text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 1588/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Του Νικόλαο Μουρδουκούτα, περί αναιρέσεως της 54285/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 349/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεώς του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64 και 68 του ΚΠΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο μόνο του α.ν. 690/1945 τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται εκεί κάθε εργοδότης που δεν καταβάλλει εμπροθέσμως στους απασχολούμενους σ' αυτόν με μισθό τις αποδοχές ή κάθε φύσεως χορηγίες που τους οφείλει από τη σχέση εργασίας. Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρεώσεώς του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας. Με την παράλειψη όμως της πληρωμής (ενόλω ή εν μέρει) αυτού ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, συνεπώς, δεν υπάρχει ζημία, που να έχει αιτία τη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη, παρέπεται ότι η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλόμενου μισθού υποχρεώσεως του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού, τον οποίο ενοχικώς οφείλει, δεν συνιστά αδικοπραξία, προϋπόθεση της οποίας είναι και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη. Από τα ανωτέρω παρέπεται, ότι δεν μπορεί να ασκηθεί πολιτική αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης για την παρακράτηση από τον εργοδότη των οφειλομένων αποδοχών στον εργαζόμενο που αποτελεί και ποινικό αδίκημα (άρθρο μόνο του α.ν. 690/45)καθόσον η επιδίκαση αυτής προϋποθέτει αδικοπραξία που στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει και επομένως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα όταν η πολιτική αγωγή ασκηθεί, στην περίπτωση αυτή, χωρίς να αποβληθεί, για την υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας ενώπιον του Εφετείου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπ' αριθμ. 4959/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για παράβαση του άρθρου μόνο του α.ν. 690/1945, ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου εμφανίσθηκαν οι Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4, Ψ5, Ψ6 και ..... και δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν, ζητώντας να επιδικασθεί σε κάθε μία το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη και διόρισαν ως πληρεξούσιο δικηγόρο τον Ευτύχιο Καλαμίδα. Οι ανωτέρω δηλώσεις έγιναν δεκτές με την προαναφερόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επιδικάσθηκε ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη τους το παραπάνω ποσό, που ζητήθηκε. Περαιτέρω όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης, κατά την εκδίκαση της εφέσεως του αναιρεσείοντος εμφανίσθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών οι Ψ1, Ψ2, Ψ3, Ψ4, Ψ5, και Ψ6, οι οποίες δήλωσαν ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγουσες κατά του κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν από την παραπάνω αξιόποινη πράξη, και ζήτησαν να τους επιδικασθεί το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη και διόρισαν τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, όπως και πρωτοδίκως, για παράβαση μόνο του α.ν. 690/1945. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο αφού δέχθηκε ότι καταβλήθηκαν τα οφειλόμενα στις πολιτικώς ενάγουσες χρηματικά ποσά έκανε δεκτές τις ως άνω δηλώσεις μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Έτσι η πολιτική αγωγή των ανωτέρω έγινε δεκτή έστω και προς υποστήριξη της κατηγορίας υπό του δικάζοντος ως Εφετείου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, χωρίς να υπάρχει αδικοπραξία. Επομένως επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και πρέπει, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, περιττής μετά ταύτα καθισταμένης της έρευνας των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 54285/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής. Απόλυτη ακυρότητα. Αναιρεί. Παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή.
2
Αριθμός 1587/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παρασκευόπουλο, περί αναιρέσεως της 11579/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δημήτριος Χάνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.12.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 28.2.2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2117/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρ. 509 του ΚΠΔ, εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση, μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για την συζήτηση της αναίρεσης ημέρα στον γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και συντάσσεται ατελώς σχετική έκθεση επάνω στα έγγραφα που κατατίθενται. Αν δεν τηρηθεί η παραπάνω προθεσμία, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι. Για τον υπολογισμό της προθεσμίας αυτής των δεκαπέντε ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 168 παρ. 1 ΚΠολΔ και άρθρα 241 και 242 ΑΚ, δεν λαμβάνεται υπόψη η ημέρα κατάθεσης του δικογράφου των προσθέτων λόγων και η ημέρα συζήτησης. Στην προκειμένη περίπτωση το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναίρεσης, όπως προκύπτει από την πράξη του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κατατέθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2008, ημέρα της εβδομάδας Πέμπτη για την δικάσιμο της 14-3-2008. Αλλά από την επομένη (29-2-2008) μέχρι την ημέρα συζήτησης (14-3-2008) μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των δεκαπέντε ημερών, δηλαδή 14 ημέρες. Επομένως οι πρόσθετοι λόγοι έχουν ασκηθεί εκπρόθεσμα και είναι απαράδεκτοι. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία'', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. (παρ.1). Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται πλαστό, επίσης, το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (παρ.3). Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας (παρ.4)". Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για τον δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 11579/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση ( άρθρο 19 του ν. 2523/1997), που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 13-1-1998 έως 15-9-1998, σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο συνήγορος του κατηγορουμένου ισχυριζόμενος ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ν.2523/1997 προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό για παραγραφή της πράξεως .Το δικαστήριο με τις αυτές σκέψεις δεχόμενο ότι αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη ισχύει το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 που προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν.2954/2001 απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση αναφορικά με την χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη ότι δηλαδή ισχύει το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 21 του ν 2523/1997 που προστέθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν.2954/2001 σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άνω περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί .Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, όπως το τρίτο εδάφιο αντικ. με την παρ. 3 του άρθρου 12 ν. 2753/1999 κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του ν.2343/1995 (ΦΕΚ 211Α). Στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (ΑΕΠ) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ) ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για το έγκλημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά. Η παραβίαση δε της προβλεπομένης προθεσμίας του μήνα για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς δεν καθιστά την ποινική δίωξη απαράδεκτη καθόσον η προθεσμία αυτή δεν έχει τεθεί επί ποινή απαραδέκτου της ποινικής διώξεως. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντος έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη γιατί η εναντίον του μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ έπρεπε να υποβληθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από το χρόνο που διαπίστωσε την ιδιότητά του ως λογιστού. Όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, στην περίπτωση του αναιρεσείοντος ο οποίος καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια στην αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση, για την άσκηση της ποινικής δίωξης δεν ήταν απαραίτητη η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. μέσα σε ένα μήνα από το χρόνο που διαπίστωσε την ιδιότητά του ως λογιστού. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ για υπέρβαση εξουσίας, λόγω του ότι το άνω δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη, αλλά προχώρησε στην έρευνα της υπόθεσης και τον καταδίκασε ως ανωτέρω, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 61 ΚΠΔ, όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, το οποίο, όμως, έχει σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο, κατά την κρίση του, να αναβάλει την ποινική δίκη, έως το τέλος της πολιτικής και η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί. Η αναβολή ποινικής δίκης, εφόσον είναι εκκρεμής δίκη ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου σχετική με υπόθεση που έχει σχέση με την ποινική δίκη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση, όμως, πρέπει, κατ' άρθρα 139 παρ. 2 να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι, άλλως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του αυτού Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως κατά ορθή εκτίμηση αυτού, μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την έρευνα του εξεταζομένου λόγου αναιρέσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε το αίτημα, αφού έλαβε το λόγο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως, για το λόγο ότι "ο εκκαλών -κατηγορούμενος έχει προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια για το πρόστιμο και δεν έχει δικαστεί ακόμα..........". Το αίτημα τούτο, όπως διατυπώθηκε, ήταν αόριστο, γιατί δεν διευκρίνιζε την αιτία του προστίμου και εάν τούτο είχε σχέση με την δικαζόμενη υπόθεση και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο της ουσίας με την απόφασή του απέρριψε το ως άνω αίτημα, γιατί δέχθηκε, ότι η άσκηση προσφυγής δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση, αιτιολογία που είναι πλήρης και που συμπληρώνεται με τις περί ενοχής του αναιρεσείοντος, σκέψεις της αποφάσεως, αφού, κηρυχθέντος ενόχου αυτού, εκ του πράγματος θεωρείται ότι έχει απορριφθεί το περί αναβολής ως άνω αίτημά του. Εντεύθεν ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος . Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου που παρέστη κατά τη συζήτηση (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠοινΔ και 176, 183 ΚΠολΔ), περιοριζόμενη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957 και την 7429/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 102/3-12-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 11579/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου την οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα τρία (293) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραγραφή αδικήματος άρθρ. 19 Ν. 2523/97. Έναρξη χρόνου παραγραφής. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή.
0
Αριθμός 1584/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 75/2008 πράξη), Βιολέττα Κυτέα (ορισθείσα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) .... και 2) ......, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σεραφείμ Αναστασάκο, περί αναιρέσεως της 869/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Φεβρουαρίου 2008 κοινή αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 361/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 23 § 1 του Α.Ν. 1539/1938 περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 2 του Α.Ν. 263/1968, ο επιλαμβανόμενος αυτογνωμόνως οιουδήποτε δημοσίου κτήματος ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου τιμωρείται, διωκόμενος και αυτεπαγγέλτως, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 100.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου απ' αυτήν εγκλήματος απαιτείται αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος, το κτήμα αυτό να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου και ο δράστης να ενεργεί εν γνώσει ότι πρόκειται για δημόσιο κτήμα και ότι αυτό τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 869/2007 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατά το είδος τους, αποδείχθηκαν τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι κατά το πρώτο 5νθήμερο του μηνός Αυγούστου 2000 κατέλαβαν έκταση έξι (6) περίπου στρεμμάτων, (για την ακρίβεια 6.391 τ.μ.) ευρισκομένη στη θέση "....." περιφερείας του Δήμου Κουτσοποδίου Αργολίδος, η οποία ευρισκόταν υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Η έκταση αυτή, που κατά τις τρεις πλευρές της συνορεύει με δασική έκταση και νότια με δρόμο πλάτους 5 μέτρων, καλυπτόταν σε ποσοστό 60% τουλάχιστον από αυτοφυή δασική βλάστηση, ήτοι πουρνάρια, Φιλίκια, ασπάλαθα, αγριλιές κλπ, δηλαδή αποτελούσε δασική έκταση υπό την έννοια των άρθρων 1 και 2 του ΝΔ 86/1969 "περί δασικού κωδικός", 3208/2003 και 3 §§ 1 και 2 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών...", αφού ως τοιαύτη θεωρείται η εδαφική έκταση η καλυπτόμενη ολικώς ή μερικώς από αραιή ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη βλάστηση οποιασδήποτε διαστάσεως και ηλικίας, δυναμένη να προσφέρει προϊόντα από τα ανωτέρω φυτά, αλλά και να συμβάλλει στην διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας καθώς και στην εξυπηρέτηση της υγιεινής διαβιώσεως του ανθρώπου μέσα στο φυσικό του περιβάλλον. (ΑΠ 1824/1992, 1089/1992, 513/1989 Π.Χρ. ΜΒ 1176, ΜΒ 812 και ΛΘ 990 αντιστοίχως). Η έκταση αυτή, με έδαφος άγονο, πετρώδες (το ποσοστό λιθοβρίθειας ανέρχεται σε 50-60%) και επικλινές (παρουσιάζει κλήση 25%) τελούσε υπό την αναμβισβήτητη πραγματική και όχι <πλάσματι δικαίου>, (ΑΠ 472/1978, 396/1977, 72/1971, ΠΧρ. ΚΗ 601, ΚΖ 754 και ΚΑ 308 αντιστοίχως, Εφ.Πατρ. 44/1979 ΠΧρ. Λ 775), κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου, αφού την επέβλεπε και την προστάτευε με τα όργανα των αρμοδίων δασικών υπηρεσιών. Επομένως οι περί του εναντίου ισχυρισμοί των κατ/νων ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα που τους αποδίδεται, γιατί η επίδικη έκταση δεν είχε δασικό χαρακτήρα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Αφού εμβολίασαν τις υπάρχουσες αγριλιές σε ήμερες, τοποθέτησαν σύστημα άρδευσης και περιέφραξαν όλη την καταληφθείσα έκταση. Με τις πράξεις τους αυτές σκόπευαν να καθιδρύσουν δικαιώματα στην καταληφθείσα έκταση και να την εμφανίσουν ως τμήμα της ιδιοκτησίας τους. Σε βάρος τους εξεδόθη το με αριθμό πρωτ. ...... Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής. Οι κατ/νοι άσκησαν κατ' αυτού ανακοπή, η οποία όμως απερρίφθη με την υπ' αριθ. 60/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άργους. Ο ισχυρισμός των κατ/νων ότι η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα ιδιοκτησίας τους, στην οποία ασκούσαν διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου αυτοί και οι δικαιοπάροχοι τους τουλάχιστον από του έτους 1988 και επομένως σε κάθε περίπτωση έχει παραγραφεί το αξιόποινο της πράξης που τους αποδίδεται, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος, αφού το πρώτον επελήφθησαν της επιδίκου εκτάσεως το πρώτο 5νθήμερο του μηνός Αυγούστου 2000. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι όπως και πρωτοδίκως, ....". Ακολούθως κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους για την αξιόποινη πράξη της αυτογνώμονος καταλήψεως δημοσίου κτήματος που προβλέπεται από το ανωτέρω άρθρο 23 § 1 του Α.Ν. 1539/1938 και ειδικότερα για το ότι: "Κατά το πρώτο πενθήμερο μηνός Αυγούστου 2000 στη θέση "...." Δήμου Κουτσοποδίου αυτογνωμόνως επελήφθησαν δημοσίου κτήματος το οποίο ευρίσκεται αναμφισβήτητα υπό την κατοχή του Δημοσίου και συγκεκριμένα κατέλαβαν δημόσια έκταση εμβαδού 6 περίπου στρεμμάτων, η οποία ευρίσκεται αναμφισβήτητα υπό την κατοχή του Δημοσίου", πράξη που δέχθηκε ότι τελέσθηκε υπό την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Έτσι, όμως, που έκρινε το δικάσαν Εφετείο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν εκθέτει ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό ποιά πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν, από τα οποία έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες γνώριζαν ότι η καταληφθείσα έκταση αποτελούσε δημόσιο κτήμα και τελούσε υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του ετέρου λόγου της αιτήσεως. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), δοθέντος ότι η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 869/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία αυτογνώμονος καταλήψεως δημοσίου κτήματος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για αυτογνώμονα κατάληψη δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου διότι δεν εκτίθενται περιστατικά εκ των οποίων προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν ότι η επίμαχη έκταση αποτελεί δημόσιο κτήμα και εβρίσκετο υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Κατάληψη δημοσίου κτήματος.
0
Αριθμός 1582/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τσώλη, περί αναιρέσεως της 1380/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2105/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ'είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 1380/2007 απόφαση του τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών μετατραπείσα σε χρηματική ποινή, προς 4,40 ευρώ ημερησίως για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ'εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: 'Οτι ο κατηγορούμενος κατά την 13-3-2002 και 15-3-2002, στον Κορυδαλλό Αττικής, εξεταζόμενος ενόρκως, ως μάρτυρας ενώπιον αρμοδίας προς ένορκη εξέταση Αρχής, με γνώση του κατέθεσε ψέματα και απέκρυψε την αλήθεια. Ειδικότερα, εξεταζόμενος με όρκο ως μάρτυρας ενώπιον του Υ/Α του Τμήματος Διώξεως Εκβιαστών της Δ/νσεως Ασφαλείας Αττικής Γ1, που διεξήγαγε, αστυνομική προανάκριση, προς διακρίβωση των αιτίων που προκάλεσαν τις εκρήξεις της 8ης-1-2001 και 20ης-1-2001, στον περιφραγμένο ακάλυπτο χώρο της εταιρείας με την επωνυμία "...", που βρίσκεται στην ......, στο .. Αττικής, με γνώση του κατέθεσε τα εξής ψευδή: Α) Στις 13-3-2002 "Το καλοκαίρι του έτους 2001 και συγκεκριμένα τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο απ' ότι θυμάμαι, ήμουν στο κελί ..... μαζί με τους Δ1 και Δ2...Σε μια από τις συνομιλίες του Δ2 με κάποιον Ε1 από το κινητό τηλέφωνο άκουσα τον Δ2 να του λέει: Εγώ έστειλα όπως είχαμε συμφωνήσει τον ... και τον .... να κάνουν τη δουλειά σου στη χρηματιστηριακή, το μπαμ έγινε και ενώ είχαμε συμφωνήσει για τα 10.000.000 δρχ. που πήρες από τον Ψ1 εσύ δεν μου έχεις στείλει τα υπόλοιπα που μου χρωστάς.- Β) στις 15-3-2002: "Αναφέρομαι στην από 13-3-2002 ένορκη μαρτυρική μου κατάθεση, της οποίας το περιεχόμενο επιβεβαιώνω ακόμη και σήμερα... Άκουσα τον Δ1 και τον Δ2 να τον αποκαλούν στο τηλέφωνο με αυτό το όνομα (Ε1) και άλλες φορές με το όνομα Ε1. Μετά τα τηλεφωνήματα σχολίαζαν πολλές φορές μεταξύ τους λέγοντας "Είδες τον πούστη το Ε1, πάει να μας φάει τα υπόλοιπα λεφτά του Ψ1"...". Όλα τα παραπάνω ήταν ψευδή γεγονότα, των οποίων ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια, ως και ότι αυτά (γεγονότα) μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, τα ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων, δηλαδή των αστυνομικών υπαλλήλων και διαφόρων τρίτων, με αποτέλεσμα να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ο οποίος μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί, δεν είχε καμία σχέση με τις ως άνω εκρήξεις. Άλλωστε, δυνάμει του υπ' αριθμ. 12/2004 αμετακλήτου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απεφασίσθη να μη γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος για ηθική αυτουργία σε έκρηξη κατά συναυτουργία που έλαβε χώρα στις 15-7-01 και επεκύρωσε το υπ' αριθμ. 3848/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος για την ίδια πράξη κατά συρροή που έλαβε χώρα στις 8-1-2001 και 20-1-2001 στον ίδιο χώρο της εταιρείας "......". Ενόψει, λοιπόν, των όσων προεκτέθηκαν, το δικαστήριο τούτο καταλήγει στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των διωκομένων και αποδιδόμενων σ' αυτόν αξιοποίνων πράξεων, δηλαδή α) της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και β) της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσης", Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα κατ'εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 94, 98, 224 παρ.2-1, 363-362 ΠΚ, Ειδικότερα, στο αιτιολογικό, το οποίο δεν είναι ταυτόσημο με το διατακτικό, υπάρχει πληρότητα αιτιολογίας μα αναφορά σε περιστατικά, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των φερομένων ως ψευδών περιστατικών, που κατέθεσε εξεταζόμενος ενώπιον του Υ/Α του τμήματος Διώξεως Εκβιαστών Γ1, και αποτελούν συγχρόνως και τα συκοφαντικά γεγονότα, που έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και ως ενισχυτικό στοιχείο της απάτης αυτής αναφέρονται, α) το υπ'αρ. 3848/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και β) το υπ'αρ. 12/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με τα οποία κρίθηκε αμετακλήτως, ότι ο εγκαλών δεν είχε σχέση με τις πράξεις που ανέφερε ο κατηγορούμενος, εν γνώσει της αναληθείας αυτών. Συνεπώς, ο μοναδικός εκ του άρθρου 510 παρ.1 στ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της ένδικης αίτησης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά πρέπει, η υπ'αρ. 700/2007 αίτηση αναίρεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ'αρ. 700/2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ. 1380/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση. Συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτει μοναδικό λόγο αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1581/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 4615/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Πατρών. Με κατηγορούμενη Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσακανίκα. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "PIPELIFE Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΩΝ ΣΩΛΗΝΩΝ", που εδρεύει στη Θήβα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. Το Μονομελές Πλημ/κείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 56/2.11.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1830/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατηγορουμένης, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής η καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και η υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/33 "Περί επιταγής, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από του πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν, 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου, 3) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 4615/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, έπαψε οριστικά η ποινική δίωξη της κατηγορουμένης Χ1, για την κατηγορία της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ήτοι για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, δεχθέντος ειδικότερα ανελέγκτως του Δικαστηρίου τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 299, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως για περιουσιακή ή ηθική βλάβη από αδικοπραξία προϋποθέτει πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια (causa adaequata) μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας, που υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός, κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανό κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που έγινε. Τέτοια αξίωση κατά του υπαιτίου έχει κατά κανόνα μόνο εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από την αδικοπραξία, ενώ ο τρίτος που ζημιώθηκε εμμέσως, μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο και για τις οποίες δεν πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς και εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή πληρωμής της επιταγής κι έτσι ζημιώνει παρανόμως τον δικαιούχο από αυτήν, δηλαδή κατ' αντίθεση των διατάξεων του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ. 1325/1972, σύμφωνα με τις οποίες η πράξη αυτή του εκδότη της επιταγής, τελούμενη εκ δόλου, αποτελεί ποινικό αδίκημα, υποχρεούται σε αποζημίωση του ανωτέρω δικαιούχου, καθόσον η ποινική αυτή διάταξη θεσπίσθηκε για την προστασία όχι μόνο του δημοσίου, αλλά και του ατομικού συμφέροντος εκείνου ο οποίος βλάπτεται αμέσως από την παραβίασή τους. Αυτός, δε, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφανίσεως αυτής και βεβαιώσεως της μη πληρωμής της, οπότε πραγματώνεται το αδίκημα και η από αυτό ζημία του κομιστή. Αντιθέτως δεν είναι δικαιούχος αποζημιώσεως από την αδικοπραξία ο εξ αναγωγής υπόχρεος προς πληρωμή της επιταγής, ο οποίος έγινε μετέπειτα κομιστής αυτής κατόπιν εξοφλήσεώς της, διότι η εκ της εξοφλήσεως βλάβη του δεν είναι απότοκος, κατά πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, της προαναφερομένης αδικοπραξίας, αλλά της από το νόμο ειδικώς προβλεπομένης εξ αναγωγής ευθύνης του (Ολ. ΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004.927, ΟλΑΠ 30/2003). Εξ άλλου το τελευταίο, δηλονότι η ανυπαρξία δικαιώματος αποζημιώσεως του εξοφλούντος τον ματαίως εμφανίσαντα την επιταγή κομιστή αυτής προηγουμένου υπογραφέα, ισχύει και όταν ο τελευταίος αυτός είχε οπισθογραφήσει την επιταγή και παραδώσει αυτήν σε συμψηφιστικό γραφείο. Και αυτό γιατί το τελευταίο δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του παραδόσαντος, αλλά ασκεί ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλόμενου αυτοτελούς ισχυρισμού, η ποινική δίωξη, για την έκδοση από την κατηγορουμένη της υπ' αριθμ. ..... επιταγής, ποσού 15.935,95 ευρώ, που εκδόθηκε στην Πάτρα, στις 2.8.2003, ασκήθηκε εναντίον της ύστερα από έγκληση που υπέβαλε η εταιρία "PIPELIFE ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", στην οποία είχε μεταβιβασθεί η άνω επιταγή, από τον ......, με οπισθογράφηση. Όπως, όμως, προκύπτει από το σώμα των επιταγών, η εγκαλούσα εταιρία είχε μεταβιβάσει περαιτέρω την επιταγή αυτή με οπισθογράφηση στην "Εμπορική Τράπεζα" (συμψηφιστικό γραφείο), η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 11.8.2003 και, αφού δεν πληρώθηκε, επιστράφηκε στην εγκαλούσα εταιρία. Επομένως, σύμφωνα και με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη προρρηθέντα, δικαιούχος υποβολής της έγκλησης ήταν η Εμπορική Τράπεζα και όχι η εγκαλούσα εταιρία "PIPELIFE ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ". Κατ' ακολουθία τούτων, γινομένου δεκτού του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης, δεδομένου ότι έχει παρέλθει το τρίμηνο κατ' άρθρο 117 ΠΚ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 και 5 του Ν. 5960/1933, αφού, η εγκαλούσα εταιρεία "PIPELIFE ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΩΝ ΣΩΛΗΝΩΝ" στην οποία επεστράφη η επίδικη υπ' αρ. ..... επιταγή της κατηγορουμένης, ήταν κομίστρια αυτής και συνεπώς εδικαιούτο να υποβάλλει τη σχετική έγκληση, για παράβαση του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, σε βάρος της κατηγορουμένης εκδότριας. Η Εμπορική Τράπεζα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, δεν ήταν κομίστρια αυτής, αλλά "συμψηφιστικό γραφείο", όπως τούτο πλήρως επιβεβαιώνεται και από την επισκόπηση του σώματος της επιταγής, σ' αυτήν δε παραδόθηκε η επίδικη επιταγή από την εγκαλούσα εταιρεία και τελευταία κομίστρια αυτής "PIPELIFE EΛΛΑΣ Α.Ε.", μόνον για να συμψηφιστούν απαιτήσεις της Τράπεζας προς την εγκαλούσα και όχι για να καταστεί αυτή κομίστρια και συνεπώς και δικαιούχος υποβολής κατά της κατηγορουμένης εγκλήσεως, για παράβαση του άρθρου 7α παρ. 1 του Ν. 5960/1933. Περαιτέρω, με το να παύσει οριστικά την κατά της ύπερθεν κατηγορουμένης ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης, υπερέβη την εξουσία του, ενόψει του ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για το σχηματισμό ουσιαστικής κρίσης, αναφορικά με την ενοχή ή μη της κατηγορουμένης, με συνέπεια, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' του Κ.Π.Δ. λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, θα είναι ουσιαστικά βάσιμοι. Μετά από αυτά, η υπ' αρ. 56/2007 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (αρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 4615/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που εξέδωσαν την παραπάνω απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υποβολή έγκλησης από κομίστρια επιταγής εκδοθείσας κατά παράβαση του άρθρ. 79 παρ. 1 Ν. 5960/33. Δεκτή αναίρεση Εισαγγελέα Α.Π. για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης και για υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Τραπεζική επιταγή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1580/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 139/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 124/12.3.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 1/3-1-2008 αίτηση του Χ1, γενομένη δια πληρεξουσίου, ο οποίος είχε τη προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναιρέσεως, για αναίρεση του με αριθμό 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 319/11-6-2007 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας και γ) της οπλοχρησίας και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη α) της έλλειψης της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' και α' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι οποίοι, ως αναφέρονται στην αίτηση, συνίστανται στο ότι: α) στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδεικτικά στοιχεία και οι αποδείξεις που θεμελιώνουν τις σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη και ειδικότερα τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος των, ούτε προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και β) το Συμβούλιο απαραδέκτως δεν έλαβε υπόψη τους αναφερόμενους λόγους της έφεσής του που περιλαμβάνονται στο ξεχωριστό και συνημμένο στην έκθεση έφεσης έγγραφο, επειδή τούτο δεν φέρει την υπογραφή του γραμματέα κάτωθι του εγγράφου. Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη κυρία ανάκριση ή τη προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική εκάστου βαρύτητα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιδίου βουλεύματος, εφόσον αυτό περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές (ΑΠ 157/2007 Π.Χ. ΝΖ/2007 σελ. 1003). Επίσης για την ύπαρξη αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ'είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα (Α.Π. 195/2007 ΠΧ ΝΖ/2007 σελ. 1006). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στο Προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στη περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος..... Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλει και από εκείνον που την δέχεται......:. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 153 ΚΠΔ, προκύπτει ότι κάθε έκθεση και εκείνη του ενδίκου μέσου, είναι άκυρη όταν λείπουν, μεταξύ άλλων και η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει, κατά το άρθρο 150 του Κώδικα, μεταξύ των οποίων είναι και ο γραμματέας, που δέχεται το ένδικο μέσο. Όταν όμως οι λόγοι του ενδίκου μέσου δεν διαλαμβάνονται στο κύριο κείμενο της έκθεσης για την άσκηση αυτού, το οποίο υπογράφεται και από το γραμματέα, αλλά σε πρόσθετο κείμενο, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση και το οποίο καλύπτεται μόνο από την υπογραφή εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο ή του αντιπροσώπου του, όχι δε και του γραμματέα, (η υπογραφή του οποίου υπάρχει μόνο στο κύριο κείμενο της έκθεσης) η έκθεση του ενδίκου μέσου δεν είναι άκυρη, γιατί η μη εκπλήρωση της υπηρεσιακής υποχρέωσης του γραμματέα να υπογράψει και το επισυναπτόμενο στην έκθεση κείμενο των λόγων ασκήσεως του ενδίκου μέσου, δεν είναι επιτρεπτό να έχει ως κύρωση την ακυρότητα της έκθεσης και το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου. Πολύ περισσότερο δεν είναι άκυρη η έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου, όταν στο επισυναπτόμενο πρόσθετο κείμενο υπάρχει η υπογραφή του γραμματέα όμως μόνο στην αρχή της πρώτης σελίδας και όχι στο τέλος του κειμένου, δεν καλύπτει δηλαδή το κείμενο των λόγων ασκήσεως του ενδίκου μέσου (Α.Π. 680/2005 ΠΧ ΝΕ/2005 σελ. 1008). Στην προκειμένη περίπτωση: α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εξέδοσε επί της υπ'αριθμόν 319/2007 έφεσης του αναιρεσείοντα κατά του υπ'αριθμ. 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το υπ'αριθμ. 2634/2007 βούλευμά του, δια του οποίου απέρριψε κατ'ουσίαν την άνω έφεση δια τους εις αυτήν αναφερομένους λόγους. Στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, βάσει της οποίας έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του διωκομένου εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οδηγήθηκε "από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε, τις απολογίες του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της αλλοδαπής Γ1 και από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας" (βλέπε άνω βούλευμα φύλλο 9 σελίδα β'). Το βούλευμα δεν αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, όπου εκεί αναφέρεται "στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις απολογίες του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της Γ1 και τα λοιπά στη δικογραφίας έγγραφα". Όμως εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το βαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη, κατά το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων Ζ1, Ζ2, Ζ3, Ζ4 κλπ ήτοι έλαβε υπόψη επιλεκτικά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και όχι όλα ως ώφειλε. Με τον τρόπο όμως αυτό στέρησε την απόφασή του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. β) Μετά την έκδοση του υπ'αριθμ. 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο Χ1 άσκησε κατ'αυτού έφεση με την υπ'αριθμόν 319/11-6-2007 έκθεση ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών Αθανασίου Θειακούλη. Στο κείμενο της εκθέσεως αναφέρει ότι εκκαλεί το άνω βούλευμα καθόσον "σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας έπρεπε να τον απαλλάξει από κάθε κατηγορία για τους λόγους που αναφέρονται στο επισυναπτόμενο στη παρούσα εφετήριό του.." επεσύναψε δε το με ίδια ημερομηνία 11-6-2007 έγγραφο με τίτλο "ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ". Στη πρώτη σελίδα του εγγράφου αυτού ο άνω γραμματέας ανέγραψε τις λέξεις "Προσκομίσθηκαν 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2007 ο Γραμματεύς" και τα υπέγραψε θέτοντας τη σφραγίδα του και τη στρογγυλή σφραγίδα του Πρωτοδικείου. Δεν υπέγραψε όμως στο τέλος του εγγράφου, όπου υπέγραψε μόνον ο εκκαλών. Όμως το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του, κατά την εκτίμηση της εφέσεως, τους εις το έγγραφο αυτό αναφερομένους λόγους εφέσεως. Ειδικότερα αναφέρει στο 9ο φύλλο του ήδη αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος ότι "Αντίθετα οι αναλυτικά αναφερόμενοι λόγοι της έφεσης περιλαμβάνονται σε ξεχωριστό έγγραφο που είναι συνημμένο στη σχετική έκθεση έφεσης το οποίο όμως δεν απετέλεσε σώμα της, εφόσον στο τέλος του φέρει μόνο την υπογραφή του εκκαλούντα και όχι του ανωτέρω Γραμματέα, ο οποίος στη πρώτη σελίδα του έθεσε τη σημείωση "προσκομίστηκαν στην Αθήνα 11 Ιουνίου 2007" την οποία και υπέγραψε. Κατά συνέπεια οι λόγοι αυτοί δεν λαμβάνονται υπόψη ως λόγοι έφεσης". Όμως με τον τρόπο αυτό και βάσει των άνω αναφερομένων το πληττόμενο βούλευμα παρεβίασε τις διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του αναιρεσείοντος και την άσκηση των δικαιωμάτων του που επιβάλλει ο νόμος και κατέστη αναιρετέο και ως προς το λόγο αυτόν. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα προς το άρθρο 319 ΚΠΔ. Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α------------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω να γίνει δεκτή η με αριθμό 1/3-1-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμόν 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Αθήνα 19 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 1 από 3 Ιανουαρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 2634/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 1436/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις: α) της τετελεσμένης ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας και γ) της παράνομης οπλοχρησίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Έλλειψη της, κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προανάκριση και κύρια ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο, να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η αόριστη όμως αναφορά στο βούλευμα των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστικό συμβούλιο δεν αρκεί, και η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από την τυχόν επιλεκτική επίκληση, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ της περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορίας και παράνομης οπλοχρησίας. Προκειμένου δε, να καταλήξει στο πόρισμα αυτό, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, επί της ουσίας, κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε τις απολογίες του εκκαλούντος κατηγορουμένου και της αλλοδαπής Γ1 για την οποία το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψαν τα εξής: Μετά από κλήση του κατηγορουμένου στην Αστυνομία περί ώρα 06.53 της 10.3.2006 βρέθηκε νεκρός σε μισθωμένο από τον κατηγορούμενο διαμέρισμα πολυκατοικίας που βρίσκεται στη λεωφόρο ..... του ...... Αττικής ο Ζ1. Συγκεκριμένα το πτώμα του βρέθηκε σε ύπτια θέση στο χώρο του σαλονιού του διαμερίσματος ανάμεσα σε ένα τριθέσιο καναπέ και ένα τραπεζάκι φέροντας στρογγυλοειδές τραύμα διαμέτρου 0,6 εκατ. στην περιοχή του στέρνου και στρογγυλοειδές τραύμα διαμέτρου 0,6 εκατ. περίπβυ στην οπίσθια επιφάνεια του δεξιού ημιθωρακίου, η δε θέση βολής ήταν η πολυθρόνα που βρισκόταν αριστερά της εισόδου του σαλονιού του προαναφερόμενου διαμερίσματος και ελαφρά λοξά απέναντι από τον καναπέ όπου καθόταν το θύμα. Ο κατηγορούμενος περί ώρα 06.00 περίπου και κατά τη στιγμή που η αλλοδαπή Γ1 ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από το διαμέρισμα ο κατηγορούμενος ενώ καθόταν στην πολυθρόνα που βρισκόταν διαγωνίως απέναντι από τον τριθέσιο καναπέ που καθόταν το θύμα τράβηξε από την μέση ένα πιστόλι που έφερε μαζί του, έβαλε τη γεμιστήρα, σημάδεψε τον Ζ1 και τον πυροβόλησε μία φορά. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το θύμα τον πυροβόλησε η αλλοδαπή, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι δεν προέκυψε ότι αυτή γνώριζε να χρησιμοποιήσει το όπλο, και μάλιστα να τοποθετήσει το γεμιστήρα σ' αυτό και μετά να το οπλίσει σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο, που γνώριζε την λειτουργία του από την στρατιωτική του θητεία ως λοχίας που υπηρέτησε στην προεδρική φρουρά, ούτε ότι η θέση βολής προέρχονται είτε από τον καναπέ που καθόταν, είτε από όρθια θέση όταν αυτή σηκώθηκε για να φύγει, αλλά, από την θέση από την οποία σκόπευσε ο κατηγορούμενος (πολυθρόνα). Εξάλλου, ο κατηγορούμενος παρότι ισχυρίζεται τα παραπάνω, ότι δηλαδή η αλλοδαπή τον πυροβόλησε, εν τούτοις την άφησε να φύγει και να μην την παραδώσει στην Αστυνομία, επιπρόσθετα δε πριν ειδοποιήσει την Αστυνομία, έσπευσε να πλυθεί χωρίς η εξήγηση που δίνει ότι έπραξε έτσι για να συνέλθει από το "σοκ" να είναι πειστική. Άλλωστε, ο κατηγορούμενος στην από 10.3.2006 κατάθεση του περιέγραψε επανειλημμένως την ανωτέρω αλλοδαπή με την οποία βρισκόταν για αρκετό χρονικό διάστημα στο διαμέρισμα του ως μελαχροινή (με μαλλιά ίσια μέχρι τους ώμους) και ηλικίας 25 ετών ενώ αυτή ήταν ξανθιά και ηλικίας 35 ετών, επίσης στην από 10.3.2006 συμπληρωματική του κατάθεση ανέφερε ότι "εγώ από τη στιγμή που εκπυρσοκρότησε το πιστόλι και χτυπήθηκε ο Ζ1 αυτόν δεν τον ακούμπησα καθόλου. Τον άφησα όπως ακριβώς βρέθηκε" ενώ, με το υποβληθέν κατά την κύρια ανάκριση απολογητικό του υπόμνημα ανέφερε "έσπευσα να βοηθήσω τον τραυματισμένο, ενώ η γυναίκα βιαστικά ντύθηκε και έφυγε. Μολονότι, προσπάθησα να την κρατήσω δεν το κατόρθωσα, σοκαρισμένος και συγχυσμένος από το συμβάν και ασχολούμενος με τον τραυματία", Οι παραπάνω, όμως, αντιφατικές καταθέσεις του κλονίζουν σοβαρά την αξιοπιστία του και τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου ότι δηλαδή κατά τον αναφερόμενο τόπο και χρόνο αυτός ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με πρόθεση θέλησε να αφαιρέσει ξένη ανθρώπινη ζωή και προς τον σκοπό αυτό με το πιστόλι, που έφερε μαζί του χωρίς να έχει άδεια της αστυνομικής αρχής, αφού το όπλισε σημάδεψε και πυροβόλησε τον Ζ1 και επέφερε τον θάνατο του. Περαιτέρω, το Συμβούλιο κρίνει ότι το ανωτέρω όπλο ανήκε στον κατηγορούμενο και όχι στο θύμα όπως αναφέρει ο μάρτυρας Ζ1 φίλος του θύματος αφού δεν επιβεβαιώνεται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας ενόψει ότι και ο μάρτυρας αστυνομικός Ζ5 στην από 10.3.2006 κατάθεση του αναφέρει ότι "Δεν πρόσεξα να έχει το θύμα κάποιο πιστόλι επάνω του ούτε μου έδωσε την εικόνα ανθρώπου να ξέρει από τέτοια". Κατόπιν αυτών και λαμβανομένου υπόψη ότι η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου (αρθρ. 470 ΚΠΔ) εφαρμόζεται όταν ασκείται ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο μόνο κατά καταδικαστικών αποφάσεων και όχι κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων (ΑΠ 1297/1995 σε Συμβ. Π. Χρ. ΜΣΤ 499, ΑΠ 858/2004 σε Συμβ. Ποιν. Λογ. 20004. 1092) έπεται ότι το παρόν συμβούλιο έχει εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309, 317 και 318 ΚΠΔ σε περίπτωση παραδοχής επιβαρυντικών περιστάσεων να προβεί σε αντικατάσταση του σημείου εκείνου της κατηγορίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος με την ορθή πρόταση. Δηλαδή πρέπει στο διατακτικό του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (1436/2007) να αντικατασταθεί: α) η πρόταση "πυροβόλησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τον προαναφερόμενο Ζ1 με πιστόλι (με αριθμό .... τύπου .... cal 7,65 mm) που ανήκε στον τελευταίο" των στίχων 13, 14 και 15 του φύλλου 13 με την πρόταση "πυροβόλησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με το με αριθμό ..... τύπου .... cal 7,65 mm πιστόλι που έφερε παρανόμως τον προαναφερόμενο Ζ1" και β) μετά τη λέξη φυσιγγίων του στίχου 22 του φύλλου 13 να προστεθεί η πρόταση "χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής του τόπου της κατοικίας του" μεταρρυθμιζομένου κατά τούτο του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ενόψει, των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθά παρέπεμψε τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση του. Ακόμα, όσον αφορά το περιληφθέν στο προαναφερόμενο ξεχωριστό έγγραφο αίτημα του περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του στο Συμβούλιο αυτό ανεξαρτήτως του ότι δεν υποβλήθηκε με το έγγραφο της έφεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι ο κατηγορούμενος έχει αναπτύξει πλήρως τις απόψεις του και έχει διατυπώσει σαφώς τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του με τις από 10.3.2006, 13.3.2006, 11.4.2006 και 13.5.2006 ένορκες καταθέσεις του και τα απολογητικά του υπομνήματα". Από τις αναφορές, όμως, αυτές του Συμβουλίου Εφετών, προκύπτει ότι τόσο στο προσβαλλόμενο βούλευμα, όσο και στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δεν γίνεται οποιαδήποτε, έστω, γενική (κατ' είδος) αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου το Συμβούλιο να καταλήξει στην κρίση του αυτή. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, τόσο με τις δικές του σκέψεις, όσο και με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενσωματώθηκε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν γίνεται σε αυτό, μνεία και αναφορά, στα αποδεικτικά μέσα, από εκείνα του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ. Ούτε, επίσης, γίνεται, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, οποιαδήποτε αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ώστε τυχόν παράλειψη του να καλυφθεί, εκτός από τη γενική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών, ότι προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του, " το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε, από τις απολογίες του εκκαλούντος και της αλλοδαπής συγκατηγορούμενής του Γ1, και από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας", χωρίς, όμως, να γίνεται αναφορά, ότι εξετάσθηκαν μάρτυρες κατηγορίας ή υπερασπίσεως, παρά το γεγονός ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι εξετάσθηκαν μάρτυρες, όπως, οι μάρτυρες Ζ1, Ζ2, Ζ3, Ζ4, Ζ5, όπως, επίσης, δεν προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών, προκειμένου να στηρίξει την ως άνω παραπεμπτική κρίση του, έλαβε υπόψη του, το σύνολο των ευρισκομένων στη δικογραφία εγγράφων, καθώς και τις απολογίες του κατηγορουμένου (προανακριτική και ανακριτική) ή το υπόμνημα που αυτός υπέβαλε, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, για το οποίο, όμως, δεν γίνεται, ούτε επίκληση αυτού. Εν όψει αυτών, είναι σαφές ότι στο πληττόμενο βούλευμα, δεν γίνεται καθόλου γενικός κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, αλλά αποσπασματική αναφορά σε επί μέρους αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, που εξέδωσε το Συμβούλιο Εφετών, στερείται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη, για το σχηματισμό της κρίσεως του, περί υπάρξεως επαρκών ενδείξεων ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία τούτων, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, λόγου αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και ενώ παρέλκει η έρευνα του δεύτερου λόγου αυτής, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του, από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμό 2634/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Παράνομη οπλοφορία. Οπλοχρησία με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για απόλυτη ακυρότητα. Όχι επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (Ολ. ΑΠ 1/2005). Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Οπλοφορία, Οπλοχρησία.
0
Αριθμός 1583/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, περί αναιρέσεως της 531/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 903/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του α. ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως Οργανισμού Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών τουλάχιστον μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Τέλος, κατά το άρθρο 10 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ο υπόχρεος, πρέπει, να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Ενόψει αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α. ν. 86/1967, απόφασης, πρέπει, ενόψει του περιεχομένου των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, να περιέχονται σε αυτήν τα για τη θεμελίωση των δύο παραπάνω αξιοποίνων πράξεων κρίσιμα περιστατικά, που είναι η σε συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ασφαλισμένου στο οικείο Ταμείο προσωπικού, και τα χρηματικά ποσά που, βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο Ταμείο ως εργοδότης, ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. Α.Π. 1/1996). Από τα προπαρατεθέντα προκύπτει, ότι δεν αποτελεί στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2 του α. ν. 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί και πόσο χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος δε απασχόλησης και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 531/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση όλων των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος, στην Αταλάντη, κατά το χρονικό διάστημα 2/1999, 1/3/2001 έως 31/5/2001, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία "ΑQUA HELLAS ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΕΙΑ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ Α.Ε.", που διατηρούσε επιχείρηση ιχθυοκαλλιέργειας, ως εργοδότης της άνω επιχείρησης, απασχόλησε στην επιχείρηση αυτή με εξαρτημένη εργασία (και αμοιβή) προσωπικό ασφαλισμένο στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προς το οποίο είχε την υποχρέωση, για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού να καταβάλει τις παρακάτω εισφορές, εντός τριάντα ημερών από το τέλος εκάστου μηνός, μέσα στον οποίο εργάστηκε κάθε εργαζόμενος. Ο κατηγορούμενος, όμως, δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, στο ΙΚΑ τις παρακρατηθείσες από τις αποδοχές των απασχοληθέντων στη επιχείρησή του ασφαλισμένων υπέρ του ΙΚΑ εισφορές (εργατικές), ποσού 5.505.457 δραχμών, και έτσι έγινε υπαίτιος υπεξαίρεσης που έχει αντικείμενο τις άνω ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης, ενώ είχε νόμιμη υποχρέωση να καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες βάρυναν τον ίδιο (εργοδοτικές), ποσού 11.010.914 δραχμών, δεν τις κατέβαλε στον παραπάνω οργανισμό, εμπρόθεσμα, εντός μηνός από τότε που έγιναν απαιτητές. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις ανωτέρω πράξεις". Ακολούθως, το Τριμελές Πλημ/κείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του α. ν. 86/1967 και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως έντεκα (11) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική και καθόρισε για κάθε ημέρα φυλακίσεως το ποσό των 4, 40 ευρώ, και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ. Με αυτά που δέχτηκε το εν λόγω Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχτηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικά στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος που διατυπώνεται με τον πρώτο λόγο, ότι η αιτιολογία αυτή της απόφασης είναι ελλιπής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν αν ο ίδιος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της πιο πάνω εργοδότριας εταιρείας κατά το καταστατικό της, εν όψει του ότι κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 η εταιρεία εκπροσωπείται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, είναι αβάσιμη, διότι, κατά την πρόδηλη έννοια της σχετικής παραδοχής, ο αναιρεσείων ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας αυτής και άρα εδικαιούτο να την εκπροσωπεί, με βάση σχετική διάταξη του καταστατικού της, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920, η μη ειδική μνεία δε του γεγονότος αυτού στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθιστά την αιτιολογία της ελλιπή. Ειδικότερα αναφέρεται στην πληττόμενη απόφαση το ύψος των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, ο εργοδότης που απασχόλησε τους μισθωτούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκαν οι μισθωτοί αυτοί εκ του οποίου αναγκαίως εξάγεται και ο χρόνος τελέσεως των πράξεων, κατά τα προαναπτυχθέντα, μη απαιτουμένης ειδικότερης αναφοράς του χρόνου τελέσεως των μερικότερων πράξεων, η οποίοι (αναφορά τελέσεως) είναι αναγκαία όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα εξαλείψεως του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, ο ασφαλιστικός οργανισμός (ΙΚΑ), στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι οι μισθωτοί και η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως εργοδότη, από την οποία (ιδιότητα ως εργοδότη) απορρέει και η υποχρέωσή του για την καταβολή των εισφορών. Εκτός από τα παραπάνω στοιχεία δεν ήταν απαραίτητα για την επάρκεια της αιτιολογίας, να προσδιορίζεται και ο αριθμός των μισθωτών, ο χρόνος που εργάστηκε καθένας απ' αυτούς, το ύψος των αποδοχών του και άλλα στοιχεία της εργασιακής σχέσης τους, με τον οφειλέτη των εισφορών αναιρεσείοντα. Επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που διατυπώνονται με το δεύτερο λόγο ότι οι αιτιολογίες της απόφασης είναι ελλιπείς είναι αβάσιμος. Κατά συνέπεια, και οι δύο λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προαναφέρθηκαν, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 531/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη για παράβαση του άρθρ. 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967. Δεν αποτελεί στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος ο καθορισμός των τακτικών αποδοχών. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής επειδή δεν αναφέρεται στην απόφαση αν ο ίδιος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας ανώνυμης εταιρείας, είναι αβάσιμη, διότι αυτός ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας και ως εκ τούτου εδικαιούτο να την εκπροσωπεί βάσει σχετικής διάταξης του καταστατικού της, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 παρ. 4 του Ν. 2190/1920. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ανώνυμη εταιρία.
0
Αριθμός 1595/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίσθηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της με αριθμό 2112/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 415/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 202/18.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. α του ΚΠΔ, την υπ'αρ. 9/30-1-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά της υπ'αριθ. 2112/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα : Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε. εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος από τον γραμματέα της Εισαγγελίας 24 ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης, απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως είναι 10ήμερη, αρχόμενη από της εκδόσεως της αποφάσεως παρόντος του δικαιουμένου, άλλως από της νομίμου επιδόσεως της στον δικαιούμενο σε αναίρεση και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη καταχώριση της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ.3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. -Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών στις 30/1/2008, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε απόντος αυτού, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 28-2-2005 και επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 14-11-2006 με θυροκόλληση στην δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας του με την υπ'αριθμ. 10211/2003 έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 127998/16-12-1996 αποφάσεως, εφής εξεδόθη η προσβαλλόμενη η υπ' αριθ. 2112/13-1-2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με θυροκόλληση επίσης επιδόθηκε στις 4-7-2007 στον αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Δημήτριο Μπαλέρμπα η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από τα από ..... και ..... αντίστοιχα αποδεικτικά επιδόσεως του αρχ-κα ..... του Α/Τ Αγ. Αναργύρων Αττικής και του αστ/κα .....του Α.Τ. Εξαρχείων-Αττικής αντίστοιχα. Ο τελευταίος δε ανεζήτησε τον πιο πάνω δικηγόρο στην δηλωθείσα στην έφεση του αναιρεσείοντος διεύθυνση της κατοικίας της στην ..... και επειδή δεν βρήκε αυτόν προσωπικά, ούτε άλλον από τα στο άρθρ. 155 παρ. 1 ΚΠΔ αναφερόμενα πρόσωπα (βλ. συνημμ. από ..... αποδεικτικό επίδοσης ερήμην απόφασης), θυροκόλλησε την προσβαλλόμενη απόφαση στην πιο πάνω διεύθυνση στη θύρα της κατοικίας του. Να σημειωθεί ότι στην έκθεση αναιρέσεως δεν επικαλείται ο αναιρεσείων περιστατικά που συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογούν και να αποδεικνύουν την εκπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης αναιρέσεως του. Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως αυτή είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1,513 παρ. 1 α και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 9/30-1-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της υπ' αριθ. 2112/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 20 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Στην προστεθείσα με το άρθρο 3 Ν.969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δικ. ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ο όρος τελεσίδικη απόφαση που απαντά στον Κ.Ποιν.Δικ. μόνο στην ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιείται με την γνωστή έννοια της αποφάσεως που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από το νόμο τακτικά ένδικα μέσα, όπως προβλεπόμενο από τον Κ.Ποιν.Δικ. είναι μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπομένους από το άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ. λόγους αναιρέσεως και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται δε η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου (Ολ. Α.Π. 6/2002). Περαιτέρω από την άνω διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δικ., σε συνδυασμό με τις των άρθρων 168 παρ. 1, 474, 476 παρ. 1 και 507 παρ. 1 ίδιου Κώδικος, προκύπτει ότι η προθεσμία για άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως η οποία εξεδόθη με απόντα τον κατηγορούμενο και έχει αυτός γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, αναιρέσεως, η οποία ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση μεν της αποφάσεως, αν αυτή έγινε μετά την καταχώρισή της καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο, από την καταχώριση δε αυτή, εάν η επίδοσή της προηγήθηκε, το εκπρόθεσμο δε της αιτήσεως επιφέρει το απαράδεκτο. Εν όψει της γενικής αρχής του δικαίου συναγομένης από το άρθρο 255 ΑΚ, κατά την οποίαν κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων, στην εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως, μπορεί να επικαλεσθεί λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξ αιτίας των οποίων κατέστη αδύνατη η εκπρόθεσμη άσκησή της και (να επικαλεσθεί) τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν αυτούς (Ολ.ΑΠ 15/1987). Τέλος κατ' άρθρο 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο. 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ. όταν η αναίρεση ησκήθη εκπρόθεσμα το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων κατεδικάσθη δια της υπ' αριθμ. 127.998/1996 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δια φοροδιαφυγή κατ' εξακολούθηση εις φυλάκιση δύο (2) ετών και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, μετατραπείσαν, κατ' αυτής δε της αποφάσεως ήσκησε έφεση, η οποία απερρίφθη ως ανυποστήρικτη δια της αναιρεσιβαλλομένης νυν υπ' αριθμ. 2112/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η τελευταία αυτή απόφαση κατεχωρίσθη εις το ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δικ. την 28.2.2006, όπως φαίνεται από την σχετική επισημείωση της Γραμματέως επ' αυτής, επεδόθη δε εις τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα την ..... δια θυροκολλήσεως και εις τον αντίκλητόν του δικηγόρον την....., όπως προκύπτει από τα υπό τις αυτές ημερομηνίες αποδεικτικά επιδόσεως των ......, Αρχιφύλακος και ....., Αστυφύλακος, αντιστοίχως. Η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ησκήθη δια του άνω πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος την 30.1.2008, ήτοι μετά την πάροδο της δεκαημέρου προθεσμίας από της επιδόσεώς της, αφού αυτή έγινε μετά την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, κατά τ' άνω εκτεθέντα, χωρίς να εκτίθενται στην έκθεση αναιρέσεως λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς και μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30.1.2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2112/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η προθεσμία για άσκηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του ποινικού δικαστηρίου. (άρθρ. 473 § 3 ΚΠΔ.). Σκοπός της διατάξεως να αποφεύγεται ματαίως η άσκηση αναιρέσεως όταν δεν υπάρχει λόγος. Η προθεσμία για αναίρεση είναι 10 ημέρες και εάν εκδοθεί (η προσβαλλομένη) με απόντα τον κατηγορούμενο, αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, αν αυτή έγινε μετά την άνω καταχώριση, από την τελευταία αυτή δε εάν η επίδοσή της προηγήθηκε. Η εκπρόθεσμη αίτηση, χωρίς επίκληση, λόγου ανωτέρας βίας, με σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρ. 476 § 1, 513 § 1 Κ.Π.Δ.).
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Ανωτέρα βία.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1579/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2420/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2101/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 141/20.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Υμετέρου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αρ. 294/3-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1 την οποία άσκησε επ' ονόματι και για λογαριασμό του ο δικηγόρος Ιωάννης Κώτσος ως ειδικός πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος αυτού, δυνάμει της συνημμένης στην ίδια ως άνω αίτηση αναιρέσεως από 30-11-2007 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως του ιδίου, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου έχει βεβαιωθεί από τον δικηγόρο Γ. Ταμπακόπουλο κατά του υπ' αρ. 2420/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: I) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 3214/2005 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα χ1 στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. Περιφέρειας Εφετείου Αθηνών προκειμένου να δικασθεί για απόπειρα βιασμού (αρ. 42 §1, 336 §1 Π.Κ.). Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αρ. 171/14-12-2006 (ενώπιον του Γραμματέως Τμήματος Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) εμπρόθεσμη και νομότυπη έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το υπ' αρ. 916/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αυτή έγινε τυπικώς δεκτή και απερρίφθη κατ' ουσίαν. Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση η οποία έγινε δεκτή με το υπ' αρ. 1618/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Αρείου Πάγου το οποίο παρέπεμψε την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Μετά την αναίρεση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2420/2007 βούλευμά του, απέρριψε την υπ' αρ. 523/2005 έφεση του κατηγορουμένου κατά του υπ' αρ. 3214/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα, επίσης απέρριψε το αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεως του εκκαλούντος ενώπιον του Συμβουλίου. Κατά του ως άνω εφετειακού (υπ' αρ. 3214/2005) βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς, από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, αφορά πράξη που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, αρ. 463, 465 §1, 473 §1, 474 §1, 482 §1 εδ. α' του Κ.Π.Δ. (όπως η παρ. 1 του αρ. 482 αντικατεστάθη με αρ. 41 §1 Ν.3160/2003), καθ' όσον ασκήθηκε την 3-12-2007, με δήλωση του έχοντος ειδική προς τούτο εντολή (δυνάμει της από 30-11-2007 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως του αναιρεσείοντος) ειδικού πληρεξουσίου και αντιπροσώπου αυτού δικηγόρου Ιωάννη Κώτσου ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αρ. 294/2007 έγκυρη έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση την 22-11-2007 αφού δεν βρέθηκε στην κατοικία του, ούτε άλλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 §2 Κ.Π.Δ. πρόσωπα, στον δε αντίκλητο την 28-11-2007 με την επίδοση στην ενήλικο σύνοικο δικηγόρο Ελ. Λαμπροπούλου κατ' αρ. 155 §1 Κ.Π.Δ. και β) διαλαμβάνεται στην ίδια ως άνω αίτηση σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως εκείνος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (484 §1δ' Κ.Π.Δ.) ήτοι α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά από αυτά για να μορφώσει την κρίση του ενώ δεν αρκεί για να καλύψει την έλλειψη αυτή η επίκληση μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή αποδεικτικών μέσων διότι το βούλευμα δεν κάνει μνεία και προδήλως δεν έλαβε υπόψη του, ούτε συνεξετίμησε την κατάθεση της μάρτυρός του Γ1, η οποία δεν καλύπτεται από την επίκληση της απολογίας του και των καταθέσεων των μαρτύρων Ι., Ε., Δ., Γ2, ....., Χ1, ..... Επίσης δεν διαβεβαιώνεται ότι ελήφθησαν υπόψη και συνεξετιμήθησαν από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών οι καταθέσεις των άνω μαρτύρων αλλ' υφίστανται αμφιβολίες, αν όχι βεβαιότητα ότι τούτο δεν εχώρησε και δεν συνεξετιμήθησαν διότι ουδεμία αναφορά έγινε επί του εξ αυτού προκύπτοντος συμπεράσματος ότι ουδεμία απόπειρα βιασμού ετέλεσε, ούτε άλλη αξιόποινη πράξη. Το βούλευμα δεν συνεξετίμησε και δεν αξιολόγησε την κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως Γ1 η οποία αιτιολόγησε πλήρως τον λόγο της παρουσίας του στην πυλωτή της πολυκατοικίας ως προέβαλε στην απολογία του και με υπόμνημά του προς το Συμβούλιο Εφετών. II) Από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. (όπως συμπληρώθηκε με αρ. 2 §5 του Ν.2408/96) προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 §1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1174/2002 σε Συμβ. Ποιν. Δικ/σύνη 2002/1334, Α.Π. 336/2002 Ποιν.Χρ. ΝΒ/978, Συμβ. Α.Π. 2168/2005 Π.Δ/σύνη 2006/732, Συμβ. Α.Π. 348/1996 Π.Χρ. ΜΕ/33). III) Από τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 Π.Κ. η οποία ορίζει ότι: "Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη" και που σκοπό έχει την προστασία της ελευθερίας του ατόμου να αποφασίζει αν, πότε και με ποιο άτομο θα έρχεται σε σαρκική ομιλία, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται: α) Εξαναγκασμός άλλου με βία ή απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Παθητικό υποκείμενο μπορεί να είναι άρρεν ή θήλυ ανεξάρτητα από ηλικία (Α.Π. 62/2000 Π.Χρ. Ν/213). Εξαναγκασμός νοείται και συντρέχει, όταν το πρόσωπο παρά τη θέλησή του ενεργεί ή υφίσταται εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως (Α.Π. 517/2000 Π.Χρ. Ν. 213) και ειδικότερα με την κάμψη της αντίθετης βουλήσεώς του. Σωματική βία: είναι η φυσική δύναμη που δεν μπορεί να απωθηθεί και η οποία, επιδρώντας στο σώμα του παθόντος, αναγκάζει τούτο, παρά τη θέλησή του να υποστεί, ανεχθεί ή επιχειρήσει εξώγαμη συνουσία, ενώ απειλή είναι αυτή που ενέχει απειλή με επικείμενο κίνδυνο ζωής (άμεσο και σπουδαίο) ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος (Συμβ. Α.Π. 571/2003 Ποιν. Δικ/σύνη 2003 σελ. 1019). β) εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως. Ασελγείς πράξεις νοούνται εκείνες που ανάγονται στη γενετήσια σφαίρα οι οποίες αντικειμενικώς προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και υποκειμενικώς κατευθύνονται στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας. γ) Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος συνιστάμενος στην βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τα δύο μαζί, να εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία περιλαμβάνει επίσης την γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σ'αυτήν. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Η πράξη είναι τετελεσμένη όταν επιτευχθεί η συνουσία, αλλά και στην περίπτωση που σκοπήθηκε η συνουσία, αν τελέσθηκαν άλλες πράξεις που αυτοτελώς θεωρούμενες αποτελούν ασέλγεια, υπάρχει ολοκληρωμένο έγκλημα βιασμού και αν ακόμη δεν συντελέσθηκε η ικανοποίηση της ορμής του δράστη. Για την απόπειρα πρέπει να υπάρχει αρχή εκτελέσεως ήτοι έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής άμεσου και σπουδαίου κινδύνου, με τον σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία όμως δεν πραγματώθηκε από άλλα περιστατικά τυχαία και ανεξάρτητα από την θέληση του δράστη (Μιχ. Μαργαρίτη Ποιν. Κωδ. υπ'αρ. 336 σελ. 908, ΑΠ 1190/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1490, Γάφου Ειδ.Ποιν. Τεύχος Ε σελ. 8 επ., Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ'αρ. 336 σελ. 869). IV) Στην υπό κρίση περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2420/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το εν λόγω Συμβούλιο, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών (Συμβ. Α.Π. 2168/2005 Π.Δ/σύνη 2006/732, Συμβ. Α.Π. 1608/2005 Π.Χρ. ΝΒ/623) έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση ως και το αίτημα αυτοπροσώπως εμφανίσεως δεχθέν ότι: Στην προκειμένη περίπτωση, μετά από στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, και ειδικότερα της έγκλησης, των μαρτυρικών καταθέσεων, της απολογίας και των υπομνημάτων του κατηγορούμενου, και των λοιπών εγγράφων που περιέχovται σ' αυτήν, προκύπτουν κατά τη γνώμη μας, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Την 30-4-2005 και περί ώρα 00.05 η Ψ1 , επέστρεφε στην οικία της μετά από επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει σε φιλικό της πρόσωπο .Καθώς ανέβαινε το σκαλοπάτια για να εισέλθει στην πυλωτή της πολυκατοικίας όπου διέμενε αφοί είχε μπει από την είσοδο που βρίσκεται επί της παρακείμενης οδού ..... αισθάνθηκε αιφνιδίως ένα δυνατό κτύπημα στο πρόσωπο της, χωρίς να έχει αντιληφθεί μέχρι την στιγμή εκείνη, ότι στο σημείο αυτό υπήρχε κάποιο άτομο Αμέσως έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος από όπου είχε δεχθεί το χτύπημα και διέκρινε καθαρά το πρόσωπο ενός άνδρα ηλικίας περίπου πενήντα πέντε χρονών, με κοντά γκρίζα μαλλιά που φορούσε τζιν παντελόνι με μπεζ πουλόβερ. Την ίδια στιγμή ο άνδρας χρησιμοποίησε σωματική βία αρπάζοντας την από τα μαλλιά επιχείρησε να της βγάλει την μπλούζα που φορούσε τραβώντας την με δύναμη προς τα πάνω προκειμένου να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της παρά την θέληση της. Η πρόθεση του να ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του, εκδηλώθηκε και από τις διάφορες φράσεις που τις απηύθυνε, καθώς και από την φράση "θέλω να σε γαμήσω". Η παθούσα η οποία αιφνιδιάσθηκε από την απρόσμενη αυτή επίθεση που δέχθηκε επιχείρησε να διαφύγει προς τον δρόμο τρέχοντας αφού ο δράστης της έκλεινε την είσοδο προς την πολυκατοικία εξακολουθώντας να την τραβάει από τα μαλλιά. Εν τέλει κατόρθωσε να τον αποφύγει βγαίνοντας στο δρόμο και φωνάζοντας "βοήθεια, κλέφτης, βιαστής".Τότε αντελήφθη το άγνωστο άτομο να εξέρχεται από το σημείο που είχε βγει αυτή λίγα λεπτά πριν και να τρέχει προς την οδό ..... με κατεύθυνση προς την ...... Τις φωνές της αντιλήφθηκαν οι γονείς της και η αδελφή της που πετάχτηκαν έξω από το σπίτι, και είδαν την παθούσα πολύ ταραγμένη να τους υποδεικνύει τον άγνωστο άνδρα που απομακρυνόταν τρέχοντας προς την ......., εξηγώντας τους πως είχε αποπειραθεί να την βιάσει. Αμέσως ο πατέρας της Γ3 και η αδελφή της Γ4 επιβιβάσθηκαν στο όχημα τους και αφού εντόπισαν κι ακολούθησαν το δράστη σε παράδρομο της Λεωφόρου ......., τον ακινητοποίησαν και κάλεσαν την Αστυνομία. Μάλιστα ο κατηγορούμενος όταν κατάλαβε πως τον παρακολουθούσαν, τάχυνε το βήμα του και ο Γ3 αναγκάσθηκε να τον καταδιώξει και να τον κτυπήσει στο πρόσωπο προκειμένου να τον συλλάβει διότι ο δράστης επιχείρησε να ξεφύγει χτυπώντας τον με γροθιές. Στο σημείο της σύλληψης κατέφθασε και ο θείος της παθούσας Γ2 με τον γείτονα τους Δ1, και βοήθησαν στη σύλληψη του δράστη. Στην από 30-4-2005 ένορκη κατάθεση της ενώπιον προανακριτικών υπαλλήλων του Τμήματος Ασφαλείας Αλίμου καθώς επίσης στην από 3-5-2005 έκθεση ανωμοτί εξέτασης και στην έκθεση κατ' αντιπαράσταση εξέτασης ενώπιον του Ανακριτού του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος, η παθούσα Ψ1 ανεγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το δράστη της σε βάρος της απόπειρας βιασμού, αναφέρει δε ότι τον παρατήρησε πολύ καλά διότι αυτός είχε βγει μπροστά της στις σκάλες και υπήρχε στο δρόμο καλός δημοτικός φωτισμός. Εξάλλου η βασιμότητα των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων ενισχύεται από την υπ'αριθμ. ...... ιατροδικαστική έκθεση η οποία αναφέρει: Πολλαπλές υποσημαινόμενες γραμμοειδείς μικροεκδορές στην πρόσθια και πλάγια έσω επιφάνεια της μεσότητας και του κάτω τριτημορίου του δεξιού αντιβραχίου, διάχυτες μυαλγίες σώματος και άλγος στην έσω γωνία των οφθαλμικών κόγχων. Εκ της τελευταίας προκύπτει η άσκηση σωματικής βίας από, τον κατηγορούμενο, ο οποίος χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις επιχείρησε να εξουδετερώσει κάθε αντίσταση του θύματος για να έλθει στη συνέχεια σε εξώγαμη συνουσία μαζί της. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι πλησίασε και ακούμπησε την παθούσα, ισχυρίζεται. δε ότι βρισκόταν στο σημείο εκείνο από ώρα 23.00 και είχε φροντίσει να περιμένει κρυμμένος στην πυλωτή της πολυκατοικίας επί της οδού ......, για να παρακολουθήσει την πρώην σύντροφο του Ζ1 που θα επέστρεφε με τον φίλο της, ο οποίος διέμενε σε παρακείμενη πολυκατοικία επί της οδού ......, του οποίου το όνομα δε γνώριζε. Σκοπός του ήταν να βεβαιωθεί πως είχε συνάψει νέα σχέση για να παύσει πλέον να την ενοχλεί. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι όταν η παθούσα τον αντίκρισε τον ρώτησε αρχικά ποιος είναι και μετά συνέχισε να φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση δίχως να αιτιολογεί ποιος ήταν ο λόγος που εν τω μεταξύ την ανάγκασε να βάλει τις φωνές τρομαγμένη, ενώ αρχικά του είχε μιλήσει ευρισκόμενη σε ηρεμία. Στην συνέχεια αναφέρει πως προτίμησε να τραπεί σε φυγή πιστεύονταν πως ήταν αδύνατο να την ηρεμήσει αλλά και επειδή φοβόταν την αντίδραση του φίλου της πρώην φίλης του. Οι ισχυρισμοί αυτοί του εκκαλούντα, δεν είναι πειστικοί και καταρρίπτονται από τις καταθέσεις της παθούσας, ενώπιον του Ανακριτού, που λέγει πως ο δράστης απομακρύνθηκε τρέχοντας προς τον δρόμο μόλις αντιλήφθηκε τους οικείους της που είχαν βγει στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, στον 4ο όροφο όπου διαμένει αναστατωμένοι από τις φωνές της, προφανώς για να αποφύγει τη σύλληψη, και από την ιατροδικαστική έκθεση που πιστοποιεί την άσκηση σωματικής βίας σε βάρος της παθούσας. Επίσης ο εκκαλών δεν εξηγεί πειστικά το λόγο που τον εξανάγκασε να επιταχύνει το βήμα του κι όταν αντιλήφθηκε ότι τον καταδιώκουν ,ενώ είχε την δυνατότητα να σταματήσει και να εξηγήσει τι είχε συμβεί δεδομένου ότι το σημείο που ακινητοποιήθηκε από τον πατέρα της παθούσης απείχε σημαντικά από την πολυκατοικία όπου διέμενε ο φίλος της πρώην συντρόφου του και δεν υπήρχε πλέον φόβος αρνητικής αντίδρασης από τον τελευταίο. Οι ένορκες καταθέσεις μαρτύρων υπερασπίσεως που δόθηκαν κατά το στάδιο της κυρίας ανακρίσεως δεν προσθέτουν στοιχεία που να αναιρούν τις παραπάνω διαπιστώσεις, αλλά κάνουν λόγο μόνο για τον χαρακτήρα του δράστη ως επαγγελματία και οικογενειάρχη. Όμως και οι μαρτυρίες αυτές περί καλού χαρακτήρα και καλού οικογενειάρχη, διαψεύδονται από τον ίδιο τον εκκαλούντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι παρακολουθούσε κρυφά την πρώην φίλη του για να διαπιστώσει εάν είχε σχέσεις με άλλο πρόσωπο γεγονός που φανερώνει όχι καλό χαρακτήρα και όχι καλό οικογενειάρχη. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντα ότι η πράξη του στοιχειοθετεί το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί αφού ο εκκαλών, δεν προσπάθησε με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις να προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια της παθούσας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, όπως προβλέπει το άρθρο 337 ΠΚ που περιγράφει και στοιχειοθετεί το έγκλημα αυτό, αλλά προσπάθησε με τη χρήση σωματικής βίας να εξαναγκάσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία, πράξεις που στοιχειοθετούν το έγκλημα της απόπειρας βιασμού. Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος είχε εντοπίσει την κοπέλα, δεδομένου ότι ελάχιστα μέτρα από την οικία της υπάρχει σταθμός αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, (πιάτσα ταξί) όπου κι ο ίδιος σύχναζε λόγω του επαγγέλματος του ως οδηγός ταξί, την ανέμενε μέσα στη νύχτα κρυμμένος στην είσοδο της οικίας της, επιλέγοντας τις κατάλληλες συνθήκες για να της επιτεθεί όταν θα επέστρεφε μόνη και με αυτόν τον τρόπο να την αιφνιδιάσει κάμπτοντας κάθε αντίδραση της και να επιτύχει τους σκοπούς του, όταν δε αυτή ήλθε στην πολυκατοικία, επιχείρησε τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις, πλην όμως δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον σκοπό του, αφού η παθούσα προέβαλε σθεναρή αντίσταση που τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή, για να αποφύγει τις συνέπειες της πράξεως του. Οι πράξεις αυτές του εκκαλούντα στοιχειοθετούν πλήρως το έγκλημα της απόπειρας βιασμού που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 42, 336 ΠΚ, με το οποίο κατηγορείται, συνεπώς προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1ε και 313 ΚΠΔ, και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, που τον παράπεμψε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, το οποίο θα ορισθεί αρμοδίως, να δικαστεί για την πράξη αυτή, καλώς έπραξε και η έφεση του ανωτέρω, που υποστηρίζει τα αντίθετα, σφάλει και πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσία. Ο εκκαλών με την από 11-10-2007 αίτησή του ζητά να παραστεί στο Συμβούλιό σας να παράσχει διευκρινίσεις επί των ισχυρισμών που όμως ο εκκαλών με την έφεσή του, την απολογία του και τα υπομνήματά του διευκρίνισε πλήρως τους ισχυρισμούς του και δεν υπάρχει λόγος άλλων διασαφήσεων και πρέπει να απορριφθεί η αίτησή του. V) Με τις άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθ' όσον με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο πράξη της απόπειρας βιασμού, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα εν λόγω περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο. Ειδικότερα: Εκθέτει τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία, υπομνήματα κατηγορουμένου), χωρίς να είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά ούτε η αξιολογική τους συσχέτιση ενόψει και της διατάξεως του αρ. 177 Κ.Π.Δ. που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως (Συμβ. Α.Π. 550/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1087), κρισιολογεί και περιγράφει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και ιδίως ότι ο κατηγορούμενος την 30-4-05 και περί ώρα 00.05' στον...... Αττικής έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα του βιασμού δηλ. με σωματική βία να εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία, επεχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του αποφασισθέντος κακουργήματος, αλλά η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε λόγω εμποδίων εξωτερικών, έτσι καθ ον χρόνο η παθούσα Ψ1 επέστρεφε στην οικία της στην πολυκατοικία επί της οδού ..... και ετοιμαζόταν να εισέλθει ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε, τον έπιασε από τα μαλλιά, την χτύπησε στο πρόσωπο προξενώντας κακώσεις, επεχείρησε να της αφαιρέσει την μπλούζα τραβώντας την προς τα πάνω λέγοντάς της "θέλω να σε γαμήσω" προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να την εξαναγκάσει με βία και παρά την θέλησή της να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί του με σκοπό την διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του (Α.Π. 517/2000 Π.Χρ. Ν/213 Συμβ. Α.Π. 571/2003 Π.Δ/σύνη 2003/1019). Όμως δεν ολοκλήρωσε την πράξη του από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς του και δη εξ αιτίας του ότι η παθούσα αφ' ενός αντιστάθηκε, αφ' ετέρου εκάλεσε σε βοήθεια τους οικείους της αναγκάζοντας έτσι τον κατηγορούμενο να τραπεί σε φυγή. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά στις σχετικές διατάξεις των άρ. 42 §1, 336 §1 Π.Κ. (Α.Π. 1190/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1490) τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, αναφέρεται σε καταθέσεις μαρτύρων προς στήριξη της παραπεμπτικής του κρίσεως και αντικρούει με ειδικές σκέψεις τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου και των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι δε αιτιάσεις που προβάλλονται στην αίτηση αναιρέσεως σελ. 4,5 αποτελούν αναλύσεις και κρίσεις επί καταθέσεων μαρτύρων που άπτονται της επί της ουσίας ανέλεγκτης κρίσεως του Συμβουλίου Εφετών. Εις το προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορούμενου ενώπιον του συμβουλίου, διότι με την απολογία, την έφεση και τα υπομνήματά του διευκρίνισε πλήρως τους ισχυρισμούς του και δεν υπήρχε λόγος άλλων διασαφήσεων. Επίσης (καίτοι δεν διετυπώθη σαφής αναιρετικός λόγος) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση, εξηγεί αιτιολογημένα το αβάσιμο των ισχυρισμών του κατηγορούμενου περί εφαρμογής του αρ. 337 Π.Κ., διότι δεν προσπάθησε με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις να προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια της παθούσας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, αλλά προσπάθησε με την χρήση σωματικής βίας να εξαναγκάσει αυτήν σε εξώγαμη συνουσία, που στοιχειοθετεί το έγκλημα της απόπειρας βιασμού. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω α) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 294/3-12-2007 αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ1 , δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά του υπ' αρ. 2420/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 22-2-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 294/3 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 2420/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 3214/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της απόπειρας βιασμού, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ.α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Από τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνομένη στην ικανοποίηση ή τη διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στην συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό της προαναφερθείσης διατάξεως με εκείνη του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, η οποία οριοθετώντας την έννοια της απόπειρας του εγκλήματος ορίζει ότι όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (παρ. 83 ΠΚ), προκύπτει ότι, αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος του βιασμού αποτελεί ή έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου με σκοπό να εξαναγκασθεί κάποιο πρόσωπο σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία τελικώς δεν πραγματώνεται από περιστατικά τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη. Για να υπάρξει απόπειρα πρέπει να μη έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: "Την 30-4-2005 και περί ώρα 00.05 η Ψ1, επέστρεφε στην οικία της, μετά από επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει σε φιλικό της πρόσωπο. Καθώς ανέβαινε το σκαλοπάτια, για να εισέλθει στην πυλωτή της πολυκατοικίας, όπου διέμενε, αφού είχε μπει από την είσοδο που βρίσκεται επί της παρακείμενης οδού ......., αισθάνθηκε αιφνιδίως ένα δυνατό κτύπημα στο πρόσωπο της, χωρίς να έχει αντιληφθεί μέχρι την στιγμή εκείνη, ότι στο σημείο αυτό υπήρχε κάποιο άτομο. Αμέσως, έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος από όπου είχε δεχθεί το χτύπημα και διέκρινε καθαρά το πρόσωπο ενός άνδρα ηλικίας, περίπου πενήντα πέντε χρονών, με κοντά γκρίζα μαλλιά που φορούσε τζιν παντελόνι με μπεζ πουλόβερ. Την ίδια στιγμή ο άνδρας χρησιμοποίησε σωματική βία, αρπάζοντας την από τα μαλλιά επιχείρησε να της βγάλει την μπλούζα που φορούσε, τραβώντας την με δύναμη προς τα πάνω προκειμένου να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της παρά την θέληση της. Η πρόθεση του να ικανοποιήσει την γενετήσια επιθυμία του, εκδηλώθηκε και από τις διάφορες φράσεις που τις απηύθυνε, καθώς και από την φράση "θέλω να σε γαμήσω". Η παθούσα η οποία αιφνιδιάσθηκε από την απρόσμενη αυτή επίθεση που δέχθηκε, επιχείρησε να διαφύγει προς τον δρόμο, τρέχοντας αφού ο δράστης της έκλεινε την είσοδο προς την πολυκατοικία, εξακολουθώντας να την τραβάει από τα μαλλιά. Εν τέλει, κατόρθωσε να τον αποφύγει βγαίνοντας στο δρόμο και φωνάζοντας "βοήθεια, κλέφτης, βιαστής". Τότε, αντελήφθη το άγνωστο άτομο να εξέρχεται από το σημείο που είχε βγει αυτή λίγα λεπτά πριν και να τρέχει προς την οδό .... με κατεύθυνση προς την ....... Τις φωνές της αντιλήφθηκαν οι γονείς της και η αδελφή της, που πετάχτηκαν έξω από το σπίτι, και είδαν την παθούσα πολύ ταραγμένη να τους υποδεικνύει τον άγνωστο άνδρα που απομακρυνόταν τρέχοντας προς την ......, εξηγώντας τους πως είχε αποπειραθεί να την βιάσει. Αμέσως, ο πατέρας της Γ3, και η αδελφή της Γ4 επιβιβάσθηκαν στο όχημα τους, και αφού εντόπισαν κι ακολούθησαν το δράστη σε παράδρομο της Λεωφόρου ......, τον ακινητοποίησαν και κάλεσαν την Αστυνομία. Μάλιστα ο κατηγορούμενος, όταν κατάλαβε πως τον παρακολουθούσαν, επιτάχυνε το βήμα του και ο Γ3, αναγκάσθηκε να τον καταδιώξει και να τον κτυπήσει στο πρόσωπο, προκειμένου να τον συλλάβει διότι ο δράστης επιχείρησε να ξεφύγει χτυπώντας τον με γροθιές. Στο σημείο της σύλληψης κατέφθασε και ο θείος της παθούσας Γ2 με τον γείτονα τους Δ1, και βοήθησαν στη σύλληψη του δράστη. Στην, από 30-4-2005, ένορκη κατάθεση της ενώπιον προανακριτικών υπαλλήλων του Τμήματος Ασφαλείας Αλίμου, καθώς, επίσης, στην από 3-5-2005 έκθεση ανωμοτί εξέτασης και στην έκθεση κατ' αντιπαράσταση εξέτασης ενώπιον του Ανακριτού του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος, η παθούσα Ψ1, ανεγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το δράστη της σε βάρος της απόπειρας βιασμού, αναφέρει δε ότι τον παρατήρησε πολύ καλά, διότι αυτός είχε βγει μπροστά της στις σκάλες και υπήρχε στο δρόμο καλός δημοτικός φωτισμός. Εξάλλου, η βασιμότητα των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων ενισχύεται από την υπ'αριθμ....... ιατροδικαστική έκθεση η οποία αναφέρει: Πολλαπλές υποσημαινόμενες γραμμοειδείς μικροεκδορές στην πρόσθια και πλάγια έσω επιφάνεια της μεσότητας και του κάτω τριτημορίου του δεξιού αντιβραχίου, διάχυτες μυαλγίες σώματος και άλγος στην έσω γωνία των οφθαλμικών κόγχων. Εκ της τελευταίας προκύπτει η άσκηση σωματικής βίας από, τον κατηγορούμενο, ο οποίος χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις επιχείρησε να εξουδετερώσει κάθε αντίσταση του θύματος για να έλθει στη συνέχεια σε εξώγαμη συνουσία μαζί της. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι, πλησίασε και ακούμπησε την παθούσα, ισχυρίζεται δε ότι βρισκόταν στο σημείο εκείνο από ώρα 23.00 και είχε φροντίσει να περιμένει κρυμμένος στην πυλωτή της πολυκατοικίας επί της οδού ......, για να παρακολουθήσει την πρώην σύντροφο του Ζ1 που θα επέστρεφε με τον φίλο της, ο οποίος διέμενε σε παρακείμενη πολυκατοικία επί της οδού ......, του οποίου το όνομα δε γνώριζε. Σκοπός του ήταν να βεβαιωθεί πως είχε συνάψει νέα σχέση για να παύσει πλέον να την ενοχλεί. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι όταν η παθούσα τον αντίκρισε τον ρώτησε αρχικά ποιος είναι, και μετά συνέχισε να φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση, δίχως να αιτιολογεί ποιος ήταν ο λόγος, που εν τω μεταξύ την ανάγκασε να βάλει τις φωνές τρομαγμένη, ενώ αρχικά του είχε μιλήσει ευρισκόμενη σε ηρεμία. Στην συνέχεια αναφέρει πως προτίμησε να τραπεί σε φυγή πιστεύονταν πως ήταν αδύνατο να την ηρεμήσει, αλλά και επειδή φοβόταν την αντίδραση του φίλου της πρώην φίλης του. Οι ισχυρισμοί αυτοί του εκκαλούντα, δεν είναι πειστικοί και καταρρίπτονται από τις καταθέσεις της παθούσας, ενώπιον του Ανακριτού, που λέγει πως ο δράστης απομακρύνθηκε τρέχοντας προς τον δρόμο μόλις αντιλήφθηκε τους οικείους της, που είχαν βγει στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, στον 4ο όροφο όπου διαμένει αναστατωμένοι από τις φωνές της, προφανώς για να αποφύγει τη σύλληψη, και από την ιατροδικαστική έκθεση που πιστοποιεί την άσκηση σωματικής βίας σε βάρος της παθούσας. Επίσης, ο εκκαλών δεν εξηγεί πειστικά το λόγο που τον εξανάγκασε να επιταχύνει το βήμα του κι όταν αντιλήφθηκε ότι, τον καταδιώκουν, ενώ είχε την δυνατότητα να σταματήσει και να εξηγήσει τι είχε συμβεί, δεδομένου ότι το σημείο που ακινητοποιήθηκε από τον πατέρα της παθούσης, απείχε σημαντικά από την πολυκατοικία, όπου διέμενε ο φίλος της πρώην συντρόφου του και δεν υπήρχε πλέον φόβος αρνητικής αντίδρασης από τον τελευταίο. Οι ένορκες καταθέσεις μαρτύρων υπερασπίσεως, που δόθηκαν κατά το στάδιο της κυρίας ανακρίσεως δεν προσθέτουν στοιχεία που να αναιρούν τις παραπάνω διαπιστώσεις, αλλά κάνουν λόγο μόνο για τον χαρακτήρα του δράστη ως επαγγελματία και οικογενειάρχη. Όμως, και οι μαρτυρίες αυτές περί καλού χαρακτήρα και καλού οικογενειάρχη, διαψεύδονται από τον ίδιο τον εκκαλούντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι παρακολουθούσε κρυφά την πρώην φίλη του, για να διαπιστώσει εάν είχε σχέσεις με άλλο πρόσωπο γεγονός που φανερώνει όχι καλό χαρακτήρα και όχι καλό οικογενειάρχη. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντα, ότι η πράξη του στοιχειοθετεί το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί αφού ο εκκαλών, δεν προσπάθησε με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις να προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια της παθούσας στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, όπως προβλέπει το άρθρο 337 ΠΚ που περιγράφει και στοιχειοθετεί το έγκλημα αυτό, αλλά προσπάθησε με τη χρήση σωματικής βίας να εξαναγκάσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία, πράξεις που στοιχειοθετούν το έγκλημα της απόπειρας βιασμού. Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος είχε εντοπίσει την κοπέλα, δεδομένου ότι ελάχιστα μέτρα από την οικία της υπάρχει σταθμός αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, (πιάτσα ταξί) όπου κι ο ίδιος σύχναζε λόγω του επαγγέλματος του, ως οδηγός ταξί, την ανέμενε μέσα στη νύχτα κρυμμένος στην είσοδο της οικίας της, επιλέγοντας τις κατάλληλες συνθήκες για να της επιτεθεί, όταν θα επέστρεφε μόνη και με αυτόν τον τρόπο να την αιφνιδιάσει κάμπτοντας κάθε αντίδραση της και να επιτύχει τους σκοπούς του, όταν δε αυτή ήλθε στην πολυκατοικία, επιχείρησε τις ως άνω αναφερόμενες πράξεις, πλην όμως δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον σκοπό του, αφού η παθούσα προέβαλε σθεναρή αντίσταση που τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή, για να αποφύγει τις συνέπειες της πράξεως του. Οι πράξεις αυτές του εκκαλούντα, στοιχειοθετούν πλήρως το έγκλημα, της απόπειρας βιασμού που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 42, 336 ΠΚ, με το οποίο κατηγορείται, συνεπώς προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1ε και 313 ΚΠΔ, και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, που τον παράπεμψε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, το οποίο θα ορισθεί αρμοδίως, να δικαστεί για την πράξη αυτή, καλώς έπραξε και η έφεση του ανωτέρω, που υποστηρίζει τα αντίθετα, σφάλει και πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσία". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας βιασμού για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, ο Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή, καθολική αναφορά, στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 30-4-2005, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το αδίκημα του βιασμού, με τη χρήση σωματικής βίας, επεχείρησε να εξαναγκάσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία, χωρίς όμως, να ολοκληρώσει την προσπάθειά του, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του. Συγκεκριμένα, ενώ η παθούσα, πλησίαζε την, επί της οδού ......, κείμενη οικία της, και ετοιμαζόταν να εισέλθει σ' αυτήν, ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν στην πυλωτή της ως άνω πολυκατοικίας, της επιτέθηκε και στη συνέχεια, αφού την έπιασε από τα μαλλιά της, την χτύπησε στο πρόσωπο, προκαλώντας της, σωματικές κακώσεις, που διαπιστώθηκαν ιατρικά. Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος δεν περιορίστηκε μόνο στις ενέργειες αυτές, αλλά προσπάθησε στη συνέχεια να της αφαιρέσει την μπλούζα που φορούσε, ενώ ταυτόχρονα της απηύθυνε την προσβλητική φράση "θέλω να σε γαμήσω". Πρόθεση του κατηγορουμένου, η οποία σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος αιτιολογείται, ήταν να την εξαναγκάσει, να έλθει μετ' αυτού σε εξώγαμη συνουσία, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, η οποία, όμως, δεν ολοκληρώθηκε, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, από λόγους εξωτερικούς, γιατί η παθούσα, πρόβαλε αντίσταση, ενώ ταυτόχρονα αυτή καλούσε σε βοήθεια τους οικείους της, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να τραπεί σε φυγή και καταδιωκόμενος, στη συνέχεια από τους οικείους της, να συλληφθεί. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο περιεχόμενος στην κρινόμενη αίτηση, μοναδικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο, ο αναιρεσείων, αιτιάται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι δεν λήφθηκε υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκε, η, από 4-5-2005, ένορκη κατάθεση ενώπιον του τακτικού Ανακριτή, της μάρτυρος Γ1, είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα, άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (476, και 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 3-12-2007 και με αριθμό 294/2007, αίτηση του χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 2420/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος για απόπειρα βιασμού, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βιασμός.
0
Αριθμός 1578/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1362/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 93/15-2-08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 465 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1, στοιχ α' και 484 παρ. 1 στοιχ δ' του ιδίου κωδικός και εμπροθέσμως, κατ' αρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ, αφού η ημερομηνία ασκήσεως της, αρχίζει από την επίδοσιν του προσβαλλόμενου βουλεύματος στον αντίκλητον του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι η προς τον τελευταίο επίδοσης εγένετο δια θυροκολλήσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Χρυσάνθης Τσιμπινού, δυνάμει της από 17-7-2007 εξουσιοδοτήσεως με αριθ. 153/18-7-2007 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ' αριθ. 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι. Δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθ 3497/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη αυτός δια να δικασθεί α) δι' απάτην κατ'εξακολούθησην, εκ της το περιουσιακόν όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) δι' έκδοσιν ακαλύπτου επιταγής κατ' εξακολούθηση. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων προβάλλων τον εκ του άρθρ 484 παρ. 1 στοιχ δ' Κ.Π.Δ λόγον αναιρέσεως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. II. Κατά το άρθρ 386 παρ. 1 ΠΚ, ως αντικ δ' άρθρ 14 παρ. 4 ν. 2721/99, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώση παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθη είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους β) εν γνώση παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγός αιτία, παρεπλανήθη κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, κατά το αστικό δίκαιο, η οποία να τελεί εις αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς τον σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως την διαγράφει ο νόμος. Συνεπώς για την συντέλεση αυτού πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφ' ετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παρεπείσθη ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στον παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν εις το μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως ο τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται εις τον παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω κατά την παρ. 3 του ιδίου ως άνω άρθρου, η πράξη της απάτης προσλαμβάνει κακουργηματικόν χαρακτήρα και επιβάλλεται κάθειρξις μέχρι δέκα ετών α).....και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ 266/2006 Ποιν. Χρ ΝΣΤ σελ. 813, ΑΠ 858/2004 Ποιν Χρ ΝΕ' σελ 322, ΑΠ 692/2000 Ποιν Χρ ΝΑ' σελ 47. Περαιτέρω, από το άρθρο 98 Π.Κ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χωριστά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προ εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης κατά το άρθ 386 Π.Κ, τότε μόνον θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεση τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθησιν τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθη από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο, η επιδιωκόμενη πλάνη, εξ αιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 641/2003 Ποιν Χρ ΝΔ'σελ 136). Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρ 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ δ' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ' όψιν του και αξιολόγησε το Συμβούλιο (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία του κατηγορουμένου), χωρίς να απαιτείται αναλυτικά παράθεση τους και να μνημονεύεται τί προέκυψε από το κάθε ένα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 572/2005 Ποιν Λογ 2005 σελ 521 ΑΠ 385/2006 Ποιν Χρ ΝΣΤ'σελ 902, ΑΠ 1013/2005 Ποιν Χρ ΝΣΤ'σελ 124). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ύστερα από εκτίμηση "των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση που ακολούθησε και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου" εδέχθη ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εις βάρος του κατηγορούμενου για την πράξιν της απάτης από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ καθώς και εκείνης της υπό του κατηγορουμένου εκδόσεως εννέα επιταγών εις διαταγήν της εγκαλούσης ομορρύθμου εταιρείας, κατά την εμφάνισιν προς πληρωμή των οποίων δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια εις τους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις νομικές σκέψεις και συλλογισμούς της υπαγωγής τούτων στις οικείες διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ρητώς αναφέρεται και παραπέμπει εις όσα εκτίθενται εις την ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση. Έτσι εις την πρόταση του εισαγγελέα του προσβαλλόμενου ως άνω βουλεύματος, μεταξύ πολλών άλλων που αφορούν όλες τις αξιόποινες πράξεις, εκτίθενται και τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος διατηρούσε κατάστημα πώλησης ποτών (κάβα ποτών) επί της λεωφόρου ....εις τα ...... Αττικής με την επωνυμία "....". Για την εξυπηρέτηση του καταστήματος του αυτού συνεργαζόταν επί οκτώ περίπου μήνες με την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... Ο.Ε", από την οποία επρομηθεύετο προϊόντα οίνου και ποτών πληρώνοντας την αξία τους με επιταγές, που ήτο πληρωτέες σε μικρό χρονικό διάστημα από την έκδοση τους. Από το μήνα Αύγουστο όμως του έτους 2003, αφού είχε κερδίσει και την εμπιστοσύνη της εγκαλούσας από την προηγηθείσα συνεργασία τους, εζήτησε να ανοίξουν "το πλαφόν" της συνεργασίας τους με την προμήθεια εμπορευμάτων σε μεγαλύτερες ποσότητες και πίστωση μεγαλύτερης διάρκειας εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές. Προς τούτο διαβεβαίωσε ο ίδιος προσωπικά τον νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσης Γ1, ότι πρόσφατα ηγόρασε ένα διαμέρισμα στα ....- Αττικής και ότι εξ αιτίας της αγοράς αυτής, είχε μια εντελώς πρόσκαιρη οικονομική στενότητα. Τον διαβεβαίωσε επίσης ότι η επιχείρηση του πήγαινε πολύ καλά και ότι ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων είχε κλείσει πολλές συμφωνίες με διάφορες εταιρείες για την αποστολή "καλαθιών" εις πελάτες του, από τις οποίες και θα απεκόμιζε σημαντικά ποσά για να εξοφλήσει τις προς αυτήν υποχρεώσεις του, ότι ο ίδιος ήτο φερέγγυος και γνωστός στην αγορά για το καλό του όνομα και, τέλος, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε η εγκαλούσα να εγγράψει υποθήκη επί του αγορασθέντος ως άνω διαμερίσματος. Έτσι ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης, πεισθείς από τις ως άνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ως προς τη φερεγγυότητα του, εδέχθη τους όρους της προτεινόμενης συνεργασίας εις εκτέλεση της οποίας επώλησε για λογαριασμό της εγκαλούσης και παρέδωσε εις τον κατηγορούμενον διαδοχικά μέχρι το μήνα Νοέμβριο του έτους 2003 διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ με πίστωση, εις εξόφληση των οποίων έλαβε τις παρακάτω επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος εις διαταγήν της εγκαλούσης στην Αθήνα και τα Βριλήσσια ως εξής: 1) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 7.703,08 ευρώ 2) την υπ' αριθ .... επιταγή της τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 3) την υπ' αριθ ... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 20.000 ευρώ 4) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 5) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 15.000 ευρώ 6) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 7)την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 8) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ και 9) την υπ' αριθ...... επιταγή της Τράπεζας HSBC ποσού 15.000 ευρώ. Από τις παραπάνω επιταγές, η δεύτερη, τέταρτη και έβδομη (υπ1 αριθ ...., .... και ...), ποσού 15.000, 25.000 και 25.000 ευρώ, αντίστοιχα, μεταβιβάσθηκαν από την εγκαλούσα λόγω ενεχύρου στην τράπεζα "EFG Eurobank, Εργασίας ΑΕ" και η πέμπτη και όγδοη ( υπ' αριθ .... και ....) ποσού 15.000 και 20.000 ευρώ, αντίστοιχα μεταβιβάσθηκαν ομοίως, λόγω ενεχύρου στην "ALFA τράπεζα ΑΕ". Οι μεταβιβασθείσες ως άνω επιταγές συνολικού ποσού 100.000 ευρώ (15.000+25.000+15.000+20.000), δεν πληρώθηκαν, όταν ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα στις 5-1-2004, 14-1-2004, 22-1-2004, 15-1-2004, και 26-1-2004, αντίστοιχα προς πληρωμή, όπως διεπιστώθη, μέσω του μηχανογραφικού κέντρου και εβεβαιώθη εις το σώμα τους από τις κομίστριες τράπεζες, κατά ρητή εξουσιοδότηση των τραπεζών επί των οποίων ετηρούντο οι αντίστοιχοι λογαριασμοί. Τις επιταγές αυτές εξόφλησε στην συνέχεια η εγκαλούσα στις δύο ως άνω κομίστριες τράπεζες και ανέλαβε το σώμα τους. Επίσης δεν επληρώθησαν, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν οι υπ' αριθ ..., ...., .... και ..... επιταγές (πρώτη, τρίτη, έκτη και ένατη) ποσού 7.703,08, 20.000, 15.000 και 15.000 ευρώ αντίστοιχα η κάθε μία, οι οποίες ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 5-1-2004 οι δύο πρώτες και 9-1-2004 οι λοιπές, όπως βεβαιώνεται στο σώμα τους από τις πληρώτριες τράπεζες Εθνική και HSBC. Τις παραπάνω επιταγές εξέδωσε ο κατηγορούμενος μολονότι εγνώριζε, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών όσο και καθ 'όλο το χρονικό διάστημα, μέχρι την εμφάνιση τους προς πληρωμή, ότι δεν υπήρχαν στους αντίστοιχους λογαριασμούς του διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους, έπραξε δε τούτο με αποκλειστικό σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος παράνομα, κατά το συνολικό ποσό που οι επιταγές αντιπροσώπευαν, ζημιώνοντας αντίστοιχα την εγκαλούσα. Τούτο δε συνάγεται και από το γεγονός ότι λίγο μετά την έκδοση τους και συγκεκριμένα την 23-12-2003 έκλεισε αιφνιδιαστικά το κατάστημα του, αφού πρώτα μετέφερε σε άγνωστο μέρος αρκετά από τα εμπορεύματα του και εξηφανίσθη (βλ την από 7-10-2004 προανακριτική κατάθεση του Γ1 και την από 12-10-2004 κατάθεση του μάρτυρα Ζ1 ενώπιον του Ανακριτού). Από την έρευνα δε που επηκολούθησε στην συνέχεια εκ μέρους της εγκαλούσης διεπιστώθη ότι όλες οι διαβεβαιώσεις του κατηγορούμενου προς την εγκαλούσα, που προηγήθηκαν της έκδοσης των υπ' όψιν επιταγών, ήτο ψευδείς. Συγκεκριμένα διεπιστώθη, ότι η επιχείρηση του κατηγορουμένου δεν ήτο οικονομικά ανθηρή, αλλ' αντιθέτως αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τρίτους, δεν υπήρχε ευρύς κύκλος συναλλαγών, αφού δεν είχε συνάψει συμφωνίες για την πώληση "καλαθιών" κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, όπως απεδείχθη από το κλείσιμο της επιχείρησης του τις παραμονές των εορτών, ουδέποτε αγόρασε διαμέρισμα στα ... και ο ίδιος δεν ήτο φερέγγυο πρόσωπο, καθώς είχε αθετήσει υποχρεώσεις του κατά τον ίδιο τρόπο και με άλλους προμηθευτάς τους εις το παρελθόν (βλ. την από 11-5-2004 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Γ1). Στις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις προέβη ο κατηγορούμενος προκειμένου να άρει τις επιφυλάξεις που διετύπωσε ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης Γ1 και να πεισθεί να του παραδώσει εμπόρευμα σε μεγάλες ποσότητες, με μεγαλύτερη από το παρελθόν πίστωση χρόνου, έναντι μεταχρονολογημένων επιταγών, που εξαρχής δεν σκόπευε να πληρώσει, γεγονός που επέτυχε, αφού η εγκαλούσα δια του εκπροσώπου της, πεισθείσα για την φερεγγυότητα του, του παρέδωσε, όπως εξετέθη από τον Αύγουστο έως και τον Νοέμβριο του έτους 2003 εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ. Με αυτά όμως που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, εστέρησε την απόφαση του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης ετελέσθη κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ή μήπως συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ' εξακολούθησιν τελέσεως της απάτης. Επομένως, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ δ' Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά την διαλαμβανόμενη στην αίτηση αναιρέσεως αιτίαση, που έχει και την ανωτέρω έννοια, ερευνάται δε και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρ 484 παρ. 3 Κ.Π.Δ, ως αντικ δΓ αρθρ 42 παρ. 3 ν. 3160/2003, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Ι) Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 153/18-7-2007 αίτησις αναιρέσεως του Χ1 ΙΙ) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με αριθμ. 902/2007 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστάς. Αθήναι 15 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη με αριθμό 153/18-7-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως, του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 3497/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος α) της πράξης της κακουργηματικής απάτης, κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (386 παρ.1,3 εδ.α του ΠΚ.), και β) της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούναι: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ' υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει, σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933, περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/72, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του Ν.2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της , τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή που δεν πληρώθηκε. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται 1) έκδοση ακάλυπτης επιταγής, η οποία δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια τράπεζα κατά την εμπρόθεσμη, δηλαδή, κατά το άρθρο 29 παρ.1 και 4 του ίδιου νόμου, εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της, εμφάνιση αυτής προς πληρωμή, 2) έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά το χρόνο έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής, και 3) δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως , για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη (έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν, από την προανάκριση και την κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου", εδέχθη ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εις βάρος του κατηγορούμενου για την πράξιν της απάτης από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ καθώς, και εκείνης της υπό του κατηγορουμένου, εκδόσεως εννέα επιταγών εις διαταγήν της εγκαλούσης ομορρύθμου εταιρείας, κατά την εμφάνισιν προς πληρωμή των οποίων, δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια εις τους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, από τις νομικές σκέψεις και συλλογισμούς της υπαγωγής τούτων στις οικείες διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών, ρητώς αναφέρεται και παραπέμπει εις όσα εκτίθενται εις την ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση. Έτσι, εις την πρόταση του εισαγγελέα του προσβαλλόμενου ως άνω βουλεύματος, μεταξύ πολλών άλλων που αφορούν όλες τις αξιόποινες πράξεις, εκτίθενται και τα ακόλουθα: ο κατηγορούμενος διατηρούσε κατάστημα πώλησης ποτών (κάβα ποτών) επί της λεωφόρου .... εις τα ... Αττικής με την επωνυμία "...". Για την εξυπηρέτηση του καταστήματος του αυτού, συνεργαζόταν επί οκτώ περίπου μήνες με την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..... Ο.Ε", από την οποία επρομηθεύετο προϊόντα οίνου και ποτών πληρώνοντας την αξία τους με επιταγές, που ήτο πληρωτέες σε μικρό χρονικό διάστημα από την έκδοση τους. Από το μήνα Αύγουστο όμως του έτους 2003, αφού είχε κερδίσει και την εμπιστοσύνη της εγκαλούσας, από την προηγηθείσα συνεργασία τους, εζήτησε να ανοίξουν "το πλαφόν" της συνεργασίας τους με την προμήθεια εμπορευμάτων σε μεγαλύτερες ποσότητες και πίστωση μεγαλύτερης διάρκειας εκδίδοντας μεταχρονολογημένες επιταγές. Προς τούτο, διαβεβαίωσε ο ίδιος προσωπικά τον νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσης Γ1, ότι πρόσφατα ηγόρασε ένα διαμέρισμα στα ......- Αττικής και ότι εξ αιτίας της αγοράς αυτής, είχε μια εντελώς πρόσκαιρη οικονομική στενότητα. Τον διαβεβαίωσε επίσης ότι, η επιχείρηση του πήγαινε πολύ καλά και ότι ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων είχε κλείσει πολλές συμφωνίες με διάφορες εταιρείες για την αποστολή "καλαθιών" εις πελάτες του, από τις οποίες και θα απεκόμιζε σημαντικά ποσά για να εξοφλήσει τις προς αυτήν υποχρεώσεις του, ότι ο ίδιος ήτο φερέγγυος και γνωστός στην αγορά για το καλό του όνομα και, τέλος, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε η εγκαλούσα να εγγράψει υποθήκη επί του αγορασθέντος ως άνω διαμερίσματος. Έτσι, ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης, πεισθείς από τις ως άνω διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, ως προς τη φερεγγυότητα του, εδέχθη τους όρους της προτεινόμενης συνεργασίας, εις εκτέλεση της οποίας επώλησε για λογαριασμό της εγκαλούσης και παρέδωσε εις τον κατηγορουμενον διαδοχικά μέχρι το μήνα Νοέμβριο του έτους 2003 διάφορα εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ με πίστωση, εις εξόφληση των οποίων έλαβε τις παρακάτω επιταγές που εξέδωσε ο κατηγορούμενος εις διαταγήν της εγκαλούσης στην Αθήνα και τα Βριλήσσια ως εξής: 1) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 7.703,08 ευρώ 2) την υπ' αριθ ...... επιταγή της τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 3) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τραπέζης, ποσού 20.000 ευρώ 4) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 5) την υπ' αριθ ..... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 15.000 ευρώ 6) την υπ' αριθ .... επιταγή της Τράπεζας HSBC, ποσού 15.000 ευρώ 7)την υπ' αριθ ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 25.000 ευρώ 8) την υπ' αριθ .... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 20.000 ευρώ και 9) την υπ' αριθ .... επιταγή της Τράπεζας HSBC ποσού 15.000 ευρώ. Από τις παραπάνω επιταγές, η δεύτερη, τέταρτη και έβδομη (υπ1 αριθ ...., ....... και ....), ποσού 15.000, 25.000 και 25.000 ευρώ, αντίστοιχα, μεταβιβάσθηκαν από την εγκαλούσα λόγω ενεχύρου στην τράπεζα "EFG Eurobank, Εργασίας ΑΕ" και η πέμπτη και όγδοη ( υπ' αριθ ...... και .......) ποσού 15.000 και 20.000 ευρώ, αντίστοιχα μεταβιβάσθηκαν ομοίως, λόγω ενεχύρου στην "ALFA τράπεζα ΑΕ". Οι μεταβιβασθείσες ως άνω επιταγές συνολικού ποσού 100.000 ευρώ (15.000+25.000+15.000+20.000), δεν πληρώθηκαν, όταν ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα στις 5-1-2004, 14-1-2004, 22-1-2004, 15-1-2004, και 26-1-2004, αντίστοιχα προς πληρωμή, όπως διεπιστώθη, μέσω του μηχανογραφικού κέντρου και εβεβαιώθη εις το σώμα τους από τις κομίστριες τράπεζες, κατά ρητή εξουσιοδότηση των τραπεζών επί των οποίων ετηρούντο οι αντίστοιχοι λογαριασμοί. Τις επιταγές αυτές εξόφλησε στην συνέχεια η εγκαλούσα στις δύο ως άνω κομίστριες τράπεζες και ανέλαβε το σώμα τους. Επίσης δεν επληρώθησαν, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς επί των οποίων εξεδόθησαν οι υπ' αριθ ...., ....., .... και ..... επιταγές (πρώτη, τρίτη, έκτη και ένατη) ποσού 7.703,08, 20.000, 15.000 και 15.000 ευρώ αντίστοιχα η κάθε μία, οι οποίες ενεφανίσθησαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 5-1-2004 οι δύο πρώτες και 9-1-2004 οι λοιπές, όπως βεβαιώνεται στο σώμα τους από τις πληρώτριες τράπεζες Εθνική και HSBC. Τις παραπάνω επιταγές εξέδωσε ο κατηγορούμενος μολονότι εγνώριζε, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών όσο και καθ 'όλο το χρονικό διάστημα, μέχρι την εμφάνιση τους προς πληρωμή, ότι δεν υπήρχαν στους αντίστοιχους λογαριασμούς του διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους, έπραξε δε τούτο με αποκλειστικό σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος παράνομα, κατά το συνολικό ποσό που οι επιταγές αντιπροσώπευαν, ζημιώνοντας αντίστοιχα την εγκαλούσα. Τούτο δε συνάγεται και από το γεγονός ότι, λίγο μετά την έκδοση τους και συγκεκριμένα την 23-12-2003, έκλεισε αιφνιδιαστικά το κατάστημα του, αφού πρώτα μετέφερε σε άγνωστο μέρος αρκετά από τα εμπορεύματα του και εξηφανίσθη (βλ την από 7-10-2004 προανακριτική κατάθεση του Γ1 και την από 12-10-2004 κατάθεση του μάρτυρα Ζ1 ενώπιον του Ανακριτού). Από την έρευνα δε που επηκολούθησε στην συνέχεια εκ μέρους της εγκαλούσης, διεπιστώθη ότι όλες οι διαβεβαιώσεις του κατηγορούμενου προς την εγκαλούσα, που προηγήθηκαν της έκδοσης των υπ' όψιν επιταγών, ήτο ψευδείς. Συγκεκριμένα, διεπιστώθη, ότι η επιχείρηση του κατηγορουμένου δεν ήτο οικονομικά ανθηρή, αλλ' αντιθέτως, αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τρίτους, δεν υπήρχε ευρύς κύκλος συναλλαγών, αφού δεν είχε συνάψει συμφωνίες για την πώληση "καλαθιών" κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, όπως απεδείχθη από το κλείσιμο της επιχείρησης του τις παραμονές των εορτών, ουδέποτε αγόρασε διαμέρισμα στα ... και ο ίδιος δεν ήτο φερέγγυο πρόσωπο, καθώς είχε αθετήσει υποχρεώσεις του κατά τον ίδιο τρόπο και με άλλους προμηθευτάς τους εις το παρελθόν (βλ. την από 11-5-2004 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Γ1). Στις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις, προέβη ο κατηγορούμενος προκειμένου να άρει τις επιφυλάξεις, που διετύπωσε ο εκπρόσωπος της εγκαλούσης Γ1 και να πεισθεί να του παραδώσει εμπόρευμα σε μεγάλες ποσότητες, με μεγαλύτερη από το παρελθόν πίστωση χρόνου, έναντι μεταχρονολογημένων επιταγών, που εξαρχής δεν σκόπευε να πληρώσει, γεγονός που επέτυχε, αφού η εγκαλούσα δια του εκπροσώπου της, πεισθείσα για την φερεγγυότητα του, του παρέδωσε, όπως εξετέθη από τον Αύγουστο έως και τον Νοέμβριο του έτους 2003 εμπορεύματα συνολικής αξίας 157.703,08 ευρώ. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος απάτης σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, και της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, κατ' εξακολούθηση. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 386 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, και άρθρο 79 του ν. 5960/1933 όπως ισχύει, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,( άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων παρέστησε ψευδώς στον εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσας εταιρείας Γ1, ότι τυγχάνει κύριος ακινήτου στην περιοχή ...... Αττικής και ότι η επιχείρησή του, εμφανίζει οικονομική ευμάρεια, με καλή φήμη στην εμπορική αγορά, ενώ ο ίδιος είναι φερέγγυο πρόσωπο, σε κάθε δε περίπτωση προσφέρεται προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εγκαλούσας, να εγγράψει υποθήκη επί του ακινήτου του. Οι διαβεβαιώσεις του, όμως, αυτές υπήρξαν ψευδείς και, στις οποίες παραπείσθηκε ο Γ1, με την πιο πάνω ιδιότητά του, με αποτέλεσμα να του παραδώσουν, με πίστωση εμπορεύματα, στο επίδικο χρονικό διάστημα, συνολικής αξίας 157.703,80 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου ο κατηγορούμενος εξέδωσε σε διαταγή της εγκαλούσας, τις αναφερόμενες κατά χρονολογία και ποσά επιταγές, οι οποίες, όμως, δεν πληρώθηκαν κατά το χρόνο που αυτές εμφανίστηκαν για πληρωμή, στις πληρώτριες τράπεζες, αν και γνώριζε ότι δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής τους. Επίσης, διεξοδικά αναφέρονται στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα και τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την παραπλάνηση του Γ1, που ενεργούσε για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, που έλαβε χώρα κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, συνεπεία δε αυτών των ψευδών διαβεβαιώσεων, ζημιώθηκε η περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας κατά το ποσό των 157.703,80 ευρώ. Επιπρόσθετα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική αιτιολογία, αναφέρεται και στο υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του αναιρεσείοντος, ο οποίος αν και γνώριζε εξαρχής, ότι η επιχείρησή του, την οποία εμφάνιζε, ως εταιρεία με οικονομική ευρωστία, δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία, πολύ δε περισσότερο, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Αιτιολογείται ακόμη, η παραδοχή του βουλεύματος, ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, και από την υποδομή που αυτός είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 και 386 παρ.1,3α του ΠΚ, και άρθρο 79 παρ. 1 του ν.5960/1933 όπως ισχύει, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτησή του στο σύνολό της. Απορριπτομένης της αιτήσεως, πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 153/18-7-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008 και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κακουργηματική απάτη και έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Αναίρεση κατά βουλεύματος, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει αιτιολογία. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 1577/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/1.4.2007 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαντζουράνη, για αναίρεση της με αριθμό 459/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ........, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Παπαθανασίου. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 61/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση της εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ.2, 333, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1Α ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο στήριξε την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του, σε έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, γιατί έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το έγγραφο αυτό. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας, που δίκασε κατ' έφεση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του, κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, για την πράξη της απάτης επί Δικαστηρίου, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στα μνημονευόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως έγγραφα, μεταξύ άλλων δε και α) στην από .... ιδιόγραφη διαθήκη του ...... και β) στα υπ' αριθμό 247/27Δ/1993 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, χωρίς όμως να προκύπτει από τα πρακτικά, της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ότι αναγνώσθηκαν τα έγγραφα αυτά. Έτσι, όμως, εξ' αυτού του λόγου, προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά τον βάσιμο, από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Α' του ΚΠΔ, δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο έγγραφα τα οποία δεν αναγνώσθηκαν και συγκεκριμένα α) η υπ' αριθμό 2586/2006 απόφαση, του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας, και β) η από 19-5-2000 και 3-5-2000 οριστική κτηματογράφηση, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη, γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι αναγνώσθηκαν τα έγγραφα αυτά, ενώ η αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση με αριθμό 2586 του έτους 2006, αντί της, με ίδιο αριθμό αποφάσεως, αλλά του έτους 2005, που οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή, σε καμία περίπτωση δεν δημιουργεί ακυρότητα. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως), και να παραπεμφεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του, από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθμό 459/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση για παράβαση του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. Απάτη επί Δικαστηρίου, με την επίκληση του λόγου αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄, 510 παρ. 1 περ. Α του Κ.Π.Δ.). Έλαβε υπόψη του έγγραφα τα οποία δεν αναγνώσθηκαν. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1576/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαϊρη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, ορισθείσα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Θεοδώρου, περί αναιρέσεως της 388/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 28 Μαρτίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1613/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 501 παρ. 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι παρέχεται δικαίωμα στον εκκαλούντα κατηγορούμενο να ζητήσει την αναβολή της δίκης όταν δεν μπορεί να εμφανισθεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεσή του, λόγω σημαντικών αιτίων. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Ετσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης ΓΤ 388/2007 κυρίας αποφάσεώς του και θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με την τελευταία (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠοινΔ), απέρριψε αίτηση του μη εμφανισθέντος αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης κατ' άρθρο 349 ΚΠοινΔ, λόγω ασθενείας του, υποβληθέν από τη συνήγορό του Ευγενία Κακούρη, κατ' εντολήν του, η οποία προσκόμισε την από ....... βεβαίωση του ιατρού - καρδιολόγου ......, το από .... πρακτικό εγχειρήσεως του αναιρεσείοντος στο Β' Καρδιοχειρουργικό Τμήμα του Ευαγγελισμού και το από ...... πιστοποιητικό νοσηλείας του στο ίδιο νοσοκομείο, τα οποία αναγνώσθηκαν, εξετάσθηκε δε ως μάρτυρας ο ........, ο οποίος κατέθεσε για τον αναιρεσείοντα ότι "έχει πολλά προβλήματα, δεν μπορεί να δουλέψει, είναι πολύ χάλια, εγώ τον πήγαινα στη δικηγόρο να συζητήσουν και στο δρόμο έπαθε υπέρταση και άλγος και τον πήγα στο γιατρό που τον παρακολουθεί, του είπε να μείνει σε ακινησία", ακολούθως δε απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της ΒΜ 2714/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση τεσσάρων ετών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Η αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απορριπτικής αποφάσεως έχει, κατά λέξη, ως εξής: "το αίτημα της αναβολής της δίκης που υποβλήθηκε... λόγω σημαντικών αιτίων... δεν αποδεικνύεται βάσιμο διότι προσκομίζεται στο δικαστήριο η από ..... βεβαίωση ιδιώτη ιατρού, δηλαδή με ημερομηνία δύο ημέρες προ της δικασίμου, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος - εκκαλών πάσχει από υπερτασική κρίση, προκάρδια άλγη - αρρυθμίες σε έδαφος χειρουργηθείσας στεφανιαίας νόσου προ διετίας, χρήζει δε 5νθημέρου αναπαύσεως και κλινοστατισμού κατ' οίκον. Ωστόσο αφ' ενός μεν το πρόσωπο που εξετάστηκε ως μάρτυρας δεν προσδιόρισε την κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου την ημέρα της δικασίμου από την οποία να προκύπτει με βεβαιότητα η αδυναμία του κατηγορουμένου να προσέλθει στο δικαστήριο, ούτε από την ανωτέρω βεβαίωση του ιδιώτη ιατρού προκύπτει κατά τρόπο σαφή, λόγω της υπερτασικής αυτής κρίσης, ότι ο κατηγορούμενος κατά την ημέρα της δικασίμου βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση σε ό,τι αφορά την υγεία του, ώστε να είναι αδύνατη η παρουσία του. Ούτε διαπιστώθηκε αδυναμία του λόγω της ασθένειάς του αυτής, δεδομένου ότι χορήγησε στην ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του πληρεξουσιότητα να παραστεί και να ζητήσει για λογαριασμό του αναβολή, να της χορηγήσει και έγγραφη πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπήσει στη δίκη. Για τους λόγους αυτούς, λαμβανομένου υπ' όψιν και του χρόνου τέλεσης του αδικήματος και της επικειμένης παραγραφής, πρέπει το αίτημα της αναβολής να απορριφθεί". Η αιτιολογία, όμως, αυτή δεν είναι η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε το κατ' ουσίαν αβάσιμο του αιτήματος αναβολής και ειδικότερα δεν εκτίθεται για ποιό λόγο η βεβαιούμενη στην αναγνωσθείσα από .... ιατρική βεβαίωση κατάσταση του εκκαλούντος, εμφανίζοντος υπέρταση και προκάρδια άλγη - αρρυθμία επί εδάφους χειρουργηθείσης στεφανιαίας νόσου, στον οποίο συστήθηκε από τον καρδιολόγο ιατρό που την εξήτασε, "πενθήμερη ανάπαυση και κλινοστατισμός", δεν καθιστούσε αδύνατη την εμφάνισή του στο Δικαστήριο και από ποιά αποδεικτικά στοιχεία αντικρούεται το περιεχόμενο της ως άνω ιατρικής βεβαιώσεως και η ομοίου περιεχομένου κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα, ενόψει μάλιστα του ότι στην ίδια απόφαση δεν μνημονεύεται κάποιο άλλο αντίμαχο αποδεικτικό μέσο περί της υγείας του αναιρεσείοντος - εκκαλούντος κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο. Ούτε, εξάλλου, αρκεί για την αιτιολόγηση της απορριπτικής του αιτήματος αναβολής κρίσεως η δυνατότητα εκπροσωπήσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου στο ακροατήριο από συνήγορο, για την οποία γίνεται μνεία στην ως άνω αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, καθόσον αυτός, κατά τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, έχει αναφαίρετο δικαίωμα εμφανίσεως και υπερασπίσεως αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ' ουσίαν ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ συναφής λόγος της υπό κρίση αιτήσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος αναβολής, ακολούθως δε να αναιρεθεί και ως προς την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτης, διότι το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με το να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, κατά τον επίσης βάσιμο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, λόγο της αιτήσεως. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη ΓΤ 388/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η παραδοχή ή μη του αιτήματος αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολόγηση της απόρριψης του αιτήματος αυτού. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση: α) λόγω ελλείψεως αιτιολογίας της απορριπτικής του αιτήματος αναβολής κρίσεως, και β) λόγω υπερβάσεως εξουσίας ως προς την εν συνεχεία απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Αναιρεί. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1575/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Θωμά, για αναίρεση της 789/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 374/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως, κατά δε της απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αίτησης αναίρεσης, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου κώδικα, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη αιτιολογίας, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης άσκησής του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης με την έφεση απόφασης και εκείνου της άσκησης αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), οπότε, η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ποιν. Ολομ. Α.Π. 6 και 7/1994, 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, αλλιώς το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, είναι και η επίδοση "ως άγνωστης διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή". Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος "ανώτερης βίας", εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εκπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανώτερης βίας) δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης, ω ς άγνωστης διαμονής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 789/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δίκη κατά την οποία η αναιρεσείουσα εκκαλούσα κατηγορουμένη εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, με αυτήν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αρ. 87289/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή καταδικάστηκε, μαζί με το συγκατηγορούμενό της, σε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως, για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού. Ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, διέλαβε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα εξής: "Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκηθεί εκπρόθεσμα, το Δικαστήριο, με πρόταση του Εισαγγελέα, το κηρύσσει απαράδεκτο και διατάζει να εκτελεστεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, η κατηγορουμένη καταδικάστηκε ερήμην, με την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία έχει αριθμό 87289/2003. Η απόφαση αυτή της κοινοποιήθηκε στις ...., όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα Α.Τ Ν.Κηφισίας ....., που βρίσκεται στη δικογραφία και άσκησε την κρινόμενη έφεση στις 9-5-2007, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας. Εξάλλου, επί νομότυπης επίδοσης της απόφασης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής, οπότε η προθεσμία προς άσκηση της εφέσεως αρχίζει να τρέχει ανεξαρτήτως της γνώσης ή μη από αυτόν της απόφασης, μόνος ο ισχυρισμός του ότι δεν έχει λάβει γνώση της απόφασης, δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα για άσκηση εμπρόθεσμης έφεσης (Α.Π. 824/2003). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην κατηγορουμένη ως αγνώστου διαμονής, στη διεύθυνση....., που είχε δηλώσει κατά την οπισθογράφηση, στις 14-8-2000, της υπ' αρ. ... τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας Eurobank και στην έφεσή της αναφέρει ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη της αποφάσεως και δεν της κοινοποιήθηκε στη διεύθυνση της κατοικίας της, ..... Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτελεί ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα και εφόσον η έφεση ασκήθηκε στις 9-5-2007, πρέπει ν' απορριφθεί ως εκπρόθεσμη". Περαιτέρω, από τη σχετική υπ' αρ. πρωτ. 3504/9-5-2007 έκθεση έφεσης, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, προκύπτει πράγματι ότι η αναιρεσείουσα-εκκαλούσα, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκηθείσας έφεσης, δεν προέβαλε ότι αυτή, κατά το χρόνο της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, ήταν γνωστής διαμονής και ότι συνεπώς, η γενόμενη προς αυτήν επίδοση ως άγνωστης διαμονής, ήταν άκυρη, για παράβαση του άρθρου 156 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., ούτε, άλλωστε προέβαλε και κάποιο λόγο ύπαρξης ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, από το οποίο να εμποδίστηκε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση, απλώς περιορίστηκε να επικαλεστεί "ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη της αποφάσεως, η οποία δεν της έχει κοινοποιηθεί στη διεύθυνση της κατοικίας της". Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει, ούτε ότι η εκκαλούσα, κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν ήταν γνωστής, αλλά άγνωστης διαμονής και ως εκ περισσού διέλαβε στο αιτιολογικό της, όσα εξέθεσε σε αυτό, ούτε επίσης και να διαλάβει αιτιολογία, αναφορικά με την ύπαρξη ή μη ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Το γεγονός ότι, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ζήτησε, μετά την ανάπτυξη της έφεσης από τον Εισαγγελέα, να θεωρηθεί αυτή ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, προβάλλοντας ως λόγο την ύπαρξη ανωτέρας βίας, συνισταμένης εις το ότι, συνεπεία των καταστρεπτικών σεισμών του Σεπτεμβρίου του 1999, έκλεισε την επιχείρησή της η αναιρεσείουσα και για το λόγο αυτό δεν άσκησε εμπρόθεσμη έφεση, δεν επέβαλε την υποχρέωση στο Δικαστήριο να απαντήσει και κατ' επέκταση να αιτιολογήσει την επ' αυτού του λόγου απόφασή του, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο λόγος αυτός δεν περιείχετο στην ασκηθείσα έφεση. Ενόψει όλων αυτών είναι προφανές ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, περιέχει την επιβαλλόμενη αιτιολογία και συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος της ένδικης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ.- Επειδή, με το δεύτερο λόγο της ένδικης αίτησης, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ απέρριψε το αίτημά της για αναβολή της δίκης, αφενός μεν για να προσκομισθούν δημόσια έγγραφα και αφετέρου λόγω ασθενείας της. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο μέρος του κατ' ορθή εκτίμηση, ανάγεται στον εκ του άρθρου 510 παρ,. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, είναι, όμως, αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε. Περαιτέρω, η επίκληση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α που προβλέπει την αρχή της δίκαιης δίκης, εφόσον δεν συνδυάζεται με κάποιον από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγους, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, η επικαλούμενη πλημμέλεια της προσβαλλομένης, εφόσον δεν συνδυάσθηκε, παρά τα αντιθέτως επικαλούμενα, με κάποιο αίτημα της αναιρεσείουσας, το οποίο να απορρίφθηκε αναιτιολόγητα, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και ο σχετικός λόγος κατά το δεύτερο μέρος του είναι απαράδεκτος. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 37/2008, αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 789/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τι πρέπει να περιέχει η έφεση κατά ερήμην καταδικαστικής απόφασης που κοινοποιήθηκε ως άγνωστης διαμονής. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1574/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Παπαηλιού, που ορίσθηκε με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1077/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..... .Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1933/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 159/7.4.2008 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 146/6-7-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του με αριθμ. 1077/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Με το υπ'αρ. 5508/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για απάτη από την οποία το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά τα 73.000 ευρώ (άρθρ. 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1-3 β' ΠΚ όπως το τελευτ. ισχύει). Κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος άσκησε έφεση και επ'αυτής εκδόθηκε το υπ'αρ. 1077/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο κήρυξε απαράδεκτη την υπ'αρ. 30/2007 έφεσή του, ως εκπρόθεσμη και διέταξε την εκτέλεση του εκκαλουμένου βουλεύματος. Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, άσκησε την υπό κρίση αναίρεσή του ο εν λόγω κατηγορούμενος και πρέπει να εξεταστεί αν η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά και νομότυπα. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η άσκηση των ενδίκων μέσων, ορίζονται ρητώς από τον ΚΠΔ. Το επιτρεπτό δε των ενδίκων μέσων, κρίνεται κατά τον Νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης ή της έκδοσης του βουλεύματος. Κατ'ακολουθία είναι ανεπίτρεπτη η άσκηση ενδίκου μέσου στις περιπτώσεις που σιωπά ο νόμος (άρθρ. 462, 476 παρ. 1-2 ΚΠΔ, Αγγ. Μπουρόπουλος, Ερμ. ΚΠΔ, τομ. Β', σελ. 128 επ., Ζησιάδου ΚΠΔ έκδ. 1977, τομ. Γ', σελ. 95, ΑΠ 700/78 Π.Χρ. 1978/723, ΑΠ 606/93 Υπερ. 93/885, ΑΠ 356/2006. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 476 ΚΠΔ, όπως η παρ. 2 αντ. από το άρθρ. 38 του Ν. 3160/2003, ο οποίος Νόμος ισχύει, κατ αρ. 61 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 30/6/2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής σαφώς προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, που εκδόθηκε μετά τον Ν. 3160/30-6-2003, (ΦΕΚ 165/30-6-2003) ήτοι εκδόθηκε στις 10-5-2007, δεν επιτρέπεται αναίρεση. Δεν υπάγεται δε το προσβαλλόμενο βούλευμα και σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρ. 482 παρ. 1 ΚΠΔ. Συνεπώς, η υπό κρίση αναίρεση ως ασκηθείσα κατά βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται αναίρεση, δεν ασκήθηκε παραδεκτά και πρέπει ν'απορριφθεί ως απαράδεκτη, να διαταχθεί η εκτέλεση του βουλεύματος και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1-2, 485 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω (1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ως ασκηθείσα κατά βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται αναίρεση, η υπ'αριθμ. 146/6-7-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αρ. 1077/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και (2) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.Αθήνα 28 Ιανουαρίου 2008. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 463 ΚΠοινΔικ το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, κατά δε το άρθρο 482 παρ. 1, όπως ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν.3160/30.6.2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα .....και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 476 παρ. 2 ιδίου Κώδικος, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 38 Ν.3160/30.6.2003 "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών προκύπτει ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αναίρεση περιορίσθη μόνον επί αποφάσεων που απορρίπτουν το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και δεν παρέχεται πλέον τοιούτο δικαίωμα και επί βουλευμάτων. Εξ άλλου κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται....το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο. Ο Εισαγγελεύς οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματεύς της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφομένη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας. Τέλος κατ' άρθρον 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔικ αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ1 προσβάλλεται το υπ' αριθμ. 1077/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο κήρυξε απαράδεκτη λόγω του εκπροθέσμου της την έφεσή του κατά του υπ' αριθμ. 5508/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο τον παραπέμπει, για απάτη από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Η αναίρεση ησκήθη την 6.7.2007, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.3160/2003 και επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται σε αναίρεση από τον κατηγορούμενο. Συνεπώς και μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6.7.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1077/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά το ν. 3160/30-6-2003 δεν συγχωρείται αναίρεση κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση (ως εκπρόθεσμη) - (άρθρα 476 § 2, 482 § 1 Κ.Π.Δ). Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως κατά τοιούτου βουλεύματος (άρθρ. 513 § 1 Κ.Π.Δ.).
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1572/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Παπαηλιού, ορισθέντα με την υπ'αριθμ.54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Νιάνιο, περί αναιρέσεως της 1110/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 426/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων και εκ της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής αιτιολογία της, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρέπει να διαλαμβάνει, το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανωτέρας βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ποινική Ολομέλεια Α.Π. 6&7/1994 και 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ''ως αγνώστου διαμονής'', χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε ''γνωστή διαμονή''. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα του αποδεικτικού ή της επίδοσης, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Ούτε και μόνη η επίκληση με την έφεση, του περιστατικού ότι ο εκκαλών δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης χωρίς δηλαδή παράλληλη επίκληση και ακυρότητας του αποδεικτικού ή της επίδοσης, συνιστά επίκληση λόγου ανωτέρας βίας, εκ του οποίου ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, γιατί εφόσον το αποδεικτικό και η επίδοση είναι έγκυρη, τεκμαίρεται ότι αυτός έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης. ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1110/2007 απόφαση (Σε Συμβούλιο) του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως προκύπτει από αυτή, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της υπ' αριθμό 70657/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί, ερήμην σε συνολική ποινή φυλακίσεως 10 μηνών για α) ψευδή καταμήνυση, και β) ψευδορκία μάρτυρα. Από τη σχετική υπ' αριθμό 1325/20-2-2007 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βάσιμου των λόγων της αναίρεσης, προκύπτει ότι ο εκκαλών, δεν δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του. Δεν είχε δηλαδή προβάλλει με την έφεσή του, ούτε ακυρότητα του αποδεικτικού ή της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής, αλλά ούτε και λόγους ανωτέρας βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως ή εκ των οποίων παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτής. Εξάλλου στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται μεταξύ άλλων, τόσο η χρονολογία επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, ως αγνώστου διαμονής, στις .... και το αποδεικτικό επίδοσης της επιδούσης δικαστικής επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Περαιά ..... όσο και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως την 20η Φεβρουαρίου 2007, δηλαδή μετά την παρέλευση της νόμιμης (τριακονθήμερης) προθεσμίας ασκήσεώς της. ΙΙΙ. Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως ως εκπρόθεσμης και απαράδεκτης απόφασης του δικαστηρίου, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού διαλαμβάνονται σ' αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, η χρονολογία δηλαδή επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, το αποδεικτικό από το οποίο η επίδοση αυτή προκύπτει και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως. Εφόσον δε ο εκκαλών, δεν επικαλούταν με την έφεση, ακυρότητα της επίδοσης, το δικαστήριο δεν υποχρεούταν να διαλάβει αιτιολογία για την εγκυρότητά της και εκ περισσού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, τέτοια αιτιολογία. Επομένως ο μοναδικός , εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα και υποστηρίζεται η ανεπάρκεια της αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙV. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 24/1-2-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1110/2007 απόφασης (Σε Συμβούλιο) του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1570/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη και Γεώργιο Χρυσικό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1370/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1533/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 518/31.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αριθμ. 150/2007 κοινή αίτηση αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 1370/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως και το αίτημα αυτών για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο συμβούλιό σας για να δώσουν κάθε διευκρίνιση και εκθέτω τα εξής: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αριθμ. 409/2006 και 551/2006, αντίστοιχα, εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ'αριθμ. 2007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για απάτη από κοινού και κατ'επάγγελμα, από την οποία προέκυψε ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 Ευρώ. Η κρινόμενη κοινή αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ΚΠΔ, καθόσον ασκήθηκε στις 16-7-2007 με δήλωση της αντιπροσώπου των αναιρεσειόντων Δικηγόρου Αθηνών Αναστασίας Κόλλια (δυνάμει της από 11-7-2007 χωριστής εξουσιοδοτήσεως αυτών) ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αριθμ. 150/2007 σχετική έκθεση, με αναιρετικούς λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ) ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον πρώτο στις 6-7-2007 και στη δεύτερη με θυροκόλληση στις 23-7-2007 και στον αντίκλητο δικηγόρο της Ηλία Γιολδασέα στις 9-7-2007. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινομένη κοινή αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Το αίτημα όμως των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου σας, πρέπει να απορριφθεί, αφού εκτενώς και επαρκώς ανέπτυξαν με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς και εξέθεσαν τις απόψεις τους για τα κρίσιμα στην υπόθεση στοιχεία και ως εκ τούτου δεν κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή τους στο Συμβούλιό σας προς παροχή διευκρινίσεων επί της ουσίας της κατηγορίας. Κατά το άρθρο 386 παρ. 3 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν, 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Εξάλλου κατά το άρθρο 13 στ του Π.Κ. κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή 'του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων το συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και ως προς την κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατά συνήθεια τελέσεως από το δράστη του εγκλήματος, η οποία επιτείνει την τιμώρηση αυτού. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 και ο πατέρας του Χ την 8-1-1976 συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "........ ΟΕ" με εκπρόσωπο και διαχειριστή τον πρώτο ως άνω κατηγορούμενο και σκοπό την κατασκευή ειδών ιματισμού. Την 11-3-1985 εισήλθε στην εταιρία αυτή, ως ομόρρυθμο μέλος η δεύτερη κατηγορουμένη και σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου, με εταιρική μερίδα σε ποσοστό 5%, αποχώρησε δε από την εταιρία ο Χ. Με την από 28-1-1994 τροποποίηση του καταστατικού ο σκοπός της εταιρίας τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την κατασκευή και εμπορία ανδρικών και παιδικών ενδυμάτων, διενέργεια εισαγωγών, εξαγωγών, αγορά και μεταπώληση εμπορευμάτων τρίτων, ενώ με την από 25-2-1997 τροποποίηση, ορίσθηκε ότι διευθυντές, διαχειριστές, ταμίες και εκπρόσωποι της εταιρίας θα είναι και οι δύο ομόρρυθμοι εταίροι (κατηγορουμένοι), οι οποίοι θα μπορούν να ενεργούν μεμονωμένως τις πράξεις εκπροσώπησης και διαχείρισης της εταιρίας και να δεσμεύουν την εταιρία με την υπογραφή τους, κάτω από την εταιρική επωνυμία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το από 3-10-2000 απόσπασμα πρακτικών αυτόκλητης συνέλευσης εταίρων, αμφότεροι οι κατηγορουμένοι, εξουσιοδότησαν τον πρώτο, εκπροσωπώντας την εταιρία, να υπογράψει σύμβαση factoring, με την εταιρία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ FACTORING AE". Ακολούθως, την .... μεταξύ των εκπροσώπων της μηνύτριας εταιρίας αφ'ενός και της εταιρίας των κατηγορουμένων αφ'ετέρου συνήφθη η υπ'αριθμ. ...... σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (FACTORING), και στην πρόσθετη πράξη ειδικών όρων εξαγωγικού FACTORING, σύμφωνα με την οποία, ανέθεσαν στην μηνύτρια εταιρία, κατ' αποκλειστικότητα, έναντι αμοιβής, την διαχείριση, παρακολούθηση και είσπραξη του συνόλου των βραχυπροθέσμων επιχειρηματικών απαιτήσεων της εταιρίας τους, έναντι όλων των πελατών τους, που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα ή σε χώρες της αλλοδαπής. 'Ετσι η μηνύτρια εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση, να καλύπτει τον πιστωτικό κίνδυνο, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας του πελάτου, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, καθώς και την χρηματοδότηση της εταιρίας των κατηγορουμένων, με χορήγηση προκαταβολών, έναντι απαιτήσεων ή με προεξόφληση τέτοιων απαιτήσεων. Σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως οι κατηγορουμένοι εκχώρησαν στην μηνύτρια εταιρία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ FACTORING AE" τις απαιτήσεις της παριστάνοντας σ' αυτή ψευδώς, ότι οφείλονται από την εδρεύουσα στην Αγγλία εταιρία με την επωνυμία "..... Ltd", και ειδικότερα τις απαιτήσεις της, σύμφωνα με τα κάτωθι τιμολόγια συνολικού ποσού 322.236 λιρών Αγγλίας............................. Η μηνύτρια εταιρία, για την πληρωμή των εκχωρουμένων σ'αυτή απαιτήσεων, απευθύνθηκε κατά τα συμφωνηθέντα, στην εταιρία "........Ltd", ως ανταποκριτή της πράκτορα της χώρας του εισαγωγέως των προϊόντων (πράκτορας εισαγωγής και ζήτησε πληροφορίες για την φερεγγυότητα του εισαγωγέως, δηλαδή της εταιρίας "..... Ltd". Όταν η "..... Ltd" (πράκτορας εισαγωγής) διαβεβαίωσε την μηνύτρια, για την φερεγγυότητα της "...... Ltd" ανέλαβε την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ύψους 300.000 λιρών Αγγλίας, και την είσπραξη της απαιτήσεως, η μηνύτρια, αφού επείσθη ότι η εταιρία των κατηγορουμένων, είχε πράγματι συμβληθεί με την εταιρία "..... Ltd", όπως της παρέστησαν, την χρηματοδότησε, προκαταβάλλοντας το 80% έναντι της αξίας των ανωτέρω εκχωρουμένων τιμολογίων, δηλαδή το ποσό των 257.788,80 λιρών Αγγλίας. Ακολούθως, όμως την 12-7-02 η "...... Ltd", (πράκτορας εισαγωγής), ενημέρωσε την μηνύτρια εταιρία ότι, ο πραγματικός πελάτης της εταιρίας των κατηγορουμένων δεν ήταν η ".... Ltd", για την φερεγγυότητα της οποίας είχαν εγγυηθεί, και είχαν αναλάβει την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, αλλά άλλη εταιρία, με την επωνυμία "......Ltd", η οποία ως αντισυμβαλλομένη της εταιρίας των κατηγορουμένων "..... ΟΕ", παραγγέλλει τα προϊόντα και καταβάλει τις πληρωμές των οφειλών της και ακολούθως η ιδία, προμηθεύει την "......Ltd", με την οποία απλώς συνεργάζονται, χωρίς να υπάρχει σχέση θυγατρικής προς μητρική εταιρία, μεταξύ τους. Ότι επίσης, οι κατηγορουμένοι έλαβαν εντολή από την αντισυμβαλλομένη τους "... Ltd", να αποστείλουν τα προϊόντα, απευθείας στην "..... Ltd", στην Αγγλία και ότι έτσι εξηγείται, το ότι τα τιμολόγια είχαν εκδοθεί στο όνομα αυτής. Κατόπιν τούτων, η ".... Ltd", απέσυρε την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και αρνήθηκε να προβεί στην είσπραξη των απαιτήσεων για λογαριασμό της μηνύτριας, αφού ο φερόμενος ως πελάτης της εταιρίας των κατηγορουμένων, δεν ήταν υπόχρεος προς πληρωμή των τιμολογίων. Η μηνύτρια εταιρία, με τις από .... και ...... επιστολές της, προς την εταιρία των κατηγορουμένων, την ενημέρωσε για τα διαπιστωθέντα απ'αυτή, και την κάλεσε να διευθετήσει την οφειλή της για τα τιμολόγια, για τα οποία είχε από την μηνύτρια την προκαταβολή. Οι κατηγορουμένοι δεν αρνήθηκαν την οφειλή τους, κατέβαλαν μέρος αυτής, ενώ σχετικά με το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 220.900 Αγγλικών λιρών, με την από ... επιστολή τους, προς την μηνύτρια, πρότειναν σχέδιο αποπληρωμής της οφειλής τους, παράλληλα δε με την από .... επιστολή τους, ζήτησαν την μετατροπή σε ευρώ, του οφειλομένου ως άνω ποσού και έτσι μετετράπη αυτό στο ποσό των 321.778,42 ευρώ και εν συνεχεία υπεγράφη το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ μηνυτρίας και κατηγορουμένων και συμφωνήθηκε η τμηματική καταβολή του οφειλομένου ποσού, με ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσεως την 31-12-2003. Όμως, έκτοτε οι κατηγορουμένοι αδιαφόρησαν για την εξόφληση της οφειλής τους αυτής, την οποία και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να οφείλουν. Προσέτι, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην ως άνω περιγραφομένη αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, με σκοπό πορισμού εισοδήματος και έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή, προς την διάπραξη του εγκλήματος αυτού. Κατόπιν πάντων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των ως άνω κατηγορουμένων, για την αποδιδομένη σ'αυτούς πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, κατ'επάγγελμα, με ζημία ιδιαιτέρως μεγάλη, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες κατ/νους με τις κρινόμενες εφέσεις τους, δεν μπορούν να οδηγήσουν προς κατεύθυνση άλλη από εκείνη της παραπομπής των ενώπιον του ακροατηρίου του αρμοδίου Δικαστηρίου και εντεύθεν να κλονίσουν την παραπομπή τους αυτή. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου και στην Εισαγγελική πρόταση κατά τα λοιπά αναφέρομαι, παρέπεμψε τους ως άνω κατ/νους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για την πράξη τους αυτή, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς, ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και επομένως, πρέπει, ν'απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις των κατηγορουμένων ως ουσία αβάσιμες να επικυρωθεί δε το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ'επάγγελμα τέλεσης της απάτης, αφού δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την εν λόγω επιβαρυντική περίσταση, ενώ στήριξε την κρίση του για την κατ'επάγγελμα τέλεση της απάτης με την εξής αιτιολογία "προσέτι, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην ως άνω περιγραφόμενη αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, με σκοπό πορισμού εισοδήματος και έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού". Κατά τον τρόπο όμως αυτόν υπάρχει και αντίφαση στο βούλευμα, που δημιουργεί λογικό κενό και καθιστά μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, του αν ορθώς εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 13 στ και 386 παρ. 3 ΠΚ, αφού κατά το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται για απάτη που τέλεσαν κατ'επάγγελμα, ενώ στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, που επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, ρητώς αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην τέλεση της απάτης " και έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού" δηλαδή στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος και κατά συνήθεια. 'Ετσι υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και συγκεκριμένα των άρθρων 13 στ και 386 παρ. 3 ΠΚ. Συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο αναιρέσεως που περιλαμβάνεται στην κρινομένη αίτηση. Τέλος ο έτερος υπό την επίκληση της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Κατ'ακολουθίαν αυτών πρέπει το προσβαλλόμενο να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ-------------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί το αίτημα των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου σας. Να γίνει δεκτή η υπ'αριθμ. 150/2007 κοινή αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τους ανωτέρω κατηγορουμένους Χ1 και Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 1370/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών. Αθήνα 1η Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης των 1) Χ1 και 2)Χ2 κατά του υπ' αριθ. 1370/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απορρίφθηκαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθ. 2007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθούν για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης από κοινού ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ' άρθ. 473 παρ. 1, κ.λ.π. και 482 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. στις 18-7-2007, μετά την επίδοση του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος στις 6-7-2007 και 9-7-2007 αντίστοιχα στους αναιρεσείοντες. ΙΙ. Η αναίρεση περιέχει τους ως λόγους παραδεκτούς: α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθ. 484 παρ. 1 στοιχ. Β' και δ' του Κ.Π.Δ.). Αντίθετα ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, κατά το μέρος του που υπό την επίκληση αποκλειστικά της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το προσβαλλόμενο βούλευμα, προβάλλεται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. ΙΙΙ. Το υπό των αναιρεσειόντων με την αιτούσα υποβαλλόμενο αίτημα από τη διάταξη του άρθρ. 309 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, καίτοι νόμιμο, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ' ουσία αφού οι αναιρεσείοντες εκτενώς και επαρκώς ανέπτυξαν με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως τους υπερασπιστικούς τους ισχυρισμούς, και εξέθεσαν τις απόψεις τους για τα κρίσιμα στην υπόθεση στοιχεία, και ως εκ τούτου δεν κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων επί της ουσίας της κατηγορίας. IV. Κατά το άρθρο 386 παρ. 3 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, και στη συνέχεια με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ". Εξάλλου κατά το άρθρο 13 περίπτ. στ' του Π.Κ. όταν προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996 κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί, βάσει των οποίων το συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και ως προς την κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα ή της κατά συνήθεια τέλεσης από το δράστη του εγκλήματος, η οποία θεμελιώνει το βαρύτερο χαρακτήρα του διωκόμενου αδικήματος της απάτης του κακουργήματος και επιτείνει την τιμώρηση αυτού. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο πρώτος αναιρεσείων Χ1 και ο πατέρας του Χ την 8-1-1976 συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "........ ΟΕ" με εκπρόσωπο και διαχειριστή τον πρώτο ως άνω αναιρεσείοντα και σκοπό την κατασκευή ειδών ιματισμού. Την 11-3-1985 εισήλθε στην εταιρία αυτή, ως ομόρρυθμο μέλος η δεύτερη αναιρεσείουσα και σύζυγος του πρώτου αναιρεσείοντα, με εταιρική μερίδα σε ποσοστό 5%, αποχώρησε δε από την εταιρία ο Χ. Με την από 28-1-1994 τροποποίηση του καταστατικού ο σκοπός της εταιρίας τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την κατασκευή και εμπορία ανδρικών και παιδικών ενδυμάτων, διενέργεια εισαγωγών, εξαγωγών, αγορά και μεταπώληση εμπορευμάτων τρίτων, ενώ με την από 25-2-1997 τροποποίηση, ορίσθηκε ότι διευθυντές, διαχειριστές, ταμίες και εκπρόσωποι της εταιρίας θα είναι και οι δύο ομόρρυθμοι εταίροι (αναιρεσείοντες), οι οποίοι θα μπορούν να ενεργούν μεμονωμένως τις πράξεις εκπροσώπησης και διαχείρισης της εταιρίας και να δεσμεύουν την εταιρία με την υπογραφή τους, κάτω από την εταιρική επωνυμία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το από 3-10-2000 απόσπασμα πρακτικών αυτόκλητης συνέλευσης εταίρων, αμφότεροι οι αναιρεσείοντες, εξουσιοδότησαν τον πρώτο, εκπροσωπώντας την εταιρία, να υπογράψει σύμβαση factoring, με την εταιρία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ FACTORING AE". Ακολούθως, την .... μεταξύ των εκπροσώπων της μηνύτριας εταιρίας αφ'ενός και της εταιρίας των αναιρεσειόντων αφ'ετέρου συνήφθη η υπ'αριθμ. ..... σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (FACTORING), και στην πρόσθετη πράξη ειδικών όρων εξαγωγικού FACTORING, σύμφωνα με την οποία, ανέθεσαν στην μηνύτρια εταιρία, κατ' αποκλειστικότητα, έναντι αμοιβής, την διαχείριση, παρακολούθηση και είσπραξη του συνόλου των βραχυπροθέσμων επιχειρηματικών απαιτήσεων της εταιρίας τους, έναντι όλων των πελατών τους, που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα ή σε χώρες της αλλοδαπής. 'Ετσι η μηνύτρια εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση, να καλύπτει τον πιστωτικό κίνδυνο, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας του πελάτου, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, καθώς και την χρηματοδότηση της εταιρίας των αναιρεσειόντων, με χορήγηση προκαταβολών, έναντι απαιτήσεων ή με προεξόφληση τέτοιων απαιτήσεων. Σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως οι αναιρεσείοντες εκχώρησαν στην μηνύτρια εταιρία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ FACTORING AE" τις απαιτήσεις της παριστάνοντας σ' αυτή ψευδώς, ότι οφείλονται από την εδρεύουσα στην Αγγλία εταιρία με την επωνυμία "..... Ltd", και ειδικότερα τις απαιτήσεις της, σύμφωνα με τα κάτωθι τιμολόγια συνολικού ποσού 322.236 λιρών Αγγλίας............................. Η μηνύτρια εταιρία, για την πληρωμή των εκχωρουμένων σ'αυτή απαιτήσεων, απευθύνθηκε κατά τα συμφωνηθέντα, στην εταιρία ".... Ltd", ως ανταποκριτή της πράκτορα της χώρας του εισαγωγέως των προϊόντων (πράκτορας εισαγωγής) και ζήτησε πληροφορίες για την φερεγγυότητα του εισαγωγέως, δηλαδή της εταιρίας ".... Ltd". Όταν η "... Ltd" (πράκτορας εισαγωγής) διαβεβαίωσε την μηνύτρια, για την φερεγγυότητα της "...... Ltd" ανέλαβε την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ύψους 300.000 λιρών Αγγλίας, και την είσπραξη της απαιτήσεως, η μηνύτρια, αφού επείσθη ότι η εταιρία των αναιρεσειόντων, είχε πράγματι συμβληθεί με την εταιρία "...... Ltd", όπως της παρέστησαν, την χρηματοδότησε, προκαταβάλλοντας το 80% έναντι της αξίας των ανωτέρω εκχωρουμένων τιμολογίων, δηλαδή το ποσό των 257.788,80 λιρών Αγγλίας. Ακολούθως, όμως την 12-7-02 η "...... Ltd", (πράκτορας εισαγωγής), ενημέρωσε την μηνύτρια εταιρία ότι, ο πραγματικός πελάτης της εταιρίας των αναιρεσειόντων δεν ήταν η ".......Ltd", για την φερεγγυότητα της οποίας είχαν εγγυηθεί, και είχαν αναλάβει την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, αλλά άλλη εταιρία, με την επωνυμία "..... Ltd", η οποία ως αντισυμβαλλομένη της εταιρίας των αναιρεσειόντων ".......ΟΕ", παραγγέλλει τα προϊόντα και καταβάλει τις πληρωμές των οφειλών της και ακολούθως η ιδία, προμηθεύει την "..... Ltd", με την οποία απλώς συνεργάζονται, χωρίς να υπάρχει σχέση θυγατρικής προς μητρική εταιρία, μεταξύ τους. Ότι επίσης, οι αναιρεσείοντες έλαβαν εντολή από την αντισυμβαλλομένη τους "..... Ltd", να αποστείλουν τα προϊόντα, απευθείας στην "....... Ltd", στην Αγγλία και ότι έτσι εξηγείται, το ότι τα τιμολόγια είχαν εκδοθεί στο όνομα αυτής. Κατόπιν τούτων, η "....... Ltd", απέσυρε την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και αρνήθηκε να προβεί στην είσπραξη των απαιτήσεων για λογαριασμό της μηνύτριας, αφού ο φερόμενος ως πελάτης της εταιρίας των αναιρεσειόντων, δεν ήταν υπόχρεος προς πληρωμή των τιμολογίων. Η μηνύτρια εταιρία, με τις από .... και ..... επιστολές της, προς την εταιρία των αναιρεσειόντων, την ενημέρωσε για τα διαπιστωθέντα απ'αυτή, και την κάλεσε να διευθετήσει την οφειλή της για τα τιμολόγια, για τα οποία είχε από την μηνύτρια την προκαταβολή. Οι αναιρεσείοντες δεν αρνήθηκαν την οφειλή τους, κατέβαλαν μέρος αυτής, ενώ σχετικά με το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 220.900 Αγγλικών λιρών, με την από ... επιστολή τους, προς την μηνύτρια, πρότειναν σχέδιο αποπληρωμής της οφειλής τους, παράλληλα δε με την από .... επιστολή τους, ζήτησαν την μετατροπή σε ευρώ, του οφειλομένου ως άνω ποσού και έτσι μετετράπη αυτό στο ποσό των 321.778,42 ευρώ και εν συνεχεία υπεγράφη το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ μηνυτρίας και αναιρεσειόντων και συμφωνήθηκε η τμηματική καταβολή του οφειλομένου ποσού, με ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσεως την 31-12-2003. Όμως, έκτοτε οι αναιρεσείοντες αδιαφόρησαν για την εξόφληση της οφειλής τους αυτής, την οποία και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να οφείλουν. Προσέτι, προέκυψε ότι οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην ως άνω περιγραφομένη αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, με σκοπό πορισμού εισοδήματος και έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή, προς την διάπραξη του εγκλήματος αυτού. Κατόπιν πάντων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των ως άνω αναιρεσειόντων, για την αποδιδομένη σ'αυτούς πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, κατ'επάγγελμα, με ζημία ιδιαιτέρως μεγάλη, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους, δεν μπορούν να οδηγήσουν προς κατεύθυνση άλλη από εκείνη της παραπομπής των ενώπιον του ακροατηρίου του αρμοδίου Δικαστηρίου και εντεύθεν να κλονίσουν την παραπομπή τους αυτή. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου και στην Εισαγγελική πρόταση κατά τα λοιπά αναφέρεται, παρέπεμψε τους ως άνω κατ/νους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για την πράξη τους αυτή, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς, ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και επομένως, πρέπει, ν'απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις των κατηγορουμένων ως ουσία αβάσιμες να επικυρωθεί δε το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων αναιρεσειόντων. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη συνδρομή στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περίστασης της κατ'επάγγελμα τέλεσης της απάτης για την οποία και παραπέμφθηκαν τελικά, αφού δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την εν λόγω επιβαρυντική περίσταση, ενώ στήριξε την κρίση του για την κατ'επάγγελμα τέλεση της απάτης με την εξής αιτιολογία "προσέτι, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην ως άνω περιγραφόμενη αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, με σκοπό πορισμού εισοδήματος και έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού". Κατά τον τρόπο όμως αυτόν υπάρχει και αντίφαση στο βούλευμα, που δημιουργεί λογικό κενό και καθιστά μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, του αν ορθώς εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 13 περίπτ. στ' και 386 παρ. 3 ΠΚ, αφού κατά το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται για "απάτη που τέλεσαν κατ'επάγγελμα", ενώ στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, που επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, ρητώς αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην τέλεση της απάτης κατ' επάγγελμα χωρίς να συνδέεται με τηπαραδοχήτης επ' ανειλημμένης τέλεσης της πράξης ή της ύπαρξης υποβολής του είχαν διαμορφώσει, οι αναιρεσείοντες αλλά με την παραδοχή "και έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού", δηλαδή στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος και κατά συνήθεια, επιβαρυντική όμως περίσταση για την οποία δεν παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες. 'Ετσι υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και συγκεκριμένα των άρθρων 13 περίπτ. στ' και 386 παρ. 3 ΠΚ, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο αναιρέσεως που περιλαμβάνεται στην κρινομένη αίτηση, από το άρθ. 484 παρ. 1 στοιχ. Β' και Δ' του Κ.Π.Δ. Κατ' ακολουθίαν αυτών πρέπει το προσβαλλόμενο να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών (άρθ. 519 ΚΑΙ 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ-------------------- Απορρίπτει το αίτημα των αναιρεσειόντων: 1) Χ1 και 2) Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου. Δέχεται την υπ'αριθμ. 150/2007 κοινή αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τους ανωτέρω αναιρεσείοντες: 1) Χ1 και 2) Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 1370/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αναιρεί το βούλευμα αυτό. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης ή του βουλεύματος, απαιτείται και για την κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή επιβαρυντικής περίστασης στο αδίκημα της κακουργηματικής απάτης (άρθρ. 386 παρ. 3 του Π.Κ., 13 περ. στ΄ του ΠΚ). Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, γιατί ενώ με το διατακτικό οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται για απάτη που τέλεσαν κατ’ επάγγελμα, στο σκεπτικό αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι, προέβησαν στην τέλεση της απάτης, έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος αυτού δηλαδή κατά συνήθεια. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Δέχεται την κοινή αίτηση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Επιβαρυντική περίσταση.
0
Αριθμός 1569/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος τη συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό- Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βγόντζα, περί αναιρέσεως της 34/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1393/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της υπ'αριθ. 34/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών για τα αδικήματα της Εισαγωγής στην Ελλάδα, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ'άρθ. 473 παρ.2 του ΚΠΔ με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 28-6-2007, μετά την καταχώρισή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις 11-6-2007 στο προς τούτο τηρούμενο ειδικό βιβλίο (βλέπετε την από 11-6-2007 βεβαίωση του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και την από ..... βεβαίωση της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών ...... στο επιδοθέν δικόγραφο της κρινομένης αίτησης). ΙΙ. Η αναίρεση περιέχει ως λόγους παραδεκτούς: α) την υπέρβαση εξουσίας και β) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΙΙΙ. Κατά τα άρθ. 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά δε τη διάταξη του τρίτου εδαφίου του αρ. 139 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρ. 2 παρ.5 εδάφ. Β' του Ν.2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Συνεπώς και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης μολονότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι αν αναβληθεί η δίκη είναι ανέλεγκτη, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. 'Ομως το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει όταν από τον κατηγορούμενο διατυπώνεται απλή ευχή για αναβολή της δίκης. Η έλλειψη της κατά τα ανωτέρω απαιτούμενης αιτιολογίας ιδρύει τον από το αρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ' λόγο αναίρεσης, αν δε το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα της αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης και την καταδίκη του κατηγορουμένου για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τότε υποπίπτει στην από το άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθ. 340 παρ.2 του ΚΠΔ, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, με το άρθρ. 13 του Ν.3346/2005 επιτρέπεται σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση δε γίνεται κατά τις διατυπώσεις που αναφέρονται σε αυτό (άρθρο), και ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών, ο δε συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι'αυτόν. Πέραν όμως αυτών κατά το άρθρ. 349 παρ.1 εδ.α' του ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως. Σημαντικό δε αίτιο για την αναβολή της δίκης, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, αποτελεί και η κατ'αυτήν (δίκη) αδυναμία από ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του συνηγόρου του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο υπάρχει και όταν ο συνήγορος του κατηγορούμενου αδυνατεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο, λόγω απασχόλησής του, σε άλλη δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου, ενώ εάν εμφανιζόταν θα εκπροσωπούσε τον απόντα κατηγορούμενο κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθ. 340 παρ.2 του ΚΠΔ. Κατά δε τις διατάξεις την εδ. β', γ' δ' ε' και στ' της ίδιας παρ. 1 του άρθ. 349 του ΚΠΔ το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτό έως δέκα πέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με διακοπή. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα στην απόφαση της αναβολής. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 34/2007 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, και κατά το πρώτο παρεμπίπτον μέρος αυτής, της συνεδρίασης της 3ης Μαΐου 2007, απορρίφθηκε αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου που υποβλήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βγόντζα, μέσω άλλου τρίτου προσώπου (αγγέλου), για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων (αρθ. 349 του ΚΠΔ), συνισταμένων στη αδυναμία του πιο πάνω διορισμένου συνηγόρου του κατηγορουμένου Δικηγόρου Αθηνών, που επρόκειτο να εκπροσωπήσει στη δίκη τον κατηγορούμενο κατά τη διάταξη του άρθ. 340 παρ.2 του ΚΠΔ, δυνάμει συμβολαιογραφικής εντολής του κατηγορουμένου, ως μονίμου κατοίκου Αλβανίας, να εμφανισθεί στο ακροατήριο (ο πληρεξούσιος Δικηγόρος). Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το πιο πάνω αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αναβολή υποβλήθηκε κατά την ίδια συνεδρίαση της 3ης Μαΐου 2007 για δεύτερη φορά, αφού μετά την πρώτη υποβολή του κατά την ίδια συνεδρίαση της 3ης Μαΐου 2007 και πριν την οποιαδήποτε κατ'ουσίαν εξέτασή του, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου είχε ανακοινώσει προς την εξετασθείσα στη συνέχεια και ως μάρτυρα, η οποία μετέφερε το αίτημα αναβολής του πληρεξούσιου Δικηγόρου, ότι η εκδίκαση της υπόθεσης διακόπτεται για την επόμενη ημέρα ώστε να μη υφίσταται το προβαλλόμενο κώλυμα του συνηγόρου. Μετά δε τη γνωστοποίηση από τον Πρόεδρο της διακοπής της συνεδρίασης για την επόμενη ημέρα της 4ης Μαΐου 2007, και την υποβολή του ίδιου αιτήματος για δεύτερη φορά την ίδια ημέρα, απορρίφθηκε αυτό με την πρώτη παρεμπίπτουσα προβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας της 3ης Μαΐου 2007 με την ακόλουθη αιτιολογία: "Επειδή, το αίτημα περί αναβολής της δίκης, που υποβλήθηκε από την ως άνω μάρτυρα εμφανισθείσα Γ1, ασκουμένη δικηγόρο, για λογαριασμό του δικηγόρου Αθηνών Αντωνίου Βγόντζα, ο οποίος εκπροσωπεί στη δίκη αυτή τον απόντα κατηγορούμενο Χ1 με το υπ'αριθμ. ..... ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Σιδέρη, για το λόγο ότι ο ανωτέρω δικηγόρος του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να εμφανισθεί κατά τη σημερινή δικάσιμο (3-5-2007) και να υπερασπισθεί τον κατηγορούμενο με το προαναφερθέν πληρεξούσιο, καθόσον κατά την ως άνω δικάσιμο (σημερινή) έχει ανειλημμένη υποχρέωση να υπερασπισθεί τρεις αιτήσεις αναίρεσης, που εκκρεμούν, μετ'αναβολή, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, που έχουν ασκηθεί κατά των εντολέων του, .... και ...., είναι αβάσιμο και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως τέτοιο. Και τούτο γιατί: 1)για παρόμοιο λόγο (κώλυμα δικηγόρου) αναβλήθηκε άλλη μια φορά η προκειμένη δίκη, που είχε προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 11-1-2007, για των ανωτέρω σημειούμενη δικάσιμο (3-5-2007), και 2) ο προαναφερθείς δικηγόρος του απόντος κατηγορουμένου, είχε τη δυνατότητα να εμφανισθεί στο Δικαστήριο αυτό, την επομένη 4-5-2007, ενόψει της δήλωσης του Προέδρου του ως άνω Δικαστηρίου, ότι η συζήτηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, που άρχισε την σημερινή (3-5-2007) δικάσιμο, θα διακοπεί για την επομένη, ώστε να καθίστατο δυνατή η έλευση του στην Κοζάνη έστω και κατά τις βράδυνες ώρες της 3-5-2007 ή και ακόμη κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης ημέρας και μάλιστα πριν από την 10η πρωϊνή, ώρα κατά την οποία θα επαναλαμβάνονταν η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής κατά την δικάσιμο της 4-5- 2007. Η αιτιολογία αυτή, που διέλαβε το δικαστήριο, στην απορριπτική του αιτήματος του συνηγόρου του κατηγορουμένου, που επρόκειτο να τον εκπροσωπήσει για αναβολή της δίκης, πρώτη παρεμπίπτουσα απόφασή του της 3ης Μαΐου 2007 είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ, αφού εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, αλλά και χωρίς αντιφάσεις, οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο οδηγήθηκε, στην απορριπτική του παραπάνω αιτήματος του συνηγόρου του κατηγορουμένου, παρεμπίπτουσα απόφασή του, με τη συνδρομή της διακοπής της συνεδρίασης που αποφασίστηκε από το Δικαστήριο για την επόμενη ημέρα της 4ης Μαΐου 2007, με την οποία (διακοπή) μπορούσε να αντιμετωπισθεί κατ'άρθρ. 340 παρ.1 εδ.β' του ΚΠΔ το σημαντικό αίτιο της απασχόλησης του αιτούντος πληρεξουσίου Δικηγόρου στην Αθήνα στις τρεις δίκες στο Συμβούλιο της Επικρατείας την 3η Μαΐου 2007, και με βάση όσα μέχρι τότε είχαν γίνει γνωστά στο Δικαστήριο εκ μέρους του αιτούντος την αναβολή πληρεξουσίου Δικηγόρου, μέσω της ασκουμένης Δικηγόρου που ενεργούσε γι'αυτόν. Στη συνέχεια με την ίδια προσβαλλόμενη υπ'αριθμ 34/2007 απόφαση, και κατά το δεύτερο παρεμπίπτον μέρος αυτής της συνεδρίασης της 4ης Μαΐου 2007 (μετά από τη διακοπή της συνεδρίασης της 3ης Μαΐου 2007) απορρίφθηκε δεύτερη αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που υποβλήθηκε από τον ίδιο πληρεξούσιο Δικηγόρο του μέσω του ίδιου πιο πάνω τρίτου προσώπου (αγγέλου), για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων (άρθ. 349 του ΚΠΔ), συνισταμένων στην αδυναμία του πιο πάνω διορισμένου συνηγόρου του κατηγορουμένου, να εμφανισθεί στο ακροατήριο. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το πιο πάνω αίτημα υποβλήθηκε κατά την έναρξη της, μετά διακοπή συνεδρίασης της 4ης Μαΐου 2007 στηριζόταν δε, στο ως σημαντικό αίτιο προβαλλόμενο περιστατικό, ότι ο ίδιος πληρεξούσιος Δικηγόρος στις 2-5-2007 υπερασπιζόταν στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσ/νίκης τρεις κατηγορούμενους για πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες από 22 έως 27 Αυγούστου 2000, η εκδίκαση δε της υπόθεσης αυτής, απρόβλεπτα δεν ολοκληρώθηκε αυθημερόν λόγω της υποβολής ενστάσεων και διακόπηκε για την 4-5-2007, λόγω και του κινδύνου παραγραφής, με αποτέλεσμα ο αιτών πληρεξούσιος Δικηγόρος, αφού εμφανίστηκε στην Αθήνα στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 3 Μαΐου 2007, επανήλθε στη Θεσ/νίκη, στις 4 Μαΐου 2007 και αδυνατούσε να εμφανισθεί συγχρόνως στο Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας στη, μετά τη διακοπή, συνεδρίαση επίσης της 4ης Μαΐου 2007. Το αίτημα αυτό αναβολής απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με τη δεύτερη παρεμπίπτουσα απόφαση και με την ακόλουθη αιτιολογία: Επειδή από την κατάθεση της μάρτυρος και τα αναγνωσθέντα έγγραφα αποδεικνύεται ότι το αίτημα αναβολής υποβλήθηκε από την ασκούμενη δικηγόρο Γ1, η οποία εμφανίσθηκε ως άγγελος όχι του κατηγορουμένου αλλά του δικηγόρου Αντωνίου Βγόντζα, που επρόκειτο να ζητήσει από το δικαστήριο, να του επιτρέψει την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου (κατά τα άρθρα 340 παρ.2 και 501 παρ.1 ΚΠΔ), ο οποίος δικηγόρος πριν του επιτραπεί η εκπροσώπηση αυτή, δεν νομιμοποιείται να υποβάλει αίτημα αναβολής, που αφορά προσωπικό του κώλυμα να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να ζητήσει να του επιτραπεί η εκπροσώπηση (βλ ΑΠ 2014/2004 ΝοΒ 53.763). Επομένως πρέπει το αίτημα αναβολής ν' απορριφθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το αίτημα αναβολής υποβάλλεται νομίμως, πάλι είναι απορριπτέο, διότι τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται δε στοιχειοθετούν σημαντικό αίτιο σε κάθε δε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι στοιχειοθετείται σημαντικό αίτιο διότι το αίτημα προβάλλεται καταχρηστικά. Ειδικότερα: Στη δικάσιμο της 11.1.2007, υποβλήθηκε αίτημα αναβολής για κώλυμα του δικηγόρου Αντωνίου Βγόντζα, που επρόκειτο να ζητήσει να του επιτραπεί να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο κατά τα ανωτέρω, διότι αυτός ήταν απασχολημένος την ίδια ημέρα με υπόθεση άλλου πελάτη του σε άλλο δικαστήριο. Το αίτημα έγινε δεκτό με την 7/2007 παρεμπίπτουσα απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και ορίσθηκε νέα συζήτηση της υποθέσεως κατά την παρούσα δικάσιμο, που άρχισε χθες 3.5.2007, χωρίς να γνωστοποιηθεί στο δικαστήριο όταν χορήγησε την αναβολή και όρισε τη νέα δικάσιμο ότι ο εν λόγω δικηγόρος κωλύεται να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο αυτή στο ακροατήριο, ώστε να προσδιοριστεί η μετ' αναβολή συζήτηση σε διαφορετική δικάσιμο. Κατά την παρούσα δικάσιμο και κατά την έναρξη της χθες υποβλήθηκε και πάλι αίτημα αναβολής, λόγω κωλύματος του ίδιου δικηγόρου, ο οποίος παρίστατο την ίδια ημέρα ενώπιον του ΣτΕ. Το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση του απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέκοψε τη συνεδρίαση του για σήμερα προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση. Σήμερα υποβλήθηκε το κρινόμενο αίτημα αναβολής για τον ίδιο ακριβώς λόγο, για κώλυμα δηλαδή του ίδιου ως άνω δικηγόρου να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, διότι είναι απασχολημένος με την εκπροσώπηση άλλου πελάτη του στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης σε υπόθεση η οποία αρχικά είχε οριστεί να εκδικαστεί στις 2.5.2007 και διακόπηκε η συζήτησή της για τη σημερινή δικάσιμο. Ο προσδιορισμός της υποθέσεως για την παρούσα δικάσιμο είχε γίνει από της 11.1.2007. χωρίς προβολή από μέρους του εκπροσώπου του ανωτέρω δικηγόρου που εμφανίσθηκε και ζήτησε την αναβολή, αντιρρήσεως για τον ορισμό της δικασίμου αυτής. Γνώριζε δηλαδή ο εν λόγω δικηγόρος έκτοτε ότι στην παρούσα δικάσιμο θα εκδικαζόταν η υπόθεση ύστερα από δικό του αίτημα και θα έπρεπε να ρυθμίσει τη δραστηριότητα του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, του οποίου η συνεδρίαση κατά κανόνα διαρκεί περισσότερες από μία ημέρες λόγω της σοβαρότητας των υποθέσεων που αυτό δικάζει. Υπό τα περιστατικά αυτά εφόσον η παρούσα δικάσιμος είχε οριστεί από πενταμήνου περίπου, παρείχετο η ευχέρεια στον ως άνω δικηγόρο να ρυθμίσει τη δραστηριότητα του κατά τρόπο ώστε να μπορεί να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και συνεπώς το επικαλούμενο κώλυμα του δεν είναι γεγονός αιφνίδιο ώστε να αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το κώλυμα του ίδιου δικηγόρου, λόγω απασχολήσεως του σε άλλες υποθέσεις, προβαλλόμενο ως λόγος αναβολής επί τρεις φορές, αποτελεί σημαντικό αίτιο, το σχετικό αίτημα αναβολής που στηρίζεται σ' αυτό το κώλυμα, ενόψει του ότι νέα συνεδρίαση του παρόντος δικαστηρίου έχει οριστεί μετά τις δικαστικές διακοπές, οπότε αν γίνει δεκτό το αίτημα αναβολής η δίκη θα διαρκέσει χρόνο μεγαλύτερο της επταετίας (χρόνος τελέσεως του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος η 10.5.2000) με κίνδυνο, σε περίπτωση προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) να καταδικαστεί η Ελλάδα για παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως (βλ σχετικώς την από 21.9.2006 απόφαση του ανωτέρω διεθνούς δικαστηρίου επί προσφυγής .....) προβάλλεται καταχρηστικά και πρέπει για το λόγο αυτό ν' απορριφθεί". Η δεύτερη αυτή παρεμπίπτουσα απόφαση στερείται της απαιτούμενης από το άρθρο 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα, όσον αφορά την κατά κύριο λόγο απορριπτική του αιτήματος αναβολής κρίση του Δικαστηρίου που στηρίζει αυτοτελώς το απορριπτικό διατακτικό του, η αιτιολογία αυτή έχει αντιφάσεις σε σχέση προς τις παραδοχές της πρώτης παρεμπίπτουσας απόφασης, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση της δεύτερης παρεμπίπτουσας απορριπτικής απόφασης της 4-5-2007 κρίθηκε από το Εφετείο ότι το αίτημα αναβολής της δίκης δεν υποβάλλεται νόμιμα, επειδή αυτό υποβλήθηκε από πρόσωπο που δεν ενομιμοποιείτο προς τούτο, ενώ στην παρεμπίπτουσα απόφαση της 3-5-2007, το Εφετείο προχώρησε στην ουσιαστική εξέταση της βασιμότητας του πρώτου αιτήματος αναβολής δεχόμενο ότι υποβλήθηκε από νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο, καίτοι και στις δύο περιπτώσεις το αίτημα αναβολής υποβλήθηκε από το ίδιο πρόσωπο που ενεργούσε υπό την αυτή ιδιότητα του αγγέλου δηλαδή του πληρεξούσιου δικηγόρου του κατηγορουμένου που θα τον εκπροσωπούσε. Αλλά και κατά την επικουρική αιτιολογία της που στηρίζει επίσης αυτοτελώς το απορριπτικό διατακτικό, η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση στερείται επίσης της αναγκαίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το Εφετείο, χωρίς στην πραγματικότητα να αξιολογήσει το περιεχόμενο της κατάθεσης της μάρτυρος (αγγέλου) και τα αναγνωσθέντα έγγραφα (την με αριθμ. 10216/2007 απόφαση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσ/νίκης και την από 4-5-2007 βεβαίωση της Γραμματείας του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσ/νίκης), τα οποία δεν αντέκρουσε επαρκώς ως προς το διαπιστούμενο περιστατικό σημαντικού αιτίου στο πρόσωπο του αιτούντος συνηγόρου, που δικαιολογούσε τουλάχιστον τη διακοπή εκ νέου της δίκης για δεύτερη φορά, δέχθηκε όλως γενικώς και αορίστως ότι δεν συνέτρεχε σημαντικό αίτιο στο πρόσωπο του αιτούντος συνηγόρου που τον εμπόδιζε να εμφανιστεί στο δικαστήριο την 4-5-2007, καίτοι ο ίδιος συνήγορος, όπως αποδεικνυόταν από τα πιο πάνω στοιχεία, μη αναιρούμενα και κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης από άλλα στοιχεία κατά τη δικάσιμο της 4-5-2007, παρέστη στο Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Θεσ/νικης στην εκδίκαση υπόθεσης που είχε αρχίσει στις 2-5-2007 και είχε διακοπεί τελείως απρόβλεπτα για τη δικάσιμο της 4-5-2007 σε χρόνο δηλαδή που δεν είχε ακόμη μεσολαβήσει η διακοπή εκδίκασης της ένδικης υπόθεσης από τη δικάσιμο της 3-5-2007 για εκείνη της 4-5-2007. Εξ άλλου, τα ίδια αυτά περιστατικά, που δικαιολογούσαν τη συνδρομή σημαντικού αιτίου στο πρόσωπο του αιτούντος συνηγόρου, δεν αναιρούνται από την επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση καταχρηστικής συμπεριφοράς του αιτούντος συνηγόρου αφού δεν αιτιολογείται ούτε αντιμετωπίζεται με οποιαδήποτε τρόπο στην ίδια απόφαση η ύπαρξη αδυναμίας για διακοπή της συνεδρίασης στο πλαίσιο της διάταξης του άρθ. 349 παρ.1 εδ.β' του ΚΠΔ. Εφ' όσον μετά ταύτα το παραπάνω Δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα το πιο πάνω αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προχώρησε, μετά τη δεύτερη παρεμπίπτουσα απορριπτική του απόφαση στην εκδίκαση της υπόθεσης, και δέχθηκε την έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, κατά του απαλλακτικού σκέλους της με αριθ. 126/2000 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας και αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (ωσεί παρόντα δικαζόμενο) επέβαλε σ'αυτόν ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών, υπερέβη σχετικώς την εξουσία του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δεύτερης απορριπτικής παρεμπίπτουσας απόφασης της 4-5-2007 και υπέρβαση εξουσίας, αντίστοιχα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του με άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθ. 34/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με την οποία ο αναιρεσείων Χ1 καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί με άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση που απορρίπτει το αίτημα αναβολής πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη (άρθ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 εδ. γ΄ του Κ.Π.Δ. όπως προστέθηκε με το άρθ. 2 παρ. 5 εδ. β΄ του Ν. 2408/1996). Ο λόγος αναβολής από το αρθ. 349 του ΚΠΔ αφορά και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του κατηγορουμένου, που πρόκειται να τον εκπροσωπήσει κατ’ άρθ. 340 παρ. 2 του ΚΠΔ, όταν συντρέχει στο πρόσωπό του σημαντικό αίτιο, που υπάρχει και όταν ο συνήγορος αδυνατεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο, λόγω της απασχόλησής του σε άλλη δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου. Αναιρείται η απόφαση, που για τους λόγους του άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Η΄ του ΚΠΔ (έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση αιτιολογίας), που αφού απέρριψε με αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες το αίτημα αναβολής, καταδίκασε στη συνέχεια τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, χωρίς να βεβαιώνει ότι τουλάχιστον ήταν αδύνατη η διακοπή της συνεδρίασης για άλλη δικάσιμο, κατ’ άρθ. 349 παρ. 1 εδ. β΄ του Κ.Π.Δ. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα.
1
Αριθμός 1567/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Προε-δρεύοντα Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Κούκλη, που ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Νικόλαο Ζαΐρη και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λοζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Φέστα, για αναίρεση της με αριθμό 72717α/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 236/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 344 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν αποχωρήσει ο κατηγορούμενος από το ακροατήριο μετά την έναρξη της διαδικασίας, η δίκη συνεχίζεται σαν να ήταν παρών συνεχώς, η δε μετά την αποχώρησή του εκδιδόμενη απόφαση θεωρείται ότι απαγγέλλεται παρόντος του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης των επιτρεπομένων ενδίκων μέσων κατά της απόφασης δεν είναι αναγκαία η επίδοσή της στον κατηγορούμενο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462,473 παρ.1 και 3 και 507 παρ.1 εδ.α' ΚΠΔ προκύπτει ότι , όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ και είναι δέκα ημέρες , εφ' όσον ο δικαιούμενος ήταν παρών κατά τη δημοσίευσή της, άλλως, αν ήταν απών αλλά γνωστής στην ημεδαπή διαμονής, από την επίδοσή της. Εξάλλου, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί τα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, συνεπώς και της αναιρέσεως, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Στην εξαιρετική, όμως, αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ.2 και 474 παρ.2 ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτού, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν την βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 72.717α/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε σαν Εφετείο, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κατά την δικάσιμο της 21/12/2006 του ως άνω Δικαστηρίου εμφανίστηκε και ζήτησε αναβολή της δίκης. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα το αίτημα αυτό και ακολούθως η Εισαγγελέας της έδρας, πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, απήγγειλε συνοπτικά την κατηγορία και πρόσθεσε ότι για την υποστήριξη της κατηγορίας έχει κλητεύσει τους αναγραφόμενους κάτω από το κατηγορητήριο μάρτυρες, τα ονόματα των οποίων στη συνέχεια εκφώνησε η Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι αποχωρεί λόγω ασθενείας του (χωρίς να προκύπτει ότι υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα). Ακολούθως συνεχίστηκε η διαδικασία και εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι [6] μηνών, προς πέντε [5] ευρώ για την κάθε ημέρα φυλακίσεως, για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση. Η καταδικαστική αυτή απόφαση, που εκδόθηκε μετά την πιο πάνω αποχώρηση του κατηγορουμένου και, κατά τα προεκτεθέντα, θεωρείται ότι απαγγέλθηκε παρόντος αυτού, καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο των τελεσιδίκων αποφάσεων, όπως προκύπτει από την επί του αντιγράφου αυτής βεβαιώσεως του Γραμματέα του Δικαστηρίου, στις 25/9/2007. Ο αναιρεσείων, άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα στις 27/11/2007 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η 122/2007 σχετική έκθεση . Στην έκθεση αυτή αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε μετά την οριζόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, δεκαήμερη προθεσμία αναιρέσεως, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά τα οποία να συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Επομένως, η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη, ως εκπρόθεσμη. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 122/27-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 72.717α/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αναιρέσεως ως εκπρόθεσμης. Η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας. Η δε μετά την αποχώρησή του εκδιδομένη απόφαση θεωρείται ότι απαγγέλλεται παρόντος του κατηγορουμένου. Για την έναρξη της προθεσμίας των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης δεν είναι αναγκαία η επίδοσή της. Έναρξη προθεσμίας από τότε που η απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ. Μη επίκληση λόγου ανώτερης βίας. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Κατηγορούμενος.
0
Αριθμός 1566/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της σύνθεσης, (κωλυομένου του Προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Κούκλη, ορισθέντος με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Νικόλαο Ζαΐρη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γεωργά, περί αναιρέσεως της 129/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.2.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 411/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 129/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκατριών (13) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για τις άδικες πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στις 28.7.2000 και περί ώρα 22.00, ο κατηγορούμενος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ........ ΙΧΦ αυτοκίνητο (τύπου JΕΕΡ) εργοστασίου κατασκευής ΜΙΤSUBISHI και εκινείτο επί της παλαιάς Ε. Ο ... -..... με κατεύθυνση προς Πάτρα. Στο όχημα αυτό επέβαινε και η εξετασθείσα ως μάρτυρας σύζυγος του ...... Η οδός αυτή είναι διπλής κατευθύνσεως με ένα ρεύμα κυκλοφορίας, ανά κατεύθυνση, στο ύψος δε του 9,150 χλμ της οδού, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η περιοχή είναι κατοικημένη, το συνολικό πλάτος του οδοστρώματος είναι 6,60 μέτρα, ήτοι 3,30μ ανά ρεύμα κυκλοφορίας. Στο εν προκειμένω κρίσιμο σημείο η οδός είναι ευθεία σε μήκος 250 μέτρων, τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας διαχωρίζονται με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή, που διακόπτεται λίγα μέτρα μετά, στη συμβολή της με άλλη δημοτική οδό. Υπήρχε αμυδρός φωτισμός από δημοτικούς φανοστάτες, που απείχαν 50 μέτρα έκαστος και τα φώτα των καταστημάτων. Η κατάσταση της οδού ήταν ξηρά ενώ παρατηρείτο μεγάλη κυκλοφορία οχημάτων και πεζών. Στην πορεία του εν λόγω οχήματος υπήρχε πινακίδα Ρ - 32 που όριζε ανώτατο όριο ταχύτητας 50 χ.ω. (βλ. την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας). Ο κατηγορούμενος, κατά την οδήγηση του οχήματος του δεν κατέβαλε το καθήκον της προσοχής, το οποίο κάτω από τIς ίδιες περιστάσεις επιβάλλουν σε κάθε μέτρια συνετό οδηγό οι κανόνες που ρυθμίζουν το επάγγελμά του και οι κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, αλλά και μπορούσε να καταβάλλει σύμφωνα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες. 'Ετσι δεν πρόβλεψε, ενώ αν πρόσεχε θα μπορούσε να προβλέψει και αποφύγει, το παρακάτω αξιόποινο αποτέλεσμα που τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παράλειψή του, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά του κατά την κοινή αντίληψη είναι η αμέσως προκαλέσασα το ατύχημα ή τελεί σε άμεση σχέση αιτιότητος προς αυτό. Ειδικότερα, αν και εκινείτο σε οδό περιορισμένου εύρους, με μεγάλη κυκλοφορία πεζών και οχημάτων, η ορατότητα ήταν περιορισμένη λόγω της νυκτός και του αμυδρού τεχνητού φωτισμού, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή, έτσι ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του και να μπορεί σε κάθε στιγμή να επιχειρεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του μπροστά από οποιοδήποτε δυνάμενο να προβλεφθεί εμπόδιο. Ακόμη περισσότερο δεν εμείωσε την ταχύτητα του οχήματός του, αν και από απόσταση 50 μέτρων αντελήφθη ότι επί του πεζοδρομίου του κειμένου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας εστέκοντο δύο μεγάλης ηλικίας άτομα τα οποία είχαν εκδηλώσει την πρόθεση να διασχίσουν καθέτως το οδόστρωμα. Επρόκειτο για τον Δ1 ηλικίας 83 ετών, που κρατούσε τον έχοντα προβλήματα οράσεως Δ2 ηλικίας 81 ετών, προκειμένου να τον περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τις υποχρεώσεις που προεκτέθηκαν επιβάλλει στους οδηγούς το άρθρο 19 του Κ.Ο.Κ, που ορίζει επιπλέον ότι ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος πλησίον των ισόπεδων κόμβων, κατά τις νυχτερινές ώρες, κατά την διέλευσή τους από κατοικημένες περιοχές, ...αν πεζοί που ευρίσκονται στην τροχιά του καθυστερούν να απομακρυνθούν. Αντίθετα, εκινείτο απερίσκεπτα και απρόσεκτα με ταχύτητα, 62 χλμ ωριαίως, ήτοι σαφώς υπέρτερη της ανωτάτης επιτρεπομένης από την σχετική ρυθμιστική πινακίδα και της επιτρεπομένης με βάση τις προμνησθείσες οδικές συνθήκες. 'Ετσι, όταν οι προαναφερθέντες ηλικιωμένοι που εστέκοντο στο αριστερό σε σχέση με την πορεία του πεζοδρόμιο επεχείρησαν να διασχίσουν καθέτως το οδόστρωμα, προκειμένου να μεταβούν στο δεξιό σε σχέση με την πορεία του πεζοδρόμιο, αντέδρασε καθυστερημένα, ήτοι επέδησε. Λόγω όμως και της ταχύτητος που είχε αναπτύξει και της προς τα αριστερά κλίσεως του οχήματός του, προσέκρουσε, όχι με ιδιαίτερη σφοδρότητα, σ' αυτούς και ακινητοποιήθηκε, αφού καταγράφτηκαν ίχνη τροχοπεδήσεως του αριστερού τροχού 21,70 μ. και του δεξιού 22,30μ. Η τροχαία Κορίνθου που επελήφθη υπελόγισε την ταχύτητα του οχήματός του, με βάση τα ίχνη πεδήσεως και τον συντελεστή τριβής σε 58 χλμ ωριαίως. Εξάλλου, ο προς αριστερά, δηλαδή προς την πλευρά των πεζών ελιγμός του οχήματός του δεν ήταν ο ενδεδειγμένος και δεν μπορεί να αποδοθεί σε αστάθμητους παράγοντες, όπως υπεστήριξε ο κατηγορούμενος, αλλά σε καθυστερημένη και πανικόβλητη αντίδρασή του. Ο κατηγορούμενος αρχικά είχε παραδεχθεί ότι είχε αντιληφθεί από απόσταση 30 μέτρων τους δύο ηλικιωμένους να έχουν πρόθεση να διασχίσουν την οδό, ενώ η συνεπιβάτις σύζυγός του κατέθεσε ότι τους είχε αντιληφθεί από απόσταση 50 μέτρων. Ωστόσο δεν έδωσε πειστική απάντηση, γιατί δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματός του, έτσι ώστε να μπορεί να το ακινητοποιήσει, προκειμένου να διέλθουν οι ομοίως αντικανονικώς κινηθέντες γέροντες. Το σημείο παράσυρσης εντοπίζεται στο ύψος της διπλής συνεχόμενης διαχωριστικής γραμμής και ελαφρώς στο αντίθετο (προς Κόρινθο) ρεύμα κυκλοφορίας. Η έκθεση τροχαίας καταγράφει φθορές στην εμπρόσθια αριστερή γωνία (φτερό προφυλακτήρα) του οχήματος του κατηγορουμένου. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του ότι οι γέροντες έπεσαν στο όχημά του ενώ αυτό είχε ακινητοποιηθεί. Ο δεύτερος των ως άνω γερόντων και ο μάρτυρας ...... κατέθεσαν ότι ο κατηγορούμενος, όταν κατήλθε του οχήματός του (μετά το ατύχημα), δεν φορούσε υποδήματα και το όχημά του δεν είχε φώτα. Έτσι εξηγείται και η καθυστερημένη και αναποτελεσματική αντίδραση του κατηγορουμένου. Από την πρόσκρουση, ο δεύτερος των εν λόγω γερόντων υπέστη κάκωση δεξιού και αριστερού γόνατος, δεξιάς αντιβραχείας και πυχεοκαρπικής, νοσηλεύτηκε δε επί εξαήμερο στο νοσοκομείο Κορίνθου, (βλ. το με αριθμό ...... πιστοποιητικό του εν λόγω νοσοκομείου). Και ο πρώτος εξ αυτών διεκομίσθη στο ίδιο νοσοκομείο, όπου διεγνώσθη "κάκωση κεφαλής, θώρακος, άλγος επιγαστρίου, κάκωση αριστερού γόνατος. Στις 29-7-2000 διεκομίσθη στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός των Αθηνών, όπου απεβίωσε στις 10-8-2000. Σύμφωνα με την ....... έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής, που συνέταξε η ιατροδικαστής Γ1 "ανευρέθη παροχέτευση της χοληδόχου κύστεως και μερική ηπατεκτομή... ιστορικό πολυοργανικής ανεπάρκειας και σηπτικής καταπληξίας τραυματίας τροχαίου στις 28-7-2000, ..Θλάσεις πνευμόνων ηπατεκτομή δεξιά..." ως αιτία του θανάτου δε αναφέρει "πνευμονία, πολυοργανική ανεπάρκεια απότοκος τροχαίου ατυχήματος". Από τα στοιχεία που προεκτέθηκαν, είναι προφανές ότι ο μετά από ολίγες ημέρες από το ατύχημα επελθών θάνατος οφείλεται αποκλειστικά κατ' άμεση αιτιώδη συνάφεια στις σωματικές κακώσεις που υπέστη κατά το ατύχημα ο ηλικιωμένος και συνακόλουθα ευπαθής στην υγεία παθών. Επομένως ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο θάνατος του πρώτου των παθόντων δεν οφείλεται στις εκ του ατυχήματος κακώσεις αλλά σε άλλα προϋπάρχοντα παθολογικά αίτια ή αμέλεια των οικείων του ή των θεραπόντων ιατρών, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο κατηγορούμενος, όντας υγιής, αρτιμελής και μέσης τουλάχιστον διανοητικής ικανότητος οδηγός, μπορούσε, αν κατέβαλε το καθήκον της προσοχής, όπως αυτό αναλύθηκε, να προβλέψει και αποφύγει, το παραπάνω επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα, που τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παράλειψή του, δηλαδή την προεκτεθείσα αμελή οδική συμπεριφορά του. Η ευθύνη του δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην επέλευση του εν λόγω εγκληματικού αποτελέσματος ασφαλώς συνετέλεσε υπαιτιότητα και των ιδίων των παθόντων, συνισταμένη στο ότι κατήλθαν στο οδόστρωμα χωρίς να βεβαιωθούν προηγουμένως ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων (άρθρο 38 παρ. 4 περίπτωση ε ΚΟΚ). Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, και της σωματική βλάβης από αμέλεια". Με τις πιο πάνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. β', 28, 302 παρ. 1, 314 παρ. 1α, 315 παρ. 1β, γ ΠΚ, τις οποίες εφάρμοσε. Ειδικότερα, πλήρως αιτιολογείται, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, που βρίσκεται κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και να αποφύγει το αποτέλεσμα, τόσο του θανάτου του ενός, όσο και του τραυματισμού του ετέρου των αναφερομένων πεζών, αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο τελεί σε αντικειμενικό σύνδεσμο με τις ως άνω πράξεις του. Επίσης, αναφέρεται το όριο ταχύτητας, το οποίο, σύμφωνα με την υφιστάμενη πινακίδα Ρ-32, ήταν 52 χ.ω, καθώς και η ταχύτητα με την οποία έβαινε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, η οποία ανέρχονταν σε 62 χ.ω. και ήταν ανώτερη του επιτρεπομένου ορίου και μη συνάδουσα με τις επικρατούσες συνθήκες. Οι περαιτέρω αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση της προσβαλλομένης. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ τέταρτος και πέμπτος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται από τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν, την εμφάνιση, την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της ένδικης αναίρεσης, ισχυρίζεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, διότι το Εφετείο Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τα αιτήματά του για διενέργεια, α) πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί ο συντελεστής τριβής του οδοστρώματος στο σημείο της οδού, όπου συνέβη το ατύχημα και β) ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να αναγνωστούν τελείως δυσανάγνωστα ιατρικά έγγραφα της δικογραφίας, προκειμένου να διαπιστωθούν η αιτία θανάτου του Δ1 και η αιτία τραυματισμού του Δ2 και αν αυτά τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τη φερόμενη δική του αμελή συμπεριφορά, εξαιτίας δε της απόρριψης των ως άνω αιτημάτων του, επήλθε η εκ του ως άνω άρθρου επικαλούμενη ακυρότητα, διότι εμποδίστηκε από το ως άνω Εφετείο να ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του και συγχρόνως παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 περ. ε' της ΕΣΔΑ. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσείων, μετά τη λήξη της διαδικασίας και την πρόταση του Εισαγγελέα, ζήτησε, δια του συνηγόρου του, την αναβολή της δίκης, προκειμένου να διενεργηθούν οι προαναφερόμενες πραγματογνωμοσύνες, το δε Δικαστήριο, αιτιολογημένα, απέρριψε τα αιτήματα αυτά, με το ακόλουθο σκεπτικό: "Το αίτημα αυτό του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους λόγους: επτά έτη και 6 μήνες μετά το ατύχημα, ήτοι 6 μήνες περίπου προ της συμπληρώσεως του χρόνου της παραγραφής του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στον κατ/νο αξιοποίνων πράξεων, ο τελευταίος για πρώτη φορά αμφισβητεί τα πορίσματα της εκθέσεως αυτοψίας των επιληφθέντων του ατυχήματος αστυνομικών της Τροχαίας Κορίνθου και τα εκδοθέντα ιατρικά πιστοποιητικά. Σημειωτέον ότι ο κατηγορούμενος και στον πρώτο βαθμό παραστάθηκε με νομικό παραστάτη, η συζήτηση δε της υποθέσεως αναβλήθηκε σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, τουλάχιστον από μία φορά, για λόγους που αφορούν τον κατ/νο και τον συνήγορό του. Τα προαναφερόμενα περιστατικά ευλόγως θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την κρίση ότι παρελκυστικώς υποβάλλεται το αίτημα αυτό στο παρόν κρίσιμο χρονικό σημείο, αφού ο κατηγορούμενος είχε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στη διάθεσή του να υποβάλει τα αιτήματα που σήμερα προβάλλει. Σε κάθε όμως περίπτωση (και επί τη εκδοχή δηλαδή ότι το αίτημα του κατηγορουμένου υποβάλλεται ειλικρινώς και με διάθεση εξευρέσεως της αληθείας), δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα αιτήματα αυτά για τους εξής λόγους. Τυχόν διαταχθησομένη πραγματογνωμοσύνη προς διαπίστωση του συντελεστού τριβής του οδοστρώματος στο σημείο του ατυχήματος θα είναι αλυσιτελής, ως προς την διακρίβωση της αληθείας, αφού επτά και ήμισυ έτη μετά το ατύχημα, είναι βέβαιο ότι η κατάσταση του οδοστρώματος δεν θα είναι ίδια με εκείνη κατά την στιγμή του ατυχήματος, λόγω νέας ασφαλτοστρώσεως ή λόγω φθοράς της τότε υφισταμένης. Περαιτέρω στην δικογραφία υφίστανται και είναι αναγνωστέα, μεταξύ άλλων, και τα εξής έγγραφα: 1. η με αριθμό ...... έκθεση νεκροψίας - νεκροτομίας όπου ευανάγνωστα αναφέρεται η αιτία θανάτου του πρώτου των παθόντων και 2. το με αριθ. πρωτ. ......έγγραφο του Νοσοκομείου Κορίνθου, στο οποίο ομοίως ευανάγνωστα αναφέρονται οι σωματικές κακώσεις που διαπιστώθηκαν στις 28-7-2000 σε αμφότερους τους παθόντες. Εξάλλου, το μοναδικό δυσανάγνωστο σε ορισμένα σημεία του έγγραφο είναι το άνευ ημερομηνίας ιατρικό σημείωμα σε έντυπο του Γενικού Νοσοκομείου Κορίνθου, που υπογράφει ο χειρούργος ιατρός Γ1 .Το έγγραφο αυτό επικαλέστηκε και ζήτησε να αναγνωσθεί ο εκκαλών κατηγορούμενος. Όφειλε ως εκ τούτου, εφόσον σκόπευε να το επικαλεσθεί και αγνοούσε, όπως ήδη προβάλλει, το πλήρες περιεχόμενό του, να φροντίσει έγκαιρα να διασαφηνίσει από τον συντάξαντα ιατρό τα δυσανάγνωστα στοιχεία του και όχι να ζητάει την βοήθεια του δικαστηρίου προς τούτο". Η, με την επιβαλλόμενη, κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απόρριψη, κατά τα άνω, των αιτημάτων, δεν επέφερε την επικαλούμενη ακυρότητα, αναφορικά με το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να ζητήσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, για τα ζητήματα που προαναφέρθηκαν, ο δε έλεγχος της προσβαλλομένης, ως προς το σημείο αυτό και σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, δεν είναι θετικός στις αιτιάσεις του. Περαιτέρω, η επικαλούμενη παράβαση του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 στ. ε' της ΕΣΔΑ, δεν υφίσταται εν προκειμένω, άνευ ετέρου, διότι, ο αναιρεσείων, με την επίκληση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία τέθηκαν υπόψη του και αμφισβητήθηκαν, υπερασπιστικά, από την πλευρά του, χωρίς αντίθετη και μάλιστα περιοριστική, των δικαιωμάτων του, παρέμβαση του Δικαστηρίου, κρίθηκε ένοχος των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Άλλωστε, δεν υποβάλλεται, από την πλευρά του αναιρεσείοντος, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης της προσβαλλομένης, σε σχέση με τις αιτήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, απλώς επαναλαμβάνεται η άποψη ότι τα αιτήματα έπρεπε να γίνουν δεκτά. Σημειώνεται ότιη επίκληση της παρ. 3 περ. ε' του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ είναι ανεδαφική, αφού, η περίπτωση αυτή, αναφέρεται σε θέματα διερμηνέως, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος αγνοεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο Δικαστήριο. Ενόψει αυτών, οι εκ του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' κλπ ως άνω λόγοι της ένδικης αναίρεσης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, καθώς και η συναφής αιτίαση περί παράβασης του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 της ΕΣΔΑ. ΙΙΙ. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 329, 358, 364 παρ. 1 και 365 του ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι, όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έγγραφο και το εκτιμά προς στήριξη της κρίσης του για ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς τούτο να αναγνωσθεί, προηγουμένως, κατά την ακροαματική διαδικασία, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου, από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικώς με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στ. Α' του αυτού Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. Όμως, με το λόγο αυτό, πρέπει επακριβώς να προσδιορίζεται το σχετικό έγγραφο, που εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο και δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, η δε σχετική πλημμέλεια πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, αναφορικά με την ύπαρξη ιατρικών εγγράφων στη δικογραφία, αναγνώσθηκαν τα εξής έγγραφα: 1) η υπ' αριθ. ..... ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομίας της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών και 2) το υπ' αριθ. πρωτ. ..... πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Κορίνθου καθώς και το προσκομισθέν από το συνήγορο του αναιρεσείοντος έγγραφο του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Κορίνθου. Όπως προκύπτει περαιτέρω από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το σημείο που δι' αυτής απορρίφθηκαν τα αιτήματα του αναιρεσείοντος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αναφέρεται ότι προσκομίσθηκε από το συνήγορο του αναιρεσείοντος ένα δυσανάγνωστο, άνευ ημερομηνίας, ιατρικό σημείωμα, σε έντυπο του Γενικού Νοσοκομείου Κορίνθου, που υπογράφει ο χειρουργός ιατρός Γ1 και είναι το έγγραφο για το οποίο, συνεπεία της αναφερόμενης ιδιομορφίας του, αναφορικά με το περιεχόμενό του, ζήτησε ο αναιρεσείων να διαταχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στα δύο πρώτα ιατρικά έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, αναφορικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος, ήταν γνωστή η ταυτότητά τους και συνεπώς, ο τελευταίος, μπορούσε, ζητώντας προς τούτο το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Όσον αφορά το τρίτο έγγραφο, το οποίο προσεκόμισε ο ίδιος και εξυπακούεται ότι γνώριζε το περιεχόμενό του, το Δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση της ιδιομορφίας του (δυσανάγνωστο), ούτε το ανέγνωσε και πολύ περισσότερο, δεν το έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του, αναφορικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος, δεν μπορεί να γίνει λόγος, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, ότι στερήθηκε ο τελευταίος τα εκ του άρθρου 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και ότι επήλθε συνακόλουθα η επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του ότι λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση η από 9.3.2001 προανακριτική έκθεση ένορκης εξετάσεως του ενός από τους δύο παθόντες, χωρίς αυτή να αναγνωσθεί, αυτός είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται ποίου συγκεκριμένου μάρτυρα η κατάθεση λήφθηκε υπόψη και ως εκ τούτου απαραδέκτως, πέρα από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης, δεν γίνεται αναφορά σε προανακριτική κατάθεση κάποιου μάρτυρα, με ημερομηνία 9.3.2001, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, ο πρώτος των θυμάτων του αυτοκινητιστικού ατυχήματος, Δ1, σκοτώθηκε, ο δε δεύτερος Δ2, ο οποίος τραυματίσθηκε, ήταν τυφλός. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Α' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από όλα αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 3/2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 129/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Σωματική βλάβη από αμέλεια. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη αιτιολογίας, β) Απόλυτη ακυρότητα από την απόρριψη αιτημάτων του κατηγορουμένου, γ) Παράβαση άρθ. 6 § 2 και 3 περ. α’ της ΕΣΔΑ. Απόρριψη αναίρεσης.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ε.Σ.Δ.Α., Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1565/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη-Εισηγητή, ως αρχαιότερο μέλος της σύνθεσης (κωλυομένου του Κωνσταντίνου Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Νικόλαο Ζαΐρη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Φέστα, περί αναιρέσεως της 2171/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 880/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ.1 ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Και μόνο όταν στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά, η αιτιολογία, στην οποία επαναλαμβάνεται το διατακτικό είναι ελλιπής. Επίσης επιβαλλόμενη κατά τα πιο πάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β. του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2171/2007 απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος κατά τον στο διατακτικό τόπο και χρόνο, αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένο, ολικά, κινητό πράγμα, αποσκοπώντας στην παράνομη ιδιοποίηση αυτού. Συγκεκριμένα, αφαίρεσε από οικόπεδο μισθωμένο από τον Γ1, μία καρότσα φορτηγού αυτ/του αξίας 2.000.000 δραχμών περίπου, ιδιοκτησίας ......, την οποία ο τελευταίος είχε εναποθέσει στο εν λόγω οικόπεδο προς φύλαξη. Στην παραπάνω πράξη του ο κατ/νος προέβη με σκοπό να παράνομης ιδιοποίησης του κινητού αυτού πράγματος [καρότσα του φορτηγού αυτ/του), Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα στο διατακτικό". Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο κλοπής, (26 παρ.1α, 27, 272 παρ.1α ΠΚ). Για τη τέλεση της πράξεως αυτής, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών επέβαλε στον ήδη αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφασή του ποινή φυλάκισης οκτώ [8] μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς 5,00 ευρώ για την κάθε μέρα φυλάκισης. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση με το πιο πάνω σκεπτικό, όπως αυτό συμπληρώνεται και από το διατακτικό, με σαφήνεια αναφέρει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της κλοπής. Οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση "δεν υφίσταται καμία απολύτως αιτιολογία σε σχέση με τα αναγκαία προαναφερόμενα στοιχεία και το "αιτιολογικό" της απόφασης ταυτίζεται πλήρως με το διατακτικό αυτής", είναι απορριπτέες προεχόντως, ως απαραδέκτως προβαλλόμενες, λόγω της αοριστίας τους, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες, έστω με την κατ' αντιγραφή του διατακτικού, παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ποία κεφάλαια αυτής ανάγονται, ποία πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν. Ανεξαρτήτως αυτού, οι εν λόγω αιτιάσεις είναι και αβάσιμες, διότι, ναι μεν το σκεπτικό επαναλάμβανει κατά σημαντικό μέρος το διατακτικό, πλην όμως το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Οι περαιτέρω αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες, κατά τις οποίες στο αδίκημα, της κλοπής πρέπει να υφίσταται γνώση του δράστη ότι αφαιρεί με πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης κινητό πράγμα το οποίο είναι ξένο και στην προκειμένη περίπτωση "από τα πρακτικά της δίκης και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Γ1 αλλά και την δική μου απολογία προέκυψε και προέβαλα ισχυρισμό ότι το πράγμα το οποίο φέρομαι ότι αφαίρεσα παράνομα κλπ [καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου], το πούλησε ο Γ1 και εγώ το αγόρασα" και για τους ισχυρισμούς αυτούς "η προσβαλλόμενη απόφαση καμία απολύτως αναφορά δεν κάνει και η έλλειψη αυτή αποτελεί έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας", είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος προέβαλε οποιονδήποτε αυτοτελή ισχυρισμό. Απλώς κατά την απολογία του αυτός αρνήθηκε την κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι δεν έκλεψε τίποτε. Οι αναφερόμενοι στην αίτηση ισχυρισμοί ότι την καρότσα του φορτηγού για την κλοπή της οποίας καταδικάστηκε, την είχε αγοράσει από τον Γ1, ο οποίος του την είχε πουλήσει ως δική του, ανεξαρτήτως του ότι δεν προβληθήκαν στο Δικαστήριο της ουσίας, κατά τρόπο σαφή από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, δεν αποτελούν αυτοτελείς, αλλά αρνητικούς της κατηγορίας, ισχυρισμούς, στους οποίους το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει με ειδική αιτιολογία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 Δ (αλλά και Β, όπως εκτιμάται) του ΚΠΔ, δύο λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και για σχετική εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι δεν παρατίθενται περιστατικά που να αιτιολογούν ότι η κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων τέλεσε το αδίκημα της κλοπής και για έλλειψη αιτιολογίας (αλλά και ακροάσεως), διότι δεν απάντησε το Δικαστήριο στον προβληθέντα πιο πάνω ισχυρισμό του, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τα λοιπά οι αναφερόμενες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 204/3-5- 2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως κατά της 2171/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας (αντιγραφή σκεπτικού) και μη απάντηση σε ισχυρισμό (ότι το φερόμενο ως κλαπέν το είχε αγοράσει). Απόρριψη λόγων αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1564/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 3622/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αναγνωστόπουλο. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Καπελαρίδη. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 51/8-10-2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1675/2007. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων η έλλειψη της από τα άρθρα93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά της αξιόποινης πράξεως και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων, των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές πλημμελήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλλει, με βάση τους νομικούς κανόνας, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιμελείας, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3622/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια με την εξής αιτιολογία: "Στις 28.1.2003 ο ηλικίας 19 ετών Ψ εμφάνισε υψηλό πυρετό και πονόλαιμο. Τις απογευματινές ώρες της ιδίας ημέρας, συνοδευόμενος από τη μητέρα του Ψ1, επισκέφθηκε στο ιατρείο του τον ιατρό Κ. Γ1, ο οποίος, αφού τον εξέτασε, διέγνωσε εμπύρετο αμυγδαλίτιδα - κυνάγχη και για τη θεραπεία του χορήγησε το αντιβιοτικό clarissid και αντιπυρετικό ponstan. Επειδή ο πυρετός δεν έπεφτε στις 30.1.2003 και περί ώρα 19.00 επισκέφτηκε πάλι τον ανωτέρω ιατρό στο ιατρείο του, ο οποίος τον εξέτασε και διαπίστωσε ότι ο λαιμός του είχε περίπου την ίδια εικόνα της κυνάγχης, ενώ ο ασθενής δεν ανέφερε άλλα συμπτώματα και δεν εμφάνιζε άλλα κλινικά συμπτώματα επιπλοκών. Πιθανολογηθείσης ιογενούς λοιμώξεως ο εν λόγω ιατρός συνέστησε και έγγραψε αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις. Λόγω του μεσολαβούντος Σαββατοκύριακου και της αδυναμίας άμεσης απάντησης από ιδιωτικό εργαστήριο στην ......, ο ασθενής, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, προσήλθε στο εφημερεύον νοσοκομείο ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ και περί ώρα 22.00 εξετάστηκε από την ειδικευμένη ιατροπαθολόγο ....... υπό την εποπτεία του προϊσταμένου της ιατρού Επιμελητή Α Χρ. Ελληνα, οι οποίοι με βάση το ιστορικό του ασθενούς (πυρετός από τριημέρου), τα κλινικά συμπτώματα (διόγκωση αμυγδαλών και πυώδες επίχρισμα, απουσία συμπτωμάτων από άλλα συστήματα), τη φυσιολογική ακτινογραφία θώρακος που έγινε για να αποκλεισθεί η επέκταση πιθανής λοίμωξης στο κατώτερο αναπνευστικό, διέγνωσαν ιογενή αμυγδαλίτιδα και συνέστησαν την αντικατάσταση του λαμβανομένου αντιβιοτικού clarissid με το αντιβιοτικό ospen. Λόγω της διάγνωσης από όλους του ανωτέρω ιατρούς, ότι ο ασθενής έπασχε από πυώδη φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, οι ιατροί του Σισμανόγλειου δεν έκριναν σκόπιμο να προβούν σε αιματολογικές εξετάσεις, όπως τους ζήτησε η μητέρα του ασθενούς, οι οποίες θα κατέτειναν μόνο στην ακριβή αιτιολογία της νόσου. Η μητέρα όμως του ασθενούς δεν καθησύχασε και με τη μεσολάβηση της φίλης της Ζ1 κατευθύνθηκε στο εργαστήριο του νοσοκομείου και αφού ελήφθη αίμα του ασθενούς επέστρεψαν στην οικία τους. Τα αποτελέσματα της αιματολογικής εξέτασης, που βγήκαν περί την 23,30 της 31.1.2003, έδειξαν, μεταξύ των άλλων τιμών, λευκά αιμοσφαίρια 14,81, σάκχαρο 7,2, SCOT/AST 188, CPK 1643, LDH-P 66 ΙU και CKMB 62, με αντίστοιχες φυσιολογικές τιμές 4-10, 3,3-6,1, 4-45, 25-190, 164-412, 0-24. Η παρασκευάστρια του νοσοκομείου ......, κατ' εντολή της Ζ1, έδειξε τις αιματολογικές εξετάσεις στον κατηγορούμενο ιατρό Β επιμελητή, ο οποίος ανέλαβε τη βραδυνή βάρδια στη θέση του Χρ. Ελληνα και ζήτησε να δει και να εξετάσει τον ασθενή. Ο τελευταίος συνοδευόμενος από τους γονείς του προσήλθε περί την 01,15 της 1.2.2003 στα εξωτερικά ιατρεία του Σισμανογλείου και εξετάστηκε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος με βάση την κλινική εικόνα του ασθενούς, τις εργαστηριακές εξετάσεις και την ακτινογραφία θώρακος, συμφώνησε με τη γνωμάτευση των προηγουμένων ιατρών, περί οξείας ιογενούς αμυγδαλίτιδας, συνέστησε την ίδια θεραπευτική αγωγή και επιπλέον μερίμνησε για τη λήψη φαρυγγικού επιχρίσματος για ιστολογικό έλεγχο. Η παρισταμένη στην εξέταση Ζ1, συνταξιούχος παρασκευάστρια, ζήτησε από τον κατηγορούμενο να γίνει καρδιογράφημα στον ασθενή λόγω των μη φυσιολογικών τιμών της αιματολογικής εξέτασης. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε, θεωρώντας ότι αυτό οφείλονταν στη διαγνωσθείσα ασθένειά του. Η μητέρα του ασθενούς και η Ζ1 ισχυρίζονται ότι ο ασθενής παραπονέθηκε στον κατηγορούμενο για πόνο στην πλάτη και τράβηγμα στο μέρος της καρδιάς. Το δικαστήριο, με βάση τις καταθέσεις και γνωματεύσεις των ιατρών, και ιδιαίτερα του ιδιώτη ιατρού Κ. Γ1, ο οποίος εξήτασε δύο φορές τον ασθενή και τη δεύτερη φορά λίγες ώρες πριν τον εξετάσει ο κατηγορούμενος, που δεν αναφέρουν ότι τους παραπονέθηκε για πόνο ή τράβηγμα στην πλάτη ή το στήθος του, κρίνει ότι ο ασθενής, δεν παραπονέθηκε στον κατηγορούμενο για πόνο ή τράβηγμα στην πλάτη ή το στήθος του, καθόσον αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ο κατηγορούμενος, ως Επιμελητής Β και έμπειρος ιατρός - παθολόγος, θα υποπτευόταν για τυχόν καρδιολογικά προβλήματα και θα διέτασσε τη διενέργεια καρδιογραφήματος. Αλλά και οι αυξημένες τιμές στην αιματολογική εξέταση και ιδιαίτερα του ενζύμου CPK οι οποίες δικαιολογούνται από την φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα του ασθενούς, που ήταν περιπατητικός, νεαρής ηλικίας 19 ετών, υπεβλήθη από τον κατηγορούμενο σε ασκήσεις για μηνιγγίτιδα, δεν παρουσίαζε κανένα σύμπτωμα από πλευράς καρδιάς κατά την εξέταση του από όλους τους γιατρούς και τη φυσιολογική ακτινογραφία θώρακος, δεν ήταν από μόνες τους στοιχεία με βάση τα οποία ο κατηγορούμενος έπρεπε να υποπτευθεί ότι ο ασθενής εμφάνισε και ενεργό μυοκαρδίτιδα, ασθένεια από την οποία και πέθανε την ίδια ημέρα (1.2.2003) στις 14,10 περίπου, ώστε να διατάξει την άμεση εισαγωγή του σε νοσοκομείο για να του παρασχεθεί υποστηρικτική μόνο αγωγή, καθόσον θεραπευτική αγωγή στην ασθένεια αυτή δεν υπάρχει με συνήθως κακή εξέλιξη. Μετά την εξέταση του ο ασθενής, συνοδευόμενος από τους γονείς του, επέστρεψε στην οικία του περί ώρα 04.00 της 1.2.2003 και την ίδια ημέρα, περί ώρα 14,10 βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του. Κατά την έκθεση νεκροψίας του ιατροδικαστή ...... αιτία θανάτου είναι ενεργός Μυοκαρδίου - Μυοκαρδιακή ισχαιμία, ενώ στην ιστολογική εξέταση του Εργαστηρίου Παθολογικής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, της καρδιάς, του λάρυγγος με τμήμα γλώσσας, της τραχείας και του ισοφάγου του νεκρού, διαπιστώθηκαν μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα: "το ενδοκάρδιο και οι βαλβίδες παρουσιάζουν κανονική διαμόρφωση. Οι στεφανίες αρτηρίες εκφύονται και πορεύονται κανονικά και είναι βατές χωρίς αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις. Μικροσκοπικώς παρατηρείται παθητική υπεραιμία, διάμεσο οίδημα και εστιακή κατάτμηση των μυοκαρδιακών κυττάρων. Παρατηρούνται επίσης διάχυτες μονοπυρηνικές φλεγμονώδεις αθροίσεις με συνοδό νέκρωση ικανού αριθμού μυοκαρδιακών κυττάρων. Σε τομές που ελήφθησαν από το ερεθισματαγωγό σύστημα δεν παρατηρούνται ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις. Ο λάρυγγας και τα τμήματα τραχείας και ισοφάγου δεν παρουσιάζουν ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις. Το τμήμα γλώσσας δεν παρουσιάζει ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις... Συμπέρασματα - Ενεργός μυοκαρδίτιδα". Περαιτέρω με βάση τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά το Τριμελές Εφετείο έκρινε ότι "ο κατηγορούμενος δεν επέφερε από ασυνείδητη αμέλεια του το θάνατο του Ψ. Ειδικότερα: α) ορθά διέγνωσε, όπως και οι προηγηθέντες από αυτόν και εξετάσαντες τον θανόντα ιατροί, ότι έπασχε και από ιογενή αμυγδαλίτιδα, ανεξάρτητα ότι από την ιστολογική εξέταση δεν βρέθηκαν ευρήματα, προφανώς λόγω ίασης από την χορηγηθείσα αντιβίωση β) η μη διάγνωση και της μυοκαρδίτιδας, συνεπεία της οποίας ήταν να μη διατάξει τη διενέργεια καρδιογραφήματος και ενδεχομένως την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο, δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλειά του, αν ληφθεί υπόψη η προηγηθείσα γνωμάτευση περί αμυγδαλίτιδας, την οποία δεν αμφισβητεί κανείς, η προπεριγραφείσα κλινική εικόνα του ασθενούς, η ηλικία του, η μη εμφάνιση καρδιολογικών προβλημάτων κατά την εξέτασή του από τους γιατρούς συμπεριλαμβανομένης και της ακροάσεως της καρδιάς για τυχόν αρρυθμίες, της φυσιολογικής ακτινογραφίας και των εργαστηριακών εξετάσεων. Ειδικότερα όλες οι παραπάνω μη φυσιολογικές τιμές της αιματολογικής εξέτασης εδικαιολογούντο στα πλαίσια εμπυρέτου φαρυγγοαμυγδαλίτιδος και ιδιαίτερα η αυξημένη τιμή του ενζύμου CPK, που εμφανίζεται και σε άλλα νοσήματα και δεν σημαίνει κατ' ανάγκη καρδιοπάθεια. Με βάση τα παραπάνω η μη διάγνωση από τον κατηγορούμενο, ότι ο αποβιώσας κατά την εξέταση του είχε και βλάβη στο μυοκάρδιο, εκτός της διαγνωσθείσης ασθένειας της ιογενούς αμυγδαλίτιδος, δεν οφείλεται σε έλλειψη της επιβαλλόμενης από μέσο συνετό ιατρό - παθολόγο, κατ' αντικειμενική κρίση προσοχής, ούτε παραβίασε κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά ούτε, εν όψει των ως άνω προηγηθεισών του αποβιώσαντος περιστάσεων, τα υπερβαίνοντα όρια της διαγνωστικής ικανότητας ενός μέσου ιατρού". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από το Σύνταγμα (άρθρ. 93 παρ. 3) και το νόμο (άρθρ. 139 ΚΠΔ) προβλεπόμενη και απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρεται στο σκεπτικό της με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την απαλλακτική κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία σχηματίστηκε εκ των αναφερομένων στην απόφαση και στα πρακτικά αποδεικτικών μέσων. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς αιτιολογείται ότι ο ασθενής Ψ δεν παραπονέθηκε κατά την εξέταση του για πόνο στη πλάτη και τράβηγμα στο μέρος της καρδιάς, με την απόρριψη του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πολιτικώς εναγούσης - μητέρας του παθόντος και της μάρτυρος Ζ1, την παραδοχή της δε αυτή συνήγαγε από την ανέλεγκτη εκτίμηση των καταθέσεων όλων των μαρτύρων - ιατρών, που είχαν εξετάσει προηγουμένως τον ασθενή, προς τους οποίους εκείνος δεν ανέφερε τέτοιο παράπονο. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς αιτιολογεί την παράλειψη του κατηγορουμένου να υποβάλλει τον ασθενή σε καρδιολογικό έλεγχο με τη διενέργεια καρδιογραφήματος, με τις παραδοχές ότι η αυξημένη τιμή του ενζύμου CPK δικαιολογούνταν από τη διαγνωσθείσα και από προηγούμενους ιατρούς φαρυγγοαμυγδαλίτιδα και μόνη της δεν αποτελούσε στοιχείο ένδειξης ενεργού μυοκαρδίτιδας, αφού η αυξημένη ανωτέρω τιμή εμφανίζεται και σε άλλα νοσήματα και δεν σημαίνει κατ' ανάγκη καρδιοπάθεια, επιπλέον δε ο ασθενής Ψ, κατά την εξέταση του από προηγούμενους ιατρούς, δεν παρουσίαζε καρδιολογικά συμπτώματα και η ακτινογραφία του θώρακος του ήταν φυσιολογική. Τέλος η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος ορθά διέγνωσε ότι ο παθών έπασχε και από ιογενή αμυγδαλίτιδα δεν βρίσκεται σε αντίφαση με την αιτία του θανάτου από ενεργό μυοκαρδίτιδα, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλονταν σε ασυνείδητη αμέλεια του κατηγορουμένου ως προς τη διάγνωση και της ενεργού μυοκαρδίτιδας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι της αναίρεσης του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.10.2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 3622/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά αθωωτικής αποφάσεως. Έλλειψη αιτιολογίας. Εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής διατάξεως. Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Στοιχεία. Ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Προϋποθέσεις. Ορθή απαλλαγή ιατρού εφημερεύοντος νοσοκομείου, ο οποίος δεν διέγνωσε ότι ο παθών έπασχε και από ενεργό μυοκαρδίτιδα. Απόρριψη αναιρετικών λόγων 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1562/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αιτήσεις της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, περί αναιρέσεως της 2452/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ALPHA BANK ANΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ALPHA BANK", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ευάγγελο Μάλλιο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.12.2005 και 8.12.2005 αιτήσεις της αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 41/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ιδίας αποφάσεως, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτώς ασκείται, εντός της νόμιμης προθεσμίας, δεύτερη αίτηση, η οποία συνεκδικάζεται με αυτή. Ενόψει τούτων, είναι παραδεκτές οι από 9.12.2005 και 8.12.2005 εμπρόθεσμες αιτήσεις αναιρέσεως της κατηγορουμένης κατά της προσβαλλόμενης 2452/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, εφόσον δεν έχει κριθεί καμία από αυτές, και πρέπει να συνεκδικασθούν. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2408/19965, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2721/1999 προστέθηκε εδάφιο στην πιο πάνω παρ. 5, κατά το οποίο "για πράξεις που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου", ενώ στην παρ. 2 εδ. α' του πιο πάνω άρθρου 22 ορίζεται ότι "αν η δήλωση που προβλέπεται στην παρ. 1γ του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του ν. 5960/1933, συνάγεται ότι (και πριν ρυθμιστεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 ΦΕΚ Α'135/4-7-2006) δικαιούχος της εγκλήσεως δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίστηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτό του δικαιουμένου σε έγκληση προηγουμένου κομιστή δεν αποκρούεται από τις ανωτέρω διατάξεις, αφού σε αυτές δεν γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του τελευταίου κομιστή της επιταγής ως δικαιούμενου αποκλειστικά σε υποβολή της, ούτε προκύπτει περαιτέρω από κανένα στοιχείο, ότι ο όρος "κομιστής" της επιταγής στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996, χρησιμοποιείται μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή (Ολ.ΑΠ 23 και 24/2007). Συνακόλουθα, κατά τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η ποινική δίωξη κατά του εκδότη ακάλυπτης επιταγής ασκείται ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε και είναι αδιάφορο, αν αυτός ήταν ο τελευταίος εξ οπισθογραφήσεως κομιστής που εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή, ή αν αυτός έγινε κομιστής αυτής, αφού πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' περ. δ' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως κατά αποφάσεως αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση (άρθρο 46 ΚΠοινΔ). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠοινΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η επιβαλλόμενη δε από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, η κατηγορουμένη, και ήδη αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 2452/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, που δίκασε ως Εφετείο, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι την εναντίον της έγκληση για την έκδοση των αναφερομένων ακάλυπτων επιταγών δεν υπέβαλε ο κατά το χρόνο της εμφανίσεώς τους στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή νόμιμος κομιστής τους Γ1 και συνεπώς άμεσα παθών, ο οποίος και μόνο δικαιούτο να υποβάλλει εις βάρος της τη σχετική έγκληση και να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, αλλά η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ALPHA BANK", η οποία δεν ήταν νόμιμη κομίστρια των άνω επιταγών κατά τον πιο πάνω χρόνο, όπως τούτο προκύπτει από τα σώματά τους, ζήτησε δε η κατηγορουμένη την αποβολή της άνω πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας από την ποινική διαδικασία και την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, επειδή αυτή ασκήθηκε, ενόψει των ανωτέρω, απαραδέκτως και ήδη παρήλθε η τρίμηνη προθεσμία για τη νομότυπη υποβολή της εγκλήσεως. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του, που εκδόθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της λήξης της αποδεικτικής διαδικασίας, τον πιο πάνω ισχυρισμό της κατηγορουμένης με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στις τραπεζικές συναλλαγές είναι συνηθισμένη πρακτική οι τράπεζες να οπισθογραφούν τις επιταγές σε υπαλλήλους τους, στα καθήκοντα των οποίων περιλαμβάνεται η υποχρέωσή τους να εισπράττουν το αναγραφόμενο ποσό των επιταγών, όχι βεβαίως για λογαριασμό τους, αλλά για λογαριασμό της τράπεζας, στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους, και στην περίπτωση αυτή κομιστής της επιταγής εξακολουθεί και παραμένει η εντολέας τραπεζική εταιρία, η οποία κατά συνέπεια δικαιούται να ασκήσει τα εκ του νόμου παρεχόμενα δικαιώματα από τη μη πληρωμή της επιταγής, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η υποβολή σχετικής προς τούτο εγκλήσεως. Στην κρινομένη υπόθεση, στα σώματα των υπ' αριθμ. ...., .... και ...... επιταγών της "Αγροτικής Τραπέζης ΑΕ" φέρεται ως τελευταίος κομιστής ο Γ1, ο οποίος μάλιστα εμφάνισε τις εν λόγω επιταγές νομίμως και εμπροθέσμως για πληρωμή, και συγκεκριμένα στις 2-5-2001 την πρώτη εξ αυτών και στις 5-1-2001 τις άλλες δύο επιταγές. Ο προαναφερθείς όμως Γ1 τυγχάνει υπάλληλος της εγκαλούσης εταιρίας με την επωνυμία "ΑLΡΗΑ Τράπεζα ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ" και ήταν επιφορτισμένος, κατόπιν σχετικής προς τούτο εντολής των αρμοδίων οργάνων της ως άνω τραπεζικής εταιρίας, να εμφανίσει τις ως άνω επιταγές προς πληρωμή και να εισπράξει το αναγραφόμενο εις εκάστη εξ αυτών χρηματικό ποσό, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό της εγκαλούσης τραπεζικής εταιρίας, η οποία λόγω της μη πληρωμής των εν λόγω επιταγών είχε δικαίωμα να υποβάλει την σχετική έγκληση εις βάρος του εκδότη, ενέργεια στην οποία προέβη νομίμως και εμπροθέσμως, εφ' όσον οι υποβληθείσες εκ μέρους της εγκλήσεις έλαβαν χώρα στις 24-5-2001 και στις 23-3-2001, αντιστοίχως, και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω υποβληθέντες εκ μέρους της κατηγορουμένης ισχυρισμοί και ενστάσεις περί αποβολής της πολιτικής αγωγής και του απαραδέκτου των υποβληθεισών εις βάρος της εγκλήσεων". Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο της ουσίας εξέδωσε, μετά την κήρυξη του πέρατος της συζητήσεως, την κύρια (υπ' αριθ. 2452/2005) απόφασή του, από το σκεπτικό της οποίας, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει ότι αυτό δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη επί σειράν ετών είχε οικονομικές συναλλαγές με την εγκαλούσα τραπεζική εταιρία και στα πλαίσια της συνεργασίας τους αυτής για την εξόφληση οφειλών της προς αυτήν (την τράπεζα) εξέδωσε στην Καβάλα στις 30-4-2001 την υπ' αριθμ. ..... επιταγή της "ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΕ", ποσού 130.000.000 δραχμών, και στις 30-12-2000 εξέδωσε τις υπ' αριθμ. .... και .... επιταγές της "ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΕ", ποσού 160.000.000 δραχμών και 5.000.000 δραχμών, αντιστοίχως, που όλες (οι επιταγές) ήσαν πληρωτέες εις διαταγήν της εγκαλούσης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ", η οποία παρότι ενεφάνισε αυτές νομίμως και εμπροθέσμως για πληρωμή δια του επιφορτισμένου προς τούτο υπαλλήλου της Γ1, στις 2-5-2001 την πρώτη εξ αυτών και στις 5-1-2001 τις άλλες δύο επιταγές, αυτές τελικώς δεν πληρώθηκαν, λόγω ελλείψεως αντιστοίχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό που τηρούσε η κατηγορουμένη στην ως άνω πληρώτρια τράπεζα, όπως αναγράφεται στο σώμα εκάστης των εν λόγω επιταγών από τον αρμόδιο υπάλληλο της προαναφερθείσης πληρώτριας τραπέζης. Το γεγονός ότι η κατηγορουμένη γνώριζε την ανυπαρξία κεφαλαίων, τόσον κατά τον χρόνον εκδόσεως των ως άνω επιταγών όσον και κατά τον χρόνον της πληρωμής τους, αποδείχθηκε, εκτός από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων αλλά και από την απολογία της κατηγορουμένης, αφού αυτή ισχυρίσθηκε ότι προέβη στην έκδοση των παραπάνω επιταγών ύστερα από πιέσεις της εγκαλούσης εταιρείας και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη της πράξεως που αποδίδεται σ' αυτήν, δηλαδή της παραβάσεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 κατ' εξακολούθηση. Το Δικαστήριο, όμως, δέχεται ότι στην πράξη της αυτή η κατηγορουμένη προέβη όχι από ταπεινά αίτια (άρθρο 84 παρ. 2β' ΠΚ), αλλά γιατί αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα και προσπαθούσε να κρατήσει σε λειτουργία την εταιρεία "Χ1 Ανώνυμη Καπνεμπορική Εταιρεία ΑΕ". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, και ήδη αναιρεσείουσα, Χ1 για την άνω αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 ΠΚ και άρθρο 79 του ν. 5960/1933, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Επίσης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε με την προαναφερθείσα πλήρη και σαφή αιτιολογία της άνω παρεμπίπτουσας αποφάσεώς του - που εμπεριέχεται κατά το ουσιώδες μέρος της και στο σκεπτικό της κύριας αποφάσεως - τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης α) περί απαραδέκτου της ασκηθείσας κατ' αυτής ποινικής διώξεως για την άνω αξιόποινη πράξη και β) περί παράνομης παραστάσεως της ειρημένης Τραπέζης ως πολιτικώς ενάγουσας, για το λόγο ότι η τελευταία δεν ήταν η νόμιμη κομίστρια των επίμαχων επιταγών κατά το χρόνο της εμφανίσεώς τους στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή, αλλά ο Γ1, αφού ρητά δέχθηκε ότι οι εν λόγω επιταγές εμφανίσθηκαν στην πληρώτρια Τράπεζα από τον τελευταίο, που είναι υπάλληλος της εγκαλούσας Τράπεζας και στον οποίο αυτή τις οπισθογράφησε αποκλειστικά και μόνο για να τις εμφανίσει προς πληρωμή και να εισπράξει το αναγραφόμενο σε καθεμία απ' αυτές χρηματικό ποσό κατ' εντολή και για λογαριασμό της. Συνεπώς, είχε η εγκαλούσα Τράπεζα, ως τελευταία κομίστρια των επίμαχων επιταγών, δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση και ως εκ τούτου η βάσει της εγκλήσεως αυτής ασκηθείσα εις βάρος της τελευταίας ποινική δίωξη ήταν παραδεκτή, εντεύθεν δε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του με το να μην κηρύξει τη με βάση την ειρημένη έγκληση ασκηθείσα εναντίον της κατηγορουμένης ποινική δίωξη απαράδεκτη. Προς τούτοις, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν επήλθε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού η εγκαλούσα Τράπεζα νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο της επιδίκασε το αιτηθέν ποσό των 40 ευρώ, λόγω χρηματικής ικανοποιήσεώς της για την ηθική βλάβη που υπέστη από την άνω αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης (κύριας) αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Αντιθέτως, στην αιτιολογία της άνω παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Δικαστηρίου της ουσίας δεν γίνεται καμμία μνεία των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους, από την αξιολόγηση των οποίων προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το άνω Δικαστήριο. Όμως, η έλλειψη αυτή καλύπτεται από την προλαβούσα αναφορά, κατά το είδος τους, των άνω αποδεικτικών μέσων στο σκεπτικό της κύριας αποφάσεως, αφού εμπεριέχονται σ' αυτό, όπως προαναφέρθηκε, κατά το ουσιώδες μέρος τους, οι ανωτέρω παραδοχές της παρεμπίπτουσας αποφάσεως αναφορικά με την απόρριψη του ειρημένου ισχυρισμού της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ', Ε' και Η' περ. δ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2452/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας οι πλημμέλειες α) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γ) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως και δ) της υπερβάσεως εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα α) στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις συνεκδικαζόμενες από 9 Δεκεμβρίου 2005 και από 8 Δεκεμβρίου 2005 (υπ' αριθ. πρωτ. 3313/12.12.2005) αιτήσεις της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2452/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Τράπεζας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση. Η εγκαλούσα (και πολιτικώς ενάγουσα) Τράπεζα τις είχε οπισθογραφήσει στον υπάλληλό της για να τις εμφανίσει και τις εισπράξει κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης (κύριας και παρεμπίπτουσας). Άρα παραδεκτή η ποινική δίωξη με βάση την έγκληση της Τράπεζας καθώς και η παράσταση πολιτικής αγωγής. Ναι μνεία κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων στην κύρια απόφαση, που καλύπτει τη σχετική έλλειψη της παρεμπίπτουσας απόφασης, της οποίας οι παραδοχές εμπεριέχονται κατά το ουσιώδες μέρος τους στην πρώτη. Απορρίπτει αιτήσεις αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
0
Αριθμός 1563/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Τανταρούδα, περί αναιρέσεως της 11567/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Δημητρίου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.4.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 933/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 361 παρ. 1 του ΠΚ, " όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από τον δράστη γραπτά ή προφορικά για κάποιον άλλον λέξεις ή φράσεις που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν, είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση αυτού από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλει την τιμή του άλλου. Κατά δε το άρθρο 367 παρ.1 στοιχ. γ' του ΠΚ, δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, κατά την παράγραφο 2 στοιχ. (β) του ίδιου άρθρου, όταν από τον τρόπο της εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως της εξυβρίσεως, αν οι σχετικές εκδηλώσεις έγιναν για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δεν προκύπτει από τον τρόπο της εκδηλώσεως σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός κατευθυνόμενος ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Ο ειδικός αυτός σκοπός εξυβρίσεως υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της εξυβριστικής συμπεριφοράς, όταν δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος ο τρόπος αυτός για να αποδοθεί όπως έπρεπε αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, και που, ενώ αυτός (ο δράστης) το γνώριζε, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλλει την τιμή του άλλου. Για τον λόγο αυτόν, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδηλώσεως της εξυβριστικής συμπεριφοράς προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξιβρύσεως, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, με την αναφορά των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφρασθεί ο δράστης και γενικότερα για να προστατεύσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 11.567/ 2005 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ο οποίος καταδικάστηκε πρωτοδίκως για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 9-8-1999 δημοσιεύθηκε στο ... ενημερωτικό δελτίο του ΤΕΕ "Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος" της Διεύθυνσης Δασών Δυτικής Αττικής προκειμένου να γίνει ανάθεση εκπόνησης της μελέτης "Διαχειριστική Μελέτη του Δασικού Συμπλέγματος Κιθαιρώνα". Ο μηνυτής Ψ1, που δραστηριοποιείτο ως Δασολόγος στην εκπόνηση σχετικών μελετών, υπέβαλε την από 19-8-99 αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και υπέβαλε τα σχετικά δικαιολογητικά και η αρμόδια Επιτροπή Αξιολόγησης ανέθεσε σ' αυτόν τη σύνταξη της σχετικής μελέτης με το αιτιολογικό ότι "συγκέντρωνε την υψηλότερη βαθμολογία" με την .... απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής ο κατηγορούμενος Χ1 ως δασολόγος, υποψήφιος και αυτός, ως ανάδοχος του έργου που αναφέρθηκε, άσκησε την από 8-10-1999 ένσταση του, με την οποία προσέβαλε την ανάθεση της μελέτης στον μηνυτή Ψ1, η δε ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την 3017/1999 απόφαση. Ο ίδιος υπέβαλε προς τη Διεύθυνση Δασών και την από 11-10-1999 καταγγελία. Στην ως άνω καταγγελία ο κατηγορούμενος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "ο μηνυτής δεν έχει δηλώσει ότι εκπονεί μελέτες που είναι σε εξέλιξη .... οι οποίες θα ολοκληρωθούν σε τέσσερις φάσεις και οι οποίες βρίσκονται στην τρίτη φάση και έπρεπε να δηλώνονται ως ανειλημμένες υποχρεώσεις. Ο μηνυτής ... εμφανίζει μελέτη ως τάχα τελειωμένη ... δεν παρέλειψε εκ παραδρομής την παραπάνω μελέτη ... την απέκρυψε και ισχυρίστηκε ψευδώς ότι έχει ολοκληρωθεί παραπλανώντας σκόπιμα την Υπηρεσία, αφού αλλοίωσε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού .... Ο Ψ1 διέπραξε ποινικό αδίκημα, εφόσον συμπλήρωσε ψευδή δήλωση, γεγονός που πρέπει να τιμωρηθεί. Εξαπάτησε την Υπηρεσία, αφού παραπλάνησε την Επιτροπή ανάθεσης και άλλαξε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, παραβίασε τους κανόνες ανταγωνισμού και φέρθηκε ανάρμοστα σε συναδέλφους γεωτεχνικούς". Επιπλέον ό κατηγορούμενος απέστειλε την 16-11-1999 στην Γενική Διεύθυνση Περιφέρειας Αττικής την από ..... αίτηση θεραπείας με το ίδιο περιεχόμενο, του οποίου έλαβαν γνώση οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δασών Αττικής. Αποδείχθηκε όμως ότι ο μηνυτής Ψ1 κατά τη συμμετοχή του στην πρόσκληση για την ανάληψη του έργου που αναφέρθηκε δεν είχε συμπεριλάβει στην υπεύθυνη δήλωσή του τη μελέτη, η οποία ήταν σε εξέλιξη με τίτλο "Πρόγραμμα αντιμετώπισης ειδικών περιβαλλοντολογικών προβλημάτων της περιοχής των λιμνών Κορώνειας, Βόλβης των Μακεδονικών Τεμπών". Τη μελέτη αυτή στην υπεύθυνη δήλωσή του προς τη Διεύθυνση Δασών Δυτικής Αττικής εμφάνιζε ο Ψ1 σε συνημμένο πίνακα με τίτλο "Υπό έγκριση μελέτες" και παρουσίαζε ότι είχε δύο στάδια (Α και Β) και είχε περατωθεί, ενώ η μελέτη είχε από τη σύμβαση τέσσερα στάδια, δηλαδή τρίτο και τέταρτο στάδιο (βλ. και βεβαίωση της Γεν. Δ/σης Περιβάλλοντος ΠΕΧΩΔΕ). Συνεπώς, τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στα έγγραφα που αναφέρθηκαν (καταγγελία, αίτηση θεραπείας), που αφορούσαν την ύπαρξη τεσσάρων σταδίων, από τα οποία μόνο τα δύο είχαν αποπερατωθεί, ενώ τα υπόλοιπα ήταν σε εξέλιξη, και ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι το έργο ανατέθηκε τελικά στο μηνυτή Ψ1, λόγω της ύπαρξης στο πρόσωπό του άλλων προσόντων, ήταν αληθή, ο δε κατηγορούμενος προέβη στην διατύπωση των περιστατικών αυτών με νόμιμα διαβήματά του με σκοπό να υπερασπίσει τα συμφέροντα και δικαιώματά του, δηλαδή, για να κριθεί δίκαια το μελετητικό σχήμα, του οποίου ήταν επικεφαλής. Συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης. Αποδείχθηκε όμως ότι τα στην από 11-10-1999 καταγγελία και την από .... αίτηση θεραπείας αναφερόμενα περιέχουν απαξιωτικές εκφράσεις και δυσμενείς κρίσεις που υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο, δεν ήταν απαραίτητες για να δικαιολογήσουν τους λόγους για τους οποίους διατυπώθηκαν και κατευθύνονταν προς το σκοπό της μείωσης και της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του μηνυτή. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι τα αναφερόμενα στα παραπάνω έγγραφα "ισχυρίστηκε ψευδώς ........ διέπραξε ποινικό αδίκημα ....... εξαπάτησε την Υπηρεσία, παραπλάνησε την Επιτροπή, άλλαξε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού και παραβίασε και φέρθηκε ανάρμοστα σε συναδέλφους" έχουν διατυπωθεί, όχι βέβαια ως αληθή πραγματικά περιστατικά, αλλά με το σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, εφόσον για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ο κατηγορούμενος έπρεπε να αναφερθεί μόνο στα υπόλοιπα πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της πράξης της εξύβρισης, όπως ειδικά αναφέρεται στο διατακτικό, αφού γίνει δεκτός κατά ένα μέρος ο προβληθείς από αυτόν αυτοτελής ισχυρισμός". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Τριμελές Εφετείο, που κήρυξε τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1, ένοχο (κατά μεταβολή της αρχικής κατηγορίας και καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση) για την αξιόποινη πράξη της εξυβρίσεως κατ' εξακολούθηση, δεδομένου ότι οι επίμαχες πιο πάνω φράσεις ενέχουν κατ' αντικειμενική κρίση αντίληψη αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του πολιτικώς ενάγόντος και έκδηλη καταφρόνηση του προσώπου του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 361 παρ. 1 και 367 παρ. 2 στοιχ. β' του ΠΚ, που εφάρμοσε. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο πιο πάνω τρόπος εκδηλώσεως της εξυβριστικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου υπερέβαινε το μέτρο, αφού οι ανωτέρω φράσεις που διέλαβε αυτός στα ειρημένα έγγραφα (ήτοι στην από 12-11-1999 καταγγελία και στην από .... αίτηση θεραπείας) δεν ήταν αναγκαίες στη συγκεκριμένη περίπτωση για να εκφράσει το περιεχόμενο της βουλήσεώς του προς προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που επικαλέσθηκε, καθώς και ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ενώ γνώριζε τα ανωτέρω, πράγμα που προκύπτει από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της αποφάσεως, εν τούτοις χρησιμοποίησε στα άνω έγγραφα τις ειρημένες απαξιωτικές εκφράσεις και δυσμενείς κρίσεις για τον πολιτικώς ενάγοντα με σκοπό να προσβάλλει την τιμή αυτού. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η αίτηση αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων α) στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 983 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 4346/19.4.2006) αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 11567/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικάστηκε ο αναιρεσείων για εξύβριση κατ’ εξακολούθηση κατά μεταβολή της κατηγορίας και πρωτόδικης καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμιση. Αιτιολογείται ο ειδικός σκοπός εξύβρισης. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως από το άρθρ. 510 § 1 Δ΄ του Κ.Π.Δ.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Κατηγορίας μεταβολή, Εξύβριση.
1
Αριθμός 1568/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρά Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων 1. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αχιλλέα Μπαταβάνο και 2. Χ2, που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αχιλλέα Μπαταβάνο και Δημήτριο Παπουτσιδάκη, περί αναιρέσεως της 321/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή τους καθώς και στους από 31 Ιανουαρίου 2008 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1667/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης των 1) Χ1 και 2)Χ2 κατά της υπ'αριθ. 321/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Κρήτης με την οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών η κάθε μία για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης κατ'εξακολούθηση και από κοινού ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ'άρθ. 473 παρ.2,3 και 4 τυου ΚΠΔ, με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 18-9-2007, μετά την καταχώριση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις 13-8-2007 στο προς τούτο τηρούμενο ειδικό βιβλίο (βλέπετε την από 13-8-2007 βεβαίωση του αρμόδιου Γραμματέα του Εφετείου Κρήτης επί της προσβαλλόμενης). Αντίθετα, η ίδια αίτηση δεν είναι παραδεκτή και πρέπει να απορριφθεί κατ'άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ κατά το κεφάλαιό της με το οποίο προσβάλλεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο οι αναιρεσείουσες κηρύχθηκαν ένοχες για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση και στη συνέχεια έπαυσε σε βάρος τους οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω της ανάκλησης της έγκλησης εκ μέρους του εγκαλούντος και της αποδοχής της ανάκλησης εκ μέρους των αναιρεσειουσών, πριν το Εφετείο αποφασίσει για την επιβλητέα ποινή σ'αυτές (άρθ. 52 παρ.2 εδ.β' του ΚΠΔ). Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της που κήρυξε ένοχες τις αναιρεσείουσες, χωρίς να του επιβάλλει ποινή δεν είναι καταδικαστική κατά την έννοια της διάταξης του άρθ. 504 παρ.1 του ΚΠΔ, αφού σαν τέτοια νοείται όχι μόνο η κηρύττουσα κάποιο ένοχο της τέλεσης κάποιας αξιόποινης πράξης, αλλά και η επιβάλλουσα την αρμόζουσα στην πράξη αυτή ποινή. Εξ άλλου, ναι μεν οι αναιρεσείουσες είχαν δικαίωμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 504 παρ. 1` και 505 παρ.1 περ.α' του ΚΠΔ να ζητήσουν την αναίρεση της απόφασης που έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη εναντίον τους, αφού έχουν έννομο συμφέρον να κριθεί η ουσία της σε βάρος της κατηγορίας με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα επεκαλούντο περιστατικά έχοντα σχέση με την παύση οριστικά της ποινικής δίωξης, λόγω της ανάκλησης και της αποδοχής της εκ μέρους τους, και που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν αντίστοιχο λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν πρότειναν ούτε επικαλέσθηκαν με την αίτηση αναίρεσης και το δικόγραφο προσθέτων λόγων τέτοια περιστατικά. ΙΙ. Η αναίρεση περιέχει ως λόγους παραδεκτούς: α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστική ποινικής διάταξης και γ) την υπέρβαση εξουσίας. Στη συνέχεια, οι αναιρεσείουσες κατέθεσαν στις 1-2-2008 και πρόσθετους λόγους, επικαλούμενες συμπληρωματικά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΙΙΙ. Η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σ'αυτή εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Προς τούτοις, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. 'όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το δικαστήριο δεν υπάρχει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο Κρήτης δικάζοντας επί της έφεσης τους Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών κατά της υπ'αριθ.2714/2004 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου δέχθηκε μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των εις την απόφασή του αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής: Οι κατηγορούμενες στο ...... κατά τους χρόνους που αναφέρονται στο διατακτικό, από κοινού ενεργώντας ανέφεραν εν γνώσει τους ψευδώς στην Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου ότι ο εγκαλών Ψ1 εκτελούσε ως ιδιοκτήτης οικοδομικές εργασίες στην οικία επί της οδού ......., χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας, ενώ η αλήθεια, την οποία πολύ καλά γνώριζαν ήταν ότι ο παραπάνω δεν εκτελούσε οικοδομικές εργασίες αλλά εργασίες μόνωσης με πολυουρεθάνη στην ταράτσα της ως άνω οικίας, για τις οποίες, όπως είχαν πληροφορηθεί από την Πολεοδομική Υπηρεσία, δεν απαιτείτο οικοδομική άδεια. Στην πράξη τους δε αυτή, προέβησαν με σκοπό να προκαλέσουν την καταδίωξη του εγκαλούντος για αυθαίρετες οικοδομικές εργασίες δηλ. για παράβαση του άρθρ. 17 παρ.8α Ν/1337/83. Ο δόλος των κατηγορουμένων και ο σκοπός καταδίωξης προκύπτει από το γεγονός ότι προέβησαν σε αλλεπάλληλες καταγγελίες σε βάρος του εγκαλούντος, με τις οποίες το οικείο Αστυνομικό Τμήμα ησχολείτο για χρονικό διάστημα δύο μηνών και Αστυνομικοί επισκέφθηκαν το ακίνητο πέντε φορές και τα παράπονα συνεχιζόταν. (βλ. ιδία κατάθεση ...... διοικητή στο Α' ΑΤ Ηρακλείου). Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 Συντάγμ. Και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, τόσο ως προς την υποκειμενική όσο και ως προς την αντικειμενική υπόσταση του αντίστοιχου αδικήματος. Ειδικότερα, το Εφετείο αναφέρει στην προσβαλλομένη απόφασή του την αρχή ενώπιον της οποίας έγινε η αναφορά, ότι η πράξη που αποδόθηκε στον μηνυτή ήταν αξιόποινη και ψευδής. Ρητώς δέχεται ότι οι αναιρεσείουσες γνώριζαν την αναλήθεια του περιεχομένου της αναφοράς τους και ότι έγινε από αυτές με σκοπό να κινηθεί ποινική δίωξη εναντίον του μηνυτή κατά του οποίου στρεφόταν η καταγγελία τους. Ως προς την ειδικότερη αιτίαση ότι η αναφορά τους δεν είχε το χαρακτήρα αναφοράς, κατά την έννοια του νόμου, δηλαδή δεν έγινε εγγράφως ή προφορικώς με σύνταξη σχετικής εκθέσεως, αυτή είναι αβάσιμη, διότι η καταμήνυση μπορεί να γίνει με κάθε τύπο προφορικής αναγγελίας και με απλή ακόμα μεταφορά ψιθύρων ή με ανακοίνωση σε απλό όργανο, λ.χ. αστυφύλακα, αν πρόκειται για αδίκημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ-Ε λόγοι της αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και του δικογράφου προσθέτων λόγων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Αβάσιμος και απορριπτέος επίσης είναι ο λόγος για υπέρβαση εξουσίας, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος των για ψευδή καταμήνυση κατ'εξακολούθηση ήταν απαράδεκτη, αφού η Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου στην οποία είχαν αναφερθεί δεν είχε κοινοποιήσει σ'αυτές την τελική απόφασή της επί της αναφοράς τους ούτε είχε δώσει άδεια ώστε να ήταν επιτρεπτή η δίωξή τους για παράβαση που υπήρχε σ'αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ.1 ΝΔ 796/71, διότι αφενός μεν το άρθρο 10 του Συντάγματος αναφέρεται σε έγγραφη αναφορά στις αρχές και όχι προφορική και αφετέρου δεν συνιστά αναφορά έγγραφο που περιέχει αιτιάσεις εναντίον πράξεων ή παραλείψεων οι οποίες δεν προέρχονται από κάποια αρχή ή κάποιο όργανό της. ΙV. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες χωριστά η κάθε μία στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά τα εις το διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-9-2007 αίτηση-δήλωση και τους από 31-1-2008 πρόσθετους λόγους αναίρεσης των: 1) Χ1 και 2) Χ2 για αναίρεση της υπ'αριθ. 321/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης (για πλημ/τα). Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για κάθε μία χωριστά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
H απόφαση, που μετά την κήρυξη ενόχου του κατηγορουμένου, παύει οριστικά τη ποινική δίωξη, λόγω ανάκλησης της έγκλησης και αποδοχής (άρθ. 52 παρ. 2 εδ. β΄ του Κ.Π.Δ.) δεν είναι καταδικαστική, και δεν υπόκειται κατ’ άρθ. 504 παρ. 1 του ΚΠΔ αυτοτελώς σε αναίρεση. Υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση κατά τις διατάξεις των άρθ. 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. η παύουσα οριστικά την ποινική δίωξη απόφαση, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης έχουν σχέση μόνο με την παύση οριστικά της ποινικής δίωξης. Ψευδής καταμήνυση (άρθ. 229 παρ. 1 του Π.Κ.). Αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση όταν αναφέρεται σε αυτήν: α) η αρχή ενώπιον της οποίας έγινε η αναφορά, β) ότι η πράξη που αποδόθηκε στο μηνυτή ήταν αξιόποινη και ψευδής, και γ) ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια του περιεχομένου της αναφοράς του, και δ) ότι η ψευδής ανα-φορά έγινε με σκοπό να κινηθεί ποινική δίωξη εναντίον του μηνυτή. Η καταμήνυση δεν είναι ανάγκη να γίνει εγγράφως, αλλά αρκεί και προφορική αναγγελία σε απλό αστυνομικό όργανο, εάν πρόκειται για αδίκημα που διώκεται αυτεπάγγελτα. Το άρθρο 10 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρεται σε έγγραφη αναφορά, στις αρχές και όχι διατυπωθείσα προφορικά, για αιτιάσεις που δεν αφορούν πράξεις ή παραλείψεις προερχόμενες από Αρχή ή όργανό της. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Ψευδής καταμήνυση.
2
Αριθμός 1571/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Παπαηλιού (ο οποίος ορίστηκε με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Μαραγκάκη, περί αναιρέσεως της 3/2007 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς Θεσσαλονίκης). Με πολιτικώς ενάγοντα το Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστράτιο Βαλτούδη. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές Θεσσαλονίκης), με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 736/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων, των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 εδάφ. α' του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές πλημμελήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλλει, με βάση τους νομικούς κανόνας, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιμελείας, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 3/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της, συμπληρούμενο παραδεκτώς από το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν σήμερα στο ακροατήριο, από την ανάγνωση στο ακροατήριο της καταθέσεως του μη κλητευθέντος μάρτυρος (........) που συντάχθηκε στην προδικασία, από την ανάγνωση στο ακροατήριο των αποσπασμάτων της από 14-12-2005 καταθέσεως του μάρτυρος Γ1 που συντάχθηκε στην προδικασία, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτόδικης απόφασης (στα οποία εμπεριέχεται και η κατάθεση του κλητευθέντος αλλά απόντος σήμερα μάρτυρα ......), από τις ιατρικές γνωματεύσεις και τις γνωματεύσεις της ΑΣΥΕ, από την ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ...... και των λοιπών εγγράφων που αναγνώστηκαν, όπως όλα τα παραπάνω αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, από την απολογία του κατηγορουμένου, αλλά και από την όλη αποδεικτική διαδικασία, προέκυψε ότι: Ο κατηγορούμενος, τον Δεκέμβριο του 2001, ενώ υπηρετούσε ως Αρχίατρος στο 424 ΓΣΝΕ και εκτελούσε καθήκοντα Διευθυντή Αγγειοχειρουργικής του νοσοκομείου αυτού, υπέβαλε σε επιτυχή χειρουργική επέμβαση σκαληνοτομής (αριστεράς πλευράς) τον τότε Ανθυπασπιστή Ψ1, ο οποίος τον Οκτώβριο του 2001 και ενώ υπηρετούσε στο 16 ΤΥΠ υπέστη θρόμβωση μασχαλιαίας αρτηρίας. Μετά την ανωτέρω χειρουργική επέμβαση ο ανωτέρω Ανθυπασπιστής εξήλθε του νοσοκομείου χωρίς να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα. Ωστόσο ο κατηγορούμενος ενημέρωσε τον Ψ1 ότι η ίδια χειρουργική επέμβαση της σκαληνοτομής θα πρέπει να γίνει και στη δεξιά πλευρά και γι' αυτό το λόγο την 14-2-2002 εισήχθη αυτός στο 424 ΓΣΝΕ και χειρουργήθηκε την 25-2-2002 από τον κατηγορούμενο. Σημειώνεται μάλιστα ότι η αναγκαιότητα της δεύτερης αυτής χειρουργικής επέμβασης ήταν επιβεβλημένη ιατρικά αφού τούτο επιβεβαιώνεται από όλες σχεδόν τις μαρτυρικές καταθέσεις, ειδικότερα δε στο ακροατήριο ο μάρτυρας Γ2 κατέθεσε ότι "... Καλώς έγινε στην προκειμένη περίπτωση η επέμβαση σκαληνοτομής και στη δεξιά πλευρά του ασθενούς λόγω υπερτροφίας του δεξιού σκαληνού μυός...". Ενώ η πρώτη χειρουργική επέμβαση σκαληνοτομής στην αριστερά πλευρά του εν λόγω Ανθυπασπιστή ήταν επιτυχής κατά τη δεύτερη ίδια χειρουργική επέμβαση στη δεξιά πλευρά του ανωτέρω προέκυψαν προβλήματα από τις πρώτες ημέρες μετά την εγχείρηση της 25-2-2002 και ειδικότερα ο παθών ισχυρίζεται ότι αισθανόταν πόνο και δύσπνοια, συμπτώματα τα οποία αυτός δεν ένοιωσε μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση τον Δεκέμβριο του 2001 στην αριστερή του πλευρά. Όπως μάλιστα ισχυρίζεται ο Ψ1 ζήτησε επίμονα να τον δει ο κατηγορούμενος, πλην όμως αυτός όχι μόνο δεν πήγε άμεσα τον ασθενή που είχε χειρουργήσει, αλλά την επόμενη ημέρα έστειλε τους βοηθούς του να σηκώσουν τον Ψ1 για να τον βοηθήσουν να περπατήσει. Χαρακτηριστικά μάλιστα ο παθών Ψ1 ισχυρίζεται ότι "... το μεσημέρι αυτής της ημέρας ήρθε και ο κατηγορούμενος και από την πόρτα του δωματίου είπε ότι αυτό που ένοιωθα δεν ήταν από αυτόν και ότι θα γινόμουν καλύτερα με το περπάτημα σε σκάλες... έλεγε ότι ήμουν τεμπέλης και δεν βοηθούσα τον εαυτό μου...". Αυτά δεν τα αμφισβητεί ο κατηγορούμενος που παραδέχεται ότι ακολούθησε "επιθετική" πολιτική για να προκαλέσει την κίνηση του ασθενούς Ψ1. Τελικά και μετά την παραπομπή του εν λόγω ασθενούς στην Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή (ΑΣΥΕ) είναι πλήρως διαπιστωμένο και επιβεβαιωμένο ότι αυτός (ασθενής) μετά την από 25-2-2002 χειρουργική επέμβαση της σκαληνοτομής στη δεξιά πλευρά του έχει υποστεί ανύψωση του δεξιού πνευμονικού ημιδιαφράγματος, η οποία οφείλεται σε πάρεση του δεξιού φρενικού νεύρου συνεπεία κακώσεως αυτού, η οποία κάκωση προκλήθηκε κατά την ως άνω χειρουργική επέμβαση. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι "κατά την εν λόγω χειρουργική επέμβαση επέδειξα την οφειλόμενη επιμέλεια και φροντίδα. Εφάρμοσα όλους τους ιατρικούς κανόνες... Όλα έγιναν κανονικά και δεν κόπηκε τίποτε...". Προς την άποψη αυτή του κατηγορουμένου διαφαίνεται ότι συγκλίνουν και οι θέσεις των ιατρών Γ2, ..... και ......, - οι οποίοι καταθέτοντας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου έμμεσα, πλην σαφώς και κατηγορηματικά, εδήλωσαν ότι "στην προκειμένη περίπτωση δεν βλέπω αμέλεια". Σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη η σκαληνοτομή (ή κατά άλλη ορολογία σκαληνομυεκτομή) ως χειρουργική επέμβαση αποτελεί τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης της θρόμβωσης της μασχαλιαίας αρτηρίας, διότι αν δεν γίνει συμπιέζεται η αρτηρία, η φλέβα και το νεύρο. Από την εν λόγω χειρουργική επέμβαση μπορεί να προκύψει ως μοναδική επιπλοκή ο τραυματισμός του φρενικού νεύρου και η εξ αυτού του λόγου πάρεση (προσωρινή παράλυση) ή μόνιμη παράλυση του. Το φρενικό νεύρο είναι ένα περιφερειακό νεύρο με εσωτερικές στοιβάδες που βρίσκεται στο λαιμό και νευρώνει τα διαφράγματα. Ο τραυματισμός του φρενικού νεύρου επιφέρει ανύψωση του αντίστοιχου πνευμονικού ημιδιαφράγματος, η οποία (ανύψωση) προκαλεί κατ' ακολουθίαν λειτουργική επιβάρυνση της αναπνοής. Στη χειρουργική αυτή επέμβαση της σκαληνοτομής, επειδή το φρενικό νεύρο πορεύεται κάτω από τον σκαληνό μυ, ο χειρουργός οφείλει αμέσως μετά τη διάνοιξη και διατομή να αναγνωρίσει το φρενικό νεύρο και να το απωθήσει με ειδικές μαλακές λαβίδες ούτως ώστε αυτό (νεύρο) να βρίσκεται έξω από το πεδίο της χειρουργικής επέμβασης και να μην τραυματιστεί. Επιβεβαιώνεται ωστόσο ότι κατά τη διαδικασία της, κατά τα ανωτέρω, απώθησης το φρενικό νεύρο είναι δυνατόν να υποστεί κακώσεις και μάλιστα με τρεις τρόπους: α) να κοπεί εξ ολοκλήρου, β) να τεντωθεί τόσο ώστε να μην κοπεί εξωτερικά, αλλά να κοπούν οι εσωτερικές στοιβάδες του (αξονότμηση) και γ) να τραυματιστεί ελαφρά από την πίεση της απώθησης χωρίς να έχει κοπεί ούτε εξωτερικά ούτε εσωτερικά. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε ότι το δεξιό φρενικό νεύρο του Ψ1 δεν λειτουργεί μετά τη χειρουργική επέμβαση της σκαληνοτομής της 25-2-2002. Δηλώνει αυτός ότι δεν γνωρίζει που οφείλεται η βλάβη αυτή και χαρακτηριστικά ισχυρίσθηκε απολογούμενος ότι "... Όλα έγιναν κανονικά και δεν κόπηκε τίποτε...". Ωστόσο ο κατηγορούμενος ενώ ισχυρίζεται ότι όλα κατά την ανωτέρω χειρουργική επέμβαση έγιναν σωστά, αναφερόμενος στη βλάβη που τελικά προκλήθηκε στον Ψ1 διατυπώνει την εκτίμηση ότι "... ίσως αυτή να οφείλεται σε κάποιο μηχανισμό που, παρόλη την προσοχή και τους κανόνες, δημιούργησε η λούπα ή η λαβίδα. Κάτι συνέβη εκείνη την ημέρα...". Προκύπτει σαφώς από τα ανωτέρω ότι, ενώ ο κατηγορούμενος αποκλείει τον πρώτο τρόπο πρόκλησης κάκωσης στο φρενικό νεύρο (διατομή αυτού), δεν αποκλείει τον δεύτερο τρόπο πρόκλησης της κάκωσης αυτού κατά τον οποίο η κάκωση του φρενικού νεύρου με αξονότμηση επέρχεται μετά από έντονη ή παρατεταμένη διάταση αυτού (νεύρου) η οποία προκαλεί λειτουργική διαταραχή στις εσωτερικές στοιβάδες αυτού. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τον Ιούνιο του 2002 μαζί με τον ασθενή Ψ1 επισκέφθηκε τον πνευμονολόγο ιατρό του 424 ΓΣΝΕ Ταγματάρχη (ΥΕ) ...... στον οποίο εκφράζοντας τον προβληματισμό του για τη βλάβη του φρενικού νεύρου ισχυρίσθηκε ότι δεν το έκοψε αυτό (νεύρο), χωρίς να αποκλείει την πρόκληση βλάβης αυτού με αξονότμηση. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο μάρτυρας Γ1, Αντισυνταγματάρχης (ΥΙ), θωρακοχειρουργός του 424 ΓΣΝΕ, καταθέτοντας κατά την προδικασία ενώπιον της Αντεισαγγελέως του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης ......., εδήλωσε την 14-12-2005 κατά τη σχετική εξέταση του ότι "... σε σχετική ερώτηση μου για το αν ήταν σίγουρος αν έχει διατάμει ή απλώς συνθλίψει το φρενικό νεύρο, μου είπε ότι είχε βάσιμες ελπίδες ότι το έχει απλώς συνθλίψει...", με την επισήμανση μάλιστα ότι ο εν λόγω μάρτυρας καταθέτοντας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου και του παρόντος δικαστηρίου δεν αμφισβήτησε τα όσα είχε καταθέσει στην ως άνω κατάθεση του στα πλαίσια της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης. Αλλά ακόμη και η συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι του χειρουργηθέντος Ψ1 επιβεβαιώνει ότι κατά τη συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση ο κατηγορούμενος από απροσεξία του προκάλεσε κάκωση στο δεξιό φρενικό νεύρο του Ψ1 και με κάθε τρόπο προσπαθούσε να αποφύγει ή να μετριάσει χρονικά τις ευθύνες που προκύπτουν εκ της κατά τα ανωτέρω αμελούς πράξεως του. Ο κατηγορούμενος με την όλη συμπεριφορά και στάση του απέναντι στον Ψ1 προσπαθούσε να αποκρύψει και να συγκαλύψει την πραγματικότητα και τούτο γιατί ευθυνόταν ο ίδιος γι' αυτήν. Άλλωστε, υποκειμενικά, ο ίδιος ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνει ότι λόγω της εμπειρίας, της ειδικότητας και της γνώσης του είχε την δυνατότητα να ενεργήσει ορθά και σύμφωνα με τους ιατρικούς κανόνες την εν λόγω χειρουργική επέμβαση και να αποφύγει το αποτέλεσμα που προκάλεσε. Ο κατηγορούμενος όπως ισχυρίζεται απολογούμενος " έχει ασχοληθεί με ογδόντα τέτοιου είδους περιστατικά" και χαρακτηρίζει τη χειρουργική επέμβαση της σκαληνοτομής ως "τυφλοσούρτη". Από όλα αυτά όμως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος όφειλε ή μπορούσε να προβλέψει το κατά το ανωτέρω αποτέλεσμα της αμελούς συμπεριφοράς του, δηλαδή την κάκωση που προκάλεσε στο δεξιό φρενικό νεύρο του ασθενή Ψ1. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη γνώμη που επικράτησε μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου, η πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, για την οποία κατηγορήθηκε και κρίθηκε πρωτοδίκως ένοχος ο κατηγορούμενος, είναι πλήρως αποδεδειγμένη αντικειμενικά και υποκειμενικά και κατά συνέπεια πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος αυτής". 3. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Αναθεωρητικό Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ιατρό για σωματική βλάβη από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Έτσι κρίνοντας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο σκεπτικό της με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 εδάφ. α' του Π.Κ. Ειδικότερα το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ρητώς παραθέτει περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα που επήλθε οφειλόταν σε παράβαση από τον αναιρεσείοντα των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και συγκεκριμένα ότι κατά την χειρουργική επέμβαση της σκαληνοτομής συνεπεία εντόνου και παρατεταμένης διάτασης του φρενικού νεύρου προκάλεσε κάκωση αυτού και δη λειτουργική διαταραχή στις εσωτερικές στοιβάδες αυτού. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παρέστη κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 3/2007 απόφασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2008. Και, Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 13 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για σωματική βλάβη από αμέλεια ιατρού. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1561/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Αγροτική Φυλακή Αγιάς Χανίων Κρήτης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στάμου, περί αναιρέσεως της 74/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 4 Απριλίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1241/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 74/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος, έχοντας προσυμφωνήσει με τον παθόντα, ο οποίος επαγγέλλετο τον μεσίτη στα ..., την πώληση στον τελευταίο ενός ακινήτου του, την 12-2-2004 και περί ώρα 12.15', θεωρώντας εσφαλμένως ότι από υπαιτιότητα του εν λόγω και του δικηγόρου του, σε συνδυασμό με συμπαιγνία σε βάρος του και άλλων προσώπων, καθυστερούσαν να ολοκληρωθούν οι αναγκαίες για την κατάρτιση του οικείου πωλητηρίου συμβολαίου διαδικασίες μετέβη στο επί της .... αριθ. .. γραφείο αυτού (παθόντος), συναποκομίζοντας δίκαννο κυνηγετικό όπλο με φυσίγγια, και, αφού έσπασε με λάκτισμα την πόρτα, εισήλθε σ' αυτό, όπου ευρίσκοντο ο παθών και οι τρεις εξετασθείσες ως μάρτυρες υπάλληλοί του, και, στρέφοντας το όπλο προς τον πρώτο, φώναξε "θέλω τα λεφτά μου", στη συνέχεια δε πυροβόλησε και κατέστρεψε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή τοποθετημένο επί του γραφείου, όπου καθόταν ο παθών, ενόσω δε αυτός, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που τον απειλούσε, κατευθυνόταν προς την έξοδο, πυροβόλησε και πάλι από μικρή απόσταση εναντίον του, με αποτέλεσμα, εκ τύχης, απλώς να τον τραυματίσει, προκαλώντας του τις αναφερόμενες στην αναγνωσθείσα ιατροδικαστική έκθεση σωματικές κακώσεις. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτόν ο κατηγορούμενος, προέβλεψε, ενόψει και της γνωστής σ' αυτόν διασποράς των σφαιριδίων του φυσιγγίου ενός κυνηγετικού όπλου, ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της ενέργειάς του αυτής το θάνατο του θύματός του, παρά ταύτα όμως δεν απέστη και δεν απώθησε από την συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος τούτου και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Τέλεσε, συνεπώς, σε βάρος του ανωτέρω την άδικη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, και όχι τις διαλαμβανόμενες στον συναφή αυτοτελή ισχυρισμό του άλλες άδικες πράξεις, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και δη χωρίς να του αναγνωρισθεί, όπως ζήτησε, το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ., αφού δεν επικαλέσθη, ούτε απέδειξε περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι πριν από την τέλεση της πράξης του διήγε πράγματι έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο, μη αρκούσας της έλλειψης ποινικής καταδίκης (Α.Π. 1474/2002 Π.Χ. ΝΓ', 524), ούτε και το ελαφρυντικό του ίδιου άρθρου παρ. 2δ', αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του με συγκεκριμένη συμπεριφορά και πράξεις, τις οποίες και δεν επικαλείται". Ακολούθως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "Στα .... την 12 Φεβρουαρίου 2004 και περί ώρα 12.15, έχοντας αποφασίσει σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να εκτελέσει το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (με ενδεχόμενο δόλο), επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του κακουργήματος αυτού, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του. Συγκεκριμένα, ενώ λόγω οικονομικής διαφοράς τους είχαν οξυνθεί οι σχέσεις του με τον εγκαλούντα Ψ1, ετών 56, κτηματομεσίτη, κάτοικο ...., οδός ......, τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και γνωρίζοντας ότι είναι ενδεχόμενο να τον σκοτώσει, την 12η Φεβρουαρίου 2004 και περί την 12:15 ώρα μετέβη στο κτηματομεσιτικό γραφείο με την επωνυμία ".......", που διατηρεί ο εγκαλών στον πέμπτο όροφο του ευρισκομένου στην πλατεία ...... ".....", κρατώντας το με αρ. ..... δίκαννο κυνηγετικό όπλο, μάρκας ......, Ρωσικής προέλευσης, διαμετρήματος 12 χιλιοστών, κυριότητας του πατρός του ....., το οποίο ο κατηγορούμενος είχε εφοδιάσει με φυσίγγια και έφερε μαζί του παράνομα. Αφού εισήλθε σε αυτό, λακτίζοντας και θραύοντας την κλειστή πόρτα του γραφείου, στάθηκε στην είσοδο του γραφείου και υπό τα έκπληκτα μάτια του εγκαλούντος και των υπαλλήλων του γραφείου του....., ..... και ......, έστρεψε το όπλο προς τον εγκαλούντα που καθόταν σε ένα γραφείο (έπιπλο) ακριβώς απέναντι από την είσοδο και από το σημείο που στεκόταν ο κατηγορούμενος, σημαδεύοντάς τον και απειλώντας τον, ενώ ταυτόχρονα φώναζε "θέλω τα λεφτά μου". Ο τελευταίος προσπάθησε να τον ηρεμήσει λέγοντάς του ότι τα χρήματα τα έχει ο δικηγόρος του, το γραφείο του οποίου ήταν στον τέταρτο όροφο του ιδίου κτιρίου, και ότι θα του τα έδινε. Αυτός, όμως, σε έξαλλη κατάσταση πυροβόλησε και κατέστρεψε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή που ήταν τοποθετημένος πάνω στο παραπάνω γραφείο - έπιπλο που καθόταν ο εγκαλών και στη συνέχεια, παρά τις παραινέσεις και παρακλήσεις του εγκαλούντος να ηρεμήσει και κατά τη στιγμή που ο τελευταίος, διαισθανόμενος τον κίνδυνο, άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο του γραφείου, προς το σημείο δηλαδή που ευρισκόταν ο κατηγορούμενος με το κυνηγετικό όπλο που πιθανότατα κρατούσε στο ύψος της μέσης του, σημάδευε και πυροβόλησε από κοντινή απόσταση τον παθόντα στο ύψος πιο κάτω από την κοιλιά, γνωρίζοντας ότι είναι ενδεχόμενο, λόγω της ελάχιστης απόστασής του από τον παθόντα και του γεγονότος ότι το φυσίγγιο με το οποίο έγινε η βολή περιείχε πλήθος σφαιριδίων, τα οποία ως γνωστό διασπείρονται κατά τη βολή και κατευθύνονται σε σχήμα κυκλικό καταλαμβάνοντας επιφάνεια πλάτους ασυγκρίτως μεγαλύτερου από εκείνο των φυσιγγίων των πολεμικών όπλων ή των μονόβολων κυνηγετικών όπλων, κάποιο από τα σφαιρίδια αυτά να πλήξουν τον παθόντα σε κάποιο περισσότερο ευπαθές μέρος του σώματός του, απ' αυτό που εν τέλει επλήγη, και να επιφέρουν το θάνατο αυτού και αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αποτέλεσμα αυτό. Η μη επίτευξη του θανατηφόρου αποτελέσματος οφείλεται σε εμπόδια εξωτερικά και μη αναγόμενα στη βούληση και το σκοπό του και συγκεκριμένα αφενός μεν στο ότι δεν επλήγη ο παθών σε περισσότερο ευπαθή και καίρια σημεία του σώματός του και τούτο διότι κατά τη στιγμή του πυροβολισμού ο παθών ευρισκόταν εν κινήσει και όχι σε σταθερή θέση, ενστικτωδώς δε προς αποφυγή της βολής πρέπει να γύρισε τη δεξιά πλευρά του σώματός του προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου και την κάννη του όπλου (βλ. ιατροδικαστική έκθεση, όπου το στόμιο εισόδου εντοπίζεται στην έξω υπερκονδύλια επιφάνεια του δεξιού κάτω άκρου, ενώ στην πρόσθια έσω επιφάνεια της υπερκονδυλίου περιοχής εντοπίζεται το τραύμα εξόδου), αφετέρου δε χάρη στην έγκαιρη, συνεχή και αποτελεσματική ιατρική βοήθεια που του παρασχέθηκε, παρά την οποία, όμως, δεν αποκλείστηκαν οι απώτερες επιπλοκές της υγείας του, αλλά και στο ευτύχημα για τον παθόντα ότι από την βολή δεν επλήγη και δεν κατεστράφη κεντρική αρτηρία του μηρού ή της κνήμης του παρά μόνο δευτερεύοντα στελέχη των φλεβών της περιοχής του μηρού του". Επέβαλε δε το άνω Δικαστήριο στον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, αφού προηγουμένως απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδάφ. α' και δ' ΠΚ, ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Μάλιστα δε από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της αποφάσεως προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μαζί με τις καταθέσεις των μαρτύρων καγηγορίας, και την ανώμοτη κατάθεση στο ακροατήριο του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που είναι και αυτός μάρτυρας κατηγορίας, με το περιεχόμενο της οποίας (καταθέσεώς του), άλλωστε, συντάσσονται και οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Περαιτέρω, εκτίθεται λεπτομερώς στην αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας αποφασίσει σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να εκτελέσει το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, μετέβη στο άνω κτηματομεσιτικό γραφείο του πολιτικώς ενάγοντος, με τον οποίο είχε οικονομικές διαφορές, κρατώντας το αναφερόμενο δίκαννο κυνηγετικό όπλο, το οποίο είχε εφοδιάσει με φυσίγγια, και, αφού εισήλθε σε αυτό, λακτίζοντας και θραύοντας την κλειστή πόρτα του γραφείου, στάθηκε στην είσοδό του και υπό τα έκπληκτα μάτια του παθόντος και των υπαλλήλων του έστρεψε το όπλο προς αυτό, που καθόταν σε ένα γραφείο ακριβώς απέναντι από το σημείο που στεκόταν ο κατηγορούμενος, σημαδεύοντάς τον και απειλώντας τον, ενώ ταυτόχρονα φώναζε "θέλω τα λεφτά μου". Ότι ο παθών προσπάθησε να ηρεμήσει τον κατηγορούμενο, λέγοντας του ότι τα χρήματα τα έχει ο δικηγόρος του και ότι θα του τα έδινε, πλην όμως αυτός σε έξαλλη κατάσταση πυροβόλησε και κατέστρεψε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή που ήταν τοποθετημένος πάνω στο ειρημένο γραφείο που καθόταν ο παθών. Και ότι στη συνέχεια και δη κατά τη στιγμή που ο τελευταίος, διαισθανόμενος τον κίνδυνο, άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο του γραφείου, ο κατηγορούμενος με το κυνηγετικό όπλο του σημάδευσε κα πυροβόλησε από κοντινή απόσταση αυτόν (παθόντα) στο ύψος πιο κάτω από την κοιλιά, με αποτέλεσμα, εκ τύχης, απλώς να τον τραυματίσει, προκαλώντας του τις αναφερόμενες στην ιατροδικαστική έκθεση σωματικές κακώσεις. Επίσης, πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου του υποκειμενικού στοιχείου με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, αφού αυτός, ενεργώντας με τον προεκτεθέντα τρόπο, προέβλεψε, ενόψει και της γνωστής σ' αυτόν διασποράς των σφαιριδίων του φυσιγγίου ενός κυνηγετικού όπλου, ως ενδεχόμενο αποτελέσματα της ενέργειάς του αυτής κάποια από τα σφαιρίδια αυτά να πλήξουν τον παθόντα σε κάποιο περισσότερο ευπαθές μέρος του σώματός του, απ' αυτό που εν τέλει επλήγη, και να επιφέρουν το θάνατο αυτού και παρά ταύτα δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αυτού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε, η μη επίτευξη δε του θανατηφόρου αποτελέσματος οφείλεται σε αναφερόμενα εμπόδια εξωτερικά και μη αναγόμενα στη βούληση και το σκοπό του κατηγορουμένου. Προς τούτοις, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως περιέχονται υποθετικές αιτιολογίες, όπως "... ο κατηγορούμενος με το κυνηγετικό όπλο που πιθανότατα κρατούσε στο ύψος της μέσης του σημάδευσε και πυροβόλησε... " και "ο παθών ευρισκόταν εν κινήσει και όχι σε σταθερή θέση, ενστικτωδώς δε προς αποφυγή της βολής πρέπει να γύρισε τη δεξιά πλευρά του σώματός του", που καθιστούν ενδοιαστική και ασαφή την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού οι ανωτέρω φράσεις "... πιθανότατα κρατούσε (το κυνηγετικό όπλο) στο ύψος της μέσης του" και "... ενστικτωδώς δε προς αποφυγή της βολής πρέπει να γύρισε τη δεξιά πλευρά του σώματός του" είναι αδιάφορες, ενόψει των άνω παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, για την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και σε κάθε περίπτωση δεν θίγουν καθόλου τη σαφήνεια και την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής. Περαιτέρω, ο προβληθείς από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ισχυρισμός ότι η ειρημένη πράξη του συνιστά σωματική βλάβη από αμέλεια, άλλως επικίνδυνη σωματική βλάβη, και γι' αυτό έπρεπε να μετατραπεί εν προκειμένω η κατηγορία, είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και όχι αυτοτελής. Σε σχέση δε με τη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και δ' του ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός έτσι όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά των σχετικών αυτών διατάξεων, και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος και η ειλικρινής μετάνοια του κατηγορουμένου, ήταν αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει, μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στους ανωτέρω αρνητικό και απαράδεκτος, αντίστοιχα, ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και εκ περισσού προέβη στην απόρριψή τους με ιδιαίτερη αιτιολογία. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξία, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστηρίου μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή με σαφήνεια προκύπτει ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως, που θα επιδικασθεί στον πολιτικώς ενάγοντα εναπόκειται στην εύλογη κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 εδάφ. τελευταίο του ΚΠοινΔ το Ποινικό Δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει υπόθεση αποζημίωσης. Ως αποζημίωση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοείται όχι μόνο η υλική ζημία, αλλά και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, της οποίας το ύψος, όπως προαναφέρθηκε, προσδιορίζει το Δικαστήριο κατ' ελεύθερη κρίση, η οποία για το λόγο αυτό δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Επομένως, η περί του αντιθέτου σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Από τη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας? μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως. Αρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από τον κατηγορούμενο ή τη συνήγορό του από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 365 του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης της απόφασης, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη για τους λόγους που ενδεικτικά αναφέρονται σ' αυτή τη διάταξη. Όμως, δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα όταν το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας στο ακροατήριο και αν ακόμη δεν βεβαίωσε ότι η εμφάνισή του στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε. Εξάλλου, η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο αναγνωσθείσας κατάθεσης μάρτυρα, που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. ε' της ΕΣΔΑ να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες, μόνο εφόσον έγινε παρά την εναντίωση τούτου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά επισκοπούνται, αναγνώσθηκε η κατά την προδικασία ληφθείσα από 11-3-2004 ένορκη κατάθεση του μη εμφανισθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα ....., χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από τον κατηγορούμενο. Επομένως, από την ανάγνωση της καταθέσεως του απόντος πιο πάνω μάρτυρα δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού δεν υπήρξε σχετική εναντίωση του κατηγορουμένου, και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 5-7-2006 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 4-4-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5 Ιουλίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 4-4-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 74/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδίκη σε κάθειρξη 10 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με την κατηγορία και σε σχέση με αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ελαφρυντικά κατ΄ άρθρο 84 § 2 α΄ και δ΄ Π.Κ. ανεξαρτήτως της μη παραδεκτής προβολής τους. Αρνητικός της κατηγορίας ο ισχυρισμός ότι η πράξη συνιστά σωματική βλάβη εξ αμελείας, άλλως επικίνδυνη σωματική βλάβη. Απορρίπτονται λόγοι 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ (έλλειψη νόμιμης βάσης). Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης προσδιορίζει το Δικαστήριο κατ’ ελεύθερη κρίση. Όχι αυτεπαγγέλτως η τήρηση του άρθρ. 358 Κ.Π.Δ. Όχι ακυρότητα από την ανάγνωση προανακριτικής κατάθεσης χωρίς εναντίωση του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως και πρόσθετους λόγους.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Πρόσθετοι λόγοι.
1
Αριθμός 1559/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - πολιτικώς ενάγουσας Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 274/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - πολιτικώς ενάγουσα ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.3.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 519/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 330/19.9.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 274/2007 βούλευμά του απέρριψε ως απαράδεκτη την υπ'αριθμ. 523/6 Δεκεμβρίου 2006 έφεση της Χ1 που αυτή είχε ασκήσει με την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ'αριθμ. 3380/2006 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελημάτων Αθηνών, το οποίο είχε αποφανθεί να μην γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων για πλαστογραφία κατ'επάγγελμα και με όφελος-ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και ψευδορκίας μάρτυρα -216 § § 1,3,224 § § 1,2 ΠΚ- που κατ'αυτήν είχαν τελεσθεί σε βάρος της από αυτούς. Το βούλευμα αυτό του συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε στην ανωτέρω Χ1 στις 5-3-2007 (βλ. το από .... αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων ......) και κατ'αυτού άσκησε η ίδια ενώπιον του γραμματέα βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών στις 15-3-2007 την υπ'αριθμ. 67/2007 έκθεση αναίρεσης, προβάλλουσα ότι όχι ορθά το άνω συμβούλιο απέρριψε την έφεσή της ως απαράδεκτη. ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 476 § 1 Κ.Ποιν.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκείται κατά βουλεύματος το οποίο δεν υπόκειται σε τέτοιο, ή όταν ο ασκήσας τούτο (ένδικο μέσο) δεν εδικαιούτο στην άσκησή του, τότε το αρμόδιο συμβούλιο απορρίπτει τούτο ως απαράδεκτο. Επειδή κατά το άρθρο 463 Κ.Ποιν.Δ. ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Εξάλλου πότε επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης στους διαδίκους κατά βουλεύματος ρητά και περιοριστικά ορίζεται στο άρθρο 482 § 1 Κ.Ποιν.Δ., ήτοι μόνο στον κατηγορούμενο (και με τις αναφερόμενες προϋποθέσεις). Επομένως "στους διαδίκους" -ο τίτλος του άρθρου δεν είναι ορθός δεν περιλαμβάνεται πλέον (άρθρο 41 § 1 ν.3160/2003) ο πολιτικώς ενάγων (βλ. και ΑΠ 1085/2004, ΑΠ 2384/2004, ΑΠ 362/2005, ΑΠ 379/2005 κ.α.), έστω και αν η έφεσή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, δεδομένου πλέον (άρθρο 38 ν.3160/2003) δεν ισχύει ούτε η § 2 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ., η οποία αναφέρεται μόνο σε αποφάσεις όχι δε σε βουλεύματα (βλ. ΑΠ 209/2005, ΑΠ 1247/2006, ΑΠ 799/2006 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 67/15-3-2007 έκθεση αναίρεσης της Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 274/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτής. Αθήνα 10 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κοντάξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠολΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα και στον πολιτικώς ενάγοντα δεν δίδεται πλέον, μετά δηλαδή το ν. 31 60/2003, που ισχύει από τη δημοσίευσή του (κατά το άρθρο 61 αυτού) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 30η Ιουνίου 2003, και με τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1, του οποίου αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 2 και 482 παρ. 1, αντίστοιχα, του ΚΠοινΔ, δικαίωμα αναιρέσεως κατά του βουλεύματος με το οποίο απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, ούτε και κατά του απαλλακτικού βουλεύματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αναιρέσεως της πολιτικώς ενάγουσας ασκήθηκε την 15η Μαρτίου 2007, δηλαδή μετά την ισχύ του αναφερόμενου νόμου, και στρέφεται κατά του υπ' αριθ. 274/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεσή της κατά του υπ' αριθ. 3380/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων α) Χ2 για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα, με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, εκ της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, και β) Χ, για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα. Ενόψει όμως του ότι, κατά το χρόνο ασκήσεως της άνω αιτήσεως την 15η Μαρτίου 2007, μετά, δηλαδή, την ισχύ του ν. 3160/2003, ο οποίος είναι κρίσιμος για το παραδεκτό της, η πολιτικώς ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα αναιρέσεως οιουδήποτε βουλεύματος, η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας, - της οποίας ο αντίκλητος δικηγόρος κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμοδίου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας -, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Μαρτίου 2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθ. 274/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως πολιτικώς ενάγουσας κατά βουλεύματος που απέρριψε έφεσή της ως απαράδεκτη.
Πολιτική αγωγή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Εφέσεως απαράδεκτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1558/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 1035/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΚΟΥΚΟΡΙΝΗΣ - ΤΡΑΤΑΛΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1648/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν ανεγνώσθησαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠΔ, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάμει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του συγκεκριμένο έγγραφο, οπότε επιβάλλεται η ανάγνωσή του, η τελευταία δεν είναι ανάγκη να προκύπτει από το σημείο των πρακτικών που αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, ούτε είναι ανάγκη να αναφέρεται το περιεχόμενο του εγγράφου, αλλά αρκεί να προκύπτει από τα πρακτικά, χωρίς πανηγυρική έκφραση, αλλά με βεβαιότητα, ότι το συγκεκριμένο έγγραφο ανεγνώσθη στο ακροατήριο και δόθηκε έτσι η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ), τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενό του. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1035/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ την ημέρα και χρηματική ποινή 500 ευρώ, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την προταθείσα από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος ένσταση περί απαραδέκτου και μη νόμιμης υποβολής εγκλήσεως, ελλείψει νόμιμης πληρεξουσιότητας, αφού έλαβε υπόψη το καταστατικό της εγκαλούσας εταιρείας "Α.Ε. Κουκορίνης- Τράταλος" 4993/30-6-1999 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ και το από 29-11-2000 απόσπασμα του πρακτικού του Δ.Σ. αυτής, τα οποία ναι μεν δεν αναφέρονται ρητώς ως αναγνωσθέντα στο σχετικό μέρος των πρακτικών, πλην όμως από το όλο περιεχόμενο αυτών (πρακτικών) προκύπτει ότι αυτά, ως διαδικαστικά έγγραφα, ανεγνώσθησαν, αφού και οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος αναφέρθηκαν με την ως άνω ένστασή τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, στα έγγραφα αυτά, προκειμένου να την υποστηρίξουν. Συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος αυτό είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τις αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ.1, 2 και 22 παρ.3 του Κ.Ν2190/1920 "περί Ανωνύμων Εταιρειών", προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως από το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικώς. Το καταστατικό δύναται να ορίζει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία εν γένει ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η υποβολή εγκλήσεως εκ μέρους της ανώνυμης εταιρίας ανήκει στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο κατ' αρχήν ενεργεί συλλογικά. Δεν αποκλείεται το Διοικητικό Συμβούλιο να αναθέσει την εκπροσώπηση της εταιρίας δικαστικώς ή εξωδίκως σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, τα οποία είναι μέλη της διοικήσεως, οπότε η εκπροσώπηση αφορά ευθέως το νομικό πρόσωπο και μάλιστα από όργανο εκ του καταστατικού έχοντος εξουσία και υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπεται η κατ' αυτόν τον τρόπο εκπροσώπηση, οπότε απαιτείται πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου περί λήψεως αποφάσεως αναθέσεως της εκπροσωπήσεως της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα μέλη της διοικήσεως και δεν είναι απαραίτητο να βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα κατά το άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ, αφού ο προς αυτόν τον οποίο απευθύνεται η εντολή και εκπροσωπεί το Διοικητικό Συμβούλιο δεν είναι τρίτος, που ενεργεί ως αντιπρόσωπος που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 ΚΠΔ, αλλά μέλος της διοικήσεως που αντλεί την εξουσία του από αυτή σύμφωνα με τις οριζόμενες στο καταστατικό της εταιρίας προϋποθέσεις και εκπροσωπεί ευθέως το νομικό πρόσωπο. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμη την ένσταση του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου και μη νομότυπου υποβολής της εγκλήσεως, από πρόσωπο στερούμενο νόμιμης πληρεξουσιότητας, με την ακόλουθη αιτιολογία? "Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 29-11-2000 απόσπασμα του πρακτικού της συνεδριάσεως του ΔΣ της κομίστριας της επίδικης επιταγής, εκδόσεως του κατηγορουμένου, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΟΚΟΡΙΝΗΣ-ΤΡΑΤΑΛΟΣ ΑΕ", τούτο εξουσιοδότησε το μέλος του Γ1 για την υποβολή της, για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, εγκλήσεως του κατηγορουμένου. Η πράξη αυτή του διοικητικού συμβουλίου αφορά το ως είρηται μέλος του, ως καταστατικό όργανο της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας και, συνεπώς, δεν απαιτούνταν, σύμφωνα με τα προδιαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των εντολέων από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Ούτε άλλωστε προκύπτει αντίθετη ρύθμιση στο καταστατικό της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, δυνάμει της οποίας να απαγορεύεται η ενέργεια ορισμένης ή ορισμένων πράξεων σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα-μέλη του ΔΣ της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας. Κατ' ακολουθία, η επίδικη έγκληση υποβλήθηκε νομότυπα από τον Γ1 και, ως εκ τούτου, πρέπει η σχετική ένσταση του κατηγορουμένου περί μη νομότυπου υποβολής της να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Με βάση τις παραδοχές αυτές ορθά η προσβαλλόμενη έκρινε παραδεκτή και νομότυπη την υποβολή της ένδικης έγκλησης, είναι δε αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που υποστηρίζει τα αντίθετα. Κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 2479/1997, αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, υποχρεούται να ελέγξει ακόμη και χωρίς αίτημα τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να δικαιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική του κρίση. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας στην περίπτωση αυτή δεν αιτιολογήσει ειδικά την μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απορρίψει χωρίς τέτοια αιτιολογία σχετικό αίτημα του καταδικαζομένου, υποπίπτει στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ πλημμέλειες της έλλειψης της απαιτούμενης αιτιολογίας και της αρνητικής υπέρβασης της εξουσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, ενώ καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για παράβαση του νόμου περί επιταγών σε ποινή φυλάκισης έξι (6)μηνών, απέρριψε το αίτημα αναστολής εκτέλεσης της ποινής και τη μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ, κατά πλειοψηφία, με την αιτιολογία ότι "από την έρευνα του χαρακτήρα του καταδικασμένου και τις λοιπές περιστάσεις και ειδικότερα από το γεγονός ότι αυτός έχει προβεί επανειλημμένα στην έκδοση ακάλυπτων επιταγών (βλ. και προσκομιζόμενο απόσπασμα ποινικού μητρώου του), το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή είναι απαραίτητη για να τον αποτρέψει από τη διάπραξη και άλλων εγκλημάτων. Για το λόγο αυτό πρέπει να μετατραπεί η φυλάκιση σε χρηματική ποινή. Η κάθε ημέρα φυλάκισης, σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου, πρέπει να υπολογισθεί σε 4,40 ευρώ". Η αιτιολογία αυτή απορρίψεως του πιο πάνω αιτήματος του αναιρεσείοντος είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, αφού η έννοια της επανειλημμένης έκδοσης επιταγών είναι κοινώς γνωστή, και συνακόλουθα έκρινε με βάση τα ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία περιστατικά ότι η μετατροπή της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Εξάλλου, με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ουδέ υπερέβη την εξουσία του. Επομένως οι εκ του άρθρου 510, παρ. 1, στοιχ. Δ, Ε και Η του ΚΠΔ αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί, η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-9-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1035/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί απαραδέκτου και μη νόμιμης υποβολής εγκλήσεως από ανώνυμη εταιρεία δια μέλους του Δ.Σ. αυτής. Το καταστατικό της εγκαλούσας και το πρακτικού του Δ.Σ. αυτής, από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών συνάγεται ότι ανεγνώσθησαν. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναστολής της επιβληθείσας ποινής, λόγω επανειλημμένης έκδοσης ακάλυπτων επιταγών. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Ανώνυμη εταιρία.
0
Αριθμός 1557/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές:Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπότση, περί αναιρέσεως της 283/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αθανάσιο Τσιοκάνη. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 947/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 100 παρ.1 του ν. 1165/1918 περί Τελωνειακού Κώδικος, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 2081/1939, λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία, τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, ή σε άλλον, παρά τον ορισμένο απ' αυτήν τόπο ή χρόνο και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη και δικαιώματα που εισπράττονται από αυτό, επί των εισαγομένων από την αλλοδαπή, ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο διαφορετικό από εκείνο που ορίζεται από το νόμο. Ως λαθρεμπορία, κατά την παρ.2 περ. θ του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2096/1952, θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθησαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή μορφή καθιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, τέλος, φόρο δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, του υπαιτίου, ότι το εμπόρευμα που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και τη θέληση ή αποδοχή αυτού, να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο δασμό, τέλος ή δικαίωμα. Οι περί λαθρεμπορίας ως άνω διατάξεις ίσχυσαν μέχρι την 1-1-2002. Έκτοτε, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 155 επ. του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ο οποίος προβλέπει για τον ένοχο της λαθρεμπορίας τις αυτές, με τις ίδιες διακρίσεις, ποινές φυλάκισης, καθώς και υπό την αυτή προϋπόθεση, χρηματική ποινή, που όμως είναι ίση με μόνη την αξία CIF, χωρίς δηλαδή προσαύξηση με τις δασμολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας ( βλ.άρθρ.102 και 107 του καταργηθέντος νόμου 1165/1918 και 157και 160 παρ.1-2 του νόμου 2960/2001) και ως επιεικέστερος, εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέστηκαν προηγουμένως, οι οποίες δεν έχουν αμετακλήτως εκδικασθεί (άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ). Και κατά το άρθρο 155 παρ. 1 του Ν.2960/2001 λαθρεμπορία είναι α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο και χρόνο και β)οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτής εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχτηκαν κατά τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος . Ως λαθρεμπορία κατά την παράγραφο 2 περ. ζ του ιδίου άρθρου θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Με το άρθρο 103 παρ. 1 του ν. 1165/1918 ορίζεται ότι "οσάκις οι εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας αντιστοιχούντες δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα του δημοσίου δεν υπερβαίνουν εν συνόλω τας 10.000.000 δραχμάς ( όπως το ποσό αυτό αυξήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 εδ. δ' του ν. 2443/1996), δεν ασκείται ποινική δίωξις ή η αρξαμένη, εφ' όσον δεν εξεδόθη οριστική απόφασις καταργείται, εάν οι υπόχρεοι ήθελαν, παραιτούμενοι των κατά το άρθρο 99 του παρόντος καθοριζομένων ενδίκων μέσων, καταβάλει το καταλογιζόμενον αυτοίς πολλαπλούν τέλος κατά τας διατάξεις του άρθρου 97 του παρόντος". Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής η δυνατότητα του υπαιτίου λαθρεμπορίας ελαφριάς μορφής να καταργήσει με την καταβολή του πολλαπλού τέλους την ποινική δίωξη που άρχισε, δεν είναι χρονικά απεριόριστη, δηλαδή δεν επεκτείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, αλλά εξικνείται μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως από το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται για πρώτη φορά της εκδικάσεως της υποθέσεως, δηλαδή του πρώτου βαθμού, αφού μόνο έτσι επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκεται με τη διάταξη αυτή. Αλλιώς, αν δηλαδή η ανωτέρω δυνατότητα υπήρχε και μεταγενεστέρως μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, τότε θα παρεχόταν στον ενδιαφερόμενο η ευχέρεια να αναμένει την κρίση των δικαστηρίων της ουσίας και σε περίπτωση καταδίκης του να επιτυγχάνει την ανατροπή της σχετικής αποφάσεως, με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως και την καταβολή του πολλαπλού τέλους, πράγμα που προδήλως δεν περιλαμβανόταν στις προθέσεις του νομοθέτη. Ο ν. 1165/1918, όπως αναφέρθηκε, καταργήθηκε με το ν. 2960/2001 " Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", από 1.1.2002, αφότου άρχισε η ισχύς αυτού (άρθρο 185 ν. 2960/2001). Η αντίστοιχη προς εκείνη του άρθρου 103 παρ. 1 του ν. 1165/1918 διάταξη του άρθρου 158 παρ. 1 του ν. 2960/2001 προβλέπει για τον υπαίτιο της λαθρεμπορίας, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις την μη άσκηση ποινικής διώξεως ή την κατάργηση της ήδη ασκηθείσας, με μόνη τη διαφορά οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, να μη υπερβαίνουν στο σύνολο τα εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ. Ειδικότερα ορίζεται ότι "1. όταν οι στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας αντιστοιχούντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνουν στο σύνολο τα εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ, δεν ασκείται ποινική δίωξη ή η αρξαμένη, εφόσον δεν εξεδόθη οριστική απόφαση καταργείται, εφόσον οι υπόχρεοι, παραιτούμενοι των, κατά το άρθρο 152 του παρόντα Κώδικα, καθοριζομένων ενδίκων μέσων, καταβάλλουν άμεσα το καταλογιζόμενο σ' αυτούς, κατά τις διατάξεις του άρθρου 150 του παρόντα Κώδικα, πολλαπλό τέλος, το οποίο καθορίζεται στο διπλάσιο των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, με την επιφύλαξη των ελαχίστων ορίων του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 150 του παρόντος Κώδικα". Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχτηκε ότι " από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο ...την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχτηκαν τα ακόλουθα? Ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης πρατηρίου πώλησης υγρών καυσίμων στα .... Πατρών, αγοράζοντας προς μεταπώληση υγρά καύσιμα (βενζίνη Σούπερ, πετρέλαιο κίνησης κλπ) από την εταιρεία εισαγωγής και εμπορίας πετρελαιοειδών με την επωνυμία ..... Την 10 Ιουλίου 2000 και περί ώρα 11.30 οι υπάλληλοι του σώματος δίωξης οικονομικού εγκλήματος (ΣΔΟΕ) Δυτικής Ελλάδος, ..... και ..... (εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας), διενεργώντας έλεγχο στην αγορά προς ανακάλυψη λαθρεμπορίας στα υγρά καύσιμα, μετέβησαν, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία, προς έλεγχο της διακίνησης καυσίμων στο πρατήριο του κατηγορουμένου και παρουσία του αδελφού του ......, δοθέντος ότι ο ίδιος απουσίαζε, έλαβαν δείγματα εις διπλούν από δύο δεξαμενές του πρατηρίου, που περιείχαν πετρέλαιο κίνησης, χωρητικότητας εκάστης 7.000 λίτρων. Κατά τη δειγματοληψία οι δεξαμενές αυτές περιείχαν 5300 λίτρα πετρέλαιο κίνησης η μία και 3600 λίτρα πετρέλαιο κίνησης η άλλη. Τα πρωτόκολλα δειγματοληψίας με αύξοντες αριθμούς 90 και 91 απεστάλησαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους προς έλεγχο και το τελευταίο γνωμάτευσε ότι " πρόκειται για πετρέλαιο κίνησης μη κανονικό, γιατί έχει θειάφι 0,10 % η/η αντί του μέγιστου επιτρεπόμενου 0,035 % Μ/Μ", ότι" απαγορεύεται η διάθεση στην κατανάλωση του προϊόντος ως πετρέλαιο κίνησης, λόγω της περιεκτικότητάς του σε θειάφι" και ότι "πρόκειται για δείγμα πετρελαίου άγνωστης προέλευσης που διακινείται παράνομα". Την ως άνω ποσότητα των 14,000 λίτρων πετρελαίου κίνησης μη κανονικού, μέρος της οποίας διέθεσε στην αγορά σε πελάτες της επιχείρησής του, ο κατηγορούμενος, την προμηθεύτηκε και κατείχε χωρίς τα νόμιμα παραστατικά κτήσης της (δελτία αποστολής-τιμολόγια πώλησης), είχε δε αυτή εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους από τρίτο, χωρίς την άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και χωρίς να καταβληθούν οι νόμιμοι δασμοί, τέλη και φόροι προς το Δημόσιο, γεγονός που το γνώριζε ο κατηγορούμενος κατά την κτήση και την κατοχή της ως άνω ποσότητας. Η γνώση του αυτή προκύπτει και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, έχοντας γνώση και πείρα των συναλλαγών που αφορούν την εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια υγρών καυσίμων και της εν γένει διακίνησης τους στην εσωτερική αγορά, γνωρίζοντας δηλαδή ότι τα υγρά καύσιμα υπόκεινται σε καταβολή εισαγωγικών δασμών, και τελών, καθώς και ότι η όλη διαδικασία τους, (εισαγωγή, επεξεργασία, διάθεση στην εσωτερική κατανάλωση), γίνεται μόνο από νομίμως συνεστημένες εταιρίες, οι οποίες προμηθεύουν τα κατά τόπους νομίμως λειτουργούντα πρατήρια εμπορίας υγρών καυσίμων με διάφορα πετρελαιοειδή προϊόντα και με νόμιμα παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια κ. ά.), εν τούτοις αυτός προμηθεύτηκε την ως άνω ποσότητα υγρών καυσίμων (14,000 λίτρα πετρέλαιο κίνησης μη κανονικό) από πρόσωπο ή πρόσωπα που την κατείχαν παράνομα ως προϊόν λαθρεμπορίας, χωρίς κανένα απολύτως νομιμοποιητικό έγγραφο κατοχής, έχοντας τη βούληση με την ενέργειά του αυτή να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους οφειλόμενους και στην προαναφερθείσα ποσότητα υγρών καυσίμων, αναλογούντες δασμούς, φόρους και τέλη, (ειδικός φόρος κατανάλωσης, ειδικό τέλος κ.λ.π.), που ανέρχονταν τότε (10 Ιουλίου 2000) σε 1.666.971 δρχ. 4892,06 ευρώ, με βάση την από 24 Ιανουαρίου 2001 έκθεση προσδιορισμού διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων για κατοχή και πώληση πετρελαίου μη κανονικού ως πετρελαίου κίνησης της υπηρεσίας ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδος, (ειδικότερος προσδιορισμός στην απόφαση του προσώπου που είχε εισαγάγει λαθραίως την ποσότητα των υγρών αυτών καυσίμων και την είχε προμηθεύσει στον κατηγορούμενο παράνομα, καθώς και του χρόνου εισαγωγής της ποσότητας αυτής, δεν είναι απαραίτητος για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, για την οποία, εν προκειμένω, αρκεί ο προσδιορισμός της κατοχής και διάθεσης αυτής από τον κατηγορούμενο, τελώντας εν γνώσει ότι πρόκειται για λαθρεμπορικά εμπορεύματα και αποσκοπώντας ν' αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς, φόρους και τέλη. Άλλωστε, η γνώση του κατηγορουμένου για τη λαθρεμπορική προέλευση της συγκεκριμένης ποσότητας καυσίμων, την οποία, όπως προαναφέρθηκε, διέθεσε στη συνέχεια στην εσωτερική κατανάλωση ως πετρέλαιο κίνησης χωρίς παραστατικά αγοράς, ενισχύεται και από το γεγονός ότι καύσιμα που τελωνίστηκαν και καταβλήθηκαν γι αυτά δασμοί και φόροι, θα ήταν παράλογο να διακινούνται χωρίς τα νόμιμα παραστατικά αγοράς, Ο κατηγορούμενος, αποκρούοντας την κατηγορία, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικός προμηθευτής του πρατηρίου του με υγρά καύσιμα είναι η εταιρία πετρελαιοειδών "....." , η οποία, πριν από τον έλεγχο και τη λήψη των δειγμάτων πετρελαίου κίνησης από τις δύο δεξαμενές του πρατηρίου του, που έγινε την ... από τους προαναφερθέντες υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, του είχε παραδώσει στις δεξαμενές αυτές πετρέλαιο κίνησης με βυτιοφόρο οδηγούμενο από το ..... , τη μια φορά την 16 Ιουνίου 2000 ποσότητα 4100 λίτρων πετρέλαιο κίνησης και την άλλη, την 30 Ιουνίου 2000 ποσότητα 2850 λίτρων, εκδοθέντων από την προμηθεύτρια εταιρία των υπ' αριθ. .... και ..... Δ.Α.-Τ.Μ. παραστατικών, τα οποία ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε με το απολογητικό του υπόμνημα προς τη Γ' Ανακρίτρια Πατρών, και προσκόμισε για να δικαιολογήσει ότι για την επίδικη ποσότητα πετρελαίου κίνησης είχε νόμιμα παραστατικά αγοράς από την προμηθεύτρια εταιρία πετρελαιοειδών. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν είναι βάσιμος και τα προσκομισθέντα από αυτόν (κατηγορούμενο) παραστατικά αγοράς δεν έχουν καμιά σχέση με την ποσότητα των 14.000 λίτρων πετρελαίου κίνησης, από την οποία λήφθηκαν τα δείγματα προς έλεγχο από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, διότι ο κατηγορούμενος, καίτοι του ζητήθηκαν, δεν παρέδωσε για τον έλεγχο και τη διασταύρωση των ισχυρισμών του και τα αντίστοιχα δείγματα του βυτιοφόρου των ως άνω προσκομισθέντων από αυτόν παραστατικών (ΔΑ-ΤΜ), τα οποία (δείγματα) υποχρεωτικώς αναγράφονται στα παραστατικά αυτά, απεικονιζόμενα με αριθμό, και παραδίδονται από την προμηθεύτρια των καυσίμων στον πρατηριούχο κατά την παράδοση προς κατοχύρωση τούτου. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως και πρωτοδίκως, για την πράξη της λαθρεμπορίας κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου, και ως εκ τούτου, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που σε αυτήν, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο ουσιαστική κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. Ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δια του συνηγόρου του ότι η πράξη που του αποδίδεται δεν υπάγεται στις διατάξεις με τις οποίες κατηγορείται, διότι δεν εισήγαγε ο ίδιος την ανωτέρω ποσότητα πετρελαίου και επομένως δεν συντρέχει το στοιχείο της προϋπόθεσης λαθρεμπορίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του. Παρά ταύτα όμως με την περί ενοχής του αναιρεσείοντα κρίση του αιτιολογημένα απήντησε στον ισχυρισμό αυτόν και αιτιολόγησε την απόρριψή του. Περαιτέρω ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι παραπέμπεται με τις διατάξεις του νόμου 2960/2001, από την έναρξη εφαρμογής του οποίου (1-1-2002) καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 1165/1918, υπό το καθεστώς των οποίων φέρεται τελεσθείσα η πράξη της λαθρεμπορίας και επομένως, αφού εφαρμόστηκαν οι νεότερες διατάξεις, δεν έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 158 του Ν. 2960/2001 να ασκηθεί ποινική δίωξη, αφού αυτή ασκήθηκε μετά την ισχύ του νέου νόμου και το ποσό των αντιστοιχούντων δασμών δεν υπερβαίνει τις 70.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός όμως αυτός ήταν αόριστος και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε άμεσα το καταλογιζόμενο σ' αυτόν πολλαπλό τέλος, ούτε ότι προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετική βεβαίωση περί τούτου της αρμοδίας τελωνιακής υπηρεσίας, ενώ δεν χωρεί η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 158 παρ.1 για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη. Για τους λόγους αυτούς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Τέλος, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/1996, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέρα από τα τρία έτη για πλημμελήματα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 320 του ΚΠΔ η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρχίζει με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003, του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος. Περαιτέρω, το δικαστήριο που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για πλημμέλημα, δεχόμενο χρόνο τέλεσης της πράξης, ο οποίος απέχει από το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, περισσότερο από πέντε χρόνια και λιγότερο από οκτώ, εφόσον δεν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής, δεν έχει υποχρέωση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει στην απόφασή του, ότι επήλθε αναστολή της παραγραφής, κατά τα συνδυαζόμενα άρθρα 113 του ΠΚ και 320 του ΚΠΔ και άρα, ότι δεν εξαλείφθηκε με την παραγραφή το αξιόποινο της πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά το κατηγορητήριο και την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 86/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, το ως άνω έγκλημα τελέστηκε τον Ιούλιο του 1999 και μέχρι τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης στις 2-2-2004 δεν είχε συμπληρωθεί πενταετία, ούτε υποβλήθηκε ένσταση περί εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Είχε προηγηθεί μέσα στην πενταετία η επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος στις ....., όπως φαίνεται από το αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα .... και συνεπώς άρχισε η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία. Κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως της από .... έκθεσης ελέγχου του ΣΔΟΕ, το ως άνω έγκλημα τελέστηκε τον Ιούλιο του έτους 2000. Η μεταβολή του χρόνου παραγραφής σε μεταγενέστερο χρόνο δεν είναι ανεπίτρεπτη, αφού δεν επηρεάζει το χρόνο της παραγραφής. Η πληττόμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 6-2-2007 και κατά τη δημοσίευσή της δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία. Από τα πρακτικά της ως άνω απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε ισχυρισμό περί εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγω μη αναστολής της παραγραφής και συνεπώς το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την αναστολή της, είναι δε αβάσιμη και απορριπτέα η υπό στοιχείο 2 σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος που υποστηρίζει τα αντίθετα. Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 22 του Ν. 3693/1957 και 183 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.283/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λαθρεμπορία. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για λαθρεμπορία πετρελαίου σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ.1 περ.8 του Ν. 2960/2001, ο οποίος, ως επιεικέστερος εφαρμόζεται, καίτοι η πράξη τελέστηκε πριν από την ισχύ του. Απορρίπτεται ως αόριστος ο ισχυρισμός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 158 του ως άνω νόμου, δεν έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη διότι το ποσό των αντιστοιχούντων δασμών δεν υπερβαίνει τις 70.000 ευρώ, αφού δεν ισχυρίζεται ότι παραιτήθηκε των κατά το άρθρο 152 του παρόντα Κώδικα ενδίκων μέσων, και ότι κατέβαλε άμεσα, μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης, το καταλογιζόμενο πολλαπλό τέλος από τον υπαίτιο λαθρεμπορίας ελαφράς μορφής. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Νόμος επιεικέστερος, Λαθρεμπορία.
0
Αριθμός 1556/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Θεοχάρη, περί αναιρέσεως της 73/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Ανηλίκων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Ανηλίκων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 815/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 380 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας απαιτείται η άσκηση σωματικής βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών κατ' αυτού, ενωμένων με επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία του και η ταυτόχρονη αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος ή ο εξαναγκασμός του προσώπου σε παράδοση του κινητού πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση από το δράστη. Πρόκειται για σύνθετο έγκλημα, στοιχείο του οποίου είναι αφενός μεν η κλοπή που συνίσταται στην παράνομη αφαίρεση του κινητού πράγματος από τον ιδιοκτήτη του, αφετέρου δε η άσκηση παράνομης βίας με την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάμψη της αντίστασης του θύματος, που μπορεί να επιτευχθεί και με την αδράνεια αυτού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, δημιουργεί η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, υπάρχει όταν σ'αυτή δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της με το οποίο αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 73/2007 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Ανηλίκων) Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της ληστείας κατ' εξακολούθηση και, εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, του επέβαλε κατ' άρθρο 130 ΠΚ, ποινή φυλακίσεως δύο ετών την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα. Ως αιτιολογία της απόφασής του, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται. Ειδικότερα από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι στις 26-10-2002 με σωματική βία κατά προσώπου και με απειλές ενωμένες με επικίνδυνο της ζωής εξανάγκασε στην Αθήνα στις 26-10-2002 και στην οδό ....... τον Γ1 και τον Γ2 με επικείμενο κίνδυνο ζωής του σώματος να του παραδώσουν τα κινητά τους τηλέφωνα ERICSSON .... και ΝΟΚΙΑ .... για να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Πράγματι ο κατηγορούμενος ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγνώμη και την επιείκεια του Δικαστηρίου". Στο διατακτικό της αποφάσεως διαλαμβάνονται τα εξής "Δέχεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη του ότι... στην Αθήνα στις 26-10-2002 και περί ώρα 17οο στην οδό ...... εξανάγκασε 1) τον Γ1 και 2) τον Γ2 με επικείμενο κίνδυνο ζωής και σώματός του να του παραδώσουν τα κινητά τους τηλέφωνα ERICSSON ... και ΝΟΚΙΑ ... αντίστοιχα, για να τα ιδιοποιηθεί παράνομα". Από τις παραδοχές αυτές σκεπτικού και διατακτικού προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία, αφού δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ή άσκηση σωματικής βίας κατά των προαναφερομένων προσώπων ή η εκδήλωση απειλών κατ' αυτών, ενωμένων με επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία τους, ή ο εξαναγκασμός τους σε παράδοση των κινητών τηλεφώνων τους. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ συναφούς λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 73/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Ανηλίκων) Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ληστεία. Στοιχεία του εγκλήματος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας διότι δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία. Η αιτιολογία δεν συμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό, καθόσον σ’ αυτό δεν παρατίθενται λεπτομερή περιστατικά. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ληστεία.
0
Αριθμός 1554/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 15556/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικειου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1574/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και γι' αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αντικειμενικώς, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το νόμο στοιχείων και τη θέση της υπογραφής του εκδότη επί του εντύπου και αφετέρου έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου της ελλείψεως αυτής, (ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων), και τη θέληση ή την αποδοχή πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτά κατ' είδος αναφέρει, ο κατηγορούμενος, στην Αθήνα, στις 30-10-2002, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ...... επιταγή, ποσού 32.000 ευρώ, πληρωτέα σε διαταγή του ιδίου από την Τράπεζα Αττικής. Την επιταγή αυτή ο κατηγορούμενος μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην εταιρεία με την επωνυμία ".... ΕΠΕ", αυτή με τη σειρά της στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ Α.Ε." και η τελευταία με οπισθογράφηση, λόγω ενεχύρου , στην εγκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α. Ε.". Ακολούθως η παραπάνω επιταγή εμφανίστηκε από την εγκαλούσα στην πληρώτρια πιο πάνω Τράπεζα προς πληρωμή στις 30-10-2002, ήτοι μέσα στη νόμιμη 8ήμερη προθεσμία, αλλά δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη κατηγορουμένου κατά το χρόνο της πληρωμής , γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ο ισχυρισμός του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατηγορουμένου ότι η παραπάνω επιταγή εξοφλήθηκε με καταβολή του ποσού αυτής στην εταιρεία "..... ΕΠΕ", προς την οποία ο κατηγορούμενος είχε μεταβιβάσει, όπως εκτέθηκε, με οπισθογράφηση την επιταγή, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί επί του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, δεδομένου ότι επί του αδικήματος αυτού δεν ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση εκδότη και λήπτη της επιταγής ή των προηγούμενων οπισθογράφων. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετείται το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο τον κήρυξε ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι μεταβιβάστηκε στην εγκαλούσα, λόγω ενεχύρου, η ως άνω επιταγή και ορθά δέχεται ότι αυτή, ως τελευταία κομίστρια, νομιμοποιείται να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή και δικαιούται σε έγκληση. Συγκεκριμένα με το άρθρο 1251 του ΑΚ, που έχει τον παράτιτλο "Ενέχυρο τίτλου σε διαταγή", ορίζεται ότι "Για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία, με το άρθρο δε 1255 ΑΚ, που έχει τον παράτιτλο "ενεχύραση τίτλου σε διαταγή", ορίζεται ότι "αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τίτλος σε διαταγή, ο ενεχυρούχος διανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι με την ενεχυρική οπισθογράφηση όλων των τίτλων σε διαταγή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η τραπεζική επιταγή ο δανειστής-κομιστής του τίτλου αποκτά ενέχυρο στην απαίτηση που ενσωματώνεται στον τίτλο και στον ίδιο τον τίτλο, ο ενεχυραστής οπισθογράφος παραμένει κύριος του τίτλου και ουσιαστικός δικαιούχος της απαίτησης απ' αυτόν, παρότι δεν κατέχει πλέον τον τίτλο, ο δ' ενεχυρούχος δανειστής αποκτά με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι του ενεχυραστή οπισθογράφου και ασκεί με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα εισπράξεως του τίτλου και μάλιστα στο όνομά του. Από τα παραπάνω και σε συνδυασμό τους με τις διατάξεις του άρθρου 79 παρ. 1 και 5 του Ν. 5960/1933, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972 και στη συνέχεια αντικ. και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, με τις οποίες ορίζεται ότι "παρ. 1. Ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού, παρ' ώ δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.... και παρ. 5. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε", σαφώς προκύπτει ότι ο ενεχυρούχος δανειστής και κομιστής της τραπεζικής επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισης και μη πληρωμής της δικαιούται σε υποβολή έγκλησης για την απ' αυτές προβλεπόμενη ως άνω αξιόποινη πράξη. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται στην αίτησή του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του με την παραδοχή ότι, καίτοι αυτός κατέβαλε το ποσό της επιταγής προς την εταιρεία ..... ΕΠΕ, τούτο ουδεμία επιρροή ασκεί επί του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, αφού η καταβολή αυτή (σε προηγούμενο κομιστή) δεν επιδρά και στο αξιόποινο του εκδότη της ανωτέρω επιταγής, διότι το εν λόγω αξιόποινο δεν επηρεάζεται από την αιτία της υποκείμενης σχέσεως μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής. Το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ενόψει της φύσης της τελευταίας ως μέσου πληρωμής, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής και ως μόνος λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου στην προκείμενη περίπτωση καθιερώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 3 του Ν.5960/1933, η από τον υπαίτιο πλήρης αποζημίωση της κομίστριας της επιταγής Τράπεζας, μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή αυτής. Συνακόλουθα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. δ' του ΠΚ, ανεξαρτήτως του ότι το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί περί τούτου, αφού δεν του υποβλήθηκε σχετικό αίτημα. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολο, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 18-9-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 15556/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ενεχυρική οπισθογράφηση τίτλων εις διαταγή. Ο ενεχυρούχος δανειστής και κομιστής της τραπεζικής επιταγής κατά το χρόνο εμφανίσεως και μη πληρωμής της δικαιούται σε υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δεν υπερέβη την εξουσία του το Δικαστήριο με την παραδοχή ότι κατέβαλε το ποσό της επιταγής σε προηγούμενο κομιστή, αφού η καταβολή αυτή δεν επιδρά στο αξιόποινο. Ως μόνος λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου στην προκειμένη περίπτωση καθιερώνεται η από τον υπαίτιο πλήρης αποζημίωση της κομίστριας Τράπεζας. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση.
0
Αριθμός 1553/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Καλογερά, περί αναιρέσεως της 26/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σπυρίδη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαΐου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1022/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε στην περίπτωση αυτή απαιτείται ο δόλος αυτός να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από έφεση που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και την απολογία του κατηγορουμένου), όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πλειοψηφία, ότι ο κατηγορούμενος, στην ..... της Λάρισας, στις 20-10-2000, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον και δη στο λογιστή του, με προτροπές που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας, ήτοι να καταρτίσει πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και κατόπιν το χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, με πρόθεση προκάλεσε στο Γ1, με προτροπές που έγιναν με πειθώ και φορτικότητα, την απόφαση, να καταρτίσει καταγγελία συμβάσεως εργασίας σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1, κατοίκου ......, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας κατήγγειλε τη σύμβαση που υπήρχε μεταξύ του ανωτέρω και του κατηγορουμένου, για εργασία αορίστου χρόνου, με χρονολογία πρόσληψης την 23-7-1999 και με καταβολή αποζημίωσης το ποσό των 155.969 δραχμών, πείθοντας τον ανωτέρω να θέσει στη θέση του απολυομένου κατ' απομίμηση την υπογραφή του εγκαλούντα, χωρίς τη γνώση ή την εντολή του τελευταίου. Στην κατάρτιση του πλαστού αυτού εγγράφου προέβη ο λογιστής του κατηγορουμένου κατόπιν προτροπών και παραινέσεων αυτού, με, τις οποίες, ενόψει και της υπαλληλικής σχέσεως που τους συνέδεε, του προκάλεσε, όπως και ήθελε, την προς τούτο απόφαση, όπως ο τελευταίος καταθέτει. Η κατάρτιση της πλαστής αυτής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του πολιτικώς ενάγοντος είχε τις συνέπειες που αναφέρονται παρακάτω. Ειδικότερα, προέκυψε ότι την πράξη αυτή της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία έκανε με την επιδίωξη να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ Ελασσόνας σχετικά με το αναληθές και έχον έννομες συνέπειες γεγονός, ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας με τον εγκαλούντα ήταν γνήσια, ότι κατά την παραπάνω ημερομηνία αυτός κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας με τον εγκαλούντα και ότι η καταγγελία αυτή απεικόνιζε την πραγματικότητα τόσο αναφορικά με το χρονικό διάστημα για το οποίο εργάστηκε ο εγκαλών στην επιχείρησή του, ενώ το αληθές ήταν ότι ο εγκαλών εργάστηκε στην επιχείρηση του κατηγορουμένου για το χρονικό διάστημα από 1-7-1998 έως 31-7-2001, όσο και για το ότι το καταβληθέν στον εγκαλούντα ποσό της αποζημίωσης για την απόλυσή του ήταν το νόμιμο, ενώ ο εγκαλών λάμβανε από τον εργοδότη του ως ημερομίσθιο το ποσό των 10.000 δραχμών και όχι ως μισθό το ποσό των 155,969 δραχμών. Συνεπώς, η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, φέρει το χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία. Στη συνέχεια, δε κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία (άρθρα 46 παρ.1 εδ. α' και 216 παρ.1 ΠΚ) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαλλόμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αυτή περιέχει την αναφορά, ότι ο κατηγορούμενος, όντας εργοδότης, με πρόθεση προκάλεσε στο Γ1, λογιστή του, την απόφαση, να τελέσει την ανωτέρω άδικη πράξη, την οποία και διέπραξε. Από την έκθεση των περιστατικών αυτών, αυτονοήτως συνάγεται ότι η σύνταξη της ως άνω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του εγκαλούντος ήταν αποτέλεσμα της εκμεταλλεύσεως από τον κατηγορούμενο της επιβολής και επιρροής που αυτός ασκούσε, λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς του, επί του παραπάνω λογιστή του. Ειδικώς, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας στην ως άνω άδικη πράξη, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν είναι αναγκαία ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής στο φυσικό αυτουργό της απόφασης, λόγω της επιβολής και επιρροής του ηθικού αυτουργού στο φυσικό αυτουργό, προς τέλεση από τον τελευταίο της διαπραχθείσας άδικης πράξης, ενώ αιτιολογείται ιδιαιτέρως και ο εγκληματικός σκοπός του ηθικού αυτουργού με την παράθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης των εξής περιστατικών "ειδικότερα, προέκυψε ότι την πράξη αυτή της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία έκανε με την επιδίωξη να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΟΑΕΔ Ελλασόνας σχετικά με το αναληθές και το έχον έννομες συνέπειες γεγονός, ότι, η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας με τον εγκαλούντα ήταν γνήσια, ότι κατά την παραπάνω ημερομηνία αυτός κατήγειλε τη σύμβαση εργασίας με τον εγκαλούντα και ότι η καταγγελία αυτή απεικόνιζε την πραγματικότητα, τόσο αναφορικά με το χρονικό διάστημα για το οποίο εργάστηκε ο εγκαλών στην επιχείρηση του κατηγορουμένου για το χρονικό διάστημα από 1-7-1998 έως 31-7-2001, όσο και για το ότι το καταβληθέν στον εγκαλούντα ποσό της αποζημίωσης για την απόλυσή του ήταν νόμιμο, ενώ ο εγκαλών λάμβανε από τον εργοδότη του ως ημερομίσθιο το ποσό των 10.000 δραχμών και όχι ως μισθό το ποσό των 155.969 δραχμών". Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επικαλούμενος το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ. Η απλή όμως επίκληση της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που τον θεμελιώνουν δεν αρκεί και γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος. Ακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 183 του ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 26 Μαΐου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθ.26/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στα έξοδα του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ και η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
0
Αριθμός 1552/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλουμένους τους: 1) Χ1, Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και 2) Χ2, Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Με εγκαλούντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 17.7.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1283/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, με αριθμό 399/22.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ο Ψ1 απέστειλε στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας την χωρίς ημερομηνία ανώνυμη, αρχικά, έγγραφη καταγγελία του με την οποία κατήγγειλε την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας και τοκογλυφίας από πρόσωπο τα στοιχεία ταυτότητας του οποίου δεν ανέφερε. Στην υπόθεση αυτή ενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση, στα πλαίσια της οποίας ο Ψ1 απεκάλυψε ότι αυτός ήταν ο συντάκτης της ανώνυμης καταγγελίας και ότι το πρόσωπο που κατήγγειλε με την ανώνυμη καταγγελία του ήταν ο Χ3. Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής αυτής εξέτασης καταγγέλθηκαν από τους Γ1, Γ2 και Γ3 ως συνεργοί του πιο πάνω Χ3 στην τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων οι Χ1, Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών και ο Χ2, Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών. Μετά την ενέργεια της προκαταρκτικής αυτής εξέτασης η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θηβών με την αριθμ. 43/2007 πράξη της αρχειοθέτησε τη δικογραφία, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., κρίνασα ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αντίγραφο της πράξης της αυτής υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με την αριθμ. ΕΓ1-2006/354β/31-5-2007 αναφορά της. Με το αριθμ. 42400/17-7-2007 έγγραφο του ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτείται τον κανονισμό αρμοδιότητας προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών να προβεί στην έγκριση ή μη της παραπάνω αρχειοθέτησης. Το άρθρο 136 περ. ε του Κ.Ποιν.Δ. ορίζει ότι εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο (κατά τόπο) σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμό και ομοειδές δικαστήριο. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 137 Κ.Ποιν.Δ. την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο Εισαγγελέας (όπως εν προκειμένω) αποφασίζει δε περί αυτής ο 'Αρειος Πάγος που συνέρχεται σε Συμβούλιο εφ' όσον πρόκειται για περίπτωση που δεν διαλαμβάνεται στα εδ. α' και β' της παραγράφου 1, δηλαδή όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλο ισόβαθμο Εισαγγελέα. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κυρία διαδικασία αλλά και για την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως ποινικής διώξεως για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας λόγω συνυπηρετήσεως (ΑΠ 440/2006, ΑΠ 311/2001 Ποιν. Δικ. 917, ΑΠ 204/87 ΝοΒ 35.412). Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 2 περ. β' του άρθρου 43 Κ.Ποιν.Δ. ο Εισαγγελέας Εφετών έχει δικαίωμα στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Κατά συνέπεια επειδή ο μηνυόμενος Εισαγγελέας Εφετών Χ1 υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 Κ.Ποιν.Δ.), λόγω συμμετοχής δε (άρθρο 130 Κ.Ποιν.Δ.) και για την ενότητα της κρίσης και για τους μηνυομένους Χ2, Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και Χ3 και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές εισαγγελικές αρχές που θα επιληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω στο Συμβούλιό σας να διατάξει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο αριθ. 42400/17-7-2007 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφορά την αριθμ. 43/2007 πράξη της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θηβών με την οποία αρχειοθέτησε την προκαταρτική δικογραφία σε βάρος του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ1, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Χ2 και του Χ3 από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, προκειμένου αυτός να προβεί στην έγκριση ή μη της παραπάνω αρχειοθέτησης και στα αντίστοιχα ποινικά δικαστήρια, συμβούλια και λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα? Ο Ψ1 κατήγγειλε το Χ3 για τέλεση των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας και τοκογλυφίας. Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης καταγγέλθηκαν από τους Γ1, Γ2 και Γ3 ως συνεργοί του πιο πάνω Χ3 στην τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων οι Χ1, Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών και ο Χ2, Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών. Μετά την ενέργεια της προκαταρκτικής αυτής εξέτασης η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θηβών, με την υπ' αριθμ. 43/2007 πράξη της, αρχειοθέτησε τη δικογραφία, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΠΔ, κρίνασα ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αντίγραφο της πράξης της αυτής υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την υπ αριθμ. ΕΓ1-2006/354β/31-5-2007 αναφορά της. Με το υπ' αριθμ. 42400/17-7-2007 έγγραφό του ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτείται τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών να προβεί στην έγκριση ή μη της παραπάνω αρχειοθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΠΔ. Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή(άρθρα 136 εδ. ε' και 137 του ΚΠΔ), λόγω συμμετοχής δε (άρθρ. 130 ΚΠΔ) και για την ενότητα της κρίσης και για τον εγκαλούμενο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χ2, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, όπως και για τον Χ3, και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης από του κατά τόπον αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, και όταν συντρέξει περίπτωση στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό αυτής, όπως ορίζεται παραπάνω και στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στα αναφερόμενα στο σκεπτικό έγγραφα κατά του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ1 και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Χ2, όπως και του Χ3, από τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Λαμίας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Αρμοδιότητας. Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας προκειμένου να προβεί στην έγκριση ή μη αρχειοθέτησης αυτής σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ.2 του ΚΠΔ.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1550/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου της Κλειστής Φυλακής Πατρών, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 396/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1161/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 437/05.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 476 § 1 την υπ'αρ. 49/21-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών) κατά της υπ'αριθ 396/9-2-2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία κατεδικάσθη σε συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών και χρηματική ποινή 6000 ευρώ για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από κοινού, εκούσια απαγωγή με σκοπό την ακολασία. ΙΙ) Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση η οποία απερρίφθη ως ανυποστήρικτη με την υπ αρ. 2647/06 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και ακολούθως άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω πρωτοδίκου αποφάσεως 396/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. ΙΙΙ) Η διάταξη του άρ. 504 § 1 Κ.Π.Δ ορίζει ότι "Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη". Γίνεται δεκτό ότι δεν επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως και όταν η προσβαλλομένη απόφαση, κατέστη τελεσίδικη, επειδή η έφεση που ασκήθηκε εναντίον της απερρίφθη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως απαράδεκτη, ανυποστήρικτη καθώς και εναντίον της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως (Α.Π. 1503/84 Π. Χρ. 1985/477, Α. Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 978, Κωδ. Ποιν. Δικον. Αρβανίτη-Καλφέλη Καράμπελα υπ'αρ. 504 σελ. 1207 παράγρ. 2). Κατά την διάταξη του αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε (μεταξύ άλλων) χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του.......ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. IV) Κατά συνέπεια, βάσει την εκτεθέντων, επειδή ο αναιρεσείων άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αρ. 396/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ είχε απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, η κατ'αυτής έφεση, με την υπ'αρ. 2647/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να κηρυχθεί ως απαράδεκτη (εξ άλλου είναι και εκπρόθεσμη και αόριστη ως προς τον προβαλλόμενο λόγο Α.Π. 1846/2004, Π. Δ/συνη 2005/245), διότι στρέφεται κατ'αποφάσεως μη υποκειμένης σε αναίρεση και να διαταθεί η εκτέλεση της προσβληθείσας αποφάσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αρ. 49/21-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (κρατουμένου στην Φυλακή Πατρών) κατά της υπ'αρ. 396/9-2-2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. 2) Να διαταχθεί η εκτέλεση της ως άνω προσβληθείσας αποφάσεως. 3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκη" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 489 παρ. 1 περίπτ. στ' ΚΠοινΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου αν με αυτή καταδικάσθηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός έτους για πλημμέλημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως η απόφαση, η οποία κατά το χρόνο απαγγελίας της μπορούσε να προσβληθεί με έφεση, έστω και αν, επιγενομένως, έγινε τελεσίδικη είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της εφέσεως, είτε γιατί απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση ως ανυποστήρικτη. Στην τελευταία περίπτωση, με αναίρεση προσβάλλεται παραδεκτώς μόνον η απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και μόνο για το ότι όχι ορθώς απορρίφθηκε η έφεση ως ανυποστήρικτη, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν δίκασε την ουσία της υποθέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε μεταξύ άλλων περιπτώσεων, εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η αναίρεση της 396/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων σε συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών και χρηματική ποινή 6.000 ευρώ για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών από κοινού και εκούσια απαγωγή με σκοπό την ακολασία. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθόσον, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία υπέκειτο σε έφεση από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, ασκήθηκε από τον τελευταίο τέτοια έφεση, απορριφθείσα ως ανυποστήρικτη με τη 2647/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας και μόνο θα ήταν παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί, για τον ανωτέρω λόγο, η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 396/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με την πρωτόδικη απόφαση ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών και χρηματική ποινή 6.000 ευρώ. Η ασκηθείσα κατ’ αυτής έφεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Η ένδικη αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη γιατί στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης και όχι κατά της απόφασης του ΠεντΕφΑθ κατά της οποίας μόνο θα ήταν παραδεκτή.
Εφέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1549/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημητρούκα, περί αναιρέσεως των 117/2007 και 1716-1717/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 7 Ιανουαρίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1951/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.1 ΠΚ, όποιος ως πραγματογνώμονας εν γνώσει εκθέτει με όρκο ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.2 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας πραγματογνώμονα απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκθεση από τον ορκισθέντα και διορισμένο από το δικαστήριο ή από άλλη αρμόδια αρχή πραγματογνώμονα ψευδών περιστατικών ή απόκρυψη των αληθινών ή η διατύπωση από αυτόν ψευδούς κρίσεως, η οποία δεν είναι σύμφωνη προς την ενδόμυχη πεποίθησή του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης), ότι τα εκτιθέμενα ή αποκρυπτόμενα περιστατικά είναι ψευδή ή ότι η διατυπούμενη από αυτόν κρίση είναι ψευδής και αντίθετη προς την ενδόμυχη πεποίθησή του και τη θέληση να προβεί στην πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ απάτη διαπράττει, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων. Ένεκα της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη, όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα ή γνησίων μεν, ανακριβή όμως κατά το περιεχόμενό τους, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή όταν το δικαστήριο που παραπλανάται από τον διάδικο με την υποβολή των ψευδών αποδεικτικών μέσων εκδίδει οριστική απόφαση δυσμενή για τον αντίδικό του, σε απόπειρα δε όταν το δικαστήριο δεν πείθεται απ' αυτόν και απορρίπτει τον ψευδή ισχυρισμό του. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 § 1 και 498 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 § 3 ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 § 19 του ν. 2.408/1996 και ισχύει από 4.6.1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται γι' αυτή ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και την καταδίκη του κατηγορούμενου, υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης, που θα εκδοθεί. Περαιτέρω, με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου καταχωρούνται οι μαρτυρικές καταθέσεις και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης (άρθρα 473 § 1 και 486 § 1 ΚΠοινΔ) ο Εισαγγελέας μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια, αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως ζητεί με σχετική αίτησή του την άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης. Από όλα τα ανωτέρω παρέπεται, ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 486 § 3 ΚΠοινΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Αυτό δε, διότι με την αξιούμενη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο εισαγγελέα για να ασκήσει ο τελευταίος τέτοια έφεση (ΟλΑΠ 9/2005 ποινική). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 139 παρ.2 του ΚΠοινΔ αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά συνεδριάσεως αυτής, προκύπτει ότι με την υπ' αριθ. 2149/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Μεσολογγίου ο αναιρεσείων κηρύχτηκε αθώος και για τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις? 1) ψευδορκίας πραγματογνώμονα 2) απάτης στο Δικαστήριο και 3)χρήσης νοθευμένου εγγράφου. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου άσκησε τις υπ' αριθ. εκθέσεως 106/6-12-2005 και 108/8-1-2005 εφέσεις του, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται. Στις εκθέσεις αυτές, οι οποίες, παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την εξέταση του προβαλλόμενου σχετικού με αυτές λόγου αναιρέσεως, αναφέρεται, ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την πιο πάνω απόφαση, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για τις ως άνω πράξεις, διότι ? " Ο κατηγορούμενος - πραγματογνώμων ομολόγησε ότι ο ίδιος αλλοίωσε την ημερομηνία έκδοσης του χάρτη αναγράφοντας ως έτος έκδοσής του το 1963, με την απίθανη αιτιολογία ότι ήθελε να καταστήσει πληρέστερη την πραγματογνωμοσύνη, επικαλούμενος την ημερομηνία ενός άλλου χάρτη που μάλλον ανέφερε τον αριθμό του συγκεκριμένου γεωτεμαχίου και όχι τον αριθμό του χάρτη της πραγματογνωμοσύνης. Προφανές, άρα, είναι ότι τούτο έπραξε για να παραπλανήσει το Δικαστήριο Εφετών ότι ήδη απ' το 1963 δεν υπήρχε νοτιότερα άλλη καρροποίητη οδός εκτός απ' αυτήν που υπέδειξε ως βόρειο όριο της επίδικης ιδιοκτησίας Κ. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει και άλλη καρροποίητη οδός νοτιότερα, (νοτίως της εκκλησίας του .....), η οποία εν μέρει φαίνεται να αποτελεί βόρειο όριο του δυτικού μη αμφισβητούμενου τμήματος της άνω ιδιοκτησίας και η οποία καταλήγει - τερματίζει, όπως φαίνεται απ' τον ίδιο το χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, στο ανατολικό αμφισβητούμενο τμήμα της. Σύμφωνα δε με το υπ' αρ. πρωτ. ...... έγγραφο της Γ.Υ.Σ. ο χάρτης στον οποίο στηρίχτηκε η πραγματογνωμοσύνη συντάχθηκε βάσει αεροφωτογραφιών που λήφθηκαν το 1970-1971, συντάχθηκε, δηλαδή, αφού είχε διαμορφωθεί η σημερινή κατάσταση. Είναι, άρα, ενδεχόμενο, το πραγματικό όριο της ιδιοκτησίας Κ, δηλαδή η αναζητούμενη καρροποίητη οδός να ισοπεδώθηκε, απ' αυτούς που νέμονταν το επίδικο πριν το 1970, (δηλαδή ενδεχομένως και απ' τους δικαιοπαρόχους των νυν μηνυτών, στην προσπάθειά τους να προσαρτήσουν τμήμα της νοτιότερης ιδιοκτησίας). Γι' αυτό ο δρόμος νότια της εκκλησίας του ...... καταλήγει σε αδιέξοδο εντός του επιδίκου και δεν συνεχίζει εντός αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση, ο πραγματογνώμων όφειλε να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο των Εφετών ότι υπάρχει και άλλος δρόμος νοτιότερα, που καταλήγει στο επίδικο. Αντίθετα, επιμελώς το απέκρυψε. Μ' αυτό τον τρόπο το ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας Κ από δεκαοκτώ περίπου στρέμματα, σύμφωνα με τους τίτλους ιδιοκτησίας τους, κατέστη 33,4 περίπου στρέμματα. Στο μόνο, άλλωστε, σημείο που υπάρχει σφάλμα στο κατηγορητήριο είναι ότι και η εστιγμένη γραμμή που εξέλαβε ως δρόμο ο κατηγορούμενος συμβολίζει πράγματι δρόμο. Αυτό δε διευκρινίσθηκε, όχι απ' τους μάρτυρες υπεράσπισης αλλά απ' το μάρτυρα κατηγορίας (......), που κλήθηκε, κατ' άρθρο 353§1 ΚΠοινΔ, προκειμένου, ως ειδικός (επίκουρος καθηγητής Πολυτεχνείου, με έδρα την τοπογραφία) να ερμηνεύσει το χάρτη. Επιπλέον δε και συμπληρωματικά είναι αυτονόητο ότι αφού ο παραπάνω κατηγορούμενος ομολόγησε ότι ο ίδιος συμπλήρωσε την ημερομηνία συντάξεως του χάρτη (ημερομηνία η οποία δεν υπήρχε σ' αυτόν), τέλεσε ωσαύτως και το αδίκημα της ψευδορκίας. Ο δόλος του, άλλωστε, προκύπτει από την ίδια την ομολογία του. Κατόπιν τούτων, αιτείται την παραδοχή της έφεσης αυτής, την εξαφάνιση εξολοκλήρου της εκκαλούμενης απόφασης και την καταδίκη του κατηγορουμένου". Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της ως άνω εφέσεως στη δικάσιμο της 21-9-2006 προέβαλαν την ένσταση του απαραδέκτου της έφεσης του Αντεισαγγελέα Πλημ/κών Μεσολογγίου, λόγω μη εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα, προέβαλαν ότι δεν αναφέρει ποιες είναι οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος. Δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των αξιοποίνων πράξεων. Παραθέτει απλώς κάποια στοιχεία λανθασμένα τα περισσότερα εκτός κατηγορητηρίου και με ενδεχόμενα και υποθέσεις. Ξεκινάει ότι ο κατηγορούμενος νόθευσε έγγραφο, ενώ τέτοια κατηγορία δεν του έχει αποδοθεί και με βάση αυτό στηρίζει και τα επόμενα. Αναφέρεται επίσης σε δρόμο κατά τη γνώμη του κάτωθι της εκκλησίας, ενώ απεδείχθη ότι ο δρόμος είναι στο βόρειο όριο, το οποίο παρακάτω το αποδέχεται. Όλο το περιεχόμενο στηρίζεται σε ενδεχομένως και όφειλε κ.λ.π. Η 1716/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών απέρριψε την ως άνω ένσταση για τις δύο πιο κάτω πράξεις, με την αιτιολογία ότι ? Στην προκειμένη περίπτωση, από το όλο περιεχόμενο της εφέσεως του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογίου, αρ. εκθέσεως 106/5-12-2005 (αρχικής) και 108/8-12-2005 (συμπληρωματικής), που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, κατά της 2149/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου, με την οποία αθωώθηκε ο Χ1, για τις πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα, απάτης στο Δικαστήριο και χρήσης νοθευμένου εγγράφου, διαλαμβάνεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρθρ. 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ) μόνο για τις πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα και απάτης στο Δικαστήριο, καθόσον γίνεται επιτρεπτή παραπομπή στο περιεχόμενο των ως άνω εφέσεων, το οποίο προεκτέθηκε, όπου εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες κατά την άποψη του εκκαλούντος Εισαγγελέα πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίες αν δεν λάβαιναν χώρα θα οδηγούσαν το Δικαστήριο σε καταδικαστική απόφαση για τις πράξεις αυτές. Αντίθετα, για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, (ήτοι ακριβούς φωτοαντίγραφου χάρτου της Γεωγραφικές Υπηρεσίας Στρατού, στον οποίο αναγραφόταν χειρόγραφα ως χρονολογία εκδόσεως το έτος 1963, ενώ αυτός εξεδόθη μετά το 1972), για την οποία ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος, δεν περιέχεται κάποια αιτιολογία στην έφεση του ίδιου Εισαγγελέα. Επομένως, η έφεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή μόνο σε σχέση με τις δύο πρώτες πράξεις, (ψευδορκία πραγματογνώμονα και απάτη στο Δικαστήριο), απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του κατηγορουμένου ως αβασίμων, ενώ αντίθετα πρέπει η έφεση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη σε σχέση με την τρίτη πράξη της χρήσεως πλαστού εγγράφου. Το παραδεκτό των ως άνω εφέσεων του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου κατά της αθωωτικής αποφάσεως που προαναφέρθηκε θα κριθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2 και 498 εδ. α' του ΚΠοινΔ και εφόσον, με τις παραδοχές που αναφέρθηκαν παραπάνω, περιλαμβάνουν τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το λόγο της κακής εκτίμησης των πραγματικών γεγονότων και αποδεικτικών στοιχείων, συνεπεία της οποίας κηρύχτηκε αθώος ο κατηγορούμενος, ενώ κατ' ορθή εκτίμηση αυτών έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, κατ' εκτίμηση, των πράξεων α) της ψευδορκίας πραγματογνώμονος και β) της απάτης στο Δικαστήριο, περιέχεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και το Τριμελές Εφετείο Πατρών με το να τις κάνει τυπικά δεκτές, με την απόφασή του με αριθμ.1716-1717/2006, δεν έσφαλε, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του αυτού Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ώστε ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον πραγματοποιήθηκε όντως η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η φερομένη με αναληθή χρόνο, με αρ. "..13) από του έτους .... αεροφωτογραφία της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού". Με την αναφορά αυτή του εν λόγω εγγράφου επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και αφού με την ανάγνωσή του στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, κατέστη γνωστό το εν λόγω έγγραφο κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση προς το περιεχόμενό του. Στα πρακτικά βεβαιώνεται ότι "η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους εάν χρειάζονται καμιά συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησαν αρνητικά η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας". Συνεπώς ο αναιρεσείων κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την ταυτότητα του ως άνω εγγράφου, ούτε ζήτησε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις επ' αυτού. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας το ως άνω έγγραφο, ο δε σχετικός, από το άρθρο 510 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται την πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ.2 του ΚΠοινΔ "διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί". Η διάταξη αυτή δεν είναι ταγμένη με ποινή την ακυρότητα της διαδικασίας. Ιδρύει δε λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α του ΚΠοινΔ εάν η ανάγνωση ήθελε ζητηθεί από τον κατηγορούμενο, το συνήγορό του ή τον Εισαγγελέα και το Δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί επί της αιτήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο ή τους συνηγόρους του η ανάγνωση των πρακτικών της αναβλητικής απόφασης με αριθμ.1716-1717/2006 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Η απόφαση αυτή δεν αναφέρεται στα αναγνωστέα. Αναφέρεται όμως στην αρχή της αποφάσεως στο πρώτο φύλλο, σελίδα δεύτερη, όταν κρίθηκε αναγκαίο για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, προκειμένου να εμφανισθεί ο συνήγορος Χρ. Μυλωνόπουλος για να υποβάλλει αίτημα παράστασης πολιτικής αγωγής. Εκεί διαλαμβάνεται ότι "επειδή με την 1716-1717/2006 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως κατ' άρθρο 352 ΚΠοινΔ για τη σημερινή δικάσιμο, έχει αποβληθεί η πολιτική αγωγή, είναι απαράδεκτο το υποβαλλόμενο αίτημα περί αναβολής της δίκης, προκειμένου να εμφανισθεί ο συνήγορος Χρ. Μυλωνόπουλος για να υποβάλλει αίτημα παράστασης πολιτικής αγωγής". Για τους λόγους αυτούς τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει αβάσιμα ότι συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση αρνητική υπέρβαση εξουσίας από το ότι δεν περιλαμβάνεται στα αναγνωστέα η ως άνω αναβλητική απόφαση. Κατά το άρθρ. 548 Κ.Ποιν.Δ., το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η αναβλητική του άρθρ. 352 παρ. 4 ΚΠοινΔ για ισχυρότερες αποδείξεις. Συνεπώς και αυτή μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υπόθεσης. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, χωρίς τις νέες που διέταξε, όπως εξέταση και άλλου μάρτυρα. Κατά δε το άρθρ. 327 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να προσκαλέσει μάρτυρες με δικές του δαπάνες. Τέλος, κατά τα άρθρα 141 και 142 ΚΠοινΔ, τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν εκτός των άλλων τις προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων που υποβάλλονται προφορικώς ή εγγράφως. Εάν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών του κατηγορουμένου για την ανάγνωση των πρακτικών, εγγράφων και την εξέταση μαρτύρων του ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχείο Β' και 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αίτησης ή πρότασης που να συνοδεύεται με την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, τα οποία παρέχονται στον κατηγορούμενο μετά από το νόμιμη αίτηση, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών παρά μόνο προσβολή των για πλαστότητα ή διόρθωσή των κατά τη διαδικασία του άρθρ. 145 ΚΠοινΔ. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα παραπάνω, η ως άνω απόφαση, ως προπαρασκευαστική, είναι ανακλητή, πράγμα που συμβαίνει και σιωπηρά, όταν το Δικαστήριο προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως με τις υπάρχουσες αποδείξεις. Εξάλλου, η μη εμφάνιση του μάρτυρα για τον οποίο εχώρησε η αναβολή δεν δημιουργεί ακυρότητα, εφόσον ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε αντέλεξε, ούτε ζήτησε αναβολή για το λόγο αυτό, ούτε άλλωστε και ο ίδιος ο αναιρεσείων επικαλείται κάτι τέτοιο. Χωρίς την προϋπόθεση αυτή δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντος συνεπαγόμενη ακυρότητα της διαδικασίας. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο αντίθετος πέμπτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας στην προπαρασκευαστική 1716-1717/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών και πρέπει να απορριφθεί. Με τη 1843/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών συμπληρώθηκε η υπ' αριθμ.117/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου ως προς το ονοματεπώνυμο του δευτέρου συνηγόρου υπεράσπισης Αθανασίου Δημητρούκα, καθόσον κρίθηκε ότι δεν αναγράφτηκε στην παραπάνω απόφαση εκ παραδρομής. Κατ' ακολουθία τούτου πρέπει αναλόγως να γίνει προσαρμογή στην κύρια απόφαση. Εξάλλου, όπου λέγεται ο συνήγορος νοείται η όλη υπεράσπιση. Για τους λόγους αυτούς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο πρόσθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας? α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών ο αναιρεσείων κηρύχτηκε ένοχος για? α ) την πράξη της ψευδορκίας πραγματογνώμονα, και β) την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο και του επέβαλε, για κάθε πράξη, ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, και συνολική ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα γενικώς κατά το είδος του αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις ως άνω πράξεις. Ειδικότερα δέχτηκε ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την 846/1997 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου Πατρών, που δίκαζε έφεση κατά αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, που εκδόθηκε επί διεκδικητικής ανακοπής μεταξύ των δικαιοπαρόχων των μηνυτών, ως καθ' ων και των Κ1 και Κ2 ως ανακοπτόντων, διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίδικο ακίνητο περιλαμβανόταν στον επικαλούμενο από τους τελευταίους τίτλο, στον οποίο και στήριζαν την κυριότητά τους. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής διορίσθηκε ως πραγματογνώμονας ο κατηγορούμενος, ο οποίος ορκίσθηκε νομότυπα την 3-3-2000 για την ανάληψη των καθηκόντων του. Ακολούθως συνέταξε πραγματογνωμοσύνη την οποία κατέθεσε νομότυπα την 14-6-2000 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο περιλαμβανόταν, στον παραπάνω τίτλο, αναφέρει δε σ' αυτήν ότι έλαβε υπόψη του μεταξύ των άλλων εγγράφων και χάρτη της ΓΥΣ, που εκδόθηκε το 1963. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο προαναφερόμενος τίτλος των τότε ανακοπτόντων είναι ένα αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του 1956 (......), στο οποίο αναγράφεται το μεταβιβαζόμενο ακίνητο, ως έχον επιφάνεια "18 στρεμμάτων ή όσων και αν είναι", καθώς και τα όρια του, το βόρειο από τα οποία αναφέρεται ως παλαιός δρόμος. Κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης ανευρέθησαν, επειδή δεν είχαν μεταβληθεί το νότιο, το ανατολικό και το δυτικό όριο του ίδιου ακινήτου, όχι όμως το βόρειο, καθ' όσον μεταξύ των ακινήτων των τότε αντιδίκων υπήρχε από πολλών ετών περίφραξη, που διαχώριζε τα ακίνητα τους. Αυτό το βόρειο όριο αποτελούσε τη διαφορά των τότε διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους, καθ' όσον το επίδικο ήταν μια εδαφική λωρίδα βόρεια του ακινήτου των ανακοπτόντων και νότια του ακινήτου των δικαιοπαρόχων των μηνυτών, που διέθεταν εκεί, δηλαδή βόρεια του επίδικου μεγάλης επιφάνειας ακινήτου και ισχυρίζονταν, ότι τούτο ανήκε στην κυριότητά τους, ως τμήμα της προς βόρεια του ακινήτου των ανακοπτόντων συνεχόμενης ακίνητης περιουσίας τους, που δεν αμφισβητείτο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η διαφορά τους ως προς το βόρειο όριο εντοπιζόταν όχι σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς των εφαπτόμενων ακινήτων των διαδίκων, αλλά στο ανατολικό τμήμα, το οποίο ο πραγματογνώμονας, αποτύπωσε στο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, που συνοδεύει την πραγματογνωμοσύνη, ως έχον επιφάνεια 33.455 τμ., περιλαμβάνοντας σ' αυτό και το επίδικο, επιφάνειας 10.906,17 τμ. το δε δυτικό τμήμα αυτού αποτύπωσε ως έχον επιφάνεια 9.849 τμ. Δηλαδή ο πραγματογνώμονας γνωμοδότησε ότι ολόκληρο το ακίνητο που αναφέρεται στον παραπάνω τίτλο, με επιφάνεια 18 στρέμματα, είχε πραγματική επιφάνεια 43.599,87 τμ. Όπως ήδη έχει αναφερθεί στη γνωμοδότησή του αναφέρει ότι για τον εντοπισμό του βόρειου συνόρου, που δεν υπήρχε ως παλαιός δρόμος κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, χρησιμοποίησε χάρτη της ΓΥΣ του 1963, στον οποίο αποτυπώνεται βόρεια του ακινήτου των ανακοπτόντων καροποίητη οδός, που διέρχεται βόρεια της εκκλησίας του ....., (η οποία βρίσκεται στο δυτικό μη αμφισβητούμενο τμήμα του μείζονος ακινήτου) και ταυτίζεται με τον παλαιό δρόμο, που αναγράφεται στο παραπάνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Το περιστατικό αυτό είναι ψευδές και την αναλήθειά του γνώριζε ο κατηγορούμενος, καθ' όσον δεν είχε συνταχθεί ο παραπάνω χάρτης της ΓΥΣ το 1963, αλλά, μετά το 1970. Η αναφορά αυτής της αναληθούς ημερομηνίας, ως χρόνου σύνταξης του σχετικού χάρτη έγινε από τον κατηγορούμενο, για να θεωρηθεί πιο αξιόπιστη η γνωμοδότησή του, αφού ο ίδιος χρόνος είναι πλησιέστερος του χρόνου σύνταξης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Εξάλλου, στον ίδιο χάρτη αποτυπώνεται πράγματι βόρεια δρόμος, με γραμμικό σύμβολο απλή διακεκομμένη γραμμή διαφορετικού μήκους, σε διάγραμμα κλίμακας 1:5000, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται σε πλάτος 4μ,, όπως ανέγραψε στη γνωμοδότηση του, αλλά πρόκειται για μονοπάτι. Το 1963 δε και προηγούμενα από αεροφωτογραφίες που υπάρχουν για την περιοχή βόρεια του ακινήτου των ανακοπτόντων υπήρχαν και άλλα μονοπάτια και δεν είναι το μοναδικό, που αποτυπώνεται στον παραπάνω χάρτη της ΓΥΣ, που συντάχθηκε, όπως ήδη έχει λεχθεί μετά το 1970, που η πραγματική κατάσταση είχε προφανώς μεταβληθεί. Έτσι αποδίδοντας αναληθώς διαστάσεις 4 μ. πλάτους, στο παραπάνω μονοπάτι, σε όλο το μήκος του ακινήτου των ανακοπτόντων και ταυτίζοντας αυτό με τον παλαιό δρόμο, γνωμοδότησε ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στον τίτλο των τελευταίων, τριπλασιάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αναφερόμενη σ' αυτό επιφάνεια του μείζονος ακινήτου. Την άποψή του αυτή υιοθέτησε το Εφετείο Πατρών με τη 1163/2002 απόφασή του, με την οποία αναγνώρισε τους ανακόπτοντες συγκυρίους του επιδίκου. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής ότι το βόρειο σύνορο είναι σταθερό σύμφωνα με το χάρτη της ΓΥΣ του έτους 1963. Έτσι ο κατηγορούμενος παραπλάνησε τους δικαστές και αυτή την πρόθεση είχε, που εξέδωσαν την παραπάνω απόφαση και δημιούργησε σ' αυτούς, με την ψευδή αναφορά του χάρτη της ΓΥΣ του 1963, που ήταν το πλέον ασφαλές στοιχείο για τη θεμελίωση της κρίσης του, αφού είχε αλλοιωθεί η πραγματική κατάσταση, εσφαλμένη δικανική πεποίθηση ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στον τίτλο των ανακοπτόντων. Οι δικαστές παραπλανήθηκαν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα (386 ΚΠολΔ), καθόσον το αντικείμενό της, ως ειδικό θέμα, που απαιτεί ειδικές γνώσεις, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στην κρίση τους. Προέβη δε στην ενέργειά του αυτή για να ευνοήσει τους ανακόπτοντες - εκκαλούντες και να προσπορίσει σ' αυτούς παράνομο περιουσιακό όφελος, δηλαδή ακίνητο 10 στρεμμάτων, που δεν περιλαμβανόταν στον επικαλούμενο για την παράγωγη κτήση της κυριότητας αυτού τίτλο τους, με αντίστοιχη ζημία των δικαιοπαρόχων των μηνυτών και ήδη διεκδικούντων το ίδιο ακίνητο. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος". Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με δικές του παραδοχές, που συμπληρώνονται με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: " 1) Στο Μεσολόγγι, ως πραγματογνώμονας εν γνώσει εξέθεσε με όρκο ψέματα. Ειδικότερα, διορισθείς πραγματογνώμων με την υπ' αριθ. 958/99 απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία αντικαταστάθηκε ο αρχικώς διορισθείς με την υπ' αριθ. 846/1997 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, αφού ορκίστηκε την 3.3.2000, ενώπιον του εντεταλμένου δικαστή του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου και στο Κατάστημα του εν λόγω Πρωτοδικείου, ότι θα εκτελέσει τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά του, εν γνώσει του ψευδώς γνωμοδότησε εγγράφως ότι? α) στον υπ' αρ. ..... υπό κλίμακα 1:5000 χάρτη της Γ.Υ.Σ., εκδόσεώς του 1963 αποτυπώνεται με εστιγμένη γραμμή καρροποίητος οδός, σύμφωνα με τον συνημμένο επεξηγηματικό πίνακα των συμβόλων και των δεικτών του χάρτη, διερχόμενη βορείως της εκκλησίας του ....., η οποία ταυτίζεται με τον "παλαιό δρόμο", που αναφέρεται ως βόρειο όριο στους τίτλους ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων-εκκαλούντων. β) Η ιδιοκτησία των ανακοπτόντων δεν έχει έκταση 18 στρεμμάτων, όπως αναφέρεται στον υπ' αρ. ..... τίτλο κτήσεώς τους, αλλά 44 περίπου, στρέμματα (43.599,87 μ2), εκ των οποίων 9.841,03 τ.μ. είναι το δυτικό τμήμα, η έκταση του οποίου δεν αμφισβητείται, και 33.455,47 μ2 το ανατολικό τμήμα, εντός του οποίου συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, με βόρειο όριό του την παραπάνω παλαιά οδό. γ) Το επίδικο τμήμα εμβαδού 10.908,17 μ2 βρίσκεται νότια του παλαιού δρόμου και ως εκ τούτου ανήκει στους αιτούντες Κ1 και Κ2. Τα παραπάνω εν γνώσει του γνωμοδότησα ψευδώς, αφού: Α) Στον ως άνω χάρτη της ΓΥΣ. αποτυπώνεται με εστιγμένη γραμμή καρροποίητος οδός, η οποία διέρχεται νοτίως της εκκλησίας του ..... καθ' όλο το δυτικό τμήμα της ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων και καταλήγει στο ανατολικό τμήμα αυτής. Β) Ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. δεν εκδόθηκε το έτος 1963, η δε χρονολογία αυτή, που συμπληρώθηκε χειρόγραφα, δεν είναι γνήσια, αφού η Γ.Υ.Σ. βεβαιώνει με το υπ' αρ. πρωτ. .... έγγραφό της ότι το υπ' αρ .... τοπογραφικό διάγραμμα έχει αποδοθεί από αεροφωτογραφίες λήψεως 1970 και 1971. Γ) Η εστιγμένη γραμμή βορείως της εκκλησίας του ..... δεν αντιπροσωπεύει καρροποίητη οδό, ούτε ομοιάζει με το συμβολισμό της καρροποίητης οδού του πίνακα δεικτών του χάρτη της Γ. Υ. Σ. Δ) Η διαφοροποίηση ως προς τη συνολική έκταση της ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων από 18 στρέμματα, στο τίτλο ιδιοκτησίας τους, σε 44 στρέμματα, στην άνω γνωμοδότηση, βρίσκεται εκτός λογικών ορίων. Και 2) Με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Ειδικότερα, εν γνώσει του παρέστησε στην από ...... έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που κατέθεσε την 20.6.2000, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, τα ως άνω υπό στοιχεία α1 και β1 γεγονότα ως αληθινά, πείθοντας μ' αυτό τον τρόπο τους Δικαστές του Εφετείου Πατρών ( Βασίλειο Νανόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Σωτήριο Ρέππα, Αλέξανδρο Νικάκη-Εισηγητή, Εφέτες), να εκδόσουν την υπ' αρ. 1163/2002 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία προκλήθηκε βλάβη στην περιουσία των εγκαλούντων ......., ......., ......, και ...... Πιο συγκεκριμένα η εν λόγω απόφαση αναγνώρισε ότι το διεκδικουμενο από τους νυν εγκαλούντες (μηνυτές) ακίνητο, της εκτάσεως των 10 στρεμμάτων, όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία ΑΒΜΛΚΞΟΠΡΣΤΑ στο από ..... τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την άνω πραγματογνωμοσύνη, συμπεριλαμβάνεται στη μείζονα έκταση των 33.455 τ.μ. της ιδιοκτησίας των ανωτέρω εκκαλούντων, Στην παραπάνω πράξη του προέβη με σκοπό να αποκομίσουν οι παραπάνω εκκαλούντες (Κ1 Και Κ2) παράνομο περιουσιακό όφελος, δηλαδή να αποκτήσουν χωρίς δικαίωμα κυριότητα στο όμορο και βόρεια της ιδιοκτησίας τους επίδικο ακίνητο". Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 226 και 386 του ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλά ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, δεν υπάρχει ασάφεια σε σχέση με το έγκλημα της απάτης, αφού αυτή μπορεί να διαπραχθεί και με παραπλάνηση του δικαστή δικάζοντος σε πολιτική δίκη, όταν υποβληθεί σε αυτόν ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με την εν γνώσει προσαγωγή ανακριβών στοιχείων. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι τυπική, αν και αποτελεί ως επί το πλείστον, επανάληψη του διατακτικού, αφού περιέχει το τελευταίο, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσον αναλυτικά, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Η αιτίαση ότι δεν εκτίμησε τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, .... και ..... είναι αβάσιμη και απορριπτέα, αφού όντος οι αναφερόμενοι μάρτυρες εξετάστηκαν και αναφέροντα στα πρακτικά, σελ. 8-9, ως μάρτυρες κατηγορίας. Άλλωστε, η επίκληση της πρωτόδικης απόφασης για στήριξη του λόγου αυτού είναι απαράδεκτη, αφού δεν προσβάλλεται αυτή. Για την ύπαρξη του δόλου στην ψευδορκία πραγματογνώμονα και το σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στους εκκαλούντες στην αστική δίκη (για την απάτη), η αναιρεσιβαλλομένη εκθέτει ότι η περί τούτων γνώση και ο σκοπός προκύπτει εκ των εκτιμηθεισών αποδείξεων. Αναφέρει η πληττόμενη απόφαση και προκύπτει εκ της φύσεως του πράγματος, δηλαδή λόγω της ιδιότητάς του ως πραγματογνώμονα, όφειλε να αναζητήσει εγγράφως από τη Γ.Υ.Σ. αεροφωτογραφίες της περιοχής του επιδίκου, πλησιόχρονες του 1956, και να αναλύσει και αποτυπώσει σε σχετικό χάρτη τα σχετικά ευρήματα, ενόψει και της παραδοχής ότι "το 1963 δε και προηγούμενα από αεροφωτογραφίες που υπάρχουν για την περιοχή βόρεια του ακινήτου των ανακοπτόντων υπήρχαν και άλλα μονοπάτια και δεν είναι το μοναδικό, που αποτυπώνεται στον παραπάνω χάρτη της Γ.Υ.Σ. που συντάχτηκε, όπως έχει ήδη λεχθεί μετά το 1970, που η πραγματική κατάσταση είχε προφανώς μεταβληθεί", ο αναιρεσείων εν γνώσει του ότι ο χάρτης της Γ.Υ.Σ. δεν εκδόθηκε το 1963, "η δε χρονολογία αυτή, που συμπληρώθηκε χειρόγραφα, δεν είναι γνήσια, αφού η Γ.Υ.Σ. βεβαιώνει με το υπ' αριθμ. πρωτ. ..... έγγραφό της ότι το υπ' αρ. ..... τοπογραφικό διάγραμμα έχει αποδοθεί από αεροφωτογραφίες λήψεως 1970 και 1971...η αναφορά αυτής της αναληθούς ημερομηνίας, ως χρόνου σύνταξης του σχετικού χάρτη έγινε από τον κατηγορούμενο, για να θεωρηθεί πιο αξιόπιστη η γνωμοδότησή του, αφού ο ίδιος χρόνος είναι πλησιέστερος του χρόνου σύνταξης του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές αιτιάσεις αυτού, με τις οποίες πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν. Συνακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-9-2007 αίτηση και τους από 7-1-2008 πρόσθετους λόγους του Χ1 για αναίρεση? 1) της υπ' αριθμ. 117/2007 τελεσίδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και 2) των υπ' αριθμ. 1716και 1717/2006 προπαρασκευαστικών αποφάσεων του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τυπικά δεκτή έφεση Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης για τις πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα και απάτης στο Δικαστήριο, γιατί περιέχουν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το λόγο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ενώ για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου δεν περιέχεται κάποια αιτιολογία και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ορθά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο που ανεγνώσθη, είναι δε αβάσιμος ο σχετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α του Κ.Π.Δ. που υποστηρίζει τα αντίθετα. Η διάταξη του άρθρου 364 παρ.2 του Κ.Π.Δ., σύμφωνα με την οποία «διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί» δεν είναι ταγμένη με ποινή την ακυρότητα της διαδικασίας, είναι δε αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν ζητήθηκε η ανάγνωση της αναβλητικής απόφασης, η οποία αναφέρεται στην αρχή της προσβαλλόμενης απόφασης. Η έλλειψη ακροάσεως προϋποθέτει υποβολή αίτησης. Η μη εμφάνιση του μάρτυρα για τον οποίο εχώρησε η αναβολή, και η πρόοδος της δίκης, εφόσον δεν εντέλεξε ο κατηγορούμενος ούτε ζήτησε αναβολή δεν θεμελιώνει έλλειψη ακροάσεως. Από προφανή παραδρομή δεν αναγράφτηκε το όνομα του δευτέρου δικηγόρου στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία διορθώθηκε σχετικώς. Κατ’ ακολουθία τούτου πρέπει αναλόγως να γίνει προσαρμογή στην κύρια ως άνω απόφαση. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ. . Οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες πλήττεται, με επίκληση κατ’ επίφαση ελλείψεως αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την αναγκαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Ψευδορκία μάρτυρα, Ακροάσεως έλλειψη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1548/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπουλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1206/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 442/5-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμό 126 από 4.6.2007 αίτηση του Χ1, γενομένη δια πληρεξουσίου που είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 463/3-11-2006 έφεσή του κατά του με αριθμό 2712/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί το αδίκημα της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση από υπαίτιους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 € και εκθέτω τα εξής: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους ήτοι την απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων της υπερασπίσεως και για υπέρβαση εξουσίας (άρθρα 484 παρ. 1 περ. α' και στ' σε συνδ. προς άρθρα 171 περ. 1 δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ούτοι, ως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης συνίστανται στο ότι: Στη σελίδα 12 του άνω βουλεύματος και στην εισαγγελική πρόταση στην οποίαν αναφέρεται το Συμβούλιο Εφετών, αναφέρεται ότι ".....η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη, της οποίας το κίνητρο υπήρξε ο προσπορισμός μεγάλων χρηματικών ποσών που καρπώθηκαν παράνομα ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενός του". Από το τμήμα αυτό της εισαγγελικής προτάσεως προκύπτει ότι το βούλευμα σχημάτισε δικανική πεποίθηση ότι είναι ένοχος παραβιάζοντας ούτω το δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. Με τη παραδοχή δε αυτή το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη θετικώς την εξουσία του ασκώντας δικαιοδοσία που δεν έχει κατά νόμο. Επειδή κατά το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ. "Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 αρ. 1) ....: και στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ή τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτουμένη για τη ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση (άρθρα 41 και 50) ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης (άρθρ. 54) η για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρ. 438) κλπ . Κατά το άρθρο 171 Κ.Π.Δ.: Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμα προκαλείται:............1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν......δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος...". Η παραβίαση των αφορωσών την υπεράσπιση του κατηγορουμένου διατάξεων, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (όλως ενδεικτικώς) στις εξής περιπτώσεις: α) όταν απαγορεύτηκε στον κατηγορούμενο να συμπαραστεί κατά τη προδικασία με δύο συνηγόρους, στο ακροατήριο με τρεις ή να παραστεί μετά συνηγόρου κατά την ενέργεια πάσης ανακριτικής πράξεως β) όταν παραβιάστηκαν τα υπό των άρθρων 100, 101, 102, 103 προβλεπόμενα δικαιώματα του κατηγορουμένου, γ) όταν το δικαστήριο σε δίκη για κακούργημα δεν διόρισε συνήγορο στον στερούμενο τούτου κατηγορούμενο κλπ. Από τα άρθρα 309 παρ. 1 περ. ε' και 313 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι όταν το συμβούλιο κρίνει ότι εκ της ανακρίσεως προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας για ορισμένη αξιόποινη πράξη, παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου καθ'ύλη και κατά τόπο. Οι ενδείξεις θεωρούνται επαρκείς, όταν πιθανολογούν σοβαρώς την ενοχή του κατηγορουμένου, όταν εκ του υπόψη του συμβουλίου τεθέντος αποδεικτικού υλικού, του κατά την ανάκριση συλλεγέντος, προκύπτει βεβαιότης, ότι το δικαστήριο σοβαρώς θέλει ασχοληθεί κατά την επ'ακροατηρίω διαδικασία με τα πραγματικά περιστατικά, εφ'ων οι ενδείξεις εδράζονται (Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Δεύτερος έκδοση τρίτη σελ. 381). Στην υπό κρίση περίπτωση προέκυψαν τα ακόλουθα: Στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος είχαν περιέλθει καταγγελίες κατά των επιχειρήσεων .... ΕΠΕ ΚΑΙ ...... ΕΠΕ, περί εκδόσεως πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Στις καταγγελίες αναφερόταν ότι τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τις άνω επιχειρήσεις, εξέδωσαν τιμολόγια παροχής υπηρεσειών, πολλών δεκάδων εκατομμυρίων, προς τις επιχειρήσεις ABELA EΛΛΑΣ και ATHENS AIR CATERERS AE, στα οποία εμφανίζονται ως εκδότριες οι άνω επιχειρήσεις .... ΕΠΕ και .... ΕΠΕ. Επακολούθησε έλεγχος από τα όργανα του ΣΔΟΕ κατά τον οποίον βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πρωτότυπα τιμολόγια εκδόσεως της .... ΕΠΕ και .... ΕΠΕ. Το όφελος των δραστών από την έκδοση των πλαστών και εικονικών τιμολογίων ανέρχεται στο ποσό των 70.629.300 δρχ. Από την διενεργηθείσα έρευνα προέκυψε ότι δράστες της άνω πράξεως ήταν οι Χ1 και Χ. Οι ανωτέρω παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικαστούν για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπό οφέλους, δια βλάβης τρίτου, έκαστο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση. Η παραπομπή αυτή έγινε με το υπ'αριθμόν 2712/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Στο ιστορικό του βουλεύματος αυτού και τις σκέψεις του συμβουλίου αναφέρεται ότι "....Το γεγονός αυτό, όπως και η είσπραξη των επιταγών εκ μέρους του (του Χ1) αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την άνω πράξη, αφού είχε ως κίνητρο για τη διάπραξή της τον προσπορισμό μεγάλων οικονομικών ποσών που καρπώθηκε παρανόμως τόσο ο ίδιος όσο και ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ) και οι προαναφερθείσες εταιρίες (βλέπε φύλλο 16ο του άνω βουλεύματος). Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως επελήφθη της υποθέσεως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και εκδόθηκε το υπ'αριθμόν 430/2007 βούλευμα αυτού. Στην εισαγγελική πρόταση και δη στο ιστορικό αυτής ο αρμόδιος εισαγγελέας επαναλαμβάνει την άνω πρόταση αναφέροντας στη δεύτερη σελίδα του 6ου φύλλου του βουλεύματος ότι "Η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέρα πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη, της οποίας κίνητρο υπήρξε ο προσπορισμός μεγάλων χρηματικών ποσών που καρπώθηκε παράνομα ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενός του και οι προαναφερθείσες εταιρείες τους". Την περικοπή αυτή του ιστορικού της εισαγγελικής προτάσεως, στο σύνολο της οποίας αναφέρεται και το Συμβούλιο Εφετών, θεωρεί ο αναιρεσείων ως λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος καθ'όσον κατά την άποψή του παραβιάζεται το δικαίωμά του να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το δικαστήριο. Από τα άρθρα 309 και 313 Κ.Π.Δ. προκύπτει σαφώς ότι ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο όταν οι κατ'αυτού ενδείξεις είναι τουλάχιστον επαρκείς κατά την άνω αναφερομένη έννοια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο νόμος επιτάσσει στο αρμόδιο Συμβούλιο να χαρακτηρίσει τα αποδεικτικά στοιχεία υποχρεωτικά "επαρκή.... όταν από το αποδεικτικό υλικό προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου με βεβαιότητα ή πέραν πάσης αμφιβολίας και να μειώσει ούτω τη διαβάθμιση των αποδείξεων. Συνεπώς οι χρησιμοποιηθείσες ως άνω εκφράσεις είναι νόμιμες και κατ'ουδέν παραβιάζουν το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το δικαστήριο. Και είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο, κατά την εκφορά της κρίσεώς του, δεν δεσμεύεται από τη κρίση του Συμβουλίου ή τα αναφερόμενα στο βούλευμα ουδέ εις το ελάχιστον. Ο κατηγορούμενος πάντοτε θεωρείται αθώος μέχρι να κριθεί ένοχος από το Δικαστήριο και το δικαίωμά του αυτό κατ'ουδέν περιορίζεται από το παραπεμπτικό βούλευμα, οτιδήποτε και αν αναφέρεται σ'αυτό. Αναφέρομεν ακόμη ότι στο άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών αναφέρεται ότι "προκύπτουν, επομένως, σε βάρος των κατηγορουμένων σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για τη παραπάνω πράξη και ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα εξετίμησε το υπάρχον αποδεικτικό υλικό και ορθώς υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στους προσήκοντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο καθ'ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο για να δικαστούν για τις άνω πράξεις" (βλέπε 8ο φύλλο του υπ'αριθμ. 430/2007 βουλεύματος). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω αβασίμως παραπονείται ο αναιρεσείων ότι το άνω βούλευμα πάσχει από απόλυτη ακυρότητα και ότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη την εξουσία του και για τους λόγους αυτούς πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω: 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν 126 από 4-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ'αριθμόν 430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα. Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμα προκαλείται? 1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν...δ) την εμφάνιση, εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος είναι και η υπέρβαση εξουσίας. Αυτή υπάρχει όταν το Δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά το νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. α', 310 παρ. 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίστηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθ' εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το Συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Το Συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίστηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠοινΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και στην αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχτεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχτηκε ως αληθινά, "αποδείχθηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή "δεν αποδείχθηκε" η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπέρβασης εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση της απόδειξης της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή, η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς, πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσης που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση και εφόσον δεν πρόκειται για πλεοναστική ως άνω διατύπωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι "δεν αποδείχτηκε" η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεστεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό από τα άρθρα 309 και 313 του ΚΠοινΔ δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. ΟλΑΠ 9/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής? Στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού εγκλήματος είχαν περιέλθει καταγγελίες ότι οι εταιρείες ... ΕΠΕ και ..... ΕΠΕ προβαίνουν στην έκδοση πλαστών και εικονικών τιμολογίων. Στις καταγγελίες αναφέρονται ότι τρίτα πρόσωπα, που δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τις παραπάνω εταιρείες εξέδιδαν τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, πολλών δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, προς τις επιχειρήσεις ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS ΑΕ, στα οποία εμφανίζονται ως εκδότριες οι αναφερθείσες δύο ΕΠΕ. Στις 15 Φεβρουαρίου 2002, ο Γ1, διαχειριστής της ...... ΕΠΕ, κατέθεσε έγγραφο στην παραπάνω Υπηρεσία με αριθμό πρωτ. ....., το οποίο συνοδευόταν από φωτοαντίγραφα παρομοίων τιμολογίων που φερόταν να είχε εκδώσει η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΕ προς τις επιχειρήσεις ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS ΑΕ. Επίσης, την ίδια ημέρα (15-2-2002) ο Γ2, διαχειριστής της εταιρείας ..... ΕΠΕ κατέθεσε και αυτός το με αριθμό πρωτοκ. ..... έγγραφο, που συνοδευόταν από φωτοαντίγραφα ομοίων τιμολογίων, τα οποία εφέρετο ότι είχε εκδώσει η ... ΕΠΕ προς τις επιχειρήσεις ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS Α.Ε. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της διερεύνησης της υποθέσεως το τότε ΣΔΟΕ προέβη στις ... σε έλεγχο στην έδρα των επιχειρήσεων ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" στο 5° χλμ της λεωφόρου Σπάτων-Λούτσας και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS LΙΜΙΤΕΝ. Επί της 31ης οδού, αριθ. 3, στο Ελληνικό, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πρωτότυπα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (ΤΠΥ) εκδόσεως της .... ΕΠΕ" και ".... ΕΠΕ", που συντάχθηκαν συναφώς προς τις με αριθμούς .... και ... εκθέσεις κατασχέσεως και στις 22-3-2002 στην έδρα της επιχείρησης ΙΝFΑCΤ ΑΕ επί της οδού Ναυάρχου Νικόδημου, αρ. 2, στην Αθήνα, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πρωτότυπα ΤΠΥ εκδόσεως των ίδιων εταιρειών ..... ΕΠΕ. ..... ΕΠΕ ΚΑΙ ...... ΕΠΕ, συνταχθείσας συναφώς της με αριθμό .... έκθεσης κατάσχεσης.Μετά, πραγματοποιήθηκε έλεγχος επεξεργασία και έρευνα των προαναφερομένων κατασχεθέντων επισήμων και ανεπισήμων στοιχείων βάσει των με αριθμούς .... .... και ..... εντολών ελέγχου του προϊσταμένου του ΠΔ ΣΔΟΕ Αττικής. Επί πλέον, από την επιχείρηση ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ κατασχέθηκαν "αποδείξεις είσπραξης" που φέρονται ότι εκδόθηκαν από τις επιχειρήσεις ".... ΕΠΕ" και ".... ΕΠΕ" προς εξόφληση τιμολογίων παροχής υπηρεσιών που εκδόθηκαν από αυτές προς τη λήπτρια επιχείρηση. Στις παραπάνω αποδείξεις αναγραφόταν ο αριθμός επιταγών η πληρώτρια τράπεζα και τα ποσά τους. Το ΣΔΟΕ αξιοποιώντας αυτά τα στοιχεία αναζήτησε και έλαβε από τις αρμόδιες τράπεζες φωτοαντίγραφα των σωμάτων των επιταγών αυτών, που εμφανίζουν ως λήπτριες χρηματικών ποσών τις εταιρείας "..... ΕΠΕ" και "..... ΕΠΕ" σε διαταγή των οποίων αυτές εκδόθηκαν. Στη συνέχεια, οι επιταγές που ζητήθηκαν και δόθηκαν από την Τράπεζα ΕUROBANK ERGASIAS, εμφανίζονταν να έχουν οπισθογραφηθεί μεταβιβαστεί και εισπραχθεί όλες ή σχεδόν όλες από τον ήδη πρώτο εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, ενώ σε μία επιταγή που ελήφθη από την Τράπεζα Πειραιώς εμφανίζεται ο ίδιος ως οπισθογράφος, εκτός από τη φερομένη ως λήπτρια εταιρεία. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο, που κατέληξε στη σύνταξη των με αριθμούς ...., ..., .. και .... εκθέσεων ελέγχου, προέκυψε (55) συνολικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αναγραφομένης αξίας 392.385.000 δραχμών και με αναλογούντα ΦΠΑ 70.629.300 δραχμές, συνολικά, που αφορούν τις χρήσεις 1999-2001 εκδοθέντα από 30-11-1999 και εφεξής, όπως αυτά μνημονεύονται αναλυτικά στο διατακτικό του εκκαλούμενου βουλεύματος, είναι πλαστά γιατί ποτέ δεν είχαν εκδοθεί από τις φερόμενες ως εκδότριες τους παραπάνω εταιρείες τα φορολογικά αυτά στοιχεία, που έφεραν πλαστογραφημένη σφραγίδα τους κατασκευασθείσα κατ' απομίμηση της γνήσιας, ενώ παράλληλα αυτά εν είχαν εκδοθεί από τα στελέχη που είχαν νόμιμα θεωρήσει οι παραπάνω εταιρείες, ούτε είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία της αρμόδιας ΔΟΥ Αμαρουσίου και η διάτρηση τους είχε γίνει λάθρα ή με μηχανήματα όμοια με αυτά που χρησιμοποιούν οι ΔΟΥ ή με οποιοδήποτε άλλο διατρητικό μηχανισμό οι αύξοντες δε αριθμοί τους είναι διαφορετικοί από εκείνους των γνήσιων στελεχών που είχαν θεωρήσει στην αρμόδια ΔΟΥ οι ελεγχόμενες εταιρείες που αγνοούσαν την ύπαρξη τους. Επί πλέον, τα ΤΠΥ είναι και εικονικά, αφού εκδόθηκαν για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, όπως δέχονται άλλωστε και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι: Η παραδοχή της πλαστότητας ενισχύεται και από την απλή αντιπαράθεση τους, από την οποία δεν καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι χαράχθηκαν από το ίδιο πρόσωπο, μολονότι φέρονται να έχουν εκδοθεί από διαφορετικές επιχειρήσεις, ενώ και η αιτιολογία της έκδοσης τους κυρίως των φερομένων τάχα με αντισυμβαλλόμενες τις επιχειρήσεις ..... ΕΠΕ και .... ΕΠΕ- απέχει από το πραγματικό αντικείμενο των εργασιών τους. Οι ίδιοι δε οι διαχειριστές των φερομένων ως εκδοτριών εταιρειών δηλώνουν ότι ουδέποτε είχαν σχέση ή συνεργασία με τις λήπτριες εταιρείες και ως εκ τούτου, ουδέποτε εξέδωσαν για λογαριασμό τους τα επίμαχα αυτά φορολογικά στοιχεία, ούτε είχαν συγκατατεθεί στην έκδοσή τους. Επί πλέον, έγινε χρήση των παραπάνω πλαστών φορολογικών στοιχείων με την παράδοσή τους στις παραπάνω φερόμενες ως λήπτριες εταιρείες που τις καταχώρησαν στα βιβλία τους, τα οποία υπέβαλαν προς έλεγχο στην αρμόδια ΔΟΥ Αμαρουσίου. Εκτός από τα πιο πάνω παραστατικά κατασχέθηκαν και τα μνημονευόμενα στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος ιδιωτικά συμφωνητικά, τα οποία φέρονται ότι έχουν συνυπογράψει ο πρώτος κατηγορούμενος για λογαριασμό των επιχειρήσεων ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ και ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS και ο Γ1, η .... και ο ...., για λογαριασμό της ..... ΕΠΕ, της ... ΕΠΕ και της in ... ΕΠΕ, τα οποία είναι επίσης πλαστά, αφού φέρουν πλαστή σφραγίδα των εκδοτριών εταιρειών και υπογραφή που προέρχεται δήθεν από τους παραπάνω νομίμους εκπροσώπους τους, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους, με προφανή σκοπό να προσδώσουν αληθοφάνεια στις συναλλαγές που αφορούσαν και για τις οποίες είχαν καταρτισθεί και τα προαναφερθέντα Τ.Π. Υ., ώστε να φαίνεται ότι αυτά εκδόθηκαν σε εκτέλεση των πιο πάνω συμβάσεων. Η δε πλαστότητά τους προκύπτει αβίαστα από το γεγονός ότι οι υπογραφές των νομίμων εκπροσώπων των εκδοτριών είναι τελείως διαφορετικές σε σχέση με εκείνες που έχουν τεθεί επί των υπευθύνων δηλώσεών τους. Τέλος, πλαστές είναι και οι μνημονευόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος δεκατρείς (13) συνολικά επιταγές, που φέρονται να εκδόθηκαν από τις λήπτριες των τιμολογίων εταιρείες σε διαταγή των εκδοτριών τους, με τις οποίες φέρονται ότι εξοφλήθηκαν τα αναφερθέντα αντίστοιχα τιμολόγια. Οι επιταγές αυτές φέρονται ότι οπισθογραφήθηκαν από τις λήπτριές τους εταιρείες και παραδόθηκαν στο σύνολο τους στον ήδη πρώτο κατηγορούμενο (και πρώτο εκκαλούντα), ο οποίος και τις εισέπραξε, η δε πλαστογράφησή τους συνίσταται στο ότι στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης έχει τεθεί σφραγίδα και υπογραφή των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών αυτών εν αγνοία τους. Προέκυψε, επίσης ότι η εταιρεία ΑΤΗΕΝS ΑΙR CΑΤΕRΕRS είχε ως αντικείμενο εργασιών την τροφοδοσία των αεροπορικών εταιρειών και το έτος 2000 συστήθηκε η εταιρεία ΑΒΕΛΑ ΕΛΛΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, που θα την υποκαθιστούσε στο νέο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών, την ίδια εποχή προτάθηκε η συνεργασία τους με τον πρώτο κατηγορούμενο. ως έμπειρο φοροτεχνικό και οικονομολόγο, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ΙΝ FΑCΤ ΑΕ, ο οποίος πράγματι σε εκτέλεση σχετικών συμφωνιών με αυτές ανέλαβε την τήρηση του λογιστηρίου και όλων γενικά των φορολογικών τους υποθέσεων, την τήρηση του ταμειακού τους προγράμματος και κάθε άλλη συναφή εργασία, δηλαδή την πλήρη οικονομική του διαχείριση. Χαρακτηριστικό μάλιστα του εύρους των αρμοδιοτήτων που του χορηγήθηκαν και της εμπιστοσύνης που του είχαν οι διοικήσεις των εταιρειών αυτών ήταν το ότι ως τόπος τήρησης των βιβλίων τους δηλώθηκαν στην αρμόδια ΔΟΥ τα γραφεία της εταιρείας που εκπροσωπούσε, καθώς και το ότι είχε δοθεί σ' αυτόν το δικαίωμα δεύτερης υπογραφής για την εκπροσώπησή τους. Με πρωτοβουλία του ίδιου, προφανώς, έγινε πλαστογράφηση όλων των παραπάνω εγγράφων ώστε οι λήπτριες εταιρείες εμφανίζοντας αυξημένα έξοδα με βάση τα πλαστά Τ.Π.Υ., να πετύχουν μείωση του φορολογητέου εισοδήματος τους και του αποδοτέου ΦΠΑ με αντίστοιχη βλάβη, του Ελληνικού Δημοσίου, δοθέντος ότι ο ΦΠΑ υπολογίζεται συμψηφιστικά, σύμφωνα με τις εκροές-εισροές κάθε επιχείρησης και αποδοτέο είναι το ποσό που προκύπτει από τη διαφορά του ΦΠΑ των εξόδων από εκείνων των εσόδων. Το όφελος δε αυτό όσον αφορά το ΦΠΑ, ανέρχεται στο ποσό των 70.629.300 δραχμών και ήδη, 207.276 ευρώ, που προκύπτει από το άθροισμα του αναλογούντος ΦΠΑ επί της συνολικής αξίας των επί μέρους πλαστών τιμολογίων. Περαιτέρω, αφού αυτός ελάμβανε στην κατοχή του τις επιταγές των εταιρειών που φέρονταν να είναι αποδέκτριες των υπηρεσιών, έθετε μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο (και ήδη δεύτερο εκκαλούντα) πλαστή σφραγίδα των ληπτριών εταιρειών και πλαστή υπογραφή των προαναφερθέντων νομίμων εκπροσώπων τους και στη συνέχεια, τις εισέπραττε. Οι πράξεις των κατηγορουμένων του πρώτου αρχικά και στη συνέχεια, του δεύτερου, η συμμετοχή του οποίου αγνοείτο στην αρχή, έγιναν γνωστές όταν ορκωτοί λογιστές της ελεγκτικής εταιρείας ..... διενήργησαν έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων των εταιρειών που φέρονται ως λήπτριες των παραστατικών και εκδότριες των επιταγών που μνημονεύθηκαν. Κατά τη διαδικασία του ελέγχου, οι λογιστές ήλθαν σε επαφή με τις φερόμενες ως παρέχουσες τις υπηρεσίες εταιρείες οι εκπρόσωποι των οποίων εξεπλάγησαν και δήλωσαν πλήρη άγνοια των επίμαχων συναλλαγών. Μόλις δε ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε γνώση της πληροφορίας αυτής, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον αναφερθέντα Γ1 και του ζήτησε να συναντηθούν για να του "εξηγήσει το ατυχές συμβάν" και "να βρεθεί κάποια λύση", αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από τον τελευταίο ο οποίος προέβη σε καταγγελία των συμβάντων στο ΣΔΟΕ. Η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη, της οποίας το κίνητρο υπήρξε ο προσπορισμός μεγάλων χρηματικών ποσών που καρπώθηκαν παράνομα ο ίδιος και ο συγκατηγορούμενός του και οι προαναφερθείσες εταιρείες τους. Ο πρώτος κατηγορούμενος υποστήριξε ότι αγνοούσε την πλαστότητα των παραπάνω εγγράφων και παραστατικών και ότι έκανε χρήση τους, πιστεύοντες ότι είναι απλώς εικονικά. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι θέλοντας να καλύψει ταμειακές ανάγκες των εταιρειών του, πληροφορήθηκε- από τον δεύτερο συγκατηγορούμενο και κουνιάδο του ότι οι παραπάνω εκδότριες εταιρείες μπορούσαν να του χορηγήσουν τα απαιτούμενα τιμολόγια, "έναντι αμοιβής ανερχομένης σε ποσοστό 10% επί της αναγραφομένης σ' αυτά αξίας τους, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ 28% και ότι, έτσι, παρελάμβανε από τον τελευταίο υπογεγραμμένα τα ιδιωτικά συμφωνητικά και τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και στη συνέχεια, γινόταν η εκταμίευση των χρημάτων, μέρος των οποίων- ανερχόμενο στο αναφερθέν ποσοστό του 28%- απέδιδε μέσω του δεύτερου κατηγορουμένου στις εκδότριες εταιρείες, χωρίς ο ίδιος να παρακρατεί για τον εαυτό του οποιοδήποτε ποσό, εκτός από τη συμφωνηθείσα αμοιβή που ελάμβανε από τις λήπτριες των παραστατικών εταιρείες. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του όμως εκτός από αναπόδεικτοι, είναι και μη πειστικοί γιατί δεν δικαιολογούν το γεγονός της είσπραξης των επιταγών από τον ίδιο και σε ορισμένες περιπτώσεις από τη σύζυγό του. Εξ' άλλου, οι ισχυρισμοί του διαφοροποιούνται ουσιωδώς από εκείνους του δεύτερου κατηγορουμένου, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν μεσολάβησε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατάρτιση των επίμαχων επιταγών, παραστατικών και ιδιωτικών συμφωνητικών, αλλά ότι τις ελάμβανε και τις προωθούσε προς τον πρώτο κατηγορούμενο και αντίστροφα, με τη μεσολάβηση κάποιου "....", αγνώστων λοιπών στοιχείων που συναντούσε στη ΔΟΥ Αμαρουσίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να του εξασφαλίσει την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων από τις εκδότριές τους εταιρείες και στον οποίο απέδιδε και το συμφωνηθέν ποσοστό 28% της αμοιβής του χωρίς ο ίδιος να έχει οποιοδήποτε όφελος από την παραπάνω διαμεσολάβησή του, κίνητρο της οποίας ήταν μόνο η επιθυμία του να βοηθήσει τον πρώτο συγκατηγούμενο κουνιάδο του, να εξέλθει από το οικονομικό του αδιέξοδο. Βεβαίως, οι ισχυρισμοί και του δεύτερου κατηγορουμένου, που επαναλαμβάνονται και στην έφεση του, δεν είναι καθόλου πειστικοί, αφού τον εμφανίζουν να εμπιστεύεται απολύτως ένα άγνωστο σ' αυτόν άτομο και μάλιστα, να του παραδίδει επιταγές μεγάλων χρηματικών ποσών, χωρίς καθόλου να διασταυρώσει και να επιβεβαιώσει τη συμφωνία των εκδοτριών εταιρειών στην έκδοση των παραστατικών και στη σύναψη και υπογραφή των ιδιωτικών συμφωνητικών. Παρόμοια συμπεριφορά στερείται, προφανώς, λογικού ερείσματος και κατά συνέπεια αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το άγνωστο αυτό άτομο, ο ".....", είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ενεργώντας από κοινού με τον πρώτο, προέβη στην κατάρτιση των παραπάνω πλαστών εγγράφων και είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του και το αίτημα του για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Εν όψει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, σαφώς συνάγεται ότι οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις για να πορισθούν οι ίδιοι και οι λήπτριες των τιμολογίων εταιρείες παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτων, δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρειών που φέρονται ως εκδότριες των τιμολογίων που μνημονεύθηκαν και ως συμβαλλόμενες στα ιδιωτικά συμφωνητικά και λήπτριες των επιταγών, συντρέχουν δε και οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις που προσδίδουν στην πράξη αυτή της πλαστογραφίας το χαρακτήρα κακουργήματος. Προκύπτουν, επομένως, σε βάρος τους σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για την παραπάνω πράξη και ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα εξετίμησε το υπάρχον αποδεικτικό υλικό και ορθώς υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στους προσήκοντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο για να δικαστούν για τις πράξεις αυτές. Με αυτά που δέχτηκε το συμβούλιο Εφετών δεν υπέπεσε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α και στ του ΚΠοινΔ πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα)και της υπέρβασης εξουσίας, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, στο τέλος της πρώτης σελίδας του ογδόου φύλλου διαλαμβάνεται ως συμπέρασμα ότι "προκύπτουν, επομένως, σε βάρος τους σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για την παραπάνω πράξη". Οι ενδείξεις δε θεωρούνται επαρκείς όταν πιθανολογούν σοβαρώς την ενοχή του κατηγορουμένου και αρκούν για την παραπομπή του στο ακροατήριο. Όσον δε αφορά το διαλαμβανόμενο στο έκτο φύλλο δεύτερη σελίδα ότι "η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης των επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη..." πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση και όχι ότι τούτο αναζήτησε πλήρεις αποδείξεις και δεν αρκέστηκε στις επαρκείς ενδείξεις που αρκούν για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Το Συμβούλιο Εφετών δεν δεσμεύει το δικαστήριο κατά την εκφορά της κρίσης του. Ο κατηγορούμενος θεωρείται πάντοτε αθώος μέχρι να κριθεί ένοχός από το Δικαστήριο. Το δικαίωμά του δε αυτό κατ' ουδέν περιορίζεται από το παραπεμπτικό βούλευμα, οτιδήποτε και αν αναφέρεται σ' αυτό. Επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ.430/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Από τα άρθρα 309 και 313 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο όταν οι κατ’ αυτού ενδείξεις είναι επαρκείς. Στο τέλος του αιτιολογικού του βουλεύματος διαλαμβάνεται η σκέψη ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια κατηγορία εναντίον τους για την πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος. Η αναφορά ότι «η ενέργεια αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, καθώς και το γεγονός της από αυτόν είσπραξης επιταγών, καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την ενοχή του για την παραπάνω πράξη», έγινε πλεοναστικά. Οι χρησιμοποιηθείσες ως άνω εκφράσεις δεν παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την κρίση του Συμβουλίου, οτιδήποτε και αν αναφέρεται σε αυτό. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας και της υπέρβασης εξουσίας και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία.
1
Αριθμός 1547/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 941/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον ...... . Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1174/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 429/01.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 § § 1+4, 138 § 2β, 476 § 1, 513 § ια Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Β' Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ'αρ. 941/16-4-2007 απόφαση που κατεχωρήθη καθαρογραμμένη (αρ. 473 § 3 Κ.Π.Δ.) στο ειδικό βιβλίο την 26-4-07, κατεδίκασε τον κατηγορούμενο Χ1 σε ποινή καθείρξεως 10 ετών και χρηματική ποινή 4000 ευρώ για αγορά, κατοχή, μεταφορά ναρκωτικών ουσιών. ΙΙ) Την 3-5-2007 ο ανωτέρω κατηγορούμενος ενεφανίσθη ενώπιον του Δ/ντή της Φυλακής Αλικαρνασσού και εδήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως συνταχθείσας της υπ'αριθ. 2/2007 εκθέσεως. Ο λόγος που επικαλείται είναι ότι: "δεν εκτιμήθηκαν σωστά από το δικαστήριο οι υπερασπιστικοί λόγοι με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η ανωτέρω ποινή". Η αναίρεση είναι εμπρόθεσμη σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 473 § 1 Κ.Π.Δ. και ασκήθηκε αρμοδίως. ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 474 § 2, 476 § 1, (όπως αντικατεστάθη με αρ. 2 § 1β Ν.2408/1996) και αρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι στην έκθεση, με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, πρέπει να περιέχονται αναγκαίως, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι, αν δεν περιέχεται ένας τουλάχιστον λόγος σαφής και ορισμένος, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται στο σύνολό της, ως απαράδεκτη. Για να είναι δε σαφής και ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί η απλή επίκλησή του στο αναιρετήριο, αλλά προσαπαιτείται συγκεκριμένη μνεία των νομικών πλημμελειών σε σχέση με αυτόν. Ειδικότερα, ως προς τον από το αρ. 484 § ιδ' προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της ελλείψεως από το βούλευμα της απαιτουμένης, σύμφωνα με τα άρθρα 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής, ορισμένος και εντεύθεν παραδεκτός, πρέπει α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνει με την αίτηση αναιρέσεως την ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται επί πλέον σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 1350/2004 Π.Δ/σύνη, 2004/1339, Α. Καρρά Ποινικό Δικον. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 884 παράγραφος 821, σελ. 886-889). Δεν ιδρύει όμως λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1882/94 Π. Χρ. 1925/214, Α.Π. 2020/2005 Π. Δ/σύνη 2006/532). ΙV) Στην υπό κρίση περίπτωση ο αναιρεσείων με τον προβαλλόμενο λόγο αμφισβητεί την ορθότητα της ουσιαστικής εκτιμήσεως των αποδείξεων που άπτονται με την εφαρμογή της διατάξεως του αρ. 79 Π.Κ., ως προς την επιμέτρηση της ποινής και ως εκ τούτου η αναίρεση είναι απαράδεκτη. Αλλά (επικουρικώς) και εάν ήθελε υποτεθεί ότι με την αίτησή του εννοεί την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, πάλι αυτή είναι απαράδεκτες διότι δεν περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους. V) Κατ'ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. VI) Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 2/2007 (ασκηθείσα ενώπιον του Δ/ντή Φυλακής Αλικαρνασσού) αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά της υπ'αρ. 941/16-4-2007 αποφάσεως του Β' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 12 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΡούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ήτοι οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής σε σχέση με τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 3-5-2007 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ' αριθ. 941/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως 10 ετών και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ για τις αξιόποινες πράξεις της αγοράς, κατοχής και μεταφοράς από κοινού ναρκωτικών ουσιών. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση του αναιρεσείοντος στο Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Αλικαρνασσού, όπου αυτός κρατείται, και συντάχθηκε η σχετική υπ' αριθ. 2/3-5-2007 έκθεση. Στην εν λόγω δε έκθεση διαλαμβάνεται ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "... κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της αριθμ. 941/16-4-2007 απόφασης του Β' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών... για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει... δεν εξετιμήθηκαν σωστά από το δικαστήριο οι υπερασπιστικοί λόγοι με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η ανωτέρω ποινή". Όμως, έτσι διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση ούτε ένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Σημειώνεται ότι για την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 941/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως, γιατί δεν περιέχεται σ’ αυτή ούτε ένας ορισμένος λόγος αναιρέσεως.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1546/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν.Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Μιχαήλ Δέτση Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (λόγω κωλύματος του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 32-33/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λευκάδας. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη και πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, η οποία παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Παπαχρήστου. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λευκάδας με την υπ' αριθμ. 32-33/2007 απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2007 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1215/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε εξώγαμη συνουσία ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξεως" που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή και τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή κατά τα προεκτεθέντα. Ως ασελγής πράξη νοείται εκείνη που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των άνω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο "άλλος" δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς το σκοπό επανορθώσεως τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. Ειδικά δε, προκειμένου περί αθωωτικής αποφάσεως, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν. δ/γμα 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση τα αναγκαία περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα; ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται από τα αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε. Ακόμη, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται; ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Βεβαίως το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποιο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείστηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο ή διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ' αυτού εστιάζεται στο αν το δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη υπόψη μερικών μόνο από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λευκάδας, με την υπ' αριθμ. 32, 33/2007 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα αθώο κατά πλειοψηφία, λόγω αμφιβολιών, για την πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση. Με την κρινόμενη αίτηση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για την ως άνω πράξη, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Στο σκεπτικό της πλειοψηφίας της αποφάσεως αυτής παρατίθεται η ακόλουθη αιτιολογία: "Όσον αφορά την πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση προέκυψαν τα ακόλουθα: Για πρώτη φορά η ανήλικη φέρεται να είπε στη μητέρα της για επίμεμπτες πράξεις του πατέρα της, το έτος 1999, δηλαδή σε ηλικία ένδεκα ετών. Η αντίδραση της μητέρας ξενίζει, καθόσον αυτή δεν φαίνεται να έδωσε σημασία, ούτε έλαβε μέτρα ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε ενέργεια του κατηγορουμένου σε βάρος της ανήλικης, δίνει δε ως εξήγηση αυτού, το ότι η ανήλικη "πήρε πίσω" τους ισχυρισμούς της, η εξήγηση όμως αυτή δεν είναι αρκετή να δικαιολογήσει την έλλειψη αντίδρασης και προσοχής εκ μέρους της μητέρας. Η ίδια κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ήδη από το 1999 είχε εθίσει την κόρη του στο αλκοόλ και στο τσιγάρο, κάτι που διαπίστωσε στη συνέχεια αυτή, όμως αυτό αντίκειται στην κοινή πείρα και λογική διότι δεν είναι νοητό να διαφεύγουν της προσοχής της μητέρας ενός κοριτσιού ηλικίας 11-12 ετών συμπτώματα χρήσης τέτοιων ουσιών. Εξάλλου, σύμφωνα με τις καταθέσεις μητέρας και κόρης, μεταξύ του κατηγορουμένου και της κόρης του υπήρχε ιδιαίτερα στενή σχέση, η ανήλικη Ψ1 εμπιστευόταν τον πατέρα της, του εκμυστηρευόταν τα πάντα, όταν δε έφευγε για ταξίδι στενοχωριόταν ιδιαίτερα και περνούσε αρκετός χρόνος για να συνηθίσει στην απουσία του πατέρα. Αντιθέτω, η σχέση με τη μητέρα δεν ήταν ιδιαίτερα στενή, γεγονός δυσεξήγητο, αν ληφθεί υπόψη ότι με τη μητέρα διέμενε τον περισσότερο χρόνο, ενώ ο πατέρας ήταν παρών για 3-4 μήνες κατ' έτος το πολύ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ίδια η μητέρα κατέθεσε επί λέξει "... η κόρη μου δεν είχε εκτίμηση στο πρόσωπο μου" και "... στον πατέρα της έλεγε τα πάντα σε μένα όχι". Κρίσιμο επίσης για την αξιοπιστία μητέρας και κόρης, είναι και το αναφερθέν από αυτές, αλλά και από τον αδελφό της Ψ1 και την αδελφή της μητέρας της, (... και ....), ότι δηλαδή η ανήλικη Ψ1, πριν ακόμη μιλήσει στη μητέρα της, είχε εμπιστευτεί σε τρίτα πρόσωπα τις σε βάρος της πράξεις του πατέρα της, όπως το Διευθυντή του σχολείου και καθηγήτριες που της παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα. Τούτο δεν κρίνεται αληθές, διότι δεν έγινε καμία αναφορά σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο, ούτε υπήρξε κάποια καταγγελία τρίτου προσώπου σε δημόσια αρχή, όπως θα ήταν το λογικό και αναμενόμενο, αλλά και γενικώς, όπως συνάγεται από τις λοιπές καταθέσεις, δεν είχε ακουστεί οτιδήποτε στη μικρή κοινωνία του Α...., μέχρις ότου η ίδια η μητέρα της Ψ1 άρχισε να κοινολογεί σε άλλους το ζήτημα. Ανεξαρτήτως αυτών, είναι παράξενο η ανήλικη Ψ1, ηλικίας 14 ετών το 2002, να μην έχει ενδοιασμούς να εκμυστηρευτεί μια τραγική και οδυνηρή εμπειρία σε τρίτα και εντελώς άσχετα πρόσωπα και να αποφεύγει να μιλήσει στη μητέρα της. Ούτε δίνεται καμία πειστική εξήγηση γιατί αποφάσισε εν τέλει να μιλήσει στη μητέρα της δύο εβδομάδες μετά την αναχώρηση του πατέρα της. Σημειώνεται επίσης; ότι ο χρόνος παραμονής της ανήλικης με τη μητέρα, χωρίς την παρουσία του πατέρα, ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οπωσδήποτε ήταν αρκετός για να εξουδετερώσει τυχόν φόβους και ενδοιασμούς της ανήλικης που την εμπόδιζαν να μιλήσει στη μητέρα παρόντος του πατέρα. Όσον αφορά τις λοιπές συνθήκες της οικογένειας πρέπει να αναφερθούν και τα εξής: Οι σχέσεις του ζεύγους γενικά ήταν ανεκτές και διαταράχθηκαν τα τελευταία τρία έτη (πριν το επίμαχο γεγονός), οπότε "θύμιζαν πεδίο μάχης". Ο κατηγορούμενος είχε υψηλά εισοδήματα από την εργασία του, διέθετε δε για τις ανάγκες της οικογένειας του περίπου 8.000-10.000€ μηνιαίως, όπως προκύπτει από σειρά εμβασμάτων που προσκομίζονται. Είχε ανεγείρει πολυτελή οικία στο ....., εξοχικό στο ..., είχε σκάφος αναψυχής και γενικά η οικογένεια του ζούσε πλουσιοπάροχα. Διατηρούσε κοινό τραπεζικό λογαριασμό μετά της συζύγου, καθώς και άλλον τραπεζικό λογαριασμό κοινό αυτού, της συζύγου του και της μητέρας της. Από τους λογαριασμούς αυτούς η σύζυγος του ανέλαβε μεγάλα χρηματικά ποσά, άνω των 200.000 ευρώ, ευθύς μετά το γεγονός των "καταγγελιών" εκ μέρους της κόρης τους Ψ1". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ, με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, διότι η πλειοψηφούσα γνώμη των μελών του ΜΟΔ δεν εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους δεν πείσθηκε από τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την παραπάνω πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση. Έκρινε αναξιόπιστη την κατάθεση της παθούσας δεχόμενη ότι η καταγγελία της δεν είναι αληθής, διότι δεν έγινε καμία αναφορά σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο, ούτε υπήρξε κάποια καταγγελία τρίτου προσώπου σε δημόσια αρχή, περιστατικά όμως τα οποία αναιρούνται από τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα και ειδικότερα από την από ... βεβαίωση παιδοψυχιατρικής εκτίμησης και παρακολούθησης της παιδοψυχιάτρου ..... από την οποία προκύπτει ότι "σε συνάντηση ...ο ίδιος ο πατέρας της ...αποδέχτηκε ότι έκανε όλα τα παραπάνω που λέγονται από την Ψ1 σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση, δηλώνοντας ότι το κίνητρο του ήταν να διδάξει την κόρη του ο ίδιος...". Παρά όμως την τυπική στην αρχή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δημιουργείται ασάφεια στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι η πλειοψηφία έλαβε και αυτήν υπόψη της, προκειμένου να καταλήξει στην παραπάνω κρίση της. Επιπλέον, η ελλιπής αυτή αιτιολογία είναι και αντιφατική. Ενώ το ΜΟΔ ομόφωνα κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο για τη συρρέουσα πράξη της αιμομιξίας κατ' εξακολούθηση, δεχόμενο ως σαφή την κατάθεση της παθούσας ότι δεν έγινε συνουσία (και συνακόλουθα αιμομιξία), (η οποία εμμένει για το υπόλοιπο σκέλος της κατηγορίας του βιασμού), με την έννοια ότι την εξανάγκαζε να ανέχεται και να ενεργεί μαζί του διάφορες ασελγείς πράξεις, ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως πεολειχία, αιδοιολειχία, εκσπερμάτιση επί του σώματος της, απειλώντας την με κοινολόγηση του γεγονότος αυτού, με όλες τις δυσμενείς γι' αυτήν συνέπειες, στο κεφάλαιο περί βιασμού, όλως αντιφατικά η πλειοψηφία δέχεται ότι δεν έχουν λάβει χώρα οι πράξεις αυτές, θεωρώντας αναξιόπιστη την κατάθεση της παθούσας. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω βάσιμου μοναδικού λόγου αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, να γίνει δεκτή η αίτηση ως κατ' ουσία βάσιμη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους (άρθρο 519 του ΚΠΔ), εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 4-7-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αναιρεί την υπ' αριθμ. 32, 33/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λευκάδας. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην αθωωτική απόφαση. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δεν συνάγεται ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, επιπλέον δε και γιατί η ελλιπής αυτή αιτιολογία είναι και αντιφατική.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1545/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Κουδρόγλου, περί αναιρέσεως της 129/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαΐου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1043/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1 του Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου, με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπό του δράστη με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Διαπράττεται δε πλαστογραφία με την ειδικότερη μορφή της νόθευσης εγγράφου σε περίπτωση συμπληρώσεως από το λήπτη λευκής επιταγής με περιεχόμενο αντίθετο ή διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά με τον εκδότη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία, ως αποτελούντα ενιαίο σύνολο, αλληλοσυμπληρώνονται, το Εφετείο, που την εξέδωσε, δέχθηκε, αναφορικά με την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχτηκε ότι "η κατηγορουμένη, περί τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου και το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του 2000, στη ..., με την ιδιότητά της ως Προέδρου του Αστικού Συνεταιρισμού Γυναικών του Νομού ......, προέβη σε κατάχρηση της υπογραφής της μηνύτριας, προκειμένου να καταρτίσει και όντως κατήρτισε το από ... Πρακτικό Γενικής Συνελεύσεως του εν λόγω Συνεταιρισμού. Ήτοι, θέλοντας να ιδρύσει τον εν λόγω Συνεταιρισμό και να εισπράξει επιδότηση από Οργανισμό, εμφάνισε στη μηνύτρια ότι θα εργασθεί ως διαφημίστρια, και την έπεισε να υπογράψει σε λευκό χαρτί. Εν συνεχεία κατάρτισε το από .... Πρακτικό Γενικής Συνελεύσεως, ένθα η μηνύτρια εμφανίζεται ως μέλος του Συνεταιρισμού και άρα συμπράττουσα στην είσπραξη της επιδοτήσεως ως δικαιούχος. Ακολούθως, υπέβαλε τα έγγραφα αυτά, πρακτικά κλπ, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, για τη νομιμοποίηση του Συνεταιρισμού". Μετά ταύτα, με το διατακτικό κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη του ότι "στη .....? 1) σε αδιακρίβωτες προανακριτικά ημερομηνίες, κατά τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου και κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2000, με περισσότερες πράξεις της, που συνιστούν εξακολουθητική τέλεση της αυτής αξιόποινης πράξης, κατάρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους, σχετικά με γεγονότα που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες και εν συνεχεία έκανε χρήση των εγγράφων αυτών. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη, με την ιδιότητα της Προέδρου του Αστικού Συνεταιρισμού Γυναικών Νομού ....., κατά τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου, προέβη στην κατάχρηση της υπογραφής της Γ1, που την είχε θέσει σε ασυμπλήρωτο (λευκό) χαρτί, συμπληρώνοντας το λευκό χαρτί με περιεχόμενο διαφορετικό από το συμφωνημένο, αντί δηλαδή ως κατάσταση εργαζομένων, σαν πρακτικό της από .... Γενικής Συνέλευσης Ιδρυτικών μελών του ανωτέρω συνεταιρισμού. 2) Σε αδιακρίβωτη προανακριτικά ημερομηνία, κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της Γ1 στο καταστατικό ίδρυσης του ίδιου αστικού συνεταιρισμού, εμφανίζοντάς την ως ιδρυτικό μέλος του συνεταιρισμού, δεσμεύοντας αυτήν με όλες τις προβλεπόμενες από το καταστατικό υποχρεώσεις, οικονομικές και μη. Στα ανωτέρω δεν προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έγκριση του από ...... καταστατικού ίδρυσης του αστικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "Πολιτιστικός Αστικός Συνεταιρισμός Γυναικών ......" και δη τον Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, όταν την ...., έκανε χρήση αυτών των εγγράφων κατά τη διαδικασία νομιμοποίησης του νεοσύστατου Αστικού Συνεταιρισμού με την ανωτέρω επωνυμία, υποβάλλοντας αίτηση καταχώρησης του καταστατικού στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, και στα βιβλία Μητρώων Αστικών Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, τα οποία υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 98 παρ.1 και 216 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, ρητώς εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αναιρεσείουσα σκόπευε με τη χρήση των πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει άλλους και συγκεκριμένα, τον Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για έγκριση του από ..... καταστατικού ιδρύσεως του συνεταιρισμού, και συνεπώς δικαιούται να εισπράξει τη σχετική επιδότηση. Βέβαια, στο οικείο τμήμα του διατακτικού είναι καταχωρημένη η πρόταση? "Στα ανωτέρω δεν προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις...", και έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι ελλείπει το στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας. Όμως η προσθήκη του γράμματος "ν" στη λέξη δε, και έτσι η αλλοίωση του αληθούς νοήματος της ανωτέρω προτάσεως, οφείλεται σε πρόδηλη γραφική παραδρομή, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται καμία ασάφεια. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το ύψος του επιδιωκόμενου περιουσιακού οφέλους που η αναιρεσείουσα σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της κηρύχτηκε ένοχος για την πράξη σε βαθμό πλημμελήματος, για την οποία δεν είναι απαραίτητη η παράθεση του ανωτέρω στοιχείου, οπότε για τη στοιχειοθέτησή της αρκεί ο σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η ύπαρξη του σκοπού προσπορισμού περιουσιακού οφέλους απαιτείται μόνο στην κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας. Η αιτίαση ότι η αναιρεσηβαλλομένη όφειλε να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τούτο απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου. Εξάλλου, από τα πρακτικά της πληττόμενης απόφασης προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν ζήτησε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 333 παρ. 2, 358 και 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα στο ακροατήριο είναι υποχρεωτική η από το διευθύνοντα τη συζήτηση δόση του λόγου στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν και αν εκείνος δεν ζητήσει τούτο, διαφορετικά, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά το πέρας της εξετάσεως των μαρτύρων, έχει καταχωρηθεί περικοπή, σύμφωνα με την οποία "σημειώνεται ότι οι παραπάνω μάρτυρες κλήθηκαν μία μία και εξετάστηκαν προφορικά, μετά την εξέτασή τους παρέμειναν στο ακροατήριο και ότι ο Πρόεδρος έδιδε το λόγο στην Εισαγγελέα, στους Δικαστές και στο Συνήγορο της κατηγορουμένης για να απευθύνουν, αν είχαν, ερωτήσεις προς τους μάρτυρες και προς την κατηγορουμένη, αν έχει να παρατηρήσει ή να θυμίσει τίποτα, σχετικά με τις ερωτήσεις, όπως αναφέρεται στην κατάθεση κάθε μάρτυρα". Η σαφής αυτή καταγραφή των λαβόντων χώρα στο ακροατήριο μετά την κατάθεση κάθε μάρτυρα δεν καταλείπει αμφιβολία σχετικά με το ότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα που της παρέχονται από τα άρθρα 332 παρ. 2 και 358 του ΚΠΔ, να υποβάλει δηλαδή ερωτήσεις στους μάρτυρες και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικά με τις καταθέσεις τους και ότι δεν στερήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο της ασκήσεώς των, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τις λοιπές αιτιάσεις της πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 2479/1997, αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, υποχρεούται να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να δικαιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική του κρίση. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας στην περίπτωση αυτή δεν αιτιολογήσει ειδικά την μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απορρίψει χωρίς τέτοια αιτιολογία σχετικό αίτημα του καταδικαζομένου, υποπίπτει στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ πλημμέλειες της έλλειψης της απαιτούμενης αιτιολογίας και της αρνητικής υπέρβασης της εξουσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, καταδίκασε την αναιρεσείουσα για την ως άνω πράξη, σε ποινή φυλάκισης δύο ετών, τη μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ, με την αιτιολογία ότι "από την έρευνα του χαρακτήρα της καταδίκου και τις λοιπές περιστάσεις, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι αυτή έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για πλημμελήματα σε ποινή περιοριστική της ελευθερίας της, που υπερβαίνει τους έξι μήνες, όπως προκύπτει από το ποινικό της μητρώο που βρίσκεται στη δικογραφία, το δικαστήριο κρίνει ότι, η χρηματική ποινή αρκεί για να την αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Συντρέχει επομένως περίπτωση μετατροπής της παραπάνω ποινής σε χρηματική και πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη και τους οικονομικούς όρους της καταδικασμένης η κάθε ημέρα φυλάκισης να υπολογισθεί προς 4,40 ευρώ". Η αιτιολογία αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτεί ο νόμος, γιατί, ενώ δέχεται το Δικαστήριο ότι υπάρχουν αμετάκλητες καταδίκες της κατηγορουμένης και για άλλα εγκλήματα, δεν αναφέρει ποια είναι τα εγκλήματα αυτά και οι ποινές τους, λαμβανομένου υπόψη και του ότι από την επισκόπηση του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι στο ποινικό της μητρώο είναι καταχωρημένη μία απόφαση με ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών για ρευματοκλοπή. Έτσι, όμως, αφενός μεν η αιτιολογία της αποφάσεως, ως προς τη μη χορήγηση της αναστολής, είναι ανεπαρκής, αφετέρου δε, λόγω των παραπάνω ασαφειών και ελλείψεων στις παραδοχές της αποφάσεως, ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, γιατί παραβιάστηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, επειδή δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Επιπλέον, η παράλειψη αυτή συνιστά και αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που θεμελιώνει τον κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 511 του ίδιου Κώδικα). Κατ' ακολουθία τούτων πρέπει, κατά παραδοχή των σχετικών από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε', και Η' του ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθεί η απόφαση αυτή αναφορικά με την αναστολή της ποινής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί κατά ένα μέρος, δηλαδή μόνο κατά το μέρος που αναφέρεται στην αναστολή της ποινής, την υπ' αριθμ. 129/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και απορρίπτει αυτήν κατά τα λοιπά. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτει ως αβάσιμους τους λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Απορρίπτει ως αβάσιμο το λόγο αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Αναιρεί την απόφαση κατά ένα μέρος, δηλαδή μόνο κατά το μέρος που αναφέρεται στην αναστολή της ποινής. Ενώ δέχεται ότι υπάρχουν καταδίκες της κατηγορουμένης και για άλλα εγκλήματα δεν αναφέρει ποια είναι τα εγκλήματα αυτά και οι ποινές τους.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1551/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Παύλου, περί αναιρέσεως της 156/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 837/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 ΠΚ και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ως προς δε τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 156/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων επικίνδυνης σωματικής βλάβης και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία τριετία. Το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος και ο εγκαλών είναι σύγγαμβροι και κατά το Μάιο του 2001 διέμεναν με τις συζύγους τους στην ίδια οικοδομή. Οι σχέσεις του εγκαλούντος με τη σύζυγό του δεν ήταν αρμονικές. Στις 27.5.2001, η σύζυγος του εγκαλούντα, αφού πρώτα συζήτησε με αυτόν και αποφάσισαν να διασπάσουν κατ' αρχήν την έγγαμη συμβίωσή τους, μετέβη στην οικία των γονέων της, που και αυτή βρισκόταν στην ίδια οικοδομή, να τους ανακοινώσει την απόφαση αυτή, ενώ ο εγκαλών παρέμεινε στην μέχρι τότε συζυγική οικία. Παρών στην οικία των γονέων της συζύγου του εγκαλούντος ήταν και ο κατηγορούμενος με τη σύζυγό του. Όταν η σύζυγος του εγκαλούντος ανακοίνωσε στους γονείς, την αδελφή της και στον κατηγορούμενο την απόφασή της για διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η σύζυγος του κατηγορουμένου ανακοίνωσε στην αδελφή της και τον κατηγορούμενο σύζυγό της ότι ο εγκαλών, τον Αύγουστο του 1997, της είχε κάνει ανήθικες προτάσεις στην οικία της ενώπιον των ανηλίκων τέκνων της. Ο κατηγορούμενος, μετά την ανακοίνωση του συμβάντος αυτού από τη σύζυγο του, αποφάσισε να μεταβεί στην οικία του εγκαλούντος, προκειμένου να του προκαλέσει σωματικές βλάβες, για να τον τιμωρήσει για το προ τετραετίας συμβάν που του ανακοίνωσε η σύζυγος του. Επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στην οικία του και του ζήτησε εξηγήσεις. Ο τελευταίος ήταν αρνητικός στο να κάνει μαζί του διάλογο και του συνέστησε να αποχωρήσει από την οικία του, πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε. Αντίθετα, έχοντας, όπως προαναφέρθηκε, αποφασίσει να "τιμωρήσει" τον εγκαλούντα με ένα ξύλινο κλώστη σε σχήμα γκλομπ, αλλά και με τα χέρια του, του επέφερε κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματος του, προκαλώντας του τις σωματικές κακώσεις που περιγράφονται στο διατακτικό. Αρχικά ο εγκαλών επιχείρησε να αποφύγει τον ξυλοδαρμό απωθώντας τον κατηγορούμενο εκτός οικίας, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατόν. Όταν αντελήφθη ότι ήταν αδύνατον να αποτρέψει τον ξυλοδαρμό του, προσπάθησε να προφυλάξει το κεφάλι του. Επίθεση του εγκαλούντος στον κατηγορούμενο, η οποία να έδωσε αφορμή στον τελευταίο για άμυνα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν αποδείχθηκε. Οι όποιες κακώσεις αυτός είχε μετά το πέρας του επεισοδίου είναι αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ των δύο κατά το διάστημα που ο εγκαλών προσπαθούσε να αποφύγει τον ξυλοδαρμό. Ενισχυτικό της κρίσεως αυτής του δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι, ενώ αμέσως μετά το επεισόδιο, όταν ο εγκαλών εξήλθε της οικίας του και αναζήτησε την βοήθεια του μάρτυρα Γ1 για την κλήση ταξί που θα τον μετέφερε στο Νοσοκομείο, η σύζυγός του και ο αδελφός της, που τον ακολούθησαν μέχρι το κατάστημα του Γ1, επιβεβαίωσαν στον εν λόγω μάρτυρα ότι ξυλοκοπήθηκε ο εγκαλών επειδή, όπως είπαν, "ζήλευε τη γυναίκα του", δεν ανέφεραν τίποτα περί ξυλοδαρμού από μέρους του εγκαλούντος του κατηγορουμένου (βλ. κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα). Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, τόσο κατά την απολογία του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, όσο και στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπου ήταν παραστατικός λέγοντας "έφαγε της χρονιάς του και έπρεπε και άλλο να τον κτυπούσα", ομολόγησε ότι προκάλεσε στον κατηγορούμενο τις σωματικές βλάβες που αναφέρονται στο διατακτικό. Στην ίδια απολογία του, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι, όταν πληροφορήθηκε από τη σύζυγό του το περιστατικό του 1997, αναλογίσθηκε τις περαιτέρω ενέργειές του και μετά από σκέψη επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στην οικία του. Οι σωματικές βλάβες στον κατηγορούμενο, που περιγράφονται στο διατακτικό, ως εκ του μέσου που χρησιμοποιήθηκε (ξύλινος κλώστης), της βιαιότητας των κτυπημάτων και των ευαίσθητων μερών του σώματος που προκλήθηκαν (κεφάλι), μπορούσαν να προκαλέσουν στον εγκαλούντα βαριά σωματική βλάβη. Υπό τα ανωτέρω περιστατικά, ο κατηγορούμενος είναι αυτός που επιτέθηκε πρώτος στον εγκαλούντα όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να κάνει διάλογο μαζί του και συνεπώς δεν βρέθηκε σε κατάσταση άμυνας, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται. Ούτε όμως η επίθεσή του στον εγκαλούντα ήταν αποτέλεσμα αγανακτήσεως από αμέσως προηγουμένη πράξη του παθόντα εναντίον του ή ενώπιόν του, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτός (κατηγορούμενος) επιτέθηκε πρώτος, από δε τη γνωστοποίηση του επεισοδίου σε βάρος της συζύγου του μέχρι την επίθεση στον εγκαλούντα μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα, που ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος αναφέρει, σκέφθηκε πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί, περιστατικό που δείχνει άνθρωπο νηφάλιο και όχι αγανακτισμένο. Επομένως, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί άμυνας και εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 308 του Π Κ, που έχει εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις απλής σωματικής βλάβης και όχι επικίνδυνης, όπως εν προκειμένω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πρέπει, κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος, ν' απορριφθούν δε οι ισχυρισμοί του περί αναγνωρίσεως των ελαφρυντικών, του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, ως παντελώς αόριστοι". Περαιτέρω, στο διατακτικό της ίδιας αποφάσεως, που συμπληρώνει την ανωτέρω αιτιολογία της, εκτίθεται αφενός, ότι από τα επανειλημμένα κτυπήματα, που επέφερε ο αναιρεσείων στον παθόντα, προκλήθηκαν στον τελευταίο "απώλεια συνειδήσεως, παροδική περιτραυματική αμνησία, θλαστικό τραύμα στην ινιακή και στην αριστερή κροταφοβρεγματική χώρα, οίδημα και μώλωπες αριστερής παρειάς, ρήξη χαλινού άνω χείλους, εκτεταμένη θλαστική εκχύμωση στον αριστερό βραχίονα και αγκώνα με οίδημα μαλακών μορίων, θλαστική εκχύμωση δεξιού βραχίονα και εκτεταμένο οίδημα αυτού, εκχυμώσεις και οιδήματα αριστερής ωμικής ζώνης, θλαστική εκχύμωση κατά την δεξιά ωμοβραχιόνιο χώρα, θλαστικές κακώσεις κατά το ριζορίνιο, θλαστικό τραύμα κατά τον θόλο του κρανίου, δύο θλαστικές εκχυμώσεις κατά τη δεξιά οσφυϊκή χώρα, θλαστική εκχύμωση κατά το αριστερό θωρακικό τοίχωμα και στους δύο μηρούς, κακώσεις με οίδημα και εκχυμώσεις στο άκρο του αριστερού χεριού, δύο θλαστικές εκχυμώσεις στο οπίσθιο δεξιό ημιθωράκιο, ρωγμώδες κάταγμα έσω χείλους, αριστερής ωμοπλάτης και κεφαλής αριστερής κερκίδας, κλειστή κάκωση αριστερής ιερολαγονίου, κλειστή κάκωση άκρου αριστερού χεριού με προεξάρχουσες τις αρθρώσεις του παράμεσου δακτύλου και εκτεταμένη θλαστική εκχύμωση αριστερής περιοφθαλμίου χώρας με εκδορές και οίδημα", αφού διευκρινίζεται και πάλι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεξε διακινδύνευση για βαριά σωματική βλάβη του παθόντος και ειδικότερα ότι οι ανωτέρω κακώσεις, "ενόψει της πολλαπλότητας και βιαιότητας των κτυπημάτων, του χρησιμοποιηθέντος μέσου και του ευαίσθητου των πληγέντων σημείων του σώματος, μπορούσαν να προκαλέσουν στον παθόντα βαριά πάθηση του σώματος". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προπαρατέθηκε, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 308 και 309 ΠΚ, που εφήρμοσε. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού α) δεν ήταν αναγκαίο να αναφερθεί στην αιτιολογία της αποφάσεως τι προέκυψε από κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο, ούτε να γίνει ειδική αξιολόγηση αυτών και συσχετισμός μεταξύ τους, β) δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των παραδοχών του σκεπτικού ότι, αφενός, "ο κατηγορούμενος, μετά την ανακοίνωση του συμβάντος αυτού από τη σύζυγό του, αποφάσισε να μεταβεί στην οικία του εγκαλούντος, προκειμένου να του προκαλέσει σωματικές βλάβες για να τον τιμωρήσει για το προ τετραετίας συμβάν που του ανακοίνωσε η σύζυγός του" και ότι, αφετέρου, "επισκέφθηκε τον εγκαλούντα στην οικία του και του ζήτησε εξηγήσεις", καθόσον η προειλημμένη απόφαση για την οποία γίνεται λόγος στην πρώτη δεν αποκλείει, ως πραγματικό γεγονός, την ύπαρξη διαλόγου πριν από την υλοποίηση της αποφάσεως, στον οποίο αναφέρεται η δεύτερη, γ) από την αναφορά κατά το είδος τους, στο προοίμιο του σκεπτικού της αποφάσεως, του αποδεικτικού μέσου των μαρτυρικών καταθέσεων και συγκεκριμένα ότι το δικάσαν Εφετείο συνήγαγε την κρίση του "...... από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο τούτο .........", δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλες τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων άρα και εκείνη του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι βασικός μάρτυρας κατηγορίας και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικώς η μαρτυρία του μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και δ) επιτρεπτώς συμπληρώνεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς τις προκληθείσες στον παθόντα σωματικές βλάβες και κακώσεις, με ολική κατά το σημείο αυτό αναφορά του σκεπτικού στο διατακτικό της, το οποίο είναι κατά τούτο πλήρες και εντεύθεν ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ως προς το στοιχείο αυτό της αξιόποινης πράξεως της επικίνδυνης σωματικής βλάβης για την οποία πρόκειται. Περαιτέρω, οι περί εσφαλμένης αξιολογήσεως των καταθέσεων των μαρτύρων ...... και ...... ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, ενώ δεν είναι ελεγκτέο αναιρετικώς αν οι προεκτεθείσες ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως είναι σύμφωνες ή όχι με τα αποδεικτικά μέσα που εξετίμησε το δικαστήριο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως που πλήττει, κατά τις επί μέρους αιτιάσεις του, την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος για την ανωτέρω πράξη. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139) πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, μη αρκούσης σχετικώς μόνης της επικλήσεως της διατάξεως νόμου που τους προβλέπει. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι διέπραξε την αξιόποινη πράξη ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας, η οποία αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως κατά το άρθρο 22 ΠΚ και είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. Επίσης αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", και (υπό ε'), "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε δια του συνηγόρου του τον ισχυρισμό ότι διέπραξε την πράξη, για την οποία κατηγορείτο, τελώντας σε κατάσταση άμυνας και ειδικότερα ότι ο εγκαλών το μεν τον απώθησε, για να τον εκβάλει από την οικία του όταν εκείνος τον επισκέφθηκε για να συζητήσουν περί του περιστατικού που μόλις του είχε ανακοινώσει η σύζυγός του, το δε "τον άρπαξε μανιωδώς από τα γεννητικά του όργανα και το πουκάμισο για να τον ρίξει κάτω και .......... Άρπαξε από την κουζίνα του σπιτιού του ένα ξύλινο κλώστη και τον κτύπησε στο πόδι και χέρι", εκείνος δε κτύπησε τον αναιρεσείοντα "για να σταματήσει την άδικη σε βάρος του παρατεταμένη επίθεση". Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε κατ' ουσίαν το δικάσαν Εφετείο με την αιτιολογία ότι "επίθεση του εγκαλούντος στον κατηγορούμενο η οποία να έδωσε αφορμή στον τελευταίο για άμυνα, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν αποδείχθηκε. Οι όποιες κακώσεις αυτός είχε μετά το πέρας του επεισοδίου είναι αποτέλεσμα της πάλης μεταξύ των δύο κατά το διάστημα που ο εγκαλών προσπαθούσε να αποφύγει τον ξυλοδαρμό. Ενισχυτικό ......... είναι το γεγονός ότι, ενώ αμέσως μετά το επεισόδιο, όταν ο εγκαλών εξήλθε της οικίας του και αναζήτησε τη βοήθεια του μάρτυρα Γ1 για την κλήση ταξί που θα τον μετέφερε στο νοσοκομείο, η σύζυγός του και ο αδελφός της που τον ακολούθησαν μέχρι το κατάστημα του Γ1, επιβεβαίωσαν στον εν λόγω μάρτυρα ότι ξυλοκοπήθηκε ο εγκαλών επειδή "ζήλευε τη γυναίκα του", δεν ανέφεραν τίποτα περί ξυλοδαρμού του κατηγορουμένου από μέρους του εγκαλούντος". Η αιτιολογία αυτή απορρίψεως του ως άνω ισχυρισμού είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον αναφέρει τα περιστατικά που αναιρούν το περιεχόμενο των ως άνω προβληθέντων από τον κατηγορούμενο και οδήγησαν στην αρνητική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τα αυτά πρακτικά προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα περί της ενοχής του και την ανάπτυξη των θέσεων του πολιτικώς ενάγοντος από το συνήγορό του, ζήτησε, δια του συνηγόρου του αλλά και ο ίδιος, "την αναγνώριση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και της μεταγενεστέρας επιδειχθείσας συμπεριφοράς". Ο ισχυρισμός αυτός, με το εν λόγω περιεχόμενο, είναι εντελώς αόριστος και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση ν' αποφανθεί επ' αυτού το Εφετείο, το οποίο, απορρίπτοντας αυτόν ως αόριστο, δεν υπέπεσε σε κάποια πλημμέλεια. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλει ο αναιρεσείων ότι χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκαν οι ανωτέρω ισχυρισμοί του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, συντρέχει και όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο. Αυτό συμβαίνει όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 ΚΠοινΔ, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος. Δεν υπάρχει, όμως, τέτοια χειροτέρευση όταν το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, προβαίνει σε ακριβέστερο προσδιορισμό των πρωτοδίκως δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών, δια διευκρινίσεως και συμπληρώσεως αυτών κατά την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, εφόσον δεν μεταβάλλεται ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος επί το βαρύτερον. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας του Τριμελούς Εφετείου που την εξέδωσε και ειδικότερα, διότι οι παρατιθέμενες, ευνοϊκές κατά τον αναιρεσείοντα, παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως δεν περιέχονται στις παραδοχές της προσβαλλομένης, οι οποίες έτσι είναι δυσμενέστερες γι' αυτόν, με επακόλουθο τη χειροτέρευση της θέσεώς του. Συγκεκριμένα δεν περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι εξής, κατά λέξη, παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως, 1) "υπήρξε συμπλοκή μεταξύ των δύο ανδρών", 2) "το πώς ξεκίνησε η συμπλοκή δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, διότι ο καθένας τους δίδει διαφορετική περιγραφή των μεταξύ τους διαμειφθέντων και του τρόπου ενάρξεως της πάλης τους", 3) "ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε η συμπλοκή μεταξύ των δύο ανδρών δεν αποδείχθηκε, καθώς δεν υπάρχει ούτε μαρτυρία ούτε κάποιο αντικειμενικό εύρημα από το οποίο να μπορεί να προκύψει", 4) "στη διάρκεια της συμπλοκής που προκάλεσε γενική αναστάτωση του χώρου της κουζίνας και του σαλονιού της οικίας του εγκαλούντος, έσπασε το τζάμι του παραθύρου της κουζίνας" και 5) "ο σχετικός στην από 11.1.2002 έγκληση - ισχυρισμός του κατηγορουμένου δεν μπορεί να κριθεί ούτε αληθής ούτε ψευδής. Το ότι φέρει δε από τη συμπλοκή κάκωση στο αριστερό του χέρι είναι αληθές, ενώ η βαρύτητα αυτής, το αν δηλαδή έχει πόνους και δυσκαμψία δεν έχει επίδραση επί του αξιοποίνου χαρακτήρα της πράξεως του εγκαλούντος". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι ουδεμία χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση και ουδεμία εκ τούτου υπέρβαση εξουσίας του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που την εξέδωσε, από το γεγονός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι το επεισόδιο μεταξύ εγκαλούντος και αναιρεσείοντος συνέβη κατά τις παραλλαγές που επισημαίνονται, σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση, οι οποίες αποτελούν ακριβέστερο προσδιορισμό του επεισοδίου και όχι βαρύτερο χαρακτηρισμό της πράξεως και ανεπίτρεπτη εντεύθεν χειροτέρευση της θέσεως του αναιρεσείοντος. Τα αυτά λεκτέα, τέλος, και σε σχέση με την ισχυριζόμενη από τον αναιρεσείοντα, με τον ίδιο ως άνω δεύτερο λόγο αναιρέσεως, διαφορετική κρίση του δικάσαντος Εφετείου από τις, όμοιες με τις ανωτέρω παρατεθείσες, παραδοχές του 87/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων προέβαλε (επικουρικώς) ότι τελούσε σε δικαιολογημένη αγανάκτηση και ζήτησε "να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 3 ΠΚ". Εφόσον, όμως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος επικίνδυνης σωματικής βλάβης, επί της οποίας δεν έχει εφαρμογή η προβλέπουσα τη δικαιολογημένη αγανάκτηση παρ. 3 του άρθρου 308 ΠΚ, όπως ορθώς δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και απέρριψε για το λόγο αυτό τον ανωτέρω ισχυρισμό, δεν υπήρχε υποχρέωση άλλης περαιτέρω αιτιολογήσεως της κρίσεως αυτής του Εφετείου, ο δε περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει η αίτηση να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 156/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Στοιχεία. Αιτιολογημένη καταδίκη για επικίνδυνη σωματική βλάβη του αναιρεσείοντος, ο οποίος επέφερε πολλαπλά χτυπήματα με ξύλινο «κλώστη», γροθιές και κλωτσιές σε διάφορα σημεία του σώματος του παθόντος και ιδίως στο κεφάλι. Παραδεκτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού ως προς τις προκληθείσες βλάβες και κακώσεις δι’ αναφοράς κατά τούτο στο διατακτικό της αποφάσεως όπου αναλυτικώς αυτές παρατίθενται. Δεν είναι απαραίτητη η ειδική αιτιολόγηση του καθενός αποδεικτικού μέσου και εδώ των μαρτυρικών καταθέσεων, ούτε η αναφορά του τί προέκυψε από κάθε μία εκ των τελευταίων. Από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι λήφθηκαν υπόψη «οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας» προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και η ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Αιτιολογημένη απόρριψη του περί άρσεως της αδίκου της πράξεως αυτοτελούς ισχυρισμού περί άμυνας. Αόριστοι αυτοτελείς ισχυρισμού περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων. Δεν απαιτείται αιτιολογία για την απόρριψή τους. Υπέρβαση εξουσίας επί χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου από το δικάσαν έφεσή του δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Πότε υπάρχει τέτοια χειροτέρευση. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υπέρβαση εξουσίας, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Άμυνα.
0
Αριθμός 1555/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της 9131/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 201/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά αποφάσεως που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση μεν της αποφάσεως, αν αυτή έγινε μετά την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, από την καταχώριση δε αυτή, αν η επίδοσή της προηγήθηκε. Στο άρθρο 465 παρ. 1,2 ΚΠΔ, ορίζεται ότι: 1. Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ 2. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεως, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1του ίδιου Κώδικα. Το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που παρέχεται σε εκείνον που καταδικάστηκε, μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από το συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση...Ομοίως, κατ' άρθρο 96 παρ 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι, ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται α) ...ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ 2 εδαφ. β και γ. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφ' όσον αυτό μνημονεύεται ρητά, ενώ κατ' άρθρο 42 παρ 2 εδαφ β, γ ΚΠΔ, (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 96 παρ. 2 του ιδίου ως άνω Κώδικα), ορίζει ότι, "Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα, πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή δικηγόρο. Στην προκείμενη περίπτωση μνημονεύεται στην έκθεση αναιρέσεως από 9-1-2007 η υπό ιδία ημερομηνία έγγραφη δήλωση της αναιρεσείουσας, με την οποία δίνεται η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Νινόπουλο να υποβάλλει αντ' αυτής ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 9131/27-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία συντάχτηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 2 και 42 παρ. 2βκαι γ του ΚΠΔ, την οποία και προσαρτά στην έκθεση αναιρέσεως, που αυτός ως πληρεξούσιός της υπέβαλε. Συνεπώς η ένδικη αίτηση της Χ1 για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως είναι παραδεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 20-12-2006, όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 16-1-2007 βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα, αλλά από την επισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτή επιδόθηκε στη κατηγορουμένη. Εφόσον απαγγέλθηκε χωρίς την παρουσία της τελευταίας, και εφόσον δεν επιδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν άρχισε να τρέχει η προθεσμία της αναιρέσεως. Συνεπώς είναι εμπρόθεσμη η αίτηση αναιρέσεως και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως υπό στοιχείο Γ με τον οποίο η αναιρεσείουσα ζητεί να θεωρηθεί εμπρόθεσμη, λόγω ανώτερης βίας, δεν έχει ουσιαστικό αντικείμενο στην προκείμενη περίπτωση. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 500 εδ. γ' και 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, αν κατά τη συζήτηση της εφέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί, παρόλο ότι κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, για οποιονδήποτε λόγο από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ίδιου Κώδικα, Περαιτέρω, κατά το άρθρο 155 παρ. 1 του ΚΠΔ, αν δεν βρεθεί στην κατοικία του εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 εδ. β' και γ' αρνήθηκαν να πάρουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται το αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου κατηγορουμένου. Σ' αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το κύρος της επιδόσεως δεν επηρεάζεται από ποια επίδοση, προηγήθηκε της άλλης. Η διάταξη αναφέρεται στο συνήθως συμβαίνον, που είναι να προηγείται η θυροκόλληση της επιδόσεως προς τον αντίκλητο, Ο σκοπός της επίδοσης, κατά την τελολογική ερμηνεία, είναι πραγματικά να λάβει γνώση το πρόσωπο, προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο του περιεχομένου του κατά τρόπο έγκυρο, χωρίς να ενδιαφέρει ποια επίδοση προηγήθηκε της άλλης, οπότε τα αποτελέσματα της επιδόσεως αρχίζουν από τη χρονικώς νεώτερη έγκυρη τοιαύτη. Συνεπώς, το κύρος της επίδοσης δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι πρώτα έγινε η επίδοση στον αντίκλητο και μετά ακολούθησε η επίδοση της κλήσεως στον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, απέρριψε με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 9131/2006 απόφασή του, ως ανυποστήρικτη, την έφεση, της μη εμφανισθείσας αναιρεσείουσας, κατά της υπ' αριθμ. 61710/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποία αυτή καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών, που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ την ημέρα, για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Το Εφετείο, αιτιολογώντας την κρίση του αυτή, δέχτηκε με την ως άνω απόφασή του, ότι από τα επιδοτήρια των 1) ....., επιμελητή δικαστηρίων, προς την κατηγορουμένη, με χρονολογία ..... και ...., επιμελήτριας δικαστηρίων, προς τον αντίκλητο δικηγόρο της κατηγορουμένης Παναγιώτη Γιαννόπουλο, με χρονολογία 9-10-2006, αντίστοιχα, η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, να εμφανισθεί ενώπιόν του, κατά τη δικάσιμο της 27-11-2006, για να υποστηρίξει την έφεσή της, κατά της προμνημονευόμενης υπ' αριθμ.61710/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Ακολούθως, το Εφετείο, διαπιστώνοντας ότι η εκκαλούσα δεν εμφανίστηκε κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, απέρριψε την έφεσή της ως ανυποστήρικτη, κατά το άρθρο 501 ΚΠΔ. Ήδη η αναιρεσείουσα προβάλλει με την υπό κρίση από 9-1-2007 αίτηση ότι το Εφετείο, κρίνοντας ως άνω, ήτοι απορρίπτοντας την έφεσή της ως ανυποστήρικτη και μη κηρύσσοντας τη συζήτηση αυτής απαράδεκτη, υπερέβη την εξουσία του. Και τούτο με την αιτιολογία ότι, η κλήτευσή της να εμφανισθεί στο Εφετείο, προς υποστήριξη της εφέσεώς της κατά τη δικάσιμο της 27-11-2006 δεν ήταν νόμιμη, για το λόγο ότι η μνημονευόμενη σ' αυτή επίδοση προς τον αντίκλητό της δικηγόρο έγινε στις 9-10-2006, δηλαδή προηγήθηκε της επιδόσεως που έγινε στη ίδια, η οποία έλαβε χώρα στις 9-11-2006. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως βάσιμος, καθ όσον, εκ μόνου του γεγονότος ότι η προαναφερόμενη επίδοση προς τον αντίκλητο προηγήθηκε χρονικώς της επιδόσεως που έγινε προς την εκκαλούσα, δεν δημιουργείται, κατά τα προεκτεθέντα, ακυρότητα της διαδικασίας στο Εφετείο, δεδομένου ότι μετά την τελευταία επίδοση και μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο απομένει η νόμιμη προθεσμία για εμφάνισή της στο ακροατήριο, και συνακόλουθα ο λόγος αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ. της υπέρβασης εξουσίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-1-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 9131/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και, Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια Είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στην αίτηση αναιρέσεως μνημονεύεται η έγγραφη δήλωση της αναιρεσείουσας, με την οποία δίνεται η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο να υποβάλει την αίτηση αναιρέσεως, την οποία προσαρτά, και συνακόλουθα η αναίρεση είναι παραδεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιδόθηκε στην κατηγορουμένη. Καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων στις 20-12-2006. Εφόσον απαγγέλθηκε χωρίς την παρουσία της τελευταίας, δεν άρχισε να τρέχει η προθεσμία της αναιρέσεως. Συνακόλουθα ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο η αναιρεσείουσα ζητεί να θεωρηθεί η αίτηση αναιρέσεως εμπρόθεσμη λόγω ανώτερης βίας, είναι απορριπτέος γιατί δεν έχει αντικείμενο στην προκείμενη περίπτωση. Ο σκοπός της επίδοσης, κατά την τελολογική ερμηνεία, είναι να λάβει γνώση το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο του περιεχομένου του, χωρίς να ενδιαφέρει ποια επίδοση σε περίπτωση θυροκολλήσεως προηγήθηκε της άλλης (της κατηγορουμένης και μετά του αντικλήτου, που είναι το συνήθως συμβαίνον, ή το αντίστροφο), οπότε τα αποτελέσματα αρχίζουν από τη χρονικώς νεότερη. Συνακόλουθα απορρίπτεται ως μη νόμιμος ο λόγος αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
2
Αριθμός 1544/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αποστολίδη, περί αναιρέσεως της 1178/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1962/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας υπό τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η νόθευση εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του ΠΚ, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και επιπροσθέτως το σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει, με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου, άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες είναι δυνατόν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση και μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο χρησιμοποιείται το έγγραφο, αμέσως ή εμμέσως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, ως αποδεδειγμένα, αλλά και όταν η διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος προσδιορίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά? "Κατά τη 10η Σεπτεμβρίου 1999, ο μηνυτής Ψ1 εξέδωσε στον Πειραιά την υπ' αριθμόν .... επιταγή από προσωπικό του λογαριασμό που τηρούσε στην Τράπεζα THE ROYAL BANK OF SCOTLAD, ποσού 3.000.000 δραχμών και εις διαταγή του. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη, αφού έφερε ως ημερομηνία έκδοσης την 23-1-2000, και εκδόθηκε για τη διευκόλυνση της εδρεύουσας στον Πειραιά ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΒΑΝΤΜΑΡ Α.Ε., η οποία επεδίωκε να αποκτήσει τη δυνατότητα βραχυπρόθεσμων πιστώσεων προς τρίτους. Η επίδικη επιταγή οπισθογραφήθηκε από τον προαναφερόμενο μηνυτή υπέρ της παραπάνω εταιρίας, της οποίας Πρόεδρος του Δ.Σ. ήταν ο Γ1, ενώ ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. αυτής και επιπλέον ασκούσε την οικονομική διαχείριση της ίδιας εταιρίας. Ο προαναφερόμενος Πρόεδρος του Δ.Σ. της πιο πάνω εταιρίας ΒΑΝΤΜΑΡ Α.Ε., δηλαδή ο Γ1, μόλις παρέλαβε την τραπεζική επιταγή, οπισθογράφησε περαιτέρω αυτή, υπογράφοντας κάτω από την εταιρική επωνυμία, ακολούθως δε την παρέδωσε στον κατηγορούμενο ως οικονομικό διαχειριστή. Ο τελευταίος (κατηγορούμενος), αν και γνώριζε ότι ο μηνυτής Ψ1 είχε αποστείλει την από ..... επιστολή προς την πληρώτρια Τράπεζα, με την οποία είχε προβεί στην ανάκληση της επίδικης επιταγής, προτού να την παραδώσει σε επόμενο λήπτη αυτής, αλλοίωσε την ημερομηνία έκδοσης της μεταχρονολογημένης επιταγής, μεταβάλλοντας αυτή από 23-1-2000 σε 23-4-2000. Με την ενέργειά του αυτή, η οποία έγινε κατά το χρονικό διάστημα από 24-12-1999 έως 23-4-2000, ο κατηγορούμενος σκόπευε να παραπλανήσει τόσο τον τελευταίο κομιστή της επιταγής, όσο και τους λοιπούς οπισθογράφους αυτής, δεδομένου ότι αυτοί πίστευαν, ως δήθεν αληθή, την παραπάνω αλλοιωμένη ημερομηνία (23-4-2000), η οποία έτσι θα τους έδινε το δικαίωμα εμφάνισης και πληρωμής αυτής στην πληρώτρια Τράπεζα μέχρι και τη λήξη της οκταήμερης προθεσμίας εμφάνισης αυτής για πληρωμή, με αποτέλεσμα, στην περίπτωση εμφάνισής της για πληρωμή, ο εκδότης αυτής (μηνυτής) να εμφανισθεί ότι διατηρεί διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα για την πληρωμή αυτής... Επομένως, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, όπως και στο διατακτικό της παρούσας". Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα,13γ, 26 παρ.1α, 27, 216 παρ.1 ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, την οποία μετάτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως . Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πειραιά στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως, αλλ' ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που, υπό την επίκληση, κατ' επίφαση, του λόγου της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικάσαντος Εφετείου, είναι απαράδεκτες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τις παραδοχές αυτής, και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-10-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1178/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία (νόθευση) επιταγής ως προς την ημερομηνία. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε λόγοι αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
2
Αριθμός 1543/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 518/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 355/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 82/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Χρίστο Χαρλαύτη του Ευθυμίου, δυνάμει της από 20-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιo Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1871/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της απάτης μεταξύ συγγενών (υφαιρέσεως) και της απόπειρας απάτης μεταξύ συγγενών, υπό τις οποίες και για κάθε μία χωριστά το περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και η περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 45/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του Εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 13-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 23-3-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 82/23-3-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΑΠ 961/2006). Με την έννοια αυτή περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου, με την παραπλάνηση του δικαστή στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, όταν υποβάλλονται ψευδείς ισχυρισμοί, που υποστηρίζονται με επίκληση και προσαγωγή εν γνώσει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και γνησίων, πλην όμως ανακριβών κατά το περιεχόμενό τους. Η κατά τα ανωτέρω απάτη συντελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία, κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν τα μέσα αποδείξεως και την αποδεικτική δύναμη αυτών, το δε δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προσβαλλομένων ισχυρισμών, η οποία συντελείται με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχύει και στη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 45/2001 ΠΧ ΝΑ' 687). Η απάτη επί δικαστηρίου, είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων παραπλανάται το δικαστήριο και προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ, όταν το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς ή δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται απόπειρα απάτης. 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ'29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και ειδικότερα τις καταθέσεις των νομοτύπως εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που υπάρχουν εις τη δικογραφία, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντα-κατηγορουμένου, προέκυψαν με βασιμότητα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών-κατηγορούμενος Χ1 και η εγκαλούσα τέλεσαν την 18η Ιανουαρίου 1970 εις την Αθήνα νόμιμο γάμο. Από την 4η Ιουλίου 2001 η έγγαμη συμβίωση αυτών διεκόπη έκτοτε δε υφίσταται μεταξύ των δικαστική διαμάχη ενώπιον των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων. Την 2α Νοεμβρίου 2001 επεδόθη εις την εγκαλούσα η από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα-κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζητούσε την άδεια εγγραφής συντηρητικής κατασχέσεως κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εγκαλούσας, εις χείρας της ιδίας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δραχμών ή 293.470 ευρώ. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, περαιτέρω δε ο εκκαλών-κατηγορούμενος με την αίτηση αυτή επεκαλείτο ότι αυτή (εγκαλούσα) είχε εκποιήσει την 25η Οκτωβρίου 2001 δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες έναντι του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών και επρόκειτο να εκποιήσει και τις υπόλοιπες, τις οποίες διέθετε, παρά το γεγονός ότι είχαν μεν ανεγερθεί εις το, επί της οδού .... της περιοχής ..... Αθηνών, οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της επί του οικοπέδου αυτού πολυκατοικίας είχε γίνει με την συμβολή του και χρήματα του, τα οποία προέρχονται από την εργασία του και κατά συνέπεια έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Εις την ίδια δε αίτηση ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ψευδώς ότι η πώληση και των υπολοίπων οριζοντίων στοιχείων από την εγκαλούσα ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών θα καθιστούσε ανενεργό κάθε κατ' αυτής δικαίωμα του και αξίωσή του. Η συζήτηση της αίτησης αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίσθηκε για την 6η Νοεμβρίου 2001. Την 5η Νοεμβρίου 2001, δηλαδή μία ημέρα προ της συζήτησης της πιο πάνω αίτησης, ο εκκαλών-κατηγορούμενος με αίτηση του προς το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών ζήτησε και επέτυχε την 6η Νοεμβρίου 2001 εγγραφή υποθήκης για το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735 ευρώ επί των αναφερομένων εις την αίτηση του υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθηκών, καθώς και του υπό στοιχεία Γ-2 διαμερίσματος της πιο πάνω πολυκατοικίας. Η αίτηση δε αυτή του εκκαλούντα-κατηγορουμένου καθώς και η από 5ης Νοεμβρίου 2001 περίληψη εγγραφής υποθήκης δεν γνωστοποιήθηκαν από αυτόν εις την εγκαλούσα, όπως τούτο επιβάλλεται από την διάταξη του άρθρου 1308 του Αστικού Κώδικα. Η εγκαλούσα δε έλαβε γνώση της σχετικής εγγραφής την 13η Σεπτεμβρίου 2002 κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου. Τούτο επιβεβαιούται από τα υπ' αριθμ. ..., .... και .... πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, τα οποία έχει προσκομίσει και τα οποία φέρουν ημερομηνία την 16η Σεπτεμβρίου 2002. Από τον χρόνο δε αυτό κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση των πιο πάνω αναφερόμενων υποθηκών έως την 17η Οκτωβρίου 2002 κατά την οποία υπεβλήθη η από 15ης Οκτωβρίου 2002 έγκληση αυτής δεν παρήλθε χρόνος που υπερβαίνει την τρίμηνη προθεσμία , με συνέπεια η έγκληση αυτή να είναι εμπρόθεσμη. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι κατά τον χρόνο εκδίκασης της πιο πάνω αναφερόμενης αίτησης ο εκκαλών-κατηγορούμενος εγνώριζε ότι δια της εγγραφής υποθήκης είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα(ανεξάρτητα από τον κύριο αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά όμως το γεγονός αυτό και προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αιτήσεως, απέκρυψε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή υποθήκης εις τα ανωτέρω ακίνητα. Η απόκρυψη δε αυτή από το περιεχόμενο της αιτήσεως καθώς και από το αντίστοιχο σημείωμα του ήταν αθέμιτη ως αντίθετη προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά τη διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ., καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν έκανε γνωστή εις το Δικαστήριο την εγγραφή η αίτηση που ελέχθη, δεν θα ευδοκιμούσε τουλάχιστον ως προς το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος με τις ψευδείς παραστάσεις ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί της επικείμενης εκποίησης και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, επεδίωκε να παραπλανήσει αυτόν όπως εκδώσει απόφαση, δια της οποίας θα εγένετο δεκτή η αίτηση του η οποία ελέχθη, σκοπεύοντας με τον τρόπο αυτό να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ }αφού θα υφίστατο τότε κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας. Επειδή όμως επί της ανωτέρω αίτησης του εκκαλούντα-κατηγορουμένου εξεδόθη η υπ' αριθμ. 672/2002 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη λόγω αοριστίας του περιεχομένου της η αίτηση αυτή ο πιο πάνω σκοπός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου δεν επετεύχθη. Την 8η Μαρτίου 2002 ο εκκαλών-κατηγορούμενος ενέγραψε και δεύτερη υποθήκη εις τα προαναφερθέντα ακίνητα για το χρηματικό ποσό των 88.041,09 ευρώ. Δεν κοινοποίησε όμως ο εκκαλών-κατηγορούμενος, όπως όφειλε να πράξει, την περίληψη της εγγραφής αυτής εις την μη συμπράττουσα εγκαλούσα. Η τελευταία έλαβε γνώση την 13η Σεπτεμβρίου 2002 της πιο πάνω έγγραφης υποθήκης κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, γεγονός το οποίο επιβεβαιούται από τα προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ..., ... και .... πιστοποιητικά τα οποία προσεκόμισε και τα οποία όπως ελέχθη φέρουν ημερομηνία 16η Σεπτεμβρίου 2002. Ακολούθως ο εκκαλών-κατηγορούμενος με την από 26ης Απριλίου 2002 αίτηση του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε από το Δικαστήριο αυτό την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εν διαστάσει συζύγου της εγκαλούσας εις χείρας της ιδίας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δραχμών ήδη 293.473 ευρώ. Η αίτηση αυτή είχε το ίδιο περιεχόμενο με την από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα-κατηγορουμένου, η συζήτηση δε αυτής προσδιορίσθηκε για την 10η Ιουνίου 2002, επεδόθη δε εις την εγκαλούσα την 24η Μαΐου 2002. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας και ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ότι αυτή είχε εκποιήσει δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες την 25'1 Οκτωβρίου 2001 αντί του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών. Με την ίδια δε αίτηση ο εκκαλών-κατηγορούμενος ισχυρίζετο ότι η εγκαλούσα ετοιμάζεται να εκποιήσει και τις υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες που διέθετε παρά το γεγονός ότι είχαν ανεγερθεί εις το επί της οδού .... αριθμός ... οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της πολυκατοικίας είχε επιτευχθεί με την συμβολή του και χρήματα που προήρχοντο από την εργασία του και συνεπεία τούτου έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Πέραν των ανωτέρω ο εκκαλών-κατηγορούμενος εις την αίτηση του αυτή επεκαλείτο ότι η πώληση και των άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών, ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών, θα καθιστούσε ανενεργό κάθε δικαίωμα του και αξίωση κατά της εγκαλούσας. Εγνώριζε δε ο εκκαλών-κατηγορούμενος και εις την περίπτωση αυτή ότι δια της εγγραφής των υποθηκών είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα ανεξαρτήτως του κυρίου αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά ταύτα όμως, προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αναφερόμενης αιτήσεως, απέκρυψε δόλια από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή των υποθηκών αυτών. Η απόκρυψη δε της εγγραφής των υποθηκών αυτών τόσο από το περιεχόμενο της αιτήσεως, ότι και από το περιεχόμενο του σχετικού σημειώματος, ήταν αθέμιτη, ερχόμενη σε αντίθεση προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά την διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ. καθόσον σε αντίθετη περίπτωση; δηλαδή εάν έκανε γνωστή την εγγραφή εις το Δικαστήριο, η πιο πάνω αίτηση του δεν θα εγίνετο δεκτή τουλάχιστον κατά το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του. Με την πιο πάνω αναφερόμενη ψευδή παράσταση, περί της επικείμενης εκποιήσεως και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, προς τον δικάσαντα την ανωτέρω αίτηση Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο εκκαλών-κατηγορούμενος σκόπευε, επιδιώκοντας να παραπλανήσει αυτόν, όπως εκδώσει ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση και να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ καθόσον πλέον θα υφίστατο κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό την συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, επιτυχών τον σκοπό αυτό αφού έπεισε τον πιο πάνω Δικαστή να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6623/2003 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση αυτού και χορηγήθηκε εις αυτόν η άδεια όπως κατάσχει συντηρητικώς κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία της εγκαλούσας μέχρι του χρηματικού ποσού των 117.388 ευρώ. που αποτελεί το παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο απεκόμισε δεσμεύοντας αυτό, το οποίο είχε κατατεθεί από την εγκαλούσα εις την Τράπεζα Κύπρου με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της εγκαλούσας η οποία συνίσταται εις τον κίνδυνο οριστικής απώλειας του και εις την αποστέρηση της χρήσης του. Ενόψει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, περί εσφαλμένης εκτίμησης των προκυψάντων, από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, πραγματικών περιστατικών, εξαιτίας της οποίας κρίθηκε παραπεμπτέος εις το προαναφερθέν Δικαστήριο για να δικαστεί για τα προαναφερθέντα αδικήματα, είναι αβάσιμοι. Από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, καθώς και όσων διαλαμβάνονται εις το εκκαλούμενο βούλευμα, εις τα οποία, ως ορθά και νόμιμα αναφέρομαι κατά τα λοιπά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσια εις το ακροατήριο κατηγορίας σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις πράξεις α) της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας τελεσθείσας ενώπιον Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ και β) της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ, οι οποίες του αποδίδονται. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της απάτης μεταξύ συγγενών (υφαιρέσεως), και της απόπειρας απάτης μεταξύ συγγενών, από τις οποίες και για κάθε μια χωριστά το περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και η περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά ποσό των 73.000 ευρώ. Aπό τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθμ 1871/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42, 94, 378 και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ρητώς εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι αξιώσεις για τις οποίες ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της παθούσας συζύγου του ανερχόταν και στις δύο περιπτώσεις (απόπειρας και τετελεσμένης απάτης) στο ποσό των 100.000.000 δραχμών ή 293.470 ευρώ. Περαιτέρω προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι με την υποβολή και παραδοχή εκ μέρους του δικαστηρίου των επιμάχων αιτήσεων συντηρητικής κατασχέσεως, αφενός μεν η παθούσα στερήθηκε του δικαιώματος χρήσεως των περιουσιακών της στοιχείων, αφ' ετέρου δε δημιουργήθηκε κίνδυνος οριστικής απώλειάς των. Οι λοιπές στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 82/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 7 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει, ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Με την έννοια αυτή, περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου, με την παραπλάνηση του δικαστή στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, όταν υποβάλλονται ψευδείς ισχυρισμοί, που υποστηρίζονται με επίκληση και προσαγωγή εν γνώσει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και γνησίων, πλην όμως ανακριβών κατά το περιεχόμενό τους. Η κατά τα ανωτέρω απάτη συντελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν τα μέσα αποδείξεως και την αποδεικτική δύναμη αυτών, το δε δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλομένων ισχυρισμών, η οποία σχηματίζεται με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχύει και στη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων παραπλανάται το δικαστήριο και προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ, όταν το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς ή δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται απόπειρα απάτης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, το έγκλημα της απάτης φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, το βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να εκτίθεται τι προέκυπτε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει σωστά στην εφαρμοσθείσα διάταξη τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 45/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθ. 1871/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος των πράξεων της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, τελεσθείσας ενώπιον του δικαστηρίου μεταξύ συγγενών (συζύγων) από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) και της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου μεταξύ συγγενών (συζύγων) από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος, Χ1 και η εγκαλούσα τέλεσαν την 18ην Ιανουαρίου 1970 εις την Αθήνα νόμιμο γάμο. Από την 4η Ιουλίου 2001 η έγγαμη συμβίωση αυτών διεκόπη, έκτοτε δε υφίσταται μεταξύ των δικαστική διαμάχη ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Την 29 Νοεμβρίου 2001 επεδόθη εις την εγκαλούσα η από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα - κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζητούσε την άδεια εγγραφής συντηρητικής κατασχέσεως κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εγκαλούσας, εις χείρας της ίδιας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δρχ. ή 293.470 ευρώ. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, περαιτέρω δε ο εκκαλών - κατηγορούμενος με την αίτηση αυτή επεκαλείτο ότι αυτή (εγκαλούσα) είχε εκποιήσει την 25η Οκτωβρίου 2001 δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες έναντι του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών και επρόκειτο να εκποιήσει και τις υπόλοιπες τις οποίες διέθετε παρά το γεγονός ότι είχαν μεν ανεγερθεί εις το, επί της οδού .... της περιοχής ..... Αθηνών, οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της επί του οικοπέδου αυτού πολυκατοικίας είχε γίνει με την συμβολή του και χρήματά του, τα οποία προέρχονται από την εργασία του και κατά συνέπεια έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Εις την ίδια δε αίτηση ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ψευδώς ότι η πώληση και των υπολοίπων οριζοντίων στοιχείων από την εγκαλούσα ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών θα καθιστούσε ανενεργό κάθε κατ' αυτής δικαίωμα του και αξίωσής του. Η συζήτηση της αίτησης αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίσθηκε για την 6η Νοεμβρίου 2001. Την 5η Νοεμβρίου 2001, δηλαδή μία ημέρα προ της συζήτησης της πιο πάνω αίτησης, ο εκκαλών-κατηγορούμενος με αίτησή του προς το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών ζήτησε και επέτυχε την 6η Νοεμβρίου 2001 εγγραφή υποθήκης για το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735 ευρώ επί των αναφερομένων εις την αίτηση του υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθηκών καθώς και του υπό στοιχεία Γ-2 διαμερίσματος της πιο πάνω πολυκατοικίας. Η αίτηση δε αυτή του εκκαλούντα-κατηγορουμένου καθώς και η από 5ης Νοεμβρίου 2001 περίληψη εγγραφής υποθήκης δεν γνωστοποιήθηκαν από αυτόν εις την εγκαλούσα, όπως τούτο επιβάλλεται από την διάταξη του άρθρου 1308 του Αστικού Κώδικα. Η εγκαλούσα δε, έλαβε γνώση της σχετικής εγγραφής την 13η Σεπτεμβρίου 2002 κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου. Τούτο επιβεβαιούται από τα υπ' αριθμ. ...., .... και ..... πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, τα οποία έχει προσκομίσει και τα οποία φέρουν ημερομηνία την 16η Σεπτεμβρίου 2002. Από τον χρόνο δε αυτό, κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση των πιο πάνω αναφερόμενων υποθηκών, έως την 17η Οκτωβρίου 2002, κατά την οποία υπεβλήθη η από 15ης Οκτωβρίου 2002 έγκληση αυτής, δεν παρήλθε χρόνος που υπερβαίνει την τρίμηνη προθεσμία, με συνέπεια η έγκληση αυτή να είναι εμπρόθεσμη. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, κατά τον χρόνο εκδίκασης της πιο πάνω αναφερόμενης αίτησης, ο εκκαλών-κατηγορούμενος γνώριζε ότι δια της εγγραφής υποθήκης είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα, ανεξάρτητα από τον κύριο αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά όμως το γεγονός αυτό και προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αιτήσεως, απέκρυψε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή υποθήκης εις τα ανωτέρω ακίνητα. Η απόκρυψη δε αυτή από το περιεχόμενο της αιτήσεως καθώς και από το αντίστοιχο σημείωμά του ήταν αθέμιτη, ως αντίθετη προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά τη διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, εάν έκανε γνωστή εις το Δικαστήριο την εγγραφή, η αίτηση που ελέχθη δεν θα ευδοκιμούσε τουλάχιστον ως προς το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος με τις ψευδείς παραστάσεις ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί της επικείμενης εκποίησης και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, επεδίωκε να παραπλανήσει αυτόν όπως εκδώσει απόφαση, δια της οποίας θα εγένετο δεκτή η αίτησή του η οποία ελέχθη, σκοπεύοντας με τον τρόπο αυτό να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ, αφού θα υφίστατο τότε κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας. Επειδή όμως επί της ανωτέρω αίτησης του εκκαλούντα-κατηγορουμένου εξεδόθη η υπ' αριθμ. 672/2002 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη λόγω αοριστίας του περιεχομένου της η αίτηση αυτή, ο πιο πάνω σκοπός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου δεν επετεύχθη. Την 8η Μαρτίου 2002 ο εκκαλών-κατηγορούμενος ενέγραψε και δεύτερη υποθήκη εις τα προαναφερθέντα ακίνητα για το χρηματικό ποσό των 88.041,09 ευρώ. Δεν κοινοποίησε όμως ο εκκαλών-κατηγορούμενος, όπως όφειλε να πράξει, την περίληψη της εγγραφής αυτής εις την μη συμπράττουσα εγκαλούσα. Η τελευταία έλαβε γνώση την 13η Σεπτεμβρίου 2002 της πιο πάνω έγγραφης υποθήκης, κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, γεγονός το οποίο επιβεβαιούται από τα προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ....., .... και .... πιστοποιητικά τα οποία προσεκόμισε και τα οποία, όπως ελέχθη, φέρουν ημερομηνία 16η Σεπτεμβρίου 2002. Ακολούθως, ο εκκαλών-κατηγορούμενος με την από 26ης Απριλίου 2002 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε από το Δικαστήριο αυτό τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εν διαστάσει συζύγου του, εγκαλούσας, εις χείρας της ιδίας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δραχμών ήδη 293.473 ευρώ. Η αίτηση αυτή είχε το ίδιο περιεχόμενο με την από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα - κατηγορουμένου η συζήτηση δε αυτής προσδιορίσθηκε για την 10η Ιουνίου 2002, επεδόθη δε εις την εγκαλούσα την 24η Μαΐου 2002. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας και ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ότι αυτή είχε εκποιήσει δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες την 25η Οκτωβρίου 2001, αντί του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών. Με την ίδια δε αίτηση, ο εκκαλών-κατηγορούμενος ισχυρίζετο ότι η εγκαλούσα ετοιμάζεται να εκποιήσει και τις υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες που διέθετε, παρά το γεγονός ότι είχαν ανεγερθεί εις το επί της οδού ... αριθμός .. οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της πολυκατοικίας είχε επιτευχθεί με την συμβολή του και χρήματα που προήρχοντο από την εργασία του και συνεπεία τούτου έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Πέραν των ανωτέρω, ο εκκαλών-κατηγορούμενος, εις την αίτηση του αυτή επεκαλείτο ότι η πώληση και των άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών θα καθιστούσε ανενεργό κάθε δικαίωμά του και αξίωση κατά της εγκαλούσας. Εγνώριζε δε ο εκκαλών-κατηγορούμενος και εις την περίπτωση αυτή, ότι δια της εγγραφής των υποθηκών είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα, ανεξαρτήτως του κυρίου αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά ταύτα όμως, προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αναφερόμενης αιτήσεως, απέκρυψε δόλια από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή των υποθηκών αυτών. Η απόκρυψη δε της εγγραφής των υποθηκών αυτών, τόσο από το περιεχόμενο της αιτήσεως, όσο και από το περιεχόμενο του σχετικού σημειώματος ήταν αθέμιτη, ερχόμενη σε αντίθεση προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά την διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν έκανε γνωστή την εγγραφή εις το Δικαστήριο, η πιο πάνω αίτησή του δεν θα εγίνετο δεκτή, τουλάχιστον κατά το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του. Με την πιο πάνω αναφερόμενη ψευδή παράσταση, περί της επικείμενης εκποιήσεως και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, προς τον δικάσαντα την ανωτέρω αίτηση Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο εκκαλών-κατηγορούμενος σκόπευε, επιδιώκοντας να παραπλανήσει αυτόν, όπως εκδώσει ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση και να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ, καθόσον πλέον θα υφίστατο κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό την συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, επιτυχών τον σκοπό αυτό, αφού έπεισε τον πιο πάνω Δικαστή να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6623/2003 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση αυτού και χορηγήθηκε εις αυτόν η άδεια όπως κατάσχει συντηρητικώς κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία της εγκαλούσας μέχρι του χρηματικού ποσού των 117.388 ευρώ, που αποτελεί το παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο απεκόμισε δεσμεύοντας αυτό, το οποίο είχε κατατεθεί από την εγκαλούσα εις την Τράπεζα Κύπρου, με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της εγκαλούσας, η οποία συνίσταται εις τον κίνδυνο οριστικής απώλειάς του και εις την αποστέρηση της χρήσης του. Ενόψει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, περί εσφαλμένης εκτίμησης των προκυψάντων, από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, πραγματικών περιστατικών, εξαιτίας της οποίας κρίθηκε παραπεμπτέος εις το προαναφερθέν Δικαστήριο για να δικαστεί για τα προαναφερθέντα αδικήματα, είναι αβάσιμοι. Από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, καθώς και όσων διαλαμβάνονται εις το εκκαλούμενο βούλευμα, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσια εις το ακροατήριο κατηγορίας σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις πράξεις α) της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας τελεσθείσας ενώπιον Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ και β) της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων, εκ της οποίας το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ, οι οποίες του αποδίδονται. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο εν λόγω βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και σχημάτισε την κρίση για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων, παραθέτει δε, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27, 42, 94, 378, 386 παρ. 1 και 3 και 393 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, ρητώς εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι αξιώσεις για τις οποίες ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της παθούσας συζύγου, που ανερχόταν και στις δύο περιπτώσεις (απόπειρας και τετελεσμένης απάτης) στο ποσό των 100.000.000 δρχ. ή 293.470 ευρώ. Περαιτέρω, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι με την υποβολή και παραδοχή εκ μέρους του δικαστηρίου των επίμαχων αιτήσεων συντηρητικής κατασχέσεως, αφενός μεν η παθούσα στερήθηκε του δικαιώματος χρήσεως των περιουσιακών στοιχείων, αφετέρου δε δημιουργήθηκε κίνδυνος οριστικής απώλειάς τους. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές, στην κρινόμενη αίτηση, διαλαμβανόμενες αιτιάσεις, που, με την επίμαχη της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττουν την περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 82/23.3.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή του αναιρεσείοντος για κακουργηματική απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
Αριθμός 1542/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, πρώην δικηγόρου, κατοίκου Κερκύρας και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κερκύρας, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1532/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 475/28.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιόν σας, με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με την διάταξιν του άρθρ. 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθ. 166/2007 αίτησιν αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κερκύρας, κατά του υπ'αριθμόν 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απερρίφθη, ως απαράδεκτος, η με αριθ. 501/10-11-2006 έφεσίς του κατά του υπ'αριθ. 1961/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών, όπου κρατείται, συνταχθείσης προς τούτο της από 16-7-2007 εκθέσεως. Ι) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 317 παρ. 1, 476, 481 παρ. 1 και 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο της εφέσεως επιτρέπεται μόνο αίτηση αναιρέσεως, ως λόγοι της οποίας δεν μπορούν να προβληθούν αιτιάσεις που αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης, αλλά μόνον η αιτίαση ότι η απόρριψη της εφέσεως κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτης είναι παράνομη. Αν υπάρχουν στην αίτηση αναιρέσεως και λόγοι που αναφέρονται σε άλλες πλημμέλειες και δη στην ουσία της υποθέσεως, η προβολή των είναι απαράδεκτη (Α.Π. 1304/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 517). Εξάλλου κατά το άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ. στην έκθεση του ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο γενικός και επιτακτικός, για όλα τα ένδικα μέσα, κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, πρέπει να εκτίθενται στην ίδια την έκθεση ασκήσεως αυτού και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Ειδικότερα, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου θα πρέπει να εκτίθεται ένας τουλάχιστον λόγος ο οποίος περαιτέρω, να είναι ορισμένος, δηλαδή να εξειδικεύει το ουσιαστικό ή νομικό σφάλμα που προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς όμως να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της προβαλλόμενης νομικής πλημμέλειας, αφού, άλλωστε αποτελεί περαιτέρω υποχρέωση του δικαστηρίου του ενδίκου μέσου, να ελέγξει την νομιμότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος. Επομένως, λόγοι οι οποίοι αναφέρονται σε άλλο έγγραφο και δη στο υπόμνημα δεν λαμβάνονται υπ'όψιν από το δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, εκτός αν στην έκθεση του ενδίκου μέσου γίνεται ειδική αναφορά στο έγγραφο αυτό και επί πλέον φέρει την υπογραφή του γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο, καθώς και αν πρόκειται για λόγους που ενδεχομένως εξετάζονται αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 484 παρ. 2 Κ.Π.Δ.), με την προϋπόθεση βέβαια ότι στην έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου, περιλαμβάνεται ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος. Εξάλλου, η απλή συρραφή του υπομνήματος στην έκθεση δεν ενσωματώνει τους λόγους στην έκθεση πολύ δε περισσότερο, όταν το υπόμνημα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν φέρει ούτε την υπογραφή του γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο (Α.Π. 450/2006 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 977, Α.Π. 2122/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 596). Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης πρέπει στην δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχονται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους στο άρθρ. 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ., λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια δεν αρκεί. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναίρεσης είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης (Α.Π. 744/05 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 1017). 'Ετσι το Συμβούλιο Εφετών ορθώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, στην υπό κρίση υπόθεση, την εισαγγελική (στο σύνολό της) πρόταση, η οποία έκρινε απαράδεκτη και ως εκ τούτου μη λαμβανόμενη υπ'όψιν, για την ουσιαστική έρευνα και αξιολόγησή της, τους λόγους που διατυπώνονται στο από 10-11-2006 υπόμνημα του αναιρεσείοντος και όχι στην έκθεση εφέσεως και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει αρνητική υπέρβασιν εξουσίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ.), γιατί το Συμβούλιο δεν εξήτασε τους λόγους εφέσεως που περιέχονται στο ως άνω υπόμνημα και όχι στην έκθεση εφέσεως, καθώς και ο δεύτερος λόγος που αναφέρεται στην εντεύθεν παραβίασιν των δικαιωμάτων του εκ της διατάξεως του άρθρ. 13 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τέλος, ο τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται στο κύρος της προδικασίας, που, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ώφειλε το Συμβούλιον να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, όπως διατυπώθηκαν στην έκθεση, είναι τελείως αόριστοι και ως εκ τούτου απαράδεκτοι αφού όλως αορίστως γίνεται επίκλησις των εκ των άρθρ. 132 επ. Κ.Π.Δ. ακυροτήτων, χωρίς να προσδιορίζονται παράλληλα αι ακυρότητες αυτές και επί πλέον υπό το πρόσχημα και την επίκληση της απολύτου ακυρότητος πλήσσεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία όμως δεν στοιχειοθετεί λόγον αναιρέσεως. Είναι επίσης απαράδεκτος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου που το αρμόδιο ως άνω Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προέβη εις την ακύρωσιν του πρωτοδίκου βουλεύματος με αριθμό 1961/2005 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατ'εφαρμογήν του άρθρ. 317 παρ. 2 Κ.Π.Δ., καθ'όσον η εφαρμογή της διατάξεως αυτής αναφέρεται μόνον εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος δεν ησκήθη έφεσις και εφόσον κατά την θεώρησιν της κατηγορίας από τον αρμόδιο Εισαγγελέα διαπιστωθούν αι περιγραφόμενες εις τούτο πλημμέλειες, τότε αποφαίνεται επ'αυτών το αρμόδιον Συμβούλιο Εφετών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως, ως αβάσιμη, εις το σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως ουσιαστικώς αβάσιμος, η με αριθ. 166/16-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Φυλακή Κερκύρας, κατά του υπ'αριθ. 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι 14 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 38 του ν. 3160/2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ως απαράδεκτη. Δηλαδή αναίρεση επιτρέπεται πλέον μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, και όχι και κατά βουλεύματος που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι κατά το άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κ.Ποιν.Δ "η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα", αφού η πιο πάνω παράγραφος 2 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ., πριν αντικατασταθεί, κατά τα προεκτιθέμενα, όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και έτσι, με την αντικατάσταση αυτή, εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός άλλων περιπτώσεων, εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, Χ1, με το 1961/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Κατά του εν λόγω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθ. 501/10.11.2006 έφεση, η οποία, όμως, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το 1411/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά του τελευταίου δε βουλεύματος άσκησε αυτός την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Συνεπώς, εφόσον είναι, εν προκειμένω, υποχρεωτική η ειδοποίηση - ακρόαση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και δεν έγινε, το Συμβούλιο πρέπει να απόσχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την υποβολή, κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως περί του απαραδέκτου (άρθρα 32 και 138 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση από 16 Ιουλίου 2007 αιτήσεως του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί του αναφερομένου στο σκεπτικό ζητήματος απαραδέκτου της άνω αιτήσεως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η έφεση του κατηγορουμένου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η κρινόμενη αίτηση κατά του τελευταίου βουλεύματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου είναι απαράδεκτη. Ο Εισαγγελέας με την πρότασή του παρείδε το εν λόγω απαράδεκτο, και αντί να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 476§1 ΚΠοινΔ (ειδοποίηση του αναιρεσείοντος ή του αντικλήτου του να προσέλθει στο Συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του κλπ) προτείνει την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αίτησης. Εντεύθεν, απέχει το Συμβούλιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την υποβολή σχετικώς εισαγγελικής προτάσεως περί του άνω απαραδέκτου και την ειδοποίηση του αναιρεσείοντος.
Εφέσεως απαράδεκτο
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αποχή αποφάσεως, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1541/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεόντιο Ασλανίδη, για αναίρεση της 13260/2007 αποφάσεως του (Αυτοφώρου) Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το (Αυτόφωρο) Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 969/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 82 παρ. 6 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 3δ' του ν. 2408/1996, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα και έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή η πρόστιμο μετατρέπεται περαιτέρω σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία μπορεί να μετατρέπεται σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο, μετά την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου, αποφαίνεται, είτε στην ίδια δίκη, είτε σε μεταγενέστερη, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου ή του Εισαγγελέα, για τη μετατροπή ή όχι σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής που έχει μετατραπεί ή όχι σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο (άρθρο 82 παρ. 6 ΠΚ), δεν είναι τελειωτική για την κατηγορία, όπως απαιτεί η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, ούτε υπάγεται σε κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στις παραγράφους 2 και 3 του αυτού άρθρου ή σε άλλη ειδική διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναίρεση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 13260/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20-2-2007 αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος Χ1 περί μετατροπής σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας της συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής του (φυλακίσεως 47 μηνών), η οποία καθορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 3927/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Όμως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 13260/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος για μετατροπή της συνολικής ποινής φυλακίσεως 47 μηνών σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας (82 § 6 ΠΚ). Η απόφαση, όμως, αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση (504 ΚΠοινΔ) και εντεύθεν είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Ποινή
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Ποινή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1540/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή (επειδή κωλύεται το μέλος της συνθέσεως Θεοδ. Γκοϊνη) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Νικόλαο Ανδρουλάκη και Στυλιανό Παπαλόη, περί αναιρέσεως της 167/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Καλαμίτση. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 495/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 167/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα γενικώς κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Οι εγκαλούντες .... και Ψ1 κατόπιν διαδοχικών συμβάσεων που κατάρτισαν με τον κατηγορούμενο, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ" Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρία ΑΧΕ" κατά το από 8-1-1996 μέχρι 14-10-1996 χρονικό διάστημα, ανέθεσαν σ' αυτόν με την ως άνω ιδιότητά του την επένδυση των διαθεσίμων κεφαλαίων τους με την αγορά από αυτόν για λογαριασμό τους εντόκων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία με βάση τις εν λόγω συμβάσεις ο κατηγορούμενος ανέλαβε να παρακαταθέσει προς φύλαξη τους σε Τραπεζικό ίδρυμα χωρίς αντίστοιχη επιβάρυνση των εγκαλούντων και ακολούθως, να δραχμοποιήσει αυτά κατά την ημερομηνία, λήξεως εκάστου, προκειμένου να τους αποδώσει τον προϊόν της ρευστοποιήσεως. Σε εκτέλεση των ιδίων συμβάσεων ο κατηγορούμενος παρέλαβε από τους εγκαλούντες τμηματικά κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό χρηματικό ποσόν των εκατόν τριών εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων (103.550.000) δρχ. Συγκεκριμένα α) στις 8-1-1996 παρέλαβε το ποσόν των επτά εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (7.500.000 ) δρχ. για τηναγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 31-12-1994 και λήξεως 31-12-1996, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 8 - 1 -1997, έναντι του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (8.865.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 18,20%, 6) την 1η-7-1996 παρέλαβε το ποσόν των δεκαεννέα εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων (19.450.000) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 31-12-1994 και λήξεως 31-12-1996, τα οποία 6α ρευστοποιούνταν στις 27-12-1996, έναντι του ποσού των είκοσι ενός εκατομμυρίων εκατόν δέκα χιλιάδων (21.110.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,30%, γ) στις 17-7-1996 παρέλαβε το ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000 ) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 30-1-1994 και λήξεως 30-1-1997, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 17-1-1997, έναντι του ποσού των δέκα εκατομμυρίων οκτακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων (10.877.000) δρχ, δηλαδή με ετήσια απόδοση 17, 30%, δ) στις 2-10-1996 παρέλαβε το ποσόν των "τριάντα δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων (32.550.000) δρχ. νια την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 12-4-1993 και λήξεως 12-4-1998, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 12-4-1997, έναντι του ποσού των τριάντα πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων (35.546.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,50% και ε) στις 14-10-1996 παρέλαβε το ποσόν των εικοσιενός εκατομμυρίων (21.000.000) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 30-4-1994 και λήξεως 30-4-997, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 30-4-1997, έναντι του ποσού των είκοσι δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων (22.995.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,50%.Ενδιαμέσως, στις 31-5-1996 παρέλαβε από τον δεύτερο εγκαλούντα το ποσόν των δεκατριών εκατομμυρίων πενήντα χιλιάδων (13.050.000) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 30-11-1995 και λήξεως 30-11-1997, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 30-11-1996, έναντι του ποσού των δεκατεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν ενενήντα πέντε χιλιάδων (14.195.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,50% πραγματικά περιστατικά, την αλήθεια των οποίων αποδέχεται και ο κατηγορούμενος. Κατά την λήξη των ομολόγων οι εγκαλούντες ζήτησαν από τον κατηγορούμενο την απόδοση του ποσού των εκατόν δεκατριών εκατομμυρίων πεντακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων (113.588.000) δρχ, στο οποίο έπρεπε, όπως συνομολογείται, να ανέρχεται το σύνολο της επένδυσης τους με συνυπολογισμό και της απόδοσης εκάστου τίτλου στο κεφάλαιο αγοράς του, άλλως, για την περίπτωση που τα ομόλογα δεν είχαν ρευστοποιηθεί ακόμα, αυτούσια τα αξιόγραφα. Ο κατηγορούμενος, τίποτε δεν απέδωσε. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αγόρασε για λογαριασμό των εγκαλούντων συμφωνημένους τίτλους, τους οποίους κατέθεσε σε λογαριασμό της εταιρίας του τηρούμενο στην Εμπορική Τράπεζα Α.Ε., αλλά δεν ηδυνήθη να αποδώσει αυτούς ή το προϊόν της ρευστοποιήσεώς τους στους εγκαλούντες για το λόγο ότι όταν εμφανίστηκαν οι οικονομικές δυσχέρειες που οδήγησαν στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Χρηματιστηριακής Εταιρίας "ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ", η Εμπορική Τράπεζα ΑΕ ρευστοποίησε η ίδια τους κατατεθέντες σ' αυτήν τίτλους και παρακράτησε το προϊόν της δραχμοποιήσεως σε εξόφληση δικών της απαιτήσεων κατά της εταιρίας αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως κατ'ουσίαν αβάσιμος και τούτο, για το λόγο ότι κατά το αναγνωσθέν στο ακροατήριο και προς τον 2° των εγκαλούντων απευθυνόμενο από ... έγγραφο της Τραπέζης της Ελλάδος, τα αναφερόμενα ομόλογα, που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος προς τους εγκαλούντες ότι προμηθεύτηκε για λογαριασμό τους δεν αντιστοιχούν σε εκδόσεις τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Άλλωστε ο κατηγορούμενος, δεν προσκομίζει, παρότι θα του ήταν ευχερές, καμία έγγραφη βεβαίωση της Εμπορικής Τράπεζας Α.Ε., από την οποία να επιβεβαιώνεται ότι πράγματι η Τράπεζα αυτή δέχθηκε προς φύλαξη τίτλους που είχαν αγοραστεί για λογαριασμό των εγκαλούντων ή ότι δέχθηκε οποιουσδήποτε τίτλους αγορασμένους από την εταιρία του, σε χρονικά σημεία συμπίπτοντα με τους χρόνους καταβολής των επίμαχων χρηματικών ποσών ή ότι ρευστοποίησε η ίδια τίτλους που η εταιρία "ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ" είχε παρακαταθέσει. Επομένως ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των εν λόγω συμβάσεων, ουδέποτε αγόρασε με τα εν λόγω χρηματικά ποσά έντοκα ομόλογα για λογαριασμό των εγκαλούντων, αλλά αντιθέτως ιδιοποιήθηκε, χωρίς δικαίωμα, τα χρήματα αυτά που περιήλθαν στην κατοχή του δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων αμέσως μόλις τα έλαβε. Από το γεγονός τούτο αφενός μεν βεβαιώνεται ο σκοπός του κατηγορουμένου παρανόμου ιδιοποιήσεως των επίμαχων χρηματικών ποσών, χωρίς εντεύθεν η συμπεριφορά του αυτή να συνδέεται με επιγενόμενη αδυναμία του να επιστρέψει τα ληφθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία είχαν εμπιστευθεί σε αυτόν οι εγκαλούντες ως εντολοδόχο τους. Ο δόλος αυτός του κατηγορουμένου της παρανόμου ιδιοποιήσεως των χρηματικών ποσών εκφράστηκε κάθε φορά ταυτόχρονα με την λήψη εκάστοτε των χρηματικών ποσών κατά τις παραπάνω σημειούμενες ημερομηνίες. Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2δ' του ΠΚ, ήτοι ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, επέβαλε σ' αυτόν ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 98 375 παρ. 1 β και 2 του ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο παραβίασε. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος δε που με αυτόν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση της υποθέσεως, είναι απαράδεκτος. ΙΙ. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) την βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο λαμβάνει υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη την βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επί πλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν, έστω και αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια του άρθρου 83 εδ. γ' ΠΚ, μετά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο της από το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. δ' ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, επέβαλε, αντί της ποινής φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών, την τοιαύτη του ελαχίστου της ποινής καθείρξεως των 5 ετών. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 167/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με την ιδιότητα του εντολοδόχου. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας αναφορικά με την επιμέτρηση της ποινής του αναιρεσείοντος.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Υπεξαίρεση.
1
Αριθμός 1539/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειου Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ταπόγλου, περί αναιρέσεως της 1450/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ2 και 2. Χ3 και 3. Χ4.Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1690/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 216 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου απαιτείται αντικειμενικώς μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιωμάτων που προστατεύονται από το νόμο, ασχέτως αν επετεύχθη ή όχι η παραπλάνηση. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών... Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται?α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει, με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης), παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε επιζήμια για τον παθόντα πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Γεγονότα δε, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, είναι πραγματικά περιστατικά, αναφερόμενα στο παρελθόν ή το παρόν, ήτοι, πράξεις συμβάντα, πρόσωπα, ιδιότητες, καταστάσεις ή οιαδήποτε άλλα αντικείμενα υποπίπτοντα αμέσως ή μη στις αισθήσεις, (έχουν δηλαδή εξωτερική υπόσταση), και γ)βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή, ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος, άρα μετά από συναπόφαση πριν ή κατά την τέλεση της πράξης (Ολ. ΑΠ 50/1990). Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας? α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, δηλαδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο δικαστήριο, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και την απολογία του αναιρεσείοντος, (πολιτική αγωγή δεν παρέστη), αποδεικνύονται τα ακόλουθα? Οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων, Χ3 και Χ1, ως συνδιαχειριστές του εμπορικού καταστήματος πωλήσεως μοτοποδηλάτων και αξεσουάρ αυτών, που βρίσκεται, (στεγάζεται) στην οδό ...., αριθ. ...., στην Αθήνα, είχαν υπογράψει συμβάσεις με την Εμπορική Τράπεζα ΑΕ, την Τράπεζα Πίστεως και την Εθνική Τράπεζα ΑΕ, δυνάμει των οποίων η επιχείρησή τους αναλάμβανε την υποχρέωση να πραγματοποιεί πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών με αποδοχή πιστωτικών καρτών (ΕΜΠΟΡΟΚΑΡΤΑ, ΕΘΝΟΚΑΡΤΑ, MASTER CARD),οι δε τράπεζες υποχρεούντο να εξοφλούν τις σχετικές αποδείξεις αγορών από την επιχείρησή τους, που πραγματοποιούντο με τις πιστωτικές αυτές κάρτες. Έτσι, στις 23-12-1999, στην Αθήνα, οι άνω κατηγορούμενοι από κοινού, με σκοπό το παράνομο περιουσιακό τους όφελος, έβλαψαν της περιουσία της Εμπορικής Τράπεζας κατά το ποσό των 314.000 δρχ., της ήδη ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ κατά το ποσό των 334.000 δρχ., και της Εθνικής Τράπεζας κατά το ποσό των 769.000 δρχ., πείθοντας τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτών σε πράξεις, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών. Δηλαδή, κατά τον πιο πάνω χρόνο οι άνω δύο κατηγορούμενοι, χρησιμοποιώντας πλαστές πιστωτικές κάρτες και πλαστές αποδείξεις συναλλαγών, προσκόμισαν στους αρμοδίους υπαλλήλους των άνω τραπεζών τις πλαστές αυτές αποδείξεις αγορών, που εκτίθενται στο διατακτικό και τους παραπλάνησαν, πείθοντας αυτούς ότι οι δικαιούχοι των πιστωτικών καρτών που αναφέρονται στις αποδείξεις, είχαν δήθεν αγοράσει εμπορεύματα από την επιχείρησή τους και είχαν υπογράψει τις σχετικές αποδείξεις. Αποτέλεσμα ήταν οι τράπεζες να καταβάλουν στους άνω κατηγορουμένους τα αναγραφόμενα στις αποδείξεις χρηματικά ποσά. Όπως δε αποδείχθηκε, οι δικαιούχοι των γνήσιων πιστωτικών καρτών, δεν αναγνώρισαν ότι είχαν πραγματοποιήσει τις συναλλαγές αυτές. Έτσι οι άνω κατηγορούμενοι αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ποσού 1.417.000 δρχ., ισόποσο με τα ποσά που χρεώνονταν οι δικαιούχοι των πιστωτικών καρτών και με ισόποση βλάβη της περιουσίας της κάθε τράπεζας, που κατέβαλε τα ποσά που είχαν πιστωθεί οι δικαιούχοι των πιστωτικών καρτών, τελούντες εν γνώσει (οι κατηγορούμενοι), ότι χρησιμοποιούσαν πλαστές πιστωτικές κάρτες και πλαστές αποδείξεις συναλλαγών (αγορών). Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι απάτης από κοινού, κατ' εξακολούθηση, και χρήσεως πλαστών εγγράφων από κοινού, κατ' εξακολούθηση....." Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις της απάτης από κοινού, κατ' εξακολούθηση, και χρήσης πλαστών εγγράφων από κοινού, κατ' εξακολούθηση, και του επέβαλε ποινές φυλακίσεως ενός έτους για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πλημμεληματικών πράξεων της απάτης από κοινού, κατ' εξακολούθηση, και της χρήσης πλαστών εγγράφων από κοινού, όπως γι' αυτές καταδικάστηκε τελικώς ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, τα οποία υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, 45, 94, 98, 216 παρ 2 και 386 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νομίμου βάσεως. Μάλιστα το εφετείο εκθέτει στην προσβαλλομένη απόφασή του τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την διαδικασία, από τα οποία επείσθη για τη γνώση του αναιρεσείοντος, με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης), η οποία προκύπτει από τη φύση του πράγματος, αφού, κατά τις κρίσιμες παραδοχές της απόφασης οι αποδείξεις που προσκόμισαν οι κατηγορούμενοι στις τράπεζες δεν αφορούσαν πραγματικές συναλλαγές, αιτιολογείται δε περαιτέρω και ο σκοπός παραπλανήσεως με τη χρήση των πλαστών εγγράφων, αφού κατά τις κρίσιμες παραδοχές της απόφασης χρησιμοποιούσαν οι κατηγορούμενοι πλαστές πιστωτικές κάρτες και πλαστές αποδείξεις συναλλαγών, τις οποίες προσκόμισαν στις Τράπεζες για να εισπράξουν τα αναγραφόμενα στις τελευταίες χρηματικά ποσά. Δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με το ισχυρισμό του ότι η συμμετοχή του στην επί της οδού .... επιχείρηση ήταν τυπική, ενώ ουσιαστικώς αυτή ανήκε στο συγκατηγορούμενό του, (ο οποίος συνιστά άρνηση), πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απαράδεκτος. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ είναι αβάσιμοι. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-9-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1450/2007 αποφάσεως του Β Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη από κοινού και χρήση πλαστών εγγράφων, κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι από το άθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ και Ε λόγοι αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1538/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1, και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 414/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 741/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 242/15-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' αρθρ 485 & 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 93 και 94/12-4-2007 αιτήσεις των Χ1 του Χ2, για αναίρεση του με αριθμ. 414/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 529 και 530/2005 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 2919/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 5.000.000 δρχμ. η 73.370 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιο των κατηγορουμένων που είχε προς τούτου ειδική εντολή η οποία επισυνάπτεται στις εκθέσεις αναιρέσεων και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως , της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 περ. δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές και συνεκδικαστέες γιατί είναι συναφείς και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος. Ο προβαλλόμενος λόγος συνίσταται όπως αναφέρεται στις αιτήσεις αναίρεσης στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης, ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά, ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του ότι δεν εκτιμήθηκε το περιεχόμενο των εγγράφων που είχαν προσκομίσει και ότι δεν εκτιμήθηκε από το ποροσβαλλόμενο βούλευμα η εμπλοκή της ''Ληδα ΑΕΛΔΕ'' η οποία βασικά ήταν η εταιρεία διαβίβασης των εντολών του μηνυτή προς την ''Ακρόπολις Χρηματιστηριακή ΑΕΠΕΥ'' της οποίας πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος ήταν οι αντίστοιχα αναιρεσείοντες. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά τον χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913 /2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003, ΑΠ 190/2005) Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Οι αναιρεσείοντες με τις ιδιότητες του Προέδρου και του Διευθύνοντας Συμβούλου της ''Ακρόπολις Χρηματιστηριακής ΑΕΠΕΥ'' συνήψαν σύμβαση συνεργασίας με την ''Λήδα ΑΕΛΔΕ'' της οποίας Πρόεδρος του Δ.Σ ήταν ο υιός του μηνυτή ........ Στά πλαίσια της συνεργασίας των δύο εταιρειών ο μηνυτής με την με ημερομηνία .... εξουσιοδότηση του παρείχε προς την ''Λήδα ΑΕΛΔΕ'' την εντολή να προβαίνει για λογαριασμό του διάφορες πράξεις χρηματιστηριακού περιεχομένου μεταξύ των οποίων αγορές και πωλήσεις διαφόρων μετοχών και παράλληλα καταρτίστηκε σύμβαση μεταξύ του και της ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ'' για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και για άνοιγμα στο Κεντρικό αποθετήριο Αξιών Αθηνών Μερίδας επενδυτή στο σύστημα άϋλων τίτλων όπως και Λογιαριασμός αξιών στο όνομα του εγκαλούντα. Μέσα στα πλαίσια της σύμβασης αυτής από την ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ'' ενεργήθηκαν διάφορες χρηματιστηριακές πράξεις κυρίως αγορές και πωλήσεις μετοχών από τους αναιρεσείοντες στο όνομα του μηνυτή για τις οποίες ο μηνυτής λέγει ότι δεν τελούσε σε γνώση και ότι για την διενέργειά τους οι αναιρεσείοντες τον εξαπάτησαν γιατί του παρέστησαν ότι οι εξουσιοδοτήσεις για το άνοιγμα της μερίδας και του κωδικού των χρηματιστηριακών συναλλαγών δεν τους παρείχε άλλο δικαίωμα παρά μόνο το παραπάνω και ότι για την διενέργεια οποιασδήποτε χρηματιστηριακής συναλλαγής απαιτούνταν ρητή εντολή του ενώ συνέβαινε το εντελώς αντίθετο και ότι αυτοί ενήργησαν εν αγνοία του και χωρίς την έγκριση του χρηματιστηριακές συναλλαγές αγοράς και πώλησης διαφόρων μετοχών για τις οποίες δεν τελούσε σε γνώση ύψους άνω των 240.000.000 όπως αναλυτικά αυτές αναφέρονται σε ενσωματωμένη στο βούλευμα χρηματιστηριακή καρτέλα και από τις οποίες ζημιώθηκε ποσό άνω των 21.500.000 δραχμών και περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίπτει τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων περί του ότι στην χρηματιστηριακή καρτέλα, περιέχονται χρηματιστηριακές πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν μετά από εντολές της ''Λήδας ΑΕΛΔΕ '' και ότι η εταιρεία αυτή έχει εισπράξει με τα με αριθμ. ...,...,...,....τιμολόγια υπηρεσιών της ''κανονικά τις δικαιούμενες από αυτήν προμήθειες για όλες τις συναλλαγές όπως επίσης και τα προσκομιζόμενα πινακίδια εντολών'' εντολόχαρτα'' αποτελούν αποδείξεις εκτέλεσης εντολών του μηνυτή'' μέσω της ''Λήδας ΑΕΛΔΕ'' ως ουσιαστικούς αβάσιμους γιατί τόσο αυτά όσο και από τα προσκομισθέντα εντολόχαρτα όπως και άλλα παραστατικά τα οποία προσκομίστηκαν σχετικά με τις συναλλαγές προέκυψε ότι είναι παραστατικά τα οποία ''κόβονται '' και διατηρούνται από την ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ'' και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ''ισχυρά'' αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι ο μηνυτής τους παρέσχε την εντολή να διενεργήσουν τις συγκεκριμένες χρηματιστηριακές συναλλαγές στο όνομα του πλην την ενεργοποίηση του κωδικού χρηματιστηριακών συναλλαγών. Περαιτέρω στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα αναφέρεται ότι μεταξύ των αναιρεσειόντων, και των υπευθύνων της ''Λήδας ΑΕΛΔΕ '' ανταλλάχθηκαν διάφορα εξώδικα με περιεχόμενο διεκδικήσεις εκατέρωθεν διαφόρων ποσών μεταξύ των οποίων και τα επίδικα και στο τέλος η ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ'' δηλ. οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν σχετική αγωγή κατά της 'Λήδα ΑΕΛΔΕ'' και του μηνυτή για οφειλόμενα από χρηματιστηριακές συναλλαγές για τις οποίες ο μηνυτής λέει ότι τις διενήργησε η ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ'' χωρίς την γνώση του και την συναίνεση του για την οποία δεν έχει εκδοθεί σχετική απόφαση. Επίσης αναφέρεται ότι πλέον της πρώτης κατατέθηκε και άλλη αγωγή από την ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ'' κατά του μηνυτή για καταδολίευση δανειστών για την οποία δεν έχει επίσης εκδοθεί απόφαση. Από τα παραπάνω εκτεθέντα στο προσβαλλόμενο βούλευμα όπως εκτίθενται τα περιστατικά τα οποία φέρονται ότι προέκυψαν σε συνδυασμό προς τα από τους αναιρεσείοντες υποστηριζόμενα περί της μη πλήρους και σαφούς έκθεσης των περιστατικών σχετικά με την εμπλοκή της ''Λήδας ΑΕΛΔΕ'' εταιρείας προς την οποία ο μηνυτής είχε δώσει εξουσιοδότηση και εντολή για την διαβίβαση εντολών προς την εταιρεία των αναιρεσειόντων , δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη και σαφή περιστατικά που να δικαιολογούν το ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις την στιγμή που η ΑΕΛΔΕ αυτή ανήκε σε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του μηνυτή όπως επίσης δεν δικαιολογείται επαρκώς η εμπλοκή της, του γεγονότος τούτου προκύπτοντος εκ του γεγονότος ότι τα τιμολόγια είσπραξης της προμήθειας ήταν τιμολόγια της ''Λήδα ΑΕΛΔΕ'' η οποία εισέπραξε προμήθειες από χρηματιστηριακές πράξεις που έκανε η εταιρεία των αναιρεσειόντων χωρίς να εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αν ο προμήθειες εισπράχθηκαν κανονικά από αυτήν όπως και αν οι προμήθειες αυτές ήταν προμήθειες από τις επίδικες χρηματιστηριακές πράξεις οι οποίες διενεργήθηκαν με εντολές που διαβιβάστηκαν από την ''Λήδα ΑΕΛΔΕ''. Επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθεται αν η ''Λήδα ΑΕΛΔΕ'' ήταν αυτή από την οποία προήλθαν ή όχι οι εντολές για την διενέργεια των συγκεκριμένων χρηματιστηριακών πράξεων και της οποίας η συμμετοχή έπρεπε να αιτιολογηθεί ώστε από την αιτιολογία αυτή να προέκυπτε η σαφής και αιτιολογημένη απόρριψη των ισχυρισμών των αναιρεσειόντων λαμβανομένου υπ' όψη ότι από πλευράς της εταιρείας ''Λήδα ΑΕΛΔΕ'' συνομολογείται ότι υπάρχουν μεταξύ αυτής και της ''Ακρόπολις ΑΕΠΕΥ '' και μεταξύ του μηνυτή και της '' Λήδα ΑΕΛΔΕ'' εκκρεμότητες με συνέπεια να υπάρχουν κενά στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και για τον λόγο αυτό οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές. Δια ταύτα Προτείνεται Α. Να γίνουν τυπικά δεκτές οι την με αριθμ. 93 και 94/12-4-2007 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1 και Χ2, κατά του 414/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , Β. Να αναιρεθεί το με αριθμ 414/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί του βούλευμα τούτου στο ίδιο Συμβούλιο προς επανάκριση συντιθέμενο από άλλους ή αυτούς που έκρινα δικαστές. Αθήνα την 21-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Οι κρινόμενες από 12-4-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, οι οποίες είναι παραδεκτές, στρεφόμενες δε κατά του αυτού με αριθμό 417/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκρινε σε δεύτερο βαθμό, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειάς τους. Οι λόγοι αναιρέσεως των δύο αιτήσεων είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Δεν είναι επομένως αναγκαία, η χωριστή για κάθε αίτηση αναφορά τους. ΙΙ . Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από'3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ) ή το περιουσιακό όφελος ή προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ.στ' ΠΚ, όπως το εδάφιο αυτό (στ') προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από'την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ.στ' του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση της πράξης υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ως άνω ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξαίρεση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περίπτωσης αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος των συμπραττόντων. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δεν είναι δε αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία, οπότε η αναφορά αυτή είναι επιβεβλημένη. ΙΙΙ.Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ.1 περ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια ή προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Στην προκείμενη περίπτωση με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίφθηκαν ως κατ'ουσίαν αβάσιμες οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του υπ'αριθμ. 2919/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι απάτης από κοινού κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ). 'Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τόσο με δικές τους σκέψεις, όσο και με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα κατ'είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας (δεν εξετάσθηκαν οι προταθέντες από τους κατηγορουμένους μάρτυρες υπερασπίσεως), έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων με υπόμνημα) "προέκυψαν σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού και κατ'εξακολούηθηση, τελεσθείσας από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ήδη 15.000 ευρώ, πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους και για την οποία παραπέμφθηκαν με το εκκαλούμενο βούλευμα. Ειδικότερα προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για το ότι αυτοί υπό την ιδιότητά τους, ο μεν πρώτος, ως διευθύνων σύμβουλος και ο δεύτερος, ως αντιπρόεδρος του Δ.ίλ της Ανώνυμης Χρηματιστηριακής εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την επωνυμία "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ" στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 3/1/2000 έως 14/4/2000, από κοινού και κατόπιν συναποφάσεως, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος και με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ1, ότι η υπογραφή συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εταιρεία "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ Α.Ε." και η δημιουργία στα πλαίσια αυτής της συμβάσεως στο κεντρικό αποθετήριο αξιών, μερίδας επενδυτή στο σύστημα "άϋλων τίτλων και λογαριασμού αξιών" στο όνομα του, δεν τους παρείχε το δικαίωμα να ενεργούν χρηματιστηριακές συναλλαγές χωρίς τη συναίνεσή του και του απέκρυψαν αθέμιτα το γεγονός ότι το άνοιγμα του προαναφερθέντος κωδικού στο όνομα του, τους έδινε αυτομάτως το δικαίωμα να διενεργούν συναλλαγές με αντικείμενο την αγορά και πώληση μετοχών για λογαριασμό του και έτσι τον έπεισαν να υπογράψει την από .... σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την εταιρεία "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ Α.Ε.", η οποία στα πλαίσια της συμβάσεως αυτής δημιούργησε κατά τα ανωτέρω στο κεντρικό αποθετήριο αξιών μερίδα επενδυτή στο προαναφερόμενο σύστημα "άϋλων τίτλων και λογαριασμών αξιών" στο όνομα του εγκαλούντα και παράλληλα την από 17/9/1999 εξουσιοδότηση, με την οποία, στα πλαίσια της εν λόγω συνεργασίας, ο ως άνω εγκαλών παρείχε προς την ανώνυμη εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών λήψεως και διαβιβάσεως εντολών με την επωνυμία "ΛΗΔΑ Α.Ε.Λ.Δ.Ε." την εντολή να προβαίνει για λογαριασμό του, στην αγορά και πώληση, μετοχών και λοιπών κινητών αξιών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεις στο χρηματιστήριο αξιών Αθηνών. Με βάση δε τις προαναφερόμενες συμβάσεις οι κατηγορούμενοι προέβησαν για λογαριασμό του εγκαλούντα και εν αγνοία αυτού σε χρηματιστηριακές συναλλαγές, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, συνολικού ύψους 240.000.000 δραχμών περίπου, όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται στην ενσωματούμενη στο εκκαλούμενο βούλευμα χρηματιστηριακή καρτέλλα του εγκαλούντα, μετά δε την εκκαθάριση του λογαριασμού της ως άνω χρηματιστηριακής καρτέλλας προέκυψε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του, ύψους 21.517.347 δραχμών και ήδη 63.147 ευρώ. Όπως όμως εκ των υστέρων αποδείχτηκε, τα ανωτέρω ήταν ψευδή και οι κατηγορούμενοι από την αρχή γνώριζαν ότι η υπογραφή των ανωτέρω δύο συμβάσεων τους παρείχε το δικαίωμα να διενεργούν αγοραπωλησίες μετοχών για λογαριασμό του εγκαλούντα, τις οποίες μάλιστα διενήργησαν χωρίς την πραγματική εντολή αυτού και χωρίς να του παράσχουν οποιαδήποτε ενημέρωση, γεγονότα τα οποία αν γνώριζε ο εγκαλών, δεν θα υπέγραφε τις εν λόγω συμβάσεις, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί αυτός κατά το πιο πάνω ποσόν των 63.147 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ωφέλεια των κατηγορουμένων, οι οποίοι, όπως προέκυψε από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό, συνεπεία της επί σειρά και μακρό χρόνο διενέργειας χρηματιστηριακών συναλλαγών, χωρίς τη συγκεκριμένη πραγματική εντολή ή συναίνεση του εγκαλούντα, τέλεσαν την πράξη της απάτης αυτής με σκοπό να ποριστούν εισόδημα, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση διαφαίνεται περαιτέρω σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Διευκρινιστικά και συμπληρωματικά μόνον και σχετικά με τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, που αποτελούν και τους λόγους εφέσεως τους, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατ' ορθή αξιολόγηση και αξιοποίηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και τα προσαχθέντα από τους κατηγορουμένους έγγραφα, τα οποία και έλαβε υπόψη εκτιμώντας αυτά ελευθέρως, σύμφωνα με τη διέπουσα την ποινική δίκη αρχή της ηθικής αποδείξεως (αρθρ. 177 Κ.Π.Δ.), κατά την οποία τα αποδεικτικά μέσα in abstacto έχουν ίση αποδεικτική δύναμη, χωρίς να υπάρχει ιεράρχηση αυτών με προκαθορισμένη αποδεικτική βαρύτητα, παρέπεμψε τους κατηγορουμένους ενώπιον του ως άνω αρμοδίου Δικαστηρίου για να δικαστούν ως υπαίτιοι κακουργηματικής απάτης, κρίνοντας ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής τους, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο για την εν λόγω πράξη. Οι κατηγορούμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους, αρνούμενοι ότι τέλεσαν την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη, ισχυρίζονται κατ' αρχήν ότι το εκκαλούμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που αυτοί προσκόμισαν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της κυρίας ανακρίσεως, μεταξύ των οποίων και 1) η από .... έγγραφη σύμβαση-εξουσιοδότηση που ο μηνυτής συνήψε με την ΛΗΔΑ Α.Ε.Λ.Δ.Ε., 2) τα έντυπα στα οποία έχουν καταγραφεί οι εντολές για αγορά και πώληση μετοχών που τους διαβίβαζε η ΛΗΔΑ ΑΕΛΔΕ για λογαριασμό του μηνυτή (εντολόχαρτα), 3) οι μηνιαίες ενημερωτικές καταστάσεις που λάβαινε ταχυδρομικά μηνυτής με τον τίτλο "συνοπτική παρουσίαση της θέσης σας", με τη συμπεριλαμβανόμενη στο σχετικό έντυπο αυτών ειδική σημείωση, σύμφωνα με την οποία, εάν ο μηνυτής είχε αντιρρήσεις για τις αναφερόμενες στις καταστάσεις αυτές ποσότητες χρεογράφων και δραχμικών υπολοίπων, θα έπρεπε να τους το γνωρίσει εντός δέκα ημερών από την παραλαβή του παρόντος, μετά την παρέλευση των οποίων η εταιρεία τους θα θεωρεί ότι αυτός συμφωνεί και αποδέχεται όλα τα παραπάνω, 4) η χρηματική καρτέλα του μηνυτή, από την οποία προκύπτει ότι αυτός έχει καταθέσει την 3/1/2000 ποσό 250.000 δραχμών και την 7/1/2000 ποσό 150.000 δραχμών προς κάλυψη του χρεωστικού σε βάρος του υπολοίπου και 5) τα υπ' αρ. .., .., . και .... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, με βάση τα οποία η ΛΗΔΑ ΑΕΛΔΕ έχει εισπράξει κανονικά προμήθεια για όλες τις συναλλαγές του μηνυτή. Οι ισχυρισμοί του. όμως αυτοί ελέγχονται ουσιαστικά αβάσιμοι πρωτίστως καθ' ότι το εκκαλούμενο βούλευμα κατά ρητή αναφορά σ' αυτό έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και μάλιστα με ειδική αναφορά σε ορισμένα απ' αυτά, αξιολογώντας και εκτιμώντας αυτά ελευθέρως και σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία κατά τον ορθότερο τρόπο, σύμφωνα με τους κανόνες της σκέψεως, της πείρας και της λογικής. Επιπρόσθετα και σχετικά με τα ανωτέρω έγγραφα, ενόψει και των διατυπωθεισών με το έγγραφο διορθωτικό-συμπληρωματικό υπόμνημα του μηνυτή αμφισβητήσεων των εγγράφων στην άνω χρηματική καρτέλλα και ιδία της καταβολής των ανωτέρω ποσών και γενικά οιουδήποτε ποσού και λοιπών αρνήσεων, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τα υπό στοιχεία 2, 3 και 4 έγγραφα, ήτοι τα εντολόχαρτα, τις μηνιαίες ενημερωτικές καταστάσεις και τη χρηματική καρτέλα του μηνυτή, καθώς και τα επίσης από τους κατηγορουμένους προσκομιζόμενα υπ' αρ. .... έντυπα εντάλματα ταμείου, τα οποία έχουν εκδοθεί από τη χρηματιστηριακή εταιρεία "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ Α.Ε." και τηρούνται με την επιμέλεια της σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 3632/1928. 1806/1988 και την κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 27 παρ. 1 του τελευταίου νόμου Υ.Α. 6280 Β'508/31.5.1989 του Υ.ΕΘν. Οικ., δεν προκύπτει άνευ ετέρου ότι ο μηνυτής με την από..... σύμβαση παρέσχε την πραγματική και ουσιαστική εντολή προς τους κατηγορουμένους να διενεργήσουν κατά το από 3/1/2000 έως 14/4/2000 χρονικό διάστημα χρηματιστηριακές συναλλαγές στο όνομα του και για λογαριασμό του, καταβάλλοντας σταδιακά την 3/1/2000 και 7/1/2000 στην προαναφερόμενη εταιρεία τους το συνολικό ποσό των 400.000 δραχμών προς ενεργοποίηση του κωδικού χρηματιστηριακών συναλλαγών στο όνομα του και περαιτέρω, ότι οι κατηγορούμενοι ενημέρωναν αυτόν (μηνυτή) για τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών με την αποστολή σ' αυτόν των μηνιαίων ενημερωτικών καταστάσεων. Και τούτο διότι, τα μεν εντολόχαρτα δεν είναι υπογεγραμμένα από τον φερόμενο εντολέα-μηνυτή, τα δε εντάλματα ταμείου, δενσυνοδεύονται από τα σχετικά εντάλματα πληρωμής, ενώπεραιτέρω δεν προσκομίζονται και αποδεικτικά επιδόσεωςκαι παραλαβής των εκδοθεισών μηνιαίων ενημερωτικώνκαταστάσεων. Πέραν των ανωτέρω εγγράφων, στις υπόκρίση εφέσεις γίνεται λόγος και για τα πινακίδιαεκτελέσεως εντολών, τα οποία επίσης προσκομίζονται απότους κατηγορουμένους, ως αποδεικτικά των δήθεν εντολώντου μηνυτή προς αυτούς. Από τα πινακίδια αυτά (πρόκειταιγια το πρώτο απόκομμα του βιβλίου τριπλότυπωνπινακιδίων της παρ. Α-4 της ΥΑ 6280/Β 508/31.5.1989 τοοποίο υπογράφεται από το χρηματιστή και προαιρετικά απότον εντολέα), τα οποία φέρουν μεν την υπογραφή τουχρηματιστηριακού εκπροσώπου της εταιρείας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ Α.Ε.", όχι όμως και την υπογραφή του μηνυτή, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι ούτος ο ίδιος ο μηνυτής έδωσε συγκεκριμένες εντολές διενέργειας των φερομένων σ' αυτά (πινακίδια) συναλλαγών, δεν προκύπτει άνευ ετέρου η χορήγηση των συγκεκριμένων εντολών. Εξάλλου, ουδείς μάρτυς υπερασπίσεως εξετάστηκε προς ενίσχυση της αποδεικτικής ισχύος των εν λόγω εγγράφων, παρά το ότι οι κατηγορούμενοι είχαν προτείνει την εξέταση μαρτύρων υπερασπίσεως, από την οποία όμως σιωπηρά παραιτήθηκαν. Αντίθετα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και· ειδικότερα αυτήν του ......, διευθύνοντος συμβούλου της ΛΗΔΑ ΑΕΛΔΕ, έχοντος ως εκ τούτου ιδία αντίληψη όσων καταθέτει, προκύπτει ότι ο μηνυτής υπέγραψε καλή τη πίστει την από .... εξουσιοδότηση-σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και τους γενικούς όρους χρηματιστηριακών συναλλαγών της χρηματιστηριακής εταιρείας "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΑΕ", με την οποία (εξουσιοδότηση-σύμβαση) φέρεται ότι παρέχει εξουσιοδότηση στην άνω εταιρεία (ΛΗΔΑ ΑΕΛΔΕ) να δίνει δια των εκπροσώπων της εντολές για αγοραπωλησίες μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών στην εταιρεία των κατηγορουμένων "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ Α.Ε.", αφού όμως προηγουμένως οι κατηγορούμενοι τον διεβεβαίωσαν ότι η υπογραφή των συμβάσεων αυτών είναι τυπική και απαιτείται απλά και μόνο για να ανοιχθεί κωδικός για χρηματιστηριακές συναλλαγές στο όνομά του στην εταιρεία τους και ότι ο ως άνω κωδικός θα ενεργοποιηθεί κατόπιν δικής του εντολής, στη συνέχεια όμως αυτοί κατά παράβαση της ως άνω προφορικής συμφωνίας τους και καθ' υπέρβαση της δοθείσας έγγραφης εντολής, προέβησαν εν αγνοία του μηνυτή στο πρόσωπο του και για λογαριασμό του σε συναλλαγές συνολικού ύψους 240.000.000 δραχμών, χωρίς προηγουμένως ο μηνυτής να τους καταβάλλει ποτέ οποιοδήποτε ποσό, χωρίς να τους δώσει κάποια συγκεκριμένη προς τούτο προφορική εντολή, όπως ειδικά είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους προφορικά (δι' ον λόγον εξάλλου δεν είχε οριστεί στην έγγραφη σύμβαση ο χρόνος ενάρξεως και λήξεως της επίμαχης συμβάσεως) και χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωσή του σχετικά με τις ως άνω πραγματοποιηθείσες απ' αυτού - συναλλαγές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στη χρηματιστηριακή καρτέλλα του χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 21.517.347 δραχμών και ήδη 63.147 ευρώ. Η πράξη αυτή τελέστηκε από τους κατηγορουμένους κατ' επάγγελμα αφού η επανειλημμένη τέλεση της επί σειρά τεσσάρων μηνών περίπου, ο μεθοδικός τρόπος και η υποδομή που είχαν διαμορφώσει (ειδικό πρόγραμμα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, παρόμοια συμπεριφορά και στην αδελφή του μηνυτή, κ.λ.π.) μαρτυρούν οργανωμένη ετοιμότητα και πρόθεση αυτών επανειλημμένης τελέσεώς της με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Ας σημειωθεί δε ότι για τη στοιχειοθέτηση της απάτης υπό τη μορφή αυτή της επιβαρυντικής περιπτώσεως του άρθρου 386 παρ. 1-3, ούτε προηγούμενη καταδίκη του δράστη για την ίδια πράξη απαιτείται, ούτε είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει διαπράξει περισσότερες από μία τέτοιες πράξεις, διότι τα κριτήρια της συνδρομής της επιβαρυντικής περιπτώσεως μπορούν να διαπιστωθούν και σ' εκείνον που παραπέμπεται για μία μόνο πράξη, εφ' όσον υπάρχει πρόθεση αυτού προς διάπραξη τέτοιων πράξεων προς βιοπορισμό. Συνεπώς, όσα αντίθετα οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται με τις υπό κρίση εφέσεις τους σχετικά με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 386 παρ.1-3 ΠΚ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα..". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς το ανωτέρω έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο εν λόγω βούλευμά του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και σχημάτισε την κρίση για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής παραθέτει δε, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 45, 98 και 386 παρ.1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τους αναιρεσείοντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου ο πρώτος και του αντιπροέδρου του Δ.Σ. ο δεύτερος της Ανώνυμης Χρηματιστηριακής εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την επωνυμία "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ". Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, πλην άλλων, α) τα ψευδή γεγονότα, που εν γνώσει τους οι αναιρεσείοντες παρέστησαν από κοινού σαν αληθινά, με τα οποία παραπλανήθηκε ο εγκαλών, β) ο σκοπός των αναιρεσειόντων να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος και γ) τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική περίσταση της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης. Επίσης, στο προσβαλλόμενο βούλευμα μνημονεύονται κατ'είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Συμβούλιο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη κρίση για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής των αναιρεσειόντων, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι το εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από'το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, που διαλαμβάνουν τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, και με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας τούτου, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. 'Ολες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό της οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ'αριθμ. 93/12-4-2007 και 94/12-4-2007 αιτήσεις των : 1) Χ1 και 2) Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 417/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έννοια συναυτουργίας. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή των αναιρεσειόντων για κακουργηματική απάτη από κοινού κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 1.500 ευρώ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία.
2
Αριθμός 1537/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Παναγιωτόπουλο, περί αναιρέσεως της 249-250/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκη. Με συγκατηγορούμενο τον χ2 και με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΤΕΑΜ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπύρο Μαυρογιάννη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 22 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1211/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους του αναιρεσείοντος και του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με την κρινόμενη από 30 Μαΐου 2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 249-250/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 22-10-2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. ΙΙ. Κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υφίσταται όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης, ή όταν παραβιάστηκε η διαδικασία η οποία έπρεπε να τηρηθεί, αναφορικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεώς της. Περαιτέρω, από τα άρθρα 63, 82-84 και 87 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος που δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση ως παθών από το έγκλημα, ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την αξιόποινη πράξη του δράστη, καθώς και το ΝΠΔΔ που ζημιώνεται από τις πράξεις των υπαλλήλων του, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ (ν. 2683/1999) που εφαρμόζεται και στο προσωπικό που υπηρετεί στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Στην έννοια της ζημίας περιλαμβάνεται, κατά τα άρθρα 299, 914, 928 και 932 ΑΚ, τόσο η περιουσιακή ζημία, όσο και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Ηθική βλάβη μπορούν να υποστούν και τα νομικά πρόσωπα από τον αντίκτυπο, που έχει στην πίστη, το κύρος και τη φήμη τους, η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε σε βάρος τους. Ειδικότερα, από το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 258 ΠΚ, άμεσα ζημιούμενος από την παραπάνω πράξη και δικαιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. Περαιτέρω από το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 216 ΠΚ, άμεσα ζημιούμενος από την πράξη αυτή είναι εκείνος που μπορεί να υποστεί ή υπέστη τις παραγόμενες από το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο έννομες συνέπειες και τέτοιος είναι πρωτίστως αυτός του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή αλλοιώθηκε το γραπτό κείμενο, αλλά και κάθε άλλος που ζημιώνεται από τη χρήση τούτου. Εξάλλου, η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παραστάσεως, άρα και τα περιστατικά που συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αξιόποινης πράξεως και της ηθικής βλάβης την οποία επικαλείται ο αδικηθείς, εκτός αν η βλάβη είναι το αυτονόητο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης οι ......, Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και πληρεξούσιος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ......., δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/νίκης και δήλωσαν ότι δυνάμει των ...... και ...... εξουσιοδοτήσεων του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες για λογαριασμό του ΙΚΑ ζητώντας να επιδικαστεί στο ΙΚΑ το ποσό των 29.340 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη το ΙΚΑ από τις παράνομες πράξεις των κατηγορουμένων. Ύστερα από αντιρρήσεις που προβλήθηκαν από τους κατηγορουμένους το Δικαστήριο απέβαλε την πολιτική αγωγή με την αιτιολογία ότι το ΙΚΑ δεν δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Μετά από έφεση που άσκησε νομοτύπως και παραδεκτώς το ΙΚΑ κατά του σκέλους αυτού της πρωτοβάθμιας απόφασης, επαναλήφθηκε η κατά τα ανωτέρω δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής από το ΙΚΑ στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη 249-250/2007 απόφασή του μετά την καταδίκη του αναιρεσείοντος έκανε δεκτή την παράσταση της πολιτικής αγωγής και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του χ2 να καταβάλουν στο ΙΚΑ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 8.000 ευρώ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΙΚΑ ενομιμοποιείτο ενεργητικά να παραστεί ως πολιτικώς ενάγον στην δευτεροβάθμια δίκη και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα επιτρεπτώς κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο πρώτος των κατηγορουμένων χ1, που είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, υπηρετούσε πριν το έτος 1998 με την ιδιότητά του αυτή, στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και ειδικότερα, ως διευθυντής του Υποκαταστήματος Ευόσμου Θεσσαλονίκης, ασκώντας παράλληλα καθήκοντα προϊσταμένου του οικονομικού του τμήματος. Μέχρι την 30-5-1997, το Υποκατάστημα αυτό διατηρούσε για τις συναλλακτικές του ανάγκες, τραπεζικό λογαριασμό σε Υποκατάστημα της τότε υπάρχουσας Τράπεζας Μακεδονίας Θράκης. Μετά την ημερομηνία αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος αποφάσισε, χωρίς αποχρώντα λόγο, την διακοπή της συνεργασίας του Υποκαταστήματός του, με τη συγκεκριμένη Τράπεζα, και επέβαλε τη συνεργασία με την Ιονική Τράπεζα και συγκεκριμένα με το Υποκατάστημα που διατηρούσε η τελευταία στην οδό Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, στο οποίο ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 263 Α περ. β ΠΚ και υποδιευθυντής ο δεύτερος των κατηγορουμένων χ2, που παρείχε εκεί τις υπηρεσίες του, με την ιδιότητα του Τομεάρχη καταθέσεων. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας τους, συγκεντρώνονταν κατά τις εργάσιμες ημέρες και σε καθημερινή βάση από τον υπάλληλο του Υπ/τος και μάρτυρα Γ1, στον οποίο είχαν ανατεθεί από τον πρώτο κατηγορούμενο καθήκοντα Ταμία, το σύνολο των εισπράξεων από εργοδοτικές κλπ εισφορές και παραδιδόταν σε υπαλλήλους της ιδιωτικής εταιρείας μεταφοράς GROUP 4, με την οποία υπήρχε σχετική σύμβαση. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εταιρείας αυτής, ελάμβαναν το σχετικό χρηματικό ποσό, για το οποίο εξέδιδαν σχετική απόδειξη παραλαβής "εις τριπλούν", έτσι ώστε, ένα αντίγραφό της να παραμένει στο Υποκ/μα του ΙΚΑ, το άλλο στους ίδιους και το τρίτο, στο Υποκ/μα της Τράπεζας και η σχετική απόδειξη καταθέσεώς του, επιστρεφόταν την επομένη ημέρα, στο Υπ/μα του ΙΚΑ. Η ίδια εταιρεία μεταφοράς χρημάτων (GROUP 4), σε καθημερινή και πάλι βάση, τις πρωϊνές ώρες, των εργασίμων ημερών, μετέφερε στο Υποκ/μα του ΙΚΑ διάφορα χρηματικά ποσά, όσα της παρέδιδε το ίδιο Υπ/μα της Τράπεζας. Το ύψος των ποσών αυτών, καθοριζόταν κάθε φορά ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες του ΙΚΑ, στα πλαίσια τηλεφωνικής επικοινωνίας του πρώτου συνήθως των κατηγορουμένων, με τον δεύτερο εξ αυτών. Έτσι, η συναλλαγή μεταξύ των δύο υποκαταστημάτων (ΙΚΑ - Τράπεζας), μέχρι τον μήνα Οκτώβριο 1997 εξελισσόταν κατ' αυτόν τον τρόπο ομαλά. Και η κατάθεση των διαφόρων χρηματικών ποσών προέκυπτε από τα καταθετήρια που εκδίδονταν από την Τράπεζα και παραδίδονταν την επομένη ημέρα από την εταιρεία (GROUP 4, στο ΙΚΑ και ακόμη, η μεταξύ τους ομαλή λειτουργία της συνεργασίας τους, επιβεβαιωνόταν και από τα EXRAIT, τα έγγραφα δηλαδή εκείνα, τα οποία απεικόνιζαν το σύνολο των μεταξύ τους μηνιαίων συναλλαγών, εκδίδονταν κάθε μήνα από το κεντρικό κατάστημα της συγκεκριμένης Τράπεζας και αποστέλλονταν στο Υπ/μα του ΙΚΑ Ευόσμου, όπου, όπως ήταν φυσικό τα παραλάμβανε ο πρώτος κατηγορούμενος, στον οποίο παραδιδόταν τελικά η αλληλογραφία του Υπ/τος. Έκτοτε όμως και με προσωπική ευθύνη του πρώτου κατηγορουμένου, καταργήθηκε η συνεργασία με την εταιρεία μεταφοράς GROUP 4 και ανέλαβε την μεταφορά των χρημάτων, ο δεύτερος των κατηγορουμένων χ2, με τη δικαιολογία ότι η πιο πάνω εταιρεία καθυστερούσε τις πρωινές μεταφορές των χρηματικών ποσών που ήταν αναγκαία για τις πληρωμές που πραγματοποιούσε το Υπ/μα του ΙΚΑ. Και εκτελούσε ο δεύτερος των κατηγορουμένων τις μεταφορές σημαντικών χρηματικών ποσών, αν και δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα, με τη συγκατάθεση του πρώτου κατηγορουμένου, με το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό του, το οποίο δεν πληρούσε καμία προϋπόθεση ασφαλούς μεταφοράς. Ο τρόπος αυτός της συναλλαγής, συνεχίσθηκε μέχρι 23.2.2000, που ανέλαβε Δ/ντής του πιο πάνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ ο υπάλληλός του και μάρτυρας κατηγορίας επιμελής διευθυντής, έλεγχο της οικονομικής καταστάσεως που παραλάμβανε. Και κατόρθωσε, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να διαπιστώσει από την αντιπαραβολή των στοιχείων που τηρούνταν στο Υπ/μα του ΙΚΑ, ότι υπήρχε συνολικό έλλειμμα ύψους 252.310.248 δραχμών, που θα έπρεπε να υπάρχει στο σχετικό τραπεζικό λογαριασμό του Υπ/τός του. Το χρηματικό αυτό ποσό, όπως προκύπτει από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, το υπεξαίρεσαν, κατά το από 1.1.1998 έως 23.2.2000 χρονικό διάστημα και οι δύο κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού. Πιο συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι σε καθημερινή βάση τις εργάσιμες ημέρες, περιερχόταν στα χέρια τους, το χρηματικό ποσό των εισπράξεων που ο Ταμίας Γ1, παρέδιδε στο δεύτερο κατηγορούμενο που είτε βρισκόταν στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, είτε, πριν εγκαταλείψει το Υπ/μα του ΙΚΑ περνούσε από εκεί. Και στη συνέχεια, ύστερα από κοινή απόφαση, υπεξαιρούσαν τα χρηματικά ποσά που εξειδικεύονται στο διατακτικό της παρούσας, ώστε τελικά να μεταφέρεται από τον δεύτερο κατηγορούμενο με το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητό του και να κατατίθεται στο σχετικό λογαριασμό της Τράπεζας που υπηρετούσε, το υπόλοιπο των χρημάτων, όσα δηλαδή απέμεναν μετά την αφαίρεση των υπεξαιρεθέντων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πράξεις υπεξαιρέσεως που τέλεσαν οι κατηγορούμενοι, μετερχόμενοι τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, διότι οι επί μέρους πράξεις τους, συνδέονται μεταξύ τους, με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεώς τους. Το αντικείμενο δε της πράξεώς τους, έχει αξία μεγαλύτερη των 50.000.000 δραχμών, (252.310.248), κατά το οποίο ζημίωσαν αντιστοίχως το ΙΚΑ. Η κρίση του Δικαστηρίου για τη συναπόφαση και τη συνεκτέλεση της πράξεως της υπεξαιρέσεως των επί μέρους χρηματικών ποσών που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, στηρίζεται στις σαφείς, και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας ........, που με την ιδιότητα της επιθεωρητού διενήργησε τον σχετικό έλεγχο στο συγκεκριμένο Υποκατάστημα του ΙΚΑ, ......., Δ1, που αντικατέστησε στη θέση του Διευθυντή τον πρώτο κατηγορούμενο, ......., τραπεζικού υπαλλήλου και Γ1, Ταμία του σχετικού Υποκ/τος του ΙΚΑ. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών, σε συνδυασμό με εκείνες των άλλων μαρτύρων και το περιεχόμενο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, αλλά και τις απολογίες των κατηγορουμένων, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι το αδίκημα της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως, τελέσθηκε από κοινού και από τους δύο κατηγορουμένους. Η κρίση του δε αυτή, ενισχύεται πλην άλλων και από τα εξής σοβαρά και αναμφισβήτητα γεγονότα. α) Ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, προέβη στην επιλογή του πιο πάνω Υποκαταστήματος της συγκεκριμένης Τράπεζας, παρά τις αντίθετες διαταγές της υπηρεσίας του, λόγω της ιδιαίτερης φιλίας του με το δεύτερο των κατηγορουμένων, με τον οποίο θα μπορούσε να "συνεργασθεί" απόλυτα, παραβλέποντας μάλιστα το γεγονός ότι πολύ πλησιέστερα, υπήρχε το Υποκατάστημα της περιοχής Επταλόφου Θεσσαλονίκης, β) Ότι από του μηνός Οκτωβρίου 1997 και μετά, κατάργησε στη διαδικασία μεταφοράς, τη συνεργασία του με την εταιρεία μεταφοράς χρημάτων (GROUP 4), που παρείχε όλες τις εγγυήσεις ασφαλούς μεταφοράς σοβαρών χρηματικών ποσών και αρκέσθηκε στις υπηρεσίες του δευτέρου κατηγορουμένου, που ενεργούσε την μεταφορά των χρηματικών αυτών ποσών, αναρμοδίως, και ανασφαλώς. Αν ήταν βάσιμη η δικαιολογία του πρώτου κατηγορουμένου ότι προχώρησε στην κατάργηση της συνεργασίας του με την εταιρεία μεταφοράς χρημάτων (GROUP 4), μόνο λόγω της καθυστερήσεως που παρατηρούνταν κατά τις πρωινές μεταφορές χρημάτων, θα διατηρούσε αυτήν (συνεργασία) τουλάχιστο για τις μεσημβρινές μεταφορές που δεν συνέτρεχε κανένας χρονικός περιορισμός, και θα αποτρεπόταν έτσι, οιοσδήποτε κίνδυνος κατά τη διαδικασία μεταφοράς των χρημάτων από το ΙΚΑ προς την Τράπεζα κατά την οποία όπως αποδείχθηκε, ήταν ευκολότερη και η τέλεση της υπεξαιρέσεως. γ) Ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, με δική του πρωτοβουλία, προέβαινε στη μείωση των χρηματικών εκείνων ποσών που περιέχονταν σε τραπεζικές επιταγές της Ιονικής Τράπεζας, που εκδίδονταν για λογαριασμό του Υπ/τός του και αναφέρονταν στα πλεονάζοντα κατά μήνα χρηματικά ποσά που έπρεπε, να μεταφέρονται στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στο λογαριασμό που τηρούσε το Περιφερειακό Υπ/μα Θεσσαλονίκης, προφανώς για να αποφύγει το ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο σχετικό λογαριασμό του πιο πάνω Υπ/τος της Ιονικής Τράπεζας και συνακολούθως η πράξη της υπεξαιρέσεως που προηγήθηκε και θα αποκάλυπτε την εγκληματική δραστηριότητα των κατηγορουμένων και δ) Ότι αν και μέχρι του μηνός Οκτωβρίου 1998, εμφανίσθηκε ανωμαλία ως προς την προσκομιδή των αποδείξεων καταθέσεως των διαφόρων χρηματικών ποσών και ακόμη και ως προς την παραλαβή των μηνιαίων αναλυτικών λογαριασμών (EXRAIT), ο ευφυής, δυναμικός και με σοβαρή συνδικαλιστική δραστηριότητα πρώτος κατηγορούμενος, δεν ανησύχησε για το λόγο που δημιουργήθηκε αυτή η ανωμαλία, ώστε να πράξει ό,τι έπραξε αργότερα και ο νέος Δ/ντής Δ1, ο οποίος και ανακάλυψε το σοβαρό αυτό έλλειμμα, και δεν αντιλήφθηκε ούτε στο ελάχιστο την υπεξαίρεση τόσων σοβαρών χρηματικών ποσών, που αποδίδει στο δεύτερο κατηγορούμενο αποκλειστικά. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το από Νοεμβρίου 1998 έως Ιανουαρίου 2000 χρονικό διάστημα, προκείμενου να παρακάμψει τον κίνδυνο που δημιουργούνταν για την αποκάλυψη των υπεξαιρέσεων, από τις διαμαρτυρίες ορισμένων υπαλλήλων του ΙΚΑ, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο ταμίας Γ1, ότι δεν παραδίδονταν τα εκδιδόμενα κατά μήνα EXTRAIT, από τα οποία θα προέκυπτε η αναγκαία συμφωνία των εγγραφών του ταμίου -λογιστηρίου του ΙΚΑ, προς την αντίστοιχη κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού, προέβη, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ και να προσπορίσει στον εαυτό του και το δεύτερο των κατηγορουμένων το πιο πάνω παράνομο περιουσιακό όφελος, στη νόθευση των αναφερομένων στο διατακτικό εγγράφων. Πιο συγκεκριμένα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, απέκρυπτε τα γνήσια EXTRAIT, τα οποία έφθαναν κάθε μήνα σ' αυτόν, με πρωτοβουλία της Τράπεζας και στη συνέχεια, με τη βοήθεια μηχανήματος (ηλ. υπολογιστή), προέβαινε στην εκτύπωση πλαστών EXTRAIT, στα οποία πρόσθετε, ώστε να εμφανίζεται ως περιεχόμενο της κινήσεως του τραπεζικού λογαριασμού και το ποσό των υπεξαιρεθέντων χρημάτων, ώστε να υπάρχει συμφωνία των βιβλίων του ταμίου - λογιστηρίου του Υπ/τος του ΙΚΑ με τον διακινούμενο τραπεζικό λογαριασμό και να συγκαλύπτεται έτσι, η εξακολουθητικά τελούμενη πράξη της υπεξαιρέσεως, το αντικείμενο της οποίας υπερέβαινε το ποσό των 50.000.000 δραχμών". Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο α) υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση από κοινού σε βάρος του ΙΚΑ, με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950 και β) πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση σε βάρος του ΙΚΑ με τη συνδρομή επίσης του ν. 1608/1950 και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, επέβαλε σ'αυτόν ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών για κάθε πράξη και συνολικά ποινή καθείρξεως οκτώ (8) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τον ανωτέρω αναιρεσείοντα, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 98, 258 στοιχ. γ' και 216 παρ. 1-3 του Π.Κ. σε συνδ. με άρθρ. 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει, που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε με ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί δε να εξαχθεί διαφορετικό συμπέρασμα από το γεγονός ότι μετά την περί ενοχής και ποινής κρίση, δύο μέλη του δικαστηρίου μειοψήφισαν κατά τη λήψη της παρεμπίπτουσας απόφασης, σύμφωνα με την οποία δεν συντρέχει λόγος διαβιβάσεως αντιγράφου της αποφάσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 38 ΚΠοινΔ, στον αρμόδιο εισαγγελέα, προκειμένου να διωχθούν για άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση καθώς και για πλαστογραφία οι Γ1 και χ2. Άλλωστε, η γνώμη των κατά τα ανωτέρω δύο μειοψηφούντων μελών ότι συντρέχει λόγος να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των ανωτέρω προσώπων δεν υποδηλώνει ότι ο αναιρεσείων είναι αμέτοχος των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. β) στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο παραδεκτώς, όπως προαναφέρθηκε, συμπληρώνει το αιτιολογικό, εκτίθενται με λεπτομέρεια τα ιδιαίτερα τεχνάσματα του αναιρεσείοντος, τα οποία συνίστανται στο ότι "αυτός ανέγραφε στα EXTRAITS που έστελνε η τράπεζα κάθε μήνα τις αναλήψεις και τις καταθέσεις κάθε μήνα και επί πλέον τα ποσά που είχε υπεξαιρέσει από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του. Έτσι τα ποσά αυτά συμφωνούσαν με το υπόλοιπο που αναγραφόταν στο ημερήσιο δελτίο συμφωνίας Ταμείου - Λογιστηρίου του Υποκ/τος, το οποίο εκτός των υπαλλήλων του Οικονομικού Τμήματος μόνον αυτός γνώριζε. Στη συνέχεια ανέγραφε στην οπίσθια σελίδα του δελτίου (αντιγράφου της μηνιαίας κίνησης του λογαριασμού) "έλαβε γνώση ο Διευθυντής" και το υπέγραφε. Με αυτόν τον τρόπο το υπόλοιπο του λογαριασμού της Τράπεζας φαινόταν να συμφωνεί με τα στοιχεία του ΙΚΑ". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, ως προς το πρώτο σκέλος του, προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας, καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι σε ορισμένες ημέρες κατά τις οποίες, φέρεται ότι έλαβαν χώρα οι αντίστοιχες υπεξαιρέσεις χρημάτων κατά τη διακίνησή τους από το υποκατάστημα του ΙΚΑ προς την τράπεζα, βρισκόταν με δικαιολογημένη απουσία εκτός υπηρεσία και συνεπώς, τα χρηματικά ποσά διακινούνται, χωρίς δική του παρέμβαση ή συμμετοχή από το λογιστήριο του ΙΚΑ προς την τράπεζα. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, έτσι όπως προτάθηκε, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό κατά την ανωτέρω έννοια, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, αφού ενεργεί ως στοιχείο αναιρετικό της τελέσεως από αυτόν της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας, δεν όφειλε να απαντήσει επ'αυτού με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η δε αιτιολογία της απορρίψεως του εν λόγω ισχυρισμού ενυπάρχει στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ αντίθετοι προς τ'ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, δεύτερος κατά το δεύτερο σκέλος του της αιτήσεως και πρώτος πρόσθετος λόγος, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, σχετικά με την ενοχή ή αθωώτητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις, σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Το περιεχόμενο κάθε εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως απαραίτητο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα, με τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του τελευταίου είναι αναγκαίος μόνο για δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώστηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Δεν επέρχεται, τέλος, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο όταν το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της περί ενοχής ή αθωώτητας του κατηγορουμένου κρίσεώς του έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, εφόσον αυτά προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι αυτός, ως επικαλούμενος και προσάγων αυτά, γνωρίζει το περιεχόμενο τους και μπορεί έτσι να προβαίνει, κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το κατ' έφεση δικάσαν Πενταμελές Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την ενοχή του έγγραφα, τα οποία φέρονται μεν ως αναγνωσθέντα στη σελίδα 29 της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι "... φάκελλος (Ντοσιέ) του χ1, που περιέχει διάφορα έγγραφα, όπως 26 σελίδες - καταστάσεις που εμφανίζουν απουσίες το σε χρόνους που κατά το κατηγορητήριο υπεξαιρούνται ποσά από τον ίδιο, επίσης 42 σχετικοί υποφάκελλοι με συνοδευτικά έγγραφα έκαστος", των οποίων όμως εγγράφων δεν προσδιορίζεται με επάρκεια στην απόφαση η ταυτότητα και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ενόψει όμως του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κάθε αναγνωστέου εγγράφου είναι, όπως προαναφέρθηκε, αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας περί του ότι το έγγραφο αυτό (και όχι κάποιο άλλο) αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη, ο προαναφερόμενος προσδιορισμός της ταυτότητας των παραπάνω εγγράφων, παρά την ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθένα από αυτά, είναι επαρκής, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα ανωτέρω έγγραφα προσκομίστηκαν από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος, ο οποίος, επομένως, ως γνωρίζων το περιεχόμενό τους, είχε τη δυνατότητα να προβαίνει, κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, ενώ περαιτέρω δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την ταυτότητα των συγκεκριμένων εγγράφων, αφού δεν αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα με τους ίδιους ως άνω προσδιορισμούς. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και των πρόσθετων λόγων προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), περιοριζομένη, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3697/1957 όπως ισχύει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Μαΐου 2007 αίτηση και τους από 22 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους επ' αυτής λόγους αναιρέσεως του χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 249-250/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων", την οποία προσδιορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για α) υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ’ εξακολούθηση από κοινού σε βάρος του ΙΚΑ, με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950 και β) πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ΙΚΑ με τη συνδρομή επίσης του Ν. 1608/1950. Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Δικαιούχοι σε παράσταση πολιτικής αγωγής δύναται να είναι και νομικά πρόσωπα, καθώς και το Δημόσιο κατά υπαλλήλου του για κάθε θετική ζημία η οποία προξενήθηκε σε αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως υπαλλήλου. Νομιμοποιείται ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής το ΙΚΑ κατά του αναιρεσείοντος - υπαλλήλου του. Ισχυρισμός του κατηγορουμένου που δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικώς της κατηγορίας δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Στην προσβαλλομένη προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα των αναγνωσθέντων εγγράφων, αφού παρά την ελλιπή αναφορά του τίτλου του καθένα από αυτά, δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Άλλωστε όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη τα εν λόγω έγγραφα, προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος, γνωρίζοντας το περιεχόμενό τους είχε τη δυνατότητα να προβαίνει κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους και συνεπώς δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Πολιτική αγωγή, Εξακολουθούν έγκλημα, Καταχραστές Δημοσίου.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1535/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, 2. Χ2 3. Χ3 4 Χ4 5 Χ5 6. Χ6 7 Χ7 8 Χ8 , 9. Χ9 10 Χ10 και 11. Χ11, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2439/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Νοεμβρίου 2007 έντεκα χωριστές αιτήσεις των, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1997/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 3/9-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Eισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αριθ. 273/23-11-2007, 270/23-11-2007, 272/23-11-2007, 280/23-11-2007, 277/23-11-2007, 276/23-11-2007, 275/23-11-2007, 274/23-11-2007, 271/23-11-2007, 278/23-11-2007, 279/23-11-2007, αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ6, Χ5, Χ11, Χ9, Χ2, Χ3, Χ10, Χ1, Χ7, Χ8 και Χ4 , κατά του υπ'αριθμ. 2439/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2743/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών που θα οριστεί αρμοδίως από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις 1) της παραβίασης μυστικών της Πολιτείας από κοινού και κατά μόνας, κατ'εξακολούθηση και άπαξ, τελεσθείσης δια του τύπου, 2) της κατασκοπείας από κοινού και κατά μόνας, κατ'εξακολούθηση και άπαξ τελεσθείσης δια του τύπου, και 3) της επεξεργασίας, μετάδοσης, ανακοίνωσης και εκμετάλλευσης προσωπικών δεδομένων, από τις οποίες προκλήθηκε κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, από κοινού και κατά μόνας, κατ'εξακολούθηση και άπαξ, τελεσθείσης δια του τύπου. Κατά του παραπάνω βουλεύματος άσκησαν οι αναιρεσείοντες εφέσεις επί των οποίων εκδόθηκε το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγιναν τυπικά και κατ'ουσία εν μέρει δεκτές οι εφέσεις αυτές, μεταρρυθμίσθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα και παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών που θα ορισθεί αρμοδίως από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης μυστικών της πολιτείας από κοινού και κατά μόνας, κατ'εξακολούθηση και άπαξ, τελεσθείσης δια του τύπου (άρθρα 45, 98 και 146 § 1 Π.Κ.). Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στους κατηγορουμένους οι οποίοι άσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως τις υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ. και άρθρο μόνο, παράγραφος 3 του Ν.2243/1994). Περιέχουν δε αυτές συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης και ειδικότερα αυτόν της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα και δη της διατάξεως του άρθρου 146 § 1 του Π.Κ., ενώ κατά το λοιπό τους περιεχόμενο αναφέρονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου. Συνεπώς είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης. Με την παράγραφο 1 του άρθρου μόνου Νόμου 2243/1994 ορίσθηκε ότι διατηρείται εν ισχύϊ η διάταξη του άρθρού 47 ΑΝ 1092/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 § 2 νόμου 1738/1987. Το άρθρο 47 ΑΝ 1092/1938 διαμορφώθηκε ως εξής: "τα αδικήματα που πράττονται δια του τύπου παραγράφονται μετά 18 μήνες από την τέλεση της πράξης. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη". Η ειδική αυτή παραγραφή δια τα αδικήματα του Τύπου κατισχύει της παραγραφής των άρθρων 111 και 113 Π.Κ. (άρθρο 468 Π.Κ. και ΑΠ 1444/1989 Ποιν. Χρ. Μ/715, ΑΠ 1286/1984 Ποιν. Χρ. ΛΕ/325, ΑΠ (Ολομ.) 1364/1984 Π. Χρ. ΛΕ/370). Η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 επομ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 Κ.Π.Δ., αρχίζει είτε με την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως (αφού το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο) ή του κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 310 § 1εδ. β', 370 εδ. β', 484 § 2, 511 και 512 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής δίκης, ακόμη και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση της αναίρεσης κατά βουλεύματος υποχρεούται να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 310 § ιβ' του Κ.Π.Δ., αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 115/2004 Π.Χρ. ΝΕ/32). Κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β'του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 146 § 1 Π.Κ., όποιος με πρόθεσή του και παράνομα παραδίδει ή αφήνει να περιέλθουν στην κατοχή ή τη γνώση άλλου έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγματα ή ειδήσεις που τα συμφέροντα της πολιτείας ή των συμμάχων της επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένη κυβέρνηση, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αντικείμενο προστασίας της διάταξης αυτής είναι τα κρατικά μυστικά, στρατιωτικά ή μη. Ως "μυστικό" νοείται κάθε περιστατικό που υλοποιείται σε έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγματα ή ειδήσεις, αναγόμενο στη διεθνή θέση της Πολιτείας από στρατιωτική και πολιτική άποψη (κατά συνέπεια όχι συναρτώμενο με την εσωτερική έννομη τάξη) και του οποίου τη γνώση η Κυβέρνηση δεν επιθυμεί να επεκτείνει πέραν του κύκλου των προσώπων, τα οποία κατ'ανάγκη το γνωρίζουν υπηρεσιακώς και του οποίου η γνώση πραγματικά περιορίζεται στον κύκλο αυτό. Επομένως, για να υπάρχει "μυστικό" της Πολιτείας, απαιτούνται δύο στοιχεία και ειδικότερα ένα υποκειμενικό, συνιστάμενο στη θέληση της Κυβέρνησης να περιορισθεί η γνώση του, και ένα αντικειμενικό, δηλαδή ο πραγματικός περιορισμός της γνώσης του. Αν το περιστατικό είναι ήδη γνωστό στις ξένες Κυβερνήσεις, έναντι των οποίων σκοπείται η τήρησή του ως απορρήτου, δεν πρόκειται για "μυστικό" και επομένως δεν είναι "μυστικό" κάθε έγγραφο, είδηση κλπ που χαρακτηρίζεται ως "απόρρητο" ή "εμπιστευτικό", εάν παράλληλα δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις ή όταν αυτό δεν αναφέρεται στο ελληνικό, αλλά σε αλλοδαπό κράτος και η δημοσιοποίησή του δεν βλάπτει τα ελληνικά συμφέροντα. Ούτε αρκεί μόνη η αναγραφή στο έγγραφο της ένδειξης "απόρρητο" ή "ειδικού χειρισμού", για να χαρακτηρισθεί αυτό ως απόρρητο, αλλά πρέπει επιπλέον η τήρηση του απορρήτου έναντι της ξένης Κυβέρνησης να επιβάλλεται από τα συμφέροντα του Κράτους ή των συμμάχων του, τα οποία θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν από τη μετάδοση ή την ανακοίνωση του μυστικού αμέσως ή εμμέσως ή σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ αρμόδια να κρίνει, αν επιβάλλεται από τα συμφέροντα της Πολιτείας η διατήρηση της μυστικότητας του εγγράφου, είναι η Κυβέρνηση. Για τη στοιχειοθέτηση δε της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος απαιτείται η από τον υπαίτιο παράδοση ή ανακοίνωση σε άλλον ή αναμετάδοση μυστικών του Κράτους, δημοσίως ή προφορικώς η δια του Τύπου και είναι αδιάφορο το πώς περιήλθε σε γνώση του υπαιτίου το μυστικό, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση ότι η τήρηση των μυστικών είναι αναγκαία χάριν των συμφερόντων του Κράτους, χωρίς να απαιτείται σκοπός βλάβης αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος (Εφ. Αθηνών 2400/1998 Π.Χρ. Ν/359, Η. Γάφου, Ποιν. Δικ. Τεύχος Β' σελ. 40-42, Α. Μπουροπούλου, Ερμην. Ποιν. Δικ. τ. Β' σελ. 32-36, Τούση Γεωργίου Ποιν. Κωδ. τ. Α' σελ. 413-415). Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 50/1990 (σε ολομ.) και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. ΝΖ/222). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 98 § 1 του Π.Κ., αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 § 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων (ΑΠ 59/2004, Ποιν. Χρ. ΝΔ/12). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 2439/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από το συλλεγέν από την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση αποδεικτικό υλικό και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά τους υπομνήματα προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι είναι δημοσιογράφοι και αποτελούν την συντακτική ομάδα της εφημερίδας "......" που κυκλοφορεί σ' όλη την Ελλάδα κάθε ...... Την ...... δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα αυτή άρθρο με τον πρωτοσέλιδο τίτλο "......" και κάτω από αυτόν κείμενο με το ακόλουθο περιεχόμενο "Τα ονοματεπώνυμα πρακτότων της ΕΥΠ που γνωρίζει το ..... - Συνταγματάρχης (ΔΒ):Γ1, Αντισυνταγματάρχης (ΔΒ) Γ2, Ανθυπασπιστής (ΠΑ): Γ3 υπάλληλος Πρεσβείας ΗΠΑ: Τον Γ4, Διευθυντής της Ε' Διεύθυνσης της ΕΥΠ: Γ5, Διευθυντής της Γ' Διεύθυνσης της ΕΥΠ: Γ6, στέλεχος της ΕΥΠ: Γ7". Παραπλεύρως από το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε άλλο με το εξής περιεχόμενο: "Το ..... αποκάλυψε πριν από δύο εβδομάδες το κύκλωμα στελεχών της ΕΥΠ που έκανε υποκλοπές και έδινε αναφορά σε στελέχη της .... Δημοσιεύσαμε και τα αρχικά των ονομάτων τους ζητώντας από την Πολιτεία να παρέμβει. Μετά τη δημόσια συζήτηση μεταξύ των δύο αρχηγών, με αίσθημα ευθύνης δημοσιεύουμε σήμερα τα πλήρη στοιχεία. Ο λόγος τώρα στον εισαγγελέα". Στο ίδιο φύλλο της ... (σελ. 6 και 7) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο "....." και υπότιτλο ".....", όπου γίνεται επίσης αναφορά των ονοματεπωνύμων των προαναφερομένων προσώπων ως πρακτόρων της ΕΥΠ και υπολόγων για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών σε βάρος μελών της Κυβέρνησης και σημαινόντων προσώπων της ελληνικής κοινωνίας, το συγκεκριμένο δε άρθρο δημοσιεύθηκε εν μέσω πληθώρας άλλων σε όλες τις εφημερίδες, οι οποίες επί μακρό χρονικό διάστημα ασχολούνταν με την ανεύρεση στοιχείων σχετικά με την υπόθεση αυτή, η οποία την περίοδο εκείνη είχε αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό και εθνικό ζήτημα και διενεργείτο σχετική έρευνα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Περαιτέρω, στο φύλλο της .... της ανωτέρω εφημερίδας (σελ. 35) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο "... ο Γ8" (Διοικητής της ΕΥΠ), όπου αναφέρθηκαν τα ονοματεπώνυμα των Γ9, προέδρου της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων της ΕΥΠ (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων ΕΥΠ -ΠΟΣΕΥΠ), Γ10, αντιπροέδρου της ίδιας Ομοσπονδίας και Γ11, προέδρου του Συλλόγου Υπαλλήλων της Κεντρικής Υπηρεσίας της ΕΥΠ. Στο ίδιο δημοσίευμα έγινε αναφορά στην κατάθεση του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ενώπιον της επιτροπής η οποία είχε συσταθεί από τη Βουλή των Ελλήνων για τη διερεύνηση της υπόθεσης των υποκλοπών, αναφέρθηκαν δε τα ανωτέρω πρόσωπα με τις προαναφερόμενες ιδιότητες τους, προκειμένου να τονιστεί ότι εξέφρασαν προς τον Διοικητή της ΕΥΠ Γ8 έντονες επιφυλάξεις για όσα συνέβαιναν στην Υπηρεσία τους, καθώς και για το ότι η ίδια έδινε αφορμές να συζητείται ότι λειτουργεί με παράνομες μεθόδους. Επιπλέον, στο φύλλο της .... της ανωτέρω εφημερίδας (σελ. 7) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο ".....", όπου αναφέρθηκαν τα ονοματεπώνυμα του Υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ12 και του προαναφερθέντος Γ6, Διευθυντή της Γ' Διεύθυνσης της ΕΥΠ, οι οποίοι, σύμφωνα με το δημοσίευμα, κατονομάσθηκαν στο πόρισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ως συντονιστές και οργανωτές της καταγγελθείσας υπόθεσης της απαγωγής Πακιστανών πολιτών. Τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα φέρονται να έχουν συνταχθεί από δύο δημοσιογράφους με στοιχεία ταυτότητας Δ1 και Δ2, προέκυψε όμως ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είναι υπαρκτά,αλλά τα ονοματεπώνυμα τους, επινοήθηκαν από τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο κατ/νους Χ6, Χ5, Χ1, Χ10, Χ11, Χ9, Χ2 και Χ3 αντιστοίχως, και χρησιμοποιήθηκαν ως κοινό τους ψευδώνυμο για τις ανάγκες του δημοσιογραφικού τους έργου, ως συντακτικής ομάδας της ανωτέρω εφημερίδας, που με συλλογική εργασία συγκέντρωσε το υλικό και συνέταξε τα προαναφερόμενα άρθρα. Ακόμα στο ίδιο φύλλο της ..... της εφημερίδας (σελ. 5) δημοσιεύθηκε άρθρο του ένατου κατηγορουμένου Χ7 με τίτλο "......" το οποίο αναφέρθηκε στο πραγματοποιηθέν στη Ρόδο ετήσιο συνέδριο της συνδικαλιστικής οργάνωσης των υπαλλήλων της ΕΥΠ δηλαδή της ΠΟΣΕΥΠ, δημοσιεύθηκαν δε σ' αυτό τα ονοματεπώνυμα των υπαλλήλων της ΕΥΠ Γ9, Γ13 και Γ10 οι οποίοι εξελέγησαν πρόεδρος, γραμματέας και αντιπρόεδρος αντιστοίχως του διοικητικού συμβουλίου της ΠΟΣΕΥΠ. Τέλος στο φύλλο της .... της ανωτέρω εφημερίδας (σελ. 1, 24, 25) δημοσιεύθηκε άρθρο το οποίο συνέταξαν ο ένατος, η δέκατη και ο ενδέκατος κατηγορούμενοι Χ7, Χ8 και Χ4 αντιστοίχως με τίτλο "....", υπέρτιτλο "...." και ......", και υπότιτλο "....." όπου έγινε αναφορά στην αδιαφανή κατά το άρθρο, διαδικασία πρόσληψης υπαλλήλων της ΕΥΠ και δημοσιεύθηκαν τα ονοματεπώνυμα υπαλλήλων της συγκεκριμένα δε της Γ14 κόρης του Διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, του Γ12 γιου του Υποδιοικητή της ΕΥΠ, του Γ15 γιου του δευτέρου Υποδιοικητή της ΕΥΠ, της Γ16 κόρης του Προέδρου της ΔΑΚΕ στην ΕΥΠ, της Γ17 μέλος της Κεντρικής επιτροπής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, του Γ18 αδελφού, συμβούλου του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών της κόρης του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας της Νέας Δημοκρατίας Γ19 και της κόρης του Γ20 Προϊσταμένου μιας υπηρεσίας της ΕΥΠ. Από την αξιολόγηση των παραπάνω δημοσιευμάτων προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της παραβίασης μυστικών της Πολιτείας η . οποία τελέσθηκε δια του τύπου από κοινού και κατά μόνας κατ' εξακολούθηση η μη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 146 § 1 ΠΚ. Με την διάταξη αυτή ο νομοθέτης θέλει να προστατεύσει τα κρατικά μυστικά στρατιωτικά ή μη που πρέπει να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένες κυβερνήσεις. Ειδικότερα τα ονοματεπώνυμα και τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα μελών του προσωπικού της ΕΥΠ αποτελούν "κρατικό μυστικό" κατά την έννοια του άρθρου 146 ΠΚ που η Ελληνική Κυβέρνηση επιθυμεί να είναι απόρρητο απέναντι στα ξένα κράτη καθόσον στα πρόσωπα αυτά έχει ανατεθεί βάσει νόμου, μεταξύ άλλων, η συλλογή επεξεργασία και διανομή στις αρμόδιες αρχές των πληροφοριών που αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας και επομένως απαγορεύεται η δημοσίευση τους. Έτσι τα ονοματεπώνυμα ο βαθμός και οι αρμοδιότητες των προαναφερομένων μελών του προσωπικού της ΕΥΠ που περιέχονται στα ανωτέρω δημοσιεύματα αποτελούν "είδηση" που τα συμφέροντα της πολιτείας επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα στις ξένες κυβερνήσεις, η δε δημοσιοποίηση τους δια του τύπου συνιστά περίπτωση παράνομης περιέλευσης της είδησης αυτής στη γνώση άλλου, που εν προκειμένω είναι το αναγνωριστικό κοινό, το οποίο δεν αποτελείται μόνο από Έλληνες πολίτες αλλά και από πολίτες άλλων κρατών που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ξένες κυβερνήσεις. Ειδικότερα αποδείχθηκε: Α) ότι οι Χ6, Χ5, Χ1, Χ10, Χ11, Χ9, Χ2 και Χ3 δημοσιογράφοι κάτοικοι όλοι ...., οδός .... αρ. ... στην Αθήνα: α) Στους παρακάτω τόπους χρόνους από κοινού ενεργώντας δηλαδή έχοντες κοινό δόλο και ενωμένες τις δυνάμεις τους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος από πρόθεση και παράνομα άφησαν να περιέλθουν στη γνώση άλλων πράγματα (ειδήσεις) που τα συμφέροντα της πολιτείας επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα σε ξένες κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα στην Αθήνα στις ... και ... όντας δημοσιογράφοι και μέλη της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας "......" που κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα από κοινού δημοσίευσαν: α) στο φύλλο της εφημερίδας με ημερομηνία ...... (35 σελίδα) τα ονόματα υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, δηλαδή τον Γ9, Γ10 και Γ11, και β) στο φύλλο της ίδιας εφημερίδας με ημερομηνία ..... (7η σελίδα) το όνομα του υπαλλήλου της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ6. Τα πιο πάνω ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ τους είχαν γνωστοποιηθεί παρανόμως δηλαδή αντίθετα με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας του ίδιου του κράτους και με την δημοσίευση τους μετέδωσαν αυτά σε απροσδιόριστο μεγάλο αριθμό ατόμων (αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας), αν και γνώριζαν ότι τα συμφέροντα της πολιτείας σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία (ν. 1645/1986) επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις ώστε να καθίσταται εφικτή η εκτέλεση του έργου που έχει ανατεθεί στα στελέχη της ΕΥΠ. Β) Ότι ο Χ7 στους παρακάτω τόπους και χρόνους μόνος του και από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ8 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος από πρόθεση και παράνομα πέτυχε να περιέλθουν στη γνώση του πράγματα (ειδήσεις) που τα συμφέροντα της πολιτείας επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα με την ιδιότητα του αυτή δημοσίευσε 1) στο φύλλο της εφημερίδας αυτής με ημερομηνία ..... (σελ. 55) τα ονόματα των υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ9, Γ13 και Γ10 και 2) στο φύλλο της εφημερίδος με ημερομηνία ..... (σελ. 24) από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ8 ως δημοσιογράφοι και μέλη της συντακτικής ομάδας της άνω εφημερίδας τα ονόματα και τα επαγγέλματα των υπαλλήλων της ΕΥΠ δηλαδή της Γ14, του γιου του πρώτου υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ12, , του γιου του δεύτερου υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ15, της Γ16, της Γ17, , του Γ18, της κόρης του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας της ΝΔ Γ19 και της κόρης του προϊσταμένου της ΕΥΠ Γ20. Τα πιο πάνω ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ τους είχαν γνωστοποιηθεί παρανόμως δηλαδή αντίθετα με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας του ίδιους του κράτους και με την δημοσίευση τους μετέδωσαν αυτά σε απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ατόμων (αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας) αν και γνώριζαν ότι τα συμφέροντα της πολιτείας σύμφωνα και με την κειμένη νομοθεσία (ν. 1645/86) επέβαλλαν να τηρηθούν αυτά (ονόματα) απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις ώστε να καθίσταται εφικτή η εκτέλεση του έργου που έχει ανατεθεί στα στελέχη της ΕΥΠ. Γ) Ότι οι Χ8 και Χ4, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό τους Χ7 από πρόθεση και παράνομα πέτυχαν να περιέλθουν στη γνώση τους πράγματα (ειδήσεις) που τα συμφέροντα της πολιτείας επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα στην Αθήνα στις .... όντας δημοσιογράφοι και μέλη της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας αυτής δημοσίευσαν στο φύλλο της εφημερίδας τις .... (σελ. 24) τα ονόματα και τα επαγγέλματα των υπαλλήλων της ΕΥΠ δηλαδή της Γ14, του γιου του πρώην υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ12, του γιου του δεύτερου υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ15, της Γ16, της Γ17, του Γ18 της κόρης του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας της Ν.Δ Γ19 και της κόρης του Προϊσταμένου της ΕΥΠ Γ20. Τα πιο πάνω ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ τους είχαν γνωστοποιηθεί παρανόμως δηλαδή αντίθετα με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας του ίδιου του κράτους και με την δημοσίευση τους μετέδωσαν αυτά σε απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ατόμων (αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας) αν και γνώριζαν ότι τα συμφέροντα της πολιτείας σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία (ν. 1645/1986) επέβαλαν να τηρηθούν τα ονόματα αυτά απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις ώστε να καθίσταται εφικτή η εκτέλεση του έργου που έχει ανατεθεί στα στελέχη της ΕΥΠ. Με τις παραδοχές του αυτές εσφαλμένα εφάρμοσε το προσβαλλόμενο βούλευμα την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 146 § 1 του Π.Κ., αφού δέχθηκε ότι μόνη η δημοσίευση των ονοματεπωνύμων των υπαλλήλων της ΕΥΠ που αναφέρονται στο δημοσίευμα της .... της μνημονευόμενης Εφημερίδας, στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας, αγνοήσαν το γεγονός ότι η αρμόδια για τον χαρακτηρισμό ως "μυστικού" των ονοματεπωνύμων των υπαλλήλων της ΕΥΠ, πολιτική εξουσία της Χώρας, επέτρεψε τον συνδικαλισμό των υπαλλήλων της ΕΥΠ, ο οποίος άνευ ετέρου οδηγεί στην αποκάλυψη των ονοματεπωνύμων των υπαλλήλων της Υπηρεσίας αυτής. 'Ετσι λοιπόν δεν αποτελεί εν προκειμένω "μυστικό" για την στοιχειοθέτηση του άρθρου 146 § 1 Π.Κ. μόνη η αναφορά του ονοματεπωνύμου των υπαλλήλων της ΕΥΠ στο δημοσίευμα της .... της Εφημερίδας "......", αλλά απαιτείται πρόσθετα και η δημοσιοποίηση του ειδικότερου τομέα της ΕΥΠ στον οποίο υπηρετεί ο κάθε υπάλληλος αυτής και η ειδικότερα ενασχόλησή του στο τομέα αυτόν, με την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι η πολιτεία θέλει τη διατήρηση της μυστικότητας της απασχόλησης του υπαλλήλου στον συγκεκριμένο τομέα. Κατ'ακολουθία των παραπάνω πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφορικά με το κεφάλαιό του που παραπέμπει τους αναιρεσείοντες Χ7, Χ8 και Χ4 στο ακροατήριο του αρμοδίως ορισθησομένου ΜΟΔ, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας δια του τύπου τελεσθείσης. που φέρονται να τέλεσαν στις 17-12-2006 και αφού δεν στοιχειοθετείται από αντικειμενικής πλευράς η διωχθείσα αυτή πράξη να κηρύξει το Δικαστήριό σας αθώους τους κατηγορουμένους αυτούς, κατ'εφαρμογή των άρθρων 518 § 1 και 483 § 1 Κ.Π.Δ. Περαιτέρω αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας από κοινού και κατ'εξακολούθηση δια του τύπου τελεσθείσες, για τις οποίες παραπέμπονται να δικασθούν με το προσβαλλόμενο βούλευμα οι αναιρεσείοντες, φερόμενες ως τελεσθείσες στις 7-5-2006 και 14-5-2006, πρέπει, αφού συμπληρώθηκε ο για την παραγραφή αυτών χρόνος του δεκαοκταμήνου και οι περί ων ο λόγος αναιρέσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτές και περιέχουν παραδεκτό λόγο αναίρεσης (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής διατάξεως), να αναιρεθεί κατά τούτο το προσβαλλόμενο βούλευμα και να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την οριστική παύση της ποινικής διώξεως των αναιρεσειόντων για τις πράξεις αυτές λόγω παραγραφής. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Ι) Να γίνουν δεκτές ως βάσιμες οι υπ'αριθμ. 271/2007, 278/2007 και 279/2007 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ7, Χ8 και Χ4 αντίστοιχα, κατά του υπ'αριθμ. 2439/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αναφορικά με την παραβίαση των μυστικών της πολιτείας δια του τύπου, που φέρονται να τέλεσαν στις 17-12-2006, να αναιρεθεί κατά τούτο το βούλευμα αυτό και να κηρυχθούν αθώοι οι αναιρεσείοντες αυτοί κατ'εφαρμογή των άρθρων 518 § 1 και 485 § 1 του Κ.Π.Δ. ΙΙ) Να γίνουν κατά τα λοιπά δεκτές ως παραδεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης όλων των αναιρεσειόντων αναφορικά με την παραβίαση των μυστικών της πολιτείας από κοινού και κατ'εξακολούθηση δια του τύπου, που φέρονται να τέλεσαν στις 7-5-2006 και 14-5-2006, να αναιρεθεί κατά τούτο το προσβαλλόμενο βούλευμα και να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την οριστική παύση της ποινικής διώξεως των αναιρεσειόντων για τις πράξεις αυτές λόγω παραγραφής. Αθήνα 21 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Οι υπ' αριθμ. 270/23-11-2007, 271/23-11-2007, 272/23-11-2007, 273/23-11-2007, 274/23-11-2007, 275/23-11-2007, 276/23-11-2007, 277/23-11-2007, 278/23-11-2008, 279/23-11-2007 και 280/23-11-2007 αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων 1) Χ5 2) Χ7 3) Χ11 4) Χ6 5) Χ1 6) Χ10 υπό το δημοσιογραφικό χρησιμοποιούμενο κύριο όνομα και το αληθές "....." ως το τελευταίο διευκρινίζεται υπό του ιδίου στην απολογία του, 7) Χ3 8) Χ2 9) Χ8 10) Χ4 και 11) Χ9, στρεφόμενες κατά του υπ' αριθμ. 2.439/2007 εν μέρει παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, έχουν νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί και πρέπει να συνεκδικασθούν. ΙΙ._ Κατά τη διάταξη του άρθρου 146 § 1 Π.Κ., όποιος µε πρόθεσή του και παράνοµα παραδίδει ή αφήνει να περιέλθουν στην κατοχή ή τη γνώση άλλου έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγµατα ή ειδήσεις που τα συµφέροντα της πολιτείας ή των συµµάχων της επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένη κυβέρνηση, τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών. Αντικείµενο προστασίας της διάταξης αυτής είναι τα κρατικά µυστικά, στρατιωτικά ή µη. Ως "µυστικό" νοείται κάθε περιστατικό που υλοποιείται σε έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγµατα ή ειδήσεις, αναγόµενο στη διεθνή θέση της Πολιτείας από στρατιωτική και πολιτική άποψη (κατά συνέπεια όχι συναρτώµενο µε την εσωτερική έννοµη τάξη) και του οποίου τη γνώση η Κυβέρνηση δεν επιθυµεί να επεκτείνει πέραν του κύκλου των προσώπων, τα οποία κατ' ανάγκη το γνωρίζουν υπηρεσιακώς και του οποίου η γνώση πραγµατικά περιορίζεται στον κύκλο αυτό. Εποµένως, για να υπάρχει "µυστικό" της Πολιτείας, απαιτούνται δύο στοιχεία και ειδικότερα ένα υποκειµενικό, συνιστάµενο στη θέληση της Κυβέρνησης να περιορισθεί η γνώση του, και ένα αντικειµενικό, δηλαδή ο πραγµατικός περιορισµός της γνώσης του. Αν το περιστατικό είναι ήδη γνωστό στις ξένες Κυβερνήσεις, έναντι των οποίων σκοπείται η τήρησή του ως απορρήτου, δεν πρόκειται για "µυστικό" και εποµένως δεν είναι "µυστικό" κάθε έγγραφο, είδηση κλπ που χαρακτηρίζεται ως "απόρρητο" ή "εµπιστευτικό", εάν παράλληλα δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις ή όταν αυτό δεν αναφέρεται στο ελληνικό, αλλά σε αλλοδαπό κράτος και η δηµοσιοποίησή του δεν βλάπτει τα ελληνικά συµφέροντα. Ούτε αρκεί µόνη η αναγραφή στο έγγραφο της ένδειξης "απόρρητο" ή "ειδικού χειρισµού", για να χαρακτηρισθεί αυτό ως απόρρητο, αλλά πρέπει επιπλέον η τήρηση του απορρήτου έναντι της ξένης Κυβέρνησης να επιβάλλεται από τα συµφέροντα του Κράτους ή των συµµάχων του, τα οποία θα µπορούσαν να διακινδυνεύσουν από τη µετάδοση ή την ανακοίνωση του µυστικού αµέσως ή εµµέσως ή σε µεταγενέστερο χρόνο, ενώ αρµόδια να κρίνει, αν επιβάλλεται από τα συµφέροντα της Πολιτείας η διατήρηση της µυστικότητας του εγγράφου, είναι η Κυβέρνηση. Για τη στοιχειοθέτηση δε της αντικειµενικής υπόστασης του συγκεκριµένου εγκλήµατος απαιτείται η από τον υπαίτιο παράδοση ή ανακοίνωση σε άλλον ή αναµετάδοση µυστικών του Κράτους, δηµοσίως ή προφορικώς η δια του Τύπου και είναι αδιάφορο το πώς περιήλθε σε γνώση του υπαιτίου το µυστικό, ενώ για την πλήρωση της υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση ότι η τήρηση 'των µυστικών είναι αναγκαία χάριν των συµφερόντων του Κράτους, χωρίς να απαιτείται σκοπός βλάβης αυτού, αρκεί δε και ενδεχόµενος δόλος . ΙΙΙ.- Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σε αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "...Οι κατηγορούμενοι είναι δημοσιογράφοι και αποτελούν την συντακτική ομάδα της εφημερίδας "....." που κυκλοφορεί σ' όλη την Ελλάδα κάθε....... Την .... δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα αυτή άρθρο με τον πρωτοσέλιδο τίτλο "......." και κάτω από αυτόν κείμενο με το ακόλουθο περιεχόμενο "Τα ονοματεπώνυμα πρακτόρων της ΕΥΠ που γνωρίζει το ΠΑΣΟΚ - Συνταγματάρχης (ΔΒ): Γ1, Αντισυνταγματάρχης (ΔΒ)Γ2, Ανθυπασπιστής (ΠΑ): Γ3 υπάλληλος Πρεσβείας ΗΠΑ: Τον Γ4, Διευθυντής της Ε' Διεύθυνσης της ΕΥΠ: Γ5, Διευθυντής της Γ' Διεύθυνσης της ΕΥΠ: Γ6, στέλεχος της ΕΥΠ: Γ7. Παραπλεύρως από το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε άλλο με το εξής περιεχόμενο: "Το ..... αποκάλυψε πριν από δύο εβδομάδες το κύκλωμα στελεχών της ΕΥΠ που έκανε υποκλοπές και έδινε αναφορά σε στελέχη της Ν.Δ. Δημοσιεύσαμε και τα αρχικά των ονομάτων τους ζητώντας από την Πολιτεία να παρέμβει. Μετά τη δημόσια συζήτηση μεταξύ των δύο αρχηγών, με αίσθημα ευθύνης δημοσιεύουμε σήμερα τα πλήρη στοιχεία. Ο λόγος τώρα στον εισαγγελέα". Στο ίδιο φύλλο της ..... (σελ. 6 και 7) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο "...." και υπότιτλο "........", όπου γίνεται επίσης αναφορά των ονοματεπωνύμων των προαναφερομένων προσώπων ως πρακτόρων της ΕΥΠ και υπολόγων για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών σε βάρος μελών της Κυβέρνησης και σημαινόντων προσώπων της ελληνικής κοινωνίας, το συγκεκριμένο δε άρθρο δημοσιεύθηκε εν μέσω πληθώρας άλλων σε όλες τις εφημερίδες, οι οποίες επί μακρό χρονικό διάστημα ασχολούνταν με την ανεύρεση στοιχείων σχετικά με την υπόθεση αυτή, η οποία την περίοδο εκείνη είχε αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό και εθνικό ζήτημα και διενεργείτο σχετική έρευνα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Περαιτέρω, στο φύλλο της ..... της ανωτέρω εφημερίδας (σελ. 35) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο "..... ο Γ8" (Διοικητής της ΕΥΠ), όπου αναφέρθηκαν τα ονοματεπώνυμα των Γ9, προέδρου της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων της ΕΥΠ (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων ΕΥΠ -ΠΟΣΕΥΠ), Γ10, αντιπροέδρου της ίδιας Ομοσπονδίας και Γ11, προέδρου του Συλλόγου Υπαλλήλων της Κεντρικής Υπηρεσίας της ΕΥΠ. Στο ίδιο δημοσίευμα έγινε αναφορά στην κατάθεση του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ενώπιον της επιτροπής η οποία είχε συσταθεί από τη Βουλή των Ελλήνων για τη διερεύνηση της υπόθεσης των υποκλοπών, αναφέρθηκαν δε τα ανωτέρω πρόσωπα με τις προαναφερόμενες ιδιότητες τους, προκειμένου να τονιστεί ότι εξέφρασαν προς τον Διοικητή της ΕΥΠ Γ8 έντονες επιφυλάξεις για όσα συνέβαιναν στην Υπηρεσία τους, καθώς και για το ότι η ίδια έδινε αφορμές να συζητείται ότι λειτουργεί με παράνομες μεθόδους. Επιπλέον, στο φύλλο της ...... της ανωτέρω εφημερίδας (σελ. 7) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο "......", όπου αναφέρθηκαν τα ονοματεπώνυμα του Υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ12 και του προαναφερθέντος Γ6, Διευθυντή της Γ' Διεύθυνσης της ΕΥΠ, οι οποίοι, σύμφωνα με το δημοσίευμα, κατονομάσθηκαν στο πόρισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ως συντονιστές και οργανωτές της καταγγελθείσας υπόθεσης της απαγωγής Πακιστανών πολιτών. Τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα φέρονται να έχουν συνταχθεί από δύο δημοσιογράφους με στοιχεία ταυτότητας Δ1 και Δ2, προέκυψε όμως ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είναι υπαρκτά, αλλά τα ονοματεπώνυμα τους, επινοήθηκαν από τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο κατ/νους Χ6, Χ5, Χ1,Χ10, Χ11, Χ9, Χ2 και Χ3 αντιστοίχως, και χρησιμοποιήθηκαν ως κοινό τους ψευδώνυμο για τις ανάγκες του δημοσιογραφικού τους έργου, ως συντακτικής ομάδας της ανωτέρω εφημερίδας, που με συλλογική εργασία συγκέντρωσε το υλικό και συνέταξε τα προαναφερόμενα άρθρα. Ακόμα στο ίδιο φύλλο της .... της εφημερίδας (σελ. 5) δημοσιεύθηκε άρθρο του ένατου κατηγορουμένου Χ7 με τίτλο "......." το οποίο αναφέρθηκε στο πραγματοποιηθέν στη Ρόδο ετήσιο συνέδριο της συνδικαλιστικής οργάνωσης των υπαλλήλων της ΕΥΠ δηλαδή της ΠΟΣΕΥΠ, δημοσιεύθηκαν δε σ' αυτό τα ονοματεπώνυμα των υπαλλήλων της ΕΥΠ Γ9 , Γ13 και Γ10 οι οποίοι εξελέγησαν πρόεδρος, γραμματέας και αντιπρόεδρος αντιστοίχως του διοικητικού συμβουλίου της ΠΟΣΕΥΠ. Τέλος στο φύλλο της ..... της ανωτέρω εφημερίδας (σελ. 1, 24, 25) δημοσιεύθηκε άρθρο το οποίο συνέταξαν ο ένατος, η δέκατη και ο ενδέκατος κατηγορούμενοι Χ7, Χ8 και Χ4 αντιστοίχως με τίτλο ".....", υπέρτιτλο "......" και ......", και υπότιτλο "......" όπου έγινε αναφορά στην αδιαφανή κατά το άρθρο, διαδικασία πρόσληψης υπαλλήλων της ΕΥΠ και δημοσιεύθηκαν τα ονοματεπώνυμα υπαλλήλων της συγκεκριμένα δε της Γ14 κόρης του Διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, του Γ12 γιου του Υποδιοικητή της ΕΥΠ, του Γ15 γιου του δευτέρου Υποδιοικητή της ΕΥΠ, της Γ16 κόρης του Προέδρου της ΔΑΚΕ στην ΕΥΠ, της Γ17 μέλος της Κεντρικής επιτροπής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, του Γ18 αδελφού, συμβούλου του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών της κόρης του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας της Νέας Δημοκρατίας Γ19 και της κόρης του Γ20 Προϊσταμένου μιας υπηρεσίας της ΕΥΠ. Από την αξιολόγηση των παραπάνω δημοσιευμάτων προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της παραβίασης μυστικών της Πολιτείας η . οποία τελέσθηκε δια του τύπου από κοινού και κατά μόνας κατ' εξακολούθηση η μη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 146 § 1 ΠΚ. Με την διάταξη αυτή ο νομοθέτης θέλει να προστατεύσει τα κρατικά μυστικά στρατιωτικά ή μη που πρέπει να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένες κυβερνήσεις. Ειδικότερα τα ονοματεπώνυμα και τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα μελών του προσωπικού της ΕΥΠ αποτελούν "κρατικό μυστικό" κατά την έννοια του άρθρου 146 ΠΚ που η Ελληνική Κυβέρνηση επιθυμεί να είναι απόρρητο απέναντι στα ξένα κράτη καθόσον στα πρόσωπα αυτά έχει ανατεθεί βάσει νόμου, μεταξύ άλλων, η συλλογή επεξεργασία και διανομή στις αρμόδιες αρχές των πληροφοριών που αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας και επομένως απαγορεύεται η δημοσίευση τους. Έτσι τα ονοματεπώνυμα ο βαθμός και οι αρμοδιότητες των προαναφερομένων μελών του προσωπικού της ΕΥΠ που περιέχονται στα ανωτέρω δημοσιεύματα αποτελούν "είδηση" που τα συμφέροντα της πολιτείας επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα στις ξένες κυβερνήσεις, η δε δημοσιοποίηση τους δια του τύπου συνιστά περίπτωση παράνομης περιέλευσης της είδησης αυτής στη γνώση άλλου, που εν προκειμένω είναι το αναγνωστικό κοινό, το οποίο δεν αποτελείται μόνο από Έλληνες πολίτες αλλά και από πολίτες άλλων κρατών που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ξένες κυβερνήσεις. Ειδικότερα αποδείχθηκε: Α) ότι οι Χ6, Χ5, Χ1, Χ10, Χ11, Χ9, Χ2 και Χ3 δημοσιογράφοι κάτοικοι όλοι ...... στην Αθήνα: α) Στους παρακάτω τόπους χρόνους από κοινού ενεργώντας δηλαδή έχοντες κοινό δόλο και ενωμένες τις δυνάμεις τους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος από πρόθεση και παράνομα άφησαν να περιέλθουν στη γνώση άλλων πράγματα (ειδήσεις) που τα συμφέροντα της πολιτείας επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα σε ξένες κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα στην Αθήνα στις ... και ..... όντας δημοσιογράφοι και μέλη της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας "......" που κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα από κοινού δημοσίευσαν: α) στο φύλλο της εφημερίδας με ημερομηνία... (35 σελίδα) τα ονόματα υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, δηλαδή τον Γ9, Γ10 και Γ11, και β) στο φύλλο της ίδιας εφημερίδας με ημερομηνία .....(7η σελίδα) το όνομα του υπαλλήλου της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ6. Τα πιο πάνω ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ τους είχαν γνωστοποιηθεί παρανόμως δηλαδή αντίθετα με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας του ίδιου του κράτους και με την δημοσίευση τους μετέδωσαν αυτά σε απροσδιόριστο μεγάλο αριθμό ατόμων (αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας), αν και γνώριζαν ότι τα συμφέροντα της πολιτείας σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία (ν. 1645/1986) επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις ώστε να καθίσταται εφικτή η εκτέλεση του έργου που έχει ανατεθεί στα στελέχη της ΕΥΠ. Β) Ότι ο Χ7 στους παρακάτω τόπους και χρόνους μόνος του και από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ8 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος από πρόθεση και παράνομα πέτυχε να περιέλθουν στη γνώση του πράγματα (ειδήσεις) που τα συμφέροντα της πολιτείας επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα με την ιδιότητα του αυτή δημοσίευσε 1) στο φύλλο της εφημερίδας αυτής με ημερομηνία ...... (σελ. 55) τα ονόματα των υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Γ9, Γ13 και Γ10 και 2) στο φύλλο της εφημερίδος με ημερομηνία ..... (σελ. 24) από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4 και Χ8 ως δημοσιογράφοι και μέλη της συντακτικής ομάδας της άνω εφημερίδας τα ονόματα και τα επαγγέλματα των υπαλλήλων της ΕΥΠ δηλαδή της Γ14, του γιου του πρώτου υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ12, του γιου του δεύτερου υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ15 της Γ16, της Γ17, του Γ18, της κόρης του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας της ΝΔ Γ19 και της κόρης του προϊσταμένου της ΕΥΠ Γ20. Τα πιο πάνω ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ τους είχαν γνωστοποιηθεί παρανόμως δηλαδή αντίθετα με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας του ίδιους του κράτους και με την δημοσίευση τους μετέδωσαν αυτά σε απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ατόμων (αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας) αν και γνώριζαν ότι τα συμφέροντα της πολιτείας σύμφωνα και με την κειμένη νομοθεσία (ν. 1645/86) επέβαλλαν να τηρηθούν αυτά (ονόματα) απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις ώστε να καθίσταται εφικτή η εκτέλεση του έργου που έχει ανατεθεί στα στελέχη της ΕΥΠ. Γ) Ότι οι Χ8 και Χ4, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό τους Χ7 από πρόθεση και παράνομα πέτυχαν να περιέλθουν στη γνώση τους πράγματα (ειδήσεις) που τα συμφέροντα της πολιτείας επέβαλαν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα στην Αθήνα στις 17-12-2006 όντας δημοσιογράφοι και μέλη της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας αυτής δημοσίευσαν στο φύλλο της εφημερίδας τις ..... (σελ. 24) τα ονόματα και τα επαγγέλματα των υπαλλήλων της ΕΥΠ δηλαδή της Γ14, του γιου του πρώην υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ12, του γιου του δεύτερου υποδιοικητή της ΕΥΠ Γ15, της Γ16, της Γ17, του Γ18 της κόρης του πρώην βουλευτή Θεσπρωτίας της Ν.Δ Γ19 και της κόρης του Προϊσταμένου της ΕΥΠ Γ20. Τα πιο πάνω ονόματα υπαλλήλων της ΕΥΠ τους είχαν γνωστοποιηθεί παρανόμως δηλαδή αντίθετα με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας του ίδιου του κράτους και με την δημοσίευση τους μετέδωσαν αυτά σε απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ατόμων (αναγνωστών της πιο πάνω εφημερίδας) αν και γνώριζαν ότι τα συμφέροντα της πολιτείας σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία (ν. 1645/1986) επέβαλαν να τηρηθούν τα ονόματα αυτά απόρρητα απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις ώστε να καθίσταται εφικτή η εκτέλεση του έργου που έχει ανατεθεί στα στελέχη της ΕΥΠ...". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 146 παρ.1 του Π.Κ αφού δέχθηκε ότι με μόνη τη δημοσίευση των ονοματεπωνύμων των υπαλλήλων της ΕΥΠ στο δημοσίευμα της ..... της εφημερίδας ..... πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από την παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη. Και ναι μεν ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 1645/1986 ότι οι ατομικές διοικητικές πράξεις διορισμού, μετάταξης, μετάθεσης ή κάθε άλλης υπηρεσιακής μεταβολής που αφορά το προσωπικό της ΕΥΠ δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκ τούτου όμως δεν συνέπεται ότι το απόρρητο των στοιχείων ταυτότητας υπαλλήλων της ΕΥΠ αποτελεί εξ ορισμού και μυστικό της πολιτείας, κατά την έννοια του άρθρου 146 παρ.1 του ΠΚ, η δημοσιοποίηση του οποίου εκθέτει σε κίνδυνο το συμφέρον του Κράτους, εάν ταυτόχρονα δεν συνοδεύεται και με άλλα στοιχεία προσδιοριστικά της άσκησης ορισμένων καθηκόντων, που έχουν σχέση με τη συλλογή, επεξεργασία πληροφοριών που αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας ή την αντιμετώπιση της κατασκοπευτικής σε βάρος της χώρας δραστηριότητας ξένων οργάνων πληροφοριών (άρθρο 2 παρ.1 Ν. 1645/1986), τοσούτο μάλλον αφού με το άνω έργο της συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, κρίσιμων για την ασφάλεια της Χώρας, δεν απασχολείται το σύνολο του προσωπικού που υπηρετεί στην ΕΥΠ, η οποία ως υπηρεσία στελεχώνεται και με απλούς διοικητικούς υπαλλήλους και λοιπό βοηθητικό προσωπικό. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή του λόγου αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β'του ΚΠΔ, της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου (ως εκτιμάται) και σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 484 παρ.2 ,317,318 και 315 ΚΠΔ, να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ7, Χ4 και Χ8 και αποφανθεί το δικαστήριο ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων αυτών για την πράξη της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας ... στις ..... Με την παράγραφο 1 του άρθρου µόνου Ν. 2243/1994 ορίσθηκε ότι διατηρείται εν ισχύϊ η διάταξη του άρθρού 47 ΑΝ 1092/1938, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 4 § 2 Ν. 1738/1987. Το άρθρο 47 ΑΝ 1092/1938 μετά την κατά τα άνω αντικατάστασή του διαµορφώθηκε ως εξής: "τα αδικήµατα που πράττονται δια του τύπου παραγράφονται µετά 18 µήνες από την τέλεση της πράξης. Η προθεσµία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύµφωνα µε διάταξη νόµου δεν µπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη και για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η κύρια διαδικασία ώσπου να γίνει αµετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος της αναστολής δεν µπορεί να υπερβεί τα δύο έτη". Η ειδική αυτή παραγραφή δια τα αδικήµατα του Τύπου κατισχύει της παραγραφής των άρθρων 111 και 113 Π.Κ. ( Ολ.ΑΠ 1364/1984 ). Εξάλλου, η κύρια διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 308 εποµ. 314, 320, 321, 339, 340 και 343 Κ.Π.Δ., αρχίζει είτε µε την έναρξη της προκαταρκτικής διαδικασίας, δηλαδή µε την επίδοση στον κατηγορούµενο της κλήσεως (αφού το παραπεµπτικό βούλευµα καταστεί αµετάκλητο) ή του κλητηρίου θεσπίσµατος µε το οποίο καλείται στο ακροατήριο, είτε µε την εµφάνιση του κατηγορουµένου και τη µη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασµό και µε εκείνες των άρθρων 310 § 1εδ. β', 370 εδ. β', 484 § 2, 511 και 512 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσµός δηµοσίας τάξεως εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής δίκης, ακόµη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συµπλήρωσή της και µετά την άσκηση της αναίρεσης κατά βουλεύµατος υποχρεούται να αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ 'ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 310 § ιβ' του Κ. Π.Δ., αρκεί η αίτηση αναιρέσεως να έχει ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σε αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής καιι ορισµένος λόγος αναιρέσεως από εκείνους· που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ιδίου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, για την πράξη της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας την οποία οι κατηγορούμενοι 1) Χ6 2) Χ5 3) Χ1 4) Χ10 5) Χ11 6) Χ9 7) Χ2 8) Χ3 φέρεται ότι τέλεσαν στις .... και στις ..... με τη δημοσίευση στα αντίστοιχα φύλλα της εφημερίδας .... ονομάτων υπαλλήλων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, καθώς και για την ίδια πράξη την οποία οι κατηγορούμενοι 1) Χ7 2) Χ4 και 3) Χ8 φέρεται ότι τέλεσαν την ..... με τη δημοσίευση στην ίδια εφημερίδα ονομάτων άλλων υπαλλήλων της ΕΥΠ, παρήλθε ήδη από τους παραπάνω χρόνους τέλεσης χρονικό διάστημα πλέον των δέκα οκτώ (18) μηνών και εφόσον δεν άρχισε η κυρία διαδικασία, εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο των πράξεων αυτών. Επομένως, αφού οι ένδικες αιτήσεις των παραπάνω αναιρεσειόντων περιέχουν παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατ'αυτών για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, κατά τα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ι._ Αναιρεί εν μέρει και μόνο κατά τις παραπεμπτικές του διατάξεις το υπ' αριθμ.2.439/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙ.- Αποφαίνεται ότι κατά των κατηγορουμένων Χ7, Χ4 και Χ8, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης μυστικών της πολιτείας την οποία φέρεται ότι από κοινού τέλεσαν στην Αθήνα την 17-12-2006. ΙΙΙ._ Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων 1) Χ6 2) Χ5 3) Χ1 4) Χ10 5) Χ11 6) Χ9 7) Χ2 και 8) Χ3 για την πράξη της παραβίασης μυστικών της πολιτείας την οποία φέρεται ότι από κοινού τέλεσαν στην Αθήνα την 7-5-2006 και την 14-5-2006, με αντίστοιχα δημοσιεύματα στην εφημερίδα ........ IV.- Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων 1) Χ7 2) Χ4 και 3) Χ8, για την πράξη της παραβίασης μυστικών της πολιτείας την οποία φέρεται ότι από κοινού τέλεσαν στην Αθήνα την 14-5-2006 με δημοσίευμα στην άνω εφημερίδα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση μυστικών της πολιτείας (άρθρο 146 παρ. 1 ΠΚ) δια του τύπου, κατ’ εξακολούθηση. Έννοια και στοιχεία της πράξης. Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου για την τελευταία χρονικώς των μερικότερων πράξεων και απόφανση να μη γίνει κατηγορία. Χρόνος παραγραφής αδικημάτων που τελούνται δια του τύπου. Οριστική παύση της ποινικής δίωξης για τις μερικότερες πράξεις για τις οποίες παρήλθε 18μηνο από την τέλεσή τους.
Τύπος
Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Τύπος, Παραβίαση μυστικών της πολιτείας.
0
Αριθμός 1536/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίστηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Νάκο και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Νικόλαο Ανδρουλάκη και Ιωάννη Παπαδογιαννάκη, περί αναιρέσεως της 245/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Δεκεμβρίου 2007 και 21 Δεκεμβρίου 2007, δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως, αντιστοίχως, και στα από 2 Απριλίου 2008 και 31 Μαρτίου 2008, δύο αυτοτελή δικόγραφα προσθέτων λόγων, αντιστοίχως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 143/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι του πρώτου αναιρεσείοντος και β) να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης του δεύτερου αναιρεσείοντος και να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα και στον πρώτο. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δυο αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 23 Δεκεμβρίου 2007 του κατηγορουμένου Χ1 και ο επ' αυτής από 2ας Απριλίου 2008 πρόσθετος λόγος και β) η δεύτερη με χρονολογία 21 Δεκεμβρίου 2007, του κατηγορουμένου Χ2 και οι επ' αυτής από 31ης Μαρτίου 2008 πρόσθετοι λόγοι, οι οποίες (αιτήσεις) στρέφονται κατά της αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας με αριθμό 245/2007, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Α) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1: Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το Δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιο πάνω άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξάλλου, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου το περιεχόμενο των εγγράφων, που έχουν αναγνωσθεί, πλην όμως είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτά τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζονται τα έγγραφα, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα των εγγράφων, που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη, και να προκύπτει σε ποια έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Περίπτωση, τέλος, μη αναγνώσεως εγγράφου που δημιουργεί την πιο πάνω ακυρότητα υπάρχει και όταν το περιεχόμενο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και δεν βεβαιώνεται στην κατά τη δίκη αυτή εκδοθείσα απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος, ή ο εκπροσωπών αυτόν συνήγορός του, μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια των αναγραφομένων σ' αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 245/2007 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο, και τώρα αναιρεσείοντα, Χ1, ένοχο των αξιοποίνων πράξεων της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και της κακουργηματικής χρήσης πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Το πιο πάνω Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην προμνημονευθείσα περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβεν υπόψη του αμέσως και κυρίως, και όχι ιστορικώς, και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και "τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν". Μεταξύ αυτών ήταν, όπως συνάγεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και τα πιο κάτω έγγραφα, που είχαν συνταχθεί στην Αγγλική γλώσσα, ήτοι: α) το με αριθμ. ...... ΜΕΒNΚ ΕΜΙ ΤΕLΕΧ προς την MIDDLE EAST BANK DUBAI και β) το από ..... TELEX από EMIRATES BANK INTL LTD DUBAI. Σε σχέση, όμως με τα ανωτέρω συνταγμένα σε ξένη γλώσσα έγγραφα, δεν βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ή οι συνήγοροί του ήταν σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. Έτσι, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, γιατί ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος να προβεί ο ίδιος, ή οι συνήγοροί του, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με όσα αναγράφονται στα παραπάνω έγγραφα. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, ενώ παρέλκει μετά ταύτα η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθεί εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Β) Ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2: Κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνονται δυο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, ότι η χρήση του πλαστού εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας από το οποίο και απορροφάται και ότι αυτοτέλεια της χρήσης υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο, όταν όμως για οποιονδήποτε λόγο η πλαστογραφία μένει ατιμώρητη. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας θεσπίζεται ως σωρευτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι κατά νόμο τρόποι πραγματώσεως της αντικειμενικής του υποστάσεως δεν είναι δυνατόν να εναλλαχθούν. Κατάρτιση πλαστού εγγράφου υπάρχει, όταν εξ υπαρχής συντίθεται έγγραφο, το οποίον το πρώτον διατυπώνεται από το ενεργητικό υποκείμενο και εμφανίζεται ότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα νόθευση συνιστά η αλλοίωση της έννοιας κατηρτισμένου ήδη εγγράφου, του οποίου μεταβάλλεται το περιεχόμενο σε ορισμένα σημεία. Κάθε μια μορφή είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι αφορούν και οι δυο έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση των δυο μορφών δεν ταυτίζεται, τα δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά την φύση και το είδος τους, δεδομένου ότι η νόθευση σε αντίθεση με την κατάρτιση, προϋποθέτει επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και επιπροσθέτως σκοπός αυτού να παραπλανήσει άλλον με την χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει επίσης ότι το στοιχείο της παραπλανήσεως άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες είναι αναγκαίο για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και πρέπει όχι μόνο στο διατακτικό της αποφάσεως να περιλαμβάνεται, αλλά και στο αιτιολογικό να διαλαμβάνονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα της παραπλανήσεως για το γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, είναι δε αδιάφορο αν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό ή μπορούσε να προκύπτει από τυχόν ύπαρξη άλλων εγγράφων από τα οποία αποδεικνύεται το γεγονός αυτό. Η κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 του Ν. 2172/1993 σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987 και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Κατά δε την παράγραφο 2 της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, με τις ίδιες ποινές, ελαττωμένες κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, τιμωρούνται και οι υπαίτιοι των προβλεπομένων στην παράγραφο αυτή εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων είναι και το άρθρο 394 ΠΚ, που τιμωρεί την αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, εφόσον αυτή η αξιόποινη πράξη τελείται σε σχέση προς αδικήματα της 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι ο υπαίτιος του προβλεπομένου από το άρθρο 394 ΠΚ εγκλήματος της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, έστω και αν η αξία του υπό τούτου αποκρυπτομένου, αγοραζομένου, λαμβανομένου ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δεχομένου στην κατοχή του προϊόντος αξιόποινης πράξης είναι αξίας κατώτερης των δρχ. 50.000.000, αρκεί να γνωρίζει ή να τελεί σε ενδεχόμενο δόλο, ότι το εν λόγω προϊόν προέρχεται από έγκλημα του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950. Εξάλλου έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγον αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήχθησαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήχθησαν αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγον αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση της διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ2 από κοινού με τους Χ3 και Χ4 (Χ4) κατά το από 20-7-1992 μέχρι 10-7-1992 χρονικό διάστημα με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος από κοινού κατάρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση των άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια τα χρησιμοποίησαν με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους και σε άλλους περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη τρίτου και δη της "ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Α.Ε." (καθολική διάδοχος της οποίας κατέστη δια συγχωνεύσεως-απορροφήσεως η "ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ Α.Ε." και της τελευταίας κατ' όμοιο τρόπο η Τράπεζα "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS A.E."] στην οποία προξενήθηκε ζημία υπερβαίνουσα τα 50.000.000 δρχ. Συγκεκριμένα κατάρτισαν τις προαναφερθείσες 1654 επιταγές που εκλάπησαν από τους δικαιούχους, από τις οποίες 1.479 είχε εκδόσει το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και η Κυβέρνηση του Καναδά, 155 διάφοροι πελάτες της Τράπεζας του Καναδά "REGLE DES RENTES DU QUEBEC" και 20 διάφοροι πελάτες της "ΒΑΝΚ OF MONTREAL" (TORONTO-ONTARIO-Καναδά) σε διαταγή διαφόρων δικαιούχων που διέμεναν μονίμως στην Ιταλία και ελάμβαναν με τις επιταγές αυτές τη σύνταξη τους από τις παραπάνω Κυβερνήσεις καθώς και διάφορα άλλα ποσά από ιδιώτες, τις οπισθογράφησαν σε διαταγή άλλοτε μεν δική τους, άλλοτε δε των ιταλικών εταιρειών ...." και ....... υπογράφοντας την οπισθογράφηση κατ' απομίμηση της υπογραφής των δικαιούχων σύνταξης, στη συνέχεια δε τις παρέδωσαν στον Χ1 προκειμένου να τις εμφανίσει στο υποκατάστημα της Τράπεζας Επαγγελματικής Πίστεως και παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων τους αρμόδιους υπαλλήλους της Τράπεζας ότι οι εν λόγω επιταγές ήσαν καθ' όλα τα στοιχεία τους γνήσιες και έγκυρες και είχαν έλθει στην κατοχή τους νομίμως από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Κατάρτισαν επίσης και τις ως κατωτέρω πλαστές επιταγές υπογράφοντας στη θέση οπισθογράφησης των ως κατωτέρω φυσικών προσώπων ή των εταιρειών εις διαταγήν των οποίων φέρονται ως εκδοθείσες, ήτοι: 1) μία (1) επιταγή της αλλοδαπής Τράπεζας NORTH AMERICAN INTERNATIONAL BANK LTD με αρ......, αρ. λογ. ....., εκδόσεως AMERICAN CREDIT και INVEST CORP, ημερ. 31-8-1992, εις διαταγήν ......., ποσού 50.000 δολαρίων. 2) δύο (2) επιταγές της αλλοδαπής EURO-INTERCONTINENTAL BANK LTD, εκδόσεως της FINANCE INTERCONTINENTAL S.A.. αρ. λογ. ....., εκδόσεως 31-8-1992, δηλαδή: α) η με αρ. ....., εις διαταγήν ......., ποσού 50.000 δολαρίων, β) η με αρ. ....., εις διαταγήν ....... ποσού 50.000 δολαρίων. Η αξία των ανωτέρω τριών (3) αυτών επιταγών σε δραχμές είναι 8.515.000 δρχ., 3) πέντε (5) επιταγές της αλλοδαπής τράπεζας THE GULF BANK, εκδόσεως της BANCO FINANCIERA - Σαν Χοσέ, Κόστα Ρίκα, αρ. λογ. ..... εις διαταγήν ......., δηλαδή: α) η με αρ. ..., ποσού 40.000 δολαρίων, γ) η με αρ. ...., ποσού 40.000 δολαρίων, δ) η με αρ. ...., ποσού 40.000 δολαρίων και ε) η με αρ. ....., ποσού 40.000 δολαρίων. Η αξία των πέντε (5) αυτών επιταγών σε δραχμές είναι 6.812.000 δρχ., 4) είκοσι δύο (22) επιταγές εις διαταγήν ....., δηλαδή: α) η με αρ. .... επιταγή, ποσού 50.000 δολαρίων της ARAB AFRICAN INTERNATIONAL BANK, β) η με αρ. ..... επιταγή ποσού 50.000 δολαρίων της THE ARAB BANK LTD, γ) οι με αριθμούς ..., ...., ...., της 11-9-1992 ποσού εκάστης 50.000 δολαρίων της MIDDLE EAST BANK, δ) οι με αριθμούς ...., ...., ...., ....4, ...., ....., της 17-9-02, ποσού 25.000 δολαρίων, εκάστης των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πέμπτης και ποσού 50.000 δολαρίων εκάστης των τέταρτης και έκτης της BANK OF NEW ZEALAND, και ε) οι με αριθμούς ....., ..., ..., ..., ...., ..., ...., ...., .... και .... της 17-9- 1992, ποσού 10.000 δολαρίων εκάστης της ΗΟΝΚ KONG ΒΑΝΚ, 5) μία (1) επιταγή με αρ. ...... /Ιούλιος 1992 του CONVERMENT OF CANADA, εις διαταγήν .... ποσού 376,31 δολαρίων Καναδά, 6) μία (1) επιταγή με αρ. ......./Ιούλιος 1992 του CONVERMENT OF CANADA, εις διαταγήν ......, ποσού 244,60 δολαρίων Καναδά, 7) μία (1) επιταγή με αρ. ......./Ιούλιος 1992 του CONVERMENT OF CANADA, εις διαταγήν ......., ποσού 244,60 δολαρίων Καναδά, 8) μία (1) επιταγή με αρ. ....... - BANQUE INDOSYEZ εις διαταγήν ......., ποσού 5.781.254 Ιταλικών Λιρετών, 9) μία (1) επιταγή με αρ.........- EURO-INTERCONTINENTAL εις διαταγήν ........, ποσού 50.000 δολαρίων ΗΠΑ, 10) τρεις (3) επιταγές της αλλοδαπής τράπεζας NORTH AMERICAN INTERNATIONAL BANK LTD, εκδόσεως της AMERICAN CREDIT και INVEST CORP: α) η με αρ. ... "αρ. λογ. ...., εκδόσεως 31-8-1992 εις διαταγήν ..... ποσού 45.000 δολαρίων, β) η με αρ. ...., εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ......, ποσού 50.000 δολαρίων και γ) η με αρ. ......., εκδόσεως 6-8-1992, εις διαταγήν ...... ποσού 9.350 δολαρίων. Η αξία των τριών (3) αυτών επιταγών σε δραχμές είναι 7.663.500 δρχ., 8.515.000 δρχ., και 1.592.305 αντίστοιχα, 11) μία (1) επιταγή της αλλοδαπής τράπεζας EURO-INTERCONTINENTAL BANK LTD εκδόσεως της FINANCIERA INTERCONTINENTAL S.A., με αρ. ...., αρ. λογ. ......, εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ......., ποσού 45.000 δολαρίων. Η αξία σε δραχμές της επιταγής αυτής είναι 7.663.500 δρχ., 12) μία (1) επιταγή με αριθμό ......, της WORKER'S COMPRESATION BOARD, εκδόσεως άγνωστης ημερομηνίας εντός του χρονικού διαστήματος από 31-7-1992 έως 25-8-1992, εις διαταγήν ......, ποσού 1.368,68 δολαρίων Καναδά, 13) μία (1) επιταγή της αλλοδαπής τράπεζας NORTH AMERICAN INTERNATIONAL BANK LTD, εκδόσεως της MARICAN CREDIT και INVEST CORP, με αρ. ....., αρ. λογ. ..... εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ........, ποσού 50.000 δολαρίων και 14) τέσσερις (4) επιταγές της αλλοδαπής τράπεζας EURO - INTERCONTINENTAL ΒΑΝΚ LTD, εκδόσεως της FINANCIERA INTERCONTINENTAL S.Α. (Σαν Χοσέ, Κόστα Ρίκα), δηλαδή: α) η με αρ. ...., αρ. λογ. ....., εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ....., ποσού 45.000 δολαρίων, β) η με αρ....., αρ. λογ. ......, εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ......, ποσού 50.000 δολαρίων, γ) η με αρ. ....., αρ. λογ. ......, εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ........., ποσού 50.000 δολαρίων και δ) η με αρ. ....., αρ. λογ. ......, εκδόσεως 31-8-1992, εις διαταγήν ..... ποσού 50.000 δολαρίων. Η αξία σε δραχμές των ανωτέρω πέντε (5) επιταγών ήταν 8.515.000 δρχ., 8.515.000 δρχ. και 8.515.000 δρχ. αντίστοιχα. Στην πράξη δε αυτή προέβησαν για να αποκομίσουν περιουσιακό όφελος, εισπράττοντας τα ποσά των παραπάνω επιταγών, βλάπτοντας την παραπάνω Τράπεζα η οποία επειδή οι επιταγές αυτές ήταν κλεμμένες και πλαστογραφημένες, δεν θα μπορούσε μέσω των ανταποκριτριών των Αμερικανικών Τραπεζών να εισπράξει τα ποσά τους προξενώντας έτσι βλάβη στην εδρεύουσα στην ημεδαπή ως άνω Τράπεζα ποσού 151.882.404 δραχμών. Ο δε ισχυρισμός του κατηγορουμένου (Χ2) κατά τον οποίο ουδέποτε υπέγραψε στη θέση της οπισθογράφησης, αλλά η υπάρχουσα υπογραφή είναι των δικαιούχων σύνταξης και των φυσικών προσώπων, καθώς και των εκπροσώπων των εταιρειών σε διαταγή των οποίων φέρονται ως εκδοθείσες, είναι αβάσιμος ως αναιρούμενος από τα όσα κατέθεσε πρωτοβαθμίως αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο Δ/ντης Επιθεώρησης στο υπ/μα Βόλου της Τράπεζας Επαγγελματικής Πίστεως Γ1 σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στην οποία, όπως διακριβώθηκε μετά από αλληλογραφία της ανταποκρίτριας Τράπεζας CHASE MANHATTAN BANK N.A. με το Υπουργείο Οικονομικών ΗΠΑ και την Κυβέρνηση, του Καναδά, με βάση τις απαντήσεις των δικαιούχων σύνταξης επί συγκεκριμένου ερωτηματολογίου στις φερόμενες ως υπ' αυτών εκδοθείσες τραπεζικές επιταγές, η υπάρχουσα υπογραφή στη θέση οπισθογράφησης δεν τέθηκε υπ' αυτών, αφού άλλωστε ουδέποτε περιήλθαν στην κατοχή τους καθόσον κατ' άγνωστο τρόπο εκλάπησαν, ενώ σε σχέση με τις φερόμενες ως εκδοθείσες από αλλοδαπές Τράπεζες, η υπάρχουσα υπογραφή στη θέση οπισθογράφησης δεν τέθηκε από τα φυσικά πρόσωπα και τους εκπροσώπους των εταιρειών σε διαταγή των οποίων φέρονται εκδοθείσες. Η κατάθεση αυτή αναφορικά με τα προαναφερόμενα ενισχύεται και από το περιεχόμενο του FΑΧ ..... της υπηρεσίας Διεθνών Δραστηριοτήτων προς την Τράπεζα Επαγγελματικής Πίστεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο οποίο και σε σχέση με τις επιταγές της τράπεζας THE GULF BANK οι εν λόγω επιταγές δεν έχουν εκδοθεί από κανένα αρμόδιο στέλεχος της εν λόγω Τράπεζας και είναι πλαστές, το δε λογότυπο που φέρουν έχει αποσυρθεί από καιρό, καθώς και από το περιεχόμενο του από .... FΑΧ προς την ανταποκρίτρια Τράπεζα CHASE MANHATTAN BANK σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο οποίο και σε σχέση με τις επιταγές σε δολλάρια ΗΠΑ οι τράπεζες FINANCIERA INTERCONTINENTAL SA, AMERICAN CREDIT INVEST GROUP, εκδόσεως των οποίων φέρονται οι προαναφερθείσες επιταγές των αλλοδαπών τραπεζών NORTH AMERICAN INTERNATIONAL BANK LTD, EURO-INTERCONTINENTAL BANK LTD, δεν είναι καταχωρημένες στην COSTA RICA. Τα όσα επομένως διαλαμβάνει στο με αρ. .... έγγραφο του ο εκ των κατηγορουμένων Χ4 (Χ4) βάσει των οποίων οι εταιρείες ....., ......., ..... και ....... σε διαταγή των οποίων φέρονται εκδοθείσες εκ των ανωτέρω οι επιταγές των αλλοδαπών τραπεζών EURO-INTERCONTINENTAL BANK LTD, NORTH AMERICAN INTERNATIONAL BANK LTD είναι μέλη-εταιρείες του ομίλου της εταιρείας "....." με έδρα τη Ραβέννα Ιταλίας και αντικείμενο "έτοιμες εγκαταστάσεις-εξοπλισμοί εμπορία πρώτων υλών και τελειωμένων προϊόντων σιδηρούχων και μη σιδηρούχων" διαχειριστής των οποίων τυγχάνει ο ίδιος και μόνο και συνεπώς οι ως άνω εταιρείες είναι υπαρκτά πρόσωπα και η υπάρχουσα υπογραφή υπό την εταιρική αυτών επωνυμία είναι των εκπροσώπων τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Τα προεκτεθέντα, αναφορικά με την τέλεση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αυτό αξιόποινης ως ανωτέρω πράξης της πλαστογραφίας από κοινού με χρήση κατ' ουδέν αναιρούνται εκ του συμπεράσματος της από ...... γραφολογικής γνωμοδοτήσεως της γραφολόγου ......., περί της μη χάραξης τουτέστιν από τον κατηγορούμενο των υπογραφών που έχουν τεθεί στη θέση οπισθογράφησης επί των αναφερόμενων στη γραφολογική αυτή πραγματογνωμοσύνη κατ' αριθμό και λοιπά στοιχεία επιταγών, ήτοι επί είκοσι επιταγών της "CONVERMENT OF CANADA", μιας επιταγής της "WORKERS COMPENSATION BOARD" και μιας επιταγής της Τράπεζας "BANQUE INDOSUEZ ITALIA SPA", καθώς και επί τεσσάρων επιταγών της "NORTH AMERICAN INTERNATIONAL BANK", οκτώ της "EURO-CONTINENTAL BANK", δέκα της "HONG KONG BANK" και τριών της "MIDDLE EAST BANK", αφού η υπάρχουσα επ'αυτών υπογραφή στη θέση της οπισθογράφησης, σύμφωνα με την κατηγορία, τέθηκε κατ' απομίμηση της υπογραφής των δικαιούχων σύνταξης που διέμεναν μονίμως στην Ιταλία καθώς και η υπάρχουσα υπογραφή στη θέση οπισθογράφησης των φυσικών προσώπων και των εκπροσώπων των εταιρειών σε διαταγή των οποίων φέρονται ως εκδοθείσες, τέθηκε, με δικής του επινοήσεως ξενόγλωσσους υπογραφικούς σχηματισμούς και ουχί με το δικό του στην ελληνική γλώσσα υπογραφικό τύπο που αποτέλεσε κυρίως το συγκριτικό υλικό σύμφωνα με τα όσα παρατίθενται στο κεφάλαιο 2 (σελ. 13) της εν λόγω γραφολογικής γνωμοδότησης, ώστε να είναι ασφαλές το διατυπούμενο σ'αυτή ως άνω αποτέλεσμα αναφορικά με την έλλειψη γραφικής συγγένειας στα γενικά και ειδικά γραφολογικά γνωρίσματα των προς σύγκριση υπογραφών με τη γνήσια αυτού υπογραφή. Την προεκτεθείσα δε πράξη ο εν λόγω κατηγορούμενος τέλεσε εν γνώσει της πρόθεσης και των συγκατηγορουμένων του Χ3 και Χ4 για την τέλεση της αποδεχθείς να ενώσει τη δράση του με τη δράση αυτών είτε άμεσα, είτε διαδοχικά, αφού επί τη παραδοχή της περί του αντιθέτου εκδοχής, δεν δικαιολογείται η καθ' υπόδειξη του έκδοση επιταγών εκ του προϊόντος ρευστοποίησης των πλαστών ως άνω επιταγών που είχε κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό της Ε1 συζύγου του κατηγορουμένου Χ1 σε διαταγή, εκτός άλλων, και του Χ3, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, και πέραν τούτου η καθ' υπόδειξη του (Χ2) ωσαύτως, έκδοση επιταγών σε διαταγή του συγκατηγορουμένου του αυτού (Χ3), εκ του προϊόντος ρευστοποίησης των ως άνω επιταγών που είχε κατατεθεί σε τηρούμενο τραπεζικό λογαριασμό από τον μάρτυρα Δ1, όπως επί λέξει ο τελευταίος αναφέρει στην κατάθεσή του αυτή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου "Με ενημέρωσε ότι θα περάσει κάποια χρήματα στο λογαριασμό του· πάρτα μου είπε και δώστα στον Χ3· με επιταγές έδωσα τα χρήματα" καθώς και τα όσα παρακάτω στην κατάθεση του αυτή ο ανωτέρω μάρτυς αναφέρει "Δεν είδα ποτέ τις επιταγές· ο Χ2 τις έπαιρνε από τον Χ3 είχαν λόγο να κρυφτούν οι Χ3 και Χ2 και χρησιμοποιούσαν κόσμο να καλύπτονται". Ουτ' εξάλλου επί τη παραδοχή της περί του αντιθέτου εκδοχής δικαιολογείται η αποστολή από τον εκ τούτων Χ4 του χωρίς χρονολογία από 29 Μαρτίου εγγράφου στην προαναφερθείσα Τράπεζα και φερόμενου ως συνταχθέντος στη Ραβέννα Ιταλίας με το οποίο ο ανωτέρω συγκατηγορούμενος του αναλαμβάνει την ευθύνη κάλυψης της προκληθείσης οικονομικής ζημίας αναφορικά με τις εκδοθείσες επιταγές από την τράπεζα EURO-INTERCONTINENTAL BANK LTD, καθώς και η υπ' αυτού αποστολή στην Τράπεζα αυτή και του με αριθμόν ....... εγγράφου ομοίου περιεχομένου με το προαναφερθέν και την επιπρόσθετη επισημείωση, ότι οι εταιρείες ...., .... και ...... (οι εταιρείες τουτέστιν σε διαταγή των οποίων εκδόθηκαν εκ των άνω επιταγών, οι προαναφερθείσες) ανήκουν στον διαχειριζόμενο αποκλειστικά υπ' αυτού όμιλο με το λογότυπο SOLMET "Έτοιμες εγκαταστάσεις - εξοπλισμοί εμπορία πρώτων υλών και τελειωμένων προϊόντων σιδηρούχων και μη σιδηρούχων "από το κείμενο του οποίου ας σημειωθεί, δεν προκύπτει η διεύθυνση του φερόμενου ως εδρεύοντος στη Ραβέννα Ιταλίας ως άνω ομίλου του οποίου τυγχάνει όπως υποστηρίζει διαχειριστής. Με τις ανωτέρω παραδοχές ο ισχυρισμός του εν λόγω κατηγορουμένου κατά τον οποίο αγνοούσε την πλαστότητα των ανωτέρω επιταγών και παρέδωσε αυτές στον Χ1 προς ρευστοποίηση προκειμένου να εξυπηρετήσει τον προκάτοχο αυτών Δ1, ευελπιστώντας σε μελλοντική επαγγελματική μέσω του τελευταίου συνεργασία και συμμετοχή του σε συσταθησόμενες εταιρείες πρέπει να απορριφθεί, ενώ εξ άλλου και επί τη παραδοχή των όσων πιο πάνω υποστηρίζει δεν δικαιολογείται η κατάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης των επιταγών και δη ποσού εκ τούτου 119.000.000 δρχ. σε τηρούμενο τραπεζικό λογαριασμό της Ε1, πρώην συζύγου του κατηγορούμενου Χ1 και ουχί απ' ευθείας σε τηρούμενο υπ'αυτού ή υπό του Δ1 λογαριασμό, καθώς και η έκδοση επιταγών εκ του ποσού αυτού των 119.000.000 δρχ. κατόπιν υποδείξεως του σε διαταγή των Χ3, Δ1 και Δ2, όπως με σαφήνεια σε σχέση με τα προεκτεθέντα κατετέθη πρωτοβαθμίως αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από την προαναφερθείσα Ε1, αλλά και από τον καταθέσαντα στο λογαριασμό της τελευταίας το ως άνω ποσό των 119.000.000 δρχ., το προϊόν ρευστοποίησης τουτέστιν ισόποσου ποσού επιταγών και ως μάρτυρα κατηγορίας εξετασθέντα Γ2. Ούτε πέραν αυτών αν πράγματι αγνοούσε την πλαστότητα των ανωτέρω επιταγών θα ανελάμβανε την υποχρέωση αντικατάστασης τους με ετέρες, όπως δήλωσε στον εξετασθέντα μάρτυρα κατηγορίας Γ1 ευθύς ως ανέκυψε το θέμα της πλαστότητάς τους, ο κατηγορούμενος Χ1, κληθείς υπ' αυτού προς παροχή διευκρινίσεων. Εξ άλλου, όπως από το ίδιο αποδεικτικό υλικό προέκυψε ο ανωτέρω κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και αυτού εγκλήματος δέχθηκε στην κατοχή του τις ιδιαίτερα μεγάλης αξίας παραπάνω επιταγές αν και γνώριζε ότι ήταν κλεμμένες, τις οποίες μεταβίβαζε στον Χ1, ο οποίος τις δέχθηκε αν και γνώριζε ότι ήταν κλεμμένες, για να τις παρουσιάσει στην Τράπεζα Επαγγελματικής Πίστεως και να εισπράξει το αντίστοιχο ποσό. Την πράξη του δε αυτή ενήργησε με σκοπό ζημίας της Τράπεζας Επαγγελματικής Πίστεως κατά ποσό άνω των 50.000.000 δραχμών. Υπέρ της κρίσης κατά την οποία οι παραπάνω επιταγές ήταν κλεμμένες συνηγορεί η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Γ1 πρωτοβαθμίως και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στην οποία, όπως διακριβώθηκε μετά από προηγούμενη έρευνα του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ ευθύς ως οι επιταγές εμφανίστηκαν προς πληρωμή μέσω της ανταποκρίτριας Τράπεζας CHASE MANHATTAN BANK N.Α ουδείς εκ των δικαιούχων έλαβε την επιταγή, ενώ τεθέντος ειδικού σ' αυτούς ερωτηματολογίου, άπαντες αρνήθηκαν την ύπαρξη δικής τους υπογραφής επί του σώματος των εν λόγω επιταγών και δη στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης, ενώ κλεμμένες ωσαύτως ήταν όπως διευκρινίστηκε από τον ανωτέρω μάρτυρα και οι λοιπές εκ των ανωτέρω επιταγές οι φερόμενες ως εκδοθείσες σε διαταγή διαφόρων φυσικών προσώπων ή εταιρειών η υπάρχουσα υπό την επωνυμία των οποίων στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης υπογραφή τέθηκε ωσαύτως με συναπόφαση των προαναφερομένων. Του γεγονότος δε αυτού, ήτοι ότι ανωτέρω επιταγές ήταν κλεμμένες, ο προαναφερθείς κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση, αφού ως γνώστης της αγγλικής γλώσσας όπως απολογούμενος αναφέρει, ευχερώς ηδύνατο να διαπιστώσει ότι επρόκειτο περί επιταγών εκδόσεως του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και της κυβέρνησης του Καναδά σε διαταγή διαφόρων αλλοδαπών φυσικών προσώπων καθώς και εκδόσεως διαφόρων αλλοδαπών Τραπεζών σε διαταγή αλλοδαπών ωσαύτως φυσικών προσώπων και εταιρειών, δικαιούχοι των οποίων τουτέστιν ετύγχαναν αλλοδαπά πρόσωπα, ενώ εξ' άλλου δεν δικαιολογείται άγνοια του ως προς την προέλευση τους ως εκ του τρόπου μεταβιβάσεως τους σ' αυτόν, άνευ τουτέστιν οπισθογραφήσεως εκ μέρους των δικαιούχων, αφού η υπογραφή κάθε ενός δικαιούχου πλαστογραφήθηκε, αλλά και ως εκ της πληθώρας των επιταγών που παρέδωσε σ' αυτόν χωρίς οπισθογράφηση ο προκάτοχος του Δ1, καθώς και του ποσού εκάστης αυτών και του συνολικού τοιούτου. Ο δε αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι τελούσε σε πραγματική πλάνη αναφορικά με τις προαναφερθείσες πράξεις της από κοινού πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος που του αποδίδονται καθ'όσον αγνοούσε ότι οι επίδικες επιταγές ήταν προϊόν πλαστογραφίας και κλοπής, η δε πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή λόγω της ρευστοποίησης των επιταγών μετά προηγούμενο έλεγχο από τον Δ/ντή του υπ/ματος της παθούσας Τράπεζας στο Βόλο Β1 και της διαβεβαίωσης του τελευταίου προς τον συγκατηγορούμενό του Χ1 ότι ήταν "εντάξει" πρέπει να απορριφθεί, αφού σύμφωνα με τα παραπάνω γενόμενα δεκτά, τελούσε σε γνώση της πλαστότητας των επιταγών, αλλά και του γεγονότος ότι ήταν προϊόν κλοπής, ενώ κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν συνηγορεί περί της διενέργειας ελέγχου από τον Δ/ντή του υπ/ματος Βόλου της ανωτέρω Τράπεζας Β1 αναφορικά με τη γνησιότητα τους, και περί του ότι διαβεβαίωσε περί αυτής τον κατηγορούμενο Χ1, όπως υποστηρίζει. Τουναντίον, όπως κατετέθη από το μάρτυρα Γ1, τον διενεργήσαντα τουτέστιν την Επιθεώρηση στο ως άνω υποκατάστημα, ο προαναφερθείς Β1 προέβη στη ρευστοποίηση των προσκομισθέντων επιταγών σε συνάλλαγμα αμέσως χωρίς να ακολουθήσει τις προδεδιαγραμμένες από την Τράπεζα διαδικασίες, βάσει των οποίων η διαπραγμάτευση αγοράς των εν λόγω επιταγών ενεργείται μέσα στα όρια ευχερειών που έχει καθορίσει η Γενική Διεύθυνση, πέραν των οποίων απαιτείται η έγκριση της Διοίκησης, που για το συγκεκριμένο υποκατάστημα ήταν τα 6.000.000 δρχ., με ρευστοποιήσιμα στοιχεία, ποσό, που υπολείπεται κατά πολύ το ρευστοποιηθέν ως άνω, και χωρίς να αναμείνει να παρέλθει το απαιτούμενο χρονικό διάστημα προκειμένου να διαπιστωθεί από τις ανταποκρίτριες Τράπεζες αν οι επιταγές είναι έγκυρες ή μη (Βαλέρ), όπως άλλωστε διαλαμβάνει σε σχέση με τα προαναφερθέντα στην από 11-11-1992 κατάθεση του ενώπιον του Ανακριτή που διαβάστηκε, ο υποδ/ντής διαχείρισης διαθέσιμων σε δραχμές και σε συνάλλαγμα στην Τράπεζα Επαγγελματικής Πίστεως Ζ1 και κατέθεσε επί λέξει ο υποδ/ντής του υπ/ματος Βόλου Ζ2 "εάν έμπαινε το βαλέρ με προθεσμία πιθανόν αν είχε αποφευχθεί η ζημία" και πέρα τούτου ο διατελέσας υπάλληλος στην εν λόγω Τράπεζα Ζ3 που στην κατάθεση του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί λέξει αναφέρει "κανονικά όλες οι επιταγές έπρεπε να φεύγουν αυθημερόν και να πάνε στην Αθήνα στο dealing room και από εκεί στην Τράπεζα του εξωτερικού για να πληρωθούν, αλλά δεν το έκανε". Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πιο πάνω πράξεων ήτοι α) της από κοινού, πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση με χρήση του πλαστού εγγράφου με την οποία σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, το δε όφελος κι η αντίστοιχη βλάβη του τρίτου (ήτοι της παθούσας τράπεζας) υπερέβαιναν το ποσό των 50.000.000 δραχμών και β) της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατ' εξακολούθηση η προξενηθείσα από την οποία βλάβη σε βάρος της παθούσας τράπεζας υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Ο δ' ισχυρισμός του κατηγορουμένου κατά τον οποίο σε περίπτωση που κριθεί ένοχος της πράξεως επί πλαστογραφίας κατά συναυτουργία δεν δύναται κατά λογική συνέπεια να κριθεί ένοχος αποδοχής του αυτού υλικού αντικειμένου (των πλαστών επιταγών), των προϊόντων τουτέστιν του προηγηθέντος εγκλήματος της πλαστογραφίας καθ'όσον η αποδοχή του ενός αποκλείει το έτερο, στερείται βασιμότητας, αφού πρόκειται περί επιταγών καταρτισθέντων πλαστών ουχί εξ' υπαρχής αλλά ως προς την υπογραφή και μόνο των δικαιούχων σύνταξης καθώς και των φυσικών προσώπων και των εκπροσώπων των εταιρειών σε διαταγή των οποίων φέρονται ως εκδοθείσες οι λοιπές, εκ των ανωτέρω επιταγών (ήτοι πλην εκείνων των δικαιούχων σύνταξης) όπως υπέρ της κρίσεως αυτής συνηγορεί η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και Διευθυντή Επιθεώρησης της παθούσας Τράπεζας Γ1, σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στην οποία και στις τελευταίες αυτές επιταγές ο λογότυπος όλων των στοιχείων τους ήταν έντυπος και συμπληρωμένος ως προς όλα τα στοιχεία. Το υποβληθέν από τον κατηγορούμενο αυτό δια του εκ τω συνηγόρων του Δημητρίου Παπαδέλλη αίτημα περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσία, καθόσον τέτοια καλή συμπεριφορά δεν αποδεικνύεται ούτε από την απολογία του, ούτε από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ενώ ο διαδρομών χρόνος από την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και μόνο, δεν κρίνεται στοιχείο επαρκές για να αποφανθεί το Δικαστήριο περί της συμπεριφοράς, ότι δηλαδή έγινε αυτή καλή, ενόψει και της φύσεως, του είδους και της βαρύτητας της ως άνω εγκληματικής του δράσης, αλλά και του γεγονότος ότι υπήρξε φυγόδικος, συλληφθείς, διωκόμενος για τις προδιαληφθείσες πράξεις μετά παρέλευση ικανού από την τέλεση τους χρονικού διαστήματος και δη στις 23-10-2005". Στο διατακτικό όμως της αποφάσεως, ως προς τη πράξη της αποδοχής των προϊόντων εγκλήματος κηρύσσεται ένοχος ο αναιρεσείων του ότι "κατά το αυτό χρονικό διάστημα δέχθηκε στην κατοχή του πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα δέχθηκε τις παραπάνω επιταγές που ήταν κλεμμένες τις οποίες μεταβίβαζε στον Χ1, ο οποίος τις δέχθηκε αν και γνώριζε ότι ήταν κλεμμένες για να τις παρουσιάσει στην Τράπεζα και να εισπράξει το αντίστοιχο ποσό. Στην πράξη του αυτή ενήργησε ο κατηγορούμενος ζημιώνοντας την Τράπεζα κατά το ποσό άνω των 50.000.000 δραχμών. Βάσει δε των παραδοχών αυτών το δικαστήριο της ουσίας κατεδίκασε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, τον αναιρεσείοντα σε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών για κακουργηματική πλαστογραφία από κοινού μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος κατ' εξακολούθηση. Στις παραδοχές, όμως, αυτές του δικαστηρίου που αφορούν την κακουργηματική πλαστογραφία και ειδικότερα στις περιπτώσεις όπου οι επίδικες επιταγές είχαν συμπληρωθεί καθ' όλα τους τα στοιχεία και είχαν αποσταλεί στους δικαιούχους προς είσπραξη του αναφερομένου σε κάθε μία από αυτές ποσού και έφεραν την γνησία υπογραφή του εκδότου των και ο αναιρεσείων από κοινού με τους Χ3 και Χ4 έθεσαν μόνο κατ' απομίμηση την υπογραφή στη θέση οπισθογράφησης των ανωτέρω δικαιούχων, εμφιλοχωρούν αντιφάσεις, αφού φέρεται ότι ο κατηγορούμενος, στην ανάπτυξη των περιστατικών των περιπτώσεων αυτών, διέπραξε την αυτοτελή πράξη της νοθεύσεως εγγράφου, που περιλαμβάνεται επίσης στο έγκλημα της πλαστογραφίας, με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια σχετικά με τον τρόπο τελέσεως της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο ως άνω αξιοποίνου πράξεως και να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 98, 216 παρ. 1, β' ΠΚ, εντεύθεν δε η απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως. Προσέτι δεν αναφέρεται ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλομένης ως άνω αποφάσεως ο τόπος τελέσεως της προαναφερομένης πράξεως, που ενόψει των παραδοχών της, ότι ο αναιρεσείων κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστό έγγραφο από κοινού με τα παραπάνω πρόσωπα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εκδότες των επιδίκων τίτλων φέρονται αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια περί του αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 6 Π.Κ. Επίσης καθόσον αφορά την πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση, συνεπεία αντιφάσεως μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της, και ασάφειας που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα ενώ στο σκεπτικό δέχεται ότι "ότι πέντε επιταγές της αλλοδαπής τράπεζας THE GULF BANK εκδόσεως της BANCO FINANCIERA-Σαν Χοσέ καταρτίστηκαν από την αρχή από κοινού από τον αναιρεσείοντα και τους Χ3 και Χ4 "στο διατακτικό ο αναιρεσείων καταδικάζεται για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και για τις επιταγές αυτές. Επομένως είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ. λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει κατά παραδοχή αυτών να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 245/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα λήψη υπόψη ξενόγλωσσων εγγράφων. Έλλειψη αιτιολογίας για κακουργηματική πλαστογραφία και κακουργηματική αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Πλαστογραφία, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1533/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιοο - Σπυρίδωνα Μαζαράκη, περί αναιρέσεως της 871/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1 και 2. Ψ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Ρουμελιώτη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1062/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή, εκείνων που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιους όμως ισχυρισμούς δεν αποτελούν ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας καθώς και τα υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Την 3-6-2001 και περί ώρα 22.00 η Ψ2 οδηγώντας το υπ' αριθμ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητό της με συνεπιβάτη τον ανήλικο υιό της Ψ, εκινείτο στην παράλληλη οδό της Ν.Ε.Ο Αθηνών Κορίνθου με κατεύθυνση προς ...... Στο ύψος του 29ου χλμ της εν λόγω οδού η ανωτέρω οδηγός στάθμευσε το όχημά της εντελώς δεξιά της οδού, ήτοι εν μέρει στο οδόστρωμα προς .... και εν μέρει μέσα στον αύλακα που υπήρχε στο σημείο εκείνο, καταλαμβάνοντας όχι περισσότερο από 0,75μ για κάθε κατεύθυνση. Στη συνέχεια εξήλθε του αυτοκινήτου και μετά 15-20 λεπτά η μεν οδηγός βρισκόταν στην πίσω αριστερή πόρτα του οχήματος με την πόρτα ελαφρώς ανοιχτή, προσπαθώντας να τοποθετήσει πράγματα στο πάτωμά του, ενώ ο ανήλικος υιός της ήταν όρθιος δίπλα στην αριστερή οπίσθια πόρτα, πίσω από το σώμα της μητέρας του, στο ίδιο ύψος με αυτήν και μέσα στο οδόστρωμα. Την ίδια στιγμή ο κατηγορούμενος ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, αφού η περιεκτικότητα σε οινόπνευμα όπως ανιχνεύθηκε στο αίμα του ήταν 400 gr/100 ml οδηγώντας το ..... ΙΧΕ αυτοκίνητό του με υπερβολική ταχύτητα τουλάχιστον 70 Χ/Ω αντί της επιτρεπομένης νομίμου των 30 Χ/Ω, μόλις έφθασε στο ανωτέρω σημείο που ήταν σταθμευμένο το άνω όχημα, επέπεσε στην ανοιχτή αριστερή πόρτα και στη συνέχεια σε όλη την αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου, παρασύροντας με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος της μετώπης τον ανήλικο τον οποίο εκτόξευσε αρκετά μέτρα μακριά με αποτέλεσμα να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατός του. Με αυτά τα δεδομένα, ο θάνατος του ανηλίκου οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου ο οποίος από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, επέφερε το ανωτέρω αποτέλεσμα, το οποίο δεν προέβλεψε. Ειδικότερα, από έλλειψη της προσοχής έβαινε με υπερβολική ταχύτητα, πέραν της νομίμου επιτρεπομένης και σε κατάσταση μέθης, παρότι ήταν περιορισμένη η ορατότητα λόγω νυκτός και ο φωτισμός ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί το σταθμευμένο όχημα και το θύμα και να επιφέρει το θάνατό του. Στη συνέχεια, παρότι ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα, δεν στάθμευσε αμέσως για να δώσει την αναγκαία βοήθεια, ούτε ειδοποίησε την πιο κοντινή αστυνομική αρχή, αλλά τράπηκε σε φυγή. Όπως προαναφέρθηκε, ανιχνεύθηκε αρχικά με alcotest οινόπνευμα στο αίμα του 400 mg/100 ml ή 4 γρ. ανά λίτρο αίματος και κατά την τοξικολογική εξέταση 2,84 γρμ. ανά λίτρο αίματος, τηρηθείσης της διαδικασίας της Υ.Α 13382 Φ.705.11/4δ της 25/26-11-1977 και της τροποποιητικής αυτής υπ' αριθμ.1330.Φ.705.11/4ξθ/15.2/1.4.1985 που ίσχυε κατά τον χρόνο του ατυχήματος (βλ. ΑΠ 1491/2006, βλ. την .... έκθεση τοξικολογικής έρευνας επίκ. Καθηγήτριας....... Ο αντίθετος συνεπώς ισχυρισμός του κατηγορουμένου είναι απορριπτέος. Μετά από αυτά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιοποίνων πράξεων που του αποδίδονται...". Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο στο διατακτικό της αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι 1) οδηγώντας αυτοκίνητό του, προεκάλεσε τον εξ αμελείας θάνατο του ηλικίας 13 ετών ανηλίκου Ψ 2) κατά τον χρόνο του συμβάντος, οδηγούσε το αυτοκίνητό του ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, καθόσον ανιχνεύθηκε στο αίμα του οινόπνευμα σε περιεκτικότητα ποσοστού 400 GR/100 ML και 3) μετά το τροχαίο συμβάν δεν παρέμεινε στον τόπο του ατυχήματος για να δώσει την αναγκαία βοήθεια στον παθόντα ούτε ειδοποίησε για το ατύχημα την πλησιέστερη αστυνομικά αρχή και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακισεως τριών (3) ετών και έξη (6) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία τον κατεδίκασε, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 302 του Π.Κ και 42, 43 του Ν.2696/1999 (Κ.Ο.Κ) τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Η αιτίαση που προβάλλεται με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, για αντίφαση στην απόφαση αφού στο μεν σκεπτικό της το δικαστήριο δέχεται ότι με την μέθοδο του alcotest ανιχνεύθηκε στο αίμα του κατηγορουμένου οινόπνευμα σε περιεκτικότητα 400 gr/100 ml ανά λίτρο αίματος και με την τοξικολογική εξέταση 2,82 γραμ. στο διατακτικό αναφέρεται ότι η ανιχνευθείσα ποσότητα ανέρχεται 400 gr/100 ml στον οργανισμό του, είναι αβάσιμη. Εκ των παραπάνω παραδοχών της αποφάσεως ουδεμία αντίφαση δημιουργείται περί του εάν ο κατηγορούμενος κατά την οδήγηση του οχήματός του ευρισκόταν σε κατάσταση μέθης, αφού τόσον με την μέθοδο του alcotest όσο και με την τοξικολογική εξέταση η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του υπερέβαινε κατά πολύ τα 0,5 γραμ. που ορίζεται από το άρθρο 42 παρ.1 εδαφ.β'του Ν. 2696/1999 ως ελάχιστο όριο συγκέντρωσης οινοπνεύματος. Περαιτέρω, η προβαλλόμενη με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αιτίαση και κατά τα δύο σκέλη της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 42 του Ν. 2696/1999 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών Υπουργικών αποφάσεων περί του τρόπου διαπιστώσεως της χρήσεως οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, ως και το ποσοστό οινοπνεύματος στον οργανισμό ώστε να κριθεί εάν ο ελεγχόμενος οδηγός τελεί υπό την επίδραση αυτών, οι οποίες υπουργικές αποφάσεις, ως επικαλείται ο αναιρεσείων δεν ίσχυαν κατά τον χρόνο του συμβάντος και υπήρχε νομοθετικό κενό, είναι αβάσιμη. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους. Α) Αρχικώς, υπό την ισχύ του άρθρου 42 του Ν.614/997 το ανωτέρω ζήτημα ρυθμίσθηκε από την υπ' αριθμ. 13.382 Φ. 705.11 της 25/26-1-1997 και την εν συνεχεία τροποποιητική αυτής υπ'αριθμ. 1.330 Φ.705.11/4ξθ-4-1985 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δημοσίας Τάξεως. Β) Υπό την ισχύ του Ν. 2094/1992, με τη διάταξη του άρθρου 112 παρ.7 εδαφ.β' αυτού ρητώς ορίσθηκε η διατήρηση των άνω υπουργικών αποφάσεων. Γ) Στον Ν. 2696/1999 ο οποίος ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων, στο άρθρο 42 παρ.5 επαναλαμβάνονται οι ρυθμίσεις των διατάξεων των προηγουμένων νόμων για το ζήτημα του, με υπουργικές αποφάσεις, καθορισμού του τρόπου διαπιστώσεως της υπάρξεως οινοπνεύματος κ.λ.π. όμως, στην τελική διάταξη του άρθρου 110, δεν περιελήφθη διάταξη περί διατηρήσεως σε ισχύ των προηγουμένων υπουργικών αποφάσεων, μέχρι να εκδοθούν οι υπό του τελευταίου τούτου νόμου προβλεπόμενες. Τέτοια διάταξη προστέθηκε ως παρ.4 στο άρθρο 110 του Ν. 2696/1999 με το άρθρο 43 του Ν.2963/2001 ο οποίος άρχισε να ισχύει από 22-11-2001, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο του ενδίκου συμβάντος. Το γεγονός, όµως, αυτό δεν σηµαίνει ότι οι παραπάνω υπουργικές αποφάσεις έπαυσαν να ισχύουν από τη θέση σε ισχύ του Ν. 2696/1999 και µέχρι την προσθήκη της παραγράφου 4 στο άρθρο 110 αυτού, µε τον Ν. 2953/2001.Και τούτο γιατί οι εν λόγω υπουργικές αποφάσεις, ως κανονιστικές διοικητικές πράξεις, εξακολούθησαν να ισχύουν και κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, ανεξάρτητα ότι αυτό δεν είχε ορισθεί ρητά, αφού ο ν. 2696/1999 καταργώντας τον Ν. 2094/1992 που τις είχε διατηρήσει σε ισχύ, δεν απήγγειλε και την κατάργηση αυτών ούτε περιέλαβε ως προς τον τρόπο ανίχνευσης του οινοπνεύµατος στον οργανισµό των οδηγών, διατάξεις αντίθετες προς εκείνες των άνω αποφάσεων ώστε να θεωρηθούν εξ αυτού οι τελευταίες ως καταργηθείσες. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171 όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Εξάλλου η 13782 Φ. 705.11/46/26.11.1977 κοινή απόφαση των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δημοσίας Τάξεως, όπως κατά τα ανωτέρω τροποποιήθηκε με την όμοια 1330Φ. 705.11-/4ΞΘ/15.2/1.4.1985, (που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται ο αναιρεσείων) ορίζει ότι, κατά τη λήψη αίματος για τη διερεύνηση αν ο οδηγός αυτοκινήτου βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος, από τα αποστελλόμενα δύο φιαλίδια αίματος το μεν ένα χρησιμοποιείται για την αναζήτηση οινοπνεύματος, το δε άλλο φυλάσσεται στα ψυγεία της αρμόδιας προς εξέταση Υπηρεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών μηνών από της λήψεως του αίματος. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως των αποτελεσμάτων θα μπορούν οι ενδιαφερόμενοι, εφόσον το επιθυμούν, να ζητήσουν εντός του διαστήματος αυτού την επανεξέταση των αντιδειγμάτων. Οι αρχές που θα αποστέλλουν δείγματα αίματος προς ανίχνευση οινοπνεύματος υποχρεούνται να ανακοινώσουν τα παραπάνω στους ενδιαφερομένους εγγράφως. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η μη έγγραφη ανακοίνωση στον κατηγορούμενο του αποτελέσματος της εξετάσεως του αίματός του για ανίχνευση οινοπνεύματος αποτελεί παραβίαση διατάξεως που καθορίζει την υπεράσπισή του και ιδρύει απόλυτη ακυρότητα από αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 171 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από το νόμο (αρθ. 42 ΚΟΚ) και τις κατ' εξουσιοδότηση τούτου εκδοθείσες ως άνω Υ.Α. νόμιμες προϋποθέσεις αναφορικά με τη γενόμενη αιμοληψία και την προς αυτόν έγγραφη κοινοποίηση του αποτελέσματος της Εκθέσεως Τοξικολογικής εξετάσεως του αίματός του για την ανίχνευση οινοπνεύματος σε αυτό. Όμως από τις αναφερόμενες αυτές πράξεις και παραλείψεις δημιουργείται μεν ακυρότητα η οποία ανάγεται στην προδικασία αλλά η ακυρότητα αυτή έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Συνεπώς, ο ως άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το τρίτο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου με τον οποίον πλήττεται η απόφαση διότι το δικαστήριο α) χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό του ότι κατά τον χρόνο του συμβάντος δεν οδηγούσε ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης και β) στην απορριπτική κρίση του κατέληξε χωρίς για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού να προτείνει ο εισαγγελέας, εντεύθεν δε προκλήθηκε ακυρότητα στο ακροατήριο, κατ'αμφότερα τα σκέλη του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επί κατηγορουμένου στον οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιοποίνου πράξεως σε κατάσταση μέθης, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός αυτού συνιστά άρνηση στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Τότε μόνον είναι αυτοτελής ο περί μέθης ισχυρισμός και δημιουργεί αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου σε αιτιολογημένη απάντηση, όταν προβάλλεται για την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό (άρθρα 34 και 36 παρ.1 Π.Κ) ή για την ειδική ποινική μεταχείριση του δράστη (άρθρα 71,193 Π.Κ). Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού, συνακολούθως δε, ενόψει του άνω χαρακτήρα του ισχυρισμού αυτού, δεν είχε υποχρέωση να προτείνει επ' αυτού και ο εισαγγελέας, ώστε από την παράλειψη του τελευταίου να δημιουργείται ακυρότητα στο ακροατήριο. Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 (άρθρα 583 παρ.1 Κ.Π.Δ και 176 Κ.Πολ.Δ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17 Μαϊου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 871/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη οδηγού αυτοκινήτου που οδηγούσε σε κατάσταση μέθης και α) εξ αμελείας προκάλεσε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα, β) οδηγούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος και γ) εγκατέλειψε τον τόπο του συμβάντος. Ισχύς κατά τον χρόνο του συμβάντος των κοινών υπουργικών αποφάσεως σχετικά με τη διαδικασία διαπίστωσης της ύπαρξης οινοπνεύματος στο αίμα. Οι ακυρότητες της προδικασίας σχετικά με τη μη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων για την ανίχνευση οινοπνεύματος, θεμελιώνουν απόλυτη ακυρότητα γιατί πλήττουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, πρέπει όμως να προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου διότι άλλως καλύπτονται. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν οδηγούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος δεν είναι αυτοτελής. Συνιστά άρνηση της κατηγορίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα. Συνακολούθως, δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού χωρίς σχετική εισαγγελική πρόταση. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1532/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 208/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 462/26.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 στοιχ. α' και 484 παρ. 1 στοιχ. α', δ' Κ.Π.Δ. του ιδίου κώδικος και εμπροθέσμως κατ'άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αφού η ημερομηνία ασκήσεώς της αρχίζει από την επίδοσιν του προσβαλλομένου βουλεύματος στον αντίκλητον του κατηγορουμένου, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου X1 δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δυνάμει της από 18-12-2006 εξουσιοδοτήσεως, με αριθ. 175/21-12-2006 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ'αριθ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθ. 1006/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη ούτος δια να δικασθεί δι'υπεξαίρεσιν η συνολική αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλων τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' και δ' Κ.Π.Δ. λόγους της απολύτου ακυρότητος και της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρ. 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως συνεπληρώθη με το άρθρο 10 παρ. 8 ν. 1941/91 και 3 παρ. 5 ν. 2145/93 και άρθρ. 20 παρ. 2 ν. 3160/2003, ο κατηγορούμενος δικαιούται να γνωστοποιήσει και προφορικά στον Εισαγγελέα ότι επιθυμεί να λάβει γνώση της προτάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας υποχρεούται να τον ειδοποιήσει και προφορικά ή τηλεφωνικά προκειμένου να λάβει γνώση της προτάσεώς του. Η δικογραφία παραμένει υποχρεωτικά στην γραμματεία της Εισαγγελίας για χρονικό διάστημα δέκα ημερών, από την ειδοποίηση, πριν από την πάροδο των οποίων, η δικογραφία δεν εισάγεται στο Συμβούλιο. Με την διάταξη αυτή θεσμοθετείται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώσιν της πρότασης του Εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις των και η δικογραφία να εισάγεται στο Συμβούλιο στο σύνολό της, πλην όμως, η υποχρέωση αυτή περί ενημερώσεως του διαδίκου στην άσκηση του υπερασπιστικού του δικαιώματος, προϋποθέτει ότι αφ'ενός μεν υπεβλήθη υπ'αυτού σχετικό αίτημα και αφ'ετέρου ότι το τοιούτο αίτημα υπεβλήθη αποκλειστικώς στον αρμόδιο Εισαγγελέα και δεν αρκεί να διατυπωθεί απλώς σε άλλο έγγραφο της ποινικής προδικασίας, ως το απολογητικό υπόμνημα, ή το κείμενο της συντασσομένης ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως περί δηλουμένης ασκήσεως ενδίκου μέσου εκθέσεως (Α.Π. 1533/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 522). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αλλά και εις αυτήν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίασίς της δε όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο Συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ'άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί ανάγεται στην στέρηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται υπ'όψιν και αυτεπαγγέλτως και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. 'Οταν όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της πρότασης του Εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση, ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορεί να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό Συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της, δίχως να προκύπτει ακυρότητα. Η λύση αυτή είναι άμεση συνέπεια της υλοποίησης της δυνατότητος του κατηγορουμένου, ο οποίος ικανοποίησε το δικαίωμά του και είχε την ευχέρεια να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του (Α.Π. 362/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ' σελ. 890, Α.Π. 1242/1995 Ποιν.Χρ. ΜΣΤ' σελ. 373, Α.Π. 2556/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 931, Α.Π. 481/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 989, Α.Π. 1666/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 354, Α.Π. 162/1999 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 992). Υπεστηρίχθη όμως και η αντίθετος άποψις σύμφωνα με την οποίαν έγινε δεκτό ότι πριν παρέλθει το δεκαήμερο από την ειδοποίηση, η οικεία δικογραφία δεν εισάγεται στο Συμβούλιο, αλλά παραμένει στην γραμματεία της Εισαγγελίας επί ποινή απολύτου ακυρότητος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμά του για γνώση της εισαγγελικής πρότασης και δη (ζήτησε την άσκηση του δικαιώματος αυτού πριν από την κατάρτιση της εισαγγελικής πρότασης και όχι απλώς πριν από την υποβολή της στο Συμβούλιο. 'Αλλως δεν γεννάται υποχρέωση του Εισαγγελέως για ειδοποίηση του κατηγορουμένου ούτε υποχρέωση παραμονής της δικογραφίας στην Γραμματεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερον, αφού αυτή δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, ούτε οδηγεί στην παραγραφή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον αυτός όταν εκλήθη να απολογηθεί είχε την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της δικογραφίας και να ασκήσει όλα τα παρεχόμενα από τον νόμο εις αυτόν δικαιώματα υπεράσπισής του (ίδετ. τις υπ'αριθ. Α.Π. 680/1999, Α.Π. 1938/1999, Α.Π. 615/2000, Α.Π. 821/2000 αδημοσίευτες αποφάσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 138 παρ. 2 Κ.Π.Δ., τα βουλεύματα του δικαστικού Συμβουλίου εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουσθούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα. 'Ετσι, σύμφωνα με το άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., το Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο, ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάσσει την εμφάνιση ενώπιόν του των διαδίκων για να δώσουν προς αυτό διευκρινίσεις. Το Συμβούλιο τότε είναι μόνο δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο (άρθρ. 138 παρ. 3 και 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Π.Δ.) και ιδρύει τον από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης του βουλεύματος. Όμως δεν νοείται παραβίαση από το Συμβούλιο της υποχρεώσεως να αποφανθεί για την υποβληθείσα αίτηση εμφάνισης των διαδίκων στην περίπτωση κατά την οποία η προς αυτό (συμβούλιο) απευθυνομένη αίτηση του διαδίκου προς εμφάνιση δεν υπεβλήθη στο συμβούλιο αλλά στον Εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή η έγκαιρη διαβίβασή της μαζί με την απαιτούμενη και γι'αυτή έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα πριν από την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης, πολύ περισσότερο δε όταν η αίτηση του διαδίκου υπεβλήθη μετά την διάσκεψη του αρμοδίου Συμβολίου για την έκδοση της επί της ουσίας απόφασής του (Α.Π. 658/2006 Ποιν.Χρ. ΝΖ' σελ. 148, Α.Π. 1280/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 233, Α.Π. 1060/1998 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 587). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με το 1006/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για να δικασθεί για υπεξαίρεση, η συνολική αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Η σχετική δικογραφία εισήχθη εις το αρμόδιο ως άνω Συμβούλιο την 9-3-2005 μετά της από 21-2-2005 σχετικής προτάσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών, όπως προκύπτει από τις επ'αυτής επισημειώσεις, αφού προηγουμένως, αν και δεν είχε υποβληθεί αίτημα του αναιρεσείοντος να λάβει γνώση του περιεχομένου της εν λόγω προτάσεως του Εισαγγελέως, εκλήθη, ως εκ περισσού και έλαβε γνώσιν περί αυτού δια του συνηγόρου του Παναγιώτη Δημόπουλου την 7-3-2005, εις τον οποίον μάλιστα, κατόπιν της υπό ιδίαν ημερομηνίαν αιτήσεώς του, εζήτησε και εχορηγήθη αυθημερόν εις τούτον αντίγραφο της προδιαληφθείσης προτάσεως. 'Ετσι, εν όψει των εκτεθέντων, ορθώς εισήχθη εις το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών η εις βάρος του αναιρεσείοντος σχηματισθείσα δικογραφία μετά της σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέως, χωρίς να συντρέχει λόγος παραμονής της επί δεκαήμερον στην Γραμματεία της Εισαγγελίας, αφού, ως ανωτέρω ελέχθη, δεν υπεβλήθη, καθ'οιονδήποτε τρόπο, αίτημα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτάσεως του Εισαγγελέως. Στην συνέχεια όμως ο αναιρεσείων δια της από 16-3-2005 αιτήσεώς του, απευθυνομένης εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εζήτησε να επιτραπεί η αυτοπρόσωπος ενώπιόν του εμφάνιση του προαναφερθέντος συνηγόρου του δια την προφορικήν ανάπτυξιν των ισχυρισμών του εν σχέσει με την κατ'αυτού κατηγορίαν. Η εν λόγω αίτησις ενεχειρίσθη ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών την 17-3-2005 και διεβιβάσθη αυθημερόν εις το αρμόδιο Συμβούλιο, πλην όμως ήδη είχε επακολουθήσει η διάσκεψη των μελών του επί της ουσίας της υπόθεσης την 15.3.2005 και μετά ταύτα η έκδοσίς του την 6-4-2005. Επομένως ουδεμία ακυρότης προεκλήθη εκ της παραλείψεως του παραπάνω Συμβουλίου να αποφανθεί επί του εν λόγω αιτήματος. Στην συνέχεια ο κατηγορούμενος δια του δικογράφου του με αριθ. 244/2005 δικογράφου της εφέσεώς του κατά του προαναφερομένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, διέλαβε, ως λόγους εφέσεως, μεταξύ των άλλων, τας περιγραφομένας ως άνω παραλείψεις τόσον της μη παραμονής της δικογραφίας εις την Γραμματεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερον όσον και της τοιαύτης περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του συνηγόρου του ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου και επί πλέον επανέφερε εκ νέου το παραπάνω αίτημά του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Όμως το Συμβούλιο εφετών έκρινε ότι είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του ενώπιόν του και έτσι απέρριψε το σχετικό αίτημά του για εμφάνιση. Την κρίση του δε αυτή στήριξε, με δική του σκέψη και με επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα, στην επαρκή αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων με τα υπομνήματά του ενώπιον του Συμβουλίου και την απολογία του έχει αναπτύξει διεξοδικά με πληρότητα και επάρκεια την υπεράσπισή του, αναλύει, επεξηγεί και διευκρινίζει τους ισχυρισμούς του και τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο. Η με την ανωτέρω αιτιολογία απόρριψη της αιτήσεως εμφανίσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών είναι πλήρης, δεν έρχεται δε σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρ. 5 παρ. 3, 4 και 6 παρ. 3 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την με αυτές καθιερούμενη αρχή της δίκαιης δίκης, ενώ παράλληλα με επαρκή αιτιολογία δια του προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθησαν οι λόγοι εφέσεως που αναφέρονται στην εισαγωγή της υποθέσεως προς κρίσιν εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, χωρίς να παραμείνει η σχετική δικογραφία στην Γραμματεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερο. Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω η απαιτούμενη από το άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα στο αιτιολογικό του βουλεύματος ή και σε συνδυασμό με το διατακτικό του, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια και προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις, βάσει των οποίων έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου για την συγκεκριμένη πράξη. 'Οσον αφορά δε εις τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορία, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Πρέπει, όμως, να προκύπτει από το βούλευμα, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά, για να καταλήξει στην επί της ουσίας κρίση του. Προσθέτως είναι επιτρεπτή η εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικώτερον η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του αρμοδίου Συμβουλίου (Α.Π. 1013/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 124, Α.Π. 1149/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/50). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 375 παρ. ια Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Εντεύθεν προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος, που είχε περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, εν σχέσει με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται από τον Αστικό Κώδικα. Κινητό δε είναι εκείνο, που κατά την κοινή, την φυσική αντίληψη, μπορεί να μετακινηθεί και ως τοιούτο θεωρούνται και τα χρήματα. Εξάλλου η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα, αναγνωριζόμενο από τον νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Η πράξις δε αυτή προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν η συνολική αξία του αντικειμένου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος λεπτομερώς αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας του κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ1, έχοντας μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και θέλοντας να ιδρύσει στα .. ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για ανάπηρα παιδιά στη μνήμη του αποβιώσαντος συζύγου της και προκειμένου να λάβει σχετική χρηματοδότηση για τον σκοπό αυτό, συμφώνησε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρο Ιωαννίνων, Ιωάννη Βανδέρα στις 29-5-2001 με τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο,X1, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας "........ L.T.D.", όπως ο ανωτέρω κατηγορούμενος δια της εκπροσωπήσεως της από αυτόν προαναφερόμενης εταιρίας αναλάβει και εκδόσει από την COMMERCIAL BANK OF AMERICA, δια λογαριασμό και υπέρ της μηνύτριας μια εγγυητική επιστολή (BANK GUARANTEE), ύψους 15.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., που ήταν απαραίτητη, προκειμένου η μηνύτρια να λάβει σχετική χρηματοδότηση από Τράπεζα της προτίμησής της. Συμφώνησαν δε το ποσό της εγγυητικής επιστολής θα ασφαλιζόταν από τον άνω κατηγορούμενο και θα αντασφαλιζόταν επίσης απ'αυτόν σε γνωστή ασφαλιστική εταιρία με την προϋπόθεση ότι η μηνύτρια θα κατέβαλλε ως ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής το 4,5% του εγγυημένου ποσού, ήτοι το χρηματικό ποσό των 273.000.000 δρχ. Έτσι, κατά την συμφωνία των, ο κατηγορούμενος θα εξέδιδε τόσο την εγγυητική επιστολή των 15.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., όσο και τα πιστοποιητικά ασφαλίσεως, εφόσον ελάμβανε από την μηνύτρια το ποσό των ασφαλίστρων της εγγυητικής επιστολής, το οποίο και ήταν υποχρεωμένος να το καταβάλλει για λογαριασμό της μηνύτριας στο όνομα της οποίας και θα το ελάμβανε ώστε να ήταν δυνατή η ενεργοποίηση της εγγυητικής επιστολής και εν συνεχεία η λήψη πιστώσεως χρηματοδότησης από την μηνύτρια σε τράπεζα επιλογής της. Ο κατηγορούμενος με έγγραφη διαβεβαίωση προς την μηνύτρια, με ημερομηνία 29-5-2001 ανέλαβε την υποχρέωση σε περίπτωση μη τήρησης εκ μέρους του (εκ μέρους της εκπροσωπούμενης απ'αυτόν εταιρίας) των συμφωνηθέντων, να επιστρέψει εντόκως στην μηνύτρια το ποσό των 4,5%. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας η μηνύτρια κατέβαλλε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου στον πρώτο κατηγορούμενο: α) στις 29-5-2001 το ποσό των 110.000.000 δρχ. σε τραπεζική επιταγή και στις 31-5-2001 το ποσό των 163.000.000 δρχ. με κατάθεση στον υπ'αριθ. ..... λογαριασμό που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα AR-AB BAK-PLC. Τα ως άνω χρήματα απεστάλησαν στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της παραπάνω συμφωνίας, ήτοι να τα καταβάλει αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας ως ασφάλιστρα-αντασφάλιστρα του ποσού της εγγυητικής επιστολής και να λάβει τα σχετικά πιστοποιητικά ασφάλισης, ώστε να ενεργοποιηθεί η εγγυητική επιστολή. Ο κατηγορούμενος όμως προέβη στην συνέχεια στην έκδοση της υπ'αριθ. .... εγγυητικής επιστολής της British Bank of Commerce για ποσό 15.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "Ξενοδοχειακές και Τουριστικές Επιχειρήσεις "ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ Α.Ε.", της οποίας όμως μέτοχος, κατά 50%, ήταν η μηνύτρια. Ο κατηγορούμενος αν και παρέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της μηνύτριας την ως άνω εγγυητική επιστολή, εν τούτοις δεν προέβη στην ασφάλιση και αντασφάλιση του εγγυούμενου ποσού δια των χρημάτων 273.000.000 δρχ. που έλαβε για τον σκοπό αυτό από την μηνύτρια, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, αρνείται δε να τα επιστρέψει στην μηνύτρια, όπως είχε αναλάβει σχετική υποχρέωση, αν και ωχλήθη προς τούτο, επανειλημμένα, από την μηνύτρια, η οποία δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την εγγυητική επιστολή, προκειμένου να λάβει την σχετική χρηματοδότηση, διότι αυτή (επιστολή) είχε εκδοθεί στο όνομα της εταιρίας "Ξενοδοχειακές και Τουριστικές Επιχειρήσεις ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ Α.Ε.", της οποίας μέτοχος όμως ήταν η μηνύτρια κατά ποσοστό 50% και δεν είχαν πληρωθεί τα ασφάλιστρα-αντασφάλιστρα αυτής. Πρέπει να τονισθεί ότι σε έγγραφο με ημερομηνία 4-4-2002, που απευθύνεται από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στην μηνύτρια και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, αυτός (κατηγορούμενος) επιβεβαιώνει την ακύρωση της πιο πάνω εγγυητικής επιστολής και αποδέχεται την υποχρέωσή του να επιστρέψει στην μηνύτρια το ως άνω καταβληθέν ποσό, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει εκπληρώσει την ως άνω υποχρέωση του. Αντίθετα, ο εκκαλών κατηγορούμενος, μετά την απολογία του, αρνείται ότι έλαβε το πιο πάνω ποσό για ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής και ότι το ποσό αυτό κατέβαλε στην Τράπεζα για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, ενώ, όπως ισχυρίζεται, τα ασφάλιστρα συμφώνησε να ανέρχονται στο 2,25% του ασφαλιζομένου ποσού της εγγυήσεως, ήτοι σε 337.500 δολλάρια Η.Π.Α. και να του προκαταβληθούν από την εταιρία HOTEL AND TOYRIST ENTEPRISES PALLADION S.A.", πλην όμως, δεν του κατεβλήθησαν γι'αυτό δεν προέβη στην ασφάλιση. Ο παραπάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα βάσιμο και ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο, αντικρούεται από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων, που εξητάσθησαν κατά πρόταση της μηνύτριας αλλά και από το από 4-4-2002 έγγραφο του κατηγορουμένου, που προαναφέρθηκε, απευθυνόμενο και προς την μηνύτρια, που αφορά έγγραφη υποχρέωση αναγνώρισης για την επιστροφή του ποσού που έλαβε από την μηνύτρια και για το οποίο δεν δίδει επαρκείς εξηγήσεις ως προς το θέμα απεύθυνσης του εγγράφου αυτού και προς την μηνύτρια, το δε ποσό των 2,25% που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι συμφώνησε να του καταβληθεί δεν αφορούσε την πληρωμή ασφαλίστρων, αλλά την αμοιβή που θα ελάμβανε από την μηνύτρια για τις πιο πάνω αναφερόμενες και ανατεθείσες σ'αυτόν εργασίες, όταν η μηνύτρια ελάμβανε την χρηματοδότηση-πίστωση, η οποία αμοιβή, θα ανερχόταν κατά την συμφωνία του στο ποσοστό 2,25% επί του ποσού της χρηματοδότησης...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο για να δικασθεί για την περιγραφομένη ως άνω πράξιν της υπεξαίρεσης αντικειμένου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ενώ διέλαβε εις το προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει εις τούτο με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την κυρία ανάκριση, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της προδιαληφθείσης πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή του στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Ειδικότερα, με πλήρη αιτιολογία κατέληξε στην παραπομπή του αναιρεσείοντος για την παραπάνω πράξη, αφού εδέχθη ότι το προαναφερόμενο ποσό των 273.000.000 δρχ, μετά από συμφωνία αυτού μετά της εγκαλούσης, κατεβλήθη εις τούτον υπό της τελευταίας με την εντολή να προβεί ούτος στην ασφάλιση του ποσού της υπό έκδοσιν εγγυητικής επιστολής, εκδοθείσης προς τούτο της υπ'αριθμ. ...... επιταγής της τραπέζης εργασίας ποσού 110.000.000 δρχ. αφ'ενός και αφ'ετέρου κατάθεσης ποσού 163.050.001 δρχ. εις τον με αριθ. ...... λογαριασμό του κατηγορουμένου που τηρούσε στην τράπεζα "ΑRAB-BANK PLC". Το συνολικό δε ως άνω ποσό δεν αποτελούσε ποσοστόν προμηθείας αυτού δια τας υπό του ιδίου παρεχομένας υπηρεσίας, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, για την έκδοσιν της ως άνω εγγυήσεως. Παρά ταύτα όμως ούτος δεν εξεπλήρωσε την τοιαύτην υποχρέωσίν του αλλά ιδιοποιήθη τουτο παρανόμως. Επί πλέον δεν είναι αντιφατική η παραδοχή του προβαλλομένου βουλεύματος ότι κατηρτίσθη η τοιαύτη συμφωνία της εγκαλούσης μετά του αναιρεσείοντος και ουχί του τελευταίου μετά της υπό της πρώτης εκπροσωπουμένης εταιρίας με την επωνυμία "Ξενοδοχειακές και τουριστικές επιχειρήσεις ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ ΑΕ", εν όψει του ότι η παραπάνω εγγυητική επιστολή εξεδόθη τελικώς ουχί εις διαταγήν της εγκαλούσης αλλά του νομικού προσώπου της ως άνω εταιρίας αφού παραλλήλως εδέχθη ότι, ανεξαρτήτως τούτου, η παραπομπή του κατηγορουμένου δεν αναιρείται, μεταξύ των άλλων εγγράφων και από το περιεχόμενο του υπ'αριθμ. 110/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων δια του οποίου παραπέμπεται εις το ακροατήριον του αρμοδίου Δικαστηρίου ο Ιωάννης Βανδέρας για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση που ετελέσθη υπ'αυτού εις βάρος της ως άνω Ξενοδοχειακής εταιρίας, εμφανιζόμενος ως εκπρόσωπός της κατά τις διαπραγματεύσεις για την έκδοσιν της προδιαληφθείσης εγγυητικής επιστολής. Επομένως όλοι οι αντίθετοι λόγοι αναιρέσεως τόσον της απολύτου ακυρότητος όσον και της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησης αναιρέσεως εν τω συνόλω της και Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ-------------------- Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η με αριθμ. 175/21-12-2006 αίτησις αναιρέσεως του X1, κατά του υπ'αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 2 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται τις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Κατ' άρθρον 308 παρ. 2 ΚΠοινΔικ., όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. αυτής αντικατεστάθη με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 3160/2003 "οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικον που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασης του, μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες..... Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνον στη διενεργουμένη ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών διαδικασία, αλλά και σε εκείνη που διεξάγεται ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ) η παραβίαση αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως πριν να υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔικ. διότι ανάγεται στην στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και ιδρύει τον από του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγον αναιρέσεως. Η θεσμοθέτηση της διατάξεως σκοπόν έχει να λάβουν γνώση οι διάδικοι της εισαγγελικής προτάσεως πριν την υποβολή της στο συμβούλιο, για να επιφέρουν τις παρατηρήσεις τους και προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Σε περίπτωση όμως κατά την οποίαν ο κατηγορούμενος ειδοποιηθείς, έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, η μετά ταύτα παραμονή της δικογραφίας στην γραμματεία της εισαγγελίας μέχρις εξαντλήσεως του δεκαημέρου από την ειδοποίηση είναι περιττή, αφού ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και συνεπώς η προ του δεκαημέρου εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστικό συμβούλιο δεν επάγεται ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε με την έφεσή του, επί της οποίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι ζητήσας να γνωρίσει το περιεχόμενο της προτάσεως του εισαγγελέως πλημμελειοδικών ειδοποιήθη και έλαβε γνώση της εισαγγελικής αυτής προτάσεως την 7/3/2005 δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Παναγιώτου Δημοπούλου, όμως μετά ταύτα η δικογραφία δεν παρέμεινε επί δεκαήμερον στα γραφεία της εισαγγελίας. Το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ορθώς ότι εφ' όσον ο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου, έλαβε κατά τον άνω χρόνον γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και του περιεχομένου αυτής, από την μη παραμονή της δικογραφίας το επόμενο δεκαήμερο στα γραφεία της εισαγγελέως, ο κατηγορούμενος δεν εστερήθη την υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και δεν παρεβιάσθη η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 ΚποινΔικ, αφού ήδη εξεπληρώθη ο σκοπός αυτής, κατά τ' άνω εκτεθέντα. Μετά ταύτα ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητος κατά τον πρώτον σκέλος του (εκ της άνω αιτίας) είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 138 παρ. 2 ΚΠοινΔικ. τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του εισαγγελέως, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικώς. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει να ακουσθούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα. Ούτως υποχρεωτικώς διατάσσεται από το Συμβούλιο ή εμφάνιση ενώπιόν του των διαδίκων, έπειτα από αίτηση ενός από τους διαδίκους για να παύσουν κάθε διευκρίνιση, κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, είναι δε δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, μόνον όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι αναφερόμενοι ειδικά στο βούλευμα. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο (άρθρο 138 παρ. 3 και 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠοινΔ) και ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' λόγον αναιρέσεως. Όμως δεν νοείται παραβίαση από το συμβούλιο της υποχρεώσεώς του αυτής, να αποφανθεί για την υποβληθείσα αίτηση εμφανίσεως των διαδίκων, στην περίπτωση κατά την οποίαν η προς αυτό συμβούλιο απευθυνόμενη αίτηση του διαδίκου προς εμφάνιση δεν υπεβλήθη στο συμβούλιο, αλλά στον εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή ή έγκαιρη διαβίβασή της μαζί με την απαιτουμένη και γι' αυτή έγγραφη πρόταση του εισαγγελέως πριν από την προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αναιρεσείων παρεπέμφθη με το υπ'αριθμ. 1006/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθεί για κακουργηματική υπεξαίρεση. Η σχετική δικογραφία εισήχθη εις το άνω συμβούλιο την 9/3/2005, μετά της από 21/2/2005 εισαγγελικής προτάσεως, εν συνεχεία δε ο αναιρεσείων δια της από 16/3/2005 αιτήσεώς του, απευθυνομένης εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εζήτησε την αυτοπρόσωπο εμφάνιση του συνηγόρου του σ' αυτό. Η αίτηση αυτή ενεχειρίσθη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την 17/3/2005 και διεβιβάσθη στο Συμβούλιο αυθημερόν, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, όταν ήδη είχε λάβει χώρα (και) η διάσκεψη των μελών του επί της ουσίας της υποθέσεως την 15/3/2005 ήτο εντεύθεν, απαράδεκτη, και δεν ηδύνατο να ληφθεί υπ' όψη εφόσον η απόφαση είχε ήδη ληφθεί από το Συμβούλιο και δεν υπόκειται σε ανάκληση για να συνεκτιμηθούν έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υπεβλήθησαν εκπρόθεσμα. Δι'ό και το Συμβούλιο δεν απήντησε επ' αυτής της αιτήσεως, γεγονός για το οποίο παρεπονέθη ο κατηγορούμενος (εκκαλών) με την έφεσή του. Το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν ορθώς ότι νομίμως δεν απήντησε, αφού δεν έλαβε υπόψη του την αίτησή του ως άνω, δι' ο και ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, περί απολύτου, εξ αυτού, ακυρότητος, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' άρθρον 375 παρ. 1 εδ. α' όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εδ. β' (όπως προσετέθη με το άρθρο 14 παρ. 3α Ν 2721/1999). Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς α) το υλικό αντικείμενο αυτής να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι ανήκει η κυριότητα αυτού, κατά το αστικό δίκαιο, εις άλλον εκτός του δράστου γ) κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη να υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στην θέληση ή αποδοχή του δράστου να ενσωματώσει το ξένο ολικά και η εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, εκδηλουμένη με οποιοδήποτε τρόπο. Κατά την έννοια της άνω διατάξεως ή κατοχή ξένου πράγματος διαφέρει της αντιστοίχου εννοίας του αστικού δικαίου και συνίσταται στην πραγματική σχέση, η οποία καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7./17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 721 και 719 Α.Κ., ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, ο δε εντολοδόχος να αποδώσει στον εντολέα ό,τι έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλομένων σ' αυτόν χρημάτων, είτε η προκαταβολή γίνεται με παράδοση αυτών είτε λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του εντολοδόχου σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7.17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση μη αναλώσεως των χρημάτων κατά τους σχετικούς όρους της εντολής και επακολουθησάσης παρανόμου ιδιοποιήσεως αυτών, ο άνω εντολοδόχος διαπράττει το έγκλημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 Π.Κ. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άνω άρθρου (484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Ποιν.Δ) λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατ/νο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Ετι περαιτέρω κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠοινΔ συνιστά λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος ή εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή του όταν το Συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύσει τον νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοια τους τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ' αριθμ. 1007/2006 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 1006/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο διαπιστωθεισών επαρκών ενδείξεων παρεπέμφθη ούτος να δικασθεί για υπεξαίρεση με συνολική ζημία υπερβαίνουσα τα 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών με δικές του σκέψεις, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και το διατακτικό του, με μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβεν υπ' όψη ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, ανώμοτη κατάθεση εγκαλούσης, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, μετά από συγκριτική αξιολόγηση και αξιολογική συσχέτιση όλων των αποδεικτικών αυτών στοιχείων εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του τα εξής περιστατικά: "Η μηνύτρια Ψ1, έχοντας μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και θέλοντας να ιδρύσει στα ... ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για ανάπηρα παιδιά στη μνήμη του αποβιώσαντος συζύγου της και προκειμένου να λάβει σχετική χρηματοδότηση για το σκοπό αυτό, συμφώνησε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωαννίνων, Ιωάννη Βανδέρα στις 29-5-2001 με τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, X1, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας "........LTD", όπως ο ανωτέρω κατηγορούμενος δια της εκπροσωπουμένης της από αυτόν προαναφερομένης εταιρείας αναλάβει και εκδόσει από την COMMERCIAL BANK OF AMERICA, δια λογαριασμό και υπέρ της μηνύτριας μια εγγυητική επιστολή (BANK GUARANTEE), ύψους 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που ήταν απαραίτητη, προκειμένου η μηνύτρια να λάβει σχετική χρηματοδότηση από Τράπεζα της προτίμησής της. Συμφώνησαν δε ότι το ποσό της εγγυητικής επιστολής θα ασφαλιζόταν από τον άνω κατηγορούμενο και θα αντασφαλιζόταν επίσης απ' αυτόν σε γνωστή ασφαλιστική εταιρεία με την προϋπόθεση ότι η μηνύτρια θα κατέβαλε ως ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής το 4,5% του εγγυουμένου ποσού, ήτοι το χρηματικό ποσό των 273.000.000 δραχμών. Ετσι κατά τη συμφωνία των, ο κατηγορούμενος θα εξέδιδε τόσο την εγγυητική επιστολή των 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, όσο και τα πιστοποιητικά ασφαλίσεως, εφόσον ελάμβανε από την μηνύτρια το ποσό των ασφαλίστρων της εγγυητικής επιστολής, το οποίο και ήταν υποχρεωμένος να το καταβάλει για λογαριασμό της μηνύτριας στο όνομα της οποίας και θα το ελάμβανε ώστε να ήταν δυνατή η ενεργοποίηση της εγγυητικής επιστολής και εν συνεχεία η λήψη πιστώσεως χρηματοδότησης από την μηνύτρια σε τράπεζα επιλογής της. Ο κατηγορούμενος με έγγραφη διαβεβαίωση προς την μηνύτρια, με ημερομηνία 29-5-2001 ανέλαβε την υποχρέωση σε περίπτωση μη τήρησης εκ μέρους του (εκ μέρους της εκπροσωπούμενης απ' αυτόν εταιρείας) των συμφωνηθέντων, να επιστρέψει εντόκως στη μηνύτρια το ποσό των 4,5%. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας η μηνύτρια κατέβαλε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου στον πρώτο κατηγορούμενο: α) στις 29-5-01 το ποσό των 110.000.000 δραχμών σε τραπεζική επιταγή και στις 31-5-01 το ποσό των 163.000.000 δραχμών με κατάθεση στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα AR-AB BANK - PLC. Τα ως άνω χρήματα απεστάλησαν στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της παραπάνω συμφωνίας, ήτοι να τα καταβάλει αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας ως ασφάλιστρα - αντασφάλιστρα του ποσού της εγγυητικής επιστολής και να λάβει τα σχετικά πιστοποιητικά ασφάλισης, ώστε να ενεργοποιηθεί η εγγυητική επιστολή. Ο κατηγορούμενος όμως προέβη στη συνέχεια στην έκδοση της υπ' αριθμ. ...... εγγυητικής επιστολής της British Bank of Commerce για ποσό 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρείας " Ξενοδοχειακές και τουριστικές επιχειρήσεις "ΠΑΛΛΑΔΙΟ ΝΑΕ ", της οποίας όμως μέτοχος, κατά 50%, ήταν η μηνύτρια. Ο κατηγορούμενος αν και παρέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της μηνύτριας την ως άνω εγγυητική επιστολή, εν τούτοις δεν προέβη σε ασφάλιση και αντασφάλιση του εγγυούμενου ποσού, δια των χρημάτων 273.000.000 δραχμών που έλαβε για το σκοπό αυτό από τη μηνύτρια, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, αρνείται δε να τα επιστρέψει στην μηνύτρια, όπως είχε αναλάβει σχετική υποχρέωση, αν και ωχλήθη προς τούτο, επανειλημμένα, από την μηνύτρια, η οποία δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την εγγυητική επιστολή, προκειμένου να λάβει τη σχετική χρηματοδότηση, διότι αυτή (επιστολή) είχε εκδοθεί στο όνομα της εταιρείας Ξενοδοχειακές και Τουριστικές Επιχειρήσεις ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ ΑΕ, της οποίας μέτοχος όμως ήταν η μηνύτρια κατά ποσοστό 50% και δεν είχαν πληρωθεί τα ασφάλιστρα - αντασφάλιστρα αυτής. Πρέπει να τονισθεί ότι σε έγγραφο με ημερομηνία 4-4-2002, που απευθύνεται από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στη μηνύτρια και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, αυτός (κατηγορούμενος) επιβεβαιώνει την ακύρωση της πιο πάνω εγγυητικής επιστολής και αποδέχεται την υποχρέωσή του να επιστρέψει στη μηνύτρια το ως άνω καταβληθέν ποσό, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει εκπληρώσει την ως άνω υποχρέωσή του. Αντίθετα, ο εκκαλών - κατηγορούμενος, μετά την απολογία του, αρνείται ότι έλαβε το πιο πάνω ποσό για ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής και ότι το ποσό αυτό κατέβαλε στην Τράπεζα για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, ενώ, όπως ισχυρίζεται, τα ασφάλιστρα συμφώνησε να ανέρχονται στο 2,25% του ασφαλιζομένου ποσού της εγγυήσεως, ήτοι σε 337.500 δολάρια ΗΠΑ και να του προκαταβληθούν από την εταιρεία HOTEL AND TOURIST ENTEPRISES PALLADION S.A., πλην όμως, δεν του καταβλήθησαν γι' αυτό δεν προέβη στην ασφάλιση. Ο παραπάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα βάσιμο και ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο, αντικρούεται από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν κατά πρόταση της μηνύτριας αλλά και από το από 4-4-2002 έγγραφο του κατηγορουμένου, που προαναφέρθηκε, απευθυνόμενο και προς την μηνύτρια, που αφορά έγγραφη υποχρέωση αναγνώρισης για την επιστροφή του ποσού που έλαβε από την μηνύτρια και για το οποίο δεν δίδει επαρκείς εξηγήσεις ως προς το θέμα απεύθυνσης του εγγράφου αυτού και προς την μηνύτρια, το δε ποσό των 2,25% που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι συμφώνησε να του καταβληθεί, δεν αφορούσε την πληρωμή ασφαλίστρων, αλλά την αμοιβή που θα ελάμβανε από την μηνύτρια για τις πιο πάνω αναφερόμενες και ανατεθείσες σ' αυτόν εργασίες, όταν η μηνύτρια ελάμβανε τη χρηματοδότηση - πίστωση, η οποία αμοιβή, θα ανερχόταν κατά την συμφωνία τους στο ποσοστό 2,5% επί του ποσού της χρηματοδότησης". Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' και β ΠΚ, τις οποίες δεν παρεβίασεν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ούτε με άλλο τρόπο, προς δε εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η μηνύτρια είναι η αμέσως ζημιωθείσα εκ της ως άνω αξιοποίνου πράξεως. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα ποιείται τυπικήν αναφορά στην εισαγγελική πρόταση είναι αβάσιμη και απορριπτέα, αφού αυτό αναφέρει δικές του σκέψεις και δεν αναφέρεται εις την προς αυτό εισαγγελική πρόταση, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση θα ετίθετο θέμα ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και δια όσον αφορά την μετά της εγκαλούσης σύναψη συμβάσεως εντολής, την εξ αυτής ενεργοποίηση της εγγυητικής επιστολής και την λειτουργία της εκ του άρθρου 847 επ. Α.Κ. εγγυήσεως σε συνδυασμό με την εκ του άρθρου 361 ΑΚ αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι απαράδεκτες, διότι υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Τέλος οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που αφορούν το "εκκαλούμενο" βούλευμα, ήτοι το πρωτόδικο και στρέφονται κατ' αυτού, είναι απαράδεκτες, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως και την κατ' ουσίαν έρευνά της από το Συμβούλιο Εφετών, κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει το πρωτοβάθμιο βούλευμα είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 464 παρ. 1 περ. β και δ' ΚΠοινΔ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος κατά την και ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ α' και δ' ΚΠοινΔ "Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η κατά τα άνω άρθρα, εντεύθεν 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, απαιτουμένη αιτιολογία, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως του κατ/νου για την εμφάνισή του στο Συμβούλιο διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος αφού (εδ δ'). Τότε μόνο είναι δυνατό το συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Ούτως εάν μεν το συμβούλιο δεν απαντήσει εις εν τοιούτον αίτημα του κατηγορουμένου, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων των αφοροσών την άσκηση των δικαιωμάτων του (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' ΚΠοινΔ, αν δε απορρίψει το αίτημα αυτό χωρίς επαρκή αιτιολογία, ικανοποιούσα τας αξιώσεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άνω άρθρου (484 παρ. 1 περ. δ'). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε με ρητή διάταξή του το αίτημα αυτό του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος με την αιτιολογία ότι "αυτός με την απολογία του και τα μέχρι σήμερα υπομνήματά του (ενώπιον του Ανακριτή και ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου) πλήρως εξέθεσε και διευκρίνισε τις απόψεις του και τα επιχειρήματά του ως προς την κατηγορία, ώστε να μην είναι απαραίτητη ή εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου". Εκ της απορριπτικής του αιτήματος για αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου εμφάνισή του στο Συμβούλιο, διατάξεως του βουλεύματος, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, αφού το Συμβούλιο απάντησε επ' αυτού ρητά, χωρίς όπως αναφέρθηκε, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερόμενη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη. Αυτό δε γιατί πράγματι η εμφάνιση του κατηγορούμενου στο Συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με υπομνήματα ή αιτήσεις και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνιση. Η απορριπτική αυτή διάταξη, δεν προσκρούει εξάλλου, ούτε στο άρθρο 20 του Συντάγματος, για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, ούτε στα άρθρα 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της "Ε.Σ.Δ.Α.". Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' και δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, άλλως ανεπαρκής αιτιολογία, της απορριπτικής αυτής διατάξεως του Συμβουλίου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21/12/2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 308§2 Κ.Π.Δ. Αν ο διάδικος λάβει γνώση της προτάσεως, δεν απαιτείται η δικογραφία να μείνει επί δεκαήμερο στο γραφείο της εισαγγελίας, διότι έχει πληρωθεί ο σκοπός της διατάξεως αυτής. Όχι απόλυτη ακυρότης εκ της μη παραμονής της δικογραφίας στο γραφείο εισαγγελίας. Η άνω διάταξη εφαρμόζεται και στη διαδικασία του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου. Άρθρο 138 § 2 Κ.Π.Δ., 309 § 2 Κ.Π.Δ. . Όταν το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνο που αποφασίστηκε το βούλευμα, το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο και δεν λαμβάνεται υπ’ όψη, εκ της μη λήψεως δε υπ’ όψη δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότης. Στοιχεία υπεξαιρέσεως κακουργηματικής (375 § 1 β΄ Π.Κ.). Πότε αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Όχι λόγος αναιρέσεως, όταν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Άρθρο 309 § 2: Πότε απόλυτη ακυρότης. Εάν δεν απαντήσει καθόλου στο αίτημα της αυτοπροσώπου εμφανίσεως, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ. Εάν απορρίψει αυτό χωρίς αιτιολογία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 § 1 δ΄. Απορρίπτει αίτηση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.
0
Αριθμός 1531/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1)Χ1, 2)Χ2 3) Χ3 4) Χ4, 5) Χ5 6) Χ6 και 7)Χ7 και με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 25/09.05.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 817/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις: Α) 240/14.06.2007 του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου και Β) 240α/30.10.2007 του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Α) Επί της υπ' αριθμ. 240/14.06.2007 πρότασης "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 463, 464, 474, 483, 484 και 485 παρ. 1 ΚΠΔ, προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως, την υπ'αριθ. 25/9-5-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, μαζί με τη σχετική δικογραφία και, όσον αφορά την βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο δικόγραφο της αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 25/9-5-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 437/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς τις διατάξεις του, με τις οποίες αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία: 1) εναντίον των κατηγορουμένων Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4, για την πράξη της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, 2) εναντίον του κατηγορουμένου Χ7, για ηθική αυτουργία στην ανωτέρω πράξη της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, την οποία φέρονται ότι τέλεσαν ως φυσικοί αυτουργοί οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 και 3) εναντίον των κατηγορουμένωνΧ5 και Χ6, για την πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το όφελος που επιδίωξαν και πέτυχαν οι δράστες και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ. Και Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς τις προτεινόμενες να αναιρεθούν διατάξεις του προσβαλλομένου βουλεύματος, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Αθήνα 12 Ιουνίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος" Β) Επί της υπ' αριθμ. 240α/30.10.2007 πρότασης "Εισάγων ενώπιον του Δικαστηρίου σας, εν συνεχεία της υπ'αριθ. πρωτ. 240/14-6-2007 προτάσεώς μας, κατ'άρθρ. 484 και 485 και 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., την από 25-10-2007 αίτησιν του κατηγορουμένου Χ6, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιόν σας, προκειμένου, ως αναφέρει, να εκθέσει και προφορικώς τις απόψεις του και να υπερασπισθεί τον εαυτό του, επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Η διάταξη του άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ'αυτήν δυναμένη να εφαρμοσθεί αναλόγως, διάταξη του άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρ. 309 παρ. 2 και στην αναιρετική διαδικασία. 'Ετσι, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, είτε εις το στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου Πλημμελειοδικών διαδικασίας, είτε, με την ιδιότητα του εκκαλούντος στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου των Εφετών διαδικασίας, κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το τοιούτο περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως διαδίκου αίτημα υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεσιν του βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν, εν προκειμένω, διευκρινίσεις αφορούν ασφαλώς μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Μόνον δε στην περίπτωση παραδοχής του αιτήματος τούτου θα κληθούν και θα ακουσθούν οι λοιποί στην αυτή υπόθεση διάδικοι. Αίτημα ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση" των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση βουλεύματος, διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση κατά του υπ'αριθ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δια του οποίου απηλλάγη ο αιτών κατηγορούμενος, ησκήθη υπό του Εισαγγελέως Αρείου Πάγου η με αριθ. 25/9-5-2007 αναίρεσις, η συζήτησις της οποίας έχει προσδιορισθεί κατά την δικάσιμον της 2-11-2007. Επομένως η υπό κρίσιν αίτησις του κατηγορουμένου είναι απαράδεκτος και ως τοιαύτη πρέπει να απορριφθεί (Α.Π. 307/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 60). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος η από 25-10-2007 αίτησις του Χ6 περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου σας προς παροχήν διευκρινίσεων, επί της υπ'αριθ. 25/2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως Αρείου Πάγου. Αθήναι τη 30-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με την υπ' αριθμ. 25/9-5-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται η αναίρεση του υπ' αριθμ. 437/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών μόνον κατά τις διατάξεις αυτού με τις οποίες τούτο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία Α) κατά των Χ1 (τέως Δ/ντή Υπουργείου Οικονομικών) Χ2 (Παρέδρου Ν.Σ.Κ.), Χ3 (τέως Γενικής Δ/τριας Υπουργείου Οικονομικών) και Χ4 (Διευθυντή της Τράπεζας της Ελλάδος) για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Β) κατά του Χ7 (Πολιτικού Μηχανικού) για ηθική αυτουργία στην πράξη της κατ' εξακολούθηση απιστίας περί την υπηρεσία των ανωτέρω και Γ) κατά των Χ5 (Οικονομολόγου) και Χ6 (Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου) για την πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το όφελος που καθένας από αυτούς επιδίωξαν και πέτυχαν και η ζημία που προξενήθηκε στο δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. ΙΙ.- Με την εγχειρισθείσα από 25-10-2007 στην γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου αίτησή του, ο άνω κατηγορούμενος Χ6 ζητεί την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο δικαστήριο για παροχή διευκρινίσεων. Η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη και απορριπτέα. Η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ' αυτήν, δυναμένη να εφαρμοσθεί αναλόγως, διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρου 309 παρ. 2 και στην αναιρετική διαδικασία. Έτσι, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, είτε στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών διαδικασίας, είτε, με την ιδιότητα του εκκαλούντος στο στάδιο της ενώπιον του συμβουλίου των εφετών διαδικασίας. Όμως, κατά την ενώπιον του Αρείου Πάγου συζήτηση επί της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως διαδίκου αίτημα υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν διευκρινίσεις αφορούν ασφαλώς μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Αίτημα άλλου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση" των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος, διαδίκου. ΙΙΙ.-. Κατά το άρθρο 256 του ΠΚ, υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 263Α' του ΠΚ, για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 13, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, β) σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους, γ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφ' όσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στην διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της ή τα ιδρυμένα αυτά νομικά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης, δ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 36 του Ν. 2172/1993 και τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 2298/1995 και 3 του αρ. 4 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4.6.1996, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημόσιου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρο 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τα στοιχεία της ιδιότητας του υπαλλήλου και η ελάττωση της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας, μετά δε την τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 με την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου, στην ελάττωση της περιουσίας πρέπει να περιληφθεί και εκείνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όχι όμως, κατ' αρχήν, και η περιουσία των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ. Κι αυτό γιατί, ναι μεν με την τελευταία αυτή διάταξη διευρύνθηκε, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 13 ΠΚ, η έννοια του υπαλλήλου, ο οποίος μπορεί να είναι υποκείμενο του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία, δεν προκύπτει όμως ότι ήταν στο σκοπό του νομοθέτη και η διεύρυνση της έννοιας της περιουσίας, όπως αυτή οριοθετείται στη διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ (βλ. Ολ ΑΠ 9/1998). Για τον χαρακτήρα της περιουσίας ως "δημόσιας", με την ποινική διάσταση που αναγκαίως δίδεται στην έννοια αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η περιουσία που ελαττώθηκε ανήκει πράγματι στο Δημόσιο, ανεξάρτητα αν για λόγους διαχειριστικούς ή άλλους λόγους ενδεχομένως η περιουσία αυτή τυπικά φέρεται ως περιουσία τρίτου, ανήκοντος όμως στο Δημόσιο, νομικού προσώπου. Έτσι, στην περίπτωση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκε από το Δημόσιο με νόμο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, πρέπει να κρίνεται κάθε φορά, κυρίως από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον ιδρυτικό νόμο, αν η περιουσία, η οποία τυπικά μπορεί να ανήκει στο νομικό αυτό πρόσωπο, πράγματι όμως πρόκειται για περιουσία του Δημοσίου, οπότε η ελάττωση της εν λόγω περιουσίας αποτελεί και στην περίπτωση αυτή ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου, με αναγκαία συνέπεια και με τη συνδρομή και των λοιπών υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων να υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ και περαιτέρω, αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, και στις διατάξεις αυτού. Κατά το άρθρο. 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος. Συνεπώς για τη συντέλεση αυτού πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Στην έννοια του γεγονότος δεν εμπίπτουν οι γενικές κρίσεις και εκτιμήσεις, όπως και οι γνώμες για οποιοδήποτε αντικείμενο, έστω και αν κατά την ενδόμυχη πεποίθηση του προσώπου που τις εκφέρει αφίστανται της αληθείας, εκτός εάν υπό τον τύπον εκφράσεως γνώμης υποκρύπτεται βεβαίωση πραγματικών περιστατικών. Ειδικώς, η δήλωση περί της αξίας ενός πράγματος, συνιστά κατ' αρχήν απλή κρίση, η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος, εκτός εάν γνωστοποιείται συγχρόνως από τον δηλούντα και ορισμένη ιδιότητα του πράγματος, μη υφισταμένη, από την οποία προκύπτει αιτιωδώς η δηλούμενη αξία, οπότε δεν πρόκειται για απλή μόνο κρίση, αλλά και για παράσταση ψευδούς γεγονότος η οποία υποκρύπτεται στην ως άνω κρίση (Ολ.ΑΠ 1420/1986) IV.- Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Με το άρθρο 12 του Ν. 2636/1998 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΟΤ" που μεταγενέστερα, με το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 2837/2000 μετονομάσθηκε "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ε.Τ.Α. Α.Ε.). Η εταιρεία αυτή, κατά τις ιδρυτικές της διατάξεις, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και έχει ως σκοπό τη διοίκηση, τη διαχείριση και την αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., Μοναδικός μέτοχος της Ε.Τ.Α. Α.Ε. είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 8 παρ. 4 Ν, 2837/2000), η γενική της συνέλευση απαρτίζεται από τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Οικονομικών (άρθρο 8 παρ. 7 Ν. 2837/2000), ενώ το Διοικητικό της Συμβούλιο διορίζεται με απόφαση της γενικής συνελεύσεως (άρθρο 8 παρ. 8 Ν. 2837/2000). Με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά η Ε.Τ.Α. Α.Ε. ανήκει στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 263Α περ. γ' του Π.Κ. Στην θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εν λόγω εταιρείας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχε διορισθεί ο δέκατος κατηγορούμενος Χ7, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και μέλος του Δ.Σ. αυτής. Με την υπ' αριθμ. πρωτ. ..... απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.) αποφασίστηκε η υπαγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε." στις διατάξεις του Ν. 2000/1991 και η ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης αυτής, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 1 περ. β' του άρθρου 5 του ως άνω νόμου, με την πώληση ποσοστού έως και 51% των μετοχών της. Η ως άνω ανώνυμη εταιρεία (Ε.Κ.Π. Α.Ε.) ήταν θυγατρική της εταιρείας Ε.Τ.Α. Α.Ε., που κατείχε και το σύνολο των μετοχών της, είχε δε συσταθεί απ' αυτήν στα πλαίσια επίτευξης του σκοπού της, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2837/2000. Με την ίδια (υπ' αριθμ. 786/2001) απόφαση της Δ.Ε.Α. και με τον ίδιο σκοπό παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στα αρμόδια όργανα της πωλήτριας εταιρείας (Ε.Τ.Α. Α.Ε.) να καθορίσουν τους όρους και τις λεπτομέρειες της διαδικασίας της ιδιωτικοποίησης, ενώ ταυτόχρονα ανατέθηκε α) το έργο της παροχής υπηρεσιών χρηματοοικονομικού συμβούλου στην εταιρεία "KANTOR - Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.", της οποίας πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο ένατος κατηγορούμενος Χ6 και β) το έργο της αποτίμησης της υπό πώληση επιχείρησης στην εταιρεία "....... LTD", της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο όγδοος κατηγορούμενος Χ5. Κατ' εφαρμογή της ως άνω απόφασης της Δ.Ε.Α., η Ε.Τ.Α. Α.Ε. εξέδωσε την από .... σχετική Δημόσια Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος (Αρχική Διακήρυξη), ενώ με το υπ' αριθμ. .... Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της ίδιας εταιρείας (Ε.Τ.Α. Α.Ε.), διορίστηκε η Επιτροπή Διαγωνισμού, αποτελούμενη από τους α) Χ3, τέως Γενική Δ/ντρια του Υπουργείου Οικονομικών (3η κατηγορουμένη), ως πρόεδρο και τους β) Χ2, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (2η κατηγορουμένη), γ) Χ4 Δ/ντή της Τράπεζας της Ελλάδος (4ο κατηγορούμενο), δ) Χ1, τέως Δ/ντή του Υπουργείου Οικονομικών (1ο κατηγορούμενο) και ε) Γ1, Γενική Δ/ντρια του Υπουργείου Ανάπτυξης (η οποία όμως ουδέποτε έλαβε μέρος στις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής), ως μέλη. Στην από .....Δημόσια Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος ανταποκρίθηκαν δύο κοινοπραξίες και συγκεκριμένα Α) η κοινοπραξία "ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ", αποτελούμενη από 1) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΛΑΜΠ ΟΤΕΛ ΛΟΥΤΡΑΚΙ Α.Ε." 2) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." 3) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "REDEV ΑΝΑΠΤΥΞΗ Α.Ε." 4) την ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "ΓΝΩΜΩΝ Α.Τ.Ε." 5) την ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "ΓΕΚΑΤ Α.Τ.Ε." 6) την ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ Α.Ε." και 7) τον Γ2, κάτοικο ...... και Β) η κοινοπραξία "... - ...", αποτελούμενη από 1) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "HYATT REGENCY ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ) Α.Ε." και 2) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Και τα δύο ως άνω επιχειρηματικά σχήματα προεπελέγησαν από την Ε.Τ.Α. Α.Ε., προκειμένου να συμμετάσχουν στην Β' φάση του διαγωνισμού. Κατόπιν αυτού και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1.3 και 1.4 της αρχικής διακήρυξης, τον Απρίλιο του έτους 2002, σε συνεργασία με τους δυο προεπιλεγέντες, καταρτίσθηκε από την Ε.Τ.Α. Α.Ε. η "Συμπληρωματική Διακήρυξη Β' φάσης" του διαγωνισμού, τους όρους της οποίας αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα διαγωνιζόμενοι. Ακολούθως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6.7ι τη Συμπληρωματικής Διακήρυξης Β' φάσης, το Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε., με το πρακτικό της υπ' αριθμ. ..... συνεδρίασης του και ύστερα από σχετική εισήγηση του Διευθύνοντος Συμβούλου Χ7(10ου κατηγορουμένου) όρισε την Ειδική Επιτροπή Ενστάσεων, αποτελούμενη από τους δικηγόρους Χ8(5ο κατηγορούμενο), ως πρόεδρο και τους Χ9 (7ο κατηγορούμενο) και Χ10(6ο κατηγορούμενο), ως μέλη. Αποκλειστικό καθήκον της πιο πάνω επιτροπής ήταν να παρίσταται καθ' όλη τη διάρκεια της επικείμενης πλειοδοσίας, να παρακολουθεί αν η σχετική διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έθεσε η Συμπληρωματική Διακήρυξη Β' φάσης και να αποφαίνεται κυριαρχικά επί των ενστάσεων, που ενδεχομένως θα υπεβάλλοντο από τους διαγωνιζομένους, αναφορικά με την διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας. Σύμφωνα με την ως άνω Συμπληρωματική Διακήρυξη, η ανάδειξη του αγοραστή των μετοχών θα γινόταν με δημοπρασία (πλειοδοσία), με τίμημα εκκίνησης το ποσό των 80.000.000 ευρώ και με υποβολή προσφορών σε πολλαπλούς γύρους. Δηλαδή, οι δύο προεπιλεγέντες υποψήφιοι όφειλαν να υποβάλουν προσφορά τουλάχιστον ίση προς το ανωτέρω τίμημα εκκίνησης μέσα σε σφραγισμένο φάκελο. Η Επιτροπή Διαγωνισμού θα αποσφράγιζε τον φάκελο οικονομικής προσφοράς κάθε διαγωνιζομένου και θα ανακοίνωνε το περιεχόμενο του. Στη συνέχεια, ο υποψήφιος που θα είχε προσφέρει το μικρότερο τίμημα είχε δικαίωμα, στον επόμενο γύρο του διαγωνισμού, να πλειοδοτήσει, υποβάλλοντας εκ νέου μέσα σε σφραγισμένο φάκελο προσφορά, η οποία έπρεπε να είναι ίση τουλάχιστον με την υψηλότερη αρχική προσφορά, προσαυξημένη κατά 1%. Σε περίπτωση που ο υποψήφιος αυτός υπέβαλε πράγματι προσφορά, η Επιτροπή Διαγωνισμού θα αποσφράγιζε τον σχετικό φάκελο και θα ανακοίνωνε το προσφερόμενο τίμημα, οπότε ο έτερος την υποψηφίων θα είχε με τη σειρά του δικαίωμα, στον επόμενο γύρο του διαγωνισμού, να πλειοδοτήσει, υποβάλλοντας νέα προσφορά, ισούμενη τουλάχιστον με την τελευταία υψηλότερη προσφορά, προσαυξημένη κατά 1%. Η διαδικασία αυτή της διαδοχικής υποβολής προσφοράς σε γύρους θα συνεχιζόταν απεριόριστα, μέχρις ότου κάποιος από τον διαγωνιζομένους αποσυρόταν, οπότε, με πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού, ο τελευταίος πλειοδότης θα ανακηρυσσόταν Προσωρινός Πλειοδότης. Μετά την ανάδειξη προσωρινού πλειοδότη η Συμπληρωματική Διακήρυξη Β' φάσης προέβλεπε α) την υποβολή του πρακτικού ανάδειξης προσωρινού πλειοδότη από την Επιτροπή Διαγωνισμού στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε. και, εν συνεχεία, από αυτό στην Γενική της Συνέλευση, η οποία, όπως έχει προαναφερθεί, αποτελείτο από τους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης β) την εισήγηση της Γενικής Συνελεύσεως προς την Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.) για την κατακύρωση ή όχι του διαγωνισμού και γ) την τελική απόφαση της τελευταίας για την κατακύρωση ή μη αυτού. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 9 της ίδιας Συμπληρωματικής Διακήρυξης Β' φάσης, η Δ.Ε.Α. δεν δεσμευόταν για την τελική ανάθεση της σύμβασης στον προσωρινό πλειοδότη και διατηρούσε το δικαίωμα να ματαιώσει, να αναβάλει ή να επαναλάβει τη σχετική διαδικασία του διαγωνισμού, χωρίς ουδεμία υποχρέωση για καταβολή αμοιβής ή αποζημίωσης εξ αυτού του λόγου στους διαγωνιζομένους. Εξ άλλου, ιδιαίτερα ενδιαφέροντες για την κρινόμενη υπόθεση είναι και οι ακόλουθοι όροι της Αρχικής και Συμπληρωματικής Διακήρυξης, που αναφέρονται στη ρύθμιση της διαδικασίας πλειοδοσίας και οι οποίοι έχουν κατά λέξη ως εξής: "Α) Άρθρο 6.2 της Αρχικής: "Για τη συμμετοχή τους στη δημοπρασία, οι προεπιλεγέντες θα πρέπει να αποστείλουν τις αρχικές οικονομικές προσφορές τους, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αίρεση, σε σφραγισμένο φάκελο...". Β) Άρθρο 6.6γ της Αρχικής: "Η εγγυητική επιστολή συμμετοχής θα καταπίπτει...σε περίπτωση που ο διαγωνιζόμενος υποβάλει αρχική οικονομική προσφορά ή ακόλουθες προσφορές με επιφυλάξεις ή αιρέσεις...". Γ) Άρθρο 4.5 της Συμπληρωματικής: "Αποκλείεται ρητώς η υποβολή προσφορών υπό όρους ή αιρέσεις..." και Δ) Άρθρο 6.7ι της Συμπληρωματικής: "Ενστάσεις που αφορούν στην διεξαγωγή της διαδικασίας, υποβάλλονται στο τέλος του γύρου που παρουσιάστηκε η παρατυπία και πριν την έναρξη του επόμενου γύρου. Η εκ μέρους των διαγωνιζομένων συμμετοχή στον επόμενο γύρο, θεωρείται ως αποδοχή του νομίμου της διαδικασίας των προηγούμενων γύρων...". Στην Β' φάση του διαγωνισμού συμμετείχαν και οι δύο ως άνω κοινοπραξίες, ενώ η διενέργεια της πλειοδοσίας ορίστηκε για την 31-5-2002 και ώρα 10.00, στο κατάστημα της Ε.Τ.Α. Α.Ε., που βρίσκεται στην Αθήνα και επί της οδού Βουλής αρ. 7. Την εν λόγω ημέρα, αλλά προ της ενάρξεως της πλειοδοτικής διαδικασίας, η κοινοπραξία ....-....υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής Διαγωνισμού την υπ' αριθμ. πρωτ. ...... ένσταση, με την οποία, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους, αμφισβητούσε την νομιμότητα συμμετοχής της αντίπαλης κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ στην επικείμενη διαδικασία πλειοδοσίας. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή Διαγωνισμού ως απαράδεκτη, δοθέντος ότι στο στάδιο αυτό είχε ήδη ολοκληρωθεί η φάση της προεπιλογής. Κατόπιν αυτού, την προκαθορισμένη 10η πρωινή ώρα της ίδιας ημέρας (31-5-2002), άρχισε ο πρώτος γύρος της διαδικασίας πλειοδοσίας και οι δύο διαγωνιζόμενοι υπέβαλαν ταυτόχρονα οικονομικές προφορές, σε σφραγισμένους φακέλους. Η οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ανήλθε στο ποσό των 91.183.652 ευρώ, ενώ της κοινοπραξίας ...-...... σε 80.075.000 ευρώ. Στο φάκελο, όμως, της τελευταίας κοινοπραξίας διαπιστώθηκε ότι, εκτός της προσφοράς, υπήρχε και το υπ' αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο της κοινοπραξίας αυτής, με το εξής περιεχόμενο: "Η συμμετοχή μας στον διαγωνισμό γίνεται με την επιφύλαξη της από 31-5-2002 ενστάσεως μας και των όσων σε αυτή αναφέρονται και δηλώνουμε ρητώς ότι θα ασκήσουμε τα εκ του νόμου προβλεπόμενα μέσα". Για το λόγο αυτό, η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ υπέβαλε ένσταση η ισχυριζόμενη ότι η διατύπωση επιφυλάξεως στο έγγραφο που εσωκλειόταν στον σφραγισμένο φάκελο της οικονομικής προσφοράς της κοινοπραξίας ....-......, καθιστούσε την οικονομική προφορά της τελευταίας απαράδεκτη. Η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε την εν λόγω ένσταση με την ακόλουθη αιτιολογία: "Από το συνδυασμό, λοιπόν, αυτών των εγγράφων, και επειδή η διατύπωση του δεύτερου με αριθμό πρωτοκόλλου ...... δεν είναι σαφής, προκύπτει ότι η κρίσιμη επιφύλαξη αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στη συμμετοχή της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής στο διαγωνισμό και όχι στην ισχύ της οικονομικής προφοράς του ομίλου που κάνει την επιφύλαξη. Η έννοια της επιφυλάξεως ως προς τη συμμετοχή του Ομίλου ... και ...., εν όψει των προαναφερόμενων, έχει την έννοια ότι η περαιτέρω συμμετοχή της στο διαγωνισμό δεν σημαίνει αποδοχή της συμμετοχής της Κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής και στις επόμενες φάσεις της διαδικασίας. Αυτό προκύπτει και από τη ρύθμιση του άρθρου 6.7 στοιχ. 1 εδάφ. β' της Συμπληρωματικής Διακήρυξης Β' φάσης του διαγωνισμού, σύμφωνα με την οποία "Η εκ μέρους των διαγωνιζομένων συμμετοχή στον επόμενο γύρο, θεωρείται ως αποδοχή του νομίμου της διαδικασίας των προηγούμενων γύρων". Συνεπώς, και η άρνηση ανακλήσεως της επιφυλάξεως εκ μέρους του Ομίλου .... και .... μετά το τέλος του πρώτου γύρου έχει το νόημα της διατηρήσεως της επιφυλάξεως, προκειμένου να μην θεωρηθεί ως νόμιμη η συμμετοχή της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ στην περαιτέρω φάση του διαγωνισμού. Επομένως, και επί των προβληθέντων παραπόνων εκ μέρους της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής η Επιτροπή αποφασίζει: 1) Η επιφύλαξη του Ομίλου .... και ..... δεν αφορά την ισχύ της οικονομικής προσφοράς της, αλλά την συμμετοχή της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής στη φάση αυτή του διαγωνισμού...". Η ανωτέρω όμως απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεως δεν ήταν προδήλως εσφαλμένη, ούτε ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα των όρων 6.6 της Αρχικής Διακήρυξης και 4.5 της Συμπληρωματικής, αφού ναι μεν από τη γραμματική διατύπωση των πιο πάνω όρων προκύπτει με σαφήνεια ότι η οικονομική προσφορά εκ μέρους οποιονδήποτε από τους διαγωνιζομένους θα πρέπει να είναι "καθαρή", με την έννοια ότι η υποβολή και η ισχύς της δεν πρέπει να εξαρτώνται από επιφύλαξη, όρο ή αίρεση. Μόνο επιτρεπόμενο περιεχόμενο της οικονομικής προφοράς μπορεί, επομένως, να είναι μια απλή και ανεπιφύλακτη δήλωση βουλήσεως και προσφοράς ορισμένου ποσού, ως τιμήματος, για την εξαγορά του πωλουμένου πακέτου μετοχών. Κάθε δε άλλη προσθήκη, ιδιαίτερα υπό τη μορφή επιφύλαξης ή αίρεσης, είναι απαγορευμένη και συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφοράς. Εν προκειμένω δε, στο υπ' αριθμ. πρωτ. .... ιδιαίτερο έγγραφο (δήλωση) της ...-....., το οποίο η τελευταία, απλώς, συνυπέβαλε με τη σφραγισμένη προσφορά της κατά τον πρώτο γύρο του διαγωνισμού, αναφέροντο, όπως ήδη έχει εκτεθεί, τα ακόλουθα: "Η συμμετοχή μας στον διαγωνισμό, γίνεται με την επιφύλαξη της από 31-5-2002 ένστασης μας και των όσων σε αυτή αναφέρονται και δηλώνουμε ρητώς ότι θα ασκήσουμε τα εκ του νόμου προβλεπόμενα μέσα". Παρά ταύτα, η αμέσως ανωτέρω δήλωση της εταιρείας ....-..... ερμηνευόμενη, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη δεν συνιστά εκ μέρους της επιφύλαξη ή αίρεση της εκ μέρους της οικονομικής προφοράς και συμμετοχής της στον ως άνω διαγωνισμό αλλά σαφή δήλωσή της, ότι παρά τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό αυτό δεν παραιτείται με τη συμμετοχή της αυτή και από την ως άνω ασκηθείσα από αυτήν ένσταση κατά της συμμετοχής της Κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ Αττικής στον αυτό ως άνω διαγωνισμό. Σημειωτέον, άλλωστε ότι η ως άνω αληθινή βούληση που εκφράζεται με την εν λόγω δήλωση της ....-..... προκύπτει και εκ του ότι αυτή (δήλωση) δεν περιεχόταν σ' αυτή καθαυτή την έγγραφη δήλωση-προσφορά συμμετοχής της στον εν λόγω διαγωνισμό αλλά στο ως άνω ιδιαίτερο έγγραφο που απλώς συναπέστειλε με τον ίδιο φάκελο στην Επιτροπή διαγωνισμού, δηλαδή δεν ενσωματωνόταν στην ίδια τη δήλωση συμμετοχής στο διαγωνισμό αυτόν. Επομένως, οι ως άνω κατηγορούμενοι, Χ8, Χ10 και Χ9 που είχαν ορισθεί ως μέλη της Επιτροπής Ενστάσεων που ενδεχομένως θα υποβάλλονταν από τους διαγωνιζομένους κατά τη Β' φάση (των πλειοδοτών του ως άνω διαγωνισμού) δεν παραβίασαν το υπηρεσιακό τους καθήκον με το να αποδεχθούν υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους ως νόμιμες και παραδεκτές τις προφορές της Κοινοπραξίας ....-......, παρά το ότι περιεχόταν στο σχετικό φάκελο και η προρρηθείσα δήλωση της ως άνω εταιρίας και να απορρίψουν, αντίστοιχα την αντίστοιχη ένσταση της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ. Εξ άλλου, από το σύνολο των ως άνω στοιχείων της προκειμένης δικογραφίας, προέκυψαν και τα ακόλουθα: Επακολούθησε ο δεύτερος γύρος του ως άνω διαγωνισμού, κατά τον οποίο υπέβαλε προσφορά σε σφραγισμένο φάκελο η κοινοπραξία ....-.... . Η προσφορά αυτή ανερχόταν σε 92.105.888 ευρώ και συνοδευόταν από έγγραφο με την ίδια ως άνω επιφύλαξη, που η εν λόγω κοινοπραξία είχε διατυπώσει κατά την υποβολή προσφοράς και στον πρώτο γύρο. Μετά ταύτα, ο νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, θέλοντας να δείξει την αντίθεση του στην συνεχιζόμενη αυτή παρατυπία της κοινοπραξίας ....-......, μετά το πέρας του δεύτερου γύρου και πριν από την έναρξη του τρίτου, όταν δηλαδή εκλήθη από την Επιτροπή Διαγωνισμού να υποβάλει, με τη σειρά του, οικονομική προσφορά, παρέδωσε στην εν λόγω Επιτροπή τον σφραγισμένο φάκελο, της οικονομικής προσφοράς του τρίτου γύρου καθώς και μία υπογραφόμενη από τον ίδιο ξεχωριστή δήλωση, που απευθυνόταν στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε. Με τη δήλωση αυτή διατυπωνόταν η άποψη ότι η εμμονή της κοινοπραξίας .....-..... στην υποβολή προσφοράς σε όλους τους γύρους της διαδικασίας με επιφύλαξη, παραβίαζε τους όρους του διαγωνισμού, ζήτησε δε από την Επιτροπή Διαγωνισμού την διαβίβαση της εν λόγω δηλώσεως στο Δ.Σ. της πωλήτριας εταιρίας Ε.Τ.Α. Α.Ε., προκειμένου η τελευταία "να διαφυλάξει το κύρος του διαγωνισμού". Η Πρόεδρος της Επιτροπής (τρίτη κατηγορουμένη) εξήγησε στον νόμιμο εκπρόσωπο της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, ότι η Επιτροπή Διαγωνισμού δεν μπορούσε στην συγκεκριμένη φάση να παραλάβει την ως άνω δήλωση που απευθυνόταν στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Α.Ε., εκτός αν η δήλωση αυτή υποβαλλόταν ως ένσταση, οπότε θα την διαβίβαζε στην αρμόδια Επιτροπή Ενστάσεων. Κατόπιν αυτού, ο νόμιμος εκπρόσωπος της Κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ Αττικής ζήτησε από την Επιτροπή Διαγωνισμού να του χορηγήσει πεντάλεπτη προθεσμία, προκειμένου να αποφασίσει αν θα υποβάλει την ως άνω δήλωση υπό τη μορφή ενστάσεως. Η Επιτροπή Διαγωνισμού του χορήγησε την αιτηθείσα προθεσμία, οπότε αυτός ανέλαβε από το τραπέζι της Επιτροπής την δήλωση, μαζί όμως με την δήλωση πήρε και τον σφραγισμένο φάκελο της οικονομικής προσφοράς του χωρίς κανένας, ρητά τουλάχιστον, να εναντιωθεί ή να τον προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να θεωρηθεί ενδεχομένως απαράδεκτη η επανυποβολή της προσφοράς εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Στη συνέχεια, και εντός της προθεσμίας που του χορήγησε η Επιτροπή Διαγωνισμού, ο νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ επανήλθε, δήλωσε ότι δεν προτίθεται να υποβάλει ένσταση και ότι αποσύρει τη δήλωση, ενώ παράλληλα παρέδωσε τον φάκελο με την οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας που εκπροσωπούσε στην Επιτροπή Διαγωνισμού. Στο σημείο αυτό η κοινοπραξία ....-...... υπέβαλε ένσταση, ζητώντας να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφορά του τρίτου γύρου της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, με την αιτίαση, ότι κατά τον γύρο αυτό είχε υποβάλει αρχικά μία προσφορά, την οποία ανέλαβε και στην συνέχεια την επανακατέθεσε. Την εν λόγω ένσταση έκανε δεκτή η Επιτροπή Ενστάσεων, κρίνοντας ότι η προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ήταν απαράδεκτη, με την ακόλουθη αιτιολογία: "Η Επιτροπή Ενστάσεων λαβούσα υπόψη ότι: Η Επιτροπή Διεξαγωγής του Διαγωνισμού κάλεσε την κοινοπραξία Καζίνο Αττικής να υποβάλει την προσφορά της στο πλαίσιο του τρίτου γύρου της διαδικασίας. Ο νόμιμος εκπρόσωπος του διαγωνιζόμενου σχήματος υπέβαλε στην Επιτροπή τον σφραγισμένο φάκελο, ο οποίος περιέχει την οικονομική προσφορά. Παράλληλα εγχείρησε στην Επιτροπή δήλωση προκειμένου να την διαβιβάσει στο Δ.Σ. της Ε.Τ.Α. Η Επιτροπή απέρριψε την σχετική δήλωση ως απαράδεκτη και, εν συνεχεία, η κοινοπραξία Καζίνο Αττικής ανακάλεσε τη σχετική δήλωση. Μετά την ανακοίνωση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής ο νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής ζήτησε και ανέλαβε την υποβληθείσα ως άνω οικονομική προσφορά. Εν συνεχεία επέστρεψε ενώπιον της Επιτροπής και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να υποβάλει ένσταση, ενώ παράλληλα υπέβαλε εκ νέου οικονομική προσφορά. Η ως άνω Επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα τα εξής: 1. Η κατά τα ανωτέρω νέα υποβολή οικονομικής προσφοράς στο πλαίσιο του αυτού γύρου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή, δεδομένου ότι σύμφωνα με τους όρους της Διακήρυξης σε κάθε γύρο τα διαγωνιζόμενα σχήματα μπορούν να υποβάλουν άπαξ μόνον οικονομική προσφορά, την οποία δεν μπορούν να αναλάβουν μετά την υποβολή της και πριν την αποσφράγιση αυτής. Τούτο προκύπτει από το σύνολο των επιμέρους ρυθμίσεων των άρθρων 6.5 και 6.7 της συμπληρωματικής διακήρυξης Β' φάσης του διαγωνισμού και γενικότερα από την έννοια της διαδικασίας των πολλαπλών γύρων. Επομένως η κοινοπραξία Καζίνο Αττικής δεν έχει δικαίωμα να αποσύρει στο πλαίσιο αυτού του γύρου την οικονομική της προσφορά και στη συνέχεια να υποβάλει εκ νέου οικονομική προσφορά. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι μετά την υποβολή της οικονομικής προσφοράς κατά τα ανωτέρω, ακολούθησε η εξέταση της συνυποβληθείσης με αυτήν δηλώσεως της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής, διότι αφενός μεν η δήλωση αυτή δεν αφορά και είναι ανεξάρτητη από την ισχύ της οικονομικής προσφοράς και την υποβολή αυτής, αφετέρου δε, υπό την αντίθετη εκδοχή, η υποβολή της οικονομικής προσφοράς θα τελούσε υπό τον όρο η αίρεση της δικονομικής τύχης της δηλώσεως αυτής και συνεπώς κατά τον όρο 4.5 της Διακήρυξης μια τέτοια προσφορά θα ήταν απαράδεκτη. Δια ταύτα: α) Η ένσταση του Ομίλου "....-....." γίνεται δεκτή και κρίνεται ότι η υποβληθείσα νέα (δεύτερη) οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας Καζίνο Αττικής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή Διαγωνισμού. β) Παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων των υπό κρίση ενστάσεων. Από το σύνολο των αποδείξεων, όμως, δεν προκύπτει με βάσιμη πιθανότητα ότι η ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, δια του ως άνω εκπροσώπου της ζήτησε τίποτε περισσότερο από την ως άνω ως άνω πεντάλεπτη προθεσμία, για να αποφασίσει αν θα υποβάλει ένσταση, όπως και αναγράφεται άλλωστε, στο αντίστοιχο πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού και δεν προέκυψε επαρκώς (ούτε άλλωστε είναι αυτονόητο) ότι ζήτησε την προθεσμία αυτή για να υποβάλει και την οικονομική της προσφορά και ότι με την ίδια έννοια ότι παρείχαν οι κατηγορούμενοι την ως άνω προθεσμία. Επομένως, με το να δεχθούν τα μέλη της ως άνω Επιτροπής Διαγωνισμού τα αμέσως ανωτέρω, όπως εκφράζονται στην εν λόγω εκτιθέμενη απόφαση της Επιτροπής και δη να δεχθούν την ένσταση της ....-..... κατά της έτσι υποβληθείσας προσφοράς της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ δεν παραβίασαν ούτε τους όρους του ως άνω διαγωνισμού ούτε καμία μεροληψία επέδειξαν σε βάρος της ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και υπέρ της ....-...., ανεξαρτήτως δε του ότι από κανένα άλλο στοιχείο της προκειμένης δικογραφίας δεν προέκυψαν στοιχεία δόλου εκ μέρους των κατηγορουμένων-μελών της ως άνω Επιτροπής να παραβιάσουν τα καθήκοντα που τους ανατέθηκαν. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις αφενός εκ μέρους των κατηγορουμένων Χ9, Χ10 και Χ8 του εγκλήματος της πράξης παράβασης καθήκοντος, για την οποία, ως άνω, κατηγορούνται και αφ' ετέρου αφού δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης της παράβασης καθήκοντος εκ μέρους των ανωτέρω φερομένων ως φυσικών αυτουργών κατηγορουμένων δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους του Χ7, για ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη των αμέσως ανωτέρω κατηγορουμένων, και πρέπει το Συμβούλιο αυτό να αποφανθεί να μη γίνει κατ' αυτών κατηγορία για τις πράξεις αυτές (παράβαση καθήκοντος για τους Χ9, Χ10 και Χ8 και ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή εκ μέρους του Χ7.Περαιτέρω, ειδικώς για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία η οποία αποδίδεται στους τέσσερες πρώτους κατηγορουμένους και για την ηθική αυτουργία στην άνω πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο Χ7 και για την απάτη που αποδίδεται στον Χ5 και Χ6, για τις οποίες και μόνο ζητείται η αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική κατά τούτο αναφορά στην ενσωματούμενη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε και τα ακόλουθα. "... Μετά την κήρυξη ως απαράδεκτης της προσφοράς του γ' γύρου της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, η Επιτροπή Διαγωνισμού με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφό της διαβίβασε προς το Δ.Σ. της ΕΤΑ Α.Ε. αντίγραφο του τελευταίου πρακτικού της 8ης συνεδρίασής της, με το οποίο ανακήρυξε πρώτο προσωρινό πλειοδότη την κοινοπραξία ".... - .....", με προσφερθέν τίμημα 92.105.888 ευρώ και δεύτερο προσωρινό πλειοδότη την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, με προσφερθέν τίμημα 91.183.652 ευρώ. Η εν λόγω επιτροπή δεν αποσφράγισε την οικονομική προσφορά του γ' γύρου της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και δεν επέστρεψε τον σφραγισμένο φάκελο σ'αυτήν, αλλά, αφού ο φάκελος αυτός μονογραφήθηκε από τα μέλη της, παραδόθηκε προς φύλαξη στο χρηματοκιβώτιο της πωλήτριας εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ. Το Δ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ, στις 4-6-2002, αποφάσισε την σύγκληση Έκτακτης Γενικής Συνελεύσεως, στην οποία διαβίβασε το σχετικό φάκελο, χωρίς σχόλια ή εισήγηση. Η Έκτακτη Γενική Συνέλευση της ΕΤΑ ΑΕ πραγματοποιήθηκε στις 5-6-2002 και με ομόφωνη απόφαση της εξουσιοδοτήθηκαν οι κατηγορούμενοι Χ7, δ/νων σύμβουλος της ΕΤΑ ΑΕ και ο Χ6, νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας KANTOR ΑΕ, στην οποία, με απόφαση της Δ.Ε.Α. είχε ανατεθεί το έργο Χρηματοοικονομικού Συμβουλίου, να ζητήσουν από τον πρώτο προσωρινό πλειοδότη να βελτιώσει την οικονομική του προσφορά. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής της Γ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ, οι ανωτέρω εξουσιοδοτηθέντες πραγματοποίησαν συνάντηση με προσωρινού πλειοδότη, ο οποίος τελικά προσφορά του, από 92.105.888 ευρώ, σε 110.000.000 ευρώ. Στις 12-6-2002, η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ υπέβαλε στην ΕΤΑ ΑΕ επιστολή, με προσφορά ύψους 162.000.000 ευρώ για την εξαγορά του πωλουμένου πακέτου των μετοχών της Ε.Κ.Π. ΑΕ και στις 13-6-2002 προσκόμισε τροποποιητική εγγυητική επιστολή της τράπεζας Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία η ισχύς της αρχικώς εκδοθείσης υπέρ της ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ εγγυητικής επιστολής, ποσού 70.000.000 ευρώ, επεκτεινόταν και κάλυπτε και την τελευταία αυτή προσφορά. Στις 13-6-2002, το Δ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ συγκάλεσε Έκτακτη Γενική Συνέλευση για την λήψη απόφασης σχετικά με την κατακύρωση του διαγωνισμού, ενώ ταυτόχρονα διαβίβασε στους μετόχους (Υπουργούς Οικονομίας - Οικονομικών και Ανάπτυξης) τον σχετικό φάκελο, μαζί με την βελτιωμένη προσφορά του προσωρινού πλειοδότη, καθώς και τις από ...και .... επιστολές της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ. Η Γενική Συνέλευση πραγματοποιήθηκε στις 14-6-2002. Κατά τη διάρκειά της ανοίχτηκε ο μέχρι τότε σφραγισμένος φάκελος που περιείχε την από .... έκθεση αποτίμησης της Παρούσας Αξίας Εκμετάλλευσης της εταιρείας ΕΚΠ ΑΕ, την οποία είχε συντάξει, κατ'εντολή της ΔΕΑ, η εταιρεία "......", που εκπροσωπείται νομίμως από τον όγδοο κατηγορούμενο Χ5. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, η αξία εκμετάλλευσης της ΕΚΠ ΑΕ, με χρόνο αναφοράς την 31η-12-2001, ανερχόταν για μεν το 100% των μετοχών της στα 194.864.270 ευρώ, για δε το υπό πώληση πακέτο του 49% των μετοχών της στα 95.483.492 ευρώ. Κατόπιν αυτού, θεωρώντας η Γενική Συνέλευση την ως άνω βελτιωμένη προσφορά των 110.000.000 ευρώ του προσωρινού πλειοδότη συμφέρουσα για το Ελληνικό Δημόσιο, διαβίβασε το ζήτημα στην Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑ), εισηγούμενη την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία "... - ...", ενώ παράλληλα με το υπ'αριθμ. πρωτ. .... έγγραφο της ζήτησε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους να γνωμοδοτήσει αν οι από ... και .... επιστολές περί υψηλότερος προσφοράς της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, δευτέρου προσωρινού πλειοδότη στο διαγωνισμό μπορούν να ληφθούν υπόψη και να επηρεάσουν το κύρος της διαδικασίας του διαγωνισμού. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την υπ'αριθμ. ..... γνωμοδότηση του, δεσμευόμενο άλλωστε και από το περιεχόμενο του ερωτήματος, δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ουσία των πραγμάτων και έκρινε το αυτονόητο, ότι δηλαδή η προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, υποβληθείσα μετά το πέρας της πλειοδοτικής διαδικασίας, δεν ασκεί καμία επίδραση επί της διαδικασίας και του κύρους του διαγωνισμού, ούτε δύναται να ληφθεί υπόψη και να κατακυρωθεί στην ως άνω κοινοπραξία ο διαγωνισμός. Με την από 8-7-2002 αίτηση της, η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, επικαλούμενη κυρίως τις προεκτεθείσες παρατυπίες της Επιτροπής Ενστάσεως, προσέφυγε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και συγκεκριμένα α) να διαταχθεί η αναστολή κάθε πράξεως, η οποία θα αφορά στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην κοινοπραξία "... - .....", και β) να υποχρεωθεί η ΕΤΑ ΑΕ να προβεί στην συνέχιση της διαδικασίας της πλειοδοσίας με την συμμετοχή της αιτούσας. Επί της ως άνω αιτήσεως εξεδόθη η υπ'αριθμ. 8118/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε προεχόντως ως απαράδεκτη, αλλά και κατ'ουσίαν την αίτηση. Με τις παραδοχές της ως άνω απόφασης δεν συμφωνούμε για τους λόγους που ήδη έχουμε εκθέσει. Στις 5-8-2002, η εκπροσωπούμενη από τον ένατο κατηγορούμενο Χ6 εταιρεία με την επωνυμία "KANTOR Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.", στην οποία, με απόφαση της ΔΕΑ, είχε ανατεθεί το έργο του Χρηματοοικονομικού Συμβούλου, υπέβαλε την υπό ιδία ημερομηνία εισήγηση της, με την οποία εισηγήθηκε στην ΔΕΑ την κατακύρωση του διαγωνισμού υπέρ της κοινοπραξίας "... -......". Την ίδια ημέρα (5-8-2002), η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, αποδεχόμενη την ως άνω εισήγηση, ενέκρινε την οριστική κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ".... - ......". Τέλος, με το υπ'αριθμ. ....... πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας ΕΤΑ ΑΕ αποφασίστηκε η πώληση στην πιο πάνω κοινοπραξία του 49% των μετοχών της ΕΚΠ ΑΕ καθώς και η έγκριση της σχετικής σύμβασης μεταβίβασης μετοχών και παραχώρησης της διοίκησης, ως τίμημα δε της συναλλαγής, μετά και από νεώτερη βελτίωση αυτού, ορίστηκε αθροιστικά: "α) το ποσό των 90.000.000 ευρώ που καταβάλλει η αγοράστρια στην ΕΤΑ για την αγορά 2.267.856 ονομαστικών μετοχών της ΕΚΠ β) το ποσό των 20.000.000 ευρώ που θα καταβάλει η αγοράστρια για την ανάληψη των νέων μετοχών, οι οποίες θα εκδοθούν κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΠ. γ) η πρόσθετη οικονομική παροχή που ανέρχεται στο ποσό των 10.000.000 ευρώ, για την εξ ολοκλήρου από την αγοράστρια κάλυψη αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΠ δ) η ανάληψη της υποχρέωσης από την αγοράστρια για την μονομερή κάλυψη κάθε μελλοντικής αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΠ, μέχρι 10.000.000 ευρώ συνολικά, χωρίς να μεταβληθεί το ποσοστό συμμετοχής της ΕΤΑ στην ΕΚΠ και ε) η εγγύηση για 850 θέσεις εργασίας για μια πενταετία από την ολοκλήρωση του σχεδίου ανάπτυξης, με ύψος εγγύησης 18.000 ευρώ ανά θέση ανά έτος". Κατά των τεσσάρων πρώτων κατηγορουμένων Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 ασκήθηκε ποινική δίωξη για απιστία περί την υπηρεσία κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Η ως άνω πράξη, σύμφωνα με την απαγγελθείσα εις βάρος των ανωτέρω κατηγορουμένων κατηγορία, συνίσταται στο ότι αυτοί, στην Αθήνα, στις 31-5-2002, όντας υπάλληλοι, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, από κοινού, κατά την είσπραξη εσόδων ελάττωσαν εν γνώσει τους και για να ωφεληθεί τρίτος την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση τους ήταν εμπιστευμένη, η δε ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε στο δημόσιο από την ανωτέρω πράξη τους υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, ότι αυτοί, ως μέλη της Επιτροπής Διεξαγωγής του Διαγωνισμού που έχει προαναφερθεί, με σκοπό να αποκλείσουν παράνομα από τον διαγωνισμό την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και να την βλάψουν, καθώς επίσης να βλάψουν το Ελληνικό Δημόσιο: α) παρότι εγνώριζαν ότι σύμφωνα με τους όρους 6.6 της Αρχικής Διακήρυξης και 4.5 της Συμπληρωματικής Διακήρυξης απαγορευόταν ρητώς η υποβολή προσφορών με όρους ή με αιρέσεις, καθώς επίσης ότι στην β' φάση του διαγωνισμού ήταν απαράδεκτη η αμφισβήτηση του πίνακα προεπιλογής και η διατύπωση επιφυλάξεων, δέχτηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου και δευτέρου γύρου του διαγωνισμού προσφορές της κοινοπραξίας "... - ......", οι οποίες συνοδεύονταν από αιρέσεις και επιφυλάξεις, ενώ όφειλαν, ως μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού, να θεωρήσουν απαράδεκτες τις εν λόγω προσφορές και να αποκλείσουν από τον πλειοδοτικό διαγωνισμό την ως άνω κοινοπραξία και β) Παρότι εγνώριζαν ότι σύμφωνα με τον όρο 6.7ι της Συμπληρωματικής Διακήρυξης οι ενστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιου γύρου υποβάλλονται και κρίνονται μόνον μετά το τέλος του γύρου αυτού, ενώ, σύμφωνα με τον όρο 6.7 στ της ίδιας Διακήρυξης το τέλος του γύρου επέρχεται μετά το άνοιγμα της οικονομικής προσφοράς και μετά τον ορισμό της τρέχουσας τιμής του γύρου, της τιμής εκκίνησης του επόμενου γύρου και της υπογραφής του σχετικού πρακτικού, ως μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού, δεν ολοκλήρωσαν, όπως όφειλαν, τον τρίτο γύρο του διαγωνισμού, δηλαδή δεν αποσφράγισαν την οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, αλλά διέκοψαν παράνομα τη διαδικασία και δέχτηκαν την υποβολή ενστάσεων από την κοινοπραξία ".... - ....", απέκλεισαν από το διαγωνισμό την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και ανακήρυξαν προσωρινό πλειοδότη την κοινοπραξία ".... - ....". Τέλος, ότι με τις ανωτέρω δύο μερικότερες πράξεις τους έβλαψαν την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο, αφού, αφενός μεν επέτρεψαν παράνομα τη συμμετοχή στο διαγωνισμό της Κοινοπραξίας "... - ....", αν και η τελευταία αμφισβητούσε την νομιμότητα του διαγωνισμού και της έδωσαν την δυνατότητα με την παράνομη συμμετοχή της να αμφισβητήσει μελλοντικά τη δέσμευση της από τις προσφορές της, αφετέρου δε ολοκλήρωσαν την πλειοδοσία και ανακήρυξαν προσωρινό πλειοδότη την ίδια ως άνω κοινοπραξία, αν και η οικονομική προσφορά της ετέρας κοινοπραξίας ήταν, σύμφωνα με την Διακήρυξη, αναγκαστικά μεγαλύτερη, ενώ η συνέχιση των πλειοδοσιών θα οδηγούσε σε προσφορά μεγαλυτέρου τμήματος σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου και σε ύψος τουλάχιστον 162.000.000 ευρώ, που εμπράκτως προσέφερε η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ. Ενόψει όμως των ήδη εκτεθέντων, είναι προφανές ότι προκύπτουν οι απαιτούμενες ενδείξεις ενοχής εις βάρος των ως άνω κατηγορουμένων για την προαναφερθείσα πράξη. Και τούτο διότι: α) Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη της νομολογίας, την οποία δεν μπορεί παρά να εκφράζει αυθεντικότερα η παρατεθείσα στην αρχή της παρούσας υπ'αριθμ. 9/98 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, και η ελάττωση της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας ή περιουσίας ΝΠΔΔ, όχι όμως και εκείνης των ΝΠΙΔ, που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του Π.Κ. Στην προκειμένη περίπτωση, το υπό πώληση πακέτο μετοχών ανήκε σε ανώνυμη εταιρεία (ΕΚΠ ΑΕ), θυγατρική άλλης ανώνυμης εταιρείας (ΕΤΑ ΑΕ), δηλαδή σε ΝΠΙΔ, που φέρει τα χαρακτηριστικά του άρθρου 263 Α περ. γ' του Π.Κ. Κατά συνέπεια η περιουσία της ανωτέρω εταιρείας, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί "δημόσια", για την εφαρμογή του άρθρου 256 του Π.Κ., ακόμα και με την διευρυμένη έννοια της δημόσιας περιουσίας, όπως αυτή οριοθετείται από την επίσης παρατεθείσα στην αρχή της παρούσας υπ'αριθμ. 1526/2006 απόφαση του Ε' Τμήματος του Αρείου Πάγου. β) Όπως προκύπτει από το νόμο 2000/1991 και τις σχετικές Διακηρύξεις, αποκλειστικό καθήκον της Επιτροπής Διαγωνισμού ήταν η διεξαγωγή του διαγωνισμού και η ανάδειξη του προσωρινού πλειοδότη. Η εν λόγω επιτροπή δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα βαθμολόγησης ή αξιολόγησης των προσφορών, ούτε ήταν αρμόδια να εισηγηθεί την κατακύρωση ή μη του διαγωνισμού, την κατάρτιση ή μη της συμβάσεως, ούτε, πολύ περισσότερο να αποφασίσει την πώληση των μετοχών. Κατά συνέπεια, ούτε βάσει του νόμου, ούτε βάσει δικαιοπραξίας είχε ανατεθεί στην εν λόγω επιτροπή ή επιμέλεια ή η διαχείριση της περιουσίας της εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ, έτσι ώστε να τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εφαρμογής ακόμα και της γενικότερης διάταξης του άρθρου 390 του Π.Κ. γ) Η απαγγελθείσα εις βάρος των τεσσάρων πρώτων κατηγορουμένων κατηγορία, ως προς το πρώτο τουλάχιστον σκέλος της, είναι και αντιφατική, αφού, σύμφωνα με αυτή, επιτρέποντας οι ως άνω κατηγορούμενοι την παράνομη συμμετοχή της κοινοπραξίας "... - ..... στους δύο πρώτους γύρους του διαγωνισμού έβλαψαν οικονομικά το Ελληνικό Δημόσιο. Αν όμως είχαν πράξει το αντίθετο, αν δηλαδή είχαν αποβάλει την εν λόγω κοινοπραξία, τότε προσωρινός πλειοδότης θα είχε ανακηρυχθεί από τον πρώτο γύρο η αντίπαλη κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, με προσφερθέν τίμημα μικρότερο φυσικά του τελικά επιτευχθέντος. Κατά συνέπεια, και αληθές υποτιθέμενο το ως άνω πρώτο σκέλος της κατηγορίας, ενδεχομένως να συγκροτούσε εις βάρος των μελών της Επιτροπής Διαγωνισμού, συντρεχόντων και των λοιπών στοιχείων του, το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος, όχι όμως και το κακούργημα της απιστίας εις βάρος του δημοσίου, αφού από την ως άνω συμπεριφορά των εν λόγω κατηγορουμένων η περιουσία του δημοσίου όχι μόνον δεν ελαττώθηκε, αλλ' αντιθέτως αυξήθηκε. Και δ) ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού παρέβησαν και μάλιστα εν γνώσει τους τα καθήκοντα τους, με σκοπό να βλάψουν την κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ και πολύ περισσότερο το Ελληνικό Δημόσιο. Την άποψη μάλιστα αυτή φαίνεται εμμέσως να αποδέχεται ακόμη και ο υποκειμενικότερος, κατά τεκμήριο, μάρτυρας, δηλαδή ο μηνυτής Ψ1, ο οποίος στην από 11-9-2003 ένορκη εξέταση του, αναφερόμενος στην πρόεδρο της Επιτροπής Διαγωνισμού Χ3 (τρίτη κατηγορουμένη), που κατά κύριο λόγο είχε την ευθύνη των ενεργειών της πιο πάνω επιτροπής, κατέθεσε επί λέξει και τα εξής: "... Κατά την εκτίμησή μου δεν πρέπει να είχε γίνει κοινωνός του συνολικού σχεδιασμού και μεθοδεύσεων του κου Χ7...". Άλλωστε, αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των ενστάσεων, που τελικά έκριναν και το αποτέλεσμα της πλειοδοσίας, ήταν η Επιτροπή Ενστάσεων, τις αποφάσεις της οποίας η Επιτροπή Διαγωνισμού, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να αγνοήσει. Εξάλλου, δεκτού γενομένου ότι οι τέσσερις πρώτοι κατηγορούμενοι δεν τέλεσαν ως φυσικοί αυτουργοί τα αποδιδόμενα σ'αυτούς εγκλήματα της απιστίας περί την υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία και της παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, είναι προφανές ότι δεν προκύπτουν οι απαιτούμενες αντίστοιχες ενδείξεις ενοχής και εις βάρος του φερομένου ως ηθικού αυτουργού των εγκλημάτων αυτών Χ7 (δέκα του κατηγορουμένου). Και τούτο κυρίως λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας. Συνεχίζοντας, περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών, με εξ ολοκλήρου αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται και τα εξής "Κατά του όγδοου κατηγορουμένου Χ5 ασκήθηκε ποινική δίωξη για απάτη από την οποία το όφελος που προσπόρισε σε τρίτον ο δράστης και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ. Σύμφωνα με την ως άνω κατηγορία, ο εν λόγω κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "........", με σκοπό να ωφελήσει παράνομα την κοινοπραξία ....-...... και να βλάψει αντίστοιχα το Ελληνικό Δημόσιο, συνέταξε και απέστειλε στην Γενική Συνέλευση της ΕΤΑ ΑΕ την από ...... έκθεση αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΠ ΑΕ, με την οποία παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στην Γ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ, αλλά και στην ΔΕΑ: 1) ότι η αξία του 49% των υπό πώληση μετοχών της εταιρείας ΕΚΠ Α.Ε. ανερχόταν σε 95.377.750 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα η αξία του ανωτέρω ποσοστού ανερχόταν σε 162.000.000 ευρώ 2) Ότι η αύξηση των καθαρών εσόδων της υπό πώληση εταιρείας υπολογιζόταν μόνο στο 8% για τα τραπέζια και μόνο στο 5% για τους κερματοδέκτες, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καθώς και ότι κατά τον τερματικό χρόνο, που οριζόταν στο έτος 2008, οι πωλήσεις θα ανήρχοντο σε 82.758.540 ευρώ, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό αθέμιτα ότι οι πωλήσεις της εταιρείας, σύμφωνα με τους ισολογισμούς της, είχαν κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση κατά τα έτη 1999 μέχρι και 2002 29,3% και ότι η ίδια η ΕΤΑ ΑΕ είχε γνωστοποιήσει την αύξηση των εσόδων για το 2002 σε 18,3% για τα τραπέζια και σε 20,7% για τους κερματοδέκτες, ενώ οι πωλήσεις το 2001 ανήλθαν ήδη σε 70.076.090 ευρώ. 3) Ότι η ΕΤΑ ΑΕ δεν είχε την κυριότητα, αλλά μόνο το δικαίωμα χρήσης των εγκαταστάσεων του Καζίνο της Πάρνηθας, η κυριότητα των οποίων ανήκε στον ΕΟΤ, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό αθέμιτα ότι με τον όρο 2.5 της Αρχικής Διακήρυξης του διαγωνισμού προβλεπόταν να εισφερθούν κατά κυριότητα στην εταιρεία αυτή οι εγκαταστάσεις του Καζίνο Πάρνηθας, τα ξενοδοχεία και 115 στρέμματα γης του περιβάλλοντος χώρου και 4) Ότι στην αίθουσα του Καζίνο λειτουργούσαν μόνο 43 τραπέζια παιγνίων και 360 κερματομηχανές, αποκρύπτοντας με τον τρόπο αυτό ότι, δυνάμει της ίδιας ως άνω Αρχικής Διακήρυξης, προβλεπόταν η χορήγηση αδείας λειτουργίας, που θα επέτρεπε τη χρήση πολλαπλασίων τραπεζιών παιγνίων και συγκεκριμένα 143 τραπεζιών και 1.500 κερματομηχανών. Ότι, με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις-αποκρύψεις παρεπλάνησε την Γ.Σ. της πωλήτριας εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ (και όχι το ΔΣ αυτής, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται στο κατηγορητήριο) καθώς και την ΔΕΑ, σε σχέση με την πραγματική αξία των ως άνω μετοχών και ότι έτσι τους έπεισε να εγκρίνουν την πώληση των μετοχών αυτών στην κοινοπραξία ....-..... με τίμημα 110.000.000 ευρώ, ζημιώνοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία της ΕΤΑ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά το ποσό των 52.000.000 ευρώ, το οποίο θα εξασφαλιζόταν επιπλέον, αν συνεχιζόταν ή επαναλαμβανόταν ο επίδικος διαγωνισμός. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, σύμφωνα με την νεώτερη και κρατούσα νομολογία (Ολομέλεια Α.Π. 1420/86), η δήλωση περί της αξίας ενός πράγματος είναι κατ'αρχήν απλή κρίση, η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και ως εκ τούτου δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει εις βάρος του δηλούντος την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Κατά συνέπεια, και η δήλωση-εκτίμηση της εταιρείας "......" ότι η αξία του 49% των υπό πώληση μετοχών της εταιρείας ΕΚΠ ΑΕ ανερχόταν σε 95.377.750 ευρώ, μη εμπίπτουσα στην έννοια του γεγονότος, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εις βάρος του κατηγορουμένου την αντικειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, ακόμη και αν κατά την ενδόμυχη πεποίθηση αυτού, η εν λόγω αξία ήταν μεγαλύτερη. Κατά μείζονα λόγο, το ίδιο ισχύει και για την διαλαμβανόμενη στην ως άνω έκθεση αναφορά, ότι δηλαδή, η αύξηση των καθαρών εσόδων της υπό πώληση εταιρείας υπολογιζόταν μόνο στο 8% για τα τραπέζια και μόνο στο 5% για τους κερματοδέκτες, καθώς και ότι κατά το έτος 2008 οι πωλήσεις θα ανήρχοντο σε 82.758.540 ευρώ, που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο φέρεται ως ψευδής, αφού η αναφορά αυτή συνιστά εκτίμηση (πρόβλεψη) μιας μελλούσης εξελίξεως. Βέβαια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι ως άνω εκτιμήσεις συνοδεύοντα και με την αθέμιτη απόκρυψη πραγματικών περιστατικών, που αντικειμενικά εμπίπτουν στην έννοια του γεγονότος. Ως αποδέκτες όμως της παραπλανητικής φερόμενης συμπεριφοράς του εν λόγω κατηγορουμένου και συνεπώς πλανηθέντες και περιουσιακώς διαθέσαντες φέρονται να είναι η Γενική Συνέλευση των μετόχων της ΕΤΑ ΑΕ και η ΔΕ.Α. Η ΔΕΑ όμως και η Γ.Σ της Ε.Τ.Α. ΑΕ είναι τα όργανα εκείνα που ενέκριναν την από 19-10-2001 αρχική Διακήρυξη του διαγωνισμού, στην οποία περιλαμβάνεται ο όρος 2.5 και τα οποία παρήγγειλαν την δημοσίευση της. Όταν συνεπώς τα ως άνω όργανα, δια του άρθρου 2.5 της Αρχικής Διακήρυξης του διαγωνισμού, διακήρυσσαν ότι: "Η ΕΤΑ θα εισφέρει πριν από την κατακύρωση του διαγωνισμού: α) την άδεια λειτουργίας και εκμετάλλευσης καζίνο... β) την κυριότητα, διοίκηση και διαχείρηση δύο ξενοδοχειακών μονάδων στο όρος Πάρνηθα... γ) την κυριότητα της περιβάλλουσας των δύο ξενοδοχειακών μονάδων χέρσας γης...", δεν μπορεί να υποστηρίζεται με σοβαρότητα ότι ο κατηγορούμενος απέκρυψε από τα όργανα αυτά εκείνο το οποίο τα ίδια είχαν διακηρύξει ότι θα επραγματοποιείτο. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την κατηγορία της φερόμενης ως αθέμιτης απόκρυψης του ποσοστού αύξησης των εσόδων και πωλήσεων της εταιρείας ΕΚΠ ΑΕ κατά τα έτη 1999 έως και 2001, αφού τα στοιχεία αυτά προέκυπταν από τους ισολογισμούς, οι οποίοι ενεκρίνοντο από τους δύο" Υπουργούς, οι οποίοι συγκροτούσαν την Γ.Σ. της ΕΤΑ ΑΕ και την ΔΕΑ και ως εκ τούτου ήσαν ήδη γνωστά σ'αυτούς. Κατά συνέπεια, όλα τα πραγματικά περιστατικά, που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται ότι απέκρυψε αθέμιτα ο κατηγορούμενος από τους αποδέκτες της από 14-1-2002 εκθέσεως του, ήσαν ήδη γνωστά σ'αυτούς και ως εκ τούτου δεν μπορεί, κατά πάσα περίπτωση, να στοιχειοθετηθεί εις βάρος του το έγκλημα της απάτης, αφού ελλείπει το απαραίτητο στοιχείο της παραπλάνησης. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν πιθανολογείται βασίμως ότι ακόμη και η απλή κρίση για την αξία του υπό πώληση πακέτου μετοχών, που εκφράστηκε στην επίδικη έκθεση εκτιμήσεως, ήταν εσφαλμένη, πολύ δε περισσότερο ότι κατά την ενδόμυχη πεποίθηση του συντάκτη της ως άνω εκθέσεως, η εν λόγω αξία ήταν μεγαλύτερη. Συνακόλουθα, δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Χ5 για την ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης εις βάρος του Δημοσίου. Ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη εις βάρος του Δημοσίου ασκήθηκε και κατά του κατηγορουμένου Χ6, της κατηγορίας συνισταμένης στο ότι αυτός, με την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. της εταιρείας - "ΚΑΝΤΟR - Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.", υπέγραψε και απέστειλε προς τους Υπουργούς Οικονομίας και Ανάπτυξης την από .... έκθεση, με την οποία παρέστησε εν γνώσει ψευδώς σ'αυτούς. 1) ότι η στατική αξία του 49% του Καζίνο Πάρνηθας ανερχόταν σε 95,4 εκατομμύρια ευρώ και 2) ότι η εκτίμηση της εταιρείας ...... τοποθετείται 40% έως 65% υψηλότερα, ενώ εγνώριζε ότι η αξία του 49% το ποσό των 162.000.000 ευρώ και ότι η έκθεση της ....... ήταν υποτιμημένη, επειδή απεκρύπτοντο όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, τα οποία επρόκειτο να εισφερθούν. Ότι με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις παρεπλάνησε την Γ.Σ. της πωλήτριας εταιρείας ΕΤΑ ΑΕ (και όχι το Δ.Σ. αυτής, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναγράφεται στο κατηγορητήριο) καθώς και τη ΔΕΑ, σε σχέση με την πραγματική αξία των ως άνω μετοχών και ότι έτσι τους έπεισε να εγκρίνουν την πώληση των μετοχών αυτών στην κοινοπραξία ...-..... με τίμημα μόνον 110.000.000 ευρώ, ζημιώνοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία της ΕΤΑ ΑΕ και του Ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά το ποσό των 52.000.000 ευρώ, το οποίο θα εξασφαλιζόταν αν συνεχιζόταν ή επαναλαμβανόταν ο επίδικος διαγωνισμός. Κατά του ως άνω κατηγορουμένου δεν προκύπτουν οι απαιτούμενες ενδείξεις ενοχής, για τους λόγους που ήδη έχουμε εκθέσει αμέσως παραπάνω, με αφορμή την συναφή κατηγορία κατά του συγκατηγορουμένου του Χ5, προσθέτοντας και τα ακόλουθα: Ο ένατος κατηγορούμενος Χ6 είναι πρόεδρος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας "ΚΑΝΤΟR Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ", στην οποία εν προκειμένω είχε ανατεθεί το έργο του Χρηματοοικονομικού Συμβούλου της ΔΕΑ. Όπως προκύπτει και από το άρθρο 6 του Ν. 2000/91, κύριο καθήκον του εν λόγω Χρηματοοικονομικού Συμβούλου στην προκειμένη περίπτωση ήταν η εισήγηση του για την κατακύρωση ή μη το διαγωνισμού, με βάση την δυναμική της αγοράς, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την διαγωνιστική διαδικασία και όχι η αποτίμηση της αξίας της υπό πώληση εταιρείας, αφού το τελευταίο αυτό έργο είχε ανατεθεί σε άλλη εταιρεία και δη στην ........ Ltd. Στα πλαίσια των καθηκόντων της αυτών η εταιρεία ΚΑΝΤΟR, υπέβαλε την επίδικη έκθεση, με την οποία, χωρίς να αποκρύπτει κάποιο γεγονός, εισηγήθηκε στην ΔΕΑ την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ....-....... Βεβαίως, είναι κατά την άποψη μας προφανές ότι λόγω κυρίως του έντονου ανταγωνισμού, αν δε είχε ανακοπεί τόσο πρόωρα η διαδικασία των πλειοδοσιών, θα είχε επιτευχθεί στα πλαίσια του συγκεκριμένου διαγωνισμού το τίμημα των 162.000.000 ευρώ, που αργότερα άλλωστε εξωδιαγωνιστικά προσέφερε η κοινοπραξία ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ, χωρίς βέβαια το γεγονός αυτό να υποδηλώνει ότι και η στατική αξία του υπό πώληση πακέτου μετοχών ήταν ισόποση. Μετά όμως την κατά τα ανωτέρω δυσμενή κατάληξη της πλειοδοσίας, ο χρηματοοικονομικός Σύμβουλος ή θα έπρεπε να εισηγηθεί την κατακύρωση του διαγωνισμού στον τελευταίο πλειοδότη (κοινοπραξία .....-.....), έναντι περαιτέρω βελτιωθέντος τιμήματος 120.000.000 ευρώ άμεσα καταβλητέων και 10 εκατ. ευρώ δεσμευμένων για μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου, με ταυτόχρονη ενίσχυση της περιουσιακής βάση της ΕΤΑ ΑΕ, αύξηση των εσόδων του Δημοσίου από μερίσματα, φόρους και δικαιώματα, πραγματοποίηση νέων επενδύσεων κλπ, ή θα έπρεπε να εισηγηθεί την ακύρωση του συγκεκριμένου διαγωνισμού και την προκήρυξη νέου, που για την ολοκλήρωσή του όμως θα απαιτείτο χρονικό διάστημα μιας περίπου διετίας, με αποτέλεσμα, λόγω του χρονικού διαστήματος που θα μεσολαβούσε, ακόμη και αν επετυγχάνετο το επιδιωκόμενο τίμημα των 162.000.000 ευρώ, το πραγματικό όφελος του Δημοσίου να έχει στην ουσία εξανεμισθεί. Για το λόγο αυτό ο Χρηματοοικονομικός Σύμβουλος προτίμησε να εισηγηθεί, αλλά και η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων να αποφασίσει τελικά την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ....-...... Έτσι, τέλος, εξηγείται και το γεγονός ότι και το Ελληνικό Δημόσιο, με κυβέρνηση μάλιστα προερχόμενη από διαφορετικό πολιτικό χώρο, εν γνώσει των όσων είχαν προηγηθεί και καταγγελθεί, παρενέβη αργότερα (στις 6-10-2004) προσθέτως υπέρ της ΕΤΑ ΑΕ και της κοινοπραξίας ....-......, σε αγωγή ακύρωσης της σύμβασης μεταβίβασης των επίδικων μετοχών, που είχαν ασκήσει μέλη της κοινοπραξίας ΚΑΖΙΝΟ ΑΤΤΙΚΗΣ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών...". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αποφάνθηκε ότι κατά των κατηγορουμένων Χ5 και Χ6 δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για κακουργηματική απάτη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκρινε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή των κατηγορουμένων αυτών στο ακροατήριο για το έγκλημα του άρθρου 386 του Π.Κ. τις διατάξεις του οποίου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι δεν συνιστά γεγονός, θεμελιωτικό απάτης, η δήλωση - εκτίμηση των άνω κατηγορουμένων περί της αξίας του 49% των μετοχών της εταιρείας ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ (ΕΚΠ Α.Ε.), επίσης η εκτίμηση αυτών περί των μελλοντικών εσόδων της εταιρείας αυτής και τέλος εκτίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το συμβούλιο άγεται στην κρίση ότι δεν υπήρξε απόκρυψη γεγονότων η οποία, ως συνέπεια είχε, την παραπλάνηση του Δ.Σ. της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ (ΕΤΑ Α.Ε), αφού τα δήθεν αποκρυβέντα γεγονότα [εισφορά από την ΕΤΑ Α.Ε της άδειας λειτουργίας του καζίνο, της κυριότητας των ξενοδοχειακών μονάδων και εγκαταστάσεων του Καζίνο της Πάρνηθας κ.λ.π] ήσαν γνωστά στην ΕΤΑ Α.Ε αφού απετέλεσαν όρο και περιεχόμενο της από αυτήν συνταχθείσας από 19-10-2001 διακήρυξης του πλειοδοτικού διαγωνισμού. Συνεπώς, για το έγκλημα της απάτης, η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγο της οποίας αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Καθόσον όμως αφορά την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία των τεσσάρων πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν, του πέμπτου Χ7 το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ενώ αρχικώς δέχεται ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε (ΕΤΑ Α.Ε) είχε ιδρυθεί με διάταξη νόμου, ότι κατά τον ιδρυτικό της νόμο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., ότι μοναδικός της μέτοχος είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ότι η γενική της συνέλευση απαρτίζεται από τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Οικονομικών, ότι στα πλαίσια επίτευξης του ανωτέρω σκοπού της και σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2837/2000, είχε συστήσει, ως θυγατρική εταιρεία, την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε (Ε.Κ.Π Α.Ε) της οποίας τελευταίας κατείχε το σύνολο των μετοχών στην συνέχεια διαλαμβάνεται στο βούλευμα ότι με τη νομοτυπική μορφή του Ν.Π.Ι.Δ. που έχει η ανώνυμη εταιρεία ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε η περιουσία αυτής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί δημόσια στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 256 του Π.Κ. Έτσι όμως κρίνοντας και θεωρώντας ότι δεν είναι δημόσια η περιουσία της παραπάνω εταιρείας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 256, 263Α του Π.Κ και 1 του Ν. 1608/1950. Συνεπώς, κατά παραδοχή ως βασίμου, του λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ.), πρέπει τούτο να αναιρεθεί εν μέρει και μόνον ως προς την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία των τεσσάρων πρώτων εκ των αναιρεσιβλήτων και την ηθική αυτουργία σ' αυτήν του πέμπτου Χ7 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-10-2007 αίτησή του Χ6, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο δικαστήριο προς παροχή διευκρινίσεων. Αναιρεί εν μέρει το υπ' αριθμ. 437/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και μόνον για την πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία και την ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, κατά τα αμέσως ανωτέρω στο σκεπτικό διαλαμβανόμενα και απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά. Και Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση, για νέα κρίση, στο παραπάνω Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απιστία περί την υπηρεσία (άρθρα 256, 263Α Π.Κ. και 1 Ν. 1608/1950) και κακουργηματική απάτη. Έννοια και στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Κρίση του Συμβουλίου Εφετών ότι δεν είναι δημόσια περιουσία, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, η περιουσία της εταιρείας «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ Α.Ε.» και απόφανση ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για απιστία περί την υπηρεσία, κατά των μελών της επιτροπής διαγωνισμού για την πώληση του 49% των μετοχών της άνω εταιρείας. Βάσιμη η αίτηση του Εισαγγελέα του Α.Π. και αναίρεση του βουλεύματος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Επαρκής αιτιολογία του βουλεύματος να μη γίνει κατηγορία για κακουργηματική απάτη, των συντακτών εκθέσεως αποτιμήσεως των περιουσιακών στοιχείων της άνω προς πώληση εταιρείας. Επί αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η αίτηση κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση προς παροχή διασαφηνίσεων είναι απαράδεκτη.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Βούλευμα απαλλακτικό, Απιστία περί την υπηρεσία.
0
Αριθμός 1530/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 και 23 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Ανδρουλάκη, 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη, 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη, 4. Χ4 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, 5. Χ5, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Νίκα, 6. Χ6, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Νικόλαο Ανδρουλάκη, Άγγελο Κωνσταντινίδη και Ιωάννη Ηρειώτη και 7. Χ7, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ιωάννη Ηρειώτη και Κωνσταντίνο-Δημήτριο Τριανταφυλλόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 349/2006, 183, 185, 242/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με Πολιτικώς Ενάγοντες τους: 1. Ψ1, 2. Ψ2, 3. Ψ3, 4. Ψ4, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 5. Ψ5, 6. Ψ6, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Ειρήνη Μαρούπα, 7.Ψ7 , 8. Ψ8, 9. Ψ9 ατομικά και ως κληρονόμο της μητέρας του ψ9α, ......., που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 10. ψ10, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσακαλία, 11. ψ11, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιατράκο, 12. ψ12, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 13. ψ13, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσακαλία, 14.ψ14, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Σαλούστρο, 15. ψ15, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 16.ψ16, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσακαλία, 17. ψ17, 18. ψ18, 19. ψ19, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 20. ψ20, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Σαλούστρο, 21. ψ21, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, 22.ψ22, 23. ψ23, 24. ψ24, 25. ψ25, 26. ψ26, 27. ψ27, 28.ψ28, 29. ψ29, 30.ψ30, 31. ψ31, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 32. ψ32, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Σαλούστρο, 33. ψ33, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζαχαρία Σαλούστρο, 34.ψ34, 35. ψ35, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 36. ψ36, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσακαλία, 37. ψ37, 38.ψ38, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 39. ψ39, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Μαρούπα, 40. ψ40, 41. ψ41, 42. ψ42, 43.ψ43, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 44. ψ44, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζαχαρία Σαλούστρο, 45. ψ45, 46.ψ46, 47. ψ47, 48.ψ48, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 49. ψ49, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσακαλία, 50. ψ50, 51. ψ51, 52. ψ52, 53. ψ53, 54. ψ54, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 55. ψ55, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσακαλία, 56. ψ56 και ήδη αποβιώσαντα, όπως προκύπτει από την αριθμ. ...... ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Ευδήλου Ικαρίας Αργυρώς Τούρβα, 57. ψ57, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσακαλία, 58. ψ58, 59. ψ59, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 60. ψ60 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζαχαρία Σαλούστρο, 61. ψ61, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσακαλία, 62. ψ62, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 63. ψ63, 64. ψ64, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τσακαλία, 65. ψ65, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 66. ψ66, που παρέστη με την πληρεξουσία δικηγόρο της Ειρήνη Μαρούπα, 67. ψ67, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 68. ψ68, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Σαλούστρο, 69. ψ69, 70.ψ70, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 71. ψ71, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Μόσχο, 72.ψ72, 73. ψ73, , που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 74. ψ74, 75. ψ75, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τσακαλία, 76. ψ76, 77. ψ77, 78. ψ78, 79. ψ79, 80. ψ80, 81. ψ81, 82. ψ82, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 83. ψ83, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσιλιμιδό, 84. ψ84, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 85. ψ85, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Μόσχο, 86. ψ86, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πανταζή, 87.ψ87, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσακαλία, 88. ψ88, 89. ψ89, 90. ψ90, 91. ψ91, 92. ψ92, 93. ψ93, 94. ψ94, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 95. ψ95, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Μαρούπα, 96. ψ96, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, 97. ψ97, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ζαχαρία Σαλούστρο, 98. ψ98, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Σαλούστρο, 99. ψ99, 100. ψ100, που δεν παρέστησαν στο ακροατήριο, 101. ψ101, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσακαλία και 102. ψ102, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση της απόφασης αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Ιουλίου 2007, 19 Ιουλίου 2007, 19 Ιουλίου 2007, 20 Ιουλίου 2007, 19 Ιουλίου 2007, πέντε αυτοτελείς, αιτήσεις αναίρεσης των πέντε πρώτων των αναιρεσειόντων, αντιστοίχως, και στις από 10 Ιουλίου 2007 και 20 Ιουλίου 2007, δύο αυτοτελείς, αιτήσεις αναίρεσης του έκτου των αναιρεσειόντων και από 10 Ιουλίου 2007 αίτηση αναίρεσης του εβδόμου αυτών, και στα από 30 Οκτωβρίου 2007, 30 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφα προσθέτων λόγων του τρίτου και πέμπτου των αναιρεσειόντων και από 12 Οκτωβρίου 2007 και 30 Οκτωβρίου 2007, δύο αυτοτελή, δικόγραφα προσθέτων λόγων του έκτου των αναιρεσειόντων και από 12 Οκτωβρίου 2007 και 30 Οκτωβρίου 2007, δύο αυτοτελή, δικόγραφα προσθέτων λόγων του εβδόμου αυτών, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1320/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε : α) να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναιρέσεως του εκ των αναιρεσειόντων χ3, χωρίς παραπομπή της υποθέσεως προς νέα συζήτηση και β) να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως των υπολοίπων αναιρεσειόντων. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 291 Π.Κ. "§1. Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή της υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος. §2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του απ' αυτές προβλεπομένου εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διατάραξη με πράξη ή παράλειψη της ασφάλειας, εκτός των άλλων και της υδάτινης συγκοινωνίας ή ακτοπλοΐας, έτσι ώστε να είναι δυνατό να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα και κίνδυνος ζωής ή υγείας ανθρώπου ή να επήλθε θάνατος. Υποκειμενικά δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος. Ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχομένου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά τούτο, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας "της αποδοχής"του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ' αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, "αποδέχομαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Εξ άλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επελεύσεως του αποτελέσματος γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η "ελπίδα"και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ' αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της "ενσυνείδητης αμέλειας", για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ' όσον, η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά τη διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ' όψιν το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι' αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά τούτο, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, ή μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα, το οποίο θεωρείται υφιστάμενο οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση αποτελέσματος ανήκοντος στην αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος τελέσεως τιμωρείται όπως αυτός που δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος τελέσεως. Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόστασή του τελείται όχι μόνο δι' ενεργείας, αλλά και δια παραλείψεως, που εξομοιώνεται νομικώς με την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίο ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διαταγή νόμου. Περαιτέρω, σε περίπτωση που τυχόν, εκ της διατάραξης της ασφαλείας της υδάτινης συγκοινωνίας, έχει ανακύψει κατάσταση, που επιβάλλει την εγκατάλειψη επιβατηγού πλοίου, αρμοδιότητες του πλοιάρχου και του υπάρχου, τα καθήκοντα του πληρώματος και τις υποχρεώσεις του πλοιάρχου προς σύνταξη του πίνακα συναγερμού και διαιρέσεων και των οδηγιών ανάγκης προβλέπονται τ' ακόλουθα: α. ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΠΛΟΙΟΥ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, Αρθρο 125, Κανονισμός εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγού Πλοίου, Αρθρο 17 (1). Ο Πλοίαρχος δεν διατάσσει την εγκατάλειψη του πλοίου ενώπιον κινδύνου, πριν ή εξαντλήσει πάντα τα υπό της ναυτικής τέχνης και εμπειρίας ενδεικνυόμενα μέσα προς διάσωση αυτού. (2). Προ της εκδόσεως διαταγής περί εγκαταλείψεως του πλοίου, ο πλοίαρχος υποχρεούται να ζητήσει τις γνώμες των αξιωματικών του, ελλείψει δε αυτών, των εμπειροτέρων από τα μέλη του πληρώματος. (3). Ο Πλοίαρχος μεριμνά όπως οι επιβάτες επιβιβασθούν πρώτοι στις λέμβους και συνέχεια το πλήρωμα, ο ίδιος εγκαταλείπει το πλοίο τελευταίος χωρίς να απομακρύνεται της περιοχής έως ότου βεβαιωθεί ότι το πλοίο απωλέσθηκε ή καταστράφηκε. (4). Ο Πλοίαρχος μεριμνά για τη διάσωση των ναυτιλιακών εγγράφων του πλοίου, του ταχυδρομείου και των πολυτιμότερων πραγμάτων. β. ΚΙΝΔΥΝΟΣ- ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΠΛΟΙΟΥ- ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΑΡΧΟΥ Κανονισμός Υπηρεσίας Επιβατηγών Πλοίων, Άρθρο 37 (1). Ο Ύπαρχος σε περίπτωση κινδύνου του πλοίου από οιανδήποτε αιτία αφιερούται εις την τήρηση της τάξεως και εις το να αποδοθεί το μεγαλύτερο δυνατόν έργο δια των μέσων του πλοίου. (2). Εάν ο Πλοίαρχος διατάξει την εγκατάλειψη του πλοίου, διευθύνει την κίνηση αυτή, αρχόμενος από των ασθενών, τραυματιών και αναπήρων, των γυναικόπαιδων και των γερόντων. (3). Εκτός εναντίας διαταγής δεν εγκαταλείπει το πλοίο ειμή τελευταίος προ του Πλοιάρχου. γ. ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ- ΑΝΑΓΚΗΣ (1) Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, Άρθρο133 & 135. Σε περίπτωση κινδύνου τα μέλη του πληρώματος συνεργάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιάρχου, για τη σωτηρία του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου, εγκαταλείπουν δε το πλοίο μετά σχετική διαταγή του πλοιάρχου. (2) ΠΔ 363/84, Κανονισμός Συναγερμού και Γυμνασίων, Μέρος II Άρθρο 3. (α). Σε κάθε μέλος του πληρώματος ανατίθενται ειδικά καθήκοντα που αναλαμβάνονται σε περίπτωση συμβάντος έκτακτης ανάγκης. Τα ειδικά αυτά καθήκοντα αφορούν στην ενεργό συμμετοχή κάθε μέλους για την ασφαλή εγκατάλειψη του πλοίου, για την αντιμετώπιση πυρκαγιάς και για την αντιμετώπιση διαρροής. (β) Για το σκοπό της αποτελεσματικής αντιμετώπισης πυρκαγιάς, διαρροής ή άλλης φύσεως ατυχημάτων, τα οποία ενδέχεται να οδηγήσουν σε εγκατάλειψη του σκάφους, συγκροτείται σε κάθε πλοίο "Ομάδα αντιμετώπισης κινδύνου"της οποίας αποκλειστικό έργο είναι η ουσιαστική αντιμετώπιση οιασδήποτε έκτακτης ανάγκης. Το έργο της ομάδας αυτής είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από την οργάνωση και διαίρεση του πληρώματος σύμφωνα με τον πίνακα συναγερμού και συγκροτείται από τέσσερα μέλη από τα οποία ένας τουλάχιστον αξιωματικός καταστρώματος και ένας αξιωματικός μηχανής.... Δ. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ- ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΑΝΑΓΚΗΣ. (1). Π.Δ 363/84, Κανονισμός Συναγερμού και Γυμνασίων, Μέρος II. Άρθρο 4. Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα 1974, Τροποποιήσεις 1983, Κεφάλαιο III, Κανονισμός 53. (α). Ο Πλοίαρχος κάθε πλοίου είναι υποχρεωμένος να συντάσσει πίνακα διαιρέσεων συναγερμού ο οποίος αναγράφει σε στήλες τον αύξοντα αριθμό καταχώρισης στον πίνακα, το ονοματεπώνυμο και την ειδικότητα κάθε μέλους του πληρώματος και σε τρεις χωριστές στήλες τα καθήκοντα, που ανατίθενται σ' αυτό κατά την εγκατάλειψη, την πυρκαγιά και τη διαρροή. (β). Ο πίνακας διαιρέσεων θα περιγράφει λεπτομέρειες, που αφορούν την ηχητική σήμανση γενικού συναγερμού ανάγκης, που καθορίζεται στον SOLAS, Κεφάλαιο III, Κανονισμός 50 και τις ενέργειες που θα πρέπει να αναληφθούν, στην περίπτωση αυτή από το πλήρωμα και από τους επιβάτες. (γ). Ο πίνακας διαιρέσεως θα εμφανίζει τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στα διάφορα μέλη του πληρώματος και τα οποία θα περιλαμβάνουν : 1/. Το κλείσιμο των στεγανών θυρών, των θυρών πυρασφαλείας, επιστομίων, παραφωτίδων, 2/. Την επάνδρωση των σωστικών μέσων (Σωσίβιοι λέμβοι, σωσίβιοι πνευστές σχεδίες κ.λ.π), 3/. Την προετοιμασία καθαιρέσεως των σωστικών μέσων, 4/. Την συγκέντρωση των επιβατών, 5/. Την χρήση του εξοπλισμού επικοινωνίας, 6/. Την επάνδρωση των αγημάτων πυρκαγιάς κ.λ.π. (δ). Ο πίνακας διαιρέσεως θα καθορίζει τους αξιωματικούς στους οποίους έχει ανατεθεί να εξασφαλίζουν ότι τα σωστικά και πυροσβεστικά μέσα διατηρούνται σε καλή κατάσταση και είναι έτοιμα για άμεση χρήση. (ε). Ο πίνακας διαιρέσεων θα καθορίζει τους αντικαταστάτες των επιφορτισμένων με ζωτικά καθήκοντα ατόμων που μπορούν να καταστούν ανίκανα, λαμβανομένου υπόψη ότι διαφορετικές καταστάσεις ανάγκης μπορούν να απαιτήσουν διαφορετικές ενέργειες. (στ). Ο πίνακας διαιρέσεων θα καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στα μέλη του πληρώματος αναφορικά με τους επιβάτες σε περίπτωση ανάγκης, περιλαμβάνει δε υπευθυνότητες ως προς : 1/. Την ειδοποίηση των επιβατών, 2/. Τον έλεγχο ότι είναι κατάλληλα ντυμένοι και έχουν φορέσει σωστά τα σωσίβιά τους, 3/. Την συγκέντρωση, των επιβατών στους σταθμούς συγκεντρώσεως, 4/. Την τήρηση της τάξεως στους διαδρόμους, κλιμακοστάσια και γενικά τον έλεγχο των κινήσεων των επιβατών, 5/. Την εξασφάλιση ότι αριθμός των κουβερτών μεταφέρεται στα σωστικά σκάφη. (ζ). Ο πίνακας διαιρέσεως θα πρέπει να ετοιμάζεται πριν από την έναρξη του ταξιδιού του πλοίου. (η). Ο τύπος του πίνακα διαιρέσεως που χρησιμοποιείται στα επιβατηγά πλοία θα πρέπει να είναι εγκεκριμένος (από αρχές σημαίας/ νηογνώμονα). (θ). Εκτός από τον πίνακα συναγερμού συντάσσεται για κάθε μέλος του πληρώματος, ατομικό δελτίο καθηκόντων σε περίπτωση συναγερμού/επικίνδυνης κατάστασης, που αναρτάται στην καμπίνα του. (2). Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα 1974, Τροποποιήσεις 1983, Κεφάλαιο III, Κανονισμός 8. Κοινοτική Οδηγία 98/18/ΕΚ-ΕUROSOLAS R8. (α). Θα πρέπει να παρέχονται, για κάθε επιβαίνοντα, σαφείς και κατανοητές οδηγίες, που θα πρέπει ακολουθήσουν σε περίπτωση καταστάσεως ανάγκης. (β). Πίνακες διαιρέσεων που πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού 53, θα πρέπει να εκτίθενται σε εμφανή σημεία σε όλο το πλοίο περιλαμβανομένων της γέφυρας, του μηχανοστασίου και των χώρων ενδιαιτήσεως πληρώματος. (γ). Εικόνες και οδηγίες σε κατάλληλες γλώσσες θα πρέπει να αναρτώνται στις καμπίνες επιβατών και θα εκτίθενται εμφανώς στους σταθμούς συγκεντρώσεως και άλλους χώρους επιβατών για την πληροφόρηση των σχετικά: 1/. Με το σταθμό συγκεντρώσεως που θα πρέπει να μεταβούν, 2/. Τις απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να εκτελέσουν σε περίπτωση ανάγκης, 3/. Τον τρόπο με τον οποίο φοριούνται, δένονται, τα ατομικά σωσίβια. (3). Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγού Πλοίου, Άρθρο 140 (α). Δια την κανονική διεξαγωγή της εν γένει εργασίας εν τω πλοίω εις συνήθεις και εξαιρετικάς περιπτώσεις καταρτίζονται υπό του Πλοιάρχου, τη συνεργασία των αξιωματικών προϊσταμένων υπηρεσιών : 1/. Πίνακας διαιρέσεως προσωπικού εν περιπτώσει διαρροής, 2/. Πίνακας διαιρέσεως προσωπικού εν περιπτώσει πυρκαϊάς, 3/. Πίνακας διαιρέσεως επιβαινόντων εν περιπτώσει εγκαταλείψεως του πλοίου. Αντίτυπα των ανωτέρω πινάκων δέον να αναρτώνται πλαισιωμένα μερίμνη του Υπάρχου/ Υποπλοιάρχου εις χαρτοθάλαμον γέφυρας, εις θάλαμον ασυρμάτου, εις το μηχανοστάσιον, εις καταλλήλους χώρους ενδιαιτημάτων του πληρώματος, αναλόγως του προορισμού εκάστους και εις εμφανή μέρη τούτων. ε. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ-ΣΗΜΑΤΑ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ ΠΔ 363/84, Κανονισμός Συναγερμού και Γυμνασίων, Μέρος II Άρθρο 5, Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα 1974, Τροποποιήσεις 1983, Κεφάλαιο III, .Κανονισμός 50. Το σύστημα γενικού συναγερμού ανάγκης, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ηχήσει το σήμα συναγερμού γενικής καταστάσεως ανάγκης, αποτελούμενο από επτά ή περισσότερους βραχείς συριγμούς που ακολουθούνται από ένα μακρύ συριγμό, από τη σφυρίχτρα του πλοίου και επιπλέον από ηλεκτρικό κώδωνα, σειρήνα ή κατάλληλο σύστημα αναγγελιών κινδύνου, που θα τροφοδοτείται από την κύρια παροχή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και από την εναλλακτική πηγή ανάγκης. Το σύστημα θα μπορεί να λειτουργεί από τη γέφυρα και άλλα στρατηγικά σημεία, θα πρέπει δε να ακούγεται σε όλους τους χώρους ενδιαιτήσεως, στους χώρους εργασίας πληρώματος και στα εξωτερικά καταστρώματα. (2). Η εκπομπή του σήματος συναγερμού γενικής καταστάσεως ανάγκης, για μεν το πλήρωμα σημαίνει γρήγορη επάνδρωση των θέσεων προετοιμασίας χρησιμοποιήσεως των σωσιβίων μέσων του πλοίου, όπως ακριβώς προβλέπεται από τον πίνακα διαιρέσεων συναγερμού για δε τους επιβάτες σημαίνει γρήγορη προώθηση στους χώρους συγκεντρώσεως. (3). Το πλήρωμα και οι επιβάτες στην περίπτωση εκπομπής του εν λόγω σήματος φορούν αμέσως τις σωσίβιες ζώνες τους. (4). Η εκπομπή του σήματος γενικής καταστάσεως ανάγκης, κινδύνου, δεν σημαίνει και την εγκατάλειψη του πλοίου. Η έναρξη επιβιβάσεως στα σωστικά μέσα και στη συνέχεια η καθαίρεσή των στη θάλασσα σημαίνεται με την εκφώνηση της εντολής "Εγκατάλειψη Πλοίου"από τον Πλοίαρχο. (5). Η χρήση του συστήματος ανακοινώσεων του πλοίου για παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων προς το πλήρωμα και τους επιβάτες σε περίπτωση ανάγκης εναπόκειται στην κρίση του Πλοιάρχου. στ. ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ (1). ΠΔ 363/84 Κανονισμός Συναγερμού και Γυμνασίων, Μέρος III, Άρθρο 14 (α) Μετά τον απόπλου του επιβατηγού πλοίου γίνεται ενημέρωση προς τους επιβάτες από τα μεγάφωνα για τη θέση που βρίσκονται τα ατομικά σωσίβια, όλα τα άλλα σωστικά μέσα και οι σταθμοί συγκέντρωσης. (β). Μετά την ανακοίνωση αυτή κατάλληλα μέλη του πληρώματος κάνουν επίδειξη χρήσης του ατομικού σωσιβίου σε όλους τους κλειστούς χώρους παραμονής επιβατών καθώς και σε χώρους συγκεντρώσεως επιβατών στα εξωτερικά καταστρώματα. (γ). Το περίγραμμα της ανακοίνωσης καθορίζεται από την Ε.Ε.Π. (2). Εγχειρίδιο Ασφαλούς Διαχείρισης Εταιρείας, Κεφάλαιο 8, Εδάφιο 8.6.2, Παράγραφος 8.6.2.4.5 (α). Αμέσως μετά την επιβίβαση όλων των επιβατών επί του πλοίου και πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι γίνεται αναγγελία έκτακτη ανάγκης προς τους επιβάτες. Κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης αυτής δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε άλλη ανακοίνωση ή μουσική. (β). Η ανακοίνωση όπως αναγράφεται στη συγκεκριμένη παράγραφο, περιγράφει το σήμα συναγερμού έκτακτης ανάγκης, τις ενέργειες που θα πρέπει να προβούν οι επιβάτες στην περίπτωση αυτή, τη βοήθεια που θα βρουν από τα μέλη του πληρώματος και την προσοχή που πρέπει να επιδείξουν στις οδηγίες ασφαλείας και τα σύμβολα, για την προσωπική τους ασφάλεια. ζ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΜΕΛΩΝ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ Εγχειρίδιο Ασφαλούς Διαχείρισης, εδάφιο 8.6.2, Παράγραφος 8.6.2.4.6 Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, οι επιβάτες πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν τα μέλη του πληρώματος, που μπορούν να δώσουν οδηγίες, από τους υπόλοιπους επιβάτες. Για το λόγο αυτό το πλήρωμα συνιστάται να φορά τις στολές του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. η. ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΠΛΟΙΟΥ Εγχειρίδιο Ασφαλούς Διαχείρισης (α) Κεφάλαιο 8, εδάφιο 8.4.2 1/. Ο Πλοίαρχος φέρει την κυρία ευθύνη επί του πλοίου και έχει την υπερισχύουσα εξουσία να δρα κατά διαφορετικό τρόπο από τις παρεχόμενες οδηγίες εφόσον κρίνει ότι οι περιστάσεις απαιτούν έτσι. 2/. Ο Πλοίαρχος δεν υποχρεούται να λάβει έγκριση προκειμένου να προβεί σε ενέργειες, για την ασφάλεια του πλοίου, του προσωπικού του και την προστασία του περιβάλλοντος. 3/. Αντίγραφα των διαδικασιών, ενεργειών ανταπόκρισης για κάθε σχέδιο έκτακτης ανάγκης ευρίσκονται στη γέφυρα και στο Control Room μηχανοστασίου μέσα σε πλαστικά καλύμματα στον αντίστοιχο φάκελο του Αξιωματικού Φυλακής. (β) Διαδικασίες Εγκατάλειψης Πλοίου, Διαδικασία Δ08-001/13 ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ Ενεργοποίηση Συναγερμού.......... ΑΦ Γέφυρας Συγκέντρωση στους σταθμούς συγκέντρωσης... Σύμφ. Πίνακα Διαίρεσης,Φορώντας τις σωσίβιες ζώνες με κατάλληλη καθοδήγησηΕνημέρωση επιβατών μέσω συστήματος Ανακοινώσεων..... Αρχιλογιστής Προετοιμασία λέμβων στο κατάστρωμα επιβίβασης.... Σύμφ. Πίνακα Διαίρεσης,Προετοιμασία Liferafts γιακαθέλκυση...... Σύμφ. Πίνακα Διαίρεσης, Προετοιμασία επιβίβασης λέμβων, σχεδίων.... Σύμφ. Πίνακα Διαίρεσης,Ο πλοίαρχος προσωπικά θαδώσει την εντολή για την εγκατάλειψη πλοίου.......... Πλοίαρχος Επιβίβαση πρώτα τωνγυναικόπαιδων....... Επικεφ. κάθε ομάδας καθέλκυση όλων των διαθέσιμων Liferafts Νο....κατέρχο- νται στα πλευρά του πλοίου...... Επικεφ. Κάθε ομάδοςΚαθέλκυση των λέμβων στη θάλασσα..... Σύμφ. Πίνακα Διαίρεση Εξασφαλίστε ότι οι μηχανοκίνητες λέμβοιΒοηθούν τις άλλες λέμβους και τις σωσίβιες σχεδίες... Επικεφ. κάθε ομάδος θ.ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΔΙΑΡΡΟΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΩΣ ΛΕΜΒΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ ΠΛΟΙΟΥ (1). Κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας επιβατικών πλοίων, Β.Δ 683/1960, Άρθρο 16 Ο Πλοίαρχος διατάσσει την εκτέλεση γυμνασίων διαρροής, πυρκαγιάς, καθαιρέσεως λέμβων και εγκαταλείψεως πλοίου σύμφωνα με τους οικείους κανονισμούς και βάση των οικείων πινάκων διαιρέσεως.... Τα περί της εκτελέσεως των γυμνασίων και της αποδόσεως αυτών, καταχωρούνται από τον Πλοίαρχο στο ημερολόγιο του πλοίου (2). Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα 1974, Τροποποιήσεις 1983, Κεφάλαιο III (α). Κανονισμός 18 *Σε κάθε τραπεζαρία πληρώματος και αίθουσα αναψυχής ή σε κάθε καμπίνα πληρώματος θα υπάρχει ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο που πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού 51. *Κάθε μέλος του πληρώματος θα συμμετέχει τουλάχιστον σε ένα γυμνάσιο εγκαταλείψεως πλοίου και ένα γυμνάσιο πυρκαγιάς κάθε μήνα. *Τα γυμνάσια θα εκτελούνται, όσο είναι πρακτικά δυνατό, σαν να πρόκειται για πραγματική κατάσταση. *Σε διαδοχικά γυμνάσια θα καθαιρούνται, όσο είναι πρακτικά δυνατόν, διαφορετικές σωσίβιες λέμβοι. *Κάθε σωσίβια λέμβος καθαιρείται με το καθορισμένο πλήρωμα λειτουργίας της και θα εκτελεί κινήσεις στο νερό τουλάχιστον μία φορά κάθε 3 μήνες κατά τη διάρκεια γυμνασίου εγκαταλείψεως πλοίου. *Ο φωτισμός ανάγκης για την συγκέντρωση και εγκατάλειψη πλοίου θα δοκιμάζεται σε κάθε γυμνάσιο. *Σε χρονικά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των 4 μηνών θα γίνεται στο πλοίο εκπαίδευση για τη χρήση των σωσιβίων σχεδίων που καθαιρούνται με επωτίδες. Αν είναι πρακτικά δυνατό η εκπαίδευση θα πρέπει να περιλαμβάνει φούσκωμα και καθαίρεση της σωσίβιας σχεδίας .... *Η ημερομηνία διεξαγωγής γυμνασίων, οι σχετικές λεπτομέρειες και η συντελεσθείσα εκπαίδευση θα πρέπει να καταγράφονται σε ημερολόγιο.. (β) Κανονισμός 25 *Σε κάθε επιβατηγό πλοίο θα εκτελούνται κάθε εβδομάδα γυμνάσιο εγκαταλείψεως πλοίου και γυμνάσιο πυρκαγιάς. (3)ΠΔ 363/84 Κανονισμός Συναγερμού και Γυμνασίων, Μέρος III, Άρθρο 6 Καθορισμός γυμνασίων, κανόνων εκτέλεσης γυμνασίων για την εκπαίδευση των πληρωμάτων των ελληνικών εμπορικών πλοίων Εγχειρίδιο Ασφαλούς Διαχείρισης, Κεφάλαιο 8, Εδάφιο 8.5 (α). Παράγραφος 8.5.1 "Εκπαίδευση". 1./Αξιωματικοί: Λαμβάνουν αρχική εκπαίδευση στη χρησιμοποίηση των τμημάτων του κάθε σχεδίου που επηρεάζει άμεσα αυτούς και το πλήρωμά τους. Έχουν την ευθύνη εκπαίδευσης του πληρώματος με πρακτικές μεθόδους επί του πλοίου. Το πρόγραμμα γυμνασίων που αναφέρεται στο εδάφιο 8.5.2 αποτελεί συνέχεια του προγράμματος εκπαίδευσης. 2./ Πλήρωμα : Το πλήρωμα λαμβάνει την απαραίτητη εκπαίδευση αναφορικά με τις επικίνδυνες καταστάσεις, σαν μέρος των επί του πλοίου καθηκόντων του. Ειδική εκπαίδευση επί των σχεδίων έκτακτης ανάγκης, περιλαμβάνει τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού του πλοίου, (β). Παράγραφος 8.5.2 "Γυμνάσια" 1/. Γυμνάσια σε Συμβατικό Ε/Γ - Ο/Γ Πλοίο α/. Εβδομαδιαία γυμνάσια : Σωσιβίων λέμβων, κατάσβεσης πυρκαγιάς, διαρροής, εγκατάλειψης πλοίου, μηχανισμού πηδαλιουχίας, γενικό. β/. Μηνιαία γυμνάσια : Διαρροής με δοκιμή αντλίας κυτών ανάγκης από την ηλεκτρογεννήτρια ανάγκης, ενώ παράλληλα ελέγχονται τα τηλεχειριζόμενα επιστόμια του δικτύου κυτών και γίνεται επίδειξη απάντλησης μηχανοστασίου με τη βοήθεια σωστικού (σωσιβίου) κρουνού. γ/. Τριμηνιαία γυμνάσια : Μηχανισμού πηδαλιουχίας έκτακτης ανάγκης, καταπολέμησης ρυπάνσεως από πετρέλαιο - SΟΡΕΡ, διαχείρισης απορριμμάτων. δ/. Τετραμηνιαία γυμνάσια : Σωσιβίων λέμβων κατά προτίμηση εν πλω, με τις σωσίβιες λέμβους να καθαιρούνται κατά το δυνατόν μέχρι τη θάλασσα και να δοκιμάζονται. 2/. Λοιπά γυμνάσια - Ασκήσεις α/. Τα γυμνάσια και ασκήσεις που αντιστοιχούν σε επικίνδυνες καταστάσεις, θα πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες ανταπόκρισης κινδύνου, που αναφέρονται στο παρόν σύστημα, ασφαλούς διαχείρισης για κάθε συγκεκριμένο σχέδιο. ια. ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS), Κεφάλαιο III, Κανονισμός 51 Το εγχειρίδιο εκπαιδεύσεως .... πρέπει να περιέχει οδηγίες και πληροφορίες, εύκολα κατανοητές και με εικονογραφήσεις όπου είναι δυνατόν, για τα σωστικά μέσα που διαθέτει το πλοίο και τις καλύτερες μεθόδους επιβιώσεως ... Τα ακόλουθα θα πρέπει να επεξηγούνται λεπτομερώς: (1). Ο τρόπος που φοριούνται τα ατομικά σωσίβια και οι στολές εμβαπτίσεως (Immersion Suits) ανάλογα με την περίπτωση, (2). Η συγκέντρωση στους καθορισμένους Σταθμούς, (3). Η επιβίβαση, καθαίρεση και απομάκρυνση των σωστικών μέσων, (4). Η μέθοδος καθαιρέσεως από το εσωτερικό του σωστικού σκάφους, (5). Η απελευθέρωση από το μηχανισμό καθαιρέσεως, (6). Οι μέθοδοι και η χρήση προστατευτικών διατάξεων στην περιοχή καθαιρέσεως, όπου απαιτείται, (7). Ο φωτισμός της περιοχής καθαιρέσεως, (8). Η χρήση όλου του εξοπλισμού επιβιώσεως, (9). Η χρήση όλους του εξοπλισμού ανιχνεύσεως, (10). Η χρήση των συσκευών ραδιοεπικοινωνίας και σωστικών μεστών, με τη βοήθεια εικόνων, (11). Η χρήση των πλωτών αγκυρών. (12). Η χρήση της μηχανής και των εξαρτημάτων της, (13). Η ανακρέμαση των σωστικών σκαφών και λέμβων διασώσεως, περιλαμβανομένων της στοιβασίας και της απασφάλισής των, (14). Οι κίνδυνοι εκθέσεως στις καιρικές συνθήκες και η ανάγκη θερμού ιματισμού, (15). Η καλύτερη χρήση των ευκολιών του σωστικού σκάφους για την επιβίωση, (16). Οι μέθοδοι διασώσεως .... (18). Όλες οι άλλες ενέργειες που περιέχονται στον πίνακα διαιρέσεως και στις οδηγίες, διαδικασίες ανάγκης, (19). Οδηγίες για την επισκευή των σωστικών μέσων σε περίπτωση ανάγκης. ιβ. ΕΠΑΝΔΡΩΣΗ ΣΩΣΙΒΙΩΝ ΛΕΜΒΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΒΙΩΝΣΧΕΔΙΩΝ - ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ (1). Β.Δ. 71/1963 περί ειδικευμένων ανδρών σωσιβίων λέμβων επιβατηγών πλοίων, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Β.Δ. 777/1965 και το Π.Δ. 214/1983 αντίστοιχα. (α). Άρθρο 1 : Ειδικευμένοι άνδρες σωσιβίων λέμβων υπό την έννοια του παρόντος κανονισμού νοούνται οι ναυτικοί οι εφοδιασμένοι δια πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι είναι εις θέση λόγω γνώσεων και πείρας να χειρίζονται τις επί του πλοίου υπάρχουσες σωσίβιους λέμβους ή σχεδίες. (β). Άρθρο 2 : Ο κανονισμός εφαρμόζεται επί παντός Ελληνικού Επιβατηγού-πλοίου 1/. Μεταξύ του πληρώματος του πλοίου πρέπει να περιλαμβάνεται επαρκής αριθμός ειδικευμένων ανδρών για την επάνδρωση των επί του πλοίου σωστικών μέσων. 2/. Ελάχιστος αριθμός, για επάνδρωση σωσίβιας λέμβου χωρητικότητας 61-85 ατόμων, είναι 4 ειδικευμένοι άνδρες, ενώ για λέμβους χωρητικότητας άνω των 85 ατόμων είναι 5 άνδρες. 3/. Η κατανομή των ειδικευμένων ανδρών στις λέμβους και πνευστές σχεδίες γίνεται από τον Πλοίαρχο και αναγράφεται στον πίνακα συναγερμού. (2). Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS), Κεφάλαιο III, Κανονισμός 10 "Επάνδρωση σωσιβίων λέμβων και σωσιβίων σχεδίων" (α). Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα πλοία, (β). Θα υπάρχει στο πλοίο επαρκής αριθμός εκπαιδευμένων ατόμων για τη συγκέντρωση και βοήθεια των μη εκπαιδευμένων, (γ). Θα υπάρχει στο πλοίο επαρκής αριθμός μελών του πληρώματος, που μπορεί να είναι αξιωματικοί ή εξειδικευμένα άτομα για το χειρισμό των σωστικών σκαφών και των διατάξεων καθαιρέσεως, που απαιτούνται για την εγκατάλειψη του πλοίου από το σύνολο των επιβαινόντων. (δ) Ένας αξιωματικός ή εξειδικευμένο άτομο θα τοποθετείται επικεφαλής σε κάθε σωστικό σκάφος.... (ε). Κάθε μηχανοκίνητο σωστικό σκάφος θα έχει ορισμένο άτομο το οποίο θα μπορεί να χειρίζεται τη μηχανή και να εκτελεί μικρές ρυθμίσεις. ιγ. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΑΘΜΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΙΒΑΣΕΩΣ Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη "Θάλασσα 1974, Τροποποιήσεις 1983, Κεφάλαιο III, Κανονισμός 11 (1). Οι σταθμοί συγκεντρώσεως θα προβλέπονται κοντά στους σταθμούς επιβιβάσεως. Κάθε σταθμός συγκεντρώσεως θα έχει επαρκή χώρο ώστε να εξυπηρετεί όλα τα άτομα που έχει καθορισθεί να συγκεντρωθούν στο χώρο αυτό. (2). Οι σταθμοί συγκεντρώσεως και επιβιβάσεως θα είναι εύκολα προσιτοί από τους χώρους ενδιαιτήσεως και εργασίας. (3). Οι σταθμοί συγκεντρώσεως και επιβιβάσεως θα φωτίζονται επαρκώς με φωτισμό που παρέχεται από την πηγή ηλεκτρικής ενέργειας ανάγκης. (4). Διάδρομοι, κλιμακοστάσια και έξοδοι που δίνουν πρόσβαση σε σταθμούς συγκεντρώσεως και επιβιβάσεως θα πρέπει να φωτίζονται με φωτισμό που παρέχεται από την πηγή ηλεκτρικής ενέργειας, ανάγκης. ιδ. ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ- ΕΛΕΓΧΟΣ/ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΩΣΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS), Κεφάλαιο III, Κανονισμός 19 (1). Λειτουργική ετοιμότητα : Πριν την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι και καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, όλα τα σωστικά μέσα θα πρέπει να είναι σε κατάσταση λειτουργίας και έτοιμα για άμεση χρήση. (2). Εβδομαδιαία επιθεώρηση : Οι ακόλουθες δοκιμές και επιθεωρήσεις θα πρέπει να γίνονται εβδομαδιαίως : (α). Όλα τα σωστικά σκάφη, λέμβοι διάσωσης και μηχανισμοί καθαιρέσεως θα πρέπει να επιθεωρούνται οπτικά προς επιβεβαίωση ότι, είναι έτοιμα προς χρήση, (β). Όλες οι μηχανές των σωστικών λέμβων θα πρέπει να τίθενται σε λειτουργία πρόσω και ανάποδα για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο για 3 λεπτά, (γ). Θα πρέπει να δοκιμάζεται το σύστημα γενικού συναγερμού ανάγκης. ιε. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Ε/Γ ΠΛΟΙΟΥ - ΥΕΝ/ΕΕΠ Νο ....... ΑΠΟ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ "ΕΥΘΥΝΗ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ" (1). Σαράντα άτομα από το πλήρωμα πρέπει να. είναι εφοδιασμένα με πιστοποιητικό ειδικευμένων ανδρών για το χειρισμό των σωστικών μέσων του πλοίου, (2). Οι υδατοστεγείς θύρες να κλείνονται προ απόπλου και θα παραμένουν κλειστές καθ' όλη "τη διάρκεια του πλου. Ο χρόνος ανοίγματος στο λιμάνι και κλεισίματος προ απόπλου θα καταχωρείται στο ημερολόγιο του πλοίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 23α του Π.Δ. 29/1981/Α-72 "Κανονισμός Ενδιαίτησης Πλοιάρχου - πληρώματος Ελλ. Εμπ. Πλοίων", που προστέθηκε με το άρθρο 5 του Π.Δ 236/1936 (ΦΕΚ Α 177/30.7.1996), προβλέπονται τα ακόλουθα : Άρθρο 23α Χώροι ενδιαίτησης επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων Τα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν πλόες συνολικής διαδρομής άνω των ογδόντα (80) ναυτικών μιλίων εσωτερικού και εξωτερικού των οποίων η τρόπιδα τοποθετήθηκε μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος προεδρικού διατάγματος ή εκτέλεσαν, μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος προεδρικού διατάγματος, μετασκευή με την οποία αυξάνεται κατά 30% τουλάχιστον το εμβαδόν των χώρων ενδιαίτησης συμπεριλαμβανομένων και των ανοικτών χώρων, πρέπει να πληρούν, πέραν των προβλεπομένων από άλλες διατάξεις του κανονισμού αυτού και τις ακόλουθες προϋποθέσεις : (α) Οι κοιτώνες και οι χώροι ενδιαίτησης του Πλοιάρχου, των Αξιωματικών και του λοιπού πληρώματος πρέπει να βρίσκονται επί ή υπεράνω του κυρίου καταστρώματος και για εύκολη πρόσβαση στα σωστικά μέσα του πλοίου. (β) Οι κοιτώνες των Αξιωματικών πρέπει να διαθέτουν γραφείο, καναπέ ή πολυθρόνα καθώς επίσης και συνεχόμενο ιδιαίτερο χώρο υγιεινής με αποχωρητήρια, νιπτήρα και καταιονητήρια (ντους). (γ) Οι κοιτώνες των προϊσταμένων του κατωτέρου πληρώματος (Αρχιθαλαμηπόλων, Αρχιμαγείρων, Ναυκλήρων) πρέπει να είναι μονόκλινοι, με συνεχόμενο ιδιαίτερο χώρο υγιεινής με αποχωρητήριο, νιπτήρα και καταιονητήρια (ντους). (δ) Οι κοιτώνες των λοιπών υπαξιωματικών πρέπει να είναι δίκλινοι με συνεχόμενοι ιδιαίτερο χώρο υγιεινής με αποχωρητήριο, νιπτήρα και καταιονητήρας (ντους). (ε) Οι κοιτώνες του υπόλοιπου πληρώματος πρέπει να είναι το πολύ τετράκλινοι με συνεχόμενο ιδιαίτερο χώρο υγιεινής με αποχωρητήριο, νιπτήρα και καταιονητήρα (ντους) (στ) Οι κοιτώνες του Πλοιάρχου και του πληρώματος πρέπει να είναι εξωτερικοί, και οι λοιποί χώροι ενδιαίτησης εσωτερικοί, εφόσον αυτό συμβαδίζει με τη σωστή εκμετάλλευση και λειτουργία του πλοίου. Όταν το πλοίο διαθέτει κεντρικό σύστημα κλιματισμού, οι κοιτώνες μπορεί να είναι εσωτερικοί. Στα λοιπά επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία, που εκτελούν πλόες συνολικής διαδρομής άνω των ογδόντα (80) ναυτικών μιλίων εσωτερικού και εξωτερικού και δεν διαθέτουν κεντρικό σύστημα κλιματισμού, οι κοιτώνες του πληρώματος, που βρίσκονται κάτω από το κύριο κατάστρωμα πρέπει να είναι δίκλινοι, απαγορευμένης της ύπαρξης σε αυτούς πρόσθετων κλινών. Το εμβαδόν ανά άτομο στους κοιτώνες αυτούς πρέπει να είναι τουλάχιστο, το απαιτούμενο από το νόμο 1594/86 (Α 65), ανάλογα με την ολική χωρητικότητα του πλοίου. Τα πλοία αυτά πρέπει να συμμορφώνονται με τις ανωτέρω απαιτήσεις κατά την πρώτη ετήσια επιθεώρηση μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος. Σε περίπτωση πλοίων, που φέρουν ήδη την ελληνική σημαία ή που αναγνωρίζονται λόγω εγγραφής τους στα Ελληνικά Νηολόγια ως επιβατηγά οχηματαγωγά μετά τη δημοσίευση του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η κατάσταση των υφισταμένων χώρων ενδιαίτησης δεν θα μεταβάλλεται σε βάρος των συνθηκών διαμονής του πληρώματος. Για τον έλεγχο των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου πρέπει να υποβάλλεται στη Δ.Ε.Ε.Π, μαζί με τα σχέδια που απαιτούνται για την αναγνώριση του πλοίου ως επιβατηγού, και σχέδιο γενικής διάταξης των χώρων ενδιαίτησης Πλοιάρχου και πληρώματος που είχε το πλοίο πριν από την εγγραφή του στα Ελληνικά νηολόγια. Επίσης, κατά την ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΟΔΗΓΙΑ Νο 18 του Ιουνίου 1997 του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας "περί παροχής οδηγιών στον τομέα ασφαλείας ναυσιπλοΐας", που εδράζεται επί του ΠΔ 363 της 13/30.3.1984 και που απευθύνεται προς τους πλοιοκτήτες, παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες προς το προσωπικό των πλοίων, για να εξασφαλίζεται κάθε φορά η ασφαλής πλεύση τους και να προλαμβάνονται τα ναυτικά ατυχήματα, οι οποίες αναφέρονται στον πλου (συγκέντρωση υλικών και πληροφοριών και σχεδιασμό), την εκτέλεση του πλου, την εκτέλεση φυλακών και τα γυμνάσια και δη : Α. ΠΛΟΥΣ Ο πρωταρχικός σκοπός όλων εκείνων που με κάθε ιδιότητα εμπλέκονται με τις λειτουργίες και τις υπηρεσίες του πλοίου είναι η εκπλήρωση της αποστολής του με ασφάλεια. Στα πλαίσια αυτά, εκτός της εξασφάλισης της απαιτούμενης επάνδρωσης του πλοίου (από πλευράς αριθμού και προσόντων ουσιαστικών και τυπικών), της σωστής και μέσα στα επιτρεπτά όρια φόρτωσης του και γενικά ετοιμότητας του πλοίου, μία βασική προϋπόθεση της επίτευξης του επιδιωκόμενου στόχου αποτελεί ένα πλήρες, ορθώς συνεταγμένο και ρεαλιστικό σχέδιο πλου το οποίο θα συνεισφέρει τα μέγιστα στην εν συνεχεία εκτέλεση του ταξιδιού με ασφάλεια τόσο του πλοίου όσο και των επιβαινόντων του. Ο σχεδιασμός αυτός αναλαμβάνεται από κατάλληλο Αξιωματικό που ορίζεται από τον Πλοίαρχος και τελεί υπό τις οδηγίες του, γίνεται προ απόπλου και περιλαμβάνει τα εξής στάδια. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Για τον σκοπό του σχεδιασμού του πλου, συγκεντρώνονται οι σχετικές πληροφορίες και τα κατάλληλα υλικά όπως ενδεικτικά περιγράφονται παρακάτω : α) Επιλέγονται από το χαρτοθέσιο κατά σειρά οι χάρτες (γενικοί και επιμέρους) του ταξειδιού που θα εκτελεσθεί και διορθώνονται με τις σε ισχύ αγγελίες προς τους ναυτιλλομένους. β) Επιλέγονται οι ναυτιλιακές εκδόσεις (πλοηγοί, φαροδείκτες) του ταξειδιού που θα εκτελεσθεί και διορθώνονται με τις σε ισχύ αγγελίες προς τους ναυτιλλομένους. Γ) Ελέγχεται η τυχόν ύπαρξη σε σημεία του πλου περιοριστικών μέτρων της θαλάσσιας κυκλοφορίας (ζώνες διαχωρισμού, περιοχές που πρέπει να αποφεύγονται κ.ά.) τα οποία έχουν καθιερωθεί από Διεθνείς Οργανισμούς ή Εθνικούς Κανονισμούς, για τα οποία απαιτείται η τήρηση καθορισμένης πορείας και λήψη άλλων μέτρων ασφάλειας ναυσιπλοΐας. Δ) Ελέγχεται η ύπαρξη ρευμάτων (διεύθυνση - ένταση) προκειμένου αυτά με την τήρηση της κατάλληλης πορείας να αποτελέσουν βοηθητικό και όχι επιβαρυντικό παράγοντα της ναυσιπλοΐας του πλοίου. Ε) Λαμβάνονται τα μετεωρολογικά δελτία για την ενημέρωση επί των καιρικών συνθηκών που αναμένεται να επικρατήσουν κατά τη διάρκεια του πλου Στ) Λαμβάνονται οι προαγγελίες προς τους ναυτιλλομένους, δηλ. επείγουσας φύσεως πληροφορίες που αφορούν ναυτιλιακούς κινδύνους ή άλλες πληροφορίες ναυτικής ασφάλειας, που έχουν επείγοντα χαρακτήρα και πρέπει να λαμβάνονται από τους ναυτιλλομένους το συντομότερο δυνατόν. Ζ) Καταγράφονται οι διάφοροι παράκτιοι και δορυφορικοί σταθμοί καθώς και τα Κέντρα Έρευνας και Διάσωσης στις περιοχές των οποίων αναμένεται να διέλθει το πλοίο για να υπάρχει άμεση ετοιμότητα επικοινωνίας εφ' όσον απαιτηθεί. 2) ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Στο στάδιο αυτό και μετά την πλήρη εκμετάλλευση των συγκεντρωθέντων στοιχείων, χαράσσεται στους χάρτες η πορεία που θα τηρηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε το πλοίο να πραγματοποιήσει το συντομότερο ταξίδι διερχόμενο ασφαλώς από ναυτιλιακούς κινδύνους και να εκτελέσει έτσι την αποστολή του. Μετά το πέρας του σχεδιασμού και πριν την έναρξη του ταξειδιού προς τον σκοπό της διαπίστωσης ότι το πλοίο είναι καθόλα έτοιμο γίνονται οι παρακάτω ενδεικτικά αναφερόμενοι έλεγχοι: Ελέγχεται η καλή λειτουργία της κύριας μηχανής και των βοηθητικών μηχανημάτων (ηλεκτρομηχανές, αντλίες καυσίμου, ψύξης, λίπανσης, αεροσυμπιεστές, κ.ά.). Ελέγχεται η καλή λειτουργία του μηχανισμού πηδαλίου (συνιστάται να δοκιμάζεται έγκαιρα προ απόπλου) 3.Ελέγχεται η καλή λειτουργία των πυξίδων και σημειώνονται τα σφάλματα των. 4.Ελέγχεται η καλή λειτουργία των ραδιοναυτιλιακών βοηθημάτων. 5.Ελέγχεται ότι το φορτίο και τα μέσα φορτοεκφόρτωσης είναι ασφαλισμένα (μποτσαρισμένα) για το ταξείδι και ότι δεν αποτελούν εμπόδιο για τους Αξιωματικούς φυλακής γέφυρας στην επιτήρηση της γύρω περιοχής κατά τη διάρκεια αυτού. Β. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΛΟΥ Μετά την ετοιμότητα του πλοίου αρχίζει το ταξείδι το οποίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες φάσεις.... α) ΑΠΟΠΛΟΥΣ (Κίνηση του πλοίου μέχρι την έξοδο του από το λιμάνι). Το λιμάνι σαν περιορισμένος θαλάσσιος χώρος όπου παρατηρείται αυξημένη και πολλές φορές ταυτόχρονη κίνηση πλοίων, απαιτεί την από μέρους των ναυτιλλομένων μεγάλη προσοχή και ετοιμότητα για την αποφυγή ατυχήματος. Έτσι συνιστάται, προς αποφυγή επικινδύνων καταστάσεων, η πλήρης ετοιμότητα γέφυρας και μηχανής, η κίνηση του πλοίου με μικρή ταχύτητα και στο δεξιό μέρος κατά το δυνατόν του θαλάσσιου χώρου καθώς και η χρήση του πηδαλίου από πηδαλιούχο. Οι διάφορες μανούβρες θα πρέπει να γίνονται από τα αυτόματα χειριστήρια της γέφυρας (εφ' όσον υπάρχουν), η χρήση συριγμών σύμφωνα με τους Κανονισμούς, η επαρκής επιτήρηση του γύρω χώρου (ιδιαίτερα κατά τις κινήσεις αναπόδισης που ο έλεγχος του θαλάσσιου χώρου πρύμνηθεν του πλοίου λόγω της κατασκευής του και της θέσεως της γέφυρας δεν είναι πάντοτε τόσο άνετος ούτε απόλυτα δυνατός μόνο από τον πλοίαρχο) και πλήρης ενημέρωση του πλοιάρχου και του πλοηγού, (εάν επιβαίνει στο πλοίο), η συνεχής ακρόαση στο VHF στο κανάλι κίνησης λιμένος για έγκαιρη συνεννόηση των πλοιάρχων στην προτεραιότητα κινήσεων, η ετοιμότητα της άγκυρας για άμεση πόντιση αν απαιτηθεί και τέλος η λήψη κάθε άλλου μέτρου που κρίνεται αναγκαίο και επιβάλλεται από τη ναυτική τέχνη και εμπειρία ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του λιμανιού, την κατασκευή και τον τύπο του πλοίου, β) ΚΥΡΙΩΣ ΠΛΟΥΣ Μετά την απομάκρυνση του πλοίου από το λιμάνι και αφού έχουν αναληφθεί οι φυλακές γέφυρας και μηχανής αρχίζει το κυρίως ταξείδι του κατά το οποίο το πλοίο μπορεί να διέλθει από διάφορες περιοχές ή ο πλους να γίνει κάτω από ειδικές συνθήκες όπως παρακάτω αναφέρονται ενδεικτικά. Πλους σε ανοικτή θάλασσα : Στην περίπτωση αυτή οι υποχρεώσεις του Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας εκτός από τα κύρια καθήκοντα του όπως και του αντίστοιχου μηχανής, που θα αναλυθούν σε άλλο εδάφιο, περιορίζονται κυρίως στην επιτήρηση του θαλάσσιου χώρου για αποφυγή σύγκρουσης και στην λήψη στιγμάτων. Πλους ενόψει ακτών : Κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας εν όψει ακτών (ακτοπλοΐα) συνιστώνται τα ακόλουθα μέτρα: α) Χρήση ναυτικού χάρτη περιοχής όπου περιέχονται περισσότερες και ουσιαστικές πληροφορίες για την περιοχή αυτή. β) Χάραξη της τηρούμενης πορείας κατά τέτοιο τρόπο ώστε το πλοίο να διέλθει από ναυτιλιακούς κινδύνους σε μία τέτοια απόσταση ασφαλείας, η οποία αποτελεί συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως των διαστάσεων του πλοίου, της κατάστασης φόρτωσής του, του βυθίσματος, του τύπου του, των ελικτικών του ικανοτήτων, του είδους της ακτής, των επικρατουσών καιρικών συνθηκών και ρευμάτων, του χρόνου που θα διέλθει το πλοίο (κατά τη νύκτα καλό είναι να αυξάνεται η απόσταση σε σχέση με την ημέρα), οι συνθήκες ορατότητας, η πυκνότητα κυκλοφορίας κ.λ.π.- Ο καθορισμός μιας τέτοιας απόστασης διαφέρει από πλοίο σε πλοίο θεωρείται όμως ότι αν ληφθούν υπόψη όλοι οι ανωτέρω παράγοντες και το πλοίο τηρηθεί σ' αυτήν, τότε οποιαδήποτε βλάβη (κυρίως του πηδαλίου) σημειωθεί, θα δοθεί η δυνατότητα έγκαιρης ακινητοποίησής του και αποφυγή προσάραξης ή άλλων ζημιών σ' αυτό. γ) Λήψη στιγμάτων σε συχνά χρονικά διαστήματα με την χρήση ευκρινών σημείων (φάροι, κάβοι, νησίδες κ.ά.) τα οποία έχουν έγκαιρα αναγνωρισθεί και με διαφορετικές κάθε φορά μεθόδου (π.χ. απόσταση και διόπτευση αντικειμένου, ταυτόχρονη διόπτευση δύο ή περισσοτέρων αντικειμένων κ.ά.), προκειμένου το πλοίο να τηρείται στη χαραχθείσα πορεία. δ) Η συσκευή ραντάρ να είναι σε θέση λειτουργίας ώστε να χρησιμοποιείται στη λήψη στιγμάτων και στην υποτύπωση στόχων για αποφυγή συγκρούσεων. ε) Τα χειριστήρια μηχανών συνιστάται να "δίνονται" στη γέφυρα (αφορά τα πλοία που κατασκευαστικά έχουν τέτοια δυνατότητα), προκειμένου σε περίπτωση που απαιτηθεί, να πραγματοποιούνται κινήσεις από το χώρο αυτό. στ) Εάν χρησιμοποιείται αυτόματος πιλότος συνιστάται να τεθεί έγκαιρα στο χειροκίνητο σύστημα (ειδικά σε περιπτώσεις αλλαγής πορείας ή χειρισμών αποφυγής σύγκρουσης). ζ) Στην περίπτωση αλλαγής χάρτου, συνιστάται να γίνεται έγκαιρα με μεταφορά στον νέο του τελευταίου στίγματος και χάραξη σ' αυτόν της τηρητέας πορείας. η) Σε περίπτωση αλλαγής πορείας το σημείο και ο αναμενόμενος χρόνος προσέγγισης σ' αυτό να έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί ώστε η αλλαγή να γίνει ασφαλώς. Επειδή πλησίον των ακτών παρατηρείται μεγαλύτερη κίνηση των πλοίων, η πιστή τήρηση των Διεθνών Κανονισμών προς αποφυγή συγκρούσεων όπως είναι ευνόητο καθίσταται περισσότερο επιτακτική. Ειδικά στις περιπτώσεις αντιθέτως κινουμένων πλοίων και προσπεράσματος, οι χειρισμοί συνιστάται να είναι τέτοιοι ώστε τα πλοία να διέρχονται σε ικανή απόσταση το ένα από το άλλο και να υπάρχει επαρκής χρόνος αντιμετώπισης οιουδήποτε έκτακτου περιστατικού ή βλάβης και αποφυγής ενδεχόμενης σύγκρουσης. Η απαίτηση τέτοιων χειρισμών είναι επιτακτικότερη στα Ε/Γ πλοία τα οποία μεταφέρουν μεγάλο αριθμό επιβατών. Πλους με ομίχλη Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες περιορίζεται για οποιοδήποτε λόγο η ορατότητα (πυκνή ομίχλη, χαμηλή νέφωση), πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα και να εκτελούνται τουλάχιστον οι εξής ενέργειες : Α) εκπομπή των προβλεπομένων από ΔΚΑΣ ηχητικών σημάτων Β) αφή των φώτων ναυσιπλοΐας (και την ημέρα) Γ) μείωση ταχύτητας στην απολύτως αναγκαία για ασφαλή διακυβέρνηση πλοίου. (Δ)ανάληψη διακυβέρνησης πλοίου από τον πλοίαρχο, τοποθέτηση οπτήρων. Ε) ενίσχυση φυλάκων γέφυρας και μηχανής Στ) ετοιμότητα, μηχανών για άμεση ανταπόκριση σε εντολές γέφυρας Ζ) συνεχής παρακολούθηση ενδείξεων του RADAR και υποτύπωση των πλησιέστερα παραπλεόντων πλοίων Η) παροχή οδηγιών στους οπτήρες σχετικά με την επιτήρηση και ακρόαση ηχητικών σημάτων γ) ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΣΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ Η τελευταία φάση εκτέλεσης του ταξειδιού είναι αυτή της προσέγγισης του πλοίου στο λιμάνι προορισμού και στη συνέχεια ο κατάπλους του σ' αυτό. Όπως και κατά τον απόπλου, η ιδιαιτερότητα του χώρου (μεγάλη κίνηση πλοίων, περιορισμένος θαλάσσιος χώρος κ.λ.π) απαιτεί ομοίως την μεγαλύτερη ετοιμότητα και προσοχή των ναυτιλλομένων. Προ του κατάπλου απαιτείται η μέσω VHF επαφή του πλοίου με την οικεία Λιμενική Αρχή προκειμένου ν' αναφερθεί η ακριβής του ώρα, να γίνει ενημέρωση για τις συνθήκες που επικρατούν σ' αυτό (καιρός, κίνηση πλοίων, αναμενόμενη έξοδος πλοίου κ.α) ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας και τέλος να καθορισθεί το σημείο παραβολής ή πρυμνοδέτησης του πλοίου προς φορτοεκφόρτωση. Ένα από τα βασικά σημεία κατά την φάση αυτή είναι αυτό της σειράς κατάπλου των πλοίων. Με σκοπό την εξασφάλιση ομαλής και χωρίς προβλήματα άφιξή των στο λιμάνι είναι απαραίτητη η με σειρά προτεραιότητας κίνηση ενός εκάστου των πλοίων προς αυτό, υπό τις οδηγίες της Λιμενικής Αρχής. Η πιστή τήρηση των ανωτέρω αποτελεί δικλείδα ασφαλείας και ουσιώδη παράγοντα που επιδρά θετικά στη μείωση των κινδύνων και των τυχόν ατυχημάτων που μπορεί να συμβούν, ειδικά δε, στην περίπτωση των μεγάλων Ε/Γ και Ε/Γ - Ο/Γ πλοίων που μεταφέρουν μεγάλο αριθμό επιβατών, η ανάγκη αυτή γίνεται επιτακτικότερη. Γ) ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΦΥΛΑΚΩΝ Όπως προαναφέρθηκε και επικειμένου του απόπλου του πλοίου, αναλαμβάνονται οι φυλακές γέφυρας και μηχανής δηλ. η στελέχωση των δύο αυτών χώρων του πλοίου με τα απαιτούμενα μέλη πληρώματος (Αξιωματικοί - βοηθοί) τα οποία με την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους θα συντελέσουν στην με ασφάλεια εκτέλεση του πλου. Οι υποχρεώσεις των περιγράφονται ενδεικτικά παρακάτω : Α) Φυλακή Γέφυρας : Ο Αξιωματικός γέφυρας είναι ο αντιπρόσωπος του πλοιάρχου και ο κατ' αρχήν υπεύθυνος για την ασφάλεια ναυσιπλοΐας του πλοίου. Εκτός των υποχρεώσεων του της πιστής τήρησης των ΔΚΑΣ και εξασφάλισης της τήρησης του πλοίου στην χαραχθείσα στο χάρτη πορεία συνιστάται: Α) Να αναλαμβάνει έγκαιρα τη φυλακή και να ενημερώνεται επί των συνθηκών πλου από τον προηγούμενο Αξιωματικό. Β) Να ελέγχει την καλή λειτουργία των ναυτιλιακών οργάνων γέφυρας. Γ) Να έχει συχνή επιτήρηση του γύρω χώρου και να μην απομακρύνεται σε καμία περίπτωση από τη γέφυρα εκτός αν παραστεί μεγάλη ανάγκη και αφού αντικατασταθεί από άλλο αξιωματικό. Δ) Να παραμένει στο δωμάτιο χαρτών (chartroom), εφόσον υπάρχει ξεχωριστό εκτός γέφυρας, το συντομότερο δυνατό χρόνο για να θέσει το στίγμα στον χάρτη ή να αναγνωρίσει κάποιο σημείο της ακτής, ή να προκαθορίσει το σημείο αλλαγής πορείας αφού όμως πρώτα βεβαιωθεί ότι ο ορίζοντας είναι καθαρός. Ε) Να ελέγχει συνεχώς τις γνώσεις του βοηθού του σε θέματα ΔΚΑΣ και χειρισμού πηδαλίου ώστε να υπάρχει εποικοδομητική συνεργασία. Στ) Να γνωρίζει τις ελικτικές ικανότητες του πλοίου και τον χρόνο και απόσταση ακινητοποιήσεώς του και να μη διστάσει να κάνει! οποιαδήποτε κίνηση που κατά τη γνώμη του μετά από στάθμιση της κατάστασης, θα αποτρέψει επικίνδυνη κατάσταση του πλοίου. ΠΟΤΕ Ο Α/Φ ΚΑΛΕΙ ΤΟΝ ΠΛΟΙΑΡΧΟ Ο πλοίαρχος θα ειδοποιείται αμέσως στην ακόλουθη κατάσταση: 1)Αν μειωθεί η ορατότητα. 2)Αν οι συνθήκες κυκλοφορίας ή μετακίνησης άλλων πλοίων δικαιολογούν αυτή. 3)Αν υπάρξει δυσκολία στην τήρηση πορείας. 4)Αν δεν φανεί η στεριά ή σημείο ή φανάρι ή βάθος θάλασσας ανάλογα με την περίπτωση την αναμενόμενη ώρα. 5)Αν σταματήσουν οι μηχανές ή βγήκε εκτός λειτουργίας το πηδάλιο ή άλλο σημαντικό ναυτιλιακό όργανο. 6)Σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα αν σε θαλασσοταραχή βρεθεί σε αμφιβολία για την επικείμενη ζημιά από τον καιρό. 7)Αν σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αμφιβάλλει για κάτι. 8)Όταν πλησιάζει το πλοίο στο λιμάνι κατάπλου (θα υπάρχει εκ των προτέρων σχετική οδηγία, του πλοιάρχου). Β) Φυλακή Μηχανής Ο Αξιωματικός Φυλακής Μηχανής είναι ο αντιπρόσωπος του Α' Μηχανικού. Εκτός της υποχρέωσής του να εξασφαλίζει ότι η κύρια προωστήρια μηχανή και τα βοηθητικά μηχανήματα λειτουργούν κανονικά, συνιστάται: 1)Να αναλαμβάνει έγκαιρα τη φυλακή προκειμένου να ενημερωθεί από τον προηγούμενο. 2)Nα μην απομακρύνεται από το χώρο αυτό σε καμμία περίπτωση εκτός αν παραστεί μεγάλη ανάγκη, αφού όμως έχει αντικατασταθεί από άλλο αξιωματικό. 3)Να είναι πάντοτε έτοιμος να χειρισθεί τον προωστήριο μηχανισμό ανάλογα με τις ανάγκες αλλαγής ταχύτητας. 4)Να ελέγχει τις γνώσεις του βοηθού του και να τον εκπαιδεύει. 5)Να επιτηρεί κατά τακτά χρονικά διαστήματα τον χώρο του μηχανοστασίου ελέγχοντας την σωστή λειτουργία των διάφορων μηχανημάτων και δικτύων καθώς και του πηδαλίου. ΠΟΤΕ Ο Α/Φ ΚΑΛΕΙ ΤΟΝ Α' ΜΗΧΑΝΙΚΟ 1)Όταν παραστεί ανάγκη μείωσης ταχύτητας. 2)Όταν διαπιστώσει μη καλή λειτουργία μηχανήματος. 3)Όταν διαπιστώσει διαρροή σε κάποιο δίκτυο. 4)Όταν πλησιάζει το πλοίο στο λιμάνι μετά από σχετική οδηγία του Α' Μηχανικού. Δ. ΠΕΡΙ ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ Σε μία επικίνδυνη κατάσταση για το πλοίο και τους επιβαίνοντες απαιτείται η πλήρης και ολοκληρωμένη γνώση των καθηκόντων που εκτελεί το κάθε μέλος του πληρώματος προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η κατάσταση αυτή. Η γνώση αυτή επιτυγχάνεται με τη διενέργεια των προβλεπομένων από τους Κανονισμούς γυμνασίων και στα χρονικά διαστήματα που επιβάλλονται να γίνεται ουσιαστική και όχι τυπική εκπαίδευση των πληρωμάτων, ώστε να υπάρχει πλήρης και συνεχής εξοικείωση του προσωπικού στον χειρισμό των διατιθέμενων μέσων καθώς και ετοιμότητα τους για άμεση και επιτυχή αντιμετώπιση στις περιπτώσεις επικίνδυνων καταστάσεων. Στο θέμα αυτό μια ειδική περίπτωση αποτελούν τα Ε/Γ - Ο/Γ πλοία τα οποία μεταφέρουν μεγάλο αριθμό επιβατών οι οποίοι δεν έχουν σχέση ούτε γνώση του χώρου στον οποίο παραμένουν και το θέμα αντιμετωπίζεται με την εκτέλεση των προβλεπομένων γυμνασίων με μέριμνα και ευθύνη του πλοιάρχου για την εξοικείωσή τους. Ιδιαίτερα όμως για τα Ε/Γ τα οποία εκτελούν πλόες σύντομης διάρκειας σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα με πολλούς ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης, το πρόβλημα καθίσταται οξύτερο και η πληροφόρηση των επιβατών για αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών κινδύνου είναι ελλιπής, αν όχι ανύπαρκτη. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθεί ότι στα πλαίσια καλωσορίσματος των επιβατών στο πλοίο και περιγραφής ταξειδιού (διάρκεια, καιρικές συνθήκες κ.ά) να υπάρχει για εξοικείωσή τους δυνατότητα πληροφόρησης περί των σωστικών και πυροσβεστικών μέσων, των σταθμών συγκεντρώσεως επιβατών, με κάθε πρόσφορο μέσο σχετικού περιεχομένου (π.χ. προβολή κασέτας στην ΤV, μετάδοση μηνύματος από μεγαφωνική εγκατάσταση του πλοίου). Επίσης, με το άρθρο 14 του Π.Δ 363/1984 που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο του ναυαγίου, (α) μετά τον απόπλου του επιβατηγού πλοίου γίνεται ανακοίνωση προς τους επιβάτες από τα μεγάφωνα για τη θέση που βρίσκονται τα ατομικά σωσίβια, όλα τα άλλα σωστικά μέσα και οι σταθμοί συγκέντρωσης των επιβατών, β) μετά την ανακοίνωση αυτή κατάλληλα μέλη του πληρώματος κάνουν επίδειξη χρήσης του ατομικού σωσιβίου σε όλους τους κλειστούς χώρους παραμονής επιβατών (σαλόνια όλων των θέσεων) καθώς επίσης και σε χώρους συγκέντρωσης επιβατών στα ανοιχτά μέρη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του Π.Κ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μέσης συνέσεως και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτό τον τρόπο τελούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 Π.Κ, αλλά και εκείνων του άρθρου 15 Π.Κ, ι προϋποθέσεις εφαρμογής του οποίου αναπτύχθηκαν παραπάνω. Προσθέτως από το άρθρο 28 Π.Κ, που ορίζει ότι όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι η ποινική αμέλεια διακρίνεται σε συνειδητή και μη συνειδητή, συνειδητή δε είναι η αμέλεια αν ο υπαίτιος πρόβλεψε ότι από τη συμπεριφορά του ήταν δυνατό να προέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν, ενώ μη συνειδητή αμέλεια υπάρχει αν ο υπαίτιος δεν πρόβλεψε το αποτέλεσμα, καίτοι όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει, εφόσον είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, που κατ' αντικειμενική κρίση απαιτείται. Το Δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δυο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης. Αλλά και για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης εξ αμελείας (άρθρα 314 παρ. 1 εδ. Α' κι 28 Π.Κ.) απαιτείται να διαπιστωθεί αφ' ενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη, όμως όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης εξ αμελείας, ως εγκλήματος τελουμένου με παράλειψη, απαιτείται συνδρομή των όρων του άρθρου 15 Π.Κ., οι προϋποθέσεις εφαρμογής του οποίου είχαν προαναπτυχθεί. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 277 και 278 Π.Κ., για την κατά νόμο θεμελίωση του εγκλήματος της προκλήσεως ναυαγίου από αμέλεια, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη αυτού κατά τρόπο που να μη μπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή την προσάραξη πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, υποκειμενικώς δε αμέλεια υπό την προεκτεθείσα έννοια. Η βύθιση ή προσάραξη μπορεί να τελεσθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παράλειψη, όταν το υποκείμενο της πράξεως είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της σχετικής παραλείψεως ή ενεργείας και του επελθόντος βλαπτικού για το πλοίο αποτελέσματος.Τέλος κατά το αρθρ. 306 παρ. 1 Π.Κ όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο, που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης, το οποίο είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, συγκροτείται με δύο τρόπους : α) με την έκθεση άλλου, έτσι ώστε να καταστεί αυτός αβοήθητος (έκθεση σε στενή έννοια) και β) με την άφεση αβοήθητου του προσώπου που βρίσκεται υπό την προστασία του δράστη ή που έχει υποχρέωση ο δράστης να το μεταφέρει κ.λ.π. Η έννοια των φράσεων του νόμου "καθιστά αβοήθητο" .... του "Αφήνει αβοήθητο" σημαίνει και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ότι δημιουργείται κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου. Ειδικότερα, ο πρώτος τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της έκθεσης, σε στενή έννοια, υπάρχει, όταν με θετική ενέργεια (ή παράλειψη) του δράστη, το θύμα μεταφέρεται από μία σχετικά ασφαλή θέση σε μία ανασφαλή, χωρίς να απαιτείται τοπική μετακίνηση του θύματος και έτσι εκτίθεται σε κίνδυνο η ζωή ή η υγεία του. Η αβοήθητη θέση, στην οποία περιάγεται το θύμα, πρέπει να είναι τέτοια, που να μην μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του και να μην αναμένεται με ασφάλεια ή έστω με μεγάλη πιθανότητα βοήθεια απ' έξω για την αποτροπή του κινδύνου. Ο δεύτερος τρόπος πραγμάτωσης του εγκλήματος "η άφεση αβοήθητου" ως έγκλημα γνήσιο παράλειψης, διαρκές και ουσιαστικό (αφού το αποτέλεσμα είναι η διακινδύνευση του θύματος), συντελείται όταν ο δράστης αφήνει αβοήθητο πρόσωπο, δηλαδή δεν παύει ή δεν εξουδετερώνει τον κίνδυνο που απειλεί το πρόσωπο που έχει στην προστασία του ή που του έχει την υποχρέωση μεταφοράς κ.λ.π. Σε αντίθεση με την έκθεση σε στενή έννοια, εδώ το θύμα βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου, χωρίς και πάλι να είναι πιθανή από αλλού η βοήθεια του. Για την πραγμάτωση του δεύτερου αυτού τρόπου του εγκλήματος της έκθεσης δεν είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί με την έννοια του τοπικού χωρισμού, το θύμα αβοήθητο, αλλά αρκεί να αφεθεί τούτο αβοήθητο. Για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης απαιτείται να έχει ο δράστης δόλο, έστω και ενδεχόμενο, να γνωρίζει δηλαδή, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι ο παθών, στην πρώτη περίπτωση (έκθεση σε στενή έννοια) περιάγεται με την ενέργεια του σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του, στην δεύτερη δε περίπτωση, ότι ο παθών βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του και θέλει ή αποδέχεται, στην πρώτη περίπτωση να προβεί στην ενέργεια (ή την παράλειψη) από την οποία δημιουργείται η ως άνω κατάσταση κινδύνου, στη δεύτερη δε περίπτωση, να παραλείψει να προβεί στη λυτρωτική για τον παθόντα ενέργεια, οσάκις ο δράστης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 19 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικότερα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρ. 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, εδέχθη τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά: ""Περί την 23.02' ώρα της ......, στις προσβάσεις του Όρμου .... της Νήσου ....... του Κυκλάδων, βυθίστηκε, υπό τις ως κατωτέρω συνθήκες, το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ - Ο/Γ πλοίο "Ζ1" της εδρεύουσας στον Πειραιά ακτοπλοϊκής εταιρίας ...... (......) και δη κατά την εκτέλεση ενός εκτάκτως σχεδιασθέντος δρομολογίου από Πειραιά προς ... - ... - ... - ... - ... και ....., με 533 επιβαίνοντες σ' αυτό (εκ των οποίων 472 επιβάτες και 61 άτομα πλήρωμα) και ύστερα από πρόσκρουση στη βόρεια από τις εκεί βραχονησίδες ....., με επακόλουθο τον θάνατο 80 επιβατών και μελών του πληρώματος και την πρόκληση σωματικών κακώσεων σε 67 επιβαίνοντες. Η βύθιση του πλοίου έγινε σε απόσταση 0,5 ναυτικών μιλίων (ν.μ.) από τις ακτές της ....., σε βάθος 35 μέτρων, με διεύθυνση πρύμνης - πρώρας 100° περίπου και στίγμα του ναυαγίου φ. 37° 04'42"έως 48'' Β και λ. 25° 06'49'' έως 50' Α. Το εν λόγω πλοίο είχε κατασκευαστεί την 1.1.1966 στη Γαλλία στα Ναυπηγεία Chantiers de l' Atladique, είχε ως αρχικό όνομα CORSE, ανήκε στην εταιρεία Compagnie Generale Transatlantique και είχε δρομολογηθεί στις γραμμές Κορσικής - Βορ. Αφρικής και μέχρι το Μάρτιο του 1994 ήταν υπό την παρακολούθηση του Γαλλικού Νηογνώμονα Bureau Veritas, που του είχε χορηγήσει την ανώτατη κλάση για πλόες ανοικτής θαλάσσης. Το 1981 το πλοίο πωλήθηκε στην ελληνικών συμφερόντων εταιρία ........ και μετονομάσθηκε "Ζ2¨ ενώ το 1982 πωλήθηκε στην Ελληνική Εταιρία ....... CO LTD, ύψωσε την Ελληνική σημαία και δρομολογήθηκε σε γραμμές μεταξύ Ελλάδος - Ιταλίας, Κύπρου - Ισραήλ, καθώς και στη γραμμή Πειραιάς - Ρόδος. Στη συνέχεια το πλοίο αγοράστηκε από την εταιρία ........, των αδελφών Γ και δρομολογήθηκε στη γραμμή Πειραιά - Σάμου, ενώ το Μάρτιο του 1994 οι νέοι πλοιοκτήτες του το ενέταξαν στον Ελληνικό Νηογνώμονα, ο οποίος παρακολουθούσε την κλάση του μέχρι το ναυάγιό του. Τέλος το Δεκέμβριο του 1999 το πλοίο μεταβιβάστηκε στην νεοσυσταθείσα εταιρία "....΄ και από το Φεβρουάριο του 2000 η διαληφθείσα πλοιοκτήτρια εξετέλεσε ευρείας εκτάσεως επισκευές, που αφορούσαν κυρίως ξυλουργικές, σωληνουργικές και ελασματουργικές εργασίες. Επίσης τον Ιούνιο του 2000 εχώρησε και σε μετασκευές, που αφορούσαν στην επέκταση του πρυμναίου σαλονιού, κατασκευή θαλαμίσκων στην ανακατασκευή κοινόχρηστων χώρων, στην εγκατάσταση συστημάτων πυρασφάλειας, κλιματισμού, ηλεκτρικών καλωδιώσεων και στην αντικατάσταση δικτύων σωληνώσεων, οι οποίες ήσαν ευρείας εκτάσεως, ενώ για όλες τις ως άνω επισκευές και μετασκευές η διαληφθείσα πλοιοκτήτρια εδαπάνησε το σημαντικό ποσό των 1.450.000.000 δραχμών. Από τις εν λόγω μετασκευές και σε σχέση με τον ναυπηγικό τομέα τούτου, το σημαντικότερο μέρος τους ήταν η προέκταση του καταστρώματος SUN DECK προς την πρύμνη. Μετά τις μετασκευές όμως, το βάρος του κενού σκάφους (light ship weight) αυξήθηκε, σε σχέση με το αντίστοιχο βάρος προ των μετασκευών, σε 4.050,86 τόννους έναντι 3.925,29 τόννων, ήτοι αυξήθηκε κατά 125,57 τόννους, ενώ το αντίστοιχο καθ' ύψος κέντρο βάρους του κενού σκάφους μειώθηκε από 7.944 μ. σε 7.894 μ., ήτοι μειώθηκε κατά 0,05 μ. Αλλά και μετά την διαληφθείσα αυξομείωση, που δεν το επηρέασαν αρνητικά, το πλοίο, το οποίο ήδη είχε μετονομασθεί σε "Ζ1" Ζ1), ικανοποιούσε τα ισχύοντα κριτήρια ευστάθειας στην άθικτη κατάσταση του. Στη συνέχεια, την 11 Ιουλίου 2000, το πλοίο υποβλήθηκε σε Πείραμα Ευσταθείας παρουσία εκπροσώπου του ΚΕΕΠ και την 20 Ιουλίου 2000 είχε λάβει το με αριθμό ......... Πιστοποιητικό Ασφαλείας επιβατηγού πλοίου, που προαναφέρθηκε και έκτοτε εκτελούσε δρομολόγια για την πλοιοκτήτρια εταιρία..... (......) στη γραμμή Πειραιάς - .... - .... - .... - ... - ... - .... Τούτο διέθετε δύο προωστήριες μηχανές Diesel, ιπποδυνάμεως 2 Χ 7.440 ΚW/500 RPΜ - ΡΙΕΕLSTICK 16ΡC 2ν, είχε 115 μέτρα ολικό μήκος, 18,10 μέτρα ολικό πλάτος και 14,50 μέτρα κοίλο στο κατάστρωμα οχημάτων, βύθισμα 4,55 μ. και εκτόπισμα 5.140 τόννων. Είχε οκτώ (8) σωσίβιες λέμβους και δη τέσσερις σε κάθε πλευρά του, με αρίθμηση 1, 3, 5 και 7 της δεξιάς πλευράς και 2, 4, 6, 8 της αριστερής πλευράς, συνολικής χωρητικότητας 674 ατόμων (2 των 109 ατόμων και κάθε μία από τις υπόλοιπες των 76 ατόμων), καθώς επίσης είχε και 26 σωσίβιες πνευστές σχεδίες (βαρελάκια), από τις οποίες 12 καθαιρούμενου τύπου και 14 ρίψεως, χωρητικότητας 25 ατόμων η κάθε μία. Ακόμη διέθετε και 4 πλευστικές συσκευές των 20 ατόμων κάθε μία και συνολικά μπορούσαν να επιβιβασθούν στα προαναφερθέντα σωστικά μέσα 1.404 άτομα, ενώ είχε και 1.743 ατομικά σωσίβια και δη 1.628 προοριζόμενα για ενηλίκους και 115 παιδικά σωσίβια, έναντι των απαιτουμένων, με βάση της Οδηγία ΕΚ 98/18/ΕΚ.ΠΔ 103,1100 ενηλίκων και 110 παιδικών σωσιβίων. Πλην όμως, το Ε/Γ - Ο/Γ πλοίο "Ζ1¨που είχε κατασκευασθεί, κατά τα διαληφθέντα, την 1.1.1966, επρόκειτο να αποσυρθεί την 31.12.2000 από την Ελληνική Ακτοπλοΐα, ήτοι με τη συμπλήρωση 35 ετών, σύμφωνα με το Ν.Δ 524/70 (ΦΕΚ 100 Α της 12.5.1970), "περί αναγνωρίσεως επιβατηγών πλοίων και καθορισμού ηλικίας εξόδου αυτών, όριο ηλικίας Ε/Τ - Ο/Γ πλοίων" και εντεύθεν το πλοίο τούτο αντιμετώπιζε και σημαντικά προβλήματα, συναφή με την ιδιότητά του ως "υψηλής" ηλικίας σκάφος, ενώ έπρεπε, κατ' εφαρμογή του ισχύοντος Κανονισμού της ΕUROSALAS ([26] to [28]), να συμμορφωθεί με τα πλέον αυστηρά κριτήρια ευστάθειας και πλευστότητας του Κανονισμού Β, 8-1 της SOLAS 90, ως πλοίο "ενός διαμερίσματος" μέχρι την πρώτη περιοδική επιθεώρηση μετά την 1.10.2005 και ακολούθως με τον Κανονισμό Β, 8-2, ως πλοίο "δύο διαμερισμάτων" μέχρι την. πρώτη περιοδική επιθεώρηση μετά την 1.10.2006, υπό την προϋπόθεση ότι δεν άλλαξε ο αριθμός των επιβατών. Για την διασφάλιση όμως της ανθρώπινης ζωής των επιβαινόντων στο εν λόγω πλοίο, ο χώρος αυτού μεταξύ της οροφής των διπύθμενων και του καταστρώματος των οχημάτων, χωρίζεται από ένα ενδιάμεσο κατάστρωμα, εξαιρέσει του χώρου του μηχανοστασίου, που υποδιαιρείται από 12 εγκάρσια μεταλλικά χωρίσματα (φράκτες) σε 13 τμήματα και ειδικότερα στον κάτω χώρο υπάρχουν, στο κέντρο 4 υδατοστεγείς θύρες και δη οι Νο 1, 2, 3 και 4 από την πρύμνη προς την πλώρη και στον επάνω χώρο οι υπόλοιπες. Στο χώρο του μηχανοστασίου υπάρχουν οι Νο 3 και 4. Κάθε μία από τις θύρες αυτές έχει τη δυνατότητα χειρισμού : 1) επιτοπίως υδραυλικά αυτόνομα, μέσω μοχλού και χειραντλίας και από τις δύο όψεις (σε περίπτωση απώλειας της ηλεκτρικής ενέργειας του πλοίου ή βλάβης του υδραυλικού συστήματος τηλεχειρισμού), 2) επιτοπίως μέσω ηλεκτρικού διακόπτη, εφόσον υπήρχε ρεύμα στον πίνακα οργάνων ναυσιπλοΐας, 3) υδραυλικά (μόνον κλείσιμο) καθ' ομάδες και 4) ηλεκτρικά και οι 11 θύρες μέσω του κεντρικού Ι πίνακος που βρίσκεται στη γέφυρα του πλοίου, εφόσον υπάρχει ρεύμα στον πίνακα οργάνων ναυσιπλοΐας. Επίσης υπήρχαν δύο κεντρικές μονάδες (δεξιά πρωραίως για τις 2, 4, 5, 6, 8, 9, 11 θύρες και αριστερά πρυμναίως για τις 3, 7 και 10) με δυνατότητα κλεισίματος 2 στεγανών θυρών τουλάχιστον κάθε δύο διαμερίσματα. Όλες οι στεγανές αυτές θύρες θα έπρεπε σύμφωνα με το διαληφθέν ....... πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου, να κλείνονται προ του απόπλου και να παραμένουν κλειστές καθόλη τη διάρκεια του πλου. Ο χρόνος ανοίγματος στο λιμάνι και κλεισίματος προ απόπλου θα καταχωρείται στο ημερολόγιο του πλοίου. Η απαίτηση όμως αυτή δεν τηρήθηκε από την έναρξη των πλόων του "Ζ1" μέχρι την 26.9.2000 και στο ημερολόγιο του πλοίου δεν υπάρχει σχετική καταχώρηση και η μόνη εγγραφή που διαπιστώθηκε στο πρόχειρο ημερολόγιο Γέφυρας είναι αυτή της 21.7 2000 και κατά την 22.00 ώρα. Η παράνομη αυτή, κατάσταση ήταν σε γνώση των εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας εταιρίας και παρά ταύτα δεν μερίμνησαν να επιβάλλουν την συμμόρφωση προς το ανωτέρω υπ' αριθμόν ...... Πιστοποιητικό Ασφαλείας του πλοίου. Πέραν τούτων ο Πλοίαρχος Χ1 κατέθεσε ενώπιον του ΑΣΝΑ την 22.2.2001, ότι από την ημέρα που ξεκίνησαν τα ταξίδια είχε ζητήσει από την εταιρία σχετική ταινία (κασέτα) και ότι του είχαν απαντήσει ότι προετοιμάζεται και θα του σταλεί και ότι μέχρι την ημέρα του ναυαγίου, αν και είχε ξαναρωτήσει δεν του την είχαν στείλει. Μάλιστα από την εταιρία του απάντησαν ότι, προς το παρόν οι υπάρχουσες ενδείξεις - πίνακες μέσα στα σαλόνια, καλύπτουν αυτή την περίπτωση. Άλλωστε, η προπαρατεθείσα ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΟΔΗΓΙΑ Νο 18 της Διεύθυνσης Ασφαλείας Ναυσιπλοΐας του ΥΕΝ, επιβάλλει την πληροφόρηση των επιβατών περί των σωστικών και πυροσβεστικών μέσων, αλλά και των σταθμών συγκεντρώσεως επιβατών, με την προβολή κασέτας στην Τ.V και την μετάδοση μηνύματος από μεγαφωνική εγκατάσταση του πλοίου. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι, το ως άνω υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ -Ο/Γ πλοίο "Ζ1", την ......... και περί την 17.15 ώρα και αφού παρέλαβε τους επιβάτες και τα οχήματα του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ3", της ίδιας πλοιοκτήτριας εταιρίας, λόγω ακύρωσης του δρομολογίου του, απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά και 10 περίπου λεπτά μετά τον απόπλου το πλοίο ανέπτυξε την συνήθη ταχύτητα υπηρεσίας του, 18.5 κόμβων, η οποία σύμφωνα με το σχέδιο ταξιδιού (νογαge plan) προέβλεπε άφιξη στο λιμένα της ..... (προσβάσεις όρμου ......) περί την 22.18 ώρα, καλύπτοντας απόσταση 90.5 ναυτικών μιλίων (ν.μ.). Σύμφωνα με την προκαθορισμένη διαίρεση φυλακών γέφυρας, την διακυβέρνηση του πλοίου, ως Αξιωματικός Γέφυρας, είχε ο Υποπλοίαρχος Δ1. Μετά την παράλλαξη της νησίδας ....., ο Υποπλοίαρχος Δ1, άνοιξε το δεξιό μόνο αντιδιατοιχιστικό πτερύγιο (Stabilizer fin). Οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσμενείς με ένταση ανέμου από ΒΑ κατεύθυνση εντάσεως 6-7 μποφόρ. Από την παραπάνω χρονική στιγμή και καθ' όλη την διάρκεια του ταξιδιού του πλοίου, τα χειριστήρια των κυρίων μηχανών βρίσκονταν στον έλεγχο του μηχανοστασίου και σε θέση πρόσω ολοταχώς (FULL AHEAD), τα δε πηδάλια του πλοίου ήταν μέχρι και λίγο πριν το συμβάν της πρόσκρουσης του πλοίου στη βραχονησίδα ........ στον αυτόματο πιλότο. Περί την 20.00 ώρα, σύμφωνα με την αυτή προκαθορισμένη διαίρεση φυλακών γέφυρας, παρέλαβε τη διακυβέρνηση του πλοίου (φυλακή γέφυρας 20:00 έως 24:00 ώρα), ως Αξιωματικός Γέφυρας: ο Υποπλοίαρχος Χ4, με Οπτήρα / Πηδαλιούχο : τους Ναύτες Δ2 και Δ3, (εναλλάξ). Ο Ναύτης Δ2 παρέμεινε στη Γέφυρα εκτελώντας χρέη Οπτήρος/Πηδαλιούχου, ο δε Ναύτης Δ3 εκτελούσε (εκτός γέφυρας) περιπολία στους χώρους του πλοίου. Ο Υποπλοίαρχος Χ4 παρέλαβε καθήκοντα Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας από τον Υποπλοίαρχο Δ1. Το πλοίο εκείνη τη στιγμή (της παράδοσης - παραλαβής καθηκόντων), έπλεε λίγο πριν την παράλλαξη του Ακρωτηρίου .... της ..... (10 λεπτά περίπου). Η πορεία του πλοίου, παραδόθηκε στις 90 μοίρες από τον Υποπλοίαρχο Δ1, στον Υποπλοίαρχος Χ4 και αυτός την έθεσε στις 80 μοίρες, αντί των 127 της χαραγμένης πορείας, για να αποφευχθούν, κατά τους ισχυρισμούς του, οι κλυδωνισμοί του πλοίου από τους ανέμους. Την ίδια χρονική περίοδο στη γέφυρα ευρίσκοντο, επίσης, ο Δόκιμος Πλοίαρχος Δ4 , με δική του πρωτοβουλία, διότι το ωράριό του είχε λήξει, καθώς και ο Ασυρματιστής η Χ2. Το πηδάλιο ευρίσκετο στον "αυτόματο πιλότο" όσο για τα αντιδιατοιχικά πτερύγια (Stabilizer fins) ανεπτυγμένο παρέμεινε το δεξιό, που είχε ενεργοποιήσει ο Υποπλοίαρχος Δ1. Περί την 21:00 ώρα, ο Ναύτης Δ2, αντικαταστάθηκε στα καθήκοντα Οπτήρος / Πηδαλιούχου από τον Ναύτη Δ3, αναλαμβάνοντας καθήκοντα περιπολίας χώρων πλοίου. Την στιγμή της παραδόσεως των καθηκόντων του ο Ναύτης Δ2 ενημέρωσε, το Ναύτη Δ3, ότι η πορεία του πλοίου είναι 130 μοίρες. Περί την 21.20 ώρα, ο Αξιωματικός Φυλακής Χ4 έδωσε εντολή στον εκτελούντα χρέη Οπτήρος/ Πηδαλιούχου Ναύτη Δ3, να βρει τον Δόκιμο Πλοίαρχο Δ4, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την Γέφυρα, και να του δώσει "το κλειδί της καμπίνας του, που είχε γίνει λάθος με το δικό του" και να του πει να έλθει επάνω στη Γέφυρα. Ο Ναύτης Δ3, μετέβη στην καμπίνα του Δοκίμου Πλοιάρχου Δ4, που ευρίσκετο πρυμναίως, κάτωθεν του καταστρώματος οχημάτων (Garage) και επέστρεψε στη Γέφυρα. Ο χρόνος απομακρύνσεως του Ναύτη Δ3 από τη Γέφυρα του πλοίου εκτιμάται από τον ίδιο ότι ήταν 20 λεπτά της ώρας και ο χρόνος αφίξεως του Δοκίμου Πλοιάρχου Δ4 σε 6-7 λεπτά μετά τη δική του άφιξη. Περί την 21:50 ώρα, στη Γέφυρα διακυβερνήσεως βρισκόταν ο Ναύτης Δ3 και είχε έλθει επίσης και ο Δόκιμος Πλοίαρχος Δ4. Ο Ασυρματιστής Χ2, είχε μεταβεί στην καμπίνα του για να πάρει ένα χάπι και να φορέσει ένα μπουφάν, γιατί έκανε κρύο. Ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας Χ4 ζήτησε από τον Δόκιμο Πλοίαρχο Δ4να ειδοποιήσει τηλεφωνικώς τον Πλοίαρχο και τον Ύπαρχο ότι το πλοίο θα φθάσει στην....... σε ένα τέταρτο της ώρας. Ο Δόκιμος εκτέλεσε την εντολή τηλεφωνώντας στον Πλοίαρχο και στον Ύπαρχο. Περί την 22:00 ώρα, στη Γέφυρα διακυβερνήσεως εισήλθε ο Ναύτης Δ2 και αντικατέστησε τον Ναύτη Δ3 στα καθήκοντα Οπτήρος / Πηδαλιούχου. Η πορεία του πλοίου, που αντιλήφθηκε ο Ναύτης Δ2, βλέποντας την πυξίδα, ήταν 170 μοίρες. Περί την 22:05 ώρα, ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας Χ4 έδωσε εντολή στον Ναύτη Δ2, να αναλάβει χρέη πηδαλιούχου, θέτοντας το πηδάλιο στο χειροκίνητο. Ο Δόκιμος Πλοίαρχος Δ4 έχοντας εκτελέσει την εντολή του Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας για τηλεφωνική ειδοποίηση του Πλοιάρχου και Υπάρχου, περί αφίξεως του πλοίου στη ......, πλησίασε στα πρωραία παράθυρα της Γέφυρας όπου βρισκόταν ο Αξιωματικός Φυλακής. Ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας, Χ4, ρώτησε τον Δόκιμο Πλοίαρχο εάν βλέπει τις Πόρτες. Όταν ο Δόκιμος Πλοίαρχος Δ4, μπόρεσε και διέκρινε, με τη βοήθεια του Αξιωματικού Φυλακής Γέφυρας, το φανό των βραχονησίδων ..... και μέτρησε "δύο" αναλαμπές, του ζητήθηκε από τον Αξιωματικό Φυλακής Γέφυρας, επιβεβαίωση από το ναυτικό χάρτη, όπου όντως εφαίνοντο δύο αναλαμπές του φανού, πράγμα στο οποίο συμφώνησε και ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας λέγοντας "σωστά". Στη συνέχεια, ο Δόκιμος Πλοίαρχος Δ4, πήγε στο Ραντάρ (Δεξιά πλευρά της Γέφυρας, πλησίον της εξωτερικής θύρας), όπου, όταν τον αντελήφθη ο Αξιωματικός Γέφυρας τον ρώτησε εάν βλέπει τις ".......". Ο Δόκιμος απάντησε "ναι τις βλέπω, βλέπω στόχο δεξιά", παραμένοντας στην ίδια θέση έμπροσθεν του ραντάρ, παρακολουθώντας ταυτόχρονα και ορίζοντα. Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο η πορεία του πλοίου είναι, κατά τον εκτελούντα καθήκοντα οπτήρα / πηδαλιούχου Ναύτη Δ2 γύρω στις 135 μοίρες και κάποια στιγμή μέσα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας του έδωσε εντολή, να στρέψει αρχικά στις 133 μοίρες και στη συνέχεια 131 μοίρες και σιγά - σιγά μέχρι τις 121 μοίρες, κίνηση που πραγματοποιήθηκε σταδιακά εντός πέντε λεπτών της ώρας περίπου. Ενώ το πλοίο εκινείτο στην πορεία των 121 μοιρών, μετά από δύο έως τρία λεπτά, ο Δόκιμος Πλοίαρχος Δ4 ειδοποίησε τον Αξιωματικό Φυλακής Γέφυρας ότι βλέπει στο ραντάρ στόχο μπροστά. Η παρατήρηση αυτή, αμφισβητήθηκε από τον Αξιωματικό Φυλακής, που του είπε ότι δεν είναι στόχος, αλλά οι βραχονησίδες "......", σε επιμονή δε του Δοκίμου "μα είναι πολύ κοντά" εδόθη, από τον Αξιωματικό Φυλακής Γέφυρας, απαξιωτική απάντηση προς αυτόν. Με την πάροδο ενός έως δύο λεπτών, ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας Χ4, έδωσε εντολή στον Πηδαλιούχο Ναύτη Δ2 να στρέψει το πηδάλιο κατά τρεις μοίρες αριστερά, σε απάντηση του Πηδαλιούχου ότι "δεν ακούει το βαπόρι", ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας του είπε πέντε μοίρες αριστερά, κοιτώντας συγχρόνως τον γωνιοδείκτη του πηδαλίου έδωσε εντολή για δέκα μοίρες αριστερά. Την στιγμή εκείνη, ο Ναύτης Δ2, αναφέρει ότι το πλοίο έστρεψε ελάχιστα προς τα αριστερά, η δε πορεία ήταν 117 μοίρες, αντί της χαραχθείσας 127 μοίρες, η δε απόσταση της πλώρης από τις βραχονησίδες "........" ήταν όχι πάνω από 50 μέτρα. Περί την 22:12 ώρα, ο Αξιωματικός Φυλακής Γέφυρας, σπρώχνοντας τον Πηδαλιούχο από τη θέση πηδαλιουχίας πήρε το πηδάλιο στα χέρια του, το έστρεψε όλο αριστερά φωνάζοντας "κρατηθείτε". Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά την παραπάνω ενέργεια σύρθηκε το πλοίο στη βόρεια από τις βραχονησίδες "........", η οποία έγινε αντιληπτή στη Γέφυρα και στους άλλους χώρους του πλοίου. Δευτερόλεπτα μετά την πρόσκρουση εισήλθε στη Γέφυρα από την πρυμναία θύρα εισόδου ο Πλοίαρχος Χ1, ο οποίος έχοντας ειδοποιηθεί για την επικείμενη άφιξη του πλοίου στην Πάρο, μετέβαινε στο χώρο της Γέφυρας. Με έντονη ανησυχία ζήτησε από τον Χ4, που χειριζόταν το πηδάλιο, να τον πληροφορήσει τι είχε συμβεί και αυτός του απάντησε ότι "βρήκαμε στις ......" και αμέσως κατευθύνθηκε προς την δεξιά κονσόλα της γέφυρας, όπου υπήρχε ο πίνακας τηλεχειρισμού των στεγανών θυρών. Σε δύο περίπου λεπτά κατέφθασε στη Γέφυρα ο Υποπλοίαρχος Δ1 και αμέσως μετά πήγε στη Γέφυρα και ο άλλος Υποπλοίαρχος Δ5, ο οποίος είδε τον πλοίαρχε Χ1 να δίνει εντολή στον Ασυρματιστή Χ2 να στείλει Σήμα Κινδύνου (ΜΑΥ DAY) και τον ίδιο τον Πλοίαρχο να καλεί με το VHF το Λιμεναρχείο Πάρου και να αναφέρει ότι το πλοίο χτύπησε στις "......". Την ίδια στιγμή οι Υποπλοίαρχοι Δ1 και Χ4 έβγαλαν έξω από ερμάριο κουτιά με βεγγαλικά και φωτοβολίδες, που εφυλλάσσοντο, και τα τοποθέτησαν πάνω στους χάρτες της Τράπεζας Χαρτών και από εκεί πήρε ο Υποπλοίαρχος Δ5 φωτοβολίδες και από το φτερό της Γέφυρας τις έριχνε. Αφού αντιλήφθηκε ο Ύπαρχος Χ5 την πρόσκρουση του πλοίου, ενώ κατευθυνόταν προς την πρύμνη προκειμένου να προετοιμάσει την πρόσδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου, επέστρεψε αμέσως στη Γέφυρα, όπου και πληροφορήθηκε από τον Χ4, ότι είχαν βρει στις ".....". Ο μόνος όμως που δεν είχε επικοινωνήσει με τη Γέφυρα ήταν ο Α' Μηχανικός Χ3 και, η ανεξήγητη εν λόγω καθυστέρησή του, ήταν καίρια για τον Πλοίαρχο που είχε ανάγκη και των πληροφοριών του για την κατάσταση του Μηχανοστασίου, για να σταθμίσει την κατάσταση κινδύνου του τραυματισμένου πλοίου. Παρά ταύτα, όταν είδε τον Ύπαρχο Χ5, του έδωσε εντολή, για να προετοιμάσει τις λέμβους, πράγμα που έπραξε, δίνοντας εντολή στο λοστρόμο να κατεβάσουν στο κατάστρωμα επιβίβασης τη Νο. 1 βάρκα και βγαίνοντας στη δεξιά βαρδιόλα είπε στον Ύπαρχο ότι πηγαίνουν για εγκατάλειψη και να σώσουν τον κόσμο. Τότε και αφού είχαν περάσει πάνω από 12 λεπτά από την πρόσκρουση, μπήκε στη Γέφυρα ο Α' Μηχανικός Χ3 και είπε στον Πλοίαρχο "Χ1 είναι πολλά τα νερά και δεν πιάνονται". Τα λόγια του Α' Μηχανικού ήταν καταλυτικά για τον πλοίαρχο, αλλά παρά τη σαφή υποχρέωσή του, δεν ήχησε το Σήμα Συναγερμού γενικής κατάστασης ανάγκης, αποτελούμενο από επτά βραχείς συριγμούς που ακολουθούνται από ένα μακρύ συριγμό, που, κατά τα διαληφθέντα, για το πλήρωμα θα εσήμαινε γρήγορη επάνδρωση των θέσεων προετοιμασίας χρησιμοποιήσεως των σωσιβίων μέσων του πλοίου, όπως ακριβώς προβλέπεται από τον πίνακα διαιρέσεων συναγερμού και για τους επιβάτες γρήγορη προώθηση τους στα εξωτερικά καταστρώματα, για να γίνει η έναρξη επιβιβάσεώς τους στα σωστικά μέσα. Τούτο είχε ως επακόλουθο να διαλυθεί η οργάνωση διάσωσης του πλοίου και, οι καταβληθείσες μεμονωμένες προσπάθειες ασυντόνιστης διάσωσης, να αποδεικνύουν και την έλλειψη γυμνασίων. Επίσης ο Α' Μηχανικός Χ3 εγκατέλειψε τη Γέφυρα και κατευθύνθηκε στη Νο. 2 σωσίβια λέμβο, μαζί με ολόκληρο σχεδόν το πλήρωμα του Μηχανοστασίου και προώρως εγκατέλειψε το πλοίο. Πλην όμως, από τη διαληφθείσα πρόσκρουση του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1" με τη δεξιά πλευρά του και το εν συνεχεία σύρσιμο στη βόρεια από τις δύο βραχονησίδες "......" προκλήθηκε μια σειρά ρηγμάτων και δη: α) το ρήγμα Α στη δεξιά πλευρά του πλοίου χαμηλά στην περιοχή του κυρτού (bilge) του κυρίου μηχανοστασίου, πρύμνηθεν της στεγανής φράκτης υποδιαίρεσης του κυρίου από το πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσιο. Το ρήγμα αυτό (ακολούθως ονομαζόμενο Ρήγμα Α-1), που εκτείνεται μεταξύ των νομέων 82 και 87, έχει προκληθεί από την βίαια εισχώρηση τμήματα του δεξιού αντιδιατοιχιστικού πτερυγίου (stabiliazer) στην περιοχή του κυρτού του κυρίου Μηχανοστασίου και πάνω από την οροφή των διπυθμένων. Οι διαστάσεις του ρήγματος αυτού, είναι : Μήκος 295 εκ., Πλάτος 105 εκ., καθ' ύψος θέση 165 εκ. (μετρούμενο από την τρόπιδα). Ένα τμήμα του όμως, από την έκταση του σημερινού ρήγματος, είναι προφανές ότι, οφείλεται στην δεδομένη επικάθιση του πλοίου με τη δεξιά πλευρά στον πυθμένα. Το γεγονός αυτό εκτιμάται ότι προκάλεσε την εξάσκηση δύναμης στο προεξέχον από το κυρτό της γάστρας πτερύγιο, με αποτέλεσμα την αύξηση της διείσδυσής του στο χώρο του μηχανοστασίου και συνεπώς και της έκτασης της βλάβης. Τούτο είναι το σημαντικότερο από τα ρήγματα και το καθοριστικότερο για τη βύθιση του πλοίου. Η κατάκλυση του χώρου αυτού και μόνο όμως, δεν θα οδηγούσε σε βύθιση του πλοίου, ως "πλοίο ενός διαμερίσματος", β) Ρήγμα Β. Στη δεξιά (ΔΕ) πλευρά του πλοίου εντοπίστηκαν επίσης τρία (3) ρήγματα μικρότερων διαστάσεων μεταξύ των νομέων 115 και 120 και ειδικότερα Ρήγμα : Β-1 3 Χ 2 εκ., Ρήγμα Β- ΙΙ 61 Χ 6 εκ. στο τμήμα του πλευρικού ελάσματος που είναι λευκό, με διεύθυνση παράλληλη προς τον διαμήκη άξονα του πλοίου, Ρήγμα Β - III 25 Χ 1 εκ. στη δεξιά πλευρά του πλοίου επί του νομέα 118 και σε ύψος που προσδιορίζεται κάτω από την μπλε μπογιά (στα βρεχόμενα ακριβώς κάτω από την εξαγωγή). Τα ρήγματα αυτά ευρίσκονται περί και άνωθεν της ισάλου πλεύσης του πλοίου, στους χώρους των πρωραίων ενδιαιτήσεων του πληρώματος, κάτωθεν του καταστρώματος οχημάτων. Η ομάδα Ρηγμάτων Β, στην περιοχή της ισάλου στους νομείς 118/120, έχει μικρές διαστάσεις και θεωρείται ότι η έκταση της κατάκλυσης, που οφείλεται στα ρήγματα αυτά, δεν είναι τόσο σημαντική, τουλάχιστον στην αρχική φάση μετά την πρόσκρουση, παρότι αθροιστικά και αυτή έπαιξε το ρόλο της, μετά την προοδευτική αύξηση του βυθίσματος και την διαγωγή του πλοίου, λόγω κατάκλυσης των υποκείμενων χώρων και της κλίσης αυτού. Το Ρήγμα Β (πρωραίες ενδιαιτήσεις πληρώματος) εκτιμάται ότι δεν θα μπορούσε, έστω και επικουρικά προς το Ρήγμα Α, να οδηγήσει στη βύθιση του πλοίου, εφόσον αυτό είχε τις υδατοστεγείς θύρες του κλειστές, σύμφωνα με τις οδηγίες του πιστοποιητικού ασφαλείας του πλοίου, η εφόσον έστω ορισμένες βασικές εξ αυτών, έκλειναν εκ των υστέρων με κατάλληλους χειρισμούς του αρμοδίου πληρώματος, γεγονός που δεν συνέβη, γ) Ρήγμα Γ Στη δεξιά (ΔΕ) πλευρά του πλοίου εντοπίστηκε ρήγμα μεταξύ των νομέων 108 και 113 στο ύψος του platform deck (DECK-4), συνεπώς περίπου 5.0 μ. άνωθεν της ισάλου πλεύσης του πλοίου. Η έναρξη του ρήγματος αυτού προσδιορίζεται στην περιοχή του κεντρικού σταθμού εξ αποστάσεως ελέγχου των υδατοστεγών θυρών WTD 2, 4, 5, 6, 8, 9, 11 (περίπου νομέας 113). Το ρήγμα Γ στην περιοχή του ΔΕ platform deck, αν και βρίσκεται ψηλά πάνω από την υποτιθέμενη ίσαλο πλεύσης του πλοίου, εκτιμάται ότι επηρέασε σημαντικά τη βύθισή του. Η σημασία του εμφανίζεται διττή, διότι επηρέασε τόσο την ίδια την κατάκλυση του πλοίου, στην τελική της φάση, όσο και την ενδεχόμενη αντιμετώπισή της, διότι, εξαιτίας της θέσης του Ρήγματος Γ, καταστράφηκαν τα συστήματα εξ αποστάσεως ενεργοποίησης των υδατοστεγών θυρών WTD 2, 4, 5, 6, 8, 9, 11, καθιστώντας αδύνατο το περιορισμό της κατάκλυσης, μέσω της στεγανοποίησης ορισμένων άθικτων διαμερισμάτων. Εκ των θυρών αυτών, ιδιαίτερη σημασία έχει η θύρα WTD 4, που απομονώνει το κύριο από το βοηθητικό πρωραίο μηχανοστάσιο και ευρίσκεται πρύμνηθεν του κεντρικού σταθμού WTD 2, 4, 5, 6, 8, 9, 11. Πάντως επισημαίνεται, ότι η κεντρική μονάδα ελέγχου των στεγανών θυρών WTD 1, 3, 7 & 10, όπως και οι αντίστοιχες χειραντλίες χειρισμού ανάγκης των θυρών αυτών, ιδιαίτερα των στην προκείμενη περίπτωση σημαντικών θυρών WTD 3 & 7, που απομονώνουν το κύριο και πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσιο από τους υπόλοιπους στεγανούς χώρους, ευρίσκονται στην άθικτη, αριστερή πλευρά του πλοίου, στο ύψος του καταστρώματος οχημάτων και του αριστερού platform deck αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά το Ρήγμα Γ στην περιοχή του ΔΕ platform deck, επηρέασε καταλυτικά τον χρόνο βύθισης του πλοίου. Η επίδρασή του στην διαδικασία βύθισης άρχισε περί τα 15' λεπτά μετά την πρόσκρουση με την βύθιση του συγκεκριμένου ρήγματος κάτω από το νερό, λόγω της προοδευτικής αύξησης του βυθίσματος και της κλίσης του πλοίου από την κατάκλυση των υποκείμενων χώρων. Η έκταση και η θέση του Ρήγματος Γ οδήγησαν στην ταχύτερη εισροή υδάτων στο χώρο του καταστρώματος οχημάτων και στην πλήρωση των εναπομενόντων χώρων που προσέφεραν εφεδρική άντωση στο πλοίο. Το γεγονός αυτό εκτιμάται ότι επιτάχυνε σημαντικά τα τελευταία στάδια της διαδικασίας βύθισης και μείωσε και τους διαθέσιμους χρόνους για την εγκατάλειψη του πλοίου. Στο νομέα 14, στο μέσο του άξονα της δεξιάς προπέλας εντοπίστηκε το Ρήγμα Δ-Ι με διαστάσεις : Μήκος 18,5 εκ., Πλάτος 1-1,5 εκ. Στο νομέα 18 και κάτω από την εξαγωγή εντοπίστηκε το Ρήγμα Δ- ΙΙ με διαστάσεις : Μήκος 8 εκ., Πλάτος 1-1,4 εκ. Φέρονται ότι τα ρήγματα αυτά πιθανόν να δημιουργήθηκαν από την επικάθιση του πλοίου στο βυθό με την πρύμνη, σε κάθε δε περίπτωση δεν επηρέασαν σημαντικά τη διαδικασία κατακλύσεως και βυθίσεως του πλοίου. Η αναφερθείσα όμως πρόσκρουση του πλοίου είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία κατάκλυση του χώρου του μηχανοστασίου του και κατόπιν και των παρακείμενων βοηθητικών μηχανοστασίων. Αυτό προκάλεσε, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, την διακοπή της λειτουργίας των κυρίων και βοηθητικών μηχανημάτων που βρίσκονται στους χώρους αυτούς. Το νερό ξεπερνώντας το ύψος των κατωφλίων των στεγανών θυρών του κυρίου μηχανοστασίου (περίπου 40 εκατοστά από την οροφή των διπυθμένων), άρχισε σταδιακά να κατακλύζει και τους χώρους των γειτονικών διαμερισμάτων, αρχίζοντας από το πρωραίο και παράλληλα το πρυμναίο βοηθητικό μηχανοστάσιο. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε η έναρξη της κατάκλυσης των χώρων πρύμνηθεν του πρυμναίου βοηθητικού μηχανοστασίου. Ακολούθως και με σαφώς μειωμένη ταχύτητα εισροής υδάτων, κατακλύσθηκαν οι υπερκείμενοι των πρυμναίων και πρωραίων μηχανοστασίων χώροι, δηλαδή οι πρυμναίες ενδιαιτήσεις επιβατών και αντίστοιχα οι πρωραίες ενδιαιτήσεις πληρώματος, κάτωθεν του καταστρώματος οχημάτων, και κατόπιν των κενών χώρων (νοid spaces) των πρωραίων ψυγείων κάτωθεν των πρωραίων ενδιαιτήσεων πληρώματος, μέσω των ευρισκομένων σε αυτές φρεατίων αποστράγγισης (down flodding points). Η σταδιακή δε κατάκλυση του συνόλου των κατώτερων στεγανών διαμερισμάτων, που οριοθετούνται οριζοντίως από κατάστρωμα των διπυθμένων (DECK-1) και το ενδιάμεσο κατάστρωμα (DECK-2), δημιούργησε αμέσως, μετά την πρόσκρουση, μεγάλες ελεύθερες επιφάνειες με αποτέλεσμα την μείωση της αρχικής ευστάθειας του πλοίου (μετακεντρικού ύψους GM) και κατ' επέκταση την εμφάνιση των αρχικών εγκάρσιων κλίσεων της τάξης των 5° μοιρών εντός 3 περίπου λεπτών μετά την πρόσκρουση και σημαντική αύξηση της έμπρυμνης διαγωγής του πλοίου, αλλά και του μέσου βυθίσματος. Σε συνέχεια, τα κατώτερα διαμερίσματα πληρώθηκαν με νερό και η επίδραση των ελευθέρων επιφανειών τους μειώθηκε και τελικά αναιρέθηκε πλήρως, με αποτέλεσμα την επαναφορά του πλοίου στην κατακόρυφη θέση (upright position) εντός 5 περίπου λεπτών μετά την πρόσκρουση. Προοδευτικά το νερό ξεκίνησε την προς τα άνω κατάκλυση (upflooding) των διαφόρων διαμερισμάτων που βρίσκονταν υπεράνω των κατακλυσμένων, τόσο πρώραθεν όσο και πρύμνηθεν του κυρίως μηχανοστασίου, διαμέσου των ανοικτών στεγανών θυρών (όπως της θύρας WTD 7), η ροή τούτου, προς πρωραίες ενδιαιτήσεις του πληρώματος, των κλιμάκων και των φρεατίων και κατακλύστηκαν και οι οδοί διαφυγής. Αυτό οδήγησε στην εκ νέου δημιουργία ελευθέρων επιφανειών, στην μείωση του μετακεντρικού ύψους GΜ του πλοίου και στην πρόκληση εγκάρσιας κλίσης. Η προοδευτική αύξηση του βυθίσματος και της κλίσης του σκάφους έφερε και το Ρήγμα Β πλήρως κάτω από την επιφάνεια του νερού, επιταχύνοντας έτσι την διαδικασία κατάκλυσης των πρωραίων διαμερισμάτων. Τα ύδατα τόσο από το Ρήγμα Β όσο και από την υπερχείλιση του πρωραίου βοηθητικού μηχανοστασίου, εισήλθαν στους χώρους πρωραίων ενδιαιτήσεων μεταξύ των νομέων 114 και 126 και κατόπιν μέσω των σημείων κατάκλυσης (downflooding points) πλήρωσαν τους υποκείμενους κενούς χώρους των, ψυγείων μεταξύ των ίδιων νομέων. Eντός 10 περίπου λεπτών μετά την πρόσκρουση εκτιμάται ότι το πλοίο έλαβε κλίση περίπου 9-10° μοίρες. Εξαιτίας των εκ νέου δημιουργηθεισών ελευθέρων επιφανειών και της αντίστοιχης μείωσης του μετακεντρικού ύψους GΜ, το πλοίο "Ζ1" έλαβε εκ νέου εγκάρσια κλίση. Η έμπρυμνη διαγωγή του μειώθηκε και σταδιακά το πλοίο απέκτησε πρωραία διαγωγή. Η συνεχής εισροή υδάτων αύξανε μονοτονικά το βύθισμα. Η ήδη αποκτηθείσα πρωραία διαγωγή και η δεξιά εγκάρσια κλίση του, που στα 15' λεπτά μετά την πρόσκρουση είχε φθάσει περί τις 15° μοίρες, οδήγησαν στην ταχύτερη βύθιση του Ρήγματος Γ κάτω από το νερό και την κατάκλυση του χώρου των οχημάτων. Η κατάκλυση αυτή κάλυψε αρχικώς τα δεξιά πλάγια διαμερίσματα (side casings) του καταστρώματος οχημάτων, στην περιοχή του ρήγματος Γ, και ακολούθως επεκτάθηκε σταδιακώς μέσω των καιροστεγών θυρών στο πλήρες κατάστρωμα οχημάτων. Αυτό οδήγησε παράλληλα και στην ταχύτερη πλήρωση των διαμερισμάτων του καταστρώματος 2 (DECK-2), που ως τώρα γέμιζαν μόνο από την υπερχείλιση των κατώτερων διαμερισμάτων και εν μέρει από το Ρήγμα Β. Με την έναρξη της κατάκλυσης του καταστρώματος οχημάτων αυξήθηκαν δραματικά οι ελεύθερες επιφάνειες, καθώς και η επίδράση της κίνησης του νερού στο κατάστρωμα οχημάτων, στις κινήσεις του τραυματισμένου πλοίου. Το νερό στα τελικά στάδια προ της βύθισης, εισέρεε στο χώρο του καταστρώματος οχημάτων, προερχόμενο κυρίως από τα Ρήγματα Γ και τα μη στεγανά ανοίγματα άνωθεν του καταστρώματος οχημάτων (εξαγωγές εξαερισμού καταστρώματος οχημάτων) και ακολούθως, μετά την καταβύθιση και της οροφής του καταστρώματος οχημάτων, από τα μη στεγανά ανοίγματα των υπερκατασκευών (παράθυρα κ.λ.π). Η εφεδρική άνωση του πλοίου μηδενίζεται και το πλοίο βυθίζεται με την σταδιακή κατάκλυση και του συνόλου των υπερκείμενων χώρων των υπερκατασκευών περί την 23.02' ώρα της 26.9.2000. Η αλληλουχία της κατάκλυσης των διαμερισμάτων, τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του πλοίου (έχον ουσιαστικά μόνο συμμετρικά στεγανά διαμερίσματα) και η κατάσταση φόρτωσης, επέτρεψαν την αποφυγή της άμεσης ανατροπής του σκάφους, που ήταν λίαν πιθανή εξαιτίας της εκτεταμένης κατάκλυσης σχεδόν του συνόλου των χώρων του πλοίου. Μάλιστα ο φόβος της εν λόγω ανατροπής του πλοίου είχε κυριεύσει έντονα τον πλοίαρχο Χ1 και τον συνόδευσε στις ασυντόνιστες εν συνεχεία κινήσεις του. Από την πρόσκρουση όμως καταστράφηκε η κεντρική ομάδα ελέγχου χειρισμού των στεγανών WTD 2, 4,5, 6, 8, 9, 11 στο platform Deck δεξιά, γι' αυτό και δεν ήταν δυνατός ο κεντρικός έλεγχός τους και ο χειρισμός τους εξ αποστάσεως, ούτε από το platform Deck, ούτε από τη γέφυρα. Συνεπώς το κλείσιμο των ανωτέρω θυρών έπρεπε να γίνει είτε τοπικά, είτε από τις χειραντλίες χειρισμού ανάγκης που βρίσκονταν για τις ανωτέρω θύρες επίσης δεξιά στο Platform Deck. Η χειραντλία χειρισμού ανάγκης της σημαντικής για την προκείμενη περίπτωση πρωραίας υδατοστεγούς θύρας WTD 4 του μηχανοστασίου, ήταν δεξιά από τις σκάλες ανεβαίνοντας στο Platform Deck από το χώρο του Control Room του μηχανοστασίου, η οποία αποδείχτηκε ότι δεν επλήγη από την πρόσκρουση. Η κεντρική μονάδα ελέγχου των στεγανών θυρών WTD 1, 3, 7 & 10 όπως και οι, αντίστοιχες χειραντλίες χειρισμού ανάγκης των θυρών αυτών, ιδιαίτερα στην προκείμενη περίπτωση σημαντικών θυρών WTD 3 & 7 ευρίσκονται στην άθικτη, αριστερή πλευρά του πλοίου, στο ύψος του καταστρώματος οχημάτων και του αριστερού Platform Deck αντίστοιχα, προέκυψε ότι, το πλοίο, μετά την πρόσκρουση, απέκτησε εγκάρσια κλίση προς τη δεξιά γωνία της τάξης των πέντε 5° μοιρών, εντός 3' περίπου λεπτών από αυτή, αλλά επανήλθε γρήγορα, παροδικά στην ορθή θέση. Στη συνέχεια απέκτησε προοδευτικά εγκάρσια κλίση προς τα δεξιά, φθάντος τις 33 - 34° περίπου μοίρες, περί τα 20' λεπτά μετά την πρόσκρουση. Σ' αυτήν τη γωνία είχε βυθιστεί μέχρι το κατάστρωμα Νο 6 (embarkation). Στη συνέχεια το πλοίο διατηρήθηκε σε αυτήν την περιοχή μεγάλων κλίσεων, που μειώθηκαν κατά τι προ της πλήρους βύθισης, μέχρι που χάθηκε από την επιφάνεια της θάλασσας περί την 23.02' ώρα. Στο θάλαμο ελέγχου (CONTROL ROOM) του κυρίως Μηχανοστασίου, ευρίσκοντο ο Γ' Μηχανικός Δ6 ως Αξιωματικός Φυλακής Μηχανής, ο Α/Β Μηχανικός Δ7 και ο Α' Μηχανικός Χ3. Ο λιπαντής Δ8, ως Βοηθός Αξιωματικός Φυλακής, ευρίσκετο έξω από το χώρο του θαλάμου ελέγχου (CONTROL ROOM) μηχανών, πλησίον αυτού, στο ενδιάμεσο δάπεδο (πανιόλα) πάνω και μεταξύ των δύο κυρίων μηχανών (platform deck). Η πρόσκρουση, κατά τα προαναφερθέντα, έγινε αμέσως αντιληπτή, από όλους τους ευρισκόμενους στο χώρο του μηχανοστασίου. Τα ύδατα εισέρεαν, ως τοξοειδής πίδακας, που υπερπηδούσε τη Νο. 1 ηλεκτρομηχανή και έπεφτε μεταξύ Νο. 1 ηλεκτρομηχανής και δεξιάς κύριας μηχανής. Ο χρόνος που διεκόπη η λειτουργία των κυρίων μηχανών από τη στιγμή της προσκρούσεως ήταν πολύ σύντομος, της τάξεως δευτερολέπτων, ενώ οι ηλεκτρομηχανές λειτουργούσαν για 2-3 λεπτά περίπου. Ο Α' Μηχανικός Χ3, που ευρίσκετο στη μέση του Χώρου Ελέγχου Μηχανοστασίου (CONTROL ROOM), με το χτύπημα, πετάχτηκε όρθιος και βγήκε έξω δεξιά στο ενδιάμεσο δάπεδο πάνω από τις κύριες μηχανές, όπου διαπίστωσε κάποια εισροή υδάτων. Ταυτόχρονα, επειδή αντιλήφθηκε ότι σταμάτησαν οι κύριες μηχανές, έτρεξε πίσω στο CONTROL ROOM για να επαναλειτουργήσει τις κύριες μηχανές, που είχαν σταματήσει και έφερε τα χειριστήρια των στροφών στο 290 και το βήμα (pitch) στο μηδέν, μαζί με τον Α/Β μηχανικό Δ7, που έκανε το ίδιο. Ταυτόχρονα γύρισε τους διακόπτες πετρελαίου στη θέση (off) για να κάνει εκκίνηση (γύρισμα) των μηχανών με αέρα. Όταν διαπίστωσε ότι η στάθμη των εισερχομένων υδάτων είχε ανεβεί αρκετά πάνω από το δάπεδο εργασίας (πανιόλα), διέκοψε τη διαδικασία επανεκκινήσεως των κυρίων μηχανών και κατευθύνθηκε προς τη δεξιά έξοδο του control room έδωσε εντολή να εγκαταλειφθεί το μηχανοστάσιο και ανεβαίνοντας από τη δεξιά κάθετη σκάλα διαφυγής προς το κύριο κατάστρωμα (garage deck), έφυγε από το μηχανοστάσιο. Στη συνέχεια βρέθηκε στην έξοδο του καταστρώματος, της Νο. 1 σωσίβιας λέμβου και ακολούθως στο κατάστρωμα της γέφυρας ύστερα από 12' λεπτά από την πρόσκρουση. Έτσι, όμως, ενεργώντας, παρέλειψε να κλείσει, ως υποχρεούτο, τις σημαντικές πρωραίες υδατοστεγείς θύρες του Μηχανοστασίου WTD 3 και 4, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν δεξιά από τις σκάλες ανεβαίνοντας στο platform deck από το χώρο του control room του μηχανοστασίου και οδηγεί στο πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσια. H ενέργεια αυτή ήταν δυνατή με τη χρήση της χειραντλίας χειρισμού ανάγκης, θα είχε δε ως αποτέλεσμα αν όχι την αποτροπή βυθίσεως του πλοίου "Ζ1", οπωσδήποτε την καθυστέρηση της, που ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη διάσωση των επιβατών, ενόψει του ότι η πρόσκρουση έγινε σε απόσταση 1,4 ν.μ. από τις ακτές της ... της Νήσου ..... και βυθίστηκε σε απόσταση 0,5 ν.μ. από αυτές. Έτσι παρέλειψε αμέσως μετά την επέλευση του κινδύνου (πρόσκρουση του πλοίου στην εν λόγω βραχονησίδα), να ενημερώσει τον πλοίαρχο Χ1, ως υποχρεούτο ως εκ της ιδιότητάς του ως Α' Μηχανικός κατά το Εγχειρίδιο Ασφαλείας (κεφ. 13 ' σελ. 56, 63 αυτού) για την κατάσταση του μηχανοστασίου, στο οποίο άλλωστε είχε προκληθεί το σοβαρότερο ρήγμα, από το οποίο κατακλύστηκαν, με τα εισρεύσαντα ύδατα οι χώροι ενέργειας του πλοίου. Η εν λόγω ενημέρωση, του εις την Γέφυρα καταφθάσαντος Πλοιάρχου, μπορούσε να γίνει μέσω των λειτουργούντων και με αυτόνομη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας συστημάτων ενδοσυνεννοήσεως, που βρίσκονται στο control room του μηχανοστασίου, ήτοι της μικροφωνικής, μεγαφωνικής, και τηλεφωνικής εγκατάστασης, ως και του μαγνητικού συστήματος τηλεφώνου και η παράλειψη ενημέρωσης του πλοιάρχου περί της δημιουργηθείσας κατάστασης στο μηχανοστάσιο, ήταν καθοριστική για τις περαιτέρω ενέργειες τούτου προς αντιμετώπιση του κινδύνου. Εν τω μεταξύ ο Πλοίαρχος, παρότι πλέον αντιλήφθηκε ότι το πλοίο ήταν σε άμεσο κίνδυνο, δεν σήμανε γενικό συναγερμό καταστάσεως ανάγκης, όπως υποχρεούτο και το πλήρωμα δεν πήγε άμεσα και έγκαιρα στις θέσεις που προβλέπονταν από τον πίνακα διαιρέσεως συναγερμού για να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Αντίθετα με την αιφνίδια απώλεια ηλεκτρικής ισχύος και προώσεως του πλοίου, περιήλθε σε κατάσταση έκδηλης ανησυχίας και άρχισε να μετακινείται σε διάφορα διαμερίσματα που κατά την άποψή του θεωρούσε, ότι θα μπορούσε να πληροφορηθεί την κατάσταση του πλοίου και πιθανόν να λάβει κάποιες εντολές για το τι έπρεπε να κάνει. Παράλληλα όμως είχε αρχίσει να γίνεται έντονη και η ανησυχία των επιβατών που έβλεπαν το πλήρωμα, ως τη μόνη πηγή πληροφόρησης και παροχής βοήθειας. Η καθυστέρηση όμως του πληρώματος, να πληροφορήσει, να κατευθύνει και να καθοδηγήσει τους επιβάτες, όπως γνώριζε είχε ως συνέπεια την οργισμένη αντίδραση των επιβατών, οι οποίοι, υπό πλήρη σύγχυση και πανικό, αναζητούσαν με κάθε τρόπο τη σωτηρία τους. Μάλιστα, οι περισσότεροι των επιβατών, δεν γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν και κυρίως πως έπρεπε να φορέσουν το ατομικό τους σωσίβιο, δοθέντος ότι ουδεμία σχετική ανακοίνωση ενημερώσεώς τους είχε γίνει αμέσως μετά τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά, αναφορικά με τη χρήση των σωστικών μέσων του πλοίου και για τις ενέργειες και διαδικασίες, που έπρεπε να προβούν για να αντιμετωπιστεί η ήδη, ανακύψασα, επικίνδυνη κατάσταση. Μερικοί θαλαμηπόλοι προσπάθησαν να βοηθήσουν τους επιβάτες και να τους ηρεμήσουν, οι ενέργειές τους όμως ήταν περιστασιακές και ασυντόνιστες και στην προσπάθειά τους να τους καθησυχάσουν, μετέδιδαν ανακριβείς πληροφορίες, όπως ότι το πλοίο δεν θα βυθιστεί και ότι θα έρθει βοήθεια, που για πολλούς είχαν τραγικές συνέπειες στη διάσωσή τους. Πολλά δε μέλη του πληρώματος που δεν είχαν βάρδια κατά την ώρα του ατυχήματος, βρέθηκαν στις καμπίνες τους και όταν άρχισαν με καθυστέρηση να ενεργοποιούνται βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κατάσταση πλήρους αταξίας και συγχύσεως. Επίσης, υπό το κράτος πανικού αρκετά μέλη του πληρώματος και κυρίως μηχανικοί, εγκατέλειψαν το πλοίο ενδιαφερόμενοι μόνο για την δική τους ασφάλεια, χωρίς να προσφέρουν καμία βοήθεια στους επιβάτες, ενώ μερικοί κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες, με τις οποίες συνέβαλαν στη διάσωση των επιβατών. Όμως οι προσπάθειές τους αυτές σαφώς παρέμειναν στο ατομικό, προσωπικό επίπεδο και όχι της συντονισμένης ομαδικής προσπάθειας και ενεργείας ενός εκπαιδευμένου και έμπειρου συνόλου. Ο Ύπαρχος Χ5 ειδικότερα, ως υπεύθυνος συντονιστής καθαιρέσεως των σωστικών μέσων, δεν συντόνισε την ταυτόχρονη καθαίρεση περισσότερων των δύο λέμβων από τη δεξιά πλευρά, στις οποίες και αναλώθηκε προσωπικά. Μάλιστα άρχισαν οι διαδικασίες καθαιρέσεως όταν το πλοίο είχε λάβει κλίση, που καθιστούσε προβληματικής και στη συνέχεια απαγορευτική την καθαίρεση των λέμβων της αριστερής πλευράς. Δεν επιτεύχθηκε σε καμιά περίπτωση ο έλεγχος της καταστάσεως και ο συντονισμός των ενεργειών καθαιρέσεως των σωστικών μέσων και της εγκατάλειψης του πλοίου "Ζ1" από τον Ύπαρχο και το ανώτερο κυρίως πλήρωμα αυτού, πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος ο Ύπαρχος, επιβιβάσθηκε στη λέμβο Νο. 5 και παρανόμως εγκατέλειψε το πλοίο, πριν την ολοκλήρωση της εγκατάλειψής του από το σύνολο των ο επιβατών. Αλλά και αρκετά άλλα μέλη του πληρώματος, που δεν ήταν πληρώματα σωστικών λέμβων, εγκαταλείψαν το πλοίο, πριν από τους επιβάτες και μεταξύ αυτών ο ασυρματιστής Χ2 και ο Α' Μηχανικός Χ3, που επιβιβάστηκαν στις Νο. 1 και Νο. 2 σωσίβιες λέμβους, αντιστοίχως. Παρότι η καθαίρεση των λέμβων εκτελέσθηκε σε καταστάσεις ακραίων συνθηκών και πανικού και υπό πίεση χρόνου, λόγω της κλίσης του πλοίου, δεν δικαιολογούνται η σύγχυση και οι επικίνδυνες καταστάσεις για την ασφάλεια των επιβατών, που επικράτησαν, ενώ διαπιστώθηκαν και αρνητικές καταστάσεις, όσον αφορά την συντήρηση του υλικού, το επίπεδο εκπαιδεύσεως και την εμπειρία του προσωπικού. Ο Πλοίαρχος Χ1 δεν είχε τον πλήρη έλεγχο της καταστάσεως σε όλο το πλοίο, εκτός της περιοχής πέριξ της γέφυρας, όπου είχε ιδία αντίληψη, αλλά δεν είχε και ενημέρωση από τους επικεφαλείς θέσεων για το τι συνέβαινε στο χώρο ευθύνης τους, ώστε να μπορέσει να δώσει κάποιες συμπληρωματικές οδηγίες. Οι υπεύθυνοι θέσεων και ο Πλοίαρχος δεν είχαν οποιαδήποτε επαφή μεταξύ τους, με χρήση φορητών VHF πομποδεκτών ή με άλλο μέσο για αλληλοενημέρωση και συντονισμό κινήσεων. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι από τα υπάρχοντα στη διάθεση των επιβατών σωστικά μέσα του πλοίου (σωσίβιοι λέμβοι, σωσίβιοι πνευστές σχεδίες, ατομικά σωσίβια), παρουσίαζαν προβλήματα τα ατομικά σωσίβια γαλλικού τύπου, που έφερε το πλοίο από το 1960 που ναυπηγήθηκε. Άλλωστε έφεραν τα χαρακτηριστικά του παλαιού ονόματος "......". Από την επακολουθήσασα αυτοψία των ατομικών σωσιβίων που σγκεντρώθηκαν από τους ναυαγούς, από τα εν λόγω παλαιού τύπου σωσίβια, τύπου (VG 11/60 LB, ΗΟΜΟLGATION 284 Ε.S., VG INDUSTRIE MARSEILLE) καταμετρήθηκαν 181 τεμάχια, εκ των οποίων 173 ήταν χρησιμοποιημένα και 8 ήταν αχρησιμοποίητα, δεμένα. Τα σωσίβια αυτά αποτελούσαν σε ποσοτική αναλογία το 57,10% των συγκεντρωθέντων σωσιβίων και σαν αντωτικό υλικό είχαν αφρόξυλο και φελλό. Η φυσιολογική, λόγω του χρόνου, φθορά τους είχε σαν αποτέλεσμα να έχουν μειωμένη αντωτική ικανότητα και παράλληλα μειωμένη αντοχή οι ιμάντες τους, οι οποίοι διερρηγνύοντο κατά την πρόσδεσή τους. Και τούτο ήταν αναμφισβητήτως γνωστό και στους κατηγορούμενους Χ6 και Χ7, νομίμους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Άλλωστε προ εξαμήνου περίπου ελέγχθηκε, πριν της ευρείας εκτάσεως μετασκευής και επισκευής του, από τους διαληφθέντες εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας εταιρίας και άλλους εντεταλμένους υπαλλήλους της, αλλά και κατά την έναρξη των πλόων του το θέρος του έτους 2000. Επιπρόσθετα τα εν λόγω σωσίβια δεν διέθεταν φωτιστικό και σφυρίκτρα, όπως απαιτεί ο κανονισμός ΙΙΙ/32.3 της SOLAS (καν. 5-1/5). Έτσι η κατάσταση των σωσιβίων από πλευράς υλικού κατασκευής και πρόσδεσης, ήταν ανάλογη της φυσιολογικής φθοράς λόγω χρόνου και των συνθηκών αποθήκευσης. Πολλά από τα σωσίβια γαλλικού τύπου παρουσίασαν προβλήματα αποκοπής ή αποξήλωσης της ζώνης προσδέσεως ή και σχισίματος του υφάσματος, που ήταν κατασκευασμένα, με ελλείψεις σε σφυρίκτρα και φωτιστική συσκευή σε όλους τους τύπους σωσιβίων, με εντονότερο το φαινόμενο στα παλαιότερα γαλλικού τύπου σωσίβια, αναφορικά με την σφυρίκτρα και ανεπάρκεια του αντωτικού υλικού τους, τα οποία παράλληλα δεν ήταν καθόλου άνετα και δυσχέραιναν τις κινήσεις και ενέργειες των ναυαγών. Τούτο υπήρξε αποτέλεσμα αναποτελεσματικού ελέγχου της αντοχής, καταλληλότητας του υφάσματος κατασκευής και των ιμάντων προσδέσεως των εν λόγω παλαιού τύπου γαλλικών σωσιβίων, που έπρεπε να αντικατασταθούν με σωσίβια νεότερου τύπου, ως και αναποτελεσματικού ελέγχου και αποκαταστάσεως της γενικής καταστάσεως όλων των τύπων σωσιβίων από πλευράς διαφόρων ελλείψεων. Από τον έλεγχο των δειγματοληπτικά ανελκυσθέντων σωσιβίων από τον πραγματογνώμονα - δύτη .........., επί συνόλου 100 ανελκυσθέντων σωσιβίων, 29 ήταν παλαιού τύπου VG 11/60 ΗΟΜΟLOGATION 284 Ε.S γαλλικά, 14 ήταν τύπου CORAL και 57 ήταν τύπου LALIZAS 3Μ 3150 (πρόσφατη προμήθεια). Τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου είχαν ως ακολούθως : α) σωσίβια παλαιού τύπου, γαλλικά (τεμ. 29): 1) χωρίς σφυρίκτρα 15 (51,7%), 2) χωρίς φωτιστικό 2 (6,9%), 3) χωρίς σφυρίκτρα, χωρίς φωτιστικό 5 (17,2%), πλήρη 7 (24,1%). β) σωσίβια νέου τύπου LALIZAS 3Μ 3150, CORAL (τεμ. 71): 1) χωρίς σφυρίκτρα 4 (5,6%), χωρίς φωτιστικό 7 (9,9%), 3) χωρίς σφυρίκτρα, χωρίς φωτιστικό 5 (7%), πλήρη 55 (77,5%). Επιπρόσθετα το πλοίο διέθετε 26 σωσίβιες πνευστές σχεδίες καλής (5 με έτος κατασκευής 1982) και άριστης καταστάσεως (21 με ημερομηνία εγκιβωτισμού τους από 24/5 έως 6-6-2000), από τις οποίες οι 12 χρησιμοποιούντο ως καθαιρέσεως και οι 14 ως ρίψεως. Όλες χρησιμοποιήθηκαν, για τη μη απώλεια χρόνου, ως ρίψεως. Παρέλειπαν, όμως, να τις συγκρατούν στο πλοίο με την μπαρούμα τους με αποτέλεσμα η δύναμη του ανέμου να τις απομακρύνει από το πλοίο και να μην καθίσταται δυνατή η επ' αυτών επιβίβαση των επιβατών. Επίσης από τις οκτώ (8) λέμβους που υπήρχαν στο πλοίο πέτυχαν να ενεργοποιηθούν, και να καθαιρεθούν στη θάλασσα μόνον η Νο 2 (πρώτη από την αριστερή πλευρά του πλοίου) και οι Νο 1 και Νο 5 (πρώτη και τρίτη από τη δεξιά πλευρά του πλοίου), χωρητικότητας αντιστοίχως 72, 73 και 76 ατόμων, πλην όμως σ' αυτές επιβιβάστηκαν λιγότερα άτομα από τη συνολική μεταφορική δυνατότητά τους σε επιβάτες. Στις λέμβους αυτές επιβιβάστηκαν και τα ακόλουθα μέλη του πληρώματος του πλοίου και δη : στη Νο 2 οι Χ3 Α' Μηχανικός, Δ8 λιπαντής, ...... ηλεκτρολόγος, ....... Γ' Μηχανικός, ...... Γ' μηχανικός, ...... ναύτης, ...... ναύτης και ........ Γ' μηχανικός. Στη Νο 1 οι Χ2 ασυρματιστής, ...... Α' οικονομικός, ...... ναύτης, ...... παραμάγειρας,...... θαλαμηπόλος, ...... Γ' μάγειρα και ....... λιπαντής. Στη Νο 5 οι Χ5 ύπαρχος, Δ3 ναύτης, ..... ναύτης, ....... ναύτης και ο ναύκληρος, ο οποίος απεβίωσε. Η σωσίβια λέμβος Νο 2 καθαιρέθηκε εγκαίρως από το πλήρωμα και επέπλευσε περί τα 10 - 15 λεπτά μετά την πρόσκρουση. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα οι λέμβοι Νο 1 και Νο 5 ήταν στο κατάστρωμα επιβιβάσεως, είχε δηλαδή αρχίσει η προετοιμασία καθαιρέσεώς τους πριν από 3-5 λεπτά. Ταυτοχρόνως ερίφθησαν στη θάλασσα αριθμός πνευστών σχεδίων (βαρελάκια, LIFE RAFTS), πλην όμως μεγάλος αριθμός δεν χρησιμοποιήθηκε από τους ναυαγούς, γιατί απομακρύνθηκαν υπό του πνέοντος ανέμου. Αλλά η παράλειψη του Υπάρχου Χ5, να επιληφθεί της καταστάσεως και να οργανώσει όλους όσους είχε στη διάθεσή του, αξιωματικούς και πλήρωμα και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ταυτόχρονης καθαιρέσεως όλων, τουλάχιστον, των δεξιών λεμβών, είχε ως αποτέλεσμα όλη η προσπάθειά του να αναλωθεί στην καθαίρεση των Νο 1 και Νο 5 λέμβων. Η σημειωθείσα απώλεια χρόνου, από τη μη έγκαιρη ενεργοποίηση του πληρώματος καθιστούσε ιδιαίτερα δυσχερή την προετοιμασία καθαίρεσης των αριστερών λέμβων, λόγω της κλίσεως που είχε λάβει το πλοίο, που είκοσι περίπου λεπτά μετά την πρόσκρουση έφτασε στις 34° δεξιά, με επακόλουθο η κουπαστή της δεξιάς πλευράς στο ύψος του υπ' αριθμόν 6 καταστρώματος (ΕΜΒΑRΚΑΤΙΟΝ DECK) να έχει αρχίσει να βυθίζεται στη θάλασσα. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι Χ3 Α' Μηχανικός,Χ5, Ύπαρχος και Χ2 Ασυρματιστής, επιβιβάσθηκαν στις σωσιβίους λέμβους και εγκαταλείψαν το πλοίο, πολύ ενωρίς και χωρίς να έχει, προς τούτο, συναινέσει ο συγκατηγορούμενός τους πλοίαρχος Χ1 και δη : όταν οι επιβάτες κατευθύνονταν ατάκτως προς διαφόρους κατευθύνσεις και τελικώς λίγοι από αυτούς κατόρθωσαν να επιβιβασθούν στις καθαιρεθείσες εν λόγω λέμβους, ενώ οι περισσότεροι έπεφταν στη θάλασσα. Το σύστημα μηχανικής προώσεως της Νο 5, λέμβου δεν λειτούργησε, λόγω αδυναμίας συντονισμού των επιβαινόντων αυτής. Ομοίως δεν κατέστη δυνατό να λειτουργήσει η μηχανή της Νο1, χωρίς να διακριβωθούν τα αίτια αυτής της αδυναμίας. Αντίθετα η Νο 2 λέμβος, στην οποία επέβαιναν αρκετοί μηχανικοί, τέθηκε σε λειτουργία. Η Νο 1 λέμβος παρεσύρθη από τους ανέμους και προσέκρουσε στα βράχια "......". Από τα προπαρατεθέντα, ως βασικά αίτια προσκρούσεως και βυθίσεως του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1", αποτέλεσαν : 1) Η ανεπαρκής διακυβέρνηση του πλοίου από τον δεύτερο των κατηγορουμένων, αξιωματικό φυλακής Χ4 και ειδικότερα : α) ο ανεπαρκής έλεγχος της θέσεως και ταχύτητας του πλοίου, β) η παράλειψη συνεχούς ελέγχου του έργου του πληρώματος φυλακής γέφυρας, γ) η μη αποτελεσματική και ανά πάσα στιγμή επιτήρηση του θαλασσίου χώρου, λόγω ελλιπούς επάνδρωσης και οργάνωσης της φυλακής γέφυρας και δ) οι ανεπαρκείς χειρισμοί αποφυγής σύγκρουσης. 2) Η απουσία του Πλοιάρχου Χ1 από τη γέφυρα, παρά το γεγονός ότι το πλοίο επρόκειτο να διέλθει από τις βραχονησίδες "........", οι οποίες, αποτελούσαν ναυτιλιακό κίνδυνο. 3) Η έλλειψη σήμανσης γενικού συναγερμού εγκατάλειψης του πλοίου από τη γέφυρα μετά την πρόσκρουση, με ευθύνη του πλοιάρχου. 4) Η παράλειψη του πληρώματος μηχανοστασίου, να κλείσει τις, κατά παράβαση του κανονισμού ασφαλείας, ανοικτές στεγανές θύρες του κυρίως μηχανοστασίου, είτε τοπικά είτε εξ αποστάσεως από τα μέσα χειρισμού - ελέγχου στο platform deck και το κατάστρωμα οχημάτων, με ευθύνη του Α' μηχανικού Χ3. 5) Η παράλειψη άμεσης πληροφόρησης της γέφυρας από τον Α' Μηχανικό και το πλήρωμα του μηχανοστασίου, για την ύπαρξη ρήγματος στο μηχανοστάσιο. 6) Η συνεπεία των ανωτέρω ταχεία κατάκλυση των στεγανών χώρων του πλοίου, με αποτέλεσμα την πρόκληση ταχείας κλίσης του πλοίου. Περαιτέρω, ουσιώδεις όροι που συνέβαλαν στο να περιέλθουν σε κίνδυνο ζωής οι επιβάτες και ογδόντα (80) εξ αυτών να χάσουν τη ζωή τους, λόγω πνιγμού και άλλοι να τραυματιστούν είναι οι : 1) Η έλλειψη σήμανσης γενικού συναγερμού εγκατάλειψης του πλοίου από τη γέφυρα, μετά την πρόσκρουση, με ευθύνη του Πλοιάρχου. 2) Η αρχική "δια ζώσης" πληροφόρηση των επιβατών από το πλήρωμα, ότι το πλοίο δεν θα βυθισθεί, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμου χρόνου που απαιτείτο για μία πλέον οργανωμένη εκκένωση με ευθύνη του πλοιάρχου και κατόπιν του Ύπαρχου του πλοίου, με αποτέλεσμα τα λοιπά μέλη του πληρώματος να αυτενεργήσουν, ελλείψει καθοδήγησης από τον Πλοίαρχο αλλά και τον Ύπαρχο. 3) Η αδυναμία οργανωμένης εγκατάλειψης του πλοίου με τα διαθέσιμα σωστικά μέσα, λόγω έλλειψης καθοδήγησης από το αρμόδιο ανώτερο πλήρωμα (Πλοίαρχος, Ύπαρχος, λοιπό ανώτερο πλήρωμα και λέμβαρχοι). 4) Η εν μέρει ανεπαρκής ποιότητα των διαθέσιμωv ατομικών σωσιβίων του πλοίου. 5) Η παράλειψη βοήθειας προς τους επιβάτες από ορισμένα τουλάχιστον μέλη του πληρώματος, που προτίμησαν να εγκαταλείψουν το πλοίο επιβιβαζόμενα στις καθαιρεθείσες από αυτούς λέμβους, ενώ αναλογικά οι περισσότεροι επιβάτες εγκατέλειψαν το πλοίο, πηδώντας στη θάλασσα υπό άκρως δυσμενείς συνθήκες. Συνεπεία των ενεργειών και παραλείψεων αυτών ήταν να πνιγούν οι αναφερόμενοι 80 επιβάτες και να υποστούν σωματικές κακώσεις οι κατονομαζόμενοι 67 εξ αυτών". 1. Επί του λόγου αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο για παράνομη παράσταση πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 510 παρ. 1Α, 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) που διατύπωσαν οι αναιρεσείοντες Χ3, Χ5, Χ6 και Χ7 με τους από 30.10.2007 προσθέτους λόγους έκαστος εξ αυτών. Από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 και 84 του Κ.Π.Δ., 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει, ότι εκείνος που υπέστη από την εγκληματική σε βάρος του πράξη άμεση ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ενασκήσει τις αξιώσεις του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 εδ. γ' Α.Κ., σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου "οικογένεια του θύματος", προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευττικώς, τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως που απορρέει από το σκοπό της θεσπίσεώς της και που στοχεύει στην ανακούφιση του ηθικού πόνου των συγγενών, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του. Με την έννοια αυτή, οι αγχειστείς πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμβρός, νύφη) περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος. Εξ άλλου, η κατά το άρθρο 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που επάγεται αναίρεση της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α' Κ.Π.Δ., επέρχεται, κατά το σαφές γράμμα του νόμου, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου, ήτοι, μόνο για έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση πολιτικής αγωγής (άρθρα 63 και 64 Κ.Π.Δ.) και για παράβαση της τηρητέας διαδικασίας, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής αυτής (άρθρ. 68 παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ.). όχι δε για οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, οι αναιρεσείοντες Χ5, Χ3, Χ6 και Χ7 κηρύχθηκαν ένοχοι: Ο πρώτος για ανθρωποκτονίες, κατά συρροή από αμέλεια, διατάραξη της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια, για έκθεση και για εγκατάλειψη κινδυνεύοντος πλοίου, χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου. Ο δεύτερος για πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια, για ανθρωποκτονίες, κατά συρροή, από αμέλεια, σωματικές βλάβες, κατά συρροή, από αμέλεια για έκθεση και για εγκατάλειψη κινδυνεύοντος πλοίου (χωρίς να του επιβληθεί ποινή για την πράξη αυτή) και οι λοιποί δύο κατηγορούμενοι για έκθεση. Κατά την ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως, εδήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα και εζήτησε να της επιδικασθεί το εις αυτή ποσό, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η Ψ6, ως νύφη (σύζυγος του υιού) του Ψ, αποβιώσαντος (πνιγέντος) κατά το ως άνω ναυάγιο. Κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ως άνω επανέλαβε τη δήλωσή της περί παραστάσεώς της, ως πολιτικώς εναγούσης και εζήτησε να της επιδικασθεί το εις αυτή ποσό, το οποίο και πράγματι της επιδικάστηκε. Εφόσον το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι η παραστάσα, ως πολιτικώς ενάγουσα Ψ6, είναι νύφη του θανόντος από το ναυάγιο Ψ, δηλαδή συγγενής αυτού εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού και εντεύθεν νομιμοποιείται, κατά τα προαναπτυχθέντα, ως αμέσως ζημιωθείσα, να παραστεί, ως πολιτικώς ενάγουσα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης, οι λόγοι αναιρέσεως των αναιρεσιβλήτων Χ3, Χ5, Χ6 και Χ7, που διατυπώνονται με τους προσθέτους λόγους καθενός εξ αυτών περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας για ακροατήριο για παρά το νόμο παράσταση της ως άνω πολιτικώς εναγούσης (άρθρα 510 παρ. ΙΑ' και 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ.), ως εκ του ότι αυτή κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν είχε καταστεί νύφη του θανόντος Ψ, αφού ο μετά του υιού του Ψ39 γάμος της, ετελέσθη το έτος 2003 και ως εκ τούτου δεν ενομιμοποιείτο ενεργητικώς να παραστεί, είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, γιατί βάλλουν κατά των ουσιαστικών παραδοχών της αποφάσεως. 2). Επί της από 19.7.2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ1. Για τον πιο πάνω αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, πέραν των προεκτεθεισών γενικών παραδοχών, η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε και τα επόμενα ειδικώς γι' αυτόν: 1) Στον Πειραιά την ......, τυγχάνων πλοίαρχος του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου με το όνομα "Ζ1" της εδρεύουσας στον Πειραιά ακτοπλοϊκής εταιρείας ".......", που εξετέλεσε εκτάκτως σχεδιασθέν δρομολόγιο από Πειραιά προς .... - ... - .... - .... - .... και ...... Δωδεκανήσου, με 533 επιβαίνοντες στο πλοίο, εκ των οποίων 472 επιβάτες και 61 πλήρωμα, διατάραξε την ασφάλεια της υδάτινης συγκοινωνίας, από την πράξη δε αυτή μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, ο οποίος και τελικά προήλθε, ενεργώντας, με ενδεχόμενο δόλο (κατά την κρατήσασα γνώμη στο δικαστήριο), με την έννοια ότι γνώριζε από τις πράξεις και παραλείψεις του ενδέχεται να προκληθεί ανωμαλία στην υδάτινη συγκοινωνία και να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και αποδέχθηκε ένα τέτοιο κίνδυνο, ενώ κατά την κρίσιμη εν λόγω χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε, από το σύνολο δε της συμπεριφοράς του (σε συνδυασμό με την συμπεριφορά των συγκατηγορουμένων του Χ4, Χ5 και Χ3), επήλθε θάνατος 80 ανθρώπων που οφείλεται σε αμέλειά του, αν και λόγω του επαγγέλματός του είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος δεν το έπραξε. Πλέον συγκεκριμένα: Τυγχάνων πλοίαρχος του πλοίου "Ζ1": α) δεν μερίμνησε ώστε οι υδατοστεγείς θύρες του πλοίου να είναι κλειστές, σύμφωνα με τον όρο του ..... πιστοποιητικού ασφαλείας, με το οποίο ήταν ασφαλισμένο το πλοίο, β) επέτρεψε τη χρήση θαλαμίσκων μελών του πληρώματος κάτω από το κατάστημα οχημάτων, ενώ τούτου απαγορευόταν από το ανωτέρω ...... πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου, γ) αν και σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 4 του Β.Δ/τος 683/1960 και την υπ' αριθμ. 12 διαταγή που ο ίδιος, ως πλοίαρχος είχε εκδώσει, όφειλε να έχει τοποθετήσει οπτήρα, καθήν στιγμή το πλοίο διέπλεε μέσα από σημεία με σοβαρούς ναυτιλιακούς κινδύνους (βραχονησίδες Πόρτες και αβαθή), δεν το έπραξε, με συνέπεια να μη εκτελεί χρέη οπτήρα στη γέφυρα μετά την 22.00 ώρα ουδείς από τους ορισθέντες ναύτες, δ) δεν ανέλαβε αυτοπροσώπως τη διακυβέρνηση του πλοίου, ενόψει των ανωτέρω σοβαρών ναυτιλιακών κινδύνων, αν και ήταν υποχρεωμένος από τα άρθρα 14 περ. γ' Β.Δ/τος 683/1960 και 187 του Β.Δ/τος 187/1973, ε) από την κατά την 18.7.2000 έναρξη των πλόων του πλοίου παρέλειψε την εκτέλεση τακτικών και ουσιαστικών γυμνασίων καθαιρέσεως λέμβων, εγκατάλειψης πλοίου, κλεισίματος υδατοστεγών θυρών, όπως υπεχρεούτο, σύμφωνα με τα άρθρα 16 Β.Δ. 683/1960, 6 Π.Δ. 363/1984 κεφ. 6 ΕΑΔ, ενώ δεν είχε μεριμνήσει και για την αφομοίωση της διαίρεσης από το πλήρωμα σε περίπτωση εγκατάλειψης του πλοίου, όπως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 4 Π.Δ. 363/1984 και ΚΑΝ 36 της SOLAS, στ) παρέλειψε να βεβαιωθεί ότι τα σωστικά μέσα του πλοίου ήταν σε καλή λειτουργία (αφού πολλά από αυτά δεν είχαν φώτα, σφυρίχτρες και καλό αντωτικό υλικό) και ζ) δεν πραγματοποίησε, κατά τον απόπλου από τον Πειραιά, ενημέρωση των επιβατών για τα σωστικά μέσα και τους σταθμούς συγκέντρωσής τους και δεν επέδειξε με μέλη του πληρώματος τη χρήση των ατομικών σωσιβίων, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Π.Δ/τος 363/1984. 2) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, αν και είχε, λόγω του επαγγέλματός του, ως αξιωματικός του Ε.Ν. και δή Πλοίαρχος, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από έλλειψη αυτής (προσοχής), την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προκάλεσε τη βύθιση του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1" από την οποίαν προέκυψε κίνδυνος ανθρώπου και τελικά θάνατος. Πιο συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος (Χ1) με τις παραλείψεις του που προεξετέθησαν και εκείνες των συγκατηγορουμένων του Χ4 και Χ3, όπως στις οικείες σκέψεις εκτίθεται, προκάλεσε πρόσκρουση του πλοίου στη βόρεια από τις βραχονησίδες "........." και τη δημιουργία εξ αυτής ρηγμάτων, από τα οποία ρήγματα εισήλθαν τεράστιες ποσότητες ύδατος στο μηχανοστάσιο του πλοίου, λόγω των ανοικτών υδατοστεγών θυρών που κατά παράβαση του πιστοποιητικού ασφαλείας είχε αφήσει ανοικτές, με αποτέλεσμα να κατακλυσθεί το πλοίο από ύδατα και εντός 45-50' και περί ώρα 23.02' της 26.9.3000 να βυθισθεί ολοσχερώς. Συνέπεια δε του ναυαγίου αυτού, που προκλήθηκε από την αμελή συμπεριφορά και των τριών, ως άνω κατηγορουμένων, ήταν η επέλευση κινδύνου ανθρώπου, ο οποίος τελικά και πραγματοποιήθηκε (σε συνδυασμό και με τις παραλείψεις του Υπάρχου Χ5 που επακολούθησαν της πρόσκρουσης), αφού απώλεσαν τη ζωή τους 80 επιβαίνοντες του πλοίου και υπέστησαν σωματική κάκωση άλλοι 67 επιβαίνοντες, το αποτέλεσμα δε αυτό το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε, όμως, ότι δεν θα επερχόταν. 3) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με μία πράξη τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματος: Αν, και λόγω του επαγγέλματός του (καθώς και οι συγκατηγορούμενοί του Χ4, Χ5 και Χ3) ήταν υπόχρεος να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από έλλειψη αυτής (προσοχής), την οποίαν όφειλε, κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει: α) ανθρωποκτονίες κατά συρροή από αμέλεια και β) σωματικές βλάβες κατά συρροή από αμέλεια. Ειδικότερα: Ενώ από τη συμπεριφορά του (και εκείνη του Χ4) επήλθε πρόσκρουση του πλοίου στη βόρεια των βραχονησίδων "...." και ακολούθησε κατάκλυση αυτού, λόγω των ανοικτών υδατοστεγών θυρών, που αυτός είχε αφήσει ανοικτές, κατά παράβαση του ..... πιστοποιητικού ασφαλείας του πλοίου...δεν σήμαινε συναγερμό γενικής κατάστασης ανάγκης προκειμένου να ειδοποιηθεί το πλήρωμα και να προβεί έγκαιρα και οργανωμένα στη διαδικασία εγκατάλειψης από τους επιβάτες του πλοίου (το οποίο, άλλωστε, πλήρωμα με προηγούμενες παραλείψεις του, που προαναφέρθηκαν, ούτε είχε εκγυμνασθεί κατάλληλα, ούτε είχε αφομοιώσει τους πίνακες διαίρεσης). Από τις συγκλίνουσες δε συμπεριφορές των ανωτέρω (Χ1, Χ4, Χ5 και Χ3), όπως στις οικείες θέσεις εκτίθεται, επήλθε ο θάνατος, συνεπεία πνιγμού, 80 επιβαινόντων του πλοίου (τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στην απόφαση και σωματικές κακώσεις σε 67 εξ αυτών (των οποίων και αυτών τα ονόματα παρατίθενται). 4) Στον παραπάνω τόπο και χρόνο, αν και ήταν υποχρεωμένος, σύμφωνα με τα άρθρα 14 περ. γ' Β.Δ.683/1960 και άρθρο 187 Ν.Δ. 187/1973, να κυβερνά αυτοπροσώπως το πλοίο κατά τον είσπλουν και έκπλουν εις λιμένας και άλλες επικινδύνους διόδους αυτός, κατά την εκτέλεση του παραπάνω, εκτάκτως σχεδιασθέντος δρομολογίου του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1¨και ενώ πλησίαζε τον όρμο της ... της ...., διαπλέοντας σε περιοχή με σοβαρούς ναυτιλιακούς κινδύνους (βραχονησίδες, αβαθή) δεν ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση του πλοίου, αλλά βρισκόταν στην καμπίνα του. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όσον αφορά εις τον αναιρεσείοντα Χ1 και σε σχέση με τα εγκλήματα της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο, της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια και στη μη αυτοπρόσωπη διακυβέρνηση του πλοίου, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο εν λόγω αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ως άνω ουσιαστικού δικαίου ποινικές διατάξεις (άρθρ.27, 291 παρ. 1γ', 278 Π.Κ., 14 περ'γ' Β.Δ.683/1960 και 187 Β.Δ. 187/1973), τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα: Από τις παραδοχές της αποφάσεως προκύπτει, ότι εκρίθη ένοχος ο εν λόγω αναιρεσείων της διαταράξεως της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας, με ενδεχόμενο δόλο, δια παραλείψεως τελεσθείσης, συνισταμένης (της παραλείψεως) στις προεκτεθείσες στην οικεία θέση επτά επί μέρους παραλείψεις, εκτίθεται το κίνητρο που του αποδίδεται για την κατάφαση του ενδεχομένου δόλου, προκύπτει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που του επέβαλε τη λήψη μέτρων προς παρεμπόδιση επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και ο αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ παραλείψεων και επελθόντος αποτελέσματος, ο οποίος (αιτιώδης σύνδεσμος) δεν διεκόπη με τις παραλείψεις του συγκατηγορουμένου του Υποπλοιάρχου Χ4, αιτιολογείται πλήρως ότι το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου και των σωματικών βλαβών των προσδιοριζομένων επιβατών οφείλεται σε αμέλεια του εν λόγω αναιρεσείοντος και επίσης από τις αυτές παραδοχές με σαφήνεια και χωρίς καμία αντίφαση προκύπτει ότι, κατά τον αμέσως προ της προσκρούσεως του πλοίου στις βραχονησίδες "........", χρέη οπτήρα δεν εκτελούσε κανένας ναύτης, γιατί ο ναύτης Δ2, ο οποίος εναλλασσόταν στα καθήκοντα του οπτήρα και του πηδαλιούχου, τη χρονική εκείνη στιγμή εκτελούσε καθήκοντα πηδαλιούχου (σελ. 1990 -1991 αποφάσεως). Η παραδοχή της αποφάσεως ότι "τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η πορεία του πλοίου είναι, κατά τον εκτελούντα καθήκοντα οπτήρα/πηδαλιούχου ναύτη Δ2 γύρω στις 135 μοίρες...", δεν αντιφάσκει με τις λοιπές παραδοχές της ότι δεν υπήρχε οπτήρας ναύτης κατά την πρόσκρουση του πλοίου, γιατί η αναφερομένη ως άνω παραδοχή "κατά τον εκτελούντα καθήκοντα οπτήρα/πηδαλιούχου...." αναφέρεται στα διπλά αυτού καθήκοντα, τα οποία δεν μπορούν ταυτοχρόνως να εκτελούνται, αλλά κεχωρισμένως. Προσθέτως πλήρως αιτιολογείται η αμελής του εν λόγω αναιρεσείοντος συμπεριφορά εν σχέσει με την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια ενώ η κατάφαση του ενδεχομένου δόλου για το έγκλημα του άρθρ. 291 παρ. 1 Π.Κ. δεν απαιτείται να στηρίζεται στο σύνολο των παραλείψεων, αλλ' αρκεί και σε μέρος αυτών, πράγμα που πράττει η απόφαση και εντεύθεν δεν καθίσταται αντιφατική η αιτιολογία της αποφάσεως. Περαιτέρω, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκρίθη ένοχος ο πιο πάνω αναιρεσείων της αξιόποινης πράξεως της μη αυτοπρόσωπης διακυβέρνησης του πλοίου από τον ίδιο (πλοίαρχο). Εντεύθεν, οι λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, όσον αφορά εις τις αξιόποινες πράξεις της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο, για την στοιχειοθέτηση της οποίας δεν απαιτείται πραγματική επέλευση του κινδύνου, αλλ' αρκεί ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να προκαλέσει τον άνω κίνδυνο, της προκλήσεως ναυαγίου εξ αμελείας, πράξη που συρρέει πραγματικά με την κακουργηματική διατάραξη της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας (άρθρ. 291 παρ. 1 Π.Κ.) γιατί δεν περιλαμβάνεται στο βαρύτερο αποτέλεσμα του άρθρου 291 παρ.1γ' Π.Κ. και της μη αυτοπρόσωπης διακυβέρνησης του πλοίου από τον πλοίαρχο καθώς και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 27, 291 παρ. 1γ', 278, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τους λόγους αυτούς πλήττεται η αναιρετική ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Χ1, με τον συναφή λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 28, 94 παρ. 1, 302, 314, σε συνδυασμό με άρθρο 291 παρ. 1γ' Π.Κ., διατεινόμενος ειδικότερα, ότι μεταξύ των εγκλημάτων της κακουργηματικής διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας (άρθρ. 291 παρ. 1γ' Π.Κ.) και των εντεύθεν προκληθεισών ανθρωποκτονιών από αμέλεια και σωματικών βλαβών από αμέλεια, δεν υπάρχει πραγματική συρροή εγκλημάτων, όπως εδέχθη η προσβαλλομένη απόφαση, αλλά φαινομένη τοιαύτη, με αποτέλεσμα οι ανθρωποκτονίες από αμέλεια και οι σωματικές βλάβες από αμέλεια, να απορροφώνται από το βασικό έγκλημα της διαταράξεως της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο (άρθρα 291 παρ. 1γ' Π.Κ.). Το ζήτημα αυτό, αν δηλαδή μεταξύ των άνω εγκλημάτων υπάρχει φαινομένη ή πραγματική συρροή, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, είναι εξαιρετικής σημασίας και, παρουσιάζει γενικότερον ενδιαφέρον, γι' αυτό πρέπει ο ως άνω λόγος αναιρέσεως να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2α του Ν.1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ. 1 περ.θ' του Ν.1756/1988), ενόψει και της 2313/2004 αποφάσεως (βουλεύματος) του Αρείου Πάγου που εδέχθη ότι μεταξύ των εγκλημάτων της, από ενδεχόμενο δόλο, διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών (άρθρο 290 παρ. 1β' Π.Κ.) και των ανθρωποκτονιών από αμέλεια και των σωματικών βλαβών από αμέλεια, υπάρχει πραγματική συρροή. 3. Επί της από 20 Ιουλίου 2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ4. Για τον πιο πάνω αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, πέραν των προεκτεθεισών γενικών παραδοχών, η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε και τα επόμενα που ενδιαφέρουν εν προκειμένω ειδικώς γι' αυτόν: Στον Πειραιά την ....., τυγχάνοντας υποπλοίαρχος και αξιωματικός φυλακής του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου με το όνομα "Ζ1" της εδρεύουσας στον Πειραιά ακτοπλοϊκής εταιρείας "....¨ που εξετέλεσε εκτάκτως σχεδιασθέν δρομολόγιο από Πειραιά προς .... - ....... - ...... - .... - ..... και ........ Δωδεκανήσου, με 533 επιβαίνοντες στο πλοίο αυτό, εκ των οποίων 472 επιβάτες και 61 άτομα πλήρωμα, διατάραξε την ασφάλεια της υδάτινης συγκοινωνίας, από την πράξη δε αυτή μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, ο οποίος και τελικά προήλθε, ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο (κατά την κρατήσασα γνώμη του δικαστηρίου), με την έννοια ότι γνώριζε πως από τις πράξεις και παραλείψεις του, ενδέχεται να προκληθεί ανωμαλία στην υδάτινη συγκοινωνία και να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και αποδέχθηκε ένα τέτοιο κίνδυνο, ενώ κατά την κρίσιμη εν λόγω χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε, από το σύνολο δε της συμπεριφοράς του σε συνδυασμό και με τη συμπεριφορά των συγκατηγορουμένων του Χ1, Χ5 και Χ3 επήλθε ο θάνατος 80 ανθρώπων, που οφείλεται σε αμέλειά του, αν και λόγω του επαγγέλματός του, είχε ιδιαίτερη υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, δεν το έπραξε. Πλέον συγκεκριμένα, τυγχάνων αξιωματικός φυλακής του πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 20.00 έως 24.00 ώρας της 26.9.2000, αν και σύμφωνα με το άρθρο 129 του Β.Δ/τος 683/1960 και το εγχειρίδιο Ασφαλούς Διαχείρισης (ΕΑΔ), που είχε εκπονήσει η πλοιοκτήτρια εταιρεία, σύμφωνα με τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM), όφειλε να έχει προσηλωμένη την προσοχή του στην εξασφάλιση της ασφαλούς ναυσιπλοΐας, στην τήρηση της πορείας του πλοίου, την τήρηση των κανόνων προς αποφυγή συγκρούσεων και οπωσδήποτε να συμβουλεύεται όλα τα ναυτιλιακά όργανα (RADAR, G.P.S.), τίποτα από τα ανωτέρω δεν έπραξε, δεδομένου ότι ούτε στίγματα ελάμβανε ούτε χρήση των ναυτιλιακών οργάνων έκανε, ενώ αδιαφόρησε τόσο στην 1η αναφορά του δοκίμου πλοιάρχου Δ4, ότι στην οθόνη του RADAR η πλώρη του πλοίου εφάπτεται με στόχο, όσο και στη 2η αναφορά του ιδίου δοκίμου, ότι ο στόχος είναι πολύ κοντά. Η συμπεριφορά του, όπως προπαρατέθηκε (σε συνδυασμό και προς τη συμπεριφορά των λοιπών, ως άνω προσώπων) διατάραξε την ασφάλεια της υδάτινης συγκοινωνίας, επειδή ακριβώς είχε άμεση επιρροή στον ασφαλή πλού του πλοίου, με την δημιουργία συνθηκών που έκαναν την ασφαλή κίνησή του πολύ δυσχερή, αφού μπορούσε (με τις παραλείψεις του πλοιάρχου, όπως αυτή στην οικεία θέση παρατίθενται και του ιδίου) να προκληθεί ναυτικό ατύχημα (ναυάγιο - κατάκλυση). Από τη διατάραξη αυτή ήταν δυνατόν να προκληθεί κοινός κίνδυνος σε άνθρωπο, αφού σε ενδεχόμενο ναυάγιο ή εν γένει κατάκλυση, το θανατηφόρο αποτέλεσμα ή η σωματική κάκωση των επιβαινόντων στο πλοίο είναι ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, ενώ επήλθε και θάνατος ανθρώπων. Γνώριζε δε ότι από τις παραλείψεις του και ειδικότερα από την ανεπαρκή και κατά παράβαση των ναυτιλιακών κανόνων διακυβέρνηση του πλοίου απ' αυτόν, η υδάτινη συγκοινωνία θα διαταρασσόταν με ενδεχόμενο κίνδυνο για τη ζωή των επιβαινόντων στο πλοίο και αποδέχθηκε ένα τέτοιο ενδεχόμενο με την πραγματοποίηση του πλού για την αυτοϊκανοποίηση της άμετρης υπεροψίας του και επίδειξης επικίνδυνης αυτοπεποίθησης, για την, κατά το δυνατόν διακυβέρνηση του πλοίου της ακτοπλοΐας ενάντια στους κανονισμούς της ναυσιπλοΐας, την οποία, άλλωστε με αυταρέσκεια προέβαλε. Από την παραπάνω συμπεριφορά του, καθώς και από εκείνη των συγκατηγορουμένων του Χ1, Χ3, Α' Μηχανικού και Χ5, Υπάρχου, επήλθε ο κίνδυνος και συγκεκριμένα η πρόσκρουση του πλοίου περί την 22.12 ώρα της 26.9.2000 στη βόρεια από τις βραχονησίδες "......" σε απόσταση 1,5 ν.μ. από τον όρμο της ..... ...., με αποτέλεσμα, λόγω της προκλήσεως μεγάλων ρηγμάτων στα ίσαλα και τα έξαλα του πλοίου, αυτό να βυθισθεί περί ώρα 23.02 ώρα της 26.9.2000, με περαιτέρω συνέπεια 80 άτομα εκ των επιβαινόντων να θανατωθούν, λόγω πνιγμού και 67 απ' αυτούς να υποστούν σωματικές κακώσεις. Τα περαιτέρω αυτά αποτελέσματα (ναυάγιο, θάνατος ανθρώπων, σωματικές κακώσεις ανθρώπων) που ήσαν απόρροια της ανωτέρω συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων του που προαναφέρθηκαν οφείλετο σε αμέλειά του, αφού το πρόβλεψε μεν ως δυνατό, πίστεψε, όμως, ότι δεν θα επερχόταν. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά εις τον αναιρεσείοντα Υποπλοίαρχο Χ4 και μόνον ως προς την αξιόποινη πράξη της διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο (άρθρο 291 παρ. 1γ', 27 παρ. 1β Π.Κ.) που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. αξιουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο εν λόγω αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου ποινικές διατάξεις, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 129 Β.Δ/τος 683/1960, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, από τις εν γένει παραδοχές της αποφάσεως, πλήρως αιτιολογείται ο ενδεχόμενος δόλος του κατηγορουμένου υποπλοιάρχου με την παράθεση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά στο προεκτεθέν εκτενές σκεπτικό της εκτίθενται, προκύπτει ότι εγνώριζε, ως ενδεχόμενο ότι από τις παραλείψεις του, που αναλυτικώς παρατίθενται, θα διαταρασσόταν η ασφάλεια της υδάτινης συγκοινωνίας, γιατί είχαν (οι παραλείψεις του) άμεση επιρροή στον ασφαλή πλού του πλοίου με τη δημιουργία συνθηκών που έκαναν την ασφαλή κίνησή του πολύ δυσχερή, αφού από τις προπεριγραφείσες παραλείψεις του και ανεξαρτήτως εκείνων του συγκατηγορουμένου του Χ1, μπορούσε να προκληθεί ναυτικό ατύχημα, ότι από τη διατάραξη αυτή ήταν δυνατόν να προκληθεί κοινός κίνδυνος σε άνθρωπο και πράγματα, ως αναμενόμενο αποτέλεσμα, επήλθε θάνατος ανθρώπου και αποδέχθηκε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προκειμένου να ικανοποιηθεί η άμετρη υπεροψία του με την επίδειξη επικίνδυνης αυτοπεποίθησης για την, κατά το δοκούν, διακυβέρνηση του πλοίου, κατά παράβαση των ναυτιλιακών κανόνων, ενώ η αυτοδιακινδύνευση του κατηγορουμένου τούτου δεν αναιρεί το ανωτέρω συμπέρασμα, γιατί πίστευε ότι ο κίνδυνος που αποδεχόταν τελικώς δεν θα υλοποιηθεί, η πίστη του, όμως, αυτή αποδείχθη αβάσιμη, δεδομένου ότι ο κίνδυνος υλοποιήθηκε και το αποτέλεσμά του ήταν ο θάνατος 80επιβατών και η σωματική βλάβη 67 επιβατών. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. δύο λόγοι αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ4 για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, όσον αφορά εις την καταδίκη του για το έγκλημα του άρθρου 291 παρ. 1γ' Π.Κ. και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 27, 291 παρ. 1 Π.Κ., πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 4. Επί της από 19 Ιουλίου 2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ5. Για τον πιο πάνω αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, πέραν των προεκτεθεισών γενικών παραδοχών, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε περαιτέρω και τα επόμενα ειδικώς γι' αυτόν: 1) Αν, και λόγω του επαγγέλματός του, ως Ύπαρχος του πλοίου, ήταν υπόχρεος να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από έλλειψη της προσοχής αυτής, την οποίαν όφειλε, κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση απορρέουσα από τα άρθρα 37 Π.Δ/τος 683/1960 - όπως και οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του, Χ1, Πλοίαρχος, Χ4, Υποπλοίαρχος και Χ3, Α' Μηχανικός, για την συγκλίνουσα αμέλεια εκάστου των οποίων γίνεται λόγος στην οικεία σκέψη - να αφιερωθεί στην τήρηση της τάξεως, να διευθύνει την εγκατάλειψη του πλοίου, να επιμεληθεί της διανομής των σωσιβίων και της χρήσης των λοιπών σωστικών μέσων και ιδιαίτερα της καθαίρεσης των σωστικών λέμβων ουδέν εκ των ανωτέρω έπραξε, με αποτέλεσμα (και από την συγκλίνουσα συμπεριφορά των ανωτέρω) να επέλθει ο θάνατος 80 κατονομαζομένων επιβατών και η σωματική βλάβη 67 εξ αυτών, 2) Προέβη στις παρακάτω παραλείψεις και έγινε υπαίτιος διατάραξης της υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να τον παρεμποδίσει. Πιο συγκεκριμένα: αν και σύμφωνα με το άρθρο 27 του Β.Δ/τος 683/1960 και το κεφάλαιο 3 του Εγχειριδίου Ασφαλούς Δοαχείρισης (ΕΑΔ) που είχε εκπονήσει η πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου "Ζ1", σύμφωνα με τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM) ήταν υπεύθυνος για την πληρότητα και ετοιμότητα των σωσιβίων λέμβων και εν γένει όλων των σωστικών μέσων, πραγματοποίησε τον ανωτέρω πλού χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι τα ανωτέρω μέσα ήταν επαρκή και σε ετοιμότητα, αφού πολλά ατομικά σωσίβια είχαν φθαρεί και άλλα εστερούντο εξοπλισμού σημάνσεως (φωτάκια, σφυρίχτρες), ενώ δεν είχαν συντηρηθεί και οι σωσίβιες λέμβοι, με αποτέλεσμα να επέλθει κίνδυνος για τη ζωή των επιβαινόντων μετά τη διαληφθείσα πρόσκρουση του πλοίου και την εγκατάλειψη τούτου απ' αυτούς, 3) Άφησε, (όπως και ο συγκατηγορούμενός του Χ3, Α' μηχανικός) αβοήθητα πρόσωπα του πλοίου που είχε υποχρέωση να μεταφέρει, το δε αποτέλεσμα αυτό το προέβλεψε ως ενδεχόμενο, ως δυνατή δηλαδή συνέπεια της πράξεώς του και έπραξε,έστω και αν επέλθει αυτό και πιο συγκεκριμένα, μετά την πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες "......." και την περιέλευση των επιβατών σε κατάσταση αβοήθητη, μολονότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προσφέρει τη βοήθειά του, δηλαδή να αφιερωθεί στην τήρηση της τάξης κατά την εγκατάλειψη και τη διεύθυνση αυτής, σύμφωνα με τον πίνακα διαίρεσης, δεν το έπραξε, αλλ' εγκατέλειψε πρόωρα το πλοίο, επιβιβασθείς στην Νο 5 λέμβο, προκειμένου να σώσει τον εαυτό του και να αποφύγει ενδεχόμενο κίνδυνο για την ζωή και την υγεία του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ζωή και η υγεία 452 επιβατών, 4) Ως μέλος του πληρώματος του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1", εγκατέλειψε, άνευ συναινέσεως του πλοιάρχου το ευρισκόμενο σε κίνδυνο πλοίο, δηλαδή: Μετά την πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες "......" και τις εντεύθεν δημιουργηθείσης επικίνδυνης κατάστασης του πλοίου, ο ανωτέρω, που είχε την ιδιότητα του Υπάρχου, εγκατέλειψε το πλοίο, χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου, επιβιβασθείς στη Νο 5 σωσίβια λέμβο. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όσον αφορά εις τον αναιρεσείοντα Χ5 διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. αξιουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο εν λόγω αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση του οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση εν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα: Η παραδοχή της αποφάσεως, ότι η μη σήμανση γενικού συναγερμού από τον πλοίαρχο Χ1 - που, κατ' αυτόν, αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση της οργανωμένης εγκαταλείψεως του πλοίου - δεν αντιφάσκει με την εν συνεχεία παραδοχή της, ότι "ο Χ5, ύπαρχος .... αν και υποχρεωμένος .... να αφιερωθεί στην τήρηση της τάξεως....να διευθύνει την εγκατάλειψη του πλοίου...ουδέν εκ των ανωτέρω έπραξε", αλλ' αντιθέτως, καταδεικνύει την αταξία, τη σύγχυση και την ταραχή που επικρατούσε στα ως άνω δύο μέλη του πληρώματος και την έλλειψη συνεννοήσεως μεταξύ των, ενώ η προαναφερθείσα παράλειψη του πλοιάρχου δεν αναιρεί την ευθύνη του Υπάρχου (Χ5), ο οποίος αμέσως, μετά τον κίνδυνο όφειλε να πράξει πάν το καθ'εαυτόν για τη διάσωση των επιβατών, υποχρέωσή του που απορρέει ιδιαίτερα από την διάταξη του άρθρου 37 Π.Δ/τος 683/1960, κατά την οποία "ο Ύπαρχος, εν περιπτώσει κινδύνου, αφιερούται εις την τήρησιν της τάξεως και εις το να αποδοθεί το μεγαλύτερον δυνατόν έργο, δια των μέσων του πλοίου", η οποία (υποχρέωσή του) δεν τηρήθηκε και δεν προϋποθέτει αναγκαίως την προηγουμένη σήμανση γενικού συναγερμού από τον πλοίαρχο. Όφειλε δηλαδή αυτός (Χ5) - παρά την μη σήμανση συναγερμού - να προετοιμάσει τις λέμβους, όπως είχε ενταλθεί, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, από τον Πλοίαρχο, προκειμένου να επιβιβασθούν εις αυτές όλοι οι επιβάτες και αφού βεβαιωθεί ότι τούτο έγινε, τότε να εγκαταλείψει το πλοίο. Η έλλειψη οργανώσεως και συντονισμού δεν τον απαλλάσσει οποιασδήποτε ποινικής ευθύνης, αφού και από τη συγκλίνουσα αμέλεια αυτού, όπως στην πληττομένη απόφαση εκτίθεται, επήλθε ο θάνατος 80 επιβατών και η σωματική βλάβη 67 εξ αυτών. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, τόσον των ανθρωποκτονιών από αμέλεια και των σωματικών βλαβών από αμέλεια όσον και της εκθέσεως, που, όπως έχει αναφερθεί, είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και αρκεί να δημιουργείται ενδεχόμενος κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται "πόσοι" ή "ποίοι" εκ των επιβαινόντων δεν κατόρθωσαν να επιβιβασθούν σε λέμβους, ή αν οι λέμβοι και πόσες δεν κατέστη δυνατόν να καθαιρεθούν και πόσοι επιβάτες τραυματίστηκαν ή απώλεσαν τη ζωή του, υπέστησαν τούτο, λόγω μη διανομής σωσιβίων ή μη επιβιβάσεώς των σε λέμβους και όχι σε άλλη αιτία. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται, εάν και ποίος ναυαγός έφερε σωσίβιο ή εάν είχε εφοδιαστεί με τέτοιο και τούτο δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις, συνεπεία κάποιου ελαττώματος, αρκούσης της αιτιολογίας που αναφέρεται τόσο στο γενικό σκεπτικό όσο και στο ειδικό που αφορά στις συγκεκριμένες πράξεις. Προσθέτως, η προσβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί ότι το πλοίο είχε εφοδιασθεί με σωσίβιες λέμβους συνολικής χωρητικότητος 679 ατόμων, με 26 σωσίβιες πνευστές σχεδίες, χωρητικότητος 25 ατόμων η κάθε μία και συνολικώς (25 Χ 26) 650 ατόμων και με 1.743 ατομικά σωσίβια, δηλαδή πολύ περισσότερα έναντι των απαιτουμένων (1.210), δεν αντιφάσκει, δεχομένη περαιτέρω, ότι ο εν λόγω αναιρεσείων πραγματοποίησε τον ανωτέρω πλού χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι τα σωστικά μέσα ήταν επαρκή και σε ετοιμότητα (αφού πολλά είχαν φθαρεί, άλλα εστερούντο εξοπλισμού σημάνσεως), γιατί οι επιβάτες, στους οποίους δεν είχε γίνει καμμία επίδειξη προηγουμένως περί της χρήσεως των σωστικών μέσων, δεν εγνώριζαν ποία είναι τα μη έχοντα ελάττωμα σωστικά μέσα για να προσφύγουν εις την χρήση αυτών, ο δε αναιρεσείων, εάν εγνώριζε, όπως ισχυρίζεται τα μη έχοντα ελάττωμα, όφειλε, ως υπεύθυνος συντονιστής να καθαιρέσει αυτά, δηλ. τα μη έχοντα ελάττωμα και μάλιστα πριν λάβει κλίση το πλοίο, γιατί τότε κατέστη όχι μόνο προβληματική, αλλά και απαγορευτική η καθαίρεση από την αριστερή πλευρά του πλοίου. Ο ίδιος μάλιστα, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, εγκατέλειψε το πλοίο πριν ολοκληρωθεί η εγκατάλειψη από το σύνολο των επιβατών. Δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως να αναφερθεί εις αυτήν ποίες από τις αριθμημένες λέμβους δεν είχαν συντηρηθεί, πόθεν προέκυψε η μη συντήρησή τους, ποίου τύπου ήταν αυτές, σε τί ακριβώς συνίστατο η έλλειψη, πόσα ήταν τα σωσίβια που εστερούντο εξοπλισμού σημάνσεως και σε ποίους χώρους του πλοίου ευρίσκοντο, αρκούσης της παραδοχής ότι σύμφωνα με το άρθρο 27... Β.Δ/τος 683/1960 και το κεφ. 3 του Εγχειριδίου Ασφαλούς Διαχείρισης (ΕΑΔ), που είχε εκπονήσει η πλοιοκτήτρια εταιρεία, ήταν υπεύθυνος για την πληρότητα και ετοιμότητα των σωσιβίων λέμβων και όλων γενικά των σωστικών μέσων και παρά το ότι δεν βεβαιώθηκε προ του απόπλου περί της αξιοπιστίας των σωστικών μέσων, πραγματοποίησε τον πλού, με αποτέλεσμα να επέλθει κίνδυνος για τη ζωή των επιβαινόντων μετά την πρόσκρουση του πλοίου και την εγκατάλειψη τούτου απ' αυτόν. Περαιτέρω, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκθέσεως, όπως έχει προαναφερθεί, δεν απαιτείται και η πραγμάτωση του κινδύνου, με την έννοια της επελεύσεως της βλάβης της ζωής ή της υγείας του παθόντος, αρκούσης της διακινδύνευσης της ζωής ή της υγείας (του παθόντος), ορθώς κατεδικάσθη ο εν λόγω αναιρεσείων για το έγκλημα της εκθέσεως 452 (και όχι 453 όπως ο ίδιος ισχυρίζεται) επιβατών και δεν υπάρχει αντίφαση εις την απόφαση από τις παραδοχές της 1) ότι μερικοί εξ αυτών επιβιβάστηκαν στα σωστικά μέσα και διασώθηκαν και 2) ο ίδιος εγκατέλειψε προώρως το πλοίο. Τέλος, η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία και ως προς τον ενδεχόμενο δόλο αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της έκθεσης καθώς και την εγκατάλειψη του πλοίου, χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος (Χ3) περί αναιτιολόγητης απορρίψεως του, περί πραγματικής πλάνης, ισχυρισμού αυτού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, γιατί, τα επικαλούμενα, προς θεμελίωση αυτής πραγματικά περιστατικά: "όταν εγκατέλειψε το πλοίο με τη λέμβο Νο 5, ήδη το κατάστρωμα επιβιβάσεως του πλοίου είχε βυθισθεί στη θάλασσα και ουδεμία δυνατότητα ασφαλούς κινήσεως ανθρώπων υφίστατο επί του πλοίου, έτσι, ώστε δικαιολογημένα αγνοούσε εάν υπήρχαν επιβάτες επί του πλοίου, πιστεύοντας ότι αυτοί ήδη το είχαν εγκαταλείψει", συνιστούν αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και δεν είναι ικανά να συγκροτήσουν τον αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης και το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να δικαιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Άλλωστε, ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη εκ του πράγματος. Εντεύθεν, οι λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 27, 28, 312, 314 και 306 Π.Κ. (άρθρ. 510 παρ. 1Δ' Κ.Π.Δ.), πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τους λόγους αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και του προσθέτου δικογράφου, πρέπει η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί ο πιο πάνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) καθώς και στη δικαστική διάταξη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 5. Επί της από 19 Ιουλίου 2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ3. Για τον εν λόγω αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, πέραν των άνω γενικών παραδοχών, η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε - όσον αφορά εις τις αξιόποινες πράξεις της έκθεσης (άρθρο 306 Π.Κ.) από ενδεχόμενο δόλο και της εγκατάλειψης κινδυνεύοντος πλοίου, χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω - και τα επόμενα: Ότι αυτός (όπως και ο συγκατηγορούμενός του Χ5, Ύπαρχος) άφησε αβοήθητα πρόσωπα του πλοίου που είχε υποχρέωση να μεταφέρει, το δε αποτέλεσμα αυτό το προέβλεψε, ως ενδεχόμενο, ως δυνατή δηλαδή συνέπεια της πράξεώς του και έπραξε, έστω και εάν επέλθει αυτό και πιο συγκεκριμένα μετά την πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες "....." και την περιέλευση των επιβατών σε κατάσταση αβοήθητη, μολονότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, να προσφέρει την βοήθειά του και ιδιαίτερα να επιμεληθεί της ρίψεως σωστικών σχεδιών, σύμφωνα με τον πίνακα διαίρεσης, δεν το έπραξε, αλλ' εγκατέλειψε πρόωρα το πλοίο, επιβιβασθείς στη Νο2 λέμβο, προκειμένου να σώσει τον εαυτό του και να αποφύγει ενδεχόμενο κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει η ζωή 452 επιβατών. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όσον αφορά εις τον πιο πάνω αναιρεσείοντα και σε σχέση με την αξιόποινη πράξη της έκθεσης διέλαβε, την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος της έκθεσης, για το οποίο καταδικάστηκε ο εν λόγω αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ως άνω ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη του άρθρου 306 Π.Κ., την οποίαν ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποίαν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα: Η απόφαση (σε σχέση με το έγκλημα της έκθεσης, υπό την δεύτερη μορφή της, που συντελείται, όταν ο δράστης αφήνει αβοήθητο πρόσωπο, δηλαδή δεν παύει ή δεν εξουδετερώνει τον κίνδυνο που απειλεί το πρόσωπο που έχει στην προστασία του ή που έχει την υποχρέωση μεταφοράς του), δεχομένη ότι από την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του εν λόγω αναιρεσείοντος περιήλθαν σε κατάσταση κινδύνου 452 επιβάτες, δεν καθίσταται αντιφατική, ως προς την αιτιολογία της, ώστε εντεύθεν να στερείται νομίμου βάσεως, εκ του ότι σε άλλο σημείο της αναφέρει ότι μερικοί εκ των επιβατών αυτών επιβιβάστηκαν σε λέμβο μαζί με αυτόν (αναιρεσείοντα), γιατί η κατάσταση κινδύνου, για τη ζωή ή την υγεία των επιβατών, δημιουργήθηκε για το σύνολο αυτών, μη εξαιρουμένων των διασωθέντων και ορθώς εκρίθη ένοχος για έκθεση 452 επιβατών. Επίσης ουδεμία αντίφαση δημιουργείται, που να καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου ποινικής διατάξεως του άρθρου 306 Π.Κ. και που να στερεί την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ της παραδοχής ότι ο πιο πάνω αναιρεσείων "έφθασε στη γέφυρα 12 λεπτά μετά την πρόσκρουση" και των περαιτέρω δεκτών γενομένων ότι η "λέμβος -στην οποία επέβη και ο ίδιος- καθαιρέθηκε και απέπλευσε περί τα 10-14 λεπτά μετά την πρόσκρουση", γιατί, η όποια, κατ' ελάχιστα λεπτά χρονική απόκλιση μεταξύ των ως άνω ενεργειών του αναιρεσείοντος και αληθής υποτιθεμένη, είναι άνευ έννομης επιρροής. Περαιτέρω, από τις εν γένει παραδοχές της αποφάσεως, πλήρως αιτιολογείται ο ενδεχόμενος δόλος του κατηγορουμένου, αφού τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά προς θεμελίωση αυτού, αποκλείουν τη συνδρομή της ενσυνείδητης αμελείας. Με βάση τα προαναπτυχθέντα οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως (του κυρίου δικογράφου) περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 306 Π.Κ. πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α' Κ.Π.Δ. στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δή είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων εις βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση) είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχειρίσεως αυτού, δηλαδή κυρίως αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση) διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου του διατακτικού, αφ' ενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφ' ετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδικάσεως του ενδίκου μέσου. Η παράβαση της ως άνω διατάξεως συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1Η' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων (Χ3) με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, ζητεί την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως για υπέρβαση εξουσίας και ειδικότερο γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον εκήρυξε ένοχο εγκατάλειψης κινδυνεύοντος πλοίου χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου, μολονότι δεν είχε παραπεμφθεί να δικασθεί για την αξιόποινη αυτή πράξη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο εν λόγω κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για την ως άνω πράξη, χωρίς, όμως, να του επιβληθεί ποινή. Ομοίως και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον έκρινε ένοχο (και της ως άνω πράξεως) αλλά δεν του επέβαλε ποινή. Επομένως, και ανεξαρτήτως του εάν είχε παραπεμφθεί ή όχι προκειμένου να δικασθεί και για την πράξη αυτή, αλυσιτελώς παραπονείται με τον συναφή λόγο αναιρέσεως, ο οποίος εντεύθεν πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. 6. Επί της από 19 Ιουλίου 2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ2. Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει, ότι δικαίωμα για αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, έχει εκείνος που αμέσως υπέστη ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη και όχι εκείνος που εμμέσως ζημιώθηκε από αυτήν. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 Α.Κ., η αξίωση του προηγουμένου άρθρου εν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός εάν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι' αυτήν αγωγή. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 209 Κ.Δ.Ν.Δ., μέλος του πληρώματος εγκαταλείπον άνευ συναινέσεως του πλοιάρχου πλοίον ευρισκόμενον εν κινδύνω τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών. Η ιδιότης του αξιωματικού ασυρμάτου συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Με τη διάταξη αυτή προστατεύεται όχι μόνο η ομαλή και εύρυθμη λειτουργία κάθε είδους πλοίου, είτε τούτο βρίσκεται εν πλώ είτε βρίσκεται στον λιμένα, αλλά και η ασφάλεια των επιβατών του πλοίου που έχει τεθεί σε κίνδυνο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι κατά κατηγορουμένου για παράβαση του άρθρου 209 ΚΔΝΔ, δηλαδή για εγκατάλειψη πλοίου ευρισκομένου σε κίνδυνο από μέλος του πληρώματος χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου, νομιμοποιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, οι διασωθέντες ναυαγοί ως "αμέσως" από την ως άνω αξιόποινη πράξη παθόντες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση κατά του κηρυχθέντος ενόχου για την παράβαση του άρθρου 209 ΚΔΝΔ ασυρματιστή Χ2, παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ως αμέσως, από την αξιόποινη αυτή πράξη παθόντες, οι εις την ως άνω απόφαση αναφερόμενοι ναυαγοί και επιδικάστηκε εις αυτούς χρηματική ικανοποίηση για την πιο πάνω αιτία. Εφόσον, κατά τα προαναπτυχθέντα, οι ναυαγοί, νομιμοποιούνται ενεργητικώς να παραστούν κατά του εν λόγω κατηγορουμένου, ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκ της παραστάσεώς του αυτής δεν δημιουργήθηκε καμμία ακυρότητα και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, (του αναιρεσείοντος Χ2) εκ των άρθρων 510 παρ. 1Α και 171 παρ.2 Κ.Π.Δ., πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από την επισκόπηση της αυτής αποφάσεως προκύπτει ότι, εκτός των αμέσως (διασωθέντων) παθόντων ναυαγών, παρέστησαν, κατά του ιδίου, ως άνω κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης και επιδικάστηκε εις αυτούς τέτοια και συγγενείς των θυμάτων (πνιγέντων) του ναυαγίου. Οι τελευταίοι, όμως, μη όντες αμέσως παθόντες από την ως άνω αξιόποινη πράξη, δεν νομιμοποιούνται σε παράσταση πολιτικής αγωγής, τόσω μάλλον καθόσον η για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αξίωση των αμέσως παθόντων και θανόντων λόγω πνιγμού, δεν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ούτε επεδόθη περί αυτής αγωγής, πράγμα άλλωστε που ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο. Εφόσον δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επεδίκασε και σ' αυτούς (συγγενείς των θυμάτων) χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αν και έπρεπε να απορρίψει αυτή για τον παραπάνω λόγο (έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως), υπερέβη την εξουσία του και πρέπει, κατ' άρθρο 510 παρ. 1Η' Κ.Π.Δ., κατ' ορθή εκτίμηση του συναφούς τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, να αναιρεθεί, κατά το κεφάλαιο τούτο η προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς, όμως, να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση, αφού δεν χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, αλλά να απαλειφθεί απλώς η οικεία διάταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 80/2005). Περαιτέρω, για τον πιο πάνω αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, πέραν των προεκτεθεισών γενικών παραδοχών, η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε και τα επόμενα, ειδικώς γι' αυτόν. Ως μέλος του πληρώματος του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1", εγκατέλειψε, άνευ συναινέσεως του πλοιάρχου το ευρισκόμενο σε κίνδυνο πλοίο, δηλαδή: Μετά την πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες "........." και της εντεύθεν δημιουργηθείσης επικίνδυνης κατάστασης του πλοίου, έχων την ιδιότητα του Ασυρματιστή, εγκατέλειψε το πλοίο, χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου, επιβιβασθείς στη Νο 1 σωσίβια λέμβο. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο πιο πάνω αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ως άνω ουσιαστικού δικαίου ποινική διάταξη (άρθρ. 209 ΚΔΝΔ), την οποίαν ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Παρ' ό,τι δε το αιτιολογικό της αποφάσεως ταυτίζεται με το διατακτικό, εν τούτοις η απόφαση δεν στερείται της ειδικής, κατά τα άνω αιτιολογίας, γιατί το διατακτικό δεν περιέχει τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, αλλά και τα πραγματικά περιστατικά που το συνθέτουν. Εντεύθεν, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (π.χ. δεν απαντώνται πραγματικά περιστατικά που αποδυναμώνουν την κατηγορία και που προκύπτουν από καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα κ.λ.π.) ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Όπως παραπάνω, στην οικεία νομική σκέψη έχει αναπτυχθεί, η αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβληθέντες από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς, όπως είναι και ο περί πραγματικής πλάνης τοιούτος, εφόσον αυτοί έχουν προταθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος για να κρίνει, εάν ορθώς ή όχι έχει απορριφθεί από το δικαστήριο της ουσίας κάποιος αυτοτελής ισχυρισμός, πρέπει, στον διατυπούμενο λόγο αναιρέσεως, να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, όπως προεβλήθη στο δικαστήριο της ουσίας, για να μπορέσει (ο Άρειος Πάγος) να κρίνει επί του βασίμου ή μη του λόγου αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων (Χ2) με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1Η' Κ.Π.Δ.), γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν απήντησε στον, με λόγο εφέσεως, επαναφερθέντα αυτοτελή αυτού ισχυρισμό, περί πραγματικής πλάνης, τον οποίον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όπως διατυπώνεται, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος λόγω αόριστης προβολής του, γιατί δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, για να κρίνει το δικαστήριο του Αρείου Πάγου εάν προεβλήθη κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οπότε μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση είχε υποχρέωση το Εφετείο να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό και να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. 7. Επί των από: 10 Ιουλίου 2007, 20 Ιουλίου 2007 δύο αιτήσεων αναιρέσεως των Χ6 και του από 12 Οκτωβρίου 2007 προσθέτου λόγου αυτού, καθώς και της από 10 Ιουλίου 2007 αιτήσεως και 12 Οκτωβρίου 2007 προσθέτου λόγου του αναιρεσείοντος Χ7. Για τους πιο πάνω αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, πέραν των προεκτεθεισών γενικών παραδοχών, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε και τα επόμενα: Ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία : "..........." στον Πειραιά την 26.9.2000, με μία πράξη τέλεσαν περισσότερα του ενός εγκλήματα και ειδικότερα ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο εξέθεσαν άλλους και έτσι τους κατέστησαν αβοήθητους και συγκεκριμένα, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από τις διατάξεις του 3051/1998 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση της ασφάλειας των επιβατών οχηματαγωγών πλοίων και πιο συγκεκριμένα ενώ: α) από το άρθρο 4 και 1.1.2. του εν λόγω Κανονισμού όλες οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είναι υποχρεωμένες να συμμορφούνται προς όλες τις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού (ISM), β) από το άρθρο 3 παρ. 2 του παραρτήματος του ανωτέρω Κανονισμού, η πλοιοκτήτρια εταιρεία θα πρέπει να ελέγχει όλες τις εργασίες που επηρεάζουν την ασφάλεια, αυτοί τυγχάνοντες νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με δικαίωμα υπογραφής και επί πλέον μέλος και της διοικούσας επιτροπής της "....." ο Χ7, μολονότι γνώριζαν, ότι, με τη μη συμμόρφωση στις υποχρεώσεις τους αυτές, είναι δυνατόν να περιέλθουν οι επιβαίνοντες του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "Ζ1" σε κατάσταση αβοήθητη, δηλαδή σε κατάσταση ενδεχομένου κινδύνου, εν τούτοις αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο αυτό (αν και δεν το επιθυμούσαν, ελπίζοντας ότι δεν θα επέλθει), αφού τελικώς επέτρεψαν τον πλού του πλοίου αυτού, ενώ κατά την κρίσιμη εν λόγω χρονική στιγμή δεν απώθησαν από τη συνείδησή τους την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψαν και εντεύθεν το επιδοκίμασαν. Τελικώς αυτός ο κίνδυνος πραγματώθηκε με την πρόσκρουσή του την ίδια ημέρα στη βόρεια από τις βραχονησίδες "........" της ......, με αποτέλεσμα οι 453 επιβάτες του πλοίου "Ζ1", που βυθίστηκε, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, αφαιρουμένων των 80 θανόντων και του συνολικού αριθμού των 533 επιβαινόντων να περιέλθουν σε κατάσταση αβοήθητη. Συγκεκριμένα: α) δεν μερίμνησαν να αντικαταστήσουν τα παλαιά ατομικά σωσίβια, που έχουν υποστεί φθορές, λόγω παλαιότητας, δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός εξ αυτών ήταν από την κατά το έτος 1960 ναυπήγηση του πλοίου στη Γαλλία, με αποτέλεσμα κατά τη χρήση τους να αποκόπτονται οι ιμάντες προσδέσεως και να διαρρηγνύονται και β) δεν είχαν εφοδιάσει το πλοίο με κασέτες επίδειξης χρήσης των σωστικών μέσων και εγκατάλειψης του πλοίου, παρ' ότι τους είχε ζητηθεί από τον πλοίαρχο επανειλημμένως και αυτοί εκώφευσαν. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση όσον αφορά εις τους ανωτέρω αναιρεσείοντες, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκαν οι πιο πάνω αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση του οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ως άνω ουσιαστικού δικαίου ποινικές διατάξεις των άρθρων 306 και 27 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα: Είναι δυνατή η δια της παραλείψεως τέλεση της α' υπαλλαγής του άρθρου 306 παρ. 1 Π.Κ. υπό τους όρους, όμως, του άρθρου 15 Π.Κ., τους οποίους πλήρως αναφέρει η προσβαλλομένη απόφαση. Ως κίνητρο, για την επιδοκιμασία που απαιτεί για την πραγμάτων του υποκειμενικού στοιχείου η διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1β', που αναφέρεται στον ενδεχόμενο δόλο, είναι αναμφισβήτητα η "οικονομική ιδιοτέλεια" που αναφέρει η απόφαση, αφού αυτοί, αποβλέποντες αποκλειστικώς στην επίτευξη μεγαλύτερου κέρδους, προέβησαν σε εκτεταμένες επισκευές του ξενοδοχειακού εξοπλισμού του πλοίου και αδιαφόρησαν να προβούν σε δαπάνη πλήρους αποκαταστάσεως όλων των παλαιών σωσιβίων με νέα σύγχρονα και λειτουργικά, αποδεχόμενοι τον εντεύθεν κίνδυνο με το να επιτρέψουν τον απόπλου του πλοίου, έχοντος τις ελλείψεις που στην απόφαση λεπτομερώς αναφέρονται. Περαιτέρω η απόφαση ομιλούσα για την "κατάσταση ενδεχομένου κινδύνου", αναφέρεται στην προκύπτουσα διακινδύνευση και δεν απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού η πραγμάτωση της βλάβης της ζωής ή της υγείας, που μπορεί να εμπίπτει στην παρ. 2 του άρθρου 306 Π.Κ. ή, συντρέχοντος του στοιχείου του δόλου, να αποτελεί, ενδεχομένως, στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως σωματικής βλάβης ή ανθρωποκτονίας τετελεσμένης ή σε απόπειρα. Περαιτέρω, υπήρξε διακινδύνευση για οποιονδήποτε από τους επιβάτες του πλοίου, αφού δεν είναι απαραίτητη η πραγμάτωση του κινδύνου και οποιοσδήποτε από τους επιβάτες ήταν "εν δυνάμει" χρήστης των ελαττωματικών σωσιβίων που διατηρούσαν στο πλοίο οι εν λόγω αναιρεσείοντες. Δηλαδή η "αβοήθητη" θέση των επιβατών έγινε από την στιγμή που επετράπη ο απόπλους του πλοίου, φέροντος τις πιο πάνω ελλείψεις, για την αντικατάσταση των οποίων υπεύθυνοι ήταν οι εδώ αναιρεσείοντες, κατά τα αναλυτικώς εις το σκεπτικό της αποφάσεως διαλαμβανόμενα. Δεν προκύπτει δε αντίφαση εκ του γεγονότος, ότι δεν κηρύχθηκαν ένοχοι οι πιο πάνω κατηγορούμενοι και για την έκθεση 80 ακόμη επιβατών και δη των 80 πνιγέντων, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες αυτοί. Η παραδοχή της αποφάσεως, ότι ο κίνδυνος πραγματώθηκε με την πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες ".......", με αποτέλεσμα 453 επιβάτες να περιέλθουν σε κατάσταση αβοήθητη, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της αυτής αποφάσεως περί δημιουργίας ενδεχομένου κινδύνου των επιβατών από τις προεκτεθείσες παραλείψεις των αναιρεσειόντων, η ευθύνη των οποίων, για τη συγκεκριμένη πράξη, για την οποίαν κρίθηκαν ένοχοι δεν αποκρούεται από την ευθύνη άλλων συγκατηγορουμένων τους, όπως στην οικεία θέση της αποφάσεως, αναλύεται. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται πόσα ήταν τα ελαττωματικά σωσίβια και ποία δαπάνη απαιτείτο για την αγορά αυτών καθώς και για την προμήθεια της βιντεοκασέτας και δεν καθίσταται αντιφατική η αιτιολογία της αποφάσεως εκ του ότι στο πλοίο υπήρχαν 523 ατομικά σωσίβια, περισσότερα από όσα προβλέπει ο νόμος με την περαιτέρω παραδοχή ότι οι εν λόγω αναιρεσείοντες απέφυγαν να αντικαταστήσουν ορισμένα παλαιού τύπου εξ αυτών, το κόστος των οποίων ήταν μηδαμινό. Περαιτέρω, η παράλληλη ευθύνη του Υπάρχου Χ5 για την καλή συντήρηση, ασφάλεια και ευπρέπεια του πλοίου, δεν αναιρεί την δική τους ευθύνη και δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο. Προσθέτως, πλήρως αιτιολογείται πόθεν πηγάζει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των αναιρεσειόντων (Π.Δ. 363/1984 Κανονισμός Συναγερμού και γυμνασίων - διαταγές ΥΕΝ σε σχέση με τα πιστοποιητικά ασφαλείας του πλοίου .........., ανεξαρτήτως του ότι αυτή (ιδιαίτερη νομική υποχρέωση) προκύπτει και από μόνη την ιδιότητά τους - ΑΠ 1936/2002) χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται και ποίες ενέργειες προβλέπονται γι' αυτούς σε σχέση με τα σωστικά μέσα, ενώ η ευθύνη τους, λόγω της προεκτεθείσης ιδιότητος αυτών, παραμένει ακεραία, παρά την ύπαρξη "εξουσιοδοτημένου προσώπου", στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβάνονται η παρακολούθηση των θεμάτων λειτουργίας κάθε πλοίου που αφορά στην ασφάλεια και την πρόληψη της ρύπανσης και η εξασφάλιση παροχής των απαραίτητων μέσων και η υποστήριξη ξηράς. Ακόμη, η απόφαση δεν στερείται αιτιολογίας ούτε περιέχει κάποια αντίφαση, που να καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 306 Π.Κ., εκ του ότι στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, κρίνει ότι υφίστατο νομική υποχρέωση της πλοιοκτήτριας εταιρείας για παροχή βιντεοκασέτας προς επίδειξη της χρήσεως, στους επιβάτες, των σωστικών μέσων και εγκατάλειψης του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, ενώ στη μείζονα πρόταση του αυτού συλλογισμού δεν είχε περιληφθεί η παράλειψη αυτή ως αιτία προκλήσεως της εκθέσεως των επιβατών. Και τούτο διότι η φερομένη από τους αναιρεσείοντες, ως αντίφαση ανάγεται σε αντίφαση νομικής ερμηνείας και μόνο. Άλλως τε και η παράλειψη αυτή αν θεωρηθεί ελλείπουσα, αρκούν για την ποινική ευθύνη των αναιρεσειόντων οι λοιπές παραλείψεις. Επίσης η απόφαση δεν περιέχει ασάφεια που να την καθιστά, ως στερουμένην αιτιολογίας, εκ του ότι δεν αναφέρεται εις αυτήν πόσες φορές ο πλοίαρχος είχε οχλήσει την πλοιοκτήτρια εταιρεία για την αποστολή βιντεοκασέτας προς επίδειξη χρήσεως των σωστικών μέσων και εγκαταλείψεως του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, πότε έλαβαν χώρα οι οχλήσεις αυτές και με ποίον τρόπο, αρκούσης της ανέλεγκτης παραδοχής ότι ο πλοίαρχος "με πολλές οχλήσεις είχε ζητήσει από την εταιρεία την αποστολή βιντεοκασέτας". Προσθέτως η απόφαση δεν στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι δεν αναφέρει: α) τον αριθμό των σωσιβίων που εμφάνιζαν σημάδια φυσιολογικής φθοράς, β) ποία ήταν τα σημάδια της φυσιολογικής αυτής φθοράς και γ) ποίος ήταν ο αριθμός των σωσιβίων γαλλικού τύπου που παρουσίαζαν προβλήματα αποκοπής ή αποξήλωσης της ζώνης προσδέσεως, δ) σε τί συνίστατο η μειωμένη αντωτική ικανότητα και πώς έγινε αυτή αντιληπτή από τους επιβάτες, ε) ποίο ήταν το υλικό των σωσιβίων από το οποίο τραυματίστηκαν οι χρησιμοποιήσαντες αυτά επιβάτες, στ) πώς και αν προκαλείται κίνδυνος, κατ' άρθρο 306 Π.Κ., από το υλικό αυτό, ζ) τις συνθήκες αποθήκευσης, τον τόπο και τον τρόπο αποθήκευσης των σωσιβίων και η) τον χρόνο εντός του οποίου έπρεπε να γίνονται έλεγχοι περί της καταστάσεως των σωσιβίων και με βάση ποιό κανονισμό, από ποίον έπρεπε οι έλεγχοι αυτοί να γίνονται και γιατί οι διενεργηθέντες έλεγχοι ήταν αναποτελεσματικοί, θ) πόθεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες ήλεγξαν προσωπικά το πλοίο προ εξαμήνου, ι) ποίοι από τους υπαλλήλους ήλεγξαν προσωπικά το πλοίο, ια) το είδος του ελέγχου, τα αποτελέσματα αυτού, εάν συντάχθηκε έκθεση ή πόρισμα και εάν ενημερώθηκαν οι πιο πάνω αναιρεσείοντες, ιβ) πότε οι ίδιοι απασχολήθηκαν με την κατάσταση του πλοίου και από ποιά απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας γνώριζαν τις ελλείψεις των σωστικών μέσων και ιγ) πώς εκδηλώθηκε και από ποιά στοιχεία προκύπτει η δική τους παρέμβαση για να ταξιδέψει το πλοίο, παρά τις ελλείψεις που είχε, γιατί τέτοιες παραδοχές θα ήταν απλώς πλεοναστικές και περιττές, ενόψει των όσον αναπτύσσονται στο εκτενές σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που έχει προπαρατεθεί. Περαιτέρω, εκ του ότι δεν κηρύχθηκαν οι αναιρεσείοντες ένοχοι εκθέσεως και για τους 80 θανόντες επιβάτες, αλλά ένοχοι για τους 452 διασωθέντες, η αιτιολογία της αποφάσεως δεν καθίσταται ασαφής ή αντιφατική. Άλλως τε, αφού οι αναιρεσείοντες αυτοί καταδικάστηκαν για έκθεση εις βάρος 452 επιβατών, χωρίς έννομο συμφέρον επικαλούνται το γεγονός της μη καταδίκης των για έκθεση και για τους 80 θανόντες. Το έγκλημα της εκθέσεως και υπό τις δύο μορφές του, τιμωρείται μόνον εκ δόλου τελούμενο (αρκούντος και του ενδεχομένου), όχι δε και εξ αμελείας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ως άνω δύο αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών καθένας τους για έκθεση σε κίνδυνο για κάθε ένα από τους 452 επιβάτες του πλοίου και καταγνώστηκε (σε καθένα τους) συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, έξι (6) μηνών και δύο (2) ημερών, μετά τη γενομένη προσαύξηση της ποινής βάσεως. Είναι γεγονός ότι στο διατακτικό της αποφάσεως που καθορίζει τη συνολική ποινή αναφέρεται ότι : "Καθορίζει συνολική εκτιτέα ποινή για την Χ6 και Χ7 δύο (2) ετών, έξι (6) μηνών και δύο (2) ημερών, που αποτελείται από τη μία εκ των 452 ισόχρονων συντρεχουσών ποινών των έξι (6) μηνών, που επιβλήθηκαν ανωτέρω για την πράξη της έκθεση 452 επιβατών σελ. 130 - 136 σε κίνδυνο "κατά συρροή από αμέλεια" επαυξημένη κλπ. Η αναφορά ως μορφής υπαιτιότητας της αμέλειας οφείλεται σε προφανή παραδρομή, αφού τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως αναφέρεται ορθώς η εκ προθέσεως τέλεση της πράξεως. Εντεύθεν δεν μπορεί να γίνει λόγος για εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 306 ΠΚ. Ομοίως, εκ του ότι οι πιο πάνω αναιρεσείοντες δεν καταδικάστηκαν για θανατηφόρο έκθεση (για τους 80 πνιγέντες επιβαίνοντες) (έγκλημα εκ του αποτελέσματος), δεν σημαίνει ότι δεν τέλεσαν το έγκλημα της έκθεσης σε κίνδυνο των λοιπών 453 διασωθέντων επιβατών μηδεμιάς αντιφάσεως εντεύθεν δημιουργουμένης. Επίσης ουδεμία αντίφαση ή ασάφεια δημιουργείται εκ του ότι οι εν λόγω αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν για έκθεση σε κίνδυνο 452 επιβατών του πλοίου ενώ αλλαχού γίνεται αναφορά ότι οι εκτεθέντες σε κίνδυνο επιβάτες είναι 453, (αληθώς παθόντες), γιατί η διαφοροποίηση αυτή, οφειλομένη σε προφανή παραδρομή, δεν επηρέασε την ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων Χ6 και Χ7, οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει καταδικάστηκαν για μικρότερο (κατά ένα) αριθμό παθόντων. Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως τόσον του κυρίου δικογράφου, όσο και των προσθέτων δικογράφων, αμφοτέρων των αναιρεσειόντων (Χ6 και Χ7) περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ) και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 27 και 306 ΠΚ (άρθρο 510 παρ.1 Ε ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τους λόγους αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Από τη διάταξη του άρθρου 211 Α ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου προκύπτει, ότι δεν απαγορεύεται εξέταση (απολογία) ή μαρτυρική κατάθεση του συγκατηγορουμένου ή των συγκατηγορουμένων για την ίδια πράξη αλλά μόνον η αξιοποίηση της κατάθεσης ή απολογίας για την καταδίκη που να στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες Χ6 και Χ7, με τον ταυτόσημο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, προβάλλουν και την ειδικότερη αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, γιατί η καταδίκη αυτών στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην κατάθεση του συγκατηγορουμένου των Χ1 που εδόθη ενώπιον του ΑΣΝΑ, ο οποίος προσπάθησε να απενοχοποιήσει τον εαυτόν του και να ελαφρύνει τη θέση του, ρίπτοντας τις ευθύνες εις αυτούς. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των πρακτικών αυτής, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση περί ενοχής των ως άνω αναιρεσειόντων για την αξιόποινη πράξη της έκθεσης, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει και όχι μόνο και αποκλειστικώς κατάθεση του συγκατηγορουμένου τους Χ1 ενώπιον του ΑΣΝΑ, όπως αβασίμως οι άνω αναιρεσείοντες παραπονούνται. Επομένως, η συναφής αιτίαση αμφοτέρων των αιτήσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Σε περίπτωση τελέσεως του εγκλήματος κατά συναυτουργία (άρθρ. 45 Π.Κ.) για την αιτιολόγηση της αποφάσεως αρκεί να αναφέρονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στην καταδικαστική απόφαση η διακεκριμένη συμμετοχική δράση του καθενός συναυτουργού με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένες υλικές ενέργειες. Στην εξεταζομένη περίπτωση οι πιο πάνω αναιρεσείοντες (Χ6 και Χ7), όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν καταδικάστηκαν, ως από κοινού τελέσαντες την αξιόποινη πράξη της έκθεσης και επομένως η ειδικότερη αιτίαση αμφοτέρων των άνω αναιρεσειόντων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως λόγω μη αναφοράς του τρόπου, του βαθμού της εκτάσεως και της διάρκειας της συμμετοχής ενός εκάστου εξ αυτών, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη προεχόντως γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 128 παρ.1, 129 και 32 παρ.1, 2 ΚΠΔ, σαφώς προκύπτει, ότι μπορεί να παρίσταται και δεύτερος Εισαγγελέας στο Εφετείο που δικάσει συναφή αδικήματα και αν ακόμη ένα τούτων είναι πλημμέλημα και μόνο γι' αυτό κατηγορείται ένας των κατηγορουμένων. Ο δεύτερος δε Εισαγγελέας έχει ελευθερία γνώμης και δικαιούται να αγορεύει και να εκφράζει και αντίθετη ακόμη γνώμη από τον πρώτο Εισαγγελέα. Στην προκειμένη περίπτωση οι προαναφερθέντες αναιρεσείοντες με τον συναφή λόγο του προσθέτου δικογράφου ο καθένας, προτείνουν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, "Α) λόγω ελλείψεως σαφούς, συγκεκριμένης και πλήρους αιτιολογημένης εισαγγελικής προτάσεως επί της κατηγορίας της απλής εκθέσεως κατά συρροή" και "Β) λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου", ως εκ της συμμετοχής και δευτέρου εισαγγελέως κατά παράβαση του άρθρου 32 Κ.Π.Δ., μολονότι αυτοί κατηγορούνται για το πλημμέλημα της εκθέσεως, κατά συρροή (άρθρο 306 παρ.1α Π.Κ). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, ως αβάσιμος και δη, κατά το πρώτο σκέλος του γιατί η αντίθετη πρόταση του δεύτερου (αναπληρωτή) Εισαγγελέως προς την πρόταση του τακτικού Εισαγγελέως, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, ο οποίος (λόγος αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 510 παρ.1Α' Κ.Π.Δ.) δημιουργείται, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ.1, 138 παρ.2 και 3, 171 παρ.1 β και 369 παρ. 1 Κ.Π.Δ. μόνον όταν δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του σχετικά με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση και για την ποινή. Κατά το δεύτερο σκέλος του, ο αυτός λόγος είναι απορριπτέος, γιατί η παράσταση δύο Εισαγγελέων στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Πενταμελούς Εφετείου) εκρίθη αναγκαία, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 32 παρ.2 Κ.Π.Δ., λόγω του ότι η βασική κατηγορία του άρθρου 291 παρ.1γ ΠΚ ήταν σε βαθμό κακουργήματος, αναγκαίως δε ο αναπληρωτής Εισαγγελέας παρέστη και για το συναφές πλημμέλημα της έκθεσης (άρθρ. 306 παρ.1α ΠΚ) για το οποίο κατηγορούνται οι προανα-φερθέντες δύο αναιρεσείοντες. Απορριπτομένων όλων τωνλόγων αναιρέσεως τόσον των κυρίων όσο και των προσθέτων δικογράφων των εν λόγω αναιρεσειόντων, οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1 και μόνον ως προς τον λόγο της περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 28, 94 § 1, 302, 314 σε συνδυασμό με άρθρο 291§1γ' Π.Κ, προς επίλυση του νομικού ζητήματος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσης. Απορρίπτει την ως άνω αίτηση κατά τα λοιπά. Δέχεται την από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ2. Αναιρεί την υπ' αριθμ. 349/2006, 183/2007, 185/2007 και 242/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς μόνο καθό μέρος υποχρεώθηκε ο εν λόγω αναιρεσείων να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης στους παρακάτω και διατάσσει την απάλειψη της σχετικής διάταξης: 1) Ψ83, 2) Ψ58 3) Ψ3, 4) Ψ78, 5) Ψ56, 6) Ψ63, 7) Ψ49, 8) Ψ36 , 9) Ψ13 , 10) Ψ75, 11) Ψ64 12) Ψ101 13) Ψ10 14) Ψ87 15) Ψ16 , 16) Ψ57 , 17) Ψ5, 18) Ψ39 19) Ψ17, 20) Ψ95 , 21) Ψ62, 22) Ψ19 , 23) Ψ90 , 24) Ψ54, 25) Ψ100, 26) Ψ60 27) Ψ94, 28) Ψ30 , 29) Ψ73 , 30) Ψ81 , 31) Ψ9α, 32) Ψ9, 33) Ψ34 , 34) Ψ26, 35) Ψ70, 36) Ψ4 37) Ψ87 38) Ψ65, 39) Ψ76, 40) Ψ99, 41) Ψ82 , 42) Ψ59 , 43) Ψ86, 44) Ψ71 και 45) Ψ15. Απορρίπτει την ως άνω αίτηση κατά τα λοιπά. Απορρίπτει την από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ3 καθώς και τον από 30 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετο λόγο. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα αυτόν στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων: Α) 1) Ψ57, 2) Ψ87, 3) Ψ16, 4) Ψ101 5) Ψ10, 6) Ψ64 7) Ψ36, 8) Ψ13, 9) Ψ75, 10) Ψ63 , 11) Ψ49 , 12) Ψ55, 13) Ψ74, και 14) Ψ61 εκ 500 ευρώ. Β) Ψ83 εκ 500 ευρώ, Γ) Ψ11 εκ 500 ευρώ, Δ) 1) Ψ39 , 2) Ψ5, 3) Ψ95 , 4)Ψ6 και 5)Ψ66 εκ 500 ευρώ. Ε) Ψ21 εκ 500 ευρώ, Στ) Ψ86 εκ 500 ευρώ, Ζ) 1) Ψ71 και 2) Ψ85 εκ 500 ευρώ, Η) Ψ83 εκ 500 ευρώ. Θ) 1) Ψ14 2) Ψ20 , 3) Ψ32 4) Ψ33, 5) Ψ446) Ψ60, 7) Ψ68, 8) Ψ97 και 9) Ψ98 εκ 500 ευρώ. Απορρίπτει την από 20 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ4 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 349/2006, 183/2007, 185/2007 και 242/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα αυτόν στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων: Α) 1) Ψ57, 2) Ψ87, 3) Ψ16, 4) Ψ101 5) Ψ10 6) Ψ64 7) Ψ36 , 8) Ψ13, 9)Ψ75, 10) Ψ63 , 11) Ψ49 , 12) Ψ55, 13)Ψ74, και 14) Ψ61 εκ 500 ευρώ. Β) Ψ83 εκ 500 ευρώ, Γ) Ψ11 εκ 500 ευρώ, Δ) 1)Ψ39, 2) Ψ5, 3) Ψ95, 4) Ψ6 και 5) Ψ66 εκ 500 ευρώ. Ε) Ψ21 εκ 500 ευρώ, Στ) Ψ86 εκ 500 ευρώ, Ζ) 1) Ψ71 και 2) Ψ85 εκ 500 ευρώ, Η) Ψ83 εκ 500 ευρώ. Θ) 1) Ψ14 . 2) Ψ20 , 3) Ψ32 4) Ψ33, 5) Ψ44, 6) Ψ60 , 7) Ψ68 , 8) Ψ97 και 9) Ψ98 εκ 500 ευρώ. Απορρίπτει την από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ5 και τον από 30 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετο λόγο για αναίρεση της αυτής πιο πάνω αποφάσεως. Και Καταδικάζει τον εν λόγω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων: Α) 1) Ψ57, 2) Ψ87, 3) Ψ16, 4) Ψ101 5) Ψ10 6) Ψ64, 7) Ψ36 8) Ψ13, 9) Ψ75, 10) Ψ63, 11) Ψ49, 12) Ψ55, 13) Ψ74 , και 14) Ψ61 εκ 500 ευρώ. Β) Ψ83 εκ 500 ευρώ, Γ) Ψ11 εκ 500 ευρώ, Δ) 1) Ψ39, 2) Ψ5, 3) Ψ95, 4) Ψ6 και 5) Ψ66 εκ 500 ευρώ. Ε) Ψ21 εκ 500 ευρώ, Στ) Ψ86 εκ 500 ευρώ, Ζ) 1) Ψ71 και 2) Ψ85 εκ 500 ευρώ, Η) Ψ83 εκ 500 ευρώ. Θ) 1) Ψ14 2) Ψ20, 3) Ψ32 4) Ψ33, 5) Ψ44, 6) Ψ60, 7) Ψ68, 8) Ψ97 και 9) Ψ98 εκ 500 ευρώ. Απορρίπτει τις από 10 Ιουλίου 2007 δύο αιτήσεις των Χ6 και Χ7, την από 20 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ6 καθώς και τους από 12 Οκτωβρίου 2007 και 30 Οκτωβρίου 2007 τέσσερις προσθέτους λόγους, των αυτών αναιρεσειόντων για αναίρεση της προαναφερθείσης αποφάσεως. Και Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων: Α) 1) Ψ57, 2) Ψ87, 3) Ψ16, 4) Ψ101, 5) Ψ10, 6) Ψ64, 7) Ψ36 , 8) Ψ13 , 9) Ψ75, 10) Ψ63, 11) Ψ49, 12) Ψ55, 13) Ψ74, και 14) Ψ61 εκ 500 ευρώ. Β) Ψ83 εκ 500 ευρώ, Γ) Ψ11 εκ 500 ευρώ, Δ) 1)Ψ39, 2) Ψ5, 3) Ψ95, 4) Ψ6 και 5) Ψ66 εκ 500 ευρώ. Ε) Ψ21 εκ 500 ευρώ, Στ) Ψ86 εκ 500 ευρώ, Ζ) 1) Ψ71 και 2) Ψ85 εκ 500 ευρώ, Η) Ψ83 εκ 500 ευρώ. Θ) 1) Ψ14 2) Ψ20, 3) Ψ32, 4) Ψ33, 5) Ψ44, 6) Ψ60, 7) Ψ68, 8) Ψ97 και 9) Ψ98 εκ 500 ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2008, 21 Μαρτίου 2008, 16 Μαΐου 2008 και 3 Ιουνίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το αναφερόμενο στην αίτηση αναιρέσεως του Β.Γ. ζήτημα, αν μεταξύ των εγκλημάτων της κακουργηματικής διατάραξης της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας με ενδεχόμενο δόλο και των προκληθεισών ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια κατά συρροή υπάρχει πραγματική ή φαινομένη συρροή. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση του Β.Γ. Αναιρεί ως προς τον Δ.Τσ. και μόνο ως προς την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους πολιτικώς ενάγοντες ως κληρονόμους των πνιγέντων. Διατάσσει την απάλειψη της σχετικής διατάξεως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως του Δ.Τσ. Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως των λοιπών.
Συρροή εγκλημάτων
Συρροή εγκλημάτων, Παραπομπή στην Ολομέλεια.
2
Αριθμός 1529/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταλέξη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις- δηλώσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στέφανο Παύλου και Γεώργιο Δημήτραινα, 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Σπήλιο Μούζουλα και 3) Χ3, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πορφύρη, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 42992/07, 43695/07, 43752/07, 43830/07, 43891/07, 43986/07, 44082/07, 44165/07, 44240/07, 44314/07, 44388/07, 44514/07, 44610/07, 44681/07 και 44847/07 αποφάσεων (κύριας και παρεμπιπτουσών) του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ4. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις του (κύριας και παρεμπιπτουσών), διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στις 17 Σεπτεμβρίου 2007, 14 Σεπτεμβρίου 2007 και 19 Σεπτεμβρίου 2007, τρεις χωριστές αιτήσεις-δηλώσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, καθώς και στα από 20 Δεκεμβρίου 2007 και 21 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφα προσθέτων λόγων του πρώτου και δεύτερου των αναιρεσειόντων, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1606/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Οι κρινόμενες από 17/9/2007, 14/9/2007 και 19/9/2007, αιτήσεις-δηλώσεις αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 8178/17-9-2007, 8290/20-9-2007 και 8238/19-9-07, αντίστοιχα) των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 αντίστοιχα, μετά των με ημερομηνία κατάθεσης από 20-12-2007 και 21-12-2007 προσθέτων αυτών λόγων του πρώτου και δευτέρου, επίσης αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά των 42992/07, 43695/07, 43752/07, 43830/07, 43891/07, 43986/07, 44082/07, 44165/07, 44240/07, 44314/07, 44388/07, 44514/07, 44610/07, 44681/07 και 44847/07 καταδικαστικών (κύριας και παρεμπιπτουσών) αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. ΙΙ. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α. ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1 εδ. γ και 5 παρ. 1 περ. Α εδ. δ και παρ. 2 του Ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 1968/1991, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται ένας μόνον πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς τους. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 υπό στοιχ. Β του ίδιου νόμου, όπως οι παρ. 1, 3, 4 αυτού, ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993, και η παρ. 7 μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3327/2005 (ΦΕΚ Α 70/11-3-2005) και την προσθήκη δύο εδαφίων στην παρ. 1 με το άρθρο 2 του ν. 3346/2005, (ΦΕΚ Α 140/17-6-2005), ορίζεται "1. Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση... Στα πρωτοδικεία και εφετεία Αθηνών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης... ορίζονται για μία διετία από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύσουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια... 3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα. Στο πρωτοδικείο α) όλων των προέδρων πρωτοδικών... β) των αρχαιοτέρων πρωτοδικών... γ) όλων των υπολοίπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων... 4. Με βάση τους πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός... 5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι συμπάρεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς... 7. α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης το κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. β. Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αν εμφανισθεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα, αντιστοίχως... 10. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης...". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, προκειμένου για το Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε τουλάχιστον δικαστών, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται νομίμως με κλήρωση με την προεδρία Προέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη και μέλη δύο Πρωτοδίκες. Στην περίπτωση δε κατά την οποία κάποιος από τους δικαστές που κληρώθηκε ως μέλος της συνθέσεως του Δικαστηρίου, κωλύεται για τους αναφερόμενους στη πιο πάνω διάταξη της παρ. 7α λόγους, συγκροτείται με τη συμμετοχή αναπληρωματικών, κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7 περ. α. Η μη τήρηση όμως των διατάξεων αυτών, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 10 του αυτού άρθρου, συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2, ο πρώτος με τους από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ υπό στοιχεία Ι ΒΒ και Ι ΓΓ λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων, ο δεύτερος με τον υπό στοιχείο Α λόγο αναιρέσεως, αντίστοιχα, προβάλλουν τις αιτιάσεις ότι α) υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγράφεται στα πρακτικά, ότι συμμετείχε η πλημμελειοδίκης Μαρία Ελένη Βαργιά "σε αναπλήρωση της πλημμελειοδίκη Μαργαρίτας Στενιώτη, λόγω κωλύματός της, χωρίς να αναγράφεται ποιός από τους τρεις αναφερόμενους στην διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7α του ν. 1756/1988 νόμιμους λόγους συνέτρεξε (ασθένεια, ανυπέρβλητη υπηρεσιακή ή προσωπική ανάγκη). Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ακυρότητα συνεπάγεται, κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 10 του ν. 1756/1988, η μη αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, από τον αναπληρωματικό δικαστή, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης, κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων (των παρ. 2-7 του άρ. 17) και όχι η μη αναφορά στα πρακτικά του συγκεκριμένου λόγου της αντικατάστασης. Στα πρακτικά αρκεί να αναφέρεται ότι αντικατάσταση έγινε από κληρωθέντα αναπληρωματικό δικαστή λόγω κωλύματος του τακτικού, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση του λόγου αντικατάστασης, αφού νόμιμο κώλυμα υφίσταται οποιοσδήποτε και από τους τρεις λόγους συντρέχει από τους αναφερόμενους στην προαναφερθείσα διάταξη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α ΚΠΔ, σχετικός αντίθετος λόγος αναιρέσεως, των συνεκδικαζομένων αιτήσεων για απόλυτη ακυρότητα, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΙΙΙ. Κατά την παράγραφο 8 περ. 1 του άρθρου 17Β' του όπως ισχύει Ν. 1756/1988, ναι μεν, απαγορεύεται να προσδιορισθεί υπόθεση σε δικάσιμο, για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, αλλά, κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται να γίνει τέτοιος προσδιορισμός, αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος Εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στην δικογραφία, κατά δε την παράγραφο 10 του άρθρου τούτου, η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, της διάταξης της παρ. 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 8 παρ. 1 Συντάγματος, 169 παρ. 1, 170 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ' ΚΠΔ συνάγεται, ότι, ναι μεν, δεν στερείται κανένας, χωρίς την θέλησή του, τον δικαστή, που τον ορίζει ο νόμος και από την μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1756/1988 επέρχεται σχετική ακυρότητα, πλην, όμως, προκειμένου για συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής του εγκλήματος, επιτρέπεται η σύντμηση της προθεσμίας κλήτευσης του κατηγορουμένου, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, από τον αρμόδιο εισαγγελέα και με αιτιολογημένη πράξη αυτού, έστω και μετά την κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν στερείται ο κατηγορούμενος, χωρίς την θέλησή του, από τον ορισμένο εκ του νόμου δικαστή του, καίτοι γνωρίζει την σύνθεση του δικαστηρίου αυτός, αφού τούτο δεν συνιστά παράνομη στέρηση του νόμιμου δικαστή, ενώ, ακόμη, δεν παραβιάζεται ο τρόπος εμφάνισης, η υπεράσπιση και η άσκηση των προσηκόντων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον κλητεύεται νομοτύπως να εμφανισθεί και, παρουσιαζόμενος, μπορεί ν' ασκήσει τα υπό του νόμου παρεχόμενα εις τούτον δικαιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και οι τρεις αναιρεσείοντες υποστήριξαν, ότι, για τους αναφερόμενους στην σχετική ένσταση, που ανέπτυξαν προφορικώς και κατέθεσαν εγγράφως, λόγους, η αιτιολογία της εισαγγελικής πράξεως προσδιορισμού δικασίμου για τις 28-6-2007 ήταν ασαφής και αόριστη και δεν νομιμοποιεί την επιλογή της δικασίμου, αφού την εμφανίζει ως επιλογή γνωστής σύνθεσης δικαστηρίου και ζήτησαν να αναγνωρισθεί η κατ' αρ. 17Β παρ. 10 του ν. 1756/88 προκληθείσα ακυρότητα και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, διότι η υπόθεση προσδιορίστηκε να δικασθεί σε ημερομηνία που είχε γίνει ήδη η κλήρωση της σύνθεσής του και, συνεπώς, ήταν γνωστή η σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με προπαρασκευαστική και συμπροσβαλλόμενη (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠΔ) απόφασή του απέρριψε το αίτημα αυτό των αναιρεσειόντων με την αιτιολογία, ότι ο προσδιορισμός δικασίμου για την κρινόμενη υπόθεση έγινε νόμιμα για την σημερινή δικάσιμο, λόγω επικείμενου κινδύνου παραγραφής της πράξεως, για την οποία διώκονται οι κατηγορούμενοι και υπάρχει προς τούτο η από 6-6-2007 αιτιολογημένη πράξη του αρμοδίου Εισαγγελέα. Έτσι, που αποφάνθηκε το προαναφερθέν Δικαστήριο, αφενός μεν, διέλαβε στην παραπάνω προπαρασκευαστική απόφασή του, την, κατά τα προεκτεθέντα, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ, τέλος, με βάση τα προσημειωθέντα, δεν παραβιάσθηκε, ούτε το δικαίωμα προς εμφάνισή των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων ενώπιον του ως άνω ουσιαστικού Δικαστηρίου, ούτε κανένα δικαίωμά τους εκ του νόμου παρεχόμενο σε αυτούς. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες στις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις τους προβάλλουν τις αιτιάσεις, ότι η από 6.6.2007 πράξη του Εισαγγελέα, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο, για τον προσδιορισμό της συγκεκριμένης δικασίμου της 28 Ιουνίου 2007 (μετά την κλήρωση των συνθέσεων), είναι αναιτιολόγητη, διότι, προκειμένου για έγκλημα, που φέρεται ως τελεσθέν κατ' εξακολούθηση, η γενική, αφηρημένη και αόριστη αναφορά, ότι "η πράξη παραγράφεται το έτος 2007", δεν είναι αιτιολογημένη, αφενός, διότι δεν προσδιορίζεται σε ποιά από τις επιμέρους μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αναφέρεται και ποιά συγκεκριμένη ημέρα κινδυνεύει τούτη να παραγραφεί, αφετέρου, διότι δεν προσδιορίζεται σε ποιόν από τους περισσότερους κατηγορουμένους αυτή αφορά. Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι, ενόψει του ότι η εισαγγελική πράξη εκδόθηκε την 6.6.2007, σε συνδυασμό με τη γενόμενη σύντμηση προθεσμίας κλητεύσεως σε οκτώ ημέρες, και ενώ η πρώτη από τις επιμέρους πράξεις, που συγκροτούν το υπό κρίση κατ' εξακολούθηση έγκλημα, φέρεται τελεσθείσα την 22.6.1999, θα έπρεπε, κατ' ανάγκη, να προσδιοριστεί σε ρητή δικάσιμο προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής. Αντ' αυτού, όπως αναφέρουν, επιλέχθηκε η δικάσιμος (και συνεπώς η γνωστή σύνθεση του δικαστηρίου) της 28.6.2007, ενώ η δεύτερη μερικότερη πράξη έχει ως φερόμενο χρόνο τέλεσης της την 15·7· 1999, οπότε δεν αιτιολογήθηκε περαιτέρω γιατί, επιλέχθηκε η δικάσιμος της 28.6.2007 και όχι η επομένη, της 2ας Ιουλίου 2007, για την οποία δεν είχαν γίνει ακόμη οι κληρώσεις των συνθέσεων. Οι πιο πάνω αιτιάσεις, καθόσον αφορούν την έλλειψη αιτιολογίας της προαναφερόμενης πράξεως του εισαγγελέα για τον προσδιορισμό δικασίμου, ως λόγος αναιρέσεως κατά ο άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον τέτοιο λόγο συνιστά η έλλειψη αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και όχι των εισαγγελικών πράξεων. Ως λόγος δε αναίρεσης, λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου, διότι ο προσδιορισμός της υποθέσεως στη συγκεκριμένη δικάσιμο με την πιο πάνω "αναιτιολόγητη", κατά τους αναιρεσείοντες, εισαγγελική πράξη, αφού ο προσδιορισμός αυτός δεν εξυπηρετούσε τον προβαλλόμενο λόγο του κινδύνου παραγραφής, δεν είναι βάσιμος. Τούτο δε, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, τα κατ' εξακολούθηση αποδιδόμενα στους κατηγορουμένους πλημμελήματα παραγράφονταν πράγματι εντός του 2007 (από 22/6/2007 έως 16/9/2007). Επομένως, ο προσδιορισμός έπρεπε κατ' ανάγκη να γίνει στη δικάσιμο, κατά την οποία, κατά την κρίση της εισαγγελίας, ήταν η συντομότερη δυνατή. Είναι δε προφανές ότι κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνει ο προσδιορισμός αυτός πριν από τις 22/6/2007 (ημερομηνία παραγραφής της πρώτης κατ' εξακολούθηση πράξεως). Η έλλειψη αυτής της δυνατότητας δεν συνεπάγεται, όπως εσφαλμένα οι αναιρεσείοντες υπολαμβάνουν, ότι έπρεπε ο προσδιορισμός να γίνει στην πρώτη δικάσιμο του Ιουλίου (2/7/07), ημερομηνία κατά την οποία δεν ήταν γνωστή της σύνθεση του Δικαστηρίου, αφού η επόμενη επιμέρους πράξη παραγραφόταν στις 15/7/2007. Αντίθετα, ενόψει και του ότι αναμενόταν ότι η διαδικασία θα διαρκούσε αρκετές ημέρες (διήρκεσε τελικά από 28/6 έως 20/7/07), ο προσδιορισμός έπρεπε να γίνει το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να περιορισθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος παραγραφής των επιμέρους πράξεων, ο οποίος και υπαρκτός και άμεσος ήταν και επέβαλλε την, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρ. 17 Β παρ. 8 περ. 1 του όπως ισχύει Ν. 1756/1988, έκδοση εισαγγελικής πράξεως για τον προσδιορισμό, κατ' εξαίρεση, δικασίμου σε ημερομηνία, κατά την οποία είχε γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Η εισαγγελική δε αυτή πράξη είναι αιτιολογημένη, κατά την πιο πάνω διάταξη του άρ. 17Β παρ. 8, εφόσον αναφέρεται σε αυτήν ο υφιστάμενος κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως, χωρίς να απαιτείται να αιτιολογείται περαιτέρω η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας προσδιορισμού, ούτε, προκειμένου περί κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, να προσδιορίζεται σε ποιά επί μέρους πράξη αναφέρεται, ούτε η ημερομηνία παραγραφής εκάστης, αφού αρκεί ο κίνδυνος παραγραφής έστω και μιας επί μέρους πράξεως Επομένως, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ του ΚΠΔ λόγοι όλων των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, για απόλυτη ή σχετική ακυρότητα και για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής του πιο πάνω ισχυρισμού των αναιρεσειόντων παρεμπίπτουσας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (λόγοι αναίρεσης α) με στοιχ. 1 του δικογράφου της αιτήσεως του Χ3, β) με στοιχ. Ι, 1, ΑΑ του δικογράφου της αιτήσεως και με στοιχ. IV, B, 1 του δικογράφου των προσθέτων λόγων του Χ1 και γ) με στοιχ. Β του δικογράφου της αιτήσεως του Χ2). ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο, που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, ακυρότητα και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Περίπτωση μη αναγνώσεως εγγράφου, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, υπάρχει και όταν το έγγραφο ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και αναγνώσθηκε, χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, πρέπει, για να επέλθει ακυρότητα, να αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα και ποιά ακριβώς και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, στον υπό στοιχείο Ι.2 ΑΑ και ΒΒ λόγο αναίρεσης, αναφέρει ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα πρακτικά της εκκαλουμένης πρωτοδίκου 48300/22.3.2005 αποφάσεως μεταξύ δε των αναγνωσθέντων εγγράφων, συμπεριλαμβάνονται και τα μνημονευόμενα ως ξενόγλωσσα έγγραφα στο φύλλο 341 της πρωτοδίκου αποφάσεως, υπό στοιχεία απαριθμήσεως: 2) α, β, δ, 4) και 7)α, β, η θ, ι, ία, ιβ, ιγ και 8 καθώς και φύλλο 342 της πρωτοδίκου αποφάσεως με στοιχεία αρίθμησης 6 και 9, χωρίς άλλη μνεία ή αναφορά. Επίσης, ο αυτός αναιρέσεων, αναφέρει ότι, μεταξύ των λοιπών αναγνωσθέντων εγγράφων στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, συμπεριλαμβάνεται και το αριθμό 1 μνημονευόμενο στη σελ. 370 των πρακτικών ξενόγλωσσο ενημερωτικό έντυπο της εταιρίας ..... με τίτλο "Corpporation Mission Statement", δίχως και στην περίπτωση αυτή να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενό του, οπότε ο αναιρεσείων στερήθηκε το δικαίωμά του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με τα όσα αναφέρονται στο πιο πάνω έγγραφο. Επιπλέον, ρητά το Δικαστήριο, με το σκεπτικό του, επιβεβαιώνει ότι λήφθηκαν υπόψη και τα προαναφερόμενα ξενόγλωσσα έγγραφα. Από τον προσδιορισμό, όμως, των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, δεν προκύπτει, ότι τα έγγραφα αυτά είχαν πράγματι συνταχθεί σε ξένη γλώσσα -και ποιά ακριβώς- και σε κάθε περίπτωση, ότι αυτά αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο αναιρεσείων στερήθηκε του δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις ή εξηγήσεις επί τούτου, διότι δεν κατανοούσε το περιεχόμενό τους και έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 δ' του ΚΠΔ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω πρακτικά, τα εν λόγω έγγραφα προσκομίσθηκαν και αναγνώσθηκαν με αίτηση των συγκατηγορουμένων του αναιρεσείοντος Χ1, κατά την γενόμενη δε ανάγνωση αυτών, ουδεμία αντίρρηση προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα (ή τους λοιπούς διαδίκους), όπως ασφαλώς θα γινόταν, αν αυτός δεν μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενό τους. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως (με στοιχ. Ι, 2, ΑΑ, ΒΒ), με τον οποίο πλήττεται από τον ανωτέρω αναιρεσείοντα η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, επειδή το εκδόσαν αυτήν Δικαστήριο έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσεώς του ξενόγλωσσα έγγραφα, χωρίς αυτά να συνοδεύονται από νόμιμη ελληνική μετάφραση ή να βεβαιώνεται στην απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος- αναιρεσείων μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως το περιεχόμενο τους, είναι αβάσιμος και, ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. V. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα προσδιοριζόμενα με αύξοντα αριθμό, ως εξής: "8. Καταγγελίες προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς... 13. Δηλώσεις παραστάσεως Πολιτικής Αγωγής... 14. Απαλλακτικά Βουλεύματα". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον προβάλλοντα την σχετική αιτίαση αναιρεσείοντα Χ1, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο υπό στοιχείο Ι.3, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, Χ1 (με στοιχ. Ι, 3, ΑΑ, ΒΒ), με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, με τα επιπλέον αναφερόμενα στην αίτηση στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VI. Περαιτέρω, ο ίδιος αναιρεσείων, με τον με στοιχείο Ι.4 λόγο αναίρεσης, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, με τον παρατιθέμενο στη 68680/2007 κλήση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατάλογο, κλητεύθηκαν λιγότεροι μάρτυρες από τους κλητευθέντες στην αρχική δευτεροβάθμια δίκη, κατ' αυθαίρετη επιλογή και ότι τούτο συνιστά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. ι περ. Δ' ΚΠΔ, διότι ο κατηγορούμενος, εξαιτίας της μη κλήτευσης συγκεκριμένων μαρτύρων, που εξετάστηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό (πριν από την αναίρεση της με αριθμό 3862/2007 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου), στερήθηκε του δικαιώματός του να εξετάσει στο ακροατήριο τους ίδιους μάρτυρες στη μετ' αναίρεση δίκη, των οποίων, όμως, οι καταθέσεις αναγνώστηκαν με την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτόδικης δίκης. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ο Εισαγγελέας κλητεύει, κατά το αρ. 327 παρ. 1 και 500 εδ. γ και δ του ΚΠΔ, όλους τους κατά την κρίση του ουσιώδεις μάρτυρες, η εκτίμηση του δε αυτή, αν, δηλαδή, ο μάρτυρας είναι ουσιώδης, υπόκειται στην κρίση του, και η παράλειψή του να κλητεύσει τέτοιους μάρτυρες δεν επιφέρει ακυρότητα, έστω και αν δεν κλητεύθηκαν στην μετ' αναίρεση δίκη μάρτυρες που είχαν συμπεριληφθεί στον αρχικά επιδοθέντα στον κατηγορούμενο κατάλογο μαρτύρων. Ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να υποβάλει σαφές και ορισμένο αίτημα στο Δικαστήριο να κλητευθούν και εξετασθούν μη κλητευθέντες μάρτυρες, των οποίων οι καταθέσεις αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, προκειμένου να μη στερηθεί του δικαιώματός του να εξετάσει στο ακροατήριο τους μάρτυρες αυτούς και μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία το Δικαστήριο αναιτιολόγητα απέρριπτε το αίτημα αυτό, θα ήταν δυνατόν να προταθεί ο προβαλλόμενος λόγος ακυρότητας. Επομένως, ο υπό στοιχείο Ι.4 από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, Χ1, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VII. Από τους συνηγόρους υπεράσπισης του ίδιου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος (Χ1), πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προβλήθηκε προφορικά και προσκομίσθηκε και εγγράφως "αίτηση - ένσταση κήρυξης ακυρότητας της κλήσης" για τους ακόλουθους λόγους: ΑΑ. Επειδή εμφάνιζε ότι εισαγόταν κατά την δικάσιμο της 28/6/2007 σε δίκη για να δικασθεί "μετά από έφεση σε βάρος του" και συγκεκριμένα με την υπόδειξη ότι "εισάγεται η κατά των παραπάνω κατηγορουμένων έφεση" και στη συνέχεια παραθέτονταν αριθμοί εφέσεων που ασκήθηκαν στον γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τις οποίες εφέσεις, όμως, είχαν ασκήσει οι κατηγορούμενοι, μεταξύ αυτών και ο εδώ αναιρεσείων, κατά της καταδίκης και υπέρ της αθωώσεώς των και, κατ' αυτόν τον τρόπο, προσδιοριζόταν αντιφατικά ο λόγος κλητεύσεως των κατηγορουμένων, και του εδώ αναιρεσείοντος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται απόλυτη σύγχυση ως προς το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης και, κυρίως, σε σχέση με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως που ασκήθηκε και επρόκειτο να εκδικασθεί, αλλά και της εφαρμογής της αρχής της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου. ΒΒ. Διότι εμφανιζόταν ότι εισάγεται σε δίκη μετά από αναίρεση της υπ. αρ. 3862/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την υπ. αρ. 1236/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως η τελευταία να του έχει επιδοθεί ποτέ και χωρίς ποτέ να έχει λάβει γνώση του περιεχομένου τους. ΓΓ. Διότι στον παρατιθέμενο παρά πόδας της κλήσεως κατάλογο των μαρτύρων, δεν αναφερόταν η κατοικία και το επάγγελμα αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα των κλητευομένων μαρτύρων. ΔΔ. Διότι ο παρατιθέμενος στην ως άνω κλήση κατάλογος μαρτύρων ήταν διαφορετικός από τον επιδοθέντα στον αναιρεσείοντα, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως του στο Ζ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, οπότε και εκδόθηκε η υπ. αρ. 3862/2007 αθωωτική απόφαση αυτού και ότι Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε τις πιο πάνω ενστάσεις του, χωρίς ειδική αιτιολογία, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα της κλήσης, η οποία δεν καλύφθηκε. Οι, μετά την απόρριψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο των πιο πάνω ισχυρισμών προβαλλόμενοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Δ' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, από τον αναιρεσείοντα Χ1, για σχετική ακυρότητα της κλήσεως προς εμφάνιση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για τους πιο πάνω λόγους, αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας (άρ. 154-1656, 321, 173 παρ. 1, 174 παρ. 1 ΚΠΔ) και για έλλειψη αιτιολογίας των απορριπτικών των ισχυρισμών του παρεμπιπτουσών αποφάσεων, είναι προεχόντως απαράδεκτοι, διότι δεν αναφέρεται, ότι τους ισχυρισμούς αυτούς είχε περιλάβει ο αναιρεσείων στην έκθεση της έφεσής του, όπως θα έπρεπε. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος και, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στην οποία διαλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στη συνέχεια περιστατικά. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο της κλήσεως που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους, προκειμένου να εμφανιστούν στο Δικαστήριο, κατά τη δικάσιμο της 28.6.1007, προκύπτει ότι αυτή φέρει όλα τα κατά νόμο στοιχεία, η αναφορά δε σε αυτήν ότι "εισάγεται η κατά των παραπάνω κατηγορουμένων έφεση" οφείλεται σε προφανή παραδρομή, η οποία δεν δημιουργεί αμφιβολίες και σύγχυση, καθ' όσον ακολουθούν οι αριθμοί των εφέσεων που άσκησαν οι κατηγορούμενοι κατά της υπ' αριθ. 48.300/2005 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και καθίσταται σαφές ότι εισάγονται οι εν λόγω εφέσεις των κατηγορουμένων, μετά από αναίρεση της υπ' αριθ. 38621/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την υπ' αριθ. 1236/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, δεν προβλέπεται από καμία διάταξη η επίδοση, είτε σε απόσπασμα είτε σε αντίγραφο, της απόφασης του Αρείου Πάγου, ούτε η αναφορά αυτής στην πιο πάνω κλήση. Επίσης δεν προβλέπεται να αναφέρεται επί ποινή ακυρότητας, η διεύθυνση και το επάγγελμα των μαρτύρων, αφού προκύπτει η ταυτότητα αυτών και δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το πρόσωπό τους (αρθρ. 321 ΚΠΔ). Τέλος, ως προς τον κατάλογο των μαρτύρων, ισχύουν τα πιο πάνω αναφερθέντα. Επομένως, ο με στοιχείο ΙΙ.1, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αίτησης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, Χ1, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρα 154-165, 320 και 321, 173 παρ. 1, 174 παρ. 1 ΚΠΔ σχετικής ακυρότητας, αναγόμενης στις προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, καθώς και με στοιχεία IV, Β των προσθέτων αυτού λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας των απορριπτικών των ισχυρισμών του παρεμπιπτουσών αποφάσεων, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. VIII. Aπό τους συνηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ1 πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προβλήθηκε προφορικά και προσκομίσθηκε και εγγράφως ένσταση ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος, η οποία είχε προταθεί και πρωτοδίκως και μετά την απόρριψη της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επαναφέρθηκε με ειδικό λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη. Ειδικότερα, κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, υπάρχουν οι αναφερόμενες στο αναιρετήριο αντιφάσεις ως προς το φερόμενο κατά το κατηγορητήριο ύψος της πραγματικής τιμής μεταβίβασης των συγκεκριμένων μετοχών, δεν περιγράφεται καθόλου αν αυτός μεταχειρίστηκε κάποιο μέσο προς παραπλάνηση του κοινού και αν αυτό ήταν "επιτήδειο προς παραπλάνηση του", δεν προκύπτει από το κατηγορητήριο ποια είναι τελικά η φερόμενη ως "πραγματική τιμή" διεξαγωγής εκάστης συναλλαγής και είναι αδύνατον, κατά τα ειδικότερα και λεπτομερώς αναφερόμενα στο αναιρετήριο να προσδιορισθεί με ασφάλεια αν υπάρχει τελικά πραγματική τιμή, η οποία διαφέρει ή όχι από εκείνη που φέρεται ως ανακοινωθείσα προς τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΧΑΑ και δεν προσδιορίζεται το στοιχείο του σκοπού "αθεμίτου περιουσιακού ωφέλους". Επίσης, προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι στο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα και συγκεκριμένα από τη σελίδα ιι μέχρι τη σελίδα 56, λόγω κακής φωτοτυπίας, υπάρχει ασυνέχεια κειμένου τέτοια και ασάφεια πινάκων ώστε να μην περιγράφεται καθόλου ποια συμπεριφορά του αποδίδεται και ειδικότερα δεν προκύπτει από καμία περιγραφή συγκεκριμένα η εμπλοκή τον ονόματος του, ή της εταιρίας της οποίας ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ., ούτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του αποδίδεται που να σχετίζεται με παραπλάνηση των συγκεκριμένων επενδυτών. Παράλληλα, όπως υποστηρίζει, παρόλο ότι αυτός φέρεται ως συναυτουργός στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 72 § 1 ν. 1969/1991 η περιγραφόμενη ως από κοινού δράση δεν περιέχει εξειδίκευση της δράσεως του καθενός συναυτουργού, ενώ δεν έχει παρατεθεί η αναγκαία προς τούτο μνεία του σχετικού άρθρου του ΠΚ. Επίσης, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το κλητήριο θέσπισμα, που του επιδόθηκε, δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε, αλλά απλή φωτοτυπία αυτής, στο τέλος δε του καταλόγου των κλητευθέντων μαρτύρων φέρει και απομίμηση της γνήσιας υπογραφής δεύτερου εισαγγελέα τεθείσα με μηχανικό μέσο και, συνεπώς, αυτό είναι άκυρο και ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με το να απορρίψει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε, κατά τα ανωτέρω. Οι πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1 είναι αβάσιμες. Το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους περιέχει όλα τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία και ειδικότερα τον ακριβή καθορισμό των πράξεων, για τις οποίες κατηγορούνται οι ενιστάμενοι, με μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που τις προβλέπουν, τυποποιούν το έγκλημα και καθορίζουν την απειλούμενη ποινή. Δεν συνιστά δε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος η τυχόν ουσιαστική ανακρίβεια των στοιχείων που αφορούν τον ακριβή καθορισμό της πράξεως. Τα αναφερόμενα δε από τον αναιρεσείοντα, ως αντιφατικά ή ελλείποντα στοιχεία της κατηγορίας και του κλητηρίου θεσπίσματος, ανάγονται στο σύνολό τους στην ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174. παρ. 2, 320 παρ. 2, 321 παρ. 1 στοιχ. δ, ε και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και καλείται με αυτό στο ακροατήριο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει δε να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων και την υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδό της. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ. Η υπογραφή του εισαγγελέα στο αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδίδεται στον κατηγορούμενο μπορεί να τεθεί και με μηχανικό μέσο, δεδομένου ότι το "αντίτυπο" που επιδίδεται στον κατηγορούμενο δε είναι τίποτε άλλο παρά πανομοιότυπο αντίγραφο του πρωτοτύπου εγγράφου, σύμφωνα με την έννοια της λέξης αντίτυπο που χρησιμοποιείται στο νόμο. Άλλωστε, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 321 εδ. ε' ΚΠΔ απαιτεί απλώς την υπογραφή του εισαγγελέα και όχι την ιδιόγραφη τοιαύτη. Επομένως, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις, ότι το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο Χ1 είναι άκυρο, διότι δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα που το εξέδωσε, αλλά απλή φωτοτυπία, και διότι έχει τις πιο πάνω ελλείψεις, είναι αβάσιμες, και ο με στοιχείο ΙΙ, 2 Γ λόγος αναίρεσης του Χ1, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ, για σχετική ακυρότητα, που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Το Τριμελές δε Πλημμελειοδικείο απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με τις αυτές κατά βάση σκέψεις και, επιπλέον, διέλαβε στην απόφασή του και τα εξής. "Ομοίως κρίνεται απορριπτέα και η υποβληθείσα ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο διότι αυτό περιέχει απλή φωτοτυπία του κατηγορητηρίου που συνέταξε ο Εισαγγελέας Χαράλαμπος Λακαφώσης, παρατίθενται σ'αυτό κάτωθι της υπογραφής του οι μάρτυρες και στο τέλος φέρει σφραγίδα και μηχανική υπογραφή του Εισαγγελέα Χαρίλαου Ζυγογιάννη, καθόσον οι διατάξεις των αρθρ. 320 παρ. 2 και 321 του ΚΠΔ αναφέρονται στο πρωτότυπο κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται στον κατηγορούμενο, το οποίο πρέπει να περιέχει -πλην των άλλων στοιχείων- σφραγίδα και υπογραφή του Εισαγγελέα που το εξέδωσε. Εν προκειμένω στον κατηγορούμενο επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα, στο τέλος του οποίου έχει τεθεί η σφραγίδα και η υπογραφή του εκδώσαντος αυτό Εισαγγελέα Χαρ. Ζυγογιάννη, στο οποίο έχει ενσωματωθεί -σε φωτοτυπία- το κατηγορητήριο που συνέταξε και έχει υπογράψει ο Εισαγγελέας Χαρ. Λακαφώσης. Το γεγονός αυτό δεν καθιστά άκυρο το σχετικό έγγραφο, καθόσον κάθε πρωτότυπο έγγραφο κρίνεται ως τέτοιο, από την υπογραφή που φέρει στο τέλος και όχι αν σ'αυτό παρατίθεται ενδιαμέσως άλλο έγγραφο σε φωτοτυπία που φέρει υπογραφή του συντάξαντος αυτό σε φωτοτυπία". Επομένως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο διαλαμβανόμενος στο με στοιχ. IV. Β, 2 πρόσθετος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής των, περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυρισμών παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την πιο πάνω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. ΙΧ. Η διάταξη του άρθρου 212 παρ. 1 του ΚΠΔ ορίζει, πλην άλλων, ότι η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξετασθούν στην προδικασία οι συνήγοροι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους οι συνήγοροι κρίνουν, σύμφωνα με τη συνείδησή τους, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέσουν όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους. Περαιτέρω, οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 49 του ΝΔ 3026/1954, ορίζουν ότι: ο Δικηγόρος υποχρεούται να τηρεί απαραβίαστον την απαιτουμένην υπέρ τους εντολέως αυτού εχεμύθεια περί όσων ούτος ενεπιστεύθη αυτώ. Περί όσων άλλων περιέχονται εις γνώση του εξ αφορμής της ασκήσεως του Δικηγορικού λειτουργήματος, αφίεται εις αυτόν να κρίνει εν συνειδήσει, αν και εν τίνι μέτρω πρέπει καλούμενος να καταθέσει ως μάρτυς. Εις πάσαν περίπτωσιν δεν δύναται να εξετάζεται ως μάρτυς επί υποθέσεως εις ην ανεμίχθη ως δικηγόρος άνευ προηγουμένης αδεία του ΔΣ του Συλλόγου εις ο ανήκει, ή, εν κατεπειγούση περιπτώσει, τους Προέδρου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές, που τέθηκαν προς προστασία των διαδίκων και ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει, μεταξύ αυτών και των δικηγόρων, προκύπτει ότι ακυρότητα δημιουργεί η κατάθεση από δικηγόρο γεγονότων που εμπιστεύθηκε σ'αυτόν ο πελάτης του, αφήνεται δε στο δικηγόρο να κρίνει, κατά συνείδηση, αν πρέπει να καταθέσει για γεγονότα που έμαθε με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός του. Περαιτέρω, η έλλειψη άδειας του δικηγορικού συλλόγου ή του Προέδρου του δεν δημιουργεί ακυρότητα της καταθέσεώς του, αλλά συνεπάγεται πειθαρχικές κυρώσεις, κατά του παραβάτη δικηγόρου. Ακυρότητα επιφέρει η κατάθεση όταν αφορά τα εμπιστευθέντα, μετά από σχετική δήλωση του μάρτυρα. Συνεπώς, νομίμως εξετάστηκε, ως μάρτυρας στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, ο δικηγόρος Αλέξιος Παπαντωνίου, ο οποίος δηλώθηκε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του Α της δίκης στον Α' Βαθμό, χωρίς να δηλώσει ότι όσα κατέθεσε αφορούν όσα του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του και ουδεμία ακυρότητα εντεύθεν δημιουργείται, ανεξαρτήτως του εάν είχε λάβει ή όχι άδεια του οικείου δικηγορικού συλλόγου ή του Προέδρου αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. ι στοιχ. Β' του ΚΠΔ με στοιχείο ΙΙ, Β πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία δεν καλύφθηκε, διότι, παρά τις αντιρρήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης του πρώτου κατηγορουμένου -και ήδη αναιρεσείοντος- Χ1, εξετάστηκε ως μάρτυρας ο δικηγόρος Ε και όσα κατέθετε, τα κατέθεσε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του Α της δίκης στον Α' Βαθμό, και το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του στα αποδεικτικά μέσα και την κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και έτσι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία δεν καλύφθηκε, κατά τα ανωτέρω, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το αυτό άρθρο 510 παρ. ι στοιχ. Δ' του ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως (με στοιχ. IV, 4), για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας " για το λόγο ότι ο πιο πάνω μάρτυρας "δηλώθηκε ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του Α της δίκης στον α' βαθμό και πολλά από όσα θα καταθέσει είναι όσα του έχει εκμυστηρευθεί και εμπιστευθεί ο πελάτης του", προεχόντως, διότι το αίτημα αυτό, χωρίς την επίκληση ότι ο μάρτυρας δικηγόρος έχει ήδη δηλώσει ότι θα καταθέσει όσα του έχει εκμυστηρευθεί και εμπιστευθεί ο πελάτης του, ήταν αόριστο και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα. Ανεξάρτητα από αυτό, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, το Δικαστήριο, με πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, απέρριψε τον ένσταση αυτή, χωρίς να περιέχει αντίφαση η παραδοχή της απόφασης, ότι ο εν λόγω μάρτυρας, ως συνήγορος του αποβληθέντος πρωτοδίκως πολιτικώς ενάγοντος, εξακολουθεί να εμπίπτει στην απαγόρευση της διάταξης του άρθρου 212 παρ. 1β του ΚΠΔ, πλην όμως, επειδή ο ίδιος ο μάρτυρας είχε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος (πράγμα το οποίο έχει την αυτονόητη έννοια ότι θα κατέθετε περιστατικά που γνώριζε ο ίδιος με την ιδιότητα αυτή και όχι του συνηγόρου του Α και όσα αυτός του εμπιστεύθηκε), παραδεκτώς, κατά τα αναπτυχθέντα και πιο πάνω, επέτρεψε την εξέτασή του, απορρίπτοντας την ένσταση του ήδη αναιρεσείοντος. Χ. Ο αυτός αναιρεσείων προέβαλε τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 34 ν· 3632/1928, ισχυριζόμενος ότι από τη διάταξη αυτή, προκύπτει με σαφήνεια ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που περιγράφεται στο συγκεκριμένο άρθρο περιορίζεται μόνο και οριοθετείται στην περιγραφή της ακόλουθης συμπεριφοράς "όστις... μεταχειρίζεται μέσα επιτήδεια προς παραπλάνησιν του κοινού...", ενώ η αναφερόμενη σε αυτό "γνώση" του δράστη, για τη μεταχείριση επιτηδείων μέσων και ο σκοπός αθέμιτης ωφέλειας και ο σκοπός επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου αποδίδουν έναν ιδιότυπο διπλό υπερχειλή δόλο (σκοπό) διττού περιεχομένου. Επομένως, όπως υποστηρίζει, η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιγράφει στην πραγματικότητα καμία απολύτως αντικειμενική συμπεριφορά του δράστη, αφού δεν διευκρινίζεται στο κείμενο του νόμου ούτε ποιά είναι τα "μέσα" ούτε αν θεωρείται ως μέσο η "διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών" ούτε ποιά από τα μέσα είναι "επιτήδεια" προς παραπλάνηση του κοινού ούτε πότε υπάρχει αντικειμενική "προσφορότητα παραπλάνησης" του κοινού, αλλά και ούτε και ποιό είναι το δυνάμενο να παραπλανηθεί "κοινό". Η διάταξη δε αυτή θεσπίσθηκε το έτος 1928, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο του Συντάγματος του έτους 1975, το οποίο, στο άρθρο 7 παρ. 1, ορίζει ότι "έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της". Ενόψει δε αυτών, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η συγκεκριμένη διάταξη είναι ευρύτατα αξιολογική και παρουσιάζει αοριστία ως προς την περιγραφή της αξιόποινης "συμπεριφοράς", αφού δεν ορίζει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, ώστε αυτή να κριθεί ως γενικώς ανεφάρμοστη lex incerta, που αντίκειται στο άρθρο 7 παρ· 1 του Συντάγματος, κινείται δε επέκεινα των ορίων που χαράζει το θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού δικαίου "κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο" και θα πρέπει το Δικαστήριο, ελέγχοντας παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα της διάταξης, να την κρίνει ανεφάρμοστη, ως διάταξη που αντίκειται ευθέως στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος". Προβάλλει δε την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού και, κατά τον τρόπο αυτόν, προκάλεσε έλλειψη ακροάσεως, που καθιδρύει τον κατά το αρ. 510 παρ. ι στοιχ. Β' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με πληρότητα και εμπεριστατωμένα απάντησε στις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιγράφει στην πραγματικότητα καμία απολύτως αντικειμενική συμπεριφορά του δράστη, αφού δεν διευκρινίζεται στο κείμενο του νόμου ούτε ποια είναι τα "μέσα" ούτε αν θεωρείται ως μέσο η "διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών" ούτε ποια από τα μέσα είναι "επιτήδεια" προς παραπλάνηση του κοινού ούτε πότε υπάρχει αντικειμενική "προσφορότητα παραπλάνησης" του κοινού, αλλά και ούτε και ποιο είναι το δυνάμενο να παραπλανηθεί "κοινό", στις οποίες στηρίζει τον περί της αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως ισχυρισμό του. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση με τις σκέψεις που διέλαβε στο κυρίως περί ενοχής σκεπτικό της αναφέρει, μεταξύ άλλων και τα εξής "... Η περιγραφή της εγκληματικής κατά τα άνω συμπεριφοράς είναι σαφής και ειδική και δεν δημιουργεί αοριστία, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του προδιαληφθέντος εγκλήματος και ειδικότερα, ως προς την αξιολογική του όρου "επιτήδεια μέσα" έννοια, καθόσον, ως τέτοια μέσα νοούνται, όπως προαναφέρθηκε, τα μέσα, που είναι κατάλληλα-πρόσφορα να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου. Η περιοριστική απαρίθμηση των επιτήδειων μέσων θα οδηγούσε σε μία ατέρμονα περιπτωσιολογία, η οποία ενδεχομένως θα άφηνε εκτός της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος, εγκληματική διαγωγή του υπαιτίου που τελέστηκε με μέσα, που, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ήταν πρόσφορα και κατάλληλα να παραπλανήσουν τους επενδύοντες σε αξίες του χρηματιστηρίου, ως προς την πραγματική αξία των αξιών...". Επομένως, ο από το άρθρο. 510 παρ. ι στοιχ. Β' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακροάσεως (άρθρ. 170 παρ. 2 ΚΠΔ) με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΧΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 "περί Χρηματιστηρίων Αξιών", όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της από τις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 3340/2005, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όστις επί σκοπώ αθεμίτου ωφελείας, εν γνώσει μεταχειρίζεται μέσα επιτήδεια προς παραπλάνησιν του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, τιμωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηματικής ποινής μέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών ή δια της ετέρας των ποινών τούτων". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος αυτού, απαιτούνται, αντικειμενικώς, να μεταχειρίζεται ο δράστης, χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, μέσα, τα οποία είναι επιτήδεια, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, κατάλληλα - πρόσφορα, να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου και υποκειμενικώς δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης - εντελούς γνώσεως), ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι επιτήδεια (κατάλληλα - πρόσφορα) να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου (μετοχών, ομολόγων, παραγώγων κ.λ.π.) και, περαιτέρω, το σκοπό (υπερχειλή δόλο) περιποιήσεως στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτης ωφέλειας, ο οποίος υπάρχει, όταν επιζητείται η άμεση ή έμμεση, πρόσκαιρη ή διαρκής απόλαυση περιουσιακών ωφελημάτων από το δράστη ή τρίτο. Κατ' εξοχήν τέτοιο μέσο είναι η ψευδής - εικονική αγοραπωλησία μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Η τεχνητή διόγκωση της ζητήσεως, που στηρίζεται σε εικονικές αγοραπωλησίες, είναι προεχόντως πρόσφορο μέσο επηρεασμού των τιμών των άνω μετοχών, αφού η τοιαύτη πληροφόρηση προκαλεί στρέβλωση και χειραγώγηση των τιμών στην αγορά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του από τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3340/2005, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου νόμου, "Όποιος διασπείρει εν γνώσει του ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες δια του τύπου ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν την τιμή μίας ή περισσότερων κινητών αξιών εισηγμένων σε Χρηματιστήρια αξιών, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή μέχρι εκατό εκατομμυρίων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος αυτού, απαιτούνται, αντικειμενικώς, διασπορά ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών δια του τύπου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, οι οποίες μπορούν (είναι επιτήδειες - κατάλληλες - πρόσφορες) να επηρεάσουν την τιμή μιας ή περισσοτέρων κινητών αξιών (μετοχών, ομολόγων κ.λ.π.), που έχουν εισαχθεί σε Χρηματιστήρια Αξιών, και υποκειμενικώς δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωση, εντελή γνώση), ότι οι διαδιδόμενες πληροφορίες είναι ψευδείς ή ανακριβείς και μπορούν να επηρεάσουν την τιμή μιας ή περισσοτέρων κινητών αξιών, που έχουν εισαχθεί σε Χρηματιστήρια Αξιών, και, αφετέρου, τη θέληση αυτού, να προβεί στη διασπορά των πληροφοριών αυτών δια του τύπου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Από την αντιπαραβολή της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928, προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του από το άρθρο 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 προβλεπόμενου εγκλήματος, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως ή λόγο επιτάσεως της ποινής, δηλαδή επιβαρυντική περίπτωση, του προβλεπόμενου από το άρθρο 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991 και αυστηρότερα τιμωρούμενου εγκλήματος, ούτε γενική διάταξη έναντι της διατάξεως του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991, ώστε η τελευταία, ως ειδική, να εμποδίζει την εφαρμογή της προηγούμενης, αφού η εγκληματική διαγωγή του υπαιτίου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991 δεν καλύπτει την όλη απαξία (αντικειμενική και υποκειμενική) του προβλεπόμενου από το άρθρο 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 εγκλήματος. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του Κ.Π.Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ., πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά, για το δόλο, όταν, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η εν γνώσει τέλεση της πράξεως ή υπερχειλής δόλος, δηλαδή εγκληματικός σκοπός, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς αυτόν, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε, με την έννοια της βεβαιότητας (της επίγνωσης - εντελούς γνώσεως) τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και, στη δεύτερη περίπτωση, ότι ο κατηγορούμενος επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: "... Ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, Πρόεδρος του Δ.Σ της Χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΚΟΝΤΑΛΕΞΗΣ Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες ΑΧΕΠΕΥ", το έτος 1999 αποφάσισε από κοινού με τον τρίτο κατηγορούμενο, Χ2, κύριο μέτοχο της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρίας με την επωνυμία "......", να χρησιμοποιήσουν διάφορα επιτήδεια (κατάλληλα-πρόσφορα) μέσα για να παραπλανήσουν το ευρύ κοινό, που δεν είχε γνώσεις περί των πραγμάτων του χρηματιστηρίου, δημιουργώντας σ' αυτό την πεπλανημένη εντύπωση ότι η μετοχή της πιο πάνω εταιρίας θα έχει καλή προοπτική, θα είναι κερδοφόρα και θα ανατιμηθεί και με αυτό τον τρόπο το παρότρυναν να αγοράσει μετοχές της πιο πάνω εταιρίας, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση αυτής και κατά συνέπεια αυξάνοντας την τιμή της, η οποία θα ήταν πλασματική. Σκοπός των άνω κατηγορουμένων ήταν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αλλά και σε τρίτους παράνομο περιουσιακό όφελος από τον επηρεασμό προς τα άνω της άνω μετοχής ....., στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που δεν θα αντιπροσώπευε την πραγματική αξία της μετοχής αλλά θα επηρέαζε το κοινό που δεν είχε γνώσεις περί του Χρηματιστηρίου και αγνοούσε ότι η τιμή της μετοχής είναι πλασματική και έτσι θα έσπευδε να αγοράσει τη μετοχή, πιστεύοντας πεπλανημένα ότι η εν λόγω μετοχή θα είχε καλή προοπτική, ενώ στην πραγματικότητα θα είχε κατώτερη αξία. Προς υλοποίηση του σκοπού αυτού οι άνω κατηγορούμενοι, επέλεξαν, ως κατάλληλο και πρόσφορο τρόπο, προκειμένου να παραπλανηθεί το κοινό και να σπεύσει να αγοράσει την εν λόγω μετοχή, η οποία ήταν ήδη σε υψηλή τιμή, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική της αξία, ώστε με αυτόν τον τρόπο να επέλθει άνοδος της τιμής της, ήταν να δημιουργήσουν την εντύπωση στο κοινό ότι η άνω μετοχή παρουσίαζε μεγάλη ζήτηση, σε υψηλή τιμή, η οποία όμως ζήτηση θα ήταν τεχνητή και όχι πραγματική, η δε τιμή της μετοχής θα ήταν και αυτή εικονική και όχι πραγματική. Έτσι οι άνω κατηγορούμενοι, από κοινού, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα κατάλληλα προς επίτευξη των σκοπών τους μέσα και τεχνάσματα που ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό, ήτοι ο κατηγορούμενος Χ2, κύριος μέτοχος της προαναφερόμενης εταιρίας που ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, αποφάσισε να πωλήσει διάφορα πακέτα μετοχών της άνω εταιρίας, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας "ΚΟΝΤΑΛΕΞΗΣ Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες ΑΧΕΠΕΥ", καθώς και μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", της οποίας Πρόεδρος ήταν ο Γ1, ο οποίος έχει αθωωθεί αμετάκλητα, τα οποία πακέτα μετοχών θα εμφανίζονταν ότι δήθεν πωλούνται στην τιμή που ανακοινώθηκε, ενώ στην πραγματικότητα η τιμή πώλησής τους θα ήταν σε κατά πολύ κατώτερη τιμή, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν τα πακέτα αυτά των μετοχών στην αναγραφόμενη στο "Ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής. Η μεθόδευση αυτή θα καλλιεργούσε την πεποίθηση στο κοινό ότι η εμπορευσιμότητα της μετοχής αυτής είναι μεγάλη και η τιμή υψηλή και συνεπώς θα έχει καλή προοπτική. Έτσι το κοινό θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της άνω εταιρίας πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση της μετοχής, με συνέπεια την ανατίμησή της και την αύξηση της εμπορευσιμότητας της. Με αυτόν τον τρόπο, ο Χ1 θα είχε αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια από την προμήθεια που θα κέρδιζε η χρηματιστηριακή εταιρία, της οποίας ήταν Πρόεδρος, τόσο από την πώληση των πακέτων, όσο από τις περαιτέρω αυξημένες αγοραπωλησίες μετοχών και μάλιστα σε υψηλές τιμές και ενδεχομένως από άλλες πρόσθετες αμοιβές που θα είχε, από τον προαναφερόμενο κατηγορούμενο Χ2 κύριο μέτοχο της πιο πάνω εταιρίας, ο δε τελευταίος θα μπορούσε να διαθέσει τις μετοχές του σε υψηλές τιμές στο αγοραστικό κοινό, χωρίς να αντιπροσωπεύουν αυτές οι τιμές την πραγματική αξία των μετοχών που θα πωλούσε και έτσι θα αποκτούσε αθέμιτα κέρδος και υψηλή ρευστότητα, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματική αξία των μετοχών που θα διέθετε. Ειδικότερα δε ο Χ1, ενεργώντας εκ προθέσεως και από κοινού με τον Χ2, προέβησαν στις ακόλουθες συναλλαγές: α) στις 31.8.1999, ο Χ2 σε συνεργασία με τον Χ1, πώλησε, μέσω της προαναφερόμενης χρηματιστηριακής εταιρίας, της οποίας ο τελευταίος ήταν Πρόεδρος, πακέτο 870.150 μετοχών της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρίας "......" με την ψευδή κατά τα ανωτέρω παράσταση ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην τιμή των 5.500 δρχ. (16.140 ευρώ) ανά μετοχή (ενώ η τρέχουσα τιμή της μετοχής ήταν 6.038 δρχ.), ενώ τελούσαν εν γνώσει ότι με τις μεταβιβάσεις αυτές, το σύνολο των μετοχών περιήλθε σε νομικά και φυσικά πρόσωπα - αγοραστές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ότι κίνητρο των αγοραστών αυτών υπήρξε η προσυνεννοημένη και μεθοδευμένη από του συγκατηγορούμενους τους, Χ4 και Χ3, καταβολή μειωμένης τιμής, κατά ποσοστό 35% και ότι στους 14 εξ αυτών των αγοραστών θα επιστρεφόταν ως έκπτωση από τον Χ2 (πωλητή) τμήμα του καταβληθέντος για τη συναλλαγή ποσού, το οποίο και επεστράφη με τη μεσολάβηση των Χ4 και Χ3, που, με αυτόν τον τρόπο, παρέσχον άμεση συνδρομή στους ανωτέρω, οι οποίοι, με σχετική αναφορά στους κωδικούς των πιο πάνω επενδυτών, προς το σκοπό αυτό διενήργησαν αντίστοιχες καταθέσεις στον υπ' αριθ. ....... λογαριασμό που η εταιρία "ΚΟΝΤΑΛΕΞΗΣ ΑΧΕΠΕΥ", τηρούσε στην Τράπεζα Πίστεως, όπως προκύπτει από τους υπό στοιχ. Α' και Β' καταρτισθέντες πίνακες, που αναφέρονται στους αγοραστές της 31.8.1999 και στα χρηματικά ποσά σε δρχ., που κατατέθηκαν για λογαριασμό των δεκατεσσάρων από αυτούς στην Τράπεζα Πίστεως, οι οποίοι αναφέρονται στο κατηγορητήριο και στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Β) Την 1.9.1999, ο Χ2, πώλησε με διάσπαρτες συναλλαγές, 129.850 μετοχές της άνω εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρίας, υπό την ψευδή, κατά τα ανωτέρω, παράσταση, ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην τιμή των 6.460 δρχ. (18.958 ευρώ) ανά μετοχή, ενώ τελούσε εν γνώσει του ότι, με τις μεταβιβάσεις αυτές το σύνολο των ανωτέρω μετοχών περιήλθε στους καταχωρημένους κατά ονοματεπώνυμο, στον καταρτισθέντα πίνακα, 38 αγοραστές, οι οποίοι ήταν πελάτες της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "LEAD CAPITAL ΑΕΛΔΕ", με καταβολή τιμής μειωμένης κατά ποσοστό περίπου 50% και ότι στους αγοραστές αυτούς θα επιστρεφόταν ως έκπτωση από τον πωλητή Χ2 τμήμα του καταβληθέντος για τη συναλλαγή ποσού, το οποίο και επεστράφη από τον τελευταίο με καταθέσεις για λογαριασμό τους στην εταιρία "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", όπως εμφαίνεται στον πίνακα που προσαρτάται στο διατακτικό της παρούσας, όπου κατά σειρά καταχωρούνται το ονοματεπώνυμο κάθε αγοραστή της μετοχής ...., την 1.9.1999, ο αριθμός των μετοχών που αγοράστηκαν, το πινακίδιο αγοράς, η τιμή μετοχής σε δρχ., το ποσό που επεστράφη από τον πωλητή σε δρχ. και ο αντίστοιχος αριθμός καταθετηρίου. Σκοπός των πιο πάνω κατηγορουμένων ήταν α) του Χ1 να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος όσο και τρίτα εμπλεκόμενα στις ανωτέρω συναλλαγές πρόσωπα, τον οποίο υλοποίησε, καθόσον εισέπραξε παρανόμως αμοιβή για τις προαναφερόμενες συναλλαγές πέραν αυτής που δικαιούταν. Επίσης σκόπευε, με τις με τις πιο πάνω μεθοδευμένες πωλήσεις, ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος και αντιπρόσωπος των συναλλασσομένων (αγοραστή και πωλητή), να επηρεάσει την τιμή της ανωτέρω μετοχής στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, παραπλανώντας το κοινό ως προς την πραγματική χρηματιστηριακή της αξία και προκαλώντας σε αυτό την πεπλανημένη εντύπωση ότι αυτή αντιστοιχούσε στην τιμή που ανακοινώθηκε στις συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου, κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες, σκοπό τον οποίο πέτυχε, καθόσον, από την πιο πάνω μεθοδευμένη πώληση μεγάλων ποσοτήτων μετοχών, προσελκύστηκαν συναλλασσόμενοι, οι οποίοι προέβησαν σε αγορές της άνω μετοχής, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Η γνώση δε του παραπάνω κατηγορούμενου προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι, οι επιστροφές των χρημάτων στους αγοραστές έγιναν μέσω του λογαριασμού που αυτός τηρούσε στην πιο πάνω Τράπεζα, ενώ μπορούσε η "......", δια των Χ4 και Χ3, να καταθέσει τα εν λόγω ποσά απευθείας σε ατομικούς λογαριασμούς των αγοραστών, δεδομένου μάλιστα ότι οι προαναφερόμενες συναλλαγές μεταξύ Χ2 και της εταιρίας "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ" είχαν εκκαθαριστεί. Δεν πρέπει δε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι στο πακέτο της 31.8.1999, αγοραστές μετοχών είναι και συγγενικά πρόσωπα του κατηγορουμένου Χ1, ενώ ο κατηγορούμενος Χ3, ομολόγησε ο ίδιος ότι αγόρασε 10.000 μετοχές από το πιο πάνω πακέτο της 31.8.1999, και μάλιστα μέρος των χρημάτων δανείστηκε από την εταιρία "....., τις οποίες μετοχές ακολούθως πώλησε, φαίνεται δε στο λογαριασμό του επιστροφή ποσού 30.000.000 δρχ. Ομοίως ο κατηγορούμενος Χ4 αγόρασε από το πιο πάνω πακέτο 97.650 μετοχές μέσω της εταιρίας ....., της οποίας είναι ιδιοκτήτης, β) Του Χ2 να επηρεάσει την τιμή και την εμπορευσιμότητα της μετοχής της εταιρίας του, παραπλανώντας το κοινό ως προς την πραγματική χρηματιστηριακή αξία της εν λόγω μετοχής και προκαλώντας σ'αυτό την πεπλανημένη εντύπωση ότι η τιμή που ανακοινώθηκε στις συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου ήταν η πραγματική και κατ'αυτόν τον τρόπο να επιτύχει την αύξηση της τιμής της μετοχής που θα οφειλόταν στην προσέλκυση αγοραστών, οι οποίοι θα βρίσκονταν σε πλάνη ως προς την πραγματική αξία των μετοχών που θα αγόραζαν και κατ' αυτόν τον τρόπο να αποκομίσει ο ίδιος ως μέτοχος της πιο πάνω εταιρίας αθέμιτο περιουσιακό όφελος από τις πωλήσεις των μετοχών της εν λόγω εταιρίας, σε τιμές υψηλές μη ανταποκρινόμενες στην πραγματική τους αξία και πράγματι, με τις μεθοδευμένες αυτές ενέργειες, το κοινό προσελκύστηκε και αγόρασε μετοχές, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Επιπλέον ο Χ2, στις 27.8.1999, 1.9.1999, 6.9.1999 και 16.9.1999, προέβη, μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, Πρόεδρος ήταν ο Γ1, σε πωλήσεις πακέτων μετοχών της πιο πάνω εταιρίας ".......", και συγκεκριμένα 250.000 μετοχών στις 27.8.1999, 100.000 μετοχών την 1.9.1999, 100.000 μετοχών στις 6.9.1999 και 220.000 μετοχών στις 16.9.1999, με την ψευδή παράσταση ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως στις τιμές των 4.340 δρχ. (12.73 ευρώ), 5.795 δρχ. (17,00 ευρώ), 5.248 δρχ. (15,40 ευρώ) και 7.095 δρχ. (20,82 ευρώ) ανά μετοχή, ενώ στην πραγματικότητα οι τιμές, στις οποίες πωλήθηκαν οι μετοχές, ήταν σημαντικά κατώτερες ανά μετοχή από τις ανακοινωθείσες στο επενδυτικό κοινό από τον Πρόεδρο του Χρηματιστηρίου και ενώ τελούσε εν γνώσει ότι, 1) με τις μεταβιβάσεις αυτές, το σύνολο των παραπάνω μετοχών περιήλθε στους αγοραστές, οι οποίοι εμφαίνονται στους καταρτισθέντες πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, που δεν αφορούν αποκλειστικά σε θεσμικούς επενδυτές (παρά μόνον σε ποσοστό 2,5%), όπως είχαν ανακοινώσει οι Χ2, Χ4 και Χ3, στο επενδυτικό κοινό, αρχικά ατύπως, αλλά και ακολούθως, επισήμως, με αντίστοιχες ανακοινώσεις την 1.9.1999 και 15.9.1999, ότι έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας σε ποσοστό μέχρι 10% και ότι η ανακριβής αυτή δήλωση αποτελούσε κίνητρο προς τους αγοραστές για αυξημένη ζήτηση μετοχών, 2) ότι, αν και η συνολική αξία των μετοχών που πωλήθηκαν ανερχόταν στο ποσό των 3.780.893.400 δρχ. (11.095.798, 67 ευρώ), καταβλήθηκε μειωμένη τιμή, συνολικού ποσού 507.193.395 δρχ. (1.488.463,49 ευρώ) και ότι το ποσό αυτό της έκπτωσης ανά αγοραστή θα επιστρεφόταν από τους τελευταίους με αντίστοιχες καταθέσεις στους λογαριασμούς που η εταιρία "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ" τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα και στην ΑΛΦΑ Τράπεζα Πίστεως, όπως προκύπτει από τους καταρτισθέντες πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, όπου, κατά σειρά, καταχωρούνται η επωνυμία κάθε αγοραστή της μετοχής ".....", κατά τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες, ο αριθμός των μετοχών που αγοράστηκαν η συνολικής τους αξία, το ποσό που τελικά καταβλήθηκε και το ποσοστό της έκπτωσης. Οι Χ4 και Χ3, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, αντίστοιχα, της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "LEAD CAPITAL ΑΕΛΔΕ", θυγατρικής της εταιρίας "....", παρείχαν άμεση συνδρομή στο συγκατηγορούμενό τους Χ2, κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιγραφόμενης άδικης πράξης και στην εκτέλεση των άδικων πράξεων που αυτός διέπραξε και ειδικότερα, αν και γνώριζαν τους σκοπούς του Χ2, εντούτοις αυτοί μεσολάβησαν με αμοιβή, για την πώληση των πακέτων μετοχών της εταιρίας ".....", μέσω της χρηματιστηριακής εταιρίας "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", στους αναφερόμενους στο διατακτικό της παρούσας αγοραστές σε τιμές μειωμένες, με επιστροφή από το Χ2 της έκπτωσης μέσω των ιδίων και πράγματι, μετά την πώληση προς αυτούς των εν λόγω μετοχών, προέβησαν σε αντίστοιχες καταθέσεις στους λογαριασμούς, που η άνω χρηματιστηριακή εταιρία τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα και στην Άλφα Τράπεζα Πίστεως, όπως προκύπτει από τους πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας. Σκοπός του Χ2 από τις προαναφερόμενες συναλλαγές ήταν να αποκομίσει ο ίδιος αθέμιτο περιουσιακό όφελος από τα μεθοδευμένη αύξηση της τιμής των μετοχών, παραπλανώντας το επενδυτικό κοινό για την πραγματική χρηματιστηριακή τους αξία και προκαλώντας σε αυτό πεπλανημένη εντύπωση, ότι αυτή αντιστοιχούσε στην ανακοινωθείσα τιμή κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες συνεδριάσεις του ΧΑΑ, σκοπό τον οποίο πέτυχε, καθ'όσον, από την πιο πάνω μεθοδευμένη πώληση μεγάλων ποσοτήτων μετοχών, η τιμή τους αυξήθηκε, αφού προσελκύστηκαν αγοραστές, οι οποίοι προέβησαν σε αθρόες αγορές μετοχών της εταιρίας ".....", όπως αυτές αναφέρονται στους πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, αφετέρου δε να προσπορίσει στους Χ4 και Χ3, αθέμιτο περιουσιακό όφελος, αφού οι τελευταίοι, για τις μεσολαβήσεις τους στις ανωτέρω μεθοδευμένες συναλλαγές, έλαβαν υψηλές αμοιβές, όπως αναφέρεται στο διατακτικό. Περαιτέρω προέκυψε, ως προς τις πωλήσεις πακέτων μετοχών ".....", που έγιναν μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ" και "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", έγιναν οι εκπτώσεις στους αγοραστές με την επιστροφή χρημάτων από το Χ2, ο οποίος, την ίδια ημέρα που εξοφλήθηκαν οι απαιτήσεις του από την "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", πήγε μαζί με τον Χ4 στην ΑΛΦΑ Τράπεζα Πίστεως, στο Αιγάλεω, όπου ήταν και ο Χ3 και ο τελευταίος μαζί με τον Χ4, εξόφλησαν 4 τραπεζικές επιταγές, ύψους 250.000.000 δρχ. η καθεμία (ανά δύο έκαστος), εκδόσεως Χ2 σε διαταγή Χ2, τις οποίες μεταβίβασε ο τελευταίος σ' αυτούς και ο Χ2 έκανε ανάληψη ποσού 1.439.950.000 δρχ. από λογαριασμό του, και με το συνολικό ποσό των 2.439.950.000 δρχ. που παρέδωσε στους Χ4 και Χ3, οι τελευταίοι προέβησαν σε καταθέσεις σε λογαριασμό της "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", συνολικού ποσού 1.826.950.000 δρχ. με την αναγραφή σε κάθε παραστατικό των κωδικών αριθμών των επενδυτών στην "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", που είχαν αγοράσει μετοχές ...... Με τον τρόπο αυτό έγινε επιστροφή χρημάτων (έκπτωση) στους αγοραστές των μετοχών (απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των κατηγορουμένων ότι δεν έγιναν εκπτώσεις στις προαναφερόμενες πωλήσεις μετοχών της εταιρίας .....). Το ίδιο συνέβη και με τα πακέτα μετοχών ..... που μεταβιβάστηκαν μέσω της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", σε ξένους θεσμικούς επενδυτές πελάτες της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", όπου οι τελευταίοι κατέβαλαν μέρος της αξίας των μετοχών και το υπόλοιπο που αντιστοιχούσε στην έκπτωση το κατέβαλε ο ίδιος ο Χ2, με καταβολές που διενήργησαν οι Χ4 και Χ3. Συγκεκριμένα ο Χ4 στις 2.9.1999 κατέθεσε σε λογαριασμό της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", στην Εθνική Τράπεζα, ποσό 98.340.000 δρχ., με τη σημείωση προς την άνω εταιρία, το ποσό αυτό να πιστωθεί αναλογικά στους κωδικούς των αγοραστών. Το εν λόγω ποσό προερχόταν από εξόφληση επιταγών εκδόσεως Χ2, σε διαταγή Χ4, συνολικής αξίας 557.500.000 δρχ. Στις 7.9.1999 ο Χ4 κατέθεσε στην ΑΛΦΑ Τράπεζα Πίστεως, σε λογαριασμό της "ΩΜΕΓΑ ΑΧΕ", ποσό 37.149.000 δρχ., το οποίο πιστώθηκε αναλογικά στους κωδικούς των αγοραστών που είχαν αγοράσει μετοχές του. Επίσης, ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, ότι οι μεταβιβάσεις μετοχών της 1.9.1999 δεν είναι πακέτο μετοχών, και συνεπώς δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το αρθρ. 34 στοιχ α' του ν. 3632/1928. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι οι τιμές των μετοχών δεν επηρεάστηκαν τις αμέσως επόμενες ημέρες από τη μεταβίβαση κάθε προαναφερόμενου πακέτου και συνεπώς δεν επήλθε παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, επικαλούμενοι την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ........, που διενεργήθηκε κι αναφέρεται στην κίνηση της μετοχής ..... πέντε ημέρες πριν και μετά τη μεταβίβαση κάθε πακέτου μετοχών. Όμως το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ασφαλές, καθόσον δεν είναι γνωστό πότε θα αντιδράσει το επενδυτικό κοινό, λαμβανομένου υπόψη ότι εκείνη τη χρονική περίοδο, πέρα από τα κινούμενα στο χώρο του Χρηματιστηρίου "παπαγαλάκια", γινόταν καθημερινά ενημέρωση από τον ημερήσιο τύπο και εκπομπές στην τηλεόραση, αναφορικά με τα δρώμενα στο Χρηματιστήριο. Επιπλέον, οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι η τιμή της μετοχής ..... δεν επηρεάστηκε από τη μεταβίβαση των προαναφερόμενων πακέτων και ότι οι συναλλαγές που έγιναν τις επόμενες ημέρες δεν παρουσίασαν σημαντική αύξηση τόσο στην τιμή όσο και στον όγκο, αλλά κινήθηκαν στα πλαίσια της εποχής εκείνης, κατά την οποία οι τιμές των μετοχών παρουσίαζαν ανοδική πορεία. Όμως, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προαναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις του αρθρ. 34 στοιχ. α' του ν. 3632/1928, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου σ' αυτήν αδικήματος, δεν απαιτείται να παραπλανηθεί πράγματι το κοινό από τα επιτήδεια μέσα, αλλά, αρκεί τα επιτήδεια αυτά μέσα που χρησιμοποίησε ο δράστης, να είναι κατάλληλα και πρόσφορα προς παραπλάνηση του κοινού, όπως και ήταν εν προκειμένω καθόσον το έγκλημα είναι αφηρημένης (δυνητικής) διακινδύνευσης...". Με βάση τις παραδοχές του αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε τους κατηγορούμενους αναιρεσείοντες (όπως και τον συγκατηγορούμενό τους Χ4) ενόχους της αποδιδόμενης σ' αυτούς αξιόποινης πράξης της κατ' εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 34 εδ. α' του Ν. 3632/1928, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποία ανέστειλε για μία τριετία, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για τις μερικότερες πράξεις της παραβάσεως του αρθρ. 34 περ. α' του ν. 3632/1928, που φέρονται ότι τελέστηκαν από τον Γ στις 22.6.1999 και 15.7.1999, και από τον Χ1, για τις μερικότερες πράξεις της παραβάσεως του αρθρ. 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991 που φέρονται ότι τελέστηκαν από αυτόν στις 22.6.1999 και 15.7.1999, ενώ κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο ΣΤ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1β, 98 του ΠΚ και 34 εδ. α' του Ν. 3632/1928, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Χ ΙΙ. Η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα Χ1 αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρεται σε αυτή ότι το Δικαστήριο, για να στηρίξει την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και την από ......... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή Β, που διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, είναι αβάσιμη. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αναγνώσθηκε, πλην άλλων, και η έκθεση αυτή πραγματογνωμοσύνης (βλ. σελ. 366 πρακτικών). Από τη γενόμενη δε παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του παραδεκτού των λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως, προκύπτει ότι η πιο πάνω έκθεση αφορά την από ....... έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε, κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό του πιο πάνω νομίμως ορισθέντος από την Ανακρίτρια πραγματογνώμονος. Περί της εκθέσεως αυτής, που αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στη ποινική διαδικασία, δεν γίνεται μεν μνεία, στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος τα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, πλην όμως στη συνέχεια, όπου παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι η έκθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σελ. 621 πρακτικών), γίνεται ρητή αναφορά στην εν λόγω έκθεση και αντικρούονται πορίσματα αυτής που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι, προκειμένου να στηρίξουν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς τους. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. ι περ. Δ' του Κ.Π.Δ. και με στοιχεία ΙΙ. Α.1 πρόσθετος λόγος αναιρέσεως του Χ1, για έλλειψη αιτιολογίας της 44847/2007 καταδικαστικής απόφασης τον Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Χ ΙΙΙ. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον με τα στοιχεία IV.A2 πρόσθετο λόγο αναιρέσεως (αλλά και με τον με στοιχ. V, 1) και ο αναιρεσείων Χ2, με τον με το στοιχείο Γ λόγο αναιρέσεως, υποστηρίζουν ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α του ν. 3632/1928, ο σκοπός του δράστη να προσπορίσει σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος δεν είναι στοιχείο του υπερχειλούς δόλου του εγκλήματος αυτού και ότι, όπου ο νόμος θεωρεί ότι μία πράξη είναι αξιόποινη, όταν τελείται με σκοπό παρανόμου οφέλους, εννοεί με σκοπό παρανόμου οφέλους του ιδίου του ενεργούντος και όχι τρίτου. Επομένως, όπως υποστηρίζουν οι πιο πάνω αναιρεσείοντες, το Δικαστήριο της ουσίας, με το να δεχθεί ότι το προβλεπόμενο με τη διάταξη αυτή αδίκημα απαιτεί δόλο του υπαιτίου, οποίος περιλαμβάνει και τον (υπερχειλή δόλο) περιποιήσεως, όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και ή σε άλλον αθέμιτη ωφέλεια, "ο οποίος υπάρχει, όταν επιζητείται η άμεση ή έμμεση, πρόσκαιρη ή διαρκής απόλαυση περιουσιακών ωφελημάτων από το δράστη ή τρίτο" και στη συνέχεια, με το να δεχθεί ότι "σκοπός των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων ήταν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους αλλά και σε τρίτους παράνομο περιουσιακό όφελος...", εσφαλμένα ερμήνευσε την πιο πάνω ουσιαστική ποινική διάταξη και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, με αποτέλεσμα οι αναιρεσείοντες να έχουν τιμωρηθεί για πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν μπορούν να υπαχθούν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε για τον λόγο ότι δεν προβλέπονται στον εφαρμοστέο ποινικό κανόνα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην πιο πάνω (παρ. ΧΙ) μείζονα σκέψη, από τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928, προκύπτει, ότι, για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος αυτού, απαιτείται, υποκειμενικώς, δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι επιτήδεια να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του και, περαιτέρω, το σκοπό περιποιήσεως στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτης ωφέλειας, ο οποίος υπάρχει, όταν επιζητείται η άμεση ή έμμεση, πρόσκαιρη ή διαρκής απόλαυση περιουσιακών ωφελημάτων από τη δράστη ή τρίτο. Η διάταξη αυτή τιμωρεί όποιον "επί σκοπώ αθεμίτου ωφελείας, εν γνώσει μεταχειρίζεται μέσα επιτήδεια προς παραπλάνησιν του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου", δηλαδή, με τη διάταξη αυτή, σκοπείται να καταστεί αξιόποινη η πιο πάνω συμπεριφορά του δράστη του εν λόγω εγκλήματος που αποβλέπει σε παράνομη ωφέλεια όχι αποκλειστικά του ίδιου, αλλά και οποιουδήποτε τρίτου, ακριβώς διότι ο νόμος θέλησε να αποκλείσει την μέσω των χρηματιστηριακών συναλλαγών παραπλάνηση του κοινού, προκειμένου να ωφεληθεί αθεμίτως οποιοσδήποτε και είναι αδιάφορο αν αυτός είναι ο ίδιος ο δράστης ή τρίτος, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του αδικήματος αυτού. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. πιο πάνω λόγοι αναιρέσεως με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. XIV. Περαιτέρω, από τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, Χ1 αποφάσισε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του, Χ2, να χρησιμοποιήσουν τα αναφερόμενα στην απόφαση επιτήδεια μέσα για να παραπλανήσουν το ευρύ επενδυτικό κοινό, και ουδεμία αντίφαση δημιουργείται όταν, κατά την εξειδίκευση επί μέρους πράξεων, δεν επαναλαμβάνεται κάθε φορά το αυτονόητο στοιχείο της συναπόφασης, αλλά γίνεται λόγος για την απόφαση του ενός να εκτελέσει την κάθε επί μέρους πράξη. Κατά τα λοιπά, οι διαλαμβανόμενες στον αυτό πρόσθετο λόγο αναίρεσης αλλά και στους λοιπούς, με στοιχεία IV, 3 έως και 11, αιτιάσεις, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ανεξαρτήτως του απαραδέκτου αυτού, δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως να εξηγήσει πως και γιατί μπορούσε να συναποφασίσει με τον Χ2 ο Χ1 να πωληθούν διάφορα πακέτα μετοχών της εταιρίας ".......", κατά τις αβάσιμες αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος, που διαλαμβάνονται στον με στοιχ. IV, 4 πρόσθετο λόγο αναίρεσης. Eπίσης η παραδοχή, ότι "... τα πακέτα μετοχών θα εμφανίζονταν ότι δήθεν πωλούνται στην τιμή που ανακοινώθηκε, ενώ στην πραγματικότητα η τιμή πώλησης τους θα ήταν σε πολύ κατώτερη τιμή, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν τα πακέτα αυτά των μετοχών στην αναγραφόμενη στο "Ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής", δεν είναι αντιφατική με την παραδοχή ότι η αναφερόμενη συναλλαγή στις 31/8/99 "με την ψευδή κατά τα ανωτέρω παράσταση ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην τιμή των 5.500 δρχ. (16.140 ευρώ) ανά μετοχή (ενώ η τρέχουσα τιμή της μετοχής ήταν 6.038", αφού η ψευδής παράσταση ως προς την τιμή της μετοχής έγινε προφανώς, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, σε σχέση με την πραγματική της αξία και όχι την τρέχουσα και κατά πολύ υπερτιμημένη. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση με τις παραδοχές της, ότι την 31.8.1999 ο αναιρεσείων Χ1 και ο Χ2 τελούσαν εν γνώσει ότι "... το σύνολο των μετοχών περιήλθε σε νομικά και φυσικά πρόσωπα - αγοραστές που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, ότι κίνητρο των αγοραστών αυτών υπήρξε η προσυνεννοημένη και μεθοδευμένη από τους συγκατηγορουμένους τους, Χ4 και Χ3, καταβολή μειωμένης τιμής, κατά ποσοστό 35 % και ότι στους 14 εξ αυτών των αγοραστών θα επιστρεφόταν ως έκπτωση από τον Χ2 (πωλητή) τμήμα του καταβληθέντος για τη συναλλαγή ποσού, το οποίο και επεστράφη με τη μεσολάβηση των Χ4 και Χ3 ...", καθορίζει με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται σε σχέση με την επίδικη πώληση και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των επιπλέον στοιχείων και διευκρινίσεων που αναφέρει ο αναιρεσείων στους προσθέτους αυτού λόγους (στοιχ. IV, 5). Εξάλλου η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι "την 1.9-1999 ο Χ2, πώλησε με διάσπαρτες συναλλαγές 129.850 μετοχές της άνω εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρίας, υπό την ψευδή κατά τα ανωτέρω παράσταση...", όπως από το αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό αυτής προκύπτει, έχει την σαφή έννοια ότι και οι διάσπαρτες αυτές συναλλαγές αφορούσαν "πακέτα" μετοχών, χωρίς να δημιουργείται αντίφαση από την παραδοχή της απόφασης, κατά την οποία " ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 ότι οι μεταβιβάσεις μετοχών της 1.9.1999 δεν είναι πακέτο μετοχών και συνεπώς δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το άρθρο 34 στοιχ. α' του ν. 3632/1928", αφού το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι οι συναλλαγές αυτές δεν αφορούσαν "πακέτο" μετοχών, αλλά ότι ουδεμία επιρροή έχει - όπως πράγματι δεν έχει- το γεγονός αυτό ως προς το αξιόποινο της πράξεως, ενώ, η γνώση του αναιρεσείοντος, που αφορά τη πώληση από τον Χ2 των μετοχών της συγκεκριμένης συναλλαγής (1/9/99), επαρκώς αιτιολογείται με την αναφορά ότι η πράξη αυτή έγινε με συναπόφαση και των δύο αυτών αναιρεσειόντων, τέλος δε, δεν ήταν απαραίτητη για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως η έκθεση των επιπλέον περιστατικών που αναφέρει ο αναιρεσείων στον σχετικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης (στοιχ. IV, 6). Επίσης με πληρότητα αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι λογαριασμοί των Τραπεζών που δέχτηκε το Δικαστήριο ότι κατατέθηκαν τα χρήματα, τα οποία έκρινε ότι προέρχονταν από επιστροφή τμήματος του καταβληθέντος τιμήματος. Επίσης με σαφήνεια και πληρότητα η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογεί τα στοιχεία τα συγκροτούντα την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι και ειδικότερα ο αναιρεσείων καθώς και τα στοιχεία του υπερχειλούς δόλου, αφού εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν και ειδικότερα προσδιορίζεται το σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος, είναι δε αδιάφορο, ως προς την στοιχειοθέτηση του υπερχειλούς αυτού δόλου, αν την σκοπούμενη αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια την εισέπραττε τελικά ο ίδιος ο αναιρεσείων ή η από αυτόν εκπροσωπούμενη χρηματιστηριακή εταιρεία, η δε παραδοχή στην απόφαση, ότι το σκοπούμενο από τον αναιρεσείοντα περιουσιακό όφελος θα προέκυπτε "ενδεχομένως" από άλλες πρόσθετες αμοιβές που θα είχε αυτός από Χ2, αφενός μεν, δεν στηρίζει αυτοτελώς την παραδοχή της συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος, αφετέρου δε, η φράση "ενδεχομένως" δεν αναφέρεται στο σκοπούμενο από τον αναιρεσείοντα όφελος, αλλά στην πραγματοποίηση (είσπραξη) των προσθέτων αυτών αμοιβών, στοιχείο που δεν είναι απαραίτητο για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Τέλος, σαφώς προσδιορίζονται τα τρίτα πρόσωπα στην αθέμιτη ωφέλεια των οποίων σκόπευε η πράξη του αναιρεσείοντος (όπως του συγκατηγορουμένου του Χ1) αθέμιτο δε όφελος συνιστά και η προμήθεια που θα εισέπραττε η χρηματιστηριακή εταιρία για την πώληση των μετοχών, υπό τις περιγραφόμενες στην απόφαση συνθήκες, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στους με στοιχ. IV, 7, 8 πρόσθετους λόγους αναίρεσης είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Tα ίδια ισχύουν και για τον συναφή με στοιχ. V, 2 λόγο αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου παράβαση του αρ. 34 περ. α' ν. 3632/28. Η παραδοχή της αποφάσεως, ότι "σκοπός των πιο πάνω κατηγορουμένων ήταν α) του Χ1 να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος όσο και τρίτα εμπλεκόμενα στις ανωτέρω συναλλαγές πρόσωπα, τον οποίον υλοποίησε, καθόσον εισέπραξε παρανόμως αμοιβή για τις προαναφερόμενες συναλλαγές πέραν αυτής που δικαιούνταν", ουδεμία αντίφαση περιέχει. Το όφελος που υλοποιήθηκε και το οποίο αφορά την είσπραξη της προμήθειας, αναφέρεται αποκλειστικά αναιρεσείοντα Χ1 και όχι στους τρίτους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η αναιρεσείων, για τους οποίους δεν γίνεται λόγος στην πιο πάνω παραδοχή για κέρδος αυτών που υλοποιήθηκε, ούτε ήταν αναγκαίο να υλοποιηθεί, αφού πρόκειται για έγκλημα διακινδύνευσης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ λόγος αναίρεσης με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων Χ1, όντας πρόεδρος του Δ.Σ. της Χρηματιστηριακής Εταιρείας με την επωνυμία "Κονταλέξης ΑΧΕΠΕΥ", "... σκόπευε, με τις πιο πάνω μεθοδευμένες πωλήσεις, ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος και αντιπρόσωπος των συναλλασσομένων (αγοραστή και πωλητή) να επηρεάσει την τιμή της ανωτέρω μετοχής κλπ", ουδεμία δε αμφιβολία ή ασάφεια δημιουργείται από τις πιο πάνω παραδοχές, αλλά και από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεως, ότι ο εν λόγω αναιρεσείων ενήργησε όλες τις πράξεις που αναφέρονται σε αυτή, με την προαναφερόμενη ιδιότητα του προέδρου της ΑΧΕΠΕΥ, χωρίς να υπάρχει λόγος η ιδιότητα αυτή να διευκρινίζεται κατά την περιγραφή κάθε επί μέρους πράξεως που αυτός ενήργησε (πωλήσεις μετοχών κλπ) και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, στον με στοιχείο (στοιχ. IV, 9) πρόσθετο λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου, οι διαλαμβανόμενες, στον με στοιχ. IV, 10 πρόσθετο λόγο αναίρεσης, αιτιάσεις, ότι η αναφερόμενη στην απόφαση αιτιολογία, με την οποία αποκρούεται ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, κατά τον οποίο αυτοί, επικαλούμενοι την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή Β, ισχυρίζονται ότι οι τιμές των μετοχών δεν επηρεάστηκαν τις αμέσως επόμενες ημέρες από τη μεταβίβαση κάθε προαναφερόμενου πακέτου και συνεπώς δεν επήλθε παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά απολύτως ασαφής και αντιφατική, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον πλήττουν απαραδέκτως την ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου. ΧV. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, και, ειδικότερα ως προς την βαρύτητα του εγκλήματος, έλαβε υπόψη του "Τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα καθώς και τον κίνδυνο που προκλήθηκε εξαιτίας του εγκλήματος, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, τις περιστάσεις (χρόνος, τόπος, τρόπος) κάτω από τις οποίες προπαρασκευάστηκε και τελέστηκε το έγκλημα την ένταση του δόλου ή τον βαθμό της αμέλειας των κατηγορουμένων". Ουδεμία δε αμφιβολία ή ασάφεια υφίσταται από τις πιο πάνω παραδοχές, ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχθηκε ότι το αδίκημα του αρ. 34 του ν. 3632/28 που εφάρμοσε και για το οποίο κρίθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, αφού αυτό ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης (και όχι βλάβης) και ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν το έγκλημα αυτό με δόλο (και μάλιστα υπερχειλή) και όχι από αμέλεια, η δε μη διαγραφή της φράσεως "ή τον βαθμό της αμελείας" από το έντυπο του σκεπτικού της αποφάσεως για την κατά το άρθρο 79 του ΠΚ επιμέτρηση της ποινής, οφείλεται σε προφανή παραδρομή, και επομένως, τον δόλο του αναιρεσείοντος συνεκτίμησε ο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση αυτή, η δε αναφορά στην αυτή για την επιμέτρηση της ποινής απόφαση ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε, πλην άλλων και την "βλάβη που προξένησε το έγκλημα", δεν έχει την έννοια ότι για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος έκρινε αυτό ως έγκλημα βλάβης. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το έγκλημα αυτό, εκτός από την απαιτούμενη διακινδύνευση, επέφερε, επιπλέον, τελικά και βλάβη, ορθώς λαμβάνεται και αυτή υπόψη, στην επιμέτρηση της ποινής. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν, ούτε προκύπτει ασάφεια ως προς την διάταξη την οποία εφάρμοσε το Δικαστήριο. Συνεπώς, οι με τα στοιχ. IV, 11 και V, B σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ και Ε ΚΠΔ, πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της απόφασης για την επιμέτρηση της ποινής του αναιρεσείοντος, και για εκ πλαγίου παράβασης του άρ. 34 του ν. 3632/28, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. ΧVΙ. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον με στοιχ. IV, 3 πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι, με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε, χωρίς αιτιολογία αίτημα αυτού "να αναγνωστεί καρτέλα του Γ". Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης (σελ. 235), κατά την εξέταση της μάρτυρα Δ υποβλήθηκε από τους συνηγόρους του αναιρεσείοντος προς το δικαστήριο το αίτημα "να αναγνωστεί καρτέλα του Γ". Το αίτημα αυτό, έτσι όπως υποβλήθηκε, ήταν αόριστο, αφού δεν διευκρινίζεται, αν αυτό αφορούσε ανάγνωση εγγράφου που είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο, ή υπήρχε στην δικογραφία, αλλά και τους λόγους που επέβαλαν την διακοπή της εξέτασης του μάρτυρα, προκειμένου να αναγνωσθεί το εν λόγω έγγραφο. Εντούτοις, το Δικαστήριο, απάντησε, εκ περισσού, στο αίτημα αυτό, με την 43840/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, με την οποία και το απέρριψε, με την εξής αιτιολογία "...πρέπει να απορριφθεί το αίτημα ανάγνωσης της καρτέλας του κατηγορουμένου Γ, στο παρόν στάδιο της δίκης και να επαναφέρει η υπεράσπιση το εν λόγω αίτημα κατά τη διαδικασία ανάγνωσης των εγγράφων". Από την αιτιολογία αυτή προκύπτει σαφώς, ότι το Δικαστήριο δεν αρνήθηκε την ανάγνωση του εν λόγω εγγράφου, αλλά έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να διακοπεί η εξέταση της μάρτυρα, αλλά έπρεπε το έγγραφο αυτό να αναγνωσθεί κατά την ανάγνωση των λοιπών εγγράφων. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, το έγγραφο αυτό, μαζί με άλλα έγγραφα που προσκόμισε ο εν λόγω αναιρεσείων, τελικά αναγνώσθηκε (βλ. σελ. 354 πρακτικών) και ουδέν των δικαιωμάτων του στερήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας στην πιο πιάνω παρεμπίπτουσα απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Eπίσης το αίτημα του ίδιου αναιρεσείοντος, που υποβλήθηκε από τους συνηγόρους του, "προκειμένου, κατ' άρθρο 353 § 3 ΚΠΔ, το Δικαστήριο να διατάξει βιαία προσαγωγή για τους απολειπόμενους μάρτυρες του κατηγορητηρίου", ήταν, επίσης, αόριστο, αφού δεν αναφερόταν σε αυτό για ποιό λόγο έπρεπε να προσέλθουν οι εν λόγω μάρτυρες και για ποια κρίσιμα για την υπόθεση θα κατέθεταν περιστατικά. Εντούτοις και πάλι, εκ περισσού, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, με την 44240/11.7.2007 παρεμπίπτουσα απόφαση του (σελ. 346), με την ακόλουθη αιτιολογία "Επειδή το Δικαστήριο δεν θεωρεί αναγκαία τη μαρτυρία των μαρτύρων του κατηγορητηρίου, οι οποίοι, αν και κλητεύτηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκαν, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των κατηγορουμένων να διαταχθεί η βίαιη προσαγωγή τους κατ' άρθρο 353 § 3 ΚΠΔ". Η αιτιολογία δε αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη και δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής να παρατεθούν και τα επιπλέον περιστατικά που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτηση των προσθέτων λόγων του. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, πρόσθετος λόγος αναιρέσεως (με στοιχ., IV, 5), με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας στην πιο πάνω παρεμπίπτουσα απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΧV ΙΙ. Κατά το άρθρο 30 του ν. 3340/2005 "1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος: (α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα ή (β) διαδίδει εν γνώσει του δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης του διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες". Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, στην περίπτωση α υπάγεται οποιοσδήποτε διενεργεί με οποιαδήποτε ιδιότητα συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα, συνεπώς και εκείνος ο οποίος διαμεσολαβεί κατ' επάγγελμα στην κατάρτιση των συναλλαγών αυτών. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του Ν. 3632/1928 "περί Χρηματιστηρίων Αξιών", όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς της από τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3340/2005, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως η διάταξη αυτή αναπτύχθηκε ειδικότερα πιο πάνω (παρ. ΧΙ), προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος αυτού απαιτούνται, τα αναφερθέντα ήδη αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, δηλαδή, να μεταχειρίζεται ο δράστης, χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, μέσα, τα οποία είναι επιτήδεια με βάση αντικειμενικά κριτήρια, και δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα, κατ' αντικειμενική κρίση, είναι επιτήδεια να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου και, περαιτέρω, σκοπός του δράστη (υπερχειλής δόλος) περιποιήσεως στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτης ωφέλειας. Η τεχνητή δε διόγκωση της ζητήσεως που στηρίζεται σε εικονικές αγοραπωλησίες είναι προεχόντως πρόσφορο μέσο επηρεασμού των τιμών των μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, ιδιαίτερα δε, όταν η εικονική συναλλαγή έχει ως αντικείμενο "πακέτα" μετοχών (μεγάλο αντικείμενο) και με αγοραστές επενδυτές, και δη θεσμικούς του εξωτερικού, και με δυνατότητα εισαγωγής αυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας σε ικανό ποσοστό, όπως αυτό του 10%. Συνεπώς, όποιος μεταχειρίζεται, χάριν επηρεασμού των τιμών του Χρηματιστηρίου, μέσα, τα οποία είναι επιτήδεια με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή, κατάλληλα - πρόσφορα, να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό, ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του Χρηματιστηρίου, μεταξύ των οποίων είναι, προεχόντως, και η ψευδής - εικονική αγοραπωλησία μετοχών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο και η κατ' αυτόν τον τρόπο τεχνητή διόγκωση της ζητήσεως που στηρίζεται σε εικονικές αγοραπωλησίες και η μεσολάβηση στην διενέργεια τέτοιων συναλλαγών, είναι πράξεις αξιόποινες, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, τόσο υπό το καθεστώς του νόμου 3632/1928, όσο και του ν. 3340/2005. Στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο εφάρμοσε τον ισχύοντα κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως νόμο 3632/1928, η δε παράθεση της διατάξεως του άρθρου 30 του ν. 3340/2005 υποδηλώνει ακριβώς την παραδοχή του Δικαστηρίου ότι οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους πράξεις είναι αξιόποινες και κατά τον μεταγενέστερο αυτόν νόμο, χωρίς αυτός να είναι επιεικέστερος (ώστε να ανακύπτει θέμα εφαρμογής της διατάξεως του άρ. 2 του ΠΚ), λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ο τελευταίος νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, ενώ ο ν. 3632/28 προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών. Ειδικώς δε, ως προς την μη προβλεπόμενη από τον ν. 3340/2005 χρηματική ποινή, το Δικαστήριο εφάρμοσε την επιεικέστερη αυτή διάταξη και δεν επέβαλε στους αναιρεσείοντες χρηματική ποινή, όπως τούτο ρητώς αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 622). Επομένως, η διαλαμβανόμενη, στον με στοιχ. V, Α, 3 πρόσθετο λόγο αναίρεσης, αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε σε εκ πλαγίου παράβαση του νόμου (άρ. 34 ν· 3236/1928, 30 παρ. 1 ν. 3340/2005 και άρθρο 2 ΠΚ), δεδομένου ότι στο σκεπτικό αναλύει την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 3340/2005, χωρίς όμως να αποσαφηνίζει, εάν η αναφορά της γίνεται γιατί την θεωρεί εν προκειμένω εφαρμοστέα ή όχι, και έτσι, όπως υποστηρίζει, δεν καθίσταται σαφές, αν εφαρμόζει ή όχι την σχετική νεότερη και επιεικέστερη κατά τον αναιρεσείοντα, διάταξη, γεγονός που αποκλείει τον έλεγχο της τελικής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών σε κανόνα δικαίου, είναι αβάσιμη και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ, πιο πάνω πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος. ΧV ΙΙΙ. Με τον με στοιχ. V, Β πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων Χ1, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, διότι άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο και συγκεκριμένα προσδιόρισε χωρίς λόγο και κατά παράβαση του άρθρου 351 ΚΠΔ με διαφορετικό τρόπο, από την προσδιορισθείσα στον κατάλογο μαρτύρων, τη σειρά κατά την οποία μπορούσαν να εξεταστούν οι μάρτυρες, επιτρέποντας στο μάρτυρα Ε, μετά από αίτημα του ίδιου, να εξεταστεί εκτός σειράς, ενώ αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του διευθύνοντος τη συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 351 ΚΠΔ. Ανεξαρτήτως του ότι η εσφαλμένη εφαρμογή δικονομικής διάταξης, όπως είναι αυτή του άρ. 351 ΚΠΚ δεν στηρίζει αναιρετικό λόγο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, ούτε η παραβίαση της διατάξεως αυτή επιφέρει ακυρότητα, το Δικαστήριο ουδόλως υπερέβη την εξουσία του και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος. Κατά το άρ. 351 του ΚΠΔ, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, προσδιορίζει μεν τη σειρά κατά την οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες, πλην όμως, πολύ περισσότερο, το ίδιο δικαίωμα, έχει το Δικαστήριο, ιδιαίτερα όταν ό ίδιος ο Πρόεδρος αυτού κρίνει ότι για το συγκεκριμένο αίτημα πρέπει να συναποφασίσει με τα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου, όπως συνέβη προφανώς και στην εξεταζόμενη περίπτωση. ΧΙΧ. Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρ. 370 ΚΠΔ). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 509 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατ' αποφάσεως, ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής Αρχής της περιφέρειας που κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου μόνο για καταδικαστική απόφαση, η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη το άρθρου 473 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., και με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Καταδικαστική είναι η απόφαση εκείνη που κηρύσσει κάποιον ένοχο αξιόποινης πράξεως. Στην έννοια της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που παρέλειψε να αποφανθεί περί της ενοχής ή του απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, λόγω παραγραφής. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η αναίρεση πρέπει υποχρεωτικά να ασκηθεί στο γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε και δεν μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον με στοιχ. VI A πρόσθετο λόγο αναίρεσης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Χ1 προβάλλεται η αιτίαση ότι το δίκασαν Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του (σελ. 622 και 625) δεν αποφάσισε για τις μερικότερες αυτοτελείς πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 34 περ. α' του ν· 3632/1928, που φέρονταν ότι τελέστηκαν από τον αναιρεσείοντα στις 22.06.1999 και 15.07.1999, και για τις οποίες είχε κριθεί ένοχος και έχει καταδικαστεί -σε αληθινή συρροή με την παράβαση του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 1969/1991- με την 48300/2005 οριστική (μαζί με τις παρεμπίπτουσες) απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, την οποία ο ίδιος είχε εκκαλέσει (σελ. 523 επ. της πρωτόδικης αποφάσεως). Το Δικαστήριο, όπως υποστηρίζει ο εν λόγω αναιρεσείων, που δίκασε ως εφετείο, αντί να ερευνήσει, σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ενδίκου αυτού μέσου, την υπόθεση στο σύνολό της, ως προς όλες τις καταδικαστικές για τον αναιρεσείοντα διατάξεις, παρέλειψε να αποφανθεί, ως όφειλε, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 § 2 ΚΠΔ, για τις πιο πάνω μερικότερες πράξεις της παραβάσεως του άρθρου 34 περ. α' του ν. 3632/1928, παραβιάζοντας, με τον τρόπο αυτό, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα τον ενδίκου μέσου της έφεσης, που είχε ασκήσει ο ήδη αναιρεσείων, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε καταδικαστεί και για τις πράξεις αυτές και, κατά τον τρόπο αυτό, υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που καθιδρύει τον κατά το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ αυτοτελή λόγο αναιρέσεως. Σε σχέση με τις αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος Χ1 πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση αυτού κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, έπαυσε πλέον να υπάρχει η τελευταία. Εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε και για τις πιο πάνω δύο επί μέρους πράξεις, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόφαση για τις πράξεις αυτές και η υπόθεση, ως προς τις δύο αυτές πράξεις, δύναται οποτεδήποτε να επανεισαχθεί στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό, με συμπληρωματική απόφασή του, να αποφανθεί και γι' αυτές. Για αρνητική υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου θα μπορούσε να γίνει λόγος μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφαινόταν τελειωτικά ότι δεν έπρεπε να αποφανθεί γι'αυτές. Άλλωστε, έννομο συμφέρον ο αναιρεσείων δεν έχει να ασκήσει αναίρεση για το λόγο αυτό, αφού δεν υφίσταται σε βάρος του καταδικαστική απόφαση. Αλλά, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι υφίσταται παρόμοιο έννομο συμφέρον, προκειμένου να παύσει να εκκρεμεί η σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορία για τις δύο αυτές πράξεις (και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη γι' αυτές, δεδομένου ότι συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής για τις πλημμεληματικές αυτές πράξεις), η εν λόγω απόφαση δεν υπόκειται σε αναίρεση κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού με αυτή, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ούτε έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Επιπλέον, εφόσον η απόφαση αυτή δεν προσβάλλεται στο σημείο αυτό ως προς καταδικαστικό της μέρος, δεν είναι παραδεκτή η άσκηση αναίρεσης κατ' αυτής με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το παραδεκτό δε της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής αποτελεί προϋπόθεση για τον παραδεκτό και του εξεταζόμενου προσθέτου λόγου. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ πρόσθετος λόγος για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος. ΧΧ. Ο αναιρεσείων Χ2 με τον με στοιχ. Δ λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής και αντιφατική, και οδηγεί σε εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 34 στοιχ. α' Ν. 3632/1928. Η αντιφατικότητα αυτή εντοπίζεται από τον αναιρεσείοντα στις εξής παραδοχές: 1) Ενώ γίνεται δεκτό ότι "... δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν τα πακέτα αυτά τον μετοχών στην αναγραφόμενη στο "ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής...", παραλλήλως, γίνεται επίσης δεκτό ότι: "Έτσι το κοινό θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της άνω εταιρίας πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση της μετοχής, με συνέπεια την ανατίμηση της και την αύξηση της εμπορευσιμότητας της...". Το "κοινόν" όμως, όπως υποστηρίζει ο εκκαλών, δεν μπορεί να αγοράζει πακέτα μετοχών και η τιμή πωλήσεως πακέτων δεν έχει να κάνει με τις τιμές του "ταμπλό", στις οποίες και μόνον αγοράζει και πωλεί το "κοινόν". Επομένως ο πιο πάνω συλλογισμός της αποφάσεως "δεν είναι απλώς αντιφατικός, αλλά αποδίδει αστήρικτες εικασίες της". Περαιτέρω, κατά τις αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντα, όταν γίνεται δεκτό ότι: "δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν αγοραστές και να αγοράσουν... στην αναγραφόμενη στο "Ταμπλό" τιμή, η οποία ήταν ήδη κατά πολύ υψηλή σε σχέση με την πραγματική αξία της μετοχής", όπως δέχεται η απόφαση ότι συνέβαινε, δεν είναι δυνατόν να γίνεται παραλλήλως δεκτό, ότι "το κοινό θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της άνω εταιρίας πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση της μετοχής, με συνέπεια την ανατίμησή της και την αύξηση της εμπορευσιμότητάς της". Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Η απόφαση, με τις πιο πάνω παραδοχές της, ούτε αναφέρει ούτε υπονοεί ότι το "κοινόν" αγοράζει ή μπορεί να αγοράζει πακέτα μετοχών, ούτε ότι η τιμή πωλήσεως των πακέτων έχει να κάνει με τις τιμές του "ταμπλό", όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων. Εκείνο το οποίο αναφέρει η απόφαση κατά τρόπο σαφή, είναι ότι, προκειμένου να παραπλανηθεί το κοινό και να σπεύσει να αγοράσει την εν λόγω μετοχή, η οποία ήταν ήδη σε υψηλή τιμή, που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική της αξία, ώστε να επέλθει άνοδος της τιμής της, οι κατηγορούμενοι, με τον αναφερόμενο στην απόφαση τρόπο, δημιούργησαν την εντύπωση στο κοινό ότι η μετοχή αυτή παρουσίαζε μεγάλη ζήτηση, σε υψηλή τιμή, η οποία, όμως (ζήτηση), θα ήταν τεχνητή και όχι πραγματική, η δε τιμή της μετοχής θα ήταν και αυτή εικονική και όχι πραγματική. Έτσι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ2, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, αποφάσισε να πωλήσει διάφορα πακέτα μετοχών της άνω εταιρίας (όχι βεβαίως στο κοινό), τα οποία πακέτα μετοχών θα εμφανίζονταν ότι δήθεν πωλούνται στην τιμή που ανακοινώθηκε, ενώ στην πραγματικότητα η τιμή πώλησής τους θα ήταν σε κατά πολύ κατώτερη τιμή. Η μεθόδευση αυτή θα καλλιεργούσε την πεποίθηση στο κοινό ότι η εμπορευσιμότητα της μετοχής αυτής είναι μεγάλη και η τιμή της υψηλή και, συνεπώς, θα έχει καλή προοπτική και θα έσπευδε να αγοράσει μετοχές της εταιρίας αυτής, πιστεύοντας ότι έχει καλή προοπτική, με συνέπεια την ανατίμησή της και την αύξηση της εμπορευσιμότητάς της. Δηλαδή, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, το κοινό θα παραπλανιόταν με τον τρόπο αυτό ότι οι ήδη υψηλές τιμές των μετοχών που αναγράφονταν στο "ταμπλό", είχαν ακόμη καλύτερη προοπτική. Περαιτέρω, με τις παραδοχές της, η προσβαλλόμενη απόφαση ότι, κατά τον περιγραφόμενο σε αυτή τρόπο, ο Χ1 "θα είχε αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια από την προμήθεια που θα κέρδιζε η χρηματιστηριακή εταιρία, της οποίας ήταν Πρόεδρος, τόσο από την πώληση των πακέτων, όσο από τις περαιτέρω αυξημένες αγοραπωλησίες μετοχών και μάλιστα σε υψηλές τιμές και ενδεχομένως από άλλες πρόσθετες αμοιβές, που θα είχε από τον Χ2, ο δε τελευταίος θα μπορούσε να διαθέσει τις μετοχές του σε υψηλές τιμές στο αγοραστικό κοινό, χωρίς να αντιπροσωπεύουν αυτές οι τιμές την πραγματική αξία των μετοχών που θα πωλούσε και έτσι θα αποκτούσε αθέμιτα κέρδος και υψηλή ρευστότητα, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματική αξία των μετοχών που θα διέθετε..." και ότι: "Σκοπός του Χ2 από τις προαναφερόμενες συναλλαγές ήταν να αποκομίσει ο ίδιος αθέμιτο περιουσιακό όφελος από τα μεθοδευμένη αύξηση της τιμής των μετοχών, παραπλανώντας το επενδυτικό κοινό για την πραγματική χρηματιστηριακή τους αξία και προκαλώντας σε αυτό πεπλανημένη εντύπωση, ότι αυτή αντιστοιχούσε στην ανακοινωθείσα τιμή κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες συνεδριάσεις του ΧΑΑ, σκοπό τον οποίο πέτυχε, καθ' όσον, από την πιο πάνω μεθοδευμένη πώληση μεγάλων ποσοτήτων μετοχών, η τιμή τους αυξήθηκε αφού προσελκύστηκαν αγοραστές, οι οποίοι προέβησαν σε αθρόες αγορές μετοχών της εταιρίας... όπως αυτές αναφέρονται στους πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, αφετέρου δε να προσπορίσει στους Χ4 και Χ3, αθέμιτο περιουσιακό όφελος, αφού οι τελευταίοι, για τις μεσολαβήσεις τους στις ανωτέρω μεθοδευμένες συναλλαγές, έλαβαν υψηλές αμοιβές, όπως αναφέρεται στο διατακτικό...", με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις αιτιολόγησε την συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ2, και ειδικότερα ως προς την κατάφαση του σκοπού, χωρίς να απαιτείται η αναφορά και επιπλέον περιστατικών. Το ότι ο αναιρεσείων Χ2, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, δεν πώλησε μετά ταύτα ούτε μία μετοχή του σε κανέναν, ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί από πραγματικά περιστατικά παραπάνω σκοπός του, ανεξαρτήτως του ότι αυτό δεν αποτελεί παραδοχή της αποφάσεως, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφενός, διότι, επί εγκλημάτων σκοπού, προς κατάφαση της τελέσεως του εγκλήματος, δεν απαιτείται να επέλθει η πραγματοποίηση του σκοπού, δηλαδή η πραγματική οικονομική ωφέλεια, και, αφετέρου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, επήλθε η σκοπούμενη ωφέλεια με την αύξηση της τιμής της μετοχής και δεν ήταν αναγκαίο προς τούτο ο αναιρεσείων να πωλήσει περαιτέρω τις μετοχές του αυτές και να εισπράξει το τίμημα. Ανεξαρτήτως αυτών, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, όπως και ο ίδιος αναιρεσείων αναφέρει στην αίτησή του, αυτός πούλησε πράγματι πακέτα μετοχών σε συγκεκριμένους αγοραστές, κρίνοντας ως "επιστροφή τιμήματος" προς τους αγοραστές, τα χρήματα που αυτός (Χ2) κατέβαλε ως αμοιβή στους εκπροσώπους της εταιρείας ....., για τις υπηρεσίες τους να προσελκύσουν ξένους θεσμικούς επενδυτές. Εξάλλου, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο αναιρεσείων ενήργησε και με τον σκοπό παρανόμου οφέλους των Χ4 και Χ3, κατά τα εκτιθέμενα στην απόφαση πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης του Χ2, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧΙ. Με τον υπό στοιχείο Ι πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Χ2, προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την παραδοχή της ότι η ανακοίνωση περί εισόδου θεσμικών επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ήταν ψευδής, ως προς την ιδιότητα των επενδυτών ως θεσμικών, προκειμένου να θεμελιώσει τον χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν, χάριν επηρεασμού της τιμής της επίμαχης μετοχής, ως επιτήδειων για την παραπλάνηση του κοινού, διαλαμβάνει αντιφατική και ελλιπή αιτιολογία. Τούτο δε, διότι, όπως υποστηρίζει, στην ίδια απόφαση γίνεται δεκτό ότι στο κεφάλαιο της εταιρίας επένδυσαν πράγματι θεσμικοί επενδυτές κατά ποσοστό συμμετοχής 2,5%, και δεδομένου ότι " η ανακοίνωση έκανε λόγο για ανώτατο - και όχι για ελάχιστο - ποσοστό 10% έπεται ότι αναιρεσιβαλλομένη αντιφατικώς δέχεται ότι η ανακοίνωση περί εισόδου θεσμικών επενδυτών μέχρι ποσοστού 10% υπήρξε ψευδής". Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, διότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης, γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων Χ2 τελούσε εν γνώσει ότι "με τις μεταβιβάσεις αυτές, το σύνολο των παραπάνω μετοχών περιήλθε στους αγοραστές, οι οποίοι εμφαίνονται στους καταρτισθέντες πίνακες που προσαρτώνται στο διατακτικό της παρούσας, που δεν αφορούν αποκλειστικά σε θεσμικούς επενδυτές (παρά μόνον σε ποσοστό 2,5%), όπως είχαν ανακοινώσει οι Χ2, Χ4 και Χ3, στο επενδυτικό κοινό αρχικά ατύπως, αλλά και, ακολούθως, επισήμως με αντίστοιχες ανακοινώσεις την 1.9.1999 και 15.9.1999, ότι έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας σε ποσοστό μέχρι 10% και ότι η ανακριβής αυτή δήλωση αποτελούσε κίνητρο προς τους αγοραστές για αυξημένη ζήτηση μετοχών". Δηλαδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται δεκτό, ότι ο αναιρεσείων αρχικά είχε ανακοινώσει ότι οι μεταβιβάσεις των μετοχών αφορούσαν αποκλειστικά σε θεσμικούς επενδυτές και στη συνέχεια επισήμως ανακοινώθηκε ότι αφορούσαν "σε ποσοστό μέχρι 10%", και επομένως, σε κάθε περίπτωση όχι 2,5%. Ουδεμία δε, επιπλέον, έκθεση περιστατικών ήταν ανάγκη να διαλάβει η απόφαση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της, ως προς την εν λόγω παραδοχή, και ουδεμία αντίφαση αυτή ενέχει και, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με στοιχ. Ι πρόσθετος λόγος αναίρεσης με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧ ΙΙ. Ο ίδιος αναιρεσείων (Χ2), με τον υπό στοιχείο ΙΙ πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα έκανε δεκτό ότι αυτές οι συναλλαγές, μέσω της διαδικασίας των πακέτων, επηρεάζουν τη ζήτηση επί των μετοχών, αφού διενεργούνται "χειροκίνητα", θεωρώντας, εσφαλμένα, ότι και οι συναλλαγές σε πακέτα φανέρωναν την ύπαρξη "ζήτησης", γεγονός αδιανόητο, αφού αυτές οι συναλλαγές, ως προσυνεννοημένες, μεταξύ των συμβαλλομένων (πωλητού και αγοραστού πακέτων), δεν μπορούν να συνιστούν "ζήτηση", ως συμπεριφορά του αορίστου επενδυτικού κοινού. Επίσης υποστηρίζει, ότι το δικαστήριο δέχεται ότι η μεθόδευση αποσκοπούσε στην τόνωση της εμπορευσιμότητας, η οποία, όμως, είναι ένα τελείως διαφορετικό πράγμα από τον επηρεασμό της τιμής και η διάταξη του άρθρου 34 περ. α' του ν. 3632/28 καλύπτει μόνο τη μεταχείριση επιτήδειων μέσων χάριν του επηρεασμού των χρηματιστηριακών τιμών και όχι χάριν του επηρεασμού του όγκου συναλλαγών (εμπορευσιμότητας), αφού η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν καλύπτει ως παράνομη συμπεριφορά τη χρήση επιτήδειων μέσων με σκοπό την αύξηση της εμπορευσιμότητας ή του όγκου των συναλλαγών (όπως προβλέπεται από την νεότερη διάταξη του άρ. 30 του νόμου 3340/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 34 περ. α του ν. 3632/1928). Κατά τις σαφείς όμως παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η τεχνητή αύξηση του όγκου των συναλλαγών (έστω και αν αφορούσαν προσυνεννοημένες πωλήσεις "πακέτων"), δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά επιτήδειο μέσο προς παραπλάνηση του κοινού χάριν επηρεασμού των τιμών, δεν έγινε δηλαδή η τεχνητή αυτή αύξηση χάριν του επηρεασμού του όγκου συναλλαγών (εμπορευσιμότητας), αλλά χάριν του επηρεασμού των χρηματιστηριακών τιμών. Εξάλλου, το Δικαστήριο, αντικρούοντας την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ορκωτού Ελεγκτή Β, και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι δεν υπήρξε επίδραση άμεση στην τιμή και στο όγκο της μετοχής της εταιρίας στις επόμενες των πακέτων συνεδριάσεις, με την παραδοχή του, ότι "δεν είναι γνωστό πότε θα αντιδράσει το επενδυτικό κοινό" σε μία είδηση, αιτιολογεί πλήρως και χωρίς αντιφάσεις, την αιτιώδη σχέση μεταξύ των συναλλαγών και την αύξηση της ζήτησης των μετοχών, δεχόμενο ότι, ή όχι άμεση, αλλά μετά από ολίγες ημέρες αντίδραση του κοινού στην πιο πάνω είδηση, οφείλεται πιο πάνω επιτήδειο μέσο, προς παραπλάνησή του χάριν επηρεασμού των τιμών. Κατά την σαφή δε έννοια του άρθρου 34 περ. α του ν. 3632/1928 επιτήδειο μέσο με βάση αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή κατάλληλα - πρόσφορα, να παραπλανήσουν το επενδυτικό κοινό ως προς την πραγματική τιμή των αξιών του χρηματιστηρίου είναι και η προς τον σκοπό αυτό τεχνική αύξηση του όγκου των συναλλαγών, χωρίς μάλιστα να απαιτείται, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου σ' αυτήν αδικήματος, να παραπλανηθεί πράγματι το κοινό από τα επιτήδεια αυτά μέσα, αλλά, αρκεί αυτά, που χρησιμοποίησε ο δράστης, να είναι κατάλληλα και πρόσφορα προς παραπλάνηση του κοινού, όπως και ήταν εν προκειμένω, καθόσον το έγκλημα είναι αφηρημένης διακινδύνευσης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ, με στοιχ. ΙΙ, πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τις αιτιάσεις ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α', διότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, δεν καλύπτει ως παράνομη συμπεριφορά τη χρήση επιτήδειων μέσων με σκοπό την αύξηση της εμπορευσιμότητας ή του όγκου των συναλλαγών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧ ΙΙΙ. Με τον υπό στοιχείο 2 λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Χ3 προβάλλει την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β' Π.Κ., κατά την οποία η άμεση συνδρομή στον δράστη πρέπει να παρέχεται κατά την διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κυρίας πράξης. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι, ενώ η κύρια πράξη του αυτουργού συνίσταται στη κατάρτιση των συγκεκριμένων χρηματιστηριακών συναλλαγών, δια των οποίων επήλθε η μεταβίβαση της κυριότητας των μετοχών αυτών στους αγοραστές και, επομένως, η συμμετοχή του αμέσου συνεργού στο έγκλημα απαιτείται να λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της κυρίας αυτής πράξεως, ωστόσο, όπως αναφέρει στην αίτησή του ο αναιρεσείων, "η συγκεκριμενοποίηση της αποδοθείσης κατηγορίας για άμεση συνεργεία επιχειρείται μέσω της καταθέσεως των φερομένων ως επιστραφέντων ποσών στους λογαριασμούς των αγοραστών των πακέτων", δηλαδή πράξη η οποία χρονικά έπεται της καταρτίσεως των χρηματιστηριακών συναλλαγών στις οποίες αυτή (η κατάθεση) αφορά. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη. Κατά τις σαφείς παραδοχές της αποφάσεως, η συνδρομή του εν λόγω κατηγορουμένου αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι αυτός μεσολάβησε στις αναφερόμενες στην απόφαση πωλήσεις "πακέτων" μετοχών, δηλαδή η συνδρομή αυτού στην πράξη του αυτουργού παρασχέθηκε κατά την διάρκεια της κύριας πράξεως. Η αναφερόμενη δε στην απόφαση μεταγενέστερη της κυρίας πράξεως συμπεριφορά του αναιρεσείοντος παρατίθεται προς ενίσχυση θεμελίωσης του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου αυτού). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ, με στοιχ. 2, λόγος αναίρεσής του, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β' Π.Κ., είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω είναι αβάσιμες οι διαλαμβανόμενες στον υπό στοιχείο 3 λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του ίδιου αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι, όπως υποστηρίζει, παραλείπονται να διευκρινιστούν τα αναφερόμενα στην αίτηση επιπλέον στοιχεία. Ειδικότερα δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για τον εν λόγω αναιρεσείοντα απόφασης να διευκρινίζεται περαιτέρω σε τι συνίσταται η δική του προσυνεννόηση με τους αγοραστές, πότε έλαβε χώρα αυτή, με ποιους συγκεκριμένους αγοραστές, το αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο προκύπτει τέτοια δική προσυνεννόηση, σε τι συνίστανται οι δικές του μεθοδεύσεις με τους αγοραστές για αγορά μετοχών σε μειωμένη τιμή, εάν υπήρξε συνεργασία και το είδος και η έκταση αυτής μεταξύ αυτού και του συγκατηγορουμένου του Χ4, ποιές από όλες τις καταθέσεις πραγματοποίησε αυτός και ποιες ο συγκατηγορούμενός του Χ4, υπέρ ποίων συγκεκριμένων αγοραστών κλπ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με στοιχ. 3, λόγος αναίρεσης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΧΧ ΙV. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 17/9/2007, 14/9/2007 και 19/9/2007, αιτήσεις - δηλώσεις αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 8178/17-9-2007, 8290/20-9-2007 και 8238/19-9-07, αντίστοιχα) των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 αντίστοιχα, μετά των με ημερομηνία κατάθεσης από 20-12-2007 και 21-12-2007 προσθέτων αυτών λόγων του πρώτου και δευτέρου, επίσης αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά των 42992/07, 43695/07, 43752/07, 43830/07, 43891/07, 43986/07, 44082/07, 44165/07, 44240/07, 44314/07, 44388/07, 44514/07, 44610/07, 44681/07 και 44847/07 καταδικαστικών (κύριας και παρεμπιπτουσών) αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ι. Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων και προσθέτων λόγων. ΙΙ. Αναπλήρωση πλημμελειοδίκη επί κληρώσεως. ΙΙΙ. Προσδιορισμός υπόθεσης, σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. ΙV. Ανάγνωση ξενόγλωσσου εγγράφου. Πότε επέρχεται ακυρότητα. Πρέπει, να αναφέρεται στα πρακτικά ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση. V. Ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων για τα οποία δεν προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητά τους. VI. Μη επίδοση (επίδοση τμήματος) καταλόγου μαρτύρων. Μη κλήτευση μαρτύρων που είχαν κληθεί στην αναιρεθείσα δίκη. Δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης, είναι στην κρίση του εισαγγελέα. VII. Σχετική ακυρότητα. Απαράδεκτη η κλήση για τη δικάσιμο της 28.6.2007, διότι Α. Εμφάνιζε ότι εισαγόταν κατά την δικάσιμο της 28/6/2007 «μετά από έφεση σε βάρος του». Β. Διότι εμφανιζόταν ότι εισάγεται σε δίκη μετά από αναίρεση αποφάσεως, ενώ δεν του είχε επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. Γ. Διότι στον κατάλογο των μαρτύρων, δεν αναφερόταν η κατοικία και το επάγγελμα αυτών. Αβάσιμοι οι λόγοι, αλλά και απαράδεκτοι, διότι δεν αναφέρεται ότι είχε ασκήσει έφεση για τις ελλείψεις αυτές της προπαρασκευαστικής διαδικασίας. VIII. Σχετική ακυρότητα. Ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω αντιφάσεων κλπ των αναφερομένων περιστατικών και μη καθορισμού πράξεως, λόγω μη αναγραφής άρθρου 45 ΠΚ (συναυτουργία), και διότι δεν φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας των απορριπτικών των ισχυρισμών παρεμπιπτουσών αποφάσεων. ΙΧ. Σχετική ακυρότητα παραχθείσα από την κατάθεση μάρτυρα που είχε την ιδιότητα του συνηγόρου πολιτικής αγωγής στην αυτή δίκη, 212 παρ. 1 του ΚΠΔ. Χ. Έλλειψη ακρόασης. Ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 34 ν. 3632/1928. ΧΙ. Στοιχεία της παράβασης των άρθρων 34 ν. 3632/1928 και 72 παρ. 1 του Ν. 1969/1991. Συρροή αληθής μεταξύ των δύο πράξεων. Αιτιολογία αποφάσεως (σκεπτικό). XII. (23) Μη λήψη υπόψη πραγματογνωμοσύνης. XIII. (25) Αβάσιμος ο λόγος ότι κατά το άρθρο 34 περ. α του ν. 3632/1928, ο σκοπός του δράστη να προσπορίσει σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος δεν είναι στοιχείο του υπερχειλούς δόλου του εγκλήματος. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας. Πρέπει να ζητηθεί η ανάγνωση. Απορρίπτει αναίρεση. XIV. Αιτιάσεις ως προς την έλλειψη αιτιολογίας. XV. (28) Αιτιολογία απόφασης για την ποινή - 79 ΠΚ. XVI. (29) Αίτημα για ανάγνωση εγγράφου και βιαία προσαγωγή μάρτυρος. Αοριστία αιτημάτων. Αιτιολογημένη απόρριψη. XVII. Λόγος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου, παράβαση που προκαλεί έλλειψη νομίμου βάσεως, διότι δεν προκύπτει αν το Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 30 του ν. 3340/2005 ή τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α΄ του Ν. 3632/1928. Αβάσιμος ο λόγος. XVIII. (32) Υπέρβαση την εξουσία του Δικαστηρίων, διότι προσδιόρισε, κατά παράβαση του άρθρου 351 ΚΠΔ, με διαφορετικό τρόπο, τη σειρά κατά την οποία μπορούσαν να εξεταστούν οι μάρτυρες, ενώ αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του διευθύνοντος τη συζήτηση. Η παραβίαση της διατάξεως αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα. Επιπλέον και αβάσιμος ο λόγος (ΑΠ 100/1988, 127/1989 κ.α.), το Δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του. Αβάσιμος ο σχετικός λόγος. Το Δικαστήριο έχει και αυτό την σχετική εξουσία, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος κρίνει ότι πρέπει να συναποφασίσει σχετικά με τα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου. XIX. (33) Κατά ποίων αποφάσεων επιτρέπεται αναίρεση. Πότε μπορεί να ασκηθεί με δήλωση στον Άρειο Πάγο. Μόνο κατά καταδικαστικής. Στην έννοια της καταδικαστικής απόφασης, δεν περιλαμβάνεται και εκείνη που παρέλειψε να αποφανθεί περί της ενοχής. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά και δεν είναι επιτρεπτή η αναίρεση. Απόρριψη ως απαραδέκτου λόγου αναίρεσης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. XX. και ΧΧΙ. Λόγοι αναίρεσης (Τασόγλου) για έλλειψη αιτιολογίας και για αντιφάσεις, ως προς το στοιχείο του σκοπού. ΧΧΙΙ. (37) Η διάταξη του άρθρου 34 περ. α΄ του ν. 3632/1928 καλύπτει και την μεταχείριση επιτήδειων μέσων χάριν του επηρεασμού των χρηματιστηριακών τιμών και την χάριν του επηρεασμού του όγκου συναλλαγών (εμπορευσιμότητα). Απορρίπτει πρόσθετο λόγο αναίρεσης ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 34 περ. α΄. XXIII. (38) Λόγος αναίρεσης (Ι. Μούστου), ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 46§1 περ. β΄ Π.Κ., κατά την οποία η άμεση συνδρομή στον δράστη πρέπει να παρέχεται κατά την διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Αβάσιμος ο λόγος. Αβάσιμος και ο λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτει αιτήσεις.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Πρόσθετοι λόγοι, Δικαστηρίου σύνθεση, Χρηματιστηρίου εγκλήματα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1527/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, περί αναιρέσεως της 10677/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ψ1, 2. Ψ2 και 3. Ψ3, που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Γαρνέλη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιανουαρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 322/2005. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τον συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι, προς θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 10.674/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, κατά πλειοψηφία, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, σε ποινή φυλακίσεως 8 μηνών, με τριετή αναστολή. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, διαλαμβάνεται ότι "από τις ανώμοτες καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την επισκόπηση των φωτογραφιών, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα: Στις 2.9.2000 και περί ώρα 08.00, ο κατηγορούμενος τυγχάνοντας κυβερνήτης του ταχύπλοου σκάφους "....." (Ν.Π. 5547) και κινούμενος με αυτό, με κατεύθυνση από ... προς νησίδα ...., στην θαλάσσια περιοχή .... Αττικής, κοντά στη νησίδα ...., τραυμάτισε θανάσιμα τον Ψ, ο οποίος ψάρευε με ψαροντούφεκο στην περιοχή, προκαλώντας σ' αυτόν, βαρύτατες κακώσεις σε διάφορα μέρη του σώματός του. Τον ανωτέρω μετέφερε αμέσως ο κατηγορούμενος στην Παραλία της Βούλας και από εκεί αυτός μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Ασκληπιείο Βούλας, όπου όμως διαπιστώθηκε ο θάνατός του, ο οποίος προκλήθηκε αποκλειστικά από το ως άνω ατύχημα και τον εξ αυτού τραυματισμό του. Για το ατύχημα αυτό ευθύνεται, ανεξάρτητα από την συνυπαιτιότητα του ίδιου του θανόντα, ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, ψάρευε με ψαροντούφεκο και παρόλο που είχε υποχρέωση, δεν έφερε τσαμαδούρα υποβρύχιας δραστηριότητας, ώστε να διακρίνεται εύκολα από τα πλέοντα στην περιοχή σκάφη, και ο κατηγορούμενος. Ο θάνατος του ανωτέρω οφείλεται δηλαδή και στην αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος, από έλλειψη της περιοχής που όφειλε να καταβάλει, ως μέσος συνετός οδηγός ταχυπλόου σκάφους, ευρισκόμενος υπό τις αντικειμενικές περιστάσεις που εκτίθενται παρακάτω και μπορούσε να καταβάλει, σύμφωνα με τις προσωπικές του ικανότητες και περιστάσεις, ώστε να προβλέψει το ως άνω ζημιογόνο αποτέλεσμα (μη ενσυνείδητη αμέλεια), έγινε υπαίτιος της διωκόμενης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Πιο συγκεκριμένα, όπως από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε, ο κατηγορούμενος δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση του ταχυπλόου σκάφους, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί τον Ψ, ο οποίος βρισκόταν στην πορεία του, κάνοντας υποβρύχιο ψάρεμα με ψαροντούφεκο. Ακόμη, όπως αποδείχτηκε, ο κατηγορούμενος εκινείτο με το ταχύπλοο σκάφος του σε απόσταση 50 - 60 μέτρων από την ακτή και με μεγάλη ταχύτητα (μεγαλύτερη των 5 κόμβων) (άρθρο 4 του ισχύοντος υπ' αρ. 20/26.4.1999 κανονισμού για τα ταχύπλοα (ταχυκίνητα) σκάφη και λοιπά θαλάσσια μέσα αναψυχής, το οποίο μεταξύ άλλων απαγορεύει την κυκλοφορία του ταχύπλοου σκάφους σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από το συνηθισμένο σημείο, που φθάνουν οι λουόμενοι και με ταχύτητα μεγαλύτερη των 5 κόμβων). Το ότι ο κατηγορούμενος εκινείτο σε απόσταση 50 - 60 μέτρων από την ακτή, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ακρωτηριασμένο χέρι του θανόντος (από το ύψος του αγκώνα) με το ρολόι του βρέθηκε από τους βατραχανθρώπους του Λιμενικού Σώματος ...... και ...... σε απόσταση 50 - 60 μέτρων από την ακτή, ενόψει του ότι το χέρι του θανόντος, λόγω του βάρους του, βούλιαξε αμέσως στο βυθό, όπου και παρέμεινε (βλ. τις καταθέσεις τους). Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε όψιμα ότι ο θανών κατά την στιγμή του ατυχήματος, είχε κτυπήσει κάποιο ψάρι και είχε βουτήξει, με αποτέλεσμα να μη τον αντιληφθεί αυτός και στην συνέχεια βγήκε από τον βυθό και κτύπησε στην προπέλα του σκάφους. Ο ισχυρισμός όμως αυτός του κατηγορουμένου δεν μπορεί να ευσταθήσει, αφού, αν αυτός είχε ενταμένη την προσοχή του και εκινείτο με μικρότερη ταχύτητα, θα μπορούσε να δει τον θανόντα πριν αυτός βουτήξει (ο χρόνος κατάδυσης και παραμονής του θανόντος κάτω από την θάλασσα ήταν πάρα πολύ μικρός, ενόψει του ότι αυτός χρησιμοποιούσε απλό αναπνευστήρα και όχι φιάλες οξυγόνου) και να λάβει τα μέτρα του, ακινητοποιώντας ή αλλάζοντας πορεία του σκάφους, ενόψει και του ότι υπήρχε πολύ καλή ορατότητα στην περιοχή, μια και η θάλασσα ήταν ήσυχη και δεν υπήρχε μεγάλος κυματισμός. Ακόμη, όπως αποδείχτηκε, ο κατηγορούμενος και ο συνεπιβαίνων του σκάφους, ...... κατά την διάρκεια του πλου, είχαν δει προηγουμένως να πλέουν αρκετές τσαμαδούρες υποβρύχιας δραστηριότητας, γεγονός που σημαίνει ότι στην περιοχή υπήρχαν ψαροντουφεκάδες, πολλοί από τους οποίους μάλιστα, όπως είναι γνωστό, ψαρεύουν χωρίς τσαμαδούρα, κάτι που θα έπρεπε να καταστήσει τον κατηγορούμενο πολύ προσεκτικό στην οδήγηση του ταχυπλόου σκάφους του. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να είναι προσεκτικότερος και επειδή, λόγω εποχής (θέρος), υπήρχαν λουόμενοι καθ' όλο το μήκος των ακτών. Με βάση λοιπόν τα προεκτεθέντα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που κατηγορείται". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του Ποινικού Κώδικα, που ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ακόμη, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' είδος, όλα τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως στην κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠοινΔ) και στα δικαστικά έξοδα των πολιτικώς εναγόντων που παραστάθηκαν (άρθρο 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό πρωτ. 318/18.1.2005 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 κατά της 10.677/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€) και στα δικαστικά έξοδα των πολιτικώς εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 Δ΄ και Ε΄. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1526/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Σκουρολιάκο, περί αναιρέσεως της 386/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Απριλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 828/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 386/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι "από την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, από τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος, στις 7.3.1998 και 25.3.1998, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, με πρόθεση εξέδωσε στην Αθήνα τις υπ' αριθ. ..... και ...... επιταγές ποσού 350.000 δραχμών και 500.000 δραχμών, αντίστοιχα, πληρωτέες σε διαταγή του .... στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς να έχει διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους στην Τράπεζα αυτή κατά το χρόνο της έκδοσής τους, αλλά και της πληρωμής τους. Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής στον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό του κατηγορουμένου, από τον οποίο εσύροντο οι επιταγές, προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του σώματος των επιταγών του αρμόδιου υπαλλήλου της πληρώτριας Τράπεζας με ημερομηνία 11.3.1998 και 2.4.1998, αντίστοιχα, κατά τις οποίες εμφανίστηκαν εμπροθέσμως για πληρωμή από το νόμιμο κομιστή ....., στον οποίο είχε μεταβιβάσει τις επιταγές με οπισθογράφηση ο κατηγορούμενος, αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση που του αποδίδεται". Οι παραπάνω παραδοχές περιέχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία που απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 129 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που σωστά ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος. ΕΠΕΙΔΗ, η σύμφωνα με τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός να είναι ορισμένος, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής εννοίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει στους αόριστους αυτούς ισχυρισμούς, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος που τον εκπροσώπησε στη δίκη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προέβη στην εξής δήλωση: "Έγιναν μηνύσεις και εξώδικα και έγινε σε χρόνο που δεν είχαν λήξει οι προθεσμίες γιατί ήταν μεταχρονολογημένες. Υπήρχε επαρκές υπόλοιπο όταν εμφανίσθηκαν οι επιταγές, αλλά έγινε ανάκληση. ο Χ1 δεν χρωστούσε τα χρήματα". Τα περιστατικά, όμως αυτά, όπως τα εξέθεσε ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, δεν αποτελούν αυτοτελή ισχυρισμό, κατά την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια, αλλά αποτελούν αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, με τον οποίο αποσκοπούσε ο αναιρεσείων να αποδείξει ότι δεν τέλεσε την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Επομένως, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα στον ως άνω αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει, να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 54/25.4.2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της αποφάσεως 386/2006 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση Νόμου 5960/1933. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Απορρίπτει αναίρεση, διότι η προσβαλλομένη έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή.
2
Αριθμός 1528/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Δανιήλ, περί αναιρέσεως της 31, 32, 33/2004 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.9.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1659/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τα άρθρα 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο είναι δεκαήμερη και αρχίζει από την επομένη της καταχωρίσεως αυτής καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο οφείλει να αναφέρει, στην έκθεση ασκήσεώς του, τον λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του. Δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητά τους. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εν προκειμένω, η προσβληθείσα απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο, καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 24 Φεβρουαρίου 2004, ενώ η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε ενώπιον του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως της Κλειστής Φυλακής Κέρκυρας, στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, δηλαδή μετά την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκησή της. Στη σχετική έκθεση, που υπογράφεται από τον αναιρεσείοντα και τον ως άνω Προϊστάμενο της Κλειστής Φυλακής Κέρκυρας, δεν αναφέρει ο αναιρεσείων κανένα λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της αναιρέσεως. Επομένως, και σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, στη μείζονα σκέψη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η προαναφερθείσα αίτηση αναιρέσεως και, κατά το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου χ1, κατά της 31, 32, 33/2004 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκπρόθεσμη άσκηση αναιρέσεως. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 1525/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ'Ποιν.Τμήμα-Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (λόγω κωλύματος του Εισαγγελέα) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του 3717/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3, 4. Χ4, 5. Χ5, 6. Χ6, 7. Χ7, 8. Χ8, 9. Χ9, 10. Χ10, 11. Χ11, 12. Χ12, 13. Χ13, 14. Χ14 και 15 . Χ15 και πολιτικώς ενάγουσα την "ΑΕΠΙ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Α.Ε.", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 3717/2007 βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4/21 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 140/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 66/11-2-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Κατά του υπ'αριθμ. 3717/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την υπ'αριθμ. 4/2008 αίτηση αναίρεσης. Η αναίρεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, οι δε αναφερόμενοι σ'αυτή λόγοι είναι ορθοί, νόμιμοι και βάσιμοι, στους οποίους και αναφέρομαι. 'Ετσι η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση αφού τούτο είναι εφικτό. Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του Ν.2121/93 περί πνευματικής ιδιοκτησίας κ.λ.π. "Επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η δημόσια παράσταση ή εκτέλεση έργου: α) σε περίπτωση επίσημων τελετών, στο μέτρο που δικαιολογείται από τη φύση αυτών των τελετών, β)...". Κατά την ως άνω διάταξη, ως "επίσημη τελετή", η οποία εξαιρεί την εκ του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας προστασία των δημιουργών, μπορεί να θεωρηθεί μόνο κάθε τελετή, στην οποία μετέχουν θεσμικά όργανα, τα οποία επιτελούν κρατική λειτουργία και στην οποία καλούνται απαραιτήτως να μετάσχουν οι αρχές του τόπου, σ'αυτήν δε (επίσημη τελετή) περιλαμβάνονται λ.χ. οι εθνικές παρελάσεις της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, η λειτουργία για το νέο έτος, η λειτουργία κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η υποδοχή Αρχηγού ξένου Κράτους κλπ. οποιαδήποτε δε διεύρυνση της ως άνω εννοίας της "επίσημης τελετής", θα οδηγούσε ευθέως στην καταστρατήγηση της ρηθείσας διάταξης και στον ανεπίτρεπτο περιορισμό των δικαιωμάτων των δημιουργών. Περαιτέρω, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ.δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έκρινε το Συμβούλιο ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν συνιστούν ενδείξεις ή επαρκείς ενδείξεις ενοχής, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 3717/2007 βούλευμά του και με καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα εξής: "Κατόπιν της από 12-10-2005 εγκλήσεως την οποία υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΕΠΙ-Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας Α.Ε", νομίμως εκπροσωπούμενη ^ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Προέδρου και λοιπών μελών Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου με την επωνυμία "ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ" για την άδικη κι αξιόποινη πράξη του άρθρου 66 Ν.2121/93 "Περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων" και, μετά το νόμιμο πέρας της διενεργηθείσης προανακρίσεως, παραπέμφθηκαν αυτοί δι' απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ώστε να δικασθούν ως υπαίτιοι τελέσεως της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως. Εν συνεχεία οι εκ των κατηγορουμένων Χ13, Χ4, Χ1, Χ9, Χ6, Χ15, Χ14 και Χ2 άσκησαν τις υπ' αριθμ. 82/12-3-2007, 86/15-3-2007, 102/22-3-2007, 111/26-3-2007, 138/5-4-2007, 143/10-4-2007, 163/30-4-2007 και 166/2-5-2007 προσφυγές τους αντίστοιχα ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών κατά του υπ' αριθμ.20267/07 Κλητηρίου Θεσπίσματος Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 322 ΚΠΔ, οι οποίες έγιναν τυπικά, και ουσιαστικά δεκτές και παραγγέλθηκε η εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με την κατά νόμο πρότασή μας. Κατόπιν τούτων εισάγω ενώπιον Σας την συνημμένη δικογραφία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 πργ.1,4,138 πργ.2,3,245 πργ.1β,2α ΚΠΔ κι εκθέτω τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το περιεχόμενο του ως άνω Κλητηρίου Θεσπίσματος, οι προαναφερθέντες προσφεύγοντες κατηγορούνται ως υπαίτιοι του ότι: Στην Αθήνα την ...... και μεταξύ των ωρών 22.45 μ.μ έως 02.15 μ.μ; με γνώση και δόλο, χωρίς δικαίωμα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1,3,63,66 Ν.2121/93 και των διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ως Πρόεδρος, ο πρώτος εξ αυτών και ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του "Πολιτισμικού Οργανισμού Δήμου ΑΘΗΝΑΙΩΝ", οι υπόλοιποι, εκτέλεσαν δημόσια και έκαναν προσιτές σε κύκλο προσώπων ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον μουσικές συνθέσεις και τραγούδια που προστατεύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από την εγκαλούσα δικαιούχο Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΕΠΙ-Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας Α.Ε", ύστερα από μεταβίβαση των πνευματικών δικαιωμάτων από τους Έλληνες Δημιουργούς (συνθέτες στιχουργούς) ή τις αντίστοιχες αλλοδαπές εταιρείες συγγραφέων, συνθετών και εκδοτών μουσικής χωρίς την κατά νόμο απαιτούμενη έγγραφη άδειά της και ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, διοργάνωσαν κι εκτέλεσαν δημόσια στον συναυλιακό χώρο "......" τις παρακάτω δειγματοληπτικά αναφερόμενες μουσικές συνθέσεις, οι οποίες έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς την απαιτούμενη έγγραφη άδειά της και των οποίων η εγκαλούσα έχει την προστασία και διαχείριση και δη: ΤΙΤΛΟΣΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ1......2......3...... 4....5......6......7......8......9 ..... 10 ...... 11 .....12 .....13 ....14 .....15 ......16.....17.....18....19....20....21.....22....23.....24.....25.....26.....27......28.....29.....30.....31.....32.....33.....34.....35.....36.....37....38....39....40....41Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,3,63,66 ν.2121/1993, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος η δημόσια εκτέλεση έργων χωρίς να έχουν καταβληθεί στον δημιουργό τους τα εξ αυτού πνευματικά δικαιώματα. Επιπλέον, κατά την διάταξη του άρθρου 27 του ιδίου νόμου, "Επιτρέπεται χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή η δημόσια παράσταση ή εκτέλεση έργου: α)σε περίπτωση επίσημων τελετών στο μέτρο που δικαιολογείται από τη φύση αυτών των τελετών...". Εν προκειμένω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά το στάδιο της προανακρίσεως και της προηγηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα προσκομιζόμενα έγγραφα και τις ανωμοτί εξηγήσεις των εγκαλουμένων, σε συνδυασμό με τις προσφυγές των εν λόγω κατηγορουμένων, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων αποτελεί Δημοτικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, που σκοπό έχει την ανάπτυξη κάθε μορφής πνευματικής κι εν γένει πολιτιστικής δραστηριότητος τόσο στο κέντρο όσο και στα διαμερίσματα Δήμου Αθηναίων, προς διάσωση και ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς και της ελληνικής λαϊκής παράδοσης (σχετικά Π.Δ 284/79 και η υπ'αριθμ........Απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Αθηναίων περί εγκρίσεως Κανονισμού λειτουργίας του- ΦΕΚ Β. 1788/01). Στα πλαίσια του σκοπού αυτού,. διοργανώνονται διάφορες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος μουσικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως και η συγκεκριμένη, η οποία πραγματοποιήθηκε χωρίς κανένα προσωπικό όφελος του εγκαλουμένου Νομικού Προσώπου ή των καλλιτεχνών που συμμετείχαν. Κατ' επέκταση η εν λόγω εκδήλωση, έχοντας το χαρακτήρα της επίσημης τελετής κατά τους ορισμούς του άρθρου 27 ν.2121/1993, δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις των σχετικών ποινικών διατάξεων περί αδείας ή υποχρέωσης καταβολής των δικαιωμάτων της ΑΕΠΙ. Στη συνέχεια δε το Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των ύπερθεν κατηγορουμένων, ελλείψει επαρκών ενδείξεων ενοχής, για παράβαση της διάταξης του άρθρου 66 του Ν.2121/1993". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συγχρόνως δε εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 66 παρ.1, σε συνδυασμό με το άρθρο 27 εδ.α' του Ν.2121/1993 και τούτο, διότι δέχθηκε ότι, στην έννοια του άνω άρθρου 27 εδ.α', υπάγεται και η μουσική συναυλία, η οποία διοργανώνεται από Δήμο και ότι απαιτείται να συντρέχει και το στοιχείο της αμοιβής των καλλιτεχνών, προκειμένου να απαιτηθεί η εκ του άρθρου 66 απαραίτητη άδεια, πράγμα, όμως, που δεν απαιτείται από το νόμο, επιπρόσθετα δε, δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς για τι εκδήλωση πρόκειται, προκειμένου να κριθεί εάν πρόκειται για "επίσημη τελετή", με την προπαρατεθείσα έννοια, ενόψει του ότι, η στο σημείο αυτό παράθεση πραγματικών περιστατικών "Στα πλαίσια του σκοπού αυτού, διοργανώνονται διάφορες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος μουσικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως και η συγκεκριμένη", κάθε άλλο παρά σαφής και κατατοπιστική είναι. Πρέπει, λοιπόν, οι εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ λόγοι της νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, να γίνουν δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (αρ.485, 519 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί το υπ' αριθμ. 3717/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποια η έννοια της επίσημης τελετής, για την οποία, κατ’ άρθρο 27 του Ν. 2121/1993 δεν απαιτείται η άδεια του δημιουργού για την εκτέλεση του έργου. Δεκτή αναίρεση.
Πνευματική ιδιοκτησία
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πνευματική ιδιοκτησία.
0
Αριθμός 1523/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων, 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σωτήριο Σδούκο και Σωτήριο Κατσαρό, και 2) Χ2, που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σωτήριο Σδούκο και Σωτήριο Κατσαρό, περί αναιρέσεως της 321/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Φεβρουαρίου 2008 δύο χωριστές αιτήσεις αναίρεσής τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 387/08. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειουσών, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές εν μέρει οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Εισάγονται, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, οι, με αριθμό 1 και 2 από 14 Φεβρουαρίου 2008, δύο αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1 και 2) Χ2, και ως συναφείς, στρεφόμενες κατά της ίδιας υπ' αριθμό 321/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, πρέπει να συνεκδικασθούν. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 και 2 του ν. 3346/2005, 2 και 114 ΠΚ και 568 ΚΠΔ προκύπτει ότι οι επιβληθείσες μέχρι την 17.6.2005 ποινές έως έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δέκα οκτώ μήνες από 17.6.2005, σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες, κατά την παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 3346/2005 αποφάσεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου κατά περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 321/14-12-2007, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείουσες καταδικάσθηκαν, με την υπ' αριθμό 61/26-1-2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, για τις πράξεις α) της αντίστασης από κοινού και β) της παράνομης οπλοφορίας και η καθεμία απ' αυτές, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για την πρώτη πράξη και σε φυλάκιση 4 μηνών για τη δεύτερη πράξη, και σε συνολική ποινή φυλάκισης 14 μηνών, η οποία δεν είχε εκτιθεί μέχρι 17.6.2005. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δέχθηκε τυπικά τις εφέσεις των εκκαλουσών, κήρυξε ενόχους τις κατηγορούμενες, και για τις δυο πράξεις, και, επέβαλε σε καθεμία απ' αυτές, ποινή φυλάκισης πέντε(5) μηνών για την πρώτη πράξη και ποινή φυλάκισης δυο(2) μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης σε καθεμία από τις εκκαλούσες, έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι η, κατά τα άνω παραγραφή, όσον αφορά την πράξη της παράνομης οπλοφορίας, για την οποία είχε επιβληθεί, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες, ποινή φυλάκισης 4 μηνών, αναφέρεται σε ποινή, που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, έπρεπε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Νάξου, κατά το μέρος που αφορούσε την πράξη της παράνομης οπλοφορίας, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση επί των εφέσεων, που άσκησαν οι αναιρεσείουσες κατά της ως άνω πρωτοδίκου αποφάσεως, προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Με το να μην πράξει συνεπώς τούτο, αλλά να προβεί στην καταδίκη των αναιρεσειουσών, υπερέβη την εξουσία του. Κατ' ακολουθία πρέπει, να γίνει δεκτός ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Νάξου, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί, να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο, να προκύπτει ότι το Δικαστήριο, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η αόριστη, όμως, αναφορά στην απόφαση, χωρίς κανένα ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, δεν αρκεί, και η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από την τυχόν επιλεκτική επίκληση, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και παραδεκτώς επισκοπούνται, το Δικαστήριο, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του, επί της ενοχής των κατηγορουμένων, για την πράξη της αντίστασης, δέχθηκε τα ακόλουθα " επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται παραπάνω λεπτομερώς, σε συνδυασμό με την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Μεταξύ της ....... και των κατηγορουμένων είχε δημιουργηθεί μεγάλη αντιδικία, εξαιτίας της αμφισβητήσεως από την πρώτη της από ...... ιδιόγραφης διαθήκης του συζύγου της ......, ο οποίος απεβίωσε στις 11.5.2000 καθ' οδόν, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Βάσει δε της διαθήκης αυτής, ο ανωτέρω διαθέτης άφησε διάφορα περιουσιακά στοιχεία στις κατηγορούμενες, αδελφή και μητέρα του, αντίστοιχα. Μεταξύ δε αυτών, και ένα ακίνητο που βρίσκεται στην παραλία της Χώρας Νάξου και της στεγαζόμενης σε αυτό επιχειρήσεως. Στα πλαίσια του δικαστικού αγώνα, η ανωτέρω σύζυγος άσκησε κατά των κατηγορουμένων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου την από 26.7.2000 αίτηση, με την οποία ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και συγκεκριμένα τη μεταρρύθμιση της υπ' αριθ. 250/2000 αποφάσεως τούτου. Επί της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 276/2000, απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία μεταρρυθμίσθηκε πράγματι η παραπάνω απόφαση και διορίσθηκε μεσεγγυούχος του ανωτέρω ισογείου καταστήματος η αιτούσα, ενώ συγχρόνως διατάχθηκε η παράδοση των υπό μεσεγγύηση πραγμάτων από της μέχρι τότε μεσεγγυούχους κατηγορούμενες σ' αυτή. Περαιτέρω, με την από ...... παραγγελία εκτέλεσης της εν λόγω αιτούσας ο δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Σύρου ......, προέβη στην εκτέλεση της αποφάσεως πηγαίνοντας στις ..... στο πιο πάνω κατάστημα. Κατά την άφιξή του διαπίστωσε, ότι η πόρτα του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και μέσα σ' αυτό βρίσκονταν ο δικηγόρος Αθηνών Αντώνιος Παπασαραντόπουλος και οι κατηγορούμενες. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, αμφότερες οι κατηγορούμενες κρατούσαν στα χέρια τους μαχαίρια του καταστήματος, καθώς και μία σούβλα η πρώτη και έναν μπαλτά η δεύτερη, δηλαδή, όπλα, κατά την έννοια του νόμου. "Έτσι, όταν ο δικαστικός επιμελητής επιχείρησε να εισέλθει στο κατάστημα, οι κατηγορούμενες έχοντας στραμμένα τα πιο πάνω όπλα εναντίον του, τον απειλούσαν, ότι θα τον πλήξουν, αν εισέλθει στο κατάστημα. Μετά από αυτά, ο δικαστικός επιμελητής και παρά τη συνδρομή των αστυνομικών οργάνων, αναγκάσθηκε να αποχωρήσει παραλείποντας, έτσι, να προβεί στην εκτέλεση της πιο πάνω αποφάσεως, εξαιτίας των κατηγορουμένων. Συνέταξε δε μετά ταύτα την υπ' αριθ. ..... έκθεση παράδοσης ακινήτου και κινητών πραγμάτων, στην οποία ανέφερε λεπτομερώς τα όσα διαδραματίσθηκαν και περιγράφονται παραπάνω". Στη συνέχεια, το δικαστήριο, κήρυξε ενόχους τις αναιρεσείουσες, για την πράξη της αντίστασης και επέβαλε σε καθεμία απ' αυτές, ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών. Από τις παραδοχές, όμως, αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε, έστω, γενική αναφορά των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου το Δικαστήριο να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση. Ειδικότερα, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, εάν εξετάστηκαν στην υπό κρίση υπόθεση, μάρτυρες κατηγορίας ή υπεράσπισης, πολύ δε περισσότερο, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά, ούτε στην κατάθεση του μάρτυρα ....., που ήταν ο μοναδικός μάρτυρας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ώστε, πλέον να δημιουργείται αναμφισβήτητα, αμφιβολία, κατά πόσον εκτιμήθηκε η κατάθεσή του, που ας σημειωθεί, ήταν ο δικαστικός επιμελητής, σε βάρος του οποίου τελέστηκε η πράξη της αντίστασης. Η αμφιβολία δε αυτή, περί του εάν λήφθηκε υπόψη, η κατάθεσή του ενισχύεται, από το γεγονός, ότι η γνώμη της πλειοψηφίας, που κατέληξε στην κρίση περί ενοχής τους, κατέληξε σε παραδοχή, διάφορη της κατάθεσης του, σύμφωνα με την οποία " ...δεν έκανα την εκτέλεση, γιατί φοβήθηκα μην τις χτυπήσω". Με αυτά που δέχθηκε, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση, κατά το μέρος που αφορά την πράξη της αντίστασης, και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 321/ 14-12-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, και Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Νάξου, για τις δικές του κατά νόμο ενέργειες, όσον αφορά την πράξη της παράνομης οπλοφορίας. Αναιρεί την υπ' αριθμό 321/14-12-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, ως προς την πράξη της αντίστασης. Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, που αφορά την πράξη της αντίστασης, για νέα συζήτηση, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση με την επίκληση του λόγου της υπερβάσεως εξουσίας - εφαρμογή άρθρου 32 παρ.1 Ν. 3346/2005. Παραπέμπει Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για να τεθεί στο Αρχείο όσον αφορά την πράξη της παράνομης οπλοφορίας. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, και για έλλειψη νόμιμης βάσης για την πράξη της αντίστασης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αντίσταση κατά της αρχής, Υπέρβαση εξουσίας, Οπλοφορία, Παραγραφή υφ' όρο.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1519/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμό 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσοτανίδη, περί αναιρέσεως της 45/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Ξάνθης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Ξάνθης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1822/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνομένη στην ικανοποίηση ή τη διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στην συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Εξ' άλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Αναθεωρητικό Δικαστήριο (Πενταμελές) Ξάνθης, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν σήμερα στο ακροατήριο, από την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων που συντάχθηκαν στην προδικασία και αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, από την ιατροδικαστική έκθεση, από την έκθεση κατασχέσεως, από τα επιδειχθέντα - επισκοπηθέντα πειστήρια (ενδυμασία της πολιτικώς ενάγουσας κατά τον επίδικο χρόνο), από τις επιδειχθείσες επτά (7) συνολικά φωτογραφίες, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, όπως όλα τα παραπάνω αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αλλά και από την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 2-9-2004 και περί ώρα 23:00 ο κατηγορούμενος μαζί με τον Ζ1 μετέβη στο εντός της πόλεως της ... και επί της οδού .... κείμενο καφέ-μπαρ "....", της ιδιώτιδος Γ1. Εκεί εργαζόταν ως σερβιτόρα η ιδιώτιδα Ψ1, η οποία ήταν γνωστή του κατηγορουμένου προ 9ετίας, όταν μόλις είχε παλιννοστήσει στην Ελλάδα από τη Γεωργία της τέως Ε.Σ.Σ.Δ., χωρίς κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα να έχουν αναπτύξει ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις. Η τελευταία τους σέρβιρε αρχικά καφέδες και μετέπειτα ποτά, ενώ κι αυτοί της πρόσφεραν ένα ποτό. Η Γ1 τους έκανε τμηματικά παρέα, καθώς ενδιαμέσως σέρβιρε ποτά και στους λοιπούς θαμώνες του καταστήματος. Ήταν δε, αρκετά οικεία και διαχυτική με τον κατηγορούμενο. Περί ώρα 01:10 της επομένης (3-9-2004), κι ενώ ο Ζ1 ετοιμάστηκε να αναχωρήσει για την οικία του, ο κατηγορούμενος του ζήτησε το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, αίτημα που εν τέλει δεν υλοποιήθηκε, επειδή ο Ζ1, αφενός δεν είχε μαζί του αυτό το ποσό και αφετέρου είχε ξεχάσει την κάρτα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. Κατόπιν τούτου, έφυγε δίδοντας στο φίλο του το ποσό μόνο των πενήντα (50) ευρώ, που έφερε πάνω του. Περί ώρα 02:00 ο κατηγορούμενος πλήρωσε το συνολικό λογαριασμό που ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των πενήντα οκτώ (58) ευρώ και εξερχόμενος του καταστήματος επιβιβάστηκε στο πλησίον σταθμευμένο Ι.Χ. αυτοκίνητο του μάρκας Skoda, κόκκινου χρώματος, τετράθυρο, αναμένοντας την αποχώρηση της Ψ1. Περί ώρα 02:30 η ιδιοκτήτρια του καταστήματος έκλεισε το κατάστημα και μαζί με τη Ψ1 αναχώρησαν για τις οικίες τους, κινούμενες όμως ξεχωριστά. Κινούμενη λοιπόν πεζή για την οικία της η Ψ1, συνάντησε τον κατηγορούμενο ο οποίος προσποιήθηκε, ως γείτονας της, να τη μεταφέρει με το αυτοκίνητό του στην οικία της. Ο ίδιος μάλιστα ήταν ιδιαιτέρως φορτικός ως προς την υλοποίηση της "προσφοράς του" και επέμενε προς τούτο πιάνοντας την μάλιστα από το χέρι, όταν η Ψ1 εξέφρασε κάποιους αρχικούς δισταγμούς. Τελικά, ενόψει της φορτικότητας του κατηγορουμένου και της κατ' εκείνη τη στιγμή εκτίμησης της ότι ήταν ειλικρινής, επιβιβάστηκε επ' αυτού. Όμως ο δράστης, αντί να ακολουθήσει το προβλεπόμενο για την είσοδο του επί της οδού .... της πόλεως της ..... (όπου κατοικούσε η ποθούσα) δρομολόγιο, κινήθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση, παρά τις αντιδράσεις, ικεσίες και διαμαρτυρίες της συνεπιβάτιδός του, στην οποία διεμήνυσε να μην αντιδρά. Επίσης για να αποκλείσει οιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία της με τρίτο πρόσωπο μέσω του κινητού της τηλεφώνου, έριξε την προσωπική της τσάντα που το εμπεριείχε στα πίσω καθίσματα. Κινήθηκε λοιπόν επί της περιφερειακής οδού .... και μέσω αυτής κατέληξε στην παλαιά (μέσω .....) Εθνική Οδό ... -...., όπου στο ύψος της διασταύρωσης της με την επαρχιακό οδό ... -...., έστριψε προς .... καταλήγοντας περί ώρα 03:00 σε ερημική αγροτική περιοχή ..... (χωριό πλησίον των .....). Εκεί ακινητοποίησε το όχημα του και άρχισε σταδιακά να εκτελεί το σχέδιο του, παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις της παθούσας για επιστροφή της στο σπίτι της, η οποία τότε συνειδητοποίησε ανεπιφύλακτα την αληθινή πρόθεση του κατηγορουμένου. Αυτός λοιπόν κατέβασε σε οριζόντια θέση το κάθισμα της συνοδηγού και εκμεταλλευόμενος την αιφνιδίως ξαπλωμένη παθούσα, κάθισε στο στήθος της προσπαθώντας να της ξεκουμπώσει το υφασμάτινο, χρώματος μαύρου, παντελόνι της. Η Ψ1 αντιδρώντας του εξήγησε ότι αντιμετώπιζε κάποιο πρόσφατο γυναικολογικό πρόβλημα, η αντιμετώπιση του οποίου επέτασσε αποχή από σεξουαλικές πράξεις και ότι τελούσε υπό έμμηνο ρύση. Σημειωτέον ότι, η Ψ1 νοσηλεύτηκε από 24 έως 26-8-2004 στη Μαιευτική /Γυναικολογική κλινική του Γ. Ν. Ξάνθης με οδηγίες για αποχή από σεξουαλικές επαφές επί 15νθήμερο από της εξόδου της (βλ. το από ....... πληροφοριακό σημείωμα του ιατρού -Δντή της εν λόγω κλινικής ......). Τότε ο δράστης της πρότεινε εναλλακτικά στοματικό έρωτα, πράγμα που αμέσως απέκλεισε η Ψ1, χτυπώντας τον με τα χέρια και τα πόδια της, για να την αποδεσμεύσει. Έτσι προς στιγμή πέτυχε να απασφαλίσει και να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και γλιστρώντας κάτω από τα πόδια του να εξέλθει του οχήματος. Ο κατηγορούμενος όμως την ακολούθησε και κάνοντας χρήση των υπέρτερων σωματικών του δυνάμεων κατόρθωσε να την πιάσει και να τη σύρει τραβώντας της από τα μαλλιά στο εσωτερικό του αυτοκινήτου του. Εκεί θυμωμένος από τις αντιδράσεις της και ιδιαίτερα από εύστοχα χτυπήματα που δέχτηκε στο πρόσωπο, πίεσε δυνατά με το βραχίονα του το λαιμό της, με αποτέλεσμα, λόγω και της προϋπάρχουσας ευαισθησίας της στο θυρεοειδή, να απωλέσει προσωρινά την αναπνοή της και τις αισθήσεις της. Τότε την άφησε προς στιγμή να εξέλθει του οχήματος φοβούμενος προφανώς για την υγεία της, μονολογώντας "τι πάω να κάνω ο μαλάκας". Όμως πολύ σύντομα παραμέρισε τις πρόσκαιρες, ηθικές αναστολές του και εξερχόμενος του οχήματα του άρχισε να την κυνηγά στην εν λόγω ερημική περιοχή. Εξαγριωμένος δε από τη συνεχιζόμενη αντίσταση του θύματος, αφού την έπιασε με δύναμη από τους ώμους ακινητοποιώντας την, την έριξε θυμωμένα στο έδαφος και πιάνοντας την από τα πόδια άρχισε να τη "σέρνει" σε απόσταση 10-15 περίπου μέτρων επί του εδάφους, προκειμένου κατά πρώτον να την εξουθενώσει σωματικά και ψυχικά και κατά δεύτερον να τη βιάσει ανεμπόδιστα πλέον στην ύπαιθρο και όχι εντός του αυτοκινήτου του, όπου δυσκολευόταν (βλ. την από ...... έκθεση κατάσχεσης των ρούχων που φορούσε η παθούσα την ημέρα του συμβάντος καθώς και τα σχετικά πειστήρια τα οποία φέρουν εμφανείς ενδείξεις επαφής με χώματα). Στις δε αντιδράσεις, στα ουρλιαχτά και στις αγωνιώδεις εκκλήσεις βοήθειας του θύματος αντέτεινε τη φράση "εδώ που σε έφερα δεν σε ακούσει κανένας, τζάμπα μην αντιστέκεσαι". Εξαιτίας δε της ως άνω περιγραφόμενης βίας που της ασκήθηκε η παθούσα τραυματίσθηκε, υποστάσα "μώλωπες αριστερού αντιβραχίου και πήχη, μώλωπες αριστερής γαστροκνημίας, εκδορές δεξιάς ωμοπλατιαίας χώρας..." (βλ. την από ...... του ειδικευόμενου ιατρού χειρουργικής του Γ.Ν. Ξάνθης .....). Στη συνέχεια η Ψ1 εξαντλημένη πλέον από υπερπροσπάθεια αντίστασης και φοβούμενη ενδεχόμενη γυναικολογική της μόλυνση από την στενή επαφή της με τα χώματα επί των οποίων συρόταν, ζήτησε από τον κατηγορούμενο επιστρέψουν στο αυτοκίνητο. Εκεί ο κατηγορούμενος αποφασισμένος πλέον να τη βιάσει και έχοντας πια κάμψει και το παραμικρό ίχνος αντίστασης της, συνεπεία της 2ωρης (από 03:00 έως 05:00 ώρα) περίπου αναμέτρησης δράστη-θύματος, την ακινητοποίησε εύκολα στη θέση του συνοδηγού σκίζοντας το παντελόνι της στο ύψος του φερμουάρ. Εκεί ο ίδιος κατέβασε το παντελόνι του μέχρι τα γόνατα και ξαπλώνοντας πάνω της, χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, κατάφερε μία (1) φορά να συνουσιασθεί, κατά φύση, μαζί της. Ακολούθως τη μετέφερε με το αυτοκίνητο του στην κείμενη επί της οδού ...... οικία της. Περί ώρα λοιπόν 05:45 η παθούσα συναντήθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας με τον εξερχόμενο για εργασία αδελφό της, ...... που αντιλήφθηκε ότι της συνέβη κάτι άσχημο, για το οποίο όμως η ίδια αρνήθηκε να πει οτιδήποτε. Μετά εισήλθε στο διαμέρισμα της, όπου την περίμενε ο σύντροφος της, ιδιώτης ...... και στον οποίο εξιστόρησε το όλο συμβάν. Κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημερομηνίας (3-9-2004) μαζί με το σύντροφο της προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταγγείλει το συμβάν στη Στρατονομία Ξάνθης, λόγω απουσίας αρμοδίου Αξ/κού και έτσι περί ώρα 12:50 της 4-9-2004 το κατήγγειλε για πρώτη φορά στο Τμήμα Ασφαλείας Ξάνθης. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι συνουσιάσθηκε με την παθούσα, χρησιμοποιώντας προφυλακτικό, αντιτείνοντας όμως ότι είχε προς τούτο τη συναίνεση της, έναντι χρηματικού αντιτίμου τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο δεν της το κατέβαλλε εκείνη τη βραδιά. Επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι συνεπεία αυτής της καθυστέρησης, κατέστη τελικά θύμα εκβιασμού από μέρους της παθούσης και του συντρόφου της, στις οικονομικές απαιτήσεις των οποίων δεν ενέδωσε και γι' αυτό καταγγέλθηκε ως βιαστής της. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, η συμπεριφορά του κατηγορουμένου που συνίστατο στην με τέχνασμα επιβίβαση περί ώρα 02:30 περίπου της 3-9-2004 της παθούσης στο Ι.Χ. όχημα του, στην αναγκαστική (αφού δεν υπήρχε διέξοδος διαφυγής από ένα κινούμενο σε άδειους δρόμους όχημα) ακινητοποίηση της εντός αυτού, με παράλληλο αποκλεισμό οιασδήποτε τηλεφωνικής επικοινωνίας της μέσω του κινητού της τηλεφώνου, στη στάθμευση του οχήματος του σε μια ερημική-σκοτεινή περιοχή του χωριού ....... Ξάνθης, με ανύπαρκτα περιθώρια διαφυγής και ιδίως στην ασκηθείσα επί 2ωρο περίπου διαδοχική σε βάρος της σωματική βία (χτυπήματα, βίαιες ακινητοποιήσεις στο κάθισμα του συνοδηγού, τραβήγματα από τα μαλλιά, σύρσιμο επί μέτρα στο έδαφος, περισφίξεις του λαιμού της μέσω των χεριών του δια των οποίων προκλήθηκαν οι ανωτέρω σωματικές βλάβες, καθώς και το σκίσιμο του παντελονιού της στο ύψος των γεννητικών της οργάνων) αναντίλεκτα δύναται να αξιολογηθεί ως μία ηθελημένη και δη άρτια οργανωμένη άσκηση απόλυτης σωματικής βίας vis absoluta εναντίον του θύματος. Μέσω δε ακριβώς αυτής της παράνομης ασκηθείσας βίας (αρ. 330 ΠΚ) ο δράστης πέτυχε την δια μηχανικού τρόπου εξουδετέρωση της ενεργού και επί 2ωρο περίπου σθεναρής αντίστασης του θύματος, εκμεταλλευόμενος τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις που διέθετε λόγω ηλικίας, φύλου και εν γένει καλής φυσικής κατάστασης ως στρατιωτικού, τις οποίες ενεργοποίησε μεθοδευμένα και βάσει ολοκληρωμένου σχεδίου. Έτσι υποκατέστησε εν τέλει τη βούληση της παθούσης, εξαναγκάζοντας την σε εξώγαμη - κατά φύση συνουσία, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε επιλογή της. Η δε άρνηση του θύματος να συγκατανεύσει προς τούτο αποδεικνύεται με κατάδηλο τρόπο από τις σωματικές κακώσεις που έφερε, οι οποίες τυγχάνουν ασύμβατες με μία εκούσια σεξουαλική πράξη, τη φθορά των ρούχων που φορούσε κατά το συγκεκριμένο βράδυ (βλ. πειστήρια) που εμφανίζουν στενή επάφή-προστριβή με χώματα και τις λοιπές περιστάσεις (πιστοποιημένο γυναικολογικό πρόβλημα της παθούσης που εμπόδιζε σεξουαλικές επαφές, την επ' ακροατηρίω περιγραφή του όλου επεισοδίου από την ίδια και την προσπάθεια συγκάλυψης του επιδίκου συμβάντος από το δράστη μέσω οικονομικών παραχωρήσεων προς στην παθούσα). Τούτων δοθέντων η από το δράστη πράξη της συνουσίας μόνο ως προϊόν εξαναγκασμού προερχομένου από άσκηση αναντίλεκτης σωματικής βίας, μπορεί να εκληφθεί. Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο, κατά την πλειοψηφούσα (4-1) γνώμη των μελών του, κρίνει ότι στοιχειοθετείται πλήρως τόσο σε αντικειμενικό, όσο και υποκειμενικό επίπεδο το επίδικο έγκλημα και πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος βιασμού(άρθρο 336 παρ.1 Π.Κ) ως πρωτοδίκως". Στη συνέχεια το Δικαστήριο, κήρυξε τον κατηγορούμενο, ένοχο κατά πλειοψηφία, για την πράξη του βιασμού, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών και 6 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 336 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 3-9-2004, με την από μέρους του άσκηση σωματικής βίας, σε βάρος της παθούσας Ψ1, εξανάγκασε αυτή σε εξώγαμη συνουσία. Συγκεκριμένα, την 02.30 πρωϊνή, της 3ης Σεπτεμβρίου 2003, ευρισκόμενος στο Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του, και χωρίς οποιαδήποτε προσυνενόηση με αυτή, την ανέμενε έξω από το νυκτερινό κέντρο-μπάρ, με την επωνυμία "........", στο οποίο αυτή παρείχε τις υπηρεσίες της, ως σερβιτόρα. Με την έξοδό της από το κατάστημα, μετά το πέρας της εργασίας της, και ενώ κατευθυνόταν πεζή στο σπίτι της, ο κατηγορούμενος, που ας σημειωθεί, είχε καταναλώσει διάφορα ποτά στο παραπάνω κέντρο, την ανάγκασε, παρά την άρνησή της να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του, με το πρόσχημα ότι θα την μεταφέρει στο σπίτι της. Στη συνέχεια, αντί να την μεταφέρει στην οικία της, την οδήγησε, χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή της, σε αγροτική περιοχή, εκτός της πόλεως της ...... . Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, και αφού έριξε προς τα πίσω το κάθισμα του συνοδηγού, πλησίασε την παθούσα, ενώ, ταυτόχρονα ανέβηκε επάνω στο σώμα της, προσπαθώντας με βίαιο τρόπο και χωρίς τη θέλησή της, να της αφαιρέσει το παντελόνι της, χωρίς, όμως, να το επιτύχει τη στιγμή εκείνη. Περαιτέρω, αιτιολογείται ότι λόγω της αντίστασης, που πρόβαλε η παθούσα, κατάφερε η τελευταία να απομακρυνθεί από τα χέρια του κατηγορούμενου και, προς στιγμή να απομακρυνθεί από το αυτοκίνητο του, σε μικρή απόσταση από αυτό, παρά τις προσπάθειες του αναιρεσείοντος, να την συγκρατήσει, αφού την κρατούσε με τα χέρια του, από τα μαλλιά της. Όμως, ο κατηγορούμενος, την ακολούθησε σε απόσταση από το αυτοκίνητό του, την έριξε με βία στο έδαφος και κρατώντας την από το πόδι την έσυρε σε απόσταση 10-15 μέτρων, από το αυτοκίνητό του, όπου έκαμψε τις δυνάμεις της και την αντίστασή της. Παράλληλα, τις έσχισε τα ρούχα που φορούσε, λέγοντάς της, "τώρα που σε έφερα εδώ, δεν σε ακούει κανείς, μην αντιστέκεσαι". Επιπρόσθετα, αιτιολογείται, ότι η παθούσα προκειμένου να αποφύγει τη συνεύρεσή της με τον κατηγορούμενο, και ευελπιστώντας αυτή, ότι θα κάμψει την βούλησή του και τις ορέξεις του, δέχθηκε να επανέλθει στο αυτοκίνητό του, όπου ο κατηγορούμενος την επανατοποθέτησε στο κάθισμα του συνοδηγού, σε ύπτια σχεδόν θέση και χρησιμοποιώντας τις δεδομένες υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, κατάφερε να εξουδετερώσει την οποιαδήποτε αντίσταση, που της είχε απομείνει, και η οποία σχεδόν είχε εκμηδενισθεί από την προηγούμενη βίαιη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, με τελικό αποτέλεσμα, να επιτύχει να έλθει με αυτή σε ολοκληρωμένη εξώγαμη συνουσία. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος, και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 9029 από 10 Οκτωβρίου 2007 αίτηση, του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 45/2007 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου (Πενταμελούς) Ξάνθης και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βιασμός. Στοιχεία αδικήματος (άρθρο 336 Π.Κ.). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Βιασμός.
1
Αριθμός 1518/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ'αριθμό 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νέστωρα Κουράκη, περί αναιρέσεως της 194/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1409/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ."όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ' άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος) που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Αναθεωρητικό (Πενταμελές) Δικαστήριο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την επικρατήσασα στο δικαστήριο, γνώμη των τριών έναντι δυο μελών του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, από την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων που συντάχθηκαν στην προδικασία και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, όπως όλα τα παραπάνω αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αλλά και από την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, που υπηρετούσε στη Σχολή Πεζικού, με την υπ' αριθμ. ....... από ..... διαταγή του .......... μετετέθη στο 628 ΤΠ. Στην ίδια διαταγή ορίσθηκε, ως ημερομηνία χορηγήσεως Φύλλου Πορείας του, η 18 Ιουλίου 2003. Ωστόσο, την προηγούμενη, της χορηγήσεως Φύλλου Πορείας του, ημέρα (....), ευρισκόμενος στην οικία του στη Χαλκίδα, κατά δήλωσή του, από απροσεξία του τραυματίσθηκε στο πόδι, με αποτέλεσμα να μην του χορηγηθεί το Φύλλο Πορείας αλλά να παραπεμφθεί με παραπεμπτικό σημείωμα του Ιατρού της μονάδας και Φύλλο Πορείας στο 401 ΓΣΝΑ για ιατρικές εξετάσεις. Από την εξέταση αυτού στο Ορθοπεδικό τμήμα του Νοσοκομείου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί "διάστρεμμα ταρσομεταταρσίας άρθρωσης δεξιού ποδός" και κρίθηκε ελεύθερος υπηρεσίας επί τετραήμερο, δηλαδή μέχρι και την 21-7-2003. Στις 22-7-2003, ο εν λόγω εμφανίστηκε στη μονάδα του και ανέφερε ότι εξακολουθούσε να πονάει. Για το λόγο αυτό, αντί να του χορηγηθεί από τη μονάδα του το φύλλο πορείας της μεταθέσεώς του, του χορηγήθηκε και πάλι Φύλλο Πορείας για το 401 ΓΣΝΑ, όπου εξετασθείς την ίδια ημέρα, κρίθηκε για δεύτερη φορά ελεύθερος υπηρεσίας επί τετραήμερο, δηλαδή μέχρι και την 25-7-2003 και καθορίστηκε επανεξέτασή του στις 28-7-2003. Στις 25-7-2003, μετέβη στη μονάδα του και ζήτησε να λάβει νέο Φύλλο Πορείας για το 401 ΓΣΝΑ, επειδή το πρόβλημα του συνεχιζόταν. Τότε Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Γ1, Διευθυντής του 1ου ΕΓ της ΣΠΖ, θεώρησε ότι έπρεπε, μετά τις δύο αναβολές, να του χορηγηθεί πρώτα το φύλλο πορείας μετάθεσης και του εξήγησε ότι θα έπρεπε να παραλάβει το Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα. Παράλληλα επικοινώνησε με τον αρμόδιο ορθοπεδικό ιατρό του Νοσοκομείου, Ταγματάρχη (ΥΙ), Γ2 και τον ενημέρωσε για το πρόβλημα του Ανθυπασπιστή, ο οποίος τελούσε υπό μετάθεση, Ο ιατρός συνέστησε, εφόσον το πρόβλημα του Ανθυπασπιστή συνεχιζόταν, να μεταβεί στον εφημερεύοντα ιατρό του Νοσοκομείου με την προηγούμενη γνωμάτευση του νοσοκομείου, πριν την ημέρα που έπρεπε να λάβει το Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα (ώστε να είναι' καλυμμένος υπηρεσιακά) και, εφ' όσον αυτός έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να μετακινηθεί, να έκανε εισαγωγή στο Νοσοκομείο. Για το λόγο αυτό, ο Γ1 ανέγραψε, πάνω στην ιατρική γνωμάτευση, που είχε ο κατηγορούμενος, την εξής σημείωση προς τους θεράποντες ιατρούς του 401 ΓΣΝΑ "Παρακαλώ όπως εξετάσετε; τον παραπάνω Ανθστή εάν δύναται να μετακινηθεί με Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα, όπου μετατίθεται, καθόσον έχει παραταθεί, κατά οκτώ (8) ημέρες που κρίθηκε Ελεύθερος Υπηρεσίας (ΕΥ), η χορήγηση του και η Σχολή την 26-7-2003 οφείλει να του χορηγήσει το Φύλλο Πορείας (σχετικά είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Επίατρο, κ. Ζ1)". Ο κατηγορούμενος όμως μετέβη στο 401 ΓΣΝΑ το πρωί της επόμενης ημέρας (26-7-2003), όπου εξετάσθηκε από τον εφημερεύοντα ορθοπεδικό ιατρό, ο οποίος έκρινε ότι έπρεπε να γίνει εισαγωγή στην ορθοπεδική κλινική, με εισιτήριο που θα ελάμβανε από τη μονάδα του. Κατόπιν τούτου, αυτός επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη ΣΠΖ και ζήτησε να του ετοιμάσουν το εισιτήριο για το νοσοκομείο. Ακολούθως, αν και ενημερώθηκε από τον Υπίατρο Ζ2, που εκτελούσε την ημέρα αυτή υγειονομική υπηρεσία στο ΣΤΕΠ της ΣΠΖ, ότι τέτοιο εισιτήριο μπορούσε να εκδώσει και το Φρουραρχείο Αθηνών, όπου βρισκόταν, ώστε να απέφευγε την άσκοπη μετακίνηση μέχρι τη Χαλκίδα, αυτός επέστρεψε στη ΣΠΖ, παρουσιάστηκε στον παραπάνω ιατρό προσκομίζοντας την ιατρική γνωμάτευση του 401 ΓΣΝΑ και ζήτησε να του χορηγηθεί το εισιτήριο για το νοσοκομείο. Ο Υπίατρος, λόγω της σχετικής ένδειξης του νοσοκομείου, ετοίμασε το εισιτήριο για τον Ανθστή, αλλά δεν του το χορήγησε επειδή αυτό, για να έχει ισχύ, έπρεπε να υπογραφεί νομίμως από τον Φρούραρχο, που ήταν ο μονός αρμόδιος για τη θεώρηση του εισιτηρίου. Κατόπιν τούτου, ο κατηγορούμενος μετέβη στο 1° Γραφείο, όπου βρήκε τον εκτελούντα καθήκοντα Επόπτη Στρατοπέδου, Ταγματάρχη Γ3, απαιτώντας απ' αυτόν να υπογράψει και να του χορηγήσει το εισιτήριο για το νοσοκομείο. Τη ίδια ώρα στο χώρο του 1ου Επιτελικού Γραφείου κατέφθασε και ο Ανχης Γ1, τον οποίο λίγο νωρίτερα είχε ενημερώσει τηλεφωνικά ο ταγματάρχης Γ3, λόγω της ιδιότητας του, ως Διευθυντή 1ου Γραφείου, ζητώντάς του οδηγίες, δεδομένου ότι ήδη είχε υπογραφεί από το Διοικητή της Σχολής το Φύλλο Πορείας του κατηγορουμένου για τη νέα του μονάδα, το οποίο όφειλε να του χορηγήσει αυτός την ίδια ημέρα. Βλέποντας τον Ανχη Γ1 ο κατηγορούμενος, ζήτησε και απ' αυτόν να υπογράψει και να του χορηγήσει το εισιτήριο για το Νοσοκομείο. Ο τελευταίος του εξήγησε ότι θα έπρεπε να παραλάβει το Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα και εν συνεχεία μπορούσε να κάνει έκτακτη εισαγωγή στο νοσοκομείο. Ακολούθησε έντονος διάλογος ανάμεσα τους, καθώς ο Γ1 επέμενε ότι το εισιτήριο αυτό έπρεπε να υπογραφεί από τον Φρούραρχο και μόνο, άλλως δεν είχε ουδεμία ισχύ και σε κάποια στιγμή, καθώς το κρατούσε στα χέρια του, το έσχισε. Μετά το περιστατικό αυτό και κατόπιν εντολής του Διοικητή της Σχολής, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα και να εξυπηρετηθεί και ο κατηγορούμενος Ανθστής, εκδόθηκε νέο εισιτήριο, το οποίο υπεγράφη αρμοδίως από τον Φρούραρχο, Συνταγματάρχη Γ4. Έτσι, ο κατηγορούμενος εισήχθη την ίδια ημέρα στο 401 ΓΣΝΑ και εξήλθε την 31-7-2003, λαβών 15ήμερη αναρρωτική άδεια, μετά τη λήξη της οποίας, στις 16-8-2003, του χορηγήθηκε και το Φύλλο Πορείας για το 628 ΤΠ. Εν τω μεταξύ, στις ...., ο κατηγορούμενος υπέβαλε προς τη ΣΠΖ/ΑΕΕΑΣ υπηρεσιακή αναφορά, διαμαρτυρόμενος για όλα τα προαναφερόμενα περιστατικά, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ο Αντισυνταγματάρχης Γ1, στις 25-7-2003, ενώ αυτός επρόκειτο να μεταβεί για ιατρικές εξετάσεις στο 401 ΓΣΝΑ, συνέταξε, επί της ιατρικής γνωμάτευσης του 401 ΓΣΝΑ, ένα πρόχειρο σημείωμα για να το δώσει στον εφημερεύοντα ορθοπεδικό ιατρό της ημέρας αυτής, με το οποίο ζητούσε να ενεργήσει σύμφωνα με τις δικές του ! υποδείξεις, προς διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του, προσπαθώντας να επηρεάσει και να κατευθύνει τον ειδικό αυτό γιατρό περί του χρόνου χορηγήσεως του Φύλλου Πορείας του για τη νέα του μονάδα. Επιπλέον δε, εμφάνιζε τον Γ1 ως αδιαφορούντα πλήρως για την περίθαλψη και νοσηλεία του. Ο πιο πάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, που περιελήφθη στην υπηρεσιακή αναφορά του, περιήλθε σε γνώση τρίτων προσώπων, κατά τη διαδικασία εξέτασης αυτής από την υπηρεσία και ήταν ψευδής γιατί, όπως προέκυψε, ο Ανχης Γ1, διακοτεχόμενος από την αγωνία για τη χορήγηση Φύλλου Πορείας για τη νέα του μονάδα στον Ανθστή Χ1 και, δεδομένης της καθυστέρησης τελευταίου να το παραλάβει, ζητούσε με το πρόχειρο έγγραφό του, με εγγραφή του επάνω στην ιατρική γνωμάτευση του 401 ΓΣΝΑ, να πληροφορηθεί από τον θεράποντα ιατρό του 401 ΓΣΝΑ περί της δυνατότητας του μετατιθέμενου Ανθστή, να μετακινηθεί ή όχι στη νέα του υπηρεσία και σε καμμία περίπτωση δε συνιστούσε η ενέργεια του αυτή προσπάθεια επηρεασμού του ορθοπεδικού ιατρού, κάτι άλλωστε που προκύπτει και από την απλή ανάγνωση της σημείωσης αυτής επί της ιατρικής γνωμάτευσης. Προσέτι δε, μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του Αντισυνταγματάρχη Γ1 αμαυρώνοντας την υπηρεσιακή του εικόνα, αφού αυτός εμφανιζόταν ως άτομο διακατεχόμενο από εμπάθεια προς το πρόσωπο του Ανθυπασπιστή X1 και επιδείκνυε αδιαφορία και αναλγησία για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε αυτός και χρησιμοποιούσε πλάγιες και αντιδεοντολογικές μεθόδους για να πετύχει την άμεση απομάκρυνση του από τη ΣΠΖ. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος στο ακροατήριο, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του Αντισυνταγματάρχη Γ1, αλλά προέβη στην υποβολή της σχετικής αναφοράς για να προστατευθεί, επειδή διαπίστωσε ότι τα όργανα της Σχολής Πεζικού και ο προαναφερόμενος Αντισυνταγματάρχης ειδικότερα, δεν έδειξαν ενδιαφέρον για το πρόβλημα της υγείας του, στέλνοντάς τον δε στο νοσοκομείο είχαν προαποφασίσει ότι ήταν σε θέση να μετακινηθεί στη νέα του μονάδα. Επομένως, το σημείωμα που συνέταξε ο παραπάνω Αντισυνταγματάρχης, απευθυνόμενος στο γιατρό του Νοσοκομείου απέβλεπε, κατά την άποψη του κατηγορουμένου, στο να τον επηρεάσει προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να κριθεί ότι έπρεπε άμεσα να λάβει το Φύλλο Πορείας για τη μετάθεσή του, αδιαφορώντας για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Ωστόσο, οι απολογητικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δε δικαιολογούν την πράξη του, αφού ανεξαρτήτως της πικρίας που ενδεχομένως να ένιωθε αυτός, επειδή πίστευε ότι δεν είχε τύχει της ενδεδειγμένης αντιμετώπισης από τους συναδέλφους του (αν και αδικαιολόγητα διότι η μονάδα του αντιμετώπισε το πρόβλημά του με κατανόηση, παρατείνοντας αναλόγως τη χορήγηση του Φύλλου Πορείας για τη μετάθεσή του, έτσι ώστε να εξετασθεί από τους γιατρούς του 401 ΓΣΝΑ προτού μετακινηθεί, ενώ τον εξυπηρέτησε, ακόμα και μετά το προαναφερόμενο περιστατικό), ο ισχυρισμός που συμπεριέλαβε αυτός στην αναφορά του ήταν πράγματι αναληθής και γνώριζε την αναλήθειά του, και δεν οφείλετο σε δικαιολογημένο ενδιαφέρον κατά την έννοια του νόμου, αφού ο ίδιος μετέφερε το ιδιόχειρο σημείωμα του Αντισυνταγματάρχη Γ1 στο γιατρό του Νοσοκομείου και επομένως γνώριζε το ακριβές του περιεχόμενο, αλλά προέβη σ' αυτόν θέλοντας να πλήξει την υπηρεσιακή εικόνα και να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του κατά βαθμό ανωτέρου Αντισυνταγματάρχη, λόγω της αντιπαράθεσης που υπήρξε μεταξύ τους σχετικά με την παραλαβή του φύλλου πορείας μετάθεσης. Συνεπώς, μετά τα ως άνω αποδειχθέντα, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 Π Κ, καθόσον αποδείχθηκε πλήρως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των μελών του Δικαστηρίου (3-2), ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο ισχυρισμός του ήταν πράγματι αναληθής και ενήργησε εν γνώσει της αναλήθειας αυτής, και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός, που υπέβαλε η υπεράσπιση, ως αβάσιμος. Εξάλλου η ως άνω έγγραφη αναφορά του κατηγορουμένου προς τηνΣχολή Πεζικού (ΣΠΖ)/ΑΕΕΑΣ, με την οποία τέλεσε το προκείμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, δεν αποτελούσε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, μόνο μια διοικητικής φύσεως αναφορά αλλά συγχρόνως αποτελούσε και μηνυτήριο αναφορά σε βάρος (και) του Αντισυνταγματάρχη Γ1 και ως προς το τμήμα αυτής που αφορά την εδώ εξεταζόμενη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ότι πρόκειται και για μηνυτήριο αναφορά σαφώς προκύπτει τούτο από το όλο περιεχόμενο της, ενδεικτικώς δε επισημαίνουμε ότι στην ένδειξη "ΣΧΕΤ: γ. " έχει αναγράψει ο κατηγορούμενος την φράση "Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας", εννοώντας έτσι σαφώς ότι επί της αναφοράς του αυτής εφαρμόζεται (και) ο ΣΠΚ., γιατί μ' αυτή καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις (και) στρατιωτικών, ενώ κατ' επανάληψη ονομάζει αυτήν ως καταγγελία, περαιώνει δε την αναφορά του αυτή ως εξής: "Παρακαλώ για την άμεση ενημέρωση του Εισαγγελέα του Στρατοδίκείου Αθηνών επί του περιεχομένου της αναφοράς μου και των συνημμένων αυτής για να αποφανθεί εάν διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα, όπως ορίζει ο νόμος καθώς επίσης και την έγγραφη ενημέρωση μου επί των αποφάσεων". Έτσι, κατόπιν τούτου, η αναφορά του υποβλήθηκε από την Σ.ΠΖ στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, ο οποίος διέταξε και διενήργησε προκαταρκτική εξέταση επί του όλου περιεχομένου της προκειμένου να διερευνηθούν τα καταγγελλόμενα από τον κατηγορούμενο και να διακριβωθεί η τέλεση ή μη από τον Αντισυνταγματάρχη Γ1 του αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος ή άλλου ποινικού αδικήματος απ' αυτόν ή άλλους στρατιωτικούς. Είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας τελικώς έκρινε ότι ο Ανχης Γ1 τέλεσε μόνο το αδίκημα της καταστροφής εγγράφου από υπάλληλο, προσιτό σ' αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, με το να σχίσει το εισιτήριο για το 401 ΓΣΝΑ που αφορούσε τον κατηγορούμενο, λόγος για τον οποίο άσκησε ποινική δίωξη κατ' αυτού (Γ1) για την ως άνω πράξη, για την οποία αθωώθηκε ο τελευταίος με την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ για τα όσα καταγγέλλονται σε βάρος του Ανχη Γ1 με το τμήμα της αναφοράς αυτής που αφορά την εδώ εξεταζόμενη πράξη του κατηγορουμένου δεν άσκησε καμία δίωξη σε βάρος του εν λόγω Αντισυνταγματάρχη (σημειωτέον ότι κατόπιν εγκλήσεως του τελευταίου ασκήθηκε η προκειμένη ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για συκοφαντική δυσφήμηση ανωτέρου). Συνεπώς, ενόψει του ότι επρόκειτο και περί μηνύσεως, δεν απαιτείτο προηγούμενη άδεια της αρχής για να ασκηθεί σε βάρος του κατηγορουμένου η προκειμένη ποινική δίωξη. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία (3-2), κρίνει ότι καταφάσκονται πλήρως, τόσο τα αντικειμενικά, όσο και τα υποκειμενικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώτερου και πρέπει, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού περί εφαρμογής του άρθρου 367 ΠΚ, να κηρυχθεί ένοχος ως πρωτοδίκως". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ένοχο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώτερου, και τον καταδίκασε σε φυλάκιση τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, κατά την επικρατήσασα σ' αυτό γνώμη, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ.α και 2, 363 ΠΚ, και 62 εδ.α του ΣΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση της πλειοψηφίας, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά γεγονότα είναι ψευδή και ότι ο αναιρεσείων, τελούσε σε γνώση της αναληθείας. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος, α) υπέβαλλε σε βάρος του εγκαλούντος, προς την προϊσταμένη αρχή, την ΣΠΖ/ΑΕΕΑΣ, την από ........, υπηρεσιακή αναφορά, με την οποία κατήγγειλε αυτόν, ότι σε σχετική ιατρική βεβαίωση του 401 ΓΣΝΑ, ανέγραψε ιδιόχειρη σημείωση, σύμφωνα με την οποία, ο εγκαλών υποδείκνυε στον εφημερεύοντα ιατρό-ορθοπεδικό, να ενεργήσει αυτός σύμφωνα με τις υποδείξεις του, β) ότι ο εγκαλών, με τη σχετική σημείωση, επί του σώματος της ιατρικής γνωμάτευσης, απώτερο σκοπό είχε, όχι μόνο, να επηρεάσει τον θεράποντα ιατρό, ως προς την πραγματική κατάσταση της υγείας του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, αλλά και να τον κατευθύνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη τεθεί ο κατηγορούμενος, ελεύθερος υπηρεσίας, αλλά να κριθεί ικανός, προκειμένου να του χορηγηθεί το φύλλο πορείας για τη νέα του Μονάδα, γ) αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή ότι τα αποδιδόμενα στον εγκαλούντα γεγονότα, δεν ήσαν αληθινά, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της επίμαχης ιατρικής γνωμάτευσης, δεν προκύπτει κάτι το ανάλογο, με εκείνα που διέλαβε ο αναιρεσείων στην αναφορά του, δ) ακόμη, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων, γνώριζε ότι όσα απέδιδε σε βάρος του εγκαλούντος, ήσαν ψευδή, και ότι τελούσε σε γνώση της αναληθείας αυτών, γνώση η οποία συνάγεται αβιάστως, από την επίμαχη ιατρική γνωμάτευση, στην κατοχή του οποίου(αναιρεσείοντος), αυτή βρισκόταν, αφού ο ίδιος την είχε προσκομίσει στον ιατρό του ως άνω θεραπευτηρίου, και, οπωσδήποτε είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της, και συγκεκριμένα τη σχετική σημείωση του εγκαλούντος, που υπήρχε επί του σώματός της. Συνεπώς, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με το σχετικό λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων, αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένη ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένο ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, ή στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπον εκδήλωσης ή τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή, σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 6536 από 13-7-2007 αίτηση, του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 194/15-5-2007 αποφάσεως του Αναθεωρητικού (Πενταμελούς) Δικαστηρίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση ανωτέρου. Στοιχεία του αδικήματος. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367 του Π.Κ. στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
1
Αριθμός 1515/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 731, 866/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1712/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση η ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για τον δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός τον φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Τέλος, μεταβολή κατηγορίας, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου κώδικα για απόλυτη ακυρότητα, επερχομένη από τη μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 27 και 43 ΚΠΔ που καθορίζουν την ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, υπάρχει όταν η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη είναι ουσιωδώς διάφορη από εκείνη για την οποία εισήχθη σε δίκη ο κατηγορούμενος, κατά χρόνο, τόπο και ιστορικές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί έγκλημα αντικειμενικά διάφορο, όχι δε και όταν με την καταδικαστική απόφαση προσδιορίζονται ακριβέστερα τα συνιστώντα το έγκλημα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ενώπιόν του αποδεικτική διαδικασία ή δίδεται στην πράξη διάφορος νομικός χαρακτήρας. Εξάλλου, συνιστά μεν υπέρβαση εξουσίας η, παρά την από το άρθρο 470 ΚΠΔ απορρέουσα αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του καταδικασθέντος από ένδικο μέσο που ασκήθηκε απ' αυτόν ή υπέρ αυτού, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 και Θ' ΚΠΔ, δεν αποτελεί όμως τέτοια χειροτέρευση ο ακριβέστερος προσδιορισμός των περιστάσεων που προέκυψαν από τη διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη 731, 866/2007 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο του ότι "στη ....... με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Συγκεκριμένα, υπέδειξε και προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα και με την υπόσχεση οφέλους τον Γ1, την 02.30' ώρα της 29.9.2000 να μεταβεί στο ενταύθα και επί της οδού ..... ισόγειο κατάστημα πώλησης ετοίμων ενδυμάτων με την επωνυμία "....." των Ε1 και Ε2 και να αφαιρέσει χρήματα, εμπορεύματα σημαντικής αξίας και ό,τι άλλο βρει. Κατόπιν των ανωτέρω, πεισθείς ο Γ1 σε όσα του είπε ο Χ1, διέρρηξε την βοηθητική είσοδο με κατσαβίδι, εισήλθε εντός αυτού και αφαίρεσε 5 γυναικείες ζακέτες, 6 γυναικεία παλτά και χαρτοκιβώτιο που περιείχε 6 τεμάχια οικιακών συσκευών διαφόρων μεγεθών. Την 29.9.2000 και ώρα 10.35, κατά τη διενέργεια νομότυπης κατ' οίκον έρευνας στην ενταύθα και επί της οδού ..... οικία του Δ1 , βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα παραπάνω κλαπέντα αντικείμενα, τα οποία αναγνωρίστηκαν και αποδόθηκαν". Στην κρίση του αυτή κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριό του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά (ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε, διότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η συνεδρίαση ενώπιον του Εφετείου άρχισε στις 8 Μαΐου 2007 με παρόντα τον κατηγορούμενο, συνεχίστηκε στις 8 Μαΐου 2007 και διακόπηκε για τις 23 Μαΐου 2007, κατά την οποία δεν εμφανίσθηκε, λόγω ασθενείας του και εκπροσωπήθηκε με εξουσιοδότησή του από τους συνηγόρους του) και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: "Στις 29.9.2000, ο Γ1 εισήλθε στο κατάστημα των Ε1 και Ε2, που βρίσκεται στη ...... και αφού παραβίασε τη βοηθητική είσοδο με κατσαβίδι, αφαίρεσε απ' αυτό 5 γυναικείες ζακέτες και 6 γυναικεία παλτά, που αποτελούσαν μέρος του εμπορεύματος του καταστήματος, καθώς και χαρτοκιβώτιο, που περιείχε 6 τεμάχια οικιακών συσκευών, διαφόρων μεγεθών, που ανήκε (το τελευταίο) στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ1. Για την πράξη αυτή, που χαρακτηρίστηκε απλή κλοπή, ο Γ1 καταδικάσθηκε με τις υπ' αριθμ. 1012-1013/2002 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την απόφαση για τέλεση της άνω πράξης της κλοπής την προκάλεσε στον Γ1 ο πρώτος κατηγορούμενος. Ο τελευταίος, με πειθώ και φορτικότητα και με το δέλεαρ ότι στο κατάστημα των ανωτέρω Ε1 και Ε2 υπάρχουν αρκετά χρήματα (λίρες κλπ) και σημαντικής αξίας εμπορεύματα και με την υπόσχεση ότι μέρος αυτών θα περιέρχονταν σ' αυτόν (Γ1), τον έπεισε να διαπράξει την πράξη που αυτός διέπραξε. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα, προκύπτουν από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ψ1, Ε1 και του μάρτυρα αστυνομικού Ε. Ειδικότερα, ο μάρτυρας Ε1, που είναι γαμβρός του πρώτου κατηγορουμένου και σύζυγος της δεύτερης κατηγορουμένης, με σαφήνεια κατέθεσε ότι "η εντολή δόθηκε από τον 1ο κατηγορούμενο: για λίρες και ό,τι άλλο βρείτε" και ότι τα κλοπιμαία θα τα μοιράζονταν με τον κατηγορούμενο, ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι με την ενέργειά του αυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος απέβλεπε στην εξόντωση της οικογενείας του. Μάλιστα, κατέθεσε ότι η αστυνομία τον είχε ενημερώσει πριν από την τέλεση της άνω πράξης, στα πλαίσια έρευνας για την τέλεση και άλλων αξιοποίνων πράξεων, ότι συμμετείχε σ' αυτές η οικογένειά του, εννοώντας προφανώς την οικογένεια της συζύγου του. Τα ίδια κατέθεσε και η πρώτη μάρτυρας Ψ1, η οποία ισχυρίσθηκε ότι η επικοινωνία μεταξύ του Γ1 και του πρώτου κατηγορουμένου ήταν καθημερινή. Τα παραπάνω επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας Ε, ο οποίος κατέθεσε: "Στις 29.8.2000 ήλθε στην υπηρεσία μου η Ψ1 και κατήγγειλε ότι στο συγγενικό της περιβάλλον συνέβαιναν διάφορα από τα συγγενικά της πρόσωπα και μας έδωσε ένα τηλέφωνο για άρση του απορρήτου. Το συγκεκριμένο τηλέφωνο επικοινωνούσε με διάφορους. Αγοράστηκε από κάποιον ..... και το είχε στα χέρια του και το χρησιμοποιούσε ο Γ1. Τον θέσαμε υπό αστυνομική επιτήρηση. Από το περιβάλλον του Γ1 , θεωρήσαμε ότι πιθανόν συνεργάτης του ήταν ο Δ1 και μετά τη διάρρηξη πήγαμε στο σπίτι του Δ1 και βρήκαμε τα κλοπιμαία. Ο Δ1 μας είπε ότι την κλοπή την έκανε με το Γ1, που είχε πληροφορίες από το συμπέθερο της Ψ1, τον Χ1. Είπε ότι είχε εντολή από τον πεθερό του Ψ1". Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίες δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο θέμα και είναι σχετικώς αόριστες, αφορούν δε κυρίως το κατά την κρίση των μαρτύρων ποιόν του κατηγορουμένου και καταλήγουν ότι δεν πιστεύουν να διέπραξε αυτός τα όσα του καταμαρτυρούν. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της ηθικής αυτουργίας στην υπό του Γ1 τέλεση της αξιόποινης πράξης της απλής κλοπής που τέλεσε αυτός στις 29.9.2000 στο κατάστημα των Ε1 και Ε2, στη ..... και να απορριφθεί το αίτημα για αναβολή της δίκης, λόγω απουσίας του μάρτυρος Ε2". Οι παραπάνω παραδοχές περιέχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία που απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 129 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ηθικής αυτουργίας σε κλοπή, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που σωστά ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Ειδικότερα, εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος να πείσει τον φυσικό αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της κλοπής και ειδικότερα εκτίθεται σ' αυτή ότι ο αναιρεσείων με προτροπές, χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικότητα αλλά και την υπόσχεση κέρδους, έπεισε τον τελευταίο να διαπράξει την ως άνω περιγραφόμενη αξιόποινη πράξη της κλοπής, δεν αποτελεί δε χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, ο οποίος μάλιστα πρωτοδίκως καταδικάσθηκε για την πράξη αυτή σε ποινή καθείρξεως πέντε ετών ενώ στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο σε φυλάκιση ενός έτους, ο ανωτέρω ακριβέστερος προσδιορισμός εκείνων των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως στη μείζονα σκέψη εκτίθεται, με συμπληρώσεις και αποσαφηνίσεις (στο αιτιολογικό και το διατακτικό), κατά την αυτεπάγγελτη ενέργεια του Πενταμελούς Εφετείου προς αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, εφ' όσον δεν αλλοιώνεται μ' αυτές η έννοια της πράξεως και ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, όπως αβασίμως αυτός αιτιάται. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Ε' και Η' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 21/20.9.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της αποφάσεως 731, 866/2007 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε κλοπή. Λόγοι αναιρέσεως. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου. Απορρίπτει αναίρεση, διότι η προσβαλλομένη έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δεν χειροτέρευσε η θέση του κατηγορουμένου, ο οποίος καταδικάστηκε σε ελαφρότερη από την πρωτοδίκως καταγνωσθείσα, με τον ακριβέστερο προσδιορισμό των περιστάσεων που προέκυψαν από τη διαδικασία. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Κλοπή.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1514/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 17/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ψ1, 2. ψ2 3. ψ3 και 4. ψ4, που δεν παραστάθηκαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1383/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 299 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται, μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου (άρθρ. 33 παρ. 1 ν. 2172/1993), με ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 34 του Π.Κ., η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν όταν την διέπραξε λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεως της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα ν' αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ.1 του αυτού Κώδικα, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 Π.Κ.). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνειδήσεως περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό, δηλαδή να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη, στην μεν πρώτη περίπτωση, δεν καταλογίζεται στον πράξαντα, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορίες, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παραίτησή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διάφορων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά, για να μορφώσει την κρίση του. Επίσης, από το άρθρο 178 του ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως που καθιερώνεται από το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικος εκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή, υπό την έννοια ότι δεν δεσμεύεται απ' αυτήν, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα απ' αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων, προκειμένου περί απορρίψεως ως αβασίμου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ήτοι ισχυρισμού που οδηγεί στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, στην άρση ή μείωση του καταλογισμού του δράστη, ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής του, όπως είναι και οι πιο πάνω από τα άρθρα 34 και 36 του ΠΚ ισχυρισμοί, για διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης του δράστη, ένεκα των οποίων δεν έχει αυτός την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, υπάρχει, όταν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και στήριξαν την κρίση για τη μη συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για απόρριψη των ισχυρισμών αυτών. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ιωαννίνων, με την προσβαλλόμενη 14/2007 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, που αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ), και του επέβαλε ποινή ισόβιας καθείρξεως. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά της ο κατηγορούμενος αναιρεσείων προέβαλε δια των συνηγόρων υπεράσπισής του, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι κατά την τέλεση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε, βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους ελλείψεως καταλογισμού (34 ΠΚ), άλλως, σε κάθε περίπτωση, μειωμένου καταλογισμού (36 ΠΚ). Ειδικότερα οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του υπέβαλαν εγγράφως τους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς τους, τους οποίους ανέπτυξαν και προφορικώς, ισχυρισθέντες, μεταξύ άλλων, ότι, κατά το χρόνο τελέσεως της ανθρωποκτονίας, ο ήδη αναιρεσείων έπασχε από σχιζοφρενική ψύχωση και από την πρώτη μέρα της συλλήψεώς του, συνεχώς, επί 5 περίπου χρόνια, κρατείται και νοσηλεύεται σε δημόσιο ψυχιατρικό κατάστημα και υποβάλλεται σε θεραπευτική αγωγή για ασθενή, πάσχοντα από σχιζοφρενική ψύχωση, η χορήγηση της οποίας (και μάλιστα επί μακρό χρονικό διάστημα) σε υγιή, θα συνιστούσε έγκλημα, ότι η ψυχική νόσος και η νοητική ικανότητα είναι πράγματα ξεχωριστά και διαφορετικά και ο θεράπων ιατρός του Κ1, κρατικός λειτουργός, που τον παρακολούθησε επί ενάμιση χρόνο περίπου, εμμένει στη διάγνωσή του. Επίσης ισχυρίσθηκαν ότι ο πραγματογνώμων Κ3, που αποφαίνεται, αντιθέτως, ότι είναι, ψυχικώς υγιής, δεν εξηγεί την κράτησή του επί 5 χρόνια στο ψυχιατρείο, ούτε γιατί του χορηγούνται τα βαρύτατα και επικίνδυνα για υγιή φάρμακα, που αναφέρει στην έκθεση του και ότι η ύπαρξη της νόσου του ενισχύεται αποφασιστικά από την έλλειψη κινήτρου του για το συγκεκριμένο παράλογο έγκλημα και απουσιάζει το κίνητρο, γεγονός που αφήνει το ανωτέρω παθολογικό αίτιο (σχιζοφρενική ψύχωση) ως αποκλειστικό αίτιο του εγκλήματος και το παράλογο αυτό και άνευ αιτίας έγκλημα, πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικώς στην από τους δικαστικούς πραγματογνώμονες διαγνωσμένη σχιζοφρενική ψύχωση, διαφορετικά, επικουρικώς, και λόγω αμφιβολιών, ερμηνευτέων υπέρ αυτού, είναι βέβαιον ότι η ψυχική αυτή νόσος, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως είχε επιφέρει νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών, εξαιτίας της οποίας δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεως του, η οποία, έτσι, δεν πρέπει να του καταλογισθεί, επικουρικώς δε, εξαιτίας της ψυχικής αυτής νόσου, είχε, κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο, μειωθεί σημαντικά η ικανότητά του για καταλογισμό κατά το άρθρο 36 ΠΚ. Τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ιωαννίνων, όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: "Στις 14 Μαΐου 2002 και ώρα 20.50', ημέρα Τρίτη, στο κατάστημα εμπορίας σιδηρικών του κατηγορουμένου, στα ...., σε υπερυψωμένο μέρος (πατάρι), που χρησιμοποιούνταν ως γραφείο της επιχείρησης, σε ένα μικρό αποθηκευτικό χώρο, διαστάσεων 1,55X2,40 μ. (που ήταν αποκομμένος από το υπόλοιπο τμήμα του γραφείου με διαχωριστικό), στον οποίο χώρο η πρόσβαση γινόταν από μικρή σιδερένια πόρτα (διαστάσεων 0,80X0,70 μ.) επιμελώς κρυμμένη, που άνοιγε με πίεση σε συγκεκριμένο σημείο του τοίχου, βρέθηκε δολοφονημένη η ψ, ετών 11, μαθήτρια της Ε' δημοτικού. Το πτώμα της ανήλικης - που έφερε στο λαιμό αυτοσχέδιο βρόχο, κατασκευασμένο από νάιλον σχοινί μήκους δύο μέτρων - ήταν τοποθετημένο κάτω από φύλλα υαλοβάμβακα και καλυμμένο με ποσότητα αφρού πολυουρεθάνης (διογκούμενος αφρός που βρίσκεται σε υγροποιημένη μορφή σε μικρά μεταλλικά φιαλίδια και χρησιμοποιείται για θερμομονώσεις, επικάλυψη επιφανειών και κάλυψη κενών). Αιτία του θανάτου, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Δ1, η ασφυξία από ισχυρή πίεση του λαιμού με βρόχο. Το πτώμα - η ανακάλυψη του οποίου έγινε τυχαίως από τον αστυνομικό του Υ.Α. Ιωαννίνων Γ1, ύστερα από διακεκομμένες έρευνες περίπου τριών ωρών στο κατάστημα - έφερε εκχυμώσεις, μεταξύ άλλων, κατά τη δεξιά μετωπιαία χώρα, τη δεξιά ζυγωματική χώρα, στο βλεννογόνο του κάτω χείλους της στοματικής κοιλότητας, τη μεσότητα της αριστερής κάτω γνάθου, την έξω επιφάνεια του δεξιού βραχιονίου στο άνω τριτημόριο, την πρόσθια επιφάνεια του δεξιού μηρού στο κάτω τριτημόριο, καθώς επίσης και εκδορές ρινός, δεξιάς κογχικής χώρας και οσφυϊκής χώρας δεξιά. Το σπίτι στο οποίο κατοικούσε η μικρή ψ με τη μητέρα της ψ2 (αφού ο πατέρας της ψ1 διέμενε στα ...., γιατί είχε διασπασθεί η συμβίωση των δύο συζύγων) γειτνίαζε με το κατάστημα του κατηγορουμένου, στον προαύλιο χώρο του οποίου ζούσαν δύο σκυλάκια του. Εκεί συνήθιζε να πηγαίνει το θύμα και να παίζει για λίγα λεπτά, τις μεσημβρινές ώρες, με τα σκυλάκια, όπως έκαναν και άλλα παιδιά της γειτονιάς. Έτσι και την ημέρα εκείνη (αποφράδα για τους γονείς της παθούσας), η ψ μετέβη, περί ώρα 15.00', στον προαύλιο χώρο του καταστήματος του κατηγορουμένου για να ταΐσει και να παίξει με τα σκυλάκια. Επειδή όμως αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι της, για να κοιμηθεί, όπως συνήθιζε κάθε μεσημέρι, η μητέρα της ανησύχησε και πήγε, γύρω στις 15.20', στο κατάστημα του κατηγορουμένου, για να την αναζητήσει. Προχώρησε μέχρι τη μέση του προαυλίου χώρου φωνάζοντας με όλη τη δύναμη της (γιατί ο κατηγορούμενος είχε στη μεγαλύτερη δυνατή ένταση το ραδιόφωνο και την τηλεόραση) το όνομα της κόρης της: "ψ" και του κατηγορουμένου "χ1". Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος ο οποίος, αφού δήλωσε άγνοια για το που βρίσκεται η μικρή ψ, ακολούθως έσπευσε να κλείσει και να κλειδώσει τις δύο πόρτες του καταστήματος, εκ των οποίων η μία είχε πρόσοψη στην αυλή του σπιτιού της ψ2. Η τελευταία, που είχε συμβουλεύσει την κόρη της να προσέχει τον κατηγορούμενο, γιατί, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο, "έπαιρνε τα παιδιά αγκαλιά και τα φιλούσε", κατεχόμενη από προφανή ανησυχία εξακολουθούσε να αναζητεί την κόρη της στη γειτονιά πλέον. Στο μεταξύ ήρθε, περί ώρα Ιό.ΟΟ', και ο (ηλικίας 16 ετών) γιος της, ψ3, και άρχισαν να κτυπούν τις πόρτες του καταστήματος του κατηγορουμένου φωνάζοντας το όνομα του θύματος και του δράστη, ο οποίος όμως, μολονότι ήταν μέσα και άκουγε τα κτυπήματα στις πόρτες και τις αγωνιώδεις φωνές της μητέρας του θύματος, εντούτοις, με το πρόσχημα ότι κοιμόταν ή ότι απουσίαζε, δεν άνοιγε γιατί είχε τους λόγους του, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Μάλιστα η παρατηρητική μάρτυς Ζ1, που βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της και είδε τον κατηγορούμενο να κόβει με ψαλίδι ένα κομμάτι σχοινί σαν αυτό που απλώνουν τα ρούχα, όπως η ίδια είπε, έκανε νεύμα στην ψ2 ότι ο κατηγορούμενος είναι μέσα. Κατόπιν τούτου μάνα και αδελφός έχοντας απελπιστεί και βρισκόμενοι σε απόγνωση για την τύχη της ψ, αναγκάστηκαν να προσφύγουν στην Αστυνομία, όργανα της οποίας μόλις ήλθαν, περί ώρα 16.30', άρχισαν, κτυπώντας τις πόρτες, να φωνάζουν δυνατά καλώντας τον κατηγορούμενο να τους ανοίξει. Τελικά, μετά πάροδο δέκα λεπτών, και αφού είχε αναστατωθεί και ξεσηκωθεί όλη η γειτονιά, από τα κτυπήματα στις πόρτες, από τις φωνές των αστυνομικών οργάνων, καθώς και από τα δυνατά και συνεχή γαβγίσματα των σκύλων, αποφάσισε ο κατηγορούμενος να ανοίξει την πόρτα, προβάλλοντας, για την αργοπορία του, την ψευδή δικαιολογία ότι κοιμόταν και μάλιστα για να τον πιστέψουν είχε λύσει και είχε ρίξει στους ώμους του τα μαλλιά του που τα είχε κοτσίδα, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούσε να μεταφέρει και να κρύψει το πτώμα και να το καλύψει με υαλοβάμβακα. Περαιτέρω, ενόψει των όσων αναφέρονται στις ψυχιατρικές εκθέσεις, επιβάλλεται να γίνει αναφορά σε γεγονότα του παρελθόντος του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας ως σημείο εκκινήσεως τη μετεφηβική ηλικία του. Ο κατηγορούμενος αφού πέτυχε, με τη δεύτερη προσπάθεια, στις Πανελλήνιες Εξετάσεις για την εισαγωγή του στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σπούδασε στη συνέχεια στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, από την οποία και αποφοίτησε. Ακολούθως υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του, ως κληρωτός, βασικά στο σώμα των τεθωρακισμένων και, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της θητείας του, εκτός ..... (..., ... και αλλαχού). Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων άνοιξε λογιστικό γραφείο στα ......, όμως μετά πάροδο περίπου δύο ετών, συνεπεία, προεχόντως, της ελλείψεως πείρας και γνώσεων σε φοροτεχνικά κυρίως θέματα, αναγκάσθηκε να διακόψει τη λειτουργία του λογιστικού γραφείου. Έτσι το 1993, σε ηλικία 27 ετών, αναλαμβάνει την επιχείρηση εμπορίας σιδηρικών του πατέρα του, ο οποίος σκόπευε να αποσυρθεί λόγω συνταξιοδοτήσεως, όπως και έπραξε μετά από 2-3 χρόνια. Πράγματι από τότε, μέχρι την ημέρα του φόνου, ο κατηγορούμενος εργαζόμενος αδιάκοπα, με συνέπεια, υπευθυνότητα και μεθοδικότητα κατάφερε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των πελατών της επιχείρησης, διότι τη δουλειά του τη χαρακτήριζε ο επαγγελματισμός. Μάλιστα κατά διαστήματα πήγαινε με διάφορους πελάτες του σε ουζερί - ταβερνίτσες, όπου εκτός από τις δουλειές συζητούσαν για ποδόσφαιρο και για γυναίκες, αφού άλλωστε ήταν γνωστό, ότι ο κατηγορούμενος συζούσε με αλλοδαπή, βουλγαρικής καταγωγής και υπηκοότητας, αφενός μεν σε διαμέρισμα στα ...., όπου βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, αγαλματίδια που απεικόνιζαν αιγυπτιακές θεότητες, ανθρωπόμορφες - ζωόμορφες, και αφετέρου σε αγροικία της μητέρας του στην περιφέρεια της .... στο χώρο της οποίας (αγροικίας) υπήρχαν μεγάλα κόκκαλα ζώων. (Για την επιτυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου και για τις κοινωνικές σχέσεις του ανάμεσα σ' αυτόν και τους πελάτες του, οράτε, εκτός των άλλων, τις καταθέσεις των αξιόπιστων, αδιάβλητων και αψευδών μαρτύρων Ζ2, Ζ3 και Ζ4). Ο κατηγορούμενος όταν συνελήφθη (μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια διαφυγής του, όταν ο αστυνομικός ανακάλυψε το πτώμα), εκτοξεύοντας μια νεφελώδη φράση, ότι δηλαδή ο φόνος που έκανε ήταν προς εκπλήρωση ενός τάματος, υποστήριξε ότι πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση, ότι, δηλαδή, υπάρχει νοσηρή διατάραξη, από παθολογικά αίτια, των πνευματικών λειτουργιών του (βλ. αρθρ. 34 Π.Κ.). Για την ψυχική κατάσταση του κατηγορουμένου κατά το χρόνο του φόνου διατάχθηκε από τον ανακριτή Ιωαννίνων ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη από τρεις ψυχιάτρους τους Κ1, Κ2 και Κ3, οι οποίοι εξέτασαν τον κατηγορούμενο, ενώ διορίστηκαν ένας τεχνικός σύμβουλος του κατηγορουμένου (ο Ν1) και δύο τεχνικοί σύμβουλοι των πολιτικώς εναγόντων (Δ1 και Δ2 ). Από αυτούς άλλοι επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί σχιζοφρενικής ψύχωσης και άλλοι τον απορρίπτουν. Ειδικότερα ο πραγματογνώμονας Γ. Δημόπουλος απέκλεισε με απολυτότητα οποιαδήποτε μορφή ψυχικής διαταραχής στον κατηγορούμενο. Με την κρίση αυτή του ως άνω πραγματογνώμονα συμπορεύονται και οι τεκμηριωμένες ψυχιατρικές εκθέσεις των ψυχιάτρων Δ2 και Δ1, που εμπεριέχουν θεμελιωμένες κρίσεις και συμπεράσματα. Μάλιστα ο δεύτερος εξ αυτών (Δ1) υπογραμμίζει στο εμπεριστατωμένο πόρισμα του, ότι η πιθανότητα Οργανικής Ψυχικής Διαταραχής έχει αποκλειστεί από τον παρακλινικό έλεγχο, καθόσον οι παρακλινικές εξετάσεις (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, αξονική τομογραφία εγκεφάλου) ήταν αρνητικές. Από την άλλη πλευρά όμως, οι πραγματογνώμονες Κ1 και Κ2 με την από κοινού συνταχθείσα ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη τους αποφαίνονται, ότι ο κατηγορούμενος έπασχε, κατά τον επίδικο χρόνο, από ψύχωση σχιζοφρενικού τύπου και ότι συνεπώς κρίνεται ακαταλόγιστος. Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και ο ψυχίατρος Ν1. Την άποψη τους αυτή οι δύο πραγματογνώμονες τη στήριξαν στα θετικά συμπτώματα της νόσου που εκδηλώθηκαν, όπως αναφέρουν στην έκθεση τους, στον κατηγορούμενο από την ηλικία των 17 ετών και στα αρνητικά συμπτώματα. Στην πρώτη ομάδα ενέταξαν τις οπτικές (οράματα) και ακουστικές (φωνές) ψευδαισθήσεις, καθώς και το μεταφυσικού περιεχομένου παραλήρημα (ψυχές πεθαμένων προγόνων που τυραννιούνταν από ψυχές αγνώστων), το οποίο παραλήρημα εμπλουτίστηκε με την ιδέα του "τάματος" (ανθρωποθυσία), ενώ τα αρνητικά συμπτώματα που συμπληρώνουν, κατά τους δύο πραγματογνώμονες, την εικόνα της σχιζοφρενικής ψυχώσεως ήταν η μειωμένη κοινωνικότης και εσωστρέφεια του κατηγορουμένου, η δυσπροσαρμοστία του σε καινούργιες καταστάσεις και οι παράξενες αντιδράσεις του (εμφάνιση, σπατάλη χρημάτων, κατάχρηση οινοπνευματωδών, επιλογή τόπου κατοικίας και συντρόφου κ.α.) Ενόψει αυτών, δύο ένορκοι οι Σιορόκας και Παπάζογλου είχαν τη γνώμη πως, όταν έγινε ο φόνος, ο κατηγορούμενος δεν είχε το ακαταλόγιστο, όμως είχε ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό. Δηλαδή έκριναν ότι έπρεπε να απορριφθεί ο θεμελιούμενος στο άρθρο 34 Π.Κ. αυτοτελής ισχυρισμός και να γίνει δεκτός ο στηριζόμενος στο άρθρο 36 Π.Κ. ισχυρισμός. Όμως, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, ο κατηγορούμενος, που είναι δράστης ενός φρικαλέου και αποτρόπαιου εγκλήματος, είναι άτομο ψυχοπαθολογικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως, όταν διέπραξε το φόνο ήταν ψυχικά ασθενής (δηλαδή σχιζοφρενής) ή άτομο με ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό και ότι δεν γνώριζε τι διέπραξε. Οι συγκλίνουσες και καθοριστικές αποδείξεις που προαναφέρθηκαν οδηγούν στο σχηματισμό εδραίας δικανικής πεποίθησης ότι ο κατηγορούμενος ήξερε τι έκανε και είχε πλήρη έλεγχο των πράξεων του. Το Δικαστήριο (δηλαδή η πλειοψηφία) θεμελιώνει την κρίση της και στα ακόλουθα στοιχεία: 1). Στη συνεχή προσπάθεια αποπροσανατολισμού των αστυνομικών αρχών. Πράγματι ο κατηγορούμενος αποσκοπώντας στον αποπροσανατολισμό των ερευνών προσπαθούσε να πείσει τα αστυνομικά όργανα, που ερευνούσαν τους χώρους του καταστήματος του, ότι η μικρή Ψ είχε φύγει με άλλο κοριτσάκι, γι' αυτό και τα αστυνομικά όργανα αποχωρούσαν και μετά από λίγο επανέρχονταν κατόπιν εμμονής της μάνας του θύματος, ότι η κόρη της βρισκόταν εκεί. 2). Στο χώρο (ένα είδος κρύπτης) που τοποθετήθηκε το πτώμα και ο επιτήδειος τρόπος απόκρυψης και συγκάλυψης αυτού. Όντως ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με μεθοδικότητα και πανουργία, καταχώνιασε το σώμα του θύματος, που το κάλυψε αρχικά με υαλοβάμβακα, σε τέτοιο μέρος, ώστε να μην είναι δυνατόν να εντοπιστεί από άλλους, γι' αυτό άλλωστε και απέβαιναν άκαρπες οι επί δίωρο έρευνες των αστυνομικών αρχών, ενώ, κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας εκείνης, όταν τα αστυνομικά όργανα αποφάσισαν αρχικά να σταματήσουν τις έρευνες στο κατάστημα, αλλά δέχτηκαν να συνεχίσουν αργότερα, κατόπιν των έντονων και δραματικών παρακλήσεων της μάνας, που διατηρούσε άκαμπτη την πεποίθηση ότι η κόρη της ήταν εκεί, ο κατηγορούμενος προφασιζόμενος παράδοση παραγγελίας έφυγε και γύρισε αμέσως και, προτού επιστρέψουν τα αστυνομικά όργανα, έριξε πάνω στο πτώμα ποσότητα αφρού πολυουρεθάνης που διατηρούσε στο κατάστημα του προς πώληση. Έτσι μετά από περίπου μία (1) ώρα, οπότε θα είχε επέλθει πλήρης σκλήρυνση της πολυουρεθάνης, θα ήταν αδύνατη η ανεύρεση του πτώματος και αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο κατηγορούμενος, πλην όμως το πτώμα ανακαλύφθηκε, λίγο προτού σκληρύνει ο αφρός της πολυουρεθάνης, δηλαδή όταν ήταν ακόμη μαλακός. 3). Στο ότι οι αναφερόμενες στην έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης των Κ1 - Κ2 (που επαναλαμβάνονται στην ψυχιατρική έκθεση του Ν1) ως οπτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις και μάλιστα από την ηλικία των 17 ετών, καθώς και τα μεταφυσικού περιεχομένου παραληρήματα, στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στις αφηγήσεις του ιδίου του κατηγορουμένου χωρίς να ενισχύονται από κανένα άλλο στοιχείο και χωρίς να διερωτηθούν οι ως άνω πραγματογνώμονες, για ποιο λόγο οι επικαλούμενες ψευδαισθήσεις και τα παραληρήματα του κατηγορουμένου δεν είχαν υποπέσει στην αντίληψη του πατέρα του ή κάποιου άλλου συγγενικού προσώπου ή φίλου για 19 ολόκληρα χρόνια (από τα 17 που δήθεν ξεκίνησαν μέχρι τα 36 που έγινε ο φόνος), ενώ πρέπει να αναφερθεί ότι ουδέποτε η οικογένεια του κατηγορουμένου είχε ψυχωσικά προβλήματα. Άρα το πόρισμα των πραγματογνωμόνων αυτών εμπεριέχει αθεμελίωτες κρίσεις και συμπεράσματα που δεν έχουν λογικά ή πραγματικά ερείσματα. Εξάλλου αναφορικά με τα αρνητικά συμπτώματα που μνημονεύονται στην ίδια ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και τα οποία χαρακτηρίζουν, σύμφωνα με τους πραγματογνώμονες, τη μειωμένη κοινωνικότητα του κατηγορουμένου, αυτά, ανεξαρτήτως αοριστίας τους, θεμελιώνονται σε αναληθή περιστατικά και γεγονότα, αφού όπως αποδείχθηκε ο κατηγορούμενος, που είχε εκπληρώσει με επιτυχία τις σπουδές του στην Α.Β.Σ. Θεσσαλονίκης, είχε επιτυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα και φυσιολογική κοινωνική ζωή. 4). Στο ότι μέχρι τα 36 του χρόνια δεν υπήρξε καμία ένδειξη εκδηλώσεως της δήθεν σχιζοφρενικής ψύχωσης, μολονότι μεσολάβησαν σημαντικοί στρεσογόνοι παράγοντες, όπως αποτυχία την πρώτη φορά στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, εκπλήρωση στρατιωτικών του υποχρεώσεων και μάλιστα στο σώμα των τεθωρακισμένων και εκτός ..... και αποτυχία στην πρώτη προσπάθεια επαγγελματικής αποκατάστασης. 5). Στο ότι (συνεκτιμώντας και το από 30-10-2002 σημείωμα του ιδίου του κατηγορούμενου που αναγνώστηκε) η δομή και ο ειρμός του λόγου του δεν παρουσίαζαν, την επίμαχη περίοδο του φόνου, διαταραχές, ούτε, άλλωστε, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε αμφιθυμική συμπεριφορά. Αλλά και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία του, ο λόγος του ήταν αργός αλλά σαφής με ειρμό και συνειρμό. Αξίζει μάλιστα να τονισθεί, ότι ναι μεν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ο κατηγορούμενος είχε καταθλιπτική εμφάνιση (αυτή ενδεχομένως να οφείλεται στην αλληλεπίδραση παραγόντων, όπως οι συνθήκες κράτησης, η πιθανότητα ανάδυσης ενοχών και τύψεων, καθώς και η χρήση αντιψυχωσικών φαρμάκων), πλην όμως είχε πνευματική διαύγεια και παρακολουθούσε επισταμένως τα όσα διαδραματίζονταν στο ακροατήριο. Τούτο επιβεβαιώνεται, όχι μόνο από την καθαρότητα της σκέψης κατά την απολογία του, αλλά και από το ότι, μολονότι δεν ρωτήθηκε, εντούτοις θέλησε να απαντήσει σε ερώτηση που είχε υποβληθεί την προηγούμενη ημέρα από συνήγορο της πολιτικής αγωγής σε μάρτυρα και αφορούσε τις εκχυμώσεις που βρέθηκαν στο σώμα του θύματος. Είναι αλήθεια ότι δεν αποκαλύφθηκε το κίνητρο (ο ψυχίατρος Δ1 αναφέρεται σε ενδεχόμενη "σεξουαλική παιδοφιλική εκδραμάτιση απαγορευμένης επιθυμίας και βίαιη καταστολή της" που όμως δεν επιβεβαιώθηκε). Αυτό όμως, γνωστό ίσως μόνο στο δράστη, που έχει κάθε λόγο να το συγκαλύπτει, δεν είναι απαραίτητο για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης...." Με τις σκέψεις αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, κήρυξε τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα ένοχο ανθρωποκτονίας από πρόθεση που αποφάσισε και εκτέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση ( αρθρ. 299§1 Π.Κ) και του επέβαλε την ποινή της ισοβίου καθείρξεως, αφού, προηγουμένως απέρριψε ομοφώνως τον κατά το άρθρο 34 Π.Κ. αυτοτελή ισχυρισμό του, για έλλειψη καταλογισμού και, κατά πλειοψηφία, τον κατά το άρθρο 36 Π.Κ. αυτοτελή ισχυρισμό του, για την ύπαρξη ελαττωμένου καταλογισμού. Με τις παραδοχές του αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ιωαννίνων, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της κατηγορουμένου αναιρεσείοντος οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των άρθρων 34 και 36 ΠΚ, τις οποίες, όπως και εκείνη της διάταξης του άρθρου 299 παρ.1 ΠΚ ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων εκτέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με πρόθεση την ανθρωποκτονία για την οποία καταδικάστηκε, καθώς και τον τρόπο και τα μέσα τελέσεως του εγκλήματος, χωρίς να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας και την στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος η παράθεση των επιπλέον στοιχείων που αυτός αναφέρει στην αίτησή του (ως προς το τι ειπώθηκε ή συνέβη μεταξύ αυτού και του θύματος κατά την αμέσως προ του εγκλήματος συνάντησή τους, περί του κινήτρου διαπράξεως του εγκλήματος κλπ), ουδεμία δε αντίφαση ή ασάφεια δημιουργεί η παραδοχή της αποφάσεως, κατά την οποία ο κατηγορούμενος "ήταν άτομο ψυχοπαθολογικό, χωρίς αυτό να σημαίνει, πως, όταν διέπραξε το έγκλημα, ήταν ψυχικά ασθενής", αφού με πληρότητα αιτιολογεί την παραδοχή αυτή ότι , δηλαδή, ο αναιρεσείων δεν έπασχε κατά το χρόνο της εκτελέσεως του εγκλήματος από ψυχική νόσο εξαιτίας της οποίας ήταν ακαταλόγιστος ή είχε μειωμένο καταλογισμό. Οι αποδιδόμενες δε με την αίτηση πλημμέλειες της αποφάσεως, κατά τις οποίες όσα εκτίθενται σε αυτήν δεν αιτιολογούν την έλλειψη πλήρους ή μειωμένου καταλογισμού, ενώ, από τις καταθέσεις των μαρτύρων - ψυχιάτρων που αναφέρει, αποδεικνύεται το ακριβώς το αντίθετο, ανεξαρτήτως του ότι το Δικαστήριο δεν στήριξε τις παραδοχές του μόνο στα μνημονευόμενα από τον αναιρεσείοντα περιστατικά, αλλά και σε όσα πιο πάνω, κατά την παράθεση του αιτιολογικού της αποφάσεως εκτέθηκαν, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον ήδη αναιρεσείοντα και απορριπτική των πιο πάνω ισχυρισμών του κρίση, έλαβε υπόψη του, όπως ρητώς αναφέρει στο πάνω σκεπτικό του, μεταξύ άλλων, και όλες τις μνημονευόμενες στην απόφασή του εκθέσεις ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, οι οποίες, όμως, κατέληγαν σε αντίθετα συμπεράσματα, ως προς την ψυχική κατάσταση του κατηγορουμένου κατά το χρόνο της ανθρωποκτονίας. Ειδικότερα οι δύο εκ των τριών πραγματογνωμόνων που οριστήκαν από τον Ανακριτή Ιωαννίνων (Κ1, Κ2) και ο τεχνικός σύμβουλος του κατηγορουμένου Ν1, επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι έπασχε κατά τον κρίσιμο χρόνο από ψύχωση σχιζοφρενικού τύπου και κρίνεται ακαταλόγιστος, ενώ ο Κ3, που ορίστηκε από τον Ανακριτή Ιωαννίνων και οι δύο τεχνικοί σύμβουλοι των πολιτικώς εναγόντων Δ1 και Δ2, αποφάνθηκαν ότι δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε μορφή ψυχικής διαταραχής του κατηγορουμένου και επιβεβαιώνουν ότι ο κατηγορούμενος ήταν ψυχικώς υγιής και είχε πλήρη ικανότητα προς καταλογισμό. Το Μικτό Εφετείο, κατά πλειοψηφία αποδέχθηκε τις τελευταίες απόψεις, και, όπως ήταν υποχρεωμένο να πράξει, αιτιολόγησε την επιλογή του αυτή με τις πιο πάνω πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες, αφενός, δεν παρατίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση "σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την παραπάνω επιλογή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου" και αφετέρου , ότι "οι παραδοχές, οι οποίες, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν αποτελούν νόμιμη αιτιολογία", είναι, κατά το πρώτο σκέλος, απορριπτέες, ως αβάσιμες, αφού τα περιστατικά αυτά με πληρότητα εκτίθενται, κατά το δεύτερο δε σκέλος είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, αφού, όπως προαναφέρθηκε, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν της περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής και της απορριπτικής, των κατά των άρθρων 34 και 36 ΠΚ ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, αποφάσεως, και εσφαλμένης και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 1, 34, 36 παρ. 1 και 229 παρ. 1 του ΠΚ με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, ως αβάσιμη και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16/7/2007 αίτηση - δήλωση (με αρ. πρωτ. 6672/18-7-2007) του χ1 και ήδη κρατουμένου στο Ψυχιατρικό Κατάστημα των Φυλακών Κορυδαλλού, κατά της αποφάσεως 17/07 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα ,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Αιτιολογία. Αυτοτελείς ισχυρισμοί για έλλειψη καταλογισμού, άλλως για μειωμένο καταλογισμό. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής και της απορριπτικής των κατά των άρθρων 34 και 36 Π.Κ. ισχυρισμών αποφάσεως, και εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ.1, 34, 36 παρ.1 και 229 παρ.1 του Π.Κ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.
2
Αριθμός 1513/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για: Α) την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και Β) τις (τρεις) αιτήσεις των αναιρεσειόντων - πολιτικώς εναγόντων 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3 που δεν παρέστησαν στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους: 1) Ψ1 , 2) Ψ2 και 3) Ψ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση του βουλεύματος τούτου με την υπ' αριθ. 6/30.1.2008 έκθεσή του αναιρέσεως, οι δε αναιρεσείοντες - πολιτικώς ενάγοντες ζητούν την αναίρεση του ως άνω βουλεύματος για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23.1.2008 (τρεις) αιτήσεως αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1513/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ' αριθ. 195/16.4.2008 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, μετά της σχετικής δικογραφίας, α) την από 30-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά του υπ'αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, και β) τις από 23-1-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3, Χ1 και Χ2 κατά του ανωτέρω υπ'αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ' αριθμ. 2543/2007 βούλευμα του, που εκδόθηκε την 31-12-2007, απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των Χ3, Χ2 και Χ1 ως πολιτικώς εναγόντων, κατά του υπ' αριθμ. 443/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποφανθέντος ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Ψ1, Ψ2 και Ψ3 δια πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπούμενο όφελος υπερβαίνον συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία. Το ανωτέρω βούλευμα προσέβαλε ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου διά της υπό κρίση αιτήσεώς του και προβάλλει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 ΠΚ, πλαστογραφία διαπράττει ο καταρτίζων πλαστό ή νοθεύων έγγραφο με σκοπό να παραπλάνηση με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχη έννομες συνέπειες. Πλαστογραφία υπάρχει και στην περίπτωση που το έγγραφο καταρτίζεται με κατάχρηση "εν λευκώ υπογραφής", δηλαδή όταν τίθεται στο έγγραφο που φέρει μόνο την γνήσια υπογραφή του εκδότη, στο οποίο αφέθηκαν ασυμπλήρωτα στοιχεία, περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε (ΑΠ 868/2004). Εξ άλλου, ο υπό του αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από το αρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το αρθρ. 139 του ΚΠΔ, ιδρύεται όταν δεν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 360/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/888). Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, κατ' είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο Χ3 , προκειμένου να καλύψη τις οικονομικές ανάγκες οικογενειακής επιχείρησης και συγκεκριμένα της ΟΕ ".... και Σία", που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν πρατήριο υγρών καυσίμων, κατά το διάστημα των ετών 1985-1996 προέβη σε δανεισμό από τον Ψ1 διαφόρων ποσών και έναντι της οφειλής του αυτής παρέδιδε επιταγές εκδόσεως της εταιρείας ".... και Σία" αλλά και της συζύγου του Χ2 απλές ή δίγραμμες, σε διαταγή του ίδιου αλλά και του γιου του Ψ2. Οι εν λόγω επιταγές έφεραν όλα τα στοιχεία τους συμπληρωμένα, καθώς και την υπογραφή του εκδότη τους, εκτός από τη χρονολογία εκδόσεως τους (λευκές επιταγές), επειδή λόγω των πολλών ανειλημμένων οικονομικών υποχρεώσεων δεν ήταν δυνατόν να oρισθή συγκεκριμένη εκ των προτέρων ημερομηνία εξόφλησης του κάθε ποσού. Πρόκειται για 17 συνολικά επιταγές επί των Τραπεζών Εθνικής και Κύπρου, συνολικού ποσού 40.042.000 δραχμών ή 117.511,37 ευρώ, οι οποίες αφού συμπληρώθηκε η χρονολογία εκδόσεώς τους κατά το διάστημα από 26 μέχρι 29 Νοεμβρίου 2001, εμφανίστηκαν για πληρωμή και δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον αναγραφόμενο σ' αυτές τραπεζικό λογαριασμό. Η συμπλήρωση δε των χρονολογιών εκδόσεως των επιταγών έγινε με τη συναίνεση του μηνυτή Χ3. Όμως, με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διευκρινίζει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την ιδιότητα με την οποία ο ανωτέρω Χ3 συνήνεσε στην ως άνω συμπλήρωση των χρονολογιών εκδόσεως των ανωτέρω επιταγών, τις οποίες εξέδωσε η "Ο.Ε. ..... και Σία". Αλλά, με την ασάφεια αυτή, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, είναι βάσιμος ο διά της υπό κρίση αιτήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προβαλλόμενος, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως. Β) Κατά το άρθρ. 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι'άρθρ. 41 παρ. 1 Ν. 3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος, εκ των διαδίκων, δικαιούται να ζητήση την αναίρεση του βουλεύματος, υπό τις διακρίσεις που ορίζονται από την εν λόγω διάταξη. Εξ άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 463 εδ. α'Κ.Π.Δ., ένδικο μέσο δύναται να ασκήση μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίδει ρητώς αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρ. 476 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος δια τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (ως συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγουμένη ειδοποίηση, προ 24 ωρών, από τον γραμματέα της Εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος το ένδικο μέσο(ΑΠ 402/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3, Χ1 και Χ2 ησκήθησαν από αυτούς κατά του προσβαλλομένου ανωτέρω βουλεύματος, υπό την ιδιότητά των ως πολιτικώς εναγόντων. Όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον πολιτικώς ενάγοντα. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων, ασκηθείσες από διαδίκους μη δικαιουμένους να ασκήσουν το ένδικο αυτό μέσο κατά του ανωτέρω βουλεύματος, είναι απαράδεκτες. Γ) Κατ' ακολουθία πρέπει, αφ' ενός μεν να αναιρεθή το υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, αφ' ετέρου δε να απορριφθούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 2543/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να παραπεμφθή η υπόθεση, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Να απορριφθούν οι από 23-1-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων Χ3, Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες πολιτικώς ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι, 4 Απριλίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 482 παρ.1 ΚΠΔ, πριν από την τροποποίηση του α' εδαφίου της παραγράφου 1 αυτού με το άρθρο 41 παρ.1 του Ν 3160/30-6-2003, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 61 αυτού), μεταξύ των προσώπων που είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν αναίρεση κατά βουλευμάτων, περιλάμβανε και τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος δικαιούνταν να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο, κατά τους όρους του άρθρου 480 παρ.2 ΚΠΔ, κατά των βουλευμάτων: α) που έπαυαν προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου β) αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του ή κήρυσσαν την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Μετά την αντικατάσταση, όμως, του α' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, με το άρθρο 41 παρ.1 του Ν.3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος δικαιούται πλέον από της ενάρξεως της ισχύος του (30-6-2003), να ασκήσει αναίρεση κατά βουλευμάτων υπό τις διακρίσεις που τάσσει η νέα διατύπωση της εν λόγω διατάξεως. Εξ' άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 463 εδ.α' ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρο 476 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγούμενη ειδοποίηση, προ 24ώρου, από το Γραμματέα της Εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος, που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθμό 443/2007 βούλευμα, που εξέδωσε, έκρινε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) 'Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3 για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, με σκοπούμενο όφελος, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού, οι πολιτικώς ενάγοντες 1) Χ2, 2) Χ3 , και 3) Χ1 άσκησαν τις, από 20-2-2007, εφέσεις τους, με αριθμούς 71, 72 και 73/2007. Επί των εφέσεών τους αυτών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις των πολιτικών εναγόντων και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αριθμό 2543/2007, άσκησαν οι πολιτικώς ενάγοντες, τις υπ' αριθμό 17, 18 και 19/23-1-2008 χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες πλήττεται το βούλευμα, για τους αναφερόμενους στις αναιρέσεις τους λόγους, και ειδικότερα για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων(άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α'/65 της 30-6-2003), από τη χρονολογία ισχύος του παραπάνω νόμου δεν προβλέπεται πλέον η δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκεί αναίρεση κατά βουλευμάτων. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποία ασκήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (30-6-2003),πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε, από πρόσωπο που δεν είχε το σχετικό δικαίωμα (άρθρ. 476 παρ.1 ΚΠΔ). Μετά, από αυτά, και την ειδοποίηση του αντικλήτου δικηγόρου τους, κατά την, επί του φακέλου, επισημείωση του Γραμματέα, πρέπει, να απορριφθούν ως απαράδεκτες, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα απ' αυτούς (άρθρ. 476 παρ.1 ΚΠΔ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα, οριζόμενους λόγους, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν κατά την προανάκριση και την κύρια ανάκριση, την ανώμοτη εξέταση των πολιτικώς εναγόντων κατά την ανάκριση, τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα διαλαμβανόμενα στα υποβληθέντα υπομνήματα των διαδίκων, των διευκρινίσεων που οι ίδιοι έδωσαν ενώπιον του παρόντος συμβουλίου κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα και στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Ο Χ3 , προκειμένου να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες οικογενειακής επιχείρησης και συγκεκριμένα της Ο Ε ".....και Σια", που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν πρατήριο υγρών καυσίμων, κατά το διάστημα των ετών 1985-1996, προέβη σε δανεισμό από τον Ψ1 διαφόρων ποσών, και έναντι της οφειλής του αυτής παρέδιδε επιταγές εκδόσεως της εταιρείας ".....και Σία" αλλά και της συζύγου του Χ2 απλές ή δίγραμμες, σε διαταγή του ίδιου αλλά και του γιου του Ψ2.Οι εν λόγω επιταγές έφεραν όλα τα στοιχεία τους συμπληρωμένα, καθώς και την υπογραφή του εκδότη τους, εκτός από τη χρονολογία εκδόσεώς τους (λευκές επιταγές), επειδή, λόγω των πολλών ανειλημμένων οικονομικών υποχρεώσεων, δεν ήταν δυνατόν να οριστεί συγκεκριμένη εκ των προτέρων ημερομηνία εξόφλησης του κάθε ποσού. Πρόκειται για 17 συνολικά επιταγές επί των Τραπεζών Εθνικής και Κύπρου, συνολικού ποσού 40.042.000 δραχμών ή 117.511,37 ευρώ, οι οποίες, αφού συμπληρώθηκε η χρονολογία εκδόσεώς τους κατά το διάστημα από 26 μέχρι 29 Νοεμβρίου 2001, εμφανίστηκαν για πληρωμή και δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον αναγραφόμενο σ' αυτές τραπεζικό λογαριασμό' εκδόθηκαν δε για την πληρωμή τους οι διαταγές πληρωμής 10.366, 10367/2002 του Ειρηνοδίκη Αθηνών και 3100, 3101, 3102 και 3289/2002 του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις 5.12.1996, μεταξύ του Ψ2 και των Χ3, Χ2 και Ζ1 συνήφθη έγγραφη σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας ο Ψ2 κατέβαλε στους λοιπούς ποσό 23.700.000 δραχμών που θα έπρεπε να εξοφληθεί εντός έξι (6) μηνών, ήτοι μέχρι την 4.5.1997, πλέον τόκων 23%. Για την εξασφάλιση του δανειστή ενεγράφη συναινετική προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο των οφειλετών, ενώ ο κατηγορούμενος δανειστής Ψ2 έλαβε για την πληρωμή του δανείου και την υπ' αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδας, εκδόσεως της Χ2 ποσού 26.000.000 δραχμών για κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, την οποία οπισθογράφησαν οι Χ3 και Ζ1 . Στη συνέχεια, αφού προηγουμένως είχε δοθεί παράταση εξοφλήσεως του δανείου μέχρι 4.10.1997, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, καταρτίστηκε η από 13.10.1997 σύμβαση νέας παρατάσεως του πιο πάνω δανείου μέχρι την 27.12.1997 και δόθηκε στον κατηγορούμενο Ψ2 μία συναλλαγματική ποσού 26.000.000 δραχμών, εκδόσεως του ίδιου και αποδοχής των τριών ως άνω συνοφειλετών, λήξεως την 27.12.1997. Επειδή δεν εξοφλήθηκε η εν λόγω συναλλαγματική, ο κατηγορούμενος Ψ2 ζήτησε την έκδοση της υπ' αριθ. 6919/1998 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία όμως δεν εκτελέστηκε, καθόσον μεταξύ του Ψ2 και του Χ3 συντάχθηκε η από 11.10.2000 "εξώδικη επίλυση διαφοράς" και "ιδιωτικό συμφωνητικό αποπληρωμής υπολοίπου ποσού οφειλής", δυνάμει του οποίου ο Χ3 ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει την προσδιορισθείσα με το συμφωνητικό αυτό οφειλή του σε 26.000.000 δραχμές με την καταβολή ποσού 300.000 δραχμών την 15η ημέρα κάθε μήνα, με έναρξη την 15.10.2000. Οι μηνυτές Χ3 , Χ2 και Χ1 ισχυρίστηκαν ότι πριν από την κατάρτιση της από 5.12.1996 δανειακής σύμβασης, συμφωνήθηκε προφορικά με τον κατηγορούμενο Ψ1 ότι οι επιταγές που είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα 1985-1996, οι οποίες ήταν ασυμπλήρωτες ως προς τις χρονολογίες εκδόσεώς τους, μέρος των οποίων μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση στον Ψ3 θα παρέμεναν στα χέρια του παραπάνω κατηγορουμένου Ψ1 και θα επιστρέφονταν με την εξόφληση του δανείου των 23.7000.000 δραχμών, δεδομένου ότι με το ποσό αυτό, που συμφωνήθηκε ως δάνειο μεταξύ του Ψ2 και των ίδιων, είχε διακανονιστεί και το προηγούμενο χρέος του Ψ1 έτσι ώστε η μεταγενέστερη κατά το έτος 2001 συμπλήρωση της χρονολογίας εκδόσεως των επιταγών να γίνει κατά παράβαση της συμφωνίας αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός των μηνυτών δεν θεωρείται πειστικός και δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας. Αν τούτο ήταν αληθινό, θα αναγραφόταν στο από 5.12.1996 ιδιωτικό συμφωνητικό ή και σε άλλο, αναφερομένου ότι το εν λόγω από 5.12.1996 συμφωνητικό αφορά νέο δάνειο του Ψ2 προς τους Χ2, Χ3 και Ζ1 και δεν συμβάλλεται σ' αυτό ο Ψ1. Αντίθετα, προκύπτει ότι η συμπλήρωση των χρονολογιών εκδόσεως των επιταγών έγινε με τη συναίνεση του μηνυτή Χ3 γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το σκεπτικό των αποφάσεων υπ' αριθ. 48, 49, 50, 51/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 58/2003 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με τις οποίες οι ασκηθείσες από τους μηνυτές ανακοπές κατά των ανωτέρω διαταγών πληρωμής απορρίφθηκαν. Η ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι, παρά την πληθώρα εγγράφων συμφωνητικών για τη ρύθμιση της μεταξύ τους διαφοράς, δεν έγινε οποιαδήποτε μνεία ως προς τις επιταγές που είχαν δοθεί στο διάστημα των ετών 1985-1996, παρά το ότι σε κάθε νέο συμφωνητικό δίνονταν νέες επιταγές για το συνολικό ποσό της οφειλής εις αντικατάσταση προηγουμένων. Έτσι, και στο υπό χρονολογία 31.12.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό ανταλλαγής χρεογράφων μεταξύ των Χ3 και Ψ2 με το οποίο αντικαταστάθηκαν αξιόγραφα που ανέγραφαν ποσά σε δραχμές με νέα σε ευρώ, ουδέν αναφέρεται, δίνεται δε η δυνατότητα να συμπληρωθούν οι μη αναγραφόμενες χρονολογίες λήξεως των νέων συναλλαγματικών σε ευρώ από τον εκδότη τους Ψ2 όπως έγινε και για τις επίδικες επιταγές μεταξύ των Χ3 και Ψ1 ο οποίος και συμπλήρωσε αυτές και στη συνέχεια τις εμφάνισε προς πληρωμή στις Τράπεζες, χωρίς οι λοιποί κατηγορούμενοι να έχουν οποιαδήποτε σχέση, όπως και την πράξη της τοκογλυφίας που τους αποδόθηκε, για την οποία καταδικάστηκε μόνο ο Ψ1 . Κατά συνέπεια, δεν προκύπτουν πράγματι επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, με σκοπούμενο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ορθά δε κατέληξε στην κρίση αυτή και το συμβούλιο πλημμελειοδικών με το εκκαλούμενο βούλευμα και οι υπό κρίση ασκηθείσες κατ' αυτού εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες. Όμως, πρέπει να συμπληρωθεί το διατακτικό του βουλεύματος αυτού με την αναφορά και αναγραφή του έτους της φερομένης τελέσεως της πράξεως, ήτοι "το μήνα Νοέμβριο του έτους 2001....", παράλειψη που οφείλεται σε προφανή αβλεψία". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε την απόφασή του, της νόμιμης βάσης, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 3 του ΠΚ, του λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού, δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια πραγματικά στοιχεία, προκύπτει η ιδιότητα με την οποία, ενήργησε, ο, εκ των εγκαλούντων, Χ3 , που συναίνεσε στη συμπλήρωση του στοιχείου της χρονολογίας εκδόσεως των επίδικων 17 επιταγών, και συγκεκριμένα με την ατομική του ιδιότητα, ή με αυτή του απλού μέλους της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία " Ο.Ε ....και Σία", ή με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμό 17,18 και 19 από 28-1-2008, αιτήσεις αναιρέσεως, των Χ3 , Χ2 και Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμό 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων, τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, για τον καθένα απ' αυτούς. Αναιρεί το υπ' αριθμό 2543/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008.- Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση από τον πολιτικώς ενάγοντα κατά βουλεύματος μετά την 30-6-2003 (Ν. 3160 άρθρο 41 παρ. 1). Αναίρεση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά απαλλακτικού βουλεύματος με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ιδιότητα του συμπληρώσαντος τα στοιχεία της επιταγής. Αναιρεί και παραπέμπει σε νέα κρίση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πολιτική αγωγή, Τραπεζική επιταγή, Βούλευμα απαλλακτικό.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1512/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Νάστο, περί αναιρέσεως της 3488/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαρίσης. Το Τριμελές Πλημ/κείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 158/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ.1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται, είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενική και υποκειμενικά στοιχεία, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του α.ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ.), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή από συλλογική σύμβαση, ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο, σε περίπτωση δε μερικότερων πράξεων να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οφείλονται για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, εφόσον για μερικές από αυτές προκύπτει ζήτημα παραγραφής. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 3488/24-10-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, που δίκασε ως Εφετείο, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για παράβαση του πιο πάνω α.ν. 690/1945 σε φυλάκιση πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε επί τριετία, και σε χρηματική ποινή οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, το δε Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική αυτή κρίση, δέχθηκε, αναφέροντας και τα αποδεικτικά μέσα, τα εξής, τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό που παραδεκτώς συμπληρώνεται με το διατακτικό της απόφασης: Ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικά διαστήματα από Οκτώβριο έως και Δεκέμβριο του 2003 και από 1-1-2004 έως 31-5-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ως Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρείας "ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ-ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στον εργαζόμενο Γ1, τον οποίο απασχόλησε ως καλαθοσφαιριστή με μισθό, τις οφειλόμενες από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας, αποδοχές και χορηγίες, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 26.760 ευρώ και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε το υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2003, που ανέρχεται στο ποσό των 940 ευρώ και 2.345 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και τις δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαϊου του 2004, που ανέρχονται στο ποσό των 4.695 ευρώ μηνιαίως. Το γεγονός ότι το ποσό των 27.000 ευρώ είχε συμφωνηθεί με ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δεν επικυρώθηκε από το αρμόδιο αθλητικό όργανο, καθιστά μεν άκυρη ως προς το ποσό αυτό την εργασιακή σχέση, πλην όμως δεν απαλλάσσει την εργοδότρια από την ευθύνη της για την καταβολή του ποσού αυτού σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, άλλωστε είναι κανόνας της κοινής πείρας ότι με τον τρόπο αυτό λειτουργούν τα αθλητικά σωματεία (ΚΑΕ και ΠΑΕ) στις συμφωνίες τους με τους αθλητές. Επομένως, ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως και πρωτοδίκως, για παράβαση του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, που είναι γνήσιο έγκλημα παραλείψεως και τελείται ευθύς ως ο υπόχρεως παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο την οφειλόμενη αμοιβή της εργασίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο του ότι: στη Λάρισα από μήνα Δεκέμβριο 2003 έως 30-5-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ο κατηγορούμενος, ως πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ - ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" εργοδότης ον, δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στον εργαζόμενο Γ2, τον οποίο απασχόλησε ως καλαθοσφαιριστή, με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας, αποδοχές και χορηγίες, που είναι καθορισμένες από τη συλλογική σύμβαση εργασίας, διοικητικής πράξης και τον ΑΝ 690/45 και ειδικότερα δεν κατέβαλε σ' αυτόν το υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του μηνός Δεκεμβρίου 2003 που ανήρχετο στο ποσό των 2.944 ευρώ καθώς και δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαϊου του έτους 2004 που ανήρχοντο στο ποσό των (4.800 ευρώ χ 5 μήνες) = 24.025 ευρώ και συνολικά το ποσό των (2.944 ευρώ + 24.025) = 26.969 ευρώ. Με αυτά τα δεδομένα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της παράβασης του άρθρου 1 του Ν.690/1945 και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία και σε χρηματική ποινή οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ. Όμως, με τις παραδοχές του, αυτές το ως άνω Δικαστήριο, στέρησε την πληττόμενη απόφασή του, από την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ, υπάρχει ασάφεια μεταξύ των παραδοχών της, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, ώστε η προσβαλλόμενη να στερείται της νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, α)διότι δεν προσδιορίζεται η διάρκεια της σύμβασης, όπως και δεν προσδιορίζεται με πληρότητα και σαφήνεια, αν οι προαναφερθείσες αποδοχές δεν καταβλήθηκαν εμπρόθεσμα, αφού δεν καθορίζεται πότε έπρεπε να πληρωθούν, β) δεν διασαφηνίζεται, ποιος είναι ο τελικός δικαιούχος των οφειλομένων αποδοχών, αφού στο μεν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως δικαιούχος αυτών, φέρεται ο εργαζόμενος καλαθοσφαιριστής Γ1, ενώ στο διατακτικό της, ο εργαζόμενος καλαθοσφαιριστής Γ2, γ) ενώ, στο αιτιολογικό της αποφάσεως, φέρεται ότι το οφειλόμενο συνολικό ποσό ανέρχεται σε 26.700 ευρώ, στο διατακτικό της, φέρεται ως οφειλόμενο, το ποσό των 26.969 ευρώ, δ) ενώ, στο αιτιολογικό φέρεται ότι οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 4.695 ευρώ, στο διατακτικό φέρεται το ποσό των 4.800 ευρώ, ε) ενώ στο αιτιολογικό, φέρεται ο εργαζόμενος να συνδέεται με το ως άνω σωματείο, με σχέση εργασίας, από ατομική σύμβαση και οι αποδοχές του, ρυθμίζονται από το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, στο διατακτικό της, φέρεται, οι αποδοχές του να ρυθμίζονται από συλλογική σύμβαση εργασίας. Επομένως, πρέπει, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος από το άρθρο 510 παρ.1 Δ λόγος αναίρεσης να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εντός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως(άρθρο 519 του Κ.Π.Δ). Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την υπ' αριθμό 3488/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καθυστέρηση αποδοχών εργαζόμενων - ΑΝ 690/1945. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση. Ανεπάρκεια αιτιολογίας και ασάφεια μεταξύ των παραδοχών. Δεν προσδιορίζεται ο χρόνος της καταβολής. Αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και διατακτικού, ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου, ως προς το ποσό των οφειλόμενων μηνιαίων αποδοχών, ως προς το συνολικό ποσό και ως προς τη μορφή της εργασιακής σχέσεως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1511/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γιαννακόπουλο, περί αναιρέσεως της 1117/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Περράκη. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 41/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδάφ. α' του Π.Κ., "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνη του άρθρου 28 του Π.Κ., κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση των αδικημάτων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης, αντίστοιχα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ή της σωματικής βλάβης, κατά περίπτωση, ως εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ. Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πηγάζει. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 78 εδάφ. α', β', γ', δ' και 79 του Π.Δ. 1073/12/16-9-1981 "Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών σε εργοτάξια οικοδομών και κάθε φύσεως έργων αρμοδιότητος πολιτικού μηχανικού", καθορίζονται λεπτομερώς τα μέτρα ασφαλείας για την πρόληψη ατυχημάτων από άμεση ή έμμεση επαφή ή προσέγγιση σε δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάση. Ειδικότερα, κατά τις ως άνω διατάξεις πρέπει να λαμβάνονται από τους εκτελούντες το έργο και τον επιβλέποντα τούτο μηχανικό όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζόμενων σε ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσης τους. Οι μεταφορές, χειρονακτικές ή μη, σιδηροπλισμού, σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.ά. και οι εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών αναβατήρων, πυραύλων κ.ά. ως και οι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέματος πραγματοποιούνται μακρυά από ηλεκτροφόρους αγωγούς ασχέτως τάσης. Σε περιοχές που υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις, εφόσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήματα-μηχανήματα, γερανοί, εκσκαφείς κλπ. λαμβάνονται πέραν των ως άνω και μετά από έγγραφη έγκριση της ΔΕΗ, πρόσθετα ειδικά μέτρα ασφαλείας. Αντιπροσωπευτικά των σχετικών μέτρων αναφέρονται, η καταβίβαση του ιστού (μπούμας), η κατασκευή ξύλινων προστατευτικών πλαισίων σε σημεία συνήθων διελεύσεων κάτωθεν γραμμών κ.ά. Οποιαδήποτε απαιτούμενη επέμβαση στα δίκτυα της ΔΕΗ όπως ανύψωση, διακοπή ρεύματος κλπ.) πραγματοποιείται μόνο από αυτή, μετά από έγγραφη αίτηση του ενδιαφερομένου. Αν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος, ειδοποιείται εγγράφως από τον εκτελούντα το έργο, πριν την έναρξη των εργασιών, η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού από τη ΔΕΗ, τον εκτελούντα το έργο και τον επιβλέποντα τούτο Μηχανικό. Μετά δε την έγγραφη έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωση ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα αυτά. Δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει επίσης λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, που δίκασε την εφέση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (καθώς και των συγκατηγορουμένων του Χ2 και Χ3), δέχθηκε με την προσβαλλόμενη 1117/07 απόφασή του τα εξής: "....Κατά μεν το άρθρο 78 του π.δ. 1073/1981, "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας πολιτικού μηχανικού", κατά το οποίο, "Δια την πρόληψιν ατυχημάτων, από άμεσον ή έμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικότερον: α) Να λαμβάνονται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγισις εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεως των, β) αι μεταφοραί, χειρωνακτικοί ή μη, σιδηροπλισμού σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.α. και αϊ εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών αναβατορίων, πυραύλων κ.α. ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέρματος, να πραγματοποιούνται μακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς ασχέτως τάσεως, γ) εις περιοχάς όπου υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις εφ' όσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήματα, μηχανήματα, γερανοί, εκσκαφείς κ.λ.π. να λαμβάνωνται πέραν των εις την προηγουμένην παράγραφαν και μετά έγγραφον έγκρισην της ΔΕΗ πρόσθετα ειδικά μέτρα ασφαλείας. Αντιπροσωπευτικά των σχετικών μέτρων αναφέρονται η καταβίβασις του ιστού (μπούμας), η κατασκευή ειδικών ξύλινων πλαισίων- περιθωρίων ασφαλείας εις σημεία συνήθων διελεύσεων κάτωθεν γραμμών κ.α... Κατά δε στο άρθρο 79 του αυτού ως άνω π.δ. ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι, "τα μέτρα ασφαλείας τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΔΕΗ, του εκτελούντος το έργον και του επιβλέποντος τούτου μηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρμοδίας υπηρεσίας της ΔΕΗ λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων". Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει του από ..... "ιδιωτικού συμφωνητικού εργολαβίας", που καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου (Χ2) με την ιδιότητα του κυρίου του έργου και του δευτέρου κατηγορουμένου ( αναιρεσείοντος), ως εργολάβου αυτού (έργου) (εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία "Κρομμυδάκης Ευτυχής Α.Ε.", ο τελευταίος α) ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει με δικά του υλικά και προσωπικό όλες τις αναγκαίες οικοδομικές εργασίες (μεταξύ των οποίων και εκείνες του οπλισμένου και άοπλου σκυροδέματα) για την ανέγερση και κατασκευή οικοδομής σε οικόπεδο του πρώτου, προκειμένου να ανεγερθεί ξενοδοχείο-ενοικιαζόμενα δωμάτια, β) δεσμεύτηκε ρητά ότι θα λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή ατυχήματος στο προσωπικό ή τρίτους και γ)συμφωνήθηκε ότι αναλαμβάνει την πλήρως αστική και ποινική ευθύνη. Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος ανέθεσε αποκλειστικά την εκτέλεση του έργου στο δεύτερο κατηγορούμενο, χωρίς να διαφυλάξει για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του παραπάνω έργου με δεσμευτικές για την εργολήπτρια εταιρεία εντολές και οδηγίες. Εξάλλου ο τρίτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει ως μηχανικός τη μελέτη και στη συνέχεια θα αναλάμβανε και την επίβλεψη του έργου. Περαιτέρω, στις 13-10-2000, ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι εργασίες ανέγερσης της οικοδομής, μολονότι δεν είχε ακόμη εκδοθεί η οικεία οικοδομική άδεια, η οποία εκδόθηκε στις 7-11-2000 (είχε μόνον τοιχοκολληθεί ο αριθμός πρωτοκόλλου κατάθεσης των δικαιολογητικών για τη λήψη της) εστάλησαν, με εντολή του β' κατήγορουμένου, στο χώρο αυτής (οικοδομής), αφενός μεν δύο μπετονιέρες με μπετόν υπ' αριθμ. κυκλοφορίας .....η πρώτη, με οδηγό το Γ1 και υπ' αριθμ. κυκλοφορίας .... η δεύτερη, με οδηγό τον Ψ και αφετέρου, η υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ..... αντλία σκυροδέρματος (πρέσα), με οδηγό και χειριστή τον Χ4 (τέταρτο κατηγορούμενο, ως προς τον οποίο η δίκη χωρίστηκε, ως άνω). Όμως ο τελευταίος (ο οποίος στερείτο άδειας ικανότητας χειριστή), δεν τοποθέτησε, ως έπρεπε, την αντλία του μακριά από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς της ΔΕΗ (15.000 volts), αλλά αντίθετα, κάτω από αυτούς. Στη συνέχεια, και επειδή πρόκειτο να ρίψει μπετόν καθαριότητας (γκρομπετόν) στη στάθμη εκσκαφής της θεμελίωσης, που βρίσκετο 7 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, άρχισε να τροφοδοτεί την παραπάνω πρώτη μπετονιέρα (με οδηγό το Γ1), ενώ πίσω από αυτή περίμενε στη σειρά της για τροφοδότηση η δεύτερη μπετονιέρα (με οδηγό τον Ψ). Τότε ο παραπάνω χειριστής της πρέσας, προκειμένου να προσεγγίσει το βόρειο τμήμα του οικοπέδου, ύψωσε, από λανθασμένο και αδέξιο χειρισμό του, το σπαστό ιστό της αντλίας του, με αποτέλεσμα αυτή να έρθει σε επαφή με τους εναέριους ηλεκτροφόρους αγωγούς της ΔΕΗ, που διέτρεχαν τον εναέριο χώρο του οικοπέδου, σε απόσταση 6,9 μέτρα από τον άξονα περιστροφής, με περαιτέρω αποτέλεσμα να δημιουργηθεί βραχυκύκλωμα, όπου διέφυγε ρεύμα διαρροής προς τη γη, διερχόμενο την αντλία στη μπετονιέρα λόγω της μεταλλικής μεταξύ της επαφής και στη συνέχεια στο σώμα του παραπάνω οδηγού της δεύτερης μπετονιέρας (Ψ), ο οποίος ακουμπούσε στο πίσω πτερό της παραπάνω μπετονιέρας, προκαλώντας του ηλεκτροπληξία, εκ της οποίας, ως μόνης ενεργής αιτίας, επήλθε ο θάνατός του. Παράλληλα δε το ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε, αφενός μεν τον οδηγό της πρώτης μπετονιέρας (Γ1) ,που στεκόταν δίπλα της όρθιος και αφετέρου, τον Δ1, εργάτη που κρατούσε τη μάνικα της αντλίας, προκαλώντας σ' αυτούς ηλεκτροπληξία και έτσι ελαφρά σωματική βλάβη της υγείας τους. Κατόπιν των παραπάνω: Α) Όσον αφορά την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της πρόκλησης ελαφράς σωματικής βλάβης πρέπει: 1 ) Οι πρώτος και τρίτος (Χ2 και Χ3), ως κύριος του έργου και ως επιβλέπων μηχανικός καθένας απ' αυτούς, αντίστοιχα, να κηρυχθούν αθώοι για τις παραπάνω πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται (ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματικές βλάβες) κατά πλειοψηφία ο πρώτος και ομοφώνως ο δεύτερος.......... Και 2) ο β' κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις παραπάνω πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, δεδομένου ότι, όντας αποκλειστικός υπαίτιος, δεν έπρεπε να είχαν αρχίσει καν οι οικοδομικές εργασίες λόγω της έλλειψης της οικείας άδειας, ως άνω, και δη οι συγκεκριμένες εργασίες (ρίψης σκυροδέρματος), καθόσον γνώριζε ότι μολονότι είχε γίνει η σχετική αίτηση για απομάκρυνση των εναέριων αγωγών μέσης τάσης της ΔΕΗ δεν είχαν, ως έπρεπε, ακόμη απομακρυνθεί. Αλλά, και σε κάθε περίπτωση, όντας υπόχρεος λόγω του επαγγέλματος του, να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, έχοντας μάλιστα ιδιαίτερη και γι' αυτό νομική υποχρέωση (κατ' άρθρο 15ΠΚ),δεν έλαβε κανένα από τα μέτρα, τα οποία αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις του ΠΔ1073/1981. Ακόμη αυτός δεν συνέστησε την προσοχή στον παραπάνω χειριστή της αντλίας έγχυσης έτοιμου σκυροδέρματος να απομακρύνει το όχημα του από τους ηλεκτροφόρους αυτούς αγωγούς, ενόψει και του ούτως ή άλλως επικινδύνου της χρήσης της αντλίας, την οποία μάλιστα χειρίζετο άτομο, το οποίο δεν είχε την αναγκαία εμπειρία, δεδομένου ότι στερείτο και νόμιμης άδειας χειρισμού του εν λόγω μηχανήματος. Έτσι από αμέλεια του, δηλ. από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που μπορούσε να προκαλέσει η πράξη του και που προκάλεσε πράγματι το θάνατο του Ψ και έγινε υπαίτιος σωματικής βλάβης και δη ελαφράς των Γ1 και Δ1. Όμως πρέπει να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, καθόσον αυτός έζησε προηγούμενα και μέχρι το χρόνο τέλεσης των αξιόποινων παραπάνω πράξεων του έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και καθόλα κοινωνικό βίο (84§2α ΠΚ), γεγονός που δεν αναιρείται από την ύπαρξη στο ποινικό του μητρώο τριών καταδικαστικών αποφάσεων με ποινές φυλάκισης 30 ημερών οι δύο και δύο μηνών η τρίτη, απορριπτόμενου του αιτήματος για αναγνώριση ελαφρυντικού της περίπτωσης δ της παραγρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, καθόσον δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής της παραπάνω διάταξης.......". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από αμέλεια και ειδικότερα του ότι: "Στην ...... Χανίων στις 13-10-2000, σε οικοδομή που ανεγειρόταν εκεί, ο πρώτος ως ιδιοκτήτης νεοαναγειρόμενης οικοδομής, ο δεύτερος ως εργολάβος, ο τρίτος ως αρχιτέκτονας - μηχανικός ο οποίος είχε αναλάβει την ευθύνη της επίβλεψης και μελέτης του έργου και ο Χ4 ως χειριστής μηχανήματος εγχύσεως έτοιμου σκυροδέματος από αμέλεια τους, δηλ. από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν δεν πρόβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους και προκάλεσαν το θάνατο του Ψ και έγιναν υπαίτιοι πρόκλησης σωματικής βλάβης του Γ1 και του Δ1, οι οποίοι εργαζόταν στην ανωτέρω οικοδομή και ειδικότερα ενώ πάνω απ' αυτή διέρχονταν εναέριοι αγωγοί της ΔΕΗ και ο πρώτος ως ιδιοκτήτης της οικοδομής είχε κάνει αίτηση απομάκρυνσής τους και είχε υποβάλλει την από 26/9/00 υπεύθυνη δήλωση στη ΔΕΗ για τη μη έναρξη των εργασιών προτού απομακρυνθούν, στη συνέχεια έδωσε εντολή στο δεύτερο, ο οποίος ήταν εργολάβος της οικοδομής και άρχισαν τις οικοδομικές εργασίες σκυροδέτησης χωρίς να περιμένει να απομακρύνει η ΔΕΗ τους ηλεκτροφόρους αγωγούς, οι δεύτερος και τρίτος δεν έλαβαν τα επιβαλλόμενα μέτρα ασφαλείας από κινδύνους που προέρχονται από εναέριους αγωγούς της ΔΕΗ ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζομένων σ' αυτούς και συγκεκριμένα παρόλο που πάνω από την ανωτέρω οικοδομή- διέρχονταν καλώδια της ΔΕΗ, δεν διέκοψαν αμέσως τις εργασίες σ' αυτή μέχρις ότου να γίνει παραλλαγή του δικτύου της ή απομάκρυνση των αγωγών, δεν είχαν συντονιστή για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση των εργασιών, ούτε και μελέτη σχεδίου ασφάλειας και υγείας και δεν συνέστησαν την προσοχή στο χειριστή της αντλίας εγχύσεως ετοίμου σκυροδέματος να απομακρυνθεί το μηχάνημα από τους υπάρχοντες ηλεκτροφόρους αγωγούς που διέρχονταν από την οικοδομή ώστε να αποκλειστεί είτε η τυχαία επαφή του σωλήνα με τους αγωγούς, είτε εξ επαγωγής διαπήδηση της ηλεκτρικής ενέργειας από τους αγωγούς ούτε είχαν λάβει ειδικά προστατευτικά μέτρα ασφαλείας από το σημείο διέλευσης των γραμμών του ηλεκτρικού ρεύματος που περνούσαν πάνω από την οικοδομή ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε προσέγγιση και επαφή οποιουδήποτε στοιχείου από τις εργασίες κατασκευής της οικοδομής με αυτές. Γι' αυτό και όταν ο Χ4, χειριστής μηχανήματος έγχυσης έτοιμου σκυροδέρματος, δεν τοποθέτησε την υπ' αριθμόν ..... αντλία σκυροδέματος (πρέσα) σε ικανή απόσταση από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς της ΔΕΗ μέσης τάσεως 15.000 νοlt αλλά κάτω από αυτούς, ρίχνοντας μπετόν καθαριότητας (γκρο μπετόν) στην στάθμη εκσαφής της θεμελίωσης η οποία βρισκόταν επτά (7) μέτρα κάτω από τη στάθμη του οικοπέδου, ενώ πίσω του τροφοδοτούσε την πρέσα με σκυρόδεμα η υπ' αριθμ. .... μπετονιέρα (βαρέλα) με οδηγό το Γ1 και πιο δίπλα περίμενε την σειρά της για τροφοδότηση της πρέσας δεύτερη μπετονιέρα η υπ' αριθμόν ..... με οδηγό τον Ψ, είχε ως αποτέλεσμα ενώ άπλωνε το σπαστό βραχίονα (μπαστούνια) κάτω από το δίκτυο προκειμένου να προσεγγίσει το βόρειο τμήμα του οικοπέδου από άστοχο χειρισμό ήρθαν σε επαφή τα μπαστούνια της αντλίας με τους ηλεκτροφόρους αγωγούς της ΔΕΗ σε απόσταση 6,9 μέτρα από τον άξονα περιστροφής δημιουργώντας έτσι βραχυκύκλωμα όπου διέφυγε ρεύμα διαρροής προς τη γη διερχόμενο από την αντλία στη μπετονιέρα λόγω της μεταλλικής μεταξύ τους επαφής και στη συνέχεια μέσω (5) πέντε πόλων εισόδου κυκλικής διαμέτρου πέντε (5) χιλιοστών στο σώμα του Ψ, ο οποίος ακουμπούσε στο πίσω μεταλλικό φτερό της υπ' αριθ. ..... μπετονιέρας και συγκεκριμένα στη βάση του αριστερού του αντίχειρα, στη βάση ραχιαίας επιφάνειας αριστερού μέσου δακτύλου, στην έξω επιφάνεια δεξιού βραχίονα, στην πλάγια επιφάνεια δεξιού ημιθωρακίου και κοιλία υπομφαλίος το οποίο, εξήλθε από το πρόσθιο ημιμόριο του πέλματος του δεξιού άκρου ποδός του προκαλώντας του έτσι ηλεκτροπληξία η οποία επέφερε το θάνατο του σύμφωνα με την από .... ιατροδικαστική έκθεση, ενώ παράλληλα από το ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το Γ1, οδηγό της υπ' αριθμ. .... μπετονιέρας ο οποίος στεκόταν δίπλα της όρθιος έχοντας το αριστερό του χέρι στον πλαστικό λεβιέ του χειριστηρίου αδειάσματος της βαρέλας της μπετονιέρας δίνοντας κίνηση σ' αυτή και συζητώντας με τον θανόντα, εκτινάσσοντας αυτόν σε απόσταση 3-4 μέτρων χωρίς όμως να τον σκοτώσει, προκαλώντας του ηλεκτροπληξία και έτσι ελαφρά σωματική βλάβη της υγείας του, ενώ το ρεύμα διαπέρασε και τον Δ1 εργάτη, ο οποίος κρατούσε την μάνικα της αντλίας η οποία έριχνε μπετό καθαριότητας στην οικοδομή προκαλώντας και σ' αυτόν ηλεκτροπληξία και έτσι ελαφρά σωματική βλάβη της υγείας του." Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (ασυνείδητη) και (δύο) σωματικών βλαβών, πράξεις οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ.1, 28 ,84 παρ.2α, 302 παρ.1, 314 σε συνδυασμό με τα άρ. 72, 73, 74, 78, 79 του ΠΔ 1073/1981 και επέβαλε σε αυτόν συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι τεσσάρων, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. ΙΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και (δύο) σωματικών βλαβών από αμέλεια, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων (άρθρα 15, 28, 302, 314 παρ.1 εδάφ. α', ΠΚ, 78 και 79 ΠΚ 1073/1981), καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του Π.Κ. και του Π.Δ. 1037/1981, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση εξειδικεύεται η στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσειόντος που πηγάζει από τις διατάξεις των άρθρων 78 και 79 του ΠΔ 1073/1981 και η διαπιστωθείσα παράλειψη της υποχρέωσης τήρησης αυτών, αναφορικά με το επελθόν αποτέλεσμα. Επισημαίνεται, ότι η τήρηση των ως άνω διατάξεων του ΠΔ 1073/1981 ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση υποχρεωτική και για τον αναιρεσείοντα, η υποχρέωσή του δε αυτή υπήρχε έναντι όλων των εργαζομένων στην οικοδομή και όχι μόνο έναντι εκείνων που απασχολούντο με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή δυνάμει εργασιακής σύμβασης που είχαν συνάψει με αυτόν ως εργοδότες. Επίσης προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας του αναιρεσειόντος και παρατίθενται όλα τα επί μέρους περιστατικά που συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτού και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου από ηλεκτροπληξία του χειριστή της αντλίας (Ψ) και των σωματικών βλαβών των δύο λοιπών παθόντων (Γ1 και Δ1). Ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, είχε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τη νόμιμη υποχρέωση να λαμβάνει "όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγισις εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεως των" και την υποχρέωσή του αυτή παραβίασε με τα πιο πάνω αποτέλεσματα. Επομένως, η υποχρέωση αυτού δεν εξαντλείται στο να μη παραβιαστούν οι αποστάσεις ασφαλείας που καθορίζει η ΔΕΗ από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς και τα όσα αυτός σχετικά υποστηρίζει, περί ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του επελθόντος αποτελέσματος και της παράλειψης των αναγραφομένων μέτρων ασφαλείας, αλυσιτελώς προβάλλονται. Επίσης αλυσιτελώς προβάλλονται και οι αιτιάσεις για την ύπαρξη ευθύνης του εργοδότη του εκπροσώπου της εταιρείας που εργαζόταν ο χειριστής της πρέσσας, αφού η τυχόν ευθύνη αυτού δεν αίρει την στηριζομένη στις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του αναιρεσείοντος και τα όσα αντίθετα διαλαμβάνονται στον 1ο, 2ο και 3ο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου, ο διαλαμβανόμενος στον τέταρτο λόγο αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αναγνωσθείσης από ... υπεύθυνης δήλωσης του ιδιοκτήτη του οικοπέδου προς την ΔΕΗ και εξέλαβε αυτή ως "αίτηση για απομάκρυνση των εναέριων αγωγών μέσης τάσης της ΔΕΗ....", είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση αποδεικτικού μέσου δεν συνιστά νόμιμο λόγο αναίρεσης. Ανεξαρτήτως αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί, ότι το Δικαστήριο την κρίση του, για την υποβολή της πιο πάνω αιτήσεως, δεν συνήγαγε από έγγραφο που δεν αναγνώστηκε, αλλά από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα, μάρτυρες κλπ). Συνακόλουθα, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, 1ος έως και 4ος λόγοι αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφαση, για έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και εσφαλμένης εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. ΙV. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ). Στην περίπτωση αυτή η μετάνοια του υπαιτίου πρέπει, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, δίχως να αρκεί η απλή έκφραση θλίψης ή συγγνώμης και πρέπει τα πραγματικά αυτά περιστατικά να αναφέρονται. Εξάλλου το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, ζήτησε δια των συνηγόρων του "να αθωωθεί ο πελάτης τους και σε περίπτωση καταδίκης του να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α και 84 παρ.2δ ΠΚ" Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο για την αναγνώριση ελαφρυντικών ισχυρισμός του αναιρεσείοντος (ότι, δηλαδή επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του), είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι αυτός μετανόησε ειλικρινώς και ότι επιζήτησε - και κατά ποίον τρόπο - να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. Η γενόμενη - δια των συνηγόρων του - απλή αναφορά ότι ζήτησε συγνώμη από τους οικείους του θανόντος και εξεδήλωσε τη μεταμέλειά του, (ανεξαρτήτως του ότι αυτό δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης), δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί ειλικρινούς μεταμέλεια ισχυρισμό του. Το Δικαστήριο της ουσίας, εντούτοις, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού, απάντησε, ως εκ περισσού, και, με την προαναφερόμενη αιτιολογία του, τον απέρριψε (ενώ αναγνώρισε την ύπαρξη ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ). Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πέμπτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά ο αναιρεσείων με την επίκληση του λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. VI. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των πιο πάνω λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, ως αβάσιμη, και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα και η δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ, 186, 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 16/24-12-20007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατά της 1117/07 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη από αμέλεια δια παραλείψεως. Εργατικό ατύχημα. Στοιχεία εγκλημάτων. Ευθύνη εργολάβου (και μηχανικού). Ιδιαίτερες νομικές υποχρεώσεις για την λήψη μέτρων κατά ασφαλείας για την πρόληψη ατυχημάτων από άμεση ή έμμεση επαφή ή προσέγγιση σε δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάση κατά τα άρθρα 78 εδάφ. α’, β’, γ’, δ’ και 79 του Π.Δ. 1073/12/16-9-1981. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1510/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεράσιμου Ποταμιανό, περί αναιρέσεως της 27, 61, 62/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. ...... και 2. ..... .Με πολιτικώς ενάγουσα την ........., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μαλεβίτη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Απριλίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 690/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπρόθεσμα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ' άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 10ήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της, όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρισή της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άρθρου 473 Κ.Ποιν.Δ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Ποιν.Δ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου, γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι η αναιρεσείουσα με την υπ' αριθμό 27, 61 και 62/2008 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβιάσεως, και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα(10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε για τρία έτη. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2008, με παρούσα την κατηγορούμενη, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο συνήγορό της, Γεώργιο Ποταμιάνο, και καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με αύξοντα αριθμό 21 σύμφωνα με την, επί του σώματος της απόφασης, υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα, με χρονολογία 11-4-2008. Ωστόσο, η αναιρεσείουσα, άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως, με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, την 9 Απριλίου 2008, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας των 10 ημερών, που προβλέπεται από το άρθρο 473 παρ.1 του Κ.Π.Δ. Στην έκθεση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα, η οποία συνομολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της, επικαλείται, ότι για λόγους ανώτερης βίας, που ανάγονται στο πρόσωπο του παραστάντος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, πληρεξουσίου συνηγόρου της, δεν μπόρεσε να ασκήσει αυτή, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Προκειμένου δε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της αυτό, επικαλείται λόγους υγείας, που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του συνηγόρου της. Συνίστανται δε αυτοί, στο γεγονός ότι, από της 7ης Φεβρουαρίου 2008, ήτοι, από την προηγούμενη ημέρα της καταχώρισης της απόφασης, στο ειδικό βιβλίο, μέχρι την 7η Απριλίου 2008, απείχε των καθηκόντων του, συνεπεία υπερτασικού επεισοδίου, που του επισυνέβη την 7-2-2008. Ότι, εξαιτίας αυτού, αναγκάσθηκε να υποβληθεί στις αναγκαίες κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις και, του συστήθηκε από τον θεράποντα ιατρό, η αποφυγή καταπόνησής του, επί δίμηνο και, έτσι, να μη δυνηθεί αυτός, (πληρεξούσιος συνήγορο), μέχρι της αναρρώσεώς του, την 7-4-2008, να ενημερωθεί από το αρμόδιο τμήμα του Εφετείου Αθηνών, σχετικά με την καταχώριση ή μη της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οικεία βιβλία δημοσιεύσεων. Ο προβαλλόμενος, όμως, λόγος ανώτερης βίας και ανυπερβλήτου κωλύματος, κρίνεται ως αβάσιμος. Τούτο, γιατί, παρά το γεγονός, ότι σύμφωνα με την, από ..... ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, "Η ΕΛΠΙΣ", συστήθηκε στον συνήγορο της, η επί δίμηνο αποφυγή ψυχικής και σωματικής καταπόνησης του, εξαιτίας, επισυμβάντος σ' αυτόν, υπερτασικού επεισοδίου, η κατάσταση αυτή της υγείας του, δεν του απέκλειε τη δυνατότητα, να πληροφορηθεί ο ίδιος, έστω, και χωρίς να είναι αναγκαία η μετάβασή του, στο χώρο των υπηρεσιών του Εφετείου Αθηνών, την καταχώριση της, είτε με την καθημερινή τηλεφωνική παρέμβασή του, από την αρμόδια υπάλληλο, είτε ακόμη, με οποιαδήποτε συνεργάτη του, ο οποίος θα μετέβαινε στο χώρο του Εφετείου και ευχερώς θα μπορούσε να πληροφορηθεί εγκαίρως, περί του ακριβούς χρόνου της καταχώρισής της, και, στη συνέχεια, στην άσκηση του ενδίκου μέσου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη, λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα(άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ), καθώς και στα δικαστικά έξοδα της πολιτικώς ενάγουσας(176, 183 του Κ.Πολ.Δικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό 12 από 9 Απριλίου 2008, αίτηση της χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμό 27, 61 και 62/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που ορίζονται σε πεντακόσια(500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η αναίρεση λόγω εκπροθέσμου άσκησής της (άρθρα 476, 473 ΚΠΔ). Δεν προκύπτει η ύπαρξη του λόγου ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Ανωτέρα βία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1507/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαλεβίτη, περί αναιρέσεως της ΒΤ5409/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 65/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 349 και 501 παρ. 1 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι παρέχεται το δικαίωμα στον εκκαλούντα κατηγορούμενο, να ζητήσει την αναβολή της δίκης, όταν δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεσή του και από λόγους ανώτερης βίας. Η παραδοχή του αιτήματος αυτού εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, όμως, όταν απορρίπτει το αίτημα αναβολής, πρέπει, να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφασή του, σύμφωνα με το εδάφ. γ' του άρθρου 139 του Ν. 2408/1996 (Ολ. Α.Π. 7/2005). Διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, η δε εν συνεχεία απόρριψη της εφέσεως ως ανυποστήρικτης ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως με τη μορφή της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας. Έλλειψη αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης, που απορρίπτει το περί αναβολής αίτημα, υπάρχει όταν το Δικαστήριο δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους κατέληξε στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό ΒΤ 5409/23-10-2007 του, κατ' έφεση, δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και τα πρακτικά της δίκης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε με την υπ' αριθμό ΑΜ 6744/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, σε ποινή φυλάκισης 3 ετών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, για παράβαση του Α.Ν. 690/1945, που τελέσθηκε στον Πειραιά, στο χρονικό διάστημα από 16-12-2004 έως 31-1-2005. Κατά της καταδικαστικής αυτής απόφασης, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, άσκησε έφεση, κατά τη συζήτηση της οποίας, στις 23-10-2007, δεν εμφανίσθηκε στο δικαστήριο ο ίδιος ο αναιρεσείων, αλλά ο Μιχαήλ Παντουβάκης, δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ.Α, ο οποίος, ως άγγελος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και για λογαριασμό του, ανήγγειλε κώλυμα τούτου, να εμφανιστεί στο δικαστήριο λόγω θανάτου του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Σπύρου Τζινιέρη, την προηγούμενη της δικασίμου και αναχωρήσεως του ιδίου(εκκαλούντος), στην ...., προκειμένου να παραστεί στην κηδεία του, όπου θα πραγματοποιείτο την 23-10-2007. Μάλιστα δε, το Δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει την αλήθεια αυτών, προέβη σε εξέταση του μάρτυρα Γ1, από τον κατάλογο των μαρτύρων, ο οποίος ενόρκως εξεταζόμενος, βεβαίωσε, ότι ο εκκαλών, παρευρισκόταν στην αίθουσα του ακροατηρίου, πριν την έναρξη της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός του θανάτου του υπερασπιστή του, οπότε και αποχώρησε, με προορισμό την ....., προκειμένου να παραστεί στην κηδεία του. Το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, περί αναβολής της δίκης με την παρακάτω αιτιολογία "Στην προκείμενη περίπτωση ο προτεινόμενος από τον κατηγορούμενο λόγος αναβολής, δεν αποτελεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου σημαντικό αίτιο, που να δικαιολογεί την αιτούμενη αναβολή, αφού αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν πριν από την εκφώνηση του ονόματός του, στο χώρο του Δικαστηρίου και μάλιστα συνομίλησε με τον προαναφερόμενο μάρτυρα κατηγορίας. Μπορούσε συνεπώς, αν το επιθυμούσε να περιμένει για την εκδίκαση της υπόθεσής του και να αναχωρήσει στη συνέχεια, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν επρόκειτο για την κηδεία στενού συγγενικού του προσώπου, αλλά του δικηγόρου του". Η άνω, όμως, αιτιολογία της παρεμπίπτουσας απόφασης, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, διότι δεν αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε το μη βάσιμο του αιτήματος αναβολής, οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απορριπτική κρίση του και οι αποδείξεις που τη στηρίζουν. Ειδικότερα, δεν εξειδικεύεται η παραδοχή, γιατί το κώλυμα που αυτός επικαλέστηκε, και συγκεκριμένα, ότι, ενώ, την προηγούμενη ημέρα της εκδικάσεως, σε δεύτερο βαθμό της εναντίον του κατηγορίας, είχε αποβιώσει ο συνήγορός του Σπύρος Τζινιέρης, δεν ήταν ανυπέρβλητο, ούτε αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη ή αξιολογήθηκε το περιεχόμενο της καταθέσεως του μάρτυρα Γ1, που εξετάστηκε. Ακόμη, δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια περιστατικά προκύπτει, ότι ο εκκαλών, δεν επιθυμούσε να παραστεί στην εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας, όπως, επίσης, δεν αιτιολογείται η παραδοχή, κατά την οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση, μειονεκτούσε η παρουσία του εγκαλούντος να παραστεί στην κηδεία του υπερασπιστού του, από μια ανάλογη περίπτωση, προσώπου του συγγενικού του περιβάλλοντος, και σε κάθε περίπτωση, δεν αιτιολογείται, γιατί θα έπρεπε ο εκκαλών, να αναμένει την εκδίκαση της υπόθεσής του, χωρίς να αιτιολογείται ότι λόγω του μικρού αριθμού στη σειρά του εκθέματος, η υπόθεσή του θα περαιωνόταν σε σύντομο χρόνο. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος αναβολής, ακολούθως δε να αναιρεθεί και ως προς την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτης, διότι, απορρίπτοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την έφεση ως ανυποστήρικτη, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής, υπερέβη την εξουσία του και άρα υπέπεσε στον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ. Ακολούθως, η υπόθεση, πρέπει, να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο (άρθρο 519 Κ.Π.Δ), αφού η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό ΒΤ 5.409/23-10-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση αποφάσεως που απέρριψε αίτημα αναβολής κατ’ άρθρο 349 του ΚΠΔ και στη συνέχεια την έφεση ως ανυποστήρικτη. Ελλείπει η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την παρεμπίπτουσα απόφαση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1506/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία - Μαγδαληνή Δολιανίτη, περί αναιρέσεως της 2147/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 949/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (για Πλημμελήματα) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2147/2-3-2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ότι ο κατηγορούμενος, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, διέπραξε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, όπως τα πραγματικά περιστατικά αυτών διατυπώνονται στο διατακτικό. Ειδικότερα: α) αφαίρεσε μία τσάντα από αγνώστων στοιχείων παθούσα, με σκοπό να την ιδιοποιηθεί παράνομα, β) απείλησε με μαχαίρι τον εγκαλούντα ......., προκαλώντας σ' αυτόν τρόμο και ανησυχία, καθώς επίσης, με το ανωτέρω μαχαίρι, απείλησε τον ......, απευθύνοντας την φράση "φύγε γιατί θα σε χτυπήσω" προκαλώντας του, τρόμο και ανησυχία και γ) έφερε μαζί του ένα μαχαίρι μήκους 23 εκατοστών και με λάμα, μήκους 10 εκ., αν και απαγορεύεται. Στην κρίση αυτή άγεται το Δικαστήριο από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες κατηγορίας, αναγνωσθέντα έγγραφα κλπ), του Δικαστηρίου, μη δυναμένου να αχθεί σε διαφορετική κρίση από οποιοδήποτε άλλο αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, όπως ειδικότερα διατυπώνεται στο διατακτικό. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, για τις πράξεις της κλοπής, απειλής κατά συρροή και παράνομης οπλοφορίας και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε για τρία έτη. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αδικημάτων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (άρθρα 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 333, 372 παρ.1 του ΠΚ και άρθρο 10 του ν. 2168/1993), τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκεκριμένα αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων με την απειλή μαχαιριού, που, χωρίς την άδεια της οικείας αστυνομικής αρχής, έφερε μαζί του, απείλησε τους παθόντες, προκαλώντας σ' αυτούς τρόμο και ανησυχία, καθώς, επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι, με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα, ξένο κινητό πράγμα, αφαίρεσε από τη κατοχή τρίτου, αγνώστων στοιχείων, προσώπου, την προσωπική της τσάντα, με άγνωστο περιεχόμενο, κρίση την οποία στήριξε, από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παρ.1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 2408/1996, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού, που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων, που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο αλλοδαπός που καταδικάστηκε και βρίσκεται παράνομα στο ελληνικό έδαφος, υπόκειται σε απέλαση, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της τέλεσης εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Το Δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απέλασης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ανεκκλήτως, σε σχέση με τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει και αναφέρει, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των πιο πάνω πλημμεληματικών πράξεων, απειλής κατά συρροή, κλοπής και παράνομης οπλοφορίας, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 10 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ενώ, στη συνέχεια διέταξε την απέλαση αυτού από τη Χώρα. Για την απέλαση του κατηγορούμενου από τη Χώρα, το δικάσαν Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, οποιαδήποτε αιτιολογία. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, καθόσον αφορά τη διάταξη περί απέλασης του αναιρεσείοντος, που του επιβλήθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 ΠΚ, και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο, δεν αναφέρει κανένα περιστατικό, που να δικαιολογεί την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απέλασης) και τα οποία ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντα στο ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό, που αφορά τον αναιρεσείοντα και τη διάταξή της περί απέλασης αυτού και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της, (κατά τη διάταξη περί απέλασής του), για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθ. 2147/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το ως άνω μέρος της, που αφορά τη διάταξη περί απέλασής του. Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για κλοπή, απειλή κατά συρροή και παράνομη οπλοφορία, με την επίκληση των λόγω της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας, πλην της διατάξεως περί απελάσεως. Αναιρεί κατά τη διάταξη περί απελάσεως. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αλλοδαπού απέλαση, Κλοπή, Οπλοφορία, Απειλή.
0
Αριθμός 1505/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 68630/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31.12.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 185/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την 1/23.1.2008 έκθεση παραιτήσεως του αναιρεσείοντος και την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 123/12.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 31-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά της υπ'αριθμ. 68630/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνη σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Δαμηλάκου, παρητήθη νομίμως, συμφώνως προς τα άρθρα 475 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ., από την ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως, διά δηλώσεως περί παραιτήσεως από αυτήν, προς τον Γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και συνετάγη η υπ'αριθμ. πρωτ. 1 από 23-1-2008 έκθεση παραιτήσεως από τον εν λόγω ένδικο μέσο. Επομένως, πρέπει να απορριφθή, ως απαράδεκτη, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως και προς το άρθρο 513 § 1 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 31-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ'αριθμ.68630/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 11 Φεβρουαρίου 2008Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω αίτηση παραιτήσεως, πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο το οποίο έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του και από εκείνον που τη δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο (ως Συμβούλιο) κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων Χ1 με την από 23-1-2008 δήλωση του ενώπιον του γραμματέως του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. 1/2008 σχετική έκθεση, παραιτήθηκε ρητώς από την από 31-12-2007 αίτηση, με αριθμό 132/2007, για αναίρεση της 68.630/4.12.2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το ένδικο αυτό μέσο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 4 του Ν 2943/2001). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31.12.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 68.630/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στα διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη.
Παραίτηση
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Παραίτηση.
1
Αριθμός 1504/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την με αριθμό 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - προσφεύγοντος χ1, περί αναιρέσεως της με αριθμό 857/2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Με εγκαλουμένους τους 1) ...., 2) ....., 3) ......, 4) ....., μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία "DRY CLEAN INTERNATIONAL S.A.", που εδρεύει στη Γενεύη της Ελβετίας και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την ως άνω Διάταξή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-προσφεύγων ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 55/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 102/25.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, την από 10-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του χ1, κατά της υπ' αριθ. 857/2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η υπ' αριθ. 513/2007 προσφυγή του κατά της υπ' αριθ. ΕΓ-125-07/309/34Δ/2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 482 και 504 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι επιτρέπεται στους διαδίκους η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των βουλευμάτων του Δικαστικού Συμβουλίου και κατά των αποφάσεων μόνο στις οριζόμενες στα άρθρα αυτά περιπτώσεις. Κατά της διατάξεως όμως του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή του εγκαλούντα εναντίον της Διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, που εκδίδεται κατά το άρθρο 47 Κ.Π.Δ., δεν προβλέπεται η άσκηση κανενός ενδίκου μέσου και συνεπώς ούτε και της αναιρέσεως (Α.Π. 430/2007, Α.Π. 512/2006). Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθ. 857/2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 10-12-2007 αίτηση αναιρέσεως του χ1, κατά της υπ' αριθ. 53/30-5-2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.Αθήνα 7/2/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 2008, ο αναιρεσείων - εγκαλών εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε συμβούλιο) και ζήτησε σύντομη αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεως, για προσωπικούς λόγους του δικηγόρου του, Ξενοφώντος Κουτουμάνου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμοδίας γραμματέως, που σημειώνεται στη δικογραφία, ειδοποιήθηκε νομίμως (άρθρο 476 ΚΠΔ) και εμπροθέσμως για να εκθέσει τις απόψεις του για την προκειμένη υπόθεση, προσκόμισε δε και κατέθεσε έγγραφο του ως άνω δικηγόρου, που περιέχει το σχετικό αίτημά του, το οποίο αναγνώσθηκε. Οι προσωπικοί αυτοί λόγοι, συνιστάμενοι, όπως αναφέρεται στο έγγραφο αυτό σε αιφνίδια και σοβαρή ασθένεια συγγενικού προσώπου του ως άνω συνηγόρου, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από ιατρική βεβαίωση, δεν συνιστούν λόγο αναβολής της συζητήσεως της κρινόμενης υποθέσεως, διότι διατυπώνονται εντελώς αορίστως, αφού δεν εκτίθεται ποιο είναι το συγγενικό πρόσωπο του δικηγόρου που ασθένησε, η φύση και ο βαθμός της σοβαρότητας της ασθενείας και η ανάγκη της μεταβάσεως του δικηγόρου του εγκαλούντος πλησίον του ασθενούντος συγγενικού του προσώπου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της αναβολής και να προχωρήσει το Συμβούλιο στην έρευνα του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 482 και 504 του Κ.Π.Δ. επιτρέπεται στους διαδίκους η άσκηση αναιρέσεως κατά των βουλευμάτων του δικαστικού συμβουλίου και κατά των αποφάσεων μόνο στις οριζόμενες στα άρθρα αυτά περιπτώσεις. Κατά της διατάξεως όμως του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποία απορρίπτεται η προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών δεν προβλέπεται η άσκηση κανενός ενδίκου μέσου και συνεπώς ούτε και της αναιρέσεως. Επομένως η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, που στρέφεται κατά της 852/2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 513/2007 προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. ΕΓ 125-07/309/34Δ/2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10.12.2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 857/2007 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008 Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά διατάξεως Εισαγγελέως ως απαράδεκτη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1503/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλίκη Αντωνέα, περί αναιρέσεως της 1620/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ηρακλείου. Με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 235/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το ΆΡΘΡΟ 358 ΤΟΥ Ποινικού Κώδικα, όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, απαιτείται δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από τον νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινώς, και οφειλόμενη σε κακοβουλία, δηλαδή στην ενδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεώς του προς την υποχρέωση, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου. Εξ άλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής δικονομίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, που ισρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν περιέχονται σαφώς και πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, επί των οποίων θεμελιώθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, που την εξέδωσε, αφού διαλαμβάνει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, δέχθηκε τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο αρνήθηκε να καταβάλει στη σύζυγό του ψ1 για την ίδια ατομικά, ολόκληρο το ποσό της διατροφής που έχει επιδικασθεί σύμφωνα με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου με αριθμό 598/1992 - 3255/67 - 115/2005. η οποία υποχρεώνει αυτόν να της καταβάλλει το ποσό των 1600 ευρώ μηνιαίως κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, έναντι του ως άνω χρονικού διαστήματος της κατέβαλε 500 ευρώ την 1.3.2005, 400 ευρώ στις 28.3.2005, 750 ευρώ στις 2.6.2005, 500 ευρώ στις 20.10.2005, 300 ευρώ στις 25.10.2005, 600 ευρώ στις 23.11.2005, 850 ευρώ στις 20.12.2005 και 550 ευρώ στις 30.1.2006, ήτοι εν συνόλω 4.450 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο που της οφείλει είναι (1600 ευρώ Χ 12 μήνες = 19.200 ευρώ - 4.450 ευρώ =) 14.750 ευρώ". Η αιτιολογία, όμως, αυτή είναι ελλιπής, δεδομένου ότι, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό, της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το ποσό, που επιδικάσθηκε με την ως άνω απόφαση, λόγω διατροφής στη σύζυγό του, ούτε διαλαμβάνονται σ' αυτά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ενδιάθετη βούλησή του να μη συμμορφωθεί στην απόφαση αυτή. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ σχετικού λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1620/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διατροφή. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπάρχει αν δεν αναφέρονται στην απόφαση περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η κακοβουλία του κατηγορουμένου, που παραλείπει να καταβάλει τη διατροφή στους δικαιούχους. Αναιρείται η απόφαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Διατροφής υποχρέωση.
1
Αριθμός 1502/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την υπ' αριθ. 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Δημόπουλο, περί αναιρέσεως της 2673/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον χ2. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1849/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, η απόφαση έχει την απαιτούμενη από τη διάταξη των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το τελευταίο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Νόμου 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείου Θεσσαλονίκης (Πλημμελημάτων) κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα πρώτο κατηγορούμενο για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση και απάτη και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία. Ο δεύτερος κατηγορούμενος, χ2, ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση, κηρύχθηκε ένοχος για ψευδή βεβαίωση και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, με τριετή αναστολή. Αιτιολογώντας την πιο πάνω καταδικαστική κρίση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος, υπάλληλος Δημοτικός, κατόπιν προτροπής και παραινέσεως του πρώτου εξ αυτών, τον οποίο και ήθελε να βοηθήσει, βεβαίωσε σε δημόσιο έγγραφο ψευδή γεγονότα, όπως στο διατακτικό αναφέρεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με συμπλήρωση του σκεπτικού από το διατακτικό, η οποία όμως φθάνει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού, δεν διέλαβε στην απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που έχει εκτεθεί παραπάνω στη νομική σκέψη, αφού δεν περιέχει καθόλου πραγματικά περιστατικά, από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία να συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, διότι δεν εκτίθενται καθόλου νομικές αποδείξεις και νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει κατά παραδοχή του ως άνω πρώτου λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (οπότε παρέλκει η έρευνα του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ δεύτερου λόγου), με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη, αναφορικά της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί η απόφαση αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο για νέα κρίση, το οποίο θα συντεθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2.673/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Πλημμελημάτων). Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στη δικαστική απόφαση. Δέχεται την αναίρεση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια.
0
Αριθμός 1499/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 958/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 310/28.8.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 326 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 106/10-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αρ. 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Ι) Κατά του ανωτέρω ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους και βλάβη τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ (αρ. 216 παρ. 3α-1 Π.Κ.) βάσει της από 7-4-2005 εγκλήσεως της Ψ1. Μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως που διενήργησε η ανακρίτρια του 17ου Τμ. Αθηνών εξεδόθη το υπ' αρ. 3867/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που απεφάνθη όπως μη γίνει κατηγορία κατ' αυτού για την καταγγελθείσα πράξη. ΙΙ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος η πολιτικώς ενάγουσα άσκησε έφεση και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκανε δεκτή την έφεση και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για την περιγραφομένη σ'αυτό πράξη. ΙΙΙ) Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε εμπροθέσμως την υπό κρίση αίτηση (αρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) διότι ασκήθηκε την 10η Μαΐου 2007 η δε επίδοση έλαβε χώρα στην αντίκλητο του κατηγορουμένου την 30-4-2007 και στον ίδιο την 14-5-2007 (βλ. αποδεικτικά). Η αναίρεση είναι νομότυπη διότι στρέφεται κατά βουλεύματος που υπόκειται σ'αυτήν (αρ. 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και στην σχετική έκθεση διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε (αρ. 474 παρ. 2, 484 παρ. 1 β' και δ' Κ.Π.Δ.). Συνίσταται δε εις τους ακόλουθους: α) 'Ασκηση εφέσεως από την πολιτικώς ενάγουσα δι'ειδικώς εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου, ο οποίος όμως ήταν ασκούμενος, ενώ κατά το άρθρο 465 Κ.Π.Δ. αντιπρόσωπος του διαδίκου έχων εντολή να ασκήσει ένδικο μέσο κατά αποφάσεως ή βουλεύματος μπορεί να είναι μόνο συνήγορος και όχι έτερο πρόσωπο μη δικηγόρος. β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι ουδόλως εκτίθενται (σελ. 13) στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του αρ. 216 Π.Κ. και τούτο διότι ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας απεδείχθη πλήρως ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι αυτός προέβη στην υπογραφή της επίμαχης επιταγής θεωρώντας ότι είχε την συναίνεση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας, εν τούτοις το εκδόν το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο έκρινε ως αβάσιμο τον άνω ισχυρισμό του με την αιτιολογία ότι δήθεν η συνομολόγηση της πολιτικώς ενάγουσας δεν συμπλέει με την μεταγενέστερη της καταθέσεως της ασκήσεως εφέσεως. Ομοίως και η υιοθετούμενη από το προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση με ταυτόσημο σκεπτικό, πλην όμως χωρίς την ολοκλήρωση του δικανικού συλλογισμού. Όλα αυτά χωρίς να έχει προβάλει η πολιτικώς ενάγουσα δια της εφέσεως ουδένα ισχυρισμό που να πλήττει την ορθότητα των παραδοχών του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος ούτε ανεκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπο τις προηγούμενες καταθέσεις της, ούτε παρεπονέθη για την μη ρύθμιση της υποθέσεως μετά την κατάρτιση του ιδιωτικού συμφωνητικού. γ) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 216 Π.Κ.) διότι (σελ. 17 αιτήσεως αναιρέσεως) στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται διάσταση μεταξύ του φερομένου και αληθούς εκδότη του επίμαχου εγγράφου (επιταγής) και συνεπώς, ελλειπούσης της βασικής προϋποθέσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας, ήτοι της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού. Η εκδότρια της επιταγής εταιρεία MAKERS COMM AE εκπροσωπούμενη εν τοις πράγμασι κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο της εκδόσεως της επιταγής από τον αναιρεσείοντα και εκφράζοντας την βούλησή της μέσω αυτού, προδήλως ανελάμβανε την προκύπτουσα από την εν λόγω επιταγή δέσμευσή της και επιθυμούσε την εξ αυτής παραγωγή των νομίμων αποτελεσμάτων στο όνομά της και συνεπώς υπήρξε η αληθής εκδότρια της επιταγής. Η επίμαχη επιταγή εκδιδόμενη από την αληθή εκδότρια αυτής εταιρεία "MAKERS COMM A.E." η οποία πράγματι ανελάμβανε την εξ αυτής δέσμευση είναι πέραν για πέραν γνήσια. Συνεπώς δεν υφίσταται εν προκειμένω διάσταση μεταξύ φερομένου και αληθούς εκδότη και συνεπώς δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της πλαστογραφίας αφού ελλείπει η βασική προϋπόθεση αυτού, ήτοι η κατάρτιση πλαστού εγγράφου. Υποστηρίζει ο αναιρεσείων (σελ. 27) ότι η μη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πλαστογραφίας, δεν θίγεται από το γεγονός της θέσεως εκ μέρους του της υπογραφής της πολιτικώς ενάγουσας, ενέργεια που έγινε αποκλειστικά και μόνο για λόγους διευκόλυνσης των αναγκών της εταιρείας καθ'όσον δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες κατά τον νόμο ενέργειες δημοσιεύσεως της νέας εκπροσωπήσεως αυτής και πάντως με την πεποίθηση ότι η πολιτικώς ενάγουσα συναινούσε στην ενέργειά του αυτή. Ανεξαρτήτως του ποιός υπέγραψε κάτω από την σφραγίδα της εταιρείας γεγονός παραμένει ότι η εταιρεία αυτή ανελάμβανε την εκ της επιταγής δέσμευση. δ) 'Ελλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση του αρ. 216 Π.Κ. καθ'όσον ενώ δέχεται ότι η επιταγή προεξοφλήθη αντί ποσού 67.700 ευρώ εν τούτοις εντελώς αυθαίρετα ανεβίβασε το ποσό σε 73.730 ευρώ απορρίπτοντας ταυτόχρονα τους περί πλημμεληματικής μορφής ισχυρισμούς του. IV) α) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ'αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π 727/88, Α.Π 179/87 Π.Χρ. 1987/507). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004 Π.χρ. ΝΕ/535, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου σελ. 12-13, 42-43, 50). β) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και, χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τί προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/496, Α.Π. 14205/2002 σε Συμβ. Π.χρ. ΝΓ/510). Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 408). V) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων αριθμών ή σημείων υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει την γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη όπως με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος (Α.Π. 224/2001 Π.Χρ. ΝΒ 426). Επί πλαστογραφίας που τελείται με την μορφή της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, αμέσως παθών είναι ο φερόμενος ως εκδότης του πλαστού εγγράφου καθώς και ο ζημιούμενος από την χρήση του (Α.Π. 1715/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2006 σελ. 394). Εκδότης είναι το πρόσωπο από το οποίο φέρεται ότι προέρχεται το έγγραφο, δηλ. το πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο, αφού δεν είναι νοητό, συνήθως έγγραφο χωρίς υπογραφή, εκτός αν από το περιεχόμενό του καθίσταται εμφανής ο εκδότης (Τούσης - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. αρ. 216 αρ. 8). 'Εγγραφο είναι κατά την διάταξη του αρ. 13 εδαφ. γ' Π.Κ. κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Γάφου Ειδ. Ποινικό Τεύχος Β "η έννοια του εγγράφου σελ. 71-78, Α.Π. 725/2000 Π.Χρ. ΝΑ/59, Α.Π. 1389/97 Π.Χρ. ΜΗ/480). Προέχουσα είναι η εγγυητική λειτουργία του εγγράφου, που συνίσταται στον προσδιορισμό του προσώπου που δεσμεύεται από το έγγραφο (Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. υπ'αρ. 216 σελ. 216 περ. 5). Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (η παρ. 3 αρ. 216 Π.Κ. ως ετροποποιήθη με αρ. 14 παρ. 2 Ν. 2721/99 και ισχύει από 3-6-1999). Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστου ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για την θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ'αρ. 216 σελ. 556 επόμ., Γάφου Ειδ. Ποινικό, Τεύχος Β σελ. 79 επ. Α.Π. 1320/2005 Ποιν. Δ/σύνη 2006 σελ. 120, Α.Π. 1146/2006 Ποιν. Δ/σύνη 2006 σελ. 1466). VΙ) Ως προς τον α' αναιρετικό λόγο (ως εκτίθεται στην παρ. ΙΙΙ α της παρούσας, που υποδηλώνει υπέρβαση εξουσίας) ότι δηλ. ασκήθηκε δι' εξουσιοδοτηθέντος ασκουμένου δικηγόρου ενώ κατά το αρ. 465 Κ.Π.Δ. μόνο δικηγόρος μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο κατ' εξουσιοδότηση. Ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος είναι αβάσιμος για τους ακολούθους λόγους: Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως, είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του αρ. 96 παρ. 2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ. 1, 96 παρ. 2, 42 παρ. 2 Κ.Π.Δ. συνάγεται με σαφήνεια ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί να βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέως από οποιαδήποτε δημοτική, δημόσια, κοινοτική αρχή ή δικηγόρο (Α.Π. 529/99 Ποιν. Δικ/σύνη 1999/655, Α.Π. 660/88 Π.Χρ. 1988/750). Εάν ο αντιπρόσωπος είναι συνήγορος του διαδίκου, αρκεί και γενική εντολή εφ'όσον αυτή περιλαμβάνει ρητά και την άσκηση των ενδίκων μέσων και αφορά συγκεκριμένη ποινική υπόθεση με την έννοια ότι προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη έστω και με την γενική και τον Π.Κ. νομική ορολογία της (Α.Π. 183/88 Π.Χρ. 1988/489). Όταν υπάρχει μία τέτοια πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται ούτε συγκεκριμενοποίηση του ενδίκου μέσου ούτε μνεία του αριθμού της αποφάσεως ή του βουλεύματος που θα προσβληθεί. Αντιπρόσωπος ωστόσο, μπορεί να είναι όχι μόνο ο συνήγορος αλλά και άλλο πρόσωπο (δικηγόρος ή μη), αφού ο νόμος (αρ. 465 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) το μεν επεδίωξε την διευκόλυνση της ασκήσεως ενδίκων μέσων το δε παρέπεμψε εις το άρθρο 96 παρ. 2 Κ.Π.Δ. για να ρυθμίσει θέματα ειδικά με τον τόπο της πληρεξουσιότητας και το περιεχόμενό της όταν αυτή δίδεται σε συνήγορο (Κονταξή Κωδ. Ποιν. Δικον. 1997 σελ. 1878, Παπασπύρου: Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων (σελ. 85 παραγρ. ΙΙ και υποσημείωση 4). Όταν αντιπρόσωπος είναι άλλο πλην του συνηγόρου πρόσωπο, η σχετική πληρεξουσιότητα πρέπει να είναι ειδική. Ειδική είναι η εντολή όταν εξειδικεύεται το ένδικο μέσο και ορίζεται ατομικά η κολάσιμη πράξη. Αριθμός του βουλεύματος ή της αποφάσεως δεν χρειάζεται να αναφέρεται, γι'αυτό και μπορεί να χορηγηθεί πριν από την έκδοσή τους (Α.Π. 1506/84 Π.Χρ. 1985/479, Α.Π. 1413/84 Π.Χρ. 1985/398, Κονταξής Κ.Π.Δ. έκδοση 1997 σελ. 1879). 'Εχει υποστηριχθεί (Α.Π. 1262/86 Π.Χρ. 1987/80) ότι ειδική είναι η εντολή όταν δίδεται μετά την έκδοση του βουλεύματος ή της αποφάσεως, μνημονεύει συγκεκριμένα το είδος του ενδίκου μέσου που πρόκειται να ασκηθεί και αναφέρει τον αριθμό του βουλεύματος ή της αποφάσεως που θα προσβληθεί (Αρβανίτη - Καλφέλη - Καράμπελα -Μαργαρίτη Κ.Π.Δ. υπ' αρ. 465 περ. 6 σελ. 998). Σύμφωνα με τ' ανωτέρω, η από 22-1-2007 εξουσιοδότηση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας (με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της από τον δικηγόρο Αθηνών Σ. Σωτηριάδη) προς τον ασκούμενο δικηγόρο Αθηνών Α. Αργύρη (..... να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την άσκηση εφέσεως κατά του υπ'αρ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά του Χ1), συνιστά ειδική εξουσιοδότηση προς τρίτο (αφού ο εξουσιοδοτηθείς ήταν ασκούμενος δικηγόρος ενεργών μόνος). Από επισκόπηση της εκθέσεως εφέσεως ο ως άνω εξουσιοδοτηθείς (για λογαριασμό της εντολέως του - πολιτικώς ενάγουσας) εξεκκάλεσε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το υπ'αρ. 3867/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διότι δεν εξετιμήθησαν ορθώς οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε να μην γίνει κατηγορία................. ενώ κατ' ορθή εκτίμηση αυτών και των άλλων στοιχείων της δικογραφίας θα έπρεπε να παραπέμψει..........." (δηλ. προκύπτει το νομότυπη αυτής (αρ. 465 παρ. 1, 474 παρ. 2, 480 παρ. 1 -479 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Εξ άλλου η δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της πολιτικώς ενάγουσας βάσει ειδικής εξουσιοδοτήσεως δια τρίτου μη δικηγόρου (επομένως και δι' ασκουμένου δικηγόρου συνάδει προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει η διάταξη του αρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974) διότι δεν θα πρέπει να στερηθεί του δικαιώματός της που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις. Περαιτέρω για την διατύπωση λόγων εφέσεως εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος δεν είναι απαραίτητη ειδικότερη εκτενής ανάπτυξη, ώστε να απαιτούνται εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. VII) Ως προς τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως. Α) Η εισαγγελική πρόταση με πλήρη αιτιολογία εκθέτει όλα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση έκρινε όμως (φύλλο 5 σελ. β) ότι η πράξη είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα, δηλαδή, ενώ το ποσόν της επιταγής ήταν 73.370 ευρώ, εδέχθη ότι η βλάβη ανήλθε στο ποσό των 67.700 ευρώ που αντιστοιχούσε στο ποσό που έλαβε ο κατηγορούμενος από την Τράπεζα Κύπρου όπου προεξόφλησε την επιταγή. Γι'αυτό πρότεινε η Εισαγγελέας να γίνει δεκτή η έφεση και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για πλαστογραφία σε πλημμεληματική μορφή. Το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη πρόταση της Αντεισαγγελέως Εφετών εδέχθη τα κατωτέρω, εις το οικείο μέρος εκτιθέμενα, πραγματικά περιστατικά διαφοροποιώντας μόνο το ύψος του παρανόμου οφέλους και βλάβης τρίτου - πολιτικώς ενάγουσας δεχόμενο ότι υπερέβαινε τις 73.000 ευρώ (ότι δηλ. δεν ανήρχετο στο ποσό των 67.700 ευρώ που αντιστοιχούσαν στην προεξόφληση της επιταγής) συνεπώς η πράξη της πλαστογραφίας ήταν κακουργηματική (216 παρ. 3α-1 Π.Κ.) έκανε δεκτή την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για την συγκεκριμένη πράξη. Το Συμβούλιο Εφετών για να στηρίξει την άποψή του ως προς το ύψος του παρανόμου οφέλους και αντιστοίχου οικονομικής βλάβης εκ της πλαστογραφίας και της θεμελιώσεως της κακουργηματικής κατηγορίας διέλαβε ίδιες σκέψεις (φύλλο 7 σελ. β προσβαλλομένου βουλεύματος). Β) Το Συμβούλιο με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση η οποία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 222/96 Π.Χρ./1624) με βάση τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα εδέχθη ότι: Από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ1, δικηγόρος, από του έτους 1993 έως και του έτους 2001 υπήρξε στενός συνεργάτης του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος είναι δημοσιογράφος και ίδρυσε την Ανώνυμη Εκδοτική Εταιρία με την επωνυμία "LIAISON MEDIA Α.Ε.", της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος. Παράλληλα με την ανωτέρω ιδιότητα ο κατηγορούμενος υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "MAKERS CΟMM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - MEDIA NET WORK ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ", οποία ιδρύθηκε στις 16.3.2001. Με την ίδρυση της τελευταίας αυτής εταιρείας ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε την εγκαλούσα σ' αυτήν ως Σύμβουλο Διοίκησης και εκ της θέσεως της ανέλαβε καθήκοντα διοικητικής φύσεως τα οποία ρυθμίζονταν από το άρθρο 11 του καταστατικού της εταιρείας. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων της εγκαλούσης ήταν και το δικαίωμα υπογραφής για λογαριασμό της εταιρείας τραπεζικών επιταγών κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου. Μετ' ολίγους μήνες την 25.6.2001 η εγκαλούσα απεχώρησε από την εταιρεία και την 11-5-2001 ανέλαβε ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ο Χ1 αλλά ο κατηγορούμενος αμέλησε να δημοσιεύσει τις αλλαγές αυτές στη Νομαρχία και να ενημερώσει τις τράπεζες. Έτσι οι τράπεζες θεωρούσαν την μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών και την 31-7-2002 ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσης χωρίς να λάβει την έγκριση της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς δεν έλαβε την έγκριση της πριν ενεργήσει, ως ώφειλε. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι η επιταγή καλώς εξεδόθη και δεν είναι πλαστή αφού εξεδόθη από το νομικό πρόσωπο και β) ότι το επιδιωχθέν όφελος δεν ήταν το αναγραφόμενο αλλά 67.700 ευρώ δηλαδή το ποσό που έλαβε από την Τράπεζα Κύπρου κατά την προεξόφληση της επιταγής. Συνεπώς είναι ερευνητέα α) εάν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η μηνύτρια διαφωνούσε με την χρήση της υπογραφής της και β) εάν το επιδιωχθέν από τον κατηγορούμενο όφελος είναι ισότιμο και το ποσόν που αναγράφεται στην επιταγή ή άλλο μικρότερο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Α) Το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην πράξη θεωρώντας ότι είχε την συναίνεση της εγκαλούσας για την υπογραφή της επιταγής αλλά ο άμεσος δόλος του αποδεικνύεται από τις διαδοχικές πράξεις και παραλείψεις του, οι οποίες κατατείνουν στην μετακύλιση των οικονομικών βαρών της εταιρείας του σε τρίτους. Ο κατηγορούμενος παρότι άλλαξε η διοίκηση της εταιρείας παρέλειψε να το ανακοινώσει στην Νομαρχία και άφησε τις τράπεζες να θεωρούν ότι η διοίκηση ήταν η ίδια. Αυτό σε συνδυασμό με την θέση της υπογραφής της μηνύτριας καταδεικνύει σκοπιμότητα παραλείψεων. Τελικά περί τα μέσα του 2002 και οι δύο εταιρίες του κατηγορουμένου άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή είναι γνήσια διότι εξεδόθη από την εταιρεία δεν ευσταθεί, διότι θα έπρεπε να είχε υπογραφεί από τον έχοντα δικαίωμα εκδόσεως επιταγών για λογαριασμό της εταιρείας κατά τον χρόνο της έκδοσής της και όχι από πρόσωπο που την στιγμή της έκδοσης ήταν εντελώς ξένο προς αυτήν. Έτσι θα ήταν ορθός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου εάν είχαν τεθεί οι υπογραφές είτε του ιδίου είτε του νέου διευθύνοντος συμβούλου Χ1. Όπως έγιναν όμως τα πράγματα, οι τράπεζες θεωρούσαν την μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών την 31-7-2002 ενώ ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσης χωρίς να λάβει την έγκριση της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς δεν έλαβε την έγκριση της πριν ενεργήσει, ως όφειλε. Πράγματι η εγκαλούσα στην από 27.7.2006 συμπληρωματική ανωμοτί κατάθεση της ενώπιον της ανακρίτριας, δηλώνει ότι δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι δεν είχε δόλο ο κατηγορούμενος όμως η θέση της αυτή δεν συμπλέει με την άσκηση εφέσεως κατά του απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι προέβη στην δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ....... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς και δεν ερυθμίσθη. Για τον λόγο αυτόν προφανώς ασκεί και έφεση. Γ) Το δε συμβούλιο με ίδιες σκέψεις: Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, την ένορκη εξέταση του μάρτυρα, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου περί τελέσεως απ' αυτόν του αδικήματος της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ (αρθρ. 26 § 1α, 27, 216 §§3α, 1, όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14§2 του ν. 2721/1999) διότι, μετά τη συμπληρωματική από 27-7-2006 ανωμοτί κατάθεση της εγκαλούσας ενώπιον της ανακρίτριας στην οποία δηλώνει ότι "δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο", η θέση της αυτή δεν (συμπλέει) με τη μεταγενέστερη της παραπάνω καταθέσεως, άσκηση εφέσεως, κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι η εγκαλούσα προέβη στη δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς δεν ερυθμίσθη. Για το λόγο αυτό προδήλως ασκεί την κρινόμενη έφεση. Συνεπώς, ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αυτός εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας και θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή και, διότι θεωρούσε ότι είχε την συναίνεση της εγκαλούσας είναι, κατά τα προαναφερόμενα, αβάσιμος. Περαιτέρω προέκυψε, ότι το σκοπούμενο όφελος εκ μέρους του κατηγορουμένου, ανέρχεται στο αναφερόμενο στην επίμαχη επιταγή ποσό ήτοι στο ποσό των 73.370, ευρώ απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού αυτού (ότι δηλαδή το επιδιωχθέν όφελος ανέρχεται στο όφελος ανέρχεται στο ποσό των 67700 ευρώ, δηλαδή στο ποσό που έλαβε από την προεξόφληση της επιταγής από την τράπεζα Κύπρου) ως αβασίμου. Κατά τα λοιπά το συμβούλιο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της προπαρατεθείσης εισαγγελικής προτάσεως και πρέπει, υφισταμένων επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος, δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 δραχμών]. Δ) 'Ετσι απεφάνθη όπως γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας που εκρίνετο, εξαφάνισε το εκκληθέν βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο όπως δικασθεί (αρ. 309 παρ. 1ε και 313 ΚΠΔ) ενώπιον του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για παράβαση των άρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 216 παρ. 31-1 Π.Κ. ως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 2α Ν. 2721/1999. Ε) Οι παραδοχές αυτές σε συνδυασμό και με το διατακτικό του προβαλλομένου βουλεύματος προσδίδουν σ' αυτό την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 216 παρ. 3α-1 Π.Κ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις της αιτήσεως αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1β, δ ΚΠΔ) είναι αβάσιμες. Επίσης με επαρκή αιτιολογία αντέκρουσε τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος. ΣΤ) Ειδικότερα: Ο αναιρεσείων σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια πάντως περί την 15-7-2002 συμπλήρωσε την υπ'αρ. ........ επιταγή της Γενικής Τράπεζας με ημερομηνία εκδόσεως 31-7-2002, τόπο εκδόσεως την Αθήνα και ποσό 73.370 ευρώ με εκδότρια την ανώνυμη εταιρεία ""MAKERS COMM AΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - MEDIA NETWORK ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ", της οποίας ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και λήπτρια των LIAISON MEDIA AE της οποίας επίσης ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, κύριος μέτοχος, έθεσε ιδιόχειρη υπογραφή ως δήθεν προερχομένη από την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 που είχε διατελέσει Σύμβουλος Διοικήσεως της φερομένης ως εκδότριας εταιρείας με δικαίωμα υπογραφής επιταγών εκδόσεως της εταιρείας. Ενώ αυτή παραιτήθηκε και τα γνωστοποίησε με εξώδικο που κοινοποιήθηκε την 26-6-2001, ο αναιρεσείων δεν προέβη στην τήρηση των απαιτουμένων διατυπώσεων δημοσιότητας, εν αγνοία της, χωρίς την συγκατάθεσή της, αποτέλεσμα αυτού ήταν να παρέχεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι η επιταγή έφερε την γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και συνεπώς είχε εκδοθεί εγκύρως από την εταιρεία, αφού προκαλείτο η πλάνη πως εκείνη τυπικά εξακολουθούσε να έχει την εξουσία για να εκδίδει επιταγές για λογαριασμό της εταιρείας. Στην συνέχεια ο αναιρεσείων μετεβίβασε την επιταγή στην λήπτρια εταιρεία του και ακολούθως στην Τράπεζα Κύπρου, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση της άλλον και συγκεκριμένα την ανωτέρω Τράπεζα για γεγονός που είχε έννομες συνέπειες ότι δηλαδή έφερε την γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και με αυτή της την ιδιότητα δέσμευε την εταιρεία, ώστε να προβεί στην προεξόφλησή της. Με τις ενέργειές του δε αυτές (κατάρτιση και χρήση πλαστού εγγράφου) αποσκοπούσε να προσπορίσει στην ανωτέρω λήπτρια της επιταγής εταιρεία παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας και δη στο ποσό της επιταγής (73.370 ευρώ) που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και προσδίδει στην πράξη κακουργηματική μορφή. Ο αναιρεσείων εγνώριζε ότι ο λογαριασμός από τον οποίο συρόταν δεν διέθετε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της και εξ αυτού του λόγου πράγματι δεν πληρώθηκε όταν την 18-7-2002 εμφανίστηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή, με συνέπεια να γεννάται ευθέως αξίωση της Τράπεζας κατά της εγκαλούσας προς καταβολή όλου του ποσού της επιταγής κατά τις διατάξεις του Α.Κ. (αρ. 71, 297, 298, 914) αλλά και ποινική άρ. 79 Ν. 5960/33, διότι όταν εκδότης επιταγής είναι εταιρεία υπέγγυος προς αποζημίωση είναι και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή. V ΙΙΙ) Κατά συνέπεια ορθώς το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκανε δεκτή και κατ' ουσία την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ' αρ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εξαφάνισε αυτό και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο. Για όλους τους ανωτέρω λόγους θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσία η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. ΙΧ) Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω Α) Να απορριφθεί κατ'ουσίαν η υπ'αρ 106/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αρ. 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 16 Ιουλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 465 παρ.1 ΚΠΔ, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτός προσωπικά είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 465 παρ. 1, 96 παρ 2, και 42 παρ. 2 του ΚΠΔ συνάγεται με σαφήνεια, ότι το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί να βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέως από οποιαδή- ποτε δημοτική, δημόσια, κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Εάν ο αντιπρόσωπος είναι συνήγορος του διαδίκου, αρκεί και γενική εντολή, εφ' όσον αυτή περιλαμβάνει ρητά και την άσκηση των ενδίκων μέσων και αφορά συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, με την έννοια ότι προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη έστω και με τη γενική κατά τον ΠΚ νομική ορολογία της. Όταν υπάρχει μία τέτοια πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται ούτε συγκεκριμενοποίηση του ενδίκου μέσου, ούτε μνεία του αριθμού της αποφάσεως ή του βουλεύματος που θα προσβληθεί. Αντιπρόσωπος ωστόσο, μπορεί να είναι όχι μόνο ο συνήγορος αλλά και άλλο πρόσωπο (δικηγόρος ή μη), αφού ο νόμος (αρ. 465 παρ. 1 ΚΠΔ) το μεν επεδίωξε τη διευκόλυνση της ασκήσεως ενδίκων μέσων, το δε παρέπεμψε στο άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ για να ρυθμίσει θέματα ειδικά με τον τύπο της πληρεξουσιότητας και το περιεχόμενό της όταν αυτή δίδεται σε συνήγορο. Όταν αντιπρόσωπος είναι άλλο πλην του συνηγόρου πρόσωπο, η σχετική πληρεξουσιότητα πρέπει να είναι ειδική. Ειδική δε είναι η εντολή όταν εξειδικεύεται το ένδικο μέσο και εξατομικεύεται η αξιόποινη πράξη. Σύμφωνα με τ' ανωτέρω, η από 22-1-2007 εξουσιοδότηση της εγκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής της από το δικηγόρο Αθηνών Σ. Σωτηριάδη, προς τον ασκούμενο δικηγόρο Αθηνών Α. Αργύρη, να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την άσκηση εφέσεως κατά του υπ' αριθμ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Χ1, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους και βλάβη τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ, συνιστά ειδική εξουσιοδότηση. Επομένως η εν λόγω έφεση, που ασκήθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, δια του ειδικά εξουσιοδοτημένου ασκουμένου δικηγόρου Ανέστη Αργύρη, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, είναι τυπικά δεκτή, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο υπό στοιχ. Γα λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Κατά το άρθρο 216 παρ.1 εδ. α' και 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως η παρ. 3 εδ. α' συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ.7α του Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.2 α του Ν.2721/1999, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν δε ο υπαίτιος της πράξεως αυτής σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του, ή σε άλλο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται, αντικειμενικώς, είτε η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, είτε η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και συγχρόνως τον σκοπό του υπαιτίου: α) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως και β) να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον με βλάβη τρίτου περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, εάν το συνολικό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, (χωρίς να απαιτείται και η επίτευξή του) ή η συνολική ζημία που επέφερε στον παθόντα, υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή των 73.000 ευρώ. Εξάλλου η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν στο πόρισμα αυτού, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, (αρκούσης της κατ' είδος αναφοράς τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από τον καθένα χωριστά), από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά εκείνα που πείστηκε το συμβούλιο για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κρίση του, διέλαβε τα εξής: "Από τις καταθέσεις των νόμιμα εξετασθέντων μαρτύρων, και πολιτικώς ενάγοντα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα, λαμβανόμενα τα στοιχεία αυτά υπόψη μεμονωμένα και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αξιολογούμενα κατά το μέτρο της αξιοπιστίας των εξετασθέντων προσώπων και της ακρίβειας των εγγράφων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα, Ψ1, δικηγόρος, από του έτους 1993 έως και του έτους 2001 υπήρξε στενός συνεργάτης του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος είναι δημοσιογράφος και ίδρυσε την Ανώνυμη Εκδοτική Εταιρία με την επωνυμία "LIΑΙSΟΝ ΜΕDΙΑ Α.Ε.", της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος. Παράλληλα, με την ανωτέρω ιδιότητα ο κατηγορούμενος υπήρξε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΜΑΚΕΡS CΟΜΜ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - ΜΕDΙΑ ΝΕΤ WΟRΚ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ",η οποία ιδρύθηκε στις 16.3.2001. Με την ίδρυση της τελευταίας αυτής εταιρείας ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε την εγκαλούσα σ' αυτήν ως Σύμβουλο Διοίκησης και εκ της θέσεώς της ανέλαβε καθήκοντα διοικητικής φύσεως τα οποία ρυθμίζονταν από το άρθρο 11 του καταστατικού της εταιρείας. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων της εγκαλούσης ήταν και το δικαίωμα υπογραφής για λογαριασμό της εταιρείας τραπεζικών επιταγών κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου. Μετ' ολίγους μήνες την 25.6.2001 η εγκαλούσα απεχώρησε από την εταιρεία και την 11-5-2001 ανέλαβε ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ο Χ1, αλλά ο κατηγορούμενος αμέλησε να δημοσιεύσει τις αλλαγές αυτές στη Νομαρχία και να ενημερώσει τις τράπεζες. Έτσι οι τράπεζες θεωρούσαν την μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών και την 31-7-2002 ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσας, χωρίς να λάβει την έγκριση της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς δεν έλαβε την έγκρισή της πριν ενεργήσει, ως όφειλε. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία και προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι η επιταγή καλώς εξεδόθη και δεν είναι πλαστή, αφού εξεδόθη από το νομικό πρόσωπο και β) ότι το επιδιωχθέν όφελος δεν ήταν το αναγραφόμενο αλλά 67.700 ευρώ, δηλαδή το ποσό που έλαβε από την Τράπεζα Κύπρου κατά την προεξόφληση της επιταγής. Συνεπώς είναι ερευνητέα α) εάν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η μηνύτρια διαφωνούσε με την χρήση της υπογραφής της και β) εάν το επιδιωχθέν από τον κατηγορούμενο όφελος είναι ισότιμο με το ποσό που αναγράφεται στην επιταγή ή άλλο μικρότερο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Α) Το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην πράξη θεωρώντας ότι είχε τη συναίνεση της εγκαλούσας για την υπογραφή της επιταγής, αλλά ο άμεσος δόλος του αποδεικνύεται από τις διαδοχικές πράξεις και παραλείψεις του, οι οποίες κατατείνουν στη μετακύλιση των οικονομικών βαρών της εταιρείας του σε τρίτους. Ο κατηγορούμενος παρότι άλλαξε η διοίκηση της εταιρείας παρέλειψε να το ανακοινώσει στην Νομαρχία και άφησε τις τράπεζες να θεωρούν ότι η διοίκηση ήταν η ίδια. Αυτό σε συνδυασμό με την θέση της υπογραφής της μηνύτριας καταδεικνύει σκοπιμότητα παραλείψεων. Τελικά περί τα μέσα του 2002 και οι δύο εταιρίες του κατηγορουμένου άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή είναι γνήσια διότι εξεδόθη από την εταιρεία δεν ευσταθεί, διότι θα έπρεπε να είχε υπογραφεί από τον έχοντα δικαίωμα εκδόσεως επιταγών για λογαριασμό της εταιρείας κατά τον χρόνο της έκδοσής της και όχι από πρόσωπο που τη στιγμή της έκδοσης ήταν εντελώς ξένο προς αυτήν. Έτσι, θα ήταν ορθός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου εάν είχαν τεθεί οι υπογραφές του ιδίου του νέου διευθύνοντος συμβούλου Χ1. Όπως έγιναν όμως τα πράγματα, οι τράπεζες θεωρούσαν τη μηνύτρια ακόμη δικαιούχο υπογραφής επιταγών την 31-7-2002, ενώ ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή θέτοντας στοιχεία της αρεσκείας του και κατ' απομίμηση την υπογραφή της εκκαλούσας χωρίς να λάβει την έγκρισή της. Και ο ίδιος ομολογεί ότι εκ των υστέρων την ενημέρωσε και συνεπώς, δεν έλαβε την έγκρισή της πριν ενεργήσει, ως όφειλε. Πράγματι η εγκαλούσα στην από 27.7.2006 συμπληρωματική ανωμοτί κατάθεσή της ενώπιον της ανακρίτριας, δηλώνει ότι δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι δεν είχε δόλο ο κατηγορούμενος, όμως η θέση της αυτή δεν συμπλέει με την άσκηση εφέσεως κατά του απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι προέβη στη δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ...... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς και δεν ρυθμίσθηκε. Για το λόγο αυτόν προφανώς ασκεί και έφεση". Β) Το δε συμβούλιο με ίδιες σκέψεις δέχτηκε τα ακόλουθα: "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, την ένορκη εξέταση του μάρτυρα, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου περί τελέσεως απ' αυτόν του αδικήματος της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος, δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 ευρώ (αρθρ. 26 § 1α, 27, 216 §§3α, 1, όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14§2 του ν. 2721/1999) διότι, μετά τη συμπληρωματική από 27-7-2006 ανωμοτί κατάθεση της εγκαλούσας ενώπιον της ανακρίτριας στην οποία δηλώνει ότι "δόθηκαν όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο", η θέση της αυτή δεν (συμπλέει) με τη μεταγενέστερη της παραπάνω καταθέσεως, άσκηση εφέσεως, κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος και είναι προφανές, ότι η εγκαλούσα προέβη στη δήλωση αυτή μετά την κατάρτιση του από ..... ιδιωτικού συμφωνητικού και εν αναμονή ρυθμίσεως της υπόθεσης, η οποία προφανώς δεν ρυθμίσθηκε. Για το λόγο αυτό προδήλως ασκεί την κρινόμενη έφεση. Συνεπώς, ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αυτός εξέδωσε την επίμαχη τραπεζική επιταγή της εταιρείας, υπογράφοντας με το όνομα της εγκαλούσας και θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή και, διότι θεωρούσε ότι είχε τη συναίνεση της εγκαλούσας είναι, κατά τα προαναφερόμενα, αβάσιμος. Περαιτέρω προέκυψε, ότι το σκοπούμενο όφελος εκ μέρους του κατηγορουμένου, ανέρχεται στο αναφερόμενο στην επίμαχη επιταγή ποσό, ήτοι στο ποσό των 73.370 ευρώ, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού αυτού, (ότι δηλαδή το επιδιωχθέν όφελος ανέρχεται στο ποσό των 67.700 ευρώ, δηλαδή στο ποσό που έλαβε από την προεξόφληση της επιταγής από την τράπεζα Κύπρου) ως αβασίμου. Κατά τα λοιπά το συμβούλιο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της προπαρατεθείσας εισαγγελικής προτάσεως και πρέπει, υφισταμένων επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος, δια βλάβης τρίτου, ποσού άνω των 73.000 δραχμών", να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος. Γ) Έτσι απεφάνθη, όπως γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας που κρινόταν, εξαφάνισε το εκκληθέν βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο όπως δικαστεί, (αρ. 309 παρ. 1ε και 313 Κ Π Δ), ενώπιον του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για παράβαση των αρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 216 παρ. 3α-1 ΠΚ ως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 2α Ν. 2721/1999. Οι παραδοχές αυτές, σε συνδυασμό και με το διατακτικό του προβαλλομένου βουλεύματος προσδίδουν σ' αυτό την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρ. 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 2, 216 παρ. 3α-1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου και, επομένως, οι αντίθετες αιτιάσεις της αιτήσεως αναιρέσεως (αρ. 484 παρ. 1β, δ ΚΠΔ) είναι αβάσιμες. Επίσης με επαρκή αιτιολογία αντέκρουσε τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο κατηγορούμενος. ΣΤ) Ειδικότερα: Ο αναιρεσείων, σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια, πάντως περί την 15-7-2002, συμπλήρωσε την υπ' αρ. ...... επιταγή της Γενικής Τράπεζας, με ημερομηνία εκδόσεως 31-7-2002, τόπο εκδόσεως την Αθήνα και ποσό 73.370 ευρώ, με εκδότρια την ανώνυμη εταιρεία ""ΜΑΚΕRS CΟΜΜ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΜΕDΙΑ ΝΕΤWΟRΚ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ", της οποίας ετύγχανε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος και λήπτρια των LΙΑΙSΟΝ ΜΕDΙΑ ΑΕ, της οποίας επίσης ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, κύριος μέτοχος, έθεσε ιδιόχειρη υπογραφή, ως δήθεν προερχομένη από την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, που είχε διατελέσει Σύμβουλος Διοικήσεως της φερομένης ως εκδότριας εταιρείας, με δικαίωμα υπογραφής επιταγών εκδόσεως της εταιρείας. Ενώ αυτή παραιτήθηκε, και το γνωστοποίησε με εξώδικο, που κοινοποιήθηκε την 26-6-2001, ο αναιρεσείων δεν προέβη στην τήρηση των απαιτουμένων διατυπώσεων δημοσιότητας, εν αγνοία της, χωρίς τη συγκατάθεσή της. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να παρέχεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι η επιταγή έφερε τη γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και συνεπώς είχε εκδοθεί εγκύρως από την εταιρεία, αφού προκαλείτο η πλάνη πως εκείνη τυπικά εξακολουθούσε να έχει την εξουσία για να εκδίδει επιταγές για λογαριασμό της εταιρείας. Στη συνέχεια ο αναιρεσείων μεταβίβασε την επιταγή στη λήπτρια εταιρεία του και ακολούθως, στην Τράπεζα Κύπρου, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση της άλλον και συγκεκριμένα την ανωτέρω Τράπεζα για γεγονός που είχε έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή έφερε τη γνήσια υπογραφή της εγκαλούσας και με αυτή της την ιδιότητα δέσμευε την εταιρεία, ώστε να προβεί στην προεξόφλησή της. Με τις ενέργειες του δε αυτές, (κατάρτιση και χρήση πλαστού εγγράφου), αποσκοπούσε να προσπορίσει στην ανωτέρω λήπτρια της επιταγής εταιρεία παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας και δη στο ποσό της επιταγής (73.370 ευρώ), που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και προσδίδει στην πράξη κακουργηματική μορφή. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξεως αυτής του αναιρεσείοντος προσδιορίζεται με βάση την αξία του οφέλους των 73.370 ευρώ, που σκοπήθηκε, κατά το χρόνο τελέσεως της ως άνω πράξεως και της αντίστοιχης βλάβης της πολιτικώς ενάγουσας. Δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξεως αυτής από κακούργημα σε πλημμέλημα από το ότι ο αναιρεσείων μεταγενέστερα για δικούς του λόγους επεδίωξε την προεξόφληση της επιταγής και έλαβε 67.700 ευρώ. Η διαφορά αποτελεί την προμήθεια που έλαβε η τράπεζα για την προεξόφληση της επιταγής, ο δε κατηγορούμενος βαρύνεται μ' αυτήν και με την κατ' αυτόν τον τρόπο εκπλήρωση της σχετικής υποχρεώσεώς του. Ο αναιρεσείων γνώριζε ότι ο λογαριασμός στον οποίο συρόταν δεν διέθετε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της και εξ αυτού του λόγου πράγματι δεν πληρώθηκε όταν την 18-7-2002 εμφανίστηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή, με συνέπεια να γεννάται ευθέως αξίωση της Τράπεζας κατά της εγκαλούσας προς καταβολή όλου του ποσού της επιταγής κατά τις διατάξεις του Α.Κ. (αρ. 71, 297, 298, 914), αλλά και ποινική ευθύνη, άρθρ. 79 Ν. 5960/33, διότι όταν εκδότης επιταγής είναι εταιρεία υπέγγυος προς αποζημίωση είναι και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η πολιτικώς ενάγουσα, (η οποία ήσκησε έφεση) δεν παραπονέθηκε για τη μη ρύθμιση της υπόθεσης μετά την κατάρτιση του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού, ούτε ανακάλεσε τις προηγούμενες καταθέσεις της. Υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ο αναιρεσείων απαραδέκτως πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Συμβουλίου, διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του βουλεύματος, στα πλαίσια των προβλεπόμενων στο νόμο λόγων αναιρέσεως και δεν ερευνά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες κρίνει κυριαρχικά το Συμβούλιο της ουσίας. Κατά συνέπεια, ορθώς το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκανε δεκτή και κατ' ουσία την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ' αρ. 3867/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εξαφάνισε αυτό και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του ΚΠΔ. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-5 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 651/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία κακουργηματική. Αιτιολογημένη κατ’ έφεση παραπομπή για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους και βλάβης τρίτου ποσού άνω των 73.000 ευρώ. Ο εξουσιοδοτηθείς ειδικά ασκούμενος δικηγόρος για λογαριασμό του εντολέα της πολιτικώς ενάγουσας εξεκκάλεσε νομότυπα το απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή.
0
Αριθμός 1497/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπίμπα, περί αναιρέσεως της 473/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 925/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. α' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, ως λόγος, για ν' αναιρεθεί η απόφαση, μπορεί να προταθεί και η απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις, που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις, όπως είναι αυτές των άρθρων 5 παρ. 1 και 2, του Ν. 1756/1988 (Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), οι οποίες, εκτός των άλλων, ορίζουν, ότι στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αν δεν υπάρχει πρωτοδίκως ή κωλύεται ή απουσιάζει, μπορεί να αναπληρωθεί με πάρεδρο πρωτοδικείου, οριζόμενο, με πράξη του δικαστή, που διευθύνει το πρωτοδικείο. Με το άρθρο, όμως, 77 παρ. 8 του ίδιου Ν. 1756/1988, όπως ισχύει τούτο μετά την τροποποίησή του και την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 παρ. 3 Ν. 1968/1991 και 16α αριθ. 9γ' του Ν. 2479/1997, αντιστοίχως, ενοποιήθηκαν οι οργανικές θέσεις των παρέδρων και των πρωτοδικών και έτσι δεν είναι απαραίτητο η αναπλήρωση του πρωτοδίκη με πάρεδρο να γίνεται δια πράξεως του διευθύνοντος το πρωτοδικείο δικαστή. Συνεπώς, σε περίπτωση, κατά την οποία στην αναφερόμενη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου μνημονεύεται ως μέλος της και πάρεδρος, χωρίς να διαλαμβάνεται, ότι αυτός ορίστηκε με πράξη του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο δικαστή προς αναπλήρωση πρωτοδίκη, τούτο δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα για κακή σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη 473/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ως εκ του ότι, στη σύνθεση του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, συμμετείχε η Ευδοκία Γκιόγκη, δικαστική πάρεδρος, σε αναπλήρωση πρωτοδίκη, χωρίς να διαλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση, ότι αυτή ορίστηκε με πράξη αναπλήρωσης του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Κατά το άρθρο 470 εδ. α' του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το δικαστήριο που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο ή παύσει την εναντίον του κατηγορία οριστικά για ένα από τα κεφάλαιά της ή για μερικότερες πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος για το οποίο είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως, διατήρησε όμως την ίδια ποινή χωρίς να προβεί σε νέα επιμέτρηση αυτής. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 98 του ΠΚ προκύπτει ότι στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα το δικαστήριο επιβάλλει μία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο και τον αριθμό των μερικοτέρων πράξεων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάστηκε πρωτοδίκως με την υπ' αριθ. 20-382/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για παράβαση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και συγκεκριμένα για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για το χρονικό διάστημα από 31.9.2000, προφανώς από παραδρομή αντί του ορθού 31.5.2000 έως 30.1.2005 και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών. Κατόπιν εφέσεώς του, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, για το χρονικό διάστημα από 31.5.2000 έως 31.10.2000, που αφορούσε δέκα εννέα (19) επί μέρους μη καταβολές χρεών προς το Δημόσιο, ενώ κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στην ίδια ως άνω ποινή των τριών (3) ετών για το χρονικό διάστημα από 30.6.2004 έως 30.9.2004 που αφορούσε εννέα (9) επί μέρους μη καταβολές χρεών προς το Δημόσιο, δηλαδή για λιγότερες επί μέρους πράξεις. Έτσι όμως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, υπερβαίνοντας αρνητικά την εξουσία του, διότι διατήρησε την ποινή που είχε επιβληθεί σ' αυτόν πρωτοδίκως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των μερικοτέρων πράξεων που συγκροτούσαν το προαναφερόμενο έγκλημα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες για τις οποίες έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο δεύτερος (τελευταίος) λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, αναιρεθεί δε εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι καθόσον αφορά την ποινή που επιβλήθηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, καθόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Ένα μέλος του Δικαστηρίου, ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μιχαήλ Δέτσης, μειοψήφησε, έχοντας τη γνώμη, ότι με το να επιβάλει το εκδόσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο στον αναιρεσείοντα, παρά το γεγονός ότι δέχθηκε, εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, ορισμένων επί μέρους πράξεων, την ίδια ποινή που του είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, δεν χειροτέρευσε τη θέση του, αφού το Δικαστήριο, έχοντας τη δυνατότητα να επιβάλει μία ποινή, προέβη στην επιμέτρηση αυτής, αφού προηγουμένως έλαβε υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ, για την επιμέτρησή της, το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων που απέμειναν, δεν προβάλλεται δε λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του άρθρου 79 ΠΚ, ως εκ του ότι η κατ' εξακολούθηση τελεσθείσα εγκληματική πράξη απέκτησε ήσσονα αντικειμενική απαξία, ενόψει εξαλείψεως του αξιοποίνου επί μέρους πράξεων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 473/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, ως προς την περί της ποινής διάταξη αυτής. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, προκειμένου να ασκήσει κατά τούτο την ανωτέρω εξουσία του και να επιβάλει την προσήκουσα ποινή. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 9 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 473/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Και Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητας λόγω κακής σύνθεσης δικαστηρίου. Μετά την ενοποίηση των οργανικών θέσεων παρέδρων και πρωτοδικών με το άρθρο 77 §8 του Ν. 1756/1988 δεν απαιτείται πλέον για την αναπλήρωση πρωτοδίκη από πάρεδρο πράξη του διευθύνοντος το Πρωτοδικείο δικαστή. Χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη λόγω υπερβάσεως εξουσίας, διότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για παράβαση του άρθρου 25 του Ν. 18882/1990 και συγκεκριμένα για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση για το χρονικό διάστημα από 31-5-2000 έως 30-1-2005 και αφορούσε είκοσι οκτώ επί μέρους πράξεις μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, του επεβλήθη η ίδια ποινή και από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παρότι έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για 19 επί μέρους πράξεις και κηρύχθηκε ένοχος της αυτής πράξης αλλά για εννέα μόνο επί μέρους πράξεις.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Αναίρεση μερική, Εξακολουθούν έγκλημα, Δικαστηρίου σύνθεση.
2
Αριθμός 1496/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειου Κουρκάκη- Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολέρη, περί αναιρέσεως της 1568/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1882/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση άσκησης της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σε αυτή ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠοινΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 10-11-2006 αίτηση ζητείται η αναίρεση της 1568/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία αυτό, δικάζοντας ως εφετείο, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο για αυθαίρετη οικοδομική κατασκευή (άρθρο 17 παρ. 1, 8 του Ν.1337/1983) και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι έχουν κατά λέξη ως εξής "Για να κριθεί αυθαίρετο ένα οικοδομικό έργο, πρέπει απαραιτήτως να τηρηθεί από την αρμόδια Αρχή (Πολεοδομία) η διαδικασία του άρθρου 121 του ΓΟΚ, ήτοι αυτοψία από τεχνικός της πολεοδομίας, σύνταξη έκθεσης υπό του διενεργήσαντος την αυτοψία που περιλαμβάνει ακριβή περιγραφή και προσδιορισμό της αξίας του αυθαιρέτου καθώς επίσης μνεία και των διατάξεων προς τις οποίες αντίκειται η αυθαίρετη κατασκευή. Ο χαρακτηρισμός κατασκευής ως αυθαίρετου, ο προσδιορισμός της αξίας αυτής, και η επιβολή προστίμου βάσει του ίδιου ως άνω άρθρου (121 ΓΟΚ) γίνεται με απόφαση του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας. Η απόφαση αυτή μαζί με αντίγραφο της εκθέσεως αυτοψίας κοινοποιείται δια του οικείου Αστυνομικού Τμήματος προς τον υπόχρεο παραβάτη που έχει δικαίωμα σε 10 ημέρες για να υποβάλει ένσταση. Η πιστή τήρηση της διαδικασίας αυτού του άρθρου εξασφαλίζει την ακριβή απόδοση της δικαιοσύνης χωρίς να μπορεί να παρακλίνει κανείς, ούτε οι τυχόν ψευδομάρτυρες ούτε οι υπερβάλλοντες ή οι κωφεύοντες υπάλληλοι της Πολεοδομίας, αλλ'ούτε και οι δικαστές. Εν τούτοις το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας δεν έλαβε υπόψη του ότι στην δικογραφία δεν εμπεριέχεται κανένα στοιχείο από αυτά που ορίζει το άρθρο 121 ΓΟΚ και δεν ζήτησε διευκρινίσεις από τους πολεοδομικούς υπαλλήλους όπως ορίζει το 121 άρθρο του ΓΟΚ με αποτέλεσμα την εσφαλμένη απόφασή του". Με το πιο πάνω περιεχόμενο η αίτηση, δε περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο κανένα από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης και ειδικότερα δεν προσδιορίζονται σε αυτή, οι αποδιδόμενες στην πληττόμενη απόφαση πλημμέλειες ούτε η ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε και οι συναφείς νομικές πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει, ως απαράδεκτη να απορριφθεί συνεπεία της αοριστίας της, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1568/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 1495/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη -Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2947/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 491/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 187/14.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρ. 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 167/11-12-2006 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του με αριθμ. 2947/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 522/2005 έφεση του κατά του με αριθμ. 3243/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 5.000.000 δραχμ. και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσης (άρθρ. 484 & 1 β και δ ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του ότι το παραδοχές του βουλεύματος είναι αντιγραφή των παραδοχών του πρωτοδίκου ότι δεν εκτιμήθηκε το περιεχόμενο των εγγράφων που είχε προσκομίσει και ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχουν τόσες ασάφειες και ελλείψεις ώστε καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 98 και 386 &1-3β ΠΚ και όσους κατά το άρθρ. 484 & 2 ΚΠΔ εξετάζονται από τον Άρειο Πάγο εξ επαγγέλματος υπονοώντας τον αναφερόμενο μερικότερο λόγο της Υπέρβασης εξουσίας που στηρίζεται στην απόρριψη από μέρους του της ένστασης της κατά τόπο αναρμοδιότητας που πρότεινε σαν λόγο έφεσης συγκατηγορούμενος του και ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. (ΑΠ 1913/2000, ΑΠ 1820/ 2003, ΑΠ 1944/2003, ΑΠ 190/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Οι μηνυτές Ψ1 και Ψ2 μέσω της ασφαλιστικής πράκτορος της '' ..... '' πληροφορήθηκαν για το αμοιβαίο κεφάλαιο ..... της εταιρείας και το γεγονός όπως τους είπε ότι έχει απόδοση 10% ετησίως και παρέχει εγγυήσεις γιατί είναι εξασφαλισμένο από τους ..... και είχε την εγγύηση της ROUAL BANK OF SCOTLAND αποφάσισαν να επενδύσουν και ακολουθώντας όλες τις διατυπώσεις κατέβαλλαν το ποσό των 20.490.000 δραχμ. στην παραπάνω εταιρεία για το παραπάνω αμοιβαίο κεφάλαιο. Επίσης κατά τον ίδιο τρόπο στο ίδιο αμοιβαίο κεφάλαιο επένδυσε και ο Ψ3 μετά από συστάσεις των ασφαλιστικών πρακτόρων Γ1 και ....... Στην αρχή πράγματι οι παραπάνω δεν είχαν κανένα πρόβλημα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2003 όταν πληροφορήθηκαν ότι τα το αμοιβαίο κεφάλαιο ήταν ανύπαρκτο, δεν υπήρχε εξασφάλιση από τους .... και δεν υπήρχε κανένας θεματοφύλακας του αμοιβαίου κεφαλαίου. Περαιτέρω από την εξέλιξη των πραγμάτων οι παραπάνω μηνυτές έχασαν τα χρήματα τους γιατί αυτά δεν τους αποδόθηκαν ποτέ από τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του οι οποίοι έκλεισαν τα γραφεία τους και εξαφανίστηκαν. Από το προσβαλλόμενο βούλευμα και την ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα στις σκέψεις του οποίου νόμιμα και επιτρεπτά γίνεται λόγος από την εισαγγελική πρόταση του προσβαλλόμενου βουλεύματος προκύπτει ότι Ο Χ1 (αναιρεσείων ) με άλλους, δημιούργησαν την ..... LTD με έδρα τις .... και στη συνέχεια άνοιξε γραφεία στην Ελλάδα, στην ..... Αττικής. με αντικείμενο τον σκοπό τον συντονισμό, την εποπτεία, τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την προώθηση των εκτός Ελλάδας δραστηριοτήτων της. Η άδεια η οποία χορηγήθηκε για τον σκοπό αυτό της δόθηκε υπό την ρητή απαγόρευση της πραγματοποίησης οποιασδήποτε εμπορικής δραστηριότητας στον Ελληνικό χώρο, καθώς και οποιασδήποτε μορφής παροχή υπηρεσιών χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα. Παρά την ρητή απαγόρευση Ο αναιρεσείων όπως προαναφέρθηκε δημιούργησε αμοιβαίο κεφάλαιο ανύπαρκτο βέβαια αφού δεν υπήρχε δυνατότητα γι' αυτό να δημιουργηθεί τέτοιο στην Ελλάδα και παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στην προώθηση του παρά την παραπάνω απαγόρευση στην Ελληνική αγορά μέσω της την ........ Τα γραφεία της εταιρείας αυτής ήταν στην .... και στα γραφεία αυτά στεγάστηκε και το δημιουργηθέν αμοιβαίο κεφάλαιο .... το οποίο στην πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτο και οι σχετικοί τίτλοι που δίδονταν στους επενδυτές είχαν μηδενική αξία και επίσης τα παριστάμενα ότι για το αμοιβαίο κεφάλαιο υπήρχε εγγύηση κεφαλαίου των επενδυτών από τους ... του Λονδίνου και ότι θεματοφύλακας του προϊόντος αυτού ήταν η ROUAL BANK OF SCOTLAND. δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα γιατί η εγγύηση αυτή ενώ υπήρξε αρχικά έπαυσε να υπάρχει ευθύς ως από την πλευρά των ... και ROUAL BANK OF SCOTLAND. διαπιστώθηκε η ουσιαστική ανυπαρξία του επενδυτικού προϊόντος και της εταιρείας ..... LMD. Ο αναιρεσείων ήταν ο κύριος διαμορφωτής και πλήρης γνώστης ενός πολύπλοκου μηχανισμού εξαπάτησης των θυμάτων του, εμφανιζόμενος σαν διευθυντικό στέλεχος στην πραγματικότητα όμως ήταν από τους συνιδρυτές και συνιδιοκτήτες όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων. Με αυτή την ιδιότητα παρίστανε στους επενδυτές ότι η εταιρεία αυτή είχε υψηλό κύρος στο διεθνή χώρο και ότι είναι αντιπρόσωπος της ..... LMD η οποία διατηρεί γραφεία στο Λονδίνο και διαθέτει στην αγορά επενδυτικό κεφάλαιο ασφαλισμένο στους ... ΤΟΥ Λονδίνου και εγγυημένο από την ROUAL BANK OF SCOTLAND, έπειθε τους διάφορους επενδυτές μεταξύ των οποίων και τους μηνυτές να επενδύσουν τα χρήματα τους σε ανύπαρκτο αμοιβαίο κεφάλαιο και ότι προέβη στην πράξη του αυτή με σκοπό να αποσπάσει από τους μηνυτές τα ποσά που επένδυσαν με αντίστοιχη ωφέλεια της εταιρείας ..... LTD και δι αυτής στον εαυτό του και τους λοιπούς. Ουδόλως δε επηρεάζεται το αξιόποινο της συμπεριφοράς του από το γεγονός το οποίο αναφέρει ότι σε επενδυτικά διαφημιστικά φυλλάδια όπως λέει ανέφερε περί του υψηλού ρίσκου της επένδυσης γιατί το από αυτόν διατιθέμενο αμοιβαίο κεφάλαιο του οποίου μερίδια πουλούσε στην αγορά ήταν ανύπαρκτο. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται μεταξύ στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ως προς τις αιτιάσεις του περί της κατά τόπο αναρμοδιότητας αν και μη βάσιμα προτείνεται από τον παρόντα γιατί όπως προκύπτει από την επισκόπηση του Πρωτόδικου και του προσβαλλόμενου βουλεύματος από αυτόν δεν προτάθηκε ούτε κατά η μετά το πέρας της ανάκρισης ώστε ν' ασχοληθεί το Συμβούλιο Πλημ/κών ούτε ως λόγος έφεσης (ΑΠ Ολ. 1186/84, ΑΠ 115/2003 ) πρέπει ν' αναφέρομε τα παρακάτω επειδή αυτό προτάθηκε τόσο στην Πρωτόδικη όσο και στην κατ' έφεση διαδικασία από τον συγκατηγορούμενο του ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση. Θέμα κατά τόπο αναρμοδιότητας δεν υφίσταται και ορθά αντιμετωπίστηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα γιατί πέρα από τον ουσιαστικό λόγο του τόπου τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος που είναι και η Αθήνα, όπως αναφέρεται και στο προσβαλλόμενο βούλευμα η κατά τόπο αρμοδιότητα προσδιορίζεται όχι μόνο από τον τόπο τέλεσης αλλά και από την κατοικία ή τον τόπο προσωρινής διαμονής του κατηγορούμενου όταν αρχίζει η ποινική δίωξη, και ή κατοικία του αναιρεσείοντα όπως προκύπτει είναι η ...... Αττικής. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 16/29-2-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 2947/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 25-4-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση του υπ' αριθμ. 2947/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά το μέρος του που απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως προς την δια του τελευταίου παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για απάτη από κοινού κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ) η β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ) ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, όπως το εδάφιο αυτό (στ') προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπό του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση της πράξης υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ως άνω ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος των συμπραττόντων. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δεν είναι δε αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή έννοια, οπότε η αναφορά αυτή είναι επιβεβλημένη. ΙΙΙ. Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση (κυρία η προανάκριση) πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα, κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο, τα ως άνω περιστατικά η κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε μεταξύ τους, στην αιτιολογία που τα περιέχει, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 2947/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε η έφεση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και οι εφέσεις των επίσης κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 (που δεν είναι αναιρεσείοντες) κατά του υπ' αριθμ. 3243/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι απάτης από κοινού κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 50.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ). Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, του Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις ανώμοτες καταθέσεις των μαρτύρων Ψ1, Ψ3 και ....., τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ...., Γ1 και Γ2, τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες του πρώτου και τρίτου των εκκαλούντων, τα απολογητικά υπομνήματα αυτών, τα υπομνήματα του δευτέρου των εκκαλούντων, καθώς και τους ισχυρισμούς των διαδίκων προέκυψαν κατά το ενδιαφέρον επί του προκειμένου μέρους του βουλεύματος, τα ακόλουθα: Οι εκκαλούντες 1) Χ2 2) Χ3 και 3) Χ1, στην Αθήνα, στις 19-12-2000, στις 24-9-2001, τον Ιανουάριο του έτους 2002 και περί τα μέσα Ιουλίου του έτους 2002, με την ιδιότητα του λειτουργικού διαχειριστή και νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...... ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ο πρώτος και οι δύο τελευταίοι εξ αυτών με την ιδιότητά τους, ως εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστών, όπως παρακάτω εκτίθεται, του γραφείου στην Ελλάδα της εταιρίας με την επωνυμία ".......", από κοινού, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο ενεργώντας με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι, καθώς και οι ρηθείσες εταιρείες τις οποίες εκπροσωπούσαν, παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους μηνυτές Ψ1 και Ψ3 ότι, δήθεν, οι εν λόγω εταιρείες (..... ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ και .....) διέθεταν τις απαιτούμενες από το νόμο άδειες για την κυκλοφορία του αμοιβαίου κεφαλαίου "...." της εταιρείας με την επωνυμία "..... LIMITED", ότι η εταιρεία "...." αντιπροσώπευε το συγκεκριμένο αμοιβαίο κεφάλαιο και είχε άδεια για δραστηριότητα στην Ελλάδα, ότι, δήθεν, υπήρχε εγγύηση του επενδυόμενου αμοιβαίου κεφαλαίου από τους .... του Λονδίνου, στους οποίους δήθεν ήταν ασφαλισμένο το εν λόγω αμοιβαίο κεφάλαιο, το οποίο είχε υψηλές αποδόσεις και ότι θεματοφύλακας αυτού ήταν η Τράπεζα της Σκωτίας ROYAL BANK OF SCOTLAND, ενώ η αλήθεια, την οποία οι εκκαλούντες γνώριζαν και απέκρυψαν, ήταν ότι το εν λόγω αμοιβαίο κεφάλαιο ήταν ανύπαρκτο, ότι οι προαναφερόμενες εταιρείες (..... ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ και .....) δεν διέθεταν τις απαιτούμενες από το νόμο άδειες για την κυκλοφορία του συγκεκριμένου αμοιβαίου κεφαλαίου στην Ελληνική αγορά, ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από τον Μάϊο του 2001 είχε επιβάλλει πρόστιμο ύψους 10.000.000 δραχμών στην εταιρεία "....... ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" για την παράνομη διακίνηση του συγκεκριμένου αμοιβαίου κεφαλαίου και ότι η εταιρεία "......" δεν είχε άδεια να το διαθέτει, ως εταιρεία δε του ΑΝ 89/67 απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα. Με τις ανωτέρω δε ψευδείς παραστάσεις τους έπεισαν τους μηνυτές Ψ1, Ψ2 και Ψ3 να αγοράσουν μερίδια του ως άνω κεφαλαίου, εμβάζοντας για τον σκοπό αυτό, οι δύο πρώτοι στις 19-12-2000 το ποσό των 60.132 Ευρώ (20.490.000 δραχ.) στον υποδειχθέντα από τους εκκαλούντες λογαριασμό ..... στην Τράπεζα "BANK OF SCOTLAND" και καταβάλλοντας ο τρίτος στις 24-9-2001 ποσό 29.347,03 Ευρώ (10.000.000 δραχ.) με την ..... τραπεζική επιταγή της "EFG EUROBANK ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.Ε.", τον Ιανουάριο του έτους 2002 το ποσό των 14.674 Ευρώ με την με αριθμό .... τραπεζική επιταγή της "EFG EUROBANK ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.Ε." και στα μέσα μηνός Ιουλίου του έτους 2002 το ποσό των 3.460 Ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 47.481 Ευρώ, ζημιώνοντας έτσι με τον τρόπο αυτό την περιουσία τους κατά τα παραπάνω αντίστοιχα χρηματικά ποσά, τα οποία ουδέποτε τους απέδωσαν, η προξενηθείσα δε συνολική ζημία και το αντίστοιχο συνολικό όφελος των εκκαλούντων, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχ. (15.000 Ευρώ), που είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Τέλεσαν δε τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Οι εκκαλούντες με τις υπό κρίση εφέσεις τους ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν εκτίμησε ορθά το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και εσφαλμένα τους παρέπεμψε ενώπιον του ρηθέντος δικαστηρίου για να δικασθούν για την ρηθείσα κακουργηματική πράξη. Όμως, οι πρώτος και τρίτος εξ αυτών (Χ2 και Χ1 αντίστοιχα) στις συνταχθείσες εκθέσεις εφέσεως δεν εκθέτουν κάποιον συγκεκριμένο λόγο εκ του οποίου να προκύπτει συγκεκριμένη πλημμέλεια του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων. Οι ίδιοι εκκαλούντες, απολογούμενοι ενώπιον της 21ης Τακτικής Ανακρίτριας του Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών και θέλοντας να αντικρούσουν την σε βάρος τους κατηγορία προέβαλαν τους εξής ισχυρισμούς: 1) ο πρώτος των εκκαλούντων, Χ2.... και β) ο τρίτος των εκκαλούντων Χ1 (ήδη αναιρεσείων): Ότι, δήθεν, δεν τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται και ότι, δήθεν, αυτός δεν υπήρξε ποτέ συνδιαχειριστής της εταιρείας ".....". Τα ίδια δε, ακριβώς, ισχυρίζεται με τα υπομνήματά του και ο δεύτερος των εκκαλούντων Χ3 αδελφός του Χ1. Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί, κατά την κρίση του συμβουλίου, είναι εντελώς αβάσιμοι, καθόσον ανατρέπονται πλήρως από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων. Ειδικότερα, ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό τους θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι δεν προκύπτει από επίσημα έγγραφα της δικογραφίας ότι αυτοί υπήρξαν διαχειριστές της ρηθείσας εταιρείας, εν τούτοις κατά το επίδικο χρονικό διάστημα υπήρξαν, οπωσδήποτε, εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστές της εταιρείας αυτής, παρά τα αντιθέτως υπό τούτων υποστηριζόμενα. Τούτο δε βεβαιώνεται με σαφήνεια από την κατάθεση του μάρτυρα Γ2, ο οποίος στην από 17-6-2004 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της 21ης Τακτικής Ανακρίτριας του Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών, αναφέρει χαρακτηριστικά, μεταξύ των άλλων, ότι οι Χ3 και Χ1 το έτος 1999 στη ....- Αττικής και επί της οδού ......, όπου και βρίσκονταν τότε τα γραφεία της προαναφερόμενης εταιρείας, παρουσία του και παρουσία μιας ομάδας ασφαλιστικών συμβούλων 25 ατόμων περίπου, τους παρουσιάσθηκαν ως ιδιοκτήτες της ρηθείσας εταιρείας και συνεπώς και εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστές αυτής (βλ. σχετ. την κατάθεση αυτή). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει να συμπληρωθεί το διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος στο 22ο φύλλο και στην 8η σειρά τούτου και μετά από το όνομα "Χ1" να προστεθούν οι λέξεις "εν τοις πράγματι". Με τα δεδομένα δε αυτά στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται πλήρως (αντικειμενικά και υποκειμενικά) η διωκόμενη πράξη σε βάρος των εκκαλούντων. Επειδή, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και πραγματικά περιστατικά προέκυψαν, κατά την κρίση του συμβουλίου, σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων για την πράξη που τους αποδίδεται και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμα, στις ειδικότερες σκέψεις του οποίου και της σε αυτό ενσωματωμένης εισαγγελικής πρότασης κατά τα λοιπά αναφέρεται, ορθά και νόμιμα τους παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του ρηθέντος δικαστηρίου, για να δικασθούν για την πράξη αυτή και σε καμία άλλη πλημμέλεια, πλην της προαναφερθείσας, κατά την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων δεν υπέπεσε, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες και πρέπει, κατόπιν των ανωτέρω, να απορριφθούν οι υπό κρίση εφέσεις τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμες να επικυρωθεί κατά τα λοιπά το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς το ανωτέρω έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με την έννοια που προαναφέρθηκε, αφού εκθέτει σ'αυτό δια της ανωτέρω αναφοράς στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και διαλαμβάνει τις σκέψεις, με τις οποίες έκρινε, ότι από τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις, για την παραπομπή του αναιρεσείοντος για το ανωτέρω έγκλημα που κρίθηκε αυτός παραπεμπτέος, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 45, 98 και 386 παρ. 1β και 39 ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τον αναιρεσείοντα με την ιδιότητά του "ως εν τοις πράγμασι συνδιαχειριστή" της εταιρείας με την επωνυμία ".....", με την αναφορά στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ότι αυτός και ο συγκατηγορούμενος αδελφός του Χ3 και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα έναντι τρίτων παρουσιάσθηκαν ως ιδιοκτήτες της άνω εταιρείας. Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται σαφώς και ορισμένως τα ψευδή γεγονότα, που εν γνώσει τους ο αναιρεσείων και οι συναυτουργοί του παρέστησαν από κοινού ως αληθινά, από τα οποία πείσθηκαν οι παθόντες να επενδύσουν στο υπόψη αμοιβαίο κεφάλαιο, τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την παραδοχή του Συμβουλίου για το σκοπό των συναυτουργών να αποκομίσουν οι ίδιοι καθώς και οι αναφερόμενες εταιρείες τις οποίες εκπροσωπούσαν, παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη της περιουσίας των παθόντων και τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων, αντλούμενα από το σύνολο των συνθηκών τελέσεως της πράξεως που δέχθηκε το Συμβούλιο και την κατ' εξακολούθηση τέλεσή της, προσδιορίζεται δε η βλάβη των παθόντων, το ύψος της και πως επήλθε, τελούσα σε συνάφεια προς τις ψευδείς ως άνω παραστάσεις. Ακόμη, όπως προκύπτει από προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και τις ανώμοτες καταθέσεις των κατανομαζομένων μαρτύρων, στις οποίες ρητώς αναφέρεται και η κατάθεση του μηνυτή Ψ1 (βλέπε 5ο φύλλο πίσω σελίδα βουλεύματος), ενώ δεν απαιτείται περαιτέρω χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου. Είναι, συνεπώς, αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν ελήφθη υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκε από το παραπάνω συμβούλιο η ανώμοτη κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα, ενώ η περαιτέρω αιτίαση ως προς την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχόμενου της εν λόγω κατάθεσης του άνω μάρτυρα απαραδέκτως προβάλλεται καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε κρίσιμα έγγραφα τα οποία μνημονεύονται στα από 10-6-2004 και 24-3-2005 υπομνήματά του ενώπιον του Ανακριτή του 21ου Τμήματος Αθηνών, το πρώτο και ενώπιον του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το δεύτερο, ήτοι 1) τα ενημερωτικά φυλλάδια της εταιρείας ....... και του αμοιβαίου κεφαλαίου της, τα οποία κυκλοφορούσαν και στην εταιρεία ..... και τα οποία επικαλούνται και οι μηνυτές του στη σχετική από 22-4-2003 μήνυσή τους 2) τις προσκομισθείσες από τους ίδιους τους μηνυτές, επιστολές εκδήλωσης ενδιαφέροντος με την ..... 3) την υπ' αριθμ. .... και από ..... εγγυητική επιστολή του Υποκ/τος στην Ελλάδα της Τράπεζας με την επωνυμία CHASE MANHATAN BANΚ, που απευθύνεται προς το Υπουργείο Οικονομίας ποσού 50.900 δολ. ΗΠΑ 4) την υπ' αριθμ. ... και από ..... εγγυητική επιστολή του Κεντρικού Καταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς που επίσης απευθύνεται προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ποσού 50.000 δολ. ΗΠΑ και 5) την από .... βεβαίωση της Τράπεζας CITIBANK, δεν είναι βάσιμη. Στο βούλευμα γίνεται μνεία κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων τα οποία ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και τα έγγραφα, τα απολογητικά υπομνήματα του αναιρεσείοντος και τα συνημμένα σ'αυτά έγγραφα και δεν είναι αναγκαίο για την επάρκεια της αιτιολογίας να εξειδικεύεται η ταυτότητα των εγγράφων τα οποία συνεκτίμησε το συμβούλιο, ούτε να γίνεται συγκριτική αξιολόγηση και στάθμιση αυτών. Οι περαιτέρω δε αιτιάσεις ως προς την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων απαραδέκτως προβάλλονται καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, πέραν του ότι από τα ανωτέρω έγγραφα δεν ανατρέπονται οι προαναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος και των συναυτουργών του προς τους παθόντες. Τέλος, το γεγονός ότι το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι εν μέρει (και όχι στο σύνολό του) ταυτόσημο με το διατακτικό του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού τα περιστατικά αυτά του διατακτικού του παραπεμπτικού βουλεύματος προέκυψαν και όχι άλλα διαφορετικά. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29 Ιανουαρίου 2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2947/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έννοια συναυτουργίας. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή του αναιρεσείοντος για κακουργηματική απάτη από κοινού κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία, Συρροή εγκλημάτων.
2
Αριθμός 1494/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη- Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Ασπρίδη, περί αναιρέσεως της 163/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 373/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 242 παρ.1 του ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου απ'αυτήν εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας) που είναι έγκλημα σχετικό με την υπηρεσία, απαιτείται α) δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ.α', και 263 Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ'ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και ο οποίος ενεργεί μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ.γ' του ΠΚ, και δη δημόσιο και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή αναγόμενες στη δημιουργία ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, με συνείδηση της αναλήθειας του περιστατικού αυτού. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι'αυτό έχιε εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 ΚΠολΔ, κατά την έννοια του ποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο κατ'ύλην, και κατά τρόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων υπηρεσιών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ'αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό της και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η αιτιολογία της αποφάσεως, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ'εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), με την προσβαλλόμενη 163/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό κατ'είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στις .... είχε διορισθεί ως πραγματογνώμονας-ιατρός δυνάμει της υπ'αριθμ. ........ παραγγελίας του Αρχιφύλακα ......., αξιωματικού ανακρίσεως του Τμήματος Τροχαίας Σπάρτης για να ενεργήσει επισταμένη εξέταση της τραυματισθείσης σε οδικό τροχαίο ατύχημα, Γ1 και να προβεί στη σύνταξη εκθέσεως περί των σωματικών κακώσεων αυτής. Ο κατηγορούμενος στη συνέχεια προέβη στη σύνταξη και υπογραφή της από ....... ιατροδικαστικής εκθέσεως, στην οποία βεβαίωσε ότι η εξετασθείς από αυτόν Γ1, έφερε ελαφρά σωματική κάκωση, προκληθείσα τροχαίου ατυχήματος. 'Όμως, η πιο πάνω βεβαίωση είναι ψευδής, αφού το αληθές είναι ότι η ως άνω φερομένη ως παθούσα ουδέποτε μετέβη στο Νοσοκομείο Σπάρτης και ουδέποτε εξετάσθηκε από τον κατηγορούμενο. Για τα παραπάνω με σαφήνεια κατέθεσαν κυρίως οι μάρτυρες κατηγορίας Γ1 και ο σύζυγός της ........ Ειδικότερα, οι άνω μάρτυρες κατέθεσαν χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων η πρώτη: "'Εγινε ένα τροχαίο έξω από τη ...... στο δρόμο προς .... 'Ενοιωσα ένα τράνταγμα μόνο. Μετά το ατύχημα πήγα στη δουλειά μου. Το όνομα μου δεν ήταν καταχωρημένο ούτε στο βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων". Ο δεύτερος "... Είμαι ο σύζυγος της Γ1 Μας είπε η τροχαία αν θέλαμε να πάμε στο νοσοκομείο. Εμείς δεν πήγαμε στο Νοσοκομείο". Το ως άνω περιστατικό είχε ως έννομες συνέπειες, αφού ο εμπλακείς στο τροχαίο ατύχημα ....... παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης για το αδίκημα της ελαφράς σωματικής βλάβης. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο της αξιόποινης πράξης της ψευδούς βεβαίωσης και επέβαλε σ'αυτόν ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 του ΠΚ που εφάρμοσε, την οποία ούτε ευθέως, αλλ'ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία, ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του υπαλλήλου, δηλαδή του ιατροδικαστή που επελήφθη αρμοδίως για να προβεί στην εξέταση της Γ1 και ακολούθως, να συντάξει σχετική έκθεση περί των σωματικών κακώσεων αυτής κατά το τροχαίο ατύχημα και ότι αυτός χωρίς να προβεί στην εξέταση της ανωτέρω στο Νοσοκομείο Σπάρτης, όπου υπηρετούσε ως ιατρός, συνέταξε, και υπέγραψε την από ...... ιατροδικαστική έκθεση, στην οποία εν γνώσει του ψευδώς βεβαίωσε ότι η φερομένη ως παθούσα έφερε ελαφρά σωματική κάκωση, προκληθείσα από τροχαίο ατύχημα. Γίνεται δε ιδιαίτερη μνεία στην αιτιολογία για τις έννομες συνέπειες που είχαν τα ψευδώς βεβαιωθέντα ως αληθή περιστατικά. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, με παράθεση στο σκεπτικό εξ ολοκλήρου δικών του σκέψεων. Το γεγονός ότι οι σκέψεις αυτές ταυτίζονται εν μέρει με το διατακτικό, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, διότι στην εξεταζόμενη περίπτωση το διατακτικό, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ψευδούς βεβαίωσης, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος, κατά το μέρος δε που με αυτόν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας αναφορικώς με την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτος και, ως τέτοιος, πρέπει, να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 163/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ψευδούς βεβαιώσεως (άρθρο 242 §1 Π.Κ.). Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για ψευδή βεβαίωση. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής βεβαίωση.
0
Αριθμός 1493/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη- Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Σαββίδου, περί αναιρέσεως της 522/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικειο Κοζάνης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1216/2006. Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ.α' του Ν.2523/1997, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, κατά δε τη διάταξη της παρ.4 του αυτού άρθρου, εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση δημόσια οικονομική υπηρεσία. Επίσης εικονικό είναι και το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται αντικειμενικώς έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ.1 περ.η' του Ν.1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα κλπ), χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ'αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσία αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 522/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν.2523/1997 κατ'εξακολούθηση (αποδοχή εικονικών τιμολογίων) σε ποινή φυλάκισης είκοσι δύο (22) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. 'Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, το παραπάνω δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν) αποδείχθηκαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά πειστατικά: "Ο κατηγορούμενος ασκούσε ατομική επιχείρησηαγροτικών προϊόντων. Την 30.10.02 στα .... Κοζάνης, αποδέχθηκε και καταχώρησε στα φορολογικά βιβλία που τηρούσε τα κάτωθι τιμολόγια πώλησης ης της "....... ΕΠΕ" με το διακριτικό τίτλο ".....": .... Τ.Π αξίας 14395,43 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1151,63 ευρώ, .... Τ.Π αξίας 18630,48 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1490,44 ευρώ, .... Τ.Π αξίας 12873,18 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1029,85 ευρώ, ..... Τ.Π αξίας 4429,97 ευρώ πλέον ΦΠΑ 354,40 ευρώ, ..... Τ.Π αξίας 15343,01 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1227,44 ευρώ, ..... Τ.Π αξίας 12563,19 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1005,66 ευρώ, .....Τ.Π αξίας 14909,35 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1192,75 ευρώ, .... Τ.Π αξίας 17450,16 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1396,01 ευρώ, .... Τ.Π αξίας 12036,98 ευρώ πλέον ΦΠΑ 962,96 ευρώ, ..... Τ.Π αξίας 14040,39 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1123,23 ευρώ, ..... Τ.Π αξίας 15355,70 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1228,46 ευρώ, ..... Τ.Π αξίας 16963, 13 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1357, 05 ευρώ, .... Τ.Π. αξίας 15124, 20 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1209,94 ευρώ και ..... Τ.Π αξίάς 15875,09 ευρώ πλέον ΦΠΑ 1270,01 ευρώ, συνολικής αξίας 199.990, 26 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, σύμφωνα με τα οποία ο κατηγορούμενος φαινόταν να έχει αγοράσει από την "......" αγροτικά προϊόντα. Ωστόσο η παραπάνω εταιρία παρότι είχε κάνει νόμιμη έναρξη εργασιών και είχε θεωρήσει βιβλία, ουδέποτε άσκησε οποιασδήποτε μορφής εμπορία, η δε μοναδική εταίρος αυτής η ........ ουδέποτε ενήργησε οποιαδήποτε εμπορική πράξη και ζούσε σε πάμφτωχη κατάσταση που από μόνη της πρόδιδε ότι δεν μπορεί να προέβαινε σε τόσο μεγάλου ύψους συναλλαγές και να αποκομίζει ως κέρδη εξ αυτών τα αντίστοιχα χρήματα. Την έναρξη δραστηριότητας την έκανε με προτροπή της γνωστής της Γ1, η οποία εκμεταλλεύτηκε το χαμηλό πνευματικό της επίπεδο και την έπεισε να πράξει τούτο χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς έκανε και τι συνέπειες μπορούσε να έχει αυτό. Η έναρξη εμπορίας της "...." έγινε προκειμένου στη συνέχεια να γίνει χρήση των φορολογικών της στοιχείων. Μεταξύ της "...." και του κατηγορουμένου ουδεμία σύμβαση πώλησης συνάφθηκε ποτέ, ούτε βεβαίως έλαβε ποτέ η "..." οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από τον κατηγορούμενο, ούτε άλλωστε ο κατηγορούμενος έλαβε εμπορεύματα από την επιχείρηση "....." και εν γένει ουδεμία συναλλαγή υπήρξε μεταξύ τους και τα ανωτέρω αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία της "....." χρησιμοποιήθηκαν από τον Ζ1, συνεργάτη της Γ1 και τον κατηγορούμενο για να νομιμοποιηθούν φορολογικώς συναλλαγές που έλαβαν χώρα μεταξύ του Ζ1 και του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα, αγορές εκ μέρους του κατηγορουμένου από τον Ζ1 αγροτικών προϊόντων. Ο Χ1 γνώριζε ότι τη συναλλαγή έκανε με τον Ζ1 και όχι με την εταιρία "......", όπως συμπεραίνεται από το γεγονός ότι παρότι αγόραζε προϊόντα αξίας άνω των 1500 ευρώ δεν πλήρωνε όπως απαιτεί ο νόμος με δίγραμμες επιταγές, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ποσότητα αγοράς και κυρίως η καταβολή του τιμήματος. Επίσης, δεν του είχε επιδειχθεί ούτε πληρεξούσιο, ούτε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Ζ1 στην εταιρία, ώστε να μη δικαιολογείται περίπτωση παραπλάνησης του περί ύπαρξης σχέσεως μεταξύ του Ζ1 και της "........". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία και τα καταχώρησε στα φορολογικά βιβλία που τηρούσε, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι εικονικά, δηλαδή ότι οι καταγεγραμμένες σ' αυτά συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν όχι με την "........" που αναγραφόταν ως εκδότης των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων, αλλά με τον Ζ1...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων), τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 19 παρ.1 εδ.α' και 4. Ν.2523/1997, 27 παρ.1 και 98 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα: α) Διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο κατηγορούμενος δέχθηκε και καταχώρησε στα βιβλία της επιχείρησής του τα αναφερόμενα τιμολόγια πωλήσεως εν γνώσει του ότι ήταν εικονικά, β) Αιτιολογείται με πληρότητα ο δόλος του κατηγορουμένου με την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι "....Μεταξύ της ".....''και του κατηγορουμένου ουδεμία σύμβαση πώλησης συνάφθηκε ποτέ, ούτε βεβαίως έλαβε ποτέ η "....", οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από τον κατηγορούμενο, ούτε άλλωστε ο κατηγορούμενος έλαβε εμπορεύματα από την επιχείρηση "...." και εν γένει ουδεμία συναλλαγή υπήρξε μεταξύ τους κατά ανωτέρω αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία της "......" χρησιμοποιήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Δρίτσα, συνεργάτη της Γ1 και τον κατηγορούμενο για να νομιμοποιηθούν φορολογικώς συναλλαγές μεταξύ του Ζ1 και του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα, αγορές εκ μέρους του κατηγορουμένου από τον Ζ1 αγροτικών προϊόντων. Ο Χ1 γνώριζε ότι τη συναλλαγή έκανε με τον Ζ1 και όχι με την εταιρία ".....", όπως συμπεραίνεται από το γεγονός ότι παρότι αγόραζε προϊόντα αξίας άνω των 1500 ευρώ (προφανώς από παραδρομή αντί του ορθού 15.000 ευρώ) δεν πλήρωνε όπως απαιτεί ο νόμος με δίγραμμες επιταγές, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ποσότητα αγοράς και κυρίως η καταβολή του τιμήματος..." Η αιτιολογία αυτή, ως προς το στοιχείο του δόλου, δεν ήταν απαραίτητη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για την τιμώρηση του εγκλήματος της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Γ) Το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, που κατ'είδος αναφέρει και δεν ήταν αναγκαία η χωριστή αναφορά και αξιολόγηση του μάρτυρα κατηγορίας .... και του μάρτυρα υπεράσπισης ......, ούτε ήταν απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Οι περαιτέρω δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ως προς την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κλπ), απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 19 παρ.1 εδ.α' και 4 του Ν. 2523/1497 και 27 παρ.1 του ΠΚ, αντιστοίχως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων προεκτέθηκαν, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίκληση των ως άνω λόγων πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ειδικότερα, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Ιουνίου 2006 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση της υπ'αριθμ. 522/2006 απόφασης τους Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή. Στοιχεία αδικήματος. Έννοια εικονικού φορολογικού στοιχείου. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχή αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτουν από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) και ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί να προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορίας, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για αποδοχή εικονικού φορολογικού στοιχείου κατ’ εξακολούθηση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1492/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Καναβέλη, για αναίρεση της με αριθμό 151/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2006 αίτησή του, καθώς και στο από 19 Ιανουαρίου 2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1190/2006. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Aρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του Ν.2910/2001, όπως ίσχυε πριν τον 3153/2003, "πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος.....καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν την μεταφορά ή προώθησή τους τιμωρούνται....Συνιστά επιβαρυντική περίπτωση και επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή πέντε εκατομμυρίων έως οκτώ εκατομμυρίων δραχμών για κάθε μεταφερόμενο άτομο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή με σκοπό το παράνομο κέρδος....Περαιτέρω η απαιτουμένη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Πρέπει, ωστόσο, να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 Κ.Ποιν.Δικ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά χωρίς να αποκλείει τα άλλα, για την ύπαρξη δε της άνω αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, το οποίο δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι "την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων, που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία (-ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και άρα δεν γίνεται λόγος περί λήψεως υπ' όψη απολογίας-), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 151/2006 αποφάσεώς του, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι την 13.1.2003 στην Ε.Ο. ... - ..... ο κατηγορούμενος, οδηγός του υπ' αριθμ. κυκλ. ....... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου επιβίβασε σ' αυτό την αλλοδαπή, υπήκοο Αλβανίας ......, η οποία είχε εισέλθει εν γνώσει αυτού (κατηγορουμένου) παράνομα στο ελληνικό έδαφος (χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα) και την προώηθησε στο εσωτερικό της χώρας με προορισμό την Αθήνα, έναντι αμοιβής, όμως έγινε αντιληπτός από άνδρες της ΕΛΑΣ (Α. Τμ.Συνορ. Φύλαξης Δελβινακίου) και συνελήφθη. Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις, από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά, τα οποία εδέχθη στην διάταξη που εφήρμοσε, του άρθρου 55 παρ. 1 Ν.2910/2001. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση (το Εφετείο) έλαβε υπ' όψη του, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών στοιχείων, την κατάθεση ενώπιόν του τού αστυνομικού μάρτυρος ...... ως και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, χωρίς να είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αξιολογηθούν και αναλυθούν ταύτα ειδικότερα και ιδιαίτερα. Περαιτέρω δεν απητείτο και ιδιαίτερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, αφού ο νόμος δεν αξιώνει για την ύπαρξή του πρόσθετα στοιχεία, ούτε πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστου να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Ούτε επίσης απητείτο να αναφέρει η απόφαση, για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως, ότι ο κατηγορούμενος εισέπραξε ορισμένο ποσόν ως αμοιβήν, αφού ταύτην συνιστά ο σκοπός του παρανόμου κέρδους, ανεξαρτήτως του αν τελικώς επετεύχθη το κέρδος αυτό. Ούτω, ο σχετικός πρώτος λόγος (του δικογράφου) της αιτήσεως αναιρέσεως σχετικά με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς όλα τα ανωτέρω στοιχεία και ο πρώτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής (υπ' αριθμ. 3, 3.1, 3.3., 3.4.1, 3.4.3, 3.5) είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η' λόγον αναιρέσεως, υπάρχει με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί εξουσία που δεν του δίδει ο νόμος, στα πλαίσια δε αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης εξουσίας σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει για κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει για κάτι για το οποίο υποχρεούται να κρίνει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξ άλλου, χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 Κ.Ποιν.Δικ., η οποία ιδρύέι τον άνω λόγον αναιρέσεως, για υπέρβαση, δηλαδή, εξουσίας εκ μέρους του εκδόσαντος την προσβαλλομένην απόφαση δικαστηρίου, επέρχεται και όταν τον κατεδίκασε τόσο για έγκλημα βαρύτερο, από εκείνο, για το οποίο είχε καταδικασθεί με την πρωτόδικη αυτή, όσο και για έγκλημα για το οποίο δεν κατηγορήθη με την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο (του δικογράφου) της αιτήσεως αναιρέσεως ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του υπερέβη την εξουσία του, διότι τον κατεδίκασε και για παράνομη είσοδο στην χώρα, για την οποίαν δεν είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, και τούτο διότι εις την σελίδα 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των άρθρων, τα οποία προβλέπουν την πράξη για την οποίαν κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος αναφέρεται και το άρθρο 50 παρ. 1α του Ν.2910/2001. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αφού το δικαστήριο (Εφετείο) δεν τον κατεδίκασε και για την πράξη αυτή, η οποία στηρίζεται εις διάφορα περιστατικά εκείνων, τα οποία εδέχθη τόσο στο διατακτικό, όσο και στο αιτιολογικό, η δε επιβληθείσα ποινή είναι μία και μόνη, προβλεπομένη από το άρθρο 55 παρ. 1 Ν.2910/2001, ενώ η παράθεση του άρθρου 50 παρ. 1 Ν.2910/2001, επί πλέον του προβλέποντος το έγκλημα, δι' ό κατεδικάσθη, γενομένη εκ παραδρομής, δεν σημαίνει καταδίκη και για το τελευταίο τούτο άρθρο. Δι' ό και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός αναιρέσεως. Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή της μείωσης της ικανότητος προς καταλογισμόν ή εις την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 Π.Κ. κατά την οποίαν "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν", συνάγεται, εκτός άλλων, ότι η πραγματική πλάνη του δράστου, δηλαδή η άγνοιά του ή η εσφαλμένη αντίληψή του για συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται, αποκλείει τον καταλογισμόν του και συνεπώς αντίστοιχος ισχυρισμός αυτού είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να γίνει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 Κ.Ποιν.Δικ. μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσεβλήθη στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η τελευταία αυτή ατονεί και το Εφετείο, εις το οποίον επανέρχεται η υπόθεση για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως στάση, επανεξετάζει την υπόθεση, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τόσο ως προς την νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση, έχον εξουσίαν δηλ. να κρίνει κατά την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. μόνο επί εκείνων των μερών στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Εντεύθεν το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, που προεβλήθη στην πρωτοβάθμια δίκη και δεν υπεβλήθη εκ νέου εις αυτό (Εφετείο) με την έφεση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με τον σχετικό δεύτερο λόγο (υπ' αριθμ. 3.2.) των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν απήντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, τον οποίον είχε προβάλλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανεφέρθη δια της αναγνώσεως των πρακτικών της πρωτοδίκου αποφάσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, υπέπεσε δε, εντεύθεν, εις την πλημμέλεια της ελλείψεως της ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το Σύνταγμα και ο Κ.Ποιν.Δικ. (άρθρ. 510 παρ. 1 Δ' Κ.Ποιν.Δικ.). Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι, κατά τ'άνω εκτεθέντα, με την παραδοχή από το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, η τελευταία αυτή ατόνησε και η υπόθεση εξητάσθη εκ νέου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο σύνολό της ανεκκλήτως δια της προσβαλλομένης αποφάσεως και συνεπώς το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, αφού δεν υπεβλήθη και πάλι προς αυτό. Τέλος η επί μέρους αιτίαση του δικογράφου των προσθέτων λόγων (υπ' αριθμ. 3.4.2.), βάλλουσα κατά της ελλείψεως αιτιολογίας της πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 127/2003 αποφάσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέα. Μετά πάντα ταύτα και απορριπτομένων όλων των λόγων, της τε αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31.5.2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 151/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων ως και τους από 19.1.2007 προσθέτους λόγους. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα εις τα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν απαιτείται αιτιολογία για το δόλο για τη μεταφορά και προώθηση αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας του κατηγορουμένου, διότι ενυπάρχει στη θέλησή του να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος - όχι υπέρβαση εξουσίας, εάν ως εκ περισσού εκτίθεται ως προβλεπόμενο για την άνω πράξη άρθρο και έτερο άρθρο και εν προκειμένω το άρθρο 50 Ν. 2910/2001, για το οποίο δεν κατηγορείται αυτός, ούτε κατεδικάσθη, ούτε πρωτοδίκως ούτε κατ’ έφεση. Αυτοτελής ισχυρισμός, όπως ο περί πραγματικής πλάνης πρέπει να επαναφέρεται με την έφεση εκ νέου, αλλιώς το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Δόλος, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1491/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βησσαρίωνα Κωνσταντούλα, περί αναιρέσεως της 12069/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2024/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμή της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και γι' αυτό απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του, αντικειμενικώς, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το νόμο στοιχείων και τη θέση της υπογραφής του εκδότη επί του εντύπου, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέους άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, και αφετέρου, έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων) και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικώς στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά, για το δόλο (την πρόθεση) που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι ο δόλος αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός, δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 12069/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάσθηκε ένορκα στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής: Ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του προέδρου του Δ.Σ. του συνεταιρισμού με τον διακριτικό τίτλο ".......", εξέδωσε στη .... στις 22-2-2002 την υπ' αριθμ. ..... επιταγή ποσού 20.542.92 ευρώ, πληρωτέα από την Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα (Υποκατάστημα Αρσάκη 6 Αθήνα) σε διαταγή της εγκαλούσης εταιρίας με την επωνυμία "Αφοί Χαϊτόγλου Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία Α.Ε.". Η τελευταία νόμιμη τελευταία κομίστρια αυτής εμφάνισε αυθημερόν (22-2-02) την επίδικη επιταγή προς πληρωμή, ήτοι εντός της νομίμου οκταημέρου προθεσμίας στην Ε.Τ.Ε., η οποία ενεργούσε μετά από ρητή προς αυτή εξουσιοδότηση της πληρώτριας, ως αντιπρόσωπος αυτής σύμφωνα με το άρθρο 211 Α.Κ. (βλ. Α.Π. 726/2006) γεγονός που αναγράφεται επί του σώματος αυτής (επιταγής), και η οποία δεν πληρώθηκε, λόγω του ότι ο σχετικός τηρούμενος λογαριασμός, ο οποίος αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσης της ως άνω εκδότριας, δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος τόσο κατά το χρόνο εμφανίσεως και μη πληρωμής, όσο και κατά το χρόνο εκδόσεως. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τη απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1433, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αιτιολογείται με πληρότητα ο δόλος του κατηγορουμένου με την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωμής της επιταγής (22-2-2002), αυτός γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, δεν ήταν δε απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής (προσβαλλομένης) να εκτίθεται σ' αυτή ιδιαιτέρως περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση του αναιρεσείοντος για την ανυπαρξία κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον παραπάνω χρόνο, αφού όπως προαναφέρθηκε, για την τιμώρηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος ενυπάρχει στη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, δηλαδή στη θέληση εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και β) δεν ενέχει το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ασάφεια ή αντίφαση, εξαιτίας του γεγονότος ότι αναφέρεται σ' αυτό η λήψη υπόψη και αξιολόγηση των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο", αν και αναγνώσθηκε στην πραγματικότητα ένα μόνο έγγραφο και συγκεκριμένα, τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, καθόσον οφείλεται στην προκείμενη περίπτωση η χρησιμοποίηση πληθυντικού αριθμού για το αναγνωστέο έγγραφο σε προφανή γραφική παραδρομή. Τέλος, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι δεν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο από τον κατηγορούμενο ή τη συνήγορό του οιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός, ούτε εκείνος για κήρυξη του εκπροσωπούμενου από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο προαναφερθέντα συνεταιρισμού σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 7459/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ορίστηκε χρόνος παύσεως των πληρωμών η 1-1-2001, ήτοι προγενέστερος του χρόνου εκδόσεως και πληρωμής της επίδικης επιταγής (22-2-2002), οπότε λογίζεται η μη πληρωμή της ως ανυπαίτια και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1433. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα σε ισχυρισμό που δεν είχε υποβληθεί. Πέραν τούτου, ούτε από την ανωτέρω διάταξη, ούτε από κάποια άλλη προκύπτει ότι αν ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής κατά τον χρόνο έκδοσης ή πληρωμής αυτής έχει πτωχεύσει, ή έχει παύσει τις πληρωμές ως έμπορος το γεγονός τούτο επιδρά στο αξιόποινο της συμπεριφοράς του και ειδικότερα, ότι αίρει τον άδικο χαρακτήρα ή εξαλείφει το αξιόποινο του αδικήματος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1433 (ευθεία παραβίαση), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 12069/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία του εγκλήματος. Ορθή και αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση που καταδίκασε για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής τον αναιρεσείοντα, ο οποίος, με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου συνεταιρισμού εξέδωσε εν γνώσει του επιταγή, η οποία εμφανισθείσα εμπροθέσμως προς πληρωμή, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Δεν υπάρχει υποχρέωση στο Δικαστήριο να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν υποβλήθηκε παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1490/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαδογιάννη, περί αναιρέσεως της 1113/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Κατσαβό. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 465/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα τα οποία εισπράττει, με βάση σχετική συμφωνία, ο ασφαλιστικός πράκτορας ως ασφάλιστρα για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που έχει συνάψει, με την υποχρέωση να τα αποδώσει σε ορισμένο συμφωνημένο χρόνο ή όταν του ζητηθούν από την ασφαλιστική επιχείρηση. Η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος θεωρείται παράνομη όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1969/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2170/1993, ο ασφαλιστικός πράκτορας, ου έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας η περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σ' αυτή, κατά τον συμφωνημένο χρόνο, επέχει έναντι της επιχείρησης η οποία το δίνει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Π.Δ. 298/1986 ορίζεται ότι τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα, και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1113/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, μετατραπείσα προς 5,00 ευρώ ημερησίως. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της αναφέρεται ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, τα εξής: "Δυνάμει της από .... γραπτής συμβάσεως πρακτορεύσεως, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ των διαδίκων ο κατηγορούμενος ανέλαβε κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που διαλαμβάνονται σ' αυτή διενέργεια για λογαριασμό της εγκαλούσας (εδρεύουσας στην Αθήνα) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ" διαφόρων ασφαλιστικών εργασιών, αντί της νόμιμης και (με την άνω σύμβαση) συμφωνημένης προμηθείας. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος διαμεσολαβούσε ως πράκτορας μεταξύ της εγκαλούσας και τρίτων για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων παντός τύπου με προμήθειά του, που υπολογιζόταν με ποσοστό επί τοις εκατό επί των εισπραχθέντων καθαρών ασφαλίστρων των εκδοθέντων με τη μεσολάβησή του ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η πιο πάνω ποσοστιαία προμήθεια του κατηγορουμένου για τον κλάδο αυτοκινήτου ήταν κλιμακωτά και σε συνάρτηση με το ποσοστό ζημίας και συνολικών καθαρών ασφαλίστρων μέχρι 13%. Σύμφωνα με τον όρο 5 της εν λόγω συμβάσεως που αναφέρεται στην είσπραξη ασφαλίστρων, απόδοση λογαριασμών και διαχείρηση, προβλέπονται τα ακόλουθα: "α) Η είσπραξη των ασφαλίστρων θα πραγματοποιείται από τον "πράκτορα" υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιεί αυτός τις προς τούτο αποκλειστικά ειδικές και υπό της "Εταιρείας" εκδιδόμενες αποδείξεις. Ο "πράκτορας" φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο "πράκτορας" θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως θεματοφύλακας και υποχρεούται να τα καταθέτει στο Ταμείο της "Εταιρείας" το αργότερο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την είσπραξη τους. β) Ο "πράκτορας" έχει υποχρέωση να αποστέλλει στην "εταιρεία" για ακύρωση μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό εισπράξεων και ακυρώσεων ασφαλιστηρίων τα ασφαλιστήρια έγγραφα, που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλιζόμενους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του "πράκτορα", με την οποία θα βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και την μη αναγγελία τυχόν ζημίας. Σε περίπτωση που ο "πράκτορας" δεν αποστείλει τα πιο πάνω έγγραφα μέσα στην προθεσμία αυτή που ορίζεται παραπάνω οι απαιτήσεις της "εταιρείας" θα καταλογίζονται σε βάρος του και θα υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας, γ) Ο "πράκτορας" τηρεί, εκτός από τα λοιπά κατά νόμο βιβλία (ΚΒΣ κλπ) βιβλίο καταχωρήσεως ασφαλιστηρίων συμβολαίων για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται μέσω αυτού, στο οποίο αναφέρεται σε ιδιαίτερη στήλη η ημερομηνία εισπράξεως των αντιστοίχων ασφαλίστρων και βιβλίο ζημιών για τις συμβάσεις αυτές, δ) Τα βιβλία αυτά υποχρεούται να τα θέτει στην διάθεση της Ασφαλιστικής Επιχείρησης ή της Εποπτικής Αρχής του Υπουργείου Ανάπτυξης προς έλεγχο, παρέχοντας κάθε σχετική διευκόλυνση". Ακόμη, με τον έβδομο όρο της ανωτέρω συμβάσεως συμφωνήθηκε (μεταξύ άλλων) ότι αυτή θα ίσχυε για αόριστο χρόνο, ότι θα μπορούσε να λυθεί με καταγγελία κατά το ν. 1569/85 όπως ισχύει (7α), ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα μπορούσε να την καταγγείλει μετά από προειδοποίηση τουλάχιστον δύο μηνών (7β) ότι οποιαδήποτε παράβαση των όρων της παρούσας και του ν. 1569/85 όπως ισχύει, εκ μέρους του "πράκτορα" συνεπάγεται, εκτός άλλης ευθύνης του ποινικής ή αστικής και ο δικαίωμα της "εταιρείας" να καταγγείλει αμέσως και χωρίς την παραπάνω διμηνιαία προειδοποίηση την παρούσα (7γ) και ότι ο "πράκτορας" εντός 15 ημερών το αργότερο από τη λύση της συμβάσεως υποχρεούται να επιστρέψει στην "εταιρεία" τα τιμολόγια, τις επιγραφές, τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, τις αποδείξεις και τα συμβόλαια του "πρακτορείου" του, κάθε λογαριασμό και έγγραφο που αφορά δοσοληψίες του με την "εταιρεία" και την πελατεία του και να καταθέτει αμέσως και χωρίς καμία καθυστέρηση κάθε υφιστάμενο υπέρ αυτής υπόλοιπο, ευθυνόμενος ποινικά και αστικά (7στ). Σχετικά με την πιο πάνω ποσοστιαία (για τον κλάδο αυτ/των) προμήθεια του κατ/νου διευκρινίζεται επιπλέον, όπως αναγράφεται στα οικεία κεφάλαια του-από 1-10-97 παραρτήματος και της υπό την αυτή ημεροχρονολογία "Εμπορικής Πολιτικής", που επισυνάπτονται στην παραπάνω σύμβαση, ότι επί ασφαλιστηρίων συμβολαίων, μικτών καλύψεων και επί του συνόλου των καθαρών αυτών ασφαλίστρων είχε συμφωνηθεί η εν λόγω προμήθεια (μέχρι 13%), ενώ επί καλύψεως οποιασδήποτε μορφής αυτ/των ΦΔΧ και ταξί η προμήθεια του κατ/νου συμφωνήθηκε (για περιπτώσεις αστικής ευθύνης) μέχρι 8% και επί των λοιπών καλύψεων του ιδίου κλάδου (συμφωνήθηκε προμήθεια) μέχρι το προεκτιθέμενο ποσοστό (του 13%). Στα πλαίσια που διαγράφηκαν από την εν λόγω σύμβαση ο κατ/νος πρακτόρευσε την εγκαλούσα στην περιοχή της νήσου Χίου. Κατά το από 4-12-97 μέχρι 30-11-99 χρονικό διάστημα ο κατ/νος αυτός διαμεσολάβησε (με την ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα) και καταρτίστηκε μεταξύ της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας και τρίτων (μη εν προκειμένω διαδίκων) ικανός αριθμός ασφαλιστηρίων, συμβολαίων του κλάδου αυτ/των. Πιο αναλυτικά, οι ασφαλισμένοι αυτοί ήταν οι εξής: Γ1, Γ2, "....... ΟΕ", Γ4, Γ5, "......." τουριστική επιχείρηση, Γ7, Γ8, Γ9, Γ10, Γ11, "....... ΕΠΕ", Γ13, "....... ΕΠΕ", Γ15, Γ16, Γ17, Γ18, Γ19, Γ20, Γ21, Γ22, Γ23, Γ24, Γ25, Γ26, Γ27, Γ28, Γ29, Γ30, Γ31, "ΜΙΣΤΡΑΛ ΑΕ και Σ. ΖΑΝΝΙΚΟΣ ΑΕ", Γ33, Γ34, Γ35, Γ36, Γ37, Γ38, Γ39, Γ40, Γ41, Γ42, Γ43, Γ44, Γ45, Γ46 και Γ47. Τα συμβόλαια των ανωτέρω ασφαλισμένων ήταν τα υπ' αριθμ. ..... (του Γ1), .... (του Γ3), ..... (της εταιρείας "..... ΟΕ"), ..... (του Γ4), ...... (της Γ5), .....(της τουρ. Επιχείρησης ......), .... (του Γ7), ..... (της Γ8), ....., ..... (του Γ9), ......, ....., .... (του Γ10), ......., ......, ......, ..... (της Γ11), ....... (της ΕΠΕ "........."), ....., ....., ....., ....., ....., ....., ......, ....., ....., ....., ....., ....., ....., ......, ....., ......, ......., ......, ....... .....(του Γ13), ..... (της εταιρείας "....... ΕΠΕ"), ......, ......, ......, ....., ....., ......, ......, ......, ......., ....., ......., ......, ......, ......., ......., ......, ......, ......, ......, ......, ....., ....., ......, ....., ....., ....., ....., ....., ...., ....., ......, ......., ......., ......., ......., ......., ....., ......, ......, ......., .....(του Γ15), ......, ....., ...., ....., .... (του Γ16), ...... (του Γ17), ..... (του Γ18), ....., ....., ...., ...., ......, ......, ...... (του Γ19), ......, ......, ......, ......, ....., ....., ...., ....., ......, .... (της Γ20), ......, ...., ...... (του Γ21), ..... (του Γ22), ..... (του Γ23), ......(του Γ24), ..... (του Γ25), ..... (του Γ26), ..... (του Γ27), .... (της Γ28), .... (του Γ29) ..... (της Γ30) ..... (του Γ31) ..... (της ΑΕ Μιστράλ Ζαννίκος), ..... (του Γ33), ..... (του Γ34), ....., ..... (του Γ35), ... (του Γ36), ..... (του ......), .... (του Γ37), .... (του Γ38) ... (του Γ39), ... (του Γ40) .... (του Γ41).... (του Γ42), .... (του Γ43), .... (του Γ44), ... (του Γ45), ... (της Γ46) .....(του Γ47) αντιστοίχως. Η διάρκεια της ασφαλιστικής καλύψεως των ασφαλισμένων δυνάμει των ανωτέρω συμβολαίων οχημάτων ήταν: ...., ......, ....., ....., ....., ......, ....., ........ ......, ........, ......, ......., ......, ........, ....., ....., ....., ...., ....., ......, ....., ........., ....., ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......, ......., ....., ......, ....., ......, ......, ......, ......, ......., ......., ......, ......, ......., ......, ....., ......., ......., ......., ......., ....., ....., ......., ......, ......., ....., ....., ......, ......., ......., ....... ......, ......., ......., ......., ......, ....., ......, ......, ......., ....., ......., ......, ......, ......, ......., ......, ......, ........, ......, ......, ......, ......., ......., ......., ......., ......., ......, ......, ......., ......., ......, ......, ......., ......., ........, ......., ......., ......., ......., ......., ........, ......., ......, ......., ......, ......., ......., ......, ........, ......., ........, ......., ........, ......., ......., ........, ........, ......, ......, ......, ......, ......., ...... και ....... αντιστοίχως ως άνω. Τα μετ'αφαίρεση των πάσης φύσεως προμηθειών του κατ/νου καθαρά ασφάλιστρα, τα οποία αυτός κατά τους όρους της πιο πάνω συμβάσεως έπρεπε να αποδώσει στη δικαιούχο αυτών αντισυμβαλλομένη του (ήδη εγκαλούσα) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία ήταν από έκαστο εκ των προαναφερθέντων συμβόλαιο τα κατωτέρω σε δραχμές ποσά: 2.830, 4.526, 23.419, 26.542, 4.019, 32.273, 15.065, 51.033, 102.065, 51.033, 36.780, 13.207, 68.119, 51.033, 84.468, 23.647, 13.313, 23.647, 40.357. 5.251, 5.251, 5. 103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 27.195, 13.313, 23. 647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 23.647, 5. 103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.105, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 5.103, 79.373, 50.306, 64.524, 27.195, 27.195, 34.932, 36.198, 29.956, 37.970, 29.956, 26.246, 724, 34.943, 34.327, 33.142, 31.951, 25.790, 25.789, 23.673, 37.709, 34.232, 37.709, 4.620, 6.592, 21.821, 20. 598, 42.234, 42.234, 58.687, 13.313, 36.810, 40. 550, 40.550, 36.787, 36.787, 23.647, 23.647, 25.697, 65.788, 19.227, 13.972, 24.071, 13.361, 15.073, 62.560, 383.172, 54. 166, 1.919, 77.963, 77.963, 475, 3.745, 3.745, 1.709, 3.167, 47.410, 5.597, 7.301, 13.190, 2.820, 2.606, 21. 908,91. 633, 5.103 και 10.886 αντιστοίχως και συνολικώς (το οφειλόμενο και αποδοτέο στην εγκαλούσα χρηματικό ποσό ανέρχεται σε ) δρχ. 3.542.471= 10.399,05 ευρώ. Ο κατ/νος δεν ανταποκρίθηκε στην απορρέουσα από την προμνησθείσα σύμβαση - υποχρέωση του, δηλαδή, δεν συμμορφώθηκε ση βάση των όρων της συμβάσεως αυτής υποχρέωση που είχε να αποδώσει στην εγκαλούσα τα προεκτεθέντα χρηματικά ποσά των καθαρών ασφαλίστρων (μετ' αφαίρεση των προμηθειών του), τα οποία εδικαιούτο αυτή (εγκαλούσα) να λάβει από την πράκτορα της (κατ/νο) υποχρεούμενο να της τα αποστείλει εντός των προδιαλαμαβανομένων συμβατικών προθεσμιών. Το ανωτέρω συνολικό χρηματικό ποσό, το οποίο εισέπραξε ο κατηγορούμενος καίτοι υπήρχαν δήλες ημέρες αποδόσεως των επί μέρους ποσών και παρά τις έντονες οχλήσεις της εγκαλούσας εταιρίας κατά τους πρώτους μήνες του έτους 2000 έως και το Μάιο του 2000 δεν το απέδωσε, όπως είχε συμβατική υποχρέωση στην εγκαλούσα αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, στην αιτιολογία της απόφασης προσδιορίζεται με πληρότητα και σαφήνεια ο τρόπος περιελεύσεως των υπεξαιρεθέντων ασφαλίστρων στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθαν τα ασφάλιστρα στην κατοχή του, με τις παραδοχές ότι αυτός (κατηγορούμενος) ως ασφαλιστικός πράκτορας κατάρτιζε για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρίας συμβάσεις ασφαλίσεως, εισέπραττε για λογαριασμό της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας τα ασφάλιστρα για τις ασφαλιστικές συμβάσεις που ο ίδιος κατάρτιζε για λογαριασμό της και είχε την ιδιότητα του εντολοδόχου, ιδιότητα την οποία δεν αναιρεί υποχρέωση αυτού από την σύμβαση με την ασφαλιστική εταιρία, να παρακρατεί τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα, ως θεματοφύλακας, για ορισμένο χρόνο και να τα αποδίδει κατά το πρώτο δεκαήμερο από την είσπραξη των επί μέρους χρηματικών ποσών. Περαιτέρω, περιγράφεται η εκδήλωση βουλήσεως ιδιοποιήσεως των ασφαλίστρων της εγκαλούσας εταιρίας με την παραδοχή του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 4-12-1997 έως 30-11-1999 εισέπραξε (αφού πρακτόρωσε) το ανερχόμενο σε 3.542.471 δραχμών ή 10.396 ευρώ συνολικό ποσό καθαρών ασφαλίστρων, το οποίο όφειλε να αποδώσει στην εγκαλούσα ασφαλιστική εταιρία ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ μέσα σε δέκα ημέρες από την είσπραξη των επί μέρους χρηματικών ποσών, αρνήθηκε να το πράξει παρά τις έντονες οχλήσεις αυτής, εκδηλώνοντας έτσι έμπρακτα κατά τους πρώτους μήνες του έτους 2000 έως και το Μάϊο του ίδιου έτους την πρόθεσή του και το σκοπό του να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Εξάλλου, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης μνημονεύονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα (απολογία κατηγορουμένου δεν υπάρχει λόγω εκπροσωπήσεώς του στη δίκη από συνήγορο), που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, των όσων προεκτέθηκαν, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση αυτών, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες, πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσεως πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ" (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1113/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ", την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση. Στοιχεία εγκλήματος. Υπεξαίρεση διαπράττει και ο ασφαλιστικός πράκτορας, ο οποίος κατακρατεί και ιδιοποιείται τα ασφάλιστρα τα οποία εισπράττει για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρίας με την οποία έχει καταρτίσει σύμβαση πρακτορείας, διότι ο ασφαλιστικός πράκτορας δυνάμει της συμβάσεως αυτής καθίσταται εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη της υπεξαίρεσης, ο οποίος ως ασφαλιστικός πράκτορας είχε υποχρέωση -σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας- να αποδίδει στην τελευταία εντός δέκα ημερών από την είσπραξή τους, τα ασφάλιστρα που εισέπραττε κατ’ εντολή της και για λογαριασμό της και ο οποίος, καίτοι εισέπραξε από 4-12-1997 μέχρι 30-11-1000 ως ασφάλιστρα το συνολικό ποσό των 3.542.471 δραχμών ή 10.396 ευρώ, δεν το απέδωσε στην παθούσα αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1498/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενη τη Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 664/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 333/19.09.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω εκκαλουμένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 1106/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επαναδιετυπώθη σαφέστερα η κατ'αυτού κατηγορία και παραπέμπεται αυτός ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δι'υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, από κοινού μετά της Χ2. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγον αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, εκ του άρθρ. 375 § § 1 και 2 Π.Κ. προκύπτει ότι ο παρανόμως ιδιοποιούμενος ξένο (εν λόγω ή εν μέρει) κινητό πράγμα, περιελθόν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του, τιμωρείται, αν πρόκειται περί αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος σ'αυτόν λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνος του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 98 § 2 Π.Κ., ως η παράγραφος αυτή προσετέθη δι'άρθρ. 14 § 1.1. Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικώς υπ'όψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Εξ'άλλου, έλλειψη της κατά το άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και το άρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση σχετικώς με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 572/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, κατ'είδος ορισμένων, προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη των, έχουν ως εξής: Στις αρχές Οκτωβρίου 1999, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εμφανίστηκε στα γραφεία της μηνύτριας εταιρίας με την επωνυμία "OLYMPIC ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ & ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο AVIS, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών τις τουριστικές επιχειρήσεις και ειδικεύεται στις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, και αφού ανέφερε στη νόμιμη εκπρόσωπο αυτής ότι εκπροσωπούσε την εδρεύουσα στην Κολωνία της Γερμανίας εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......"(..... ΕΠΕ), η οποία διατηρεί τουριστικό γραφείο στην ως άνω πόλη με το διακριτικό τίτλο "....", ζήτησε συνεργασία με την πρώτη, συνιστάμενη στη μίσθωση αυτοκινήτων ιδιοκτησίας της AVIS για λογαριασμό πελατών του τουριστικού γραφείου "...." αντί προμήθειας. Κατόπιν της ως άνω δηλώσεως του κατηγορουμένου τούτου και την αποστολή σχετικών προτάσεων εκ μέρους της μηνύτριας στο παραπάνω τουριστικό γραφείο, για να τεθούν υπόψη αυτού, τον οποίο η μηνύτρια εταιρία θεωρούσε ως νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής αυτής, κατόπιν εντολής της κατηγορουμένης Χ2, νόμιμης εκπροσώπου και εταίρου της τελευταίας αυτής εταιρίας, συνήφθη η από .... αρχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και η από ..... τροποποιητική αυτής, προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας, όπως τροποποιήθηκε, οι ως άνω κατηγορούμενοι, ενεργώντας ως εκπρόσωποι της εδρεύουσας στην Κολωνία εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......" ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι της μηνύτριας, να προβαίνουν με τις προαναφερόμενες ιδιότητες τους αντί προμήθειας, την οποία θα λάμβανε η εκπροσωπούμενη απ' αυτούς εταιρία απευθείας από τον πελάτη, να προβαίνουν στην κράτηση συγκεκριμένου κάθε φορά τύπου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της μηνύτριας, για ορισμένο χρονικό διάστημα για συγκεκριμένους πελάτες του ως άνω τουριστικού γραφείου, οι οποίοι θα ταξίδευαν στην Ελλάδα και επιθυμούσαν τη μίσθωση αυτοκινήτου, το οποίο θα το παραλάμβαναν σε οποιοδήποτε από τα καταστήματα της μηνύτριας στην Ελλάδα, εισπράττοντας οι κατηγορούμενοι κατ' εντολή και για λογαριασμό της (μηνύτριας), μίσθωμα εκ των προτέρων συμφωνημένο, για το οποίο συμπλήρωναν, ως προς τον αύξοντα αριθμό, ημερομηνία εκδόσεως, όνομα πελάτη, κατηγορία οχήματος, ημέρες μίσθωσης, ημερομηνία και ώρα παραλαβής και παράδοσης του οχήματος, θέτοντας επί πλέον τη σφραγίδα και την υπογραφή του γραφείου τους (.....), τα εκδιδόμενα και αποστελλόμενα από τη μηνύτρια σε τρία αντίγραφα (λευκό, ροζ, κίτρινο) ..., που αντιπροσώπευαν τη συγκεκριμένη κατά περίπτωση χρηματική αξία, την οποία (αξία) όφειλαν (κατηγορούμενοι) να την αποδίδουν αυτούσια στη μηνύτρια, μετά πάροδο 21 ημερών από την εκ μέρους της τελευταίας αποστολή αναλυτικής κατάστασης όλων των επί μέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων (....) του ίδιου μήνα και των αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ), που εξέδιδε η τελευταία μετά την εμφάνιση του εκάστοτε πελάτη και την παραλαβή απ'αυτόν ενός εκ των αντιγράφων του ..... Στα πλαίσια της ανωτέρω συνεργασίας, οι κατηγορούμενοι, αν και εισέπραξαν από κοινού, για λογαριασμό της μηνυτρίας, ως εντολοδόχοι αυτής, κατά το από 21-3-2000 μέχρι 27-9-2000 χρονικό διάστημα, το ιδιαιτέρως μεγάλο συνολικό ποσό ύψους 88.968.015 δραχμών (261.094,68 ευρώ) το οποίο όφειλαν να το αποδώσουν αυτούσιο στη μηνύτρια καταθέτοντας αυτό στον υπ'αριθμ. ..... λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (υποκατάστημα Χαλανδρίου), αυτοί (κατηγορούμενοι), παρά το γεγονός ότι η μηνύτρια τους διαβίβαζε εγκαίρως τις αναλυτικές καταστάσεις όλων των επιμέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων του κάθε μήνα και τις αντίστοιχες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.) που είχε εκδώσει για κάθε εκμίσθωση αυτοκινήτου που πραγματοποιούνταν, δεν το απέδωσαν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αλλά από κοινού το κατακράτησαν ιδιοποιούμενοι αυτό παράνομα. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, δια την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε. Ειδικότερα δε, αυτό δέχεται ότι ο αναιρεσείων ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας "......". Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξ'άλλου, οι υπό την επίκληση του ιδίου αναιρετικού λόγου αιτιάσεις, οι οποίες πλήττουν την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 29 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β'του Ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείρηση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Όταν το έγκλημα της υπεξαίρεσης έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, τη οποίαν έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα, επί υπεξαιρέσεως, υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στη συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ των ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στη συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3308/2006 βούλευμά του, δέχθηκε με δικές του σκέψεις και συμπληρωματικά αναφερόμενο επιτρεπτώς στην ενσωματωμένη σ'αυτό Εισαγγελική πρόταση, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα παραδοθέντα στη μηνύτρια συμπληρωματικά σχετικά ..... με τις συνημμένες σ'αυτά αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά υπομνήματά τους, ότι προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σ'αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τα ουσιώδη μέρη τους, έχουν ως εξής: Στις αρχές Οκτωβρίου 1999, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 εμφανίστηκε στα γραφεία της μηνύτριας εταιρίας με την επωνυμία "OLYMPIC ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο AVIS, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών τις τουριστικές επιχειρήσεις και ειδικεύεται στις ενοικιάσεις αυτοκινήτων, και αφού ανέφερε στη νομική εκπρόσωπο αυτής ότι εκπροσωπούσε την εδρεύουσα στην Κολωνία της Γερμανίας εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....... (....... ΕΠΕ", η οποία διατηρεί τουριστικό γραφείο στην ως άνω πόλη με το διακριτικό τίτλο ".....", ζήτησε συνεργασία με την πρώτη, συνισταμένη στη μίσθωση αυτοκινήτων ιδιοκτησίας της AVIS για λογαριασμό πελατών του τουριστικού γραφείου ".....", αντί προμήθειας. Κατόπιν της ως άνω δηλώσεως του κατηγορουμένου τούτου και την αποστολή σχετικών προτάσεων εκ μέρους της μηνύτριας στο παραπάνω τουριστικό γραφείο, για να τεθούν υπόψη αυτού, τον οποίο η μηνύτρια θεωρούσε ως νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής αυτής, κατόπιν εντολής της κατηγορουμένης Χ2, νόμιμης εκπροσώπου και εταίρου της τελευταίας αυτής εταιρίας, συνήφθη η από .... αρχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας και η από ..... τροποποιητική αυτής, προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας, όπως τροποποιήθηκε, οι ως άνω κατηγορούμενοι, ενεργώντας ως εκπρόσωποι της εδρεύουσας στην Κολωνία εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "......" ανέλαβαν την υποχρέωση έναντι της μηνύτριας, να προβαίνουν με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους αντί προμηθείας, την οποία θα λάμβανε η εκπροσωπούμενη απ' αυτούς εταιρία απευθείας από τον πελάτη, στην κράτηση συγκεκριμένου κάθε φορά τύπου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της μηνύτριας, για ορισμένο χρονικό διάστημα για συγκεκριμένους πελάτες του ως άνω τουριστικού γραφείου, οι οποίοι θα ταξίδευαν στην Ελλάδα και επιθυμούσαν, τη μίσθωση αυτοκινήτου, το οποίο θα το παραλάμβαναν σε οποιοδήποτε από τα καταστήματα της μηνύτριας στην Ελλάδα, εισπράττοντας οι κατηγορούμενοι κατ' εντολή και για λογαριασμό της (μηνύτριας) μίσθωμα εκ των προτέρων συμφωνημένο, για το οποίο συμπλήρωναν, ως προς τον αύξοντα αριθμό, ημερομηνία εκδόσεως, όνομα πελάτη, κατηγορία οχήματος, ημέρες μίσθωσης, ημερομηνία και ώρα παραλαβής και παράδοσης του οχήματος, θέτοντας επί πλέον τη σφραγίδα και την υπογραφή του γραφείου τους (.....", τα εκδιδόμενα και αποστελλόμενα από τη μηνύτρια σε τρία αντίγραφα (λευκό, ροζ, κίτρινο) ..., που αντιπροσώπευαν τη συγκεκριμένη κατά περίπτωση χρηματική αξία, την οποία (αξία) όφειλαν (κατηγορούμενοι) να την αποδίδουν αυτούσια στη μηνύτρια, μετά πάροδο 21 ημερών από την εκ μέρους της τελευταίας αποστολή αναλυτικής κατάστασης όλων των επί μέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων (....) του ίδιου μήνα και των αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.), που εξέδιδε η τελευταία μετά την εμφάνιση του εκάστοτε πελάτη και την παραλαβή απ' αυτόν ενός εκ των αντιγράφων του ...... Το γεγονός ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του στην κρινόμενη έφεση, ενεργούσε ως εντολοδόχος της μηνύτριας εταιρίας, με την οποία συνεβλήθη και συναλλασσόταν στα πλαίσια της επίδικης συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας, συνάγεται και 1) από την απολογία της συγκατηγορουμένης του Χ2, η οποία ερωτηθείσα σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου που έθεσε τη μία από τις δύο υπογραφές δίπλαστη σφραγίδα της επιχειρήσεώς της στην από 19-10-1999 έγγραφη προσφορά της εγκαλούσας προς την ..... και σε κάθε σελίδα του εγγράφου αυτού, κατέθεσε ότι "η δεξιά υπογραφή πρέπει να ανήκει στον κ. Χ1 (εκκαλούντα)", 2) από το από ..... FAX της μηνύτριας εταιρίας σχετικά με τους νέους όρους της τροποποιημένης συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας, απευθυνόμενο προς την κατηγορούμενη Χ2 με κοινοποίηση στον "Κο Χ1 ......, στο οποίο, σημειωτέον, καθόσον αφορά τον τρόπο αποδόσεως των προκαταβλητέων μισθωμάτων στη μηνύτρια, αναφέρεται ότι η πληρωμή συμβολαίων ενοικιάσεως αυτοκινήτων στη μηνύτρια, βάσει των συμπληρωμένων από την ......, θα γινόταν μετά την αποστολή στο τέλος κάθε μήνα από τη μηνύτρια στους κατηγορούμενους αναλυτικής καταστάσεως, αναγράφουσας το σύνολο των συμβολαίων του μήνα, του εν συνεχεία έλεγχο της τελικής λίστας του μην από τους κατηγορούμενους, με έμβασμα σε δραχμές στο λογαριασμό της μηνύτριας στην Εθνική Τράπεζα Νο ...... κατάστημα Χαλανδρίου (ΟΛΥΜΠΙΚ Α.Ε.) και 3) από την κατάθεση της μάρτυρος ...., βοηθού του διευθύνοντος συμβούλου της μηνύτριας εταιρίας, κατά το χρόνο εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης εργαζομένης στο τμήμα πωλήσεων της ίδιας εταιρίας, η οποία κατέθεσε σχετικά: "Όλες τις επαφές τις είχα με τον πρώτο μηνυόμενο, ο οποίος εμφανιζόταν σαν νόμιμος εκπρόσωπος της παραπάνω εταιρίας που εδρεύει στην Κολωνία Γερμανίας", και 4) από την κατάθεση της μάρτυρος ....... εργαζόμενης στο λογιστήριο της μηνύτριας εταιρίας, η οποία κατέθεσε σχετικά "Με την ιδιότητά μου αυτή ήρθα επανειλημμένα σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Χ1, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που η εταιρία ".......ΕΠΕ" είχε ορίσει ως υπεύθυνο να συναλλάσσεται με την εταιρία μας". Ο εκκαλών, όμως και η συγκατηγορούμενή του Χ2, αν και στα πλαίσια της ως άνω εμπορικής συνεργασίας κατά το από 21-3-2000 μέχρι 27-9-2000 χρονικό διάστημα εισέπραξαν από κοινού, ως εντολοδόχοι της μηνύτριας, για λογαριασμό της, από πελάτες, μισθωτές αυτοκινήτων της μηνύτριας, το ιδιαιτέρως μεγάλο συνολικό ποσό ύψους 88.968.015 δραχμών (261.094,68 ευρώ) συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. το οποίο όφειλαν να το αποδώσουν αυτούσιο στη μηνύτρια κατά τα συμφωνηθέντα, καταθέτοντας αυτό στον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (υποκατάστημα Χαλανδρίου), αυτοί (κατηγορούμενοι), παρά το γεγονός ότι η μηνύτρια τους διαβίβαζε εγκαίρως τις αναλυτικές καταστάσεις όλων των επιμέρους συμβολαίων εκμίσθωσης αυτοκινήτων του κάθε μήνα και τις αντίστοιχες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.) που είχε εκδώσει για κάθε εκμίσθωση αυτοκινήτου που πραγματοποιούνταν, δεν το απέδωσαν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αλλά από κοινού το κατακράτησαν ιδιοποιούμενοι αυτό παράνομα. Εν όψει αυτών έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, από κοινού μετά της Χ2, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 45, 98, 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ., όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, επαναδιατύπωσε σαφέστερα την κατ' αυτού κατηγορία και παρέπεμψε αυτόν και την συγκατηγορουμένη του Χ2 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστούν για την κακουργηματική υπεξαίρεση, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, όπως επαναδιατυπώθηκε, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, διέλαβε σ'αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για τις οποίες παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες, ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υφίσταται ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρεσείων ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας "......" και εντολοδόχος της μηνύτριας εταιρίας, με την οποία συνεβλήθη και συναλλασσόταν στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης εμπορικής συνεργασίας. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίκληση του ως άνω λόγου πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠοινΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 3308/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία υπεξαίρεσης (κοινής και κακουργηματικής). Έννοιες «ξένου κινητού πράγματος», «παράνομης ιδιοποίησης», «κατοχής» και «διαχειριστής ξένης περιουσίας». Για την κατάφαση κακουργηματικής υπεξαίρεσης, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το πράγμα που αυτός ιδιοποιείται, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής. Γι’ αυτό τελεί υπεξαίρεση αν δεν τα αποδώσει στον εντολέα και τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στοιχεία συναυτουργίας και ειδικότερα επί υπεξαιρέσεως. Αιτιολογημένο το προσβαλλόμενο βούλευμα που απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1489/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καρατζογιάννη, περί αναιρέσεως της 558/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1483/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της πλημμεληματικής υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη δ) παράνομη ιδιοποίηση το πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υποκειμενικά, απαιτείται δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την παρακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε ως αποδειχθέντα στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 558/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος για την πράξη της υπεξαίρεσης σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της αναφέρεται ότι από την κατάθεση χωρίς όρκο του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που φέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα και την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν μεταξύ άλλων, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, τα εξής: Ο κατηγορούμενος στην ..... στις 23-4-2001, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και συγκεκριμένα, κατά την ανωτέρω χρονολογία, πήγε στο Υποκατάστημα ......της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος για ανάληψη εκ των καταθέσεων σε αυτή 1.000.000 δραχμών. Η ταμίας της Τράπεζας ...... εκ παραδρομής παρέδωσε σε αυτόν βάσει των σχετικών παραστατικών δύο δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων, ήτοι ποσό 2.000.000 δραχμών, το οποίο έλαβε αυτός (κατηγορούμενος) και ανεχώρησε από την Τράπεζα. Όταν δε εντοπίστηκε το λάθος από την ανωτέρω υπάλληλο και οχλήθηκε αυτός (κατηγορούμενος) να επιστρέψει το εκ λάθους περιελθόν σ' αυτόν επί πλέον ποσό του 1.000.000 δραχμών, αρνήθηκε να το αποδώσει στην Τράπεζα, ιδιοποιηθείς αυτό παράνομα. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ., προβάλλοντας την αιτίαση, ότι τα προκύψαντα από τις αποδείξεις πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, δεν πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του από τη διάταξη αυτή προβλεπομένου και τιμωρουμένου εγκλήματος της υπεξαίρεσης, για το οποίο καταδικάστηκε, αφού με την παράδοση της κατοχής των χρημάτων από την υπάλληλο της τράπεζας στον ίδιο (αναιρεσείοντα κατηγορούμενο) δεν μεταβιβάστηκε μόνο η κατοχή, αλλά και η κυριότητα αυτών. Σύμφωνα όμως με τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης από λάθος της τραπεζικής υπαλλήλου, ...... παραδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο το χρηματικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, αν και ο ίδιος είχε ζητήσει την ανάληψη χρηματικού ποσού 1.000.000 δραχμών και η συγκεκριμένη υπάλληλος από παραδρομή νόμιζε ότι του παραδίδει το αιτηθέν ποσό. Οσον αφορά, επομένως, το επιπλέον χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, δεν υπήρξε μεταξύ των ως άνω συμφωνία για τη μετάθεση της κυριότητάς του και δεν καταρτίστηκε, κατόπιν τούτου, η αντίστοιχη εμπράγματη σύμβαση, ούτε μετατέθηκε η κυριότητα των χρημάτων αυτών στον αναιρεσείοντα (άρθρο 1034 ΑΚ). Υστερα από όλα αυτά ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 324, 351, 358, 463 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώστηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠοινΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 δ' ΚΠοινΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Δεν υπάρχει όμως, ακυρότητα, ούτε παραβιάζεται η αρχή της δημοσιότητας και προφορικότητας της δίκης, όταν το περιεχόμενο του μη αναγνωρισθέντος εγγράφου που λήφθηκε υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, προκύπτει από άλλα αποδεικτικά έγγραφα, είτε από καταθέσεις μαρτύρων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης δεν φέρεται αναγνωσθέν "το παραστατικό ανάληψης (εντολή πληρωμής) της ΑΤΕ που είχε υπογραφεί από τον διευθυντή του καταστήματος της Τράπεζας", πλην, όμως, το ουσιαστικό περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου που αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης και λήφθηκε υπόψη για τον σχηματισμό της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του δικαστηρίου προκύπτει ιδιαίτερα από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, ....και ...., αλλά και από την χωρίς όρκο κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας "ΑΤΕ Α.Ε." ...... Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ως εκ του ότι το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το προαναφερόμενο έγγραφο που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο και επομένως ο αναιρεσείων δεν μπόρεσε να επιφέρει επ' αυτού τις παρατηρήσεις του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1 Σεπτεμβρίου 2006 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 558/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία υπεξαίρεσης (κοινής). Έννοιες «ξένου κινητού πράγματος», «παράνομης ιδιοποίησης». Απορρίπτεται ως αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι καταδικάστηκε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αντίστοιχης ουσιαστικής ποινικής διάταξης για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης. Ορθή καταδίκη για υπεξαίρεση του κατηγορουμένου, ο οποίος ιδιοποιήθηκε παρανόμως ποσό 1 εκατομμυρίου δρχ. που περιήλθε στην κατοχή του από λάθος του ταμία τράπεζας απορριπτομένου του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι με τον τρόπο αυτό δεν περιήλθε σε αυτόν μόνο η κατοχή αλλά και η κυριότητα του χρηματικού ποσού. Δεν επέρχεται απόλυτα ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του δικάσαντος δικαστηρίου, αν το περιεχόμενο εγγράφου που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο αλλά λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήρια ή άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου, κλπ.) Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
2
Αριθμός 1487/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 34208/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1377/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 463/26.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον σας μετά της σχετικής δικογραφίας την από 19-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, που ησκήθη δια δηλώσεως του, υπογεγραμμένην δια του παραστάντος κατά την συζήτησιν της υπόθεσης πληρεξουσίου του δικηγόρου, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 20-7-2007, κατά της υπ'αριθ. 34208/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δια της οποίας κατεδικάσθη σε φυλάκιση 6 μηνών που μετετράπη προς 5 ευρώ ημερησίως και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά το άρθρο 501 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., αν κατά την συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή, αν συντρέχει περίπτωση του άρθρ. 340 § 2 του ίδιου κώδικα, σε πταίσματα και πλημμελήματα, ήδη δε μετά την αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρ. 13 του ν. 3346/2005 και σε κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του, η οποία δίδεται κατά τις διατυπώσεις του άρθρ. 42 § 2 εδ. γ' Κ.Π.Δ. Στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι'αυτόν. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρ. 473 § 2α Κ.Π.Δ. η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που κατεδικάσθη και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Από τις ανωτέρω διατάξεις εν συνδυασμώ με εκείνη του άρθρου 473 § 3 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι η κατά του εκκαλούντος, που εκπροσωπήθη πλήρως από τον διορισθέντα με παρεμπίπτουσα απόφαση συνήγορο, εκδοθείσα απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λογίζεται ότι εδημοσιεύθη με την πραγματική παρουσία του εκκαλούντος και ότι η τασσομένη προς άσκηση της κατά της αποφάσεως αυτής αναιρέσεως με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προθεσμία, που ορίζεται σε είκοσι ημέρες, αρχίζει από τότε που η ως άνω τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαία η προς τον εκκαλούντα επίδοσή της, αφού αυτός δικάζεται σαν να είναι παρών. Τέλος, κατ'αρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ, η εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Α.Π. 1711/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 1084, ΑΠ 1823/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 514, ΑΠ 361/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ'σελ. 889). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία, παραδεκτώς επισκοπεί ο 'Αρειος Πάγος, για την έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: Με παρεμπίπτουσα ταυτάριθμη με την προσβαλλομένη απόφαση επετράπη η εκπροσώπηση του μη εμφανισθέντος εκκαλούντος - κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Στίκα ενώπιον του, ως Εφετείου, δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της ασκηθείσης εφέσεως του κατά της υπ'αριθ. 85685/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επομένως ο κατηγορούμενος-εκκαλών εδικάσθη σαν να είναι παρών. Όπως δε προκύπτει από την βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως, η προσβαλλομένη απόφαση κατεχωρήθη καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στις 21-6-2007, ενώ η αίτηση αναιρέσεως που ησκήθη από τον καταδικασθέντα με δήλωση του, όπως προκύπτει από την επί του σώματος αυτής σημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας, επεδόθη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 20-7-2007, ήτοι μετά την πάροδον της ως άνω τασσόμενης προθεσμίας των 20 ημερών, ο δε αναιρεσείων ουδένα λόγον ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος επικαλείται προς δικαιολόγηση του εκπροθέσμου της αναίρεσής της. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως, ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρ. 476 § 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, η από 20-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της υπ' αριθ. 34208/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι τη 12 Νοεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., αν κατά την συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή, αν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 340 § 2 του ίδιου κώδικα, σε πταίσματα και πλημμελήματα, ήδη δε μετά την αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρο 13 του ν. 3346/2005 και σε κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του, η οποία δίδεται κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 § 2 εδ. γ' Κ.Π.Δ. Στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 473 § 2α Κ.Π.Δ., η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 1. Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 473 § 3 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι η κατά του εκκαλούντος, που εκπροσωπήθηκε πλήρως από τον διορισθέντα με παρεμπίπτουσα απόφαση συνήγορο, εκδοθείσα απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λογίζεται ότι δημοσιεύθηκε με την πραγματική παρουσία του εκκαλούντος και ότι η τασσομένη προς άσκηση της κατά της αποφάσεως αυτής αναιρέσεως με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προθεσμία, που ορίζεται σε είκοσι ημέρες, αρχίζει από τότε που η ως άνω τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρηθεί στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαία η προς τον εκκαλούντα επίδοσή της, αφού αυτός δικάζεται σαν να είναι παρών. Τέλος, κατά το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ, η εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία, παραδεκτώς επισκοπεί ο 'Αρειος Πάγος, για την έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με παρεμπίπτουσα ταυτάριθμη με την προσβαλλομένη απόφαση επιτράπηκε η εκπροσώπηση του μη εμφανισθέντος εκκαλούντος - κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Στίκα ενώπιον του, ως Εφετείου, δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση της ασκηθείσης εφέσεως του κατά της υπ'αριθ. 85685/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επομένως ο κατηγορούμενος-εκκαλών δικάσθηκε σαν να είναι παρών. Όπως δε προκύπτει από την βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως, η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στις 21-6-2007, ενώ η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα με δήλωση του, όπως προκύπτει από την επί του σώματος αυτής σημείωση της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 20-7-2007, ήτοι μετά την πάροδο της ως άνω τασσόμενης προθεσμίας των 20 ημερών, ο δε αναιρεσείων ουδένα λόγον ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος επικαλείται προς δικαιολόγηση του εκπροθέσμου της αναίρεσής του. Συνεπώς, η κρινόμενη από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1 είναι εκπρόθεσμη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος να προσέλθει και εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠοινΔ) κατά την επί του φακέλλου επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα και τη μη εμφάνισή του, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 34208/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για να συντελεστεί η δια δηλώσεως άσκηση της αίτησης αναιρέσεως από τον καταδικασθέντα πρέπει το σχετικό δικόγραφο να περιέλθει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με επίδοση από δικαστικό επιμελητή μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από της καταχωρήσεως της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, εφόσον ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης ή εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να γίνεται επίκληση ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος και να μνημονεύονται στο δικόγραφο τα σχετικά με αυτά περιστατικά εξαιτίας των οποίων ο αναιρεσείων δεν άσκησε εμπρόθεσμα την αίτηση αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 1486/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Φωτιάδου, για αναίρεση της 1958/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως ως και στο από 11 Νοεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 886/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με την κρινόμενη από 7 Μαΐου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1958/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 11 Νοεμβρίου 2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. ΙΙ.- Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 παρ. 1 εδ, α' του Κ.Ποιν.Δ λόγω μη εμφάνισης του εκκαλούντος στο ακροατήριο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.ΠοινΔ λόγο αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνει με σαφήνεια και πληρότητα, τα σχετικά με την προβλεπόμενη από το άρθρο 500 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος, η οποία γίνεται είτε κατά τα άρθρα 155 επ. 166 του Κ.Ποιν.Δ, με επίδοση της κλήσης, είτε κατά τα άρθρα 349 παρ. 2, 352 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, με αναβολή της δίκης σε ρητή δικάσιμο, είτε με τον ορισμό ρητής δικασίμου μετά από ακύρωση της διαδικασίας (άρθρο 341 Κ.ΠοινΔ). Έτσι, στην περίπτωση "κλήτευσης" του κατηγορουμένου σε ρητή δικάσιμο, που ορίσθηκε με την απόφαση που έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας, για την αιτιολογία της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, αρκεί η μνεία της παραπάνω απόφασης και του ότι με αυτήν ορίστηκε ως ρητή δικάσιμο η ημέρα συζήτησης της έφεσης κατά την οποία αυτή απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτά επισκοπούμενα προς έλεγχο της βασιμότητας λόγου αναίρεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμ. 9472/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η από 29-9-2004 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατά της υπ' αριθμ. 49665/2004 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για α)ψευδορκία μάρτυρα και β)ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατ' εξακολούθηση σε συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Με την υπ' αριθμ. 8290/2006 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου έγινε δεκτή η από 6-7-2006 αίτηση του κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από το συνήγορο του Ιπποκράτη Μυλωνά δικηγόρο Αθηνών, και ακυρώθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, ορίσθηκε δε νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης η 28-2-2007 "κατά την οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να προσέλθει χωρίς κλήτευση". Κατά τη δικάσιμο αυτή, όπως ειδικότερα προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος και η παραπάνω έφεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Για την απόρριψή της το Δικαστήριο διέλαβε την παρακάτω κατά λέξη αιτιολογία. "Επειδή, όπως προκύπτει από το αντίγραφο της υπ' αριθμ. 8290/2006 αποφάσεως του αυτού Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται στη δικογραφία και το οποίο αναγνώσθηκε, ο κατηγορούμενος ήταν απών, είχε εκπροσωπηθεί δια πληρεξουσίου δικηγόρου στη δικάσιμο της 8-11-2006 κατά την οποία ακυρώθηκε η υπ' αριθμ. 9472/2005 απόφαση και διετάχθη σε ρητή δικάσιμο για την σήμερον, του γνωστοποιήθηκε δε η σημερινή δικάσιμος μέσω του εκπροσώπου-συνηγόρου του Ιπποκράτη Αλεξάνδρου Μυλωνά. Επομένως ο κατηγορούμενος έχει νόμιμα κλητευθεί για να εμφανισθεί σήμερα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και να υποστηρίξει την έφεσή του κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με αριθμό 49665/04. Επομένως αφού δεν εμφανίστηκε πρέπει να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 5460 με χρονολογία 29-9-04 έφεσή του ως ανυποστήρικτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326, 340 και 501 Κ.Ποιν.Δ". Με το παραπάνω περιεχόμενο η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της, αφού αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος προς εμφάνισή του κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του στις 28-2-2007, η οποία ορίσθηκε με την απόφαση που έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας κατά την οποία αυτός (κατηγορούμενος) είχε εκπροσωπηθεί από τον αναφερόμενο συνήγορό του, στον οποίο γνωστοποιήθηκε από το Δικαστήριο η ορισθείσα δικάσιμος προς εκδίκαση της εφέσεως του (κατηγορουμένου) και η μη εμφάνιση του τελευταίου για να υποστηρίξει αυτήν (έφεση του).Επομένως το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ που του αποδίδονται με τον μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο (έλλειψη αιτιολογίας) και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο (έλλειψη νόμιμης βάσης) αντίστοιχα, οι οποίοι συνεπώς είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7 Μαΐου 2007 αίτηση και τους από 11 Νοεμβρίου 2007 πρόσθετους επ' αυτής λόγους του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1958/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόρριψη της εφέσεως του κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτης. Σε περίπτωση «κλήτευσης» του κατηγορουμένου σε ρητή δικάσιμο, που ορίστηκε με την απόφαση που έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας, για την αιτιολογία της απόφασης, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, αρκεί η μνεία της παραπάνω απόφασης και του ότι με αυτήν ορίστηκε ως ρητή δικάσιμος η ημέρα συζήτησης της έφεσης, κατά την οποία αυτή απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 1485/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Σπινάσα, περί αναιρέσεως της 254, 450/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 , που δεν παρέστη στο ακροατήριο και συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2, 2) Χ3 και 3) Χ4. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 576/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Kατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα και ο ίδιος να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο "όποτε ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου η από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναφέρεται και αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ν' αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης από αμέλεια κατά την εκτέλεση οποιουδήποτε οικοδομικού έργου, επιβάλλει στους κατά το νόμο υπευθύνους του έργου η διάταξη του άρθρου 1 του π.δ. 778/1980 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών", κατά την οποία "επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως χρωματισμού οικοδομών ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, ηλεκτρολογικών εργασιών τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων του έργου και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων", μεταξύ των οποίων: α) οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 15, που προβλέπουν στα πλαίσια λήψης μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών τη χρήση ικριωμάτων (σταθερών, κινητών, μεταλλικών, ξύλινων κλπ) και τον τρόπο κατασκευής και τοποθέτησής τους στην ανεγειρόμενη οικοδομή, β) η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1, που ορίζει ότι τα πέρατα των ξυλοτύπων και πλακών πρέπει να εξασφαλίζονται με ανθεκτικά προσωρινά κιγκλιδώματα και θωράκια ή με δίκτυα, να ελέγχονται περιοδικά ως προς την αντοχή τους και να αποξηλώνονται μετά το πέρας των εργασιών, γ) καθώς και η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3, κατά την οποία άπαντα τα ικριώματα πρέπει να επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα μηχανικό πριν από την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και μια φορά την εβδομάδα. Εξάλλου, ο ν. 1396/1983 "μέτρα ασφαλείας σε οικοδομές και σε ιδιωτικά έργα" προβλέπει: α) στο άρθρο 3, τις υποχρεώσεις του εργολάβου, οι οποίες, εκτός άλλων, συνίστανται στη λήψη και στην τήρηση των μέτρων ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, καθώς και στην τήρηση των οδηγιών του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, β) στο άρθρο 4, τις υποχρεώσεις του κυρίου του έργου, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ' έναν εργολάβο και γ) στο άρθρο 7, τις υποχρεώσεις του επιβλέποντος μηχανικού, οι οποίες είναι: 1. Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνε με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών, ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους. 2. Να δίνει οδηγίες, σύμφωνε με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης για τη λήψη μέτρων ασφαλείας από κινδύνους που προέρχονται από εναέριους και υπόγειους αγωγούς της Δημόσιους Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και να επιβλέπει την τήρησή τους. 3. Να επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης μέτρων ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού και να δίνει σχετικές οδηγίες. 4. Να δίνει οδηγίες σε περίπτωση σοβαρών ή επικίνδυνων έργων και εάν χρειάζεται να συντάσσει μελέτη για την προσαρμογή των προδιαγραφών των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται. Να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του παρόντος τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου. Περαιτέρω, με τα άρθρα 1, 78, 79 και 111 του π.δ. 1073/1981 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού" ορίζεται ότι: "Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμων υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του π.δ. 778/1980 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών", και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων (αρ. 1). Δια την πρόληψιν ατυχημάτων από άμεσον ή έμμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικότερον: α) Να λαμβάνονται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεώς των. β) Αι μεταφοραί, χειρωνακτικών ή μη, σιδηροπλισμού, σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.ά. και αι εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών αναβατορίων, πυραύλων κ.ά., ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέματος πραγματοποιούνται μακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς, ασχέτως τάσεως. γ) Εις περιοχάς όπου υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις, εφόσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήματα - μηχανήματα, γερανοί, εκσκαφείς κλπ, να λαμβάνονται πέραν των εις την προηγουμένην παράγραφον και μετά έγγραφον έγκρισιν της ΔΕΗ πρόσθετα ειδικά μέτρα ασφαλείας. Αντιπροσωπευτικά των σχετικών μέτρων αναφέρονται η καταβίβασις του ιστού, η κατασκευή ειδικών ξυλίνων πλαισίων - περιθωρίων ασφαλείας εις σημεία συνήθων διελεύσεων κάτωθεν γραμμών. δ) οιαδήποτε απαιτουμένη επέμβασις εις τα δίκτυα της ΔΕΗ (όπως ανύψωση, διακοπή ρεύματος κλπ) να πραγματοποιείται υπό ταύτης, μετά έγγραφον αίτησιν του ενδιαφερομένου ........ (αρ. 78). Εάν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος ειδοποιείται εγγράφως, υπό του εκτελούντος το έργον, προ της ενάρξεως των εργασιών, η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΔΕΗ, του εκτελούντος το έργο και του επιβλέποντος τούτο μηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ, λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων (αρ. 79). Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος, ως και του π.δ. 778/80 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών" εις τα οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίστανται ανελλιπώς καθ' όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων ....... Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι, οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας (αρ. 111). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 778/1980, του ν. 1396/1983 και του π.δ. 1073/1981, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε φύσεως οικοδομικά έργα, περιλαμβανομένων και των δημοσίων, συνάγεται ότι ο πολιτικώς μηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος, μεταξύ των οποίων είναι η κατασκευή ειδικών ξύλινων πλαισίων - περιθωρίων ασφαλείας κάτω από ηλεκτροφόρους αγωγούς, και για τη λήψη μέτρων, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση και η επαφή εργαζομένων πλησίον διερχομένου ηλεκτροφόρου αγωγού, ενώ ο ιδιοκτήτης ή ο εργολάβος (καθώς και ο υπάρχων υπεργολάβος) έχει νομική υποχρέωση να λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος από τις προεκτεθείσες αιτίες. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπεί να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ενόχους για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεους τον ήδη αναιρεσείοντα Χ1, και τους Χ2, Χ4 και Χ3, που δεν είναι τώρα διάδικοι, ενώ αθώωσε τον Χ για την ίδια πράξη, δεχόμενο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής (προσβαλλομένης) σε συνδυασμό με το διατακτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την από 18.10.1999 σύμβαση δημοσίου έργου η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΕΚ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ ΑΕ", της οποίας πρόεδρος του Δ.Σ. και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ, ανέλαβε την εκτέλεση του έργου "Κατασκευή 5 Νέων Διώροφων Κτιρίων Ενδιαιτήσεως Μ.Υ.Κ." στο κέντρο εκπαιδεύσεως ....... Με την από 17.1.2000 σύμβαση υπεργολαβίας η ανάδοχος του έργου ανέθεσε την κατασκευή αυτού στην εταιρεία με την επωνυμία "Λεονάρδος Ρήγας ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΕ", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1. Με την από .... σύμβαση υπεργολαβία η εν λόγω υπεργολάβος ανέθεσε στον πέμπτο των κατηγορουμένων Χ3 την τοποθέτηση του σιδηρού οπλισμού στα κτίρια και αυτός μαζί με τον τέταρτο των κατηγορουμένων γιό του Χ4 ήταν οι υπεύθυνοι του συνεργείου τοποθέτησης του σιδηρού οπλισμού. Υπεύθυνος πολιτικός μηχανικός εργοταξιάρχης, ο οποίος είχε προσληφθεί από την υπεργολάβο "Λεονάρδος Ρήγας Τεχνική ΑΕ", ήταν ο τρίτος των κατηγορουμένων Χ2. Στο χώρο ανέγερσης των υπ' αριθ. 1 και 4 κτιρίων σε απόσταση 8-10 μ. από το έδαφος διήρχοντο εναέριοι αγωγοί της ΔΕΗ υψηλής τάσεως. Για το λόγο αυτό, ο κύριος του έργου (Πολεμικό Ναυτικό) είχε υποβάλει στη ΔΕΗ αίτηση περί μετατόπισης των αγωγών και η τελευταία με το από 28.7.2000 FAX προς την ανάδοχο του έργου και στη Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών, ζήτησε μέχρι τη μετατόπιση των αγωγών να διακοπούν οι οικοδομικές εργασίες, να αποκλεισθεί η προσέγγιση των εργαζομένων στη θέση των κτιρίων και να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, ώστε να αποκλεισθεί με κάθε τρόπο η επαφή των εργαζομένων με τους αγωγούς. Στις 31.7.2000 και περί ώρα 07.00, ο παθών, ως μέλος του συνεργείου τοποθέτησης του σιδηρού οπλισμού, προσήλθε ν' αναλάβει εργασία, αλλά ο φρουρός της πύλης τους απαγόρευσε να εισέλθουν στο στρατόπεδο και ν' αναλάβουν εργασία λόγω της ανωτέρω ειδοποίησης της ΔΕΗ. Ο παθών όμως, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου, κατ' εντολή του τέταρτου κατηγορουμένου, εισήλθαν κρυφά στο στρατόπεδο και άρχισαν τις εργασίες τοποθέτησης του σιδηρού οπλισμού σε κολώνες του ισογείου. Ανέβηκε σε σκαλωσιά, που απείχε 3,5 μ. από τους αεραγωγούς κρατώντας στα χέρια του μία μπετόβεργα μήκους 3,5 - 3,7 μ. περίπου και στην προσπάθειά του να την τοποθετήσει στην κολώνα, η μπετόβεργα ήλθε σε επαφή με τους αγωγούς, με αποτέλεσμα να υποστεί ηλεκτροπληξία, εκ της οποίας, λόγω εγκαύματος, υπεβλήθη σε ακρωτηριασμό του αριστερού κάτω άκρου (13 εκ. κάτω από το γόνατο). Ο τραυματισμός του παθόντος, ανεξάρτητα και της δικής του συνυπαιτιότητας, οφείλεται σε αμέλεια των κατηγορουμένων, πλην του πρώτου, οι οποίοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία είχαν υποχρέωση και μπορούσαν να καταβάλουν και που κάθε μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες συνθήκες, την κοινή πείρα και τη λογική οφείλει να καταβάλει, κατά την οποία μπορούσαν, με βάση τις δικές τους ικανότητες, να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αποτέλεσμα της παραλείψεώς τους και δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας. Συγκεκριμένα, όλοι, πλην του πρώτου, γνώριζαν τη διέλευση των αεραγωγών από το υπ' αριθ. 4 κτίριο από ιδία αντίληψη, λόγω της ιδιότητας του καθενός που είχαν επισκεφθεί το έργο, πλέον του ότι είχαν ειδοποιηθεί από τη ΔΕΗ να διακοπούν οι εργασίες στο κτίριο αυτό. Όφειλαν, επομένως, ο καθένας από τη δική του πλευρά να μην επιτρέψουν τις οικοδομικές εργασίες στο κτίριο αυτό. Εφόσον δε εκτελούντο οικοδομικές εργασίες, όφειλαν να λάβουν το μέτρο της κατασκευής ειδικών ξυλίνων πλαισίων - περιθωρίων κάτω από τους αγωγούς. Λόγω δε της παράλειψης των υποχρεώσεών τους αυτών επήλθε ο τραυματισμός του παθόντος, τον οποίο, λόγω της έλλειψης προσοχής την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλουν δεν προέβλεψαν". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχτηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1α ΠΚ, και των π.δ. 778/1980 και 1073/1981 και του Ν. 1396/1983, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Δικαστήριο της ουσίας εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά, ενώ περαιτέρω αιτιολογείται και η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση να αποτρέψει το εγκληματικό αποτέλεσμα που προκάλεσε η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του, ώστε να στερείται νομικής σημασίας αν το έργο που κατασκεύαζε είναι δημόσιο ή όχι. Επίσης, στο σκεπτικό της αποφάσεως μνημονεύονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, κατάθεση χωρίς όρκο πολιτικώς ενάγοντος, αναγνωσθέντα έγγραφα και πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, απολογίες κατηγορουμένων, που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μερικά από αυτά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, κατά το μέρος δε που με αυτούς, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση της υποθέσεως, είναι απαράδεκτοι. Η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, αλλιώς είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Ισχυρισμός όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και εντεύθεν της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής και το δικαστήριο επί του ισχυρισμού αυτού δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει ούτε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του με έγγραφο σημείωμά του που ενσωματώθηκε στα πρακτικά και το περιεχόμενό του αναπτύχθηκε και προφορικά, ισχυρίσθηκε τα εξής: "Δεν προβλέπεται από κανένα νόμο η λήψη μέτρων ασφαλείας, προς αποτροπή του κινδύνου εκ της ηλεκτροπληξίας, από ηλεκτροφόρους αγωγούς της ΔΕΗ, που μεταφέρουν ηλεκτρικό ρεύμα τάσεως 20.000 Volt, όταν απαγορεύονται με σχετική προς τούτο απόφαση της ΔΕΗ, να εκτελούνται οποιεσδήποτε εργασίες οικοδομικές, κάτω από ηλεκτροφόρους αγωγούς και μέχρι να μετακινηθούν οι αγωγοί αυτοί από την ίδια τη ΔΕΗ, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ηλεκτροφόροι εναέριοι αγωγοί της ΔΕΗ, μετέφεραν ηλεκτρικό ρεύμα με υψηλή τάση 20.000 Volt, και δεν νοείτο η λήψη μέτρων ασφαλείας, προς αποτροπή του κινδύνου, εκ της ηλεκτροπληξίας, για την εκτέλεση οικοδομικών μάλιστα εργασιών, κάτω από τόσο υψηλής τάσεως ηλεκτροφόρους εναέριους αγωγούς της ΔΕΗ, και μάλιστα, απαγορεύονται και οι οικοδομικές εκείνες εργασίες, που προβλέπονται από το νόμο, να εκτελούνται, με γάντια και μποτίνια, τα οποία γάντια και μποτίνια, επιβάλλονται και προβλέπονται από το νόμο, ως αναγκαία, για την αποτροπή όμως άλλων κινδύνων και όχι, για την αποτροπή του κινδύνου εκ της ηλεκτροπληξίας όπως, κατ' εσφαλμένη και ψευδή ερμηνεία και εφαρμογή του ΠΔ 1073/81 και του νόμου 1936/83, αποφάνθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με την οποία, ο τραυματισμός του παθόντος οφείλεται δήθεν στην έλλειψη αυτών, ενώ τα γάντια και τα μποτίνια, όχι μόνο, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και τον πιο πάνω νόμο, που προβλέπει, αυτά, για την αποτροπή άλλων κινδύνων, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι όχι μόνο, παντελώς απρόσφορα, αλλά και ατελέσφορα, στην αποτροπή του κινδύνου αυτού, της ηλεκτροπληξίας, και συνεπώς αποτελεί, αυτή - καθεαυτή, η έλλειψη ή μη αυτών, όταν απαγορεύονται οι εργασίες, όχι μόνο εσφαλμένη και μη νόμιμη προϋπόθεση, στην αποτροπή του κινδύνου αυτού, εκ της ηλεκτροπληξίας, αλλά και συνακόλουθα αποτελεί και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα έχει υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται ότι έλαβαν χώρα, στην εφαρμοσθείσα ως άνω διάταξη, ενώ δεν έπρεπε να υπαγάγει αυτά σ' αυτή τη διάταξη, και ούτε σε άλλη διάταξη, απλούστατα γιατί δεν υφίσταται τέτοια διάταξη νόμου, που να προβλέπει τη λήψη μέτρων ασφαλείας όταν απαγορεύονται οι εργασίες, σύμφωνα με τα παραπάνω, και πρέπει να απαλλαγούμε από όλες τις κατηγορίες, γι' αυτό και μόνο το λόγο. Ειδικότερα α) Ο παθών Ψ1, όπως και όλα τα συνεργεία, που είχαν προσέλθει, στο έργο για εργασία το πρωί της 31-7-2000, περί ώρα 7:00 πμ, γνώριζαν από τον φρουρό της πύλης, δηλαδή στην ουσία από την εργοδότρια του έργου, ότι την ημέρα εκείνη είχαν απαγορευθεί οι εργασίες στο έργο αφενός, αφετέρου γνώριζε, όπως γνώριζαν και όλοι όσοι είχαν προσέλθει για να εργασθούν, το λόγο της απαγορεύσεως, και εν τούτοις για να μην απωλέσουν τα ημερομίσθιά τους, συναποφάσισαν, όλοι μαζί, να εισέλθουν κρυφίως ένας - ένας, εντός του Στρατοπέδου, για να αναλάβουν εργασία, παραβαίνοντας με αυτόν τον τρόπο την εντολή της εργοδότριας του έργου, η οποία ήταν και εντολή και της αναδόχου του έργου, καθώς και της υπεργολάβου του έργου εταιρίας, αφού αυτές, οι δύο τελευταίες, δεν γνώριζαν τίποτα για την απαγόρευση των εργασιών στο έργο, και μέχρι ώρα 8 το πρωί εκείνης της ημέρας, 31-7-2000. Ως εκ τούτου, η γνώση, αυτή -καθεαυτή, του παθόντος, για την απαγόρευση των εργασιών, σε συνδυασμό και με την εκ μέρους του παθόντος παράβαση της απαγορεύσεως αυτής, καθιστούσε, και τον ίδιο προσωπικά, αν όχι αποκλειστικά υπαίτιο, συνυπαίτιο" με τους λοιπούς συναδέλφους του, στον εξ αμελείας βέβαια, βαρύτατο τραυματισμό του. Συνεπώς, ουδεμία ποινική προς τούτο, ευθύνη, έχουν οι εκπρόσωποι, ούτε της εργοδότριας, ούτε και οι νόμιμοι εκπρόσωποι της αναδόχου, κι ούτε της υπεργολάβου εταιρίας "Λεονάρδος Ρήγας ΑΤΕ", για τον επισυμβάντα τραυματισμό του, και η οποία υπεργολάβος είχε αναλάβει να εκτελέσει το όλο έργο, υπό την επίβλεψη και φυσικά καθοδήγηση των οργάνων της εργοδότριας του έργου, σύμφωνα με τα παραπάνω. β) Ωστόσο, η εκτέλεση εργασιών, παρά την απαγόρευσή της, σύμφωνα με τα παραπάνω, και ο τραυματισμός του παθόντος από ηλεκτροπληξία δεν οφείλεται στην έλλειψη μέτρων δήθεν ασφαλείας και στον, εξ αιτίας της ελλείψεως των μέτρων δήθεν ασφαλείας, τραυματισμό του παθόντος, επειδή οι εργαζόμενοι, δεν φορούσαν γάντια και μποτίνια, όπως κατηγορούμεθα, αλλά οφείλεται στο γεγονός της παραβάσεως της απαγορεύσεως των εργασιών και μόνο και αποτελεί αυτή, καθεαυτή, η έλλειψη, εσφαλμένη και μη νόμιμη προϋπόθεση και συνακόλουθα αποτελεί και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου γιατί είχαν απαγορευτεί οι εργασίες, και μόνο, σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά και γιατί αυτά, τα γάντια και τα μποτίνια, ήταν και είναι απρόσφορα και ατελέσφορα, στην αποτροπή του κινδύνου εκ της ηλεκτροπληξίας, και καθιστούν και ανέφικτη την προστασία, από τον κίνδυνο της ηλεκτροπληξίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτά υπήρχαν και ήταν διαθέσιμα στο έργο. [Οι ίδιοι όμως οι εργαζόμενοι, την ημέρα εκείνη 31-7-2006, δεν έκαναν χρήση αυτών, παρά την απαγόρευση των εργασιών, προφανώς, για δική τους διευκόλυνση, επειδή ήταν καλοκαίρι και έκανε ζέστη]. 'Αλλωστε δεν μπορούν αυτά, τα γάντια και τα μποτίνια που προβλέπονται από το νόμο, για την αποτροπή όμως άλλων κινδύνων να συνδεθούν με την αποτροπή του κινδύνου εκ της ηλεκτροπληξίας, καθότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι ηλεκτροφόροι αγωγοί της ΔΕΗ, μετέφεραν, ηλεκτρικό ρεύμα, με τάση, είκοσι χιλιάδες Volt (20.000 Volt), που κανένα μέτρο ασφαλείας δεν ήταν ικανό ν' αποτρέψει τον κίνδυνο του τραυματισμού από την ηλεκτροπληξία, παρά μόνο, με την απαγόρευση των εργασιών, γι' αυτό και όταν υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού από ηλεκτροπληξία απαγορεύονται απολύτως με απόφαση της ΔΕΗ εργασίες κάτω από τους ηλεκτροφόρους αυτούς αγωγούς και μέχρι αυτοί να μετακινηθούν και δεν νοούνται μέτρα ασφαλείας, μετά την απαγόρευση των εργασιών, και τούτο γιατί τα όποια μέτρα ασφαλείας όχι μόνο, ήταν και τεχνικώς παντελώς ανέφικτα, αλλά και απρόσφορα και ατελέσφορα και δεν προβλέπεται από κανένα νόμο, σ' αυτές τις περιπτώσεις που απαγορεύονται οι εργασίες από την ΔΕΗ, καμμία απολύτως δυνατότητα, για λήψη μέτρων δήθεν ασφαλείας, και καμία δυνατότητα αποτροπής του κινδύνου, αλλά και απρόσφορα και ατελέσφορα, και δεν προβλέπεται από κανένα νόμο σ' αυτές τις περιπτώσεις, που απαγορεύονται οι εργασίες από τη ΔΕΗ, καμία απολύτως δυνατότητα, για τη λήψη μέτρων δήθεν ασφαλείας και καμία δυνατότητα αποτροπής του κινδύνου αυτού του τραυματισμού, με μέτρα δήθεν ασφαλείας και μάλιστα αορίστως και τα οποία στην ουσία είναι τεχνικώς ανέφικτα εκτός από την απαγόρευση των εργασιών". Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί έτσι όπως προτάθηκαν, δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς κατά την ανωτέρω έννοια, αλλά απλά αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και υπερασπιστικά του κατηγορουμένου επιχειρήματα. Επομένως το δικαστήριο δεν όφειλε να απαντήσει επ' αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η δε αιτιολογία της απορρίψεως των εν λόγω ισχυρισμών ενυπάρχει στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ συναφής λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε σιωπηρώς τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος χωρίς καμία αιτιολογία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως στην κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 450/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος τότε απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 Π.Κ. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί να προσδιορίζονται στην απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορίες, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του ότι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Ισχυρισμός του κατηγορουμένου που δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας δεν χρήζει ιδιαίτερης απαντήσεως και αιτιολογίας. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για σωματική βλάβη από αμέλεια παρ’ υποχρέου.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1484/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σίδερη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 53/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μανωλκίδη. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2008 αίτησή του, καθώς και στους από 15 Απριλίου 2008 πρόσθετους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 562/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ'αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποίο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 53/2008 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει κατ'είδος αποδείχθηκαν (για τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του) τα ακόλουθα: "Στις 11-6-2000 ο Άγγλος υπήκοος Ψ, γιος της πολιτικώς ενάγουσας, βρισκόταν στη .... για διακοπές και διέμενε στο .... σε ξενοδοχείο με τον αδελφό του ψα. Γύρω στις 02:30 πμ ο Ψ, αφού εν τω μεταξύ είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος, αποχώρησε κατευθυνόμενος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να κοιμηθεί. Ύστερα από 30 λεπτά ο φίλος του Γ1 με την φίλη του ανέβηκαν στο δωμάτιο του Ψ και διαπίστωσαν ότι δεν ήταν εκεί. Όταν κατέβηκαν από το δωμάτιο είδαν τον Ψ πεσμένο στο έδαφος. Ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο, το οποίο ήρθε μετά από 45 λεπτά. Στο διάστημα αυτό ο Ψ, διατηρούσε τις αισθήσεις του, όμως πονούσε πολύ στη σπονδυλική του στήλη και ιδιαίτερα στη μέση και την πλάτη. Με το ασθενοφόρο μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Ρόδου. Τον τραυματία συνόδευαν ο αδελφός του και ο φίλος του Γ1. Σ' όλη τη διαδρομή διατηρούσε τις αισθήσεις του και παρεπονείτο για πόνο στη μέση και την πλάτη συνεχώς. Στο νοσοκομείο έφθασε στις 03:45 και εισήχθη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, όπου εφημέρευε ο πρώτος κατηγορούμενος (εννοείται ο αναιρεσείων) ειδικευόμενος τότε γιατρός στη Γενική Ιατρική. Την ίδια ημέρα εφημέρευαν ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος είναι ειδικευμένος χειρουργός και ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος είναι ειδικευμένος ορθοπεδικός, Διευθυντής της Ορθοπεδικής κλινικής του Νοσοκομείου. Οι δύο τελευταίοι αποδείχθηκε ότι την ώρα εκείνη βρισκόταν στο εφημερείο, το οποίο είναι δωμάτιο προορισμένο να αναπαύονται οι εφημερεύοντες γιατροί, όταν δεν απασχολούνται με περιστατικά. Ο πρώτος κατηγορούμενος ρώτησε τους συνοδεύοντες τον τραυματία σχετικά με τις συνθήκες του τραυματισμού του και αυτοί απάντησαν ότι τον βρήκαν πεσμένο στο έδαφος έξω από το ξενοδοχείο, χωρίς να μπορέσουν να τον ενημερώσουν πως και από ποιο ύψος έπεσε και δη αν η πτώση του ήταν ελεύθερη και από ποιο ύψος ή αν κατρακύλησε από τις σκάλες. Ο τραυματίας εξωτερικά έδειχνε ανήσυχος, είχε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά μεθυσμένου ανθρώπου, ενώ δεν εμφάνιζε διαταραχή του συνειδησιακού επιπέδου. Η αρτηριακή του πίεση ήταν φυσιολογική (12-8), οι σφυγμοί της καρδιάς 80. Οι εξετάσεις αίματος που ζήτησε ο κατηγορούμενος και έγιναν στον τραυματία ήταν επίσης καλές. Ο αιματοκρίτης του βρισκόταν στο 42 αν και τα λευκά αιμοσφαίρια ήταν λίγο αυξημένα. Επί πλέον κρίθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο επιβεβλημένος ο ακτινολογικός έλεγχος και ζήτησε να γίνουν στον τραυματία ακτινογραφίες κρανίου, οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, κόκυγος, λεκάνης και ισχίου. Από αυτές δεν εκτελέστηκαν οι ακτινογραφίες της λεκάνης και του ισχίου, επειδή ο ασθενής ήταν ανήσυχος και δεν μπορούσε, όπως τον ενημέρωσαν, να συνεργαστεί. Τα αποτελέσματα των ακτινογραφιών που εκτελέστηκαν έδειξαν πιθανόν κάταγμα κόκυγος. Επειδή είχε τραύμα στο τριχωτό της κεφαλής του έγινε συρραφή και του χορηγήθηκε ορός. Από την προπεριγραφείσα κλινική εικόνα του τραυματία, ο πρώτος κατηγορούμενος έκρινε ότι ο τελευταίος είχε θλάση οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, πιθανό κάταγμα κόκυγος και τραύμα τριχωτού από πτώση επί του εδάφους και παρέπεμψε αυτόν στην ορθοπεδική κλινική για περαιτέρω νοσηλεία, με τη διάγνωση "Πτώση επί εδάφους, μέθη, πιθανόν κάταγμα κόκυγος, κάκωση ΟΜΣΣ", χωρίς να καλέσει τον εφημερεύοντα ειδικευμένο ορθοπεδικό, τρίτο κατηγορούμενο, να τον εξετάσει και να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική. Μάλιστα στη νοσηλεύτρια της κλινικής αυτής Ζ1 ανέφερε ότι στέλνει στην ορθοπεδική έναν Άγγλο μεθυσμένο. Οι νοσηλευτές Ζ2 και Ζ1 στην ορθοπεδική κλινική προέβησαν στις πρώτες τυπικές εξετάσεις, όπως έλεγχο των σφυγμών, καρδιογράφημα και παροχή αντιτετανικού ορού. Τελικά ο τραυματίας, ο οποίος καθόλο αυτό το διάστημα υπέφερε, κατέληξε στις 06:15. Η νεκροτομική μελέτη αναφέρει ότι ο θάνατος επήλθε λόγω ολιγαιμικής καταπληξίας συνεπεία ρήξης αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού και συνυπήρχαν κάταγμα κοτύλης αριστερά και κάταγμα κάτω πέρατος ιερού οστού. Κατά την εκτίμηση δε των μαρτύρων ιατρών, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, μετά τη ρήξη του μίσχου του νεφρού συνεπεία της πτώσης του τραυματία, επήλθε θρόμβωση, η οποία συνετέλεσε στο να σταματήσει η αιμορραγία, πλην όμως για άγνωστο λόγο ο θρόμβος έφυγε και επήλθε κατακλυσμιαία αιμορραγία με συνέπεια το θάνατο. Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά του πρώτου των κατηγορουμένων υπήρξε αμελής. Ήτοι, από την έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει ως μέσος συνετός γιατρός, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψη του, με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο του παραπάνω 'Αγγλου υπηκόου Ψ, η δε συμπεριφορά του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, υπό την ιδιότητα του ως ειδικευόμενου γιατρού στην Γενική Ιατρική, εφημερεύων γιατρός στις πρώτες βοήθειες στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου της Ρόδου, αφού επελήφθη του περιστατικού και παρείχε τις υπηρεσίες του στον τραυματία, αν και ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο και από τον κανονισμό λειτουργίας εφημεριών, όπως ορίζει η 20η απόφαση της ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας της 13-12-1984 και όφειλε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών να εξετάσουν τον ασθενή, αυτός παρέλειψε να το πράξει με συνέπεια να αποβιώσει ο ασθενής χωρίς να τον εξετάσει ειδικευμένος γιατρός. Όπως σημειώνεται στην με αρ. πρωτ........ έκθεση του ......., Αν. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, "το γεγονός ότι ο ειδικευόμενος ιατρός δεν προσέτρεξε στη γνώμη ειδικευμένων χειρουργών αποτελεί σοβαρή επιστημονική παράλειψη". Η εξέταση του τραυματία από τους ειδικευμένους γιατρούς ήταν ακόμα περισσότερο επιβεβλημένη εν προκειμένω, αφού η αδυναμία του πρώτου κατηγορουμένου να λάβει πλήρες ιστορικό, λόγω της μέθης του τραυματία και της άγνοιας των συνοδευόντων αυτών ατόμων να ενημερώσουν για τις συνθήκες τραυματισμού, καθιστούσαν ιδιαίτερα δύσκολη τη διάγνωση. Επίσης, η κατάσταση της μέθης του ασθενούς (είχε τοξικά επίπεδα αλκοόλης 1,9 gr/lit) λειτουργούσε παραπλανητικά ως προς τη δυνατότητα διάγνωσης. Περαιτέρω, και αληθές να είναι το επικαλούμενο από αυτόν γεγονός ότι κάλεσε δύο φορές τον δεύτερο κατηγορούμενο στον βομβητή του και ότι εκείνος δεν απάντησε, πάλι όφειλε να τον αναζητήσει με κάθε μέσο και να λάβει τη γνώμη του, αφού η παρουσία του στο νοσοκομείο ήταν αποδεδειγμένη. Επίσης παρέπεμψε τον τραυματία στην ορθοπεδική κλινική χωρίς να καλέσει τον τρίτο κατηγορούμενο ειδικευμένο ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν και ο αρμόδιος για να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική. Η εξέταση του τραυματία από τους ειδικευμένους γιατρούς, δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, θα οδηγούσε στην ανάγκη εκτέλεσης της αξονικής τομογραφίας ή υπέρηχου και στην ανακάλυψη της αιτίας της αιμορραγίας και θα καταδείκνυε την αναγκαιότητα της άμεσης εισαγωγής στην χειρουργική κλινική για να χειρουργηθεί από τον εφημερεύοντα ειδικό ουρολόγο ώστε να σταματήσει η αιμορραγία, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας Δ1, ο οποίος είναι έμπειρος χειρουργός του ίδιου νοσοκομείου. Εν ανάγκη θα προχωρούσαν στην αφαίρεση του νεφρού για να σωθεί ο ασθενής. Η δε αξονική τομογραφία, όπως κατατέθηκε, ήταν δυνατόν να διενεργηθεί με καταστολή του ανήσυχου τραυματία. Άλλωστε, όπως κατατέθηκε, η ρήξη του μίσχου του νεφρού, όταν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, έχει πιθανότητες θνησιμότητας μόνο 26%. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος, αν και είχε κρίνει ότι επιβάλλεται να γίνουν ακτινογραφίες του ισχίου και της λεκάνης, δεν επέμεινε στην εκτέλεση της, επειδή, ως του γνώρισαν, ο ασθενής ήταν ανήσυχος και δεν συνεργαζόταν. Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο ανωτέρω μάρτυρας, είναι δυνατόν και σ' αυτές τις περιπτώσεις να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της ακτινογραφίας με καταστολή του ασθενούς. Η εκτέλεση των άνω ακτινογραφιών, θα βοηθούσε τον ειδικό ορθοπεδικό γιατρό στην διάγνωση ότι δεν πρόκειται για ορθοπεδικό πρόβλημα και θα του επέβαλε την ανάγκη εκτέλεσης αξονικής τομογραφίας ή υπερήχου. Η αμελής αυτή συμπεριφορά, την οποία επέδειξε ο πρώτος κατηγορούμενος, είχε ως αποτέλεσμα να μην παρασχεθεί στον τραυματία η δέουσα ιατρική περίθαλψη εγκαίρως, να μην εξεταστεί από τους εφημερεύοντες ειδικευμένους γιατρούς και να μην διαπιστωθεί η αιτία της αιμορραγίας, η οποία, αν αντιμετωπιζόταν άμεσα, εντός των δυόμισι ωρών που μεσολάβησαν από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο μέχρι το θάνατο, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί αυτός". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο ιατρό-αναιρεσείοντα (και αθώους τους συγκατηγορουμένους του) ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη, συμπληρώνοντας, σε σχέση με τον κατηγορητήριο και την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, τα στοιχεία της αμέλειάς του. Ειδικότερα κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για το ότι "στη Ρόδο, στις 11-6-2000, από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει ως μέσος συνετός γιατρός, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψη του, με αποτέλεσμα να επιφέρει το θάνατο του παραπάνω, η δε συμπεριφορά του συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα και συγκεκριμένα: Με την ιδιότητα του ως ειδικευόμενος γιατρός στην Γενική Ιατρική, εφημερεύων γιατρός στις πρώτες βοήθειες του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Ρόδου, παρέλαβε τον υπήκοο Βρετανίας Ψ στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου τραυματισμένο, συνεπεία πτώσεως περί ώρα 03:45' μετά από κατάχρηση αλκοόλ, ο οποίος έφερε "θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής, αιμάτωμα βρεγματικής χώρας", παρουσίαζε και μέθη, και αφού επελήφθη του περιστατικού και παρείχε τις υπηρεσίες του, στη συνέχεια, αν και ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο και από τον κανονισμό λειτουργίας εφημεριών, όπως ορίζει η 20η απόφαση της ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας της .... και όφειλε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών για να εξετάσουν τον ασθενή, αυτός παρέλειψε να το πράξει με συνέπεια να αποβιώσει ο ασθενής χωρίς να τον εξετάσει ειδικευμένος γιατρός. Ειδικότερα, δεν ενημέρωσε ως όφειλε άμεσα τον εφημερεύοντα ειδικευμένο γιατρό Διευθυντή της χειρουργικής κλινικής Β1 με κάθε μέσο ώστε να αντιμετωπίσει το παραπάνω περιστατικό με περαιτέρω εξετάσεις, όπως αξονική τομογραφία ή υπέρηχο και ακολούθως με χειρουργική επέμβαση, την οποία είχε άμεση ανάγκη ο παραπάνω ασθενής και παρέπεμψε αυτόν στην ορθοπεδική κλινική χωρίς να καλέσει τον ειδικευμένο ορθοπεδικό Β2, ο οποίος ήταν και ο αρμόδιος για να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική, κατόπιν προηγουμένης εξέτασής του. Συνεπεία της παραπάνω περιγραφείσας αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου ο τραυματίας Ψ δεν εξετάστηκε από τους ειδικευμένους γιατρούς που εφημέρευαν με αποτέλεσμα να μην παρασχεθεί σ' αυτόν η δέουσα ιατρική περίθαλψη εγκαίρως, να μην εξεταστεί από τους εφημερεύοντες ειδικευμένους γιατρούς και να μην διαπιστωθεί η αιτία της αιμορραγίας, η οποία, αν αντιμετωπιζόταν άμεσα, εντός των δυόμισι ωρών που μεσολάβησαν από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο μέχρι το θάνατο, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί αυτός, ο οποίος τελικώς επήλθε περί ώρα 06:15' πρωινή, συνεπεία ολιγαιμικού-οπισθοπεριτοναϊκού αιματώματος από ρήξη αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού, αιτίες οι οποίες προκάλεσαν εσωτερική αιμορραγία και επέφεραν τελικώς τον θάνατο του". Με αυτά που, κατά το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ που εφήρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το δίκασαν Εφετείο α) εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, β) προσδιόρισε σαφώς τη μορφή της αμέλειας, η οποία εκτίθεται διεξοδικώς στο σκεπτικό και έχει το χαρακτήρα της μη συνειδητής αμέλειας και γ) αιτιολόγησε πλήρως τον μεταξύ της επιδειχθείσης από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος υφιστάμενο αιτιώδη σύνδεσμο, εντοπιζόμενα στην παράλειψη του αναιρεσείοντος να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών, χειρουργού και ορθοπεδικού, ώστε να αντιμετωπισθεί το περιστατικό με περαιτέρω εξετάσεις και ακολούθως με χειρουργική επέμβαση, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί ο θάνατος του τραυματία, όπως αυτό ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο αφού επρόκειτο για τραυματισμό από πτώση του παθόντος επί του εδάφους και είχε πληροφορηθεί τούτο ο αναιρεσείων από τους συνοδεύοντες τον τραυματία, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να λάβει ιστορικό των ειδικοτέρων συνθηκών τραυματισμού του παθόντος, λόγω άγνοιας σχετικώς των συνοδών του και μέθης του ιδίου, συνθήκες που, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, καθιστούσαν ιδιαίτερα δύσκολη τη διάγνωση του περιστατικού. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως και ο τρίτος λόγος του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ.2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ.1 εδ.β' και δ' ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο αν προηγουμένως δεν προτείνει ο εισαγγελέας και ακουσθούν οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του Εισαγγελέα είτε ειδικώς του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 233 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η παρ.2 του ανωτέρω άρθρου. "Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διορισθεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ'αυτόν". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι "αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο, ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε", προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο μη περιλαμβανόμενο στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το ανωτέρω άρθρο 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την έναρξη της συζητήσεως και αφού εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων και ο συνήγορός του, καθώς και οι συγκατηγορούμενοί του, και επρόκειτο να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία με την εξέταση των μαρτύρων "εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ο δικηγόρος Αθηνών Σωτήριος Μανωλκίδης, ο οποίος... είπε: Η μητέρα του θύματος επιθυμεί να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα... προς υποστήριξη της κατηγορίας μόνο. Αυτή καθώς και ο γιός της Ψα, ο οποίος είναι μάρτυρας κατηγορίας, δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, αλλά μόνον την αγγλική. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διορισθεί... διερμηνέας και πρότεινε να διορισθεί ως τέτοιος ο παριστάμενος στο ακροατήριο Στέφανος Καψάλης.". Στα ίδια πρακτικά και αμέσως εν συνεχεία των ανωτέρω παρατίθενται τα εξής: "Μετά απ' αυτό, αφού ο Πρόεδρος βεβαιώθηκε ότι η Ψ1 και ο Ψα δεν γνωρίζουν την ελληνική αλλά την αγγλική γλώσσα, διόρισε σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠΔ σαν διερμηνέα τον Στέφανο Καψάλη του Δημητρίου που γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στη Ρόδο, ετών 35, δικηγόρο, ... ο οποίος γνωρίζει την αγγλική γλώσσα και βρίσκεται στο ακροατήριο, χωρίς να υπάγεται σε καμία εξαίρεση από αυτές που ορίζει το άρθρο 234 ΚΠΔ. Κατόπιν ορκίσθηκε στο Ιερό Ευαγγέλιο σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠΔ, ότι θα διερμηνεύσει αυτά τα οποία θα λεχθούν κατά την παρούσα δίκη, από την ελληνική στην αγγλική γλώσσα και αντίστροφα", ενώ στο τέλος αυτών έχουν περιληφθεί τα ακόλουθα: "Γίνεται μνεία ότι πριν το Δικαστήριο αποφανθεί επί κάθε ισχυρισμού ή αιτήματος του Εισαγγελέα ή των διαδίκων και πριν εκδώσει καθεμία από τις αναφερόμενες στην παρούσα επιμέρους αποφάσεις του, διδόταν πάντοτε ο λόγος στον Εισαγγελέα, στην πολιτικώς ενάγουσα και στους πληρεξουσίους δικηγόρους της και στο τέλος στους κατηγορουμένους και στους συνηγόρους τους". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πριν εκδοθεί η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου περί διορισμού διερμηνέα δεν παραλείφθηκε η ακρόαση του Εισαγγελέα και του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Αυτό προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, από τη μνεία που έχει περιληφθεί στο τέλος των πρακτικών και προπαρατέθηκε, η οποία, υπό την περιληπτική έκφραση "αποφάσεις του Δικαστηρίου". εννοεί και περιλαμβάνει όσες αποφάσεις ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο, μεταξύ δε αυτών και τις διατάξεις του Προέδρου, των οποίων δεν προκύπτει αποκλεισμός από την ως άνω μνεία. Επομένως ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου, περί διορισμού διερμηνεία, εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να προτείνει σχετικώς ο Εισαγγελέας και να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα για να εκθέσει τις απόψεις του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Με τον ίδιο (πρώτο) πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα διότι η διάταξη του Προέδρου του δικάσαντος Εφετείου περί διορισμού διερμηνέα, καίτοι ο διορισθείς διερμηνέας δεν περιλαμβάνεται στον οικείο πίνακα, δεν περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο λόγος αυτός, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ', είναι ωσαύτως αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον στα ως άνω πρακτικά βεβαιώνεται ότι ο διορισμός του διερμηνέα έγινε "σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠΔ", ήτοι από τον οικείο πίνακα και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία η ειδική αιτιολόγηση της συγκεκριμένης διατάξεως του Προέδρου. Η προς απόδειξη του αντιθέτου προσκομιζόμενη απόφαση αφορά στον κατάλογο πραγματογνωμόνων κατά το άρθρο 371 ΚΠολΔ και όχι στον πίνακα που καταρτίζεται κατά το άρθρο 233 ΚΠοινΔ. Η απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 σοιχ.Δ'ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει όχι μόνον την κρίση για την ενοχή αλλά και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει, για την ύπαρξη της απαιτούμενης αιτιολογίας της αποφάσεως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκαν όλα υπόψη από το Δικαστήριο και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτά, αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα. Εξάλλου η κατά το άρθρο 178 ΚΠοινΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, υπό προϋποθέσεις, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, διακρινόμενο των εγγράφων, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, ότι στα πρακτικά της δίκης μνημονεύονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων και "6. Η από .... ιατροδικαστική έκθεση των ιατρών του Περ. Γεν. Νοσοκομείου Ρόδου ...... και .......", οι οποίοι είχαν ορισθεί πραγματογνώμονες σε εκτέλεση σχετικής έγγραφης παραγγελίας του διενεργήσαντος προανάκριση Αστυνομικού Σταθμού Αφάντου Ρόδου, με αριθ.πρωτ. ...... της ...., και "10. Η με αρ.πρωτ. ...... έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του Αναπλ. Καθηγητή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.......", ο οποίος είχε ορισθεί πραγματογνώμονας σε εκτέλεση σχετικής έγγραφης παραγγελίας του διενεργήσαντος προανάκριση Αστυνομικού Σταθμού Αφάντου Ρόδου, με αριθ.πρωτ. ...... της ..., οι οποίες, ενώ είναι πραγματογνωμοσύνες, δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο. Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εν λόγω Εκθέσεων και των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι οι Εκθέσεις αυτές, οι οποίες, αμφότερες, αναφέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν, αφορούν και περιέχουν τα πορίσματα της διενεργηθείσης επί του πτώματος του Ψ νεκροψίας και της τοξικολογικής αναλύσεως δειγμάτων αίματος, ούρων, υδατοειδούς υγρού και ιστοτεμαχίων εγκεφάλου του ιδίου, οι οποίες έγιναν προς διαπίστωση των αιτίων του θανάτου του. Αυτές, πράγματι, δεν μνημονεύονται ειδικώς στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, πλην, όμως, όσα βεβαιώνονται στις Εκθέσεις αυτές, ότι δηλαδή ο θάνατος του τραυματισθέντος επήλθε λόγω "ολιγαιμικής καταπληξίας συνεπεία ρήξης αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού" και ότι συνυπήρχαν "κάταγμα κοτύλης αριστερά και κάταγμα κάτω πέρατος ιερού οστού" και, περαιτέρω, ότι τα επίπεδα αλκοόλης στο αίμα του θανόντος ήταν 1,93 gr/lit, έγιναν δεκτά και παρατίθενται στην αιτιολογία της αποφάσεως, αντληθέντα από τα πορίσματα των Εκθέσεων αυτών, έτσι ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτές λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο ανωτέρω εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 ΚΠοινΔ, η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 68 παρ.2 ΚΠοινΔ ο δικαιούμενος κατά τον Αστικό Κώδικα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν η απαίτηση αυτή υποβληθεί αργότερα ή το πρώτον στο Εφετείο είναι απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι απόλυτη ακυρότητα επέρχεται και από την παράσταση κάποιου ως πολιτικώς ενάγοντος, στην κατ'έφεση δίκη για απαίτηση διαφορετική εκείνης για την οποία παρέστη στην πρωτόδικη δίκη. Ακόμη, όμως, και αν ο πολιτικώς ενάγων παραστεί στην έκκλητη δίκη για άλλο είδος απαιτήσεως από ό,τι στη πρωτόδικη δίκη και αναιρεθεί εντεύθεν για απόλυτη ακυρότητα η εκδοθείσα καταδικαστική απόφαση κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου, από ουδεμία διάταξη νόμου κωλύεται ο πολιτικώς ενάγων να παραστεί στη μετ'αναίρεση και παραπομπή έκκλητη δίκη για το επιδικασθέν σ'αυτόν πρωτοδίκως ποσόν. Το αυτό ισχύει και επί αναιρέσεως αθωωτικής αποφάσεως του Εφετείου κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οπότε ο νομίμως παραστάς πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγων δικαιούται πάντοτε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στη μετ'αναίρεση έκκλητη δίκη, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή δικαιούται να παραστεί μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας και όχι προς επιδίωξη των πολιτικών του απαιτήσεων, ώστε να μην καταστεί χειρότερη η θέση του αθωωθέντος προηγουμένως από το Εφετείο κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτώς επισκοπούμενα για την έρευνα της βασιμότητας του τέταρτου πρόσθετου λόγου αναιρέσεως, στην ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου πρωτόδικη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η 3016/2003 καταδικαστική απόφασή του, είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για ψυχική οδύνη 30 ευρώ, η οποία και έγινε δεκτή, η μητέρα του θανόντος Ψ1. Επί εφέσεων των καταδικασθέντων κατηγορουμένων, εκδόθηκε η 52/2005 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, η οποία αναιρέθηκε με τη 1648/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, μετά από αίτηση που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, και η υπόθεση παραπέμφθηκε για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο. Εκδόθηκε, ακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση, από τα πρακτικά της οποίας προκύπτει ότι ενώπιον του μετ' αναίρεση και παραπομπή δικάσαντος Εφετείου εμφανίσθηκε και παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας η ανωτέρω μητέρα του θανόντος. Η παράσταση αυτή, αφού η ίδια πολιτικώς ενάγουσα είχε νομίμως δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σύννομη. Το γεγονός ότι στην ενώπιον του Εφετείου δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής "για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε το αδίκημα", αντί για ψυχική οδύνη, (προδήλως από παραδρομή), ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω δήλωση ήταν κριτέα από το Εφετείο όπως είχε δηλωθεί και είχε γίνει δεκτή πρωτοδίκως, δεν παριστά τη συγκεκριμένη δήλωση πολιτικής αγωγής ως το πρώτον ενώπιον του Εφετείου εισαχθείσα και συνεπώς απαράδεκτη και, πάντως, δεν επηρεάζεται εκ τούτου το κύρος της ως άνω παραστάσεως της ίδιας πολιτικώς ενάγουσας προς υποστήριξη της κατηγορίας. Επομένως ο τέταρτος (τελευταίος) πρόσθετος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, λόγω παρά τον νόμο παραστάσεως πολιτικής αγωγής, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η ανωτέρω παραστάσα πολιτικώς ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα να παραστεί στη μετ'αναίρεση έκκλητη δίκη ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, διότι δεν είχε παραστεί νομίμως στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και δη διότι απαραδέκτως εισήχθη για πρώτη φορά στη δίκη εκείνη πολιτική αγωγή για ηθική βλάβη, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ1, καθώς και τους από 16 Απριλίου 2008 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 53/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δωδεκανήσου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Στοιχεία. Διάκριση ενσυνείδητης και άνευ συνειδήσεως αμέλειας. Πότε στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια του ειδικευόμενου ιατρού, ο οποίος, ενώ ο τραυματίας από πτώση στο έδαφος που παρέλαβε ως εφημερεύων ιατρός Γενικού Νοσοκομείου δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει περί των συνθηκών της πτώσεώς του, λόγω μέθης και άγνοιας της ελληνικής γλώσσας, όπως ούτε οι συνοδεύοντες αυτόν, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης παρέλειψε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων χειρουργού και ορθοπεδικού, ώστε εγκαίρως, με περαιτέρω εξετάσεις και χειρουργική επέμβαση, να διαγνωσθεί και αντιμετωπισθεί εσωτερική αιμορραγία από ρήξη μίσχου αριστερού νεφρού, που επέφερε τελικά το θάνατό του. Απόλυτη ακυρότητα από το διορισμό διερμηνέα χωρίς προηγουμένως να προτείνει ο Εισαγγελέας και να ακουσθεί ο κατηγορούμενος: Δεν επήλθε διότι, από την μνεία στο τέλος των πρακτικών ότι πριν το Δικαστήριο εκδώσει κάθε επιμέρους απόφαση του, εδίδετο ο λόγος στον Εισαγγελέα και τελευταία στον κατηγορούμενο, στην οποία περιλαμβάνονται και οι διατάξεις του Προέδρου όπως αυτή με την οποία διορίζεται διερμηνέας, προκύπτει ότι δεν παραλείφθηκε η ακρόαση του Εισαγγελέα και του κατηγορουμένου πριν από το διορισμό διερμηνέα. Ο διορισμός ως διερμηνέα προσώπου μη περιλαμβανομένου στον οικείο πίνακα χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται από ανακριτικό υπάλληλο είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στο σκεπτικό μεταξύ των αποδεικτικών μέσων για την βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά υπάρχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, εκτός αν από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει τέτοια βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που τα δεκτά γενόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως αντλήθηκαν από τα πορίσματα της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης. Πολιτική αγωγή. Νομιμοποίηση. Επί αναιρέσεως αθωωτικής αποφάσεως του Εφετείου κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο νομίμως παραστάς πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγων δικαιούται πάντοτε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στη μετ’ αναίρεση έκκλητη δίκη, αλλά μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας και όχι προς επιδίωξη των πολιτικών του απαιτήσεων, για να μην καταστεί χειρότερη η θέση του αθωωθέντος προηγουμένως από το Εφετείο κατηγορουμένου.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Πραγματογνωμοσύνη, Πολιτική αγωγή.
0
Αριθμός 1483/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της ΒΤ 961/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, ως και στο από 21 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 882/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με την κρινόμενη από 20 Απριλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 961/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, πρέπει να συνεκδικαστούν και οι από 21 Δεκεμβρίου 2007 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπου ειδική διάταξη δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως, αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είναι δέκα ημέρες, εκτός αν η διαμονή του είναι άγνωστη, οπότε είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη, είναι επιτρεπτή η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη αιτιολογίας, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του, και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολομ. Α.Π. 6 και 7/1994 και 4/1995). Αν η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η σχετική προθεσμία της εφέσεως. Ο λόγος ακυρότητας της επίδοσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση. Εξάλλου, τόπος κατοικίας του κατηγορουμένου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση είναι εκείνος που είχε δηλώσει, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δε δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση, ενώ ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ιδίου Κώδικα εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη δικαστική αρχή, που είχε εκδόσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους ή ακόμη και στην αστυνομική αρχή. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 1 και 2, 154 παρ. 2 και 161 παρ. 1 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση επιδόσεως εγγράφου με θυροκόλληση, σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, πρέπει στο αποδεικτικό επιδόσεως να παρατίθενται οι προϋποθέσεις της επιδόσεως με τον τρόπο αυτό, ήτοι η άρνηση ή μη ανεύρεση στον τόπο της επιδόσεως των προσώπων που σημειώνονται στην παράγραφο 1 του ίδιου αυτού άρθρου, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα των προβαλλόμενων αναιρετικών λόγων προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμ. 562/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη καταδικάστηκε ερήμην σε ποινή φυλάκισης σαράντα (40) μηνών για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων) κατ' εξακολούθηση. Από το με ημερομηνία ...... αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα του Α' Αστυν.Τμήματος Πειραιά αποδεικνύεται ότι η επίδοση της πιο πάνω απόφασης έγινε στην κατηγορουμένη με θυροκόλλησή της στην κατοικία της επί της οδού ......., της πόλεως Πειραιά, η οποία αναγραφόταν στην υποβληθείσα εναντίον της μηνυτήρια αναφορά του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Στο πιο πάνω αποδεικτικό επιδόσεως βεβαιώνεται από τον επιδόσαντα με θυροκόλληση αστυνομικό, σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ότι στην ως άνω δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας της δεν ανευρέθησαν, εκτός από την κατηγορουμένη και τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου πρόσωπα, δηλαδή κάποιος σύνοικος ή οικιακός βοηθός ή θυρωρός κ.λ.π. ("και αφού δεν βρήκα αυτόν προσωπικώς ούτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠΔ πρόσωπα") και για το λόγο αυτό η κλήση θυροκολλήθηκε με την παρουσία του μάρτυρα αστυφύλακα ....... Έτσι η επίδοση αυτή είναι έγκυρη γιατί στο αποδεικτικό επιδόσεως αναφέρονται οι προϋποθέσεις της επιδόσεως με θυροκόλληση. Συνεπώς εφόσον η επίδοση αυτή είναι έγκυρη, νομίμως άρχισε να τρέχει η προβλεπόμενη από το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ προθεσμία της εφέσεως. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε κατά της προαναφερόμενης καταδικαστικής απόφασης την με αριθμό εκθέσεως 1808/30.8.2006 έφεση από την οποία, παραδεκτώς επισκοπούμενη από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναίρεσης, προκύπτει ότι αυτή (εκκαλούσα - κατηγορουμένη), φερομένη σ' αυτή (έφεση) ως κάτοικος ...., επί της οδού ....., προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς της, είχε προβάλλει με αυτή ότι "Ουδέποτε έλαβε γνώση της εκκαλούμενης απόφασης. Έλαβε δε γνώση μόλις χθές με τη σύλληψή της, διότι αυτή επιδόθηκε σαν αγνώστου διαμονής στη διεύθυνση ..... Πειραιάς από την οποία έχει μετοικήσει από τον Απρίλιο του 2004 στην παραπάνω δηλωθείσα διεύθυνση, γνωστή στις Αρχές". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, της αναιρεσείουσας - εκκαλούσας κατηγορουμένης εκπροσωπηθείσας στη δίκη από συνήγορο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από αυτήν, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, την έφεση της αναιρεσείουσας, κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την ακόλουθη αιτιολογία "...Στην προκείμενη περίπτωση από την κατάθεση της μάρτυρα που εξετάσθηκε νομότυπα, τα έγγραφα που αναγνώσθησαν, τους ισχυρισμούς της εκπροσωπουμένης από συνήγορο εκκαλούσας και την όλη διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Η εκκαλούσα με την υπ' αριθμ. ΒΜ 562/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιά, καταδικάσθηκε για παράβαση του ν.2523/1997 σε ποινή φυλάκισης 40 μηνών. Κατά την έκδοση και απαγγελία της εκκαλουμένης ως άνω αποφάσεως ήταν απούσα. Η απόφαση επιδόθηκε σ' αυτή στις ...., όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα του Α' Α.Τ. Πειραιά ...., η επίδοση δε έγινε, ως γνωστής διαμονής με θυροκόλληση. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε από την εκκαλούσα στις 30.8.2006, όπως προκύπτει από τη σχετική υπ'αριθμ. 1808/2006 έκθεση εφέσεως. Η εκκαλούσα, φερόμενη στην ως άνω έφεση ως κάτοικος επίσης της οδού ..... στον Πειραιά, ισχυρίζεται με την έφεσή της ότι η εκκαλουμένη ακύρως της επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής, αφού αυτή κατά το χρόνο της επίδοσης είχε την ως άνω διεύθυνση, η οποία ήταν γνωστή στις Αρχές. Όμως, όπως προκύπτει από το ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως, αυτή κλητεύθηκε ως γνωστής διαμονής στη διεύθυνση ..... στον Πειραιά με θυροκόλληση, ήτοι στη διεύθυνση που η ίδια είχε δηλώσει ως κατοικία της. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή, την φερόμενη κατά τα ανωτέρω ως τελευταία γνωστή κατοικία της, είχε δηλώσει καθ' οιονδήποτε τρόπο στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθώς και τον τρόπο με τον οποίον κατέστησε γνωστή, την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας της. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας της είχε δηλώσει στην αρμόδια ΔΟΥ Ε' Πειραιά, στην οποία ανήκε και στην οποία είχε αριθμό φορολογικού μητρώου. Επομένως, νομίμως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στη διεύθυνση της κατοικίας της που αναφέρεται στη μήνυση (......). Συνεπώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε πολύ πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας του άρθρου 474 παρ. 1 ΚΠΔ και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ". Με αυτό που δέχθηκε το κατ' έφεση δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται για την απόρριψη της εφέσεως ως εκπρόθεσμης, αφού παραθέτει σ' αυτήν ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης έγινε νόμιμα στην εκκαλούσα στις 14.6.2005 με θυροκόλληση, το οικείο από ..... αποδεικτικό επίδοσης του αρχιφύλακα αστυνομικού ....., από το οποίο προκύπτει επίδοση, ενώ περαιτέρω αναφέρει και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως (30.8.2006). Επί πλέον, αιτιολογημένα απέρριψε και τον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό της ήδη αναιρεσείουσας ότι κατά τον χρόνο της ανωτέρω επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης η διαμονή αυτής επί της οδού ....., όπου είχε μετοικήσει από την οδό ..... ήταν "γνωστή στις Αρχές", ο οποίος ήταν αόριστος αφού δεν επικαλούνταν ότι η νέα κατοικία της ήταν γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και όχι σε οποιαδήποτε άλλη Αρχή, ούτε προσδιόριζε τον τρόπο με τον οποί αυτή (Εισαγγελική Αρχή) γνώριζε τη νέα κατοικία της. Η αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι το δικάσαν κατ' έφεση δικαστήριο της ουσίας έπρεπε να ερευνήσει και να αιτιολογήσει από ποιά στοιχεία προκύπτει ότι η τελευταία γνωστή κατοικία αυτής (αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης), στην οποία και αναζητήθηκε βρισκόταν επί της συγκεκριμένης οδού (...... Πειραιά, όπου έγινε η θυροκόλληση της εκκαλούμενης απόφασης) ενόψει και του ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτή (κατηγορουμένη) απολογήθηκε προανακριτικά, ενώ η κλήτευσή της για να εμφανιστεί στην πρωτόδικη δίκη έγινε ως αγνώστου διαμονής, όπως προκύπτει από το από .... αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα του Α' Α.Τ. Πειραιά ....., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού με την έφεσή της η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης (14.6.2005) ήταν άγνωστης διαμονής στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εν λόγω απόφασης και ότι τελικά έπρεπε να γίνει η επίδοση αυτής κατ' άρθρο 156 ΚΠοινΔ ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής, ούτε επικαλείται τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε το άγνωστοι της διαμονής της, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να προβεί στην εκτίμηση και αξιολόγησή τους. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ που του αποδίδονται με τον τρίτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας) και με τους πρώτο και δεύτερο λόγους του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης (υπέρβαση εξουσίας) αντίστοιχα, οι οποίοι συνεπώς είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μαζί με τους πρόσθετους λόγους και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20 Απριλίου 2007 αίτηση και τους επ' αυτής από 21 Δεκεμβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 961/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένα απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης η οποία της επιδόθηκε ως γνωστής διαμονής με τη σκέψη ότι παρά τον περί αντιθέτου ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, η προς αυτήν επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης είναι έγκυρη, δεδομένου ότι δεν αναφερόταν στην έφεσή της ότι αυτή κατέστησε γνωστή στην παραγγέλουσα την επίδοση εισαγγελική αρχή την νέα διεύθυνση της κατοικίας της, όπου μετοίκησε από εκείνη που αναφερόταν στην μήνυση και στην οποία έγινε επίδοση καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτή (γνωστοποίηση). Εξάλλου μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά αναγκαία για το αιτιολογημένο αυτής στοιχεία του χρόνου της επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης στην αναιρεσείουσα, του αποδεικτικού από το οποίο προκύπτει η επίδοση αυτή και του χρόνου άσκησης της ως άνω έφεσης. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1482/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πανταζή, για αναίρεση της 273/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σάμου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1325/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, τιμωρείται με τις αναφερόμενες ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές), με σκοπό αποδόσεώς τους στους Οργανισμούς της παρ. 1 και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951 ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες βαρύνουν τους εργαζομένους σε αυτόν, επιπλέον δε να συντρέχει και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον ασφαλιστικό οργανισμό που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη από τον εργοδότη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτην, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ουσιαστική ποινική έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σάμου (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 273/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της, συμπληρούμενο παραδεκτώς από το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες κατηγορίες και υπεράσπισης, έγγραφα κ.λ.π.) αποδείχθηκαν σε σχέση με τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο τα εξής: Ο κατηγορούμενος (Χ1) στη ....., κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο 2000, εργοδότης τυγχάνων και ειδικότερα πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος, της εδρεύουσας στη Σάμο ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Επιχειριήσεις Παρασκευής Ετοίμου Σκυροδέματος Χ.Παλαιοκαστρίτης - Χ1 Ανώνυμη Εταιρία" και τον διακριτικό τίτλο "Ευαπαλίνος Α.Ε.", που έχει αντικείμενο εργασιών την παρασκευή ετοίμου σκυροδέματος, ενώ απασχόλησε κατά την μισθολογική περίοδο από 3/2000 μέχρι 12/2000 ΔΧ στην πιο πάνω επιχείρηση προσωπικό, με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας, που ασφαλίζονταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και όφειλε για την ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού, να καταβάλει εισφορές μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον μήνα, μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία, υπέπεσε στις κατωτέρω αξιόποινες πράξεις: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών την ανωτέρω εταιρία ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) ποσού 45.898,19 ευρώ χρονικού διαστήματος από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο 2000 δεν κατέβαλε αυτές στον πιο πάνω Οργανισμό (ΙΚΑ), μέσα στον μήνα κατά τον οποίον οι εισφορές έγιναν απαιτητές και 2) Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (εργατικές) ποσού 23.000 ευρώ, χρονικού διαστήματος από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο 2000, με σκοπό να τις αποδώσει στον πιο πάνω Οργανισμό (ΙΚΑ), δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο αυτές έγιναν απαιτητές κι έτσι κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο των εγκλημάτων της μη καταβολής εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ και αφού αναγνώρισε κατά πλειοψηφία ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2δ' του ΠΚ, επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι δύο (22) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, με αναφορά γενικώς στο είδος τους, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές, παραβίασε. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ρητώς και με σαφήνεια ότι οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές που οφείλει στο ΙΚΑ ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος με την αναφερόμενη ιδιότητά του, αφορούν το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του έτους 2000. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για : α) έλλειψη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ αιτιολογίας και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ. και 43 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57 επ., 250 και 321 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε για κάποια άλλη, έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. β' του ΚΠοινΔ, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, η οποία υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί αντικειμενικώς διαφορετικό έγκλημα. Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν με την απόφαση προσδιορίζονται ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική και υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ή διώχθηκε ο κατηγορούμενος, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξεως. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά του αναιρεσείοντος και άλλων προσώπων ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σάμου για τις αξιόποινες πράξεις της μη εμπρόθεσμης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ ύψους 45.898,19 και 23.000 ευρώ, αντιστοίχως, για το από 7/1997 έως 12/2000 χρονικό διάστημα (άρθρο 1 του α.ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ). Με την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 442/20ο5 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου έγινε δεκτό ότι οι εισφορές που όφειλαν προς το ΙΚΑ ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος και οι συγκατηγορούμενοί του και ανέρχονταν στα παραπάνω ποσά αφορούσαν στην πραγματικότητα το χρονικό διάστημα από 3/2000 μέχρι 12/2000, γι' αυτό και κηρύχθηκαν ένοχοι των πράξεων της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ ποσού 45.898,19 και 23.000 ευρώ αντιστοίχως για το εν λόγω χρονικό διάστημα, ενώ αθωώθηκαν για τις ίδιες πράξεις που αφορούσαν το χρονικό διάστημα από 7/1997 μέχρι 2/2000. Από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάστηκε για πράξεις διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες διώχθηκε και παραπέμφθηκε σε δίκη κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και συνακολούθως και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς εξέταση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 273/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για μη καταβολή εργοδοτικών και παρακράτηση (υπεξαίρεση) εργατικών εισφορών προς το ΙΚΑ. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, διότι δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε για πράξεις διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες διώχθηκε και παραπέμφθηκε σε δίκη, κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
2
Αριθμός 1481/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κοκκονό, περί αναιρέσεως της 394-395/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 572/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2, 320 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ', ε' και 4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται, μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του Εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα. Διαφορετικά, υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Η σφραγίδα και η υπογραφή του Εισαγγελέα, στην περίπτωση που το κλητήριο θέσπισμα αποτελείται από περισσότερα του ενός φύλλα, αρκεί να υπάρχουν στο τελευταίο φύλλο και σε κάθε ουσιώδη παραπομπή, καθόσον με τον τρόπο αυτό καλύπτεται όλο το συνεχές περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ υποχρέωση να τίθεται υπογραφή και σφραγίδα σε κάθε φύλλο του δεν προκύπτει από διάταξη νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης υπ' αριθ. 347/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος εμφανίσθηκε και προέβαλε την ακυρότητα του οικείου κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο κλήθηκε να δικαστεί για την πράξη της λαθρεμπορίας, υποστηρίζοντας ότι λείπει η σφραγίδα και η υπογραφή του αρμοδίου εισαγγελέα στο τελευταίο τρίτο φύλλο του, ενώ υπήρχε τέτοια υπογραφή στο δεύτερο φύλλο του. Η αντίρρησή του αυτή απορρίφθηκε με την εν λόγω υπ' αριθ. 347/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, ενώ στη συνέχεια προτάθηκε η ακυρότητα αυτή με ειδικό λόγο εφέσεως και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 394-395/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. ΕΓ1-03/474/387/22.12.2003 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σπάρτης, που επιδόθηκε νομίμως στον αναιρεσείοντα, κλητεύθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σπάρτης, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας. Το κλητήριο αυτό θέσπισμα αποτελείται από δύο φύλλα. Στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου περιέχεται η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο και αρχίζει η ακριβής περιγραφή της πράξεως για την οποία κατηγορείται. Η περιγραφή αυτή συνεχίζεται στη δεύτερη σελίδα του πρώτου φύλλου. Μετά την ολοκλήρωση της περιγραφής της πράξεως παρατίθενται τα άρθρα του ποινικού νόμου που την προβλέπουν, καθώς και ο κατάλογος των κλητευομένων μαρτύρων καθώς και των αναγνωστέων εγγράφων. Ακολουθεί η ημερομηνία, καθώς και η θέση της επίσημης σφραγίδας και της υπογραφής του αρμοδίου εισαγγελέα. Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν, η υπάρχουσα επίσημη σφραγίδα και υπογραφή καλύπτουν όλο το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος. Είναι βέβαια γεγονός ότι το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα έχει και δεύτερο φύλλο, στην πρώτη σελίδα του οποίου περιγράφονται τα αναγνωστέα έγγραφα, ενώ η άλλη σελίδα του είναι κενή. Όμως η μη θέση σφραγίδας και υπογραφής στο φύλλο αυτό του αρμοδίου εισαγγελέα δεν επηρεάζει το κύρος του ενδίκου κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η παράθεση σ' αυτό των κλητευομένων μαρτύρων και των αναγνωστέων εγγράφων δεν είναι μεταξύ των στοιχείων που κρίνονται από το άρθρο 321 ΚΠοινΔ ως απαραίτητα για το κύρος του. Άλλωστε, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 326 ΚΠοινΔ η γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο του καταλόγου των κλητευομένων μαρτύρων μπορεί να γίνει με χωριστό έγγραφο, η δε καταγραφή του καταλόγου αυτού στο σώμα και μάλιστα στο τέλος του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως για εμφάνιση είναι δυνητική, ενώ περαιτέρω δεν υφίσταται από καμία διάταξη νόμου υποχρέωση του Εισαγγελέα να γνωστοποιεί στον κλητευόμενο κατηγορούμενο και τον κατάλογο των αναγνωστικών εγγράφων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ειδικότερα, λόγω ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, συνισταμένης στο ότι αυτό δεν έφερε την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του Εισαγγελέα και στην τρίτη (τελευταία) σελίδα του, μετά την παράθεση των ονοματεπωνύμων των γνωστοποιουμένων μαρτύρων και των αναγνωστέων εγγράφων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για λαθρεμπορία και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, μετατραπείσα προς 3,30 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Δέχθηκε, ειδικότερα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, την οποία στήριξε στα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος διατηρούσε και εκμεταλλευόταν τέσσερα (4) Super Market στην περιοχή του Ν. Λακωνίας. Στις 23-3-1999, υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Πελοποννήσου (εφεξής χάριν συντομίας ΣΔΟΕ) διενήργησαν έλεγχο στο Super Market που διατηρούσε στην .... επί της οδού ....... Εκεί βρήκαν και δέσμευσαν 16 κιβώτια οινοπνεύματος των 24 φιαλών των 200 γραμμαρίων εκάστη φιάλη με την ένδειξη " ..... ΕΠΕ", 15 κιβώτια οινοπνεύματος των 24 φιαλών των 350 γραμμαρίων εκάστη φιάλη με την ίδια ένδειξη και 15 κιβώτια οινοπνεύματος των 24 φιαλών των 2000 γραμμαρίων της ίδια εταιρείας. Ελήφθησαν δείγματα από το καθαρό οινόπνευμα που περιείχαν και στις 23-3-1999 τα δέσμευσαν. Ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε για την προέλευση των εν λόγω ποσοτήτων οινοπνεύματος και του ζητήθηκαν παραστατικά. Αυτός προσεκόμισε τα ακόλουθα τρία τιμολόγια: 1) το με αριθμό ..... δελτίο αποστολής τιμολόγιο της εταιρείας ".... ΕΠΕ", που αναφερόταν σε 5 κιβώτια με 24 φιάλες των 200 γραμμαρίων εκάστη, 2) το με αριθμό .... δελτίο αποστολής - τιμολόγιο της εταιρείας ".....ΕΠΕ", που αναφερόταν σε 20 κιβώτια με 24 φιάλες των 200 γραμμαρίων εκάστη, 3) Το με αριθμό ...... δελτίο αποστολής - τιμολόγιο της Γ1, που αναφερόταν σε 20 κιβώτια καθαρού οινοπνεύματος με 24 φιάλες έκαστο 350 γραμμαρίων εκάστη, και σε 20 κιβώτια με 24 φιάλες έκαστο των 350 γραμμαρίων εκάστη. Επειδή, από την εξέταση που διενεργήθηκε βρέθηκε ποσότητα οινοπνεύματος μη κανονική, οι αρμόδιοι υπάλληλοι προσπάθησαν να κατάσχουν την ανευρεθείσα νοθευμένη ποσότητα, πλην όμως οι σφραγίδες που είχαν θέσει βρέθηκαν παραβιασμένες. Από την έρευνα της ΣΔΟΕ προέκυψε ότι η προαναφερθείσα Γ1 έκανε έναρξη επιτηδεύματος το έτος 1995 και λειτούργησε μόνο για 5 μήνες. Τούτο σημαίνει ότι το επικαλούμενο από τον κατηγορούμενο τρίτο τιμολόγιο είναι εικονικό. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι δεν είχε αγοράσει από την Γ1 οινόπνευμα, αλλά μόνο από τον ......, τα τιμολόγια του τελευταίου είναι εικονικά, αφού οι ποσότητες που αναφέρονται σ' αυτά είναι λιγότερες από τις ποσότητες που κατανάλωσε (διέθεσε) ο κατηγορούμενος. Ειδικότερα, διέθεσε 166,8 χλγ, ενώ είχε αγοράσει με βάση τα τιμολόγια 163 χλγ. Τούτο σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε (προμηθεύτηκε) παράνομα, χωρίς δηλαδή να καταβάλλει τις νόμιμες επιβαρύνσεις και κατείχε στο εν λόγω κατάστημά του, με σκοπό να διαθέσει στην κατανάλωση 357,6 χλγ αιθυλικής αλκοόλης, με αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να στερηθεί τις νόμιμες επιβαρύνσεις (φόρους-δασμούς), ανερχόμενους σε 1.020.478 δρχ. ή 2.995 ευρώ. Τα προαναφερόμενα τιμολόγια τα επικαλέστηκε προκειμένου να δικαιολογήσει την παράνομη προμήθεια και κατοχή της επίμαχης εν μέρει νοθευμένης ποσότητος αιθυλικής αλκοόλης. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας οινοπνεύματος, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 2 περ. Θ' και 102 παρ. 1 περ. Α' του Ν. 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος, ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (23.3.1999) τελέσεως της πράξεως. Ειδικότερα και σε σχέση με την προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα αιτίαση, με πλήρη και σαφή αιτιολογία καλύπτεται η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το υπ' αριθ. ..... δελτίο αποστολής - τιμολόγιο της Γ1 είναι εικονικό, ενώ εικονικά είναι και τα τιμολόγια της εταιρείας ".... ΕΠΕ", αφού οι ποσότητες που αναφέρονται σ' αυτά είναι λιγότερες από τις ποσότητες που διέθεσε ο αναιρεσείων. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Ο τρίτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη παραθέσεως σ' αυτήν του εφαρμοσθέντος άρθρου του ποινικού νόμου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού μετά την κατάργηση με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003, της περιπτώσεως Η' της παραγράφου 1 του άρθρου 510 του ΚΠοινΔ, δεν περιλαμβάνεται ο λόγος αυτός στους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως. Ανεξαρτήτως τούτου, στην προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 11 αυτής) παρατίθενται οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 2 περ. Θ' και 102 παρ. 1 περ. Α' του Ν. 1168/1918, οι οποίες προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη της λαθρεμπορίας για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 394-395/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος η επίσημη σφραγίδα και η υπογραφή του Εισαγγελέα αρκεί να τίθενται στο τέλος του τελευταίου φύλλου και σε κάθε ουσιώδη παραπομπή, καθόσον με τον τρόπο αυτό καλύπτεται όλο το συνεχές περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ η μη θέση τούτων (σφραγίδας και υπογραφής) στη σελίδα του κλητηρίου θεσπίσματος, όπου υπάρχει ο κατάλογος των αναγνωστέων εγγράφων και των κλητευομένων μαρτύρων δεν επηρεάζει το κύρος αυτού. Και τούτο διότι η παράθεση στο κλητήριο θέσπισμα των κλητευομένων μαρτύρων και των αναγνωστέων εγγράφων δεν είναι μεταξύ των στοιχείων που κρίνονται από το άρθρο 321 ΚΠΔ ως απαραίτητα για το κύρος του. Απορρίπτεται ως απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τη μη παράθεση σε αυτήν του εφαρμοσθέντος άρθρου του ποινικού νόμου, αφού η πλημμέλεια αυτή δεν συνιστά πλέον κανέναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Κλητήριο θέσπισμα.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1479/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρούσσου - Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσθένη Βλήτα, περί αναιρέσεως της 62131/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 353/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Κατά δε το άρθρο 156 του ίδιου Κώδικα αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση γίνεται στη σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε ένα από τους γονείς ή τους αδελφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ αίματος ή αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Αν δεν βρεθεί καν εις από τους παραπάνω στον τόπο κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στο δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος της τελευταίας διαμονής του αποδέκτη, ο οποίος φροντίζει για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που του επιδόθηκε σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία και την αποστολή σχετικής βεβαίωσης στην αρχή που παράγγειλε την επίδοση. Τέλος, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 156 συνεπάγεται την ακυρότητα της επίδοσης. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων ότι η άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, τότε μόνον είναι εκπρόθεσμη, όταν επιδόθηκε σ' αυτόν εγκύρως η απόφαση αυτή και παρήλθε η οριζόμενη από το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ νόμιμη προθεσμία άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου. Διαφορετικά, δηλαδή στην περίπτωση που η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η προθεσμία αυτή και η έφεση που ασκήθηκε είναι εμπρόθεσμη, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της έφεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 62131/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών το Δικαστήριο αυτό απέρριψε, με την παραπάνω απόφασή του την από 17-5-2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της 94525/25-9-1995 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως απαράδεκτη, διότι, όπως δέχτηκε, η απόφαση αυτή, σύμφωνα με το αναφερόμενο αποδεικτικό του αστυφύλακα του Α.Τ. Ηρακλείου Αττικής ........, επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 28-5-1996 και η έφεση ασκήθηκε στις 17-5-2006, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και συνεπώς ήταν εκπρόθεσμη. Από το περιεχόμενο όμως του αποδεικτικού αυτού που βρίσκεται στη δικογραφία και παραδεκτώς επισκοπείται από τον Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, προκύπτει ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης με την έφεση πρωτοβάθμιας απόφασης στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο έγινε στις 28-5-1996 και ότι αυτός απουσίαζε από την κατοικία του στην οδό .... αριθ. ... του .... Αττικής και ήταν άγνωστης διαμονής. Γι' αυτό και ο πιο πάνω αστυφύλακας, αφού διαπίστωσε, ύστερα από έρευνα, ότι δεν υπάρχει στην παραπάνω κατοικία συγγενικό πρόσωπο από εκείνα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ. 1 του ΚΠοινΔ για την παράδοση σ' αυτό της απόφασης παρέδωσε, όπως βεβαιώνει, αυτήν στο Δήμαρχο Ηρακλείου Αττικής. Την απόφαση όμως αυτήν παρέλαβε όχι ο Δήμαρχος Ηρακλείου Αττικής, αλλά η Γ1 η οποία έκανε και την τοιχοκόλληση, χωρίς να αναφέρεται στο αποδεικτικό αν η παραλήπτρια της απόφασης είναι δημοτική υπάλληλος, την οποία είχε ορίσει ο Δήμαρχος Ηρακλείου για την παραλαβή εγγράφων που επιδίδονταν για τους άγνωστης διαμονής δημότες του ή να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση η ιδιότητα της Γ1 ως εντεταλμένης υπαλλήλου για την παραλαβή δικογράφων. Η επίδοση της απόφασης αυτής, που δεν έγινε όπως ορίζει ο νόμος, ήταν άκυρη γι' αυτό και δεν άρχισε η προθεσμία της έφεσης, η οποία ήταν, επομένως, εμπρόθεσμη. Συνεπώς, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που έκρινε ότι η έφεση είναι απαράδεκτη και για το λόγο αυτό αρνήθηκε να ερευνήσει την υπόθεση στην ουσία της υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η' ΚΠοινΔ), η οποία προβάλλεται με το σχετικό λόγο αναίρεσης αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα, αφού η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί απαραδέκτως. ΙΙ. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 εδ. γ' του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στον Αρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της, έστω και μετά την άσκηση της αναίρεσης, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του καταδικασθέντος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή γιατί ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και ήθελε κριθεί βάσιμος ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την 94525/1995 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 700.000 δραχμών για έκδοση κατ' εξακολούθηση στις 20-12-1993 δύο ακάλυπτων επιταγών, ήτοι για πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος που το άρθρο 79 παρ. 1 ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ. 1325/1972. Από τότε όμως που τελέστηκαν οι πράξεις αυτές μέχρι και τη συζήτηση (21-11-2007) της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης παρήλθε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και τριετούς αναστολής της. Εφ' όσον δε η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα και ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, στηρίζεται σε ακυρότητα της επίδοσης της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, εξαιτίας της οποίας δεν διέδραμε η προθεσμία της έφεσης, ώστε να γίνει αμετάκλητη η απόφαση αυτή, το αξιόποινο των πιο πάνω πλημμεληματικών πράξεων εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής και πρέπει, αφού αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αναίρεσης και ως ουσιαστικά βάσιμου, να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη λόγω παραγραφής κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 62131/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε με την 94525/1995 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης δεν αρχίζει η προθεσμία εφέσεως κατ’ αυτής. Το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αναιρείται λόγω υπέρβασης εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση που απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση του αναιρεσείοντος, διότι ενώ η πρωτόδικη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτόν ως άγνωστης διαμονής, η παράδοσή της έγινε σε άτομο που δεν προκύπτει ότι είχε ορισθεί από τον Δήμαρχο της τελευταίας διαμονής του κατηγορουμένου, για παραλαβή παρόμοιων εγγράφων. Παύει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Υπέρβαση εξουσίας
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Υπέρβαση εξουσίας, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1478/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κανελλόπουλο, για αναίρεση της 90/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Το Πενταμελές Εφετείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 259/2007 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περίπτ. β' και ζ' του Ν. 1729/1987 με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή 100.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών τιμωρείται όποιος αγοράζει ή κατέχει ναρκωτικά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε πριν από το Ν. 2161/1993, με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 200.000.000 δραχμές τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών από ανηλίκους. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1 και 3 α', β', και γ' του ίδιου νόμου "όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με δικές τους δυνάμεις υποβάλλονται σε ειδική μεταχείρηση κατά τους όρους του νόμου αυτού (παρ. 1). Δράστης στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ'. 1, αν είναι υπαίτιος τέλεσης: α)της πράξης του άρθρου 12 παρ. 1 παραμένει ατιμώρητος και εφαρμόζονται σ' αυτόν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 14 του νόμου αυτού, β) των πράξεων των άρθρων 5, 6 και 7 τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή 50.000 μέχρι 10.000.000 δραχμές, γ)των πράξεων του άρθρου 8 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 200.000.000. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 και 4 στοιχ. β' του Ν. 2161/1993 με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 13 του Ν. 1729/1987 ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με δικές τους δυνάμεις υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του νόμου αυτού (παρ. 1). Με την παρ. 4 στοιχ. β' ορίσθηκαν τα ακόλουθα: "Δράστης στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, αν είναι υπαίτιος τελέσεως: α)της πράξεως του άρθρου 12 παρ. 1 παραμένει ατιμώρητος και εφαρμόζονται, σ' αυτόν οι διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, β)των πράξεων των άρθρων 5 ή 7 του παρόντος νόμου τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι 10 ετών και με χρηματική ποινή 200.000 μέχρι 10.000.000 δραχμών και αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 6 ή επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8, τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη και χρηματική ποινή 500.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών. Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 στοιχ. β' του επακολουθήσαντος Ν. 2408/1996 η παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 1729/1987, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 2161/1993, αντικαταστάθηκε ως ακολούθως: "Δράστης στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 αν είναι υπαίτιος τελέσεως: α)της πράξεως του άρθρου 12 παρ. 1 παραμένει ατιμώρητος και εφαρμόζονται σ' αυτόν οι διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, β)των πράξεων του άρθρου 5 παρ. 1 περιπτ, β', στ', ζ', η', ι' και ιβ' του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή 200.000 έως 5.000.000 δραχμών και γ)των πράξεων των άρθρων 5 παρ. 1 περ. α', γ', δ', ε', θ', ια', ιγ' και 7 του παρόντος νόμου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή 200.000 δραχμών έως 10.000.000 δραχμών και, αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 6 ή επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη και χρηματική ποινή 500.000 δραχμών έως 100.000.000 δραχμών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 2161/1993 με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 8 του Ν, 1729/1987 "ως υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος εντός της προηγούμενης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της προηγούμενης πενταετίας". Από τις άνω διατάξεις και κυρίως τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 στοιχ. β' του Ν. 2408/1996 που άρχισε να ισχύει από 4 Ιουνίου 1996, προκύπτει ότι, μετά την ημεροχρονολογία αυτή, εκείνος που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με δικές του δυνάμεις, αν είναι δράστης αγοράς, και κατοχής ναρκωτικών ουσιών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή. Αν όμως συντρέχει επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η καθ' υποτροπή τέλεση της πράξεως, τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη και χρηματική ποινή 500.000 δραχμών μέχρι 100.000 δραχμών. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν εκτίθεται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι αυτές που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 8 του Ν. 1729/1987 και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Ιδιαίτερα, επίσης, πρέπει να αιτιολογείται η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, εφόσον είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντά. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η πράξη της αγοράς και κατοχής των ναρκωτικών δεν τελέσθηκε υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ανωτέρω άρθρου 8 δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 90/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος με αυτήν, σε δεύτερο βαθμό, αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών κατ' εξακολούθηση ως τοξικομανής και ως υπότροπος και του επιβλήθηκε (ενιαία) ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών και χρηματική ποινή 20.000 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα "Μετά από πληροφορίες που περιήλθαν στο Τμήμα Διώξεως Ναρκωτικών Καλαμάτας και στο Α.Τ Γαργαλιάνων, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος κατείχε και απέκρυπτε στο αγρόκτημά του, που βρίσκεται στην αγροτική περιοχή "....." Γαργαλιάνων, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, πραγματοποιήθηκε έρευνα στην αγροικία του κατηγορουμένου την 18η Σεπτεμβρίου 2004 που βρίσκεται εντός του στην ανωτέρω θέση αγροκτήματός του και βρέθηκαν στην κατοχή του ποσότητες ηρωΐνης, συνολικού βάρους (14,04) γραμμαρίων περίπου και (20) δισκία μεθαδόνης. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, στον ως άνω τόπο και χρόνο κατείχε : α) άγνωστη ποσότητα ηρωίνης εντός νάϋλον συσκευασίας, μέρος της οποίας διασκόρπισε στο έδαφος αντιλαμβανόμενος την παρουσία των αστυνομικών, χωρίς να καταστεί δυνατή η περισυλλογή αυτής, ενώ μέρος αυτής, βάρους (0,4) γραμμαρίων, παρέμεινε επικολλημένη και συλλέχθηκε από τα χέρια του, β) ποσότητα ηρωίνης, μεικτού βάρους (2,0) γραμμαρίων, περιτυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο, την οποία είχε τοποθετήσει στην τσέπη του παντελονιού του, γ) ποσότητα ηρωίνης, μεικτού βάρους (6,9) γραμμαρίων, περιτυλιγμένη σε χαρτί, την οποία είχε τοποθετήσει κάτω από τη βάση της τηλεοράσεως, δ) ποσότητα ηρωίνης, μεικτού βάρους (3,7) γραμμαρίων, περιτυλιγμένη σε χαρτί, την οποία είχε τοποθετήσει στην ίδια ως άνω θέση, ε) ποσότητα ηρωίνης, μεικτού βάρους (1,04) γραμμαρίου, περιτυλιγμένη σε αλουμινόχαρτο, την οποία είχε τοποθετήσει κάτω από το στρώμα κρεβατιού της αγροικίας του. Ακόμη βρέθηκαν κατά την έρευνα που πραγματοποίησαν τα αστυνομικά όργανα εντός του χώρου συντηρήσεως του ψυγείου στην εν λόγω αγροικία του δύο δισκέτες με (20) δισκία μεθαδόνης Symoron 5 mg. Ακολούθως και ενώ ο κατηγορούμενος εκρατείτο στο Α.Τ. Γαργαλιάνων, περιήλθαν νέες πληροφορίες στα αστυνομικά όργανα, ότι ο κατηγορούμενος κατείχε και άλλες ποσότητες ηρωίνης κρυμμένες στο άνω αγρόκτημα του, οι οποίες δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί παρά την πραγματοποιηθείσα έρευνα. Κατόπιν τούτου κατά τις μεσημβρινές ώρες της 20-9-2004 αστυνομικοί του Τμήματος Διώξεως Ναρκωτικών Καλαμάτας που είχαν μεταβεί στο εν λόγω αγρόκτημα για νέα έρευνα, κατέλαβαν επ' αυτοφώρω τη θυγατέρα του κατηγορουμένου Γ1, κατά τη στιγμή που ανέσυρε από το έδαφος δύο πλαστικά φιαλίδια φαρμακευτικών σκευασμάτων, όπου περιέχονταν τρεις (3) ανισοβαρείς ποσότητες ηρωίνης, συσκευασμένες σε ζελατίνες, μεικτού βάρους (7,9), (5,5), (2,4) γραμμαρίων περίπου αντιστοίχως. Οι συσκευασίες αυτές ήταν περιτυλιγμένες και σε κομμάτια χαρτιού, όπως και οι παραπάνω ποσότητες ηρωίνης που είχαν ευρεθεί στο αγρόκτημα του κατηγορουμένου κατά την προηγηθείσα στις 18.9.2004 έρευνα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ανωτέρω θυγατέρα του κατηγορουμένου Γ1 είχε προηγουμένως επισκεφθεί τον κατηγορούμενο πατέρα της στα κρατητήρια του Α.Τ. Γαργαλιάνων. Όλες τις παραπάνω ποσότητες ηρωίνης και τα δισκία μεθαδόνης ο κατηγορούμενος αγόρασε στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-9-04 έως 18-9-04 από άγνωστα στο Δικαστήριο άτομα έναντι άγνωστου τιμήματος. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά της αγοράς και κατοχής όλων των ναρκωτικών ουσιών που βρέθηκαν κατά τις δύο έρευνες που ενήργησαν τα αστυνομικά όργανα, δηλαδή στις 18 και 20 Σεπτεμβρίου 2004, ομολόγησε ο κατηγορούμενος. Αποδείχθηκε εξάλλου, ότι ο κατηγορούμενος αγόρασε και κατείχε τις παραπάνω ναρκωτικές ουσίες, έχοντας την πρόθεση να διαθέσει αυτές προς τρίτους, όντας όμως τοξικομανής εξαρτημένος κυρίως από ηρωίνη. Η εξάρτηση του προκύπτει ιδίως από την έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ......, που διορίστηκε πραγματογνώμονας δυνάμει της 7/2004 διατάξεως του Ανακριτή Κυπαρισσίας, βάσει της οποίας πραγματογνωμοσύνης ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζεται τοξικομανής, εξαρτημένος σωματικά και ψυχικά κυρίως από την ηρωίνη και χρήζει ειδικής θεραπευτικής αντιμετωπίσεως και μεταχειρίσεως Τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών τέλεσε ο κατηγορούμενος καθ' υποτροπήν, καθόσον εντός της προηγούμενης δεκαετίας είχε καταδικασθεί αμετάκλητα με την απόφαση 270/97 του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για παράβαση του νόμου "περί ναρκωτικών"και δη για καλλιέργεια ινδικής καννάβεως. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι στην περίπτωση δράστη τοξικομανούς, όπως εν προκειμένω, αποκλείεται η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 ν.17297/87, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 1049/00 ΠΧ ΝΑ-308). Ωσαύτως πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τις ανωτέρω ποσότητες προόριζε για αποκλειστικά δική του χρήση, επικαλούμενος για την απόδειξη αυτού ότι το προ της συλλήψεώς του χρονικό διάστημα είχε ανάγκη ημερησίως ως τοξικομανής 4 με 5 γραμμ. ηρωίνης, αφού το γεγονός αυτό δεν αποδείχθηκε και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η από τον κατηγορούμενο κατεχόμενη συνολική ποσότητα των (29,12) γραμμαρίων ηρωίνης και καθώς και των (20) δισκίων μεθαδόνης είναι ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, ακόμη και για τις ανάγκες ενός τοξικομανούς. Σημειωτέον, ότι την ποσότητα της ηρωίνης που κατείχε, την είχε επιμερίσει σε ανισοβαρείς συσκευασίες, διπλωμένες με ζελατίνη και αλουμινόχαρτα και τις απέκρυπτε σε διαφορετικούς χώρους, γεγονός που σε συνδυασμό με την κατοχή ζυγαριάς ακριβείας (με δυνατότητα ζυγίσεως από ένα γραμμάριο) ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος δεν προόριζε τα ανωτέρω ναρκωτικά για δική του αποκλειστική χρήση. Επομένως, συμφώνως με τα ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος ως τοξικομανής αγοράς - κατοχής κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών καθ' υποτροπή, όπως ειδικότερα αναλύεται στο διατακτικό, χωρίς όμως να καταλογισθούν οι αποδιδόμενες σε αυτόν περιστάσεις της κατ' επάγγελμα τελέσεως των πράξεων αυτών, αφού από κανένα στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας (και δη εξέταση μάρτυρος ή αναγνωστέου εγγράφου) δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος επαναλαμβάνοντας την εν λόγω πράξη απέβλεπε στον πορισμό εισοδήματος". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τόσο ως προς την κατηγορία όσο και ως προς την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, της αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές στο πόρισμά της. Ειδικότερα, σε σχέση με την υποτροπή, αναφέρεται η εντός της προηγούμενης δεκαετίας αμετάκλητη καταδίκη του αναιρεσείοντος, με την 270/1997 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, για παράβαση νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, δέχθηκε την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, ενώ ταυτοχρόνως έκρινε αυτόν ως τοξικομανή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω νομική σκέψη, δεν αποκλείεται η παραδοχή επιβαρυντικής περίστασης από αυτές του άνω άρθρου 8 του Ν. 1729/1987 στο πρόσωπο του τοξικομανούς δράστη των πράξεων του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β' και ζ' του ίδιου νόμου. Επομένως, οι από 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 329 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως, γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, η παράβαση δε των διατάξεων αυτών ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' λόγο αναίρεσης. Με τον τελευταίο λόγο της ένδικης αίτησης αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι η απόφαση δεν απαγγέλθηκε δημόσια αλλά κεκλεισμένων των θυρών. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται ρητά στις σελίδες 1, 11 και 15, αντιστοίχως, ότι "η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου", "κατόπιν ο πρόεδρος κήρυξε περαιτέρω τη συζήτηση και το Δικαστήριο, αφού συσκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, παρουσία και του Γραμματέα κατήρτισε και σε δημόσια συνεδρίαση δημοσίευσε την κατωτέρω υπ' αριθμ. 90/2006 απόφασή του", δηλαδή το σκέλος της απόφασης, που αφορά την ενοχή μας "Δικαστήριο, αφού συσκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, παρουσία και του Γραμματέα, κατήρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την απόφασή του με αριθμό 90-β/2006" δηλαδή το σκέλος της απόφασης που αφορά την ποινή. Επομένως, ο προαναφερόμενος λόγος είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, και επειδή, δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 90/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών ως τοξικομανής και ως υπότροπος. Δεν αποκλείεται η παραδοχή επιβαρυντικής περιστάσεως από αυτές του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987 στο πρόσωπο του τοξικομανούς δράστη των πράξεων του άρθρου 5 περίπτωση β΄ και ζ΄ του ιδίου νόμου και συνεπώς, από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, ενώ ταυτοχρόνως έκρινε τον αναιρεσείοντα ως τοξικομανή, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 8 του Ν. 1729/1987. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου περί παραβάσεως των διατάξεων για την δημοσιότητα στο ακροατήριο.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 1476/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη- Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγγελική Λαλούση, περί αναιρέσεως της 1513/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 599/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠοινΔ. προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ'ακολουθία και για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεως πρέπει στην έκθεση για δήλωση ασκήσεως του ενδίκου αυτού μέσου να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510, διαφορετικά η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (άρθρο 513 παρ.1 ΚΠοινΔ). Η ανυπαρξία ή το αόριστο των λόγων δεν μπορούν να συμπληρωθούν με αναφορά σε άλλα, έξω από την έκθεση αναίρεσης, έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση υπ'αριθμό εκθέσεως 25/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ'αριθμ. 1513/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ'αριθμ. 28568/2004 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καταδικάστηκε για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ'εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών που μετατράπηκε προς 4,40 ευρώ και χρηματική ποινή 12.000 ευρώ. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της κατηγορουμένης, δυνάμει της σχετικής εξουσιοδοτήσεως, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αναφέρονται δε στην έκθεση σε σχέση με τους λόγους αναίρεσης "... και δήλωσε όσα αναφέρονται στα επισυναπτόμενα έγγραφα". Με αυτό όμως το περιεχόμενο η ένδικη αίτηση αναιρέσεως είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην παραπάνω νομική σκέψη, απαράδεκτη, αφού δεν αναφέρεται στη συνταχθείσα έκθεση κανένας σαφής και ορισμένος λόγος και ούτε προσδιορίζεται σ'αυτή ποια είναι τα επισυναπτόμενα έγγραφα. Ενόψει δε τούτου, οι λόγοι που αναφέρονται στην από 14-2-2007 αίτηση αναιρέσεως που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δια του Γραμματέως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που είναι συρραμένη στην ένδικη υπ'αριθμ. 25/15-2-2007 αίτηση αναιρέσεως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθόσον δεν προκύπτει από την έκθεση αναίρεσης ότι η άνω από 14-2-2007 αίτηση (η οποία στο τέλος του κειμένου φέρει μόνο την υπογραφή της πληρεξούσιας δικηγόρου της κατηγορουμένης όχι δε και την υπογραφή του αρμόδιου γραμματέα), υπήρχε κατά το χρόνο συντάξεως της πιο πάνω έκθεσης αναιρέσεως, ώστε να θεωρηθεί κατά νόμο, ότι αποτελεί συνέχεια ή μέρος αυτής (έκθεσης) που περιέχει τη δήλωση της αναιρεσείουσας για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, δεδομένου ότι δεν γίνεται ρητή μνεία τούτου. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1513/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, διότι δεν διατυπώνεται σ’ αυτή κατά τρόπο ορισμένο ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 §1 ΚΠΔ. Λόγοι αναιρέσεως που περιέχονται σε συρραμμένο με προηγούμενη χρονολογία της έκθεσης έγγραφο (το οποίο στο τέλος του κειμένου φέρει μόνο την υπογραφή της πληρεξούσιας δικηγόρου της κατηγορουμένης όχι δε και την υπογραφή του αρμόδιου γραμματέα) χωρίς αυτό να μνημονεύεται ρητά στην έκθεση αναιρέσεως, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συνέχεια ή μέρος αυτής (έκθεσης) που περιέχει τη δήλωση της αναιρεσείουσας για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, δεν καθιστά παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεως.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1475/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 54/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 867/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 244/18.06.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 6/24-4-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 54/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 95/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου, επικύρωσε τούτο και παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τους κατηγορουμένους 1) Χ1, δηλ. τον αναιρεσείοντα, για ιδιαίτερα διακεκριμένη απάτη, κατ' εξακολούθηση, 2) Χ2, και 3) Χ3, για απλή και άμεση συνέργεια, κατ' εξακολούθηση, σε μερικές από τις ανωτέρω πράξεις του πρώτου, που τελέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα απο τα μέσα του 99 έως τα μέσα του 2000,αντίστοιχα,[άρθρα 46 παρ.1β,47,60,98 και 386 παρ.1α,3α ΠΚ), και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα. 2-Η εισαγόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον κατηγορούμενο, δικαιωματικά, καθόσον ο νόμος του δίνει το σχετικό δικαίωμα, αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα τον παραπέμπει για το κακούργημα της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, με δήλωση ενώπιον της γραμματέα του εκδόντος το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Πατρών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοσή του, που έγινε με παράδοση στα χέρια της ενηλίκου συζύγου του ........, ως προκύπτει από το επιδοτήριο του αστυφ........ Η έκθεση που συντάχθηκε από την αρμόδια γραμματέα Ευγ. Κεπενού, έγινε με την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ και με αναφορά των λόγων για τους οποίους ασκείται, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, [άρθρο 139 ΚΠΔ], της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων, της υπέρβασης εξουσίας και της απόλυτης ακυρότητας, [άρθρα 309 παρ. 2, 484 παρ.1 περ. α, β, δ και στ ΚΠΔ]. Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της. 3-Οι λόγοι της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων. Α-Νομική βάση. α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [Α.Π. 19/01 ΟΛΟΜ-Π.ΔΙΚ. 01/1225, Π.ΧΡ. 02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693]. β-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. γ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών. δ-Κατά το άρθρο 98 του Π.Κ., αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/3-6-1999 προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος, που ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών των κατηγορουμένων] προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, στην ..... Ζακύνθου κατά τα κατωτέρω χρονικά διαστήματα, έχοντας σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου διέπραξε υπό την ιδιότητα του προέδρου του Συνδέσμου ύδρευσης των Δήμων και Κοινοτήτων ..... τις εξής αξιόποινες πράξεις: α-Κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του έτους 1999 έως τα μέσα του 2000 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου, συνολικής αξίας 49.928,80 Ε. Στην παράσταση του γεγονότος αυτού τον συνέδραμαν και οι δυο συγκατηγορούμενοί του, ο 2ος Χ2 και η τρίτη Χ3.Ο δεύτερος τον εφοδίασε για το σκοπό αυτό με 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που διέθετε ως ελεύθερος επαγγελματίας υδραυλικός, στα οποία έθεσε την υπογραφή του στη θέση του εκδότη. Η δεύτερη συμπλήρωσε τα τιμολόγια τούτα, αναγράφοντας σ' αυτά διάφορες εικονικές υδραυλικές εργασίες, και στη συνέχεια τα προσκόμισε για λογαριασμό του στους ανωτέρω υπαλλήλους. Πλην όμως οι παραστάσεις του αυτές είναι ψευδείς και προέβη σ' αυτές εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθόσον αυτός δεν είχε εκτελέσει τις περιγραφόμενες στα ανωτέρω τιμολόγια υδραυλικές εργασίες. Έτσι έπεισε τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου να εκδώσουν 14 χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, συνολικής χρηματικής αξίας 49.928.80 Ε. Ακολούθως, εισέπραξε το ποσό τούτο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε βάρος του Συνδέσμου των Δήμων και Κοινοτήτων, προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Το βούλευμα απαριθμεί αναλυτικά τόσο τα 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όσο και τα 14 χρηματικά εντάλματα με τα αναγραφόμενα στο καθένα απ' αυτά χρηματικά ποσά. β-Κατά το χρονικό διάστημα του έτους 2002 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου αξίας 62.970,84 Ε ενώ αληθινό είναι ότι δεν εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες, όπως εν γνώσει της αναλήθειας τους παρέστησε, και έτσι κατόρθωσε να τους παραπλανήσει και να εκδώσουν επ' ονόματί του 12 χρηματικά εντάλματα, [που το βούλευμα αναλυτικά απαριθμεί],συνολικής αξίας 62.970,84 Ε,τα οποία και εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε βάρος του Συνδέσμου, ζημιώνοντας την περιουσία του με το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Τις πράξεις αυτές τις τέλεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι με περισσότερες από μία πράξεις. Στον πρώτο, τον αναιρεσείοντα, συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις τόσον ότι τέλεσε τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή τους προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, όσο και ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προέκυψε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ε. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, που τέλεσε τούτος κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων ......, [όντος τούτου νπιδ κοινωφελούς χαρακτήρα], υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι το συνολικό ποσό οφέλους ή ζημίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ε. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου και τον παρέπεμψε ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Πατρών για να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Γ-Κριτική αξιολόγηση Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης, κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι η προθενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ε, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ.1α,3 περ. α ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε παραστάσεις ψευδών γεγονότων σαν αληθινών στους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου, ότι έπεισε τούτους με αυτές να του εκδώσουν χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, και ότι προξένησε έτσι ζημία στον Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων ....., με αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 15.000 Ε, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι τέλεσε την πράξη με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας ότι τα γεγονότα που παρέστησε ήσαν ψευδή και ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία, διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη διότι, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει και δική του αιτιολογία, αλλά και διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. [Α.Π. 205/05], όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Οι λοιπές αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, ότι το σκεπτικό του αποτελεί αντιγραφή του πρωτόδικου βουλεύματος και εκείνου του κατηγορητηρίου, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, ότι δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των υπομνημάτων του και της εφέσεώς του και ότι δεν αιτιολογεί την επιβαρυντική περίσταση ότι έδρασε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εξετάσει το αίτημά του να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση ή ότι απέρριψε σιγή το αίτημά του τούτο, καθόσον τέτοιου είδους αιτήματα, όπως το ανωτέρω αίτημα για περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατόν να απορριφθούν, έστω και σιωπηρώς, εφόσον αιτιολογημένα, όπως και εν προκειμένω, το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία παραθέτει και εκτιμά με πληρότητα. (Α.Π 1158/2001 ΠΧ ΝΒ'σελ. 414, Α.Π. 1477/05]. 4-Ο λόγος της απόλυτη ακυρότητας από την απόρριψη του αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισής του στο συμβούλιο. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ. 2),και του Αρείου Πάγου [άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ], "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ` άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.' του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση το συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιόν του κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του για το λόγο ότι αυτός τόσο με την απολογία του και το από 9-12-04 υπόμνημά του, όσο και από την έφεσή του έχει επαρκώς διατυπώσει τις απόψεις, θέσεις και ισχυρισμούς του. Η αιτιολογία αυτή της απόρριψης του εν λόγω αιτήματος είναι πλήρης και σύμφωνη με το νόμο [άρθρο 309 παρ.1 ΚΠΔ] και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 5-Ο λόγος της υπέρβασης εξουσίας. Κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ.στ ΚΠΔ η υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά το άρθρο 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πατρών υπερέβη την εξουσία του για το λόγο ότι απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου χωρίς ουσιαστική έρευνα των λόγων της, αντί, ως όφειλε, να την ερευνήσει και να την δεχθεί κατ' ουσία. Ο λόγος τούτος είναι αβάσιμος καθόσον το Συμβούλιο Εφετών, όπως ανωτέρω εκτίθεται, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος ερεύνησε την έφεσή του κατ' ουσία και έκρινε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τις αποδείξεις που κατ' είδος μνημονεύει προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του για την ως άνω κακουργηματική πράξη της απάτης και, επομένως, η έφεσή του είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. 6-Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης Κατά το άρθρο 309 παρ.2 του ΚΠΔ το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που υποβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, για να διαταχθεί η εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει σε συμβούλιο, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αυτός με την δεκαπεντασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και επομένως παρέλκει η εμφάνισή του στο δικαστήριο προς περαιτέρω διευκρινίσεις. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 Ε. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να απορριφθεί η 6/24-4-07 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του 54/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Β-Να απορριφθεί η από 24-4-07 αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Και Γ-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 Ε. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΦώτιος Μακρής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το αρ. 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση, ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν. Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, ήδη δέκα πέντε χιλιάδων (15000) ευρώ, κατά δε το άρθρο 13 περ. στ' του ΠΚ, όπως η περίπτωση αυτή (στ') προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. Ι. του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με επιτρεπτή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μνεία κατ' είδος, όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, δέχθηκε ότι προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα, αναφορικά με την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα? Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, ήδη αναιρεσείων, ως Πρόεδρος του Συνδέσμου ύδρευσης των Δήμων και Κοινοτήτων ...., στη ...., με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, έχοντας σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, τις δε πράξεις αυτές διαπράττει κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος, με την αντίστοιχη συνολική ζημία του Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα προέκυψε ότι? Α) Κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του έτους 1999 έως τα μέσα του 2000 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου, συνολικής αξίας 49.928,80 €, όπως λεπτομερώς αναφέρονται στο πρωτόδικο και το προσβαλλόμενο βούλευμα. Στην παράσταση του γεγονότος αυτού τον συνέδραμαν και οι δυο συγκατηγορούμενοί του, ο 2ος Χ2 και η τρίτη Χ3. Ο δεύτερος τον εφοδίασε για το σκοπό αυτό με 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, που διέθετε ως ελεύθερος επαγγελματίας υδραυλικός, στα οποία έθεσε την υπογραφή του στη θέση του εκδότη. Η δεύτερη συμπλήρωσε τα τιμολόγια τούτα, αναγράφοντας σ' αυτά διάφορες εικονικές υδραυλικές εργασίες, και στη συνέχεια, τα προσκόμισε για λογαριασμό του στους ανωτέρω υπαλλήλους. Πλην όμως οι παραστάσεις του αυτές είναι ψευδείς και προέβη σ' αυτές εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθόσον αυτός δεν είχε εκτελέσει τις περιγραφόμενες στα ανωτέρω τιμολόγια υδραυλικές εργασίες. Έτσι έπεισε τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου να εκδώσουν 14 χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, συνολικής χρηματικής αξίας 49.928.80 €. Ακολούθως, εισέπραξε το ποσό τούτο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε βάρος του Συνδέσμου των Δήμων και Κοινοτήτων, προκαλώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Το βούλευμα απαριθμεί αναλυτικά τόσο τα 23 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όσο και τα 14 χρηματικά εντάλματα με τα αναγραφόμενα στο καθένα απ' αυτά χρηματικά ποσά. Και Β) Κατά το χρονικό διάστημα του έτους 2002 παρέστησε στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου ότι εκτέλεσε εργασίες ύδρευσης για λογαριασμό του Συνδέσμου αξίας 62.970,84 €, ενώ αληθινό είναι ότι δεν εκτέλεσε τις ως άνω εργασίες, όπως εν γνώσει της αναλήθειας τους παρέστησε, και έτσι κατόρθωσε να τους παραπλανήσει και να εκδώσουν επ' ονόματί του 12 χρηματικά εντάλματα, [που το βούλευμα αναλυτικά απαριθμεί], συνολικής αξίας 62.970,84 €, τα οποία και εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σε βάρος του Συνδέσμου, ζημιώνοντας την περιουσία του με το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με αντίστοιχο περιουσιακό αυτού όφελος. Τις πράξεις αυτές τις τέλεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι με περισσότερες από μία πράξεις. Στον πρώτο, (τον αναιρεσείοντα) συντρέχουν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις τόσον ότι τέλεσε τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεσή τους προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, όσο και ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προέκυψε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €. Από τα περιστατικά αυτά έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα, ότι πληρούται η ποινική υπόσταση του εγκλήματος της ιδιαίτερα διακεκριμένης απάτης, που τέλεσε τούτος κατ' εξακολούθηση, σε βάρος του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων ......, [όντος τούτου νπιδ κοινωφελούς χαρακτήρα], υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι το συνολικό ποσό οφέλους ή ζημίας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €. Στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Ζακύνθου και τον παρέπεμψε ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Πατρών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως του εγκλήματος τούτου. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της απάτης, κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι η προθενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1α, 3 περ. α ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, διαλαμβάνει από πλευράς μεν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ότι προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε παραστάσεις ψευδών γεγονότων σαν αληθινών στους υπαλλήλους της ΔΟΥ Ζακύνθου, ότι έπεισε τούτους με αυτές να του εκδώσουν χρηματικά εντάλματα πληρωμής του, και ότι προξένησε έτσι ζημία στον Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων ...., με αντίστοιχο περιουσιακό του όφελος, που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 15.000 €, από πλευράς δε της υποκειμενικής υπόστασης ότι τέλεσε την πράξη με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας, ότι τα γεγονότα που παρέστησε ήσαν ψευδή και ότι τέλεσε την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία, διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη διότι, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει και δική του αιτιολογία, αλλά και διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Οι λοιπές αιτιάσεις του ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, ότι το σκεπτικό του αποτελεί αντιγραφή του πρωτόδικου βουλεύματος και εκείνου του κατηγορητηρίου, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, ότι δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο των υπομνημάτων του και της εφέσεως του και ότι δεν αιτιολογεί την επιβαρυντική περίσταση ότι έδρασε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να εξετάσει το αίτημά του να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση ή ότι απέρριψε σιγή το αίτημά του τούτο, καθόσον τέτοιου είδους αιτήματα, όπως το ανωτέρω αίτημα για περαιτέρω ανάκριση, είναι δυνατόν να απορριφθούν, έστω και σιωπηρώς, εφόσον αιτιολογημένα, όπως και εν προκειμένω, το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία παραθέτει και εκτιμά με πληρότητα. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ, το οποίο επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και κατά τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών (άρθρ. 316 παρ. 2), και του Αρείου Πάγου [άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ], "το συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθεί αναιτιολογήτως την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ, η οποία δημιουργεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, το συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιόν του κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, για το λόγο ότι αυτός τόσο με την απολογία του και το από 9-12-04 υπόμνημά του, όσο και με την έφεσή του έχει επαρκώς διατυπώσει τις απόψεις, θέσεις και ισχυρισμούς του. Η αιτιολογία αυτή της απόρριψης του εν λόγω αιτήματος είναι πλήρης και σύμφωνη με το νόμο [άρθρο 309 παρ. 1 ΚΠΔ] και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ η υπέρβαση εξουσίας ως λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά το άρθρο 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Συμβούλιο Εφετών Πατρών υπερέβη την εξουσία του για το λόγο ότι απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Ζακύνθου χωρίς ουσιαστική έρευνα των λόγων της, αντί, ως όφειλε, να την ερευνήσει και να τη δεχθεί κατ' ουσία. Ο λόγος τούτος είναι αβάσιμος, καθόσον το Συμβούλιο Εφετών, όπως ανωτέρω εκτίθεται, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος ερεύνησε την έφεσή του κατ' ουσία και έκρινε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τις αποδείξεις που κατ' είδος μνημονεύει προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του για την ως άνω κακουργηματική πράξη της απάτης και, επομένως, η έφεσή του είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμη να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που υποβάλλει με την αίτηση αναιρέσεως, για να διαταχθεί η εμφάνιση του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει σε συμβούλιο, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αυτός με τη δεκαπεντασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και επομένως παρέλκει η εμφάνισή του στο δικαστήριο προς περαιτέρω διευκρινίσεις. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης πρέπει αυτή να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-4-2007 αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο). Απορρίπτει την από 24-4-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 54/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη. Τι απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση απάτης κατ’εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία, διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του Εισαγγελέα, είναι αβάσιμη διότι, εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια γιατί το Συμβούλιο Εφετών παραθέτει και δική του αιτιολογία, αλλά και διότι η πρόταση του Εισαγγελέα στην οποία παραπέμπει είναι αιτιολογημένη. Αιτιολογημένα το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για προσωπική εμφάνιση ενώπιον του. Το Συμβούλιο Εφετών ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος ερεύνησε την έφεσή του και την απέρριψε αιτιολογημένα ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Απορρίπτει το αίτημα για προσωπική εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, καθόσον αυτός με τη δεκαπεντασέλιδη αίτηση αναιρέσεως έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1474/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα, Ελευθέριο Μάλλιο (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Μαύρο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαυροειδή, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 472/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 225/5-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την υπ'αριθμ. 47/7-1-2008 απόφασή του προέβη σε καθορισμό συνολικής ποινής σε βάρος του χ1. Η απόφαση αυτή καθαρογράφηκε στις 8-2-2008 (βλ. την από 13-3-2008 βεβαίωση του γραμματέα) και επιδόθηκε σ'αυτόν στις ... (βλ. αποδεικτικό επίδοσης του υπαλλήλου της φυλακής κρατήσεώς του .....), δηλ. προ της καθαρογραφής. Επομένως η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει από την καταχώριση (473 § 3 Κ.Ποιν.Δ. βλ. και ΑΠ 502/99, ΑΠ 388/99, ΑΠ 644/99, ΑΠ 955/2003 κ.α). Κατά της απόφασης αυτής ο ανωτέρω άσκησε την από 18-2-2008 αίτηση αναίρεσης ο ίδιος και δη με εγχείριση-κατάθεση του σχετικού δικογράφου, στον διευθυντή των φυλακών Τρικάλων, προερχόμενο από το φάξ του δικηγορικού γραφείου Μαυρίδη-Χατζηντουνά το οποίο και κατέθεσε αυτός στον άνω διευθυντή, προβάλλων ως λόγους αναίρεσης παραβίαση των άρθρων 551 § 2 Κ.Π.Δ. και 94 § 1, 97 Π.Κ. και δη ότι το άνω δικαστήριο καθόρισε ποινή ανώτερη κατά εσφαλμένη εφαρμογή των άνω διατάξεων. ΙΙ) Επειδή προ πάσης έρευνας της βασιμότητας ή μη των λόγων του ενδίκου μέσου, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρο 462 Κ.Π.Δ.), πρέπει να έχει προηγηθεί η θετική κρίση ότι τούτο έχει ασκηθεί νομότυπα διότι άλλως το αρμόδιο να αποφανθεί γι'αυτό δικαστήριο -συμβούλιο απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο (άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ.). 'Ετσι, κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, όταν, μεταξύ άλλων, δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του ενδίκου μέσου, τούτο είναι απαράδεκτο. Μεταξύ των διατυπώσεων αυτών είναι και οι οριζόμενες στο άρθρο 474 § 1 Κ.Π.Δ. Ειδικώτερα δε κατά το άρθρο αυτό "Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρ. 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα....Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ'εκείνο που τη διευθύνει....". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου απαιτείται να γίνει με δήλωση του δικαιουμένου στα αναφερόμενα πρόσωπα. Επομένως δεν μπορεί να γίνει η άσκηση του ενδίκου μέσου με κατάθεση του δικογράφου στα αναφερόμενα πρόσωπα, έστω και αν συνετάχθη έκθεση εγχειρίσεως -βλ. ΑΠ 1005/2001 ΠΧρΝΒ 346, ΑΠ 1163/2002, ΑΠ 2169/2003, ΑΠ 463/2003, ΑΠ 898/2004 κ.ά. Οι διατυπώσεις που ορίζει η § 1 του άρθρου 474 ΚΠΔ αποτελούν συστατικό τύπο ασκήσεως του ενδίκου μέσου έτσι ώστε η παράβασή τους συνεπάγεται το απαράδεκτον αυτού (βλ. και ΑΠ 820/87, ΑΠ 1254/91 κ.α.), σε σχέση δε με κρατούμενο δικαιούχο είναι ειδικές έναντι του άρθρου 74 Κ.Π.Δ. (βλ. ΑΠ 2169/2003, ΑΠ 1681/87 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση δεν ασκήθηκε νομότυπα και επομένως είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η από 18-2-2008 αίτηση αναίρεσης του χ1 κατά της υπ'αριθμ. 47/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, να επιβληθούν δε τα έξοδα σε βάρος του. Αθήνα 30 Απριλίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά μεν τις διατάξεις των άρθρων 509 παρ.1α' και 474 παρ.1 ΚΠΔ, που η τελευταία ως ειδική, κατισχύει της γενικής τοιαύτης του άρθρου 74 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία οι αιτήσεις και δηλώσεις των κρατουμένων υποβάλλονται με έγγραφο, που εγχειρίζεται στον διευθυντή του καταστήματος, όπου κρατούνται, συντασσομένης εκθέσεως, διαβιβάζονται δε αυτές αμέσως προς την αρμόδια αρχή και τα αποτελέσματά τους θεωρούνται σαν να είχαν ληφθεί απευθείας από την αρχή αυτή, αν κρατείται στην φυλακή ο αναιρεσείων, η από τον τελευταίο άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης μπορεί να γίνει και στον διευθύνοντα την φυλακή, με δήλωση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, όπου διατυπώνονται, οι λόγοι άσκησης του ένδικου τούτου μέσου και που υπογράφεται από εκείνον, που την υποβάλει ή τον αντιπρόσωπο του και από εκείνον, ο οποίος την δέχεται, κατά δε την διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων και στην διάταξη αυτή προβλεπομένων περιπτώσεων, χωρίς να τηρηθούν οι για την άσκησή του διαλαμβανόμενες από τον νόμο διατυπώσεις, τότε, το αρμόδιο να κρίνει για αυτό Συμβούλιο ή Δικαστήριο, το απορρίπτει, ως απαράδεκτο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 148 επ. ΚΠΔ, με τις οποίες καθορίζεται ο τρόπος σύνταξης των εκθέσεων, προκύπτει, ότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης δεν μπορεί ν' ασκηθεί με δικόγραφο, το οποίο έχει κατατεθεί στον διευθυντή της φυλακής, όπου κρατείται ο αναιρεσείων, παρά μόνον με έκθεση, που συντάσσεται ενώπιόν του και στην οποία πρέπει να μνημονεύονται οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης . Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 § 1 εδ. α' της ΕΣΔΑ, που εκυρώθη με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", έκφανση του οποίου αποτελεί το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το δικαίωμα τούτο δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ιδία η ουσία του δικαιώματος αυτού. Αντιθέτως, οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον δικαιολογούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητας, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών. Εντεύθεν παρέπεται ότι το Κράτος, όταν θεσπίζει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, έχει την υποχρέωση να διαμορφώνει τις σχετικές διαδικασίες, που αφορούν τους τύπους και τις προθεσμίες του ενδίκου τούτου μέσου, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απορρέουσες από το εν λόγω άρθρο 6 εγγυήσεις. Έτσι, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι , η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης από αυτόν που κρατείται μπορεί να γίνει και στον διευθύνοντα την φυλακή, με δήλωση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, η ευθύνη και οι κυρώσεις για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης από αυτόν που κρατείται με δικόγραφο που κατατίθεται στον διευθυντή των φυλακών αφορούν τον αναιρεσείοντα και όχι τον διευθύνοντα την φυλακή η δε κήρυξη αυτού ως απαραδέκτου δεν προσκρούει στην υπερνομοθετικής ισχύος ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ αφού ο περιορισμός του δικαιώματος του να προσφύγει στο Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είναι αδικαιολόγητος αλλά οφείλεται σε πταίσμα του ιδίου .Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 18-2-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου χ1 κατά της 47/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ,ασκήθηκε με δικόγραφο προερχόμενο από το φάξ του δικηγορικού γραφείου Μαυρίδη-Χατζηντουνά, που κατατέθηκε στον Διευθυντή των Φυλακών Τρικάλων, όπου ο αναιρεσείων κρατείται και για το οποίο καταρτίσθηκε μόνον πράξη εγχειρίσεως και όχι έκθεση, στην οποία να αναφέρονται οι αναιρετικοί λόγοι. Επομένως, εφόσον η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠΔ οριζόμενες νόμιμες διατυπώσεις, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του χ1, για αναίρεση της με αριθ. 47/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση που ασκήθηκε από κρατούμενο στις φυλακές με δικόγραφο που εγχειρίστηκε στον διευθυντή των φυλακών.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1473/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα- Σε συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο- Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3432/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 308/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 194/16-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 16-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του χ1, κατά της υπ'αριθμ. 3432/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκθέτω τα εξής: Εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 507 παρ. 1, 473 παρ. 1 και 3 και 474 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως,διά δηλώσεως στον γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, είναι δεκαήμερη από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, παρόντος του δικαιούχου, χωρίς όμως να αρχίζη η προθεσμία αυτή πριν από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογεγραμμένων αποφάσεων, που τηρείται από την γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εξ άλλου, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 ΚΠΔ, η εκπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ο αναιρεσείων καταδικάζεται εις τα έξοδα. Τότε μόνο συγχωρείται εκπρόθεσμη άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσομένη έκθεση ασκήσεώς της γίνεται επίκληση περιστατικών τα οποία συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή της, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά (βλ. ΑΠ 836/2005, ΠΧ ΝΣΤ'/36). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση εδημοσιεύθη την 23-10-2007, με παρόντα τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, και κατεχωρήθη καθαρογεγραμμένη στο κατ' άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ειδικό βιβλίο την 28-12-2007 (βλ. την σχετική βεβαίωση επί της τελευταίας σελίδος της). 'Ομως η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ησκήθη, δια δηλώσεως στον αρμόδιο γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την 16-1-2008 (βλ. έκθεση αναιρέσεως). Δηλαδή ησκήθη μετά την παρέλευση της ως άνω δεκαημέρου προθεσμίας, ο δε αναιρεσείων ουδέν περιστατικό ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή της, επεκαλέσθη. Επομένως πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, εκπροθέσμως ασκηθείσα, να απορριφθή ως απαράδεκτη και να καταδικασθή o αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, συμφώνως και προς το άρθρο 513 παρ. 1 ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω Να απορριφθή η από 16/1/2008 αίτηση αναιρέσεως του χ1, κατά της υπ' αριθμ. 3432/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 28 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ, όπως ισχύειμετά την αντικατάσταση της με την παρ. 18 του άρθρου 2 τουΝ. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός τωνάλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως είναι 10ήμερη και αρχίζει από της εκδόσεως της όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, άλλως από της νομίμου επιδόσεως της, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν από την καταχώρηση της στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεως της παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρω βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την υπ' αριθμ. 3432/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε για απλή σωματική βλάβη και αντίσταση κατά της Αρχής και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών την οποία το δικαστήριο ανέστειλε. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 23-10-2007, με παρόντα τον αναιρεσείοντα και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 28 Δεκεμβρίου 2007, όπως τούτο προκύπτει από υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα επί του σώματος της αποφάσεως. Ωστόσο ο αναιρεσείων, άσκησε την κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, την 16η Ιανουαρίου 2008, δηλαδή μετά την πάροδο της 10ήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ χωρίς σ' αυτήν (έκθεση αναιρέσεως) να επικαλείται ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση. Συνεπώς η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί (ως απαράδεκτη) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-1 -2008 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 3.432/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία καθορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ως εκπρόθεσμης.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 1472/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή και Αναστάσιο Λιανό. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2635/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 162/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 190/15.04.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου σας την υπ'αρ. 60/27.12.2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κρατουμένου στο Νοσοκομείο κρατουμένων, Κορυδαλλού, κατά του υπ'αρ. 2635/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την από 20/7/2006 αίτησή του για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθμ. 83323/1997 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε (5) μηνών για σύσταση και συμμορία (άρθρ. 187 παρ. 1 Π.Κ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 148, 153, 474 παρ. 2 και 476 ΚΠΔ προκύπτει ότι στην έκθεση για τη δήλωση άσκησης αίτησης αναίρεσης πρέπει να διατυπώνονται με τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, αλλιώς αν τέτοιοι λόγοι δεν περιέχονται ή οι περιεχόμενοι είναι αόριστοι, απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης λόγω μη τήρησης των νομίμων διατυπώσεων. Τυχόν ανύπαρκτοι ή αόριστοι λόγοι δεν μπορούν να συμπληρωθούν με αναφορά σε άλλο, εκτός της έκθεσης αναίρεσης, έγγραφο, όπως είναι το υπόμνημα, εάν τούτο δεν έχει καταχωρισθεί αυτούσιο, ως δήλωση του αναιρεσείοντος και ως περιεχόμενο της συντασσομένης έκθεσης αναίρεσης και δεν υπογράφεται από εκείνον ενώπιον του οποίου κατατέθηκε και από τον αναιρεσείοντα . Η απλή συρραφή του υπομνήματος στην έκθεση αναίρεσης δεν ενσωματώνει τους λόγους στην έκθεση, πολύ δε περισσότερο όταν το υπόμνημα δεν φέρει την αυτή με την έκθεση ημερομηνία και την υπογραφή εκείνου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο (ΑΠ 680/99, ΑΠ 883/2002, ΑΠ 2330/04, ΑΠ 238/02, ΑΠ 762/2000, ΑΠ 1540/03 Πρ. και Λόγος 03/312 και ΑΠ 775/2004 ΝΟΒ 2004/1813). Στη προκειμένη με αριθμ. 60/27.12.2007 έκθεση αναίρεσης που συντάχθηκε στις 27/12/07 ενώπιον της Διευθύντριας του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού και στρέφεται κατά του με αριθμ. 2635/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο αναιρεσείων-κατ/νος ουδένα λόγο αναίρεσης αναφέρει και ναι μεν στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι ζητείται η αναίρεση του ανωτέρω βουλεύματος----"για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει στο συνημμένο υπόμνημάτου---," πλήν όμως το έγγραφο (υπόμνημα) αυτό με ημερομηνία 28/12/07 και ημερομηνία κατάθεσης στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού την 2/1/2008, δεν υπογράφεται από τη Διευθύντρια του Νοσοκομείου Κρατουμένων στην οποία κατατέθηκε η προαναφερθείσα έκθεση αναίρεσης (βλ. έκθ. αναίρεσης και συνημμένο υπόμνημα αναίρεσης). Επομένως η αίτηση αυτή (αναίρεσης) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρ. 474 παρ. 2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). Τέλος, όσον αφορά το από 28/12/07 αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου σας, (αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ) είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, διότι η παραδοχή του προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (ΑΠ 1664/84, ΑΠ 363/84 Π.Χρ. ΛΔ'/824). Επικουρικά και σε περίπτωση διαφορετικής κρίσεως περί του τυπικώς παραδεκτού της ασκηθείσης ως άνω αναιρέσεως προτείνω την κατ'ουσία απόρριψη αυτής, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στις παραδοχές και σκέψεις του οποίου αναφέρομαι προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει αναλυτικά, με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα και τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στη κρίση του, προσέτι δε ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Τέλος, όσον αφορά το από 28/12/07 αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας πρέπει να απορριφθεί διότι έχει επαρκώς αναπτύξει, την αίτηση για αναίρεση του εν λόγω βουλεύματος και με πληρότητα εξέθεσε τους ισχυρισμούς του επί των λόγων αναίρεσης που επικαλείται (αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ). Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω: 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη α) η υπ'αρ. 60/27.12.2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αρ. 2635/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και β) η αίτηση περί αυτοπροσώπου εμφάνισης του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Σας και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. 'Αλλως: Να απορριφθούν α) η ως άνω αναίρεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, β) και το αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφάνισης του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου σας και γ) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΑΝΔΡΕΙΩΤΕΛΛΗΣ" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 του ΚΠΔ στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως ή βουλεύματος πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 465 ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι να περιέχεται νόμιμος λόγος αναιρέσεως εκ των περιοριστικώς διαλαμβανομένων στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα και σε κάθε περίπτωση ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, άλλως η αίτηση κατά το άρθρο 476 παρ. 1 είναι απαράδεκτη. Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 474 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 509 προκύπτει ότι η έκθεση που δεν περιέχει συγκεκριμένο και σαφή λόγο αναιρέσεως κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με αναιρετικούς λόγους που περιέχονται σε άλλο, πλην της εκθέσεως, έγγραφο, δήλωση ή υπόμνημα, εκτός εάν με το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου το οποίο συντάσσει ο αναιρεσείων και υπογράφεται από αυτόν και τον συντάξαντα την έκθεση αρμόδιο υπάλληλο, δηλώνεται ότι τούτο αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως και περιέχονται σ' αυτό παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως, διότι στην περίπτωση αυτή δεν ανακύπτει ζήτημα απαράδεκτης αναφοράς και παραπομπής της εκθέσεως στην αίτηση, αφού πρόκειται για ενσωμάτωση του εγγράφου στην έκθεση αναιρέσεως και συγκρότηση, έτσι, ενιαίου δικογράφου. II.- Στην προκείμενη υπόθεση, με την ενώπιον της Διευθύντριας του Νοσοκομείου των Φυλακών Κορυδαλλού υπ' αριθμ. 60/27-12-2007 αιτήσεώς του, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση του υπ' αριθμ. 2.635/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά τα επακριβώς αναφερόμενα ".. για τους λόγους που αναφέρει στο συνημμένο υπόμνημα του...". Είναι σαφές ότι στην άνω κατά το άρθρο 474 του ΚΠΔ συνταχθείσα έκθεση δεν διατυπώνεται κάποιος αναιρετικός λόγος, ενώ από την επιτρεπτή επισκόπηση του συνημμένου με ημερομηνία 28-12-2007 και χαρακτηριζομένου από τον αναιρεσείοντα υπομνήματος αναιρέσεως, προκύπτει ότι το υπόμνημα αυτό διεβιβάσθη στη διεύθυνση του νοσοκομείου και πρωτοκολήθηκε με αριθμ. 39 και ημερομηνία 2-1-2008, χωρίς επί του τελευταίου εγγράφου να υπάρχει πράξη καταθέσεως στην άνω υπηρεσία. Με τα δεδομένα αυτά το τελευταίο έγγραφο δεν μπορεί να εκληφθεί και εκτιμηθεί ως αίτηση ενσωματωμένη στο παραπάνω αναιρετήριο και δεν αποτελεί ενιαίο με αυτή δικόγραφο, αφού είναι χρονικώς μεταγενέστερο και δεν υπάρχει επ' αυτού η κατά νόμο έκθεση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, επιβληθούν δε στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476, 583 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-12-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2.635/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως για την οποία συντάχθηκε η κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ έκθεση, χωρίς να περιέχει κάποιον λόγο αναιρέσεως. Επισύναψη στην έκθεση εγγράφου που περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, το οποίο υπογράφεται από τον αναιρεσείοντα χωρίς επ’ αυτού να υπάρχει πράξη εγχειρίσεως και χωρίς να υπογράφεται από τον δικαστικό υπάλληλο ενώπιον του οποίου συντάχθηκε η έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Δεν μπορεί να εκληφθεί και εκτιμηθεί ότι αποτελεί δικόγραφο ενσωματωμένο στο αναιρετήριο. Απόρριψη της αιτήσεως που δεν περιέχει κάποιο λόγο αναιρέσεως ως απαράδεκτης.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0