση ημεδαπών, εκ τούτου όμως δεν συνάγεται, ως αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών, δημιουργία εθίμου και δη συνταγματικού, αποκλείοντος την έκδοση ημεδαπού, τοσούτον μάλλον, αφού με την ρητή διάταξη του άρθρου 38 Ν. 3251/2004 οι με τους άνω νόμους κυρωθείσες συμβάσεις αναφορικά με την έκδοση, δεν εφαρμόζονται πλέον στις σχέσεις κρατών μελών της Ε.Ε. Συνεπώς οι συναφείς λόγοι της έφεσης, για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 11 στοιχ. στ' του Ν. 3251/2004, για το μη επιτρεπτό της εκδόσεως 'Ελληνος υπηκόου κατ' άρθρον 438 του ΚΠοινΔ, του άρθρου 6 Π.Κ., των προγενεστέρων της εκδόσεως νόμων και των διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α. και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για εσφαλμένη εφαρμογή του αυτού άρθρου 11 στοιχ. στ Ν. 3251/2004 εκ του λόγου ότι δεν αρνήθηκε την εκτέλεση του εντάλματος, διότι η Ελλάδα "δύναται να αναλάβει την υποχρέωση να εκτελέσει εδώ την ποινή που του επεβλήθη", είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα μάλιστα για τον τελευταίον αυτόν λόγον πρέπει να αναφερθεί ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής (11 στοιχ. στ) ως και της του άρθρου 12 στοιχ. ε' Ν. 3251/2004, από το αρμόδιο δικαστήριο να αποφασίσει σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, προϋποθέτει ότι η ελληνική πολιτεία, η οποία κινεί την διαδικασία της εκτέλεσης του εντάλματος θα υποβάλλει μετά ταύτα στο κατά τα άνω αρμόδιο δικαστήριο σαφή αίτηση - δήλωση, στην οποία, αφού διαγιγνώσκει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως, θα αναλαμβάνει την υποχρέωση εκτέλεσης της ποινής στην ημεδαπή και θα ζητεί την, για τον λόγο αυτόν, μη εκτέλεση του εντάλματος· πλην περί του ζητήματος αυτού ούτε ο ίδιος ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι έχει ήδη υποβληθεί τοιαύτη αίτηση εκ μέρους της πολιτείας, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, εις πάσα περίπτωση, προκύπτει η υποβολή της. Μάλιστα από το υπ'αριθμ. πρωτ. ..... έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Γενική Διεύθυνση Νομοθετικού Συντονισμού και ειδικών Διεθνών Νομικών σχέσεων, Δ/νση Απονομής Χάριτος και Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας, προκύπτει ότι η Κεντρική Αρχή ουδέποτε έως σήμερα έχει πράξει να παράσχει οποιαδήποτε "βεβαίωση", σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή μέτρο ασφαλείας που έχει επιβληθεί σε ημεδαπό από αλλοδαπή Δικασική Αρχή. Έτι περαιτέρω ο εκκαλών - εκζητούμενος ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση του ενδίκου εντάλματος σύλληψης εμποδίζεται από το γεγονός ότι η αξιόποινη πράξη, για την οποία κατεδικάσθη (και ζητείται η εκτέλεση της επιβληθείσης σ'αυτόν ποινής), ετελέσθη πριν από την θέση σε ισχύ του Ν. 3251/2004 και δη την 6/11/2002, ότε δεν ήτο επιτρεπτή η έκδοση Ελλήνων υπό το τότε ισχύον καθεστώς της Ευρωπαϊκής Σύμβασης έκδοσης του 1996. Όμως εν όψει των μεταβατικών διατάξεων των άρθρων 38 στοιχ. δ' και 39 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, που ισχύει από 9-7-2004, με την πρώτη αρθρ. 38 στοιχ. δ' από τις οποίες αντικαταστάθηκε με το νόμο αυτό (3251/2004) η άνω Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης της 27-9-1996, ενώ, κατά τη δεύτερη (του άρθρου 39 παρ. 1), οι αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για την έκδοση και κατ' αντιδιαστολή συνέπεται ότι ο εν λόγω νόμος (3251/2004) ήταν πράγματι εφαρμοστέος τόσο για την έκδοση όσο και για την εκτέλεση του παραπάνω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφού κατά τα προεκτεθέντα, στην προκειμένη περίπτωση το περί ου ο λόγος ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε την 10-9-2007 ήτοι μετά την κατά την 9-7-2004 έναρξη ισχύος του Ν. 3251/2004 και συνεπώς ο αντίθετος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Οι λοιποί λόγοι, αναγόμενοι στο ήθος, την προσωπικότητα ως και την οικογενειακή κατάσταση του εκκαλούντος δεν ασκούν επιρροή επί του αντικειμένου της εκδόσεως, αλυσιτελώς προβαλλόμενοι εις το παρόν Δικαστήριο. Τέλος ο λόγος εφέσεως ότι εσφαλμένως απερρίφθη από το Συμβούλιο Εφετών το αίτημα περί αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ασκηθείσης ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού η άσκηση αναιρέσεως δεν αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, που ορίζουν τα άρθρα 19 και 21 Ν. 3251/2004, για να διαταχθεί η αναβολή της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως από το άνω Συμβούλιο. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινομένη αίτηση, καταδικασθεί δε ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 30/1/2008 και με αριθμ. 5/2008 έφεση του χ1, κατά της υπ' αριθμ. 30/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, με την οποίαν αποφασίστηκε η εκτέλεση κατ' αυτού του υπ' αριθμ. 37/10-9-2007 Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του Δικαστηρίου πόλης Constantja Ρουμανίας. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δέχεται τυπικά (την έφεση) και απορρίπτει στην ουσία.
Έκδοση
Έκδοση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1082/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3 και 4. Χ4, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 492/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Μαρτίου 2007 και 3 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 763/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 263/26.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: I) To συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 807/2001 βούλευμά του αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των Χ4, Χ1, Χ2 και Χ3 για ψευδή βεβαίωση κατεξακολούθηση με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (κατά του α), άμεση συνέργεια κατ'εξακολούθηση στην άνω ψευδή βεβαίωση (κατά του β) και ηθική αυτουργία κατά συρροή στις άνω πράξεις (κατά των γ,δ) που φέρονται ότι τελέσθηκαν στην Αθήνα από 23-5-1995 έως 26-5-1999. Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε έφεση και δη την υπ'αριθμ. 210/2-3-2001 η Ψ1 με την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας-για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων -την οποία (έφεση) το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1221/2001 βούλευμά του έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και δη σε σχέση με το τυπικά δεκτόν δεν ασχολήθηκε καν για το αν όντως η φερομένη ως αμέσως παθούσα και πολιτικώς ενάγουσα εδικαιούτο με την ιδιότητά της αυτή να ασκήσει την έφεση αλλά έκρινε αυτή "τυπικά" δεκτή, σε σχέση δε με την κατ'ουσίαν έρευνα αφενός εξαφάνισε το προσβαλλόμενο πρωτόδικο βούλευμα αφετέρου παρέπεμψε τους άνω κατηγορουμένους για τις άνω πράξεις στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά του βουλεύματος αυτού (του συμβουλίου Εφετών Αθηνών) οι παραπεμφθέντες κατηγορούμενοι άσκησαν αναιρέσεις, (=146/2001 και 163/2001), ο δε 'Αρειος Πάγος με το υπ'αριθμ. 1145/2003 βούλευμά του (=συνημμένο και Π Χρ ΝΔ σελ 248-9= Ποινικός Λόγος σελ. 1207 = Ποιν. Δ. σελ. 1402) -χωρίς και αυτός να ασχοληθεί ευθέως με το τυπικά δεκτόν της έφεσης -αναίρεσης διότι δεν υπήρχε σχετικός λόγος προς τούτο ειδικά, αναίρεσε τούτο διότι δεν ανέφερε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, και παρέπεμψε στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση. 'Ετσι η υπόθεση επανήλθε στην προ της εκδόσεως του αναιρεθέντος βουλεύματος νομική κατάσταση ήτοι το συμβούλιο Εφετών ώφειλε πλέον να επανακρίνει την άνω έφεση. Εάν ώφειλε ή όχι νομικά να επανακρίνει και το τυπικά δεκτόν αυτής βλ. παρακάτω. Το αυτό συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με άλλη πλέον σύνθεση, όντως με το υπ'αριθμ. 2691/2003 βούλευμά του αφενός μεν επελήφθη και του τυπικά δεκτού της έφεσης (διότι έκρινε ότι δεν εμποδίζεται σ'αυτό από καμία διάταξη νόμου) και αποφάνθηκε ότι ναι μεν οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις φέρονται ότι τελέσθηκαν σε βάρος της ΑΕ "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ" αλλά προκάλεσαν άμεση ζημία και στις μηνύτριες-πολιτικώς ενάγουσες και συγκεκριμένα "η ψευδής βεβαίωση, με την οποία βαρύνεται ο κατ/νος Χ4(στην οποία φέρονται ότι συμμετείχαν οι Χ1 και Χ2 ως ηθικοί αυτουργοί και ο Χ3 ως άμεσος συνεργός) συνίσταται, κατά τα αναφερόμενα στη μήνυση, στο ότι αυτός στην Αθήνα στις 23.5.1995, 16.5.1996, 2.6.1997, 25.5.1998 και 26.5.1999, με την ιδιότητά του ως ορκωτού ελεγκτή της ως άνω εταιρίας, που στα καθήκοντά του, μεταξύ άλλων, αναγόταν και η σύνταξη των πιστοποιητικών ελέγχου των εταιρικών χρήσεων της εταιρίας αυτής, με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς στα πιστοποιητικά αυτά των εταιρικών χρήσεων των ετών 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998 ότι νόμιμα είχαν συνταχθεί οι ισολογισμοί των αντιστοίχων ετών, παρότι γνώριζε ότι στα βιβλία της εταιρίας είχαν καταχωρισθεί για τα έτη 1991 έως 1994 εκατοντάδες εικονικά ή πλαστά τιμολόγια συνολικού ποσού 1.960.381.019 δρχ. που είχαν εκδοθεί από δήθεν προμηθευτές της εταιρίας για ανύπαρκτες συναλλαγές της και τα οποία επηρέαζαν τους ισολογισμούς των ετών 1994 και 1995, στους οποίους είχαν περιληφθεί εικονικές δαπάνες από τα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 922.650.994 δρχ. για το 1994 και 200.000 δρχ. για το 1995, καθώς και αυτούς (ισολογισμούς) των επομένων ετών, αφού σ'αυτούς φαίνονταν αφενός ζημίες προηγουμένων ετών που δήθεν προέρχονταν από τις εικονικές δαπάνες των εικονικών τιμολογίων και αφετέρου αποσβέσεις επί εικονικών επενδύσεων που οφείλονταν στα εικονικά τιμολόγια. Σκόπευε δε, με την πράξη του αυτή, να ωφελήσει τους συγκατηγορουμένους του Χ1 και Χ2 που διοικούσαν και συνέχισαν, και μετά τις άνω ημερομηνίες, να διοικούν την εταιρία και οι οποίοι είχαν καρπωθεί το ανωτέρω ποσό των 1.960.381.019 δρχ. από το ταμείο της εταιρίας αθέμιτα και το δικαιολόγησαν με την έκδοση εικονικών τιμολογίων με αντίστοιχη βλάβη των μηνυτριών, οι οποίες εκπροσωπούν το 49,02% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι από την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, που φέρεται ότι τελέσθηκε από τον κατ/νο Χ4, με τη συμμετοχή και των λοιπών, ζημιώθηκε μεν το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, που απώλεσε το ως άνω ποσό των 1.960.381.019 δρχ., ζημιώθηκαν, όμως, αμέσως και οι μηνύτριες μέτοχοι, εφόσον με την, κατά το εν λόγω ποσό, μείωση της εταιρικής περιουσίας, μειώθηκε αναλόγως η πραγματική αξία των μετοχών τους. Κατά συνέπειαν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη και τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα Ψ1 στο από 11.11.2003 υπόμνημα της (που κατατέθηκε νομότυπα στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε από το Συμβούλιο αυτό, κατά τη συνεδρίαση της 6.11.2003), η τελευταία εδικαιούτο να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και να ζητήσει την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, εντεύθεν δε ν'ασκήσει έφεση κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος και ο ισχυρισμός των κατ|νων Χ1 και Χ2, που εμπεριέχεται στο από 21-10-2003 υπόμνημα τους (το οποίο κατατέθηκε νομότυπα στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών), ότι η εκκαλούσα, ως μέτοχος της εταιρίας, υπέστη μόνο έμμεση ζημία από την ως άνω αξιόποινη πράξη και, επομένως, δεν εδικαιούτο να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, ούτε βεβαίως να εφεσιβάλει το πρωτόδικο βούλευμα, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Επομένως, η έφεση, μετά από (επιτρεπομένη, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη σκέψη του παρόντος) επανάκριση από την αρχή της υποθέσεως μετά την έκδοση του υπ'αριθ. 1145/2003 αναιρετικού βουλεύματος του Αρείου Πάγου, πρέπει, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις για το παραδεκτό της (εμπρόθεσμο κλπ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της",Αφετέρου επανάκρινε στην ουσία την υπόθεση και έκανε δεκτή την έφεση και στην ουσία της και παρέπεμψε και πάλιν (όπως και το αναιρεθέν βούλευμα) τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου -κακουργημάτων- για τις αυτές άνω πράξεις. Κατά του βουλεύματος αυτού οι παραπεμφθέντες άσκησαν στις 24-12-2003 αναιρέσεις και ο 'Αρειος Πάγος με το υπ'αριθμ. 146/2006 βούλευμά του αναίρεσε αυτό για έλλειψη αιτιολογίας -νόμιμης βάσης και παρέπεμψε την υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση. Να σημειωθεί εδώ ότι ο 'Αρειος Πάγος στο αυτό ως άνω βούλευμά του (=146/2006) κάνει ειδική μνεία ότι, μετά την αναίρεση του προσβαλλομένου (=2691/2003) βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών για τους ρηθέντας λόγους, "παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου για υπέρβαση εξουσίας του συμβουλίου" που είχε προταθεί και που αναφέρεται στο ότι το τελευταίο έκανε τυπικά (και στη συνέχεια ουσιαστικά) δεκτή την έφεση ενώ έδει να απορρίψει αυτή ως απαράδεκτη διότι είχε ασκηθεί από πρόσωπο μη δικαιούμενο, δηλ. από πρόσωπο που δεν δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και δη διότι το έγκλημα στρέφεται κατά του ν.π. της ΑΕ και όχι κατά του μετόχου αυτής όπως είναι η εκκαλούσα, η οποία μόνον έμμεσα βλάπτεται. Στο σημείο μάλιστα αυτό ζητήθηκε από τους κατηγορουμένους με αυτοτελή αίτηση από 7-2-2006 στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου να εξετάσει και τον ανωτέρω λόγο γιατί είχε έννομο συμφέρον, πλην όμως ο 'Αρειος Πάγος με το υπ' αριθμ. 1513/2006 βούλευμά του απέρριψε αυτή διότι μετά την έκδοση του προηγουμένου (=146/2006) βουλεύματός του εξάντλησε πλέον τη δικαιοδοσία του επί της αναιρέσεως κατά του προσβληθέντος βουλεύματος, προσέθεσε δε και μία σκέψη ότι "η όποια αιτίαση των αιτούντων μπορεί να προταθεί στο συμβούλιο Εφετών, -το οποίο θα επιληφθεί πλέον- "και εάν το τελευταίο την απορρίψει, μπορούν (οι αιτούντες) να ασκήσουν νέα αίτηση αναιρέσεως επικαλούμενοι οποιονδήποτε από τους από το άρθρο 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγους". Από την περικοπή αυτή οι άνω εξάγουν επιχείρημα ότι το τελευταίο (=συμβούλιο Εφετών) οφείλει και μπορεί να κρίνει και πάλιν το ζήτημα του τυπικά δεκτού ή όχι της έφεσης και δη για τον ρηθέντα λόγο. Όμως τούτο (συμβούλιο Εφετών Αθηνών) επιληφθέν και πάλιν της έφεσης -βέβαια με άλλη σύνθεση αλλά πάντοτε με τον αυτόν Εισαγγελέα (βλ. ΑΠ 2203/2006) -έκρινε (αποφάνθηκε) με το υπ'αριθμ. 492/2007 βούλευμά του ότι δεν μπορεί να ερευνήσει και πάλιν το ζήτημα του παραδεκτού ή μη της έφεσης διότι τα άνω (αναιρεθέντα) βουλεύματα δεν θίγησαν από τις αναιρετικές αποφάσεις-βουλεύματα στο σημείο αυτό και συνεπώς για το ζήτημα αυτό έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο (και έτσι απέρριψε σχετικό ισχυρισμό, που υπεβλήθη με υπόμνημα, των κατηγορουμένων)- και ότι, για το λόγο αυτό, για το ζήτημα αυτό ως εκ περισσού το αυτό συμβούλιο με το υπ'αριθμ. 2691/2003 προγενέστερο βούλευμά του αποφάνθηκε (βλ. πιο πάνω) ενώ δεν μπορούσε να αποφανθεί. Στη συνέχεια το αυτό συμβούλιο με το αυτό βούλευμά του (=492/2007) εισήλθε στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης και έκρινε αυτή και ουσιαστικά βάσιμη και -αφού εξαφάνισε το εκκαλούμενο βούλευμα (=807/2001 συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών-και παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου -για κακουργήματα-Αθηνών "για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής ψευδής βεβαιώσεως κατ'εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας και της ηθικής αυτουργίας σ'αυτήν κατά συρροή (άρθρα 14,16,17,18 εδ. α', 26 παρ. 1, 27 παρ 1, 94 παρ. 1, 98, 51, 52, 13 περ. α', 46 παρ. 1 περ. α'και β, 242 παρ. 1,3 Π.Κ. σε αντικ. (συνδ.) με άρθρ. 16 παρ. 5 ν.δ. 3329/1955, 10β παρ. 5 και 63 β' Κωδικ. Ν. 2190/1920)...". Ειδικώτερα, το άνω βούλευμα δέχθηκε ότι "από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκαν και περατώθηκαν νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμων εξετασθέντων μαρτύρων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (στα οποία περιλαμβάνονται και δικαστικές αποφάσεις), από τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, σε συνδυασμό με τα υπομνήματα της πολιτικώς ενάγουσας, ψ1 και τα συνοδεύοντα αυτά έγγραφα καθώς και από τα υπομνήματα των κατηγορουμένων που απευθύνονται στο παρόν Συμβούλιο, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.6.1989 απεβίωσε σε αυτοκινητικό ατύχημα ο Γ1, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή επιχείρηση στην οποία συμμετείχε αυτός μεν κατά ποσοστό 67, 98% κατά το υπόλοιπο δε 32,02% η αδελφή του, εκκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα, Ψ1. Η εταιρεία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες των Βαλκανίων στο είδος αυτό των υπηρεσιών, διαθέτουσα σημαντική ακίνητη περιουσία με οικόπεδο και εργοστάσιο στην περιοχή του ..... Αττικής (οδός ... αρ. ...) και ετήσιο κύκλο εργασιών πλέον των 500.000.000 δρχ. Ο Γ1 ήταν σύζυγος της κατηγορουμένης Χ1 με την οποία ωστόσο είχε διαζευχθεί από το έτος 1988. Από το γάμο τους είχαν αποκτήσει τρία τέκνα, τον Γ2, τον Χ2 (κατηγορούμενο) και τον Γ3 που ήταν και οι τρεις ανήλικοι κατά το χρόνο του θανάτου του. Αλλά από τη σχέση του με τη Β1 είχε αποκτήσει και ένα εκτός γάμου τέκνο, την άλλη μηνύτρια - πολιτικώς ενάγουσα, Ψ2, την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του Γ1, το μερίδιό του στην πιο πάνω εταιρεία περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1 διαμορφώθηκε σε 50,98% ενώ αυτό της αδελφής του Ψ1 και του εκτός γάμου τέκνου του, Ψ2ης σε 49,02%. Μετά το θάνατο του Γ1 στη διαχείριση της εταιρείας κλήθηκε η πρώην σύζυγος του Χ1 και μητέρα των τριών ως άνω ανηλίκων τέκνων, η οποία από τον Ιούνιο του έτους 1990 εκλέχθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με ευρείες εξουσίες να ενεργεί υλικές και νομικές πράξεις και έκτοτε άσκησε ουσιαστικά τη διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας με πρόσωπα δικής της επιλογής. Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του Γ2 ανατέθηκαν σ' αυτόν με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας καθήκοντα βοηθού Γενικού Διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και αναπληρωτής Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας στις 22.7.1992 και ο αδελφός του Χ2 (κατηγορούμενος) οι οποίοι λόγω των σπουδών τους, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, την οποία ουσιαστικά και αποκλειστικά είχε η μητέρα τους και κατηγορουμένη Χ1. Οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων της πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του Γ1 δεν ήταν καθόλου αρμονικές, δεδομένου ότι η κατηγορουμένη Χ1, εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα των μηνυτριών - πολιτικώς εναγουσών (Ψ1 και Ψ2 νομίμως εκπροσωπούμενης από τη μητέρα της, Β1), τις οποίες ουσιαστικά είχε αποκλείσει από κάθε πρόσβαση και κάθε έλεγχο στις εταιρικές υποθέσεις, αρνούμενη να τους δώσει οποιαδήποτε πληροφορία ή ενημέρωση για την πορεία των εργασιών της εταιρείας. Εξαιτίας της αρνήσεως αυτής δημιουργήθηκαν δικαστικές διενέξεις και αμφισβητήσεις σχετικές με τον τρόπο της διοικήσεως της εταιρείας και διαχειρίσεως της περιουσίας της, αφενός μεν μεταξύ αυτής και των τέκνων 0-της (Χ2 και Γ2), αφετέρου δε των μετόχων της μειοψηφίας, οι οποίες (διενέξεις) συνεχίζονται μέχρι σήμερα στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Περαιτέρω προέκυψε ότι περί το μήνα Μάρτιο του 1993 περιήλθαν στην κατοχή των μετόχων της μειοψηφίας τα "δεύτερα" βιβλία που ετηρούντο στην εταιρεία (τα αποκαλούμενα και "μαύρα") τα οποία συνέτασσε η ταμίας της εταιρείας, Ε1(η οποία απολύθηκε στις 18.1.1996) με βάση τις οδηγίες και υποδείξεις της κατηγορουμένης Χ1 που είχε ουσιαστικά τη διαχείριση της εταιρείας από το έτος 1990, όπως προαναφέρθηκε. Από τις εγγραφές στα βιβλία αυτά προέκυψε ότι για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών της Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, Χ1 και των τέκνων της, μετόχων της πλειοψηφίας (δαπάνες για μισθώματα κατοικιών, για μισθούς υπηρετικού προσωπικού, για ταξίδια αναψυχής, προσωπικά ασφαλιστήρια συμβόλαια κλπ) γίνονταν αναλήψεις από το Ταμείο της εταιρείας και τα ποσά που αναλαμβάνονταν για να υπάρχει λογιστική (ταμειακή) τακτοποίηση του ανοίγματος, καταχωρούνταν στα επίσημα βιβλία της εταιρείας είτε με τη μορφή πληρωτέων τραπεζικών επιταγών είτε ως δήθεν καταβολές για την εξόφληση εικονικών τιμολογίων προς τρίτους. Όλες οι αναλήψεις αυτές για τις οποίες και εκδίδονται εικονικές αποδείξεις πληρωμής καταχωρούνταν στα επίσημα βιβλία της εταιρείας ως έξοδα αυτής. Ειδικότερα προέκυψε ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας κατά τις χρήσεις των ετών 1991-1994 είχαν καταχωρισθεί τα παρακάτω αναφερόμενα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού καθαρής αξίας 1.960.381.019 δρχ. (χρήση 1991 ποσού 2380.48.729 δρχ., χρήση 1992 ποσού 453821492 δρχ., χρήση 1993 ποσού 486536.290 δρχ., χρήση 1994 ποσού 781.974508. Α) ΧΡΗΣΗ 1991Α/ΑΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΑΞΙΑ1. Δ1 24.865.500 δρχ. 2. "........ ΟΕ"2.200.000 "3. Δ2 58.956.662 "4. ........ 4.000.000 "5. "........ΕΠΕ"7.740.350 "6. Δ3 5.650.000 "7. ........ 104.589.217 "8. ...... 2.100.000 "9. ........ 9.400.000 "10χρηστού χρηστός6.594.000 "11. ".......... ΕΕ"9.563.000 "12 Δ4 1.550.000 "13 Δ5 840.000 " ΣΥΝΟΛΟ 238.048.729 δρχ. Β. ΧΡΗΣΗ 1992 A/AΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΑΞΙΑ1. Δ2 121.746.780 δρχ. 2. Δ1 275.677.288 "3. "Ι. ΠΑΠΠΑΣ ΑΕΕ-ΦΙΝΟΜΑΣΙΝ" 8.123.000 "4. ......... 15.000.000 "5. ........ ΕΠΕ 7.600.000 "6. ........... 15.702.085 "7. Δ3 1.700.000 "8. Δ6 1.020.339 "9. Δ4. 1.000.000 "10. ......... 2.652.000 "11. "....... ΟΕ" 3.500.000 " ΣΥΝΟΛΟ 453.821.492 "Γ) ΧΡΗΣΗ 1993Α/Α. ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΑΞΙΑ1. Δ2 224.650.804 δρχ. 2. ........ 45.440.760 "3. "Ι. ΠΑΠΠΑΣ ΑΕΕ-ΦΙΝΟΜΑΣΙΝ" 10.938.360 "4. Δ7 11.714.707 "6. Δ3 5.000.000 "7. ...... 18.500.000 "8. Δ5 1.848.000 "9. "........ΟΕ" 6.000.000 "10. Δ6 6.371.715 "11. "ΕΝ. Κ. ΜΑΜΟΥΘ ΑΕ" 16.800.000 "12. "......... ΟΕ" 22.868.808 "13. "......." 68.210.000 "14. "...... ΟΕ" 6.975.000 "15. ".......ΟΕ" 28.566.537 "16. ...... 5.536.599 "17. Δ8 5.055.000 " ΣΥΝΟΛΟ486.536.290 δρχ. Δ) ΧΡΗΣΗ 1994 Α/ΑΕΠΩΝΥΜΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΑΞΙΑ1. Δ2 293.730.853 δρχ. 2. ...... LTD230.095.500 "3. ........ 77.984.000 "4. ...... ΕΠΕ 45.566.700 "5. FOX ABEE 46.714.407 "6. ........ 18.720.000 "7. . "Ι. ΠΑΠΠΑΣ ΑΕΕ-ΦΙΝΟΜΑΣΙΝ" 5.704.125 "8. Δ7 11.253.823 "9. ........ 5.553.500 "10. ......... 12.270.000 "11. Δ8 24.740.000 "12. "........ΕΕ" 5.011.600 " 13. Δ3 3.150.000 " 14. Δ5 1.480.000 " ΣΥΝΟΛΟ781.974.508 " Οι εκ των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 ισχυρίζονται ότι τα "δεύτερα" βιβλία της εταιρείας, τηρούσε εν αγνοία τους η ταμίας Ε1 η οποία μαζί με τα στελέχη της εταιρείας Ε2 και Ε3, εκμεταλλευόμενοι την απειρία τους, εξέδιδαν εικονικά τιμολόγια ή πλαστά προς ίδιον όφελος . Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 413/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο αντηλλάγησαν οι Ε2, Ε3 και Ε1 των κατηγοριών της κακουργηματικής απάτης και της υπεξαιρέσεως που είχαν απαγγελθεί εναντίον τους κατόπιν μηνύσεως της κατηγορουμένης Χ1, κρίθηκε ότι η τελευταία προέβαινε σε αυθαίρετες αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών από το ταμείο της εταιρείας για την κάλυψη προσωπικών αναγκών της ίδιας και των τέκνων της ότι για την ταμειακή τακτοποίηση αυτών (αναλήψεων) προσκομίζονταν από την ίδια κατά το χρονικό διάστημα 1991-1994 εικονικά τιμολόγια αγορών, δήθεν προμηθευτών της εταιρείας και ότι για την λογιστική παρακολούθηση της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας της ετηρούντο από την ταμία Χ1 ανεπίσημα βιβλία (αποκαλούμενα ως "μαύρα") κατ' εντολή αυτής, διότι ήλεγχε καθ' ολοκληρίαν την εταιρεία από το έτος 1990, στα οποία και καταχωρούντο οι αναλήψεις χρημάτων εκ μέρους της. Επίσης οι ίδιοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι το ποσό του 1.960.381.019 δραχμών των προαναφερθέντων τιμολογίων το διέθεσαν για την πληρωμή πραγματικών εταιρικών οφειλών προς τρίτους μεταξύ των οποίων και πληρωμή τοκογλυφικών δανείων που είχαν συναφθεί για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων της εταιρείας. 'Ομως και ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως αβάσιμος, διότι δεν προσδιορίζουν το είδος και το ύψος των εταιρικών οφειλών αυτής και τους τρίτους προς τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς τους, καταβλήθηκαν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, ούτε αναφέρουν πότε συνήφθηκαν τα επικαλούμενα τοκογλυφικά δάνεια και το ύψος του ποσού που αφορούσε το καθένα. Επίσης δεν διευκρινίζουν για πιο λόγο, ενώ μέρος του παραπάνω ποσού διατέθηκε, όπως ισχυρίζονται, για την κάλυψη πραγματικών οφειλών της εταιρείας, η εκταμίευση τούτου έγινε με τη λήψη και την καταχώρηση εικονικών τιμολογίων. Πέραν τούτου, αν πράγματι είχαν συναφθεί τοκογλυφικά δάνεια, έπρεπε τα ποσά αυτών να εμφανίζονται ως έσοδα στα βιβλία ταμείου της εταιρείας, πράγμα που δεν προέκυψε ότι έλαβε χώρα στην εξεταζόμενη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εταιρεία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" κατά τους κρίσιμους εν προκειμένω χρόνους, είχε τεράστια κέρδη και συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη να καταφύγει σε δανεισμό (πέραν των Τραπεζών) τοκογλυφικό. Περαιτέρω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι από το έτος 1994 ο κατηγορούμενος Χ4, που είχε οριστεί με αποφάσεις των Τακτικών Γενικών Συνελεύσεων της εταιρείας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" Ορκωτός Ελεγκτής αυτής, είχε διαπιστώσει ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, είχαν καταχωρισθεί τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ψευδοπρομηθευτών της για ανύπαρκτες συναλλαγές, συνολικού ποσού 1.960.381.019 δρχ. (των εταιρικών χρήσεων 1991, 1992, 1993 και 1994). Προς τούτο είχε συντάξει με εντολή της κατηγορουμένης Χ1, ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με αφορμή κατάσχεση τιμολογίων της εταιρείας από την ΥΠΕΔΑ την από....... έκθεση ελέγχου με τον τίτλο "ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΚΑ Η' ΠΛΑΣΤΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ", στην οποία είχε επισυνάψει σχετική κατάσταση ανά έτος (βλ. προσκομιζόμενη). Ο κατηγορούμενος αυτός, που όπως έχει εκτεθεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είχε την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και είχε υποχρέωση να ελέγξει την ακρίβεια των στοιχείων που είχαν καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και μόνο, εάν αυτά ήταν ακριβή να πιστοποιήσει ότι οι ισολογισμοί είχαν συνταχθεί ορθά, εξέδωσε στις ...., ....., ...., .... και ....... πιστοποιητικά ελέγχου στα οποία ψευδώς βεβαίωσε ότι οι ισολογισμοί των ετών 1994, 1995, 1996, 1997 και 1998 αντιστοίχως που συντάχθηκαν κατ' εντόλήν της κατηγορουμένης Χ1 από τον εκάστοτε Προϊστάμενο του Λογιστηρίου (τον Ζ1 ο πρώτος και ο δεύτερος και τον κατηγορούμενο Χ3 οι λοιποί) και προσυπογράφηκαν από τον ίδιο (Χ4) από την Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας (κατηγορουμένη Χ1) και από ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (τον Ζ2 ο πρώτος, τον κατηγορούμενο Χ2 ο δεύτερος και ο τρίτος- στον δεύτερο υπογράφει ως Αναπληρωτής Πρόεδρος του Δ.Σ. - και τον Γ2 οι λοιποί), ήταν ακριβείς και είχαν συνταχθεί νόμιμα, ενώ το αληθές ήταν ότι οι εν λόγω ισολογισμοί δεν είχαν συνταχθεί νόμιμα διότι α) είχαν επιβαρυνθεί με τις ανύπαρκτες δαπάνες που αποτελούσαν τα ποσά των προαναφερθέντων εικονικών τιμολογίων που είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της εταιρείας, καθαρής αξίας 1.960.381.019 δρχ. (μετά του ΦΠΑ 2.313.249.000 δρχ.) που επηρέαζαν όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια τους ισολογισμούς των ετών 1994 και 1995 και αυτούς των επομένων ετών και β) στους ισολογισμούς αυτούς αναγράφονταν ποσά ζημιών προηγουμένων χρήσεων, προερχόμενα από τα παραπάνω εικονικά τιμολόγια καθώς και αποσβέσεις επί εικονικών επενδύσεων που οφείλονταν σε εικονικά τιμολόγια. Ο κατηγορούμενος Χ4 ως εκ της θέσεως του, είχε άμεση συνεργασία με τους συγκατηγορουμένους του και μολονότι γνώριζε ότι όλες οι αναφερόμενες στους παραπάνω ισολογισμούς ζημίες δεν ήταν πραγματικές, αλλά εικονικές και εμφανίζονταν στους ισολογισμούς επειδή προηγουμένως, κατά τα έτη 1991-1994, είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της εταιρείας τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ψευδοπρομηθευτών που ο ίδιος είχε διαπιστώσει και αναγράψει στην από 6.98.1995 έκθεση του, συνολικού ποσού 1.960.381.019 δραχμών, παρά ταύτα βεβαίωσε ψευδώς με τα παραπάνω πέντε (5) πιστοποιητικά του ότι οι ισολογισμοί έχουν συνταχθεί νόμιμα. Σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του Χ1, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και μητέρα των μετόχων της πλειοψηφίας και Χ2, υιό αυτής και μέτοχο της εταιρείας αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές τόσο συνολικά όσο και με καθένα, από τα πιστοποιητικά του, όπως παρακάτω αναφέρεται, με βλάβη των μετόχων της μειοψηφίας αντίστοιχη προς το ποσοστό τους. Ειδικότερα: α) Με το πιστοποιητικό της ..... βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1994 είχε συνταχθεί νόμιμα, παρά το γεγονός ότι στα βιβλία της εταιρείας από 1.1.1994 - 31.12.1994 είχαν καταχωρισθεί, κατά τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 781.974.508 δρχ. και μαζί με τον ΦΠΑ ποσού 922.650.994 δραχμών και αντί κερδών αναγράφονταν στον ισολογισμό αυτό ζημίες 82.707.098 δραχμές β) Με το πιστοποιητικό της ...... βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1995 είχε συνταχθεί νόμιμα, παρά το γεγονός ότι στα βιβλία της εταιρείας από 10.1.1995 μέχρι 22.3.1995 είχαν καταχωρισθεί εικονικά τιμολόγια συνολικού ποσού 207.000.000 δραχμών και αντί κερδών αναγράφονταν στον ισολογισμό αυτό 1) "ζημίες προηγουμένης χρήσεως 82.707.098 δρχ. "που ήταν εικονικές, προερχόμενες από καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρείας εικονικά τιμολόγια και 2) "ζημίες εκ νέου 146.685.004 δρχ." που επίσης ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρείας προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια. γ) Με το πιστοποιητικό της ......βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1996 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 202.264,12 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 236.604.446 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρείας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων, δ) Με το πιστοποιητικό της ..... βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1997 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 236.604.446 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 62.127.577 δρχ." που ήταν εικονικές προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρείας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων και ε) Με το πιστοποιητικό της ...... βεβαίωσε ψευδώς ότι ο ισολογισμός της 31.12.1998 είχε συνταχθεί νόμιμα, διότι αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών στον ισολογισμό αυτό αναγράφονταν 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 62.127.577 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 90.986.925 δρχ." που ήταν εικονικές, προερχόμενες από τα καταχωρημένα στα βιβλία της εταιρείας προαναφερθέντα ποσά εικονικών τιμολογίων. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ3 που από 5.11.1996 ήταν Προϊστάμενος του Λογιστηρίου της εταιρείας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" συνέταξε κατ' εντολή της συγκατηγορουμένης του Χ1 τους ισολογισμούς αυτής των ετών 1996, 1997 και 1998, στους οποίους ανέγραψε εν γνώσει του ψευδώς "ζημίες προηγουμένων ετών" οι οποίες δεν ήταν πραγματικές αλλά εικονικές διότι προέρχονταν από τα προαναφερθέντα εικονικά τιμολόγια των ετών 1991-1994, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και οι ισολογισμοί των ετών 1996, 1997 και 1998 τους οποίους και προσυπέγραψε (μαζί με τους συγκατηγορουμένους του), παρότι γνώριζε λόγω της νευραλγικής θέσεως του στην εταιρεία και της άμεσης συνεργασίας του με τους διοικούντες αυτήν, την ύπαρξη των εικονικών τιμολογίων που προαναφέρθηκαν, ύψους 1.960.381.019 δραχμών". Ειδικότερα α) Στον ισολογισμό της 31.12.1996 αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 202.264,12 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 236.604.446 δρχ." β) Στον ισολογισμό της 31.12. 1997α αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε: 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 236.604.446 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 62.127.577 δρχ." και γ) Στον ισολογισμό της 31.12.1998, αντί των πραγματοποιηθέντων κερδών ανέγραψε 1) "Υπόλοιπο ζημιών προηγουμένης χρήσεως 62.127.577 δρχ." και 2) "ζημίες εκ νέου 90.986.925 δρχ.". Κατ' αυτόν τον τρόπο ο εν λόγω κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση στον συγκατηγορούμενό του, Χ4 την άμεση συνδρομή του κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως (ψευδούς βεβαιώσεως). Ειδικότερα η πράξη του αυτή συνδέεται αμέσως προς την πράξη του συγκατηγορουμένου του Χ4 και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η τέλεση της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, αφού τα πιστοποιητικά ελέγχου των εταιρικών χρήσεων των ετών 1996, 1997 και 1998 που συνέταξε ο συγκατηγορούμενός του, Χ4 και τα οποία, όπως προέκυψε ήταν ψευδή, τα συνέταξε με βάση τους ψευδείς ισολογισμούς των αντιστοίχων ετών που συνέταξε και υπέγραψε αυτός (Χ3). Σκόπευε δε με την πράξη του αυτή να προσπορίσει στους συγκατηγορουμένους του, Χ1, και Χ2, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και μέτοχο αντίστοιχα της ως άνω εταιρείας αθέμιτο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών κάθε φορά (5.3.1997, 5.3.1998, και 5.3.1999) και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για κάθε ισολογισμό χρηματικά ποσά ζημιών, με βλάβη των μετόχων της μειοψηφίας αντίστοιχη με το ποσοστό τους. Τέλος, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, κατόπιν συναποφάσεως και προκειμένου να επιβαρύνουν τα αποτελέσματα της εταιρείας "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΕΕ" την οποία διοικούσαν , με ανύπαρκτες δαπάνες για να φαλκιδεύσουν τα δικαιώματα των μετόχων -της μειοψηφίας, προς ίδιον όφελος, προκάλεσαν με παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα στους συγκατηγορουμένους τους Χ4 και Χ3 την απόφαση να εκτελέσουν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τους (κακουργηματική ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και άμεση συνεργεία σ' αυτήν). Συγκεκριμένα στον Χ4 Ορκωτό Ελεγκτή της εταιρείας προκάλεσαν την απόφαση να προβεί στις ψευδείς βεβαιώσεις τις αναγραφόμενες στα από ....., ....., ....., ..... και ...... πιστοποιητικά ελέγχου που συνέταξε σύμφωνα με τις οποίες οι ισολογισμοί των αντιστοίχων ετών είχαν συνταχθεί νόμιμα, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αθέμιτο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών για καθένα από τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά ελέγχου και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για το καθένα χρηματικά ποσά ζημιών και β) στον Χ3, Προϊστάμενο του Λογιστηρίου προκάλεσαν την απόφαση να συντάξει και προσυπογράψει για τα έτη 1996, 1997 και 1998 ψευδείς ισολογισμούς, αναγράφοντας σ' αυτούς "ζημίες προηγουμένων ετών" που όπως προαναφέρθηκε ήταν εικονικές, διότι προέρχονταν από τα μνημονευόμενα εικονικά τιμολόγια των ετών 1991-1994, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο όφελος πολλαπλάσιο των 25.000.000 δραχμών από κάθε ισολογισμό (1996, 1997 και 1998) και τουλάχιστον ίσο προς τα εκτεθέντα ανωτέρω για καθένα από τους ισολογισμούς αυτούς, χρηματικά ποσά ζημιών. Ο δόλος των εν λόγω κατηγορουμένων συνάγεται από το γεγονός ότι αυτοί δεν αποστασιοποιούνται ούτε μετά τη Γενική Συνέλευση της 21.7.1995 στην οποία είχε παραστεί και ο συγκατηγορούμενός του, Χ4, και έλαβε επισήμως γνώση της υπάρξεως των "δεύτερων βιβλίων της εταιρείας αλλά και των πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Ο εκ των κατηγορουμένων Χ2, αρνούμενος την κατηγορία επικαλείται άγνοια και το νεαρό της ηλικίας του, ισχυρίζεται δε ότι από το τέλος του έτους 1996 αποχώρησε ουσιαστικά από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας από το οποίο και παραιτήθηκε και τυπικά στις 9.1.1997, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. ...... πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου. Όμως, η παρουσία αυτού και της μητέρας του Χ1 (συγκατηγορουμένης) στη Γενική Συνέλευση της 21.7.1995 και η μη καταψήφιση της απαλλαγής του κατηγορουμένου Χ2 (Ορκωτού Ελεγκτή) από κάθε ευθύνη αποζημιώσεως της εταιρείας για τις οικονομικές καταστάσεις και τη διαχείριση της εταιρικής χρήσεως από 1.1.1994 - 31.12.1994, υποδηλώνει τη βούληση τους να τον προτρέψουν στη σύνταξη των μετέπειτα ψευδών πιστοποιητικών προς ίδιον ασφαλώς όφελος. Το γεγονός δε της παραιτήσεώς του από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν ασκεί επιρροή ούτε και για τον μετά την παραίτησή του χρόνο, αφού αυτός εξακολούθησε να παραμένει μέτοχος της εταιρείας και μάλιστα με το αυτό ποσοστό". Το αυτό συμβούλιο για να θεμελιώσει την ιδιότητα του υπαλλήλου, που απαιτεί το άρθρο 242 § 1 Π.Κ., στον πρώτο κατηγορούμενο, δέχθηκε ότι "από το σύνολο των διατάξεων του ν.δ. 3329/1955 "περί συστάσεως Σώματος Ορκωτών Λογιστών" (ΣΟΛ) συνάγεται ότι οι Ορκωτοί Λογιστές θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι. Σύμφωνα δε με το άρθρο 16 παρ. 5 του ν.δ. 3329/1955 πάσα αδιακρίτως παράβαση των Ορκωτών Λογιστών τιμωρείται και ποινικώς, πλην άλλων και κατά το άρθρο 242 ΠΚ (Ολ. ΑΠ 6/1995 ΝοΒ 1996. 483). Επίσης, κατά το άρθρο 40β' παρ. 5 του κωδικοπ. Ν. 2190/1920 οι ελεγκτές των ανωνύμων εταιρειών, οι οποίοι κατ' άρθρο 36 παρ. 1 εδάφ. β' του ίδιου νόμου εκλέγονται υποχρεωτικά από τους Ορκωτούς Λογιστές όταν οι ανώνυμες εταιρείες υπερβαίνουν τα όρια της παραγρ. 6 του άρθρου 42α' (σύνολο ισολογισμού 500.000.000 δρχ., καθαρός κύκλος εργασιών 1.000.000 δρχ., μέσος όρος προσωπικού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσεως 50 άτομα, όπως στην παρούσα περίπτωση) θεωρούνται κατά την άσκηση του ελέγχου ως δημόσιοι υπάλληλοι". Επίσης το αυτό βούλευμα δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 63 β του ν. 2190/1920 δεν απορροφά τη διάταξη του άρθρου 242 Π.Κ. όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτού δεδομένου ότι η πρώτη διάταξη αναφέρεται στην περίπτωση που ο ελεγκτής από δόλο ή αμέλεια θεώρησε ότι ο ισολογισμός που έγινε κατά παράβαση του νόμου (2190/1920) ή του καταστατικού της εταιρείας, είναι νόμιμος, όχι δε και όταν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 242 Π.Κ. με το οποίο συρρέει αληθώς. Κατά του βουλεύματος αυτού οι κατηγορούμενοι άσκησαν εμπρόθεσμα - δια πληρεξουσίων, δυνάμει των συνημμένων εξουσιοδοτήσεών τους, στις οποίες και βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής τους από δικηγόρο- αναιρέσεις και δη οι μεν Χ3 και Χ4 την υπ'αριθμ. 90/3-4-2007, οι δε Χ1 και Χ2 την υπ'αριθμ. 87/28-3-2007, αμφότερες ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, προβάλλοντες α) οι μεν πρώτοι ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αα) υπερέβη την εξουσία του διότι δέχθηκε κατ'ουσίαν έφεση ασκηθείσα υπό προσώπου μη δικαιουμένου προς τούτο, δηλ. της Ψ1, η οποία τυγχάνει μέτοχος της ΑΕ κατά της οποίας στρέφονται οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες παραπέμφθησαν, λόγο τον οποίο και απέρριψε τούτο με την αιτιολογία ότι δεν είχε αρμοδιότητα ββ) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόσθησαν και δη ότι δέχθησαν εφαρμογή του άρθρου 242 Π.Κ. ενώ έδει να εφαρμοστούν οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 63β ν.2190/20 αφενός και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του ν.δ. 3329/55- ενώ ισχύει το μεταγενέστερο ΠΔ 226/92 αφετέρου γγ) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στη συνέχεια οι αυτοί κατηγορούμενοι προβάλλουν λόγους που αναφέρονται αποκλειστικά (=έλλειψη αιτιολογίας ως προς τον τρόπον ενέργειας αυτών η αντίφαση σε σχέση με την κυρία πράξη) στους άλλους κατηγορουμένους και δη τους ηθικούς αυτουργούς. β) οι δε δεύτεροι ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αα) υπερέβη την εξουσία του διότι δέχθηκε έφεση που ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα εφέσεως, η δε αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι δεν είχε προς τούτο αρμοδιότητα να ελέγξει δεν είναι νόμιμη. ββ) εσφαλμένα ερμήνευσε-εφάρμοσε το νδ 3329/55 διότι τούτο έχει ήδη καταργηθεί (άρθρο 75 ν.1969/91 και Π.Δ. 226/92), το άρθρο 242 Π.Κ. αφού οι Ορκωτοί Ελεγκτές δεν είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13α Π Κ αλλά ιδιώτες και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του άρθρου 242 Π.Κ. -και κατ'ακολουθίαν αξιόποινη συμμετοχή σ'αυτή και διότι ισχύει εδώ μόνο το άρθρο 63 β ν.2190/20 που είναι ειδικό σε σχέση με το άρθρο 242 Π.Κ. Καθίσταται συνεπώς φανερόν ότι οι λόγοι αναιρέσεως, εάν εξαιρεθεί ο λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συμπίπτουν. Οι αναιρέσεις αυτές είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να εξεταστούν στην ουσία τους (462, 463, 465, 473, 474, 482, 484 Κ.Π.Δ.). ΙΙ) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 242 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως της παρ. 3 με τα άρθρα 1 παρ. 7β' του ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του ν. 2721/1999), "1. Υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του. 3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη. 4. Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί". Για τον κακουργηματικό δηλαδή χαρακτήρα της πράξεως, απαιτείται και η συνδρομή περαιτέρω, σκοπού αθέμιτου οφέλους του ίδιου ή άλλου ή βλάβης άλλου. Η διάταξη της παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7β' του ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και ορίσθηκε ότι, "αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.)", αντικαταστάθηκε δε με το άρθρο 14 παρ. 6 του ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι, "αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.). Για τον άνω κακουργηματικό χαρακτήρα δεν απαιτείται και επίτευξη του άνω σκοπού (βλ. ΑΠ 86/2006, ΑΠ 1171/2003, ΑΠ 1149/93, ΑΠ 403/96, ΑΠ 1108/95 κ.ά Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 656 Νο 23, Μπουρόπουλο ΠΚ τόμ. β'σελ. 348, Σπινέλλης - Εγκλήματα περί την Υπηρεσία - σελ. 92, Δέδε - Εγκλήματα περί την Υπηρεσία - σελ. 77 το δε όφελος μπορεί να αναφέρεται σε χρόνο και πριν από την ψευδή βεβαίωση - βλ. ΑΠ 290/78 ΠΧρ ΚΗ 511, ΑΠ 89/58 ΠΧρ Η 332). Η ρύθμιση των άνω νέων διατάξεων, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (73.000 Ευρώ), είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης, ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται "συνολικό" ποσό οφέλους ή ζημίας, είναι δυσμενέστερη. Εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., και για τις μερικότερες πράξεις ψευδούς βεβαίωσης που φέρονται τελεσθείσες προ της ισχύος των δύο αυτών νομοθετημάτων, η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση ρύθμιση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 α' του ίδιου Κώδικα, "Με την ποινή του αυτουργού (της πράξεως) τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" και κατά την παρ. 1 β' του ίδιου άρθρου του Κώδικα, με την ίδια ποινή τιμωρείται και "όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη, κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας) που είναι σχετικό με την υπηρεσία, προϋποθέτει υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α' του Π.Κ., αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου, που ενεργεί μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έγγραφο δημόσιο, κατά την έννοια των άρθρων 13γ' του Π.Κ. και 438 του Κ.Πολ.Δ., που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, για ότι βεβαιώνεται στο περιεχόμενο του και βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλ. περιστατικών που δεν έλαβαν χώραν ή συνέβησαν κατά διαφορετικό τρόπο (βλ. ΑΠ 86/2006 Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 651 Νο 6 βλ. και ΑΠ 530/2004, ΑΠ 479/2000 κ.α. - ήτοι γεγονότος που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως εκείνο που αναφέρεται στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης και όχι σε κρίσεις ή γνώμες, ακόμη και αν αυτές αφορούν περιστατικά που έχουν έννομες συνέπειες. Το κύρος του εγγράφου είναι χωρίς σημασία, ΑΠ 772/2001, ΑΠ 1382/2001. Ο δόλος του δράστη συνίσταται στη γνώση και στη θέληση να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενη της παραγωγής αυτών από την πράξη και συγχρόνως στην εκ προοιμίου αποδοχή αυτής ΑΠ 86/2006, ΑΠ 1382/2001, ΑΠ 479/2000 κ.α. Από τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 ΠΚ σαφώς συνάγεται ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για τον αυτουργό δεν απαιτούνται και για τον ηθικό αυτουργό ή συνεργό -βλ. και Χωραφά (1978) 358, Μπουρόπουλο τομ. Α σελ. 150, Γάφο Γεν Μ 415, Ζησιάδη Γεν Μ τομ. β σελ. 94, ΑΠ 1611/94 ΠΧρ ΜΔ 1305 - Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ1 αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επί ηθικής δε αυτουργίας, πρέπει να αναφέρονται στην αιτιολογία και ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, για να προκληθεί στον άλλον, η απόφαση για την τέλεση της άδικης πράξης που εκείνος τέλεσε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (βλ. ΑΠ 146/2006). Η Υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναίρεσης διακρίνεται σε θετική υπέρβαση εξουσίας - που υπάρχει και όταν το συμβούλιο αποφασίζει επί ενδίκου μέσου καίτοι τούτο είναι απαράδεκτο (βλ. Μπουρόπουλο υπό 484 σελ. 206 Νο 7α, Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τομ. γ σελ. 297, 342 , ΑΠ 338/94 ΠΧρ ΜΔ 392, ΑΠ 919/97, ΑΠ 804/91 κ.α.) και σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας - που υπάρχει όταν το συμβούλιο αποποιείται την εξουσία του, ήτοι αρνείται να ασκήσει αυτή καίτοι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο (βλ. ΑΠ 3/2005 Ολ., ΑΠ 1505/2005, ΑΠ 9/2001 Ολ. κ.α.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 63β -όπως αντικ. με το άρθρο 8 Π.Δ. 498/87- ν.2190/20 "ελεγκτές ανωνύμων εταιρειών του άρθρου 36, καθώς και τα πρόσωπα του άρθρου 42α παρ. 5, αν από αμέλεια θεώρησαν ως νομίμως έχοντα ισολογισμό που καταρτίστηκε παρά τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, τιμωρούνται... Σε περίπτωση όμως δόλου τιμωρούνται με τις ποινές του άρθρου 57". -Το άνω άρθρο που αποτελεί το ταυτόσημον κατά περιεχόμενο του άρθρου 21 ν.5076/31 ενσωματώθηκε στον ν.2190/20 με το ΒΔ 174/63 - έχει εφαρμογή όταν ο ελεγκτής ΑΕ "θεώρησαν ως νομίμως έχοντα ισολογισμό που καταρτίστηκε παρά τις διατάξεις του νόμου και καταστατικού" (βλ. και ΑΠ 333/70 Π Χρ Κ 619 πρ βλ ΑΠ 1221/30 Θεμ. ΜΒ 150). Επομένως δεν έχει εφαρμογήν όταν ο ελεγκτής ψευδώς βεβαιώνει το περιεχόμενο ελέγχου που διενήργησε με την ιδιότητά του αυτή, όταν δηλ. συντάσσει ψευδήν κατά περιεχόμενον έκθεση ελέγχου σε σχέση με την οικονομικήν κατάσταση της ΑΕ, ότε έχει εφαρμογή το άρθρο 242 Π.Κ. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα ειδικού προς γενικόν νόμο, που προϋποθέτει ταυτότητα περιεχομένου αυτών. Επειδή υποκείμενο του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως είναι -όπως ελέχθη- μόνον υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α και 263α Π.Κ. Δεν απαιτείται όπως ο αυτουργός είναι δημόσιος υπάλληλος και δη κατά την έννοια του διοικητικού δικαίου αλλ'αρκεί ότι σ'αυτόν έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, άσκηση υπηρεσίας δημόσιας (ή δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου ν.π.δ.δ.) κατά το άρθρο 13α Π.Κ. (ή 263α Π.Κ.) -βλ. ΑΠ 1699/85 Π.Χρ. ΛΣΤ 335 (336) - έστω και αν είναι ιδιώτης (βλ. και Ζησιάδη Ποινικό Δίκαιο Γεν Μ τομ. Α σελ. 139). Λαμβάνεται δηλ υπόψη το είδος της (δημόσιας) υπηρεσίας -βλ. ΑΠ 972/93 Π Χρ ΜΓ 706, ΑΠ 2024/84 Π Χρ. ΛΕ 643 κ.α. Τέτοια εξουσία έχει ανατεθεί και στους ορκωτούς λογιστές-ελεγκτές κατά τον έλεγχον ΑΕ. Βλ. ΑΠ 6/95 Ολ Π.Χρ. ΜΣΤ 826, ΑΠ 350/95, Π Χρ ΜΕ 720 Μπιτζιλέκη-Υπηρεσιακά εγκλήματα (2001) σελ. 90 Ζαγκαρόλα Π Χρ Ζ 102, Περάκη -ο Τακτικός έλεγχος ΑΕ (1984) σελ. 51, 92, Λίβος υπό 63γ ν.2190/20 σελ. 641 Νο 7,8, Τάχο, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο (2005) σελ. 383γ, Βούτση-Εταιρίαι Εμπορικού Δικαίου (2004) σελ. 390, Δαγιτόγλου ΝοΒ 1987 -αφού σκοπός του λειτουργήματος τους είναι ο διαχειριστικός έλεγχος των πάσης φύσεως οικονομικών οργανισμών της χώρας, δηλ. σκοπός δημοσίου συμφέροντος (δηλ. μετόχων, τρίτων, κράτος κλπ) -βλ. και άρθρο 37 § 3 ν.2190/20. Η άνω ιδιότητα των ορκωτών ελεγκτών (λογιστών κατά το παλαιό νδ 3329/55) δεν συνδέεται αποκλειστικά με το ν.δ. 3329/55 - έτσι ώστε μετά την κατάργηση αυτού οι ανωτέρω να μην έχουν την ρηθείσα ιδιότητα, δεδομένου ότι και μετά το ν.δ. αυτό οι ορκωτοί ελεγκτές πλέον εκτελούν τα αυτά καθήκοντα? Απλά οι ορκωτοί λογιστές (ΣΟΛ) του ν.δ.3329/55 υποκατεστάθησαν (βλ. άρθρο 75 § 4 ν.1969/91 και 18 ν.2231/94) από τους ορκωτούς ελεγκτές του σώματος ορκωτών ελεγκτών (=Σ.Ο.Ε) που αποτελεί μάλιστα ν.π.δ.δ. (άρθρο 75 ν.1969/91, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 2076/92, και τα ΠΔ 226, 227, 233/92), -που μάλιστα και μετονομάστηκε σε σώμα ορκωτών ελεγκτών λογιστών (=ΣΟΕΛ βλ. άρθρο 38 § 3 ν.2733/99)-(βλ. και Ρόκα- Εμπορικές Εταιρείες -5 εκδ. (2006) σελ. 325 σημ. 4). 'Ετσι η απόδοση της ιδιότητας του υπαλλήλου κατά το άρθρο 13α Π.Κ. στους ορκωτούς ελεγκτές δεν σημαίνει εσφαλμένη εφαρμογή -ερμηνεία του ν.δ. 3329/55 (που όντως έχει καταργηθεί), αφού η άνω ιδιότητα αυτών δεν έπαυσε να ισχύει, ούτε είναι συνδεδεμένη με το άνω ν.δ. αποκλειστικά. Περιττόν να σημειωθεί εδώ ότι η κρίση των Ελεγκτών περί της νομιμότητας των καταχωρήσεων στον ισολογισμό είναι βεβαίωση πραγματικών γεγονότων που έχουν έννομες συνέπειες (βλ. το άρθρο 37 ν.2190/20). Επειδή κατά βασική δικονομική αρχή εάν αναιρεθεί καθολικά ένα βούλευμα η υπόθεση επανέρχεται στην προ της εκδόσεως του αναιρεθέντος βουλεύματος νομική κατάσταση -πρβλ ΑΠ 1001/81 Π Χρ ΛΒ 288, Μπουρόπουλος Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ. 299 Δέδε, Ποινική Δικονομία (1991) σελ. 664 Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τόμ. γ' εκδ. γ' σελ. 365, 366, Σταϊκο υπό 524 σελ. 672. Τούτο είναι λογική-νομική απόρροια της αναιρέσεως? μάλιστα στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ούτε το άρθρο 470 Κ.Ποιν.Δ. κατά ρητή νομοθετική διάταξη (βλ. το άνω άρθρο 470 και 318 Κ.Ποιν.Δ.), το οποίο ισχύει μόνο επί αποφάσεων και όταν η αναίρεση ασκήθηκε υπέρ του κατηγορουμένου. 'Ετσι ορθά έχει γίνει δεκτόν ότι μετά την καθολική αναίρεση του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών από καμία διάταξη προκύπτει ότι δεν μπορεί, όταν επανακρίνει την υπόθεση, να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη ενώ αυτή είχε γίνει τυπικά δεκτή με το αναιρεθέν βούλευμα, αφού μετά την αναίρεση αυτού το συμβούλιο Εφετών κρίνει από την αρχή την υπόθεση (βλ. ΑΠ 1859/83 ΝοΒ 32.732 = Π Χρ ΛΔ 621, ΑΠ 75/84 Π Χρ ΛΔ 709 -σε συνδυασμό με το ιστορικό της, ΑΠ 1269/89 Π Χρ Μ 552), ήτοι αποφαίνεται όπως και το βούλευμα που αναιρέθηκε (βλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (2007) σελ. 977, Μπουρόπουλο ΚΠΔ τόμ. β σελ. 212). Επίσης ορθά είχε γίνει δεκτόν ότι το αυτό έπραττε και το εφετείο όταν αναιρέθηκε απόφαση Εφετείου (βλ. ΑΠ 341/99 Π Χρ ΜΘ 1091) αφού η απόφαση του Εφετείου που δέχθηκε τυπικά την έφεση είναι προπαρασκευαστική, όπως επίσης είχε γίνει δεκτόν ότι όταν το εφετείο ανέβαλε τη συζήτηση της εφέσεως για οποιοδήποτε λόγο π.χ. για κρείσσονες αποδείξεις, τότε στην μετ'αναβολή συζήτηση της εφέσεως ήταν επιτρεπτή η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, έστω και αν στην προηγούμενη δίκη είχε κάνει αυτή τυπικά δεκτή (βλ. ΑΠ 833/96 Π Χρ ΜΖ 493, ΑΠ 1686/94 Π Χρ ΜΕ 49, ΑΠ 988/94 Π Χρ ΜΔ 934, ΑΠ 382/89 Π Χρ ΜΘ 946, ΑΠ 280/69 Π Χρ ΙΘ 474 κ.ά.) Ζησιάδη-Ποινική Δικονομία-τόμ. γ'εκδ. γ' σελ. 261 σημ. 290. Επίσης έχει γίνει δεκτόν ότι όταν εισάγεται στο δικαστήριο σε συμβούλιο εισαγγελική πρόταση για να κηρυχθεί το ένδικο μέσο ως απαράδεκτη και τούτο (δικαστήριο σε συμβούλιο) κρίνει ότι το ένδικο μέσο ασκήθηκε παραδεκτά, δεν εμποδίζεται να κηρύξει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο όταν κρίνει ως δικαστήριο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ 175, Δέδε ο.π. σελ. 592 σημ. 142). Καθίσταται σαφές ότι δεν δημιουργείται δεδικασμένο διότι πρόκειται για προπαρασκευαστική απόφαση, η οποία δεν δημιουργεί, ούτε μπορεί να δημιουργήσει τέτοιο ως εκ της φύσεώς της, εκτός αντίθετης ρητής διάταξης νόμου. Δικονομική αυτοτέλεια ενός ζητήματος (-όπως το τυπικά δεκτόν της εφέσεως ενός βουλεύματος- που κρίθηκε με βούλευμα και το οποίο στηρίζει, προϋποθέτει την κρίση επί του κυρίως ζητήματος- όπως η βασιμοτητά η μη των λόγων εφέσεως- και το οποίο αναιρέθηκε-) δεν μπορεί να νοηθεί στην άνω περίπτωση σε σημείο να δημιουργεί δεδικασμένο σε κάθε περίπτωση, όταν μάλιστα τούτο είναι και το μείζον ζήτημα και το οποίο έτσι παραμένει ανέλεγκτο αφού αυτοτελώς δεν προσβάλλεται. Το τυπικά δεκτόν ενός ένδικου μέσου οφείλει ούτως ή άλλως να το πράξει το αρμόδιο συμβούλιο, όπως και ο 'Αρειος Πάγος το τυπικά δεκτόν της αναιρέσεως -476 § 1, 484 Κ.Π.Δ.- 'Ετσι, στην περίπτωση αυτή συν-προσβάλλεται σε κάθε περίπτωση και το τυπικά δεκτόν του ένδικου μέσου. Είναι αδιάφορο δε εάν ο μη δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο και δη ως μη δικαιούμενος παραστάσεως πολιτικής αγωγής δεν απεβλήθη της ποινικής διαδικασίας (βλ. ΑΠ 82/93, ΑΠ 1912/92, ΑΠ 5/94 Ολ, ΑΠ 352/2003 κ.ά.) αφού απαιτείται το νόμιμο της παραστάσεώς του. Η άνω άποψη ενισχύεται σαφώς και από την § 6 του άρθρου 502 ΚΠΔ και δη πρωτίστως α contrario. Συγκεκριμένα, κατά την § 6 του άρθρου 502 ΚΠΔ -που προστέθηκε με το άρθρο 18 § 5 ν.2721/99 -"αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικά δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ'εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στην μετ'αναβολή συζήτηση αυτής". Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις αναφερόμενες περιπτώσεις και συνεπώς στις άλλες περιπτώσεις ισχύουν τα ανωτέρω, τα οποία και επιβεβαιώνει. Εξ'άλλου η διάταξη αυτή αναφέρεται ρητά στο ακροατήριο, ήτοι σε αποφάσεις. Τούτο προκύπτει όχι μόνο από το ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της δύσκολα συμβιβάζονται με τη διαδικασία του συμβουλίου, αλλά και από το ότι ρητά αναγράφει "δικαστήριο" και από την συστηματική τοποθέτησή της, ήτοι στο άρθρο 502 ΚΠΔ που αναφέρεται στη διαδικασία του ακροατηρίου -αποφάσεων. Εάν ο νομοθέτης ήθελε την εφαρμογή της και επί βουλευμάτων θα το ανέγραφε ρητά ή η βούλησή του θα προέκυπτε άλλως μεν αλλά κατά τρόπον σαφή, πράγμα που δεν συμβαίνει. 'Ετσι πρόκειται για ηθελημένο κενό και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανάλογη εφαρμογή. Αλλά και αν ήθελε γίνει δεκτόν ότι η άνω διάταξη μπορεί να ισχύσει και επί βουλευμάτων αυτή έχει εφαρμογή μόνον όταν έχει προηγηθεί εκτίμηση πραγματικών περιστατικών (πρ βλ τις ανωτέρω αποφάσεις που έδωσαν αφορμή για την εισαγωγή της) και σ'αυτή οφείλεται το τυπικά δεκτόν (=συνήθως εκπρόθεσμο) της έφεσης. Γι'αυτό δεν μπορεί η άνω διάταξη να καλύψει το πράγματι νόμω απαράδεκτον της εφέσεως αλλά μόνο το νόμιμο, διότι εάν το δικαστήριο - συμβούλιο έκανε τυπικά δεκτή μία έφεση ενώ αυτή είναι απαράδεκτη λ.χ. ασκήθηκε κατά βουλεύματος-απόφασης που δεν υπόκειται σε έφεση κατά ρητή διάταξη νόμου, ή διότι ασκήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο κλπ και αυτή η κρίση δεσμεύει πλέον το μετ'αναβολή συμβούλιο-δικαστήριο, τότε η απόφαση του τελευταίου θα είναι αναιρετέα για θετική υπέρβαση εξουσίας σε κάθε περίπτωση και εκ των προτέρων. Αντίθετη άποψη δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει για το ζήτημα αυτό, οι δε φερόμενες αποφάσεις δεν αντιμετωπίζουν αυτό, εκτός του ότι στερούνται αιτιολογίας γι'αυτό. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι δεν δημιουργεί, ούτε μπορεί να δημιουργήσει δεδικασμένο, το οποίο στη περίπτωση αυτή θα πρόκειται για σιωπηρό δεδικασμένο, -εάν νοείται τέτοιο - όταν περί του ζητήματος του τυπικά δεκτού της έφεσης δεν απεφάνθη -δεν έκρινε- το αρμόδιο συμβούλιο, ήτοι παρέλειψε να αποφανθεί περί αυτού αν και είχε προς τούτο υποχρέωση (476 παρ. 1 ΚΠΔ) - βλ. ΑΠ 719/83 ΠΧρ ΛΓ 935 -. Τέτοια περίπτωση υφίσταται και όταν ο 'Αρειος Πάγος αναίρεσε το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών για λόγον αναίρεσης που δεν έχει σχέση με το παραδεκτόν της έφεσης και δεν ασχολήθηκε με αυτό. Δεν μπορεί δηλ. στην περίπτωση αυτή να γίνει δεκτόν ότι σιωπηρά ή έμμεσα ο 'Αρειος Πάγος έκρινε το ζήτημα αυτό, αν και ώφειλε να το κρίνει ρητά, και το οποίο λογικά και νομικά προηγείτο της κρίσεως της βασιμότητας ή μη των λόγων αναιρέσεως -άρθρα 485 παρ. 1, 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ (πρβλ ΑΠ 139/84 ΠΧρ ΛΔ 730)-. Η άποψη αυτή μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή όταν υφίσταται σχετικός λόγος αναίρεσης, αφού στην περίπτωση αυτή το σχετικό ζήτημα δεν έχει κριθεί από τον 'Αρειο Πάγο και το οποίο μπορεί να είναι και νόμιμο και έτσι να εξακολουθεί να υφίσταται η παρανομία η οποία και δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλέον. Με άλλες λέξεις, για να συγκεκριμενοποιήσουμε το σχετικό ζήτημα, εάν το συμβούλιο Εφετών έκρινε τυπικά (και στη συνέχεια και ουσιαστικά) δεκτή την έφεση, αν και η τελευταία δεν ήταν τυπικά δεκτή διότι είχε ασκηθεί από πρόσωπο που δεν δικαιούται εφέσεως και μάλιστα κατά τρόπο αναμφίβολο, η σχετική κρίση του αν και προσβλήθηκε νόμιμα στον 'Αρειο Πάγο θα παραμείνει παράνομη; υπάρχει δε και παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης όταν ο διάδικος (εδώ κατηγορούμενος) έπραξε τα νόμιμα, ήτοι πρότεινε την παρανομία και μάλιστα - όπως εδώ- υπάρχει στάδιον ακόμη ελέγχου αυτής. Επομένως και αν ήθελε γίνει δεκτόν ότι η προηγηθείσα κρίση δεσμεύει το επόμενο συμβούλιο-δικαστήριο, η κρίση αυτή δεν σημαίνει ότι είναι ανέλεγκτη όταν επιτρέπεται κατά της απόφασης-βουλεύματος του τελευταίου συμβουλίου-δικαστηρίου ένδικο μέσο (πρβλ 504 ΚΠοινΔ) αφού ενσωματώνεται στην κρίση (απόφαση) του τελικού συμβουλίου και διότι άλλως επιδοκιμάζεται η παρανομία με τις εντεύθεν συνέπειες. Επειδή, όταν το έγκλημα στρέφεται κατά του ν.π. της ΑΕ, δεδομένου ότι δικαιούχος πολιτικής αγωγής είναι ο αμέσως από το έγκλημα προσβληθείς (βλ. ΑΠ 694/2005, ΑΠ 1253/2004, ΑΠ 1298/2002, ΑΠ 377/2001, ΑΠ 834/2000, ΑΠ 1464/2000, ΑΠ 337/2002 κ.ά.), μόνο το ν.π. της ΑΕ είναι δικαιούχος πολιτικής αγωγής. 'Ετσι, και δεδομένου ότι το ν.π. της ΑΕ είναι αυτοτελές - ανεξάρτητο των μετόχων αυτής, οι τελευταίοι δεν δικαιούνται παράστασης πολιτικής αγωγής είτε για δικό τους λογαριασμό είτε για λογαριασμό της εταιρείας στην άνω περίπτωση (βλ. ΑΠ 1173/2003, ΑΠ 352/2003, ΑΠ 725/2004 ΕλΔνη 2004 σελ. 1519 Νο4, ΑΠ 1733/93, ΑΠ 926/95, ΑΠ 1912/92, ΑΠ 1571/2002, ΑΠ 357/98, ΑΠ 927/97 κ.ά. Αλεξανδρίδου-Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών - τεύχος β' β έκδ. (2000) σελ. 78 σημ. 25). Γίνεται όμως δεκτόν και κατά λογική ακολουθία ότι όταν το έγκλημα στρέφεται, αυτοτελώς θεωρούμενο, και κατά των μετόχων και δη κατά της υπόστασης του μετοχικού δικαιώματός τους, έχουν και αυτοί στην άνω περίπτωση αυτοτελές δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής π.χ. όταν τα όργανα της ΑΕ (-στην οποία αυτά έχουν την πλειοψηφία) μεταβιβάζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία αυτής (=μετοχές τους) σε άλλη ΑΕ την οποία οι ίδιοι αυτοί συνιστούν και συμμετέχουν και δη μόνοι τους κατ'αποκλεισμό των άλλων μετόχων (βλ. ΑΠ 1298/2006 τμ. Α. Επιθ. Τραπεζικού........ δικαίου (2007) σελ. 197, πρβλ. ΑΠ 14/99 ολ.). Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση, η δε εκδοχή του 2691/2003 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν αφήνει έξω καμμία περίπτωση. Σχετ. και τα συνημμένα βουλεύματα επί του αυτού ιστορικού ΑΠ 1672/2002, ΑΠ 138/2004. Επομένως, αφού ο μέτοχος δεν νομιμοποιείται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, δεν δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα κατά βουλεύματος - βλ. και ΑΠ 1733/93 κ.ά. ΙΙΙ) 'Ετσι, ενόψει όλων των ανωτέρω, το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε - σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης - την απαιτουμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 2) και τον ΚΠΔ (άρθρο 139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού παραθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σε σχέση με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που πρόκειται και που στοιχειοθετείται πράγματι, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά τα περιστατικά, και τους λόγους-σκέψεις που υπήχθησαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε (=242 ΠΚ) και ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων. Επομένως οι φερόμενες - από τον αυτουργό αναιρεσείοντα - αντιφάσεις και δη α) ότι ενώ αναφέρεται ότι ο ορκωτός ελεγκτής είχε διαπιστώσει ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας είχαν καταχωριθεί εικονικά τιμολόγια...... και στις ..... είχε συντάξει σχετική κατάσταση στη συνέχεια γίνεται δεκτόν ότι αυτός βεβαίωσε ψευδώς με τα πέντε πιστοποιητικά ότι οι ισολογισμοί είχαν συνταχθεί νόμιμα και β) ότι ενώ χρόνος ενεργείας της έκθεσης ελέγχου ήταν η ....., δέχεται ως χρόνους τελέσεως 23-5-95..... είναι αβάσιμες και στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση αφού η πράξη για την οποία παραπέμπεται δεν στηρίζεται στην άνω έκθεση ελέγχου αλλά στα πέντε πιστοποιητικά και στη βεβαίωση ως αληθούς του ψευδούς περιεχομένου τους, η δε αναφορά στην έκθεση ελέγχου γίνεται για ενίσχυση του δόλου αυτού. -Να σημειωθεί εδώ ότι από τυπική παραδρομή γίνεται μνεία στο διατακτικό (φύλλο 26) για 16-5-99 ενώ πρόκειται για 26-5-99 για το τελευταίο πιστοποιητικό-. 'Ετσι και οι αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντα είναι αβάσιμες και στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση αφού αυτός δεν παραπέμπεται για ψευδή βεβαίωση και δη για τη σύνταξη ψευδών ισολογισμών, δεν συνιστά δηλ. η πράξη του αυτοτελώς θεωρουμένη ψευδή βεβαίωση κατά το άρθρο 242 ΠΚ - όπως ισχυρίζεται - αλλά στο ότι με την σύνταξη των ψευδών αυτών ισολογισμών παρέσχε άμεση συνδρομή στον αυτουργό (= πρώτο αναιρεσείοντα), ο οποίος με βάση και άμεση χρονική συνάρτηση με τους ψευδείς αυτούς ισολογισμούς (και εν γνώσει τούτων) βεβαίωσε ψευδώς με τα πέντε πιστοποιητικά το αληθές - κατά περιεχόμενο -αυτών. Επομένως ορθά γίνεται αναφορά στο χρόνο αυτό, δηλ. της κυρίας πράξης αφού κατ'αυτήν παρασχέσθηκε η άμεση συνδρομή, η δε αναφορά των σημειουμένων χρόνων γίνεται για τον προσδιορισμό του απαιτουμένου για κάθε μερικώτερη πράξη κατώτατου ορίου για να χαρακτηριστεί αυτή ως κακούργημα. Επίσης αβάσιμες είναι και οι αιτιάσεις περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 242 ΠΚ - σε συνδυασμό με το άρθρο 63β ν. 2190/20 - οι δε αιτιάσεις περί εσφαλμένης εφαρμογής του νδ 3329/55 στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Στην ουσία δε στρέφονται κατά της αιτιολογίας του βουλεύματος για το άνω ζήτημα που δεν έχει έννομη επιρροή. Εξάλλου οι λόγοι αναίρεσης των α, β που αναφέρονται αποκλειστικά στους ηθικούς αυτουργούς απαράδεκτα προβάλλονται από αυτούς, άλλωστε και χωρίς έννομο συμφέρον. Όμως σε σχέση με τον λόγον αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας και δη είτε θετικής τοιαύτης (διότι δέχθηκε έφεση που ήταν απαράδεκτη) είτε αρνητικής τοιαύτης (διότι δεν αποφάνθηκε περί του τυπικά δεκτού της έφεσης) είναι βάσιμος, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση το έγκλημα (και η συμμετοχή σ'αυτό) στρέφεται αποκλειστικά κατά του ν.π. της ΑΕ, το οποίο και μόνο δικαιούται παράστασης πολιτικής αγωγής και όχι ο μέτοχος ή και ο μέτοχος, ενώ εδώ την έφεση άσκησε η μέτοχος και δη ατομικά με την ιδιότητά της αυτή. Επομένως το συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και αν δεχθεί κανείς ότι δεσμεύεται από το προηγηθέν 2691/2003 βούλευμα του ιδίου συμβουλίου, στο οποίο βούλευμά του ενσωματώθηκε η κρίση του προηγηθέντος 2691/2003 βουλεύματος, - αλλά και του πρώτου 1221/2001 - έκανε δεκτή έφεση η οποία ήταν κατά το νόμο απαράδεκτη διότι είχε ασκηθεί από μη δικαιούμενο πρόσωπο. Το αυτό αποτέλεσμα έχουμε και αν δεχθούμε ότι δεν υφίστατο δέσμευση από το προηγηθέν ή προηγηθέντα βουλεύματα. 'Ετσι πρέπει να αναιρεθεί για τον άνω λόγο και πρέπει, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής, να κηρυχθεί απαράδεκτη η έφεση 210/2-3-2001 της Ψ1 κατά του υπ'αριθμ. 807/2001 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ---------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως γίνουν τυπικά δεκτές οι 90/2007 και 87/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3 και Χ4 αφενός και Χ1 και Χ2 αφετέρου κατά του υπ'αριθμ. 492/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αλλά και α) ουσιαστικά δεκτές για τον λόγο της υπέρβασης εξουσίας και αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και στη συνέχεια κηρυχθεί απαράδεκτη η 210/2001 έφεση της Ψ1 κατά του υπ'αριθμ. 807/2001 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. β) Να απορριφθούν για τους άλλους λόγους. Αθήνα 15-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 308 παρ. 2 του ΚΠοινΔ οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από το λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για το σκοπό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠολΔ), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα πριν να υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ) γιατί ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ. Η θεσμοθέτηση της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 308 παρ. 2 ΚΠοινΔ σκοπό έχει να λάβουν γνώση οι διάδικοι της εισαγγελικής προτάσεως πριν την υποβολή της στο συμβούλιο, για να επιφέρουν τις παρατηρήσεις τους και προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), μπορεί να υποβληθεί και με την αναίρεση, εν όψει του ότι δεν πρέπει να τηρηθεί κάποιος τύπος και με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του Εισαγγελέως, ο οποίος πριν από την κατάρτιση της προτάσεώς του λαμβάνει γνώση της αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι 1) Χ4 2)Χ3, 3) Χ1 και 4) Χ2, με το υπ' αριθμ. 492/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστούν, ο πρώτος για ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (2.500.000 δραχ.), ο δεύτερος για άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση στην ανωτέρω πράξη και η τρίτη και τέταρτος για ηθική αυτουργία κατά συρροή στις ως άνω πράξεις. Κατά του πιο πάνω παραπεμπτικού βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν την με αριθμό εκθέσεως 87/28-3-2007 αίτηση αναιρέσεως η τρίτη και τέταρτος (Χ1 και Χ2) κα την με αριθμό εκθέσεως 90/3-4-2007 αίτηση αναιρέσεως οι πρώτος και δεύτερος (Χ4 και Χ3), με τις οποίες (αναιρέσεις) ζητούν την αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, γνωστοποίησαν δε με αυτές, ότι επιθυμούν να λάβουν γνώση της σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Όμως, παρά την γνωστοποίηση αυτή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, δεν ειδοποιήθηκαν ούτε οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, ούτε ο αντίκλητος δικηγόρος της έδρας του δικαστηρίου, Γεώργιος Λ. Παπαϊωάννου, που τον έχουν διορίσει με τα ως άνω δικόγραφα των αναιρέσεών τους για να προσέλθουν να λάβουν γνώση του περιεχομένου της υπ' αριθμ. 263/26-6-2007 προτάσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), επί των πιο πάνω αναιρέσεων τους. Σημειώνεται ότι επί της πιο πάνω Εισαγγελικής προτάσεως υπάρχει η επισημείωση "Ελαβα γνώση προτάσεως 28-6-2007 Κων/νος Κυριαζής πληρεξούσιος Δικηγόρος", πλην όμως ο εν λόγω δικηγόρος δεν έχει διοριστεί αντίκλητος από τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους με τα αναφερόμενα δικόγραφα των αναιρέσεών τους, αλλά είναι ο ασκήσας, δυνάμει εξουσιοδοτήσεως την από 3-4-2007 αναίρεση ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. 90/2007 έκθεση αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω το παρόν Συμβούλιο πρέπει να απόσχει να αποφανθεί επί των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, μέχρι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ή ο αντίκλητός τους δικηγόρος λάβουν γνώση του περιεχομένου της αναφερόμενης Εισαγγελικής προτάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί των υπό κρίση αναιρέσεων των Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 492/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μέχρι οι αναιρεσείοντες ή ο αντίκλητος δικηγόρος αυτών, Γεώργιος Λ. Παπαϊωάννου, λάβουν γνώση του περιεχομένου της υπ' αριθμ. 263/26-6-2007 Εισαγγελικής προτάσεως επί των εν λόγω αναιρέσεων. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 ΚΠΔ εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αλλά και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου. Παραδεκτά συνεπώς ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με τις αιτήσεις τους να λάβουν γνώση της υποβληθησομένης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προτάσεώς του προς το Συμβούλιο. Αν δεν ειδοποιήθηκαν ο αναιρεσείων ή ο διορισμένος με το αναιρετήριο αντίκλητός του να λάβουν γνώση της σχετικής εισαγγελικής προτάσεως, το Συμβούλιο απέχει ν’ αποφασίσει επί της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι οι ανωτέρω να λάβουν γνώση αυτής (εισαγγελικής προτάσεως).
Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση
Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1089/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενη την Χ1, Εφέτη Πατρών. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 2492/28-2-2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 405/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου .με αριθμό 152/3-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' Κ.Π.Δ. την με αριθμό πρωτοκ. 2092/6-3-2008 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, για παραπομπή από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πατρών σε άλλον ομοιόβαθμο εισαγγελικό λειτουργό, της υπ'αριθμόν ΑΒΜ 513/2007 ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε σε βάρος της Προέδρου Πρωτοδικών Λευκάδος και ήδη εφέτη του Εφετείου Πατρών Χ1, προκειμένου να εγκρίνει ή όχι τη θέση της δικογραφίας αυτής στο ΑΡΧΕΙΟ και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 περ. εδ' ε'Κ.Π.Δ., όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης το δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένη στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού ακόμη της διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι'αυτήν ο 'Αρειος Πάγος σε συμβούλιο, εκτός αν είναι για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β' του ιδίου άρθρου και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Στη προκειμένη περίπτωση, κατόπιν ανωνύμων καταγγελιών σχηματίστηκε η υπ'αριθμόν ΑΒΜ 513/2007 ποινική δικογραφία σε βάρος της τότε προέδρου πρωτοδικών Χ1. Η υπόθεση αυτή, κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, δια πράξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λευκάδας, τέθηκε στο Αρχείο και ακολούθως ούτος υπέβαλε με το υπ'αριθμόν .... έγγραφό του αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, προκειμένου ο τελευταίος να εγκρίνει την αρχειοθέτηση της υπόθεσης. 'Ηδη όμως η ανωτέρω δικαστική λειτουργός υπηρετεί ως εφέτης στο Εφετείο Πατρών. Για το λόγο αυτό ο Εισαγγελέας Πατρών δια της υπό κρίση αιτήσεως αιτείται τη παραπομπή της υποθέσεως σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου ούτος να εγκρίνει την αρχειοθέτηση ή όχι της υποθέσεως. Ανακύπτει λοιπόν περίπτωση παραπομπής της δικογραφίας σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, κρίνω δε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω να παραπεμφθεί η δικογραφία που έχει σχηματισθεί κατά της Εφέτου Πατρών Χ1 από τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών στον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου. Αθήνα 19 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ.ε' του ΚΠΔ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή ο καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ.1 περ. γ' του ίδιου Κώδικα του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στη προκειμένη περίπτωση, κατόπιν ανωνύμων καταγγελιών σχηματίστηκε η ΑΒΜ 513/2007 ποινική δικογραφία σε βάρος της τότε προέδρου πρωτοδικών Χ1. Η υπόθεση αυτή, κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, δια πράξεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λευκάδας, τέθηκε στο Αρχείο και ακολούθως αυτός υπέβαλε με το .... έγγραφό του αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, προκειμένου ο τελευταίος να εγκρίνει την αρχειοθέτηση της υπόθεσης. Ήδη όμως η ανωτέρω δικαστική λειτουργός υπηρετεί ως εφέτης στο Εφετείο Πατρών και για το λόγο αυτό ο Εισαγγελέας Πατρών δια της υπό κρίση αιτήσεως αιτείται τη παραπομπή της υποθέσεως σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου αυτός να εγκρίνει την αρχειοθέτηση ή όχι της υποθέσεως. ΙΙΙ. Ενόψει αυτών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και παραπομπής της υποθέσεως, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πατρών , που υπηρετεί η εγκαλούμενη, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές άλλου Εφετείου και συγκεκριμένα, του Εφετείου Ναυπλίου . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφασίζει την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στο 2492/28-2-2008 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών (με αρ. πρωτ. 2092/6-3-08 της Εισαγγελίας του ΑΠ) και αφορά την ΑΒΜ 513/2007 ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος της τότε Προέδρου Πρωτοδικών Λευκάδας και ήδη Εφέτου Πατρών, Χ1, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Πατρών, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Εφετείου Ναυπλίου . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Εφετείου Ναυπλίου.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
1
Αριθμός 1080/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαντά, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 6837/2007 και υπ' αριθμ. 114/2008 αποφάσεων των Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών και το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις τους, διέταξαν όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Δεκεμβρίου 2007 και 25 Ιανουαρίου 2008 αιτήσεις της αναιρέσεως, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 151/1998. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 7 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση αναίρεσης από την οποία παραιτήθηκε η αναιρεσείουσα και ως αβάσιμη η από 25 Ιανουαρίου 2008 αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 475 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει, συνεπώς και από την αναίρεσή του. Η παραίτηση, μπορεί να γίνει και μέσω αντιπροσώπου του δικαιουμένου που έχει προς τούτο εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2 ΚΠΔ, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα Χ1 στο ακροατήριο πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δια του πληρεξουσίου της Δημητρίου Μαντά, δικηγόρου Αθηνών στον οποίο είχε δοθεί ειδική εντολή βάσει του ...... ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμητρας Σταυροπούλου, παραιτήθηκε από την από 7-12-2007 αίτηση αναιρέσεώς της που ασκήθηκε με δήλωσή της που επιδόθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθ. 6837/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(πλημμελημάτων) Αθηνών. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 114/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, η οποία εκπροσωπήθηκε στη δίκη από συνήγορο, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''), με την αναγνώριση του ελαφρυντικού ότι έζησε έως το χρόνο που έγινε η πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετίαν. Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: "Επειδή από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη δικηγόρος, στην ......, στις ...., για να καλύψει χρέος του συζύγου της στον εγκαλούντα Ψ1, εν γνώσει της, ότι δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της, κατά το χρόνο της εκδόσεως, αλλ' ούτε και πληρωμής, εξέδωσεν την ..... τραπεζική επιταγή, ποσού 57.000.000 δρχ., σε διαταγή του Ψ1, ο οποίος ως νόμιμος κομιστής, την εμφάνισε εμπρόθεσμα, στις 27-1-2000, στην πληρώτρια Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά δεν πληρώθηκε και σφραγίστηκε ως ακάλυπτη, γιατί δεν υπήρχε στο λογαριασμό της εκδότριας κατηγορουμένης αντίκρυσμα (βλ. βεβαίωση της Τράπεζας επί του σώματος της αναγνωσθείσας ως άνω επιταγής). Ο άνω παθών κατέθεσε στον Α βαθμό, ως πολιτικώς ενάγων, ότι είχε απαίτηση κατά του συζύγου της κατηγορουμένης από επένδυση στο ΧΑΑ και ότι η κατηγορουμένη δεν έχει εξοφλήσει ακόμα αυτόν. Συνεπώς η κατ/νη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όπως στο διατακτικό με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ 2α Π.Κ., διότι προέκυψε ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο και διήγεν πρότερο έντιμο βίο...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για την κατηγορουμένη κρίση και της επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους της κατηγορουμένης γνώσεως του ακαλύπτου της αναφερόμενης επιταγής, την οποία αυτή εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, πλέον του ότι αιτιολογείται αυτή. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, εκ της μη ειδικής του στοιχείου της γνώσεως, από μέρους της κατηγορουμένης, του ακαλύπτου της επιταγής, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 99 του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 2479/1997, "αν κάποιος, που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, και οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο, με την απόφασή του, διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής, κατά το άρθρο 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας έχει υποχρέωση να ελέγξει και χωρίς αίτημα την συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από την προσβαλλόμενη ανέκκλητη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, αφού κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, της επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών. Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι, αν και ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, μετά την επιβολή της παραπάνω στερητικής της ελευθερίας ποινής που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, δεν ζήτησε να ανασταλεί η εκτέλεση της προαναφερόμενης ποινής που επιβλήθηκε σ'αυτήν, εντούτοις το Δικαστήριο, όπως υποχρεούτο αυτεπαγγέλτως ερεύνησε τις προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής αυτής, η οποία είναι κατώτερη των δύο (2) ετών, και ανέστειλε αυτή επί τρία χρόνια. Επομένως δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας με το να αναστείλει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο την επιβληθείσα στην αναιρεσείουσα ως άνω ποινή χωρίς αίτημα αυτής και πρόταση του Εισαγγελέα και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα πέραν του ότι είναι απορριπτέος ελλείψει εννόμου της αναιρεσείουσας συμφέροντος είναι και αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. 'Οταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, "το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια (περ. β)" και "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του" (περ. ε). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, η κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα, η οποία καταδικάστηκε για τη πράξη που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω ποινή, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτήν των πιο πάνω δύο ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ζήτησε να της αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό ότι στην πράξη της ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια, επικαλούμενη ότι ως πιστή επί εικοσιπενταετία σύζυγος του ......, προσπάθησε να τον συνδράμει οικονομικά στο τέλος του έτους 1999, δηλαδή κατά την γνωστή περίοδο της κατακόρυφης πτώσης του δείκτη του ΧΑΑ. Όμως ο δείκτης του ΧΑΑ διέγραφε συνεχώς αρνητική πορεία, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις των τότε αρμοδίων κυβερνητικών κ.λ.π. παραγόντων, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς. Επίσης, ζήτησε να της αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της, επικαλούμενη ότι επέδειξε άριστη διαγωγή και ουδέποτε ενεπλάκη σε οιαδήποτε έκνομη δραστηριότητα. Με το πιο πάνω περιεχόμενο, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, ότι ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της, είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται η βασιμότητα των ισχυρισμών αυτών. Η απλή αναφορά ότι προσπάθησε να συνδράμει οικονομικά τον σύζυγό της, ουδόλως συνιστά περιστατικό το οποίο καταδεικνύει τα μη ταπεινά αίτια της πράξεώς της. Επίσης η απλή αναφορά ότι επέδειξε άριστη διαγωγή και ουδέποτε ενεπλάκη σε οιαδήποτε έκνομη δραστηριότητα, χωρίς να εκτίθενται (και) άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον ανωτέρω ισχυρισμό της. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών, απάντησε, ως εκ περισσού, στους πιο πάνω ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, με την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν βάσιμα ούτε τα πιο πάνω επικαλούμενα από την κατηγορουμένη -αναιρεσείουσα περιστατικά, αφού το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της, ότι στην πράξη της ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ούτε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη της αφού κατά το διάστημα 2001-2005 της αφαιρέθηκε και η άδεια ασκήσεως της δικηγορίας. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. τελευταίο του ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων" προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της απόφασης που αφορά στις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. Το εφετείο, στην περίπτωση αυτή, ερευνώντας το κεφάλαιο αυτό αποφαίνεται για τη βασιμότητά του, χωρίς να δικαιούται μόνον να αυξήσει το ποσό που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως. Στην προκείμενη περίπτωση από την πρωτόδικη και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ'αυτές πρακτικά προκύπτουν τα ακόλουθα. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελές Εφετείο Αθηνών) ο Ψ1 είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και ζήτησε να του επιδικαστεί το ποσό των 50 ευρώ με επιφύλαξη ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από το αδίκημα με την πρωτόδικη δε απόφαση επιδικάσθηκε σ'αυτόν ολόκληρο το ως άνω ποσό. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών)χωρίς να παραστεί σ' αυτό ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, αφού κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για την πράξη που της αποδιδόταν, εχώρησε και στην έρευνα του εκκληθέντος κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις και επιδίκασε στον ανωτέρω Ψ1 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το και στο πρώτο βαθμό επιδικασθέν ποσό των 50 ευρώ. 'Ετσι κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-12-2007 αίτηση της X1 για αναίρεση της 6837/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ Απορρίπτει την από 25-1-2008 αίτηση της X1, για αναίρεση της 114/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση αναίρεσης. Αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Η ύπαρξη δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.
0
Αριθμός 1079/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Χρονόπουλο, περί αναιρέσεως της 64/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1749/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Περαιτέρω, από το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου. Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διάφορο εκείνου των εγγράφων, να διαλαμβάνει στο σκεπτικό του ότι ελήφθη υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, πλήττει την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.64/2007 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας με την οποία κηρύχθηκε ένοχος, με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, για τις πράξεις της αγοράς και κατοχής ναρκωτικής ουσίας και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών και χρηματική ποινή 3000 ευρώ. Αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ των άλλων, για έλλειψη της ειδικής κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ αιτιολογίας που καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' αναιρετικό λόγο, προσδιορίζοντας ορισμένως τις ελλείψεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Στην τελευταία, κατ' επιτρεπτή επισκόπηση του περιεχομένου της, διαλαμβάνεται ότι το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται σε αυτά και τα οποία και αυτά αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και γενικά απ' όλη την αποδεικτική διαδικασία. Δεν αναφέρεται όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για να σχηματίσει την κρίση του και την από ........ έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού ......., η οποία, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι διενεργήθηκε με διάταξη του ανακριτή στο πλημμελειοδικείο Καλαμάτας. Με τα δεδομένα αυτά η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ σχετικός λόγος αναιρέσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 64/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατηγορία για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Η έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει ειδικώς να μνημονεύεται στο σκεπτικό της καταδικαστικής αποφάσεως. Δεκτή η αναίρεση για ελλιπή αναφορά των αποδεικτικών μέσων. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά, Πραγματογνωμοσύνη.
1
Αριθμός 1078/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Μπάλλα, περί αναιρέσεως της 220/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ξάνθο και 2) Ψ2, που παρέστη με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 67/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 220/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά: "... Μεταξύ του κατηγορουμένου Χ1 και του ήδη θανόντος -αρχικού εγκαλούντος Ψ υπήρχε ήδη από το έτος 1997 αντιδικία σχετικά με το ακίνητο στη θέση ..... του χωριού ...... Άνδρου, το οποίο διεκδικούσαν αμφότεροι. Μάλιστα με την 9/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άνδρου (ασφαλιστικά μέτρα), ο τότε αιτών Ψ είχε αναγνωριστεί νομέας του εν λόγω ακινήτου, η δε έφεση του Χ1 κατά της απόφασης αυτής είχε απορριφθεί με την 18/1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Επίσης με την 4/28-1-2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ο τότε ενάγων Ψ είχε αναγνωριστεί νομέας του εν λόγω ακινήτου. Στις 22-12-2000 ο Ψ και ο Ψ2 μετέβησαν στο παραπάνω ακίνητο για να εκτελέσουν αγροτικές εργασίες με το τρακτέρ, το οποίο οδηγούσε ο Ψ2. Μετά την άφιξη τους στο ακίνητο εμφανίστηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι πήγαν με σκοπό να εμποδίσουν τους εγκαλούντες να ενεργήσουν αγροτικές εργασίες. Προκειμένου μάλιστα να επιτύχουν το σκοπό τους, ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, επιχείρησε να κόψει τα λάστιχα του υδραυλικού του τρακτέρ με σουγιά τον οποίο κρατούσε. Τότε επενέβη ο Ψ2 για να προστατέψει το τρακτέρ, όμως οι κατηγορούμενοι του επιτέθηκαν με ξύλο και με πέτρα και τον κτύπησαν στο κεφάλι προξενώντας του θλαστικά τραύματα στη μετωπιαία χώρα. Επίσης, με τα ίδια μέσα επιτέθηκαν και στο Ψ κτυπώντας αυτόν στο κεφάλι και προξενώντας του θλαστικά τραύματα στη μετωπιαία χώρα. Οι σωματικές αυτές κακώσεις, ενόψει των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και του σημείου που πλήγηκαν τα θύματα, μπορούσαν να προκαλέσουν στους παθόντες βαριά σωματική τους βλάβη. Αντίθετα, δεν προέκυψε ότι της παραπάνω επίθεσης των κατηγορουμένων προηγήθηκε επίθεση των παθόντων κατά των κατηγορουμένων και ότι οι τελευταίοι βρέθηκαν σε άμυνα. Άλλωστε, ουδείς λόγος συνέτρεχε για τέτοια συμπεριφορά των παθόντων, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν δικαιωθεί στα πολιτικά δικαστήρια και έτσι προέβαιναν σε νόμιμες πράξεις νομής στο επίδικο, ενώ αντίθετα, οι κατηγορούμενοι πήγαν στο επίδικο με σκοπό να προβούν σε "αυτοπροστασία νομής", όπως ο πρώτος κατηγορούμενος ανέφερε στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μάλιστα κρατώντας ένα σουγιά, με τον οποίο όπως παραδέχθηκαν, προσπάθησαν να σταματήσουν το τρακτέρ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι...". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, επιπλέον δε, τον κατηγορούμενο Χ1 για την πράξη της απόπειρας φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και επέβαλε σε αυτόν μεν συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών και δέκα (10) ημερών, στον δε κατηγορούμενο Χ2 συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε και για τους δύο. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία τους κήρυξε ενόχους, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή αυτών, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 45, 309, 308, 381 του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ότι από τα μέσα που οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν για να πλήξουν τους παθόντες και σημείο του σώματος των τελευταίων στο οποίο επέφεραν τα πλήγματα, μπορούσε να προκληθεί η εκ των διαζευκτικώς στο άρθρο 309 του ΠΚ διακινδυνεύσεων, εκείνη της βαριάς σωματικής βλάβης. Εντεύθεν, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επανεξετάζοντας την υπόθεση στην ουσία, αποκαθιστά τις πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως και αιτιολογημένα δέχεται ότι η κάκωση των παθόντων με το μέσα και τον τρόπο που προκλήθηκε μπορούσε να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη, η αιτίαση των κατηγορουμένων ότι την προβληθείσα με το δικόγραφο της εφέσεώς τους ένσταση κατά των παραδοχών του πρωτόδικου δικαστηρίου που δέχθηκε ότι από την πράξη των κατηγορουμένων μπορούσε να προκληθεί "κίνδυνος ζωής ή βαριά σωματική βλάβη", το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο την αντιμετώπισε ως ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και όχι ως ένσταση κατά των παραδοχών του πρωτόδικου δικαστηρίου, ανεξάρτητα του πως το δικαστήριο εκτίμησε την ένσταση, δεν θεμελιώνει κάποιον, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. του Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως και συνεπώς είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, με τις παραδοχές ότι της επίθεσης των κατηγορουμένων δεν προηγήθηκε επίθεση των παθόντων και ότι δεν συνέτρεχε λόγος για τέτοια ενέργεια των τελευταίων (παθόντων) οι οποίοι είχαν δικαιωθεί στα πολιτικά δικαστήρια, η προσβαλλόμενη απόφαση με ειδική σκέψη και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τον περί άμυνας αυτοτελή ισχυρισμό που πρότειναν οι κατηγορούμενοι κατά την απολογία τους. Η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται ο δόλος των κατηγορουμένων είναι αβάσιμη. Στα εγκλήματα των άρθρων 309 και 381 του Π.Κ.δεν απαιτείται να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών, ειδικώς δε για την πράξη της απόπειρας φθοράς ξένης ιδιοκτησίας με τις εκ του πράγματος παραδοχές της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος Χ1 με τον σουγιά τον οποίο κρατούσε επιχείρησε να κόψει τα λάστιχα του υδραυλικού συστήματος του τρακτέρ, πρόδηλο είναι ότι το δικαστήριο αποκλείει την από αμέλεια απόπειρα φθοράς. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ελλειπή αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων με τις οποίες, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες. ΙΙ.- Απόλυτη ακυρότητα, η οποία καθιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., επιφέρει κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Κατά την αληθή έννοια της τελευταίας διατάξεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 63, 64 και 68 παρ. 2, παράνομη είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεώς της ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Έτσι και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 172 του Κ.Π.Δ. δεν δημιουργείται ακυρότητα ως προς την δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής εάν ο προς τούτο δικαιούμενος τη δήλωσή του δεν συνοδεύει με αποδεικτικό καταβολής του οικείου παραβόλου, το οποίο σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 2 Κ.Π.Δ. μπορεί να καταβληθεί είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κυρία διαδικασία. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 932, 933, 1710 και 1846 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο κληρονόμος εκείνου ο οποίος στη διάρκεια της προδικασίας είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και ακολούθως απεβίωσε πριν την εκδίκαση της μηνύσεώς του, έχει το δικαίωμα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ενόψει αυτών ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράνομης παράστασης των πολιτικών εναγόντων, εγκείμενης στο ότι ο εκ των παθόντων Ψ μέχρι το θάνατό του την 11-4-2002 μαζί με την έγκλησή του δεν είχε καταβάλει και καταθέσει το κατά νόμο παράβολο της πολιτικής αγωγής, αλλά το κατέθεσαν οι κληρονόμοι του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 (άρθρα 583 παρ. 1 και 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση των αναιρεσειόντων 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 220/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες α) στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα και β) στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2 την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη και απόπειρα φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη αναιρετικού λόγου για απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής παράστασης πολιτικής αγωγής. Νομίμως, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οι κληρονόμοι του παθόντος ο οποίος στην προδικασία είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Από τη μη καταβολή του παραβόλου, δεν δημιουργείται, σύμφωνα με το άρθρο 172 ΚΠΔ, ακυρότητα της πολιτικής αγωγής. Δυνατότητα καταβολής του παραβόλου κατά την προδικασία και σε οποιοδήποτε στάδιο της κυρίας διαδικασίας (άρθρο 63 παρ. 2 ΚΠΔ). Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Πολιτική αγωγή, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας.
2
Αριθμός 1077/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Α' Τύπου Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, περί αναιρέσεως της 494-497/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 63/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 299 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής με το άρθρο 33 του ν. 2172/1993, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Κατά δε το άρθρο 42 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Τέτοια απόπειρα υπάρχει όταν ο δράστης που αποφάσισε να εκτελέσει την ανθρωποκτονία, επιχειρεί πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε από εξωτερικά εμπόδια και όχι από δική του θέληση. Αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, υπάρχει όταν έχει αρχίσει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς του, πράγμα που συμβαίνει και όταν η επιχειρούμενη πράξη περιέχει κάποια ενέργεια του δράστη που βρίσκεται σε τέτοια σχέση και συνάφεια με την αποφασισθείσα πράξη, ώστε κατά τη φυσική σειρά των πραγμάτων να θεωρείται εκείνη μέρος της εγκληματικής πράξης που αποφασίστηκε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορίες, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Αντίθετα η μη ορθή κρίση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υφίσταται, όταν ο δικαστής προσδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη, που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στις εφαρμοσθείσες διατάξεις, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση των διατάξεων αυτών γίνεται εκ πλαγίου, όπως όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 494-497/2007 απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 14-4-1996 οι Αρχιφύλακες Γ1 και Γ2, είχαν επιληφθεί με το περιπολικό τους σε ένα τροχαίο ατύχημα στην περιοχή ...., όπου είχε σχεδόν σταματήσει η κυκλοφορία και τα οχήματα διήρχοντο με μικρή ταχύτητα. Μεταξύ των οχημάτων που διήλθαν από το συγκεκριμένο σημείο, οι παραπάνω αστυνομικοί εντόπισαν και το με αριθμό κυκλοφορίας ..... μικρό φορτηγό αυτοκίνητο με οδηγό τον κατηγορούμενο, Χ1 και συνοδηγούς δύο άτομα. Ο Γ1 αναγνώρισε, αμέσως, τον οδηγό κατηγορούμενο, ο οποίος είχε αναπτύξει εγκληματική δραστηριότητα στην περιοχή και έφερε το ψευδώνυμο ".....". Αμέσως, οι αστυνομικοί ειδοποίησαν το κέντρο της Άμεσης Δράσης για την παρουσία του κατηγορουμένου και άρχισαν να καταδιώκουν αυτόν, ο οποίος φοβούμενος να μη συλληφθεί, ξαφνικά, ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα κατευθυνόμενος προς το ..... Μετά από λίγα λεπτά της ώρας ενεπλάκη στην καταδίωξη και άλλο περιπολικό, το οποίο οδηγούσε ο Γ3 με συνοδηγό τον Αρχιφύλακα Γ4. Η καταδίωξη συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση σε χωματόδρομους του ..... Λίγα μέτρα πίσω από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, ακολουθούσε το περιπολικό με πλήρωμα τους Γ3 και Γ4και αρκετά μέτρα πιο πίσω βρισκόταν το δεύτερο περιπολικό με πλήρωμα τους Γ1 και Γ2, Ο κατηγορούμενος οδηγός ήταν οπλισμένος με κοντόκανη καραμπίνα με την οποία στόχευε και πυροβολούσε το "παρμπρίζ" του περιπολικού που τον ακολουθούσε. Σε κάποιο σημείο το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου εγκλωβίστηκε σε αδιέξοδο. Τότε αυτός, πραγματοποιώντας απότομο ελιγμό, έστρεψε το αυτοκίνητο του προς την αντίθετη κατεύθυνση από το πρώτο περιπολικό που τον ακολουθούσε και πριν ξεκινήσει με μεγάλη ταχύτητα στόχευσε στο εμπρόσθιο παρμπρίζ, του από αντίθετη κατεύθυνση ερχομένου περιπολικού, πυροβολώντας με την καραμπίνα που κρατούσε στα χέρια του, από απόσταση λίγων μέτρων. Τα σκάγια τρύπησαν το τζάμι και τραυμάτισαν στο πρόσωπο και τα χέρια το συνοδηγό του περιπολικού Γ4. Εξαιτίας της υπάρξεως του παρμπρίζ οι βολίδες από τα σκάγια του όπλου, που κρατούσε ο κατηγορούμενος ανακόπηκαν, με συνέπεια να αποτραπεί ο ανθρωποκτόνος σκοπός του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να στοχεύσει και να επιφέρει την οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια ή τραυματισμό εναντίον του πληρώματος του δευτέρου περιπολικού που τον κατεδίωκε, με πλήρωμα τους Αρχιφύλακες Γ1 και Γ2, αφού η απόσταση που τον χώριζε από το δεύτερο αυτό περιπολικό ήταν μεγάλη και επιπλέον παρεμβαλλόταν και το άλλο περιπολικό, το οποίο δέχθηκε τα πυρά του. Πρέπει, δε να σημειωθεί, ότι το περιπολικό με πλήρωμα τους αστυνομικούς Γ1 και Γ2, δεν δέχθηκε βολίδες από το όπλο του κατηγορουμένου, σε αντίθεση με το άλλο, "που βλήθηκε κατά επανάληψη". Είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος πυροβολώντας συνεχώς και στοχεύοντας από πολύ μικρή απόσταση εναντίον των αστυνομικών Γ4 και Γ3, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση είχε ανθρωποκτόνο σκοπό, ο οποίος δεν επετεύχθη από γεγονός άσχετο της θελήσεως του, δηλαδή αϊτό τη διασπορά των βολίδων κατά την πρόσκρουση τους, στο εμπρόσθιο "παρμπρίζ" του περιπολικού, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε. Κατ' ακολουθία των προαναφερθέντων το παρόν Δικαστήριο, άγεται κατά πλειοψηφία (αποτελούμενη από τις ψήφους των: Παναγιώτη Αθανασόπουλου, Προέδρου, Ιωάννας Κατσουλίδη και Αικατερίνης Διακουμάκου, Πλημμελειοδικών, καθώς και των ενόρκων: Αγγελικής Ευθυμίου, Σωτηρίου Γιόκα και Ιωάννη Σπανού), στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του κακουργήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε βάρος των αστυνομικών Γ4 καιΓ3, όπως οι παραπάνω πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 51, 52, 53, 57, 60, 63, 94 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του Π.Κ. Κατά την άποψη της μειοψηφίας (αποτελούμενη από την ψήφο της ενόρκου Ειρήνης Κέντζη), ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την παραπάνω πράξη. Πρέπει, επίσης, ομόφωνα, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε βάρος των αστυνομικών Γ1 και Γ2". 3. Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) παραθέτει, κατά το είδος και την κατηγορία τους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα παραπάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που, όπως προκύπτει από την απόφαση, ελήφθησαν όλα υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν για να στηριχθεί η περί ενοχής κρίση του και β) εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, και τις ενέργειες του δράστη που συνιστούν την αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 299 παρ. 1, 94 και 42 Π.Κ. τις οποίες εφάρμοσε ορθά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αιτιολογείται πλήρως στην απόφαση, η ανθρωποκτόνος πρόθεση του αναιρεσείοντος, ήτοι η βούλησή του να φονεύσει τους παθόντες αστυνομικούς πυροβολώντας αυτούς με καραμπίνα. Ότι η ενέργειά του αυτή ήταν απολύτως ικανή να επιφέρει το θάνατο των παθόντων, ο οποίος τελικά δεν επήλθε από λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του δράστη, ήτοι γιατί, τα σκάγια σταμάτησαν στο παρμπρίζ του περιπολικού στο οποίο αυτοί επέβαιναν. Εκτίθεται ακόμη στην απόφαση, ότι ο αναιρεσείων αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη του, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρατίθενται δε τα περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του αυτή. Κατ' ακολουθίαν, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά οι ίδιοι λόγοι, με τους οποίους, υπό την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου ως προς τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό στοιχείο, περιέχουν ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγόμενης σε πράγματα κρίσης του Δικαστηρίου, και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Με τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως κατ' ορθή εκτίμηση αυτού, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ακροάσεως, επικαλούμενος ότι το δικαστήριο, αγνόησε το υποβληθέν αίτημά του για επίδειξη των φωτογραφιών του βληθέντος περιπολικού. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ζητήθηκε η επίδειξη των φωτογραφιών, ενώ προκύπτει από τα πρακτικά ότι δεν υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα τέτοιο αίτημα. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα αιτούντα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 494-497/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και, Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων καταδικαστικής αποφάσεως για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.
0
Αριθμός 1076/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γιώργο Καρρά, για αναίρεση της με αριθμό 6.148/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2116/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340 παρ. 2, 473 παρ. 1 και 476 παρ. 1, 2 ΚΠΔ συνάγεται ότι, αφ' ενός μεν επιτρέπεται και σε πλημμελήματα στον κατηγορούμενο να εκπροσωπείται από συνήγορο που διορίζεται με έγγραφη δήλωση, η οποία γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 (βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο) και ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν, οπότε στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται πραγματικά παρών και όχι ωσεί παρών, γι' αυτό και η προθεσμία των δέκα (10) ημερών για την άσκηση υπό τούτου του ενδίκου μέσου της εφέσεως αρχίζει από την δημοσίευση της καταδικαστικής αποφάσεως και όχι από την επίδοσή της υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο εκπροσωπήσας αυτόν συνήγορος ήταν παρών στη δημοσίευση, διότι πληροφορούμενος την καταδίκη του εντολέα του, μπορεί να ασκήσει, κατ' άρθρο 465 παρ. 2 ΚΠΔ ένδικο μέσο χωρίς άλλη εντολή, αφ' ετέρου δε η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως επάγεται την απόρριψή της, ως απαράδεκτης και κατά της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται μόνο αναίρεση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, όπως όταν, καίτοι δεν συντρέχει περίπτωση εκπροθέσμου, η έφεση απορρίπτεται, ως απαράδεκτη (άρθρο 510 παρ. ΙΗ' ΚΠΔ). Στην περίπτωση αυτή (δηλαδή ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη), ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα και μόνο της κρίσεως αυτής και αποκλείεται η δυνατότητα προβολής και έρευνας οποιουδήποτε άλλου λόγου (Ολ.Α.Π. 3/1995). Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς διαπιστώνεται από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε ως απαράδεκτη, και δη εκπροθέσμως ασκηθείσα, την έφεση του αναιρεσείοντος εναντίον της 10.534/13.2.2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως (8) μηνών μετατραπείσα επί 4,40 ευρώ ημερησίως για απόπειρα απάτης στο δικαστήριο. Η πληττομένη απόφαση διαλαμβάνει στο σκεπτικό της προς αιτιολόγηση της ανωτέρω κρίσης της, ότι ο αναιρεσείων, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την οποία εκδόθηκε η 10.534/13.2.2006 απόφαση, εκπροσωπήθηκε από το συνήγορο που είχε διορίσει με την από 12.2.2006 έγγραφη δήλωσή του και επομένως ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι ήταν παρών κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής (άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ) (στις 13.2.2006), άσκησε, όμως, την έφεση κατά της πιο πάνω αποφάσεως στις 11.7.2006, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, χωρίς να αναφέρει στο έγγραφο της εφέσεως, λόγο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Με τις παραδοχές αυτές και εφόσον δεν απαιτείται επίδοση της αποφάσεως για να αρχίσει να τρέχει η 10ήμερη προθεσμία της εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίψαν την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, δεν υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. ΙΗ' ΚΠΔ πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Εφόσον, κατά τα αναπτυχθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, ο έλεγχος του Αρείου Πάγου στην προκειμένη περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης, περιορίζεται στην ορθότητα και μόνο της κρίσεως αυτής και αποκλείεται η δυνατότητα προβολής και έρευνας οποιουδήποτε άλλου λόγου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθρο 510 παρ. ΙΗ' ΚΠΔ) λόγω μη επεκτάσεως εις αυτόν του ευνοϊκοτέρου αποτελέσματος του οποίου έτυχαν οι συγκατηγορούμενοί του, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Απορριπτομένων αμφοτέρων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 6.148/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκπροσώπηση κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από συνήγορο. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται «παρών» και όχι «ωσεί παρών», γι’ αυτό η 10ήμερη προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως αρχίζει από τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης και όχι από την επίδοσή της, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκπροσωπήσας τον κατηγορούμενο συνήγορος ήταν παρών στη δημοσίευση. Άσκηση εφέσεως μετά την παρέλευση της 10ήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση περιστατικών ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος. Άσκηση αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Ο Άρειος Πάγος στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα και μόνο της κρίσεως αυτής (για το απαράδεκτο) και αποκλείεται η δυνατότητα προβολής και έρευνα οποιουδήποτε άλλου λόγου. Απορρίπτεται λόγος αναιρέσεως περί επεκτάσεως ευνοϊκού αποτελέσματος και στον αναιρεσείοντα. Απορρίπτει αναίρεση στο σύνολό της.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως απαράδεκτο, Επεκτατικό αποτέλεσμα.
0
Αριθμός 1073/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολεττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καραγκούνη, περί αναιρέσεως της 4011/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1633/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα άρθρα 171 παρ.1 α και 510 παρ.1 Α ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση, μπορεί να προταθεί και η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις, όπως είναι αυτές των άρθρων 5 παρ.1,2 του ως ισχύει Ν.1756/1988 (ΚΟΔΚΔΛ), οι οποίες εκτός των άλλων ορίζουν ότι στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αν δεν υπάρχει ένθα Πρωτοδίκης ή κωλύεται ή απουσιάζει, μπορεί να αναπληρωθεί με πάρεδρο Πρωτοδικείου, ή Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη, οριζόμενο με πράξη του δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο. Με το άρθρο 17 παρ.8 του ίδιου Ν.1756/1988, όπως ισχύει τούτο μετά την τροποποίησή του και την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ.3 του Ν.1968/1991 και άρθρ. 169 αριθμ. 9 γ' Ν 1756/1998, που προστέθηκε με άρθρο 3 Ν. 2479/97, ενοποιήθηκαν οι οργανικές θέσεις των παρέδρων και των πρωτοδικών και έτσι δεν είναι απαραίτητο η αναπλήρωση του πρωτοδίκη (ή πλημμελειοδίκη) με πάρεδρο να γίνεται δια πράξεως του διευθύνοντος το πρωτοδικείο δικαστή. Συνεπώς σε περίπτωση, κατά την οποία στην αναφερόμενη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου μνημονεύεται ως μέλος της και πάρεδρος προς αναπλήρωση πρωτοδίκη, χωρίς να διαλαμβάνεται ότι αυτός ορίστηκε με πράξη του διευθύνοντος το πρωτοδικείο δικαστή, τούτο δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα για κακή σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Εντεύθεν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 Α ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως (κατά το πρώτο σκέλος του) κατά τον οποίο υπάρχει κακή σύνθεση του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι ήταν μέλος ο Πάρεδρος Στέργιος Ράπτης, χωρίς να αναφέρεται η πράξη του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δικαστή, με την οποία ορίστηκε αυτός. Εν πάση περιπτώσει η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 17 παρ.2 έως και 8 του Ν.1756/1988 που δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση (στις περιπτώσεις δηλαδή των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων που καταρτίζονται με κλήρωση) συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η διαδικασία της υποθέσεως, σύμφωνα με την παρ. 10 του άνω άρθρου και τέτοια πρόταση ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται ούτε από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικνύεται ότι προβλήθηκε. Επομένως και εκ του λόγου αυτού η άνω αιτίαση είναι απορριπτέα. Περαιτέρω, με τη διάταξη του 24 του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων..." ορίζεται στην παρ.1 "η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία", στην παρ. 2 "δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητος, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης" και στην παρ.6 "αν δεν υπάρχει, απουσιάζει η κωλύεται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους..." Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι'αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 32 και 138 ΚΠΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο Εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του για απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 1715 παρ. 1 Α ΚΠΔ, λόγω συμμετοχής στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Ευαγγελίας Καρανίκα αντί του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, χωρίς να αναγράφεται στα πρακτικά, ότι αναπληρώνει του κωλυόμενου Εισαγγελέα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ.1-4 του Ν.2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ.1 του Ν.3220/2004: "1.'Οποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών... 2)... 3)... 4) Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία κλπ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 παρ.1 β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια άδικης πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργού, με τη γνώση ότι παρέχεται κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε, χωρίς τη βοηθητική ενέργειά του άμεσου συνεργού, δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες διαπιστώθηκαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπον τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη 4011/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν για άμεση συνέργεια σε φοροδιαφυγή και για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στη ....... από 18-5-2001 μέχρι 24-8-2001 όντας εκτελωνιστής προμήθευσε έναντι αμοιβής τον επιχειρηματία Γ1 με έντεκα (11) φορτωτικά έγγραφα (CMR.), όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσης, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το παρόν σκεπτικό, τα οποία ήταν πλαστά. Τα είχε δε καταρτίσει ο ίδιος κατηγορούμενος, βάζοντας τη σφραγίδα της μεταφορικής εταιρίας ..... L.T.D. εν αγνοία των εκπροσώπων της, η οποία (σφραγίδα) ήταν στην κατοχή του, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα υπάλληλος της εταιρίας αυτής. Η έκδοση τους δε από τον κατηγορούμενο επιβεβαιώνεται, από το γεγονός ότι έφεραν τον αριθμό τηλεφώνου του γραφείου εκτελωνισμού, που ο ίδιος λειτουργούσε μετά την αποχώρηση του από την παραπάνω εταιρία. Η πλαστότητα των εν λόγω φορτωτικών επιβεβαιώνεται και από το ότι τα αναφερόμενα σε αυτές οχήματα, με τα οποία φερόταν ότι έγιναν οι μεταφορές των εμπορευμάτων, άλλα ήσαν σε ακινησία, άλλα ήταν αγροτικά και άλλα βρίσκονταν στο εξωτερικό, όπως διαπιστώθηκε από έλεγχο των υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε. Ο κατηγορούμενος, προμήθευσε με τα εν λόγω φορτωτικά έγγραφα τον Γ1 για να τα καταχωρήσει στα βιβλία, που τηρούσε η επιχείρηση του και να τα επισυνάψει, όπως τα καταχώρησε και τα επισύναψε σε αντίστοιχα εικονικά τιμολόγια ενδοκοινοτικής παράδοσης, που είχε εκδώσει ο Γ1, ώστε ο τελευταίος να προσδώσει αληθοφάνεια στις αναφερόμενες πωλήσεις εμπορευμάτων-ενδοκοινοτικές συναλλαγές-, οι οποίες όπως προέκυψε από έλεγχο του ΣΔΟΕ- ποτέ δεν έλαβαν χώρα. Για τη γνωριμία και τη συνεργασία του κατηγορουμένου με τον Γ1, αλλά και των δύο με τον Ζ1, ο οποίος φερόταν ως παραλήπτης των εμπορευμάτων των παραπάνω φορτωτικών, σαφείς είναι ο καταθέσεις των μαρτύρων- εφοριακών ...... και ......., οι οποίοι μάλιστα ειδικότερα ανέφεραν ότι ο Γ1 συνεργαζόταν με τον Ζ1, ότι αυτός, (Γ1), χρησιμοποιούσε ίδιες CMR, με τον κατηγορούμενο και ότι ο τελευταίος γνωρίστηκε με τον Ζ1, όταν αυτός του ζήτησε να εκτελωνήσει ένα τζιπ για λογαριασμό του. Με την παραπάνω δε πράξη του ο κατηγορούμενος παρέσχε άμεση συνδρομή στη φοροδιαφυγή, που διέπραξε ο Γ1, αφού χωρίς την έκδοση αυτών των φορτωτικών, ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να προσδώσει αληθοφάνεια στις παραπάνω εικονικές ενδοκοινοτικές συναλλαγές, εξ αιτίας των οποίων τελικά εισέπραξε παράνομα την επιστροφή του Φ.Π.Α, ύψους 63.929.947 δρχ ή 187 615,40 ευρώ. Οι ίδιοι ως άνω μάρτυρες κατέθεσαν σαφώς και για όλα τα άλλα περιστατικά. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδομένης σ'αυτόν πράξης. Στο διατακτικό της αποφάσεως που αλληλοσυμπληρώνει το σκεπτικό κα αποτελούν ενιαίο όλο διευκρινίζεται ότι η έκδοση των ως άνω εικονικών φορολογικών στοιχείων έλαβε χώρα για ανύπαρκτες συναλλαγές. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 β ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 19 παρ.1-4 Ν. 2523/1996, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Ειδικότερα: Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση: 1) εάν τα φορτωτικά έγγραφα που προμήθευσε ο αναιρεσείων του Γ1 ήταν θεωρημένα ή όχι από την αρμόδια ΔΟΥ, ούτε ποίος ήταν ο φερόμενος σ'αυτά ως αποστολέας ως παραλήπτης ή ως μεταφορές και ποία ήταν η ιδιότητα με την οποία εμφανίζεται σ'αυτά η εταιρεία ..... L.T.D. 2) Με ποία ιδιότητα φέρεται να συμβάλλεται στα εν λόγω φορτωτικά έγγραφα η ως άνω εταιρεία (δηλαδή, ως μεταφορική εταιρεία ή ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς). 3) Σε ποίον ανήκουν τα αυτοκίνητα, με τα οποία φέρονται ότι έγιναν οι μεταφορές των εμπορευμάτων, αρκούσης της ανελέγκτως δεκτής γενομένης παραδοχής ότι άλλα (αυτοκίνητα) εξ αυτών ήταν σε ακινησία, άλλα ήταν αγροτικά και άλλα ευρίσκοντο στο εξωτερικό, παραδοχή από την οποία ευθέως προκύπτει το ανύπαρκτο της συναλλαγής και η εντεύθεν θεμελίωση του διωκομένου εγκλήματος. 4) Εάν τα πιο πάνω φορτωτικά έγγραφα έφεραν υπογραφή και ποίου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 Δ, Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τους λόγους αυτούς, δηλαδή υπό το πρόσχημα της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-9-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 4011/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, λόγω συμμετοχής παρέδρου και Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών χωρίς να αναφέρεται η πράξη του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο, με την οποία ορίστηκε αυτός (Πάρεδρος) και χωρίς να αναφέρεται το κώλυμα του Εισαγγελέως. Απορρίπτεται ο λόγος καίτοι αμφότερα τα σκέλη του και ειδικότερα, κατά το πρώτο διότι, μετά την ενοποίηση των οργανικών θέσεων των Παρέδρων και των Πρωτοδικών (άρθρο 17§8 Ν. 1756/1988, όπως ισχύει) δεν είναι απαραίτητη η αναπλήρωση του Πρωτοδίκη (Πλημμελειοδίκη) με Πάρεδρο να γίνεται δια πράξεως του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο και εν πάση περιπτώσει η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17§§2 έως 8 του Ν. 1756/1988 (στις περιπτώσεις των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων που καταρτίζονται με κλήρωση) συνεπάγεται σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν δεν προταθεί. Κατά το δεύτερο σκέλος του ο αυτός λόγος είναι απορριπτέος γιατί η αναπλήρωση του Εισαγγελέα από αντιεισαγγελέα γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της Εισαγγελικής Αρχής. Άμεση συνέργεια σε φοροδιαφυγή με έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία και απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Δικαστηρίου σύνθεση.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1074/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόδουλο Κυριακίδη, περί αναιρέσεως της 610/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1903/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός,αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές τωνεργαζόμενων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται γιαυπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του α. ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του αν. ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, προσφέρουν την εργασία τους. Ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, απόφασης, για καθυστέρηση, δηλαδή, καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών εργοδότη, που απασχολεί προσωπικό, προς υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς ή ειδικούς λογαριασμούς, προϋποθέτειτην αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση των αναφερόμενων δύο εγκλημάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού ασφαλισμένου, σε υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε. Επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, εκ της ασκήσεως επιχείρησης, πρέπει να προσδιορίζεται και η μορφή του νομικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει" η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του, για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορούμενου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρικής επιχείρησης. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 610/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης , όπως προκύπτει από αυτή, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για καθυστέρηση καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα τριών (13) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και συνολική χρηματική ποινή 3000 ευρώ. Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρεται μεταξύ άλλων, στο μεν σκεπτικό, ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1/10/2000 έως 1/12/2001, "... στην .... υπό την ιδιότητα του Προέδρου ,διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εργοδότιδος ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμία "ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΕΣΒΟΥ Α.Ε.Ε." και απασχολήσας τριάντα τρείς (33) μισθωτούς εργαζομένους, στην ως άνω εργοδότιδα κατά την μισθολογική περίοδο από 10-8-2000 έως 11-10-2001 α) εκ προθέσεως παρέλειψε να καταβάλει προς το ΙΚΑ τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές , οι οποίες αντιστοιχούσαν στην απασχόληση των ως άνω εργαζομένων κατά την ως άνω μισθολογική περίοδο και ανέρχονταν στο ποσό των 63258,66 ευρώ, ήτοι δεν κατέβαλε αυτές μέχρι το τέλος του επομένου ημερολογιακού μηνός εν συγκρίσει προς έκαστον αντίστοιχα ημερολογιακό μήνα της παρασχεθείσης εργασίας των ως άνω εργασθέντων και β) εκ προθέσεως παρέλειψε ,να καταβάλει προς το ΙΚΑ τις εργατικές ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες αντιστοιχούσαν στην απασχόληση των ως άνω εργαζομένων κατά την ως άνω μισθολογική περίοδο και ανέρχονταν στο ποσό των 31.629,39 ευρώ, ήτοι δεν κατάβαλε αυτές μέχρι το τέλος του επόμενου ημερολογιακού μηνός εν συγκρίσει προς έκαστο αντίστοιχο της παρασχεθείσης εργασίας των ως άνω εργασθέντων. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος", στο δε το διατακτικό διαλαμβάνεται ότι απασχολούσε στην πιο πάνω επιχείρηση το πιο πάνω προσωπικό και δεν κατέβαλε τις προαναφερόμενες εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα ως "εργοδότης επιχειρήσεως Εισαγωγές -Εμπόριο Σούπερ Μάρκετ υπό την επωνυμία "ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΕΣΒΟΥ ΑΕΕ", χωρίς άλλη αναφορά πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν τη σχέση του καταδικασθέντος με την υπόχρεη εταιρία. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, το Δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή . Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε, γιατί α) δεν αναφέρονται , μολονότι η αναφερόμενη πιο πάνω επιχείρηση αφορά εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση και μάλιστα ανώνυμη εταιρία, όπως φαίνεται και από την επωνυμία της, πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος -κατηγορούμενου στην ανώνυμη αυτή εταιρία, η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο και β) υπάρχει ασάφεια ως προς την εργοδότρια εταιρεία καθόσον αναφέρεται , στο μεν σκεπτικό ότι αυτός ήταν Πρόεδρος ,Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΕΣΒΟΥ ΑΕΕ" στο δε διατακτικό ότι ήταν εργοδότης επιχειρήσεως Εισαγωγές -Εμπόριο Σούπερ Μάρκετ υπό την επωνυμία "ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΕΣΒΟΥ ΑΕΕ". Επομένως, ο συναφής, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της απόφασης, η ελλιπής, δηλαδή, αιτιολογία της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 610/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης . Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ελλιπής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για εργοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ ως προς την ιδιότητα του κατηγορουμένου στην εργοδότιδα ανώνυμη εταιρεία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 1070/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παϊπέτη, για αναίρεση της ΒΤ 5442/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 57/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους υπάρχει αντίφαση, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό ΒΤ 5442/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''), σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε(15) μηνών η οποία μετετράπη προς 4, 40 Ευρώ την ημέρα και χρηματική ποινή 2.500 Ευρώ. Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται τα εξής: Από την αποδεικτική διαδικασία, την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, προέκυψε ότι ο εκκαλών στον ...., στις 31-5-2000 και 12-6-2000 ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "........ ΕΠΕ", εξέδωσε με πρόθεση επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα τις με αριθμό .... και ..... αντίστοιχα επιταγές, για να πληρωθούν από την "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε" για δραχμές 2.576960 και 2.382.474, αντίστοιχα, σε διαταγή της ΑΕΕΠ Γ. ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ, και αφού παρουσιάστηκαν την 2-6-2000 και 12-6-2000 αντίστοιχα στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν γιατί δεν υπήρχε αντίκρυσμα . Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως έχει αντικατασταθεί, που εφάρμοσε την οποία, έτσι ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε . Δεν ήταν δε αναγκαία ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, ως προς τα αποδεικτικά μέσα τι προέκυψε από το καθένα .Ούτε επίσης ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία της από μέρους του κατηγορουμένου γνώσεως του ακαλύπτου των αναφερομένων επιταγών, τις οποίες αυτός εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, πλέον του ότι αιτιολογείται αυτή. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν υπέχει ποινική ευθύνη για την έκδοση των επιδίκων επιταγών γιατί αυτός ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας είναι απορριπτέα καθόσον το έγκλημα της επιταγής όπως αναφέρθηκε είναι τυπικό και αρκεί ότι υπάρχουν οι υπογραφές του αναιρεσείοντος στη θέση του εκδότη των επιταγών και είναι αδιάφορο ότι οι επιταγές αυτές εκδόθηκαν για χρέη της ως άνω εταιρείας που εκπροσωπούσε ο ίδιος . Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' και Ε'του Κ.Π.Δ., τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 79 ν.5960/1933, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τη διάταξη του άρθρου 23 του ν.5960/1993, σύμφωνα με την οποία "οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την μνείαν "αξία εις κάλυψιν" "προς είσπραξιν", "κατά πληρεξουσιότητα", ή πάσαν άλλην μνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κομιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώματα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειμή λόγω πληρεξουσιότητος" συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση (όπως είναι η περιέχουσα τη ρήτρα αξία προς είσπραξη) δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα. Ούτε η κυριότητα της επιταγής μεταβιβάζεται ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ' ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον 'Αρειο πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι τις ανωτέρω επιταγές που εξέδωσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "......ΕΠΕ" σε διαταγή της εταιρείας ΑΕΕΠ Γ. ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ η τελευταία προέβη στην οπισθογράφηση των επιταγών αυτών προς την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος Κατάστημα Καλοκαιρινού 204 με τις ενδείξεις ''μόνο για κατάθεση στο λογαριασμό της ΑΕΕΠ Γ. ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ και ΣΙΑ ''οι οποίες έχουν την έννοια της κατά πληρεξουσιότητα μεταβιβάσεως των επίμαχων επιταγών, χωρίς μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα. Με βάση τα προεκτεθέντα η εταιρία "ΑΕΕΠ Γ. ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ " παρέμεινε κυρία και κομίστρια των επιταγών αυτών, δικαιούμενη σε υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου για παράβαση του άρθρου 79 του ν.5960/1933. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Η' του Κ.Π.Δ., δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατ' ορθή εκτίμηση για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμα και απορριπτέα . Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 63, 64 και 68 του ίδιου Κώδικα, παράνομη είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 68 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ., αυτός που δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατά τον Αστικό Κώδικα μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι ν' αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Η μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ποινικό δικαστήριο δήλωση και παράσταση πολιτικής αγωγής ως και εκείνη που γίνεται για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι ανεπίτρεπτη και αν δεν απορριφθεί και δεν αποβληθεί ο πολιτικώς ενάγων πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δικ. λόγο αναίρεσης. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτοβάθμια ΒΜ 5591/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας κατ' έφεση του αναιρεσείοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία παραδεκτώς επισκοπείται προς διαπίστωση της βασιμότητας ή μη του λόγου αναίρεσης, η εταιρεία με την επωνυμία " ΕΚΟ ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ", η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της φερομένης ως παθούσας από την αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ως άνω εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕΕΠ Γ. ΜΑΜΙΔΑΚΗΣ", είχε δηλώσει και παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα, στην πρωτοβάθμια δίκη. Επίσης δήλωσε τέτοια παράσταση και ενώπιον του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά την οποία εκδόθηκε η 1314/2006 απόφαση με την οποία, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για νέες αποδείξεις. Όμως κατά τη μετά από αναβολή δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δήλωσε ούτε παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα . Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ., πρώτος λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα καθόσον η εταιρεία με την επωνυμία "ΕΚΟ ΕΛΔΑ" δήλωσε και παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα το πρώτο ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος . Μετά από όλα αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ .). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ.27/2-11-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της ΒΤ 5442/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακαλύπτων επιταγών. Οπισθογράφηση που περιέχει τη μνεία προς είσπραξη ή άλλη ενέχουσα απλή εντολή ποίος νομιμοποιείται για την υποβολή εγκλήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή.
2
Αριθμός 1069/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαθανασίου, περί αναιρέσεως της 276/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1) Ψ1 και 2) Ψ2, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2067/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου που ενέχει τη γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπό του δράστη με την χρήση του πλαστού εγγράφου να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγικό αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) Βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1α του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. II.-Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.276/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "... Την 1-8-2000 και περί ώρα 08.10, απεβίωσε στην Αθήνα και εντός του διαμερίσματος του, που βρίσκεται επί της οδού ..... αρ..... στην περιοχή ......, ο Ψ, ηλικίας 82 ετών, χωρίς να έχει σύζυγο, η οποία είχε προαποβιώσει αυτού, τέκνα και γονείς. Ο θάνατός του επήλθε από χρόνια βρογχίτιδα και πνευμονικό εμφύσημα- χρονιά πνευμονική καρδία. Ο ανωτέρω είχε προσλάβει κατά το μήνα Φεβρουάριο 2000 την κατηγορουμένη Χ1 ως οικιακή βοηθό, για να εργάζεται ορισμένες ώρες της ημέρας και τη διατήρησε μέχρι και το θάνατό του, καταβάλλοντος σ' αυτήν κάθε μήνα τη συμφωνηθείσα αμοιβή της. Μετά τον θάνατο του ανωτέρω Ψ και εντός του χρονικού διαστήματος από 1-8-2000 μέχρι 14-8-2000 και σε μη επακριβώς διαπιστωθείσα ημερομηνία, η κατηγορουμένη συνέταξε κατ' ελεύθερη απομίμηση της γραφής και υπογραφής του ανωτέρω αποβιώσαντος, ιδιόγραφη διαθήκη, ως δήθεν προερχόμενη από αυτόν, στην οποία ανέγραψε τα εξής " Η διαθήκη μου. Με την παρούσα μου επιθυμώ, μετά τον θάνατο μου, η Χ1 που στάθηκε κοντά μου σαν κόρη μου που δεν έχω, με πόνο, επιθυμώ, να πάρει το διαμέρισμά μου στον ....., με τα κινητά μέσα, να πάρει τις καταθέσεις μου στις Τράπεζες και στα αμοιβαία κεφάλαια με τους τόκους τους, καθώς και τα δικαιώματά μου από την ΑΕΠΙ και την εκμετάλλευση της πνευματικής μου ιδιοκτησίας σε δίσκους και σε μουσικοσυνθέσεις. Τέλος, ανακαλώ κάθε προηγούμενη διαθήκη μου. Αθήνα ....". Δηλαδή σύμφωνα με την εν λόγω διαθήκη, ο Ψ, εγκατέστησε την κατηγορουμένη αποκλειστική και μοναδική κληρονόμο του σε όλη την περιουσία του, αποκλείοντας έτσι τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, μεταξύ των οποίων ήσαν και οι εγκαλούντες ........, Ψ1 και Ψ2, τέκνα προαποβιωσάντων αυτού αδελφών του που θα εκαλούντο στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος κατά την δεύτερη τάξη. Η διαθήκη αυτή στη συνέχεια, με αίτηση της κατηγορουμένης με ημερομηνία 14-8-2000, κατατεθείσα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 23-8-2000, δημοσιεύθηκε από το ανωτέρω δικαστήριο στις 6-10-2000 με το υπ' αριθμ. 4584/6-10-2000 πρακτικό και κηρύχθηκε κυρία, μετά την ψευδή κατάθεση του Χ2 ο οποίος βεβαίωσε ψευδώς στο ως άνω δικαστήριο ότι γνώριζε το γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή του διαθέτη, και ότι η εν λόγω διαθήκη ήταν γνησία, με την υπ' αριθμ. 1826/6-10-2000 απόφαση του δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Έτσι η κατηγορουμένη πέτυχε την αναγνώριση της διαθήκης αυτής ως κυρίας. Επίσης η κατηγορουμένη με την από 14-8-2000 αίτηση της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών που κατατέθηκε στις 22-9-2000, ζήτησε να της χορηγηθεί πιστοποιητικό (κληρονομητήριο) πιστοποιούν το κληρονομικό της δικαίωμα επί των κινητών και ακινήτων κληρονομικών στοιχείων, ως αυτά ορίζονται στην από ..... ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος την 1-8-2000 Ψ. Επί της αιτήσεως που συζητήθηκε την 25-1-2001 εκδόθηκε η 2412/22-3-2001 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου η οποία διέταξε την παροχή σ' αυτήν κληρονομητηρίου με βάση την προσκομισθείσα ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, με το οποίο πιστοποιείτο ότι είναι η μοναδική κληρονόμος του προμνημονευομένου Ψ, το οποίο όμως με την υπ' αριθμ. 9512/21-12-2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κηρύχθηκε ανίσχυρο, ενώ, με την υπ' αριθμ. 498/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ακυρώθηκε η προαναφερόμενη 1826/2000 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου που κήρυξε κυρία την επίδικη διαθήκη. Ο χρόνος που συντάχθηκε η ανωτέρω διαθήκη πρέπει να είναι μεταξύ 1-8-2000 μέχρι 14-8-2000 διότι η κατηγορουμένη με την από 14-8-2000 αίτηση της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε να δημοσιευθεί και να κηρυχθεί κυρία η εν λόγω ιδιόγραφη διαθήκη. Η πλαστότης της παραπάνω ιδιόγραφης διαθήκης αποδεικνύεται από τις αναγνωσθείσες υπ' αριθμούς ... και .... εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ......, ο οποίος διορίσθηκε σχετικώς με την υπ' αριθ. 2741/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος ανενδοίαστα αποφαίνεται ότι αυτή δεν γράφτηκε από το χέρι του Ψ, αλλά έχει πλαστογραφηθεί από άλλο πρόσωπο με ελεύθερη απομίμηση της γραφής και της υπογραφής του Ψ και συνεπώς η διαθήκη αυτή είναι καθ' ολοκληρία πλαστή. (Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι εκ παραδρομής αναγράφεται στη σελίδα 33 της ..... ως άνω πραγματογνωμοσύνης ότι η από .... ιδιόγραφη διαθήκη είναι καθ' ολοκληρία πλαστή, διότι πρόκειται για την από ..... ιδιόγραφη διαθήκη του Ψ για την οποία και διατάχθηκε η σχετική πραγματογνωμοσύνη). Επομένως, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφού την παραπάνω πλαστή διαθήκη την συνέταξε για να περιποιήσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος των των εγκαλούντων κληρονόμων εξ αδιαθέτου του αποβιώσαντος Ψ, κατά τα εις το διατακτικό αναφερόμενα και έκανε χρήση αυτής στις 6-10-2000 και στις 25-1-2001 όταν την προσκόμισε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, όπως προαναφέρθηκε. Παράλληλα η κατηγορουμένη διέπραξε και το έγκλημα της απάτης διότι προσκομίζοντας εν γνώσει της πλαστότητάς της την εν λόγω διαθήκη ενώπιον του προαναφερομένου δικαστηρίου στις 6-10-2000, παρέπεισε αυτό χρησιμοποιήσασα και τον Χ2 ως μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ψευδώς ότι γνώριζε τη γραφή και υπογραφή του διαθέτη, ότι η διαθήκη του αποβιώσαντος Ψ ήταν γνήσια, και εξέδωσε τούτο την ήδη ακυρωθείσα, ως άνω απόφαση του, με την οποία η διαθήκη αυτή κηρύχθηκε ως κυρία, ενώ, εάν γνώριζε ο δικαστής αυτού την πραγματική κατάσταση, δεν θα εξέδιδε την εν λόγω απόφαση του, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι εγκαλούντες από την μείωση της αντικειμενικής εκ δραχμών 5.940.000 αγοραίας αξίας του κληρονομιαίου διαμερίσματος που περιγράφεται στην διαθήκη, από την αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος τους επ' αυτού, αλλά και με την εμπλοκή τους σε δικαστικούς αγώνες για την απόδειξη της πλαστότητας της παραπάνω ιδιόγραφης διαθήκης και την αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος τους επί του παραπάνω διαμερίσματος και των λοιπών αναγραφομένων στην παραπάνω διαθήκη υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων του κληρονομούμενου, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της κατηγορουμένης, η οποία με την εν λόγω διαθήκη εγκαθίστατο η μοναδική κληρονόμος του αποβιώσαντος Ψ. Επομένως πρέπει η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη της απάτης. Τέλος από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη έπεισε τον συγκατηγορούμενό της Χ2 να καταθέσει ενόρκως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 6-10-2000, που δίκαζε την από 14-8-2000 και με αριθμό 4157/23-8-2000 αίτησή της που αφορούσε την κήρυξη ως κυρίας της από ..... ιδιόγραφης, δήθεν, διαθήκης του αποβιώσαντος Ψ, να βεβαιώσει ψευδώς ότι ο φερόμενος ως διαθέτης υπήρξε φίλος του, γνώριζε τον γραφικό του χαρακτήρα και την υπογραφή του, τα οποία αναγνώρισε ως γνήσια στην επιδειχθείσα σ' αυτόν διαθήκη, ενώ αυτά γνώριζε ότι ήσαν ψευδή και τούτο διότι αυτός, δεν ήταν φίλος του αποβιώσαντος, αφού αυτός είχε αναλάβει, μόνο την κηδεία της προαποβιώσασας συζύγου του και του ιδίου, και δεν γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα ούτε την υπογραφή του κληρονομούμενου και ότι η διαθήκη ήταν πλαστή, όπως άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν φίλος του αποβιώσαντος και ο μάρτυρας δικηγόρος ..... ενώπιον του οποίου δήθεν, ο Ψ συνέταξε την επίδικη διαθήκη, εφόσον ο τελευταίος, για τις νομικές του υποθέσεις είχε ανέκαθεν και διατηρούσε ως δικηγόρο του τον Ιωάννη Σταμούλη, στη Θήβα. Συνεπώς, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη και της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος που διέπραξε ο Χ2, κατά τα προαναφερόμενα αλλά υπό την ελαφρυντική περίσταση γι' αυτήν (κατηγορουμένη) και με βάση τα εκ της δικογραφίας και των ως άνω αποδεικτικών μέσων προκύπτοντα θετικά στοιχεία, ότι έζησε έως τον χρόνο που έγιναν τα παραπάνω εγκλήματα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, έτσι ώστε η τέλεση από αυτήν των εν λόγω εγκλημάτων της να εμφανίζεται ως περιστατικό μη αναμενόμενο, κατά την έννοια του άρθρου 84 παρ.2 περ. α του Π.Κ..... ". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση, της απάτης στο δικαστήριο και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, αναγνώρισε σ' αυτήν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου και επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα έξη (16) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία την κήρυξε ένοχη, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή της αναιρεσείουσας, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1, 386 παρ. 1 και 46 παρ. 1α του Π.Κ τις οποίες οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης από την αναιρεσείουσα της πράξεως της κατάρτισης ιδιόγραφης διαθήκης και εκτίθενται οι σκέψεις από τις οποίες το δικαστήριο πείθεται ότι η διαθήκη αυτή είναι πλαστή. Περαιτέρω, διαλαμβάνει η απόφαση περιστατικά τα οποία συνιστούν την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης του πλαστού εγγράφου της διαθήκης και τέλος εκτίθενται περιστατικά που θεμελιώνουν την εξαπάτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο με την χρήση της πλαστής ιδιογράφου διαθήκης, οδηγήθηκε στην έκδοση αποφάσεως για τη χορήγηση κληρονομητηρίου. Τέλος, δε, προσδιορίζεται το από το έγκλημα της απάτης επιδιωχθέν όφελος και η απειληθείσα εις βάρος των εγκαλούντων ζημία, ο χρόνος επελεύσεως αυτής και σε τι η ζημία αυτή συνίσταται. Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1α διότι ουδέν διαλαμβάνει περί του ηθικού αυτουργού στην πράξη της πλαστογραφίας, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα διότι ερείδεται επί της αναληθούς προϋποθέσεως ότι η κατηγορουμένη ωθήθηκε στην πράξη της κατάρτισης της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης με την προτροπή τρίτου προσώπου. Περαιτέρω, η αιτίαση ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι κατάρτισε αυτή την πλαστή διαθήκη αφού κατά την προδικασία δεν λήφθηκε δείγμα γραφής της είναι επίσης απαράδεκτη διότι βάλλει κατά της ανέλεγκτης περί πραγμάτων κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ελλειπή αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.276/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία ιδιόγραφης διαθήκης και χρήση. Απάτη στο δικαστήριο με την εμφάνιση και την έκδοση πιστοποιητικού κληρονομητηρίου. Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα ο οποίος βεβαίωσε τη γνησιότητα της διαθήκης. Αιτιολογημένη καταδίκη και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
2
Αριθμός 1067/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Νικόλαο Ζαΐρη (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Ελευθερίου Νικολόπουλου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 και ήδη κρατουμένης στο κατάστημα Κράτησης Γυναικών Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Διοματάρη, για αναίρεση της 42/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....... ΕΠΕ", που εδρεύει στο ....... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της καθώς και στο από 31 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 574/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις των παρ/φων 1 και 2 του άρθρου 375 ΠΚ, όπως η δεύτερη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) Το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. β) Η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη. γ) Παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη. δ) Συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά πλέον στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, όπως είναι και εκείνη κατά την οποία το ιδιοποιούμενο πράγμα έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης, κατά το χρόνο της τέλεσής της, να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Έτσι, χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Με το άρθρο 14 παρ. 3α και 3β του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, διατηρήθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 375 παρ/φοι 1 και 2 του ΠΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, αλλά επιπλέον στη μεν παρ/φο 1 προστέθηκε εδάφιο τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο έγινε κακουργηματική η υπεξαίρεση αντικειμένου συνολικής αξίας μεγαλύτερης από το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), χωρίς άλλο όρο, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, στη δε παρ/φο 2 προστέθηκε επίσης εδάφιο τελευταίο, σύμφωνα με το οποίο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, για το προβλεπόμενο από την παράγραφο αυτήν κακούργημα, αν το συνολικό αντικείμενο της κακουργηματικής αυτής πράξης υπερβαίνει το ίδιο προαναφερόμενο ποσό. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτό δεύτερης παραγράφου, κατά τα εκτιθέμενα πιο κάτω, "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο πιο πάνω άρθρο 98 που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Για το χαρακτηρισμό κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, που τελέστηκε μετά την ισχύ του ν. 2408/1996 (4-6-1996) και πριν την ισχύ του ν. 2721/1999 (3-6-1999), ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, λαμβάνεται υπόψη κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, αναλόγως της αξίας του αντικειμένου, ή του ποσού του οφέλους ή της βλάβης και όχι το άθροισμα του συνόλου των μερικότερων πράξεων. β) Κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή ως κακουργήματος, αναλόγως της αξίας του αντικειμένου, ή του ποσού του οφέλους ή της βλάβης. γ) Οι νεότερες διατάξεις του ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοστούν και στα εγκλήματα της υπεξαιρέσεως που τελέστηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες. δ) Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, αν οι μερικότερες πράξεις τελέστηκαν πριν από τις 3 Ιουνίου 1999, που άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, η κρίση για το αν το αντικείμενό τους είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας θα γίνει με βάση το αντικείμενο της κάθε μερικότερης πράξης, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, οι νέες παραπάνω ρυθμίσεις του ν. 2721/1999 είναι δυσμενέστερες (Ολ. ΑΠ 5/2002). Επομένως, στην περίπτωση αυτή, για να χαρακτηριστεί η κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση ως κακούργημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2408/1996 και του άρθρου 98 ίδιου Κώδικα, όπως αυτό είχε αρχικά, απαιτείται, αφενός προσδιορισμός όλων των μερικότερων πράξεων κατά χρόνο και ποσό και αφετέρου η συνδρομή του πρόσθετου στοιχείου της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου κάθε μερικότερης πράξης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης και υπό την κακουργηματική μορφή της. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 42/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που της ήταν εμπιστευμένο ως εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση, ενώ της αναγνωρίσθηκε η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (αρθ. 84 παρ. 2 α' του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών . Στην αιτιολογία της απόφασης αναφέρεται ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την ανάγνωση των εγγράφων που φέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα, την απολογία της κατηγορούμενης και όλη την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, τα εξής : "Η κατηγορούμενη από το έτος 1984 εργαζόταν ως ταμίας στην παθούσα πολιτικώς ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία "...... ΕΠΕ". Με την ιδιότητα αυτή ενεργούσε τις εισπράξεις και καταχωρούσε αυτές σε πρόχειρες λογιστικές καταστάσεις, το δε προϊόν των εισπράξεων είχε υποχρέωση να εισαγάγει στο ταμείο της εταιρίας. Ως εντολοδόχος (ταμίας) δεν απέκτησε κυριότητα στα χρήματα, που εισέπραττε για λογαριασμό της παθούσας εταιρίας (ΑΠ 1015/05 ΠΧρ 56 127). Όμως, εκμεταλλευόμενη και καταχρώμενη την προς αυτήν εμπιστοσύνη των εταίρων της εταιρίας από τη μακροχρόνια υπηρεσία της και την ανυπαρξία ουσιαστικού ελέγχου των υπευθύνων της εταιρίας, εμπνεύστηκε σχέδιο ιδιοποιήσεως χρημάτων της εταιρίας, την είσπραξη των οποίων είχε εμπιστευθεί σε αυτή. Έτσι, ειδικότερα, κατέγραψε κάθε ημέρα σε πρόχειρη κατάσταση αναλυτικά κατά ποσό τις εισπράξεις που πραγματοποιούσε, αλλά με το τέχνασμα του αθροιστικού λάθους, ανέγραφε κάθε φορά στο τέλος της ημερήσιας κατάστασης σύνολο εισπράξεων μικρότερο από τις πραγματικές, στο δε ταμείο εισήγαγε μόνο το χρηματικό ποσό, που, από το δήθεν αθροιστικό λάθος, εμφάνιζε, στο άθροισμα, ότι εισέπραξε, ενώ αυτή παρακρατούσε τη διαφορά. Με τη μέθοδο αυτή, ολόκληρο το έτος 1997 και από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι και τις 11 Μαρτίου 1998, σε ημερομηνίες που δεν εξακριβώθηκαν επακριβώς κατά τη διαδικασία, εκτός από τις δύο από αυτές της 10ης και 11ης Μαρτίου 1998 που εξακριβώθηκαν επακριβώς, προέκυψε ότι αφαίρεσε και παρανόμως ιδιοποιήθηκε το έτος 1997 συνολικό το ποσό των 32.756.897 δραχμών και τα ποσά των 170.000 και 200.000 δραχμών, κατά τις ημερομηνίες 10 και 11 Μαρτίου 1998, αντιστοίχως. Η κατηγορούμενη τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης, κατ1 εξακολούθηση, διότι προέβη σε παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος (χρημάτων ταμείου), ενέργεια, η οποία καταδηλώνει τη θέληση της να εξουσιάζει και να διαθέτει τα ξένα χρήματα σαν να είναι κυρία τους (ΑΠ 1191/01 ΕλλΔνη 42 1453). Η αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης της κατηγορουμένης έγινε όταν οι εταίροι της εταιρίας άρχισαν να προβληματίζονται από τις πενιχρές εισπράξεις που δεν δικαιολογούνταν από το μεγάλο κύκλο εργασιών. Την έθεσαν, λοιπόν, υπό παρακολούθηση, με κρυφή κάμερα στο χώρο εργασίας για τρεις ημέρες και διαπίστωσαν ότι κάθε ημέρα μετά το τέλος της εργασίας της έπαιρνε χρήματα από το ταμείο και τα έβαζε στην τσάντα της. Οι εταίροι καθυστέρησαν να ειδοποιήσουν την αστυνομία να τη συλλάβει όταν έγινε αντιληπτό από την κάμερα ότι αφαιρούσε χρήματα από το ταμείο και τα έβαζε στην τσάντα της, με συνέπεια όταν συνελήφθη αργότερα κατά την επιβίβαση της στο αυτοκίνητό της να μην βρεθούν χρήματα πάνω της. Ωστόσο, η κατηγορούμενη στην απολογία της παραδέχεται ότι, σκοπίμως και όχι από λάθος, δεν ήταν ακριβές το άθροισμα των εισπράξεων στις πρόχειρες κατάστασης και ότι έβαζε κρυφά στην τσάντα της χρήματα από το ταμείο, αλλά, για να δικαιολογηθεί, ισχυρίστηκε ότι δήθεν ενεργούσε ύστερα από εντολές ορισμένων συνεταίρων, υποπίπτοντας σε αντιφάσεις. Ειδικότερα, με την ανακριτική απολογία της, δικαιολογήθηκε ότι ενεργούσε ύστερα από εντολές των δύο συνεταίρων Γ1 και Γ2, που, εν αγνοία των άλλων συνεταίρων, υπέδειξαν σε αυτή να αφαιρεί τα χρήματα από το ταμείο της εταιρείας με τη μέθοδο του αθροιστικού λάθους στις πρόχειρες καταστάσεις εισπράξεων, να τα βάζει κρυφά στην τσάντα της και να τα αποδίδει σε αυτούς, για λογαριασμό τους, απειλώντας την ότι διαφορετικά θα την απολύσουν. Στο πρωτοβάθμιο και το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διαφοροποίησε την υπερα-σπιστική της τακτική, δικαιολογούμενη, όψιμα, ότι, ή μεθόδευση του λάθους στις ημερήσιες εισπράξεις ήταν έμπνευση του συνεταίρου Γ1, που ήταν λογιστής της εταιρίας, καθ' υπόδειξη και εντολή του οποίου παρέδιδε σε αυτόν κρυφά τα χρηματικά ποσά της διαφοράς από το αθροιστικό λάθος κάθε πρόχειρης κατάστασης για να δίνει προμήθειες προς αύξηση του κύκλου εργασιών εταιρίας ("μαύρα χρήματα"). Όμως, δεν είναι βάσιμοι και πειστικοί ούτε αυτοί οι - αρνητικοί της κατηγορίας - ισχυρισμοί της, διότι, αφαιρούσε τα χρήματα της εταιρίας και τα ιδιοποιούταν παράνομα η ίδια, χωρίς κανένας από τους συνεταίρους να δώσει εντολή σε αυτή να αφαιρεί αυτά, ούτε καν είχαν υποπτευθεί την παράνομη δραστηριότητα της, ούτε έλεγχαν αυτή λόγω του ότι είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους. Το ίδιο κατέθεσαν και οι δύο άλλοι συνέταιροι Γ3 και Γ4. Μόλις το έτος 1997 άρχισαν να την υποπτεύονται, διότι τους προβλημάτισε έντονα το γεγονός ότι, η εταιρία εμφάνιζε μικρά κέρδη, παρόλο που είχε μεγάλη αύξηση του κύκλου εργασιών. Η κατηγορούμενη και ο σύζυγος της ήταν τακτικοί παίκτες στο Καζίνο ....... (230 επισκέψεις σε δυόμισι χρόνια), όπου δαπανούσαν σπάταλα τα χρήματα που εκείνη υπεξαιρούσε. Σημειωτέον δε ότι η κατηγορούμενη αρνήθηκε να απολογηθεί στην αστυνομική προανάκριση, κατά τη σύλληψη της, παρόλο που στην κάμερα εμφανιζόταν να αφαιρεί χρήματα, ενώ, ο μάρτυρας σύζυγος της, μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη της, έσπευσε στο αστυνομικό τμήμα, όπου συνάντησε τους εταίρους στους οποίους είπε "Παιδιά συγγνώμη, μπλέξαμε με τον τζόγο, πάρτε τα να τελειώσει το θέμα" και έκανε πρόταση συμβιβασμού δείχνοντας ταυτόχρονα σε αυτούς βιβλιάριο τραπεζικών καταθέσεων, με καταθέσεις 19.000.000 δραχμών. Η υπεξαίρεση έχει χαρακτήρα κακουργήματος, διότι : α) είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας όχι μόνο στο σύνολο τους, αλλά και για κάθε μερικότερη πράξη, ενόψει της δικής της μέτριας οικονομικής κατάστασης (υπάλληλος γραφείου) και β) τα χρήματα που περιήλθαν στην κατοχή της και ιδιοποιήθηκε παράνομα, η παθούσα εταιρία είχε εμπιστευθεί σε αυτήν, ως εντολοδόχο (ταμία της εταιρίας). Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, το Δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για την αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη κρίση, για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση και αφού της αναγνώρισε συνδρομή στο πρόσωπό της, της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, της επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αναφέρεται ότι, η κατηγορούμενη κηρύσσεται ένοχη, του ότι " Στο ...... Αττικής κατά τα χρονικά διαστήματα: ολόκληρου του έτους 1997 και από την 1η Ιανουάριο 1998 μέχρι και τις 11 Μαρτίου 1998 σε ημερομηνίες που δεν εξακριβώθηκαν κατά τη διαδικασία εκτός από τις δύο από αυτές της 10ης και 11ηςΜαρτίου 1998 που εξακριβώθηκαν, στις ημερομηνίες που αναφέρονται πιο κάτω, με περισσότερες από μία πράξεις της που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή της με τον παρακάτω τρόπο και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και τα ;είχαν εμπιστευθεί σ' αυτήν, λόγω της ιδιότητος της ως εντολοδόχου. Συγκεκριμένα, ενώ εργαζόταν ως λογίστρια και ταμίας στην εταιρεία με την επωνυμία "...... ΕΠΕ", που διατηρεί εργαστήριο αντλιών πετρελαίου, "μπεκ" και τουρμπίνων στην περιοχή ..... Αττικής, στη .... αρ. ...., κατακράτησε και ιδιοποιήθηκε τμηματικά από το παραπάνω ταμείο το συνολικό ποσό των 32.756.897 δραχμών, χωρίς τη συναίνεση των νομίμων εκπροσώπων της εργοδότριας της εταιρείας και χωρίς να έχει κάποιο σχετικό νόμιμο δικαίωμα. Ειδικότερα, εκμεταλλευόμενη την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαν στο πρόσωπο της οι συνδιαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της πιο πάνω εταιρείας, Γ1, Γ2 και Γ3, καθώς και οι άλλοι εταίροι της εταιρείας και χρησιμοποιώντας το τέχνασμα του "λάθους" στις προσθέσεις των ποσών των καθημερινών εισπράξεων και εξόδων, στις καταστάσεις που η ίδια τηρούσε, ώστε να εμφανίζεται μειωμένο το υπόλοιπο που έπρεπε να αποδίδει κατά τη λήξη της εργασίας της στον εκπρόσωπο της εταιρείας, κατά το ποσό που κατακρατούσε κάθε φορά η ίδια και ιδιοποιείτο παράνομα. Πιο συγκεκριμένα κατά τα χρονικά διαστήματα από την 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997 και από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι τις 11 Μαρτίου 1998 ιδιοποιήθηκε παράνομα το συνολικό, ποσό των 32.756.897 δραχμών στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά των 170.000 και 200.000 δραχμών που κατακράτησε στις 10 και 11 Μαρτίου 1998 καθώς επίσης και το συνολικό ποσό που κατακράτησε κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου 1997 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997 και ιδιοποιήθηκε παράνομα δηλ. το συνολικό ποσό των 32.386.897 δραχμών και ειδικότερα, κάθε μήνα του έτους 1997, τα εξής ποσά: Τον Ιανουάριο 2.004.000 δραχμές, τον Φεβρουάριο 2.865.400 δραχμές, τον Μάρτιο 2.055.156 δραχμές, τον Απρίλιο 2.055.156 δραχμές, τον Μάιο 2.846.202 δραχμές, τον Ιούνιο 2.530.400 δραχμές, τον Ιούλιο 3.117.014 δραχμές, τον Αύγουστο 783.000 δραχμές, τον Σεπτέμβριο 3.190.227 δραχμές, τον Οκτώβριο 4.390.659 δραχμές, τον Νοέμβριο 2.967.603 δραχμές κα τον Δεκέμβριο 3.153.700 δραχμές, σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα, στον οποίο αναγράφονται οι συγκεκριμένες ημερομηνίες του ίδιου έτους (1997) κατά τις οποίες τελούσε τις επί μέρους πράξεις του παραπάνω αδικήματος και τα ποσά που κάθε φορά παρακρατούσε και ιδιοποιείτο παράνομα." Με αυτά όμως που δέχθηκε το Εφετείο αφενός δεν παρέθεσε στην απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σε σχέση με την ιδιότητα της αναιρεσείουσας ως εντολοδόχου, και αφετέρου παραβίασε εκ πλαγίου την αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 του Π.Κ. που εφάρμοσε, σε σχέση με το ίδιο στοιχείο του εγκλήματος, γιατί κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή της και στέρησε έτσι την απόφασή του, νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, δεν εκτίθεται με πληρότητα και σαφήνεια στην αιτιολογία της απόφασης, πως η αναιρεσείουσα, που στην αρχή του σκεπτικού φέρεται ότι από το έτος 1984 εργαζόταν ως ταμίας και στο τέλος αυτού φέρεται ότι ήταν υπάλληλος γραφείου της εγκαλούσας εταιρείας "αναβαθμίσθηκε" , σε " εντολοδόχο" κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-1997 έως 11-3-1998. Επομένως ο συναφής πρώτος , εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο προβάλλονται οι πλημμέλειες αυτές της αποφάσεως, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία και η έλλειψη νομίμου βάσεως αυτής, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ,παρελκούσης της έρευνας των λοιπών του κυρίου και του προσθέτου δικογράφου λόγων. ΙV. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 42/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για κακουργηματική υπεξαίρεση ως προς την ιδιότητα της αναιρεσείουσας ως εντολοδόχου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1068/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Αλεξίου, περί αναιρέσεως της 1476/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ......., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 702/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Υπαίτιος τελέσεως της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα που προβλέπεται από το άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ είναι εκείνος ο οποίος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, απαιτείται και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατιθέμενα είναι επίσης ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις τελευταίες διατάξεις, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Τέλος κατά το άρθρο 46 παρ.1α του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείυαι επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. ΙΙ.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1.476/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε ανέλεγκτα, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος και η εγκαλούσα τέλεσαν νόμιμο γάμο το έτος 1988 και απόκτησαν ένα τέκνο, τη ....., που γεννήθηκε το έτος 1995. Η έγγαμη συμβίωση διασπάστηκε το μήνα Νοέμβριο του έτους 2001, μετά από επεισόδιο κατά το οποίο ο κατηγορούμενος επέδειξε προς τη σύζυγο του υβριστική και βίαιη συμπεριφορά. Με την από 5-12-2001 αίτησή της η εγκαλούσα ζήτησε ην πρόσκαιρη απομάκρυνση του καθ'ου - συζύγου της από τη συζυγική κατοικία, την ανάθεση προσωρινά σ'αυτήν της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους και την παραχώρηση σ'αυτήν της χρήσης της συζυγικής κατοικίας, ιδιοκτησίας του συζύγου της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28-1-2002 εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος, αναφερόμενος στο πρόσωπο του καθ'ου, κατέθεσε ότι (η αιτούσα) δεν τον άντεχε άλλον επειδή ήταν τσιγκούνης, τελευταία όμως και βίαιος ενώ η αιτούσα χαρακτηρίστηκε, ως αξιοπρεπής και άνθρωπος με ηθικές αρχές και σύγχρονες αντιλήψεις, σε αντίθεση με τον καθ'ου που χαρακτηρίστηκε ως άνθρωπος αυταρχικός και με αναχρονιστικές αντιλήψεις. Με την 1969/2002 απόφαση (ασφαλιστικών μέτρων) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η παραπάνω αίτηση και ανταίτηση του καθ'ου για ρύθμιση του τρόπου επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του και παραλαβή από τη συζυγική κατοικία πραγμάτων αναγκαίων για τη χωριστή του διαβίωση. Επακολούθησε η άσκηση της από 18-4-2002 αγωγής του κατηγορουμένου, με την οποία ζήτησε τη λύση του γάμου του για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της εναγομένης και ιδίως την εκ μέρους της επίδειξη αυταρχικού χαρακτήρα, την αδιαφορία της για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γάμο και το συζυγικό δεσμό, την παραμέληση των υποχρεώσεων της ως συζύγου και μητέρας για να συμμετέχει σε εκδηλώσεις και συνεστιάσεις, με αποτέλεσμα να μετατίθεται στο σύζυγο η φροντίδα ταυ τέκνου τους, την εκ μέρους της άσκοπη σπατάλη των χρημάτων που κέρδιζε από την εργασία της ως δασκάλα και την αναίτια εκδήλωση περιφρόνησης προς το πρόσωπο του και επιθυμίας διάλυσης του γάμου της. Για την απόδειξη των κρίσιμων αυτών περιστατικών, εξετάστηκε ενόρκως ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου με επιμέλεια του ενάγοντος ο πρώτος κατηγορούμενος και συντάχτηκε σχετικά η 333/2003 ένορκη βεβαίωση για να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε πράγματι ως αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής διαζυγίου και αντίθετης όμοιας αγωγής της εναγομένης, με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του αντεναγομένου. Εκτός από άλλα, σε σχέση με τα παραπάνω αποδεικτέα της αγωγής του συζύγου ο πρώτος κατηγορούμενος κατάθεσε ότι: Μετά το έτος 1995 και τη γέννηση του τέκνου των διαδίκων συζύγων διαπίστωσε απαξιωτική συμπεριφορά της συζύγου και ότι αυτή ήταν διαρκώς εριστική και δημιουργούσε καυγάδες με το παραμικρό. Ότι προ επταετίας και ενώ ο σύζυγος, λόγω του επαγγέλματος του (αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού), ταξίδευε, η εναγομένη του δήλωσε ότι... εγώ θα διαλύσω το γάμο μου με το Χ2 ... θα τον διώξω από το σπίτι και αν θέλει συναινετικό διαζύγιο να μου δώσει 10.000.000 δραχμές για να φύγω από το σπίτι... ότι έπαψε να κοιμάται στην ίδια κλίνη με το σύζυγο της. Περαιτέρω κατάθεσε ότι από την εξώπορτα της γειτονικής κατοικίας του είδε την εναγομένη να μουτζώνει τον ενάγοντα και (την άκουσε) να τον αποκαλεί "μαλάκα", πράγμα για ο οποίο ο ίδιος (πρώτος κατηγορούμενος) ένοιωσε μεγάλη ντροπή ως άνθρωπος και ως άνδρας. Ότι ο ενάγων είχε επιφορτιστεί με την φροντίδα και ανατροφή του παιδιού τους από μωρό ακόμη... ότι από το έτος 1997 διαπίστωνε κατά τις επισκέψεις του ότι τις περισσότερες φορές η εναγομένη απουσίαζε και στις σχετικές ερωτήσεις του ο ενάγων απαντούσε "... έφυγε χωρίς να μου πει που θα πάει" και ακόμη ότι γνώριζε από τις συζητήσεις του με τον ενάγοντα ότι αυτός αποκλειστικά είχε επιφορτιστεί με τα έξοδα του σπιτιού και της οικογένειας του αποκλειστικά. Τα παραπάνω όμως πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε ο πρώτος κατηγορούμενος ήσαν ψευδή και ο ίδιος τα κατέθεσε εν γνώσει της αναλήθειας τους, αφού λόγω της φιλίας που αναπτύχθηκε μεταξύ της εγκαλούσας και της συζύγου του πρώτου κατηγορουμένου αλλά και με τον ίδιο, που διέμενε σε γειτονική κατοικία που είχε εκμισθώσει σ'αυτόν ο δεύτερος κατηγορούμενος, γνώριζε ότι η εγκαλούσα ήταν ήπιος χαρακτήρας και δεν είχε εκδηλώσει εριστική ή απαξιωτική προς το σύζυγο της συμπεριφορά, ότι δεν παραμελούσε τις υποχρεώσεις της ως σύζυγος και μητέρα, ότι διέθετε τα εισοδήματα από την εργασία της για τις ανάγκες της συζυγικής κατοικίας και του τέκνου τους σε αντίθεση με τον ενάγοντα που δεν συνέβαλε κατά το μέτρο των μεγαλύτερων δυνάμεων του στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών, ότι ουδέποτε η εναγομένη, που επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει τέκνο μετά από δύο εξωσωματικές, εκδήλωσε πρόθεση να διαλύσει το γάμο της και μάλιστα με χρηματικό αντάλλαγμα, ότι δεν συνέβη το περιστατικό στο οποίο αναφέρθηκε κατά το οποίο "μούτζωσε" το σύζυγό της και τον αποκάλεσε "μαλάκα", ότι δεν απουσίαζε από τη συζυγική κατοικία χωρίς να ενημερώνει το σύζυγο για το λόγο της απουσίας της και ότι ήταν στοργική μητέρα για το τέκνο της που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, πράγμα που είχε αποδεχτεί ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και συμφώνησε ότι η αιτούσα ήταν καταλληλότερη για να ανατεθεί σ'αυτήν η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους. Περαιτέρω τα παραπάνω περιστατικά που ισχυρίστηκε και διέδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος, των οποίων έλαβαν γνώση η Ειρηνοδίκης ενώπιον της οποίας συντάχτηκε η ένορκη βεβαίωση και η Γραμματέας που τη συνέταξε, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων στη δίκη διαζυγίου, οι αρμόδιοι Δικαστές και Γραμματείς του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήσαν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, εγνώριζε δε ο πρώτος κατηγορούμενος τόσο ότι τα παραπάνω γεγονότα είναι ψευδή όσο και ότι ο ισχυρισμός και η διάδοση των γεγονότων αυτών μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Σε σχέση με το δεύτερο κατηγορούμενο αποδεικνύεται ότι αυτός με πρόθεση προκάλεσε στον πρώτο κατηγορούμενο, με πειθώ, φορτικότητα και συνεχείς προτροπές την απόφαση να τελέσει τις παραπάνω άδικες πράξεις που διέπραξε, εκμεταλλευόμενος και τη σχέση εκμισθωτή - μισθωτή που τους συνέδεε. Σύμφωνα με τα παραπάνω οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχτούν ένοχοι...". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και επέβαλε σε καθένα από αυτούς συνολική ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε στο σκεπτικό της την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο Χ1, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, χωρίς αυτό να αποτελεί απλή τυπική επανάληψη του τελευταίου, παρατίθενται τα αναγκαία κατά το νόμο πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση των προαναφερομένων εγκλημάτων, αιτιολογείται δε με σαφήνεια και πληρότητα ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, τόσο ως προς τη διάπραξη του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα όσο και εκείνου της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Τέλος δε, για τον αναιρεσείοντα Χ2, επαρκώς αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου για ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις του φυσικού αυτουργού, αφού στην απόφαση διαλαμβάνεται ότι αυτός προκάλεσε στον τελευταίο την απόφαση της τελέσεως των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων με πειθώ, φορτικότητα, εκμεταλλευόμενος και τη σχέση μισθωτή και εκμισθωτή που τους συνέδεε. Η αιτίαση του τελευταίου ότι δεν αποδείχθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι αυτός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό να τελέσει τις παραπάνω πράξεις, είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει και της ανέλεγκτης περί πραγμάτων κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. της κρινόμενης κοινής αιτήσεως των αναιρεσειόντων, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Απριλίου 2007 αίτηση των α) Χ1 και β) Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1.476/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση. Έννοια αυτών. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
1
Αριθμός 1065/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Βιολέττας Κυτέα), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2776/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βλάχο. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "INTERAMERICAN ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αριστομένης Τζανετής. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 45/21.12.2006 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2035/2006. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης, καθώς και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στη προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ και όχι από τη δημοσίευσή της (Ολ.Α.Π. 6/2002). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, όταν δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμό 2776/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών που κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη της απόπειρας κακουργηματικής απάτης, η οποία ασκήθηκε με δήλωση στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου την 21η Δεκεμβρίου 2006, ενώ η απόφαση έχει καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο την 20η Νοεμβρίου 2006 και με την οποία προβάλλεται, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας, είναι παραδεκτή. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2776/2006 απόφασή του κήρυξε αθώο τον αναιρεσίβλητο της αξιοποίνου πράξεως της αποπείρας κακουργηματικής απάτης. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του τα εξής: "Επειδή από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς εναγούσης, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 23-3-1997 και περί ώρα 21.10' ο κατηγορούμενος, ενώ βάδιζε με τον Γ1 στο οδόστρωμα της Λεωφόρου .... αριθ. ... πλησίον του πεζοδρομίου με κατεύθυνση προς ...., παρασύρθηκε από δίκυκλη μοτοσικλέτα αγνώστων στοιχείων, η οποία τον εκτίναξε σε απόσταση περίπου δέκα (10) μέτρων. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας εγκατέλειψε τον τόπο του ατυχήματος, χωρίς να ανατραπεί και χωρίς να αφήσει ίχνη προσκρούσεως στον πεζό. Συνεπεία αυτού του ατυχήματος, ο κατηγορούμενος υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, τραυματική υπεραχνοειδή αιμορραγία, θλάση εγκεφάλου, ωτορραγία, δεξιά θλάση αυχένος και οσφύος και εκδορές θόλου κρανίου (βλ. τα πιστοποιητικά .... και ..... του Νοσοκομείου Νίκαιας). Εξαιτίας αυτού του τραυματισμού υπέστη μόνιμη μερική ανικανότητα. Στη συνέχεια, ζήτησε από την εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία "INTERAMERICAN ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ ΑΕ", την αποζημίωση που εδικαιούτο βάσει της ασφαλίσεώς του. Η εταιρεία αυτή αρνήθηκε να τον αποζημιώσει, διότι αμφισβήτησε ότι συνέβη το ατύχημα. Όμως αποδεικνύεται ότι συνέβη το ανωτέρω ατύχημα και επήλθε σ' αυτόν ο ανωτέρω τραυματισμός. Ειδικότερα, ο ανωτέρω Γ1 ειδοποίησε για το ατύχημα το 100 και το ΕΚΑΒ. Η αστυνομία που κατέφθασε δεν βρήκε ίχνη ατυχήματος, αφού ο οδηγός της μοτοσικλέτας τράπηκε σε φυγή χωρίς να αφήσει κάποιο ίχνος. Ο κατηγορούμενος παραλήφθηκε από το ΕΚΑΒ, το οποίο τον μετέφερε στον Ευαγγελισμό. Εσφαλμένα αναφέρει το σχετικό δελτίο ότι μετέφερε στον άνω χρόνο κάποιον ...., αντί του ορθού Χ1. Τούτο προφανώς γράφηκε από παραδρομή. Το γεγονός όμως ότι μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό βεβαιώνεται από το από .... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου αυτού, στο οποίο αναφέρεται ότι εξετάστηκε την 23.3.1997 στα επείγοντα της Δ' Χειρουργικής με τη διάγνωση "αναφερόμενο τροχαίο, πονοκέφαλος, ίλιγγος, άλγος οσφυϊκής μοίρας και ινιακής χώρας". Συνεστήθη η εισαγωγή του στο Νοσοκομείο, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή θα καθυστερούσε η εξέτασή του σε αξονικό τομογράφο. Γι' αυτό μετέβη με τη συνοδεία του ανωτέρω Γ1, με ταξί την ίδια ημέρα στο Νοσοκομείο Νίκαιας, στο οποιό νοσηλεύθηκε μέχρι την 31.3.1997. Εκεί διαγνώσθηκε ότι υπέστη τις ανωτέρω βαρειές κακώσεις (βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση κλπ), όπως προκύπτει από το ανωτέρω αρχικό πιστοποιητικό του εν λόγω Νοσοκομείου. Ο κατηγορούμενος εσφαλμένα δήλωσε την 2.4.1997 στους προανακριτικούς υπαλλήλους της Τροχαίας Αιγάλεω ότι μετέβη στο Νοσοκομείο Νίκαιας με το ΕΚΑΒ, αποκρύπτοντας ότι είχε μεταβεί προηγουμένως στον Ευαγγελισμό. Αυτό έδωσε αφορμή να αμφισβητηθεί από την εγκαλούσα ανωτέρω εταιρεία ότι συνέβη ο ως άνω βαρύς τραυματισμός του. Η απόκρυψη όμως αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν συνέβη ο άνω σοβαρός τραυματισμός του. Και τούτο διότι ο κατηγορούμενος προέβη στη δήλωση αυτή, επειδή πίστευε ότι αυτό έπρεπε να δηλώσει, αφού τελικά νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Νίκαιας. Όμως ο ίδιος δηλώνει την αλήθεια για τη μεταφορά του με ΕΚΑΒ στο Νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", τόσο προς το ΙΚΑ όσο και προς τον ασφαλιστή ..... (βλ. την από ...... υπεύθυνη δήλωσή του προς το ΙΚΑ και την από .... δήλωσή του προς τον ανωτέρω ασφαλιστή). Ο βαρύς τραυματισμός του επιβεβαιώνεται και από το από ..... έγγραφο του ΙΚΑ, στο οποίο αναφέρεται ότι από τα βιβλία των επειγόντων περιστατικών της Δ' Χειρουργικής Κλινικής του "Ευαγγελισμού" προκύπτει ότι αυτός υπέστη τραύματα στο κεφάλι, σπονδυλική στήλη, αυχένα κλπ, διατάχθηκαν δε ακτίνες, αξονική εγκεφάλου κλπ. Άρα το ανωτέρω από ..... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου "Ευαγγελισμός" δεν είναι ακριβές ως προς τα τραύματα του κατηγορουμένου. Συνεπώς, το ως άνω πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Νίκαιας είναι ακριβές και αληθές ως προς τη διάγνωση σχετικά με τις αναφερόμενες βαρειές κακώσεις του κατηγορουμένου. Εξ άλλου το ΙΚΑ ανεγνώρισε ότι αυτές πράγματι επήλθαν και του αναγνωρίζει ανικανότητα σε ποσοστό 67% (βλ. την από ...... απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του ΙΚΑ Αμαρουσίου). Επίσης για το ατύχημα και τον τραυματισμό αυτό αποφαίνονται και οι αποφάσεις 601/2006 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και 8934/2000 του Εφετείου (Πολιτικού) Αθηνών. Με αυτά τα δεδομένα, δεν τέλεσε ο κατηγορούμενος το έγκλημα της απόπειρας απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' επάγγελμα σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας και πρέπει να κηρυχθεί αθώος". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απόπειρας κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση, αναφέρει δε και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος υπέστη τις ανωτέρω βαρειές κακώσεις συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος που συνέβη την 23-3-1997. Η αιτίαση που προβάλλεται σύμφωνα με την οποία εφόσον το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων α) κατάθεση ανυπάρκτου μάρτυρα υπερασπίσεως και β) ανύπαρκτο από ..... έγγραφο του ΙΚΑ, δημιουργείται αμφιβολία αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία σχημάτισε αυτό τη δικανική του πεποίθηση είναι αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται σ' αυτά ότι 1) "αφού εκφωνήθηκε το όνομα του μάρτυρα υπεράσπισης από τον Πρόεδρο, βρέθηκε παρών ο ..... (σελ.3 της αποφάσεως) ο οποίος εξετάσθηκε και κατέθεσε (σελ.10 αποφάσεως) και 2) το από ...... έγγραφο του ΙΚΑ αναγνώσθηκε με τον αριθμό 36 (βλ. σελ. 9 της αποφάσεως). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α') ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, λαμβάνει υπόψη του έγγραφα, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Διότι έτσι δεν δίδεται στον Εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο η δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του και να προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα (άρθρο 358 ΚΠΔ). Η ακυρότητα όμως αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο των εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, με σχετικό λόγο της υπό κρίση αίτησης αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι κατέληξε στην απαλλακτική του κρίση, αφού έλαβε υπόψη το από ..... πιστοποιητικό του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, το οποίο δεν αναγνώσθηκε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον το περιεχόμενο του από ..... πιστοποιητικού του νοσοκομείου Ευαγγελισμός προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. ..... από ..... πιστοποιητικό νοσηλείας του ιδίου νοσοκομείου Ευαγγελισμός που από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αναγνώσθηκε με τον αριθμό 13. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2776/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση Εισαγγελέως Αρείου Πάγου για αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως απόπειρας κακουργηματικής απάτης για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1064/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........ και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 443-444/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 11.1.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2127/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή το άρθρο 211β ΚΠοινΔ απαγορεύει, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, την εξέταση, ως μαρτύρων στο ακροατήριο, εκείνων που κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται και αν ακόμη δεν τους επιβλήθηκε ποινή, προς την επ' ακροατηρίω δε εξέταση ισοδυναμεί και η εις αυτήν ανάγνωση, κατ' άρθρο 365 ΚΠοινΔ, της ληφθείσης ένορκης κατάθεσης των προσώπων αυτών. Η εκ της παραβάσεως, όμως, αυτής επερχομένη ακυρότης είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 και 171 ΚΠοινΔ και μη προταθείσα ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας καλύπτεται, σύμφωνα με τα άρθρα 173 παρ. 1 και 174 παρ. 1 του αυτού Κώδικος. Εάν, όμως, εναντιωθεί ο κατηγορούμενος στην ανάγνωση των εγγράφων που περιέχουν ένορκες καταθέσεις ή απολογίες των ως άνω προσώπων και παρά ταύτα το δικαστήριο τις λάβει υπόψη του για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1Β ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης 443-444/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του αναιρεσείοντος κατέθεσαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς τον αυτοτελή ισχυρισμό περί μη αναγνώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 211 ΚΠοινΔ, των προσδιοριζομένων εγγράφων, γιατί σε αυτά περιέχονται καταθέσεις ή απολογίες των καταδικασθέντων στις ΗΠΑ και την Ιταλία, ως αυτουργών ή συμμετόχων, στην πράξη για την οποία κατηγορείται αυτός, πέντε κατονομαζομένων προσώπων, Ελλήνων και αλλοδαπών. Το δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, κατά παραδοχή του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, έκρινε ότι δεν πρέπει να αναγνωσθούν οι καταθέσεις ή απολογίες των αναφερομένων προσώπων που περιέχονται στα μνημονευόμενα στα πρακτικά έγγραφα. Παρά, όμως, την απόφασή του αυτή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνων της πρωτόδικης αποφάσεως, που φέρονται αναγνωσθέντα τριάντα ένα έγγραφα, των οποίων ο αναιρεσείων εζήτησε την μη ανάγνωση, το αυτό δικαστήριο (δευτεροβάθμιο), ανέγνωσε δέκα εννέα (19) εκ των εγγράφων αυτών και ακολούθως δεν τα εξήρεσε, αλλά τα συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για την περί ενοχής, του αναιρεσείοντος, κρίση του. Έτσι, όμως, το δικαστήριο της ουσίας, που, παρά την εναντίωση του αναιρεσείοντες - κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1Β ΚΠοινΔ και αναιρετέα την απόφασή του κατέστησε, κατά τον βάσιμο περί τούτου, δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου. Αναιρουμένης της αποφάσεως, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, στην σύνθεση, όμως, του οποίου δεν θα συμμετάσχουν οι πρότερον δικάσαντες δικαστές (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 443-444/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακυρότητα από λήψη υπόψη εγγράφων που, με παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, είχαν εξαιρεθεί (άρθρα 211, 170 § 1 Κ.Π.Δ.). Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα.
0
Αριθμός 1066/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Βιολέττας Κυτέα), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2775/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ALLIANZ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αριστομένης Τζανετής. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 44/21.12.2006 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2036/2006. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στη προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ και όχι από τη δημοσίευσή της (Ολ.Α.Π. 6/2002). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, όταν δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμό 2776/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών που κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη της απόπειρας κακουργηματικής απάτης, η οποία ασκήθηκε με δήλωση στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου την 21η Δεκεμβρίου 2006, ενώ η απόφαση έχει καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο την 20η Νοεμβρίου 2006 και με την οποία προβάλλεται, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας, είναι παραδεκτή. Όπως προκύπτει από το με χρονολογία ..... αποδεικτικό επίδοσης του ...... δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ο αναιρεσίβλητος Χ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί αυτός στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2775/2006 απόφασή του κήρυξε αθώο τον αναιρεσίβλητο της αξιοποίνου πράξεως της αποπείρας κακουργηματικής απάτης. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του τα εξής: "Επειδή από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς εναγούσης, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Την 23-3-1997 και περί ώρα 21.10' ο κατηγορούμενος, ενώ βάδιζε με τον Γ1 στο οδόστρωμα της Λεωφόρου .... αριθ. .... πλησίον του πεζοδρομίου με κατεύθυνση προς ....., παρασύρθηκε από δίκυκλη μοτοσικλέτα αγνώστων στοιχείων, η οποία τον εκτίναξε σε απόσταση περίπου δέκα (10) μέτρων. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας εγκατέλειψε τον τόπο του ατυχήματος, χωρίς να ανατραπεί και χωρίς να αφήσει ίχνη προσκρούσεως στον πεζό. Συνεπεία αυτού του ατυχήματος, ο κατηγορούμενος υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, τραυματική υπεραχνοειδή αιμορραγία, θλάση εγκεφάλου, ωτορραγία, δεξιά θλάση αυχένος και οσφύος και εκδορές θόλου κρανίου (βλ. τα πιστοποιητικά ..... και ..... του Νοσοκομείου Νίκαιας). Εξαιτίας αυτού του τραυματισμού υπέστη μόνιμη μερική ανικανότητα. Στη συνέχεια, ζήτησε από τις εγκαλούσες ασφαλιστικές εταιρείες, στις οποίες είχε ασφαλισθεί, "ΕΛΒΕΤΙΑ" - AGF ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΑΕ - AGF ΚΟΣΜΟΣ ΖΩΗ ΑΕ", που απορροφήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία "ALLIANZ", την αποζημίωση που δικαιούται βάσει της ασφαλίσεως. Οι εταιρείες αυτές αμφισβητούν ότι συνέβη το ατύχημα και αρνήθηκαν να τον αποζημιώσουν. Όμως αποδεικνύεται ότι συνέβη το ανωτέρω ατύχημα και επήλθε σ' αυτόν ο ανωτέρω τραυματισμός. Ειδικότερα, ο ανωτέρω Γ1 ειδοποίησε για το ατύχημα το 100 και το ΕΚΑΒ. Η αστυνομία που κατέφθασε δεν βρήκε ίχνη ατυχήματος, αφού ο οδηγός της μοτοσικλέτας τράπηκε σε φυγή χωρίς να αφήσει κάποιο ίχνος. Ο κατηγορούμενος παραλήφθηκε από το ΕΚΑΒ, το οποίο τον μετέφερε στον Ευαγγελισμό. Εσφαλμένα αναφέρει το σχετικό δελτίο ότι μετέφερε στον άνω χρόνο κάποιον ...., αντί του ορθού Χ1. Τούτο προφανώς γράφηκε από παραδρομή. Το γεγονός όμως ότι μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό βεβαιώνεται από το από ...... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου αυτού, στο οποίο αναφέρεται ότι εξετάστηκε την 23.3.1997 στα επείγοντα της Δ' Χειρουργικής με τη διάγνωση "αναφερόμενο τροχαίο, πονοκέφαλος, ίλιγγος, άλγος οσφυϊκής μοίρας και ινιακής χώρας". Συνεστήθη η εισαγωγή του στο Νοσοκομείο, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή θα καθυστερούσε η εξέτασή του σε αξονικό τομογράφο. Γι' αυτό μετέβη με τη συνοδεία του ανωτέρω Γ1, με ταξί την ίδια ημέρα στο Νοσοκομείο Νίκαιας, στο οποιό νοσηλεύθηκε μέχρι την 31.3.1997. Εκεί διαγνώσθηκε ότι υπέστη τις ανωτέρω βαρειές κακώσεις (βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση κλπ), όπως προκύπτει από το ανωτέρω αρχικό πιστοποιητικό του εν λόγω Νοσοκομείου. Ο κατηγορούμενος εσφαλμένα δήλωσε την 2.4.1997 στους προανακριτικούς υπαλλήλους της Τροχαίας Αιγάλεω ότι μετέβη στο Νοσοκομείο Νίκαιας με το ΕΚΑΒ, αποκρύπτοντας ότι είχε μεταβεί προηγουμένως στον Ευαγγελισμό. Αυτό έδωσε αφορμή να αμφισβητηθεί από την εγκαλούσα ανωτέρω εταιρεία ότι συνέβη ο ως άνω βαρύς τραυματισμός του. Η απόκρυψη όμως αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν συνέβη ο άνω σοβαρός τραυματισμός του. Και τούτο διότι ο κατηγορούμενος προέβη στη δήλωση αυτή, επειδή πίστευε ότι αυτό έπρεπε να δηλώσει, αφού τελικά νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Νίκαιας. Όμως ο ίδιος δηλώνει την αλήθεια για τη μεταφορά του με ΕΚΑΒ στο Νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", τόσο προς το ΙΚΑ όσο και προς τον ασφαλιστή ....... των ανωτέρω ασφαλιστικών εταιρειών (βλ. την από ..... υπεύθυνη δήλωσή του προς το ΙΚΑ και την από ....... δήλωσή του προς τον ανωτέρω ασφαλιστή). Ο βαρύς τραυματισμός του επιβεβαιώνεται και από το από ...... έγγραφο του ΙΚΑ, στο οποίο αναφέρεται ότι από τα βιβλία των επειγόντων περιστατικών της Δ' Χειρουργικής Κλινικής του "Ευαγγελισμού" προκύπτει ότι αυτός υπέστη τραύματα στο κεφάλι, σπονδυλική στήλη, αυχένα κλπ, διατάχθηκαν δε ακτίνες, αξονική εγκεφάλου κλπ. Άρα το ανωτέρω από ...... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου "Ευαγγελισμός" δεν είναι ακριβές ως προς τα τραύματα του κατηγορουμένου. Συνεπώς, το ως άνω πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Νίκαιας είναι ακριβές και αληθές ως προς τη διάγνωση σχετικά με τις αναφερόμενες βαρειές κακώσεις του κατηγορουμένου. Εξ άλλου το ΙΚΑ ανεγνώρισε ότι αυτές πράγματι επήλθαν και του αναγνωρίζει ανικανότητα σε ποσοστό 67%. Επίσης για το ατύχημα και τον τραυματισμό αυτό αποφαίνονται και οι αποφάσεις 601/2006 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και 8934/2000 του Εφετείου (Πολιτικού) Αθηνών. Με αυτά τα δεδομένα, δεν τέλεσε ο κατηγορούμενος το έγκλημα της απόπειρας απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ' επάγγελμα σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας και πρέπει να κηρυχθεί αθώος". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απόπειρας κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους κατέληξε σε απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση, αναφέρει δε και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος υπέστη τις ανωτέρω βαρειές κακώσεις συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος που συνέβη την 23-3-1997. Η αιτίαση που προβάλλεται σύμφωνα με την οποία εφόσον το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων α) κατάθεση ανυπάρκτου μάρτυρα υπερασπίσεως και β) ανύπαρκτο από .... έγγραφο του ΙΚΑ, δημιουργείται αμφιβολία αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία σχημάτισε αυτό τη δικανική του πεποίθηση είναι αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται σ' αυτά ότι 1) "αφού εκφωνήθηκε το όνομα του μάρτυρα υπεράσπισης από τον Πρόεδρο, βρέθηκε παρών ο ......(σελ.3 της αποφάσεως) ο οποίος εξετάσθηκε και κατέθεσε (σελ.10 αποφάσεως) και 2) το από .... έγγραφο του ΙΚΑ αναγνώσθηκε με τον αριθμό 36 (βλ. σελ. 9 της αποφάσεως). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α') ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, λαμβάνει υπόψη του έγγραφα, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Διότι έτσι δεν δίδεται στον Εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο η δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του και να προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα (άρθρο 358 ΚΠΔ). Η ακυρότητα όμως αυτή αποτρέπεται αν το περιεχόμενο των εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, με σχετικό λόγο της υπό κρίση αίτησης αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι κατέληξε στην απαλλακτική του κρίση, αφού έλαβε υπόψη το από ..... πιστοποιητικό του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, το οποίο δεν αναγνώσθηκε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον το περιεχόμενο του από .... πιστοποιητικού του νοσοκομείου Ευαγγελισμός προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. ..... από ..... πιστοποιητικό νοσηλείας του ιδίου νοσοκομείου Ευαγγελισμός που από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αναγνώσθηκε με τον αριθμό 13. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2775/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση Εισαγγελέως Αρείου Πάγου για αναίρεση αθωωτικής αποφάσεως απόπειρας κακουργηματικής απάτης για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1071/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1507/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15.10.2007, δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1783/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 26/28.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ τις με αριθμ. 210 και 211/15-10-2007 αιτήσεις των Χ1 και του Χ2, αντίστοιχα για αναίρεση του με αριθμ. 1507/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίφθηκαν στην ουσία τους οι με αριθμ. 96 και 97 /2-3-2007 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 3599/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη από την οποία η προξενηθείσα ζημία είναι μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ ο πρώτος και για απόπειρα απάτης ενώπιον του δικαστηρίου από την οποία η ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ο δεύτερος ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενους με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους δυνάμει πληρεξουσίου το οποίο πρασαρτάται στις εκθέσεις αναίρεσης , στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συντάχθηκαν οι με αριθμ. 210 και 211 /2007 εκθέσεις αναίρεσης στις οποίες περιέχονται οι συγκεκριμένοι λόγοι και οι πλημμέλειες κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη (άρθρ. 484 & 1 περ δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι όπως επίσης πρέπει να συνεκδικαστούν σαν συναφείς. Οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι κοινοί και στις δύο αναιρέσεις και συνίστανται όπως αναφέρεται στις αιτήσεις αναίρεσης ότι α ) Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης στην εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 386 ΠΚ και εκ του ότι δεν υφίσταται ζημία όπως και δόλος για πρόκληση ζημίας β) Η απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι δεν κλήθηκαν και δεν εξετάστηκαν οι εκπρόσωποι των εταιρειών προς τους οποίους φαίνονται ότι πουλήθηκαν και παραδόθηκαν τα στα τιμολόγια πώλησης αναφερόμενα εμπορεύματα όπως επίσης δεν ζητήθηκαν τα τιμολόγια πώλησης για τα οποία όπως αναφέρουν εκκρεμεί ποινική δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά όπως επίσης δεν εξετάσθηκαν σχετικοί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων περί αυτού όπως επίσης δεν εξετάσθηκε ο σύνδικος της πτώχευσης περί του αν τα εμπορεύματα πουλήθηκαν ή υπήρχαν στην αποθήκη ότι δεν συσχετίσθηκε η κατά τ' άνω μήνυση των αναιρεσειόντων κατά των μηνυτών όπως επίσης απορρίφθηκε το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους γ) για ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία γιατί πέρα του ότι δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά με πληρότητα και σαφήνεια, υπάρχει και αντιφατικότητα εκ του λόγου ότι ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται για τον απαρτισμό της πράξης της απάτης το ότι ψευδώς από τους αναιρεσείοντες παραστάθηκε ότι οι αναιρεσείοντες συνεργαζόντουσαν με υπαρκτές εταιρείες και δέχεται ότι η μηνύτρια εταιρεία παρέδωκε σ' αυτές τα εμπορεύματα που πήρε από τον μηνυτή και μάλιστα στις έδρες τους και παραμετροποίησε το λογισμικό και τις ανάλογες υπηρεσίες μηχανογράφησης και ως προς το δεύτερο εκτός των άλλων δέχθηκε ότι χρησιμοποίησε εικονικά τιμολόγια προκειμένου ν' υποστηρίξει την άποψη ότι η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν 1892/1990 και συμβιβασμό με τους πιστωτές με ποσοστό 10% επί του συνολικού πιστώματος ενός εκάστου των πιστωτών ήταν αληθής και η αίτηση αυτή υποβλήθηκε προς ωφέλεια των πιστωτών λόγω του ότι αυτοί θα έπαιρναν τουλάχιστο το 10% των πιστωμάτων και ότι η αίτηση αποσκοπούσε στην ρύθμιση των χρεών της ..... ΕΠΕ και την δημιουργία προϋποθέσεων για την απορρόφηση της από άλλη εταιρεία αντί του όχι ευκαταφρόνητου ποσού των 500,.000 ποσό το οποίο κάλυπτε τουλάχιστον το 10% για όλους τους πιστωτές σε άλλο σημείο δέχεται ότι οι εταιρείες αυτές ήταν ανύπαρκτες και τα τιμολόγια εικονικά. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της ψευδώς εμφανιζόμενης κατάστασης ή δυνατότητας του δράστη που έχει ανειλημμένη πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του. (ΑΠ,1913 /2000, ΑΠ 1297/2002,ΑΠ 1820/ 2003, ΑΠ 55/20041944/2003 ΑΠ 190/2005) όπως επίσης απάτη μπορεί να τελεστεί και στο Δικαστήριο με την προβολή ή την επίκληση ψευδών ισχυρισμών οι οποίοι συνοδεύονται από την ταυτόχρονη εν γνώσει προσκόμιση πλαστών η νοθευμένων ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, τετελεσμένη μεν όταν το δικαστήριο ή ο δικαστής εξαπατηθεί και εκδώσει βάσει αυτών απόφαση, εν αποπείρα δε όταν το δικαστήριο ή ο δικαστής απορρίψει την αγωγή ( ΑΠ 1612/1995). Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Η παράγραφος όμως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ( Α Π 2200/2002 ΑΠ 692/200). Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο εκ των αναιρεσειόντων Χ2 παρέστησε ψευδώς στον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρείας με την επωνυμία '' Αdvice AE '' η οποία ασχολείται με την εμπορία ηλεκτρονίκών υπολογιστών και συναφών ειδών και λογισμικού ότι ήταν εξειδικευμένος πωλητής, διαχειριστής και εγκαταστάτης λογισμικών προγραμμάτων, ότι είχε εμπειρία από την εργασία του σε πολυεθνικές εταιρείες στο εξωτερικό και ειδικότερα στον Καναδά , ότι είχε πελατολόγιο για την διάθεση και την εγκατάσταση των προϊόντων αυτών ότι η εταιρεία του συνεργάζονταν με την ΕΠΕ ''.......'', ότι η τελευταία ήταν ενεργός και φερέγγυα και ότι δραστηριοποιούνταν στο ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και ότι είχε συμφωνήσει με την συγκεκριμένη την πώληση λογισμικών προγραμμάτων της εγκαλούσας αξίας μεγαλύτερης του ποσού των 350.000 ευρώ η καταβολή του οποίου ήταν δεδομένη λόγω αφ' ενός της φερεγγυότητας της εταιρείας του άλλα και της εταιρείας αυτής δεδομένου ότι αυτή είχε καταρτίσει ήδη συμβάσεις εγκατάστασης λογισμικών προγραμμάτων για την μεταπώληση και την εγκατάσταση τους. 'Ολα τα παραπάνω είχαν σαν συνέπεια να πειστεί ο εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας να προβεί σε πώληση και παράδοση προς την εταιρεία του Χ2 εμπορευμάτων συνολικής αξίας 355.891 περίπου ευρώ καθώς και την παροχή σ' αυτήν υπηρεσιών υποστήριξης και παραμετροποίησης των λογισμικών προγραμμάτων συνολικής αξίας 87.729 ευρώ. Για την κάλυψη των ποσών αυτών η ''...... ΕΠΕ'' και ειδικά ο εκπρόσωπος της Χ2 μεταβίβασε στην μηνύτρια με οπισθογράφηση επιταγές ύψους 441.417 ευρώ μεταχρονολογημένες έκδοσης της εταιρείας ....... ΕΠΕ με ημερομηνίες λήξης και πληρωμής από τον μήνα Ιούνιο 2003 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο 2003. Οι επιταγές αυτές κατά την εμφάνιση τους δεν πληρώθηκαν τόσο από την εκδότρια εταιρεία ..... ελλείψει κεφαλαίων όσο και από την οπισθογράφο'' ....... ΕΠΕ '' Το γεγονός της μη ύπαρξης κεφαλαίων όπως και της διαπιστωθείσας από την μηνύτρια αφερεγγυότητας της ..... ο αναιρεσείων Χ2 το γνώριζε , μάλιστα δε από την μηνύτρια εταιρεία διαπιστώθηκε ότι πέρα της αφερεγγυότητας των εταιρειών αυτών και την αδυναμία πληρωμής οι εταιρείες αυτές ήταν καταχρεωμένες και ο Χ2 δεν είχε τις δυνατότητες της προώθησης σε πελάτες των προϊόντων της μηνύτριας εταιρείας. Περαιτέρω ο αναιρεσείων Χ1 υπό την ιδιότητα του σαν νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρείας ....... ΕΠΕ υπέβαλλε στο Εφετείο Αθηνών τις με αριθμ. κατάθεσης 1337 /7-10-2003 και 1348/8-10-2003 αιτήσεις με τις οποίες η εταιρεία ζητούσε να επικυρωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν.1892/1990 η από ...... συμφωνία της εταιρείας αυτής και των πιστωτών της που κατά τους ισχυρισμούς της εκπροσωπούσαν το 60% και πλέον των πιστωτών της για περιορισμό των απαιτήσεων τους στο 10%. . Προς υποστήριξη της αίτησης της επικαλέστηκε και προσκόμισε πίνακα πιστωτών και πιστωμάτων με διάφορες εταιρείες μεταξύ των οποίων ή ''Iccoler AE'' η ''D+OS AE'' η ''..... EPE'' ο οποίος πίνακας όμως περιλάμβανε εικονικούς πιστωτές και εικονικές οφειλές όπως επίσης ανακριβή ισολογισμό και ισοζύγιο πληρωμών όπως διαπιστώθηκε από την μηνύτρια εταιρεία . Η αίτηση της '' .......ΕΠΕ'' απορρίφθηκε από το Εφετείο Αθηνών με το αιτιολογικό ότι κρίσιμος χρόνος για τον σχηματισμό της πλειοψηφίας είναι ο χρόνος σύνταξης του τελευταίου ισολογισμού της επιχείρησης που ήταν ο του 2002 και όχι ο χρόνος κατάρτισης της συμφωνίας. Ο λόγος όμως αυτός της απόρριψης δεν ασκεί επιρροή επί του αξιοποίνου της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο λόγω του ότι στο δικαστήριο προσκομίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την ευδοκίμηση της αίτησης αναληθή και εικονικά στοιχεία. Το προσβαλλόμενο βούλευμα στην συνέχεια απάντησε και απέρριψε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων περί του ότι όλα όσα παρέστησε ο πρώτος ήταν αληθή όπως και ότι η αίτηση του δευτέρου στο Εφετείο Αθηνών και τα παραστατικά ήταν αληθινά και όχι εικονικά με επαρκή πλήρη σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο για τα όσα ο πρώτος παρέστησε , όσο και για το χρέος της εταιρείας του δευτέρου προς την εταιρεία του πρώτου , όσο και για την εικονικότητα των στοιχείων τα οποία ο δεύτερος επικαλέστηκε για την υποστήριξη της αίτησης του στο Εφετείο Αθηνών άσχετα αν η αίτηση του απορρίφθηκε για άλλους λόγους. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται μεταξύ στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και να απορριφθούν οι αιτήσεις τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση γιατί επαρκώς με τις εξηγήσεις και τα υπομνήματά τους που προέβαλλαν στον πρώτο και δεύτερο βαθμό υποστήριξαν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α. Να απορριφθούν οι με αριθμ. 210 και 211/15-10-2007 αιτήσεις των Χ1 και του Χ2 αντίστοιχα για αναίρεση του με αριθμ. 1507/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β. Να απορριφθούν οι αιτήσεις τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και Γ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα την 30-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Εισάγονται προς συζήτηση και πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας, η υπ' αριθμ. 210/15-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και η υπ' αριθμ. 211/15-10-2007 αίτηση του Χ2 που στρέφονται και οι δύο κατά του ιδίου υπ' αριθμ.1.507/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Κατά δε την παρ.3 περ.β' του ίδιου άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή αίτηση. ΙΙΙ.- Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 β' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1.507/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες από τους αναιρεσείοντες εφέσεις και επικυρώθηκε το πρωτόδικο υπ' αριθμ. 3.599/2006 παραπεμπτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εις αυτό εισαγγελική πρόταση, και με την κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό ουσιαστικής κρίσης του, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην Αθήνα, κατά το Νοέμβριο του 2003 ο Χ2 που εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρεία υπό την επωνυμία "..... - Χ2 - .......ΕΠΕ" ήρθε σ' επαφή με τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Γ1, δηλώνοντας ότι είναι ειδικός σε ζητήματα προώθησης και διαχείρισης λογισμικών προγραμμάτων, αφού η εταιρεία που εκπροσωπούσε ασχολείτο με συναφές αντικείμενο αυτού της εγκαλούσας, ότι λόγω της εργασίας του σε πολυεθνικές εταιρείες κατασκευής και εμπορίας λογισμικών του εξωτερικού και ειδικότερα του Καναδά, όπου ζούσε και εργαζόταν επί χρόνια, διέθετε εμπειρία μεγάλη σ' αυτό το αντικείμενο και εξέφρασε την επιθυμία να συνεργασθεί με την εγκαλούσα ως εξουσιοδοτημένος μεταπωλητής αναλαμβάνοντας την προώθηση στην αγορά των λογισμικών προγραμμάτων της. Έτσι την ..... υπεγράφη σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας μετά των υπ' αυτών εκπροσωπουμένων εταιρειών "ADVICE" και "...... ΕΠΕ". Ο κατηγορούμενος παρέστησε σ' αυτόν ότι είχε έτοιμο πελατολόγιο που προερχόταν από την συνεργασία του με την υπό του δευτέρου κατηγορουμένου εκπροσωπούμενη εταιρεία με την επωνυμία "......... ΕΠΕ", ότι οι πελάτες αυτών έχουν επιδοτηθεί από το Γ' ΚΠΣ και ότι η ..... είναι ενεργός, φερέγγυα και δραστηριοποιείται κυρίως στον δημόσιο τομέα ενώ οι εταίροι της αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους συνιστώντες και άλλες εταιρείες με σκοπό τη δημιουργία ενός ισχυρού ομίλου. Τον Δεκέμβριο 2002 ο Χ2 δήλωσε στον εκπρόσωπο της "ADVICE" ότι είχε συμφωνήσει με την προαναφερόμενο "...... ΕΠΕ" την πώληση λογισμικών προγραμμάτων της εγκαλούσας, αξίας μεγαλύτερης των 350.000 €, η καταβολή των οποίων ήταν δεδομένη, λόγω της φερεγγυότητας αμφοτέρων αφ' ενός και αφ' ετέρου λόγω του ότι η "....." είχε καταρτίσει ήδη συμβάσεις με τρίτα νομικά πρόσωπα προς μεταπώληση και εγκατάσταση λογισμικών προγραμμάτων που θα της πωλούσαν. Επειδή οι συμφωνίες με τους τελικούς πελάτες είχαν κλεισθεί από την "... ΕΠΕ", η οποία είχε συμφωνήσει με την "...... ΕΠΕ" να της πωλήσει η τελευταία τα εμπορεύματα, κατά διαβεβαίωση του Χ2, πείσθηκε ο Γ1, να προβεί την 31.12.2002. κατά παρέκκλιση από τα συμφωνημένα, στην πώληση επί πιστώσει και την παράδοση προς την ΕΠΕ που εκπροσωπούσε ο Χ2(.......), συνολικά 94 λογισμικών προγραμμάτων συνολικής αξίας 355.891.54 € για τα οποία εκδόθηκαν σχετικά τιμολόγια πώλησης στο όνομα της εταιρείας ".......ΕΠΕ", ενώ, στη συνέχεια, η εγκαλούσα εταιρεία παρείχε κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 2003, στην ίδια εταιρεία υπηρεσίες υποστήριξης και παραμετροποίησης των λογισμικών προγραμμάτων που είχαν πωληθεί σ' αυτήν συνολικής αξίας 87.729,46 €, εκδοθέντων αντιστοίχως τιμολογίων παροχής υπηρεσιών. Χάριν δε της καταβολής του τιμήματος η ".... ΕΠΕ" εξέδωσε δια του εκπροσώπου της μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές και μεταβίβασε δι' οπισθογραφήσεως σ' αυτή επιταγές της εταιρείας "......ΕΠΕ", καθώς και μεταχρονολογημένες επιταγές φερομένων πελατών της τελευταίας, συνολικού ύψους 441.417,37 ευρώ. Κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2003, όταν εμφανίσθηκαν οι επιταγές για πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες δεν υπήρχαν τ' αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια και οι επιταγές δεν πληρώθηκαν. Έτσι αποκαλύφθηκε ότι οι ισχυρισμοί και παραστάσεις του Χ2 περί φερεγγυότητας των αντισυμβαλλομένων ήσαν ψευδή και ο τελευταίος τελούσε, φυσικά, εν γνώσει αυτών. Μετά ταύτα, ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας ερευνώντας για την πραγματική κατάσταση, διαπίστωσε ότι η ".... ΕΠΕ" και ".... ΕΠΕ" δεν ήταν φερέγγυες, οικονομικά ισχυρές και εμπορικά ενεργές αλλ' αντιθέτως η "..... ΕΠΕ" ήδη από του τέλους του 2002 ήταν καταχρεωμένη με μεγάλες οφειλές και οικονομικά προβλήματα, ενώ λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε υποβάλλει στο Εφετείο Αθηνών τις από 7.10.2003 δύο αιτήσεις με τις οποίες ζητούσε να επικυρωθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 Ν. 1892/90 η από ..... συμφωνία μεταξύ της εταιρείας αυτής και διαφόρων φερομένων ως πιστευτών της που, κατ' αρχήν εκπροσωπούσαν το 60% και πλέον των συνολικών οφειλών της εταιρείας. Ωστόσο, τα διαλαμβανόμενα στις παραπάνω αιτήσεις πραγματικά περιστατικά ήσαν ψευδή δεδομένου ότι αρκετές από τις εμφανιζόμενες οφειλές της εταιρείας προς τρίτα πρόσωπα ήταν εικονικές, αφού η πραγματική εικόνα των οφειλών της εταιρείας προς τους φερόμενους συμβληθέντες σ' αυτές ήταν εντελώς διαφορετικές. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι α) οι περισσότερες από τις οφειλές δεν εμφανίζονται στο Ισοζύγιο Γενικών Αναλυτικών Καθολικών (αξιών), κατά το κλείσιμο του ισολογισμού της 31.12.2002 και εμφανίζονται για πρώτη φορά στο Ισοζύγιο της ημέρας σύναψης και συμφωνίας. Μεταξύ αυτών είναι οι οφειλές προς την ΤΗΕSSΑ SΥSΤΕΜS SΑ, προς την CΟΟLΕR ΑΕ. προς την ΟΤΟS ΑΕ, προς τον ......, προς την ... ΕΠΕ, προς τους Β1 και ......, β) το γεγονός ότι οι εταιρείες .... ΕΠΕ και "ICΟΟLΕR ΑΕ" συστήθηκαν από τους εταίρους της ".... ΕΠΕ". Ειδικότερα η εταιρεία "DTOS AE" συστήθηκε τον Μάιο 2003 και η εταιρεία "ΙCΟΟLΕR ΑΕ" τον Δεκέμβριο 2002 ενώ ελάχιστους μήνες μετά τη σύσταση της, από εταίρους της ".... ΕΠΕ", φέρεται ότι δάνεισε το ποσό των 505.087,20 € στην "..... ΕΠΕ" γ) Το γεγονός ότι οι οφειλές που υπήρχαν την 31.12.2002 προς τον Β1 κατά το κλείσιμο των ισολογισμών ήταν μόλις 3.020, 96 €, ενώ κατά την ημέρα σύναψης της συμφωνίας εμφανίζεται ότι ανέρχεται στο ποσό των 247.779 € αλλά και άλλες οφειλές. Έτσι, αφού διογκώθηκαν εικονικά οι υπάρχουσες οφειλές από μία εταιρεία η οποία ουσιαστικά δεν λειτουργούσε και εμφανίσθηκαν ανύπαρκτες οφειλές, επιχειρήθηκε η παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς το ποσοστό των συναινούντων δανειστών προκειμένου να επιτευχθεί, δια δικαστικής αποφάσεως, η υπαγωγή της αιτούσας στο καθεστώς του Ν. 1386/83. χωρίς να συντρέχουν στην πραγματικότητα οι νόμιμες προϋποθέσεις, για απώτερο σκοπό της προσπόρισης παράνομου περιουσιακού οφέλους δια της αποφυγής καταβολής μεγάλου μέρους των χρεωστηθέντων, αφού η επικύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν οι απαιτήσεις των πραγματικών πιστωτών, σε ποσοστό μόλις 10% του συνόλου των υφισταμένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και αυτών της εγκαλούσας εταιρείας "ADVICE" που ανέρχονταν στο ποσό των 248.257,37 € από τις επιταγές που είχε εκδώσει ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1 και είχαν περιέλθει στην εγκαλούσα από τον Χ2. Με τον τρόπο αυτό η "....." θ' αποκόμιζε παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 223.422,03 € με ισόποσο τη ζημία της εγκαλούσας εταιρείας. Προς επιτυχία του σκοπού του ο δεύτερος εκκαλών προέβη στην επίκληση και προσκόμιση στο Δικαστήριο ψευδών στοιχείων, ήτοι εγγράφων αναληθών ως προς το περιεχόμενο της και ειδικότερα επικαλέσθηκε και εμφάνισε στο Εφετείο πίνακα πιστωτών και ισολογισμό και ισοζύγιο Γενικών Αναλυτικών Καθολικών με εικονικούς πιστωτές και εικονικές οφειλές. Ωστόσο η επιδιωκόμενη από τον Χ1 πράξη δεν ολοκληρώθηκε, δεδομένου ότι: το Εφετείο Αθηνών και κατόπιν παρέμβασης της εγκαλούσας εταιρείας, με την υπ' αριθμ. 208/2004 απόφαση του απέρριψε την αίτηση, ως αβάσιμη κατ' ουσία, αποφαινόμενο ότι κρίσιμος για τον σχηματισμό των πλειοψηφιών χρόνος είναι ο της συντάξεων του τελευταίου ισολογισμού της επιχείρησης και όχι ο χρόνος κατάρτισης της συμφωνίας και επομένως δεν λαμβάνονται υπ' όψη όλες οι οφειλές που υπάρχουν κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας αλλά μόνο εκείνες που υπήρχαν κατά το χρόνο συντάξεως του τελευταίου ισολογισμού (31.12.2002), ο οποίος και θεωρείται κρίσιμος για τον υπολογισμό του ποσοστού του 60% των πιστωτών. Οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους και τα απολογητικά τους υπομνήματα, καθώς και τις εξηγήσεις τους προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι στην πραγματικότητα ουδεμία πώληση εκ μέρους της "ADVICE" έλαβε χώρα προς την εταιρεία ".......ΕΠΕ" και αντίθετα, υπό την έκδοση των τιμολογίων, υποκρύπτεται τοκογλυφικό δάνειο που επιχείρησαν ν' αποσπάσουν από τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας, ο οποίος και τελικά, παρά την σ' αυτόν εγχείριση των επιταγών, δεν παρεχώρησε σ' αυτούς το δάνειο προς αντιμετώπιση των ιδιαίτερα επιτακτικών οικονομικών αναγκών τους, επικαλούμενη προς τούτο την κατάθεση του πρώτου διευθυντή της "ADVICE" ότι τα εμπορεύματα δεν παραδόθηκαν χωρίς όμως να επιβεβαιώνει τη χορήγηση δανείου καθόσον ο ίδιος δεν γνωρίζει τον λόγο της συναλλαγής. Προσθέτουν δε, ότι οι φερόμενοι ως πιστωτές της εταιρείας .... ΕΠΕ δεν είναι εικονικοί αλλά συγγενείς εταιρείες που έσπευσαν να βοηθήσουν την οικονομικά αιμορραγούσα εταιρεία "..... ΕΠΕ" όπως γίνεται σε κάθε οικογένεια που το ένα μέλος βοηθά το άλλο σε περίπτωση ανάγκης, ενώ η εικονικότητα δε διαπιστώθηκε από το ενεργών έλεγχο ΣΔΟΕ. Το ότι όμως οι φερόμενες οφειλές της "..... ΕΠΕ", που εμφανίσθηκαν στο Εφετείο Αθηνών, είναι εικονικές, παρ' ότι δεν εντοπίσθηκαν από το ΣΔΟΕ, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, ενώ στην από Ιούνιο 2002 μήνυση της ..... κατά του Γ1 και Χ2 για τοκογλυφία δηλώνεται ρητά ότι η εταιρεία δεν είχε καμμία συναλλαγή μ' αυτούς στο συμφωνητικό με τους πιστωτές, εμφανίζεται η "......" να οφείλει στον μεν Χ2 ποσό 298.519 € ενώ στην υπ' αυτών εκπροσωπούμενη εταιρεία "..... ΕΠΕ" ποσού 641.448 €, χρονικό διάστημα κατά το οποίο και οι δύο εταιρείες βρίσκονταν, κατά τα υπ' αυτών ομολογούμενα σε άθλια οικονομική κατάσταση, κατά την οποία δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ούτε τους συνήθεις λογαριασμούς ΔΕΗ, ΟΤΕ και μισθοδοσία προσωπικού. Άλλωστε επισημάνθηκε και παραπάνω ότι δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτός ο συλλογισμός δανειοδότησης της ..... ΕΠΕ από συγγενείς εταιρείες που δημιουργήθηκαν από τα ίδια πρόσωπα, αφού αυτά φέρονται να δανειοδοτούν τον εαυτό τους, ως μέλη άλλης εταιρείας, τη συνολική που δηλώνουν οικονομική δυσπραγία και προφανώς χαρακτηρίζεται ως ατυχές το υπό του δευτέρου των κατηγορουμένων προβαλλόμενο παράδειγμα του μέλους της οικογένειας, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση ο διευκολύνων και διευκολυνόμενος είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, ούτε άλλωστε μπορεί να γίνει δεκτό ότι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από της συστάσεώς τους πρόλαβαν και διοχέτευσαν εμπορεύματα ή πιστώσεις στην εταιρεία .... ΕΠΕ ύψους εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ και συνολική που η τελευταία παρέπαιε οικονομικά αλλά προφανώς και λειτουργικά με κάθε στρόφιγγα δανειοδότησης κλειστής. Τέλος, όπως και στο προσβαλλόμενο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικώς και μόνο προς αποφυγή επαναλήψεων αναφέρομαι, επισημαίνεται η τόσο μεγάλου ύψους έκδοση τιμολογίων εκ μέρους της εγκαλούσας εταιρείας, με παράλληλη καταβολή αναλογούντων ΦΠΑ, θα ήταν πολύ επικίνδυνη με παράλληλα βαρύτατες συνέπειες (χρηματικές και ποινικές) σε περίπτωση εξακριβώσεως της εικονικότητας τους, ενώ τα σχετικά έγγραφα παράδοσης των εμπορευμάτων έχουν υπογραφεί από τον ίδιο τον Χ2. γεγονός που θα αποφεύγετο από τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας στην προσπάθειά του να καλύψει τη φερόμενη ως τοκογλυφική δραστηριότητα του μ' άλλο τρόπο ........". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.1,3β του Π.Κ την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία. Η αιτίαση και των δύο κατηγορουμένων ότι η εγκαλούσα εταιρία ADVICE δεν πραγματοποίησε πώληση εμπορευμάτων στις από τον πρώτο απ' αυτούς εκπροσωπούμενες εταιρίας τα δε εκδοθέντα σχετικώς τιμολόγια ήσαν εικονικά, είναι απαράδεκτη διότι πλήττει την αντίθετη ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του συμβουλίου. Για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτη η αιτίαση με την οποία μέμφονται το βούλευμα για τις παραδοχές του ως προς την αφερεγγυότητα αυτών. Περαιτέρω, η αιτίαση ότι το συμβούλιο δεν κάλεσε να εξετάσει τον εκπρόσωπο της εγκαλούσης εταιρίας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ότι υπεβλήθη αίτημα διενέργειας περαιτέρω ανακρίσεως, είναι απαράδεκτη και δεν δημιουργεί αναιρετικό λόγο, ενώ, εξ άλλου, αορίστως προβάλλεται παραβίαση των δικαιωμάτων τους ως κατηγορουμένων από την άρνηση του συμβουλίου να εξετάσει τους προτεινόμενους μάρτυρες, εφόσον συγχρόνως δεν επικαλούνται εάν υπέβαλαν σχετικό αίτημα και δεν κατονομάζουν τους μάρτυρες, τέλος δε, αορίστως προτείνεται έλλειψη νομιμοποιήσεως της πολιτικώς εναγούσης χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Ακόμη, για την απόπειρα απάτης στο δικαστήριο, για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος Χ1, όλες οι αιτιάσεις αυτού συνιστούν άρνηση της κατηγορίας και πλήττουν την ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου και είναι για το λόγο αυτό απαράδεκτες. Ακόμη, απαραδέκτως γίνεται επίκληση ότι το συμβούλιο δεν συσχέτισε την κατ' αυτών κατηγορία με μήνυση την οποία αυτοί έχουν υποβάλλει κατά της εγκαλούσης εταιρίας για την πράξη της τοκογλυφίας. Συνεπώς, οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β'και δ'του Κ.Π.Δ με τους οποίους αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. IV.- Απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μεταξύ τούτων περιλαμβάνεται και το υπό του άρθρου 309 παρ. 2 του Κ.Π.Δ παρεχόμενο δικαίωμα στο διάδικο να ζητήσει την ενώπιον του συμβουλίου εμφάνισή του προς παροχή οποιασδήποτε εξηγήσεως. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το Συμβούλιο Εφετών είναι υποχρεωμένο κατά την προαναφερθείσα διάταξη να διατάξει την εμφάνιση του διαδίκου ενώπιόν του. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι οι οποίοι αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου και σε περίπτωση απορρίψεώς της να αιτιολογήσει με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινίσεων. Αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος αυτού ή αν χωρίς επαρκή αιτιολογία απορρίψει το υποβληθέν αίτημα επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά τα προεκτεθέντα. Εξυπακούεται ότι η από τον διάδικο υποβαλλόμενη αίτηση εμφανίσεως, για να δημιουργεί αντίστοιχη υποχρέωση του Συμβουλίου, πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά και ισχυρισμούς προς απόκρουση ή υποστήριξη της κατηγορίας, οι οποίοι θα πρέπει προσδιορίζονται στην αίτηση και να είναι νέοι, με την έννοια να μην αποτελούν απλή επανάληψη εκείνων που περιλαμβάνονται στα υπομνήματα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως ή και μεταγενέστερα κατά την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο ή περιέχονται στην απολογία του κατηγορουμένου, τα οποία τέθηκαν υπόψη και είναι ήδη γνωστά στο Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τη διαλαμβανόμενη στην εισαγγελική πρόταση αιτιολογία, στην οποία και το ίδιο αναφέρεται, κατά την οποία ".... Το αίτημα των κατηγορουμένων εκκαλούντων προς προσωπική εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή διευκρινίσεων, είναι μεν νόμιμο, κατ' άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ, φρονούμε όμως ότι πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι δια των εξηγήσεων, απολογητικών τους υπομνημάτων και εφέσεών τους πολλαπλώς και επαρκώς υποστήριξαν τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς και πληθωρικώς διευκρίνισαν τις υπ' αυτών προβαλλόμενες απόψεις..." απέρριψε την υπό των κατηγορουμένων με το δικόγραφο της εφέσεώς τους υποβληθείσα αίτηση αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Συμβουλίου. Η κατά τούτο απορριπτική κρίση του βουλεύματος είναι και ειδική και εμπεριστατωμένη, συνέτρεξαν δε οι αναφερόμενοι στο άρθρο 309 παρ.2 ΚΠΔ εξαιρετικοί λόγοι απορρίψεως, Συνεπώς ο για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του προαναφερομένου αιτήματος σχετικός λόγος αναιρέσεως και ο αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος (άρθρο 484 παρ.2 ΚΠΔ) της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α' του ΚΠΔ) εκ της παραβιάσεως της άνω διατάξεως που αναφέρεται στην υπεράσπιση και την άσκηση δικαιώματος του κατηγορουμένου είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω και αναφορικά με το υποβαλλόμενο υπό των αναιρεσειόντων αίτημα για την, κατά το άνω άρθρο 309 παρ.2 Κ.Π.Δ , αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου προκειμένου να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία της αθωότητάς τους, παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα στοιχεία τα οποία διαθέτουν, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με την προαναφερθείσα διάταξη παρέχεται στους διαδίκους το δικαίωμα διευκρινίσεως των ισχυρισμών τους και όχι προσκομιδής νέων αποδεικτικών στοιχείων, σημειουμένου ότι η εξέταση της ουσίας της υποθέσεως εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι αναιρέσεις και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 210/15-10-2007 και 211/15-10-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.507/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Απορρίπτει το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου. Και Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη και απόπειρα απάτης στο δικαστήριο. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή και αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης στον Άρειο Πάγο. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
0
Αριθμός 1072/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ........, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαρκούλη, για αναίρεση της 244/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαΐου 2007 αίτησή του καθώς και στο από 16 Φεβρουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1083/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξάλλου, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά του δικαστηρίου το περιεχόμενο των εγγράφων, που έχει αναγνωσθεί, πλην όμως είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτά τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται το έγγραφο, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου, που αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη και να προκύπτει σε ποιο έγγραφο στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 244/2007 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο και τώρα αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 66 παρ.1 του Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Το Δευτεροβάθμιο ως άνω Δικαστήριο, για να καταλήξει στην εξενεχθείσα ως άνω περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του αμέσως και κυρίως, και όχι ιστορικώς, και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και "τα έγγραφα που διαβάστηκαν". Μεταξύ αυτών ήταν, όπως συνάγεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης και " οι από 12-5-2000, 16-11-2000, 13-11-2000 εκθέσεις ένορκης εξέτασης μάρτυρα". Όμως τόσο από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όσο και από τα πρακτικά της δεν προκύπτει ποιες συγκεκριμένως ήταν οι τρεις ως άνω ένορκες εξετάσεις μαρτύρων που αναγνώσθηκαν και τις οποίες έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, μαζί με τα άλλα αναγνωσθέντα, για να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, διότι δεν αναφέρονται ούτε ο τόπος, ούτε η αρχή ενώπιον της οποίας έγιναν αυτές και τέλος και κυρίως δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των εξετασθέντων μαρτύρων. Επομένως από το λόγο αυτό και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και γι' αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, να αναιρεθεί εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την προσβαλλόμενη με αριθ. 244/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης - Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται καταδικαστική απόφαση λόγω απολύτου ακυρότητας, διότι κατά τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης του το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τρεις ένορκες εξετάσεις μαρτύρων χωρίς να προκύπτει η ταυτότητα των εξετασθέντων μαρτύρων καθώς και ο τόπος και η αρχή ενώπιον της οποίας ελήφθησαν αυτές. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Μάρτυρες.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1075/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Φραντζή, περί αναιρέσεως της 6919/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2068/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., εάν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση του άρθρου 370 εδ. β' και γ' του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο, παρά την απουσία του εκκαλούντος, προχωρεί στην έκδοση σχετικής απόφασης. Κατά δε το άρθρο 370 εδ. β' Κ.Ποιν.Δ., η ποινική δίκη τελειώνει με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης όταν, μεταξύ άλλων αναφερόμενων περιπτώσεων, έχει παραγραφεί το αξιόποινο της πράξης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν το αξιόποινο της πράξης έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής κατά το χρόνο εκδίκασης της έφεσης, το Εφετείο οφείλει να ερευνήσει αν η έφεση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως και σε καταφατική περίπτωση να μην απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη λόγω απουσίας του εκκαλούντος, αλλά να προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής, διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ. Εξάλλου κατά τα άρθρα 111-113 Π.Κ. το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πενταετής, αρχίζει δε σε κάθε περίπτωση από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι πάντως περισσότερο από τρία έτη για τα πλημμελήματα. 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη 6919/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε στις 11-10-2007 απέρριψε ως ανυποστήρικτη, λόγω απουσίας του εκκαλούντος ήδη αναιρεσείοντος, την έφεσή του κατά της 85859/2002 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί για παράβαση του άρθρου 79 παρ.1 του ν. 5960/33 , ήτοι για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, πράξη η οποία ενόψει της απειλούμενης ποινής είναι, κατά τα άρθρα 12 και 18 εδ. β' Π.Κ., πλημμέλημα χωρίς να ερευνήσει ούτε το εμπρόθεσμο της ασκήσεώς της ούτε το ζήτημα της λόγω παραγραφής εξάλειψης του αξιοποίνου. Η πράξη αυτή, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον 'Αρειο Πάγο για τον έλεγχο της βασιμότητας ή μη λόγου αναίρεσης, τελέστηκε στις 26-9-1998 ,25-10-1998,25-11-1998 και 25-12-1998 και κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσης και έκδοσης της προσβαλλομένης αποφάσεως (11-10-2007) είχε συμπληρωθεί χρόνος πέραν της οκταετίας και είχε εξαλειφθεί λόγω παραγραφής το αξιόποινο της πράξης αυτής. Ενόψει αυτών το Τριμελές Εφετείο Αθηνών όφειλε να αποφανθεί για το εμπρόθεσμο και παραδεκτό της έφεσης και στην περίπτωση που θα έκρινε την έφεση εμπρόθεσμη και παραδεκτή, να αποφανθεί αν συντρέχει ή όχι περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 370 εδ. β' ΚΠΔ, ήτοι για οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής του αξιοποίνου του πλημμελήματος για το οποίο είχε κηρυχθεί ένοχος ο αναιρεσείων κατά την ημέρα εκδικάσεως της ως άνω εφέσεώς του. Εφόσον δεν άσκησε την εξουσία του αυτή υπέπεσε στην από το αρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ. προβλεπόμενη ως λόγο αναιρέσεως πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Συνεπώς εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, πρέπει, εξεταζομένου αυτεπαγγέλτως του εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Η' ως άνω λόγου αναιρέσεως (άρθρ. 511 ΚΠΔ), να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ.. 519 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 6919/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται απόφαση που απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυπόστατη καίτοι η πράξη του είχε παραγραφεί για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1063/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, περί αναιρέσεως της 2453/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.11.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2059/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' του ν. 1729/1987, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές όποιος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, πωλεί, αγοράζει, ή κατέχει ναρκωτικά, στα οποία περιλαμβάνεται η ηρωίνη και η κοκαΐνη, κατά το άρθρο 4 Πιν. Α' περ. 5, και Πιν. Β' περ. 3 του ίδιου πιο άνω νόμου. Ως πώληση ή αγορά ναρκωτικών, θεωρείται η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 του Α.Κ., δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, αντί του συμφωνημένου τιμήματος. Η κατοχή εξάλλου, πραγματώνεται με τη φυσική επί των ουσιών τούτων εξουσία του δράστη, ώστε αυτός να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά τη βούλησή του. Δυνατή είναι και η κατά συναυτουργία τέλεση των άνω εγκλημάτων [45 ΠΚ], συνεπώς και του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Υπάρχει δε συγκατοχή όταν υφίσταται μεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσίασης της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας και η δυνατότητα σε όλους τους δράστες - συναυτουργούς άσκησης αυτής της φυσικής εξουσίασης με τη δυνατότητα διαπιστώσεως οποτεδήποτε της ύπαρξής της, και της κατά τη βούλησή τους διάθεσής της, χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο προσδιορισμός και της εκτάσεως της φυσικής εξουσίασης που καθένας έχει επί των ουσιών αυτών. Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του χρόνο των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος, και δ) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. 2.- Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2.453/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος ως τοξικομανής για τις πράξεις της κατά συναυτουργία αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης αυτών, καθώς και για αντίσταση κατά της Αρχής, επιβλήθηκε δε σ' αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών και έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Το Πενταμελές Εφετείο, για να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν, απολογίες κατηγορουμένων), αποδείχθηκαν τα επόμενα. "... κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη σύλληψή του (7-4-2005), ο κατηγορούμενος, από κοινού με άλλα άγνωστα άτομα, αγόρασε με σκοπό την εμπορία, από άγνωστο άτομο, αντί αγνώστου, πάντως συμφωνηθέντος τιμήματος, τις παρακάτω ναρκωτικές ουσίες: α) ποσότητα ηρωϊνης συνολικού μικτού βάρους 90,4 γραμ. β) ποσότητα κοκαϊνης 8,6 γραμ. και γ) πέντε (5) δισκία, τρία χρώματος μπλέ και δύο χρώματος ροζ, που περιείχαν άγνωστη ναρκωτική ουσία. Περαιτέρω, κατά τον αυτό ως άνω χρόνο 7-4-2005 και περί ώρα 22.55 στη .... αρ.....,...... Αττικής κατελήφθη από αστυνομικά όργανα ως συνεπιβαίνων στο αυτοκίνητο που ειδικότερα περιγράφεται στο διατακτικό, ιδιοκτησίας Γ1, το οποίο οδηγούσε ο τελευταίος και στο πίσω κάθισμα καθόταν μία γυναίκα, ενώ έξω από το παράθυρο του συνοδηγού στεκόταν όρθιο ένα άτομο. Στη θέα των αστυνομικών οργάνων ο οδηγός του αυτοκινήτου, η γυναίκα και το άτομο που ήταν εκτός του αυτοκινήτου τράπηκαν σε φυγή ενώ ο κατηγορούμενος, από τη θέση του συνοδηγού κάθισε στη θέση του οδηγού και επεχείρησε να θέσει σε κίνηση το αυτοκίνητο και να εξαφανισθεί. Όμως απέτυχε και σε έρευνα που έγινε στη συνέχεια στο αυτοκίνητο, βρέθηκαν οι ναρκωτικές ουσίες που προαναφέρθηκαν σε αυτοσχέδια νάϋλον συσκευασία η ηρωϊνη και σε αυτοσχέδια νάϋλον συσκευασία η κοκαϊνη. Όλα τα παραπάνω βρέθηκαν μέσα σε τσαντάκι στο οποίο υπήρχαν και διάφορα χρυσαφικά, μεταξύ ταμπλό και κιβωτίου ταχυτήτων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στον παραπάνω τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος μεταχειρίστηκε βία προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του, αφού όπως προαναφέρθηκε, αστραπιαία, από τη θέση του συνοδηγού που ήταν, μετακινήθηκε στη θέση του οδηγού και θέτοντας το όχημα σε λειτουργία, προσπάθησε να διαφύγει κινούμενος κατά πεζών και αστυνομικών. .Ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων, είχε την ιδιότητα του τοξικομανούς, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τις πράξεις της αγοράς και της κατοχής των ναρκωτικών ουσιών τέλεσε ο κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεσή τους και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (ζυγαριά, διάφορα χρυσαφικά, μέσα σε τσαντάκι εντός του αυτοκινήτου) προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή προς τέλεση των πράξεων αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι τις ανωτέρω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών προόριζε για δική του αποκλειστικά χρήση, δεν αποδείχθηκε και είναι απορριπτέος. Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι τις παραπάνω ναρκωτικές ουσίες τις προόριζε ο κατηγορούμενος για περαιτέρω διάθεση. Προς τούτο συνηγορούν η ύπαρξη ζυγαριάς μέσα στο αυτοκίνητο, η ανεύρεση διαφόρων χρυσαφικών μέσα στο προαναφερθέν τσαντάκι και η διαφορετικότητα των ανευρεθέντων ναρκωτικών ουσιών (ηρωϊνη, κοκαϊνη, χάπια). Το αίτημα του κατηγορούμενου για τη χορήγηση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2ε πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το εν λόγω ελαφρυντικό προϋποθέτει καλή συμπεριφορά για μακρόχρονο με ελεύθερη βούληση στην κοινωνία, περιστατικά που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, καθόσον ο κατηγορούμενος ήταν κρατούμενος στις φυλακές...". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη διάπραξη εκ μέρους του αναιρεσείοντος των πράξεων για τις οποίες κατηγορείτο, τις αποδείξεις που τις θεμελίωναν και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' και παρ. 2 και 8 του ν. 1729/1987, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε Ειδικότερα, εφόσον ως αγορά ναρκωτικής ουσίας θεωρείται η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 Α.Κ. δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, για την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος αυτού, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται και το ύψος του τιμήματος, αλλ' αρκεί ότι υπάρχει συμφωνία περί του τελευταίου. Ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται η ταυτότητα του πωλητή, η δε παραδοχή της αποφάσεως "από άγνωστο άτομο έναντι αγνώστου τιμήματος" λογικά σημαίνει ότι η άγνοια περιορίζεται στα στοιχεία αυτά, τα οποία είναι αδιάφορα για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επίσης ως προς την από κοινού κατοχή των ναρκωτικών ουσιών διαλαμβάνονται στην απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η συγκατοχή με τα πρόσωπα τα οποία διέφυγαν τη σύλληψη, δεν ήταν δε απαραίτητη για την αιτιολόγηση της αποφάσεως, η μνεία των επί μέρους ενεργειών καθενός από τους συναυτουργούς, άρα και του αναιρεσείοντος. Ούτε χρειαζόταν ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του κοινού δόλου, δεδομένου ότι αυτός εμπεριέχεται στην έννοια της συναυτουργίας, ενυπάρχει δε περαιτέρω στη θέληση των συναυτουργών να πραγματώσουν τα γενόμενα δεκτά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτά. Τέλος, με τις παραδοχές ότι οι ναρκωτικές ουσίες βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του συναυτουργού Γ1 μέσα σε τσαντάκι εντός του οποίου υπήρχαν και διάφορα χρυσαφικά καθώς και ζυγαριά ακριβείας, με επάρκεια αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων με την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987, αφού ειδικότερα η διαφορετικότητα των ναρκωτικών και η ύπαρξη χρυσαφικών υποδηλώνει παράνομη από ναρκωτικά προηγούμενη συναλλαγή του κατηγορουμένου και των συναυτουργών για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, η ύπαρξη της ζυγαριάς στον τόπο και το χώρο που βρέθηκε, πρόδηλο είναι ότι δεν προοριζόταν για την μέτρηση των ναρκωτικών τα οποία ο κατηγορούμενος ως χρήστης ο ίδιος τέτοιων ουσιών χρησιμοποιούσε, αλλά για τη μέτρηση εκείνων που μαζί με τους διαφυγόντες τη σύλληψη σκοπό είχαν να διαθέσουν περαιτέρω, η ύπαρξη δε αυτής υποδηλώνει ότι αυτός και τα παραπάνω πρόσωπα είχαν διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης. Επομένως οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του Κ.Π.Δ με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα [άρθ. 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.2.453/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από κοινού με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 Ν. 1729/87. Στοιχεία των πράξεων. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά.
2
Αριθμός 1062/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Νάκη-Αποστόλου, για αναίρεση της 6236/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον ........, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1976/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικώς η κατά της αναιρεσείουσας ασκηθείσα ποινική δίωξη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερόμενων σ' αυτήν εγγράφων έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας, αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμένου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό, οπότε δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε και δέχθηκε την ενοχή της κατηγορουμένης για συκοφαντική δυσφήμηση, δεν έλαβε υπόψη του ούτε αξιολόγησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ούτε ανέγνωσε α) την αμετάκλητη 61.446/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε αθώα του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συγκατηγορουμένου του πολιτικώς ενάγοντα για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες αυτή καταδικάσθηκε πρωτοδίκως και β) τα πρακτικά της 5888/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από δε τα έγγραφα αυτά, διατείνεται η αναιρεσείουσα, προέκυπτε η μη γνώση της αναληθείας εκ μέρους της των συκοφαντικών γεγονότων για τα οποία καταδικάσθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να προβεί στην ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων, η μη ανάγνωση των οποίων προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης αλλά και από όλο το σκεπτικό της αποφάσεως, μολονότι την ανάγνωση των εγγράφων αυτών κατά παραδεκτό και νομότυπο τρόπο ρητώς ζήτησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κατηγορουμένης με τους εγγράφως κατατεθέντες και αναπτυχθέντες ισχυρισμούς της. Συνεπώς από την μη ανάγνωση της εγγράφων αυτών επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ.β', 370εδ.β'και 511 Κ.Π.Δ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η πράξη για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 12, 18, 363 Π.Κ), φέρεται δε ότι τελέστηκε στην Αθήνα την 13 Δεκεμβρίου 1999 από δε τον παραπάνω χρόνο παρήλθε οκταετία και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, κατά τα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 6.236/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του της χ1 για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα την 13η Δεκεμβρίου 1999. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Ζητήθηκε από την κατηγορουμένη η ανάγνωση συγκεκριμένων εγγράφων και το δικαστήριο παρέλειψε την ανάγνωση αυτών. Αναίρεση για έλλειψη ακροάσεως. Μετά ταύτα οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής. Αναιρεί και Π.Ο.Π.Δ.
Ακροάσεως έλλειψη
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 1061/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1560/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 491/12-12-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 § 2β, 482 §1, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 175/30-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 ασκηθείσα αυτοπροσώπως κατά του υπ' αρ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 649/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος βλάπτοντας τρίτο, η βλάβη δε τούτου υπερβαίνει τα 73.000 Ευρώ ή 25.000.000 δρχ. (αρ. 216 §§ 1 και 3α Π.Κ.) και β) ψευδή ανώμοτη κατάθεση (αρ. 225 §1 Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του και επεκυρώθη το εκκληθέν. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επεδόθη στον κατηγορούμενο την 30-8-2007 (με θυροκόλληση) ενώ στον αντίκλητο δικηγόρο του την 28-8-2007 (επίσης με θυροκόλληση). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.), αφού ασκήθηκε την 30-8-2007 ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών την 30-8-2007 και περιέχει (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως και προσβάλλεται μόνο η α' πράξη δηλ. η κακουργηματική πλαστογραφία (και όχι η β' πράξη) ήτοι: της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένα τον παρέπεμψε όπως δικασθεί για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως ενώ δεν υπήρξε εκ μέρους του ούτε απεδείχθη το στοιχείο του δόλου δεδομένου ότι όπως απέδειξε αυτός χρησιμοποίησε το έγγραφο που η ξένη Τράπεζα του απέστειλε, πιστεύοντας ότι είναι γνήσιο χωρίς να γνωρίζει ότι ενδεχομένως ήταν πλαστό. Ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν αναγράφει τα σχετικά άρθρα του Π.Κ. για παράβαση των οποίων τον παραπέμπει και εις βάρος του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για το έγκλημα της απάτης από την ίδια αιτία και συνεπώς θα έπρεπε να ενωθούν οι δύο δικογραφίες και να μην διώκεται δύο φορές για την ίδια πράξη δεδομένου ότι η πράξη της πλαστογραφίας δε συρρέει με την πράξη της απάτης. II) Από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ. 2 §5 Ν. 2408/1996) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 §1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). Κατά το άρθρο 484 §1β του Κ. Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 1307/2004 Π.Χρ. ΝΕ/535, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50). ΙΙΙ) Από την διάταξη του αρ. 216 §1 Π.Κ. που ορίζει ότι: "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, " προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται: α) η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου εγγράφου. Ως κατάρτιση νοείται η εξ υπαρχής από τον υπαίτιο δημιουργία του εγγράφου, όταν φαίνεται ότι καταρτίστηκε από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που πράγματι εκδόθηκε, ώστε να παρέχεται η αναληθής εντύπωση πως τούτο προέρχεται από τον αναγνωρίσιμο από αυτό εκδότη δηλ. να δημιουργείται παραπλάνηση περί της ταυτότητας του εκδότη (Α.Π. 527/2000 Π.Χρ. Ν/982). Νόθευση είναι η μεταγενέστερη της καταρτίσεώς του αλλοίωση της εννοίας γνησίου εγγράφου, η οποία γίνεται με την μεταβολή του περιεχομένου του, με την προσθήκη ή εξάλειψη, ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή άλλων στοιχείων του ώστε να παρέχεται η εντύπωση ότι η δήλωση του εκδότη είχε εξ' αρχής το περιεχόμενο που της προσδόθηκε μετά την αλλοίωση (Α.Π. 1158/2006 Ποιν. Δ/σύνη 2006/1469), δεν έχει σημασία η έκταση της νοθεύσεως αρκεί να θίγει την αποδεικτική σημαντικότητα (Μ. Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 216 σελ. 515). Ως έγγραφο κατά την έννοια του αρ. 13γ νοείται κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός.(Συμβ. Α.Π. 533/2003 Π. Δ/σύνη 2003/1018, Α.Π. 725/2000 Π.Χρ. ΝΑ/59 Γάφου Ειδ. Π.Δ. τεύχος Β σελ. 71). β) Σκοπός παραπλανήσεως άλλου με την χρήση του, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Οι έννομες συνέπειες πρέπει να αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιωμάτων ή έννομης σχέσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως (Α.Π. 806/2000 Π.Χρ. ΝΑ/127). γ) Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος ως προς τα αντικειμενικά στοιχεία) και πέραν αυτού (απαιτείται) ο σκοπός του δράστη όπως με την χρήση παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (αδίκημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως Α.Π. 1154/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1468), είναι δε αδιάφορο αν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση (Α.Π. 1463/93 Π.Χρ. ΜΔ/153). Εάν ο ίδιος ο πλαστογράφος έκανε και χρήση του πλαστού τούτο θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση κατά της επιμέτρησης της ποινής (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. Έκδοση Γ' υπ' αρ. 216 σελ. 557 επομ., Γάφου Ειδ. Ποινικό τεύχος Β υπ' αρ. 216 σελ. 79 επ. Α.Π. 346/2002 Π.Δ/σύνη 2002/800). Η πλαστογραφία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 3α ιδίου άρθρου αν ο υπαίτιος της πράξεως στην παρ. 1, 2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ (ή 25.000.000 δρχ.). IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογία) και ελήφθησαν υπόψη εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: από τα στοιχεία τής δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που υπάρχουν εις αυτή, καθώς και από την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατ'αρχάς ο εγκαλών Ψ1 , με την από 31-7-2002 έγκληση του, κατεμήνυσε τον εκκαλούντα Χ1, δια την πράξη τής κακουργηματικής απάτης, ('Αρθρ. 386 παρ.1, 3β Π.Κ.). Ειδικότερα με την ανωτέρω από 31-7-2002 αρχική του έγκληση ο εγκαλών ισχυρίστηκε ότι ο εκκαλών τον Οκτώβριο τού έτους 2001 τού παρέστησε ψευδώς ότι ήτο αντιπρόσωπος της Βρετανικής εταιρείας, επενδύσεων PRIVATE BANKING, διαπεπιστευμένης από τις. αμερικανικές αρχές, δια τέτοιου είδους επενδύσεις, υπό την αιγίδα των οποίων επραγματοποιούντο αυτές, ότι ησχολείτο με νόμιμες επενδύσεις, μεγάλων χρηματικών ποσών εις το εξωτερικό και κυρίως εις τις ΗΠΑ, που επέφεραν εγγυημένες αποδόσεις και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δια τους επενδυτές, αυτών, των χρηματικών ποσών. Ότι με το προς επένδυση κεφάλαιο που θα διέθετε ο εγκαλών επρόκειτο να τεθεί εις εφαρμογή ένας ανατιμώμενος διακανονισμός ασφαλούς απόδοσης, με σκοπό την υποστήριξη ανθρωπιστικών έργων καθώς επίσης και ότι το κεφαλαίο αυτό αποτελεί έναν ασφαλή διακανονισμό ιδιωτικής τοποθέτησης. Ότι το προς επένδυση κεφάλαιο που διέθετε ο εγκαλών των 500.000 Δολλαρίων ΗΠΑ, και που έπρεπε να κατατεθεί εις τον προσωπικό λογαριασμό του κατηγορουμένου εις την Τράπεζα NATWEST ΒANK του Λονδίνου, εν όψει του ότι η επένδυση αυτή τελούσε υπό την αιγίδα των οικονομικών αρχών των ΗΠΑ, ήδη από τις πρώτες 35 τραπεζικές εργάσιμες ημέρες από την συναλλαγή, θα τού επιστρεφόταν, σε μηνιαίες καταβολές 166.666 Δολ. ΗΠΑ, κάθε φορά μέχρις ότου ο επενδυτής-εγκαλών ελάμβανε το συνολικό ποσό των 2.000.000 Δολλαρίων ΗΠΑ, που ήταν και η συνολική απόδοση τής επένδυσης. Ότι έχει τεράστιες διασυνδέσεις σε μεγάλους ξένους πιστωτικούς οργανισμούς Ευρωπαϊκούς και Αμερικανικούς και ειδική άδεια από τις αρχές των ΗΠΑ, δια να προβαίνει σε τέτοιες επενδυτικές δραστηριότητες και ότι παρόμοιες επενδύσεις έκαναν εις το συγκεκριμένο πρόγραμμα ο γνωστός κοσμηματοπώλης Γ1, ο επιχειρηματίας Γ2 και άλλοι γνωστοί επιχειρηματίες της χώρας. Και ότι ο εγκαλών αφού όπως ισχυρίζεται πείστηκε εις τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του εκκαλούντος παρέδωσε εις αυτόν αρχικά την 2-10-2001 το ποσό των 50.000 δολλαρίων ΗΠΑ, και αργότερα την 15-11-2001 του κατέθεσε εις τον προσωπικό λογαριασμό του εκκαλούντος εις την Αγγλική Τράπεζα NATWEST BANK το ποσό των 450.000 δολλαρίων ΗΠΑ. 'Ετσι ζημιώθηκε ο εγκαλών κατά το ανωτέρω ποσό των 500.000 Δολλαρίων ΗΠΑ με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του εκκαλούντος. Με βάση την έγκληση αυτή σχηματίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος χωριστή δικογραφία δια την ανωτέρω πράξη, και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης από τον 18ο τακτικό Ανακριτή Αθηνών εις την συνέχεια ο εγκαλών Ψ1 κατέθεσε την 4-9-2002 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του κατηγορουμένου εκκαλούντος Χ1, μέχρι του ποσού των 750.000 ΕΥΡΩ . Αρχικά, είχε ορισθεί δικάσιμος δια την συζήτηση της αίτησης αυτής η 12-11-2002 και μετά από αναβολή αυτή συζητήθηκε την 20-1-2003. Κατά την συζήτηση αυτή, ο εκκαλών εξετάστηκε από το Δικαστήριο ως διάδικος, χωρίς όρκο, και εμφανίζοντας το από ... έγγραφο τής Αγγλικής Τράπεζας NATWEST, κατέθεσε ότι το ποσό, των 450.000 Δολαρίων ΗΠΑ, όπως βεβαιώνεται και εις το έγγραφο αυτό, βρίσκεται, μεν κατατεθειμένο, εις τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί εις το υποκατάστημα τής ανωτέρω τράπεζας, εις την περιοχή KNIGHTSΒRIDGE, του Λονδίνου, πλην όμως αυτό είναι δεσμευμένο από την εν λόγω τράπεζα, και ότι ο ίδιος δεν μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα εις τον εγκαλούντα, επειδή, τα χρήματα δεν κατατέθηκαν από τον ίδιο, αλλά από τον Ε1. Με το σημείωμα δε που κατέθεσε εις το Δικαστήριο την επόμενη ημέρα της συζήτησης τής ανωτέρω αίτησης, δηλαδή την 21-1-2003, επικαλέστηκε πάλι και προσεκόμισε τα προαναφερθέν έγγραφο της τράπεζας NATWESTBANK, το οποίο είχε το εξής περιεχόμενο: Υποκατάστημα Ναιτσμπρίτζ, Kύριο Χ1, ......, 21-Ιανουαρίου 2003. Αγαπητέ κύριε Χ1. Σχετικά με την εγγραφή επικοινωνία μας της 7 Νοεμβρίου 2002 είμαι σε θέση, να επιβεβαιώσω ότι το ποσό των λιρών 327.050, 45, είναι διαθέσιμο στο λογαριασμό σας. Ο εν λόγω λογαριασμός έχει δεσμευθεί εκκρεμούσης της προσωπικής σας υποχρέωσης, να επιστρέψετε σε μας τις τρεις συνημμένες σελίδες δεόντως συμπληρωμένες προτού αποδεσμεύσουμε κάποιο ή όλο το ποσό που βρίσκεται κατατεθημένο. Ειλικρινά δικός σας Δ1 Διευθυντής Εξυπηρέτησης-Πελατών. Όμως, μετά από ενέργειες ταυ συνηγόρου τού εγκαλούντος, προέκυψε ότι, το ανωτέρω έγγραφο, της τράπεζας NATWESΤ ήτο πλαστό αφού σύμφωνα με το από ... έγγραφο της ιδίας τράπεζας, δεν υφίσταται εις την τράπεζα αυτή τμήμα '' εξυπηρέτησης πελατών'' και τίτλος ''Διευθυντής εξυπηρέτησης πελατών", δεν υπήρχε υπάλληλος με το όνομα ''Δ1" που να εργάζεται εις το υποκατάστημα της τράπεζας εις το KNIGHTSBRIDGE, και εάν η τράπεζα απαιτούσε πληροφορίες που ζητήθηκαν με το πλαστό έγγραφο, δεν θα τις ζητούσε με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος ότι ο εγκαλών δεν νομιμοποιείται να ζητά την επιστροφή εις αυτόν του ποσού των 450.000 Δολλαρίων ΗΠΑ αλλά ότι ο νόμιμος δικαιούχας αυτών είναι ο Ε1 είναι ψευδής και προσχηματικός δια να αποφύγει ο εκκαλών την επιστροφή των χρημάτων εις τον εγκαλούντα αφού όπως προκύπτει από τα έγγραφα και ειδικότερα από το από ... αποδεικτικό αναλήψεως της τράπεζας ALPHA BANK, από το από ... αντίγραφο γραμματίου είσπραξης, δια κατάθεση σε λογαριασμό Κ. Ε1 της Τράπεζας ΕΜΠΟΡΙΚΗ, το από 15-11-2001 μήνυμα εμβάσματος της εμπορικής Tράπεζας προς τον λογαριασμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου εις την Τράπεζα NATWESTBANK, από την υπ'αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση του Ε1 , ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών Τόλια Αικατερίνης, και τις μαρτυρικές καταθέσεις, η κατάθεση του ανωτέρω ποσού εις τον λογαριασμό του κατηγορουμένου εκκαλούντος, πραγματοποιήθηκε κατ εντολή του ιδίου του εκκαλούντος από τον Ε1, εις τον οποίο είχε εμβάσει ο εγκαλών Ψ1 το ποσό αυτό καθ'υπόδειξη του εκκαλούντος, εν όψει του γεγονότος ότι ο εγκαλών δεν είχε συναλλαγές με το εξωτερικό και η τράπεζα του θα καθυστερούσε να εμβάσει τα χρήματα εις τον λογαριασμό του εγκαλούντος, πράγμα που θα δημιουργούσε προβλήματα εις την πραγματοποίηση της επένδυσης, που είχαν συμφωνήσει να κάνουν εις το εξωτερικό. Επομένως ο εκκαλών, ήτο γνώστης ότι τα χρήματα του εγκαλούντος έφθασαν εις αυτόν μέσω τρίτου ήτοι μέσω του Ε1. Επί πλέον ο εκκαλών, ούτε πρόθεση να επιστρέψει έστω εις τον Ε1 τα ανωτέρω χρήματα εξέφρασε, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του είναι ο δικαιούχος των χρημάτων αυτών και δεν είχε καμία. συναλλαγή με τον εγκαλούντα, που να δικαιολογεί την συγκεκριμένη κατάθεση εις τον λογαριασμό του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο εκκαλών, προκειμένου να αποφύγει την συντηρητική κατάσχεση τής περιουσίας ύψους 750.000 ΕΥΡΩ, κατάρτισε ο ίδιος το επίδικο έγγραφο, με το ανωτέρω περιεχόμενο και εις το τέλος του κειμένου, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή ενός ανυπάρκτου υπαλλήλου τής τράπεζας NATWESΤ, ώστε να εμφανίζεται ότι το συγκεκριμένο έγγραφο εκδόθηκε νομίμως από αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω τράπεζας, και εις την συνεχεία έκανε χρήση ταυ εγγράφου αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε το προσεκόμισε εις το Μον. Πρωτοδικείο Αθηνών, ως αποδεικτικό στοιχείο των ισχυρισμών του. Δέον να σημειωθεί ότι το Μον. Πρωτ. Αθηνών, με την υπ'αριθμ. 5060/2003 απόφασή του, έκανε δεκτή την αίτηση τού εγκαλούντος και διέταξε την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του εκκαλούντος δια το ποσό των 750.000 ΕΥΡΩ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαίτηση του εγκαλούντος Ψ1. Πάντα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν ιδία από την κατάθεση του εγκαλούντος Ψ1, από τις καταθέσεις των μαρτύρων ...., ...., ....... και από το περιεχόμενο των ανωτέρω αναλυτικά αναφερομένων εγγραφών. Ο κατηγορούμενος και εκκαλών, αρνείται τις εις βάρος του κατηγορίες, αλλά δεν αντικρούει κατά τρόπο πειστικό, τα εις βάρος του στοιχεία. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, προέκυψαν κατά του εκκαλούντος, Χ1, αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, δια τις προαναφερθείσες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους, και που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμ. ή το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, ('Αρθρ. 21, 13γ, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 216 παρ. 1, 3α, 225 παρ.1α Π.Κ.), που διώκονται και τιμωρούνται, η μεν πρώτη σε βαθμό κακουργήματος η δε δεύτερη σε βαθμό πλημ/τος. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ορθώς το προσβαλλόμενο με την υπό κρίση έφεση υπ'αριθμ. 649/21-2-2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο και εκκαλούντα Χ1, δια να δικαστεί δια τις πράξεις αυτές εις το ακροατήριο τού Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και πρέπει η υπό κρίση υπ'αριθμ. 249/30-6-2006 έφεση, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο, με την υπό κρίση έφεση Βούλευμα και να διαταχθεί η εκτέλεση του. V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη (με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση) και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (649/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω κακουργήματος το οποίο προσβάλλει με την αναίρεση (ενώ δεν άσκησε αναίρεση κατά της β πράξεως, που καίτοι είναι πλημμέλημα μπορούσε να συμπροσβληθεί λόγω συναφείας κατ' αρ. 482 §1α Κ.Π.Δ.) για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 216 §§1 και 3α Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι (καίτοι δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατ' αρ. 484 §1 Κ.Π.Δ.) στο βούλευμα αναφέρονται οι σχετικές διατάξεις του Π.Κ. που αφορούν τα εγκλήματα για τα οποία παραπέμπεται και είναι αβάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Ειδικότερα αναφέρει το βούλευμα ποια ήταν ακριβώς τα πραγματικά περιστατικά, ότι στην Αθήνα την 20-1-2003 κατά την εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) αιτήσεων του εγκαλούντος Ψ1 με την οποία ζητούσε την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακινήτου περιουσίας του κατηγορουμένου μέχρι του ποσού των 750.000 Ευρώ, προκειμένου να επιτύχει απόρριψη της αιτήσεως του εγκαλούντος, προσεκόμισε και χρησιμοποίησε το επίδικο έγγραφο που ο ίδιος κατήρτισε εξ υπαρχής και εφέρετο ψευδώς πως προήρχετο από την Τράπεζα NAT WEST του Λονδίνου Υποκατάστημα Νάϊτσμπριτζ και απευθύνετο προς αυτόν όπου ανεφέρετο ότι το ποσό των 327.090, 45 λιρών ήταν διαθέσιμο στον λογαριασμό σας. Ο εν λόγω λογαριασμός είχε δεσμευθεί εκκρεμούσης της προσωπικής του υποχρέωσης να επιστρέψει σ' αυτές τις τρεις σελίδες (συνημμένες) συμπληρωμένες προτού αποδεσμεύσουν κάποιο ή όλο το ποσό που βρίσκεται κατατεθιμένο. Είχε δε τεθεί στο έγγραφο υπογραφή ανύπαρκτου προσώπου και είχε αναγραφεί το όνομα Δ1 Δ/ντής Εξυπηρέτησης Πελατών, ώστε να φαίνεται ότι το έγγραφο είχε συνταχθεί νομίμως από τον αρμόδιο υπάλληλο, ενώ στην πραγματικότητα το έγγραφο ήταν πλαστό με ψευδές περιεχόμενο αφού στην Τράπεζα ο φερόμενος ως διευθυντής που το υπέγραψε ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο και δεν υπήρχε ειδικό τμήμα εξυπηρέτησης πελατών. Σκοπούσε ο αναιρεσείων με την χρήση του εγγράφου να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος που αντιστοιχούσε στην αξία της περιουσίας του μέχρι το ποσό των 750.000 Ευρώ που ζητούσε ο εγκαλών. Επίσης προσδιορίζεται με σαφήνεια ο δόλος του κατηγορουμένου και ο περαιτέρω σκοπός όπως με την χρήση του πλαστού να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και είναι αδιάφορο εάν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (Α.Π. 1463/93 Π.Χρ. ΜΔ/153). Ως προς τον ισχυρισμό περί μη συνενώσεως της προκειμένης δικογραφίας με ετέρα στην οποία ο αναιρεσείων είναι κατηγορούμενος για απάτη, παρατηρούμε ότι με την έκθεση εφέσεως κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε σχετικό λόγο και ορθώς το δικαστήριο δεν απεφάνθη. Εξάλλου από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει σαφώς ότι η ετέρα δικογραφία για απάτη που εκκρεμεί σε βάρος του αναιρεσείοντος ενώπιον του 18ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών έχει σχέση με την αφετηρία της αντιδικίας ήτοι την επικαλουμένη εξαπάτηση του εγκαλούντος την 2-10-2001 και 15-11-2001 όταν φέρεται πως παρέδωσε στον κατηγορούμενο αντιστοίχως 50.000 και 500.000 δολ. ΗΠΑ, δηλαδή δεν αφορά την κατάρτιση την 20-1-2003 και εν συνεχεία την χρήση του πλαστού εγγράφου της δήθεν αλλοδαπής Τράπεζας (για την οποία η υπό κρίση υπόθεση) και δεν συνέτρεχε λόγος συνενώσεως. Κατά συνέπεια ορθώς το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν. Κατ' ακολουθία δε τούτων θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αναίρεση και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 175/30-8-2007 (ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών ασκηθείσα) αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αρ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 12-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 484 § 1 Κ.Ποιν.Δικ. προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή εις άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως (Ολομ. Α.Π. 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' λόγου αναιρέσεως δι' έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139, πρέπει α)εάν ελλείπει παντελώς ή αιτιολογία, να διαλαμβάνεται εις τον σχετικόν λόγον, ή ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος και β)εάν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητος του άρθρου 6 § 2 ΕΣΔΑ η απαίτηση του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολ.ΑΠ 19/2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ 402). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη υπ' αριθμ. 175/2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 649/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίον τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για α)πλαστογραφία μετά χρήσεως από την οποίαν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον του οποίου η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, και β)ψευδή ανώμοτη κατάθεση ο αναιρεσείων με τον πρώτον λόγον αναιρέσεως εκθέτει ότι: "Το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 139 Κ.Ποιν.Δικ. και συνεπώς κατέστη αναιρετέο σύμφωνα με το άρθρο 484 § 1 περ. δ' ΚΠΔ". Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρει εις τι συνίσταται ή απλώς κατά τον ορισμόν του νόμου επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας και προβάλλεται χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια και ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος, και συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος. Για το ορισμένο του λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθη στο βούλευμα, η οποία υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη στη διάταξη που εφηρμόσθη ή όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παρεβιάσθη, καθώς και η αποδιδομένη πλημμέλεια δηλαδή σε τι ακριβώς συνίσταται το σφάλμα στην εφαρμογή της σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η επικαλουμένη, ως λόγος αναιρέσεως, πλημμέλεια υπό την επίκληση της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως της πλαστογραφίας με χρήση, βάλλει κατά της αναιρετικώς ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του συμβουλίου αφού αναφέρει ότι δεν απεδείχθη το απαιτούμενο εκ του νόμου στοιχείο του δόλου. Εντεύθεν και ο σχετικός δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αόριστος και συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος. Η διάταξη του άρθρου 484 § 1 δ' Κ.Ποιν.Δικ. που προέβλεπε λόγον αναιρέσεως δια μη παράθεση του σχετικού άρθρου του Ποινικού νόμου, κατηργήθη με την § 1 του άρθρου 42 Ν. 3160/2003 (από 30/6/2003) Δι' ό και όταν το συμβούλιο Εφετών, δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπήν του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο, επεκύρωσε το προσβληθέν δια της εφέσεως πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα του συμβουλίου Πλημ/κων, δεν είναι αναγκαίο να επαναληφθούν οι εφαρμοσθείσες υπό του τελευταίου τούτου ποινικαί διατάξεις εις το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Συνεπώς ο συναφής τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίο "το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναγράφει τα σχετικά άρθρα του Π.Κ. για παράβαση των οποίων με παραπέμπει σε δίκη, ώστε κατέστη αναιρετέο" είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ανεξαρτήτως του ότι η ουσιαστική ποινική διάταξη περιέχεται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό ως και εις την προς το Συμβούλιο Εφετών εισαγγελική πρόταση, εις την οποίαν τούτο επιτρεπτώς αναφέρεται. Τέλος και ο τέταρτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίον "όπως προκύπτει από το ίδιο το βούλευμα εις βάρος μου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για το έγκλημα της απάτης από την ίδια αιτία και συνεπώς έπρεπε να ενωθούν οι δύο δικογραφίες και να μη διώκομαι δύο φορές για την ίδια πράξη, δεδομένου ότι εν προκειμένω η πράξη της πλαστογραφίας δε συρρέει με την πράξη της απάτης" είναι απαράδεκτος, αφού δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερομένους εις τους κατ' άρθρον 484 § 1 Κ.Ποιν.Δικ. λόγους αναιρέσεως των βουλευμάτων και ως, εντεύθεν, απορριπτέος. Μετά πάντα ταύτα η αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 § 1 και 583 § 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30/8/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στο βούλευμα. Πότε σαφής και ορισμένος ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας. Πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και πότε ορισμένος ο λόγος αυτός. Απαράδεκτος (και) όταν αφορά την περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου. Μετά το ν. 3160/2003 δεν προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως η μη παράθεση του άρθρου του Π.Ν. στο εφετειακό βούλευμα, με το οποίο απορρίπτεται η έφεση και επικυρώνεται το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1060/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Μπουλούκο, περί αναιρέσεως της 1817/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 593/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1.817/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "Την 25η Ιουλίου 2006 οι παθόντες ..... και η σύζυγός του ........ απουσίασαν από ώρας 21.00 έως 23.30 από το διαμέρισμά των, το οποίο ευρίσκεται στον πρώτο όροφο της επί της οδού ......' της ..... κειμένης πολυκατοικίας, όταν δε επέστρεψαν περί την 23.30 ώραν, διεπίστωσαν, ότι άγνωστος είχε διαρρήξει το διαμέρισμά των και αφού εισήλθε σε αυτό, αφήρεσε από την κατοχή των με σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως και πράγματι ιδιοποιήθηκε παρανόμως 2 δακτυλίδια συνολικής αξίας 15.000 ευρώ, καθώς και το χρηματικό ποσόν των 1054 ευρώ. Επί πλέον, οι ως άνω παθόντες ευρήκαν στο διαμέρισμά των μίαν απόδειξη παραγγελίας φαγητών, η οποία εκδοθεί την 16.44 ώραν περίπου της ίδιας ημέρας από το κατάστημα "ΠΙΤΣΑΡΙΑ - ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ" με την επωνυμία "....", το οποίο ευρίσκεται στην οδό ..... της ..... Η ύπαρξη της αποδείξεως αυτής στο διαμέρισμα των παθόντων δεν εδικαιολογείτο σε καμμία περίπτωση, καθόσον εκείνοι ουδέποτε είχαν παραγγείλει φαγητό στο ως άνω κατάστημα. Από την έρευνα, την οποία διενήργησε η Αστυνομία, διεπιστώθη, ότι η ως άνω παραγγελία είχε γίνει από πελάτες με τα ονόματα Β1 - Β2, οι οποίοι διέμεναν στην οδό .... της .... και τα φαγητά είχε μεταφέρει από το κατάστημα στην οικία των πελατών ο κατηγορούμενος, ο οποίος ηργάζετο ως διανομέας στην εν λόγω επιχείρηση. Όσον αφορά την συγκεκριμένη απόδειξη, η οποία ευρέθη στο διαμέρισμα των παθόντων, προέκυψε, ότι αυτή δεν εκδίδεται για τον πελάτη, αλλά παραδίδεται στον υπάλληλο, ο οποίος μεταφέρει τα φαγητά στον πελάτη και προορισμός της είναι η χρησιμοποίησή της κατά την εκκαθάριση των δοσοληψιών μεταξύ επιχειρήσεως και υπαλλήλου μετά από την παράδοση των φαγητών στους πελάτες κατά την συγκεκριμένη ημέρα, ύστερα δε από την εκκαθάριση του λογαριασμού μεταξύ της επιχειρήσεως και του διανομέως, η απόδειξη παραμένει στα χέρια του τελευταία, ο οποίος και την απορρίπτει, αφού εξεπληρώθη ο προορισμός της. Έτσι λοιπόν συνέβη και κατά την ημέρα εκείνη, δηλαδή αφού ο κατηγορούμενος εξετέλεσε την παραγγελία και παρέδωσε τα φαγητά τα φαγητά στους Β1 και Β2, παρέμεινε η απόδειξη στην κατοχή εκείνου, την οποία έπρεπε να διατηρήσει μέχρι του κλεισίματος του λογαριασμού του με την εργοδότιδά του επιχείρηση κατά την ημέρα εκείνη. Όμως αργότερα, όπως προέκυψε από την διαδικασία στο Δικαστήριο, ο κατηγορούμενος διέπραξε την ως άνω κλοπή στην οικία των παθόντων, κατά την διάρκεια της οποίας και χωρίς να το αντιληφθεί ο ίδιος του έπεσε η απόδειξη από την τσέπη του και ευρέθη από τους παθόντες. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από τις καταθέσεις των παθόντων, οι οποίοι κατέθεσαν, ότι μόλις επέστρεψαν στο διαμέρισμά των, αντελήφθησαν να βρίσκεται σε εξέλιξη κλοπή και στο απέναντι, από το δικό τους, διαμέρισμα, ενώ κάτω από το διαμέρισμά των ήτο σταθμευμένο αυτοκίνητο μάρκας .... (TOYOTA), χρώματος ασημί, τέτοιο δε αυτοκίνητο, όπως παρεδέχθη κατά την απολογία του στο Δικαστήριο, έχει και ο κατηγορούμενος, ο οποίος το χρησιμοποιεί στην εργασία του. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποσείσει την κατηγορία από το πρόσωπό του, απήντησε κατά την απολογία του στο Δικαστήριο, ότι "το χαρτί (δηλαδή την ως άνω απόδειξη παραγγελίας) το πέταξα στις 6.00 (δηλαδή το απόγευμα της ίδιας ημέρας), ήταν έξτρα η παραγγελία αυτή, είχα κάνει λάθος όταν είχα πει (κατά την προανάκριση) ότι το πέταξα στις 12.00 (δηλαδή τα μεσάνυκτα) μαζί με τα άλλα χαρτιά". Όμως, η απάντηση αυτή είναι ψευδής και με αυτήν ο κατηγορούμενος εσκόπευε να στηρίξει τον ισχυρισμό του, ότι δηλαδή, αφού είχε γίνει η εκκαθάριση του λογαριασμού του με την εργοδότιδα επιχείρηση την 6η απογευματινή ώρα και αφού ο ίδιος είχε δήθεν απορρίψει πλέον, σαν άχρηστη, την απόδειξη παραγγελίας, τρίτος, ευρών την απόδειξη και διαπράξας την κλοπή, άφησε την απόδειξη στο διαμέρισμα των παθόντων, για να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο. Εν όψει της κατά τα άνω σχηματισθείσης στο Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, δεν εξυπηρετεί στην προκειμένη περίπτωση διακοπή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, όπως εζήτησε ο κατηγορούμενος, προκειμένου δηλαδή να ερευνηθεί εάν ευρέθησαν από την Αστυνομία, η οποία ενήργησε σχετική έρευνα, δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου στο διαμέρισμα των παθόντων. Τούτο δε, καθόσον 1) η τυχόν ανεύρεση δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου θα συμβαδίζει απλώς με την ως άνω κρίση του Δικαστηρίου και 2) η ενδεχομένη ανυπαρξία δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατηγορουμένου ή η ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων τρίτου προσώπου δεν αποκλείουν την εκ μέρους του κατηγορουμένου διάπραξη της ως άνω κλοπής, έστω και από κοινού με τρίτο, άγνωστο πρόσωπο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σε αυτόν πράξεως της κλοπής, της οποίας το αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, να αναγνωρισθεί όμως στον ίδιο η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, ήτοι ότι έζησε έως τον χρόνο τελέσεως του εν λόγω εγκλήματος έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κλοπής με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αναγνώρισε σ' αυτόν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου και επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της κλοπής για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 372 παρ.1β'του ΠΚ την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω και εν σχέσει με το κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας υποβληθέν από τον συνήγορο του κατηγορουμένου αίτημα αναβολής της δίκης προκειμένου να προσκομισθεί το πόρισμα της αρμόδιας εγκληματολογικής υπηρεσίας σχετικά με τη διερεύνηση των αποτυπωμάτων που βρέθηκαν στον τόπο της κλοπής, διαλαμβάνεται στην απόφαση επαρκής αιτιολογία απορρίψεως του αιτήματος. Δέχεται ειδικότερα το δικαστήριο ότι η τυχόν ταύτιση των αποτυπωμάτων προς εκείνα του κατηγορουμένου συμβαδίζει με την περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου, ενώ, η ενδεχόμενη μη ταύτιση των ευρεθέντων αποτυπωμάτων, ουδόλως αποκλείει, την από αυτόν διάπραξη της κλοπής, ώστε να κρίνεται επιβεβλημένη η για κρείσσονες αποδείξεις αναβολή της δίκης. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του Κ.Π.Δ. για έλλειψη αιτιολογίας τόσον ως προς την περί ενοχής του κατηγορουμένου ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου όσον και ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο μη καλυφθείσα, η οποία καθιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β'του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν η ακυρότητα αυτή ρητά απαγγέλλεται στο νόμο (άρθρο 170 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) Από το γεγονός όμως, ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται να απαντήσει άμεσα σε αίτημα του κατηγορουμένου για την αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως δεν δημιουργείται τέτοια ακυρότητα όταν το δικαστήριο ενιαίως αποφαίνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως του τόσον επί της κατηγορίας όσον και επί του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της δίκης και δεν παραβιάζεται ούτε η διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος που θεμελιώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας των πολιτών, ούτε και η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3δ' της ΕΣΔΑ η οποία παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την πρόσκληση και εξέταση μαρτύρων. Συνεπώς και ο από το παραπάνω άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι αβάσιμος. Τέλος, η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι οι μάρτυρες κατηγορίας ουδέν επιβαρυντικό για την κλοπή κατέθεσαν εις βάρος αυτού, είναι απαράδεκτη διότι πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά ταύτα η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.1817/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη για κλοπή. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής. Δεν δημιουργείται ακυρότητα όταν το δικαστήριο δεν αποφαίνεται άμεσα επί του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, αλλά ενιαίως με το σκεπτικό επί της ενοχής. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλοπή, Αναβολής αίτημα.
1
Αριθμός 1059/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Μπούνα, περί αναιρέσεως της 1939/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κερκύρας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1928/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ.- Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία '', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδαφ. α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1.939/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της κατ' εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 31-3-1998 έως 23-12-1999 και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών η οποία ανεστάλει. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε, μεταξύ των άλλων, την ένσταση τις παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη για τις μερικότερες πράξεις που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί έως την 30-11-1998, δεδομένου ότι, συνυπολογιζομένου και του χρόνου της αναστολής, παρήλθε οκταετία μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο (8-12-2006). Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη, ενώ ορθώς δέχθηκε στην παρεμπίπτουσα για το ζήτημα της παραγραφής απόφασή της ότι χρονική αφετηρία της παραγραφής είναι η 30-10-2002 που θεωρήθηκε το πόρισμα του φορολογικού ελέγχου, στην συνέχεια, όμως, τόσο στο κύριο σκεπτικό αλλά και στο διατακτικό της αποφάσεως, ως χρόνο τελέσεως του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο δίκασε τελικώς τον κατηγορούμενο, αντιφατικώς δέχεται το χρονικό διάστημα από 31-3-1998 έως 23-12-1999. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κερκύρας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι αντιφατική και καθιστά έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του νόμου επί ζητήματος που σχετίζεται με την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Τούτο δε διότι εάν, ως δέχεται στην παρεμπίπτουσα απόφασή του, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 30-10-2002, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο δίκασε (8-12-2006)), δεν είχε παρέλθει πενταετία, πολύ περισσότερο δε οκταετία, εάν όμως ο χρόνος τέλεσης της πράξης αρχίζει από την 31-3-1998, ως δέχεται στο κύριο σκεπτικό και το διατακτικό, τότε κατά τον άνω χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως (8-12-2006), συνυπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, είχαν υποπέσει σε παραγραφή οι μερικότερες πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος από 31-3-1998 έως 30-11-1998. Μετά από αυτά, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας [παρέλκει μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών λόγων] πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1.939/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί εικονικών φορολογικών στοιχείων η παραγραφή αρχίζει από την θεώρηση του πορίσματος φορολογικού ελέγχου. Αναίρεση για αντιφατική αιτιολογία. Ενώ ορθώς γίνεται δεκτό με παρεμπίπτουσα απόφαση, απορριπτική της ενστάσεως παραγραφής, ότι η παραγραφή αρχίζει από τη θεώρηση του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, στην ίδια απόφαση στο κύριο σκεπτικό και στο διατακτικό γίνεται δεκτός προγενέστερος χρόνος τελέσεως της πράξης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Παραγραφή.
0
Αριθμός 1058/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κουκνή, περί αναιρέσεως της 1219/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 595/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1219/2007 απόφασή του, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα κρίσιμα εν σχέσει με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά: "...κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο βρισκόταν σε εξέλιξη ανέγερση οικοδομής επί των οδών .... και ..... στην Αθήνα. Το εν λόγω έργο εκτελούσε η Κοινοπραξία "ΚΞ ΚΙ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ - CYBARCO (HELLAS) A.E. με έδρα στην Καλλιθέα, που συνεστήθη από τις ως άνω κοινοπρακτούσες ανώνυμες εργοληπτικές εταιρίες. Εργοταξιάρχης του όλου έργου και υπεύθυνος για τα μέτρα ασφαλείας και την τήρησή τους είχε ορισθεί ο 4ος κατηγορούμενος χ1 - πολιτικός μηχανικός. Στις 14-9-2001 και περί ώρα 14.00' ο εργάτης ........, ο οποίος είχε πάρει εντολή από τον εργοδηγό Γ1 να καθαρίσει από τα μπάζα το 2ο όροφο και εργαζόταν εκεί στο 2ο όροφο εκτελώντας την παραπάνω εργασία, την οποία, σχεδόν ολοκλήρωνε, συγκεντρώνοντας τα μπάζα σε ένα σημείο (από το οποίο ήταν εύκολη η απομάκρυνσή τους), έχασε ξαφνικά την ισορροπία του και έπεσε στο φωταγωγό, καταλήγοντας έξι επίπεδα (24 μ.) παρακάτω, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά και τελικώς να υποκύψει εξ αιτίας των τραυμάτων του στις 3-10-2001 στο Νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", όπου είχε διακομισθεί. Κατά τη στιγμή της πτώσης του άνω εργάτη από το 2ο όροφο (στο φωταγωγό) υπήρχε μεν προστατευτικό πλέγμα στη θέση του φωταγωγού (στο 2ο όροφο), δηλαδή είχαν τοποθετηθεί ειδικά μεταλλικά πλαίσια που στηρίζονταν στο δάπεδο και στην οροφή, όμως οι σιδερόβεργες οριζοντίως (για το σχηματισμό του πλέγματος) είχαν αφαιρεθεί από την πλευρά που έπεσε ο ανωτέρω εργάτης και έτσι, άγνωστο πως, παραπάτησε και έπεσε μέσα στο φωταγωγό. Ποιος αφαίρεσε τις εν λόγω σιδηρόβεργες δεν διακριβώθηκε με βεβαιότητα, ενδεχομένως δε το ίδιο το θύμα, που σχεδόν ολοκλήρωνε την εργασία συγκέντρωσης των μπάζων, να είχε προβεί στην αφαίρεσή τους προς διευκόλυνσή του. Ο 4ος κατηγορούμενος ως εργοταξιάρχης - επιβλέπων μηχανικός και υπεύθυνος για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας θα έπρεπε συνεχώς να μεριμνεί για τη διατήρησή τους και ειδικότερα θα έπρεπε να μεριμνεί για τη διατήρηση του προστατευτικού πλέγματος περιμετρικού του φωταγωγού του 2ου ορόφου, καθώς και για την επαρκή αντοχή και μη αλλοίωσή του, αλλά και θα έπρεπε να επιστήσει την προσοχή, είτε ο ίδιος είτε δια του εργοδηγού του έργου Γ1, στους εργάτες και συγκεκριμένα στο θύμα, ότι δεν είχαν δικαίωμα να επέμβουν αφαιρετικά στο ως άνω προστατευτικό πλέγμα χωρίς ειδική εντολή (ήτοι μετά το πέρας των σχετικών εργασιών του ορόφου για την τοποθέτηση των καγκέλων). Ο 4ος κατηγορούμενος, όμως με τις άνω ιδιότητές του, από έλλειψη της επιμέλειας και προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν μερίμνησε για τη διατήρηση του ως άνω μέτρου ασφαλείας (προστατευτικού πλέγματος του φωταγωγού του 2ου ορόφου) και για την επαρκή αντοχή του, αλλά και για την ενημέρωση των εργατών για τη μη αυθαίρετη (χωρίς εντολή) αφαίρεση εξαρτημάτων (όπως σιδερόβεργων οριζοντίων) τούτου και έτσι κατά την ως άνω χρονική στιγμή είχαν αφαιρεθεί οριζόντιες σιδερόβεργες αυτού (πλέγματος) από τη μία πλευρά, με συνέπεια από αμέλειά του να επιφέρει το θάνατο του ανωτέρω εργάτη, χωρίς να προβλέψει το εν λόγω αξιόποινο αποτέλεσμα". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών την οποία ανέστειλε, για το ότι, κατά τα εκεί εκτιθέμενα, ως πολιτικός μηχανικός και εργοταξιάρχης στο έργο, παρέλειψε να λάβει τα προς προστασία των εργαζομένων στην οικοδομή μέτρα ασφαλείας από την οποία παράλειψη και επήλθε τελικά ο θάνατος του παθόντος και ειδικότερα, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του, παρέλειψε να μεριμνήσει για την κατά τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 του Π.Δ/τος 778/1980 και των άρθρων 40 παρ. 1 και 41 παρ. 1 και 2 του Π.Δ/τος 1573/1981 τοποθέτηση περιμετρικά του φωταγωγού, πλησίον του οποίου εργαζόταν ο παθών, προσωρινού κιγκλιδώματος επαρκούς αντοχής. Με αυτά, όμως που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι αντιφατική. Ειδικότερα, ενώ στο διατακτικό της αποφάσεως κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος διότι παρέλειψε να λάβει τα ανωτέρω μέτρα ασφαλείας αν και ήταν υπόχρεος προς τούτο (άρθρο 15 του Π.Κ.), στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως, αντιφατικά προς τα ανωτέρω, διαλαμβάνεται ότι στον χώρο από τον οποίο κατέπεσε το θύμα είχε τοποθετηθεί προστατευτικό πλέγμα στη θέση του φωταγωγού και συγκεκριμένα είχαν τοποθετηθεί ειδικά μεταλλικά πλαίσια τα οποία στηρίζονταν στο δάπεδο και την οροφή. Δέχεται δε περαιτέρω, ότι οι οριζόντιες σιδερόβεργες προς σχηματισμό του πλέγματος είχαν αφαιρεθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο από άγνωστο άτομο, πιθανώς και από το ίδιο το θύμα, και με την παραδοχή αυτή την αμέλεια του κατηγορουμένου εστιάζει στην έλλειψη επιμέλειας και προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει και δεν κατέβαλε στην προκείμενη περίπτωση διότι παρέλειψε να ελέγξει την αντοχή και διατήρηση του πλέγματος και την ενημέρωση των εργατών για την μη αφαίρεση αυτού χωρίς τις εντολές του. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ. με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών. Κατ' ακολουθία, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1219/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αναίρεση για αντιφατική αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
Αριθμός 1057/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) x1 και 2) x2 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Ιανουαρίου 2007 και 29 Ιανουαρίου 2007, αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 154/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη με αριθμό 323/12.09.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "I) Eισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 32 § § 1+4, 138 § 2 β, 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις αιτήσεις αναιρέσεως: α) υπ'αρ. 11/25-1-2007 της x1 και β)15/29-1-2007 του x2 τις οποίες άσκησαν αυτοπροσώπως ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών κατά του υπ'αρ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 520/2002 βούλευμά του απεφάνθη (μεταξύ άλλων) όπως μη γίνει κατηγορία κατά α) της 1ης των αναιρεσειόντων x1 για απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατ'εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. β) του x2 για ηθική αυτουργία στις άνω πράξεις και παρ. αρ. 2 § 1 σε συνδ. με 1 εδαφ. αη Ν.2331/95. Κατά του ανωτέρω απαλλακτικού βουλεύματος οι πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 άσκησαν εφέσεις και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αρ. 1496/2002 βούλευμα μετερρύθμισε το πρωτόδικο παραπέμποντας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) α) την χ1 για κακουργηματική απάτη κατ'εξακολούθηση (τετελεσμένη) με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. β) τον χ2 για ηθική αυτουργία στην πιο πάνω πράξη και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατά συρροή, ενώ επικυρώθηκαν οι απαλλακτικές διατάξεις του πρωτοδίκου βουλεύματος. Κατά του εν λόγω βουλεύματος άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως οι ανωτέρω κατηγορούμενοι και οι πολιτικώς ενάγουσες. Το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου (αρ. 1331/2005) ανήρεσε το προσβληθέν βούλευμα (αρ. 1496/2002) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. για την οποία είχε παραπεμφθεί η χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και της ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας και νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ο χ2 και β) για εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού ποινικού δικαίου (σελ. 58,59 1331/2005) ως προς την κακουργηματική απόπειρα απάτης και την ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή (για τις οποίες είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία αντιστοίχως εναντίον της χ1 και χ2. Ακολούθησε η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών το οποίο με το υπ'αρ. 1855/2005 βούλευμα διέταξε την διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως προκειμένου να διευκρινισθεί από τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 πότε αυτές παραπλανήθηκαν από την κατηγορουμένη χ1 και αν για τις χρηματικές καταβολές προς την τελευταία υπήρξε χωριστή παραπλάνησή τους ή αν η παραπλάνησή τους είχε δημιουργηθεί από την αρχή και να εξετασθούν για τα ζητήματα αυτά οι μάρτυρες που θα προέτειναν οι ίδιες και οι κατηγορούμενοι. Μετά το πέρας της περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως εξεδόθη το υπ'αρ. 3073/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (που ήδη προσβάλλεται με τις υπό κρίση αναιρέσεις) με το οποίο α) απερρίφθη εν μέρει η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ψ1, β) η έφεση της ψ2, γ) εχαρακτήρισε ως πλημμεληματική την απάτη που φέρεται ότι τελέστηκε το β' 15πενθήμερο Σεπτεμβρίου 1999 και πάντως προ της 24-9-1999 σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ2, με αυτουργό την χ1 και ηθικό αυτουργό τον χ2 και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατ'αυτών μόνο για την εν λόγω μερικότερη πράξη. δ) Επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα ως προς τις διατάξεις του με τις οποίες είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά της χ1 για την πράξη της απόπειρας απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η απειληθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτήν σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ2 στην ...... την 13-12-1999, ως επίσης (να μη γίνει κατηγορία) κατά ετέρων κατηγορουμένων (....., ......, .......). ε) 'Εκανε δεκτή εν μέρει την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ψ1. στ) Μετερρύθμισε κατά τα λοιπά το εκκληθέν βούλευμα (520/2002) του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και παρέπεμψε τους 1) χ1 και 2) χ2, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθούν η 1η για κακουργηματική απάτη κατ'εξακολούθηση (τετελεσμένη) και απόπειρα κακουργηματικής απάτης, ο 2ος για ηθική αυτουργία στις άνω πράξεις και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. ΙΙΙ) Οι αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων (χ1 και χ2) ασκήθηκαν νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, σύμφωνα με τα άρθρα 465 § 1, 473 § 1, 474 § 2, 482 §1 εδ. α', αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στην 1η την 16-1-2007, και στον 2ο την 20-1-2007 και οι αναιρέσεις ασκήθηκαν της μεν 1ης την 25-1-2007 του δε δευτέρου την 29-1-2007 (ημέρα Δευτέρα) και σ'αυτές διαλαμβάνονται και αναπτύσσονται οι αναιρετικοί λόγοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 484 § 1 στοιχ. β+δ Κ.Π.Δ.). Συνεπώς οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να εξετασθούν κατ'ουσίαν. IV) Από την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 386 του Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως, αρκεί συνεπεία αυτής να προξενήθηκε η πλάνη και εκ της παραπλανήσεως να προέβη ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στον παραπλανηθέντα ή τρίτο. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 Π.Κ., νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε συγκροτείται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 5/2001, 610/2002). Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος (ΑΠ 691/1997, 1627/1999, 132/2000). Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν.2408/1996, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Η παράγραφος αυτή όμως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, ως εξής: " Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5,000.000 δρχ., ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ.". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διατάξεως προκύπτει, ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ., ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. Κατά το δεύτερο σκέλος της η τελευταία διάταξη είναι δυσμενέστερη για κατηγορούμενο, αφού με αυτή προστέθηκε νέα επιβαρυντική περίπτωση απάτης, που στηρίζεται μόνο στο ποσό (25.000.000 δρχ) που επιδιώκει ο δράστης ή της προξενηθείσας ζημίας και δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ (ΑΠ 829/2001, 610/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθ. 83). Το έγκλημα της απάτης, που διώκεται από δόλο, είναι δεκτικό και απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη η οποία να περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού και οδηγεί κατευθείαν στην πραγμάτωση του, ή τελεί προς αυτή σε τέτοια σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο (Μπουρόπουλου Ερμ. Π.Κ. τ. Α', 113 επ., ΑΠ 616/1993, 506/1994, 1068/1995). Περαιτέρω, από το άρθρο 98 του Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεση τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο θα υπήρχαν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονταν και μεν την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεση τους, θα αποτελούσαν κατ'εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε, από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Όμως τελείται μία πράξη απάτης και όταν γίνονται συνεχιζόμενες ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου, καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, ο δε χρόνος τελέσεως της απάτης συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη. Μία, επίσης, πράξη απάτης υπάρχει και όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διάφορους χρόνους επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1310/2001, 1639/2002). Τέλος, το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.2331/1995 "πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" ορίζει ότι: "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. α' και γ' του ίδιου νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας" προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια (στοιχ. αη του άρθρου 1 του ν.2331/1995), της δε "περιουσίας" ως τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου αξιόποινης πράξεως της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, υποκειμενικά δε δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επιπλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προελεύσεως της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας" ή την παροχή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1 εδ. α' του ν.2331/1995. Επιπλέον για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η ύπαρξη της προβλεπόμενης εγκληματικής δραστηριότητας άλλου προσώπου, διαφορετικού από το δράστη του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων, απαιτείται δηλαδή να είναι άλλος ο δράστης της εγκληματικής δραστηριότητας (κύριου εγκλήματος) και άλλος ο δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων (ΑΠ 372/2002, 402/2004). IV. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 1178/1993, 760/1996, 711/2000 ΠΧ ΜΔ' 167, ΜΖ' 379, ΝΑ' 55 αντίστοιχα). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (ΑΠ 760/1996, 1155/2000 ΠΧ ΜΖ' 379, ΝΑ' 398 αντίστοιχα). V) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα (και με αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση) εδέχθη ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά την προανάκριση και την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική) η οποία περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τις απολογίες και τα υπομνήματα των διαδίκων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη χ1, που γεννήθηκε το 1977, παιδί (μοναδικό) αρκετά ευκατάστατων γονέων, οι οποίοι είχαν μεγάλα εισοδήματα (ο πατέρας της ήταν εκδότης) και περιουσία, συνήψε κατά το έτος 1997 ερωτικό δεσμό με το συγκατηγορούμενό της χ2, έγγαμο και κατά 12 χρόνια μεγαλύτερο της. Αυτή, στις 27.10.1998, επειδή οι γονείς της δεν ενέκριναν τον ερωτικό δεσμό της, εγκατέλειψε την πατρική οικία στο ...... και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου ..... στην πλατεία ...... Στην εγκατάσταση της στο εν λόγω ξενοδοχείο την οδήγησε κατά κύριο λόγο η επιθυμία της να συνεχίσει την πολυτελή διαβίωση, στην οποία ήταν συνηθισμένη, και να διατηρήσει τον πιο πάνω ερωτικό δεσμό της, η επιτυχής έκβαση του οποίου αποτελούσε τη βασική της μέριμνα. Για την προστασία του δεσμού της αυτού η κατηγορουμένη, η οποία ήταν άτομο που το χαρακτήριζε η ανασφάλεια, προσέφυγε, ύστερα από σχετικές συστάσεις, στη βοήθεια της πολιτικώς ενάγουσας ψ2, αστρολόγου. Η τελευταία, η οποία ενημερώθηκε για την όλη κατάσταση της χ1 και ιδιαίτερα για τη μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας της, ανέλαβε πρόθυμα να προσφέρει τις αστρολογικές και γενικά μαντικές υπηρεσίες της στην εν λόγω κατηγορουμένη. Κατά το Μάιο του 1999, η ψ2 γνώρισε στην χ1 τη στενή της φίλη ψ1, ήδη πολιτικώς ενάγουσα επίσης, ηλικίας τότε 38 ετών, η οποία εργαζόταν ως ασφαλίστρια στην Εθνική Ασφαλιστική Εταιρία και περιελάμβανε στην επαγγελματική δραστηριότητα της επενδυτικά προγράμματα που είχαν έμμεση σχέση με το Χρηματιστήριο, του οποίου τις εργασίες παρακολουθούσε ανελλιπώς. Μεταξύ της κατηγορουμένης χ1 και των πολιτικώς εναγουσών ψ2 και ψ1 αναπτύσσεται στενή φιλική σχέση, η οποία εξελίσσεται ταυτόχρονα και οδηγεί στην εμπέδωση απόλυτης εμπιστοσύνης προς την πρώτη εκ μέρους των τελευταίων, οι οποίες βασίζονται στις συστάσεις που έχουν πάρει για την κατηγορουμένη, αλλά και στην προσωπική επικοινωνία τους με αυτήν, η οποία τους δίνει την εντύπωση ατόμου με απεριόριστη οικονομική άνεση, εντύπωση την οποία ενισχύουν η πολυτελής διαμονή της και οι συνεχείς εναλλαγές σε πολύτιμα κοσμήματα και σε ακριβές ενδυμασίες. Η χ1 από τη συναναστροφή της με την ψ1 και τη ψ2 αντιλαμβάνεται ότι οι δύο τελευταίες, οι οποίες μάλιστα είχαν ανοίξει προσωπικό κωδικό σε χρηματιστηριακή εταιρία, επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο. Έτσι αυτή, αποβλέποντας να αποκομίσει από εκείνες, τόσο η ίδια, όσο και ο ερωτικός της σύντροφος χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, διηγείται ότι δήθεν είχε κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά από επενδύσεις, ότι διαθέτει πολύ καλές πληροφορίες για ιδιωτικές επενδύσεις, ότι μέσω της οικογένειας της είχε αναπτύξει συνεργασία με θεσμικούς επενδυτές στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και με γνωστά πρόσωπα, όπως ο γ1, εκδότης της εφημερίδας ....... Ακόμη έδειχνε προς αυτές έγγραφα, που δήθεν αποδείκνυαν ότι είχε καταθέσεις σε λογαριασμούς σε ελβετικές Τράπεζες, ύψους 43.000.000.000 δρχ., οι οποίοι ήσαν προσωρινά μπλοκαρισμένοι για νομικούς λόγους, ότι το κλείσιμο του ενός λογαριασμού έληγε στο τέλος του 1999, ότι είχε αναθέσει το άνοιγμα των λογαριασμών στους δικηγόρους Λυκουρέζο και Λιάσκο και ακόμη ότι είχε μεγάλες δυνατότητες για επενδύσεις μέσω του ανθρώπου (χ2), με τον οποίο είχε συναισθηματική σχέση. Κατά το μήνα Ιούλιο του 1999 η χ1 στις πιο πάνω διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 προσέθεσε και τη διαβεβαίωση ότι κατά το μήνα αυτό η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων ...... είχε τη δυνατότητα να μπει στο Χρηματιστήριο και ότι η ίδια μέσω του εκδότη γ1, θεσμικού επενδυτή, μπορούσε να συμμετέχει στην προεγγραφή για την αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας, επενδύοντας μεγάλα κεφάλαια με απόδοση μηνός 50% για τους επενδυτές. Με την τελευταία αυτή διαβεβαίωση, η οποία προστέθηκε στις προηγούμενες, η ψ1 πείστηκε ότι υπήρχε ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί με την κατηγορουμένη χ1, με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζονταν. Τα χρηματικά ποσά που θα επενδύονταν θα τα συγκέντρωνε η ψ1 από τρίτα πρόσωπα, τα οποία θα εισέπρατταν ως αντάλλαγμα τις πιο πάνω υψηλές αποδόσεις, ύστερα από αφαίρεση του ποσοστού 20% (15%+5%) από τα κέρδη. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας HERTZ το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 22.7.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ........ που τηρούσε η χ1 στην Εθνική Τράπεζα και στις 16.8.1999, το ποσό των 15.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ταμιευτηρίου 1........ που άνοιξε την ίδια ημέρα η χ1 (κοινό με την ψ2) στην Τράπεζα ALPHA (κατάστημα ΕΝΤΕΝ ΜΑΡΕ). Κατά το μήνα Αύγουστο του 1999 η χ1, συνεχίζοντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό τις διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες για γρήγορες και αποδοτικές επενδύσεις, προσέθεσε μια δήθεν καινούργια ευκαιρία, που εμφανιζόταν με την επικείμενη κατά τον Οκτώβριο του 1999 είσοδο στο Χρηματιστήριο της εταιρίας "HYATT REGENCY- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ". Και στην περίπτωση αυτή η χ1 παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι, μέσω των γνωστών της θεσμικών επενδυτών, μπορούσε να συμμετάσχει στις προεγγραφές για αγορά μετοχών της προαναφερόμενης εταιρίας, επενδύοντας με την ίδια απόδοση μηνός (50%) τα κεφάλαια που θα της εμπιστεύονταν. Με αυτή τη διαβεβαίωση πείστηκε και πάλι η ψ1 ότι θα αποκόμιζε εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί και πάλι με την κατηγορουμένη χ1, ομοίως με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζονταν. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας "HYATT REGENCY-ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ" το συνολικό ποσό των 16.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 14.9.1999, το ποσό των 11.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ...... που τηρούσε η χ1 στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 20.9.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 1999, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημέρα, πάντως πριν από τις 24 του μήνα αυτού, η χ1, με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, συνέχισε την ίδια δραστηριότητα, διαβεβαιώνοντας τις πολιτικώς ενάγουσες ότι δήθεν υπήρχε μια νέα ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος με την επένδυση των χρημάτων που θα της εμπιστεύονταν σε δύο αμοιβαία κεφάλαια με έδρα το Λονδίνο και στην αγορά μετοχών της Τράπεζας Κύπρου και των εταιριών "...." και "......". Οι αγορές των μετοχών των εταιριών αυτών, που θα είχαν την ίδια όπως και πιο πάνω απόδοση μηνός (50%), αναφέρονταν, ως προς την πρώτη εταιρία, σε προεγγραφή για την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, και ως προς τη δεύτερη, σε συμμετοχή στην κάλυψη της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια θα περιελάμβανε επένδυση, μέχρι το ποσό των 23.900.000 δρχ., σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με έδρα το Λονδίνο και εγγυημένη απόδοση μηνός 50% και μια δεύτερη επένδυση, μέχρι το ποσό των 99.920.000 δρχ. σε ένα άλλο αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με εγγυημένη απόδοση 100% και ημερομηνία απόδοσης τη 15.11.1999. Έτσι, για το σκοπό αυτό κατέβαλαν στην χ1, α) η ψ2, το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ., και ειδικότερα στις 24.9.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με δύο ισόποσες καταθέσεις των 7.500.000 δρχ. η καθεμιά, στο λογαριασμό της χ1 ........ στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 27.9.1999 το ποσό των 5.000.000 δρχ. στον ίδιο λογαριασμό και β) η ψ1, το συνολικό ποσό των 42.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 19.10.1999 το ποσό των 36.500.000 δρχ. με την επιταγή ........ της, Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, εκδόσεως της ίδιας και στις 21.10.1999 το ποσό των 5.500.000 δρχ., με την ........., εκδόσεως και πάλι της ίδιας. Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1, η οποία μέχρι τότε δεν είχε καταβάλει στις πολιτικώς ενάγουσες καμιά από τις συμφωνηθείσες αποδόσεις των καταβληθέντων κεφαλαίων τους, προκειμένου να καθησυχάσει αυτές, οι οποίες εξέφραζαν δικαιολογημένες ανησυχίες, τις διαβεβαίωσε ότι θα άνοιγε μαζί τους κοινούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, στους οποίους θα μετέφερε τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την κάλυψη των κεφαλαίων που εκείνες μέχρι τότε της είχαν καταβάλει, καθώς και των συμφωνημένων αποδόσεων των εν λόγω κεφαλαίων. Μάλιστα, για να φανεί πειστική στις διαβεβαιώσεις της αυτές η χ1, κάλεσε στην Ελλάδα στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1999 το ανώτερο στέλεχος της EFG Eurobank Λουξεμβούργου ζ1, με τον οποίο έγιναν δύο συναντήσεις της ίδιας και των πολιτικώς εναγουσών. Στις συναντήσεις αυτές η χ1 ζήτησε από το ζ1 να της ανοίξει ένα λογαριασμό, στον οποίο δήθεν θα μεταφερόταν μέρος των χρημάτων της από την Ελβετία, και τρεις κοινούς λογαριασμούς με τις πολιτικώς ενάγουσες, στους οποίους θα εμβάζονταν οι υποτιθέμενες αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων που είχαν έδρα το Λονδίνο. Οι πολιτικώς ενάγουσες, πειθόμενες στις διαβεβαιώσεις αυτές, υπέγραψαν και τρεις αιτήσεις για το άνοιγμα των πιο πάνω τριών λογαριασμών στο Λουξεμβούργο, οι οποίοι όμως ουδέποτε ανοίχθηκαν. Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1, ενεργώντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, διαβεβαίωσε τις πολιτικώς ενάγουσες ότι εμφανίστηκε μια νέα ευκαιρία για την αποκόμιση εύκολου και γρήγορου κέρδους με την επένδυση κεφαλαίων που θα της εμπιστεύονταν στην αγορά μετοχών των εταιριών "ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ" και "ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΑΕ" με δυνατότητα ελεύθερης διαπραγμάτευσης πώλησης της μετοχής από την πρώτη ημέρα εισαγωγής στο Χρηματιστήριο και αναμενόμενη απόδοση τουλάχιστον 250%. Στις διαβεβαιώσεις αυτές της κατηγορουμένης πείστηκε η ψ1, η οποία και της κατέβαλε για την προτεινόμενη επένδυση, στις 4.11.1999, το συνολικό ποσό των 89.500.000 δρχ. με τις τραπεζικές επιταγές ..... και ...... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, εκδόσεως της ίδιας, ποσού αντιστοίχως 69.500.000 και 20.000.000 δρχ. Όλες οι προαναφερόμενες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1 ήσαν ψευδείς, αφού αυτή δεν διέθετε χρηματικά ποσά δεσμευμένα στους επικαλούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς εξωτερικού, ούτε μπορούσε να ενεργήσει τις παραπάνω προτεινόμενες επενδύσεις κεφαλαίων με τις υπερβολικά υψηλές αποδόσεις, μέσω των επικαλούμενων γνωριμιών της με σημαντικά πρόσωπα, θεσμικούς επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Με αυτές τις ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1, η οποία γνώριζε ότι ήσαν ψευδείς και σκόπευε να αποκομίσει τόσο η ίδια, όσο και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας ξένη περιουσία, πείστηκαν οι πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ2 να της καταβάλουν τα πιο πάνω χρηματικά ποσά. Τα χρηματικά αυτά ποσά, συνολικού ύψους 187.500.000 δρχ., τα οποία κατέβαλαν, όπως προεκτέθηκε, η ψ2 (20.000.000 δρχ.) και η ψ1 (167.500.000 δρχ.), συγκέντρωσαν οι τελευταίες από μεγάλο αριθμό μικροεπενδυτών, όπως είναι οι β1, β2, β3, β4, β5, β6 κ.ά. Οι εν λόγω μικροεπενδυτές παρέδωσαν τα χρήματα τους για επένδυση στην ψ1 και την ψ2, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτά θα κατέληγαν για την πραγματοποίηση της επένδυσης στην κατηγορουμένη χ1, της οποίας πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά το όνομα από την τηλεόραση, όταν αποκαλύφθηκε η αξιόποινη συμπεριφορά της τελευταίας. Όλοι αυτοί οι μικροεπενδυτές, οι οποίοι έχασαν τα χρήματα τους, αφού τελικά δεν έγινε καμιά επένδυση από την χ1, παρέδωσαν τις οικονομίες τους στις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1, αφού πείστηκαν στις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις των δύο τελευταίων και μόνο ότι με τα χρήματα τους θα αγοραστούν μετοχές στο Χρηματιστήριο, από τις οποίες θα έχουν σε σύντομο χρόνο υψηλή απόδοση. Έτσι, από την παραπάνω αξιόποινη συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1, δεν τίθεται ζήτημα πρόκλησης άμεσης ζημίας στους μικροεπενδυτές και συνακόλουθα αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης εναντίον εκείνης εκ μέρους αυτών, οι οποίοι δικαιούνται να στραφούν ευθέως προς αποζημίωση μόνο εναντίον της ψ2 και της ψ1, στις οποίες και εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους. Η κατηγορουμένη χ1, με τις πιο πάνω απάτες που διέπραξε με το σκοπό να επιτύχει από την αρχή, αλλά και στη συνέχεια κατά το χρόνο τέλεσης τους, να αποκομίσει η ίδια και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, εισέπραξε συνολικά, όπως προειπώθηκε, από τις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1 187.500.000 δρχ., από τα οποία κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. παρέδωσε στον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό της. Άλλες καταβολές προς την κατηγορουμένη χ1 εκ μέρους των πολιτικώς εναγουσών και ειδικότερα επιπλέον καταβολή του ποσού των 239.205.000 δρχ., όπως οι τελευταίες υποστηρίζουν, δεν προέκυψαν, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο κατά τούτο αναφέρεται. Ο κατηγορούμενος ψ2, είχε συνάψει, όπως προαναφέρθηκε, ερωτικό δεσμό με την συγκατηγορουμένη του χ1, η οποία και εγκατέλειψε την πατρική οικία, αντιδρώντας στις αντιρρήσεις των γονέων της για το δεσμό της αυτό, και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του ξενοδοχείου ....... Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και γνωρίζοντας την ανασφάλεια του χαρακτήρα και την παθολογική απέναντι του ερωτική αδυναμία της συγκατηγορουμένης του χ1, καθώς και τις σχέσεις αυτής με την ψ1 και την ψ2 και το ενδιαφέρον εκείνων για χρηματιστηριακές επενδύσεις από διηγήσεις της ίδιας της χ1 , παρακίνησε την τελευταία, με φορτικές παραινέσεις, προτροπές και συμβουλές, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999, να εμφανιστεί στις δύο αυτές πολιτικώς ενάγουσες και, με σκοπό να αποκομίσουν ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη του παράνομο περιουσιακό όφελος, να εκθέσει σ' αυτές, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων πείστηκαν εκείνες να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. (20.000.000 δρχ. η ψ2 και 167.500.000 δρχ. η ψ1), με αποτέλεσμα να υποστούν οι πολιτικώς ενάγουσες άμεση ζημία κατά το ποσό αυτό των 187.500.000 δρχ., το οποίο είναι υποχρεωμένες να αποδώσουν στα πρόσωπα από τα οποία το συγκέντρωσαν. Από το εν λόγω συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. που η κατηγορουμένη χ1 εισέπραξε από τις πολιτικώς ενάγουσες με τις προαναφερόμενες απάτες, κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. (προερχόμενο από την ψ1) παρέδωσε στο χ2 και ειδικότερα στις 11.11.1999 το ποσό των 60.000.000 δρχ. με την παράδοση σ' αυτόν της τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, ποσού 40.000.000 δρχ. και της τραπεζικής επιταγής ....... της ίδιας Τράπεζας, ποσού 20.000.000 δρχ., στις 22.11.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με την παράδοση της ισόποσης τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια το υπόλοιπο ποσό των 14.663.000 δρχ. με την κατάθεση του στο λογαριασμό ....... της εταιρίας "CHRYSLER JEEP ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ" στην Εθνική Τράπεζα, για την κάλυψη της προκαταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου ΙΧΕ ......, τύπου ....., που ο χ2 αγόρασε στο όνομα του από την προαναφερόμενη εταιρία, η οποία παρακράτησε την κυριότητα μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε ότι το παραπάνω ποσό των 89.663.000 δρχ. προερχόταν από τις πιο πάνω τελεσμένες απάτες, που διέπραξε ύστερα από δική του παρακίνηση η χ1, για να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, αγόρασε μετοχές μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "ΧΡΗΜΑ ΑΕΛΔΕ", "EYROXX ΑΧΕ" (60.000.000 δρχ.) και "ΣΑΡΡΟΣ ΑΧΕ" (15.000.000 δρχ.), στις οποίες διατηρούσε κωδικούς, και κάλυψε την προκαταβολή του πιο πάνω αυτοκινήτου που αγόρασε στο όνομα του. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων χ1 και χ2 ότι το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ., που εισέπραξε η πρώτη, αποτελεί δάνειο προς αυτήν της ψ2 και της χ1 και ότι το ποσό των 89.663.000 δρχ. πήρε από την τελευταία ο δεύτερος, ως δάνειο επίσης, δεν ευσταθούν, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο κατά τούτο αναφέρεται.) Πρέπει να επισημανθεί εδώ, ειδικά ως προς τη συντελεσμένη κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο και πάντως πριν από τις 24 Σεπτεμβρίου του 1999, πράξη απάτης σε βάρος της ψ2 με αυτουργό την χ1 και ηθικό αυτουργό το χ2, ότι το σκοπούμενο εκ μέρους των δραστών αυτών παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημίας της εν λόγω παθούσας, σε βάρος της οποίας δεν τελέστηκε άλλη πράξη απάτης, ανέρχεται, όπως έχει προαναφερθεί, στο ποσό των 20.000.000 δρχ. Εφόσον όμως δεν συντρέχον οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης απατών εκ μέρους των δραστών και το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις, είτε της περίπτωσης α' είτε της περίπτωσης β', της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ισχύει από 3.6.1999, μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, ώστε να τιμωρείται η πράξη αυτή απάτης ως κακούργημα (με κάθειρξη μέχρι 10 ετών), για το οποίο και ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία. Έτσι η πράξη αυτή συνιστά, σύμφωνα με ορθό νομικό χαρακτηρισμό, απλή απάτη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από την παράγραφο 1 του άρθρου 386 ΠΚ σε βαθμό πλημμελήματος. Ως πλημμέλημα όμως η εν λόγω πράξη απάτης έχει υποκύψει σε παραγραφή, αφού από την τέλεση της έχει ήδη συμπληρωθεί προ πολλού πλήρης πενταετία (111 παρ.3, 112 ΠΚ), χωρίς να έχει μεσολαβήσει για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο αναστολή της παραγραφής αυτής. Επομένως, λόγω της παραγραφής αυτής, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον των κατηγορουμένων χ1 και χ2 αντιστοίχως για απάτη, από την οποία το σκοπούμενο όφελος και η αντίστοιχη ζημία ανέρχεται στο ποσό των 20.000.000 δρχ., και ηθική αυτουργία στην απάτη αυτή, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο και πάντως πριν από τις 24 Σεπτεμβρίου του 1999, σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ2. Περαιτέρω προέκυψε από τα ίδια όπως και πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι για πρώτη φορά άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες στις πολιτικώς ενάγουσες για την απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1 τη 15.11.1999, ημερομηνία κατά την οποία όφειλε κατά τη συμφωνία τους η τελευταία να αποδώσει σε εκείνες τα κεφάλαια τους και τα κέρδη από την επένδυση τους, αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Στη συνέχεια η ψ1 και η ψ2, των οποίων η ανησυχία για την τύχη των χρημάτων τους έγινε ακόμη εντονότερη από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη απέφευγε πλέον να επικοινωνήσει μαζί τους και διέκοψε κάθε επαφή με αυτές, άσκησαν έντονη πίεση σ' αυτή να επιστρέψει το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., στο οποίο καθόρισαν το ύψος των απαιτήσεων τους, συνυπολογίζοντας προφανώς στο προαναφερόμενο ~ κεφάλαιο των 187.500.000 δρχ. και τις αποδόσεις που αυτό θα απέφερε, αν είχε επενδυθεί σύμφωνα με τις δεσμευτικές υποσχέσεις που η εν λόγω κατηγορουμένη είχε δώσει σ' αυτές. Η χ1, αφού δέχθηκε ότι δεν επένδυσε στο Χρηματιστήριο τα χρήματα που της είχαν δοθεί, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι τα διέθεσε για την κάλυψη δαπανών νοσηλείας του δήθεν ασθενούντος πατέρα της, έδωσε για να κερδίσει χρόνο και νέες διαβεβαιώσεις για τη φερεγγυότητα της και ζήτησε από τις πολιτικώς ενάγουσες να της δώσουν άλλα 100.000.000 δρχ., προκειμένου να μπορέσει με το ποσό αυτό να καλύψει τις αμοιβές των δικηγόρων για το άνοιγμα δήθεν των τραπεζικών καταθέσεων της στην Ελβετία, από τις οποίες και θα πλήρωνε την οφειλή της προς αυτές. Οι πολιτικώς ενάγουσες έδειξαν ότι συμφωνούν και η πρώτη από αυτές ψ1 προσποιήθηκε ότι δέχεται να καταβάλει η ίδια το ποσό των 100.000.000 δρχ. με τον όρο όμως να υπογράψει η κατηγορουμένη κατά τη λήψη του υπεύθυνη δήλωση, με την οποία θα αναγνώριζε οφειλή της προς αυτές, συνολικού ύψους 428.231.000 δρχ., και, με την προσθήκη των 100.000.000 δρχ., ύψους 528.231.000 δρχ. Παράλληλα ενημερώθηκε σχετικώς το Τμήμα Οικονομικών Εγκλημάτων της Ασφάλειας Αττικής, για να συλληφθεί η κατηγορουμένη επ' αυτοφώρω κατά την προσχηματική καταβολή του πιο πάνω ποσού των 100.000.000 δρχ. Με την υπογραφή της προαναφερόμενης δήλωσης, της οποίας το περιεχόμενο υπαγορεύτηκε από τις πολιτικώς ενάγουσες, απέβλεψαν αυτές στην απόκτηση αποδεικτικού στοιχείου για την ευχερέστερη ικανοποίηση των προβαλλόμενων εναντίον της κατηγορουμένης απαιτήσεων τους. Η ψ1 δελεάζει με την αποδοχή προσχηματικά της πρότασης για καταβολή του ποσού των 100.000.000 δρχ. την κατηγορουμένη, η οποία, αντιλαμβανόμενη ότι έχει περιέλθει σε μια αδιέξοδη κατάσταση, αποδέχεται να υπογράψει τη δήλωση που της επέβαλαν οι πολιτικώς ενάγουσες, αρκεί να εξασφαλίσει νέα κεφάλαια για να μπορεί να ικανοποιήσει τις όποιες επιθυμίες της και ιδίως το καταναλωτικό της πάθος. Έτσι, στις 13.12.1999, στην καφετέρια του ..... ".....", η κατηγορουμένη χ1 υπογράφει την πιο πάνω υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αποδέχεται, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε από τις πολιτικώς ενάγουσες το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., από το οποίο 349.231.000 δρχ. από την ψ1 και 79.000.000 δρχ. από την ψ2 και ειδικότερα το ποσό των 90.000.000 δρχ. με τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, το ποσό των 36.000.000 δρχ. με το κατάθεση στο λογαριασμό της στην Τράπεζα BARCLAYS BANK, το ποσό των 5.000.000 δρχ. με κατάθεση στο λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα και το υπόλοιπο ποσό των 297.231.000 δρχ. η ίδια απευθείας σε μετρητά τμηματικά, ότι τα παραπάνω ποσά έπρεπε να τοποθετήσει σε αγορά μετοχών από προεγγραφές σε αμοιβαία κεφάλαια και υποσχέθηκε να αποδώσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 1999 με τις αντίστοιχες αποδόσεις από την τοποθέτηση τους, ότι δεν έχει επιστρέψει κανένα ποσό στις πολιτικώς ενάγουσες, ότι λαμβάνει από την ψ1 επιπλέον το ποσό των 100.000.000 δρχ., με σκοπό να το διαθέσει για να ολοκληρωθούν οι ενέργειες που απαιτούνται για το άνοιγμα των λογαριασμών στην Ελβετία και τη μεταφορά των σχετικών καταθέσεων σε ελληνικές Τράπεζες και ότι υποχρεούται να αποδώσει στις πολιτικώς ενάγουσες μετά την ολοκλήρωση των τελευταίων ενεργειών το ποσό συνολικά των 528.231.000 δρχ. Το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο προφασίστηκε η ψ1 ότι δέχεται να καταβάλει στην κατηγορουμένη χ1, αποτελεί παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο σκόπευε να αποκομίσει η τελευταία με την παροχή προς την πρώτη, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, των πιο πάνω νεότερων ψευδών διαβεβαιώσεων για τη φερεγγυότητα της και για την ύπαρξη και το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών της στην Ελβετία. Η κατηγορουμένη αυτή δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και την εν λόγω επιχειρηθείσα πράξη απάτης, διότι η ψ1 γνώριζε την αναλήθεια των παραπάνω ψευδών περιστατικών, αλλά προσποιήθηκε ότι πείστηκε στις νεότερες αυτές διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης και ότι δέχεται να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 100.000.000 δρχ., για να καταστεί δυνατή η επ' αυτοφώρω σύλληψη αυτής από την Αστυνομία. Το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα ψ1 γνώριζε ότι τα περιστατικά που της παρέστησε η κατηγορουμένη σαν αληθινά ήσαν ψευδή δεν ασκεί έννομη συνέπεια και δεν αναιρεί την εγκληματική δράση της κατηγορουμένης, αφού στην προκειμένη περίπτωση νομική σημασία για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης έχει το γεγονός ότι η κατηγορουμένη από την πλευρά της επιχείρησε τις πράξεις εκείνες που κατευθύνονταν στην παραπλάνηση της ψ1 και κατά την πρόθεση της θα οδηγούσαν αμέσως στην επιζητούμενη περιουσιακή διάθεση. Όμως, ενώ η κατηγορουμένη ολοκλήρωσε την προσπάθεια επενέργειας στο νοητικό του θύματος, η προσπάθεια της αυτή δεν προκάλεσε πλάνη, ούτε κατά συνέπεια περιουσιακή ζημία στην παθούσα και έτσι η αποφασισθείσα πράξη της απάτης παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας, επειδή ακριβώς η πολιτικώς ενάγουσα γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών που της παρέστησε η κατηγορουμένη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η πιο πάνω πράξη της απόπειρας απάτης στρέφεται μόνο εναντίον της ψ1, η οποία είναι εκείνη που προσποιήθηκε ότι πείστηκε με ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και δέχθηκε να καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο και σκόπευε να της αποσπάσει η τελευταία, όχι και εναντίον της ψ2. Εξάλλου, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας, Α) εναντίον της κατηγορουμένης χ1, α) για απάτη (τελεσμένη) κατ' εξακολούθηση, με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 1999 έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999 σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ1 και β) για απόπειρα απάτης με επιδιωκόμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και απειληθείσα αντίστοιχα ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο 15ήμερο του Νοεμβρίου 1999 έως 13.12.1999, σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ1 και Β) εναντίον του χ2, α) για ηθική αυτουργία στην πιο πάνω με στοιχείο Αα πράξη απάτης της χ1, τελεσθείσα στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1999 έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999 σε βάρος της ψ1, και β) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατά συρροή, τελεσθείσα στην Αθήνα στις 11.11.1999, 22.11.1999 και 8.12.1999. Οι πράξεις αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 46 παρ. 1α και β, 47 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 386 παρ.1 και 3 περ. β' του ΠΚ, όπως το αρθρ. 386 αντικατ. με το αρθρ. 1 παρ.11 του ν. 2408/1996 και το αρθρ. 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, 2 παρ.1 σε συνδ. με αρθρ. 1 εδ. αη του ν. 2331/1995. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο έκρινε με το εκκαλούμενο βούλευμα ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις εναντίον των προαναφερόμενων κατηγορουμένων για τις αμέσως παραπάνω πράξεις και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον αυτών και για τις εν λόγω πράξεις, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ψ1 πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική πλευρά, να μεταρρυθμιστεί κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια το εκκαλούμενο βούλευμα και να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι αυτοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ.1ε, 313, 317 και 318 ΚΠΔ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, που είναι το καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (111 παρ.1, 119 παρ.1, 122 παρ.1 ΚΠΔ), για να δικαστούν για τις προαναφερόμενες πράξεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. VI) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) καθ'όσον εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων (42, 46 § ια, 98, 386 § § 1+3 2 § 1 σε συνδ. με αρ. 1 εδαφ. αη Ν.2331/95) τις οποίες ορθά ερμήνευσε, εφήρμοσε, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ιστορεί την σπάταλη ζωή της 1ης, την σχέση της με τον 2ο την γνωριμία με τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2, τον τρόπο που απέσπασε την εμπιστοσύνη τους, τον σκοπό του παράνομου περιουσιακού οφέλους για να καλύψει ανάγκες προσωπικές καθώς και του συντρόφου της 2ου αναιρεσείοντος, την ψευδή εικόνα της τεράστιας οικονομικής επιφάνειας που σκόπιμα παρέστησε σ'αυτές ώστε να τις παραπείσει να της εμπιστευθούν χρήματά τους (ως και μικροεπενδυτών που τα παρέδωσαν γι'αυτό στις πολιτικώς ενάγουσες) για επενδύσει στο χρηματιστήριο τις διαδοχικές καταβολές ποσών που της έγιναν και υπερέβαιναν τα 25.000.000 ως και τις παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθινών για κάθε μία από τις αντίστοιχες καταβολές ποσών που συνολικώς ανήλθαν σε 167.500.000 δρχ. από το οποίο παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό της χ2 89.663.000 δρχ. Ως προς την απόπειρα απάτης αναφέρει ότι το γεγονός πως η παθούσα ψ1 γνώριζε ότι τα πραγματικά περιστατικά που ως ψευδή τους παρέστησε κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο 15νθήμερο Νοεμβρίου 1999 έως την 13-12-1999, δεν ήσαν αληθή δεν έχει έννομη συνέπεια και δεν αναιρεί την εγκληματική προσπάθεια της 1ης, αφού αυτή από την πλευρά της επεχείρησε κατά τις παραδοχές του βουλεύματος τις πράξεις εκείνες που κατευθύνονταν στην παραπλάνηση της πολιτικώς ενάγουσας και κατά την πρόθεσή της θα οδηγούσαν αμέσως στην περιουσιακή διάθεση πλην όμως ενώ ολοκλήρωσε την προσπάθεια επενέργειας στο νοητικό της πλανωμένης η προσπάθειά της αυτή δεν προκάλεσε πλάνη ούτε και κατά συνέπεια και περιουσιακή ζημία στην παθούσα ψ1 και έτσι η αποφασισθείσα πράξη της απάτης παρέμεινε στα στάδιο της απόπειρας. Η μη γνώση από την παθούσα της αναλήθειας των περιστατικών που παρέστησε σ'αυτήν η κατηγορουμένη δεν αποτελεί στοιχείο του διωκομένου εγκλήματος. Περαιτέρω ότι το ποσό των χρημάτων που σύμφωνα με την πρόθεσή της επρόκειτο να αποσπάσει από την πολιτικώς ενάγουσα ψ1 προερχόταν από τρίτο πρόσωπο δεν ασκεί έννομη επιρροή για την θεμελίωση της εδώ διωκομένης πράξεως της απόπειρας απάτης και για τον πρόσθετο λόγο ότι η απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης ανακόπηκε πριν επέλθει η περιουσιακή ζημία στην άνω παθούσα. Επίσης ως προς τον 2ο αναιρεσείοντα αναφέρει με επαρκή αιτιολογία τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ηθική αυτουργία στις τετελεσμένες πράξεις της κακουργηματικής απάτης, πως παρεκίνησε την 1η με σκοπό να αποκομίσουν αμφότεροι παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβη το ποσό των 25.000.000 δρχ, καθώς και ότι εδέχθη εν γνώσει της προελεύσεως στην κατοχή του το συνολικό ποσό των 89.663.000 δρχ. που προήρχετο από την εγκληματική δραστηριότητα της 1ης κατά συνέπεια οι υπό κρίση αναιρέσεις θα πρέπει να απορριφθούν κατ'ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. VII) Επί του αιτήματος του 2ου αναιρεσείοντος χ2, όπως παραστεί ενώπιον του συμβουλίου Σας για να εκθέσει τις απόψεις του. Το αίτημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί καθ'όσον ο αναιρεσείων, εις την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως έχει αναπτύξει με πλήρη επάρκεια τις απόψεις του και δεν συντρέχει λόγος, κατά την ημέτερη άποψη, όπως παρέξει διευκρινίσεις. VIII) Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθούν οι υπ'αρ. 11/25-1-07 και 15/29-1-2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των χ1 και χ2, κατά του υπ'αρ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να απορριφθεί η αίτηση του 2ου αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου. 3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων. Αθήνα 31 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι από 25-1-2007 και 29-1-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) χ1 και 2) χ2, αντιστοίχως, κατά του 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο μεταρρύθμισε το υπ' αριθμ. 520/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν η μεν πρώτη για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση (τετελεσμένη) και απόπειρα κακουργηματικής απάτης, ο δε δεύτερος για ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση (τετελεσμένης) και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα του αναιρεσείοντος διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως "να παρασταθώ ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου για να εκθέσω τις απόψεις μου" παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγματοποίηση του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποίαν ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος ή τρίτος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Περαιτέρω κατά τη παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυσε από 4 Ιουνίου 1996 μέχρι 3 Ιουνίου 1999, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, το έγκλημα της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα εάν ο υπαίτιος αυτής διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ανεξαρτήτως του ύψους του οφέλους που επιδιώχθηκε με αυτή ή της ζημίας που επήλθε, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν συντρέχει κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση η πράξη εξακολουθούσε να είναι πλημμέλημα. Μετά την αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που ίσχυσε από 3 Ιουνίου 1999, η πράξη της απάτης φέρει χαρακτήρα κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος αυτής διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Η τελευταία αυτή διάταξη είναι ευνοϊκότερη, σε σχέση με την προηγούμενη πριν την αντικατάστασή της, αφού για τον χαρακτήρα της απάτης ως κακουργήματος απαιτείται το πρόσθετο στοιχείο ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία πρέπει να υπερβαίνει το ως άνω ποσό. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με τη μορφή απόπειρας, τόσο όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο. Για την στοιχειοθέτηση της απόπειρας απάτης απαιτείται να συντρέχει πλήρως και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή ο δράστης πρέπει να έχει γνώση ως προς το ψευδές των παραστάσεων και να επιδιώκει την επίτευξη παράνομου περιουσιακού οφέλους. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. α' του Π.Κ. προκύπτει ότι η πρόκληση και παραγωγή σε άλλον της αποφάσεως για την εκτέλεση της άδικης πράξεως που εκείνος διέπραξε, μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει όμως ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε την απόφαση, να αναφέρονται σαφώς και με πληρότητα, καθώς επίσης και ο δόλος του ηθικού αυτουργού, που συνίσταται στη συνείδηση ότι παράγει της άδικης πράξεως. Έτσι η πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της αποφάσεως για εκτέλεση της άδικης πράξεως, μπορεί να γίνει από τον ηθικό αυτουργό με πειθώ, φορτικότητα, παραινέσεις και ανταλλάγματα, διαβλέποντας αυτός τη ροπή του γρήγορου και εύκολου πλουτισμού του φυσικού αυτουργού. Επίσης από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία απ' αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Έτσι προκειμένου περί απάτης τότε μόνο θα υπήρχαν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους θα αποτελούσαν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Όμως τελείται μία πράξη απάτης και όταν γίνονται συνεχιζόμενες ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, ο δε χρόνος τελέσεως της απάτης συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη. Μία επίσης πράξη απάτης υπάρχει και όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε πλείονες και σε διαφόρους χρόνους επιζήμιες πράξεις. Τέλος το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 "Περί πρόσληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων" ορίζει ότι "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. α' και γ' του αυτού νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας" προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (στοιχ. αη του άρθρου 1 του ν. 2331/1995), της δε "περιουσίας" ως τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχομένης στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινης πράξης της απάτης με ιδιαίτερη μεγάλη ζημία, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό τη κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της υπό του άρθρου 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας" ή την παροχή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1 εδάφ. α' του Ν. 2331/1995. Επιπλέον για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού απαιτείται η ύπαρξη της προβλεπομένης εγκληματικής δραστηριότητας άλλου προσώπου, διαφόρου του δράστη του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων, απαιτείται δηλαδή να είναι άλλος ο δράστης της εγκληματικής δραστηριότητας (κυρίου εγκλήματος) και άλλος ο δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Τέλος όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό του προσβαλλόμενου υπ' αριθμ. 3073/2006 βουλεύματός του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων και απολογίες κατηγορουμένων) τα εξής ουσιώδη περιστατικά: "Η κατηγορουμένη χ1 που γεννήθηκε το 1977, παιδί (μοναδικό) αρκετά ευκατάστατων γονέων, οι οποίοι είχαν μεγάλα εισοδήματα (ο πατέρας της ήταν εκδότης) και περιουσία, συνήψε κατά το έτος 1997 ερωτικό δεσμό με το συγκατηγορούμενό της χ2, έγγαμο και κατά 12 χρόνια μεγαλύτερο της. Αυτή, στις 27.10.1998, επειδή οι γονείς της δεν ενέκριναν τον ερωτικό δεσμό της, εγκατέλειψε την πατρική οικία στο ..... και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου ..... στην πλατεία ....... Στην εγκατάσταση της στο εν λόγω ξενοδοχείο την οδήγησε κατά κύριο λόγο η επιθυμία της να συνεχίσει την πολυτελή διαβίωση, στην οποία ήταν συνηθισμένη, και να διατηρήσει τον πιο πάνω ερωτικό δεσμό της, η επιτυχής έκβαση του οποίου αποτελούσε τη βασική της μέριμνα. Για την προστασία του δεσμού της αυτού η κατηγορουμένη, η οποία ήταν άτομο που το χαρακτήριζε η ανασφάλεια, προσέφυγε, ύστερα από σχετικές συστάσεις, στη βοήθεια της πολιτικώς ενάγουσας ψ2, αστρολόγου. Η τελευταία, η οποία ενημερώθηκε για την όλη κατάσταση της χ1 και ιδιαίτερα για τη μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας της, ανέλαβε πρόθυμα να προσφέρει τις αστρολογικές και γενικά μαντικές υπηρεσίες της στην εν λόγω κατηγορουμένη. Κατά το Μάιο του 1999, η ψ2 γνώρισε στην χ1 τη στενή της φίλη ψ1, ήδη πολιτικώς ενάγουσα επίσης, ηλικίας τότε 38 ετών, η οποία εργαζόταν ως ασφαλίστρια στην Εθνική Ασφαλιστική Εταιρία και περιελάμβανε στην επαγγελματική δραστηριότητα της επενδυτικά προγράμματα που είχαν έμμεση σχέση με το Χρηματιστήριο, του οποίου τις εργασίες παρακολουθούσε ανελλιπώς. Μεταξύ της κατηγορουμένης χ1 και των πολιτικώς εναγουσών ψ2 και ψ1 αναπτύσσεται στενή φιλική σχέση, η οποία εξελίσσεται ταυτόχρονα και οδηγεί στην εμπέδωση απόλυτης εμπιστοσύνης προς την πρώτη εκ μέρους των τελευταίων, οι οποίες βασίζονται στις συστάσεις που έχουν πάρει για την κατηγορουμένη, αλλά και στην προσωπική επικοινωνία τους με αυτήν, η οποία τους δίνει την εντύπωση ατόμου με απεριόριστη οικονομική άνεση, εντύπωση την οποία ενίσχυαν η πολυτελής διαμονή της και οι συνεχείς εναλλαγές σε κοσμήματα και σε ακριβές ενδυμασίες. Η χ1 από τη συναναστροφή της με την ψ1 και τη ψ2 αντιλαμβάνεται ότι οι δύο τελευταίες, οι οποίες μάλιστα είχαν ανοίξει προσωπικό κωδικό σε χρηματιστηριακή εταιρία, επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο. Έτσι αυτή, αποβλέποντας να αποκομίσει από εκείνες, τόσο η ίδια, όσο και ο ερωτικός της σύντροφος χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος. διηγείται ότι δήθεν είχε κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά από επενδύσεις, ότι διαθέτει πολύ καλές πληροφορίες για ιδιωτικές επενδύσεις, ότι μέσω της οικογένειας της είχε αναπτύξει συνεργασία με θεσμικούς: επενδυτές στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και με γνωστά πρόσωπα, όπως ο γ1, εκδότης της εφημερίδας ......... Ακόμη έδειχνε προς αυτές έγγραφα, που δήθεν αποδείκνυαν ότι είχε καταθέσεις σε λογαριασμούς σε ελβετικές Τράπεζες, ύψους 43.000.000.000 δρχ., οι οποίοι ήσαν προσωρινά μπλοκαρισμένοι για νομικούς λόγους, ότι το κλείσιμο του ενός λογαριασμού έληγε στο τέλος του 1999, ότι είχε αναθέσει το άνοιγμα των λογαριασμών στους δικηγόρους Λυκουρέζο και Λιάσκο και ακόμη ότι είχε μεγάλες δυνατότητες για επενδύσεις μέσω του ανθρώπου (χ2), με τον οποίο είχε συναισθηματική σχέση. Κατά το μήνα Ιούλιο του 1999 η χ1 στις πιο πάνω διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 προσέθεσε και τη διαβεβαίωση ότι κατά το μήνα αυτό η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων ...... είχε τη δυνατότητα να μπει στο Χρηματιστήριο και ότι η ίδια μέσω του εκδότη γ1, θεσμικού επενδυτή, μπορούσε να συμμετέχει στην προεγγραφή για την αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας, επενδύοντας μεγάλα κεφάλαια με απόδοση μηνός 50% για τους επενδυτές. Με την τελευταία αυτή διαβεβαίωση, η οποία προστέθηκε στις προηγούμενες, η ψ1 πείστηκε ότι υπήρχε ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί με την κατηγορουμένη χ1, με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζονταν. Τα χρηματικά ποσά που θα επενδύονταν θα τα συγκέντρωνε η ψ1 από τρίτα πρόσωπα, τα οποία θα εισέπρατταν ως αντάλλαγμα τις πιο πάνω υψηλές αποδόσεις, ύστερα από αφαίρεση του ποσοστού 20% (15%+5%) από τα κέρδη. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας ..... το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 22.7.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το κατέθεσε στο λογαριασμό ........ που τηρούσε η χ1 στην Εθνική Τράπεζα και στις 16.8.1999, το ποσό των 15.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ταμιευτηρίου ........ που άνοιξε την ίδια ημέρα η χ1" (κοινό με την ψ2) στην Τράπεζα ALPHΑ (κατάστημα ΕΝΤΕΝ ΜΑΡΕ). Κατά το μήνα Αύγουστο του 1999 η χ1, συνεχίζοντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό τις διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες για γρήγορες και αποδοτικές επενδύσεις, προσέθεσε μια δήθεν καινούργια ευκαιρία, που εμφανιζόταν με την επικείμενη κατά τον Οκτώβριο του 1999 είσοδο στο Χρηματιστήριο της εταιρίας "ΗΥΑΤΤ REGENCY - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ". Και στην περίπτωση αυτή η χ1 παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι, μέσω των γνωστών της θεσμικών επενδυτών, μπορούσε να συμμετάσχει στις προεγγραφές για αγορά μετοχών της προαναφερόμενης εταιρίας, επενδύοντας με την ίδια απόδοση μηνός (50%) τα κεφάλαια που θα της εμπιστεύονταν. Με αυτή τη διαβεβαίωση πείστηκε και πάλι η ψ1 ότι θα αποκόμιζε εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί και πάλι με την κατηγορουμένη χ1, ομοίως με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαζόνταν. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας "ΗΥΑΤΤ REGENCY - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ" το συνολικό ποσό των 16.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 14.9.1999, το ποσό των 11.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό .... που τηρούσε η χ1 στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 20.9.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 1999, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημέρα, πάντως πριν από τις 24 του μήνα αυτού, η χ1, με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, συνέχισε την ίδια δραστηριότητα, διαβεβαιώνοντας τις πολιτικώς ενάγουσες ότι δήθεν υπήρχε μια νέα ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος με την επένδυση των χρημάτων που θα της εμπιστεύονταν σε δύο αμοιβαία κεφάλαια και με έδρα το Λονδίνο και στην αγορά μετοχών της Τράπεζας Κύπρου και των εταιριών "....." "......". Οι αγορές των μετοχών αυτών, που θα είχαν την ίδια όπως και πάνω απόδοση μηνός (50%), αναφέρονταν, ως προς την εταιρία, σε προεγγραφή για την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, και ως προς τη δεύτερη, σε συμμετοχή στην κάλυψη της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια θα περιελάμβανε επένδυση, μέχρι το ποσό των 23.900.000 δρχ., σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με έδρα το Λονδίνο και εγγυημένη απόδοση μηνός 50% και μια δεύτερη επένδυση, μέχρι το ποσό των 99.920.000 δρχ. σε ένα άλλο αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με εγγυημένη απόδοση 100% και ημερομηνία απόδοσης τη 15.11.1999. Έτσι, για το σκοπό αυτό κατέβαλαν στην χ1, α) η ψ2, το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ., και ειδικότερα στις 24.9.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με δύο ισόποσες καταθέσεις των 7.500.000 δρχ. η καθεμιά, στο λογαριασμό της χ1 ........ στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 27.9.1999 το ποσό των 5.000.000 δρχ. στον ίδιο λογαριασμό και β) η ψ1, το συνολικό ποσό των 42.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 19.10.1999 το ποσό των 36.500.000 δρχ. με την επιταγή ........ της, Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, εκδόσεως της ίδιας και στις 21.10.1999 το ποσό των 5.500.000 δρχ., με την επιταγή ......., εκδόσεως και πάλι της ίδιας. Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1, η οποία μέχρι τότε δεν είχε καταβάλει στις πολιτικώς ενάγουσες καμιά από τις συμφωνηθείσες αποδόσεις των καταβληθέντων κεφαλαίων τους, προκειμένου να καθησυχάσει αυτές, οι οποίες εξέφραζαν δικαιολογημένες ανησυχίες, τις διαβεβαίωσε ότι θα άνοιγε μαζί τους κοινούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, στους οποίους θα μετέφερε τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την κάλυψη των κεφαλαίων που εκείνες μέχρι τότε της είχαν καταβάλει, καθώς και των συμφωνημένων αποδόσεων των εν λόγω κεφαλαίων. Μάλιστα, για να φανεί πειστική στις διαβεβαιώσεις της αυτές η χ1, κάλεσε στην Ελλάδα στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1999 το ανώτερο στέλεχος της EFG EUROBANK Λουξεμβούργου ζ1, με τον οποίο έγιναν δύο συναντήσεις της ίδιας και των πολιτικώς εναγουσών. Στις συναντήσεις αυτές η χ1 ζήτησε από το ζ1 να της ανοίξει ένα λογαριασμό, στον οποίο δήθεν θα μεταφερόταν μέρος των χρημάτων της από την Ελβετία και τρεις κοινούς λογαριασμούς με τις πολιτικώς ενάγουσες, στους οποίους θα εμβάζονταν οι υποτιθέμενες αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων που είχαν έδρα το Λονδίνο. Οι πολιτικώς ενάγουσες, πειθόμενες στις διαβεβαιώσεις αυτές υπέγραψαν τρεις αιτήσεις για το άνοιγμα των πιο τριών λογαριασμών στο Λουξεμβούργο, οι οποίοι όμως ουδέποτε ανοίχθηκαν. Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1 ενεργώντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, διαβεβαίωσε τις πολιτικώς ενάγουσες ότι εμφανίστηκε μια νέα ευκαιρία για την αποκόμιση εύκολου και γρήγορου κέρδους με την επένδυση κεφαλαίων που θα της εμπιστεύονταν στην αγορά μετοχών των εταιριών ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ" και "ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΑΕ" με δυνατότητα ελεύθερης διαπραγμάτευσης πώλησης της μετοχής από την πρώτη ημέρα εισαγωγής στο Χρηματιστήριο και αναμενόμενη απόδοση τουλάχιστον 250%. Στις διαβεβαιώσεις αυτές της κατηγορουμένης πείστηκε η ψ1 η οποία και της κατέβαλε για την προτεινόμενη επένδυση, στις 4.11.1999, το συνολικό ποσό των 89.500.000 δρχ. με τις τραπεζικές επιταγές ....... και ....... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος εκδόσεως της ίδιας, ποσού αντιστοίχως 69500.000 και 20.000.000 δρχ. Όλες οι προαναφερόμενες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1 ήσαν ψευδείς, αφού αυτή δεν διέθετε χρηματικά ποσά δεσμευμένα στους επικαλούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς εξωτερικού, ούτε μπορούσε να ενεργήσει τις παραπάνω προτεινόμενες επενδύσεις κεφαλαίων με τις υπερβολικά υψηλές αποδόσεις, μέσω των επικαλούμενων γνωριμιών της με σημαντικά πρόσωπα, θεσμικούς επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Με αυτές τις ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1, η οποία γνώριζε ότι ήσαν ψευδείς και σκόπευε να αποκομίσει τόσο η ίδια, όσο και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας ξένη περιουσία, πείστηκαν οι πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1 να της καταβάλουν τα πιο πάνω χρηματικά ποσά. Τα χρηματικά αυτά ποσά, συνολικού ύψους 187.500.000 δρχ., τα οποία κατέβαλαν, όπως προεκτέθηκε, η ψ2 (20.000.000 δρχ.) και η ψ1 (167.500.000 δρχ.), συγκέντρωσαν οι τελευταίες από μεγάλο αριθμό μικροεπενδυτών, όπως είναι οι β1, β2, β3, β4, β5, β6 κ.ά. Οι εν λόγω μικροεπενδυτές παρέδωσαν τα χρήματα τους για επένδυση στην ψ1 και την ψ2, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτά θα κατέληγαν για την πραγματοποίηση της επένδυσης στην κατηγορουμένη χ1, της οποίας πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά το όνομα από την τηλεόραση, όταν αποκαλύφθηκε η αξιόποινη συμπεριφορά της τελευταίας. Όλοι αυτοί οι μικροεπενδυτές, οι οποίοι έχασαν τα χρήματα τους, αφού τελικά δεν έγινε καμιά επένδυση από την χ1, παρέδωσαν τις οικονομίες τους στις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1, αφού πείστηκαν στις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις των δύο τελευταίων και μόνο ότι με τα χρήματα τους θα αγοραστούν μετοχές στο Χρηματιστήριο, από τις οποίες θα έχουν σε σύντομο χρόνο υψηλή απόδοση. Έτσι, από την παραπάνω αξιόποινη συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1, δεν τίθεται ζήτημα πρόκλησης άμεσης ζημίας στους μικροεπενδυτές και συνακόλουθα αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης εναντίον εκείνης εκ μέρους αυτών, οι οποίοι δικαιούνται να στραφούν ευθέως προς αποζημίωση μόνο εναντίον της ψ2 και της ψ1, στις οποίες και εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους. Η κατηγορουμένη χ1, με τις πιο πάνω απάτες που διέπραξε με το σκοπό να επιτύχει από την αρχή, αλλά και στη συνέχεια κατά το χρόνο τέλεσής τους, να αποκομίσει η ίδια και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, εισέπραξε συνολικά, όπως προειπώθηκε, από τις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1 187.500.000 δρχ., από τα οποία κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. παρέδωσε στον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό της. Άλλες καταβολές προς την κατηγορουμένη χ1 εκ μέρους των πολιτικώς εναγουσών και ειδικότερα επιπλέον καταβολή του ποσού των 239.205.000 δρχ., όπως οι τελευταίες υποστηρίζουν, δεν προέκυψαν, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο κατά τούτο αναφέρεται. Ο κατηγορούμενος χ2, είχε συνάψει, όπως προαναφέρθηκε, ερωτικό δεσμό με την συγκατηγορουμένη του χ1, η οποία και εγκατέλειψε την πατρική οικία, αντιδρώντας στις αντιρρήσεις των γονέων της για το δεσμό της αυτό, και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του ξενοδοχείου ....... Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και γνωρίζοντας την ανασφάλεια του χαρακτήρα και την παθολογική απέναντι του ερωτική αδυναμία της συγκατηγορουμένης του χ1, καθώς και τις σχέσεις αυτής με την ψ1 και την ψ2 και το ενδιαφέρον εκείνων για χρηματιστηριακές επενδύσεις από διηγήσεις της ίδιας της χ1, παρακίνησε την τελευταία, με φορτικές παραινέσεις, προτροπές και συμβουλές, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999, να εμφανιστεί στις δύο αυτές πολιτικώς ενάγουσες και, με σκοπό να αποκομίσουν ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη του παράνομο περιουσιακό όφελος, να εκθέσει σ' αυτές, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων πείστηκαν εκείνες να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. (20.000.000 δρχ. η ψ2 και 167.500.000 δρχ. η ψ1), με αποτέλεσμα να υποστούν οι πολιτικώς ενάγουσες άμεση ζημία κατά το ποσό αυτό των 187.500.000 δρχ., το οποίο είναι υποχρεωμένες να αποδώσουν στα πρόσωπα από τα οποία το συγκέντρωσαν. Από το εν λόγω συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. που η κατηγορουμένη χ1 εισέπραξε από τις πολιτικώς ενάγουσες με τις προαναφερόμενες απάτες, κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. (προερχόμενο από την ψ1) παρέδωσε στο χ2 και ειδικότερα στις 11.11.1999 το ποσό των 60.000.000 δρχ. με την παράδοση σ' αυτόν της τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, ποσού 40.000.000 δρχ. και της τραπεζικής επιταγής ....... της ίδιας Τράπεζας, ποσού 20.000.000 δρχ., στις 22.11.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με την παράδοση της ισόποσης τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια το υπόλοιπο ποσό των 14.663.000 δρχ. με την κατάθεση του στο λογαριασμό .... της εταιρίας "CHRYSLER JEEP ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ" στην Εθνική Τράπεζα, για την κάλυψη της προκαταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου ΙΧΕ ....., τύπου ....., που ο χ2 αγόρασε στο όνομα του από την προαναφερόμενη εταιρία, η οποία παρακράτησε την κυριότητα μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε ότι το παραπάνω ποσό των 89.663.000 δρχ. προερχόταν από τις πιο πάνω τελεσμένες απάτες, που διέπραξε ύστερα από δική του παρακίνηση η χ1, για να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, αγόρασε μετοχές μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "ΧΡΗΜΑ ΑΕΛΔΕ", "ΕYROXX ΑΧΕ" (60.000.000 δρχ.) και "ΣΑΡΡΟΣ ΑΧΕ" (15.000.000 δρχ.), στις οποίες διατηρούσε κωδικούς, και κάλυψε την προκαταβολή του πιο πάνω αυτοκινήτου που αγόρασε στο όνομα του. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων χ1 και χ2 ότι το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ., που εισέπραξε η πρώτη, αποτελεί δάνειο προς αυτήν της ψ2 και της χ1 και ότι το ποσό των 89.663.000 δρχ. πήρε από την τελευταία ο δεύτερος, ως δάνειο επίσης, δεν ευσταθούν και τούτο διότι ήταν δεδομένος ο σκοπός για τον οποίο συγκέντρωσαν από τους μικροεπενδυτές τα χρήματα οι εν λόγω μηνύτριες, δηλαδή για την επένδυση αυτών στο χρηματιστήριο και για την είσπραξη ποσοστών από τα κέρδη των αγοραπωλησιών των μετοχών, Σε αυτό απέβλεψαν αυτές και δεν είχαν κανένα λόγο τα ποσά που συγκέντρωσαν να τα δανείσουν, με αβέβαια στην τελευταία περίπτωση την απόδοση του δανείου (βλ. καταθέσεις ......, .......). Περαιτέρω προέκυψε από τα ίδια όπως και πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι για πρώτη φορά άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες στις πολιτικώς ενάγουσες για την απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1 τη 15.11.1999, ημερομηνία κατά την οποία όφειλε κατά τη συμφωνία τους η τελευταία να αποδώσει σε εκείνες τα κεφάλαια τους και τα κέρδη από την επένδυση τους, αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Στη συνέχεια η ψ1 και η ψ2, των οποίων η ανησυχία για την τύχη των χρημάτων τους έγινε ακόμη εντονότερη από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη απέφευγε πλέον να επικοινωνήσει μαζί τους και διέκοψε κάθε επαφή με αυτές, άσκησαν έντονη πίεση σ' αυτή να επιστρέψει το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., στο οποίο καθόρισαν το ύψος των απαιτήσεων τους, συνυπολογίζοντας προφανώς στο προαναφερόμενο κεφάλαιο των 187.500.000 δρχ. και τις αποδόσεις που αυτό θα απέφερε, αν είχε επενδυθεί σύμφωνα με τις δεσμευτικές υποσχέσεις που η εν λόγω κατηγορουμένη είχε δώσει σ' αυτές. Η χ1, αφού δέχθηκε ότι δεν επένδυσε στο Χρηματιστήριο τα χρήματα που της είχαν δοθεί, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι τα διέθεσε για την κάλυψη δαπανών νοσηλείας του δήθεν ασθενούντος πατέρα της, έδωσε για να κερδίσει χρόνο και νέες διαβεβαιώσεις για τη φερεγγυότητα της και ζήτησε από τις πολιτικώς ενάγουσες να της δώσουν άλλα 100.000.000 δρχ., προκειμένου να μπορέσει με το ποσό αυτό να καλύψει τις αμοιβές των δικηγόρων για το άνοιγμα δήθεν των τραπεζικών καταθέσεων της στην Ελβετία, από τις οποίες και θα πλήρωνε την οφειλή της προς αυτές. Οι πολιτικώς ενάγουσες έδειξαν ότι συμφωνούν και η πρώτη από αυτές ψ1 προσποιήθηκε ότι δέχεται να καταβάλει η ίδια το ποσό των 100.000.000 δρχ. με τον όρο όμως να υπογράψει η κατηγορουμένη κατά τη λήψη του υπεύθυνη δήλωση, με την οποία θα αναγνώριζε οφειλή της προς αυτές, συνολικού ύψους 428.231.000 δρχ., και, με την προσθήκη των 100.000.000 δρχ., ύψους 528.231.000 δρχ. Παράλληλα ενημερώθηκε σχετικώς το Τμήμα Οικονομικών Εγκλημάτων της Ασφάλειας Αττικής, για να συλληφθεί η κατηγορουμένη επ' αυτοφώρω κατά την προσχηματική καταβολή του πιο πάνω ποσού των 100.000.000 δρχ. Με την υπογραφή της προαναφερόμενης δήλωσης, της οποίας το περιεχόμενο υπαγορεύτηκε από τις πολιτικώς ενάγουσες, απέβλεψαν αυτές στην απόκτηση αποδεικτικού στοιχείου για την ευχερέστερη ικανοποίηση των προβαλλόμενων εναντίον της κατηγορουμένης απαιτήσεων τους. Η ψ1 δελεάζει με την αποδοχή προσχηματικά της πρότασης για καταβολή του ποσού των 100.000.000 δρχ. την κατηγορουμένη, η οποία, αντιλαμβανόμενη ότι έχει περιέλθει σε μια αδιέξοδη κατάσταση, αποδέχεται να υπογράψει τη δήλωση που της επέβαλαν οι πολιτικώς ενάγουσες, αρκεί να εξασφαλίσει νέα κεφάλαια για να μπορεί να ικανοποιήσει τις όποιες επιθυμίες της και ιδίως το καταναλωτικό της πάθος. Έτσι, στις 13.12.1999, στην καφετέρια του ..... ".....", η κατηγορουμένη χ1 υπογράφει την πιο πάνω υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αποδέχεται, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε από τις πολιτικώς ενάγουσες το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., από το οποίο 349.231.000 δρχ. από την ψ1 και 79.000.000 δρχ. από την ψ2 και ειδικότερα το ποσό των 90.000.000 δρχ. με τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, το ποσό των 36.000.000 δρχ. με το κατάθεση στο λογαριασμό της στην Τράπεζα ΒARCLAYS ΒΑΝΚ, το ποσό των 5.000.000 δρχ. με κατάθεση στο λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα και το υπόλοιπο ποσό των 297.231.000 δρχ. η ίδια απευθείας σε μετρητά τμηματικά ότι τα παραπάνω ποσά έπρεπε να τοποθετήσει σε αγορά μετοχών από προεγγραφές σε "αμοιβαία κεφάλαια και υποσχέθηκε να αποδώσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 1999 με τις αντίστοιχες αποδόσεις από την τοποθέτηση τους, ότι δεν έχει επιστρέψει κανένα ποσό στις πολιτικώς ενάγουσες, ότι λαμβάνει από την ψ1 επιπλέον το ποσό των 100.000.000 δρχ., με σκοπό να το διαθέσει για να ολοκληρωθούν οι ενέργειες που απαιτούνται για το άνοιγμα των λογαριασμών στην Ελβετία και τη μεταφορά των σχετικών καταθέσεων σε ελληνικές Τράπεζες και ότι υποχρεούται να αποδώσει στις πολιτικώς ενάγουσες μετά την ολοκλήρωση των τελευταίων ενεργειών το ποσό συνολικά των 528.231.000 δρχ. Το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο προφασίστηκε η ψ1 ότι δέχεται να καταβάλει στην κατηγορουμένη χ1, αποτελεί παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο σκόπευε να αποκομίσει η τελευταία με παροχή προς την πρώτη, εν γνώσει της αναλήθειάς των πιο πάνω νεότερων ψευδών διαβεβαιώσεων τη Φερεγγυότητα της και για την ύπαρξη και το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών της στην Ελβετία. Η κατηγορουμένη αυτή δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και την εν λόγω επιχειρηθείσα πράξη απάτης, διότι η ψ1 γνώριζε την αναλήθεια των παραπάνω ψευδών περιστατικών, αλλά προσποιήθηκε ότι πείστηκε στις νεότερες αυτές διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης και ότι δέχεται να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 100.000.000 δρχ., για να καταστεί δυνατή η επ' αυτοφώρω σύλληψη αυτής από την Αστυνομία. Το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα ψ1 γνώριζε ότι τα περιστατικά που της παρέστησε η κατηγορουμένη σαν αληθινά ήσαν ψευδή δεν ασκεί έννομη συνέπεια και δεν αναιρεί την εγκληματική δράση της κατηγορουμένης, αφού στην προκειμένη περίπτωση νομική σημασία για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης έχει το γεγονός ότι η κατηγορουμένη από την πλευρά της επιχείρησε τις πράξεις εκείνες που κατευθύνονταν στην παραπλάνηση της ψ1 και κατά την πρόθεση της θα οδηγούσαν αμέσως στην επιζητούμενη περιουσιακή διάθεση. Όμως, ενώ η κατηγορουμένη ολοκλήρωσε την προσπάθεια επενέργειας στο νοητικό του θύματος, η προσπάθεια της αυτή δεν προκάλεσε πλάνη, ούτε κατά συνέπεια περιουσιακή ζημία στην παθούσα και έτσι η αποφασισθείσα πράξη της απάτης παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας, επειδή ακριβώς η πολιτικώς ενάγουσα γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών που της παρέστησε η κατηγορουμένη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η πιο πάνω πράξη της απόπειρας απάτης στρέφεται μόνο εναντίον της ψ1, η οποία είναι εκείνη που προσποιήθηκε ότι πείστηκε με ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και δέχθηκε να καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο και σκόπευε να της αποσπάσει η τελευταία, όχι και εναντίον της ψ2". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α, 94 παρ 1, 98, 386 παρ. 1 και 3 περ. β' του Π.Κ., όπως το άρθρ. 386 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και το άρθρ. 14 παρ. του ν. 2721/1999, 2 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρ. 1 εδ. αη του ν. 2331/1995 τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Οι προβαλλόμενες αιτιάσεις της πρώτης αναιρεσείουσας α) ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε και δεν εκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα τις από 16-12-1999, 16-12-1999, 24-3-2000 και 27-3-2000 ανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων ....., ......, ...... και ........, αντίστοιχα, καθώς και την από 13-12-1999 προανακριτική κατάθεση της πρώτης και β) ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της απόπειρας απάτης διότι η πολιτικώς ενάγουσα ψ1 γνώριζε ότι τα περιστατικά που της παρέστησε η κατηγορουμένη σαν αληθινά ήσαν ψευδή είναι αβάσιμες, η μεν πρώτη διότι για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τι προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε να γίνεται συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά αρκεί ότι αναφέρονται αυτά γενικώς κατά το είδος τους και ότι όλα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεώς του. Από το γεγονός ότι στο βούλευμα εξαίρονται ορισμένες αποδείξεις δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές, αφού βεβαιώνεται σ' αυτό, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη για τη διαπίστωση της υπάρξεως ή ανυπαρξίας επαρκών ενδείξεων ενοχής της κατηγορουμένης, η δε δεύτερη διότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης νομική σημασία έχει το γεγονός ότι η κατηγορουμένη από την πλευρά της επιχείρησε τις πράξεις εκείνες που κατευθυνόταν στην παραπλάνηση της ψ1 και κατά την πρόθεσή της θα οδηγούσαν αμέσως στην επιζητούμενη περιουσιακή διάθεση. Με τις παραδοχές του Συμβουλίου, ότι ο δεύτερος αναιρεσείων με φορτικές παραινέσεις προτροπές και συμβουλές εκμεταλλευόμενος την ερωτική του σχέση με την συγκατηγορουμένη του, έπεισε την τελευταία να διαπράξει την κατ' εξακολούθηση κακουργηματική απάτη, επαρκώς αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο δεύτερος αναιρεσείων προκάλεσε κατ' εξακολούθηση στη φυσική αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την ως άνω πράξη, την οποία εκείνη διέπραξε, καθώς και ο δόλος αυτού ως ηθικού αυτουργού. Επίσης αναφέρονται τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση της υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στοιχεία, ήτοι περιέχονται τα περιστατικά τόσον ότι δέχθηκε χρηματικά ποσά που προέρχονταν από το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης ιδιαίτερης μεγάλης ζημίας με συνολικό περιουσιακό όφελος άνω των 25.000000 δρχ. που διέπραξε η συγκατηγορουμένη του, όσο και τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών τούτων. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. λόγοι των αναιρέσεων, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά ταύτα αφού δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα λόγος αναιρέσεως οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο αίτημα του δευτέρου αναιρεσείοντος. Απορρίπτει τις από 25-1-2007 και 29-1-2007 αιτήσεις των χ1 και χ2 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική απάτη.Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 1056/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων: 1) χ1, 2) χ2, 3) χ3, 4) χ4, 5) χ5, 6) χ6 και 7) χ7, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2505/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7.12.2006, 6.12.2006, 11.12.2006, 11.12.2006, 15.12.2006, 14.12.2006 και 14.12.2006 αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 549/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 327/19.9.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, τις 166/11-12-07, 173/15-12-07, 165/11-12-07, 181/14-12-07, 180/14-12-07, 160/7-12-07 και 161/6-12-07 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) χ4, 2) χ5, 3) χ3, 4) χ7, 5) χ6, 6) χ1, 7) χ2 αντίστοιχα, κατά του 2505/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε τις εφέσεις τους κατά του πρωτόδικου 352/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και τους παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για ιδιαίτερα διακεκριμένη απάτη, κατά συναυτουργία, [άρθρα 45 386 παρ.1α, 3α ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2-Οι αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν από τους ίδιους τους κατηγορουμένους με αυτοπρόσωπη δήλωση οι μεν 4ος και 5η ενώπιον της γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, στην περιφέρεια του οποίου κατοικούν, οι δε λοιποί ενώπιον της γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε το βούλευμα, δικαιωματικά, καθόσον ο νόμος τους δίνει το σχετικό δικαίωμα, αφού παραπέμπονται για κακούργημα, και μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση του εν λόγω βουλεύματος, η οποία έγινε ως εξής, στους μεν 1ο, 2ο και 3ο με παράδοση στα χέρια τους στις ..., ..... και ...., στους δε 5ο, 6ο και 7ο με παράδοση στα χέρια των συνοίκων τους στις ...., .... και ...., και στην 4η με θυροκόλληση στην οικία της στις .... και με επίδοση στον αντίκλητό της δικηγόρο Ν. Ανδρουλάκη στις 1-12-06, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως, [των δικ. επιμ. Αθ. ....., ......., ......., ......, ......., ....... και Αρχ. ....., αντίστοιχα, καθώς και της δικ. επιμ. Γ. ....... στον αντίκλητο του 4ου]. Οι εκθέσεις που συντάχθηκαν από τους αρμόδιους γραμματείς με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και περιέχουν τους λόγους για τους οποίους ασκούνται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, [άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ. δ ΚΠΔ]. Συνεπώς, είναι νομότυπες, εμπρόθεσμες και δικαιωματικά ασκηθείσες, οπότε πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους. 3-Η έλλειψη αιτιολογίαςΑ-Νομική βάση α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά.[ΑΠ.19/01 ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ.01/1225, ΠΧΡ.02/402, ΠΛΟΓ.01/1693]. β-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. γ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών. δ-Κατά το άρθρο 45 ΠΚ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος, (Α.Π. 818/89 ΠΧΡ.Μ/180). Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (ΑΠ.1085/89 ΠΧΡ.Μ/399, 1334/89 ΠΧΡ.Μ/586).Προς ύπαρξη δηλ της συναυτουργίας απαιτούνται δύο βασικοί όροι, αντικειμενικώς μεν σύμπραξη στη συγκεκριμένη κύρια πράξη, υποκειμενικώς δε κοινός δόλος εκείνων που συμπράττουν (Χωραφάς Π.Δικ.Α/106, Σακελλαρίου ΠΧΡ.Ι/585). Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 3-2 έως τον Νοέμβριο του έτους 2000, υπό τις ιδιότητες τους, ο 1ος, χ4, αρχικά του εντεταλμένου συμβούλου και στη συνέχεια του αναπληρωτή προέδρου και εντεταλμένου συμβούλου, ο 2ος, χ3, αρχικά του προέδρου και εν συνεχεία του μέλους, ο 3ος, χ5, του αναπληρωτή προέδρου (έως 26-4-2000), ο 4ος, χ7, του μέλους (έως 26-4-2000), η 5η, χ6, του μέλους (έως τις 27-4-2000), ο 6ος, χ1, του μέλους [από 26-4-00], ο 7ος, χ, του μέλους από 27-2-00, [ο οποίος δεν άσκησε έφεση], και ο 8ος, χ2, του Προέδρου, (από 26-4-2000), της ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στη Νέα Ρεδαιστό Θεσσαλονίκης, από κοινού ενεργώντας και μετά από συναπόφαση, τέλεσαν έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα, ύστερα από κοινή απόφαση και με κοινό δόλο, έχοντας ως σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος η εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΕΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ, της οποίας η "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ" αποτελούσε συνδεδεμένη εταιρεία, έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιους σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία, η οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Συγκεκριμένα, μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό των 60.000.000.000 δραχμών (176.082.172 ευρώ), που πραγματοποίησε σύμφωνα με την απόφαση της από 21.10.1999 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της, η ανωτέρω εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) κλωστοϋφαντουργική εταιρεία "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΉΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ", κύριος μέτοχος της οποίας ήταν τότε η εταιρεία συμμετοχών ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ, κατά ποσοστό 45,35 %, με έκδοση και διάθεση με δημοσία εγγραφή μέσω της τράπεζας EUROBANK 20.000.000 μετοχών, ονομαστικής αξίας 200 δραχμών εκάστης, με τιμή διάθεσης στο επενδυτικό κοινό 3.000 δραχμές (8,80 ευρώ) ανά μετοχή, (έκδοση και πώληση υπέρ το άρτιο), και με δικαίωμα προτίμησης των παλαιών μετόχων για αγορά νέων μετοχών με αναλογία 5 νέες ανά μια παλαιά μετοχή, η κάλυψη και καταβολή του οποίου (ως άνω κεφαλαίου) εγκρίθηκε από το Υπουργείο Ανάπτυξης με την Κ2-12633/11.11.1999 απόφαση του και πραγματοποιήθηκε εμπρόθεσμα κατά το χρονικό διάστημα από 21/2/00-21/3/2000, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς προς το επενδυτικό κοινό, μετόχους και επενδυτές, μέσω του από Φεβρουάριο 2000 ενημερωτικού δελτίου, που εκδόθηκε σύμφωνα με το ΠΔ 348/1985 και εγκρίθηκε από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) στις 3-2-00, μόνον όσον αφορά την κάλυψη αναγκών πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού, δεσμευθέντες προς τούτο, ότι η διάθεση των από την ως άνω αύξηση αντληθησομένων κεφαλαίων ύψους 60 δις δρχ., μετά την αφαίρεση των εξόδων έκδοσης, ύψους 200 εκατ. δρχ. μέχρι την 31.12.2000, θα γινόταν για την χρηματοδότηση του επενδυτικού προγράμματος της εταιρείας, ως εξής: Α) Ποσό 1.400 εκατ. δραχμές για επενδύσεις επέκτασης και εκσυγχρονισμού του υπάρχοντος κλωστηρίου της εταιρείας εντός του 2000, ήτοι ποσό 200.000.000 δραχμών για την κατασκευή νέων αποθηκευτικών χωρών, για την αντιμετώπιση των αυξημένων αποθηκευτικών αναγκών, λόγω της αύξησης της παραγωγής, και 1, 2 δις δραχμών για τον εκσυγχρονισμό και επέκταση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Β) Ποσό 1 δις δραχμές για αγορά της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ ΑΕ".Γ) Ποσό 6 δις δραχμές για επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του υπάρχοντος κλωστηρίου της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ ΑΕ".Δ) Ποσό 2,6 δις δραχμές για εξόφληση του τραπεζικού δανεισμού της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ". Ε) Ποσό 3,5 δις δραχμές για κεφαλαίο κίνησης, και ΣΤ) ποσό 45,5 δις δραχμές (75,8% της έκδοσης περίπου) για υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος εξαγορών και συμμετοχών. Αναλυτικά: 1) Ποσό 11,2 δραχμές για την άμεση εξόφληση των τραπεζικών δανείων που χρησιμοποιήθηκαν από την εταιρεία "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ" για την εξαγορά 1.396.500 κοινών ονομαστικών μετοχών της εταιρείας "ΓΙΑΝΝΗΣ Θ ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ ΑΕ" και 2) ποσό 34,3 δις δραχμές περίπου για εξαγορές και συμμετοχές που θα πραγματοποιούσε η "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ", εντός 12μηνου από την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Διαβεβαίωσαν, επίσης, εν γνώσει τους ψευδώς στο επενδυτικό κοινό μέσω του ως άνω ενημερωτικού δελτίου ότι οι εξαγορές και συμμετοχές, στις οποίες προτίθεται να προχωρήσει η εταιρεία, θα αλλάξουν πλήρως τα μεγέθη αυτής, όσον αφορά τον κύκλο εργασιών της, την κερδοφορία της και εν γένει την παραγωγική της δραστηριότητα, ποσοτικά και γεωγραφικά, ότι αυτή θα αποκτήσει δίκτυο διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο, παριστάνοντας εν γνώσει τους ψευδώς ότι η τελευταία, (η εταιρεία "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΗΡΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ"), βρίσκεται ήδη σε διαπραγματεύσεις με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο που εδρεύει σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής, μέσω της οποίας θα εξασφαλίσει δεσπόζουσα επιρροή, ότι η εν λόγω εταιρεία -στόχος δραστηριοποιείται σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο του καταστατικού της, στην παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προηγμένης τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, και ότι τα συνοπτικά οικονομικά μεγέθη αυτής για την τελευταία τριετία έχουν ως εξής: Ποσά σε εκατ. δρχ.1996, 1997, 1998.Κύκλος Εργασιών 231.158, 205.063, 209.111. Κέρδη προ τόκων Αποσβέσεων και φόρων 19.160, 18.169, 17.839. Κέρδη Μετά από φόρους 4.527, 4.542- 13.866. Σύνολο Ενεργητικού 144.519, 136.574, 126.800, τα οποία στη συνέχεια ανέλυαν και σχολίαζαν, καταλήγοντας ότι με βάση τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία του α' εξαμήνου του 1999, μετά και την υλοποίηση εκτεταμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης, ο κύκλος εργασιών της αυξήθηκε κατά 3% σε σχέση με το α' εξάμηνο του 1998 και ότι ανήλθε σε 107.694 εκατ. δρχ., ενώ τα κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν σε 3780 εκατ. δρχ. παρουσιάζοντας θετική μεταβολή κατά 23,7% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 1998, ότι η εν λόγω εταιρεία δεν έχει δημοσιεύσει οικονομικές καταστάσεις για την χρήση 1999, ότι τα οικονομικά μεγέθη έχουν μετατραπεί σε δραχμές με βάση την τιμή fixing της 31-12-1999 της δραχμής με το νόμισμα αναφοράς, ότι η προκαταρκτική οικονομοτεχνική και νομική αξιολόγηση διενεργείται μέσω τραπεζών που ενεργούν ως σύμβουλοι, και ότι έχουν ήδη καταβληθεί για αμοιβές συμβούλων άνω των 100 εκατ. δρχ., δημιουργώντας έτσι την ψευδή εικόνα ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν ήδη ξεκινήσει και ότι βρίσκονται σε εξέλιξη για την εξαγορά της περιγραφόμενης αλλοδαπής εταιρείας. Διαβεβαίωσαν επίσης ψευδώς ότι σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου της εξαγοράς της παρουσιαζόμενης ανωτέρω εταιρείας, η Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ δεσμεύεται να προβεί άμεσα σε ανακοινώσεις δια του τύπου για την ενημέρωση του επενδυτικού κοινού και των εποπτικών αρχών, ότι εφόσον δεν ευοδωθούν οι πραγματοποιούμενες σήμερα διαπραγματεύσεις, η Εταιρεία θα αναζητήσει εναλλακτική μετοχική στρατηγική συνεργασία με αναλόγου μεγέθους κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ΗΠΑ, ενώ τα ποσά που προορίζονται για αυτές τις εξαγορές έως ότου πραγματοποιηθούν οι συγκεκριμένες συμφωνίες θα τοποθετηθούν σε υψηλότοκες καταθέσεις και χρεόγραφα (μετοχές εισηγμένων εταιρειών, αμοιβαία κεφάλαια και ομόλογα). Όμως όλα τα παραπάνω ήταν εν γνώσει τους ψευδή, αφού αντί του ποσού των 200.000.000 δραχμών, που προβλεπόταν από το άνω ενημερωτικό δελτίο για την κατασκευή νέων αποθηκευτικών χωρών με χρόνο υλοποίησης ως την 31.12.2000, απορροφήθηκε από την αναφερομένη εταιρεία Κ. ΔΟΥΛΟΣ ΑΕ (ως την 31.3.2001) το ποσό των 147.996.009 δραχμών, αντί του ποσού του 1.200.000.000 δραχμών, που προβλεπόταν από το ίδιο ενημερωτικό δελτίο για την προμήθεια καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού με χρόνο υλοποίησης έως την 31.12.2000, απορροφήθηκε από την εν λόγω εταιρεία (ως την 31.3.2001) το ποσό των 933.811.742 δραχμών, ενώ αντί του ποσού των 6.000.000.000 δραχμών, που προβλεπόταν από το ίδιο ενημερωτικό δελτίο για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιοργάνωση του κλωστηρίου της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ ΑΕ, με χρόνο υλοποίησης ως την 31.12.2000, δαπανήθηκε από την Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ ως την 31.3.2001 το ποσό του 1.060.123.311 δραχμών. Επιπλέον, οι κατηγορούμενοι ουδέποτε προσέγγισαν ή διαπραγματεύτηκαν υπό την προαναφερομένη ιδιότητα τους, επ' ονόματι και για λογαριασμό της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής της εταιρείας αυτής σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε περίπτωση μη ευόδωσης του στόχου αυτού σε ομοειδούς αντικειμένου όμιλο των ΗΠΑ, όπως προβλεπόταν από το πιο πάνω ενημερωτικό δελτίο, με χρόνο υλοποίησης της επένδυσης αυτής μέχρι την 31.3.2001, μέσω της οποίας η εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ θα εξασφάλιζε δεσπόζουσα θέση και επιρροή στη σχετική αγορά, ούτε ποτέ είχαν πρόθεση να προβούν στη διάθεση του ποσού των 34.300.000.000 δραχμών για την υλοποίηση τέτοιας μετοχικής στρατηγικής συνεργασίας, αλλά αντίθετα, είχαν εξ αρχής επινοήσει το σχέδιο της προσέλκυσης του επενδυτικού κοινού με τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις περί στρατηγικής συνεργασίας της ως άνω εταιρείας, που εκπροσωπούσαν, με μεγάλους ομίλους του εξωτερικού, ώστε να πειστεί αυτό, όπως και πράγματι έγινε, να συμμετάσχει κατά το χρονικό διάστημα από 21-2-00 έως τον Νοέμβριο του έτους 2000, με αγορά μετοχών, στην προαναφερθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας αυτής και στην εκτεταμένη αγορά μετοχών της μέσω του ΧΑΑ και στην κατ' αυτό τον τρόπο χρηματοδότηση της τελευταίας, της οποίας η μετοχή απέκτησε υψηλή εμπορευσιμότητα, που οδήγησε στην αύξηση της τιμής της, η οποία ανήλθε κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2000 μέχρι το ποσό των 16.01 ευρώ, χρόνο κατά τον οποίο οι κύριοι μέτοχοι της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ- κατηγορούμενοι χ3, χ4, χ5 και ο, υπό τον κατηγορούμενο χ2, Όμιλος Κλωνατέξ- προέβησαν σε ευρείας κλίμακα πώληση των μετοχών τους, προκειμένου να πετύχουν, όπως είχαν προσχεδιάσει, την χρησιμοποίηση των έτσι αντληθέντων κεφαλαίων προς όφελος του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, στην εξαγορά εταιρειών του οποίου προέβησαν, διαθέτοντας το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης. Έτσι μετά τις 30.6.2000, εξαγόρασαν το 100% της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ" αντί του ποσού των 11.100.000.000 δραχμών, ήτοι 370.000 μετοχές, που ανήκαν στις εταιρείες "ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ" κατά ποσοστό 15%, "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ" κατά ποσοστό 60% και "ΘΡΑΚΙΚΑ ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ ΑΕ" κατά ποσοστό 25%, το 100% της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ" αντί του ποσού των 12.150.000.000 δραχμών, ήτοι 450.000 μετοχές που ανήκαν στις εταιρείες "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ" κατά ποσοστό 95% και "ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ" κατά ποσοστό 5%, μέσω του χρηματιστηρίου. Ακόμη από τις 10-5-00 προέβησαν στην εξαγορά ποσοστού δεσπόζουσας θέσης στην εταιρεία "FANCO ΑΕ" που έφθασε στο 23, 89% του συνόλου των μετοχών της, αντί του ποσού των 11.272.562.979 δραχμών, ενώ από τις 26-4-00 από το ανωτέρω αντληθέν από την αύξηση του κεφαλαίου της ως άνω εταιρείας ποσό, 3 δις δρχ. χορήγησαν ως έντοκο δάνειο στην εταιρεία "ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ" και από το εναπομείναν αδιάθετο ποσό τοποθέτησαν σε μετοχές (ποσό 1.588.663.750 δρχ.) και σε καταθέσεις όψεως (ποσό 343.246.794 δρχ.). Άμεση συνέπεια των μεθοδεύσεώς τους αυτών ήταν να παρουσιάσει η εταιρεία Κ ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ σημαντικές ζημίες ύψους 2.844.455.476 δραχμών κατά την εταιρική χρήση 2000, οι οποίες υπερέβαιναν το 20% του κύκλου εργασιών της, να απομειωθεί σημαντικά η χρηματιστηριακή αξία των από το άνω επενδυτικό κοινό αγορασθεισών μετοχών της, φθάνοντας στο ποσό των 0, 91 ευρώ ανά μετοχή, και στη συνέχεια η εταιρεία αυτή να συγχωνευθεί με απορρόφηση από την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ, μέλος του ως άνω Ομίλου, συγχώνευση που εγκρίθηκε με την Κ2-12267/28.9.2001 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, με αναδρομική ισχύ από 1.1.2001. Στις ως άνω αγορές δεν θα προέβαιναν οι μέτοχοι και το επενδυτικό κοινό αν γνώριζαν τα παραπάνω, ήτοι ότι ουδέποτε υπήρξαν διαπραγματεύσεις με την αλλοδαπή εταιρεία για λογαριασμό της ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ και ότι το ποσό που αντλήθηκε από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είχε διατεθεί για σκοπούς άλλους από αυτούς που αναγράφονταν στο εγκριθέν από το ΧΑΑ ενημερωτικό δελτίο, γεγονός που δεν έφεραν σε γνώση αυτών (των επενδυτών), οι οποίοι συνέχιζαν να αντλούν πληροφόρηση μέσω του ως άνω δελτίου και κυρίως δεν είχε διατεθεί για επενδύσεις στο εξωτερικό, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί. Προέβησαν δε στις ανωτέρω πράξεις τους με σκοπό να αποκομίσει ο Όμιλος Κλωνατέξ παράνομο περιουσιακό όφελος και έτσι κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, έβλαψαν την περιουσία των επενδυτών κατόχων των 15.329.500 μετοχών της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, που πεισθέντες στις ως άνω ψευδείς παραστάσεις προέβησαν σε αθρόες αγορές μετοχών της ως άνω εταιρείας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μηνυτής ψ1, που συμμετείχε στην προαναφερομένη αύξηση, αγοράζοντας 1.500 μετοχές προς 3.000 δραχμές ή 8, 80 ευρώ ανά μετοχή, συνολικής αξίας 4.500.000 δραχμών και οι οποίοι, όταν τον Μάρτιο 2001 η μετοχή της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ τέθηκε υπό επιτήρηση, αναγκάσθηκαν πλέον να διαπραγματεύονται την πώλησή της υπό περιορισμούς και υπό ειδικό καθεστώς διαπραγμάτευσης. Η ζημία δε που προξενήθηκε στους εν λόγω μετόχους και επενδυτές ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουσα το ποσό των 25.000.000 δρχ, (73.000 Ε.), και δη ανερχόμενη στο ποσό των 120.949.755 Ε, ήτοι 15.329.500 μετοχές Χ 7,89 (8,80-0, 91=7,89), ανά μετοχή, = 120.949.755 Ε. Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων ότι δεν στοιχειοθετείται σε βάρος τους το αδίκημα της απάτης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι για τους εξής λόγους: α-Ο ισχυρισμός ότι δεν στοιχειοθετείται απάτη για το λόγο ότι η παράσταση στο επενδυτικό κοινό για επιδιωκόμενη εξαγορά μεγάλου κλωστοϋφαντουργικού ομίλου του εξωτερικού δεν συνιστά γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, επειδή αναφέρεται στο μέλλον, δεν ευσταθεί, γιατί το βούλευμα δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι ανέφεραν στο χρηματιστηριακό δελτίο που απευθύνεται στο επενδυτικό κοινό ότι βρισκόντουσαν ήδη σε σοβαρές διαπραγματεύσεις για την εξαγορά κλωστο- υφαντουργικού οίκου του εξωτερικού στρατηγικής σημασίας, του οποίου μάλιστα παρέθεταν και τα οικονομικά του μεγέθη και στοιχεία, για τις οποίες διαπραγματεύσεις είχαν ήδη διαθέσει το ποσό των 100 εκατομμυρίων δρχ., πράγμα το οποίο συνιστά την έννοια του γεγονότος κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, διότι έχει παροντική γεγονοτική βάση. β-Ο ισχυρισμός ότι η παράσταση που απεύθυναν στο επενδυτικό κοινό, αορίστως, για την αγορά των νέων μετοχών προκειμένου να αυξηθεί το κεφάλαιο της εταιρίας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, που εκπροσωπούσαν, δεν συνιστά παράσταση σε άλλον, διότι δεν απευθύνθηκε σε συγκεκριμένο αποδέκτη, όπως απαιτεί το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, δεν ευσταθεί, για το λόγο ότι η παράστασή τους αυτή απευθύνθηκε προς τους συγκεκριμένους επενδυτές, οι οποίοι παραπλανηθέντες προέβησαν σε περιουσιακή διάθεση, αγοράζοντας τις προσφερόμενες απ' αυτούς μετοχές. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, κατά συναυτουργία, που φέρεται ότι τέλεσαν οι κατηγορούμενοι σε βάρος των αγνώστων επενδυτών της εταιρίας ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, οι οποίοι παραπλανήθηκαν και συμμετέσχον στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, που εκπροσωπούσαν, από την οποία προκλήθηκε παράνομο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., ανερχόμενο στο ποσό των 120.949.755 Ε. Στη συνέχεια απέρριψε τις εφέσεις των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου και 8ου απ' αυτούς ως ουσιαστικά αβάσιμες, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και παραπέμπει όλους τους κατηγορουμένους ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών [για τα κακουργήματα], για να δικασθούν ως υπαίτιοι τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Γ)-Εξέταση των λόγων αναίρεσης Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της διακεκριμένης απάτης, κατά συναυτουργία, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων ότι η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό τους όφελος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ότι υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 Ε, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1α, 3 περ. β ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής τους υπόστασης ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε παραστάσεις ψευδών γεγονότων σαν αληθινών στο ευρύτερο επενδυτικό κοινό, ότι με τις παραστάσεις αυτές έπεισαν αυτούς να αγοράσουν τις νέες μετοχές αύξησης του κεφαλαίου της εταιρίας, που εκπροσωπούσαν, και ότι με τον τρόπο αυτό ζημίωσαν την περιουσία των επενδυτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο παθών ψ1, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτών όφελος, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 120.949.755 Ε, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ε, από πλευράς δε της υποκειμενικής του υπόστασης ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει του ότι το γεγονός που παρέστησαν ήταν ψευδές και ότι τέλεσαν τις πράξεις αυτές με σκοπό να περιποιήσουν στην εταιρία ΚΛΩΝΑΤΕΞ-ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ το παράνομο τούτο περιουσιακό όφελος, προβαίνοντας στην εξαγορά των κλωστηρίων της με τα χρήματα που παρανόμως αποκόμισαν. α-Ειδικότερες αιτιάσεις. Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι δεν τελεσιουργείται αντικειμενικά η απάτη διότι 1) δεν παρέστησαν ψευδή γεγονότα, αλλ' απλώς υποσχέθηκαν ότι θα προβούν σε διαπραγματεύσεις με οίκους του εξωτερικού προκειμένου να αποκτήσουν στρατηγική συμμετοχή σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο σε Χώρα της Ε.Ε ή των ΗΠΑ, πράγμα που συνιστά εσωτερικό γεγονός, [1ος λόγος της αίτησης του 1ου], 2) ότι δεν στράφηκαν σε συγκεκριμένους επενδυτές, αλλά στο κοινό, οπότε δεν πρόκειται για παραπλάνηση και βλάβη συγκεκριμένων παθόντων, [4ος λόγος της αίτησης του 1ου], και 3) ότι δεν δικαιολογείται το παράνομο του περιουσιακού οφέλους που αποκόμισε η εταιρία ΚΛΩΝΑΤΕΞ- ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ, [7ος λόγος της αίτησης του 1ου], 4) ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της περιουσιακής ζημίας των παθόντων και της ψευδούς παράστασής τους και δη η πλάνη των επενδυτών δεν αποτέλεσε το αποκλειστικό αποτέλεσμα της αγοράς τω μετοχών, [5ος και 6ος λόγος της αιτήσεως του 1ου], και 5) ότι δεν προσδιορίζεται το ποσό της ζημίας εκάστου παθόντα, 2ος λόγος της αιτήσεως του 1ου], είναι αβάσιμες. Και τούτο για τους εξής λόγους: 1) Η παράσταση που έκαναν μέσω του Ενημερωτικού Δελτίου του ΧΑΑ προς το επενδυτικό κοινό ότι κατά το χρόνο της δημοσίευσης της αγγελίας τους για την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ βρισκόντουσαν σε διαπραγματεύσεις με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο που εδρεύει σε Χώρα της Ε.Ε ή των ΗΠΑ για την απόκτηση στρατηγικής σ' αυτόν συμμετοχής, που θα άλλαζε πλήρως τα οικονομικά μεγέθη της εταιρίας, [σε παραγωγή και σε κερδοφορία], συνιστά γεγονός, καθόσον αναφέρεται σε συμβεβηκός του εξωτερικού κόσμου, που έλαβε χώρα στο παρελθόν ή λαμβάνει χώρα στο παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις. [1ος λόγος της αιτήσεως του 1ου]. 2) Ναι μεν παθόν πρόσωπο στην απάτη είναι κάθε φυσικό συγκεκριμένο πρόσωπο που παραπλανάται με τις ψευδείς παραστάσεις και δεν νοείται απάτη του κοινού ή αορίστου αριθμού προσώπων, στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση δεν πρόκειται για εξαπάτηση αορίστως του κοινού, αλλά των συγκεκριμένων επενδυτών που προέβησαν κατά το χρονικό διάστημα που δέχεται το βούλευμα, [από τις 3-2-2000 έως τον Νοέμβριο του έτους 2000], στην αγορά των νέων μετοχών της εταιρίας, οι οποίοι, παρόλο που δεν κατονομάζονται, πλην του ψ1, είναι οριστοί και συγκεκριμένοι. (ΑΠ.88/03), [2ος λόγος της αιτήσεως του 1ου]. 3) Το παράνομο του περιουσιακού οφέλους που αποκόμισαν οι κατηγορούμενοι ως εκπρόσωποι της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμία Α. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, ανερχόμενο στο ποσό των 120.949.755 Ε, συνίσταται στο ότι τούτο αποτελεί τον αντίποδα της βλάβης των επενδυτών και αποκτήθηκε απ' αυτούς χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία, πράγμα που αντιστρατεύεται προς την ουσιαστική τάξη της κυριότητας. [ΑΠ.1795/00 ΠΧΡ.ΝΒ/639, ΑΠ.164/01 ΠΧΡ.ΝΑ/905]. Το ποσό τούτο προήλθε από την αθέμιτη διόγκωση-υπερτίμηση της τιμής τω νέων μετοχών, την οποία πέτυχαν με τις αναφερόμενες στο βούλευμα ψευδείς παραστάσεις τους προς το επενδυτικό κοινό. Το γεγονός ότι το βούλευμα αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις σκόπευαν να αποκομίσει παράνομο όφελος ο ΟΜΙΛΟΣ ΚΛΩΝΑΤΕΞ, από τον οποίο εξαγόρασαν τα κλωστήρια των συνδεμένων με αυτόν κλωστοϋφαντουργικών ανωνύμων εταιριών, και δη των ανωνύμων εταιριών ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ, δεν αναιρεί το παράνομο του αποκομισθέντος απ' αυτούς περιουσιακού οφέλους. Το γεγονός αυτό, της περαιτέρω δηλ. διάθεσης του παράνομου οφέλους που αποκόμισαν από τις πωλήσεις των υπερτιμημένων νέων μετοχών, αναφέρεται πλεοναστικά και δεν αναιρεί την προηγούμένη υπ' αυτών αθέμιτη προσπόρισή του. [6ος και 7ος λόγοι της αιτήσεως του 1ου]. Ούτε πάλι υπάρχει καμία αντίφαση της αιτιολογίας από το γεγονός ότι το βούλευμα δέχεται ότι από τη διαδικασία της αυξήσεως του κεφαλαίου της εταιρίας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ και τις μεθοδεύσεις των εξαγορών που επακολούθησαν επήλθε ζημία της εταιρίας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δρχ. [8ος λόγος αιτήσεως αναιρέσεως του 1ου]. 4) Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς των κατηγορουμένων και της πλάνης, καθώς και της περιουσιακής διάθεσης των συγκεκριμένων επενδυτών που αγόρασαν τις νέες μετοχές διαλαμβάνεται με ενάργεια στο βούλευμα, αφού βεβαιώνεται σ' αυτό ότι οι συγκεκριμένοι επενδυτές παραπλανήθηκαν από τις ψευδείς παραστάσεις των κατηγορουμένων και προέβησαν στην περιουσιακή διάθεση για την αγορά των νέων μετοχών, την οποία δεν θα διενεργούσαν, εάν έλειπε η περιγραφείσα συμπεριφορά τους. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της απάτης δεν απαιτείται η πλάνη του απατηθέντος να υπήρξε η μοναδική αιτία της περιουσιακής διάθεσης, [Α.Π. 200/75 ΠΧΡ. ΚΔ/429], καθόσον η ελαφρότητα ή η αμέλεια του θύματος στη δημιουργία της πλάνης, που δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε έναν προσεκτικότερο ή συνετότερο άτομο, δεν αποκλείει την απάτη, αφού μάλιστα τα εν λόγω εύπιστα άτομα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προστασίας έναντι των δραστών της απάτης, των οποίων είναι εύκολα θύματα, [ΑΠ.165/85 ΠΧΡ.ΛΕ/683, Μπουρόπουλος άρθρο 386 αρ.2], [4ος λόγος της αιτήσεως του 1ου]. 5) Όσον αφορά τον προσδιορισμό της βλάβης ενός εκάστου επενδυτή γίνεται δεκτό ότι επί περισσοτέρων παθόντων δεν είναι αναγκαίο να καθορίζεται το ποσό της ζημίας που αντιστοιχεί στον καθένα απ' αυτούς.[ΑΠ.372/94 ΠΧΡ.ΜΔ/511].[5ος λόγος της αιτήσεως του 1ου]. β-Εσφαλμένη εκτίμηση. Η αιτίαση ότι η εταιρία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, που εκπροσωπούσαν, κατά το έτος 2000 βρισκόταν πράγματι σε διαπραγματεύσεις με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο που εδρεύει σε χώρα της ΕΕ. και ότι έσφαλε το βούλευμα που δεν δέχεται τούτο ως αληθινό γεγονός, [3ος λόγος της αιτήσεως του 1ου και 4ος της αιτήσεως του 7ου], είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί βάλλει κατά της ανέλεγκτης αναιρετικά κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. γ-Η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση. Η αιτίαση ότι δεν περιέχεται στο βούλευμα αιτιολογία για την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της απάτης, [9ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Αντ. Δούδου], είναι απορριπτέα γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το βούλευμα δεν τους παραπέμπει για κακουργηματική απάτη με τις ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις, της κατ' επάγγελμα δηλ. και της κατά συνήθεια τέλεσης.[9ος λόγος της αιτήσεως του 1ου]. δ-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως δύναται να προέλθει και από εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των διατάξεων του αστικού κώδικα, όταν αυτές αποτελούν προϋπόθεση της εφαρμογής της ποινικής διατάξεως. [ΑΠ.972//93 ΠΧΡ.ΜΓ/706, ΑΠ.417//93 ΠΧΡ. ΜΓ/198]. Δεν επεκτείνεται όμως ο λόγος τούτος και στην περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής των δικονομικών διατάξεων, όπως είναι οι διατάξεις περί αναρμοδιότητας, [ΑΠ.1131//83 ΠΧΡ.ΛΔ/136]. Έτσι είναι απορριπτέος ο λόγος αναιρέσεως ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις που ρυθμίζουν τις αρμοδιότητες του ΣΔΟΕ [τώρα ΥΠΕΕ] και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, άρθρο 76 Ν.1969/91, 22, 31 Ν.3340/05 και 30 Ν.3296/04] και έκρινε ότι το ΣΔΟΕ είχε αρμοδιότητα να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για τη διαπίστωση τυχόν τέλεσης από τους εκπροσώπους της εταιρίας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ χρηματιστηριακές παραβάσεις σχετικά με τη διαδικασία της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της, εφόσον δεν πρόκειται για ουσιαστική ποινική διάταξη.[3ος λόγος της αιτήσεως του 7ου]. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει αυτούς στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθούν οι 166/07, 173/07, 165/07, 181/07, 180/07, 160/07 και 161/07 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) χ4, 2) χ5, 3) χ3, 4) χ7, 5) χ6, 6) χ1, και 7) χ2, αντίστοιχα, κατά του 2505/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και Γ-Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες 160/7-12-2006, 161/6-12-2006, 165/11-12-2006, 166/11-12-2006, 173/15-12-2006, 180/14-12-2006 και 181/14-12-2006 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των χ1, χ2, χ3, χ4, χ5, χ6 και χ7, αντιστοίχως, στρεφόμενες κατά του 2505/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις αυτών κατά του 352/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, για την πράξη της (κακουργηματικής) απάτης, κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν ως συναφείς, να γίνουν τυπικά δεκτές. ΙΙ. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, θεμελιούται και τότε το αδίκημα της απάτης. Περαιτέρω από την ως άνω διάταξη προκύπτει ακόμη ότι είναι δυνατόν από μία πράξη απάτης να είναι παθόντες πλείονες. Σ' αυτή την περίπτωση η βλάβη της περιουσίας τους πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφή όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή, ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερό ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης, ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως). Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και στην περίπτωση κατά την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Τέλος, κατά το άρθρο 45 Π.Κ. "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ. ΑΠ 50/1990). Απάτη μπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όμως κοινής συναπόφασης, δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως του εγκλήματος από τον παραπεμπόμενο στο ακροατήριο κατηγορούμενο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, ή να αξιολογούνται καθ' έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς θεμελιώνεται από το Συμβούλιο Εφετών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής αυτών στην εφαρμοσθείσα από το Συμβούλιο ουσιαστική ποινική διάταξη, καθώς και εκείνες που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη συντάσσεται το Συμβούλιο. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με το έγκλημα της απάτης δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνον ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πώς επήλθε. Τέλος όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η εταιρεία "ΚΛΩΣΤΟ-ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε" στο εξής Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε, που ιδρύθηκε το 1971 από τον ...... και του τρεις πρώτους εκκαλούντες γιους του είχε έδρα στη Μ. Ραιδεστό Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκονταν και το εργοστασιακό της συγκρότημα. Η εν λόγω εταιρεία δραστηριοποιούνταν στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας. Ειδικότερα, ο σκοπός της σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, ήταν η βιομηχανική παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία ινών και νημάτων, φυτικών, ζωικών και συνθετικών, ως και λοιπών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και η συμμετοχή της σε άλλες επιχειρήσεις, που επεδίωκαν τον ίδιο ή παρεμφερή σκοπό. Το έτος 1994 με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 21/1/1994, οι μετοχές της εισήχθησαν στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με ταυτόχρονη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και συνολικό αριθμό μετοχών προς διαπραγμάτευση 3000000. Το 1998 με κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας του Ν.2065/92 και κερδών φορολογηθέντων με το Ν.2579/98, το μετοχικό της κεφάλαιο ανήλθε στα 800 εκατ. δραχ. και ο αριθμός των μετοχών στα 4000000 δρχ. Κατά το έτος 1999 ο όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ που είναι εταιρεία συμμετοχών, δια των εταιρειών του, με διαδοχικές αποκτήσεις και κατόπιν συμφωνίας με τους κατηγορούμενους χ4, χ3 και χ5, απέκτησε το 45, 35% των μετοχών της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε" καθιστάμενος πλέον κύριος μέτοχος της. (βλεπ. σελ 24 ενημερωτικού δελτίου). Η "ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε εταιρεία συμφερόντων του εκκαλούντος κατηγορούμενου χ2, της οποίας ήταν και νόμιμος εκπρόσωπος (Πρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος), είχε ως σκοπό τη συμμετοχή της σε άλλες εταιρείες, την διεξαγωγή συναλλακτικών πράξεων επί χρεωγράφων και παντός είδους τίτλων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, την ανάληψη διαχείρισης άλλων νομικών προσώπων και επιχειρήσεων με αντάλλαγμα, την παροχή διοικητικών και οργανωτικών υπηρεσιών σε τρίτες οικονομικές μονάδες του ιδιωτικού τομέα και την αγοροπωλησία και εκμετάλλευση δικαιωμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης. Στον εν λόγω Όμιλο ανήκαν, πλην άλλων, και η εταιρεία ΘΡΑΚΙΚΑ ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ Α.Ε (στη οποία μετείχε η εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ με ποσοστό 34%), FAΝCO A.E (στην οποία η ΚΛΩΝΑΤΕΞ είχε ποσοστό 0, 12% και η ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ 20, 03%), ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε, ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α, Ε)στην οποία η εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΕΣΕΩΝ Α.Ε κατείχε ποσοστό 79, 9%) ΤΡΙΚΟΛΑΝ Α.Ε, GALLOP A.E. ......... LTD, ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΟΤΤΟ ΕΒΡΟΣ Α.Ε., ΒΕΡΛΑΝ ΒΑΜΒΑΚΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΚΉ Α.Ε., ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΑΕ και Γ. ΓΙΑΝΟΥΣΗΣ Α.Ε.Β.Ε., Από τις ως άνω εταιρείες η ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε., με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσής της στις 17/5/1998, ολοκλήρωσε κατά το Σεπτέμβριο του 1999, αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου αντλώντας από το Χρηματιστήριο ποσό 41.580 εκατ. δρχ., το οποίο διέθεσε για εξαγορές δεδομένου ότι στόχο της μητρικής εταιρείας ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε. ήταν να κυριαρχήσει στη Ευρωπαϊκή Αγορά, αναδεικνύοντας την ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε., ως την πρώτη κλωστοϋφαντουργική εταιρεία της Ευρώπης. Στις 21/10/1999, η Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. με έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της, στην οποία μετείχαν οι τρεις πρώτοι εκκαλούντες κατηγορούμενοι αλλά και ο έβδομος εκκαλών χ2, ως εκπρόσωπος της εταιρείας ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε. (της οποίας ήταν πρόεδρος Δ.Σ) όπως και ο συγκατηγορούμενος τους χ1, ως εκπρόσωπος της εταιρείας ........ LTD, στο Δ.Σ. της οποίας είχε την ιδιότητα του αντικαταστάτη Προέδρου, ενώ ο πρόεδρος της ήταν και πάλι ό χ2, αποφάσισε την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με μετρητά κατά 4.000.000.000 δρχ., με την έκδοση 20.000.000 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 200 δραχμών, η κάθε μία και της τιμής διαθέσεως τριών χιλιάδων (3000) δραχμών εκάστη, με προκύπτον από την αύξηση ποσό εσόδων 60.000.000.000 δραχμές. Η διαφορά μεταξύ των εσόδων της αυξήσεως και του μετοχικού κεφαλαίου της αυξήσεως δηλαδή ποσό 56.000.000.000 δρχ. θα αγόταν στον λογαριασμό "διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο". Το σύνολο των 20.000.000 νέων μετοχών με αναλογία πέντε (5) νέες μετοχές ανά μία (1) παλαιά προς 3000 δρχ. ανά μετοχή. Σε περίπτωση δε κατά την οποία μέρος των δικαιωμάτων δε θα ασκούνταν από τους παλιούς μετόχους, αποφασίσθηκε ότι το Δ.Σ. της εταιρείας θα διέθετε το ποσοστό των μετοχών που αναλογούν στο μη ασκηθέν μέρος, κατά τη απόλυτη αυτού κρίση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ 5 Ν2190/1920. Έτσι, μετά την παραπάνω αύξηση το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 4.800.000.000 δρχ., διαιρούμενο σε 24.000.000 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 200 δρχ. η κάθε μία. Κατά την διάρκεια των εργασιών της ως άνω Γ.Σ. το λόγο έλαβε ο εκκαλών χ2 υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ, μεγαλομετόχου της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., ο οποίος εκθειάζοντας την απόφαση για τη δυναμική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, κατέστησε σαφές ότι το επιχειρηματικό πρόγραμμα της τελευταίας, να προχωρήσει δυναμικά στην αγορά για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της εποχής, εύρισκε απολύτως σύμφωνη την πολιτική του Ομίλου τους. Μάλιστα αυτός ήταν ο λόγος που προχώρησαν στην προσέγγιση με την εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. Πράγματι το μήνα Μάρτιο του έτους 1999 είχε αρχίσει συνεργασία της τελευταίας με την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε. με τη συμμετοχή της δεύτερης στο μετοχικό κεφάλαιο της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. σε ποσοστό 10%. Τον Ιούλιο του 1999 η εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε. αύξησε τη συμμετοχή της στο κεφάλαιο της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. σε ποσοστό 30%, ήδη δε κατά τον Οκτώβριο του 1999 η συμμετοχή του Ομίλου των εταιρείων ΚΛΩΝΑΤΕΞ ξεπερνούσε, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε το ποσοστό του 40% του μετοχικού της κεφαλαίου της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., η οποία είχε καταστεί πλέον μέλος του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ. Ειδικότερα η μετοχική σύνθεση της εταιρείας Κ.ΔΟΥΔΟΣ με βάση την Γ.Σ. της 21/10/1999 είχε ως εξής: ........ LTD 10,5%ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε. 24,8%ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε 4,5%Α.ΔΟΥΔΟΣ 5%Χ.ΔΟΥΔΟΣ 5%Δ.ΔΟΥΔΟΣ 5,8% Λοιποί Μέτοχοι 44,5% Μεταξύ των λοιπών μετόχων ήταν και οι ακόλουθες εταιρείες (μέλη του Ομίλου Κλωνατέξ) ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΚΗ Α.Ε. με 30310 μετοχές και ΒΙΟΛΑΝ ΑΒΕΝΤΕ με 93,260 μετοχές. Η ως άνω γενική συνέλευση εξέλεξε και το νέο Δ.Σ. της εταιρείας για την πενταετία από 22/10/1999 ως 21/10/2004, αποτελούμενο από τους χ5, χ3, χ7 (προϊστάμενο λογιστηρίου Εταιρίας) και χ6 (υπάλληλο με καθήκοντα την διεκπεραίωση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων) που συγκροτήθηκε σε σώμα στις 22/10/1999 με την εξής σύνθεση:χ3, Πρόεδρος, χ5 Αναπληρωτής Πρόεδρος χ4, Εντεταλμένος Σύμβουλος, χ7 και χ6 μέλη (βλεπε δημοσίευση σε ΦΕΚ 9084/12/11/1999). Ακολούθως κατά την υπ'αριθ. ....... συνεδρίαση του Δ.Σ. της ως άνω εταιρείας, της οποίας το πρακτικό δημοσιεύθηκε στις 25/5/2000 στο υπ'αριθ. 3586/25-5-2000 ΦΕΚ-ΤΑΕ, εκλέχθηκαν ως νέα μέλη οι κατηγορούμενοι χ2 και χ1, στέλεχος του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, μετα την παραίτηση των μελών του Δ.Σ της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. κατηγορουμένων χ5 και χ7 και το Δ.Σ που προέκυψε είχε την ακόλουθη σύνθεση: χ2 Πρόεδρος Δ.Σ., χ4 αναπληρωτής πρόεδρος και εντεταλμένος σύμβουλος, χ3, χ1 και χ6, μέλη. Περαιτέρω, κατά την με αριθμό ...... συνεδρίαση του Δ.Σ. της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., το πρακτικό της οποίας δημοσιεύθηκε στις 25/5/200 στο υπ'αριθ.3573/25-5-2000 ΦΕΚ ΤΑΕ, εκλέχθηκε ως νέο μέλος ο κατηγορούμενος (μη ασκήσας έφεση) χ, Οικονομικός διευθυντής του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος μέλους χ6, η οποία πάντως συνέχισε να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την εταιρεία (βλ. το από 27/4/2000 ως άνω πρακτικό). Το διοικητικό συμβούλιο που προέκυψε από την ως άνω συνεδρίαση είχε την ακόλουθη σύνθεση: χ2, πρόεδρος Δ.Σ., χ4 αναπληρωτής Πρόεδρος και εντεταλμένος σύμβουλος, χ3, χ1 και χ, μέλη του Δ.Σ., από τους οποίους ο χ3 παραιτήθηκε στις 6/11/2000 για να αντικατασταθεί στην συνέχεια από την ......., αλλαγή που δημοσιεύθηκε στις 22/12/2000 στο ΦΕΚ-ΤΑΕ με αριθμό 11747. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας εγκρίθηκε με την απόφαση Κ2-12633/11-11-1999 του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στις 3/2/2000 το Δ.Σ. του Χ.Α.Α., μετά από την με αριθμό πρωτ. ....... αίτηση της εταιρείας Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. που συνόδευε σχετικό φάκελο δικαιολογητικων ενέκρινε το περιεχόμενο του ενημερωτικού Δελτίου (Ε.Δ.) για την αύξηση του κεφαλαίου, που είχε υποβληθεί, μόνο όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού, όπως αυτές καθορίζονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 348/1985, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, όπως αναγράφονται στο με αριθμό πρωτ. ..... έγγραφο του Χ.Α.Α. προς την ως άνω εταιρεία: 1) Να δεσμευθούν οι κύριοι μέτοχοι της εκδότριας εταιρείας ......... LTD, ΒΙΟΛΑΝ ΑΒΕΝΤΕ, ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε., ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε. x4, x5 και x3, ότι θα ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα τους και θα διατηρήσουν τα ποσοστά τους, άνω του 56% περίπου, και μετά το πέρας της αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, προσκομίζοντας σχετικές επιστολές, 2) να διευκρινισθεί πλήρως το θέμα της εξαγοράς για την οποία θα διατεθούν 34,3 δις δραχμές, να οριοθετηθεί χρονικά και να διευκρινισθεί η επίδραση της στην ανάπτυξη των κύριων δραστηριοτήτων της εταιρείας. Επίσης η εκδότρια αναλαμβάνει τη δέσμευση να ενημερώνει άμεσα το επενδυτικό κοινό για κάθε εξέλιξη στο συγκεκριμένο θέμα. 3) Να δεσμευθεί η εκδότρια εταιρεία ότι θα ενημερώνει ανελλιπώς τις εποπτικές αρχές και το επενδυτικό κοινό για τον τρόπο επένδυσης των κεφαλαίων που θα αντλήσει μέχρι την χρησιμοποίηση τους για τους αναφερόμενους στο ενημερωτικό δελτίο σκοπούς. 4) Να διευκρινίσθεί σε τι ποσοστό αγοράς της ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ Α.ΒΕΕ αντιστοιχεί η προβλεπόμενη διάθεση του ποσού 11,2 δις και 5) Να σχολιασθεί το τίμημα της αγοράς του κλάδου κλωστηρίου των ΚΛΩΣΤΗΡΙΩΝ ΠΕΛΛΗΣ Α.Ε. σε σχέση με την αναπόσβεστη αξία και να διευκρινισθεί αν η ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ Α.Ε. συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ και τους βασικούς μετόχους της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους, εκμεταλλευόμενοι και το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην ελληνική κοινή γνώμη, το οποίο ήταν άκρως ευνοϊκό για επενδύσεις σε χρηματιστηριακούς τίτλους, συνέλαβαν σχέδιο εξαπάτησης του επενδυτικού κοινού, ήτοι των μετόχων της ως άνω εταιρείας και των κοινών επενδυτών, μέσω της διαδικασίας αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου, παραπλανώντας τους να συμμετάσχουν σε αυτήν, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο Όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ, βλάπτοντας αυτούς. Έτσι, στο ενημερωτικό δελτίο που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε μετά την 3/2/2000 στα πλαίσια της προώθησης της διαδικασίας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, ανέφεραν ρητά ότι το ΔΣ της εταιρείας δηλώνει ότι όλα τα μέλη του έχουν λάβει γνώση του περιεχομένου του και βεβαιώνουν υπεύθυνα ότι όλες οι πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό είναι πλήρη και αληθή και ότι δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία και δεν έχουν λάβει χώρα γεγονότα η απόκρυψη ή παράλειψη των οποίων θα μπορούσε να καταστήσει παραπλανητικό το σύνολο η μέρος των στοιχείων και πληροφοριών που περιέχονται σ' αυτό (βλ. σελ 10 ενημερωτικού δελτίου). Επίσης δηλώθηκε, σε εκπλήρωση προϋπόθεσης που τέθηκε από το Χ.Α.Α., ότι οι ως άνω κύριοι μέτοχοι της εκδότριας "δεσμεύονται ότι θα ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα τους, που αντιστοιχούν στο 52, 20 των δικαιωμάτων και ότι στη λήξη της περιόδου άσκησης των δικαιωμάτων θα εξακολουθούν να κατέχουν ποσοστό 52,20% επί του συνολικού αριθμού των μετοχών". Προκειμένου δε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των μετόχων και του επενδυτικού κοινού και να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης προς την ως άνω εταιρεία και τις προοπτικές της, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι η διάθεση των υπό άντληση νέων κεφαλαίων, ύψους 60.000.000.000 δρχ., μετά την αφαίρεση εξόδων έκδοσης ύψους 200 εκατομμυρίων δραχμές, προβλεπόταν να γίνει ως παρακάτω εκτίθεται, παραπλανώντας αυτούς ως προς τη χρηματιστηριακή τους συμπεριφορά κατά τη συγκρότηση του χαρτοφυλακίου τους και πείθοντας αυτούς (παλιούς μετόχους και επενδυτές) ώστε να ανταποκριθούν στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου και στην συνέχεια να προβούν σε αθρόες αγορές μετοχών της, με σκοπό την χρηματοδότηση του επενδυτικού της προγράμματος, αν και γνώριζαν ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να προβεί επιτυχώς σε τέτοιας έκτασης επιχειρηματικό άνοιγμα. Οι αθρόες δε αγορές μετοχών θα οδηγούσαν στην υπερτίμησή τους που θα έδινε στους κύριους μετόχους που κατείχαν την πλειοψηφία του πακέτου των μετοχών, την δυνατότητα να πωλήσουν τις δικές τους μετοχές σε αυξημένη τιμή καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις δαπάνες που συνεπαγόταν η δέσμευση τους για συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Επέλεξαν έτσι μετόχους και επενδυτές στην δίνη ενός χρηματιστηριακού παιγνίου, από το οποίο οι τελευταίοι έχασαν τα χρήματα που διέθεσαν για την αγορά μετοχών της ως άνω εταιρείας, ωφελήθηκε δε ο όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ, στον οποίο κατά τον σχεδιασμό τους, περιήλθε όπως παρακάτω εκτίθεται μεγάλο μέρος του ποσού της αύξησης, για την αγορά εταιρειών του με αμφίβολη αξία και προοπτικές. Ειδικότερα ανέφεραν ότι η διάθεση του ποσού της αύξησης του Μ.Κ. προβλεπόταν ως εξής: 1) Ποσό 1,4 δις δραχμές (2,3% περίπου της έκδοσης) για επενδύσεις επέκτασης και εκσυγχρονισμού του υπάρχοντος κλωστηρίου της εταιρείας ΔΟΥΔΟΣ.ΑΕ εντός του 2000 και ειδικότερα: Ποσό 200 εκατομμυρίων δραχμών για την κατασκευή νέων αποθηκευτικών χώρων για την αντιμετώπιση των αυξημένων αποθηκευτικών αναγκών εξαιτίας της αύξησης της παραγωγής. Ποσό 1,2 δις δραχμών για τον εκσυγχρονισμό και επέκταση του μηχανολογικού εξοπλισμού που θα επιφέρει αύξηση της παραγωγής κατά 20% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα. 2) Ποσό 1 δις δραχμών (1,6% περίπου της έκδοσης) για αγορά του κλωστηρίου της εταιρείας ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ Α.Ε. 3) Ποσό 6 δις δραχμών (10,0% περίπου της έκδοσης) για επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του υπάρχοντος κλωστηρίου της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ Α.Ε. Η ολοκλήρωση της επένδυσης για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής υποδομής της μονάδας κλωστηρίου της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ Α.Ε (για την οποία ρητά αναφέρθηκε, κατόπιν σχετικού όρου που έθεσε το Χ.Α.Α. για την έγκριση του Μ.Κ., ότι δεν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον Όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ ή τους βασικούς μετόχους της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε.) αναμένεται να πραγματοποιηθεί εντός της χρήσης του 2000 και περιλαμβάνει πλήρη εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού και δημιουργία μία νέας σύγχρονης μονάδας κλωστηρίου 18000 ατράκτων παραγωγικής δυναμικότητας 8000 Kgs και μερικό εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου μηχανολογικού εξοπλισμού. 4) Ποσό 2, 6 δις δραχμών (4, 3 % περίπου της έκδοσης) για εξόφληση του Τραπεζικού δανεισμού της εταιρείας ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. 5) Ποσό 3, 5 δις δραχμών (5, 8 % της έκδοσης περίπου) για αύξηση του κεφαλαίου κίνησης. 6) Ποσό 45, 5 δις δραχμών (75, 8 περίπου της έκδοσης περίπου) για υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος εξαγορών και συμμετοχών και αναλυτικα';Ποσό 11, 2 δις δραχμών για την άμεση εξόφληση των Τραπεζικών δανείων που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγορά 1, 3965000 κοινών ονομαστικών μετοχών της ΓΙΑΝΝΗΣ Θ. ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ Α.Ε. που αντιπροσωπεύει το 35% του συνολικού αριθμού της εταιρείας. Ποσό 34, 3 δις δραχμών θα χρησιμοποιηθεί για εξαγορές και συμμετοχές που θα πραγματοποιήσει η Εταιρεία εντός 12μηνου από την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Ως χρόνος υλοποίησης των ως άνω επενδύσεων αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο (σελ 18) το έτος 2000. Σημειώνεται επίσης σε αυτό (βλ. σελ 17, 18) ότι "οι εξαγορές και συμμετοχές στις οποίες προτίθεται να προχωρήσει η εταιρεία θα αλλάξουν πλήρως τα μεγέθη της, όσον αφορά τον κύκλο των εργασιών της, την κερδοφορία της και εν γένει την παραγωγική της δραστηριότητα, ποσοτικά και γεωγραφικά. Παράλληλα η εταιρεία θα αποκτήσει δίκτυο διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εταιρεία ήδη βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο που εδρεύει σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής, μέσω της οποίας θα εξασφαλίσει δεσπόζουσα επιρροή. Ειδικότερα η συγκεκριμένη εταιρεία δραστηριοποιείται σύμφωνα με συγκεκριμένο άρθρο του Καταστατικού της, στην παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προηγμένης τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τα συνοπτικά οικονομικά μεγέθη της εταιρείας (εννοείται αλλοδαπή εταιρεία με την οποία η Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε βρίσκεται σε διαπραγμάτευση) για την τελευταία τριετία έχουν ως εξής: ΈΤΗ 1996 1997 1998Κύκλος εργασιών 231,158 205063 209111Κέρδη προ τόκων, Αποσβέσεων και φόρων 19160 18169 17839Κέρδη μετά από φόρους 4527 4542 13866Σύνολο ενεργητικού 144519 136574 126800 Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μείωση του συνολικού ενεργητικού της εταιρείας κατά την χρήση 1997 οφείλεται σε βελτίωση των χρόνων ανακύκλωσης των αποθεμάτων και των εισπρακτέων απαιτήσεων συνδυαστικά με την μικρή πτώση του κύκλου εργασιών. Κατά την χρήση 1998 υλοποιήθηκε εκτεταμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης με κύριο άξονα την εκποίηση ζημιογόνων μονάδων παραγωγής και περιστολή των ανελαστικών λειτουργικών δαπανών, Οι υπόψη μονάδες εκποιήθηκαν σε αγοραίες τιμές χαμηλότερες της αναπόσβεστης αξίας τους. Παράλληλα η εταιρεία διενήργησε προβλέψεις για μελλοντική αποζημίωση προσωπικού σε συνδυασμό με καταβληθείσες αποζημιώσεις κατά την υπόψη χρήση. Ο συνδυασμός των ανωτέρω κινήσεων διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα σε 13866 εκατ. δρχ έναντι κερδών 4542 εκατ. δρχ. την προηγούμενη χρήση. Συνέπεια των ζημιογόνων αποτελεσμάτων ήταν η μείωση του συνολικού ενεργητικού κατά 7, 68% από 136, 5 δις δρχ. το 1997, σε 126, 8 δις δρχ. το 1998. Με βάση τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία του Α' εξαμήνου του 1999, μετά και την υλοποίηση εκτεταμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 3% σε σχέση με το Α' εξάμηνο του 1998 και ανήλθε σε 107694 εκατ. δρχ. ενώ τα κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν σε 3780 εκατ. δρχ. παρουσιάζοντας θετική μεταβολή κατά 23,7% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 1998. Σημειώνεται ότι η εταιρεία δεν έχει δημοσιεύσει οικονομικές καταστάσεις για την χρήση 1999. Επίσης, τα οικονομικά μεγέθη έχουν μετατραπεί σε δραχμές με βάση την τιμή Φixing της 31/12/1999. της δραχμής με το νόμισμα αναφοράς. Η προκαταρκτική οικονομικοτεχνική και νομική αξιολόγηση διενεργείτο μέσω τραπεζών που ενεργούν ως σύμβουλοι: Ήδη έχουν καταβληθεί για αμοιβές συμβούλων άνω των 100 εκατ, δρχ. Η μέθοδος αποτίμησης που τελικά θα προκριθεί μετά την ολοκλήρωση των πάσης φύσεως αξιολογήσεων, βασίζεται σε συνδυασμό των γενικά παραδεδεγμένων μεθόδων χρηματοοικονομικής αξιολόγησης. Ειδικότερα: Της χρηματιστηριακής αξίας και του πολ/στή κερδών. Της πραγματικής καθαρής θέσης. Της προεξόφλησης των μελλοντικών ταμειακών ροών (μερίσματα και κέρδη). Σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου της εξαγοράς της παρουσιαζόμενης ανωτέρω εταιρείας, η εταιρεία δεσμεύεται να προβεί άμεσα σε ανακοινώσεις δια του τύπου για την ενημέρωση του επενδυτικού κοινού και των εποπτικών αρχών. Εφόσον δεν ευοδωθούν οι πραγματοποιούμενες σήμερα διαπραγματεύσεις η εταιρεία θα αναζητήσει εναλλακτική μετοχική στρατηγική συνεργασία με αναλόγου μεγέθους κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των Η.Π.Α. Τα ποσά που προορίζονται για αυτές τις εξαγορές έως ότου πραγματοποιηθούν οι συγκεκριμένες συμφωνίες θα τοποθετηθούν σε υψηλότερες καταθέσεις και χρεόγραφα (μετοχές εισηγμένων εταιρειών, αμοιβαία κεφάλαια και ομόλογα). Η εταιρεία δεσμεύεται ότι θα ενημερώνει άμεσα τις εποπτικές αρχές και το επενδυτικό κοινό για τον τρόπο επένδυσης των κεφαλαίων που θα αντλήσει μέχρι τη χρησιμοποίηση τους για τους σκοπούς που προβλέπονται στο παρόν ενημερωτικό δελτίο". Το ως άνω ενημερωτικό δελτίο ήταν διαθέσιμο από τα γραφεία του συμβούλου Έκδοσης TELESIS ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε. που εδρεύει στην Αθήνα, τα καταστήματα της τράπεζας EFG Eurobank ΑΕ και το Χ.Α.Α., προς τους μετόχους και το επενδυτικό κοινό, που ενδιαφερόταν είτε για την συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου είτε για την μετά την ολοκλήρωση αυτής αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας. Μέσω του ως άνω ενημερωτικού δελτίου οι εκκαλούντες υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους παρέστησαν ψευδώς προς αυτούς ότι η εταιρεία ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε είχε ήδη ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με μεγάλη κλωστοϋφαντουργική εταιρεία, εδρεύουσα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξαγορά της, στην οποία (εξαγορά) επρόκειτο να διοχετευθεί το μεγαλύτερο μέρος του αναμενόμενου προϊόντος της αύξησης και ότι ο τρόπος διάθεσης των υπολοίπων υπό άντληση κεφαλαίων ήταν αυτός που εξετίθετο αναλυτικά σε αυτό (Ε.Δ.), δημιουργώντας έτσι με βάση την εμφανιζόμενη αυτή ψευδή πραγματική κατάσταση, την εντύπωση της επικείμενης δήθεν πραγματοποίησης του συνόλου του εξαγγελθέντος επιχειρηματικού προγράμματος της ως άνω εταιρείας, ενώ ήδη είχαν ειλημμένη την απόφαση να μην υλοποιήσουν αυτά, δια τα οποία δεσμεύονταν όπως κατωτέρω περιγράφεται: Από την 21/10/1999 (ημέρα της έκτακτης Γ.Σ) μέχρι την 4/2/2000 επήλθε μικρή μείωση του συνολικού ποσοστού συμμετοχής στην μετοχική σύνθεση της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., των εταιρειών του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ και των αδελφών χ3,χ4,χ5 (χ4, χ3 και χ5), ήτοι από 55,5% που ήταν, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε την 21/10/1999, έγινε 52,79% την 4/2/2000, με τους λοιπούς μετόχους να κατέχουν το υπόλοιπο ποσοστό 47,2%. Η μετοχική σύνθεση αντιστοιχούσε σε 1888380 μετοχές. Ως περίοδος άσκησης του δικαιώματος προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ορίστηκε το διάστημα από 21/2/2000 μέχρι 21/3/2000. Η άσκηση αυτού έγινε μέσω του δικτύου των καταστημάτων της τράπεζας EFG Eurobank ΑΕ, η οποία προσκόμισε στην εταιρεία Κ.ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ την κατάσταση των μετόχων που άσκησαν εμπρόθεσμα τα δικαιώματα τους στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με την κατάσταση αυτή από το σύνολο των 20.000.000 νέων μετοχών διατέθηκαν 19.742.400 μετοχές ήτοι 98,71% που αντιστοιχούσε στο ποσό των 59.227.200.000 δρχ. και παρέμειναν αδιάθετες 257.000 μετοχές που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 772.800.000 δρχ. Οι τελευταίες διατέθηκαν ελεύθερα με την υπ' αριθ. ..... απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας, οπότε το τελικό προϊόν της αυξήσεως ανήλθε στο ποσό των 60.000.000 δρχ., όπως προβλεπόταν, το οποίο κατατέθηκε στον ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό ανοιγμένο στην ως άνω Τράπεζα λογαριασμό, ενώ στις 23/3/2000 μεταφέρθηκε στον λογαριασμό όψεως που διατηρούσε η τελευταία στην ανωτέρω Τράπεζα. Σύμφωνα με την από 23/3/2000 ανακοίνωση κάλυψης αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. η αύξηση καλύφθηκε ως εξής: Εταιρείες Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ δρχ. 28.474.650.000Οικογένεια χ3,χ4,χ5 δρχ. 9.146.100.000Σύνολο: δρχ. 37.620.750.000, ήτοι ποσοστό 62,7 Λοιποί μέτοχοι: δρχ. 22.379.250.000, ήτοι ποσοστό 37,3Η έναρξη δε διαπραγμάτευσης στο ΧΑΑ των νέων μετοχών άρχισε στις 24/4. Οπως πιο πάνω (υπό στοιχείο Ι) αναφέρθηκε, όσο χρόνο οι μετοχές μιας εταιρείας αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο, η εταιρεία έχει υποχρέωση να προβαίνει με δική της πρωτοβουλία στην ενημέρωση των επενδυτών για τα νέα σημαντικά γεγονότα που επέρχοντο στην σφαίρα της δραστηριότητάς της, που δεν είναι προσιτά στο κοινό και τα οποία δύνανται, λόγω των επιπτώσεών τους στην περιουσιακή ή οικονομική της κατάσταση ή στην γενική πορεία των υποθέσεών της, να προκαλέσουν σημαντική διακύμανση των τιμών των μετοχών της (άρθρο 5 ΠΔ 350/1985). Δικαιολογητικός δε λόγος της ρύθμισης αυτής είναι η διαφάνεια, δηλαδή η συνεχής πληροφόρηση και ενημέρωση των επενδυτών με απώτερο σκοπό την προστασία τους (βλ. το με αριθμ. πρωτ. ..... σημείωμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Όμως οι πιο πάνω δεσμεύσεις και υποχρεώσεις προς το Χ.Α.Α. και τους επενδυτές δεν τηρήθηκαν, αλλά ακολούθησαν τα εξής γεγονότα: Στο Διοικητικό Συμβούλιο Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., κατά τα ήδη αναφερθέντα, την 26-4-2000 εκλέχθηκαν ως νέα μέλη οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι χ2 και χ1 και το Δ.Σ. που προέκυψε είχε πλέον την εξής σύνθεση: χ2, Πρόεδρος του Δ.Σ., χ4, αναπληρωτής Πρόεδρος και εντεταλμένος σύμβουλος, χ3, χ1 και χ6, μέλη, ενώ την 27-4-2000 εκλέχθηκε ως νέο μέλος ο μη ασκήσας έφεση κατηγορούμενος χ, σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος μέλους χ6, και το Δ.Σ. που προέκυψε είχε πλέον την ακόλουθη σύνθεση: χ2, πρόεδρος Δ.Σ., χ4, αναπληρωτής Πρόεδρος και εντεταλμένος σύμβουλος, χ3, χ1 και χ, μέλη του Δ.Σ. Την ημέρα που ο εκκαλών χ2 εκλέχθηκε ως νέο μέλος του Δ.Σ. της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., υπογράφηκε μεταξύ αυτού, ως εκπροσώπου του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, και του χ4, ως εκπροσώπου της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., η από ...... σύμβαση εντόκου δανείου ύψους 3.000.000.000 δραχμών για "κάλυψη χρηματοοικονομικών αναγκών" της πρώτης, με χρόνο αποπληρωμής την 26-4-2001, που παρατάθηκε κοντά ένα έτος και συγκεκριμένα μέχρι την 25-4-2002, δυνάμει της από .... σύμβασης παράτασης δανείου που υπογράφηκε μεταξύ των ανωτέρω εταιρειών, εκπροσωπούμενων πλέον από τον χ και χ2, αντίστοιχα. Το ποσό αυτό προερχόταν από το προϊόν της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, καίτοι, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει - βάσει του ενημερωτικού δελτίου, δεν είχε αυτή τέτοια δυνατότητα, αφού σ' αυτό ρητά προβλέπονταν ότι τα "ποσά που προορίζονται για αυτές τις εξαγορές έως ότου πραγματοποιηθούν οι συγκεκριμένες συμφωνίες θα τοποθετηθούν σε υψηλότοκες καταθέσεις και χρεόγραφα-μετοχές εισηγμένων εταιρειών, αμοιβαία κεφάλαια και ομόλογα). Η εταιρεία δεσμεύεται ότι θα ενημερώνει άμεσα τις εποπτικές αρχές και το επενδυτικό κοινό για τις οριστικές εξελίξεις στο συγκεκριμένο θέμα.... Επίσης η εταιρεία αναλαμβάνει να ενημερώνει ανελλιπώς τις εποπτικές αρχές και το επενδυτικό κοινό για τον τρόπο επένδυσης των κεφαλαίων που θα αντλήσει μέχρι την χρησιμοποίησή τους για τους σκοπούς που προβλέπονται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο". Η ενέργεια αυτή αποκάλυπτε πλέον σαφώς τις πραγματικές προθέσεις των εκκαλούντων και τις ειλημμένες ήδη από του χρόνου της συντάξεως και κυκλοφορίας του ενημερωτικού δελτίου αποφάσεις τους, που ήταν να χρησιμοποιήσουν τα αντληθέντα κεφάλαια προς όφελος του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, βλάπτοντας την περιουσία του επενδυτικού κοινού, το οποίο παραπλάνησαν να επενδύσει στην εταιρεία τους και να συμπεριλάβει μετοχές της στη συγκρότηση του χαρτοφυλακίου του. Έτσι σε σχέση με τις εξαγγελίες και δεσμεύσεις που περιέχονταν στο Ενημερωτικό Δελτίο, το οποίο συνέχισε να δίδει την ανωτέρω ψευδή πληροφόρηση προς το επενδυτικό κοινό (μετόχους και κοινούς επενδυτές) έως τον Νοέμβριο του έτους 2000, αν και οι διαφοροποιήσεις από τα παραπάνω είχαν αρχίσει ήδη από 26-4-2000, διαπιστώθηκε στην συνέχεια ότι: 1) Αντί του ποσού των 200.000.000 δρχ., που προβλεπόταν από το ενημερωτικό Δελτίο για κατασκευή νέων αποθηκευτικών χώρων με χρόνο υλοποίησης έως 31/12/2000, απορροφήθηκε έως τις 31-3-2001 το ποσό των 147.996.009 δρχ., 2) Αντί του ποσού των 1.200.000.000 δρχ. που προβλεπόταν από το ενημερωτικό δελτίο για την προμήθεια καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού, με χρόνο υλοποίησης έως 31-12-2000, απορροφήθηκε ως τις 31-3-2001 το ποσό των 933.811.742 δρχ., 3) Αντί του ποσού των 1.000.000.000 δρχ., που προβλεπόταν από το ενημερωτικό δελτίο για την αγορά του κλωστηρίου "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ Α.Ε.", με χρόνο υλοποίησης έως της 31-12-2000, δαπανήθηκε έως τις 31-3-2001 ποσό 1.103.595.415 δρχ., 4) Αντί του ποσού των 6.000.000.000 δρχ., που προβλεπόταν από το ενημερωτικό δελτίο για τον εκσυγχρονισμό και αναδιοργάνωση του κλωστηρίου ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ ΑΕ, με χρόνο υλοποίησης έως της 31-12-00 δαπανήθηκε έως τις 31-3-2001 ποσό 1.060.123.311 δρχ. Την ευθύνη για την μεγάλη καθυστέρηση της εν λόγω επένδυσης επιρρίπτουν οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι στο Υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο δεν προκήρυξε το επιχειρησιακό πρόγραμμα ανταγωνιστικότητας του αναπτυξιακού Ν. 2601/1998 άρθρο 3, που σύμφωνα με το Ενημερωτικό Δελτίο η εταιρεία ήθελε να υπαγάγει την εν λόγω επένδυση (βλ. στο πρακτικό με αριθμό 44 της 16ης έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων). 5) Η εξόφληση Τραπεζικού Δανεισμού της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. πραγματοποιήθηκε κανονικά. 6) Η αύξηση κεφαλαίου κίνησης, για ποσό 3.500.000.000 δρχ. πραγματοποιήθηκε ως ακολούθως: ποσό 3.300.000.000 δρχ. για αύξηση κεφαλαίου και ποσό 200.000.000 δρχ. διετέθη για την κάλυψη των δαπανών έκδοση. Ποσό 11.200.000.000 δρχ. διετέθη για την εξόφληση των Τραπεζικών Δανείων που χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά 1.396.500 ονομαστικών μετοχών της εισηγμένης στο Χ.Α.Α. εταιρείας "ΓΙΑΝΝΗΣ Θ. ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ Α.Β.Ε.Ε.". Το ποσό των 34.300.000.000, δραχμών που προβλεπόταν από το ενημερωτικό Δελτίο για "άλλες εξαγορές", με χρόνο υλοποίησης μέχρι της 31/3/20001 και με το οποίο προβλέπονταν η απόκτηση μετοχικής συμμετοχής σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο που εδρεύει σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου η εταιρεία θα εξασφάλιζε δεσπόζουσα επιρροή, θα άλλαζαν τα μεγέθη της όσον αφορά τον κύκλο εργασιών της, στην κερδοφορία της και εν γένει την παραγωγική της δραστηριότητα ποσοτικά και γεωγραφικά, αποκτώντας μάλιστα δίκτυο διανομής σε παγκόσμιο επίπεδο και με τον οποίο (όμιλο), όπως οι εκκαλούντες ψευδώς εμφάνισαν, είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις δεν διατέθηκε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Και τούτο διότι οι ανωτέρω ούτε είχαν προσεγγίσει ούτε διαπραγματεύθηκαν ποτέ, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους, την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής της εταιρείας Κ.ΔΟΥΔΟΣ. Α.Ε σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ε.Ε. ούτε αναζήτησαν ομοειδούς αντικειμένου όμιλο των ΗΠΑ, όπως εναλλακτικά προβλέπονταν από το πιο πάνω ενημερωτικό δελτίο στη περίπτωση μη ευόδωσης των διαπραγματεύσεων με τον Όμιλο της Ε.Ε., οι οποίες κατά τα δηλούμενα τότε ήδη διεξάγονταν. Ούτε ποτέ είχαν πρόθεση να διαθέσουν το ποσό των 34.300.000.000 δραχμών για την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ε.Ε. ή την επίτευξη, σε περίπτωση μη ευόδωσης των διεξαγομένων, ήδη διαπραγματεύσεων, εναλλακτικής μετοχικής στρατηγικής συνεργασίας με αναλόγου μεγέθους κλωστοϋφαντουργικό Όμιλο της Ε.Ε. ή των Η.Π.Α. Αλλ' αντίθετα είχαν εξ αρχής επινοήσει και μεθοδεύσει το σχέδιο της προσέλκυσης του επενδυτικού κοινού (μετόχων και κοινών επενδυτών) με τις πιο πάνω απατηλές παραστάσεις περί επικείμενης στρατηγικής συνεργασίας της πιο πάνω εταιρείας που εκπροσωπούσαν, με μεγάλους ομοειδούς αντικειμένου Ομίλους του εξωτερικού, με ένα εκ των οποίων μάλιστα που έδρευε σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οικονομική μεγέθη και την προοπτική του οποίου γινόταν εκτενής αναφορά στο Ενημερωτικό Δελτίο, είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις, ώστε να πειστεί αυτό (επενδυτικό κοινό), όπως και πράγματι έγινε, να συμμετάσχει κατά το χρονικό διάστημα από 21-2-2000 έως και τον Νοέμβριο του 2000 με αγορά μετοχών στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και στην συνέχεια, στην αθρόα αγορά μετοχών μέσω του Χ.Α.Α. και στην κατ' αυτόν τον τρόπο χρηματοδότηση της τελευταίας (εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε), της οποίας η μετοχή απέκτησε υψηλή εμπορευσιμότητα που οδήγησε στην αύξηση της τιμής της, η οποία ανήλθε κατά το Α' εξάμηνο του 2000 μέχρι το ποσό των 16,01 ευρώ, προκειμένου να προβούν όπως είχαν προσχεδιάσει στην χρησιμοποίηση των αντληθέντων κεφαλαίων προς όφελος του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, στην εξαγορά εταιρειών του οποίου, με πολύ μικρότερα οικονομικά μεγέθη και προοπτικές προέβησαν, διαθέτοντας το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης. Ειδικότερα, στις 30-6-2000 η Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. εξαγόρασε το 100% της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε." που είχε την έδρα της στην Κομοτηνή, αντί τιμήματος 11.100.000.000 δραχμών (30.000 δρχ. ανά μετοχή) και συγκεκριμένα 370.000 μετοχές, οι οποίες ανήκαν στις εταιρείες "ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ" κατά ποσοστό 15% που αντιστοιχούσε σε 55.000 μετοχές, "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε" κατά ποσοστό 60%, ήτοι 222.000 μετοχές, και "ΘΡΑΚΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ Α.Ε" κατά ποσοστό 25%, ήτοι 92.500 μετοχές, όπως και το 100% της εταιρείας "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε.", με έδρα επίσης την Κομοτηνή αντί τιμήματος 12.150.000.000 δραχμών (27.000 δραχμές ανά μετοχή), ήτοι 450.000 μετοχές που ανήκαν στις εταιρείες "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε." κατά ποσοστό 95% ήτοι 427.500 μετοχές και "ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε." κατά ποσοστό 5% ήτοι 225.000 μετοχές. Επίσης η ως άνω εταιρεία προέβη μέσω του χρηματιστηρίου στην αγορά ποσοστού δεσπόζουσας θέσης στην εταιρεία "FANCO A.E", μέλος επίσης του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, που έφθασε στο 23,89% του συνόλου των μετοχών της, αρχίζοντας ήδη από τις 10-5-2000, αντί του ποσού των 11.272.562.979 δραχμών. Επισημαίνεται και πάλιν εδώ ότι ήδη από 26-4-2000, από το ποσό που προήλθε από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι χορήγησαν 3 δις δραχμές ως έντοκο δάνειο στην εταιρεία "ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε." από το εναπομείναν δε αδιάθετο ποσό, τοποθέτησαν σε μετοχές 1.588.663.750 δρχ. και σε καταθέσεις όψεως ποσό 343.246.794 δρχ. Τα προαναφερθέντα οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι δεν γνωστοποίησαν προς το επενδυτικό κοινό, ώστε αυτό να καθορίσει την χρηματιστηριακή συμπεριφορά κατά τη συγκρότηση του χαρτοφυλακίου του, καίτοι γνώριζαν ότι τούτο ήταν ρητή υποχρέωση και δέσμευσή τους που απέρρεε από το ενημερωτικό Δελτίο αλλά συνέχισαν τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις προς αυτό όχι ρητά αλλά σιωπηρά, με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση (βλ. Χρ. Μυλωνόπουλος Ποινικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας σελ. 441 και 446) ότι η διάθεση του προελθόντος από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ποσού εξελισσόταν κανονικά, σύμφωνα με τα εξαγγελθέντα, ενώ τούτο στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε. Έτσι στην χρονική περίοδο από 21-2-2000 μέχρι την 31-5-2000, όπως προκύπτει από σχετικό έγγραφο του ΧΑΑ που υπάρχει στην δικογραφία, η μετοχή της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε είχε συνεχώς κερδοφορία, ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας απατηλής συμπεριφοράς των εκκαλούντων, που προκάλεσε έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον. Όπως ήδη ανωτέρω έχει αναφερθεί, σύμφωνα με την από 23-3-2000 ανακοίνωση κάλυψης Μετοχικού κεφαλαίου της ανωτέρω εταιρείας, η αύξηση καλύφθηκε ως εξής: Εταιρείες του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ 28.474.650.000 δρχ. Οικογένεια χ3,χ4,χ5 9.146.100.000 δρχ. Σύνολο 37.620.750.000 δρχ., ήτοι ποσοστό 62,7%Λοιποί μέτοχοι 22.379.250.000 δρχ., ήτοι ποσοστό 37,3% Στις 29-6-2000, η εικόνα που εμφάνιζε η μετοχική της σύνθεση άλλαξε άρδην (με μείωση του ποσοστού που κατείχαν οι εταιρείες του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ και η οικογένεια χ3,χ4,χ5 και αύξηση του ποσοστού που κατείχαν οι λοιποί μέτοχοι), ήταν δε η εξής: ΤΡΙΚΟΛΑΝ Α.Ε. 67.000 μετοχέςΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ 5.224.920 μετοχές........ LTD 1.018.080 μετοχές χ4 800.000 μετοχές χ3 640.000 μετοχέςΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε. 700.100 μετοχέςΒΙΟΛΑΝ ΑΒΕΝΤΕ 446.980 μετοχέςΟΤΤΟ ΕΒΡΟΣ Α.Ε. 407.090 μετοχέςΘΡΑΚΙΚΑ ΕΚΚΟΚΙΣΤΗΡΙΑ Α.Ε. 417.000 μετοχέςΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε. 409560 μετοχέςΛΑΜΤΕΚ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Α.Ε. 70.000 μετοχέςΚαι λοιποί μέτοχοι, ποσοστό 57,49% 13.799.270 μετοχέςΕνώ στις 4-2-2000 οι τελευταίοι κατείχαν, όπως αναφέρθηκε, ποσοστό 47,21%, που αντιστοιχούσε μόλις σε 1.888.380 μετοχές, στις δε 23-3-2000 ποσοστό 37,3%. Στις 16-3-2001, στους λοιπούς μετόχους ανήκαν πλέον 15.329.500 μετοχές, ήτοι ποσοστό 63,87%, ενώ οι μετοχές των κυρίων μετόχων (αδελφών χ3,χ4,χ5 και εταιρειών ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ) της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. (ποσοστό 36,13%) είχαν ως εξής : ΤΡΙΚΟΛΑΝ Α.Ε. 4200 μετοχέςΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ 6.595.480 μετοχές........ LTD 371.460 μετοχές χ4 600.000 μετοχές χ3 0 μετοχέςΚΛΩΜΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε. 187.800 μετοχέςΒΙΟΛΑΝ ΑΒΕΝΤΕ 315.000 μετοχέςΟΤΤΟ ΕΒΡΟΣ Α.Ε. 72.010 μετοχέςΘΡΑΚΙΚΑ ΕΚΚΟΚΙΣΤΗΡΙΑ Α.Ε. 417.000 μετοχέςΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε. 0 μετοχέςΛΑΜΤΕΚ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Α.Ε. 0 μετοχέςΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ Α.Ε 107.550 μετοχές Είναι πρόδηλη η δραματική μείωση του ποσοστού των εκκαλούντων αδελφών χ3,χ4,χ5, οι οποίοι, ενώ είχαν καλύψει το 15% της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, έχοντας μάλιστα αναλάβει την δέσμευση προς το Χ.Α.Α για διατήρηση του ποσοστού και συνεπώς διακράτηση μετοχών μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αύξησης, καταβάλλοντας συνολικά ποσό 9146100000 δρχ., στην πραγματικότητα δεν το απώλεσαν, αφού ακολούθως προέβησαν στην χρηματιστηριακή πώληση των μετοχών τους, εμφανίζοντας πλέον την προαναφερθείσα μετοχική συμμετοχή. Οι ίδιες επισημάνσεις ισχύουν και για τις εταιρείες συμφερόντων του εκκαλούντα χ2, των οποίων συρρικνώθηκε το ποσοστό συμμετοχής (και που με επιστολές τους προς το ΧΑΑ είχαν επίσης δεσμευθεί για την διατήρηση των ποσοστών τους μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας της αύξησης) σε μία εποχή υψηλής εμπορευσιμότητας της μετοχής της εταιρείας και σημαντικής ανόδου της τιμής της με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των μετοχών στους λοιπούς μετόχους. Από την προαναφερθείσα εικόνα της μετοχικής σύνθεσης της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ ,προκύπτει με σαφήνεια ότι ναι μεν ο Όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ με τις εταιρείες του μαζί με τους παλαιούς μετόχους αδελφούς χ3,χ4,χ5 κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, στην συνέχεια όμως δεν επιβαρύνθηκαν τελικά αυτοί τα ποσά που κατέβαλαν για την συμμετοχή τους σε αυτήν, καθόσον πώλησαν όταν η τιμή της μετοχής ήταν υψηλή, όπως είχαν προσχεδιάσει, και το βάρος της χρηματοδότησης της ανωτέρω αύξησης στην πραγματικότητα επωμίσθηκε το επενδυτικό κοινό, στο οποίο τεχνηέντως μεταφέρθηκε και που υπέστη τη ζημία από την προεκτεθείσα συρρίκνωση της τιμής της μετοχής της. Οι παραπάνω ζημιογόνες για το επενδυτικό κοινό "επιχειρηματικές" επιλογές και κινήσεις των εκκαλούντων κατηγορουμένων ήταν αποτέλεσμα σχεδίου εξαπάτησής του που είχαν επινοήσει και όχι αλλαγής της στρατηγικής της εταιρείας, όπως αυτοί ισχυρίζονται, που την οδήγησε στην εξαγορά των εταιρειών ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε, αντί της μετοχικής συμμετοχής σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ε.Ε. ή των ΗΠΑ (όπως είχαν δεσμευθεί με το Ενημερωτικό Δελτίο να πράξουν σε περίπτωση που δεν θα ευοδώνονταν οι διαπραγματεύσεις για την αγορά της περιγραφόμενης σε αυτό εταιρείας του αλλοδαπού κλωστοϋφαντουργικού Ομίλου), αποδεικνύεται δε τούτο από τα κατωτέρω : Το Δ.Σ. της Κ. ΔΟΥΔΟΥ Α.Ε, με το από ..... έγγραφο του προς την εταιρεία "ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΟΡΚΩΤΟΙ ΛΟΓΙΣΤΕΣ Α.Ε.Ο.Ε." και συγκεκριμένα προς τον Ορκωτό λογιστή γ1, ανέθεσε την αποτίμηση των εταιρειών "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ" και "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε.", αντί συμφωνηθείσης συνολικής αμοιβής 4 εκατομμυρίων δραχμών πλέον ΦΠΑ. Η ανωτέρω εταιρεία Ορκωτών λογιστών συνέταξε τις από .... Εμπιστευτικές Εκθέσεις Εκτιμήσεως της αξίας των μετοχών των ανώνυμων εταιρειών ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε. και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε, τις οποίες και παράδωσε στην εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, εισπράττοντας το ποσό των 4.000.000 δραχμών πλέον τον ΦΠΑ και εκδίδοντας το με αριθμό ..... τιμολόγιο παροχής Υπηρεσιών. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία ...... ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης μετοχών των ως άνω εταιρειών προς την Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, ήδη από 31-5-2000 είχε ληφθεί η σχετική άδεια της επιτροπής του Ν. 1892/1990 του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης για την άρση των απαγορεύσεων των άρθρων 24, 25, 26 και 27 επόμενα του Ν, 1892/90. Εξάλλου και η εταιρεία EΑNST & YOUNG FINANCE A.E., κατόπιν σχετικής εντολής και ενεργώντας για λογαριασμού του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, υπό την ιδιότητα του πωλητή (βλ. σχετικά στη σελ. 2 του με αριθμό ...... πρακτικού του Δ.Σ. της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε) είχε προβεί στη σύνταξη των από ...... δύο Μελετών Αποτίμησης των εταιρείων "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ " και "ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ", αντίστοιχα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν, όπως διαλαμβάνεται σ' αυτές, στην "ενδο-ομιλική πώληση του 100% αυτών στην εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., θυγατρική της Κλωνατέξ. Μάλιστα για την πρώτη εταιρεία EΑNST & YOUNG FINANCE A.E, συμπέρανε ότι η εύλογη αξία του 100% βρισκόνταν μεταξύ 10,5 και 12,9 δις δρχ., σημειώνοντας ότι προκύπτει για μια εταιρεία της οποίας η δραστηριότητα ξεκίνησε ουσιαστικά εντός του έτους 2000, και ότι δεν υπήρχαν ιστορικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση των παραδοχών που χρησιμοποιήθηκαν από την Διοίκηση της εταιρείας για τη σύνταξη των οικονομικών προβλέψεων. Αφού ολοκληρώθηκαν οι αποτιμήσεις των ανωτέρω εταιρειών, κατά την συνεδρίαση του Δ.Σ. που πραγματοποιήθηκε στις 28-6-2000, ο 7ος των εκκαλούντων χ2, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου του Δ.Σ., πρότεινε και έγινε αποδεκτή από το Δ, Σ, η εξαγορά από την εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ του 100% των μετοχών της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε., ήτοι 370.000 μετοχές, τις οποίες κατείχαν: 1) η εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ 55.000 μετοχές, αντί του συνολικού ποσού των 1.665.000.000 δρχ. (30.000 δρχ. ανά μετοχή), 2) η εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε 222.000 μετοχές, αντί του συνολικού ποσού των 6.660.000.000 δρχ. (30.000 δρχ. ανά μετοχή) και 3) η εταιρεία ΘΡΑΚΙΚΑ ΕΚΚΟΚΙΣΤΗΡΙΑ Α.Ε 92.500 μετοχές, αντί ποσού 2.775.000.000 δρχ. (30.000 δρχ. ανά μετοχή), όπως και του 100% των μετοχών της εταιρείας ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε, ήτοι 450.000 μετοχές, τις οποίες κατείχαν: η εταιρία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ 427.500 μετοχές, αντί του συνολικού ποσού των 11.542.500.000 δρχ. (27.000 δρχ. ανά μετοχή) και η εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε., 225.000 μετοχές, αντί του ποσού των 607.500.000 δρχ. (27.000 δρχ. ανά μετοχή). Το τίμημα των εξαγορών ανήλθε για την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ στο συνολικό ποσό 11.100.000.000 δραχμών, για δε την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ στο συνολικό ποσό των 12.150.000.000. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, ήδη από 30-6-2000, είχαν διατεθεί συνολικά 23.250.000.000 δρχ. για την αγορά εταιρειών του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ που είχαν αντληθεί από το ποσό των 34.300.000.000 δρχ., το οποίο προοριζόταν για την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό Όμιλο της Ε.Ε., κατά τα εξαγγελθέντα με το εκδοθέν και κυκλοφορήσαν για την αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου ενημερωτικό Δελτίο, ενώ ταυτόχρονα (ήδη από τον Μάιο του 2000) είχε αρχίσει μέσω του ΧΑΑ η εξαγορά ποσοστού της FANCO A.E., επίσης εταιρείας του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, εισηγμένης στο ΧΑΑ, γεγονότα που πέραν πάσης αμφισβητήσεως μαρτυρούσαν ότι δύο μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και δέκα μήνες πριν εξαντληθεί ο διαθέσιμος χρόνος υλοποίησης των εξαγορών, που είχαν εξαγγελθεί και αποτελούσαν τον βασικό στόχο και σκοπό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, τα αντληθέντα κεφάλαια είχαν διατεθεί διαφορετικά, με τρόπο που ωφελούσε κατάδηλα μόνο τον Όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ. Από τα προαναφερθέντα, σαφώς συνάγεται ότι η εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., ενώ ολοκλήρωσε την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου στις 21-3-2000 και είχε δέσμευση, όπως προκύπτει από το ενημερωτικό δελτίο (Σελ. 16) εντός έτους (21-3-2001) να πραγματοποιήσει τις εξαγγελθείσες εξαγορές και συμμετοχές σε μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό Όμιλο της Ε.Ε. ή των ΗΠΑ, αντί αυτού, μόλις άντλησε το κεφάλαιο της αύξησης και πριν εξαντλήσει τον διαθέσιμο χρόνο: α) Στις 9-6-2000, ανέθεσε στον γ1 την αποτίμηση των εταιρειών ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ, β) Το Δ.Σ. της εταιρείας συνεδρίασε στις 28-6-2000 και αποφάσισε την εξαγορά των δύο εταιρειών του Ομίλου Κλωνατέξ που προαναφέρθηκαν και γ) Υλοποίησε την εξαγορά στις 30-6-2000, ήτοι διεκπεραίωσε εντός ενός μηνός όλες τις διαδικασίες για να εξαγοράσει εταιρείες του ιδίου Ομίλου, που φανερώνει ότι η ανωτέρω εταιρεία με το ήμισυ και πλέον της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αγόρασε εταιρείες του ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ και δεν πραγματοποίησε τις εξαγορές, με τις οποίες είχε προσελκύσει το επενδυτικό κοινό να συμμετάσχει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, να διακρατήσει μετοχές αλλά και να προβεί σε αθρόες αγορές νέων μετοχών αυτής, κατά τα προδιαληφθέντα, μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και σε περίοδο αύξησης της εμπορευσιμότητας τους. Επισημαίνεται ότι, αν και στο Πρόγραμμα του Ενημερωτικού Δελτίου με τίτλο "Λοιπές Εξαγορές" αναλυτικά γινόταν περιγραφή της αλλοδαπής εταιρείας, των οικονομικών αποτελεσμάτων και προοπτικής της, που αποτελούσε τον στόχο εξαγοράς από την Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ (με την οποία η τελευταία βρίσκονταν δήθεν σε διαπραγματεύσεις προχωρημένου σταδίου και με την σχετική προκαταρκτική οικονομικοτεχνική και νομική αξιολόγηση να διενεργείται μέσω τραπεζών- συμβούλων με ήδη πραγματοποιηθείσες πληρωμές αμοιβών συμβούλων ύψους άνω των 100 δισ. δραχμών), στην συνέχεια δεν έγινε καμία σοβαρή ενέργεια για την υλοποίηση της εξαγοράς, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για μεθόδευση που αποσκοπούσε στην παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, στην προσέλκυσή του να συμμετάσχει στην αύξηση του Μ.Κ., καθώς και στην, μετά από αυτήν, αθρόα αγορά νέων μετοχών που πωλούσαν οι βασικοί μέτοχοι, συνακόλουθα δε στην οικονομική του αφαίμαξη. Στην από 30-6-2000 ανακοίνωση της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., την οποία εξέδωσε το Διοικητικό της Συμβούλιο, σε συμμόρφωση της υπ'αριθ. .... αποφάσεως του Χ.Α.Α., για την ενημέρωσή του ως προς τον τρόπο διάθεσης των αντληθέντων κεφαλαίων από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αναφέρθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις με τον κλωστοϋφαντουργικό όμιλο του εξωτερικού, που περιγράφεται στο Ενημερωτικό Δελτίου, δεν ευοδώθηκαν λόγω της αλλαγής πλεύσης του Ομίλου αυτού προς αυτόνομη αναδιοργάνωση και ανασχηματισμό. Κατόπιν αυτού, η εταιρεία βρίσκεται σε φάση αναζήτησης εναλλακτικής στρατηγικής συνεργασίας με άλλο κλωστοϋφαντουργικό Όμιλο του Εξωτερικού. Στα πλαίσια της στρατηγικής του Ομίλου της Κλωνατέξ για τον εξορθολογισμό και την βελτίωση της λειτουργικότητας των συμμετοχών και της οργάνωσής του, που είναι η σταδιακή υπαγωγή των Νηματουργιών υπό την εταιρεία μας με εξαγορές και συγχωνεύσεις, η εταιρεία στις 3-6-2000 εξαγόρασε το 100% της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΚΑΙ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ, έναντι ποσού δρχ. 11,1 και 12,15 δις, αντίστοιχα, και αναμένεται να συμβάλλουν σημαντικά στην κερδοφορία της εταιρείας. Η ως άνω ανακοίνωση τεχνηέντως δεν ανέφερε ότι η εξαγορά των εταιρειών αυτών έγινε σε βάρος της εξαγοράς κλωστοϋφαντουργικής εταιρείας στο εξωτερικό, η οποία αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού, ώστε να διαμορφώσει την επενδυτική του απόφαση για την συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και την αγορά μετοχών της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, αλλά δι' αυτής εδόθη η ψευδής παράσταση προς τους επενδυτές ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό, αφού μάλιστα ρητώς δηλώθηκε ότι η εταιρεία βρίσκεται σε φάση αναζήτησης εναλλακτικής στρατηγικής συνεργασίας με άλλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο του εξωτερικού. Έτσι συνεχίσθηκε η παράσταση των ως άνω ψευδών μέχρι το μήνα Νοέμβριο του έτους 2000, οπότε με την ανακοίνωση της εταιρείας που έλαβε χώρα στις 23-11-2000 και αφορούσε την διάθεση των αντληθέντων κεφαλαίων για το χρονικό διάστημα από 1-7-2000 έως και 30-9-2000, αναφέρθηκε ότι "στα διατεθέντα κεφάλαια για τις "λοιπές εξαγορές'' του προγράμματος εξαγορών και συμμετοχών περιλαμβάνονται 11.100.000.000 δρχ., που δόθηκαν για την εξαγορά της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε., 12.500.000.000 δραχμές, που δόθηκαν για την εξαγορά της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ, και 10.066.983.288 δραχμές, που δόθηκαν για την απόκτηση συμμετοχής με την αγορά μετοχών μέσω του Χ.Α.Α στην εταιρεία FANCO A.E. Στη συνέχεια, το Δ.Σ. της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ στην ...... συνεδρίασή του έκανε δεκτή την εισήγηση του 7ου εκκαλούντα χ2 για την συγχώνευση της εταιρείας, όπως και των εταιρειών ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΟΤΤΟ ΕΒΡΟΣ Α.Β.Ε.Ε. και ΠΡΟΦΙΝ Α.Ε., με απορρόφηση από την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε. Προκειμένου να δοθεί νομιμοφάνεια στις ανωτέρω εκτεθείσες δόλιες ενέργειες, που αποσκοπούσαν στην εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού, στις 16-3-2001 πραγματοποιήθηκε η σύγκλιση της 16ης έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, στην οποία ο 7ος εκκαλών χ2 ισχυρίσθηκε ότι η εταιρεία προχώρησε στις πιο πάνω εξαγορές, δεδομένου ότι παρ' όλη την προσπάθεια της Διοίκησης να πραγματοποιήσει τα αναφερόμενα στο ενημερωτικό δελτίο, ως προς την εξαγορά ή την συμμετοχή σε ομοειδή εταιρεία του εξωτερικού, δεν κατέστη δυνατή η υλοποίηση της προσπάθειας αυτής, λόγω της οικονομικής συγκυρίας της πορείας της αγοράς και του Χρηματιστηρίου, που συνετέλεσαν ώστε να καταστεί αδύνατη και οικονομικά ασύμφορη μία τέτοια εξέλιξη. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος του Δ.Σ. ζήτησε και εγκρίθηκε ομόφωνα από την συνέλευση των μετόχων η διάθεση των αντληθέντων κεφαλαίων που έγινε μέχρι την 31-12-2000. Η διάθεση των κεφαλαίων που αντλήθηκαν, η οποία εγκρίθηκε από την Γ.Σ. των μετόχων την 13-3-2001, αφορούσε: Α) Την εξαγορά του 100% των μετοχών της εταιρείας ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε. την 30-6-2000, έναντι του ποσού 11.100.000.000 δρχ. Β) Την εξαγορά του 100% των μετοχών της εταιρείας ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ την 30-6-2000, έναντι του ποσού 12.150.000.000 δρχ. Γ) Την απόκτηση του 23,89%, στο χρονικό διάστημα από 10-5-2000 μέχρι 31-3-2001 μέσω του ΧΑΑ, του μετοχικού κεφαλαίου της FANCO A.E, έναντι ποσού 11.272.562.979 δρχ. Επίσης ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της Εταιρείας ζήτησε την έγκριση της ΓΣ των μετόχων για την επανεξέταση της επένδυσης όσον αφορά την υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ Α, Ε, η οποία και εγκρίθηκε στην ίδια Γ.Σ. των μετόχων. Στην ίδια Γ.Σ. ο Πρόεδρος δήλωσε ότι τα αδιάθετα κεφάλαια εκ δρχ. 4.931.910.544 ήταν τοποθετημένα ως εξής: σε μετοχές 1.588.663.750 δρχ. σε έντοκο δάνειο στην εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ, 3.000.000.000 δρχ. και καταθέσεις όψεως 343.246.794 δρχ. Οι πιο πάνω διαφοροποιήσεις της εταιρείας που προκύπτουν από την διάθεση των αντληθέντων κεφαλαίων, όπως αυτές αναφέρονται στο Ενημερωτικό Δελτίο, δηλαδή η χρονική παράταση της διάθεσης των υπολοίπων κεφαλαίων αλλά και η εξαγορά εταιρειών διάφορων από τις περιγραφόμενες σ αυτό, εγκρίθηκαν ομόφωνα από την 16η 'Εκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της 16-3-2001 με 9.475.758 ψήφους που εκπροσωπούσαν μόλις το 39,48% του Εταιρικού Κεφαλαίου, εκ των οποίων το 37,55% (ήτοι 9. 012.810 ψήφοι) ανήκε στους εκκαλούντες κατηγορουμένους χ4,χ3 και σε εταιρείες του Ομίλου "Κλωνατέξ". Μετά από αυτές τις εξελίξεις το Δ.Σ. του Χ.Α.Α στην συνεδρίασή του της 22-3-2001 αποφάσισε την ένταξη υπό επιτήρηση των εταιρειών Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε και ΦΑΝΚΟ (FANCO) AE. Συγκεκριμένα, οι μέτοχοι των εταιρειών αυτών τέθηκαν υπό καθεστώς επιτήρησης, καθόσον παρουσίασαν απότομη και σημαντική πτώση στα οικονομικά τους αποτελέσματα σε σχέση με τη χρήση που προηγήθηκε και υψηλό λόγο ζημιών προς κύκλο εργασιών. Η μετοχή δε της πρώτης εμφάνισε πτώση της τάξεως του 23,12% σε σύγκριση με την πορεία του Γενικού Δείκτη Τιμών του ΧΑΑ, που παρουσίασε πτώση της τάξεως του 2%. Η αξιολόγηση για την υπαγωγή της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε σε καθεστώς επιτήρησης έγινε με βάση τις λογιστικές καταστάσεις της 31-12-2000. Η εταιρεία Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε κατά την χρήση του έτους 2000 παρουσίασε σημαντικές ζημιές ανερχόμενες στο ποσό των 2.844.455.476 δρχ. Το Δ.Σ. της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ υπέβαλε προς το Δ.Σ. του ΧΑΑ Πληροφοριακό Σημείωμα για την επαναφορά των μετοχών της στο κανονικό καθεστώς διαπραγμάτευσης, πλην όμως το ΧΑΑ στη συνεδρίασή του της 19-4-2001, αφού το εξέτασε, δεν το έκρινε ικανοποιητικό και ζήτησε επιπρόσθετη πληροφόρηση προκειμένου να εξετάσει την αίτηση της σχετικά με την άρση του καθεστώτος επιτήρησης των μετοχών της και την ένταξη της στο καθεστώς συνεχούς διαπραγμάτευσης. Τότε και επειδή η ζημία των επενδυτών-κατόχων μετοχών της ήταν μεγάλης έκτασης συγκλήθηκε έκτακτη Γ.Σ στις 20/4/2001 που αποφάσισε την αγορά ιδίων μετοχών στοχεύοντας προφανώς και στην στήριξη της χρηματιστηριακής τους τιμής, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν, 2190/1920, μέχρι ποσοστού 10% επί του συνόλου των μετοχών, ήτοι 2.400.000, με ανώτατη τιμή μέχρι 8,80 ευρώ ανά μετοχή και κατώτατη τιμή 3 ευρώ ανά μετοχή σε χρονικό διάστημα 12 μηνών από 20/4/01 ή μέχρι τη συγχώνευση της εταιρείας που είχε ήδη εξαγγελθεί. Οι προαναφερθείσες μεθοδεύσεις των εκκαλούντων κατηγορουμένων είχαν ως αποτέλεσμα να εμφανίσει η εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ σημαντικές ζημίες ύψους 2.844.455.476 δραχμών κατά την εταιρική χρήση του 2000, οι οποίες υπερέβαιναν το 20% του κύκλου εργασιών της, να απομειωθεί σημαντικά η χρηματιστηριακή αξία των από τους επενδυτές αγορασθεισών και κατεχόμενων μετοχών της, η οποία τον Μάρτιο του έτους 2004 κατήλθε τελικά στο ποσό των 0,91 ευρώ ανά μετοχή, (η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας έπεσε πολύ κάτω από το ποσό της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου), στη συνέχεια δε αυτή να συγχωνευθεί με απορρόφηση από την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ, μέλος του Ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ, συγχώνευση εγκριθείσα με την Κ2-12267/28-9-2001 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, με αναδρομική ισχύ από 1-1-2001. Στις προαναφερθείσες αγορές δεν θα είχαν προβεί οι επενδυτές, αν γνώριζαν τα ανωτέρω εκτεθέντα, ήτοι ότι ουδέποτε έγιναν διαπραγματεύσεις με την αλλοδαπή ομοειδούς αντικειμένου εταιρεία για λογαριασμό της εταιρείας ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε και ότι το αντληθέν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ποσό είχε διατεθεί για άλλους σκοπούς από αυτούς που αναγράφονταν στο εγκριθέν από το ΧΑΑ ενημερωτικό Δελτίο και συγκεκριμένα ότι δεν είχε διατεθεί για επενδύσεις σε εταιρεία του εξωτερικού αλλά κατ' εξοχήν για αγορές εταιρειών του ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ καθώς και δανειοδότηση της εταιρείας ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ, γεγονότα που εκκαλούντες κατηγορούμενοι, αν και είχαν ειλημμένη απόφαση να πραγματώσουν, δεν γνωστοποίησαν προς τους επενδυτές οι οποίοι συνέχισαν να αντλούν αναληθή πληροφόρηση μέσω του ως άνω ενημερωτικού Δελτίου. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι δε ενήργησαν με τον τρόπο αυτό αποσκοπώντας να αποκομίσει ο Όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ παράνομο περιουσιακό όφελος, κατά τα ήδη εκτεθέντα, έβλαψαν δεν την περιουσία των επενδυτών-κατόχων 15.329.500 μετόχων της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., οι οποίοι, παραπλανηθέντες από τις άνω ψευδείς παραστάσεις και την εμφανισθείσα σ' αυτούς παραπλανητική εικόνα για την οικονομική κατάσταση και την προοπτική της εταιρείας, προέβησαν σε αθρόες αγορές μετοχών της άνω εταιρείας (μεταξύ των παθόντων συγκαταλεγόταν και ο μηνυτής ψ1, ο οποίος συμμετείχε στην προαναφερθείσα αύξηση αγοράζοντας 1500 μετοχές προς 3000 δραχμές ή 8,80 ευρώ ανά μετοχή συνολικής αξίας 4.500.000 δραχμών ή 13.206,16 ευρώ) και οι οποίοι, όταν το Μάρτιο 2001 η μετοχή της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε τέθηκε υπό την επιτήρηση, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (υπ'αριθ. 64/2001) αναγκάσθηκαν να διαπραγματεύονται αυτήν υπό περιορισμούς και ειδικό καθεστώς διαπραγμάτευσης. Η ζημία δε που προξενήθηκε σ'αυτούς ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουσα το ποσό των 25.000.000 δρχ. και ανερχόμενη στο ποσό των 120.949.755 ευρώ, ήτοι 15.329.500 μετοχές Χ 7,89 (8,80-0,91=7,89) = 120.949.755 ευρώ. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως συνάγεται από την ημερομηνία 26-2-2003 ανακοίνωση της εταιρείας ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε., ως καθολικής διαδόχου της απορρηφθείσας Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., τα αντληθέντα ποσά από την αύξηση κεφαλαίου της τελευταίας που πραγματοποιήθηκε με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της 21/10/1999, διατέθηκαν μέχρι την 24/12/2002 και ότι, σύμφωνα με την απόφαση της Γ.Σ. της 29-6-2002, τα μη διατεθέντα ποσά από το κονδύλιο για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιοργάνωση του ΚΛΩΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΛΛΗΣ διατέθηκαν για την κάλυψη των επενδύσεων εκσυγχρονισμού και επέκτασης όλων των κλωστηρίων της εταιρείας και αγορά ηλεκτρονικού εξοπλισμού από την 28/9/2001, ημερομηνία έγκρισης της συγχώνευσης με απορρόφηση των εταιρείων Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ. ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΟΤΤΟ ΕΒΡΟΣ ΑΒΕΕ και ΠΡΟΦΙΝ ΠΡΟΤΥΠΟΝ ΦΙΝΙΣΤΗΡΙΟΝ Α.Ε., ήτοι σε χρόνο που η εταιρεία επ' ονόματι της οποίας είχε γίνει η αύξηση είχε παύσει πλέον να υπάρχει. Το ποσό δε των 3.792.479,7 ευρώ, κατά την ως άνω ανακοίνωση, "αφορά επενδύσεις εκσυγχρονισμού και επέκτασης καθώς και αγορά ηλεκτρονικού εξοπλισμού όλων των κλωστηρίων της εταιρείας από 28-9-2001 έως και 24/12/2002, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Γ.Σ. Με την από ...... απόφαση δε της ΓΣ, τα αδιάθετα κεφάλαια 7.764.585,74 ευρώ που αποτελούν το 4,4 % των εσόδων της αύξησης διατίθενται για την ενίσχυση του κεφαλαίου κινήσεως". Αξιολογώντας την πορεία της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ και της μετοχής της, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, παρατηρούμε τα ακόλουθα: Η αλματώδης αύξηση του γενικού δείκτη τιμών των μετοχών των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α) εταιρειών κατά τα έτη 1998-2000 είχε ως αποτέλεσμα (εκτός από την ανάπτυξη του υγιούς χρηματιστηριακού ανταγωνισμού και την χρηματοδότηση των εταιρειών, ώστε να μπορέσουν να επενδύσουν τα κέρδη τους για τη περαιτέρω ανάπτυξη τους) και την εμφάνιση ορισμένων εκφυλιστικών φαινομένων, σύμφωνα με τα οποία ορισμένοι επιτήδειοι κερδοσκόποι, γνώστες της λειτουργίας του χρηματιστηρίου, με υποτιθέμενες εξαγορές ή συγχωνεύσεις εταιρειών, με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, το προϊόν των οποίων στη συνέχεια διασπάθισαν και με κάθε είδους παρεμβάσεις στην διαδικασία αγοράς - πώλησης μετοχών, πέτυχαν να επηρεάσουν την εμπορευσιμότητα τους και να ανεβάσουν τις τιμές τους κερδίζοντας δισεκατομμύρια από την πώληση των υπερτιμημένων μετοχών που είχαν στην κατοχή τους. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν μετοχές εταιρειών, η "Χρηματιστηριακή" τιμή των οποίων ήταν τόσο διογκωμένη σε σχέση με την πραγματική τους αξία, ώστε με την πτώση του γενικού δείκτη τιμών στα επίπεδα του β' εξαμήνου του έτους 2000, η αξία τους να καταστεί μηδαμινή, με αποτέλεσμα να εξανεμισθούν τα χρήματα του επενδυτικού κοινού που παραπλανήθηκε από τις ενέργειες αυτές και προέβη στην αθρόα αγορά των μετοχών αυτού του είδους και να θησαυρίσουν οι επιτήδειοι. Η παρούσα δικογραφία σε βάρος των προαναφερθέντων εκκαλούντων κατηγορουμένων σχηματίσθηκε για την δικαστική διερεύνηση και τον καταλογισμό ποινικών ευθυνών για μία από τις ανωτέρω περιγραφείσες εταιρείες, την Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ. Οι εκκαλούντες, τόσο στις απολογίες τους και τα συνοδεύοντα αυτές απολογητικά τους υπομνήματα, όσο και στις εφέσεις τους και τα υπομνήματα, τα οποία συνυπέβαλαν, αρνούνται την κατηγορία και ισχυρίζονται το μεν ότι ουδεμία αξιόποινη πράξη διέπραξαν, το δε ότι δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης που τους αποδίδεται. Ειδικότερα , μεταξύ των άλλων, υποστηρίζουν ότι η αναφορά στο ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. σε ενδεχόμενη μελλοντική εξαγορά εταιρείας μεγάλου κλωστοϋφαντουργικού ομίλου της αλλοδαπής (Ε.Ε. ή ΗΠΑ) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "παράσταση ψευδών γεγονότων" κατά την έννοια του άρθρου 386 του ΠΚ. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός δεν ευσταθεί, αφού στο ως άνω ενημερωτικό δελτίο έγινε εκτενής αναφορά σε "πραγματοποιούμενες σήμερα διαπραγματεύσεις με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο της Ε.Ε.", που συνιστά σαφώς γεγονός ή έστω μέλλον περιστατικό με "παροντική γεγονοτική βάση". Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, η αναφορά σε επικείμενη εξαγορά σημαντικής ομοειδούς αντικειμένου εταιρείας της αλλοδαπής συνοδεύτηκε ταυτόχρονα με ψευδή διαβεβαίωση και παράσταση άλλου ψευδούς γεγονότος αναφερομένου στο παρόν, που ήταν η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ τους (της εταιρείας Κ.ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ και του μεγάλου κλωστοϋφαντουργικού ομίλου της ΕΕ), ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τους εκκαλούντες, που είχαν ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσουν την ως άνω αναληφθείσα με το ενημερωτικό δελτίο υποχρέωση και συνεπώς στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης. Ακόμη υποστηρίζουν ότι δεν νοείται η τέλεση του ως άνω αδικήματος αορίστως σε βάρος του επενδυτικού κοινού, χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένου αποδέκτη, με τον οποίο ο δράστης να έχει σχέση συγκεκριμένης επικοινωνίας. Η άποψη όμως αυτή δεν στηρίζεται ούτε στην διάταξη του άρθρου 386 του ΠΚ, υπό την προεκτεθείσα έννοια (υπό στοιχείο Α), αλλά ούτε και στην πρακτική των συναλλαγών μέσω του Χρηματιστηρίου. Και αυτό διότι η οποιαδήποτε ανακοίνωση, η οποία επιδρά ευμενώς ή δυσμενώς επί της αξίας μιας μετοχής, απευθύνεται στο επενδυτικό κοινό, δηλαδή σε άδηλο αριθμό προσώπων, χωρίς βεβαίως να προσαπαιτείται για την κατάφαση του αδικήματος, σε περίπτωση παραπλάνησης, η προσωπική επικοινωνία μεταξύ του δράστη και του βλαπτόμενου. Τέλος διατείνονται ότι δεν θεμελιώνεται απάτη, διότι δεν υπάρχει υλική αντιστοιχία μεταξύ του σκοπούμενου περιουσιακού οφέλους και της βλάβης που επήλθε σε βάρος του επενδυτικού κοινού. Και ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος, διότι στην προκειμένη περίπτωση προσδιορίζεται σαφώς ο σκοπός που επεδίωκαν οι ανωτέρω εκκαλούντες, να περιποιήσουν δηλαδή στην εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στο τίμημα που η τελευταία εισέπραξε από την πώληση προς την εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ των προαναφερθεισών εταιρειών του Ομίλου της, προερχόμενο από την προεκτεθείσα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Δεν απαιτείται δε, όπως πραγματώνεται τούτο ή πολύ περισσότερο, να είναι αντίστοιχο με την βλάβη που επήλθε στους επενδυτές. Οι εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν επί της ουσίας ότι δεν υπήρξε ψευδής παράσταση στο ενημερωτικό δελτίο και ότι πράγματι έλαβε χώρα διαπραγμάτευση της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο του εξωτερικού. Μάλιστα γίνεται λόγος για πέντε περιπτώσεις αλλοδαπών εταιρειών, για τις οποίες καταβλήθηκε προσπάθεια εξαγοράς που όμως δεν ευοδώθηκε. Ειδικότερα αναφέρονται η ολλανδική εταιρεία ROYAL TEN CATE, η εταιρεία........, θυγατρική της HOLDING DI PARTECIPAZIONE INDUSTRIALI SPA, η εταιρεία TINTORIA DI POLLONE SPA, η ιταλική εταιρεία CYO COMPANY OF YARNS OLCECE SS και η τουρκική εταιρεία TOP CAPI, ενώ επικαλούνται σειρά εγγράφων που κατά τους ισχυρισμούς τους αποδεικνύουν την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για εξαγορά αλλοδαπής εταιρείας και μάλιστα του Ομίλου OLCESE, που για λόγους εμπιστευτικότητας δεν κατονομάσθηκε στο ενημερωτικό δελτίο, το οποίο συνεπώς ουδέν ψευδές περιέλαβε. Είναι προφανές όμως ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές, τις οποίες επικαλούνται, αποτελούν εφεύρημα προκειμένου να αποσείσουν τις σε βάρος τους κατηγορίες. Άλλωστε ο ισχυρισμός τους αυτός αυτοαναιρείται από τις απολογίες τους, δεδομένου ότι οι μεν πέντε πρώτοι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι τα εκτεθέμενα περί διεξαγωγής σχετικών διαπραγματεύσεων στην κρίσιμη περικοπή του ενημερωτικού δελτίου αφορά τον όμιλο OLCESE, (βλ. Απολογητικά τους υπομνήματα), ενώ κατά την εκδοχή του εκκαλούντα χ1 αυτά αναφέρονται στην εταιρεία ROYAL TEN CATE (βλ. Υπόμνημά του σελ. 9). Περαιτέρω παραπονούνται κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ότι, αν και δέχθηκε ότι έγιναν διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της εταιρείας, με μεγάλους αλλοδαπούς κλωστοϋφαντουργικούς ομίλους, στη συνέχεια αποφάνθηκε ότι αυτές δεν αφορούσαν την εταιρεία Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., στηριζόμενο σε μια τυπολατρική λεπτομέρεια, αλλά τις εταιρείες ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε (μητρική) και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε. Προσθέτουν δε ότι για λόγους ουσιαστικούς και πρακτικούς, που συνδέονται με την ύπαρξη ειδικής ομάδας εργασίας του ομίλου, η οποία ελάμβανε τις αποφάσεις για εξαγορές, στρατηγικές συνεργασίας και ευρύτερα θέματα ανάπτυξης του Ομίλου Κλωνατέξ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όλες οι συζητήσεις με τις υποψηφιότητες προς εξαγορά εταιρείες πραγματοποιήθηκαν από την μητρική εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ, για λογαριασμό όμως της θυγατρικής της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, η οποία μόνη ενδιαφερόταν και είχε την οικονομική δυνατότητα για αυτή την επιχειρηματική κίνηση, έχοντας μάλιστα ολοκληρώσει προσφάτως και σχετική για τον σκοπό αυτό αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Οι ως άνω αιτιάσεις, όμως, δεν είναι βάσιμες, καθόσον στην πραγματικότητα δεν έγιναν σοβαρές διαπραγματεύσεις, όπως ήδη έχει εκτεθεί από τους εκκαλούντες υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητες τους, οι οποίοι από την αρχή είχαν την πρόθεση να μην υλοποιήσουν την εξαγορά της μεγάλης εταιρείας αλλοδαπού κλωστοϋφαντουργικού ομίλου, αλλά να διαθέσουν το μεγαλύτερο ποσό του προοριζόμενου για τον σκοπό αυτό προϊόντος της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ για την εξαγορά εταιρειών του Ομίλου Κλωνατεξ, καθώς και την μετοχική συμμετοχή της σε μια εταιρεία του. Η περί διεξαγωγής διαπραγματεύσεων εκτενής αναφορά στο Ενημερωτικό Δελτίο και οι σχετικές κινήσεις που περιγράφονται από τους μάρτυρες που ήταν Διοικητικά και Διευθυντικά στελέχη της εταιρείας ΚΛΩΝΑΤΕΞ και θυγατρικών της, με επίκληση μάλιστα σειράς περί αυτών εγγράφων από τον εκκαλούντα χ2, στην πραγματικότητα δεν αποσκοπούσαν στην υλοποίηση συγκεκριμένης εξαγοράς, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο του σχεδίου παραπλάνησης των αδαών κατ' εξοχήν επενδυτών και διευκόλυνσης της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας των εμπνευστών και δημιουργών του. Τούτο δε προκύπτει από τα εξής: 1Ο Ολίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε και συγκεκριμένα την 26-4-2000, χορηγήθηκε έντοκο δάνειο προς την μητρική εταιρία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ, ύψους 3 δις δραχμών, "για κάλυψη χρηματοοικονομικών της αναγκών", με χρόνο αποπληρωμής την 21-4-2001, που προερχόταν από το ποσόν της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, καίτοι, όπως προαναφέρθηκε, το Δ.Σ. δεν είχε τέτοια δυνατότητα, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο, αλλά ρητά προβλεπόταν ότι τα ποσά που προορίζονται για αυτές τις εξαγορές έως ότου πραγματοποιηθούν οι συγκεκριμένες συμφωνίες θα τοποθετηθούν σε υψηλότοκες καταθέσεις και χρεόγραφα.....". Αμέσως μετά (τον Μάιο του 2000) συντάχθηκαν οι μελέτες αποτίμησης των εταιρειών ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε. που ανήκαν στον Όμιλο Κλωνατέξ και σε θυγατρικές του εταιρείες και στις 30-6-2000 αποφασίσθηκε η εξαγορά τους από την εταιρεία Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε, αντί ποσού 23.250.000 δραχμών συνολικά. Επίσης, η τελευταία εταιρεία προέβη μέσω χρηματιστηρίου στην αγορά ποσοστού δεσπόζουσας θέσης στην εταιρεία "FANCO AE", μέλος επίσης του Ομίλου Κλωνατέξ, που έφθασε στο 23,89% του συνόλου των μετοχών της, αρχίζοντας από 10-5-2000, αντί του ποσού των 11.272.562.979 δραχμών. Τα παραπάνω μαρτυρούν ότι,δύο μόλις μήνες μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και δέκα μήνες πριν εξαντληθεί ο διαθέσιμος με βάση τις δεσμεύσεις του ενημερωτικού Δελτίου χρόνος υλοποίησης της εξαγγελθείσας εξαγοράς της εταιρείας του αλλοδαπού κλωστοϋφαντουργικού ομίλου, τα αντληθέντα κεφάλαια είχαν διατεθεί διαφορετικά (για ενδοομιλικές εξαγορές όπως ήδη αναφέρθηκε) και η χρηματική ρευστότητα, που προήλθε από αυτήν, στα ταμεία της μητρικής εταιρείας ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ και των θυγατρικών της, οι οποίες, υπό την ιδιότητα τους ως βασικών μετόχων της εταιρείας Κ.ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, είχαν αναλάβει υποτίθεται το βάρος της αύξησης, προκειμένου να υλοποιήσουν το μεγαλεπήβολο σχέδιο της ως άνω εξαγοράς που ''θα άλλαζε πλήρως τα μεγέθη της εταιρείας, όσον αφορά τον κύκλο των εργασιών της, την κερδοφορία της και εν γένει την παραγωγική της δραστηριότητα, ποσοτικά και γεωγραφικά''. Στο ενημερωτικό δελτίο για ευνόητους λόγους δεν γινόταν μνεία στις πιο πάνω "επιχειρηματικές" κινήσεις ούτε ως εναλλακτική επιλογή, διότι θα γίνονταν αντιληπτές οι πραγματικές προθέσεις των εκκαλούντων, τόσον από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (ήδη μάλιστα αυτή ενόψει της εξαγοράς του Κλωστηρίου Πέλλης είχε θέσει μεταξύ των προϋποθέσεων για έγκρισή του να διευκρινισθεί αν η ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ Πέλλης συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ και τους βασικούς μετόχους της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ), όσον και από του μικρομετόχους που εκκαλούντο να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Επισημαίνεται ότι, όπως αναφέρεται στις μελέτες αποτίμησης των εταιρειών ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ, που συντάχθηκαν από την εταιρεία ..... για λογαριασμό της ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΕ, "η εκτίμηση της αξίας των εταιρειών έγινε με την χρήση της μεθοδολογίας προεξόφλησης μελλοντικών ταμειακών ροών. Η εκτίμηση των ετήσιων ταμειακών ροών βασίσθηκε σε προβλέψεις και προϋπολογιστικά οικονομικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις Διοικήσεις των εταιρειών. Δεν διενεργήθηκε ανεξάρτητη επαλήθευση των στοιχείων αυτών, τα οποία θεωρήθηκαν σωστά και πλήρη. Στα όρια της εργασίας δεν περιλαμβάνεται ο έλεγχος ή επαλήθευση των ροών αυτών". (βλ. κεφάλαιο με τίτλο εισαγωγή των ως άνω μελών). 2ο Η πλευρά των αδελφών χ3,χ4,χ5 και τα μέλη του ΔΣ της Κ.ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, που προήρχοντο από το παλιό στελεχιακό δυναμικό της (χ7 και χ6), ισχυρίζονται ότι το θέμα των εξαγορών και συμμετοχών στο κεφάλαιο "Διάθεση αντληθέντων κεφαλαίων" του Ενημερωτικού Δελτίου επεξεργάστηκε και σχεδίασε αποκλειστικά η μητρική εταιρεία ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ, οι δε διαπραγματεύσεις με τον οίκο του εξωτερικού έγιναν από τους εκπροσώπους της τελευταίας και προεχόντως απευθείας από τον πρόεδρο της χ2. Ο τελευταίος όμως απορρίπτει την ''πατρότητα'' της εκπόνησης του σχεδίου της εν λόγω εξαγοράς, οι διαπραγματεύσεις κατά την υλοποίηση της οποίας (προφανώς από τους εκπροσώπους του Ομίλου του εφέροντο ότι είχαν ήδη αρχίσει, με την δικαιολογία, ότι κατά την κατάρτιση και κυκλοφορία του ενημερωτικού Δελτίου τον Φεβρουάριο του 2000, τόσον ο ίδιος όσον και ο συγκατηγορούμενός του χ1, δεν είχαν την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο, ως αρμόδιο όργανο της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, υλοποιούσε τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των Μετόχων (βλ. σελ.154-157 απολογητικού υπομνήματος αυτού). 3ο Οι προσχηματικές διερευνητικές επαφές και προσπάθειες έναρξης των σχετικών διαπραγματεύσεων σε καμία περίπτωση δεν αφορούσαν την εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., καθόσον αυτές φέρονται ότι διεξήχθησαν αποκλειστικά από τους εκπροσώπους του Ομίλου Κλωνατέξ και γι' αυτό τα πολυάριθμα εμπιστευτικού χαρακτήρα σχετικά έγγραφα βρίσκονται στα αρχεία αυτού, τα δε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών των απασχοληθέντων χρηματοοικονομικών συμβούλων εκδόθηκαν επ' ονόματι των εταιρειών Κλωνατέξ Α.Ε. και Κλωστήρια Ναούσης Α.Ε, που ήταν διαφορετικά σαφώς διακεκριμένα αυτής νομικά πρόσωπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ήδη από 30-6-2000 είχαν διατεθεί τα ως άνω αναφερθέντα ποσά σε βάρος του κονδυλίου των 34 δις δραχμών που αφορούσε τις ''λοιπές εξαγορές'', λίαν καθυστερημένα στην ..... Συνεδρίαση του ΔΣ της ΚΔΟΥΔΟΣ Α.Ε.), κατά την οποία αποφασίσθηκε η συγχώνευση της Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. με την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ με απορρόφησή της από την τελευταία, δηλαδή σε χρόνο που η πρώτη ως αυθύπαρκτη εταιρεία έπνεε τα λοίσθια, γίνεται αναφορά από τον Πρόεδρο του Δ.Σ αυτής χ2 σε αποτυχημένη δήθεν προσπάθεια εξαγοράς της TINTORIA DI POLLONE SRL εκ μέρους αυτής, για την οποία δήθεν εκδόθηκαν δύο τιμολόγια από 31-10-2000 και από 17-07-2000 προς την ελεγκτική εταιρεία και προς το δικηγορικό γραφείο που ασχολήθηκαν με την υπόθεση και προτείνεται η έγκριση των εν λόγω δαπανών. Όμως τέτοια έγγραφα δεν προσκομίσθηκαν εκδοθέντα επ' ονόματι της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε, ούτε και η εντολή της Διοίκησης της εν λόγω εταιρείας για ανάθεση της έρευνας αγοράς από πλευράς της πιο πάνω Ιταλικής Εταιρείας προς την εταιρεία ERNST & YOUNG και το δικηγορικό γραφείο BAROZZI DISTERONI MANZATO & FABRIZI, που αναφέρθηκε στην ως άνω συνεδρίαση του Δ.Σ. Περαιτέρω, αξιοσημείωτο είναι ότι οι ενέργειες που επικαλούνται οι εκκαλούντες και αφορούσαν την εταιρεία OLCESE SPA, φέρονται ότι άρχισαν από τον Ιανουάριο του έτους του 1999, ήτοι πριν την σύνδεση της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε με τον όμιλο Κλωνατέξ, η οποία αρχίζει τον Μάρτιο του 1999, επ'ονόματι του ίδιο Ομίλου. Τέλος, η TOP CAPI, δεν είναι εταιρεία εδρεύουσα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το ενημερωτικό δελτίο ανέφερε, με αυτήν δε υπεγράφη το από ....... εμπορικό συμφωνητικό για λογαριασμό της Κ. ΔΟΥΔΟΣ και του Ομίλου Κλωνατέξ. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με το υπ'αριθ. ...... έγγραφο που απέστειλε προς την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ Α.Ε., ως καθολική διάδοχο της Κ.ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε., ζήτησε εξηγήσεις για τις σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ αφενός της προβλεπόμενης, σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο, και αφετέρου της πραγματοποιηθείσας χρήσης των αντληθέντων κεφαλαίων, οι οποίες είχαν διαπιστωθεί από τον διενεργηθέντα, κατόπιν εντολής της, έλεγχο από την ελεγκτική εταιρεία ....... H Κλωστήρια ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ, υπό την ως άνω ιδιότητά της, απάντησε με το υπό ημερομηνία ....... έγγραφο. Στο έγγραφο αυτό, χωρίς να επισυνάπτει τη σχετική αλληλογραφία με τους ομίλους του εξωτερικού, με τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, είχε έλθει σε διαπραγματεύσεις, παρά του ότι είχαν ζητηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προβάλλοντας ως κώλυμα την υπογραφή συμφωνιών εμπιστευτικότητας με τις εταιρείες -στόχους, ανέφερε σειρά ημεροχρονολογιών και κινήσεων, που ισχυρίζεται ότι έλαβαν χώρα για την επιδίωξη της επίδικης συνεργασίας, με έναρξη 22-3-1999 και πέρας την 28-2-2003. Μεταξύ αυτών, ανέφερε ότι την 29-6-2000 εστάλη επιστολή της EUROBANK, που συγκαταλεγόταν, μεταξύ των χρηματοοικονομικών συμβούλων, στην οποία διαλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει πλέον ενδιαφέρον από πλευράς της εταιρείας στόχου, αποκρύπτοντας ότι την προηγούμενη ημέρα 28-6-2000 το ΔΣ της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ (βλ. πρακτικό συνεδριάσεώς του με αριθμό ......) είχε αποφασίσει την δρομολογημένη από το μήνα Μάιο εξαγορά των δύο ως άνω εταιρειών του Ομίλου Κλωνατέξ σε βάρος του κονδυλίου για τις λοιπές εξαγορές. Οι εκκαλούντες μάλιστα ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε συνέχεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που είναι η μόνη κατά νόμο αρμόδια αρχή για την έρευνα της παρούσης υπόθεσης και τούτο σημαίνει, κατά την άποψη τους, ότι οι εξηγήσεις κρίθηκαν πειστικές. Στο συμπέρασμα όμως αυτό δεν συνηγορεί το ως άνω αποδεικτικό υλικό, που έχει συγκομισθεί στο πλαίσιο της διενεργηθείσας κυρίας ανακρίσεως. Ισχυρίζονται εκ παραλλήλου ότι το ΣΔΟΕ μη νόμιμα συνέχισε την προκαταρκτική εξέταση που είχε αρχίσει να διενεργεί ο Πταισματοδίκης Αθηνών, μετά την παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για την υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι αποτελεί χρηματιστηριακή υπόθεση, εμπίπτουσα στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Από τις συνδυασμένες όμως διατάξεις των άρθρων 19, 20 παρ. 8 και 28 παρ. 18 του ΠΔ 154/25-6-1997, με το οποίο ο νομοθέτης, προς τον σκοπό ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του ΣΔΟΕ, επεξέτεινε νομοθετικά την αρμοδιότητά του, συνάγεται το επιτρεπτό της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης από το ΣΔΟΕ (ήδη ΥΠ.ΕΕ) και επομένως ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο χ2, κρίνεται ως αβάσιμος. Κατ' αρχήν στο άρθρο 19, όπου αναφέρεται στην λειτουργία των τμημάτων ειδικών Ελέγχων και Ερευνών, επέκτεινε τη λειτουργική αρμοδιότητα του ΣΔΟΕ και στα οικονομικά εγκλήματα που τελούνται σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, ενώ παράλληλα συμπεριέλαβε και άλλα εγκλήματα, ''όπως λ.χ. τα σχετικά με την παραχάραξη του εθνικού νομίσματος, τις προμήθειες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, τις παράνομες χρηματιστηριακές δραστηριότητες κ.ά. Σε όλους αυτούς τους ελέγχους αρμόδιοι υπάλληλοι, ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος του ΚΠΔ και της σχετικής νομοθεσίας, θα πρέπει κατά το άρθρο 20 παρ. 8 του ως άνω ΠΔ "να προβαίνουν σε όλες τις απαραίτητες νόμιμες ενέργειες για την διασφάλιση των αποδεικτικών στοιχείων των διαπιστούμενων παραβάσεων από κάθε ενδεχόμενο αμφισβήτησης αυτών ή αλλοίωσής τους μεταγενέστερα ή εξαφάνισής τους γενικά". Τέλος, στο άρθρο 28 του ως άνω ΠΔ, πέραν των ως άνω διατάξεων, καθορίστηκαν εξαιρετικά ευρύτατες αρμοδιότητες υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, οι οποίες σε ελάχιστες άλλες νομοθετικές προβλέψεις καθορίζονται για προανακριτικούς υπαλλήλους και συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παρ. 17, "Να έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου και της αποστολής τους, μη υποκείμενα σε περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού χρηματιστηριακού και επιχειρηματικού απορρήτου (βλ. γνωμ. Εις. Πρωτ. Θεσ15/2004, ποιν. Δικ 2004/826). Πρέπει επίσης στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι και οι ενέργειες των εκκαλούντων, ιδιαίτερα δε του εξ αυτών χ2, μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που είχαν αναληφθεί, με βάση το ενημερωτικό δελτίο, για διάθεση ποσού 6.000.000.000 δραχμών σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του υπάρχοντος κλωστηρίου της ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΕΛΛΗΣ ΑΕ, ήταν κινήσεις βιτρίνας, που στόχο είχαν να εμφανίσουν προς το επενδυτικό κοινό την παραπλανητική εικόνα ότι είχαν δρομολογηθεί και βρίσκονταν σε τροχιά υλοποίησης τα εξαγγελθέντα, ενώ στην πραγματικότητα είχαν ειλημμένη απόφαση να μην ολοκληρώσουν. Αποκαλυπτική για τα πιο πάνω αναφερθέντα είναι η μαρτυρική κατάθεση του ........, διευθυντή του εργοστασίου ''Πέλλα'', ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε χαρακτηριστικά επί λέξει ότι "...... Όταν προέκυψε η εταιρεία Κλωστήρια Ναούσης, άρχισα εγώ να εισπράττω μια κωλυσιεργία στην εξέλιξη των εργασιών....... Στην συνέχεια, και αφού εγκαταστήσαμε αρκετά από τα μηχανήματα που είχαν παραγγελθεί, πάγωσε το σχέδιο που αφορούσε την Πέλλα και πολλά από τα μηχανήματα που είχαν εγκατασταθεί μεταφέρθηκαν σε άλλα εργοστάσια του Ομίλου Κλωνατέξ, όλα τα προγενέστερα υφιστάμενα μηχανήματα πωλήθηκαν σε τρίτους και ένα μικρό μέρος βρίσκεται αποθηκευμένο σε κιβώτια, χωρίς καν να εγκατασταθούν. Έκτοτε το εργοστάσιο αυτό έπαψε να λειτουργεί και σήμερα αποτελεί ένα κουφάρι (βλ. την από 24-3-2005 ανακριτική του κατάθεση). Προβάλλεται επίσης ως στοιχείο που, κατά την άποψη των εκκαλούντων, καταρρίπτει το δόλο τους, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης καταβλήθηκε από τον Όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ και τους αδελφούς χ3,χ4,χ5. Πλην όμως, ο μεγάλος αριθμός μετοχών, που αυτοί απέκτησαν γρήγορα, πέρασε στα χέρια ανυπόπτων επενδυτών, όπως ήδη εκτέθηκε, καθόσον οι βασικοί μέτοχοι δεν διατήρησαν τα ποσοστά τους και μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, καίτοι τους είχε ζητήσει να δεσμευθούν προς τούτο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αλλά προέβησαν σε αθρόες πωλήσεις μετοχών, γεγονός που φυσικά επηρέασε την τιμή τους στο ΧΑΑ και συνέβαλε, εκτός από τις άλλες δόλιες ενέργειες τους, στην ενίσχυση της πτωτικής της τάσης. Εκτός όμως από τους προαναφερθέντες υπερασπιστικούς ισχυρισμούς, που είναι κατά βάση κοινοί για όλους τους εκκαλούντες, οι αδελφοί χ3,χ4,χ5 και τα συνδεόμενα με αυτούς μέλη του ΔΣ της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ χ6 και χ7, που προέρχονται από τον χώρο των παλιών στελεχών της, προβάλλουν και άλλους ισχυρισμούς, που στηρίζονται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά τους ίδιους και δεν συνδέονται κατ' ανάγκην με τους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους τους, μέλη του ΔΣ, που προέρχονται από τον Όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ, εντάσσονται δε συνολικά στο πλαίσιο μιας επάλληλης υπερασπιστικής τους γραμμής. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι δεν είναι ακριβής η αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση την οποία καθ'ολοκληρία υιοθετεί το εκκαλούμενο βούλευμα ότι υπήρξε "συμφωνία" και "έναρξη συνεργασίας" τον Μάρτιο του 1999 ανάμεσα στους αδελφούς χ3,χ4,χ5 και τον Όμιλο Κλωνατέξ (χ2), με απόκτηση από τον τελευταίο του 10% των μετοχών της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ και ότι η αλήθεια είναι ότι το ποσοστό αυτό αποκτήθηκε με επιθετική εξαγορά μετοχών, όταν ο χ5, έχοντας αποφασίσει να αποχωρήσει από την εταιρεία, είχε αρχίσει να πουλάει μετοχές του στο Χρηματιστήριο. Β) ότι οι αδελφοί χ3,χ4,χ5, που ήταν παραδοσιακοί συντηρητικοί βιομήχανοι, εμπιστεύτηκαν τον μέχρι τότε πετυχημένο επιχειρηματία χ2 και αποδέχθηκαν στην συνέχεια την πρότασή του για μεταβίβαση στον όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ της πλειοψηφίας των μετοχών της εταιρείας τους. Η σχετική διαδικασία ολοκληρώθηκε με την σύμβαση που υπογράφηκε την ........ Με την σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε να παραμείνουν τυπικά στην διοίκηση της εταιρείας για ορισμένο χρονικό διάστημα, καίτοι το συνολικό ποσοστό μετοχών που έμεινε στην κατοχή τους είχε περιοριστεί στο 15%. Αντίστοιχα, ανέλαβαν την συμβατική δέσμευση να συμμορφώνονται με τις στρατηγικές αποφάσεις της πλειοψηφίας (δηλ. του Ομίλου Κλωνατεξ) επί ορισμένων θεμάτων, στα οποία περιλαμβανόταν ρητά και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας."Γ) Ότι, όταν τέθηκε το ζήτημα της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 60.000.000.000 δρχ., συμφώνησαν τελικά στη πραγματοποίησή της (παρά τις αρχικές αντιρρήσεις τους ως προς το ύψος της) λόγω της ανειλημμένης συμβατικής τους δέσμευσης, πλην όμω,ς επειδή δεν διέθεταν το αναλογούν ποσοστό συμμετοχής τους στην αύξηση χρηματικό ποσό των 9.000.000.000 δραχμών συνολικά, συμφώνησαν να τους το δανείσει ο χ2 και να το εξοφλήσουν μετά την λήξη της με την χρηματιστηριακή μεταβίβαση εκ μέρους των ίσης αξίας μετοχών προς τον χ2. Στην συνέχεια όμως, ο τελευταίος αθέτησε την αναληφθείσα ως άνω υποχρέωσή του, με συνέπεια να υποχρεωθούν να καταφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό, προς εξόφληση του οποίου οι χ4 και χ3 αναγκάστηκαν να πωλήσουν τις μετοχές τους από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σε τιμές που ήταν τις περισσότερες φορές κατώτερες της τιμής κτήσεως, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν ο μεν πρώτος το ποσό των 1.051.508.556 δραχμών, ο δε χ3 ποσό των 381.131.300 δραχμών. Δ) Τέλος ότι η εταιρεία Κ.ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, παρά τις αντίθετες περί τούτου παραδοχές του εκκαλούμενου βουλεύματος, με ανακοίνωσή της προς τον Τύπο την ....., ενημέρωσε αμέσως το επενδυτικό κοινό για την αγορά των δύο εταιρειών (ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ ΑΕ ΚΑΙ ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΑΕ) και τη ματαίωση της προβλεπόμενης από το ενημερωτικό δελτίο αγοράς κλωστοϋφαντουργικής επιχείρησης μεγάλου ομίλου του εξωτερικού (βλ. υπομνήματα υποβληθέντα με τις εφέσεις τους). Επί των ως άνω ισχυρισμών έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Η αναφορά για την έναρξη της συνεργασίας ανάμεσα στους αδελφούς χ3,χ4,χ5 και την εταιρεία ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ του ομίλου ΚΛΩΝΑΤΕΞ έγινε από τον ίδιο τον χ4, με την ιδιότητα του εντεταλμένου Συμβούλου της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, στην έκτακτη Γ.Σ. των μετόχων της 21ης Οκτωβρίου 1999. Ειδικότερα περί του θέματος αυτούς διέλαβε επί λέξει τα εξής: "τον Μάρτιο του 1999, ο ....... ξεκίνησε μια στρατηγική συνεργασίας με την ''ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ'' με τη συμμετοχή της δεύτερης στο μετοχικό κεφάλαιο της Κ. ΔΟΥΔΟΣ ποσοστού 10%. Τον Ιούλιο του 1999, οι δύο εταιρείες αποφάσισαν να συσφίξουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις των. Κατόπιν τούτου, η ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ Ναούσης αύξησε την συμμετοχή της στο κεφάλαιο της εταιρείας Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ σε ποσοστό 30%. (βλ. πρακτικό με αριθμ. 42 της 15ης Ε.Γ.Σ των μετόχων της ...). Η ανειλημμένη συμβατική υποχρέωση για μη εναντίωσή τους στις κρίσιμες στρατηγικές επιλογές της πλειοψηφίας (δηλ. του Ομίλου Κλωνατέξ), μεταξύ των οποίων ήταν και αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, δεν μπορεί να αποτελέσει το ''άλλοθι'' για τη συμφωνία τους στο θέμα της υπέρογκης αύξησης αυτού για την υλοποίηση κυρίως της εξαγοράς μεγάλης κλωστοϋφαντουργίας του εξωτερικού, με την οποία δήθεν βρισκόταν η εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ σε διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντας μάλιστα τους μικρομετόχους της και το επενδυτικό κοινό, με τις ιδιότητες τους ως μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, ότι όλες οι πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο, που συντάχθηκε και κυκλοφόρησε για τον προαναφερθέντα σκοπό, ήταν αληθή, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση και παγίδευση τους. Περαιτέρω, ακόμη και η επικαλούμενη ζημίωσή τους από την πώληση μετοχών της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, στην οποία αναγκάστηκαν να προβούν για την εξόφληση τραπεζικού δανεισμού στον οποίο προσέφυγαν κατόπιν της αθέτησης της υπόσχεσης του χ2 για δανειακή τους διευκόλυνση, ποσού 9.000.000.000 δραχμών που αντιστοιχούσε στο ποσοστό συμμετοχής αυτών (αδελφών χ3,χ4,χ5) στην εν λόγω αύξηση, δεν μπορεί να καταλύσει από μόνη της τα υπάρχοντα σε βάρος τους ενοχοποιητικά στοιχεία. Τούτο διότι η μεθοδευμένη εκτόξευση της τιμής της μετοχής Κ. ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ, που έλαβε χώρα πριν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (η τιμή της την ημέρα της έκτακτης γενικής συνέλευσης στις 21 Οκτωβρίου 1999 ήταν 39.680 δραχμές, ενώ η μέση τιμή της το 1999 ήταν 7061 δραχμές και το 1998 1153 δραχμές, όπως αναγράφεται στο ενημερωτικό δελτίο στη σελίδα 22 αυτού), τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι η προσχεδιασμένη αθρόα χρηματιστηριακή πώληση των μετοχών τους, με την οποία τεχνηέντως θα μεταφερόταν στο επενδυτικό κοινό το βάρος της χρηματοδοτήσεως της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, θα ήταν κερδοφόρα, ανεξαρτήτως της μη επαληθεύσεως της εκτιμήσεως αυτής λόγω της προσδοκωμένης πτωτικής πορείας της τιμής της μετοχής, η οποία πάντως, πέραν των άλλων, επιταχύνθηκε από την εκποίηση των ποσοστών που κατείχαν οι βασικοί μέτοχοι και την συνακόλουθη σχετικά μεγάλη προσφορά προς πώληση των μετοχών της άνω εταιρείας στο Χ.Α.Α. Επισημαίνεται επίσης ότι, και αν η πλευρά των αδελφών χ3,χ4,χ5 ισχυρίζεται ότι δεν κατείχε κατά τον χρόνο της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καμία μετοχή του Ομίλου Επιχειρήσεων Κλωνατέξ και επομένως δεν είχαν κανένα κίνητρο να προβούν στην εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού για να τον ωφελήσουν, παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τις υπογραφείσες από .... και ....., αντίστοιχα, συμβάσεις μετοχών μεταξύ των αδελφών χ3,χ4,χ5 και των εταιρειών ΚΛΩΝΑΤΕΞ ΑΕ και ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΝΑΟΥΣΗΣ ΑΕ, αυτοί απέκτησαν με ανταλλαγή μετοχών της ΔΟΥΔΟΣ ΑΕ μεγάλο αριθμό μετοχών των δεύτερων, σημαντικό μέρος των οποίων υποχρεώθηκαν να διακρατήσουν σε χρόνο εκτεινόμενο και πέραν της ανωτέρω αναφερθείσας αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου (βλ. άνω συμβάσεις). Τέλος, από το περιεχόμενο και την όλη νοηματική δυναμική της από ..... ανακοίνωσης προς τον τύπο της εταιρείας, δεν προκύπτει ότι η εξαγορά των αναφερομένων σε αυτήν εταιρειών έγινε σε βάρος της εξαγοράς από το εξωτερικό, αλλά δινόταν η εντύπωση ότι το ζήτημα τούτο παρέμενε ανοικτό. Σε κάθε περίπτωση, με τη δημόσια στο ακροατήριο συζήτηση της υπόθεσης θα διευκρινιστούν στο σύνολό τους οι περιστάσεις τέλεσης των αξιόποινων πράξεων και θα επιμεριστούν οι ποινικές ευθύνες για κάθε κατηγορούμενο, στον βαθμό και την έκταση που θα διαγνωσθούν με την τελική δικαιοδοτική απόφανση. Από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, καθώς και όσων διαλαμβάνονται στο εκκαλούμενο βούλευμα, και την καθ' ολοκληρίαν υιοθετουμένη υπ' αυτού Εισαγγελική πρόταση, στα οποία ως ορθά και νόμιμα αναφέρομαι κατά τα λοιπά, επιβεβαιώνεται φρονώ, επαρκώς η εκ μέρους των ως άνω εκκαλούντων κατηγορουμένων τέλεση της αδίκου και αξιοποίνου πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών και το ισόποσο σε ευρώ (άρθρα 26 παρ. 1 α 27 παρ.1 45, 386 παρ. 1 β-α, 3 β ΠΚ), για την οποία ορθώς έχουν αυτοί παραπεμφθεί με το εκκαλούμενο βούλευμα στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου, και στην οποία έχει προσδοθεί με το ίδιο βούλευμα ο προσήκων νομικός χαρακτηρισμός ". Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπονται στο αρμόδιο δικαστήριο οι αναιρεσείοντες, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε, ευθέως και εκ πλαγίου, για τους εξής ειδικότερα λόγους: α) ενώ το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα αλλά και το πρωτόδικο, στο οποίο αναφέρεται το πρώτο, δέχονται ότι έγιναν διαπραγματεύσεις με μεγάλο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο, που εδρεύει σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την απόκτηση μετοχικής συμμετοχής που δεν ευοδώθηκαν από την εταιρεία ''ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε.'', που είναι μητρική της εταιρείας '' Κ ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε.',' και όχι από την τελευταία, όπως ανεφέρετο στο ενημερωτικό δελτίο, χωρίς όμως περαιτέρω να διευκρινίζεται ότι το επενδυτικό κοινό δεν θα προέβαινε στην αγορά νέων μετοχών εάν γνώριζε ότι τις διαπραγματεύσεις τις έκανε η πρώτη τούτων, που ήταν απαραίτητο για να κριθεί αν υπήρξε το ψεύδος αυτό αιτιώδες για την περιουσιακή διάθεση στην οποία προέβησαν αυτοί, προκειμένου να συμμετάσχουν στην αύξηση του κεφαλαίου της παραπάνω εταιρείας, β) ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι με τις ψευδείς ως άνω παραστάσεις σκόπευαν να αποκομίσει ο όμιλος ''ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε.'' παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στο τίμημα που αυτός εισέπραξε από την πώληση προς την εταιρεία Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε. των εταιρειών του ''ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΡΟΔΟΠΗΣ Α.Ε.'' και ''ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ Α.Ε.'', δεν διευκρινίζει γιατί το περιουσιακό όφελος του ομίλου ''ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε.'' από την πώληση των ως άνω εταιρειών του είναι παράνομο, ενόψει του ότι ο όμιλος από την πώληση αυτών είχε νόμιμη αξίωση προς είσπραξη του τιμήματος, το οποίο ήταν εύλογο και προσήκον και ανταποκρινόταν στην πραγματική τους αξία και γ) Σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, το όφελος που επιδίωξαν να προσπορίσουν στον όμιλο ''ΚΛΩΝΑΤΕΞ Α.Ε.'' οι κατηγορούμενοι, δεν προήρχετο από την περιουσία των παθόντων κατόχων των 15.329.500 μετοχών αλλά από την περιουσία της εταιρείας ''Κ. ΔΟΥΔΟΣ Α.Ε.'', η οποία και κατέβαλε το τίμημα για την αγορά από τον ανωτέρω όμιλο των δύο εταιρειών του. Έτσι μεταξύ του περιουσιακού ως άνω οφέλους και της περιουσιακής βλάβης των παθόντων -επενδυτών δεν υπάρχει η απαραίτητη υλική ταυτότητα ή αντιστοιχία που απαιτείται. για την ύπαρξη σκοπού παρανόμου οφέλους αναγκαίου στοιχείου για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί, ως και κατ' ουσίαν βάσιμοι, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ λόγοι των κρινομένων αιτήσεων αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμ. 2505/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη. Αναίρεση βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1055/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λιβαδειάς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με κατηγορούμενους τον: Χ1. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία Α2007/1774/17-12-2007., που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2/2008 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μύτη με αριθμό 13/14-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ. την από 17-12-2007 αίτηση κανονισμού αρμοδιότητας της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς και εκθέτω τα ακόλουθα: Με την υπ'αριθ........ αναφορά του Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Λιβαδειάς, υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Λιβαδειάς ποινική δικογραφία κατά των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, αφορώσα την τέλεση από τους δύο πρώτους του αδικήματος της παράδοσης προς υιοθεσία του άρρενος αβαπτίστου τέκνου τους που γεννήθηκε τις 11-11-2005 με σκοπό το αθέμιτο όφελος και με πρόθεση κερδοσκοπίας και από τους δύο τελευταίους την τέλεση της ηθικής αυτουργίας στο προηγούμενο αδίκημα. Στις 14-3-2006 και περί ώρα 17.00' ο πρώτος κατηγορούμενος αντιληφθείς την παρουσία αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας Λιβαδειάς, οι οποίοι ενέδρευαν περιμετρικά του καταυλισμού αθιγγάνων του ..... Ευβοίας, όπου ήταν η κατοικία του, ετράπη σε φυγή για να αποφύγει τη σύλληψή του, πετώντας στο έδαφος ένα πακέτο τσιγάρων που περιείχε ηρωΐνη βάρους έξι (6) γραμμαρίων, το οποίο περισυνέλεξαν οι αστυνομικοί. Για την ποσότητα αυτή της ηρωΐνης ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς Νικόλαος Κ. Κωνσταντίνου εξήγαγε φωτοαντίγραφα από τη δικογραφία που σχηματίσθηκε και τα διαβίβασε στον Εισαγγελέα Χαλκίδας, ο οποίος σχημάτισε την ΑΒΜ Β06/1556/26-5-2006 ποινική δικογραφία. Ο τελευταίος μετά την εκτέλεση της πρώτης παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, με την από 5-6-2007 σημείωσή του επί του σώματος του εγγράφου της παραγγελίας αυτής, διέταξε την διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς "λόγω αρμοδιότητάς του, εκ του τόπου τελέσεως των πράξεων και συναφείας", δημιουργηθείσης έτσι αποφατικής σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ των Εισαγγελέων αυτών. Επειδή τόπος τελέσεως του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών (ηρωΐνης) με την κακουργηματική ή πλημμεληματική μορφή του αδικήματος αυτού που αποδίδεται στον πρώτο κατηγορούμενο, είναι το ..... του Νομού Ευβοίας και καθ'ύλη και κατά τόπον αρμόδιος για να επιληφθεί της υποθέσεως κατ'άρθρο 43 Κ.Π.Δ., είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, πρέπει, δοθέντος μάλιστα ότι δεν συντρέχουν λόγοι συναφείας που να δικαιολογούν την ενασχόληση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς και με τη δίωξη ή μη του αδικήματος αυτού, αφού με το υπ'αριθ. 33/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ήδη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας να δικασθούν για τις λοιπές παραπάνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την άρση της αποφατικής αυτής σύγκρουσης αρμοδιότητας και να ορισθεί ως καθ'ύλη και κατά τόπον αρμόδιος Εισαγγελέας, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας για να ενεργήσει κατ'άρθρο 43 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να αρθεί η προκύψασα παραπάνω αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητας και να ορισθεί ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας ως αρμόδιος να ενεργήσει κατ'άρθρο 43 Κ.Π.Δ. Αθήνα 7-1-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 132 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ιδίου ή διαφορετικών Συμβουλίων αποφασίστηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμοδίων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται από τον 'Αρειο Πάγο, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, αν τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η αμφισβήτηση υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, ύστερα από νομότυπη αίτηση του Εισαγγελέα, του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος ή του επιτρόπου, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι υφίσταται περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας, με την διαδικασία και τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι εν λόγω διατάξεις και επί αποφατικής συγκρούσεως αρμοδιότητας μεταξύ περισσοτέρων Εισαγγελέων που υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία . Στη προκειμένη περίπτωση με την υπ'αριθ. ....... αναφορά του Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Λιβαδειάς, υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Λιβαδειάς ποινική δικογραφία κατά των: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, αφορώσα την τέλεση από τους δύο πρώτους του αδικήματος της παράδοσης προς υιοθεσία του άρρενος αβαπτίστου τέκνου τους που γεννήθηκε τις 11-11-2005 με σκοπό το αθέμιτο όφελος και με πρόθεση κερδοσκοπίας και από τους δύο τελευταίους την τέλεση της ηθικής αυτουργίας στο προηγούμενο αδίκημα. Στις 14-3-2006 και περί ώρα 17.00' ο πρώτος κατηγορούμενος αντιληφθείς την παρουσία αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας Λιβαδειάς, οι οποίοι ενέδρευαν περιμετρικά του καταυλισμού αθίγγανων του ...... Ευβοίας, όπου ήταν η κατοικία του, ετράπη σε φυγή για να αποφύγει τη σύλληψη του, πετώντας στο έδαφος ένα πακέτο τσιγάρων που περιείχε ηρωίνη βάρους έξι (6) γραμμαρίων, το οποίο περισυνέλεξαν οι αστυνομικοί. Για την ποσότητα αυτή της ηρωίνης ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς Νικόλαος Κ. Κωνσταντίνου εξήγαγε φωτοαντίγραφα από τη δικογραφία που σχηματίσθηκε και τα διαβίβασε στον Εισαγγελέα Χαλκίδας, ο οποίος σχημάτισε την ΑΒΜ Β06/1556/26-5-2006 ποινική δικογραφία. Ο τελευταίος μετά την εκτέλεση της πρώτης παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, με την από 5-6-2007 σημείωση του επί του σώματος του εγγράφου της παραγγελίας αυτής, διέταξε την διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς "λόγω αρμοδιότητας του, εκ του τόπου τελέσεως των πράξεων και συνάφειας", δημιουργηθείσης έτσι αποφατικής σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ των Εισαγγελέων αυτών. Τόπος τελέσεως του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών (ηρωίνης) με την κακουργηματική ή πλημμεληματική μορφή του αδικήματος αυτού που αποδίδεται στον πρώτο κατηγορούμενο, είναι το .....του Νομού Ευβοίας και καθ'ύλη και κατά τόπον αρμόδιος για να επιληφθεί της υποθέσεως κατ'άρθρο 43 Κ.Π.Δ., είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, δοθέντος μάλιστα ότι δεν συντρέχουν λόγοι συνάφειας που να δικαιολογούν την ενασχόληση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς και με τη δίωξη ή μη του αδικήματος αυτού, αφού με το υπ'αριθ. 33/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λιβαδειάς, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ήδη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας να δικασθούν για τις λοιπές παραπάνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις . Κατ' ακολουθίαν αυτών, πρέπει να αρθεί η αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητος, που δημιουργήθηκε και να προσδιοριστεί ως αρμόδιος εισαγγελέας για την ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του Χ1 ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αίρει την αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητος, που δημιουργήθηκε μεταξύ των αναφερομένων στο σκεπτικό Εισαγγελέων . Προσδιορίζει ως αρμόδιο Εισαγγελέα για την ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του Χ1τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας επί αποφατικής συγκρούσεως εισαγγελέων που υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1054/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σπανουδάκη, περί αναιρέσεως της 145/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Με συγκατηγορούμενη την ......... και με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσουκαλά. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1770/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντος και της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 1738/87, άρθρο 2 του ν. 1887/90, άρθρο 36 ν. 2172/93 και άρθρο 4 παρ. 3 εδ. α' του ν. 2408/96, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα του ΠΚ που αναφέρονται σ' αυτό, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 258 ΠΚ (υπεξαίρεση στην υπηρεσία), εφόσον στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 α του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και οι Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημιά που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, επιβάλλεται κάθειρξη, αν δε συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος, ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Εξάλλου, με το άρθρο 263Α του ΠΚ, όπως ισχύει μετά τον ίδιο ως άνω νόμο 1738/87, ορίσθηκε ότι για την εφαρμογή των ποινικών διατάξεων που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό, θεωρούνται ως υπάλληλοι, εκτός αυτών που μνημονεύονται στο άρθρο 13 του ΠΚ και εκείνοι οι οποίοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα, στις αναφερόμενες συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οργανισμούς κλπ, μεταξύ άλλων δε (περίπτωση β) "σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά τον νόμο ή το καταστατικό τους", χωρίς άλλη διάκριση. Έτσι, με το τελευταίο αυτό άρθρο ορίσθηκε ειδικώς και αυτοτελώς και ένα είδος "δημόσιου τομέα" για τις ανάγκες των υπηρεσιακών εγκλημάτων. Επομένως, η επαναοριοθέτηση και περιστολή που ακολούθησε με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 1892/1990 στον υπό της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 προβλεπόμενο "δημόσιο τομέα" και συγκεκριμένα ότι αυτός περιλαμβάνει πλέον, μόνο τις τράπεζες που ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου (είτε στο σύνολό τους, είτε κατά πλειοψηφία), δεν επέφερε και αντίστοιχη συστολή του "δημόσιου τομέα" που ορίσθηκε με το άρθρο 263Α του ΠΚ, δεδομένου ότι απέφυγε να θίξει τούτο ο νομοθέτης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως ιδρύει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης με τις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ως υπάλληλος της Τράπεζας EFG EUROBANK Α.Ε., στο Ηράκλειο Κρήτης, κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2000 έως 31-12-2001, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, υπεξαίρεσε από την Τράπεζα το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικό ποσό των 236.332.453 δραχμών, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 258, 263α του ΠΚ και 1 του Ν. 1608/1950 κήρυξε αυτόν ένοχο και αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α και 2ε του ΠΚ, επέβαλε για την πράξη αυτή ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών. Με τις παραδοχές αυτές περί της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου που υπηρετούσε σε εδρεύουσα στην ημεδαπή Τράπεζα, κατά τον χρόνο της υπεξαίρεσης των χρημάτων, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 258, 263α του Π.Κ και ορθώς για τον προσδιορισμό του πλαισίου της ποινής δέχθηκε εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, τα αντίθετα δε από τον αναιρεσείοντα επικαλούμενα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. ΙΙ.- Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας (Ολ. ΑΠ 14/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την προεκτεθείσα ιδιότητα του υπαλλήλου της προαναφερθείσας Τράπεζας, σε διάστημα δέκα τριών μηνών (από 1-12-2000 έως 31-12-2001) με την κατ' εξακολούθηση πλαστογράφηση εγγράφων επί 126 περιπτώσεων τα οποία εμφάνιζε ως υπογραφόμενα από πελάτες της Τράπεζας, ακόμη και συγγενικών του προσώπων, επέτυχε να ιδιοποιηθεί παρανόμως το συνολικό ποσό των 236.332.453 δραχμών. Ενόψει της μεγάλης απαξίας των εγκλημάτων τα οποία τέλεσε ο κατηγορούμενος και μετά την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, με την επιβολή σ' αυτόν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 83 του ΠΚ για την πράξη της υπεξαίρεσης του ελαχίστου ορίου της ποινής κάθειρξης των δέκα (10) ετών, δεν παραβιάσθηκε η από την άνω συνταγματική διάταξη αρχή της αναλογικότητας, ούτε, τέλος, συνιστά παραβίαση της αρχής αυτής η από τον αναιρεσείοντα επίκληση της μη αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000 περί των διαβαθμίσεων του ύψους της ποινής για τα εγκλήματα τα οποία διαπράττονται και στρέφονται κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους (κατ' εκτίμηση) αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης (άρθρα 583 Κ.Π.Δ. και 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 145/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση και υπεξαίρεση στην υπηρεσία από υπάλληλο της Τράπεζας EFG EUROBANK. Αιτιολογημένη καταδίκη και ορθή εφαρμογή των διατάξεων 258, 263Α, και 1 του Ν. 1608/1950 και επί κατηγορουμένου υπαλλήλου ιδιωτικής Τράπεζας. Αρχή αναλογικότητας κατά το άρθρο 25 του Συντάγματος. Κριτήρια για την παράβαση αυτής, μεταξύ των άλλων, βαρύτητα πράξης και το ύψος της επιβληθείσας ποινής. Για την εξακολουθητική πλαστογραφία και την από αυτή υπεξαίρεση ποσού άνω των 200 εκ. δραχμών από υπάλληλο της άνω τράπεζας, η επιβολή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, αντί της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, του ελαχίστου ορίου της ποινής κάθειρξης των δέκα ετών, δεν παραβιάζει την άνω αρχή.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου, Αναλογικότητας αρχή.
0