text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 1342/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1872/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 32/29.01.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 208/11-10-2007 αίτηση αναιρέσεως (ενώπιον του Γραμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) του x1, ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημ. Γρηγορίου, κατά του υπ' αρ. 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα:Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 3779/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, το συνολικό αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ κατ' εξακολούθηση (αρ. 98, 375 §§ 2-1 Π.Κ.). Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση η οποία απερρίφθη κατ' ουσίαν με το υπ' αρ. 2038/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επεκυρώθη το εκκληθέν. Κατά του βουλεύματος αυτού (που επεδόθη στον κατηγορούμενο την 5-11-07 και στον αντίκλητό του την 1-10-2007) ο κατηγορούμενος άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η οποία είναι παραδεκτή αφού ασκήθηκε κατά βουλεύματος που επιτρέπεται η αναίρεση (482 §1 Κ.Π.Δ.) και περιέχει συγκεκριμένο λόγο (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) ήτοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της πράξεως, ενώ οι εκτιθέμενοι στην αίτηση λόγοι προσιδιάζουν στην εσφαλμένη εφαρμογή νόμου αφού μεταξύ άλλων υποστηρίζεται ότι δεν υπήρξε διαχειριστής ή εντολοδόχος αλλά θεματοφύλακας και αυτά που εισέπραττε θεωρούνται παρακαταθήκη και η ιδιότητά του αυτή δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως της παρ. 2 του αρ. 375 Π.Κ., ενώ ουδέποτε εξεδήλωσε πρόθεση ιδιοποιήσεως των ασφαλίστρων δεδομένου ότι πιστεύει πως εάν η αντίδικος προβεί σε εκκαθάριση του λογαριασμού του θα αποδειχθεί ότι ουδέν ποσόν οφείλει. ΙΙ) α) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005).Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732. β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5,07).Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50). ΙΙΙ) Κατά την διάταξη του αρ. 375 §§ 1 και 2α Π.Κ., όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 §3α Ν.2721/99 και η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 §9 Ν.2408/96, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά η εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη (Α.Π. 1144/98 Π.Χρ. ΜΘ/662). Κινητό πράγμα είναι και τα χρήματα, και ξένο θεωρείται το κινητό το ευρισκόμενο σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το δίκαιο (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64), γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64) δ) παράνομη ιδιοποίηση από τον υπαίτιο που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου (Α.Π. 1596/2000 Π.Χρ. ΝΑ/639, Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΗ/772). ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, μεταξύ των οποίων του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ιδιότητα του διαχειριστή υπάρχει, όταν αυτός ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από την σύμβαση· επιπλέον το υπεξαιρεθέν να περιήλθε στην κατοχή του δράστη λόγω της ιδιότητάς του (Α.Π. 289/2001 Π.Χρ. ΝΑ/334, Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΑ/972). Ως διαχειριστής είναι και ο εν τοις πράγμασι (de facto) έχων την διαχείριση (Α.Π. 46/98 Π.Χρ. ΜΗ/758).Εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των αρ. 713 επ. Α.Κ., δηλαδή, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαιρέσεως να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής (Α.Π. 1258/98 Π.Χρ. ΜΘ/691). Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΒ/334). Τέλος κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου: Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται εις την θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ' υπ' αρ. 375 σελ. 1016 παρ. 19 εδαφίου, Γάφος Ειδικό μέρος Τεύχος ΣΤ σελ. 57 επομ.).Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ασφάλιστρα, που εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής με την οποία έχει καταρτίσει σύμβαση πρακτορείας, διότι ο ασφαλιστικός πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της (Συμβ. Α.Π. 1120/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1462, Α.Π. 1072/95 Π.Χρ. ΜΣΤ/193, Α.Π. 1240/89 Π.Χρ. Μ/540).Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ. 14 §1 Ν.2721/99: Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται σε αυτήν σαφώς τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται (Συμβ. Α.Π. 2168/2005 Π.Δ/σύνη 646), εδέχθη ότι: Στην υπό κρίση περίπτωση από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και κατά την προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αξιολογουμένων όλων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (αρθ 177, 178 ΚΠΔ ), προέκυψαν τα ακολούθα πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος x1 είναι διαχειριστής της εταιρίας ασφαλιστικής πρακτόρευσης με την επωνυμία "...... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ". Την ..... καταρτίσθηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας και της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α ", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας 8, σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας. Με αυτήν συμφωνήθηκε να διαμεσολαβεί η εταιρία με την επωνυμία " ......... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ως ασφαλιστικός πράκτορας στην κατάρτιση, επ' ονόματι της ασφαλιστικής εταιρίας, ασφαλιστικών συμβάσεων, αντί των συμφωνηθέντων και αναλυτικά αναφερομένων στη σύμβαση ποσοστών προμήθειας για κάθε κλάδο ασφάλισης. Υποχρεούτο δε ο κατηγορούμενος βάσει ρητής διάταξης της σύμβασης να εισπράττει και να καταβάλλει στη μηνύτρια τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, συμφωνά με τα συμφωνηθέντα με το αρθ 6 της Σύμβαση Πρακτορεύσεως η εταιρία ασφαλιστικής πρακτόρευσης υποχρεούτο να καταβάλλει στο ταμείο της εταιρίας το βραδύτερο εντός 6 ημερών τα υπό της αντισυμβαλλομένης εισπραττόμενα ασφάλιστρα τα οποία σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να τα διατηρεί στη διάθεση της εταιρίας στην οποία και ανήκουν ανά πάντα χρόνο, ευθυνόμενη έναντι αυτής αστικά και ποινικά, ως θεματοφύλακας, μη υποκείμενα σε κανένα συμψηφισμό. Την χρονική περίοδο από 5/2002 έως 12/2002 ο κατηγορούμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ανωνύμου ασφαλιστικής επιχειρήσεως ασφάλιστρα συνολικού ποσού 99.050,38 ευρώ, ποσό που όφειλε κατά τους ορούς της σύμβασης να αποδώσει στην μηνύτρια εταιρία. Τον Μάιο του έτους 2003 κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο από τον τομέα ρευστοποίησης χαρτοφυλακίου της ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α διαπιστώθηκε καθυστέρηση απόδοσης των εκ μέρους του κατηγορουμένου εισπραχθέντων ασφαλίστρων που αφορούν τους ακολούθους κλάδους και ποσά α) κλάδος αυτοκίνητων 80.423,64 ευρώ β) κλάδος οδικής βοήθειας 1.444,57 ευρώ γ) κλάδος αστικής ευθύνης 871,69 ευρώ δ) κλάδος πυρός 8.713,46 ευρώ ε) κλάδος μεταφορών 6.518,71 ευρώ στ) κλάδος μηχ βλαβών 14,32 ευρώ ζ) κλάδος πλοίων 1.063,99 ευρώ. Τα κονδύλια αυτά εμφαίνονται αναλυτικά κατά αριθμ ασφαλιστήριου συμβολαίου, απόδειξης, διάρκεια ασφάλισης, καθαρά ασφάλιστρα και προμήθεια στους παρακάτω πίνακες: ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ x1 (Κ. Ε. ...) ΚΛΑΔΟΣ ΠΛΟΙΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ......, ......., ........... ......,.......,........ ......,.......,........ ......,........,.........,.....ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΛΟΙΩΝ1.063,99 ΚΛΑΔΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩΠΡ. ΠΡ. ...........................................ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ6.518,71ΚΛΑΔΟΣ ΠΥΡΟΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ............,...........,................,............,..........., ...........,........., .......ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΥΡΟΣ8.713,46ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ........,.........,.........,............,........,.........,..........,.........,..... ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΥΤ/ΤΩΝ80.423,64ΚΛΑΔΟΣ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ......,.......,..........,........,.......,.........,..........,.......,....., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣ1.444,57ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.......,...........,............,..............,.............,.............,..........,ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ871,69ΚΛΑΔΟΣ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ......,......,.........,............,............,............,........,.........,........,......,ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝ14,32 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 99.050,38 Ε Η τελευταία αφού όχλησε εγγράφως τον κατηγορούμενο με αποστολή της από 9-6-2003 εξώδικης δήλωσης - πρόσκλησης στις 30-6-2003 κατήγγειλε την μετ' αυτού σύμβαση και τον κάλεσε προς άμεση απόδοση του ποσού των 99.050,38 ευρώ. Ο κατηγορούμενος όμως χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο ουδέν ποσό κατέβαλε σ' αυτήν. Υποστήριξε δε ενώπιον του Ανακριτή ότι η εγκαλούσα εταιρία του οφείλει τις προμήθειες των ετών 2002 και 2003, καθώς και τα πιστωτικά υπόλοιπα των ακυρωθέντων συμβολαίων λόγω της ετήσιας αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων και της απροθυμίας των ασφαλισμένων να πληρώσουν μεγαλύτερα ασφάλιστρα, γεγονότα τα οποία δεν απεδείχθησαν. Η μη απόδοση στην ασφαλιστική εταιρία του ποσού των ασφαλίστρων συνιστά πράξη ιδιοποίησης. Ο κατηγορούμενος εκδήλωσε εμπράκτως την πρόθεση ιδιοποιήσεως για καθένα από τα κατά μήνα εισπραχθέντα ποσά από τους ασφαλισμένους και πελάτες της εγκαλούσας ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από 5/2002 έως και 12/2002, το χρόνο δηλαδή των κάθε επί μέρους εισπράξεων. Τα ποσά των ασφαλίστρων που υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος τα είχε εισπράξει για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας ΕΘΝΙΚΉ Α.Ε.Ε.Γ.Α, στην κυριότητα της οποίας και ανήκαν και του τα είχε εμπιστεύθηκε η τελευταία στα πλαίσια συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορείας, δηλαδή συμβάσεως που διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, ο ίδιος δε είχε την ιδιότητα του (εμπορικού) εντολοδόχου και με την ιδιότητα αυτή εκδήλωσε τη βούληση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού. Η πράξη συνεπώς της υπεξαίρεσης έχει χαρακτήρα κακουργήματος, το δε συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ που αποτελεί ακόμη περαιτέρω επιβαρυντική περίσταση αυτής. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων εκτιμήσεων του υλικού της δικογραφίας φρονούμε ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του x1 για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, το συνολικό αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ και πρέπει η έφεση του κατηγορουμένου x1 να γίνει μεν τυπικώς δεκτή πλην όμως να απορριφθεί κατ' ουσίαν, να επικυρωθεί ως προς όλες του τις διατάξεις το υπ' αριθμ. 3779/2006 προσβαλλόμενο βούλευμα.V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (3779/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (αρ. 98, 375 §§1-2 Π.Κ.), για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κρισιολόγησε όλα τα προκύψαντα αποδεικτικά μέσα (που μνημονεύει κατ' είδος Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/408), από τα οποία θεμελιώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ. Αναφέρει την σύμβαση πρακτορεύσεως που είχε συναφθεί μεταξύ της "......... Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε." της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο αναιρεσείων, και της Εθνικής Ασφαλιστικής ΑΕΓΑ, με την οποία (σύμβαση) του είχε ανατεθεί η έναντι προμηθείας διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας με τρίτους και η είσπραξη για λογαριασμό της και η απόδοση ασφαλίστρων σ' αυτήν. Αναφέρει αναλυτικά συμβάσεις (κατά κλάδο, ασφαλιστήρια συμβόλαια, διάρκεια ασφαλίσεως, ασφαλισμένο, ασφάλιστρα) που καταρτίστηκαν και ποσά τα οποία εισέπραξε για λογαριασμό της ο αναιρεσείων κατά το χρονικό διάστημα από 16-10-97 έως 29-12-02 τα οποία ανήλθαν στο συνολικό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 99.050,38 Ευρώ, τα οποία αν και οχλήθηκε εγγράφως από την εγκαλούσα με την από 9-6-2003 εξώδικη δήλωσή της που του επιδόθηκε την 30-6-2003, για να της αποδώσει το ποσό, που περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας που είχε ως εντολοδόχος αυτής και στα πλαίσια της κατ' εντολήν διαχειριστικής του ιδιότητας δεν απέδωσε το ποσό αυτό στην εγκαλούσα, αλλά το κατακράτησε χωρίς την συγκατάθεσή της ή χωρίς άλλο δικαίωμα από τον νόμο και το ενσωμάτωσε στην δική του περιουσία (Συμβ. Α.Π. 1120/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1462, Α.Π. 1072/95 Π.Χρ. ΜΣΤ/193, Α.Π. 1240/89 Π.Χρ. Μ/540). Προσδιορίζει ως χρόνο τελέσεως (εκδηλώσεως βουλήσεως υπεξαιρέσεως) την 30-6-2003 ότε του επεδόθη η εξώδικος δήλωση της εγκαλούσας για απόδοση του ποσού. Συνεπώς ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα και, κατ' ακολουθία των ανωτέρω θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Ν' απορριφθεί η υπ' αρ. 208/11-10-07 αίτηση αναιρέσεως του x1, κατά του υπ' αρ. 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.Αθήνα 27-12-2007. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά την έννοια του αρ. 375 παρ. 1 ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το αρ. 1 παρ. 9 του Ν. 1408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη δέκα ετών εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί τούτο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Περαιτέρω, κατά το αρ. 2 παρ. 1 του Ν. 1969/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 11 παρ.2 του Ν. 2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το αρ. 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ' αυτή επέχει έναντι της εντολίδας του επιχείρησης θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν, κατά το αρ. 3 παρ. 1 του π.δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός ως θεματοφύλακας, πλην όμως ή πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τί αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξη της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχο, το συνολικό αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 375 παρ. 2 - 1 Π.Κ.) και τον παρέπεμψε συνακόλουθα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, που συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση και την προκαταρκτική εξέταση, και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος x1 είναι διαχειριστής της εταιρίας ασφαλιστικής πρακτόρευσης με την επωνυμία "......... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ". Την ...... καταρτίσθηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας και της μηνύτριας ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας 8, σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας. Με αυτήν συμφωνήθηκε να διαμεσολαβεί η εταιρία με την επωνυμία "....... ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ως ασφαλιστικός πράκτορας στην κατάρτιση, επ' ονόματι της ασφαλιστικής εταιρίας, ασφαλιστικών συμβάσεων, αντί των συμφωνηθέντων και αναλυτικά αναφερομένων στη σύμβαση ποσοστών προμήθειας για κάθε κλάδο ασφάλισης. Υποχρεούτο δε ο κατηγορούμενος βάσει ρητής διάταξης της σύμβασης να εισπράττει και να καταβάλει στη μηνύτρια τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα με το αρθ. 6 της Σύμβασης Πρακτορεύσεως η εταιρία ασφαλιστικής πρακτόρευσης υποχρεούτο να καταβάλει στο ταμείο της εταιρίας το βραδύτερο εντός 6 ημερών τα υπό τηςαντισυμβαλλομένης εισπραττόμενα ασφάλιστρα τα οποίασε κάθε περίπτωση υποχρεούται να τα διατηρεί στηδιάθεση της εταιρίας στην οποία και ανήκουν ανά πάνταχρόνο, ευθυνόμενη έναντι αυτής αστικά και ποινικά, ωςθεματοφύλακας, μη υποκείμενα σε κανένα συμψηφισμό. Την χρονική περίοδο από 5/2002 έως 12/2002 οκατηγορούμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ανωνύμουασφαλιστικής επιχειρήσεως ασφάλιστρα συνολικούποσού 99.050,38 ευρώ, ποσό που όφειλε κατά τουςόρους της σύμβασης να αποδώσει στην μηνύτρια εταιρία. Τον Μάιο του έτους 2003 κατά τον διενεργηθέντα έλεγχοαπό τον τομέα ρευστοποίησης χαρτοφυλακίου της "ΕΘΝΙΚΗΣ Α.Ε.Ε.Γ.Α" διαπιστώθηκε καθυστέρηση απόδοσης των εκ μέρους του κατηγορουμένου εισπραχθέντων ασφαλίστρων που αφορούν τους ακολούθους κλάδους και ποσά α) κλάδος αυτοκίνητων 80.423,64 ευρώ, β) κλάδος οδικής βοήθειας 1.444,57 ευρώ, γ) κλάδος αστικής ευθύνης 871,69 ευρώ, δ) κλάδος πυρός 8.713,46, ευρώ ε) κλάδος μεταφορών 6.518,71 ευρώ, στ) κλάδος μηχ. βλαβών 14,32 ευρώ, ζ) κλάδος πλοίων 1.063,99 ευρώ. Τα κονδύλια αυτά εμφαίνονται αναλυτικά κατά αριθμ. ασφαλιστήριου συμβολαίου, απόδειξης, διάρκεια ασφάλισης, καθαρά ασφάλιστρα και προμήθεια στους παρακάτω πίνακες: ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ x1 (Κ. Ε. 7004)ΚΛΑΔΟΣ ΠΛΟΙΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.......,...........,...............,......,............,......,........,.................,..........,.......,.....ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΛΟΙΩΝ1.063,99ΚΛΑΔΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩΠΡ. ΠΡ. .......,................,.........,............,.............,.............,...........,.........,..........,.........,..........,.....ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ6.518,71ΚΛΑΔΟΣ ΠΥΡΟΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ..............,..............,.......,.............,...........,...........,........,..............,.........,.........,... ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΥΡΟΣ8.713,46ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ........,..............,...............,............,..................,...........,..........,........,............,....., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΥΤ/ΤΩΝ80.423,64ΚΛΑΔΟΣ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.........,...............,...........,...........,...........,............,..........,......... ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΟΔ. ΒΟΗΘΕΙΑΣ1.444,57ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ............,..........,........,...........,.............,..........,............,........,....., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ871,69ΚΛΑΔΟΣ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝΣΥΜΒΟΛΑΙΟΕΝΑΡΞΗΛΗΞΗΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣΠΟΣΟ ΕΥΡΩ.......,...........,.....,.........,......., ΣΥΝΟΛΟ ΚΛΑΔΟΥ ΜΗΧ. ΒΛΑΒΩΝ14,32ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 99.050,38 Ε Η τελευταία αφού όχλησε εγγράφως τον κατηγορούμενο με αποστολή της από 9-6-2003 εξώδικης δήλωσης - πρόσκλησης στις 30-6-2003 κατήγγειλε την μετ' αυτού σύμβαση και τον κάλεσε προς άμεση απόδοση του ποσού των 99.050,38 ευρώ. Ο κατηγορούμενος όμως χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο ουδέν ποσό κατέβαλε σ' αυτήν. Υποστήριξε δε ενώπιον του Ανακριτή ότι η εγκαλούσα εταιρία του οφείλει τις προμήθειες των ετών 2002 και 2003, καθώς και τα πιστωτικά υπόλοιπα των ακυρωθέντων συμβολαίων λόγω της ετήσιας αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων και της απροθυμίας των ασφαλισμένων να πληρώσουν μεγαλύτερα ασφάλιστρα, γεγονότα τα οποία δεν απεδείχθησαν. Η μη απόδοση στην ασφαλιστική εταιρία του ποσού των ασφαλίστρων συνιστά πράξη ιδιοποίησης. Ο κατηγορούμενος εκδήλωσε εμπράκτως την πρόθεσηιδιοποιήσεως για καθένα από τα κατά μήνα εισπραχθέντα ποσά από τους ασφαλισμένους και πελάτες της εγκαλούσας ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από 5/2002 έως και 12/2002, το χρόνο δηλαδή των κάθε επί μέρους εισπράξεων. Τα ποσά των ασφαλίστρων που υπεξαίρεσε ο κατηγορούμενος τα είχε εισπράξει για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΘΝΙΚΗ Α.Ε.Ε.Γ.Α", στην κυριότητα της οποίας και ανήκαν και του τα είχε εμπιστεύθηκε η τελευταία στα πλαίσια συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορείας, δηλαδή συμβάσεως που διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, ο ίδιος δε είχε την ιδιότητα του (εμπορικού) εντολοδόχου και με την ιδιότητα αυτή εκδήλωσε τη βούληση υπεξαιρέσεως του ανωτέρω ποσού. Η πράξη συνεπώς της υπεξαίρεσηςέχει χαρακτήρα κακουργήματος, το δε συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ που αποτελεί ακόμη περαιτέρω επιβαρυντική περίσταση αυτής". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2038/2007 βούλευμά του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και προανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και το συνολικό αντικείμενο της οποίας (ως επιβαρυντική περίπτωση) υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων 0 κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (άρθρου 375 παρ. 1-2 του Π.Κ.), την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφέρεται η σύμβαση πρακτορεύσεως, η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της εταιρείας "........ Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.", της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο αναιρεσείων, και της Εθνικής Ασφαλιστικής ΑΕΓΑ, και με την οποία (σύμβαση), του είχε ανατεθεί η έναντι προμηθείας, διαμεσολάβηση στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, για λογαριασμό της ως άνω Ασφαλιστικής Εταιρεία, με τρίτους, καθώς και η είσπραξη για λογαριασμό της και η συναφής υποχρέωση για απόδοση των ασφαλίστρων στην εν λόγω εταιρεία. Παρατίθενται αναλυτικά οι συμβάσεις κατά κλάδο, ασφαλιστήρια συμβόλαια, διάρκεια ασφάλισης, ασφαλισμένους, ασφάλιστρα, καθώς και τα ποσά που εισέπραξε για λογαριασμό της ως άνω ασφαλιστικής εταιρείας ο αναιρεσείων, το ύψος των οποίων ανήλθε στο ποσό των 99.050,38 ευρώ, και το οποίο, αν και οχλήθηκε εγγράφως από τη δικαιούχο εγκαλούσα εταιρεία να της το αποδώσει, ενόψει του ότι, σύμφωνα με την υφιστάμενη μεταξύ τους σύμβαση, η οποία διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις του Αστικού Κώδικα και της πλήρως εξειδικευθείσας ιδιότητας του εμπορικού εντολοδόχου που είχε ο αναιρεσείων, σύμφωνα και με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, ο τελευταίος ήταν υποχρεωμένος να το αποδώσει, πλην, όμως, δεν το απέδωσε, εκδηλώσας συνακόλουθα και τη σχετική βούληση υπεξαιρέσεως του ποσού αυτού, το οποίο και ενσωμάτωσε τελικά στη δική του περιουσία. Τέλος, προσδιορίζεται και ο χρόνος εκδήλωσης από τον αναιρεσείοντα της βούλησης για υπεξαίρεση του ως άνω ποσού, δηλαδή η 30.6.2003,όταν και του επεδόθηκε από την δικαιούχο εγκαλούσα εταιρεία σχετική, περί αποδόσεως, εξώδικη δήλωσή της. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β'και δ' του Κ.Π.Δ., μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται διαφορετικές αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ'αρ. 208/2007 αίτηση του x1, για αναίρεση του υπ' αρ. 2038/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικός πράκτορας. Πώς ευθύνεται έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας. Υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έχει εμπιστευθεί στο δράστη ως εντολοδόχου. Απορρίπτει αναίρεση κατά βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
2
Αριθμός 1339/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 872/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 961/07. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η εκ των άνω άρθρων επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί, να είναι ορισμένοι, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής, οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των αορίστων αυτών ισχυρισμών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπό του ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο αρθ. 84 παρ.2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 872/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και τεσσάρων (4) μηνών και συνολική χρηματική ποινή είκοσι δύο χιλιάδων (22.000) Ευρώ, για αγορά ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση, κατοχή ναρκωτικών ουσιών, πώληση ναρκωτικών ουσιών παρά μη τοξικομανούς, παράνομη είσοδο στην ελληνική επικράτεια και κατοχή πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "ότι ο κατηγορούμενος, κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση αγόρασε από αγνώστους αντί αγνώστου ποσού τουλάχιστον 50,4 γραμμάρια κοκαΐνης, που κατελήφθη να τα κατέχει, ενώ επώλησε αντί 2.000 ευρώ στον αστυνομικό ......., ο οποίος προσποιήθηκε τον πελάτη, την ανωτέρω ποσότητα της κοκαΐνης. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, όντας Αλβανός υπήκοος, εισήλθε από άγνωστο σημείο στο ελληνικό έδαφος χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, επιπλέον δε κατείχε το με αριθμ. ...... ελληνικό πλαστό διαβατήριο, φερόμενο ως εκδοθέν από τη Νομαρχία Αττικής στο όνομα ......, όπου είχε θέσει τη δική του φωτογραφία. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί αυτός ένοχος, απορριπτομένου του αιτήματός του για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α', δ'και ε' Π.Κ., δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκαν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι πριν την τέλεση των πράξεών του έζησε πράγματι έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο, μη αρκούσας της έλλειψης, καταδίκης στο ποινικό μητρώο (Α.Π. 627/2004 Π.Χ. ΝΕ. 221). Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εν λόγω έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του με συγκεκριμένη συμπεριφορά και ενέργειες, τις οποίες και δεν επικαλείται, ενώ από μόνη της η συμπεριφορά του ως κρατουμένου στις φυλακές, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του μετά τις πράξεις του, δε μπορεί να θεμελιώσει και να αιτιολογήσει την απαιτούμενη καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά από αυτές (Α.Π. 2048/2003 Π.Χ.ΝΓ. 745). Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98 Π.Κ., 50 παρ.1, 54 παρ.7 του Ν. 2910/01 και 4 παρ.1, 3 ΠΙΝ Β3, 5 παρ.1β και ζ2 Ν. 1729/1987. Ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις, σημειώνεται ότι δεν ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της ταυτότητας του πωλητή των ναρκωτικών ουσιών (κοκαΐνης) προς τον αναιρεσείοντα, ούτε και το ακριβές ποσό που ο τελευταίος κατέβαλε για την αιτία αυτή, ενώ δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικών και διατακτικού ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις της τέλεσης της αξιόποινης πράξης της αγοράς των ναρκωτικών ουσιών, σημειουμένου και του γεγονότος ότι το αιτιολογικό της προσβαλλομένης δεν είναι απλή επανάληψη του διατακτικού, όπως αβασίμως υποστηρίζεται. Περαιτέρω και αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη με ανεπαρκή αιτιολογία απέρριψε τα αιτηθέντα, εκ μέρους του αναιρεσείοντος, ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α', δ' και ε' του ΠΚ., πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών, ο αναιρεσείων ζήτησε, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν "τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α, 2δ' και 2 ε' Π.Κ.". Έτσι, όμως, όπως προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός, για την αναγνώριση των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι εντελώς αόριστος, δεδομένου ότι δεν συνοδεύτηκε με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που να θεμελιώνουν τις εν λόγω ελαφρυντικές περιστάσεις. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον ως άνω αόριστο ισχυρισμό, καίτοι τούτο (Δικαστήριο), ως εκ περισσού, απήντησε στον παραπάνω ισχυρισμό. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.4.2007 αίτηση του X1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, για αναίρεση της υπ' αριθ. 872/2007 απόφασης του πενταμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγορά ναρκωτικών ουσιών κατ’ εξακολούθηση, κατοχή, πώληση παρά μη τοξικομανή, παράνομη είσοδο, κατοχή πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου. Έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, επεκτεινόμενης και στους ισχυρισμούς για χορήγηση ελαφρυντικών. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 1338/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στις Φυλακές Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μουτσελάκη, περί αναιρέσεως της 57/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1070/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος στον κατηγορούμενο, ενώ, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, ότι είναι υποχρεωτική η δόση του λόγου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, στον δε κατηγορούμενο στο τέλος και αν δεν ζητήσει αυτός τούτο. Η παράβαση των ανωτέρω και μάλιστα προκειμένου για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σ' αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία δίνεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε έπειτα από τις εφέσεις του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του Χ2, κατά της υπ' αριθ. 40/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) ΚΡήτης, ο Διευθύνων τη συζήτηση "όταν τελείωσε η αποδεικτική διαδικασία, έδωσε το λόγο, πρώτα στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την ενοχή των κατηγορουμένων, για τις πράξεις της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, ως τοξικομανής, ο πρώτος και ο δεύτερος (αναιρεσείων) της πώλησης ηρωίνης 27,3 γραμμαρίων και κατοχής 680,80 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης. Στη συνέχεια, έλαβε το λόγο ο συνήγορος του πρώτου κατηγορουμένου και ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε να αναγνωρισθούν σ' αυτόν η τοξικομανία και υπέβαλε τον ισχυρισμό κατοχής προς ιδίαν χρήση και της συναλλαγής μεταξύ των τοξικομανών, ο δε συνήγορος του αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο, ζήτησε να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2α του ΠΚ, υπέβαλε δε τους εξής ισχυρισμούς, ότι από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι την τσάντα με τα 680 γραμμάρια ινδικής κάνναβης την είχε βρει σε ένα κάδο απορριμμάτων και την πήρε μαζί του στο δωμάτιο και την έβαλε σε ένα ντουλάπι, όπου και την ξέχασε. Κατόπιν αυτών ζήτησε, κατά μετατροπή του κατηγορητηρίου, να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της κατοχής, ως εξ αμελείας τελεσθείσας. Μετά ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη των παραπάνω ισχυρισμών. Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι, όταν τους ρώτησε ο Πρόεδρος αν έχουν να προσθέσουν κάτι για την υπεράσπισή τους, απάντησαν αρνητικά και στη συνέχεια, το Δικαστήριο, αφού συσκέφθηκε, μυστικά στην έδρα του, με παρόντα τον Γραμματέα, κατάρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την με αριθμό 57 απόφαση .......". Από τα ανωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι, η επικαλούμενη παραβίαση της διάταξης του άρθρου 369 του ΚΠοινΔ και κατ' επέκταση η εκ ταύτης επέλευση της απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, ουδέποτε έλαβε χώρα, αφού, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο Διευθύνων τη συζήτηση, τήρησε απαρεγκλίτως την εκ ταύτης υποχρέωσή του και έδωσε το λόγο, με τη σειρά, πρώτα στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και υπέβαλε στη συνέχεια πρόταση επί της κατηγορίας και κατόπιν, τελευταία, στην υπεράσπιση του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του. Υποχρέωση του Διευθύνοντος τη συζήτηση να δώσει εκ νέου το λόγο στον αναιρεσείοντα, θα ανέκυπτε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, μόνο στην περίπτωση που ο Εισαγγελέας ζητούσε να δευτερολογήσει και κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένω. Εάν, μετά την απορριπτική, επί των ως άνω αιτημάτων, πρόταση του Εισαγγελέα, ήθελε ο αναιρεσείων να λάβει εκ νέου το λόγο, θα έπρεπε να του ζητήσει και, σε περίπτωση άρνησης του Διευθύνοντος τη συζήτηση, είχε το δικαίωμα (άρθρα 333 παρ. 2 και 3 και 335 παρ. 2 ΚΠοινΔ) να προσφύγει, μη αποδεχόμενος την προεδρική διάταξη, σε ολόκληρο το Δικαστήριο και εάν και τούτο ήτο αρνητικό, τότε θα επήρχετο η εκ του άρθρου 170 παρ. 2 ακυρότητα, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, πλην, όμως, δεν προκύπτει από τα ως άνω πρακτικά ότι ο αναιρεσείων ζήτησε το λόγο, ούτε, άλλωστε και αυτός επικαλείται κάτι τέτοιο. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικό κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 57/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και σε συνολική χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, για τις πράξεις της πώλησης ναρκωτικών ουσιών και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Κατά το τρίτο 10ήμερο του μηνός Μαρτίου 2004, αστυνομικοί της Ειδ. Ασ. Υ.Δ.Ε Λασιθίου παρακολουθούσαν διακριτικά τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, για τον οποίο υπήρχαν υπηρεσιακές πληροφορίες ότι, σε συνεργασία με Αλβανούς, εμπορευόταν ναρκωτικές ουσίες στο Νομό Λασιθίου. Διαπίστωσαν ότι εκείνος καθημερινά μετέβαινε σε ακανόνιστες ώρες αρκετές φορές (τουλάχιστον τρεις), σε μία αγροτική περιοχή της ......, όπου μετέβαιναν γνωστοί στην Αστυνομία χρήστες ναρκωτικών ουσιών, οι οποίοι έπαιρναν μόνοι τους από το σημείο που υπέδειχνε σ' αυτούς ο πρώτος κατηγορούμενος ναρκωτικές (προδήλως) ουσίες και απομακρύνονταν. Κατά τις 26-3-2004, προσήλθε και πάλι στο ίδιο σημείο ο πρώτος κατηγορούμενος (την ώρα 11.00) και, αφού ήλεγξε το χώρο για να διαπιστώσει, αν πιθανόν παρακολουθείτο, έφυγε. Επανήλθε μετά 3,5 ώρες (στις 14.30 περίπου) αφήνοντας το αυτοκίνητό του στο δρόμο και εισήλθε σε ένα ελαιόκτημα, επιθεώρησε το χώρο μεταβαίνοντας προς διάφορες κατευθύνσεις, συνομίλησε δια μέσου του κινητού τηλεφώνου του με κάποιο άτομο και ανέμενε την πραγματοποιηθείσα μετά από λίγο άφιξη του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1. Ο τελευταίος προσήλθε στο σημείο εκείνο, οδηγώντας ένα μοτοποδήλατο, και αμέσως τον πλησίασε ο πρώτος κατηγορούμενος, στον οποίο ο δεύτερος έδωσε ένα δέμα περιτυλιγμένο με μονωτική ταινία και έφυγε και πάλι με το ίδιο μεταφορικό μέσο. Ο πρώτος κατηγορούμενος, αφού πήρε το δέμα, τοποθέτησε τις περιεχόμενες σ' αυτό τρεις συσκευασίες ηρωίνης, σε τρία διαφορετικά σημεία, πλησίον μιας ελιάς και ανεχώρησε και αυτός με το αυτοκίνητό του, για άγνωστη κατεύθυνση. Επανήλθε μετά από 25' της ώρας (στις 14.55) με το ίδιο αυτοκίνητο, πλησίασε στο σημείο, όπου είχε προηγουμένως κρύψει τα ναρκωτικά, κοίταξε προς το δρόμο, όπου στο μεταξύ είχε καταφθάσει (προφανώς μετά από προηγούμενη συνάντησή τους) ο χρήστης ναρκωτικών Γ1, έκανε προς αυτόν νεύμα με το χέρι του, να πλησιάσει γρήγορα, του έδωσε κάτι (ναρκωτικά) και ο Γ1 κατέβαλε το χρηματικό αντίτιμο στον πρώτο κατηγορούμενο, μόλις δε επεχείρησαν να απομακρυνθούν τους συνέλαβαν οι αστυνομικοί. Κατά τη σύλληψή τους ο Γ1 απέρριψε στο έδαφος τα ναρκωτικά που είχε αγοράσει από τον πρώτο κατηγορούμενο (0,7 γρ. ηρωίνης), παραδέχθηκε όμως προς τους αστυνομικούς, που τον συνέλαβαν, ότι είχε αγοράσει προηγουμένως τα ναρκωτικά, από τον πρώτο κατηγορούμενο, έναντι τιμήματος 70 ευρώ (βλ. από 26-3-2004 ένορκη προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού ......, της οποίας αποσπάσματα αναγνώσθηκαν προς υποβοήθηση της μνήμης του). Μετά από έρευνα στην περιμετρική ζώνη της ελιάς, όπου περιφερόταν ο πρώτος κατηγορούμενος και είχε αποκρύψει τα ναρκωτικά, βρέθηκαν αυτά κρυμμένα στο έδαφος σε τρία διαφορετικά σημεία και ήταν ηρωίνη) συνολικού βάρους 27,3 γραμμαρίων (βλ. και σχετικές εκθέσεις κατάσχεσης, ζύγισης και χημικής ανάλυσης). Επακολούθησε έρευνα σε δωμάτια του ξενοδοχείου του Ζ1 (στο ...... Ελούντας), το οποίο ο δεύτερος κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε για την εργασία του και μετά σ' αυτό βρέθηκε (στην κατοχή του) ακατέργαστη ινδική κάνναβη βάρους 680,8 γραμμαρίων και εννέα τεμάχια νάϋλον με υπολείμματα ηρωίνης, ενώ σε έρευνα στην οικία του (στο ..... Ελούντας) βρέθηκαν και μια ζυγαριά ακριβείας. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται τη δοσοληψία των ναρκωτικών μεταξύ τους, ενώ η παραδοχή τους ότι η συνάντησή τους είχε ως σκοπό την παράδοση από τον πρώτο προς τον δεύτερο χρηματικού ποσού 110 ευρώ από ληφθέν δάνειο μπορεί να οδηγήσει σε άλλες συνειρμικές αντιστοιχίσεις, αν ληφθεί υπόψη το υποπεσόν σε άμεση αντίληψη των μαρτύρων αστυνομικών γεγονός της παράδοσης των 28 γραμμαρίων ηρωίνης από τον δεύτερο προς τον πρώτο κατηγορούμενο, ότι δηλαδή η καταβολή του τιμήματος συντελέσθηκε πιθανόν επιτοπίως την ιδίαν στιγμή. Γιατί, και αν ακόμα υποτεθεί ότι είχε ο δεύτερος απαίτηση κατά του πρώτου κατηγορουμένου από δάνειο, δεν υπάρχει (ούτε καθ' υπόθεση) δικαιολογία να επιλεγεί από τους κατηγορουμένους, ως τόπος καταβολής του δανείου, εκείνος, όπου γινόταν η απόκρυψη των ναρκωτικών που εμπορευόταν ο πρώτος κατηγορούμενος. Όσον αφορά εξάλλου την πώληση των 0,7 γρ. ηρωίνης από τον πρώτο κατηγορούμενο προς τον Γ1 έναντι τιμήματος 70 ευρώ αποδεικνύεται αυτή αφενός μεν από ρητή ομολογία του τελευταίου (ο οποίος επιπλέον κανονομάζει τον πρώτο κατηγορούμενο ως προμηθευτή -πωλητή του ανάλογων ποσοτήτων ηρωίνης άλλες 5 φορές έναντι 60-70 ευρώ κάθε φορά), αφετέρου δε από άμεση αντίληψη των αστυνομικών οργάνων. Τέλος ο δεύτερος κατηγορούμενος ομολογεί από την αρχή την κατοχή των 680,8 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης, χωρίς να προσδιορίζει πειστικό τρόπο απόκτησής της (διατείνεται ότι τη βρήκε στα σκουπίδια) και προβάλλει αδοκίμως τον ισχυρισμό ότι η κατοχή αυτών των ναρκωτικών οφείλεται σε αμέλειά του (άρθρο 11 ν. 1729/1987), ισχυρισμό ο οποίος είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθ' όσον δεν καθορίζει ο κατηγορούμενος πως ο αρχικός δόλος του για την απόκτηση των ναρκωτικών εξαλείφθηκε και απέκτησε χαρακτήρα έλλειψης επιμέλειας, με γνώμονα τη συμπεριφορά του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Κατά συνέπεια πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αξιοποίνων πράξεων που τους αποδίδονται ήτοι (αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών ο πρώτος, με την ιδιότητα του τοξικομανούς (που του έχει αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως), πώλησης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών ο δεύτερος, με το ελαφρυντικό του ότι επί σχετικώς μακρό χρονικό διάστημα μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλώς (άρθρο 84 παρ. 2ε Π.Κ)". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της πώλησης ναρκωτικών ουσιών και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 12, 26 παρ. 1ε, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1 του ΠΚ και άρθρα 4 παρ. 3 (Α5 και Α6), 5 παρ. 1 β και ζ Ν. 1729/87 όπως ισχύει σήμερα. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, σημειώνεται ότι, αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν και από τα οποία πείσθηκε το Δικαστήριο ότι, ο αναιρεσείων πώλησε, με τον εξειδικευόμενο τρόπο συναλλαγής, στον συγκατηγορούμενό του Χ2 Χρήστη ναρκωτικών ουσιών, τη συγκεκριμένη ποσότητα ηρωίνης των 27,30 γραμμαρίων, χωρίς να είναι και απαραίτητος ο προσδιορισμός του ύψους του καταβληθέντος τιμήματος, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία προέκυψε ότι ο αναιρεσείων κατείχε, στο χώρο εργασίας του, στο ξενοδοχείο του Ζ1, όπου διέμενε, την ποσότητα των 680,8 γραμμαρίων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, περιστατικά από τα οποία αρκούντως προκύπτει, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται, η φυσική, επ' αυτών, εξουσία του αναιρεσείοντος. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της ένδικης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να είναι ορισμένοι, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να αποφανθεί επί των αορίστων αυτών ισχυρισμών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπό του ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων ζήτησε, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. Έτσι, όμως, όπως προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός, για την αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, ήταν εντελώς αόριστος, δεδομένου ότι δεν συνοδεύθηκε με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που να θεμελιώνουν την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον ως άνω αόριστο ισχυρισμό. Επίσης, από τα ως άνω πρακτικά της δίκης, προκύπτει ότι, ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, περί εξ αμελείας κατοχής των ναρκωτικών, ήτοι της ποσότητας των 680,8 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης, με συνακόλουθη παράθεση πραγματικών περιστατικών, ότι "από την όλη διαδικασία αποδείχθηκε ότι τα 680 γραμμάρια κάνναβης που βρέθηκαν στην κατοχή μου, τα είχα βρει σε ένα κάδο απορριμμάτων, μέσα σε ένα σακ βουαγιάζ. Το σάκκο αυτό τον πήρα μαζί μου στο χώρο της δουλειάς ου, στο ξενοδοχείο Ζ1 .......... και τον έβαλα σε ένα ντουλάπι, όπου δυστυχώς τον ξέχασα. Τον θυμήθηκα δε όταν με συνέλαβαν ......... Κατόπιν τούτων ζητώ, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθώ ένοχος τελέσεως της πράξης της κατοχής εξ αμελείας ...........". Και ο ισχυρισμός αυτός, έτσι όπως υποβλήθηκε, ήτοι χωρίς την επίκληση πραγματικών περιστατικών, που να θεμελιώνουν επαρκώς αυτόν, ήταν αόριστος, καθόσον, μόνο το προβαλλόμενο από τον αναιρεσείοντα περιστατικό "ότι ξέχασε σε ντουλάπι το σάκκο με τα ναρκωτικά", δεν ήταν αρκετό να θεμελιώσει τον, περί εξ αμελείας κατοχής των ναρκωτικών, ως άνω ισχυρισμό του. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό. Επομένως, οι, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, τρίτος και τέταρτος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, αναφορικά με τους ως άνω ισχυρισμούς, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί συγχρόνως ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.5.2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στις Φυλακές Λάρισας, για αναίρεση της υπ' αριθ. 57/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Κρήτης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πώληση και κατοχή ναρκωτικών. 1) Παράβαση του άρθρου 369 ΚΠΔ. 2) Έλλειψη αιτιολογίας επεκτεινόμενη και στον αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ναρκωτικά.
1
Αριθμός 1340/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ελευθέριο Μάλλιο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Νικολάου Ζαΐρη), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βλαμάκη, για αναίρεση της με αριθμό 1469/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2007 αίτησή του, καθώς και στο από 25 Φεβρουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1367/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ.β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, πωλεί, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά .Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς, κατοχής ή πώλησης ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός : α) της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος, και δ) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1469/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. "Σε όργανα της ομάδας δίωξης ναρκωτικών και της αντίστοιχης υπηρεσίας του ΣΔΟΕ, είχε περιέλθει η βάσιμη πληροφορία, ότι διάφορα άτομα Αλβανικής αγωγής, προερχόμενα από την πατρίδα τους, διακινούσαν ποσότητες ναρκωτικών ουσιών με τουριστικά λεωφορεία, εγγύς της περιοχής του σιδηροδρομικού σταθμού .... και ...... Προς τούτο τα αρμόδια διωκτικά όργανα, διενεργούσαν τακτικούς ελέγχους και παρακολουθούσαν τις κινήσεις των αγνώστων προσώπων. Την 14η Αυγούστου του έτους 2003 και περί ώρα 13.30 έγινε αντιληπτό από τα αστυνομικά όργανα ότι ένα άγνωστο άτομο, το οποίο είχε κινήσει τις υποψίες τους και που βρισκόταν σε παρακείμενο καφενείο της περιοχής, να ομιλεί συνεχώς με το κινητό του τηλέφωνο, έχοντας στα χέρια του μια μαύρη χειραποσκευή. Το άτομο αυτό με τη μαύρη χειραποσκευή, αφού συνεννοήθηκε τηλεφωνικά με το άγνωστο μέχρι τη στιγμή εκείνη άτομο, αποχώρησε σε δεδομένη χρονική στιγμή από το καφενείο και αφού διέσχισε την οδό ...... κατευθύνθηκε προς το σταθμό Μετρό του .... και κατέληξε στην πλατεία ........ Εγγύς της πλατείας αυτής και επί της οδού ...., ήταν σταθμευμένο το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, έξω από το οποίο και στην πόρτα του οδηγού ανέμενε ο κατηγορούμενος. Το άγνωστο εισέτι, οποίο κρατούσε τη χειραποσκευή, μόλις πλησίασε το ως άνω αυτοκίνητο και χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τον οδηγό του αυτοκινήτου, άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και άφησε εντός αυτού τη χειραποσκευή και απεχώρησε σε άγνωστη κατεύθυνση. Αντίθετα ο οδηγός του αυτοκινήτου, αφού επιβιβάστηκε στο όχημά του, άρχισε να απομακρύνεται, ακολουθώντας την πορεία μέσω των οδών ... - .... - ....., ενώ για να αποφύγει την τυχόν σύλληψη του, προφανώς γιατί άρχισε να αντιλαμβάνεται την παρουσία προσώπων που τον παρακολουθούσαν, άρχισε να παραβιάζει τους ερυθρούς σηματοδότες και τις ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες. Τα αστυνομικά όργανα που τον παρακολουθούσαν, τον καταδίωξαν και στη συνέχεια κατάφεραν να εγκλωβίσουν το όχημα του γύρω στις 3 μ.μ και να τον συλλάβουν παρά την προσπάθεια του να διαφύγει τη σύλληψή του. Αμέσως με τη σύλληψή του, επακολούθησε έρευνα στο αυτοκίνητο του, μέσα στο οποίο βρέθηκε η χειραποσκευή που είχε εναποθέσει προηγουμένως το άγνωστο άτομο. Μέσα στην χειραποσκευή βρέθηκαν 15 πακέτα, επιμελώς περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία που το καθένα απ' αυτά περιείχε ποσότητα 500 γραμμαρίων ηρωίνη, σε βραχώδη μορφή, συνολικού βάρους 7,5 χιλιόγραμμων. Επίσης στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου βρέθηκαν βιβλιάρια διαφόρων ημεδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων με σημαντικές καταθέσεις σε ευρώ, στο όνομα του ιδίου του κατηγορούμενου. Ακόμη στον ίδιο χώρο του αυτοκινήτου βρέθηκαν χειρόγραφες καταστάσεις, μερικές των οποίων με τον γραφικό χαρακτήρα του ίδιου του κατηγορούμενου, στις οποίες σημειώνονταν ονοματεπώνυμα διαφόρων προσώπων, διάφορες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών με τις αντίστοιχες πιστοχρεώσεις. Οι εγγραφές αυτές οπωσδήποτε ανταποκρίνονται σε δοσοληψίες ναρκωτικών ουσιών, που επιχειρούσε ο ίδιος και σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται σε λιανικές πωλήσεις ειδών διατροφής, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Οι εγγραφές αυτές αντίθετα αφορούσαν αγοραπωλησίες ναρκωτικών ουσιών, όπως βεβαίωσε και ο εξετασθείς στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου μάρτυρας αστυνομικός Γ1, γεγονός που ενισχύεται και από την ανεύρεση των οικείων τραπεζικών λογαριασμών με τους οποίους διακινούνταν σημαντικά χρηματικά ποσά, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούνται από τα εισοδήματά του, της αντίστοιχης χρονικής περιόδου, τα οποία σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που προσκόμισε ο κατηγορούμενος και αναγνώστηκαν ανέχονται για το έτος 2000 σε 2.289.525 δραχμές, το έτος 2001 σε 2.644.566 και το 2002 σε 2.873.225 δραχμές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, που αρχικά αρνήθηκε να δηλώσει την πραγματική διεύθυνση της κατοικίας του, διαπιστώθηκε ότι στο επί της οδού .... στο ..... Αττικής διαμέρισμά του και σε έρευνα που επακολούθησε, βρέθηκε ένα ακόμη βιβλιάριο με τραπεζικό λογαριασμό και με ποσόν κατάθεσης 54.430 ευρώ. Παράλληλα βρέθηκε και ένα πιστόλι τύπου ΒΑΙΚΑL, των 9 mm με σιγαστήρα και δύο γεμιστήρες, για τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι του ανήκουν. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά την απολογία του ισχυρίστηκε ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τις συγκεκριμένες ποσότητες των ναρκωτικών και ότι δεν ανήκουν σε αυτόν, αλλά στον ομοεθνή του Ζ1, δικαιολόγησε την παρουσία του στο χώρο όπου εκινείτο τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία, προκειμένου να παραλάβει ένα δέμα με χρήματα, κυριότητας του ως άνω ομοεθνούς του, με τον οποίο, όπως ισχυρίστηκε, είχε συνεννοηθεί την προηγούμενη ημέρα να τα παραλάβει για λογαριασμό του, για τα οποία όμως στη συνέχεια ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει που θα παραδίδονταν και που θα κατέληγαν. Ο σχετικός ισχυρισμός του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ευσταθήσει στην κοινή λογική, τη στιγμή μάλιστα που, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, αφού διατηρούσε με αυτόν καλές σχέσεις και του είχε αναθέσει την προστασία του αντί χρηματικού ποσού 3.000.000 δραχμών, όφειλε να μην αναλάβει οποιαδήποτε εξυπηρέτησή του. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση του περιεχομένου του δέματος, ότι δηλαδή εντός αυτού υπήρχαν ναρκωτικές ουσίες. Τούτο προεχόντως προκύπτει από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε συνεννοηθεί με τον Ζ1 από την προηγούμενη ημέρα να συνοδεύσει έναν άγνωστό του ομοεθνή, ενώ κατά τη στιγμή της παραλαβής του δέματος, είχε λάβει όλα εκείνα τα μέτρα προφύλαξης. Συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι ήλθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με το άγνωστο άτομο που του παρέδωσε το δέμα και απέφυγε να το παραλάβει στο σημείο του σταθμού, λόγω του πολυσύχναστου του χώρου, ενώ δεν αντάλλαξε οποιαδήποτε κουβέντα με αυτόν. Επίσης δεν πήρε στα χέρια του το δέμα, όπως θα έπρεπε να κάνει, αλλά με υπόδειξη του ατόμου αυτού αφέθηκε το δέμα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, προφανώς για να μην ανακαλυφθούν αποτυπώματα του σε περίπτωση εντοπισμού του, ή ακόμη για το ότι προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψή του, εκθέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο την ασφάλεια των οδηγών και των οχημάτων, με τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε, ενώ, εάν πράγματι αγνοούσε το ακριβές περιεχόμενο του δέματος, λογικά θα έπρεπε να αποφύγει όλες τις πιο πάνω ενέργειές του, παραλαμβάνοντας το δέμα με το συνήθη τρόπο και αυθόρμητα να αποκαλύψει αυτά που ισχυρίζεται και πολύ περισσότερο να μην τραπεί σε φυγή. Συνεπώς, ό,τι άλλο υποστηρίζει ο κατηγορούμενος ότι, δηλαδή, αγνοούσε την ύπαρξη των ναρκωτικών ουσιών και ότι τελούσε σε πραγματική πλάνη για το περιεχόμενο του δέματος και σε κάθε περίπτωση η όποια ευθύνη του οφείλεται σε αμέλειά του, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τις ποσότητες αυτές των 7,5 χιλιόγραμμων ηρωίνης ο κατηγορούμενος αναμφισβήτητα τις είχε αγοράσει αντί αγνώστου τιμήματος ο ίδιος, προκειμένου να τις διαθέσει σε τρίτους έναντι χρηματικού ή άλλου ανταλλάγματος. Επίσης προέκυψε ότι την ποσότητα αυτή των 7,5 χιλιόγραμμων ο κατηγορούμενος την κατείχε με την έννοια ότι μπορούσε κατά την ιδία του βούληση να την εξουσιάζει και να τη διαθέτει σε τρίτους έναντι χρηματικού ή άλλου ανταλλάγματος. Η διάθεση δε ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών σε τρίτους έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, αναμφισβήτητα προκύπτει από τις καταστάσεις που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του και όπου σ' αυτές υπάρχουν πλείστες όσες εγγραφές - σημειώσεις, δηλωτικές της διαθέσεως διαφόρων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών σε τρίτους και η απόκτηση σημαντικών εσόδων όπως αυτά αναφέρονται στους οικείους τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μπορεί να δικαιολογηθούν από οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα του και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα από την προηγηθείσα επαγγελματική του κατάρρευση στην Αλβανία. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία, καθώς και της παράνομης κατοχής όπλου και φυσιγγίων, όπως ειδικότερα τα περιστατικά των πράξεων αυτών αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορούμενου και ειδικότερα: α) περί μεταβολής της κατηγορίας της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών σε αυτή της παραλαβής δέματος(άρθρο 5 παρ.1 περ. η' ν. 1729/1987, β) της απόπειρας μεταφοράς άρθρο 5 παρ. 1 περίπτωση 1ζ' ν. 1729/1987, γ) περί πραγματικής πλάνης άρθρο 30 του Π.Κ, δ) της τελέσεως των πράξεων από αμέλεια. Στον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος, δε συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων του άρθρου 84 παρ. 2α', 2δ' και 2ε' του Π.Κ, ήτοι ότι μέχρι του χρόνου τελέσεως των πράξεων του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, το δε ότι επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια, και ότι επί μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των πράξεων του συμπεριφέρθηκε καλά. Τούτο γιατί το γεγονός ότι δεν σημειώνεται στο δελτίο του ποινικού του μητρώου οποιαδήποτε καταδίκη του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πραγματοποίησε διάφορες δωρεές σε ιδρύματα της ιδιαίτερης πατρίδας του στα Τίρανα, καθώς και ότι διατηρεί οικογένεια με ένα ανήλικο παιδί, δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν στο πρόσωπο του, τη συνδρομή του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, τη στιγμή που η βαρύτητα των πράξεών του αναγόμενες σε ικανό χρονικό διάστημα πριν τη σύλληψη του, αναιρούν μια ανάλογη περίπτωση, τη στιγμή μάλιστα που ήταν κάτοχος πιστολιού χωρίς να έχει την απαιτούμενη άδεια. Ούτε επίσης συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 84 παρ.2δ, ήτοι ότι επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια, τη στιγμή που όχι μόνο αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του στη συγκεκριμένη πράξη, χωρίς να επιδιώξει να μειώσει ή να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, τουναντίον προσπάθησε με τη συμπεριφορά του να αποφύγει όχι μόνο τη σύλληψη του, αλλά και να εξαφανίσει ο,τιδήποτε σχετικό με τη συμμετοχική του δράση. Τέλος μόνο το γεγονός ότι κατά το διάστημα του εγκλεισμού του στο σωφρονιστικό κατάστημα, δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και ότι επέδειξε καλή συμπεριφορά, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού. Τούτο γιατί η συμπεριφορά του υπήρξε αποτέλεσμα πειθαναγκασμού του στις διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού και όχι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης του στην κοινωνία, όπου καθημερινά δοκιμάζεται η παραβατικότητά του ατόμου". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος του ότι, "ενεργώντας χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη των ναρκωτικών ουσιών, με περισσότερες πράξεις τέλεσε από πρόθεση περισσότερα εγκλήματα, πού τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Ι. Στην Αθήνα στην πλατεία ..... στον ... στις 14-3-2003 περί ώρα 15.00 στο υπ'αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο του κατείχε ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα ηρωίνη συνολικού μικτού βάρους 7 κιλών και 500 γραμμαρίων συσκευασμένη σε 15 αυτοσχέδια πακέτα, με σκοπό την εμπορία. II. Στην Αθήνα σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία του μηνός Αυγούστου του έτους 2003 αγόρασε από άγνωστο άτομο άγνωστες ποσότητες ηρωίνης τουλάχιστον όμως 7 κιλά και 500 γραμμάρια αντί αγνώστου τιμήματος ή ανταλλάγματος. III. Στην Αθήνα σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες των τελευταίων 10 μηνών πωλούσε σε διάφορα άτομα μη εξακριβωθείσες ποσότητες ηρωίνης αντί αγνώστου τιμήματος ή ανταλλάγματος από την εμπορία δε αυτή εισέπραξε τουλάχιστον το ποσό των 54.430 ευρώ και 36.931.39 ευρώ. IV. Στις 14-8-2003 περί ώρα 18 .30 στην οικία του στην ..... κατείχε παρανόμως όπλο και συγκεκριμένα ένα πιστόλι μάρκας ΒΑΙΚΑL διαμετρήματος 9ΜΜ ΜΑΚΑRΟV με σιγαστήρα και δύο γεμιστήρες με 14 συνολικά φυσίγγια 5". Για τις πράξεις του δε αυτές, που συνιστούν παραβάσεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, ΠΚ, άρθ., 5 παρ.1 περ. β και ζ, και παρ.2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 10 του ν.2161/93, άρ. 1 παρ.1α, 3 α,δ και 7 παρ.1, 8α ν.2168/93, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, σε ποινή κάθειρξης 15 ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ για τις Ι- ΙΙΙ πράξεις (παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών) και φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 600 ευρώ για την IV πράξη (παράνομη οπλοκατοχή). Καθόρισε δε συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών και έξι μηνών και συνολική χρηματική ποινή 30.300 ευρώ. ΙΙ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων της παράβασης της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και του ν.2168/93, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εφόσον ως αγορά και πώληση ναρκωτικής ουσίας θεωρείται η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 Α.Κ., δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, για την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος αυτού, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται και το ύψος του τιμήματος, αλλ' αρκεί ότι υπάρχει συμφωνία περί του τελευταίου. Ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται η ταυτότητα του πωλητή, η δε παραδοχή της αποφάσεως "από άγνωστο άτομο έναντι αγνώστου τιμήματος" λογικά σημαίνει ότι η άγνοια περιορίζεται στα στοιχεία αυτά, τα οποία είναι αδιάφορα για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επίσης δεν απαιτείται για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς, κατοχής ή πώλησης ναρκωτικών ουσιών ακριβής προσδιορισμός της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, ούτε απαιτείται η αναφορά του συγκεκριμένου χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αφού δεν τίθεται θέμα παραγραφής αυτών. Επίσης δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του δόλου, δεδομένου ότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να πραγματώσει τα γενόμενα δεκτά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των συγκεκριμένων εγκλημάτων και επομένως εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση των επιπλέον περιστατικών, που αναφέρει ο αναιρεσείων, για την στοιχειοθέτηση των τελεσθεισών πράξεων κατοχής αγοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών Ειδικότερα, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι τα γενόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά "ουδόλως καταδεικνύουν αγορά ναρκωτικών ουσιών, ήτοι χωρίς ο αγοραστής να ανοίξει τη βαλίτσα το περιεχόμενο της οποίας αγοράζει για να ελέγξει το είδος, την ποσότητα και την ποιότητα του ναρκωτικού του οποίου αποκτά την κυριότητα και χωρίς να ανταλλάξει καμία κουβέντα με τον πωλητή, ώστε να του παραδώσει το τίμημα ή το αντάλλαγμα ή έστω να το συμφωνήσει μαζί του", απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ ουδεμία υφίσταται ασάφεια η αντίφαση, ως προς το χρόνο τέλεσης του αδικήματος της αγοράς, από το ότι στο διατακτικό η προσβαλλόμενη δέχεται ότι την ένδικη ποσότητα την αγόρασε ο αναιρεσείων "σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία του μηνός Αυγούστου του έτους 2003", ενώ στο αιτιολογικό περιγράφονται τα γεγονότα που έγιναν δεκτά κατά την ημέρα της σύλληψης του αναιρεσείοντος στις 14 Αυγούστου 2003, αφού ο γενόμενος στο αιτιολογικό ακριβέστερος προσδιορισμός της πιο πάνω ημερομηνίας δεν επιδρά στο χρόνο παραγραφής της πράξεως .Επίσης με πληρότητα εκτίθενται τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών, και δεν ενέχει ασάφεια ή αντίφαση η παραδοχή ότι είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο αναιρεσείων είχε γνώση και δόλο να διαθέτει κατ' ιδίαν βούληση τις περιεχόμενες στην χειραποσκευή ναρκωτικές ουσίες, ενώ παράλληλα δέχεται ότι η χειραποσκευή αυτή τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητό του, κατά τον αναφερόμενο την απόφαση τρόπο (δηλαδή χωρίς να παραδοθεί στα χέρια του αναιρεσείοντος). Περαιτέρω, κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων ότι τα αναφερόμενα στην απόφαση περιστατικά δεν στηρίζουν την καταδικαστική κρίση της για την πράξη της πώλησης ναρκωτικών ουσιών και ότι αυτή "στηρίζεται μόνο σε έωλες ενδείξεις και κακή εκτίμηση των αποδείξεων" για τους αναφερόμενους στην αίτηση λόγους, ενώ τα ποσά που βρέθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς δικαιολογούνται, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό αναιρετικό λόγο. Εξάλλου, την καταδικαστική για την πράξη αυτή κρίση του το Δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά στην ύπαρξη των αναφερομένων στην απόφαση χρημάτων, όπως αβασίμως ο αναιρεσείων υποστηρίζει. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος (ως προς το πρώτο, δεύτερο και τρίτο σκέλος) και δεύτερος (ως προς όλα αυτού τα σκέλη) λόγοι αναίρεσης καθώς και ο ένατος πρόσθετος λόγος, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του άρ. 5 παρ.1β' και ζ' του ν. 1729/87 και 9 και 10 του ν. 2161/93, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Επίσης αβάσιμος είναι και ο συναφής, ο από την ίδια διάταξη του άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ έκτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αναιρεσείων, προβάλλοντας τις αυτές κατά βάση αιτιάσεις, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δε διαθέτει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παραβιάζοντας έτσι, επιπλέον, και το άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού του και όχι "μόνο την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας αστυνομικών και ιδίως του Γ1". Εξάλλου, η κατά του αναιρείοντος κατηγορίες ήταν σαφείς και ουδόλως αυτός στερήθηκε της δυνατότητας να έχει δίκαιη και με όλες τις δικονομικές εγγυήσεις δίκη . ΙΙΙ. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του . Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως . Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστή νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμα του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, δια της πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπέβαλε τον ισχυρισμό περί πραγματικής αυτού πλάνη, ο οποίος είχε ως εξής: "Στην υπό κρίσιν υπόθεση, η πληροφόρησή μου ήταν ότι στην τσάντα περιέχονταν χρήματα και ρούχα που ανήκαν σε τρίτο πρόσωπο, τον Ζ1, ο οποίος μου είχε ζητήσει να πάω αντ' αυτού να πάρω την τσάντα με τη ρητή εντολή να τα παραδώσω σε κάποιον άλλον, τον Ζ2, χωρίς να ανοίξω τη βαλίτσα όπως αποδεικνύεται ευθέως και από τις 22-9-04, 16-10-05 και 20-1-06 δηλώσεις του Ζ2 και την από 24-5-07 δήλωση του ........., τις οποίες προσκομίζω και επικαλούμαι ενώπιον Σας. Η διαβεβαίωση του τελευταίου μου δημιούργησε τη σφαλερή εντύπωση ότι πρόκειται για τσάντα με νόμιμο περιεχόμενο, οπότε η παραλαβή τους δεν προκαλεί κανένα αξιόποινο αποτέλεσμα και δεν αποτελεί παραβατική συμπεριφορά. Η πλάνη μου παρέμεινε εξαιτίας της παράλειψής μου να ελέγξω το περιεχόμενο της βαλίτσας. Επειδή, σε κάθε περίπτωση, η έρευνα της υπαιτιότητας λειτουργεί πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου, σε περίπτωση αμφιβολίας, για όλους του ανωτέρω λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τελούσα υπό πραγματική πλάνη και για αυτό πρέπει να κηρυχθεί ότι στο πρόσωπο μου συντρέχει λόγος άρσης του καταλογισμού λόγω πραγματικής πλάνης". Το Πενταμελές Εφετείο, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, δεχόμενο ότι αποδείχθηκε ότι "ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση του περιεχομένου του δέματος, ότι δηλαδή εντός αυτού υπήρχαν ναρκωτικές ουσίες. Τούτο προεχόντως προκύπτει από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε συνεννοηθεί με τον Ζ1 από την προηγούμενη ημέρα να συνοδεύσει έναν άγνωστο του ομοεθνή, ενώ κατά τη στιγμή της παραλαβής του δέματος, είχε λάβει όλα εκείνα τα μέτρα προφύλαξης. Συγκεκριμένα από το γεγονός ότι ήλθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με το άγνωστο άτομο που του παρέδωσε το δέμα, και απέφυγε να το παραλάβει στο σημείο του σταθμού λόγω του πολυσύχναστου του χώρου, ενώ δεν αντάλλαξε οποιαδήποτε κουβέντα με αυτόν. Επίσης δεν πήρε στα χέρια του το δέμα όπως θα έπρεπε να κάνει, αλλά με υπόδειξη του ατόμου αυτού αφέθηκε το δέμα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, προφανώς για να μην ανακαλυφθούν αποτυπώματα του σε περίπτωση εντοπισμού του, ή ακόμη για το ότι προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη του εκθέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο την ασφάλεια των οδηγών και των οχημάτων, με τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε, ενώ αν πράγματι αγνοούσε το ακριβές περιεχόμενο του δέματος, λογικά θα έπρεπε να αποφύγει όλες τις πιο πάνω ενέργειες του, παραλαμβάνοντας το δέμα με το συνήθη τρόπο και αυθόρμητα να αποκαλύψει αυτά που ισχυρίζεται και πολύ περισσότερο να μην τραπεί σε φυγή". Οι δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, δεν προκύπτει η αναφορά των αποδεικτικών μέσων, βάσει των οποίων το Δικαστήριο απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, είναι αβάσιμες, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχθηκε τα πιο πάνω, στηριζόμενο στα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού του αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής του περί πλάνης ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κρίσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης ο αναιρεσείων, δια της πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπέβαλε τον ισχυρισμό ότι ""Η ύπαρξη της πραγματικής πλάνης αποκλείει σε κάθε περίπτωση το δόλο, αλλά μπορεί κατά περίπτωση να θεμελιώσει ευθύνη για την (άνευ συνειδήσεως) εξ αμελείας πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, εφόσον βέβαια η εξ αμελείας τιμώρησή του προβλέπεται από το νόμο ...... Στην κρινόμενη υπόθεση, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι το σφάλμα του κατηγορούμενου να μην ελέγξει το περιεχόμενο της βαλίτσας από την πρώτη στιγμή που τοποθετήθηκε στο αμάξι του, μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του για ασυνείδητη αμέλεια που οδήγησε στην παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών. Όλα τα αδικήματα εξάλλου του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 1729/1987 τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 11 Ν. 1729/1987, οπότε πρέπει να ελεγχθεί, εάν η πλάνη του κατηγορούμενου στην συγκεκριμένη περίπτωση και η διατήρηση της μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του" .Από τις πιο πάνω, όμως, σαφείς και πλήρως αιτιολογημένες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με δόλο και με σκοπό την εμπορία, ενώ με όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με τον τρόπο παραλαβής των ναρκωτικών, το Δικαστήριο ρητώς αποκρούει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι αυτός από αμέλειά του δεν προέβη στον έλεγχο του περιεχόμενου της βαλίτσας με τα ναρκωτικά . Εξάλλου, το Πενταμελές Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, με πληρότητα αιτιολόγησε ότι οι πράξεις που τέλεσε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε και σε συνεπώς δεν συνέτρεχε λόγος μεταβολής της κατηγορίας της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών σε αυτή της παραλαβής δέματος περιέχον ναρκωτικές ουσίες ή αυτής της απόπειρας μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών (άρ. 5 παρ.1 περ. η και ζ ν. 1729/87), ανεξαρτήτως του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα χωρίς έννομο συμφέρον, αφού και η κατ'αυτούς τους τρόπους τέλεση των αδικημάτων αυτών δύναται να συρρέει με εκείνους για τους οποίους αυτός κρίθηκε ένοχος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης (ως προς τον τέταρτο, πέμπτο και έκτο σκέλος αυτού), καθώς και ο συναφής έβδομος πρόσθετος λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής αποφάσεως των ισχυρισμών αυτών του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙV. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α'), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ') και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε'). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α' της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του, ζήτησε την αναγνώριση των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων. Το Πενταμελές Εφετείο, με την προεκτιθέμενη πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αυτό, δεχόμενο ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων του άρθρου 84 παρ. 2α', 2δ' και 2ε' του Π.Κ, γιατί, ως προς το αίτημα της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α' τα επικαλούμενα προς θεμελίωση αυτού περιστατικά (ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο, ότι πραγματοποίησε διάφορες δωρεές σε ιδρύματα της ιδιαίτερης πατρίδας του στα Τίρανα, καθώς και ότι διατηρεί οικογένεια με ένα ανήλικο παιδί) δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν στο πρόσωπο του, τη συνδρομή του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, διότι οι βαρύτατες πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε (αγορά, πώληση, κατοχή ναρκωτικών ουσιών και οπλοκατοχή), ανάγονται σε ικανό χρόνο πριν από την σύλληψή του, δηλαδή κατά τις σαφείς αυτές παραδοχές της αποφάσεως ο αναιρεσείων εμπλεκόταν σε πράξεις σχετικές με παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και όπλων ικανό χρονικό διάστημα πριν από τον χρόνο τελέσεως των συναφών πράξεων για τις οποίες κρίθηκε ένοχος. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες "η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως, χωρίς να αναφέρεται ειδικά ποιο είναι αυτό (το χρονικό διάστημα) και σε ποια αποδεικτικά στοιχεία ερείδεται καθώς και η κατοχή πιστολιού χωρίς προηγούμενη άδεια, είναι παντελώς ελλιπείς και ασαφείς", ανεξαρτήτως του ότι δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως η εξειδίκευση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προκύπτουν οι παραδοχές της ή ο ακριβής προσδιορισμός του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήτουν την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου. Ομοίως το Πενταμελές Εφετείο, με τις παραδοχές του ότι ο αναιρεσείων α) όχι μόνο αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του στη συγκεκριμένη πράξη, χωρίς να επιδιώξει να μειώσει ή να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, τουναντίον προσπάθησε με τη συμπεριφορά του να αποφύγει όχι μόνο τη σύλληψη του, αλλά και να εξαφανίσει ο,τιδήποτε σχετικό με τη συμμετοχική του δράση και β) το γεγονός ότι, κατά το διάστημα του εγκλεισμού του στο σωφρονιστικό κατάστημα, δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και ότι επέδειξε καλή συμπεριφορά, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τα αιτήματα αυτού για την χορήγηση των ελαφρυντικών περιστάσεων του ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης (ως προς το έβδομο σκέλος αυτού), καθώς και ο συναφής δέκατος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. V. Ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενη αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν φέρει υπογραφή του προέδρου του Δικαστηρίου σε κάθε φύλλο της, όπως επιβάλλεται, κατά τα άρθρα 142 παρ.2 και 331 του ΚΠΔ, και ειδικότερα δε φέρει υπογραφή του στις υπ' αριθμ. 30 και 32 σελίδες της απόφασης, στις οποίες έχει τεθεί μόνο η υπογραφή του Γραμματέα και ότι η παράλειψη αυτή δημιουργεί τη σχετική ακυρότητα του άρθρου 170 Κ.Π.Δ. Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα, προεχόντως ως απαράδεκτη, καθόσον, από την από παραδρομή παράλειψη της μονογραφής των πιο πάνω σελίδων της αποφάσεως (αφορά τη διαγραφή δύο λευκών σελίδων), δεν προκαλείται οποιαδήποτε ακυρότητα, ούτε από την τυχόν παραβίαση της εφαρμοζόμενης, κατά το άρ. 331 ΚΠΔ, δικονομικής διατάξεως του αρ. 142 παρ.2 του ΚΠΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρ. 510 παρ.1 του ΚΠΔ . VI. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 524 του ΚΠΔ, αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470, κατά δε το άρθρο αυτό "Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπομένης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφαλείας προβλεπομένου από τον ποινικό κώδικα". Από την τελευταία αυτή διάταξη, η παράβαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η` του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, σαφώς προκύπτει, ότι το δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσον υπερβαίνει την εξουσία του όταν χειροτερεύει τη θέση του ασκήσαντος το ένδικο μέσο καταδικασθέντος κατηγορούμενου, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο που δικάζει επί του ενδίκου μέσου διατάσσει δήμευση πραγμάτων, ως παρεπομένη ποινή, η οποία δεν είχε διαταχθεί με την προσβαλλομένη με το ένδικο μέσον απόφαση, δεν είναι δε, κατά νόμον, υποχρεωτική αυτή (η δήμευση). Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 1729/1987, όπως η παρ. 1 αντικ. με το άρθρο 17 του Ν. 2161/1993 (άρ. 37 παρ.1 ΚΝΝ), "σε περίπτωση καταδίκης για παράβαση των άρθρων 5 έως και 9 του παρόντος νόμου το δικαστήριο, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου, διατάσσει την δήμευση όλων των πραγμάτων τα οποία προήλθαν από την πράξη.....καθώς και των μεταφορικών μέσων και όλων των αντικειμένων τα οποία χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση της πράξης, είτε αυτά ανήκουν στον αυτουργό είτε σε οποιονδήποτε από τους συμμετόχους ή ακόμα και σε τρίτους που δεν συμμετείχαν στο έγκλημα, εφόσον γνώριζαν ότι τα αντικείμενα αυτά προορίζονταν για την τέλεση του εγκλήματος. Δήμευση μπορεί να διαταχθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρ.76 ΠΚ, ακόμη και όταν για την πράξη που έχει τελεσθεί, δεν καταδικάστηκε ορισμένο πρόσωπο....". Συνεπώς, σε περίπτωση καταδίκης για τις πιο πάνω πράξεις, η επιβολή δήμευσης των μεταφορικών μέσων τα οποία χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση των πράξεων αυτών, ως παρεπομένης ποινής, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 1729/1987, από το Εφετείο, όταν αυτό επιλαμβάνεται κατόπιν εφέσεως του καταδικασθέντος κατηγορούμενου, εφόσον δεν είχε επιβληθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθιστά την απόφαση του Εφετείου αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας, εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς ότι πρόκειται για περίπτωση για την οποία η δήμευση προβλέπεται υποχρεωτικά από το νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται προς έρευνα τα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, με την 2532/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν εφέσεως που ασκήθηκε μόνο από τον αναιρεσείοντα, δεν διατάχθηκε η δήμευση του αυτοκινήτου που κατασχέθηκε με αριθμό ...... ΙΧΕ, όπως αυτό λεπτομερώς αναφέρεται στην από .... έκθεση κατασχέσεως αυτοκινήτου του Αστυνομικού Β' Ε1, αλλά διατάχθηκε να τεθεί το αυτοκίνητο αυτό υπό τη δικαστική μεσεγγύηση της συζύγου του αναιρεσείοντος ..... .Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την δήμευση του αυτοκινήτου αυτού, αναφέρεται απλώς ότι, "... πρέπει να διαταχθεί ....η δήμευση του αυτοκινήτου". Ακολούθως, χωρίς να διαλάβει άλλη αιτιολογία, (πλην εκείνης που αναφέρεται στην κύρια περί της ενοχής αιτιολογία, όπου γίνεται δεκτό ότι το εν λόγω αυτοκίνητο χρησίμευσε στην τέλεση της πράξεως της αγοράς των ναρκωτικών ουσιών), το Δικαστήριο διέταξε τη δήμευση του κατασχεθέντος αυτοκινήτου, χωρίς να καθίσταται σαφές, αν το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτό ανήκε αποκλειστικά στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο ή ότι εν μέρει ή εν όλω ανήκε σε τρίτον, ο οποίος γνώριζε ότι αυτό προοριζόταν για να χρησιμεύσει στην τέλεση της πιο πάνω πράξεως, (οπότε, εφόσον το ζήτημα αυτό είχε κριθεί με την εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, δεν μπορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση να καταστήσει χείρονα τη θέση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος), ή, εν πάση περιπτώσει, ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 76 παρ. 2 του ΠΚ. Επομένως, η πιο πάνω απόφαση, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την δήμευση του προαναφερόμενου αυτοκινήτου, στερείται της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ πέμπτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας του 12ου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προσθέτου λόγου αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, ως προς την αυτή διάταξη για την δήμευση. Αντιθέτως είναι αβάσιμη η προβαλλόμενη με τον όγδοο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αιτίαση ότι η προσβαλλομένη δεν διαθέτει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη σχετικά με τη διάταξη για τη δήμευση του χρηματικού ποσού των 54.430 ευρώ, που αναφέρεται στην από ..... έκθεση κατασχέσεως του Αστυνόμου Β' Ε1. Από τις πιο πάνω παραδοχές της αποφάσεως, που διαλαμβάνονται στο περί ενοχής σκεπτικό της, με πληρότητα αιτιολογείται ότι το ποσό αυτό αποτελεί έσοδο από τις πωλήσεις ναρκωτικών ουσιών. Επομένως, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρ. 19 παρ.1 του ν. 1729/87, ήταν υποχρεωτική η δήμευση αυτού. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος (ότι, δηλαδή, απέδειξε ότι τα χρήματα αυτά είχαν την νόμιμη προέλευση που αναφέρει), απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ, όγδοος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VIΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 1729/1987, όπως αντικ. με το άρ. 5 παρ.9 του ν.3189/03 (35 παρ.2 ΚΝΝ), ''για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή στη χώρα, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού (για την απαγόρευση διαμονής). Για την εκτέλεση και τη διακοπή της απέλασης, εφαρμόζεται το άρθρο 74 του Π.Κ. με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η επιβολή της απέλασης, είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης για οιαδήποτε παράβαση που αναφέρονται στα άρθρα 20 έως και 24 του ΚΝΝ, αλλοδαπού υπηκόου κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι στην περίπτωση αυτή η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης για την απέλαση, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., εκτείνεται μόνον στην αναφορά ότι πρόκειται για υπήκοο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης για τις πιο πάνω παραβάσεις του νόμου για τα ναρκωτικά. Μόνο δε εφόσον προβληθεί από αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, η συνδρομή σπουδαίου λόγου (ιδίως οικογενειακού), που δικαιολογεί την παραμονή του στη χώρα, η αιτιολογία της απόφασης που διατάσσει την απέλαση, εκτείνεται και στην απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις της αγοράς, πώλησης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών από μη τοξικομανή, σε ποινή κάθειρξης δέκα πέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, παράλληλα δε διατάχθηκε για πρώτη φορά (στην εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν διαλαμβανόταν ανάλογη διάταξη) και η ισόβια απέλασή του από τη χώρα . Στην αιτιολογία της απόφασης, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την απέλαση, αναφέρεται ότι, "... πρέπει να διαταχθεί ..... η ισόβια απέλασή του μετά την έκτιση της ποινής". Δεν αναφέρεται όμως στην αιτιολογία της αποφάσεως 1) αν η ισόβια αυτή απέλαση διατάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 1729/1987 (35 ΚΝΝ) και 74 του ΠΚ, ως μέτρο ασφαλείας και ως εκ τούτου θα μπορούσε να επιβληθεί το πρώτο και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περίπτωση κατά την οποία πρέπει αυτή (απέλαση) να επιβληθεί υποχρεωτικώς από το νόμο και το δικαστήριο του πρώτου βαθμού δεν την επέβαλε από παραδρομή (άρθρο 470 εδ. β' ΚΠΔ), δεδομένου ότι στην εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν διαλαμβανόταν ανάλογη διάταξη, 2) ότι πρόκειται για αλλοδαπό υπήκοο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιστατικό που δεν προκύπτει, ούτε από την αιτιολογία της περί ενοχής απόφασης, μη αρκούσης της αναφοράς της απόφασης ότι αυτός γεννήθηκε στα Τίρανα της Αλβανίας. 3) Η περί απελάσεως απόφαση δεν κάνει μνεία των αποδεικτικών μέσων και δεν αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά, που οδηγούν στην ως άνω κρίση της. Επομένως, η πιο πάνω απόφαση, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την απέλαση του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, στερείται της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ τέταρτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας του 11ου και 12ου και 13ου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε, Η και Α του ΚΠΔ προσθέτων λόγων αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρ.17 παρ.2 του ν.1729/87, για υπέρβαση εξουσίας και για απόλυτη ακυρότητα, αντίστοιχα, ως προς την αυτή διάταξη για την απέλαση. VIII. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις διατάξεις αυτής για την απέλαση του αναιρεσείοντος και την δήμευση του αυτοκινήτου και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 1469/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις αυτής για την απέλαση του αναιρεσείοντος και για τη δήμευση του ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό ...... . Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 5/7/2007 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης (με αρ.πρωτ. 6323/9-7-2007) και τους από 25-2-2008 προσθέτους λόγους του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, κατά της 1469/30-5-07 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση Νόμου περί ναρκωτικών (αγορά, πώληση και κατοχή). Άρθρο 20 ΚΝΝ. Παράνομη οπλοκατοχή κλπ. Αιτιολογία. Δόλος. Ως πώληση ή αγορά ναρκωτικών, θεωρείται η αγοραπωλησία του άρθρου 513 του Α.Κ. Έννοια. Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας τούτων (βάρους), β) του χρόνου των επιμέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος, και δ) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. Απόρριψη λόγων αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου της ΕΣΔΑ, ως προς την καταδικαστική απόφαση για τις πράξεις της κατοχής, αγοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών. Απόρριψη ισχυρισμών του αναιρεσείοντος α) περί πραγματικής πλάνης, β) εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος για τα ναρκωτικά, γ) περί μεταβολής της κατηγορίας της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών σε αυτή της παραλαβής δέματος, ή της απόπειρας μεταφοράς, ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α, δ και ε. Η παράλειψη υπογραφής του Προέδρου του Δικαστηρίου σε κάθε φύλλο της απόφασης, κατά τα άρθρα (142 παρ. 2 και 331 του ΚΠΔ), δεν δημιουργεί ακυρότητα ή λόγο αναίρεσης. Πότε διατάσσεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 1729/1987, η απέλαση αλλοδαπών. Πότε διατάσσεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1729/1987, η δήμευση των μέσων μεταφοράς (αυτοκινήτου). Η δήμευση των χρημάτων που προέρχονται από πώληση κλπ ναρκωτικών είναι υποχρεωτική. Αιτιολογία των σχετικών αποφάσεων. Δεκτή εν μέρει η αναίρεση (ως προς την δήμευση του αυτοκινήτου και την ισόβια απέλαση). Απορρίπτεται κατά τα λοιπά η αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά, Ε.Σ.Δ.Α., Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Δήμευση, Πλάνη.
2
Αριθμός 1337/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Αλεξανδρή, περί αναιρέσεως της 8349/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παπαμιχάλη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Νοεμβρίου 2006 και 14 Δεκεμβρίου 2006 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, καθώς και τους επ' αυτών από 5 Μαρτίου 2007 και 14 Μαρτίου 2007 προσθέτους λόγους, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 157/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσες αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου, οι από 29-11-2006 και 14-12-2006 δυο αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν από τους κατηγορούμενους, Χ1 και Χ2 και οι επ' αυτής, με χρονολογία 5-3-2007 και 14-3-2007 πρόσθετοι λόγοι, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμό 8349/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων, και 510 του Κ.Π.Δ, προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Στις κρινόμενες με αριθμό 458/29-11-2006 και 488/14-12-2006 εκθέσεις, αναιρέσεως, κατά της υπ' αριθμό 8349/10-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε, ο πρώτος των αναιρεσειόντων σε συνολική ποινή φυλάκισης 10 μηνών, για τις πράξεις της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και ψευδορκίας μάρτυρα, και ο δεύτερος σε φυλάκιση 7 μηνών, για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους αναφερόμενους στα αναιρετήρια λόγους. Ειδικότερα, ο πρώτος των αναιρεσειόντων, ζητεί την αναίρεσή της, για τους παρακάτω λόγους: "Και ζήτησε τη σύνταξη της παρούσας, δηλώνοντας ότι ασκεί ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ενώπιον του Αρείου Πάγου, τ η ς ο π ο ί α ς ΦΩΤΟΑΝΤΙΓΡΑΦΑ, ως ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ σύμφωνα με το άρθρο 40 ΚΠΔ και ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ του, για κατάφορη παραβίαση των ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ του, ειδικότερα άρθρων 1, 6 παρ. 1 και περ. δ', 7 και 17 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ και Συντάγματος της Χώρας μας, άρθρων 2, 5Α, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 2, 25 παρ. 1, 2 και 3, θα κοινοποιηθεί ΑΜΕΣΩΣ, με συστημμένη επιστολή, προς τους Αξιοτίμους παρακάτω: 1) ΥΠΟΥΡΓΟ της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ κ. Αναστάσιο Παπαληγούρα. 2) ΠΡΟΕΔΡΟ του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ κ. Ρωμύλο Κεδίκογλου και3) ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ κ. Γεώργιο Σανιδά. Για να λάβουν γνώση και για τις δικές τους ενέργειες, για τα όσα με τεχνάσματα και αυθαιρεσίες από ορισμένους, συμβαίνουν στους κόλπους της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ. Τα οποία, προκύπτουν και αποδεικνύονται από τα υπάρχοντα έγγραφα στο φάκελο της δικογραφίας, κατά των αναιρεσιβαλλομένων αναληθών κατ'αρθρο 242 ΠΚ ή πλαστών κατά την πάγια ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, παρανόμων και απάνθρωπων, άρον-άρον με αριθμούς 67757/7.11.2005 καταδικαστικής ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και 8349 της 10.11.2006 αποφάσεως του Α' Τριμελούς ΕφετείουΑθηνών, με την οποία έχει καταδιστεί σε ποινή φυλακίσεωςΑΘΗΝΩΝ Τμήματος ποινικού, της άρον - άρον με αριθμό 8349 της 10.11.2006 καταδικαστικής ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών". Έτσι, όμως, όπως έχουν διατυπωθεί οι λόγοι αναιρέσεως στο πρώτο από τα δικόγραφα αυτά, (της αίτησης του Χ1) χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποια κεφάλαια αυτής ανάγονται και ποια πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα σ' αυτήν, είναι εντελώς αόριστοι, γι' αυτό η παραπάνω αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, λόγω παντελούς αοριστίας των λόγων της. Τούτο, γιατί, στην αίτηση αυτή, κυρίως φέρει το χαρακτήρα καταγγελίας, όπως άλλωστε και ο ίδιος την χαρακτηρίζει, δεν γίνεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά για τις τυχόν πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αντίθετα, σ' αυτήν διατυπώνονται τα διάφορα αιτήματα, που αυτός υπέβαλε κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δίκης, χωρίς, όμως, να συνδέονται με συγκεκριμένες πλημμέλειες αυτής. Συγκεκριμένα, περιορίζεται επανειλημμένα στα διάφορα αιτήματα αναβολών, που αυτός υπέβαλε κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης και σε ιστορικές αναφορές, με αντίστοιχη αναδρομή σε γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ αυτού και της αντίδικής του εταιρείας και με τους εκπροσώπους αυτής, με την οποία βρίσκονταν σε πολύχρονη δικαστική διαμάχη, χωρίς να παραλείπει να προβαίνει ακόμη και σε εξυβριστικούς και μειωτικούς της τιμής και υπολήψεως χαρακτηρισμούς, σε βάρος δικαστικών λειτουργών, που είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη με τις υποθέσεις των αναιρεσειόντων. Ακόμη, στο ίδιο δικόγραφο διαλαμβάνεται αυτολεξεί το κείμενο διαφόρων αιτημάτων του ή ακόμη και αποφάσεων π.χ της υπ' αριθμό 7702/1992 διαταγής πληρωμής, αλλά και των προτάσεων που αυτός υπέβαλε, ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων, για την αντίκρουση των ισχυρισμών επί της αγωγής της αντιδίκου εταιρείας, ακόμη δε και σε αναφορές σε διάφορα οικονομικά μεγέθη, που συνέχονται με το εύρος της εταιρείας του, χωρίς όμως, αυτά να αποτελούν αντικείμενο έρευνας της κρινόμενης αιτήσεως. Επιπρόσθετα, στην κρινόμενη αίτηση, περιέχονται και διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί του, είτε αυτοί αφορούσαν την πλαστότητα ορισμένων εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης, ή την αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης εκείνης ή ακόμη αναφέρεται στο περιεχόμενο της καταγγελίας του-εγκλήσεων, κατά συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών, (σελίδα 63 επ.), που, σε καμία περίπτωση δεν συνδυάζονται με συγκεκριμένες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ανάλογες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προσδιορίζονται ακόμη από την παράθεση στο αναιρετήριο του περιεχόμενου σχετικής αγωγής, μεταξύ της εταιρείας που αυτός εκπροσωπούσε με την αντίδικο εταιρεία ή από τους ισχυρισμούς, που αυτός υπέβαλε για την αντίκρουση της συγκεκριμένης αγωγής, που, σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο δεν συνδέονται με τις κατηγορίες, για τις οποίες κρίθηκε ένοχος, αλλά και δεν πλήττεται με αυτούς η προσβαλλόμενη απόφαση. Πέραν αυτών, η αιτίαση του πρώτου των αναιρεσειόντων, ότι δεν αναγνώσθηκαν διάφορα έγγραφα, που αυτός ζήτησε, προεχόντως, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας του σχετικού ισχυρισμού του, αφού δεν προσδιορίζει, ποια έγγραφα αυτός ζήτησε να αναγνωσθούν, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι δεν προκύπτει ότι υπέβαλε σχετικό αίτημα. Ακόμη, είναι απορριπτέα η αιτίασή του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, "αποτελεί απάνθρωπη αδικία και καταχρηστική άσκηση δικαιώματος του άρθρου 281 του Α.Κ, και υπέρβαση εξουσίας, όπως και η αντίστοιχη γενική αναφορά του, σε ποιες περιπτώσεις, δημιουργείται, κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απόλυτη ή σχετική ακυρότητα", αφού, οι αιτιάσεις του αυτές δεν συνδυάζονται με συγκεκριμένες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ούτε, ακόμη η αναφορά του στην αίτηση αναιρέσεως, η σχετική με την εξουσία του Ανακριτή, ή με το σε ποιες περιπτώσεις εξαλείφεται το αξιόποινο των εγκλημάτων και πολύ περισσότερο η αναφορά του ίδιου, στο ισοζύγιο πληρωμών της εταιρείας που αυτός εκπροσωπούσε, θεμελιώνουν σε οποιαδήποτε περίπτωση το παραδεκτό των επικαλούμενων λόγων αναιρέσεως, και τέλος, ούτε με την παράθεση των κατ' είδος και αξία, εμπορευμάτων που η εκπροσωπούμενη απ' αυτόν εταιρεία, είχε προμηθευτεί από την αντίδικο εταιρεία . Περαιτέρω, όσον αφορά και την αίτηση αναιρέσεως του Χ2, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τους αναφερόμενους στο σχετικό δικόγραφο, λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεσή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για τους παρακάτω λόγους. Ειδικότερα: 1ος λόγος ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ,για απάνθρωπη αδικία και κραυγάζουσες αδίστακτες σκοπιμότητες σε βάρος α θ ώ ω ν κατηγορουμένων και καταδίκη αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1, στοιχ. Α', Β', Γ' και Η' περ. δ' ΚΠΔ, με ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΚΗ κατάχρηση δικαιώματος α γ ν ω ό ν τ α ς ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ μας !!!!!!!!!!!!!!!Συγκεκριμένα, περιεχόμενα ένδεκα (11) πολυσέλιδων εγγράφων αποδείξεων, στις οποίες αναφέροντο και συνόδευαν αυτές εξήντα επτά (67) αποδεικτικά έγγραφα, ά π α ν τ α κατατεθέντα και προφορικά αναπτυχθέντα κατά την ακροαματική διαδικασία του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, α π ο δ ε δ ε ι γ μ έ ν ω ν αυτών στο περιεχόμενο από 123 σελίδες της με αριθμό 458/29.11.2006 ΕΚΘΕΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ του ορισμένοι αφού δεν περιορίζονται απλώς στην περιγραφική παράθεση του σχετικού άρθρου του ΚΠΔ, αλλά προχωρούν τεκμηριωμένα σε ειδικότερο προσδιορισμό του ουσιαστικού ή νομικού σφάλματος που προβάλλεται κατά των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων, α υ τ α ί τυγχάνουν αναιρετέες κ α ι π ρ έ π ε ι ν α ε ξ α φ α ν ι σ τ ο ύ ν κατά τους προαναφερόμενους στοιχ. του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ". 'Οπως, όμως, διατυπώνονται οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, πρόδηλο είναι, ότι αυτοί είναι παντελώς αόριστοι και, ως εκ τούτου, και οι δυο αιτήσεις αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθώς και οι επ' αυτής ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι, ως απαράδεκτοι, επίσης αφού, προϋπόθεση της έρευνας αυτών, είναι η αναίρεση να έχει ασκηθεί παραδεκτώς, δηλαδή στο δικόγραφο της αναιρέσεως να διαλαμβάνεται ένας τουλάχιστον νόμιμος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως. Απορριπτομένων των αιτήσεων αναιρέσεως, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 του Κ.Πολ.Δικ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, με αριθμό 458 από 29 Νοεμβρίου 2006, αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και την με αριθμό 488/14-12-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 και τους επ' αυτών από 5-3-2007 και 14-3-2007 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 8349/10-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον καθένα αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Απαράδεκτη. Απορρίπτει τις αναιρέσεις και τους πρόσθετους λόγους.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Πρόσθετοι λόγοι.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1336/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο τον ψ1 . Με εγκαλούμενους τους: 1. χ1, Δικαστική Υπάλληλο, 2. χ2, Πρωτοδίκη Αθηνών, 3. χ3, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, 4. χ4, Εφέτη Αθηνών, 5. χ5, Δικηγόρο, 6. χ6, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, 7. χ7, Δικαστική Υπάλληλο, 8. χ8, Δικηγόρο, 9.χ9, Εφέτη Αθηνών και 10. χ10, Πρωτοδίκη Αθηνών. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 7 Απριλίου 2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 676/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 224/5-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Ο ψ1 υπέβαλε στις 3-3-2005 την από 15-2-2005 μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά των χ10, χ2 (=Πρωτοδίκες Αθηνών), χ3 και χ6 (=Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών Αθηνών), χ8 (=δικηγόρος Αθηνών) κλπ -σε σχέση με τη σύνταξη πρακτικών των δικαστηρίων Ε' και ΙΑ' Τριμελών Πλημμελειοδικείων Αθηνών της 11-2-2004 και 25-2-2004 αντίστοιχα, στις συνθέσεις των οποίων συμμετείχαν οι ανωτέρω. Επειδή στη σύνθεση του δικαστηρίου της 25-2-2004 συμμετείχε και ο χ9, της δε συνθέσεως του δικαστηρίου της 11-2-2004 ο χ4, ήδη Εφέτες Αθηνών, μας υπεβλήθη η παρούσα δικογραφία από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με την υπ'αριθμ. ΕΓ4-05/395ε/7-4-2008 αναφορά του, στον οποίο είχε προηγουμένως υποβληθεί κατά το άρθρο 43 Κ.Π.Δ., δεδομένου ότι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών απέρριψε, ήτοι έθεσε στο αρχείο την άνω μήνυση και προς έγκριση αυτής, για την εφαρμογή των άρθρων 136 στοιχ. ε, 137 § 1 στοιχ. γ' Κ.Π.Δ. ΙΙ) Επειδή κατά το άρθρο 136 περ. ε' Κ.Π.Δ., όταν ο κατηγορούμενος, στην έννοια του οποίου νοείται και ο καταγγελλόμενος και δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη (βλ. ΑΠ 364/2006, ΑΠ 1218/2006), είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ'εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η κρίση επί προσφυγής του εγκαλούντος κατά απορριπτικής διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά το άρθρο 48 Κ.Π.Δ. ή η κρίση επί της θέσεως της μηνύσεως στο αρχείο κατά το άρθρο 43 Κ.Π.Δ. Εξ άλλου επί της άνω περιπτώσεως την παραπομπή αποφασίζει ο 'Αρειος Πάγος που συνέρχεται σε συμβούλιο (άρθρο 137 § 1 στοιχ. γ Κ.Π.Δ.), η οποία, παραπομπή, για την ενότητα της κρίσης και την οικονομία της δίκης (βλ. ΑΠ 1138/86, ΑΠ 2264/2005 κ.α.) περιλαμβάνει και τους συγκατηγορουμένους (άρθρα 28, 129, 130 Κ.Π.Δ.). Ενόψει των ανωτέρω συντρέχει νόμιμη περίπτωση παραπομπής της κρίσης επί της θέσεως της ανωτέρω μηνύσεως στο αρχείο στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και δη για όλους τους αναφερομένους στην υποβλητική αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως παραπεμφθεί η υπόθεση και δη ο έλεγχος της θέσεως της από 15-2-2005 μηνύσεως του ψ1 κατά των όλων αναφερομένων προσώπων στο αρχείο από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Πειραιά και των αντιστοίχων Εισαγγελιών, αν συντρέξει περίπτωση. Αθήνα 30 Απριλίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά το άρθρο 136 περίπ. Ε' του Κ.Π.Δ., όταν ο εγκαλών ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και αν και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμό και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διάταξης, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας που οφείλεται στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση παραπομπής, όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του Κ.Π.Δ., την παραπομπή στην πιο πάνω περίπτωση μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι' αυτήν, αν πρόκειτια για παραπομπή από ένα Εφετείο σε άλλο, ο Αρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. α' του Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη υπόθεση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ψ1 υπέβαλε στις 3-3-2005 την από 15-2-2005 μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών εκτός των άλλων και κατά την κατά των χ10, χ2 (Πρωτοδίκες Αθηνών), χ3 και χ6 (Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών Αθηνών), για τις αναφερόμενες εκεί πράξεις, σε σχέση με τη σύνταξη πρακτικών των Δικαστηρίων Ε' και ΙΑ' Τριμελών Πλημμελειοδικείων Αθηνών της 11-2-2004 και 25-2-2004 αντίστοιχα. Η υπόθεση αυτή, με το υπ' αρ. 1.015/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμφθηκε στις εισαγγελικές, ανακριτικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Θηβών. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θηβών, με την υπ' αρ. 132/2007 αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ανέφερε ότι δεν άσκησε ποινική δίωξη, αλλά έθεσε τη μήνυση στο Αρχείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 Κ.Π.Δ. Κατόπιν τούτου και ενόψει του ότι, μεταξύ των καταγγελλομένων περιλαμβάνονται, ο χ9, ο οποίος συμμετείχε στη σύνθεση του ΙΑ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στη συνεδρίαση της 25-2-2004 και ο χ4, στη σύνθεση του Ε' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, στη συνεδρίαση της 11-4-2204, οι οποίοι είναι ήδη Εφέτες Αθηνών, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με το υπ' αρ. πρωτ. ΕΓ 4-05/395Ε'/7-4-2008 έγγραφό του, ζήτησε την παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές Δικαστήριο. Συντρέχει, επομένως, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, περίπτωση παραπομπής της κρίσης, αναφορικά με τη θέση της αναφερθείσας μηνύσεως στο αρχείο, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, για όλους τους αναφερομένους στην ως άνω αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για την ενότητα της κρίσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, αναφορικά με τον έλεγχο της θέσεως της από 15-2-2005 μηνύσεως του ψ1, κατά όλων των σ' αυτήν αναφερομένων προσώπων, στο αρχείο από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Πειραιά και των αντίστοιχων Εισαγγελιών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και στις Δικαστικές Αρχές του Εφετείου και Πρωτοδικείου Πειραιά καθώς και στις αντίστοιχες Εισαγγελίες.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1335/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο το ψ1 και Εγκαλούμενους τους 1. χ2, Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 2. χ1, Δικηγόρο, 3. χ3, Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 4. χ4, Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 5. χ5, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών και 6. χ6, Εφέτη Αθηνών. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 53312/6-2-2008., που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 257/2008 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ'αριθμ. 158/7-4-2008 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την υπ'αριθμ. πρωτ. 53312/6-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή, επί υποθέσεως με μηνυομένους και τους α) χ6 , Εφέτη, τοποθετημένο στο Εφετείο Αθηνών και πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, β) χ3, γ) χ4, δ) χ2, Προέδρους Πρωτοδικών Αθηνών και ε) χ5 Αντεισαγγελέα Εφετών, τοποθετημένο στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά την διάταξη του αρθρ. 136 περ. ε' Κ.Π.Δ., ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή υπάρχει και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα αρθρ. 122-125 Κ.Π.Δ. δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση ευρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθή ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσεως και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρετήσεως. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του αρθρ. 137 § 1 περ. γ' Κ.Π.Δ., αρμόδιο να αποφασίση για την παραπομπή δικαστήριο είναι ο Άρειος Πάγος, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ψ1, την 3-12-2007, κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 29-11-2007 "μηνυτήρια αναφορά" του κατά του χ1, δικηγόρου και κάθε άλλου υπευθύνου, η οποία στρέφεται και κατά των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών. Εφ'όσον, όμως, οι μηνυόμενοι δικαστικοί λειτουργοί υπηρετούν στο Εφετείο και Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και στο Πρωτοδικείο Αθηνών (βλ. ΑΠ 1218/2006), συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και παραπομπής της προκειμένης υποθέσεως, ως προς όλους τους μηνυομένους, λόγω συναφείας, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές άλλου πρωτοδικείου και εφετείου και συγκεκριμένα αυτές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς (βλ. και ΑΠ 1761/2006). Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να παραπεμφθή η υπόθεση της από 29-11-2007 μηνυτηρίου αναφοράς του ψ1, κατατεθείσης στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την 3-12-2007 και στρεφομένης κατά του χ1, δικηγόρου και κάθε άλλου υπευθύνου, ως και κατά των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς. Αθήναι 17 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ.ε' του ΚΠΔ, στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή ο καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ.1 περ. γ' του ίδιου Κώδικα του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ψ1, την 3-12-2007, κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 29-11-2007 "μηνυτήρια αναφορά" του κατά του χ1, δικηγόρου, και κάθε άλλου υπευθύνου, η οποία στρέφεται και κατά των δικαστικών λειτουργών: 1)χ6, Εφέτη, τοποθετημένο στο Εφετείο Αθηνών και πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, β) χ3, γ) χ4, δ) χ2, Προέδρους Πρωτοδικών Αθηνών, που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Αθηνών και ε) χ5 Αντεισαγγελέα Εφετών, τοποθετημένο στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, εκτελούντος χρέη Προϊσταμένου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και 6) χ1, Δικηγόρου Αθηνών. Επειδή οι μηνυόμενοι Δικαστές υπηρετούν, ο πρώτος στο Εφετείο Αθηνών, οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη στο Πρωτοδικείο Αθηνών και ο μηνυόμενος Εισαγγελέας στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και παραπομπή της υποθέσεως ως προς αυτούς και λόγω συνάφειας για τον 6° μηνυόμενο (αρθρ. 128, 129 ΚΠΔ), από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές άλλου Πρωτοδικείου και Εφετείου και συγκεκριμένα αυτών του Πειραιά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφασίζει την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στο 53312/6-2-2008 έγγραφο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (με αρ. πρωτ. 1174/6-2-08 της Εισαγγελίας του ΑΠ) και αφορά την από 29-11-2007, μήνυση του ψ1, κατά του χ1, δικηγόρου, και κάθε άλλου υπευθύνου, η οποία στρέφεται και κατά των αναφερομένων πιο πάνω δικαστικών λειτουργών, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Αποφασίζει την παραπομπή της υπόθεσης στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1334/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 60.079/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 234/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 177/11.4.2008, έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:"Εισάγω την με αριθμό πρωτ. 3338/11-12-07 αίτηση του ..... οδός ..... , για αναίρεση της υπ' αριθμόν 60079/17-11-2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δια της οποίας απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η υπ' αριθμόν 7003/27-5-2005 έφεσή του κατά της υπ' αριθμόν 77523 από 17-5-2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δια της οποίας ούτος καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 30 μηνών για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και εκθέτω τα ακόλουθα: Επειδή, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, που οφείλει να ειδοποιήσει, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστήριο (συμβούλιο), το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Εξ άλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 παρ. 1 και 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι κατ' εξαίρεση η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε, όχι μόνο με δήλωση ενώπιον των αρμοδίων προσώπων που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και με σύνταξη σχετικής εκθέσεως, αλλά και με δήλωση αυτού (καταδικασθέντος), η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλόμενη απόφαση καταδικαστική, χαρακτήρα που δεν έχει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη (Α.Π. 754/2005 Π.Χ. ΝΕ/2005 σελ. 1019). Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών .... με την υπ' αριθμόν 77523/2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 30 μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ανωτέρω, δια του πληρεξουσίου αυτού συνηγόρου Γεωργίου Αβραμόπουλου, άσκησε την υπ' αριθμόν 7003/27-5-2005 έφεσή του, απευθυνόμενος προς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Το Δικαστήριο αυτό, δια της υπ' αριθμόν 60079/7-11-2006 απόφασής του απέρριψε ως ανυποστήρικτη την ως άνω έφεση. Κατά της αποφάσεως αυτής ο άνω κατηγορούμενος δια του ιδίου ως άνω συνηγόρου του, έχοντας ειδική πληρεξουσιότητα, άσκησε την 11-12-2007 αίτηση αναίρεσης. Η αίτηση αυτή επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αυθημερόν. Όμως η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η άνω αίτηση αναίρεσης δεν είναι καταδικαστική και κατά συνέπεια απαραδέκτως ασκήθηκε δι' επιδόσεως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί κατά τα ανωτέρω και να επιβληθούν τα έξοδα στον άνω αιτούντα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμόν 3338/11-12-07 αίτηση αναίρεσης του ....., κατά της υπ' αριθμόν 60079/17-11-2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και 2) να καταδικασθεί ο άνω αιτών στα έξοδα της διαδικασίας αυτής.Αθήνα 19/3/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 2 και 474 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι, η αίτηση αναίρεσης ασκείται με δήλωση του δικαιουμένου διαδίκου ενώπιον των οριζομένων με την τελευταία διάταξη προσώπων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η κατ' εξαίρεση άσκηση της αναίρεσης, με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μπορεί να γίνει μόνον εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, όχι δε και εναντίον οποιασδήποτε άλλης, η οποία δεν έχει αυτό το χαρακτήρα, όπως είναι και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 60.079/17.11.2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η από 27.5.2005 έφεσή του κατά της υπ' αρ. 77.523/2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) μηνών, για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την ένδικη, από 11 Δεκεμβρίου 2007, αίτηση αναίρεσης, με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία επιδόθηκε στον τελευταίο αυθημερόν. Σύμφωνα, όμως, με τα προαναφερόμενα, η αίτηση αυτή δεν ασκήθηκε νομότυπα, αφού, η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, δεν είναι καταδικαστική. Συνεπώς, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 3338/11.12.2007 αίτηση του ..... για αναίρεση της υπ' αρ. 60.079/17.11.2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά αποφάσεως, που απέρριψε έφεση εκκαλούντος ως ανυποστήρικτη, με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (επιτρέπεται μόνο κατά της καταδικαστικής απόφασης). Απαράδεκτη.
Εφέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1341/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Πουλτουρτζίδη, περί αναιρέσεως της 2896/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1912/07. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται το περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και για την οποία καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος X1, ως υπεύθυνος της εταιρείας "ΕΚΜΕ Α.Ε.", η οποία, ως υπεργολάβος, ανέλαβε την κατασκευή σφαιρών αποθήκευσης προπυλενίου, από αμέλειά του προξένησε σωματική κάκωση στον ......, ο οποίος απασχολούνταν στο χώρο των Ελληνικών Πετρελαίων ως ηλεκτροσυγκολλητής. Συγκεκριμένα ο παθών-εργαζόμενος, στα πλαίσια της εργασίας κατασκευής σφαιρών αποθήκευσης προπυλενίου, ηλεκτροσυγκολλούσε ένα κατακόρυφο έλασμα, 2,14 μέτρων ύψους, που ενίσχυε μαζί με άλλα όμοια ελάσματα, μεταλλικές κολώνες κυκλικής διατομής, διαμέτρου 4,15 μ. οι οποίες με τη σειρά τους στήριζαν μια σφαιρική δεξαμενή από μεταλλικά στοιχεία και ως εκ τούτου βρίσκονταν σε ύψος 7,50 μέτρων από το έδαφος πάνω σε μαδέρι, που πατούσε σε υπάρχουσα σκαλωσιά, ενώ ο ανωτέρω κατηγορούμενος δεν είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, ήτοι το μαδέρι δεν είχε επαρκές πλάτος έδρασης και δεν ήταν καρφωμένο, ενώ και το υπάρχον κενό μεταξύ της μεταλλικής κολώνας και της σκαλωσιάς δεν καλύπτονταν με τρόπο σταθερό και αυθεντικό. Αποτέλεσμα της απρονοησίας αυτής του κατηγορουμένου ήταν μετακινηθές το μαδέρι, να γλυστρήσει ο εργαζόμενος και στη συνέχεια να πέσει στο προαναφερόμενο κενό και να υποστεί πολλαπλά κατάγματα (ηβοϊσχιακού κλάδου δεξιά, κάταγμα colles δεξιά, κάταγμα 01 και 02, κατάγματα πτερνών, κάταγμα δεξιάς κνήμης και κάταγμα οπίσθιου σφυρού). Τα περιστατικά αυτά, εκτός από τα έγγραφα που αναγνωρίσθηκαν, προκύπτουν και από τις σαφείς, τεκμηριωμένες και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και ιδίως της μάρτυρος ......., επιθεωρήτριας Εργασίας, η οποία μετά το ατύχημα, επησκέφθηκε το χώρο εργασίας, όπου έγινε αυτό, και τόσο με την έκθεση που συνέταξε, όσο και με την ένορκη κατάθεσή της στο ακροατήριο, βεβαίωσε τις συνθήκες, υπό τις οποίες έγινε το ατύχημα και από τις οποίες προκύπτει η ως άνω αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ο εξαιτίας αυτής τραυματισμός του παθόντος". Τη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο (άρθ. 26 παρ. 1β, 28, 314 παρ.1, 315 παρ. 1β ΠΚ) και τον επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν. Με αυτά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο, δεν περιορίστηκε σε απλή αντιγραφή του διατακτικού, αλλά διέλαβε στην προσβαλλόμενη αυτοτελή αιτιολογία και μάλιστα την κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, σε σχέση με την κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, αφού, αφ' ενός, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν και από τα οποία πείσθηκε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την παραπάνω αξιόποινη πράξη, καθώς και τις σκέψεις, επί των οποίων θεμελίωσε την κρίση του αυτή, και, αφ' ετέρου, μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα εν λόγω περιστατικά. Ειδικότερα, αναφέρεται το είδος της αμέλειας (μη συνειδητή) του κατηγορουμένου, που συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση και επισημαίνονται οι παραλείψεις του κατηγορουμένου, οι οποίες τελούν σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με το προκληθέν αποτέλεσμα, του τραυματισμού του παθόντος. Επίσης, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, μνημονεύεται και αξιολογείται η έκθεση αυτοψίας την οποία συνέταξε η αρμόδια υπάλληλος της Επιθεωρήσεως Εργασίας και αβασίμως υποστηρίζεται ότι αυτή δεν λήφθηκε υπόψη. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτος, διότι με αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 54/2007 αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αρ. 2896/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια, από υπόχρεο. Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1321/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδας Ζερβομπεάκος (ο οποίος ορίστηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με τη με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Χαραλαμπέα και 3) Χ3, που παρέστη με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, για αναίρεση της με αριθμό 72.482/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 8 Μαρτίου 2007, τρείς (3) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, καθώς και στα από 2 Απριλίου 2008, τρία (3) τον αριθμό αυτοτελή δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 443/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες υπ' αριθμ. 29/8-3-2007, 30/8-3-2007 και 31/8-3-2007 αιτήσεις των Χ1 ,Χ2 και Χ3, αντιστοίχως, για αναίρεση της με αριθ.72482/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, γι' αυτό και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, να ερευνηθούν περαιτέρω. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και εκ της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ποινική Ολομέλεια Α.Π. 6 και7/1994 και 4/1995 ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 72482/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, των αναιρεσειόντων και εκκαλούντων - κατηγορουμένων εκπροσωπηθέντων στη δίκη εκείνη από συνήγορο, όπως προκύπτει από αυτή, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς των, οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά της υπ' αριθμό 48438/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτοί είχαν καταδικασθεί, για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 86/67 σε συνδ. με το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ., σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών και χρηματική ποινή 200 ευρώ ο καθένας με την αιτιολογία ότι " Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου μαρτυρική κατάθεση, τα έγγραφα ,που αναγνώστηκαν νομότυπα και την εν γένει διαδικασία προέκυψε ότι δικαιολογημένα, επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση στους κατηγορουμένους - εκκαλούντες επί της οδού .... αρ. .. στην ...., εφόσον ήταν η τελευταία γνωστή κατοικία τους στις αρχές κατά τον επίδικο χρόνο (21-7-05),μη αποδειχθέντων ως βασίμων των όσων ισχυρίστηκαν (οι εκκαλούντες) με τις υπό κρίση εφέσεις τους ,τα οποία εξάλλου, ουδόλως συναρμονίζονται με την ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση, με ουσιαστικό και δικονομικό τούτων παρακολούθημα την απόρριψη των ερευνωμένων εφέσεων ως απαραδέκτων". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής των εφέσεων ως εκπροθέσμων και απαραδέκτων απόφασης του δικαστηρίου, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της. Ειδικότερα δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της απόφασης α) από ποιό αποδεικτικό προκύπτει η επίδοση της πρωτόδικης απόφασης και β) ο χρόνος ασκήσεως των εφέσεων κατά της απόφασης αυτής. Και αναφέρεται βέβαια στα πρακτικά πως αναγνώσθηκαν τα από .... αποδεικτικά επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλά αυτά δεν αποτελούν και παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ σχετικός λόγος των κρινομένων αιτήσεων, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Το δικαστήριο αυτό, αφού κρίνει επί του παραδεκτού της εφέσεως, θα ελέγξει και αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση παύσεως οριστικώς της ποινικής διώξεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 72482/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1320/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου (η οποία ορίστηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με τη με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Αλεξανδρή, για αναίρεση της με αριθμό 738/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ......., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ευαγγελία Μητράγκα - Νάτσινα. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Ιουνίου 2007, δύο (2) τον αριθμό αυτοτελείς αιτήσεις τους, καθώς και στα από 24 Μαρτίου 2008, δύο (2) τον αριθμό αυτοτελή δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1177/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, η οποία πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δύο αιτήσεις αναιρέσεως, η πρώτη με χρονολογία 6ης Ιουνίου 2007, του εκ των κατηγορούμενων Χ1 του john και οι επ' αυτής από 24ης Mαρτίου 2008 πρόσθετοι λόγοι και η δεύτερη με την ίδια χρονολογία 6ης Ιουνίου 2007, του εκ των κατηγορούμενων Χ2 και οι επ' αυτής από 24ης Μαρτίου 2008 πρόσθετοι λόγοι, στρεφόμενες και οι δύο κατά της υπ' αριθμό 738/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματικά διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά τούτων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά. Ωστόσο, πρέπει, να προκύπτει από την απόφαση, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, όχι μόνο μερικά, αλλά όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠοινΔ και η πραγματογνωμοσύνη. Η τελευταία, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 738/2007 απόφαση το Τριμελές Εφετείο (πλημμελημάτων) Πατρών, που την εξέδωσε, καταδίκασε τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους για ανθρωποκτονία από αμέλεια σε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών τον καθένα, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, "τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία κάθε κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Δεν αναφέρεται δε καθόλου το Δικαστήριο και στην από ..... ιατροδικαστική έκθεση των Ιατροδικαστών .... και ......, που συντάχθηκε κατόπιν της υπ' αριθμ. ..... έγγραφης παραγγελίας του διενεργούντος αστυνομική προανάκριση, κατ' άρθρο 243 παρ.2 ΚΠΔ, Λιμενάρχη του Λιμεναρχείου Λευκάδας, η οποία όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Η έκθεση δε αυτή πραγματογνωμοσύνης, δεν μνημονεύεται και δεν αξιολογείται ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας, ώστε να δύναται να συναχθεί, έστω και έμμεσα, ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του. Έτσι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως υποχρεούταν, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο, ότι έλαβε υπόψη του και το αποδεικτικό αυτό μέσο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος των κρινομένων αιτήσεων αναιρεσέως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή της απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 738/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008.. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα διότι δεν αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη πραγματογνωμοσύνη (που αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο όταν διατάσσεται από τον ανακριτή ή το δικαστήριο). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Πραγματογνωμοσύνη.
0
Αριθμός 1319/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως του 1567/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον χ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Εφετείου Αθηνών ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 191/12.09.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Μαρίας Θεοτοκά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1579/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, με αριθμό 47/04.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 12-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, κατά του υπ'αριθμ. 1567/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του ψ1, ως πολιτικώς ενάγοντος, κατά του υπ' αριθμ. 1365/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη το τελευταίο, αποφαινόμενο να μη γίνη κατηγορία κατά των χ1, δι'απόπερια εκβιάσεως, φερομένη ως τελεσθείσα στην Αθήνα, υπό μεν του πρώτου κατά το από 26-4-2004 έως και 26-5-2004 χρονικό διάστημα, υπό δε του δευτέρου κατά το από 29-4-2004 μέχρι και 25-5-2004 χρονικό διάστημα. Προβάλλει δε ο αναιρεσείων, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, από το άρθρο 385 § 1 στοιχ. α' του Π.Κ. προκύπτει ότι δια την συγκρότηση του εγκλήματος της εκβιάσεως εις βαθμό κακουργήματος απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου εις πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, ικανές να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος δεν αποτελεί αντικείμενο νομίμου απαιτήσεως, καθώς επίσης και όταν στην συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νομίμου απαιτήσεως εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, παρουσιαζομένη ως άξια μομφής. Αν ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται δια εκβίαση τιμωρουμένη, σύμφωνα με την διάταξη του στοιχ. γ' του ιδίου ως άνω άρθρου, εις βαθμό πλημμελήματος. Και αν δεν επέλθη το σκοπούμενο αποτέλεσμα του εξαναγκασμού σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του απειλουμένου, ή ζημία στην περιουσία αυτού ή άλλου, υπάρχει απόπειρα εκβιάσεως (ΑΠ 1731/1999, εις ΠΧ/Ν'/797, ΑΠ 1886/2005, ΑΠ 1983/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ/523, 532, αντίστοιχ.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με ολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα, εδέχθη ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ο εκκαλών-μηνυτής ψ1 τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση που αναλαμβάνει την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Στα πλαίσια του επιχειρηματικού του σκοπού ανέλαβε ως ανάδοχος το έργο "κατασκευή χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης" του Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων (Ο.Ν.Α), τμήμα δε του έργου αυτού ανέθεσε, ο εκκαλών, στην εταιρεία συμφερόντων του κατηγορουμένου χ1, (πολιτικού μηχανικού, ειδικευμένου σε κατασκευές αθλητικών εγκαταστάσεων), με την επωνυμία "....... ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος. Συγκεκριμένα, δυνάμει της από ..... σύμβασης, ανατέθηκε στην εταιρεία αυτή η προμήθεια όλων των απαραίτητων υλικών και μικροϋλικών και η κατασκευή, του συνθετικού χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης. Ο προϋπολογισμός για την κατασκευή του εν λόγω τμήματος του έργου ανερχόταν στο ποσό των 315.882 ευρώ, το οποίο ο εκκαλών εξόφλησε πλήρως, λαμβάνοντας την από ...... εξοφλητική απόδειξη, αφού προηγουμένως η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, χ1, παρέδωσε εμπρόθεσμα το αναληφθέν έργο σ' αυτόν. Ο εκκαλών διατείνεται με την έγκληση του ότι, παρότι είχε πλήρως εξοφληθεί η ως άνω εταιρεία του πρώτου κατηγορουμένου, αυτός με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να τον εξαναγκάσει να του καταβάλει χρηματικό ποσό από 20.000 ευρώ έως 58.694,06 ευρώ, χρησιμοποιώντας προς τον σκοπό αυτό απειλές ενωμένες με κίνδυνο σώματος ή ζωής. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 26 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 26 Μάιου 2004 επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα), εγείροντας πρόσθετες, αβάσιμες, αξιώσεις για την καταβολή και άλλων ποσών στην εταιρία του με τη μορφή εργολαβικού ανταλλάγματος. Και συγκεκριμένα στις 26-4-2004 διεμήνυσε σ' αυτόν τηλεφωνικά, ότι οφείλει στην εταιρία του, (ο εκκαλών) το ποσό των 20.000 ευρώ, και εάν δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, υπήρχαν και άλλοι τρόποι που θα κόστιζαν σ' αυτόν πολύ περισσότερο. Στη συνέχεια, περίπου στο τέλος του πρώτου δεκαημέρου του Μαΐου του 2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι η οφειλή του ανερχόταν πλέον στο ποσό των 30.000 ευρώ. Στις 24-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ2 ότι είχε εκχωρήσει σε τρίτους την είσπραξη του υπολοίπου του λογαριασμού και θα το ζητούσαν πλέον αυτοί από τον εκκαλούντα, υπονοώντας ότι οι τρίτοι αυτοί ήταν άνθρωποι του υποκόσμου που θα επιχειρούσαν να εισπράξουν τα χρήματα από αυτόν με τη βία . Στις 26-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο εκκαλών θα ήταν χαζός εάν νόμιζε ότι θα άφηνε το ποσό των 20.000.000 δραχμών (58.694,06 ευρώ) να μην το κυνηγήσει, ότι ήταν ακόμη ευγενής όσο γινόταν να είναι, ότι κάπου θα πετύχαινε τον εκκαλούντα, που κρυβόταν, δεν είχε το θάρρος να του μιλήσει, δεν είχε το θάρρος να φορέσει παντελόνια αλλά φορούσε φούστα και ότι κάποια στιγμή θα βρισκόταν μπροστά του, αφού θα κανόνιζε ο ίδιος να βρεθεί μπροστά του . Επίσης ισχυρίζεται, ο εκκαλών, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 25 Μαΐου 2004, επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα) και επιχείρησε να τον εξαναγκάσει, με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής του, να καταβάλλει, στην προαναφερόμενη εταιρία, του πρώτου κατηγορούμενου, το ποσό, αρχικά των 20.000 ευρώ, στη συνέχεια των 30.000 ευρώ και, τέλος, των 58.694,06 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 29-4-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1, ότι εάν δεν κατέβαλε ο εκκαλών στο συγκατηγορούμενο του, το ποσό των 20.000 ευρώ που του όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του, οι εργάτες του θα προέβαιναν σε καταγγελία του εγκαλούντος στο Ι.Κ.Α. για τα ένσημα. Στις 25-5-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο αυτός (ο εκκαλών) δεν ήταν άνδρας, ότι εάν δεν κατέβαλε στο συγκατηγορούμενο του τα χρήματα που του όφειλε θα μετέβαινε στο γραφείο του και θα έκανε φασαρία, θα χτυπούσε τα γραφεία, θα έβριζε και θα παρότρυνε τους εργάτες να καταγγείλουν τον εγκαλούντα στο Ι.Κ.Α. Οι κατηγορούμενοι τελικά δεν πέτυχαν το σκοπό τους, διότι αυτός δεν ενέδωσε στις αξιώσεις τους και δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ο πρώτος κατηγορούμενος, στο από 02-11-2005 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του Ανακριτή, αρνείται τις ως άνω κατηγορίες, εκθέτει δε ότι δεν προέβαλε περαιτέρω οικονομικές αξιώσεις, αφού δεν υπάρχει ουδεμία οικονομική εκκρεμότητα με τον μηνυτή, λόγω του ότι έχει πλήρως εξοφληθεί από αυτόν, για το εκτελεσθέν έργο. Ο δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε επικοινώνησε με τον εκκαλούντα ή τους συνεργάτες του, ούτε τους γνωρίζει. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο εκκαλών τον συμπεριέλαβε στην έγκληση του επειδή πήγε σαν μάρτυρας κατηγορίας στην έγκληση που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εκκαλούντα. Οι μάρτυρες που πρότεινε ο εκκαλών να εξεταστούν επιβεβαίωσαν ότι οι κατηγορούμενοι επικοινώνησαν επανειλημμένα με το γραφείο του εκκαλούντα και ζητούσαν να καταβληθούν τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ανωτέρω αλλά δεν επιβεβαιώνουν τις απειλές για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του εκκαλούντα. Αναφέρουν ότι ο μεν πρώτος ζητούσε τα χρήματα επίμονα και έβριζε τον εκκαλούντα, διαμηνύοντας του ότι αν δεν καταβάλλει τα χρήματα θα στείλει τους εργάτες του, να τους πληρώσει ο εκκαλών, γιατί αυτός δεν είχε χρήματα, αφού δεν τον πλήρωνε, και ο δεύτερος ότι ζητούσε να καταβληθούν τα χρήματα στον πρώτο, άλλως θα στείλει τους εργάτες να κάνουν καταγγελία στο ΙΚΑ για τα ένσημα ,σε βάρος του εκκαλούντα, και θα έλθει στο γραφείο του εκκαλούντα και θα κτυπάει τα έπιπλα. Εκτός από αυτά η γ2 αναφέρει ότι την 24-5-2004 ο πρώτος κατηγορούμενος της ζήτησε να μεταφέρει στον εκκαλούντα ότι " επειδή αυτός θα λείπει από αύριο εκτός Αθηνών το υπόλοιπο του, πλέον, θα ζητήσουν άλλοι". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα περί εξαναγκασμού του με απειλή βίας κατά της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας ,για καταβολή χρηματικών ποσών στην εταιρεία του πρώτου κατηγορούμενου, δεν είναι βάσιμοι. Είναι πιθανό, λόγω της κακοτεχνίας που προέκυψε στην κατασκευή του έργου, να ζήτησε ο κατηγορούμενος χρήματα από τον εκκαλούντα, για την επισκευή του, θεωρώντας τον υπαίτιο της κακοτεχνίας, όμως δεν προέκυψε ότι προσπάθησε να εξαναγκάσει τον εκκαλούντα να τα καταβάλλει με εκβιαστικό τρόπο και δη με βία ή απειλές κατά της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, έκρινε ότι δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής εις βάρος των κατηγορουμένων διά το έγκλημα της αποπείρας εκβιάσεως και επεκύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποφαναθέν ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία κατ'αυτών διά το εν λόγω έγκλημα. Όμως, με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών δεν διευκρινίζει αν προκύπτουν ή όχι σοβαρές ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων, διά την τέλεση της αποδιδομένης σ'αυτούς ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως κατ'άλλο τρόπο, εκτός της σωματικής βίας εναντίον προσώπου ή των απειλών ενωμένων με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, και ειδικότερα δεν διευκρινίζει αν συντρέχη ή όχι περίπτωση πλημμεληματικής μορφής της πράξεως αυτής, σύμφωνα με το στοιχ. γ' της παραγράφου 1 του άρθρ. 385 Π.Κ. Αλλά με την ασάφεια αυτή, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως και, επομένως, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Σημειωτέον, ότι η αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων του άρθρ. 385 Π.Κ., αορίστως προβαλλομένη, αφού δεν εκτίθεται εις τί συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία αυτών, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906). Υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρ. 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1567/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 28 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. α' του Π.Κ., όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέσθηκε με σωματική βία, εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, που είναι ικανές να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως εκείνου που εκβιάζεται και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεώς του, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νόμιμης απαιτήσεως χρησιμοποίηση του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, παρουσιαζόμενη ως άξια μορφής. II.- Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο, βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Ο εκκαλών-μηνυτής τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση που αναλαμβάνει την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Στα πλαίσια του επιχειρηματικού του σκοπού ανέλαβε ως ανάδοχος το έργο "κατασκευή χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης" του Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων (Ο.Ν.Α.), τμήμα δε του έργου αυτού ανέθεσε, ο εκκαλών, στην εταιρεία συμφερόντων του κατηγορουμένου χ1, (πολιτικού μηχανικού, ειδικευμένου σε κατασκευές αθλητικών εγκαταστάσεων), με την επωνυμία "...... ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος. Συγκεκριμένα, δυνάμει της από ..... σύμβασης, ανατέθηκε στην εταιρεία αυτή η προμήθεια όλων των απαραίτητων υλικών και μικροϋλικων και η κατασκευή, του συνθετικού χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης. Ο προϋπολογισμός για την κατασκευή του εν λόγω τμήματος του έργου ανερχόταν στο ποσό των 315.882 ευρώ, το οποίο ο εκκαλών εξόφλησε πλήρως, λαμβάνοντας την από ... εξοφλητική απόδειξη, αφού προηγουμένως η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, χ1, παρέδωσε εμπρόθεσμα ή αναληφθέν έργο σ' αυτόν. Ο εκκαλών διατείνεται με την έγκλησή του ότι, παρότι είχε πλήρως εξοφληθεί η ως άνω εταιρεία του πρώτου κατηγορουμένου, αυτός με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να τον εξαναγκάσει να του καταβάλει χρηματικό ποσό από 20.000 ευρώ έως 58.694,06 ευρώ, χρησιμοποιώντας προς τον σκοπό αυτό απειλές ενωμένες με κίνδυνο σώματος ή ζωής, Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 26 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 26 Μαΐου 2004 επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα). εγείροντας πρόσθετες, αβάσιμες, αξιώσεις για την καταβολή και άλλων ποσών στην εταιρία του με τη μορφή εργολαβικού ανταλλάγματος. Και συγκεκριμένα στις 26-4-2004 διεμήνυσε σ' αυτόν τηλεφωνικά, ότι οφείλει στην εταιρία του, (ο εκκαλών) το ποσό των 20.000 ευρώ, και εάν δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, υπήρχαν και άλλοι τρόποι που θα κόστιζαν σ' αυτόν πολύ περισσότερο. Ακολούθως στις αρχές Μαΐου του 2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του, γ1, ότι αυτός δεν ήταν άνδρας, (ο εκκαλών) ότι όφειλε το ποσό των 20.000 ευρώ, ότι τον απέφευγε και κρυβόταν, ότι αυτός θα έπρεπε να ντρέπεται και δεν έχει αξιοπρέπεια. Στη συνέχεια, περίπου στο τέλος του πρώτου δεκαημέρου του Μαΐου του 2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι η οφειλή του ανερχόταν πλέον στο ποσό των 30.000 ευρώ. Στις 24-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ2 ότι είχε εκχωρήσει σε τρίτους την είσπραξη του υπολοίπου του λογαριασμού και θα το ζητούσαν πλέον αυτοί από τον εκκαλούντα, υπονοώντας ότι οι τρίτοι αυτοί ήταν άνθρωποι του υποκόσμου που θα επιχειρούσαν να εισπράξουν τα χρήματα από αυτόν με τη βία. Στις 26-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο εκκαλών θα ήταν χαζός εάν νόμιζε ότι θα άφηνε το ποσό των 20.000.000 δραχμών (58.694,06 ευρώ) να μην το κυνηγήσει, ότι ήταν ακόμη ευγενής όσο γινόταν να είναι, ότι κάπου θα πετύχαινε τον εκκαλούντα, που κρυβόταν, δεν είχε το θάρρος να του μιλήσει, δεν είχε το θάρρος να φορέσει παντελόνια αλλά φορούσε φούστα και ότι κάποια στιγμή θα βρισκόταν μπροστά του, αφού θα κανόνιζε ο ίδιος να βρεθεί μπροστά του. Επίσης ισχυρίζεται, ο εκκαλών, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 25 Μαΐου 2004, επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα) και επιχείρησε να τον εξαναγκάσει, με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής του, να καταβάλλει, στην προαναφερόμενη εταιρία, του πρώτου κατηγορούμενου, το ποσό, αρχικά των 20.000 ευρώ, στη συνέχεια των 30.000 ευρώ και, τέλος, των 58.694, 06 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 29-4-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1, ότι εάν δεν κατέβαλε ο εκκαλών στο συγκατηγορούμενό του, το ποσό των 20.000 ευρώ που του όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του, οι εργάτες του θα προέβαιναν σε καταγγελία του εγκαλούντος στο Ι.Κ.Α. για τα ένσημα. Στις 25-5-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο αυτός (ο εκκαλών) δεν ήταν άνδρας, ότι εάν δεν κατέβαλε στο συγκατηγορούμενο του τα χρήματα που του όφειλε θα μετέβαινε στο γραφείο του και θα έκανε φασαρία, θα χτυπούσε τα γραφεία, θα έβριζε και θα παρότρυνε τους εργάτες να καταγγείλουν τον εγκαλούντα στο Ι.Κ.Α. Οι κατηγορούμενοι τελικά δεν πέτυχαν το σκοπό τους, διότι αυτός δεν ενέδωσε στις αξιώσεις τους και δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ο πρώτος κατηγορούμενος, στο από 02-11-2005 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του Ανακριτή, αρνείται τις ως άνω κατηγορίες, εκθέτει δε ότι δεν προέβαλε περαιτέρω οικονομικές αξιώσεις, αφού δεν υπάρχει ουδεμία οικονομική εκκρεμότητα με τον μηνυτή, λόγω του ότι έχει πλήρως εξοφληθεί από αυτόν, για το εκτελεσθέν έργο. Ισχυρίζεται ακόμη ότι η μεταξύ τους αντιδικία δημιουργήθηκε για τους κάτωθι λόγους: Μετά την παράδοση του ως άνω έργου στον Ο.Ν.Α, η εταιρεία, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ανέλαβε απευθείας από τον Οργανισμό αυτό τη συντήρηση του συνθετικού χλοοτάπητα, οπότε και διαπίστωσε, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι στο έργο υπήρχαν τεχνικές ατέλειες από υπαιτιότητα του εκκαλούντα, καθότι δεν είχε γίνει η δέουσα, και προβλεπόμενη από την σύμβαση, προεργασία από τον εκκαλούντα στο υπέδαφος, και ειδικότερα η υδροαπορροφητική υπόβαση, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση βροχοπτώσεων, να μη γίνεται η δέουσα απορροή των όμβριων υδάτων, και έτσι, εκ του ως άνω λόγου, να μην είναι δυνατόν να παρέχεται η εγγύηση που προβλέπεται για την ποιότητα των υλικών που αυτός τοποθέτησε. Ο κατηγορούμενος αυτός, ενόψει της ως άνω πεποίθησης του, απέστειλε την από 11-6-2004 επιστολή του στον ΟΝΑ, επισημαίνοντας τις κατ' αυτόν τεχνικές ατέλειες του έργου και αίροντας ταυτόχρονα τη σχετική εγγύηση που είχε παράσχει, κοινοποιώντας συγχρόνως, την 16-06-2004, την άρση της εγγυήσεως του αυτής στον εκκαλούντα (.... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .....). Την 16-06-2004, ο εκκαλών απέστειλε στον πρώτο κατηγορούμενο την από 26-05-2004 εξώδικη δήλωση-απάντηση-πρόσκληση, αναφέροντας ότι κακώς αυτός διατηρεί οικονομικές απαιτήσεις κατ' αυτού, διεκδικώντας παρανόμως χρηματικά ποσά με τη χρήση απειλών. Την 17-06-2004, ο πρώτος κατηγορούμενος απάντησε με εξώδικη δήλωσή του, αρνούμενος το σύνολο των καταγγελλομένων από τον εκκαλούντα στο προαναφερόμενο εξώδικο (....... έκθεση επίδοσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή). Σε συνέχεια αυτής, ο ίδιος κατηγορούμενος κατέθεσε την υπ' αριθμ. ΑΒΜ Δ 2004/2554/25-06-2004 έγκλησή του κατά του εκκαλούντα για συκοφαντική δυσφήμιση και ο εκκαλών με την από 21-06-2004 εξώδικη δήλωση-απάντηση-διαμαρτυρία του προς τον πρώτο κατηγορούμενο (..... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .....), διαμαρτύρεται για τους ισχυρισμούς αυτού, σχετικά με τις τεχνικές ατέλειες του χλοοτάπητα, ισχυριζόμενος ότι όλα αυτά είναι ψευδή και τα ισχυρίζεται με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα. Στη συνέχεια κατέθεσε την από 25-07-2004 ένδικη έγκλησή του κατά των κατηγορούμενων. Ο δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε επικοινώνησε με τον εκκαλούντα ή τους συνεργάτες του, ούτε τους γνωρίζει. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο εκκαλών τον συμπεριέλαβε στην έγκλησή του επειδή πήγε σαν μάρτυρας κατηγορίας στην έγκληση που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εκκαλούντα. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδεικνύεται, ότι γενεσιουργός αιτία της παρούσας ποινικής διαδικασίας αποτελεί η κρίση του πρώτου κατηγορουμένου για ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων στο παραδοθέν έργο, και συγκεκριμένα η αδυναμία απορροής, κατ' αυτόν, των όμβριων υδάτων από το υπέδαφος των γηπέδων, η οποία τον οδήγησε στην άρση της εγγύησης για την ποιότητα των υλικών που αυτός τοποθέτησε στο παραδοθέν από αυτόν τμήμα του όλου έργου, ενέργεια η οποία έθιγε σαφώς τα συμφέροντα του εκκαλούντα. Ο πρώτος κατηγορούμενος, πριν από την κατάθεση της υπό κρίση έγκλησης από τον εκκαλούντα, και σε ανύποπτο χρόνο, στο σύνολο των προαναφερομένων εξώδικων καθώς και στην έγκληση που κατέθεσε κατά του εκκαλούντα, δεν αναφέρεται σε ύπαρξη οικονομικών απαιτήσεων του κατ' αυτού, ενώ αντιθέτως αναφέρεται στην προαναφερόμενη, πλημμέλεια της εκτέλεσης του έργου, για την οποία και αυτός ενδιαφερόταν, αφού η ύπαρξη της έθιγε και τα δικά του οικονομικά συμφέροντα αλλά και τη φήμη του, ως κατασκευαστή αποκλειστικά αθλητικών έργων. Η ως άνω προηγηθείσα συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου, πριν την κατάθεση της υπό κρίση έγκλησης, αποδυναμώνει τους ισχυρισμούς του εκκαλούντάί, σε σχέση με την έγερση πρόσθετων παράνομων οικονομικών αξιώσεων του πρώτου, για το συγκεκριμένο έργο. Την κρίση αυτή συνεπικουρούν και τα αναφερόμενα από τον εκκαλούντα στην από 21-06-2004 εξώδικη δήλωση- απάντηση-διαμαρτυρία του προς τον πρώτο κατηγορούμενο (...... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ........), στην οποία ο εκκαλών αναφέρεται μεν στην από 26-5-2004 εξώδικη δήλωση του, δεν αναφέρει δε την ύπαρξη εκβιαστικών ενεργειών του πρώτου, σε σχέση με την έγερση πρόσθετων παράνομων οικονομικών αξιώσεων από αυτόν, από την εκτέλεση του έργου, παρά μόνο στη μη ύπαρξη των πλημμελειών του έργου, που ο πρώτος κατήγγειλε στον ΟΝΑ. Επίσης δεν αναφέρει καθόλου στις εξώδικες δηλώσεις του, τις εκβιαστικές ενέργειες του δεύτερου κατηγορουμένου για την ίδια αιτία. Οι μάρτυρες που πρότεινε ο εκκαλών να εξεταστούν επιβεβαίωσαν ότι οι κατηγορούμενοι επικοινώνησαν επανειλημμένα με το γραφείο του εκκαλούντα και ζητούσαν να καταβληθούν τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ανωτέρω αλλά δεν επιβεβαιώνουν τις απειλές για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του εκκαλούντα. Αναφέρουν ότι ο μεν πρώτος ζητούσε τα χρήματα επίμονα και έβριζε τον εκκαλούντα, διαμηνύοντάς του ότι αν δεν καταβάλλει τα χρήματα θα στείλει τους εργάτες του, να τους πληρώσει ο εκκαλών, γιατί αυτός δεν είχε χρήματα, αφού δεν τον πλήρωνε, και ο δεύτερος ότι ζητούσε να καταβληθούν τα χρήματα στον πρώτο, άλλως θα στείλει τους εργάτες να κάνουν καταγγελία στο ΙΚΑ για τα ένσημα, σε βάρος του εκκαλούντα, και θα έλθει στο γραφείο του εκκαλούντα και θα κτυπάει τα έπιπλα. Εκτός από αυτά η γ2 αναφέρει ότι την 24-5-2004 ο πρώτος κατηγορούμενος της ζήτησε να μεταφέρει στον εκκαλούντα ότι "επειδή αυτός θα λείπει από αύριο εκτός Αθηνών το υπόλοιπο του, πλέον, θα ζητήσουν άλλοι". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα περί εξαναγκασμού του με απειλή βίας κατά της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας, για καταβολή χρηματικών ποσών στην εταιρεία του πρώτου κατηγορούμενου, δεν είναι βάσιμοι. Είναι πιθανό, λόγω της κακοτεχνίας που προέκυψε στην κατασκευή του έργου, να ζήτησε ο κατηγορούμενος χρήματα από τον εκκαλούντα, για την επισκευή του, θεωρώντας τον υπαίτιο της κακοτεχνίας, όμως δεν προέκυψε ότι προσπάθησε να εξαναγκάσει τον εκκαλούντα να τα καταβάλλει με εκβιαστικό τρόπο και δει με βία ή απειλές κατά της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας, Κατά συνέπεια, αφού δεν προκύπτουν σε βάρος των κατηγορούμενων σοβαρές ενδείξεις ενοχής για το έγκλημα της απόπειρας εκβίασης, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον τους για την πράξη αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 309, 310, 318 Κ.Π.Δ. και το εκκαλούμενο βούλευμα που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορούμενων γι' αυτήν καλώς έπραξε, ενώ η έφεση με την οποία ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, σφάλλει και πρέπει ν' απορριφθεί, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα...". V. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και απέρριψε κατ' ουσία την υπ' αριθμ. 262/2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος ψ1, κατά του υπ' αριθμ. 1365/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκρινε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, για την πράξη της απόπειρας εκβίασης, για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτών ποινική δίωξη. Ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτιάται το βούλευμα για αντιφατικότητα της αιτιολογίας του. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι ενώ στο βούλευμα γίνεται παράθεση αποσπασμάτων από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων, την εξέταση των οποίων πρότεινε ο πολιτικώς ενάγων, από τις οποίες προκύπτουν στοιχεία απόπειρας εξαναγκασμού του πολιτικώς ενάγοντος σε πράξη, στη συνέχεια το βούλευμα, αξιολογώντας τις καταθέσεις αυτές αντιφατικά δέχεται ότι δεν προέκυψαν στοιχεία εξαναγκασμού αυτού. Η αιτίαση αυτή και ο επ' αυτής ερειδόμενος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού παρατίθενται μεν στο βούλευμα αποσπάσματα από τις άνω μαρτυρικές καταθέσεις, πρόδηλο όμως είναι ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν υιοθετεί το περιεχόμενο αυτών και δεν τις ενσωματώνει ως παραδοχές του, αφού καταλήγει ότι δεν είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος για απόπειρα εκβιάσεως του. Περαιτέρω, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως με την εις την έκθεση αναιρέσεως διατύπωση "... το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 385 παρ. 1α, β' και γ' ΠΚ..." είναι αόριστος και απαραδέκτως προβάλλεται. Για το παραδεκτό του από το άνω άρθρο λόγου αναιρέσεως, δεν αρκεί μόνο η μνεία της διατάξεως η οποία φέρεται ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα αλλά απαιτείται και προσθέτως να αναφέρεται εις τι συνίσταται η παρερμηνεία της διατάξεως ή η εσφαλμένη εφαρμογή αυτής σε σχέση με της παραδοχές της αποφάσεως. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 191/12-9-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1567/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επαρκής αιτιολογία βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο αποφαίνεται ότι κατά των κατηγορουμένων δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για απόπειρα εκβιάσεως. Απόρριψη αναιρέσεως Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα απαλλακτικό.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1318/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2 που δεν παραστάθηκαν στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.2386/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. ....., 2. ....., 3. ....., 4. ......, 5 ....., 6 ......, 7........, 8 ......, 9. ......., 10. ..... και 11 ..... .Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2007 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2071/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στυλιανός Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 19/18-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω τις υπ'αριθμ. 287 και 288/28-11-2007 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2 αντίστοιχα, κατά του υπ'αρ. 2386/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο κήρυξε απαράδεκτες τις από 30/4/2007 ασκηθείσες εφέσεις των ως άνω κατηγορουμένων κατά του υπ'αριθμ. 1023/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικαστούν για το πλημμέλημα της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρ. 235 ΠΚ ως ισχύει) και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠΔ "..... ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο Νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα", κατά δε το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν ασκείται από πρόσωπο που δεν είχε σχετικό δικαίωμα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 482 παρ. 1α ΚΠΔ (ως αντικ. με το Ν. 3160/2003), το ένδικο μέσο της αναίρεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά βουλευμάτων (α) που τον παραπέμπουν στο ακροατήριο για κακούργημα.......... και (β) που παύουν προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως εν προκειμένω, το Δικαστικό Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν τις υπό κρίση αναιρέσεις κατά του υπ'αρ. 2386/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε ύστερα από τις από 30/4/2007 εφέσεις των, τις οποίες κήρυξε απαράδεκτες, διότι το εκκαλούμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε έφεση, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους κατά του υπ'αρ. 1023/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μαζί με άλλους κατηγορουμένους, να δικαστούν για το πλημμέλημα της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρ. 235 ΠΚ ως ισχύει). Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 482 παρ. 1 και 483 ΚΠΔ στις οποίες αναφέρονται οι δικαιούμενοι και οι προϋποθέσεις άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος, δεν συμπεριλαμβάνονται οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι σαν δικαιούμενοι της άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών διότι είχαν παραπεμφθεί με το πρωτόδικο βούλευμα για πλημμέλημα (άρθρ. 235 ΠΚ ) και ως εκ τούτου οι αιτήσεις αναίρεσης των παραπάνω κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες εκ του λόγου αυτού και να επιβληθούν σ'αυτούς τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω Α) Να κηρυχθούν απαράδεκτες οι με αριθμ. 287 και 288/28-11-2007 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2) Χ2, αντίστοιχα κατά του υπ'αριθμ. 2386/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν οι από 30/4/2007 αντίστοιχες εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, κατά του υπ'αρ. 1023/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως απαράδεκτες και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος των αναιρεσειόντων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ'άρθρον 463 ΚΠοινΔ ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο κάποιος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, κατά δε το άρθρο 482 παρ.1 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ.1 Ν.3160/30-6-2003, "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του". Περαιτέρω κατά το άρθρο 476 παρ.2 ιδίου Κώδικος, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 38 Ν.3160/20-6-2003 "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών προκύπτει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αναίρεση περιορίσθη μόνον επί αποφάσεων που απορρίπτουν το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και δεν παρέχεται πλέον τοιούτο δικαίωμα και επί βουλευμάτων. Εξ άλλου κατά το άρθρο 476 παρ.1 ιδίου Κώδικος "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται...το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο...". Τέλος κατ'άρθρον 513 παρ.1 ΚΠοινΔ "Αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη..". Στην προκειμένη περίπτωση με το υπ'αριθμ. 1023/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, οι κατηγορούμενοι, νυν αναιρεσείοντες παρεπέμφθησαν, μαζί με άλλους συγκατηγορουμένους, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για ενεργητική δωροδοκία (άρθρο 236 ΠΚ), ήτοι για πλημμέλημα, αφού η απειλουμένη για την πράξη αυτή ποινή είναι τουλάχιστον ενός έτους. Κατά του βουλεύματος αυτού ήσκησαν οι κατηγορούμενοι αυτοί τις εφέσεις των, υπ'αριθμ. 208/2007 ο Χ1 και 209/2007 ο Χ2, τις οποίες με το βούλευμα 2386/2007, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κήρυξεν απαράδεκτες, διότι ησκήθησαν κατά βουλεύματος, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται έφεση από τον κατηγορούμενο. Το βούλευμα αυτό προσβάλλουν οι αναιρεσείοντες με τις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, υπ'αριθμ. 287/2007 ο Χ1 και 288/2007 ο Χ2, ασκηθείσες την 28/11/2007, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.3160/2003. Συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση από τους κατηγορουμένους-αναιρεσείοντες, αφού κήρυξε απαράδεκτες τις εφέσεις αμφοτέρων, κατά τ'άνω και, κατ'ακολουθίαν αυτών, πρέπει οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 28-11-2007 αιτήσεις των Χ1 (υπ'αριθμ. 287/2007) και Χ2 (υπ'αριθμ. 288/2007) ....., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 2386/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει έκαστον των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την τροποποίηση του άρθρου 476§2 ΚΠΔ με το άρθρο 38 του ν. 3160/30-6-2003 δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίπτεται η έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτη (για οποιοδήποτε λόγο). Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως για τον ως άνω λόγο.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1317/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 668/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 335/19.9.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 2761/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) διά να δικασθή διά πλαστογραφία μετά χρήσεως, με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 73.000 ευρώ, δια βλάβης τρίτου. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1, στοιχ. α', δ' Κ.Π.Δ.). Α) Επειδή, κατά το άρθρο 171 § 1 περίπτ. δ' Κ.Π.Δ., ακυρότητα λαμβανομένη και αυτεπαγγέλτως υπ'όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 276 § 2 Κ.Π.Δ., ο ανακριτής δύναται να εκδώση ένταλμα συλλήψεως σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 282, προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, κατά δε το άρθρο 271 § 1 του ιδίου Κώδικα, ο ανακριτής, και όταν συντρέχει περίπτωση προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, δύναται και δεν υποχρεούται, αντί να εκδώση ένταλμα συλλήψεως κατ'αυτού, να τον καλέση προς εξέταση με κλήση περιέχουσα τα στοιχεία που ορίζονται στην § 2 του άρθρου 271. Επομένως, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα, για πράξη δηλαδή που επιτρέπεται, κατ'άρθρ. 282 Κ.Π.Δ., προσωρινή κράτηση, ο ανακριτής δύναται, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύση τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώση εναντίον του ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να έχη προηγηθή κλήση προς απολογία, η δε προς απολογία κλήση του κατηγορουμένου, εφ'όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι περαιώθηκε νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως (ΑΠ 1399/2003, ΑΠ 1235/1987, εις ΠΧ/ΛΗ'/51, ΑΠ 1569/1983, εις ΠΧ/ΛΔ'/519). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσση την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψη την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Μόνο δε όταν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, γεννάται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 576/2003, εις Ποιν. Δικ./2003/1020). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακριτής 23ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών νομίμως εξέδωσε το υπ'αριθμ. 5/2006 ένταλμα συλλήψεως κατά του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου διά πλαστογραφία μετά χρήσεως, ως άνω, εις βαθμό κακουργήματος, δια την οποία επιτρέπεται, κατ'άρθρ. 282 Κ.Π.Δ., προσωρινή κράτησή του και, συνεπώς, με την έκδοση του ανωτέρω εντάλματος συλλήψεως, νομίμως περαιώθηκε η κυρία ανάκριση, ασχέτως αν προηγήθηκε νομίμως ή όχι κλήση για απολογία του. Επομένως, ο επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως, ότι εκ της μη κλητεύσεώς του προς απολογία από τον ανακριτή επήλθε απόλυτος ακυρότης, κατ'άρθρ. 171 § ιδ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αναφερόμενο στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, η αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, προς παροχή εξηγήσεων και διασαφήσεων επί της αποδιδομένης σ'αυτόν κατηγορίας, απερρίφθη αιτιολογημένα, αφού, δια την απόρριψή της, διαλαμβάνεται η αιτιολογία, ότι αυτός, με το από 10-1-2007 υπόμνημά του, αναπτύσσει διεξοδικά με πληρότητα τους ισχυρισμούς του και τις απόψεις του, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβη αυτούς και προφορικά ενώπιον του συμβουλίου. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, αορίστως, ότι παρά τον νόμο το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και για τον λόγο αυτό κατέστη αναιρετέο. 'Όμως, δεν προβάλλει συγκεκριμένη αιτίαση, με την οποία να θεμελιώνεται αναιρετικός λόγος, εκ του άρθρ. 484 § 1 Κ.Π.Δ., κατά του βουλεύματος. Επομένως, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, ο επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα, στην περίπτωση αυτή, ως λόγος αναιρέσεως. Β) Επειδή, η εκ του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220). Η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 861/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/408). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι "δεν έχει καμιά απολύτως δική του αιτιολογία, δεν έχει προβεί σε έρευνα των λόγων εφέσεώς του και των πραγματικών ισχυρισμών που εμπεριέχονται σ'αυτούς, δεν περιέχει έστω και μία δική του σκέψη και συλλογισμό". Όμως, ως προκύπτει εκ του προσβαλλομένου βουλεύματος, τούτο διαλαμβάνει την ως άνω επιβαλλομένη αιτιολογία, με επιτρεπτή καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών που το εξέδωσε στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την πρόταση αυτή, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, ο περί του εναντίου επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι δε, υπό την επίκληση του ιδίου αναιρετικού λόγου αιτιάσεις, δια των οποίων πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Επίσης, πρέπει να απορριφθή και η διά της εκθέσεως αναιρέσεως (άρθρ. 91/10-4-2007) υποβαλλομένη αίτηση αυτού, περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων, διότι διά της ανωτέρω εκθέσεως εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του επί της προκειμένης υποθέσεως. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως και η από 10-4-2007 αίτηση αυτού, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 18 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρον 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δε τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που τού παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξ άλλου κατά το άρθρο 276 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως στις περιπτώσεις εκείνες που κατά το άρθρο 282 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ. επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, κατά δε το άρθρο 271 παρ. 1 ιδίου Κώδικος και στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση ο ανακριτής μπορεί και δεν υποχρεούται αντί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως κατ' αυτού να καλέσει τον κατηγορούμενο με κλήση η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού (271). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άνω άρθρων σαφώς συνάγεται ότι αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα, για πράξη δηλαδή για την οποίαν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατ' άρθρον 282 Κ.Ποιν.Δικ., ο ανακριτής δύναται, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώσει εναντίον του ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να έχει προηγηθεί κλήση προς απολογία. Συνεπώς εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι επερατώθη νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως, ασχέτως εάν προηγήθη νομίμως ή όχι κλήση για απολογία του. Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακριτής του 23ου Τακτικού Τμήματος του Πλημμελειοδικείου Αθηνών νομίμως εξέδωσε, με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, το υπ' αριθμ. 5/2006 ένταλμα συλλήψεως κατά του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορισμού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ, δηλαδή για κακουργηματική πράξη για την οποίαν συγχωρείται προσωρινή κράτηση, χωρίς προηγούμενη κλήτευσή του για απολογία, είναι δε χωρίς νόμιμη επιρροή το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα περιστατικό ότι δεν προηγήθηκε κλήτευσή του, πολύ δε περισσότερο νόμιμη κλήτευσή για απολογία στη γνωστή στις Αρχές διεύθυνσή του, διότι εθεωρήθη αγνώστου διαμονής σύμφωνα με την από ... βεβαίωση του Αρχιφύλακος ..., ενώ ήτο γνωστής διαμονής, συμφώνως προς τα προσκομισθέντα υπ' αυτού έγγραφα. Συνεπώς νομίμως επερατώθη η κυρία ανάκριση με την έκδοση του ανωτέρω εντάλματος συλλήψεως, ασχέτως εάν δεν προηγήθη κλήση του προς απολογίαν. Μετά ταύτα ο πρώτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με τον οποίον (λόγο) υποστηρίζει ούτος ότι επήλθε απόλυτη ακυρότης (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Ποιν.Δικ. διότι εξεδόθη εις βάρος του από τον ως άνω ανακριτή το ρηθέν ένταλμα συλλήψεως χωρίς να κληθεί νομίμως σε απολογία και χωρίς να του γνωστοποιηθεί το πέρας της ανακρίσεως και ούτω παρεβιάσθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση και υπεράσπισή του ως κατηγορουμένου (άρθρ. 171 περ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δικ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η απαιτουμένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και τον Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21.11.1984 και κυρώθηκε με το Ν.1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' Κ.Ποιν.Δικ. συνιστά λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή του, όταν το Συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 498/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του υπ' αριθμ. 2761/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός να δικασθεί για πλαστογραφία με χρήση από δράστη που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ με βλάβη τρίτου. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση (δι' αυτής δε και στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση), στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβεν υπ' όψη της "αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής αστυνομική προανάκριση και ειδικότερα από όλες τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων και τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία", με την οποίαν (πρόταση) συνετάχθη και η κρίση του Συμβουλίου, τούτο, εδέχθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις εις βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για την άνω κακουργηματική πράξη, ώστε θα ήτο άσκοπη η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτου-μένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με τον άνω τρόπο, με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. Ιβ', 216 παρ. 1 και 3α Π.Κ., τις οποίες ορθά εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή άλλο τρόπο. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τον λόγον ότι "αυτή δεν υπάρχει όταν είναι εντελώς τυπική, προς την οποίαν εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει γενικά στην εισαγγελική πρόταση, ότι το βούλευμα δεν έχει καμμιά απολύτως δική του αιτιολογία, αφού αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση χωρίς καμμιά δική του σκέψη και συλλογισμό και λογική επεξεργασία των προκυψάντων πραγματικών περιστατικών", και χωρίς να ισχυρίζεται αυτός άλλο τί σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας αυτής ταύτης της εισαγγελικής προτάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, εις το πλαίσιον του αυτού λόγου, ότι το βούλευμα "α) δέχεται ως αληθή αποδεικτικά στοιχεία τόσο τις μαρτυρικές καταθέσεις του ......., όσο και την από 12.11.2000 έγγραφη δήλωσή του (του αναιρεσείοντος) προς αυτόν, β) δεχόμενο ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για τον αναιρεσείοντα, εσφαλμένα εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 211Α Κ.Ποιν.Δικ.", είναι απορριπτέες ως απαράδεκτοι, η μεν πρώτη διότι υπό την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας βάλλει κατά της αναιρετικά ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του Συμβουλίου, η δε δευτέρα, διότι η παραβίαση (ευθέως ή εκ πλαγίου) δικονομικής ποινικής διατάξεως, όπως η ανωτέρω, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως. Κατά την διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ. α' και δ' Κ.Ποιν.Δικ. "Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση.....Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορουμένου για την εμφάνισή του στο συμβούλιο διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ούτως εάν μεν το συμβούλιο δεν απαντήσει εις τοιούτον αίτημα του κατηγορουμένου, το οποίον υποβάλλεται κατά νόμιμο τρόπο, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ' αυτόν (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Ποιν.Δικ., εάν δε απορρίψει το αίτημά του, χωρίς επαρκή αιτιολογία, ικανοποιούσα τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναιρέσεώς του ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε "παρά τω νόμω", το υποβληθέν υπ' αυτού με την έφεσή του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του τότε εκκαλούντος - νύν αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για να δώσει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Όμως το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του (τότε εκκαλούντος - ήδη) αναιρεσείοντος ενώπιον αυτού και απέρριψε την σχετική αίτησή του για εμφάνιση με ρητή διάταξή του, αφού την κρίση του αυτή εστήριξε, με επιτρεπτή αναφορά, στην πρόταση του Εισαγγελέως στην οποία διαλαμβάνεται η αιτιολογία ότι "ο κατηγορούμενος με το από 10.1.2007 υπόμνημά του αναπτύσσει διεξοδικά με πληρότητα τους ισχυρισμούς του και τις απόψεις του, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου τούτου". Εκ της απορριπτικής του αιτήματος για αυτοπρόσωπη του κατηγορουμένου εμφάνισή του στο Συμβούλιο διατάξεως του βουλεύματος δεν επήλθε απόλυτη ακυρότης, αφού το Συμβούλιο απήντησεν επ' αυτού ρητά, χωρίς ως ανεφέρθη, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερομένη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος είναι η απαιτουμένη κατά το άρθρο 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική. Αυτό δε γιατί πράγματι η εμφάνιση του κατηγορουμένου στο Συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με υπόμνημα και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνιση. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' και δ' Κ.Ποιν.Δικ., λόγο αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητας, άλλως ανεπαρκούς αιτιολογίας ως ούτος εκτιμάται υπό του Συμβουλίου τούτου, της απορριπτικής αυτής διατάξεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τις διατάξεις του άρθρου 309 παρ. 2, 485 παρ. 1 και 3 Κ.Ποιν.Δικ. προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Συνεπώς το περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτημα του αναιρεσείοντος είναι μεν νόμιμο κατά τις άνω διατάξεις, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, διότι ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως διεξοδικώς εκθέτει τις απόψεις του επί των λόγων της κρινομένης αιτήσεως, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο παρόν Συμβούλιο για να τους επαναλάβει και προφορικώς. Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10.4.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι περατώθηκε νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως (άρθρα 276 § 2, 282 § 1, 271 § 1 ΚΠΔ). Δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότης λόγω παραβιάσεως διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ασχέτως εάν προηγήθηκε ή όχι κλήση του για απολογία. Όχι έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος εκ του ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποία παρατίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα και οι σκέψεις για την παραπεμπτική πρόταση. Πότε αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αυτοπροσώπου εμφανίσεως από το Συμβούλιο Εφετών. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που αφορούν την ουσία. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις για παράβαση δικονομικής διατάξεως. Απορρίπτεται όμοιο αίτημα από Συμβούλιο Αρείου Πάγου ως αβάσιμο, διότι έχει αναπτύξει ο αιτών αναιρεσείων τις απόψεις του διεξοδικά με την αναίρεσή του. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.
1
Αριθμός 1316/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καπόλλα, περί αναιρέσεως της 1233/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 172/08. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 3346/2005 "Για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης" [ΦΕΚ 17.6.2005], παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 5: α] των πταισμάτων και β] υφ' όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον 150 ευρώ συνεχίζεται κατ' αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη. Περαιτέρω, με την παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου ορίζεται ότι "Οι δικογραφίες που αφορούν στα κατά τις προηγούμενες παραγράφους εγκλήματα τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 33 του ΝΔ 136/46, οι παραβάσεις των άρθρων 30, 31 και 32 , εάν τελέστηκαν από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προς έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων με την 1718/31-5-2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών για παράβαση του άρθρου 30 παρ.12 ΝΔ 136/1946 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ.5 εδ. δ' του ΚΤΠ και ειδικότερα για το ότι στη Θεσσαλονίκη στις 28/4/2004, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "ΚΡΙΚΡΙ ΑΕ" και ως διευθυντής καταστήματος επεξεργασίας γάλακτος αυτής, προέβη στην διάθεση στην κατανάλωση συσκευασίας επιδορπίου γιαουρτιού, μολονότι ήταν μη κανονικό, καθώς στις ενδείξεις συσκευασίας το συντηρητικό Ε202 αναφερόταν μόνο με τον κωδικό ΕΚ και δεν προσδιοριζόταν το όνομα της κατηγορίας του προσθέτου. " Κατά της απόφασης εκείνης ο ήδη αναιρεσείων άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1233/4-10-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών, η οποία έκρινε ότι η πιο πάνω πράξη είχε τελεσθεί από αμέλεια ( άρ.33 σε συνδ. με το άρ. 30 παρ.12 του ΝΔ 136/46) και για την πράξη αυτή ο κατηγορούμενος αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης είκοσι (20) ημερών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Εφόσον, όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, που δίκασε ως εφετείο, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3346/2005, έκρινε ότι η πιο πάνω πράξη της παράβασης του άρθρου 30 παρ. 12 του ν.δ 136/1946 έχει τελεσθεί από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα εξ αμελείας, στις 28/4/2004, δηλαδή, πριν από την δημοσίευση του ν.3346/2005 (17/6/2005), έπρεπε, αφού η πράξη αυτή τιμωρείται, κατά το άρθρο 33 του ως άνω ν.δ 136/1946, με ποινή φυλάκισης το πολύ έξι μηνών ή χρηματική ποινή, να εφαρμόσει την πιο πάνω διάταξη των παρ. 1 και 3 του άρθρου 31 του ν. 3346/2005 και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, προκειμένου η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Σερρών. Συνεπώς, με το να μη πράξει τούτο, αλλά να κηρύξει ένοχο το αναιρεσείοντα και να του επιβάλει την πιο πάνω ποινή, υπερέβη την εξουσία του. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σερρών για τις δικές του ενέργειες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1233/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σερρών για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στη Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά εφετειακής που εκδόθηκε μετά τις 17/6/06 και δεν εφάρμοσε το άρθρο 31 παρ. 1, 2 ν. 3346/2005. Αναιρεί και παραπέμπει.
Παραγραφή υφ' όρο
Παραγραφή υφ' όρο.
0
Αριθμός 1315/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίστηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) ......, 2) ........, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Ζωητό, περί αναιρέσεως της 437/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ..... .Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 605/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρ. 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται. Κατά δε το άρθρο 153 του ίδιου Κώδικα η έκθεση του άρθρου 148, όπως είναι και η παραπάνω έκθεση, είναι άκυρη αν δεν έχει την υπογραφή του υπαλλήλου που την έχει συντάξει. Στην προκειμένη περίπτωση ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε έφεση κατά της 37835/5-9-2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν αθώοι για την πράξη της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ. Η έφεση αυτή φέρεται ότι ασκήθηκε με δήλωση του ως άνω Εισαγγελέα ενώπιον του γραμματέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η έκθεση όμως που συντάχθηκε για τη δήλωση αυτή (αριθ. 2074/15-9-2006) δεν έχει ούτε το ονοματεπώνυμο, ούτε υπογραφή του πιο πάνω γραμματέα και γι' αυτό είναι άκυρη. Ενόψει των προεκτεθέντων, το δικάσαν ως Εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που επιλήφθηκε της υποθέσεως δίχως να μεταβιβαστεί σ' αυτό αυτή, αφού δεν συντάχθηκε νομότυπα η έφεση κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, υπερέβη την εξουσία του. Γι' αυτό, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ σχετικού λόγου αναιρέσεως αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μη συντρεχούσης περιπτώσεως παραπομπής της υποθέσεως κατά τα εις το άρθρο 519 Κ.Π.Δ. οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 437/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση του Εισαγγελέα που φέρεται ότι ασκήθηκε με δήλωση του ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου, εφόσον, δεν έχει υπογραφή του πιο πάνω γραμματέα είναι άκυρη. Δέχεται λόγο αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1314/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Καραθανάση, περί αναιρέσεως της 258-263/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2044/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόμενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Ως προς τον από τo άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, πρέπει, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 25/10/2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως ο αναιρεσείων Χ1, ζητεί την αναίρεση της 258-263/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης πέντε ετών και οκτώ μηνών και χρηματική ποινή χιλίων ευρώ, για βαρεία σκοπούμενη σωματικής βλάβη, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και οκτώ (8) μηνών. Ως λόγο αναιρέσεως διαλαμβάνει στην κρινόμενη αίτησή του τα εξής: "Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρθρο 510 παρ. 1Δ), εσφαλμένως δε ερμήνευσε κα εφάρμοσε ουσιαστική ποινική διάταξη (άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ):......... Στην προκειμένη δική μου περίπτωση το Μικτό Ορκωτό Εφετείο που εξέδωκε την ώδε προσβαλλόμενη απόφαση μη νομίμως, και όλως εσφαλμένως δέχθηκε ότι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού της δίκης (μαρτυρικές ένορκες καταθέσεις, απολογία, έγγραφα) προέκυψε ότι δήθεν εγώ επεδίωξα την βαριά σωματική βλάβη του παθόντος Ψ1, δηλαδή ότι η σωματική του βλάβη ήταν από εμέ σκοπούμενη. Τούτο όμως δεν είναι αληθές διότι: 1.- Ο ίδιος ο παθών στην μαρτυρία του, επ'ακροατηρίω, στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι: α) Μου επιτέθηκε πρώτος όταν του είπα την υβριστική φράση "θα σου γαμήσω τη μάνα" β) Με έπιασε από το λαιμό και τότε αισθάνθηκε ένα πόνο κάτω από τη δεξιά πλευρά..." γ) Προσπάθησε τότε να με αποφύγει, άρχισε να με κτυπάει με κλωτσιές και τότε έφαγε και τη δεύτερη μαχαιριά στην κοιλιά" δ) Δεν ξέρει με τι τον τραυμάτισα. Δεν ξέρει αν τον τραυμάτισα με τα δυο μου χέρια. Δεν μπορεί να απαντήσει αν τον κάρφωσα με μαχαίρι ή με ψαλίδι. ε) Όταν μιλούσαμε έξω!!!! εγώ είχα τα χέρια μου στις τσέπες του μπουφάν μου. στ) Ήταν πιο εύκολο για μένα να τον τραυματίσω παρά να ξεφύγω από τα χέρια του έτσι όπως με είχε πιασμένο από το λαιμό!!!! ζ) "Τώρα δεν δημιουργώ προβλήματα. Δεν έχει ακούσει να κάνω κάτι άσχημο τα τελευταία χρόνια. Ζω σ' ένα παλιό κτίριο και φτιάχνω κομποσχοίνια. Νομίζει ότι για τα κομποσχοίνια χρησιμοποιώ κάτι σαν καρφί. Μίλησα στη μητέρα του γιατί νόμιζα ότι με κορόιδευαν. Το ένα χέρι μου είναι προβληματικό". Από την άνω ένορκη κατάθεση του παθόντα προκύπτει αναντίρρητα ότι εγώ αντέδρασα μόνο όταν αυτός (ο παθών) μου επιτέθηκε, με έπιασε από το λαιμό και δεν μπορούσα να αναπνεύσω, και στην προσπάθειά μου να γλυτώσω, χρησιμοποίησα ως μέσο άμυνας, έστω και καθ' υπέρβαση, το καρφί με το ποίο κάνω τα κομποσχοίνια, χωρίς όμως να επιδιώξω τη βαριά του σωματική βλάβη. Επομένως ουδαμού ο ίδιος ο παθών στην ένορκη κατάθεση του υπεστήριξε με στοιχεία ότι εγώ είχα δόλο για το βαρύτερο αποτέλεσμα. 2.- Ο μάρτυς ......, αδελφός του παθόντος, ουδέν γι' αυτό τούτο το συμβάν κατέθεσε καθότι δεν ήταν παρών. 3.- Ο μάρτυς ......, αστυνομικός, καταθέτει μόνο ότι σε έρευνα που μου έκανε μετά το συμβάν βρήκε επάνω μου ένα κατσαβίδι και ένα ψαλίδι. Δεν εξήγησε όμως στο δικαστήριο αν και τα δύο αυτά όργανα είχαν χρησιμοποιηθεί (αν υπήρχαν ίχνη αίματος επάνω σε αυτά, η άλλο τι στοιχείο που να απεδείκνυε με βεβαιότητα τη χρησιμοποίηση και των δύο οργάνων η του ενός εξ αυτών και ποίου).-Αν επίσης έγινε εξέταση τους από ειδικό εργαστήριο για να εντοπιστούν τα ίχνη. 4.- Στην απολογία μου, εγώ ο ίδιος, εξηγώ ακριβώς πως έγινε το συμβάν. -Το μόνο που επεδίωκα ήταν να μην γίνεται πώληση και χρήση ναρκωτικών στο χωριό μας, και ιδία από τον φίλο μου Γ1, ο οποίος με έθαλπε στην καφετέρια του, με τάϊζε και με ζέσταινε το χειμώνα. Ο παθών έκανε παρέα με τον ......., που πουλούσε ναρκωτικά, και ήθελα να τον σταματήσω γιατί ο παθών ήταν επίσης φίλος με τον Γ1, σύχναζε στο μαγαζί του, και τον παρέσυρε. - Μετά την επίσκεψη μου στο σπίτι του παθόντα, εγώ φοβόμουν για την ακεραιότητα μου, γι αυτό και πήγα στον Δήμαρχο και την Αστυνομία και τους ειδοποίησα για το ραντεβού μου στο "....." με τον παθόντα. Το ραντεβού όμως δεν έγινε. Συναντηθήκαμε με τον παθόντα μετά από δύο μέρες. -Όταν βγήκαμε έξω από το Κέντρο εγώ αρχικά έδωσα νουθεσία στον παθόντα. Δεν βγήκα επί σκοπώ να τον τραυματίσω και μάλιστα σοβαρά. Άλλωστε και ο ίδιος ο παθών κατέθεσε ότι μιλούσαμε έξω από το Κέντρο, και ότι εγώ είχα τα χέρια μου στις τσέπες μου.... - Δέχθηκα δυνατό κτύπημα από τον παθόντα. Δεν κινήθηκα εγώ εναντίον του. Ήμουν εκεί ακίνητος. Αυτός έπεσε επάνω μου, και τις δύο φορές. Εγώ δεν έκανα κίνηση να τον κτυπήσω. Τούτο ομολογήθηκε και από τον παθόντα. Είπε επί λέξει: "Τον έπιασα από το λαιμό..., ήταν πιο εύκολο γι' αυτόν να με τραυματίσει παρά να ξεφύγει από τα χέρια μου έτσι όπως τον είχα πιασμένο από το λαιμό..." - Δεν ήξερα ότι χτυπώντας τον με το καρφί θα του προκαλούσα βαριά σωματική βλάβη. Το καρφί δεν μπορούσε να του κάνει ζημιά γιατί δεν μπορούσε να μπει στο σώμα του παθόντα παρά μόνο η μύτη του. Οι άνω ένορκες καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας στο ακροατήριο και η απολογία μου ήσαν τα μοναδικά αποδεικτικά στοιχεία της κατ' έφεση δίκης μου, ομού μετά της ιατροδικαστικής Έκθεσης, η οποία ανέφερε μεν το πλάτος και το βάθος των τραυμάτων του παθόντος Ψ1, αλλά δεν διευκρίνιζε το όργανο που χρησιμοποιήθηκε γι' αυτά. Είναι απορίας άξιον πως υιοθετήθηκε από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, όλως αυθαίρετα και καταχρηστικά, η υποθετική και μόνο κρίση ότι δήθεν χρησιμοποίησα ψαλίδι για τον τραυματισμό του Ψ1, και δεν εξετάστηκε διόλου η πιθανότητα να προκλήθηκε το πλάτος των τραυμάτων του από την τεχνική λαβή που έφερε το κατσαβίδι, που είχα για τα κομποσχοίνια, η οποία είχε ασφαλώς το υποτιθέμενο πλάτος των 0,1 έως 0,7 εκ, αφού εξ άλλου το βάθος των τραυμάτων 5 έως 7 εκ. μπορούσαν να το προκαλέσουν και το καρφί (κατσαβίδι με τη τεχνητή λαβή), και το ψαλίδι αφού είχαν το αυτό μήκος των 10 εκ. Το ψαλίδι ως όργανο του τραυματισμού του παθόντα από ουδέν απεδείχθη. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καίρια στηρίξασα την βαριά κατηγορία μου σε ανύπαρκτο αποδεικτικό στοιχείο (χρήση ψαλιδιού και τραυματισμός με αυτό), με μόνη την υποθετική εκδοχή ότι "φορούσα το μπουφάν μου!!!! άρα είχα επάνω μου το ψαλίδι άρα το χρησιμοποίησα!!!!". Ούτω κρίνασα η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε η διέλαβε λίαν πλημμελώς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση της περί της ποινικής μεταχειρίσεως μου (άρθρο 510 παρ. ΙΑ). Για την κατοχή του ψαλιδιού ίσως είχα ευθύνη, όχι όμως για τη χρησιμοποίηση του. Επίσης από την όλη ακροαματική διαδικασία και τα αποδεικτικά της δίκης έγγραφα ουδόλως απεδείχθη η δήθεν σκοπούμενη από εμέ βαριά σωματική βλάβη. Δεν είχα δόλο για το βαρύτερο αποτέλεσμα που επήλθε στον παθόντα Ψ1. Ευθύνη γιατί δεν προέβλεψα την πιθανότητα να προκαλέσω στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη με τη χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου κατσαβιδιού υπό τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες που το χρησιμοποίησα, υπάρχει, όχι όμως σκοπός μου προς τούτο και εν ψυχρώ διάπραξη. Επομένως είναι πλέον η βέβαιον ότι το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε τα μέγιστα κρίναν από τα ως άνω στοιχεία ότι εγώ επεδίωξα την βαριά σωματική βλάβη του παθόντα διότι τοιούτον τι δεν απεδείχθη από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, που η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στο αιτιολογικό και διατακτικό της. Αντιθέτως απεδείχθη ότι από αμέλεια μου δεν κατόρθωσα να προβλέψω το βαρύτερο αποτέλεσμα του τραυματισμού του παθόντα. Ούτω η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 310 παρ. 3 στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και απορριπτέα, ενώ θα έδει το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο να είχε εφαρμόσει ορθώς και νομίμως τη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 1, η οποία και μόνο είναι αληθής και δίκαιη".- Με αυτό, όμως, το περιεχόμενο η κρινόμενη αίτηση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, αλλά, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η αίτηση αναιρέσεως, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25/10/2007 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 9978/8-11-2007) του Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Φυλακή Λάρισας, κατά της 258-263/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αναιρέσεως ως αορίστου (απαραδέκτου). Πότε είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως κατά αποφάσεων για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεων. Δεν αποτελεί ορισμένο λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Απόρριψη αναιρέσεως ως απαραδέκτου.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
2
Αριθμός 1313/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - πολιτικώς ενάγουσας Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΔΗΜΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στο Λουτράκι και εκπροσωπείται νόμιμα και που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου. Με κατηγορουμένους τους: 1) Χ1 και 2) Χ2. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κορίνθου, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - πολιτικώς ενάγουσα ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1860/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 97/21.01.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ. την από 30-10-2007 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΔΗΜΟΣ ΑΕ" που εδρεύει στο Λουτράκι-Κορινθίας και εκπροσωπείται νόμιμα, ως πολιτικώς ενάγουσας, κατά του υπ'αριθμ. 162/2007 απαλλακτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, είναι απαράδεκτο και ως τέτοιο απορριπτέο. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 473 § 2 και 474 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, προκειμένου ο νομοθέτης να διευκολύνει εκείνον που καταδικάστηκε, να ασκήσει αίτηση αναίρεσης, καθορίζει υπαλλακτικό τρόπο άσκησης με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιείται εντός είκοσι (20) ημερών, από την καταχώρηση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο όταν ο κατηγορούμενος ήταν παρών στη δίκη ή εντός είκοσι (20) ημερών από την επίδοση αυτής στον αιτούντα κατηγορούμενο, υπό τον όρο όμως ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι καταδικαστική (ΑΠ 543/03). 'Ετσι, η άσκηση αναίρεσης με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι επιτρεπτή εάν στρέφεται κατά βουλεύματος, με το οποίο το Συμβούλιο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου (ΑΠ 1114/99), ενώ παράλληλα το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης από τον πολιτικώς ενάγοντα κατά το άρθρο 482 Κ.Π.Δ. καταργήθηκε με το αρ. 41 § 1 του ν.3160/30-6-03 και συνεπώς ο τελευταίος δεν δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά απαλλακτικού βουλεύματος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κορίνθου με το υπ'αριθμ. 162/2007 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ2 για τις πράξεις α) της ψευδούς βεβαίωσης σε βάρος του πρώτου και β) της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδή βεβαίωση του πρώτου, σε βάρος του δευτέρου κατηγορουμένου, που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτούς στο Λουτράκι - Κορινθίας, κατά το χρονικό διάστημα από 17-2-03 έως 21-1-04. Κατά του απαλλακτικού αυτού βουλεύματος η παραπάνω ανώνυμη εταιρεία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΔΗΜΟΣ ΑΕ" που εδρεύει στο Λουτράκι-Κορινθίας και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε, ως πολιτικώς ενάγουσα, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κορίνθου Περικλή Μπαλοδήμου και δυνάμει του από ..... πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της, με δήλωσή της που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την κρινομένη αίτηση αναίρεσης, η οποία, όμως με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, είναι απαράδεκτη, αφού ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν δικαιούται στη άσκησή της και στρέφεται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται, και μάλιστα με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε αναίρεση. Κατ'ακολουθία αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 30-10-2007 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρίας υπό την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΔΗΜΟΣ ΑΕ" που εδρεύει στο Λουτράκι-Κορινθίας και εκπροσωπείται νόμιμα, ως πολιτικώς ενάγουσα, κατά του υπ'αριθμ. 162/2007 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα. Αθήνα 15 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΓεώργιος Βλάσσης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας - πολιτικώς ενάγουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ., όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003, που ισχύει (κατά το άρθρο 61 αυτού) από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 30η Ιουνίου 2003, ο πολιτικώς ενάγων έχει δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν αυτό αποφαίνεται, ότι δεν πρέπει να γίνει κατά του κατηγορουμένου σχετική κατηγορία. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003 και έκτοτε ο πολιτικώς ενάγων, δεν έχει δικαίωμα αναιρέσεως κατά οιουδήποτε βουλεύματος. Με τη μεταβατικού δε δικαίου διάταξη του άρθρου 54 παρ. 3 του ίδιου νόμου, ορίσθηκε ότι "ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων", τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν προβλέπονται και έχουν ασκηθεί μέχρι τη δημοσίευσή του (την 30η Ιουνίου 2003), εισάγονται και κρίνονται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 463 του Κ.Π.Δ., ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα και στον πολιτικώς ενάγοντα, δεν δίδεται το δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, μετά την 30η Ιουνίου 2003. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 473 § 2 και 474 § 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατά βουλεύματος, ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής Αρχής της περιφέρειας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς, η άσκηση αναίρεσης με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι επιτρεπτή εάν στρέφεται κατά βουλεύματος, με το οποίο το Συμβούλιο αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει επ' αυτού Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, μετά προηγούμενη ειδοποίηση του διαδίκου που άσκησε το ένδικο μέσο, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του προσβληθέντος βουλεύματος ή αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση η εταιρεία με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΔΗΜΟΣ", που εδρεύει στο Λουτράκι-Κορινθίας και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε την κρινόμενη αναίρεση, ως πολιτικώς ενάγουσα, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Κορίνθου Περικλή Μπαλοδήμου και δυνάμει του από ..... πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της, με δήλωσή της που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του 162/2007 απαλλακτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, με το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ2 για τις πράξεις α) της ψευδούς βεβαίωσης σε βάρος του πρώτου και β) της ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδή βεβαίωση του πρώτου, σε βάρος του δευτέρου κατηγορουμένου, που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτούς στο Λουτράκι - Κορινθίας, κατά το χρονικό διάστημα από 17-2-03 έως 21-1-04. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως, είναι απαράδεκτη, αφού ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν δικαιούται στη άσκηση της και στρέφεται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση, και μάλιστα με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως πρέπει, μετά και την ειδοποίηση και μη εμφάνιση στο Συμβούλιο του αντικλήτου της αναιρεσείουσας (κατά τη σχετική επί του φακέλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα), να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδι-κασθεί ο τελευταίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30/10/2007, αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ. πρωτ. 9692/31-10-07) της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΔΗΜΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στο Λουτράκι-Κορινθίας, για αναίρεση του 162/2007 απαλλακτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. - Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο πολιτικώς ενάγων στερείται του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά βουλευμάτων. Απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά απαλλακτικού βουλεύματος, που ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Πολιτική αγωγή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Βούλευμα απαλλακτικό.
0
Αριθμός 1312/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αθανάσιο Γεωργακάκη και Κωνσταντίνο Μιχαλόπουλο, για αναίρεση της 'με αριθμό 281/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ1, η οποία δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 28 Μαρτίου 2008, δύο (2) τον αριθμό αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 647/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 281/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείουσες καταδικάσθηκαν, η μεν πρώτη Χ1 σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) ημών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και η δεύτερη Χ2, επίσης σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για πλαστογραφία, δεχθέντος ειδικότερα του δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο ήδη αποθανών ........, θείος της δεύτερης κατηγορουμένης και σύζυγος της τρίτης τούτων, Χ2, γνωστοποίησε ότι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σύζυγος (Γ1) η οποία ήδη απεβίωσε και δύο κόρες του ........ (η τρίτη κατηγορουμένη και Ψ1, πολιτικώς ενάγουσα), που πέθανε, χωρίς να αφήσει διαθήκη την 13-5-1960, επιθυμούν πλέον την σύνταξη και της συμβολαιογραφικής πράξεως αποδοχής κληρονομιάς εκείνου, με μη αμφισβητούμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά μεταξύ άλλων 3/8 για τη σύζυγο και ανά 2/8 για εκάστην των άνω θυγατέρων εκείνου. Να σημειωθεί ότι πράγματι κατά τις διατάξεις των άρθρων 1846 επ. Α.Κ τόσον η πολιτικώς ενάγουσα όσον και η Τρίτη κατηγορουμένη ήταν κληρονόμοι του θανόντος πατρός των, κατά τα ανωτέρω ποσοστά και για την σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξεως της αποδοχής προσέφυγαν στην συγγενή τους, δεύτερη κατηγορουμένη συμβολαιογράφο Λάρισας. Έτσι άρχισε και η προδικασία και η συλλογή διαφόρων εγγράφων για τη σύνταξη της αποδοχής κληρονομιάς. Την δήλωση αυτή αποδοχής συνέταξε μεν η δεύτερη συμβολαιογράφος, συγγενής ως ειπώθηκε των λοιπών διαδίκων, όμως την καταχώριση της πράξεως αυτής την ενήργησε η πρώτη κατηγορουμένη, επίσης συμβολαιογράφος Λαρίσης, η οποία θήτευσε στην θέση της αυτή επί 43 περίπου έτη και ήδη συνταξιοδοτήθηκε. Οι δύο αυτές συμβολαιογράφοι, υπάλληλοι κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263 Π.Κ., στεγάζονται στην ίδια οικοδομή και συνεργάζονται. Την πράξη αυτή πράγματι καταχώρισε η πρώτη χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο της δηλώσεως των κληρονόμων και δη τα ανωτέρω μη αμφισβητούμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ενός εκάστου κληρονόμου και τα κληρονομιαία ακίνητα. Την 12-5-2000 συνετάγη η επίμαχη υπ' αριθ. ........ δήλωση αποδοχής κληρονομιάς την οποία συνέγραψε η δευτέρα κατηγορουμένη και η πρώτη υπέγραψε ως καταρτίσασα την δήλωση συμβολαιογράφος και καταχώρησε αυτή με τον παραπάνω αριθμό στο βιβλίο συμβολαιογραφικών πράξεων που η ίδια τηρούσε. Ήδη, α) η πρώτη κατηγορουμένη, σύμφωνα με τα στο κατηγορητήριο αναφερόμενα κατηγορείται για ψευδή βεβαίωση, συνισταμένη κυρίως ότι με πρόθεση, ψευδώς, κατά την ημερομηνία καταχωρήσεως της πράξεως δηλώσεως αποδοχής βεβαίωσε, ενώ δεν ήταν τούτο αληθές ότι μετέβη στην ιδιόκτητη κατοικία της τρίτης κατηγορουμένης, στη ...... προς σύνταξη και υπογραφή της πράξεως αυτής και ότι ενεφανίσθησαν ενώπιον της οι : Γ1, χήρα του θανόντος κατά το έτος 1960 ως άνω κληρονομούμενου, τρίτη κατηγορουμένη και η αδελφή της, πολιτικώς ενάγουσα για τη δήλωση αποδοχής κληρονομίας, για τα ανωτέρω μη αμφισβητούμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί αγρών, β) η δεύτερη κατηγορουμένη ότι με προτροπές και παραινέσεις προκάλεσε στην πρώτη απόφαση για την ως άνω ψευδή βεβαίωση και γ) η τρίτη τούτων έθεσε κατ' απομίμηση και εν αγνοία τους την υπογραφή της μητρός της, Γ1 και της ως άνω αδελφής της Ψ1. Κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, για την πρώτη κατηγορουμένη, εν όψει μάλιστα του γεγονότος ότι η πράξη της δηλώσεως αποδοχής ήταν έτοιμη από συνάδελφο της, δεύτερη κατηγορουμένη, συγγενή των λοιπών διαδίκων και η ίδια δεν γνώριζε τα μεταξύ των διαδίκων μερών (δεύτερης, τρίτης και πολιτικώς ενάγουσας) διαμειφθέντων για την υπόθεση, η κατηγορουμένη αυτή πρέπει να κηρυχθεί αθώα, κρίση η οποία στηρίζεται τόσον επί των μαρτυρικών καταθέσεως όσον και της απολογίας της ιδίας ως και της εμφανίσεως της και των εγγυήσεων που έδωσε στο ακροατήριο.Ένα μέλος του Δικαστηρίου και δη η Εφέτης Μαρία Γούλα είχε τη γνώμη ότι η κατηγορουμένη έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη και τούτο γιατί η κατηγορουμένη αυτή γνώριζε και θέλησε να βεβαιώσει στην ως άνω αποδοχή κληρονομιάς περιστατικά που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, Και ειδικότερα αυτή γνώριζε ότι δεν είναι η ίδια η συντάξασα την αποδοχή συμβολαιογράφος. Εγνώριζε επίσης ότι ουδέποτε μετέβη εκτός του γραφείου της προς σύνταξη του εγγράφου αυτού αν και βεβαιώνει ότι δήθεν μετέβη στην επί της οδού ............ κατοικία της τρίτης κατηγορουμένης. Επιπλέον οι δηλούσες και αποδεχόμενες την κληρονομιάς ήτοι η πολιτικώς ενάγουσα και η υπέργηρη μητέρα τους ουδέποτε εμφανίστηκαν ενώπιον της ούτε υπέγραψαν το έγγραφο όπως βεβαιώνεται στη δήλωση. Η κατηγορουμένη αυτή ως υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13° και 263 Π.Κ. εγνώριζε πολύ καλά τις έννομες συνέπειες της πράξεως που επιχειρούσε, δηλαδή την περιέλευση του δικαιώματος κυριότητας στις άνω κληρονόμους με την μεταγραφή της δηλώσεως αυτής στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Η κατηγορουμένη όμως αυτή παρά το ότι γνώριζε τα άνω ψευδή περιστατικά βεβαίωσε αυτά στο εν λόγω δημόσιο έγγραφο, όπως επίσης γνώριζε και τις έννομες συνέπειες από την κατάρτιση αυτού, προέβη στην σύνταξη του εγγράφου τούτου, στην καταχώρηση του στο οικείο βιβλίο συμβολαίων, που αυτή τηρούσε και στην μεταγραφή του, προσδίδοντας έτσι κύρος δημοσίου εγγράφου το ψευδές κατά περιεχόμενο έγγραφο. Συνεπώς η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, να τις αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2α και β Π.Κ. όπως και πρωτοδίκως προς σύνταξη του εγγράφου αυτού Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46,47 και 48 του Π.Κ., με την οποία καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξη για τη οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό αν πράττει εκ δόλου ή αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος που να αποκλείει τον καταλογισμό. Απ' αυτά παρέπεται ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας για το λόγο ότι απαλλάχθηκε ο φυσικός αυτουργός για έλλειψη δόλου ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή για το ότι βρισκόταν σε πραγματική, ή συγγνωστή νομική πλάνη, (βλ ΑΠ 20/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δεύτερη κατηγορουμένη Χ1 διατηρούσε συμβολαιογραφικό γραφείο στην ίδια οικοδομή με την πρώτη κατηγορουμένη ......... επί της οδού ......αρ. ..... Είχε αναπτυχθεί δε μεταξύ τους σχέση συνεργασίας και καλής γειτονίας. Έτσι η δεύτερη αυτών, αφού ετοίμασε το σχετικό φάκελο, επισκέφθηκε την άνω συνάδελφο της και επικαλούμενη τις καλές συναδελφικές τους σχέσεις και με συνεχείς παρακλήσεις και παραινέσεις την έπεισε να εμφανιστεί αυτή ως συντάξασα την παραπάνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, συμβολαιογράφος, πράγμα το οποίο η πρώτη κατηγορουμένη και δέχθηκε. Κατόπιν τούτων η Χ1 συνέταξε την άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, την οποία υπέγραψε μόνο η εμφανισθείσα τρίτη κατηγορουμένη Χ2, η οποία όμως δεν έθεσε μόνο τη δική της υπογραφή επί του κειμένου, αλλά έθεσε επίσης, κατ' απομίμηση την υπογραφή της πολιτικώς ενάγουσας και της υπέργηρης μητέρας της Γ1, χωρίς να έχει την προς τούτο εντολή και εν αγνοία τους, αφού η μεν πρώτη διέμενε μόνιμα στην Αθήνα, η δε δεύτερη έχουσα ανάγκη περιθάλψεως βρισκόταν σε οίκο ευγηρίας στο Χαλάνδρι Αττικής. Όλο το φάκελο με υπογεγραμμένη την άνω πράξη παρέδωσε στην πρώτη κατηγορουμένη, η οποία, αφού υπέγραψε σ' αυτή ως να ήτο η συντάξασα αυτή συμβολαιογράφος και στη συνέχεια καταχώρησε στο τηρούμενο απ' αυτή βιβλίο συμβολαίων με αριθμό ..... και ημερομηνία ...... Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η δεύτερη κατηγορουμένη τέλεσε την αποδιδόμενη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, δοθέντος ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδούς βεβαιώσεως και αυτό ανεξαρτήτως του ότι η πρώτη κατηγορουμένη απαλλάχθηκε της αποδιδόμενης σ' αυτήν κατηγορίας του φυσικού αυτουργού για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης για έλλειψη δόλου. Συνεπώς, η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κατά πλειοψηφία, να της αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του αρθ. 84 § 2α Π.Κ. όπως και πρωτοδίκως. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, ότι η τρίτη κατηγορουμένη έθεσε κατ' απομίμηση στο κείμενο της ως άνω αποδοχής κληρονομιάς της υπογραφές των δύο παραπάνω συγκληρονόμων της, χωρίς να έχει την προς τούτο εντολή ή τη συναίνεση τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Η πράξη της δε αυτή είχε ως αποτέλεσμα με την κατάρτιση και την μεταγραφή του εν λόγω δημοσίου εγγράφου από αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο, κατά την έννοια των αρθ. 13α και 263Α ΠΚ, την περιέλευση της κυριότητας και στις φερόμενες ως συμπράξασες κατά τη σύνταξη της πράξεως αυτής ήτοι στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 και στη μητέρα της Γ1. Συνεπώς και η τρίτη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ' αυτήν πράξεως, να της αναγνωρισθούν όμως οι ελαφρυντικές περιστάσεις του αρθ. 84 § 2α Π.Κ. όπως και πρωτοδίκως". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν μ σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η πρώτη αναιρεσείουσα και της πλαστογραφίας, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η δεύτερη αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46, 242 παρ. 1, 263 α' και 216 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Αναφορικά με την αιτίαση που προβάλλει η πρώτη αναιρεσείουσα, ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση το όφελος ή η βλάβη που προξενήθηκαν από τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδής βεβαίωσης, για την ηθική αυτουργία του οποίου αυτή καταδικάσθηκε, (αυτή) είναι αβάσιμη, διότι η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου 242 Π.Κ., για παράβαση της οποίας αυτή καταδικάστηκε, αρκείται στην παραγωγή των, από την ψευδή βεβαίωση, εννόμων συνεπειών και όχι στην παραγωγή οφέλους ή βλάβης, που απαιτεί η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού. Οι λοιπές αιτιάσεις, αμφοτέρων των αναιρέσεων, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της ένδικης αναίρεσης της Χ1 και δεύτερος λόγος της ένδικης αναίρεσης της Χ2, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙ. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η κατά το άρθρο 170 παρ. 2 έλλειψη ακροάσεως, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα επέρχεται στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο Εισαγγελέα ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα το οποίο ρητώς του παρέχει ο νόμος και το δικαστήριο αρνήθηκε σε οποιονδήποτε από αυτούς να το ασκήσει ή παρέλειψε ν' αποφανθεί σε σχετική η αίτησή τους. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι των αναιρεσειουσών προσεκόμισαν και ζήτησαν να αναγνωσθούν τα υπ' αρ. 7521, 38282, 34794, 114543, 110892, 102051 και 14720 συμβόλαια, τα οποία και ανεγνώσθηκαν. Επομένως, ο πρώτος λόγος και των δύο αναιρέσεων, σύμφωνα με τον οποίο, το Δικαστήριο, ανέγνωσε μεν τα αναφερόμενα συμβόλαια, πλην, όμως, δεν τα έλαβε υπόψη του, με αποτέλεσμα να επέλθει ακυρότητα λόγω έλλειψης ακροάσεως, είναι απαράδεκτος, καθόσον, επίκληση κάποιου δικαιώματος, που ρητώς παρέχει ο νόμος στις αναιρεσείουσες και συνακόλουθη παραβίασή του από το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν γίνεται. Η περαιτέρω αιτίαση ότι, με τα συμβόλαια αυτά αποδεικνύονταν πλήρως ότι, η στην πρωτόδικη δίκη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας ήταν ψευδής και, εφόσον το Δικαστήριο τα ελάμβανε υπόψη του, έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 38 Κ.Π.Δ., όπως ήταν υποχρεωμένο, είναι επίσης απαράδεκτη, διότι η φερόμενη παράβαση των διατάξεων του ως άνω άρθρου, δεν δημιουργεί λόγον αναιρέσεως. Τέλος, ο τέταρτος λόγος της πρώτης αναίρεσης και ο τρίτος λόγος της δεύτερης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που προβλέπει την αρχή της δίκαιης δίκης, με τις αιτιάσεις ότι "από ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, που οι αναιρεσείουσες αποκάλυψαν με έγγραφα που προσεκόμισαν, χωρίς το Δικαστήριο να λάβει θέση επί των αιτιάσεών τους και χωρίς να ενεργήσει, όπως ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 του Κ.Π.Δ., κηρύχθηκαν ένοχες.....", είναι απαράδεκτοι, διότι η παραβίαση της δίκαιης δίκης που καθιερώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της απόφασης, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, πλην δεν ιδρύουν τούτους οι προδιαληφθείσες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών. Μετά από αυτά οι συνεκδικαζόμενες από 28 Μαρτίου 2008 αιτήσεις αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 28 Μαρτίου 2008 αιτήσεις των α) Χ1 και β) Χ2, για αναίρεση της υπ'αρ. 281/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ την κάθε μία. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση. Πλαστογραφία. 1) Ακυρότητα από έλλειψη ακροάσεως. 2) Έλλειψη αιτιολογίας. 3) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως. 4) Παρ. άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ε.Σ.Δ.Α., Ηθική αυτουργία, Ακροάσεως έλλειψη, Ψευδής βεβαίωση.
0
Αριθμός 1322/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίστηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Μπουραντά, περί αναιρέσεως της 5954/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 378/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς το κεφάλαιο της μετατροπής της ποινής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 5954/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 4,40 Ευρώ ημερησίως, για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθ. 375 παρ. 1Β Π.Κ.), δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο μάρτυρας μηνυτής Ψ1 αγόρασε με έγγραφη σύμβαση αγοραπωλησίας που καταρτίστηκε στις .... από τον Γ1 ένα αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ..... Carrera, τύπου ....., με αριθμό πλαισίου ...... και με αριθμό τίτλου κυριότητας ...., αντί του τιμήματος 53.500 γερμανικών μάρκων, το οποίο και κατέβαλε ολοσχερώς (βλ. τη αναγνωσθείσα σε επίσημη μετάφραση από ..... σύμβαση αγοραπωλησίας). Προκειμένου το αυτοκίνητο αυτό να καταχωρηθεί και από τις γερμανικές αρχές στο όνομά του και να εκδοθούν άδεια και πινακίδες κυκλοφορίας επ' ονόματί του, ο ως άνω μηνυτής παρέδωσε στις 28-6-2000 μέσω της δικηγόρου του, επειδή έλειπε στην ....., το ως άνω αυτοκίνητο στον κατηγορούμενο στη ...., ο οποίος ασχολείτο με μεταβιβάσεις αυτοκινήτων και με έκδοση νέων αδειών στη Γερμανία, προκειμένου αυτός έναντι αμοιβής να μεταβεί με το αυτοκίνητο στη Γερμανία και να του διεκπεραιώσει όλες τις εργασίες που χρειαζόταν να γίνουν για να επιθεωρηθεί το αυτοκίνητο στο ΚΤΕΟ, να εκδοθεί στο όνομά του νέα άδεια κυκλοφορίας και να του χορηγηθούν νέες πινακίδες κυκλοφορίας. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε το αυτοκίνητο και πήγε με αυτό στη Γερμανία, πλην όμως επειδή δεν διεκπεραίωνε τις εργασίες που του είχε αναθέσει ο μηνυτής και περνούσε ο καιρός, ο μηνυτής πήγε στη Γερμανία για να τον βρει και να δει τι συμβαίνει με το αυτοκίνητό του, αλλά δεν βρήκε ούτε το αυτοκίνητό του ούτε τον κατηγορούμενο και πληροφορήθηκε ότι ο τελευταίος είχε φύγει από τη Γερμανία και βρισκόταν στην Ελλάδα. Έκτοτε, παρά το γεγονός ότι κατ' επανάληψη όχλησε τηλεφωνικά τον κατηγορούμενο για να του επιστρέψει το ως άνω αυτοκίνητό του, ο κατηγορούμενος δεν του το έχει επιστρέψει, αλλά το κράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Την πρόθεση να μην επιστρέψει το αυτοκίνητο στο μηνυτή αλλά να το κρατήσει και να το ιδιοποιηθεί παράνομα, πωλώντας το μάλλον σε τρίτο, την είχε ο κατηγορούμενος από τότε που παρέλαβε το αυτοκίνητο στη ..... για να το πάει στη Γερμανία, γεγονός που αποδεικνύεται από όλη την μετέπειτα συμπεριφορά του, αλλά και από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε μόλις έφθασε στη Γερμανία και έκτοτε δεν κατέστη εφικτό να βρεθεί. Ειρήσθω ότι ο μηνυτής όταν πήγε στη Γερμανία για να βρει το αυτοκίνητό του και δεν το βρήκε κατέθεσε μήνυση εναντίον του κατηγορουμένου και στη Γερμανία, πλην όμως η μήνυση που κατέθεσε στη Γερμανία, όπως τον ενημέρωσαν οι γερμανικές αρχές, έχει τεθεί στο αρχείο και κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί δεδικασμένου άλλως εκκρεμοδικίας, αφού άλλωστε δεν προσκομίζεται απόφαση Γερμανικού Δικαστηρίου ή κάποιο επίσημο έγγραφο ότι υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη για την ίδια πράξη της υπεξαίρεσης του αυτοκινήτου και στη Γερμανία, δεν αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, το δε αίτημά του να αναβληθεί η πρόοδος της δίκης για να διερευνηθεί ποία είναι η τύχη της μήνυσης που υπέβαλε ο μηνυτής στη Γερμανία κρίνεται παρελκυστικό της δίκης και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης δεν αποδείχθηκε και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν παρέλαβε αυτός το αυτοκίνητο από τη ...... διότι δήθεν δεν βρισκόταν στην Ελλάδα στις 28-6-2000 αλλά στο εξωτερικό, αφού από τις φωτοτυπίες ορισμένων σελίδων του διαβατηρίου του που προσκόμισε και αναγνώστηκαν από το Δικαστήριο και ειδικότερα από τις θεωρήσεις που υπάρχουν σ' αυτές προκύπτει και αποδεικνύεται μόνον ότι αυτός αφίχθη στη ..... της Κύπρου στις 10 Μαρτίου 2000 και αναχώρησε από τη ..... της Κύπρου στις 10 Ιουνίου 2000, οι δε δύο άλλες θεωρήσεις που υπάρχουν στο διαβατήριό του και είναι δυσανάγνωστες και σε ξένη γλώσσα χωρίς να προσκομίζεται μετάφρασή τους και που φέρουν ημερομηνίες 10-6-00 και 31-12-00 δεν προκύπτει αν είναι θεωρήσεις εισόδου ή εξόδου και από ποία χώρα. Ακόμη, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ως άνω μηνυτής υπέβαλε μήνυση εναντίον του χωρίς να είναι κύριος του υπεξαιρεθέντος αυτοκινήτου, ανεξάρτητα από το ότι κατά το ελληνικό δίκαιο η υπεξαίρεση αντικειμένου και μάλιστα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ' έγκληση του παθόντος όπως η υπεξαίρεση πράγματος ευτελούς αξίας και η υφαίρεση (πρβλ. αρθρ. 375, 377 και 378 Π.Κ.) και κατά συνέπεια ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να υποβάλει μήνυση για υπεξαίρεση έστω και αν δεν είναι παθών, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος και τούτο διότι όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και κυρίως από την αναγνωσθείσα σύμβαση αγοραπωλησίας του αυτοκινήτου, ο μηνυτής είχε αγοράσει το αυτοκίνητο ως πράγμα και ήταν κύριός του ως πράγματος, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορούσε να το θέσει σε κυκλοφορία και να το κυκλοφορήσει αν δεν εκδιδόταν άδεια κυκλοφορίας τούτου στο όνομά του και δεν του χορηγούνταν οι αντίστοιχες πινακίδες κυκλοφορίας. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο ολικά κινητό πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που περιήλθε στην κατοχή του και συγκεκριμένα ότι αυτός στη ...., ενεργώντας με πρόθεση, παρέλαβε στις ..... και ιδιοποιήθηκε παράνομα το χωρίς αριθμό κυκλοφορίας αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ..... Carrera, τύπου ...., με αριθμό πλαισίου ...... και με αριθμό τίτλου κυριότητας ...., αξίας 53.500 γερμανικών μάρκων, που του το παρέδωσε ο μηνυτής και κύριος του αυτοκινήτου Ψ1 για να μεταβεί με αυτό στη Γερμανία και να του διεκπεραιώσει έναντι αμοιβής όλες τις εργασίες που χρειαζόταν να γίνουν για να επιθεωρηθεί το αυτοκίνητο σε ΚΤΕΟ, να εκδοθεί στο όνομά του μηνυτή νέα άδεια κυκλοφορίας του από τις γερμανικές αρχές και να του χορηγηθούν νέες πινακίδες κυκλοφορίας, παρακρατώντας το έκτοτε χωρίς να ενεργήσει καμμία από τις εργασίες που είχε αναλάβει και μη αποδίδοντας το στο μηνυτή, ανεξάρτητα από το ότι αποδείχθηκε ότι η πράξη του τελέστηκε στη .... και όχι στην Αθήνα, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που κατηγορείται, σύμφωνα με το διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 193 του Κ.Π.Δ. ειδική κα εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1Β του Π.Κ. Ειδικότερα και αναφορικά με τον επί μέρους ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεκτίμησε, μολονότι αναγνώσθηκε, το διαβατήριό του, αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, στο σκεπτικό, γίνεται ειδική αναφορά σ'αυτό (διαβατήριο), προκειμένου να αποκρουσθεί ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι αυτός, την 28-6-2000 δεν ήταν στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό και συνακόλουθα δεν ήταν εκείνος ο οποίος παρέλαβε το αυτοκίνητο του εγκαλούντος. Οι περαιτέρω αιτιάσεις, ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά τα αποδεικτικά μέσα είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. τελευταίος λόγος της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Από το άρθρο 126 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή από τον εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν δύναται να προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται ότι εάν ο κατηγορούμενος δικάσθηκε ερήμην από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν προτάθηκε η περί αναρμοδιότητος αυτού ένσταση από κάποιον άλλο διάδικο ή από τον εισαγγελέα, αυτή καλύπτεται και η υπό του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου εκδίκαση της υποθέσεως, παρά την περί τούτου ένσταση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου ενώπιον αυτού, δεν ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε την υπόθεση, ερήμην του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ήταν αναρμόδιο κατά τόπον, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που την δίκασε κατ' έφεση, παρά την περί αναρμοδιότητος σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος, έχει υπερβεί την εξουσία του. Δεν εκτίθεται, όμως, στο αναιρετήριο, ότι η ένσταση αυτή είχε προταθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου από κάποιον διάδικο ή τον Εισαγγελέα έως της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας και ότι εντεύθεν δεν έχει καλυφθεί η κατά τόπον αναρμοδιότητα αυτού. Επομένως, ο λόγος αυτός, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, το Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, απήντησε στην ως άνω ένσταση, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. ΙΙΙ. Με τον έκτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα (άρ. 171 παρ. 1β, 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ.), διότι, η έγκληση υποβλήθηκε από μη δικαιούμενο άτομο και συγκεκριμένα από το Ψ1, ενώ, κύριος του παρανόμως ιδιοποιηθέντος αυτοκινήτου, ήταν ο Γ1 και αυτός ήταν εκείνος ο οποίος εδικαιούτο να υποβάλλει τη σχετική έγκληση. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, η υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ' έγκληση, πέρα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις πραγματικές παραδοχές της προσβαλλομένης, κύριος του παρανόμως ιδιοποιηθέντος αυτοκινήτου ήταν πράγματι ο Ψ1 και όχι ο από τον αναιρεσείοντα επικαλούμενος ως τοιούτος Γ1. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος, είναι απαράδεκτος. IV. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τα τρία έτη. Η κυρία διαδικασία αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, κατά το άρθρο 174 παρ. 1 Κ.Π.Δ. η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούμενο, καλύπτεται αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο αρχίζει η κυρία διαδικασία και ως εκ τούτου αναστέλλεται η παραγραφή από την ημέρα της επιδόσεως, εφόσον όμως ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, οπότε καλύπτεται η ακυρότητα, η επίδοση θεωρείται έγκυρη και από αυτή αρχίζει η κυρία διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη και δικασθεί ερήμην, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο έφεσης, καλύπτεται με επακόλουθο η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος να θεωρείται έγκυρη και να αρχίζει από τότε η κυρία διαδικασία, με περαιτέρω συνέπεια την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως όταν γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, με την υπ' αρ. 53055/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με απόντα τον αναιρεσείοντα, καταδικάστηκε αυτός σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, για την πλημμεληματική πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρον 375 παρ. 1β Π.Κ.), η οποία έλαβε χώρα στις 28.6.2000. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την από 9.11.2005 έφεση, στην οποία δεν προέβαλε με λόγο έφεσης ακυρότητα της επίδοσης προς αυτόν του κλητηρίου θεσπίσματος, με βάση το οποίο αυτός καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής, ο αναιρεσείων προέβαλε τις ενστάσεις της κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικάσαντος Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της υποβολής εγκλήσεως από μη δικαιούμενο πρόσωπο, της ύπαρξης κατ' άρθρον 57 Κ.Π.Δ. δεδικασμένον, της ακυρότητας της προς αυτόν επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και την ένσταση παραγραφής της ως άνω αξιόποινης πράξης, με την αιτιολογία ότι η επίδοση προς αυτόν αρχικά του κλητηρίου θεσπίσματος για να εμφανισθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την 53.055/2003 απόφαση, ερήμην του, ήταν άκυρη και ως εκ τούτου δεν επήλθε έκτοτε αναστολή της πενταετούς, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα της επίμαχης πράξης, προθεσμίας παραγραφής, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, που για πρώτη φορά αυτός προέβαλε με τον ως άνω τρόπο, δηλαδή χωρίς λόγο έφεσης, καλύφθηκε, με αποτέλεσμα, από την επίδοση αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος να έχει επέλθει, λόγω ενάρξεως της κυρίας διαδικασίας, η αναστολή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και ο χρόνος παραγραφής της επίμαχης πράξης, να είναι οκταετής. Κατ' ακολουθίαν το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθώς απέρριψε τον περί παραγραφής ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για την προκείμενη αξιόποινη πράξη, ο δε τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' ορθή εκτίμηση, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, εφόσον η τυχόν ακυρότητα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον αναιρεσείοντα, καλύφθηκε, ως εκ του ότι ο αναιρεσείων δεν διέλαβε σχετικό λόγο έφεσης κατά της, ερήμην του εκδοθείσας, πρωτόδικης απόφασης, ο σχετικός έβδομος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι κακώς απέρριψε το Εφετείο, με την ίδια, κατά τα άνω, αιτιολογία, τη σχετική ένστασή του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, αναφορικά με τον τρίτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, για πρώτη φορά, προσβάλλονται ως άκυρες ορισμένες πράξεις της προδικασίας, αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 και 2 και 176 του Κ.Π.Δ., η ακυρότητα αυτή προτείνεται στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, άλλως καλύπτεται, όπως συνέβη εν προκειμένω. V. Κατά το άρθρο 57 του Κ.Π.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σ'αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ίδιου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων. Δεν εμποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ημεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Κ., ορίζεται ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέσθηκε στην αλλοδαπή, αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάσθηκε για την πράξη αυτή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάσθηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο, όμως, 2 του ίδιου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 Π.Κ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα ή καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του, εμποδίζει νέα δίωξη στην ημεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής απόφασης, αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήματα που ορίζει το άρθρο 8 του Π.Κ. (ΟΛ. ΑΠ 7/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αγνόησε το δεδικασμένο, το οποίο προέκυπτε από απόφαση Γερμανικού δικαστηρίου, με την οποία αθωώθηκε για την ίδια πράξη της παράνομης ιδιοποίησης του αυτοκινήτου του εγκαλούντος και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' Κ.Π.Δ. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προσκομίσθηκε και πολύ περισσότερο δεν αναγνώσθηκε απόφαση Γερμανικού δικαστηρίου, με την οποία να προκύπτει η αθώωση του αναιρεσείοντος και η εκ ταύτης επιβαλλόμενη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Κ. και συνεπώς, η προσβαλλόμενη, η οποία με συναφή αιτιολογία απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του ως άνω άρθρου και ο σχετικός λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VI. Επειδή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2207/1994 "αν κάποιος, που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη του ενός μηνός, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει και χωρίς αίτημα τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, τη μετέτρεψε σε χρηματική, χωρίς να ερευνήσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της, αν και η ποινή αυτή ήταν κατώτερη των δύο ετών, με αποτέλεσμα να υπερβεί αρνητικώς την εξουσία του, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ., να αναιρεθεί κατά τούτο, δηλαδή κατά την περί μετατροπής της επιβληθείσης μ' αυτήν ποινής φυλάκισης των δέκα πέντε (15) μηνών διάταξή της, η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (Κ.Π.Δ. 519) μη θιγομένης της περί ενοχής αποφάσεως, η οποία κατέστη αμετάκλητη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 5954/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, μόνο ως προς τη διάταξή της με την οποία μετατρέπεται η ποινή. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρείται, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την υπ' αρ. 55/2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της ως άνω απόφασης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πως προτείνεται η ακυρότητα της επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος. Πως προτείνεται η κατά τόπο αναρμοδιότητα. Παραγραφή από φερόμενη άκυρη επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος. Έλλειψη αιτιολογίας. Εφαρμογή άρθρου 99 Π.Κ. Δεκτή εν μέρει αναίρεση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Κλητήριο θέσπισμα.
0
Αριθμός 1309/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 17156/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους 1) Χ1, 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δημήτραινα, και Πολιτικώς Ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργού Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Πανάγου. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 6/27 Ιουνίου 2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Βαρβάρας Χαραλάμπους και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 43/08. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής α) τη μη υποβολή ή τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), ορίζει ότι "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. ...2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ίσχυε και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ησκείτο άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 2753/1999, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ''για την αντικειμενικοποίηση του φορολογικού ελέγχου κ.λ.π.'', μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη κατά την οποία, "ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται, α') με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β') με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ". Η ρύθμιση όμως αυτή είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο της προηγούμενης και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την έναρξη και τη διάρκεια της παραγραφής (όχι πότε και πως λαμβάνεται αυτή υπόψη από το Δικαστήριο), είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η διάταξη δε του άρθρου 2 παρ. 9 του ίδιου νόμου (2954/2001), κατά την οποία η αμέσως ανωτέρω διάταξη, ισχύει ανάλογα ''και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ' και η' της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 1591/1986, για τα οποία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα'', δεν έχει (ανάλογη) εφαρμογή και στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, για τα οποία ισχύει πάντοτε ο επιεικέστερος αυτός νόμος σε σχέση με το χρόνο έναρξης της παραγραφής και δεν τίθεται ζήτημα συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής τους, προ της ισχύος του νόμου. Περαιτέρω η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και πολύ περισσότερο όταν προβάλλεται (με αυτοτελή ισχυρισμό). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ.α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507 παρ.1 α την αναίρεση οποιασδήποτε από τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 αποφάσεως του δικαστηρίου όπου είναι τοποθετημένος και των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων και των πταισματοδικείων της περιφέρειας του και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 17156/2007 απόφασή του, έπαυσε οριστικά την σε βάρος των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, ποινική δίωξη, για τις πράξεις της από κοινού έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 19 του ν. 2523/1997), που συνίστατατο στο ότι αυτοί, ως νόμιμοι εκπρόσωποι-εταίροι της εταιρίας εκμετάλλευσης φωτογραφικού υλικού, με την επωνυμία "........ Ο.Ε.": Α) στις 19-6-1998,25-11-1998,16-7-1999, εξέδωσαν από κοινού εικονικά φορολογικά στοιχεία, συνολικής αξίας 202.136.554 δραχμών (593.210,72 ευρώ), Β) στις 19-3-1999 αποδέχθηκαν εικονικό φορολογικό στοιχείο αξίας 13.124.622 δρχ (38.516,87 ευρώ) και Γ) κατά το χρονικό διάστημα από 23-4-1998 έως και 15-7-1999, επιτηδευματίες τυγχάνοντες, αποδέχθηκαν και καταχώρησαν στα λογιστικά βιβλία εικονικά φορολογικά στοιχεία, που αφορούσαν συναλλαγή ανύπαρκτη -στο σύνολο της, προκειμένου να μην προβούν σε καταβολή των οφειλόμενων άμεσων και έμμεσων φόρων και να προβούν σε είσπραξη Φ.Π.Α., ήτοι (α) (στη χρήση 1998) δέκα οκτώ (18) δελτία αποστολής τιμολόγια συνολικής καθαρής αξίας 233.565.885 δρχ. ή 685.446 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (συνολικής αξίας 275.607.745) και (β) (στη χρήση 1999) επτά (7) δελτία αποστολής τιμολόγια συνολικής καθαρής αξίας 74.163.083 δρχ. ή 217.646 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (συνολικής αξίας 87.512.438 δρχ). Ως αιτιολογία της αποφάσεώς του αυτής το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε τα εξής. "Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του Ν. 3220/2004, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Καθόσον αφορά την ποινική δίωξη, το άρθρο 21 παρ. 2 του ως άνω νόμου ορίζει ότι ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (εδ. 1 και 2), ενώ "κατ' εξαίρεση", στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εδ. 3 της άνω παρ.2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, όπως το εν λόγω εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 12 του Ν 2753/1999. Ως προς την παραγραφή ο Ν. 2523/1997, με την παρ. 10 του άρθρου 21 όριζε αρχικά ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε η σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της". Η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στα πλημμελήματα που προβλέπονται στο άρθρο 19 του Ν 2523/1997, για τα οποία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 12 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 17, 111 και 112 του ΠΚ, κατά τις οποίες η παραγραφή επί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τέλεσης τους, δηλαδή από την ημέρα που ο δράστης ενέργησε η όφειλε να ενεργήσει. Τούτο προκύπτει και από το ότι, με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 10 του Ν.2523/1997 δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενέργησε τον έλεγχο". Η με το Ν. 2954/2001 ως άνω προσθήκη, με την οποία επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των εγκλημάτων του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, αφού η έναρξη της, αντί του χρόνου τέλεσης της πράξης, που έως τότε ίσχυε κατά τα προαναφερόμενα, αφετηριάζεται στο μετέπειτα χρόνο διαπίστωσης αυτής, με αποτέλεσμα η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής και η εξάλειψη του αξιοποίνου να επέρχεται βραδύτερα από ό,τι προβλεπόταν με τις προηγούμενες διατάξεις, δεν εφαρμόζεται σε πράξεις που τελέστηκαν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2523/1997 (1.1.1998 κατ' άρθρο 38 παρ. 5 του νόμου αυτού) έως την έναρξη ισχύος του Ν. 2954/2001(2.11.2001), αφού οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 8 του τελευταίου αυτού νόμου, είναι δυσμενέστερες ως προς το θέμα της παραγραφής για τον κατηγορούμενο και δεν εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ. Στην προκείμενη περίπτωση. Α) η πράξη της έκδοσης τριών εικονικών φορολογικών στοιχείων(τιμολογίων) φέρεται ότι τελέστηκε, κατ' εξακολούθηση, απ' τους κατηγορούμενους, από την 19-6-1998 μέχρι την 16-7-1999, Β) η πράξη της αποδοχής ενός εικονικού τιμολογίου, φέρεται ότι τελέστηκε την 3-5-1999 και Γ) η πράξη της αποδοχής είκοσι πέντε(17+8=25) εικονικών τιμολογίων, φέρεται ότι τελέστηκε, κατ' εξακολούθηση, απ' αυτούς, από την 23-4-1998 μέχρι την 15-7-1999. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, οι αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους πράξεις έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, δεδομένου ότι ο χρόνος τέλεσης αυτών ανάγεται σε χρονικό διάστημα προγενέστερο του χρόνου εφαρμογής του άρθρου 2 παρ.8 του ν.2954/2001, δηλαδή, της 2-11-2001, κατά το διάστημα, δε, αυτό, τέλεσης των μερικότερων πράξεων της κατ' εξακολούθηση έκδοσης και αποδοχής των εικονικών φορολογικών στοιχείων, από τους κατηγορούμενους, ίσχυαν τα άρθρα 21 παρ.2εδ.γ'και 21 παρ.12 του ν.2523/1997 και ενόψει της έλλειψης άλλης αντίθετης ειδικής διάταξης του νόμου εκείνου, η παραγραφή των συγκεκριμένων πράξεων ρυθμιζόταν από τα άρθρα 111επ.Π.Κ. και συνεπώς, επέρχεται εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, μετά την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση της κάθε μερικότερης πράξης. Επίσης, οι νεότερες διατάξεις με τις οποίες ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η παραγραφή των αδικημάτων αυτών αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής, που διενήργησε τον έλεγχο, εκτός του ότι εφαρμόζονται για τις περιπτώσεις παραβίασης του άρθρου 19 του ν.2523/1997, μετά την 2.11.2001, είναι δυσμενέστερες από τις διατάξεις του Π.Κ., σύμφωνα με τις οποίες η παραγραφή άρχιζε από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ως δυσμενέστερες, δε, διατάξεις δεν βρίσκουν εφαρμογή σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του άρθρου 2 ΠΚ. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι από τους κατά τα παραπάνω, φερόμενους χρόνους τέλεσης των μερικότερων πράξεων μέχρι την επίδοση στον καθέναν απ' τους κατηγορούμενους του κλητηρίου θεσπίσματος, που, όπως προκύπτει, έγινε, στις 3-4-2007 και 2-4-2007, αντίστοιχα, το αξιόποινο των εν λόγω πράξεων έχει, ήδη, εξαλειφθεί με παραγραφή. Πρέπει, επομένως, να παύσει οριστικά η σε βάρος των κατηγορουμένων ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου τους συνεπεία παραγραφής, κατ'αποδοχήν και της σχετικής ένστασης των κατηγορουμένων". Έτσι, όμως, το Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα, τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 111, 112, ΠΚ , 19 παρ.1 του νόμου 2523/1997 (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), 21 παρ. 4 του ίδιου νόμου, και του άρθρου 2 παρ.8 του ν. 2954/2001, κατά τις ρυθμίσεις του οποίου στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο, διάταξη η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι ευμενέστερη για την κατηγορούμενη- αναιρεσείουσα εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Ακολούθως δε το Δικαστήριο, με το να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, δεχόμενο εσφαλμένα, ως χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, τους αναφερόμενους στο σκεπτικό του χρόνους τελέσεως της πράξεως και όχι από τον χρόνο θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου (χρόνο τον οποίο δεν προσδιόρισε), υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκε παραδεκτώς και εμπροθέσμως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, καθώς και ο εμπεριεχόμενος σε αυτήν λόγος της υπερβάσεως εξουσίας ( 510 παρ.1 περ. Η ΚΠΔ), είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 17156/19-6-2007 ανέγκλητη απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 17156/19-6-2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή δια εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση (19 παρ. 1, 4 Ν. 2523/1997). Αναίρεση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά απόφασης Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία έπαυσε οριστικά η σε βάρος των κατηγορουμένων ποινική δίωξη για τις πράξεις της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση. Παραγραφή αδικήματος άρθρο 19 ν. 2523/1997. Έναρξη χρόνου παραγραφής. Αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου. Δέχεται αναίρεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή, Απόφαση αθωωτική.
1
Αριθμός 1308/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίστηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Τσενέ, περί αναιρέσεως της 1042/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αμαλιάδας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 7/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της οριστικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι προκειμένου περί των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται από τις πιο πάνω διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνο στην παράλειψη υποβολής ανακριβούς δηλώσεως φόρου εισοδήματος και στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του πιο πάνω νόμου που αντικατέστησε το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990), από της ενάρξεως της ισχύος τούτου, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο προβλεπομένων εγκλημάτων, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της φορολογικής παράβασης που διαπιστώθηκε, η προηγούμενη επ' αυτή τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, η έλλειψη δε της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως και καθιστά αυτήν, σε περίπτωση ασκήσεώς της, απαράδεκτη. Η προϋπόθεση όμως αυτή, δεν απαιτείται προκειμένου περί εγκλημάτων φοροδιαφυγής, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για τη δίωξη αυτή δεν απαιτείται η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλ' ούτε, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επ' αυτής κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, στην περίπτωση παραβίασης της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν εφαρμόζεται ούτε η διάταξη της παρ.4 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις φορολογικές παραβάσεις των άρθρων 17, 18, και 19 του νόμου αυτού, όχι δε και στην καθυστέρηση καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 23 του ίδιου νόμου). Εξάλλου η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, και σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, η αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠΔ, ή κατά το άρθρο 61 ΚΠΔ, όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, το οποίο όμως, έχει σχέση με την ποινική δίκη, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, υπό την προϋπόθεση ότι τα αιτήματα αυτά έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αμαλιάδας, το οποίο δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη 1042/2007 απόφασή του, κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη-αναιρεσείουσα, για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρα 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 ΠΚ, 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 Ν. 2523/97 και ακολούθως η παρ. 1 από το άρ. 3220/04) και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους πέντε μηνών, την οποία μετάτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, η κατηγορούμενη, αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, είπε ότι "κατέθεσε προσφυγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου η οποία εκδικάστηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών η οποία απορρίφθηκε και κατόπιν άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής, η οποία εκκρεμεί στο Διοικητικό Εφετείο Πατρών, και ζήτησε την αναβολή της δίκης μέχρι να εκδοθεί η σχετική απόφαση". Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι "Στην κατηγορούμενη αποδίδεται ότι τέλεσε το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (αρθ. 25 Ν 1882/1997). Η ποινική διαδικασία σχετικά με την πράξη αυτή δεν σχετίζεται με τη διαδικασία ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και συνεπώς το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί". Ακολούθως ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αναιρεσείουσας, υπέβαλε ένσταση, με την οποία ισχυριζόταν, πλην άλλων, ότι η μηνυτήρια αναφορά που έχει ασκηθεί είναι απαράδεκτη, "καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 21 §4 Ν 2523/97 δεν συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα: 1) Της οικείας εκθέσεως φορολογικού ελέγχου, 2) των καταδικαστικών πράξεων των ενδίκων φόρων, 3) των στοιχείων εκ των οποίων αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της επίμαχης φορολογικής εγγραφής, ούτε προκύπτει ότι αυτά υποβλήθηκαν μεταγενεστέρως". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε την πιο πάνω ένσταση με την αιτιολογία ότι "..... η κατηγορία κατά της κατηγορουμένης συνίσταται σε φερόμενη παράβαση από αυτήν του αρθ. 25 Ν. 1882/1997, ήτοι της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Η ένσταση της κατηγορουμένης αναφέρεται στα ισχύοντα υπό το κράτος του Ν. 2523/97, δηλαδή τα εφαρμοζόμενα σε πράξεις φοροδιαφυγής που προβλέπονται από το νόμο εκείνο, άσχετες δηλαδή με την κατηγορία που εδώ της αποδίδεται (βλ. σχετ. ΑΠ 630/2006 ΠΧ ΝΖ/146, 842/2006 ΠΧ ΝΖ/234). Συνεπώς η ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη". Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι "'Όχι νόμιμα η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δε δέχθηκε" α) το αίτημα της αναβολής της συζητήσεως της εφέσεώς της, λόγω μη εκδόσεως των αποφάσεων επί των ασκηθεισών εφέσεών της, στο αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Πατρών, στο οποίο, όπως η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται, εκκρεμούσαν και β) τους ισχυρισμούς της και τις ενστάσεις της ότι "η μηνυτήρια αναφορά δε συνοδευόταν από τα απαιτούμενα, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 και 4 Ν. 2523/1997, έγγραφα, εφόσον δεν προκύπτει ότι ασκήθηκε προσφυγή (τις πρωτόδικες αποφάσεις του Διοικ. Πρωτ. Πατρών, κατέθεσε η ίδια η αναιρεσείουσα), επικυρωμένο αντίγραφο της εκθέσεως ελέγχου, επικυρωμένο αντίγραφο των καταλογιστικών πράξεων, επικυρωμένο αντίγραφο των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της ένδικης φορολογικής εγγραφής, ούτε αυτά υπεβλήθησαν μετέπειτα, η έλλειψη των οποίων καθιστά την ασκηθείσα ποινική δίωξη απαράδεκτη". Κατά την προβαλλόμενη δε από την αναιρεσείουσα αιτίαση, η προσβαλλομένη απόφαση "είναι αναιρετέα", διότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αμαλιάδας, "απέρριψε τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, ως προς την αναβολή της υποθέσεως μέχρι τελεσιδικίας της αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Πατρών, επί των εφέσεών της και ως προς τη μη προσκόμιση των απαιτουμένων εγγράφων, που να συνοδεύουν την ποινική δίωξη που ασκήθηκε". Όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για παραβίαση προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την άσκηση της ποινικής διώξεως δεν ήταν απαραίτητη η προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης ή η τελεσίδικη επί της τυχόν ασκηθείσης προσφυγής απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ούτε η επισύναψη στη μηνυτήρια αναφορά των πιο πάνω εγγράφων. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ., Ε και Η του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του ν. 2523/97 και της υπερβάσεως εξουσίας, λόγω μη κήρυξης της κατά της κατηγορουμένης- αναιρεσείουσας ποινικής δίωξης, ως απαράδεκτης, οι οποίοι, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των πιο πάνω αιτιάσεων προβάλλονται από την αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου σαφής και ορισμένος-και εντεύθεν παραδεκτός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των πιο πάνω αιτημάτων της αναιρεσείουσας δεν διαλαμβάνεται στην αίτηση. Η περιεχόμενη δε στην αίτηση αιτίαση δε "από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι είναι χρέη που έχουν βεβαιωθεί και διώκονται με αυτή τη διάταξη" (του Ν. 1882/1997), απαραδέκτως προβάλλεται, αφού πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση, και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 4/14-12-2007 αίτηση της Χ1, κατά της 1042/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Αιτιολογία αποφάσεως. Στοιχεία αδικήματος, άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997. Λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και υπέρβαση εξουσίας, διότι η ποινική δίωξη, έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, διότι δεν συνοδευόταν από επικυρωμένο αντίγραφο της οικείας έκθεσης φορολογικού ελέγχου, των καταλογιστικών πράξεων των ενδίκων φόρων και αντίγραφο των στοιχείων από τα οποία να αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της ένδικης φορολογικής εγγραφής κλπ. Αβάσιμος, διότι επί μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, δεν εφαρμόζονται τα οριζόμενα στα άρθρα 17, 18, 19 και 20 παρ. 2 του ν. 2523/1997. Στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της φορολογικής παράβασης που διαπιστώθηκε, η προηγούμενη επ’ αυτή τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου δεν απαιτείται προκειμένου περί εγκλημάτων φοροδιαφυγής, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του. Απόρριψη αιτήματος αναβολής μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Διοικητικό Εφετείο. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 1307/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Σδούκο, για αναίρεση της 62/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1948/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 62/2007 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και την εξέδωσε, απέρριψε ως ανυποστήρικτη, την έφεση που αυτός είχε ασκήσει κατά της υπ' αριθμό 147/22-11-2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, αφού απέρριψε προηγουμένως το αίτημα, για αναβολή, κατά το άρθρο 349 του Κ.Π.Δ, που υπέβαλε, ως άγγελος η σύζυγός του ήδη αναιρεσείοντος, Γ1. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Αντί αυτού, εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η σύζυγός του Γ1, η οποία ανήγγειλε, ότι ο κατηγορούμενος αδυνατεί, λόγω ασθενείας του, να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο, οποιαδήποτε ιατρική γνωμάτευση. Αντίθετα, το Δικαστήριο, διέκοψε τη συζήτηση επί τη προκείμενης υποθέσεως, μέχρι την 12η π.μ της ίδιας ημέρας, προκειμένου να προσκομισθεί με επιμέλεια της, σχετική ιατρική πιστοποίηση του θεραπευτηρίου ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ, ενόψει της δηλώσεώς της, ότι ο σύζυγός της νοσηλεύεται στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Το Δικαστήριο, επανήλθε κατά την ορισθείσα ώρα, χωρίς, όμως, η σύζυγός του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, να προσκομίσει οποιαδήποτε ιατρική βεβαίωση. Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, το αίτημα αναβολής της δίκης, ως ουσιαστικά αβάσιμο με την εξής αιτιολογία: "Το Δικαστήριο δεν πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος, είναι ασθενής και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο "Ευαγγελισμός" Αθηνών και συνεπώς δεν μπορεί να εμφανιστεί στη σημερινή δικάσιμο. Ειδικότερα, η εξετασθείσα σύζυγος του κατηγορουμένου Γ1, μολονότι της δόθηκε εύλογη προθεσμία για να προσκομίσει στο δικαστήριο σχετική βεβαίωση του παραπάνω νοσοκομείου, περί νοσηλείας του κατηγορουμένου, ουδέν προσκόμισε. Επομένως, το δικαστήριο κρίνει, ότι ο κατηγορούμενος, δεν είναι ασθενής και το αίτημα αναβολής παρελκυστικά προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί". Έτσι, που αποφάνθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται σ' αυτήν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο, για να οδηγηθεί στο προεκτεθέν πόρισμά του, για απόρριψη του ως άνω, περί αναβολής της δίκης, αιτήματος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση, για αναιτιολόγητη απόρριψη του άνω αιτήματος αναβολής της δίκης. Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 12 Νοεμβρίου 2007, αίτηση του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 62/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση αποφάσεως, που απέρριψε το αίτημα του εκκαλούντος, για αναβολή της δίκης, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας αποφάσεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναβολής αίτημα.
2
Αριθμός 1305/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίστηκε με την 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλεξανδρή, περί αναιρέσεως της 506/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που δεν παρέστη. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 3 Απριλίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 614/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Έλλειψη ακρόασης, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. Β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όταν το δικαστήριο παρέλειψε ν' αποφανθεί επί αιτήματος του κατηγορουμένου ν' ασκήσει δικαίωμα, που του παρέχεται από τον νόμο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, η επιμέτρηση της ποινής μέσα στα όρια, τα οποία διαγράφει ο νόμος, ανήκει στην αποκλειστική και κυριαρχική κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου, που του παρέχει ο νόμος. Επομένως, δεν παρέχεται το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να υποβάλει, πριν από την έκδοση της απόφαση για την ποινή, αίτημα για την επιβολή εφέσιμης ποινής, ούτε, άλλωστε, είναι λογικά εφικτό, το Δικαστήριο, πριν αποφασίσει για το ύψος της ποινής, να κρίνει αν αυτή θα είναι εφέσιμη ή όχι. Για το "αίτημα" δε αυτό (που αποτελεί "ευχή") το Δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα με την περί της ποινής απόφασή του, η σχετική δε αιτιολογία αυτής αποτελεί και την αιτιολογία για την απόρριψη ή την αποδοχή του πιο πάνω "αιτήματος". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 περ. β εδ. α του ΚΠΔ "εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα ημέρες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ" .......". Η ρύθμιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς το από 22-11-1984 έβδομο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987. Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου ορίζει στην παρ. 1, ότι κάθε πρόσωπο, που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη, από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο. Στην παρ.2 προβλέπεται δυνατότητα εξαιρέσεως στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων μικρής σημασίας ή στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από ανώτερο δικαστήριο, ενώ, σύμφωνα και το πρώτο άρθρο του ν. 1705/1987 η Κύρωση του Πρωτοκόλλου αυτού, έγινε με την ρητή επιφύλαξη "ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρουμένου Πρωτοκόλλου δε θίγει τη διάταξη του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας". Ακολούθως, με το Ν. 2462/1977, κυρώθηκε, χωρίς επιφύλαξη, το από 16-12-1966 Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Κατά το άρθρο 14 παρ.5 του Συμφώνου αυτού, "κάθε πρόσωπο, που κρίνεται ένοχο για παράβαση, έχει δικαίωμα, η απόφαση περί της ενοχής και της καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο". Η διαλαμβανόμενη δε στην διάταξη αυτή έκφραση "σύμφωνα με τον νόμο, υπονοεί την πιο πάνω γενόμενη επιφύλαξη του 7ου Πρωτοκόλλου. Επομένως οι πιο πάνω διατάξεις δεν παρέχουν δικαίωμα απεριόριστης άσκησης ενδίκων μέσων, ούτε και υφίσταται από τα παραπάνω νομοθετήματα καθορισμός περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας και χωρίς φραγμούς πρόσβασης σε αυτούς. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σερρών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για αυτοδικία και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλάκισης δύο μηνών, η έκτιση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Ο αναιρεσείων με το περιεχόμενο στο κύριο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως μοναδικό λόγο προβάλλει την αιτίαση ότι, ενώ "δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του υπέβαλε αίτημα επιβολής εφεσίμου ποινής, προκειμένου να ασκήσει έφεση, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό, χωρίς να αιτιολογήσει το λόγο της απόρριψης του αιτήματος". Επίσης με τον σχετικό δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, με το να μη απαντήσει στο πιο πάνω αίτημά του και στη συνέχεια να του επιβάλει ποινή, η οποία του στερεί το δικαίωμα δευτεροβάθμιας δικαστικής κρίσης, παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου του 2 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ. Οι αιτιάσεις αυτές, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου οι ισχυρισμοί- αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η πιο πάνω αναφερόμενη επιφύλαξη της Ελληνικής Πολιτείας κατά την κύρωση του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το άρθρο πρώτο του Ν. 1705/ 1987, ισχύει μόνο καθόσον αφορά τα προβλεπόμενα από την ίδια διάταξη όρια ποινής που ίσχυαν κατά το χρόνο διατύπωσης της επιφύλαξης και όχι και τα μεταγενεστέρως τροποποιηθέντα, είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αλυσιτελείς, αφού κατ' αυτόν τον τρόπο ο αναιρεσείων φέρεται να υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκκλητή και συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε απαραδέκτως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακρόασης του αναιρεσείοντος, καθόσον το Δικαστήριο δεν απάντησε στο αίτημά του για την επιβολή εφέσιμης ποινής, πρέπει ν' απορριφθεί, ως αβάσιμος. Επίσης απορριπτέος, ως αβάσιμος, είναι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία, όπως εκτιμάται, των πιο πάνω διατάξεων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. ΙΙ. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής του ή όποιας άλλης (παρεμπίπτουσας) κρίσης. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων (όπως τα ονόματα των μαρτύρων κ.λ.π.), δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν είναι δε αναγκαίο η κατάθεσή του να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, εφόσον γίνεται μνεία ότι Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και εφόσον, προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Στην προκείμενη περίπτωση, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης 506/2007 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών, αναφέρεται μεν αρχικά σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, "... τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο...", στη συνέχεια όμως της αιτιολογίας, γίνεται λόγος για τον πολιτικώς ενάγοντα (που εξετάστηκε χωρίς όρκο), ο οποίος αναφέρεται ως εγκαλών, όπως δε προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογία, αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού τα κατατεθέντα από αυτόν πραγματικά περιστατικά έγινα δεκτά ως αληθή από το Δικαστήριο, έτσι ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του, την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και από παραδρομή αναφέρονται οι καταθέσεις, μόνο των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης, σε σχέση με την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-3-2007 αίτηση αναίρεσης και τους από 3/4/2008 προσθέτους αυτής λόγους (με ημερομηνία καταθέσεως 18/4/ 2008) του ...... κατά της 506/2007 αποφάσεως Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σερρών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτημα για την επιβολή εφέσιμης ποινής. Δεν δικαιούται να το υποβάλει ο κατηγορούμενος, ούτε υποχρεούται να απαντήσει το Δικαστήριο με ειδική αιτιολογία. Η ρύθμιση του άρθρου 489 ΚΠΔ (πότε επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο) δεν είναι αντίθετη προς το από 22-11-1984 έβδομο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Ρώμης (ΕΣΔΑ) ούτε με το από 16-12-1966 Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του οποίου Συμφώνου αυτού «κάθε πρόσωπο, που κρίνεται ένοχο για παράβαση, έχει δικαίωμα, η απόφαση περί της ενοχής και της καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο». Κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος. Είναι και βασικός μάρτυρας. Δεν είναι δε αναγκαίο η κατάθεσή του να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, εφόσον προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας αποφάσεως, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Απορρίπτει την αίτηση και του πρόσθετους λόγους.
Πρόσθετοι λόγοι
Αποδεικτικά μέσα, Ποινή, Ε.Σ.Δ.Α., Πολιτική αγωγή, Πρόσθετοι λόγοι.
2
Αριθμός 1303/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EUROMAG ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "EUROMAG AE", που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής που εκπροσωπείται νόμιμα, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 268/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1626/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 100/21.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 14 § § 3δ', 4 του Συντάγματος και 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 16/2007 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EUROMAC ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "EUROMAC", που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 268/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και εκθέτω τα εξής: Με το υπ'αριθμ. 436/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς διατηρήθηκε η κατάσχεση των εντύπων που αναφέρονται στην από ..... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως της Υποδ/νσης Ασφαλείας Πειραιώς και ειδικά 4580 φύλλων, της εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον τίτλο "......" και τέσσαρα DVD με τους τίτλους "....", "....", "....." και "....." ως εμπίπτοντα στις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του Ν.5060/1931 περί ασέμνων. Κατά του βουλεύματος αυτού, η εκδότρια της εφημερίδας "τ....." ως άνω εταιρεία άσκησε την υπ'αριθμ. 29/29-5-2007 έφεσή της, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη με το υπ'αριθμ. 268/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Κατά του τελευταίου βουλεύματος η δικηγόρος Αθηνών Ειρήνη Κοντονάσιου άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως, για λογαριασμό της ανωτέρω εκδότριας του εντύπου εταιρείας, δυνάμει το από .... πρακτικού του Δ.Σ. αυτής, την κρινομένη υπ'αριθμ. 16/2007 αίτηση αναίρεσης, η οποία περιέχει ως λόγους αναίρεσης την παράνομη απόρριψη της έφεσης κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτης και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρ. 484 § 1 στοιχ. β' και ε' Κ.Π.Δ.). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ'ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 268/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, που το εξέδωσε, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, μετά από την εκτίμηση της ένδικης έφεσης, των εγγράφων της δικογραφίας και του σχετικού υπομνήματος της εκκαλούσας εταιρείας, τα ακόλουθα: "Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 463 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίον ρητά από το νόμο παρέχεται το δικαίωμα αυτό. Σύμφωνα δε με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Συντάγματος, η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή, απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία:α)...β)...γ).. δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Κατά δε την διάταξη της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος, σ' όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εισαγγελέας, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, και αυτό, μέσα σε άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, οφείλει να αποφασίσει για τη διατήρηση ή την άρση της κατάσχεσης, διαφορετικά η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης επιτρέπονται στον εκδότη της εφημερίδας ή άλλου εντύπου που κατασχέθηκε και στον εισαγγελέα. Από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας αυτής διατάξεως (παρ 4 του άρθρου 14 του Συντάγματος) και το περιεχόμενο της, προκύπτει ότι η τασσόμενη βραχύχρονη προθεσμία ενεργείας του Εισαγγελέα περιορίζεται μόνο στην από της επιβολής της κατάσχεσης υποβολή της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την υπ' αυτού εντός της αυτής προθεσμίας απόφανση. Αντίθετα, το δεύτερο εδάφιο αναφέρεται αποκλειστικά στην άσκηση των ενδίκων μέσων χωρίς να παραπέμπει στο προηγούμενο εδάφιο, ώστε να κριθεί ότι η εξαιρετική αυτή βραχύχρονη προθεσμία έχει εφαρμογή και επί εφέσεως και αναιρέσεως και μάλιστα είτε ασκηθούν αυτά από τον Εισαγγελέα είτε από τον εκδότη του κατασχεθέντος εντύπου, ενώ τέτοια πρόθεση τόσο κεφαλαιώδους σημασίας θα εκδηλωνόταν με ρητή νομοθετική επιταγή, η οποία εφόσον ελλείπει, έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 462-481) Πρβλ ΑΠ 1096/1980 ΠΧ ΛΑ 178, Αθανασίου Κονταξή ΤΥΠΟΣ και ΔΙΚΑΙΟ, έκδοση 1989, 314. Κατά την ως άνω δε διάταξη (του άρθρου 14 παρ. 4 εδ. β' του Συντάγματος) ένδικα μέσα κατά του βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου, που αποφαίνεται για τη διατήρηση ή άρση της κατάσχεσης, στις περιπτώσεις που κατ' εξαίρεση επιτρέπεται αυτή έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ο εκδότης της εφημερίδας που κατασχέθηκε ή άλλου εντύπου (βλ ΑΠ 1057/1995 ΠΧ 1996,95) και ο Εισαγγελέας. Επειδή εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 2, 96 παρ. 2 και 465 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι για το παραδεκτό της ασκήσεως ενδίκου μέσου δι' αντιπροσώπου απαιτείται να υπάρχει, κατά το χρόνο της ασκήσεως του, σχετική προς τούτο εντολή, η οποία να έχει δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική, κοινοτική αρχή ή δικηγόρο και να προσαρτάται το πληρεξούσιο έγγραφο ή το επικυρωμένο αντίγραφο του στη σχετική έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, πρέπει δε να προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη, έστω κατά τα γενικά χαρακτηριστικά της ή κατά τη γενική σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, ορολογία της, την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα και να αναφέρεται η απόφαση κατά της οποίας παρέχεται πληρεξουσιότητα για την άσκηση του ενδίκου μέσου.(ΑΠ 886/2006 ΠΧ ΝΖ 245) Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 465 παρ 1γ ΚΠΔ, στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος καθώς και κατά αποφάσεως όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε 20 ημέρες από την άσκηση του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ 1. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των άρθρων 341, 430 και 501 παρ 1 εδ τελευταίο. Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ.3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης και εν γένει επιδίωξης του σκοπού αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται προφανώς και η απόφαση για ανάληψη δικαστικού αγώνα καθώς και για την συνέχιση του, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας, Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [Ολ. ΑΠ 1096/76 ΠΧ, 1977, 370]. Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής (ΑΠολ 4/2006, ΑΠ ολ 5/2006, ΑΠολ 6/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) γιατί ο πληρεξούσιος και ο εντολοδόχος, οι οποίοι διορίζονται για τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων επ" ονόματι της Α.Ε., δεν είναι όργανα διοικήσεως, αλλ' ενεργούν ως απλοί αντιπρόσωποι αυτής πράξεις, που αποφασίσθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, ή από τα υποκατάστατα αυτού όργανα, των οποίων η εκτέλεση μόνο ανατέθηκε σ' αυτούς. (ΑΠ 581/2005 Ποιν Λογ 2005, 526, ΑΠ 352/03 Ποιν Λογ 2003, 311). Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, ή για την κατάθεση ενδίκου μέσου. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασης του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, την άσκηση ενδίκου μέσου για λογαριασμό της κλπ, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφαση του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, ή στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ. (ΑΠολ 4/2006, ΑΠ ολ 5/2006, ΑΠολ 6/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 581/2005 Ποιν Λογ 2005, 526). Η γενική δε πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ένδικων μέσων, εφ' όσον αυτό μνημονεύεται ρητά., δηλαδή, προκειμένου περί ανώνυμης εταιρίας, όταν το πρόσωπο που ασκεί το ένδικο μέσο, εξουσιοδοτείται γι' αυτό - για την άσκηση ένδικων μέσων γενικά - με ρητή μνεία, με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που επέχει θέση συμβολαιογραφικού εγγράφου, ή αν στο ίδιο το καταστατικό της εταιρίας μνημονεύεται ρητά και η άσκηση ένδικων μέσων γενικά, ως πράξη την οποία μπορεί να ενεργήσει το πρόσωπο που έχει την εξουσία να εκπροσωπήσει την εταιρία ενώπιον των δικαστηρίων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκηση του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. (βλ ΑΠ 886/06 όπως πιο πάνω, ΑΠ 845/06 ΠΧ ΝΖ 235). Για να κριθεί δε η νομιμοποίηση του φυσικού προσώπου που ασκεί ένδικο μέσο ως εκπρόσωπος ΑΕ απαιτείται η προσάρτηση στη σχετική έκθεση του καταστατικού της εταιρίας, χωρίς την οποία το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο (βλ ΑΠ 1559/86 Νοβ 1986,1641) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το υπ' αριθμ. 436/21-5-2007 βούλευμά του αποφάνθηκε ότι διατηρεί την κατάσχεση των εντύπων που αναφέρονται στην από ..... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Πειραιώς και ειδικά τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα (4580) τεμαχίων σε συσκευασία, αποτελούμενων από το φύλλο ... της εφημερίδας "...." και τέσσερα DVD με τους τίτλους "......", "....", "....." και "......". Εκδότρια της ως άνω εφημερίδας είναι η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία EUROMAG ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Κατά του ως άνω βουλεύματος, που επιδόθηκε στην τελευταία (στον εντεταλμένο σύμβουλο και υπεύθυνο κατά νόμο ....... όπως δηλώνεται στη δεύτερη σελίδα του υπ' αριθ .. φύλλου της εν λόγω εφημερίδας)στις 23-5-07, άσκησε η δικηγόρος Αθηνών Ειρήνη Κοντονάσιου, με δήλωση της στον αρμόδιο γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, την κρινόμενη υπ' αριθμ. 29/29-5-07 έφεση, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ 29/29-5-07 έκθεση του πιο πάνω γραμματέα. Στην έκθεση αυτή αναφέρεται ότι η ανωτέρω ενεργεί ως πληρεξούσια δικηγόρος της ως άνω εταιρείας βάσει του υπ' αριθ ..... πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας. Στο υπ' αριθ ...... πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Δερτούζου, το οποίο μνημονεύεται και προσαρτάται στην έκθεση, αναφέρεται ότι εμφανίστηκε στην ως άνω συμβολαιογράφο ο Γ1, "ο οποίος ενεργεί στο παρόν όχι για τον εαυτό του ατομικά αλλά ως νόμιμος εκπρόσωπος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία EUROMAG ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ...ότι στο παρόν ο εμφανισθείς εκπροσωπεί και δεσμεύει με την υπογραφή του την ως άνω ανώνυμη εταιρεία, δυνάμει της από της...... αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, επικυρωμένο αντίγραφο των πρακτικών της οποίας προσαρτάται στο παρόν", ότι η ανωτέρω εταιρεία, όπως νόμιμα εκπροσωπείται στο παρόν, ζήτησε τη σύνταξη του παρόντος, με το οποίο δήλωσε ότι διορίζει ειδικούς πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους της τους: 1) Ειρήνη ΚΟΝΤΟΝΑΣΙΟΥ του Χαραλάμπους, δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών... 2) Ιωάννη ΜΠΑΒΕΑ του Χρήστου, δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών .... προς τους οποίους χορηγεί την ειδική εντολή, την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα (ενεργώντας είτε από κοινού είτε ο καθένας μεμονωμένα): Να ασκήσουν για λογαριασμό της εντολέως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής διατάξεως, όλα τα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα και ειδικότερα της εφέσεως κατά του υπ' αριθ 435/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς ......". Αλλά όμως δεν έχει προσαχθεί ούτε έχει προσαρτηθεί στην έκθεση εφέσεως αντίγραφο του καταστατικού της εκκαλούσας εταιρίας, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς των εξουσιών που παρέχονται στον Γ1 και στο οποίο κατ' ανάγκη πρέπει να ανατρέξει κανείς (πρβλ. ΑΠ 1559/1986 (σε Συμβ) και πρότ. Αντεισ. Σπ. Σταμούλη ΝοΒ 34. 1640, Εισαγγ Πρόταση στην ΑΠ 110/1988 ΠΧ 1988, 589, Εφετ Αθηνών 1438/1988 Δ/ΝΗ 1989, 230, ΑΠ 352/03 Ποιν Λογ 2003, 311 και Αθαν Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2006, Τόμος β, σελ 2650), ούτε αντίγραφο των πρακτικών της από 23-5-07 αποφάσεως του ΔΣ αυτής, προκειμένου να διαπιστωθεί ποια ήταν τα πρόσωπα που απαρτίζουν το ΔΣ της εταιρείας, αν υπάρχει πρόβλεψη για τα ως άνω θέματα, αν ο ανωτέρω ενήργησε ως υποκατάστατος του ΔΣ, (οπότε δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του), ή ως τρίτος, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20, οπότε απαιτείται, ενόψει του ότι αυτός είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφαση του και το οποίο προσαρτάται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ. Έτσι όμως δεν είναι δυνατόν να ερευνηθεί αν προβλέπεται (επιτρέπεται) από το καταστατικό η ανάθεση της εκπροσώπησης της ως άνω εταιρείας σε ένα ή και περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ΔΣ ή όχι και ειδικότερα η άσκηση όλων των εξουσιών τις οποίες το ίδιο διαγράφει για το Διοικητικό Συμβούλιο και αν σ' αυτές περιλαμβάνεται ρητά, έστω και με γενική μνεία, η άσκηση ενδίκων μέσων. Συνεπώς η υπό κρίση έφεση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, (πρβλ ΑΠ 1216/06 και ΑΠ 1176/06 Ποιν Δικ 2007, 43 και 44, ΑΠ 581/05, ΑΠ 1559/86 όπως πιο πάνω), να καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα από 220 ευρώ (άρθρο 583 παρ 1 ΚΠΔ, όπως αντικ με άρθρο 55 παρ 1 ν 3160/03) και να διαταχθεί η εκτέλεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και με το να απορρίψει ακολούθως την έφεση της αναιρεσείουσας κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτη δεν υπέπεσε σε καμία πλημμέλεια από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 484 § 1 Κ.Π.Δ. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως για παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. Τέλος, ο έτερος λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 465 § 1, 96 § 2 και 42 § 2 Κ.Π.Δ., είναι απαράδεκτος, αφου δεν πρόκειται περί ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αλλά περί διατάξεων καθαρώς δικονομικών. Κατ' ακολουθία αυτών, η κρινόμενη αίτηση της αναιρεσείουσας πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ'αυτήν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) να απορριφθεί η υπ αριθμ. 16/2007 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EUROMAC ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "EUROMAC", που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, κατά του υπ'αριθμ. 268/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα. Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.2 του ΚΠΔ "οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σ` αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από το λόγο αυτό, να γνωρίσει την πρόταση του Εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για το σκοπό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της Εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης". Η διάταξη αυτή, έχει εφαρμογή όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημελειοδικών αλλά και στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου, όπως ορίζεται άλλωστε και στο άρθρο 485 παρ.1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της από 10.9.2007 αιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EUROMAG ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", για αναίρεση του 268/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς που κήρυξε απαράδεκτη την έφεσή της κατά του 436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς το οποίο διατήρησε την κατάσχεση των εντύπων της που αναφέρονται στην από ..... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πειραιώς , αυτή ζήτησε να λάβει γνώση της σχετικής επί της ανωτέρω αιτήσεώς της προτάσεως του Εισαγγελέα. Όπως όμως προκύπτει από τον έλεγχο της δικογραφίας η υπόθεση εισάγεται στον Άρειο Πάγο, που συνεδριάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση ως Συμβούλιο (άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ), χωρίς να έχει κληθεί ένας από τους νομότυπα με την άνω αίτηση αναίρεση διορισθέντες αντικλήτους της αναιρεσειούσης δικηγόρους και κατοίκους Αθηνών Ειρήνης Κοντονάσιου και Ιωάννη Μπαβέα να λάβουν γνώση της σχετικής με την ένδικο αναίρεση προτάσεως του Εισαγγελέα. 'Επειτα από αυτά, το δικαστήριο πρέπει να απόσχει όπως αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως που προαναφέρθηκε προς τον σκοπό όπως, προ πάσης επανεισαγωγής της, κληθεί και λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα ο αντίκλητος της αναιρεσειούσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EUROMAG ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", για αναίρεση του 268/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς μέχρις ότου κληθεί και λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα ο αναφερόμενος στο σκεπτικό αντίκλητος αυτής. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απέχει να αποφανθεί μέχρις ότου η αναιρεσείουσα λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα (της οποίας είχε ζητήσει να λάβει γνώση).
Αποχή αποφάσεως
Αποχή αποφάσεως.
1
Αριθμός 1302/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα (σε συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντίνδη), Χαράλαμπο Παπαηλιού, ορισθέντα με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 9 και 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου X1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, κατά της υπ' αριθ. 17/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση του από 3.8.2007 και με αριθμό ΙΙΙ ΚΟΡ 25/2007 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, που εκδόθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο Bielsco Biala της Πολωνίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε, στο Δικαστικό Κατάστημα του Εφετείου Αθηνών, τις με αριθμούς και ημερομηνίες 56/27.3.2008 και 57/28.3.2008 εφέσεις, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτές, ενώπιον της Γραμματέως Αικατερίνης Σωφρόνη, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 553/2008. Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του εκζητουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες εφέσεις ως απαράδεκτες. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Η υπό κρίση υπ' αριθμ.56/27-3-2008 έφεση και η συμπληρωματική αυτής υπ' αριθμ. 57/27-7-2008 ομοία του εκκαλούντος-εκζητούμενου X1 , κατά της υπ' αριθμ. 17/27-3-2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία τούτο διέταξε την εκτέλεση του με αριθμό ΙΙΙ Kop 25/07 από 3-8-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε δυνάμει της από 12-12-2006 αποφάσεως του Περιφερειακού Δικαστηρίου Bielsco Biala της Πολωνίας, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 22 Ν.3251/2004 και 451 κ.Π.Δ) και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, να ερευνηθούν και κατ' ουσίαν. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω Ν. 3251/2004, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους έκδοσης του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας α) προκειμένου σε πρόσωπο στο οποίο έχει ήδη αποδοθεί η αξιόποινη πράξη να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Κατά δε την παρ. 2εδαφ.α' του ίδιου άρθρου η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών που διατυπώνονται στο ισχύον Σύνταγμα και στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει ειδικότερα τα ακόλουθα στοιχεία: α) την υπηκοότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) το όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιπτώσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών ή σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12)μηνών, όπως επίσης εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της άνω παρ. 1 του άρθρου 10, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα, ενώ κατά την παρ. 2 του αμέσως ανωτέρω άρθρου 10, η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή (2) αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών, ειδικότερα δε μεταξύ των άλλων, και για απάτη (στοιχ. κ'). ΙΙΙ.- Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με όσα δια του συνηγόρου του και του κατατεθέντος υπομνήματος εξέθεσε ο εκζητούμενος, προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του διέταξε την εκτέλεση του με στοιχεία ΙΙΙ Kop 25/07 από 3-8-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των αρμοδίων Πολωνικών Αρχών που εκδόθηκε δυνάμει της από 12-12-2006 αποφάσεως του Περιφερειακού Δικαστηρίου Bielsco Biala της Πολωνίας. Το ένταλμα εκδόθηκε προκειμένου να ασκηθεί κατά του εκκαλούντος - εκζητουμένου ποινική δίωξη για απάτη κατά συναυτουργία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 286 παρ.1 και 294 Πολωνικού Ποινικού Κώδικα, με τις οποίες προβλέπεται η αξιόποινη πράξη της απάτης και απειλείται γι' αυτήν στερητική της ελευθερίας ποινή δέκα (10) ετών. Ειδικότερα, στον εκζητούμενο αποδίδεται η κατηγορία ότι " κατά το χρονικό διάστημα από 3 Μαρτίου 2003 έως 26-3-2003 στη Μπλιέσκο-Μπιάλα, ενεργώντας με προμελέτη και σε σύντομα χρονικά διαστήματα, με στόχο τα οικονομικά οφέλη, σε συνεννόηση με άλλα εξακριβωμένα άτομα, συνήψε με την εταιρία "Telekomunikacja Polska S.A" σύμβαση παροχής υπηρεσιών Octapus ISDN, εξαπατώντας την προηγουμένως για τις οικονομικές του δυνατότητες και την πρόθεση τήρησης της συμφωνίας με αποτέλεσμα η εταιρία "Telekomunikacja Polska S.A" να ζημιωθεί διαθέτοντας περιουσιακά της στοιχεία υπό την μορφή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μεγάλης αξίας ήτοι 2.681.890,53 ζλότυ.". Το ένδικο Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του Ν. 3251/2004 (ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον εκζητούμενο, η ποινή που προβλέπεται γι' αυτή κατά το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, η περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης και διάφορες άλλες πληροφορίες σχετικές με αυτή και τις συνέπειές της), πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητάς του κατά το Ν. 3251/2004. Η πράξη για την οποία κατηγορείται ο εκζητούμενος, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται στο ένταλμα και για την οποία ζητείται η προσαγωγή του στην αρμόδια Πολωνική Αρχή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Πολωνικού Ποινικού Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απάτη, εμπίπτει σε εκείνες τις πράξεις, για τις οποίες, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 περιπτ. κ' του Ν. 3251/2004, επιτρέπεται η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου και με μόνη προϋπόθεση να τιμωρείται στο κράτος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητική της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας τουλάχιστον τριών (3) ετών ως προς το ανώτατο όριό τους, περίπτωση η οποία συντρέχει εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του ανωτέρω Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και γι' αυτό το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απεφάσισε την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, ορθώς όλες τις προπαρατεθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι με τις κρινόμενες εφέσεις προβαλλόμενοι αντίθετοι ισχυρισμοί και οι συναφείς λόγοι έφεσης του εκκαλούντος-εκζητουμένου. Ειδικότερα, ο διαλαμβανόμενος στις κρινόμενες εφέσεις ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το κατ' αυτού ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν εκδόθηκε σύννομα, διότι παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές που διατυπώνονται στο Σύνταγμα και το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση (άρθρο 1 παρ.2 Ν.3251/04)", καθόσον δεν κλητεύθηκε πριν από την έκδοση του εντάλματος, ενώ είχε μόνιμη και γνωστή στις Πολωνικές Αρχές διεύθυνση κατοικίας στο ....., είναι αβάσιμος. Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ο εκκαλών εκζητούμενος διαμένει μόνιμα στο .... και στη διεύθυνση ...... αλλά επειδή αυτός κρυβόταν και διέφευγε, η ανάκριση η οποία διεξαγόταν εναντίον του ανεστάλη και περαιτέρω, εκδόθηκε κατ' αυτού το προληπτικό μέτρο της προσωρινής κράτησης και θεωρείται "καταζητούμενος με επικήρυξη". Ο εκκαλών θεωρεί δεδομένο ότι δεν κλητεύθηκε στην παραπάνω διεύθυνση της κατοικίας του, όμως, από τις αναφορές αυτές του εντάλματος, [η ουσιαστική αλήθεια των οποίων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσης δίκης], και της μη σαφούς και ρητής αναφοράς σε κλήτευση του εκζητούμενου, δεν προκύπτει ότι αυτός, ως ισχυρίζεται, δεν είχε αναζητηθεί στη γνωστή διεύθυνση της κατοικίας του, κατ' αποκλεισμό της εκδοχής να αναζητήθηκε και να μην βρέθηκε, εκδοχή την οποία καταφάσκει η μνεία στο ένταλμα ότι αυτός διέφευγε και κρυβόταν. Ενόψει του ότι αντικείμενο της παρούσης δίκης είναι η έρευνα της τυπικής νομιμότητας του εντάλματος του οποίου ζητείται η εκτέλεση, είναι απαράδεκτοι οι διαλαμβανόμενοι στις ένδικες εφέσεις ισχυρισμοί του εκκαλούντος με τους οποίους διατείνεται α) ότι δεν έχει τελέσει το έγκλημα της απάτης, στον χρόνο και με τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στο ένταλμα και ότι δεν έχει υπογράψει σύμβαση με τον οργανισμό τηλεπικοινωνιών της Πολωνίας β) ότι αγνοούσε την εις βάρος του ποινική διαδικασία και δεν κρυβόταν ούτε διέφευγε γ) ότι δεν του επιτρέπεται να λάβει γνώσει δια του συνηγόρου του στην Πολωνία των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας. Απαράδεκτο είναι και το αίτημα του εκκαλούντος να ζητήσει το δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 19 παρ. Ν. 3251/2004, την από τις Πολωνικές Αρχές αποστολή εγγράφων της ποινικής δικογραφίας. Η κατά την παραπάνω διάταξη δυνατότητα του δικαστηρίου να ζητήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων αναφέρεται στην τυχόν ανεπάρκεια των στοιχείων που διαλαμβάνονται στο ένταλμα και προκειμένου το δικαστήριο να κρίνει για την εγκυρότητα αυτού. Περαιτέρω, τα διαλαμβανόμενα στις εφέσεις για κακή σύνθεση του πρωτοβάθμιου συμβουλίου, λόγω εναλλαγής του προσώπου του εισαγγελέα κατά την αρχική, την μετά αναβολή, την μετά διακοπή και την τελική κατά την 27-3-2008 επί της ουσίας συζήτηση της υποθέσεως, δεν συνιστούν λόγους εφέσεως, σε κάθε περίπτωση δε, από τη συμμετοχή στη σύνθεση του Συμβουλίου του Εισαγγελέα Γ. Παντελή, κατά τη δικάσιμο της 20-3-2008 κατά την οποία λόγω της αποχής των δικηγόρων αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως, ουδεμία προκλήθηκε ακυρότητα. Τέλος, οι αιτιάσεις ότι ο εκκαλών έπρεπε να αποφυλακισθεί διότι από τη σύλληψή του συμπληρώθηκε χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, αβασίμως δε το πρωτοβάθμιο συμβούλιο απέρριψε την σχετική αίτηση του για αποφυλάκιση, αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού το ζήτημα της προσωρινής κράτησης δεν έχει πλέον αντικείμενο με την έκδοση της παρούσης τελεσίδικης αποφάσεως. Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν τις υπ' αριθμ. 56/27-3-2008 και 57/27-3-2008 εφέσεις του X1 κατά της υπ' αριθμ. 17/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση κατ' αυτού του υπ' αριθμ. ΙΙΙ Kop 25/07 από 3-8-2007 Eυρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε δυνάμει της από 12-12-2006 αποφάσεως του Περιφερειακού Δικαστηρίου Bielsco Biala της Πολωνίας. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης. Ζητείται η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης που εκδόθηκε δυνάμει αποφάσεως Περιφερειακού Δικαστηρίου της Πολωνίας. Το ένταλμα εκδόθηκε κατά Ισραηλίτη υπηκόου, προκειμένου να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για απάτη. Έφεση κατά αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την οποία διατάχθηκε η εκτέλεση του εντάλματος. Συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του Ν. 3251/2004 για την εκτέλεση του εντάλματος. Απόρριψη εφέσεως.
Έκδοση
Έκδοση.
2
Αριθμός 1301/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαλάμπρο και 2)Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τζαβέλλα, για αναίρεση της 8104/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Δεκεμβρίου 2007 και 17 Δεκεμβρίου 2007 (δύο αυτοτελείς) αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 81/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως, η μία υπό ημεροχρονολογίαν 27/12/2007, του Χ1 και η ετέρα, υπό ημεροχρονολογίαν 17/12/2007 του Χ2, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με αριθμ. 8104/2007, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν. Κατά το άρθρο 224 § 2 ΠΚ όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση....καταθέτει εν γνώσει του ψέματα....τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 § 1 του Ν. 3327/2005). Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμοδία για την εξέτασή του β)τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή γ)να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή και δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος. Για την ύπαρξη του τοιούτου αμέσου δόλου πρέπει να υφίστανται όλα εκείνα τα περιστατικά που δικαιολογούν την γνώση αυτή. Η αρμοδιότητα της αρχής αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού και συνεπώς πρέπει να αναφέρονται στο αιτιολογικό της αποφάσεως τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η αρμοδιότητα υπό την έννοια ότι μπορεί σύμφωνα με διάταξη νόμου να γίνει ενώπιον της αρχής αυτής ένορκη κατάθεση κάποιου, η κατάθεση δε αυτή μπορεί περαιτέρω να ληφθεί υπόψη από αρχή που είναι και αυτή αρμόδια για την διάγνωση κάποιας διαφοράς. Οι συμβολαιογράφοι, μη έχοντες από τον οργανισμό των δικαστηρίων αρμοδιότητα προς ένορκη εξέταση, κατέστησαν αρχικώς δια του άρθρου 1 Ν. 1544/1944 και μετά ταύτα δια του κυρωθέντος με το Ν. 670/1977 Κώδικος Συμβολαιογράφων (άρθρ. 1 § 1 εδ. δ' αυτού) αρμόδιοι προς λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, εφ' όσον στην συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται η χρησιμοποίησή τους ως νομίμων αποδεικτικών μέσων, οπότε εάν τα βεβαιούμενα σ' αυτές είναι ψευδή πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Περαιτέρω για την τέλεση του εγκλήματος της ψευδορκίας του εξετασθέντος απαιτείται να έχει προηγηθεί εκ μέρους του διαδίκου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί, νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του να παραστεί κατά την μαρτυρική εξέταση, διότι άλλως η εξέταση είναι ανύπαρκτη και ως τοιαύτη ουδεμία ασκεί επιρροή στη δίκη που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, εντεύθεν δε, δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται στην ένορκη αυτή βεβαίωση. Έτι περαιτέρω η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδορκία μάρτυρος αποφάσεως, πρέπει να περιέχεται σ' αυτή η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας, ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί η ένορκη βεβαίωση αυτή, να αναφέρονται τα αληθή περιστατικά που γνώριζε ο εξετασθείς και αντ' αυτών κατέθεσε τα ψευδή και τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία το δικαστήριο εδέχθη ότι αυτός είχε γνώση ότι αυτά ήσαν ψευδή' και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της καταθέσεως ήτο αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενεργείας του. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 46 § 1α ΠΚ που ορίζει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι η πρόκληση και η παραγωγή σε άλλον της αποφάσεως για την εκτέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε αυτός μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει όμως ο τρόπος αυτός και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε την απόφαση να αναφέρονται σαφώς στην καταδικαστική απόφαση, καθώς και ο δόλος του ηθικού αυτουργού που συνίσταται στην συνείδηση της πράξεως που προκαλεί στον φυσικό αυτουργό να εκτελέσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 11-10-2000 ο 1ος κατηγορούμενος, Χ1, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Μαρασόγλου βεβαίωσε τα παρακάτω περιστατικά, τα οποία περιλήφθηκαν στις ... και .... ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών από την εταιρία "Βondofibra ΑΕΒΕ" σε δίκη επί της από 7-10-1999 έφεσής της και των από 21-1-2001 προσθέτων λόγων της έφεσης της κατά της 2900/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αντίδικο τον Ψ (αδελφό του μηνυτή Ψ1), καθώς και σε δίκη επί της από 22-10-1999 έφεσής της και των από 3-12-1999 προσθέτων λόγων της έφεσής της κατά της 3611/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αντίδικο τον μηνυτή, Ψ1. Στις δίκες αυτές, μετά από αξιολόγηση και των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων, εκδόθηκαν τελικά οι 5060/2005 και 7843/2001 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα, που απέρριψαν κατ' ουσίαν τις εφέσεις και τους προσθέτους λόγους έφεσης. Ειδικότερα ο 1ος κατηγορούμενος στις δύο πανομοιότυπες ένορκες βεβαιώσεις βεβαίωσε τα εξής : "Η αλήθεια είναι ότι τότε ο κ. Ψ με επισκέφθηκε στο εργοστάσιο της .... όπου βρισκόμουν και μου ζήτησε να τον εξυπηρετήσω με το να γράψω μια επιστολή που ήθελε να στείλει στην εταιρεία... Θέλω όμως να καταθέσω ότι εγώ ουδέποτε υιοθέτησα ως αληθινά αυτά που περιέχει αυτή η επιστολή, διότι μέχρι τότε δεν είχα ελέγξει τη βασιμότητα τους.... Επίσης θέλω να καταθέσω ότι η υπ' αριθμόν ....... επιταγή ποσού 1.923.000 δρχ. της ΑΒΝ ΒΑΝΚ που είχε εκδοθεί από τον κύριο Χ2 ως εκπρόσωπο της εταιρείας ...... LTD, δεν είχε καμία σχέση με οφειλές της εταιρείας Βοndofibra ΑΕΒΕ ούτε περιήλθε ποτέ στην κατοχή της. Είναι επιταγή που αφορά τις σχέσεις της εταιρίας ....... LTD και του Ψ. Ειδικότερα έμαθα εκ των υστέρων ο Ψ μέχρι τα μέσα του 1989 είχε συνεργείο αυτοκινήτων και επισκεύαζε αυτοκίνητα της Βerghaus....". Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκαν τα εξής: Ο μηνυτής προσλήφθηκε την ..... ως τεχνίτης μηχανικός από την εταιρία "Βondofibra ΑΕΒΕ", για να παρέχει τεχνικές υπηρεσίες στο εργοστάσιο της στη ...., το οποίο είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας την επεξεργασία νημάτων. Παράλληλα με εντολή του 3ου κατηγορουμένου, Χ2, ο οποίος ήταν τότε νόμιμος εκπρόσωπος και αντιπρόεδρος του Δ. Σ. αυτής, ο μηνυτής ασκούσε για λογαριασμό της τις διευθυντικές και διαχειριστικές πράξεις που ήταν αναγκαίες για τη λειτουργία και τις λοιπές ανάγκες του εργοστασίου της, όπως αγορές καυσίμων, εργαλείων κλπ.. Τις σχετικές δαπάνες κάλυπτε αρχικά ο μηνυτής με δικά του χρηματικά ποσά, μέρος των οποίων κατέβαλλε σ' αυτόν περιοδικά η εντολέας του, Βοndofibra ΑΕΒΕ, μετά από σχετικές προσωρινές εκκαθαρίσεις βάσει λογαριασμών και παραστατικών που τηρούσε ο μηνυτής, οι οποίες γίνονταν μεταξύ αυτού και του 1ου κατηγορούμενου, ο οποίος μετέβαινε συχνά από την Αθήνα στη ..... Τον Μάιο 1990, έγινε οριστική εκκαθάριση του σχετικού λογαριασμού από κοινού μεταξύ του μηνυτή και του 3ου κατηγορουμένου, από τον οποίο προέκυψε υπέρ του μηνυτή υπόλοιπο ποσού 1.923.000 δρχ., το οποίο αποδέχτηκαν και οι δύο. Επειδή η οφειλέτιδα (Βondifibra ΑΕΒΕ) είχε οικονομικά προβλήματα, συμφωνήθηκε άτυπα μεταξύ μηνυτή και 3ου κατηγορουμένου τέλος Μαΐου 1990 στη ..... να καλύψει ο τελευταίος τη σχετική οφειλή, χωρίς όμως ταυτόχρονη απαλλαγή της οφειλέτιδας. Επιπλέον και χάριν καταβολής του χρέους ο 3ος κατηγορούμενος εξέδωσε σε διαταγή του μηνυτή την ..... μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή (με φερόμενο χρόνο έκδοσης 30-8-1990) ποσού 1.923.000 δρχ., πληρωτέα από την τράπεζα "ΑΒΝ ΒΑΝΚ" σε χρέωση του .... τραπεζικού λογαριασμού της εταιρίας "...... LTD", της οποίας αυτός ήταν τότε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος, θέτοντας στην οικεία θέση μόνο την υπογραφή του χωρίς την επωνυμία αυτής. Η εν λόγω τραπεζική επιταγή δεν πληρώθηκε, αλλά και δεν προσκομίστηκε για εμπρόθεσμη σφράγιση από τον μηνυτή, λόγω υποσχέσεων της 3ου κατηγορουμένου για σύντομη εξόφλησή της, που δεν τηρήθηκαν, με συνέπεια να ασκήσει ο μηνυτής κατά της εταιρίας "Βοndofibra ΑΕΒΕ" και του 3ου κατηγορουμένου την από 23-8-1995 αγωγή, η οποία έγινε δεκτή σε πρώτο βαθμό με την 3611/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό με την 7843/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ακόμη από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ότι μέχρι το έτος 1989 ο μηνυτής επισκεύαζε στο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων που διατηρούσε μόνο αυτοκίνητα της εταιρίας "Βοndofibra ΑΕΒΕ" και το αυτοκίνητο μάρκας .... ιδιοκτησίας του 3ου κατηγορουμένου. Αντίθετα, έπαυσε να επισκευάζει από το έτος 1983 το αυτοκίνητο μάρκας .... της εταιρίας ".......LTD)", το οποίο μάλιστα η τελευταία είχε από τις 27-8-1985 μεταβιβάσει στην ......, η οποία το κατείχε μέχρι τις 6-7-1989 (βλ. το ....... έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πατρών, που αναγνώστηκε) και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν η οφειλή της επίμαχης τραπεζικής επιταγής να προέρχεται από επισκευές του αυτοκινήτου αυτού ή άλλων αυτοκινήτων της εν λόγω εταιρίας μέχρι το έτος 1989, όπως βεβαίωσαν οι 1ος και 2ος των κατηγορουμένων (μη εδώ αναιρεσείων) στις σχετικές ένορκες βεβαιώσεις. Το γεγονός δε ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας "Βodofibra ΑΕΒΕ", δηλαδή απογραφών και ισολογισμών των ετών 1989, 1990 και 1995, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες αντίστοιχες οφειλές προς τον μηνυτή δεν διαφοροποιεί καθόλου τις παραπάνω παραδοχές και μπορεί να οφείλεται σε ειλημμένη επιλογή των νομίμων εκπροσώπων της και του 3ου κατηγορουμένου για αμφισβήτηση και μη ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων του μηνυτή, όπως και πράγματι συνέβη. Από τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται ότι όσα βεβαίωσαν οι 1ος και 2ος των κατηγορουμένων στις σχετικές ένορκες βεβαιώσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι ψευδή. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο 1ος κατηγορούμενος βεβαίωσε τα ψευδή περιστατικά καίτοι γνώριζε την αναλήθειά τους. Πιο συγκεκριμένα αυτός γνώριζε α) Ότι δεν τον επισκέφθηκε ο μηνυτής, αλλά ο ίδιος (1ος κατηγορούμενος) επισκέφθηκε το εργοστάσιο της ...., όπου ήταν ο μηνυτής και εκεί, κατά παράκληση του μηνυτή (ο οποίος λόγω τραυματισμού είχε δυσχέρεια να γράφει), έγραψε με το χέρι του την από ..... επιστολή του μηνυτή προς τον 3° κατηγορούμενο, στο κάτω μέρος της οποίας μετά την υπογραφή του μηνυτή και με μορφή υστερόγραφου σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τη φράση "επιταγή χρημάτων Ψ 1.923.000". β) Ότι η εν λόγω περικοπή αλλά και το υπόλοιπο κείμενο στο κάτω μέρος της επιστολής έχει γραφεί από τον ίδιο (μέτοχο και Α' αντιπρόεδρο τότε της Βondofibra ΑΕΒΕ) όχι ως δήλωση του μηνυτή προς τον 3° κατηγορούμενο, αλλά ως διαπίστωση δική του (ή ως κοινή διαπίστωση αυτού και του μηνυτή) ως προς τις σχετικές απαιτήσεις του μηνυτή, γ) Ότι η εν λόγω επιστολή στάλθηκε προς και παραλήφθηκε από τον 3° κατηγορούμενο. Και δ) Ότι η επίμαχη τραπεζική επιταγή αφορούσε απαίτηση του μηνυτή κατά της εταιρίας "Βondofibra ΑΕΒΕ" από την προαναφερόμενη παροχή διαχειριστικών υπηρεσιών προς αυτή και όχι κατά τη εταιρίας "........ LTD", με την οποία ο μηνυτής δεν είχε καμία συναλλαγή από το έτος 1983. Επίσης αποδείχτηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος προέβη στις πιο πάνω ψευδείς βεβαιώσεις μετά από προτροπές και παραινέσεις του 3ου κατηγορουμένου με σκοπό να ωφεληθεί άμεσα η οφειλέτιδα και εναγόμενη τότε εταιρία και έμμεσα ο ίδιος και ο 3ος κατηγορούμενος ως μέτοχοι αυτής. Επομένως, τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις ο 1ος της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και ο 3ος της ηθικής αυτουργίας στην πράξη του 1ου και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και περ. δ' του ΠΚ, αντίστοιχα. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατ/νους των άνω πράξεων και επέβαλε εις έκαστον ποινή φυλακίσεως έξ (6) μηνών, την οποίαν ανέστειλε επί τριετίαν. Με αυτά όμως που εδέχθη η προσβαλλομένη απόφαση δεν διέλαβε την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι α)δεν αναφέρει πουθενά αν (ή ότι) οι άνω βεβαιώσεις του Χ1 έχουν ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του συγκεκριμένου (εκάστοτε) αντιδίκου της εταιρίας "Bondofibra ABEE", με επιμέλεια της οποίας έχουν ληφθεί οι άνω βεβαιώσεις, δια την υποστήριξη των αναφερθεισών εφέσεών της με αντιδίκους τους Ψ και Ψ1 αντιστοίχως. β)μολονότι αναφέρει ότι τα ενόρκως βεβαιωθέντα είναι ψευδή παραλείπει να αναφέρει ποία τα αληθή. γ)δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το ότι ο αναιρεσείων Χ1 είχε γνώση της αναληθείας των ενόρκως βεβαιωθέντων γεγονότων, καίτοι από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό δεν είναι καθόλου αυτονόητη τοιαύτη γνώση. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό του αμέσου δόλου (γνώσεως) η προσβαλλομένη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της "βεβαίωσε τα ψευδή περιστατικά, καίτοι γνώριζε την αναλήθειά τους. Πιο συγκεκριμένα αυτός γνώριζε....." και στο διατακτικό της απλώς την φράση "εν γνώσει" που περιέχεται στο νόμο, χωρίς όμως να αιτιολογεί από ποία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται (ότι προέκυψεν) η γνώση αυτή δ)δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Εφετείο ότι ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2 ως ηθικός αυτουργός με πρόθεση προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και με την εξειδίκευση του δόλου αυτού. Συνεπώς είναι βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι των κρινομένων αναιρέσεων εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ., πρώτος και δεύτερος της του Χ1 και πρώτος, τρίτος, τέταρτος και έκτος της του Χ2 (ο τελευταίος αυτός λόγος, κατά την αρίθμηση εις το δικόγραφο της αναιρέσεως αυτής, εκ παραδρομής φέρεται ως πέμπτος, καίτοι ως πέμπτος έχει αναφερθεί ο προηγούμενος αυτού) και πρέπει κατά παραδοχήν αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, (παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων). Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δικ.). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ' αριθμ. 8104/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρος. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί ψευδορκίας μάρτυρος. Ένορκοι βεβαιώσεις ενώπιον Συμβολαιογράφου. Για να υπάρξει ψευδορκία για τον ενόρκως βεβαιώσαντα περί του ότι αναφέρεται επ’ αυτές, πρέπει να γίνεται μνεία ότι αυτές ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του επωφελουμένου την εξέταση. Στην καταδικαστική απόφαση πρέπει να αναφέρονται α) ποια τα αληθή, αφού ο μάρτυρας βεβαίωσε τα ψευδή και β) τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο εδέχθη ότι είχε γνώση της αναληθείας των κατατεθέντων. Επί ηθικής αυτουργίας της ψευδορκίας, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Εφετείο ότι αυτός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό, με την εξειδίκευση του δόλου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
1
Αριθμός 1299/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη, ορισθέντα με την υπ'αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1.Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αλεξανδρή, 2. Χ2 και 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Τσούτσα, περί αναιρέσεως της 1739/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Απριλίου 2007 και 23 Απριλίου 2007 αιτήσεις, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 809/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες υπ' αριθμ. 187/18-4-2007, 193/23-4-2007 και 194/23-4-2007 αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3, αντιστοίχως, για αναίρεση της με αριθ.1739/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, γι' αυτό και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, να ερευνηθούν περαιτέρω. .Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. β του ν. 2168/1993 "Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξει", όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα μαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (Ολ. ΑΠ 50/1990). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 5 Ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των διατάξεων αυτών, που συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υφίσταται, όταν ο δικαστής προσδίδει σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη, που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στις εφαρμοσθείσες διατάξεις, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής συντρέχει όταν η παράβαση των διατάξεων αυτών γίνεται εκ πλαγίου, όπως όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στη προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1739/2007 απόφασής του, που παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:κατά πιστή μεταφορά "Οι κατηγορούμενοι στις περιοχές .... και ...... Αττικής στις 17/4/2005 επέβαιναν στο υπ'αριθμό ...... Ι.Χ επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής JEEP τύπου ..... μαζί με τον Γ1, οδηγούσε δε το εν λόγω αυτοκίνητο ο εκ των παρόντων κατηγορουμένων Χ1 και στη θέση του συνοδηγού ήταν ο Γ1 που δεν είναι διάδικος. Το αυτοκίνητο αυτό ακινητοποιήθηκε από αστυνομικούς της Αμέσου Δράσεως που ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία περιπολικού που είχαν εντολή να αναζητηθούν άτομα τα οποία επέβαιναν σε αυτοκίνητο τύπου τζίπ σκούρου χρώματος και είχαν προκαλέσει φθορές προηγουμένως σε βιτρίνες καταστημάτων στην περιοχή ακόμη δε είχαν επιτεθεί εναντίον πολιτών με χρήση πυροσβεστήρων ξηράς κόνεως και κροτίδων. Το αυτοκίνητο εντοπίσθηκε και ακινητοποιήθηκε ώρα 23.15 της 17/4/2005 στη διασταύρωση των οδών .... και ...... στη Βούλα. Κατά τον σωματικό έλεγχο που διενεργήθηκε στους άνδρες που επέβαιναν στο άνω αυτοκίνητο οι αστυνομικοί δεν βρήκαν να φέρουν οι ελεγχθέντες τίποτε το ύποπτο. Στην έρευνα που έγινε στην συνέχεια στο άνω αυτοκίνητο από τους αστυνομικούς μετά τη σύλληψη τους για παραβάσεις που φέρονταν ότι είχαν τελέσει μεταξύ των οποίων και από κοινού παράβαση του ν. 2168/1993 περί όπλων όπως αναφέρεται τις από ..... εκθέσεις συλλήψεως των κατηγορουμένων ενώπιον του Διοικητού του Α.Τ. Βούλας ....., που ανεγνώσθησαν, ανευρέθησαν στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου τέσσερις πυροσβεστήρες ξηράς κόνεως εταιρείας κατασκευής MARLOS, από τους οποίους οι τρεις ήταν χρησιμοποιημένοι και ο έτερος αχρηστιμοποίητος, άπαντες με αφαιρεμένες τις περόνες ασφαλείας ένα άδειο κουτί των 50 κροτίδων και ένα μαχαίρι με λεπίδα μήκους 10 εκατοστών καθώς και συσκευή ασυρμάτου για ενδοσυνεννόηση τύπου YAESU. Περί των ανωτέρω πληροφοριών για επιθέσεις που είχαν προηγηθεί σε κατάστημα και σε άτομα την περιοχή της ... και .... περί του εντοπισμού του άνω αυτοκινήτου τύπου τζιπ χρώματος χρυσαφί με επιβαίνοντες τους κατηγορούμενους και τον Γ1 και περί των ανευρεθέντων εντός του χώρου αποσκευών αυτού έκανε λόγο στην κατάθεση του στο ακροατήριο ο μάρτυρας αστυνομικός ...... που ανήκε στο πλήρωμα του περιπολικού της Άμεσης Δράσης που ακινητοποίησαν και έλεγξαν τους κατηγορουμένους και άκουσε τον πρώτο κατηγορούμενο να απαντάει σε ερώτηση των αστυνομικών αν αυτοί είχαν προβεί στις προαναφερόμενες ενέργειες ότι τα είχαν κάνει οι κατηγορούμενοι χαρίν αστεϊσμού "για πλάκα" παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος Χ1 κατά την απολογία του στο ακροατήριο ότι απάντησε στο αστυνομία ότι για πλάκα το είχε κάνει διότι το θεώρησε αστείο όταν τον συνέλαβαν. Ο μάρτυρας Ζ1 στο κατάστημα ουζερί του οποίου στην οδό ... αριθμ. .... στην ..... ώρα 21.00 της 17.4.2005 έκανε λόγο ότι κάποιος είχε με έναν πυροσβεστήρα αυτοκινήτου πετάξει το υλικό πυρόσβεσης του στους θαμώνες που είχαν φύγει από το κατάστημα και στη συνέχεια κάποια κροτίδα είπε εξεταζόμενος στο παρόν δικαστήριο ότι ήταν η γ' κατηγορουμένη στο αυτοκίνητο με το οποίο είχαν έλθει τα άτομα αυτά στο κατάστημα του ενώ προσέθεσε ότι στο κατάστημα είχε εισέλθει η κρατώντας μαχαίρι ένας από τους δύο παρόντες κατηγορούμενους ο ίδιος μάρτυρας και στη κατάθεση του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε κάνει λόγο ότι τα δύο άτομα που εισήλθαν στο κατάστημα του είχαν και ένα μαχαίρι. Πρέπει κατόπιν αυτών να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι της οπλοφορίας από κοινού όσον αφορά το μαχαίρι μάρκας ΤΙΤΑΝΙUΜ που έφεραν στο αυτοκίνητο και που εντόπισαν κατά τον έλεγχο οι αστυνομικοί και το οποίο είχαν και προηγουμένως όταν πήγαν στο κατάστημα του Ζ1 στην ....... Δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν το άνω μαχαίρι κατά την κίνηση των στις 17.4.2000 στην περιοχή .....και στην περιοχή ......για οικιακή ή άλλη επαγγελματική ή συναφή χρήση και αν το μαχαίρι αυτό ανήκε σε αντικείμενα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αλιεία από έτερο άτομο μαζί με το οποίο εκινούντο το βράδυ της ημέρας εκείνης. Δεν προέκυψε ότι κατά το έλεγχο των αστυνομικών μετέβαιναν οι κατηγορούμενοι και το συνεπιβαίνον στην θέση του συνοδηγού έτερο άτομο για αλιεία και δεν μπορεί να θεωρηθεί συνεπώς ότι έφεραν οι κατηγορούμενοι το άνω μαχαίρι στον τόπο στον οποίο αυτό κατέχεται και ήταν πρόσφορο για επίθεση και άμυνα το πιο πάνω μαχαίρι που είχε λεπίδα μήκους 10 εκατοστών. Αντίθετα όσον αφορά τους πυροσβεστήρες που βρέθηκαν στο χώρο αποσκευών του πιο πάνω αυτοκινήτου ..... δεν πείθεται το Δικαστήριο ότι επρόκειτο περί αντικειμένων των οποίων ο προορισμός ήταν κατά την κοινή αντίληψη εκ κατασκευής των για άμυνα ή επίθεση κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 ούτε ότι εκ καταστάσεως επρόκειτο για μηχανισμούς προς εκτόξευση χημικών ουσιών για οικιακή ή επαγγελματική κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 στοιχ. β' του ν. 2168/93 κατά του άρθρου 7 παρ. 4 του ίδιου νόμου και πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι για το ότι έφεραν τους άνω πυροσβεστήρες ως όπλα εντός του Ι.Χ. επιβατηγού αυτοκινήτου με το οποίο εκινούντο ο μεν πρώτος ως οδηγός του και οι λοιποί ως συνεπιβαίνοντες στο ..... Ι. Χ αυτοκίνητο "τζιπ" )." Με βάση τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες για κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της παράνομης οπλοφορίας και επέβαλε στον καθένα φυλάκιση τεσσάρων (4) μηνών , την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια , και χρηματική ποινή 200 ευρώ. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι είναι ελλιπής, δεδομένου ότι δεν αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά που συγκροτούν την συναυτουργική συμμετοχή των αναιρεσειόντων στην τέλεση του εγκλήματος της παράνομης οπλοφορίας και δη ενός μαχαιριού μάρκας TITANIUM με μήκος λάμας 10 εκατ. που , κατά τις παραδοχές της απόφασης,ανευρέθη εντός του υπ' αριθμ...... ΙΧΕ αυτοκινήτου και για το οποίο, ας σημειωθεί, δεν προσδιορίζεται αν υπήρχε ή όχι άδεια της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής των αναιρεσειόντων . Εξαιτίας δε της ελλείψεως αυτής καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ. Έτσι είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' σχετικοί λόγοι των υπό κρίση αιτήσεων και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση . Στην συνέχεια, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1739/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για παράνομη οπλοφορία κατά συναυτουργία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Συναυτουργία, Οπλοφορία.
0
Αριθμός 1296/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Παγου) και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Χατζηκυριάκου, περί αναιρέσεως της 707/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2041/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το 38 του ν. 3160/2003, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και εκ της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ), οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ποινική Ολομέλεια Α.Π. 6&7/1994 και 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ''ως αγνώστου διαμονής'', χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε ''γνωστή διαμονή''. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης, ως αγνώστου διαμονής, και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόοάσεως, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται, εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται, εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημ/κείο Ναυπλίου, που την εξέδωσε, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, την υπ' αριθμ.167/2005 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ.486/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Για να στηρίξει την κρίση του αυτή το Δικαστήριο δέχτηκε "ότι από το από .... αποδεικτικό επίδοσης ερήμην αποφάσεως στον κατηγορούμενο του Αρχιφύλακα ......., ο οποίος υπηρετεί στο Α.Τ. Κολωνού, προκύπτει ότι η υπ' αριθμ. 486/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και σε χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων (5,000.000) δραχμών, μετατραπείσα προς χίλιες πεντακόσιες δραχμές την κάθε ημέρα, καθώς και στα έξοδα της δίκης, τα οποία ανέρχονταν σε δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές, επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής την ... στον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο ......, που είχε ορίσει ο Δήμαρχος Αθηναίων, (ως της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου), την οποία τοιχοκόλλησε αυθημερόν στο δημοσιότερο μέρος του Δήμου Αθηνών, διότι ο κατηγορούμενος απουσίαζε από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για την Εισαγγελία Ναυπλίου, που είχε παραγγείλει την επίδοσή της, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ, α' προσώπων. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος, δια του πληρεξούσιου του Δικηγόρου Κακαρίκου Τριαντάφυλλου, δυνάμει του υπ' αριθμ........ ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Ζαχαρίας -Μπασούκου, άσκησε την από 29,06,2005 έφεσή του, η οποία ενεγράφη στα βιβλία εφέσεων του Πρωτοδικείου Ναυπλίου με αριθμό έκθεσης εφέσεως 167/2005, στην οποία ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος διέλαβε τα εξής " ... Επίσης μου δήλωσε ότι ασκεί την παρούσα έφεση εκπροθέσμως διότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως, η οποία τοιχοκολλήθηκε στις ... στο Δήμο Αθηναίων, (βλ, αποδεικτικό επίδοσης αποφάσεως σε κατηγορούμενο άγνωστης διαμονής), ενώ ο εκκαλών διαμένει μονίμως στην Αθήνα και επί της οδού ...... Έλαβε γνώση της αποφάσεως στις 20-06-2005 από όργανα του Α.Τ. Πατησίων Αθηνών". Ο περιεχόμενος στην έκθεση της έφεσης ισχυρισμός αυτός, πλην του γεγονότος ότι είναι προδήλως αόριστος και απαράδεκτος διότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, δεν αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης, είχε γνωστή διαμονή, δηλαδή συγκεκριμένη διεύθυνση κατοικίας, γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ναυπλίου, που παρήγγειλε την επίδοση, τυγχάνει και κατ' ουσία αβάσιμος, καθότι από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως, από τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και από την υπόλοιπη συζήτηση δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος την 27.03.2002 δεν διέμενε επί της οδού .... στην Αθήνα, αλλά επί της οδού ... στην Αθήνα, καθότι ενώ προσκομίζονται εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1999, 2000, 2001, 2003 και 2005, στα οποία πράγματι ο κατηγορούμενος διέμενε επί της οδού ..., παραλείπεται εκείνο του οικονομικού έτους 2002. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατοικούσε στην οδό .... στην Αθήνα, όπως ρητά κατέθεσε η μάρτυρας που εξέτασε, δεν προέκυψε ότι αυτό ήταν γνωστό στην Εισαγγελία Πλημ/κών Ναυπλίου. Κατά τον τρόπο αυτό η επίδοση της εκκαλουμένης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής ήταν έγκυρη, και επομένως από τότε άρχιζε η πιο πάνω προθεσμία άσκησης της έφεσης. Κατά συνέπεια η έφεση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά την τριακονθήμερη προθεσμία από την επίδοση της εκκαλουμένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473παρ.1εδ,β' ΚΠΔ. Περαιτέρω, από το ως άνω περιεχόμενο της έκθεσης εφέσεως προκύπτει ότι δεν γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 474παρ.1 και 2του ΚΠΔ. Κατά τον τρόπο αυτό εφόσον δεν αναφέρονται στην έκθεση εφέσεως και παράλληλα δεν γίνεται σ' αυτή επίκληση προαποδεικτικώς των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σκέψεις και κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 473παρ.1εδ, β', 474παρ,1 και 2 και 476ΚΠΔ, να απορριφθεί η έφεση ως εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως ως εκπρόθεσμης και εντεύθεν απαράδεκτης αποφάσεως του Δικαστηρίου είναι η απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλούμενης αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως. Εφόσον δε ο εκκαλών, (φερόμενος κάτοικος Αθηνών, οδός ....), δεν προέβαλε με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελία Πλημ/κών Ναυπλίου, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της κατοικίας του στην Αθήνα, οδός ....., και περιορίζεται την αόριστη αναφορά ότι η Εισαγγελία Ναυπλίου έπρεπε να έρθει σε επαφή με το Ελληνικό Δημόσιο και τις λοιπές Ελληνικές Αρχές, στις οποίες ήταν γνωστή η διεύθυνσή του, νομίμως αυτός αναζητήθηκε, (χωρίς αποτέλεσμα), στη διεύθυνση της κατοικίας του που αναφέρεται στη μήνυση, ως τελευταία γνωστή κατοικία του, και δεν υποχρεούταν το Δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία σε σχέση με το εάν αυτός διέμενε ή όχι στην οδό ..... των Αθηνών, εκ περισσού δε εξετάστηκε σχετικά με το ζήτημα αυτό και μάρτυρας στο ακροατήριο. Επίσης δεν υποχρεούνταν το Δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία και για την εγκυρότητα του αποδεικτικού επιδόσεως ή τους λόγους ανωτέρας βίας, (που τυχόν εμπόδισαν στην εμπόθεσμη άσκηση της έφεσης), αφού ούτε το κύρος του αποδεικτικού προσβαλλόταν, (προσβαλλόταν αόριστα μόνο το κύρος της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής), ούτε λόγοι ανώτερης βίας επικαλούνταν ο εκκαλών με την έφεση. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, έκτος και έβδομος, με τους οποίους προβάλλεται το αντίθετο, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της αποφάσεως και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος, ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεώς του υποστηρίζει ότι προσκόμισε εκκαθαριστικό και του οικονομικού έτους 2002, το οποίο εάν η προσβαλλόμενη απόφαση ελάμβανε υπόψη θα κατέληγε ότι ήταν γνωστής διαμονής και κατά το έτος 2002. Ανεξαρτήτως του ότι, με βάση τα προεκτεθέντα, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός αυτός, από την επισκόπηση των πρακτικών της πληττόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το εκκαθαριστικό αυτό προσκομίστηκε. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Β, και Η του ΚΠΔ (πέμπτος) λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προβάλλεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-11-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 707/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για την Εισαγγελική Αρχή που έχει παραγγείλει την επίδοση. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1294/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη, (ορσιθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου των Φυλακών Τρικάλων, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 6800/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 153/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 90/15-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 326 παρ. 1 + 4, 136 εδάφ. ε', 137 παρ. 1γ, 138 παρ. 2β Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 7970/1-12-2006 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς για κανονισμό αρμοδιότητας και εκθέτω τ'ακόλουθα: Κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ υπεβλήθη η από 1-2-2006 μήνυση του κρατουμένου στις Φυλακές Κορυδαλλού Ψ1 για παράβαση καθήκοντος και κατάχρηση εξουσίας. Συνεπώς ανακύπτει λόγος καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή, δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς υπάγεται μόνο το Πρωτοδικείο Πειραιώς και δεν είναι δυνατόν να ορισθεί άλλο ισόβαθμο και ομοειδές Δικαστήριο από τον Εισαγγελέα για την ανακύψασα εις βάρος της άνω εισαγγελικής λειτουργού καταγγελία (Α.Π. 840/2005 Ποιν Δικ 10/2005 σελ. 1241). Κατά την διάταξη του αρ. 136 ε' Κ.Π.Δ. "Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν..................ε) όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω.........". Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1γ Κ.Π.Δ ο 'Αρειος Πάγος σε συμβούλιο είναι αρμόδιος όπως διατάξει την παραπομπή μηνυτήριας αναφοράς που στρέφεται κατά εν ενεργεία εισαγγελικής λειτουργού της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς σε άλλο κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών (Α.Π. 840/2005). Κατά συνέπεια θα πρέπει το Υμέτερο συμβούλιο, να διατάξει την παραπομπή της άνω μηνυτήριας αναφοράς εις τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Να παραπεμφθεί η από 1-2-2006 μήνυση του κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού Ψ1 κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ στις Δικαστικές Αρχές Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών και αντίστοιχης Εισαγγελίας Εφετών. Αθήνα 27-2-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από το με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 2008 αποδεικτικό επίδοσης του γραμματέα της Κλειστής Φυλακής Τρικάλων, Παύλου Πάτρα, ότι ειδοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 475 παρ.1 ΚΠΔ, ο ίδιος ο αναιρεσείων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ., με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ίδιου Κώδικα, η αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ.1, με την αναγκαία προϋπόθεση να είναι η προσβαλλόμενη απόφαση καταδικαστική, χαρακτήρα που δεν έχει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη. Επιπλέον, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να συντελεσθεί η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα κατά της καταδικαστικής αποφάσεως με την προαναφερόμενη δήλωση πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή και όχι κατ' άλλον τρόπο, όπως είναι η αποστολή του ταχυδρομικώς ή η εγχείρηση του στη Γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως ασκείται μόνο κατά τους προαναφερόμενους τρόπους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, που οφείλει να ειδοποιήσει, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστήριο (συμβούλιο), το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, με την οποία προσβάλλεται η με αριθ. 6800/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της με αριθ. 45501/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως ανυποστήρικτη, δεν είναι καταδικαστική και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εξάλλου δεν επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με δικαστικό επιμελητή, κατόπιν εντολής προς αυτόν από τον αναιρεσείοντα, αλλά περιήλθε στην υπηρεσία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 23-11-2007, με το υπ' αριθμ. πρωτ. ..... διαβιβαστικό έγγραφο του Προϊσταμένου Διευθύνσεως του Καταστήματος Κράτησης Τρικάλων και πρωτοκολλήθηκε με γενικό αριθμό 10432/2007. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία, καίτοι δεν στρέφεται κατά καταδικαστικής αποφάσεως, ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι υπό του νόμου οριζόμενες ως άνω διατυπώσεις, όχι με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή των άλλων αρμοδίων, κατά το άρθρο 474 παρ.1 του ΚΠΔ, προσώπων, είναι και πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, αν ο αναιρεσείων κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αφ' ενός μεν προσδιορίζονται αποκλειστικώς τα αρμόδια όργανα ενώπιον των οποίων θα συνταχθεί η έκθεση αιτήσεως αναιρέσεως, αφ' ετέρου δε επιβάλλεται η υπογραφή του αιτούντος και του διευθύνοντος τη φυλακή, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό βεβαιώνεται η δήλωση βουλήσεως του ενός και η αποδοχή του άλλου. Η μη σύνταξη εκθέσεως, κατά τα ανωτέρω, ή η έλλειψη της υπογραφής του δημοσίου υπαλλήλου συνεπάγεται ακυρότητα κατ' άρθρο 153 ΚΠΔ, εντεύθεν δε απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτει ότι αυτή δεν ασκήθηκε ούτε κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις, με δήλωση ενώπιον του Διευθύνοντος το Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, όπου εκρατείτο, ούτε και συντάχτηκε έκθεση γι' αυτήν, αλλά η αίτηση αναιρέσεως υπογράφεται μόνον από τον αναιρεσείοντα και απλώς θεωρήθηκε το γνήσιο της υπογραφής του από το Διευθυντή αυτού. Έτσι, όμως, συνταχθείσα η αίτηση αυτή αναιρέσεως, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων του ΚΠΔ, είναι άκυρη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-10-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6800/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008 Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι υπό του νόμου οριζόμενες προϋποθέσεις. Με την πληττόμενη απόφαση απορρίφΘηκε η αίτηση αναιρέσεως (μάλλον η έφεση) ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση αυτή δεν είναι καταδικαστική και συνεπώς η αίτηση αναιρέσεως δεν ασκείται κατ’ άρθρο 473 παρ. 2 του ΚΠΔ. Επιπλέον δεν επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή. Ούτε έχει συνταχθεί έκθεση περί δηλώσεως αυτής ενώπιον του αρμοδίου κατ’ άρθρο 474 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα προσώπου. Απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε από κρατούμενο στη φυλακή και υπογράφεται μόνο από αυτόν, διότι δεν ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του διευθύνοντος τη φυλακή, ούτε συντάχθηκε δήλωση γι’ αυτήν, αλλά απλώς θεωρήθηκε το γνήσιο της υπογραφής του. Η μη σύνταξη εκθέσεως και η έλλειψη της υπογραφής του δημοσίου υπαλλήλου συνεπάγεται ακυρότητα κατ’ άρθρο 153 του ΚΠΔ και εντεύθεν απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1293/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τριανταφύλλου, περί αναιρέσεως της 6109/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1498/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να κηρυχθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1 και 2 του Ν. 3346/2005, 2 και 114 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι οι επιβληθείσες μέχρι την 17 Ιουνίου 2005, χρονολογίας δημοσιεύσεως του ανωτέρω νόμου, ποινές μέχρις έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν οπωσδήποτε, μέχρι τη χρονολογία αυτή εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ μήνες από την ίδια χρονολογία (17-6-2005) σε νέα εκ δόλου αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ, οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου του νόμου αποφάσεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας ο αναιρεσείων, με την υπ' αριθ. 4.455/20-1-2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε για απλή χρεοκοπία, σε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, η οποία μετατράπηκε προς 4, 40 ευρώ ημερησίως, η οποία δεν έχει εκτιθεί, ούτε έχει καταστεί αμετάκλητη μέχρι 17-6-2005, αφού κατ' αυτής ασκήθηκε έφεση από τον αναιρεσείοντα, η οποία εκδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης στις 16-5-2007, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν 3346/2005, το οποίο με την προσβαλλόμενη 6109/2007 απόφασή του την απέρριψε ως απαράδεκτη, (εκπρόθεσμη), χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει και εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως, όπως όφειλε, τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο Ν 3346/2005, δηλαδή το άρθρο 32 αυτού, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή της ενώπιόν του και να παραπέμψει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα προσέκρουε στο άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ και 470 του ΚΠΔ. Συνεπώς, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με το να προχωρήσει στην κήρυξη του ως άνω απαραδέκτου, αφενός μεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, κατά το βάσιμο από το άρθρο 510, παρ. 1, στοιχ. Ε του ΚΠΔ σχετικό λόγο αναιρέσεως, αφετέρου δε υπέπεσε στην από το άρθρο 510, παρ. 1, στοιχ. Η του ΚΠΔ πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το άρθρο 511 του ΚΠΔ, και πρέπει, κατά παραδοχή των ανωτέρω λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 6109/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραγραφή υφ’ όρο κατ’ άρθρο 32 του Ν. 3346/2005. Αναιρείται η απόφαση λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του ως άνω νόμου και υπερβάσεως εξουσίας. Παραπέμπει την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες.
Παραγραφή υφ' όρο
Παραγραφή υφ' όρο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1300/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, ορισθείσα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, περί αναιρέσεως της 4602/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 50/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις 3,4,5,6,7,12,13,14,19,20 και 26, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξηγια τις πράξεις 1 και 2 και για τις λοιπές να παραπεμφθεί η υπόθεση για τον καθορισμό της νέας πλέον ποινής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου, που ανεγνώσθη. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωστεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που ανεγνώσθη δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που ανεγνώσθη και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος Χ1 κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, που κατ' είδος προσδιορίζει, και στον πίνακα χρεών που υπήρχε στη δικογραφία, ο οποίος ανεγνώσθη και αναφέρεται στα πρακτικά, στο σκεπτικό με σελίδες 5 έως και 11, αλλά και στο διατακτικό, το οποίο παραπέμπει ως προς το σημείο αυτό στο σκεπτικό. Από την επισκόπησή του προκύπτει η ταυτότητά του και ότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία. Εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση του πίνακα αυτού, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, αν ήθελε αυτός να παραστεί στη συζήτηση, (δικάστηκε σαν να ήταν παρών σε μετ' αναβολή συζήτηση), να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις (του άρθρου 358 του ΚΠΔ), σχετικώς με το περιεχόμενο του εγγράφου. Η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο, το οποίο ανεγνώσθη. Με την ως άνω αναφορά του πίνακα χρεών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά του και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού του. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη του τον ως άνω πίνακα, ενώ περαιτέρω με την μνεία στο σκεπτικό της απόφασής του ότι η κρίση του διαμορφώθηκε και από τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται στην απόφαση οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις. Τα δε στοιχεία αυτά συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη, όπως εκτίθεται παρακάτω. Επομένως ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης του αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του έλαβε υπόψη του τον ως άνω πίνακα χρεών που ανεγνώσθη, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ της μη αναγνώσεως της πρωτόδικης αποφάσεως και των πρακτικών αυτής, ως και των προσκομισθέντων από τον αναιρεσείοντα εγγράφων στην παρεμπίπτουσα υπ' αριθμ. ΒΤ 2566/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος, διότι στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται αναφορά στα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο και ειδικότερα στον αναγνωσθέντα και ενσωματωμένο σ' αυτήν πίνακα χρεών, όπου κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα αναγκαία στοιχεία της πράξεως που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα. Περαιτέρω, δεν προκύπτει απόλυτη ακυρότητα εκ της μη αναγνώσεως των επικαλουμένων στο δεύτερο λόγο αναιρέσεως εγγράφων, αφού δεν ζητήθηκε η ανάγνωσή τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στην καταβολή τριών συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, με καθυστέρηση καταβολής πέραν των δυο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές, β) έξι (6) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για ληξιπρόθεσμη οφειλή από την ίδια αιτία, εφόσον το ποσό της οφειλής αυτής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές και γ) ενός (1) έτους τουλάχιστον, προκειμένου για ληξιπρόθεσμη οφειλή από την ίδια παραπάνω αιτία, εφόσον το ποσό της οφειλής αυτής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές. Η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/11-9-1997, σύμφωνα με το οποίο: Η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δυο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης α) τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους (και δύο (2) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές, όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι (6) και τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών προκειμένου για ληξιπρόθεσμη οφειλή από την ίδια αιτία, εφόσον το ποσό της οφειλής αυτής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα δυο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές και τα τρία εκατομμύρια (3000.000) δραχμές, γ) ενός (1) έτους και έξι (6) μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, προκειμένου για ληξιπρόθεσμη οφειλή από την ίδια παραπάνω αιτία, εφόσον το ποσό της οφειλής αυτής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές και τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000) δραχμές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει α) ότι με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής και έτσι εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την έναρξη της ισχύος του Ν.2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 2523/1997 "αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν για χρέη μικρότερα από τα οριζόμενα ανωτέρω και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται. Εκκρεμείς αιτήσεις προϊσταμένων δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών ή τελωνείων ή ένδικα μέσα κατά πρωτοδίκων αποφάσεων για χρέη κατώτερα αυτών που ορίζονται ανωτέρω δεν εισάγονται για συζήτηση". β) ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του πιο πάνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠΔ (άρθρο 139), είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως βεβαίωση των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δυο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής. Με το άρθρο 34 (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών) του Ν. 3220/2004, που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004, η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταθίσταται ως εξής: Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α' υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α' υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα με την παρ. 1 του άρθρου αυτού: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κ.λ.π. θα αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ανεξαρτήτως του τρόπου καταβολής χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις, εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατωτέρου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν μπορεί η νεότερη αυτή νομοθετική ρύθμιση να κριθεί γενικά και εκ των προτέρων ως ευμενέστερη για τον οφειλέτη του Δημοσίου επειδή αυξάνεται πλέον το όριο της ποινικής ευθύνης στο ποσό των 10.000 ευρώ, αφού απαξιολογείται η συνολική συμπεριφορά, η οποία υπό τους όρους της προγενέστερης μορφής θα μπορούσε να μην κολάζεται ποινικά στην περίπτωση που καμία από τις επί μέρους πράξεις δεν ήταν αξιόποινη. Επιβάλλεται δηλαδή η κρίση περί της ευμενέστερης διάταξης υπό τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως. Για το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιουμένου χρέους, ευνοϊκότερες του ως άνω προϊσχύοντος νόμου 1882/1990 είναι οι διατάξεις του Ν. 2523/1997. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτόν πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Στην προκείμενη περίπτωση κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των αποδιδόμενων στον αναιρεσείοντα μερικότερων αξιοποίνων πράξεων του πίνακα χρεών, που ενσωματώνεται στην πληττόμενη απόφαση, οι οφειλές με τις νόμιμες επιβαρύνσεις ποσών ευρώ 406,11 για τέλη κυκλοφορίας 29-2-2000, 648,81 για τέλη κυκλοφορίας 29-2-2000, 363,98 για τέλη κυκλοφορίας 28-2-2001, 579,70 για τέλη κυκλοφορίας 28-2-2001, 26,51 για Έξοδα Διοικητικής Εκτέλεσης 28-5-2001, 5.129,70 για Εισόδημα Οριστική Βεβαίωση (Μη Παρακρ.) ....., 1.051,61 για Πρόστιμο Εισοδήματος Ν. 129/89, 21-4-2003, 690,33 για Πρόστιμο Εισοδήματος Ν. 129/89, 21-4-2003, 3.906,93 για ΦΠΑ οριστική βεβαίωση, ....., 354,53 για Πρόστιμο ΦΠΑ, 21-4-2003 και.105,85 για Πρόστιμο ΚΒΣ Οριστική Βεβαίωση, ..., υπ' αριθμούς 3, 4, 5, 6, 7, 12, 13, 14, 19, 20, και 26, αντίστοιχα, υπολειπόμενες του 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και των 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά δεν είναι αξιόποινες και πρέπει, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 511 του ίδιου Κώδικα), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση ως προς τις εν λόγω διατάξεις και περαιτέρω κατ' εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠΔ να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων για τις πράξεις αυτές. Περαιτέρω, οι με αριθμούς 1 και 2 πράξεις του πίνακα χρεών φέρονται να τελέστηκαν στις 26-2-1999 και κατά την εκδίκασή τους στις 21-9-2007 είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής τους (5 έτη για πλημμελήματα και 3 έτη αναστολής της κύριας διαδικασίας). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι με την παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990. Με τη νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση ως προς το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Έτσι, αναφορικά με την παραγραφή του εν λόγω εγκλήματος ισχύουν οι κοινές διατάξεις του ΠΚ. Η νέα αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη ως προς το θέμα της παραγραφής και εφαρμοστέα κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως πρέπει να γίνουν κατά ένα μέρος δεκτοί ως βάσιμοι οι προβαλλόμενοι Γ και Δ λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, οι οποίοι ερευνώνται και αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 511 του ΚΠΔ), να αναιρεθεί η ως άνω απόφαση σε σχέση με αυτή τη διάταξή της και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Για τις λοιπές κατ' εξακολούθηση πράξεις, υπό στοιχεία στον πίνακα χρεών 8, 9. 10, 11, 15, 16, 17, 18, 21, 22, 23, 24, και 25, περιέχεται στην προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν παραβιάστηκε ο νόμος ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, αφού δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας, ότι ο αναιρεσείων καθυστέρησε και εξακολουθεί μέχρι σήμερα την καταβολή των ακολούθων χρεών που είχαν βεβαιωθεί στο Δημόσιο, στη ΦΑΕ Πειραιά, σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία ΣΠΑΡΤΑ ΑΕ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, της οποίας ο αναιρεσείων τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος, και από πρόθεση δεν τα κατέβαλε, ήτοι ? 8) Στις .... έγινε οριστική βεβαίωση για χρέος από εισόδημα, περιλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων, 449.373,51 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 6 μηνιαίες δόσεις, κατά τις στον πίνακα διακρίσεις, από 30-5-2003 έως 31-10-2003. 9)Στις .... έγινε άλλη οριστική βεβαίωση από εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 7.290,60 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 6 μηνιαίες δόσεις, από 30-5-2003 έως 31-10-2003. 10) Στις .... έγινε άλλη οριστική βεβαίωση από εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 38.741,76 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 6 μηνιαίες δόσεις, από 30-5-2003 έως 31-10-2003. 11) Στις .... έγινε άλλη οριστική βεβαίωση από εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 20.190,45 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 6 μηνιαίες δόσεις από 30-5-2003 έως 31-10-2003. 15) Στις .... έγινε οριστική βεβαίωση ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 384.059,26 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. 16) Στις .... έγινε άλλη οριστική βεβαίωση ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 22.089,46 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. 17) Στις ..... έγινε άλλη οριστική βεβαίωση ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 39.731,81 ευρώ, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. 18) Στις ..... έγινε άλλη βεβαίωση ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 17.177,72 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. 21) Στις .... βεβαιώθηκε πρόστιμο ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 480.074,08 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003.22) Στις ..... βεβαιώθηκε πρόστιμο ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 14.215,96 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. 23) Στις .... βεβαιώθηκε πρόστιμο ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 50.017,99 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. 24) Στις .... βεβαιώθηκε πρόστιμο ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 26.237,35 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. Και 25)Στις .... βεβαιώθηκε πρόστιμο ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων επιβαρύνσεων 7.039,44 ευρώ, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί σε 2 δόσεις, στις 30-5-2003 και στις 30-6-2003. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προαναφερόμενη απόφαση αναφορικά με τις πιο πάνω διατάξεις η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νομίμου βάσεως. Όμως, πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση αναφορικά με το ως άνω κεφάλαιό της ως προς την επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα επιμέτρηση της ποινής, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί κατά ένα μέρος την υπ' αριθμ. ΒΤ 4602/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο Χ1 για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, σε σχέση με τις μερικότερες πράξεις υπ' αριθμούς 3, 4, 5, 6, 7, 12, 13, 14, 19, 20, και 26 του πίνακα χρεών, που αναφέρονται στο σκεπτικό, για χρέη σε ευρώ 406,11, 646,81, 363,98, 579,70, 26,51, 5.129,70, 1.051,61, 690,33, 3.906,93, 354,53 και 2.105,85 αντίστοιχα. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του άνω κατηγορουμένου για τις μερικότερες πράξεις με αριθμούς 1και 2 του πίνακα χρεών, που αναφέρονται στο σκεπτικό, για χρέη σε ευρώ 719,51 και 451,75 αντίστοιχα. Και Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσια χρέη. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος, διότι ανεγνώσθη ο πίνακας χρεών που αναφέρεται στην απόφαση, από τον οποίο σαφώς προκύπτει η ταυτότητά του. Δεν προκύπτει απόλυτη ακυρότητα από τη μη ανάγνωση των αναφερομένων στην αίτηση εγγράφων, αφού δεν ζητήθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών. Κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος για μερικές πράξεις που τελέστηκαν ενόσω ίσχυε ο Ν. 2523/1997, για μη καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων που ορίζονται με το νόμο αυτόν. Παύει οριστικά ποινική δίωξη για μερικότερες πράξεις για τις οποίες συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής. Για λοιπές πράξεις απορρίπτονται οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ και παραπέμπει κατά το μέρος αυτό την υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1292/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη, Νικόλαο Ζαϊρη, (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 9645/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1901/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 74/13-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 476 §1 Κ.Π.Δ., την επιδοθείσα εις Εισαγγελέα Α.Π. την 25-10-2007 δήλωση αναιρέσεως του Χ1, βάσει εξουσιοδοτήσεως από τον δικηγόρο του Δ. Κρέστο κατά της υπ' αρ. 9645/8-12-2006 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Με την προσβαλλομένη απόφαση ο κατηγορούμενος κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή (αρ. 314 §1α - 315 §1β Π.Κ.). Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ο κατηγορούμενος παρέστη εκπροσωπηθείς (αρ. 501 §1α σε συνδ. με αρ. 340 §2 και 42 §2 Κ.Π.Δ.) από τον συνήγορό του. Η προσβαλλομένη απόφαση κατεχωρήθη εις το ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 8-1-2007. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αναίρεση, δια δηλώσεως (από τον έχοντα ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα συνήγορό του) προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αρ. 473 §2 Κ.Π.Δ.) την 25-10-2007, στην οποία διατυπώνεται σαφής και ορισμένος λόγος (474 §2 Κ.Π.Δ.) ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως με δήλωση και επίδοση στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου είναι 20ήμερη σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 473 §2 Κ.Π.Δ., η έναρξη δε αυτής της προθεσμίας αρχίζει από την καταχώρηση της αποφάσεως εις το ειδικό βιβλίο της γραμματείας του δικαστηρίου για την περίπτωση που ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από συνήγορο και δεν απαιτείται επίδοση της αποφάσεως αφού δικάζεται - ως πραγματικά παρών - αντιμωλία και όχι ωσεί παρών (Α.Π. 2382/2002 Π.Δ/σύνη 2003 σελ. 595, Α. Κονταξή Ερμ. Κ.Π.Δικον. έκδοση 2006 υπ' αρ. 473 σελ. 2736-2741). Στην υπό κρίση υπόθεση η 20ήμερη προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως έληξε την 28-1-2007 και ο κατηγορούμενος την άσκησε (δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου) εκπροθέσμως ήτοι την 25-10-2007 χωρίς να επικαλείται στην σχετική (δήλωση) οποιοδήποτε λόγο ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 476 §1 Κ.Π.Δ. να απορριφθεί και επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω 1) Να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η από 25-10-2007 δήλωση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ' αρ. 9645/2006 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 12-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ.1, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 168 και 473 παρ.1, 2, 3 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, αν η αναίρεση ασκηθεί από τον κατηγορούμενο εναντίον τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως - η οποία εξεδόθη με ωσεί παρόντα τον κατηγορούμενο, διότι επετράπη η εκπροσώπησή του από συνήγορο (άρθρο 501 παρ.3 ΚΠΔ)- με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η προθεσμία ασκήσεώς της είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την επομένη της καταχωρίσεώς της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται επίδοση της αποφάσεως για την έναρξη της προθεσμίας αναιρέσεως γιατί ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ, όταν ένδικο μέσο ασκηθεί εκπρόθεσμα απορρίπτεται ως απαράδεκτο.- Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως απόφαση 9645/2006 του Β Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων), που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με ωσεί παρόντα τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα, καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό εκείνο βιβλίο στις 8-1-2007, όπως τούτο προκύπτει από την επ' αυτής σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση του κατηγορουμένου που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις ...., όπως τούτο προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ..... επί της επιδοθείσας αιτήσεως αναιρέσεως. Έτσι όμως η άσκησή της έγινε μετά παρέλευση της εικοσαήμερης προθεσμίας από την καταχώρισή της στο ως άνω ειδικό βιβλίο, η οποία έληξε στις28-1-2007. Κατ' ακολουθία τούτων, και δοθέντος ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται στην έκθεση αναιρέσεως λόγους ανυπέρβλητου κωλύματος ή ανώτερης βίας για τη δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησής της, πρέπει η αίτησή του να απορριφθεί ως απαράδεκτη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, και 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 9645/2006 αποφάσεως του Β Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως. Η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως με δήλωση και επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι εικοσαήμερη και αρχίζει από την καταχώριση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο για την περίπτωση που ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε από συνήγορο και δεν απαιτείται επίδοση της αποφάσεως, αφού θεωρείται παρών.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1291/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ......... .Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουνίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1241/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 410/25.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθ. 9/14-6-2007 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ'αριθ. 345/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η επελθούσα συνολική ζημία ή το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) της απάτης κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία η επελθούσα ζημία ή το σκοπούμενο όφελος υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρα 94 § 1, 87, 98, 216 § § 1 και 3β' και 386 § § 1 και 3α Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, άσκησε η αναιρεσείουσα την υπ'αριθμ. 42/2006 έφεσή της, η οποία απορρίφθηκε κατ'ουσία με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 149/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το βούλευμα τούτο επιδόθηκε στην κατηγορούμενη και τον αντίκλητο δικηγόρο της στις 5-6-2007 και 7-6-2007 αντίστοιχα και άσκησε αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως στις 14-6-2007 την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.). Περιέχει δε αυτή (αναίρεση) ως λόγους αναιρέσεως "την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, άλλως την παραβίαση του δεδικασμένου, άλλως της εκκρεμοδικίας". Η αναφορά της αναιρέσεως στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής διατάξεως, γίνεται στις διατάξεις των άρθρων 57 § § 1 και 3, 36, 43, 125 και 132 Κ.Π.Δ. (περί δεδικασμένου και εκκρεμοδικίας), οι οποίες είναι δικονομικές διατάξεις και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής αυτών (ΑΠ 628/2000 Π. Χρ. ΝΑ/23). Συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως και πρέπει να απορριφθεί κατά τούτο ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36, 43, 125, 132 και 57 §§ 1 και 3 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η τελευταία (δεδικασμένο) εφαρμόζεται ανάλογα σε περίπτωση άσκησης δύο ποινικών διώξεων για την ίδια πράξη κατά του ιδίου προσώπου. Σ'αυτήν την περίπτωση εφόσον η μία από αυτές έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, κηρύσσεται απαράδεκτη αυτή που δεν έχει περατωθεί (όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του δεδικασμένου). Αν παρά ταύτα, την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση, το δικαστήριο, παρότι τίθενται υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν, χωρήσει στην εκδίκαση της μεταγενέστερης κατηγορίας, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας υπό την αρνητική του μορφή (ΑΠ 628/2000 Π.Χρ. ΝΑ'/23). Στην προκειμένη περίπτωση κατά της αναιρεσείουσας ασκήθηκε ποινική δίωξη και για τις αξιόποινες πράξεις α) της απάτης κατ'εξακολούθηση εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση εκ της οποίας ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (άρθρα 94 § 1, 98, 386 § § 1 και 3β και 216 § § 1α και 3α Π.Κ.). Ακολούθως η Ανακρίτρια που διενεργούσε την ανάκριση ζήτησε με το υπ'αριθμ. 141/2-5-2006 έγγραφό της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών να προβεί στον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της ποινικής διώξεως για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και δη να χαρακτηρισθούν αυτές ως κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελεσθείσες. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ'αριθ. πρωτ. 3259/2-5-2006 έγγραφό του χαρακτήρισε συμπληρωματικά τις πράξεις αυτές όπως η παραπάνω Ανακρίτρια ζήτησε, καίτοι τούτο δεν ήταν αναγκαίο, αφού η τελευταία επιτρεπτώς μπορούσε να λάβει υπ'όψη της τις επιβαρυντικές περιστάσεις που προέκυπταν και να απαγγείλει με αυτές την δέουσα κατηγορία. Στη συνέχεια εξεδόθη, όπως παραπάνω μνημονεύεται, το υπ'αριθμ. 345/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί η αναιρεσείουσα για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και συνήθεια, από την οποία η επελθούσα συνολική ζημία ή το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) της απάτης κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η επελθούσα ζημία ή το σκοπούμενο όφελος υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, χαρακτηρίζοντας έτσι ορθώς τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση και της απάτης κατ'εξακολούθηση με την κακουργηματική τους μορφή, που είχαν αρχικά διωχθεί. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε η αναιρεσείουσα την ανωτέρω έφεσή της επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεσή της. Κατ'ακολουθία όλων των παραπάνω αναφερομένων, καθίσταται φανερό ότι δεν υπήρξαν δύο διαφορετικές διώξεις, πρώτη και δεύτερη, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με την κρινόμενη αναίρεσή της, αλλά μία στην οποία τα πραγματικά περιστατικά ορθώς νομικώς χαρακτηρίσθηκαν. Δεν τίθεται λοιπόν εν προκειμένω θέμα δεδικασμένου ή εκκρεμοδικίας όπως η αναιρεσείουσα διατείνεται και περαιτέρω θέμα αρνητικής υπέρβασης εξουσίας εκ των όσων δέχθηκε αναφορικά με την προτεινόμενη εκκρεμοδικία το προσβαλλόμενο βούλευμα και πρέπει κατά ταύτα να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ. ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 9/14-6-2007 αίτηση αναίρεσης της Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και 2) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήνα 21 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1 και 484 § 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, πρέπει αναγκαίως να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι διαφορετικά η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, προκειμένου για τον αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 § 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ), δεν αρκεί μόνον η αναφορά τούτου στην έκθεση αναιρέσεως αλλά απαιτείται, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, να προσδιορίζεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος, που πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το 149/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών κατά το μέρος που απέρριψε κατ' ουσίαν έφεση της αναιρεσείουσας κατά του 345/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, το οποίο παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για απάτη και πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση της κατηγορουμένης, που περιέχεται στην από 14.6.2007 (με αριθμό 9) έκθεση του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Πατρών. Με την αίτηση προβάλλεται ως λόγος αναιρέσεως ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα "εσφαλμένως εφάρμοσε και ερμήνευσε ουσιαστική ποινική διάταξη (ΚΠΔ 484 § 1 στοιχ. Β')", χωρίς, όμως, να προσδιορίζεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε. Οι αναφερόμενες, σχετικώς, δικονομικές διατάξεις (άρθρα 36, 43, 57, 125 και 132 ΚΠοινΔ) δεν θεμελιώνουν τον ανωτέρω λόγο, διότι η κατά το ως άνω άρθρο 484 § 1 στοιχ. Β' εσφαλμένη από το δικαστικό συμβούλιο εφαρμογή και ερμηνεία αναφέρεται σε ουσιαστική ποινική διάταξη και όχι δικονομική. Επομένως, ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απαράδεκτος. Η εκκρεμοδικία, που δημιουργείται από την άσκηση της ποινικής διώξεως για ορισμένο έγκλημα, συνεπάγεται την απαγόρευση νέας ποινικής διώξεως για το ίδιο έγκλημα κατά του αυτού προσώπου. Επομένως, αν για το ίδιο έγκλημα κινήθηκαν δύο ποινικές διώξεις κατά του αυτού προσώπου, η δεύτερη απ' αυτές κηρύσσεται απαράδεκτη, λόγω της εκκρεμοδικίας, η οποία εμποδίζει τη νέα ποινική δίωξη. Ο ΚΠοινΔ δεν προβλέπει ρητή ρύθμιση της εκκρεμοδικίας με την έννοια της υπάρξεως δύο ποινικών διώξεων, των οποίων το περιεχόμενο συμπίπτει στα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία και στα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο και χρόνο, καθώς και κατά το πρόσωπο του αυτουργού. Η αρχή της εκκρεμοδικίας προκύπτει έμμεσα από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠοινΔ, οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ίδιου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 57 § 3 ΚΠοινΔ εφαρμόζεται ανάλογα σε περίπτωση ασκήσεως δύο ποινικών διώξεων για την ίδια πράξη κατά του αυτού προσώπου. Έτσι, αν οι δύο ποινικές διώξεις βρίσκονται στο στάδιο της προδικασίας και συμπίπτουν χρονικά, το επιλαμβανόμενο αυτών δικαστικό συμβούλιο οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη τη μεταγενέστερη, άλλως ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της υπερβάσεως εξουσίας υπό την αρνητική του μορφή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για την έρευνα αναιρετικού λόγου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της αναιρεσείουσας ασκήθηκε την 30.12.2003 από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών ποινική δίωξη (μετά από προηγηθείσα όμοια σε βαθμό πλημμελήματος) για α) απάτη κατ' εξακολούθηση, εκ της οποίας το συνολικό περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 Ευρώ και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, εκ της οποίας ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 Ευρώ και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως από την Ανακρίτρια του Α' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία, μετά την απολογία της κατηγορουμένης, επειδή έκρινε ότι συνέτρεχε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση των ανωτέρω πράξεων, επισήμανε τούτο στον Εισαγγελέα με το 141/2.5.2006 έγγραφό της και ο τελευταίος συνεπλήρωσε αντιστοίχως την ως άνω ποινική δίωξη, με το 3259/2.5.2006 έγγραφό του, η δε Ανακρίτρια κάλεσε την κατηγορουμένη σε συμπληρωματική, με βάση τ' ανωτέρω, απολογία. Ενόψει αυτών δεν πρόκειται για δύο ασκηθείσες κατά της κατηγορουμένης, για τις ίδιες πράξεις, ποινικές διώξεις και επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα, που δεν κήρυξε απαράδεκτη, δεχόμενο την έφεση της κατηγορουμένης, τη δεύτερη ως άνω συμπληρωματική δίωξη, δεν υπερέβη την εξουσία του, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα, κατ' εκτίμηση, με το λοιπό περιεχόμενο της αιτήσεως, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Ιουνίου 2007 αίτηση της Χ1, περί αναιρέσεως του 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα πρέπει να προσδιορίζεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και σε τι συνίσταται η παραβίασή της σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος, οι οποίες πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο. Δεν θεμελιώνεται ο ανωτέρω λόγος επί δικονομικών διατάξεων (άρθρα 57, 36, 43 ΚΠΔ). Έννοια εκκρεμοδικίας. Δεν αποτελεί νέα ποινική δίωξη η συμπληρωματική της προηγούμενης. Ορθή απόρριψη από το Συμβούλιο ισχυρισμού κατηγορουμένης περί εκκρεμοδικίας από προγενέστερη ποινική δίωξη. Απορρίπτει.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εκκρεμοδικία.
2
Αριθμός 1290/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2133/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Φιλιππόπουλο και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2, οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπόλη. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 43/05.07.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1222/2007 Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 § 2 ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 § 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 § 3 ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 § 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο γιατί, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, δεν πείσθηκε ότι πραγματώθηκε από τον κατηγορούμενο η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2133/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξεως της απάτης κατ' εξακολούθηση, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με ζημία άνω των 25.000.000 δρχ., η οποία φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα με δύο μερικότερες πράξεις, κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Απριλίου 1996 και κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Δεκεμβρίου 1996, αντιστοίχως, σε βάρος των Ψ2 η πρώτη και Ψ1 η δεύτερη. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής το Εφετείο, αφού αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, δέχεται στη συνέχεια ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο φερόμενος ως παθών Ψ2, είχε συναλλαγές με το υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας στην περιοχή αυτή, όπου γνωρίστηκε με τη Γ1, υπάλληλο της εν λόγω Τράπεζας, με την οποία ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις. Αρχές 1996 ο παθών αναζητούσε επωφελέστερους τρόπους αξιοποίησης τραπεζικών καταθέσεών του. Λόγω των φιλικών του σχέσεων με την Γ1, απευθύνθηκε στην τελευταία. Αυτή του υπέδειξε το κατηγορούμενο Χ1, χρηματοοικονομικό σύμβουλο, εταιρειών επενδύσεων που είχαν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ο οποίος, με την ενλόγω ιδιότητά του, ενεργούσε στην Ελλάδα, προς ανεύρεση επενδυτών. Αρχές Απριλίου 1996, ο Ψ2, με τη μεσολάβηση της Γ1,, ήλθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να υποδείξει ευκαιρίες για ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων του με απόδοση 18-20%, όταν ανάλογες αποδόσεις στην εγχώρια αγορά δεν υπερέβαιναν το 8%. Ακόμη του υπέδειξε ως την πλέον προσοδοφόρο επένδυση, το διάστημα των συζητήσεών τους, την τοποθέτηση χρημάτων στην Ελβετική εταιρία, με έδρα τη Γενεύη και την επωνυμία "VALMOYR FINANCE S.A.", που αντικείμενο είχε την αγορά πολυτίμων λίθων και μετάλλων. Ο Ψ2, αποδεχθείς τη δελεαστική αυτή πρόταση, στις 11-4-1996 με υπόδειξη του κατηγορουμένου και με τη συνοδεία της Γ1, κατέθεσε σε υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς το ποσό των 81.912 δολλαρίων ΗΠΑ, ισόποσο των 20.000.000 δρχ., στο λογαριασμό με αριθμό 570.392, που τηρούσε η εν λόγω Ελβετική εταιρία στην Τράπεζα αυτή, ενώ εκδόθηκε και το σχετικό έμβασμα με αποστολέα τον Ψ2 και παραλήπτη την προμνησθείσα εταιρία. Την 1-5-1996 απεστάλη έγγραφο που περιείχε την μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνία, την οποία είχε υπογράψει ο νόμιμος εκπρόσωπός της ενώ την υπέγραψαν ο κατηγορούμενος και ο Ψ2. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, που προσκομίζεται σε αντίγραφο της επίσημης μετάφρασης, προκύπτει ότι η αντισυμβαλλομένη εταιρία του Ψ2 εδραστηριοποιείτο στην αγορά και πώληση ακατέργαστων πολυτίμων λίθων και μετάλλων, έχοντας εξασφαλίσει την προμήθειά τους από τις χώρες εξορύξεώς του καθώς και υποψήφιους αγοραστές αυτών. Η διάρκεια της συμβάσεως καθορίστηκε σε έξι (6) μήνες. Σε περίπτωση επιτυχούς εκπλήρωσης της σύμβασης, αυτή θα ανανεωνόταν αυτομάτως, για ακόμη έξι (6) συναλλαγές, εξαιρουμένης της περιπτώσεως κατά την οποία είτε η εταιρία είτε ο πελάτης υποβάλλουν γραπτή ακύρωση με συστημένη επιστολή, 30 ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης της σύμβασης. Στο τέλος δε της σύμβασης ο πελάτης θα λάβει το πλήρες ποσό, που επένδυσε. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο Ψ2 μέχρι τον Ιούλιο 1997 εισέπραξε, με επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας, 4.000.000 δρχ. ως απόδοση της επενδύσεως των 20.000.000 δρχ. ποσό που υπερέβη το 18%, το οποίο τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα εισπράξει ο κατηγορούμενος. Το Δεκέμβριο του 1996, ο Ψ2, πλήρως ικανοποιημένος από τις επενδύσεις του, υπέδειξε και στον Ψ1, αδελφό της συζύγου του, να συμβουλευθεί τον κατηγορούμενο για να αξιοποιήσει τα χρήματα που είχε. Πράγματι ο τελευταίος, με την Γ1 επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο, ο οποίος του υπέδειξε μέσω της ".......LTD" που είχε έδρα στις ΗΠΑ και θα ενεργούσε ως θεματοφύλακας για λογαριασμό του, να τοποθετήσει τα χρήματά του στην εταιρία με την επωνυμία "......", που είχε έδρα την τελευταία, ως άνω χώρα, που ήταν η πλέον συμφέρουσα καθόσον εμφάνιζε τις υψηλότερες αποδόσεις, στην αγορά των Η.Π.Α. Ο Ψ1, ακολουθώντας τις υποδείξεις του κατηγορουμένου, στις 29-1-1997, συνοδευόμενος από τον κατηγορούμενο και την Γ1, προσήλθε σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και κατέθεσε στο με αριθμό 1415875 λογαριασμό, που τηρούσε η "....." το χρηματικό ποσό των 19.896.000 δραχμών (76.034 δολλ. ΗΠΑ). Στις 31-1-1997 ο Ψ1, υπέγραψε την έγγραφη σύμβαση, που του απέστειλε η "..... LTD", που είχε υπογράψει ο νόμιμος εκπρόσωπός της, με υπόδειξη της οποίας, μέσω του χρηματοοικονομικού της συμβούλου (κατηγορουμένου) είχε καταθέσει το προαναφερόμενο ποσό στην "....". Από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, που προσκομίζεται σε αντίγραφο της επίσημης μετάφρασής του, το περιεχόμενο του οποίου ουδόλως αμφισβητείται προκύπτει, μεταξύ των άλλων ότι η αντισυμβαλλόμενη του Ψ1, εταιρία (...... LTD), αποκαλούμενη "ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ" ή "ΕΤΑΙΡΙΑ" είναι θεματοφύλακας των τοποθετημένων χρημάτων του, που θα τα διαχειρίζεται για λογαριασμό του, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν, με υπόδειξή της, τοποθετηθεί στην "....... Η σύμβαση αυτή είχε διάρκεια τριών (3) ετών, εκτός αν καταγγελόταν με εξάμηνη έγγραφη γνωστοποίηση, με συστημένη επιστολή στην έδρα της εταιρίας στη Φλόριδα των Η.Π.Α. Οι αποδόσεις των χρημάτων του Ψ1, θα ήταν της τάξεως του 5% στην τοποθέτηση ομολόγων συν 5% από την έκπτωση προμηθειών και σε άλλες συναλλαγές στο 8% ετησίως. Μέχρι τις 20-8-1997 ο Ψ1, είχε εισπράξει σε δύο ισόποσες δόσεις, συνολικά το ποσό των 3.422 δολλαρίων ΗΠΑ, που ανταποκρίνεται στα υπησχημένα με τη σύμβαση. Έκτοτε όμως (Αύγουστο 1997), οι εταιρείες που επένδυσαν οι Ψ2 και Ψ1, έπαυσαν να τους αποστέλλουν χρήματα για τις αποδόσεις των επενδύσεών τους. Οι τελευταίοι αναζήτησαν τον κατηγορούμενο για να του ζητήσουν την επιστροφή των χρημάτων που είχαν επενδύσει. Ο τελευταίος όμως είχε αναχωρήσει στο εξωτερικό, προκειμένου να διαπιστώσει τους λόγους για την αδυναμία εκπληρώσεως των συμβάσεων εκ μέρους των προαναφερομένων εταιριών, και για άλλους, πλην των πολιτικώς εναγόντων επενδυτές. Η μη εκπλήρωση των συμβάσεων οφείλεται στην κακή διαχείριση των χαρτοφυλακίων των επενδυτών, εκ μέρους των εταιριών αυτών με την τοποθέτηση των χρημάτων τους κυρίως του Ψ1 σε ομόλογα εκδόσεως της Ρωσίας, οι εκδότες των οποίων αρνήθηκαν την πληρωμή τους, με αποτέλεσμα την οικονομική κατάρρευση της "......" και τη συνακόλουθη αδυναμία της για εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Εξάλλου και η αγορά ακατέργαστων πολύτιμων λίθων, εμφάνισε πτώση στη διακίνηση των προϊόντων αυτών, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση και η ελβετική εταιρία "VALMOYR FINANCE S.A.", της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία, δεσμεύτηκαν από άλλους επενδυτές, κυρίως του εξωτερικού. Για την ως άνω δυσχερή εξέλιξη των επενδυτών εναγόντων, καμμιά σχέση δεν έχει ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε ήταν απλός χρηματοοικονομικός σύμβουλος και ουδεμία διαχειριστική εξουσία είχε στις εταιρίες που επένδυσαν οι πολιτικώς ενάγοντες. Η προκληθείσα ζημία στους τελευταίους, ούτε προβλέψιμη ούτε αναμενόμενη ήταν εκ μέρους του κατηγορουμένου, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός αν και γνώριζε την δυσμενή εξέλιξη, που προαναφέρθηκε την απέκρυψε και εμφάνισε διαφορετικά τα πράγματα. Άλλωστε όπως προεκτέθηκε, οι συμβάσεις για μεν τον Ψ2 για το διάστημα των 15 μηνών, για δε τον Ψ1 για το διάστημα των 8 μηνών εξελίχθηκαν ομαλά και εισέπραξαν από τις συγκεκριμένες επενδύσεις του τα όσα τους υποσχέθηκε. Οι υποδείξεις του, για τις συγκεκριμένες επενδύσεις, το χρόνο που ενεργήθηκαν, έγιναν με δεδομένα που ανταποκρίνονταν στην αλήθεια για την υφισταμένη κατάσταση των εταιριών που υπέδειξε, τα οποία από κανένα στοιχείο δεν αναιρούνται. Οι πολιτικώς ενάγοντες, προκειμένου να θεμελιώσουν υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, ισχυρίζονται ότι οι εταιρίες στις οποίες επένδυσαν με την υπόδειξη του κατηγορουμένου, ήταν ανύπαρκτες καθώς και ότι τα χρήματα που κατέθεσαν, τα ενθυλάκωσε ο κατηγορούμενος από κοινού ενεργώντας με την Γ1. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί, από κανένα των αποδεικτικών στοιχείων δεν επιβεβαιώνονται. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι οι εταιρείες αυτές ήταν υπαρκτές. Ειδικώτερα η "".......", ιδρύθηκε στις 28-6-1994 στην πόλη DELAWARE των ΗΠΑ και το καταστατικό της υπογράφεται από το γραμματέα της Πολιτείας αυτής. Η ύπαρξη της εν λόγω εταιρίας επιβεβαιώνεται και από το μάρτυρα ....... (σύμβουλο ασφαλειών), ο οποίος είχε πληροφορηθεί γι'αυτήν από άλλο χρηματοοικονομικό σύμβουλο (.....). Ο ίδιος μάρτυρας επιβεβαιώνει και την ύπαρξη της ελβετικής εταιρίας "VALMOYR - FINANCE S.A." καθόσον και αυτός είχε επενδύσει σ'αυτήν, μέσω άλλου προσώπου, όχι όμως του κατηγορουμένου. Στον τελευταίο απευθύνθηκε ο άνω μάρτυρας, και με την υπόδειξή του (κατηγορουμένου) επένδυσαν οι γονείς του, στην ίδια με τον Ψ1 εταιρία και τοποθέτησαν χρήματα σε ομόλογα, τα οποία όμως απώλεσαν για τους ίδιους λόγους που προεκτέθηκαν. Κατά το μάρτυρα αυτό, ο κατηγορούμενος ουδεμία διαχειριστική εξουσία ή συμμετοχή είχε στις αποφάσεις των εταιριών αυτών. Περαιτέρω από κανένα των αποδεικτικών στοιχείων δεν επιβεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόσβαση στους λογαριασμούς που κατέθεσαν τα χρήματά τους οι πολιτικώς ενάγοντες ή δικαίωμα διαχείρισης αυτών, για να μπορεί να τα εισπράξει και να τα ιδιοποιηθεί. Ούτε άλλωστε προκύπτει ότι με άλλο τρόπο περιήλθαν στην κατοχή του τα χρήματα αυτά, όπως του αποδίδεται με το παραπεμπτικό βούλευμα. Ενόψει όλων αυτών καταλείπονται σοβαρές αμφιβολίες για την τέλεση από τον κατηγορούμενο των αποδιδομένων πράξεων. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί αθώος. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα και εκθέτει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τις σκέψεις που στηρίζουν την απαλλακτική του κρίση και ειδικότερα την κρίση του ότι, από τα αναφερόμενα στην απόφαση και τα πρακτικά αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν αμφιβολίες ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αντίθετη αιτίαση ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας διότι η απόφαση υιοθέτησε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου χωρίς να αιτιολογεί από ποιά στοιχεία προκύπτει η βασιμότητά τους, είναι αβάσιμη, καθόσον για την αιτιολόγηση της αθωωτικής αποφάσεως δεν απαιτείται να εκθέτει το δικαστήριο γιατί πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλ' αρκεί να αιτιολογεί γιατί δεν πείσθηκε περί της ενοχής του, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Επίσης δεν ήταν αναγκαία αναλυτική παράθεση του τι κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας που εξετάσθηκε, ούτε ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αθωωτικής αποφάσεως (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Ιουλίου 2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2133/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στην αθωωτική απόφαση ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητος που θεσπίζεται και στο άρθρο 6 § 2 της Ε.Σ.Δ.Α.. Αιτιολογημένη αθώωση του κατηγορουμένου για κακουργηματική απάτη, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα και εκτίθενται με πληρότητα τα περιστατικά και οι σκέψεις με βάση τις οποίες κρίθηκε ότι προέκυψαν αμφιβολίες στο δικαστήριο της ουσίας ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1289/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Συμπέθερο, περί αναιρέσεως της 1030/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως ως και στους από 17 Φεβρουαρίου 2008 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1959/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 Δ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται στις αιτιολογίες της με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 Ε ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη η εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο, και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής, γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίστανται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 358 ΠΚ, όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω και προσωρινά το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβιάσεως της υποχρεώσεως προς διατροφή, απαιτείται, παράλειψη του δράστη να καταβάλει την διατροφή που οφείλει από το νόμο να έχει αναγνωριστεί σε βάρος του, έστω και προσωρινά, με δικαστική απόφαση, από κακοβουλία, δηλαδή από κακεντρέχεια η κακή θέληση, για να στερήσει τον δικαιούχο των μέσων προς ικανοποίηση των βιοτικών του αναγκών, παρ' όλον ότι έχει τη δυνατότητα καταβολής της διατροφής. Για το λόγο αυτό πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται ότι ο υπόχρεως είχε την οικονομική δυνατότητα να εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Κατά τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης 1030/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου και την οποία ο ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε κατ' έφεση για την προβλεπόμενη από το άρθρο 358 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση της υποχρεώσεώς του προς διατροφής των ανηλίκων τέκνων του Γ1 και Γ2 που υποχρεώθηκε να καταβάλει στους τελευταίους κατά το από 1-3-2003 έως 1-6-2004 χρονικό διάστημα με την 9/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, "Από την εκτίμηση της καταθέσεως της μάρτυρος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν αρνείται το πραγματικό περιστατικό της μη καταβολής των οφειλομένων διατροφών, αλλά αρνείται την ύπαρξη δόλου, ισχυριζόμενος ότι έχει οικονομική αδυναμία, αποδείχθηκε ότι αυτός στο ....... κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2003 έως 1-6-2004 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, που τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα παραβίασε κακόβουλα την υποχρέωση διατροφής που του επέβαλε ο νόμος και έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε οι δικαιούχοι να υποστούν στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχθούν τη βοήθεια άλλων. Συγκεκριμένα, αν και με την υπ' αριθμόν 9/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πρώην σύζυγό του και εγκαλούσα ψ1 το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα για διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων τους Γ1 και Γ2, συνολικά το ποσό των 720,00 Ευρώ, παρά ταύτα ενεργώντας με κακοβουλίες δεν κατέβαλε την διατροφή αυτή για το πιο πάνω χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2003 έως Ιούνιο 2004, ήτοι το συνολικό ποσό των 11.520,00 ευρώ (16 μήνες Χ 720,00) με αποτέλεσμα οι ως άνω δικαιούχοι να υποστούν στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχθούν τη βοήθεια άλλων. Τα ανωτέρω συνάγονται πέραν των άλλων αποδεικτικών στοιχείων και από την κατάθεση της εγκαλούσας ψ1, η οποία κατέθεσε για όλα αυτά και προσέθεσε ότι ο μηνυτής είχε την οικονομική δυνατότητα (όπως άλλωστε έχει κριθεί τούτο και από το πολιτικό δικαστήριο) αλλά από κακοβουλία δεν κατέβαλε. Κατά συνέπεια πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται", σκεπτικό που επιτρεπτώς συμπληρώνεται κατά τα λοιπά από το διατακτικό της αποφάσεως, με το ακόλουθο, κατ' ακριβή του αντιγραφή, περιεχόμενο: " Κηρύσσει τον κατ/ν ένοχο του ότι στο Αγρίνιο, κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2003 έως 1-6-2004, με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικώτερα παραβίασε κακόβουλα την υποχρέωση διατροφής που του επέβαλε ο νόμος και έχει αναγνωρίσει το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε οι δικαιούχοι να υποστούν στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχτούν βοήθεια άλλων. Συγκεκριμένα, αν και με την 9/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πρώην σύζυγο του και εγκαλούσα ψ1, το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για διατροφή αμφοτέρων των ανηλίκων τέκνων τους Γ1 και Γ2, συνολικά το ποσό των 720,00 ευρώ), παρά ταύτα, ενεργώντας με κακοβουλία, δεν κατέβαλε την διατροφή αυτή για το ως άνω χρονικό διάστημα, από Μάρτιο 2003 έως Ιούνιο 2004, ήτοι, το συνολικό ποσό των 11.520,00 ευρώ (16 μήνες Χ 720,00), με αποτέλεσμα οι ως άνω δικαιούχοι να υποστούν στερήσεις και να αναγκασθούν να δεχθούν τη βοήθεια άλλων". Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ελλιπή αιτιολογία, παραλείποντας ειδικότερα να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει την επιδικασθείσα με την 9/12-1-2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου σε βάρος του διατροφή, αρνητικό ισχυρισμό τον οποίο ειδικά διατύπωσε απολογούμενος, χωρίς το εντεύθεν κενό αυτής να συμπληρώνεται επιτρεπτώς από τη γενική επίκληση της καταθέσεως της μάρτυρος και των αιτιολογιών της 9/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, η οικονομική δε δυνατότητα εμπεριέχεται και δικαιολογεί την έννοια της κακοβουλίας, η οποία αποτελεί πρόσθετο στοιχείο προς θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του ερευνωμένου εγκλήματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται παράλληλα ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, παραβιάζοντας επιπρόσθετα με τον τρόπο αυτό εκ πλαγίου το άρθρο 358 ΠΚ, κατά τις βάσιμα διατυπούμενες περί τούτου με την αναίρεση και το δικόγραφο των προσθέτων αυτής λόγων αναιρετικές αιτιάσεις του άρθρου 510 § 1 Δ, Ε ΚΠοινΔ. Η βασιμότητα των λόγων αυτών αναιρέσεως, με αναιρετική εμβέλεια στο σύνολο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των διατυπουμένων λοιπών λόγων αναιρέσεως. Σε συνέπεια με τις παραδοχές αυτές πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως 1030/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου και, κατ' επιταγή του άρθρου 519 ΚΠοινΔ, παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκασή της στο αυτό δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που προηγουμένως δίκασαν την υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1030/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκασή της στο αυτό Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που προηγουμένως δίκασαν την υπόθεση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διατροφή. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική για παραβίαση της υποχρεώσεως για διατροφή απόφαση, δεδομένου ότι ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της αναφέρονται πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ο αναιρεσείων είχε την οικονομική δυνατότητα καταβολής του επιδικασθέντος λόγω διατροφής ποσού.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Διατροφής υποχρέωση.
0
Αριθμός 1288/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με κατηγορούμενους τους 1)Χ1 και 2)Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 61/2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σοφρωνιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1899/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 21/24-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω σύμφωνα με τα άρθρ. 463, 464, 474, 483, 484 και 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως την υπ'αριθ. 61/13-11-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς δια του οποίου απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία εις βάρος των α) Χ1 και β) Χ2, μαζί με την σχετική δικογραφία και, καθ'όσον αφορά την βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο δικόγραφο της αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 61/13-11-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Β) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο με αριθ. 315/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς δια του οποίου απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία εις βάρος των α) Χ1 και β)Χ2 για την πράξιν της απάτης, τελεσθείσαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). Αθήναι 16 Ιανουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 εδ. α' ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 2 του Ν.3160/2003, που ισχύει από 30.6.2003, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, που εκδίδεται από τα συμβούλια πλημμελειοδικών και εφετών, και για όλους τους λόγους αναιρέσεως, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την έκδοσή τους. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 εδ. α' ΚΠοινΔ, με παραπομπή στο άρθρο 479 παρ. 2, ορίζει τόσο την προθεσμία μέσα στην οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο του αναιρέσεως κατά βουλεύματος, όσο και το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής, που είναι η έκδοση του βουλεύματος (Ολ.ΑΠ 1214/1991). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 473 παρ.1 εδ. τελευτ. ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι η προθεσμία για αίτηση αναιρέσεως κατά του βουλεύματος αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας εφέσεως, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 462 - 465 του αυτού Κώδικα συνάγεται, ακόμη, ότι η προθεσμία αναιρέσεως κατά βουλεύματος δεν αρχίζει πριν λήξει ή προθεσμία της εφέσεως, εφόσον, όμως, εκείνος που ασκεί την αναίρεση έχει δικαίωμα για άσκηση εφέσεως. Τέτοιο δικαίωμα για άσκηση εφέσεως κατά βουλεύματος δεν έχει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και, επομένως, δεν ισχύει γι' αυτόν το άνω τελευταίο εδάφιο του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, το οποίο αναφέρεται σε δικαιούμενο να ασκήσει κατά του βουλεύματος και έφεση και αναίρεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκιίμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στις 13-11-2007, με δήλωσή του στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, άσκησε αναίρεση κατά του 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, δια του οποίου αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εις βάρος των? α) Χ1 και β) Χ2, για την πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Το εν λόγω βούλευμα, όπως απ' αυτό προκύπτει, εκδόθηκε την 12-10-2007. Επομένως, η μηνιαία προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αυτού από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που άρχισε στις 13-10-2007, έληξε την κατ' αριθμόν αντίστοιχη ημέρα του επομένου μηνός Νοεμβρίου 2007, (άρθρα 168 παρ. 1 ΚΠοινΔ σε συνδ. προς άρθρα 241, 243 ΑΚ), ήτοι την 13-11-2007, ημέρα Τρίτη. Κατ' ακολουθία η κρινόμενη ως άνω από 13-11-2007 αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη, είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και την εκ νέου αντικατάστασή της με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, (ήδη 15.000 ευρώ κατά το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Η τελευταία αυτή διάταξη, μετά την κατά τα προεκτεθέντα αντικατάστασή της, είναι, εν όψει του οριζομένου πλέον ελαχίστου ποσού του επιδιωκόμενου οφέλους ή της επελθούσας ζημίας, επιεικέστερη και εφαρμόζεται αναδρομικώς κατά το άρθρο 2 του ΠΚ, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 3-6-1999. Από τη διάταξη δε του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται, αντικειμενικώς, επανειλημμένη τέλεση αυτού, οία υπάρχει και επί του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για επί μέρους εγκληματικές ομοειδείς πράξεις, οι οποίες έχουν αυτοτέλεια και συνδέονται μεταξύ τους με ταυτότητα της προς εκτέλεση αυτών αποφάσεως (ενότητα δόλου), υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος, της κατά συνήθεια δε τέλεσης αυτού, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του . Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δυο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα στα εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως, όπως είναι η απάτη, στα οποία για την ύπαρξη του δόλου απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, όπως ο σκοπός πορισμού περιουσιακού οφέλους, πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία και ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία των στοιχείων αυτών του δόλου. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτή υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 315/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά, εξ ολοκλήρου, στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της κακουργηματικής απάτης, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται. Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς δέχτηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά? "Την 1-11-1993 στον ...., οι κατηγορούμενοι, τυγχάνοντες ιδιοκτήτες της διαχειρίστριας πλοίων εταιρίας με την επωνυμία "...... LTD", συμφώνησαν με τον εγκαλούντα Ψ1 - με την ιδιότητά τους ως μετόχων και διαχειριστών της εταιρίας με την επωνυμία "........ LIMITED", με έδρα το διαμέρισμα ... του 7ου ορόφου επί της οδού..... (....) ...... Κύπρου, η οποία επρόκειτο να αγοράσει το αξιόπλοο και κερδοφόρο πλοίο "Β1" - να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν σε αυτόν (εγκαλούντα) μετοχές της ως άνω εταιρίας, με την προοπτική να συμμετάσχει ως μέτοχος στα κέρδη από την εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου. Για το σκοπό αυτό, ο εγκαλών κατέβαλε προς τους κατηγορουμένους με έμβασμα, συνολικό ποσό 201.600 δολαρίων Η.Π.Α, (την 1-11-1993 επί μέρους ποσό 101.771, 24 δολαρίων Η.Π.Α, την 2-11-1993 επί μέρους ποσό 50.000 δολαρίων Η.Π.Α, την 19-11-1993 επί μέρους ποσό 20.000 δολαρίων Η.Π.Α και την 9-12-1993 επί μέρους ποσό 30.149, 95 δολαρίων Η.Π.Α), στον από αυτούς υποδειχθέντα με αριθμό ........ τραπεζικό λογαριασμό της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας "..... LTD" στην τράπεζα XIOSBANK και αγόρασε με το ποσό αυτό οκτώ (8) μετοχές της εταιρίας με την επωνυμία "....... LIMITED". H ως άνω εταιρεία, συστήθηκε την .... με μετοχικό κεφάλαιο 100 μετοχών, το οποίο καταβλήθηκε από τους κατηγορουμένους, επισήμως όμως στην .... φέρονταν ως αποκλειστικοί μέτοχοι και διευθυντές οι γραμματείς του δικηγορικού γραφείου "......." - με έδρα τη ...... Κύπρου- (που είχε αναλάβει τις διαδικασίες συστάσεως στης εταιρίας), Γ1 και τη Γ2. Η εταιρία αυτή πράγματι αγόρασε το πλοίο "Β1" την 10-12-1993, το οποίο μετονομάστηκε στις 10-12-1993 σε ".....", στις 14-4-1994 σε "......", στις 17-11-1998 σε "......" και στις 10-3-1999 σε "......". Το εν λόγω πλοίο, αγοράσθηκε έναντι ποσού 6.300.000 δολαρίων Η.Π.Α, μέρος του οποίου, ύψους 2.520.000 δολαρίων καταβλήθηκε από ίδια των κατηγορομένων κεφάλαια, ενώ το υπόλοιπο τίμημα εξασφαλίσθηκε από δάνειο μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας ("...... LIMITED") - δια της διαχειρίστριας (".....LTD") και της τράπεζας ING, με εγγυητές τους κατηγορουμένους, όπως προκύπτει από τις συνημμένες συμβάσεις πωλήσεως και δανειοδοτήσεως με εγγύηση. Κατά το χρόνο εκμεταλλεύσεως του πλοίου - από τα έτη 1993 έως 1999 -λόγω συγκυριών στη ναυτιλιακή αγορά και βλαβών του πλοίου, τα κέρδη από αυτή δεν κατέστη δυνατό να υπερκαλύψουν· το δάνειο, (όπως προκύπτει από την έκθεση του Ορκωτού ελεγκτή-λογιστή ......) και τελικώς το πλοίο εκπλειστηριάσθηκε, έναντι μόλις 250.000 δολαρίων ΗΠΑ, με συνέπεια οι μέτοχοι, μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι και ο εγκαλών, να υποστούν ζημία ανάλογη με το ποσά που είχαν καταβάλει για τη συγκεκριμένη ναυτιλιακή επιχείρηση. Μετά ταύτα - και δέκα χρόνια μετά την αγορά των 8 μετοχών - ο εγκαλών υπέβαλε την κρινομένη έγκληση, διατεινόμενος ότι υπέστη την προαναφερόμενη ζημία των 201.600 δολαρίων ΗΠΑ, επειδή οι κατηγορούμενοι δεν είχαν εξουσία διαθέσεως των αγορασθέντων προ δεκαετίας μετοχών και επειδή η ψευδής αυτή παράσταση, (αδυναμία μεταβιβάσεως μετοχών), είχε ως αποτέλεσμα την ως άνω ζημία. Τα περιστατικά αυτά έκανε δεκτά το προσβαλλόμενο βούλευμα, που αποφάνθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν μέτοχοι και διαχειριστές της ανωτέρω εταιρίας και ότι παραπλάνησαν ως προς τούτο τον εγκαλούντα. Ερευνητέο επομένως τυγχάνει αν πράγματι υπήρξε ψευδής παράσταση εκ μέρους των κατηγορουμένων σχετικά με τη κυριότητα και εντεύθεν τη δυνατότητα μεταβιβάσεως των μετοχών και, σε θετική περίπτωση, αν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραστάσεως αυτής και της επελθούσας ζημίας. Κατά το Κυπριακό δίκαιο, (όπως προκύπτει από τις με αρ. πρωτ. 599/2004 και 322/2006 νομικές πληροφορίες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και το με στ. ΓΕ: 39/1949/34 έγγραφο - απάντηση της νομικής υπηρεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας): οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (company limited) διέπονται από τον "Περί Εταιριών Νόμο", ο οποίος ισχύει από 21 Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε, αναθεωρήθηκε, μεταφράστηκε και ενοποιήθηκε στην Ελληνική και περιέχεται στο κεφάλαιο 113 της νομοθεσίας της Κύπρου. Ο Κυπριακός Ε.Ν. επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (αρ.3 (1) Κυπριακού Ε.Ν.) να συστήσει εταιρία περιορισμένης ευθύνης, χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια ή τον τόπο της κατοικίας του. Αλλά τα άρθρα 10, 11, 15 και 19 του Νόμου περί ελέγχου συναλλάγματος (199, όπως τροποποιήθηκε, της Νομοθεσίας της Κύπρου) προβλέπουν ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας (μη κάτοικος) δεν μπορεί να αποκτήσει αμέσως ή εμμέσως τίτλο αξιών σε νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στην Κύπρο, χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με βάση αυτό το νόμο παρέχεται εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να εξαρτά την παροχή αυτής της άδειας από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση να καταγράψει η εταιρία τα ονόματα των μελών της, μη κατοίκων ή των εντολοδόχων τους στο μητρώο μελών σύμφωνα με το άρθρο 105 Κυπριακού Ε.Ν. Χωρίς την άδεια αυτή μετοχές ή άλλοι τίτλοι δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στους "κυρίους" τους. Περαιτέρω, για τους μετόχους μη κατοίκους που επιθυμούν την ανωνυμία τους, προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού εμπιστευματοδόχου, με σχετική πράξη συστάσεως εμπιστεύματος (trust deed), μέχρι κατ' ανώτατο όριο τεσσάρων κατοίκων-μετόχων-εμπιστευματοδόχων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 36, 38 και 40 του νόμου περί εμπιστεύματος (Κεφάλαιο 193 της Νομοθεσίας της Κύπρου). Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου περί συναλλάγματος (Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε) ο "κάτοικος" δεν μπορεί να ενεργήσει ως εντολοδόχος-εμπιστευματοδόχος για λογαριασμό ενός "μη κατοίκου", χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια υπηρεσία για αυτό. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 112 και 113 Κυπρ. Ε.Ν. μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων-εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα του τηρούνται από τον Έφορο Εταιριών και στο Μητρώο Μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρίας. Δηλαδή στην περίπτωση που μετοχές εταιρίας κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για σκοπούς του Κυπριακού Ε.Ν. θεωρείται ο εμπιστευματοδόχος, ο οποίος είναι πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο Μητρώο Μελών Εταιρίας και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιριών. Ο Κυπρ. Ε.Ν. δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων". Ο νόμος αυτός προνοεί για μετόχους, δηλαδή τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο ιδρυτικό έγγραφο της εταιρίας, (το οποίο καταχωρείται στον Έφορο Εταιριών προς εγγραφή), ότι λαμβάνουν μετοχές. Στη συνέχεια οποιεσδήποτε μετοχές κατέχονται από τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να μεταβιβαστούν σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δε μεταβίβαση κοινοποιείται στον Έφορο Εταιριών με τη συμπλήρωση και καταχώρηση σχετικού εντύπου, το οποίο υπογράφεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή το Γραμματέα της Εταιρίας. Στις περιπτώσεις κατοχής μετοχών από εμπιστευματοδόχο, υπογράφεται από τον εμπιστευματοδόχο (trustee) το λεγόμενο "έγγραφο εμπιστεύματος" (Deed of Trust ή Decleration of Trust), στο οποίο συνήθως ρητά δηλώνεται, μεταξύ άλλων ότι οι συγκεκριμένες μετοχές που έχουν εγγραφεί επ' ονόματι του εμπιστευματοδόχου κατέχονται προς όφελος του δικαιούχου (beneficiary) και ότι ο πρώτος αναλαμβάνει να μεταβιβάσει τις μετοχές μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου. Μάλιστα σε πολλά τέτοια "έγγραφα εμπιστεύματος" καταγράφεται ρητά ότι ο εμπιστευματοδόχος παραδίδει στο δικαιούχο δεόντως υπογεγραμμένο έγγραφο μεταβίβασης, μετοχών, εξουσιοδοτώντας το δικαιούχο να ολοκληρώσει καθ' οιονδήποτέ χρόνο τη μεταβίβαση, συμπληρώνοντας το όνομα του προσώπου στο οποίο μεταβιβάζονται οι μετοχές και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Τέλος στο άρθρο 2(2) του Κυπριακού Ε.Ν, σχετικά με τις εξουσίες του εμπιστευματοδόχου και την έκταση αυτών, ορίζεται ότι "οι εξουσίες που χορηγούνται από το νόμο στους επιτρόπους εμπιστευμάτων, είναι πρόσθετες των εξουσιών που χορηγούνται από το έγγραφο (deed of trust) αν υπάρχει, που δημιουργεί το εμπίστευμα, αλλά οι εξουσίες αυτές, εκτός αν διαφορετικά αναφέρεται, εφαρμόζονται μόνο αν και κατά την έκταση που δεν εκφράζεται ρητή αντίθετη πρόθεση στο έγγραφο, αν υπάρχει, που δημιουργεί το εμπίστευμα και ισχύουν τηρουμένων των όρων του εγγράφου αυτού", δηλαδή στο κείμενο του εγγράφου συστάσεως του εμπιστεύματος, θα αναζητηθούν οι τυχόν εξουσίες του πραγματικού δικαιούχου των μετοχών (ουσιαστικού μετόχου) για τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρίας με ή χωρίς τη συμμετοχή των εμπιστευματοδόχων (τυπικών μετόχων). Στην προκειμένη υπόθεση, επειδή οι κατηγορούμενοι ως μη κάτοικοι ....., έκαναν χρήση της δυνατότητας που τους παρείχε κατά τ' ανωτέρω το Κυπριακό δίκαιο, και κατόπιν αδείας που τους παρείχε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, συνέστησαν την εταιρία "....... LIMITED", με εμπιστευματοδόχους ο μεν Χ1 τη Γ1, ο δε Χ2 τη Γ2, υπαλλήλους του δικηγορικού γραφείου με την επωνυμία ".......", με έδρα τη ..... Κύπρου. Οι ανωτέρω, υπέγραψαν τις από ..... συμβάσεις παρακαταθήκης, κατ' εντολή του εργοδότη τους, όπως οι ίδιες καταθέτουν στις από 4/11/2004 ένορκες δηλώσεις τους, (ληφθείσες κατά το Κυπριακό δίκαιο), χωρίς να υφίσταται καμία ουσιαστική συμμετοχή ή σύμπραξή τους στην εν λόγω εταιρία ή καταβολή εκ μέρους τους χρημάτων και ενεργώντας αποκλειστικά προς διευκόλυνση των κατηγορουμένων. Εν συνεχεία, έλαβαν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ώστε να παρουσιάζονται οι ίδιες ως μέτοχοι της εταιρείας, ενώ κατείχαν τις μετοχές προς όφελος τρίτων (των κατηγορουμένων). Περαιτέρω, στις προαναφερόμενες συμβάσεις παρακαταθήκης ρητώς διαλαμβάνεται ότι: "Ο καταπιστευματοδόχος δια της παρούσης δηλώνει ότι κατέχει τις περιεχόμενες στον πίνακα μετοχές και όλα τα μερίσματα και τόκους που έχουν σωρρευθεί ή πρόκειται να σωρρευθούν στην ίδια παρακαταθήκη για το δικαιούχο και τους διαδόχους του και συμφωνεί να μεταβιβάσει, πληρώσει και χειρίζεται τις ρηθείσες μετοχές και μερίσματα και τόκους πληρωτέους από την άποψη του ιδίου κατά τέτοιο τρόπο ως εκείνος ή εκείνοι από καιρού εις καιρόν υποδεικνύουν". Από την εν λόγω διάταξη της συμφωνίας, σαφώς προκύπτει ότι η εξουσία διαθέσεως των μετοχών ανήκει αποκλειστικά στον αφανή μέτοχο και ότι οι καταπιστευματοδόχοι, (εν προκειμένω οι Γ1 και Γ2), δεν είχαν δικαίωμα να αρνηθούν τη μεταβίβαση των μετοχών αν εντελλόταν προς τούτο από τους πραγματικούς μετόχους. Επομένως, το περιστατικό επί του οποίου ερείδεται η κατηγορία, ότι δηλαδή δεν ήταν οι κατηγορούμενοι πραγματικοί μέτοχοι και ότι δολίως είχαν αποκρύψει τούτο από τον εγκαλούντα ουδόλως ευσταθεί. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν γνώριζε τότε ο εγκαλών τον τρόπο με τον οποίο διατίθενται οι μετοχές σε μη κατοίκους ...... (δια καταπιστευματοδόχου) κατά το Κυπριακό δίκαιο, το γεγονός τούτο, δεν μπορούσε να έχει αιτιώδη συνάφεια με την καταβολή από αυτόν του ποσού των 201.600 δολαρίων Η.Π.Α, εφόσον, και στην περίπτωση που ήξερε τον τρόπο κτήσεως των μετοχών κατά τ' ανωτέρω, πάλι θα κατέβαλε το ως άνω ποσό ανεπιφύλακτα, διότι οι δικαιούχοι κατηγορούμενοι είχαν- κατά τη σύμβαση παρακαταθήκης - και νομικά απόλυτη εξουσία διαθέσεως των μετοχών αυτών, πέραν του ότι ήταν και οι πραγματικοί κύριοι. Επιπλέον, οι ίδιες οι καταπιστευματοδόχοι δήλωσαν ότι ενεργούσαν ουσιαστικά ως ενδιάμεσα άτομα και ότι ήδη παρουσιάζονται ως μέτοχοι σε πάρα πολλές Κυπριακές εταιρίες, που έχει εγγράψει το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, με την ίδια διαδικασία . Πρέπει να σημειωθεί ότι στην 3η σελίδα της από 7/10/2004 ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος διαλαμβάνεται επί λέξει? "Επιπλέον συνιστούσε ψευδή παράσταση το γεγονός ότι οι ίδιοι μου υποσχέθηκαν ότι θα παρακρατήσουν τις μετοχές βάσει του συμφωνητικού παρακαταθήκης..", αποστροφή από την οποία συνάγεται ότι ο πολιτικώς ενάγων γνώριζε τη σύμβαση παρακαταθήκης και συνεπώς γνώριζε και το καθεστώς υπό το οποίο κατείχαν τις μετοχές κατά το Κυπριακό δίκαιο οι κατηγορούμενοι. Στην ίδια ανωμοτί κατάθεση ο πολιτικώς ενάγων δέχθηκε ότι έλαβε από κέρδη από τη διαχείριση του πλοίου συνολικά 60.000 δολαρίων Η.Π.Α, γεγονός που σημαίνει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα διαχείρισης και διανομής των κερδών του πλοίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι η αθέτηση της υποχρεώσεως μεταβιβάσεως των 8 μετοχών από τους κατηγορουμένους προς τον πολιτικώς ενάγοντα - παρότι συμμετείχε στα κέρδη για τρία έτη - ακόμη και αν προϋπήρχε της συμφωνίας ως δόλια πρόθεση των κατηγορουμένων και η τυχόν κακοδιαχείριση των εσόδων της εταιρείας και μάλιστα εναντίον των συμφερόντων των λοιπών μετόχων μετά τη συμφωνία και την καταβολή του ποσού αγοράς των μετοχών, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει το έγκλημα της απάτης, διότι αφορά σε μελλοντικά γεγονότα και συνιστά αστική αξίωση, η ικανοποίηση της οποίας πρέπει να επιδιωχθεί ενώπιον των αστικών δικαστηρίων". Με τις παραδοχές όμως αυτές το Συμβούλιο Εφετών, αφ' ενός μεν δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, επί τη βάση των οποίων αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων για την πράξη της απάτης από κοινού, με επιδιωκόμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τελεσθείσα από πρόσωπα που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφ' ετέρου δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών δέχεται ότι η εις βάρος των κατηγορουμένων απαγγελθείσα κατηγορία από τον ανακριτή ως τρόπο τελέσεως της απάτης περιέχει ιδίως ότι "την 1-11-1993 στον ..., ενεργώντας από κοινού, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο οι ίδιοι όσο και η δικών τους συμφερόντων εταιρία με την επωνυμία .... LTD εν γνώσει τους παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ1, ότι τυγχάνουν μέτοχοι και διαχειριστές της εταιρίας με την επωνυμία ........ LIMITED", και συνακόλουθα ότι είχαν τη δυνατότητα να πωλήσουν και μεταβιβάσουν σε αυτόν οκτώ (8) μετοχές της ανωτέρω εταιρίας, και ότι έτσι τον έπεισαν να καταθέσει με έμβασμα συνολικό ποσό 201.600 δολαρίων Η.Π.Α, στην τράπεζα ΧΙOSBANK. Eνώ το αληθές ήταν ότι δεν ήταν μέτοχοι και διαχειριστές της ανωτέρω εταιρίας..., η οποία συστήθηκε την ...., με μετοχικό κεφάλαιο 100 μετοχών και αποκλειστικούς μετόχους και διευθυντές τη Γ2 και τη Γ1, και από την οποία εταιρία πράγματι αγοράστηκε το πλοίο Β1 την 10-12-1993...και ότι ουδέποτε είχαν τη δυνατότητα αλλά και σοβαρή (πραγματική) πρόθεση αποκτήσεως των οκτώ (8) μετοχών της ανωτέρω εταιρίας με σκοπό την περαιτέρω μεταβίβαση αυτών προς τον εγκαλούντα, (προς τον οποίο ουδέποτε μεταβίβασαν τις μετοχές), αλλά έπραξαν τούτο υπό το πρόσχημα της μεταβίβασης των προαναφερομένων μετοχών, με αποκλειστικό σκοπό να εξαπατήσουν τον εγκαλούντα να προβεί στην άνευ ουσιαστικού ανταλλάγματος περιουσιακή διάθεση του προαναφερομένου ποσού των 201.600 δολαρίων Η.Π.Α...". Συγκεκριμένα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, ενώ δέχεται στη σελίδα δώδεκα ότι "σύμφωνα με τα άρθρα 112 και 113 του Κυπριακού Ε.Ν. μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων-εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα που τηρούνται από τον Έφορο Εταιριών και στο Μητρώο μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρίας. Δηλαδή στην περίπτωση που μετοχές εταιρίας κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για τους σκοπούς του Κυπριακού Ε.Ν. θεωρείται ο εμπιστευματοδόχος, ο οποίος είναι πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο μητρώο του Εφόρου Εταιριών. Ο Κυπριακός Ε.Ν. δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων", παρά ταύτα στη σελίδα δέκα διαλαμβάνεται ότι "οι μέτοχοι, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών", δηλαδή χαρακτηρίζει τους κατηγορουμένους και τον εγκαλούντα μετόχους, με συνέπεια να υπάρχει ελλιπής αιτιολογία και ασάφεια ως προς τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος, η οποία στερεί την απόφαση νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, δεν εκθέτει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, όπως ότι οι κατηγορούμενοι υπέδειξαν στις Γ1 και Γ2 τη μεταβίβαση των ως άνω οκτώ (8) μετοχών στον εγκαλούντα, ότι αυτές παρέδωσαν στους κατηγορουμένους δεόντως υπογεγραμμένο έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, εξουσιοδοτώντας τους κατηγορουμένους να συμπληρώσουν το όνομα του εγκαλούντος και να του μεταβιβάσουν τις μετοχές αυτές, καθώς και αν κοινοποιήθηκε τέτοιο έγγραφο στον Έφορο Εταιριών της Κύπρου, και στο Μητρώο Μελών της εταιρείας, επειδή ο εγκαλών δεν ήταν κάτοικος Κύπρου. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς επαρκή αιτιολογία και αξιολόγηση του συνόλου της από 27-10-2004 ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, συνάγει ότι αυτός (πολιτικώς ενάγων) γνώριζε τη σύμβαση παρακαταθήκης, χωρίς να προσδιορίζει την ημεροχρονολογία της, τους όρους της, το σκοπό παρακρατήσεως των μετοχών και το χρόνο, δηλαδή μέχρι πότε, ως και πότε έλαβε γνώση ο εγκαλών του νομικού καθεστώτος των ως άνω μετοχών. Υπάρχει ασάφεια ως προς το εάν ταυτίζεται ή μη η μεταβίβαση των μετοχών του πλοίου με τη δυνατότητα διαχείρισης και διανομής των κερδών αυτού. Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ.1, στοιχ. Β και Δ αντίστοιχα του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για?α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμ. 315/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, για όλους του λόγους αναιρέσεως, εντός μηνός από την έκδοσή του. Η προθεσμία αρχίζει από την επόμενη ημέρα και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του επομένου μηνός. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα που απεφάνθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για απάτη, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β΄ και Δ΄ του ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι ερευνώνται και αυτεπαγγέλτως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Βούλευμα απαλλακτικό.
0
Αριθμός 1287/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Θωμά, περί αναιρέσεως της 1237/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειο-δικείου Ηλείας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1919/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη των λόγων της, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση (Ολ. ΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τις 1922 και 1923/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, κηρύχθηκε αθώος ο ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, με την τυπική αιτιολογία και στις δύο περιπτώσεις ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα "το Δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και γι' αυτό το λόγο πρέπει να κηρυχθεί αθώος". Κατά των αθωωτικών αυτών αποφάσεων ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ηλείας άσκησε εμπροθέσμως εφέσεις, τις οποίες συνεκδίκασε και δέχθηκε τυπικώς το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, το οποίο στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, με την προσβαλλόμενη 1237/2007 απόφασή του και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική. Στις εκθέσεις που συντάχθηκαν για τις ανωτέρω εφέσεις από τον αρμόδιο γραμματέα του Πρωτοδικείου Ηλείας, με αριθμούς 287 και 288/2005, τις οποίες παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, αναφέρεται, αντιστοίχως, ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ασκεί έφεση "διότι το Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε και καταχώρησε εικονικά τιμολόγια συνολικής αξίας 70637 ευρώ του Γ1. Αυτό προκύπτει σαφώς από την από ........ έκθεση ελέγχου ΣΔΟΕ. Συνεπώς, ήταν εσφαλμένη η αθώωσή του" και "διότι το Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως προέκυψαν από το υλικό της δικογραφίας και την κατάθεση του μάρτυρα ελεγκτή ........, ο οποίος σαφώς κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος απεδέχθη πλαστά - εικονικά τιμολόγια συνολικής αξίας 239.028.000 δρχ. ή 701.476,15 ευρώ, για τα οποία οι φερόμενες συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες. Αυτό προκύπτει από την από ...... έκθεση ελέγχου, αλλά και διασαφηνίστηκε από τον παραπάνω μάρτυρα στο ακροατήριο. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος". Έτσι όπως διατυπώθηκαν οι εφέσεις αυτές, περιέχουν την από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ απαιτούμενη για την άσκησή τους ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση, αφού εκτίθεται σ' αυτές συγκεκριμένη πλημμέλεια της κατά περίπτωση αθωωτικής αποφάσεως, περί την εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατόπιν αυτών το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, το οποίο έκρινε ως τυπικά δεκτές τις εν λόγω εφέσεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηλείας και επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας αυτών, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αιτήσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 και 4 του Ν.2523/1997, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται ότι τελέσθηκε η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν.3220/2004, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, εικονικό δε είναι το στοιχείο που εκδίδεται, εκτός άλλων περιπτώσεων, για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή εν μέρει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου, αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής στις ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρίες θεωρούνται οι ομόρρυθμοι εταίροι ή διαχειριστές αυτών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηλείας, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, στον ...... της Ηλείας Α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 30.7.2001, τυγχάνων εργολάβος δημοσίων έργων, αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία για να αποφύγει την πληρωμή φόρου και ειδικότερα δέχθηκε στην κατοχή του και καταχώρησε στα βιβλία του επτά τιμολόγια εκδόσεως Γ1 συνολικής αξίας 24.069.500 δρχ. ή 70.637 ευρώ, τα οποία ήταν εικονικά γιατί εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους και ειδικότερα τα τιμολόγια υπ' αριθμούς .... αξίας 3.627.500 δρχ., 2) .... αξίας 3.566.000 δρχ., 3) .... αξίας 3.033.500 δρχ., 4) .... αξίας 3.691.000 δρχ., 5) ..... αξίας 3.278.000 δρχ., 6) ...... αξίας 3.621.000 δρχ. και 7) ..... αξίας 3.252.500 δρχ. και Β) Κατά το διάστημα των ετών 2000 και 2001, υπεύθυνος τυγχάνοντας της ΕΕ εταιρίας με την επωνυμία "......... ΕΕ" και αντικείμενο εργασιών χωματουργικές εργασίες, με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία με σκοπό να μειώσει τις υποχρεώσεις του στο ΦΠΑ και στη φορολογία εισοδήματος και ειδικότερα αποδέχθηκε για τη χρήση του έτους 2000 πενήντα ένα δελτία αποστολής - τιμολόγια και για τη χρήση του έτους 2001 είκοσι τρία δελτία αποστολής - τιμολόγια, όλα εκδόσεως Γ1, τα οποία ήταν εικονικά γιατί εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους. Αναφέρονται στη συνέχεια στην απόφαση και συγκεκριμένα στο διατακτικό της που συμπληρώνει την αιτιολογία της τα εν λόγω δελτία αποστολής - τιμολόγια κατ' αριθμό, χρονολογία εκδόσεως και ποσό φερομένης συναλλαγής και, περαιτέρω, δέχεται το Δικαστήριο ότι με τα εικονικά αυτά φορολογικά στοιχεία φέρεται ο κατηγορούμενος να αγοράζει, με τις άνω ιδιότητές του, από τον Γ1 οικοδομικά υλικά, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει σε έργα του ΟΤΕ που είχε αναλάβει, πλην, όμως, από έλεγχο του ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδος διαπιστώθηκε ότι τα φορολογικά αυτά στοιχεία εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους και δη ότι ο εκδότης των τιμολογίων ουδέποτε αγόρασε τα εμπορεύματα που φέρεται ότι πώλησε στον κατηγορούμενο και ουδέποτε διακινήθηκαν τα εμπορεύματα από τον εκδότη στον κατηγορούμενο, ο οποίος γνώριζε ότι τα φορολογικά αυτά στοιχεία ήταν εικονικά. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για το αδίκημα που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 19 παρ. 1, 4 του Ν. 2523/1997, ως προς μεν τις μερικότερες πράξεις που φέρονται τελεσθείσες απ' τον αναιρεσείοντα με την ιδιότητα του εργολάβου δημοσίων έργων από 1.1.2001 έως 30.7.2001, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού εκτίθενται σχετικώς, με σαφήνεια και πληρότητα, τα αναγκαία για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις οικείες ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η παραδοχή, ειδικότερα, ότι τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια πωλήσεως - δελτία αποστολής), που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος ατομικώς ως εργολάβος δημοσίων έργων, αφορούσαν σε συναλλαγές που ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του εκδότη τους Γ1 και του λήπτη τους κατηγορουμένου στο σύνολό τους, αρκούντως εμπεριέχει τα πραγματικά περιστατικά καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες κρίθηκαν τα φορολογικά αυτά στοιχεία ως εικονικά. Επομένως, ως προς τις μερικότερες αυτές πράξεις ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Ως προς τις λοιπές, όμως, μερικότερες πράξεις, που φέρονται τελεσθείσες απ' τον αναιρεσείοντα ως "υπεύθυνο" της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "....... ΕΕ", το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπαρκή και ασαφή αιτιολογία ως προς τη συνδρομή των όρων της ως άνω αξιόποινης πράξεως, διότι δεν διευκρινίζει αν ο κατηγορούμενος είχε μία από τις δύο ιδιότητες, του διαχειριστή ή του ομορρύθμου εταίρου της ανωτέρω εταιρίας και ποία, ώστε να ευθύνεται ως αυτουργός της συγκεκριμένης πράξεως, κατά τα εκτεθέντα, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού ότι ήταν "υπεύθυνος". Η παράθεση, εξάλλου, του ονόματος του αναιρεσείοντος στην επωνυμία της ανωτέρω εταιρίας δεν σημαίνει αναγκαίως ότι αυτός είναι ομόρρυθμος εταίρος της, διότι ο ΕμπΝ γνωρίζει την περίπτωση όπου στην εταιρική επωνυμία ετερόρρυθμης εταιρίας εισέρχεται το όνομα ετερορρύθμου εταίρου, οπότε αυτός ευθύνεται ως ομόρρυθμος εταίρος χωρίς και να είναι τέτοιος. Συνεπώς, ως προς αυτές τις μερικότερες πράξεις ο ανωτέρω δεύτερος λόγος της αιτήσεως είναι βάσιμος κατ' ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί ως προς αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξή της. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003) του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις μερικότερες πράξεις για τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση αναιρείται, εκείνες που φέρονται τελεσθείσες από 9.2.2000 μέχρι και 24.4.2000 έχουν παραγραφεί, καθόσον συμπληρώθηκε ήδη ο πενταετής χρόνος παραγραφής αυτών και ο τριετής χρόνος αναστολής της παραγραφής, ενόψει του ότι πρόκειται για πράξεις τιμωρούμενες ως πλημμελήματα. Επομένως, το αξιόποινο των μερικοτέρων αυτών πράξεων εξαλείφθηκε και πρέπει να παύσει οριστικώς ως προς αυτές η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Για τις υπόλοιπες πράξεις η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 1237/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας κατά τις μερικότερες πράξεις αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που φέρονται τελεσθείσες από τον αναιρεσείοντα X1 με την ιδιότητα του υπευθύνου της ετερόρρυθμης εταιρίας "....... ΕΕ" και κατά τη διάταξή της περί της ποινής. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες απ' αυτόν στον ...... Ηλείας με την ιδιότητα του υπευθύνου της ετερόρρυθμης εταιρίας "...........ΕΕ" κατά το διάστημα από 9.2.2000 έως και 24.4.2000. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το λοιπό αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, κατά το μέρος αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του X1, περί αναιρέσεως της αυτής ως άνω αποφάσεως (1237/2007) του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε είναι αιτιολογημένη η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως. Ορθώς το δικαστήριο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως αιτιολογίας την έφεση του Εισαγγελέα κατά πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως. Απορρίπτεται ο λόγος περί υπέρβασης εξουσίας από τη μη απόρριψη αυτή και την εν συνεχεία έρευνα της υποθέσεως κατ’ ουσίαν. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι δεν διευκρινίζεται αν ο κατηγορούμενος ήταν διαχειριστής ή ομόρρυθμος εταίρος της ετερόρρυθμης εταιρίας, στα βιβλία της οποίας έγινε η καταχώριση των εικονικών φορολογικών στοιχείων
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1279/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 729/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 259/25.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθ. 12/19-3-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, η οποία ασκήθηκε υπό της εξουσιοδοτηθείσης γι'αυτό δικηγόρου του Γιάννας Παναγοπούλου-Μπέκα του Γεωργίου, κατά του υπ αριθμ. 148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθ. 501/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις, 1) της απάτης κατ'εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και β) της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρα 1, 13 στ', 94 § 1, 98, 216 § § 1 και 3 και 386 § § 1 και 3 εδ. α' Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο κατηγορούμενος την υπ'αριθ. 72/29-11-2006 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίο κήρυξε απαράδεκτη την έφεση αυτή και διέταξε την εκτέλεση του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 14-3-2007 και κατ'αυτού άσκησε αυτός στις 19-3-2007 την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.). Περιέχει δε η αίτηση αυτή συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης, ήτοι α) της παράνομης απόρριψης της έφεσής του ως απαράδεκτης και β) της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρα 484 § § ι ε' και δ' και 476 Κ.Π.Δ.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 § 1 του Κ.Π.Δ., η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία αυτή είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης ή του βουλεύματος. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 § 2 και 156 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη εισαγγελική αρχή ή αστυνομική και η επίδοση προς εκείνον γίνεται άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 § 1 εδ. α' προσώπων, προς τον δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η παραπάνω προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 476 και 513 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή του βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (άρθρ 476 § 2 και 484 § 1 ε' Κ.Π.Δ.). O έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ή του βουλεύματος και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (δείτε Ολ. ΑΠ 4/1995, Ολομ. ΑΠ 6/1994, 742/2006 Π.Χρ.ΝΖ/154 και ΑΠ 212/2007). Σε περίπτωση όμως, που, με το ένδικο μέσο, αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής, καθώς και η, για το λόγο αυτόν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία αλλιώς ιδρύεται ο κατ'άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, με αυτό απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η υπ'αριθμ. 72/29-11-2006 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθ. 501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 29-11-2006, ενώ το προσβαλλόμενο δι'αυτής βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα την 5-7-2006 ως αγνώστου διαμονής στον αρμόδιο για την παραλαβή αντιδήμαρχο του Δήμου Χορτιάτη στο ....... Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το από ..... αποδεικτικό επιδόσεως που συνέταξε ο δημοτικός υπάλληλος ...... Στο αποδεικτικό αυτό δεν αναφέρεται όμως η τελευταία γνωστή, στην παραγγείλασα την επίδοση δικαστική αρχή (Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης), διαμονή του αναιρεσείοντος στην οποία αναζητήθηκε αυτός, που ήταν στο ...... Θεσσαλονίκης, όπως δέχεται και το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, αλλά ως τόπος της τελευταίας γνωστής κατοικίας του αναιρεσείοντος αναφέρεται το .... Θεσσαλονίκης. Είναι συνεπώς μη σύννομη, άκυρη, η επίδοση αυτή και εντεύθεν παράνομη η απόρριψη ως απαράδεκτης (εκπρόθεσμης) της υπ αριθμ.72/29-11-2006 έφεσης του αναιρεσείοντος, αφού δια της μη σύννομης επιδόσεως του υπ'αριθμ. 501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, δεν άρχισε η προθεσμία της εφέσεως κατ'αυτού και η απορριφθείσα ως εκπρόθεσμη με το προσβαλλόμενο βούλευμα έφεση του αναιρεσείοντος ήταν εμπρόθεσμη. Τα αντίθετα δεχθέν το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης δια της αναφοράς του και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέως, έσφαλε και κατέστησε αναιρετέο το βούλευμά του αυτό κατ'άρθρο 484 § 1 ε' Κ.Π.Δ. Είναι λοιπόν για τον λόγο αυτόν βάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 12/19-3-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές. Αθήνα 22-6-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 463 ΚΠοινΔ το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, κατά δε το άρθρο 482 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν. 3160/30-6-2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) του παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα... και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠοινΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 38 Ν. 3160/30-6-2003 "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών προκύπτει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αναίρεση περιορίσθη μόνον επί αποφάσεων που απορρίπτουν το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και δεν παρέχεται πλέον τοιούτο δικαίωμα και επί βουλευμάτων. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ίδιου Κώδικος, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο... Ο εισαγγελεύς οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της Εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ1, προσβάλλεται το υπ' αριθμ. 148/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίον κήρυξε απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της, την έφεσή του κατά του υπ' αριθμ. 501/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο τον παραπέμπει στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, για απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 15.000,00 ευρώ και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσόν των 15.000,00 ευρώ. Η αναίρεση ησκήθη την 19/3/2007, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 3160/2003 και συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση, από τον κατηγορούμενο η οποία και εξ αυτού είναι απαράδεκτη. Εντεύθεν, εφ' όσον είναι υποχρεωτική ή ειδοποίηση - ακρόαση του ανεπιτρέπτως ασκήσαντος το ένδικο μέσο ως άνω αναιρεσείοντος, το Συμβούλιο πρέπει να απόσχει επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την υποβολή, κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως, περί του απαραδέκτου (άρθρ. 32 και 138 ΚΠοινΔ) όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί της από 19/3/2007 κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί του απαραδέκτου της αιτήσεως του άνω αναιρεσείοντος. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση κατά βουλεύματος από κατηγορούμενο, που απέρριψε έφεσή του ως απαράδεκτη, λόγω του εκπροθέσμου της (άρθρο 463, 476§2, 482 ΚΠΔ). Υπαρχούσης προτάσεως για κατ’ ουσίαν παραδοχή της αναιρέσεως, απέχει το Συμβούλιο, μέχρι να ειδοποιηθεί ο αναιρεσείων ή ο αντίκλητός του και να υποβληθεί, μετά ταύτα, πρόταση επί του απαραδέκτου της αναιρέσεως.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αποχή αποφάσεως, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1277/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καραγκούνη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1846/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 14/14.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την από 6-11-2007 αίτηση του Χ1, με την οποία ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθ. 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής: Με την ανωτέρω απόφαση ο αιτών καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση (άρθρο 375 παρ. 1α και 98 Π.Κ.) σε φυλάκιση τεσσάρων (4) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος κατά της αποφάσεως αυτής, εκδόθηκε η υπ'αριθ. 325/2000 απόφαση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου που απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως αυτής. Με την υπό κρίση από 6-11-2007 αίτηση που κατατέθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ο ανωτέρω καταδικασθείς Χ1, ζητεί την κατ'άρθρο 525 επ. επανάληψη της διαδικασίας προς όφελός του, που περατώθηκε με την ανωτέρω σε βάρος του αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, επικαλούμενος τη συνδρομή νέων και αγνώστων στοιχείων-γεγονότων, αγνώστων στο δικαστήριο που τον δίκασε, τα οποία, κατ'αυτόν, καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε. Κατά συνέπεια, η παρούσα αίτηση είναι τυπικά δεκτή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ., και αφού στρέφεται κατά της αποφάσεως Εφετείου, νομοτύπως, κατ'άρθρο 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ., εισάγεται προς κρίση στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο). Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περιπτ. 2 του Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, στις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση του εδαφίου 2, κατά την οποία: Αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο ,που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία [Α.Π. (σε Συμβ.) 1717/2002, Π.Χ. ΝΓ, 642, ΑΠ 476/2005 Π.Χρ. ΝΕ/987]. Σύμφωνα με το διατακτικό της πιο πάνω καταδικαστικής αποφάσεως, για την οποία ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, ο αιτών καταδικάσθηκε για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, συνιστάμενη στο ότι: "Στην ...... στις 16-3-1996 και 26-7-1996, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρίας, "....", που εδρεύει στη ...., εισέπραξε για λογαριασμό της εταιρίας αυτής στις 16-3-96 το χρηματικό ποσό των 1.500.000 δρχ. από την εταιρία .... και στις 26-7-96 το χρηματικό ποσό των 900.000 δρχ. από την εταιρεία "...." για διαφημίσεις από την ......, δηλαδή συνολικά εισέπραξε το χρηματικό ποσό των 2.400.000 (1.500.000 + 900.000) δραχμές και δεν απέδωσε στην ανωτέρω δικαιούχο εταιρία το 60%, δηλαδή 1.440.000 δρχ., αλλά το κατεκράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, καίτοι οχλήθηκε κατ'επανάληψη για να το επιστρέψει στην εν λόγω εταιρία". Ο αιτών ως νέα γεγονότα και αποδείξεις, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν με την υπ'αριθ. 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, επικαλείται τις υπ'αριθ. ....., ...., .... και ..... ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνας Δημ. Καλογιάννη, τωνΓ1,Γ2, Γ3 και Γ4, αντίστοιχα, το υπ'αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο του Περιφερειακού ΙΚΑ Θεσσαλονίκης, την υπ'αριθ. ..... απόφαση Τ.Δ.Ε. Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης και την υπ'αριθ. 1724/2000 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Τμήματος Ε' Τριμελούς. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο αιτών εργάζονταν στον τηλεοπτικό σταθμό ".......", ιδιοκτησίας της εγκαλούσας εταιρίας "....." το χρονικό διάστημα από 1-6-1993 έως 31-5-1996 ως δημοσιογράφος και παρουσιαστής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και μηνιαίο μισθό 200.000 δρχ. και ότι είχε ληξιπρόθεσμη αξίωση για δεδουλευμένους καθυστερούμενους μισθούς και επιδόματα συνολικού ποσού που υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των 1.440.000 δραχμών, για την υπεξαίρεση του οποίου καταδικάσθηκε και ότι άσκησε αυτός το δικαίωμά του της επισχέσεως του πιο πάνω ποσού, έναντι της ληιπρόθεσμης απόκτησής του κατά της εγκαλούσας εταιρείας, δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο που τον καταδίκασε, διότι δεν είχαν τεθεί υπόψη του τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία κατά την εκδίκαση της υποθέσεως. Αν δε είχαν τεθεί τα γεγονότα αυτά και οι πιο πάνω αποδείξεις υπόψη του, είναι φανερό ότι θα οδηγούνταν το δικαστήριο αυτό σε απαλλακτική κρίση για τον αιτούντα, διότι εδικαιούτο αυτός, κατ'εφαρμογή του άρθρου 325 του ΑΚ, να αρνηθεί την απόδοση του παραπάνω ποσού για το οποίο καταδικάσθηκε ότι υπεξαίρεσε, ωσότου η εγκαλούσα εταιρεία ικανοποιήσει την μνημονευόμενη αξίωσή του. Στην περίπτωση δε αυτή δεν υπάρχει το απαραίτητο για την θεμελίωσή του από το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. προβλεπομένου και τιμωρουμένου εγκλήματος της υπεξαίρεσης υποκειμενικό στοιχείο του δόλου (ΑΠ 686/2004 Π.Χρ. ΝΕ'/234). Πρέπει λοιπόν κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και μη ούσης αναγκαίας της επ'ακροατηρίω συζητήσεως της υποθέσεως, αφού το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βαθμό πλημμελήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αιτών, υπέπεσε στην οκταετή παραγραφή, τελεσθέν το έτος 1996 (άρθρα 111 παρ. 1 και 3 Π.Κ.), να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την οριστική παύση της ποινικής διώξεως του αιτούντος. Για τους λόγους αυτούς--------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει δεκτή η από 6-11-2007 αίτηση το Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας εφής εξεδόθη η υπ'αριθ. 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, να ακυρωθεί η απόφαση αυτή και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη του αιτούντος λόγω παραγραφής. Αθήνα 9-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο αυτό και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνα που ήταν άγνωστα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλει, γιατί αν ήταν γνωστά, έπρεπε να είχαν προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις συμπληρωματικές, διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, με την προϋπόθεση, ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες, που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση με την οποία ο αιτών ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την με αριθ. 1375-1376/1999 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης γιατί μετά την καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέες αποδείξεις που καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, αρμοδίως δε και παραδεκτώς, κατά τα άρθρα 527 παρ. 1, 3 και 528 παρ. 1 ΚΠΔ, φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη. Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τη 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, αφού η κατ' αυτής ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με τη 325/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο αιτών Χ1, δημοσιογράφος, κηρύχθηκε ένοχος για απάτη κατ' εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία . Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το διατακτικό της παραπάνω απόφασης ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος του ότι "στην ..... στις 16.3.96 και 26.7.1996 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή της εγκαλούσας εταιρείας ''......'', που εδρεύει στη .... , εισέπραξε για λογαριασμό της εταιρείας αυτής στις 16.3.96 το χρηματικό ποσό των 1500.000 δρχ. από την εταιρεία ..... και στις 26.7.96 το χρηματικό ποσό των 900.000 δ.ρ.χ. από την εταιρεία ...... για διαφημίσεις από την ......, δηλαδή συνολικά εισέπραξε το χρηματικό ποσό των 2.400.000 (1.500.000 + 900.000) δραχμές και δεν απέδωσε στην ανωτέρω δικαιούχο εταιρεία το 60%, δηλαδή 1.440.000 δρχ.,αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα ,καίτοι οχλήθηκε κατ' επανάληψη για να το επιστρέψει στην εν λόγω εταιρεία". Στο σκεπτικό δε της ως άνω απόφασης ,διαλαμβάνονται για τον αιτούντα τα εξής : "Ο κατηγορούμενος Χ1, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος με πρόθεση ιδιοποιήθηκε ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο τρόπο. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος αυτός, ενεργώντας με την ιδιότητα του ως διαφημιστή της εγκαλούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ''....... ΕΠΕ'' και το διακριτικό τίτλο '' ..... ΕΠΕ'',εισέπραξε για λογαριασμό της εταιρείας αυτής στις 16-3-1996 από την εταιρεία '' .....'' το ποσό των 1500.000 δ.ρ.χ. και την 26-7-1996 από την εταιρεία '' .......'' το ποσό των 900.000 δ.ρ.χ. και συνολικώς το ποσό των 2.400.000δ.ρ.χ. που όφειλαν στην εταιρεία αυτή από διαφημίσεις, τις οποίες είχε πραγματοποιήσει ο εν λόγω κατηγορούμενος δια του καναλιού της '' ......... ΕΠΕ''. Από το ποσό αυτό, κατά τη συμφωνία του κατηγορουμένου αυτού με το νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω εταιρείας συγκατηγορούμενό του ......, ο μεν κατηγορούμενος Χ1 δικαιούτο το 40%, ήτοι 960.000 δρχ., ως αμοιβή για την εξεύρεση των διαφημισθεισών ως άνω εταιρειών και την πραγματοποίηση των διαφημίσεων, η δε εταιρεία'' ....... ΕΠΕ'' ΤΟ 60% επί του εν λόγω ποσού, ήτοι 1.440.000 δρχ. για την πραγματοποίηση των διαφημίσεων αυτών δια μέσου του καναλιού της. Ο κατηγορούμενος όμως Χ1 δεν απέδωσε στην εγκαλούσα εταιρεία το ποσό των 1.440.000 δρχ, όπως είχε υποχρέωση από τη σχετική συμφωνία του με αυτή, παρά τις κατ' επανάληψη οχλήσεις της τελευταίας, αλλά κατακράτησε τούτο χωρίς δικαίωμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Επομένως, ο κατηγορούμενος αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση ποσού 1.440.000 δρχ.(άρθρ. 375 παρ. 1α Π.Κ.". Ήδη ο αιτών ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή του ότι μετά την αμετάκλητη καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στο Εφετείο που τον καταδίκασε γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία σε συνδυασμό με όσα είχαν προσκομισθεί αρχικά καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος για την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Ειδικότερα ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει 1) την 1724/2000 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία αφού δέχθηκε ότι ο αιτών απασχολήθηκε με σχέση εξαρτημένης εργασίας από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνύμία ''...... ΕΠΕ'' ως συντάκτης και παρουσιαστής εκπομπής κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-1993 έως 31-5-1996 εργαζόμενος 22 ημέρες το μήνα με αποδοχές μέχρι 31.8.95 200.000 δρχ. μηνιαίως και από 1-9-1995 150.000 δρχ μηνιαίως στη συνέχεια απέρριψε την προσφυγή της δευτέρας με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ...... αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης του ΙΚΑ, με την οποία απορρίφθηκε ένστασή της κατά της .... πράξεως επιβολής εισφορών και της ..... πράξεως επιβολής πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών του ιδίου υποκαταστήματος με τις οποίες επιβλήθηκαν σε βάρος της εισφορές υπέρ ΙΚΑ-ΤΕΑΜ ποσού 6.927.300 δρχ. και πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών σε ποσοστό 50% επ 'αυτών για την ασφαλιστική τακτοποίηση των απασχοληθέντων από αυτήν μεταξύ των οποίων και ο αιτών ,και 2) τις με αριθ. ...., ...., .... και ..... ένορκες βεβαιώσεις των Γ3, Γ4, Γ1, και Γ2, αντίστοιχα, που έγιναν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνας Καλογιάννη, με τις οποίες αυτοί, μεταξύ άλλων, βεβαιώνουν ρητά και κατηγορηματικά α) ότι ο αιτών από 1-6-1993 έως 31-5-1996 εργάζονταν στον τηλεοπτικό σταθμό "......." ως δημοσιογράφος και παρουσιαστής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και μηνιαίο μισθό 200.000 δρχ, β)ο τηλεοπτικός σταθμός δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στον αιτούντα τους συμφωνημένους μισθούς και επιδόματα και του όφειλε χρηματικό ποσό πολαπλάσιο των 1.440.000δρχ και γ) ο αιτών το χρηματικό ποσό των 1.440.000 δρχ που αντιστοιχούσε στο ποσοστό 60% για διαφημίσεις στην εκπομπή του και έπρεπε να αποδώσει στον τηλεοπτικό σταθμό "......." δεν το ιδιοποιήθηκε παράνομα ,αλλά έχοντας ως εργαζόμενος στον τηλεοπτικό σταθμό ληξιπρόθεσμη αξίωση για δεδουλευμένους -καθυστερούμενους μισθούς αρνήθηκε να το αποδώσει, συμψηφίζοντάς το. Με τα δεδομένα αυτά, η μετά τη δημοσίευση της 1375-1376/1999 καταδικαστικής αποφάσεως αποκάλυψη της ύπαρξης της παραπάνω αποφάσεως και των ένορκων βεβαιώσεων των ως άνω μαρτύρων, που αφορούν τον αιτούντα κατηγορούμενο αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία ήταν άγνωστα στους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που εξέδωσαν την εν λόγω απόφαση και τα οποία, εκτιμώμενα σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό (και όχι απλώς πιθανό) ότι ο αιτών είναι αθώος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση για την οποία καταδικάστηκε καθόσον στην περίπτωση αυτή άσκησε νόμιμο δικαίωμα (325 Α.Κ.) και δεν υπάρχει το απαραίτητο για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως υποκειμενικό στοιχείο του δόλου. Ενόψει αυτών ο επικαλούμενος λόγος για επανάληψη της διαδικασίας είναι βάσιμος και συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Όμως, δεν κρίνεται αναγκαία η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης αυτής στο ακροατήριο άλλου ομοιόβαθμου Δικαστηρίου, γιατί το αξιόποινο των κατ' εξακολούθηση τελεσθεισών στις 16.3.1996 και 26-7-1996 από τον αιτούντα πράξεων υπεξαιρέσεως , λόγω του πλημμεληματικού της χαρακτήρα, έχει εξαλειφθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ. 1 και 2, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ, αφού από τους μνημονευόμενους χρόνους τέλεσης των πράξεων αυτών και μέχρι σήμερα έχει συμπληρωθεί ο από το νόμο καθοριζόμενος συνολικός, από οκτώ έτη, χρόνος παραγραφής, στον οποίο υπολογίζεται και ο από τρία έτη χρόνος αναστολής της παραγραφής. Συνεπώς, πρέπει να παύσει οριστικώς (άρθρο 370 περ. β' ΚΠοινΔ) η κατά του αιτούντος κατηγορούμενου ασκηθείσα ποινική δίωξη για την προαναφερόμενη, κατ' εξακολούθηση τελεσθείσα πράξη υπεξαιρέσεως . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 6-11-2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη. Ακυρώνει την υπ' αριθ. 1375-1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του ανωτέρω αιτούντος για τις πράξεις της υπεξαιρέσεως, που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατ' εξακολούθηση στη ......, στις 16.3.1996 και 26-7-1996, σε βάρος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ''........ ΕΠΕ''. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας Δέχεται. Ακυρώνει την 1375 - 1376/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Π.Ο.Π.Δ.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1272/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος χ1 και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Τρικάλων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήρη Παγώνα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1756-1757/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1503/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 358/8.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 525 § 1, 527 § 3 και 528 § 1 και 529 Κ.Π.Δ., την από 17-8-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση του x1, με την οποία επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την αμετάκλητη υπ'αριθ. 1756-1757/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων), δια της οποίας κατεδικάσθη ο αιτών σε συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών, αποτελουμένη από την ποινή κάθειρξης 6 ετών, επαυξανομένη κατά δύο (2) έτη εκ της ετέρας πράξεως για την πράξιν της απάτης κατά συρροή με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρ. 525 § 1 Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που επερατώθη με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, εκτός από άλλες περιπτώσεις που αριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο αυτό και όταν μετά την οριστική καταδίκη του απεκαλύφθησαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, οι οποίες μόνες ή σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που δίκασε και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές. Την κρίση αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για επανάληψη της διαδικασίας από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης και από τα έγγραφα. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπ'όψιν του δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση όμως ότι αι αποδείξεις αυτές είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό προς εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που κατεδίκασε, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή κατεδικάσθη άδικα για βαρύτερο έγκλημα. Νέες αποδείξεις ή νέα γεγονότα επίσης κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων και αθωωτικές αποφάσεις ή αθωωτικά βουλεύματα, για τα οποία δεν συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρ. 525 § 1 περ. 4 Κ.Π.Δ. Βαρύτερο δε είναι το έγκλημα όταν μεταβάλλεται το είδος της πράξεως και όχι όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχείρισης του υπαιτίου της ιδίας πράξεως λόγω περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής (Α.Π. 782/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 230). Είναι δε αυτονόητο ότι δεν καθιστούν πρόδηλη την αθωότητα ενός καταδικασθέντος νέες αποδείξεις που στηρίζονται σε μαρτυρίες προφανώς αναξιόπιστες. Επίσης δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγον επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστάς που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ'αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν απ'αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως από ουσιαστικής και νομικής πλευράς με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπ'όψιν τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Επίσης, εκτός του περιγραφομένου ως άνω λόγου, περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας, κατ'άρθρ. 525 περ. 4 Κ.Π.Δ., αποτελεί και εκείνη κατά την οποία μετά την αμετάκλητη καταδίκη αποδεικνύεται ότι ο καταδικασμένος αθωώθηκε με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα. Στην περίπτωση αυτή χωρεί επανάληψη της διαδικασίας, εφόσον το αθωωτικό δεδικασμένο ήταν άγνωστο στο δικαστήριο, που δίκασε, είναι δε αδιάφορο εάν η αθωωτική απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη, πριν ή μετά την αμετάκλητη καταδίκη, αρκεί, ότι αυτή ήταν άγνωστη στο δικάσαν δικαστήριο, γιατί δεν είχε υποβληθεί, για οποιονδήποτε λόγο, στην κρίση του, όταν δε υπάρχουν δύο αμετάκλητες αντιφατικές αποφάσεις για την ίδια κατηγορία και για το ίδιο έγκλημα του ίδιου δράστη, προς άρση της υπάρχουσας αβεβαιότητος, ως προς την ορθότητα της καταδίκης, πρέπει να ακυρωθούν οι αποφάσεις αυτές και να διαταχθεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση παραπομπής, η επανάληψη της διαδικασίας (Α.Π. 1906/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 725, ΑΠ 1751/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' σελ. 634, Α.Π. 984/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 340, ΑΠ 1819/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' σελ. 705, ΑΠ 175/2003 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 922). Τέλος από την διάταξη του άρθρ. 529 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι προϋπόθεση αναστολής εκτέλεσης της ποινής που εκτίεται δυνάμει αμετακλήτου καταδικαστικής αποφάσεως όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας είναι η πιθανολόγηση ευδοκιμήσεως της τελευταίας (ΑΠ 1612/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 597). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με την από 17-8-2007 αίτηση του, εκθέτει ότι με την 1756-1757/97 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) κατεδικάσθη σε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών για απάτη κατά συρροήν με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, η απόφαση δε αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, μετά την υπ'αριθμ. 644/2002 απόφασιν του Αρείου Πάγου που απερρίφθη αίτηση αναιρέσεως του αιτούντος-κατηγορουμένου κατά της υπ'αριθ. 955-956 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω ότι με την υπ'αριθ. 4485/9-5-1997 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία επίσης έχει καταστεί αμετάκλητη, έχει αθωωθεί για την ίδια πράξη, καθώς και με τις υπ'αριθ. 1106/1-4-97, 3856/14-4-97, 1868/6-6-97 και 1127/3-4-2006 αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου που έχουν καταστεί επίσης αμετάκλητες, έχει κηρυχθεί αθώος για την ιδία πράξη, σε διαφορετικούς όμως χρόνους τελεσθείσα και εις βάρος διαφορετικών προσώπων. Για τον λόγο αυτό ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας, προς όφελος του και προς τον σκοπό να απαλλαγεί από την σχετική κατηγορία, άλλως να ακυρωθεί η ως άνω καταδικαστική απόφαση και επί πλέον να ανασταλεί η εκτέλεσης της επιβληθείσης εις τούτον ποινής. Με αυτό το περιεχόμενο και το αίτημα η αίτηση αυτή είναι νόμιμη και αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο σας σε Συμβούλιο (άρθρ. 528 § 1 εν συνδ. με άρθρ. 527 § 3 και 529 Κ.Π.Δ.). Επομένως πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία. Από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελλο της δικογραφίας αποδεικνύονται τα ακόλουθα: ο αιτών με την υπ'αριθ. 1756-1757/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) κατεδικάσθη για απάτη κατά συρροή με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε συνολική ποινή κάθειρξης 8 ετών. Ειδικώτερον στην Αθήνα την 25-7-1990, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ενταύθα εδρευούσης εταιρίας με την επωνυμία "STALCO ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ και ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στους μηνυτές ψ1 και ψ2, ότι ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας με μεγάλη προσωπική ακίνητη περιουσία, ότι η ως άνω υπ'αυτού εκπροσωπουμένη ανώνυμη εταιρία "STALCO AE", ήταν φερέγγυα, με μεγάλα περιουσιακά στοιχεία και με διεθνή κατασκευαστική δραστηριότητα και ότι είχε την δυνατότητα να μεταβιβάσει αμέσως σ'αυτούς κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το υπό στοιχεία ΙΙΙ Ε-2 διαμέρισμα του Ε'ορόφου του υπό ανέγερση κτιριακού συγκροτήματος επί των οδών..... και .... της περιοχής ...... Αττικής, την ανέγερση του οποίου είχε αναλάβει εργολαβικώς η υπ'αυτού εκπροσωπουμένη ανώνυμη εταιρία "STALCO ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" επιφανείας 117,44 τετρ. μέτρων... αντί συνολικού τιμήματος 21.500.000 δρχ. και έτσι έπεισε τους ανωτέρω μηνυτές να του καταβάλλουν το ποσό των 2.000.000 δρχ. για την αγορά του ανωτέρω διαμερίσματος......... και να αποδεχθούν συναλλαγματικές ύψους 17.832.000 δρχ, πράξη στην οποία αυτοί (μηνυτές) δεν θα προέβαιναν αν εγνώριζαν την αλήθεια και δη ότι αυτός δε ήτο φερέγγυος επιχειρηματίας, αλλά κατάχρεως και τα επί της οδού ..... του ......-Αττικής κείμενα ακίνητα αυτού ήταν βεβαρυμένα με προσημειώσεις υποθήκης, η δε υπ'αυτού εκπροσωπουμένη εταιρία "STALCO Α.Ε." δεν είχε διεθνείς κατασκευαστικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι παραπάνω μηνυτές με το ιδιαιτέρως μεγάλο ποσό των 19.832.000 δρχ......την πράξη δε αυτή ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ'επάγγελμα και συνήθεια, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της και με σκοπό να προσπορισθεί εισόδημα...... Περαιτέρω ο αιτών με την υπ'αριθ. 4485/97 απόφασιν του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) ηθωώθη κατά πλειοψηφία για την πράξιν της απάτης με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, τελεσθείσαν εις βάρος του ιδίου ως άνω παθόντος (ψ1) και τον αυτόν χρόνον (25-7-1990, και προφανώς δια την ιδία αιτίαν κατά τις μεταξύ των διαπραγματεύσεις για την υπό του τελευταίου αγοράν του περιγραφομένου ως άνω διαμερίσματος, ενώ, για την πράξιν της έκδοσης ακαλύπτου επιταγής, εκηρύχθη απαράδεκτος η ασκηθείσα ποινική δίωξις, λόγω εκκρεμοδικίας, πλην όμως με πραγματικά περιστατικά που διαφοροποιούν την ταυτότητά της πράξεως της απάτης με εκείνην που κατεδικάσθη δια της υπ'αριθ. 1756-1757/97 αποφάσεως, και συγκεκριμένα ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αθωωτικής ως άνω αποφάσεως, ο αιτών- κατηγορούμενος δεν παρέστησε ψευδώς στον ψ1, ότι η υπ'αυτού εκπροσωπουμένη εταιρία, ήταν σε ανθηρή κατάσταση και ότι στον υπ'αριθμ. ...... λογαριασμό του όψεως της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος είχε αρκετά διαθέσιμα κεφάλαια, δεδομένου ότι διέθετε 65 καταστήματα και 22 διαμερίσματα, ενώ έχτιζε και τρεις πολυκατοικίες συγχρόνως και προβλήματα που ανέκυψαν για ένα έργο του στο .... και η κηρυχθείσα τότε απεργία επί δίμηνο των τραπεζών τον έφεραν σε δύσκολη θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι του ψ1 και δεν τον εξηπάτησε. Υπό τα εκτεθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά φρονούμεν ότι δεν συντρέχει περίπτωσις δεδικασμένου κατά την έννοια του άρθρου 57 Κ.Π.Δ. 'Όμως, αν θεωρηθεί ότι συντρέχουν αι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να σημειωθεί ότι στην δίκη της 30-5-1997 που εξδόθη η ανωτέρω καταδικαστική απόφαση με αριθμ. 1756-1757/97 ο παρών κατηγορούμενος και ήδη αιτών, καίτοι εγνώριζε την ύπαρξη της ως άνω προγενέστερης αθωωτικής αποφάσεως με αριθ. 4485/9-5-1997, που είχε δημοσιευθεί παρουσία του, χωρίς να έχει όμως καταστεί αμετάκλητη, παρέλειψε να θέσει υπ'όψιν του Δικαστηρίου την ύπαρξη του αθωωτικού γι'αυτόν έστω οιονεί δεδικασμένου, που είχε γι'αυτόν έννομες συνέπειες. 'Εν όψει αυτών και δεδομένου ότι προϋπόθεση του προβλεπομένου από το άρθρ. 525 § 1 περ. 4 Κ.Π.Δ. λόγου επαναλήψεως της διαδικασίας είναι να είναι άγνωστο το αθωωτικό δεδικασμένο στον καταδικασθέντα, ο λόγος αυτός επαναλήψεως της διαδικασίας είναι αβάσιμος (Α.Π. 782/2002 Ποιν. Χρον. ΝΓ' σελ. 230). Επίσης είναι αληθές ότι ο αιτών με τις υπ'αριθ. 1106/1-4-1997 και 3856/14-4-97 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εξεδόθησαν παρόντος του κατηγορουμένου, εις χρόνο προγενέστερον της προδιαληφθείσης καταδικαστικής εις βάρος του αποφάσεως, εκηρύχθη αθώος της ιδίας ως άνω πράξεως της απάτης με τα αυτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, με διαφορετικούς όμως παθόντες, με την σκέψιν ότι δεν στοιχειοθετείται εξ'αντικειμένου η προδιαληφθείσα ως άνω πράξις, πλην όμως αν και εγνώριζε ούτος την ύπαρξη των ως άνω αποφάσεων, παρέλειψε επίσης να θέσει ταύτας υπ'όψιν του ως άνω δικαστηρίου. Επηκολούθησε δε μετά ταύτα η έκδοσις των υπ'αριθ. 1868/6-6-97 και 1127/3-4-2006 αποφάσεων του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, εις χρόνον μεταγενέστερον της παραπάνω καταδικαστικής αποφάσεως με αριθ. 1756-1757/30-5-97 δια των οποίων εκηρύχθη επίσης αθώος της απάτης με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατά συνήθεια και κατ'επάγγελμα τελέσεως υπ'αυτού της πράξεως της απάτης δια της παραστάσεως εις τον παθόντα των φερομένων ως άνω ψευδών πραγματικών περιστατικών αφού, όπως προκύπτει από το σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων, το δικαστήριο εδέχθη ότι η αξιόποινος, ως άνω, πράξις δεν στοιχειοθετείται ούτε εξ αντικειμένου ούτε εξ υποκειμένου αλλά ταύτα συνιστούν αστικήν διαφοράν. 'Ετσι, εν όψει των εκτεθέντων, και για τις προαναφερόμενες ως άνω αθωωτικές αποφάσεις δεν συντρέχουν αι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, κατά την έννοιαν του άρθρ. 57 Κ.Π.Δ., πλην όμως τούτο, ως "νέο" γεγονός, ανεξαρτήτως του ότι δεν ετέθησαν υπ'όψιν του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προδιαληφθείσαν καταδικαστικήν απόφασιν με αριθ. 1756-1757/97, εξ υπαιτιότητος του αιτούντος, δι'εκείνας που εξεδόθησαν εις χρόνον προγενέστερον αλλά και δι'αυτάς που εξεδόθησαν μεταγενεστέρως, καθιστά φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της ιδίας πράξεως δι'ην κατεδικάσθη και ως εκ τούτου συνιστά τον από το άρθρ. 525 § 1 περ. 2 Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας και επομένως επιβάλλεται, προς άρσιν κάθε αμφιβολίας, η επανάληψις της ποινικής διαδικασίας. Περαιτέρω αφού από τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών πιθανολογείται ότι ενδέχεται να ευδοκιμήσει η αίτηση, που αυτός έχει ασκήσει για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία περατώθηκε αμετακλήτως με την ως άνω υπ'αριθ. 1756-1757/97 απόφασιν του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και επομένως πρέπει, δεκτής καθισταμένης της αιτήσεως του, να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως (Α.Π. 259/1995 Ποιν. Χρ. ΜΕ' σελ. 598). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη, η υπό κρίσιν αίτησις, να ακυρωθεί η υπ'αριθμ. 1756-1757/97 απόφασις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) και να παραπεμφθεί η υπόθεσις προς νέα συζήτηση σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που κατεδίκασε δικαστήριο (άρθρ. 528 § 1 Κ.Π.Δ.) και δη εις το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς (επί κακουργημάτων). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η από 17-8-2007 (ημερομηνία καταθέσεως) αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του χ1 και ήδη κρατουμένου στην Φυλακή Τρικάλων. ΙΙ) Να ακυρωθεί η με αριθ. 1756-1757/97 απόφασις του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) ΙΙΙ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση εις το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς (επί κακουργημάτων) IV) Να ανασταλεί η εκτέλεσις της ως άνω αποφάσεως, μέχρις εκδόσεως σχετικής αποφάσεως επί της ως άνω αιτήσεως. Αθήναι τη 4 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠολΔικ. η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό. Μεταξύ αυτών είναι και η περίπτωση (αριθμ. 2) κατά την οποίαν, αν ύστερα από την οριστική καταδίκη αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι εκτός καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις κατά την έννοια της άνω διατάξεως, είναι εκείνες που δεν υπεβλήθησαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δη αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγουμένης δίκης καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που έχουν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγον επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπ' όψη οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, εφ' όσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφομένη κατ' αμετακλήτου αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ' έκτακτη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών ο οποίος με την υπ' αριθμ. 1756-1757/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατεδικάσθη αμετακλήτως για απάτη κατά συρροή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ζητεί με την κρινομένη αίτησή του την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, ή οποία επερατώθη με την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως, επικαλούμενος νέα γεγονότα και αποδείξεις άγνωστα στους δικαστές, οι οποίοι τον εδίκασαν, από τα οποία προκύπτει, ότι ήτο αθώος για το άνω αδίκημα, άλλως ότι κατεδικάσθη άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη, παραδεκτώς εισαγομένη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εν Συμβουλίω (άρθρο 527 παρ. 1 και 3 και 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμ. 1756-1757/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, αφού η κατ' αυτής ασκηθείσα έφεση απερρίφθη με την υπ' αριθμ. 955-956/2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και η κατά της τελευταίας αυτής αίτηση αναιρέσεως απερρίφθη με την υπ' αριθμ. 644/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ο αιτών κατεδικάσθη σε συνολική ποινή καθείρξεως οκτώ ετών, για κατά συρροή απάτη με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, η οποία συνίστατο στο ότι στην Αθήνα την 25/7/1990, τυγχάνοντας Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην Αθήνα (Ακαδημίας 52) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "STALCO ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ και ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στους μηνυτές ψ1 και ψ2, ότι ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος επιχειρηματίας με μεγάλη προσωπική ακίνητη περιουσία, ότι η απ' αυτόν εκπροσωπουμένη πιο πάνω εταιρεία "STALCO A.E." ήταν φερέγγυα, με μεγάλα περιουσιακά στοιχεία και με διεθνή κατασκευαστική δραστηριότητα και ότι είχε τη δυνατότητα τα μεταβιβάσει αμέσως σ' αυτούς, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, αντί συνολικού τιμήματος 21.500.000 δρχ., το υπό στοιχεία ΙΙΙ Ε-2 διαμέρισμα του Ε' ορόφου, επιφανείας 117, 44 τετραγ. μέτρων, και την υπό στοιχεία ΙΙΙ ΡΡ-21 θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου, που βρισκόταν στο υπό ανέγερση κτιριακό συγκρότημα, επί των οδών ... και ..... στο ...... Αττικής, του οποίου την ανέγερση είχε αναλάβει εργολαβικώς η ως άνω εταιρεία "STALCO AE". Ετσι έπεισε τους προαναφερόμενους υποψήφιους αγοραστές, να του καταβάλουν το ποσόν των 2.000.000 δρχ., για την αγορά του ανωτέρω διαμερίσματος και της θέσεως σταθμεύσεως αυτοκινήτου και να αποδεχθούν για την αιτία αυτή συναλλαγματικές ύψους 17.832.000 δρχ., εκδόσεως εκείνου ή της εταιρείας "STALCO A.E.", πράξη στην οποία οι ως άνω μηνυτές δεν θα προέβαιναν, αν γνώριζαν την αλήθεια, την οποία ο κατηγορούμενος, καίτοι καλώς γνώριζε, αθέμιτα τους απέκρυψε, δηλαδή, ότι αυτός δεν ήταν φερέγγυος επιχειρηματίας, αλλά κατάχρεος και τα επί της οδού ..... του ..... Αττικής κείμενα ακίνητά του ήταν βεβαρυμένα με προσημειώσεις, η δεν απ' αυτόν εκπροσωπουμένη εταιρεία "STALCO AE" δεν είχε διεθνείς κατασκευαστικές δραστηριότητες αλλά μόλις προ έτους είχε συσταθεί και εστερείτο περιουσιακών στοιχείων, ενώ αυτός εξ υπαρχής δεν είχε την πρόθεση ούτε και μπορούσε να τους μεταβιβάσει το παραπάνω διαμέρισμα και τη θέση θεσμεύσεως αυτοκινήτου, δοθέντος ότι η εταιρεία "STALCO AE" βρισκόταν σε διαφωνία με τους οικοπεδούχους του οικοπέδου, στο οποίο ανεγειρόταν το κτιριακό συγκρότημα, οι οποίοι αρνούντο να συμπράξουν στη μεταβίβαση προς εκείνη ή προς τρίτους που θα υποδεικνύονταν απ' αυτή των περιλαμβανομένων στο συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα διαμερισμάτων, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι μηνυτές με το ιδιαίτερα μεγάλο ποσό των 19.832.000 δρχ. (2.000.000 δραχμές σε μετρητά και 17.832.000 δρχ. σε συναλλαγματικές, που ο κατηγορούμενος προεξόφλησε στην Εμπορική Τράπεζα και οι μηνυτές ήταν πλέον υπόχρεοι προς εξόφλησή τους, σ' εκείνην), με αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια του κατηγορουμένου και της εταιρείας "STALCO AE", που εισέπραξαν τα ανωτέρω ποσά, χωρίς να μεταβιβάσουν στους μηνυτές το συμφωνηθέν διαμέρισμα και την θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου. Την πράξη δε αυτή ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ήτοι ρέποντας προς αυτήν με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως και με σκοπό να πορισθεί εισόδημα προς βιοπορισμό. Ηδη, ο νυν αιτών επικαλείται και προσκομίζει ως νέα στοιχεία, από τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, καθίσταται φανερή η αθωότητά του, άλλως ότι καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε 1) την υπ' αριθμ. 4485/9-5-97 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία εκηρύχθη αθώος κακουργηματικής απάτης εις βάρος του ψ1 που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 25-7-1990, 2) την υπ' αριθ. 1106/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία εκηρύχθη αθώος για απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και υπό περιστάσεις, που μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάρτιο 1989 μέχρι την 1.3.1990 σε βάρος των εγκαλούντων ψ3, ψ4 και ψ5, 3) την υπ' αριθ. 3856/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία εκηρύχθη αθώος σε δεύτερο βαθμό για απάτη, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα την 12.9.1990 σε βάρος του εγκαλούντος ψ6, 4) την υπ' αριθ. 1868/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία εκηρύχθη αθώος για απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα, περί τα μέσα Μαϊου 1991 εις βάρος του εγκαλούντος ψ7 5) την υπ' αριθμ. 1127/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία εκηρύχθη αθώος κακουργηματικής απάτης εις βάρος του ψ8, που φέρεται ότι ετέλεσε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο 1990. Όμως όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ανωτέρω αμετακλήτου αποφάσεως, με την οποίαν περατώθη η ποινική διαδικασία, της οποίας ζητείται η επανάληψη, τα επικαλούμενα ως νέα γεγονότα ή αποδείξεις που δεν ήσαν άγνωστα στους δικαστάς, οι οποίοι δίκασαν τον αιτούντα, αλλ' είχαν αναβληθεί στην κρίση τους. Ειδικότερα ο μάρτυς ψ1 κατέθεσεν ότι ο αιτών είχε αθωωθεί για την πράξη της απάτης μετά την υποβολή κατ' αυτού μηνύσεως από τον ψ6 και από τους οικοπεδούχους ψ3, ψ4 και ψ5. Ο μάρτυς ......... κατέθεσεν ότι ο κατηγορούμενος έφτιαξε ένα εμπορικό κέντρο στα ..... Οι οικοπεδούχοι στο ..... δημιουργούσαν προβλήματα για κάτι μετατροπές που ήθελαν... Μέχρι το 90 που ήμουνα εκεί είχε επιφάνεια. Τα γραφεία ήταν στην ......, ένας ολόκληρος όροφος, είχε προσωπικό. Είχε δύο πολυκατοικίες στη ....., στο ......, ένα οικόπεδο στην...., όπου έκτισε το εμπορικό κέντρο με 50 μαγαζιά και 28-30 διαμερίσματα. Όλα αυτά τελειωμένα. Δεν έκανε τίποτα δολίως όλα ήταν από κακούς χειρισμούς του. Η μάρτυς ....... κατέθεσεν ότι τον Μάϊο του, 91 εγώ και ο αδελφός μου γνωρίσαμε τον κατηγορούμενον. Ερχόταν κάθε μέρα με άλλο αυτοκίνητο. Είχαν πέσει τα μπετά και σ' αυτό το στάδιο βρίσκεται ακόμη. Ο μάρτυς ψ7 κατέθεσε ότι τον χ1 τον γνώρισε μέσω ψ1. Ηταν πολύ καλά ντυμένος, κάπνιζε πούρα... Κατ' αρχήν δείχνει σοβαρό άτομο... τον πήγε στα ..... για να του δείξει κάτι κτίσματα εκεί, μπετά... Ο ψ1 του είπε γι' αυτόν... Πίστευε ότι πάει σε κάποιον καθωσπρέπει, ο μάρτυς ψ8 κατέθεσεν ότι οι υπάλληλοι της Τράπεζας τους είπαν ότι είναι κολοσσός, τον πήγε στη ...... είχε εκεί κτίσματα. Εξάλλου ο εις μάρτυς υπερασπίσεως ........ κατέθεσεν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο, δεν νομίζει ο μάρτυς ότι έχει ξεγελάσει κανέναν ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε ιδιόκτητο ακίνητο στο ....., μαγαζιά και διαμερίσματα. Είχε πιστώσεις στην Τράπεζα. Η Stalco είχε οικονομική επιφάνεια και ο έτερος (υπερασπίσεως ..... κατέθεσεν ότι ο κατηγορούμενος είχε έναν όροφο γραφεία. Είχε ένα εμπορικό κέντρο στο ..... με μαγαζιά και διαμερίσματα. Μετά έβαλε ένα εργοτάξιο στο .... και ένα στα ..... . Στο ...... είναι 4 πολυκατοικίες και 7-8 μαιζονέτες μισοκτισμένες είχε περιουσία, αλλά έκανε λάθος κινήσεις. Δεν είχε κανένα δόλο... Όταν το 90 έκανε τη συμφωνία με τον ψ1, είχε δικά του ακίνητα στο ........ Αλλά και ο αιτών απολογούμενος στο ακροατήριο του δικαστηρίου, που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, με την οποία περατώθηκε η ποινική διαδικασία της οποίας ζητείται η επανάληψη, αναφέρει "Τον Μάϊο του 90 ήμουν πραγματικά δυνατός. Στο ... σήκωνα οικοδομή με 65 καταστήματα και 32 διαμερίσματα, το οικόπεδο ήταν στο όνομά μου και με αντιπαροχή την ALCO, άλλη εταιρεία μου... Τώρα οι 3 μόνο κατοικίες από τις 8 είναι τελειωμένες και κατοικημένες... Τον Μάϊο του 90 ήμουν γίγαντας. Είχα καθαρά ένα εμπορικό κέντρο στο ...... με πάνω από 30 μαγαζιά ελεύθερα, με μέσο όρο 10.000.000 αξίας το καθένα, διαμερίσματα απούλητα. Τα είχα σαν άτομο, εγγυώμουν ατομικά όλες τις πωλήσεις. Στο ..... είχα ήδη αρχίσει το έργο, ήταν κόστους 800.000.000 και τον Μάϊο του 90 οι εργασίες που είχαν γίνει ήταν κόστους 100.000.000 δρχ. Εχω κάνει τα 240.000.000 από τα οκτακόσια. Είχα δικά μου τα 14 διαμερίσματα και τις 4 μονοκατοικίες... Οι οικοπεδούχοι με κήρυξαν έκπτωτο το 95. Είχα τεράστια οικονομική επιφάνεια... Και βέβαια εκτός των ανωτέρω ο ψ7 κατέθεσεν ότι οι παθόντες είναι τουλάχιστον 2 άτομα, ο ψ8 κατέθεσεν ότι ξεγέλασε 20-30 άτομα μαζί με τους δικηγόρους τους και η ψ2 (κατέθεσεν) ότι είναι 30 τα θύματα, η δε ....... επί λέξει "κάναμε μήνυση και έφαγε 4 χρόνια". Κατά συνέπεια από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τις προσκομισθείσες στο δικαστήριο (προηγουμένως αποδείξεις), που εξέδωσε την περατώσασα την ποινική διαδικασία ως άνω αμετάκλητη απόφαση, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος της προαναφερομένης αξιόποινης πράξεως ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Ούτε συντρέχει περίπτωση άρθρου 525 παρ. 1 αριθμ. 4, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών αφού η πράξη, για την οποίαν κατεδικάσθη αμετακλήτως ο κατηγορούμενος με την απόφαση που επερατώθη η ποινική διαδικασία (και) της οποίας ζητείται η επανάληψη, είναι διάφορος της πράξεως ην αφορά η υπ' αριθμ. 4485/1997 απαλλακτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, όπως εκ των αποφάσεων αυτών προκύπτει εναργώς. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοιαι αιτήσεις του αιτούντος από 13/10/2004 και 10/10/2006 απερρίφθησαν με τις υπ' αριθμ. 1002/2006 και 177/2007. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Ακόμη πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αιτούντος, για αναστολή εκτελέσεως της ποινής, που του επεβλήθη, δυνάμει της άνω αποφάσεως, αφού κατά την διάταξη του άρθρου 529 ΚΠοινΔ. προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετακλήτου καταδικαστικής αποφάσεως, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αιτήσεως για επανάληψη διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6/8/2007 αίτηση του χ1 για επανάληψη της διαδικασίας, η οποία επερατώθη με την υπ' αριθ. 1756-1757/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και το αίτημα αυτού για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που επεβλήθη με την άνω απόφαση. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας άρθρου 525§1 ΚΠΔ. Έννοια γεγονότων ή αποδείξεων. Μπορεί να είναι καταθέσεις νέων μαρτύρων εγγράφων ή άλλων στοιχείων υπό την προϋπόθεση ότι εκτιμώμενα είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος, ή κατεδικάσθη για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Όχι εφαρμογή 525 § 1 στοιχ. 4 του Κ.Π.Δ., όταν δεν πρόκειται περί της αυτής πράξεως. Απορρίπτει την αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1263/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτη Πάλλα και 2. χ2 , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτη Πάλλα, περί αναιρέσεως της 6914/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Νοεμβρίου 2007 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 188/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες από 15/11/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) χ1, και 2) χ2, στρεφόμενες κατά της 6914/07 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρ. 463 ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει όχι μόνο για την άσκηση του ενδίκου μέσου, αλλά και για την προβολή καθενός λόγου του ενδίκου μέσου. Ειδικότερα για το συμφέρον αυτό απαιτούντα τα εξής: α) ο δικαιούμενος να ασκήσει το ένδικο μέσο να υφίσταται βλάβη από την προσβαλλόμενη απόφαση β) ο ίδιος να επιδιώκει ορισμένο όφελος από το ένδικο μέσο, γ) το συμφέρον πρέπει να είναι ατομικό, να αναφέρεται δηλαδή στο δικαίωμα και όχι σε άλλο διάδικο. Η ανυπαρξία εννόμου συμφέροντος για το ένδικο μέσο ή για τον προβαλλόμενο λόγο του ενδίκου μέσου, καθιστά αυτά απαράδεκτα κατ' άρθρ. 476 παρ.1 ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά την έννοια των άρθρων 171 παρ.1δ', 329, 331 παρ.1, 333, 364, 369 και 510 παρ. 1Α' του ΚΠΔ, δεν επέρχεται ή συνιστώσα λόγο αναίρεσης, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της περί ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου κρίσης του, έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, εφόσον αυτά προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο και αυτός δεν ζήτησε την ανάγνωσή τους προς απόκρουση της σε βάρος του κατηγορίας ή προς θεμελίωση αυτοτελούς ισχυρισμού του, δεδομένου ότι αυτός, ως επικαλούμενος και προσάγων ταύτα, γνωρίζει το περιεχόμενό τους και μπορεί, έτσι, να προβαίνει, κατ άρθρο 358 ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάσθηκαν για από κοινού κλοπή αυτοκινήτου και εμπρησμό του, ιδιοκτησίας ......., σε ποινή φυλάκισης 3 ετών, ο καθένας, ποινή η οποία ανεστάλη επί τριετία, ως προς τον αναιρεσείοντα χ2 και μετατράπηκε σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως, ως προς τον αναιρεσείοντα χ1. Προβάλλουν δε, με τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις τους, την μόνη αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διότι στο αιτιολογικό της και προκειμένου να στηρίξει την ενοχή του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος χ2, αναφέρει επί λέξη: "Ο ισχυρισμός του τρίτου κατηγορουμένου (δηλαδή του χ2) ότι απουσίαζε στη ....., όπου διατηρεί επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων από 2/6/2002 έως 29/6/2002, επιστηριζόμενος και στα προσκομιζόμενα αντίγραφα και πρωτότυπα εισιτηρίων και την από ..... Βεβαίωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κεφαλονιάς... δεν κρίνεται πειστικός". Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, η προσβαλλόμενη, καταδικαστική γι' αυτούς, απόφαση, "αναφέρεται σε έγγραφο και ειδικότερα σε αυτό της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κεφαλονιάς το οποίο δεν φέρεται ότι ανεγνώσθη στο ακροατήριο", και εξ αυτού πάσχει από απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 510 παρ. Α Κ.Π.Δ. Οι αιτιάσεις αυτές των αναιρεσειόντων πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, ως προς με τον αναιρεσείοντα χ1, πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, διότι απαραδέκτως προβάλλονται, αφού και κατά τους ισχυρισμούς του ιδίου, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα έγγραφα αυτά "προκειμένου να αιτιολογήσει την ενοχή του συγκατηγορουμένου του", και όχι αυτού και, συνεπώς, αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλει λόγο αναίρεσης με τις εν λόγω αιτιάσεις. Ως προς τον αναιρεσείοντα χ2, οι πιο πάνω αιτιάσεις, κατά τις οποίες το εκδόσαν την πληττόμενη απόφαση Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, προς σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής του, τα προσκομισθέντα από τον τελευταίο έγγραφα, για τα οποία δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ζήτησε την ανάγνωσή τους, προκειμένου ο εν λόγω αναιρεσείων να θεμελιώσει αρνητικό της σε βάρος του κατηγορίας ισχυρισμό (ότι δηλαδή απουσίαζε από την Αθήνα κατά τον κρίσιμο χρόνο), δεν θεμελιώνουν τον από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Επομένως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1Α' ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τις προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες πιο πάνω αιτιάσεις. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ,) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 15/11/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) χ1, και 2) χ2, στρεφόμενες κατά της 6914/07 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ δικαστικά έξοδα στον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει όχι μόνο για την άσκηση του ένδικου μέσου, αλλά και για την προβολή καθενός λόγου του ένδικου μέσου. Λήψη υπόψη εγγράφων που προσκομίσθηκαν από τον ένα συγκατηγορούμενο και θεμελίωση ενοχής ως προς αυτόν, χωρίς να προκύπτει η ανάγνωσή τους. Δεν συνιστά λόγο αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ως προς τον άλλο. Άλλος συγκατηγορούμενος δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει αυτό το λόγο. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Έννομο συμφέρον.
0
Αριθμός 1262/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλείου Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 434/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, με αριθμό 145/27-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 44 από 3.3.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η υπ'αριθμόν 557/2007 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 2831/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της απάτης κατ'εξακολούθηση με συνολικό περιουσιακό όφελος και συνολική ζημία άνω των 73.000 €, β) της απόπειρας απάτης με προσδοκώμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη απειληθείσα ζημία άνω των 73.000 €, γ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση με σκοπό τον προσπορισμό στον εαυτόν του περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, τελεσθείσα από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, δ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, ε) της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση και στ) της αντιποίησης άσκησης δικηγορίας, προσέτι δε το ως άνω πληττόμενο βούλευμα διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του 28/2006 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως της 18ης τακτικής ανακρίτριας Αθηνών και όρισε ως χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 14.9.2007, και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου Φωτίου Μήτση, έχοντος προς τούτο ειδική εξουσιοδότηση και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη α) της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' σε συνδ. με άρθρο 171 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), β) της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ Κ.Π.Δ.) και γ) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ούτοι συνίστανται, όπως αναφέρονται στην αίτηση στο ότι α) ενώ ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων είχε υποβάλει αίτηση να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και έλαβε γνώση την 17.9.2007 της εν λόγω προτάσεως, εν τούτοις η πρόταση αυτή με τη δικογραφία δεν παρέμεινε στα εισαγγελικά γραφεία μέχρι της εκπνοής του 10ημέρου, αλλά διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο πλημμελειοδικών την 18.9.2007, το οποίο και συνεδρίασε και εξέδωσε το υπ'αριθμόν 2831/2006 βούλευμά του παραβιάσθηκαν δε με τον τρόπο αυτό οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, πράγμα που δεν έλαβε υπόψη το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, β) αν και το υπ'αριθμόν 28/1.11.2006 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 18ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, δια του υπ'αριθμόν 2475/2007 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών είχε παύσει να ισχύει, εν τούτοις το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του άνω εντάλματος και όρισε ως χρόνο έναρξης της προσωρινής κρατήσεως του αναιρεσείοντος την 14.9.2007, όπως οριζόταν στο άνω ένταλμα και γ) χωρίς καμία αιτιολογία το πληττόμενο βούλευμα δέχτηκε ότι δεν συντρέχουν η εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης και η υποδικία αλλά δέχτηκε ότι ο χρόνος προσωρινής κράτησης αρχίζει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με δικαστική απόφαση. Επειδή 1) από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ'αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος (Α.Π. 1173/2005 Π.Χ. ΝΣΤ σελ. 154), 2) όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ.στ Κ.Π.Δ., υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά το νόμο, για την άσκησή της ή όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της, προϋποθέσεις (Α.Π. 2396/2004 Π.Χ. ΝΕ/2005 σελ. 818) και 3) η απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν διαλαμβάνονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη προανάκριση ή την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείσθηκε το εκδώσαν το βούλευμα Συμβούλιο περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παρ'αυτού γενόμενα δεκτά περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Επειδή κατά το άρθρο 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. "Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει τη πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει, σ'αυτή τη περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες....... Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της Εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον το συμβουλίου πλημμελειοδικών αλλά και ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου, η παράβασή της δε επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ'άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη και ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Όταν όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της πρότασης του Εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση, ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορεί η υπόθεση να εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της, δίχως να προκύπτει ακυρότητα. Η λύση αυτή είναι άμεση συνέπεια της υλοποίησης της δυνατότητας του κατηγορουμένου, ο οποίος ικανοποίησε το δικαίωμά του (Α.Π. 362/2006 Π.Χ. ΝΣΤ/2006 σελίδα 890). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 87 ΠΚ, 371 παρ. 4, 284 παρ. 1, 552 Κ.Π.Δ., σε περίπτωση συμπτώσεως του χρόνου προφυλακίσεως με το χρόνο εκτίσεως ποινής που επιβάλλεται για άλλο έγκλημα, δεν λογίζεται ως χρόνος προφυλακίσεως ο χρόνος που συμπίπτει με αυτόν της εκτίσεως ποινής, γιατί απότιση ποινών με συνέκτιση αποκλείεται. Δεν αναγνωρίζεται από τη ποινική μας νομοθεσία (Α.Π. 1822/1983 ΠΧ ΛΔ σελ. 608). Αν λοιπόν ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως συμπίπτει με το χρόνο εκτίσεως ποινής, που επιβλήθηκε για άλλο αδίκημα, διακόπτεται η προσωρινή κράτηση (Α.Π. 54/1994 Π.Χ. ΜΔ σελ. 237) βλέπε και την υπ'αριθμ. 2/91 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τέλος κατά το άρθρο 548 Κ.Π.Δ. "Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις". Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι οι αποφάσεις διακρίνονται σε οριστικές και προδικαστικές ή παρεμπίπτουσες. Οριστικές είναι εκείνες δια των οποίων περατούται η δίκη και ο δικαστής απεκδύεται πάσης περαιτέρω εξουσίας, ενώ προδικαστικές είναι οι μη τελειωτικώς επί της κατηγορίας αποφαινόμενες. Τις αποφάσεις αυτές (προδικαστικές), οι οποίες δεν λύνουν οριστικώς αναφυέν ζήτημα, δύναται πάντοτε να ανακαλέσει το δικαστήριο. (βλέπε Ζησιάδη Ποινική Δικονομία τόμος πρώτος, έκδοση τρίτη σελίδα 190). Ακόμη η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου προς έλεγχο της διάρκειας της προσωρινής κρατήσεως μετά τη περάτωση της ανακρίσεως και την εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρείται και μετά την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο ακροατήριο και έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, χωρίς η αρμοδιότητά του να υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό εξαρτώμενο από τη χρονική διάρκεια της δίκης (Εφετείο Αθηνών 2066/2003 Π.Χ ΝΓ σελ. 832). Στη προκειμένη περίπτωση α) ο αναιρεσείων είχε υποβάλλει αίτηση να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Πράγματι στις 17-9-2007 ειδοποιήθηκε και μετέβη στο αρμόδιο γραφείο της Εισαγγελίας και έλαβε γνώση της από 13.9.2007 υπ'αριθμ. ΕΓ 73-07/1/4 προτάσεως του Εισαγγελέως. Αφού έλαβε γνώση η υπόθεση διαβιβάστηκε στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο συνεδρίασε την 18.9.2007 και εξέδοσε το υπ' αριθμόν 2831/2007 βούλευμα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πράγματι η εισαγγελική πρόταση με τη δικογραφία δεν παρέμεινε στα γραφεία της Εισαγγελίας επί 10ήμερον, αβασίμως όμως, κατά τα ανωτέρω, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ούτω ιδρύεται λόγος αναιρέσεως καθ' όσον η διαβίβαση της δικογραφίας έγινε αφού έλαβε γνώση της προτάσεως και κατόπιν τούτου δεν ήταν επιβεβλημένο να παραμείνει η δικογραφία στο αρμόδιο γραφείο μέχρις συμπληρώσεως του 10ημέρου. Β) Μετά την απολογία του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος ενώπιον της ανακρίτριας του 18ου τακτικού τμήματος Αθηνών, διατάχθηκε αρμοδίως η προσωρινή κράτηση αυτού δυνάμει του υπ'αριθμόν 28/1-11-2006 εντάλματος. Στις 29-5-2007 και 2-7-2007 ο ανωτέρω υπέβαλε ενώπιον του συμβουλίου Πλημμελειοδικών αιτήσεις αντικαταστάσεως της κράτησής του με περιοριστικούς όρους. Το συμβούλιο, αγνοώντας σχετικό έγγραφο του Δ/τη των φυλακών, κατά το οποίον ούτος κρατείτο για καταδικαστικές αποφάσεις (οι οποίες κατά τα ανωτέρω διέκοψαν την προσωρινή κράτηση) δέχτηκε ότι οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν από τον Εισαγγελέα μετά τη συμπλήρωση 6μήνου προσωρινής κρατήσεως (!) και αποφάνθηκε με το υπ' αριθμόν 2475/2007 βούλευμα ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αποφανθεί το Συμβούλιο για την εξακολούθηση ή μη της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου........ που διατάχθηκε με το υπ'αριθμόν 28/1-11-2006 ένταλμα της άνω ανακρίτριας ............ του οποίου έπαυσε ήδη η ισχύς (!). . Επί της ουσίας της υποθέσεως εκδόθηκε από το άνω συμβούλιο το υπ'αριθμόν 2831/2007 βούλευμα, δια του οποίου, εκτός των άλλων διέταξε τη σύλληψη του κατηγορουμένου και την εντεύθεν προσωρινή του κράτηση έως την οριστική εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας. Της υποθέσεως επελήφθη το συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατόπιν της υπ'αριθμόν 557/2007 έφεσης του κατηγορουμένου. Για το θέμα της προσωρινής του κράτησης και της ισχύος του άνω εντάλματος προσωρινής κρατήσεως αφιερώνει περισσότερες από δύο σελίδες (βλέπε φύλλα 11 και 12 του αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος) στο οποίο αφού αναφέρει ότι "η έκτιση της ποινής προηγείται στην εκτέλεση της υποδικίας"και αποδεικνύει με νομικές σκέψεις ότι το συμβούλιο Πλημμελειοδικών "εκτιμώντας λανθασμένα ότι η ισχύς του 28/2007 εντάλματος της 18ης τακτικής ανακρίτριας Αθηνών είχε παύσει να ισχύει....... παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εξέτιε ποινή.....". Ούτως διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του άνω εντάλματος, με χρόνο έναρξης της προσωρινής κρατήσεως την 14.9.2007 ήτοι την ημέρα κατά την οποίαν ολοκλήρωσε την έκτιση ποινών από καταδικαστικές αποφάσεις. Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα υπερέβη την εξουσία του διότι αποφάνθηκε για θέμα το οποίο είχε αμετακλήτως κριθεί από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αφού άλλωστε οι προδικαστικές αποφάσεις δεν δημιουργούν δεδικασμένο και το συμβούλιο μπορεί να τις ανακαλέσει. Αβάσιμος δε είναι και ο ισχυρισμός του ότι η απόφαση του πληττομένου βουλεύματος στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τη προσωρινή κράτηση καθόσον εκ των άνω διαλαμβανομένων προκύπτει ότι με αυτά που δέχτηκε το άνω συμβούλιο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτουμένη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που καθιστά εφικτόν τον αναιρετικό έλεγχο. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω οι λόγοι που επικαλείται ο αναιρεσείων είναι στο σύνολό τους αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον αναιρεσείοντα. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 44/3.3.2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμόν 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα στον άνω αναιρεσείοντα. Αθήνα 19 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, το άρθρο 308 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει τα ακόλουθα: "Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει. σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες...Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, για να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όσο και ενώπιον των συμβουλίων των εφετών και του Αρείου Πάγου, η παράβασή της δε επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διότι ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, ιδρύοντας λόγον αναιρέσεως. Όταν, όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της εισαγγελικής προτάσεως και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση του περιεχομένου της, τότε ικανοποιείται ο σκοπός το νόμου και δεν είναι αναγκαίο πλέον να παραμείνει η πρόταση αυτή στο γραφείο του γραμματέως, αλλά μπορεί η υπόθεση να εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της, χωρίς να προκύπτει ακυρότητα. Τούτο είναι άμεση συνέπεια της υλοποιήσεως της δυνατότητας του κατηγορουμένου, ο οποίος, λαμβάνοντας γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως, ικανοποίησε το σχετικό δικαίωμά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων είχε υποβάλει αίτηση να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Πράγματι, στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 ειδοποιήθηκε και μετέβη στο αρμόδιο γραφείο της Εισαγγελίας και έλαβε γνώση της από 13.9.2007 με αριθμό ΕΓ 73-07/1/4 προτάσεως του Εισαγγελέως. Αφού έλαβε γνώση, η υπόθεση διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο συνεδρίασε στις 18 Σεπτεμβρίου 2007 και εξέδωσε το 2831/2007 βούλευμα. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πράγματι η εισαγγελική πρόταση με τη δικογραφία δεν παρέμεινε στα γραφεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερον, χωρίς όμως απ' αυτό και μόνο να ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, όπως αβασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων, διότι η διαβίβαση της δικογραφίας στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έγινε αφού ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και κατόπιν τούτου δεν ήταν επιβεβλημένο να παραμείνει η δικογραφία στο αρμόδιο γραφείο μέχρι τη συμπλήρωση του δεκαημέρου. ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ' αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με διατυπώσεις που ορίζει ο νόμος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ., υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά τον νόμο για την άσκησή της ή όταν παραλείπει να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν διαλαμβάνονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση ή την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε το Συμβούλιο που εξέδωσε το βούλευμα για ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων προς παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε πραγματικά περιστατικά που έγιναν απ' αυτό δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 87 του Ποινικού Κώδικα, 371 παρ. 4, 284 παρ. 1 και 552 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε περίπτωση συμπτώσεως του χρόνου προσωρινής κρατήσεως με τον χρόνο εκτίσεως ποινής που επιβάλλεται για άλλο έγκλημα, δεν λογίζεται ως χρόνος προσωρινής κρατήσεως ο χρόνος που συμπίπτει με εκείνο της εκτίσεως ποινής, διότι απότιση ποινών με συνέκτιση αποκλείεται, διότι δεν αναγνωρίζεται από την ποινική μας νομοθεσία. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση που ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως συμπίπτει με εκείνο της εκτίσεως ποινής, που επιβλήθηκε για άλλο αδίκημα, διακόπτεται η προσωρινή κράτηση. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας "η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι αποφάσεις διακρίνονται σε οριστικές και προδικαστικές ή παρεμπίπτουσες. Οριστικές είναι εκείνες με τις οποίες περατώνεται η δίκη και ο δικαστής απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία, ενώ προδικαστικές είναι οι αποφάσεις που δεν αποφαίνονται επί της κατηγορίας τελειωτικώς. Τις αποφάσεις αυτές, οι οποίες δεν λύνουν οριστικώς αναφυέν ζήτημα μπορεί πάντοτε να ανακαλέσει το δικαστήριο. Ακόμη, η αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου, για έλεγχο της διάρκειας της προσωρινής κρατήσεως μετά την περάτωση της ανακρίσεως και την εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρείται και μετά την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο και μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, χωρίς η αρμοδιότητά του να υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό εξαρτώμενο από τη χρονική διάρκεια της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατά τα άνω επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν και τα επόμενα: Μετά την απολογία του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ενώπιον της ανακρίτριας του 18ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκδόθηκε το με αριθμό 28/1.11.2006 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, δυνάμει του οποίου διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση του αναιρεσείοντος. Στις 29 Μαΐου 2007 και 2 Ιουλίου 2007, ο αναιρεσείων υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αιτήσεις αντικαταστάσεως της κρατήσεώς του με περιοριστικούς όρους. Το Συμβούλιο, αγνοώντας σχετικό έγγραφο του Διευθυντή των Φυλακών, κατά το οποίο αυτός εκρατείτο σε εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων (οι οποίες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω νομική σκέψη, διέκοψαν την προσωρινή κράτηση) δέχθηκε ότι οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν μετά τη συμπλήρωση εξάμηνης προσωρινής κρατήσεως και αποφάνθηκε με το 2475/2007 βούλευμα ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση για να αποφανθεί το Συμβούλιο σχετικά με την εξακολούθηση ή μη της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου που διατάχθηκε με το παραπάνω ένταλμα της ανακρίτριας, του οποίου, κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών έπαυσε ήδη η ισχύς. Επί της ουσίας της υποθέσεως εκδόθηκε από το ως άνω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το 2831/2007 βούλευμα, με το οποίο, εκτός των άλλων, διατάχθηκε η σύλληψη του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) και η εντεύθεν προσωρινή του κράτηση μέχρι την οριστική εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας. Κατά του τελευταίου τούτου βουλεύματος, ο αναιρεσείων άσκησε την 557/2007 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στο οποίο με επιτρεπτή αναφορά και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση γίνεται λόγος και για την προσωρινή κράτηση του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα στο ως άνω βούλευμα αναφέρονται και τα ακόλουθα: "Αναφορικά με τη διάταξη του εκκαλουμένου βουλεύματος που διατάσσει τη σύλληψη και προσωρινή του κράτηση, ο εκκαλών 1) διατείνεται ότι είναι αναιτιολόγητο, διότι δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με τον τίτλο δυνάμει του οποίου εκρατείτο στη Φυλακή από 14/9/2007 μέχρι 27/9/2007, που εκδόθηκε αυτό (το εκκαλούμενο βούλευμα), πράγμα που ωστόσο όφειλε να κάνει δεδομένου ότι στις 14/9/2007 αυτός έπρεπε να αποφυλακιστεί, αφού αφ' ενός μεν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2475/6.8.2007 προγενέστερο βούλευμά του είχε αποφανθεί ότι το 28/1.11.2007 ένταλμα του 18ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών είχε παύσει να ισχύει, αφετέρου δε αυτός στις 14.9.2007 πλήρωσε την ποινή που του επεβλήθη με την 2436/2007 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και 2) διατείνεται ότι δεν είναι αναγκαία η προσωρινή του κράτηση, διότι είναι γνωστής διαμονής, δεν είναι ύποπτος φυγής, δεν υπάρχει περίπτωση τέλεσης άλλων αδικημάτων από αυτόν και τέλος στο παρελθόν, όποτε κλήθηκε αρμοδίως, εμφανίστηκε όπου και όποτε του ζητήθηκε και επομένως ζητά την άρση αυτής. Για το θέμα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σε βάρος του κατηγορουμένου εκδόθηκε το 28/1.11.2006 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 27.10.2006. Όμως, η προσωρινή του κράτηση δεν άρχισε τότε, επειδή αυτός εξέτιε αρχικά και μέχρι την 9.3.2007 την 3104/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, με την οποία του επεβλήθη ποινή φυλάκισης τριών ετών άνευ μετατροπής (βλ. το με αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου), έκτοτε δε την κατά συγχώνευση της ανωτέρω με άλλες, συνολική ποινή φυλάκισης των τεσσάρων ετών και έξι μηνών που καθορίστηκε με την 2436/9.3.2007 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών (βλ. την 2436/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών αυτήν, την 57/2007 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και το με αριθ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό κράτησης της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου). Στις 14.9.2007 ο κατηγορούμενος εξαγόρασε το υπόλοιπο της ποινής του που καθορίστηκε με την ανωτέρω συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε μετατραπεί προς 4, 40 ευρώ και αποφυλακίστηκε τυπικά γι' αυτήν (βλ. τον από 14.9.2007 πίνακα εκκαθάρισης ποινών του Γραμματέα της Εκκαθάρισης του Εφετείου Αθηνών και την με αριθ. πρωτ. 48286/14.9.2007 παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς τη Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου). Έκτοτε δε κρατείται με το 28/2006 ένταλμα του 18ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών (βλ. το με αριθ. πρωτ. ..... έγγραφο της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου και το με αριθ. πρωτ. .... πιστοποιητικό κράτησης της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου). Χρόνος δηλ. έναρξης της προσωρινής του κράτησης βάσει του ανωτέρω εντάλματος είναι η 14.9.2007. Να σημειωθεί ότι είναι πάγια η νομολογία των δικαστηρίων ως προς το ότι η έκτιση της ποινής προηγείται στην εκτέλεση της υποδικίας. Έτσι, αν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προσωρινή κράτηση και εκτίει ποινή συγχρόνως και δεδομένου ότι η έκτιση της ποινής διακόπτει υποχρεωτικά την προσωρινή κράτηση, αφού δεν μπορεί κάποιος να είναι συγχρόνως και κατάδικος και υπόδικος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμπλήρωση των ορίων του 287 ΚΠΔ ή για εξακολούθηση προσωρινής κρατήσεως, αφού η τελευταία δεν έχει καν αρχίσει (εάν δε παρά ταύτα εξακολουθήσει ή παραταθεί είναι χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σχετικό βούλευμα είναι άκυρο. Απλώς είναι άκαιρο). Το ότι είναι ενδεχόμενο να απολυθεί ο κατηγορούμενος εάν ακυρωθεί κλπ. ο τίτλος κρατήσεως - π.χ. εδώ η απόφαση - δεν αληθεύει αφού τότε θα ενεργοποιηθεί η προσωρινή κράτηση και δη στα όρια του άρθρου 287 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από το εκκαλούμενο βούλευμα και συγκεκριμένα στις 6.8.2007 εκδόθηκε το 2475/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αφενός μεν απείχε να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως, αφετέρου δε αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αποφανθεί επί της εξακολούθησης ή μη της προσωρινής κράτησης του αιτούντος, εκτιμώντας λανθασμένα ότι η ισχύς του 28/2006 εντάλματος της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών είχε παύσει να ισχύει, καθόσον ο Εισαγγελεύς είχε υποβάλει την πρότασή του μετά το πέρας του εξαμήνου και παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εξέτιε άλλη ποινή. Το ανωτέρω βούλευμα ωστόσο σε κάθε περίπτωση δεν διαλαμβάνει στο διατακτικό του σαφή καταργητική διάταξη του εντάλματος, αλλά μόνο την ανωτέρω νομική σκέψη επί του θέματος. Έτσι και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν το 28/1.11.2006 ως άνω ένταλμα δεν έπαψε να ισχύει, ενεργοποιήθηκε δε από τις 14.9.2007, ενώ από 27.9.2007 ο κατηγορούμενος κρατείται και δυνάμει του εκκαλουμένου 2831/2007 βουλεύματος, το οποίο, αφού δέχθηκε ότι δεν ίσχυε πλέον το ανωτέρω ανακριτικό ένταλμα, όπως έκρινε το προγενέστερό του 2475/2007 βούλευμα, διέταξε τη σύλληψη του κατηγορουμένου και την προσωρινή του κράτηση, χωρίς να οφείλει να ερευνήσει ή να αιτιολογήσει το γιατί αυτός δεν αποφυλακίστηκε στις 14.9.2007, αφού αυτό δεν ήταν θέμα της αρμοδιότητάς του. Οι από 27.9.07 εξάλλου αντιρρήσεις του κατηγορουμένου κατά της συνέχισης της προσωρινής του κράτησης (άρθρο 287 παρ. 5 ΚΠΔ) απορρίφθηκαν με το 3297/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Πλην όμως, το εκκαλούμενο βούλευμα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, εσφαλμένα δέχτηκε ότι το ανωτέρω ένταλμα δεν ίσχυε και διέταξε τη σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου. Επομένως, πρέπει να εξαφανιστεί ως προς την ανωτέρω διάταξή του και να διαταχθεί η διατήρηση της ισχύος του 28.1.11.2006 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 14.9.2007, μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατ' αυτού κατηγορίας, όχι όμως πέραν του ανωτάτου ορίου. Περαιτέρω, επειδή, όπως προεκτέθηκε, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, από δε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών, κυρίως δε εν όψει του ότι βλάπτει με τις ενέργειές του το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, εκμεταλλευόμενος συγχρόνως οικονομικά ανθρώπους που ζητούν νομική συνδρομή, προς πορισμό εισοδήματος, ενώ αυτός έχει διαπράξει και στο παρελθόν αξιόποινες πράξεις, κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, επομένως είναι αναγκαία η συνέχιση της σε βάρος του προσωρινής κρατήσεως και το αίτημά του για την άρση της πρέπει να απορριφθεί". Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών με τις παραπάνω νομικές του σκέψεις και τις παραδοχές του, ως προς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε τυπικά την έφεση και στη συνέχεια μεταρρυθμίζοντας το πρωτόδικο βούλευμα, διέταξε τη διατήρηση της ισχύος του 28/2006 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως της 18ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με έναρξη της προσωρινής κρατήσεως την 14.9.2007 μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατά του αναιρεσείοντος κατηγορίας, όχι όμως πέραν του ανωτάτου ορίου, άσκησε εξουσία που του παρέχει ο νόμος και ο συναφής από το άρθρο 484 παρ. 1 στ' ΚΠΔ, περί υπερβάσεως εξουσίας, λόγος αναιρέσεως και κατά τα τρία μέρη του, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι το Συμβούλιο Εφετών με το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα υπερέβη την εξουσία του, διότι αποφάνθηκε για θέμα το οποίο είχε αμετακλήτως κριθεί από το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αφού οι προδικαστικές αποφάσεις, όπως εν προκειμένω η αφορώσα στην ισχύ ή μη του ένδικου εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, δεν δημιουργούν δεδικασμένο και το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να τις ανακαλέσει. Τέλος, αβάσιμη είναι και η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την προσωρινή κράτηση, αφού από τις παραπάνω εκτιθέμενες νομικές σκέψεις του βουλεύματος και τις παραδοχές του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση τα οποία δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση του αναιρεσείοντος. ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, και ενόψει του ότι όλοι οι παραπάνω λόγοι που επικαλείται ο αναιρεσείων είναι στο σύνολό τους αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 44/3.3.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 238/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Δεν συντρέχουν η εκτέλεση καταδικαστικής αποφάσεως και η υποδικία. Ορθά το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως αρχίζει μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με δικαστική απόφαση. 2) Το Δικαστήριο μπορεί να ανακαλεί τις μη οριστικές του αποφάσεις. Τέτοιες αποφάσεις είναι και τα βουλεύματα που κρίνουν για την ισχύ της προσωρινής κρατήσεως. 3) Δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η δικογραφία επί 10ήμερο στα γραφεία της Εισαγγελίας εφ’ όσον ο κατηγορούμενος, που υπέβαλε αίτηση για να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, μετέβη και έλαβε γνώση αυτής. Απορρίπτει.
Ποινή
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Κράτηση προσωρινή, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
0
Αριθμός 1261/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άρη Τσαβδαρίδη, για αναίρεση της 5138/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 11 Ιανουαρίου 2008 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 86/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 5138/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών και χρηματική ποινή 1500 ευρώ ο καθένας, μετατραπείσαν σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για παράθεση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 86/67 "περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολή και την απόδοση εισφορών σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως", δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, διότι αποδείχθηκε ότι, στο ....., στις 5-3-2000, σε γενόμενο έλεγχο, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι, ως εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία "........ Ε.Ε" (ΚΕΝΤΡΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ), παρότι απασχόλησαν στην ανωτέρω επιχείρηση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 9/99 έως 5/2000 προσωπικό και συγκεκριμένα 21 μισθωτούς που ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α., με συνολικό ύψος αποδοχών, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα 130506,24 ευρώ, από πρόθεση δεν κατέβαλαν, ως είχαν νόμιμη υποχρέωση, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά τους, στο Ι.Κ.Α., τις βαρύνουσες αυτούς τους ίδιους ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτικές) για καθένα των αναφερομένων μηνών εντός μηνός αφ' ης κατέστησαν αυτές απαιτητές και συγκεκριμένα, δεν κατέβαλαν από 9/1999 έως 5/2000 τις ανερχόμενες συνολικά σε 12.803,52 ευρώ ασφαλιστικές (εργοδοτικές) εισφορές, συνταχθείσης της υπ' αρ. 402,92 ΠΕΕ του ΙΚΑ. Επίσης, οι κατηγορούμενοι, με την ως άνω ιδιότητά τους, ενώ παρακράτησαν τις ασφαλιστικές (εργατικές) εισφορές των εργασθέντων στην ανωτέρω επιχείρησή τους και ασφαλιζομένων στο Ι.Κ.Α είκοσι ένα (21) μισθωτών για καθένα των προαναφερομένων μηνών, με σκοπό να τις αποδώσουν στο Ι.Κ.Α., από πρόθεση δεν απέδωσαν αυτές, ως όφειλαν, στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα εντός μηνός αφ' ης κατέστησαν αυτές απαιτητές, ήτοι δεν απέδωσαν στο Ι.Κ.Α από 9/1999 έως 5/2000 τις εργατικές εισφορές αυτών, ανερχόμενες σε 6.401,70 ευρώ, συνταχθείσης της ανωτέρω ΠΕΕ και έτσι κατέστησαν τιμωρητέοι για υπεξαίρεση και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδομένων σ' αυτούς πράξεων, εκτός εκείνων που ανάγονται μέχρι το χρονικό διάστημα 31-8-1999, που πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης των δύο συνεκδικαζομένων αιτήσεων των κατηγορουμένων-αναιρεσειόντων, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ενεργήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχειρίσεως αυτού, δηλαδή κυρίως αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (νομική χειροτέρευση) διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου του διατακτικού, αφενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το Δικαστήριο του ενδίκου μέσου. Η παράβαση της ανωτέρω διατάξεως συνιστά υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' λόγου αναιρέσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το δεύτερο και τελευταίο λόγο των συνεκδικαζομένων αιτήσεων, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο χειροτέρευσε τη θέση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, επιβάλλοντας ποινές μεγαλύτερες εκείνων που επεβλήθηκαν Πρωτοδίκως. Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας, προκύπτει ότι, οι αναιρεσείοντες, με την υπ' αρ. 10822/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλακίσεως δέκα αυτών (18) μηνών και χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, για την α' πράξη της μη καταβολής των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για τη β' πράξη της μη καταβολής των εργατικών εισφορών και σε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι τεσσάρων (24) μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ο καθένας, ενώ, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 5138/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ, για κάθε μία από τις αναφερόμενες, ως άνω πράξεις, που αφορούσαν πλέον, το χρονικό διάστημα από 1.9.1999 έως 31.5.2000, καθόσον, για το προηγούμενο χρονικό διάστημα, έπαυε η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, σε συνολική δε ποινή φυλακίσεως (6 μήνες + 3 μήνες) εννέα (9) μηνών και χρηματική ποινή (1.000 + 500) χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, ο καθένας. Από τα ανωτέρω αναφερόμενα προκύπτει ανενδοίαστα ότι δεν χειροτέρευσε η θέση των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, αφού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους επιβλήθηκαν σαφώς μικρότερες ποινές, από εκείνες που τους επιβλήθηκαν πρωτοδίκως. Επομένως, ο δεύτερος, ως άνω, λόγος, των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά οι ένδικες αιτήσεις αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρον 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αρ. 2/2008 και 3/2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, κατοίκων αμφοτέρων Πειραιώς, για αναίρεση της υπ' αρ. 5138/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ ο καθένας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967. Επίκληση έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας, από φερόμενη χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου, συνεπεία επιβολής ποινών μεγαλύτερων εκείνων που επιβλήθηκαν πρωτοδίκως. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Υπέρβαση εξουσίας.
0
Αριθμός 1260/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2.8.2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1585/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 130/12.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 2-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ2 και β) Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά του υπ'αριθμ. 2706/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτοί παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθούν δι'απάτη από κοινού, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ιδιαιτέρως μεγάλη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την έλλειψη νομίμου βάσεως και την υπέρβαση εξουσίας. Επειδή, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές τους σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ'όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όμως να υπάρχη βεβεβαιότης ότι το συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεξετίμησε το σύνολο τούτων και όχι μόνο μερικά από αυτά, το δε γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ'όψη τα άλλα (ΑΠ 1946/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/531, ΑΠ 685/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/233). Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου (βλ. ΑΠ 23/2007). Περαιτέρω, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα στην εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά, ως εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη: Ο εγκαλών Ψ1, μόνιμος κάτοικος ..... Ηλείας, όπου διατηρεί από πολλών ετών κρεοπωλείο, το έτος 1998 γνώρισε -μέσω του γιου του Ψ -τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3, που διέμενε τότε κατά περιόδους στο γειτονικό χωριό ....., αν και κατοικούσε μονίμως στο .... Αττικής. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δημιούργησε την εντύπωση στον γιό Ψ , αλλά και στον ίδιο τον εγκαλούντα, ότι διέθετε ιδιαίτερα ικανές χρηματοοικονομικές γνώσεις και μπορούσε να τους συμβουλεύσει και να τους υποδείξει επιτυχείς (κερδοφόρες) επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά. Στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 1999 στην Αθήνα, ο κατηγορούμενος Χ3 ανέφερε στον εγκαλούντα, μέσω του γιου του , ότι ήταν υπό ίδρυση εταιρεία (διαχείρισης χαρτοφυλακίων κινητών αξιών) με την επωνυμία MARFIN PREMIUM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ" και διακριτικό τίτλο "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ" . Η εταιρεία αυτή επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ως θυγατρική της ήδη εισηγμένης εταιρείας "MARFIN ΑΕΠΕΥ". Πρότεινε, λοιπόν, στον εγκαλούντα να συμμετάσχει στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία ως ιδρυτικός μέτοχος, δεδομένου ότι επρόκειτο για εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση, αφού μετά την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Α. η αξία των μετοχών της θα σημείωνε μεγάλη άνοδο. Για τη συμμετοχή αυτή απαιτείτο η καταβολή κεφαλαίου τουλάχιστον 100.000.000 δραχμών για την αγορά ίσης αξίας μετοχών. Ο εγκαλών - με την παρότρυνση και του γιου του -αποδέχθηκε αμέσως και πρόθυμα την πρόταση. Τότε, ο κατηγορούμενος Χ3 για πρώτη φορά ανέφερε ότι πέραν του κεφαλαίου θα απαιτείτο και κάποιο επιπλέον χρηματικό ποσό ως ''μίζα'' για τη συμμετοχή στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία. Σε συνάντηση που επακολούθησε στην Αθήνα (περιοχή ....) μεταξύ των πατέρα και γιου Ψ και του εν λόγω κατηγορούμενου, ο τελευταίος εξέφρασε αμφιβολίες για τη δυνατότητα συμμετοχής του εγκαλούντα στην νεοϊδρυόμενη εταιρεία και προσδιόρισε το επιπλέον ποσό ("μίζα") σε 30.000.000 δραχμές . Το ποσό αυτό απαιτείτο -σύμφωνα με τις παραστάσεις του κατηγορουμένου -διότι η προθεσμία για τη δήλωση συμμετοχής στη σύσταση της εταιρείας είχε παρέλθει αλλά και διότι υπήρχαν επενδυτές που διέθεταν πολύ μεγαλύτερα συμμετοχικά κεφάλαια και ως εκ τούτου προηγούντο. Έτσι το εν λόγω επιπλέον χρηματικό ποσό ήταν- σύμφωνα με τον κατηγορούμενο- απαραίτητο ''για να λαδωθούν τα γρανάζια και για να δεχθούν τα στελέχη της εταιρείας τη συμμετοχή (του εγκαλούντα) σ'αυτήν". Ως το πρόσωπο, εξάλλου, που θα διαχειριζόταν το επιπλέον χρηματικό ποσό για το συγκεκριμένο σκοπό ανέφερε την ήδη πρώτη κατηγορουμένη, Χ1, που διέθετε τις σχετικές γνωριμίες. Σημειώνεται ότι όντως η τελευταία γνώριζε προσωπικά από το έτος 1990 τον βασικό ιδρυτικό μέτοχο της υπό σύσταση εταιρείας και πρόεδρο της "μητρικής" εταιρείας, Γ1, δικηγόρο Αθηνών ". Στις 16-11-1999 ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν στην Αθήνα (περιοχή ....) με τον Χ3 και τον σύζυγο της Χ1, Χ2 (ήδη δεύτερο κατ/νο). Κατά τη συνάντηση, σε σχετική ερώτηση του εγκαλούντα προς τον Χ2, ο τελευταίος επιβεβαίωσε ότι πράγματι ήταν απαραίτητη η καταβολή του επιπλέον ποσού των 30.000.000 δραχμών, ως "μίζα" προς στελέχη της εταιρείας, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του διότι είχε λήξει η προθεσμία για τις δηλώσεις συμμετοχών. Στη συνέχεια όλοι μαζί μετέβησαν στα γραφεία της "μητρικής" εταιρείας MARFIN ΑΕΠΕΥ", επί της λεωφόρου Κηφισίας αρ.44, όπου ο εγκαλών υπέγραψε σχετικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο, με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον ως άνω Γ1 να υπογράψει αντ' αυτού (ως ιδρυτικού μετόχου) την οικεία πράξη συστάσεως της νεοϊδρυόμενης εταιρείας. Στις 19-11-1999 ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν εκ νέου στην Αθήνα (περιοχή ..... ) με τους Χ3 και Χ2, καθώς και με την Χ1, με σκοπό την καταβολή από τον εγκαλούντα των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών. Κατά την συνάντηση που πραγματοποιήθηκε σε καφετέρια της περιοχής ο εγκαλών, απευθυνόμενος στην Χ1 και τον σύζυγο της, επιχείρησε να μειώσει το ύψος του επιπλέον χρηματικού ποσού (30.000.000 δρχ.) . Όμως αυτοί ήταν κατηγορηματικοί ότι το εν λόγω ποσό ήταν εξ ολοκλήρου απαραίτητο για να δοθεί ως "μίζα" στους αρμόδιους για τη σύσταση της εταιρείας ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του, δεδομένου ότι η σχετική προθεσμία είχε παρέλθει. Ακολούθως, όλοι μαζί μετέβησαν στο παρακείμενο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, όπου ο εγκαλών -όντας πεπεισμένος ότι για να συμμετάσχει ως ιδρυτικός μέτοχος στην υπό σύσταση εταιρεία, έπρεπε να καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό για τον ως άνω σκοπό, επειδή είχε παρέλθει η προθεσμία δήλωσης συμμετοχής- ανέλαβε από τον υπ'αριθμ. ...... λογαριασμό καταθέσεων που διατηρούσε στην εν λόγω Τράπεζα, συνολικό χρηματικό ποσό 130.000.000 δραχμών. Από τα χρήματα αυτά, 100.000.000 δραχμές κατέθεσε στον οικείο λογαριασμό που είχε ανοιγεί στην εν λόγω Τράπεζα για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της υπό σύσταση εταιρείας και 30.000.000 δραχμές παρέδωσε σε μετρητά στους Χ1 και Χ2.Μετά πάροδο κάποιων μηνών απεστάλησαν στον εγκαλούντα η από ..... πράξη σύστασης της εταιρείας "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ" και το καταστατικό της. Τότε αυτός διαπίστωσε ότι πολλοί από τους ιδρυτικούς μετόχους είχαν υπογράψει τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα για τη συμμετοχή τους μετά τις 16-11-1999 και άρχισε να υποψιάζεται ότι απατηλώς οι κατηγορούμενοι του είχαν αποσπάσει το ποσό των 30.000.000 δρχ. υπό το πρόσχημα της λήξεως της προθεσμίας συμμετοχής. Αρχικά απευθύνθηκε στον Χ3, ο οποίος με υπεκφυγές του απάντησε ότι ενδεχομένως και οι άλλοι εκπρόθεσμοι μέτοχοι είχαν καταβάλει "μίζες". Στη συνέχεια ο εγκαλών επεδίωξε και κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Γ1, από τον οποίο πληροφορήθηκε την όλη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, για κανένα από τους μετόχους της νέας εταιρείας -ούτε για τον εγκαλούντα-υπήρξε πρόβλημα συμμετοχής τους σ'αυτήν λόγω προθεσμιών και μάλιστα ότι τότε αναζητούντο υποψήφιοι ιδρυτικοί μέτοχοι για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Μετά από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, η οποία δέχεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, δια την αποδιδομένη σ'αυτούς ανωτέρω αξιόποινη πράξη, απέρριψε τις εφέσεις αυτών και επεκύρωσε το ως άνω παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα. Με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την πρόταση αυτή, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Επίσης, τούτο εφήρμοσε ορθώς τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και δεν παρεβίασε αυτές ούτε εκ πλαγίου, έτσι δε, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, εκ της μνείας στην εισαγγελική πρόταση, μεταξύ των συνεκτιμηθέντων αποδεικτικών στοιχείων, των μαρτυρικών καταθέσεων, αδιακρίτως, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ' όψη και εξετιμήθησαν οι καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων (κατηγορίας και υπερασπίσεως) και, επομένως, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμος. Επίσης, αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός αυτών, περί αντιφατικών παραδοχών, εν σχέσει προς τις παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθών, από αυτούς (αναιρεσείοντες) προς τον εγκαλούντα, αφού από το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προκύπτει τούτο. Τέλος, και ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, ότι το Συμβούλιο αρκέσθηκε σε "λιγότερα" των "σοβαρών ενδείξεων ενοχής" στοιχεία, διά την παραπομπή των στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος, αφού αυτοί παραπέμπονται με την παραδοχή ότι υπάρχουν "επαρκείς" ενδείξεις ενοχής των (άρθρ. 313 Κ.Π.Δ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ', στ' ΚΠΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι δε λοιπές αιτιάσεις, δια των οποίων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθούν οι από 2-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των α) Χ2 και β) Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 27 Δεκεμβρίου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες με αριθμό 168/2-8-2007, και 169/2-8-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των: α) Χ2 και, β) Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο, απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων, και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα, και με το οποίο παραπέμφθηκαν οι ως άνω αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της κακουργηματικής απάτης από κοινού, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ με την επιβαρυντική περίσταση, ότι ήταν εντολοδόχοι και το υπεξαιρεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (άρθρο 386 παρ.1 β-α και 3 εδ. β του Π.Κ), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ). Γι' αυτό, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ.11 του ν. 2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3, ορίσθηκε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη. Η διάταξη όμως αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ίδιου νόμου) και ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών(73.000) ευρώ. Η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μόνο στην περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), οπότε η πράξη, και αν ακόμη έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, όπως επίσης είναι ευνοϊκότερη αν το συνολικό ποσό, χωρίς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αν όμως το ποσό του οφέλους ή της ζημίας είναι ανώτερο των 5.000.000 δραχμών και συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις ή είναι απλώς ανώτερο των 25.000.000 δραχμών η πράξη της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και με τη νεότερη διάταξη. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ1, μόνιμος κάτοικος ...... Ηλείας, όπου διατηρεί από πολλών ετών κρεοπωλείο, το έτος 1998 γνώρισε -μέσω του γιου του Ψ -τον τρίτο κατηγορούμενο Χ3, που διέμενε τότε κατά περιόδους στο γειτονικό χωριό ...., αν και κατοικούσε μονίμως στο ..... Αττικής. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, δημιούργησε την εντύπωση στον γιό Ψ, αλλά και στον ίδιο τον εγκαλούντα, ότι διέθετε ιδιαίτερα ικανές χρηματοοικονομικές γνώσεις και μπορούσε να τους συμβουλεύσει και να τους υποδείξει επιτυχείς (κερδοφόρες) επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά. Στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 1999 στην Αθήνα, ο κατηγορούμενος Χ3 ανέφερε στον εγκαλούντα, μέσω του γιου του , ότι ήταν υπό ίδρυση εταιρεία (διαχείρισης χαρτοφυλακίων κινητών αξιών) με την επωνυμία MARFIN PREMIUM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ" και διακριτικό τίτλο "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ". Η εταιρεία αυτή επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ως θυγατρική της ήδη εισηγμένης εταιρείας "MARFIN ΑΕΠΕΥ". Πρότεινε, λοιπόν, στον εγκαλούντα να συμμετάσχει στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία ως ιδρυτικός μέτοχος, δεδομένου ότι επρόκειτο για εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση, αφού μετά την εισαγωγή της εταιρείας στο Χ.Α.Α., η αξία των μετοχών της θα σημείωνε μεγάλη άνοδο. Για τη συμμετοχή αυτή απαιτείτο η καταβολή κεφαλαίου τουλάχιστον 100.000.000 δραχμών, για την αγορά ίσης αξίας μετοχών. Ο εγκαλών - με την παρότρυνση και του γιου του -αποδέχθηκε αμέσως και πρόθυμα την πρόταση. Τότε, ο κατηγορούμενος Χ3 για πρώτη φορά ανέφερε ότι πέραν του κεφαλαίου θα απαιτείτο και κάποιο επιπλέον χρηματικό ποσό ως ''μίζα'' για τη συμμετοχή στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία. Σε συνάντηση που επακολούθησε στην Αθήνα (περιοχή .....), μεταξύ των πατέρα και γιου Ψ και του εν λόγω κατηγορούμενου, ο τελευταίος εξέφρασε αμφιβολίες για τη δυνατότητα συμμετοχής του εγκαλούντα στην νεοϊδρυόμενη εταιρεία, και προσδιόρισε το επιπλέον ποσό ("μίζα") σε 30.000.000 δραχμές. Το ποσό αυτό απαιτείτο -σύμφωνα με τις παραστάσεις του κατηγορουμένου -διότι η προθεσμία για τη δήλωση συμμετοχής στη σύσταση της εταιρείας, είχε παρέλθει αλλά και διότι υπήρχαν επενδυτές, που διέθεταν πολύ μεγαλύτερα συμμετοχικά κεφάλαια και ως εκ τούτου προηγούντο. Έτσι, το εν λόγω επιπλέον χρηματικό ποσό ήταν- σύμφωνα με τον κατηγορούμενο- απαραίτητο ''για να λαδωθούν τα γρανάζια και για να δεχθούν τα στελέχη της εταιρείας τη συμμετοχή (του εγκαλούντα) σ'αυτήν". Ως το πρόσωπο, εξάλλου, που θα διαχειριζόταν το επιπλέον χρηματικό ποσό για το συγκεκριμένο σκοπό ανέφερε την ήδη πρώτη κατηγορουμένη, Χ1, που διέθετε τις σχετικές γνωριμίες. Σημειώνεται ότι όντως η τελευταία γνώριζε προσωπικά από το έτος 1990 τον βασικό ιδρυτικό μέτοχο της υπό σύσταση εταιρείας και πρόεδρο της "μητρικής" εταιρείας, Γ1, δικηγόρο Αθηνών". Στις 16-11-1999, ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν στην Αθήνα (περιοχή ....., με τον Χ3 και τον σύζυγο της Χ1, Χ2 (ήδη δεύτερο κατ/νο). Κατά τη συνάντηση, σε σχετική ερώτηση του εγκαλούντα προς τον Χ2, ο τελευταίος επιβεβαίωσε, ότι πράγματι ήταν απαραίτητη η καταβολή του επιπλέον ποσού των 30.000.000 δραχμών, ως "μίζα", προς στελέχη της εταιρείας, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του διότι είχε λήξει η προθεσμία για τις δηλώσεις συμμετοχών. Στη συνέχεια όλοι μαζί μετέβησαν στα γραφεία της "μητρικής" εταιρείας MARFIN ΑΕΠΕΥ", επί της λεωφόρου Κηφισίας αρ. 44, όπου ο εγκαλών υπέγραψε σχετικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο, με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον ως άνω Γ1 να υπογράψει αντ' αυτού (ως ιδρυτικού μετόχου) την οικεία πράξη συστάσεως της νεοϊδρυόμενης εταιρείας. Στις 19-11-1999 ο εγκαλών και ο γιος του συναντήθηκαν εκ νέου στην Αθήνα (περιοχή ....), με τους Χ3 και Χ2, καθώς και με την Χ1, με σκοπό την καταβολή από τον εγκαλούντα των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών. Κατά την συνάντηση που πραγματοποιήθηκε σε καφετέρια της περιοχής ο εγκαλών, απευθυνόμενος στην Χ1 και τον σύζυγο της, επιχείρησε να μειώσει το ύψος του επιπλέον χρηματικού ποσού (30.000.000 δρχ.). Όμως, αυτοί ήταν κατηγορηματικοί ότι το εν λόγω ποσό ήταν εξ ολοκλήρου απαραίτητο για να δοθεί ως "μίζα" στους αρμόδιους για τη σύσταση της εταιρείας, ώστε να γίνει δεκτή η συμμετοχή του, δεδομένου ότι η σχετική προθεσμία είχε παρέλθει. Ακολούθως, όλοι μαζί μετέβησαν στο παρακείμενο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας, όπου ο εγκαλών, όντας πεπεισμένος ότι για να συμμετάσχει ως ιδρυτικός μέτοχος στην υπό σύσταση εταιρεία, έπρεπε να καταβάλει το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, για τον ως άνω σκοπό, επειδή είχε παρέλθει η προθεσμία δήλωσης συμμετοχής- ανέλαβε από τον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό καταθέσεων, που διατηρούσε στην εν λόγω Τράπεζα, συνολικό χρηματικό ποσό 130.000.000 δραχμών. Από τα χρήματα αυτά, 100.000.000 δραχμές κατέθεσε στον οικείο λογαριασμό που είχε ανοιγεί στην εν λόγω Τράπεζα, για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της υπό σύσταση εταιρείας και 30.000.000 δραχμές παρέδωσε σε μετρητά στους Χ1 και Χ2. Μετά πάροδο κάποιων μηνών απεστάλησαν στον εγκαλούντα η από ...... πράξη σύστασης της εταιρείας "MARFIN PREMIUM ΑΕΕΧ" και το καταστατικό της. Τότε, αυτός διαπίστωσε ότι πολλοί από τους ιδρυτικούς μετόχους, είχαν υπογράψει τα σχετικά πληρεξούσια έγγραφα για τη συμμετοχή τους μετά τις 16-11-1999 και άρχισε να υποψιάζεται, ότι απατηλώς οι κατηγορούμενοι του είχαν αποσπάσει το ποσό των 30.000.000 δρχ., υπό το πρόσχημα της λήξεως της προθεσμίας συμμετοχής. Αρχικά απευθύνθηκε στον Χ3, ο οποίος με υπεκφυγές του απάντησε ότι ενδεχομένως και οι άλλοι εκπρόθεσμοι μέτοχοι είχαν καταβάλει "μίζες". Στη συνέχεια, ο εγκαλών επεδίωξε και κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Γ1, από τον οποίο πληροφορήθηκε την όλη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, για κανένα από τους μετόχους της νέας εταιρείας -ούτε για τον εγκαλούντα-υπήρξε πρόβλημα συμμετοχής τους σ'αυτήν λόγω προθεσμιών και μάλιστα ότι τότε αναζητούντο υποψήφιοι ιδρυτικοί μέτοχοι για την κάλυψη του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας". Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων, και, επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και, με το οποίο τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, ως υπαίτιοι απάτης σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξαν και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησαν, υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο, επίσης δε, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 386 παρ.1β-α και 3 περ. β του Π.Κ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο οι αναιρεσείοντες, από κοινού, στις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του έτους 1999, παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα, ότι προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμμετοχή του, στην υπό σύσταση εταιρεία με την επωνυμία " MARFIN PREMIUM ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ Α.Ε.Ε.Χ", έπρεπε, πέραν της εταιρικής του εισφοράς από 100.000.000 δρχ, να καταβάλει επί πλέον, το ποσό των 30.000.000 δρχ, προκειμένου να δικαιολογηθεί η εκπρόθεσμη δήλωση συμμετοχής του, και το οποίο, ποσό ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τις ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, ώστε να διευκολυνθεί η συμμετοχή του, με την προηγούμενη οικονομική υποστήριξη των στελεχών της υπό σύσταση εταιρείας, στα οποία θα καταβάλλονταν το ως άνω ποσό των 30.000.000 δρχ, όπως επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ψευδώς οι αναιρεσείοντες παρέστησαν στον εγκαλούντα, ότι είχε παρέλθει η προθεσμία για τη δήλωση συμμετοχής του. Περαιτέρω, αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, ότι εξαιτίας αυτών των ψευδών παραστάσεων από μέρους των αναιρεσειόντων, παραπλανήθηκε ο εγκαλών, ο οποίος, αφού, πείστηκε στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, τους κατέβαλε, το επί πλέον ποσό των 30.000.000 δρχ, ή 88.041,09 ευρώ, ποσό που αυτοί εισέπραξαν, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του εγκαλούντος, και το οποίο, σε καμία περίπτωση δεν θα τους κατέβαλε ο εγκαλών, εάν δεν τον διαβεβαίωναν ψευδώς, για τα παραπάνω περιστατικά. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του κοινού δόλου των αναιρεσειόντων, οι οποίοι αν και γνώριζαν ότι ενώ είχε παρέλθει η προθεσμία, για τη δήλωση συμμετοχής του εγκαλούντος, στην υπό σύσταση ως άνω εταιρεία, παρόλα αυτά, όχι μόνο τον διαβεβαίωσαν ψευδώς περί του αντιθέτου, αλλά και ότι το ποσό των 30.000.000 δρχ, που τους κατέβαλε, πρόκειται να διατεθεί σε στελέχη της εταιρείας, τα οποία και θα παρέκαμπταν κάθε εμπόδιο, ώστε η συμμετοχή του στην υπό σύσταση εταιρεία, να είναι πλέον εφικτή. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, και 386 παρ.1β-α, και 3 περ.β του ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει οι αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα απ' αυτούς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις, με αριθμούς 168/2-8-2007 και 169/2-8-2007, αιτήσεις, α) της Χ1 και β) Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1504/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος ενός εκάστου των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος, για κακουργηματική απάτη, από κοινού. Επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1259/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 730/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 49/4-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 §1 Κ.Π.Δ. την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 §1, 474, 482 §1 στοιχ. α' και 484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ., την αίτησιν αναιρέσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1 κατά του υπ' αριθ.119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του κατά του υπ' αριθ.1764/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως τούτο διορθώθη με το υπ' αριθ. 1949/2006 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου και επάγομαι τα ακόλουθα: I) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 1764/2006 βούλευμά του, όπως διορθώθη με το υπ' αριθ. 1949/2006 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου, παρέπεμψε τον κατηγορούμενον εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί εις τούτον υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου (άρθρ. 375 §§1, 2 ως αντικ. δι' άρθρ. 1 §9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι' άρθρ. 14 §3β ν.2721/1999). Κατά των ως άνω βουλευμάτων ησκήθη η με αριθ. 261/2006 έφεση του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ' ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθησαν τα εκκαλούμενα ως άνω βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη α) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και β) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. II) Κατά το άρθρο 375 §§1, 2 Π.Κ., όπως η παρ. 2 αντικ. με το άρθρ. 1 §9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι' άρθρ. 14 §3β ν.2721/99, όποιος ιδιοποιείται ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με το ξένο πράγμα, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου εξομοιώνεται το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του εμπιστεύθηκαν για να το πωλήσει. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να έχει ιδιοποιηθεί τούτο παρανόμως κατά τον χρόνο που ευρίσκεται στη κατοχή του. Έτσι ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές αφού, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 719 Α.Κ., έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικά και περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Πρέπει δηλαδή το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι το χρήμα, να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ακριβώς της ιδιότητός του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης ιδιοκτησίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία αντλεί από τον νόμο ή την σύμβαση. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Με την ιδίαν δε ως άνω ποινή τιμωρείται ο δράστης αν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ). Υποκειμενικά απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στην δική του περιουσία (Α.Π. 711/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 141, Α.Π. 115/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ.32, Α.Π. 311/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 971). Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 325 Α.Κ., αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφ' όσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής έως ότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (δικαίωμα επίσχεσης). Συνεπώς ο εντολοδόχος που έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση για την πληρωμή της αμοιβής του και τα έξοδα κατά του εντολέα δικαιούται να αρνηθεί την απόδοση στον εντολέα των ποσών που εισέπραξε κατά την εκτέλεση της εντολής έως ότου ο εντολέας του ικανοποιήσει την, κατά τα άνω, αξίωσίν του. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το απαραίτητο για την θεμελίωση του από το παραπάνω άρθρο 375 Π.Κ. προβλεπομένου και τιμωρουμένου εγκλήματος της υπεξαιρέσεως υποκειμενικό στοιχείο του δόλου (Α.Π. 686/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 235). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό και στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 614/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 19). Εξάλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρ. 484 §1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από κάθε ένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπ' όψιν και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά (Α.Π. 114/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 29). III) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ' είδος, δι' αναφοράς του εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό εισαγγελική πρότασιν, εδέχθη, ανελέγκτως, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο εγκαλών Ψ1 ήταν αποκλειστικός κύριος του υπ' αριθ. κυκλ. ...... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (Ταξί), εργοστασίου κατασκευής ...., με το υπ' αριθ. ..... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Κρωπίας Χριστίνας Δημητριάδου-Τζανή, παρέσχε εις τον κατηγορούμενο, ο οποίος ησχολείτο με τις αγοραπωλησίες ταξί, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί στην πώληση του εν λόγω αυτοκινήτου του και να εισπράξει για λογαριασμό του το επιτευχθησόμενο τίμημα, το οποίο βεβαίως όφειλε να το αποδώσει αμέσως σ' αυτόν. Πράγματι, εις εκτέλεση της ως άνω εντολής, στις 25-5-2003, ο κατηγορούμενος επώλησε, δυνάμει του υπ' αριθ. ...... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Χατζάκη το πιο πάνω όχημα του εγκαλούντος στην ...... και εισέπραξε απ' αυτήν, ως τίμημα, το ποσό των 105.649, 10 Ευρώ. Από το ως άνω εισπραχθέν τίμημα ο κατηγορούμενος κατέβαλε το ποσό των 9.333, 84 Ευρώ στην Δ.Ο.Υ. Κρωπίας και εις το Τ.Σ.Α. για λογαριασμό του εγκαλούντος, ενώ σταδιακά απέδωσε είτε στον τελευταίο προσωπικά, είτε στον νομίμως εξουσιοδοτηθέντα αντιπρόσωπό του ...... το ποσό των 54.615, 46 Ευρώ. Το υπόλοιπο όμως του εισπραχθέντος τιμήματος, ανερχόμενο στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 41.700 Ευρώ, ο κατηγορούμενος δεν το απέδωσε, όπως όφειλε, στον δικαιούχο εγκαλούντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοποιήθη παράνομα, ενσωματώνοντας τούτο στην περιουσία του. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την διενεργηθείσα προανάκριση και την επακολουθήσασα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως για την οποία παρεπέμφθη ο κατηγορούμενος καθώς και εκείνα που προσδίδουν σ' αυτήν κακουργηματικό χαρακτήρα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς και τις σκέψεις με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρ. 375 §§1, 2 και 3 Π.Κ., όπως αντικ. δι' άρθρ. 1 §9 ν.2408/96 και συνεπληρώθη δι' άρθρ. 14 §3β ν.2721/99, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε το Συμβούλιο χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το βούλευμα αναφέρει το χρηματικό ποσό το οποίο εισέπραξε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος κατ' εντολή και για λογαριασμό του εντολέως του-εγκαλούντος, μετά την πραγματοποιηθείσαν πώλησιν του προαναφερθέντος αυτοκινήτου, καθώς και εκείνο το οποίο δεν απέδωσε τελικώς εις εκείνον, μετά την αφαίρεσιν των τμηματικώς καταβληθέντων ποσών, αλλά το παρεκράτησε, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, επαρκώς δε αιτιολογείται ότι η τοιαύτη παρακράτισης του προαναφερθέντος ποσού των 41.700 Ευρώ υπήρξε παράνομος καθόσον ο κατηγορούμενος ουδέποτε επεκαλέσθη ιδιαίτερη συμφωνία μετά του εγκαλούντος για την παρακράτησιν ποσοστού εκ 3% από το συνολικό ποσό που θα εισέπραττε αυτός (κατηγορούμενος) που αντιστοιχεί εις το τοιούτο των 3.169 Ευρώ, αλλά το πρώτον, όλως αορίστως, επεκαλέσθη τοιούτο δικαίωμα δια του δικογράφου της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ αντιθέτως, απολογούμενος ενώπιον του ενταύθα Ανακριτού, απεδέχθη πλήρως και ανεπιφυλάκτως την εις βάρος του κατηγορίαν. Επομένως οι από το άρθρο 484 §1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμη και απορριπτέοι. Εξ' άλλου οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος που με την επίκληση των παραπάνω λόγων αναιρέσεως πλήσσεται η περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις εν τω συνόλω της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. (άρθρ. 583 §1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Ν' απορριφθεί η με αριθ. 99/23-4-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθ. 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. II) Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 14-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 99 από 23 Απριλίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 1764/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως διορθώθηκε με το υπ' αριθμό 1949/2006 βούλευμα του ίδιου συμβουλίου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, με την επιβαρυντική περίσταση, ότι αυτός ήταν εντολοδόχος και το υπεξαιρεθέν ποσό, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθ' όν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθμίζεται σε κακούργημα, που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον μία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθμούμενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, δηλαδή, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, (παρ.1 περ. β που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν.2721/3-6-1999), ή αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος, όταν έχει εξουσία από το νόμο ή από τη σύμβαση να ενεργεί για λογαριασμό άλλου (του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε, σχετικά με τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Για την ύπαρξη τέλος αιτιολογίας του βουλεύματος, αρκεί και η εξ' ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ1, ήταν αποκλειστικός κύριος του υπ' αριθ. κυκλ. .... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (Ταξί) εργοστασίου κατασκευής ....., με το υπ' αριθ. ..... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Κρωπίας Χριστίνας Δημητριάδου-Τζανή, παρέσχε εις τον κατηγορούμενο, ο οποίος ησχολείτο με τις αγοραπωλησίες ταξί, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, να προβεί στην πώληση του εν λόγω αυτοκινήτου του και να εισπράξει για λογαριασμό του, το επιτευχθησόμενο τίμημα, το οποίο βεβαίως όφειλε να το αποδώσει αμέσως σ' αυτόν. Πράγματι, εις εκτέλεση της ως άνω εντολής, στις 25-5-2003, ο κατηγορούμενος επώλησε, δυνάμει του υπ' αριθ. ...... συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Χατζάκη, το πιο πάνω όχημα του εγκαλούντος στην ...... και εισέπραξε απ' αυτήν, ως τίμημα, το ποσό των 105.649,10 Ευρώ. Από το ως άνω εισπραχθέν τίμημα, ο κατηγορούμενος κατέβαλε το ποσό των 9.333,84 Ευρώ στην Δ.Ο.Υ. Κρωπίας και εις το Τ.Σ.Α. για λογαριασμό του εγκαλούντος, ενώ σταδιακά απέδωσε, είτε στον τελευταίο προσωπικά, είτε στον νομίμως εξουσιοδοτηθέντα αντιπρόσωπο του ....... το ποσό των 54.615,46 Ευρώ. Το υπόλοιπο, όμως, ποσό του εισπραχθέντος τιμήματος, ανερχόμενο στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσό 41.700 ευρώ, ο κατηγορούμενος, δεν το απέδωσε, όπως όφειλε, στο δικαιούχο-εγκαλούντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου, αλλά το παρακράτησε και το ιδιοιποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το, στην ατομική του περιουσία". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε την, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που τέλεσε ως εντολοδόχος και, ότι το υπεξαιρεθέν ποσό, που αυτός παρεκράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, ανέρχεται στο ποσό των 41.700 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αλλά και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, και 375 παρ. 2 του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και, δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι τούτο το βούλευμα δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα, ότι αναιρεσείων, με την ιδιότητα του εντολοδόχου, έλαβε στην κατοχή του, το υπόλοιπο χρηματικό ποσό των 41.700 ευρώ, που αποτελούσε μέρος του συνολικού τιμήματος, από 105.649,10 ευρώ, που ο ίδιος εισέπραξε, από την αγοραπωλησία, του με αριθμό κυκλοφορίας ..... δημόσιας χρήσης αυτοκινήτου ΤΑΧΙ, κυριότητας του εγκαλούντος, ποσό το οποίο παρακράτησε και παράνομα ιδιοποιήθηκε, αφού το ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, ότι αυτός αρνήθηκε την επιστροφή του, γιατί διατηρούσε, χρηματική αξίωση έναντι του εγκαλούντος και για το λόγο αυτό, άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί προσβάλλει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 375 παρ.1, 2 του Π.Κ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 99 από 23-4-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 119/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008 και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ?
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Αναίρεση βουλεύματος με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1258/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη, περί αναιρέσεως της 3950/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. ψ1 και 2. ψ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δαούτη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1284/07. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά, με αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Με τον κρινόμενο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση της επί της αποδιδόμενης σε βάρος του αξιόποινης πράξεως. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος λεπτομερώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, ως αιτών ισχυρίσθηκε ότι ήταν πλαστογραφημένο από τους αντιδίκους του ήδη εγκαλούντες ένα έγγραφο που επικαλούνταν και έφερε την υπογραφή του ίδιου και αφορούσε σε εξουσιοδότηση. Τα ανωτέρω περιλαμβάνονταν σε έγγραφο σημείωμα με ημερομηνία 22.6.1999, το οποίο κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, επί της από 4.6.99 αιτήσεως του κατά των εγκαλούντων, η οποία συζητήθηκε στις 17 Ιουνίου 1999. Παρόμοιο ισχυρισμό προέβαλε και κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης του. Με τους ισχυρισμούς του αυτούς κατηγορούσε τους εγκαλούντες ότι είχαν πλαστογραφήσει ως προς το περιεχόμενο και ως προς την υπογραφή του κατηγορουμένου την από 5.1.1998 εξουσιοδότηση, το κείμενο της οποίας ήταν όχι χειρόγραφο αλλά εκτυπωμένο από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Με εκείνο το έγγραφο, ο κατηγορούμενος, κάτοχος του δελτίου ταυτότητας ......... εξουσιοδοτούσε τον πρώτο των εγκαλούντων ψ2, όπως μεριμνήσει για την πώληση 50.000 κοινών ονομαστικών μετοχών και 235.570 προνομιούχων ονομαστικών μετοχών της εταιρείας ΑΕΓΕΚ που του ανήκαν, και ενδεικτικά και όχι περιοριστικά να οπισθογραφήσει τις πιο πάνω μετοχές, να διαπραγματευθεί εν λευκώ και κατά την κρίση του την τιμή πωλήσεως, να εισπράξει για λογαριασμό του κατηγορουμένου το αντίτιμο της πωλήσεως και γενικώς να πράξει παν ό,τι είναι αναγκαίο για την πώληση των ως άνω μετοχών, Αθήνα 5.1.1998 Ο εξουσιοδοτών χ1. Υπογραφή χειρόγραφη του κατηγορουμένου υπήρχε στην άνω εξουσιοδότηση, πάνω από το ονοματεπώνυμο του όπως ήταν γραμμένο στο τέλος του εγγράφου. Σε αντίγραφο φωτοτυπημένο από το πρωτότυπο της άνω εξουσιοδότησης που είναι στη δικογραφία, πέραν αυτού που υπογράφεται από τον δικηγόρο Σάββα Σφανδό, φαίνεται ότι έχει βεβαιωθεί το ιδιόχειρο της υπογραφής του κατηγορουμένου κατόχου του ΑΔΤ ....... του Η' Π.Α. Αθηνών υπό ημερομηνία ..... από την Υπαστυνόμο Β' ...... του Αστυνομικού Τμήματος Χολαργού. Από τα στοιχεία που είναι στη δικογραφία και παρά τα όσα στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο Θ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών (τα πρακτικά και 15954/6.3.2007 απόφαση του οποίου αναγνώσθηκαν) ο κατηγορούμενος υποστήριξε για το ότι η άνω εξουσιοδότηση είναι πλαστή έχει αποδειχθεί πλήρως ότι την πιο πάνω από 5.1.1998 εξουσιοδότηση είχε υπογράψει ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Έχει γίνει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, κατόπιν διάταξης ..... της 9ης Τακτικής Ανακρίτριας Πρωτοδικείου Αθηνών από τις διορισθείσες ως πραγματογνώμονες ..... και ........ Αυτές συνέταξαν τις από ...... εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες από την έρευνα, έλεγχο, σύγκριση και αντιπαραβολή των εγγράφων που τέθηκαν υπόψη τους και με τη βοήθεια των τεχνικών μέσων και επιστημονικών οργάνων και γνώσεων τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στην από 1.1.1998 εξουσιοδότηση που βρίσκεται κάτω από την ένδειξη ο εξουσιοδοτών αποτελεί γνήσια υπογραφή του χ1(κατηγορουμένου) και δεν εντοπίστηκαν κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο γραφολογικά στοιχεία του υπογραφικού χαρακτήρα και του γραφικού εθισμού των εγκαλούντων ψ2 και ψ1. Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η υπογραφή στην από 5.1.1998 εξουσιοδότηση ήταν του κατηγορουμένου χ1 κατέληξαν και οι διορισθέντες εκ μέρους των ήδη εγκαλούντων υπό την ιδιότητα τους ως κατηγορουμένων τεχνικοί σύμβουλοι των ειδικοί γραφολόγοι .... και ...... με έκθεση των από 10.6.2004. Με το 1936/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε επί της ποινικής υποθέσεως κατά των ήδη εγκαλούντων ψ2 και ψ1, κατά των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συναυτουργία με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, εκ της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αθήνα την 5.1.1998 σε βάρος του ήδη κατηγορουμένου χ1, από τον οποίο υπεβλήθη εναντίον τους η από 29.8.2003 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, γίνεται λόγος για τις άνω εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σε σχέση με την παραπάνω από 5.1.1998 εξουσιοδότηση που έφερε την γνήσια υπογραφή του χ1. Στο ίδιο βούλευμα αναφέρεται ότι δεν προέκυψαν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να αναιρούν το πόρισμα των εκθέσεων γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Επίσης γίνεται λόγος στο ίδιο βούλευμα ότι ο ήδη κατηγορούμενος και τότε μηνυτής με την αναγνωσθείσα κατά την αποδεικτική διαδικασία και στο παρόν δικαστήριο από .... επιστολή του προς τους ήδη εγκαλούντες αναγνώριζε ότι η παραπάνω εξουσιοδότηση του ότι είχε υπογραφεί από τον ίδιο και ότι η θεώρηση του ιδιοχείρου της υπογραφής του στο αστυνομικό Τμήμα Χολαργού είχε γίνει και ήταν αληθής, οι δε οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις του σχετικά με τα ανωτέρω οφείλονταν σε παρανόηση και δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Είχε δεχθεί ο κατηγορούμενος την πώληση πακέτου μετοχών του (κοινών και προνομιούχων της εταιρείας ΑΕΓΕΚ ΑΕ, που τελούσαν υπό κοινή διαχείριση. Πώληση αυτών των μετοχών ενήργησε ο εγκαλών ψ2 ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της άνω ανώνυμης εταιρείας, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας με την επωνυμία "........" σε κυπριακή εταιρεία με τιμή ανώτερη των κατώτατων ορίων που είχαν τεθεί στη συμφωνία που είχε καταρτισθεί μεταξύ των εγκαλούντων και του κατηγορουμένου αρχικά την 24.12.1997 και επαναλήφθηκε την 5.1.1998. Ο κατηγορούμενος περαιτέρω ενέκρινε ανεπιφύλακτα τη λογοδοσία και τη διαχείριση που έγινε από τον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη εγκαλούντα ψ2 και όσον αφορά την εκτέλεση από εκείνον της εντολής που είχε δώσει ο ήδη κατηγορούμενος χ1 αναφορικά με την πώληση των αναφερομένων άνω μετοχών, την είσπραξη του καταλοίπου και δήλωσε ο κατηγορούμενος ότι δεν έχει καμία απαίτηση κατά του ψ2. Από το ότι δεν προέκυπταν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν κατηγορία σε βάρος των ψ2 και ψ1 για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατά συναυτουργία αποφάνθηκε το άνω Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών να μη γίνει κατηγορία εναντίον τους με το προαναφερθέν βούλευμα. Τα αυτά δέχθηκε και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 3303/2006 βούλευμα του που είναι στη δικογραφία και αναγνώσθηκε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία σε βάρος των ψ2 και ψ1 για την αξιόποινη πράξη που τους αποδίδονταν με βάση τα όσα είχε ισχυρισθεί ο ήδη κατηγορούμενος ως μηνυτής ότι οι ανωτέρω ενεργώντας από κοινού πώλησαν και μεταβίβασαν τις άνω αναφερόμενες μετοχές που είχε αυτός στην τεχνική ανώνυμη εταιρεία ΑΕΓΕΚ, χωρίς να έχουν νόμιμη εξουσιοδότηση από τον ίδιο και ότι ήταν άκυρη η πώληση των. Με το άνω βούλευμα του Συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 28.6.2006 έφεση που είχε ασκήσει ο ήδη κατηγορούμενος ως πολιτικώς ενάγων κατά του υπ' αριθμόν 1936/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Δεν ασκήθηκε αναίρεση κατά του άνω βουλεύματος ούτε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι ψευδείς ισχυρισμοί που διέλαβε ο κατηγορούμενος για πλαστογράφηση από τους εγκαλούντες της υπογραφής του στην από 5.1.1998 εξουσιοδότηση στο από 22.6.1999 έγγραφο σημείωμα του και είχε υποστηρίξει και στη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 17.6.1999 διατυπώθηκαν για να ευδοκιμήσει η άνω αίτηση του ασφαλιστικών μέτρων. Με εκείνη ζητούσε να υποχρεωθούν οι καθ' ων σε επαναγορά των 50.000 κοινών και 275.870 προνομιούχων μετοχών της ΑΕΓΕΚ. Επίσης ζήτησε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ' ων, είτε εις χείρας των είτε εις χείρας τρίτων μέχρι του ποσού των δρχ. 1.600.000.000 κατά το 1/4 για τον καθένα, προς εξασφάλιση της αναφερόμενης απαίτησης του προς αποζημίωση από παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά των εκδιδομένης και προσωρινής διαταγής απαγόρευσης κάθε πραγματικής και νομικής μεταβολής της υφιστάμενης περιουσιακής κατάστασης των καθ' ων η αίτηση, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της εν λόγω αίτησης του. Δεν κρίθηκαν πειστικοί ούτε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου (βλ. 22189/1999 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του κατηγορουμένου ως αιτούντος κατά των εγκαλούντων ως καθ' ων η αίτηση). Ο κατηγορούμενος κατήγγειλε τους αντιδίκους του ως πλαστογράφους της άνω εξουσιοδότησης που είχε υπογράψει ο ίδιος, όπως αμετάκλητα έχει γίνει δεκτό από το προαναφερθέν βούλευμα, αποσκοπώντας στην απόσπαση από τους ήδη εγκαλούντες χρημάτων, πέραν του αντιτίμου των προαναφερθεισών μετοχών της ΑΕΓΕΚ που του ανήκαν και είχε συμφωνήσει με εκείνους να πωληθούν, μετ' αφαίρεση των εξόδων. Κατετέθη από την μάρτυρα ......, που ήταν νομική σύμβουλος στην εταιρεία ΑΕΓΕΚ ότι πίεζε ο κατηγορούμενος τους άλλους μετόχους (εγκαλούντες) για να αγοράζουν τις μετοχές του, επικαλούμενος μεγάλες οικονομικές του ανάγκες και ότι δεν εξαναγκάσθηκε ο κατηγορούμενος σε μεταβίβαση των μετοχών του από τους εγκαλούντες, αλλά ο ίδιος ζήτησε να μεταβιβασθούν αυτές. Ήταν ανακόλουθη η συμπεριφορά του κατηγορουμένου, που ενεργούσε στη συνέχεια αντίθετα με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει από τα από ...., ...., ....., .... και ..... ιδιωτικά συμφωνητικά που είχαν υπογραφεί μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων σε σχέση με την πώληση των άνω μετοχών και την είσπραξη του καθαρού υπολοίπου. Εντάσσεται σ' αυτή την αντιφατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου και η προβολή των άνω ψευδών ισχυρισμών του σχετικά με την πλαστογράφηση της εξουσιοδότησης. Όπως επισημάνθηκε και από τον πολιτικώς ενάγοντα ψ2, στην κατάθεση του στο ακροατήριο, και από τον εξετασθέντα ως μάρτυρα δικηγόρο ....... αυτοί ανέφεραν ότι πέτυχε ο κατηγορούμενος και έλαβε στο τέλος τον Αύγουστο του έτους 1999, ύστερα από συμφωνητικά που υπεγράφησαν παρουσία δικηγόρων τουλάχιστον περί τα 400.000.000 δραχμές εν όψει του ότι μετά το έτος 1998 υπήρξε άνοδος της τιμής των ΑΕΓΕΚ στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και ήθελε να επωφεληθεί ο κατηγορούμενος από την άνοδο αυτή από το ότι με μικρότερη τιμή εντός του έτους 1998 είχε συμφωνήσει στην πώληση των πακέτων των μετοχών της ΑΕΓΕΚ των οποίων ήταν κάτοχος. Δέχθηκαν οι εγκαλούντες και έγινε ρύθμιση του ζητήματος που είχε προκύψει από τη διαφοροποίηση της τιμής της μετοχής της ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Κατά τη διαπραγμάτευση της, το πρώτο εξάμηνο του έτους 1999 στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μετά την εντολή που είχε δώσει ο κατηγορούμενος για πώληση των μετοχών του και την υλοποίηση της σχετικής εξουσιοδοτήσεως που είχε δώσει από τον πρώτο εγκαλούντα μέχρι τον πρώτο μήνα του έτους 1999. Κατά την αναζήτηση από τον κατηγορούμενο να του δοθεί μέρος της ωφέλειας από την εκ των υστέρων σημειωθείσα άνοδο της τιμής της για την οποία έκανε λόγο στην κατάθεση του και ο εγκαλών ψ1, που μίλησε για τη δημιουργία προβλημάτων σε βάρος του εκ μέρους του κατηγορουμένου και την μη τήρηση από το τελευταίο όσων είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των εγκαλούντων και του ίδιου του κατηγορουμένου, δεν υπήρχαν στοιχεία που να οδηγούσαν τον κατηγορούμενο στο συμπέρασμα ότι πριν ρυθμισθούν οι διαφορές των και του καταβληθεί το άνω επιπρόσθετο ποσό, είχαν τελέσει οι εγκαλούντες την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως ως προς την εξουσιοδότηση για πώληση των μετοχών του που είχε υπογράψει ο ίδιος προς τον πρώτο εγκαλούντα προηγουμένως, από 5.1.98. Η βεβαίωση της ιδιόχειρης υπογραφής του κατηγορουμένου επ' αυτής ως εξουσιοδοτούντος ενώπιον αστυνομικού του Α/Τ Χολαργού στις ..... δεν αποκλειόταν από το ότι ο κατηγορούμενος είχε την ημέρα αυτή της θεωρήσεως την ονομαστική του εορτή και διατείνεται ότι βρισκόταν στη......., αφού μπορούσε και μετά την υπογραφή επί της άνω εξουσιοδότησης και ειδικότερα σε αντίτυπο της που εκτυπώθηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της νομικής συμβούλου της εταιρείας, όπου ήταν αποθηκευμένη, ενώπιον της αρμόδιας αστυνομικού στο άνω αστυνομικό τμήμα να αναχωρήσει και να μεταβεί στη ....... αυτός. Εάν ο κατηγορούμενος είχε την άποψη ότι υπήρξε σφετερισμός περιουσιακών του στοιχείων σε συσχετισμό με την αύξηση των εσόδων της εταιρείας ΑΕΓΕΚ που θα δικαιολογούσαν την επαναγορά των 50.000 κοινών μετοχών και 275.870 προνομιούχων μετοχών, ως παρανόμως πωληθεισών, έπρεπε να επιδιώξει νομίμως την ακύρωση των σχετικών δικαιοπραξιών, εξωδίκως ή μέσω της δικαστικής οδού, επικαλούμενος και αποδεικνύοντας τα περιστατικά που αφορούσαν την ελαττωματική βούληση και τη διάσταση της σχετικής δήλωσης βούλησης του έναντι της πραγματικής, καθώς και την τυχόν απατηλή ή αντίθετη στα χρηστά ήθη και ενδεχομένως καταπλεονεκτική συμπεριφορά των εγκαλούντων ως αντισυμβαλλομένων ή εντολοδόχων. Δεν ασκήθηκε τέτοια αγωγή από τον κατηγορούμενο για ακυρότητα ή ακύρωση των συμφωνιών με τους εγκαλούντες ως προς την πώληση των άνω μετοχών του με εντολές που θα δίδονταν στη χρηματιστηριακή εταιρεία, που θα προέβαινε στην κύρια χρηματιστηριακή συναλλαγή από τον πρώτο εγκαλούντα. Δεν υπήρχε εν όψει της προαναφερθείσης συμπεριφοράς του υπόβαθρο να θεωρεί ο κατηγορούμενος ότι ήταν αληθές το άνω περιστατικό που ισχυρίσθηκε για τους εγκαλούντες ότι είχαν πλαστογραφήσει την υπογραφή του στην από 5.1.1998 εξουσιοδότηση για την πώληση των ανηκουσών στον ίδιο (τον κατηγορούμενο) αναφερομένων σ' αυτή μετοχών της ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Εφόσον είχε υπογράψει ο ίδιος ο κατηγορούμενος την άνω εξουσιοδότηση, κατόπιν των συμφωνιών του με τους εγκαλούντες για την πώληση των άνω υπό κοινή διαχείριση μετοχών δεν είχε ουδεμία αμφιβολία για την αναλήθεια του περί πλαστογραφήσεως της εξουσιοδοτήσεως ισχυρισμού του. Δεν δικαιολογούνται αμφιβολίες από το ότι καταχωρήθηκαν στην άνω εξουσιοδότηση όλοι οι όροι υπό τους οποίους δεχόταν ο κατηγορούμενος να γίνει η πώληση των μετοχών της ΑΕΓΕΚ, κατά τα αναφερόμενα στα άλλα συμφωνητικά, που πριν από την υπογραφή της εξουσιοδότησης αυτής είχαν καταρτισθεί μεταξύ των εγκαλούντων και του κατηγορουμένου. Έγινε αντιληπτό από τα όσα ανέφεραν κατά την εξέταση των προαναφερθέντων μαρτύρων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ότι η επίμαχη εξουσιοδότηση θα περιερχόταν και θα γινόταν γνωστό το περιεχόμενο της σε τρίτους και για λόγους που αφορούσαν τους εγκαλούντες και τον κατηγορούμενο δεν έπρεπε να καταστούν γνωστές στους τρίτους οι ειδικότερες συμφωνίες των, όσον αφορά την πώληση ολοκλήρου του πακέτου των μετοχών της ΑΕΓΕΚ που κατείχαν οι εγκαλούντες και ο κατηγορούμενος και τελούσε υπό κοινή διαχείριση. Περιέχεται δήλωση του κατηγορουμένου στηναναγνωσθείσα....... πράξη καταθέσεως εγγράφων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτορίας συζύγου Θωμά Παπαευαγγέλου σε σχέση με τα μνημονευόμενα έγγραφα που έχουν δηλώσεις του και ιδιωτικά συμφωνητικά φερόμενα ως μέλλοντα να υπογραφούν από τον ίδιο και τους εγκαλούντες. Κατά τη δήλωση του, αυτά που γράφονταν στα κατατιθέμενα έγγραφα ήταν προϊόντα κατασκευής των αντισυμβαλλομένων του εγκαλούντων, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική βούλησή του και στην αλήθεια, αλλά ότι τις θεωρεί τις δηλώσεις και τις συμφωνίες που θα υπογραφούν, παράνομες και άκυρες για πολλούς λόγους και ιδίως διότι είναι προϊόντα συμπεριφοράς των αντισυμβαλλομένων του έναντι αυτού απατηλής, καταναγκασμού της πραγματικής βούλησής του, αντίθετες στο έπακρο στα χρηστά ήθη, δεσμευτικές κατά τρόπο υπερβολικό της ελευθερίας του προσώπου του και αισχροκερδείς σε βάρος του σε μέγιστο βαθμό, που επιφυλάσσεται να αποδείξει στο μέλλον και ότι η αληθινή βούλησή του είναι ότι οι πιο πάνω απαιτήσεις του κατά των εγκαλούντων είναι καθ' ολοκληρίαν βάσιμες και υπαρκτές και το ποσό που συμφωνείται να λάβει κατόπιν των αναφερομένων συμφωνιών, που διαλαμβάνονται στα κατατεθειμένα έγγραφα, αποτελεί ασήμαντο μέρος αυτών των απαιτήσεων του και σαν τέτοιο θα το εισπράξει για κάλυψη ανελαστικών, επιτακτικών και ανεπίδεκτων αναβολής αναφερομένων οικονομικών υποχρεώσεων του και ότι διατηρεί στο ακέραιο τα δικαιώματα του να αξιώσει από τους εγκαλούντες το υπόλοιπο μέγιστο μέρος του όλου ποσού αυτών για τις αιτίες που έχει επικαλεσθεί έως τώρα και για όσες άλλες δεν έχει επικαλεσθεί ή θα λάβει γνώση εκ των υστέρων. Δεν δικαιολογείται καθόλου από αυτή τη μεταγενέστερη δήλωση του κατηγορουμένου ότι εκείνος δεν εγνώριζε την αναλήθεια ή ότι είχε αμφιβολίες για την αλήθεια σε σχέση με όσα ισχυρίσθηκε στη δίκη επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και με το έγγραφο σημείωμα για τους εγκαλούντες ότι είχαν πλαστογραφήσει την άνω από 5.1.1998 εξουσιοδότηση που είχε υπογράψει για προώθηση από τον πρώτο εγκαλούντα της πώλησης των αναφερομένων σ' αυτή μετοχών. Η εκ των προτέρων στις 30.8.1999 αμφισβήτηση από τον κατηγορούμενο και της δηλώσεως του, την οποία θα υπέγραφε υπό ημερομηνία 31.8.1999 και με την οποία επιβεβαίωνε ότι είχε υπογραφεί από τον ίδιο η από 7.1.98 εξουσιοδότηση του προς τον πρώτο εγκαλούντα για την πώληση δεσμευμένων μετοχών της ΑΕΓΕΚ και ότι ήταν γνήσια και αληθής η θεώρηση της γνησιότητας της υπογραφής του αυτής από το Αστυνομικό Τμήμα Χολαργού και ότι οι αμφισβητήσεις του σχετικά με την ημερομηνία της θεώρησης της υπογραφής του, καθώς και ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του στην άνω εξουσιοδότηση με το υποβληθέν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών σημείωμα του επί της από 4.9.1999 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων οφείλονταν σε παρανόηση και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα είναι ενδεικτική της μεθοδεύσεως του κατηγορουμένου να μπορέσει να εισπράξει το επί πλέον ποσό που δέχθηκαν οι εγκαλούντες να του καταβληθεί επί πλέον όσων είχε λάβει μετά την πώληση των άνω μετοχών του και πλήρη γνώση του ως προς το αναληθές του άνω ισχυρισμού που είχε διατυπώσει εναντίον των εγκαλούντων στην προαναφερθείσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για το ότι είχαν πλαστογραφήσει αυτοί την προαναφερθείσα εξουσιοδότηση. Αποδεικνύεται από τα παραπάνω ότι ο κατηγορούμενος ως μέσο επιδίωξης για την είσπραξη μεγαλύτερων ποσών από τους εγκαλούντες, πέραν των όσων του είχαν δοθεί από αυτήν την πώληση των άνω μετοχών του, δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει και καταγγελίες για αξιόποινες πράξεις που ισχυριζόταν ότι είχε διαπράξει σε βάρος του οι εγκαλούντες παρά το ότι εγνώριζε ότι τα περιστατικά γι' αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση της αναληθείας των ψευδών γεγονότων σε σχέση με τα όσα ισχυρίσθηκε για την πλαστογράφηση της άνω εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους των εγκαλούντων, καθ' όσον συνδεόταν αναπόσπαστα με το πρόσωπο του ιδίου, που ήταν αυτός που είχε υπογράψει την εξουσιοδότηση προς τον πρώτο εγκαλούντα για να ενεργήσει για να πωληθούν οι άνω μετοχές της ΑΕΓΕΚ ΑΕ. Τα πιο πάνω αναληθή περιστατικά που υποστήριξε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και διέλαβε στο κατατεθέν έγγραφο σημείωμα του υπό τις άνω περιστάσεις διατυπώσεως αυτών σε βάρος των εγκαλούντων, ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος θέλοντας να τα θέσει υπόψη τρίτων εν γνώσει της αναληθείας των και ειδικότερα ενώπιον του δικάσαντος δικαστή, από τον οποίο είχε συγκροτηθεί το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και των δικηγόρων των διαδίκων στη δίκη εκείνη, που έλαβαν γνώση αυτών. Ήταν δε τα άνω ψευδή γεγονότα ικανά να βλάψουν την τιμή και τη υπόληψη των εγκαλούντων που τους εμφάνιζε ως δράστες εγκλήματος περί τα υπομνήματα από κοινού. Συνέτρεχαν επομένως όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσε ο κατηγορούμενος με την άνω συμπεριφορά του και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτός της αποδιδόμενης πράξεως. Αντίθετα πρέπει να απορριφθούν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου προβλήθηκαν ότι η άνω συμπεριφορά του συνιστούσε μόνον απλή δυσφήμηση, καθώς και του ότι είχε εφαρμογή το άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ' Π.Κ. και αιρόταν το άδικο της πράξης του από το ότι από δικαιολογημένο ενδιαφέρον τα υποστήριξε τα ανωτέρω, λόγω του ότι επλήττοντο οικονομικά του συμφέροντα από τη χρήση της άνω εξουσιοδοτήσεως. Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο ένοχο για συκοφαντική δυσφήμηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών (φυλάκιση 8 μηνών για την συκοφαντική δυσφήμηση κάθε παθόντος), την οποία ανέστειλε επί μία τριετία. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποία καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 363 - 362 του Ποινικού Κώδικα, που εφάρμοσε. Ακόμη, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, η ως άνω απαιτούμενη αιτιολογία εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, με τους οποίους αυτός διατείνεται ότι η πράξη του έχει τον χαρακτήρα της απλής δυσφημήσεως και ότι στην πράξη του αυτή οδηγήθηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παρασταντων νομίμως ως πολιτικώς εναγόντων (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Ιουνίου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της 3950/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών Πλημμελημάτων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παρασταντων νομίμως ως πολιτικώς εναγόντων ψ2 και ψ1, την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως για συκοφαντική δυσφήμηση και απόρριψη του λόγου αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και αναιτιολόγητη απόρριψη από το δικαστήριο της ουσίας των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, ότι η πράξη που αυτός τέλεσε είναι απλή και όχι συκοφαντική δυσφήμηση και τελέστηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική.
1
Αριθμός 1257/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλαμούτη, περί αναιρέσεως της 781/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ....., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευθυμία Μίχου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1015/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 10ήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Ποιν.Δ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων με την υπ' αριθμό 781/26-1-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου(για τα πλημμελήματα) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε για την πράξη της εξύβρισης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δυο (2) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε, στις 26 Ιανουαρίου 2007, με παρόντα τον κατηγορούμενο, και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 13 Φεβρουαρίου 2007, με αύξοντα αριθμό ..., σύμφωνα με την, επί του σώματος της απόφασης, υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα, με χρονολογία ..... Ωστόσο, ο αναιρεσείων, άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις ......, κατά την οικεία επισημείωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή ......, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας των 20 ημερών, που προβλέπεται από το άρθρο 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ. Στην έκθεση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων, ο οποίος συνομολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της, επικαλείται ότι για λόγους ανώτερης βίας του παραστάντος συνηγόρου του, Ιωάννου Κακαβά, δεν μπόρεσε να ασκήσει αυτή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Προκειμένου δε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του αυτό, επικαλείται λόγους υγείας του ίδιου του συνηγόρου του, οι οποίοι συνίστανται στο γεγονός ότι, από της 14ης Φεβρουαρίου 2007, ήτοι από την επόμενη ημέρα της καταχώρισής της, στο ειδικό βιβλίο, παρέμεινε οίκοι νοσηλευόμενος επί δίμηνο, λόγω υποβολής του σε χειρουργική επέμβαση στον αριστερό οφθαλμό και ότι έλαβε γνώση, το πρώτο, της ως άνω καταχώρισης της αποφάσεως, την 12-4-2007. Ο προβαλλόμενος, όμως, λόγος ανώτερης βίας, κρίνεται αβάσιμος. Τούτο, γιατί, πέραν της σχετικής επίκλησης του λόγου αυτού, ο αναιρεσείων, δεν προσκομίζει με το αναιρετήριο, οποιαδήποτε ιατρική βεβαίωση δημόσιου ή ιδιωτικού θεραπευτηρίου, ή έστω του θεράποντος ιατρού του, από την οποία να προκύπτει, ότι πράγματι αυτός (αναιρεσείων), κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της προθεσμίας, για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, νοσηλεύθηκε οίκοι ή σε οποιοδήποτε θεραπευτήριο, ποια η βαρύτητα της νόσου του στο διάστημα εκείνο, και η τυχόν αδυναμία του να προβεί στην ανάλογη ενέργεια. Το πρώτον, μετά τη συζήτηση της υποθέσεώς του, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και μόνο με την υποβολή του υπομνήματός του, την 17 Απριλίου 2008, συνυπέβαλε και τα επικαλούμενα με αυτό (υπόμνημά του) δικαιολογητικά. 'Ετσι, όμως, ο σχετικός λόγος, περί υπάρξεως ανώτερης βίας, κρίνεται, ως ουσία αβάσιμος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 781/ 2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Αθηνών . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, τα οποία ορίζονται σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, (άρθρα 476, 473 Κ.Π.Δ.). Δεν προκύπτει η ύπαρξη του επικαλούμενου λόγου ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ανωτέρα βία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ανωτέρα βία.
0
Αριθμός 1256/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Βασιλακόπουλο για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 467/1991 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 920/2006 Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου με αριθμό 135/27-3-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 § 1 περίπτωση 2η, 527 §§ 1 & 3 και 528 § 1 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 213 § 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2287/1995, την από 15-5-2006 αίτηση του Χ1, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 467/26-9-1991 αμετάκλητη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, για κατάρτιση και χρήση πλαστού πιστοποιητικού (άρθρο 217 περιπτώσεις α' & β' του ΠΚ), για τον αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ λόγο και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω κι αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που τον δίκασαν κατ'εκείνο το χρόνο, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερόμενης δίκης και από τα έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες, νέες, αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί ήδη στο εκδώσαν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε (ΑΠ 1708/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΕ' σελ. 698, ΑΠ 1612/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 597). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ'έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 137/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 1070, ΑΠ 557/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 37). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή τη σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορό του που παρέστη στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Όπως δ'αναφέρεται στην επί του αντίστοιχου άρθρου 427 του Σχεδίου ΚΠΔ έτους 1934 αιτιολογική έκθεση, είναι το δικαίωμα εκάστου εκ των αναφερομένων στην ως άνω διάταξη προσώπων ανεξάρτητο και αυτοτελές και δεν αναιρείται ούτε από την αντίθετη δήλωση του καταδικασμένου (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934, έκδοση Ζαχαροπούλου, σελ. 591, Ομοίως Α. Μπουροπούλου, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β', σελ. 318, Ηλ. Γάφου, Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ', σελ. 82 κτλ.). Επιπροσθέτως, μπορεί να ασκηθεί η πιο πάνω αίτηση, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δικαιούχου που έχει ειδική εντολή τούτου, κατ'ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 465 § 2 του ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 428/1993 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΓ' σελ. 266, ΑΠ 117/1982 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΛΒ' σελ. 799 κτλ.. Ομοίως Α. Μπουροπούλου, όπου παραπ. σελ. 318, Ι. Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Β' σελ. 671). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 527 του ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, υποβάλλεται δε στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της, είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα και κατόπιν την εισάγει στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 του ίδιου Κώδικα Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο, όπου υπηρετεί. Τέλος, κατά το άρθρο 528 § 1 του αυτού Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης διαδικασίας είναι, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 527, το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το Συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε Δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 § 1 αριθ. 4 σε άλλο Δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Χ1 καταδικάσθηκε με την υπ'αριθ. 467/26-9-1991 απόφαση του δικάσαντος μετ'αναίρεση προηγούμενης (υπ'αριθ. 209/29-3-1990) αποφάσεώς του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η οποία κατέστη στη συνέχεια αμετάκλητη, αφού απορρίφθηκε η κατ'αυτής ασκηθείσα εκ μέρους του ιδίου αίτηση αναιρέσεως ως ανυποστήρικτη με την υπ'αριθ. 1028/1993 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, για κατάρτιση και χρήση πλαστού πιστοποιητικού (άρθρο 217 περιπτώσεις α' & β' του ΠΚ), τις οποίες τέλεσε στο στρατόπεδο του 251 ΓΝΑ στις .... και οι οποίες συνίστανται στο ότι: A) Eνώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Επισμηναγός και υπηρετούσε στη ΔΑΕ, στο στρατόπεδο του 251 ΓΝΑ, κατάρτισε πλαστό πιστοποιητικό με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και την κοινωνική του πρόοδο, δηλαδή, ενώ προσήλθε στο Κέντρο Αεροπορικής Ιατρικής (Κ.Α.Ι.) για περιοδική υγειονομική εξέταση, προκειμένου να κριθεί η πτητική του ικανότητα, ενόψει του προβλήματος βαρηκοΐας που είχε στο αριστερό του αυτί, όταν μετέβη στο Ωτορινολαρυγγολογικό Τμήμα, για να διαγνωσθεί και αξιολογηθεί η ακουστική του οξύτητα, που ήταν απαραίτητη για την ανανέωση του πτυχίου του ως χειριστού αεροσκαφών, εκμεταλλευόμενος την απουσία από το ιατρείο του αρμόδιου ιατρού, Αντισμηνάρχου (ΥΙ) Γ1, ανέγραψε ιδιοχείρως στο υπ'αριθ. ...... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που έφερε μαζί του και αφορούσε την Πολεμική Αεροπορία, ψευδή διάγνωση και ανακριβείς τιμές μέτρησης της ακουστικής του οξύτητας και συγκεκριμένα στην μεν στήλη υπ'αριθ. .. του Δελτίου με την ένδειξη "ΑΚΟΗ", ανέγραψε τη διάγνωση "Κ/Φ" (κατά φύση), στη δε παρακείμενη υπ'αριθ. ... στήλη με την ένδειξη "ΑΚΟΥΟΜΕΤΡΗΣΗ" ανέγραψε τις τιμές ακουστικής οξύτητας 250/35, 500/35, 1000/40, 2000/40, 3000/40, 4000/35, 6000/35, 8000/35, οι οποίες ήσαν εντός των φυσιολογικών ορίων, αντί των διαπιστωθεισών, μετά από εξέτασή του την ίδια ημέρα, πραγματικών τιμών ακουστικής οξύτητας 250/75, 500/75, 1000/80, 2000/75, 3000/70, 4000/65, 8000/65 και αφού έθεσε στην οικεία θέση, κατ'απομίμηση, την υπογραφή του Αντισμηνάρχου Γ1 και κάτω από αυτή τη σφραγίδα του τελευταίου, την οποία βρήκε σε κάποιο συρτάρι του γραφείου του, προσκόμισε στη συνέχεια το πλαστό αυτό έγγραφο, ως προς τη διάγνωση του Τμήματος Ωτορινολαρυγγολογικό, στο Διοικητή του Κέντρου Αεροπορικής Ιατρικής, Σμήναρχο (ΥΙ) Γ2, με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και επαγγελματική του πρόοδο, συνισταμένη στην κρίση ότι είναι ικανός ως ιπτάμενος χωρίς περιορισμούς, γεγονός που, κατ'εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 13 του Ν. 1400/73, ήταν αναγκαίο για την προαγωγή του σε βαθμούς ανώτερους του Σμηνάρχου, ενώ γνώριζε ότι είχε κριθεί από προηγούμενη υγειονομική εξέταση ακατάλληλος για κυβερνήτης πολεμικών αεροσκαφών, επειδή έπασχε από βαρηκοΐα αντιλήψεως αριστερά και ήταν μειωμένης πτητικής ικανότητας. και Β) Υπό την αυτή ιδιότητά του, στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο, κατάρτισε πλαστό πιστοποιητικό με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και την κοινωνική του πρόοδο, δηλαδή, ενώ προσήλθε στο Κέντρο Αεροπορικής Ιατρικής (Κ.Α.Ι.) για περιοδική υγειονομική εξέταση, προκειμένου να κριθεί η πτητική του ικανότητα, ενόψει του προβλήματος βαρηκοΐας που είχε στο αριστερό του αυτί, όταν μετέβη στο Ωτορινολαρυγγολογικό Τμήμα, για να διαγνωσθεί και αξιολογηθεί η ακουστική του οξύτητα, που ήταν απαραίτητη για την ανανέωση του πτυχίου του ως χειριστού αεροσκαφών, εκμεταλλευόμενος την απουσία από το ιατρείο του αρμόδιου ιατρού, Αντισμηνάρχου (ΥΙ) Γ1, ανέγραψε ιδιοχείρως στο υπ'αριθ. 2....... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που έφερε μαζί του και αφορούσε την Πολιτική Αεροπορία, ψευδή διάγνωση και ανακριβείς τιμές μέτρησης της ακουστικής του οξύτητας και συγκεκριμένα στην μεν στήλη υπ'αριθ. ... του Δελτίου με την ένδειξη "ΑΚΟΗ", ανέγραψε τη διάγνωση "Κ/Φ" (κατά φύση), στη δε παρακείμενη υπ'αριθ. ... στήλη με την ένδειξη "ΑΚΟΥΟΜΕΤΡΗΣΗ" ανέγραψε τις τιμές ακουστικής οξύτητας 250/35, 500/35, 1000/40, 2000/40, 3000/40, 4000/35, 6000/35, 8000/35, οι οποίες ήσαν εντός των φυσιολογικών ορίων, αντί των διαπιστωθεισών, μετά από εξέτασή του την ίδια ημέρα, πραγματικών τιμών ακουστικής οξύτητας 250/75, 500/75, 1000/80, 2000/75, 3000/70, 4000/65, 8000/65 και αφού έθεσε στην οικεία θέση, κατ'απομίμηση, την υπογραφή του Αντισμηνάρχου Γ1 και κάτω από αυτήν τη σφραγίδα του τελευταίου, την οποία βρήκε σε κάποιο συρτάρι του γραφείου του, προσκόμισε στη συνέχεια το πλαστό αυτό έγγραφο στο Διοικητή του Κέντρου Αεροπορικής Ιατρικής, Σμήναρχο (ΥΙ) Γ2 , με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και επαγγελματική του πρόοδο, συνισταμένη στην κρίση ότι είναι ικανός ως ιπτάμενος χωρίς περιορισμούς, αν και γνώριζε ότι οι αναγραφείσες τιμές ακουστικής οξύτητας δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές, επειδή έπασχε από βαρηκοΐα αντιλήψεως αριστερά και ήταν μειωμένης πτητικής ικανότητας. Ήδη ο αιτών Χ1 προσκομίζει και επικαλείται, όσον αφορά την πλαστογραφία πιστοποιητικού εν σχέσει προς την Πολιτική Αεροπορία, ως νέα άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία καταδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, η αθωότητά του, τα από ..... και ...... ΔΕΛΤΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, τα οποία ανεύρε τυχαίως πρόσφατα μεταξύ των εγγράφων που διατηρεί και από τα οποία αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι κατά τις αντίστοιχες παραπάνω ημερομηνίες, κατόπιν εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε, διαπιστώθηκαν ως τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός οι ακόλουθες: Ημερομηνία 12-1-1996: 80, 90, 80, 70, 60, 55, 60, 65. Ημερομηνία 2-9-1996: 80, 80, 80, 70, 60, 55, 60, 65. Με βάση δε τις μετρήσεις αυτές, με τις υπ'αριθ. ..... και .... αντιστοίχως αποφάσεις της Υγειονομικής Επιτροπής, κρίθηκε κατάλληλος για χειριστής Α/Φ Δημ. Μεταφορών με Πιστοποιητικό υγείας Α' κατηγορίας, αφού ουδόλως επηρέαζαν οι συγκεκριμένες μετρήσεις την ικανότητά του για ιπτάμενος της πολιτικής αεροπορίας. Από την αντιπαραβολή, εξάλλου, των τιμών οξύτητας του αριστερού του ωτός, που διαπιστώθηκαν στις 12-1-1996 και 2-9-1996 αφενός και εκείνων που φέρονται ότι δηλώθηκαν στις 12-6-1987 ψευδώς από τον αιτούντα αφετέρου, συνάγεται, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι και αν ακόμη είχαν καταχωρισθεί στο φερόμενο ως πλαστογραφηθέν από τον ίδιο, επί σκοπώ παραπλανήσεως άλλου, υπ'αριθ. ..... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που αφορούσε την Πολιτική Αεροπορία, οι αληθείς τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός, ουδόλως θα επηρεαζόταν η ικανότητά του ως ιπταμένου της πολιτικής αεροπορίας και, επομένως, δεν είχε αυτός ως σκοπό, μέσω παραπλανήσεως άλλου, να "διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική του πρόοδο". Επίσης, επικαλείται ο ίδιος, όσον αφορά την πλαστογραφία πιστοποιητικού εν σχέσει προς την Πολεμική Αεροπορία, ως νέα άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία καταδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, η αθωότητά του, τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία ανεύρε τυχαίως πρόσφατα μεταξύ των εγγράφων που διατηρεί: 1) To υπ'αριθ. .... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 2) το υπ'αριθ. .... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 3) το υπ'αριθ. ..... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 4) το υπ'αριθ. ...... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 5) το υπ'αριθ. .... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 6) το υπ'αριθ. ..... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 7) το υπ'αριθ. ..... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 8) το υπ'αριθ. ..... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, 9) το από ..... ΑΚΟΟΜΕΤΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ, 10) την από ..... υπ'αριθ. .... Γνωμάτευση της Αναθεωρητικής Υγειονομικής Επιτροπής Αεροπορίας, η οποία εκδόθηκε κατ'εφαρμογήν του ΠΔ 426/1984 και του άρθρου 3 του ΠΔ 127/1986 και δια της οποίας, παρά την ελαττωμένη ακουστική οξύτητα του αριστερού του ωτός, κρίθηκε ικανός για πτήσεις υπό περιορισμούς και όχι ανίκανος (στην εν λόγω Επιτροπή, μάλιστα, η οποία, ανεξαρτήτως των τιμών ακουστικής οξύτητας που διεπιστούντο, αναγνώρισε την πτητική του ικανότητα, μετείχε ως μέλος και ο Γ2, δηλαδή ο εξετασθείς στο Δικαστήριο που τον κατεδίκασε μάρτυρας), 11) το από .... υπ'αριθ. ..... Δελτίο Υγειονομικής εξέτασης Ιπταμένων, με το οποίο για πολλοστή φορά κρίθηκε ικανός για χειριστής Α' της πολιτικής αεροπορίας, 12) το από ..... υπ'αριθ. ..... Δελτίο Υγειονομικής εξέτασης Ιπταμένων, με το οποίο για πολλοστή φορά κρίθηκε ικανός για χειριστής Α' της πολιτικής αεροπορίας, 13) το από ...... έγγραφο της Αερολέσχης Αθηνών, στην οποία τον είχε παραχωρήσει παράλληλα η Πολεμική Αεροπορία, 14) το από ..... έγγραφο της στο οποίο βεβαιώνεται ότι διεξήλθε επιτυχώς τις δοκιμασίες πτήσεως του ελβετικού αεροσκάφους PC-9, δοκιμασίες τις οποίες διεξήγαγε κατ'εντολή της Πολεμικής Αεροπορίας και προκειμένου να αξιολογηθεί η καταλληλότητα του αεροσκάφους για τις ανάγκες της, 15) το υπ'αριθ. ...... εμπιστευτικό έγγραφο της Δ/νσης Εκπ/σεως Αέρος της Διοίκησης Αερ/κής Εκπ/σεως προς την ΣΙ (7), και 16) το υπ'αριθ. ....... εμπιστευτικό έγγραφο της Δ/νσης Πολιτικού Προσωπικού/Β5/3 του Κλάδου Β του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας προς την ΔΑΕ-ΣΙ. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι οι τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός, που είχαν μετρηθεί και πιστοποιηθεί στην Υπηρεσία του, ήταν όλες εκτός φυσιολογικών ορίων, χωρίς τούτο να εμποδίσει την Υπηρεσία του να τον θεωρεί διαρκώς ικανό για πτήσεις. Ειδικότερα, από το υπ'αριθ. ....... ΔΕΛΤΙΟ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ προκύπτει ότι οι μετρηθείσες τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός ήταν εν σειρά 40, 45, 55, 55, 55, 40, 40 και 35, εκινούντο δηλαδή όλες εκτός φυσιολογικών ορίων. Παρά ταύτα, κρίθηκε ο ίδιος ικανός για ιπτάμενος χωρίς κανένα περιορισμό, όπως τούτο προκύπτει από το συγκεκριμένο Δελτίο. Με τις ίδιες, επίσης, τιμές ακουστικής οξύτητας κρίθηκε ικανός για ιπτάμενος χωρίς κανένα περιορισμό στις 4-3-1985, όπως τούτο προκύπτει από το δεύτερο των προαναφερόμενων ΔΕΛΤΙΩΝ ΥΓ/ΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ κ.ο.κ.. Οι παραπάνω τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός, οποιεσδήποτε και αν εκάστοτε υπήρξαν, ουδέποτε οδήγησαν την Υπηρεσία του να τον θεωρήσει ικανό για χειριστή Β' κατηγορίας, ως και το λοιπό ιπτάμενο προσωπικό, όπως τούτο προκύπτει από το 15ο των προαναφερόμενων εγγράφων [υπ'αριθ. ...... εμπιστευτικό έγγραφο της Δ/νσης Εκπ/σεως Αέρος της Διοίκησης Αερ/κής Εκπ/σεως προς την ΣΙ (7)], δια του οποίου παρά τη μειωμένη ακουστική του οξύτητα, προήχθη το πτυχίο του ως εκπαιδευτού πτήσεων της Σχολής Ικάρων από την κατηγορία "Γ" στην κατηγορία "Β", καθώς και από το 16ο των εγγράφων τούτων (υπ'αριθ........ εμπιστευτικό έγγραφο της Δ/νσης Πολιτικού Προσωπικού/Β5/3 του Κλάδου Β' του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας προς την ΔΑΕ-ΣΙ), από το οποίο προκύπτει ότι, παρά τη μειωμένη ακουστική του οξύτητα, η Πολεμική Αεροπορία τον επέλεξε προκειμένου να εξετάσει, εν πτήσει, υποψηφίους για πλήρωση θέσεων χειριστών της 359 ΜΑΕΔΥ. Από τα προαναφερόμενα δε στοιχεία, που προκύπτουν από τα παραπάνω έγγραφα, συνάγεται, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, μετά βεβαιότητας το συμπέρασμα, ότι αν ήθελε να παραπλανήσει αυτός τον οποιονδήποτε σχετικά με την πτητική του ικανότητα, η οποία ήταν εξαρτημένη από την ακουστική οξύτητα του αριστερού του ωτός, δεν θα ανέγραφε ως τιμές ακουστικής του οξύτητας εκείνες οι οποίες κατά το παρελθόν τον είχαν ήδη οδηγήσει σε αποχή από πτήσεις ή/και σε περαιτέρω παραπομπή στην ΑΑΥΕ, αλλά θα ανέγραφε τιμές φυσιολογικές που ήδη γνώριζε, ότι δεν θα δημιουργούσαν πρόβλημα (π.χ. τις τιμές που προέκυψαν από τις εξετάσεις της 4-3-1985). Εξ όλων των νεωτέρων αυτών στοιχείων προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, ότι η Πολεμική Αεροπορία, γνωρίζοντας τις αληθείς τιμές ακουστικής ικανότητάς του, ουδέποτε τον θεώρησε ικανό μόνο για συγκυβερνήτη μεταφορικών αεροσκαφών, αλλά λόγω υπηρεσιακών αναγκών τον θεώρησε πτητικά ικανό για μεταφορικά αεροσκάφη διπλού χειρισμού. Αφού, όμως, έτσι είχαν τα πράγματα τότε αποδεικνύεται ήδη ότι δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να προσπαθήσει να παραπλανήσει οποιονδήποτε ως προς τις τιμές της ακουστικής οξύτητάς του και ότι επομένως δεν τέλεσε την υπό του άρθρου 217 ΠΚ προβλεπόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε. Επί των ως άνω προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τον αιτούντα ως νέων αποδεικτικών στοιχείων και ισχυρισμών παρατηρούμε τα εξής: α) Τόσο από την υπ'αριθ. 467/26-9-1991 αμετάκλητη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, όσο και από την υπό κρίση αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, προκύπτει ότι ανέγραψε πράγματι ο αιτών στο επίδικο Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου τις προαναφερόμενες ψευδείς τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός. Τούτο, άλλωστε, παραδέχεται και ο ίδιος, αλλά το αποδίδει στη σπουδή του να επιστρέψει στη Σχολή (ΣΠΗΥ-ΚΗΥΕΘΑ), στην οποία παρακολουθούσε τότε μαθήματα Προγραμματιστών-Αναλυτών και στην οποία επρόκειτο κατά την ημέρα εκείνη να διενεργηθούν εξετάσεις, στις οποίες επιθυμούσε να συμμετάσχει, ενώ συγχρόνως αναφέρει ότι είχε την πλήρη πεποίθηση ότι η υπ'αυτού γενόμενη συμπλήρωση του επιδίκου Δελτίου Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου αποτελούσε μία "τυπική" διαδικασία άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Τους ως άνω ισχυρισμούς του, όμως, καθώς και τον ισχυρισμό του ότι τελούσε εν πλάνη, γιατί πίστευε ότι εδικαιούτο να αντιγράψει τις παλαιές εγγραφές βαρηκοΐας των αμέσως προηγούμενων ετών 1984, 1985 και 1986, οι οποίες εμφάνιζαν σταθερά και άνευ αποκλίσεων την υπάρχουσα κατάσταση βαρηκοΐας αντιλήψεως αριστερά, η οποία κατόπιν ρητής εγγράφου σημειώσεως της ΑΑΥΕ επέτρεπε μόνο τις πτήσεις του σε μεταφορικά αεροσκάφη ως συγκυβερνήτου, η πλάνη του δε αυτή ήταν συγγνωστή, καθόσον κατέστησε την πράξη του αυτή εγκαίρως γνωστή στους αρμοδίους ιατρούς, απέρριψε κατά πλειοψηφία (4-1) το Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την υπ'αριθ. 467/26-9-1991 απόφασή του. β) Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, εξάλλου, από τον συγκεκριμένο αιτούντα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα), δεν καταδεικνύεται η αθωότητά του, ούτε η άδικη καταδίκη του για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πράγματι διέπραξε. Ειδικότερα: 1) Από τα επισυναφθέντα στη δικογραφία δύο (2) ΔΕΛΤΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ, που αφορούν τον αιτούντα και φέρουν ημερομηνίες εκδόσεως ... και...., προκύπτουν μεν οι προαναφερόμενες τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του ωτός, αλλά σημειώνεται επιπροσθέτως σ'αυτά η ένδειξη "Ωτοσκλήρυνση (αρ). Ικανός για 6 μήνες εντός των οποίων συνιστάται η χειρουργική αποκατάσταση". Εξάλλου, από τις επί των δελτίων αυτών σημειούμενες υπ'αριθ. .... και .... γνωματεύσεις της Υγειονομικής Επιτροπής προκύπτει ότι κρίθηκε τότε ο αιτών κατάλληλος για χειριστής Α/Φ Δημ. Μεταφορών με πιστοποιητικό υγείας Α' Κατηγορίας για τα χρονικά διαστήματα από 12-1-1996 έως 11-7-1996 και από 2-9-1996 έως 11-7-1996, δηλαδή για χρονικά διαστήματα κατά πολύ μεταγενέστερα του χρόνου καταρτίσεως του υπ'αριθ. ...... πλαστού πιστοποιητικού, οπότε είχεν ήδη αποστρατευθεί ο ίδιος. και 2) Από το περιεχόμενο όλων των υπολοίπων εγγράφων που προσκομίζει και επικαλείται υπέρ των απόψεών του ο αιτών, δεν επιβεβαιώνονται οι συλλογισμοί και τα συμπεράσματά του, καθόσον ανάγεται ο χρόνος εκδόσεως των συγκεκριμένων εγγράφων σε χρόνους προγενέστερους εκείνου της καταρτίσεως του υπ'αριθ. ..... πλαστού πιστοποιητικού. Όπως προκύπτει δε από το περιεχόμενο της υπ'αριθ. .... Γνωματεύσεως της Αναθεωρητικής Υγειονομικής Επιτροπής Αεροπορίας, η οποία εκδόθηκε κατ'εφαρμογήν του ΠΔ 426/1984 και του άρθρου 3 του ΠΔ 127/1986, αντικαταστάθηκε κατά το έτος 1986 η παράγραφος 2 του Γενικού Μέρους του Παραρτήματος "Β" του ως άνω ΠΔ/τος, με την οποία ορίζονταν τα κριτήρια πτητικής καταλληλότητας του ιπταμένου προσωπικού των κατηγοριών Α', Β' και Γ' των Ενόπλων Δυνάμεων και συνεπώς δεν ταυτίζονται τα κριτήρια του έτους 1987 με εκείνα των προηγούμενων ετών. Κατ'ακολουθίαν των προεκτεθέντων σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται φανερή η αθωότητα του αιτούντος Χ1, τέως Αντισμηνάρχου, για τα αδικήματα της κατάρτισης και χρήσης πλαστού πιστοποιητικού, για τα οποία καταδικάσθηκε αυτός αμετακλήτως με την προαναφερθείσα υπ'αριθ. 467/26-9-1991 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, και πρέπει, κατόπιν τούτου, να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, να επιβληθούν δε σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 του ΚΠΔ, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 55 § 1 του Ν. 3160/2003, σε συνδυασμό προς την υπ'αριθ. 58553/2006 κοινή απόφαση Υπουργών Οικονομίας & Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 776/28-6-2006, τεύχος Β'. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 15-5-2006 αίτηση του Χ1, περί επαναλήψεως προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 467/26-9-1991 αμετάκλητη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. και Β) Να επιβληθούν στον ως άνω αιτούντα Χ1 τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 27 Μαρτίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις συμπληρωματικές, ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγον επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές, που την εξέδωσαν, εφ' όσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ' έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την 467/1991 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (με την οποία ο αιτών καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο μηνών για κατάρτιση και χρήση πλαστού πιστοποιητικού (άρθρο 217 περιπτώσεις α' και β' του Ποινικού Κώδικα), στηριζόμενη (η αίτηση) σε νέα γεγονότα και αποδείξεις, που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος, από τα οποία, κατά το περιεχόμενο της αιτήσεως, καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (σε συμβούλιο), κατά τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και πρέπει να εξεταστεί και κατ' ουσίαν. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο Χ1 καταδικάστηκε, με την 467/26.9.1991 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η οποία κατέστη στη συνέχεια αμετάκλητη, αφού απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η ασκηθείσα εκ μέρους του ίδιου αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, με την 1028/1993 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών για κατάρτιση και χρήση πλαστού πιστοποιητικού, τις οποίες τέλεσε στο στρατόπεδο του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας (ΓΝΑ) και οι οποίες συνίστανται στο ότι Α) Ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή επισμηναγός και υπηρετούσε στη ΔΑΕ, στο στρατόπεδο του 251 ΓΝΑ, κατάρτισε πλαστό πιστοποιητικό με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και την κοινωνική του πρόοδο, δηλαδή ενώ προσήλθε στο Κέντρο Αεροπορικής Ιατρικής (Κ.Α.Ι.) για περιοδική υγειονομική εξέταση, προκειμένου να κριθεί η πτητική του ικανότητα, ενόψει του προβλήματος βαρηκοΐας που είχε στο αριστερό του αφτί, όταν μετέβη στο Ωτορινολαρυγγολογικό Τμήμα, για να διαγνωσθεί και αξιολογηθεί η ακουστική του οξύτητα, που ήταν απαραίτητη για την ανανέωση του πτυχίου του ως χειριστή αεροσκαφών, εκμεταλλευόμενος την απουσία από το ιατρείο του αρμόδιου ιατρού αντισμηνάρχου (ΥΙ) Γ1, ανέγραψε ιδιοχείρως στο με αριθμό ...... Δελτίου Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που έφερε μαζί του και αφορούσε την Πολεμική Αεροπορία, ψευδή διάγνωση και ανακριβείς τιμές μετρήσεως της ακουστικής του οξύτητα και συγκεκριμένα, στη μεν στήλη του δελτίου ..., με την ένδειξη "ΑΚΟΗ", ενέγραψε τη διάγνωση "Κ/Φ" (κατά φύση), στη δε παρακείμενη στήλη ... με την ένδειξη "ΑΚΟΥΟΜΕΤΡΗΣΗ", ανέγραψε τις τιμές ακουστικής οξύτητας 250/35, 500/35, 1000/40, 2000/40, 3000/40, 4000/40, 6000/35, 8000/35, οι οποίες ήσαν εντός των φυσιολογικών ορίων, αντί εκείνων που διαπιστώθηκαν ύστερα από εξέτασή του, που έγινε την ίδια ημέρα, πραγματικών τιμών, ακουστικής οξύτητας 250/75, 500/75, 1000/80, 2000/75, 3000/70, 4000/65, 8000/65 και αφού έθεσε στην οικεία θέση, κατ' απομίμηση, την υπογραφή του ιατρού αντισμηνάρχου Γ1 και κάτω από αυτή τη σφραγίδα του τελευταίου, την οποία βρήκε σε κάποιο συρτάρι του γραφείου του, προσκόμισε στη συνέχεια το πλαστό αυτό έγγραφο, ως προς τη διάγνωση του Ωτορινολαρυγγολογικού Τμήματος, στον Διοικητή του Κέντρου Αεροπορικής Ιατρικής σμήναρχο (ΥΙ) Γ2, με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και επαγγελματική του πρόοδο, συνισταμένη στην κρίση ότι είναι ικανός ως ιπτάμενος χωρίς περιορισμούς, γεγονός, που, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 13 του ν. 1400/73, ήταν αναγκαίο για την προαγωγή του σε βαθμούς ανώτερους του σμηνάρχου, ενώ γνώριζε ότι είχε κριθεί από προηγούμενη υγειονομική εξέταση ακατάλληλος για κυβερνήτης πολεμικών αεροσκαφών, επειδή έπασχε από βαρηκοΐα αντιλήψεως αριστερά και είχε μειωμένη πτητική ικανότητα και Β) με την αυτή ιδιότητά του, στον ίδιο τόπο και χρόνο, κατάρτισε πλαστό πιστοποιητικό, με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και την κοινωνική του πρόοδο, δηλαδή ενώ προσήλθε στο Κέντρο Αεροπορικής Ιατρικής (Κ.Α.Ι.) για περιοδική υγειονομική εξέταση, προκειμένου να κριθεί η πτητική του ικανότητα, ενόψει του προβλήματος βαρηκοΐας που είχε στο αριστερό του αυτί, όταν μετέβη στο Ωτορινολαρυγγολογικό Τμήμα, για να διαγνωσθεί και αξιολογηθεί η ακουστική του οξύτητα, που ήταν απαραίτητη για την ανανέωση του πτυχίου του ως χειριστή αεροσκαφών, εκμεταλλευόμενος την απουσία από το ιατρείο του αρμόδιου ιατρού αντισμηνάρχου (ΥΙ) Γ1, ανέγραψε ιδιοχείρως, στο με αριθμό ....... Δελτίου Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που έφερε μαζί του και αφορούσε την Πολιτική Αεροπορία, ψευδή διάγνωση και ανακριβείς τιμές μετρήσεως της ακουστικής του οξύτητας και συγκεκριμένα στη μεν στήλη του δελτίου ..., με την ένδειξη "ΑΚΟΗ", ενέγραψε τη διάγνωση "Κ/Φ" (κατά φύση), στη δε παρακείμενη στήλη ..., με την ένδειξη "ΑΚΟΥΟΜΕΤΡΗΣΗ", ανέγραψε τις τιμές ακουστικής οξύτητας 250/35, 500/35, 1000/40, 2000/40, 3000/40, 4000/40, 6000/35, 8000/35, οι οποίες ήσαν εντός των φυσιολογικών ορίων, αντί εκείνων που διαπιστώθηκαν ύστερα από εξέτασή του, που έγινε την ίδια ημέρα, πραγματικών τιμών ακουστικής οξύτητας 250/75, 500/75, 1000/80, 2000/75, 3000/70, 4000/65, 8000/65 και, αφού έθεσε στην οικεία θέση, κατ' απομίμηση την υπογραφή του ιατρού αντισμηνάρχου Γ1 και κάτω από αυτή τη σφραγίδα του τελευταίου, την οποία βρήκε σε κάποιο συρτάρι του γραφείου του, προσκόμισε στη συνέχεια το πλαστό αυτό έγγραφο στον Διοικητή του Κέντρου Αεροπορικής Ιατρικής σμήναρχο (ΥΙ) Γ2, με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση και επαγγελματική του πρόοδο, συνισταμένη στην κρίση ότι είναι ικανός ως ιπτάμενος χωρίς περιορισμούς, αν και γνώριζε ότι οι αναγραφείσες τιμές ακουστικής οξύτητας δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές, επειδή έπασχε από βαρηκοΐα αντιλήψεως αριστερά και είχε μειωμένη πτητική ικανότητα. Ήδη, ο αιτών προσκομίζει και επικαλείται, προς υποστήριξη της αιτήσεώς του, αναφορικά με την πλαστογραφία πιστοποιητικού σε σχέση με την Πολιτική Αεροπορία, ως νέα αποδεικτικά στοιχεία, άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν, από τα οποία αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του η αθωότητά του, τα από .... και ..... Δελτία Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, τα οποία ανεύρε τυχαίως πρόσφατα μεταξύ τω ν εγγράφων που διατηρεί και από τα οποία αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι, κατά τις αντίστοιχες παραπάνω ημερομηνίες, κατόπιν εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε, διαπιστώθηκαν ως τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αυτιού οι ακόλουθες: Ημερομηνία 12.1.1996, 80, 90, 80, 70, 60, 55, 60, 65. Ημερομηνία 2.9.1996: 80, 80, 80, 70, 60, 55, 60, 65. Με βάση δε τις μετρήσεις αυτές, με τις ..... και .... αντιστοίχως αποφάσεις της Υγειονομικής Επιτροπής, κρίθηκε κατάλληλος για χειριστής αεροσκαφών Δημ. Μεταφορών, με πιστοποιητικό υγείας Α' κατηγορίας, αφού οι συγκεκριμένες μετρήσεις δεν επηρέαζαν καθόλου την ικανότητά του για ιπτάμενο της Πολιτικής Αεροπορίας. Από την παραβολή, εξ άλλου, των τιμών ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αφτιού, που διαπιστώθηκαν στις 12 Ιανουαρίου 1996 και 2 Σεπτεμβρίου 1996, αφ' ενός και εκείνων που φέρονται ότι δηλώθηκαν στις 12 Ιουνίου 1987 ψευδώς από τον αιτούντα, αφ' ετέρου, συνάγεται, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι, και αν ακόμη είχαν καταχωριστεί στο φερόμενο ως πλαστογραφηθέν από τον ίδιο με σκοπό παραπλανήσεως άλλου, με αριθμό ...... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που αφορούσε στην Πολιτική Αεροπορία, οι πραγματικές τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αφτιού, δεν θα επηρεαζόταν καθόλου η ικανότητά του ως ιπταμένου της Πολιτικής Αεροπορίας και, επομένως, δεν είχε αυτός ως σκοπό, με την παραπλάνηση άλλου, να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική του πρόοδο. Επίσης, επικαλείται ο ίδιος, αναφορικά με την πλαστογραφία πιστοποιητικού σε σχέση με την Πολεμική Αεροπορία, ως νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον δίκασαν, αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, η αθωότητά του, τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία ανεύρε τυχαίως πρόσφατα μεταξύ των εγγράφων που διατηρεί: 1) Το .... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 2) το .... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 3) το .... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 4) το .... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 5) το .... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 6) το ... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 7) το .... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 8) το ..... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, 9) το από .... ακοομετρικό διάγραμμα, 10) την από ... με αριθμό .. Γνωμάτευση της Αναθεωρητικής Υγειονομικής Επιτροπής Αεροπορίας, η οποία εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Π.Δ. 426/1984 και του άρθρου 3 του Π.Δ. 127/1986 και διά της οποίας, παρά την ελαττωμένη ακουστική οξύτητα του αριστερού του αφτιού, κρίθηκε ικανός για πτήσεις με περιορισμούς και όχι ανίκανος. Μάλιστα στην ανωτέρω Επιτροπή, η οποία, ανεξαρτήτως των τιμών ακουστικής οξύτητας που διαπίστωσε, αναγνώρισε την πτητική του ικανότητα, μετείχε ως μέλος και ο ως άνω Διοικητής του Κέντρου Αεροπορικής Ιατρικής, σμήναρχος - ιατρός Γ2, ο οποίος εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο που καταδίκασε τον αιτούντα. 11) Το ...... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, με το οποίο, για πολλοστή φορά, κρίθηκε ικανός για χειριστής Α' της Πολιτικής Αεροπορίας, 12) το ......Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, με το οποίο, για πολλοστή φορά, κρίθηκε ικανός για χειριστής Α' της Πολιτικής Αεροπορίας, 13) το από ..... έγγραφο της Αερολέσχης Αθηνών, στην οποία τον είχε παραχωρήσει παράλληλα η Πολεμική Αεροπορία, 14) το από ..... έγγραφό της, στο οποίο βεβαιώνεται ότι διεξήλθε επιτυχώς τις δοκιμασίες πτήσεως του ελβετικού αεροσκάφους PC-9, τις οποίες διεξήγαγε κατ' εντολή της Πολεμικής Αεροπορίας και προκειμένου να αξιολογηθεί η καταλληλότητα του αεροσκάφους για τις ανάγκες της, 15) το με αριθμό ....... εμπιστευτικό έγγραφο της Διευθύνσεως Εκπαιδεύσεως Αέρος της Διοικήσεως Αεροπορικής Εκπαιδεύσεως προς την ΣΙ (7) και 16) το με αριθμό ..... εμπιστευτικό έγγραφο της Διευθύνσεως Πολιτικού Προσωπικού Β5/3 του Κλάδου Β του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας προς την ΔΑΕ - ΣΙ. Από τα έγγραφα αυτά, προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι οι τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αφτιού, που είχαν μετρηθεί και πιστοποιηθεί στην Υπηρεσία του, ήταν όλες εκτός φυσιολογικών ορίων, χωρίς τούτο να εμποδίσει την Υπηρεσία του να τον θεωρεί διαρκώς ικανό για πτήσεις. Ειδικότερα, από το....... Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων, προκύπτει ότι οι μετρηθείσες τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αφτιού ήταν, κατά σειρά, 40, 45, 55, 55, 40, 40 και 35, κινούνταν δηλαδή όλες εκτός από τα φυσιολογικά όρια. Εν τούτοις, ο αιτών κρίθηκε ικανός για ιπτάμενος, χωρίς κανένα περιορισμό, όπως τούτο προκύπτει από το συγκεκριμένο Δελτίο. Με τις ίδιες επίσης τιμές ακουστικής οξύτητας, κρίθηκε ικανός για ιπτάμενος, χωρίς κανένα περιορισμό, στις 4 Μαρτίου 1985, όπως τούτο προκύπτει από το δεύτερο από τα προαναφερόμενα Δελτία Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένων. Οι παραπάνω τιμές δεν οδήγησαν ποτέ την Υπηρεσία του να τον θεωρήσει ικανό για χειριστή Β' κατηγορίας, όπως και το λοιπό ιπτάμενο προσωπικό, όπως τούτο προκύπτει από το αναφερόμενο παραπάνω με αριθμό ...... εμπιστευτικό έγγραφο της Διευθύνσεως Εκπαιδεύσεως Αέρος της Διοικήσεως Αεροπορικής Εκπαιδεύσεως προς την ΣΙ (7), με το οποίο, παρά τη μειωμένη ακουστική του οξύτητα, αναβαθμίστηκε το πτυχίο του ως εκπαιδευτή πτήσεων στη Σχολή Ικάρων από την κατηγορία "Γ" στην κατηγορία "Β", καθώς και από το αναφερόμενο παραπάνω με αριθμό ....... εμπιστευτικό έγγραφο της Διευθύνσεως Πολιτικού Προσωπικού Β5/3 του Κλάδου Β του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας προς την ΔΑΕ - ΣΙ, από το οποίο προκύπτει ότι, παρά τη μειωμένη ακουστική του οξύτητα, η Πολεμική Αεροπορία τον επέλεξε, προκειμένου να εξετάσει εν πτήσει υποψηφίους για πλήρωση θέσεων χειριστών της 359 ΜΑΕΔΥ. Από τα προαναφερόμενα δε στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από τα πιο πάνω έγγραφα, συνάγεται, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται ο αιτών, με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι, εάν αυτός ήθελε να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε σχετικά με την πτητική του ικανότητα, η οποία εξαρτιόταν από την ακουστική οξύτητα του αριστερού του αφτιού, δεν θα ανέγραφε ως τιμές ακουστικής του οξύτητας εκείνες, οι οποίες στο παρελθόν τον είχαν ήδη οδηγήσει σε αποχή από πτήσεις, αλλά θα ανέγραφε τιμές φυσιολογικές, που ήδη γνώριζε ότι δεν θα δημιουργούσαν πρόβλημα. Από όλα τα νεότερα αυτά στοιχεία, προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς, πάντοτε, του αιτούντος, ότι η Πολεμική Αεροπορία, γνωρίζοντας τις πραγματικές τιμές της ακουστικής ικανότητάς του, ουδέποτε τον θεώρησε ικανό μόνο για συγκυβερνήτη μεταφορικών αεροσκαφών, αλλά, λόγω υπηρεσιακών αναγκών, τον θεώρησε πτητικά ικανό για μεταφορικά αεροσκάφη διπλού χειρισμού. Αφού όμως έτσι είχαν τα πράγματα, τότε αποδεικνύεται, κατά τον αιτούντα, ότι δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να προσπαθήσει να παραπλανήσει οποιονδήποτε ως προς τις τιμές ακουστικής οξύτητάς του και ότι, επομένως, δεν τέλεσε τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε. Όμως, κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, τόσο από την 467/26.9.1991 αμετάκλητη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου όσο και από την κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, προκύπτει ότι ο αιτών πράγματι ανέγραψε στο αναφερόμενο επίδικο Δελτίο Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου τις προαναφερόμενες αναληθείς τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αφτιού, γεγονός που παραδέχεται και ο ίδιος, αποδίδοντάς το στη βιασύνη του να επιστρέψει στη Σχολή (ΣΠΗΥ - ΚΗΥΕΘΑ), στην οποία παρακολουθούσε τότε μαθήματα Προγραμματιστών - Αναλυτών και στην οποία επρόκειτο, κατά την ημέρα εκείνη, να διενεργηθούν εξετάσεις, στις οποίες επιθυμούσε να συμμετάσχει. Συγχρόνως αναφέρει ότι είχε την πλήρη πεποίθηση ότι η συμπλήρωση του επίδικου Δελτίου Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που έγινε απ' αυτόν, αποτελούσε μία τυπική διαδικασία, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, όμως, καθώς και τον ισχυρισμό του ότι τελούσε σε πλάνη, διότι πίστευε ότι δικαιούταν να αντιγράψει τις παλιές εγγραφές βαρηκοΐας, των αμέσως προηγούμενων ετών 1984, 1985 και 1986, που εμφάνιζαν την υπάρχουσα κατάσταση βαρηκοΐας αντιλήψεως αριστερά σταθερή και χωρίς αποκλίσεις και η οποία (κατάσταση), ύστερα από ρητή έγγραφη σημείωση της ΑΑΥΕ, επέτρεπε μόνο τις πτήσεις του σε μεταφορικά αεροσκάφη ως συγκυβερνήτη και ότι η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή, διότι κατέστησε τις πράξεις του αυτές εγκαίρως γνωστές στους αρμόδιους γιατρούς, απέρριψε κατά πλειοψηφία (4 - 1) το Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την παραπάνω απόφασή του. Περαιτέρω, από τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτών και επικαλείται ως νέα στοιχεία, δεν καταδεικνύεται η αθωότητά του ούτε η άδικη καταδίκη του για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι αυτός διέπραξε. Ειδικότερα, από τα επισυναφθέντα στη δικογραφία δύο Δελτία Υγειονομικής Εξετάσεως Ιπταμένου, που αφορούν στον αιτούντα και φέρουν ημερομηνίες εκδόσεως .. και ..., προκύπτουν μεν οι αναφερόμενες τιμές ακουστικής οξύτητας του αριστερού του αφτιού, αλλά σημειώνεται επί πλέον σ' αυτά η ένδειξη "Ωτοσκλήρυνση (αρ.). Ικανός για 6 μήνες εντός των οποίων συνιστάται η χειρουργική αποκατάσταση". Εξ άλλου, από τις .... και ..... γνωματεύσεις της Υγειονομικής Επιτροπής, που είναι σημειωμένες πάνω στα ως άνω δελτία, προκύπτει ότι ο αιτών κρίθηκε τότε κατάλληλος για χειριστής αεροσκαφών μεταφορών, με πιστοποιητικό υγείας Α' κατηγορίας, για τα χρονικά διαστήματα από 12.1.1996 μέχρι 11.7.1996 και από 2.9.1996 έως 11.7.1997, δηλαδή για χρονικά διαστήματα, κατά πολύ μεταγενέστερα από τον χρόνο καταρτίσεως του με αριθμό ..... πλαστού πιστοποιητικού, οπότε είχε ήδη αποστρατευθεί ο ίδιος. Τέλος, από το περιεχόμενο όλων των υπόλοιπων εγγράφων, τα οποία προσκομίζει ο αιτών και επικαλείται υπέρ των απόψεών του, δεν επιβεβαιώνονται οι συλλογισμοί και τα συμπεράσματά του, διότι ο χρόνος εκδόσεως των συγκεκριμένων εγγράφων ανάγεται σε χρόνους προγενέστερους από εκείνο, κατά τον οποίο καταρτίστηκε το παραπάνω πλαστό πιστοποιητικό. Όπως προκύπτει δε από το περιεχόμενο της 7/2.6.1986 Γνωματεύσεως της Αναθεωρητικής Υγειονομικής Επιτροπής Αεροπορίας, η οποία εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Π.Δ. 426/1984 και του άρθρου 3 του Π.Δ. 127/1986, αντικαταστάθηκε, κατά το έτος 1986, η παράγραφος 2 του Γενικού Μέρους του Παραρτήματος "Β" του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος, με την οποία ορίζονταν τα κριτήρια πτητικής καταλληλότητας του ιπτάμενου προσωπικού των κατηγοριών Α', Β' και Γ' των Ενόπλων Δυνάμεων και, συνεπώς, δεν ταυτίζονται τα κριτήρια του έτους 1987 με εκείνα των προηγούμενων ετών. Επειδή, κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, οι επικαλούμενες από τον αιτούντα νέες αποδείξεις, ήτοι τα παραπάνω μνημονευόμενα ένα προς ένα επίσημα έγγραφα, που προσκομίζει ο αιτών και επικαλείται στην αίτηση, τόσο από μόνες τους όσο και σε συνδυασμό προς τις ενώπιον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου προσκομισθείσες, με βάση τις οποίες τούτο έκρινε, ότι ο αιτών τέλεσε τις προαναφερόμενες παραπάνω πράξεις, δεν καθιστούν φανερό σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεως αυτών, για τις οποίες καταδικάσθηκε αμετακλήτως και επομένως η κρινόμενη αίτησή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15.5.2006 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την 467/26.9.1991 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου . Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας. Έννοια νέων γεγονότων και νέων αποδείξεων. Απορρίπτεται η αίτηση της επαναλήψεως της διαδικασίας, διότι δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των εγκλημάτων της καταρτίσεως και χρήσεως πλαστού πιστοποιητικού για τα οποία καταδικάστηκε αυτός αμετακλήτως με την 467/1991 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας, Δικαστήριο Αναθεωρητικό.
0
Αριθμός 1255/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Τύπα, περί αναιρέσεως της 16640/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 13 Σεπτεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 788/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του Νόμου 969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ ορίζεται ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση", που συναντάται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο στην ανωτέρω διάταξη, χρησιμοποιείται με τη γνωστή έννοια της αποφάσεως, που δεν μπορεί να προσβληθεί από τα τακτικά ένδικα μέσα που προβλέπονται από τον νόμο, και ως τέτοιο ένδικο μέσο προβλέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει λόγους αναιρέσεως που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται δε η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος., ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, δικαιούται αυτός να ασκήσει το τακτικό ένδικο μέσο (της έφεσης) ανεξαρτήτως "λόγου", για να αποκατασταθεί η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Περαιτέρω, έχει επικρατήσει από μακρού στην ελληνική νομική ορολογία να χαρακτηρίζονται ως "ανέκκλητες" οι αποφάσεις που, από την έκδοσή τους, δεν υπόκεινται σε έφεση, οι εν λόγω δε αποφάσεις θεωρούνται ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία έννοια τελεσίδικων αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στην έννοια του όρου "τελεσίδικη απόφαση" του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων, που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 Κ.Π.Δ., δηλαδή όχι μόνο οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις εκείνες οι οποίες, όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση. Τη λύση αυτή επιβάλλει όχι μόνον η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 473 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά και η ανάγκη στην οποία στοχεύει, κατά τα προαναφερόμενα, η οποία συντρέχει τόσο για τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσο και στις αποφάσεις που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως, Επομένως η προθεσμία, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ. 1α' και 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, αρχίζει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο (ΟλΑΠ. 6/2002). Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 32 ΚΠΔ ορίζεται ότι "καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμία διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας" και στην παράγραφο 4 "ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικαστηρίου ή του ανακριτή". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Πριν από κάθε απόφαση δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, πρέπει να ακούγεται ο εισαγγελέας, ο οποίος υποβάλλει πάντοτε σχετική πρόταση. Έτσι, εάν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρότεινε την απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης και το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου καταλήγει στην κρίση ότι η αναίρεση είναι παραδεκτή, απέχει τούτο να αποφασίσει μέχρι να προτείνει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επί της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Μαριάννα Τύπα. Η ποινή που του επιβλήθηκε με την Α.Μ. 16.640/2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δηλαδή της φυλακίσεως των δύο (2) μηνών είναι ανέκκλητη. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2005, χωρίς να έχει καταχωριστεί, καθαρογραφημένη, στο ως άνω τηρούμενο από τη γραμματεία του ποινικού Δικαστηρίου, βιβλίο, η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 11 Απριλίου 2007. Επομένως, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, στη μείζονα σκέψη, αφού η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως απόφαση, ως ανέκκλητη, περιλαμβάνεται στις τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις, που καταχωρίζονται στο ειδικό βιβλίο, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από την καταχώριση της αποφάσεως στο ως άνω βιβλίο. Κατά συνέπεια, η άσκηση της αναιρέσεως έγινε εμπρόθεσμα και, ως τέτοια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, πλην όμως το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου δεν υπεισέρχεται στην περαιτέρω ουσιαστική έρευνα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πρόταση του Εισαγγελέα αυτού του Δικαστηρίου επί της ουσίας, αφού προτείνεται από τον τελευταίο μόνο το απαράδεκτο της αναιρέσεως, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., λόγω του εκπροθέσμου. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ, τυπικά την αίτηση του χ1 για αναίρεση της 16.640/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. ΑΠΕΧΕΙ να αποφασίσει επί της ουσίας της υπόθεσης, προς το σκοπό της υποβολής από τον παραπάνω Εισαγγελέα σχετικής πρότασης, Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια τελεσίδικης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ. Οι ανέκκλητες αποφάσεις θεωρούνται ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία έννοια τελεσίδικων αποφάσεων. Στην έννοια του όρου «τελεσίδικη απόφαση» περιλαμβάνονται αμφότερες οι κατηγορίες αποφάσεων, που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, ήτοι όχι μόνον οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και εκείνες που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση. Η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά ανέκκλητης αποφάσεως αρχίζει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 ΚΠΔ, ήτοι από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο. Εάν ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου πρότεινε την απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης και το Δικαστήριο ή το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου καταλήγει στην κρίση ότι η αναίρεση είναι παραδεκτή, απέχει τούτο να αποφασίσει μέχρι να προτείνει ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου επί της ουσίας.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αποχή αποφάσεως, Απόφαση ανέκκλητη.
0
Αριθμός 1251/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Καρπέτα, περί αναιρέσεως της 22137/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.56.2007 αίτησή της αναιρέσεως και στο από 15.10.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1171/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, και να κηρυχθεί αθώα η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1997, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγομένους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς Κοινωνικής ή Πολιτικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων με σκοπό απόδοσης στους, κατά την παρ. 1, οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του Νόμου 3346/2005, που ισχύει από τις 17 Ιουνίου 2005, σύμφωνα με το οποίο "για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατούμενων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ". Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, με τον νεότερο Νόμο, 3346/2005, η μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) μέχρι του συνολικού ποσού των 2.000 ευρώ δεν είναι πλέον αξιόποινη πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την 22.137/29.3.2007 απόφασή του, καταδίκασε την αναιρεσείουσα για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, ήτοι για το ότι στα .... στις 31.7.2001, ενώ ασκεί το επάγγελμα της επιχείρησης καφετέριας και διατηρεί κατάστημα στο όνομά της στην οδό ... και ...., ......, κατά το χρονικό διάστημα από 7/99 ως 12/99 κατά το οποίο είχε νόμιμη υποχρέωση καταβολής μέσα στο πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα, των βαρυνουσών αυτή την ίδια μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) προς το Ταμείο Ασφάλισης Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος, υπαγόμενο στο Υπουργείο Εργασίας και ήδη Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών, δεν κατέβαλε αυτές (εισφορές) μέσα σε ένα μήνα, από τότε που έγιναν απαιτητές και που ανέρχονται, κατά το προαναφερθέν διάστημα στο ποσό των 717,63 €". Όμως το Δικαστήριο, με το να μη εφαρμόσει την τελευταία ως άνω διάταξη του άρθρου 33 του Νόμου 3346/2005, η οποία είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση, διότι περιέχει ευμενέστερες για την κατηγορουμένη ρυθμίσεις, αφού η πράξη της χαρακτηρίζεται πλέον ως μη αξιόποινη, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει, κατ' εφαρμογή της ευμενέστερης αυτής διατάξεως να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον βάσιμο λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να κηρυχθεί η αναιρεσείουσα αθώα της αποδιδόμενης σ' αυτήν πράξεως (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 22.137/29.3.2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο. Κηρύσσει την κατηγορουμένη αθώα του, ότι στα...... Αττικής στις 31.7.2001, ενώ ασκεί το επάγγελμα της επιχείρησης καφετέριας και διατηρεί κατάστημα στο όνομά της στην οδό .... και ...., ......, κατά το χρονικό διάστημα από 7/99 ως 12/99, κατά το οποίο είχε νόμιμο υποχρέωση καταβολής, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα, των βαρυνουσών αυτή την ίδια μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) προς το Ταμείο Ασφάλισης Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος, υπαγόμενο στο Υπουργείο Εργασίας και ήδη Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών, δεν κατέβαλε αυτές (εισφορές) μέσα σε ένα μήνα, από τότε που έγιναν απαιτητές και που ανέρχονται, κατά το προαναφερθέν διάστημα, στο ποσό των 717,63 €". Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπέρβαση εξουσίας, διότι η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο μηνών για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/67, συνισταμένη στη μη καταβολή της προς το ΤΕΒΕ οφειλής της, ανερχομένης στο ποσό των 717,63€, ενώ με το άρθρο 33 του Ν. 3346/2005, η πράξη τιμωρείται εάν οι παρακρατούμενες εισφορές υπερβαίνουν το ποσό των 2.000€. Αναιρείται η προσβαλλομένη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας και κηρύσσεται η αναιρεσείουσα αθώα.
Υπέρβαση εξουσίας
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Υπέρβαση εξουσίας.
0
Αριθμός 1250/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Παπάντζο, περί αναιρέσεως της 1169/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 560/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., όπως η πρώτη παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3160/2003 το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, τον χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ.ΑΠ 6/94 και 4/95). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως άγνωστης διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, από την οποία ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της, στην έννοια όμως της οποίας (ανώτερης βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση εκ μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι, στην περίπτωση αυτή, ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεως του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1169/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 51.660/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί για παράβαση του Α.Ν. 86/1967, σε συνολική ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, που μετατράπηκε προς 1500 δραχμές ημερησίως και σε χρηματική ποινή 300.000 δραχμών. Από την σχετική, υπ' αριθ. 2401/11-10-2006, έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου του λόγου της αναιρέσεως, ο εκκαλών, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως του, εκθέτει επί λέξει τα ακόλουθα: "Ασκώ σήμερα την έφεσή μου κατά της ως άνω αποφάσεως, καθ' ότι για πρώτη φορά πληροφορήθηκα για την απόφαση προχθές, την 9ην Οκτωβρίου 2006 από το Αστυνομικό Τμήμα Τούμπας Θεσ/νίκης. Κλητεύθηκα να δικαστώ και επεδόθη η απόφαση ως αγνώστου διαμονής, ενώ τυγχάνω γνωστής τοιαύτης, διαμένω συνεχώς από την 1.9.1985 μέχρι την 30.6.06 ενταύθα και στην οδό ... αρ. ...., όπου εργαζόμουν στην πολυκατοικία από την 1.9.85 ως θυρωρός μέχρι και την συνταξιοδότηση μου 30.6.06. Θέλω δε αποδείξει ότι ετύγχανον γνωστής διαμονής, δια παντός νομίμου αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π)". Προέβαλε, δηλαδή, με την έφεση ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και όχι λόγους ανώτερης βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής. Όπως, όμως, προκύπτει από το με ημερομηνία ..... αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ......., η επίδοση της 51.660/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε ερήμην του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, έγινε στον υπάλληλο του Δήμου Θεσσαλονίκης ......, που είχε σχετική εντολή από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Στο αποδεικτικό επιδόσεως, το όργανο που ενήργησε την επίδοση βεβαιώνει, ότι ο κατηγορούμενος δεν βρέθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία του, στην οδό ..... αριθ. ..... και ήταν άγνωστης διαμονής και ότι, ύστερα από έρευνα, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει στην παραπάνω κατοικία ή αλλού πρόσωπο σχετικό από τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ. Η επίδοση αυτή υπήρξε σύννομη και η προθεσμία της εφέσεως άρχισε από αυτήν. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλει ακυρότητα της επιδόσεως - και όχι ανώτερη βία - και αναιτιολόγητη απόρριψη της εφέσεως, ως απαράδεκτης (λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως), γιατί η κατοικία του επί της οδού...... στη .... ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, η οποία, από τα έγγραφα που υπήρχαν στη δικογραφία, μπορούσε να πληροφορηθεί τη διεύθυνση της κατοικίας του και ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του, τόσο την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος - μητέρας του ενώπιον του, ούτε τα έγγραφα τα οποία εκείνος προσκόμισε. Από το αποδεικτικό επιδόσεως, το οποίο έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρο 162 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ (και τέτοια προσβολή δεν έγινε), προκύπτει ότι το όργανο που ενήργησε την επίδοση, βεβαίωσε το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου και την ανυπαρξία συγγενών του άρθρου 156 ΚΠΔ. Περαιτέρω η απόφαση στην αιτιολογία της αναφέρει τόσο τη χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης 51660/2000 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ως άγνωστης διαμονής, στην τελευταία γνωστή κατοικία του, το όργανο που ενήργησε την επίδοση και τον χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, (11-10-2006), δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεως της. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από την εκτίμηση της ενόρκου εξέτασης της μάρτυρος και των δημοσίως αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο επιδόθηκε αντίγραφο της υπ' αρ. 51660/2000 καταδικαστικής αποφάσεως του ενταύθα Μονομελούς Πλημμελειοδικείου την ... (βλ. το συνημμένο στη δικογραφία αποδεικτικό επιδόσεως κατηγορουμένου αγνώστου διαμονής του δικαστικού επιμελητή στην ενταύθα Εισαγγελία Πρωτοδικών .......), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλαδή ως αγνώστου διαμονής, επειδή δεν ανευρέθη κατά την ως άνω ημερομηνία επί της ενταύθα οδού......, την οποία είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας του. Στην αυτή ως άνω διεύθυνση, όπου ήτο η έδρα της επιχειρήσεως του κέντρου διασκεδάσεως ".....", που εκμεταλλευόταν (βλ. 3ο φύλλο της υπ' αριθμ. 1848/1999 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που αναγνώσθηκε), ο κατηγορούμενος αναζητήθηκε από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα και δεν ανευρέθη για να επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα, καθόσον διαπιστώθηκε ότι τυγχάνει άγνωστος στην ανωτέρω διεύθυνση (βλ. την από..... βεβαίωση της δικ. επιμελήτριας της Εισαγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης ......) και για το λόγο αυτό στην πρωτόδικη δίκη κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής (βλ. το από .... αποδεικτικό επίδοσης που έχει επισυναφθεί στη δικογραφία). Η ανωτέρω διεύθυνση ήταν η τελευταία γνωστή κατοικία του κατηγορουμένου στην Εισαγγελική Αρχή (Εισαγγελία Πλημ/κών Θεσ/νίκης) που παρήγγειλε την επίδοση. Έτσι, όταν εκδόθηκε η προαναφερομένη καταδικαστική απόφαση, ο εκκαλών - κατηγορούμενος αναζητήθηκε στην τελευταία γνωστή στην παραγγέλλουσα την επίδοση Εισαγγελική Αρχή (επαγγελματική) κατοικία του, ήτοι στην οδό ... αριθμ. ...., όπου δεν ανευρέθη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι πράγματι ο εκκαλών -κατηγορούμενος είχε την επαγγελματική του δραστηριότητα στην ως άνω οδό μέχρι του έτους 1986, οπότε ανέλαβε εργασία ως θυρωρός, επί της οικοδομής, που βρίσκεται στην ενταύθα οδό ... αριθμ. ...., όπου και κατοικούσε μέχρι την συνταξιοδότησή του, στις 30.6.2006, όπως από την εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρα - μητέρα του κατατέθηκε, η κατάθεση της οποίας επιβεβαιώνεται και από το σύνολο των προσκομισθέντων από τον κατηγορούμενο εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Όμως, το γεγονός αυτό (ήτοι της μετεγκαταστάσεώς του επί της οδού .... αριθμ. ...) δεν ήταν γνωστό στην Εισαγ. Πλημ/κών Θεσ/νίκης, όταν παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε ο εκκαλών κατηγορούμενος φρόντισε ώστε να το γνωστοποιήσει στην εν λόγω αρχή, μολονότι γνώριζε ότι είχε αλλάξει όχι μόνο διεύθυνση κατοικίας, αλλά και αντικείμενο εργασίας, απασχολούμενος πλέον ως μισθωτός με σύμβαση εξηρτημενης εργασίας και όχι ως εργοδότης, επιδεικνύοντας αμέλεια και έναντι του αντίστοιχου ασφαλιστικού φορέα (ΙΚΑ), όπως η ως άνω μάρτυς κατέθεσε. Επομένως, η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, που έγινε στις 20.7.2001, είναι έγκυρη και από την επομένη ημέρα άρχισε να τρέχει η προθεσμία των 30 ημερών για την άσκηση της εφέσεως, που συμπληρώθηκε την 20.8.2001. Κατόπιν τούτων, η ένδικη έφεση, που ασκήθηκε στις 11.10.2006, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής". Η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως του Δικαστηρίου, που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι η απαιτουμένη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, αναφέρεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως άγνωστης διαμονής και διαλαμβάνει τον χρόνο της επιδόσεως, το αποδεικτικό από το οποίο αυτή προκύπτει και τον χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, αναφέρεται δε και στα έγγραφα της δικογραφίας και σε εκείνα που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο εκκαλών και στην κατάθεση της μάρτυρος του εκκαλούντος, τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της παραπάνω κρίσεως του. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Απαράδεκτος, εξάλλου, είναι ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι η φερόμενη ως εσφαλμένως ερμηνευθείσα διάταξη του άρθρου 156 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν είναι ουσιαστική ποινική διάταξη, αλλά δικονομική και αναφέρεται στην επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής, ανεξάρτητα από το ότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, η διάταξη αυτή ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε ορθώς από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1169/2007 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220 €). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και νόμιμη η επίδοση ως άγνωστης διαμονής και απόρριψη της αιτήσεως.
Αγνώστου διαμονής επίδοση
Αγνώστου διαμονής επίδοση.
2
Αριθμός 1249/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Τριαντάφυλλο Καζάνη, περί αναιρέσεως της 921/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.1.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 319/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του Νόμου 1337/1983, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 11 του Νόμου 1512/85, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 13 του Νόμου 2242/1994 σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 1, 3 Ν. 1577/85, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 19 του Νόμου 2831/2000, "οι ιδιοκτήτες, οι εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών και με χρηματική ποινή από 5.000 ευρώ μέχρι 50.000 ευρώ, ανάλογα με την αξία του αυθαιρέτου κτίσματος και το βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Με την ίδια ποινή τιμωρούνται και οι μηχανικοί που εκπόνησαν τη μελέτη. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο και με χρηματική ποινή από 2.000 μέχρι 10.000 ευρώ. Για απλές υπερβάσεις αδείας κατασκευής μπορεί να επιβληθεί ποινή μειωμένη". Εξ άλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως δημιουργεί η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύει. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως υπάρχει όχι μόνον όταν δεν περιέχονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι στην παραλία Διονυσίου Χαλκιδικής, περί τον μήνα Σεπτέμβριο 2001, ως επιβλέπων μηχανικός, ανήγειρε κτίσμα και συγκεκριμένα υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο, συνολικού εμβαδού 206,75 τ.μ., καθ' υπέρβαση της .... αδείας οικοδομής, η οποία ανεκλήθη. Για να αιτιολογήσει την περί ενοχής κρίση του το Δικαστήριο, αξιολογώντας τις αποδείξεις που αναφέρει, δέχθηκε τα εξής: "Η ..... στην κυριότητα της οποίας ανήκει το με αριθ. ..... οικόπεδο που βρίσκεται στην παραλία Διονυσίου στο Ο.Τ. .....του Ν. Χαλκιδικής, ανέθεσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού, την εκπόνηση μελέτης και την επίβλεψη για την ανέγερση οικοδομής στο ως άνω οικόπεδο. Κατόπιν τούτων, με ενέργειες του τελευταίου (κατηγορουμένου), εκδόθηκε η με αριθμ. .... οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών του Ν. Μουδανιών, για ανέγερση τριώροφης οικοδομής διαμερισμάτων, με ισόγειους χώρους στάθμευσης. Με βάση την ως άνω άδεια, ξεκίνησαν οι οικοδομικές εργασίες και, ακολούθως, το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001, είχε αποπερατωθεί ο φέρων οργανισμός του υπογείου, ισογείου και πρώτου ορόφου. Η ως άνω όμως άδεια ανακλήθηκε, και έτσι τα παραπάνω ανεγειρόμενα κτίσματα συνολικό εμβαδού 206,75 τ.μ. είχαν γίνει καθ' υπέρβαση της .... αδείας οικοδομής. Η δε με αριθμ. πρωτ. ..... απόφαση του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών του Ν. Μουδανιών, την οποία προσκόμισε ο κατηγορούμενος και με την οποία εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση συνολική επιφάνεια κτισμάτων που έγιναν στην ως άνω οικοδομή, εμβαδού 77,38 τ.μ. (γκαράζ) και 18,10 (εξώστης), πέραν του ότι δεν αφορά το σύνολο των αυθαιρέτων κτισμάτων, όπως αυτά περιγράφηκαν παραπάνω, δεν νομιμοποιούν και αυτά (αυθαίρετα κτίσματα), καθώς, με την απόφαση αυτή, πέραν των παραπάνω, μετατράπηκαν τα αναλογούντα πρόστιμα σε εφάπαξ εισφορά. Κατόπιν τούτων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη θεμελίωση της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου για κατασκευή αυθαίρετου κτίσματος, δοθέντος ότι ούτε στο διατακτικό ούτε στο αιτιολογικό της αποφάσεως αναφέρεται αν ο αναιρεσείων τέλεσε την παραπάνω πράξη από δόλο ή αμέλεια, ούτε γίνονται δεκτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία ενυπάρχει ύπαρξη δόλου ή αμέλειας του αναιρεσείοντος. Η έλλειψη αυτή ανάγεται σε συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων του παραπάνω πλημμελήματος, δηλαδή σε ουσιώδες στοιχείο του εγκλήματος και, έτσι, λόγω της ελλείψεως αυτής, η απόφαση στερείται την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης, ενώ δέχεται η απόφαση ότι "τα παραπάνω ανεγειρόμενα κτίσματα, συνολικού εμβαδού 206,75 τ.μ. είχαν γίνει καθ' υπέρβαση της ..... αδείας οικοδομής", ακολούθως αναφέρει ότι "εξαιρέθηκε από την κατεδάφιση συνολική επιφάνεια κτισμάτων 77,38 τ.μ. (γκαράζ) και 18,10 τ.μ. (εξώστης), πέραν του ότι δεν αφορά το σύνολο των αυθαιρέτων", ενώ στο διατακτικό τον κηρύσσει ένοχο για το ότι ανήγειρε κτίσμα συνολικού εμβαδού 206,75 τ.μ., καθ' υπέρβαση της .... άδειας οικοδομής. Έτσι, όμως, εφ' όσον δέχεται ότι η αυθαίρετη οικοδομή έγινε καθ' υπέρβαση της υπάρχουσας οικοδομικής αδείας, δεν διευκρινίζει ποια ακριβώς τμήματα της οικοδομής έγιναν καθ' υπέρβαση της οικοδομικής αδείας και δη σε κάθε όροφο. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή των στηριζόμενων στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ δύο πρώτων λόγων της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως ως βάσιμων, οπότε παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου (που αναφέρεται στην κατά το άρθρο 79 του Π.Κ. επιμέτρηση της ποινής), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 921/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για αυθαίρετη εκτέλεση οικοδομικών εργασιών (άρθρο 17 παρ. 8 του Νόμου 1337/1983), λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρεται αν ο κατηγορούμενος τέλεσε το ως άνω πλημμέλημα από δόλο ή από αμέλεια, ούτε προσδιορίζονται πραγματικά περιστατικά, που να ενδεικνύουν τον δόλο ή την αμέλεια του δράστη. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος, Δόλος.
1
Αριθμός 1248/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ'Ποιν.Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (λόγω κωλύματος του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 231-232/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπελεκούκια. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών με την υπ' αριθμ. 231-232/2007 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 38/25-6-2007 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1168/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την καταχώριση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραφημένης στο προβλεπόμενο από το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε Ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ίδιου Κώδικα απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα εκείνου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι λόγοι, για τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική κρίση για τον κατηγορούμενο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 299 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου 2172/1933 και του άρθρου 1 παρ. 1β' του νόμου 2207/1994, με τις οποίες καταργήθηκε η ποινή του θανάτου "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από τον νόμο, υποκειμενικώς δε, προμελετημένος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής άλλου ανθρώπου και για τον οποίο (προμελετημένο δόλο) απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών με την 231-232/23.4.2007 απόφασή του, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο X1 της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η κατηγορία που είχε αποδοθεί στον ως άνω κατηγορούμενο ήταν ότι "στην Αθήνα, στις 14 Ιουνίου 1996 με πρόθεση σκότωσε άλλον. Ειδικότερα, την πιο πάνω ημερομηνία και σε ώρα που δεν εξακριβώθηκε, εντός της οικίας του Γ1, που βρίσκεται στον ...... Αττικής και επί της οδού .... αρ. ...., αφού αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να σκοτώσει τον Γ1, για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού, τον έριξε στο κρεβάτι του υπνοδωματίου του, του περιέδεσε με σύρμα τα άνω άκρα από τους καρπούς με τα κάτω άκρα και του περιέφραξε με πλαστική ταινία τη στοματική κοιλότητα. Στη συνέχεια, τελώντας πάντα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, χτύπησε βάναυσα το παραπάνω πρόσωπο με κλωτσιές και γροθιές στην κεφαλή, στον θώρακα και σε άλλα σημεία του σώματός του και του προκάλεσε εκχυμώσεις δεξιάς ζυγωματικής χώρας βάσεως ρινός, με εκδορές και εκχυμώσεις βλεφάρων αριστερού οφθαλμού, θλάση άνω χείλους, εκτεταμένες θλάσεις των μαλακών μορίων του κρανίου, αιμορραγική διήθηση αυτών και ιδίως της αριστερής βρεγματοκροταφικής χώρας, εγκεφαλική αιμορραγία, θλάση μαλακών μορίων τραχήλου με αιμορραγική διήθηση αυτών, κάταγμα μείζονος κέρατος υοειδούς οστού, θλάσεις και κατάγματα 2ης, 3ης και 4ης των πλευρών του δεξιού ημιθωρακίου, θλάση δεξιού πνεύμονος με ασφυκτικές κηλίδες πνευμόνων και καρδίας. Αποτέλεσμα των παραπάνω σωματικών κακώσεων και ιδιαίτερα των βαρειών κακώσεων του θώρακος, καθώς και της απόφραξης των αεροφόρων οδών (στραγγαλισμού), ως μόνης ενεργού αιτίας, ήταν να επέλθει ο θάνατος του Γ1". Προκειμένου το Δικαστήριο να κηρύξει, κατά πλειοψηφία (πλειοψήφησαν οι τέσσερις ένορκοι), αθώο τον ως άνω κατηγορούμενο, δέχθηκε όπως προκύπτει από το σκεπτικό της παραπάνω αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Γ1, 62 ετών, συνταξιούχος του ΙΚΑ, πατέρας δύο ανηλίκων παιδιών ήταν δύο φορές διαζευγμένος και διέμενε μόνος του σε ιδιόκτητο διαμέρισμα δευτέρου ορόφου στο .... Αττικής (......). Στις 15.6.1996 και ώρα 10.00, βρέθηκε δολοφονημένος στο κρεβάτι του υπνοδωματίου του διαμερίσματός του, σε θέση πλάγια αριστερή, φορούσε μόνο ένα εσώρουχο, ήταν δεμένα με σύρμα πισθάγκωνα τα άνω άκρα του από τους καρπούς με τα κάτω άκρα και πλαστική ταινία έφραζε τη στοματική του κοιλότητα. Το πτώμα του ανακαλύφθηκε από αστυνομικούς υπαλλήλους του αστυνομικού Βύρωνα, όταν ο κουνιάδος του θύματος και ένοικος γειτονικού διαμερίσματος του ίδιου ορόφου ....... ανησύχησε από το γεγονός ότι ο Γ1 δεν είχε δώσει σημεία ζωής ούτε απαντούσε στα τηλεφωνήματά του από την προηγούμενη ημέρα (14.6.1996) και κάλεσε την αστυνομία. Από τη νεκροψία - νεκροτομή, που διενήργησε, την ...., δυνάμει της με αριθμό ....... παραγγελίας του Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα, ο ιατροδικαστής Αθηνών....., διαπιστώθηκε ότι το πτώμα ήταν σε κατάσταση σήψης εν εξελίξει και έφερε εκχυμώσεις δεξιάς ζυγωματικής χώρας, βάσεως ρινός με εκδορές, εκχυμώσεις βλεφάρων αριστερού οφθαλμού, θλάση άνω χείλους, εκτεταμένες θλάσεις των μαλακών μορίων του κρανίου, αιμορραγική διήθηση αυτών και ιδίως της αριστερής βρεγματοκροταφικής χώρας, υπαραχνοειδή εγκεφαλική αιμορραγία, θλάση μαλακών μορίων τραχήλου με αιμορραγική διήθηση αυτών, κάταγμα μείζονος κέρατος υοειδούς οστού, θλάσεις και κατάγματα 2ης, 3ης και 4ης των πλευρών του δεξιού ημιθωρακίου, θλάση δεξιού πνεύμονος, με ασφυκτικές κηλίδες πνευμόνων και ασφυκτικές κηλίδες καρδίας και ότι αποτέλεσμα των παραπάνω σωματικών κακώσεων και ιδιαίτερα των βαρειών κακώσεων του θώρακος, καθώς και της αποφράξεως των αεροφόρων οδών (στραγγαλισμού) ήταν να επέλθει ο θάνατος του Γ1. Επίσης, σύμφωνα με την τοξικολογική εξέταση του αίματος που λήφθηκε από το πτώμα του Γ1, διαπιστώθηκε η παρουσία οινοπνεύματος σε συγκέντρωση 0, 56%ο ή 56 χιλιοστόγραμμα κατά 100 κυβικά εκατοστά αίματος. Το θύμα ήταν άτομο φιλήσυχο και δεν είχε εχθρούς. Διατηρούσε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με νεαρούς άνδρες, χωρίς να έχει κάποιο μόνιμο δεσμό. Το τελευταίο διάστημα πριν από το θάνατό του, φιλοξενούσε στο σπίτι του διάφορους αλλοδαπούς (Ρουμάνους), μεταξύ των οποίων και τον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με την από ...... έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης, το διαμέρισμα στο οποίο κατοικούσε το θύμα, βρισκόταν στο δεύτερο όροφο πενταόροφης πολυκατοικίας και αποτελείτο από ενιαίο χώρο προθαλάμου, τραπεζαρίας και σαλονιού, από διάδρομο μήκους 5 - 6 μέτρων, που βρισκόταν απέναντι και δεξιά της εισόδου του διαμερίσματος, κατά μήκος του οποίου υπήρχε η κουζίνα, παραπλεύρως το μπάνιο - τουαλέτα και στο τέλος το υπνοδωμάτιο. Από τους χώρους του σπιτιού, το υπνοδωμάτιο βρέθηκε σε αταξία και ερευνημένο, πάνω στο κρεβάτι και στο πάτωμα υπήρχαν διάσπαρτα και ερευνημένα σακ - βουαγιάζ, τα φύλλα της εντοιχισμένης ντουλάπας ήταν ανοικτά και το εσωτερικό της ερευνημένο. τα συρτάρια της σιφονιέρας επίσης ήταν ανοικτά. Επίσης, μέσα σε κάδο σκουπιδιών που βρισκόταν δεξιά της εισόδου του διαμερίσματος, μεταξύ τραπεζιού και τοίχου, βρέθηκαν τα κομμάτια σχισμένης επτασέλιδης επιστολής γραμμένης στη ρουμάνικη γλώσσα, η οποία κατασχέθηκε, στον κάδο απορριμμάτων του μπάνιου βρέθηκε ένα προφυλακτικό με υπολείμματα σπέρματος, επάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας υπήρχαν δύο χαρτάκια ημερολογίου της 13.6.1996, ημέρας Πέμπτης και στο τραπεζάκι που ήταν αριστερά του καναπέ στο σαλόνι υπήρχε εφημερίδα "........" της 23.6.1996. Από τη συναρμολόγηση των κομματιών της χειρόγραφης; επιστολής προέκυψε ότι αυτή εστάλη στις 5.6.1996 από τη Ρουμανία στην Ελλάδα, στη διεύθυνση της οικίας του θύματος (........) και συγκεκριμένα αποστολέας ήταν η γυναίκα με την οποία ο κατηγορούμενος διατηρούσε μόνιμο δεσμό στη Ρουμανία και είχε μαζί της και ένα τέκνο εκτός γάμου, ονόματι ........ και αποδέκτης ήταν ο κατηγορούμενος X1. Κατόπιν σχετικού αιτήματος των Ελληνικών Δικαστικών αρχών, οι Ρουμανικές Αρχές γνωστοποίησαν τα πλήρη στοιχεία του κατηγορουμένου και απέστειλαν υλικό σημάνσεως (δακτυλικά και παλαμικά αποτυπώματα) καθώς και φωτογραφία του. Από τη διασταύρωση του υλικού σήμανσης των Ρουμανικών Αρχών με τα αποτυπώματα που είχαν λάβει οι Αστυνομικοί από το σπίτι του θύματος, διαπιστώθηκε ότι, στο εξωτερικό φύλλο της ντουλάπας, η οποία ήταν στο υπνοδωμάτιο του θύματος και η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν ερευνημένη, βρέθηκε παλαμικό αποτύπωμα του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος ήλθε στην Ελλάδα μετά την 15η Μαΐου του 1996 (το διαβατήριό του έχει ρουμανική θεώρηση από την αστυνομία Συνόρων την ......) και λίγες μέρες αργότερα έφθασε στην Αθήνα. Εκεί, μέσω άλλων Ρουμάνων, γνώρισε το θύμα, το οποίο τον φιλοξενούσε στο σπίτι του, τουλάχιστον πριν την 5.6.1996, οπότε εστάλη το επτασέλιδο γράμμα της φίλης του κατηγορουμένου από τη Ρουμανία στη διεύθυνση κατοικίας του θύματος. Στο διάστημα αυτό, ο κατηγορούμενος, μαζί με το θύμα και με τους φίλους του τελευταίου, Ζ1 και ...... (δηλ. τους πρώτο και τρίτο μάρτυρες) πήγαν στην πλαζ της .... στις 8.6.1996 και 12.6.1996, όπως αναφέρει στην από 17.6.2002 προανακριτική του κατάθεση ο Ζ1, την οποία δεν επιβεβαιώνει πλήρως κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο, διότι έχουν περάσει πολλά χρόνια και τώρα πάσχει από κατάθλιψη και επιληψία. Ο κατηγορούμενος παρέμεινε με το θύμα μέχρι την 14.6.1996, οπότε αναχώρησε για τη ...... και στις 15.6.1996 εισήλθε στη Ρουμανία. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο κατά πλειοψηφία (πλειοψηφούντων των τεσσάρων ενόρκων), κρίνει ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το εάν ο κατηγορούμενος είναι εκείνος που με πρόθεση σκότωσε τον Γ1 και για το λόγο αυτό, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση για την οποία κατηγορείται". Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η απόφαση δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, με τα οποία να αιτιολογείται γιατί το δικαστήριο της ουσίας δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου και δη για την ανυπαρξία των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, για την οποία κατηγορούνταν ο κατηγορούμενος, αρκεσθέν στην κρίση ότι "υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το εάν ο κατηγορούμενος είναι εκείνος που με πρόθεση σκότωσε τον Γ1", ενόψει μάλιστα των παραδοχών του ότι: α) τουλάχιστον μέχρι τις 14 Ιουνίου 1996 ο κατηγορούμενος παρέμεινε με τον παθόντα στην κατοικία του τελευταίου, οπότε αναχώρησε για τη ...... και στις 15 Ιουνίου 1996 εισήλθε στη Ρουμανία, προσδιορίζεται δε ως χρόνος της ανθρωποκτονίας του παθόντος το χρονικό διάστημα μεταξύ της 13ης Ιουνίου 1996 και της 23.00 ώρας της 14ης Ιουνίου 1996 και β) διαπιστώθηκε ότι, στο εξωτερικό φύλλο της ντουλάπας, η οποία ήταν στο υπνοδωμάτιο του θύματος και η οποία ήταν ερευνημένη, βρέθηκε παλαμικό αποτύπωμα του κατηγορουμένου. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές και ενόρκους εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 231-232/23.4.2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά απαλλακτικής αποφάσεως του ΜΟΔ Αθηνών, που κήρυξε κατά πλειοψηφία αθώο τον κατηγορούμενο της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Αναιρείται η απόφαση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1247/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μπατσολάκη, για αναίρεση της 53856/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με συγκατηγορουμένη την ...... Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 450/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967, τιμωρείται με τις εκεί αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις ποινές, που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτούς (εργατικές) με σκοπό αποδόσεως τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως Ι.Κ.Α. ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 αποφάσεως (καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ), πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν, τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων που είναι η απασχόληση, κατά συγκεκριμένο χρόνο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού, από τον οποίο (χρόνο απασχολήσεως) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ.Α.Π. 1/1996) καθώς και αναφορά, αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση και ποιά η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 53.856/2006 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγμάτα κρίση του, όπως παραδεκτά συμπληρώνεται το σκεπτικό από το διατακτικό της αποφάσεως, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων - δεύτερος κατηγορούμενος (η πρώτη κατηγορουμένη αθωώθηκε), στην Αθήνα, στις 25 Σεπτεμβρίου 2000, "έχει τελέσει τις πράξεις που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, διότι, όντας εργοδότης ως Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του Δ.Σ. της "ΑΛΛΟΡΑ ΑΒΕΕ", η οποία διατηρούσε βιοτεχνία εσωρούχων και έχοντας απασχολήσει στην επιχείρηση αυτή, από το Πάσχα 1999 έως 10/1999, 44 μισθωτούς επ' αμοιβή, με σχέση εξηρτημένης εργασίας, οι οποίοι ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ, δεν κατέβαλε στον εν λόγω ασφαλιστικό της φορέα τις βαρύνουσες την ως άνω επιχείρηση εργοδοτικές για το προσωπικό της εισφορές, ποσού 13.428.200 δρχ., ούτε τις παρακρατηθείσες απ' αυτόν εργατικές εισφορές του ίδιου χρονικού διαστήματος, ποσού 6.714.100 δρχ., συντάχθηκε δε σχετικώς η υπ' αριθμ. 23.977 ΠΕΕ, στην οποία αναγράφεται σύνολο εργαζομένων 44, με ύψος αποδοχών 45.924.094 δρχ.". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας και κήρυξε στη συνέχεια ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του αν. ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., δηλαδή για μη καταβολή εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Δηλαδή, ενώ, με την απόφαση, κρίνεται, ότι ο αναιρεσείων, ως Διευθύνων Σύμβουλος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, είχε από τον νόμο υποχρέωση να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές, εργοδοτικές και εργατικές, της κρίσιμης χρονικής περιόδου, από το Πάσχα του έτους 1999 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999, μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία, δέχεται ταυτόχρονα, ότι οι πράξεις αυτές της μη καταβολής και υπεξαίρεσης των παραπάνω εισφορών τελέσθηκαν στις 25 Σεπτεμβρίου 2000. Είναι δε κρίσιμο το στοιχείο τούτο του χρόνου τελέσεως για το ενδεχόμενο της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, ενόψει και του ότι, από την πάροδο και των τριάντα ημερών από τη λήξη κάθε μήνα της παραπάνω περιόδου, συμπληρώθηκε ήδη οκταετία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα του άλλου. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 53.856/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων που τη δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία: Σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, ο χρόνος τελέσεως της πράξεως είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην αιτιολογία, όταν αυτός επηρεάζει το ζήτημα της παραγραφής. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή.
0
Αριθμός 1246/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημητριο Κάππο, περί αναιρέσεως της 1709/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1080/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 τιμωρείται με τις εκεί αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις ποινές, που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτούς (εργατικές) με σκοπό αποδόσεώς τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως Ι.Κ.Α., ως χρόνος καταβολής των εισφορών, ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του αν. ν. 86/1967 αποφάσεως (καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ) πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν, τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η απασχόληση κατά συγκεκριμένο χρόνο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού, από τον οποίο (χρόνο απασχολήσεως) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ.Α.Π. 1/1996) καθώς και η αναφορά, αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση και ποια η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1709/2005 απόφαση, το Β' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, όπως παραδεκτά συμπληρώνεται το σκεπτικό από το διατακτικό της αποφάσεως, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς, κατ' είδος, αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω: "Με την υπ' αρ. .... πράξη επιβολής εισφορών του ΙΚΑ Λιμ. Χερσονήσου, επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας "ΚΟΥΡΚΟΥΝΑΚΗΣ ΑΕ", ασφαλιστικές εισφορές για τη χρονική περίοδο 1.3.2001 έως 31.12.01, συνολικού ύψους 7.329,97 €, για το λόγο ότι η εταιρεία απασχολούσε εργάτες σε οικοδομικές εργασίες που εκτελούσε (ανέγερση οικοδομής στο Δήμο Χερσονήσου). Συγκεκριμένα, το ΙΚΑ καταλόγισε στον εκκαλούντα ποσό 2.384,18 € για εισφορές των απασχολουμένων στις οικοδομικές εργασίες και ποσό 4.946,80 € για εισφορές που βάρυναν την ίδια την εταιρεία, ως εργοδότρια αυτών. Τις εισφορές αυτές, οι οποίες ήταν καταβλητέες μέσα σε ένα μήνα από τότε που κάθε επιμέρους μηνιαία εισφορά ήταν απαιτητή, δεν κατέβαλε ο εκκαλών ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρείας, όπως όφειλε. Ο τελευταίος επικαλείται το με αρ. ... προσύμφωνο, που υπέγραψε η εν λόγω εταιρεία και ο Ν1 ο οποίος ανέλαβε ως εργολάβος την ανέγερση της οικοδομής και με το οποίο (προσύμφωνο) αυτός ανέλαβε και περαιτέρω υποχρεώσεις. Ειδικότερα, ο Ν1 ανέλαβε την καταβολή πάσης φύσεως φόρων, τελών ή εισφορών που θα επιβληθούν λόγω του εκτελούμενου έργου και βαρύνουν κατά νόμο είτε τον εργολάβο είτε την οικοπεδούχο εταιρεία. Επίσης αυτός ανέλαβε την καταβολή των εισφορών προς το ΙΚΑ για την απασχόληση του εργατοτεχνικού προσωπικού. Η ευθύνη όμως αυτή που ανέλαβε ο Ν1 είναι αστική και αφορά τις ενοχικές υποχρεώσεις του προς την ανωτέρω εταιρεία, όχι όμως και την ποινική ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, η οποία εξακολουθεί ακέραιη. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή των προαναφερόμενων εισφορών". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν αναφέρονται στην αιτιολογία, μολονότι πρόκειται για εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση και μάλιστα ανώνυμη εταιρεία, όπως φαίνεται και από την επωνυμία της, ούτε πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στην ανώνυμη αυτή εταιρεία, η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο και αναφέρεται μόνο ότι αυτός ήταν εργοδότης και νόμιμος εκπρόσωπός της, στοιχεία τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν αρκούν για να προσδιορίσουν την ιδιότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1709/2005 απόφαση του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων που τη δίκασαν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, ο χρόνος τελέσεως της πράξεως είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην αιτιολογία, όταν αυτός επηρεάζει το ζήτημα της παραγραφής. Όταν ο εργοδότης δεν είναι φυσικό πρόσωπο, αλλά νομικό (εταιρεία), πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση η εταιρική μορφή του νομικού προσώπου, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η ιδιότητα και η θέση, που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρεία, ώστε να προκύπτει η υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών και δεν αρκεί ο χαρακτηρισμός του ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχειρήσεως. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Χρόνος τέλεσης πράξης, Παραγραφή.
1
Αριθμός 1245/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πρωτέκδικο, για αναίρεση της με αριθμό 1039/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 406/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τον συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι/ προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη (αρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδρομή της ανωτέρω ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς,κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1039/7.11.2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, διαλαμβάνεται ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορούμενου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία "...... ΟΕ" της οποίας υπεύθυνος μηχανικός εγκαταστάσεων ήταν ο κατηγορούμενος, ανέλαβε στις 14.4.2000 το έργο της τοποθετήσεως ανελκυστήρων στην πενταόροφη οικοδομή στην οδό ...... Στις 9.5.2000, κατά την τοποθέτηση της εγκαταστάσεως αυτής, ο Χ1 33 ετών, που εργαζόταν ως εργάτης στο συνεργείο τοποθετήσεως της εγκαταστάσεως του ανελκυστήρος, εντός του φρεατίου, τραυματίστηκε, λόγω πτώσεώς του. Ειδικότερα, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση με κάταγμα ινιακού ινιακοβρεγματικού, κάταγμα βρεγματικού και εγκεφαλικό οίδημα, τραύματα που απετέλεσαν τη μόνη ενεργό αιτία του θανάτου του, που επήλθε στις 17.5.2000 (βλ. την αριθμ. πρωτ. 63/17.5.2000 έκθεση νεκροψίας -νεκροτομής των ιατροδικαστών ...και ..... ). Συγκεκριμένα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, το συνεργείο της εργολάβου ως άνω εταιρείας, αποτελούμενο από τους Σ1 , Σ2, .... και τον θανόντα, άρχισε την τοποθέτηση των οδηγών ολίσθησης του ανελκυστήρος στις βάσεις στηρίξεως που είχαν τοποθετηθεί τις προηγούμενες ημέρες. Οι οδηγοί ολίσθησης (ευθυντήριες ράβδοι) είναι μεταλλικές ράβδοι, μήκους 5 μέτρων και βάρους εξήντα (60) χιλιόγραμμων έκαστος, που συγκολλούνται στις βάσεις στήριξης και συνδέονται μεταξύ τους με λάμες. Στην προκειμένη περίπτωση, αφού τοποθετήθηκαν οι δύο οδηγοί ολίσθησης απέναντι από τη θύρα του φρεατίου, κατακόρυφα και συγκολλήθηκαν, τοποθετήθηκαν και οι λάμες στο επάνω μέρος αυτών. Στη συνέχεια ο θανών και ο Σ1 τοποθέτησαν μία ξύλινη κλίμακα στο δάπεδο του δευτέρου ορόφου, στην είσοδο του φρεατίου, την απόληξη της οποίας στήριξαν στον απέναντι της εισόδου τοίχο του φρεατίου και ανέβηκε σ' αυτήν ο θανών, ενώ ο Σ1 έριξε ένα σχοινί στονΣ2 που ανέμενε σε κλίμακα τοποθετημένη κατά τον ίδιο τρόπο στον αμέσως επόμενο όροφο και στο οποίο είχε δεθεί ο οδηγός ολίσθησης που έπρεπε να τοποθετήσει ο θανών στην απόληξη του ήδη τοποθετηθέντος. Λόγω του βάρους της ράβδου αυτής (οδηγού ολίσθησης), ο θανών δεν μπόρεσε να τη συγκρατήσει και ανέβηκε στην κλίμακα και ο Σ1 προς υποβοήθηση. Υπό το βάρος αυτό και την απώλεια της ισορροπίας του παθόντος, υποχώρησε η κλίμακα, με συνέπεια την πτώση των ανωτέρω στο δάπεδο του φρεατίου και αποτέλεσμα τον θανάσιμο, κατά τα προαναφερόμενα, τραυματισμό του Χ1. Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, ο θάνατος του ανωτέρω οφείλεται στην αμέλεια του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό, την επίβλεψη και την εκτέλεση του άνω έργου και υπό την ιδιότητα αυτή δεν είχε εξασφαλίσει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση με ασφάλεια των εργαζομένων, των απαιτουμένων εργασιών ούτε επέβλεπε την τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Ειδικότερα δεν είχε εξασφαλίσει τη χρήση βαρούλκου για την ανέλκυση των οδηγών ολίσθησης, οι εργαζόμενοι δε προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν σκοινί και τις ίδιες τους δυνάμεις, ανεβασμένοι σε κλίμακα ξύλινη. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι το ατύχημα οφείλεται στο γεγονός ότι ανέβηκαν δύο άτομα στην κλίμακα, ενώ δεν επιτρεπόταν, δεν ευσταθεί, καθόσον, υπό τον άνω εξοπλισμό, απαιτούνταν οι δυνάμεις δύο ατόμων και με τον τρόπο αυτό γινόταν η ανέλκυση (βλ. κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας Σ1 που αναφέρει "ανεβαίνουν δύο άτομα στη σκάλα, πολλές φορές δύο άτομα στη σκάλα, τίποτα εξαιρετικό δεν υπήρχε"). Επίσης, ο κατηγορούμενος δεν επιμελήθηκε για τη χρήση από τους εργαζομένους των απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας, χρήση ζώνης ασφαλείας και κράνους, που ναι μεν οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν γινόταν χρήση αυτών. Συνεπώς συγκροτείται το στοιχείο της αμέλειας του κατηγορουμένου στην εξασφάλιση των μέτρων ασφαλείας και στην εποπτεία της τηρήσεως αυτών, παραλείψεις που τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του ανωτέρω, το οποίο δεν προέβλεψε, ενώ μπορούσε να προβλέψει και αποτρέψει. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με τις παραδοχές του αυτές, με τις οποίες το Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, προς 4,40 ευρώ ημερησίως, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε, διότι, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέσθηκε με παράλειψη, δεν αναφέρεται καθόλου στη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος, ούτε προσδιορίζει την προέλευση της υποχρεώσεως αυτής, αν δηλαδή πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες εκ πλαγίου παραβίασε, με ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρει τον επιτακτικό κανόνα δικαίου που υποχρέωνε τον αναιρεσείοντα να λάβει τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, για την ασφάλεια των εργαζομένων, ενόψει της παραδοχής της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν και η μέριμνα για τη λήψη αυτών. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια του Εφετείου, η ελλιπής δηλαδή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, σε αναφορά με τη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως και της προελεύσεώς της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά, και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1039/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση. Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
Αριθμός 1244/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαδάκο, για αναίρεση της με αριθμό 3178/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία ".... Ε.Π.Ε.", που εδρεύει στα ..... Νομού Λαρίσης και εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλο-νίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 678/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τον συνδυασμό των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. Δ', 329, 358, 364 και 365 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επέρχεται και όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφο και το εκτιμά προς στήριξη της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς τούτο να αναγνωσθεί προηγουμένως κατά την ακροαματική διαδικασία, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το αποδεικτικό τούτο μέσο. Τέτοια όμως ακυρότητα δεν επέρχεται, όταν το έγγραφο που λήφθηκε υπόψη χωρίς να αναγνωσθεί αποτελεί τη βάση του εγκλήματος για το οποίο δικάζεται ο κατηγορούμενος. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, περί ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, η οποία επήλθε από το ότι το Δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του επί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στην απόφαση (τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό) έγγραφα και ειδικότερα την από 21.11.2000 αίτηση προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για έκδοση διαταγής πληρωμής, τη με αριθμό ....... επιταγή και την 30.099/2000 διαταγή πληρωμής του ως άνω Δικαστή, τα οποία προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί τα ως άνω έγγραφα αποτελούν τη βάση των αναφερομένων εγκλημάτων της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος και της απάτης επί Δικαστηρίου, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και η μη ανάγνωση αυτών δεν επέφερε την επικαλούμενη ακυρότητα. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, ως προς το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, καθιερώνει υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, δυνάμενο δηλαδή να πραγματοποιηθεί κατά περισσότερους από ένα τρόπους, οι οποίοι όμως πραγματοποιούν ένα και το αυτό έγκλημα. Μεταξύ των τρόπων αυτών είναι και ο αναφερόμενος "...ή με άλλο τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη...", ήτοι εκτός από την απόκρυψη, αγορά κ.λ.π. Από τα παραπάνω έπεται ότι δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας ο ακριβέστερος προσδιορισμός της αιτίας της αποδοχής, αφού είναι αδιάφορο αν η αποδοχή εκ μέρους του υπαιτίου της αποδοχής των προϊόντων εγκλήματος έγινε λόγω πωλήσεως ή δωρεάς ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας, αρκεί ότι ο δράστης ήταν εν γνώσει της προελεύσεώς τους από αξιόποινη πράξη, η αποδεχόταν ως ενδεχόμενο να ήσαν αυτά προϊόντα αξιόποινης πράξεως και ήθελε να τα δεχθεί στην κατοχή του, στο σπίτι του ή οπουδήποτε αλλού. Τέλος, το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεώς του, παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθών. Ως γεγονότα δε νοούνται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και αναφερόμενα σε συμβάντα, πρόσωπα, ιδιότητες και αντικείμενα, που υποπίπτουν στις αισθήσεις, έχουν εξωτερική υπόσταση. Αντιθέτως, δεν είναι γεγονότα, κατά την έννοια των στοιχείων της απάτης, οι υποσχέσεις για μελλοντική πράξη ή συμπεριφορά, ακόμη και όταν προϋπήρχε σ' αυτόν που έδωσε την υπόσχεση η απόφαση να μη την εκτελέσει, διότι η υπόσχεση αυτή δεν έχει εξωτερική υπόσταση, διότι δεν υποπίπτει άμεσα ή μη στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίδεται, αφού αναφέρεται στην ενδόμυχη πρόθεση και διάνοια εκείνου που τη δίνει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την 3.178/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, ότι "αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και την πράξη της απάτης επί δικαστηρίου, όπως ειδικότερα περιγράφεται στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι Α) στη ..., με αίτησή του, που κατέθεσε στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 21.11.2000, παρέστησε ψευδώς ότι η υπ' αριθ. ....... επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης ποσού 5.800.000 δραχμών, σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας με την επωνυμία Αλευροβιομηχανία "...... ΕΠΕ", που εκπροσωπείται νόμιμα από τον πολιτικώς ενάγοντα, με χρέωση του υπ' αριθ..... λογαριασμού είναι γνήσια κι αληθής. Έτσι, έπεισε τον ανωτέρω Δικαστή να προβεί στην έκδοση της υπ' αριθ. 30099/2000 διαταγής πληρωμής, με βάση την οποία υποχρεώθηκε η μηνύτρια να πληρώσει το συνολικό ποσό των 6.467.230 δραχμών. Ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας, με αποτέλεσμα και εξ αιτίας των ψευδών αυτών παραστάσεων, να ωφεληθεί το ανωτέρω ποσό, με αντίστοιχη ζημία της μηνύτριας και Β) Στον αυτόν ως άνω τόπο και χρόνο, δέχθηκε πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα δέχθηκε στην κατοχή του την υπ' αριθ. ..... επιταγή ποσού 5.800.000 δραχμών σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας, ενώ γνώριζε από τον συγκατηγορούμενο και συνεργάτη του ότι ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης και ειδικότερα υπεξαγωγής εγγράφων που είχε τελέσει ο τελευταίος σε βάρος της μηνύτριας τον Απρίλιο του 2000. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος". Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση του κατηγορουμένου κατά της με αριθμό 15.916/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "Στην ....., τον Απρίλιο του 2000, ο κατηγορούμενος (Χ1) 1) με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, σε πράξη, από την οποία επήλθε ζημία στην περιουσία της παραπάνω εταιρείας και συγκεκριμένα, με αίτηση που κατέθεσε στον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την 21.11.2000, παρέστησε ότι η υπ' αριθμ. ..... επιταγή, σε διαταγή της μηνύτριας εταιρείας, ποσού δραχμών 5.800.000, με χρέωση του υπ' αριθμ. .... λογαριασμού, είναι γνήσια και αληθής και έτσι έπεισε αυτόν και προέβη στην έκδοση της υπ' αριθμ. 30099/2000 Διαταγής Πληρωμής, βάσει της οποίας υποχρεώθηκε η μηνύτρια να πληρώσει συνολικά το ποσό των 6.467.230 δραχμών, ενώ όλα αυτά ήταν ψέματα, ο δε κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας, με αποτέλεσμα και εξαιτίας των ψευδών αυτών παραστάσεων να ωφεληθεί ο κατηγορούμενος παράνομα το πιο πάνω χρηματικό ποσό και να ζημιωθεί αντίστοιχα η μηνύτρια και 2) στον αυτό τόπο και χρόνο, με πρόθεση δέχθηκε στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα την αριθμ. .... επιταγή ποσού δραχμών 5.800.000 η οποία ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης και ειδικότερα της υπεξαγωγής εγγράφων". Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και για απάτη επί δικαστηρίου και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών (φυλάκιση 8 μηνών για κάθε πράξη), την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1α και 394 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, που εφάρμοσε. Ακόμη, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως στην κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 3178/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Πλημμελημάτων). Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Η διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, καθιερώνει υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και επομένως δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας ο ακριβέστερος προσδιορισμός της αιτίας της αποδοχής, αρκεί να προκύπτει ότι ο δράστης ήταν εν γνώσει της προελεύσεως των προϊόντων ως ξένων. 2) Απάτη. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται μεταξύ άλλων ο υπαίτιος να παριστά ψευδή γεγονότα ως αληθή. Έτσι πρέπει να εξειδικεύονται τα γεγονότα και σε τι συνίσταται το ψεύδος αυτών. 3) Δεν επέρχεται ακυρότητα όταν το έγγραφο που λήφθηκε υπόψη χωρίς να αναγνωσθεί αποτελεί τη βάση του εγκλήματος για το οποίο δικάζεται ο κατηγορούμενος. Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
Αριθμός 1243/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπροέδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενο στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως της με αριθμό 158,158Α, 159, 160/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 896/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 346/2.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ.1 και 513 παρ.1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 29/24-2-2006 αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, για αναίρεση της υπ' αριθ. 158-160/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα έξι (16) ετών και έξι (6) μηνών για τις πράξεις της θανατηφόρας σωματικής βλάβης, της απόπειρας ληστείας και της αντιστάσεως κατά της αρχής, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148, 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ' ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Από την παραπάνω απαίτηση του νόμου δεν εξαιρείται ούτε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Ολ. ΑΠ 19/2001 ΠΧ ΝΒ' 402, ΑΠ 1518/2005, ΑΠ 2113/2004, ΑΠ 1643/2003). Ο λόγος αυτός ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα ή στην απόφαση και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτών, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να είναι ορισμένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δεκτή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Ακυρωτικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 483 παρ.3 και 511 Κ.Π.Δ., οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη υπ'αριθ. 29/24-2-2006 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθ. 158-160/2005 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων στην παραπάνω συνολική ποινή. Την αίτηση αναιρέσεως άσκησε ο αναιρεσείων αυτοπροσώπως με δήλωση του στον Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Λάρισας, όπου κρατείται και συνετάγη η υπ'αριθ. 29/24-2-2006 έκθεση. Ως λόγο αναιρέσεως διαλαμβάνει ο αναιρεσείων στην ως άνω αίτηση κατά λέξη τα ακόλουθα: "διότι η άνω προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 139 Κ.Π.Δ. ειδική αιτιολογία, κατ'αρθρ. 484 παρ.1 εδ. ε' Κ.Π.Δ., το οποίο και αυτεπαγγέλτως εξετάζεται. Συγκεκριμένα χωρίς να υπάρχει επιβαρυντικό σε βάρος του στοιχείο και χωρίς από κανένα στοιχείο να προκύπτει η συμμετοχή του στην αξιόποινη πράξη που δικάστηκε, παρά ταύτα το άνω δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο. Ενόψει των ανωτέρω και με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος του, ως και της έκθεσης προσθέτων λόγων, η προσβαλλόμενη απόφαση δέον να αναιρεθεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας". Έτσι όμως,όπως είναι διατυπωμένος στην οικεία έκθεση ο ανωτέρωλόγος αναιρέσεως, είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτοςδικαστικής εκτιμήσεως, διότι δεν προσδιορίζεται σ'αυτόνγιατί η αιτιολογία, η οποία υπάρχει στην προσβαλλόμενηαπόφαση, στην οποία παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσαπου ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, δεν είναι ειδικήκαι εμπεριστατωμένη, ούτε αναφέρεται σε ποιό ή ποιάσυγκεκριμένα κεφάλαια της αιτιολογίας της προσβαλλο- μένης αποφάσεως αφορά. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 29/24-2-2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, κατά της υπ'αριθ. 158-160/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα, 26-6-07 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Στέλιος Κ. Γκρόζος". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Δικαστικής Φυλακής Λάρισας κατά της 158-160/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως δεκαέξι (16) ετών και έξι (6) μηνών, για τις πράξεις της θανατηφόρας σωματικής βλάβης, της απόπειρας ληστείας και της αντιστάσεως κατά της αρχής. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 158-160/05 απόφασης του Μ.Ο.Εφ. Πειραιώς, που καταδικάστηκε για απόπ. ληστείας, θαν. σωμ. βλάβη σε ποινή κάθ. (16) ετών (6) μηνών για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει, διότι η 'άνω προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδική αιτιολογία, κατ' άρθρ. 484 παρ. 1 εδ. ε' Κ.Π.Δ., το οποίο και αυτεπαγγέλτως εξετάζεται. Συγκεκριμένα, χωρίς να υπάρχει επιβαρυντικό σε βάρος του στοιχείο και χωρίς από κανένα στοιχείο να προκύπτει η συμμετοχή του στην αξιόποινη πράξη που δικάστηκε, παρά ταύτα το άνω δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο. Ενόψει των ανωτέρω και με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός του, ως και της έκθεσης προσθέτων λόγων, η προσβαλλόμενη απόφαση δέον να αναιρεθεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει συγκεκριμένα τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 29/24.2.2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, κατά της 158-160/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1241/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίστηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλουμένη την Χ1, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Και εγκαλούσα την Ψ1. Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 96/8-2-2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 345/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, με αριθμό 154/4-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 137 ΚΠΔ το υπ'αριθμ. 96/2008 έγγραφο της Εισαγγελέως Εφετών Πειραιά Αναστασίας Δημητριάδου για κανονισμό αρμοδιότητος και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε Κ.Π.Δ., το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του επομένου άρθρου 137 § 1 Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, πλην άλλων, και ο Εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά την διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περίπτωση αδυναμίας συγκροτήσεως. β) το Συμβούλιο των Εφετών αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ) ο 'Αρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κυρία διαδικασία αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρεάστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω συνυπηρετήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η Ψ1, υπέβαλε την από 14-8-2007 έγκληση κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Χ1, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς (βλ. υπηρεσιακή βεβαίωση) για συκοφαντική δυσφήμηση (αρ. 363-362 Π.Κ.) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Επειδή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο πρωτοδικείο, πρέπει η έγκληση αυτή να παραπεμφθεί από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προκειμένου να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 47, σε συνδ. με το άρθρο 43 § 1 του Κ.Π.Δ., και στα αντίστοιχα δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές και δικαστικές αρχές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να διαταχθεί η παραπομπή της από 14-8-2007 έγκλησης της Ψ1 κατά της Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς Χ1 για συκοφαντική δυσφήμηση από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών προκειμένου να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 47 σε συνδ. με το αρ. 43 § 1 του Κ.Π.Δ. και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές και δικαστικές αρχές. Αθήνα 24 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 στοιχ.ε ΚΠΔ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο, ισόβαθμο και ομοειδές πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος ή ο καταγγελλόμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα της αιτίας, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρεάστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης . Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 137 παρ.1 την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, πλην άλλων και ο Εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά τη διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει: α) το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περιπτώσεις αδυναμίας συγκρότησης, β) το Συμβούλιο των Εφετών, αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων και άνω και γ) ο Αρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η Ψ1, υπέβαλε την από 14 Αυγούστου 2007 έγκληση κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ1, για τη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της . Εν όψει όμως του ότι η εγκαλούμενη υπηρετεί όπως αναφέρθηκε στην Εισαγγελία αυτή και στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς δεν υπάρχει άλλο Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αφού δεν υπάρχει άλλο Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς και παραπομπής της υποθέσεως, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές άλλου Πρωτοδικείου και συγκεκριμένα του Πρωτοδικείου Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αποφασίζει την παραπομπή της από 14 Αυγούστου 2007 εγκλήσεως της Ψ1, κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς Χ1 από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις ίδιες Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1242/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. x1, 2. x2 και 3. x3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Πισμίρη, περί αναιρέσεως της 859/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή των, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 42/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ξ έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, από το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Κρήτης, που, δικάζοντας κατ'έφεση, την εξέδωσε και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε συνολική ποινή φυλακίσεως, δέκα (10) μηνών ο πρώτος και ένδεκα (11) μηνών ο δεύτερος και ο τρίτος, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για τις αξιόποινες πράξεις της αντίστασης κατά της Αρχής κατά συρροή και της απλής σωματικής βλάβης κατά συρροή, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στις 30-6-2000 και περί ώρα 20.00, στον ..... Λασιθίου και στη συμβολή των οδών .... και ......, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος x3, με συνοδηγό τον πρώτο κατηγορούμενο αδελφό του x1, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του μάρτυρα Γ1 και προκλήθηκαν υλικές ζημιές. Για το λόγο αυτό κλήθηκε η τροχαία Αγίου Νικολάου και, μετά από λίγο, κατέφθασε στον τόπο του ατυχήματος ο Ζ1 που υπηρετούσε σ' αυτήν και συνέστησε στους οδηγούς των αυτοκινήτων να τα απομακρύνουν από τη μέση του δρόμου, προκειμένου να αποκατασταθεί η κυκλοφορία. Πλην, όμως, ενώ ο οδηγός Γ1 συμμορφώθηκε, ο δεύτερος κατηγορούμενος ο οποίος διαπληκτίζονταν μάλιστα με τον συνοδηγό αδελφό του, αρνήθηκε να το πράξει. Στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι, όταν ο τροχονόμος τους ζήτησε και πάλι να απομακρύνουν το αυτοκίνητο από το οδόστρωμα, λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης που είχε στο μεταξύ δημιουργηθεί άρχισαν να βρίζουν, και απειλούν τόσο τον άλλο οδηγό, όσο και τον τροχονόμο. Κατόπιν αυτού ο τελευταίος τους ανακοίνωσε ότι είναι κρατούμενοι για τις άνω πράξεις (εξύβρισης και απειλής) και τότε οι κατηγορούμενοι του επιτέθηκαν με κλωτσιές και γροθιές. Για το λόγο αυτό ο τροχονόμος κάλεσε ενισχύσεις από το αστυνομικό τμήμα Αγ. Νικολάου και προσέτρεξαν στο τόπο του επεισοδίου αρχικά οι συνάδελφοι του Γ2 και Γ3, που βρίσκονταν σε πεζή περιπολία. Παράλληλα κατέφθασε και ο τρίτος κατηγορούμενος πατέρας των δύο πρώτων, που ειδοποιήθηκε απ'αυτούς ο οποίος, αντί να συνδράμει στη διευθέτηση και εκτόνωση του επεισοδίου, προσπάθησε και αυτός να αποτρέψει την σύλληψη των γυιών του, επιτιθέμενος κατά των αστυνομικών. Επειδή δε η κατάσταση οξύνονταν, ειδοποιήθηκαν για βοήθεια από τους άνω αστυνομικούς και οι αστυνόμοι της Ομάδας Δημόσιας Ασφαλείας Ζ2, Ζ3 και Ζ4 που προσπάθησαν να συλλάβουν τους δύο πρώτους κατηγορούμενους για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης, απειλής και απείθειας που κατελήφθηκαν να διαπράττουν επ' αυτοφώρω, πλην, όμως, οι κατηγορούμενοι μεταχειρίστηκαν βία για να εξαναγκάσουν τους άνω αστυνομικούς να μην τους συλλάβουν. Ειδικότερα α) ο μεν πρώτος επιτέθηκε χτυπώντας με τα πόδια και τα χέρια τους αστυνομικούς Ζ1, Ζ3, Ζ2 και Ζ4 3) ο δεύτερος επιτέθηκε με γροθιές και κλωτσιές κατά των αστυνομικών Ζ3)τον οποίο χτύπησε με γροθιά στο κεφάλι και τον έρριξε στο έδαφος και Ζ1, Γ3 και Γ2 και γ) ο τρίτος κατηγορούμενος με κλωτσιές κατά των αστυνομικών επιχείρησε να τους εμποδίσει να συλλάβουν τους γιους του για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις .Ειδικώτερα απώθησε με βία τον Ζ1 τον οποίο έρριξε στο έδαφος, πάτησε με δύναμη το πόδι της Γ2 και απώθησε βίαια τον Ζ4, Επίσης αποδείχθηκε ότι στον άνω τόπο και χρόνο όλοι οι κατηγορούμενοι με πρόθεση ενεργώντας προκάλεσαν σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη υγείας. Συγκεκριμένα όλοι οι κατηγορούμενοι επιτέθηκαν αλληλοδιαδόχως και από κοινού κατά των αστυνομικών Ζ2, Ζ4 και Ζ3 κτυπώντας τους με τα χέρια και τα πόδια, προκαλώντας τους σωματικές κακώσεις και συγκεκριμένα στον Ζ3 εκχυμωτικό μώλωπα πρόσθιας τραχηλικής χώρας και αυχενικής χώρας, στον Ζ2 πολλαπλές εκδορές και εκχυμώσεις και των δύο άνω άκρων και στον Ζ4 πολλαπλές εκδορές παραλλήλως φερόμενες δεξιάς πλάγιας θωρακικής χώρας, μονήρη εκδορά μετωπιαίας, χώρας μήκους 6 εκ., εκδορές με εκχυμώσεις δεξιάς καρπιαίας χώρας, εκχυμωτικό μώλωπα στην αριστερή κατά γόνυ χώρα. Επιπλέον ο δεύτερος κατηγορούμενος επιτέθηκε κατά του αστυνομικού Γ3 και, κτυπώντας τον με τα χέρια και τα πόδια, του προκάλεσε εκχυμωτικό μώλωπα έσω επιφάνειας δεξιού βραχίονα(έντονο άλγος αριστερού πλάγιου θωρακικού τοιχώματος και ο τρίτος κατηγορούμενος επιτέθηκε κατά της Γ2 και κτυπώντας την με τα χέρια και τα πόδια της προκάλεσε εκχυμωτικό μώλωπα με εκσεσημασμένο οίδημα ραχιαίας επιφάνειας δεξιού άκρου ποδός με συνοδό έντονη δυσκινησία. Για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την πράξη της αντίστασης κατά της αρχής κατά συρροή και της απλής σωματικής βλάβης κατά συρροή 5 για τις οποίες κατηγορούνται κατά τα ειδικώτερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του συνηγόρου υπεράσπισης, όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο περί συνδρομής στο πρόσωπο του μειωμένου καταλογισμού, λόγω της ψυχικής πάθησης από την οποία πάσχει ήτοι αγοραφοβία (βλ.την άνω ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου .......) πρέπει ν'απορριφθεί. Τούτο, διότι, εκτός του ότι προβλήθηκε εντελώς αόριστα, διότι δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για την υποστήριξη του, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε, από το άνω αποδεικτικό υλικό, ότι ο άνω κατηγορούμενος, κατά τη τέλεση των άνω πράξεων του, εξαιτίας της άνω πάθησης του είχε μειωμένη ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων του. Αντιθέτως αποδείχθηκε, από τη συμπεριφορά του και την όλη προσπάθεια του να αποφύγει τη σύλληψη του (μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους), εξαιτίας της οποίας δημιουργήθηκε από ένα απλό τροχαίο ατύχημα τόσο σοβαρό επεισόδιο ώστε ο τροχονόμος που επιλήφθηκε να αναγκαστεί να ζητήσει τη συνδρομή τόσων πολλών συναδέλφων του, ότι είχε πλήρη πνευματική διαύγεια και η συμπεριφορά του ήταν συμπεριφορά αντικοινωνική ενός ψυχικά υγιούς ανθρώπου. Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω αποδεικτική διαδικασία, το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι 1ος και 3ος των κατηγορουμένων έζησαν έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και γι'αυτό πρέπει να τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.23 Π.Κ και να τους επιβληθεί μειωμένη ποινή, ενώ, για τον 2° κατηγορούμενο, το Δικαστήριο πείστηκε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά πράξη του και πρέπει να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 8 4 παρ.2ε Π. Κ. και να του επιβληθεί μειωμένη ποινή" Με αυτά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο, δεν περιορίσθηκε σε απλή αντιγραφή του διατακτικού, ή του κατηγορητηρίου, αλλά διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αυτοτελή αιτιολογία και μάλιστα την, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, σε σχέση με την κρίση του για την ενοχή των αναιρεσειόντων, αφού, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, αναφέρει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, τόσο της αντίστασης κατά της Αρχής κατά συρροή, όσο και της απλής σωματικής βλάβης κατά συρροή, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 167 παρ.1 και 308 παρ.1 του Π.Κ., που εφαρμόσθηκαν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικότερα, εξειδικεύονται πλήρως τα πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, προσδιορίζονται επακριβώς η συμμετοχική δράση ενός εκάστου των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων στις πράξεις αυτές, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και οι ιατροδικαστικές εκθέσεις, από τα οποία κατέληξε στην καταδικαστική για τους τελευταίους κρίση του. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετική ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 364 παρ.1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ.1 εδ.δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το Δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από του άρθρου 358 ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματός του θα προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο λόγο της ένδικης αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "θεώρησε αναγνωστέες τις καταθέσεις των λοιπών απουσιαζόντων μαρτύρων", στερώντας από τους αναιρεσείοντες τη δυνατότητα ελέγχου της αξιοπιστίας αυτών. 'Ομως, σύμφωνα με τα πρακτικά της δίκης, η αιτίαση αυτή, καθώς και ο εξ αυτής σχετικός λόγος, είναι αβάσιμος, καθόσον, δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε, άλλωστε, θεωρήθηκαν αναγνωστέες καταθέσεις απουσιαζόντων μαρτύρων. Πρέπει, συνεπώς και ο δεύτερος λόγος της ένδικης αναίρεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1 ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 15/2007 αίτηση των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, για αναίρεση της υπ'αρ. 859/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, τον καθένα Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αντίσταση κατά της Αρχής κατά συρροή. Απλή σωματική βλάβη κατά συρροή. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Ακυρότητα από λήψη υπόψη εγγράφων μη αναγνωσθέντων. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αντίσταση κατά της αρχής, Σωματική βλάβη απλή.
1
Αριθμός 1233/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου (η οποία ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Βλήτα, περί αναιρέσεως της 66110/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 278/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ησκήθη εκπροθέσμως. Κατά της αποφάσεως, η οποία απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη επιτρέπεται μόνο αίτηση αναιρέσεως για τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται εις το άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Η απόφαση με την οποία το ένδικο μέσο της εφέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτο, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς του, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή ο χρόνος της επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως, εφόσον απηγγέλθη απόντος τούτου και εκείνος της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητος του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ.ΑΠ 4/1995, 6/1994). Αν όμως με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που την ήσκησε και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να αναφέρονται στην σχετική αιτιολογία και οι αποδείξεις, οι οποίες εθεμελίωσαν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των στοιχείων απορρίψεως των ως άνω ισχυρισμών, άλλως ιδρύεται ο άνω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψεν ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ'αριθμ. 15183/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποίαν είχε καταδικασθεί απών για το αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής εις ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών. Από την σχετική υπ'αριθμ. 4768/3-4-07 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον 'Αρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος φερόμενος στην έφεση ως κάτοικος Αθηνών επί της οδού ......, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του είχε προβάλλει με αυτή ότι "το πρώτο έλαβε γνώση της εκκαλουμένης χθές που προσήχθη στον Εισαγγελέα για άλλη απόφαση και ουδέποτε ήτο άγνωστης διαμονής ήτο πάντοτε γνωστής και μάλιστα στις αρχές στη διεύθυνση επί της οδού ...... όπου αναζητήθηκε ήτο η επαγγελματική του κατοικία... κατά τον χρόνο επίδοσης ... διέμενε στην γνωστή στις αρχές διεύθυνση επί της οδού .... αριθμ. .... "... είχε καταθέσει δε και τα προς υποστήριξη του ισχυρισμού του έγγραφα. Στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εκδοθείσα παρόντος δια πληρεξουσίου του εκκαλούντος-κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, αναφέρονται στα μεν πρακτικά τα εξής: Στη συνέχεια μετά από πρόταση Εισαγγελέα και εντολή Προέδρου αναγνώστηκαν: 1.Η από 3-4-2007 με αριθμό 4768 έκθεση έφεσης του εκκαλούντα-κατηγορουμένου κατά της υπ'αριθμ. 15183/2000 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 2.Το από .... Αποδεικτικό Επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης προς τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο από τον Αρχ/κα ......., που υπηρετεί στο Α.Τ. Καλλιθέας 3.Το από ..... Μισθωτήριο Συμφωνητικό Κατοικίας, 4.Η από .... Έκθεση Σφράγισης 5.Η από 30-6-1998 αγωγή κατά της ....... 6.Οι από 15-2-2001 προτάσεις ενώπιον του Εφετείου Αθηνών 7.Η με αριθ. 1885/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, 8. Η με αριθ. 51135/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 9.Η με αριθ. 51181/2002 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, 10. Αντίγραφο της υπ' αριθ. .... Πτωχευτικής Μερίδας, προς δε (ανεγνώσθη) και η κατάθεση του μάρτυρος ...... επί του άνω ισχυρισμού, στο σκεπτικό δε αυτής ως αιτιολογία τα εξής: Η κρινόμενη έφεση κατά της 15183/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών ασκήθηκε την 3-4-2007 ήτοι μετά την πάροδο 7 περίπου ετών από την έκδοση της απόφασης, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής την ..... στη ..... ως τελευταία γνωστή διεύθυνση του. Η αιτιολογία όμως δεν είναι αυτή, η οποία απαιτείται, κατά τα προαναφερθέντα, διότι δεν αναφέρει το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση και το ονοματεπώνυμο του οργάνου το οποίον την διενέργησε, ούτε, έστω και κατ'είδος, τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπ'όψη του το δικαστήριο και στήριξε την κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως ως εκπροθέσμου, ούτε γίνεται μνεία ότι έλαβεν υπ'όψη του και συνεκτίμησε και την δοθείσα στο ακροατήριο ως άνω ένορκη κατάθεση του μάρτυρος υπερασπίσεως. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αναφέρεται βέβαια στα πρακτικά ότι ανεγνώσθη, όπως προαναφέρθη, το από ..... αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλ'αυτό δεν αποτελεί και παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η άνω πλημμέλεια είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή του, να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Το ίδιο δικαστήριο θα εξετάσει και την παραγραφή της υποθέσεως εφ'όσον κρίνει πρώτα παραδεκτή την έφεση (Ολ.ΑΠ 6/1994). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμ. 66110/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στην διάταξη του άρθρου 510 ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Η απορριπτική αυτή απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν διαλαμβάνει τον χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως (αν απαγγελθεί απόντος τούτου), ο χρόνος ασκήσεως της εφέσεως καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως. Αν με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, πρέπει στην απόφαση να διαλαμβάνεται σχετική αιτιολογία και να περιέχονται οι αποδείξεις, οι οποίες θεμελιώνουν τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των στοιχείων απορρίψεως των συγκεκριμένων ισχυρισμών, άλλως θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως. Αναιρείται η απόφαση, διότι δεν διαλαμβάνει το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, το ονοματεπώνυμο του επιδόσαντος οργάνου, τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ενώ δεν προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκε και η δοθείσα στο ακροατήριο ένορκη κατάθεση μάρτυρος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1230/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Ζακόπουλο, περί αναιρέσεως της 7119/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 92/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση άλλου, με τη χρήση του, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης (ΟλΑΠ 855/1978). Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 13 περίπτ. γ' ΠΚ, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1805/1988 "έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός Έγγραφο είναι και κάθε μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή , αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα, που έχουν έννομη σημασία". Στην έννοια αυτή του εγγράφου περιλαμβάνεται τόσο το τηλεομοιότυπο (TELEFAX), που διαβιβάζεται σε σταθμό λήψεως με πιστή αναπαραγωγή, από απόσταση, κειμένων, σχεδίων ή εικόνων, με τη βοήθεια καταλλήλων τερματικών διατάξεων, όσο και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλης συσκευής. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου, με μηχανικό τρόπο, ενώ διαφέρουν κατά το ότι το φωτοτυπικό αντίγραφο αναπαράγεται από μία συσκευή (φωτοτυπικό μηχάνημα), ενώ το τηλεομοιότυπο αναπαράγεται, από απόσταση, αφού χρησιμοποιηθούν δύο συσκευές τηλεομοιοτυπίας, μία για τη μεταβίβαση και μία για τη λήψη, σε συνδυασμό με τηλεφωνική συσκευή. Επομένως, το γεγονός με έννομη σημασία, που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου, εμφανίζεται και στο πιστό τηλεομοιότυπο ή φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και επομένως μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. 'Ετσι και τα έγγραφα αυτά, παρ' ό,τι δεν είναι πρωτότυπα, είναι δυνατόν να καταστούν υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστού ή νόθευσης). Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση, στοιχείων του γνησίου εγγράφου συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει ήδη νοθευτεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Εξ' άλλου, από την ίδια διάταξη του άρθρου 13 περιπτ. γ' ΠΚ συνάγεται ότι η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, με την πιο πάνω ευρεία έννοια δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη, με την αποδεικτική δύναμη που έχουν τα έγγραφα, ως μέσα αποδείξεως, κατά την πολιτική δικονομία και επομένως δεν είναι απαραίτητο να ερευνάται, αν είναι σύμφωνα με τους κανόνες της. Κατά συνέπεια στο χώρο του ποινικού δικαίου, το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο με την πιο πάνω έννοια, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο. Περαιτέρω έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., συντρέχει, όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών, είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία, ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο, της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, εξέδωσε αυτή, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω περιστατικά κατά πιστή μεταφορά: "ο κατηγορούμενος με ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο φέρεται, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο κείμενό του, (και τούτο διότι η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του πωλητή φέρεται να έχει γίνει την 17-7-1992), να έχει καταρτιστεί την 17-7-98, απέκτησε την κυριότητα ενός σκάφους αναψυχής τύπου .... με το όνομα "......." ολικής χωρητικότητας 5,92 κόρων μήκους 7,98 και πλάτους 2,65 μ. αντί τιμήματος 2.900.000 δρχ. Την 1-8-00, ήτοι αρκετό χρονικό διάστημα μετά την απόκτησή του, ο κατηγορούμενος υπέβαλε προς την ασφαλιστική εταιρεία ....., πρόταση ασφαλίσεως την οποία συνόδευε με σχετικά έγγραφα του πλοίου στην οποία ανέγραψε ως έτος κατασκευής του εκείνο του έτους 1998. Με βάση την άνω πρόταση, η οποία έγινε αποδεκτή από την ασφαλιστική εταιρεία ως προς τα στοιχεία ασφαλίσεως, αφού αυτά πιστοποιούνταν και από το αντίγραφα που συνόδευαν την πρόταση, καταρτίστηκε η οικεία ασφαλιστική σύμβαση σύμφωνα με την οποία η άνω εταιρεία αναλάμβανε να ασφαλίσει το συγκεκριμένο σκάφος με τα μηχανήματα εφόδια και συναφή αντικείμενα αντί ποσού 21.220.000 δρχ. για το χρονικό διάστημα από 4-8-00 μέχρι 3-8-00. Εκδόθηκε μάλιστα και το ..... ασφαλιστήριο το οποίο πιστοποιούσε τους όρους της άνω σύμβασης. Την .... ο κατηγορούμενος δήλωσε προς τις λιμενικές αρχές του Υ/Χ Πορτοχελίου κλοπή του άνω σκάφους από το αγκυροβόλιο του οικείου λιμένα ενώ σχετική αναφορά υπέβαλε και προς την ασφαλιστική εταιρεία ζητώντας την καταβολή της οικείας αποζημίωσης. Η ασφαλιστική εταιρεία όμως ερευνώντας τις προϋποθέσεις καταβολής της αιτούμενης αποζημίωσης διαπίστωσε ότι η πρόταση ασφαλίσεως που είχε υποβληθεί και με βάση την οποία καταρτίστηκε και η ασφαλιστική σύμβαση ήταν ψευδής δεδομένου ότι η ημερομηνία κατασκευής του σκάφους ήταν το έτος 1990 και όχι το 1998 που είχε δηλωθεί από αυτόν ψευδώς. Ειδικότερα. Η πρόταση ασφαλίσεως συνοδευόταν από δυο έγγραφα ήτοι α) το θεωρημένο από την αστυνομική αρχή αντίγραφο του ... πιστοποιητικού με ημερομηνία έκδοσης ..... στο οποίο ως έτος κατασκευής εμφανιζόταν το έτος 1998 και εκείνο της μηχανής το έτος 1994 β) θεωρημένο αντίγραφο από την αστυνομική αρχή του ...... πιστοποιητικού καταμέτρησης από την ΥΕΝ/ΔΕΕΠ στο οποίο μεταξύ άλλων ως έτος ναυπήγησης αναγραφόταν το έτος 1998. Στην συνέχεια όμως και μετά από έρευνα των εγγράφων που ήταν κατατεθειμένων στο νηολόγιο του Κ.Λ.Π. αλλά και στο φάκελλο του σκάφους, δεδομένου ότι μετά την παρέλευση λίγου χρονικού διαστήματος ο κατηγορούμενος με νέα δήλωση του ανακάλεσε εκείνη περί απώλειας και υποστήριξε ότι το σκάφος του είχε βρεθεί διαπιστώθηκαν τα εξής. Το σκάφος κατασκευάστηκε το έτος 1990 και όχι το 1998 και πωλήθηκε με τιμολόγιο του πωλητή μόνο το σκάφος αντί 2.900.000 και όχι και η μηχανή του η οποία αγοράστηκε την 25-4-95 αντί 2.065.000 δρχ. (το πρωτότυπο τιμολόγιο φυλάσσεται στο φάκελο του νηολογίου και επικυρωμένο αντίγραφό του αναγνώοτηκε κατά την διαδικασία στο ακροατήριο). Επίσης από το επικυρωμένο από την ΔΕΕΠ αντίγραφο του πιστοποιητικού καταμέτρησης που βρίσκεται στο φάκελο νηολογίων φαίνεται ότι το έτος ναυπήγησής του είναι εκείνο του 1990 και όχι 1998 ενώ το ίδιο προκύπτει και από το σχέδιο του πιστοποιητικού καταμέτρησης το οποίο επίσης αναφέρει ως έτος κατασκευής του σκάφους το 1990. Δηλαδή ο κατηγορούμενος προκειμένου να επιτύχει την ασφάλιση του σκάφους του σε ποσό ιδιαίτερο υψηλό για την πραγματική του αξία νόθευσε τα άνω δύο έγγραφα που υπέβαλε μαζί με την πρόταση ασφαλίσεως ως προς τον χρόνο κατασκευής του σκάφους και διόρθωσε το έτος κατασκευής από το 1990 στο 1998. Στην συνέχεια αφού εξέδοσε νέα φωτοτυπικά αντίγραφα με διορθωμένο το έτος κατασκευής έτσι ώστε να μη φαίνεται η διόρθωση (νόθευση), το υπέβαλε μαζί με την πρόταση ασφαλίσεως στην ασφαλιστική εταιρεία προκειμένου οι αρμόδιοι υπάλληλοι αυτής πεισθούν ως προς το έτος κατασκευής αυτού και το ασφαλίσουν στην ιδιαίτερα υψηλή τιμή για το πραγματικό έτος κατασκευής του που ήταν το 1990. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι αυτός τέλεσε το αδίκημα της νόθευσης εγγράφου για την οποία κατηγορείται, ενώ, ο ισχυρισμός του ότι τα σχετικά νοθευμένα έγγραφα δεν εμπίπτουν στην έννοια του εγγράφου, γιατί ήταν απλά ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα, με αποτέλεσμα να μη θεμελιώνεται η αποδιδόμενη σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού στο χώρο του ποινικού δικαίου και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο που έχει την αποδεικτική δύναμή του, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' Π.Κ., εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ βεβαίωση της ακριβείας του από το αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο. Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας(νόθευσης) με χρήση του πλαστού εγγράφου, κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μια τριετία. Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω αδικήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις,( άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 216 παρ. 1 του ΠΚ), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι αρκετό ότι αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους και δεν είναι αναγκαία η αναφορά για κάθε περιστατικό που δέχεται, του αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Εξ' άλλου, στην αρχή του σκεπτικού της απόφασης αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που το δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε σχέση με κάθε περιστατικό που δέχεται, αφού με πληρότητα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων προκειμένου να παραπλανήσει την ασφαλιστική εταιρεία ....., ως προς τον ακριβή χρόνο ναυπήγησης του σκάφους του, νόθευσε τον πραγματικό χρόνο, που αναγράφονταν στα οικεία ναυτιλιακά έγγραφα του,(πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης και πιστοποιητικό καταμέτρησης), από το έτος 1990 στο 1998, τα οποία αναπαρήγαγε με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και υπέβαλε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων με τις ενέργειές του αυτές, απέβλεπε να συνομολογηθεί η ασφαλιστική αξία του σκάφους του, σε μεγαλύτερο οικονομικό μέγεθος, ώστε σε περίπτωση συνδρομής του ασφαλιζόμενου κινδύνου, το καταβλητέο ασφάλισμα να είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερο εκείνου, που αντιστοιχούσε στην πραγματική αξία του σκάφους αυτού. Προσέτι, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όπως αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων, από το γεγονός ότι δεν μπορεί να συντρέξει το αδίκημα αυτό, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος, ενόψει του ότι η φερόμενη από αυτόν νόθευση των επίμαχων εγγράφων, έλαβε χώρα, όχι στα σώματα των πρωτοτύπων εγγράφων, αλλά σε απλά ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα αυτών. Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 7.119/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία (νόθευση), με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας από το γεγονός ότι η νόθευση των στοιχείων του εγγράφου, έλαβε χώρα επί του φωτοαντιγράφου (Ολ. ΑΠ 2/2000). Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1229/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 2041/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "ΑΦΟΙ ΤΣΕΒΡΕΜΗ ΑΒΕΤΕ - ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2031/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή η καταδικαστική απόφαση στερείται τις από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η έκθεση των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο ως αποδειχθέντα στο αιτιολογικό της απόφασής του έρχεται σε αντίφαση με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο διατακτικό της. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται, είτε με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, είτε με την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων ή με την παρασιώπηση αυτών. Η δόλια δηλαδή παραπλάνηση πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικά τρόπους που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. Ειδικότερα οι δύο πρώτοι τρόποι, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών γεγονότων συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων πραγματώνεται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ' αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργειά του. Έτσι η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τέλεσης της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, στερεί δε την απόφαση νόμιμης βάσης και έτσι επέρχεται εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ. Δεν δημιουργείται όμως τέτοια ασάφεια και αντίφαση όταν αναφέρονται οι δύο πρώτοι υπαλλακτικοί τρόποι τέλεσης της απάτης, εφόσον στο σκεπτικό ή στο διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τέλεσης της πράξης, αλλά απλώς προσδιορίζει (εξειδικεύει) το δόλο του δράστη. Μεταξύ όμως της απόκρυψης αληθινών γεγονότων από τη μια πλευρά και της αθέμιτης παρασιώπησης τέτοιων γεγονότων από την άλλη, όταν χρησιμοποιούνται σύγχρονα, ως τρόποι τέλεσης της απάτης, όχι μόνον ανακύπτει ασάφεια, αλλά δημιουργείται αντίφαση, αφού η μία περίπτωση (απόκρυψη) αποτελεί έγκλημα ενέργειας, ενώ η άλλη (παρασιώπηση) αποτελεί έγκλημα που γίνεται με παράλειψη που προϋποθέτει πάντοτε ιδιαίτερη υποχρέωση (άρθρ. 15 ΠΚ) για ανακοίνωση και που δεν μπορούν να συνυπάρχουν αλλά το ένα αποκλείει το άλλο από τη φύση του πράγματος. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 2041/2008 απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχτηκε, ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται σ' αυτά αλλά και στα πρακτικά της παρούσας δίκης, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της μηνύτριας εταιρίας με την επωνυμία "Αφοί Τσεβρέμη ΑΒΕΤΕ" που έχει ως αντικείμενο χωματουργικές εργασίες και της εταιρίας πώλησης υγρών καυσίμων με την επωνυμία "...... Ο.Ε.", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος, είχε καταρτισθεί κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 σύμβαση προμήθειας υγρών καυσίμων, κατά τους όρους της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος και με διαδοχικές παραδόσεις, να προμηθεύει στη πρώτη πετρέλαιο κίνησης για τη κάλυψη των αναγκών κίνησης των οχημάτων της, είτε απ' ευθείας στα οχήματα της αγοράστριας εταιρίας από τις βενζιαντλίες του καταστήματός της είτε με τη μεταφορά ποσοτήτων απ' αυτές στην αποθηκευτική δεξαμενή της που υπήρχε στο εργοτάξιο της. Η σύμβαση αυτή λειτούργησε ομαλά μέχρι και του μηνός Οκτωβρίου 2001, όταν εκ μέρους των υπευθύνων της μηνύτριας εταιρίας διαπιστώθηκε δυσλειτουργία στη κίνηση των οχημάτων της και συνεχείς βλάβες αυτών που κατά την άποψη των τεχνικών οφείλονταν στη κακή ποιότητα του χρησιμοποιούμενου πετρελαίου κίνησης. Όπως προέκυψε, οι παραδοθείσες στην αποθηκευτική δεξαμενή της μηνύτριας εταιρίας, ποσότητες πετρελαίου κίνησης, ανήλθαν για τον μήνα Νοέμβριο 2001 σε 42.195,19 λίτρα, συνολικής αξίας 9.130.740 δρχ. [26.796 ευρώ] για τις οποίες εκδόθηκαν από την πωλήτρια εταιρία τα αντίστοιχα δελτία αποστολής και τιμολόγια. Στη συνέχεια, κατόπιν σχετικής καταγγελίας που έγινε από τον εκπρόσωπο της μηνύτριας, λόγω του ότι τα προβλήματα στη λειτουργία των οχημάτων και μηχανημάτων της συνεχιζόταν, στις 28-12-2001 μετέβη στη δεξαμενή αυτής όπου είχαν αποθηκευθεί σταδιακά η συνολική πιο πάνω ποσότητα πετρελαίου κίνησης, αρμόδιος υπάλληλος της Δ/νσης Εμπορίου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσ/νίκης και προέβη σε δειγματοληψία από το υπάρχον την ανωτέρω ημερομηνία υπόλοιπο [21.500 λίτρα], το αποτέλεσμα της οποίας ήταν ύστερα και από επανεξέταση, να βρεθεί ότι το πετρέλαιο ήταν νοθευμένο και μη κανονικό γιατί περιείχε α] πυκνότητα 0,8540 g/ml αντί όχι μεγαλύτερη από 0,8540 g/ml β] θείο [S] 0,65% κ.β. αντί όχι πιο πολύ από 0,035 κ.β., γ] σημείο απόφραξης ψυχρού φίλτρου [cfpp] + 5 β.C αντί όχι μεγαλύτερη από -5β.c,δ] κινηματικό ιξώδες 4,7 cSt αντί όχι πιο πολύ 4,5 cSt, 5] απόσταγμα στους 350 β.C: 79% ν/ν και 6] απόσταγμα στους 360 β.C 89% ν/ν αντί τουλάχιστον 95% ν/ν. Όπως δε αναφέρεται στο από 1-5-2002 έγγραφο της ανωτέρω υπηρεσίας πρόκειται για νοθευμένο πετρέλαιο κίνησης με ανώτερα κλάσματα πετρελαίου της περιοχής των ορυκτελαίων σε ποσοστό τουλάχιστον 6%. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν να απαγορευθεί η περαιτέρω κυκλοφορία και διάθεση της εναπομείνασας στη δεξαμενή ποσότητας των 21.500 λίτρων, επαναδιύλιση, χωρίς όμως από κανένα στοιχείο να προκύπτει η περαιτέρω τύχη της ποσότητας αυτής. Τέλος προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί με τη με α αριθμό 6107/2007 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/κης σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για παράβαση του άρθρου 31 παρ. 4 του Αγορανομικού Κώδικα. Με βάση τα αποδειχθέντα πιο πάνω περιστατικά, πλήρως αποδεικνύεται κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, ότι η μηνύτρια εταιρία υπέστη βλάβη της περιουσίας της τουλάχιστον ίση με την αξία του τιμήματος της πωληθείσας σ' αυτήν πιο πάνω συνολικής ποσότητας, ήτοι τουλάχιστον 26.796 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού αυτή αφενός μεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει το σύνολο του τιμήματος σε εκπλήρωση συμβατικής της υποχρεώσεως, αφετέρου δε δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιήσει το 50% της ποσότητας αυτή [21.500 λίτρα] λόγω της ακαταλληλότητάς και της δέσμευσης αυτή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι άλλη περαιτέρω περιουσιακή βλάβη, δεν αποδείχθηκε ότι υπέστη η μηνύτρια, αφού από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι και οι προηγούμενες [πριν από τον μήνα Νοέμβριος], που παραδόθηκαν σ' αυτήν ποσότητες πετρελαίου, ήταν νοθευμένες ή ότι αυτή δαπάνησε το ποσό των 30.000 ευρώ για την αποκατάσταση των βλαβών που υπέστησαν τα οχήματα και τα μηχανήματα αυτής από τη χρήση του ακατάλληλου πετρελαίου. Η ανωτέρω δε περιουσιακή βλάβη της μηνύτριας, τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του κατηγορουμένου, ήτοι με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την αθέμιτη απόκρυψη και παρασιώπηση των αληθών, που οδήγησαν τη μηνύτρια σε πράξη και συγκεκριμένα ενώ, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η ανωτέρω ποσότητα των 42.195,19 λίτρων πετρελαίου ήταν νοθευμένη, εν τούτοις την πώλησε και την παρέδωσε στη μηνύτρια ως κανονική, αποκρύπτοντας την αλήθεια, με συνέπεια αυτή να δεχθεί να την παραλάβει, να την τοποθετήσει στη δεξαμενή της και να την χρησιμοποιήσει περαιτέρω, ενέργειες στις οποίες αυτή ασφαλώς και δεν θα προέβαινε αν γνώριζε την αλήθεια. Σκοπός δε του κατηγορουμένου ήταν να περιποιήσει στην εταιρία που εκπροσωπούσε, αλλά και στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, αντίστοιχο της βλάβης της μηνύτριας [26.796 ευρώ] ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τούτο δεν επιτεύχθηκε στο σύνολο του, λόγω της άρνησης της μηνύτριας να εξοφλήσει μέρος του τιμήματος, όταν διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα της παραδοθείσας σ' αυτήν ποσότητας. Ενόψει αυτών, και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το έγκλημα της απάτης και συνεπώς πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σύμφωνα λοιπόν, με τις παραπάνω παραδοχές, η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της απάτης τελέσθηκε, "με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την αθέμιτη απόκρυψη και παρασιώπηση των αληθών". Αντίθετα, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνισταμένης στο ότι "στη .......κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2001, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και με την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, δη δε ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Συγκεκριμένα όντας νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "........ ΟΕ", που είχε καταρτίσει κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 σύμβαση πώλησης υγρών καυσίμων με την εταιρία με την επωνυμία "Αφοί Τσεβρέμη ΑΒΕΤΕ", και αναλάβει την συμβατική υποχρέωση να παραδίδει σ' αυτήν μεταξύ άλλων και κανονικό [μη νοθευμένο] πετρέλαιο κίνησης για τις ανάγκες των οχημάτων και λοιπών μηχανημάτων αυτής, εν τούτοις κατά το παραπάνω τόπο και χρόνο, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και η εταιρία του παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με την αξία της παραδοθείσας κατά τον ανωτέρω μήνα ποσότητας των 42.195,19 λίτρων πετρελαίου κίνησης, εν γνώσει του παρέστησε ψευδώς στο νόμιμο εκπρόσωπο της αγοράστριας εταιρίας ότι αυτό ήταν κανονικό, αποκρύπτοντας αθέμιτα, ήτοι κατά παράβαση συμβατικής του υποχρεώσεως ότι ήταν νοθευμένο και συνεπώς ακατάλληλο για χρήση, γιατί περιείχε α] πυκνότητα 0,8540 g/ml αντί όχι μεγαλύτερη από 0,8540 g/ml β] θείο [S] 0,65% κ.β. αντί όχι πιο πολύ από 0,035 κβ,γ] σημείο απόφραξης ψυχρού φίλτρου [cfpp] + 5 β.C αντί όχι μεγαλύτερη από -5 β.C, δ] κινηματικό ιξώδες 4,7 cSt αντί όχι πιο πολύ 4,5 cSt, 5] απόσταγμα στους 350 β. C: 79% ν/ν αντί τουλάχιστον 85% ν/ν και 6] απόσταγμα στους 360 β. C 89% ν/ν αντί τουλάχιστον 95% ν/ν, με αποτέλεσμα να δεσμευθεί μέρος αυτής [21.500 λίτρα], πείθοντας με τον τρόπο αυτό τον εκπρόσωπο της αγοράστριας να παραλάβει την ανωτέρω νοθευμένη ποσότητα, να την τοποθετήσει στη δεξαμενή του εργοταξίου της ανωτέρω εταιρίας και να χρησιμοποιήσει μέρος αυτής, ενέργειες στις οποίες αυτός δεν θα προέβαινε αν γνώριζε την αλήθεια. Αποτέλεσμα δε της ανωτέρω παραπλανητικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ήταν να υποστεί περιουσιακή βλάβη η αγοράστρια εταιρία, ισόποση τουλάχιστον με την αξία του τιμήματος που ήταν αυτή υποχρεωμένη να καταβάλει στη πωλήτρια για τη ποσότητα αυτή, ήτοι 26.796 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας". Έτσι, από την αντιπαραβολή του αιτιολογικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, αβιάστως, προκύπτει ότι με το αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι την εις βάρος του μηνυτή απάτη τέλεσε ο κατηγορούμενος, τόσο με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών, και παράλληλα με την απόκρυψη και παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, ενώ στο διατακτικό γίνεται συγχρόνως δεκτό ότι την απάτη σε βάρος του μηνυτή τέλεσε ο κατηγορούμενος με την παράσταση ψευδών γεγονότων, αλλά και με την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Έτσι, όμως, δημιουργείται όχι μόνον ασάφεια, αλλά και αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τον τρόπο τέλεσης της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης της απάτης, και εξ' αυτής, υπάρχει έλλειψη της, κατά τα άνω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και συνεπώς, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την προσβαλλόμενη με αριθ. 2041/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για απάτη, με την επίκληση του λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει ασάφεια και αντίφαση ως προς τους τρόπους τέλεσης της απάτης, λόγω της παράλληλης παραδοχής της τέλεσης της πράξης, τόσο με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, όσο και με την απόκρυψη και παρασιώπηση των γεγονότων. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη.
0
Αριθμός 1228/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου x1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της 1017/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευγενιά Βελώνη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1593/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της. Επίσης, κατά το άρθρο 374 περ. ε του ίδιου Κώδικα, που αναφέρεται στις διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, "η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.........δ) αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια...". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1017/2007 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος είναι υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και υπηρετεί στη Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων ως ταμίας και με την ιδιότητα αυτή εργαζόταν στο τμήμα εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών, που στεγάζεται στο κτίριο 12 της πρώην Σχολής Ευελπίδων. Στο προαναφερόμενο Τμήμα εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών εργάζονται επτά συνολικά υπάλληλοι της ανωτέρω υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, μεταξύ των οποίων ήσαν και οι Γ1, Γ2 και Γ3. Οι ανωτέρω υπάλληλοι, όταν υπήρχε φόρτος εργασίας, ζητούσαν τη βοήθεια του κατηγορουμένου κατά την καταμέτρηση και την τακτοποίηση των χρημάτων που εισπράττονταν από τις εξαγορές των ποινών. Ο κατηγορούμενος όμως, κατά την καταμέτρηση των χρημάτων που έκανε βοηθώντας τις συναδέλφους του, αφαιρούσε τεχνηέντως και χωρίς να γίνει αντιληπτός διαφορά ποσά. Συγκεκριμένα κατά το Μάρτιο 1999 βοηθώντας τη συνάδελφο του Γ1 αφαίρεσε το ποσό των 60.000 δραχμών και το ταμείο παρουσίασε ισόποσο έλλειμμα. Από το Μάρτιο τους έτους 1999 μέχρι την 24-10-1999 αφαίρεσε από το ταμείο της ίδιας υπαλλήλου, κατά την καταμέτρηση που έκανε βοηθώντας την, σταδιακά το συνολικό ποσό των 3.740.000 δραχμών, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Με τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε από το ταμείο της ίδιας υπαλλήλου 150.000 δραχμές κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2000 και από το μήνα Μάρτιο 2000 μέχρι τον Ιούλιο του 2000 αφαίρεσε σταδιακά το ποσό των 1.400.000 δραχμών, ενώ κατά τους επόμενους μήνες μέχρι το Νοέμβριο 2000 αφαίρεσε τμηματικά το ποσό των 570.000 δραχμών. Επίσης ο κατηγορούμενος με τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε από το ταμείο της συναδέλφου του Γ2 στις 11-10-1999 150.000 δραχμές, περί τα τέλη Μαρτίου του έτους 2000 αφαίρεσε από το ταμείο της ίδιας συναδέλφου του το ποσό των 140.000 δραχμών. Περαιτέρω, από το ταμείο της ίδιας συναδέλφου του αφαιρούσε κάθε μήνα 50.000 έως 80.000 δραχμές, στις 29-10-2000 αφαίρεσε 150.000 δραχμές και την 14-11-2000 αφαίρεσε το ποσό των 30.000 δραχμών, τα οποία ποσά ιδιοποιήθηκε παράνομα. Με το ίδιο τρόπο ο κατηγορούμενος αφαίρεσε από το ταμείο της συναδέλφου του Γ3 κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο 2000 μέχρι την 23-11-2000 το συνολικό ποσό των 140.000 δραχμών, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η συνάδελφος του κατηγορουμένου Γ1, είχε υποψιαστεί τον κατηγορούμενο, επειδή είχε δει μία ύποπτη κίνηση, αλλά και επειδή ήταν ο μόνος που δεν παρουσίασε έλλειμμα και γι' αυτό στις 23-11-2000 μέτρησε και προσημείωσε 118 χαρτονομίσματα των 10.000 δραχμών και στη συνέχεια ζήτησε από τον κατηγορούμενο δήθεν να τη βοηθήσει. Ο κατηγορούμενος, αφού τα μέτρησε της είπε ότι ήταν συνολικά 110 χαρτονομίσματα και όχι 118 που είχε μετρήσει και προσημειώσει αυτή. Στη συνέχεια κάλεσε τον αστυνομικό ........ που εκτελούσε υπηρεσία στο τμήμα εκκαθάρισης του Πρωτοδικείου Αθηνών και του κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε 8 χαρτονομίσματα των 10.000 δραχμών και του παρέδωσε την κατάσταση των χαρτονομισμάτων που είχε σημειώσει. Ο αστυνομικός ζήτησε από τον κατηγορούμενο να αποδώσει τα χρήματα, αυτός αρνήθηκε ότι έπραξε οτιδήποτε και γι' αυτό ο αστυνομικός τον παρέλαβε για να τον οδηγήσει στον Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης, συνοδευόμενος και από τη συνάδελφο του Γ1. Κατά τη διαδρομή προς το γραφείο του Εισαγγελέα ο κατηγορούμενος απέρριψε τα έξι (6) από τα οκτώ χαρτονομίσματα, έγινε όμως το περιστατικό αντιληπτό από έναν πολίτη, ο οποίος ενημέρωσε τον αστυνομικό που περισυνέλεξε τα χαρτονομίσματα. Στο γραφείο του Εισαγγελέα διαπιστώθηκε ότι οι αριθμοί των χαρτονομισμάτων που απορρίφθηκαν ήταν μέσα στη λίστα που είχε καταγράψει η συνάδελφος του κατηγορουμένου, βρέθηκαν δε στην κατοχή αυτού και άλλα δύο χαρτονομίσματα που περιέχονταν και αυτά στη λίστα. Έτσι αποκαλύφθηκε η δράση του κατηγορουμένου, ο οποίος τελούσε την πράξη αυτή επί μακρό χρόνο κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, είναι δε πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατά συνήθεια, διότι προκύπτει σταθερή ροπή στην τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος της κλοπής, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Κατ' ακολουθίαν ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κλοπής κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές κατ' επάγγελμα". Με τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για τον αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, εκθέτει δε σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την κήρυξη του αναιρεσείοντος ενόχου του ως άνω εγκλήματος, τόσον όσον αφορά την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της εξακολουθητικής κλοπής, όσον και για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως αυτής. Ειδική αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία προέκυψε κάθε επί μέρους παραδοχή της αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτείται. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ προβαλλόμενος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα αποφάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά, που, κατά νόμο, απαιτούνται για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολόγησης και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε χωρίς αιτιολογία τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του, περί μετατροπής της πράξης σε απλή κλοπή ή σε υπεξαίρεση, "διότι δεν απεδείχθη, πέραν της Γ1, ότι ετελέσθη η φερόμενη πράξη και για τους άλλους παθόντες". Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε "να μετατραπεί η πράξη σε κλοπή ή υπεξαίρεση και να κηρυχθεί ένοχος μόνο για την πράξη που αφορά την Γ1". Το αίτημα αυτό, έτσι όπως υποβλήθηκε, δεν συνιστά σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό στον οποίο το Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά, συνιστά, απλή (μερική) άρνηση της κατηγορίας. Ανεξαρτήτως αυτού, το Πενταμελές Εφετείο, με την πιο πάνω πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διακεκριμένης κλοπής, για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος αναιρεσείων. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ προβαλλόμενοι πρώτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής αποφάσεως του πιο πάνω ισχυρισμού του και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (372 παρ. 1, 374 περ. 3 ΠΚ, όπως εκτιμάται), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. IIΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. γ' και δ' του Κ.Π.Δ., ''... Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή τον δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση''. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 368 του Κ.Π.Δ., ''Αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος και εξετασθεί ο αστικώς υπεύθυνος, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση ρωτάει τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση ...''. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνη του άρθρου 333 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία ''όταν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους, έχουν δικαίωμα να λάβουν το λόγο και οι υπόλοιποι διάδικοι, του κατηγορούμενου ή του συνηγόρου του εχόντων το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι'', προκύπτει με σαφήνεια, ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά την απολογία του κατηγορούμενου, προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις από τον εισαγγελέα κ.λ.π., ο λόγος στο συνήγορό του, προκειμένου να υποβάλλει και αυτός (δια του διευθύνοντος τη συζήτηση) στον κατηγορούμενο ερωτήσεις, μόνον, όμως, εφόσον το ζητήσει. Και αν μεν ζητήσει αυτός το λόγο και δεν του δοθεί, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, εκ του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ., ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του ίδιου Κώδικα. Αν όμως δεν ζητήσει αυτός το λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται, μάλιστα ανάλογη εκείνης του άρθρου 369 του Κ.Π.Δ., αν δεν του δοθεί ο λόγος, έστω και αν δόθηκε ο λόγος και υπέβαλαν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, άλλοι παράγοντες της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά, μετά το τέλος της απολογίας του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα και στους Δικαστές, για να του απευθύνουν ερωτήσεις και στη συνέχεια δόθηκε ο λόγος στους διαδίκους και τους συνηγόρους τους, για να απευθύνουν μέσω του Προέδρου, αν είχαν ερωτήσεις, προς τον κατηγορούμενο, επακολούθησε δε η υποβολή τέτοιων ερωτήσεων, στις οποίες ο κατηγορούμενος απάντησε. Στη συνέχεια δε, αφού ρωτήθηκαν ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι, ''αν χρειάζονται συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση'' και απάντησαν αρνητικά, κηρύχθηκε η λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς όμως να δοθεί ο λόγος στο συνήγορο του αναιρεσείοντος - κατηγορούμενου, για να του υποβάλει ερωτήσεις. Εφόσον, όμως, δεν προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ζητήθηκε ο λόγος από το συνήγορο του κατηγορούμενου, για να υποβάλει σ' αυτόν ερωτήσεις, ουδεμία ακυρότητα δημιουργήθηκε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, εκ του ότι δεν του δόθηκε σχετικά ο λόγος, έστω και αν δόθηκε ο λόγος και υπέβαλαν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο ο εισαγγελέας ή άλλοι παράγοντες της δίκης. Επομένως ο δεύτερος, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, με τον προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορούμενου για να του υποβάλλει ερωτήσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 331, 333 και 364 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι, η συνεκτίμηση από το δικαστήριο εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε ως αποδεικτικό μέσο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε ούτε ακόμη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας αυτού, αλλά αρκεί να μνημονεύονται τα όποια άλλα στοιχεία εξατομικεύουν αυτό, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν τα έγγραφα εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου έχουν πραγματικά αναγνωσθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, το Δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αφού συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ".... τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά.....". Τα αναγνωσθέντα αυτά έγγραφα προσδιορίζονται ως εξής: "-Φωτοαντίγραφα προσημειωμένων χαρτονομισμάτων των 10.000 δραχμών - Χειρόγραφη κατάσταση προσημειωμένων χαρτονομισμάτων. - Η από ...... έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως του Ανθ/μου Ζ1. - Οι δύο από ...... εκθέσεις αποδόσεως κατασχεθέντων του Ανθ. Ζ1. - Η με αριθ. πρωτ. ....... διενέργεια προκαταρκτική έρευνα της Γεν. Δ/νσης Οικονομ. Επιθεώρησης Δυτ. Αττικής". Η κατ' αυτόν τον τρόπο περιγραφή στα πρακτικά της ταυτότητας των εγγράφων εκείνων, που σε σχέση με αυτά δεν αμφισβητείται και που, όπως βεβαιώνεται, αναγνώσθηκαν, δεν δημιουργείται αμφιβολία για το αν πράγματι αυτά, αναγνώσθηκαν, με συνέπεια να μη νοείται εξ αυτής της αιτίας στέρηση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με αυτά. Ενόψει των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι, εξαιτίας της αόριστης περιγραφής της ταυτότητας των εγγράφων εκείνων, δεν αποδεικνύεται ότι αυτά έχουν αναγνωσθεί και, εφόσον, παρά ταύτα το δικαστήριο τα συνεκτίμησε για να καταλήξει στην κρίση του, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Μετά από αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ, άρθρ. 22 του ν. 3693/1957). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-9-2007 αίτηση αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 7863/5-9-07) του x1, κατά της 1017/20-4-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλοπή κακουργηματική (κατ’ επάγγελμα και συνήθεια) κατ’ εξακολούθηση. Αιτιολογία. Αυτοτελής ισχυρισμός. Πότε είναι ορισμένος. Ισχυρισμός για μεταβολή της κατηγορίας. Από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά την απολογία του κατηγορουμένου, προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις από τον εισαγγελέα κ.λ.π., ο λόγος στο συνήγορό του, προκειμένου να υποβάλλει και αυτός (δια του διευθύνοντος τη συζήτηση) στον κατηγορούμενο ερωτήσεις, μόνον, όμως, εφόσον το ζητήσει. Αν δεν ζητήσει το λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφων. Απόρριψη λόγων αναίρεσης.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1227/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κρατουμένης στη Κλειστή Κεντρική Φυλακή Γυναικών Κορυδαλλού, 2. Χ2, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπανορρήγα, 3. Χ3 και 4. Χ4, κρατουμένων στη Κλειστή Φυλακή Πατρών, που δεν παραστάθηκαν, περί αναιρέσεως της 1442/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Σεπτεμβρίου 2007 και 29 Αυγούστου και 5 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1615/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων που εκπροσωπήθηκαν, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν εν μέρει δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης των πιο πάνω και να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι από 9 Ιουλίου 2007 και 4 Ιουνίου 2007 αιτήσεις αναίρεσης των Χ3 και Χ4. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 514 εδ. γ ΚΠΔ, δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί , παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων Χ2, άσκησε εμπροθέσμως, στις 29/8/2007, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Τσοβόλα, την 104/2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, κατά της 1442/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, ακολούθως, στις 5/9/2007, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ευτύχιου Αλιγιζάκη, άσκησε την 105/2007 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά της ιδίας πιο πάνω σε βάρος του εκδοθείσης καταδικαστικής αποφάσεως. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης 10/ημερης προθεσμίας των άρθρων 473 παρ. 1α και 4 και 507παρ 1 ΚΠΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 27-7-2007 και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν, διότι έχουν πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια. Περαιτέρω, μαζί με την κρινόμενη πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς, 1) η από 13-9-2007 (με αριθ. πρωτ. 8149/14-9-2007) αίτηση (δήλωση) της Χ1 και οι 60/4-6-2007 και 75/9-7-2007 (99/17-7-2007 και 101/23-7-2007, αντίστοιχα) αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεων των Χ4 και Χ3, αντίστοιχα, κρατουμένων της Κλειστής Φυλακής Πατρών, κατά της αυτής 1442/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. ΙΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ.α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία ...... δύο αποδεικτικά επιδόσεως του αρμόδιου υπαλλήλου της Κ. Φυλακής Πατρών ..., οι αναιρεσείοντες Χ4 και Χ3, αντίστοιχα, κρατούμενοι των Φυλακών Πατρών, κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθούν δια του συνηγόρου τους στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκαν κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως αυτών, πρέπει να απορριφθούν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες (άρθρο 583 παρ.1). ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του, ή, προκειμένου περί φωτογραφιών, ότι επιδείχθηκαν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως είναι οι χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα, δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι "αναγνώσθηκε" φωτογραφία ή σχεδιάγραμμα, η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά με την παραπάνω έννοια της επισκοπήσεως του εγγράφου τούτου από τους παράγοντες της δίκης, μετά προηγούμενη επίδειξή του εκ μέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε ,δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ,ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1442/2007 απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία όλα αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και " ...31. Τέσσερις φωτογραφίες...". Με την πιο πάνω αναφορά των φωτογραφιών αυτών, ενόψει και τη αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους ("πότε λήφθησαν, τι απεικονίζεται με αυτές, αν επισκοπήθηκαν κλπ), αφού, με την γενόμενη επισκόπησή τους, κατέστησαν γνωστές κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη τους το πιο πάνω, με αριθμό 31 αριθμούμενο αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, ο τρίτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναί Χ2, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα (φωτογραφίες), που επιδείχθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και κατά επιπλέον στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙV. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 ( άρθρο 20 παρ.1 περ.β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων , πωλεί, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή , που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Δυνατή είναι και η κατά συναυτουργία τέλεση των άνω εγκλημάτων [45 ΠΚ], συνεπώς και του εγκλήματος της κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Υπάρχει δε συγκατοχή όταν υφίσταται μεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσίασης της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας και η δυνατότητα σε όλους τους δράστες - συναυτουργούς άσκησης αυτής της φυσικής εξουσίασης με τη δυνατότητα διαπιστώσεως οποτεδήποτε της ύπαρξής της, και της κατά τη βούλησή τους διάθεσής της, χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο προσδιορισμός και της εκτάσεως της φυσικής εξουσίασης που καθένας έχει επί των ουσιών αυτών. Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς, κατοχής ή πώλησης ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος, και [δ] της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί , με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1442/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Α) Οι δύο πρώτοι από αυτούς (Χ2 και Χ1), α) με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, της αγοράς απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα ηρωίνης και κοκαΐνης, με σκοπό την εμπορία, και χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, στην Αθήνα ή σε άλλο σημείο της ευρύτερης περιοχής της ......, σε χρόνους που δεν διακριβώθηκαν επακριβώς οπωσδήποτε πάντως, κατά τον τελευταίο μήνα πριν τη σύλληψη τους, η οποία έλαβε χώρα την 10.3.2004 και εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, ενεργώντας από κοινού, με κοινή απόφαση και δράση, αγόρασαν, με σκοπό την εμπορία από άγνωστα στην ανάκριση πρόσωπα, άγνωστες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα ηρωίνης και κοκαΐνης, αντί αγνώστων ανταλλαγμάτων, μέρος δε από τις ποσότητες των εν λόγω ναρκωτικών ουσιών, που αγόραζαν, για μεταπώληση, οι ως άνω κατηγορούμενοι αποτελούσαν και οι κατωτέρω ποσότητες: 1) κοκαΐνης 385 γραμμαρίων και 2) ηρωίνης 88 γραμμαρίων, που βρέθηκαν στην κατοχή τους, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, κατά την ημέρα της σύλληψης τους, Β) με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και δη της κατοχής απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών, με σκοπό την εμπορία, ενεργώντας από κοινού, μετά από συναπόφαση: 1) μέσα στον τελευταίο μήνα, πριν την, κατά τα άνω, σύλληψή τους, στην Αθήνα ή σε άλλα σημεία της ευρύτερης περιοχής της .... κατείχαν, με την έννοια της δυνατότητας φυσικής εξουσίασης, όποτε ήθελαν, άγνωστες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα ηρωίνης και κοκαΐνης, κάθε φορά, τις οποίες αγόραζαν, κατά τα ανωτέρω, αντί αγνώστου ανταλλάγματος, από άγνωστα πρόσωπα, 2) στο ..... Αττικής, την 10.3.2004 και περί ώρα 21.30, κατελήφθησαν να κατέχουν από κοινού καθώς και με τους συγκατηγορουμένους τους Χ3 και Χ4 απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες, με σκοπό την εμπορία. Ειδικότερα, κατείχαν, με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή ελέγχου της ύπαρξης τους και με σκοπό την εμπορία κοκαΐνης, συνολικού βάρους 364 γραμμαρίων και ηρωίνη, συνολικού βάρους 88 γραμμαρίων, περίπου. Τις ποσότητες αυτές ναρκωτικών κατείχαν επιμελώς κρυμμένες, μέσα σε σωρό τούβλων, δίπλα στην πόρτα εισόδου του δώματος, της επί της οδού ..., αριθμ. ... πολυκατοικίας, στο ... Αττικής και συσκευασμένες, της μεν κοκαΐνης σε 18 αυτοσχέδιες συσκευασίες, σε στερεή μορφή, της δε ηρωίνης σε δύο αυτοσχέδιες συσκευασίες, γ) στο ... Αττικής και στη συμβολή των οδών ... και ....., την 10.3.2004 και περί ώραν 21.00, κατελήφθησαν να κατέχουν από κοινού και με την έννοια της ανά πάσα στιγμή φυσικής εξουσίας αυτής, απαγορευμένη από το νόμο ναρκωτική ουσία και ειδικότερα δύο αυτοσχέδιες συσκευασίες με κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 21 γραμμαρίων, τις οποίες έφερε στην τσάντα της η από τους κατηγορουμένους Χ1, 3) με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και ειδικότερα της πώλησης απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών, ενεργώντας από κοινού και μετά από συναπόφαση, με την Χ1 στην Αθήνα ή σε άλλα σημεία της ευρύτερης περιοχής της ......, μέσα στο τελευταίο, πριν από τη σύλληψη τους (10.3.2004) μήνα, σε χρόνους, που δεν εξακριβώθηκαν ειδικότερα, πωλούσαν σε άγνωστα άτομα, άγνωστες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και ειδικότερα ηρωίνης και κοκαΐνης, αντί αγνώστων χρηματικών ποσών κάθε φορά ή άλλου είδους ανταλλαγμάτων, τουλάχιστον όμως αντί 3.760 ΕΥΡΩ, ποσό που βρέθηκε πάνω τους, κατά τη σύλληψη τους και δεν μπόρεσαν επαρκώς να δικαιολογήσουν την πηγή προέλευσης του 4) οι δύο, ως άνω πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ2, Χ1), α) στην Αθήνα,την 10-3-2004 και περί ώρα 22.30', μέσα στο επί της οδού ...., στον ...... Αττικής, διαμέρισμά τους, όπου συγκατοικούσαν, κατείχαν, με την έννοια της δυνατότητας εξουσίασης ανά πάσα στιγμή, όπλα και πυρομαχικά, πρόσφορα για άμυνα και επίθεση και ειδικότερα κατείχαν χωρίς την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ένα πιστόλι άγνωστης μάρκας και χωρίς αριθμό σειράς, διαμετρήματος 9 mm, με γεμιστήρα με επτά φυσίγγια καθώς και ένα κουτί με 33 φυσίγγια των 9 mm, ....., β) στο ..... Αττικής και στη συμβολή των οδών ... και ....., την 10-3-2004 και περί ώρα 21.00', όντες Αλβανοί υπήκοοι, κατελήφθησαν να κατέχουν αα) ο πρώτος το υπ' αριθμ. .......... πλαστό βουλγαρικό διαβατήριο, το οποίο έφερε την φωτογραφία του και είχε αναγραφόμενα στοιχεία κατόχου ......, γεν. το 1975,στην Plontin Βουλγαρίας, και ββ) η δεύτερη κατείχε το υπ' αριθμ. ...... πλαστό βουλγαρικό διαβατήριο, το οποίο έφερε τη φωτογραφία της και είχε αναγραφόμενα στοιχεία κατόχου ".......". Τα διαβατήρια αυτά, που ήταν σε γνώση τους ότι ήταν πλαστά, χρησιμοποίησαν οι άνω κατηγορούμενοι, εν γνώσει της πλαστότητας, την 1-3-2004,στην Αθήνα, προκειμένου να καταρτίσουν το με την ίδια ημερομηνία συμφωνητικό μισθώσεως κατοικίας της οδού .......,στον .... και στις 10-3-2004, περί ώρα 21.00', στο .... Αττικής και στη συμβολή των οδών ... και ....., όταν τα επέδειξαν στους αστυνομικούς, κατά τον έλεγχο των στοιχείων ταυτότητος τους, 5) ο πρώτος (Χ2), στο ..... Αττικής, την 10-3-2004 και περί ώρα 21.00, κατελήφθη να έχει εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα, όντας αυτός Αλβανός υπήκοος, ήτοι χωρίς την άδεια των αρμοδίων αρχών και χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τα αναγκαία νομιμοποιητικά έγγραφα (διαβατήριο κ.λπ.) και μολονότι είχε διαταχθεί προηγουμένως η ισόβια απέλασή του από την Ελλάδα, με βάση την υπ' αριθμ. 1512|2000 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και με την οποία είχε ανασταλεί η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινή, που του είχε επιβληθεί, για την ίδια αιτία, 6) η δεύτερη (Χ1), στο .... Αττικής, την 10-3-2004 και περί ώρα 21.00', κατελήφθη να έχει εισέλθει παράνομα στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι χωρίς έγκυρο διαβατήριο ή άλλο νόμιμο ταξιδιωτικό έγγραφο, μολονότι αυτό ήταν κατά νόμο αναγκαίο, εφόσον είναι αλλοδαπή και ειδικότερα Αλβανή υπήκοος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι (Χ3, και Χ4), χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, στο ...... Αττικής, την 10-2-2004 και περί ώρα 21.30', κατελήφθησαν να κατέχουν από κοινού, καθώς και με τους δύο πρώτους, ως άνω, κατηγορουμένους, απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες και ειδικότερα κατείχαν (με την έννοια της φυσικής εξουσίασης, ήτοι ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να αντιληφθούν την ύπαρξή τους) και με σκοπό την εμπορία 364 γραμμάρια, περίπου, κοκαΐνης και 88 γραμμάρια ηρωίνης. Τις ποσότητες αυτές ναρκωτικών ουσιών τις είχαν επιμελώς κρυμμένες, μέσα σε σωρό τούβλων, δίπλα στην πόρτα της εισόδου του δώματος της επί της οδού ...., στο ....., πολυκατοικίας, όπου διέμεναν, τις είχαν δε συσκευασμένες, την μεν κοκαΐνη σε 18 συσκευασίες, σε στερεή μορφή, την δε ηρωίνη σε δύο αυτοσχέδιες συσκευασίες, σε στερεή μορφή. Οι δύο πρώτοι από τους κατηγορουμένους, δεν αρνούνται, ουσιαστικά την διάπραξη από αυτούς των ως άνω εγκλημάτων, ισχυριζόμενοι ότι τις ως άνω ναρκωτικές ουσίες ανήκαν σε κάποιον ομοεθνή τους, ονόματι Γ1, προς εξυπηρέτηση του οποίου, ανέλαβαν αυτοί την μεταφορά τους στη ...... Όμως κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Οι δύο τελευταίοι, όμως, κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία, ισχυριζόμενοι ότι ουδεμία σχέση έχουν με την αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορούνται, ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξη των ως άνω ναρκωτικών ουσιών και ότι ουδεμία σχέση έχουν με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, τους οποίους απλά τους είχαν γνωρίσει μια μέρα τυχαία, σε κάποιο ιατρείο. Όμως οι κατηγορούμενοι δεν δίδουν εύλογη εξήγηση για το πώς βρέθηκαν οι ως άνω ναρκωτικές ουσίες δίπλα από την πόρτα του δώματος, όπου μόνοι αυτοί διέμεναν καθώς και γιατί στο διαμέρισμά τους βρέθηκε "άλμπουμ" φωτογραφιών, γεμάτο με φωτογραφίες της δεύτερης κατηγορουμένης. Επίσης, στο διαμέρισμα των δεύτερου και τρίτου των κατηγορουμένων βρέθηκε λογαριασμός της ΕΥΔΑΠ, που αφορούσε το διαμέρισμα της οδού ......,το οποίο είχαν μισθώσει ο πρώτος και η δεύτερη των κατηγορουμένων. Σχετικά, ο μάρτυς ......, αστυνομικός, καταθέτει (μεταξύ άλλων) "... Περιήλθαν στην υπηρεσία μας πληροφορίες ότι ζευγάρι Αλβανών, που είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί σε διαμέρισμα, στην οδό ..., κατείχαν και διακινούσαν κοκαΐνη. Χθες (10-3-2004),από το πρωί επιτηρούσαμε το κτίριο της οδούς ...... Περί το μεσημέρι βγήκε μια γυναίκα, που τα χαρακτηριστικά της ταίριαζαν με την περιγραφή. Ήταν η δεύτερη κατηγορουμένη. Πήγαν στην ..., στο ...... Πριν μπουν, στο σπίτι, που ήταν διώροφο, τους μίλησε ένα άτομο από την ταράτσα. Είχε μούσι, ήταν ο 4ος κατηγορούμενος. Τους ακολουθούσα σε όλη τη διαδρομή. Ακούσαμε ότι ανέβηκαν στην ταράτσα. Εμείς δεν ανεβήκαμε, περιμέναμε έξω. Βγήκε η 2η κατηγορουμένη, πήγε στο ..... Κοίταζε συνέχεια πίσω της. Ξαναγύρισε στο ..... Βγήκαν από το σπίτι της .... και πήγαν στην .... Πήραμε εντολή να τους ελέγξουμε. Κάναμε τον έλεγχο, βρήκαμε ναρκωτικά και δυο διαβατήρια βουλγαρικά. Δεν μας έλεγαν ότι πήγαν στο σπίτι της οδού ...... Εμείς τους πήγαμε στο σπίτι αυτό, ψάξαμε το δώμα και βρήκαμε τον 3ο και 4ο (κατηγορουμένους), βρήκαμε φωτογραφίες και λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ, που ήταν από το σπίτι της ..... Έξω από το δώμα βρήκαμε μια σακούλα με κοκαΐνη, ίδια με αυτή, που βρήκαμε στην κοπέλα...Το ζευγάρι έλεγε ότι δεν γνώριζε τους άλλους δύο, το ίδιο έλεγαν και αυτοί. Ήταν σε βραχάκια η ποσότητα. Η συσκευασία, που βρήκαμε στην κατηγορουμένη ήταν μέρος από την ποσότητα, που βρέθηκε στο δώμα...Δεν υπάρχει περίπτωση να τα έχει βάλει (τα ναρκωτικά) κάποιος άλλος (στο δώμα).Τον 4ο τον είχαμε δει στην ταράτσα...Στο διαμέρισμα της οδού ...., έμεναν δύο Αλβανοί (3ος και 4οςκατηγορούμενοι). Αυτοί οι δυο μας είπαν ότι έβλεπαν για πρώτη φορά το ζευγάρι, πως δεν τους είχαν ξαναδεί ποτέ, όμως μέσα στο δώμα βρήκαμε λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ, για το διαμέρισμα του ζεύγους στην ...... και δύο άλμπουμ με φωτογραφίες, το ένα ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της κοπέλας...Παρ' όλα αυτά, αυτοί επέμεναν ότι δεν τους γνωρίζουν...Ο Χ3 και ο Χ4 είχαν αρκετά χρήματα επάνω τους, 1500-2000 ευρώ. Επίσης, ο ίδιος μάρτυρας, βεβαιώνει ότι η πόρτα της εισόδου στην ταράτσα της οικοδομής, που υπήρχε στο δώμα, ήταν κλειστή με κλειδί "και άνοιγαν από μέσα μόνο αυτοί" (κατηγορούμενοι). Συνεπώς, ο ισχυρισμός των τρίτου και τετάρτου των κατηγορουμένων, ότι δεν είχαν σχέση με τα ως άνω ναρκωτικά και εν αγνοία τους είχαν τοποθετηθεί δίπλα στην πόρτα του δώματος, όπου διέμεναν, και ότι ο καθένας είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στον χώρο, που βρέθηκαν τα ναρκωτικά, είναι αβάσιμος. Από όλα αυτά αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σε αυτούς, κατά τα άνω, αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες, και ιδιαίτερα γι' αυτήν της κατοχής των ως άνω ναρκωτικών ουσιών, υπήρχε πλήρης συνεργασία μεταξύ τους, με την χρησιμοποίηση του δώματος, όπου διέμεναν οι 3ος και 4ος κατηγορούμενοι, ως χώρου (ναρκωτικών) και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα οριζόμενα, χωρίς την αναγνώριση σ' αυτούς ελαφρυντικών περιστάσεων. Ειδικότερα, η βαρύτητα και η κοινωνική απαξία των πράξεων, για τις οποίες οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι, είναι τέτοια, ώστε δεν κρίνεται ότι μπορεί να συντρέχει γι' αυτές, στο πρόσωπό τους, οποιαδήποτε ελαφρυντική περίπτωση και ειδικότερα αυτών του άρθρου 84 παρ.. 2α και ε' του Π.Κ. δοθέντος ότι, όπως και ο μάρτυς αστυνομικός καταθέτει, περιήλθαν στην Αστυνομία πληροφορίες, σχετικά με τους κατηγορουμένους (και ειδικότερα τους δύο πρώτους από αυτούς), ότι προέβαιναν στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, πράγμα που φανερώνει ότι και πριν τη σύλληψη τους προέβαιναν στις ίδιες, ως άνω, παράνομες και ιδιαίτερα αντικοινωνικές πράξεις (τόσο οι δύο πρώτοι όσο και οι λοιποί κατηγορούμενοι), ο πρώτος δε από αυτούς είχε καταδικασθεί και προγενέστερα, για παράνομη είσοδο στη χώρα και είχε απελαθεί, μαζί δε με τη δεύτερη εισήλθε εκ νέου στην Ελλάδα (με σκοπό, προδήλως, τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών), με πλαστά διαβατήρια, κατά τα άνω. Επίσης, δεν κρίνεται ότι πρέπει να αναγνωρισθεί στους κατηγορουμένους το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, αφού το γεγονός και μόνο ότι, όντες κρατούμενοι, δείχνουν καλή διαγωγή, δεν είναι ικανό να θεμελιώσει τον ισχυρισμό αυτόν των κατηγορουμένων, οι οποίοι δεν έχουν δοκιμασθεί υπό καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης. Αυτά δε όλα, σε συνδυασμό με την βαρύτητα των πράξεων, τις οποίες τέλεσαν, κατά τα άνω. ...Εξάλλου, η δήλωση και μάλιστα του πρώτου ότι μετανιώνει για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις, χωρίς να συνοδεύεται από άλλες ενέργειες, συναφείς με αυτή, δεν είναι ικανή να θεμελιώσει τον ισχυρισμό αυτό". Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες Χ2 και Χ1 κρίθηκαν ένοχοι, Α) 1) για από κοινού κατ' εξακολούθηση αγορά απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών ήτοι, κοκαΐνης και ηρωίνης, αντί αγνώστων χρηματικών ποσών ή άλλου είδους ανταλλαγμάτων κάθε φορά, μέρος δε των ποσοτήτων που αγόρασαν κατά τα άνω, οπωσδήποτε αποτελούν τα 385 γραμμάρια περίπου κοκαΐνης και 88 περίπου γραμμάρια ηρωίνης, που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν. 2) για από κοινού, κατ' εξακολούθηση κατοχή απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών ήτοι, α) κατοχής αγνώστων ποσοτήτων ηρωίνης και κοκαΐνης, τις οποίες αγόρασαν, κατά τα πιο πάνω αναφερόμενα β) από κοινού, κατοχής και με τους συγκατηγορουμένους τους 3ο και 4ο Χ3, Χ4, ποσοτήτων που είχαν επιμελώς κρυμμένες μέσα σε σωρό τούβλων δίπλα στην πόρτα εισόδου του δώματος της επί της οδού .... στο ... - Αττικής πολυκατοικίας, ήτοι 18 αυτοσχέδιες συσκευασίες με κοκαΐνη σε στερεή μορφή, συνολικού μικτού βάρους 364 γραμμαρίων περίπου και 2 αυτοσχέδιες συσκευασίες με ηρωίνη σε στερεή μορφή, συνολικού μικτού βάρους 88 γραμμαρίων περίπου. γ) κατοχής από κοινού, 2 αυτοσχεδίων συσκευασιών με κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 21 γραμμαρίων περίπου, τις οποίες έφερε στην τσάντα της η εκ των κατηγορουμένων Χ1. 3) για από κοινού κατ' εξακολούθηση πώληση απαγορευμένων από το νόμο ναρκωτικών ουσιών και δη αγνώστων ποσοτήτων ηρωίνης και κοκαΐνης, σε άγνωστα πρόσωπα, αντί αγνώστων χρηματικών ποσών ή άλλου είδους ανταλλαγμάτων κάθε φορά, τουλάχιστον όμως αντί του συνολικού ποσού των 3.760 ευρώ. Επίσης οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι Β) για κατοχή όπλων και πυρομαχικών , χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας τους ή διαμονής τους (ένα πιστόλι άγνωστης μάρκας και άνευ αριθμού σειράς, διαμετρήματος 9 mm, με γεμιστήρα με επτά (7) φυσίγγια και ένα κουτί με 33 φυσίγγια των 9mm .....). Γ) για κατοχή και χρήση πλαστών βουλγαρικών διαβατηρίων και Δ) για παράβαση του άρ. 99 παρ.4ΠΚ ο Χ2 και παράνομη είσοδο στη Χώρα η Χ1. Για τις πράξεις τους δε αυτές, που συνιστούν παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και για τις οποίες ασκήθηκαν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, (άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 98,99 παρ.4 ΠΚ, άρθ., 5 παρ.1 περ. β και ζ, και παρ.2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 10 του ν.2161/93), άρ. 1 παρ.1α,δ, 7 παρ.1, 8α ν.2168/93, 50 παρ.1α και 54 παρ.7γ ν.2910/01), οι δύο αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, ο μεν πρώτος (Χ2) σε ποινή κάθειρξης 18 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για τις Α πράξεις (παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών), φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για την Β πράξη, φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για την Γ πράξη και φυλάκισης 2 ετών για την Δ πράξη (παράβαση του άρ. 99 παρ.4 ΠΚ), η δε δεύτερη (Χ1), σε ποινή κάθειρξης 13 ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για τις Α πράξεις (παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών), φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για την Β πράξη, φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για την Γ πράξη και φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για την Δ πράξη. Καθόρισε δε συνολική ποινή κάθειρξης 19 ετών και δύο ετών, αθροιστικά εκτιόμενη (για την παράβαση του άρ. 99 παρ.4ΠΚ), και συνολική χρηματική ποινή 11.000 ευρώ για τον αναιρεσείοντα Χ2 και συνολική ποινή κάθειρξης 13 ετών και έξι μηνών και συνολική χρηματική ποινή 11.500 ευρώ για την αναιρεσείουσα Χ1. V. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων της παράβασης της νομοθεσίας περί ναρκωτικών για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εφόσον ως αγορά και πώληση ναρκωτικής ουσίας θεωρείται η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 Α.Κ., δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, για την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος αυτού, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται και το ύψος του τιμήματος, αλλ' αρκεί ότι υπάρχει συμφωνία περί του τελευταίου. Ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται η ταυτότητα του πωλητή, η δε παραδοχή της αποφάσεως "από άγνωστο άτομο έναντι αγνώστου τιμήματος", λογικά σημαίνει ότι η άγνοια περιορίζεται στα στοιχεία αυτά, τα οποία είναι αδιάφορα για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επίσης, ως προς την από κοινού κατοχή ναρκωτικής ουσίας, δεν είναι απαραίτητη για την αιτιολόγηση της αποφάσεως, η μνεία των επί μέρους ενεργειών καθενός από τους συναυτουργούς, ούτε απαιτείται, για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς, κατοχής ή πώλησης ναρκωτικών ουσιών, ακριβής προσδιορισμός της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, ούτε απαιτείται η αναφορά του συγκεκριμένου χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αφού δεν τίθεται θέμα παραγραφής αυτών. Επίσης δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του κοινού δόλου, δεδομένου ότι αυτός εμπεριέχεται στην έννοια της συναυτουργίας, ενυπάρχει δε περαιτέρω στη θέληση των συναυτουργών να πραγματώσουν τα γενόμενα δεκτά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των συγκεκριμένων εγκλήμάτων και επομένως εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ,δεν ήταν αναγκαία η έκθεση των επιπλέον περιστατικών, που αναφέρουν οι αναιρεσείοντες και ειδικότερα ο εκ τούτων Χ2, για την στοιχειοθέτηση των κατά συναυτουργίας τελεσθεισών πράξεων κατοχής αγοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών, όπως αυτά που αφορούν την κυριότητα, νομή ή κατοχή των αναφερομένων στην απόφαση σημείων, όπου βρέθηκαν τα ναρκωτικά, το ποιός είχε την κατοχή του δώματος της επί της οδού .... στο .... Αττικής πολυκατοικίας, όπου βρέθηκαν ναρκωτικά, το ότι αυτός είχε σχέση με τους χώρους αυτούς, ή να αναφέρονται πράξεις εξουσίασης και διαθέσης των ναρκωτικών αυτών. Η σχέση των αναιρεσειόντων με τους πιο πάνω χώρους πλήρως αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ ουδεμία αντίφαση ενέχει η παραδοχή, ότι οι τρίτος και τέταρτος εκ των κατηγορουμένων (Χ3 και Χ4) διέμειναν στην πολυκατοικία που βρέθηκαν τα ναρκωτικά. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων ότι δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, αλλά και συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων θεμελίωσε η προσβαλλόμενη απόφαση την κρίση της ότι το ευρεθέν ποσό των 3.760 ευρώ, ήταν προϊόν συγκεκριμένης πώλησης ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης και κοκαΐνης), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας της αποφάσεως, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές του, την κρίση του για την διάπραξη από τους αναιρεσείοντες των πιο πάνω εγκλημάτων, μεταξύ αυτών και της πώλησης των ναρκωτικών, στήριξε στα αποδεικτικά μέσα, τα οποία στην αρχή του σκεπτικού του αναφέρει και όχι μόνο στο ότι βρέθηκε στην κατοχή τους το ποσό των 3.760 ευρώ, ποσό, που, όπως δέχεται η απόφαση, δεν μπόρεσαν οι αναιρεσείοντες να δικαιολογήσουν την πηγή προέλευσής του. Ενόψει δε του ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι τα πιο πάνω εγκλήματα τελέστηκαν κατά συναυτουργία, είναι αδιάφορη η αναφορά του ποσού που βρέθηκε στην κατοχή του καθενός από τους αναιρεσείοντες. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, σχετικός λόγος των υπό κρίση αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VI. Περαιτέρω, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ2, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας στο σύνολό της και για όλα τα αδικήματα, για τα οποία έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε (αγορά, κατοχή και πώληση ναρκωτικών, παράνομη κατοχή όπλου, κατοχή πλαστού διαβατηρίου και παράνομη είσοδο στη χώρα), διότι έλαβε υπόψη της αποδεικτικό μέσο που δεν υπήρχε. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει, ότι, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, για τον σχηματισμό της περί ενοχής του κρίσης, "έλαβε υπόψη και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα (χωρίς να προσδιορίζει μάλιστα την ταυτότητά του) που εξετάστηκε στο ακροατήριο". Από τα πρακτικά, όμως, όπως υποστηρίζει o εν λόγω αναιρεσείων, προκύπτει ότι στο ακροατήριο δεν παρευρέθηκε, ούτε εξετάσθηκε ενόρκως μάρτυρας κατηγορίας, ούτε, άλλωστε, αναφέρονται τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, του οποίου την ένορκη κατάθεση έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης (βλ. σελ.7), εξετάστηκε πράγματι μάρτυρας, (ο Γ1) και , επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και "την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο", ο δε, από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ και Ε (αλλά και περ. Α, όπως εκτιμάται) ΚΠΔ, 2ος λόγος της από 29/8/2007 αιτήσεως αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος Χ2, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ. ε). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης, στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, οι οποίοι καταδικάστηκαν για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων ζήτησαν, κατά τις αγορεύσεις τους, ο μεν πρώτος (Χ2), "την απαλλαγή του κατηγορουμένου για αγορά και πώληση με ελαφρυντικά 84 παρ.2 δ και ε", η δε δεύτερη (Χ1) , "την απαλλαγή της κατηγορουμένης για αγορά και πώληση με ελαφρυντικά 84 παρ.2 α,δ και ε", χωρίς όμως να επικαλεστούν πραγματικά περαστικά, που να θεμελιώνουν την βασιμότητα των αιτημάτων αυτών. Με αυτό το περιεχόμενο, οι προταθέντες ισχυρισμοί, για τη χορήγηση ελαφρυντικών, ήταν αόριστοι. Το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, λόγω της αοριστίας τους, απάντησε, με την πιο πάνω αιτιολογημένη απόφασή του, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας αυτούς κατ' ουσία. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, των συνεκδικαζομένων, αιτήσεων των Χ2 και Χ1 για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. VIII. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων των λόγων των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως των Χ2 και Χ1, πρέπει αυτές να απορριφθούν και, μετά την απόρριψη, ως ανυποστήρικτων και των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων του Χ3 και του Χ4, πρέπει να καταδικασθούν όλοι οι αναιρεσείοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει 1) τις 104/ 29-8-2007 και 105 / 5-9-2007 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως του Χ2 και ήδη κρατούμενου των Δικαστικών Φυλακών Λάρισας, 2) την από 13-9-2007 (με αριθ. πρωτ. 8149/14-9-2007) αίτηση (δήλωση) της Χ1 και ήδη κρατούμενης των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού, 3) την 60/4-6-2007 (99/17-7-2007) αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ4 και ήδη κρατούμενου της Κλειστής Φυλακής Πατρών και 4) την 75/ 9-7-2007 (101/23-7-2007), αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ3 και ήδη κρατούμενου της Κλειστής Φυλακής Πατρών, οι οποίες στρέφονται όλες κατά της 1442/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δύο αναιρέσεις του ιδίου κατά της αυτής απόφασης. Παραδεκτή η εμπρόθεσμη δεύτερη, που θεωρείται ότι συμπληρώνει την πρώτη, εφόσον αυτή δεν έχει κριθεί. Συνερευνούνται λόγω συναφείας. Συνεκδίκαση τεσσάρων αιτήσεων. Απορρίπτει τις δύο ως ανυποστήρικτες. Παράβαση Νόμου περί Ναρκωτικών (αγορά, πώληση και κατοχή). Άρθρο 20 ΚΝΝ. Παράνομη οπλοκατοχή κλπ. Αιτιολογία συγκατοχής. Δόλος. Έγγραφα. Προσδιορισμός ταυτότητας (εγγράφων). Οι φωτογραφίες τα σχεδιαγράμματα κλπ απεικονίσεις δεν “αναγιγνώσκονται”, αλλά επισκοπούνται. Όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι “αναγνώσθηκε” σχεδιάγραμμα κλπ έχει την έννοια της επισκοπήσεως. Λόγος αναίρεσης για λήψη υπόψη καταθέσεως μάρτυρα, που δεν εξετάστηκε (αβάσιμος). Ως πώληση ή αγορά ναρκωτικών, θεωρείται η αγοραπωλησία του άρθρου 513 του Α.Κ. Έννοια. Δυνατή είναι και η κατά συναυτουργία τέλεση των πιο πάνω εγκλημάτων [45 ΠΚ]. Πότε υπάρχει συγκατοχή. Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας τούτων (βάρος), β) του χρόνου των επί μέρους πράξεων, εκτός αν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος και δ) των στοιχείων της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Ναρκωτικά.
2
Αριθμός 1226/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 , 2)Χ2 3) Χ3 και 4) Χ4 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1579/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ5 και 2) Χ6. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20.7.2007 τέσσερις αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1534/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 9/9.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 485 §1 Κ.Π.Δ. τις υπ' αριθ. 156/20-7-2007, 157/20-7-2007, 154/20-7-2007, 155/20-7-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1) Χ4, 2) Χ3, 3) Χ2 και 4) Χ1 , κατά του υπ' αριθ. 1579/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2540/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες ενώπιον του ακροατηρίου του στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών αρμοδίως ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός τους Χ6 σε βάρος του Ψ1 (άρθρα 46 §1α και 299 §1 Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησαν κατά του βουλεύματος αυτού οι αναιρεσείοντες, εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 244/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι κριθείσες εφέσεις του και επικυρώθηκε το πρωτόδικο πιο πάνω βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών, άσκησαν οι αναιρεσείοντες τις υπ' αριθμ. 40, 41, 42 και 43/26-2-2007 αναιρέσεις τους, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1331/2007 απόφαση του Δικαστηρίου σας, η οποία ανήρεσε το υπ' αριθμ. 244/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο αυτό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που αποφάσισαν προηγουμένως. Στη συνέχεια εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1579/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο δέχθηκε τυπικά τις υπ' αριθμ. 476/13-11-2006, 412/25-9-2006, 398/14-9-2006 και 395/14-9-2006 αντίστοιχες εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτόδικου υπ' αριθμ. 2540/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και κατ' ουσία βάσιμες ως προς το λόγο τους της απόλυτης ακυρότητας από τα άρθρα 309 §2 και 171 §1δ' του Κ.Π.Δ., ακύρωσε το πρωτόδικο αυτό βούλευμα και παρέπεμψε και τους αναιρεσείοντες ενώπιον και πάλιν του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν οι αναιρεσείοντες τις παραπάνω τώρα κρινόμενες αναιρέσεις τους, νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 473 §1 και 474 §1 Κ.Π.Δ.), οι οποίες περιέχουν ως κοινούς λόγους αναίρεσης 1) την παραβίαση ουσιαστικής διάταξης νόμου (άρθρο 484 §1β Κ.Π.Δ.): παραβίαση άρθρου 6 ΕΣΔΑ, 2) την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, 3) την υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 484 §1στ' Κ.Π.Δ.), και 4) την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1δ' Κ.Π.Δ.). Συνεπώς είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι οι διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν έχουν ουσιαστικό ποινικό περιεχόμενο, ενώ και η παράβασή τους καθ' εαυτή, δεν ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως (Α.Π. 544/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ'/19). Ο με αριθμό "2α" λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, της απόλυτης ακυρότητας είναι αβάσιμος, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ακύρωσε στο σύνολό του το υπ' αριθμ. 2540/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο με διάταξή του (δείτε 9ο φύλλο αυτού), επέτρεψε στους συγκατηγορουμένους των αναιρεσειόντων Χ5 και Χ6 να παραστούν ενώπιόν του και κατά παράβαση του άρθρου 309 §2 Κ.Π.Δ. δεν κάλεσε να παραστούν σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες. Περαιτέρω δε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιόν του, επειδή έκρινε, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 176 §2α Κ.Π.Δ., ότι δεν ήταν αναγκαία η εμφάνισή τους, καθ' όσον αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια διευκρίνισαν και ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους στις απολογίες τους ενώπιον του Ανακριτή, καθώς και στις εφέσεις τους και το υποβληθέν υπόμνημα ενώπιον αυτού από τον κατηγορούμενο Χ3 και τέλος το υποβληθέν υπόμνημα όλων ενώπιον του Συμβουλίου αυτού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται και αν ακόμα δεν τους επιβλήθηκε ποινή". Κατά δε την διάταξη του άρθρου 211Α του ιδίου κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 2 §8 του Ν. 2408/96, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Από το συνδυασμό των πάνω διατάξεων προκύπτει ότι από της ενάρξεως της ισχύος του Ν. 2408/96, ήτοι από της 4-6-1996 δεν απαγορεύεται και μάλιστα με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας η ανάγνωση στο ακροατήριο των κατά την προδικασία ληφθεισών απολογιών άλλου συγκατηγορουμένου, έστω και αν αυτός έχει καταδικασθεί για την ίδια πράξη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελούν αυτές το μοναδικό αποδεικτικό μέσο της καταδίκης του κατηγορουμένου. Έτσι με την ρύθμιση αυτή, που κατά την εισηγητική έκθεση του πιο πάνω νόμου υπαγορεύτηκε από την δυσπιστία του νομοθέτη του Κ.Π.Δ. στην αποδεικτική αξία της επιβαρυντικής για τον κατηγορούμενο μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας του κηρυχθέντος ενόχου συγκατηγορουμένου του, ενώ δεν απαγορεύεται η αποδεικτική αξιολόγηση συνάμα για την αποφυγή του ενδεχομένου αποδεικτικής πλάνης και ανασφάλειας του δικαίου που μπορούν να προέλθουν απ' αυτές, θεσπίζεται περιορισμός της αποδεικτικής του αξίας, με συνέπεια να μην επαρκούν για την καταδίκη του κατηγορουμένου, εκ δε της λήψεως αυτών από το δικαστήριο της ουσίας να μην προκαλείται ακυρότητα της διαδικασίας. Εξάλλου από καμιά διάταξη του Κ.Π.Δ. (δεν) απαγορεύεται και μάλιστα με ποινή ακυρότητας η ανάγνωση στο ακροατήριο των ληφθεισών κατά την προδικασία απολογιών άλλων κατηγορουμένων ή υπομνήματος αυτών. Εξάλλου δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 31 §2 και 105 εδ. 2 Κ.Π.Δ. η λήψη υπόψη και αξιολόγηση από το δικαστήριο της ένορκης ή ανώμοτης κατάθεσης που ελήφθη στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης από τον εξεταζόμενο ως μάρτυρα ύποπτο και στη συνέχεια κατηγορούμενο, όταν ο τελευταίος κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρεται σ' αυτήν και επιβεβαιώνει το περιεχόμενό της επιθυμώντας να αποτελέσει οργανικό περιεχόμενο της ανακριτικής δικογραφίας. Τα παραπάνω κατά μείζονα λόγο έχουν εφαρμογή στην ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων) δείτε και Α.Π. 1315/2006 Π.Χρ. ΝΖ'/609). Όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, στήριξε αυτό την παραπεμπτική του κρίση για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία των αναιρεσειόντων στα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος ειδικότερα αναφέρει στο σκεπτικό του, χωρίς να υποχρεούται να αναφέρει ειδικότερα τι προέκυψε από καθένα χωριστά (Α.Π. 1149/2005 Π.Χρ. ΗΣΤ'/150). Δεν αποτελούν δε λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων (Α.Π. 483/2006 Π.Χρ. ΝΣΤ'/983). Συνεπώς οι με στοιχείο 2β', γ', δ' και ε' Κ.Π.Δ. αντίθετοι αναιρετικοί ισχυρισμοί που αναφέρονται στην παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, στην ουσία στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 484 §1στ' Κ.Π.Δ.), είναι αβάσιμος, διότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, επειδή έκρινε, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 176 §2α Κ.Π.Δ., ότι δεν ήταν αναγκαία η εμφάνισή τους, καθ' όσον αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια διευκρίνισαν και ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους στις απολογίες τους ενώπιον του Ανακριτή, καθώς και στις εφέσεις τους και το υποβληθέν υπόμνημα ενώπιον αυτού από τον κατηγορούμενο Χ3 και τέλος το υποβληθέν υπόμνημα όλων ενώπιον του Συμβουλίου αυτού. Προκειμένου για παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει από αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (δείτε Α.Π. 2141/2006 Π.Χρ. ΝΖ'/838). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής νόμου που θεμελιώνει κατ' άρθρο 484 §1β Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης ή το του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ.299 παρ.1 ΠΚ όπως αυτό ισχύει μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής με το αρθρ. 33 του Ν. 2172/1993, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, ενώ κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου αν η πράξη αποφασίσθηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλομένης από τον νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου Π.Κ., προκύπτει, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του αρθρ. 299 παρ. 2 Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή της επιβολής πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί, οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια που να αποκλείει την σκέψη, δηλαδή την δυνατότητα της στάθμισης των αιτιών που κινούν στην πράξη ή απωθούν από αυτή (Α.Π. 343/2000 Ποιν.Χρ. Ν/897, Α.Π. 1008/1999 Ποιν.Χρ.Ν./504, Α.Π. 1239/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/490 ΚΑΙ απ 362/2006 Ποιν.Χρον. ΝΣΤ/890). Κατά την έννοια δε του αρθρ. 42 παρ. 1 του Π.Κ., ως αρχή εκτέλεσης, για την ύπαρξη αξιόποινης απόπειρας, θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελεί τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που έχει αποφασίσει να τελέσει και που οδηγεί κατ' ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτήν σε άμεση και αναγκαία σχέση συνάφειας, ώστε κατά κοινήν αντίληψη να θεωρείται τμήμα αυτής, προς την οποία θα κατέληγε αμέσως, αν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο (Α.Π. 219/2002 Ποιν.Χρ. ΝΒ/904, Α.Π. 933/1999 Ποιν.Χρ.Ν/450). Εξ' άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 § 1 ΠΚ κατά την οποία με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε ...... προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως ηθικός αυτουργός, αρκεί ότι με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση προς τέλεση της αντικειμενικής υπόστασης μιας αξιόποινης πράξης, και ότι η παραγωγή της αποφάσεως για την τέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με πειθώ, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, με απειλή, με εκμετάλλευση της πλάνης πραγματικής ή περί τα παραγωγικά αίτια, της ψυχικής ορμής, με φορτικότητα, με προτροπές και παραινέσεις, αρκεί το χρησιμοποιηθέν μέσο να παρήγαγε την απόφαση προς εκτέλεση της πράξης (ΑΠ 447/99, 1779/99 ΠΧ Ν 59 802, ΑΠ 967/90 ΠΧ ΜΑ 299, ΑΠ 395/90 ΠΧ Μ 1115). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υπόσταση) ή απαιτείται ενδεχόμενος δόλος (Α.Π. 544/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/19, Α.Π. 873/2004 Π.Χρ. ΗΕ/413). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμά του πρόταση του παρ' αυτού Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι από την διενεργηθείσα και νομίμως περατωθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα προανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Στις 31-1-2006 και περί ώρα 20:10 μια ομάδα δέκα περίπου ατόμων που συμμετείχαν σε προγραμματισμένη εκδήλωση από τις 18:00 στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου .... μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6 κατά την αποχώρηση τους μετά το πέρας της εκδήλωσης κινούμενοι επί της οδού ..., στη συμβολή αυτής με την οδό ... εντόπισαν ακινητοποιημένο προ του ερυθρού σηματοδότη το υπ' αριθμ. ..... αυτοκίνητο μάρκας AUDI χρώματος μπλε, στο οποίο επέβαινε ως οδηγός, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ψ1 και ως συνοδηγός ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Γ1 . Τα προαναφερόμενα άτομα προσέγγισαν το αυτοκίνητο, και ο Χ5 (όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε), είπε στον Ψ1 "Εσύ τι κάνεις για όλα αυτά;". Ακολούθως και πριν ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ προλάβει να απαντήσει ή να αντιδράσει τα προαναφερόμενα άτομα μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6 με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις ταυτόχρονες ή και διαδοχικές επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον του καθώς και του συνοδηγού του με ανθρωποκτόνο σκοπό και αφού έθραυσαν με ξύλα και λακτίσματα τον εμπρόσθιο ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου και τον υαλοπίνακα της πόρτας του συνοδηγού και έσυραν έξω από το αυτοκίνητο με βίαιο τρόπο τους επιβαίνοντες, άρχισαν να τους κτυπούν στο πρόσωπο και σε διάφορα άλλα σημεία του σώματός τους με κλωτσιές, γροθιές και ρόπαλα. Εκμεταλλευόμενοι δε τον τραυματισμό των επιβαινόντων του ανωτέρω οχήματος και την αδυναμία τους να αντιδράσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο, αφαίρεσαν ένα κινητό τηλέφωνο και δύο δερμάτινους χαρτοφύλακες του Προέδρου της ΓΣΕΕ που περιείχαν έγγραφα, βιβλιάρια καταθέσεων, πιστωτικές κάρτες και άλλα προσωπικά του αντικείμενα και σημειώσεις καθώς και μια δερμάτινη τσάντα του Γ1 που περιείχε μια ατζέντα με τηλέφωνα, το αστυνομικό δελτίο ταυτότητας και διάφορα άλλα προσωπικά του έγγραφα. Ο δερμάτινος δε χαρτοφύλακας, που ανήκει στον παθόντα Ψ1 , και διάφορα έγγραφα και προσωπικά του αντικείμενα, στη συνέχεια από αστυνομικό βρέθηκαν σένα κάδο απορριμμάτων στη διασταύρωση των οδών .... και .... και αποδόθηκαν στον παραπάνω παθόντα, όπως προκύπτει από την από ... έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης και τις από ... και ... εκθέσεις απόδοσης κατασχεθέντων. Τα ίδια ως άνω άτομα μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6 αμέσως μετά την προαναφερόμενη επίθεση επιτέθηκαν και εναντίον του διερχομένου κατ' εκείνη τη στιγμή αστικού λεωφορείου της ΕΘΕΛ, με οδηγό το Δ1, με αριθ. ......, του οποίου έθραυσαν τον εμπρόσθιο ανεμοθώρακα και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή προς την Πλατεία .... διότι εμφανίσθηκαν αστυνομικές δυνάμεις, εγκαταλείποντας αιμόφυρτους επί του οδοστρώματος τους παθόντες οι οποίοι διεκομίσθηκαν αμέσως από διερχόμενους πολίτες, στην παρακείμενη "ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ" επί της οδού Ασκληπιού 31, όπου σύμφωνα με τη διάγνωση των ιατρών ο συνεπιβάτης του πιο πάνω οχήματος Γ1 έφερε κακώσεις προσώπου και θλαστικό τραύμα κάτω χείλους και αποχώρησε μετά την παροχή των πρώτων βοηθειών, ο δε Πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ψ1, είχε υποστεί : 1) εγκεφαλική διάσειση, τρία θλαστικά. Τραύματα τριχωτού κεφαλής, των οποίων έγινε συρραφή εκχυμώσεις και μώλωπες άμφω των ζυγωματικών, του μετώπου και δεξιού οφθαλμού, διάχυτες εκδορές σε όλο το πρόσωπο, 2) κάκωση αυχένα με συνέπεια θλάση αριστερού τραπεζοειδούς μυός, 3) κάκωση αριστερού ημιθωρακίου με συνοδό αιμάτωμα θλάση αριστερού πλατέος ραχιαίου μυός και 4) εκδορές άμφω των ραχιαίων επιφανειών άκρων χειρών, όπως προκύπτει από τα από .... δύο πιστοποιητικά νοσηλείας της "Κεντρικής κλινικής Αθηνών" και παρέμεινε νοσηλευόμενος στην εν λόγω κλινική μέχρι 2-2-2006 οπότε εξήλθε με οδηγίες και αγωγή κατ' οίκον νοσηλεία και επανεξέταση. Στην προανακριτική και στην ανακριτική κατάθεση τους οι παθόντες Ψ1 και Γ1 αποδίδουν την προεκτεθείσα σε βάρος τους επίθεση των κατηγορουμένων στη δόλια αυτών προαίρεση να αφαιρέσουν τη ζωή τους. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η παραπάνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα από την σφοδρότητα της επίθεσης των κατηγορουμένων οι οποίοι βρίσκονταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, εναντίον των παραπάνω παθόντων, από τα μέσα που χρησιμοποίησαν δηλαδή ξύλινα ρόπαλα μήκους 58 εκ. ο Χ5 και 50 εκ. ο Χ6, ο οποίος επιπρόσθετα έφερε μαζί του και ένα αεροβόλο περίστροφο με την ένδειξη ....., και τέσσερα σφαιρίδια τοποθετημένα στο μύλο του παραπάνω αεροβόλου όπλου (όπως προκύπτει και από τις από ...... εκθέσεις σωματικής έρευνας και κατάσχεσης τα παραπάνω όπλα βρέθηκαν στην κατοχή τους) χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, καθώς και από τα πληγέντα σημεία του σώματος των παθόντων (κυρίως το πρόσωπο αλλά και άλλα του σώματος τους μέρη), από την ένταση των πληγμάτων προκύπτει ανθρωποκτόνος πρόθεση των κατηγορουμένων. Τον ανθρωποκτόνο όμως σκοπό τους δεν πέτυχαν από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς τους, επειδή αναγκάστηκαν να σταματήσουν την παραπάνω επίθεση τους μόλις αντιλήφθηκαν προσερχόμενους στο σημείο του περιστατικού τους άνδρες της Αστυνομίας και να διαφύγουν με κατεύθυνση την περιοχή των .... και επειδή οι παθόντες μεταφέρθηκαν εγκαίρως από πολίτες στην παραπάνω εγγύτατα ευρισκόμενη κλινική όπου τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Η συμμετοχή των κατηγορουμένων Χ5 και Χ6 στην ομάδα των ατόμων που απρόκλητα σύμφωνα με τα παραπάνω επιτέθηκε κατά των παθόντων με σκοπό να αφαιρέσουν τη ζωή τους προκύπτει από την ανακριτική κατάθεση των παθόντων, σύμφωνα με την οποία ο Χ5 προσομοιάσθηκε από αυτούς, ως το άτομο που συμμετείχε στην ανωτέρω εγκληματική σε βάρος τους επίθεση και το οποίο απευθύνθηκε στον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ και απέσπασε βίαια από τα χέρια του καθηγητή Γ1 το δερμάτινο χαρτοφύλακα του. Επίσης επιβεβαιώνεται ακόμη από την ανεύρεση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του Χ5 εξωτερικά, στο οπίσθιο αριστερό κολονάκι του παραπάνω με αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου του παθόντος Ψ1 αλλά και του Χ6 στην εξωτερική επιφάνεια της οπίσθιας αριστερής θύρας του ίδιου αυτοκινήτου (όπως προκύπτει από το αριθ. Πρωτ. ...... έγγραφο της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών Τμήμα Εξερευνήσεων). Ο κατηγορούμενος Χ5 απολογούμενος αρνείται τη συμμετοχή του στην επίθεση κατά των παραπάνω παθόντων, ο δε κατηγορούμενος Χ6 ομολόγησε τόσο τη συμμετοχή του στην εκδήλωση στα Προπύλαια του Πανεπιστήμιου ...., όσο και τη συμμετοχή του στην επίθεση κατά των ανωτέρω παθόντων. Μάλιστα, όπως ο τελευταίος αναφέρει στην από 2-2-2006 προανακριτική κατάθεση του, την απόφαση για την τέλεση της ανωτέρω εγκληματικής πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του παθόντα Ψ1 προκάλεσαν με προτροπές, παραινέσεις, και φορτικότητα οι συγκατηγορούμενοί του Χ4, Χ3, Χ1 και Χ2. Ειδικότερα αυτοί ενεργώντας με πρόθεση ο καθένας τους, προκειμένου να τον πείσουν του είπαν "τι σε διδάξαμε ρε, δεν σε διδάξαμε να μισείς τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές, τους δημάρχους, τους μασόνους" αλλά και τον απείλησαν σε βάρος της ζωής του και ειδικά ο Χ2 όταν αυτός αρνήθηκε, να συμμετάσχει στην σε παραπάνω επίθεση σε βάρος του Ψ1, αφού όπλισε ένα όπλο που έφερε μαζί του τον απείλησε με τις φράσεις "προχώρα, κάνε ότι σου λέμε αλλιώς σου ρίξαμε", έτσι κάμφθηκε οποιοσδήποτε δισταγμός ή αντίρρηση του να συμμετάσχει στην κατά του ανωτέρω παθόντος επίθεση καθόσον, όπως απολογούμενος αναφέρει, φοβήθηκε. Ο παραπάνω κατηγορούμενος Χ6 επίσης ισχυρίζεται στην προανακριτική κατάθεσή του και στην απολογία του, ότι την πρόκληση της παραπάνω απόφασης να αφαιρέσει την ζωή του παθόντα Ψ1 δέχθηκε από τους κατηγορουμένουςΧ4, Χ3, Χ1 και Χ2 κατά τη συνάντηση του με αυτούς καθ' ο χρόνο ευρίσκετο κινούμενος πεζή στο εκκλησάκι των .... (στη συμβολή των οδών ... και .....) ενώ ήδη ο προαναφερθείς παθών Ψ1 ευρίσκετο τραυματισμένος στο έδαφος στη συμβολή των οδών .... και ....., όπως τον πληροφόρησαν οι παραπάνω κατηγορούμενοι. Από κανένα όμως στοιχείο της δικογραφίας δεν ενισχύεται ο ισχυρισμός του αυτός, αντιθέτως σύμφωνα με το περιεχόμενο της από 1-2-2006 κατάθεσης των Ζ1 και Ζ2 αστυνομικών, Ζ3 και Ζ4, που προσέτρεξαν στο χώρο του επεισοδίου αλλά και την από ενώπιον της 15-2-2006 κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του Ψ1 και τις από 1/2/2006 καταθέσεις των Ζ5 ιδιοκτήτη καταστήματος στην περιοχή, Ζ6 ιδιωτικού αστυνομικού που βρέθηκε στην περιοχή, η παραπάνω επίθεση σε βάρος των παθόντων διήρκεσε λίγα λεπτά και αμέσως μετά έγινε η μεταφορά τους στην αναφερόμενη κλινική χωρίς οι παθόντες να παραμείνουν επί αρκετό χρόνο πεσμένοι αιμόφυρτοι στο έδαφος ώστε να υπάρχει αρκετός χρόνος για να γίνει η συνάντηση του Χ6 με τους ηθικούς αυτουργούς και η πρόκληση από αυτούς της απόφασης να χτυπήσει τον Ψ1 και να μεταβεί στο σημείο που ήταν πεσμένος αυτός και να τον εκτελέσει την προκληθείσα απόφαση χτυπώντας τον παθόντα. Ο παραπάνω κατηγορούμενος Χ6ς προέβη στους ισχυρισμούς αυτούς προκειμένου να επιρρίψει την ευθύνη του τραυματισμού του παθόντα Ψ1 κατά κύριο λόγο, σε ενέργειες άλλων προσώπων και πριν την μετάβαση του στο σημείο του επεισοδίου και να ελαφρύνει έτσι, κατά την δική του αντίληψη, την θέση του. Το γεγονός ότι η κατάθεση του κατηγορούμενου Χ6 δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ως προς αυτό το σημείο για τους παραπάνω λόγους δεν αναιρεί την γενικότερη αληθοφάνεια της μαρτυρίας του περί των ηθικών αυτουργών της παραπάνω με ανθρωποκτόνου σκοπό επίθεσης σε βάρος του παθόντα Ψ1. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι από κανένα στοιχείο δεν κλονίζεται γενικά η αληθοφάνεια της μαρτυρίας του αφού δεν είχε κανένα λόγο να υποδείξει ψευδώς αυτούς ως ηθικούς αυτουργούς δεδομένου ότι ήταν γνωστοί από πολλών ετών και δεν είχε ανακύψει οιοδήποτε πρόβλημα στις σχέσεις τους. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την τέλεση της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία επικαλούμενοι και λόγους ψυχικής διαταραχής του κατηγορούμενου Χ6 οι οποίοι τον καθιστούν αναξιόπιστο άτομο. Τούτο δεν ευσταθεί δεδομένου ότι το γεγονός ότι αντιμετωπίζει διάφορα ψυχολογικά προβλήματα ο κατηγορούμενος Χ6 αυτό όμως δεν είναι ικανό να ανατρέψει την αλήθεια των όσων ισχυρίζεται. Εξάλλου οι κατηγορούμενοι αδυνατούν να δικαιολογήσουν τον λόγο για τον οποίο ο συγκατηγορούμενός τους Χ6 τους κατονομάζει ως τα άτομα που με την προεκτεθείσα συμπεριφορά τους προκάλεσαν σ' αυτόν την απόφαση να συμμετάσχει στην επίθεση κατά του παθόντα Ψ1. Ούτε εξάλλου επικαλούνται και προσκομίζουν οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη του διατυπωθέντος ισχυρισμού από τον Χ3 και Χ1 βάσει του οποίου δεν διέπραξαν την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πιο πάνω πράξη κατά το χρόνο διενέργειας της πορείας αλλά και του προαναφερθέντος επεισοδίου ευρίσκοντο στην οικία τους καθώς και του διατυπωθέντος ισχυρισμού από τον Χ2, που όπως επικαλείται, ευρίσκετο σε χώρο συνάθροισης μαρτύρων του Ιεχωβά στην ...., ενώ ας σημειωθεί ότι ο Χ4 αδυνατεί να προσδιορίσει που ευρίσκετο κατά τον προδιαληφθέντα χρόνο. Κατ' ακολουθίαν όλων των παραπάνω προέκυψαν εις βάρος των κατηγορουμένων επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του Χ5 και Χ6 για: α) απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού κατά συρροή, β) ληστεία από κοινού κατά συρροή, γ) διακεκριμένη περίπτωση φθοράς από κοινού, δ) παράνομη οπλοφορία (ο δε Χ6 όπλου και πυρομαχικών) και ε) οπλοχρησία, κατά δε των λοιπών κατηγορουμένων Χ2, Χ1, Χ4 και Χ3 για ηθική αυτουργία στην απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού κατά συρροή για την οποία κατηγορείται ο συγκατηγορούμενός τους Χ6, γι' αυτό πρέπει το Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρο 309 § 1 εδ. ε' και 313 Κ.Π.Δ., να παραπέμψει τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, που θα ορισθεί αρμοδίως και που είναι αρμόδιο καθ' ύλη ν και κατά τόπον; σύμφωνα με τα άρθρο Ιδ, 8 §§ Ια, 2, 109α, 119, 122 § 1, 128 § 1, 130 § 1 τελευτ. εδάφιο κ. ΠΑ και 97 του Συντάγματος, για να δικασθούν για τις παραπάνω πράξεις, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρο 1,12, 14,26 § Ια; 27 § 1,42,45,46 § Ια, 94 § 1, 299 § 1, 380 § 1, 382 §§ 2- 1., 381 § 1 Π.κ., 1§§ Ια-γ, δ, 2γ,10§§ 1, 13 και 14 Ν. 2168/1993.). Με τις σκέψεις του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα ανθρωποκτονίας για την οποία παραπέμφθηκαν να δικασθούν οι αναιρεσείοντες, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή των αναιρεσειόντων, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό προμνημονευθέντα περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα ανθρωποκτονίας, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Δεν είναι δε αναγκαίος εν προκειμένω ο ειδικότερος προσδιορισμός του δόλου, αφού αυτός προσδιορίζεται από τα περιγραφικά της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος για το οποίο παραπέμπονται να δικασθούν οι αναιρεσείοντες και τις ειδικότερες, περιγραφόμενες συνθήκες τέλεσής του. Δεν αποτελεί δε αντίφαση το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6 φέρονται στο 7ο φύλλο του προσβαλλομένου βουλεύματος ως έχοντες από κοινού αποφασίσει μαζί με άλλα οκτώ ακόμα άτομα να σκοτώσουν τον Ψ1 και Γ1 και οι αναιρεσείοντες ως προκαλέσαντες μόνο στον Χ5 την απόφαση να σκοτώσει μόνο τον Ψ1, διότι απλούστατα με τις εκτιθέμενες σκέψεις του δεν δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι οι αναιρεσείοντες και στους λοιπούς εννέα, τον ένα γνωστό (Χ5) και τους λοιπούς αγνώστους προκάλεσαν την απόφαση να θανατώσουν τον Ψ1. Πρέπει λοιπόν σύμφωνα με τα αμέσως παραπάνω εκτιθέμενα να απορριφθεί και ο τέταρτος των προσβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 §1δ' Κ.Π.Δ.). Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω εκτιθεμένων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.). Ακόμη να απορριφθεί το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας, καθόσον με το περιεχόμενο των αναιρέσεών τους πλήρως εξέθεσαν τις απόψεις τους και ανέπτυξαν τους αναιρετικούς ισχυρισμούς τους. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθούν ως αβάσιμες οι υπ' αριθ. 156, 157, 154 και 155/20-7-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1) Χ4, 2) Χ3, 3) Χ2 και 4) Χ1, κατά του υπ' αριθ. 1579/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σ' αυτούς. Ακόμη να απορριφθεί το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Αθήνα 12-11-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες 1) 156/20-7-2007, 2) 157/20-7-2007, 3) 154/20-7-2007, και 4) 155/20-7-2007 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1) Χ4 2) Χ3, 3) Χ2, και 4) Χ1, αντιστοίχως, κατά του υπ' αριθ. 1579/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. ΙΙ. Το υποβαλλόμενο από τους αναιρεσείοντες αίτημα με τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις τους, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτών ενώπιον του Συμβουλίου, προκειμένου να υποστηρίξουν τις αναιρέσεις τους και να υπερασπισθούν τον εαυτό τους, όπως αναφέρουν στις αιτήσεις τους, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού με τις κρινόμενες αιτήσεις τους και με το κοινό υπόμνημα που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες, εκθέτουν με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδουν στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις τους και οι ισχυρισμοί τους αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτά. ΙΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2540/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες ενώπιον του ακροατηρίου του στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών αρμοδίως ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας, που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός τους Χ6 σε βάρος του Ψ1 (άρθρα 46 §1α και 299 §1 Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησαν κατά του βουλεύματος αυτού οι αναιρεσείοντες, εκδόθηκε το 244/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις τους και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών, άσκησαν οι αναιρεσείοντες αναιρέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η 1331/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε το 244/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, λόγω της ακυρότητας που επήλθε, όταν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατά παράβαση του άρ. 309 παρ.2 του ΚΠΔ, δεν κάλεσε και τους αναιρεσείοντες ενώπιόν του, όταν δέχθηκε αίτημα συγκατηγορουμένων τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Στη συνέχεια εκδόθηκε το προβαλλόμενο 1579/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά τις 476/13-11-2006, 412/25-9-2006, 398/14-9-2006 και 395/14-9-2006 αντίστοιχες εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτόδικου 2540/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και ως κατ' ουσία βάσιμες, ως προς το λόγο της απόλυτης ακυρότητας από τα άρθρα 309 §2 και 171 §1δ' του Κ.Π.Δ., ακύρωσε το πρωτόδικο αυτό βούλευμα και παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες και τους συγκατατηγορουμένους τους ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ψ1. ΙV. Με τον 1ο λόγο των κρινόμενων αιτήσεων οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη, (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), διότι (1) δεν κλήθηκαν να εμφανιστούν ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, παρά το γεγονός ότι κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι για τον λόγο αυτό έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, 2) το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας καθώς τους παραπέμπει, επειδή δεν έχουν εξηγήσει για ποιό λόγο ο παραπεμφθείς ως αυτουργός Χ6 τους κατονομάζει ως ηθικούς αυτουργούς της αξιόποινης πράξης που τέλεσε και διότι 3) το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα εκτιμά ως αληθή και αξιόπιστη την κατάθεση του Χ6, "η οποία είναι εξοφθάλμως αναληθής, αναληθοφανής και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα". Οι δύο πρώτες από τις αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο το συμβούλιο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μόνο, αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή, αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ' του Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ενώπιόν του και έτσι απέρριψε τη σχετική αίτησή τους. Την κρίση του δε αυτή στήριξε, με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα. Συγκεκριμένα, απέρριψε το αίτημα αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία "....Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα και με την Εισαγγελική πρόταση, πρέπει να απορριφθεί το διαλαμβανόμενο στις εφέσεις των κατηγορουμένων αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου για να παράσχουν διευκρινίσεις επί των ισχυρισμών τους, καθ'όσον αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια αναπτύσσονται στις απολογίες τους ενώπιον του Ανακριτή, καθώς στις εφέσεις τους και το υποβληθέν υπόμνημα, ενώπιον αυτού από τον κατηγορούμενο Χ3 και τέλος στο υποβληθέν υπόμνημα όλων ενώπιον του Συμβουλίου αυτού και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων, καθ' όσον δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος της βαρύνουσας αυτούς κατηγορίας". Η με την ανωτέρω αιτιολογία απόρριψη της αιτήσεως εμφανίσεως των κατηγορουμένων ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών είναι πλήρης, δεν έρχεται δε σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της κυρωθείσης με το ΝΔ 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και με την με αυτές καθιερούμενη αρχή της δίκαιης δίκης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι οι αναιρεσείοντες έχουν την δυνατότητα ενώπιον του Δικαστηρίου να αναπτύξουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους. Εξάλλου, το Συμβούλιο στήριξε την παραπεμπτική για τους αναιρεσείοντες κρίση του, στα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει, τα οποία συνεκτίμησε και όχι αποκλειστικά σε όσα σε βάρος τους κατέθεσε ο συγκατηγορούμενός τους Χ6 και ούτε στο ότι αυτοί δεν εξήγησαν για ποιό λόγο ο παραπεμφθείς, ως αυτουργός, Χ6 τους κατονομάζει, ως ηθικούς αυτουργούς της αξιόποινης πράξης που τέλεσαν, παραβιάζοντας, έτσι, το τεκμήριο αθωότητάς τους, η δε σχετική αναφορά στο βούλευμα έγινε, ως απλό επιχείρημα προς αντίκρουση των υπερασπιστικών τους ισχυρισμών τους. Επίσης, δεν συνιστά παραβίαση υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων, η αιτιολογημένη αξιολόγηση, ως αξιόπιστης, την κατάθεσης του Χ6, κατά το μέρος που τους κατονομάζει ως ηθικούς αυτουργούς της πιο πάνω πράξεως. Το προσβαλλόμενο, εξάλλου, βούλευμα, στηρίζοντας την παραπεμπτική των αναιρεσειόντων κρίση, για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία, στα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, δεν υποχρεούται να εξειδικεύει ειδικότερα τι προέκυψε από καθένα χωριστά, η τυχόν δε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αυτών, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της καταθέσεως του Χ6, δεν συνιστούν λόγο αναιρέσεως, αφού πρόκειται για την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, με συνέπεια, η σχετική αιτίαση να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 484 παρ.1β και και 1α του ΚΠΔ, με στοιχ.1 και 2β και ε λόγοι αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων, για παράβαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης νόμου και για απόλυτη ακυρότητα, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι. V. Mε τον με στοιχεία 2α λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τις αιτιάσεις, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι, ενώ με την 1331/2007 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε το 244/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο είχε εκδοθεί επί των εφέσεών τους κατά του 2540/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για απόλυτη ακυρότητα, διότι, παρά το ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών κάλεσε τους κατηγορουμένους Χ5 και Χ6 ενώπιόν του, δεν κάλεσε και αυτούς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ. Η απόλυτη δε αυτή ακυρότητα, ενώ αποτελούσε, όπως ισχυρίζονται, και λόγο των εφέσεών τους, κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, εφέσεις με τις οποίες επαναλάμβαναν το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εντούτοις το προσβαλλόμενο βούλευμα, παρά το ότι ακύρωσε το 2540/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν διέταξε την επανάληψη της άκυρης πράξης, δεν διέταξε, δηλαδή, την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατά παράβαση του άρθρου 176 ΚΠΔ και 481 ΚΠΔ, αλλά και του άρθρου 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Ακόμη δε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, και αν μεταβιβάσθηκε στο Συμβούλιο Εφετών η υπόθεση, προκειμένου να κρίνει αυτό επί της ουσίας της υπόθεσης, τότε και πάλι το Συμβούλιο Εφετών όφειλε, προς άρση της απόλυτης ακυρότητας που είχε επέλθει στην μέχρι τότε προδικασία (κατ' άρθρο 176 ΚΠΔ), να τους καλέσει να εμφανισθούν ενώπιόν του. Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντες τις ίδιες αιτιάσεις, υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το να μη διατάξει την εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ή ενώπιόν του, όταν ακύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω της προαναφερόμενης απόλυτης ακυρότητας, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ακριβώς λόγω της πιο πάνω ακυρότητας που επήλθε, επειδή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών επέτρεψε στους συγκατηγορουμένους των αναιρεσειόντων Χ5 και Χ6 να παραστούν ενώπιόν του και, κατά παράβαση του άρθρου 309 §2 Κ.Π.Δ., δεν κάλεσε να παραστούν σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες, όπως κρίθηκε με την προηγούμενη 1331/2007 απόφαση ( σε Συμβούλιο) του Αρείου Πάγου, με διάταξή του ακύρωσε το εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα στο σύνολό του και κράτησε την υπόθεση και την εξέτασε στο σύνολό της εκ νέου κατ' ουσία. Κατά την νέα ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών διαδικασία, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν εκ νέου το ίδιο αίτημα, το οποίο και απορρίφθηκε με την πιο πάνω αιτιολογημένη απόφασή του, χωρίς αυτό, όπως ήδη αναφέρθηκε, να συνιστά παράβαση των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ και 20 του Συντάγματος. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α και στ του ΚΠΔ, λόγοι, με στοιχ. 2β και 3 του δικογράφου, των αιτήσεων αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα και για υπέρβαση εξουσίας, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. VΙ. Από το άρθρο 211 Α' ΚΠΔ, κατά το οποίο, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, συνάγεται ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και συγκεκριμένα όταν το δικαστήριο άγεται σε καταδικαστική κρίση και ως μόνο αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο λαμβάνεται η μαρτυρία αυτή, δεν έχει δε εφαρμογή η απαγόρευση αυτή στο ενδιάμεσο στάδιο, κατά την εκτίμηση των στοιχείων περί παραπομπής του κατηγορουμένου σε δίκη. Εξάλλου από καμιά διάταξη του ΚΠΔ δεν απαγορεύεται, και μάλιστα με ποινή ακυρότητας, η λήψη υπόψη ληφθεισών κατά την προδικασία απολογιών άλλων κατηγορουμένων ή υπομνήματος αυτών . Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του τις σε βάρος των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων καταθέσεις του συγκατηγορουμένου τους αυτουργού της πράξεως Χ6, τις οποίες, άλλωστε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του βουλεύματος, συνεκτίμησε μαζί με τα αναφερόμενα λοιπά στοιχεία της προδικασίας. Επομένως, ο με στοιχ. 2γ από το άρ. 484 παρ.1 περ.α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων για απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. V ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ, β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. V ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "....Στις 31-1-2006 και περί ώρα 20:10, μια ομάδα δέκα περίπου ατόμων, που συμμετείχαν σε προγραμματισμένη εκδήλωση από τις 18:00 στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου ...., μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6, κατά την αποχώρησή τους, μετά το πέρας της εκδήλωσης, κινούμενοι επί της οδού ...., στη συμβολή αυτής με την οδό ..., εντόπισαν ακινητοποιημένο προ του ερυθρού σηματοδότη το υπ' αριθμ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ΑUDΙ, χρώματος μπλε, στο οποίο επέβαινε, ως οδηγός, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ψ1και ως συνοδηγός ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Γ1. Τα προαναφερόμενα άτομα προσέγγισαν το αυτοκίνητο και ο Χ5 (όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε), είπε στον Ψ1 "Εσύ τι κάνεις για όλα αυτά;". Ακολούθως και πριν ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ προλάβει να απαντήσει ή να αντιδράσει, τα προαναφερόμενα άτομα, μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις ταυτόχρονες ή και διαδοχικές, επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον του καθώς και του συνοδηγού του με ανθρωποκτόνο σκοπό και, αφού έθραυσαν με ξύλα και λακτίσματα τον εμπρόσθιο ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου και τον υαλοπίνακα της πόρτας του συνοδηγού και έσυραν έξω από το αυτοκίνητο με βίαιο τρόπο τους επιβαίνοντες, άρχισαν να τους κτυπούν στο πρόσωπο και σε διάφορα άλλα σημεία του σώματός τους με κλωτσιές, γροθιές και ρόπαλα. Εκμεταλλευόμενοι δε τον τραυματισμό των επιβαινόντων του ανωτέρω οχήματος και την αδυναμία τους να αντιδράσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο, αφαίρεσαν ένα κινητό τηλέφωνο και δύο δερμάτινους χαρτοφύλακες του Προέδρου της ΓΣΕΕ που περιείχαν έγγραφα, βιβλιάρια καταθέσεων, πιστωτικές κάρτες και άλλα προσωπικά του αντικείμενα και σημειώσεις, καθώς και μια δερμάτινη τσάντα του Γ1, που περιείχε μια ατζέντα με τηλέφωνα, το αστυνομικό δελτίο ταυτότητας και διάφορα άλλα προσωπικά του έγγραφα. Ο δερμάτινος δε χαρτοφύλακας, που ανήκει στον παθόντα Ψ1, και διάφορα έγγραφα και προσωπικά του αντικείμενα, στη συνέχεια, από αστυνομικό, βρέθηκαν σ' ένα κάδο απορριμμάτων στη διασταύρωση των οδών ..... και ..... και αποδόθηκαν στον παραπάνω παθόντα, όπως προκύπτει από την από ... έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης και τις από ... και .... εκθέσεις απόδοσης κατασχεθέντων. Τα ίδια ως άνω άτομα, μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6, αμέσως μετά την προαναφερόμενη επίθεση επιτέθηκαν και εναντίον του διερχομένου κατ' εκείνη τη στιγμή αστικού λεωφορείου της ΕΘΕΛ, με οδηγό το Δ1 με αριθ. ....., του οποίου έθραυσαν τον εμπρόσθιο ανεμοθώρακα και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή προς την Πλατεία ......, διότι εμφανίσθηκαν αστυνομικές δυνάμεις, εγκαταλείποντας αιμόφυρτους επί του οδοστρώματος τους παθόντες, οι οποίοι διεκομίσθηκαν αμέσως, από διερχόμενους πολίτες, στην παρακείμενη "ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ" επί της οδού Ασκληπιού 31, όπου, σύμφωνα με τη διάγνωση των ιατρών ο συνεπιβάτης του πιο πάνω οχήματος Γ1 έφερε κακώσεις προσώπου και θλαστικό τραύμα κάτω χείλους και αποχώρησε μετά την παροχή των πρώτων βοηθειών, ο δε Πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ψ1, είχε υποστεί: 1) εγκεφαλική διάσειση, τρία θλαστικά τραύματα τριχωτού κεφαλής, των οποίων έγινε συρραφή, εκχυμώσεις και μώλωπες άμφω των ζυγωματικών, του μετώπου και δεξιού οφθαλμού, διάχυτες εκδορές σε όλο το πρόσωπο, 2) κάκωση αυχένα, με συνέπεια θλάση αριστερού τραπεζοειδούς μυός, 3) κάκωση αριστερού ημιθωρακίου με συνοδό αιμάτωμα θλάση αριστερού πλατέος ραχιαίου μυός και 4) εκδορές άμφω των ραχιαίων επιφανειών άκρων χειρών, όπως προκύπτει από τα από ..... δύο πιστοποιητικά νοσηλείας της "Κεντρικής Κλινικής Αθηνών" και παρέμεινε νοσηλευόμενος στην εν λόγω κλινική μέχρι 2-2-2006, οπότε εξήλθε με οδηγίες και αγωγή κατ' οίκον νοσηλεία και επανεξέταση. Στην προανακριτική και στην ανακριτική κατάθεσή τους, οι παθόντες Ψ1 και Γ1 αποδίδουν την προεκτεθείσα σε βάρος τους επίθεση των κατηγορουμένων στη δόλια αυτών προαίρεση να αφαιρέσουν τη ζωή τους. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες τελέσθηκε από τους κατηγορουμένους η παραπάνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, από την σφοδρότητα της επίθεσης των κατηγορουμένων, οι οποίοι βρίσκονταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, εναντίον των παραπάνω παθόντων, από τα μέσα που χρησιμοποίησαν, δηλαδή ξύλινα ρόπαλα μήκους 58 εκ. ο Χ5 και 50 εκ. ο Χ6, ο οποίος επιπρόσθετα έφερε μαζί του και ένα αεροβόλο περίστροφο με την ένδειξη ......, και τέσσερα σφαιρίδια τοποθετημένα στο μύλο του παραπάνω αεροβόλου όπλου (όπως προκύπτει και από τις από ..... εκθέσεις σωματικής έρευνας και κατάσχεσης τα παραπάνω όπλα βρέθηκαν στην κατοχή τους), χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, καθώς και από τα πληγέντα σημεία του σώματος των παθόντων (κυρίως το πρόσωπο αλλά και άλλα του σώματός τους μέρη), από την ένταση των πληγμάτων προκύπτει ανθρωποκτόνος πρόθεση των κατηγορουμένων. Τον ανθρωποκτόνο όμως σκοπό τους δεν πέτυχαν, από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως τους, επειδή αναγκάστηκαν να σταματήσουν την παραπάνω επίθεση τους, μόλις αντιλήφθηκαν προσερχόμενους στο σημείο του περιστατικού τους άνδρες της Αστυνομίας και να διαφύγουν με κατεύθυνση την περιοχή των .... και επειδή οι παθόντες μεταφέρθηκαν εγκαίρως από πολίτες στην παραπάνω εγγύτατα ευρισκόμενη κλινική, όπου τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Η συμμετοχή των κατηγορουμένων Χ5 και Χ6 στην ομάδα των ατόμων που απρόκλητα, σύμφωνα με τα παραπάνω, επιτέθηκε κατά των παθόντων με σκοπό να αφαιρέσουν τη ζωή τους, προκύπτει από την ανακριτική κατάθεση των παθόντων, σύμφωνα με την οποία ο Χ5 προσομοιάσθηκε από αυτούς, ως το άτομο που συμμετείχε στην ανωτέρω εγκληματική σε βάρος τους επίθεση και το οποίο απευθύνθηκε στον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ και απέσπασε βίαια από τα χέρια του καθηγητή Γ1 το δερμάτινο χαρτοφύλακά του. Επίσης επιβεβαιώνεται ακόμη από την ανεύρεση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του Χ5 εξωτερικά, στο οπίσθιο αριστερό κολονάκι του παραπάνω με αριθ. .....ΙΧΕ αυτοκινήτου του παθόντος Ψ1 αλλά και του Χ6 στην εξωτερική επιφάνεια της οπίσθιας αριστερής θύρας του ίδιου αυτοκινήτου (όπως προκύπτει από το αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών Τμήμα Εξερευνήσεων). Ο κατηγορούμενος Χ5, απολογούμενος, αρνείται τη συμμετοχή του στην επίθεση κατά των παραπάνω παθόντων, ο δε κατηγορούμενος Χ6 ομολόγησε τόσο τη συμμετοχή του στην εκδήλωση στα Προπύλαια του Πανεπιστήμιου ..., όσο και τη συμμετοχή του στην επίθεση κατά των ανωτέρω παθόντων. Μάλιστα, όπως ο τελευταίος αναφέρει στην από 2-2-2006 προανακριτική κατάθεσή του, την απόφασή του για την τέλεση της ανωτέρω εγκληματικής πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του παθόντα Ψ1 προκάλεσαν με προτροπές, παραινέσεις, και φορτικότητα οι συγκατηγορούμενοί του Χ4,Χ3, Χ1 και Χ2. Ειδικότερα, αυτοί ενεργώντας με πρόθεση ο καθένας τους, προκειμένου να τον πείσουν του είπαν "τι σε διδάξαμε ρε, δεν σε διδάξαμε να μισείς τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές, τους δημάρχους, τους μασόνους", αλλά και τον απείλησαν σε βάρος της ζωής του και ειδικά ο Χ2, όταν αυτός αρνήθηκε να συμμετάσχει στην σε παραπάνω επίθεση σε βάρος του Ψ1, αφού όπλισε ένα όπλο που έφερε μαζί του, τον απείλησε με τις φράσεις "προχώρα, κάνε ότι σου λέμε αλλιώς σου ρίξαμε", έτσι κάμφθηκε οποιοσδήποτε δισταγμός ή αντίρρησή του να συμμετάσχει στην κατά του ανωτέρω παθόντος επίθεση, καθόσον, όπως απολογούμενος αναφέρει, φοβήθηκε. Ο παραπάνω κατηγορούμενος Χ6, επίσης ισχυρίζεται στην προανακριτική κατάθεσή του και στην απολογία του, ότι την πρόκληση της παραπάνω απόφασης να αφαιρέσει την ζωή του παθόντα Ψ1 δέχθηκε από τους κατηγορουμένους Χ4, Χ3, Χ1 και Χ2, κατά τη συνάντηση του με αυτούς καθ' ο χρόνο ευρίσκετο κινούμενος πεζή στο εκκλησάκι των ....(στη συμβολή των οδών ... και .....), ενώ ήδη ο προαναφερθείς παθών Ψ1 ευρίσκετο τραυματισμένος στο έδαφος στη συμβολή των οδών .... και ......, όπως τον πληροφόρησαν οι παραπάνω κατηγορούμενοι. Από κανένα όμως στοιχείο της δικογραφίας δεν ενισχύεται ο ισχυρισμός του αυτός, αντιθέτως, σύμφωνα με το περιεχόμενο της από 1-2-2006 κατάθεσης των Ζ1 και Ζ2, αστυνομικών, Ζ3 και Ζ4, που προσέτρεξαν στο χώρο του επεισοδίου, αλλά και την από ενώπιον της 15-2-2006 κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του Ψ1 και τις από 1/2/2006 καταθέσεις των Ζ5, ιδιοκτήτη καταστήματος στην περιοχή, Ζ6, ιδιωτικού αστυνομικού, που βρέθηκε στην περιοχή, η παραπάνω επίθεση σε βάρος των παθόντων διήρκεσε λίγα λεπτά και, αμέσως μετά, έγινε η μεταφορά τους στην αναφερόμενη κλινική, χωρίς οι παθόντες να παραμείνουν επί αρκετό χρόνο πεσμένοι αιμόφυρτοι στο έδαφος, ώστε να υπάρχει αρκετός χρόνος για να γίνει η συνάντηση του Χ6 με τους ηθικούς αυτουργούς και η πρόκληση από αυτούς της απόφασης να χτυπήσει τον Ψ1 και να μεταβεί στο σημείο που ήταν πεσμένος αυτός και να τον εκτελέσει την προκληθείσα απόφαση χτυπώντας τον παθόντα. Ο παραπάνω κατηγορούμενος Χ6 προέβη στους ισχυρισμούς αυτούς, προκειμένου να επιρρίψει την ευθύνη του τραυματισμού του παθόντα Ψ1, κατά κύριο λόγο, σε ενέργειες άλλων προσώπων και πριν την μετάβασή του στο σημείο του επεισοδίου και να ελαφρύνει έτσι, κατά την δική του αντίληψη, την θέση του. Το γεγονός ότι η κατάθεση του κατηγορούμενου Χ6 δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ως προς αυτό το σημείο, για τους παραπάνω λόγους, δεν αναιρεί την γενικότερη αληθοφάνεια της μαρτυρίας του περί των ηθικών αυτουργών της παραπάνω με ανθρωποκτόνου σκοπό επίθεσης σε βάρος του παθόντα Ψ1. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι, από κανένα στοιχείο, δεν κλονίζεται γενικά η αληθοφάνεια της μαρτυρίας του, αφού δεν είχε κανένα λόγο να υποδείξει ψευδώς αυτούς ως ηθικούς αυτουργούς, δεδομένου ότι ήταν γνωστοί από πολλών ετών και δεν είχε ανακύψει οιοδήποτε πρόβλημα στις σχέσεις τους. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την τέλεση της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία, επικαλούμενοι και λόγους ψυχικής διαταραχής του κατηγορούμενου Χ6, οι οποίοι τον καθιστούν αναξιόπιστο άτομο. Τούτο δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι το γεγονός ότι αντιμετωπίζει διάφορα ψυχολογικά προβλήματα ο κατηγορούμενος Χ6, αυτό όμως δεν είναι ικανό να ανατρέψει την αλήθεια των όσων ισχυρίζεται. Εξάλλου, οι κατηγορούμενοι αδυνατούν να δικαιολογήσουν τον λόγο για τον οποίο ο συγκατηγορούμενός τους Χ6 τους κατονομάζει ως τα άτομα που με την προεκτεθείσα συμπεριφορά τους προκάλεσαν σ' αυτόν την απόφαση να συμμετάσχει στην επίθεση κατά του παθόντα Ψ1. Ούτε εξάλλου επικαλούνται και προσκομίζουν οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, προς απόδειξη του διατυπωθέντος ισχυρισμού από τον Χ3 και Χ1, βάσει του οποίου δεν διέπραξαν την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πιο πάνω πράξη, κατά το χρόνο διενέργειας της πορείας αλλά και του προαναφερθέντος επεισοδίου, ευρίσκοντο στην οικία τους καθώς και του διατυπωθέντος ισχυρισμού από τον Χ2, που, όπως επικαλείται, ευρίσκετο σε χώρο συνάθροισης μαρτύρων του Ιεχωβά στην ....., ενώ ας σημειωθεί ότι ο Χ4 αδυνατεί να προσδιορίσει πού ευρίσκετο κατά τον προδιαληφθέντα χρόνο........". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών, αφού ακύρωσε το εκκαλούμενο 2540/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, έκρινε ότι προέκυψαν σε βάρος των μεν κατηγορουμένων Χ5 και Χ6 επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον τους, πλην άλλων πράξεων, και για απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού κατά συρροή, των δε λοιπών κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων Χ2, Χ1, Χ4 και Χ3, για ηθική αυτουργία στην απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού κατά συρροή, για την οποία κατηγορείται ο συγκατηγορούμενός τους Χ6, πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 46 παρ.1α, 94 παρ.1, 299 παρ.1, ΠΚ, και παρέπεμψε αυτούς, ενώπιον του ακροατηρίου του στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, αρμοδίως ορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι: 1) Οι Χ5 και Χ6, στην Αθήνα, στις 31/1/2006 και περί ώραν 20.10, με περισσότερες πράξεις τέλεσαν με πρόθεση περισσότερα του ενός εγκλήματα, μεταξύ των οποίων, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν κακούργημα, δηλαδή να σκοτώσουν άλλον, επιχείρησαν πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του κακουργήματος αυτού, πλην όμως η πράξη τους αυτή δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεώς τους....." και 2) "Οι κατηγορούμενοι Χ4, Χ3, Χ1 και Χ2, στην Αθήνα, στις 31-1-2006 από πρόθεση, καθένας τους, προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση και ειδικότερα με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις και δη με τις φράσεις που με φορτικότητα απηύθυνε καθένας στον συγκατηγορούμενό του Χ6, λόγω της διατυπωθείσης από τον τελευταίο άρνησης προς διάπραξη της πιο πάνω αξιόποινης πράξης "τι σε διδάξαμε ρε, δεν σε διδάξαμε, να μισείς τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές τους δημάρχους, τους μασώνους", αλλά και με την εκδηλωθείσα απειλητική σε βάρος της ζωής του ως άνω συγκατηγορουμένου τους Χ6 συμπεριφορά από τον εκ τούτων Χ2, λόγω της διατυπωθείσης άρνησής του προς διάπραξη της αξιόποινης πιο πάνω πράξης, καθόσον οπλίσας ένα όπλο που έφερε μαζί του τον απείλησε με τις φράσεις "κάνε ότι σου λέμε, προχώρα, αλλιώς σου ρίξαμε" προκαλώντας φόβο για τη ζωή του, προκάλεσε από πρόθεση καθένας τους, στον συγκατηγορούμενό τους Χ6 την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Ψ1 , την οποία τελικά διέπραξε, όπως ειδικότερα η πράξη αυτή αναφέρεται παραπάνω .....". ΙX. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς τους κατηγορούμενους- αναιρεσείοντες, και την αποδιδόμενη σε αυτούς αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία από πρόθεση, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε αυτούς πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1β, 46 παρ. 1 εδ. α, 42 παρ. 1, 299 παρ. 1, ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, είναι αβάσιμες οι προβαλλόμενες από όλους τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής αιτιολογίας κατ' άρθρο 484 παρ. 1 δ ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, στήριξε την παραπεμπτική του κρίση για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία των αναιρεσειόντων σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος ειδικότερα αναφέρει, η τυχόν δε εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της καταθέσεως του Χ6, την οποία το Συμβούλιο έκρινε ως αξιόπιστη, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, αφού πρόκειται για την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, έστω και αν σε αυτή κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, αυτό στηρίχθηκε. Επομένως, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, ότι η στήριξη της παραπεμπτικής κρίσης του Συμβουλίου, αποκλειστικά σε ισχυρισμούς κατηγορουμένου, που στερούνται "καταφανώς λογικού ειρμού, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας", δεν αποτελεί αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη, ιδιαίτερα όταν οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται από άτομο που ομολογεί το ίδιο ότι είναι ψυχοπαθητικό κλπ, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τις πιο πάνω παραδοχές του, ότι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, έπεισαν τον αυτουργό της πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας, με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις, οι οποίες ειδικότερα προσδιορίζονται στο βούλευμα, στο οποίο αναφέρονται οι φράσεις που με φορτικότητα απηύθυνε καθένας αναιρεσείων στον συγκατηγορούμενό του Χ6 ("τι σε διδάξαμε ρε, δεν σε διδάξαμε, να μισείς τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές τους δημάρχους, τους μασώνους"), αλλά και με την εκδηλωθείσα απειλητική σε βάρος της ζωής του ως άνω συγκατηγορουμένου τους Χ6 συμπεριφορά από τον εκ τούτων Χ2, λόγω της διατυπωθείσης άρνησής του προς διάπραξη της αξιόποινης πιο πάνω πράξης, καθόσον αυτός, με ένα όπλο που έφερε μαζί του, τον απείλησε με τις φράσεις "κάνε ότι σου λέμε, προχώρα, αλλιώς σου ρίξαμε", πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν στην συγκεκριμένη περίπτωση στον πιο πάνω φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, που διέπραξε. Δεν είναι δε αναγκαίος εν προκειμένω ο ειδικότερος προσδιορισμός του δόλου και η ήρεμη ψυχική αυτών κατάσταση, αφού τα στοιχεία αυτά προσδιορίζονται από την περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για το οποίο παραπέμπονται να δικασθούν οι αναιρεσείοντες και τις ειδικότερες, περιγραφόμενες συνθήκες τέλεσής του από αυτούς, αλλά και από την περιγραφή των συνθηκών, υπό τις οποίες οι αναιρεσείοντες προκάλεσαν στον πιο πάνω αυτουργό την απόφαση να τελέσει το έγκλημα που διέπραξε. Ούτε αποτελεί αντίφαση το γεγονός, ότι οι κατηγορούμενοι Χ5 και Χ6 φέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ως έχοντες από κοινού αποφασίσει, μαζί με άλλα οκτώ ακόμα άτομα, να σκοτώσουν τον Ψ1 και Γ1 και οι αναιρεσείοντες ως προκαλέσαντες μόνο στον Χ6 την απόφαση να σκοτώσει μόνο τον Ψ1, διότι, με τις εκτιθέμενες σκέψεις του, δεν δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι οι αναιρεσείοντες και στους λοιπούς εννέα, τον ένα γνωστό (Χ5) και τους λοιπούς αγνώστους, προκάλεσαν την απόφαση να θανατώσουν τον Ψ1. Πλήρως δε αιτιολογείται στο βούλευμα, οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε αξιόπιστη και αληθή την κατάθεση του Χ6 ως προς το ότι οι αναιρεσείοντες προκάλεσαν σε αυτόν την απόφαση να εκτελέσει το έγκλημα που διέπραξε, ενώ δεν την θεωρεί αξιόπιστη ως προς τον χρόνο και τον τόπο που έλαβε χώρα η σχετική πράξη. Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με τα αμέσως παραπάνω εκτιθέμενα, να απορριφθεί και ο τέταρτος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ ΚΠΔ, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, προβαλλόμενος από όλους τους αναιρεσείοντες λόγος αναίρεσης, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Χ. Επομένως, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων, πρέπει αυτές να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των αιτούντων αναιρεσειόντων. Απορρίπτει τις 1) 156/20-7-2007, 2) 157/20-7-2007, 3) 154/20-7-2007, και 4) 155/20-7-2007 αιτήσεις αναίρεσης των 1) Χ4, 2) Χ3, 3) Χ2 και 4) Χ1, αντιστοίχως, κατά του 1579/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τους πιο πάνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση τεσσάρων αιτήσεων. Απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συναυτουργία. Λόγοι αναίρεσης για παράβαση άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκων κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ. Μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ΚΠΔ, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 658/06, ΑΠ 1649/04). Κατάθεση συγκατηγορουμένου. Η απαγόρευση του άρθρου 211 Α΄ ΚΠΔ, ισχύει μόνο κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συναυτουργία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1225/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αλέξανδρο Σαρηβαλάση και Βασίλειο Δημακόπουλο, περί αναιρέσεως της 1266/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγον το "ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Καρπέτα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1694/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Π.Κ., "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφαλείας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικά μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή, η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Εξ' άλλου, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 του Ν. 2172/1993 σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987 και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλά αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Το τελευταίο, είναι περισσότερο έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των άλλων νομικών προσώπων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, εν όψει του ότι για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί ότι απειλήθηκε ζημία σε βάρος τους, υπερβαίνουσα το ποσό των 50.000.000 δραχμών, οπότε και δημιουργείται ο κίνδυνος επελεύσεως αυτής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Χωρίς την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία δεν υφίσταται απάτη, ενώ σε περίπτωση επελεύσεως της βλάβης είναι αδιάφορο αν επιτεύχθηκε το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδιώχθηκε, το πρόσωπο δε που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που υφίσταται τη βλάβη, αρκεί ο απατώμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εξ' άλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 του ΠΚ) ή κατάστασης ανάγκης ή, σε κάθε περίπτωση, νομιζόμενης ανάγκης (άρθρο 32 ΠΚ), που τείνει στην άρση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. 'Ετσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν.(Ολ. ΑΠ 2/2005). Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συντρέχει, όχι μόνο, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 1778/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη της πλειοψηφίας, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, και συγκεκριμένα " από τις καταθέσεις των νομοτύπως επ' ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων του κατηγορητηρίου και των προταθέντων υπό των κατηγορουμένων προς υπεράσπισή των, από άπαντα τα έγγραφα, που αναγνώσθησαν και αναφέρονται εις τα πρακτικά, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και της εν γένει περί την απόδειξη διαδικασίας, αποδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Υπό της εκκαλουμένης υπ' αριθμό 3463/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, οι κατηγορούμενοι (μεταξύ των οποίων και η ήδη αναιρεσείουσα Χ1), εκηρύχθησαν ένοχοι των αξιοποίνων πράξεων της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας μετά χρήσεως (άρθρο 216 παρ 1.ΠΚ) και της κατ' εξακολούθηση απάτης (386 παρ.1 Π.Κ), χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις των ενδείξεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (παρ.3 εδ.2 του άρθρου 216 Π.Κ και της παρ.3 στοιχ.(α) του άρθρου 386 Π.Κ)", υπό τας οποίας είχαν διωχθεί (ποινικώς) και παραπεμφθεί, ίνα δικασθούν, με τη συνδρομή όμως της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 του νόμου 1608/1950, δηλαδή σε βαθμό κακουργήματος, τελεσθεισών από κοινού εις βάρος της περιουσίας του Αλληλοβοηθητικού Ταμείου Περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος". Το παθόν Ταμείον Περιθάλψεως αρχικώς συνεστήθη το έτος 1929 με Διοικητική πράξη του Γενικού Συμβουλίου της Τραπέζης της Ελλάδος, εν συνεχεία δε εξελίχθη, εις επαγγελματικό Σωματείο, το οποίον ανεγνωρίσθη με την υπ' αριθμό 7635/29-9-1934 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, και του οποίου οι προϋποθέσεις ιδρύσεως και λειτουργίας προβλέπονται από το Βασιλικό Διάταγμα της 15-5-1920 "περί επαγγελματικών σωματείων, ως αυτό ισχύει σήμερον υπό το καθεστώς του ν. 1264/1982 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν ασκεί δημόσια εξουσία λειτουργιών, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με σωματειακή μορφή, ως έχει κριθεί (Ολ. ΣτΕ 5024/1987 Νοβ 36-799 και ΑΠ 1466/1999), σχετικώς με τα Αλληλοβοηθητικά Ταμεία των Τραπεζών τα οποία αποτελούν αυτοτελείς ιδιωτικούς φορείς επικουρικής ασφαλίσεως. Εξ' ετέρου, η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 8 παρ.4 του καταστατικού της, περιλαμβανομένου, ως παράρτημα 4 εις το κείμενο του από 15-9-1927 Πρωτοκόλλου της Γενεύης μεταξύ του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών και της Ελληνικής Κυβερνήσεως, κυρωθέντος δια του νόμου 3424/1927, έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία και συνιστά από την φύση της νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο το δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν, κατά τον επίδικο (από 15-5-1992 έως 28-2-1997) χρόνο, να κατέχουν αμέσως ή εμμέσως μετοχές αυτής κατά ποσόν, που υπερβαίνει στο σύνολο το 1/10 του ονομαστικού κεφαλαίου της, και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνεται εις τον δημόσιο τομέα, στην έννοια του άρθρου 51 του νόμου 1892/1990 (άρθρο 1 παρ.6 περίπτωση(ε)νόμου 1256/1986, εν συνδ. προς το άρθρο 9 παρ.1 του νόμου 1232/1982). Όμως, ενόψει των αρμοδιοτήτων, που της έχουν ανατεθεί και των προνομίων που έχουν παραχωρηθεί σε αυτήν (άρθρο 2 παρ.1 εδ.(α) έως και (ζ) και άρθρο 4 παρ.1 του καταστατικού της), από της συστάσεώς της και μεταγενεστέρως και ιδιαιτέρως του εκδοτικού της προνομίου της και της διαχειρίσεως του εξωτερικού συναλλάγματος, ο χαρακτήρας του προσώπου της, ως ιδιωτικού δικαίου, δεν είναι απόλυτος, δηλαδή η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν είναι καθαρά ιδιωτικού δικαίου νομικό πρόσωπο, αλλά έχει ιδιότυπο διφυή χαρακτήρα, και δη νομικού προσώπου ιδιωτικού μεν δικαίου, καθ' όσον αφορά την άσκηση εκ μέρους της των τραπεζικών εργασιών, ως και τις σχέσεις της με το προσωπικό της και τους πελάτες της, δημοσίου δε δικαίου, καθ' όσον αφορά την διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος και την άσκηση του εκδοτικού προνομίου της, ως προς τις οποίες ασκεί δημόσια εξουσία (Ολ. ΑΠ 1/2006). Κατ' ακολουθία πάντων των ως άνω, δια τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, που προσδίδει τον κακουργηματικό χαρακτήρα εις τας αποδιδόμενας εις τους κατηγορούμενους πράξεις, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 263 Α στοιχ δ του Ποιν. Κώδ, σε συνδυασμό προς άρθ. 36 παρ.1 ν. 2172/1993 (ΑΠ 1155/2000 Ποιν. Χρ ΝΑ-399), πρέπει δηλαδή οι επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, που αναμφισβητήτως υπό μορφή χρηματικών παροχών διατίθενται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προς το Αλληλοβοηθητικό Ταμείο των υπαλλήλων της, να γίνονται εις εκτέλεση υποχρεώσεως της Τραπέζης της Ελλάδος, απορρεούσης από κείμενη διάταξη ουσιαστικού νόμου, και τούτο χάριν ευοδώσεως των συγκεκριμένων σκοπών του επιχορηγούμενου Ταμείου (αλληλοβοηθητικού σωματείου κλπ), των αφορώντων εις την χορήγηση κοινωνικών παροχών, τας οποίας δικαιούνται τα μέλη αυτού (δηλαδή οι υπάλληλοι της Τραπέζης της Ελλάδος) ένεκεν επελεύσεως των, υπό του καταστατικού του Ταμείου προβλεπομένων ασφαλιστικών περιπτώσεων. Ειδικότερα, οι κατά το καταστατικό του ως άνω νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου επιδιωκόμενοι σκοποί, αποβλέπουν εις κοινωνικάς παροχάς, ομοίας με τας χορηγουμένας παροχάς, κυριότερες των οποίων είναι το 'Ιδρυμα Κοινωνικών Ασαφαλίσεων (ΙΚΑ), του οποίου τα εισοδήματα αποτελούν κοινωνικούς πόρους κατά τον ιδρυτικό αυτού νόμο. Ούτω, και το εν λόγω Αλληλοβοηθητικό Ταμείο κλπ (Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε), διαχειρίζεται κοινωνικούς πόρους προς ευόδωση των σκοπών αυτού και επομένως, οι προς τούτο επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις, εισφορές κλπ εκ μέρους τη Τραπέζης πρέπει να ερείδονται σε νόμο προβλέποντα περί αυτών. Εξ' άλλου, εις το άρθρο 71 παρ.1 του καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος, το οποίο έχει ισχύ νόμου, εφόσον, ως μέρος Διεθνούς Συμβάσεως κυρώθηκε κατά τα άνω και του νόμου 3423/7-11-1927(άρθρο 28 του Συντάγματος), ως το άρθρο τούτο ισχύει μετά τας καιρούς τροποποιήσεις του με τα ν.δ. 1303/1949, 4022/1959, με τον Α.Ν. 278/1968 ΦΕΚ 31-Α), με το ν.δ. 513/1930 (ΦΕΚ 87-Α) τέλος δε με το άρθρο 1 του ν.δ./τος 244/1973 (ΦΕΚ - Α - 328), ορίζονται τα ακόλουθα: "Μετά τον καταλογισμόν προβλέψεως δια τας άνευ αξίας ή επισφαλείς απαιτήσεις, την υποτίμησιν των στοιχείων του ενεργητικού, τα καταβολάς εις τα ταμεία προσωπικού και συντάξεων και δι απάντα τα ενδεχόμενα εκείνα, δι' α συνήθως γίνεται πρόβλεψις παρά των τραπεζών και μετά την πληρωμήν εκ των καθαρών κερδών της τραπέζης μερίσματος προς δώδεκα τοις εκατό (12%) ετησίως επί του κεφαλαίου, το ήμισυ του πλεονάσματος διατίθεται υπέρ του τακτικού αποθεματικού μέχρις ου τούτο εξισωθή προς το κεφάλαιον, το δε απομένον ήμισυ καταβάλλεται εις το Δημόσιον. Εφ' όσον το τακτικόν αποθεματικόν είναι εξισούμενον προς το κεφάλαιον, δύναται να καταβληθή εις τους μετόχους από της χρήσεως 1973 και εφεξής, μετ' απόφασιν της Γενικής Συνελεύσεως του έτους 1974 κ.ε. λαμβανομένην απαραιτήτως μετά πρότασιν του Γενικού Συμβουλίου, και ισχύουσαν μόνον δια το έτος εις ο αφορά, ως πρόσθετον μέρισμα ποσοστόν των καθαρών κερδών, του υπολοίπου αυτών περιερχομένου εις το Δημόσιον. [Το ποσοστό τούτο, καθοριζόμενον υπό της ως άνω αποφάσεως, μετόχων λαμβανομένον μέρισμα ισούται προς το 12% του συνόλου των καθαρών κερδών της χρήσεως]". Από την προπαρατιθέμενη διάταξη προκύπτουν σαφέστατα δύο κρίσιμα για το επίδικο θέμα στοιχεία: α) Υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη δια "τας καταβολάς εις τα ταμεία προσωπικού και συντάξεων" β) Το 88% των εκάστοτε καθαρών κερδών της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ex lege έσοδο του Κράτους, δηλαδή, ευθέως και αμέσως δημόσιο χρήμα και προβλεπόμενο από τον εκάστοτε κρατικό προϋπολογισμό δημόσιο έσοδο, στον οποίο καταχωρείται με τον Κωδικό 2541 (βλ. Προϋπολογισμό έοτυς 2005, συν. 2). Κατά την κρατήσασα εις το Δικαστήριον γνώμην τεσσάρων (4) μελών του το ως άνω άρθρον 71 του έχοντος ισχύν νόμου καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος προβλέπον τας (χρηματικάς) καταβολάς εις τα Ταμεία προσωπικού και συντάξεων αναμφιβόλως περιλαμβάνει το παθόν ν.πρ.δ. "Αλληλοβοηθητικού Ταμείο Περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος (εφεξής Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε.) και μάλιστα δεν καθιδρύει την δυνατότητα επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων προς το Ταμείον δια της Τραπέζης της Ελλάδος, ως αρκείται η διάταξις του άρθρ. 263 Α στοιχ. Δ του Π.Κ., αλλά επιβάλλει την υποχρέωση εις την (εργοδότιδα των υπαλλήλων της) Τράπεζαν της Ελλάδος δια "καταβολής εις τα ταμεία προσωπικού και συντάξεων". Το αλληλοβοηθητικό Ταμείον Π.Σ.Υ.Τ.Ε. είναι ασφαλιστικός οργανισμός, όπως όλα τα άλλα ασφαλιστικά Ταμεία, με μόνην την διαφοράν ότι είναι ν. πρ. ιδιωτικού δικαίου ( εκείνα κατά του ιδρυτικού της) νόμου είναι ν. πρ. (ταμείου Δικ.), και τούτο διότι, ότε το Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε. ιδρύει ήτο άγνωστος εις την χώρα μας ο θεσμός της Κοινωνικής Ασφαλίσεως το πρώτον άλλων νομοθέτημα περί κοινωνικών ασφαλίσεων είναι ο νόμος 6298/24.9-30.10.1934 περί ιδρύσεως του ΙΚΑ. Προ αυτού είχαν προτρέξει τα αλληλοβοηθητικά σωματεία (ως το ΑΤΠΣΥΤΕ) στο πλαίσιον των νόμων 281/1914, 2858/1922 και του Βασιλικού Δ/τος 15.5.1920 "Περί επαγγελματικών σωματείων". Επακολούθησε ο α.ν. 1846/1951 (περί ιδρύσεως του ΙΚΑ), ο οποίος δια του άρθρ. 5 παρ. 1 ώρισε ότι τα προϊστάμενα οιασδήποτε μορφής ταμεία ασφαλίζοντας είτε αποκλειστικώς είτε εν μέρει πρόσωπα των εν άρθρω 2 του νόμου αναφερομένων (δηλ. τα περιέχοντα εξηρτημένων εργασίας του κ.λ.π.) εξακολουθούν λειτουργούντες ως δυνάμενα υπό των ισχυουσών δι' έκαστον διατάξεων. Το παθόν Α.Τ.Π.Σ.Τ.Τ.Ε. προϊφύστατο του νόμου 6298/1934 και ασφάλιζε "εν μέρει" τους εργαζομένους εις την Τράπεζαν της Ελλάδος και συγκεκριμένως δια του κλάδου Ασθενείας. Αλλά και τα λοιπά ασφαλιστικά Ταμεία Τραπεζών λειτουργούντα υπό μορφήν Αλληλοβοηθητικών Σωματείων, προϋπήρχαν, ως και το πολιτικώς ενάγον του νόμου 6298/1934 και φυσικά του επακολουθήσαντος νόμου 1846/1951, που εισήγαγεν ένα εθνικόν σύστημα ασφαλιστικής προστασίας, γενικού και υποχρεωτικού χαρακτήρος ο νομοθέτης διατήρησε τα ήδη υφιστάμενα υπό μορφήν αλληλοβοηθητικών Σωματείων Ασφαλιστικά Ταμεία των Τραπεζών και περαιτέρω τα διέταξε εις τας έκταση και ύψος παροχές ασθενείας και μητρότητας με τις προβλεπόμενες από τον ΑΝ 1846/51". "Ως οργανισμοί ασφάλισης ασθενείας νοούνται και το ταμείο υγείας υπαλλήλων Αγροτικής Τράπεζας, το Ταμείο Υγείας υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος, (σσ. Το πολιτικώς ενάγον), η Υγειονομική Υπηρεσία της ΕΥΔΑΠ και ο Λογαριασμός Υγείας του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών (ΣΟΕΛ)". Οι προπαρατιθέμενες διατάξεις, (η τελευταία των οποίων ως γνήσια ερμηνευτική ισχύει από ιδρύσεως του πολιτικώς ενάγοντος), δεν καταλείπουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για τη φύση του πολιτικώς ενάγοντος ως Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης, στο οποίο ασφαλίζονταν και ασφαλίζονται αποκλειστικά - για τον κλάδο ασθενείας -, οι Υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος και μέχρι το 1998 και οι Υπάλληλοι της Κτηματικής Τράπεζας, οι οποίοι υπήχθησαν πλέον στο προαναφερθέν Ταμείο Υγείας Υπαλλήλων ΕΤΕ, λόγω απορρόφησης της εργοδότριάς τους από την Εθνική Τράπεζα. Η τέτοια φύση του πολιτικώς ενάγοντος συνεπάγεται, - όχι ως απλή δυνατότητα αλλά ως αναγκαστικού δικαίου υποχρέωση -, τη "χρηματοδότηση και επιχορήγησή του, κατά την έννοια του εδ. δ' του άρθρου 263 Α' ΠΚ, από την Τράπεζα της Ελλάδος. Διότι, καταδήλως, η υποχρεωτική καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση ex lege πάγιας και αδιάλειπτης χρηματοδότησης που απέρρεε, αρχικώς από το άρθρο 71 παρ. 1 του καταστατικού και εν συνεχεία από τις προπαρατεθειμένες διατάξεις και ολόκληρο το πλέγμα του ισχύοντος Ασφαλιστικού Δικαίου. Οι πέραν των ασφαλιστικών εισφορών καταβολές της Τράπεζας της Ελλάδος προς το πολιτικώς ενάγον, συνιστούν επιχορήγηση. Ενόψει πάντων των ανωτέρω, κατά την πλειοψηφήσασαν γνώμην τεσσάρων (4) μελών του Δικαστηρίου εις το παθόν και πολιτικώς ενάγον Αλληλοβοηθητικού Ταμείου περιθάλψεως Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος" (ΑΤΠΣΥΤΕ) κατά τις κείμενες (τις προδιαληφθείσες ως άνω) διατάξεις του Νόμου, κυρίως όμως βάσει του ως άνω άρθρου 71 του κυρωθέντος διά νόμου, και ως εκ τούτου ισχύν νόμου έχοντος Καταστατικού Της Τραπέζης της Ελλάδος (που κατά νόμον και το καταστατικό της εδρεύει στην ημεδαπή, άρθρον 263 Α στοιχ. (β) του Ποινικού Κώδικος), όχι μόνον δύνανται (και ηδύναντο έκτοτε, από της συστάσεως του) αλλά και επιβάλλεται από τις κείμενες αυτές διατάξεις του νόμου να διατεθούν επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, οι οποίες έκτοτε κατά τα ως άνω διατίθενται τακτικώς και ανελλιπώς, πληρουμένων των προϋποθέσεων, που τάσσει το άρθρο 263 Α στοιχείου (δ) του Ποιν. Κωδ., δια να χαρακτηρισθούν οι κατηγορούμενοι "υπάλληλοι" εν τη έννοια του άρθρου 13 στοιχείου (α) Ποιν. Κωδ. Κατ' ακολουθίαν τούτων, συντρέχουν εν προκειμένω και τυγχάνουν εφαρμογής οι επιβαρυντικές περιστάσεις, του άρθρου 1 του νόμου 1608/1950, ως νυν ισχύει, και οι τ' αναντία υποστηρίζοντες πορίσματος αυτοτελείς ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, πρέπει κατά την κρατήσασαν πάντοτε γνώμην της πλειοψηφίας να απορριφθούν". Περαιτέρω, σε σχέση με την αναιρεσείουσα Χ1, η οποία μόνη αναιρεσιβάλλει την με αριθμό 1266/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και με την οποία αυτή καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών (3) ετών, για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και απάτης κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό πλημμελήματος, που τέλεσε αυτή, με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, συγκατηγορούμενούς της, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία Ταμείο Αλληλοβοηθείας, που υπάγεται στο εδάφιο (δ) του άρθρου 263 Α του ΠΚ, και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση του δικάσαντος, κατ' έφεση, Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η ήδη αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη κατά πλειοψηφία, για τις πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του ως άνω Ταμείου Αλληλοβοηθείας και β) της απάτης, σε βάρος του ίδιου Ταμείου, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ (άρθρα 13 εδάφια γ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 84 παρ. 2 εδ. α' και ε', 98, 216 παρ. 1β και 386 παρ.1 του ΠΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπόμενων για τους καταχραστές του Δημοσίου", όπως η παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικ. με το άρθρο4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 2 του Ν. 1877/1990, το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, το άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 2298/1995 και το άρθρο 4 παρ. 3δ' του Ν. 2408/1996 και σε συνδυασμό προς το άρθρο 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953) και της επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας το Δικαστήριο ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της, όσον αφορά την κατηγορούμενη αυτή και ήδη αναιρεσείουσα Χ1, παρατίθεται η ακόλουθη αιτιολογία: "από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που συνεισενέχθη, κατά την προηγηθείσα επ' ακροατηρίου διαδικασία και ειδικότερα από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τις εκθέσεις, την νομοτύπως δοθείσα κατάθεση του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος ασφαλιστικού Ταμείου (Α.Τ.Π.Σ.Υ.Τ.Ε), τις ένορκες καταθέσεις των επ' ακροατηρίου εξετασθέντων μαρτύρων του κατηγορητηρίου και των υπό της υπερασπίσεως προταθέντων, τας αναγνωσθείσας εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και τις αναγνωσθείσες καταθέσεις της προδικασίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων απεδείχθησαν περαιτέρω τα ακόλουθα, σε σχέση με την ουσία της κατηγορίας: Το πολιτικώς ενάγον νομικό πρόσωπο (ΑΤΠΣΥΤΕ), ως ήδη διεξοδικώς εξετέθη αποτελεί τον μοναδικό και υποχρεωτικό ασφαλιστικό φορέα υγείας δι' όλο το προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας (δηλαδή της Τραπέζης της Ελλάδος), το οποίο όχι απλώς επιδοτείται, αλλά σχεδόν αποκλειστικώς χρηματοδοτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος από της συστάσεώς του, κατά τα άνω, μέχρι σήμερον με δημόσιο χρήμα, και δη αφενός μεν, με ετήσιες επιχορηγήσεις, αφετέρου δε με τις(εργοδοτικές) εισφορές, που του καταβάλλει, ως εργοδότρια των ασφαλισμένων υπαλλήλων της. Η κατηγορούμενη, Χ1, ήτο υπάλληλος του Ταμείου και, κατά το έτος 1991, τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Νοσηλίων, κατά το επόμενο δε έτος, έγινε προϊσταμένη στην ιδία υπηρεσία. Σύμφωνα δε με το νόμιμο και ουσιαστικό σκοπό του, το Ταμείο πλήρωνε τα φάρμακα και τα νοσήλια των ασφαλισμένων του, όταν ασθενούσαν. Προς τούτο, σε κάθε συμβεβλημένο νοσηλευτικό ίδρυμα, μετά το πέρας της νοσηλείας του πάσχοντος, σχημάτιζε φάκελο αποκαλούμενο στις συναλλαγές "πακέτο", με τα απαιτούμενα παραστατικά(τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια αγοράς φαρμάκων και λοιπών συναφών ειδών) και τον απέστειλε στο Ταμείο για έλεγχο. Στη συνέχεια ειδικά εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του Νοσοκομείου επισκεπτόταν το πολιτικώς ενάγον Ταμείο Αλληλοβοηθείας και εισέπραττε στο ακέραιο το σύνολο του χρεωθέντος ποσού (αν ο ασφαλισμένος επεβαρύνετο με ένα μέρος της δαπάνης, αυτό παρεκρατείτο σε μηνιαίες δόσεις από το μισθό ή τη σύνταξή του. 'Ετσι, ο ασφαλισμένος δεν είχε καμία άμεση ανάμειξη στην εκ μέρους του Ταμείου εξόφληση των νοσηλίων του προς τα νοσοκομεία, αυτό δε ήτο προφανώς γνωστό σε όλους. Σε πολύ δε σπάνιες περιπτώσεις, αν κάποιος ασφαλισμένος αγόραζε ο ίδιος ένα υλικό, ζητούσε άμεσα να του αποδοθεί η σχετική δαπάνη, προσκομίζοντας τη σχετική απόδειξη αγοράς του. Γνωρίζοντας καλά τα δεδομένα αυτά, η κατηγορούμενη Χ1, με το συγκατηγορούμενό της Χ2, συναποφάσισαν να συνεργασθούν και να αξιοποιήσουν την όλη διαδικασία, προκειμένου να πλουτίσουν ακόπως σε βάρος των οικονομικών του ταμείου. Ετσι, παράλληλα προς την κανονική διαδικασία πληρωμής νοσηλείων, (και δη άλλοτε πριν και άλλοτε μετά από αυτήν) αφαιρούσαν ορισμένα [πρωτότυπα] τιμολόγια (συνήθως μεγάλης αξίας) από τα "πακέτα" των νοσοκομείων (βάζοντας συνήθως στη θέση τους φωτοαντίγραφα) και εισέπρατταν από τους ταμίες την αξία τους, την οποία και διένεμαν μεταξύ τους κατά τις (άδηλες) σχετικές συμφωνίες τους. Επί των τιμολογίων αυτών φρόντιζαν να καταχωρούνται εγκριτικές πράξεις επ' ονόματι άλλοτε ενός και άλλοτε δύο εξ αυτών, οι οποίες είχαν την έννοια της εντολής προς τους ταμίες να καταβάλλουν το οικείο ποσό. Εντέχνως παραπλανούσαν τους ταμίες, ισχυριζόμενοι ότι οι δικαιούχοι ήθελαν να αποφύγουν την αναμονή "στην ουρά" και ότι ανέμεναν στο γραφείο του Προέδρου ή του Γραμματέα, για να πάρουν τα χρήματά τους. Στην επίτευξιν της παραπλάνησης συνέβαλλε και το γεγονός, ότι τα πρόσωπα, στα οποία είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του ταμία, ήταν εντελώς άμοιρα σχετικών γνώσεων. Μάλιστα δε, ο εξ αυτών "κεντρικός ταμίας" Γ1, ο οποίος εξόφλησε τα περισσότερα από τα επίμαχα τιμολόγια, ήταν τόσο άσχετος με την εργασία του ταμία, ώστε επί σειρά ετών πλήρωνε καθημερινώς τεράστια χρηματικά ποσά σε πρόσωπα άσχετα με την εργασία του ταμία, ώστε επί σειρά ετών πλήρωνε καθημερινώς τεράστια χρηματικά ποσά σε πρόσωπα άσχετα προς τους αναφερόμενους στα τιμολόγια δικαιούχους (χωρίς εξουσιοδότησή τους) και δεν φρόντιζε ούτε καν να σημειώνει το όνομα του εισπράττοντος, ενώ υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις που, ως "λαβών", υπέγραφε ο ίδιος (ο ταμίας), χωρίς να σημειώνει καν σε ποιόν είχε παραδόσει τα χρήματα. Ο ταμίας αυτός (ο οποίος είχε γραμματικές γνώσεις, κατά μία εκδοχή τρίτης γυμνασίου και κατ' άλλη δημοτικού σχολείου, και είχε προσληφθεί ως οδηγός - κλητήρας και ήταν κουμπάρος του κατηγορουμένου Γ2) κατέθεσε (από μνήμης βεβαίως), ότι συνήθως εμφανιζόταν και εισέπρατε χρήματα με την περιγραφείσα διαδικασία, η κατηγορουμένη Χ1, σπανίως δε και η Γ3. Πολυάριθμες είναι οι επί μέρους περιπτώσεις και αναφέρονται αναλυτικά σε πίνακες στο διατακτικό της παρούσης, το συνολικό δε ποσό που εισέπραξαν οι κατηγορούμενοι, με τον τρόπο αυτό και η αντίστοιχη ζημία του Ταμείου ανέρχεται τουλάχιστον στα 89.496.474 δραχμών. Στις πλέον μάλιστα χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι "εγκριτικές πράξεις" δεν κατεχωρούντο επί των τιμολογίων, αλλά συντάσσονταν και "αιτήσεις" επ' ονόματι (ανυπόπτων) ασφαλισμένων, οι οποίες - χωρίς καν να πρωτοκολλώνται - "εγκρίνονταν" από τους ανωτέρω κατηγορουμένους και κατευθύνονταν στους ταμίες για είσπραξη της αξίας των συνημμένων τιμολογίων (που είχαν προηγουμένως αφαιρεθεί από τα "πακέτα" των Νοσοκομείων). Χαρακτηριστικό είναι, ότι συντάχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες "αιτήσεις", ακόμα και επ' ονόματι του πρώην διοικητού, καθηγητού και πρωθυπουργού Δ1 (και εισπράχθηκαν "για λογαριασμό του" 2.848.000 δραχμές) καθώς και επ' ονόματι του ασφαλισμένου Ζ1, ο οποίος είχε αποβιώσει δύο περίπου χρόνια νωρίτερα. Ενδεικτικά για την ενοχή των ανωτέρω δύο (2) κατηγορουμένων στις δικαζόμενες εγκληματικές πράξεις είναι τα κατωτέρω αποσπάσματα: "Στο Ταμείο υπήρχε και λειτουργούσε οργανωμένο και συστηματικό σχέδιο καταλήστευσής του για πολλά χρόνια... " (βλ. από ..... πόρισμα της Επιτροπής Ελέγχου φύλλο 24). "Πληρώθηκαν τιμολόγια αξίας 93.501.660 δρχ. δύο φορές. Την πρώτη φορά, η εξόφληση γινόταν με τα πρωτότυπα τιμολόγια, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από τα δικαιολογητικά του συγκεντρωτικού λογαριασμού του νοσοκομείου... Τη δεύτερη φορά, η εξόφληση γινόταν με τον συγκεντρωτικό λογαριασμό του νοσοκομείου... (βλ. από ... έκθεση .....). "Στη θέση Ο ΛΑΒΩΝ έχουν τεθεί δυσανάγνωστες από εμάς υπογραφές και δεν έχουν αναγραφεί τα πλήρη στοιχεία των προσώπων, που εισέπραξαν τα σχετικά ποσά... (βλ. από .... έκθεση ειδικού διαχειριστικού ελέγχου σελ. 14). "Υπήρχε οργανωμένη ομάδα και τα έκανε αυτά. Δεν μπρούσε μόνος του κανείς να τα κάνει αυτά... Η Χ1 και η Γ3 έπαιρναν τα χρήματα και τα πήγαιναν... στον Γ2 και στον Χ2... η ίδια (η Χ1) τα είπε αυτά... " (βλ. κατάθεση .....). "Κάθε μέρα τα παραστατικά πήγαιναν στον Πρόεδρο. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, όταν ξέρουν ότι ελέγχονται καθημερινά απ' τον Πρόεδρο... Η Χ1 είπε, ότι τα έδινε τα χρήματα στους δύο Προέδρους και με έμφαση στον Χ2..." (βλ. κατάθεση ......). Δεν γινόταν έλεγχος, μπήκε ταμίας ένας οδηγός, μπήκε προϊσταμένη στα νοσήλεια η Χ1 με μειωμένες αντιστάσεις. Ο Γ1, που ήταν κεντρικός ταμίας, ...ήταν του δημοτικού ...ο Γ2 το έβαλε ...Τη σύμβαση με τα νοσοκομεία την είχε κάνει ο Γ2... Πλαστογραφία έκανε αυτός που έφτιαξε την αίτηση του Δ1. Πληρώθηκε 2 φορές σε 14 ημέρες ο βηματοδότης... Δεν τολμούσε υπάλληλος να πάει δεύτερη αίτηση στο Γ2 σε 14 ημέρες... ο κεντρικός ταμίας πλήρωνε τα μεγάλα ποσά... (βλ. κατάθεση .......). "Η Χ1 έβαλε τα κλάματα και είπε ότι ο Γ2 την πίεζε πολύ και ότι θέλει τη μέρα για τα έξοδα της γυναίκας του για καλλυντικά 60.000 δραχμές (βλ. κατάθεση .......). "Τη ρώτησε ο Κ1 αν υπάρχει εντολέας και ηΧ1 είπε "βεβαίως δεν τα έχω κάνει εγώ" και είπε για τους δύο προέδρους... Είπε ότι ο Γ2 το ξεκίνησε και ο Χ2 το συνέχισε... "(βλ. κατάθεση Κ2). "Τη συνάντησαν εμπιστευτικά με τον Κ2... είπε ότι απ' τους λογαριασμούς αφαιρούνται παραστατικά και πληρώνονταν σαν αυτοτελή περιστατικά και ότι τα χρήματα πήγαιναν στους 2 Προέδρους..." (βλ. κατάθεση Κ1). "Είμαι λογίστρια... Τα παραστατικά της προηγούμενης μέρας πήγαιναν στον εκάστοτε Πρόεδρο... Ολες οι πληρωμές... πήγαιναν σε καθημερινή βάση. Ο Γ2 κατέβαινε στο Ταμείο σχεδόν κάθε μέρα. Ξέρω ότι μετά τις 11.00 το πρωί κάθε μέρας ερχόταν στο Ταμείο. Ηθελαν... να ξέρουν οι υπάλληλοι ότι όλα περνάνε από έλεγχο και τα ζητούσαν στο γραφείο τους (βλ. κατάθεση ......). "Προσλήφθηκα την 1-11-1985 ως οδηγός - κλητήρας. Νομίζω το 1992 πήγα ταμίας. Εγινε πρόταση απ' το Γ2 να πάω εκεί, δεν ξέρω γιατί, δεν το επεδίωξα εγώ, ούτε έδωσα εξετάσεις... Ηταν συνάδελφοι αυτοί που έπαιρναν τα χρήματα... Δεν μας είχε ζητηθεί να γράφουμε ποιος τα παίρνει... έχω τελειώσει την τρίτη γυμνασίου... Μπορεί να είχα υπογράψει σε μερικά... και έβαζα το όνομά μου για να είμαι εντάξει με την υπηρεσία. Δεν ξέρω ποιος πήρε τα χρήματα σ' αυτά που έχω υπογράψει..." (βλ. κατάθεση Γ1). "Στην αίτηση Δ1, μου το έφερε η Χ1 και μόλις είδα το όνομα Δ1, της είπα, να το πάει στον Πρόεδρο... Η Χ1 είπε, ότι την αίτηση αυτή την έφτιαξε η ίδια... τα περιστατικά πήγαιναν στον Πρόεδρο πάντα... Τα χρήματα τα πήρε η Χ1". (οράτε απολογίαν Χ2).- "Τα χρήματα του Δ1 τα έδωσα στον Χ2, γιατί θα ερχόταν ο κλητήρας να τα πάρη... Μου έδινε χαρτί, πήγαινα στο Ταμείο... έλεγα στον Ταμία, να τα βάλει στον φάκελλο και τα πήγαινα στο γραφείο του..." (οράτε απολογίαν Χ1). Τα ως άνω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά αβιάστως προέκυψαν εκ πάντων των ως άνω μνησθέντων αποδεικτικών μέσων, καθ' εαυτά και προς άλληλα εκτιμωμένων, και δεν αναιρούνται από οιονδήποτε ετέρου αποδεικτικού μέσου, ουδέ από τις αναλογίες των κατηγορουμένων. Τα όσα τυχόν επιβαρυντικά στοιχεία διαλαμβάνονται εις τας αιτιολογίας ή τις εκτεθείσες αφετέρου των ώδε δύο (2) κατγορουμένων (Χ2 και Χ1) εις βάρος του ετέρου, δεν άγουν μόνον ταύτα εις τον σχηματισμόν δικανικής πεποιθήσεως περί της ενοχής εκείνης των δύο τούτων κατηγορουμένων, αλλά συνεκτιμώνται μεταξύ πάντων των άλλων αποκλειστικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων, αναγνωσθέντων εγγράφων κ.λ.π.) εις τρόπον, ώστε να μη συντρέχει λόγος εφαρμογής της απαγορεύσεως εκ του άρθρου 211 Α ΚΠοινΔ, ως αιτείται η υπεράσπιση του Χ2, του οποίου, ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος. Ωσαύτως, εκ των ως άνω εκτεθέντων, ως αποδειχθέντων, πραγματικών περιστατικών, σαφές και αναμφισβήτητον καθίστανται, ότι οι κατηγορούμενοι, κατά τον χρόνον τελέσεως των πράξεών των, ετέλουν εν πλήρει γνώσει και συνειδήσει της απαξίας αυτών, του ποινικώς κολασίμου αυτών και φυσικά δεν επίστευαν, και μάλιστα "συγγνωστώς", ότι εδικαιούντο να προβούν σε αυτάς. Οθεν δεν συντρέχει περίπτωση πραγματικής πλάνης (άρθρ. 30 παρ. 1 Ποιν. Κωδ.) αλλά, ούδε αποδείχθησαν και περιστατικά, επιτρέποντα την παραδοχή, ότι η κατηγορούμενη Χ1 ετέλη εν καταστάσει ανάγκης του άρθρου 32 Ποιν. Κωδ. (δηλαδή, ότι λειτούργησε ίνα ανατρέψει παρόντα και ανεπίτρεπτον κίνδυνο απειλούντα το πρόσωπο ή την περιουσίαν της κ.λ.π.), ουδέ εν νομιζομένη καταστάσει ανάγκη του άρθρ. 32 Π.Κ., και δέον οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί της να απορριφθούν. Ουδέ φυσικά δύναται να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός του Χ2 εκ του άρθρου 30 παρ. 2 Ποιν. Κωδ., καθόσον πλήρως απεδείχθη, ότι ούτος όχι μόνον δεν αγνοούσε, αλλά ότι πλήρως εγνώριζε, ότι το αλληλοβοηθητικό Ταμείον κ.λ.π. (ΑΤΠΣΥΠΕ) κατά νόμον εχρηματοδοτείτο και ελάμβανε χορηγίας, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, από την Τράπεζαν της Ελλάδος, η οποία εδρεύει στην Ελλάδα, ότι ο ίδιος ήτο υπάλληλος της εν λόγω Τράπεζας της Ελλάδος, αποσπασμένος εις το ΑΤΠΣΥΤΕ, δι' αποκλειστική απασχόληση του με την υποθέσεως του, άρα ότι ήτο υπάλληλος εν τη εννοία του άρθρου 13α Π.Κ. (σε συνδ. προς άρθρ. 263 Α στοιχ. (β)... (δ), ότι η επί των πράξεών του επερχομένη ζημία εις βάρος του ΑΤΠΣΥΤΕ υπερέβαινε συνολικώς, το ποσό των 50.000.000 δρχ., και, επομένως, πλήρως εγνώριζε όλα τα περιστατικά, που συνιστούν τις επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρ. 1ν 1608/50, ως ίσχυε τότε και σήμερον. Πρέπει λοιπόν ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός της υπερασπίσεως του Χ2 να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν πάντων των ως άνω, πρέπει οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 να κηρυχθούν και αύθις ένοχοι των πράξεων α) της κατ' εξακολούθησιν πλαστογραφίας μετά χρήσεως τελεσθείσας από κοινού δι' επί μέρους πράξεων από 19-5-1992 μέχρι 1-11-1996 και β) της κατ' εξακολούθησιν απάτης τελεσθείσης ανά κοινού δι' επιμέρους πράξεων ανά 19-5-1992 μέχρι 28-2-1997, υπό υπαλλήλων (13α Π.Κ.), εξ ων η προγενομένη ζημία εις το παθόν Ταμείον (ΑΤΥΠΣΥΤΕ) χρηματοδοτούμενον κατά νόμου και επιχορηγούμενου από την εν Αθήναις εδρεύουσαν Τράπεζαν της Ελλάδος υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα εις το διατακτικόν. Αι πράξεις αύται, προβλεπόμεναι τα τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 περ. 1, 27 περ. 1, 45, 94, 98, 216 παρ. 1, 386 παρ. 1 Ποιν. Κώδικος και άρθρ. 1 ν. 1608/1950, ως ισχύει, φέρουν, ως εκ των απειλουμένων (υπό του ν. 1608/50) ποινών, κακουργηματικού χαρακτήρα (18 Π.Κ.). Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 216 παρ.1, 263 Α, 386 παρ.1 του ΠΚ και άρθρο 1 του ν. 1608/1950 όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.4 του ν. 1738/1987, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, όσον αφορά τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαλαμβάνει καμία αιτιολογία, σε σχέση με την κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο παραθέτει μόνο, σε φωτοτυπία, το σκεπτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης, β) ότι στο αιτιολογικό της, διαλαμβάνονται αποσπάσματα μαρτυρικών καταθέσεων, τα οποία δεν περιέχονται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, και γ) ότι στην ίδια απόφαση, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά αποκλειστικά και μόνο στις μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απορριπτέες, ως αβάσιμες. Τούτο, γιατί, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την υπό στοιχείο (α) αιτίαση προκύπτει ότι, οι, με α. α 215ια έως 215 ιγ σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης, που περιέχονται στο αιτιολογικό της, ναι μεν παρατίθενται σε φωτοτυπία, όπως αυτές είχαν καταχωριστεί στην απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όμως, η, κατά τον ως άνω τρόπο, παράθεση αυτή, δεν συνιστά έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τούτο, όχι μόνο, γιατί, σε ένα πολυσέλιδο σκεπτικό, όπως στην υπόψη περίπτωση, που καταλαμβάνει τις 30 σελίδες, περιέχονται σε φωτοτυπία, 2 σελίδες μόνο, και συγκεκριμένα οι με αύξοντα αριθμό 162 και 163 από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, και όχι το σύνολο του σκεπτικού, όπως αβασίμως παραπονείται η αναιρεσείουσα, αλλά και γιατί, σε κάθε περίπτωση, οι περιεχόμενες στις σελίδες αυτές αιτιολογίες, συνδυαζόμενες με τις λοιπές αιτιολογίες της απόφασης, που περιέχονται σ' αυτή, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, με την ενσωμάτωσή τους και, στη συνέχεια με τη θεώρηση και την υπογραφή τους, από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και την Γραμματέα, οπότε αποκτούν πλέον ισχύ πρωτοτύπου. 'Οσον δε αφορά τις λοιπές αιτιάσεις της ίδιας της αναιρεσείουσας, η πρώτη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνει αποσπάσματα μαρτυρικών καταθέσεων, που δεν περιέχονται σ' αυτήν, αλλά στην πρωτοβάθμια απόφαση, προεχόντως είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω της προφανούς αοριστίας της, δεδομένου, ότι δεν προσδιορίζονται ποιες καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, παραλείφθηκαν (δεν γίνεται αναφορά σ' αυτές ή δεν λήφθηκαν υπόψη) και αντίστοιχα, ποιες μαρτυρικές καταθέσεις, που δόθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρονται και λήφθηκαν υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, από το γεγονός αυτό, της παράθεσης στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε φωτοτυπία των ως άνω σελίδων, δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, περί δίκαιης δίκης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως εκ περισσού, διέλαβε αιτιολογία για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών της, περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 του ΠΚ) και καταστάσεως ανάγκης και, σε κάθε περίπτωση, περί κατάστασης νομιζόμενης ανάγκης (άρθρο 32 του ΠΚ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προβολής τους, δεν αρκεί μόνο η καταχώρισή τους στα πρακτικά, αλλά και η προφορική ανάπτυξή τους (Ολ.ΑΠ 2/2005), η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναπτύχθηκαν προφορικά, ούτε προκύπτει ότι το εν λόγω υπόμνημα αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ή ότι έγινε και προφορική αναφορά της αναιρεσείουσας ή του συνηγόρου της, στο ουσιώδες περιεχόμενο αυτού. Είναι επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, περί απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με τον οποίο δεν αναγνώσθηκε η διοικητική πράξη του Γενικού Συμβούλου της Τραπέζης της Ελλάδος, με την οποία συστάθηκε, το πολιτικώς ενάγον, Ταμείο Αλληλοβοηθείας των Υπαλλήλων της, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το καταστατικό του ως άνω Ταμείου Αλληλοβοηθείας, στο οποίο είναι ενσωματωμένη η πράξη αυτή του Γενικού Συμβούλου, αναγνώσθηκε, με αύξοντα αριθμό 28, στη σειρά των αναγνωστέων εγγράφων, η δε σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, κυρώθηκε με το νόμο 3424/1927. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις του άρθρου 1 του ν.1608/1950, οι οποίες συνυπάρχουν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, δεδομένης, όχι μόνο της ιδιότητάς της, ως υπαλλήλου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, αλλά και του χαρακτήρα του πολιτικώς ενάγοντος Ταμείου Αλληλοβοηθείας, όχι ως κοινού επαγγελματικού σωματείου, αλλά ως ασφαλιστικού Οργανισμού,(άρθρο 19 παρ.3 του Ν.3232/2004), επιχορηγούμενου και χρηματοδοτούμενου, ανά τακτά χρονικά διαστήματα από το Ελληνικό Δημόσιο, με βάση ρητή πρόβλεψη ( άρθρο 71 του καταστατικού της Τράπεζας, που κυρώθηκε με το νόμο 3424/1927) και χωρίς υποχρέωση επιστροφής των όποιων επιχορηγήσεων ή χρηματοδοτήσεων. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε'και Α'του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, α) περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, και γ) περί απόλυτης ακυρότητας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ), και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος(άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-9-2006 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1266/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ταμείου Αλληλοβοηθείας Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία και απάτη κατ’ εξακολούθηση με επιβαρυντικές περιστάσεις του ν.1608/1950, υπό υπαλλήλου σε βάρος ΝΠΙΔ (Ταμείο Αλληλοβοηθείας Τράπεζας της Ελλάδος). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και απολύτου ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας. Ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ν.1608/1950 που συντρέχουν σε υπάλληλο του Ταμείου. Δεν αποτελεί απλό επαγγελματικό σωματείο, ενόψει του ότι επιχορηγείται και χρηματοδοτείται από την Τράπεζα, χωρίς υποχρέωση επιστροφής τους. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα, Καταχραστές Δημοσίου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1224/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ...... , η οποία δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3788/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 586/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 331/19.9.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το Β' Τριμελές (για κακουργήματα) Εφετείο Αθηνών με την υπ'αριθμ. 3788/15-12-2006 απόφασή του απέρριψε την με αριθμό 23151/2-5-2006 αίτηση της ..... για καθορισμό συνολικής εκτιτέας από αυτήν ποινής. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε-δημοσιεύτηκε, αφού η άνω αιτούσα εκπροσωπήθηκε κατ'αυτήν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Εμμανουήλ Αναστασάκη και Κων/νος Τσάκο, στις 26-2-2007 (βλ. την οικεία βεβαίωση). Κατ'αυτής ο πρώτος από τους ρηθέντας δικηγόρους και δη ο Εμμανουήλ Αναστασάκης άσκησε με μόνη την ιδιότητα του "παραστάντος κατά την εκδίκαση" την συνημμένη από 15-3-2007 αίτηση αναίρεσης προβάλλων ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από "Ι) Παντελή έλλειψη από το σύνολο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλει το Σύνταγμα (άρθρο 510 παρ. 1 περίπτ. Δ ΚΠΔ). ΙΙ) Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξης (άρθρο 510 παρ. 1 περίπτ. ε ΚΠΔ) ΙΙΙ) Εκ πλαγίου παράβαση ποινικού νόμου". Η άνω αναίρεση έγινε με δήλωση η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου με δικαστικό Επιμελητή στις 19-3-2007. ΙΙ) Επειδή κατά το άρθρο 473 παρ. 2 τρόπος ασκήσεως αναιρέσεως δηλ. δι'επιδόσεως στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, αναφέρεται όπως ρητά γίνεται μνεία στη διάταξη αυτή, μόνον σε καταδικαστική απόφαση (βλ. και ΑΠ 2062/2003, ΑΠ 1505/2000, ΑΠ 329/2000 κ.α. Μαργαρίτη - 'Ενδικα Μέσα (2005) σελ. 161). Επίσης , το κατά το άρθρο 465 παρ. 2 ΚΠΔ δικαίωμα του παραστάντος συνηγόρου να ασκήσει για λογαριασμό του καταδικασθέντος αναίρεση, αναφέρεται, όπως ρητά γίνεται μνεία στην άνω διάταξη μόνο κατά καταδικαστικής αποφάσεως (βλ. και ΑΠ 1279/2000, ΑΠ 1342/2001, ΑΠ 1340/2001 κ.ά.). Ως καταδικαστική κατά την έννοια των άνω διατάξεων, νοείται αυτή που κηρύσσει τον κατηγορούμενον ένοχο και του επιβάλλει ποινή (βλ. άρθρο 370 ΚΠΔ και ΑΠ 7/88, ΑΠ 5/2000 Ολ., ΑΠ 1311/84, ΑΠ 496/97, ΑΠ 1283/99, ΑΠ 1505/2000, ΑΠ 51/2003 κ.ά.). Επομένως η απόφαση που απορρίπτει αίτηση καθορισμού συνολικής ποινής δεν είναι καταδικαστική (βλ. και ΑΠ 1889/2002, ΑΠ 896/96, ΑΠ 498/81 κ.ά.). Εξ άλλου, όπως συνάγεται από το άρθρο 474 παρ. 2 ΚΠΔ, οι λόγοι αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται σαφώς και ορισμένως έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενον δικαστικής εκτιμήσεως (από τον 'Αρειο Πάγο) - βλ. και ΑΠ 741/2004 ΑΠ 378/2001 κ.ά.)-. Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί ως τέτοια αφού ο ασκήσας αυτή δεν δικαιούται να ασκήσει αυτή αφενός και κατά τον τρόπον που ασκήθηκε αφετέρου - διότι δεν πρόκειται περί καταδικαστικής αποφάσεως - και αφού δεν περιέχει κάποιον λόγον ορισμένο και σαφή - 476 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η από 15-3-2007 δήλωση αναίρεσης της ..... κατά της υπ'αριθμ. 3788/15-12-2006 απόφασης του Β' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτής. Αθήνα 10-4-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας "η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση, που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι η κατά τον πιο πάνω τρόπο άσκηση της αναιρέσεως προϋποθέτει την ύπαρξη καταδικαστικής αποφάσεως. Καταδικαστική είναι η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ' αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή. Επομένως, η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται αίτηση καθορισμού συνολικής ποινής δεν είναι καταδικαστική και δεν μπορεί να ασκηθεί κατ' αυτής αναίρεση με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αν, παρά ταύτα, ασκηθεί, κατά τον τρόπο αυτό, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η 3.788/15.12.2006 απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η 23.151/2.5.2006 αίτηση της αναιρεσείουσας για καθορισμό συνολικής εκτιτέας από αυτήν ποινής. Η αίτηση ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας Εμμανουήλ Αναστασάκη, ο οποίος είχε παραστεί κατά τη συζήτηση της αιτήσεως περί καθορισμού ποινής, κατά την οποία είχε συμπαραστεί και ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Τσάκος, Ενόψει όμως του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η αίτηση αναιρέσεως απαραδέκτως ασκήθηκε και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως της ..... κατά της 3788/15.12.2006 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαϊου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η άσκηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου με δήλωση, επιδιδομένη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επιτρέπεται μόνο κατά καταδικαστικής αποφάσεως. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως κατά της προσβαλλομένης, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση καθορισμού συνολικής ποινής, διότι αυτή δεν είναι καταδικαστική.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1223/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη- Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 1159-1160/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το "Ιερό Καθίδρυμα ......." που εδρεύει στον........ Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονικης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2084/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το άρθρο 375 παράγρ. 1 εδ. α' και 2 εδάφ. α' του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αυτού αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/96, συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται, αντικειμενικώς μεν, με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικώς δε, με τη γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστικού Κωδικα και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής τέτοιας περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Με την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέστηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 α ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον παραπάνω νόμο, είναι επιεικέστερη από την αρχική, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως προϋποθέτει πάντοτε, ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επί υπεξαιρέσεως που τελέσθηκε από δράστη εντολοδόχο, η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ, πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/96, ήταν ευμενέστερη της νέας, γιατί αξίωνε επί πλέον το στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Επί υπεξαιρέσεως ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς, κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/99). Στην περίπτωση όμως που οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 2721/99, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98, είναι δυσμενέστερη. Εξάλλου, το άρθρο 470 εδ. α' ΚΠΔ ορίζει, ότι "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται". Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον υπό του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκύπτει, ότι τέτοια χειροτέρευση της θέσεως του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής αποφάσεως, δεν επέρχεται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη ή όταν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον αυτός στηρίζεται στα ίδια γεγονότα της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε, ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλει ουσιωδώς την κατηγορία. Στην προκειμένη περίπτωση, η παραδεκτώς επισκοπουμένη 193/2004 πρωτοβάθμια απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ.2δ του ΠΚ, του ότι "στη ..... κατά τα έτη από 1995 έως 1998 σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένα ολικώς κινητά πράγματα ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, η πράξη του δε αυτή ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, διότι τα αντικείμενα που ιδιοποιήθηκε, του τα είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1 991 έως το έτος 1993, έχοντας την ιδιότητα του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου με την επωνυμία "Ιερό Καθίδρυμα ..... - .....", στο οποίο μεταξύ άλλων ανήκει και το Γηροκομείο "......" ενεργούσε ως διαχειριστής της περιουσίας του ως άνω σωματείου, προβαίνοντας τόσο σε υλικές όσο και σε νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης του σωματείου, που την έλαβε από το Δ.Σ. αυτού. Έτσι, έχοντας την διαχείριση του σωματείου και απολαμβάνοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη των λοιπών μελών του Δ. Σ., απέσπασε τμηματικά από το ταμείο του λόγω σωματείου, το οποίο κρατούσε και είχε υπό τον άμεσο και διαρκή του έλεγχο το παρακάτω ποσό των 61.632.041 δρχ., το οποίο ανέλαβε αυτοβούλως από το ταμείο του σωματείου, χωρίς παραστατικά και χωρίς καμία απολύτως δικαιολογία. Το ως άνω ποσό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας". Στο διατακτικό αυτό, αλλά και στο σκεπτικό της πρωτόδικης αποφάσεως, που ουσιαστικά αποτελεί αντιγραφή του πιο πάνω διατακτικού, ουδόλως αναφέρεται ότι η περιγραφόμενη πιο πάνω πράξη του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος τελέστηκε κατ' εξακολούθηση. Η επισήμανση του αναιρεσείοντος στο δικόγραφο της αναιρέσεως, ότι τούτο αναφέρεται "στην προμετωπίδα της αποφάσεως 193/2004", είναι αβάσιμη, διότι, ανεξάρτητα από το ότι ο χαρακτηρισμός της πράξεως προκύπτει μόνο από το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως, η εν λόγω αναφορά, οφείλεται στο ότι η αρχική κατά του αναιρεσείοντος κατηγορία ήταν πράγματι για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, κατ' εξακολολούθηση, πλην όμως, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε αθώος για τέσσερες επί μέρους, κατ' εξακολούθηση, πράξεις, ενώ κρίθηκε ένοχος για μία επί μέρους πράξη, για την οποία και ασκήθηκε από αυτόν έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η πρωτόδικη πιο πάνω απόφαση, η οποία, ενώ δεν δέχεται κατ' εξακολούθηση τέλεση της πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων (συμπέρασμα που ενισχύεται και από το ότι στις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη για την οποία αυτός καταδικάστηκε δεν αναφέρεται το άρ. 98 του ΠΚ), όμως, δέχεται ταυτόχρονα ότι η πράξη αυτή τελέστηκε κατά τα έτη 1995- 1998 (αλλά και από 1991-1998) και ότι ο κατηγορούμενος "απέσπασε τμηματικά" το ποσό των 61.532.041, χωρίς όμως να αναφέρει πραγματικά περιστατικά, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη. Ετσι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως ήταν υποχρεωμένο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, αποσαφήνισε και συμπλήρωσε τα πιο πάνω ελλείποντα περιστατικά, διευκρινίζοντας ότι η παραπάνω πράξη του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος τελέσθηκε εφάπαξ και όχι τμηματικώς, με περισσότερες εξακολουθητικές πράξεις, αφού, όπως δέχεται, αυτός ουδέποτε εισήγαγε το ως άνω χρηματικό ποσό στο ταμείο του ως άνω σωματείου, απ' όπου και να αναλάμβανε τούτο στη συνέχεια, τμηματικώς, ήτοι με περισσότερες πράξεις. Με την παραδοχή του αυτή, δεν μετέβαλε τον χαρακτήρα του εγκλήματος, από κατ' έξακολούθηση, σε ένα εφάπαξ τελεσθέν, έγκλημα, αφού, όπως προαναφέρθηκε και η πρωτόδικη απόφαση δεν καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για περισσότερες (κατ'εξακολούθηση) πράξεις, αλλά, αντιθέτως, προσδιόρισε ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη. Συνεπώς, η από το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διενεργηθείσα αποσαφήνιση και συμπλήρωση των πιο πάνω στοιχείων της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως δεν επέφερε χειροτέρευση της θέσεως του αναιρεσείοντος, ο οποίος, τόσο πρωτοδίκως, όσο και δευτεροβαθμίως, καταδικάστηκε για κακουργηματική υπεξαίρεση. Ειδικότερα ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε ισχυρισθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου, ότι "επειδή χρόνος τέλεσης της πράξης φέρεται, κατά το διατακτικό της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι είναι το χρονικό διάστημα από το έτος 1991, έως και το έτος 1998, αφ ' ενός και, αφετέρου, ενόψει της τμηματικής κατά διάφορα χρονικά διαστήματα υπεξαιρέσεως ποσών όχι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, πρέπει να ερευνηθεί εάν κάποιες από τις μερικότερες πράξεις φέρουν χαρακτήρα πλημμεληματικό, οπόταν και τίθεται θέμα παραγραφής, ή κακουργηματικό υπό τις ειδικότερες διατάξεις του 375 ΠΚ, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από το Ν. 2408/1996". Προβάλλει δε τις αιτιάσεις ότι, επειδή οι πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τελέστηκαν, κατ'εξακολούθηση, κατά το διάστημα από 1995- έως 1998 και γι αυτές εφαρμόζεται ο επιεικέστερος νόμος 2408/1996 και όχι ο 2721/99 και ότι " η διαφοροποίηση (μεταβολή) της πράξεως ως άπαξ τελεσθείσης και σε άλλο χρόνο, και δη μεταγενέστερο αυτού που το πρωτόδικο δέχτηκε, εκ μέρους του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, κατέστησε χειρότερη τη θέση μου, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα και από κάθε άποψη, αφού ανακάλεσε ευεργετήματα που μου είχαν δοθεί με την πρωτόδικη απόφαση (κατ' εξακολούθηση τέλεση της πράξεως) με συνέπεια να μην ασκήσω τα δικαιώματά μου αναφορικά με: 1. χαρακτηρισμό της πράξεως (κατ' εξακολούθηση ή άπαξ) 2. χρόνους τελέσεως των πράξεων, 3. Νομοθετικό καθεστώς για κάθε πράξη 4. Διαχρονικό δίκαιο, εφαρμογή επιεικέστερης διάταξης, και για το 98 και για το 375 Π.Κ. 5. Πλημμεληματικός χαρακτήρας κάποιων πράξεων. 6. Παραγραφή πιθανών πράξεων πλημ/κου χαρακτήρα. 7. Εφαρμογή της 379 Π.Κ. για τις τυχόν απομένουσες πράξεις υπό το καθεστώς το προ της 3-06-1999 (του ν. 2721/99). Η χειροτέρευση της θέσεως μου ως κατηγορουμένου, που επήλθε από το δικαστήριο ως προς τα προαναφερθέντα σημεία, ουσιαστικά διαφοροποίησε πλήρως την κατηγορία, όπως αυτή έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο". Οι πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο υπεξαιρέσεως κατ'εξακολούθηση. Επιτρεπτώς, εξάλλου, έγινε ο ειδικότερος προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως της πράξεως, αφού αυτός δεν επιδρά την παραγραφή, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος τόσο πρωτοδίκως, όσο και δευτεροβαθμίως, κρίθηκε ένοχος για κακουργηματική υπεξαίρεση. Επομένως, ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α και Η ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ιδιαίτερη επίσης αιτιολόγηση απαιτείται, για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο εκ του άρθρου 379 παρ. 1 ΠΚ αυτοτελής ισχυρισμός, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, τα οποία, ως ενιαίο σύνολο, παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής: ".... Ο κατηγορούμενος καθ' όλον το από του έτους 1991 έως και του έτους 1998 χρονικό διάστημα είχε την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου με την επωνυμία "Ιερό Καθίδρυμα ... - ....." και με την ιδιότητα του αυτή ενεργούσε ως διαχειριστής της περιουσίας του ως άνω σωματείου προβαίνοντας τόσο σε υλικές όσο και σε νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του σωματείου που την έλαβε από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού. Δυνάμει συμβολαίων νομίμως μεταγεγραμένων που καταρτίσθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 1997, ο κατηγορούμενος και με την ως άνω ιδιότητα του μεταβίβασε σε τρίτα πρόσωπα αιτία πωλήσεως δύο ή τρία, ακίνητα του ως άνω σωματείου και εισέπραξε από την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 120.000.000 δραχμών περίπου. Ο κατηγορούμενος, όμως, ενώ είχε εισπράξει τα τιμήματα εκ της πωλήσεως των ως άνω ακινήτων, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ αυτού και των λοιπών μελών του Δ.Σ. του ως άνω σωματείου, παρέλειψε να εισαγάγει εξ' αυτών ποσό 61.532.041 δραχμών στο ταμείο του ως άνω σωματείου, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία του δευτέρου εξαμήνου του έτους 1997, κατά την οποία αυτός και είχε ήδη εισπράξει το ποσό των 120.000.000 δραχμών, όπως, άλλωστε, αυτός παρέλειψε να πράξει αυτό και στον επέκεινα χρόνο, αλλά ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ως άνω ποσό των 61.532.041 δραχμών, το οποίο ήταν ολικά ξένο προς αυτόν, αφού τούτο ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα του ως άνω σωματείου του αντικειμένου της ως άνω υπεξαίρεσης όντος πράγματι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Η παραπάνω πράξη (παράλειψη) τελέσθηκε εφάπαξ και όχι τμηματικώς, με περισσότερες εξακολουθητικές πράξεις του κατηγορουμένου, αφού αυτός ουδέποτε εισήγαγε το ως άνω χρηματικό ποσό στο ταμείο του ως άνω σωματείου απ' όπου και να αναλάμβανε τούτο τμηματικώς, ήτοι με περισσότερες πράξεις, από αυτό. Ο κατηγορούμενος ομολόγησε την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του ως άνω σωματείου ως και την υπ' αυτού παρακράτηση του ως άνω ποσού των 61.532.041 δραχμών, το οποίο προήρχετο από την υπ' αυτού πώληση, κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 1997, ακινήτων του ως άνω σωματείου, πλην ισχυρίζεται ότι αυτός, ναι μεν δεν παρέδωσε το ως άνω ποσό στον ταμία του σωματείου, αλλά, παρακρατήσας αυτό, το εδαπάνησε για δαπάνες θεραπείας της ήδη αποβιωσάσης συζύγου του, και δεν είχε την πρόθεση να ιδιοποιηθεί αυτό, αλλά ότι είχε την πρόθεση να αποδώσει αυτό βραδύτερον, αιτούμενος την απαλλαγήν του ελλείψει δόλου τέλεσης του αποδιδόμενου σ' αυτόν αδικήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, εμπεπιστευμένου σ' αυτόν ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ο προεκτεθείς όμως ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, αφού, λόγω του σπουδαίου μεγέθους του ως άνω χρηματικού ποσού, δεν ήταν εφικτή η απόδοση αυτού. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω και δοθέντος ότι, η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο ως άνω πράξη, ως μη τελεσθείσα κατ' εξακολούθησιν, ώστε το αντικείμενο κάθε μερικότερης πράξης να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεν φέρει πλημμεληματικόν χαρακτήρα, αυτή δεν υπέπεσε στην από τα άρθρα 111§3 και 113§1 Π.Κ. προβλεπομένη παραγραφή. Εντεύθεν πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν ο περί μετατροπής της κατηγορίας από κακουργηματική σε πλημμεληματική υπεξαίρεση και συναφής προς αυτήν προτεινόμενος ισχυρισμός περί παραγραφής της. Ωσαύτως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν ο εκ μέρους του κατηγορουμένου προβληθείς ισχυρισμός του, περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης, λόγω του ότι αυτός ικανοποίησε εντελώς το ως άνω σωματείο δια της εκ μέρους της συζύγου του και των τέκνων αυτού μεταβίβασης σ' αυτό ενός ισογείου καταστήματός τους, αφού η ενέργεια του αυτή να αποκαταστήσει, κατ' αλήθειαν μερικώς, τη ζημία που υπέστη το σωματείο δεν συνιστά τον από το άρθρο 379 Π.Κ. προβλεπόμενο προσωπικό λόγο απαλλαγής, αφού εγένετο όχι οικεία βουλήσει του κατηγορουμένου, αλλά υπό την επίδραση εξωτερικών γεγονότων και δη πολύ μετά την άσκηση σε βάρος του από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ποινικής δίωξης για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από διαχειριστή ξένης περιουσίας ήτοι πράξης κακουργηματικής μορφής, για την οποία δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 379 Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14§1 περ.3η του Ν.2721/1999, αφού η ως άνω ποινική δίωξη ασκήθηκε στις 9-7-1998, αλλά η προεκτεθείσα ενέργειά του (προσπάθεια ικανοποίησης του ζημιωθέντος σωματείο) έγινε μετά την αρχική του κλήση προς απολογία και την εμφάνισή του ενώπιον της Ανακρίτριας του Α' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, στις 27-4-1999, οπότε και του γνωστοποιήθηκε η κατηγορία. Επομένως, η ενέργεια του κατηγορουμένου να ικανοποιήσει μερικώς το σωματείο, για την διαπραχθείσα από αυτόν υπεξαίρεση και μάλιστα υπό την κακουργηματική αυτής μορφή έγινε υπό το κράτος εξωτερικών αιτίων και συγκεκριμένα της ασκηθείσης σε βάρος του ποινικής διώξεως και του φόβου των συνεπειών της αξιοποίνου πράξεως του, δηλαδή της παραπομπής του σε δίκη και της ενδεχόμενης καταδίκης του. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο περί εμπράκτου μετάνοιας ισχυρισμός του κατηγορουμένου ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Εντεύθεν πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος κακουργηματικής υπεξαίρεσης ποσού 61.532.041 δραχμών, δια μιας πράξεως (παραλείψεως) τελεσθείσης, σε άγνωστη ημερομηνία του δευτέρου εξαμήνου του έτους 1997. Το δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος, μετά την τέλεση της ως άνω πράξης του, επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει και να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του". Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1-2 ΠΚ, την οποία ορθά εφάρμοσε. Ειδικότερα το Δικαστήριο, με τις παραδοχές του ότι, η ενέργεια του αναιρεσείοντος να αποκαταστήσει, μερικώς, τη ζημία που υπέστη το σωματείο, δεν συνιστά τον από το άρθρο 379 Π.Κ. προβλεπόμενο προσωπικό λόγο απαλλαγής, "αφού εγένετο όχι οικεία βουλήσει του κατηγορουμένου αλλά υπό την επίδραση εξωτερικών γεγονότων και δη πολύ μετά την άσκηση σε βάρος του από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ποινικής δίωξης για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από διαχειριστή ξένης περιουσίας" και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 379 Π.Κ, αφού "η ως άνω ποινική δίωξη ασκήθηκε στις 9-7-1998, αλλά η προεκτεθείσα ενέργειά του (προσπάθεια ικανοποίησης του ζημιωθέντος σωματείου) έγινε μετά την αρχική του κλήση προς απολογία και την εμφάνισή του ενώπιον της Ανακρίτριας του Α' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στις 27-4-1999 οπότε και του γνωστοποιήθηκε η κατηγορία", με πληρότητα και επάρκεια στηρίζει την απορριπτική του κρίση του, ως προς τον υποβληθέντα από τον ήδη αναιρεσείοντα αυτοτελή ισχυρισμό του περί εμπράκτου μετανοίας, κατά τη διάταξη του άρθρ. 379 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτός ισχύει, αλλά και όπως ίσχυε και πριν από την προσθήκη της δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14§1 περ.3η του Ν.2721/1999. Επομένως, αλυσιτελώς προβάλλονται οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η αναφορά, στην απορριπτική του ισχυρισμού του αυτού αιτιολογία της αποφάσεως, ότι η πράξη για την οποία κρίθηκε ένοχος είναι κακουργηματική και γι' αυτό "δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 379 Π.Κ όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14§1 περ.3η του Ν.2721/1999", την καθιστά ελλιπή και συνιστά ταυτόχρονα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή το νόμου, διότι, όπως υποστηρίζει, στην προκειμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται η δυσμενέστερη και μεταγενέστερη του χρόνου τελέσεως της πράξεως (δεύτερο εξάμηνο του 1997) διάταξη του άρ. 14§1 περ.3η του Ν.2721/1999. Το Δικαστήριο ορθώς ερεύνησε και την περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής από κάθε ποινή, όταν ο δράστης ικανοποίησε με την θέλησή του τον παθόντα, ακόμη και μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά μόνο προκειμένου για πλημμελήματα, περίπτωση όμως, η οποία, όπως κρίθηκε, δεν συντρέχει στην προκειμένη υπόθεση. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης και ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί εμπράκτου μετανοίας (379 παρ. 1 Π.Κ.) και η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ήτοι των ανωτέρω άρθρων 375 και 379 ΠΚ, αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το λοιπό μέρος τους, με το οποίο, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε, έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για την πράξη που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω ποινή, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου ζήτησε, επικουρικώς, εκτός από την αναγνώριση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας (που έγινε δεκτό), επιπλέον να δεχθεί το Δικαστήριο ότι "συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 Π.Κ. (ελαφρυντικές περιστάσεις), και δη ότι έζησα έως το χρόνο που έγινε το αδίκημα έντιμη, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή". Το κατ' αυτόν τον τρόπο υποβληθέν αίτημα του ήδη αναιρεσείοντος ήταν αόριστο και, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε αυτό. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α και Δ' ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν απάντησε στον περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως ισχυρισμό, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15/11/2007 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης (αρ.πρωτ. 10236/16-11-2007) του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Λάρισας, για αναίρεση της 1159-1160/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική υπεξαίρεση (διαχειριστής ξένης περιουσίας, ιδιαιτέρως σημαντικό ποσό). Στοιχεία αδικήματος. Διαχρονικό δίκαιο. Επιεικέστερες διατάξεις. Λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα - υπέρβαση εξουσίας. Χειροτέρευση θέσεως του κατηγορουμένου, λόγω μεταβολής του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος σε εφάπαξ τελεσθέν, έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής νόμου. Ελαφρυντικά 84 παρ. 2α. Αόριστο αίτημα. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση.
2
Αριθμός 1221/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παϊπέτη, περί αναιρέσεως της 4734/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.7.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1482/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Επειδή, όπως προκύπτει από το άρθρο 510 του ΚΠΔ, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως όταν τα πρακτικά της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας έχουν ουσιώδεις παραλείψεις, ώστε να αλλοιώνεται η εικόνα των λεχθέντων στην ακροαματική διαδικασία. Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση, ότι δεν καταγράφηκε στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης σημαντικό τμήμα της κατάθεσης του μάρτυρα υπεράσπισης Γ1, με συνέπεια να επέλθει απόλυτη ακρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και να παραβιασθούν οι διατάξεις που αναφέρονται στη δημοσιότητα και προφορικότητα ως διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της απόφασης με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το Δικαστήριο της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 4734/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύονται, η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για τις πράξεις της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας επί Δικαστηρίου και της συκοφαντικής δυσφήμισης, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Από όσα ανέφεραν εξεταζόμενοι στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως αποφάσεως), ο πολιτικός ενάγων Ψ1 και ο μάρτυρας ......, η κατηγορουμένη αντιμετώπιζε, μαζί με το σύζυγό της......., οικονομικό πρόβλημα από χρήματα που όφειλαν από δάνειο σε τρίτο (......), που επέσπευδε αναγκαστική εκτέλεση, με βάση την 18185/1998 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε ακίνητο της κατηγορουμένης, ήτοι σε διαμέρισμα πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 95 τ.μ. σε πολυκατοικία στη ...., επί των οδών .... και ........ Ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του άνω ακινήτου έγινε στις 4.4.1999, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Λεονταρίδου, στη ...... και κατακυρώθηκε το διαμέρισμα στον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, υπερθεματιστή, που προσέφερε το μεγαλύτερο ποσό 66.110.000 δρχ., όπως προκύπτει από την ...... έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της ως άνω συμβολαιογράφου. Ο εγκαλών - πολιτικώς ενάγων είχε λάβει μέρος στον πλειστηριασμό, μετά από συνεννόηση με την κατηγορουμένη, να επιτύχει αυτός να κατακυρωθεί το ακίνητο που εκπλειστηριάζονταν στο όνομά του και να καταβάλει το τίμημα και τα έξοδα πλειστηριασμού και μεταγραφής της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης και στη συνέχεια να αναμεταβίβαζε αυτός το διαμέρισμα στην κατηγορουμένη, όταν αυτή θα του πλήρωνε όσα αυτός θα είχε καταβάλει για να αποκτήσει κατά τον πλειστηριασμό το άνω ακίνητο. Μέχρι να καταβάλει η κατηγορουμένη στον εγκαλούντα - πολιτικώς ενάγοντα το απαιτούμενο ποσό, ο τελευταίος, που ήταν επιχειρηματίας, κάτοικος εξωτερικού, επέτρεπε στην κατηγορουμένη και το σύζυγό της να διαμένουν, χωρίς αντάλλαγμα, στο ως άνω διαμέρισμα, ενόψει του ότι είχε δοθεί ποσό 20.000.000 δρχ. εντός του έτους 1999 από την κατηγορουμένη στον εγκαλούντα, έναντι του ποσού ανταλλάγματος για την αναμεταβίβαση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου από τον εγκαλούντα σ' αυτήν και του ότι είχε δεχθεί ο εγκαλών και είχε παραταθεί η εκ μέρους του παραχώρηση της χρήσεως του διαμερίσματος αυτού στην κατηγορουμένη μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2000. Κατά του εγκαλούντος, που υπολόγιζε ότι το οφειλόμενο σ' αυτόν από την κατηγορουμένη ποσό για την αναμεταβίβαση σ' εκείνην του άνω διαμερίσματος είχε ανέλθει, μαζί με τους τόκους σε 90.000.000 δρχ., η τελευταία, με αίτησή της από 22.12.2000, η οποία κατατέθηκε, στις 27.12.2000 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε, ως ασφαλιστικό μέτρο, να της επιτραπεί η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω διαμερίσματος και κάθε άλλης κινητής ή ακίνητης περιουσίας του εγκαλούντος, μέχρι του ποσού των 300.000.000 δρχ., λόγω επικαλουμένης οφειλής του τελευταίου προς εκείνη, ποσού 74.200.000 δρχ., που ισχυρίσθηκε ότι του είχε καταβάλλει, για έξοδα του πλειστηριασμού, για πλειστηρίασμα, για συμβολαιογραφικά έξοδα και φόρο μεταβίβασης και για λοιπά έξοδα εκτέλεσης, καθώς και ποσού 78.750.000 δρχ., που ισχυρίσθηκε ότι σταδιακά του είχε δανείσει, εντός του διαστήματος από 20.10.98 έως 18.2.99, για να αγοράσει ο εγκαλών αυτοκίνητα, εργοστασίου RORCHE και MERCEDES. Ακόμη ζήτησε η κατηγορουμένη να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, για να απαγορευθεί στον καθού εγκαλούντα οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως του άνω διαμερίσματος στη ....., αναγράφοντας στο δικόγραφο της αίτησης, δίπλα από τα στοιχεία διεύθυνσης του εγκαλούντος, το τηλέφωνο ..., που ήταν εσφαλμένο. Ο αριθμός του σταθερού τηλεφώνου, που χρησιμοποιούσε τότε ο εγκαλών, ήταν ..... και απέκρυψε η κατηγορουμένη, παρ' ότι αυτή και ο σύζυγός της εγνώριζαν τον πραγματικό αριθμό της σταθερής τηλεφωνικής παροχής της οικίας διαμονής του, λόγω των σχέσεών τους από πριν, καθώς και τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου....., με αποτέλεσμα να μην απαντάει το τηλέφωνο που αναγραφόταν στο δικόγραφο της αίτησης και στο οποίο, από τη γραμματέα του τμήματος ασφαλιστικών μέτρων του Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε κλήση προς τον εγκαλούντα και να μην καταστεί δυνατή η ειδοποίησή του, για να φροντίσει να παραστεί και να εκθέσει τις απόψεις του και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή από το δικαστή υπηρεσίας, που απαγόρευε την μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης της περιουσίας του εγκαλούντος μέχρι τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Ήταν ανακριβές το περιεχόμενο της άνω αιτήσεως, διότι δεν είχαν δυνατότητα να δανείσουν, η κατηγορουμένη και ο σύζυγός της, που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα απέναντι στον τρίτο δανειστή που επέσπευδε αναγκαστικό πλειστηριασμό του άνω διαμερίσματός της, χρήματα στον Ψ1 και εάν είχε η τελευταία τα χρήματα που αναφέρει στην αίτηση ότι κατέβαλε στον εγκαλούντα για να της αναμεταβιβάσει το διαμέρισμα, δεν θα επέμενε αυτός να ζητάει την απόδοση όσων ο ίδιος είχε καταβάλει στην συμβολαιογράφο, για να κατακυρωθεί το διαμέρισμα στο όνομά του ως υπερθεματιστή. Μοναδικός σκοπός υποβολής της άνω αιτήσεως ήταν να επιτευχθεί, εν απουσία του καθού εγκαλούντος, από την κατηγορουμένη, η έκδοση της προσωρινής διαταγής από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σχετικά με την απαγόρευση μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του εγκαλούντος, για να παραταθεί, με βάση αυτήν, μετά την πάροδο του χρονικού ορίου, που είχε τεθεί από τον εγκαλούντα, ο χρόνος παραμονής της κατηγορουμένης στο διαμέρισμα, στο οποίο εξακολουθούσε ανέξοδα να παραμένει. Σημειώνεται ότι, επί της παραπάνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποδείχθηκε να εκδόθηκε απόφαση, αλλά ματαιώθηκε η συζήτησή της, εγκαταλειφθείσα από την κατηγορουμένη. Ήταν επίσης προσβλητικά για την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος τα όσα εξέθετε η κατηγορουμένη στην άνω αίτηση, γνώση της οποίας έλαβαν τρίτοι, όπως η γραμματέας του Δικαστηρίου όταν κατατέθηκε, ο δικαστικός επιμελητής που κοινοποίησε, στις 27.12.2000, την άνω αίτηση στην κατοικία του εγκαλούντος, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του τελευταίου, στον οποίο επιδόθηκε από αυτόν το κοινοποιηθέν δικόγραφο και ο δικαστής που κλήθηκε να δικάσει την αίτηση αυτή, διότι εμφανιζόταν, κατά τα εκτιθέμενα, ότι εκβίαζε ο εγκαλών, με αυθαίρετες και ανακριβείς κατά το μεγαλύτερο μέρος αξιώσεις, την κατηγορουμένη και το σύζυγό της, ότι θα τους απέβαλλε από το διαμέρισμα στο οποίο έμεναν, ενώ, κατά τις απόψεις της κατηγορουμένης, είχε καταβάλει στον εγκαλούντα κάθε ποσό που οφειλόταν για το παραπάνω διαμέρισμα και ακόμη ότι του είχε δανείσει αυτή επί πλέον χρήματα. Κατόπιν αυτών, που επιβεβαιώνονται από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και δεν αναιρούνται από όσα κατέθεσε ο εξετασθείς στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, ως μάρτυρας υπεράσπισης, Γ1, που αορίστως έκανε λόγο για την ύπαρξη και άλλων οικονομικών δοσοληψιών μεταξύ του συζύγου της κατηγορουμένης και του εγκαλούντος και όσα κατέθεσε προέρχονταν όχι από δική του αντίληψη, αλλά, όπως είπε, από πληροφορίες από την κατηγορουμένη και το περιβάλλον της, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη ότι με δόλο παρέστησε ψευδή γεγονότα στο δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για να παραπεισθεί και να δεχθεί την αίτησή της κατά το μέρος της προσωρινής διαταγής που εξέδωσε, στις 27.12.2000, απαγορεύοντας την νομική και πραγματική μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του εγκαλούντος και ακόμη η ίδια απέκρυψε τον πραγματικό αριθμό τηλεφώνου του εγκαλούντος, ως καθού, για να μην καταστεί δυνατή η ειδοποίησή του από τη γραμματεία του άνω δικαστηρίου και να μην παραστεί και εκθέσει τις απόψεις του πριν εκδοθεί αυτή η προσωρινή διαταγή. Επίσης η κατηγορουμένη, εν γνώσει της αναληθείας και με τη θέληση ισχυρισμού ψευδών γεγονότων και του ότι αυτά ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, διέλαβε, στην άνω αίτησή της αυτά τα περιστατικά, που προαναφέρθηκαν, σε σχέση με το διαμέρισμά της, που είχε εκπλειστηριασθεί και είχε αποκτήσει ως υπερθεματιστής ο εγκαλών και την, παρά την εξόφληση, κατά τους ισχυρισμούς της, όσων οφείλονταν, επιδίωξη από τον τελευταίο να της πληρώσει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό, για να μη την αποβάλει από αυτό." Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απάτης επί Δικαστηρίου και της συκοφαντικής δυσφήμησης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1β-1α, 363-362 του ΠΚ. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, προκύπτει σαφέστατα από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, αφού γίνεται λεπτομερής ανάλυση όλων αυτών των μέσων, το σκεπτικό δεν είναι απλή αντιγραφή του διατακτικού, αλλά διαλαμβάνονται σ' αυτό ιδιαίτερες σκέψεις, με τις οποίες αξιολογούνται τα εκ της διαδικασίας προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και επισημαίνεται συγχρόνως και ο δόλος της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, στην παραγωγή ευνοϊκών γι' αυτήν αποτελεσμάτων, με τις ανύπαρκτες και εν γνώσει της αναληθείας αυτών προβληθείσες, με την από 27.12.2000 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αξιώσεις της. Ενόψει όλων αυτών, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠοινΔ τρίτος και τέταρτος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, αναφορικά με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, σύμφωνα με τον οποίο παραβιάστηκε η, κατ' επιταγή του άρθρου 20 του Συντάγματος, αρχή της δικαστικής ακρόασης, με την ειδικότερη αιτίαση "ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τις απόψεις της αναιρεσείουσας στην συνολική επεξεργασία του διαδικαστικού υλικού", πέραν της αοριστίας του, αφού δεν εξειδικεύεται ειδικότερα σε τι συνίσταται αυτή η παραβίαση, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έγινε συνολική αποτίμηση των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου το Εφετείο να σχηματίσει την εξανεχθείσα κρίση του, από δε τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε κάποιος ισχυρισμός και μάλιστα αυτοτελής, στον οποίο να μην απάντησε το Δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω απόφαση. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (ΚΠΔ 583 παρ. 1 και ΚΠολΔ 176 και 183). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 301/18 Ιουλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4734/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη επί δικαστηρίου. Συκοφαντική δυσφήμηση. Λόγοι. Άτακτη τήρηση πρακτικών. Έλλειψη επιβαλλόμενης αιτιολογίας. Παράβαση άρθρου 20 του Συντάγματος περί ακροάσεων του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1222/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ανανιάδη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1745/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1225/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 397/22.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ. 3 και 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την από 3-7-2007 αίτηση του Χ1 , με την οποία ζητεί την επανάληψη διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθ. 1745/17-2-2006 καταδικαστική γι'αυτόν απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Με την ανωτέρω απόφαση ο αιτών καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως (άρθρο 242 παρ. 1 Π.Κ.) και του επιβλήθηκε η ποινή της φυλακίσεως των επτά (7) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως του ιδίου του αιτούντος κατά της αποφάσεως αυτής, εκδόθηκε η υπ'αριθ. 1049/2007 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με την υπό κρίση από 3-7-2007 αίτηση που υπέβαλε ο αιτών προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αιτείται την κατ'άρθρο 525 επ. Κ.Π.Δ. επανάληψη της διαδικασίας, προς όφελός του, που περατώθηκε με την ανωτέρω καταδικαστική απόφαση, επικαλούμενος τη συνδρομή νέων και αγνώστων στοιχείων (γεγονότων), αγνώστων στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, τα οποία, κατ'αυτόν, καθιστούν φανερό ότι είναι αθώος της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως για την οποία καταδικάσθηκε. Κατά συνέπεια, η παρούσα αίτηση είναι τυπικά δεκτή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ. και αφού στρέφεται κατά της αποφάσεως Εφετείου, νομοτύπως, κατ'άρθρο 528 παρ. 1 Κ.Π.Δ. εισάγεται προς κρίση στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο). Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του Κ.Π.Δ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, στις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση του εδαφίου 2, κατά την οποία: Αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν , γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο ,που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία [Α.Π. (σε Συμβ.) 1717/2002, Π.Χ. ΝΓ, 642]. Σύμφωνα με το διατακτικό της πιο πάνω αποφάσεως, για την οποία ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, ο αιτών καταδικάσθηκε για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, συνιστάμενη στο ότι: "...... Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και χρόνο ως διορισμένος ιατρός στο Νοσοκομείο του ..... με την θέση αναπληρωτού Διευθυντού Α' της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου αυτού, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ιατρικών βεβαιώσεων στις 20-9-1999 με την ως άνω ιδιότητά του, εξέδωσε και χορήγησε στον ως άνω εγκαλούντα (Κ1), την με αριθ. πρωτ. .... βεβαίωση στην οποία με πρόθεση αναφέρει ψευδώς ότι η ασθενής Κ2 εξετάσθηκε κατά την παραμονή της στα Εξωτερικά Παθολογικά Ιατρεία του .... και "από τον ίδιο". Πράγμα το οποίο είναι ψευδές αφού αυτός δεν εξέτασε την ως άνω ασθενή στα Ε.Π.Ι. του ..... Το παραπάνω ψευδές περιστατικό που βεβαιώθηκε μπορεί να έχει έννομες συνέπειες όσον αφορά την ορθή εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του κατηγορουμένου κατά την αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού της ασθενούς Κ2 και την συνακόλουθη θεμελίωση ποινικής και αστικής ευθύνης". Ο αιτών, ως νέα γεγονότα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν με την υπ'αριθ. 1745/06 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, επικαλείται την υπ'αριθ. 8352/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αυτός αθώος της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια της μνημονευόμενης Κ2 και τις στην απόφαση αυτή αναφορές, καταθέσεις, μαρτύρων, έγγραφα και το σκεπτικό και διατακτικό της απόφασης αυτής. Από το περιεχόμενο της απόφασης αυτής, υπ'αριθ. 8352/2006, δεν ανατρέπεται η αλήθεια των γεγονότων που στήριξαν την καταδίκη του με την υπ'αριθ. 1745/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, αφού η υπ'αριθ. 8352/2006 απόφαση στο σκεπτικό της, στη σελίδα 68 αυτής, αναφέρει .......... "Από τον ειδικευόμενο (ιατρό) Δ1 ενημερώθηκαν οι εφημερεύοντες Χ1 (κατηγορούμενος) και ο ειδικευόμενος καρδιολόγος Δ2 και αφού τέθηκε υπόψη του πρώτου από αυτούς το ηλεκτροκαρδιογράφημα που είχε ληφθεί κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο και τα συμπτώματα που εμφάνιζε η ασθενής, 60 σφύξεις ανά λεπτό και ΑΠ 80ΜΜΗg, ο κατηγορούμενος συνέστησε συνέχιση της χορήγησης φυσιολογικού ορού για την αντιμετώπιση της υπόστασης και συνεχή παρακολούθηση μέσω του ηλεκτροκαρδιογράφου που είχε τοποθετηθεί στην ασθενή και έδιδε συνεχώς ενδείξεις της καρδιακής λειτουργίας, τις οποίες παρακολουθούσε ο γιατρός Δ1 .....". Από την περικοπή του σκεπτικού της απόφασης αυτής σαφώς προκύπτει ότι η αποβιώσασα Κ2 δεν εξετάσθηκε "από τον ίδιο" τον αιτούντα και ότι αρκέσθηκε αυτός στην ενημέρωση που του έγινε και συνέστησε την θεραπευτική αγωγή που αμέσως παραπάνω αναφέρεται. Ειδοποιηθείς δε για την επιδείνωση της παραπάνω παθούσας προσέτρεξε όταν πλέον αυτή κατέληξε. Από την περικοπή της πιο πάνω υπ'αριθ. 8352/2006 απόφασης δεν καθίσταται φανερό ότι αυτός είναι αθώος της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως για την οποία καταδικάσθηκε με την υπ'αριθ. 1745/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας, αλλά αντιθέτως ότι ορθώς καταδικάσθηκε. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η από 3-7-2007 αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας του Χ1, κατά της υπ'αριθ. 1745/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 17-9-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, η υπό κρίση από 3-7-2007 αίτηση, με την οποία ο αιτών Χ1 , επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 1745/17-2-2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ) σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ισχυριζόμενος, ότι, από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτή, γίνεται φανερό ότι είναι αθώος, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ.1 ΚΠΔ, και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Τριμελές Εφετείο(Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την υπ' αριθμό 1745/2006 απόφασή του, που κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της κατ' αυτής αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος, με την υπ' αριθμό 1049/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κήρυξε ένοχο τον αιτούντα και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, για ψευδή βεβαίωση και ειδικότερα, του ότι " στον ως άνω τόπο και χρόνο (Αθήνα 20-9-1999), ως διορισμένος ιατρός στο Νοσοκομείο του ..... με τη θέση του Διευθυντού Α' της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου αυτού, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση των ιατρικών βεβαιώσεων, στις 20-9-1999, με την ως άνω ιδιότητά του, εξέδωσε και χορήγησε στον εγκαλούντα Κ1 την με αριθμό πρωτοκόλλου 14969 βεβαίωση, στην οποία με πρόθεση αναφέρει ψευδώς, ότι η ασθενής Κ2 εξετάσθηκε κατά την παραμονή της στα εξωτερικά Παθολογικά ιατρεία του .... και από τον ίδιο, πράγμα το οποίο είναι ψευδές, αφού αυτός δεν εξέτασε την ως άνω ασθενή στα Ε.Π.Ι του ..... Το παραπάνω ψευδές περιστατικό, που βεβαιώθηκε μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όσον αφορά την ορθή εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του κατηγορουμένου, κατά την αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού της ασθενούς Κ2 και τη συνακόλουθη θεμελίωση ποινικής και αστικής ευθύνης". 'Ηδη, ο αιτών προς υποστήριξη της αίτησής του, επικαλείται και προσκομίζει ως νέα στοιχεία, από τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, καθίσταται φανερή η αθωότητά του, την υπ' αριθμό 8352/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (για τα Πλημμελήματα) Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώος της πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε βάρος της Κ2 που φέρεται ότι τέλεσε αυτός στην Αθήνα στις 18-3-1999. Σύμφωνα, λοιπόν, με την απόφαση αυτή και τα σε αυτή ενσωματωμένα πρακτικά, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα. Τις απογευματινές ώρες της 18ης Μαρτίου 1999, η άγουσα το 38ον έτος της ηλικίας της Κ2 διακομίστηκε επειγόντως στο Κ.Υ Σπάτων, εξαιτίας αιφνίδιου λιποθυμικού επεισοδίου, συνεπεία λήψεως υπερδοσολογίας φαρμάκων. Μετά την προσωρινή ανάταξή της, η ίδια η ασθενής ανέφερε στο θεράποντα ιατρό του Κέντρου Υγείας, ...... ότι είχε λάβει ταυτόχρονα αντιϋπερτασικά φάρμακα και συγκεκριμένα δυο δισκία Adalat των 10 mg, 4 δισκία Inderal των 40 mg και 3 Lexotanil των 1,5 mg, τα οποία της προκάλεσαν πτώση της αρτηριακής πίεσης με λιποθυμικές τάσεις. Από τον ως άνω ιατρό συστήθηκε η άμεση διακομιδή της σε Νοσοκομείο του Κέντρου των Αθηνών. Με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, η ασθενής διακομίστηκε στο εφημερεύον Νοσοκομείο του ...... όπου παραλήφθηκε από την υπεύθυνη παθολόγο ιατρό εφημερίας Χ2 και τέθηκε υπό τις άμεσες φροντίδες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού των εξωτερικών ιατρείων της Γ' Παθολογικής Κλινικής περί ώρα 16.30 μ.μ της ίδιας ημέρας. Παρά την, από μέρους των ιατρών της Γ' Παθολογικής Κλινικής, αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού, και προσωρινή ανάταξή της, κρίθηκε αναγκαία, ενόψει της όλης κατάστασης της υγείας της ασθενούς και κυρίως λόγω της εμφάνισης ορισμένων συμπτωμάτων ( μη ικανοποιητικός αριθμός σφίξεων και χαμηλή αρτηριακή πίεση), η συνδρομή των εφημερευόντων επίσης, ιατρών της Καρδιολογικής Κλινικής, στην οποία προϊστατο ο αιτών Χ1 , ιατρός Καρδιολόγος, Αναπληρωτής Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής. Μετά την ενημέρωση των καρδιολόγων ιατρών από τον ιατρό παθολόγο Δ1 η ασθενής τέθηκε πλέον υπό την αιγίδα των ιατρών της Καρδιολογικής κλινικής. Ειδικότερα, και όσον αφορά την όποια συμμετοχή του αιτούντος, τέθηκε υπόψη αυτού το ηλεκτροκαρδιογράφημα, που είχε ληφθεί προηγουμένως, καθώς και η εικόνα που η ασθενής παρουσίαζε τη χρονική εκείνη στιγμή, έχουσα 60 σφύξεις ανά λεπτό και αρτηριακή πίεση 80 mmHg. Μετά την μελέτη του ηλεκτροκαρδιογραφήματος από τον ιατρό Χ1 και την κλινική εικόνα της ασθενούς, υποδείχθηκε από τον ίδιο στους συνεργάτες του, η συνέχιση της χορήγησης του φυσιολογικού ορού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της υπότασης της ασθενούς, και η συνεχής παρακολούθησή της μέσω του του ηλεκτροκαρδιογράφου, που ήδη είχε τοποθετηθεί στην ασθενή και κατέγραφε συνεχώς τις ενδείξεις της καρδιακής λειτουργίας, τις οποίες παρακολουθούσε ο ιατρός του Παθολογικού τμήματος, Δ1 . Παρά δε την προσωρινή βελτίωση της καταστάσεως της ασθενούς, για την οποία δεν κρίθηκε αναγκαία από τους εφημερεύοντες ιατρούς της Παθολογικής κλινικής, η διακομιδή της σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, η ασθενής εμφάνισε επιδείνωση, με αποτέλεσμα να περιέλθει η ασθενής σε κατάσταση καρδιακής ασυστολίας και παρά τις επίμονες προσπάθειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, αυτή να καταλήξει, λόγω οξείας κάμψης του μυοκαρδίου. Ως αιτία δε του θανάτου της, σύμφωνα με την έκθεση νεκροψίας του ιατροδικαστή ...... αναφέρεται η οξεία κάμψη του μυοκαρδίου, συνεπεία υπερδοσολογίας φαρμάκων. Σύμφωνα δε με τις παραδοχές της υπ' αριθμό 8352/8-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (για τα Πλημμελήματα) Αθηνών, με την οποία απαλλάχθηκε τόσο ο αιτών, όσο και η συγκατηγορούμενή του, στη δίκη εκείνη, ιατρός Χ2 ο θάνατος της ασθενούς, δεν αποδείχτηκε ότι συνδέεται αιτιωδώς με υπαίτια πράξη ή παράλειψη των κατηγορουμένων (συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος), το δε αποτέλεσμα του θανάτου της ασθενούς, δεν οφείλεται σε παράβαση κοινώς ανεγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης και οι ενέργειές τους υπήρξαν σύμφωνες με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο από την ιατρική και τη νομική επιστήμη καθήκον επιμελείας. Περί του κρίσιμου δε, στην προκείμενη περίπτωση, γεγονότος αυτού, της εξέτασης ή μη της ασθενούς Κ2 από τον αιτούντα ιατρό Χ1 , κατά το χρόνο της παραμονής και νοσηλείας της στα εξωτερικά ιατρεία της Παθολογικής κλινικής του "....", για την οποία εκδόθηκε από τον ως άνω αναπληρωτή Διευθυντή, η επίμαχη ιατρική βεβαίωση, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: α) Ο Κ1 , σύζυγος της αποβιώσασας Κ2 στην κατάθεσή του, ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την υπ' αριθμό 8352/2006 απόφαση, μεταξύ άλλων, κατέθεσε " ότι εκείνη την ημέρα (προφανώς κατά την μοναδική της παραμονής της συζύγου του στο ως άνω Θεραπευτήριο), δεν μίλησα καθόλου με τον Χ1 (υπονοεί τον αιτούντα) και δεν ξέρω αν έδωσε οδηγίες ή είδε το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Δεν τον είδα να την εξετάζει καθόλου". Περαιτέρω, ο ίδιος μάρτυρας καταθέτει ότι ο Δ1 (ιατρός εφημερίας του Παθολογικού τμήματος), ενημέρωνε τους καρδιολόγους και αυτοί συνέστησαν να παραμείνει η ασθενής στα Ε.Π.Ι. Ακόμη, καταθέτει ότι ο Χ1 , ήταν απέναντι από το χώρο που βρισκόταν ο χώρος υποδοχής των ασθενών των Ε.Π.Ι., χωρίς να αποκλείει ο παραπάνω μάρτυρας, το γεγονός να εξέτασε ο αιτών τη σύζυγό του, όταν αναφέρει "δεν ξέρω αν ο Χ1 έδωσε οδηγίες ή είδε το καρδιογράφημα. Δεν τον είδα να την εξετάζει... ". Τα όσα λοιπόν κατέθεσε ο μάρτυρας αυτός, δεν αποκλείουν την περίπτωση, να έχει εξετάσει ο αιτών τη σύζυγό του, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στους χώρους υποδοχής των Ε.Π.Ι., β) ο ...... ιατρός, Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του ως άνω θεραπευτηρίου, στην οποία υπηρετούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στην κατάθεσή του ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, βεβαιώνει, ότι " ο κ. Δ2 (ειδικευόμενος ιατρός καρδιολόγος κατά το χρόνο του συμβάντος) συμφώνησε με τον κ. Χ1 (αιτούντα), για την αγωγή που έπρεπε να ακολουθηθεί, δηλαδή με τη συνέχιση της χορήγησης ορού, παρατήρηση της πίεσης, αναμονή των υγρών". Ο ίδιος μάρτυρας, στην κατάθεσή του αυτή, βεβαιώνει επίσης, ότι όλοι οι γιατροί ήταν δίπλα και οι νεφρολόγοι και οι καρδιολόγοι, όπως επίσης, ότι "ο κ. Χ1 πήγε στην ανακοπή, πριν δεν χρειαζόταν", γεγονός που εμφανώς δηλοί, ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω ιατρός Χ1 , λόγω και της μικρής αποστάσεως των 2 μέτρων που μεσολαβούσε, από το σημείο παραμονής της ασθενούς, είχε άμεση και συνεχή επαφή με τους συνεργάτες του για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης ασθενούς, γ) ο ιατρός ...... που έχει άμεση αντίληψη του περιστατικού, στην κατάθεσή του ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου, βεβαιώνει, όχι μόνο για την αυτοπρόσωπη παρουσία του αιτούντος, αλλά και εκφράζει την απορία του για το μεγάλο αριθμό επισκέψεων του ιατρού Χ1 με τον ιατρό της Κλινικής του Δ2, στο χώρο νοσηλείας της ασθενούς, δ) η Χ2 ιατρός Παθολόγος, που υπήρξε η υπεύθυνη ιατρός των εξωτερικών ιατρείων της Παθολογικής Κλινικής και η οποία επιλήφθηκε κατά πρώτον της ασθενούς και συγκατηγορούμενη με τον αιτούντα, στην πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κατά την απολογία της στο ίδιο Δικαστήριο, καταθέτει ότι "έγινε προσπάθεια ανάνηψης της ασθενούς από τον κ. Χ1". Από τα στοιχεία αυτά, σαφώς προκύπτει ότι ο αιτών Χ1 , με την προαναφερθείσα ιδιότητά του, αυτή, του Αναπληρωτή Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής, του ως άνω Νοσηλευτικού Ιδρύματος, μετά την πρόσκληση των ιατρών της Κλινικής του, από την υπεύθυνη του Παθολογικού τμήματος, ιατρό Χ2 είχε ενεργό ρόλο και ανάμειξη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας της ασθενούς Κ2 μετά τη διακομιδή και νοσηλεία της στα εξωτερικά ιατρεία της Παθολογικής Κλινικής του ..... Η εξέταση της συγκεκριμένης ασθενούς, σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν περιορίζεται μόνο στην ψηλάφηση των ασθενών σημείων του σώματος ή στην λήψη της πίεσης ή στη θερμομέτρηση ή στην τοποθέτηση ηλεκτροκαρδιογράφου ή οποιασδήποτε άλλης ενδεδειγμένης ιατρικής πράξεως, αλλά περιλαμβάνει, κυρίως, για τον υπεύθυνο της κλινικής, Διευθυντή ή Αναπληρωτή, μετά την ενημέρωσή του, από τον υπεύθυνο για κάθε περιστατικό ιατρό, κυρίως ειδικευμένο, και, μετά από μελέτη και εκτίμηση όλων των αντικειμενικών ευρημάτων, τη λήψη των αναγκαίων θεραπευτικών μέτρων και υπόδειξη προς τους συνεργάτες του, της αναγκαίας θεραπευτικής αγωγής, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η προσωπική του συμβολή, λόγω της εμπειρίας του, σε κάθε κρίσιμο και επείγον περιστατικό, που συνέχεται με την αποτροπή κινδύνου της υγείας ή της ζωής του ασθενούς. Ανάλογη, όμως, συμβολή από μέρους του αιτούντος εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως, όχι μόνο με την αξιολόγηση των κλινοεργαστηριακών εξετάσεων της ασθενούς, όπως με τη μελέτη του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, αλλά και με τις υποδείξεις του, προς τους ιεραρχικά κατώτερα συναδέλφους του, τόσο με τη συνεχή παρακολούθηση της ασθενούς, όσο και με τη χορήγηση της αναγκαίας θεραπευτικής αγωγής, αλλά και με τη συνεχή ενημέρωσή του και ανταλλαγή απόψεων με τους θεράποντες ιατρούς της Παθολογικής Κλινικής, ώστε η όλη του εμπλοκή να μην μπορεί να αξιολογηθεί διαφορετικά, παρά μόνο με το ότι αυτή είχε σχέση με την ουσιαστική εξέτασή της. Το γεγονός, λοιπόν που αυτός (αιτών), με την ιδιότητα του Αναπληρωτή Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής, βεβαίωσε στην από 20-9-1999, βεβαίωσή του, ότι η ασθενής Κ2 εξετάστηκε και από τον ίδιο κατά την παραμονή της, στα εξωτερικά ιατρεία της Παθολογικής Κλινικής του ...., δεν απέχει της αληθείας, αφού, όπως προέκυψε ο αιτών, πράγματι είχε ενεργό συμμετοχή στην παρακολούθηση του συγκεκριμένου ιατρικού συμβάντος. Τα έγγραφα αυτά, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, περιέχουν νέα στοιχεία και αποδείξεις, οι οποίες, συνδυαζόμενες με τις προϋπάρχουσες, καθιστούν πρόδηλη την αθωότητά του. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσία και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακυρουμένης της αποφάσεως αυτής, δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση για επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 528 παρ.1 του Κ.Π.Δ, σε άλλο Δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής του αξιόποινου τη πράξεως αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Κ.Π.Δ, λόγω της πλημμεληματικής μορφής του αδικήματος, της ψευδούς βεβαιώσεως (242 παρ.1 του Π.Κ) αφού, από την προαναφερόμενη ημερομηνία, κατά την οποία φέρεται ότι τελέσθηκε (20-9-1999), και μέχρι την ημερομηνία διασκέψεως της υποθέσεως (28-2-2008), παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον των οκτώ (8) ετών, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου αναστολής της παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 3-7-2007 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 1745/17-12-2006 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Ακυρώνει την υπ' αριθμό 1745/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε σε βάρος του αιτούντος Χ1 , για την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτόν στην Αθήνα, με την ιδιότητα του διορισμένου ιατρού στο Νοσοκομείο του ...... στη θέση του αναπληρωτή Διευθυντού Α' της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου αυτού και στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ιατρικών βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, εξέδωσε και χορήγησε στον εγκαλούντα την 20-9-1999 με την ως άνω ιδιότητά του, την με αριθμό 14969 βεβαίωση, στην οποία με πρόθεση αναφέρει ψευδώς, ότι η ασθενής Κ2 εξετάσθηκε κατά την παραμονή της στα εξωτερικά Παθολογικά ιατρεία του .... και από τον ίδιο, πράγμα το οποίο είναι ψευδές, αφού, αυτός δεν εξέτασε την ως άνω ασθενή στα Ε.Π.Ι του ..... Το παραπάνω ψευδές περιστατικό που βεβαιώθηκε, μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όσον αφορά την ορθή εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του, κατά την αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού της ασθενούς Κ2 και την συνακόλουθα θεμελίωση ποινικής και αστικής ευθύνης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαϊου 2008.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Νέο στοιχείο, αποτελεί η μεταγενέστερη αθωωτική απόφαση για ανθρωποκτονία από αμέλεια, για τον αιτούντα. Δεκτή η αίτηση. Ακυρώνει την απόφαση. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής του αδικήματος.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
Αριθμός 1220/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, περί αναιρέσεως της 1099/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ....., 2) .... και 3) ....., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1130/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές πλημμελήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: α) να μη καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να είχε τη δυνατότητα αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από την έλλειψη της προαναφερθείσας προσοχής, είτε δεν προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν, γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 Π.Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης, από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιό από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια, ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1099/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".... Ο Ψ, τις πρωινές ώρες της 22.12.2001 και ενώ βρισκόταν εντός της ταβέρνας που διατηρούσε στο ...... Θεσσαλονίκης με την επωνυμία "......", αισθάνθηκε αδιαθεσία και ειδοποίησε γι αυτό τον ανεψιό του, που κατοικεί πλησίον αυτής [ταβέρνας] ......, ο οποίος αμέσως μετέβη σ' αυτή, όπου βρήκε τον ως άνω θείο του να μην αισθάνεται καλά και αμέσως ειδοποίησε το ΕΚΑΒ, το οποίο στις 12.12' δίδει σήμα στους .... και ...., πλήρωμα ασθενοφόρου του, να μεταβούν στον ως άνω τόπο προκειμένου να μεταφέρουν τον ασθενή σε εφημερεύον Νοσοκομείο, ο οποίος [ασθενής] παρουσίασε "εμουδία άκρων, ωχρότητα και άλγος στο στήθος" όπως σημειώνεται στο σχετικό έγγραφο αυτού, κατόπιν ενημερώσεώς του και από τους εν λόγω υπαλλήλους του. Στις 12.40' περίπου, ο ως άνω ασθενής μεταφέρεται στα εξωτερικά ιατρεία του εφημερεύοντος Νοσοκομείου "ΑΧΕΠΑ", στο οποίο, την εν λόγω ημερομηνία, προΐστατο, ως εφημερεύων ιατρός της Μονάδας ειδικών Λοιμώξεων, της Α' Παθολογικής κλινικής του Α.Π.Θ., με την ειδικότητα του ειδικού παθολόγου λοιμωξιολόγου, ο κατηγορούμενος. Ο ασθενής οδηγείται στα εξωτερικά ιατρεία, με καροτσάκι ειδικό, που υπάρχει σ' αυτό, συνοδεία του ως άνω ανεψιού του και, κατόπιν ενημερώσεως που κάνει προς τον κατηγορούμενο ο μάρτυς ...... (υπάλληλος ΕΚΑΒ], παραμένει στο διάδρομο αυτού, προκειμένου να εξετασθεί από τον κατηγορούμενο αφού προηγουμένως δίδεται στον συνοδό του το νούμερο 64 ως αριθμός προτεραιότητας. Η ως άνω κατάσταση του ασθενούς επιδεινωνόταν και ο συνοδός του, βλέποντας ότι δεν εξετάζεται ο ασθενής θείος του από τον κατηγορούμενο, αναγκάζεται να ενοχλήσει αυτόν [κατηγορούμενο] και να του γνωστοποιήσει την κατάσταση του θείου του, που συνεχώς επιδεινωνόταν πλην όμως ο κατηγορούμενος, εξελθών του γραφείου του και αρκεσθείς στην εξ αποστάσεως φυσιογνωμική επισκόπηση του ως άνω ασθενούς, απεφάνθη περί του ότι αυτός είναι "μια χαρά, έχει και χρώμα", εισήλθε και πάλι σ' αυτό [γραφείο του] και άφησε σε αναμονή αυτόν. Όμως ο ασθενής, αφού περίμενε περί τα 25-30 λεπτά της ώρας έτσι, εντελώς αβοήθητος, στο διάδρομο του νοσοκομείου, κατέρρευσε και έτσι επήλθε ο θάνατός του, σε ηλικία 59 ετών, από έμφραγμα του μυοκαρδίου περί ώρα 13.55' αφού προηγούμενα οι προσπάθειες των ιατρών, μετά την πτώση του επί του εδάφους, για ανάνηψη αυτού, απέβησαν άκαρπες. Έτσι, ο κατηγορούμενος επέδειξε αμέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Η αμέλειά του συνίσταται στο ότι, καίτοι του γνωστοποιήθηκε ότι ο ασθενής παρουσιάζει εμουδία άκρων, ωχρότητα, πόνους στο στομάχι, άλγος στο στήθος και συνεχώς επιδεινωνόταν η κατάστασή του, δεν προέβη στην εξέταση αυτού αμέσως, ώστε να διαγνώσει ότι πρόκειται περί καρδιακού επεισοδίου σε εξέλιξη και να τον παραπέμψει αμέσως στο τμήμα εντατικής θεραπείας του καρδιολογικού τμήματος του Νοσοκομείου, παρά ταύτα, τον άφησε εντελώς αβοήθητο, επί 25-30 λεπτά της ώρας περίπου, τα οποία ήταν πολύ κρίσιμα και έτσι επήλθε ο θάνατος του ασθενούς από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ισχυρίζεται βέβαια ο κατηγορούμενος, ότι δεν του γνωστοποιήθηκαν τα ως άνω συμπτώματα του ασθενούς, παρά μόνο ότι έχει ιστορικό γαστρορραγίας. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί ότι πράγματι αυτό του γνωστοποιήθηκε, ο ίδιος έπρεπε, αφού αποδείχθηκε ότι ενοχλείτο από τον ως άνω συνοδό του ασθενούς, περί χειροτερεύσεως της καταστάσεως του τελευταίου, να προβεί αμέσως σε εξέταση του ασθενούς και να διαπιστώσει, με τις ιατρικές του γνώσεις την σοβαρή κατάσταση αυτού, αφού και ένας μέσος άνθρωπος, που δεν έχει σπουδάσει την ιατρική επιστήμη, όταν ακούει ότι κάποιος παρουσιάζει συμπτώματα με αυτά του εν λόγω ασθενούς, αμέσως τη συσχετίζει με πιθανό πρόβλημα, καρδιάς, πολύ δε περισσότερο αυτός [κατηγορούμενος], που έχει την ιδιότητα του ιατρού. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του, ότι εξέτασε τον ασθενή και έκρινε ότι δεν είναι "άκρως επείγον περιστατικό", όπως βεβαιώνεται και σε σχετικό έγγραφο του νοσοκομείου, πρέπει επίσης να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι σε καμμία εξέταση αυτού δεν προέβη, πλην της προαναφερόμενης "εκ του μακρόθεν" θεώρησης του ασθενούς, που μόνο την έννοια της εξέτασης δεν έχει. Άλλωστε, δεν είναι λογικό να εξετάζεται ο ασθενής από τον κατηγορούμενο, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται, να παρουσιάζει κανονικούς σφυγμούς, καλή όψη και μόλις γυρίζει ο γιατρός για να εισέλθει στο ιατρείο, ο ασθενής "να σωριάζεται" στο έδαφος. Βέβαια ο κατηγορούμενος, σε σχετική ερώτηση της έδρας, ομίλησε περί του φαινομένου της "κατάρρευσης", όπως ονομάζεται στην ιατρική επιστήμη. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο για τέτοιο φαινόμενο δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού προέκυψε ότι έχουμε εξέλιξη ενός καρδιακού επεισοδίου τουλάχιστον από 11.30 έως 13.10" περίπου, οπότε και κατέρρευσε ο ασθενής. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι δεν καταβλήθηκε από τον κατηγορούμενο η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μέτριος, συνετός και ευσυνείδητος ιατρός στη συγκεκριμένη περίπτωση θα επεδείκνυε ή όφειλε να επιδείξει, ενώ είχε τη δυνατότητα, με άμεση σχετική εξέταση και λόγω των ιατρικών του γνώσεων, να προβλέψει και να αποφύγει, τουλάχιστον τη στιγμή εκείνη, το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο δεν προέβλεψε ως δυνατό και, συνεπεία της εν λόγω παραλείψεώς του, δημιούργησε την αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος, δηλαδή τον θάνατο, λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου του ασθενούς, και η οποία παράλειψη [μη άμεση εξέταση του ασθενούς] δεν είναι σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας, πληρούται στο πρόσωπό του η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της κατηγορίας που του αποδίδεται, και γι αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια, και ειδικότερα του ότι, "από αμέλειά του, επέφερε το θάνατο του Ψ, ηλικίας 59 ετών, κατοίκου, εν ζωή, ....., καθόσον ως ιατρός της Μονάδος Ειδικών Λοιμώξεων της Α1 Παθολογικής Κλινικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, με την ειδικότητα του ειδικού παθολόγου, υπόχρεος και έχων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εκ του επαγγέλματός του σε ιδιαίτερη επιμέλεια, και προσοχή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του. Συγκεκριμένα, έχοντας την ιδιότητα του ειδικού παθολόγου -λοιμοξιωλόγου και ενώ εφημέρευε στο Παθολογικό Ιατρείο του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του άνω Νοσοκομείου, όπου διεκομίσθη ο ασθενής Ψ από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, ως επείγον περιστατικό απόλυτης προτεραιότητας, την 12.40', με συμπτώματα εμφράγματος, παρουσιάζοντας εμουδία άκρων, ωχρότητα και έντονο άλγος στο στήθος, ο κατηγορούμενος, αφενός δεν εξέτασε αυτόν επισταμένως, αφετέρου, δεν του παρείχε τις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες, φροντίζοντας να τον παραπέμψει πάραυτα στο τμήμα εντατικής θεραπείας του Καρδιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου, ούτε διέγνωσε το νόσημα, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παρά άφησε αυτόν να περιμένει εκτός του ιατρείου σε αναπηρικό καρότσι, για εικοσιπέντε με τριάντα κρίσιμα λεπτά της ώρας, παρόλο που τα συμπτώματα γίνονταν όλο και πιο έντονα, γεγονός μάλιστα που του μετέφερε ο συνοδεύων τον ασθενή, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του τελευταίου, ο οποίος κατέληξε εντός ολίγου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου". Για την πράξη του δε αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1β, 28, 84 παρ.2α 302 παρ. 1, Π.Κ., ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (μη συνειδητής), για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας αναφέρει αναλυτικώς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για την εξενεχθείσα κρίση του, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνάγεται σαφώς το είδος της αμέλειας (ασυνείδητης) και παρέθεσε αναλυτικώς τα συνιστώντα την παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και τέχνης περιστατικά, ενώ ορθώς εφήρμοσε και την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία της διατάξεως αυτής, αφού συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, ως εκ του ότι η αμέλεια του αναιρεσείοντος αποτέλεσε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε της ανθρωποκτονίας που προξένησε, δεδομένου ότι η αμέλειά του, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, συνίσταται στο ότι αυτός έχοντας την ιδιότητα του εφημερεύοντος προϊσταμένου ειδικού παθολόγου -λοιμοξιωλόγου του Παθολογικού Ιατρείου του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του εφημερεύοντος Νοσοκομείου "ΑΧΕΠΑ", όπου διακομίσθηκε ο ασθενής Ψ από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, ως επείγον περιστατικό, απόλυτης προτεραιότητας, με συμπτώματα εμφράγματος και έχοντας ο ίδιος είχε αναλάβει, με την ιδιότητα αυτή, την αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού, αφενός, δεν εξέτασε αυτόν επισταμένως, αφετέρου, δεν του παρείχε τις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες φροντίζοντας να τον παραπέμψει πάραυτα στο τμήμα εντατικής θεραπείας του Καρδιολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου, ούτε διέγνωσε το νόσημα, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παρά άφησε αυτόν να περιμένει εκτός του ιατρείου, σε αναπηρικό καρότσι, για εικοσιπέντε με τριάντα κρίσιμα λεπτά της ώρας, παρόλο που τα συμπτώματα γινόταν όλο και πιο έντονα, γεγονός μάλιστα που του μετέφερε ο συνοδεύων τον ασθενή, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του τελευταίου, ο οποίος κατέληξε εντός ολίγου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η ιδιαίτερη δε νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του θανάτου του παθόντος θεμελιώνεται στο γεγονός ότι αυτός, έχοντας το επάγγελμα του γιατρού και την πιο πάνω ιδιότητα και ειδικότητα, ανέλαβε την ιατρική αντιμετώπιση του εν λόγω επείγοντος περιστατικού, κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και εντεύθεν, όπως είναι αυτονόητο, την αποτροπή του θανάτου του παθόντος από ιατρικό σφάλμα. Εξάλλου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, ενώ είχε τη δυνατότητα, με άμεση σχετική εξέταση και λόγω των ιατρικών του γνώσεων, να προβλέψει και να αποφύγει, το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο "δεν προέβλεψε ως δυνατό και, συνεπεία της εν λόγω παραλείψεώς του, δημιούργησε την αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος, δηλαδή τον θάνατο, λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου" του παθόντος, παραδοχές, από τις οποίες σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την συνδρομή των προϋποθέσεων μη συνειδητής αμέλειας του κατηγορουμένου . Επομένως, είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται περιστατικά που να θεμελιώνουν την ιδιαίτερη αυτού νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος και ότι η αιτιολογία της αποφάσεως είναι ελλιπής, αναφορικά με την αντικειμενική συνδρομή της παραβάσεως "ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης", κατά τους όρους του άρθρου 15 ΠΚ., καθόσον, όπως υποστηρίζει, ουδόλως διαλαμβάνει περί του άρθρου 15 ΠΚ, και δεν αιτιολογεί την συνδρομή των προϋποθέσεων, που η διάταξη αυτή θέτει. Επίσης είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής, αναφορικά με την υποκειμενική συνδρομή της αμέλειας κατά τους όρους του άρθρου 28 ΠΚ., καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν διερευνήθηκε το είδος της αμέλειας, αφού "δεν διακρίνει μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης αμέλειας, αλλά παραθέτει συλλήβδην τις προϋποθέσεις των δύο διακριτών μορφών αμέλειας..... κατά τρόπο που καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη". Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις, για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου ( έλλειψη νόμιμης βάσης), δεν είναι βάσιμοι. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 29/8-6-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατά της. 1099/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια γιατρού παθολόγου λοιμωξιολόγου (έμφραγμα μυοκαρδίου). Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας - νόμιμης βάσης. Αιτιολόγηση συνδρομής στοιχείων του άρθρου 15 ΠΚ. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση γιατρού. Αιτιολόγηση ως προς το είδος αμέλειας συνειδητής και ασυνείδητης. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αμέλεια.
0
Αριθμός 1219/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, για αναίρεση της 1987/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2132/2005. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 (ΦΕΚ Α' 153/19.6.2003) " "1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ` επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. γ) με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. δ) με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν στην περίπτωση του στοιχείου γ` επήλθε θάνατος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι θεσμοθετείται αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό τελούμενο με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους , από τα πρόσωπα τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν την μεταφορά ή την προώθησή τους, γνωρίζοντας τη αυθαίρετη είσοδο τούτων ως λαθρομεταναστών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και του συγκατηγορουμένου του Χ2, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι, στο 8ο χλμ. της Ε.Ο. .... - ......,την 8-5-05, ως μέλη κυκλώματος, με δραστηριότητα την οργάνωση και μεταφορά και διακίνηση και προώθηση στο εσωτερικό επ' αμοιβή, από κοινού με τον Γ1, οδηγό του υπ' αριθ. ...... Ι.Χ.Ε. αυτοκ. ιδιοκτησίας της ......, αλλοδαπών, που στερούνταν νομίμων ταξιδιωτικών εγγράφων εισόδου και παραμονής στην Ελλάδα, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος Χ2, παρέλαβε από τον Γ1, που διέφυγε την σύλληψη, τα κλειδιά του υπ' αριθ. ......Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας, ......, που ήταν σταθμευμένο στην οδό ....... της Αλεξανδρούπολης, και αναχώρησαν για το σημείο που προσυμφωνήθηκε, όπου τους περίμενε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, οδηγός του υπ' αριθ. ....... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της εταιρίας ενοικιάσεως αυτοκινήτων της ......, μαζί με τους αλλοδαπούς, που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας, οι οποίοι εισήλθαν παράνομα, χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα στην χώρα, από την Τουρκία μέσω του ποταμού Έβρου με την βοήθεια Τούρκου συνεργάτη τους και επιβίβασαν αυτούς στο φορτηγό αυτοκίνητο με προορισμό την Αθήνα. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, προπορεύονταν με το όχημά του, με σκοπό να ειδοποιήσει τους άλλους, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου ή άλλου εμποδίου, μάλιστα, μετά την ακινητοποίηση των λοιπών οχημάτων, των οποίων προπορεύονταν, επέστρεψε αναζητώντας τους συνεργούς του. Για την πράξη τους αυτή, όπως προκύπτει από τις προανακριτικές καταθέσεις των αλλοδαπών που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, θα ελάμβαναν χρηματική αμοιβή, το ύψος όμως της οποίας γι'αυτούς δεν εξακριβώθηκε. Τα παραπάνω προκύπτουν από τις καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού σε συνδυασμό και με τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Όσον αφορά τον ανωτέρω ισχυρισμό του κατηγορουμένου Χ1, για αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, για να υποβληθεί και να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός αυτός, δεν αρκεί μόνο η επίκληση του λευκού ποινικού μητρώου, αλλά πρέπει να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι ο κατηγορούμενος, μέχρι την πράξη του, διήγαγε έντιμο, ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και καθόλου κοινωνικό βίο........και ακολουθούσε τους κανόνες της οικογενειακής ζωής, με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, πράγμα, που δεν έγινε στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η συμμόρφωσή του με τους κανόνες αυτούς αναφέρεται γενικά και αόριστα σε συνάρτηση με το λευκό ποινικό του μητρώο ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στο πρόσωπό του το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας, αφού ο ισχυρισμός αυτός ούτε ορισμένος είναι, με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά και το κυριότερο, ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν αναγνώρισε απλά, ρητά και χωρίς περιστροφές την πράξη του, ώστε να επικαλεσθεί μεταμέλεια, λέγοντας ότι έπεσε θύμα εκβιασμού και παραπλάνησης. Τέλος και για την καλή διαγωγή μετά την πράξη, ο κατηγορούμενος, επικαλέσθηκε απλά καλή συμπεριφορά χωρίς να προβάλει ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει αυτή και μάλιστα......να εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα, που δεν αποτελεί τέτοιο το διάστημα που ο κατηγορούμενος, ήταν στην φυλακή, που, ούτως ή άλλως, κατ' ανάγκη, συμμορφώνεται με τους κανόνες της. Επομένως, πρέπει, κατά τα παραπάνω, να απορριφθούν οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου Χ1....". Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του Χ2, για τις πράξεις της προώθησης και μεταφοράς στη χώρα αλλοδαπών, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, από κοινού και κατ' επάγγελμα (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 παρ. 1 ΠΚ, 55 παρ. 1β του ν. 2910/2001, όπως η πρώτη παρ. του άρ. 55 αντικ. με το άρθρο 37 παρ.1β του ν. 3153/2003), απορρίπτοντας το αίτημα του αναιρεσείοντος για τη χορήγηση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α, δ και ε του ΠΚ και επέβαλε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, στον καθένα κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως 24 μηνών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, για το καθένα μεταφερόμενο άτομο και συνολική ποινή φυλακίσεως έξι ετών και εννέα μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και συνολική χρηματική ποινή 110.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο, στο αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, διέλαβε ότι ο αναιρεσείων καταλήφθηκε να προωθεί τους ειδικά μνημονευόμενους στο διατακτικό αλλοδαπούς, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, αν και γνώριζε ότι αυτοί στερούνταν διαβατηρίου και ταξιδιωτικών εγγράφων , όπως η γνώση αυτή σαφώς συνάγεται από τα εκτιθεμένα στην απόφαση πιο πάνω περιστατικά (συμμετοχή του στην οργανωμένη παραλαβή και μεταφορά λαθρομεταναστών, επιβίβαση σε προπορευόμενο όχημα, προκειμένου να ειδοποιήσει του άλλους σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου κλπ), για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά και των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του και οι περί του αντιθέτου, αιτιάσεις αυτού, ότι η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω των ελλείψεων αυτών, είναι αβάσιμες. Επίσης το Δικαστήριο της ουσίας, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στήριξε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πιο πάνω πράξη κατ' επάγγελμα, με την παραδοχή του ότι αυτός και ο συγκατηγορούμενός του ενεργούσαν με βάση οργανωμένο και προμελετημένο σχέδιο, που περιγράφεται στην απόφαση, "ως μέλη κυκλώματος, με δραστηριότητα την οργάνωση και μεταφορά και διακίνηση και προώθηση στο εσωτερικό επ' αμοιβή", με την συνεργασία τρίτων προσώπων ( Γ1), περιγράφει δε κατά τον τρόπο αυτό την υποδομή που αυτός είχε διαμορφώσει και από την οποία προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, μεταξύ των οποίων ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα αξιολόγησε τις αποδείξεις (καταθέσεις μαρτύρων κλπ) , από τις οποίες, κατά τον αναιρεσείοντα, ουδόλως προκύπτει η ενοχή του, , απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του νόμου, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά , το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε) . Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την , κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ , που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ , αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα ( θετικά ) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ., ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές , δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατέθεσε εγγράφως ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν των πιο πάνω τριών ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ζήτησε την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, επικαλούμενος, ότι "πριν από την τέλεση της πράξης, για την οποία κατηγορείται, ζούσε φιλήσυχα στην ..., ήταν μικροπωλητής, εργαζόταν για την συντήρηση της οικογένειάς του και δεν είχε απασχολήσει ξανά τις διωκτικές αρχές" , ότι " έχει λευκό ποινικό μητρώο" και ότι " έχει επιδείξει προσήκουσα συμπεριφορά σε όλα τα πεδία δράσης, συμμορφούμενος προς τις κοινωνικές συνθήκες και προσαρμοζόμενος εκουσίως στον αναγκαίο συγχρωτισμό....". Επίσης ζήτησε να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξης, χωρίς όμως να επικαλεστεί πραγματικά περαστικά που να θεμελιώνουν την βασιμότητα των αιτημάτων αυτών. Με αυτό το περιεχόμενο, οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών είναι αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Συγκεκριμένα, τα περιστατικά ότι ο αναιρεσείων ζούσε φιλήσυχα στην ..... ήταν μικροπωλητής, εργαζόταν για την συντήρηση της οικογένειάς του και δεν είχε απασχολήσει ξανά τις διωκτικές αρχές και ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο, όπως ισχυρίζεται, από μόνα τους, δεν δικαιολογούν τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων θετικών περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης ουδέν περιστατικό επικαλέστηκε ο αναιρεσείων για να στηρίξει τον περί ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής συμπεριφοράς του μετά την πράξη, ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, λόγω της αοριστίας τους, απάντησε, με την πιο πάνω αιτιολογημένη απόφασή του, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας αυτούς κατ' ουσία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ τρίτος (με στοιχ. γ) λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, απορριπτέες είναι και διαλαμβανόμενες, στον αυτόν τρίτο λόγο αναιρέσεως ( με στοιχ. γ) αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το Τριμελές Εφετείο απέρριψε αναιτιολογήτως τον προταθέντα ισχυρισμό του και αίτημα περί μετατροπής της ποινής του σε κοινωφελή εργασία και δεν εξέτασε, πριν μετατρέψει την ποινή του σε χρηματική, την συνδρομή των προϋποθέσεων για την χορήγηση αναστολής εκτελέσεως κατά τα άρθρα 99 και 100 του ΠΚ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο αναιρεσείων, μετά τη έκδοση της αποφάσεως για την μετατροπή της ποινής σε χρηματική, ζήτησε ,δια του συνηγόρου του, "την μετατροπή της επιβληθείσης ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας". Το υποβληθέν, όμως, με τον τρόπο αυτό, αίτημα, ήταν αόριστο, αφού δεν γινόταν επίκληση περιστατικών από τα οποία προέκυπτε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν εφικτή την παροχή τέτοιας εργασίας από τον συγκεκριμένο καταδικασμένο, όπως τούτο ορίζεται ρητώς στη διάταξη του άρθρου 82 παρ.6 του ΠΚ. Το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στο αίτημα αυτό, λόγω της αοριστίας του, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας αυτό κατ' ουσία, με την αιτιολογία ότι , για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Εξάλλου, από την διατύπωση των άρθρων 99, 100 παρ.1 και 100Α παρ.1 του ΠΚ, προκύπτει ότι, ως ποινή της οποίας μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεση, νοείται, επί συρρεόντων εγκλημάτων, η συνολική, διότι η ποινή αυτή μέσω της οποίας εκτελούνται και οι προσμετρούμενες ποινές, οι οποίες παρά τη διατήρηση της αυτοτέλειάς τους, δεν είναι δεκτικές αυτοτελούς εκτελέσεως, είναι εκείνη που επιβάλλεται τελικά και αυτής μόνο την αναστολή μπορεί να αποφασίσει το δικαστήριο αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα , για κατά συρροή παράβαση του άρθρου 55 παρ.1 β του ν. 2910/201, όπως αντικ. με το άρ. 37 παρ.1β του ν.3153/2003 και επέβαλε τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές ( 24 μήνες για κάθε μεταφερόμενο λαθρομετανάστη και συνολική ποινή 6 ετών και 9 μηνών) και αποφάνθηκε για την μετατροπή της, ενώ, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, δεν υπήρξε αίτημα του αναιρεσείοντος ή του συνηγόρου του για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Έτσι το εφετείο, ούτε υποχρεούνταν να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα, την μη χορήγηση της πιο πάνω αναστολής ( εφόσον δεν υποβλήθηκε αίτημα), ούτε υπερέβη την εξουσία του, αφού η αναστολή της πιο πάνω ποινής δεν είναι επιτρεπτή, και, συνεπώς, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι περί του αντιθέτου και από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης. ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης , διότι, έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Θράκης που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα προσδιοριζόμενα με αύξοντα αριθμό, ως εξής: " .... 1) Δύο εκθέσεις σύλληψης, 2) δύο εκθέσεις κατάσχεσης αυτοκινήτων, 3) δύο εκθέσεις κατάσχεσης κινητών τηλεφώνων, 4) δύο εξετάσεις κατηγορουμένων αλλοδαπών 4) φωτ/φο βεβαίωσης έναρξης εργασιών μη φυσικού προσώπου αριθμ. Δήλωσης .... 5) Το από ... ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης κύριας κατοικίας και η από .... απόδειξη ενοικίων 6)Εκκαθαριστικό σημείωμα οικ. έτους 2004 7) τα πρακτικά και η απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης. Επίσης από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων προσκομίσθηκαν και αναγνώσθηκαν τα εξής έγγραφα : 1) Η από .... βεβαίωση από .... 2) Η από ... βεβαίωση υποβολής αιτήματος 3) Η υπ'αριθμ. πρωτ. .... χορήγηση βεβαίωσης 4) Βεβαίωση του ιδιοκτήτη συνεργείου ......". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο, που δίκασε, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης ( με στοιχ.α) της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της, κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ ΚΠΔ ,απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, οι περιεχόμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων, ότι " αγνοήθηκαν" έγγραφα ( που δεν προσδιορίζονται), τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα , αποδείκνυαν την αθωότητά του, ενώ λήφθηκαν υπόψη καταθέσεις , όχι "εξ ιδίας αντιλήψεως" μαρτύρων κλπ , απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση ακυρότητας της διαδικασίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων τω λόγων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-12-2005 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ1(με αρ.πρωτ. 10439/5-12-2005), κατά της 1987/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. - Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Μεταφορά κλπ λαθρομεταναστών. Παράβαση άρθρου 55 Ν. 2910/2001, 37 παρ. 1γ Ν. 3153/2003. Έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, για απόρριψη αναιτιολόγητα αιτημάτων για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων (84 παρ. 2 α, δ και ε), περί μετατροπής της ποινής του σε κοινωφελή εργασία. Αόριστοι λόγοι. Πότε ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων για την χορήγηση αναστολής εκτελέσεως κατά τα άρθρα 99 και 100 του ΠΚ. Ως προς το ύψος της ποινής λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή. Ταυτότητα αναγνωσθέντων εγγράφων. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
0
Αριθμός 1218/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο (ο οποίος ορίσθηκε με την υπ'αριθμ. 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 75/2008 αντίστοιχη Πράξη),Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγ-γελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη προσωρινά κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης, περί αναιρέσεως του με αριθμό 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 713/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 216/23.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το αρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ. την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465§1, 474, 482§1 στοιχ. α' και 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., αίτησιν αναιρέσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1 δια του πληρεξουσίου του Δικηγόρου, κατά του υπ'αριθ. 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξεδόθη κατόπιν Εφέσεως του κατά του υπ'αριθ. 5/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Εδέσσης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Εδέσσης με το υπ'αριθ. 5/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του, κατά την περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α)της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής από δράστη που δρα κατά συνήθεια, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και β)της Μαγνητοσκόπησης μη δημοσίων πράξεων τρίτων κατά συρροή και κατ' εξακολούθησιν (αρθρ. 94§1 98§1, 351Α§ §1, εδ. α', β' και 2 και 3704§2 εδ. α'Π.Κ.). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθη η υπ'αριθ. 1/31-3-2008 έφεση του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ' ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του Πληρεξουσίου Δικηγόρου του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και περιέχει συγκεκριμένο λόγο αναίρεσις και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484 § 1 εδ. Δ' Κ.Π.Δ.) και επομένως πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. II) Σύμφωνα με την διάταξη του αρθρ. 34 Π.Κ. "η πράξη δεν καταλογίζεται στην δράστη αν, όταν την διέπραξε λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό". Υπό τον όρο "νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών" νοούνται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοβλάβειας ή ολιγοφρένειας (ψυχώσεις, ψυχοπάθειες, νευρώσεις), ενώ στην έννοια της "διατάραξης της συνείδησης" συγκαταλέγονται όλες οι ψυχικές διαταραχές που δεν πηγάζουν από παθολογικά αίτια του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε κατ'αρχήν ψυχικώς υγιή άτομα και είναι εξ ορισμού παροδικές (π.χ. μέθη, ύπνου, υπνοβασία, πανικός). Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών προκαλούν, πλην άλλων, οι ψυχώσεις, οι οποίες διακρίνονται σε τοξικές ψυχώσεις (π.χ. σε αλκοολική ψύχωση), σε οργανικές ή εξωγενείς ψυχώσεις, οφειλόμενες σε οργανικές βλάβες του εγκεφάλου (π.χ. όγκοι, κακοήθεις νεοπλασίες, τραυματικές κακώσεις του εγκεφάλου, αρτηριοσκλήρυνση, επιληψία) και σε ενδογενείς ή λειτουργικές ψυχώσεις, των οποίων η σωματική αιτία δεν είναι ειδικά εντοπισμένη, όπως είναι ιδίως η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και η σχιζοφρένεια (ηβηφρενική, κατατονική και σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου με κύριο χαρακτηριστικό τις ψευδαισθήσεις και τις παραληρητικές ιδέες, οι οποίες, όπως είναι αυτονόητο, θα πρέπει να υφίστανται κατά τον χρόνο της τέλεσης της αξιόποινης πράξης από τον δράστη. Τέλος κατά την διάταξη του αρθρ. 36 Π.Κ. "αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο αρθρ. 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, εμειώθη όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (αρθρ. 83 Π.Κ.). Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει μια τρίτη αυτόνομη κατηγορία ανάμεσα στην ικανότητα και την ανικανότητα για καταλογισμό, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερη, ειδική μορφή της ικανότητας για καταλογισμό, μέσω της οποίας λαμβάνεται υπόψιν το γεγονός ότι και στον ικανό για καταλογισμό δράστη μπορεί να είναι ευκολότερο ή δυσκολότερο να επιτύχει την αναμενόμενη (και απαιτούμενη) από το δίκαιο αντίληψη του αδίκου, καθώς και την αντίστοιχη ποδηγέτηση της συμπεριφοράς του. Συνεπώς, ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό δεν σημαίνει ότι ο δράστης μόνον εν μέρει είχε την ικανότητα για διάκριση του αδίκου ή ότι θα μπορούσε να κυριαρχηθεί μόνο μέχρις ενός ορισμένου βαθμού. Τουναντίον είναι ικανός για καταλογισμό, αφού θα μπορούσε να είχε διακρίνει το άδικο και να ελέγξει την συμπεριφορά του, καταβάλλοντος όμως γι' αυτό σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια πνεύματος και βούλησης από ό,τι ο πλήρως ικανός για καταλογισμό (Α.Π. 542/1988 Ποιν.Χρον. ΛΗ" σελ. 702, Α.Π. 449/96 Ποιν.Χρ. ΜΖ' σελ. 69, Α.Π. 664/1991 Ποιν.Χρον. ΜΑ' σελ. 1147, Κοτσαλή: Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό Ποινικά 32, 1990 σελ. 2, Μαγκάκη Ποιν.Δίκαιο Γεν. Μέρος σελ. 299). Περαιτέρω η κατά το Σύνταγμα (άρθρ. 93 §3) και τον Κ.Π.Δ. (άρθρ.139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος ή της δικαστικής απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητος προς καταλογισμό ή την μείωση αυτής, καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωση του. Εξάλλου κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνεται με το άρθρ. 177 Κ.Π.Δ. η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή ο οποίος μόνον όταν δεν αποδέχεται τα προκύψαντα, από αυτήν, συμπεράσματα, πρέπει να αιτιολογεί την αντίθετη πεποίθηση του, στηριζόμενος σε αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, που αποκλείουν εκείνα τα οποία οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Μάλιστα δε η πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται κατά το άρθρ. 183 Κ.Π.Δ., υπό προϋποθέσεις από ανακριτικό υπάλληλο ή από το Δικαστήριο^ αυτεπαγγέλτως, ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα και προσδιορίζεται από το άρθρ. 178 Κ.Π.Δ., ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, πρέπει για την δημιουργία βεβαιότητος ότι το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο την έλαβε υπ'όψιν του (μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα), να μνημονεύεται στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1884/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 519, Α.Π. 1483/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 421). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, όπως από αυτό προκύπτει, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει κατ' είδος, δι' αναφοράς του εις την ενσωματωθείσαν εις αυτό εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής εις το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εδέχθη, ανελέγκτως ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Από το αποδεικτικό υλικό που νομότυπα συγκεντρώθηκε, αρχικά από την αστυνομική προανάκριση και μετέπειτα από την κύρια ανάκριση και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα υπάρχοντα στην δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό με την από ........ έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ........ και ....... και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τις προεκτεθείσες κατηγορίες για τις οποίες το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Έδεσσας παρέπεμψε τον εκκαλούντα εις το ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2006 μέχρι τον Αύγουστο 2006, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, αφού παρελάμβανε τον ανήλικο Γ1, ο οποίος είχε γεννηθεί την 22-8-1997 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, από την Νομαρχία της Έδεσσας ή από το 3° Δημοτικό Σχολείο Έδεσσας, τον επιβίβαζε εις το υπ' αριθ. κυκλ. ....... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του, τον οδηγούσε στην περιοχή "........" της Έδεσσας και αφού στάθμευε το αυτοκίνητο του, τον υποχρέωνε να παρακολουθήσει μία ταινία ερωτικού περιεχομένου σε ένα φορητό dvd player που έβγαζε από το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, έβγαζε το γεννητικό του όργανο από το παντελόνι του και άρχισε να το θωπεύει, στην συνέχεια έβγαζε το παντελόνι και το εσώρουχο του ανηλίκου και θώπευε και το δικό του γεννητικό όργανο, έβαζε τον ανήλικο να ξαπλώσει μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, ξάπλωνε από πάνω του και εισήγαγε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του ανηλίκου μέχρι να εκσπερματώσει και στην συνέχεια του έδινε το χρηματικό ποσό των 5 ευρώ και τον μετέφερε με το αυτοκίνητο του μέχρι την Νομαρχία Έδεσσας, όπου τον άφηνε. Κάποιες ημερομηνίες του παραπάνω χρονικού διαστήματος ο Χ1 επανελάμβανε τις πιο πάνω πράξεις του δύο φορές την ημέρα, ήτοι στις 12,00 το μεσημέρι και στις 18,00, δίνοντας στον ανήλικο Γ1 κάθε φορά εξ αυτών το χρηματικό ποσό των 5 ευρώ. Σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος των τελευταίων επτά ή οκτώ μηνών, πριν την σύλληψη του, που έλαβε χώρα στις 3-1-2007, τουλάχιστον 20 φορές, αφού επιβίβαζε εις το υπ'αριθ. κυκλ......- αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ2, που είχε γεννηθεί την 18-4-1997 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε στην περιοχή "......." της Έδεσσας, όπου στάθμευε το αυτοκίνητο του και αφού τον υπεχρέωνε να παρακολουθήσει μία ταινία ερωτικού περιεχομένου σε ένα φορητό dvd player που έβγαζε από το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, του ζητούσε να βγάλει τα ρούχα του, έβγαζε και ο ίδιος το παντελόνι του και το εσώρουχο του, ζητούσε από τον ανήλικο να ξαπλώσει μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και έθετε το σε στύση ευρισκόμενο γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του, μέχρι που εκσπερμάτωνε, στην συνέχεια δε του έδινε μικρά χρηματικά ποσά 3-5 ευρώ και τον μετέφερε στο σπίτι του. Στις 2-1-2007, αφού τηλεφώνησε στον πατέρα του ανωτέρω ανηλίκου τον Γ3, πέρασε από το σπίτι του στις 20,00 μ.μ. παρέλαβε τον πιο πάνω ανήλικο Γ2 και αφού τον επιβίβασε στο αυτοκίνητο του τον μετέφερε στην ανωτέρω ερημική τοποθεσία που τον οδηγούσε και τις άλλες φορές, στάθμευσε το αυτοκίνητο του, πήγε στο πίσω κάθισμα αυτού, αυνανίσθηκε και στην συνέχεια ζήτησε από τον Γ2 να βγάλει τα ρούχα του, πράγμα που ο τελευταίος έπραξε και στην συνέχεια του ζήτησε να καθίσει επάνω του και έθεσε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του ανηλίκου μέχρι που εκσπερμάτωσε, ακολούθως δε του έδωσε το χρηματικό ποσό των 5 ευρώ και τον μετέφερε στο σπίτι του. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Απριλίου του έτους 2006 μέχρι του μηνός Οκτωβρίου 2006, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες (σχεδόν κάθε ημέρα) αφού επιβίβαζε στο υπ' αριθ. κυκλ. ........ Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ2, που είχε γεννηθεί την 13-5-1994 και συνεπώς είχε συμπληρώσει τα δέκα όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη της ηλικίας του, τον οδηγούσε στην περιοχή "......", της Έδεσσας, όπου εστάθμευε το αυτοκίνητο του και αφού τον υπεχρέωνε να παρακολουθήσει μία ταινία ερωτικού περιεχομένου σε ένα φορητό dvd player που έβγαζε από το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, έβγαζε το γεννητικό του όργανο από το παντελόνι του και άρχιζε να το θωπεύει, στην συνέχεια έβγαζε το παντελόνι του και το εσώρουχο του ανηλίκου και θώπευε και το δικό του γεννητικό όργανο και στη συνέχεια τον θώπευε σε όλο του το σώμα, ακολούθως δε ξάπλωνε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου έβαζε τον ανήλικο να καθίσει επάνω του και έθετε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του, μέχρι που εκσπερμάτωνε, του έδινε στην συνέχεια μικρά χρηματικά ποσά 2-5 ευρώ. Την τελευταία φορά δε αφού οδήγησε τον πιο πάνω ανήλικο στην ανωτέρω τοποθεσία τον έβαλε να ξαπλώσει μπρούμυτα και μετά έθεσε το σε στύση ευρισκόμενο πέος του στον πρωκτό του. Σε μη εξακριβωμένη ημερομηνία του Φεβρουαρίου του έτους 2004 αφού επιβίβασε εις το υπ'αριθ.κυκλ. ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ4, που είχε γεννηθεί την 6-4-1995 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, τον οδήγησε στην περιοχή ..... της Έδεσσας και ενώ οδηγούσε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο του, έβαλε τον ανήλικο να καθίσει επάνω του και κουνούσε τη λεκάνη του με σκοπό να ικανοποιήσει έτσι την γενετήσια επιθυμία του, στις ερωτήσεις δε του ανηλίκου, που δεν είχε αντιληφθεί για ποιόν λόγο συμπεριφερόταν έτσι, απάντησε ότι έψαχνε κάτι στις τσέπες του, ενώ στη συνέχεια επέστρεψαν στην....... και την επόμενη ημέρα του έδωσε το χρηματικό ποσό των 2 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Φεβρουαρίου 2004 μέχρι του Φεβρουαρίου 2005, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, τουλάχιστον 50 φορές, αφού επιβίβαζε εις το υπ'αριθ. κυκλ.........Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ4, που είχε γεννηθεί την 6-4-2995 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε σε ερημικές τοποθεσίες πλησίον της Έδεσσας, τον έβαζε να καθίσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, του ζητούσε με φορτικότητα να βγάλει το παντελόνι του, πράγμα που ο ανήλικος έπραττε γιατί φοβόταν, έβαζε τον πιο πάνω ανήλικο να ξαπλώσει μπρούμυτα και στην συνέχεια ξάπλωνε και αυτός από πάνω του, έθετε το σε στύση ευρισκόμενο γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του ανηλίκου, παρά τις αντιδράσεις του τελευταίου, ο οποίος αισθανόταν πόνο, και στην συνέχεια του έδινε μικρά χρηματικά ποσά από 2 έως 10 ευρώ, κάποιες φορές δε του έδινε και δώρα και ειδικότερα ένα μπουφάν, ένα ποδήλατο, μία μπλούζα, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και διάφορα παιχνίδια, όπως ένα επιτραπέζιο φιδάκι και ένα γκρινιάρη. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Ιανουαρίου 2003 μέχρι τον Φεβρουάριο 2003 σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, αφού επιβίβαζε στο υπ'αριθ.κυκλ. ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητό του τον ανήλικο Γ5, που είχε γεννηθεί την 21-4-1990 και συνεπώς είχε συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως και το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε σε αγροτική περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος ...... Έδεσσας, στάθμευσε εκεί το αυτοκίνητο του, ζητούσε από τον ανήλικο να βγάλει το παντελόνι του και το εσώρουχο του και αφού κατέβαζε και αυτός το παντελόνι του, θώπευε το γεννητικό μόριο του ανηλίκου και ταυτόχρονα αυνανιζόταν μέχρι που εκσπερμάτωνε, στην συνέχεια δε του έδινε μικρά χρηματικά ποσά 2-3 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Μαρτίου 2003 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2004, δέκα έως 25 φορές, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, αφού επιβίβαζε στο υπ'αριθ. κυκλ. ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο του τον ανήλικο Γ5, που είχε γεννηθεί την 21-4-1990 και συνεπώς είχε συμπληρώσει το δέκατο όχι όμως και το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, τον οδηγούσε σε αγροτική περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος .... Έδεσσας, στάθμευσε εκεί το αυτοκίνητο του, πήγαινε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του μαζί με τον ανήλικο και αφού έβγαζαν τα παντελόνια και τα εσώρουχα τους, ζητούσε από τον ανήλικο να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και έθετε το σε στύση ευρισκόμενο γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του ανηλίκου, μέχρι που εκσπερμάτωνε, ακολούθως δε του έδωσε την πρώτη φορά το χρηματικό ποσό των 100 ευρώ και τις υπόλοιπες φορές μικρά χρηματικά ποσά 3 έως 5 ευρώ. Με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος μαγνητοσκόπησε μη δημόσιες πράξεις τρίτων. Συγκεκριμένα: στην περιοχή "........" της Έδεσσας, σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο 2006 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2006 με μία βιντεοκάμερα μάρκας .... μαγνητοσκοπούσε τις ασελγείς πράξεις που τελούσε στον ανήλικο Γ1, γεννηθέντα την 22-8-1997, εντός του υπ'αριθ.κυκλ...... Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου του, όπως περιγράφονται στα παραπάνω. Κατά το χρονικό διάστημα του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2004 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2005 σε μη εξακριβωμένες ημερομηνίες, στην περιοχή ..... της Έδεσσας και σε άλλες ερημικές τοποθεσίες πλησίον της ....... με μία βιντεοκάμερα μάρκας ... μαγνητοσκοπούσε τις ασελγείς πράξεις που τελούσε στον ανήλικο Γ4, γεννηθένα στην 6-4-1995, εντός του υπ'αριθ. κυκλ......... Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτου, όπως περιγράφονται παραπάνω, και επί πλέον μία από τις παραπάνω ημερομηνίες, αφού υπεχρέωσε τον προαναφερόμενο ανήλικο να βγάλει το παντελόνι του και το εσώρουχο του και να σκύψει μαγνητοσκόπησε τον πρωκτό του και τα γεννητικά του όργανα. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του τόσον ενώπιον των αστυνομικών του Τ.Α. Έδεσσας όσον και ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας ομολογεί την επιθυμία που είχε από μικρός να έχει ερωτικές σχέσεις με άτομα του ιδίου με αυτόν φύλου. Στην πρώτη από τις ανωτέρω απολογίες του ο κατηγορούμενος ομολογεί τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος του Γ1 καθώς και το ότι δύο ή τρεις φορές κατέγραψε αυτές με βιντεοκάμερα, όταν όμως ο πατέρας του τελευταίου άρχισε να τον εκβιάζει ζητώντας του χρήματα έκαψε τις κασέτες που περιείχαν τα σχετικά βίντεο. Στην ίδια απολογία του ο Χ1 ομολογεί και τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος του Γ2, προσδιορίζοντας όμως ότι για τελευταία φορά ασέλγησε σε βάρος του μία εβδομάδα και όχι μία ημέρα πριν την σύλληψη του. Αναφέρει επίσης ότι αρκετές φορές είχε βοηθήσει οικονομικά τον πατέρα αυτού Γ3, όχι όμως για να του παραδώσει αυτός τα παιδιά του, αλλά επειδή γνωριζόταν από παλαιότερα. Στην από 5-1-2007 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας ομολογεί και τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος και του Γ2, επαναλαμβάνοντας ότι είχε βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του, τονίζοντας ότι ο πατέρας του Γ3 ποτέ δεν του ζήτησε χρήματα και ότι ενώ γνώριζε ότι ο ίδιος έβγαινε με τα παιδιά του, το πιθανότερο είναι ότι δεν γνώριζε για τις ασελγείς πράξεις που ο ίδιος τελούσε μαζί του. 'Αλλωστε ο ίδιος, όπως εξάλλου επιβεβαιώνουν και οι δύο ανήλικοι, Γ7 και Γ2, τους ζητούσε να μην πουν τίποτε σε κανέναν για τις "σχέσεις" τους. Στην από 28-6-2007 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας ο κατηγορούμενος αρνείται ότι γνωρίζει τους ανηλίκους Γ4 και Γ5 και ισχυρίζεται ότι όσα περιέχονται στις καταθέσεις των δύο αυτών ανηλίκων περί τελέσεως από τον ίδιο ασελγών πράξεων σε βάρος τους είναι ψευδή, πλην όμως οι ισχυρισμοί του διαψεύδονται πλήρως από τις καταθέσεις των δύο ανηλίκων, οι οποίοι επαναλαμβάνουν ους ισχυρισμούς τους τόσον στις καταθέσεις τους ενώπιον των αστυνομικών του Τ.Α. Έδεσσας, όσον και στις καταθέσεις τους ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας, δεν προκύπτει δε εκ της δικογραφίας να υπάρχει στα πρόσωπα τους οποιοδήποτε κίνητρο να ψεύδονται σε βάρος του κατηγορουμένου. Μάλιστα ο Γ5 και η μητέρα του Γ6 δηλώνουν ρητά στις καταθέσεις τους ότι δεν επιθυμούν να δικασθεί ο κατηγορούμενος για τις ασελγείς πράξεις που τέλεσε σε βάρος του πρώτου εξ αυτών, προκειμένου έτσι να διασωθεί η τιμή και η υπόληψη του. Συνεπώς θα ήταν εντελώς αντίθετο με την κοινή λογική να τον κατηγορούν άδικα επικαλούμενοι ψευδή γεγονότα, τα οποία θεωρούν ότι και για τους ίδιους είναι υποτιμητικό το ότι συνέβησαν. Ο κατηγορούμενος αρνείται επίσης στην από 28-6-2007 απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας Έδεσσας το ότι βιντεοσκοπούσε τα πιο πάνω ανήλικα παιδιά κατ την διάρκεια των ασελγών πράξεων που τελούσε σε βάρος τους. Αυτό είναι αληθές όσον αφορά τους ανηλίκους Γ7, Γ2 και Γ5, οι οποίοι σε κανένα σημείο των καταθέσεων τους δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Όσον αφορά όμως του ανηλίκους Γ1 και Γ4 ο ισχυρισμός του αυτός διαψεύδεται πλήρως από τις καταθέσεις των τελευταίων, καθόσον αυτοί με την αφέλεια της παιδικής τους ηλικίας περιγράφουν στις καταθέσεις τους πως ο κατηγορούμενος βιντεοσκοπούσε τις σκηνές των ασελγών πράξεων που τελούσε σε βάρος τους. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ομολογεί στην απολογία του ενώπιον των Αστυνομικών του Τ.Α. Έδεσσας ότι βιντεοσκοπούσε τον Γ1, λέγοντας επί λέξει "... μία ή δύο φορές εγώ κατέγραψα με βιντεοκάμερα την ερωτική πράξη που είχα με τον Γ1...", πράγμα που δήλωσε και προφορικά στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, όπως προκύπτει από την από ...... κατάθεση το αστυνομικού, ......, ο οποίος καταθέτει ότι "... εκεί αβίαστα και αυθόρμητα ομολόγησε τις πράξεις του. Μάλιστα είπε ότι ορισμένες φορές βιντεοσκοπούσε τους ανήλικους με τους οποίους ασελγούσε και στην συνέχεια έβλεπε μόνος του τις σκηνές που τράβηξε και αυνανίζονταν με αποτέλεσμα να αυτοϊκανοποιείται". Εξάλλου, όπως και πιο πάνω αναφέρεται, ο Χ1 παρέδωσε στην αστυνομία την βιντεοκάμερά του, την οποία και ανεγνώρισαν τα ανήλικα θύματα του. Ο κατηγορούμενος τέλεσε όλες τις πράξεις που παραπάνω περιγράφονται έχοντας πλήρη επίγνωση του αδίκου αυτών, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται αφ'ενός από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που συνέταξαν οι ψυχίατροι ....... και ........ στην οποία αναφέρεται ότι "... Από την ψυχιατρική εξέταση του κατηγορουμένου προκύπτει ότι ούτος δεν εμφανίζει ψυχική διαταραχή που να αποκλείει ή να περιορίζει την χρήση του λογικού, πράγμα που αποδέχεται και ο ίδιος. Επίσης δεν αναφέρει ουδέν στοιχείο ενδεικτικό οργανικότητας των διαταραχών της συμπεριφοράς ούτε της επήρειας αλκοόλ ή τοξικών ουσιών. Η παρεκκλίνουσα σεξουαλική του συμπεριφορά είναι στα πλαίσια αμφιφυλικής σεξουαλικής προτίμησης με προεξάρχουσα 15 την φιλομόφυλη συνιστώσα και μάλλον μη δυστονικής προς το εγώ... ο σεξουαλικός προσανατολισμός του εαυτού δεν πρέπει να θεωρείται ως διαταραχή ...." και αφ'ετέρου ότι από όλα τα πιο πάνω ανήλικα παιδιά ζητούσε κάθε φορά που συνευρισκόταν μαζί τους "να μην πουν τίποτα σε κανένα", προφανώς γιατί γνώριζε ότι οι πράξεις του ήταν αξιόποινες και αν γινόταν γνωστές στην αστυνομία θα τον οδηγούσαν στην φυλακή, όπως και έγινε τελικά. Αναφορικά με τον λόγο εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα διότι το Δικαστικό Συμβούλιο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος του για διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να αναφερθεί ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απέκειτο στην απόλυτη κρίση του Συμβουλίου, η αναιτιολόγητη δε απόρριψη εκ μέρους του, ρητώς ή σιωπηρώς, του αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης δεν συνεπάγεται ακυρότητα. Εξάλλου, κατά την κρίση του Συμβουλίου δεν απαιτείται να διαταχθεί συμπληρωματική ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη διότι η διενεργηθείσα από τους ως άνω πραγματογνώμονες δεν κρίνεται ελλιπής, όπως αβάσιμα διατείνεται ο εκκαλών κατηγορούμενος με την κρινόμενη έφεση του, αφού με αυτήν δίδονται απαντήσεις στα θέματα που τέθηκαν με την υπ'αριθ. 22/2007 Διάταξη της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Εδέσσης, έστω και αν δεν είναι διατυπωμένες με τον ίδιο τρόπο που είναι στην άνω Διάταξη, καθόσον πέρα από το "Συμπέρασμα" των άνω πραγματογνωμόνων που διατυπώνεται στο τέλος της έκθεσης τους, το περιεχόμενο του οποίου αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση, στο κεφάλαιο της "Σχόλια για την συνέντευξη" αναφέρεται: "... Σχετικά με τα τεθέντα από την κυρία Ανακρίτρια ερωτήματα επισημαίνονται τα εξής: ουδόλως αναφέρονται ή διαπιστούνται μείζονα ψυχιατρικά συμπτώματα υποδηλούντα την μειωμένη ή ελλειμματική αντίληψη της πραγματικότητας, την ανεξέλεγκτη παρορμητική συμπεριφορά (αυτό προκύπτει εμμέσως από τον τρόπο οργάνωσης της ζωής τους, την ενασχόληση με τον αθλητισμό, η οποία προϋποθέτει πειθαρχημένο χαρακτήρα...". Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση των εγκλημάτων για τα οποία παρεπέμφθη ο κατηγορούμενος εις το ακροατήριο του αρμοδίου ως άνω Δικαστηρίου, αποδεχόμενον την ορθότητα και την αντικειμενικότητα των πορισμάτων της ψυχιατρικής έρευνας τα οποία δεν αναιρούνται από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εκ των οποίων σαφώς προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατά τον χρόνο τέλεσης των παραπάνω πράξεων δεν έπασχε από νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνείδησης του με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται τον άδικο χαρακτήρα των παραπάνω πράξεων ή και αν το αντελαμβάνετο να μην μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίθεση του αυτή. Ειδικότερον από κανένα αποδεικτικό μέσον δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε εκδηλώσει κάποια ψυχική νόσο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αποκλείει ή να μειώνει την ικανότητα προς καταλογισμό. Εξάλλου, μόνο όταν το δικαστήριο ή το Συμβούλιο δεν αποδέχεται το συμπέρασμα της διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά την αντίθετη άποψη του. Έτσι, μετά από τα παραπάνω συμπεράσματα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνη, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς δεν προσδιόρισε το περιεχόμενο των όρων "ημιδομημένος χαρακτήρας" και "ψυχοτραυματικός ρόλος" του αναιρεσείοντος αφού αυτοί αναφέρονται εις τον προηγούμενον χρόνον της ζωής του, και δεν ασκούν οποιαδήποτε επιρροή ως προς την ικανότητά του προς καταλογισμό τους οποίους απλώς διετύπωσαν στην έκθεσιν των οι πραγματογνώμονες υπό την μορφήν σχολίων και οι οποίοι ουδόλως ελήφθησαν υπ'όψιν προκειμένου να καταλήξουν εις το προαναφερόμενο συμπέρασμα των. Κατά συνέπεια, οι αντίθετες αιτιάσεις του σχετικού λόγου της υπό κρίσιν αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι αβάσιμες και ως τοιαύτες πρέπει να απορριφθούν, ενώ κατά τα λοιπά και δη κατά το μέρος που αναφέρονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου για τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ότι προέκυψαν από την ανάκριση, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η με αριθ. 8/16-4-2008 αίτησις αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 23-4-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος πρέπει να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι, διαφορετικά, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν απ' το δικαστικό συμβούλιο (Ολ.ΑΠ 2/2002). Εξάλλου, η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και του δικαστικού συμβουλίου (άρθρο 177 ΚΠοινΔ), η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το 414/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του 5/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Έδεσσας, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του κατά την περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, αρμοδίως ορισθησομένου, Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής από δράστη που δρά κατά συνήθεια, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και β) της μαγνητοσκοπήσεως μη δημοσίων πράξεων τρίτων κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, από τον έχοντα ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση δικηγόρο Θεσσαλονίκης Νικόλαο Διαλυνά, η οποία περιέχεται στην .... έκθεση του ανωτέρω Γραμματέα. Με την αίτηση αυτή προβάλλεται ως λόγος αναιρέσεως ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα "στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και το άρθρο 139 ΚΠοινΔ", χωρίς να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή σε ποιό ή ποιά συγκεκριμένα κεφάλαια της αιτιολογίας του, η οποία αφορά στις δύο ως άνω αξιόποινες πράξεις, υφίσταται η έλλειψη αυτή, ούτε και σε τί συνίσταται. Αντ' αυτού, αφού παρατίθενται αιτιάσεις κατά της επάρκειας της από ...... εκθέσεως ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των ψυχιάτρων ..... και ......., που διορίσθηκαν από την Ανακρίτρια Έδεσσας, και δια των αιτιάσεων αυτών πλήττεται, εμμέσως, κατ' εκτίμηση, ως εσφαλμένη, η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς, κατά τα προεκτεθέντα, εκτίμηση από το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης του αποδεικτικού αυτού μέσου, γίνεται ακολούθως μόνον παραπομπή σε σελίδες του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως εξής, κατά λέξη και στίξη: "ενόψει των εκτεθέντων (εννοούνται οι ως άνω αιτιάσεις) τα όσα αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης (σελ. 12ο φύλλο, οπίσθια υπ' αριθ. 24 σελίδα, 4ος στίχος έως 13ο φύλλο, εμπρόσθια υπ' αριθ. 25 σελίδα, στίχος 2ος στίχος) συνιστούν ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία και ως εκ τούτου καθιστούν το ως άνω βούλευμα αναιρετέο". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση, η οποία δεν περιέχει άλλο λόγο αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2008 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 414/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Δεν ελέγχεται αναιρετικά η υπό του δικαστικού συμβουλίου εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και εν προκειμένω η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε από τον Ανακριτή. Απορρίπτει.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1217/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία που εδρεύει στην Ρόδο με την επωνυμία "........ ΕΠΕ". Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1938/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 11/14.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'άρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 3/2-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 6/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 27/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί α) για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση από κοινού με άλλο με σκοπό παράνομο περιουσιακό όφελος με ζημία τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και για λαθρεμπορία από κοινού και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης ( άρθρ. 484 & 1β και δ, ΚΠΔ). Κατά διάταξη του άρθρου 482 &1 ΚΠΔ ''ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα . Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται για ένα από αυτά '' προκύπτει ότι άσκηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο για κακουργήματα και ότι για πλημμελήματα επιτρέπεται αν αυτά συρρέουν ή είναι συναφή με το κακούργημα και η αίτηση αναίρεσης στρέφεται εναντίον όλων. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 172 & του Ν 2960/2001 ''Περί Εθνικού τελωνειακού Κώδικα'' κατά την οποία προκύπτει ότι ''Εάν συρρέουν και άλλα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος , δεν εφαρμόζονται οι περί συνάφειας ορισμοί της Ποινικής Δικονομίας άλλα το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ''το οποίο προβλέπει για την πράξη της λαθρεμπορίας παραπομπή στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου με απ' ευθείας κλήση, προκύπτει ότι στην περίπτωση που με το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας συρρέει άλλο αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται με απ' ευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αποκλειόμενης της περάτωσης της ανάκρισης για το πλημμέλημα αυτό με παραπεμπτική πρόταση. Σε περίπτωση δε κατά την οποία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου του χωριζόμενου συρρέοντος κακουργήματος, η κυρία ανάκριση περατώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του 308&1 ΚΠΔ, με βούλευμα εναντίον του οποίου επιτρέπεται άσκηση ενδίκων μέσων έφεσης και αναίρεσης . Σε περίπτωση κατά την οποία από προφανή παραδρομή δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 172 &6 του Ν. 2960 /2001 και το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας δεν χωρίστηκε από το συναφές και συρρέον κακούργημα και εκδόθηκε και για τις δύο πράξεις παραπεμπτικό βούλευμα το οποίο επικυρώθηκε από βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και πάλι κατά παράβαση της παραπάνω διάταξης δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι καθιδρύεται δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει και για το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας αίτηση αναίρεσης στηρίζοντας το δικαίωμα του στο ότι επιτρέπεται αναίρεση και για τα συρρέοντα συναφή πλημμελήματα αφού στην προκειμένη περίπτωση από ρητή διάταξη του παραπάνω άρθρου η συρροή και η συνάφεια διακόπτονται με τον τρόπο ο οποίος περιγράφεται στις παραπάνω διατάξεις και ως εκ τούτου η αίτηση αναίρεσης του αιτούντος όσον αφορά το συρρέον πλημμέλημα της λαθρεμπορίας πρέπει να απορριφθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 476&1 ΚΠΔ σαν απαράδεκτη καθ' όσον στρέφεται κατά πλημμελήματος κατά του οποίου δεν επιτρέπεται αναίρεση (Α Π 1401/2004 ). Εάν όμως το Συμβούλιο σας θεωρήσει ότι η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε παραδεκτά όπως παραδεκτά ασκήθηκε κατά του κακουργήματος της πλαστογραφίας ως προς την ουσία εκθέτω τα παρακάτω. Οι επικαλούμενοι λόγοι αναίρεσης συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης, στο ότι α)στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις προς στήριξη της κατηγορίας όπως δεν εκτίθενται και οι συγκροτούντες τόσο το έγκλημα της πλαστογραφίας όσο και το έγκλημα της λαθρεμπορίας όροι και β) ότι οι διατάξεις περί λαθρεμπορίας ως ειδικές σε σχέση με την διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ κατισχύουν και έτσι λόγω της ειδικότητας δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση οι διατάξεις για πλαστογραφία άλλα της λαθρεμπορίας. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 κατά τις οποίες "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472α του Ν.2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ ( 73.370 ευρώ) '' Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π.Κ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 155 &1 α και β και 2γ του Ν 2960 /2001 '' περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα '' κατά τις οποίες '' 1. Λαθρεμπορία είναι α) Η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο η χρόνο. β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσεις το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος και 2 γ κάθε έλλειψη εμπορευμάτων από αποθήκες αποταμίευσης με σκοπό να στερήσεις το Δημόσιο από τους εισπρακτέους δασμούς ,φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ελλειπόντων εκτός αν το σύνολο τους δεν υπερβαίνει το ύψος των 1500 ευρώ και καταβληθούν εντός 48 ωρών από την αποκάλυψη και βεβαίωση του ελλείμματος ...'' προκύπτει ότι λαθρεμπορία κατά την έννοια του Τελωνειακού Κώδικα είναι κάθε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή 'Ενωση από τέλη ,δασμούς και φόρους όπως και κάθε έλλειμμα από αποθήκες στις οποίες αποταμιεύονται προϊόντα ή αντικείμενα υπό καθεστώς απαλλαγής τελών δασμών και φόρων. Περαιτέρω ορίζεται από το άρθ. 100 παρ.1 στ' Β περ. γ' και δ' του ιδίου άνω Κώδικα ότι " η κατά το άρθρο 100 λαθρεμπορία τιμωρείται : Α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξ μηνών... Β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους στις εξής περιπτώσεις : α) ... β) ... γ) Εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα ων στερήθηκε το Δημόσιον ανέρχονται σε σημαντικό ποσό και δ) Εάν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα".. Μεταξύ του εγκλήματος της πλαστογραφίας (άρθρ. 216 παρ. 1) και της λαθρεμπορίας υπό την περιγραφείσα έννοια υπάρχει αληθής και όχι φαινομένη συρροή αφού με το καθένα απ' αυτά προσβάλλεται διαφορετικό έννομο αγαθό. Ειδικότερα με το πρώτο έγκλημα προσβάλλεται γενικά η σχετική με τα υπομνήματα πίστη όπως και κάθε τι σχετικά με την κατάρτιση και διαφύλαξη του εγγράφου χάριν της ομαλότητας και της ασφάλειας των συναλλαγών, ενώ με το δεύτερο έγκλημα σκοπείται η προστασία και η διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας, το πρώτο δε έγκλημα δεν αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο μέσο προς τέλεση του δευτέρου ή επιβαρυντική περίσταση τούτου για να απορροφάται το πρώτο από το δεύτερο (ΑΠ 26/2003, ΑΠ 1741/2003, ΑΠ 1757/2001, ΑΠ 932/ 2000, ΑΠ 1905/2000). Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση. ( ΑΠ Ολ. 2/2002,ΑΠ 814/2000 ΑΠ 1167/2000 ΑΠ 854/2004ΑΠ 1504/2004ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο αναιρεσείων είναι εταίρος και διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία '' ..... ΕΠΕ με έδρα την νήσο.... , 6ο χιλ. ..... και διατηρεί αποθήκη αλκοολούχων ποτών στην θέση '' ...... Ρόδου '' ενώ παράλληλα ασκεί και το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Η παραπάνω εταιρεία διαθέτει άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή με δραστηριότητα την παραλαβή αποθήκευση και αποστολή αλκοολούχων ποτών. Η παραπάνω εταιρεία φέρεται ότι από τον Νοέμβριο του 2003 μέχρι τον Οκτώβριο του 2004 απέστειλε στις Βελγικές εταιρείες .... και ...... 122.400 λίτρα άνυδρα 35446,00 οινοπνευματώδη ποτά και 514.128 λίτρα και 149599,52 οινοπνευματώδη ποτά αντίστοιχα για τα οποία επιστράφηκαν στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές Ρόδου 32 αντίτυπα από τα εις πενταπλούν εκδιδόμενα ΣΔΑ, συνοδευτικά αποδεικτικά έγγραφα. Από τον δειγματοληπτικό έλεγχο και την δασταύρωση που έγινε από μέρους; των αρμοδίων Τελωνειακών αρχών Ρόδου με τον έλεγχο 3 συνοδευτικών εγγράφων για κάθε εταιρεία για την κανονικότητα των αποστολών και την επιβεβαίωση της άφιξης των στις αποθήκες των παραληπτριών εταιρειών προέκυψε ότι δεν έγιναν ποτέ τέτοιες αποστολές και αφίξεις τέτοιων εμπορευμάτων στις φορολογικές αποθήκες των παραπάνω εταιρειών, ότι ο αποστολέας (αναιρεσείων) είναι άγνωστος στην εταιρεία ...... και ότι η εταιρεία αυτή δεν είχε παραλάβει ποτέ τέτοια προϊόντα από την Ελλάδα και ότι οι σφραγίδες του φορολογικού γραφείου ...... και του Τελωνείου Antwerpen που υπήρχαν και στα 6 συνοδευτικά έγγραφα ήταν πλαστές . Περαιτέρω διαπιστώθηκε από την παραβολή και εξέταση των σφραγίδων ότι και στα υπόλοιπα συνοδευτικά έγγραφα ήταν όμοιες με τις βεβαιωμένες ως πλαστές κατά τα άνω και επομένως και αυτές ήταν πλαστές. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι από την αποθήκη του αναιρεσείοντα οι ποσότητες αυτές των αναφερομένων στα 32 συνοδευτικά έγγραφα αποστολής ανύδρων και οινοπνευματωδών ποτών εξήχθησαν και φορτώθηκαν σε μεταφορικά μέσα του μη ασκήσαντος αναίρεση δευτέρου κατηγορουμένου για μεταφορά, όμως αυτά δεν έφθασαν και δεν παραδόθηκαν ποτέ στις φερόμενες στα συνοδευτικά έγγραφα παραπάνω παραλήπτριες εταιρείες αλλά διοχετεύτηκαν στην ελεύθερη αγορά από τους κατηγορουμένους χωρίς την καταβολή των τελών δασμών και φόρων που έπρεπε να είχαν καταβληθεί από τον αναιρεσείοντα στο Ελληνικό Δημόσιο και των οποίων το ύψος ανέρχεται στο ύψος των 2.771.118 ευρώ ποσό το οποίο ζημιώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα κάνει σκέψεις σχετικά με την κατ' αυτό προκύπτουσα από τα αποδεικτικά στοιχεία υπαιτιότητα του αναιρεσείοντα οποίος προσπάθησε να μετακυλίσει τις ευθύνες του, το μεν στον μεταφορέα ,το δε στις αρμόδιες Τελωνειακές αρχές ισχυρισθείς ότι είχε πέσει θύμα απάτης μέσω Internet και ότι οι Τελωνειακές αρχές όφειλαν να ελέγξουν τα στοιχεία των αλλοδαπών εταιρειών με τις οποίες αυτός ισχυρίστηκε ότι έκανε συναλλαγές και των οποίων την ύπαρξη και την γνησιότητα των σφραγίδων τους τον είχαν βεβαιώσει,. χωρίς όμως να δίδει πειστικές απαντήσεις περί του ποιος έθεσε τις σφραγίδες στα συνοδευτικά έγγραφα και που πήγε η ποσότητα του άνυδρου οινοπνεύματος και των οινοπνευματωδών ποτών που εξήχθησαν από τις αποθήκες του και οι οποίες ποσότητες αφού αποδεδειγμένα δεν παραλήφθηκαν ποτέ από τις παραλήπτριες εταιρείες διοχετεύτηκαν στην αγορά χωρίς την καταβολή των τελών και φόρων που έπρεπε να είχαν καταβληθεί προηγουμένως στο Ελληνικό Δημόσιο. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και ότι δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα από την αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος όπως και έλλειψη αιτιολογίας με την μη αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα γιατί η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σύνολο. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α Να απορριφθεί η με αριθμ. 3/2-11-2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του με αριθμ. 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 6/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 27/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Β Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 21-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 3 από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 27/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δωδεκανήσου, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις α) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση από κοινού και κατ' εξακολούθηση, με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος και με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της λαθρεμπορίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Κατά δε το εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 100 παρ.1 του Ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικα" όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 και ίσχυε μέχρι της καταργήσεως της, με το άρθρο 184 παρ.1 περ. α' του Νόμου 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας" λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό είτε σε εισπραττόμενο στα Τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής, ή σε άλλον, παρά τον ορισμένο απ' αυτή, τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν από αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθησαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζεται από το νόμο. Ως λαθρεμπορία, κατά την παρ.2 περ. Θ' του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2086/1952, θεωρείται και η αγορά, η πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθησαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καθιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό ή εισπραττόμενο στο Τελωνείο τέλος, φόρο, δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς την γραπτή άδεια της Τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε, στην περίπτωση αυτή, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα, που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος η δικαίωμα. Εάν η λαθρεμπορία θεμελιώνεται στην κατοχή από τον υπαίτιο του λαθρεμπορεύματος τότε αυτή συνιστά έγκλημα διαρκείας, με την έννοια ότι ο χρόνος τελέσεώς του διαρκεί μέχρι να παύσει η παράνομη κατάσταση. Εξ' άλλου, μεταξύ της πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ.1 και της λαθρεμπορίας, υπάρχει αληθής και όχι φαινομένη συρροή, αφού, με το καθένα από αυτά, προσβάλλεται διαφορετικό έννομο αγαθό. Ειδικότερα, με το πρώτο από αυτά, προσβάλλεται γενικά η σχετική με τα υπομνήματα πίστη, όπως και κάθε τι σχετικά με την κατάρτιση και τη διαφύλαξη του εγγράφου, χάριν των συναλλαγών, ενώ, με το δεύτερο έγκλημα, σκοπείται η προστασία και η διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας, και το πρώτο δεν αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο μέσο προς τέλεση του δεύτερου ή επιβαρυντική περίσταση τούτου, για να απορροφάται το πρώτο από το δεύτερο (Ολ. ΑΠ 179/1990, 180/1990). Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι, κατ' επιλογή, μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι εταίρος και διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία ".... Ε.Π.Ε" με έδρα τη νήσο ... στο 60 χιλιόμετρο ...-...., στην περιοχή ......, ενώ παράλληλα από 19-12-1984, ασκεί νόμιμα το επάγγελμα του εκτελωνιστή στην τελωνειακή περιφέρεια Δωδεκανήσου. Για τη φορολογική αποθήκη αλκοολούχων ποτών, που διατηρεί ο εκκαλών στη θέση "..... Ρόδου", έχει εκδοθεί από το Τελωνείο Ρόδου η υπ' αριθμό ... άδεια επ' ονόματι της εταιρείας ...... Ε.Π.Ε. Ακόμη η ως άνω εταιρεία διαθέτει και την υπ' αριθμό ....... άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, που εκδόθηκε από την Τελωνειακή Περιφέρεια Δω/νήσου με δραστηριότητα την παραλαβή - κατοχή - αποστολή αλκοολούχων ποτών επ' ονόματι της εταιρείας. Η ως άνω εταιρεία εφέρετο, κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2003 έως τον Οκτώβριο του έτους 2004, να έχει αποστείλει από την φορολογική της αποθήκη που προαναφέρθηκε 122.400 λίτρα άνυδρα και 35446,00 οινοπνευματώδη ποτά στην Βελγική εταιρεία ....... και 514.128 λίτρα άνυδρα και 149599, 52 οινοπνευματώδη ποτά στην Βελγική εταιρεία .... . Τούτο προέκυψε από το ότι, στην Υπηρεσία του Τελωνείου Ρόδου, είχαν επιστραφεί 32 αντίτυπα Νο3 των παραπάνω αποστολών αποδεικτικών εγγράφων, μέσω των οποίων, στην πράξη και σύμφωνα με το νόμο, επιστοποιείτο η παραλαβή από τις αποθήκες των ως άνω εταιρειών στο Βέλγιο, καθόσον σ' αυτά πρέπει να αποδεικνύεται με πράξη η παραλαβή και να υπάρχει θεώρηση με υπηρεσιακή σφραγίδα από τους αρμόδιους υπαλλήλους των Τελωνειακών Βελγικών Αρχών της παραλαβής. Στα πλαίσια της αμοιβαίας συνδρομής, οι Τελωνειακοί υπάλληλοι, τους οποίους φαίνεται να παραξένεψε και το γεγονός πως εταιρείες από το Βέλγιο παρήγγειλαν και παρέλαβαν αλκοολούχα ποτά από την μακρινή στο Βέλγιο Ρόδο, επιβαρυνόμενοι ως παραλήπτες και τα έξοδα της μακρινής απόστασης, απευθύνθηκαν στις αρμόδιες αρχές του Βελγίου για τη διαπίστωση της κανονικότητας των αποστολών, βάσει του άρθρου 16 παρ. 4 του Ν. 2960/01 και σύμφωνα με την υπ' αριθμ. Φ4 32/277/9-6-03 Δ.Υ.Ο. μέσω του Υπουργείου Οικονομικών, δεδομένου ότι έπρεπε να ελεγχθεί, αν όντως, τα ως άνω προϊόντα είχαν αποσταλεί από τη Ρόδο στο Βέλγιο, ώστε να μην υπόκεινται στον Ειδικό φόρο κατανάλωσης, δεδομένου ότι η μεταφορά από αφορολόγητη σε αφορολόγητη αποθήκη από δύο κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, όπως είναι η Ελλάδα και το Βέλγιο, δεν επιβαρύνεται με τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης. Ειδικότερα, α) με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του Τελωνείου Ρόδου, ζητήθηκαν πληροφορίες για την κανονικότητα των αποστολών δειγματοληπτικά σε (3) ΣΔΕ με παραλήπτη στο Βέλγιο την .....και για την επιβεβαίωση της άφιξης ή μη των αλκοολούχων ποτών στον προορισμό τους, στη φορολογική αποθήκη του Βελγίου β) με το υπ' αριθμ. ...... έγγραφο του ίδιου Τελωνείου, ζητήθηκαν πληροφορίες για την κανονικότητα των αποστολών δειγματοληπτικά σε άλλα (3) ΣΔΕ, με παραλήπτη στο Βέλγιο την ....... και την επιβεβαίωση της άφιξης ή μη των αλκοολούχων ποτών στον προορισμό τους, στη φορολογική αποθήκη του Βελγίου και γ) με τα υπ' αριθμ. .... και ...... έγγραφά του, το ίδιο Τελωνείο ζήτησε πληροφορίες για την κανονικότητα των αποστολών και τη γνησιότητα των σφραγίδων που αφορούσαν συνολικά (31) ΣΔΕ. Στο κοινοποιηθέν προς το Τελωνείο με το υπ' αριθμ. ....... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών απαντητικό έγγραφο των Βελγικών Αρχών δεν επιβεβαιώνεται η κανονικότητα των αποστολών, με την ένδειξη ότι ο αποστολέας των προϊόντων που αφορούν (3) ΣΔΕ προς την εταιρεία ....... είναι άγνωστος στην εταιρεία αυτή και ότι η εταιρεία δεν έχει παραλάβει ποτέ προϊόντα από την Ελλάδα. Στο υπ' αριθμ. ....... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, με το οποίο διαβιβάσθηκε ενδιάμεση απάντηση με πρόχειρη μετάφραση, οι Βελγικές Αρχές αναφέρουν ότι είναι βέβαιο ότι πρόκειται για περιπτώσεις απάτης και ότι οι σφραγίδες του φορολογικού γραφείου ...... είναι πλαστές, όπως πλαστές είναι και η σφραγίδα του Τελωνείου Antwerpen (Dauane Antwerpen) που ήταν τοποθετημένη στα 6 ΣΔΕ με παραλήπτρια την ...... Οι ίδιες ακριβώς σφραγίδες είχαν τοποθετηθεί και σ' όλα τα υπόλοιπα ΣΔΕ και επομένως είναι πλαστές και αυτές. Ετσι αποδείχθηκε ότι α 32 ΣΔΕ αποστολής οινοπνευματωδών ποτών από την εταιρεία ....... ΕΠΕ προς τις Βελγικές εταιρείες .... και ........ ουδέποτε έφθασαν σ' αυτές, προφανώς δε οι ως άνω ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών που εφέροντο ότι απεστάλησαν στο εσωτερικό τους χώρο, με αποτέλεσμα να διαφύγουν φορολογικές επιβαρύνσεις ποσού 2.771.118,07 ευρώ συνολικά, καθόσον η αξία των CIF των οινοπνευματωδών ποτών ανέρχεται σε 4.379.356,68 ευρώ για τις 632.528 φιάλες οινοπνευματωδών ποτών που αντιστοιχούν σε λύτρα άνυδρα 185062,52 και να υποστεί ζημία το ελληνικό Δημόσιο κατά το ποσό των διαφυγόντων δασμών που προαναφέρεται. Την πλαστογράφηση των ως άνω σφραγίδων, που είχαν τεθεί στο ΣΔΕ τότε, προφανώς ετέλεσε ο εκκαλών από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ2, καθόσον αυτός είχε συμφέρον να παραπλανήσει με την χρήση αυτού τις Ελληνικές και Βελγικές Τελωνειακές Αρχές ότι νόμιμα είχε πωλήσει στις ως άνω Βελγικές Εταιρείες τις παραπάνω ποσότητες αλκοολούχων ποτών διετέθησαν στο εσωτερικό της χώρας. Αλλωστε ο ίδιος ο εκκαλών, μέσω του Internet, καθώς ισχυρίζεται είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη των ως άνω εταιρειών στο Βέλγιο, ως εκτελωνιστής δε από χρόνια και ως έχων άδεια φορολογικής αποθήκης, εγνώριζε οπωσδήποτε τους κινδύνους που ελλοχεύονται σε μια διαδικαστική συνεργασία και φυσικά και την απέφυγε, ωστόσο όμως την επικαλείται αποκλειστικά και μόνο για να αποσείσει την ευθύνη του, μετακυλίοντάς την μάλιστα στους τελωνειακούς υπαλλήλους του Τελωνείου Ρόδου, ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν γνώστης της ως άνω συναλλαγής του, αν την είχαν εγκρίνει εκ των προτέρων, ότι οι Τελωνειακές Αρχές της Ρόδου όφειλαν να ελέγξουν τα στοιχεία της Δ/νσης των αλλοδαπών Εμπορικών εταιρειών, με τις οποίες αυτός προέβη σε συναλλαγή, ως ιδιώτης έμπορος, πριν του δώσουν την έγκρισή τους να συναλλαγεί μ' αυτές, καθώς και επίσης και ότι οι τελωνειακοί υπάλληλοι του Τελωνείου Ρόδου τον είχαν διαβεβαιώσει ότι οι σφραγίδες και οι υπογραφές των υπευθύνων των ως άνω Βελγικών Εταιρειών και Βελγικών Τελωνείων ήταν γνήσιες. Οι ως άνω όμως τελωνιακοί υπάλληλοι καμμιά υποχρέωση δεν είχαν να προβούν σε έλεγχο των ως άνω Βελγικών Εταιρειών πριν καν συνεργασθεί μ' αυτές ο εκκαλών, ούτε εγνώριζε την πλαστότητα ή μη των σφραγίδων και υπογραφών των Βελγικών εταιρειών και τελωνείου ούτε καν την ύπαρξη των ως άνω Βελγικών εταιρειών εγνώριζαν ούτε ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν. Μόνο όταν προσκομίσθηκαν από τον εκκαλούντα τα προαναφερόμενα ΣΔΕ, προέβησαν στον ενδεδειγμένο έλεγχο και διαπίστωσαν όλα τα προαναφερόμενα. Αλλά, κι' αν ακόμη γίνει δεκτό ότι υπήρξε, ακόμη και με ευθύνη τους, καθυστέρηση της διαδικασίας ελέγχου εκ μέρους των τελωνειακών υπαλλήλων, αυτό καθ' αυτό το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει από τη δική του ευθύνη για τις πράξεις που του αποδίδονται του εκκαλούντα, όπως δεν τον απαλλάσσει της ευθύνης του και το γεγονός που επικαλείται, ότι, σε έλεγχο που έγινε την 30/12/03 από το ΣΔΟΕ Ρόδου σε άλλες εξαγωγές ποτών, αυτές ήταν νόμιμες, γιατί αυτές αφορούν άσχετο γεγονός, καθώς και το γεγονός ότι οι υπάλληλοι Γ1, Γ2 και Γ3 δεν διαπίστωσαν κάποια παρατυπία σε βάρος του, αφού η επίκληση του ισχυρισμού του αυτού διαψεύδεται από τις από 9/6/05 καταθέσεις των Γ1 και Γ3. Κατά συνέπεια των προαναφερομένων, ορθώς εκρίθησαν σοβαρές οι ενδείξεις και μη χρήζουσες περαιτέρω κυρίας ανάκρισης σε βάρος του εκκαλούντος με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Ρόδου για τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από κοινού, με συνολικό όφελος περιουσιακό άνω των 73.000 ευρώ και της λαθρεμπορίας από κοινού και, συνεπώς, ως προς τα κεφάλαια αυτά, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν επικυρουμένου κατά το μέρος αυτό του προσβαλλομένου βουλεύματος επιβαλλομένων των δικαστικών εξόδων στον εκκαλούντα". Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Δωδεκανήσου, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος α) πλαστογραφίας με χρήση, σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ και β) της λαθρεμπορίας. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, και άρθρο 100 παρ. 1 του ν.1165/1918, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 του α. ν 2081/1939 και ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το ν. 2960/2001, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του μετόχου και διαχειριστή της εδρεύουσας στη Ρόδο εταιρείας, με την επωνυμία "....... Ε.Π.Ε", φέρεται η ως άνω εταιρεία, στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από το μήνα Νοέμβριο 2003 έως το μήνα Οκτώβριο του 2004, να έχει αποστείλει από τη φορολογική της αποθήκη τριάντα δυο (32) Συνοδευτικά Διοικητικά 'Εγγραφα,(ΣΔΕ), που αφορούσαν στην πώληση, υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, από την ως άνω εταιρεία, που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, τις αναφερόμενων σ' αυτά, κατ' είδος και ποσοτήτων οινοπνευματωδών ποτών, σε δυο διαφορετικές εταιρείες με έδρα το Βέλγιο, και συγκεκριμένα στην.... και στην ...., όπως διαπιστώθηκε από έλεγχο που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες του Τελωνείου Ρόδου. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος, ήταν εκείνος ο οποίος είχε συντάξει και υπογράψει τα ως άνω έγγραφα, στα οποία είχε θέσει την υπογραφή και τη σφραγίδα των εκπροσώπων των αλλοδαπών εταιρειών, ώστε να εμφανίζονται οι εταιρείες αυτές, ως αγοράστριες των αναφερομένων προϊόντων, όπως επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι όχι μόνο τα φερόμενα ως εξαχθέντα εμπορεύματα, δεν είχαν εξαχθεί και πολύ περισσότερο παραληφθεί από τις φερόμενες αγοράστριες εταιρείες, όπως αυτές βεβαίωσαν εγγράφως τις αρμόδιες ελληνικές αρχές και συγκεκριμένα το Τελωνείο Ρόδου με το οποίο αντάλλαξε αλληλογραφία, αλλά και ότι αυτά είχαν διατεθεί στο εσωτερικό της Χώρας, με αποτέλεσμα να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από την είσπραξη των αναλογούντων δασμών και τελών της τάξεως των 2.771.118,07 ευρώ. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, επί της ουσίας, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 3/2-11--2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του υπ' αριθμό 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακουργηματική πλαστογραφία και λαθρεμπορία - εφαρμόζονται οι διατάξεις περί συνάφειας του Κ.Π.Δ. . Παραδεκτή η αναίρεση και κατά της πλημμεληματικής πράξης. Συρροή πλαστογραφίας και λαθρεμπορίας. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Παραδεκτή η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Λαθρεμπορία, Εισαγγελική Πρόταση, Συρροή εγκλημάτων.
0
Αριθμός 1216/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Στρατηγόπουλο, περί αναιρέσεως της 2066/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 914/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 6364/1934, όπως αντικ. με το άρθρο 1 του ν. 1027/1980 "Εις το Ταμείον (Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος-ΤΕΒΕ), ασφαλίζονται υποχρεωτικώς πάντες οι άνω των 18 ετών επαγγελματίαι και βιοτέχναι, οι διατηρούντες επαγγελματική ή βιοτεχνική στέγη. Ως επαγγελματική ή βιοτεχνική στέγη νοείται κατά τον παρόντα νόμο και η οικία ή οιοσδήποτε χώρος ένθα ασκείται επάγγελμα ή βιοτεχνία". Κατά δε το άρθρο 3 του ίδιου ως άνω νόμου (1027/1980) "εξαιρούνται της παρά τω ΤΕΒΕ υποχρεωτικής ασφαλίσεως, εκτός άλλων και δ) πρόσωπα υπαγόμενα εις την ασφάλιση του ΟΓΑ, δυνάμει των διατάξεων του Ν.Δ. 4521/1966 κλπ". Στο άρθρο μόνο παρ. 1 του άνω Ν.Δ. 4521/1966, με το οποίο αντικ. το άρθρο 1 του Ν.Δ. 4435/1964, ορίζεται ότι: "1. Από της ισχύος του παρόντος υπάγονται υποχρεωτικώς μόνον εις την ασφάλιση του ΟΓΑ, δι' άπαντας τους κλάδους ασφαλίσεως, οι επαγγελματίαι και βιοτέχναι οι οπωσδήποτε ασκούντες το επάγγελμα εις κωμοπόλεις, χωρία ή οικισμούς, με πληθυσμό κάτω των 2000 κατοίκων ... 2. Από της ισχύος του παρόντος εξακολουθούν υπαγόμενοι υποχρεωτικώς εις την ασφάλιση του ΤΕΒΕ, ασχέτως της υπαγωγής των ή μη εις την ασφάλιση του ΟΓΑ, οι επαγγελματίαι και βιοτέχναι οι οπωσδήποτε ασκούντες ασφαλιστέο παρά του ΤΕΒΕ επάγγελμα, εις πόλεις, κωμοπόλεις ή χωρία με πληθυσμό άνω των 2000 κατοίκων". Εξ' άλλου, με το άρθρο 39 παρ. 1 και 2 του Ν. 2084/1992, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "1. Υποχρεωτική ασφάλιση επιτρέπεται σε ένα φορέα κυρίας ασφάλισης ή το Δημόσιο, ένα φορέα επικουρικής ασφάλισης, ένα φορέα ασφάλισης ασθένειας και ένα φορέα ασφάλισης πρόνοιας. 2. Τα πρόσωπα για τα οποία προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις υποχρεωτική ασφάλιση σε περισσότερους του ενός φορείς, λόγω ιδιότητας και απασχόλησης ή για περισσότερες της μιας απασχολήσεις, ασφαλίζονται υποχρεωτικά μόνο σε ένα φορέα, τον οποίο επιλέγουν με δήλωσή τους ...........". Κατά δε το άρθρο 1 του Ν. 2458/1997 ορίζεται ότι "Συνιστάται στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) αυτοτελής Κλάδος Κύριας Ασφάλισης Αγροτών ....... σκοπός του οποίου είναι η χορήγηση κύριας σύνταξης στα πρόσωπα που αναφέρονται στο επόμενο άρθρο σε περίπτωση γήρατος ή αναπηρίας", με το επόμενο δε άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι "Στην ασφάλιση του Κλάδου υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια όλα τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στον ΟΓΑ, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις ........". Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967 "όστις υπέχων νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας (ήδη Κοινωνικών Υπηρεσιών) υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως ......, δεν καταβάλει ταύτας εντός μηνός, αφ' ης αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δρχ.". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, από την 1.1.1998 που άρχισε η λειτουργία του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών (άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2458/1997) υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στην ασφάλιση αυτού, ως φορέα κύριας ασφάλισης (άρθρο 39 παρ. 1 και 2 του Ν. 2084/1992), όλα τα πρόσωπα που έχουν τις προϋποθέσεις να ασφαλισθούν στον ΟΓΑ και οι ασφαλισμένοι σ' αυτόν δεν έχουν υποχρέωση ασφάλισης και σε άλλον ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, όπως είναι και το ΤΕΒΕ, έστω και αν παραλλήλως προς την ιδιότητα του αγρότη έχουν και την ιδιότητα του επαγγελματία. Αυτά, όμως, δεν ισχύουν δια τον μέχρι την 31.12.1997 χρόνο, διότι, μέχρι τότε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, οι επαγγελματίες και βιοτέχνες άνω των 18 ετών, οι οποίοι διατηρούσαν επαγγελματική ή βιοτεχνική στέγη και ασκούσαν το επάγγελμά τους σε κωμοπόλεις, χωριά ή οικισμούς άνω των 2000 κατοίκων, ήταν υποχρεωτικά ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ και υποχρεούνταν σε καταβολή των οφειλόμενων σ' αυτό ασφαλιστικών εισφορών. Αντίθετα υπάγονταν μόνο στην ασφάλιση του ΟΓΑ, αν ασκούσαν το επάγγελμά τους σε κωμοπόλεις, χωριά ή οικισμούς κάτω των 2000 κατοίκων. Ο τόπος, όμως, ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας δεν ταυτίζεται υποχρεωτικώς με τον τόπο στον οποίο διατηρείται η επαγγελματική ή βιοτεχνική στέγη. Έτσι, σε κάθε περίπτωση είναι θέμα πραγματικό, αν η άσκηση του επαγγέλματος γινόταν σε κωμοπόλεις, χωριά ή οικισμούς άνω ή κάτω των 2000 κατοίκων, το οποίο μπορεί να ερευνήσει παρεμπιπτόντως το δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται κατηγορία για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. 'Οσον αφορά δε τον δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ.1 του Π.Κ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου. Η αιτιολογία δε αυτή, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο, ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 10/1998 έως 9/2000, ενώ ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου οικοδομικών υλικών, δεν κατέβαλε εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, τις βαρύνουσες αυτόν ασφαλιστικές εισφορές προς το Τ.Ε.Β.Ε., μέσα σε ένα μήνα από τότε που αυτές έγιναν απαιτητές, ποσού 3.600,86 ευρώ, καίτοι είχε νόμιμη προς τούτο υποχρέωση. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, από το έτος 1967, ασκούσε το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών με έδρα το ..... Αργολίδας, υπαγόμενος αποκλειστικά στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. (και όχι του Τ.Ε.Β.Ε.), με βάση τις διατάξεις του ν.δ.4435/1964, δεδομένου ότι ο πληθυσμός του .... κατά την απογραφή του έτους 1961 ανερχόταν σε 1.727 κατοίκους. Ακολούθως, το έτος 1996, προέβη σε διακοπή της δραστηριότητάς του ως εργολάβου οικοδομών και άρχισε πλέον να ασκεί εμπορία οικοδομικών υλικών. Κατόπιν τούτου, το γραφείο ΤΕΒΕ Ναυπλίου εξέδωσε σε βάρος του την υπ' αριθμ. .... πράξη επιβολής εισφορών, με την οποία του επιβλήθηκαν εισφορές για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο έως και τον Οκτώβριο του έτους 1997, δικαίωμα εγγραφής και τέλη καθυστέρησης, συνολικού ποσού 374.700 δρχ. Η ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων κατά της ως άνω πράξης, με την οποία υποστήριξε ότι ως κρίσιμος χρόνος για την υπαγωγή του ή όχι στην ασφάλιση του ΤΕΒΕ πρέπει να ληφθεί το έτος 1967 οπότε και έκανε έναρξη άσκησης του επαγγέλματος του εργολάβου οικοδομών και όχι το έτος 1996, κατά το οποίο μετέβαλε το είδος της δραστηριότητας του, έγινε αρχικά δεκτή με την υπ' αριθμ. ...... απόφαση της ΤΔΕ Αθηνών του ΤΕΒΕ, με τη σκέψη ότι αυτός έκανε έναρξη του επαγγέλματος του (εργολάβος οικοδομών) στο χωριό ..... την 10.12.1967, ο πληθυσμός του οποίου ανερχόταν, κατά την απογραφή του 1961, σε 1.727 κατοίκους. Στη συνέχεια, όμως, και ύστερα από το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του ΤΕΒΕ Ναυπλίου, στο οποίο γίνεται μνεία της από .... βεβαιώσεως της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου περί μεταβολής της δραστηριότητας του κατηγορουμένου, η ανωτέρω ΤΔΕ, με την υπ' αριθμ. .... απόφασή της, έκρινε εκ νέου την ένσταση του και, αφού ανακάλεσε την αρχική υπ' αριθμ. ..... απόφαση της, αποφάνθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στην ασφάλιση του ΤΕΒΕ, καθόσον αυτός έκανε έναρξη του επαγγέλματος του τον 8ο/1996 στο χωριό ....., ο πληθυσμός του οποίου, κατά την απογραφή του έτους 1991, ανερχόταν σε 2.182 κατοίκους και απέρριψε την ένσταση. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι μη νομίμως υπήχθη στην ασφάλιση του Τ.Ε.Β.Ε. διότιόταν έκανε έναρξη του επαγγέλματος του (εμπόριο οικοδομικών υλικών), ήταν 59 ετών και έτσι δεν έπρεπε να ασφαλισθεί στο Τ.Ε.Β.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.8 του ν.2335/1995, καθώς και ότι είναι ασφαλισμένος στον Ο.Γ.Α. Αντίθετα το Τ.Ε.Β.Ε. ισχυρίζεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ασφάλισης του, εφόσον ο κατηγορούμενος ασκεί από το έτος 1996 ασφαλιστέο σ' αυτό επάγγελμα (εμπόριο οικοδομικών υλικών), στο χωριό ...., το οποίο έχει πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων. Λαμβανομένου υπόψη ότι α) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν.δ 4435/1964 υπάγονται υποχρεωτικώς στην ασφάλιση του ΤΕΒΕ οι επαγγελματοβιοτέχνες που ασκούν την δραστηριότητα τους σε πόλεις, κωμοπόλεις ή χωριά με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων και β) ότι ο πληθυσμός του ...., όπου ο κατηγορούμενος ασκούσε από το έτος 1996 το ασφαλιστέο στο εν λόγω Ταμείο επάγγελμα του εμπόρου οικοδομικών υλικών ανερχόταν, σύμφωνα με την τελευταία πριν από την έναρξη άσκησης του ως άνω επαγγέλματος του απογραφή του έτους 1991, σε 2.182 κατοίκους, συντρέχουν οι τασσόμενες από το ως άνω ν.δ. προϋποθέσεις για την υπαγωγή του κατηγορουμένου στην ασφάλιση του Τ.Ε.Β.Ε. Άλλωστε, ο κατηγορούμενος δεν εξαιρείται από την υποχρεωτική ασφάλιση στο Ταμείο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.8 του άρθρου του ν.2335/1995, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, αφού δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτών, δεδομένου ότι οι τελευταίες αφορούν εκείνους τους επαγγελματοβιοτέχνες που έχουν μεν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας κατά τηνημερομηνία έναρξης του επαγγέλματος τους και είναι ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, κάνουν, όμως, έναρξη επαγγέλματος σε οικισμούς, χωριά ή κωμοπόλεις με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων (ενώ το ..... έχει πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων), ασχέτως αν υπάγονται σε δήμους ή κοινότητες άνω των 2.000 κατοίκων. Ούτε, εξάλλου, η ασφάλιση του κατηγορουμένου στον Ο.Γ.Α. μπορεί να δικαιολογήσει την εξαίρεση του από την ασφάλιση του Τ.Ε.Β.Ε. εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν για την υποχρεωτική ασφάλισή του σ' αυτό. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, απορριπτόμενων των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου (οι οποίοι άλλωστε έχουν προβληθεί και απορριφθεί και με την υπ'αριθμ.49/2003 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ναυπλίου) να κηρυχθεί αυτός ένοχος για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του προς το Τ.Ε.Β.Ε. κατά το χρονικό διάστημα από 10/1998 έως 9/2000, ποσού 3.600,86 ευρώ". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξης της μη έγκαιρης καταβολής εισφορών στο Τ.Ε.Β.Ε, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική και σε χρηματική ποινή 200 ευρώ. Έτσι, που έκρινε το παραπάνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε όλες τις υπόλοιπες ως άνω διατάξεις, που είναι και αυτές ουσιαστικές ποινικές, καθώς και την παραπάνω βασική ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, την οποία δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Επίσης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τις σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχτηκαν στις παραπάνω διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων δεν εξαιρείτο της υποχρέωσης ασφάλισής του, στο Τ.Ε.Β.Ε, από το γεγονός που αυτός επικαλείται, ότι προηγουμένως είχε υπαχθεί στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α, που ήταν ο κύριος ασφαλιστικός του φορέας του, και συνεπώς, δεν μπορούσε παράλληλα με τον κύριο ασφαλιστικό του φορέα, τον Ο.Γ.Α, να είναι ασφαλισμένος και σε δεύτερο ασφαλιστικό φορά και συγκεκριμένα στο Τ.Ε.Β.Ε. Τούτο, γιατί, στον τόπο όπου αυτός ασκούσε την επαγγελματική δραστηριότητά του, αυτή, του εμπόρου των οικοδομικών υλικών, δηλαδή το .... Αργολίδας, σύμφωνα και με την απογραφή του έτους 1991, ο πληθυσμός υπερέβαινε τους 2.000 κατοίκους, που ήταν και το ελάχιστο όριο για την μη υπαγωγή του, στο καθεστώς ασφάλισης που ίσχυε στο Τ.Ε.Β.Ε, αφού ο πληθυσμός αυτού, όπου και το κέντρο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ανερχόταν σε 2.182 κατοίκους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠΔ, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ΚΠΔ, τα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Στην παρ. 2 εδάφιο πρώτο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώριση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Αυτό, άλλωστε, επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίου κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του ΚΠΔ, και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά, αντιθέτως, ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους. Έτσι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν.(Ολ. Α.Π 2/2005). Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, με έγγραφο υπόμνημά του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, είχε υποβάλει και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης και συγγνωστής νομικής πλάνης (άρθρο 30 παρ.1 και 2 του Π.Κ), χωρίς όμως, να έχει προβεί και σε προφορική ανάπτυξή τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα στον εν λόγω ισχυρισμό, ως εκ περισσού δε διέλαβε στην απόφασή του διάταξη, με την οποία απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που, με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 2 από 27 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 2066/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασφαλιστικές Εισφορές ΤΕΒΕ, Α.Ν. 86/1967. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υποχρεούται στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, ο ασφαλισμένος και στον ΟΓΑ, στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ασκεί επάγγελμα σε κωμοπόλεις ή χωριά κάτω των 2000 κατοίκων. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 1215/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Μπελούμπαση, περί αναιρέσεως της 1188/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 544/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. δ προσώπων, προς τον δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο, που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση. (άρθρο 476 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος αυτού, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156 και 161 παρ. 1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, ή ανώτερης βίας, εκ της οποίας απολέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Στην περίπτωση δε, που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως, ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1188 /2006 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που την εξέδωσε, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την 854/28-7-2006 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 5828/16-10-2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, για χρήστη πλαστού εγγράφου (αντιγράφου ποινικού μητρώου), αφού δέχθηκε τα εξής "... Στην κρινόμενη περίπτωση, η κατηγορουμένη καταδικάστηκε ερήμην, με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει αριθμό ΒΤ 5828/00. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην κατηγορουμένη, όπως προκύπτει από το από .... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα ......., στις 28-2-2002, ως αγνώστου διαμονής, διότι προηγουμένως είχε βεβαιωθεί από την επιμελήτρια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς ..... ότι αυτή (κατηγορουμένη) τυγχάνει άγνωστη επί της οδού .... αρ. ..., στον ....., διεύθυνση την οποία η ίδια είχε δηλώσει ως τόπο κατοικίας της στην από ...... έκθεση εξετάσεώς της ως κατηγορουμένης ενώπιον του Υπαστυνόμου Α' ..... για την πράξη που της αποδόθηκε κατηγορία της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και για την οποία καταδικάστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Ορθά επομένως η κατηγορουμένη είχε κληθεί ως αγνώστου διαμονής, εφόσον, κατά τον κρίσιμο ως άνω χρόνο, δεν ίσχυε το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ, εφόσον στο εδάφιο α' της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δεν περιλαμβανόταν η εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το εδάφιο γ' και η επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως εγκύρως να γίνεται στη διεύθυνση κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά. Η κατηγορουμένη άσκησε την κρινόμενη έφεσή της στις 28-7-2006, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας που τάσσει η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ. Με την έκθεση εφέσεώς της, η κατηγορουμένη επικαλείται ως λόγο ανώτερης βίας, για την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, ότι αυτή δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης προγενεστέρα, διότι η εν λόγω απόφαση της κοινοποιήθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ αυτή ήταν και είναι γνωστής διαμονής στην οδό .... αρ. ...., στον Πειραιά, από το έτος 1998 μέχρι το τέλος του έτους 2005 και από αρχές του έτους 2006 μέχρι σήμερα διαμένει στην οδό ... αρ. .. στον ..... σε ιδιόκτητη κατοικία του συζύγου της. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και δη τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου και από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν νόμιμα, λόγος ανώτερης βίας για την εκπρόθεσμη άσκηση της ένδικης εφέσεως της κατηγορουμένης, δεν αποδεικνύεται και τούτο διότι. Οι ισχυρισμοί της ιδίας είναι αντιφατικοί, ως εκ τούτου δεν παρέχουν πίστη στο δικαστήριο ότι αυτή έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης μεταγενέστερα της κοινοποιήσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα: Η ίδια δήλωσε στην από ...... έκθεση εξετάσεώς της ως άνω κατηγορουμένης, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο τόπος της κατοικίας της ήταν τότε στον ...., επί της οδού ... αρ. ..., ενώ στην έκθεση της ένδικης εφέσεώς της αναφέρει ότι, από το έτος 1998 μέχρι τέλους του έτους 2005, κατοικούσε στον Πειραιά επί της οδού .... αρ. ..... β) οι μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου Γ1 και Γ2 ενόρκως βεβαίωσαν ότι η κατηγορουμένη για δύο έτη συνεχώς, με αρχή το έτος 1998, διέμενε ως φιλοξενούμενη στην κατοικία της πρώτης Γ1, επί της οδού .... αρ. ..., στον ....., επί της οποίας η τελευταία διαμένει μέχρι σήμερα, γεγονός που έρχεται και πάλι σε αντίφαση με το ότι η ίδια δήλωσε κατοικία της επί της οδού .... αρ. ..., στον ....., στον ως άνω προανακριτικό υπάλληλο και ότι από το έτος 2001 τελέστηκε ο γάμος της με τον δεύτερο μάρτυρα Γ2 και από τότε ζουν μαζί σε ιδιόκτητη οικία του τελευταία, η οποία, όπως βεβαιώνεται στην ένδικη έφεση είναι επί της οδού ........ στον .... Επομένως η ένδικη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της ασκήσεώς της...". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, σε σχέση με την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, αμφισβήτηση της διεύθυνσης της κατοικίας της στην οποία αναζητήθηκε ως τελευταία γνωστή διαμονή, καθώς και της ιδιότητας αυτής ως άγνωστης διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο αντιμετώπισε τους ως άνω ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας με ελλιπή και ασαφή αιτιολογία, καθόσον δεν εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση εάν η ως άνω διαμονή της κατηγορουμένης ήταν γνωστή ή όχι στις αρχές, το δε γεγονός ότι η εκκαλούσα - αναιρεσείουσα δήλωσε στον αστυνομικό υπάλληλο διεύθυνση κατοικίας, δεν σημαίνει ότι έκτοτε εκεί και μόνον έπρεπε να αναζητηθεί, εφόσον ο αστυνομικός υπάλληλος, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 14 παρ. 2, 3 και 4 του ν. 3160/2003, διάταξη του άρθρου 273 ΚΠΔ δεν είχε σχέση με τις αρχές στις οποίες ο κατηγορούμενος δήλωνε την διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του. Περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα στις 28-2-2002, "όπως αυτό προκύπτει από το από ......... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα .......". Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προς έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην κατηγορουμένη αναιρεσείουσα στις ....., ημέρα της εβδομάδος Τετάρτη, όπως αυτό προκύπτει από το από ...... αποδεικτικό επιδόσεως του πιο πάνω αστυφύλακα και όχι στις 28-2-2002, (που είναι ημέρα Πέμπτη), ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή ήταν άγνωστης διαμονής. Συνακόλουθα δεν καθίσταται σαφές, αν στη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνεται, όπως απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογία της, ο αληθής χρόνος επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, καθώς και το (αληθές) αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοσή της. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πιο πάνω πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως αναίρεσης, αυτή να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 ΚΠΔ), προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί, αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και, σε καταφατική περίπτωση να κριθεί η παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στην αναιρεσείουσα πράξεων, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1188/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς το εάν η αναφερόμενη διαμονή της κατηγορουμένης ήταν γνωστή ή όχι στις αρχές. Το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε στον αστυνομικό υπάλληλο διεύθυνση κατοικίας, δεν σημαίνει ότι αυτή είναι η «γνωστή στις αρχές» κατοικία της, εφόσον ο αστυνομικός υπάλληλος σύμφωνα με την ισχύουσα τότε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 14 παρ. 2, 3 και 4 του ν. 3160/2003 διάταξη του άρθρου 273 ΚΠΔ δεν είχε σχέση με τις αρχές στις οποίες ο κατηγορούμενος δήλωνε την διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του. Περαιτέρω γίνεται εσφαλμένη μνεία του αποδεικτικού επιδόσεως (και της ημερομηνίας) της προσβαλλόμενης απόφασης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1214/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1230/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1581/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 17/15.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 26-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1230/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 787/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'απάτη κατ'εξακολούθηση, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρ. 386 § 1 Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθη σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος, δηλαδή μη στηριζόμενο σε νόμιμη αξίωση του υπαιτίου κατά του παθόντος (ΑΠ 265/1996), με δόλια παραπλάνηση επιτυγχανομένη με τρεις υπαλλακτικώς τρόπους, διαφέροντες μεταξύ των εννοιολογικώς. Παραδοχή δε των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και, έτσι, παραβιάζεται εκ πλαγίου η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρ. 386 § 1 Π.Κ. και στερείται η απόφαση ή το βούλευμα νομίμου βάσεως (ΑΠ 826/2006, ΑΠ 1713/2003). Περαιτέρω, κατά την παράγρ. 2 του ίδιου άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.00) ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.). Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το βούλευμα δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ' όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Τέλος, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, το περιλαμβανόμενο στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν/41). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, προσδιοριζομένων λεπτομερώς κατ'είδος, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Μηνυτές και κατηγορούμενος μετείχαν από του έτους 1983 ως βασικοί μέτοχοι της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Κατασκευών και Ναυτιλιακών Τουριστικών Γεωργικών και Δασικών Επιχειρήσεων ΑΕΓΕΚ" ιδρυθείσης το 1949. Ο κατηγορούμενος αγόρασε ποσοστό του 1/3 των μετοχών της ΑΕΓΕΚ και κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τους μηνυτάς απασχολήθηκε με την εκτέλεση Δημοσίων έργων (...., ....... κλπ.). Οι τρεις βασικοί μέτοχοι (μηνυτές και κατηγορούμενος) αποφάσισαν το 1993 να εισαχθεί η εταιρεία στο Χρηματιστήριο και προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος της εταιρείας συναπεφάσισαν να διατηρήσουν το 32,3% του όλου αριθμού των μετοχών εις κοινή θεματοφυλακή. Για το λόγο αυτό το πακέτο των ονομαστικών προνομιούχων μετοχών αριθμούσε 1.190.490 προνομιούχες μετοχές και 215.770 κοινές. Εκ τούτων ανήκαν στον κατηγορούμενο 275.870 προνομιούχες και 50.000 κοινές. Για τις προνομιούχες μετά ψήφου μετοχές, η τιμή διάθεσης είχε ορισθεί σε 1.800 δραχμές και για τις κοινές σε 1.300 δραχμές (οράτε 2α σελίδα του υπ' αριθ. 908/2005 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών). Όμως ο κατηγορούμενος για λόγους προσωπικούς παρέσχε την 24-12-1997 την εντολή στο μηνυτή Ψ1 της πώλησης των μετοχών του, προνομιούχων και κοινών, με τιμή πώλησης 1.600 δραχμών για τη κοινή και 1.100 για τη προνομιούχο. Η εντολή δεν δόθηκε συμβολαιογραφικώς ως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Νόμου 2459/1997 προστεθείσα στο άρθρο 79 παρ. 4 του Νόμου 2238/1994 (ίδετε 304/ΤΟ/1998 Πρωτοδικείου Βερροίας εις ΝοΒ 48/2000 σελίς 1604). Πράγματι επωλήθησαν προς 1115 δραχμές οι προνομιούχες και προς 1650 δρχ. οι κοινές στις 12-11-1998 και 27-11-1998 αντίστοιχα (οράτε την από 31ης Οκτωβρίου 2003 ένορκη κατάθεση του αδελφού του κατηγορουμένου ενώπιον της 9ης τακτικής Ανακρίτριας, αλλά και τη τετάρτη σελίδα της υπ' αριθ. 22189/1999 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Ακολούθησε η σύνταξη κα υπογραφή των από ...., ...... και ......., συμφωνητικών μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορουμένου, το περιεχόμενο και ο νόημα των οποίων ήτο η επανάκτηση των μετοχών από το κατηγορούμενο. Όμως ο κατηγορούμενος στην υπογραφή μάλιστα του τελευταίου συμφωνητικού συμπαραστάθηκε με το φίλο και παλαιό συνάδελφο του Γ1 (οράτε την από 1-6-2004 (ένορκη κατάθεση τούτου ενώπιον της 11ης τακτικής ανακρίτριας) και δέχτηκε να αποζημιωθεί αφού δεν είχε τη δυνατότητα επιστροφής του Δανείου. Ούτω έλαβε και το ποσό των 270.000.000 δρχ. παραιτηθείς του δικαιώματος εξωνήσεως των μετοχών του. Εν τω μεταξύ η πορεία της εταιρείας υπήρξε ανοδική. Οι μηνυτές μέσω τα υπεράκτιας εταιρείας ως είχαν δικαίωμα αλλά και υποχρέωση ..... LTD με έδρα τη ....... της Κύπρου αγόρασαν τις μετοχές του κατηγορούμενου, αλλά είτε εικονική ήτο αυτή η αγοραπωλησία, είτε αληθής, η αποξένωση του κατηγορούμενου από τις μετοχές του, ήτο προϊόν της δικής του βουλήσεως. Κατόπιν ο κατηγορούμενος ήσκησε κατά των μηνυτών την από 4-6-1999 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 22189/1999 απόφαση του που δημοσιεύτηκε την 6η Ιουλίου 1999 και απέρριψε την αίτηση στο σύνολο της. Στη συνέχεια τη 31η Αυγούστου 1999 υπεγράφη μεταξύ μηνυτών και κατηγορουμένων ιδιωτικό συμφωνητικό και παράρτημα του κατά το οποίο ο κατηγορούμενος έλαβε 400.000.000 δρχ. από το πρώτο μηνυτή εκ του ταμείου της εταιρείας και 200.000.000 δρχ. από το δεύτερο μηνυτή Ψ2 με τη παράδοση των σωμάτων των υπ' αριθ. ......... και υπ' αριθ. ...... επιταγών της τραπέζης ALPHA Πίστεως Α.Ε. Τη προηγουμένη όμως της υπογραφής των εν λόγω συμφωνητικών και της παράδοσης των επιταγών, ο κατηγορούμενος εκάλεσε στο γραφείο του τη συμβολαιογράφο Αθηνών Βικτωρία Παπαευαγγέλου Παπακωνσταντίνου η οποία συνέταξε την υπ' αριθ. ...... πράξη της εγχείρησης εγγράφων και τη δήλωση του ότι οι απαιτήσεις του κατά των μηνυτών και της εταιρείας είναι υπαρκτές και βάσιμες και ότι το ποσό που επρόκειτο να λάβει αποτελούσε ασήμαντο μέρος των απαιτήσεων του αυτών και ότι θα εχρησιμοποιούσε όλα τα ενδεικνυόμενα ένδικα μέσα (αγωγές μηνύσεις) για οποιονδήποτε λόγο θίγεται ο ίδιος από τους αντισυμβαλλομένους του. Την επομένη (....), αφού απέκρυψε από τους μηνυτάς τη σύνταξη της εν λόγω πράξης εισέπραξε το συνολικό ποσό των 600.000.000 δρχ. και υπέγραψε το υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό. Και ερωτάται θα παρέδιδαν οι μηνυτές στο κατηγορούμενο το παραπάνω ποσό εάν εγνώριζαν την αληθή του βούληση. Καθ' ημάς όχι. Και εις τούτο έγκειται η απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, η οποία σε συνδυασμό με τη όλη του συμπεριφορά ως ανωτέρω περιγράφεται θεμελιώνει την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια αξιόποινη του πράξη. Η εκ των υστέρων ακύρωση όλων των ιδιωτικών συμφωνητικών με την υπ' αριθ. 2510/22-3-2001 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του την .... αφού πέραν του αριθμού των μετοχών που είχε στην ΑΕΓΕΚ καμμία συμμετοχή δεν απέδειξε ότι είχε στις εργασίες της εταιρείας από τα τέλη του 1996 και εντεύθεν, ενώ οι μηνυτές αξιοποιούντες τις συγκυριακές ευκαιρίες ανόδου των μετοχών των κατασκευαστικών εταιριών στο χρηματιστήριο αξιών Αθηνών επολλαπλασίασαν τα κέρδη της εταιρείας και κατ' ακολουθίαν και τα ιδικά των. Τα αυτά δεχθέν και το προσβαλλόμενο βούλευμα (787/2007) κατ' ουδέν έσφαλε και πρέπει να απορριφθεί η έφεση του κατηγορουμένου σαν ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί τούτο ως προς όλες του τις διατάξεις. 'Όμως, με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, περιλαμβάνει στο προσβαλλόμενο βούλευμα ασάφειες και αντιφάσεις. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο του από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού και του παραρτήματός του, σύμφωνα με το οποίο ο αναιρεσείων έλαβε συνολικώς το ποσό των 600.000.000 δραχμών από τους μηνυτές. 'Ετσι, δεν διευκρινίζεται η αιτία διά την οποία αυτός έλαβε το ανωτέρω ποσό, ως και αν το σκοπούμενο όφελος εκ της λήψεως του εν λόγω ποσού ήτο παράνομο (μη στηριζόμενο εις νόμιμη αξίωση αυτού κατά των παθόντων). Επίσης, στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διευκρινίζεται, επί ποιών συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών θεμελιώνεται η παραδοχή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως, της αποδιδομένης στον αναιρεσείοντα ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, λαμβανομένων υπ'όψη των προεκτεθέντων σχετικών ορισμών του άρθρ. 13 στοιχ. στ' Π.Κ. Περαιτέρω, ενώ το πρωτόδικο βούλευμα δέχεται ότι το αποδιδόμενο στον αναιρεσείοντα έγκλημα της απάτης ετελέσθη διά της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών, το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται, αφ'ενός μεν, ότι το εν λόγω έγκλημα διεπράχθη δι'αθεμίτου παρασιωπήσεως αληθούς γεγονότος, αφ'ετέρου δε, αντιφατικώς, ότι το ως άνω πρωτόδικο βούλευμα "κατ'ουδέν έσφαλε". Αλλά με τις ως άνω ασάφειες και αντιφάσεις, το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε σ'αυτό την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και παρεβίασε εκ πλαγίου τις εφαρμοσθείσες ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής αυτών και να στερήται το βούλευμα νομίμου βάσεως. Επομένως, είναι βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αλλά η προβαλλομένη αιτίαση, περί μη λήψεως υπ'όψη από το Συμβούλιο Εφετών όλων των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και τα δύο συμφωνητικά της ......, είναι αβάσιμη, αφού το αντίθετο προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα. Καθ'ο δε μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Επίσης και η αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αορίστως προβαλλομένη, δηλαδή χωρίς να εκτίθεται εις τί συνίσταται αυτή, είναι απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 406/06, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906). Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1230/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 24 Δεκεμβρίου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 163/26-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1230/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 787/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ(386 παρ.1,3 του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι μηνυτές και ο κατηγορούμενος μετείχαν από του έτους 1983, ως βασικοί μέτοχοι της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Κατασκευών και Ναυτιλιακων Τουριστικών Γεωργικών και Δασικών Επιχειρήσεων ΑΕΓΕΚ" ιδρυθείσης το 1949. Ο κατηγορούμενος αγόρασε ποσοστό του 1/3 των μετοχών της ΑΕΓΕΚ και, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τους μηνυτάς, απασχολήθηκε με την εκτέλεση Δημοσίων έργων (..., ..... κλπ.). Οι τρεις βασικοί μέτοχοι (μηνυτές και κατηγορούμενος) αποφάσισαν το 1993 να εισαχθεί η εταιρεία στο Χρηματιστήριο και προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος της εταιρείας, συναπεφάσισαν να διατηρήσουν το 32,3% του όλου αριθμού των μετοχών εις κοινή θεματοφυλακή. Για το λόγο αυτό το πακέτο των ονομαστικών προνομιούχων μετοχών αριθμούσε 1.190.490 προνομιούχες μετοχές και 215.770 κοινές. Εκ τούτων ανήκαν στον κατηγορούμενο 275.870 προνομιούχες και 50.000 κοινές. Για τις προνομιούχες μετά ψήφου μετοχές, η τιμή διάθεσης είχε ορισθεί σε 1.800 δραχμές και για τις κοινές σε 1.300 δραχμές (οράτε 2α σελίδα του υπ' αριθ. 908/2005 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών). Όμως ο κατηγορούμενος, για λόγους προσωπικούς, παρέσχε την 24-12-1997 την εντολή στο μηνυτή Ψ1 της πώλησης των μετοχών του, προνομιούχων και κοινών, με τιμή πώλησης 1.600 δραχμών για τη κοινή και 1.100 για την προνομιούχο. Η εντολή δεν δόθηκε συμβολαιογραφικώς, ως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Νόμου 2459/1997 προστεθείσα στο άρθρο 79 παρ. 4 του Νόμου 2238/1994 (ίδετε 304/ΤΟ/1998 Πρωτοδικείου Βερροίας εις ΝοΒ 48/2000 σελίς 1604). Πράγματι επωλήθησαν προς 1115 δραχμές οι προνομιούχες και προς 1650 δρχ. οι κοινές στις 12-11-1998 και 27-11-1998 αντίστοιχα (οράτε την από 31ης Οκτωβρίου 2003 ένορκη κατάθεση του αδελφού του κατηγορουμένου ενώπιον της 9ης τακτικής Ανακρίτριας, αλλά και την τετάρτη σελίδα της υπ' αριθ. 22189/1999 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Ακολούθησε η σύνταξη και υπογραφή των από...., .... και ....., συμφωνητικών μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορουμένου, το περιεχόμενο και το νόημα των οποίων ήτο η επανάκτηση των μετοχών από το κατηγορούμενο. Όμως ο κατηγορούμενος, στην υπογραφή μάλιστα του τελευταίου συμφωνητικού συμπαραστάθηκε με το φίλο και παλαιό συνάδελφό του Γ1 (οράτε την από 1-6-2004 (ένορκη κατάθεση τούτου ενώπιον της 11ης τακτικής ανακρίτριας) και δέχτηκε να αποζημιωθεί, αφού δεν είχε τη δυνατότητα επιστροφής του Δανείου. Ούτω έλαβε και το ποσό των 270.000.000 δρχ. παραιτηθείς του δικαιώματος εξωνήσεως των μετοχών του. Εν τω μεταξύ, η πορεία της εταιρείας υπήρξε ανοδική. Οι μηνυτές, μέσω της υπεράκτιας εταιρείας ως είχαν δικαίωμα αλλά και υποχρέωση, .... LTD, με έδρα τη ...... της Κύπρου, αγόρασαν τις μετοχές του κατηγορούμενου, αλλά, είτε εικονική ήτο αυτή η αγοραπωλησία, είτε αληθής, η αποξένωση του κατηγορούμενου από τις μετοχές του, ήτο προϊόν της δικής του βουλήσεως. Κατόπιν, ο κατηγορούμενος ήσκησε κατά των μηνυτών την από 4-6-1999 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 22189/1999 απόφασή του, που δημοσιεύτηκε την 6η Ιουλίου 1999 και απέρριψε την αίτηση στο σύνολό της. Στη συνέχεια, την ....... υπεγράφη μεταξύ μηνυτών και κατηγορουμένου ιδιωτικό συμφωνητικό και παράρτημά του, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος έλαβε 400.000.000 δρχ. από το πρώτο μηνυτή εκ του ταμείου της εταιρείας και 200.000.000 δρχ. από το δεύτερο μηνυτή Ψ2, με την παράδοση των σωμάτων των υπ' αριθ. ...... και υπ' αριθ. ..... επιταγών της τραπέζης ALPHA Πίστεως Α.Ε. Την προηγουμένη όμως της υπογραφής των εν λόγω συμφωνητικών και της παράδοσης των επιταγών, ο κατηγορούμενος εκάλεσε στο γραφείο του τη συμβολαιογράφο Αθηνών Βικτωρία Παπαευαγγέλου Παπακωνσταντίνου, η οποία συνέταξε την υπ' αριθ. ...... πράξη της εγχείρισης εγγράφων και τη δήλωσή του ότι οι απαιτήσεις του κατά των μηνυτών και της εταιρείας είναι υπαρκτές και βάσιμες και ότι το ποσό που επρόκειτο να λάβει αποτελούσε ασήμαντο μέρος των απαιτήσεών του αυτών και ότι θα εχρησιμοποιούσε όλα τα ενδεικνυόμενα ένδικα μέσα (αγωγές μηνύσεις) για οποιονδήποτε λόγο θίγεται ο ίδιος από τους αντισυμβαλλομένους του. Την επομένη (.......), αφού απέκρυψε από τους μηνυτάς τη σύνταξη της εν λόγω πράξης εισέπραξε το συνολικό ποσό των 600.000.000 δρχ. και υπέγραψε το υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό. Και ερωτάται, θα παρέδιδαν οι μηνυτές στο κατηγορούμενο το παραπάνω ποσό, εάν εγνώριζαν την αληθή του βούληση; Καθ' ημάς όχι. Και εις τούτο έγκειται η απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, η οποία, σε συνδυασμό με τη όλη του συμπεριφορά, ως ανωτέρω περιγράφεται, θεμελιώνει την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια αξιόποινή του πράξη. Η εκ των υστέρων ακύρωση όλων των ιδιωτικών συμφωνητικών με την υπ' αριθ. 2510/22-3-2001 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του την ......, αφού, πέραν του αριθμού των μετοχών που είχε στην ΑΕΓΕΚ, καμμία συμμετοχή δεν απέδειξε ότι είχε στις εργασίες της εταιρείας από τα τέλη του 1996 και εντεύθεν, ενώ οι μηνυτές, αξιοποιούντες τις συγκυριακές ευκαιρίες ανόδου των μετοχών των κατασκευαστικών εταιριών στο χρηματιστήριο αξιών Αθηνών, επολλαπλασίασαν τα κέρδη της εταιρείας και κατ' ακολουθίαν και τα ιδικά των. Τα αυτά δεχθέν και το προσβαλλόμενο βούλευμα (787/2007) κατ' ουδέν έσφαλε και πρέπει να απορριφθεί η έφεση του κατηγορουμένου σαν ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί τούτο ως προς όλες του τις διατάξεις". Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα περιστατικά, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος κακουργηματικής απάτης, με συνολικό όφελος πλέον των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την, από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε την απόφασή του, της νόμιμης βάσεως πράγμα που, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, α) από το περιεχόμενο του από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού και του παραρτήματος, δεν αιτιολογείται η παραδοχή και δεν διευκρινίζεται από ποια πραγματικά περιστατικά, προκύπτει η πραγματική αιτία, για την οποία ο κατηγορούμενος, έλαβε από τους εγκαλούντες, το ποσό των 600.000.000 δραχμών, β) εάν, η πραγματική αιτία της λήψης από το αναιρεσείοντα, του ως άνω ποσού των 600.000.000 δραχμών, ήταν αυτή του ανταλλάγματος, που, όπως αυτός ισχυρίζεται, προέρχεται από την εκποίηση των 500.000 μετοχών του, που αυτοί (εγκαλούντες) πούλησαν για λογαριασμό του, δεν αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, από ποια συγκεκριμένα περιστατικά προκύπτει, ότι το ποσό αυτό δεν αποτελεί αντάλλαγμα προερχόμενο από την ως άνω αιτία, γ) στην περίπτωση, που η λήψη από αυτόν του ποσού των 600.000.000 δραχμών, δεν αποτελούσε το συμβατικό αντάλλαγμα από την εκποίηση των 500.000 μετοχών του, δεν αιτιολογείται από ποιά πραγματικά περιστατικά προκύπτει η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος ωφελήθηκε και μάλιστα παράνομα το ποσό αυτό, και αντίστοιχα ζημιώθηκε η περιουσία των εγκαλούντων κατά το ποσό αυτό, δ) δεν αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, ο κατηγορούμενος ωφελήθηκε παράνομα το συνολικό ποσό των 600.000.000 δραχμών, τη στιγμή που, το προσβαλλόμενο βούλευμα, δέχεται, ότι, από το ως άνω ποσό των 600.000.000 δραχμών, μέρος αυτού, από 200.000.000 δραχμές, είχε δοθεί λόγω ατόκου δανείου, αποδοτέου εντός διετίας, από τη λήψη του, ε) δεν αιτιολογείται, από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει, η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων, δολίως απέκρυψε από τους εγκαλούντες τη σύνταξη της υπ' αριθμό ......... πράξεως της συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Παπακωνσταντίνου, πολύ περισσότερο δε εκείνα τα περιστατικά, τα οποία συνέχονται με τη δόλια προαίρεση του αναιρεσείοντος και ασκούν οπωσδήποτε έννομη επιρροή, ώστε να παραπλανηθούν οι εγκαλούντες, και στη συνέχεια να προβούν σε διάθεση της περιουσίας τους, και στ) δεν αιτιολογείται, από ποια πραγματικά περιστατικά, προκύπτει η παραδοχή, ότι συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης της πράξεως, ενόψει του ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν διαλαμβάνεται οποιαδήποτε αιτιολογία των περιστατικών εκείνων που να θεμελιώνουν τη συνδρομή των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ' του Κ.Π.Δ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 585 παρ. 1, 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμό 1230/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση βουλεύματος για κακουργηματική απάτη, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
1
Αριθμός 1212/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γρηγοράκη, περί αναιρέσεως της 860/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.12.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 38/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εξάλλου, μόνη η αποδοχή από το Δικαστήριο στο σκεπτικό της απόφασης, ύστερα από την εκτίμηση των αποδείξεων, ως αιτιολογίας, έστω και κατ' αντιγραφή, του περιεχομένου του διατακτικού της απόφασης, δεν συνιστά άνευ ετέρου έλλειψη της κατά νόμο αιτιολογίας της απόφασης, εκτός εάν στο διατακτικό και κατ' ανάγκη επί αντιγραφής του στο σκεπτικό της απόφασης δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων. Η έλλειψη όμως αυτή και στην εν λόγω περίπτωση πρέπει να προσδιορίζεται με το σχετικό λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση η εδώ αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμ. 860/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης "στερείται της αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, δεδομένου ότι το αιτιολογικό αυτής αποτελεί επανάληψη του κλητηρίου θεσπίσματος και του διατακτικού". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, ως αόριστος, γιατί δεν αναφέρεται ποία περιστατικά εκτίθενται στο σκεπτικό της απόφασης, έστω και κατ' αντιγραφή του διατακτικού, και σε τι συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας. 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 474 παρ.2 και 476 παρ.1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης πρέπει να περιέχει αναγκαίως, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι αν δεν περιέχει έστω και ένα λόγο αναίρεσης ορισμένο και παραδεκτό, η αναίρεση απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης δεν αρκεί μόνο η απλή παράθεση του κειμένου του νόμου που τον προβλέπει αλλά απαιτείται να γίνεται και συγκεκριμένος προσδιορισμός της επικαλούμενης έλλειψης ή παράβασης. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ, προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης για "εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε" πρέπει, για να είναι αυτός ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται, σε σχέση με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόστηκε από αυτή. Διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι αόριστος και δεν μπορεί να συμπληρωθεί με αναφορά σε άλλο, εκτός της έκθεσης αναίρεσης, έγγραφο. 3. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 860/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 Π.Κ. γιατί στην περίπτωσή της το Εφετείο εφάρμοσε τη προδιαληφθείσα διάταξη αντί εκείνης των άρθρων 375 ή 386 ή 217 Π.Κ.. Όμως, με τον λόγο αυτό, η αναιρεσείουσα αναλίσκεται στην νομική ανάπτυξη των απόψεών της, χωρίς να εκθέτει τις παραδοχές της απόφασης, δηλαδή ποία πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το Εφετείο σχετικά με την πράξη ή τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε για να μπορέσει το Δικαστήριο αυτό να ελέγξει αναιρετικά την ορθή ή μη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος . Η αναφορά, ότι το Εφετείο έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 375 ή 386 ή 217 Π.Κ, χωρίς να εκτίθενται οι παραδοχές της απόφασης, δεν είναι αρκετή για να καταστήσει τον λόγο αυτό ορισμένο. 4. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ. 1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α. Απορρίπτει την από 10-12-2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 860/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναίρεσης. Απορρίπτει.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1211/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη, ορισθέντα με την υπ'αριθμό 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Νασιοθύμιο, περί αναιρέσεως της 67611/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1696/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή του βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ. ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση, όμως, που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία άλλως, ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 67611/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία ως εκπρόθεσμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 51666/1995 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 1.000.000 δρχ. για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση . Με την έφεσή του, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος επικαλέσθηκε και προέβαλε, ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης που του επιδόθηκε ως άγνωστης διαμονής, και ότι κακώς του κοινοποιήθηκε η απόφαση ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής στη διεύθυνση ...... των ΗΠΑ. Ως αιτιολογία για την απόρριψη της εφέσεως αυτής το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: ότι "Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του εκκαλούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και των επικαλουμένων και προσκομιζομένων από τον εκκαλούντα εγγράφων και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, θα πρέπει η κρινόμενη έφεση ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της, διότι : από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι η προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης ενώ ο κατηγορούμενος είναι άγνωστης διαμονής είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, με αποτέλεσμα σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 156 του ΚΠΔ "η επίδοση του εγγράφου να γίνεται στο σύζυγο του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό..." ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου "αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται προς τον δήμαρχο ή τον δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό ή προς τον πρόεδρο ή τον γραμματέα της κοινότητας ή προς τον ιερέα της ενορίας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, οι οποίοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να φροντίσουν για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που τους επιδόθηκε σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία και να στείλουν βεβαίωση για την τοιχοκόλληση στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση...... Τέλος, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠΔ, η μη τήρηση της παραπάνω διάταξης του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα συνεπάγεται ακυρότητα της επίδοσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η με αρ. 6555/2-6-2006 έφεση του Χ1 στρέφεται κατά της υπ' αρ. 51666/2-5-1995 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία ο εκκαλών καταδικάστηκε ερήμην για την πράξη της παράβασης του νόμου περί επιταγών (άρθρο 79 Ν. 5960/33) σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή 1.000.000 δρχ. Όπως προκύπτει από το συνημμένο στη δικογραφία αποδεικτικό επίδοσης απόφασης κατηγορουμένου άγνωστης διαμονής, η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στις ...... από τον ......, Αστ/κα του ΑΤ Αργυρούπολης στην δημοτική υπάλληλο (τμηματάρχη) του Δήμου Αργυρούπολης ......., δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος στην διεύθυνση της τελευταίας γνωστής στις δικαστικές αρχές κατοικίας του (οδός .......) την οποία είχε δηλώσει και στην εγκαλούσα τράπεζα με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΕ". στο υποκατάστημα που η τελευταία διατηρεί στην Αργυρούπολη όπου εκδόθηκε το μπλοκ επιταγών από το οποίο σύρονται οι επίδικες επιταγές, αναζητήθηκε από τον ως άνω αναφερόμενο αστυνομικό και δεν ανευρέθη ο ίδιος ή κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ. Ακολούθως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο που έγινε η επίδοση (....) της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης ήταν γνωστής διαμονής αφού από τον Αύγουστο του έτους 1994 έχει μετοικήσει στις Η.Π.Α. και κατοικεί έκτοτε μόνιμα εκεί και συγκεκριμένα στην διεύθυνση ..... (βλ. τα προσκομιζόμενα από τον εκκαλουντα αποδεικτικά ατομικού εισοδήματος των οικονομικών ετών 1994, 1995 και 1996 του τμήματος οικονομικών των Η.Π.Α., τα από .... και .... έγγραφο υποθήκης και συμβολαιογραφικής πράξης αντίστοιχα που προσκομίζονται από τον εκκαλουντα σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα καθώς και φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου του που εκδόθηκε στις ....), ενώ όταν επισκέπτονταν κάθε χρόνο την Ελλάδα διέμενε στην ..... Βοιωτίας στην οικία των γονιών του (βλ. και την κατάθεση του μάρτυρα του εκκαλούντος). Ισχυρίζεται επίσης ότι τόσο η μόνιμη κατοικία του στην αλλοδαπή όσο η διαμονή του όταν έρχονταν στην Ελλάδα ήταν σύμφωνα και με την δήλωση του στην έκθεση της επίδικης εφέσεως του γνωστή "τοις πάσι", ωστόσο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η προαναφερόμενη μόνιμη κατοικία στην αλλοδαπή και η προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα του εκκαλούντος ήταν γνωστές με οποιονδήποτε τρόπο στις αρμόδιες Δικαστικές και Αστυνομικές Αρχές, ούτε ότι ο ίδιος φρόντισε να γνωστοποιήσει στις αρχές αυτές με οποιονδήποτε τρόπο την αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας του ή έστω την προσωρινή του διαμονή, παρά το γεγονός ότι γνώριζε για την εκκρεμότητα της μη πληρωμής των επίδικων επιταγών και του έστω και πιθανολογούμενου κινδύνου διώξεως του γι' αυτές. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και σύμφωνα και με τ' αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη στην προκείμενη περίπτωση έγινε νόμιμη επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και είχε ήδη αρχίσει να τρέχει η τριακονταήμερη προθεσμία της έφεσης, γι' αυτό και μετά την άπρακτη πάροδο της (.... επίδοση εκκαλούμενης - 2-6-2006 άσκηση εφέσεως), η άσκηση της, την κατέστησε εκπρόθεσμη. Επιπρόσθετα, από το όλο περιεχόμενο της κρινόμενης έφεσης δεν προκύπτει, αλλ1 ούτε και γίνεται από της πλευράς του εκκαλούντος καμιά απολύτως επίκληση ή αναφορά κάποιου λόγου ανώτερης βίας, που να δικαιολογεί σε τελευταία ανάλυση το εκπρόθεσμο της άσκησης της. Κατόπιν τούτων και σύμφωνα, με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, πρέπει, να κηρυχθεί απαράδεκτη η κρινόμενη έφεση, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, και να διαταχθεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης.". Η αιτιολογία αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ δεδομένου ότι ουδόλως αναφέρονται, ενόψει της αμφισβήτησης που προέβαλε ο αναιρεσείων ως εκκαλών, περιστατικά ως προς το αν η διεύθυνση ......, όπου αναζητήθηκε ο εκκαλών από το αστυνομικό όργανο που ενήργησε την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, υπήρξε κατοικία του αναιρεσείοντος, ή αν αυτή ήταν η τελευταία γνωστή κατοικία του, ώστε μετά τη διαπίστωση της απουσίας του από αυτή καθώς και της ιδιότητάς του ως άγνωστης διαμονής να αναζητηθούν εκεί τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ πρόσωπα. Επί πλέον το Δικαστήριο, που δίκασε κατ' έφεση, αρκέσθηκε στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η προβαλλόμενη από τον εκκαλούντα ως γνωστή στην εισαγγελική αρχή ανωτέρω διεύθυνση της κατοικίας του, ήταν γνωστή στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές χωρίς να ερευνήσει αν η διεύθυνση της κατοικίας του αυτής ήταν γνωστή ή όχι και στην εισαγγελική αρχή, αφού το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου κρίνεται από το αν η διαμονή του είναι άγνωστη γενικά στην εισαγγελική αρχή και όχι στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές το δε γεγονός ότι ο εκκαλών - αναιρεσείων δήλωσε στην εγκαλούσα Τράπεζα διεύθυνση κατοικίας, δεν σημαίνει ότι έκτοτε εκεί και μόνον έπρεπε να αναζητηθεί, αφού δεν υπάρχει παραδοχή στην απόφαση ότι η διεύθυνση αυτή είχε δηλωθεί στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 273 ΚΠΔ και ότι κατά συνέπεια εκεί έπρεπε να γίνει η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επίσης η αιτιολογία της απόφασης ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προβεί σε γνωστοποίηση της ως άνω διεύθυνσης της κατοικίας του στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού ο κατηγορούμενος, ο οποίος πιθανόν να μη γνωρίζει ότι έχει καταστεί κατηγορούμενος ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στις ανωτέρω αρχές . Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας ως προς το κύρος της επίδοσης της ως άνω απόφασης ως άγνωστης διαμονής, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Το δικαστήριο αυτό, αφού κρίνει επί του παραδεκτού της εφέσεως, θα ελέγξει και αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση παύσεως οριστικώς της ποινικής διώξεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 67611/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο παραπάνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που την είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια προσώπου αγνώστου διαμονής. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο και απαράδεκτο. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση του αναιρεσείοντος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1207/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 720/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.7.2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1507/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 373/10.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 1 περίπτ. 2, 527 παρ. 1,3 και 528 Κ.Π.Δ., την από 16-7-2007 αίτηση του Χ1, , κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, για επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ'αριθμ. 720/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για την πράξη της διακεκριμένης κλοπής κατ'εξακολούθηση, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ. η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις, που περιοριστικά αναφέρονται στο ως άνω άρθρο και όταν, μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής νέα γεγονότα ή αποδείξεις θεωρούνται εκείνες, οι οποίες, ασχέτως του αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες σ'αυτούς, την κρίση του δε αυτή το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορούν να είναι, οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις μαρτύρων ή και νεώτερες των προηγουμένως εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία, που διευκρινίζουν αμφίβολα στοιχεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες μόνες τους ή σε συνδυασμό με εκείνες, που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει την βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά, αντιθέτως, ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό, αφού η επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφόμενη εναντίον αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 1021/2007, ΑΠ 824/2007). Στην προκειμένη περίπτωση η παραπάνω υπ'αριθ. 720/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών είναι αμετάκλητη, αφού με την υπ'αριθ. 2517/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η εναντίον της ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως του αιτούντα. Με την απόφαση αυτή ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Χ1 καταδικάσθηκε σε κάθειρξη έξι (6) ετών για την πράξη της διακεκριμένης κλοπής κατ'εξακολούθηση, που συνίσταται στο ότι κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 1989 μέχρι και τον Απρίλιο 1991 στην Αθήνα και στον Πειραιά με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αφαίρεσε από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και ειδικότερα διέπραξε τις παρακάτω τέσσερις (4) κλοπές: 1) την 7-9-89 στον Πειραιά αφαίρεσε από την οδό ...... ένα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, τύπου LANCIA με αριθμό πλαισίου ......, ιδιοκτησίας Γ, το οποίο έφερε ελβετικές πινακίδες κυκλοφορίας με αριθμό ......, διότι είχε εισαχθεί χωρίς να εκτελωνισθεί και χωρίς να καταβληθούν οι οφειλόμενοι γιαυτό φόροι, δασμοί κ.λ.π. δικαιώματα του δημοσίου 2) την 8-9-89 στην Αθήνα αφαίρεσε από το αυτοκίνητο, τύπου LANCIA, ιδιοκτησίας του Γ1, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού ...., τις υπ'αριθμ. ...... ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας, 3) τις νυκτερινές ώρες της 27 προς 28-3-1991 αφαίρεσε το άνευ αριθμού κυκλοφορίας, με αριθμό πλαισίου ......., τύπου RANGE ROVER, χρώματος γκρί σκούρο, ιδιοκτησίας Γ2, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην οδό ...... Και 4) Τον Απρίλιο του 1990 και κατά μη επακριβώς καθορισθείσα ημέρα, στη .... Αττικής αφαίρεσε από μοτοσυκλέττα, ιδιοκτησίας Γ3, τις πινακίδες κυκλοφορίας με αριθμ. ....... Οι ανωτέρω κλοπές τελέσθηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και ειδικότερα κατ'επάγγελμα, διότι έγιναν με πρόθεση επανειλημμένης διαπράξεως, με σκοπό πορισμού εισοδήματος και κατά συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη διάπραξη των κλοπών προκύπτει ροπή αυτού για τέλεση κλοπών. Το δικαστήριο στην καταδικαστική για τον αιτούντα κρίση του κατέληξε, στηριζόμενο στα αναγνωσθέντα δέκα επτά (17) συνολικά έγγραφα, όπως αυτά λεπτομερώς περιγράφονται στα οικεία πρακτικά, καθώς και στην απολογία εκείνου (αιτούντα). Ειδικότερα από τις αναγνωσθείσες εκθέσεις κατ'οίκον έρευνας και κατασχέσεως προέκυψε ότι τα ανωτέρω κλαπέντα αυτοκίνητα και πινακίδες κυκλοφορίας βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην οικία του αιτούντα, στα ....... Αττικής. Περαιτέρω από το αναγνωσθέν υπ'αριθ. ..... σήμα της Υποδιευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών προέκυψε ότι πάνω σε κουτί από χαρτομάντηλα που βρέθηκε μέσα στο υπ'αριθμ. ...... αυτοκίνητο του Γ1, από το οποίο αφαιρέθηκαν οι πινακίδες κυκλοφορίας, διαπιστώθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντα. Ως νέα γεγονότα και αποδείξεις για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεώς του επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών: 1) την υπ'αριθμ. .... βεβαίωση χορηγούμενης Φαρμακευτικής αγωγής, σύμφωνα με την οποία λαμβάνει φάρμακα για τη ρύθμιση του ζαχάρου, 2) την υπ'αριθ. ..... ιατρική γνωμάτευση, σύμφωνα με την οποία ο αιτών πάσχει από στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση, 3) το υπ'αριθμ. ..... Πιστοποιητικό του Νοσοκομείου "ΤΖΑΝΕΙΟ", από το οποίο προκύπτει ότι ο αιτών νοσηλεύθηκε εκεί λόγω απεργίας πείνας, 4) την από ..... υπεύθυνη δήλωση του Δ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος δηλώνει ότι ο αιτών δεν έχει καμία σχέση με τις ένδικες κλοπές, τις οποίες του "φόρτωσε" ο Ζ1, ο δε αιτών κατά το χρονικό διάστημα διαπράξεως των κλοπών αυτών ευρίσκετο στην Σουηδία, 5) Την από ... υπεύθυνη δήλωση του Δ2, κρατουμένου στο ΑΣΚΑ Κασσαβέτειας Βόλου, ο οποίος δηλώνει ότι "το αυτοκίνητο του Γ4 μάρκας GOLF εκλάπη από τον Ζ1, γιατί είχαν μαζί τους οικονομικές διαφορές", 6) την υπ'αριθμ. 332/6-7-2006 ένορκη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λαμίας βεβαίωση του Δ3, ο οποίος βεβαιώνει ότι όσα στο παρελθόν έχει καταθέσει σε βάρος του αιτούντα Χ1 ήταν ψευδή, τα κατέθεσε δε ύστερα από απειλές των Ν1 και Ν2. Αυτό που γνωρίζει είναι ότι τα αυτοκίνητα που βρέθηκαν στα ...... είναι δουλειά του Ν1 και φίλων του. Γνωρίζει επίσης ότι όλες οι κατηγορίες σε βάρος του αιτούντα είχαν κατασκευασθεί από τον Ν2, ύστερα από υπόδειξη του δικηγόρου Ε1 και 7) την από...... υπεύθυνη δήλωση της Δ4, η οποία δηλώνει ότι ήταν σύζυγος του αιτούντα, με τον οποίο ήλθε σε διάσταση περί τα τέλη του έτους 1987, διότι αυτός επέστρεψε στη Σουηδία στην πρώην γυναίκα του. Από διάφορες συζητήσεις αντιλήφθηκε ότι ο αιτών βρίσκεται σε αντίθεση με τους Ε1 - Ε2, Ε3, οι οποίοι συνεργάζονταν με την αστυνομία και μαζί με τους Ζ1 και Ν1 κατασκεύασαν όλες τις κατηγορίες εναντίον του αιτούντα. Με τον Ζ1 διέμεναν στα ..... Αττικής. 'Όταν η Αστυνομία διενήργησε έρευνα στην οικία που διέμενε εκείνη (Δ4) και ο Ζ1, βρέθηκαν εκεί τα αντικείμενα που αφορούσαν οι ένδικες κλοπές, στα δε αστυνομικά όργανα ανέφερε ότι πιθανόν να ανήκαν στον αιτούντα, μολονότι γνώριζε ότι αυτός δεν διέμενε εκεί. 'Όμως τα ανωτέρω επικαλούμενα από τον αιτούντα ως νέα γεγονότα-αποδείξεις, από μόνα τους ή σε συνδυασμό με τα στοιχεία που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω υπ'αριθ. 720/2004 καταδικαστική απόφαση, της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κρινόμενη αίτηση, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει την αιτούμενη επανάληψη της διαδικασίας. Ειδικότερα τα υπό στοιχεία 1,2 και 3 έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών δεν εισφέρουν τίποτα στην υπόθεση, αφού έχουν σχέση με τις διάφορες παθήσεις του αιτούντα και την φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει. Περαιτέρω η από ..... υπεύθυνη δήλωση του Δ2 αφορά κλοπή αυτοκινήτου, η οποία όμως δεν συμπεριλαμβάνεται στις ένδικες κλοπές. Τέλος οι υπεύθυνες δηλώσεις των Δ1 και Δ4, καθώς και η υπ'αριθ.322/2006 ένορκη βεβαίωση του Δ3 δεν κρίνονται πειστικές, ενόψει της γενικότητάς τους, αλλά και του γεγονότος ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι στο κλαπέν υπ'αριθ....... αυτοκίνητο βρέθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντα. Κατά τα λοιπά με την κρινόμενη αίτηση προβάλλονται επιχειρήματα υπέρ της αθωότητας του αιτούντα και επιχειρείται ο από ουσιαστικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που την εξέδωσαν. Με τα δεδομένα αυτά τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών για τη θεμελίωση της κρινόμενης αιτήσεώς του, τόσο από μόνα τους, όσο και συνεκτιμώμενα με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε την υπόθεση, με βάση τις οποίες αυτό έκρινε ότι εκείνος (αιτών) τέλεσε την αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης κλοπής κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκε, δεν καθιστούν φανερό, σε σημείο μάλιστα που να εγγίζει τη βεβαιότητα, ότι εκείνος είναι αθώος της πράξεως αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω οι επικαλούμενοι ως άνω λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας είναι αβάσιμοι και επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αιτούντα για αναστολή της εκτελέσεως της ποινής που του επιβλήθηκε, δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 529 Κ.Π.Δ. προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας (ΑΠ 177/2007). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 16-7-2007 αίτηση του Χ1, κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ'αριθ. 720/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Β) Να απορριφθεί το συνεισαγόμενο αίτημα του αιτούντα για αναστολή εκτελέσεως της ανωτέρω υπ'αριθμ. 720/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Γ) Να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 8 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον αιτούντα και έπειτα αποχώρησαν. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠοινΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό. Μεταξύ αυτών είναι και η περίπτωση (αριθ. 2) κατά την οποίαν, αν ύστερα από την οριστική καταδίκη αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις κατά την έννοια της άνω διατάξεως, είναι εκείνες που δεν υπεβλήθησαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγουμένης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που έχουν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά ετέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγον επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ' αντιθέτως ερευνήθησαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν από αυτούς, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφ' όσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφομένης κατ' αμετακλήτου αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ' έκτακτη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών ο οποίος με την υπ' αριθ. 720/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κατεδικάσθη αμετακλήτως για διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση, εις ποινή καθείρξεως εξ (6) ετών, ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, η οποία επερατώθη με την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως, επικαλούμενος νέα γεγονότα και αποδείξεις άγνωστα στους δικαστές, οι οποίοι τον εδίκασαν, από τα οποία προκύπτει, ότι ήτο αθώος για το άνω αδίκημα. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη, παραδεκτώς εισαγομένη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εν Συμβουλίω (άρθρα 527 παρ. 1 και 3 και 528 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθ. 720/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, αφού η κατ' αυτής ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως απερρίφθη με την υπ' αριθ. 2517/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ο αιτών κατεδικάσθη εις ποινή καθείρξεως εξ (6) ετών, για διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση και δη κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 1989 μέχρι και τον Απρίλιο 1991 στην Αθήνα και στον Πειραιά, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, αφαίρεσε από την κατοχή άλλων τα κατωτέρω ξένα (ολικά) κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, ειδικότερα: 1) Την 7.9.1989, στον Πειραιά, αφαίρεσε από την οδό .... ένα ιδιωτικής χρήσης επιβ. αυτοκίνητο τύπου LANCIA με αριθ. πλαισίου..... , ιδιοκτησίας Γ, το οποίο έφερε ελβετικές πινακίδες κυκλοφορίας με αριθ......., διότι είχε εισαχθεί χωρίς να εκτελωνιστεί και χωρίς να καταβληθούν οι οφειλόμενοι γι' αυτό φόροι, δασμοί κλπ δικαιώματα του δημοσίου. 2) Την 8.9.1989 στην Αθήνα, αφαίρεσε από το αυτοκίνητο, τύπου LANCIA, ιδιοκτησίας του Γ1, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού ..., τις υπ' αριθ. ..... ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας. 3) Τις νυκτερινές ώρες της 27 προς 28.3.1991, αφαίρεσε το άνευ αριθ. κυκλοφ. με αριθμό πλαισίου ......, τύπου RANGE - ROVER, χρώματος γκρι σκούρο, ιδιοκτησίας Γ2, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην οδό.... στο ..... Και 4) τον Απρίλιο του 1990 και κατά μη επακριβώς καθορισθείσα ημέρα, στη......Αττικής, αφαίρεσε από μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας Γ3,τις πινακίδες κυκλοφορίας τις με αριθ. ...... Οι ανωτέρω κλοπές τελέστηκαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ειδικότερα: Κατ' επάγγελμα, διότι έγιναν με πρόθεση επανειλημμένης διαπράξεως με σκοπό πορισμού εισοδήματος. Κατά συνήθεια, διότι από την επανειλημμένη διάπραξη των κλοπών προκύπτει ροπή αυτού για τέλεση κλοπών. Το δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για τον αιτούντα, αφού ανεγνώσθησαν τα δέκα επτά (17) έγγραφα τα οποία αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων η από ...... έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Αστυνομικού ......, το υπ' αριθ. πρωτ. ...... σήμα της Υποδιευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών, έλαβε δε υπόψη του και την απολογία του αιτούντος. Κατά την πρώτη: στην Δ/νση Ασφαλείας Αττικής, 2ο Τμήμα Εγκλ. κατά της ιδιοκτησίας, είχε περιέλθει η πληροφορία ότι ο Χ1 διαμένει στα ....εντόπισαν την οικίαν, όπου εφέρετο ότι διέμενε το άνω διωκόμενο άτομο, μετέβησαν εκεί την 28.3.1991, αλλά εντός αυτός δεν ενευρέθη. Η σύζυγός του Δ4 δήλωσε ότι δεν γνώριζε πού ευρίσκετο την στιγμή εκείνη ο σύζυγός της, αλλά ούτε εγνώριζε τον τόπον που ευρίσκετο αυτός. Σε έρευνα και στον περίβολο ανευρέθη α) ένα επιβατηγό μάρκας LANCIA, χρώματος μαύρου με αριθμό πλαισίου ....., το οποίο έφερε τις υπ' αριθ. ... πινακίδες κυκλοφορίας, το αυτοκίνητο διαπιστώθηκε ότι ήτο κλεμμένο και αναζητείτο από 7.9.1989 και ο πραγματικός αριθμός κυκλοφορίας του είναι ..... (ελβετικός αριθμός), οι άνω πινακίδες δε που έφερε, ...., ήταν κλεμμένες και αυτές από 8.9.1989 και είχαν αφαιρεθεί από αυτοκίνητο της ίδιας μάρκας, β) ένα φορτηγό αυτοκίνητο, μάρκας RANGE - ROVER, το οποίο είχε κλαπεί την 27/28.3.1991 από την ...., ...., χωρίς αριθμό κυκλοφορίας. Κατά το έτερο προέκυψε ότι πάνω σε κουτί από χαρτομάντηλα που βρέθηκε στο .... ΙΧΕ αυτοκίνητο του Γ1 που εκλάπη την 7.9.1989 και ανευρέθη την 28.3.1991 στα ...... Αττικής διεπιστώθησαν δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος. Ήδη ο νυν αιτών επικαλείται και προσκομίζει ως νέα στοιχεία: 1) την υπ' αριθ. πρωτ. ..... βεβαίωση χορηγουμένης φαρμακευτικής αγωγής της υγειονομικής υπηρεσίας της Κ.Φ. Χαλκίδος, στην οποία βεβαιώνεται ότι (ο νυν αιτών) λαμβάνει φάρμακα για την ρύθμιση του σακχάρου, 2) την υπ' αριθ. .... ιατρική γνωμάτευση της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού, εις την οποίαν βεβαιώνεται ότι πάσχει από στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση, 3) το υπ' αριθ. ..... πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά "ΤΖΑΝΕΙΟ", εις το οποίο πιστοποιείται ότι ο αιτών νοσηλεύθηκε εκεί λόγω απεργίας πείνας και παρουσιάζει κακοήθη πίεση, 4) την από .... υπεύθυνη δήλωση Ν. 1599/1986 του Δ1, κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, ο οποίος δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι, όπως είχε μάθει, ο φίλος του δηλούντος Ζ1 είχε φορτώσει δικογραφίες στον Χ1, που δεν είχε καμμία σχέση με τις κλοπές ποτέ, και επειδή ο Ζ1 έμενε με την πρώην γυναίκα του Χ1, τα φόρτωσε ο Ζ1 σ' αυτόν (τον τελευταίο), αυτός δε από τον Απρίλιο 1989 ευρίσκετο στη Σουηδία, 5) την από ... υπεύθυνη δήλωση Ν. 1599/1986 του Δ2, κρατουμένου στο ΑΣΚΑ Κασσαβετείας Βόλου, ο οποίος δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι το αυτοκίνητο του Γ4, μάρκας GOLF, εκλάπη από τον Ζ1, γιατί είχαν μεταξύ τους οικονομικές διαφορές, 6) την υπ' αριθ. 332/6.7.2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λαμίας του Δ3, ο οποίος βεβαιώνει, μεταξύ άλλων, ότι όσα στο παρελθόν έχει καταθέσει σε βάρος του αγνώστου προς αυτόν Χ1 είναι όλα ψευδή, τα κατέθεσε δε διότι απειλήθηκε τότε από τους Ν1 και Ν2 και ότι αυτοί του υπέδειξαν το όνομα "Χ1", το οποίο τους το είχε υποδείξει ο δικηγόρος τους Ε1 και η Ασφάλεια Αττικής και γνωρίζει ότι τα αυτοκίνητα στα ...... - Λαγονήσι είναι δουλειά του Ν1 και φίλων του και 7) την από ..... υπεύθυνη δήλωση της Δ4, η οποία δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι ήτο σύζυγος του αιτούντος, με τον οποίον ήλθε σε διάσταση τα τέλη του 1987, διότι αυτός επέστρεψε στη Σουηδία, στην πρώην γυναίκα του. Από διάφορες συζητήσεις είχε καταλάβει ο αιτών βρίσκεται σε κόντρα με τους Ε1 - Ε2 - Ε3, οι οποίοι συνειργάζοντο με την αστυνομία. Αυτοί βρήκαν τον Ζ1 και τον Ν1 και έμπλεξαν τον Χ1. Όταν έφυγε ο Χ1, για να τον εκδικηθεί, άρχισε να μένει με τον Ζ1. Όταν πήγε η Αστυνομία στο σπίτι που έμενε με τον Ζ1 ή Δ4 την 28.3.1991, έψαξαν όλο το σπίτι για να βρουν τον Χ1 και όταν την ρώτησαν για τα αυτοκίνητα που ήταν έξω, είπε ότι δεν ξέρει και ότι πολύ πιθανόν να είναι του Χ1, επειδή μαζί του είχε προηγούμενα και γιατί ο Ζ1 ήταν φίλος της κάνει την δήλωση γιατί έχει μετανοιώσει για ό,τι έκανε στον Χ1, 8) αποκόμματα εφημερίδων "....." και "......." της ... και ...., σε φωτοτυπία, οι οποίες αφορούν άλλες δικαστικές υποθέσεις ξένες προς αυτές του αιτούντος, 9) καταδικαστικές αποφάσεις Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών των ετών 1994, 1995, 1997 για παράβαση του Ν. περί επιταγών, εκδοθείσες ερήμην του, με τις επ' αυτών αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τις οποίες το τελευταίο αποφαίνεται ότι δεν αφορούν τον Χ1 οι άνω καταδίκες, ως και απαλλακτικές αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων των ετών 2003 για διακεκριμένες κλοπές, εν φωτοτυπία και μόνο την πρώτη σελίδα των αποφάσεων, χωρίς άλλο τι. Όμως τα ανωτέρω στοιχεία λαμβανόμενα υπ' όψη μόνα τους ή σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που είχαν προσκομισθεί στο άνω Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που εξέδωσε την 720/2004 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση εις βάρος του αιτούντος, δεν καθίσταται φανερό ότι αυτός είναι αθώος της αξιοποίνου πράξεων της διακεκριμένης κλοπής κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα, τα υπό στοιχεία 1, 2 και 3 έγγραφα ιατρικά, ουδέν εισφέρουν στην υπόθεση, αφού η κατάσταση της υγείας του αιτούντος δεν αποτελεί προϋπόθεση της επαναλήψεως της διαδικασίας οι υπό στοιχ. 4 και 7 υπεύθυνες δηλώσεις των Δ1 και Δ4, αντιστοίχως, αναφέρονται γενικώς και αορίστως εις το ότι άλλοι ενέπλεξαν τον Χ1 εις το έγκλημα, η υπό στοιχ. 5 υπεύθυνη δήλωση του Δ2 δεν αφορά κλοπή αυτοκινήτου, από τα αναφερόμενα εις την άνω απόφαση, η υπό στοιχ. 6 ένορκη βεβαίωση του Δ3, πέραν της γενικότητός της, ουδέν νέον προσθέτει εις την υπόθεση, ενώ όλες οι ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις έρχονται σε αντίθεση με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι στο υπ' αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο ευρέθησαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του αναιρεσείοντος. Τέλος, και τα υπό στοιχ. 8 και 9 στοιχεία δεν έχουν σχέση με την κρινομένη αμετάκλητη απόφαση, όπως δεν έχουν σχέση και τα φύλλα των εφημερίδων "...." και "...." και η σελίδα "..." της "...." εν φωτοτυπία, σχετικά με τις ιδεολογικές τοποθετήσεις του αιτούντος. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι λοιπές αιτιάσεις αυτού, καθ' ο μέρος επιδιώκουν τον από ουσιαστικής πλευράς έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απαράδεκτοι. Μετά πάντα ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση ως αβάσιμη, όπως αυτή συμπληρώθηκε με τα δύο από 18.2.2008 υπομνήματα και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ακόμη, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του αιτούντος για αναστολή εκτελέσεως της ποινής που του επεβλήθη δυνάμει της άνω αποφάσεως, αφού κατά την διάταξη του άρθρου 529 ΚΠοινΔ προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετακλήτου καταδικαστικής αποφάσεως, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16.7.2007 αίτηση του Χ1 για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 720/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και το αίτημα για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που επεβλήθη με την άνω απόφαση. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας (525 § 1 ΚΠΔ). Έννοια νέων γεγονότων και αποδείξεων. Μπορεί να είναι καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα υπό την προϋπόθεση ότι εκτιμώμενα μόνα τους είτε σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος. Δεν θεωρούνται νέα στοιχεία ιατρικά έγγραφα και βεβαιώσεις και στοιχεία, που δεν ασκούν επιρροή στην καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1206/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παραστάθηκε στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2010/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 75/13.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 233/29-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 308 §1 εδ. β' του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 §7 του Ν.1738/1987, στην οποία ορίζεται ότι "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν.1608/50 η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα", σαφώς προκύπτει ότι κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων για εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν.1608/1950 και εκδόθηκαν κατά την οριζόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της αναίρεσης και ότι ο περιορισμός αυτός καταλαμβάνει όχι μόνο τα αμιγώς παραπεμπτικά βουλεύματα αλλά και εκείνα τα οποία μαζί με την παραπεμπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του κατηγορουμένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόμου, ο οποίος είναι η ταχεία περαίωση των υποθέσεων αυτών που αφορούν κατάχρηση του δημοσίου χρήματος, εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους, ως κακουργήματα ή πλημμελήματα (δείτε Α.Π. 309/2004 Π.Χρ. ΝΕ/121). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε με το υπ' αριθ. 2024/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, του οποίου το ύψος και η αντίστοιχη συνολική ζημία με την οποία απειλήθηκε το Δημόσιο, υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. (150.000 €). Συνεπώς, εφ' όσον εν προκειμένω ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε κατά την προαναφερόμενη διαδικασία για έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 1 του Ν.1608/1950, όπως ισχύει σήμερα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση και για το οποίο γενικά δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο και πρέπει κατόπιν τούτου να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 §1 του Κ.Π.Δ. και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθ. 233/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9-1-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. γ και δ άρθρου 308 ΚΠοινΔικ "Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 Ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για συναφή πλημμελήματα". Εκ της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί την ταχεία περάτωση - εκκαθάριση των προβλεπομένων στο άρθρο 1 Ν. 1608/1950 εγκλημάτων, προκύπτει ότι αν προκληθεί κυρία ανάκριση για κακούργημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 Ν. 1608/1950, η οποία περατώθηκε με παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του βουλεύματος αυτού. Περαιτέρω κατ' άρθρον 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο... και διατάσσει... την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2024/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επερατώθη η κατά του αναιρεσείοντος διεξαχθείσα κυρία ανάκριση για την υπό του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 προβλεπομένη και τιμωρουμένη κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλο παράνομο περιουσιακό όφελος, του οποίου το συνολικό ύψος και η συνολική αντίστοιχη ζημία με την οποία απειλήθηκε το Δημόσιο, υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών (150.000 ευρώ), παρεπέμφθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να δικασθεί για την άνω πράξη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε αναίρεση, και, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, ασκουμένη εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 513 απρ. 1 εδ. α' ΚΠοινΔ), παρελκούσης της ερεύνης του αιτήματος του αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, αφού η έρευνα τοιούτου αιτήματος προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση. Περαιτέρω πρέπει να απορριφθεί το κατ' άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠοινΔ αίτημα του αναιρεσείοντος να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, διότι η διάταξη αυτή, που θεσπίζει υποχρέωση του Εισαγγελέως να ειδοποιήσει τον διάδικο, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποίαν ο Εισαγγελεύς πρόκειται να υποβάλει στο συμβούλιο πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως ή επί της ουσιαστικής βασιμότητος των λόγων του ενδίκου μέσου όχι δε και στην περίπτωση, κατά την οποίαν ο Εισαγγελεύς υποβάλλει πρόταση επί ασκηθέντος ενδίκου μέσου, με την οποία προτείνει να κηρυχθεί αυτό απαράδεκτο, διότι τότε εφαρμόζεται η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠολΔικ., όπως εν προκειμένω εφηρμόσθη και ειδοποιήθηκε ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος να προσέλθει στο Συμβούλιο να εκθέσει τις απόψεις του, ο οποίος δεν προσήλθε. Μετά ταύτα ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29/10/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2024/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως και το αίτημά του να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα εις τα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 308 § 1 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠΔ. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου για τα παραπεμπτικού βουλεύματος που αφορά εγκλήματα, προβλεπόμενα από το άρθρο 1 Ν. 1608/1950 και έχει εκδοθεί κατά την οριζομένη στη διάταξη αυτή διαδικασία. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου. Παρέλκει η έρευνα του αιτήματος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου διότι προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση. Απορρίπτεται αίτημα κατ’ άρθρο 308 § 2 ΚΠΔ να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως ο αναιρεσείων εφ’ όσον η πρόταση δεν είναι επί της ουσίας, αλλά επί απαραδέκτου, για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 476 § 1 ΚΠΔ ως ειδικότερο.
Καταχραστές Δημοσίου
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Καταχραστές Δημοσίου, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
0
Αριθμός 1205/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 748/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 297/25.07.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 20-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 157/2006 βουλεύματος, του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου περιφερείας Εφετείου Αθηνών, δια να δικασθή δια βιασμό. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Α) Επειδή, κατά το άρθρο 308 § 2 Κ.Π.Δ., οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ'αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της προτάσεώς του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στην δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στην γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αλλά και στην διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του εισαγγελέα πριν υποβληθή στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατ'άρθρ. 171 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Το εν λόγω αίτημα μπορεί να υποβληθή και με την έφεση, αφού με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του εισαγγελέα, ο οποίος προ της καταρτίσεως της προτάσεώς του λαμβάνει γνώση της εφέσεως (ΑΠ 2116/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/548). 'Όταν, όμως, ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε περί της καταθέσεως της προτάσεως του εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση αυτής, ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορεί να εισαχθή η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνα, χωρίς να προκύπτει ακυρότης (ΑΠ 2556/2003, εις Ποιν. Δικ./2004/511). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Μόνον δε όταν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου στην αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, γεννάται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 576/2003, εις Ποιν. Δικ./2003/1020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο συνήγορος και αντίκλητος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, Γαβριήλ Παντάκης, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς στις 29-12-2006, κατά την σχετική βεβαίωση της γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, να προσέλθει και λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, της οποίας και έλαβε γνώση, δια της εξουσιοδοτηθείσης από αυτόν συνεργάτιδός του δικηγόρου Αικατερίνης Μπάκα, στις 3-1-2007. 'Ετσι, ο αναιρεσείων άσκησε το δικαίωμά του για έγκαιρη γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και, επομένως, η περί του αντιθέτου αιτίαση, δια της οποίας προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Η δε αιτίαση, περί απολύτου ακυρότητος εκ της μη παραμονής της δικογραφίας επί δεκαήμερο στην γραμματεία της εισαγγελίας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, ο αναιρεσείων έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως (ΑΠ 2556/2003, ένθ. ανωτ.). Περαιτέρω, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, επιτρεπτώς αναφερόμενο στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, απερρίφθη αιτιολογημένα η αίτηση του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αφού, δια την απόρριψή της, διαλαμβάνεται η αιτιολογία, ότι αυτός έχει ήδη αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του, τόσο με την απολογία του, όσο και με την έφεσή του και το έγγραφο υπόμνημά του. Επομένως, αβασίμως προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, εκ της εν λόγω απορρίψεως, ο περί απολύτου ακυρότητος αναιρετικός λόγος. Β) Επειδή, η εκ του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, επιτρεπτώς αναφέρεται πλήρως στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθεται ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτή αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, συνοπτικώς, έχουν ως εξής: Ο αναιρεσείων, την 7-12-2004, ευρισκόμενος στο επί της οδού ......, στην Καλλιθέα, κομμωτήριό του, μετά της εργαζομένης σ'αυτό Βασιλικής -'Ηρας Ζαχαροπούλου, ηλικίας 18 ετών, και προφασιζόμενος ότι έπρεπε να κατεβάσουν από το πατάρι του καταστήματος το χριστουγεννιάτικο δένδρο, προς στολισμό της βιτρίνας, παρέσυρε αυτήν εκεί, περί ώρα 16,00', και αφού την ώθησε επί ενός ευρισκομένου εκεί κρεββατιού και έπεσε με δύναμη επάνω της, κατόρθωσε, λόγω της υπερτέρας σωματικής δυνάμεώς του, να της αφαιρέση τα ενδύματα και να έλθη σε εξώγαμη συνουσία μετ'αυτής, παρά την θέλησή της. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αυτό αναφέρεται, εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες στηρίζεται η παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών. Εξ άλλου, η αιτιολογία δια την μη αποδοχή του αιτήματος του αναιρεσείοντος να κληθούν και εξετασθούν η παθούσα και οι γονείς της, περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της παραπεμπτικής δι'αυτόν κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών. Επίσης, η μη αποδοχή του αιτήματος αυτού, περί παύσεως οριστικώς της κατ'αυτού ποινικής διώξεως, κατ'εφαρμογή του άρθρ. 344 Π.Κ, πλήρως αιτιολογείται από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, αφού σε αυτήν εκτίθεται ότι, λαμβανομένων υπ'όψη της βαρύτητας της πράξεως τούτου και των ως άνω συνθηκών τελέσεώς της, λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπερτερούν, στην προκειμένη περίπτωση, σε ένταση και αξία, του ατομικού συμφέροντος της παθούσης, επιβάλλουν την παραπομπή αυτού (αναιρεσείοντος) στο ακροατήριο. Επομένως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο επικαλούμενος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι δε λοιπές αιτιάσεις, δια των οποίων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Να απορριφθούν δε και οι από 20-4-2007 και 11-5-2007 αιτήσεις αυτού, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων, διότι δια της εκθέσεως αναιρέσεως εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του, επί της προκειμένης υποθέσεως. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 20-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Και. Να απορριφθούν οι από 20-4-2007 και 11-5-2007 αιτήσεις αυτού, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων. Αθήναις 22 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ' άρθρον 308 § 2 Κ.Ποιν.Δικ., όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. αυτής αντικατεστάθη με το άρθρο 20 § 2 του Ν. 3160/2003 "οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, να κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής". Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνον στην διενεργουμένη ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών διαδικασία, αλλά και σε εκείνη που διεξάγεται ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 § 1 Κ.Ποιν.Δικ.) η δε παραβίαση αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως πριν να υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ, διότι ανάγεται στην στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 2 στοιχ. α' Κ.Ποιν.Δικ. προβλεπόμενο λόγον αναιρέσεως. Η θεσμοθέτηση της διατάξεως σκοπόν έχει να λάβουν γνώση οι διάδικοι της εισαγγελικής προτάσεως πριν την υποβολή της στο συμβούλιο, για να επιφέρουν τις παρατηρήσεις τους και προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Σε περίπτωση όμως κατά την οποίαν ο κατηγορούμενος ειδοποιηθείς, έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, ή μετά ταύτα παραμονή της δικογραφίας στην γραμματεία της εισαγγελίας μέχρις εξαντλήσεως του δεκαημέρου από την ειδοποίηση είναι περιττή, αφού ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και συνεπώς η προ του δεκαημέρου εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστικό συμβούλιο δεν επάγεται ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεώς του επικαλείται ότι με το δικόγραφο της εφέσεώς του κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, είχε ζητήσει να κληθεί και λάβει γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως εφετών, διορίσας με το εφετήριο και αντίκλητό του τον δικηγόρο Αθηνών Γαβριήλ Παντάκη, πλην ούτοι δεν εκλήθησαν και δεν έλαβαν γνώση της προτάσεως του εισαγγελέως, από την μη ειδοποίηση δε σε συνδυασμό (και) με την μη παραμονή της δικογραφίας επί δεκαήμερο στα γραφεία της εισαγγελίας, επήλθε απόλυτη ακυρότης. Όμως από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, και δη από την υπηρεσιακή βεβαίωση της γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προκύπτει ότι την 29/12/2006 ειδοποιήθη τηλεφωνικώς ο αντίκλητος δικηγόρος του κατ/νου Γαβριήλ Παντάκης να προσέλθει και λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, της οποίας και έλαβε γνώση, δια της εξουσιοδοτηθείσης υπ' αυτού συνεργάτιδός του δικηγόρου Αικατερίνης Μπάκα την 3/1/2007. Συνεπώς, εφ' όσον ο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου, έλαβε, κατά τον άνω χρόνο, γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και του περιεχομένου αυτής, από την μη παραμονή της δικογραφίας επί δεκαήμερο στα γραφεία της εισαγγελίας, ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, και δεν παρεβιάσθη η διάταξη του άρθρου 308 § 2 Κ.Ποιν.Δικ., και οι σχετικοί περί απόλυτης ακυρότητος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και, εντεύθεν, απορριπτέοι. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άνω άρθρου (484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατ/νο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Ποιν.Δικ. (ολ. ΑΠ 1/2005). Η απαιτουμένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 § 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21/11/1984 και εκυρώθη με τον Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστάς του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποίαν αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψεν από την ανάκριση ή την προανάκριση. Εξάλλου κατά το άρθρο 344β Π.Κ. "Στις περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ' εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης, ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών· αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εκτιμώντας την δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει ως συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος". Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 59/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του υπ'αριθμ. 157/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί να δικασθεί για βιασμό. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση δι' αυτής δε και στο πρωτόδικο βούλευμα και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ'όψη του, "καταθέσεις μαρτύρων και τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με τις κατά την αστυνομική προανάκριση και την κυρία ανάκριση, ληφθείσες απολογίες του κατηγορουμένου", εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1, κάτοικος ....... Αττικής, ο οποίος είναι κομμωτής και διατηρεί το κομμωτήριο "...", στην περιοχή της Καλλιθέας επί της οδού ..... απασχολούσε στο μαγαζί του από χρονικό διάστημα μόλις δύο εβδομάδων πριν την 8/12/2004 (βλ. την από 8/12/2004 έγκληση της εργαζομένης) σαν βοηθό κομμωτή την ηλικίας 18 ετών Ψ1. Η τελευταία, είναι ένα άτομο που αντιμετωπίζει προβλήματα και δη εμφανίζει ειδική αναπτυξιακή διαταραχή των σχολικών ικανοτήτων (δυσλεξία) η οποία εκδηλώνεται ως δυσχέρεια στην ανάγνωση - κατανόηση των κειμένων που διαβάζει, στη γραπτή και προφορική έκφραση των σκέψεών της και στην ορθογραφία οι παραπάνω δε δυσκολίες, έχουν επιπτώσεις στην συναισθηματική της κατάσταση και επηρεάζουν τα σχέδιά της για το μέλλον (βλ. την από ...... ψυχολογική έκθεση του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής), επίσης έχει χειρουργηθεί για αποκλίνοντα στραβισμό και παρουσιάζει ανισομετρία, μυωπία, αστιγματισμό και αμβλωπία του Δ.Ο. (βλ. την από ..... εγχειρισθείσα στον Ανακριτή Αθηνών ιατρική βεβαίωση του χειρούργου οφθαλμιάτρου ....... . Η μητέρα και ο πατριός λοιπόν της πιο πάνω εργαζόμενης, Ψα και Ψβ αντίστοιχα, ζήτησαν από τον κατηγορούμενο, επειδή ακριβώς η τελευταία παρουσίαζε τα πιο πάνω προβλήματα, να επιδείξει μια κάποια ιδιαίτερη προσοχή για το πρόσωπο της Ψ1. Η ανωτέρω εργαζομένη απασχολείτο, καθημερινά στο κατάστημα από ώρα 9:00 έως 14:00 και από ώρα 17:00 έως 21:00, τις δε ενδιάμεσες μεσημβρινές ώρες, κατά τις οποίες το κομμωτήριο παρέμενε κλειστό (14:00 - 17:00) επέστρεφε στο σπίτι της για να φάει και να ξεκουραστεί. Την 7/12/2004 ο κατηγορούμενος παρακάλεσε την ανωτέρω εργαζομένη να παραμείνει στο κατάστημα και μετά την 14:00 ώρα προκειμένου, όπως της είπε, να διακοσμήσουν το κατάστημα, ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων. Έτσι περί ώρα 16:00 και με την πρόφαση ότι έπρεπε να κατεβάσουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο από το πατάρι του καταστήματος, για να στολίσουν τη βιτρίνα, την παρέσυρε εκεί, όπου βρισκόταν ένα κρεββάτι, την έσπρωξε πάνω σ' αυτό και έπεσε με δύναμη πάνω της με σκοπό να έρθει σε συνουσία μαζί της. Η ανωτέρω προσπάθησε ν' αντισταθεί, κτυπώντας με τα χέρια της τον κατηγορούμενο, μάταια όμως, ενόψει της υπέρτερης σωματικής δύναμης του κατηγορουμένου, ο οποίος αφού κατάφερε να της βγάλει τα ρούχα που φορούσε, ήλθε παρά την θέληση αυτής σε εξώγαμη κατά φύση συνουσία μαζί της. Μετά την ανωτέρω πράξη, ο κατηγορούμενος κατέβασε την παθούσα από το πατάρι όπου και λιποθύμησε. Στη συνέχεια, αφού την συνέφερε παρήγγειλε πίτσα για φαγητό και η παθούσα, ούσα φοβισμένη, καθόσον ο κατηγορούμενος την απείλησε ότι θα της κάνει κακό, γιατί ξέρει τους γονείς της, συνέχισε κανονικά το απογευματινό ωράριο εργασίας της, στο κατάστημα του κατηγορουμένου από ώρα 17:00 μέχρι ώρα 21:00 (βλ. την από 20-12-2004 συμπληρωματική ανωμοτί κατάθεση της Ψ1 στον 22° Ανακριτή Αθηνών). Μετά το πέρας του ωραρίου, συνεχίζοντας να είναι φοβισμένη, δεν προέβαλε αντίρρηση να την μεταφέρει ο κατηγορούμενος με τη μηχανή του στο σπίτι της, όπερ και εγένετο, από φόβο της δε, μήπως δεν γίνει πιστευτή, δεν ανέφερε το γεγονός του βιασμού της στον πατριό και την μητέρα της εκείνο το βράδυ, την επόμενη μέρα όμως που ήλθε στο σπίτι η αδελφή της Ευγενία, πρόσωπο που ως εκθέτει η ίδια της έχει εμπιστοσύνη, και που τυγχάνει Υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, εκμυστηρεύτηκε στην τελευταία, το βιασμό που υπέστη την προηγούμενη. Η δε αδελφή της, με τη σειρά της, ενημέρωσε τον πατριό της και τη μητέρα τους και οι δύο τελευταίοι μαζί με την παθούσα μετέβησαν μαζί στο Τμήμα Ασφάλειας Καλλιθέας, όπου κατήγγειλαν το γεγονός με συνέπεια να συλληφθεί εντός των ορίων του αυτοφώρου ο κατηγορούμενος. Στη συνέχεια δε η πιο πάνω μεγαλύτερη αδελφή ενημέρωσε και τον πατέρα τους Ψ, για τον βιασμό της μικρής αδελφής και για τη μετάβαση μητέρας, πατριού και παθούσας στην Αστυνομία για την υποβολή σχετικής μηνύσεως. Στο εκκαλούμενο βούλευμα, κατά την κρίση μας, αφού λάβαμε υπ' όψη τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, αναλύονται και ερμηνεύονται ορθά οι σχετικές διατάξεις και γίνεται ορθή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Έτι περαιτέρω συμπληρωματικά, προς την κατεύθυνση ότι όντως έλαβε χώραν βιασμός της παθούσας πρέπει να αναφέρουμε, συμπληρωματικά και τα εξής: α) Η παθούσα δεν είχε κάποιο λόγο, για να καταγγείλει για βιασμό τον εργοδότη της και μάλιστα να συνδυάσει αυτή την καταγγελία με απόπειρα αυτοκτονίας, του προβαλλομένου λόγου της επικείμενης απόλυσής της από την εργασία της μη αρκούντως, κατά την κοινή λογική, για την πιο πάνω απόπειρα, β) Η καταγγελία έγινε, αμέσως μόλις την επομένη του βιασμού της, με εκμυστήρευση από την πλευρά της, σε πρόσωπο που την ενέπνεε για μια τέτοια αποκάλυψη, και αυτό το πρόσωπο ήταν η αδελφή της η οποία, ούσα και Υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, δεν θα μετέφερε περαιτέρω τη διήγηση της παθούσας και στους γονείς και τον πατριό, ώστε το θέμα να λάβει έκταση, αν αυτή ήταν καταφανώς ψευδής. γ) Ήταν η πρώτη φορά που η παθούσα παρέμεινε στο κομμωτήριο του κατηγορουμένου το μεσημέρι (βλ. την από 27-12-2004 κατάθεση της μητέρας της παθούσας Ψα, στον Ανακριτή). δ) Σύμφωνα με την καταγγελία της παθούσας ο βιασμός της έλαβε χώραν στο πατάρι του καταστήματος. Εκεί λοιπόν υπήρχαν και πορνοπεριοδικά (βλ. την από 27-12-2004 κατάθεση του πατριού της παθούσας, Ψβ, στον Ανακριτή). ε) Σύμφωνα με το περιεχόμενο της από ..... ιατροδικαστικής εξέτασης του ιατροδικαστή ......, κατά την γυναικολογική εξέταση εκ των μεγάλων, μικρών χειλέων του αιδοίου και της περιαιδοιϊκής χώρας της παθούσας, παρατηρείται μικρή περιοχή αιμορραγικής διήθησης με εκροή μικρής ποσότητας αίματος στην περιοχή του μικρού χείλους του αιδοίου και κατά την 7η-8η ώρα του αιδοιϊκού ωρολογίου, όσον αφορά δε την μη ανεύρεση σπερματικού υγρού στον κόλπο της παθούσας, αυτό, όπως εκθέτει ο πάνω ιατροδικαστής, θα έχει απομακρυνθεί από τον κόλπο με φυσικό τρόπο κατά το χρονικό διάστημα πού μεσολάβησε από το βιασμό μέχρι την εξέταση (περισσότερες από 40 ώρες) ειδικά αν ληφθεί υπ' όψη και η παρουσία εμμήνου ρήσεως. στ) Ο πατριός της παθούσας Ψβ την 22:10 ώραν της 8-12-2004 προξενεί φθορές στο κατάστημα του κατηγορουμένου, στο οποίο δούλευε η παθούσα. Απολογούμενος λοιπόν στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης εκθέτει ότι, ενημερώθηκε από την κόρη του τη μεγάλη, σχετικά με το συμβάν στην κόρη του τη μικρή, διότι η τελευταία δεν είχε το κουράγιο να του το εξομολογηθεί και επιστρέφοντας στην Αθήνα, αντικρύζοντας την κατάσταση της παθούσας αντέδρασε ενστικτωδώς σαν πατέρας και γονέας. Αυτή η εικόνα που μεταφέρει λοιπόν ο μάρτυς, δεν είναι συμβατή με σκηνοθετημένο βιασμό από την πλευρά της παθούσας, επειδή ο εργοδότης της την απείλησε με απόλυση. ζ) Τέλος ιδιαίτερη αξία για τη συναγωγή των επαρκών ενδείξεων ότι έλαβε χώραν ο πιο πάνω βιασμός έχει, μαζί με όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία και αυτό που καταθέτει η μάρτυς Ψα, μητέρα της παθούσας, ότι η ίδια είδε σπασμένο το φερμουάρ του παντελονιού της κόρης της και σχισμένο το εσώρουχό της, εικόνα που εναρμονίζεται με την εικόνα διάπραξης του βιασμού που κατήγγειλε η παθούσα, όταν εξέθετε στην από 8-12-2004 μήνυσή της ότι, η ίδια προσπάθησε να αντισταθεί αλλά ο κατηγορούμενος ήταν πιο δυνατός από αυτήν και κατάφερε να της βγάλει τα ρούχα και να την βιάσει. (βλ. την από 27-12-2004 κατάθεση της μητέρας της παθούσας Ψα, στον Ανακριτή). Κατά τα λοιπά, αναφερόμεθα, συμπληρωματικά, για τη συναγωγή της πιο πάνω ημέτερης κρίσης, προς αποφυγή άσκοπης επανάληψης, στα όσα εμπεριστατωμένα δέχεται το προαναφερθέν βούλευμα. Η πιο πάνω παθούσα λοιπόν Ψ1, προσήλθε την 5-5-2006 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ιφιγένειας Αντωνίου και δήλωσε μεταξύ των άλλων και τα εξής: "... σε καμμία περίπτωση δεν επιθυμώ να συνεχιστεί η ποινική δίωξη σε βάρος του Χ1, για το αδίκημα του βιασμού πολύ δε περισσότερο να οδηγηθεί αυτός στο δικαστήριο όπου θα είναι δυσβάσταχτο και εξοντωτικό για μένα να παραστώ και να υποστώ την δημοσιότητα όλης αυτής της επώδυνης διαδικασίας, όπου με βεβαιότητα θα επιτείνει τον βαρύ ψυχολογικό τραυματισμό μου, και ότι δεν έλαβε χωράν βιασμός αλλά ότι προέβη σε αναφορά για βιασμό της διότι της είχε πει ο εκκαλών ότι μετά το τέλος των εορτών θα διακοπτόταν η συνεργασία τους και αυτό την στεναχώρησε (βλ. την υπ' αριθ. ... Ένορκη Βεβαίωση). Ο εκκαλών από την πλευρά του, μετά την πιο πάνω δήλωση της παθούσας, ισχυρίζεται επικουρικά, με την έφεσή του ότι κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 344 ΠΚ θα πρέπει να παύσει οριστικά η ασκηθείσα κατ' αυτού ποινική δίωξη για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη του βιασμού. Επ' αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής : Η παθούσα Ψ1, όπως προεκτέθηκε, είναι ένα άτομο που αντιμετωπίζει προβλήματα και δη εμφανίζει ειδική αναπτυξιακή διαταραχή των σχολικών ικανοτήτων (δυσλεξία) η οποία εκδηλώνεται ως δυσχέρεια στην ανάγνωση - κατανόηση των κειμένων που διαβάζει, στη γραπτή και προφορική έκφραση των σκέψεών της και στην ορθογραφία οι παραπάνω δε δυσκολίες, έχουν επιπτώσεις στην συναισθηματική της κατάσταση και επηρεάζουν τα σχέδιά της για το μέλλον (βλ. την από ..... ψυχολογική έκθεση του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής) επίσης έχει χειρουργηθεί για αποκλίνοντα στραβισμό και παρουσιάζει ανισομετρία, μυωπία, αστιγματισμό και αμβλωπία του Δ.Ο. (βλ. την από ... εγχειρισθείσα στον Ανακριτή Αθηνών ιατρική βεβαίωση του χειρούργου οφθαλμιάτρου .....) για το λόγο αυτό και η μητέρα και ο πατριός της ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να επιδείξει μια κάποια ιδιαίτερη προσοχή, για το πρόσωπο της Ψ1. Εν προκειμένω όμως ο εκκαλών, ουδεμία ευαισθησία επέδειξε προς την πιο πάνω παθούσα που, καίτοι αντιμετώπιζε τα πιο πάνω προβλήματα υγείας, η ανάγκη για επιβίωση της επέβαλαν να εργαστεί και ουδόλως έλαβε υπ' όψη του το αίτημα της μητέρας αυτής και του πατριού της, για ιδιαίτερη προσοχή αυτού ως εργοδότη της, για το πρόσωπο της πιο πάνω εργαζομένης του, συνεπεία ακριβώς των προβλημάτων υγείας που αυτή αντιμετώπιζε, πέραν του νεαρού της ηλικίας αυτής, η οποία ήταν μόλις 18 ετών. Αντίθετα αυτός προέβη στη διάπραξη της πιο πάνω πράξης του, την ώρα που η τελευταία εργαζόταν στο κατάστημά του, με τον προεκτεθέντα τρόπο. Υπό τα δεδομένα αυτά όμως, και δη αν ληφθούν υπ' όψη η βαρύτητα της πράξης του εκκαλούντα και οι ιδιάζουσες προαναφερθείσες συνθήκες τέλεσης αυτής από τον τελευταίο, ο οποίος αδιαφορώντας για την πιο πάνω ψυχοσωματική κατάσταση της παθούσας την εξανάγκασε να δεχτεί την συνουσία μαζί του, πράξη δηλαδή που προσβάλλει βάναυσα την προσωπική αξιοπρέπεια και ελευθερία του θύματος και καταρρακώνει το περί αιδούς συναίσθημα των νέων και μάλιστα νεαρών και εργαζομένων, όπως η εν λόγω παθούσα, κατά την κρίση μας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 344 ΠΚ. αντίθετα, λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπερτερούν, στην προκειμένη περίπτωση σε ένταση και αξία του ατομικού συμφέροντος της παθούσας, η οποία μάλιστα, καίτοι κατά την προμνησθείσα ψυχολογική έκθεση έχει δυσχέρεια στην ανάγνωση και κατανόηση των κειμένων που διαβάζει ως επίσης και στη γραπτή και προφορική έκφραση των σκέψεών της, προέβη στη πιο πάνω δήλωση εκθέτοντας και ότι τάχα δεν έλαβε χωράν βιασμός, σε μια καταφανή, καθ' ημάς, προσπάθειά της, για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, (προσπάθεια η οποία ομοίως επιχειρείται και από τον πατριό της, Ψβ με την υπ' αριθμ....... ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Αθηνών Ιφιγένειας Αντωνίου, σε αντίθεση με τους φυσικούς γονείς της παθούσας οι οποίοι, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε ουδεμία τέτοια δήλωση προέβησαν, την οποία ομοίως επικαλείται ο εκκαλών) καθόσον τα προεκτεθέντα αποδεικτικά στοιχεία αντιμάχονται σφόδρα, τη θέση της αυτή, επιβάλλουν την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Έτι περαιτέρω κατά την άποψή μας, εν όψει και του ότι, ήδη έχει λάβει δημοσιότητα η υπόθεση, από την άσκηση της ποινικής δίωξης, και μάλιστα μετά από τη σύλληψη του κατηγορουμένου εντός των ορίων του αυτοφώρου, αλλά όπως προκύπτει και από το αποδεικτικό υλικό και λόγω μετάδοσης σχετικής είδησης, στο χρόνο του συμβάντος, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (βλ. την από 18-1-2005 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα ........ στον Ανακριτή), ουδόλως προέκυψε ότι η παθούσα θα υποστεί τον απαιτούμενο, κατά νόμο, σοβαρό ψυχικό τραυματισμό, από τη δημόσια στο ακροατήριο συζήτηση της υπόθεσης, αλλά τον απλό ψυχικό τοιούτο, τον οποίο, ως είναι φυσικό, είναι δυνατόν να συνεπάγεται κάθε δίκη που διεξάγεται είτε δημόσια είτε κεκλεισμένων των θυρών. Υπό τα προεκτεθέντα, λοιπόν, πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα, κατά τα προρρηθέντα, για την αξιόποινη πράξη το βιασμού (άρθρα 1, 14, 1, 18α, 26 § 1, 27, 60, 79 και 336 § 1 ΠΚ). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθμό 157/2006 βούλευμά του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές κατά τα άρθρα 309 § 1ε και 313 ΚΠΔ, την παραπομπή του εκκαλούντος στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών στην περιφέρεια του οικείου Εφετείου, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη του βιασμού (άρθρα 97 § 2 Συντάγματος, 8 § 1α, 109α, 119 και 122 § 1 ΚΠΔ) δεν έσφαλε αλλά προέβη σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Κατά συνέπεια η έφεση του εκκαλούντος με την οποίαν υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσίαν". Με αυτά τα οποία εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκρίθη παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 336 § 1 και 344 β' Π.Κ. για την τελευταία των οποίων και ορθώς εδέχθη ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της. Επομένως ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τον λόγον το μεν ότι δεν περιέχει "δικό του ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένο σκεπτικό", αλλ' αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση, "αποδεχόμενο αυτήν, η οποία πάσχει παντάπασι", το δε ότι απέρριψεν αναιτιολογήτως τον ισχυρισμόν περί εφαρμογής του άρθρου 344 Π.Κ. ως και ο τρίτος λόγος, κατά το έτερον σκέλος του, κατά το οποίον απερρίφθη το αίτημά του να κληθούν και εξετασθούν η παθούσα και οι οικείοι της, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της αναιρέσεως και τον τέταρτο λόγο αυτής ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί πλημμελούς και αναιτιολογήτου εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, με τη παράθεση ιδία των κειμένων της εφέσεώς του, της από ...... ιατροδικαστικής εκθέσεως και των από 20/2/2007 δύο ενόρκων βεβαιώσεων των φυσικών γονέων της παθούσας, αποτελούν αιτιάσεις, κατά της αναιρετικώς ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 309 § 2 εδ. α' και δ' Κ.Ποιν.Δικ. "το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η κατά τα άνω άρθρα, εντεύθεν, 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. απαιτουμένη αιτιολογία, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως του κατ/νου για την εμφάνισή του στο Συμβούλιο διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως και εάν το αίτημά του απορριφθεί χωρίς επαρκή αιτιολογία ικανοποιούσα τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτον λόγον αναιρέσεώς του κατά το πρώτον σκέλος του ισχυρίζεται, ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψεν αναιτιολόγητα το υποβληθέν υπ' αυτού με την έφεσή του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του τότε εκκαλούντος - νυν αναιρεσείοντος κατ/νου, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Όμως το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του (τότε εκκαλούντος -) ήδη αναιρεσείοντος ενώπιον αυτού και απέρριψε την σχετική αίτησή του για εμφάνιση, αφού την κρίση του αυτή εστήριξε, με επιτρεπτή αναφορά, στην πρόταση του Εισαγγελέως, στην οποία με επαρκή αιτιολογία εκτίθεται ότι "αυτός έχει ήδη αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του, τόσο με την απολογία του όσο και με την έφεσή του και το έγγραφο υπόμνημά του". Εντεύθεν και εφ' όσον το αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης απερρίφθη με επαρκή αιτιολογία, ο σχετικός περί του αντιθέτου ως και περί απόλυτης ακυρότητας τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτον σκέλος του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου (υποβληθέν και δια του από 11/5/2007 υπομνήματός του) διότι και δια της εκθέσεως αναιρέσεώς του εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του, ώστε δεν παρίσταται ανάγκη διευκρινίσεως τινός επί της υποθέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 Κ.Ποιν.Δικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20/4/2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμ. 159/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Απορρίπτει το αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου τούτου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διάταξη του άρθρου 308 § 2 ΚΠΔ εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά και στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου. Το αίτημα των διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης μπορεί να υποβληθεί και με την έφεση. Εφόσον ο κατηγορούμενος ειδοποιηθείς έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως η μετά ταύτα παραμονή της δικογραφίας στη γραμματεία της εισαγγελίας μέχρι εξαντλήσεως του δεκαημέρου από την ειδοποίηση είναι περιττή και εάν δεν παραμείνει (επί δεκαημέρου) δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, είναι δε επιτρεπτή η αναφορά εν μέρει ή εξολοκλήρου του Συμβουλίου Εφετών, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι’ αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα. Λόγος αναιρέσεως περί πλημμελούς εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων απορρίπτεται ως απαράδεκτος, γιατί πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επί αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο επέρχεται απόλυτη ακυρότητα μόνον εφ’ όσον το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου στο σχετικό αίτημα ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
0
Αριθμός 1204/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 734/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Ιωάννη Ηρειώτη, Ηλία Αναγνωστόπουλο και Βασίλειο Δημακόπουλο και 2. Χ2, ο οποίος παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Ηρειώτη, Ηλία Αναγνωστόπουλο και Βασίλειο Δημακόπουλο. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 18/4-4-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 613/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά, τα οποία έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως που άσκησε την 4.4.2007 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, για έλλειψη αιτιολογίας, κατά της 734/2006 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 474 παρ. 3 ΚΠοινΔ στις 15.3.2007, σύμφωνα με την επ' αυτής βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή. Η περιεχόμενη σ' αυτήν άποψη ότι η εν λόγω αίτηση πρέπει να δικασθεί "από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο" είναι χωρίς έννομη επιρροή, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τους κατηγορουμένους, αφού η αίτηση απευθύνεται "ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου". Περαιτέρω, επίσης χωρίς έννομη επιρροή, αντιθέτως και πάλι προς τα υποστηριζόμενα από τους κατηγορουμένους, είναι και το αναγραφόμενο στην αίτηση ότι αυτή "ασκείται εμπρόθεσμα μέσα σε ένα μήνα από τις 3.11.2006 που καταχωρίσθηκε η απόφαση στο ειδικό βιβλίο... ", διότι η δήλωση αυτή δεν είναι εκ των αναγκαίων στοιχείων για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, έτσι ώστε η σ' αυτήν εσφαλμένη χρονολογία καταχωρήσεως της αποφάσεως είναι αδιάφορη, η δε περί του εμπροθέσμου ή μη της ασκήσεώς της κρίση απόκειται στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου που κρίνει, σχετικώς, με βάση την βεβαίωση του γραμματέα περί της καταχωρήσεως της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 734/2006 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς που δίκασε ανεκκλήτως, κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 για κακουργηματική απάτη, φερόμενη ως τελεσθείσα απ' αυτούς κατά συναυτουργίαν σε ημεροχρονολογία εμπίπτουσα εντός του χρονικού διαστήματος από 14.2.1994 μέχρι 8.3.1994, τον δε εξ αυτών πρώτο και για κακουργηματική απάτη στο δικαστήριο, φερόμενη ως τελεσθείσα απ' αυτόν την 1.12.1999. Ειδικότερα, κατά το διατακτικό της αποφάσεως, οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι για το ότι: "Α) Στο ...... Αττικής σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία κειμένη εντός του χρονικού διαστήματος από 14-2-1994 έως 8-3-1994 από κοινού ενεργούντες μετά από συναπόφασή τους, με σκοπό να αποκομίσει ο πρώτος απ' αυτούς παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από το έγκλημα δε αυτό ο πρώτος αποκόμισε παρανόμως περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 15.000 ευρώ και προκλήθηκε αντίστοιχη ζημία στην παρούσα ενώ πρόκειται περί δραστών που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και επιπλέον ο πρώτος και κατά συνήθεια. Συγκεκριμένα κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο ενώ ήσαν σύζυγοι μεταξύ τους και ασκούσαν ο πρώτος το επάγγελμα του δικηγόρου και η δευτέρα του συμβολαιογράφου Πειραιώς και ενώ ο πρώτος είχε κατορθώσει με εξαπάτηση των Δικαστών να αποσπάσει το έτος 1988 δικαστική απόφαση κηρύττουσα αυτόν θετό τέκνο της άτεκνης χήρας Γ1, γεννηθείσης το έτος 1913, κατοίκου εν ζωή Πειραιώς, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, επισκέφθηκαν από κοινού με τον πατέρα του πρώτου, συνταξιούχο συμβολαιογράφο Ζ1, την προαναφερομένη στην ιδιωτική κλινική του Παλαιού Φαλήρου "ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ", προ(σ)κληθέντες από αυτήν για τη σύνταξη δημοσίας διαθήκης της, με την οποία ήθελε να αφήσει μοναδικό κληρονόμο της την αδελφή της Ψ2, η οποία στη συνέχεια θα άφηνε μετά το θάνατό της την περιουσία τους στην οικογένεια του ανεψιού της Ψ και εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη ηλικία της (81 ετών τότε), τη δυσχερή θέση στην οποία ευρισκόταν, την άγνοιά της σχετικά με τον τρόπο συντάξεως διαθηκών αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε προς αυτούς λόγω του ότι ήσαν κουμπάροι της, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς σ' αυτήν ότι η δευτέρα απ' αυτούς ως συμβολαιογράφος είχε συντάξει νομίμως διαθήκη της, σύμφωνα με την εκτεθείσα βούλησή της. Στην ψευδή αυτή παράσταση προέβησαν οι κατηγορούμενοι ενώ γνώριζαν την αναλήθεια του ως αληθούς παρασταθέντος γεγονότος και τη σχετική μ' αυτή αλήθεια, που συνίσταται στο ότι δεν είχε συνταχθεί από τη Δευτέρα κατηγορουμένη δημοσία διαθήκη της Γ1, αλλά άλλο άσχετο με την κληρονομία της συμβολαιογραφικό έγγραφο, με την απατηλή δε συμπεριφορά τους, στην οποία προέβησαν με σκοπό να αποκομίσει ο πρώτος απ' αυτούς παράνομο περιουσιακό όφελος, έπεισαν την προαναφερόμενη να παραλείψει τη σύνταξη διαθήκης της μέχρι το θάνατό της, που επήλθε στις 13-8-1999, ούσα πεπεισμένη ότι είχαν ρυθμιστεί τα της κληρονομίας της, σύμφωνα με τη βούλησή της. Η πιο πάνω πράξη είχε ως συνέπεια να επέλθει περιουσιακή ζημία στην Ψ2 μεγαλύτερη του ποσού των 15.000 ευρώ και ο πρώτος κατηγορούμενος να αποκομίσει παρανόμως αντίστοιχο περιουσιακό όφελος αφού μετά το θάνατό της Γ1, η ακίνητη περιουσία της, η αξία της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 29.000.000 ευρώ (και με την προϋφιστάμενη νομισματική μονάδα των 10.000.000.000 δρχ.) δεν περιήλθε σ' αυτήν, όπως επιθυμούσε η θανούσα αλλά στον πρώτο κατηγορούμενο, που εφέρετο ως θετό τέκνο της. Από τον τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες έδρασαν οι εν λόγω κατηγορούμενοι και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, έχοντας καταστρώσει με εφευρετικότητα συγκεκριμένο σχέδιο εξαπατήσεως της Γ1, το οποίο ακολούθησαν με συνέπεια, ψυχραιμία και μεθοδικότητα, εκμεταλλευόμενοι αθεμίτως τις επαγγελματικές τους ιδιότητες και την προς αυτούς εμπιστοσύνη της Γ1 καθώς και την κατάστασή της και συνεργαζόμενοι με τον πατέρα του πρώτου, προκύπτει ότι προέβησαν στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος με σκοπό να πορισθούν εισόδημα όχι μόνο για βιοπορισμό αλλά και για άκοπο πλουτισμό, ότι πρόκειται δηλαδή για δράστες μετερχόμενους το έγκλημα της απάτης κατ' επάγγελμα. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έχει διαπράξει το εν λόγω έγκλημα κατ' επανάληψη, όπως εκτίθεται πιο κάτω, συνάγεται ότι έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς αυτό αναχθείσα σε στοιχείο της προσωπικότητάς του. Β) Επιπλέον ο κατηγορούμενος Χ2 για το ότι: στον Πειραιά την 1-12-1999, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε με πρόθεση ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από το έγκλημα δε αυτό αποκόμισε παρανόμως περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 73.000 ευρώ, προκαλώντας αντίστοιχη περιουσιακή ζημία στους παθόντες, ενώ πρόκειται για άτομο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, ενώ είχε κατορθώσει με τη σύμπραξη άλλων να υφαρπάσει την υπ' αριθμ. 343/11-7-1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, με την οποία απόφαση κηρυσσόταν θετό τέκνο της ατέκνου Γ1, εξαπατώντας τους εκδόσαντες αυτήν δικαστές, με την υποβολή στο Δικαστήριο αιτήσεως φερομένης ότι είχε υποβληθεί κατ' εντολή της Γ1, που δήθεν ζητούσε να υιοθετήσει και με την εμφάνιση στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αιτήσεως άλλης αγνώστου γυναίκας, που προσποιήθηκε ότι ήταν η αιτούσα (Γ1) και δήλωσε τη συναίνεσή της για την υιοθεσία και ενώ μετά το θάνατο της προαναφερομένης, που επήλθε στις 13-8-1999, είχε υποβάλει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 19-10-1999 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 10590/20-10-1999 αίτηση περί χορηγήσεως σ' αυτόν κληρονομητηρίου επί της κληρονομιαίας περιουσίας της Γ1 με την οποία αίτηση επικαλούμενος την πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και την ανυπαρξία διαθήκης της κληρονομουμένης, ισχυριζόταν ότι ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως που έλαβε χώρα στις 1-12-1999 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παρέστησε ψευδώς στο δικάσαντα αυτήν δικαστή ότι ως θετό τέκνο της Γ1 ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, επικαλούμενος και προσκομίζοντας στο Δικαστήριο μεταξύ των άλλων επικυρωμένο από τον ίδιο αντίγραφο της πιο πάνω δικαστικής αποφάσεως (με αριθμό 343/1988) και το εκδοθέν από το Δήμο Κρανιδίου με αριθμ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της Γ1, το οποίο είχε υφαρπάσει κατά τα πιο πάνω παρατιθέμενα με εξαπάτηση και στο οποίο εφέρετο ως θετό τέκνο και ως ο πλησιέστερος εν ζωή συγγενής αυτής. Στις ψευδείς αυτές παραστάσεις προέβη ενώ γνώριζε την αναλήθειά τους και τη σχετική με αυτές αλήθεια που συνίσταται στο ότι ουδέποτε η Γ1 είχε εκφράσει τη βούληση να υιοθετήσει αυτόν ή οποιονδήποτε άλλον ούτε συνήνεσε στην υιοθεσία και είχε πλήρη άγνοια των σχετικών με την υιοθεσία του ενεργειών, η δε πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ήταν αυτοδικαίως άκυρη και ο ίδιος δεν είχε καταστεί θετό τέκνο της Γ1, ούτε είχε άλλη συγγένεια με αυτήν, η οποία διέθετε άλλους συγγενείς. Με την απατηλή αυτή συμπεριφορά του, με την οποία αποσκοπούσε να αποκομίσει παρανόμως περιουσιακό όφελος, εξαπάτησε τον δικάσαντα την αίτηση Δικαστή σχετικά με την αλήθεια του υποβληθέντος με αυτήν ισχυρισμού και τον έπεισε να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6596/15-12-1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, η οποία, δεχόμενη το αίτημα, διέτασσε τη χορήγηση στον αιτούντα πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου), που να πιστοποιεί ότι ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Γ1, σε εκτέλεση δε της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς το υπ' αριθμ. .... πιστοποιητικό με το πιο πάνω περιεχόμενο και ακολούθησε η εκ μέρους του αποδοχή της κληρονομίας της ...... με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης συζ. Μηνά Λιώνη, το γένος Μιχ. Κουρτίδου, που αναπλήρωσε τη δευτέρα κατηγορουμένη. Ετσι, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Γ1, που ήταν οι εγκαλούσες αδελφές της Ψ1 και Ψ2, υπέστησαν ζημία ίση με την αξία της κληρονομιαίας περιουσίας, που υπερέβαινε το ποσό των 29.000.000 ευρώ (και με την προϋφισταμένη νομισματική μονάδα των 10.000.000.000 δρχ.) και ο ίδιος προσπόρισε παράνομα στο εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος. Εξάλλου, από το γεγονός ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει μετέλθει το έγκλημα της απάτης κατ' επανάληψη, συνάγεται ότι έχει αποκτήσει ροπή προς το συγκεκριμένο αυτό έγκλημα, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος αυτού, από τον τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες έδρασε ο κατηγορούμενος και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, έχοντας καταστρώσει με εφευρετικότητα συγκεκριμένο σχέδιο εξαπατήσεως, τόσο της κληρονομουμένης όσο και δικαστών, το οποίο ακολούθησε με συνέπεια, ψυχραιμία και μεθοδικότητα, εκμεταλλευόμενος αθεμίτως την ιδιότητά του ως δικηγόρου και επιδεικνύοντας οργάνωση και ετοιμότητα προκύπτει ότι προέβη στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος με σκοπό να ποριστεί εισόδημα για βιοπορισμό και επαύξηση της περιουσίας του, προκύπτει δηλαδή ότι ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια". Στο σκεπτικό της αποφάσεως δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει αποδείχθηκαν τα εξής: "Η γεννηθείσα στις ΗΠΑ κατά το έτος 1913 και αποβιώσασα στον Πειραιά την 13.8.1999 Γ1, τελούσε εν χηρεία από το έτος 1985, που απεβίωσε ο σύζυγός της Γ, με τον οποίο είχε συνάψει γάμο το έτος 1947 και δεν είχαν αποκτήσει τέκνα. Ο ανωτέρω σύζυγος της ήταν αρχικά ναυτικός, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το ναυτικό επάγγελμα και επί σειρά ετών εργάσθηκε ως υπάλληλος στο συμβολαιογραφείο του ήδη αποβιώσαντος, πατέρα του πρώτου κατηγορουμένου Ζ1, το οποίο βρισκόταν στον Πειραιά και επί της οδού ... αριθμός ... και .... Παραλλήλως προς την μακροχρόνια εργασιακή τους σχέση και συνεργασία ο Γ και η σύζυγος του είχαν αναπτύξει στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις με τον Ζ1 και την οικογένειά του. Μάλιστα, μεταξύ τους, είχαν δημιουργηθεί και δεσμοί πνευματικής συγγενείας, αφού ο Ζ1 είχε στεφανώσει το ζεύγος Γ1,Γ, και οι τελευταίοι είχαν βαπτίσει μία από τις θυγατέρες του και συγκεκριμένα, την ...... Ο Γ είχε αποκτήσει μεγάλη παραθαλάσσια έκταση στο .... Ερμιονίδος, στην Περιοχή "....." (κτήμα .....), στην οποία υπήρχε εξοχική κατοικία του ζεύγους, όπου παραθέριζε κατά τους θερινούς μήνες. Τμήματα της εκτάσεως αυτής μεταβιβάσθηκαν από τον προαναφερόμενο ιδιοκτήτης της, Γ, σε τρίτους , μεταξύ των οποίων και στον Ζ1, ο οποίος και προέβη στην κατασκευή εκεί εξοχικής οικίας, όπου παραθέριζε με την οικογένεια του. Την εναπομείνασα έκταση του, που υπερέβαινε τα τριακόσια (300) στρέμματα, ο ανωτέρω ιδιοκτήτης, άφησε με ιδιόγραφη διαθήκη, μαζί με την υπόλοιπη περιουσία του, στην προρρηθείσα σύζυγο του, η οποία διέθετε επίσης μεγάλη ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από διαμερίσματα και γραφεία, ευρισκόμενα στον Πειραιά. Σε ένα δε από τα διαμερίσματα αυτά, αποτελούμενο εκ τεσσάρων δωματίων και ευρισκόμενο στον τέταρτο όροφο της, επί της ακτής .... αριθμός ...., κειμένης πολυωρόφου, κατοικούσε και η ίδια, ενώ σε ιδιόκτητο διαμέρισμα δύο δωματίων του τρίτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, κατοικούσε μία εκ των αδελφών της και ειδικότερα, η Ψ2, η οποία ήταν άγαμη και άτεκνη. Οι δύο ως άνω αδελφές ουσιαστικά συμβίωναν και διατηρούσαν άριστες οικογενειακές σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με την πολιτικώς ενάγουσα, τρίτη αδελφή τους, Ψ1 καθώς και με τον υιό της Ψ, ο οποίος τις φρόντιζε, κατά τα τελευταία προ του θανάτου τους έτη, και μεριμνούσε για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Μεγαλύτερη όμως επιμέλεια και ενδιαφέρον για τη συντήρηση και περίθαλψη της Γ1 επέδειξε ο ήδη αποβιώσας, ανεψιός του συζύγου της, Γ2, καθηγητής το επάγγελμα, ο οποίος, λόγω και της κατοικίας του στον Πειραιά, την επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά στο διαμέρισμα της, ενημερωνόταν για την κατάσταση της υγείας της και φρόντιζε για όλες της τις ανάγκες. Με την οικογένεια Ζ1,Χ2 οι σχέσεις της Γ1, χαλάρωσαν μετά το θάνατο του συζύγου της και αραίωσαν οι επαφές τους, αφού η τελευταία περιόρισε πλέον τις συχνές μεταβάσεις της για θερινές διακοπές στο ......, όπου ήταν και ο συνήθης τόπος συναντήσεως και επικοινωνίας της με την εν λόγω οικογένεια που παραθέριζε στη γειτονική του εξοχική οικία, και επί πλέον αυτή είχε προσκολληθεί περισσότερο στις προειρημένες αδελφές της, οι οποίες και τη συνόδευαν πάντοτε, μετά το θάνατο του συζύγου της στην εξοχική της αυτή οικία. Μετά δε την κατά το έτος 1994 ακινητοποίηση, συνεπεία κατάγματος, της Γ1, η επικοινωνία της με την οικογένεια Χ2,Ζ1 ήταν σπάνια και περιοριζόταν σε τηλεφωνικές μόνο συνδιαλέξεις. Ωστόσο αυτή συνέχισε να έχει ως δικηγόρο για τις υποθέσεις της τον πρώτο κατηγορούμενο, Χ2, και ως συμβολαιογράφο της τον πατέρα του Ζ1 και μετά τη συνταξιοδότηση τούτου τη δευτέρα κατηγορουμένη, σύζυγο τότε του πρώτου, Χ1, η οποία ήταν αρχικώς δικηγόρος και εν συνεχεία ανέλαβε το αρχείο του πεθερού της. Από το έτος 1987 έως τον Φεβρουάριο του 1999, η Γ1 πώλησε διάφορα ακίνητα και συγκεκριμένα τμήματα του ευρισκόμενου στο ...... ως άνω ακινήτου της, εκ των οποίων δύο, εκτάσεως 4041,15 τ.μ. και 1012,15 τ.μ., πώλησε στον πρώτο κατηγορούμενο, κατά ψιλή κυριότητα το πρώτο και κατά πλήρη κυριότητα το δεύτερο. Επίσης, σημαντικό τμήμα του ως άνω ακινήτου της πώλησε στον εφοπλιστή ...... για να εξασφαλίσει τα αναγκαία προς πληρωμή του φόρου κληρονομιάς του συζύγου της χρήματα. Την 14η Φεβρουαρίου 1994 η Γ1 μετά από πτώση της στο διαμέρισμα της υπέστη κάταγμα της κεφαλής του μηριαίου οστού και εισήχθη στην Κλινική "ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ" του Παλαιού Φαλήρου, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και νοσηλεύτηκε μέχρι τη 8 Μαρτίου του ιδίου έτους. Της εισόδου της στην ανωτέρω κλινική επιμελήθηκε ο προαναφερθείς ανεψιός του συζύγου της Γ2, ο οποίος έλαβε πρώτος γνώση του ατυχήματος και ειδοποίησε εν συνεχεία τον ανεψιό της Ψ, που έσπευσε πλησίον της. Και οι δύο ως άνω ανεψιοί της (εξ αγχιστείας και εξ αίματος αντιστοίχως ) της συμπαραστάθηκαν και τη βοήθησαν καθόλη τη διάρκεια της παραμονής της στην κλινική, αλλά και της εν συνεχεία νοσηλείας της στην οικία αυτής. Με βάση τα επισυναπτόμενα στη δικογραφία και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος, η Γ1 εισήχθη σ' αυτό την 15-2-1994 με διατροχαντήριο κάταγμα αριστερού μηριαίου και αφού υποβλήθηκε στις αναγκαίες εργαστηριακές και καρδιολογικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων κρίθηκαν φυσιολογικά για την ηλικία της, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αποκαταστάσεως του κατάγματος την επομένη ημέρα (15-2-1994) και νοσηλεύθηκε στο δωμάτιο ..... του τρίτου ορόφου μέχρι την 8-3-1994 , οπότε και εξήλθε της κλινικής (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. ..... έγγραφο του Γενικού Διευθυντού της Κλινικής Π.Φαλήρου του Ιατρικού Αθηνών προς τον Α' Ανακριτή ιατρικών εξετάσεων της ιδίας κλινικής). Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο ανωτέρω Θεραπευτήριο, την επισκέφθηκε, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως της δύο φορές η δευτέρα κατηγορουμένη Χ1, που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει το αρχείο του πεθερού της Ζ1 και ασκούσε τα καθήκοντα της συμβολαιογράφου Πειραιώς, και συνέταξε κατ' εντολή της δύο πληρεξούσια και ειδικότερα, τα υπ' αριθμ. .... και .... τοιαύτα, με τα οποία αυτή (Γ1) εξουσιοδοτούσε τον προμνησθέντα ανεψιό του συζύγου της Γ2 να αναλάβει από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τα χρηματικά ποσά των 1.000.000 και των 3.000.000 δραχμών αντιστοίχως. Και κατά τις δύο ως άνω μεταβάσεις της στην Κλινική, η δευτέρα κατηγορουμένη, συνοδευόταν από τον πρώτο κατηγορούμενο, σύζυγό της τότε, και τον πατέρα αυτού Ζ1 οι οποίοι έτσι είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν την Γ1 και να ενημερωθούν για την κατάσταση της υγείας της. Μετά την έξοδο της από την Κλινική η Γ1 μεταφέρθηκε στο διαμέρισμα της στον Πειραιά, όπου καθηλώθηκε σε αναπηρική πολυθρόνα, αδυνατούσα να μετακινηθεί μόνη της, ενώ σε αδυναμία μετακινήσεως περιήλθε λίγο αργότερα, καθηλωθείσα επίσης σε αναπηρική καρέκλα, και η αδελφή της Ψ2. Οι δύο ανάπηρες αδελφές ευρίσκοντο καθόλη τη διάρκεια της ημέρας μαζί στο διαμέρισμα της Γ1, όπου μεταφερόταν η Ψ2 από το ευρισκόμενο στην ίδια πολυκατοικία διαμέρισμα της, στο οποίο επανεφέρετο το βράδυ για να κοιμηθεί. Για την περιποίηση και φροντίδα τους είχαν προσληφθεί από τον Γ2, με δαπάνες της Γ1 τρεις οικιακές βοηθοί, οι οποίες εναλλάσσοντο επί εικοσιτετραώρου βάσεως, ώστε οι δύο αδελφές να μη μένουν καθόλου μόνες τους. Η Γ1, πέραν της αδυναμίας της να περπατήσει, αντιμετώπισε από το έτος 1997 και καρδιολογικά προβλήματα για τα οποία νοσηλεύτηκε σε Νοσοκομείο. Με την πάροδο του χρόνου τα προβλήματα αυτά επιδεινώθηκαν και κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Αυγούστου 1999 εισήχθη εσπευσμένα στην Εντατική Μονάδα του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιώς, όπου και απεβίωσε την 13η Αυγούστου 1999 από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια και στεφανιαία νόσο. Και κατά την τελευταία ως άνω εισαγωγή της στο Νοσοκομείο, όπως, άλλωστε και καθόλο το διάστημα που ήταν καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα, με συνεχή επιδείνωση της υγείας της, εξακολούθησαν να την περιθάλπουν και να της συμπαραστέκονται ο Γ2 κατά κύριο λόγο και ο ανεψιός της Ψ, οι οποίοι επιμελήθηκαν και για την κηδεία της, καταβάλλοντες και τη σχετική δαπάνη. Η μηνύτρια, Ψ2, ισχυρίζεται ότι η αποβιώσασα αδελφή της Γ1, κατά τη διάρκεια της προρρηθεισης νοσηλείας της στο Ιατρικό Κέντρο Παλαιού Φαλήρου και επειδή θεωρούσε σοβαρή την επέμβαση στην οποία επρόκειτο να υποβληθεί για την αποκατάσταση του κατάγματος της, ζήτησε τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης. Για το σκοπό αυτό κλήθησαν από την ίδια και μετέβησαν στην ως άνω Κλινική οι κατηγορούμενοι, καθώς και ο προαναφερθείς πατέρας του δευτέρου, συνταξιούχος πλέον συμβολαιογράφος Ζ1. Εκεί παρέμεναν μόνοι στο θάλαμο νοσηλείας μαζί με Γ1 και την αδελφή της Ψ2, που είχε κατά τον ίδιο χρόνο εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο Παλαιού Φαλήρου και νοσηλευόταν στον ίδιο θάλαμο, ενώ οι υπόλοιποι συγγενείς τους που ήταν κατά το χρόνο εκείνο στο θάλαμο και συγκεκριμένα η ίδια (πολιτικώς ενάγουσα Ψ1), ο υιός της Ψ η σύζυγος του ....., η πεθερά του ..... και ο Γ2, εξήλθαν κατόπιν συστάσεως των προαναφερομένων. Οι κατηγορούμενοι και ο Ζ1, έμειναν αρκετή ώρα μαζί με τις δύο αδελφές στο θάλαμο νοσηλείας των και εν συνεχεία εξήλθαν και αποχώρησαν, αφού δήλωσαν, κατά τους ισχυρισμούς πάντοτε της μηνύτριας, στους προαναφερθέντες συγγενείς και συνοδούς ότι είχαν τελειώσει με τη σύνταξη της διαθήκης, η δε Γ1 και η Ψ2 πληροφόρησαν ακολούθως τους ως άνω συγγενείς των ότι είχαν συνταχθεί διαθήκες και των δύο, σύμφωνα με τις οποίες άφηνε η μία την άλλη κληρονόμο της και εκείνη που θα επιζούσε της άλλης θα άφηνε την περιουσία τους στην οικογένεια του Ψ. Άλλωστε, το ότι είχε συνταχθεί διαθήκη με το προδιαληφθεν περιεχόμενο, η Γ1, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, είχε εκμυστηρευθεί και σε άλλα πρόσωπα , όπως η ανεψιά της ...... και η οικιακή βοηθός της Δ. Η θανούσα, άφησε κατά το χρόνο του θανάτου τεραστίας αξίας ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από το εναπομείναν, μετά τις πωλήσεις, τμήμα του παραθαλασσίου αγροκτήματος στο ......., εκτάσεως εκατόν ενενήντα τριών (193) περίπου στρεμμάτων, αξίας άνω των δέκα δισεκατομμυρίων δραχμών, και εννέα διαμερίσματα, στην περιοχή ....., η συνολική αξία των οποίων υπερέβαινε τα διακόσια εκατομμύρια δραχμές. Έτσι, μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος σαράντα περίπου ημερών από το θάνατο της, ο υιός της πολιτικώς εναγούσης, Ψ, απευθύνθηκε στους κατηγορουμένους για να ενημερωθεί περί της διαθήκης, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε συντάξει η αποβιώσασα θεία του. Οι κατηγορούμενοι τον πληροφόρησαν ότι δεν είχε συνταχθεί διαθήκη και επί πλέον ο πρώτος εξ αυτών, Χ2, του δήλωσε ότι η αποβιώσασα είχε προβεί σε υιοθεσία του ιδίου (κατηγορουμένου), ο οποίος είχε καταστεί και ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της. Η είδηση αυτή κατέπληξε τον Ψ, αλλά και όλους τους συγγενείς και γνωστούς της θανούσης, καθόσον αυτή δεν είχε ποτέ εκδηλώσει την επιθυμία να υιοθετήσει οποιονδήποτε, ούτε υπήρξε πληροφορία ή ένδειξη, ότι είχε αποκτήσει θετό τέκνο. Η εν λόγω υιοθεσία υπήρξε η αιτία οξυτάτης αντιπαραθέσεως και αντιδικίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και η παρούσα δίκη, η οποία δημιουργήθηκε κατόπιν μηνύσεως των αδελφών της θανούσης, Ψ2, που απεβίωσε στη συνέχεια, και Ψ1, και αφορά την εξαπάτηση της Γ1 από τους κατηγορουμένους αναφορικά προς τη σύνταξη διαθήκης, και επί πλέον την εξαπάτηση από τον πρώτο κατηγορούμενο του Δικαστού που εξέδωσε την αριθμ. 6596/15-12-1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί χορηγήσεως σ' αυτόν κληρονομητηρίου, αφού το βασικό κατά τη μήνυση έγκλημα της κακουργηματικής απάτης αναφορικά προς την τέλεση της επίμαχης υιοθεσίας είχε ήδη κατά τη διατύπωση της κατηγορίας υποκύψει σε παραγραφή, λόγω παρελεύσεως χρονικού διαστήματος μεγαλυτέρου της δεκαπενταετίας. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το πρώτο και βασικό σκέλος της προκειμένης κατηγορίας, συνίσταται στο ότι οι κατηγορούμενοι παραπλάνησαν την Γ1 ότι κατά την επίσκεψη τους στην Κλινική του Ιατρικού Αθηνών Παλαιού Φαλήρου , όπου νοσηλευόταν, συνετάγη από τη δευτέρα εξ αυτών ως συμβολαιογράφο νόμιμη δημοσία διαθήκη με το προεκτεθέν περιεχόμενο, ενώ είχε συνταχθεί κάποιο άσχετο συμβολαιογραφικό έγγραφο, και έτσι παρέλειψε να προβεί στη σύνταξη άλλης διαθήκης ή σε άλλη πράξη διαθέσεως της περιουσίας της εν ζωή, ούσα σίγουρη, ότι είχε πράγματι συνταχθεί διαθήκη της, ώστε να παραμείνει ολόκληρη η περιουσία της στον πρώτο κατηγορούμενο ως μόνο εξ αδιαθέτου κληρονόμο της. Ως προς το κεφάλαιο της αυτό η κατηγορία ελέγχεται ως αβάσιμη, αφού από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στην αρχή της παρούσης, δεν προέκυψαν τα αναγκαία για τη θεμελίωση της πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναφέρονται στο παραπεμπτικό βούλευμα και στο διατακτικό της παρούσης, και συγκεκριμένα η βούληση της Γ1 να προβεί στη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης και η εξαπάτηση αυτής από τους κατηγορουμένους. Στην κρίση του αυτή άγεται το Δικαστήριο από την συνεκτίμηση και αξιολόγηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων και αφού έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη του και τα εξής στοιχεία που προέκυψαν κατά τρόπο αναμφισβήτητο από την αποδεικτική διαδικασία: α) Από τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά της Κλινικής Παλαιού Φαλήρου του Ιατρικού Αθηνών, προκύπτει ότι η Γ1 εισήχθη σ' αυτήν με διατροχαντήριο κάταγμα αριστερού μηριαίου την 14-2-1994 και χειρουργήθηκε την επομένη ημέρα (15-2-1994), αφού οι καρδιολογικές, εργαστηριακές και λοιπές εξετάσεις της έδειξαν ότι δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε σοβαρό πρόβλημα, που θα επέβαλε την αναβολή της επεμβάσεως. Το στοιχείο τούτο αναιρεί πλήρως τους ισχυρισμούς της πολιτικής αγωγής ότι δηλαδή η Γ1 παρέμεινε νοσηλευόμενη στην εν λόγω Κλινική επί μία περίπου εβδομάδα, και εν συνεχεία υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, μετά την 20-2-1994, διότι αντιμετώπιζε σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα, εξαιτίας του οποίου και ζήτησε τη σύνταξη της διαθήκης πριν την εισαγωγή της στο χειρουργείο, β) Οι κατηγορούμενοι, ως προεξετέθη, επισκέφθηκαν τη Γ1 στην ως είρηται Κλινική δύο φορές και συγκεκριμένα, την 23-2-1994 και την 8-3-1994, που συνεταγησαν και τα αντίστοιχα πληρεξούσια της προς τον Γ2. Με δεδομένο δε τον ως άνω χρόνο της χειρουργικής επεμβάσεως και οι δύο επισκέψεις τους ήταν μεταγενέστερες ταύτης. Αλλά και υπό την εκδοχή της πολιτικής αγωγής ότι έλαβε χώρα και τρίτη επίσκεψη τούτων, περί την 20-2-1994, κατά την οποία και συνετάγη η περί ης ο λόγος διαθήκη, και αυτή η επίσκεψη τους με βάση το χρόνο πραγματοποιήσεως της χειρουργικής επεμβάσεως, είναι μεταγενέστερη ταύτης, γ) Η ετέρα διαθέτις και μηνύτρια, Ψ2, η οποία φέρεται νοσηλευθείσα, στον ίδιο θάλαμο με την αδελφή της Γ1, όπου και συνέταξε από κοινού με την τελευταία τη διαθήκη της, σύμφωνα με την από .... βεβαίωση της Προϊσταμένης Λογ. Ασθενών της Κλινικής Παλαιού Φαλήρου του Ιατρικού Αθηνών, δεν είχε εισαχθεί και νοσηλευθεί, κατά το κρίσιμο αυτό χρονικό διάστημα, στη συγκεκριμένη Κλινική, όπως αβασίμως διατείνεται η πλευρά της πολιτικής αγωγής, δ) Η Γ1, κατά κοινή παραδοχή όλων όσων τη γνώριζαν, ήταν γυναίκα ιδιαίτερα ευφυής, μορφωμένη, καλλιεργημένη και δυναμική, διαθέτουσα πνευματική διαύγεια και ευστροφία μέχρι το θάνατο της. Επί πλέον αυτή, λόγω της μακροχρονίου επαγγελματικής ενασχολήσεως του συζύγου της ως υπαλλήλου συμβολαιογραφείου, γνώριζε πολύ καλά τη διαδικασία συντάξεως διαθήκης και συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να προβεί στη σύνταξη άκυρου (λόγω του αριθμού και της συγγενικής σχέσεως των συμπραξάντων προσώπων) ή να εξαπατηθεί από τους κατηγορουμένους περί δήθεν συντάξεως υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις εγκύρου διαθήκης ε) η Γ1 δεν είχε μιλήσει για τη σύνταξη διαθήκης στα πλέον έμπιστα σ' αυτήν πρόσωπα, που ήταν ο Γ2, ο οποίος τη φρόντιζε και την περιέθαλπε, κατά τα προλεχθέντα, και επικοινωνούσε σε καθημερινή σχεδόν βάση μαζί της, (βλ από 29-3-2002 κατάθεση της συζύγου του ...... ενώπιον του Ανακριτού Πειραιώς), και η αδελφή της και πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 (βλ. κατάθεση αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) και συνεπώς, με δεδομένη τη σοβαρότητα, αυστηρότητα και εσωστρέφεια που τη διέκρινε, και την εν γένει προσωπικότητα της, δεν κρίνεται πειστική και σύμφωνη με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, η άποψη της πολιτικής αγωγής, ότι δηλαδή συζητούσε το συγκεκριμένο αυστηρώς προσωπικό της ζήτημα και απεκάλυπτε τον τρόπο διαθέσεως της περιουσίας της, σε τρίτα και άσχετα πρόσωπα, όπως η οικιακή βοηθός της Δ. Και στ) Η Γ1 σε κάθε περίπτωση δεν θα είχε και λόγο να προβεί στη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, αφού η διατυπωθείσα σ' αυτήν, κατά την κατηγορία, βούληση της περί της ρυθμίσεως της τύχης της περιουσίας της μετά το θάνατο της θα ικανοποιείτο τελικώς και χωρίς την ύπαρξη αυτής (διαθήκης), με βάση τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, τους οποίους η ίδια και εγνώριζε. Εξάλλου "το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι είχ(αν) ζητήσει την έξοδο εκ του θαλάμου νοσηλείας της Γ1, των παρισταμένων εκεί κατά την άφιξη τους συγγενών, δεν μπορεί να εκληφθεί ως στοιχείο ενισχυτικό της απόψεως περί συντάξεως διαθήκης, αφού και για τη σύνταξη των πληρεξουσίων ήταν επίσης απαραίτητη η εκ του θαλάμου νοσηλείας απομάκρυνση των τρίτων, ώστε να διαφυλαχθεί η μυστικότητα και το απόρρητο της αντιστοίχου δικαιοπρακτικής βουλήσεως της εξουσιοδοτούσης. Ούτε τέλος, μπορεί να θεωρηθεί ως ανταποκρινόμενη στα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας η άποψη της πολιτικής αγωγής, ότι οι κατηγορούμενοι εξερχόμενοι του θαλάμου νοσηλείας τους ανακοίνωσαν στους αναμένοντες συγγενείς της Γ1 ότι ολοκληρώθηκε η σύνταξη της διαθήκης, τη στιγμή που γνώριζαν ότι διαθήκη δεν είχε συνταχθεί ή επρόκειτο να την εξαφανίσουν, στα πλαίσια του εγκληματικού τους σχεδίου, αλλά και ότι δεν θα μπορούσε ελλείψει των νομίμων προϋποθέσεων (τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας μη συγγενείς μεταξύ των) να συνταχθεί εγκύρως δημοσία διαθήκη, γεγονός που ήταν γνωστό και στους συγγενείς και εν πάση περιπτώσει θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν, και να αποκαλυφθεί έτσι το εγκληματικό τους σχέδιο. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι συνετάγη πράγματι η επίμαχη διαθήκη και ότι συνακολούθως οι κατηγορούμενοι ετέλεσαν την αποδιδομένη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού, με αντικείμενο την εν λόγω διαθήκη, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό, και συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν αθώοι. Περαιτέρω καθόσον αφορά το έτερο σκέλος της κατηγορίας που αφορά τον πρώτο μόνο των κατηγορουμένων πρέπει να λεχθούν ειδικότερα τα εξής: Η κατηγορία σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμενος Χ2, αφού είχε κατορθώσει, με τη σύμπραξη άλλων να υφαρπάσει την υπ' αριθμ. 343/11-7-1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο της Γ1, εξαπατώντας τους εκδόσαντες αυτήν δικαστές, με την υποβολή στο Δικαστήριο αιτήσεως κατ' εντολή δήθεν της τελευταίας, η οποία ζητούσε να τον υιοθετήσει και με την εμφάνιση στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως, άλλης αγνώστου γυναικός, που προσποιήθηκε ότι ήταν η αιτούσα (Γ1) και δήλωσε τη συναίνεση της για την υιοθεσία, υπέβαλε εν συνεχεία, μετά το θάνατο της φερομένης ως θετής μητέρας του, αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς περί χορηγήσεως σ' αυτόν κληρονομητηρίου επί της κληρονομιαίας περιουσίας της αποβιωσάσης Γ1, επικαλούμενος την περί υιοθεσίας του ως άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την ανυπαρξία διαθήκης της κληρονομουμένης. Κατά την εκδίκαση δε της εν λόγω αιτήσεως του, που έλαβε χώρα την 1-12-1999 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παρέστησε ψευδώς στο δικάσαντα αυτήν δικαστή ότι, ως θετό τέκνο της Γ1, ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, επικαλούμενος και προσκομίζοντας στο Δικαστήριο μεταξύ των άλλων επικυρωμένο από τον ίδιο αντίγραφο της περί υιοθεσίας ως άνω πάνω δικαστικής αποφάσεως και το υπ' αριθμ. πρωτ. ...... πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Κρανιδίου, όπου ήταν εγγεγραμμένη η Γ1, το οποίο δολίως επίσης είχε υφαρπάσει. Με την απατηλή αυτή συμπεριφορά του, επέτυχε τελικώς να εξαπατήσει τον δικάσαντα την αίτηση δικαστή και να τον πείσει να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6596/15-12-1999 απόφαση, η οποία διέταξε τη χορήγηση σ' αυτόν πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου), που να πιστοποιεί ότι ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Γ1, σε εκτέλεση δε της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς το υπ' αριθμ. ....... πιστοποιητικό με το πιο πάνω περιεχόμενο και ακολούθησε η εκ μέρους του αποδοχή της κληρονομιάς της Γ1 με το υπ' αριθμ. ...... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης συζ. Μηνά Λιώνη - Κουρτίδου, που αναπλήρωσε τη δευτέρα κατηγορουμένη. Έτσι, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Γ1, που ήταν οι μηνύτριες αδελφές της Ψ1 και Ψ2, υπέστησαν ζημία ίση προς την αξία της κληρονομιαίας περιουσίας που υπερέβαινε το ποσό των 29.000.000 ευρώ (και με την προϋφισταμένη νομισματική μονάδα των 10.000.000.000 δραχμών). Βεβαίως το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι εάν η ανωτέρω ζημία των εγκαλουσών και το αντίστοιχο όφελος του πρώτου κατηγορουμένου τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή ως άνω συμπεριφορά του τελευταίου και την εκδοθείσα συνεπεία ταύτης, κατ' εξαπάτηση του δικάσαντος δικαστού, υπ' αριθμ. 6596/15-12-1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί χορηγήσεως σ' αυτόν κληρονομητηρίου. Τούτο δε διότι το όφελος του κατηγορουμένου και η αντίστοιχη ζημία των εγκαλουσών επήλθαν στην πραγματικότητα με την κήρυξη του τελευταίου ως θετού τέκνου της Γ1 με την υπ' αριθμ. 343/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οπότε και απέκτησε τα δικαιώματα γνησίου τέκνου, μεταξύ των οποίων και το κληρονομικό τοιούτο. Έτσι, μετά το θάνατο της Γ1, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν άφησε διαθήκη, ολόκληρη η περιουσία της, περιήλθε σ' αυτόν (κατηγορούμενο) σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ως πλησιέστερο συγγενή της και μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της. Η επίμαχη περί εκδόσεως κληρονομητηρίου υπ' αριθμ. 6596/15-12-1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που επακολούθησε είχε διαπιστωτικό μόνο χαρακτήρα της προειρημένης ιδιότητος του κατηγορουμένου ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της Γ1, ώστε να ασκήσει τα εξ αυτής δικαιώματα του, τα οποία είχε ήδη αποκτήσει και θα μπορούσε να ασκήσει και χωρίς τη συγκεκριμένη απόφαση, με μόνη την επίκληση απλού πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών της αποβιωσάσης του οικείου Δημάρχου που να πιστοποιεί την ως είρηται ιδιότητα του και επίσης πιστοποιητικού μη δημοσιεύσεως διαθήκης της τελευταίας. Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω και κατ' ουσίαν εξεταζομένη η σχετική κατηγορία, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσης, δεν προέκυψαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σαφώς και πέρα από κάθε αμφιβολία πραγματικά περιστατικά, ικανά να στηρίξουν την κατηγορία και να δημιουργήσουν πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Και είναι μεν αληθές ότι η επίμαχη υιοθεσία του κατηγορουμένου από την Γ1, η οποία ερευνάται εν προκειμένω παρεμπιπτόντως, ως αναγκαίο προδικαστικό ζήτημα της κρινομένης κατηγορίας, εμφανίζει πολλά ασαφή και αδιευκρίνιστα σημεία και ερωτηματικά, που δημιουργούν προβληματισμό και αμφιβολίες αν συντελέσθηκε πράγματι ή αν έλαβε χώρα εξαπάτηση των δικαστών και υφαρπαγή της σχετικής αποφάσεως με τον τρόπο που αναφέρθηκε ανωτέρω και περιγράφεται λεπτομερέστερα στο παραπεμπτικό βούλευμα, το οποίο ας σημειωθεί δεν υιοθέτησε την αρχικώς υποστηριχθείσα από τις μηνύτριες άποψη περί πλαστογραφήσεως της εν λόγω αποφάσεως και "εμφυτεύσεως της" στο αρχείο του Δικαστηρίου, αφού από την διενεργηθείσα έρευνα των εγγράφων και όλων των πράξεων της προδικασίας και της κυρίας διαδικασίας, με τη χρησιμοποίηση και ιδιωτικού αστυνομικού, που προσλήφθηκε από τις τελευταίες, προέκυψε ότι η επίμαχη απόφαση δεν είναι προϊόν πλαστογραφίας, αλλά εξεδόθη πράγματι από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την τήρηση όλων των προβλεπομένων νομίμων διατυπώσεων. Ειδικότερα, τα προαναφερθέντα αμφίβολα και ασθενή για την υιοθεσία σημεία εντοπίζονται πρωτίστως στα κίνητρα και τους σκοπούς της υιοθεσίας, που είναι συνήθως η αντιμετώπιση της μοναξιάς και της πλήξεως των υιοθετούντων από την έλλειψη γνησίων κατιόντων, η ικανοποίηση αισθημάτων αλτρουισμού, φιλανθρωπίας, αγάπης και στοργής με την παροχή εκ μέρους των οικογενειακής θαλπωρής αλλά και οικονομικής βοήθειας σε αναξιοπαθούντα και άπορα άτομα, αλλά και η εξασφάλιση της συνεχείας του ονόματος αυτών (υιοθετούντων) καθώς και της αναγκαίας συμπαραστάσεως και φροντίδος από τον υιοθετούμενο κατά την περίοδο των γηρατειών τους. Τέτοια κίνητρα δεν φαίνεται να υπήρχαν στην προκειμένη περίπτωση και μάλιστα να ήταν τόσο ισχυρά που να οδήγησαν τη Γ1 στην περί υιοθεσίας του κατηγορουμένου απόφαση της, πολύ δε περισσότερο που η ίδια είχε στενούς συγγενείς, οι οποίοι θα μπορούσαν να της συμπαρασταθούν και να της παράσχουν οποιαδήποτε βοήθεια, ο δε κατηγορούμενος, που είχε οικογένεια, ήταν ήδη δικηγόρος και είχε τη δυνατότητα επιτυχούς επαγγελματικής σταδιοδρομίας και εξασφαλίσεως άνετου διαβιώσεως, ώστε να μη χρειάζεται τη δική της συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια. Αξίζουν επίσης ιδιαιτέρας μνείας η απόλυτη μυστικότητα που τηρήθηκε και από τις δύο πλευρές, η μη χρησιμοποίηση από τον κατηγορούμενο του επωνύμου της θετής μητέρας, παρά μόνο μία φορά, κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 1988, που ζήτησε την καταχώριση της υιοθεσίας του στη Ληξιαρχείο Αθηνών, και κυρίως η παντελής αδιαφορία του για τη θετή του μητέρα, η οποία κατά τα τελευταία έτη της ζωής της αντιμετώπισε, κατά τα προλεχθέντα, σοβαρά προβλήματα υγείας και ο κατηγορούμενος δεν της συμπαραστάθηκε και δεν της προσέφερε οποιαδήποτε βοήθεια, δεν παραστάθηκε δε ούτε στην κηδεία της, ισχυριζόμενος ότι βρισκόταν σε διακοπές με την οικογένεια του στη ....... και δεν μπορούσε να επιστρέψει εγκαίρως. Όλα όμως τα ανωτέρω παρατιθέμενα στοιχεία, μολονότι δημιουργούν, ως προεξετέθη, πλείστες αμφιβολίες στο Δικαστήριο αναφορικά προς την τέλεση της επίμαχης υιοθεσίας, δεν κρίνονται ωστόσο και επαρκή να θεμελιώσουν πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή δεν έλαβε χώρα η υιοθεσία και κατά συνέπειαν ο κατηγορούμενος με την επίκληση της σχετικής αποφάσεως, την οποία με απάτη είχε υφαρπάσει, εξαπάτησε και πάλι το Δικαστήριο στην έκδοση της περί κληρονομητηρίου αποφάσεώς του, που αποτελεί και το αντικείμενο της προκειμένης κατηγορίας. Στην κρίση του αυτή άγεται το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του το γεγονός που προέκυψε σαφώς από τη διαδικασία, ότι δηλαδή μεταξύ της Γ1 και του κατηγορουμένου υπήρχε ισχυρός συναισθηματικός σύνδεσμος, ο οποίος είχε αναπτυχθεί ήδη από την παιδική ηλικία του τελευταίου, λόγω της προειρημένης εργασιακής σχέσεως του συζύγου της με τον πατέρα αυτού, της στενής φιλίας και της πνευματικής συγγενείας (διπλή κουμπαριά από γάμο και βάπτιση), των δύο οικογενειών, που επί σειρά ετών περνούσαν κατά κανόνα μαζί τις θερινές διακοπές τους στις εξοχικές οικίας αυτών στο .......Ερμιονίδος. Η διαμονή τους εκεί καθόλη σχεδόν τη θερινή περίοδο, και μάλιστα σε εποχή που δεν υπήρχαν πλησίον των οικιών τους άλλες εξοχικές οικίες, οδήγησε σε περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων και συναισθηματικών τους δεσμών, δεδομένου ότι περνούσαν μαζί πολλές ώρες της ημέρας, με μπάνιο, ψάρεμα, βόλτες, κοινές συνεστιάσεις κ.λ.π. Επίσης η αγάπη του κατηγορουμένου προς την εξοχική του οικία και το κτήμα γενικότερα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κίνητρο για την Γ1 να προβεί στην υιοθεσία του, αφού και η ίδια ήταν συναισθηματικά δεμένη με το κτήμα αυτό, την συνέδεαν μαζί του πολλές αναμνήσεις , είχε προβεί στην ανέγερση εντός αυτού ιδιωτικού Ιερού Ναού προς τιμήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και εις μνήμην του συζύγου του και θα ήθελε ως εκ τούτου να παραμείνει το εν λόγω ακίνητο ενιαίο και αδιαίρετο υπό την ιδιοκτησία του, ενόψει μάλιστα του και του γεγονότος ότι ο ανεψιός της Ψ, τον οποίο είχε ενισχύσει οικονομικώς και θα μπορούσε επίσης να του εμπιστευθεί το συγκεκριμένο κτήμα, την εποχή εκείνη, βρισκόταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, δεδομένου ότι η εταιρεία με την επωνυμία "....." την οποία διηύθυνε είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, γεγονός που δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους για τη διατήρηση του κτήματος. Και είναι μεν αληθές ότι μετά το θάνατο του Γ οι σχέσεις και συναισθηματικοί δεσμοί των δύο οικογενειών, ως ήδη εξετέθη, χαλάρωσαν, και οι επαφές τους περιορίσθησαν σε αραιές τηλεφωνικές επικοινωνίες, ωστόσο, η Γ1. δεν έπαυσε να παρακολουθεί διακριτικά την επαγγελματική και κοινωνική γενικά πορεία του κατηγορουμένου και παρά τους ισχυρισμούς του Ψ ότι δεν τον εκτιμούσε και τον αποκαλούσε αλήτη και απατεώνα, συνέχισε να τον εμπιστεύεται ως δικηγόρο της και να του αναθέσει τις υποθέσεις της και στην τότε σύζυγο του, δευτέρα κατηγορουμένη, τη σύνταξη των συμβολαιογραφικών πράξεών της. Τέλος η μυστικότητα που τηρήθηκε και από τις δύο πλευρές, εκτός από την επιθυμία της Γ1 να αποφευχθεί η διατάραξη των σχέσεων της με τους συγγενείς αυτής, θα μπορούσε να εξηγηθεί και από τη μυστικοπάθεια που τη διέκρινε, από τον ιδιόρρυθμο, εσωστρεφή, αυστηρό και ελάχιστα διαχυτικό και προβλέψιμο χαρακτήρα της. Αξιοσημείωτο δε είναι και το γεγονός ότι εμπιστευόταν ως πληρεξούσιο της, για τη διαχείριση χρημάτων και άλλων υποθέσεων της, τον εξ αγχιστείας ανεψιό της Γ2 και όχι το δικό της εξ αίματος ανεψιό Ψ.Συμπερασματικά και σε ακολουθία με όλα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω ο πρώτος κατηγορούμενος, πρέπει, λόγω αμφιβολιών, να κηρυχθεί αθώος της αποδιδομένης σ' αυτόν αξιοποίνου πράξεως της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου σε βαθμό κακουργήματος, όπως αυτή περιγράφεται ειδικότερα στο διατακτικό". Με τις παραδοχές, όμως, και τις σκέψεις αυτές η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι εδική και εμπεριστατωμένη και ειδικότερα: Α) Ως προς την πράξη της κακουργηματικής απάτης στο δικαστήριο, που φέρεται ότι τέλεσε ο κατηγορούμενος Χ2 την 1-12-1999, διότι το Εφετείο δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους, από τα περιστατικά που δέχθηκε, δεν μπόρεσε να καταλήξει στο πόρισμα ότι πραγματώθηκε από τον κατηγορούμενο η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξεως αυτής και συγκεκριμένα δεν εξηγεί, σε σχέση με την υιοθεσία, την οποία δέχεται ως αναγκαίο προδικαστικό ζήτημα της κατηγορίας, τους λόγους που στηρίζουν την κρίση του περί υπάρξεως αμφιβολιών ως προς το ότι δεν τελέσθηκε έγκυρη υιοθεσία, δηλαδή αμφιβολιών ως προς το ότι η εμφανισθείσα ενώπιον του δικαστηρίου και συναινέσασα στην υπ' αυτής υιοθεσία του κατηγορουμένου δεν ήταν η Γ1, ενόψει ιδίως των παραδοχών του α) ότι δεν υπήρχαν κίνητρα για να οδηγήσουν τη Γ1 στην περί υιοθεσίας του κατηγορουμένου απόφασή της β) ότι η εν λόγω υιοθεσία παρέμεινε μυστική μέχρι το θάνατο της Γ1, γ) ότι ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποίησε άλλη φορά, εκτός εκείνης κατά την καταχώρηση της υιοθεσίας στο ληξιαρχείο, το επώνυμο της θετής του μητέρας (κατά νόμον επώνυμό του μετά την υιοθεσία), δ) ότι μετά το θάνατο, το έτος 1985, του συζύγου της Γ1 οι σχέσεις της με την οικογένεια Χ2,Ζ1 χαλάρωσαν και ε) ο κατηγορούμενος δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη Γ1, όταν αυτή αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, κατά τα τελευταία έτη της ζωής της, και δεν παρέστη ούτε στην κηδεία της και ενόψει, περαιτέρω, του ότι, όσα επισημαίνονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, σε αντιπαράθεση προς τ' ανωτέρω, είτε είναι ενδοιαστικώς διατυπωμένα, με τη φράση "θα μπορούσε να... ", είτε αποτελούν αξιολογικές κρίσεις μη στηριζόμενες σε παρατιθέμενα περιστατικά. Πλέον των ανωτέρω η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως παρίσταται ελλιπής στο ζήτημα του χρόνου μεταβιβάσεως από τη Γ1 στον κατηγορούμενο, αιτία πωλήσεως, δύο τμημάτων του ακινήτου της στο .... Ερμιονίδας, ο οποίος δεν προσδιορίζεται αν ήταν πριν ή μετά την υιοθεσία και εντεύθεν δεν αξιολογείται, στην περίπτωση που ο χρόνος αυτός είναι μεταγενέστερος της υιοθεσίας, αν εδικαιολογούντο οι επ' ανταλλάγματι δύο αυτές μεταβιβάσεις. Και Β) Ως προς την πρώτη πράξη, τη φερομένη ως τελεσθείσα υπό των κατηγορουμένων από κοινού, διότι η ανωτέρω αιτιολογία περιέχει αντιφάσεις και συγκεκριμένα συμπεραίνει ότι δεν πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της κακουργηματικής απάτης από κοινού επειδή "δεν πείσθηκε ότι συνετάγη πράγματι η επίμαχη διαθήκη", δηλαδή δεν πείσθηκε περί γεγονότος για το οποίο δεν επρόκειτο κατά την κατηγορία, η οποία συνίστατο, όπως προεκτέθηκε, στο ότι οι κατηγορούμενοι παραπλάνησαν τη Γ1 ότι συνετάγη, κατά την επίσκεψή τους στο θεραπευτήριο, δημοσία διαθήκη της ενώ δεν είχε συνταγεί τέτοια διαθήκη. Κατ' ακολουθίαν, ο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 734/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε αποφάσεως και για όλους τους λόγους. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην αθωωτική απόφαση. Αναιρείται η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν εξηγεί τους λόγους που στηρίζουν την κρίση του Εφετείου περί υπάρξεως αμφιβολιών, από τα περιστατικά που δέχθηκε. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1213/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 299/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 890/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 356/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: 1.- Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 103/30-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 299/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 4949/2004 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα τα κατηγορούμενο Χ1, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απάτης από δράστη, ο οποίος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 554/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Εναντίον του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και απόλυτη ακυρότητα. Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως εξεδόθη η υπ'αριθ. 1887/2006 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), με την οποία κρίθηκε ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το υπ'αριθμ. 554/2005 βούλευμά του διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1-3 Π.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επίσης το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμο και τον συναφή περί απόλυτης ακυρότητας λόγο αναιρέσεως. Στη συνέχεια όμως το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την ίδια υπ'αριθ. 1887/2006 απόφασή του (σε Συμβούλιο) έκρινε ότι, ως προς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., δηλαδή της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως, δεν γίνεται μνεία σαφών και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Για τον λόγο αυτό αποφάσισε να αναιρεθεί εν μέρει, δηλαδή ως προς το σκέλος του αυτό, το τότε προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 554/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση, μόνο ως προς το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συνεκροτείτο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που αποφάνθηκαν προηγουμένως. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής εξδόθη το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 299/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επικυρώθηκε και πάλι στο σύνολό του, δηλαδή και ως προς την συνδρομή των ανωτέρω επιβαρυντικών περιστάσεων, το υπ'αριθ. 4949/2004 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά του ανωτέρω υπ'αριθμ. 299/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 20-4-2007 με θυροκόλληση. Επακολούθησε η επίδοσή του την 21-4-2007 στον διορισθέντα αντίκλητό του Χρήστο Διαμαντή, η δε αίτηση ασκήθηκε την 30-4-2007 από τον ίδιο αυτοπροσώπως ενώπιον τον Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 103/30-4-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η υπέρβαση εξουσίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. 2.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 Ν.2408/1996 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 382/2006, ΑΠ 108/2006). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, παρέθεσε, με δικές του αποκλειστικά σκέψεις, την εξής αιτιολογία, αναφορικά με τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της πράξεως της απάτης, ως προς τις οποίες αναιρέθηκε μόνο το προσβληθέν με την αίτηση αναιρέσεως βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές για να εξετασθεί εκ νέου, από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένης και της ανωμοτί κατάθεσης του εγκαλούντος- πολιτικώς ενάγοντος, τα επισυναπτόμενα στη δικογραφία έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη και αν δεν γίνεται ειδικότερη μνεία αυτών, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και το απολογητικό υπόμνημα που υπέβαλε αυτός, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του που περιέχονται στην ένδικη έφεση, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά: Η τέλεση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο παραπάνω αξιόποινης πράξης για την οποία κατηγορείται δεν ήταν ευκαιριακή, αλλά αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδιασμού που είχε ως απώτερο σκοπό όχι μόνο την εξαπάτηση του συγκεκριμένου εγκαλούντος από τον οποίο απέσπασε προκειμένου να επωφεληθεί το ποσό των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ που κατέβαλε ο τελευταίος προκειμένου να επενδυθεί, μέσω της αλλοδαπής εταιρίας ...... LTD σε αμοιβαία κεφάλαια της υπεράκτιας εταιρίας ..... LTD (<<.....>>), καθώς και των 25.000 δολλαρίων ΗΠΑ που κατέβαλε επίσης ο ίδιος δια της παραδόσεως σ' αυτόν τριών τραπεζικών επιταγών της CITIBANK για την επένδυση στην αγορά συναλλάγματος της αλλοδαπής εταιρίας <<......LTD>>, αλλά και άλλων ανυποψίαστων μελλοντικών επενδυτών, σε βάρος των οποίων σχεδίαζε να επαναλαμβάνει την επιδειχθείσα στον εγκαλούντα αξιόποινη συμπεριφορά του, προκειμένου με τη δραστηριότητα του αυτή να αποκομίζει υπέρογκα παράνομα περιουσιακά οφέλη σε βάρος της περιουσίας τους, αποβλέποντας στον πορισμό εισοδήματος. Τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, για την ευόδωση του εγκληματικού σκοπού του, εμφανιζόταν ψευδώς στον κύκλο των επενδυτών ως χρηματιστηριακός σύμβουλος, μέτοχος και ενεργών για λογαριασμό δήθεν φερέγγυων επενδυτικών αλλοδαπών εταιριών (.... LTD, και ....... LTD), οι οποίες στην ουσία είχαν ανύπαρκτη επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού είχαν συσταθεί κατ' επίφαση, βάσει των νόμων των βρετανικών Παρθένων Νήσων και με έδρα τις εν λόγω Νήσους, με απώτερο σκοπό την ιδιοποίηση των χρημάτων των επενδυτών, όπως κατ' επίφαση, και με τον ίδιο εγκληματικό σκοπό, μετά την ίδρυση των ως άνω εταιριών, είχε συσταθεί στην Ελλάδα, από συμμετέχοντες στις ως άνω αλλοδαπές εταιρίες και η ελληνική εταιρία ....... LTD με το διακριτικό τίτλο <<.......>> στεγαζόμενη στα κείμενα στη ...... Αττικής και επί της οδού ... αριθμ. ... πολυτελή γραφεία, ως αντιπρόσωπος της αλλοδαπής εταιρίας ...... LTD, της οποίας βασικό στέλεχος, ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως έγινε δεκτό με το υπ' αριθμ. 554/2005 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , κατά το μέρος του που δεν αναιρέθηκε, ήταν εξαρχής σε γνώση της απατηλής δραστηριότητας των εταιριών για λογαριασμό των οποίων συναλλασσόταν αποσκοπώντας και σε Ίδιο περιουσιακό όφελος>>( βλ. την ενώπιον του Ανακριτή από 4-2-2004 έκθεση εξέτασης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, χωρίς όρκο, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: <<Ο κατηγορούμενος μου είχε εμφανιστεί από την αρχή της γνωριμίας μας ως επενδυτής και μέτοχος αλλοδαπών και ελληνικών επενδυτικών εταιριών>>, την από 3-6-2003 μήνυση του ίδιου κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την οποία <<πολλοί επενδυτές με πολλά εκατομμύρια είχαν την ίδια τύχη με εμένα...", ο κατηγορούμενος "ήταν άμεσα αναμεμιγμένος στην έμπνευση και εκτέλεση της όλης <<κομπίνας>>....<<και κεντρικό πρόσωπο των παράνομων συναλλαγών των ανύπαρκτων και εικονικών (<<φούσκα>>) εταιριών (.... και .....) καθώς και τη με ίδια ημερομηνία, ενώπιον του Ανακριτή, επίσης, έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Δ1, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: <<Ο μηνυτής μου είχε πει ότι ο κατηγορούμενος είναι σύμβουλος και μέτοχος σε χρηματοεπενδυτικές εταιρίες, όπως η ...., η ...., η ...... Μετά ακούσαμε στις ειδήσεις και μάθαμε από τον τύπο και το σκάνδαλο με τη ....., η οποία, όπως αποδείχτηκε, ήταν εικονική εταιρία και οι επενδύσεις που εφέροντο να γίνονται μέσω αυτής ήταν ανύπαρκτες ... Πιστεύω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την εικονικότητα των εταιριών, στις οποίες πρότεινε στο μηνυτή να επενδύσει τα χρήματα του και τον διαβεβαίωνε για υψηλές αποδόσεις και ανθηρές επενδυτικές εταιρίες...>>. Επίσης, για την επίτευξη του ως άνω σκοπού του, ο κατηγορούμενος επιδείκνυε στους υποψήφιους επενδυτές τα πολυτελή γραφεία της τελευταίας αυτής εταιρίας, στα οποία αναπτυσσόταν η παράνομη δραστηριότητα της μέσω στελεχιακού δυναμικού που απασχολούσε για τον εν λόγω σκοπό, στο οποίο ανήκε και αυτός, παρά το γεγονός ότι τυπικά είχε προσληφθεί από την εταιρία αυτή με σύμβαση έργου, ως σύμβουλος σε εταιρικά και επιχειρηματικά θέματα, σχετιζόμενα με την εξέλιξη διαφόρων έργων, διαφήμιση, συγχωνεύσεις και εξαγορές της εδρεύουσας στην Ελλάδα εταιρίας ....., την από .... Σύμβαση Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών>>, τούτο δε έπραξε και με τον εγκαλούντα, τον οποίο, κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, προσκάλεσε να επισκεφτεί τα ως άνω γραφεία, συστήσας μάλιστα αυτόν και σε άλλα στελέχη, προκειμένου να πειστεί ακόμη περισσότερο για την ύπαρξη και τη φερεγγυότητα των επικαλούμενων απ' αυτόν δήθεν φερέγγυων αλλοδαπών επενδυτικών εταιριών (βλ. την ενώπιον του Ανακριτή από 4-2-2004 έκθεση εξέτασης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, χωρίς όρκο, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: << Ο κατηγορούμενος... με κάλεσε στα γραφεία της εταιρίας που εκπροσωπούσε και στην οποία ήταν μέτοχος. Εγώ πράγματι πήγα στα γραφεία αυτής της εταιρίας, στην οδό ...., στη ..... με το διακριτικό τίτλο <<.....>>. Εγώ πράγματι είδα πολυτελή γραφεία με άρτιο εξοπλισμό, αρκετούς υπαλλήλους και στελέχη, στα οποία με σύστησε ο κατηγορούμενος και πείστηκα πλήρως για την αλήθεια των λεγομένων του>>). Ακόμη, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, σχετικά με την ύπαρξη και τη φερεγγυότητα των επικαλούμενων απ' αυτόν εταιριών, τις οποίες φερόταν ότι εκπροσωπούσε, ο κατηγορούμενος είχε εφοδιαστεί για διανομή στο επενδυτικό κοινό, με ενημερωτικά -διαφημιστικά φυλλάδια, συντεταγμένα στην αγγλική, που φέρονταν ότι δήθεν είχαν εκδοθεί από τις εταιρίες ...... LTD και ....... LTD και προέρχονταν από το εξωτερικό, αναφερόμενα, στις αποδόσεις των προηγουμένων ετών, οι οποίες κυμαίνονταν από 12,60 έως 15,23% μεταξύ των ετών 1997 έως 1999, για το αμοιβαίο κεφάλαιο ..... και από 1,2 έως 1,5% για την επένδυση στην αγορά συναλλάγματος της εταιρίας <<.........LTD>>, αντίτυπα των οποίων παρέδωσε στο μηνυτή κατά τις σχετικές διαπραγματεύσεις του με αυτόν, όπως και ο ίδιος ομολόγησε κατά την από 11-2-2004 απολογία του ενώπιον του Ανακριτή (<<Εγώ του παρέδωσα τα φυλλάδια για τις δύο αυτές επενδύσεις, ... εγώ του είπα ότι βάσει των φυλλαδίων, όπως διαλαμβανόταν σ' αυτά, οι επενδύσεις αυτές ήταν αποδοτικές, αφού κατά το παρελθόν είχαν παρουσιάσει κέρδη...>>). Με τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις (υποδομή) για επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, ώστε στο μέλλον να ενεργεί ως αυτουργός ή υπό οποιαδήποτε συμμετοχική, ιδιότητα στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήματος, αποσκοπώντας με την ενέργεια του αυτή στον πορισμό εισοδήματος (αρθρ. 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996). Τέτοια, δε στοιχεία υποδομής είναι:α) η αξιοποίηση όλων των παραπάνω κατ' επίφαση συνεστημένων εταιριών, και η επίκληση της ιδιότητας του ως μετόχου αυτών, η επίδειξη των πολυτελών γραφείων στη .... της ..... LTD, ·στην εγκληματική δραστηριότητα της οποίας είχε ενεργό συμμετοχή, η διανομή ενημερωτικών -διαφημιστικών εντύπων στο επενδυτικό κοινό και οι επαφές του με επενδυτές για την προώθηση απατηλών επενδύσεων. Ο κατηγορούμενος, όχι μόνο είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών, όπως προκύπτει από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, αλλά και επιχειρούσε πράγματι επαναληπτικά τέτοιες πράξεις, όπως προκύπτει και από το ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για παρόμοια με τη διωκόμενη πράξη, σχετιζόμενη με τις δραστηριότητες της εταιρίας ....., για την οποία απαγγέλθηκε σε βάρος του κατηγορία και απολογήθηκε σε τακτικό ανακριτή, όπως ο ίδιος αναφέρει στην έφεση του, αλλά και από την ενεργό ανάμιξη του στην εγκληματική δραστηριότητα της εταιρίας αυτής, και ειδικότερα για την προώθηση απατηλών επενδύσεων τόσο στο ανύπαρκτο και χωρίς αντίκρισμα χρηματιστηριακό προϊόν , τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, με την ονομασία .... και την εξυπηρέτηση του, όσο και στην αγορά συναλλάγματος της εταιρίας <<....... LTD>> και μάλιστα παρά το γεγονός, ότι γνώριζε εξαρχής όπως κατά τα ανωτέρω έγινε δεκτό, την απατηλή δραστηριότητα των εταιριών για λογαριασμό των οποίων συναλλασσόταν, αποσκοπώντας και σε ίδιο περιουσιακό όφελος>> Τέλος από την κατά τα ανωτέρω, εξακολουθητική τέλεση της ως άνω πράξης της απάτης από τον κατηγορούμενο, συνάγεται ότι αυτός έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και το ότι η προώθηση των ως άνω επενδύσεων δεν αποτελούσε περιεχόμενο των υποχρεώσεων του που απέρρεαν από τη συναφθείσα μεταξύ αυτού και της προαναφερόμενης εταιρίας σύμβαση έργου, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται και προκύπτει άλλωστε από το περιεχόμενο της ως άνω συμβάσεως. Κατ' ακολουθίαν τούτων, συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις 1) της κατ' επάγγελμα και 2) κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης που αποδίδεται στον άνω κατηγορούμενο, η οποία μορφοποιεί το αδίκημα της απάτης ως κακούργημα, κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου 386 Π. Κωδικός, και δη καθόσον αφορά την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής, τόσο με τη μορφή της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, όσο και με τη μορφή της διαμόρφωσης υποδομής με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής. Επομένως, το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για την πράξη της απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη υπερβαίνουσα το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ, για την τέλεση της οποίας είχε ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη, αφού δέχτηκε ότι συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις 1) της κατ' επάγγελμα και 2) κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης που αποδίδεται στον άνω κατηγορούμενο, η οποία μορφοποιεί το αδίκημα της απάτης ως κακούργημα, κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου 386 Π. Κωδικός, και δη καθόσον αφορά την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής, τόσο με τη μορφή της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης , όσο και με τη μορφή της διαμόρφωσης υποδομής με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντίθετα ορθά εκτίμησε τα στοιχεία της δικογραφίας και ως προς τη συνδρομή των ως άνω επιβαρυντικών περιστάσεων, γι' αυτό, οι σχετικοί λόγοι της κρινόμενης εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και στοιχειοθετούν τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου των ως άνω επιβαρυντικών περιστάσεων, τα αποδεικτικά μέσα από οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ' και 386 παρ. 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν στο προσβαλλόμενο βούλευμα και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα παρατίθενται με τρόπο διεξοδικό συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τέλεση της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινης πράξεως της απάτης δεν ήταν ευκαιριακή, αλλά αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδιασμού, δηλαδή υποδομής που είχε ως απώτερο σκοπό όχι μόνο την εξαπάτηση του συγκεκριμένου εγκαλούντα, αλλά και άλλων ανυποψίαστων μελλοντικών επενδυτών. Στη συνέχεια εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, καθώς και η σταθερή ροπή του αναιρεσείοντα προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα κατηγορούμενου, με τις οποίες, υπό την επίκληση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ο 'Αρειος Πάγος ελέγχεται νομιμότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος σχετική με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικώς διαλαμβανόμενους στη διάταξη του άρθρου 484 Κ.Π.Δ., η εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1363/2003). Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 103/30-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 299/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 26 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της με άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3, ορίσθηκε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη. Η διάταξη όμως αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ίδιου νόμου) και ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μόνο στην περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), οπότε η πράξη, και αν ακόμη έχει τελεσθεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, όπως επίσης είναι ευνοϊκότερη αν το συνολικό ποσό, χωρίς τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αν όμως το ποσό του οφέλους ή της ζημίας είναι ανώτερο των 5.000.000 δραχμών και συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις ή είναι απλώς ανώτερο των 25.000.000 δραχμών η πράξη της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και με τη νεότερη διάταξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ1 είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο αναιρεσείων, με το υπ' αριθμό 4949/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο (για τα κακουργήματα) Αθηνών, για να δικασθεί για την πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο ήδη αναιρεσείων άσκησε την υπ' αριθμό 669/23-12-2004 έφεση, η οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία με το υπ' αριθμό 554/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που επικύρωσε στο σύνολο του το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του ως άνω βουλεύματος, με αριθμό 554/2005, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο αναιρεσείων άσκησε την από 30-4-2007 αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 1887/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, σε συμβούλιο, με την οποία κρίθηκε ότι το υπ' αριθμό 554/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, διαλαμβάνει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, προσέτι δε ότι ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 του Π.Κ. Με την ίδια, όμως, ως άνω απόφαση του, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου(σε συμβούλιο), έκρινε ότι, ως προς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 13 στ του Π.Κ, δεν γίνεται μνεία σαφών και συγκεκριμένων περιστατικών, που να δικαιολογούν τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων και, ως προς το σκέλος τούτο, αναίρεσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, μόνο κατά το μέρος που αναιρέθηκε. Μετά από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, για νέα συζήτηση, εξέδωσε το προσβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως βούλευμα, με αριθμό 299/2007, το οποίο επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, με αριθμό 4949/2004 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και ως προς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων και μάλιστα τόσο της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως της απάτης, όσο και της κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως αυτής, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένης και της ανωμοτί κατάθεσης του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, τα επισυναπτόμενα στη δικογραφία έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη και αν δεν γίνεται ειδικότερη μνεία αυτών, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορούμενου και το απολογητικό υπόμνημα που υπέβαλε αυτός, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η τέλεση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο παραπάνω αξιόποινης πράξης, για την οποία κατηγορείται, δεν ήταν ευκαιριακή, αλλά αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδιασμού που είχε ως απώτερο σκοπό όχι μόνο την εξαπάτηση του συγκεκριμένου εγκαλούντος από τον οποίο απέσπασε προκειμένου να επωφεληθεί το ποσό των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που κατέβαλε ο τελευταίος, προκείμενου να επενδυθεί, μέσω της αλλοδαπής εταιρίας "....... LTD" σε αμοιβαία κεφάλαια της υπεράκτιας εταιρίας "........ LTD" (.....) καθώς και των 25.000 δολλαρίων ΗΠΑ που κατέβαλε επίσης ο ίδιος δια της παραδόσεως σ' αυτόν τριών τραπεζικών επιταγών της CΙΤΙΒΑΝΚ για την επένδυση στην αγορά συναλλάγματος της αλλοδαπής εταιρίας "........LTD", αλλά και άλλων ανυποψίαστων μελλοντικών επενδυτών, σε βάρος των οποίων σχεδίαζε να επαναλαμβάνει την επιδειχθείσα στον εγκαλούντα αξιόποινη συμπεριφορά του, προκειμένου με τη δραστηριότητά του αυτή να αποκομίζει υπέρογκα παράνομα περιουσιακά οφέλη σε βάρος της περιουσίας τους, αποβλέποντας στον πορισμό εισοδήματος. Τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, για την ευόδωση του εγκληματικού σκοπού του, εμφανιζόταν ψευδώς στον κύκλο των επενδυτών ως χρηματιστηριακός σύμβουλος, μέτοχος και ενεργών για λογαριασμό δήθεν φερέγγυων επενδυτικών αλλοδαπών εταιριών ("....... LTD", και "....... LTD"), οι οποίες στην ουσία είχαν ανύπαρκτη επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού είχαν συσταθεί κατ' επίφαση, βάσει των νόμων των βρετανικών Παρθένων Νήσων και με έδρα τις εν λόγω Νήσους, με απώτερο σκοπό την ιδιοποίηση των χρημάτων των επενδυτών, όπως, κατ' επίφαση, και με τον ίδιο εγκληματικό σκοπό, μετά την ίδρυση των ως άνω εταιριών, είχε συσταθεί στην Ελλάδα, από συμμετέχοντες στις ως άνω αλλοδαπές εταιρίες και η ελληνική εταιρία "..... LTD" με το διακριτικό τίτλο ".......", στεγαζόμενη στα κείμενα στη..... Αττικής και επί της οδού ...αριθμ. ..., πολυτελή γραφεία, ως αντιπρόσωπος της αλλοδαπής εταιρίας ...... LTD", της οποίας βασικό στέλεχος ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όπως έγινε δεκτό με το υπ' αριθμ. 554/2005 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά το μέρος του που δεν αναιρέθηκε, ήταν εξαρχής σε γνώση της απατηλής δραστηριότητας των εταιριών για λογαριασμό των οποίων συναλλασσόταν, αποσκοπώντας και σε ίδιο περιουσιακό όφελος" (βλ. την ενώπιον του Ανακριτή από 4-2-2004 έκθεση εξέτασης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, χωρίς όρκο, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "Ο κατηγορούμενος, μου είχε εμφανιστεί από την αρχή της γνωριμίας μας, ως επενδυτής και μέτοχος αλλοδαπών και ελληνικών επενδυτικών εταιρειών", την από 3-6-2003 μήνυση του ίδιου κατά του κατηγορουμένου, σύμφωνα με την οποία "πολλοί επενδυτές με πολλά εκατομμύρια είχαν την ίδια τύχη με εμένα .....", ο κατηγορούμενος "ήταν άμεσα αναμεμιγμένος στην έμπνευση και εκτέλεση της όλης "κομπίνας" .... "και κεντρικό πρόσωπο των παράνομων συναλλαγών των ανύπαρκτων και εικονικών ("φούσκα") εταιριών ("..... LTD" και "....... LTD") καθώς και την με ίδια ημερομηνία, ενώπιον του Ανακριτή, επίσης, έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Δ1, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "Ο μηνυτής μου είχε πει ότι ο κατηγορούμενος είναι σύμβουλος και μέτοχος σε χρηματοεπενδυτικές εταιρίες, όπως η ...., η ...., η .... Μετά ακούσαμε στις ειδήσεις και μάθαμε από τον τύπο και το σκάνδαλο με τη ....., η οποία, όπως, αποδείχτηκε, ήταν εικονική εταιρία και οι επενδύσεις που εφέροντο να γίνονται μέσω αυτής ήταν ανύπαρκτες ..... Πιστεύω ότι, ο κατηγορούμενος, γνώριζε την εικονικότητα των εταιριών, στις οποίες πρότεινε στο μηνυτή να επενδύσει τα χρήματά του και τον διαβεβαίωνε για υψηλές αποδόσεις και ανθηρές επενδυτικές εταιρίες...". Επίσης, για την επίτευξη του ως άνω σκοπού του, ο κατηγορούμενος επιδείκνυε στους υποψήφιους επενδυτές τα πολυτελή γραφεία της τελευταίας αυτής εταιρίας, στα οποία αναπτυσσόταν η παράνομη δραστηριότητά της, μέσω στελεχιακού δυναμικού που απασχολούσε για τον εν λόγω σκοπό, στο οποίο ανήκε και αυτός, παρά το γεγονός ότι τυπικά είχε προσληφθεί από την εταιρία αυτή με σύμβαση έργου, ως σύμβουλος σε εταιρικά και επιχειρηματικά θέματα, σχετιζόμενα με την εξέλιξη διαφόρων έργων, διαφήμιση, συγχωνεύσεις και εξαγορές της εδρεύουσας στην Ελλάδα εταιρίας "...... LTD", την από ..... Σύμβαση Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών", τούτο δε έπραξε και με τον εγκαλούντα, τον οποίο, κατά τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, προσκάλεσε να επισκεφτεί τα ως άνω γραφεία, συστήσας μάλιστα αυτόν και σε άλλα στελέχη, προκειμένου, να πειστεί ακόμη περισσότερο για την ύπαρξη και τη φερεγγυότητα των επικαλούμενων απ' αυτόν δήθεν φερέγγυων αλλοδαπών, επενδυτικών εταιριών (βλ. την ενώπιον του Ανακριτή από 4-2-2004 έκθεση εξέτασης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, χωρίς όρκο, ο οποίος κατέθεσε σχετικά: "Ο κατηγορούμενος... με κάλεσε στα γραφεία της εταιρίας που εκπροσωπούσε και στην οποία ήταν μέτοχος. Εγώ πράγματι πήγα στα γραφεία αυτής της εταιρίας, στην οδό ....., στη ..... με το διακριτικό τίτλο "....". Εγώ, πράγματι, είδα πολυτελή γραφεία με άρτιο εξοπλισμό, αρκετούς υπαλλήλους και στελέχη, στα οποία με σύστησε ο κατηγορούμενος καιπείστηκα πλήρως για την αλήθεια των λεγομένων του"). Ακόμη, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, σχετικά με την ύπαρξη και τη φερεγγυότητα των επικαλούμενων απ' αυτόν εταιριών, τις οποίες φερόταν ότι εκπροσωπούσε, ο κατηγορούμενος είχε εφοδιαστεί για διανομή στο επενδυτικό κοινό, με ενημερωτικά -διαφημιστικά φυλλάδια, συντεταγμένα στην αγγλική, που φέρονταν ότι δήθεν είχαν εκδοθεί από τις εταιρίες ".... LTD" και "...... LTD" και προέρχονταν από το εξωτερικό, αναφερόμενα, στις αποδόσεις των προηγουμένων ετών, οι οποίες κυμαίνονταν από 12,60 έως 15,23% μεταξύ των ετών 1997 έως 1999, για το αμοιβαίο κεφάλαιο GOLDSMITH FUND και από 1,2 έως 1,5% για την επένδυση στην αγορά συναλλάγματος της εταιρίας "..... LTD", αντίτυπα των οποίων παρέδωσε στο μηνυτή κατά τις σχετικές διαπραγματεύσεις του με αυτόν, όπως και ο ίδιος ομολόγησε κατά την από 11-2-2004 απολογία του ενώπιον του Ανακριτή ("Εγώ του παρέδωσα τα φυλλάδια για τις δύο αυτές επενδύσεις, ... εγώ του είπα ότι βάσει των φυλλαδίων, όπως διαλαμβανόταν σ' αυτά, οι επενδύσεις αυτές ήταν αποδοτικές, αφού κατά το παρελθόν είχαν παρουσιάσει κέρδη..."). Με τα δεδομένα αυτά, υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις (υποδομή) για επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, ώστε στο μέλλον να ενεργεί ως αυτουργός ή υπό οποιαδήποτε συμμετοχική ιδιότητα στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήματος, αποσκοπώντας με την ενεργεία του αυτή στον πορισμό εισοδήματος (άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996). Τέτοια, δε στοιχεία υποδομής είναι: α) η αξιοποίηση όλων των παραπάνω, "κατ' επίφαση συνεστημένων, εταιριών, και, η επίκληση της ιδιότητάς του, ως μετόχου αυτών, η επίδειξη των πολυτελών γραφείων στη .... της "...... LTD", στην εγκληματική δραστηριότητα της οποίας είχε ενεργό συμμετοχή, η διανομή ενημερωτικών -διαφημιστικών εντύπων στο επενδυτικό κοινό και οι επαφές του με επενδυτές για την προώθηση απατηλών, επενδύσεων. Ο κατηγορούμενος, όχι μόνο είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης σε βάρος ανυποψίαστων, πολιτών, όπως προκύπτει από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, αλλά και επιχειρούσε πράγματι επαναληπτικά τέτοιες πράξεις, όπως προκύπτει και από το ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για παρόμοια με τη διωκόμενη πράξη, σχετιζόμενη με τις δραστηριότητες της εταιρίας ....., για την οποία απαγγέλθηκε σε βάρος του κατηγορία και απολογήθηκε σε τακτικό ανακριτή, όπως ο ίδιος αναφέρει στην έφεση του, αλλά και από την ενεργό ανάμιξή του στην εγκληματική δραστηριότητα της εταιρίας αυτής, και ειδικότερα για την προώθηση απατηλών επενδύσεων, τόσο στο ανύπαρκτο και χωρίς αντίκρισμα χρηματιστηριακό προϊόν, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, με την ονομασία ".... LTD" και την εξυπηρέτησή του, όσο και στην αγορά συναλλάγματος της εταιρίας "..... LTD" και μάλιστα παρά το γεγονός, ότι γνώριζε εξαρχής, όπως κατά τα ανωτέρω έγινε δεκτό, την απατηλή δραστηριότητα των εταιρειών για λογαριασμό των οποίων συναλλασσόταν, αποσκοπώντας και σε ίδιο περιουσιακό όφελος". Τέλος από την, κατά τα ανωτέρω, εξακολουθητική τέλεση της ως άνω πράξης της απάτης από τον κατηγορούμενο, συνάγεται ότι αυτός έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και το ότι η προώθηση των ως άνω επενδύσεων, δεν αποτελούσε περιεχόμενο των υποχρεώσεών του που απέρρεαν από τη συναφθείσα μεταξύ αυτού και της προαναφερόμενης εταιρίας σύμβαση έργου, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται και προκύπτει άλλωστε από το περιεχόμενο της ως άνω συμβάσεως. Κατ' ακολουθίαν τούτων, συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις 1) της κατ' επάγγελμα και 2) κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης που αποδίδεται στον άνω κατηγορούμενο, η οποία μορφοποιεί το αδίκημα της απάτης ως κακούργημα, κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ, και δη καθόσον αφορά την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής, τόσο με τη μορφή της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, όσο και με τη μορφή της διαμόρφωσης υποδομής με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής. Επομένως, το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, για την πράξη της απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουσα το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ, για την τέλεση της οποίας είχε ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη, αφού δέχτηκε ότι συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις 1) της κατ' επάγγελμα και 2) κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης που αποδίδεται στον άνω κατηγορούμενο, η οποία μορφοποιεί το αδίκημα της απάτης ως κακούργημα, κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 του άρθρου 386 Π.Κ., και δη καθόσον αφορά την κατ' επάγγελμα τέλεση αυτής, τόσο με τη μορφή της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, όσο και με τη μορφή της διαμόρφωσης υποδομής με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντίθετα ορθά εκτίμησε τα στοιχεία της δικογραφίας και ως προς τη συνδρομή των ως άνω επιβαρυντικών περιστάσεων, γι' αυτό, οι σχετικοί λόγοι της κρινόμενης εφέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της απάτης, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και στοιχειοθετούν τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου των ως άνω επιβαρυντικών περιστάσεων, τα αποδεικτικά μέσα από οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ' και 386 παρ. 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν στο προσβαλλόμενο βούλευμα και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα παρατίθενται, με τρόπο διεξοδικό, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η τέλεση της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινης πράξεως της απάτης δεν ήταν ευκαιριακή, αλλά αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδιασμού, δηλαδή υποδομής που είχε ως απώτερο σκοπό, όχι μόνο την εξαπάτηση του συγκεκριμένου εγκαλούντος, αλλά και άλλων ανυποψίαστων μελλοντικών επενδυτών. Στη συνεχεία, εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της άπάτης, καθώς και η σταθερή ροπή του αναιρεσείοντος προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επίσης, εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα περιστατικά εκείνα, που θεμελιώνουν το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως της απάτης και τη σταθερή ροπή του, για διάπραξη του εγκλήματος αυτού, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, ενόψει και της παραδοχής του, ότι σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για παρόμοια πράξη, ήδη δε έχει απολογηθεί ενώπιον του τακτικού Ανακριτή, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτες, γιατί προσβάλλουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου (Συμβουλίου). Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ακολούθως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-4-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 299/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και, μόνο κατά το μέρος που αναιρέθηκε τούτο, με την υπ' αριθμό 1887/2006 απόφαση (σε Συμβούλιο) του Δικαστηρίου αυτού. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κακουργηματική. Επιβαρυντικές περιστάσεις άρθρου 13 στ΄ Π.Κ. Αναίρεση με την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία για τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη.
0
Αριθμός 1203/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κριθαρά, για αναίρεση της 4617/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Σούλη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1403/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 370 Α § 1 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο επί του προκειμένου χρόνο (Φεβρουάριο του 2000), μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 § 7 του Ν. 2721/1993 και πριν από την εκ νέου τροποποίησή του με το άρθρο 6 § 2 του Ν. 3060/2002, όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιαλέξεως μεταξύ τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση, η δε χρησιμοποίηση από το δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, κατά δε το άρθρο 363 του ίδιου κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστόν τριών μηνών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός του είδους των, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, διότι περί αυτών κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας. Έλλειψη αιτιολογίας λόγω αντιφάσεως υπάρχει όταν η αντίφαση παρατηρείται, είτε στην αυτοτελή αιτιολογία της αποφάσεως, είτε μεταξύ των εκτιθεμένων σ' αυτή περιστατικών και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό της, εφόσον τα τελευταία και αυτά του σκεπτικού αποτελούν παραδοχές της αποφάσεως στις οποίες στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά την ανωτέρω έννοια, απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, όπως είναι και οι περί συγνωστής νομικής πλάνης και καταστάσεως ανάγκης κατά τα άρθρα 25 § 1 και 32 § 1 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για παράβαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων με χρησιμοποίηση των μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν από την παραβίαση αυτή και για συκοφαντική δυσφήμηση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο αιτιολογικό του, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν (για τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του Χ2) τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, η εγκαλούσα Ψ1 και ο ......, είναι αδέλφια και συνεταίροι, στις εταιρίες που διατηρούν στην Αθήνα. Προέκυψαν μεταξύ τους σοβαρές οικονομικές διαφορές καθώς και διαφορές σε σχέση με τα ποσοστά συμμετοχής τους στις εταιρίες. Αυτές είχαν σαν συνέπεια να ψυχραθούν οι μεταξύ τους συγγενικές και οικονομικές σχέσεις και να δημιουργηθούν σοβαρές έριδες και προστριβές. Η εγκαλούσα Ψ1 εργαζόταν, καθημερινά, στο κατάστημά τους με την επωνυμία ......, μαζί με τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος ήθελε να πληροφορηθεί τις κινήσεις και τις προθέσεις της εγκαλούσας, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει στις μεταξύ τους διενέξεις. Έτσι, το μήνα Φεβρουάριο του 2000, έπεισε τον δεύτερο κατηγορούμενο, Χ2, να του παραδώσει ένα μικρό μαγνητόφωνο, που λειτουργεί και ως καταγραφέας τηλεφωνημάτων, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για το σπίτι του, όπως του είπε. Ο Χ2, του το παρέδωσε, χωρίς να γνωρίζει, αφού ο πρώτος κατηγορούμενος δεν του το ανέφερε, που προτίθετο να το τοποθετήσει και τι είδους χρήση θα του κάνει. Επομένως, .............. ο δεύτερος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Στη συνέχεια, αφού ο πρώτος κατηγορούμενος παρέλαβε το μαγνητοφωνάκι, το Φεβρουάριο του 2000, τοποθέτησε τούτο, στις τηλεφωνικές συσκευές με αριθμούς ....., ...., ..... που ανήκαν στην εταιρία του με έδρα την Αθήνα και με την επωνυμία "....... ΟΕ", τις οποίες όμως δεν χρησιμοποιούσε ποτέ αυτός, αλλά η εγκαλούσα και η σύζυγός του, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους στην παραπάνω εταιρία. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι είχε δικαίωμα να παρακολουθεί τα τηλέφωνα που ανήκαν στον ίδιο, αφού γνώριζε εκ των προτέρων ότι αυτά τα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά η αδελφή του και είχε πρόθεση να παγιδεύσει τις δικές της συνομιλίες. Πράγματι, αφού παρακολούθησε για αρκετό διάστημα της συνομιλίες από τις τηλεφωνικές αυτές συσκευές, μαγνητοφώνησε μεταξύ άλλων και το περιεχόμενο μίας συνομιλίας μεταξύ της εγκαλούσας και κάποιου άγνωστου ανδρός. Στη συνέχεια, την 23.3.2000, ο πρώτος κατηγορούμενος απέστειλε τις μαγνητοταινίες αυτές, με εταιρία ταχυμεταφορών στον αδελφό τους, που είναι ιερωμένος, τον Γ1, στο ....... Κρήτης, ο οποίος και μόλις τις παρέλαβε εξεμάνη, επικοινώνησε με την εγκαλούσα, της ανακοίνωσε τι συμβαίνει και αρνήθηκε να τις ακούσει και να κάνει χρήση του περιεχομένου τους. Επομένως, όπως αποδείχθηκε, πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν να παγιδεύσει την τηλεφωνική σύνδεση με σκοπό να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο της συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτών. Ο ισχυρισμός του ότι σκοπός του ήταν να υποκλέψει την συνδιάλεξη μεταξύ της γυναίκας του, που δούλευε στην ίδια εταιρία και τρίτου, αγνώστου ανδρός, δεν αίρει το αξιόποινο της πράξεώς του, διότι εξακολουθεί να αποτελεί υποκλοπή συνδιαλέξεως μεταξύ τρίτων. Αλλά ούτε και μπορεί να γίνει δεκτό, ότι επειδή οι τηλεφωνικές συνδέσεις ανήκαν σ' αυτόν, τελούσε σε νομική πλάνη ότι μπορούσε να τις παγιδεύσει, μπορεί να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι ήξερε πολύ καλά τι είδους συνδιαλέξεις, μεταξύ τρίτων, ήθελε να υποκλέψει, γιαυτό εξάλλου και το απέκρυψε, όπως ο ίδιος συνομολόγησε, από τον συγκατηγορούμενό του, προκειμένου να του παραδώσει το μαγνητόφωνο, το οποίο αυτός, αν ήξερε για που προοριζόταν, δεν θα το παρέδιδε ποτέ, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην απολογία του. Αλλά και ο άλλος ισχυρισμός του περί καταστάσεως ανάγκης, διότι νόμιζε ότι κινδύνευε ο γάμος του, πρέπει ν' απορριφθεί, αφού ο ισχυρισμός αυτός αποδείχθηκε προσχηματικός, αλλά και αληθής υποτιθέμενος, εξακολουθεί ν' αποτελεί αξιόποινη πράξη. Επομένως όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του τούτοι, πρέπει ν' απορριφθούν. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στο ......, στην Αθήνα, την 21.5.2000, αφού συνάντησε το ......., γιο της εγκαλούσας, που ήταν ανήλικος και ιδιαίτερα ευάλωτος, λόγω της εφηβείας του, ισχυρίστηκε δηλαδή διέδωσε, για την μητέρα του-εγκαλούσα, όπως ο ίδιος κατέθεσε εξεταζόμενος στο ακροατήριο, ότι έχει σχέσεις με άλλον άνδρα και ήταν ανήθικη, γεγονός που ήταν ψευδές και αυτός τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του. Με τον τρόπο όμως αυτό, της παραστάσεως του ψευδούς αυτού γεγονότος ως αληθινού, έβλαψε την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για τις δύο αυτές πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α, δεδομένου ότι αυτός και πριν από την τέλεση της πράξεως, διήγε έντιμο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων και το ποινικό του μητρώο, που μόνο για την περίπτωση αυτή λαμβάνεται υπόψη". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, των άρθρων 370 Α § 1, 363 και 362 ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην ως άνω αιτιολογία, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την παγίδευση από τον αναιρεσείοντα, χωρίς δικαίωμα που να του παρέχει την προς τούτο εξουσία και εν αγνοία της εγκαλούσας αδελφής του, των τηλεφωνικών συνδέσεων που χρησιμοποιούσε η τελευταία, ο σκοπός του αναιρεσείοντος να μαγνητοφωνήσει τις συνδιαλέξεις της εγκαλούσας με τρίτους και η υπ' αυτού χρήση των μαγνητοταινιών που απέκτησε από την αθέμιτη αυτή παγίδευση. Επίσης διαλαμβάνεται στην ίδια αιτιολογία, ότι ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα, ενώπιον του γιου της, τα αναφερόμενα ψευδή γεγονότα, εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή της, κρίση την οποία συνήγαγε το Εφετείο από τα μνημονευόμενα παραδεκτώς κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, ήτοι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τις απολογίες των κατηγορουμένων". Από την περικοπή αυτή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλες τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, άρα και εκείνη της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία δόθηκε ανομωτί, της μνείας ότι οι καταθέσεις αυτές ήταν όλες ένορκες οφειλομένης σε παραδρομή, σε κάθε δε περίπτωση προκύπτει από την εν λόγω περικοπή, ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκε και η συγκεκριμένη κατάθεση, καθόσον ο πολιτικώς ενάγων είναι βασικός μάρτυρας κατηγορίας και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά η μαρτυρία του μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο. Περαιτέρω, το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο αναιρεσείων σκόπευε να μαγνητοφωνήσει τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της αδελφής του εγκαλούσας με τρίτους, για να τις χρησιμοποιήσει στις μεταξύ τους διενέξεις και όχι τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της συζύγου του και με το να δεχθεί, ακόμη, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι η παγίδευση που έκανε απαγορεύεται γι' αυτό και την απέκρυψε από το Χ2, προκειμένου να του δώσει ο τελευταίος τη συσκευή-μαγνητόφωνο, επαρκώς αιτιολόγησε την απόρριψη του ισχυρισμού που προέβαλε ο αναιρεσείων για εφαρμογή του άρθρου 31 § 2 ΠΚ περί συγγνωστής νομικής πλάνης, επικαλεσθείς, ειδικότερα, ότι προέβη στην ανωτέρω παγίδευση για να καταγράψει συνομιλίες της συζύγου του και επειδή πίστευε ότι είχε αυτό το δικαίωμα λόγω του ότι η τηλεφωνική συσκευή ευρίσκετο στα γραφεία της εταιρίας του. Τούτο δε, πέραν και ανεξαρτήτως του ότι κρίσιμο για την ανωτέρω πράξη του άρθρου 370 Α § 1 ΠΚ είναι η βούληση παγιδεύσεως των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων τρίτων, την οποία δέχθηκε το Εφετείο για τον αναιρεσείοντα, αδιαφόρως αν η τηλεφωνική συσκευή ανήκει ή όχι στο δράστη. Επίσης, το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο αναιρεσείων είχε αρχήθεν σκοπό να μαγνητοφωνήσει τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της εγκαλούσας για να τις χρησιμοποιήσει στις μεταξύ τους διενέξεις, δηλαδή ότι η χρήση αυτών ήταν στο αρχικό του σχέδιο, αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη ισχυρισμού που προέβαλε ο αναιρεσείων (σε σχέση με την αποτελούσα επιβαρυντική περίπτωση της κυρίας πράξεώς του, της παραβιάσεως του απορρήτου των τηλεφωνημάτων, χρήση απ' αυτόν των μαγνητοταινιών), ότι χρησιμοποίησε τις μαγνητοταινίες, αποστέλλοντας αυτές στον αδελφό του αρχιμανδρίτη Γ1, για να διασώσει το γάμο της εγκαλούσας, τον οποίο έκρινε υπέρτερης αξίας αγαθό από το απόρρητο των τηλεφωνικών της συνδιαλέξεων, άλλως ίσης αξίας μ' εκείνο, συντρεχούσης εντεύθεν περιπτώσεως καταστάσεως ανάγκης (υπέρ τρίτου) που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του (άρθρο 25 ΠΚ), άλλως τον καταλογισμό της σ' αυτόν (άρθρο 32 ΠΚ). Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες καθόσον α)δεν δέχθηκε το Εφετείο ότι "επειδή οι τηλεφωνικές συνδέσεις ανήκαν σ' αυτόν τελούσε σε νομική πλάνη ότι μπορούσε να τις παγιδεύσει", όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, κατ' απομόνωση της φράσεως αυτής από το υπόλοιπο μέρος της οικείας προτάσεως ότι "ούτε και μπορεί να γίνει δεκτό ότι, επειδή οι τηλεφωνικές συνδέσεις ανήκαν σ' αυτόν, τελούσε σε νομική πλάνη ότι μπορούσε να τις παγιδεύσει" και επομένως, ανεξαρτήτως του ότι η φράση αυτή στερείται έννομης επιρροής αφού το Εφετείο απέρριψε τον περί πλάνης ισχυρισμό, ουδεμία αντίφαση δημιουργείται μεταξύ αυτών και της παραδοχής της αποφάσεως ότι οι τηλεφωνικές συσκευές ανήκαν στην εταιρία, β)δεν αποτελεί αντίφαση της αποφάσεως ελεγχόμενη αναιρετικά, όπως αντιθέτως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η αντίθεση μεταξύ των παραδοχών της αποφάσεως και αυτών που προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα, ως προς το χρόνο τελέσεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, 21-5-2000 κατά την απόφαση και 28-5-2000 κατά την κατάθεση του μάρτυρος γιου της εγκαλούσας αφού ως αντίφαση νοείται η υπάρχουσα μεταξύ των παραδοχών της αποφάσεως και όχι μεταξύ αυτών και της καταθέσεως μάρτυρος και γ)στερείται έννομης επιρροής, για την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως, η παραδοχή του Εφετείου ότι ο παραλήπτης των μαγνητοταινιών αδελφός του αναιρεσείοντος αρνήθηκε να ακούσει τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα προς τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ κατά το μέρος με το οποίο, υπό το πρόσχημα του ως άνω αναιρετικού λόγου, είτε αμφισβητείται η εκτίμηση των αποδείξεων, είτε πλήττεται γενικών ή επί της ουσίας κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, που δεν ελέγχονται αναιρετικώς, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.ΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 4617/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων (άρθρο 370Α § 1 ΠΚ). Αιτιολογημένη καταδίκη του κατηγορουμένου, ο οποίος τοποθέτησε μικρό μαγνητόφωνο-καταγραφέα τηλεφωνημάτων σε τηλεφωνική συσκευή που χρησιμοποιούσε η εγκαλούσα αδελφή του και μαγνητοφωνούσε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της. Απόρριψη ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης και κατά-στάσεως ανάγκης άρθρων 25 και 32 ΠΚ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών, Πλάνη νομική, Ανάγκης κατάσταση.
0
Αριθμός 1202/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1 , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Γρηγοριάδη, για αναίρεση της με αριθμό 8283/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 142/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνον όταν τελούνται με δόλο. Κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικώς ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 58α εδ. α' του Ν.2190/1920, τιμωρούνται με φυλάκιση και χρηματική ποινή 300.000 δρχ. κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας που παραβαίνει τη διάταξη του άρθρου 11 του παρόντος περί υποχρεωτικής πιστοποιήσεως περί καταβολής ή μη του κεφαλαίου και υποβολής της πιστοποιήσεως αυτής στο Υπουργείο Εμπορίου, ως και κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που πιστοποιεί ψευδώς την καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι η παραβίασή της τιμωρείται μόνον όταν τελεσθεί με δόλο, αφού δεν ορίζεται ειδικώς σ' αυτή ότι τιμωρείται όταν τελεσθεί από αμέλεια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 518 του ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει ήδη μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 50 αριθμ. 9 του Ν.3160/2003, αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο 'Αρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση, αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ότι στην Αθήνα κατά το από 16.2.2001 - 5.5.2001 χρονικό διάστημα από αμέλεια, ήτοι από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός είκοσι ημερών από την λήξη της προθεσμίας των δύο μηνών από την πιστοποίηση της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου, αντίγραφο του σχετικού Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου. Ειδικότερα αν και με την ιδιότητά του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας "ΑΙΓΙΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙς Α.Ε." όφειλε να υποβάλλει στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου αντίγραφο του σχετικού Πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της 15.2.2001, με το οποίο πιστοποιήθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 145.000.000 δρχ. που αποφασίσθηκε από την Έκτακτη Γενική Συνέλευση της 15.11.2000, αυτός, από αμέλεια το υπέβαλε εκπρόθεσμα, ήτοι αν και η καταληκτική ημερομηνία υποβολής του ήταν η 5.5.2001, αυτός το υπέβαλε μετά από 11,5 μήνες, ήτοι την 17.4.2002. Όμως το ως άνω δικαστήριο με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 58α εδ. α' του Ν.2190/1920, που τέλεσε από αμέλεια, ενώ αυτή τιμωρείται μόνον αν τελείται με δόλο, εσφαλμένα ερμήνευσε την ανωτέρω ουσιαστική ποινική διάταξη. Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν' αναιρεθεί, κατά το βάσιμο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ σχετικό λόγο της αναιρέσεως και περαιτέρω πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 518 ΚΠΔ, εφόσον υπό τα εκτιθέμενα στην προσβαλλομένη απόφαση πραγματικά περιστατικά δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη, ο κατηγορούμενος, και ήδη αναιρεσείων, να κηρυχθεί αθώος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8283/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, χ1, για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 58α εδ. α' του Ν.2190/1920 από αμέλεια, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα από 16.2.2001 έως 5.5.2001. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση άρθρου 58α΄ εδ.α’ Ν. 2190/1920. Τιμωρείται μόνο αν τελεσθεί από δόλο. Εσφαλμένη ερμηνεία η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται η προσβαλλομένη απόφαση που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τέλεση από αμέλεια της παράβασης του άρθρου 58 α΄ εδ. α΄ Ν. 2190/1920 για εσφαλμένη ερμηνεία της και κηρύσσεται αυτός αθώος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 518 ΚΠΔ.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αμέλεια, Δόλος, Ανώνυμη εταιρία.
0
Αριθμός 1201/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου)- Εισηγητή Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γαζήλα, περί αναιρέσεως της 1805/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1164/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π. Κ., όποιος ιδιοποιείται, παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται ξένο κινητό πράγμα που να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα κατά το χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και δόλια προαίρεση του δράστη, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί ο γενικός κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το δικαστήριο, χωρίς και να αναφέρεται στην απόφαση το περιεχόμενο των αποδεικτικών αυτών μέσων και το τι προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ούτε χρειάζεται να προβαίνει το δικαστήριο σε αξιολογική συσχέτιση αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα σε αυτή αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων ήταν λογιστής της επιχείρησης που διατηρεί η εγκαλούσα ....... με τον διακριτικό τίτλο ".....", στον οποίο είχε ανατεθεί η τήρηση των λογιστικών βιβλίων της επιχείρησης, η σύνταξη και υποβολή δηλώσεων που προβλέπονται από την φορολογική νομοθεσία και η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών της επιχείρησης. Κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο 1999 μέχρι και τον Αύγουστο του 2000 η εργοδότρια παρέδωσε τμηματικά σ' αυτόν το συνολικό ποσό των 2.657.400 δρχ. (7.798,68 ευρώ), προκειμένου να το καταβάλει στο ΙΚΑ για την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών των υπαλλήλων της επιχείρησης ...., ...., ..... και ....... και ειδικότερα α) το ποσό των 258.900 δρχ. τον Νοέμβριο του 1999 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Οκτωβρίου, β) το ποσό των 258.900 δρχ. το Δεκέμβριο του 1999 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Νοεμβρίου, γ) το ποσό των 203.400 δρχ. τον Ιανουάριο του 1999 για το Δώρο Χριστουγέννων του 1999 και το ποσό των 258.900 δρχ. για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Δεκεμβρίου 1999, δ) το ποσό των 258.900 δρχ. τον Φεβρουάριο του 2000 για ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Ιανουαρίου, ε) το ποσό των 191.000 δρχ. το Μάρτιο του 2000 για ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Φεβρουαρίου, στ) το ποσό των 183.500 δρχ. τον Απρίλιο του 2000 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Μαρτίου, ζ) το ποσό των 191.000 δρχ. το Μάιο του 2000 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Απριλίου, η) το ποσό των 105.000 δρχ. το μήνα Μάιο του 2000 για δώρο Πάσχα, θ) το ποσό των 249.300 δρχ. τον Ιούνιο του 2000 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Μαΐου, ι) το ποσό των 249.300 δρχ. τον Ιούλιο του 2000 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Ιουνίου και ια) το ποσό των 249.300 δρχ. τον Αύγουστο του 2000 για τις ασφαλιστικές εισφορές του μηνός Ιουλίου. Ο αναιρεσείων όμως δεν κατέβαλε στο ΙΚΑ τα ανωτέρω ποσά για την αγορά των ενσήμων και όταν στις 12.9.2002 προσκλήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εγκαλούσας να επιστρέψει το παραπάνω ποσό, που ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, δεν το έπραξε και έτσι εκδήλωσε την πρόθεσή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, και του επέβαλε φυλάκιση επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά την ανωτέρω έννοια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και τις σκέψεις βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην προαναφερθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία ορθώς υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρει ποία ποσά αντιστοιχούσαν σε κάθε υπάλληλο, που παραδόθηκαν σ' αυτόν για να τα καταβάλει στο ΙΚΑ, ούτε προσδιορίζει τα στοιχεία του πληρεξουσίου δικηγόρου που τον όχλησε στις 12.9.2002 για την επιστροφή των χρημάτων, είναι αβάσιμες, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζονται για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.6.2007 αίτηση του χ1, περί αναιρέσεως της 1805/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Λογιστής επιχειρήσεως - ιδιοποίηση χρηματικών ποσών που έλαβε από εργοδότρια για την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών εργαζόμενων. Αιτιολογημένη καταδίκη. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1199/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βαρβάρα Κριτσωτάκη (ορισθείσα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ........., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γιοβά, περί αναιρέσεως της 13357/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Γεώργιο Καρακώστα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 212/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία αυτή είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει αυτήν και η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α' προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο, που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η παραπάνω προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 476 και 513 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 4/1995, Ολ.ΑΠ 6/1994). Σε περίπτωση, όμως, που, με το ένδικο μέσο, αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής, καθώς και η, για το λόγο αυτόν, αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 13.357/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με αυτήν, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η με αριθμό εκθέσεως 2420α/10-9-2007 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 50414/29-11-2004 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και χρηματική ικανοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω ηθικής βλάβης 30.000 ευρώ, με την ακόλουθη αιτιολογία: "Από τα στοιχεία (έγγραφα) που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας, καθώς και από την κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα-κατηγορουμένη με την εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 50414/29-11-2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε - ενώ ήταν απούσα ωσεί παρούσα-ένοχη για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών. Η παραπάνω εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα, η οποία όπως προαναφέρθηκε δεν ήταν παρούσα κατά την απαγγελία της, όπως και σε όλη τη διάρκεια της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε αυτή, ως αγνώστου διαμονής, δηλαδή με επίδοση αντιγράφου της, στον ......., αρμόδιο υπάλληλο, που όρισε ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, της τελευταίας κατοικίας της, στις 24.6.2005, αφού προηγουμένως η κατηγορουμένη δεν βρέθηκε στην τελευταία γνωστή κατοικία της, στην ........ της Θεσσαλονίκης, όπου αναζητήθηκε και η διαμονή της ήταν άγνωστη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το από .... αποδεικτικό επίδοσης απόφασης, της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ....., η τελευταία βεβαιώνει ότι η κατηγορουμένη δεν βρέθηκε στην ως άνω τελευταία γνωστή κατοικία της, ότι ήταν άγνωστης διαμονής (για τη δικαστική αρχή που είχε εκδώσει το επίδικο έγγραφο) και ότι ύστερα από έρευνα διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν στην πιο πάνω κατοικία ή αλλού συγγενείς της κατηγορουμένης, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Ωστόσο η παραπάνω κατοικία της κατηγορουμένης (.......) ήταν η πραγματική και είναι, αφού μέχρι σήμερα εκεί κατοικεί, όπως τούτο προκύπτει και από όσα η ίδια εκθέτει στο επισυναπτόμενο στο εφετήριο έγγραφό της και από την κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος. Επομένως ο ισχυρισμός της εκκαλούσας-κατηγορουμένης ότι μη νόμιμα της επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως αγνώστου διαμονής και ότι ως εκ τούτου δεν έλαβε γνώση της εκκαλουμένης απόφασης, στον οποίο ισχυρισμό επιστηρίζει το εκπρόθεσμο της έφεσής της, ασκηθείσας την 10.9.2007, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της απόφασης (άρθ. 473 παρ. 1β ΚΠοινΔ) είναι αβάσιμος, αφού κατά τα προεκτεθέντα η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης υπήρξε σύννομη. Το ότι η κατηγορουμένη δεν βρέθηκε στην παραπάνω γνωστή κατοικίας της, και ήταν άγνωστης διαμονής βεβαιώνει και ο Αστυφύλακας ..... στην από ..... βεβαίωσή του, λόγος για τον οποίο και στη συνέχεια η κατηγορουμένη κλητεύθηκε να παραστεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως αγνώστου διαμονής, με το από ..... αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ......... .Μετά απ' όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της...". Με τις παραδοχές όμως αυτές το δικαστήριο της ουσίας, αφ' ενός μεν δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας με τον οποίο αμφισβητεί ότι είναι άγνωστης διαμονής, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την διεξαχθείσα στο ακροατήριο διαδικασία, επί τη βάσει των οποίων κατέληξε στην ως άνω κρίση του, αφ' ετέρου δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσεως, με την πιο κάτω εκτιθέμενη αντίφαση. Ειδικότερα, ενώ δέχεται στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ότι "Ωστόσο η παραπάνω κατοικία της κατηγορουμένης (.......) ήταν η πραγματική και είναι, αφού μέχρι σήμερα εκεί κατοικεί, όπως τούτο προκύπτει και από όσα η ίδια εκθέτει στο επισυναπτόμενο στο εφετήριο έγγραφό της και από την κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος", στη συνέχεια δέχεται στο ίδιο σκεπτικό της τον ισχυρισμό αυτόν ως αβάσιμο. Συνεπώς είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως. Επίσης, το άνω Δικαστήριο υπέπεσε και στην πλημμέλεια της παραβάσεως του στοιχ. Ε' του ιδίου άρθρου, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 του ΚΠοινΔ), και όχι του στοιχ. Η' της υπερβάσεως εξουσίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή των ανωτέρω λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ). Το Δικαστήριο αφού εξετάσει το παραδεκτό ή μη της εφέσεως θα ερευνήσει, εάν την κρίνει παραδεκτή και το ζήτημα της παραγραφής μερικοτέρων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 13357/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για να είναι αιτιολογημένη η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο, πρέπει να διαλαμβάνεται σ’ αυτήν ο χρόνος επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εκείνος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος της κατοικίας του ασκούντος το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, καθώς και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία. Αναιρείται, λόγω ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας και ελλείψεως νομίμου βάσεως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, ενώ δέχεται ότι η κατοικία της κατηγορουμένης στην αναφερόμενη διεύθυνση ήταν πραγματική, στη συνέχεια δέχεται (αντιφατικά) στο ίδιο σκεπτικό τον ισχυρισμό αυτόν ως αβάσιμο. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 1197/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις α)του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου και β) του αναιρεσείοντος-πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Οικονόμου, για αναίρεση της 6427/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ως και ο αναιρεσείων-πολιτικώς ενάγων, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Νοεμβρίου 2007 και 5 Νοεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, ως και στο από 1 Φεβρουαρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων του πρώτου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1999/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου 1)η από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και 2)η από 14 Νοεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής από 1 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετοι λόγοι του κατηγορουμένου Χ1, οι οποίες στρεφόμενες κατά της αυτής υπ' αριθμ. 6427/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους. Α) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως και των επ' αυτής πρόσθετων λόγων του Χ1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, η αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε, εκτός από την τήρηση των οριζομένων στο άρθρο 474 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, και με δήλωση που περιέχει όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, η οποία επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να συντελεστεί η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα κατά της καταδικαστικής αποφάσεως με την προαναφερόμενη δήλωση πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή μέσα σε προθεσμία 20 ημερών. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 507 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 473 παρ.3 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, αν ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση κατά της τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης (είτε αυτοπροσώπως, είτε με, αντιπρόσωπο κατά το άρθρο 465 Κ.Ποιν.Δ), με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, ενώ ήταν παρών κατά την απαγγελία αυτής ή εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ. 2 και 502 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από την επομένη της καταχωρήσεως της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν υποχρεούται στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση αναιρέσεως, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Στην περίπτωση όμως αυτή, όπως συνάγεται από το άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη δήλωση για την άσκησή του τα περιστατικά που συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα και τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προκύπτουν αυτά. Αν ο αναιρεσείων δεν επικαλείται κανένα τέτοιο λόγο ή αν δεν προσκομίζει τα αποδεικτικά μέσα, που αποδεικνύουν την βασιμότητά του, τότε το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξάλλου, από τα άρθρα 476 παρ. 1, 509 παρ. 2 και 513 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, πρέπει να είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης. Αν αυτή είναι απαράδεκτη, τότε είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης και δεν ερευνώνται ακόμη και αν είναι από εκείνους που κατά το άρθρο 511 λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, διότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει αναίρεση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 6427/2007 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την εκπροσώπηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου δια των συνηγόρων του, δημοσιεύθηκε στις 24-9-2007 και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών (άρθρο 473 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ) την 25-10-2007, όπως αυτό προκύπτει από την οικεία βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα στο σώμα της αποφάσεως. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε κατά τη διαδικασία του άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, την 15-11-2007 ημέρα Πέμπτη, δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών, που άρχισε από την επομένη της καταχώρησης (26-10-2007) της προσβαλλόμενης απόφασης στο πιο πάνω βιβλίο και έληξε στις 14-11-2007, ημέρα Τετάρτη. Στη σχετική αίτηση κανένας λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος δεν αναφέρεται που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς η κρινόμενη από 14 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1 είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι και οι επ' αυτής από 1-2-2008 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ψ1. Από τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει ο αμέσως παθών από το αδίκημα. Περαιτέρω το άρθρο 937 του Α.Κ. ορίζει ότι "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης". Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ' άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α' Α.Κ. προκύπτει ότι για την έναρξη της βραχυπρόθεσμης αυτής παραγραφής της αξιώσεως από αδικοπραξία απαιτείται γνώση του υπόχρεου προς αποζημίωση. Θεωρείται δε ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών, να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου, με ελπίδες επιτυχίας. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό, εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί (ΑΠ 374/2001 πολιτική). Θεωρείται δε ότι ο παθών γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου, με την άνω έννοια, όταν γνωρίζει τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι "Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι το επεισόδιο κατά το οποίο έλαβε χώρα ο τραυματισμός του μηνυτή, έγινε στις ..... Την ίδια ημέρα ο παθών κατέθεσε στο Α.Τ Πετρούπολης ότι υπαίτιος του τραυματισμού του ήταν ο οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας ...... ΙΧΕ αυτοκινήτου, του οποίου ζήτησε την ποινική δίωξη. Γνωρίζοντας τον αριθμό του αυτοκινήτου ο μηνυτής μπορούσε ευχερώς και με βεβαιότητα να πληροφορηθεί το όνομα του ιδιοκτήτη του. Ο κατηγορούμενος είχε την κυριότητα του αυτοκινήτου ήδη από 11-2-2000, όπως προκύπτει από την άδεια κυκλοφορίας του, την οποία προσκόμισε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου και αναγνώστηκε. Επομένως ήταν κύριος του αυτοκινήτου κατά τον χρόνο του επεισοδίου. Από δε τον χρόνο τελέσεως της αδικοπραξίας σε βάρος του μηνυτή έως τον χρόνο εκδικάσεως της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου (27-9-2006) είχε ήδη παρέλθει πενταετία (ΑΚ 937) και είχε, κατά συνέπεια παραγραφεί η αξίωση του μηνυτή για επιδίκαση αποζημιώσεως, την οποία άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ολ. ΑΠ 21/2003). Επομένως δεν μπορεί να παρασταθεί ο μηνυτής ως πολιτικώς ενάγων και πρέπει να διαταχθεί η αποβολή του". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α' του ΑΚ, με την αποδοχή της ενστάσεως παραγραφής της επίδικης απαίτησης που πρότεινε ο κατηγορούμενος, διότι γνωρίζοντας ο αναιρεσείων τον αριθμό κυκλοφορίας του ζημιογόνου αυτοκινήτου μπορούσε, ερευνώντας και επιδεικνύοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, ευχερώς και με βεβαιότητα να διαπιστώσει τόσο τα στοιχεία του προσώπου του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου, όσο και του οδηγού αυτού, ο οποίος (οδηγός) στην προκείμενη περίπτωση ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη, και επομένως η παραγραφή της αξιώσεώς του άρχισε από το χρόνο που ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του, άσκησε δε την αξίωση του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών) μετά παρέλευση πέντε ετών από τη γνώση εκ μέρους του της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Συνεπώς το δικαστήριο της ουσίας που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η αξίωση του αναιρεσείοντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είχε παραγραφεί και απέβαλε από τη διαδικασία στο ακροατήριο την πολιτική του αγωγή για επιδίκαση αυτής δεν παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, ούτε υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, οι από τα άρθρα 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 510 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, και 510 παρ. 1στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει: 1) την από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του Ψ1 και 2)την από 14 Νοεμβρίου 2007 αίτηση και τους από 1 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετους επ' αυτής λόγους αναιρέσεως του Χ1, για αναίρεσης της υπ' αριθμ. 6427/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για να συντελεστεί η δια δηλώσεως άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα, πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή μέσα σε προθεσμία 20 ημερών η οποία αρχίζει από την επόμενη της καταχωρήσεως της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, εφόσον ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης ή εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να γίνεται επίκληση ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος και να μνημονεύονται στο δικόγραφο τα σχετικά με αυτό περιστατικά, εξαιτίας των οποίων ο αναιρεσείων δεν άσκησε εμπρόθεσμα την αίτηση αναιρέσεως. Προϋπόθεση του παραδεκτού πρόσθετων λόγων αναιρέσεως είναι το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. Πολιτική αγωγή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της κατ’ άρθρο 937 § 1 εδ. α΄ΑΚ 5ετούς παραγραφής αξίωσης από αδικοπραξία. Πότε ο παθών ή ο δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο. Απορρίπτει.
Χρηματική ικανοποίηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Παραγραφή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πολιτική αγωγή, Χρηματική ικανοποίηση, Πρόσθετοι λόγοι.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1196/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., κατοίκου ... , ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1094/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον ... Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1981/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 106/27-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Με την υπ' αριθ. 1094/2-5-2007 απόφαση του Α Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάστηκε ο ... για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών σε κάθειρξη 10 ετών και χρηματική ποινή. Η διαδικασία και η έκδοση της άνω απόφασης έγινε με την παρουσία του ανωτέρω, η δε απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ την 17/6/2007 (βλ. την από 13/11/2007 βεβαίωση του οικείου γραμματέα). Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς άσκησε ο ίδιος στις 8/5/2007 (ήτοι προ της καταχωρήσεώς της) ενώπιον του Προϊσταμένου Διεύθυνσης της κλειστής φυλακής Πατρών, όπου εκρατείτο, την υπ' αριθ. 41 αναίρεση προβάλλων ως λόγους αναίρεσης "έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του" (βλ. την άνω έκθεση αναίρεσης). ΙΙ) Επειδή κατά βασική δικονομική αρχή,η οποία στηρίζεται στο άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, προ πάσης έρευνας της ουσίας των λόγων ασκήσεως της αναίρεσης πρέπει να έχει κριθεί προηγουμένως ότι αυτή ασκήθηκε νομότυπα, ήτοι με την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων, διότι άλλως είναι, και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. 'Ετσι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148-153, 462, 477 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων (και βουλευμάτων) πρέπει στην έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεώς της να διατυπώνονται κατά τρόπον σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Αν η αίτηση αναίρεσης δεν περιέχει λόγους από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 510 (και 484) ΚΠΔ ή περιέχει λόγους αόριστους είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς να εκτίθενται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα δε για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ (ή 484 παρ. 1 περ. ε) ΚΠΔ προβλεπόμενου λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από του άλλους λόγους αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια (σημεία) της απόφασης, ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθησαν από το δικαστήριο. (βλ. ΑΠ 19/2001 ολ, ΑΠ 2/2002 ολ ΑΠ 1009/2004, ΑΠ 354/2006, ΑΠ 611/2006, ΑΠ 1640/2006, ΑΠ 417/2006, ΑΠ 406/2006, κ.ά). Τούτο είναι απαραίτητο διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τον τρόπο σχηματισμού της δικανικής πεποίθησης του δικαστή, όχι όμως την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 177 ΚΠΔ). Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια είναι απορριπτέα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ-------------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθ. 41/2007 αναίρεση του ... κατά της υπ' αριθ. 1094/2-5-2007 απόφασης του Α Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτού. Αθήνα 8/1/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 148 έως 153, 474 παρ. 2, 476 παρ. 2 και 509 παρ. 1α ΚΠΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι από τους περιοριστικώς διαλαμβανόμενους στο άρθρο 510 του ίδιου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη. Από την ανωτέρω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στο παραπάνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' τέτοιος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του λόγου αυτού, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία της, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση, και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της απόφασης (Ολ. ΑΠ 19/2001). Απλή επανάληψη της διατάξεως του νόμου που προβλέπει το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ή περιγραφική απλώς αναφορά αυτού, χωρίς μνεία των περιστατικών που τον θεμελιώνουν, δεν αρκεί. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η 1094/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για αγορά, κατοχή από κοινού ναρκωτικών ουσιών. Ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος προς το Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Πατρών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. 41/8-5-2007 σχετική έκθεση, έχει κατά λέξη ως εξής: "Αιτεί την αναίρεση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης, η οποία απαιτείται από το Σύνταγμα και το Νόμο, καθώς και για όσους άλλους λόγους έχει να προσθέσει δια του πληρεξουσίου δικηγόρου". Ετσι, όμως, όπως έχει διατυπωθεί ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις αυτές της αιτιολογίας και σε ποίες παραδοχές εμφανίζονται, είναι εντελώς αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος. Επομένως, πρέπει, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου δικηγόρου του αναιρεσείοντος (κατά την επί του φακέλου της δικογραφίας σχετική επισημείωση του αρμοδίου γραμματέα), να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 8.5.2007 αίτηση του ..., για αναίρεση της 1094/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 1196/2008 σελ.22
Για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται στην έκθεση της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απορρίπτεται ως αόριστος ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά της καταδικαστικής αποφάσεως για αγορά και κατοχή από κοινού ναρκωτικών ουσιών, διότι δεν προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις και σε ποιες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως εμφανίζονται. Απορρίπτει αναίρεση.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1187/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2 , που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χριστόφορο Αργυρόπουλο, για αναίρεση της 8068/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Θεόδωρο Μαντά και Παναγιώτα Δαμουλή. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Φεβρουαρίου 2008 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 303/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι από 5/2/2008 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως των. 1) Χ2 και 2) Χ1,(με αρ. πρωτ. 1200/7-2-3008 και 1201/7-2-2008, αντίστοιχα), κατοίκων Αθηνών, στρεφόμενες και οι δύο κατά της 8068/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Η αξιόποινη πράξη της δυσφημήσεως περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 362 Π.Κ., αντικειμενικώς μεν, τον υπό του δράστη ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ή διάδοση με οποιοδήποτε τρόπο, για κάποιον άλλον, γεγονότος, δυναμένου να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, υποκειμενικώς δε, τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση όπως ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή διαδώσει το τοιούτο βλαπτικό γεγονός. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της υπό του άρθρου 363 του ιδίου Kώδικα προβλεπομένης αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, επί πλέον των αναφερθέντων στοιχείων, όπως το ως άνω γεγονός, το οποίο ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο δράστης, είναι ψευδές και αυτός να τελεί σε γνώση της αναληθείας του. Ως γεγονός, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και στη ευπρέπεια. Ο ισχυρισμός ή διάδοση του δυσφημιστικού γεγονότος, μπορεί να γίνει και διά του τύπου, οπότε υπάρχει για τους υπεύθυνους του εντύπου, έγκλημα συκοφαντικής δυσφήμησης, ή απλής δυσφήμησης, διά του τύπου, εγκλήματα τα οποία, μετά την κατάργηση, με το άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994 (που ισχύει από 30-10-1994), όλων των ειδικών περί τύπου ποινικών διατάξεων, συντελούνται, κατά περίπτωση, υπό τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που απαιτούνται και για τη κοινή συκοφαντική δυσφήμηση ή απλή δυσφήμηση. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση στερείται της από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν δεν αναφέρονται σ'αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. 'Ελλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν, η έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που δέχεται το δικαστήριο ως αποδειχθέντα στο αιτιολογικό της απόφασής του, έρχεται σε αντίφαση με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο διατακτικό. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη 8068/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (πλημμελημάτων) Αθηνών, που την εξέδοσε, κήρυξε ένοχους τους κατηγορουμένους αναιρεσείοντες, κατά πλειοψηφία, του ότι, στην Αθήνα :"Ενεργώντας με τον τύπο ως όργανο, ισχυρίσθηκαν από κοινού ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του. Ειδικότερα έχοντας την ιδιότητα του διευθυντή σύνταξης της καθημερινής πολιτικής και οικονομικής εφημερίδας με τον τίτλο "....." καταχώρησαν στη σελίδα Α8, στη στήλη ...., του υπ' αριθμ. .... φύλλου της εφημερίδας "......" της ......, που εκδίδεται στην ..... και κυκλοφορεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, κείμενο, στο οποίο διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:...".Ακολούθως το ίδιο δικαστήριο, αφού παρέθεσε στο αυτό διατακτικό του το περιεχόμενο του συκοφαντικού δημοσιεύματος, δέχθηκε ότι, "Η αλήθεια όμως σχετικά με την πτώση στις ...... του μαχητικού αεροσκάφους, είναι ότι ο εγκαλών Ψ1, υποπτέραρχος της Πολεμικής αεροπορίας με 35ετή υπηρεσία και με 4.500 τουλάχιστον ώρες πτήσης σε αεροσκάφη εκπαιδευτικά - μαχητικά - μεταφορικά και ελικόπτερα, ενώ εκτελούσε ως Διοικητής της .... Μοίρας εκπαιδευτική πτήση με αεροσκάφος ..... η ..... αναγκάστηκε εξαιτίας σοβαρού προβλήματος στην τροφοδοσία καυσίμου λόγω μερικής απώλειας στήριξης του συμπιεστή του κινητήρα του αεροσκάφους, να το εγκαταλείψει λίγο πριν την προσγείωση, αφού προηγουμένως κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να αντιμετωπίσει τη βλάβη και να αποσοβήσει τον κίνδυνο συντριβής σε κατοικημένες περιοχές του συγχρόνου και αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών αεροσκάφους της Πολεμικής Αεροπορίας. Ειδικότερα, έφερε το αεροσκάφος στην ευθεία του διαδρόμου προσγείωσης του αεροδρομίου της ..... και σε θέση προσγείωσης με κατεβασμένους τους τροχούς, δημιουργώντας έτσι με επιδεξιότητα τις προϋποθέσεις για αναγκαστική προσγείωση και το εγκατέλειψε με το εκτοξευόμενο κάθισμα ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν το ..... προσκρούσει στο έδαφος, λόγω δε του χαμηλού ύψους εγκατάλειψης του αεροσκάφους από τον χειριστή του αυτό δεν συνετρίβη αλλά συνέχισε την πορεία του και σύρθηκε για 100 περίπου μέτρα στις σιδηροδρομικές τροχιές, δίπλα από το αεροδρόμιο και αφού επισκευάστηκε τέθηκε και πάλι στη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας. Το όλο περιεχόμενο του ως άνω ανακριβούς δημοσιεύματος παρείχε σε ευρύ κύκλο αναγνωστών ερείσματα αρνητικής για το πρόσωπο του εγκαλούντα κρίσης, αφού έθετε σε αμφισβήτηση την πτητική του επάρκεια και την ικανότητα του να αναλάβει θέσεις υψηλής ευθύνης και δη την κρίσιμη θέση του Διοικητή Αεροπορικής Εκπαίδευσης και οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι αποδίδοντας στον εν ενεργεία ιπτάμενο αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας ανεπαρκή γνώση βασικών αεροπορικών κανόνων και υποβαθμίζοντας την προσπάθεια του να αποτρέψει την πτώση του μαχητικού αεροσκάφους σε κατοικημένη περιοχή και σώσει το ίδιο το αεροσκάφος παρέδιδαν σε δημόσια ανυποληψία το πρόσωπο του. Το ως άνω δε δημοσίευμα, που περιήλθε σε γνώση του πολυπληθούς αναγνωστικού κοινού της εν λόγω εφημερίδας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβεβλημένο μέσο ασκήσεως του έργου των κατηγορουμένων, ως δημοσιογράφων, διότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ αφενός της αποστολής του τύπου για την άσκηση κριτικής και ελέγχου σε πράξεις των ασκούντων έργο δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως εν προκειμένω στην επιλογή των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων να αναθέσουν στον εγκαλούντα καθήκοντα υψηλής ευθύνης και αφετέρου της βλάβης που αναμφισβήτητα προκλήθηκε στην επαγγελματική και κοινωνική υπόληψη του εγκαλούντος". Το ίδιο, όμως, Δικαστήριο, αιτιολογώντας την καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες κρίση του, διέλαβε στο σκεπτικό του, εκτός των άλλων, ότι "το παραπάνω δημοσίευμα, που προκλήθηκε κατά την εκτίμηση των μαρτύρων κατηγορίας, που δεν αντικρούεται από τους κατηγορουμένους από πρόσωπο που ήθελε να πλήξει επαγγελματικά τον εγκαλούντα, με ιδιοτελή κίνητρα κατά την εκτίμηση των πρώτων, βασίστηκε στην πληροφόρηση με βάση το αναγνωσθέν έγγραφο της 114 ΠΜ/331 Μ, με ημερομηνία 13702/91 (σχετ. 1), το περιεχόμενο του οποίου, ευλόγως, κατά τη θέση των δευτέρων, θεωρήθηκε αληθινό. Και υπό την εκδοχή όμως αυτή, ανεξάρτητα από το ότι η εκτίμηση των αναφερομένων στο έγγραφο αυτό και η επιρροή τους στο ατύχημα απαιτεί ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τεχνικής, δεν καταλογίζεται στον εγκαλούντα υπαιτιότητα για τη μη αναγνώριση της κατάστασης partial Comperession Stall και ιδίως δεν αναφέρεται ούτε μπορεί να συναχθεί από αυτό ότι στο ατύχημα συνετέλεσε έλλειψη ψυχραιμίας εκ μέρους του πιλότου, ούτε ότι το αεροσκάφος εγκαταλείφθηκε από το χειριστή του. Εν τούτοις το δημοσίευμα περιέχει περιστατικά που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αξιολογικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς που συνδέονται άμεσα με αυτά και αποτελούν, επομένως, γεγονότα, κατά την έννοια του αρθρ.362 Π.Κ.......... ....... Τα, κατά την παραπάνω έννοια, γεγονότα αυτά, που δεν είναι αληθινά, είναι απολύτως πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, οι κατηγορούμενοι τελούσαν σε γνώση της προσφορότητας τους αυτής και είχαν τη θέληση να τα διαδώσουν . Ο (αυτοτελής) ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι το επίδικο σχόλιο συντάχτηκε από δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού της εφημερίδας για σπουδαίο ζήτημα που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, άπτεται του δημοσίου συμφέροντος και αφορά στη δημόσια δραστηριότητα - και όχι στον ιδιωτικό βίο - ενός δημόσιου προσώπου, ........ είναι απορριπτέος ........σε κάθε δε περίπτωση ο δημοσιογράφος οφείλει να εξακριβώσει πριν τη δημοσίευση, την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων.......Ειδικότερα δεν ανέτρεξαν, όπως όφειλαν και μπορούσαν, στα ιδιαίτερα σ'αυτούς προσιτά δημοσιεύματα του τύπου για το συμβάν στο οποίο βασίζεται στο σχόλιο ούτε ζήτησαν άλλες πληροφορίες πέραν εκείνων της "πηγή" τους, τη διάψευση της οποίας ανέμεναν μετά τη δημοσίευση του δυσφημιστικού σχολίου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά τη γνώμη που επικράτησε, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχτούν ένοχοι για την πράξη της απλής δυσφήμησης την οποία τέλεσαν από κοινού ....". Επέβαλε δε στον καθένα για την πράξη του αυτή ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Από την πιο πάνω, αντιπαραβολή του αιτιολογικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι, ενώ, κατά το αιτιολογικό, κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι απλής δυσφήμησης, χωρίς όμως να προκύπτει σαφώς, αν το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτοί γνώριζαν την αναλήθεια των γεγονότων που περιέχονται στο επίδικο δημοσίευμα, ή, αν απλώς κατά την άποψή τους αυτοί "εύλογα θεωρούσα αληθινό το έγγραφο επί του οποίου βασίστηκε η πληροφόρηση του δημοσιεύματος" και, σε κάθε περίπτωση, "όφειλαν και μπορούσαν να την εξακριβώσουν", αντιθέτως, στο διατακτικό της προσβαλλομένης, αναφέρεται, ότι αυτοί κηρύσσονται ένοχοι, διότι ισχυρίστηκαν και διέδωσαν εγγράφως και δια του Τύπου για τον παθόντα γεγονότα "εν γνώσει τους ψευδή" που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψή του. Ενόψει της προφανούς αυτής, μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αντίφασης, δημιουργείται ασάφεια και σύγχυση ως προς την πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, δηλαδή, αν πρόκειται για απλή δυσφήμηση (άρθρο 362 ΠΚ), όπως δέχεται το δικαστήριο στο αιτιολογικό, για τη θεμελίωση της οποίας το ψευδές, που διαλαμβάνεται στο σκεπτικό και στο διατακτικό, δεν αποτελεί όρο της αντικειμενικής υποστάσεώς του, ή για συκοφαντική δυσφήμηση (άθρο 363 ΠΚ), όπως αντιφατικά δέχεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, για την αντικειμενική υπόσταση της οποίας απαιτείται το ψευδές και επί πλέον, για την υποκειμενική υπόσταση, και άμεσος δόλος, ήτοι η διάδοση ή ο ισχυρισμός να έγιναν εν γνώσει της αναληθείας, με αποτέλεσμα, όχι μόνον να στερείται η απόφαση της επιβαλλόμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε δεν έχει και νόμιμη βάση. Συνεπώς, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ, λόγοι των, ταυτοσήμων κατά το περιέχομενό τους, δικογράφων των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως είναι και κατ'ουσίαν βάσιμοι και γι' αυτό, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις, να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου πιο ως πάνω απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8068/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Στοιχεία εγκλήματος συκοφαντικής δυσφήμησης και απλής δυσφήμησης δια του τύπου. Λόγος αναιρέσεως έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Αναιρεί διότι μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση ως προς την πράξη για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, δηλαδή, αν πρόκειται για απλή δυσφήμηση όπως δέχεται το δικαστήριο στο αιτιολογικό, ή για συκοφαντική δυσφήμηση, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Δυσφήμηση απλη, Τύπος.
0
Αριθμός 1184/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή Σταυριανάκη, περί αναιρέσεως της 7568/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.12.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 307/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε Κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 7568/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στον τόπο και χρόνο που αναφέρονται στο διατακτικό, ο κατηγορούμενος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, που αυτός διέπραξε, θα καταρτίσει δηλαδή πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να κάνει χρήση του, ειδικότερα δε μετά την επίτευξη συμφωνίας για λύση της μίσθωσης του επί της οδού ........ πρατηρίου, τη χρήση του οποίου είχε παραχωρήσει η ήδη υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση τελούσα Γ1 προς τη σύζυγο του κατηγορουμένου Ζ1 με ταυτόχρονη εκμίσθωση σε τρίτους, που υπέδειξαν η μισθώτρια και ο κατηγορούμενος σύζυγός της, ο τελευταίος, με πειθώ και φορτικότητα, έπεις τη σύζυγό του να εκδώσει και να παραδώσει στη λήπτρια της επιταγής εκμισθώτρια, χάριν καταβολής οφειλομένων μισθωμάτων, ποσού 8.000.000 δρχ., την με αριθ. ....... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το έντυπο της οποίας είχε κλαπεί ασυμπλήρωτο στις 31.3.2000 από το αυτοκίνητο του μάρτυρα .........., ο οποίος είχε καταγγείλει την κλοπή και είχε δεσμεύσει το σχετικό, με αριθμό........, λογαριασμό. Η Ζ1, αφού πείστηκε από τον κατηγορούμενο, συμπλήρωσε αυθαίρετο την επιταγή, με τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ημερομηνία εκδόσεως την 19.5.2000, εις διαταγήν της Γ1, προς την οποία την παρέδωσε, αφού την υπέγραψε ως εκδότρια με δυσανάγνωστη υπογραφή. Ο κατηγορούμενος και η σύζυγός του γνώριζαν ότι το έντυπο της επιταγής ήταν κλεμμένο, θα συμπληρώνονταν αυθαίρετα από τη σύζυγό του και ότι αυτή δεν ήταν δικαιούχος του λογαριασμού που αναγραφόταν σ' αυτήν". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος ηθικής αυτουργός σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, για την πράξη του δε αυτή, η οποία, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α και 216 παρ. 1 του ΠΚ, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, με την παραδοχή του Δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, έπεισε τη σύζυγό του, με πειθώ και φορτικότητα, να διαπράξει το πιο πάνω αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, δηλαδή, στην κλαπείσα υπ' αριθ........ επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 8.000.000 δρχ., να θέσει τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ημερομηνία εκδόσεως την 19.5.2000, εις διαταγήν της Γ1, στην οποία την παρέδωσε, αφού προηγουμένως την υπέγραψε ως εκδότρια με δυσανάγνωστη υπογραφή, πράξη η οποία μπορούσε να έχει τις αναφερόμενες στο σκεπτικό έννομες συνέπειες, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο κατηγορούμενος προκάλεσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην πιο πάνω φυσικό αυτουργό - σύζυγό του, την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14.12.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 7568/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Αιτιολογείται πλήρως σε τι συνίσταται η πειθώ και φορτικότητα του ηθικού αυτουργού.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
0
Αριθμός 1183/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 277/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Με συγκατηγορούμενους τους 1)Χ1, 2)Χ2 και 3)Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2107/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, με αριθμό 113/3-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 17/12-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του υπ'αριθμόν 227/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 28/2005 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Λάρισας, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας να δικαστεί για τα εγκλήματα της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένο λόγο και δη την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι οποίοι, όπως αναφέρονται στην αίτηση αναιρέσεως συνίσταται στο ότι α) στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο για να καταλήξει στη παραπεμπτική του κρίση, προσέτι δε δεν αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα πραγματικά περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη παραπομπή του στο ακροατήριο και ειδικότερα δεν προσδιορίζει ποία είναι τα χρηματικά ποσά που δάνεισε στον πολιτικώς ενάγοντα, ποιές επιταγές έλαβε, ποίο το ποσό εκάστης επιταγής και πόσα παρακρατούσε ως τόκο. Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη κυρία ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική εκάστου βαρύτητα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιδίου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές (Α.Π. 157/2007 Π.Χ. ΝΖ/2007 σελ. 1003). Για την ύπαρξη της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (Α.Π. 195/2007 ΠΧ ΝΖ/2007 σελ. 1006). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "'Οποιος σε δικαιοπραξία για παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσης της ή παράταση προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή τη ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει τη πίστωση, συνομολογόντας ή παίρνοντας για τον εαυτόν του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς τη παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή" κατά δε τη παράγραφο 2 εδ. β' "Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος...... επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτήν την απαίτηση" κατά δε τη παραγρ. 3 του ιδίου άρθρου "Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή". Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερομένου σ'αυτά ποσού. Τέλος το άνω αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν τελείται κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Θεωρείται το αδίκημα τετελεσμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως ως οριστικοποιημένο κεφάλαιο. Λαμβανομένου υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδύνευσης της περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο, ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων (Α.Π. 622/1999 Π.Χ. Ν/2000 σελ. 228). Στην υπό κρίση υπόθεση, το συμβούλιο Εφετών Λάρισας "από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία" δέχτηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.6.2001 έως 2.9.2001 ο Χ και ήδη αναιρεσείων δάνεισε τον Ψ, ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης, προς αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων του, διάφορα χρηματικά ποσά, λαμβάνοντας από αυτό προσωπικές του μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα και στη Τράπεζα Πειραιώς. Από κάθε αναγραφόμενο ποσό από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, από κάθε αναγραφόμενο ποσό της επιταγής έδιδε σ' αυτόν τοις μετρητοίς μικρότερο χρηματικό ποσό από το αναγραφόμενο, το υπόλοιπο δε ποσό αντιπροσώπευε τόκους υπερβαίνοντες κατά μεγάλο ποσοστό από το θεμιτό ποσοστό τόκου, που ίσχυε κατά την παραπάνω περίοδο και ήταν από 11-5-2001 έως 30-8-2001, ποσοστό 10, 5%, από 31-8-2001 έως 17-9-2001 ποσοστό 10, 25%, από 18-9-2001 έως 8-11-2002 ποσοστό 9, 75%, από 9-11-2002 έως 5-12-2002 ποσοστό 9, 25%, από 6-12-2002 έως. 6-3-2003 ποσοστό 8, 75%, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 ποσοστό 8, 50% και από 6-6-2003 και εντεύθεν ποσοστό 8%. Με τον τρόπο αυτό εξανάγκασε τον εγκαλούντα, να εκδώσει τις· αναφερόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος υπό στοιχεία 1-144 επιταγές, εισπράττοντας προς όφελος του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου". Στο δε διατακτικό του υπ'αριθμόν 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια οι 144 επιταγές που έλαβε προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών ωφελημάτων του, ήτοι αναφέρεται ο χρόνος εκδόσεως, το ποσόν για το οποίο εκδόθηκε κάθε μια επιταγή, το ποσό το οποίον έλαβε ο δανειζόμενος και το χρόνο για τον οποίον δανειζόταν τα χρήματα, ενώ ακολούθως αναφέρει και το ποσοστό του τόκου το οποίον συνομολόγησε και τα χρονικά διαστήματα για τα οποία έλαβε το ποσοστό αυτό δηλαδή στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα από το νόμο για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος. Ακολούθως στο άνω βούλευμα περιέχεται ειδικό κεφάλαιο για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων, χωρίς να αναφέρονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για τη στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας ήτοι ο τρόπος ή το μέσον με τα οποία ούτος έπεισε τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την άνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης και δη συμβουλή, εντολή, εκμετάλλευση πλάνης πραγματικής ή νομικής, υπόσχεση αμοιβής κλπ. Κατά την ανάλυση των άνω αδικήματος ως και της απόπειρας εκβίασης αναφέρεται ότι "τα ανωτέρω προκύπτουν από όλο το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία (καταθέσεις μαρτύρων-έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων). Όμως τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αναφέρονται μόνον ως προς τα άνω αδικήματα και όχι ως προς το αδίκημα της τοκογλυφίας για το οποίο λήφθησαν υπόψη μόνο "τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ανάκριση και υπάρχουν στη ποινική δικογραφία", από την αναφορά δε αυτή του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης, δεν προκύπτει και μάλιστα αναμφίβολα ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία και ειδικότερα εκείνα που προέκυψαν από τη προκαταρκτική εξέταση, που προηγήθηκε της ανακρίσεως. Σημειώνουμε ακόμη ότι το άνω βούλευμα δεν παραπέμπει στην εισαγγελική πρόταση, όπου όμως και εκεί δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε στο εκκαλούμενο βούλευμα. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα ότι δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία, ως προς το άνω κεφάλαιο, είναι βάσιμη και πρέπει να αναιρεθεί το πληττόμενο βούλευμα, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το σχετικό μέρος προς νέα συζήτηση, στο αυτό Συμβούλιο Εφετών, του οποίου η συγκρότηση να γίνει από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως, εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Αβασίμως όμως παραπονείται ως προς τα στοιχεία που αναφέρονται για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της τοκογλυφίας, κατά τ'ανωτέρω. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω να γίνει δεκτή εν μέρει η υπ'αριθμόν 17/12-10-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ'αριθμ. 227/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Αθήνα 19 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κρινόμενη 17/12-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του 277/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίπτεται κατ' ουσία η 28/2005 έφεσή του κατά του 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας να δικαστεί για τα εγκλήματα της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 2 στοιχ. α' Π.Κ. προκύπτει, ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικά με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, καθώς και με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, την οποία αποτελεί και η λήψη από το δράστη αξιογράφων (συναλλαγματικών, επιταγών) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Περαιτέρω το άνω έγκλημα μπορεί να πραγματωθεί και με την επιδίωξη της εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων (στοιχ. β' της παρ. 2). Οι παραπάνω τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας (στοιχ. α' και β' της παρ. 2) είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική συρροή. Η τοκογλυφία προσλαμβάνει κακουργηματική μορφή, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, όπως προκύπτει από την παρ. 3 του άνω άρθρου που τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. β' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3 Ιουνίου 1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει και όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ` αυτά ποσού. Θεωρείται το αδίκημα τετελεσμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως οριστικοποιημένο κεφάλαιο. Λαμβανομένου υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδύνευσης της περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο, ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών τόκων (ωφελημάτων). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης απαιτείται α) εξαναγκασμός με βία ή απειλή, ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζόμενου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του ίδιου ή τρίτου προσώπου και β) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Εάν ο απειλούμενος δεν υπέκυψε στην απειλή, δεν προέβη δηλαδή στην επιζήμια περιουσιακή διάθεση, το έγκλημα της εκβίασης δεν πραγματώνεται πλήρως, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 Π.Κ. υπάρχει απόπειρα τέλεσής του. Για τη θεμελίωση της από το άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ. προβλεπόμενης κακουργηματικής μορφής εκβίασης απαιτείται, οι απειλές να είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1. Εάν οι απειλές δεν είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται περί πλημμεληματικής μορφής εκβίασης, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 εδ. γ' Π.Κ. Απειλή δε ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής είναι η προαγγελία κακού που πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν δεν ήθελε υποκύψει εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται αυτή και επιχειρήσει να προβάλει αντίσταση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α Π, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Τέλος, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συν/ματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής τους πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, . "..... από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου αυτού τα εξής πραγματικά περιστατικά. Κατά το χρονικό διάστημα από 3/6/2001 έως 2/9/2003 ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ δάνεισε στον εγκαλούντα, Ψ, ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης, στη .... Δήμου Πελινναίων Τρικάλων και προς αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης του, διάφορα χρηματικά ποσά, λαμβάνοντας απ' αυτόν προσωπικές του μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς. Από κάθε αναγραφόμενο ποσό της επιταγής έδιδε" σ' αυτόν τοις μετρητοίς μικρότερο χρηματικό ποσό από το αναγραφόμενο, το υπόλοιπο δε ποσό αντιπροσώπευε τόκους υπερβαίνοντες κατά μεγάλο ποσοστό από το θεμιτό ποσοστό τόκου, που ίσχυε κατά την παραπάνω περίοδο και ήταν από 11-5-2001 έως 30-8-2001, ποσοστό 10, 5%, από 31-8-2001 έως 17-9-2001 ποσοστό 10, 25%, από 18-9-2001 έως 8-11-2002 ποσοστό 9, 75%, από 9-11- 2002 έως 5-12-2002 ποσοστό 9, 25%, από 6-12-2002 έως 6-3-2003 ποσοστό 8, 75%, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 ποσοστό 8, 50% και από 6-6-2003 και εντεύθεν ποσοστό 8%. Με τον τρόπο αυτό εξανάγκασε τον εγκαλούντα, να εκδώσει τις αναφερόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος υπό στοιχεία 1-144 επιταγές, εισπράττοντας προς όφελος του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Στη συνέχεια και όταν πλέον παρήλθε ο χρόνος πληρωμής των επιταγών ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ) έπεισε τους συγκατηγορουμένους του Χ1, Χ2 και Χ3, να μεταβούν στη ...... Τρικάλων, στις 5/11/2003 και 10/11/2003 και να απειλήσουν τον εγκαλούντα εντός του καταστήματος της συζύγου του ...... με τις φράσεις "πρόσεχε εγώ κόβω αυτιά, θα σας βάλω φυλακή εσένα και τη σύζυγο "σου, θα κάψουμε το σπίτι, θα βρείτε τα παιδιά σας στην άσφαλτο, θα βρεθείς σε κάποιο χαντάκι και η γυναίκα σου θα χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο, θα σας κάνω τη μούρη αγνώριστη". Με τις απειλές αυτές οι ως άνω κατηγορούμενοι είχαν σκοπό να εξαναγκάσουν τον παθόντα, Ψ, να πλήρωσει τα προαναφερόμενα ποσά των επιταγών στον Χ, τα οποία κατά μεγάλο μέρος αποτελούσαν προϊόντα τοκογλυφίας. Ωστόσο, καθώς περνούσε ο καιρός και ο παθών δεν ενέδιδε στις απειλές, ο Χ εξέδωσε την με αριθμό 15/2004 Δ/γή πληρωμής του Δικαστή του Μ. Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία ο παθών και εγκαλών υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 165.764, 20 €, πλέον τόκων και εξόδων με βάση οκτώ (8) επιταγές ήτοι: α)την με αριθμό .... επιταγή της Άλφα Τράπεζας, ποσού 1500 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την....., β)την με αριθμό .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 5282 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., γ)την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 3000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ...., δ)την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 1300 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., ε)την με αριθμό ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 4400 -'ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., στ)την με αριθμό ...επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 5282 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ..., ζ) την με αριθμό .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 1000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την ... και η) την με αριθμό ..... επιταγή της Άλφα Τράπεζας, ποσού 144.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την .... που αντιπροσώπευαν, όχι πραγματική χρηματική οφειλή, αλλά τα αναγραφόμενα σ' αυτές ποσά αντιστοιχούν κατά το μεγαλύτερο μέρος της τοκογλυφίας ωφελήματα. Είναι δε δράστης που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού, από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει αφενός μεν σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, αφετέρου σε σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος με την κρινόμενη έφεση του υποστηρίζει ότι οι επιταγές που εκδόθηκαν αντιπροσώπευαν πραγματική χρηματική οφειλή και δεν αντιπροσώπευαν τοκογλυφικά ωφελήματα όπως διατείνεται ο παθών. Ειδικότερα διατείνεται ότι το έτος 2001 δάνεισε στον εγκαλούντα 45.000.000 δραχμές, ήτοι περίπου 135.000 Ευρώ, το φθινόπωρο του 2002 επίσης δάνεισε αυτόν 45.000 ευρώ, όταν δε αργότερα το έτος 2003 προέβη σε εκκαθάριση του μεταξύ των λογαριασμού έλαβε από τον εγκαλούντα έπειτα από συμφωνία με αυτόν, η οποία επισφραγίσθηκε με την από ..... υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος (" πήρα από τον Χ τις επιταγές που έχει στα χέρια του και έκοψα μία καινούργια επιταγή 144.000, 20 Ευρώ που θα πληρώσω στις 30-12-2003 εκτός από την επιταγή αυτή θα πληρώσω και τις επιταγές που έδωσε ο Χ σε άλλους") μία επιταγή 144.000 Ευρώ και παρέδωσε σ'αυτόν όλες τις επιταγές που είχε στα χέρια του. Με βάση δε την επιταγή αυτή και άλλες επτά, μικρότερου κατά πολύ ποσού (από 1.000 έως 5.282 Ευρώ), εξέδωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής, ποσού 165.764 Ευρώ, σε βάρος του εγκαλούντος. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του κατηγορουμένου δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί διότι τα ποσά αυτά δεν καλύπτουν ούτε τα χρήματα που αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο που δάνεισε στον εγκαλούντα (135.000+45.000=180.000 Ευρώ), απορριπτόμενων δε αυτών θα πρέπει να απορριφθεί και ην υπό κρίση προσφυγή αυτού (ως προς το σκέλος της τοκογλυφίας). Επίσης από τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έπεισε τους συγκατηγορουμένους του να μεταβούν στις 5/11/2003 και στις 10/11/2003 στο κατάστημα της συζύγου του εγκαλούντος με σκοπό με απειλές κατά της ζωής του ιδίου εγκαλούντος, της συζύγου του και των παιδιών τους καθώς και με απειλές κατά της περιουσίας τους να εισπράξουν τα αναγραφόμενα στις επιταγές χρηματικά ποσά. Συνεπώς η έφεση του πρώτου κατηγορουμένου και ως προς το σκέλος που αφορά το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απόπειρα εκβίασης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω ως προς τις εφέσεις των τριών υπολοίπων κατηγορουμένων, για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης από κοινού, θα πρέπει να απορριφθούν στην ουσία ως αβάσιμες, διότι από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε, προέκυψε ότι οι τρεις ως άνω προαναφερθέντες εκκαλούντες και κατηγορούμενοι, πεισθέντες από τον πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο μετέβησαν πράγματι στο κατάστημα της συζύγου του εγκαλούντος, την 5/11/2003 και 10/11/2003, την οποία απείλησαν ότι εάν δεν δώσουν σ' αυτούς τα χρήματα την επιταγών που είχαν παραδοθεί αρχικά στον πρώτο κατηγορούμενο και μετέπειτα σ' αυτούς θα σκότωναν τον εγκαλούντα, τα παιδιά του και θα έκαιγαν το σπίτι τους. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από όλο το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία (καταθέσεις μαρτύρων έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων) και συνεπώς τα όσα υποστηρίζουν στις εφέσεις τους οι τρεις τελευταίοι κατηγορούμενοι, αρνούμενοι οποιαδήποτε απειλή ενωμένη με κίνδυνο της ζωής του παθόντα και της οικογένειας τους κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι. .........." I ΙΙ. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, προκειμένου να δικασθεί για να δικαστεί για τα κακουργήματα α) της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ' εξακολούθηση και β) της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και γ) της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης, ενώ οι λοιποί τρείς συγκατηγορούμενοί του (Χ1, Χ2 και Χ3) παραπέμφθηκαν για να δικασθούν την πράξη της απόπειρας εκβίασης από κοινού. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος (και των συγκατηγορουμένων του) κατά του πρωτοδίκου 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Τρικάλων, το οποίο και επικύρωσε. Η αιτιολογία όμως αυτή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, δεν μνημονεύει ούτε κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Συμβούλιο για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα κρίση του, και έτσι δεν προκύπτει αναμφίβολα ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία, αφού αυτό περιορίζεται να αναφέρει ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε προέκυψαν από "τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ανάκριση και υπάρχουν στη ποινική δικογραφία, χωρίς, δηλαδή, να μνημονεύει τίποτε άλλο σχετικά με το ποιά ήσαν τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη προς θεμελίωση των προκυψάντων πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, από την αναφορά αυτή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος, δεν προκύπτει και μάλιστα αναμφίβολα ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από τη προκαταρκτική εξέταση, που προηγήθηκε της ανακρίσεως. Σημειώνεται δε, ότι, ως προς το σημείο αυτό, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραπέμπει στην εισαγγελική πρόταση, όπου όμως και εκεί δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ούτε και στο εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα. Ειδική κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων γίνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα μόνο κατά την έρευνα των εφέσεων των τριών λοιπών - μη αναιρεσειόντων- κατηγορούμενων, και την διάπραξη από αυτούς του αδικήματος της εκβίασης. Τούτο προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές του βουλευματος, κατά τις οποίες " ως προς τις εφέσεις των τριών υπολοίπων κατηγορουμένων, για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης από κοινού, θα πρέπει να απορριφθούν στην ουσία ως αβάσιμες, διότι...........τα ανωτέρω (δηλαδή τα αναφερόμενα σχετικά με τις εφέσεις των τριών υπολοίπων κατηγορουμένων) προκύπτουν με σαφήνεια από όλο το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων). Περαιτέρω, ως προς το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης, για το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων, δεν αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν για τη στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας, δηλαδή, ο τρόπος ή το μέσο με τα οποία αυτός έπεισε τους συγκατηγορουμένους του να τελέσουν την άνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης (συμβουλές, πειθώ, προτροπές, υποσχέσεις αμοιβής κλπ) . Περιορίζεται δε μόνο να αναφέρει ότι ο αναιρεσείων "έπεισε" τους πιο πάνω συγκατηγορουμένους του να διαπράξουν την πράξη της εκβίασης, χωρίς και στην περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα να παραπέμπει σχετικώς, στην εισαγγελική πρόταση, όπου, όμως, και εκεί δεν αναφέρονται τα απαραίτητα για την θεμελίωση και αιτιολόγηση της συνδρομής των στοιχείων της ηθικής αυτουργίας του αναιρεσείοντος στην πιο πάνω πράξη, αλλά ούτε, συμπληρωματικά, στο εκκαλούμενο πρωτόδικο βούλευμα. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ), χωρίς να συντρέχει περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος ως προς τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος, που δεν άσκησαν αναίρεση (469 ΚΠΔ), καθόσον, ο προτεινόμενος και γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το 277/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως Και Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση. Ηθική αυτουργία σε κακουργηματική εκβίαση. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Δεν αρκεί η αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη «τα αποδεικτικά μέσα που προέκυψαν από την ανάκριση και υπάρχουν στην ποινική δικογραφία» (ΑΠ 1227/05 1046/04 1145/0). Αιτιολογία ηθικής αυτουργίας. Πρέπει να αναφέρονται τα μέσα και ο τρόπος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Εκβίαση, Τοκογλυφία.
1
Αριθμός 1177/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη- Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούυσία δικηγόρο του Ειρήνη Σπεντζοπούλου, περί αναιρέσεως της 7187/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του καθώς και στους από 28 Φεβρουαρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2000/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να κριθούν αβάσιμοι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχήν εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτετελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, αν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί έχουν προταθεί απαραδέκτως, όπως όταν περιλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να γίνει και προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους (Ολ. ΑΠ 2/2005), ή αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει, ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 7187/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: To Μάρτιο του έτους 2005 διενεργήθηκε, μετά από εντολή του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης, έρευνα από την Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών για τριάντα έξι γνωματεύσεις της επιτροπής αυτής που αφορούσαν ισάριθμους στρατευσίμους. Μεταξύ των γνωματεύσεων αυτών περιλαμβανόταν και η ......., με την οποία φερόταν ότι η ανωτέρω επιτροπή, αποτελούμενη από τους ....., γενικό αρχίατρο, ως πρόεδρο, και από τους ..... αρχίατρο και ......, επίατρο, ως μέλη και με την παρουσία του γραμματέα ......, λοχαγού, αφού εξέτασε τον κατηγορούμενο Χ1, τον έκρινε ακατάλληλο για στράτευση (Ι5), διότι έπασχε από "σημαντικού βαθμού κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου Ο4-Ο5 με ισχιοριζίτιδα δεξιά και έντονη νευρολογική σημειολογία - σπονδυλολίσθηση Ο5-I1". Από την έρευνα που διενήργησε η επιτροπή προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε είχε εμφανισθεί ενώπιόν της, ότι η γνωμάτευση με τον αριθμό ...... δεν αφορούσε αυτόν, αλλά άλλο στρατεύσιμο με το όνομα ..... και ότι συνακόλουθα η ανωτέρω βεβαίωση ήταν πλαστή (βλ. σχετικά το αναγνωσθέν ....... έγγραφο της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών προς το Γ.Ε.ΕΘ.Α. και το συνημμένο παράρτημα-κατάσταση γνωματεύσεων). Την πιο πάνω πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της γνωμάτευση κατάρτισε (κατασκεύασε εξ υπαρχής) άγνωστος δράστης και κάτω από αυτήν έθεσε δυσανάγνωστες υπογραφές και πλαστές σφραγίδες των ονομάτων και των ιδιοτήτων του προέδρου και των μελών της επιτροπής, καθώς επίσης και το όνομα και την ιδιότητα του γραμματέα της επιτροπής και δυσανάγνωστη υπογραφή, ώστε να φαίνεται ότι τη γνωμάτευση αυτή είχε εκδώσει η ανωτέρω επιτροπή, χωρίς όμως τη γνώση ή την εντολή των μελών της. Την πλαστογραφία δε αυτή έκανε ο άγνωστος δράστης με την επιδίωξη να παραπλανήσει με τη χρήση της πλαστής ιατρικής γνωματεύσεως τους αρμοδίους του Στρατολογικού Γραφείου Αττικής σχετικά με το αναληθές και έχον έννομες συνέπειες γεγονός ότι αυτή ήταν γνήσια και ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να απαλλαγεί από τη στράτευση, κατόπιν δε έκανε χρήση αυτής, προσκομίζοντάς την στη γραμματεία της ανωτέρω επιτροπής, η οποία την απέστειλε υπηρεσιακώς στο Στρατολογικό Γραφείο Αττικής, Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την απόφαση στον άγνωστο δράστη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως να τελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη του, με πρόθεση προκάλεσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος ωφελούνταν από αυτήν, αφού με βάση αυτήν απαλλασσόταν από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, και ο οποίος. με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον άγνωστο δράστη να τελέσει αυτήν. Συνεπώς, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση σ' αυτόν των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α και ε Π.Κ. είναι απορριπτέο ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχθηκε ότι αυτός μέχρι το χρόνο τελέσεως της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ούτε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για την απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού του δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτός έχει λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως ......., αδελφής του, δεδομένου ότι αυτή δεν φαίνεται ανεπηρέαστη από τη συγγενική τους σχέση, αφού καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος "πέρασε από την επιτροπή", σε αντίθεση με το περιεχόμενο του ανωτέρω αναγνωσθέντος εγγράφου της επιτροπής απαλλαγών, με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν εξετάστηκε από αυτήν. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 εδ.α' και 216 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι αναγνωσθείσες από .... και .... ιατρικές γνωματεύσεις του ιατρού ...... της "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ"), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, αιτιολογεί η προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τη συνδρομή των στοιχείων της ηθικής αυτουργίας στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και συγκεκριμένα την πρόκληση απ'αυτόν, με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα, της απόφασης στον άγνωστο δράστη να εκτελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, την οποία και διέπραξε και από την οποία μόνο ο κατηγορούμενος ωφελείτο, αφού με βάση την ειρημένη πλαστή υπ'αριθμ. ...... "γνωμάτευση σωματικής ικανότητας" απαλλασσόταν αυτός από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Προς τούτοις, προσδιορίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως ο τρόπος χρήσεως από το δράστη του πιο πάνω πλαστού εγγράφου και δη δια της προσκομίσεώς του στη Γραμματεία της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών και δι'αυτής στο Στρατολογικό Γραφείο Αττικής. Περαιτέρω, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι "η εκπρόσωπος-συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε την αθώωση του κατηγορουμένου, άλλως να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α' και ε' του ΠΚ. Κατέθεσε δε έγγραφο σημείωση με τους παρακάτω αυτοτελείς ισχυρισμούς", ήτοι για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίοι και περιλήφθηκαν στα πρακτικά αυτά. 'Όμως, από την περικοπή αυτή των πρακτικών της άνω δίκης είναι σαφές ότι οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου δεν αναπτύχθηκαν και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους και κατά συνέπεια, εφόσον αυτοί προτάθηκαν απαραδέκτως, δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, εντεύθεν δε η προβαλλόμενη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι οι πιο πάνω αυτοτελείς ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν χωρίς ειδική αιτιολογία είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 28-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Νοεμβρίου 2006 (υπ'αριθ.πρωτ. 10.725/28-11-2006) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 28-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ1 για αναίρεση της 7187/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως που τελέσθηκε από άγνωστο δράστη. Υπέβαλε έγγραφο σημείωμα με αυτοτελείς ισχυρισμούς (84 § 2α & ε ΠΚ), που καταχωρίστηκαν στα πρακτικά, πλην όμως δεν ανέπτυξε και προφορικά τους ισχυρισμούς αυτούς. Ενόψει λοιπόν της απαράδεκτης προβολής τους, δεν υποχρεούτο να απαντήσει το Δικαστήριο και δη ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, εντεύθεν η αντίθετη αιτίαση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του, για την κατηγορία, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να παραβιάσει, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου διατάξεις που εφάρμοσε. Απορριπτέοι οι περί αντιθέτου Δ΄ και Ε΄ λόγοι. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Προφορική ανάπτυξη.
0
Αριθμός 1174/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Βαρβάρα Κριτσωτάκη (ορισθείσα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως της 65423/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 216/2008. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος ανακοίνωσε στο δικαστήριο ότι, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 13/2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Λιβανάτων Φθιώτιδας, η οποία κατατέθηκε στο ακροατήριο σε φωτοαντίγραφο, ο αναιρεσείων απεβίωσε στις 2 Απριλίου 2008, πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 370 περ. β' ΚΠοινΔ, η ποινική δίωξη τελειώνει και με την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, η οποία διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει. Από τη διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ' αναίρεση δίκη, προκύπτει ότι αν ο κατηγορούμενος αποβιώσει μετά την άσκηση απ' αυτόν αιτήσεως αναιρέσεως ο Άρειος Πάγος παύει οριστικώς την ποινική δίωξη, αφού προηγουμένως αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της. Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως από 31.12.2007, ασκήθηκε από τον Χ1 στις 31.12.2007 και στρέφεται κατά της 65423/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για παράβαση του ν.δ. 86/1969 και του ν. 993/1979 σε συνολική ποινή φυλακίσεως 15 μηνών και σε συνολική χρηματική ποινή 1.550 ευρώ. Όπως, όμως, προκύπτει από την υπ' αριθ. ...... ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Λιβανατών Φθιώτιδας, η οποία κατατέθηκε στο ακροατήριο σε φωτοαντίγραφο, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, σύμφωνα με το συνημμένο σ'αυτήν σημείωμα του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, ο αναιρεσείων απεβίωσε στις 2.4.2008, δηλαδή μετά την άσκηση της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος για τις ανωτέρω πράξεις. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 65423/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παύει οριστικώς λόγω θανάτου την κατά του Χ1 ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ότι: Στη Δασική θέση "......" της περιφέρειας Δήμου Κορωπίου Αττικής στις 23 Μαΐου 2002: Α) Με πρόθεση επιχείρησε να καταπατήσει δημόσια δασική έκταση που έχει εξαιρετική σημασία, από τη θέση και τη σύστασή της, για να δημιουργήσει ανύπαρκτα δικαιώματα κατά τρόπο που να εμφανίζονται νόμιμες αξιώσεις καταφανώς αθέμιτες, δηλαδή, χωρίς να έχει δικαίωμα καταπάτησε δημόσια δασική έκταση 20.534 τ.μ. που βρίσκεται στην παραπάνω θέση "......" περιφερείας Δήμου Κορωπίου αφού ισοπέδωσε και διαμόρφωσε την έκταση με μηχανικά μέσα και προέβη στη σπορά κηπευτικών με σκοπό να δημιουργήσει ανύπαρκτα δικαιώματα κατοχής, νομής και κυριότητας στην έκταση αυτή, η οποία έχει εξαιρετική σημασία γιατί βρίσκεται σε προνομιούχο θέση και έχει οικοπεδική αξία. Β) Παρέβλαψε καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δασικής έκτασης. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος στην ανωτέρω δημόσια δασική έκταση, εμβαδού 20.534 τ.μ. προέβη στη σπορά κηπευτικών ισοπεδώνοντας και διαμορφώνοντας αυτήν παραβλάπτοντας την κατά προορισμό χρήση της εκτάσεως αυτής που είναι η δασική της μορφή. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν αποβιώσει ο κατηγορούμενος μετά την άσκηση αναιρέσεως απ’ αυτόν, ο Άρειος Πάγος αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση και παύει οριστικώς την ποινική δίωξη. Αναιρεί. Παύει οριστικά λόγω θανάτου.
Παύση οριστική ποινικής διώξεως
Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Κατηγορούμενου θάνατος .
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1173/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαϊρη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, ορισθείσα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Μήτση, περί αναιρέσεως της 248/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Μαρτίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 498/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναιρέσεως από 6.3.2008 των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, κατά της 248/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠοινΔ, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται αναίρεση. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Τέλος, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139), απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, για να έχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να αναφέρει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της αποφάσεως στον εκκαλούντα (Ολ. ΑΠ 4/1995, 7/1994), χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ή λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, οπότε η αιτιολογία, πρέπει, να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου αυτού κρίση του Δικαστηρίου, άλλως ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 248/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως απ' αυτήν προκύπτει, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς τους οι εφέσεις με αριθμούς εκθέσεων 8162 και 8163/30-10-2007 των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, εκπροσωπηθέντων στη δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, κατά της 63194/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν καταδικασθεί οι κατηγορούμενοι, ερήμην, για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος σε φυλάκιση 8 μηνών ο καθένας, μετατραπείσα σε χρηματική. Στις ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο κατά την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, δεν εκτίθενται λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή τους, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως στους εκκαλούντες της εκκαλούμενης αποφάσεως. Αυτό που διαλαμβάνεται σχετικώς, ότι δηλαδή ο εκκαλών Χ1 "μέχρι και σήμερα δεν έχει λάβει γνώση της κλήσης ούτε της απόφασης για την οποία καταδικάσθηκε" και η εκκαλούσα Χ2 "μέχρι και σήμερα δεν έχει λάβει γνώση της κλίσης ούτε της απόφασης για την οποία καταδικάσθηκε" δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, ούτε συνιστά ή ενέχει επίκληση λόγου ακυρότητας της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στους εκκαλούντες. Οσα, εξάλλου, προέβαλαν οι εκκαλούντες - αναιρεσείοντες κατά τη συζήτηση της εφέσεως, δια του συνηγόρου που τους εκπροσώπησε στη δίκη, τα οποία έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και δη, κατά πιστή εδώ μεταφορά, "οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν εκπρόθεσμα τις αιτήσεις εφέσεώς τους, επειδή δεν είχαν λάβει γνώση. Τα δικόγραφα τους επιδόθηκαν στη πρώτη διεύθυνση. Υπάρχουν φορολογικές δηλώσεις για τις διευθύνσεις τους τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να δηλώσουν τη νέα τους διεύθυνση στην Εισαγγελία, διότι δεν έλαβαν γνώση των μηνύσεων ούτε των αποφάσεων και λοιπών εγγράφων. Επομένως... δεν γνώριζαν τις κατηγορίες... ", είναι προεχόντως απαράδεκτα σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Περαιτέρω, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρονται κατά λέξη τα εξής: " ...Στην κρινόμενη περίπτωση οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν ερήμην με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η οποία έχει αριθμό 63194/2004. Η απόφαση αυτή τους κοινοποιήθηκε την 1-9-2006, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεών των... του αστυφύλακα ....... του Α.Τ. Αργυρουπόλεως προς το Χ1 και προς την Χ2 που βρίσκονται στη δικογραφία και άσκησαν τις κρινόμενες εφέσεις τους στις 30.10.2007 αντίστοιχα, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και χωρίς να αναφέρει στα έγγραφα των εφέσεων λόγο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή τους". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής των εφέσεων, ως εκπροθέσμων και εντεύθεν απαραδέκτων, αποφάσεως είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτήν τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή, η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στους εκκαλούντες (1-9-2006), τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως και η χρονολογία ασκήσεως των εφέσεων (30-10-2007), η οποία κείται πέραν της νόμιμης προθεσμίας ασκήσεώς της. Εφόσον δε οι εκκαλούντες δεν προέβαλαν με τις εφέσεις τους, κατά τα ανωτέρω, ούτε λόγους ανωτέρας βίας η ανυπερβλήτου κωλύματος, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, δεν υποχρεούτο το Τριμελές Εφετείο να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του άλλη, πλέον της ανωτέρω, ικανής για την στήριξη του διατακτικού της, αιτιολογία, ούτε να μνημονεύσει ειδικώς στην ανωτέρω αιτιολογία την κατάθεση της εξετασθείσης μάρτυρος, η οποία εκ περισσού εξετάσθηκε και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά. Επομένως, ο μοναδικός εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας με την ειδικότερη αιτίαση της μη αναφοράς σ' αυτήν των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 6 Μαρτίου 2008 αιτήσεις των χ1 και Χ2, περί αναιρέσεως της 248/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου. Έναρξη. Στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου πρέπει να εκτίθενται ο λόγος της εκπρόθεσμης ασκήσεως με επίκληση και προσαγωγή των προς τούτο αποδεικτικών μέσων. Δεν αρκεί η δήλωση ότι Απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Πότε η απορρίπτουσα αυτών απόφαση έχει ειδική αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1171/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή Σταυριανάκη, για αναίρεση της 732/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σταύρο Κοσκινά. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 5 Φεβρουαρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1610/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να κριθούν αβάσιμοι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 του Π.Κ. (προ της συμπληρώσεως και αντικαταστάσεως της παρ. 3 με τα άρθρα 1 παρ. 7α' του ν. 2408/1996 και 14 παρ. 2 α' και β' του ν. 2721/1999), "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2.... 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η διάταξη της παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α' του ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και ορίσθηκε ότι, "3.- Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ." και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 α' και β' του ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι, "3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.). Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Το έγκλημα δηλαδή της πλαστογραφίας, προσλαμβάνει το χαρακτήρα κακουργήματος, όταν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και επί πλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 15.000 Ευρώ ή όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 Ευρώ. Η ρύθμιση των νέων αυτών διατάξεων στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (73.000 Ευρώ), είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης, ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως είναι δυσμενέστερη και εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρύθμιση. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 386 του Π.Κ. (προ της αντικαταστάσεως της παρ. 3 από τα άρθρα 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και 14 παρ. 4 του ν. 272ΐ/ΐ999), "1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. ... 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη, μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος". Η διάταξη της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που ισχύει από της 4ης Ιουνίου 1996 και ορίσθηκε ότι, "3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια" και το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που ισχύει από της 3ης Ιουνίου 1999 και ορίσθηκε ότι, "3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.)". Και το έγκλημα δηλαδή της απάτης, προσλαμβάνει το χαρακτήρα κακουργήματος, όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και επί πλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 15.000 Ευρώ ή όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 Ευρώ. Και των διατάξεων αυτών η ρύθμιση, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτές ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης 15.000 Ευρώ, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, στην οποία δεν προβλεπόταν ελάχιστο ποσό οφέλους ή βλάβης (αρκούσε η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως), ενώ στο μέτρο που καθιερώνεται νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως είναι δυσμενέστερη και εφαρμοστέα κατά συνέπεια είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ρύθμιση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχήν εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό, Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 13 εδ. στ' του η ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ. (που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ, 11 του ν. 2721/1999), "2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. "Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Η τελευταία, όμως, αυτή διάταξη είναι δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί για τις μερικότερες πράξεις που φέρονται τελεσθείσες προ της ισχύος της, εκτός αν αυτές στρέφονται εις βάρος του Δημοσίου κ.λ.π., περί των οποίων κατωτέρω. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 1608/1950 ("για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λ.π."), "Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα (μεταξύ άλλων και) 216 και 386 του Π.Κ., εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α' του Π.Κ., μεταξύ των οποίων και οι τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή (κατά το νόμο ή το καταστατικό τους), και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, που τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης στρέφονται, μεταξύ άλλων, και κατά τράπεζας που εδρεύει στην ημεδαπή και το όφελος ή η ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 150.000 Ευρώ, αρκεί επιδίωξη οφέλους ή απειλή ζημίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή τους και ο υπαίτιος τιμωρείται με (πρόσκαιρη) κάθειρξη, το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη (άρθρο 52 Π.Κ.), χωρίς δηλαδή τον περιορισμό, σε σχέση με το ανώτατο όριο ποινής, των δέκα ετών των άρθρων 216 παρ. 3 και 386 παρ. 3 του Π.Κ, με τη συνδρομή δε επιβαρυντικής περιστάσεως, με ισόβια κάθειρξη. Με τη διάταξη του άρθρου 5 περ. 7 του ν. 2943/2001, με την οποία προβλέπεται (μετά την εισαγωγή του ευρώ) η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ (και κατά την οποία το ποσό σε ευρώ, που προκύπτει από τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ, αναπροσαρμόζεται, αν το ποσό που προκύπτει σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 100.000 και μικρότερο των 1.000.000 ευρώ, στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα τέσσαρα τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ, είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 5.000), το ποσό των 50.000.000 δρχ. αναπροσαρμόσθηκε σε 150.000 Ευρώ (και όχι σε 146.000 ή 147.000 Ευρώ), αφού το ακριβές ποσό από τη μετατροπή είναι 146.735 Ευρώ και η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη δεκάκις χιλιάδα. Η ρύθμιση αυτή είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο από την προηγούμενη, αφού καθιερώνει, για την εφαρμογή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, μεγαλύτερο ποσό ωφέλειας ή ζημίας (150.000 Ευρώ αντί των 50.000.000 δρχ. ισόποσου των 146.735 Ευρώ) και, επομένως, θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ, και επί των εγκλημάτων που έχουν τελεσθεί προ της ισχύος του νόμου 2943/2001 την 12-9-2001. Το αναφερόμενο ποσό των 150.000 Ευρώ ή των 50.000.000 δρχ. υπολογίζεται προκειμένου εγκλήματος που στρέφεται κατά του Δημοσίου κ.λ.π. και τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, στο σύνολό του και για τις μερικότερες πράξεις ή τα εγκλήματα που φέρονται τελεσθέντα προ της ισχύος του άρθρου 98 παρ. 2 του Π.Κ., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 "για τους σεισμόπληκτους των νήσων" (που ίσχυε σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 και όχι μόνον επί σεισμόπληκτων και) κατά την οποία, "οσάκις στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση με πολλές μερικότερες πράξεις, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή της ζημίας που επήλθε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε, καθώς επίσης και τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων", η δε τελευταία διάταξη, ως ειδική ειδικού νομοθετήματος, διότι αφορά μόνο στα περιοριστικώς προβλεπόμενα και τιμωρούμενα και υπό τις "σ' αυτό προϋποθέσεις εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του, όπως ισχύει, Ν. 1608/1950, κατισχύει της άνω γενικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ. 2 Π.Κ. Το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σχετικό με τα υπομνήματα, προϋποθέτει κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου εγγράφου και έχει χαρακτήρα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή η κατάρτιση εξ αρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνήσιου, δεν μπορεί να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Σε περίπτωση δε συνδρομής, επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση και των δύο τρόπων τέλεσης, υπόκεινται δύο αυτοτελή εγκλήματα που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά. Το έγκλημα δε της απάτης προϋποθέτει την πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία άλλου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους του υπαίτιου ή τρίτου, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων. Η παραπλάνηση δηλαδή του άλλου πραγματώνεται, με τρεις υπαλλακτικά μικτούς τρόπους (παράσταση - απόκρυψη - παρασιώπηση) που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης δηλαδή αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, την παράλειψη δηλαδή ανακοινώσεως αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοινώσεως, από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαίτιου. Το πρόσωπο του παραπλανήσαντος δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται με εκείνο του ωφεληθέντος ούτε το πρόσωπο του παραπλανηθέντος με εκείνο του ζημιωθέντος. Από υποκειμενική άποψη και τα δύο εγκλήματα έχουν υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, τελούνται, δηλαδή, με την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, που είναι επί πλαστογραφίας, η παραπλάνηση του άλλου με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, σε σχέση με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η επιδίωξη περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου ή βλάβης του άλλου και επί απάτης, η αποκομιδή παράνομου περιουσιακού οφέλους του ίδιου ή άλλου, με βλάβη τρίτου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 732/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για τις πράξεις α)της κατ' εξακολούθηση ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, εις βάρος της "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος", και β)της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής απάτης, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, εις βάρος της άνω Τράπεζας σε συνολική ποινή καθείρξεως 12 ετών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής αναφέρεται ότι, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 1988 συνεστήθη η ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία "Χαλαζίας Α.Β.Ε.Ε" με εταιρικό σκοπό την εξόρυξη πετρώματος χαλαζία από πέτρωμα κείμενο στην ορεινή περιοχή του νομού Τρικάλων, στη δε εταιρεία αυτή ο κατηγορούμενος ήταν διευθύνων σύμβουλος και κύριος μέτοχος με ποσοστό συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο ύψους 80%. Στη συνέχεια, κατά το έτος 1990, συνεστήθη άλλη εταιρεία υπό την επωνυμία "Χαλαζιακή άμμος ΑΕ", της οποίας καταστατικός εταιρικός σκοπός ήταν η επεξεργασία του πετρώματος χαλαζία (που θα εξόρυσσε η πρώτη) και η περαιτέρω πώληση του επεξεργασμένου πλέον πετρώματος ως πρώτης ύλης στην υαλουργία, σε χυτήρια, χρώματα, είδη υγιεινής, βιομηχανίες παραγωγής σκυροδέματος. Στην εταιρεία αυτή ο κατηγορούμενος μετείχε κατά ποσοστό 20%, όμως ήταν στην πραγματικότητα ο ιθύνων νους της, μολονότι δεν αναφερόταν στα οικεία πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας αυτής ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, πρόεδρος αυτού ή διευθύνων σύμβουλος, δηλαδή ήταν εμφανώς μεν μέτοχος της εταιρείας αυτής, ως κύριος μετοχών της που αντιπροσώπευαν ποσοστό 20% επί του κατατεθειμένου εταιρικού κεφαλαίου της, αφανώς δε ο κύριος μοχλός αυτής, αφού είχε τεχνηέντως φροντίσει 1)να πείσει αφενός τον Γ1(άτομο παραπληγικό και ανίκανο βιολογικώς να κινήσει την εταιρεία αυτή και μάλιστα στο σημείο της αφετηρίας της) και αφετέρου τον Γ2 (ο οποίος μόλις είχε αποστρατευθεί από την Πολεμική Αεροπορία στην οποία είχε υπηρετήσει επί σειρά ετών, ως μόνιμο στέλεχος, πλην πλήρως αδαής εν σχέσει με το αντικείμενο της εταιρείας αυτής) να καταστούν διαδοχικώς νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, πλην μόνον κατά τύπους, και 2)να πείσει τους μετόχους της εταιρείας αυτής (στην οποία μετέχει, και ο γιος του Χα) να του αναθέσουν με συμβολαιογραφικά πληρεξούσια εξουσίες διευθύνοντος συμβούλου αυτής, τις οποίες εντεύθεν και συνεχώς πράγματι εξήσκησε, κατά τα κατωτέρω παρατεθησόμενα. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, σκοπεύοντας να περιποιήσει στον εαυτό του αλλά και στην εταιρία "Χαλαζιακή άμμος Α.Ε." παράνομο περιουσιακό όφελος, εις βάρος της περιουσίας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (στο εξής : "ΕΤΕ"), με την εκταμίευση χρηματικών ποσών στην ανωτέρω εταιρία του, ως πιστώσεων, χωρίς όμως και να έχει την πρόθεση να εξοφλήσει τα τραπεζικά αυτά δάνεια, ενήργησε τα ακόλουθα ι (Α) Παρώτρυνε με πειθώ και φορτικότητα (πράξεις συναγόμενες τεκμαρτώς, κατά το άρθρο 178 περίπτ. α' σε συνδ. με άρθρο 179 εδάφ. α' του ΚΠοινΔικ) άγνωστο άτομο να κατασκευάσει εξυπαρχής, κατά την έννοια του άρθρου 216 § 1 του ΠοινΚώδ, τις πλαστές συναλλαγματικές που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας (μικρού χρηματικού ποσού κάθε μίας, προκειμένου - πράγμα το οποίο ο κατηγορούμενος εγνώριζε, άγνωστο από ποιους - να μην ελεγχθεί η γνησιότητα των συναλλαγματικών αυτών, από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, πριν προβούν στην εκταμίευση των δανείων), των οποίων κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως από τον τελευταίο κομιστή ήταν η εταιρία "Χάλαζια άμμος Α.Ε.". Η αμέσως ανωτέρω παραδοχή του δικαστηρίου, περί πλαστότητας των συναλλαγματικών αυτών, ερείδεται κυρίως στο ότι απεδείχθη πως ούτε οι εκδότες ούτε και οι αποδέκτες που αναφέρονται στα σώματα των χρηματογράφων αυτών είχαν συμμετάσχει ποτέ στην έκδοσή τους, αφενός επειδή η εν λόγω εταιρία ουδέποτε εμφάνισε εμπορική δραστηριότητα και επομένως δεν δικαιολογούνταν η κατοχή αυτών των συναλλαγματικών από μέρους της και αφετέρου διότι οι εκδότες Β1, Β2 και Β3 είναι πρόσωπα ανύπαρκτα. Δεν παρορώνται δε και τα γεγονότα 1) ότι εκδότρια πενήντα οκτώ (58) από τις συναλλαγματικές αυτές ήταν η εταιρία υπό την επωνυμία "ΠΡΑΞΙΣ Α.Ε.", στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας μετέχει και ο γιός του Χα(που είναι μέτοχος της εταιρίας "Χαλαζιακή άμμος Α.Ε." όπως ήδη λέχθηκε), καθώς και άτομο ονόματι Ζ1, (επίσης μέλος του δ.σ. της εταιρίας "Χαλαζιακή άμμος Α.Ε.") και 2) ότι ουδέποτε κατετέθη το εταιρικό κεφάλαιο της εταιρίας "ΠΡΑΞΙΣ Α.Ε" γι' αυτό και η άδειά της ανεκλήθη αρμοδίως. (Εντεύθεν, το δικαστήριο τούτο κρίνει τεκμαρτώς ότι η εταιρία αυτή δεν συνεστήθη για να ασκήσει την εικονικώς δηλωθείσα στο εταιρικό καταστατικό εμπορίκι] δραστηριότητα, παρά αποκλειστικώς για να χρησιμεύσει στον κατηγορούμενο ως μέσο παρανόμου πορισμού μεγάλων χρηματικών ποσών εις βάρος της περιουσίας άλλων και ιδίως Τραπεζών, αφού η εταιρία αυτή, ως ουδέποτε λειτουργήσασα, δεν ήταν φυσικό να έχει πελάτες και μάλιστα εξ αυτών οφειλέτες, ώστε - ως δανειστής - να εκδώσει συναλλαγματικές εις αποδοχή των τελευταίων). Στη συνέχεια, (Β) ο κατηγορούμενος, στις 18-9-1991, 2-10-1991, 25-11-1991, 20-12-1991, 30-12-1991 και 28-1-1992, παρουσιάσθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της "ΕΤΕ" (και συγκεκριμένως στους υπαλλήλους του υποκαταστήματος Παλαιάς Κοκκινιάς Πειραιώς, Δ1, διευθυντή του υποκαταστήματος αυτού και Δ2 εντεταλμένο επί των πιστώσεων υπάλληλο του ίδιου υποκαταστήματος) ως εκούσιος άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρίας "Χαλαζιακή άμμος Α.Ε." (κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ) επί τη βάσει των ανωτέρω πληρεξουσίων εγγράφων που είχε φροντίσει να προμηθευθεί (ΑΚ 216, 217), κατά τα προδιαληφθέντα, επί τούτω, και προκειμένου να πείσει τους υπαλλήλους αυτούς να χορηγήσει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα στην εταιρία αυτή πίστωση με ανοικτό λογαριασμό (δηλαδή δάνειο), το οποίο όμως ουδόλως θα επιστρέφονταν, κατά την περί τούτου εξυπαρχής βούληση του κατηγορουμένου και της εταιρίας αυτής, τους παρέστησε ψευδώς, εν γνώσει της αναληθείας, ότι η εταιρία που αντιπροσώπευε ήταν νόμιμη κομίστρια (ως δανείστρια) των ως άνω πλαστών χρηματογράφων (συναλλαγματικών) και ότι οι αποδέκτες, καθώς και οι εκδότες, που αναφέρονται σ' αυτά είναι φερέγγυα πρόσωπα, προσφέρθηκε δε να μεταβιβάσει τις συναλλαγματικές αυτές στην Τράπεζα ως ενέχυρο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εκ της πιστώσεως αξίωση της τελευταίας απέναντι στην μέλλουσα να δανειοδοτηθεί εταιρία. Για να ενισχύσει δε τις ειρημένες ψευδείς παραστάσεις του, εμφάνισε στην Τράπεζα και άλλα πλαστά έγραφα και συγκεκριμένως τιμολόγια δήθεν αγοράς από την εταιρία υλικών από τρίτους, μολονότι αποδείχθηκε πως η εταιρία αυτή ουδέποτε λειτούργησε και άρα ουδέποτε επώλησε σε τρίτους επεξεργασμένο χαλαζία, πρώτη ύλη, ενόψει και του ότι αποδείχθηκε ότι δεν λειτούργησε ούτε και η εταιρία (του κατηγορουμένου) εξόρυξης του ορυκτού αυτού "Χαλαζίας Α.Β.Ε.Ε.", η οποία υποτίθεται ότι θ' αποτελούσε τον κύριο, αν μη τον αποκλειστικό, προμηθευτή της "Χαλαζιακή άμμος Α.Ε."". Πράγματι, οι ανωτέρω αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΤΕ πείσθηκαν στις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου και καταρτίσθηκαν οι υπ' αριθ. ...., ....... και ... συμβάσεις πίστωσης ανοικτού/αλληλοχρέου λογαριασμού και οι αντίστοιχες υπ' αριθ. .... και .... αυξητικές συμβάσεις, μεταξύ αφενός της ΕΤΕ και αφετέρου της εταιρίας "Χαλαζιακή άμμος Α.Ε.", εκπροσωπούμενης από τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής Γ2, επί τη βάσει δε των συμβάσεων αυτών εκταμιεύθηκε προς την δανειολήπτρια εταιρία συνολικώς ποσό δρχ. 153.000.000, το οποίο αυτή σφετερίσθηκε και ουδέποτε απέδωσε στην ως άνω δανείστρια Τράπεζα, με αποτέλεσμα να επέλθει παράνομο περιουσιακό όφελος της δανειολήπτριας εταιρίας με αντίστοιχη ζημία της ΕΤΕ, του εν λόγω ύψους, την οποία και ο κατηγορούμενος επιδίωξε αλλά και επέτυχε. (Επομένως), αποδείχθηκε πως ο κατηγορούμενος διέπραξε 1) την εγκληματική πράξη της, ηθικής αυτουργίας προς διάρπαξη της εγκληματικής πράξης της πλαστογραφίας, στην κακουργηματική μορφή της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 § § 1 και 3 του ΠοινΚώδ, 263Α του ίδιου Κώδικα, σε συνδ. με το άρθρο 4 ν. 1738/1987 και 1 ν. 1608/1950, και 2) την εγκληματική πράξη της απάτης στην κακουργηματική μορφή της, κατά την έννοια του άρθρου 386 § 3 εδάφ. α' και β' του ΠοινΚώδ. σε συνδ. με το άρθρο 13 περίπτ. στ' εδάφ. α' και β' του ίδιου Κώδικα και 1 ν. 1608/1950, εν όψει και του ότι προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματός του από την προεκτεθείσα μετακίνηση των τραπεζικών κεφαλαίων σε εταιρία που ο ίδιος ήλεγχε αφανώς, από την προεκτεθείσα υποδομή που αυτός είχε προηγουμένως επί τούτω διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, αλλά και ότι από το τελευταίο αυτό γεγονός προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου, προς διάπραξη του ίδιου ως άνω εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατ' ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί 1)ένοχος ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία, κατ' εξακολούθηση, με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσης των πλαστών εγγράφων και της ζημίας εις βάρος Τράπεζας, που υπερβαίνει το ποσό των 50 εκατομ. δρχ. ή των 146.722 Ευρώ και 2) ένοχος ως αυτουργός κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, εις βάρος Τράπεζας, που υπερβαίνει το ποσό των 50 εκατομ. Δρχ. ή των 146.722 Ευρώ. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων, διότι δεν αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα απ' αυτόν πραγματικά περιστατικά". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "Α. Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 18-9-91 έως και 19-2-1992 και σε μη επακριβώς διακριβωθείσες ημερομηνίες, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση .να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, που. διέπραξε και δη με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος να καταρτίσει πλαστά, έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και με σκοπό να προσπορίσει σ' αυτόν (κατηγορούμενο) συνολικό περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25·000.000 δρχ, βλάπτοντας τρίτον και δη την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. Με τις πράξεις του δε αυτές σκόπευε ο κατηγορούμενος να προσπορίσει στον εαυτό του και στην εταιρεία με την επωνυμία "ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ ΑΕ" περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., βλάπτοντας την ΕΤΕ με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. Στρέφονται δε οι πράξεις του αγνώστου δράστη και του κατηγορουμένου κατά Τράπεζας (ΕΤΕ) που εδρεύει στην ημεδαπή η δε ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο όφελός που πέτυχαν ή τουλάχιστον επεδίωξαν υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ. Συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνους με πειθώ και φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις, έπεισε άγνωστο στην ανάκριση· δράστη να καταρτίσει, κατά το χρονικό διάστημα από 18-9-91 έως και 19-2-92 και σε μη επακριβώς διακριβωθείσες ημερομηνίες, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εξ υπαρχής 206 συναλλαγματικές, εκδόσεως της ανωνύμου εταιρείας με την. επωνυμία "ΠΡΑΞΙΣ ΑΕ", λήξεως σε διάφορες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από 15-2-92 έως 30-6-92, συνολικού ποσού 56.100.000 δρχ., 72 συναλλαγματικές εκδόσεως της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ ΑΕ", λήξεως σε διάφορες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από 15-2-92 έως 15-5-92 συνολικού ποσού 16.440.000 δρχ., 37 συναλλαγματικές, εκδόσεως του ανυπάρκτου προσώπου με τα στοιχεία Β2, λήξεως σε διάφορες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από 25-3-92 έως 30-4-92, συνολικού ποσού 13-820.000 δρχ., 10 συναλλαγματικές, εκδόσεως Β3, λήξεως από 12-2-92 έως 5-3-92, συνολικού ποσού 2.600.000 δρχ., 8 συναλλαγματικές, εκδόσεως του ανυπάρκτου προσώπου με τα στοιχεία Β2, λήξεως σε διάφορες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από 5-3-92 έως 20-3-92, συνολικού ποσού 2.080.000 δρχ. και 8 συναλλαγματικές, εκδόσεως της εταιρείας με την επωνυμία "...... ΟΕ", λήξεως σε διάφορες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από Τ5-2-92 έως 30-2-92, συνολικού ποσού 2.080.000 δρχ., και με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, να: θέσει στις 206 συναλλαγματικές, εκδόσεως της εταιρείας "ΠΡΑΞΙΣ ΑΕ", στις 72 συναλλαγματικές, εκδόσεως της εταιρείας "ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ Α.Ε ", και στις 8 συναλλαγματικές, εκδόσεως της εταιρείας- "..... Ο.Ε" , κάτω από τη θέση του "Αποδέκτη" τα ονοματεπώνυμα και υπογραφές ανύπαρκτων προσώπων, στις 37 συναλλαγματικές, εκδόσεως του ανυπάρκτου προσώπου με τα στοιχεία Β2, στις 8 συναλλαγματικές, εκδόσεως του, ανυπάρκτου προσώπου με τα στοιχεία Β1, κάτω από τη θέση του "εκδότη" τα ονοματεπώνυμα και υπογραφές των ανυπάρκτων προσώπων Β2 και Β1, αντίστοιχα, και κάτω από τη θέση του "Αποδέκτη" τα ονοματεπώνυμα και υπογραφές ανυπάρκτων προσώπων. και στις 10 συναλλαγματικές, εκδόσεως Β3, κάτω από τη θέση του "Εκδότη" κατ' απομίμηση την υπογραφή του Β3, άνευ εντολής του και παρά τη θέλησή του, καθώς και τη σφραγίδα του, που είχε αφαιρεθεί κατ' άγνωστο τρόπο, και κάτω από τη θέση του "Αποδέκτη" τα ονοματεπώνυμα και υπογραφές ανυπάρκτων προσώπων και συγκεκριμένα έπεισε τον άγνωστο δράστη και κατήρτισε τις παρακάτω πλαστές συναλλαγματικές : ΣΥΝ/ΚΕΣ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ"ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ ΑΕ"Α/ΑΕΚΔΟΤΗΣΑΠΟΔΕΚΤΗΣΛΗΞΗΠΟΣΟ1 Β2 Γ. Π. ΑΕΡΑΚΗΣ30-3-92260.0002?ΔΗΜ. Κ. ΤΣΙΓΑΡΙΔΑΚΟΣ10-4-92260.0003??10-4-92260.0004?ΕΥΘ. Ι. ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΟΣ25-3-92260.0005??30-3-92260.0006?ΒΑΣ. ΚΟΛΩΝΑΤΟΣ20-4-92260.0007??20-4-92260.0008?ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ30-4-92400.0009?ΚΩΝ/ΝΟΣ ΓΑΛΑΝΗΣ30-4-92400.00010?ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΡΑΓΑΚΟΣ30-4-92400.00011?ΝΙΚ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ20-4-92400.00012?ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΑΤΡΩΝΗΣ20-4-92400.00013?ΣΤΕΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ20-4-92400.00014?ΕΥΣΤΑΘ. ΤΕΡΕΖΑΚΗΣ20-4-92400.00015?ΠΑΡΕΝΤΑΚΗΣ ΧΡ. 20-4-92400.00016?ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ20-4-92400.00017?ΑΡΓΥΡΗΣ ΡΟΪΔΗΣ20-4-92400.00018?ΔΗΜ. ΡΟΥΣΣΟΣ20-4-92400.00019?ΚΩΝ/ΝΟΣ ΡΗΓΑΣ20-4-92400.00020?ΓΕΩΡ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ20-4-92400.00021?ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΙΩΤΗΣ30-4-92400.00022?ΓΕΩΡ. ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ30-4-92400.00023?ΓΕΩΡ. Κ. ΤΑΒΛΑΣ30-4-92400.00024?ΚΩΝ. ΣΑΒΟΥΛΙΔΗΣ30-4-92400.00025?ΔΗΜ. ΣΕΠΕΛΙΔΗΣ30-4-92400.00026?ΔΗΜ. ΣΤΕΦΑΣ30-4-92400.00027?ΚΩΝ. ΜΠΛΕΤΑΣ30-4-92400.00028?ΑΡΓΥΡΙΟΣ ΣΑΡΑΝΤΙΔΗΣ30-4-92400.00029?ΚΩΝ/ΝΟΣ ΣΤΑΝΝΗΣ30-4-92400.00030?ΕΥΣΤΑΘ. ΣΤΑΒΑΡΗΣ30-4-92400.00031?ΙΩΑΝ. ΤΣΟΛΑΚΗΣ30-4-92400.00032?ΙΩΑΝ. ΦΙΛΙΑΚΟΣ30-4-92400.00033?ΔΗΜ. ΡΙΖΟΓΙΑΝΝΗΣ30-4-92400.00034?ΔΗΜ. ΜΠΛΟΥΝΑΣ30-4-92400.00035?ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΖΗΣ30-4-92400.00036?ΚΩΝ/ΝΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ30-4-92400.00037?ΛΕΥΤ. ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ30-4-92400.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ13.820.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ13.820.00038ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ ΑΕΑΘ. Α. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ20-3-92260.00039²²²260.00040²ΧΑΡ. Χ. ΚΑΤΣΑΣ25-3-92260.00041²²²260.00042²ΚΥΡΙΑΚΟΣ Γ. ΝΑΚΟΣ13-4-92250.00043²²²200.00044²Χ²ΙΩΑΝΝΟΥ Ι.ΚΩΝ. 10-4-92200.00045²²²200.00046²ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝ. 13-4-92200.00047²²²200.00048²ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ Ε. ΤΡΙΑΝΤ. 13-4-92200.00049²²²250.00050²ΚΑΛΑΤΖΑΚΟΣ Ι. ΓΕΩΡ. 10-4-92200.00051²²²200.00052²ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ. ΔΙΟΝ. 5-4-92200.00053²²²200.00054²ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ Α. ΔΗΜ. 13-4-92200.00055²ΤΣΑΜΑΛΑΚΟΣ Π. ΑΝΤ. 30-3-92260.00056²²²260.00057²ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ Θ. ΓΕΩΡ. 28-3-92200.00058²²²200.00059²ΚΑΛΟΓΡΙΔΗΣ Ε. ΔΗΜ. 5-4-92200.00060²²²260.00061²ΒΛΑΧΟΣ Ζ. ΠΑΝ. 28-2-92200.00062²ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ. ΑΛΕΞ. 28-3-92200.00063²²²200.00064²ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΚΩΝ. 5-4-92200.00065²²²200.00066²ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΣ Δ. ΝΙΚ. 28-2-92260.00067²²²260.00068²ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Α. ΓΕΩΡ. 5-4-92200.00069²ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Κ. ΔΗΜ. 28-2-92200.00070²ΠΑΥΛΟΠΥΛΟΣ Χ. ΕΛΕΥΘ. 20-2-92250.00071²²²250.00072²ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΝΙΚ. 18-3-92200.00073²²²200.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ21.760.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ30.260.00074ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ ΑΕ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Γ. ΑΝΤ. 8-3-92200.00075²ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. 20-3-92260.00076²²²260.00077²ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ Ε. ΙΩΑΝ. 22-3-92200.00078²²²200.00079²ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ Η. ΔΗΜ. 22-3-92200.00080²²²200.00081²ΓΛΥΚΑΚΟΣ Κ. ΔΗΜ. 30-3-92260.00082²²²260.00083²ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡ. 25-3-92260.00084²²²260.00085²ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Γ. ΔΗΜ. 15-3-92260.00086²²²260.00087²ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Δ. ΑΧ. 8-3-92200.00088²ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ Ζ. ΕΥΣΤΑΘ. 18-3-92200.00089²²²200.00090²ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ. ΚΩΝ. 12-3-92200.00091²²²200.00092²ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Κ. ΔΗΜ. 12-3-92200.00093²²²200.00094²ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΕΥΘ. 10-3-92260.00095²²²260.00096²ΚΟΛΟΒΟΣ Θ. ΔΗΜ. 8-3-92200.00097²ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ Ι. ΚΩΝ. 8-3-92200.00098²ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝ. 15-2-92260.00099²²²240.000100²ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡ. 5-5-92260.000101²²²260.000102²²10-5-92260.000103²²²260.000104²ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΥΛ. 5-5-92260.000105²²30-4-92260.000106²ΠΑΝΑΓΗΣ ΚΩΝ. 10-5-92260.000107²²15-5-92260.000108²²²260.000109²²30-4-92260.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ30.260.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ30.260.000110ΠΡΑΞΙΣ ΑΕΚΟΥΡΕΝΤΑΣ Κ. ΛΕΩΝ10-5-92200.000111²²²200.000112²ΣΩΤΗΡΙΟΥ Ι. ΔΙΟΝ. 30-5-92220.000113²²²220.000114²ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Δ. ΑΘΑΝ. 20-5-92250.000115²²²200.000116²ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Δ. ΚΩΝ. ²250.000117²²²200.000118²ΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΔΗΜ. 10-5-92230.000119²²²220.000120²ΤΣΑΤΣΑΡΑΠΟΣ ΙΩΑΝ. ²200.000121²²²250.000122²ΤΖΑΦΕΡΟΣ Β. ΧΡ. ²200.000123²²²200.000124²ΤΣΑΜΑΛΑΚΟΣ Π. ΑΝΤΩΝ. 20-5-92220.000125²²²220.000126²ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. ²250.000127²²²200.000128²ΤΖΑΝΗΣ Γ. ΚΩΝ. ²200.000129²²²200.000130²ΤΖΑΝΙΔΗΣ Δ. ΒΑΣ. ²250.000131²²²200.000132²ΦΡΑΓΚΟΣ Δ. ΝΙΚΗΤΑΣ10-5-92230.000133²²²230.000134²ΧΑΤΖΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ20-5-92220.000135²²²220.000136²ΧΑΤΖΗΣ Δ. ΑΝΤΩΝ. 10-6-92240.000137²²²240.000138²ΧΑΛΚΙΑΣ Δ. ΧΑΡΗΣ²230.000139²²²230.000140²ΚΥΡΟΔΗΜΟΣ Σ. ΔΗΜ. 20-6-92230.000141²²²230.000142²ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ Ι. ΙΩΑΝ. ²230.000143²²²230.000144²ΚΑΛΔΑΝΗΣ Χ. ΕΥΑΓ. ²240.000145²²²240.000146²ΜΠΑΞΕΒΑΝΟΓΛΟΥ ΔΗΜ. 10-6-92220.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ38.500.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ38.500.000147ΠΡΑΞΙΣ ΑΕΚΑΛΑΦΑΤΗΣ Ι. ΧΡ. 10-6-92240.000148²²²240.000149²ΚΡΑΝΝΙΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦ. ²220.000150²²²220.000151²ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ Κ. ΒΑΣ. 30-5-92210.000152²²²210.000153²ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΗΣ Ι. ΕΥΘ. 20-5-92230.000154²²²230.000155²ΚΑΡΡΑΣ Ι. ΕΥΘ. 20-4-92260.000156²²²200.000157²ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΝ. ²260.000158²²²200.000159²ΛΟΥΪΖΟΣ ΚΩΝ. 20-5-92210.000160²²²210.000161²ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Ε. ΙΑΚ. 30-4-92250.000162²²²200.000163²ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ Δ. ΘΕΜΗΣ20-5-92210.000164²²²210.000165²ΠΕΤΡΙΤΣΗΣ Κ. ΑΘΑΝ. ²220.000166²²²220.000167²ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ε. ΜΙΧ. 20-6-92240.000168²²²240.000169²ΠΑΝΤΕΛΑΚΟΣ Ι. ΔΗΜ. ²230.000170²²²230.000171²ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΣ30-5-92230.000172²²²230.000173²ΠΟΡΤΟΥΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ20-5-92200.000174²²²200.000175²ΣΑΛΑΜΠΑΣ Σ. ΚΩΝ. 10-5-92200.000176²²²250.000177²ΚΑΡΑΔΗΜΑΣ ΠΕΤΡΟΣ20-6-92220.000178²²²220.000179²ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ ΕΥΘ. 30-5-92230.000180²²²230.000181²ΚΑΡΔΑΡΗΣ ΑΘΑΝ. 20-5-92220.000182²²²220.000183²ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ10-4-92400.000ΣΕ ΜΕΤΑ46.940.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ46.640.000184ΠΡΑΞΙΣ ΑΕΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΙΩΤΗΣ ΑΠ. 30-4-92200.000185²²²260.000186²ΒΟΥΡΛΑΚΗΣ ΔΙΟΝ. 30-6-92240.000187²²²240.000188²ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΤ. 10-5-92260.000189²²²200.000190²ΔΡΙΜΑΛΑΚΟΣ ΑΝΔΡ. 30-4-92260.000191²²²200.000192²ΔΡΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ30-5-92200.000193²²²200.000194²ΚΑΡΑΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΔΗΜ. 10-4-92250.000195²²²200.000196²ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ20-4-92400.000197²ΔΙΒΑΡΑΚΟΣ ΣΠΥΡΟΣ5-4-92400.000198²ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΙΛ. 20-4-92400.000199²ΦΙΛΛΙΠΑΚΟΣ ΠΑΝΤ. 20-4-92400.000200²ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ ΣΩΚΡ. 15-4-92400.000201²ΓΙΑΝΝΑΡΑΚΟΣ ΔΗΜ. 5-4-92400.000202²ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΝΤ. 15-4-92400.000203²ΣΟΛΟΜΩΝΤΑΣ ΧΡ. 10-4-92400.000204²ΜΕΝΕΛΙΔΗΣ ΒΛΑΣΗΣ15-4-92400.000205²ΛΥΚΟΥΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ20-4-92400.000206²ΝΤΑΜΑΔΑΚΗΣ ΧΡ. 20-4-92400.000207²ΓΚΛΕΖΑΚΟΣ ΧΡ. ²400.000208²ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚ. ²400.000209²ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΕΜΜ. 15-4-92400.000210²ΚΑΡΔΑΡΑΣ ΓΕΩΡ. 20-5-92230.000211²²²230.000212²ΕΥΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝ. ²260.000213²²²200.000214²ΧΑΡΧΑΝΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ²200.000215²²²260.000216²ΚΑΛΑΜΠΟΘΑΚΗΣ ΒΑΣ. 10-6-92230.000217²²²230.000218²ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΩΝ. ²220.000219²²²220.000220²ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. 15-4-92400.000ΣΕ ΜΕΤΑ57.930.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ57.930.000221ΠΡΑΞΙΣ ΑΕΠΕΡΔΙΚΟΥΡΗΣ ΑΝΤ. 20-6-92230.000222²²²230.000223²ΚΑΤΣΙΝΟΣ ΚΩΝ. 30-6-92230.000224²²²230.000225²ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΡΙΚ. ²230.000226²²²200.000227²ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΠΑΝ. 30-5-92220.000228²²²220.000229²ΜΠΛΟΥΝΑΚΟΣ ΧΑΡ. ²200.000230²²²200.000231²ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡ. ²210.000232²²²210.000233²ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡ. ²200.000234²²²200.000235²ΡΟΥΒΑΚΟΣ ΠΕΤΡΟΣ²210.000236²²²210.000237²ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΕΦ. 10-6-92220.000238²²²220.000239²ΤΣΑΚΑΛΟΣ ΔΙΟΝ. ²230.000240²²²230.000241²ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΑΠΟΣ. 30-5-92200.000242²²²200.000243²ΠΑΠΑΧΑΡΙΣΗΣ ΙΩΑΝ. 10-6-92220.000244²²²220.000245²ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ ΑΘΑΝ. ²230.000246²²²230.000247²ΣΑΝΑΝΤΑΝΗΣ ΣΤΕΡ. 20-6-92220.000248²²²220.000249²ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΘ. ²200.000250²²²200.000251²ΠΕΠΠΑΣ ΠΑΥΛΟΣ 30-5-92200.000252²²²200.000253²ΠΕΠΟΝΗΣ ΣΩΤ. ²200.000254²²²200.000255²ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΕΞ. ²210.000256²²²210.000257²ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ ΛΕΩΝ. 10-4-92400.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ66.020.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ66.020.000258ΠΡΑΞΙΣ ΑΕΧΑΤΖΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦ. 10-5-92200.000259²²²260.000260²ΠΕΤΡΟΥΛΑΣ ΣΤΕΦ. ²200.000261²²²260.000262²ΚΑΡΡΑΣ ΓΕΩΡ. ²260.000263²²²260.000264²²²200.000265²ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ. ²200.000266²²²260.000267²ΠΑΠΠΑΣ ΤΡΙΑΝΤ. 15-4-92400.000268²ΔΑΡΖΕΝΤΑΣ ΛΕΩΝ. 5-4-92400.000269²ΧΑΣΙΩΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ10-4-92400.000270²ΠΕΠΟΝΗΣ ΠΑΝ. 30-5-92220.000271²²²220.000272²ΚΑΛΙΑΚΟΣ ΚΩΝ. ²240.000273²²²240.000274²ΤΣΑΓΔΗΣ ΑΘΑΝ. 20-5-92200.000275²²²260.000276²ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΠΟΣ. 10-5-92200.000277²²²260.000278²ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ ΧΡ. 10-4-92400.000279²ΒΑΓΙΑΝΑΤΟΣ ΓΕΩΡ. ²400.000280²ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΔΗΜ. 15-4-92400.000281²ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡ. ²400.000282²ΚΑΛΟΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. 20-4-92400.000283²ΠΕΠΟΝΗΣ ΑΡΗΣ15-4-92400.000284²ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΔΗΜ. 20-4-92400.000285²ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ ΚΟΣΜ. 15-4-92400.000286²ΜΠΙΚΟΣ ΜΗΝΑΣ²400.000287²ΔΟΓΑΝΗΣ ΑΛΕΞ. 5-4-92400.000288²ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ²400.000289²ΚΟΛΟΒΟΣ ΓΕΩΡ. ²400.000290²ΔΡΑΜΑΛΗΣ ΒΑΣ. 10-4-92400.000291²ΒΡΑΧΙΩΤΗΣ ΣΤΑΥΡ. ²400.000292²ΚΕΡΑΜΜΥΔΑΣ ΙΩΑΝ. 5-4-92400.000293²ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΘΕΟΔ. 15-4-92400.000294²ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ ΘΕΟΔ. ²400.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ77.960.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ77.960.000295ΠΡΑΞΙΣ ΑΕΠΕΠΟΝΙΔΗΣ ΠΕΡ. 15-4-92400.000296²ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝ. ²400.000297²ΛΟΡΕΤΖΑΚΗΣ ΑΝΤ. 20-4-92400.000298²ΤΣΙΩΡΗΣ ΑΡΓ. 5-4-92400.000299²ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ ΤΡΙΑΝΤ. ²400.000300²ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΓΕΩΡ. ²400.000301²ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧ. 10-4-92400.000302²ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΦΩΤΗΣ²400.000303²ΤΕΡΕΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠ. ²400.000304²ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΤΡΥΦ. ²400.000305²ΜΑΛΑΚΟΣ ΜΙΛΤ. 15-4-92400.000306²ΜΕΛΕΜΕΝΗΣ ΒΑΣ. ²400.000307²ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ ΒΑΣ. ²400.000308²ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ ΠΕΡ. 5-4-92400.000309²ΚΟΤΡΩΝΗΣ ΠΑΝ. ²400.000310²ΒΑΛΣΑΜΙΔΑΚΗΣ ΠΑΝ. ²400.000311²ΠΟΛΥΒΟΣ ΑΘΑΝ. 10-4-92400.000312²ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ²400.000313²ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΑΣ5-4-92400.000314²ΖΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦ. 10-4-92400.000315²ΚΟΡΝΙΔΑΚΗΣ ΔΗΜ. 5-4-92400.000316B3. ΚΟΥΡΕΝΤΑΣ Κ. ΛΕΩΝ5-3-92260.000317²²²260.000318²ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘ. 20-2-92260.000319²²²260.000320²ΚΑΛΤΣΑΣ Χ. ΧΑΡ. 15-2-92260.000321²²²260.000322²ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ Δ. ΔΗΜ. 25-2-92260.000323²²²260.000324²ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΒΑΣ. 28-2-92260.000325²²²260.000326..... ΟΕΓΟΥΡΝΟΠΟΥΛΟΣ Β. ΚΩΝ. 20-2-92260.000327²²25-2-92260.000328²²30-2-92260.000329²²30-2-92260.000330²B215-2-92260.000331²²²260.000ΣΕ ΜΕΤΑΦ90.520.000ΑΠΟ ΜΕΤΑ90.520.000332...... ΟΕ B220-2-92260.000333²ΠΑΝΑΓΗΣ ΕΛ. ΚΩΝ. 25-2-92260.000334ΚΟΛΩΝΑΤΟΣ Γ. ΒΑΣ. ΑΕΡΑΚΗΣ Π. ΓΕΩΡ. 10-3-92260.000335²ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ Γ. ΑΜΥΡΑΣ20-3-92260.000336²²²260.000337²ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ζ. ΑΜΥΡΟΥΛΗΣ15-3-92260.000338²²²260.000339²Χ²ΚΥΡΙΑΚΟΣ Β. ΕΛΕΥΘ. 10-3-92260.000340²ΞΥΦΑΡΑΚΟΣ Π. ΚΩΝ. 5-3-92260.000341²²²260.000ΣΥΝΟΛΟ93.120.000 Με τις πράξεις αυτές της πλαστογραφίας που τέλεσε ο άγνωστος δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον κατηγορούμενο Χ1 και στην εταιρεία με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" συνολικά περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ., βλάπτοντας την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ., ο δε κατηγορούμενος (Χ1) με τις πράξεις του της ηθικής αυτουργίας στις παραπάνω πλαστογραφίες σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και στην εταιρεία με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" συνολικό περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο πιο πάνω ποσό των 153.700.000 δρχ., βλάπτοντας την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με συνολική ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ. Τις πλαστές συναλλαγματικές στη συνέχεια έκανε χρήση αυτός (κατηγορούμενος) εκχωρώντας αυτές λόγω ενεχύρου ο ίδιος ή μέσω του Γ1 στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Στρέφονται δε οι πράξεις του αγνώστου δράστη και του κατηγορουμένου κατά Τράπεζας και δη της ΕΤΕ, που εδρεύει στην ημεδαπή, η δε ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο, όφελος που πέτυχαν ή τουλάχιστον επεδίωξαν., υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ. Β) Κατά τους παρακάτω τόπους και χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τέτοιες πράξεις δε απάτης διαπράττει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα: 1)Στον Πειραιά στις 18-9-91, 2-10-91, 25-11-91, 20-12-91. 30-12-91 και 28-1-92 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ. Οι πράξεις του στρέφονται κατά της Τράπεζας (ΕΤΕ), που εδρεύει στην ημεδαπή, η δε ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο όφελος που πέτυχαν ή τουλάχιστον επεδίωξαν υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ. Συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνους έπεισε τους υπευθύνους υπάλληλους Της ΕΤΕ (Υποκατάστημα Δ3) να χορηγήσουν στην εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" και στην πραγματικότητα στον ίδιο, δάνειο ύψους 153.700.000 δρχ. με βάση τις αριθμ. ...., ..., .... συμβάσεις πιστώσεως ανοικτού-αλληλόχρεου λογαριασμού και τις .... και .... αυξητικές συμβάσεις, που είχαν υπογραφεί μεταξύ της ΕΤΕ και του τότε' διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" Γ2, και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στις 18-9-91, 2-10-91, 25-11-91, 20-12-91, 30-12-91 και 28-1-92, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, στους υπευθύνους του υποκαταστήματος της ΕΤΕ Δ3, Δ1, Διευθυντή και Δ2, εντεταλμένο του καταστήματος, ότι οι εκχωρούμενες από αυτόν στην Τράπεζα (ΕΤΕ) υπό στοιχ. Α' πλαστές συναλλαγματικές, εκτός από 58 εκδόσεως της εταιρείας "ΠΡΑΞΙΣ Ε" που εκχωρήθηκαν από τον ίδιο (κατηγορούμενο) προς εξασφάλιση· του δανείου που θα εχορηγείτο στην εταιρεία με την επωνυμία "ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ ΑΕ" ήταν. έγκυρες συναλλαγματικές, με φερέγγυους αποδέκτας, και ότι η εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" ήταν νόμιμη κομίστρια αυτών. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις έπεισε τους παραπάνω υπευθύνους του υποκαταστήματος της ΕΤΕ Δ3, ότι οι συναλλαγματικές που εκχωρούσε στην ΕΤΕ για την εξασφάλιση του δανείου, που θα χορηγούσαν στην εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ", ήταν έγκυρες και συνήψαν μαζί του τις από 18-9-91, 2-10-91, 25-11-91, 20-12-91, 30-12-91, 28-1-92, οκτώ, συνολικά, συμβάσεις ενεχυριάσεως των παραπάνω πλαστών συναλλαγματικών και επέτρεψαν την εκταμίευση τμηματικά του δανείου, συνολικού ύψους 153.700.000 δρχ., ποσό με το οποίο ζημιώθηκε η χορηγήσασα το δάνειο ΕΤΕ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλο με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της εταιρείας με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ". 2)Στον Πειραιά, στις 24-10-90, 9-5-91, 9-8-91, 25-11-91, και 19-2-92, προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, από την οποία, η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τέτοιες πράξεις δε απάτης διαπράττει κατ.' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των .5.000.000 δρχ, στρέφονται δε κατάΤράπεζας (ΕΤΕ) που εδρεύει στην ημεδαπή, η δε ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο όφελος που πέτυχε ή τουλάχιστον επεδίωξε υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ. Συγκεκριμένα στις 24-10-90, 9-5-1991 και 9-8-91 εμφανίσθηκε στον υπεύθυνο του Υποκαταστήματος της ΕΤΕ Δ3, Δ1, Διευθυντή αυτού, ως δήθεν πληρεξούσιος του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ", Γ2, με πρακτικό, στο οποίο είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή του Γ2, και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σ' αυτόν ότι η εταιρεία με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" ήταν φερέγγυα, είχε ευρύ κύκλο εργασιών, μεγάλη οικονομική ευχέρεια και πιστοληπτική δυνατότητα και ότι ήταν νόμιμη κομίστρια εγκύρων συναλλαγματικών, πεισθείς δε στις ψευδείς αυτές παραστάσεις του ο παραπάνω Διευθυντής του Υποκαταστήματος της ΕΤΕ δέχθηκε να δανειοδοτήσει την εταιρεία με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" και συνήψε αυτός, καθώς και οι άλλοι αρμόδιοι του καταστήματος αυτού της ΕΤΕ, με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" Γ2 τις υπ' αριθμ. ...., ..... και .... συμβάσεις πιστώσεως δι' ανοικτού-αλληλόχρεου λογαριασμού, καθώς και τις υπ' αριθμ. ... και ..... αυξητικές συμβάσεις, με βάση. τις οποίες η ΕΤΕ παρέσχε πίστωση ανοικτού-αλληλόχρεου λογαριασμού στην εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" μέχρι του συνολικού ποσού των 153.700.000 δρχ., στη συνέχεια δε στις 25-11-91 και 19-2-1992, προκειμένου να πείσει τους υπευθύνους υπαλλήλους του Υποκαταστήματος · της ΕΤΕ Δ3 να χορηγήσουν στην εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" και στην πραγματικότητα στον ίδιο το δάνειο, ύψους 153·700.000 δρχ. με βάση. τις ανωτέρω συμβάσεις ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και τις αυξητικές συμβάσεις, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σ' αυτούς (υπαλλήλους) συνολικά ότι οι εκχωρούμενες από αυτόν στην Τράπεζα (ΕΤΕ) 58 συνολικά πλαστές συναλλαγματικές, εκδόσεως της εταιρείας με την επωνυμία "ΠΡΑΞΙΣ ΑΕ", λήξεως σε, διάφορες ημερομηνίες. του χρονικού διαστήματος από 15-2-92 έως 30-6-92, αποδοχής ανύπαρκτων προσώπων, που αναφέρθηκαν στο στοιχ. Α', προς εξασφάλιση του δανείου που θα εχορηγείτο στην εταιρεία με την επωνυμία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ", ήταν έγκυρες συναλλαγματικές, με φερέγγυους αποδέκτας και ότι η εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" ήταν νόμιμη κομίστρια αυτών. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις του έπεισε τους παραπάνω υπευθύνους του υποκαταστήματος της ΕΤΕ Δ3 ότι οι συναλλαγματικές που εκχωρούσε στην ΕΤΕ· για την εξασφάλιση, του δανείου, που θα χορηγούσαν στην εταιρεία "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ", ήταν έγκυρες και συνήψαν μαζί του τις από 25-11-91, δύο, και 19-2-92, μία, συμβάσεις ενεχυριάσεως των παραπάνω συναλλαγματικών και επέτρεψαν την εκταμίευση τμηματικά του δανείου, συνολικού ύψους 153.700.000 δρχ., ποσό με το οποίο ζημιώθηκε η χορηγήσασα το δάνειο ΕΤΕ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλο με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της εταιρείας "Χαλαζιακή Άμμος ΑΕ" και δικό του. Διέπραξε δε την πράξη της άπατης κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. και ανέρχονται στο ποσό των 153.700.000 δρχ., στρέφονται δε οι πράξεις του αυτές κατά Τράπεζας και δη της ΕΤΕ, που εδρεύει στην ημεδαπή, η δε ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο όφελος που πέτυχε ή τουλάχιστον επεδίωξε υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ.". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων ήτοι α)της κατ' εξακολούθηση ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950 και β)της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής απάτης, με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, που τελέσθηκαν από τον αναιρεσείοντα εις βάρος της "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος" για τα οποία αυτός καταδικάσθηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ, γ' στ', 26 παρ. 1α', 27, 46 παρ. 1 εδ. α' 98 παρ. 1, 263 Α, 216 παρ. 1 και 3, 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 1608/1950, όπως ισχύει και 16 παρ. 2 του ΝΔ 2576/1953, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως σαφώς προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίσθηκε στις 24-10-1990, 9-5-1991 και 9-8-1991 στον υπεύθυνο (Διευθυντή) του υποκαταστήματος Δ3 της "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος" (ΕΤΕ) ως δήθεν πληρεξούσιος του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας "Χαλαζιακή Άμμος Α.Ε", Γ2, με πρακτικό, στο οποίο είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή του τελευταίου, και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς σ' αυτόν ότι ηξ εν λόγω εταιρία ήταν φερέγγυα, είχε ευρύ κύκλο εργασιών, μεγάλη οικονομική ευχέρεια και πιστοληπτική δυνατότητα και ότι ήταν νόμιμη κομίστρια εγκύρων συναλλαγματικών, πεισθείς δε ο άνω Διευθυντής του υποκαταστήματος της ΕΤΕ στις ψευδείς αυτές παραστάσεις του δέχθηκε να δανειοδοτήσει την άνω Α.Ε και συνήψε αυτός, καθώς και οι άλλοι αρμόδιοι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της ΕΤΕ, με το διευθύνοντα σύμβουλο της τελευταίας τις αναφερόμενες συμβάσεις πιστώσεως δ' ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, με βάση τις οποίες η ΕΤΕ παρέσχε πίστωση ανοικτού-αλληλόχρεου λογαριασμού στην εταιρία "Χαλαζιακή Άμμος Α.Ε" μέχρι του συνολικού ποσού των δρχ. 153.700.000. Ότι ο κατηγορούμενος στη συνέχεια, και δη κατά το χρονικό διάστημα από 18-9-1991 έως και 19-2-1992, με πειθώ και φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις, έπεισε άγνωστο δράστη να καταρτίσει κατά το διάστημα αυτό τις αναφερόμενες πλαστές συναλλαγματικές, σκοπεύοντας ο τελευταίος (φυσικός αυτουργός με τις πράξεις αυτές της πλαστογραφίας να προσπορίσει στον κατηγορούμενο και στην εταιρία "Χαλαζιακή Άμμος Α.Ε" συνολικό περιουσιακό όφελος που ανέρχεται στο ποσό των 153.700.000 δρχ., βλάπτοντας την "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος" με συνολική ζημία που ανέρχεται στο ποσό αυτό, ο δε κατηγορούμενος με τις εν λόγω πράξεις του της ηθικής αυτουργίας στις παραπάνω πλαστογραφίες σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και στην ειρημένη Α.Ε το πιο πάνω συνολικό περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την ΕΤΕ με αντίστοιχη συνολική ζημία. Και ότι μετά ταύτα κατά τους αναφερόμενους χρόνους ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους υπευθύνους του άνω υποκαταστήματος της ΕΤΕ ότι οι εκχωρούμενες απ' αυτόν, λόγω ενεχύρου, στην τελευταία πιο πάνω πλαστές συναλλαγματικές, προς εξασφάλιση του δανείου, ύψους 153.700.000 δρχ., που θα χορηγείτο στην εταιρία "ΧΑΛΑΖΙΑΚΗ ΑΜΜΟΣ Α.Ε." με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις πιστώσεως ανοικτού-αλληλόχρεου λογαριασμού, που ήδη είχαν υπογραφεί μεταξύ της ΕΤΕ και του τότε διευθύνοντος συμβούλου της εν λόγω Α.Ε Γ2, ήταν έγκυρες (συναλλαγματικές) με φερέγγυους αποδέκτες και ότι η άνω Α.Ε ήταν νόμιμη κομίστρια αυτών, έτσι δε με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις έπεισε αυτός τους υπευθύνους του άνω υποκαταστήματος ότι οι εν λόγω συναλλαγματικές ήταν έγκυρες και συνήψαν μαζί του τις αναφερόμενες συμβάσεις ενεχυράσεως των πλαστών αυτών συναλλαγματικών και επέτρεψαν την εκταμίευση τμηματικά του δανείου, συνολικού ύψους 153.700.000 δρχ., ποσό με το οποίο ζημιώθηκε η "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος", που είναι ιδιαίτερα μεγάλο, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της ειρημένης Α.Ε και του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε αιτιολογημένα ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία κρίνεται από το σύνολο των μερικοτέρων πράξεων που απαρτίζουν τα ανωτέρω εγκλήματα, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ 2576/1953, που, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, ως ειδική διάταξη ειδικού νομοθετήματος, διότι αφορά μόνο στα περιοριστικώς προβλεπόμενη και τιμωρούμενα και από τις σ' αυτό προϋποθέσεις εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του, όπως ισχύει, ν. 1608/1950, κατισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 98 παρ. 2 Π.Κ. Προς τούτοις, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξεως, η οποία συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην ειρημένη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Τέλος, με την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το πιο πάνω Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπό του της από το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. β' ΠΚ προβλεπόμενης ελαφρυντικής περιστάσεως, καθόσον αναφέρει ότι δεν αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα απ' αυτόν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το πιο πάνω ελαφρυντικό, ότι, δηλαδή, στις άνω πράξεις του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α)της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, και β)της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 31-1-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 πάρ. 1 Κ.Ποιν.Δ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος" (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Σεπτεμβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 2263/14-9-2006) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 31-1-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 732/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α)στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β)στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας "Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος" εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) Ηθική αυτουργία κατ’ εξακολούθηση σε κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση εις βάρος ΕΤΕ, με συνδρομή επιβαρυντικής περίπτωσης ν. 1608/50, β) κατ’ εξακολούθηση κακουργηματική απάτη εις βάρος ΕΤΕ (με συνδρομή επιβαρυντικής περίπτωσης ν. 1608/50). Η ειδική διάταξη του άρθρου 16 § 2 ν.δ. 2576/53 κατισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 98 § 2 ΠΚ. Ν. 2943/01 (μετατροπή δραχμής σε ευρώ). Και τα δύο άνω εγκλήματα έχουν υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Απορρίπτονται λόγοι αναιρέσεως (Δ΄ για κατηγορία και ελαφρυντικό 84 § 2β ΠΚ), (καθώς και Ε΄ για εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη νόμιμης βάσεως). Λοιπές αιτιάσεις πλήττουν απαραδέκτως αυτή. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Εξακολουθούν έγκλημα, Καταχραστές Δημοσίου.
1
Αριθμός 1170/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 1944/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γεωργανά και 2) Ψ2 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γεωργανά. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιανουαρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 300/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιοπάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Η νεότερη αυτή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, ως αξιώνουσα πρόσθετα στοιχεία για την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της απάτης, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και επομένως πρέπει αυτή να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 § 1 του Π.Κ.). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με την υποπαρ. 1.1. της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (του άρθρου 98 § 2 ΠΚ για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινή διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικώς της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1944/2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν (κατά την γνώμη που επικράτησε στο εν λόγω Δικαστήριο) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από των αρχών του έτους 1996 έως τα τέλη του έτους 2000 με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένες περιουσίες, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος εμφανίζονταν συχνά σε συγκεκριμένο τηλεοπτικό σταθμό και στις συζητήσεις που ακολουθούσαν δήλωνε ότι ασχολούνταν συστηματικά με έρευνες σχετικές με τη θρησκεία, την ανθρώπινη ύπαρξη, την Ελληνοχριστιανική παιδεία και την αναζήτηση φιλοσοφικών εννοιών. Αφού δημιούργησε με τον τρόπο αυτό κύκλο οπαδών, διοργάνωνε κατά διαστήματα συγκεντρώσεις σε διάφορες αίθουσες (ξενοδοχείων κλπ) με δαπάνες των οπαδών του, τους οποίους προσπαθούσε να εντυπωσιάσει, αναπτύσσοντας τις άνω ιδέες του και δίνοντας σε εκείνους την εντύπωση ότι είναι ξεχωριστός και θεόσταλτος. Επεδίωκε, επίσης, να έχει μεμονωμένες συναντήσεις και επαφές στην οικία του με ορισμένους από τους "θαυμαστές του" (τους πλέον αφελείς) και εκμεταλλευόμενος την αφέλεια, έλλειψη παιδείας και πείρας και κυρίως το θρησκευτικό φανατισμό τούτων, παρίστανε ψευδώς σ' αυτούς ότι είναι η συνεχής μετενσάρκωση διαφόρων προσωπικοτήτων της αρχαιότητας, όπως του Οδυσσέα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θεών της αρχαίας Αιγύπτου και τελευταία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Προκειμένου να εντυπωσιάσει τους εκάστοτε καλεσμένους του και να γίνει πιο πιστευτός, εμφανίζονταν στην οικία του, όπου επικρατούσε μισοσκόταδο, έκαιγαν λιβάνια και αρώματα και η διακόσμηση της αποτελούνταν κυρίως από αγάλματα θεών της αρχαιότητας, με χλαμύδες και κελεμπίες, βαμμένος, άλλοτε όρθιος και άλλοτε καθισμένος σε αυτοσχέδιους "θρόνους", κάτω από ευμεγέθεις εικόνες του Χριστού, που διακοσμούσαν τους τοίχους του δωματίου του. Όπως κατέθεσαν μάρτυρες που είχαν επισκεφθεί την οικία του, "το θέαμα ήταν φοβερό και υποβλητικό". Προξενούσε φόβο στους μεμονωμένους οπαδούς του, με τους οποίους είχε συχνά συναντήσεις στην οικία του και αλλού, "για τους έσχατους καιρούς που πλησιάζουν" και! διέδιδε ότι ο "Αντίχριστος", που σύντομα θα εμφανίζονταν, θα έσπερνε τον όλεθρο και την καταστροφή, ότι ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να τους σώσει και ότι η μόνη ελπίδα σωτηρίας τους ήταν να καταφύγουν στα βουνά και στις έρημους, αλλά κυρίως να ιδρύσουν ένα κοινόβιο, όπου θα συγκεντρωθούν όλοι για να προστατευθούν και θα τρέφονταν με σπόρους και είδη που θα καλλιεργούσαν οι ίδιοι. Καθιστούσε όμως σε όλους γνωστό, ότι προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον στόχο αυτό έπρεπε να συγκεντρώσουν χρήματα. Ο κατηγορούμενος, με τις εν λόγω ψευδείς παραστάσεις του, έπεισε τους εγκαλούντες και του κατέβαλαν σταδιακά, υπό μορφή δανείου, όπως τους διαβεβαίωνε, α) η Ψ1, από τον Ιούλιο 1996 έως το Σεπτέμβριο 1999, δραχμές 9.830.000, που αντιστοιχούν σε 28.847,61 ευρώ, ποσό που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε να της καταβάλει δυνάμει της 3362/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (κατά της οποίας ο κατηγορούμενος άσκησε την από 2.11.2004 έφεση, που εκκρεμεί), β) ο Γ1 (ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας), κατά το έτος 1996, δραχμές 5.000.000 και γ) ο Ψ2, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1998 έως το έτος 2.000, δραχμές 3.900.000, που αντιστοιχούν σε 11.445,33 ευρώ, ποσό που ο κατηγορούμενος υποχρεώθηκε να του καταβάλει δυνάμει της 1594/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, αν και (η απόφαση αυτή) κατέστη τελεσίδικη, μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 3937/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δεν κατέβαλε ακόμη, εκκρεμεί όμως κατά της απόφασης αυτής η από 14.10.2005 αναίρεση του κατηγορουμένου. Η αδελφή του Ψ2 έπασχε κατά την άνω περίοδο από καρκίνο (απεβίωσε τελικά), ο δε κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος και την άσχημη ψυχολογική κατάσταση του εγκαλούντος, βεβαίωνε προσέτι σ' αυτόν ότι μπορούσε με τις προσευχές του να σώσει την αδελφή του. Ο Γ1 είχε καταβάλει επιπλέον και το ποσό δραχμών 1.000.000, για άλλη όμως αιτία, προς διευκόλυνση του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα για εξόφληση δανείου εκείνου προς τρίτον και, όπως αμφότερα τα μέρη αναγνωρίζουν, τα χρήματα αυτά καταβλήθηκαν απευθείας στον δανειστή του κατηγορουμένου, χωρίς καμία ανάμειξη του τελευταίου. Ο κατηγορούμενος την 8.3.2002, δηλαδή πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο (απολογήθηκε το πρώτον ενώπιον του Ανακριτή του 19ου τακτικού τμήματος Αθηνών πολύ αργότερα, την 14.3.2003), μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον Γ1 την Νο ....... επιταγή της ΑΒΝ AMRO, ποσού 14.673,51 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο καταβληθέν ποσό των 5.000.000 δραχμών, επέστρεψε δηλαδή σε εκείνον το εν λόγω ποσό και, όπως ο ίδιος ο παθών αναγνωρίζει και δηλώνει εγγράφως στην ταυτόχρονη (από 8.3.2002) απόδειξη παραλαβής - δήλωση, έλαβε την άνω επιταγή "σε εξόφληση αντίστοιχου χρηματικού ποσού που είχε δανείσει στον Χ1 και ότι δεν έχει καμία άλλη απαίτηση ή αξίωση από την προαναφερθείσα αιτία, ούτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία...", δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επιπλέον ποσό των 1.000.000 δραχμών είχε καταβληθεί για άλλη αιτία. Όλες οι αναφερόμενες βεβαιώσεις και παραστάσεις του κατηγορουμένου ήταν ψευδείς και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, αφού ήξερε ότι δεν αποτελούσε μετενσάρκωση κανενός προσώπου και κυρίως του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ούτε είχε την ικανότητα ή δυνατότητα να σώσει τους οπαδούς του από τους "έσχατους καιρούς" και τον "Αντίχριστο". Προέβη όμως ο κατηγορούμενος στις εν λόγω ψευδείς παραστάσεις προκειμένου, επί ζημία έστω των δύο εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, να ωφεληθεί ο ίδιος αντίστοιχα το συνολικό ποσό των 40.292,44 (28.847,61 + 11.445,33) ευρώ που υπερβαίνει το τοιούτο των 15.000 ευρώ. Η Ψ1, με την οποία στο μεταξύ ο κατηγορούμενος είχε συνάψει και ερωτικό δεσμό, προκειμένου να εξοικονομήσει τα χρήματα που κατέβαλε σ' αυτόν, προσέφυγε σε δανεισμό από Τράπεζες, το δε ποσό των 5.000.000 δραχμών που πρόσφερε ο Γ1 αποτελούσε μέρος τιμήματος από την πώληση οικίας του. Αποδείχτηκε, επίσης, ότι, εκτός των πιο πάνω παθόντων, έπεισε και άλλους ο κατηγορούμενος με τις ίδιες ψευδείς βεβαιώσεις και του κατέβαλαν, για την αναφερόμενη αιτία, διάφορα ποσά, όπως οι ..... και ..... (οι τελευταίοι, για προσωπικούς τους λόγους, δεν προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη). Περί των ανωτέρω, πειστικές τυγχάνουν οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι μετά λόγου γνώσεως βεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος εμφανίζονταν ως μετενσάρκωση διαφόρων προσωπικοτήτων, κυρίως του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (επισκέπτονταν μάλιστα τακτικά με οπαδούς του τη νήσο Πάτμο και κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου τους κερνούσε λέγοντας ότι γιορτάζει ο ίδιος), έσπερνε το φόβο στους συνομιλητές του για τους "έσχατους καιρούς" που πλησιάζουν και τον "Αντίχριστο", που σύντομα θα εμφανίζονταν, και δημιουργούσε σε εκείνους την ελπίδα της σωτηρίας με την ίδρυση βασικά του κοινοβίου. Την προκειμένη κατ' εξακολούθηση πράξη της απάτης, με συνολική ζημία τουλάχιστον των δύο άνω παθόντων και αντίστοιχο δικό του οικονομικό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τέλεσε ο κατηγορούμενος κατ' επάγγελμα, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή της και την ιστορηθείσα υποδομή, που είχε διαμορφώσει, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, αλλά και κατά συνήθεια, αφού από την κατ' επανάληψη τέλεσή της προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξή της ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Και είναι γεγονός ότι ορισμένες από τις άνω ψευδείς παραστάσεις και βεβαιώσεις του κατηγορουμένου αναφέρονται στο μέλλον, όπως "πλησιάζουν οι έσχατοι καιροί... θα εμφανίζονταν ο Αντίχριστος... για να σωθούν έπρεπε να ιδρύσουν κοινόβιο". Οι εν λόγω, όμως, αναληθείς παραστάσεις συνοδεύονταν ταυτόχρονα με άλλες ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων αναληθών γεγονότων που ανάγονταν στο παρόν, όπως ότι είναι η μετενσάρκωση προσωπικοτήτων της αρχαιότητας, κυρίως δε του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ότι πρέπει να συγκεντρώσουν χρήματα για την ίδρυση του κοινοβίου και ότι έχει την ικανότητα και δυνατότητα να τους σώσει, οι οποίες ψευδείς παραστάσεις δημιούργησαν στους παθόντες την εσφαλμένη εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη άνω ψευδή κατάσταση του δράστη, ο οποίος γνώριζε ότι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης. Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι έλαβε τα πιο πάνω ποσά από τους παθόντες εξαιτίας σύμβασης δανείου που συνήψε με εκείνους, για τούτο και οι Ψ1 και Ψ2 στηρίζουν τις από 30.9.2002 και 7.10.2002 αγωγές τους, αντίστοιχα, που άσκησαν εναντίον του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην προκειμένη σύμβαση. Αποδείχθηκε, όμως, ότι οι επικαλούμενες συμβάσεις δανείου ήταν απότοκες των αναληθών βεβαιώσεων και παραστάσεων του κατηγορουμένου που περιγράφηκαν, συνεπεία των οποίων και αποκλειστικά οι εγκαλούντες προέβησαν στη κατάρτισή τους, γεγονός που μνημονεύουν και στις άνω αγωγές τους που αναγνώθηκαν, όπως δε μετά λόγου γνώσεως κατατέθηκε τόσο από τους ίδιους, όσο και από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, από τις αναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου πείστηκαν και κατέβαλαν στον τελευταίο (έστω και υπό μορφή δανείου) τα αναφερόμενα ποσά, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματική κατάσταση, ότι δηλαδή τα ανωτέρω τυγχάνουν ψευδή. Συνεπώς, πρέπει, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κακουργηματικής απάτης σε βάρος των εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2, κηρυχθεί δε αθώος της αποδιδόμενης σ' αυτόν ίδιας πράξης σε βάρος του εγκαλούντος Γ1, λόγω εξάλειψης του αξιόποινου, κατ' άρθρα 379 παρ. 1α και 393 παρ. 1 ΠΚ, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του, ικανοποίησε εντελώς τον παραπάνω παθόντα. Πρέπει, επίσης, να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε του ΠΚ, απορριπτόμενου του αιτήματος αυτού για την αναγνώριση επιπροσθέτως και του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, καθόσον, ανεξαρτήτως του ποινικού του μητρώου, δεν προέκυψε από την όλη διαδικασία ότι ο κατηγορούμενος ως το χρόνο που έγινε το άνω έγκλημα έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την αποδιδόμενη σ'αυτόν πιο πάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ'εξακολούθηση εις βάρος των άνω εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2 και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη, ενώ κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την αποδιδόμενη σ'αυτόν ίδια πιο πάνω πράξη εις βάρος του εγκαλούντος Γ1. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1β και 3α του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Δεν αποτελούν δε λόγο αναιρέσεως, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, εντεύθεν δε είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, εκτίθεται στην αιτιολογία, - η οποία δεν περιέχει αποκλειστικά και μόνο τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και ταυτίζονται με εκείνα του διατακτικού της αποφάσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται -, ότι οι αναφερόμενες βεβαιώσεις και παραστάσεις του κατηγορουμένου προς τους παθόντες πολιτικώς ενάγοντες Ψ1 και Ψ2, με τις οποίες τους έπεισε και του κατέβαλαν σταδιακά, υπό μορφή δανείου, όπως τους διαβεβαίωνε, τα προμνημονευθέντα χρηματικά ποσά, ήταν ψευδείς και ο ίδιος ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους, αφού ήξερε ότι δεν αποτελούσε μετενσάρκωση κανενός προσώπου και κυρίως του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ούτε είχε την ικανότητα ή δυνατότητα να σώσει τους οπαδούς του από τους "έσχατους καιρούς" και τον "Αντίχριστο" και ότι προέβη αυτός στις εν λόγω ψευδείς παραστάσεις προκειμένου, επί ζημία των άνω πολ. εναγόντων, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, να ωφεληθεί ο ίδιος αντίστοιχα το συνολικό ποσό των 40.292,44 ευρώ. Επίσης, εκτίθεται στην αιτιολογία της αποφάσεως ότι ναι μεν ορισμένες από τις άνω ψευδείς παραστάσεις και βεβαιώσεις του κατηγορουμένου αναφέρονταν στο μέλλον, όπως "πλησιάζουν οι έσχατοι καιροί... θα εμφανίζονταν ο Αντίχριστος... για να σωθούν έπρεπε να ιδρύσουν κοινόβιο", πλην όμως οι παραστάσεις αυτές συνοδεύονταν ταυτόχρονα από άλλες ψευδείς βεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων αναληθών γεγονότων, που ανάγονταν στο παρόν, όπως ότι είναι η μετενσάρκωση προσωπικοτήτων της αρχαιότητας, κυρίως δε του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ότι πρέπει να συγκεντρώσουν χρήματα για την ίδρυση του κοινοβίου και ότι έχει την ικανότητα και δυνατότητα να τους σώσει, οι οποίες ψευδείς παραστάσεις δημιούργησαν στους παθόντες την εσφαλμένη εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη πιο πάνω ψευδή κατάσταση του δράστη, ο οποίος γνώριζε ότι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει. Προς τούτοις, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του τόσο στην επανειλημμένη τέλεση της παραπάνω πράξεως, η οποία συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, όσο και στην ειρημένη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επίσης, αιτιολογημένα δέχθηκε το άνω Δικαστήριο ότι η επίμαχη εξακολουθητική πράξη της απάτης φέρει το χαρακτήρα κακουργήματος, αφού τέλεσε αυτήν ο αναιρεσείων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος που αποκόμισε αυτός με αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων - που λαμβάνεται εν προκειμένω υπόψη, κατ'εφαρμογή του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας - υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, εντεύθεν δε δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού του χρόνου τελέσεως καθεμιάς από τις άνω μερικότερες πράξεις του ενλόγω εγκλήματος, αφού δεν τίθετο για καμιά απ'αυτές θέμα παραγραφής. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η παραδοχή του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι έπεισε αυτός με τις αναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις του τους άνω εγκαλούντες και του κατέβαλαν "υπό μορφή δανείου" τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά αντιφάσκει προς την επόμενη παραδοχή του αυτού σκεπτικού, κατά την οποία οι εγκαλούντες από τις αναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου πείστηκαν και κατέβαλαν σ'αυτόν, "έστω και υπό μορφή δανείου" τα εν λόγω ποσά, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού πρόκειται εν προκειμένω για σχεδόν ταυτόσημη (παρεμφερή) φραστική διατύπωση, που δεν θίγει καθόλου τη σαφήνεια και πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως. Τέλος, σε σχέση με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο αυτού της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός, έτσι όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος του κατηγορουμένου, ήταν αόριστος και απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει, μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στον εν λόγω ισχυρισμό του και εκ περισσού προέβη στην απόρριψή του με ιδιαίτερη αιτιολογία. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής, του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του. έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν, δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Περαιτέρω, φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Συνεπώς, όταν στα πρακτικά αναγράφεται ότι αναγνώσθηκαν και τέτοια έγγραφα, είναι προφανές ότι η αναγραφή αυτή τίθεται με την πρόδηλη έννοια ότι επισκοπήθηκαν από τους διαδίκους, οι οποίοι έτσι έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους και τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το περιεχόμενό τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα: α) έγγραφο, άνευ ημερομηνίας, της Ιεράς Μητροπόλεως Ολύμπου, (υπ' αριθ. ...), β) η από ..... απόδειξη παραλαβής - δήλωση (υπ' αριθ. 11), γ) το από ..... έγγραφο της Κρατικής Εφορίας (υπ' αριθ. ...), δ) η από 19-6-02 εξώδικος διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση ενώπιον παντός αρμοδίου Δικαστηρίου (υπ'αριθ. 22), ε) η από 10-8-02 εξώδικος απάντηση - πρόσκληση και δήλωση ενώπιον παντός αρμοδίου Δικαστηρίου (υπ'αριθ. 24), στ) απόσπασμα χειρόγραφης επιστολής (υπ'αριθ. 25) και ζ) (10) φωτογραφίες που επεδείχθησαν (υπ'αριθ. 38). Η κατά τον άνω τρόπο καταχώριση στα πρακτικά των πιο πάνω (υπό στοιχ. α' έως και στ') εγγράφων δεν δημιουργεί αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ανωτέρω προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν, με την ανάγνωση δε αυτών κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ο οποίος είχε έτσι τη δυνατότητα να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του επ'αυτών, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αυτά αναφέρονται στα πρακτικά. Επίσης, υπό την προεκτεθείσα διατύπωση επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα των ανωτέρω φωτογραφιών και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους και δη του χρόνου λήψεως αυτών και του τι απεικονίζουν, αναφέρεται δε στην απόφαση η επίδειξη και επισκόπηση των εν λόγω φωτογραφιών από τους παράγοντες της δίκης, άρα και από τον αναιρεσείοντα, ο οποίος έτσι έλαβε γνώση των σ'αυτές απεικονίσεων και είχε εντεύθεν τη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Επομένως, ο εκ του άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, γιατί το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσεώς του τα ανωτέρω έγγραφα (μεταξύ των οποίων είναι και οι πιο πάνω φωτογραφίες), ως προς τα οποία, όμως, όπως ισχυρίζεται, δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων και δη μόνο των εξ αυτών Ψ1 και Ψ2 οι οποίοι και παραστάθηκαν στη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Ιανουαρίου 2006 (υπ'αριθ. πρωτ. 964/30-1-2006) αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 1944/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2 εκ πεντακοσίων (500) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό περιουσιακό όφελος που αποκόμισε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με αντίστοιχη συνολική ζημία των παθόντων πολιτικώς εναγόντων - που λαμβάνεται υπόψη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 98§2 Π.Κ. και στις πράξεις που τελέσθηκαν προ της ισχύος του ν. 2721/99, αφού ο νέος αυτός νόμος είναι στο σύνολό του επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο - υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και για την κατηγορία και για τον αυτοτελή ισχυρισμό (ελαφρυντικών) του κατηγορουμένου και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και να στερήσει την απόφαση από νόμιμη βάση. Απορρίπτονται οι περί του αντιθέτου λόγοι (510 § 1 στοιχ. Δ΄ & Ε΄ ΚΠοινΔ). Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφων και φωτογραφιών. Απορρίπτεται ο αντίθετος λόγος 510 § 1 στοιχ. Α΄. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0