text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1477/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιο Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της ΑΤ 646/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1546/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις στις οποίες θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην εφαρμοσθείσα διάταξη διαφορετική ή έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείρηση του δράστη να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα, προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνης της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης ως μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων της ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον χρόνο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου του συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 646/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος μνημονεύει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1999 έως 1-2-2001 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών του προς το Δημόσιο που εισπράττονται από τις Δημόσιες υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες. Ειδικότερα Α) Αφορά χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ καθυστερούν την καταβολή πέραν των δύο μηνών από τον χρόνο λήξης καταβολής α) την 1-2-1996 ποσού συνολικού 151.100 δραχ. οικονομικού έτους 1995 που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά (τέλη κυκλοφορίας), β) την 1-5-1996 ποσού 7.560 δραχ. που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά (ΕΔΕ, έξοδα διοικητ. Εκτέλεσης), οφειλή 3.500 δραχ. προσαύξησης 4060 οικονομικού έτους 1996, γ) την 1-7-1998 ποσόν 8.528 δραχ. που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά (ΕΔΕ, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης) (οφειλή 5.200 + προσαυξήσεις 3.328) οικονομικού έτους 1998, δ) την 1-2-2001 ποσού 203.711.299 δρζ. Που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη (τέλη από πρόστιμα τελωνείου) (οφειλή 182.664.720 + προσαυξήσεις 20.846.579), οικονομικού έτους 2000. Β) Προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται σε δόσεις καθυστέρησε την καταβολή τριών συνεχών δόσεων α) την 30-9-1994 ποσού 1.235.622 δραχ. που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη (εισόδημα προσωρινή βεβαίωση από δήλωση) οικονομικού έτους 1994 (οφειλή 464.546 + προσαυξήσεις 771.146), β) την 30-12-1995 ποσού 3.639.639 που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη (οφειλή 1.679.639 που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη (οφειλή 1.679.833 αυξήσεις 1.959.806) οικονομικού έτους 1995. Τα παραπάνω ποσά βεβαιώθηκαν σε βάρος του από την Δ.Ο.Υ. Πειραιά και αναφέρονται αναλυτικά ως προς την αιτία για την οποία αυτά οφείλονται και τον χρόνο της βεβαίωσής τους στην παραπάνω Δ.Ο.Υ. στον συνημμένο πίνακα χρεών και συγκεκριμένα στα υπό στοιχεία 1, 2, 3, 4, 5 και 7 αυτού. Περαιτέρω, η μη καταβολή του επί μέρους χρέους υπ' αυξ. αριθ. 6 πίνακα χρεών ποσού 395.600... ". Στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό διαλαμβάνεται ότι "ο κατηγορούμενος στον Πειραιά την 1-2-2001 όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με το Ν. 1882/1990, με πρόθεση παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών που ήταν βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες και η παραβίαση αναφέρεται στην μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων προκειμένου περί χρεών που καταβάλλονται σε δόσεις ή σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους προκειμένου περί χρεών που καταβάλλονται εφάπαξ, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στην Δ.Ο.Υ. Γ' Πειραιά, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, τα οποία ελήφθησαν συνολικά υπ' όψιν, δεδομένου ότι ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό και μάλιστα ηθελημένα δεν κατέβαλε τα με το παρακάτω στοιχεία βεβαιωθέντα χρέη: α) που αφορούν παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, β) που αφορούν λοιπούς φόρους και χρέη γενικά ......, 20 711298 δραχ., δηλαδή δεν κατέβαλε σε 3 συνεχείς δόσεις για το παραπάνω χρέος που καταβάλλεται σε δόσεις (όπως στο σκεπτικό και τον συνημμένο πίνακα χρεών αναλύονται τα ποσά αυτά). Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Ετσι, όμως, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ελλιπής, ασαφής και αντιφατική. Ειδικότερα α) στο αιτιολογικό δεν διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για την ενοχή του κατηγορουμένου, β) στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι το ανωτέρω χρέος του αναιρεσείοντος προς το Δημόσιο ήταν το μεν καταβλητέο σε δόσεις, χωρίς να αναφέρεται ο χρόνος καταβολής της κάθε δόσης, το δε ότι αυτό (χρέος) ήταν καταβλητέο εφάπαξ, χωρίς επίσης να αναφέρεται ο ακριβής χρόνος καταβολής, και πότε κατέστη ληξιπρόθεσμο που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον χρόνο που βεβαιώθηκε, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί πότε συμπληρώθηκε η δίμηνη ή τρίμηνη καθυστέρηση που αρχίζει από τη λήξη του χρόνου πληρωμής του, μετά την πάροδο της οποίας θεμελιώνεται το αδίκημα και παράλληλα είναι κρίσιμο για την τυχόν επελθούσα παραγραφή, γ) ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται ότι η πράξη τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1999 έως και 1-2-2001 δια πλειόνων μερικοτέρων πράξεων στο διατακτικό αναφέρεται ότι τελέστηκε άπαξ την 1-2-2001, δ) ενώ στο σκεπτικό αναφέρεται ότι το συνολικό ποσό των 203.711.299 δραχμών αφορά χρέος που καταβάλλεται εφάπαξ στο διατακτικό γίνεται αντιφατικά δεκτό ότι τούτο καταβάλλεται σε δόσεις και δεν κατέβαλε τούτο σε τρεις (3) συνεχείς δόσεις, χωρίς όμως να προσδιορίζεται το ποσό κάθε δόσης, ώστε να κριθεί αν το ποσό της καθυστέρησης κάθε ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής υπερβαίνει το ποσό που απαιτούσε το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με το οποίο λαμβάνεται υπόψη χωριστά κάθε καθυστερούμενη καταβολή και όχι, όπως συμβαίνει μετά την αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, το σύνολο των κάθε είδους καθυστερουμένων οφειλών. Σημειώνεται ότι ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εμπεριέχεται "συνημμένος" πίνακας χρεών. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της εξετάσεως του ετέρου λόγου αυτής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. ΑΤ 646/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Στοιχεία του εγκλήματος. Πότε είναι δικαιολογημένη η καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, διότι στην προσβαλλομένη: α) δεν διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για την ενοχή του κατηγορουμένου, β) στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι το χρέος του αναιρεσείοντος προς το Δημόσιο ήταν το μεν καταβλητέο σε δόσεις, χωρίς να αναφέρεται ο χρόνος καταβολής της κάθε δόσης, το δε ότι αυτό (χρέος) ήταν καταβλητέο εφάπαξ, χωρίς επίσης να αναφέρεται ο ακριβής χρόνος καταβολής του και πότε κατέστη ληξιπρόθεσμο που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί πότε συμπληρώθηκε η δίμηνη ή τρίμηνη καθυστέρηση που αρχίζει από τη λήξη του χρόνου πληρωμής του, μετά την πάροδο της οποίας θεμελιώνεται το αδίκημα και παράλληλα είναι κρίσιμο για την τυχόν επελθούσα παραγραφή, γ΄) ενώ στο σκεπτικό εκτίθεται ότι η πράξη τελέστηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1999 έως και 1-2-2001 δια πλειόνων μερικότερων πράξεων, στο διατακτικό αναφέρεται ότι τελέστηκε άπαξ την 1-2-2001 και δ΄) ενώ στο σκεπτικό αναφέρεται ότι το συνολικό ποσό των 203.711.292 δρχ. αφορά χρέος που καταβάλλεται εφάπαξ, στο διατακτικό γίνεται αντιφατικά δεκτό ότι τούτο καταβάλλεται σε δόσεις και δεν κατέβαλε τούτο σε τρεις δόσεις. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή.
2
Αριθμός 1480/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιο Γκρόζο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνα Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3431/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1)......, 2)......, 3)..... και 4)........ Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 567/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 239/13-6-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' αρθρ 485 & 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 73/19-3-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 3431/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 245/2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 2136/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατ' εξακολούθηση , με περιουσιακή ζημία άνω των 73.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 δ, ΚΠΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2 και 476 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι, στην έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης, πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Δεν αρκεί απλώς η αναφορά προβλεπόμενου από το νόμο λόγου αναίρεσης, όπως είναι και η εσφαλμένη ερμηνεία (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) αλλά απαιτείται να περιέχει πλήρη περιγραφή του λόγου και πλήρη έκθεση περιστατικών Για την πληρότητα δε του δικογράφου στην περίπτωση του λόγου της παράβασης ή της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης πρέπει να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος ή της απόφασης. Πάντως, δεν είναι παραδεκτός λόγος αναίρεσης, η κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του βουλεύματος ή της απόφασης στα πλαίσια των αντίστοιχων αναιρετικών λόγων και δεν ερευνά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες κρίνει κυριαρχικά το δικαστικό συμβούλιο, ή το δικαστήριο της ουσίας ανάλογα αν πρόκειται για βούλευμα ή για δικαστική απόφαση. ( ΑΠ 1648/2000, ΑΠ 1772/2000, ΑΠ 1888/2000, ΑΠ 1934/2000 Πράξη και λόγος 2000 ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με την αναίρεσή του βάλλει κατά του με αριθμ. 3431/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διότι " δεν εκθέτει κατά τρόπο πλήρη σαφή και ορισμένο τα κατά την κρίση του συμβουλίου προκύψαντα περιστατικά τα απαιτούμενα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 386 & 1β-3β ΠΚ που επικαλείται αλλά παραλείπει την έκθεση προκυψάντων από την ανάκριση και από τα στοιχεία της δικογραφίας πραγματικών περιστατικών στις προμνησθείσες ποινικές διατάξεις, με συνέπεια να είναι αδύνατη η διαπίστωση της ορθής εφαρμογής και ερμηνείας των ''και περαιτέρω'' στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τα όλα της δικογραφίας στοιχεία και από τα οποία ελλείποντα περιστατικά και γεγονότα είναι δυνατό να συναχθεί ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο'' και '' διότι η κρίση του περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων για την τέλεση από τους κατηγορουμένους των ρηθεισών αξιοποίνων πράξεων δεν είναι ούτε εμφανίζεται σαν λογικό αναγκαίο συμπέρασμα γεγονότων , ως γεγονότων που προέκυψαν από την ανάκριση άλλα σαν συμπέρασμα εκτίμησης και άλλων γεγονότων που αναιτιολόγητα θεωρεί δεδομένα '' Από την κατά τον τρόπο αυτό παράθεση των αναιρετικών λόγων δεν αναφέρεται ποιες είναι οι παραλείψεις και σε τι συνίστανται αυτές, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος. όπως επίσης και ποιες είναι οι πλημμέλειες και οι ελλείψεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεδομένου ότι πέρα των αναγκαίων στοιχείων για την έκθεση των λόγων από δικονομικής πλευράς δεν περιέχονται στοιχεία και πλημμέλειες για την ανάπτυξη και στήριξη των λόγων αυτών , ώστε να είναι σαφείς και ορισμένες οι πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και τις οποίες θα ερευνήσει και θα εκτιμήσει ο αναιρετικός δικαστής δεδομένου ότι ο αναιρετικός δικαστής δεν θα ερευνήσει και δεν θα εκτιμήσει εκ νέου το σύνολο του βουλεύματος αλλά θα περιοριστεί μόνο στις συγκεκριμένες πλημμέλειες και παραλείψεις στα πλαίσια των αντίστοιχων αναιρετικών λόγων και δεν θα ερευνήσει την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, για τις οποίες κρίνει κυριαρχικά το δικαστικό συμβούλιο της ουσίας. Κατ' ακολουθία των παραπάνω λόγω του ότι δεν εκτίθενται στην υπό κρίση αίτηση αναίρεση συγκεκριμένοι, σαφείς και βάσιμοι λόγοι η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί εκ του λόγου αυτού. Αν όμως ήθελε κριθεί ότι η υπό κρίση αναίρεση είναι παραδεκτή ως περιέχουσα νόμιμους και βάσιμους λόγους για την πληρότητα της πρότασης μας εκθέτω και τα παρακάτω. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης όπως επίσης αναφέρονται ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση του δράστη που έχει ειλημένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση (ΑΠ 222/02 ΠΧ ΝΒ-907, ΑΠ 5/2001 ΠΧ ΝΑ 591). Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (ΑΠ 266/2006 ΠΧ ΝΣΤ 813 ΑΠ 626/2005 ΠΧ ΝΕ 999, ΑΠ 858/ 2004 ΠΧ ΝΕ 322, ΑΠ 1913/2000,ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005). Και τέλος από τη διάταξη του άρθρου 45 η οποία ορίζει ότι αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης '' προκύπτει ότι συναυτουργία είναι η άμεση και η διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος που διαπράττεται με κοινό δόλο δηλ. με συναπόφαση τους, την οποία έλαβαν είτε πριν την πράξη είτε κατά την τέλεση της πράξης ώστε ο καθένας τους θέλει να την παραγωγή του αποτελέσματος της κοινής δράσης τους, και η οποία σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να είναι είτε συνολική είτε επί μέρους αν οι συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος το απαιτούν άλλα συγκλίνουσα στην πραγμάτωση της όλης αντικειμενικής υπόστασης της πράξης (ΑΠ 1585/2005 Π.Χ ΝΣΤ 418, ΑΠ 1014/2005 ΠΧ ΝΣΤ 125). Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην απαλλακτική κρίση. (ΑΠ Ολ 2/2002, ΑΠ 814/2000 ΑΠ 1167/2000, ΑΠ 854/2004, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Την 29-8-2000 η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ''Βull AEE'' η οποία υπέγραψε με την Κυπριακή Δημοκρατία σύμβαση για την προμήθεια, εγκατάσταση και λειτουργική υποστήριξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος ναυτιλιακής λογιστικής. Η εταιρεία αυτή ήταν μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας ''Βull A.T.S AE '' κατά 40% και προς την οποία εκχώρησε σαν υπεργολάβο μέρος του παραπάνω έργου και συγκεκριμένα το μέρος του έργου που αναφέρονταν στην παροχή υπηρεσιών στην εγκατάσταση ολοκλήρωση και υποστήριξη του παραπάνω συστήματος . Στην συνέχεια η παραπάνω υπεργολάβος συνήψε με την Τράπεζα Κύπρου σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού με σκοπό την χρηματοδότηση του έργου με την από μέρους της υπεργολάβου ανάληψη του όρου την εκχώρηση του εργολαβικού ανταλλάγματος δηλ. του συνόλου των απαιτήσεων που είχε κατά της εταιρείας ''Βull AEE'' και από μέρους της εταιρείας αυτής παραχωρήθηκε υπέρ της υπεργολάβου εταιρείας εγγύηση για το ποσό της εργολαβίας ύψους 733.675 ευρώ. Κατά τις αρχές του 2000 από πλευρά της ''Βull AEE'' υπήρξε αίτημα άρσης της εταιρικής εγγύησης το οποίο αίτημα η Τράπεζα Κύπρου το δέχθηκε υπό τον όρο ότι αυτό θα το αποδεχόταν και η εταιρεία ''Βull A.T.S AE'' και ότι όλες οι υπόλοιπες εισπράξεις της εκχωρημένης προς αυτήν σύμβασης έργου θα γινόταν καθολικά και αποκλειστικά από αυτήν. Στην συνέχεια η ''Βull AEE'' αποχώρησε από την ''Βull A.T.S AE ''. Με βάση την παραπάνω συμφωνία άρσης της εταιρικής εγγύησης η Τράπεζα της Κύπρου εισέπραξε το ποσό των 545,672 ευρώ ως μερική εξόφληση του έργου που εν τω μεταξύ είχε παραδοθεί Στην συνέχεια η ''Βull AEE'' δια των καταστατικών οργάνων της μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων του οποίου η υπογραφή ήταν απαραίτητα για την δέσμευση της παραπάνω εταιρείας προκειμένου να πείσουν την Τράπεζα Κύπρου να τους χορηγήσει το ποσό των 250.000 ευρώ μέσα στα πλαίσια του αλληλοχρέου λογαριασμού που είχε ανοιχθεί με την ''Βull A.T.S AE'' προκειμένου να προβούν στην εξόφληση οφειλών της προς την Κυπριακή εταιρεία '' ..... LTD'' προς την οποία η ''Βull A.T.S AE'' είχε εκχωρήσει τμήμα της υπεργολαβίας παρέστησαν ότι η από αυτούς εκπροσωπούμενη εταιρεία είχε εκτελέσει το έργο που είχε αναλάβει και ότι απέμενε μόνο η εξόφληση του και ότι η εταιρεία αυτή έπρεπε να το εισπράξει βάσει της εκχώρησης που αναφέρθηκε παραπάνω και ότι με τον τρόπο αυτό η αιτούμενη χρηματοδότηση ήταν απόλυτα εξασφαλισμένη, αφού το αιτούμενο ποσό υπερκάλυπτονταν από το δικαιούμενο ποσό το οποίο ανέρχονταν στο ύψος των 627,089 ευρώ, αποκρύψαντες ότι το έργο το οποίο παρέστησαν ότι είχε εκτελεστεί δεν είχε εκτελεστεί γεγονός το οποίο το γνώριζαν οι υπεύθυνοι της ''Βull AE'' γιατί είχε προηγηθεί σχετική επιστολή τους προς την '' Βull A.T.S AE '' γι' αυτό, γεγονός το οποίο αν το γνώριζε η μηνύτρια τράπεζα δεν θα τους χορηγούσε το ποσό των 250.000 ευρώ και στο οποίο ανέρχεται η ζημία την οποία τελικά υπέστη γιατί η ''Βull A.T.S AE'' κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται και απορρίπτει αιτιολογημένα ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα σχετικά με την μη συμμετοχή του στην πράξη του αυτή. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 216 & 1-3 και 386 & 1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι δεν παρατηρούνται ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. με αριθμ. 73/19-3-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 3431/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 21-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 484 πα. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι, για το κύρος και, κατ' ακολουθίαν, το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων ή αποφάσεων, πρέπει, στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στα άρθρα 484 και 510 ΚΠοινΔ, αντιστοίχως, λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 476 και 513 ΚΠοινΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια δεν αρκεί. Ειδικότερα, ως προς τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης έλλειψης από το βούλευμα της απαιτούμενης, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για να είναι ο λόγος αυτός σαφής και ορισμένος, δεδομένου ότι δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί αποφάσεων, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση επί πλέον, σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποίες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο (Ολ.Α.Π. 2/2002, 19/2001). Περαιτέρω, για το ορισμένο του από το ίδιο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ λόγου αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, πρέπει να γίνεται μνεία στην αναίρεση της εν λόγω διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τί συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόστηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναίρεσης στο μέτρο που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠοινΔ λόγων αναίρεσης, κατά βουλευμάτων. Εξάλλου, η αίτηση αναίρεσης που δεν περιέχει λόγους, ή περιέχει λόγους ασαφείς και αορίστους, δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης (άρθρο 485 παρ. 2 ΚΠοινΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2136/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, μεταξύ άλλων προσώπων, και τον κατηγορούμενο Χ1 για να δικαστεί για απάτη κατά συναυτουργία, από την οποία προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, υπερβαίνουσα το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (άρθρα 45 και 386 παρ. 3β'- 1β'του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος ασκήθηκε έφεση και από τον Χ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 3431/2006 βούλευμα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του εν λόγω κατηγορουμένου και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του δευτεροβάθμιου αυτού βουλεύματος άσκησε ο κατηγορούμενος Χ1 την κρινόμενη από 19.3.2007 αίτηση αναίρεσης με δήλωσή του στον αρμόδιο γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και συντάχθηκε η με αριθμό 73/19.3.2007 έκθεση, με την οποία αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ειδικότερα, οι λόγοι αυτοί αναφέρονται κατά λέξη ως εξής: "1. Διότι από το με την παρούσα μου πληττόμενο παραπάνω βούλευμα και όπως από τα διαλαμβανόμενα σ' αυτό προκύπτει, ελλείπει η από το άρθρο 139 ΚΠοινΔ επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έλλειψη η οποία γεννά τον από το άρθρο 484 παρ. 1,περ. δ' προβλεπόμενο αναιρετικό λόγο και επιβάλλει την αναίρεσή του. 2. Διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκθέτει κατά τρόπο πλήρη, σαφή και ορισμένο τα κατά την κρίση του Συμβουλίου προκύψαντα περιστατικά, τα απαιτούμενα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 386 παρ. 3β'- 1β', που επικαλείται, αλλά παραλείπει την έκθεση προκυψάντων από την ανάκριση και από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας πραγματικών περιστατικών και γεγονότων κατά τρόπο, που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη υπαγωγής των από τις αποδείξεις προκυψάντων πραγματικών περιστατικών στις προμνησθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, με συνέπεια να είναι αδύνατη η διαπίστωση της ορθής εφαρμογής και ερμηνείας των, με αποτέλεσμα το προσβαλλόμενο βούλευμα να στερείται νομίμου βάσεως και αναιρετέο, για την εκ πλαγίου παράβαση των παραπάνω διατάξεων να ελέγχεται κατ' άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠοινΔ. 3. Εξάλλου και συμφυώς με τον προεκτεθέντα πρώτο αναιρετικό λόγο το προσβαλλόμενο βούλευμα, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τα όλα της δικογραφίας στοιχεία και από τα ελλείποντα περιστατικά και γεγονότα είναι δυνατόν να συναχθεί ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή μου στο ακροατήριο. Ακόμη, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτουμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέο, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις, διότι η κρίση του περί της υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων για την τέλεση από τους κατηγορουμένους των ρηθεισών αξιοποίνων πράξεων, δεν είναι, ούτε εμφανίζεται σαυτό λογικό συμπέρασμα της εκτίμησης των δεκτών γενομένων από το Συμβούλιο πραγματικών γεγονότων, ως γεγονότων που προέκυψαν από την ανάκριση, αλλά σαν συμπέρασμα εκτίμησης και άλλων γεγονότων, που αναιτιολόγητα θεωρεί δεδομένα". Με αυτό όμως το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και οι δύο παραπάνω λόγοι αναίρεσης είναι αόριστοι και συνεπώς απαράδεκτοι. Ειδικότερα, καθ' όσον αφορά τον πρώτο λόγο δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο σε τί ακριβώς συνίσταται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και από ποιές παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος στο οποίο πάντως παρατίθεται πλήρης αιτιολογία, προκύπτει η έλλειψη αυτή. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιές είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος, ή οι αντιφατικές αιτιολογίες του και ποιά πραγματικά περιστατικά, από εκείνα που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, δεν περιλαμβάνονται στην αιτιολογία του βουλεύματος, ούτε ποιά αποδεικτικά μέσα δεν έλαβε υπόψη του ή δεν εκτίμησε το Συμβούλιο Εφετών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ως προς το δεύτερο λόγο, δεν προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται το σφάλμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών κατά την ερμηνεία ή κατά την εφαρμογή από αυτό των διατάξεων του άρθρου 386 παρ. 3β-1β'του ΠΚ σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ.3431/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋπόθεση του κύρους της αίτησης είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μη αρκούσης της απλής επανάληψης των σχετικών διατάξεων. Απορρίπτεται ως αόριστος ο λόγος αναίρεσης περί ελλείψεως αιτιολογίας διότι δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και από ποιες παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος προκύπτει η έλλειψη αυτή. Συγκεκριμένα, δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία του βουλεύματος, ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτού ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο Εφετών. Απορρίπτεται ως αόριστος ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης αυτής.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
0
Αριθμός 1488/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Κατσαντώνη, περί αναιρέσεως της 2306/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 944/2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 944/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του Π.Κ., υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου απ' αυτήν εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας) που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται α) δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ και δη δημόσιο και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, με συνείδηση της αναλήθειας του περιστατικού αυτού, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι' αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται σε αυτό, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων υπηρεσιών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Είναι δε δυνατόν από την πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, όσον αφορά το έγκλημα της απάτης πρέπει, στην καταδικαστική απόφαση όχι μόνο να εκτίθεται ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά και να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πως προήλθε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ' αρχήν αναγκαίο, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται, δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ'αυτή). Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξης απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την έννοια αυτής, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος), πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της απάτης, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών από τα οποία προκύπτει, τόσο η γνώση, όσο και ο εγκληματικός σκοπός. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερώς και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2306/2006 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ήτοι, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος ανθυπαστυνόμος, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάϊο του 2000 έως τον Αύγουστο του 2002 υπηρετούσε στο Α/Τ Γλυφάδας, όπου εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα της εν λόγω Υπηρεσίας, επιφορτισμένου με το υπηρεσιακό καθήκον, να συντάσσει τις μηνιαίες καταστάσεις της παραπάνω Υπηρεσίας, που περιλάμβαναν το προσωπικό της, το οποίο εκτελούσε εθελοντική αμειβόμενη υπηρεσία πεζής περιπολίας, κατά το ως άνω διάστημα, καθώς και τα χρηματικά ποσά που αναλογούσαν στις αναγραφόμενες περιπολίες, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 2800/2000 και τις αναφερόμενες στο διατακτικό εσωτερικές υπηρεσιακές διαταγές. Με βάση τις εν λόγω διατάξεις οι αστυνομικοί μπορούσαν να εκτελέσουν τέτοια υπηρεσία, μόνο τις ημέρες που βρισκόντουσαν σε ημερήσια ανάπαυση ή σε αδιάθετο υπηρεσίας (δηλαδή ύστερα από εκτέλεση νυκτερινής υπηρεσίας). Η κάθε αστυνομική Υπηρεσία, της οποίας οι αστυνομικοί εκτελούσαν πεζή περιπολία, έστελνε τις κατά τα παραπάνω συντασσόμενες καταστάσεις, των οποίων τηρούσε αντίγραφα στο Αρχείο της, στη Δ/νση Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία μετά από επεξεργασία έστελνε στις εν λόγω Υπηρεσίες μηνιαίους πίνακες αποστελλόμενων αποδοχών-λοιπών δικαιωμάτων και κρατήσεων, στους οποίους αναγραφόντουσαν οι δικαιούμενοι την αποζημίωση αστυνομικοί, καθώς και το ύψος της αποζημίωσης καθενός. Ο κατηγορούμενος, με την παραπάνω ιδιότητα του, στις μηνιαίες καταστάσεις της ως άνω Υπηρεσίας του, που συνέταξε για το λόγο αυτό κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, βεβαίωσε σ' αυτές με γνώση του ψευδώς περιστατικά, που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα, ότι δήθεν όλοι οι αστυνομικοί που είχε καταχωρίσει στις εν λόγω καταστάσεις είχαν εργαστεί, κατά τις αναγραφόμενες εκεί αντίστοιχες για καθένα ημέρες απασχόλησης, πέραν του προβλεπόμενου ωραρίου εργασίας, σε τέτοιου είδους περιπολίες. Όμως, όπως προέκυψε από συγκριτικό έλεγχο των στοιχείων των επίμαχων καταστάσεων του και εκείνων των αντίστοιχων πινάκων διάταξης υπηρεσίας του Βιβλίου Υπηρεσίας, που αποτελούσε και το επίσημο αρχειακό υλικό της Υπηρεσία του, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά τη διενεργηθείσα προανάκριση, από τις 1.174 αμειβόμενες πεζές περιπολίες, που αναφερόντουσαν στις καταστάσεις του κατηγορουμένου, για το ως άνω χρονικό διάστημα, μόνον οι 84 πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις και μπορούσαν να έχουν πραγματοποιηθεί, δηλαδή οι αναφερόμενοι σ' αυτές αστυνομικοί βρισκόντουσαν πραγματικά σε ημερήσια ανάπαυση και σε αδιάθετο αλλαγής, ενώ για τις υπόλοιπες 1.090 οι φερόμενοι ότι τις πραγματοποίησαν αστυνομικοί αναγραφόντουσαν στους πίνακες διάταξης υπηρεσίας, είτε εκτός υπηρεσίας, είτε σε νοσοκομεία, είτε σε σεμινάρια, είτε ότι εκτέλεσαν διαφορετικές υπηρεσίες κλπ και δεν μπορούσαν, να έχουν, ούτε είχαν πραγματοποιήσει τέτοιες περιπολίες. Τα εν λόγω περιστατικά, τα οποία βεβαίωσε με γνώση του ψευδώς ο κατηγορούμενος μπορούσαν να έχουν και είχαν πράγματι έννομες συνέπειες, καθόσον η Δ/νση Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, με βάση τις ως άνω καταστάσεις του κατηγορουμένου έστελνε στο Α.Τ. Γλυφάδας χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούσαν σ' αυτές τις δήθεν εθελοντικές περιπολίες. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι επίμαχες καταστάσεις ήταν αναληθείς κατά το περιεχόμενο τους, το αποδέχτηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, τόσον ενώπιον του πρωτοβάθμιου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εκθέτοντας, ότι το σύνολο των πεζών περιπολιών δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ισχυριζόμενος περαιτέρω ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι αυτό ήταν μία πρακτική όλων των Αστυνομικών Τμημάτων. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος, με την ως άνω συμπεριφορά του, δηλαδή με την εν γνώσει του υποβολή των επίμαχων αναληθών, κατά τα προαναφερθέντα, ως προς το περιεχόμενο τους επίμαχων καταστάσεων, παρέστησε ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους της Δ/νσης Διαχείρισης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, ότι αυτές δήθεν περιλάμβαναν τις πραγματικές πεζές περιπολίες που είχαν πραγματοποιήσει οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας του. Με τον τρόπο αυτό τους έπεισε, να αποστείλουν στο Α.Τ. Γλυφάδας χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούσαν σ' αυτές τις δήθεν εθελοντικές περιπολίες, ως αποζημίωση και τα οποία ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 9.757.169 δραχμών, το οποίο ο ίδιος παρέλαβε. Από το ποσό τούτο μέρος κατέβαλε σε ορισμένους από τους αναφερόμενους στις εν λόγω καταστάσεις αστυνομικούς, το δε υπόλοιπο, το ακριβές ύψος του οποίου δεν εξακριβώθηκε από την αποδεικτική διαδικασία, το οποίο πάντως δεν ήταν μικρότερο από το ποσό των 10.000 ευρώ (ενόψει μάλιστα του πιο πάνω μεγάλου αριθμού των παράτυπων περιπολιών), το κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της Αστυνομικής Υπηρεσίας, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλη. Ο απολογητικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, τόσον ενώπιον του πρωτοβάθμιου, όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι κατακρατούσε ποσά που αντιστοιχούσαν στις κατά τα παραπάνω εικονικές περιπολίες, για να καλύπτει ελλείμματα, που είχαν προκύψει προγενέστερα, ανεξάρτητα από την αοριστία του, δεν αποδεικνύεται από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον δεν αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά περί τούτου, ούτε αποδεικνύεται η γνωστοποίηση εκ μέρους του τέτοιων συγκεκριμένων ελλειμάτων στην Υπηρεσία του. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο των αποδιδομένων σ'αυτόν αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς βεβαιώσεις και της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε' του Π.Κ., του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 14 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27.242 παρ. 1 και 386 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή δηλαδή ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα επί μέρους αιτιάσεις: α) αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από το σύνολο των οποίων το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, και δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς τους. β) προσδιορίζεται στο σκεπτικό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τελέσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων με την αναφορά των συγκεκριμένων ενεργειών του αναιρεσείοντος γ) αιτιολογείται πλήρως αναφορά με την τέλεση της πράξεως της απάτης, ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος καθώς και ο σκοπός (υπερχειλής δόλος) αυτού, να αποσταλούν από τους αρμόδιους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Χρηματικού της Ελληνικής Αστυνομίας στο Α.Τ. Γλυφάδας χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούσαν στις δήθεν εθελοντικές περιπολίες ως αποζημίωση και τα οποία ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 9.757.164 δραχμών ή 28.634,39 ευρώ, το οποίο παρέλαβε ο ίδιος και από το οποίο μέρος κατέβαλε σε ορισμένους από τους αναφερόμενους στις ως άνω καταστάσεις αστυνομικούς, το δε υπόλοιπο ποσό το οποίο δεν ήταν μικρότερο από το ποσό των 10.000 ευρώ το κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ζημιώνοντας την ανωτέρω Αστυνομική Υπηρεσία κατά το πιο πάνω συνολικό ποσό. δ) Γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση για τις έννομες συνέπειες που είχαν τα ψευδώς βεβαιωθέντα ως αληθή περιστατικά και αιτιολογείται πλήρως ο δόλος του αναιρεσείοντος, δηλαδή η γνώση και η θέλησή του να προβεί στη βεβαίωσή τους, αν και γνώριζε την αναλήθειά τους. Περαιτέρω το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου με παράθεση στο σκεπτικό εξολοκλήρου δικών του σκέψεων. Το γεγονός ότι οι σκέψεις αυτές ταυτίζονται εν μέρει με το διατακτικό, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, διότι στην εξεταζόμενη περίπτωση το διατακτικό, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορουμένου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς βεβαιώσεως και της απάτης κατ' εξακολούθηση, τόσο αναλυτικά, με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως τους σκεπτικού. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γι'αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Απριλίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2306/20065 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ψευδούς βεβαίωσης (άρθρ. 242 παρ. 1 Π.Κ.) Δράστης του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης μπορεί να είναι μόνο υπάλληλος, ο οποίος πρέπει να είναι αρμόδιος καθ’ ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση δημοσίων εγγράφων. Έννοια δημοσίου εγγράφου. Στοιχείο απάτης. Τρόποι τέλεσης. Έννοια γεγονότος. Απαιτείται η αιτιολόγηση της γνώσης του ψευδούς των γεγονότων. Εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος). Πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για ψευδή βεβαίωση και απάτη κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής βεβαίωση.
1
Αριθμός 1468/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κώνστα, περί αναιρέσεως της 1623/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 9/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ' άρθρον 349 παρ. 3 εδ. α' ΠΚ όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην καθ' οιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων κλπ) παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσης ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν πλείονες γυναίκες θύματα (εκ της χρήσεως του όρου γυναίκες, δεν προκύπτει το αντίθετο), ούτε η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών, είναι όμως αναγκαίο να μην είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε πλείονα πρόσωπα, άνευ εκλογής δηλ. η παροχή κατά συνήθεια σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, αντί χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγή στην πορνεία πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία. Κατ' επάγγελμα ενεργεί ο δράστης όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, από κερδοσκοπία δε ενεργεί ο δράστης με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους ή ενός αθεμίτου κέρδους θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξαρτήτως της επιτεύξεώς του, ενώ δεν δημιουργείται ασάφεια από την παραδοχή της τελέσεως της πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Εξ άλλου, η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις γενικώς, που τα θεμελίωσαν, κατά το είδος των χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, ή εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων η παράλειψη αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αξιολογικής συσχετίσεως (Ολ.ΑΠ 1/2005), καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, το οποίο δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία- ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και άρα δεν γίνεται λόγος περί λήψεως υπ'όψη απολογίας του- (εδέχθη), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ'αριθμ. 1623/2007 αποφάσεώς του, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στην...... από τις αρχές του έτους 2000 έως την 20-11-2002, καθημερινά, ενεργώντας από πρόθεση με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος κατ'επάγγελμα και με σκοπό τον πορισμό κέρδους, προήγαγε στην πορνεία γυναίκες. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρούσε κέντρο διασκεδάσεως στο ..... Πατρών, με την επωνυμία "......" και είχε προσλάβει ως υπαλλήλους έντεκα (11) αλλοδαπές γυναίκες και δη τις: 1) Γ1 , 2) Γ2, 3) Γ3, 4) Γ4, 5} Γ5, 6) Γ6 7) Γ7, 8) Γ8, 9) Γ9, 10) Γ10, 11) Γ11, οι οποίες δεν ήσαν χαρακτηρισμενες ως πόρνες τις εξέδιδε καθημερινά στο πιο πάνω χρονικό διάστημα, παροτρύνοντας αυτές να εκδίδονται με χρήματα με πολλούς άνδρες ανεπίλεκτα μέσω τηλεφωνικών ραντεβού που έκλεινε μαζί τους με το υπ" αριθμ........ κινητό του τηλέφωνο, αποβλέποντας σε πορισμό εισοδήματος. Δηλαδή, αποδείχθηκε ότι προέτρεπε τις εν λόγω αλλοδαπές γυναίκες στην ανεπίλεκτη παράδοση του σώματός τους προς ασέλγεια και στην κατά συνήθεια παροχή σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό ανδρών, καθημερινά, αντί χρημάτων και με σκοπό την προσπόριση εισοδήματος, αφού αποδείχθηκε ότι για κάθε τέτοια ερωτική επαφή ο κατηγορούμενος απαιτούσε το ποσό των 150€, από το οποίο ο ίδιος κρατούσε 120€ και τα υπόλοιπα τα ελάμβανε η εκδιδόμενη γυναίκα. Την εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου αντιλήφθηκε η Ασφάλεια Πατρών και μέσω του πιο πάνω κινητού τηλεφώνου ο μάρτυρας αστυνομικός ........ ήλθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο, ο οποίος, αφού τον ρώτησε με ποία από τις αλλοδαπές ήθελε να συνευρεθεί ερωτικά έναντι των 150€ και αυτός τον άφησε να διαλέξει ο ίδιος, του έκλεισε ραντεβού για τις 20-11-2002 και ώρα 16:00' στη διασταύρωση των οδών ..... και ....... πλησίον καφετερίας την οποία διηύθυνε ο γιος του κατηγορουμένου Ε1. Στο ραντεβού πήγε η αλλοδαπή Γ1 με την οποία μετέβησαν στο Ξενοδοχείο "......", όπου της έδωσε ως αμοιβή το ποσό των 150€, όπως είχε συμφωνήσει με τον κατηγορούμενο, και όταν, εκείνη άρχισε να βγάζει τα ενδύματά της αυτός της ανακοίνωσε την ιδιότητά του τότε η αλλοδαπή του εκμυστηρεύτηκε ότι από τα 150€ αυτή έπαιρνε τα 30€ και τα υπόλοιπα ο κατηγορούμενος και ότι αυτή και η αδελφή της Γ9 και οι άλλες αλλοδαπές έκαναν την ίδια δουλειά με την πίεση του κατηγορουμένου. Συνεπώς ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πιο πάνω πράξεως. Δεν αποδείχθηκε από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι ελαφρυντικές περιστάσεις της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, γι' αυτό και το σχετικό αίτημά του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο Πατρών, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά που εδέχθη στην ποινική διάταξη (349 παρ. 3 ΠΚ) που εφάρμοσε. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση έλαβε υπ'όψη του μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν. Από την τελευταία αυτή περικοπή αναμφιβόλως προκύπτει ότι έλαβε υπ' όψη του και την υπ'αριθμ. 240-241/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, αφού και αυτή ως έγγραφο χαρακτηρίζεται και ως τοιούτο ανεγνώσθη, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται τι προέκυψε ειδικότερα από αυτή. Εντεύθεν και ο λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος το μεν ότι, καίτοι δια της άνω 240-241/2003 αποφάσεως είχαν απαλλαγεί της κατηγορίας ότι κατά διάφορον χρόνον από αυτόν της προσβαλλομένης εξεδίδοντο επ'αμοιβή χωρίς να κατέχουν πιστοποιητικό ασκήσεως επαγγέλματος οι εκ των ανωτέρω αλλοδαπών 2α, 3η, 4η, 10η, και 11η, η προσβαλλομένη τον κήρυξε ένοχο για προαγωγή στην πορνεία, χωρίς να απαντά επί ποίου συγκεκριμένου στοιχείου εστηρίχθη προκειμένου να διαφοροποιήσει την κρίση της, αφού έτσι σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλομένης "γρονθοκοπείται με το σκεπτικό και το διατακτικό της άνω απαλλακτικής εν μέρει απόφασης, το δε ότι, καίτοι η τελευταία αυτή κήρυξε τον κατ/νο ένοχο από κοινού με τον Χ1 για το ότι προήγαγε στην πορνεία (μόνο) δύο εκ των ανωτέρω αλλοδαπών, την 1η και 9η, η προσβαλλομένη απόφαση τον κήρυξε ένοχο ως μόνον αυτουργό για την προαγωγή στην πορνεία έντεκα (11) αλλοδαπών γυναικών, ως άνω, αποτελούν αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου και είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Εκ της διατάξεως του άρθρου 171 παρ.1 στοιχ β' ΚΠοινΔ, κατά την οποίαν απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ'όψη από το δικαστήριο και κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο πάγο ακόμη προκαλείται εάν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο... σε συνδυασμό με την του άρθρου 138 παρ.2 ιδίου Κώδικος κατά την οποίαν πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά την διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν τον λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας... καθώς και οι παρόντες διάδικοι. σαφώς συνάγεται ότι την έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέως περί του τύποις δεκτού της εφέσεως, δεν δικαιούται να προβάλει ο κατηγορούμενος εφ'όσον έγινε αυτή τυπικά δεκτή, ως μη έχων, εντεύθεν, έννομο συμφέρον, ούτε βεβαίως να ληφθεί υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως. 'Οθεν και ο δεύτερος λόγος της κρινομένης αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, κατά τον οποίον έλαβε χώραν ακυρότης, διότι το δικαστήριον, το οποίον εξέδωσε την προσβαλλομένην απόφαση, έκρινε τύποις δεκτή την έφεση, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος εις τον Εισαγγελέα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 211 Α' ΚΠοινΔ, το οποίο προσετέθη με το άρθρο 2 παρ.8 του Ν. 2408/1996 "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από την διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' ιδίου Κωδ. προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουμένου της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη. Δεν παραβιάζεται όμως η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στην μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά και σε καταθέσεις των μαρτύρων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Πατρών θεμελίωσε την καταδικαστική του κρίση όχι μόνο στις από 20-11-2002 εκθέσεις εξετάσεως των κατηγορουμένων Γ9, και τις από 20-11-2002 όμοιες των Γ1 και Ε1, (κατηγορουμένων) μάλιστα, όχι για την ίδια πράξη, την οποίαν αφορά η προσβαλλομένη απόφαση, αλλά και στα λοιπά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα κατ'είδος ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα λοιπά έγγραφα, όπως αναφέρονται στα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς το Τριμελές Εφετείο Πατρών δεν παρεβίασε την διάταξη του άρθρου 211 Α' σε συνδ. με άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' ΚΠοινΔ και ως εκ τούτου δεν εδημιουργήθη εκ του λόγου αυτού απόλυτη ακυρότης της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠοινΔ κατά το δεύτερον σκέλος του, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-12-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 1623/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε καταδικαστική απόφαση μαστροπείας. Όχι λόγος αναιρέσεως για την ουσία της υποθέσεως. Προκύπτει αναμφίβολα ότι έλαβε υπόψη της αναγνωσθέν έγγραφο χωρίς να είναι ανάγκη να αναφέρεται ειδικά (στην απόφαση) τι προέκυψε από αυτό. Όχι ακυρότητα, λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως (171 § 1 Κ.Π.Δ.), εκ του ότι ο Εισαγγελέας δεν πρότεινε επί του τύποις δεκτού της εφέσεως εφόσον το δικαστήριο την έκαμε τύποις δεκτή. Όχι 211 Α του ΚΠΔ, εάν προκύπτει ότι το δικαστήριο την καταδικαστική του κρίση στήριξε και σε άλλα αποδεικτικά μέσα μνημονευόμενα κατ’ είδος και όχι μόνο στην απολογία συγκατηγορουμένου και μάλιστα για άλλη πράξη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Μαστροπεία.
0
Αριθμός 1465/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Παπαηλιού (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2747/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 246/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 155/4-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: I) To συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2747/2007 βούλευμά του απέρριψε ως απαράδεκτη την 471/2007 έφεση του Χ1 που είχε αυτός ασκήσει κατά του υπ'αριθμ. 2256/2007 βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο είχε παραπεμφθεί αυτός στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών (λόγω της ιδιότητας του ως δικηγόρου) για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως ψευδούς καταμήνυσης, ήτοι για πλημμέλημα (άρθρα 229 § 1, 18, 19 Π.Κ.), διότι δεν υπόκειται το βούλευμα αυτό σε έφεση σύμφωνα με το άρθρο 478 § 1 Κ.Ποιν.Δ. ενόψει του ότι πρόκειται για πλημμέλημα και δεν χωρεί έφεση όταν πρόκειται για παραπομπή για πράξη που φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος. Ο ανωτέρω άσκησε ο ίδιος στις 28-1-2008, ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 20/28-1-2008 αναίρεση προβάλλων ότι η κρίση του συμβουλίου Εφετών αντίκειται στο άρθρο 6 § 1 ΕυρΣΔΑ (=δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο) και στο άρθρο 4 § 1 Συντ. (=αρχή της ισότητας, ενόψει αντίστοιχο δικαίωμα δίνεται στον Εισαγγελέα Εφετών). Επίσης ότι παρανόμως το συμβούλιο του επέβαλε έξοδα αφού κατά το άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ. δεν επιβάλλονται έξοδα. Επίσης ότι το συμβούλιο Εφετών υπερέβη την εξουσία του διότι αποφάνθηκε χωρίς να κληθεί να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως αν και το ζήτησε νομίμως και χωρίς να αποφανθεί επί αιτήματος αυτού να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιόν του. ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 482 § 1 Κ.Ποιν.Δ. "ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα.......". Συνεπώς δικαίωμα αναίρεσης κατά βουλεύματος που παραπέμπει αυτόν για πλημμέλημα δεν παρέχεται σ'αυτόν πράγμα που δεν αντίκειται στα άρθρα 4 § 1 20 § 1, 25 § 1 Συντ, 6 § 1 Ευρ. ΣΔΑ, 14 § 5 Διεθνούς Συμφώνου, 2 § 1 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕυρΣΔΑ (βλ. ΑΠ 209/2005, ΑΠ 2000/92, ΑΠ 786/93, 1377/2005 κ.α.). Ενόψει τούτων, και του ότι η § 2 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ., η οποία αναφέρεται πλέον σε αποφάσεις και δεν ισχύει επί βουλευμάτων-μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 38 ν.3160/2003- βλ. ΑΠ 209/2005, ΑΠ 200/2006, ΑΠ 1247/2006 κ.ά -δεν χωρεί αναίρεση κατά βουλεύματος που απέρριψε ως απαράδεκτη έφεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για πλημμέλημα. ΙΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 477 Κ.Ποιν.Δ. "έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους.....στις περιπτώσεις των επομένων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος". Εξ'άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 478 ιδίου κώδικα "το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα...". Επομένως δικαίωμα εφέσεως κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για πλημμέλημα δεν παρέχεται σ'αυτόν τούτο δε προς αποφυγή παρελκύσεως της εκδικάσεως αυτών. Ο άνω περιορισμός δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6 § 1 (και 2 § 1 του 7ου πρωτοκόλλου Ευρ. ΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 4 § 1 (και 20,25 § 1 εδ. τελ.) Συντάγματος -βλ ΑΠ 209/2005, όπου και λεπτομέρειες, ΑΠ 1377/2005, ΑΠ 147/2004 κ.ά. Τέλος, κατά το άρθρο 484 Κ.Ποιν.Δ. το περί εξόδων μέρος του προσβαλλομένου βουλεύματος εξετάζεται από το συμβούλιο που επιλαμβάνεται του ενδίκου μέσου μόνον όταν το ένδικο μέσο είναι τυπικά δεκτόν (βλ. άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ.). Πάντως πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η επιβολη εξόδων όταν απορρίπτεται το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο κατά το άρθρο 476 Κ.Π.Δ. και δη κατά βουλεύματος, όντως επιβάλλονται έξοδα με βάση το άρθρο αυτό (476 Κ.Π.Δ.) και όχι το άρθρο 583 Κ.Π.Δ. (βλ. ΑΠ 799/2006, Α. Κονταξή Κ.Ποιν.Δ. (2006) σελ. 2831 υπό το άρθρο 476). Έτσι και η έρευνα της βασιμότητας ή μη των λόγων αναιρέσεως προϋποθέτουν ότι η αναίρεση είναι τυπικά δεκτή -476 § 1 Κ.Π.Δ.- Ενόψει όλων των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 20/2008 αναίρεση του Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 2747/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του. Αθήνα 17 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αναιρεσείων, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την επί του φακέλλου της δικογραφίας σχετική σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ειδοποιήθηκε νόμιμα ο αναιρεσείων για να προσέλθει στο Συμβούλιο τούτο και να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με το παραδεκτό ή μη της κρινόμενης υπ' αριθμ. 20/28-1-2008 αίτησης αναίρεσης. Όπως προκύπτει από το άρθρο 38 του Ν. 3160/2003, που ισχύει, κατ' άρθρο 61 αυτού, από την 30-6-2003, οπότε δημοσιεύθηκε το εν λόγω νομοθέτημα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά την αντικατάσταση από την χρονολογία αυτή της παραγράφου 2 του άρθρου 476 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα, ν' ασκήσει αίτηση αναίρεσης εναντίον βουλεύματος, το οποίο απέρριψε, ως απαράδεκτη, την έφεσή του, κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για πλημμέλημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 478 παρ. 1 ΚΠΔ. κατά την οποία το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών ,το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα . Επομένως, τυχόν ασκηθείσα αναιρετική αίτηση από τον κατηγορούμενο, κατά βουλεύματος, που απέρριψε την έφεσή του, ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού σε βάρος του βουλεύματος για ψευδή καταμήνυση, που απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους ήτοι, για πλημμέλημα,(άρθρα 229 παρ.1, 18,19 ΠΚ), τυγχάνει, ως απαράδεκτη, απορριπτέα, αφού αυτή στράφηκε εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται αναίρεση από τον νόμο (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). Ο περιορισμός αυτός του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ στην άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης κατά βουλευμάτων, που υπαγορεύθηκε από την ανάγκη της μη παρέλκυσης της εκδίκασης των πλημμελημάτων, ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) της 4-11-1950, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, αλλά ούτε και το Διεθνές Σύμφωνο περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠΔ) των Ηνωμένων Εθνών της 19-12-1966, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, αντίκειται. Ειδικότερα, ο ανωτέρω περιορισμός δεν παραβιάζει την κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Συντάγματος αρχής της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και την αρχή της αναλογικότητας, αντιστοίχως, ούτε και προσκρούει στο άρθρο 6 παρ. 1α' της ΕΣΔΑ, που θεσπίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου για μια δίκαιη δίκη, αφού, μεταξύ του κατηγορουμένου, που αποτελεί διάδικο (άρθρα 72 και 477 ΚΠΔ) και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που είναι δικαστικός λειτουργός (άρθρα 87 παρ. 3 και 88 παρ. 5 Συντάγματος), υπάρχει ήδη διαφοροποίηση της ιδιότητάς τους και συνεπώς επιβάλλεται η διαφορετική δικονομική μεταχείρισή τους, με την χορήγηση στον παραπάνω εισαγγελέα, κατά το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ, του δικαιώματος να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, ακόμη και εκείνου, το οποίο δεν μπορεί να προσβληθεί από τον κατηγορούμενο και προς το συμφέρον προσέτι του τελευταίου, που, πάντως, δεν στερείται του δικαιώματός του προς παροχή έννομης προστασίας, είτε κατά την προδικασία, είτε κατά την κύρια διαδικασία, καθόσον μπορεί, το μεν, με αίτησή του στον ανωτέρω εισαγγελέα να ζητήσει την υπέρ αυτού και παρ' εκείνου άσκηση του μη επιτρεπομένου σε αυτόν ενδίκου μέσου της αναίρεσης εναντίον βουλεύματος, το δε διατηρεί την άμεση δυνατότητα να προτείνει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου στην κύρια διαδικασία ή κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων κατά της απόφασης, που θα εκδοθεί. Εξάλλου, το δικαίωμα προς άσκηση απεριορίστως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, διότι αυτά πρέπει να χορηγούνται κατόπιν στάθμισης του συμφέροντος της Πολιτείας, που αποσκοπεί στην ταχεία περάτωση της όλης ποινικής διαδικασίας και την εντεύθεν εμπέδωση της ασφαλείας των πολιτών και της δημόσιας τάξης, και εκείνου του ατόμου, που κατηγορείται για τιμωρούμενο πλημμέλημα και επιζητά την μη καταδίκη του ή την μη παραπομπή του γι' αυτό, οπότε κατισχύει το πρώτο, καθόσον, έτσι, προάγεται το δημόσιο συμφέρον, χωρίς, όμως, υπέρμετρη, με βάση τα προεκτεθέντα, παραμείωση των δικονομικών δικαιωμάτων του πολίτη, ενώ, προσέτι, από τα άρθρα 2 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με τον ν. 1705/1987 και 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ, συνάγεται, ότι δικαίωμα προσφυγής και επανεξέτασης της υπόθεσής του σε ανώτερη δικαιοδοσία έχει κάθε άνθρωπος, που καταδικάσθηκε από δικαστήριο και του επιβλήθηκε ποινή, όχι δε σε περίπτωση παραπομπής του από δικαστικά συμβούλια, δεδομένου ότι ούτε το Σύνταγμα, ούτε η ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ, παρέχουν δικαίωμα απεριόριστης και δίχως χρονικούς περιορισμούς άσκησης ενδίκων μέσων, μήτε και υφίσταται από τα παραπάνω νομοθετήματα καθορισμός περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας και χωρίς φραγμούς πρόσβασης σε αυτούς. Επομένως, η υπ' αριθμ 20/ 28-1-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του 2747/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, η έφεσή του εναντίον του 2256/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου για να δικασθεί ως υπαίτιος ψευδούς καταμηνύσεως σε βάρος της ......., με την αιτιολογία, ότι η έφεση δεν επιτρέπεται, γιατί ασκήθηκε κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για πλημμέλημα, πρέπει, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ν' απορριφθεί, ως απαράδεκτη, καθό ασκουμένη κατά βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται από τον νόμο, εφόσον ο προσημειωθείς περιορισμός κατά το άρθρο 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν αντιτίθεται στο Σύνταγμα, και την ΕΣΔΑ . Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ).Πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και η αντίστοιχη υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει τον διάδικο που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που το συμβούλιο αποφασίζει για την ουσία της κατηγορίας ή στην περίπτωση που επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου ,όταν εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων του ενδίκου μέσου πράγμα που προυποθέτει την παραδεκτή άσκησή του (άρθρ.485 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ) και δεν επεκτείνεται στην περίπτωση που με την πρόταση προτείνεται η απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου ,διότι τότε εφαρμόζεται η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ,όπως στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε και ειδοποιήθηκε ο ίδιος ο διάδικος που άσκησε το ένδικο μέσο να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του ,ο οποίος και δεν προσήλθε . Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την υπ' αριθμ.20/28-1-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του 2747/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και, Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ δικαστικά έξοδα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση κατά βουλεύματος που κήρυξε την έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτη.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 1464/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντι-νίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 256/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2207 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 666/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 348/2.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αριθ. 14/2-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 256/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα:1.Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το υπ'αριθ. 867/2006 βούλευμά του αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων και ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 για την πράξη της απάτης από δράστη που ενεργεί κατ'επάγγελμα, η δε προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του έτους 1999 σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1. Κατά του απαλλακτικού αυτού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης η ανωτέρω πολιτικώς ενάγουσα άσκησε έφεση, η οποία με το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 256/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης έγινε δεκτή τυπικά και ουσιαστικά και παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Κατά του παραπάνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 28-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 2-4-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) αυτοπροσώπως ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 14/2-4-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386 Π.Κ. όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατά δε το άρθρο 13 εδ. στ' ΠΚ όπως το τελευταίο αυτό (στ) προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1445/2004 Ποιν. Δικ/σύνη 2004, σελ. 1146, ΑΠ 1820/2003 ΠΧ ΝΔ 709). Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη (ΑΠ 865/2003 ΠΧ ΝΔ' 210). Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ' 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ' 135). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε, με επιτρεπτή ως προς την παθούσα πολιτικώς ενάγουσα Ελεονόρα Δελίδου, εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό (βούλευμα) εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: Στις 14-7-1999 ιδρύθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Γ. Α. ΑΚΤΟΠΛΟΪΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "G.A. FERRIES" με έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο την κυριότητα, εκμετάλλευση και διαχείριση ιδίων πλοίων ή τη συμμετοχή με την απόκτηση μέρους ή όλων των μετοχών της σε άλλες εταιρίες που έχουν οποιοδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς ή αντικείμενο εργασιών. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ορίσθηκε στο ποσό των εκατό εκατομμυρίων [100.000.000] δραχμών, διηρημένο σε 100.000 χιλ. μετοχές, ονομαστικής αξίας 1000 δρχ. η κάθε μία. Κατά τη συνεδρίαση της Γενικής συνέλευσης της εταιρίας [11-10-1999] αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής με το ποσό των 31.030.900.000 δραχμών, που θα καλυπτόταν κατά το ποσό των 28.195.900.000 δραχμών με την εισφορά των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών "... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", "... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", "... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ".... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", "... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και ".... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και κατά το ποσό των 2.835.000.000 δραχμών τοις μετρητοίς, με τιμή διαθέσεως 1.150 δραχμές ανά μετοχή. Στις αρχές Νοεμβρίου 1999, η εκκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, κατόπιν προτροπής του οικογενειακού φίλου και κουμπάρου της Δ1, συνάντησε στη ... τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, επιχειρηματία - ναυτικό πράκτορα και αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ανωτέρω ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας. Ο τελευταίος, με επιτυχή επιχειρηματική δραστηριότητα στη ...., έχοντας αποφασίσει να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος, όσο και η εταιρεία του σε βάρος της περιουσίας της εκκαλούσας, παρέστησε σ' αυτήν, ότι η ως άνω ναυτιλιακή εταιρία είχε μεγάλη οικονομική ευρωστεία, είχε όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να εισαχθεί στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, είχε μάλιστα υποβληθεί και η σχετική αίτηση, και ως εκ τούτου η συμμετοχή της στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας θα εξασφάλιζε με βεβαιότητα τριπλάσιο κέρδος, αφού η αξία των μετοχών θα πολλαπλασιαζόταν με την είσοδο της εταιρίας στην αγορά του χρηματιστηρίου. Με τις παραστάσεις του αυτές την έπεισε να του καταβάλει στις 16-11-1999 για αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας το ποσό των 11.158.400 δραχμών. Οι παραστάσεις του όμως αυτές ήταν ψευδείς και αυτός προέβαινε σ' αυτές εν γνώσει της αναληθείας τους, καθόσον αληθινό ήταν ότι η άνω νεοσύστατη εταιρία δεν πληρούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο [Νοέμβριος 1999] αλλά καΙ αργότερα, τις οριζόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Π.Δ. 350/1985 προϋποθέσεις, αφού τα ίδια κεφάλαια της δεν ήταν τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια [2.000.000.000] δραχμές που ορίζετο κατά τον χρόνο εκείνο, δεν είχε δημοσιεύσει ή καταθέσει, σύμφωνα με το διέπον τις ανώνυμες εταιρίες .δίκαιο, τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της για τρεις [3] τουλάχιστον οικονομικές χρήσεις που προηγούνται της αιτήσεως εισαγωγής στο Χ.Α.Α, και δεν είχε ικανοποιητική περιουσιακή διάρθρωση με βάση τον τελευταίο ισολογισμό της. Έτσι με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις του, ζημίωσε την περιουσία της εκκαλούσας κατά το παραπάνω ποσό που του κατέβαλε, αφού η τελευταία επένδυσε το ποσό αυτό σε μετοχές εταιρίας που δεν εισήχθη στο Χ.Α.Α, και συνεπώς χωρίς πιθανότητα μελλοντικής αύξησης της αξίας τους που αναμφίβολα προσδοκούσε με την αγορά τους, αποκόμισε δε ο ίδιος και η εταιρία του αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος. Περαιτέρω, προέκυψε, ότι με την αυτή απατηλή τακτική παρέπεισε και τους Ζ1, Ζ2, Ζ3, Ζ4, Ζ5, Ζ6, Ζ7, Ζ8, Ζ9, Ζ10, Ζ11, Ζ12, Ζ13, Ζ14, Ζ15, Ζ16, Ζ17, Ζ18, Ζ19, Ζ20, Ζ21, Ζ22, Ζ23 και Ζ24, να αγοράσουν μετοχές της εταιρίας του, συνολικής ονομαστικής αξίας 429.145.000 δρχ. ή 1.259.413,06 ευρώ [βλ. και υπ' αριθ. 1187/2006 βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης με το οποίο παραπέμφθηκε από κοινού με τους Γ1 και Γ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία). Διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα, διότι θύματά του, υπήρξαν εκτός της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας και οι παραπάνω αγοραστές των μετοχών της εταιρίας του και από την επανειλημμένη έτσι τέλεση της πράξης αυτής, συνάγεται ότι ο σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδήματος. Με τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 και δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την αξιόποινη πράξη της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ως και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων [15.000] ευρώ, η οποία [πράξη] προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13 περ.στ, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1", 27 παρ.1, 51, 52, 60, 63, 79 και 386 παρ.2 και 3 περ. α Π.Κ. Έτσι έσφαλε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε αντιθέτως και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του για την πράξη αυτή.Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 26, 27 και 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια οι ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντα, με τις οποίες πέτυχε αυτός να δημιουργήσει στην παθούσα πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως όσων είχε υποσχεθεί, με βάση την ψευδή κατάσταση που είχε εμφανίσει ο αναιρεσείων, αναφορικά με την οικονομική ευρωστία και τις δυνατότητες της εταιρείας του, έχοντας ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει τα όσα είχε υποσχεθεί, γεγονός από το οποίο καταδεικνύεται ότι πρόκειται καθαρά για παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., οι δε στη συνέχεια ψευδείς υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις για τον πολλαπλασιασμό της αξίας των πωλουμένων μετοχών, συνοδεύθηκαν με την εν γνώσει παράσταση των διαλαμβανομένων στο προσβαλλόμενο βούλευμα ψευδών γεγονότων. Εξάλλου στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια εκτίθενται κατά τρόπο αναλυτικό σκέψεις για την υφιστάμενη αδυναμία εισαγωγής της εταιρείας του αναιρεσείοντα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, καθώς και για τις ενέργειές του να εμφανίσει με ψευδείς διαβεβαιώσεις του ίδιου προσωπικώς για την δήθεν ύπαρξη της δυνατότητας αυτής. Περαιτέρω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλύεται ο υφιστάμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντα και της βλάβης της περιουσίας της παθούσας, αφού η τελευταία παραπλανήθηκε από τις ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις εκείνου (αναιρεσείοντα) ότι δήθεν η εταιρεία του είχε την οικονομική ευρωστία και τη δυνατότητα να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και έτσι προέβη στην αγορά των μετοχών, καταβάλλοντας το αναφερόμενο στο βούλευμα χρηματικό ποσό, κατά το οποίο επήλθε βλάβη στην περιουσία της. Επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα παρατίθενται κατά τρόπο αναλυτικό σκέψεις για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του "οι παραστάσεις του όμως αυτές ήταν ψευδείς και αυτός προέβαινε σ'αυτές εν γνώσει της αναληθείας τους, καθόσον αληθινό ήταν ότι η ως άνω νεοσύστατη εταιρεία δεν πληρούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο (Νοέμβριος 1999), αλλά και αργότερα τις οριζόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 3 ΠΔ 350/1985 προϋποθέσεις". Τέλος πλήρως αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα τελέσεως του εγκλήματος της απάτης, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του, με την αυτή απατηλή τακτική παρέπεισε και τους Ζ1,Ζ2,Ζ3,Ζ4,Ζ5,Ζ6,Ζ7,Ζ8,Ζ9,Ζ10,Ζ11,Ζ12,Ζ13,Ζ14,Ζ15,Ζ16,Ζ17,Ζ18,Ζ19,Ζ20,Ζ21,Ζ22,Ζ23 και Ζ24 να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας του, συνολικής ονομαστικής αξίας 429.145.000 δραχμών ή 1.259.413,06 ευρώ. Διαπράττει δε απάτες κατ'επάγγελμα, διότι θύματά του, υπήρξαν, εκτός της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας και οι παραπάνω αγοραστές των μετοχών της εταιρείας του και από την επανειλημμένη έτσι τέλεση της πράξης αυτής, συνάγεται ότι ο σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδήματος.Επομένως οι εκ μέρους του αναιρεσείοντα προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα κατηγορούμενου, με τις οποίες, υπό την επίκληση των ως άνω λόγων, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στη διάταξη του άρθρου 484 ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 1363/2003). Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 14/2-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 256/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 9 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., όπως η παρ. 3 ισχύει μετά τον Ν.2721/1999 από 3.6.1999, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών? και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτη κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 ευρώ) ή αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Ούτω για την θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστου να περιποιήσει εις τον εαυτό του ή άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία ή πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από τα οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωση της. Αρκεί και η απειλή μείωσης της περιουσίας, δηλαδή η διακινδύνευση αυτής, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσης οικονομικής καταστάσεως και μπορεί να αποτιμηθεί ως επελθούσα βλάβη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζομένη στο παρόν ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση θεμελιούται και τότε το έγκλημα της απάτης. Ο σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του άδικου ("υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση") και συνεπώς αξιώνεται ορισμένος δόλος. "Περιουσιακό όφελος" είναι κάθε οικονομική βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως, υπάρχει δε όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του δράστου ή άλλου καθώς και η κάθε ευνοϊκώτερη διαμόρφωση της περιουσίας του. Το επιδιωκόμενο όφελος πρέπει να αποτελεί τον αντίποδα της βλάβης του παθόντος και συνήθως ισούται με αυτό, ήτοι βλάβη της περιουσίας πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Εάν όμως η δια της απατηλής συμπεριφοράς του απατώντος επελθούσα ζημία εις τον εξαπατώμενον ισοσταθμίζεται δια μιάς ισάξιας αντιπαροχής, η οποία περιήλθεν εις τον ζημιωθέντα εκ της πράξεως την οποίαν ούτος παραπεισθείς διέπραξεν, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απάτης, μη υφισταμένης βλάβης. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξεν ο δράστης πρέπει να προέρχεται, από την περιουσία του βλαπτομένου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή μεταξύ της βλάβης της ξένης περιουσίας και του οφέλους που επιδιώκει ο δράστης να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει εμφανώς ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης ως τοιούτου περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως). Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔικ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔικ λόγον αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά σχετικά με την αποδιδόμενη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, στα οποία, δηλαδή, στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων αυτής, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά κατ' επιλογήν όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δικ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας όσον αφορά το έγκλημα της απάτης πρέπει στο παραπεμπτικό βούλευμα, όχι μόνο να εκτίθεται απλώς ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά να προσδιορίζεται εις τί συνίσταται αυτή και να δικαιολογείται ο τρόπος με τον οποίον πραγματοποιήθηκε. Τέλος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' Κ.Ποιν.Δικ. συνιστά λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αυτή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στην διάταξη που εφήρμοσε (ευθεία παράβαση) καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο πόρισμα του βουλεύματος κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη, με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου,, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, με καθολική αναφορά, στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, (εδέχθη), κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: Την 14.7.1999 ιδρύθη η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Γ.Α.ΑΚΤΟΠΛΟΪΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "G.A. FERRIES" με έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο την κυριότητα, εκμετάλλευση και διαχείριση ιδίων πλοίων ή τη συμμετοχή με την απόκτηση μέρους ή όλων των μετοχών της σε άλλες εταιρίες που έχουν οποιοδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς ή αντικείμενο εργασιών. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ορίσθηκε στο ποσό των εκατό εκατομμυρίων [100.000.000] δραχμών, διηρημένο σε 100.000 χιλ. μετοχές, ονομαστικής αξίας 1000 δρχ. η κάθε μία. Κατά τη συνεδρίαση της Γενικής συνέλευσης της εταιρίας [11-10-1999] αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής με το ποσό των 31.030.900.000 δραχμών, που θα καλυπτόταν κατά το ποσό των 28.195.900.000 δραχμών με την εισφορά των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών "... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", "... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ".... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ".... ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", ".. ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και ".. ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και κατά το ποσό των 2.835.000.000 δραχμών τοις μετρητοίς, με τιμή διαθέσεως 1.150 δραχμές ανά μετοχή. Στις αρχές Νοεμβρίου 1999, η εκκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, κατόπιν προτροπής του οικογενειακού φίλου και κουμπάρου της Δ1, συνάντησε στη ... τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1 επιχειρηματία - ναυτικό πράκτορα και αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ανωτέρω ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας. Ο τελευταίος, με επιτυχή επιχειρηματική δραστηριότητα στη ....., έχοντας αποφασίσει να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο ο ίδιος, όσο και η εταιρεία του σε βάρος της περιουσίας της εκκαλούσας, παρέστησε σ' αυτήν, ότι η ως άνω ναυτιλιακή εταιρία είχε μεγάλη οικονομική ευρωστεία, είχε όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να εισαχθεί στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, είχε μάλιστα υποβληθεί και η σχετική αίτηση, και ως εκ τούτου η συμμετοχή της στην αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας θα εξασφάλιζε με βεβαιότητα τριπλάσιο κέρδος, αφού η αξία των μετοχών θα πολλαπλασιαζόταν με την είσοδο της εταιρίας στην αγορά του χρηματιστηρίου. Με τις παραστάσεις του αυτές την έπεισε να του καταβάλει στις 16-11-1999 για αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας το ποσό των 11.158.400 δραχμών. Οι παραστάσεις του όμως αυτές ήταν ψευδείς και αυτός προέβαινε σ' αυτές εν γνώσει της αναληθείας τους, καθόσον αληθινό ήταν ότι η άνω νεοσύστατη εταιρία δεν πληρούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο [Νοέμβριος 1999] αλλά και αργότερα, τις οριζόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Π.Δ. 350/1985 προϋποθέσεις, αφού τα ίδια κεφάλαια της δεν ήταν τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια [2.000.000.000] δραχμές που ορίζετο κατά τον χρόνο εκείνο, δεν είχε δημοσιεύσει ή καταθέσει, σύμφωνα με το διέπον τις ανώνυμες εταιρίες .δίκαιο, τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της για τρεις [3] τουλάχιστον οικονομικές χρήσεις που προηγούνται της αιτήσεως εισαγωγής στο Χ.Α.Α, και δεν είχε ικανοποιητική περιουσιακή διάρθρωση με βάση τον τελευταίο ισολογισμό της. Έτσι με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις του, ζημίωσε την περιουσία της εκκαλούσας κατά το παραπάνω ποσό που του κατέβαλε, αφού η τελευταία επένδυσε το ποσό αυτό σε μετοχές εταιρίας που δεν εισήχθη στο Χ.Α.Α, και συνεπώς χωρίς πιθανότητα μελλοντικής αύξησης της αξίας τους που αναμφίβολα προσδοκούσε με την αγορά τους, αποκόμισε δε ο ίδιος και η εταιρία του αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος. Περαιτέρω, προέκυψε, ότι με την αυτή απατηλή τακτική παρέπεισε και τους Ζ1,Ζ2,Ζ3,Ζ4,Ζ5,Ζ6,Ζ7,Ζ8,Ζ9,Ζ10,Ζ11,Χ12,Ζ13,Ζ14,Ζ15,Ζ16,Ζ17,Ζ18,Ζ19,Ζ20,Ζ21,Ζ22,Ζ23 και Ζ24να αγοράσουν μετοχές της εταιρίας του, συνολικής ονομαστικής αξίας 429.145.000 δρχ. ή 1.259.413,06 ευρώ [βλ. και υπ' αριθ. 1187/2006 βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης με το οποίο παραπέμφθηκε από κοινού με τους Γ1 και Γ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α' Βαθμού Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί για κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία). Διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα, διότι θύματά του, υπήρξαν εκτός της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας και οι παραπάνω αγοραστές των μετοχών της εταιρίας του και από την επανειλημμένη έτσι τέλεση της πράξης αυτής, συνάγεται ότι ο σκοπός του ήταν ο πορισμός εισοδήματος. Με τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 και δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την αξιόποινη πράξη της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ως και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων [15.000] ευρώ, η οποία [πράξη] προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13 περ.στ, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1", 27 παρ.1, 51, 52, 60, 63, 79 και 386 παρ.2 και 3 περ. α' Π.Κ. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τ' ανωτέρω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης, για το οποίο παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο ο αναιρεσείων καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., την οποίαν εσφαλμένως εφήρμοσε ευθέως και εκ πλαγίου, αφού υπάρχουν ασάφεια και αοριστία ως προς την έκθεση των περιστατικών αυτών. Ειδικότερα (φαίνεται να) δέχεται το Συμβούλιο ότι στοιχειοθετείται απάτη κακουργηματική εις βάρος της εγκαλούσης - εκκαλούσης - πολιτικώς εναγούσης Ψ1 με περιουσιακή βλάβη της από τον κίνδυνο να μην υπάρξει πιθανότητα μελλοντικής αυξήσεως της αξίας των μετοχών. Δεν εκθέτει όμως με ποίον τρόπον ο συγκεκριμένος αυτός κίνδυνος είχε προκαλέσει πραγματική μείωση της ενεστώσας τότε οικονομικής δυνάμεως της άνω πολιτικώς εναγούσης, ώστε να αποτελεί επελθούσα περιουσιακή της βλάβη, εν όψει του ότι αυτή με το ποσόν που κατέβαλε αγόρασε μετοχές της εταιρίας γνωρίζουσα μάλιστα ότι αυτή δεν είχε εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Την ασάφεια ως προς το πώς επήλθε και σε τί ακριβώς συνίσταται η περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσης επιτείνει η παραδοχή του βουλεύματος ότι ο ίδιος και η εταιρία του (κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος) απεκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να διευκρινίζει ποίο το περιουσιακό όφελος αυτών και διατί είναι παράνομο, αφού επώλησαν μετοχές, που αντιστοιχούν στο καταβληθέν ποσόν. Εντεύθεν και δεν προσδιορίζεται εάν μεταξύ της άνω περιουσιακής βλάβης και του περιουσιακού οφέλους υπάρχει υλική ταυτότητα ή αντιστοιχία που απαιτείται για την ύπαρξη σκοπού παρανόμου οφέλους, αναγκαίον στοιχείον για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Κατ' ακολουθίαν αυτών πρέπει, κατά παραδοχήν των σχετικών λόγων της κρινομένης αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' Κ.Ποιν.Δικ. να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων οι οποίοι έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθ. 256/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές άλλους, εκτός εκείνων οι οποίοι εξέδωσαν το άνω βούλευμα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κατ’ άρθρον 386 §§ 1, 3 Π.Κ. Στοιχεία αυτής: α) σκοπός του δράστου να περιποιήσει εις άλλον ή τον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, γ) βλάβη ξένης περιουσίας, συνδεομένη αιτιωδώς με τις παραπλανητικές ενέργειες. Ως βλάβη αρκεί και απειλή μειώσεως της περιουσίας ήτοι διακινδύνευση αυτής. Πότε συντρέχει. Τι είναι γεγονός. Τι είναι περιουσιακό όφελος. Πρέπει αυτό να αποτελεί τον αντίποδα της βλάβης. Η επέλευση βλάβης απαιτείται να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς. Εάν όμως η επελθούσα ζημία στον εξαπατώμενο, ισοσταθμίζεται με ισάξια αντιπαροχή δεν υπάρχει απάτη. Πότε πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε καταδικαστική απόφαση όσον αφορά το έγκλημα της απάτης. Πρέπει να εκτίθεται όχι μόνο ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία αλλά και να προσδιορίζεται εις τι συνίσταται αυτή και να δικαιολογείται ο τρόπος με τον οποίον πραγματοποιήθηκε. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη.
1
Αριθμός 1459/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σίδερη-Εισηγητή (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου X1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 9537/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1644/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία .... και ..... αποδεικτικά επίδοσης των επιμελητών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ..... και Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ....., αντιστοίχως, ο αναιρεσείων κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτή και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 20-9-2007 αίτηση του κατηγορουμένου X1, για αναίρεση της απόφασης με αριθμ. 9537/2007 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αναίρεσης ως ανυποστήρικτης εκ της ερημοδικίας του αναιρεσείοντος.
null
null
0
Αριθμός 1467/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σκλαβουνάκο, περί αναιρέσεως της 7/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1030/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη, άλλως εάν κριθεί παραδεκτή, να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατ'άρθρον 380 παρ.1 ΠΚ όποιους με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως τιμωρείται με κάθειρξη και κατ'άρθρο 47 παρ.1 ιδίου Κώδικος όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ.β' του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθέση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Εκ της διατάξεως του τελευταίου άρθρου συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση της απλής συνέργειας πραγματώνεται με οποιαδήποτε βοηθητική της κυρίας πράξεως ενέργεια ή παράλειψη, θετική ή αποθετική, υλική ή (και) ψυχική. Η υλική ενέργεια τελείται με υλικές πράξεις, ακόμη και κατά την προπαρασκευή του εγκλήματος, όπως με την μεταφορά στον τόπο του εγκλήματος, ψυχική δε είναι η βοήθεια που παρέχεται στον δράστη με συμβουλές υποδείξεις για τον τρόπο τελέσεως, ήτοι η ηθική ενίσχυση του δράστου στην εκτέλεση της αποφασισθείσης πράξεως όπως με την υπόσχεση του συνεργού να βοηθήσει σ'αυτήν με την παρουσία του (κοντά) στον τόπο του εγκλήματος ή και την συνδρομή μετά την πράξη με την βοήθεια διαφυγής του αυτουργού, τον οποίον ο απλούς συνεργός αναμένει στον τόπο της ληστείας με αυτοκίνητο για να τον παραλάβει. Για να υπάρχει απλή συνέργεια θα πρέπει ο αυτουργός να τέλεσε ή να απεπειράθη τουλάχιστον να τελέσει την ποινικά άδικη πράξη, για την εξ υποκειμένου δε στοιχειοθέτηση της απλής συνεργείας απαιτείται δόλος του συνεργού, συνιστάμενος εις την γνώση της υπό του αυτουργού τελέσεως ορισμένης αξιοποίνου πράξεως και εις την βούληση ή αποδοχή να συμβάλει δια της συνδρομής του εις την πραγμάτωση του εγκλήματος, χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτομέρειες της πράξεως και ιδίως πότε, πού και υπό ποίες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί από τον αυτουργό της πράξεως. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά,στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά κατ'επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, (το οποίο δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου) εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ενόρκως, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ'αριθμ. 7/2007 αποφάσεως (εδέχθη) τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε ληστεία που τέλεσαν από κοινού δύο άγνωστα άτομα σε βάρος του Γ1 κατά τα κατωτέρω και εις το διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα περιστατικά. Συγκεκριμένα αποδείχτηκε ότι δύο άγνωστα άτομα (προφανώς γνωστά στον κατηγορούμενο) αποφάσισαν από κοινού όπως με σωματική βία εναντίον του Γ1 να αφαιρέσουν το αυτοκίνητό του για να το ιδιοποιηθούν παράνομα. Ειδικότερα έχοντας μαζί τους τον κατηγορούμενο μετέβησαν στις 4-4-1997 και περί ώρα 04.15' στο επί της οδού .... στον 'Αγιο Ιωάννη Ρέντη κατάστημα εμπορίας μπανανών του παθόντος Γ1 και ανέμεναν έξω απ'αυτό την άφιξή του. 'Όταν ο παθών προσήλθε στο κατάστημά του και κατά τη στιγμή που ανυποψίαστος αποβιβαζόταν από το υπ'αριθμ....... ΙΧΕ αυτ/το του, τα δύο ως άνω άγνωστα άτομα του επιτέθηκαν και με τα χέρια τους κατάφεραν αλλεπάλληλα κτυπήματα στο πρόσωπο του παθόντος για να υπερνικήσουν την αναμενόμενη αντίστασή του και με τον τρόπο αυτόν κατόρθωσαν να του αποσπάσουν τα κλειδιά του ως άνω αυτοκινήτου του με σκοπό να του το αφαιρέσουν και να το ιδιοποιηθούν παράνομα, δεδομένου ότι αμέσως μετά οι ανωτέρω επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο (μαζί με τον κατηγορούμενο) και εξαφανίστηκαν. Η τέλεση της ως άνω πράξης της ληστείας σε βάρος του παθόντος ενισχύθηκε και διευκολύνθηκε από τον κατηγορούμενο, αφού παρέσχε στους δράστες από πρόθεση σημαντική συνδρομή πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση αυτής. Συγκεκριμένα γνωρίζοντας τις κινήσεις του παθόντος, αφού ήταν γνωστοί με οικονομικές μάλιστα συναλλαγές μεταξύ τους, τους μετέφερε στον ανωτέρω τόπο του καταστήματος του παθόντος και τους υπέδειξε τον παθόντα μόλις αυτός έφθασε στο κατάστημά του, με το ως άνω αυτοκίνητο. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος παρέμεινε σε μικρή απόσταση από τον τόπο της ως άνω πράξης παροτρύνοντας τους προαναφερομένους δράστες να προβούν στην αφαίρεση του αυτοκινήτου του παθόντος με τον ως άνω τρόπο, και όταν αυτοί πέτυχαν του σκοπού τους, επιβιβάστηκε στο αφαιρεθέν αυτοκίνητο και εξαφανίστηκε, μαζί με τους δύο δράστες της πράξης της ληστείας που διέπραξαν σε βάρος του παθόντος. Τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, αφού κατέθεσαν, εκτός των άλλων, τόσο για την τέλεση της από κοινού πράξης της ληστείας από τα ανωτέρω άγνωστα άτομα, όσο και για την παρουσία του κατηγορουμένου στο χώρο της διάπραξης αυτής (ληστείας) κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο μαζί με τους δράστες της ληστείας, χωρίς να προσπαθήσει να αποτρέψει την εις βάρος του παθόντος επίθεση, και αφαίρεση του αυτοκινήτου απ'αυτούς. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τα έγγραφα τα οποία αναγνώστηκαν, ενώ δεν αντικρούονται από την προσπάθεια του παθόντος και του πατέρα του να πείσουν το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε συμμετοχή στην τέλεση της ως πράξης, αφού αποδείχθηκε πλήρως η ως άνω συμμετοχή του στην τέλεση της ως άνω πράξης. Αυτό ενισχύεται σαφώς από τις καταθέσεις τους, αφού απ'αυτές επιβεβαιώνεται ότι είχε ο κατηγορούμενος με τον παθόντα οικονομικές διαφορές, και μετά την τέλεση της ως άνω πράξης της ληστείας εξαφανίστηκε από το χώρο που τελέστηκε αυτή, συμπεριφορά η οποία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος δεν είχε συμμετοχή στην ως άνω τέλεση της πράξης της ληστείας από τους προαναφερομένους δράστες αυτής. Κατ'ακολουθίαν όλων αυτών πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της απλής συνέργειας στην ανωτέρω πράξη της ληστείας κατ'επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, δεδομένου ότι κατά τα ανωτέρω αποδείχτηκε ότι κατά το σχέδιο των ανωτέρω προσώπων ο ρόλος αυτός είχε συναποφασισθεί απ'αυτούς να δοθεί σ'αυτόν προς επίτευξη του σκοπού τους, και τον είχε αποδεχθεί ο κατηγορούμενος, ενόψει του ότι γνώριζε τόσο τον παθόντα, όσο και τις άνω συνθήκες και δη τον τόπο του εγκλήματος και το χρόνο εμφάνισης του παθόντος κατά τον ανωτέρω χρόνο, ενώ αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε σημαντικές οικονομικές απαιτήσεις από τον παθόντα ύψους πολλών εκατομμυρίων και ως εκ τούτου είχε λόγους να συμμετάσχει στην τέλεση της ανωτέρω πράξης προκειμένου να πετύχει τον εκφοβισμό του παθόντα και στη συνέχεια την οικονομική του ικανοποίηση". Με αυτά τα οποία εδέχθη το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που εδέχθη στην ποινική διάταξη της απλής συνέργειας σε ληστεία (άρθρο 47 παρ.1, 380 παρ.1 ΠΚ). Ειδικότερα προσδιορίζεται ο δόλος του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου ως απλού συνεργού, χωρίς να υπάρχει αμφιβολία και ασάφεια σχετικά με την γνώση του για την από τους άνω αυτουργούς τέλεση της ληστείας που διέπραξαν αυτοί, την βούλησή του να συμβάλει με τους άνω τρόπους στην τέλεσή της, προς δε και την γνώση του για τις ανωτέρω συνθήκες (που θα ετελείτο η πράξη). Επίσης εκτίθενται τα περιστατικά τόσο της υλικής όσο και της ψυχικής συνδρομής, ώστε να μην υπάρχει αντίφαση για το ποία εξ αυτών δέχεται, ούτε να ελλείπει η αιτιολογία, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ, ως προς αυτά. Εντεύθεν και οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τον μόνον λόγον αναιρέσεως, αυτόν της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, είναι αβάσιμες και απορριπτέες και απορριπτέα, επομένως, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. Μετά ταύτα πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-5-2007 αίτηση, του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 7/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 47§1 Π.Κ. απλή συνέργεια, έννοια αυτής. Πότε πραγματώνεται απλή συνέργεια, με υλική ή (και) ψυχική συνδρομή. Πότε συντρέχουν. Μπορεί να παρέχεται και με αμφότερους τους τρόπους. Εις τι συνίσταται ο δόλος του συνεργού και στην γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση της άδικης πράξης. Αιτιολογημένη καταδίκη για απλή συνέργεια σε ληστεία, με μεταφορά, παραμονή κοντά στον τόπο του εγκλήματος, παρότρυνση, οδηγίες για την τέλεσή της, υποδείξεις και βοήθεια για την διαφυγή του αυτουργού. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Συνέργεια, Ληστεία.
1
Αριθμός 1453/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σωτηρίου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα τη ....... . Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1931/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 206/18.04.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 §1, την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 §1, 473 §1, 474 και 482 §1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. την με αριθ. 216/19-10-2007 αίτησιν αναιρέσεως, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεώς του κατά του υπ' αριθ. 283/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 283/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενον εις το ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη του βιασμού και λόγω συναφείας για την πράξιν της παρανόμου κατακρατήσεως (άρθρ. 336 §1, 325 Π.Κ.). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθη η υπ' αριθ. 156/4-4-2007 έκθεσιν εφέσεως υπό του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ' ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών. ΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρ. 474 §2 Κ.Π.Δ: "Στην έκθεση (άσκησης ενδίκου μέσου) πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο". Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 462 του ίδιου κώδικα, προκύπτει με σαφήνεια, ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησις αναιρέσεως κατά βουλεύματος (ή αποφάσεως) είναι να περιέχεται σ' αυτή ισχυρός λόγος αναιρέσεως, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διότι διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και ως τέτοια απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ. Έτσι για το ορισμένο (και άρα για το παραδεκτό) του αναιρετικού λόγου, απαιτείται η σαφής επίκληση τουλάχιστον ενός εκ των περιοριστικώς αναφερομένων εις το άρθρ. 484 §1 Κ.Π.Δ. λόγων αναίρεσης και η συγκεκριμένη μνεία της νομικής πλημμέλειας (Α.Π. 171/1999 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 998 με σύμφωνο σχόλιο Θ. Σάμιου και περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές, Α.Π. 43/99 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 223, Α.Π. 474/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 152). Ειδικότερον, από τις διατάξεις των άρθρ. 462, 474 §2, 484 §§1 και 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 484 §1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, δεν αρκεί η απλή αναφορά της διατάξεως που παρεβιάσθη, αλλά πρέπει εις το αναιρετήριο να προσδιορίζεται με τρόπο συγκεκριμένο η νομική πλημμέλεια που προσάπτεται εις το βούλευμα (ή την απόφαση). Τούτο δε διότι κατά τον αναιρετικό αυτό λόγο, εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σε συγκεκριμένη διάταξη που εφήρμοσε διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στην διάταξη που εφηρμόσθη ή όταν αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, είτε με την μη αναφορά εις το βούλευμα (ή την απόφαση) με πληρότητα των περιστατικών που προέκυψαν και είναι αναγκαία για την εφαρμογή της ή αυτά εκτίθενται αντιφατικώς ή υπάρχει αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού, ώστε δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και το βούλευμα (ή η απόφαση) δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 1415/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' 509, Α.Π. 1018/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 248). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερον η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου της ουσίας. ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση στην συνταχθείσα ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών υπ' αριθ. 216/2007 "έκθεση αναίρεσης", περιέχεται δήλωση του κατηγορουμένου ότι ασκεί αναίρεση κατά του παραπάνω βουλεύματος, εκτός από τον πρώτο λόγο από τον οποίο προκύπτει ότι ουδεμία πλημμέλεια προσάπτει κατά του προσβαλλομένου ως άνω βουλεύματος, αλλά μόνον αιτιάσεις εις βάρος της εγκαλούσης που αναφέρονται στην δήθεν διάπραξιν υπ' αυτής διαφόρων αδικημάτων, που ως τοιούτος τυγχάνει απαράδεκτος, με τον δεύτερο λόγο διότι "εσφαλμένως εφήρμοσε και ερμήνευσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 336 και 325 του Ποινικού Κώδικα, καθόσον η ερωτική και σεξουαλική συνεύρεση και η παραμονή της εγένετο εκουσίως και όχι κατόπιν εξαναγκασμού". Όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως, πέραν της αοριστίας του, προεβλήθη ως αυτοτελής ισχυρισμός κατά την απολογίαν του, ο οποίος απερρίφθη με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και συνεπώς, εφόσον δεν επικαλείται άλλα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον ως άνω αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττεται δι' αυτού απαραδέκτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου, δι' ον λόγον πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός ως απαράδεκτος και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως κατ' άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., ως μη περιέχουσα κανένα από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρ. 484 §1 Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης, διαλαμβάνουσα δε μόνον ασάφειες και αοριστίες, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρ. 583 §1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η με αριθ. 216/19-10-2007 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθ. 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών καιΝα επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήναι 20/3/2008Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1 και 484 § 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο. Αν δεν περιέχεται στη δήλωση ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 § 1 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιες είναι, στη δεύτερη περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή αντιφάσεις της (ΟλΑΠ 2/2002). Επίσης, προκειμένου για το λόγο αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, πρέπει να προσδιορίζεται η νομική πλημμέλεια του βουλεύματος και συγκεκριμένα η διάταξη που παραβιάσθηκε και ιδίως σε τι συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να παρατίθενται στην αίτηση, διότι, διαφορετικά, ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Εξάλλου, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστικό συμβούλιο και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 177 ΚΠοινΔ), η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το 2087/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά του 283/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του κατά την περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών αρμοδίως ορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της παράνομης κατακρατήσεως (άρθρα 336 § 1 και 325 Π.Κ.). Με την αίτηση αυτή, η οποία ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα με δήλωσή του ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών και περιέχεται στη 216/19.10.2007 Έκθεση του εν λόγω Γραμματέα, προβάλλονται ως λόγοι αναιρέσεως η έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 336 και 325 ΠΚ που εφαρμόσθηκαν στο εν λόγω βούλευμα, χωρίς να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σε τι συνίστανται τόσον η έλλειψη αιτιολογίας όσον και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Αντ' αυτού παρατίθενται αιτιάσεις κατά της αξιοπιστίας της καταθέσεως της εγκαλούσας και δια των αιτιάσεων αυτών πλήττεται ως εσφαλμένη η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς, κατά τα προεκτεθέντα, εκτίμηση από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών του αποδεικτικού αυτού μέσου και, ειδικότερα, εκτίθεται ότι η εγκαλούσα "είναι αγνώστου εθνικότητος, αγνώστου επαγγέλματος, αγνώστου εισοδήματος και αγνώστου απασχολήσεως.... εξέδωσε πλαστό διαβατήριο επ' ονόματι γυναικός ανυπάρκτου, εξαπάτησε τις προξενικές και Αστυνομικές Αρχές για έκδοση ελληνικής ταυτότητας... διέπραξε ποινικά αδικήματα... προβλεπόμενα από το Νόμο περί μεταναστών, το άρθρο 220 ΠΚ, το άρθρο 164 ΠΚ και το άρθρο 225 ΠΚ...". Περαιτέρω, σε σχέση με το δεύτερο λόγο, εκτίθεται ότι "η ερωτική και σεξουαλική συνεύρεση και η παραμονή της εγένετο εκουσίως και όχι κατόπιν εξαναγκασμού", ήτοι από το πρόσχημα του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται επίσης η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Η αίτηση αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μη περιέχουσα σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 § 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 2087/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος, διότι δεν περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, αλλά υπό το πρόσχημα των επικαλουμένων αναιρετικών λόγων της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πλήττεται η μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση περί τα πράγματα του Δικαστικού Συμβουλίου.
Βούλευμα παραπεμπτικό
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό.
1
Αριθμός 1450/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα -ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4 , περί αναιρέσεως του με αριθμό 87/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2007 κοινή αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1862/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 91/15.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αρ. 2/19-10-07 (ενώπιον της Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου) αίτηση αναιρέσεως των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4)Χ4 κατά του υπ'αρ. 87/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και εκθέτω τ'ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με το υπ'αρ. 217/2003 βούλευμά του παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου όπως δικασθούν για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας το οποίο είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους με την ιδιότητά τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας (αρ. 45, 375 παρ. 2-1 του Π.Κ.). Κατά του ανωτέρω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση και αρχικά εξεδόθη το υπ'αρ. 48/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου με το οποίο διετάχθη η διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, μετά το πέρας της οποίας με το υπ'αρ. 87/2007 βούλευμά του το ίδιο συμβούλιο αφού επαναδιατύπωσε την κατηγορία, απέρριψε την έφεση των κατηγορουμένων, επεκύρωσε το εκκληθέν και απέρριψε το αίτημα των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του συμβουλίου.Το ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου επεδόθη εις τους κατηγορούμενους την 10-10-2007 (βλ. αποδεικτικά) και η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε την 19-10-2007 ενώπιον της Γραμματέως του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και συνεπώς είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (473 παρ. 1, 474 παρ. 1 ΚΠΔ) είναι και παραδεκτή αφού περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως (αρ. 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) στρεφομένη κατά βουλεύματος που παραπέμπει τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο για κακούργημα (αρ. 482 παρ. 12 ΚΠΔ). ΙΙ) Προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως: α) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (αρ. 375 παρ. 1-2 ΠΚ) διότι: ως εκπρόσωποι της εταιρείας ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ ΤWE AE που ασχολείται και με πρακτόρευση πλοίων, διοργάνωση εκδρομών κλπ δεν είχαν την ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, επειδή στην εταιρεία τους είχε απλώς ανατεθεί από την εγκαλούσα κοινοπραξία η κεντρική πρακτόρευση των πλοίων που ανήκουν στην ιδιοκτησία της χωρίς δικαίωμα διαχειρίσεως. Με το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό πρακτορεύσεως με την εγκαλούσα οριοθετήθηκαν και εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες της εταιρείας τους, οι οποίες αφορούν αποκλειστικά και μόνο τις υλικές πράξεις. α) Της εκδόσεως εισιτηρίων για επιβάτες και οχήματα β) της εκδόσεως φορτοαποδείξεων στα συνήθη έργα του Πράκτορα, όμως γίνεται δεκτό νομολογιακά ότι ο διαχειριστής δεν ενεργεί απλά υλικές αλλά κυρίως νομικές πράξεις και μάλιστα με εξουσία αντιπροσωπεύσεως. Συνεπώς η εταιρεία τους είχε απλά την ιδιότητα του απλού αντιπροσώπου (εντολοδόχου κατά το αρ. 713 Α.Κ.) της εγκαλούσας κοινοπραξίας και δεν ασκούσε πράξεις διαχειριστικές, αφού δεν είχε την δυνατότητα διακινδυνεύσεως των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας. β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι για την θεμελίωση της υπεξαιρέσεως απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, όπως εξέθεσαν εξαντλητικά με τα υπομνήματά τους η θέση τους είναι ότι κανένα απολύτως ποσό δεν οφείλει η Α.Ε. στην εγκαλούσα κοινοπραξία μέχρι και την ημέρα διακοπής της συνεργασίας τους (4-7-2001). Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προσκόμισαν στις 6-2-2003 στον Ανακριτή Ρόδου σειρά ολόκληρη από σημαντικά έγγραφα μεταξύ των οποίων η από ..... επιστολή βεβαίωση της εγκαλούσας κοινοπραξίας προς την 2η των κατηγορουμένων, σύμφωνα με την οποία "μετά την τακτοποίηση των ταμειακών εκκρεμοτήτων μεταξύ τους η εταιρεία της ανέθετε και πάλι την κεντρική πρακτόρευση του πλοίου της Δ1". Το έγγραφο αυτό ουδόλως αξιολογήθηκε, ούτε καν ελήφθη υπόψη από το βαλλόμενο βούλευμα, το οποίο όφειλε να αιτιολογήσει με ποιές σκέψεις κατέληξε ότι δεν απέδωσαν στην εγκαλούσα το οφειλόμενο ποσό των 67.630.516 δρχ. Εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων των αρ. 98, 375 παρ. 2 Π.Κ., διότι γ) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπονται όπως δικασθούν ότι στις 4-7-2001 κατά συναυτουργία το πιο πάνω συνολικό ποσό που περιήλθε σ'αυτούς ως εντολοδόχους και διαχειριστές και το οποίο είχαν υποχρέωση να αποδίδουν στην εγκαλούσα κοινοπραξία σε τακτά χρονικά διαστήματα 30 ημερών για τα έτη 1999, 2000 και 2001 εκδήλωσαν την βούλησή τους για ιδιοποίηση δια της κοινοποιήσεως στην εγκαλούσα στις 16-7-2001 εξωδίκου-δηλώσεως-απαντήσεως με την οποία αρνήθηκαν την απόδοση του παραπάνω αιτουμένου από την κοινοπραξία ποσού.Το βούλευμα κατά τρόπο αντιφατικό και αόριστο δεν αναφέρει τα ποσά και τις συγκεκριμένες ημερομηνίες των ετών 1999, 2000 και 2001 στις οποίες δεν απέδωσαν στην εγκαλούσα παρά την συμβατική υποχρέωσή τους τα αντίστοιχα ποσά. Επίσης δεν αναφέρει χωριστά το ύψος των οφειλομένων κονδυλίων των μηνιαίων αποδόσεων πριν και μετά την ισχύ του Ν. 271/99 αφού σύμφωνα με το τότε νομικό καθεστώς η κάθε πράξη της υπεξαιρέσεως είχε αυτοτέλεια και χωριστή παραγραφή. Αντίθετα το βούλευμα κατά τρόπο μη νόμιμο αναφέρεται γενικά (χωρίς εξειδίκευση) για άγνωστα ποσά που θα έπρεπε να αποδοθούν στην εγκαλούσα το έτος 1999 και δεν αποδόθηκαν από την εταιρεία τους.IV) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732). β)Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5, 07). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β.Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50). ΙΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρου 375 §§1 και 2α Π.Κ., όπως η παρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 §3α Ν. 2721/99 και η παρ. 2 αντικ. με αρ. 1 §9 Ν.2408/96, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον εκτός από τον δράστη (Α.Π. 1144/98 Π.Χρ. ΜΘ/662). Κινητό πράγμα είναι και τα χρήματα, και ξένο θεωρείται το κινητό το ευρισκόμενο σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το δίκαιο (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64), γ) η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64) δ) παράνομη ιδιοποίηση από τον υπαίτιο που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου (Α.Π. 1596/2000 Π.Χρ. ΝΑ/639, Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΗ/772). ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επιπλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, μεταξύ των οποίων του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ιδιότητα του διαχειριστή υπάρχει, όταν αυτός ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από την σύμβαση· επιπλέον το υπεξαιρεθέν να περιήλθε στην κατοχή του δράστη λόγω της ιδιότητάς του (Α.Π. 289/2001 Π.Χρ. ΝΑ/334, Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΑ/972). Ως διαχειριστής είναι και ο εν τοις πράγμασι (de facto) έχων την διαχείριση (Α.Π. 46/98 Π.Χρ. ΜΗ/758). Εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των αρ. 713 επ. Α.Κ., δηλαδή, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαιρέσεως να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής (Α.Π. 1258/98 Π.Χρ. ΜΘ/691). Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (Α.Π. 974/2001 Π.Χρ. ΝΒ/334). Τέλος κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου: Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξεως του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται εις την θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί (Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ' υπ' αρ. 375 σελ. 1016 παρ. 19 εδαφίου, Γάφος Ειδικό μέρος Τεύχος ΣΤ σελ. 57 επομ.). Κακουργηματική υπεξαίρεση διαπράττει και ο εκδίδων εισιτήρια πλοίων ή αεροπορικά πράκτορας, ο οποίος παρακρατεί και ιδιοποιείται τα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ναύλα, που εισπράττει για λογαριασμό ναυτιλιακής ή αεροπορικής εταιρείας με την οποία έχει καταρτίσει σύμβαση πρακτορείας, διότι ο κατά τα ανωτέρω πράκτορας καθίσταται εντολοδόχος της ναυτικής ή αεροπορικής εταιρείας και διαχειριστής της περιουσίας της (Συμβ. Α.Π. 122/2006 Π.Δ/σύνη 2006/810 ως εντολοδόχο και Α.Π. 542/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1079 ως διαχειριστής. Το κατ'εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του αρ. 98 Π.Κ. ως αυτή προσετέθη με αρ. 14 παρ. 1 Ν. 2721/99 (και ισχύει από 3-6-99). Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση εδέχθη ότι: Με το υπ' αριθμ. 48/04 βούλευμα του Συμβουλίου σας διατάχθηκε διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου, αφού τεθούν υπ' όψη του πραγματογνώμονα οι λογιστικές καταστάσεις, τα λογιστικά στοιχεία και κάθε άλλο επικαλούμενο από τους διαδίκους (G.A. Ferries -ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε.) κρίσιμο έγγραφο να προβεί στην οικονομική αποτίμηση των εργασιών της εταιρείας των κατηγορουμένων σε σχέση με την πρακτόρευση των πλοίων της εγκαλούσας κοινοπραξίας και να αποφανθεί αν υπάρχει ή όχι απαίτηση της εγκαλούσας κοινοπραξίας προσδιορίζοντας, στην περίπτωση που υπάρχει και το ύψος αυτής καθώς και β) η διεξαγωγή κάθε άλλης ενέργειας που ο ανακριτής ήθελε κρίνει αναγκαία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Σε εκτέλεση του ως άνω διατακτικού ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 9/06 διάταξη του Ανακριτή του Β' Τακτικού Τμήματος ως πραγματογνώμων ο Γ1 - Οικονομολόγος Α' Τάξης, αρ αδείας ...., κάτοικος .....- ..... Ρόδος, ο οποίος διενήργησε τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη και κατέθεσε στον ίδιο ως άνω ανακριτή την από ..... έκθεση πραγματογνωμοσύνης για την περίοδο 1999-2001. Καθώς αναφέρει στην ως άνω έκθεση του ο προαναφερόμενος πραγματογνώμων εστίασε την ερευνά του στα συγκεκριμένα σημεία που διαφωνεί η πλευρά Χ1,Χ2,Χ3,Χ4 με την G.A. Ferries, που συνολικά συνοψίζονται στις παρακάτω 11 διαφορές 1. Διαφορά στο υπόλοιπο της 31-12-1999 ύψους 27.452.361 δρχ. 2. Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2000 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 12.365.814 δρχ· 3. Χρεώσεις (πληρωμές) έτους 2001 που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα ύψους 3.008.225 δρχ· 4. Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2000 ύψους 14.204.214 δρχ. 5. Επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δρχ. 6. Αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000 ύψους (ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ) 3.822.361 δρχ 7. Διαφορά προμηθειών έτους 2001 ύψους 3.659.931 δρχ. 8. Άκυρα και αντικατασταθέντα εισιτήρια ύψους 6.990.172 δρχ. 9. Υπόλοιπο Πρακτορείου Κ1 ύψους 534.224 δρχ. 10. Υπόλοιπο μεταφορικών εταιρειών ύψους 19.841.278 δρχ 11. Λιμενικά τέλη Μαΐου 2001 ύψους 1.409.914 δρχ. 12. Σύνολο 94.368.969 δρχ. Φυσικά έλαβε υπόψη του ότι σύμφωνα με την με αρ.κατάθεσης 654/01 αγωγή της "Κοινοπραξίας G.A. Ferries" ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου το ύψος της οφειλής της εναγομένης προς την Κοινοπραξία στις 2-11-2000 ανέρχεται σε 72.521.780 δρχ. Με βάση τον παραπάνω πίνακα η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. διεκδικεί την μείωση του κατά το παραπάνω ποσό των 94.368.969δρχ. με αποτέλεσμα αντί για οφειλή να προκύπτει απαίτηση ύψους 21.847.189δρχ.Όσον αφορά το υπ' αριθμ. 1° θέμα, δηλαδή τη διαφορά υπολοίπου την 31-12-1999 ύψους 27.452.361δρχ. που αποτελούσε τη μοναδική διαφορά μεταξύ τους στο υπόλοιπο της 31-12-1999, και αφορούσε στα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (Εσόδων Προμήθειας Χ1,Χ2,Χ3,Χ4) No .... εκ δρχ. 3.451.465 και No ..... εκ δρχ. 24.000.285, που σύμφωνα με την ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ έχουν χρεωθεί στην καρτέλα της από την G. A. Ferries A.E. αντί να πιστωθούν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ετίθετο θέμα διεκδίκησης του ποσού των 27.452.361δρχ., διότι είχε πιστωθεί στις καρτέλες της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. που τηρεί η G.A. Ferries και δεν έχει χρεωθεί. Η ως άνω διαφορά όμως καθώς διαπιστώθηκε οφείλετο σε απόδειξη πληρωμής έκδοσης Χ4 συνολικής αξίας 26.806.512δρχ. και όχι στη χρέωση των ως άνω δύο τιμολογίων και συνεπώς η μεταξύ των αντιδίκων διαφορά είναι 27.452.361-26.806.512=ποσό 645.849 δρχ.Όσον αφορά το υπ' αριθμ. 2° θέμα, δηλαδή των χρεώσεων (πληρωμών) που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα της G.A. Ferries ύψους 12.365.814 δραχμών που η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ ισχυρίζεται ότι πρόκειται για πληρωμές που η ίδια πραγματοποίησε το έτος 2000. Ο ως άνω πραγματογνώμων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται θέμα απαίτησης από την ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. του υπό διεκδίκηση ποσού των 12.365.814δρχ. διότι: α) ποσό ύψους 10.914.542 έχει ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της β) ποσό ύψους 1.150.072δρχ. δεν μπορεί να εκπέσει νόμιμα από τα έξοδα της και γ) ποσό ύψους 301.200δρχ. δεν μπορεί, λόγω μη προσκόμισης των αναγκαίων παραστατικών να διασταυρωθεί.Όσον αφορά το 3° θέμα, δηλαδή των χρεώσεων (πληρωμών) που δεν εμφανίζονται στην καρτέλα της G.A. Ferries ύψους 3.008.225δρχ., που κατά την ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. πρόκειται για πληρωμές που η ίδια πραγματοποίησε το 2001, πλην όμως δεν πιστώθηκαν στην καρτέλα της G.A. Ferries Α.Ε. ο λογιστικός έλεγχος και η διασταύρωση έδειξαν ότι: 1) ποσό ύψους 2.835.955δρχ. έχει ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. 2) ποσό ύψους 91.500δρχ. δεν δικαιούται να το απαιτήσει και 3) το υπόλοιπο ποσό των 80.000δρχ. δικαιούται να το διεκδικήσει αφού έχει προσκομίσει τα νόμιμα παραστατικά. Σημειωτέον ότι και η G.A. Ferries αναγνωρίζει και αποδέχεται τις παραπάνω χρεώσεις.Όσον αφορά το 4° θέμα, δηλαδή τις επιστρεφόμενες επιταγές ύψους 14.204.214δρχ. έτους 2000, πρόκειται για 12 επιταγές που από τον έλεγχο προέκυψε ότι πράγματι έχουν πιστωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. και ότι από το συνολικό ποσό των 14.204.214δρχ. μόνο το ποσό των 164.759δρχ. δικαιούται η ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. να διεκδικήσει, καθ' όσον το υπόλοιπο ποσό έχει κανονικά πιστωθεί στην καρτέλα της. Όσον αφορά το 5° θέμα, δηλαδή τις επιστρεφόμενες επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δραχμών, πρόκειται για δύο επιταγές έτους 2001 ύψους 1.080.475 δραχμών, που είχαν εκδοθεί σε διαταγή της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. και στη συνέχεια οπισθογραφήθησαν και διαβιβάστηκαν στην G. A. Ferries, πλην όμως βρέθηκαν ακάλυπτες και επεστράφησαν στην ΤΕΝΕ ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. και χρεώθηκε η καρτέλα τους, ώστε να φαίνεται η απαίτηση. Συνεπώς, επ' αυτού δεν τίθεται θέμα απαίτησης της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. στο υπό διεκδίκηση ποσό των 1.080.475 δραχμών από την G. A. Ferries, αφού αυτό έχει ορθώς χρεωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. Όσον αφορά το 6° θέμα, δηλαδή τα αναπόδοτα εισιτήρια έτους 2000 (ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ) ύψους 3.822.361δρχ., που πρόκειται για εισιτήρια που χρεώθησαν στην ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. με συμπληρωματικό δηλωτικό δελτίο, δεν μπόρεσε να ελεγχθεί αν όντως τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα και αν ορθώς έγινε η χρέωση του ποσού των 3.822.361 δρχ. στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από την G. A. Ferries. Όσον αφορά το 7° θέμα, δηλαδή της διαφοράς προμηθειών έτους 2001 ύψους 3.659.931 δραχμών, προέκυψε ότι η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. δικαιούται να διεκδικήσει το ποσό των 3.670.688 δραχμών (αντί των 3.659.931 δρχ. που η ίδια αρχικά εσφαλμένα εκτίμησε) για την τακτοποίηση των προμηθειών της, έτους 2001, με απαραίτητη προϋπόθεση την έκδοση των αντίστοιχων νόμιμων παραστατικών του Κ.Β.Σ. Σημειωτέον ότι και η G.A. Ferries αναγνωρίζει και αποδέχεται τις παραπάνω χρεώσεις. Όσον αφορά το 8° θέμα, δηλαδή των άκυρων και αντικατασταθέντων εισιτηρίων ετών 2000 και 2001 ύψους 6.990.172 δρχ., που πρόκειται για εισιτήρια που για κάποιον λόγο ακυρώθηκαν και σε αντικατάσταση αυτών εκδόθηκαν νέα, με τα οποία τελικά ταξίδεψαν οι επιβάτες ή και τα οχήματα. Προέκυψε ότι όλα τα εισιτήρια έχουν ήδη πιστωθεί στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε., και ως εκ τούτου δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη της συγκεκριμένης απαίτησης από την ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. Όσον αφορά το 9° θέμα, δηλαδή το υπόλοιπο Πρακτορείου Κ1 ύψους 534.224 δραχμών, που πρόκειται για υπόλοιπο λογιστικό που παρουσιάζεται στις καρτέλες της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από τη συνεργασία της με τον υποπράκτορά της κ.Κ1 , αυτό δεν μπόρεσε να διασταυρωθεί ελλείψει στοιχείων. Όσον αφορά το 10° θέμα, δηλαδή τα Υπόλοιπα Μεταφορικών Εταιριών ύψους 19.481.278 δρχαχμών, που πρόκειται για το άθροισμα των λογιστικών υπολοίπων που παρουσιάζονται στις καρτέλες της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από τη συνεργασία της με διάφορα γραφεία μεταφορικών εταιρειών προέκυψε από τον έλεγχο νέο υπόλοιπο μικρότερο του αρχικού ύψους 17.149.148 δρχ. Τέλος, όσον αφορά το 11° θέμα, δηλαδή τα Λιμενικά τέλη μηνός Μαΐου 2001 ύψους 1.409.414 δραχμών που σχετίζεται με απαίτηση λιμενικών τελών μονής Μαΐου 2001, που η πλευρά Χ4 αμφισβητεί την πίστωση του ως άνω ποσού στην καρτέλα της από την G.A. Ferries, από τον έλεγχο προέκυψε ότι δεν τίθεται θέμα απαίτησης του υπό διεκδίκηση ποσού των 1.409.414 δραχμών, αφού αυτό έχει πιστωθεί κανονικά. Επίσης, από τον έλεγχο του ως άνω πραγματογνώμονος σχετικά με το αν από τα εισιτήρια που εξέδωσε η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. υπάρχουν άκυρα ή αντικατασταθέντα και για τα οποία η G.A. Ferries Α.Ε. δεν έχει απαίτηση είσπραξης ανάλογου ποσού, διαπιστώθηκε "ότι οι ισχυρισμοί της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. περί παράδοσης άκυρων εισιτηρίων προς την G.A. Ferries Α.Ε. δεν κατέστη δυνατόν να επαληθευτούν λόγω έλλειψης πρωτοκόλλου παραλαβής -παράδοσης προς διασταύρωση του ισχυρισμού. Εξάλλου, όσον αφορά το ερώτημα αν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η G.A. Ferries Α.Ε. είχε εισπράξει χρηματικά ποσά για οφειλές από επιχειρήσεις μεταφορών και πρακτορεία γενικού τουρισμού απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. από τα πωληθέντα επί πιστώσει από την τελευταία εισιτήρια, κατόπιν εντολής της G.A. Ferries Α.Ε. ο έλεγχος κατέληξε ότι οι τρεις εκ των 27 επιχειρήσεων που απάντησαν διαβεβαίωσαν εγγράφως ότι δεν πραγματοποίησαν απευθείας πληρωμές στην G.A. Ferries A.E., ενώ οι υπόλοιπες 24 αρνήθηκαν να απαντήσουν ή πτώχευσαν ή εις αγνώστου διαμονής. Ο έλεγχος επίσης κατέδειξε ότι παρόλο που η συνεργασία των αντιδίκων εταιρειών με βάση το καταστατικό διεκόπη στις 7-4-2000 στην πραγματικότητα συνεχίστηκε μέχρι την 3-7-2001 οπότε και ανακλήθηκε από την G.A. Ferries Α.Ε. ο κωδικός του πρακτορείου της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. στην καρτέλα της ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. Τέλος, όσον αφορά την κρουαζιέρα από ... προς ..... που πραγματοποιήθηκε το Πάσχα 2001 με το Δ2 προέκυψε από τον έλεγχο ότι δεν τίθεται θέμα απαίτησης κανενός ποσού από την ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. για την κρουαζιέρα αυτή. Με βάση δε τα λογιστικά βιβλία της G.A. Ferries A.E. η τελευταία ημερομηνία συναλλαγής της φέρεται η 31-12-2001. Το τελικό συμπέρασμα του ελέγχου είναι ότι η ΤΕΝΕ ΣΤ.ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. είναι υπόχρεη προς απόδοση του συνολικού ποσού των 67.630.516 δραχμών που αναλύεται ως εξής: Υπόλοιπο G.A. Ferries A.E. 31-12-2001=72.196.612 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 1 645.849 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 3 (Χ Σ.216) 65.800 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 3(Χ Σ222) 15.000 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 4 164.759 δρχ. Μείον διαφορά θέμα 7 3.670.688 δρχ. Νέο Υπόλοιπο 31-12-2001 67.630.516δρχ. Από τη συνεκτίμηση των εκτιθεμένων στην υπ' αριθμ. 1/04 εισαγγελική πρόταση μας πριν το Συμβούλιο σας σε συνδυασμό και με τα προκύψαντα, όπως προεκτίθενται από τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη πραγματικά περιστατικά, συνάγεται ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά σε βάρος τους το έγκλημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ύψους 67.630.516δρχ., που το είχαν εμπιστευθεί στους υπαιτίους με την ιδιότητα τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας, αφού αυτοί (οι κατηγορούμενοι) ως πράκτορες είχαν επιφορτισθεί με σύναψη συμβάσεων μεταφοράς προσώπων για λογαριασμό του μεταφορέα και υποχρεούντο να αποδώσουν σ' αυτόν τον καταβαλλόμενο ναύλο αφαιρώντας τη σχετική προμήθεια και ως εκ τούτου ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του μεταφορέα (κοινοπραξία) και ταυτόχρονα ως διαχειριστές, αφού είχαν την εξουσία να συνάπτουν και νομικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέα (κοινοπραξία) με εξουσία αντιπροσώπευσης, καθόσον είχαν τη δυνατότητα διάθεσης εισιτηρίων της εγκαλούσης σε άλλους υποπράκτορες στο νησί της Ρόδου και να συνάπτουν δικαιοπραξίες για λογαριασμό της (ΑΠ 176/02 Ποιν.Λογ.2002/75, 1982/01 Ποιν.Λογ. 2001,2433, Πλημ. Ρόδου Συμβ. 77/99 ΠΧρ. 96,1064).Κατά συνέπεια ορθώς εκρίθησαν από το εκκαλούμενο βούλευμα ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων για την ως άνω πράξη στις νομικές και ουσιαστικές σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά και προς αντίκρουση των επικαλουμένων στην κρινόμενη έφεση ισχυρισμών των εκκαλούντων αναφερόμεθα. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπ' αριθμ. 12/03 έφεση τους και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, αναδιατυπωμένης όμως της κατηγορίας λόγω του ότι το υπεξαιρεθέν ποσό είναι διαφορετικό σύμφωνα με την στο διατακτικό της προτάσεως μας αναφερόμενο τρόπο. β) Να επαναδιατυπωθεί η κατηγορία ως εξής: Παραπέμπει τους 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου, για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στη ..... στις 4-7-2001 ενεργώντας από κοινού ιδιοποιήθηκαν με πρόθεση ξένα κινητά πράγματα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που τους τα είχαν εμπιστευθεί με την ιδιότητα τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών ξένης περιουσίας, ειδικότερα των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας ΤΕΝΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ Α.Ε. με διακριτικό τίτλο ΚΥΔΩΝ TOURS AND SHIPPING AGENCY, που εδρεύει στη Ρόδο, και συγκεκριμένα ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο Χ1, ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. η Χ2 και ως μέλη του Δ.Σ. οι Χ3 και Χ4, ενώ ανέλαβαν βάση προφορικής συμφωνίας με την εγκαλούσα "Κοινοπραξία G.A. Ferries", η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, την πρακτόρευση για την πόλη της Ρόδου των πλοίων Ε/Γ - Ο/Γ "Δ3", "Δ4", "Δ5", "Δ2", "Δ6" και "Δ1" πλοιοκτήτριες των οποίων ήταν αντίστοιχα οι ναυτικές ανώνυμες εταιρείες που συμμετείχαν στην ως άνω κοινοπραξία "ΙΚΑΡΙΑ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΠΑΡΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΚΑΣΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", "ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "ΣΑΜΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" υποχρεούμενοι σε τακτά χρονικά διαστήματα 30 ημερών να αποδίδουν στην εγκαλούσα κοινοπραξία το σύνολο των οφειλομένων χρηματικών ποσών σύμφωνα με το εκάστοτε λογιστικό δελτίο, ωστόσο καίτοι η εγκαλούσα κοινοπραξία ανακάλεσε στις 4-7-2001 τη συμφωνία πρακτόρευσης των εν λόγω πλοίων και απήτησε από τους κατηγορούμενους να την καταβάλουν το οφειλόμενο για τα έτη 1999, 2000 και 2001 χρηματικό ποσό που ανερχόταν σε 67.630.516 δραχμές, αυτοί ιδιοποιήθηκαν παράνομα από κοινού αυτό το ποσό, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, και το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή τους ως εκ της ιδιότητας τους ως εντολοδόχου της εγκαλούσας και διαχειριστών της περιουσίας αυτής, ενσωματώνοντας το στην περιουσία τους και εκδηλώνοντας τη βούλησή τους να το ιδιοποιηθούν δια της κοινοποιήσεως στην εγκαλούσα στις 16-7-2001 εξώδικου-δηλώσεως-απαντήσεως με την οποία αρνήθηκαν την απόδοση του ως άνω αιτουμένου από την κοινοπραξία ποσού. Δ) Να επιβληθούν σε βάρος κάθε εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του παρόντος τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 220 ευρώ (άρθρο 583§1 ΚΠΔ.) Τέλος το αίτημα εμφάνισης των κατηγορουμένων αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου εφόσον κριθεί ότι ορισμένα σημεία ή έγγραφα χρήζουν διευκρινήσεων πρέπει ν'απορριφθεί (γιατί οι κατηγορούμενοι με το πολυσέλιδο υπόμνημά τους ανέπτυξαν επαρκώς τους ισχυρισμούς τους επί της από ..... έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Γ1 που διορίστηκε με την 9/06 διάταξη του Ανακριτή Β Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Ρόδου σε εκτέλεση του υπ' αριθμ. 48/04 βουλεύματος του Συμβουλίου και δεν υπάρχουν σημεία να χρήζουν περαιτέρω διευκρινήσεων.V) ως προς τον υπό στοιχ. α' λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι: Οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ως πράκτορες είχαν επιφορτισθεί με σύναψη συμβάσεων μεταφοράς προσώπων για λογαριασμό του μεταφορέα και υποχρεούντο να αποδώσουν σ'αυτόν τον καταβαλλόμενο ναύλο, αφού προηγουμένως αφαιρούσαν την σχετική προμήθεια και ως εκ τούτου ενεργούσαν ως εντολοδόχοι του μεταφορέα (κοινοπραξία) και ταυτόχρονα ως διαχειριστές, αφού είχαν την εξουσία να συνάπτουν και νομικές πράξεις για λογαριασμό του εντολέως (κοινοπραξίας) με εξουσία αντιπροσωπεύσεως, καθ'όσον είχαν την δυνατότητα διαθέσεως εισιτηρίων της εγκαλούσας σε άλλους υποπράκτορες στο νησί της ..... και να συνάπτουν δικαιοπραξίες για λογαριασμό της και συνεπώς δεν υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του αρ. 375 παρ. 1-2 Π.Κ. Ως προς τον γ προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως είναι απορριπτέος, μη υφισταμένης εκ πλαγίου παραβάσεως ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (αρ. 98, 375 παρ. 2 ΠΚ) σχετικά με τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, διότι από το βούλευμα προκύπτει πως ενώ οι αναιρεσείοντες είχαν εισπράξει για λογαριασμό της εγκαλούσας κοινοπραξίας αντίτιμα εισιτηρίων, ναύλων, οχημάτων κατά τα έτη 1999, 2000, 2001 το συνολικό ποσό των 67.630.516 δρχ. και δεν το είχαν αποδώσει όταν η κοινοπραξία απαίτησε την 4-7-2001 όπως της καταβάλουν το ως άνω οφειλόμενο χρηματικό ποσό, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και είχε περιέλθει στην κατοχή τους ως εντολοδόχων και διαχειριστών) δεν το απέδωσαν, και μετά ολίγες ημέρες την 16-7-2001 με εξώδικο-δήλωση-απάντησή τους αρνήθηκαν την απόδοση.Δηλαδή, προκύπτει ότι αυτοί εξεδήλωσαν την πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως του άνω ποσού ευθύς μετά την όχληση για απόδοση ήτοι την 4-7-2001.VI) Το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι όμως αναιρετέο για τους ακολούθους λόγους:α) Για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 138 παρ. 2β ΚΠΔ) καθ'όσον τόσο εις την εισαγγελική πρόταση όσο και εις τις σκέψεις του Συμβουλίου, αλλά και εις το υπ'αρ. 48/2004 (ενδιάμεσο) βούλευμα με το οποίο διετάχθη περαιτέρω κυρία ανάκριση και εις το οποίο κάνει αναφορά η εισαγγελική πρόταση του προσβαλλομένου βουλεύματος, δεν αναφέρονται κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα (αρ. 178 ΚΠΔ), μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες κατηγορουμένων (Συμβ. Α.Π. 365/98 Π.Χρ. 1998/984) εκ των οποίων το Συμβούλιο συνήγαγε την κρίση του περί παραπομπής (Συμβ. Α.Π. 1753/2002 Π.Δ/σύνη 350) αυτών στο ακροατήριο. Δηλαδή δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του καταθέσεις μαρτύρων ή έτερα έγγραφα (πλην της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης εις την οποία βασικώς στηρίζεται), τις απολογίες των κατηγορουμένων, δεν προβαίνει σε συσχετισμό και αξιολόγηση των όσων αυτοί εδήλωσαν και επεκαλέσθησαν με συνέπεια να υφίσταται και ευθεία παραβίαση του αρ. 6 παρ. 1+3 της ΕΣΔΑ που σκοπεί στην κατοχύρωση και προστασία των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και είναι βάσιμος ο β' προβαλλόμενος λόγος.β) Επίσης η αιτιολογία είναι ασαφής (ελλιπής) καθ'όσον εις την 5η σελίδα επί του 6ου θέματος της πραγματογνωμοσύνης, δηλαδή για τα αναπόδοτα εισιτήρια του έτους 2001 ύψους 3.822.361 δρχ. που πρόκειται για εισιτήρια που χρεώθηκαν στην ΤΕΝΕ ΣΤ. Ψυλλάκης Α.Ε. με συμπληρωματικό δελτίο, δεν μπόρεσε να ελεγχθεί όντως αν τα εισιτήρια αυτά είναι αναπόδοτα και αν ορθώς έγινε χρέωση του ποσού των 3.822.361 δρχ. στην Καρτέλλα της ΤΕΝΕ Στ. Ψυλλάκης Α.Ε. από την G.A. Ferries, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διευκρινίζει εάν εις το συνολικό φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό των 67.630.516 δρχ. περιλαμβάνεται και αυτό και στην περίπτωση που περιλαμβάνεται δεν εξηγεί από πού προκύπτει ότι το ποσό αυτό των 3.822.361 δρχ. περιλαμβάνεται στο υπεξαιρεθέν ενόψει των προαναφερθέντων παραδοχών (που απορρέουν από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης) ότι δεν μπόρεσε να ελεγχθεί αν όντως τα εισιτήρια, που αντιστοιχούν στο ανωτέρω ποσό, είναι αναπόδοτα.Ο ανωτέρω λόγος λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη ενόψει του ότι ήδη υφίσταται ο υπό στοιχεία (VI α) παραδεκτός λόγος αναιρέσεως.γ) Υφίσταται εκ πλαγίου παράβαση της διατάξεως του αρ. 98 παρ. 2 σε συνδ. με αρ. 375 παρ. 1-2 Π.Κ. καθ'όσον το βούλευμα δεν προσδιορίζει εάν μέχρι την 3-6-1999 ότε προσετέθη η παρ. 2 στο αρ. 98 είχαν τελεσθεί πράξεις οι οποίες συνιστούσαν αντικείμενο υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας διότι σε αντίθετη περίπτωση ως πλημμελήματα θα είχαν υποπέσει σε παραγραφή.δ) Υφίσταται ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως καθ'όσον το συμβούλιο απέρριψε την αίτηση των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των κατηγορουμένων ενώπιόν του προς παροχή διευκρινίσεων χωρίς προηγούμενη πρόταση της εισαγγελέως επί του εν λόγω αιτήματος (αρ. 138 παρ. 2β - 171 παρ. 1β, 484 παρ. 1α ΚΠΔ Συμβ. ΑΠ 72/2006 Π.Δ/σύνη 855).Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως των κατηγορουμένων θα πρέπει να γίνει δεκτή. Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Να γίνει δεκτή η υπ'αρ. 2/19-10-2007 (ενώπιον της Γραμματέα Εφετείου Δωδεκανήσου) αίτηση αναιρέσεως των 1) Χ1 , 2) Χ2, 3) Χ3, , 4) Χ4, , να αναιρεθεί το υπ'αρ. 87/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα (αρ. 485 παρ. 1, 519 ΚΠΔ).Αθήνα 25-1-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, ενόψει και του άρθρου 177 του ΚΠΔ, που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως, δεν απαιτείται η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και η ιδιαίτερη μνεία της αξιολογήσεως του περιεχομένου του, αλλ' αρκεί να γίνεται ο συγκεκριμένος προσδιορισμός του είδους αυτών, δηλαδή συγκεκριμένη μνεία τους κατά κατηγορίες (όπως μάρτυρες, έγγραφα κλπ). Δεν αρκεί όμως η αόριστη αναφορά στο βούλευμα ότι το Συμβούλιο κατέληξε στην παραπεμπτική κρίση του από το "αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στη δικογραφία" ή "από τη διενέργεια προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης", χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του είδους των αποδεικτικών μέσων, για να μπορεί να διαγνωσθεί αν ελήφθησαν υπόψει και εκτιμήθηκαν από το συμβούλιο όλα ή μερικά μόνο, επιλεκτικώς, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή προανάκριση, η μερική επίκληση των οποίων, με την αναφορά μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων ή εγγράφων, δεν αρκεί για την πληρότητα του βουλεύματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 484 παρ. 1 περ. α' και 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ' αυτόν δικαιωμάτων στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Περαιτέρω το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει, προβλέπεται από το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠΔ αλλά και από τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, η αποδοχή δε του αιτήματος αυτού αποτελεί τον κανόνα και η απόρριψή του την εξαίρεση, γιαυτό η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψή του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ. 2 σε συνδ. με 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον από τον άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα υφίσταται όχι μόνο όταν το Συμβούλιο απέρριψε το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου χωρίς ειδική αιτιολογία, αλλά και όταν οδηγήθηκε στην απόρριψη αυτού χωρίς να υπάρχει έγγραφη επ' αυτού πρόταση του Εισαγγελέα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, κρίνοντας επί εφέσεως των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, απέρριψε αυτή και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δωδεκανήσου για να δικασθούν ως υπαίτιοι κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό του αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, με βάση τα αναφερόμενα στην πρόταση του Εισαγγελέως περιστατικά, στα οποία και αναφέρθηκε, χωρίς να προσδιορίζεται στην εισαγγελική πρόταση (πλην της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης), ούτε στο προσβαλ-λόμενο βούλευμα, το είδος των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες), τα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο για να καταλήξει στην ως άνω παραπεμπτική κρίση του, υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά το βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες στην έκθεση εφέσεως τους διέλαβαν και το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, προκειμένου να παράσχουν διασαφήσεις επί της κρινόμενης υπόθεσης. Το αίτημα απορρίφθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα με την αιτιολογία ότι με το πολυσέλιδο υπόμνημά τους ανέπτυξαν αυτοί επαρκώς τους ισχυρισμούς τους, χωρίς όμως να υπάρχει έγγραφη επ' αυτού πρόταση του Εισαγγελέα, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1, 138 παρ. 1 και 306 ΚΠΔ, το Συμβούλιο να αναβάλλει την κρίση του, μέχρις υποβολής από τον Εισαγγελέα σχετικής πρότασης. Ενόψει αυτών επήλθε απόλυτη ακυρότητα, την οποία ο Άρειος Πάγος εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, καθόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και περιέχει ένα παραδεκτό λόγο αναίρεσης, που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 2 ΚΠΔ). Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 και 485 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το 87/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος ως προς την έκθεση των αποδείξεων. Αναίρεση βουλεύματος, Συμβουλίου Εφετών, το οποίο με καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για κακουργηματική υπεξαίρεση, χωρίς να προσδιορίζονται στην Εισαγγελική πρόταση, ούτε στο προσβαλλόμενο βούλευμα το είδος των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες), που έλαβε υπόψη για να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση. Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο Συμβούλιο απόρριψη χωρίς πρόταση Εισαγγελέα. Απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 484 παρ. 1 περ. α, 171 παρ. 1 περ. δ, 309 παρ. 2 ΚΠΔ, άρθρα 20 Συντάγματος και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ). Εξέταση αυτεπαγγέλτως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1449/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου. Με εγκαλούμενο τον Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών, και εγκαλούντα τον Ψ1, κρατούμενο της Δικαστικής Φυλακής Τριπόλεως. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 19.12.2007, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 98/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 76/13.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 εδ. α' και 137 παρ. 1 εδ. γ'Κ.Π.Δ. την υπ'αριθ. 922/19-12-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. ε' Κ.Π.Δ. στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσεως και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. γ' του ίδιου Κ.Π.Δ. αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο είναι το δικαστήριο του Αρείου πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, όπως επί παραπομπής από ένα Εφετείο ή Εισαγγελία του σε άλλο Εφετείο ή την αντίστοιχη Εισαγγελία του. Στην προκειμένη περίπτωση ο Ψ1 με τις από 13-6-2003 και 31-1-2006 εγκλήσεις του καταμήνυσε τους: 1) Χ2 Πρόεδρο Πρωτοδικών, 2) Χ3, Αστυνόμο Β', 3) Χ4, Αστυνόμο Α', 4) Χ5, Αστυνόμο Α', 5) Χ6, Δικαστικό Υπάλληλο, 6) Χ7, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, 7) Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών, 8) Χ8, τότε Εισαγγελέα Εφετών και ήδη Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, 9) Χ9, Εισαγγελέα Πρωτοδικών και 10) Χ10, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, για διάφορα ποινικά αδικήματα. Επί των εγκλήσεων αυτών εξεδόθη η υπ'αριθ. 47/2007 απορριπτική Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών, κατά της οποίας ο ανωτέρω εγκαλών άσκησε, σύμφωνα με το άρθρο 48 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 20/7-9-2007 προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, όπου υπηρετεί ο από τους εγκαλουμένους Χ1, Αντεισαγγελέας Εφετών. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και του Πρωτοδικείου Πειραιά και τις Εισαγγελίες τους, αν ήθελε, περαιτέρω, συντρέξει νόμιμη περίπτωση, αναφορικά με τον εγκαλούμενο Αντεισαγγελέα Εφετών Χ1 και λόγω συναφείας, αναφορικά με τους λοιπούς εγκαλουμένους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να διατάξει το δικαστήριό σας την παραπομπή της υποθέσεως, επί της οποίας ασκήθηκε η υπ'αριθ. 20/7-9-2007 προσφυγή του Ψ1, κατά της υπ'αριθμ. 47/2007 Διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών, με την οποία απορρίφθηκαν οι από 13-6-2003 και 31-1-2006 εγκλήσεις του εναντίον των: 1) Χ2 Προέδρου Πρωτοδικών, 2) Χ3, Αστυνόμου Β', 3) Χ4, Αστυνόμου Α', 4) Χ5, Αστυνόμοθ Α', 5) Χ6, Δικαστικού Υπάλληλου, 6) Χ7, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, 7) Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών, 8) Χ8, τότε Εισαγγελέα Εφετών και ήδη Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, 9) Χ9, Εισαγγελέα Πρωτοδικών και 10) Χ10, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, για να αποφανθεί αυτός επί της σχετικής προσφυγής, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Εφετείου και Πρωτοδικείου Πειραιά και τις Εισαγγελίες τους, αν ήθελε, περαιτέρω, συντρέξει νόμιμη περίπτωση. Αθήνα 7 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. Ε' ΚΠοινΔ το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 137 παρ. 1, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει πλην άλλων και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά τη διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει α)το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περιπτώσεις αδυναμίας συγκρότησης, β)το συμβούλιο των εφετών, αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ)ο Άρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία, αλλά ένεκα της ταυτότητας του νομικού λόγου, για την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως και για την προδικασία, καθώς και το στάδιο της ασκήσεως ποινικής διώξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 ΚΠοινΔ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠοινΔ) εξετάζει και κρίνει ο Εισαγγελέας Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Δικαστικής Φυλακής Τρίπολης έχει υποβληθεί η υπ' αριθμ.20/2007 προσφυγή του Ψ1, κατά της υπ' αριθμ. 47/2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών, με την οποία απορρίφθηκαν οι από 13-6-2003 και 31-1-2006 εγκλήσεις του εναντίον των? 1) Χ2, Προέδρου Πρωτοδικών, 2) Χ3, Αστυνόμου Β', 3)Χ4, Αστυνόμου Α', 4) Χ5, Αστυνόμου Α', 5) Χ6, Δικαστικού Υπαλλήλου, 6) Χ7, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, 7) Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών, 8)Χ8, τότε Εισαγγελέα Εφετών και ήδη Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, 9) Χ9, Εισαγγελέα Πρωτοδικών και 10) Χ10, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, για διάφορα ποινικά αδικήματα. Η προσφυγή αυτή ασκήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, όπου υπηρετεί ο από τους εγκαλουμένους Χ1, Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Συνεπώς συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως σε δικαστικές αρχές άλλες από εκείνες των Αθηνών για να κρίνουν την υπόθεση αναφορικά με τον τελευταίο Χ1, και λόγω συνάφειας αναφορικά με τους λοιπούς εγκαλουμένους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου ο τελευταίος να αποφανθεί επί της υπ' αριθμ. 20/2007 προσφυγής του εγκαλούντος Ψ1 κατά της υπ' αριθμ. 47/2007 διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών, και, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, στις λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει την υπόθεση από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για να εξετάσει και κρίνει προσφυγή κατά διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θηβών, επειδή ο από τους εγκαλούμενους Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών υπηρετεί στο Εφετείο Αθηνών και λόγω συνάφειας αναφορικά με τους λοιπούς εγκαλούμενους.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1448/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 και ήδη κρατουμένης στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, η οποία δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 56944/2006 αποφάσεως του (Αυτόφωρου) Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1777/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 116/11-3-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω με τη σχετική δικογραφία, την από 1/10/2007 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ1, κρατουμένη στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, κατά της υπ' αρ. 56944/17-10-2006 αποφάσεως του Β' Αυτοφ. Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 504 §1 Κ.Π.Δ. "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρ. 370 Κ.Π.Δ.)". Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της υπ' αρ. 56944/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε για παραβ. του άρθρ. 83 §7 Ν.3386/05 σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών και χρηματική ποινή 3.000 Ευρώ, ενώ με την ίδια απόφαση ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής και διατάχθηκε η απέλασή της. Η προσβαλλόμενη όμως απόφαση κατά τον χρόνο εκδόσεώς της ήταν εκκλητή (άρθρ. 489 §1 Κ.Π.Δ.) από την αναιρεσείουσα και, κατά τα εκτεθέντα, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Σημειώνεται δε, ότι η αναιρεσείουσα άσκησε ήδη την υπ' αρ. 4782/21-6-2007 έφεση, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημ. Κοντογιάννη, κατά της ως άνω αποφάσεως, η εκδίκαση της οποίας και εκκρεμεί (βλ. συνημμ. ως άνω έφεση). Τέλος, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 484 §3 και 511 Κ.Π.Δ. αυτεπάγγελτη από τον Άρειο Πάγο έρευνα αναιρετικών λόγων, λειτουργεί υπό την προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως (ΟΛ. Α.Π. 19/2001 και 2/2002). Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη (άρθρ. 476 §1 - 513 §1α Κ.Π.Δ.) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα (άρθρ. 583 §1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω: (Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 1/10/2007 αίτηση αναίρεσης της κατηγορούμενης Χ1, κατά της υπ' αρ. 56944/2006 απόφασης του Β' Αυτοφ. Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και (Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ 220 Ευρώ, σε βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήνα 7/2/2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 489 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠοινΔ , ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αν με αυτή καταδικάστηκε σε φυλάκιση πάνω από τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 504 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως η απόφαση, η οποία κατά το χρόνο απαγγελίας της μπορούσε να προσβληθεί με έφεση.... Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε κατά αποφάσεως, για την οποία δεν προβλέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η 56944/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ. για παράβαση του άρθρου 83 παρ. 7 του Ν 3386/2005, ενώ με την ίδια απόφαση ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής και διατάχθηκε η απέλασή της. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της εν λόγω απόφασης, που ήταν εκκλητή, η αναιρεσείουσα άσκησε την υπ' αριθμ. 4782/2007 έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση και, συνακόλουθα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-10-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 56944/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρέσεως απαράδεκτο. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, η οποία στρέφεται κατά αποφάσεως, η οποία κατά το χρόνο απαγγελίας της μπορούσε να προσβληθεί με έφεση.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1447/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιο Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταθάρα, για αναίρεση της με αριθμό 395/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 121/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1 και 2, 476 παρ. 1 και 498 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ.3 ΚΠΔ, η άσκηση αυτής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του εν λόγω ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγω του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτό, με σαφήνεια και πληρότητα, οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν, όμως, η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 395/2007 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε τυπικά την 10/10.3.2006 έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου κατά της 66/2006 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γυθείου και στη συνέχεια, αφού εξήτασε την ουσία της υπόθεσης, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα και της απόπειρας απάτης κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα. Στην παραπάνω έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου, την οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, αναφέρεται "το Δικαστήριο εξετίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα το γεγονός ότι "Α) Κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, κατά το έτος 2002, όταν και τα γεγονότα ήταν πιο πρόσφατα στη μνήμη των μαρτύρων, αυτοί κατέθεσαν στοιχεία τα οποία, εν μέρει βρίσκονται σε αντίφαση με όσα κατέθεσαν επ' ακροατηρίω. Ειδικότερα: ί) Η Γ1 στην από 13-11-2002 κατάθεση της ανέφερε ότι "...Κατά το διάστημα που ήμουν στο νοσοκομείο δεν με επισκέφθηκε κανένας ιατροδικαστής.....Όταν γύρισα από τη .... πήρε τηλέφωνο στο σπίτι μου κάποιος ιατροδικαστής. Δεν μίλησα εγώ μαζί του, μίλησε μητέρα μου. Όπως μου είπε η μητέρα μου μετά το τηλεφώνημα, ο ιατροδικαστής ρώτησε πού ακριβώς είχα χτυπήσει. Η μητέρα μου του είπε πού είχα χτυπήσει. Μετά δεν είχαμε καμία επικοινωνία μαζί του. Δεν ήλθε να με δει και να με εξετάσει". Επ' ακροατηρίω, αν και δεν αναφέρει με σαφήνεια τα ανωτέρω, κατέθεσε "Τον Ιούλιο του 2001 πάθαμε ατύχημα. Με πήγαν στο Νοσοκομείο Σπάρτης όπου έμεινα 2 ημέρες και μετά πήγα στο σπίτι μου στην Αθήνα. Εκεί πήρε ένας τηλέφωνο. Ιατροδικαστής δεν με επισκέφθηκε, δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι καθόλου ποιοί με εξέτασαν. Στο τηλέφωνο ρώτησε κάποιος για την κατάσταση της υγείας μου και δεν είπε όνομα. Δεν είδα κάποιον με ταμπέλα να γράφει "ιατροδικαστής", ii) Ο Γ2 στην από 27-6-2002 μαρτυρική του κατάθεση ανέφερε "...Στις 20-6 2001 είχα ατύχημα...διεκομίσθηκα στο Κέντρο Υγείας Γυθείου, στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Σπάρτης όπου έμεινα 4 ημέρες. Ποτέ δεν είδα τον κ Χ1 ως θεράποντα ιατρό μου. Όταν έφυγα από το Νοσοκομείο μετά από μία εβδομάδα περίπου ο κ Χ1 τηλεφώνησε στο σπίτι μου και με ρώτησε πού είχα τραυματισθεί....Δεν μου εξήγησε το λόγο του τηλεφώνου και εγώ δεν ρώτησα". Επ' ακροατηρίω, ο μάρτυρας αυτός επιβεβαίωσε, σχεδόν εξ' ολοκλήρου τα ανωτέρω και κατέθεσε "Είχα κάποιο τροχαίο το 2001...Πήγα στο Κέντρο Υγείας και μετά στο Νοσοκομείο που έμεινα 5 ημέρες.. Δεν με είδε ο κΧ1. Με πήρε κάποιος τηλέφωνο και με ρώτησε αν κτύπησα και πού, μόλις είχα βγει από το Νοσοκομείο. Δεν θυμάμαι αν μου είπε ποιός είναι. Μου είχε πει ότι είναι γιατρός αλλά δεν θυμάμαι το όνομα του...Δεν βεβαιώνω ότι ήταν ο κ.Χ1 στο τηλέφωνο". Αντίθετα, στην προγενέστερη μαρτυρική του κατάθεση ανέφερε σαφώς το όνομα του Χ1 ως το άτομο που του τηλεφώνησε, ίii) Ο Γ3, στην από 27-6-2002 μαρτυρική του κατάθεση ανέφερε : " τον Μάρτιο του 2001 μου συνέβη τροχαίο ατύχημα...Διεκομίσθην στο Νοσοκομείο όπου έμεινα γία λίγη ώρα και έφυγα. Δεν είχα καμία επαφή με τον κ.Χ1. Μετά από μία εβδομάδα με πήρε τηλέφωνο ο κ.Χ1 και με ρώτησε πού είχα χτυπήσει και αν είχα κάνει ράμματα". Επ' ακροατηρίω ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε: " είχα ατύχημα στο Γύθειο...με πήγαν στο ΚΥ Γυθείου και για προληπτικούς λόγους στο νοσοκομείο Σπάρτης. Με είδε κάποιος γιατρός, Γ3 το όνομα του. Άλλος γιατρός δεν με είδε και μετά 3 ώρες έφυγα. Μετά τρεις ημέρες με πήρε τηλέφωνο ένας και μου είπε ότι είναι ιατροδικαστής. Με ρώτησε πόσες μέρες έμεινα στο νοσοκομείο και πού χτύπησα", iv) Ο Γ4, στην από 8-11-2002 μαρτυρική του κατάθεση ανέφερε "...τραυματίσθηκα το βράδυ της 22-6-2001...λιποθύμησα και ανέκτησα τις αισθήσεις μου στο δρόμο προς Σπάρτη. Την επομένη μέρα δεν θυμάμαι να ήρθε κάποιος ιατροδικαστής. Θυμάμαι μόνο τους γιατρούς που με επισκέφθηκαν. Εάν ο ιατροδικαστής ήταν μέσα σε αυτούς που με εξέτασαν δεν το γνωρίζω. Πάντως εμένα κανένας δεν μου είπε ότι είναι ιατροδικαστής". Επ' ακροατηρίω ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε: "...εκεί (εννοεί στο Νοσοκομείο της Σπάρτης) με είδαν ακτινολόγος, έκανα υπέρηχο στα σπλάγχνα και ορθοπεδικός. Ιατροδικαστή δεν θυμάμαι. Κάποιος κύριος με πήρε τηλέφωνο στο ... και με ρωτούσε τί έπαθα. Στη .... δεν με επισκέφθηκε ιατροδικαστής. Δεν ήλθε κάποιος να μου πει ότι είναι ιατροδικαστής και να με εξετάσει. Δεν θυμάμαι αν ήταν γιατρός στο τηλέφωνο. Δεν μου θυμίζει τίποτα το όνομα Χ1. Δεν βεβαιώνω ότι δεν ήλθε ο Χ1. Στο δάχτυλο δεν είχα συρραφή". Από το σύνολο των ανωτέρω καταθέσεων, παρ' όλο ότι αυτές σε μερικά σημεία παρουσιάζουν αντιφάσεις μεταξύ τους, προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα: Ουδείς ασθενής επιβεβαιώνει ότι εξετάσθηκε αυτοπροσώπως από τον ιατρό Χ1. Σε όλες τις περιπτώσεις αναφέρεται ότι, κάποιες μέρες μετά το ατύχημα, οι ασθενείς δέχθηκαν τηλέφωνο από άτομο, που προανακριτικά οι 2ος και 3ος μάρτυρες κατονομάζουν ως τον κατηγορούμενο, η δε πρώτη τον αναφέρει ως ιατροδικαστή, ο οποίος τους ρωτούσε σχετικά με τα τραύματα που υπέστησαν, Τούτο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως σύμπτωση σε όλες τις περιπτώσεις και επιπλέον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, ο κατηγορούμενος δεν είχε ιδία αντίληψη των τραυματισμών και δεν είχε εξετάσει, μακροσκοπικά έστω, τους ασθενείς, αφού, σε διαφορετική περίπτωση δεν θα επικοινωνούσε μαζί τους τηλεφωνικά για να πληροφορηθεί την κατάσταση της υγείας τους. Τούτο καταδεικνύεται και από ένα γεγονός ακόμη, ότι δηλαδή, αν και στην πραγματογνωμοσύνη που αφορά στον ασθενή Γ4, ο οποίος αναφέρει ότι ουδέποτε εξητάσθη από ιατροδικαστή, ανέφερε ότι αυτός υπέστη θλαστικό τραύμα αριστερού μικρού δακτύλου άκρας χειρός το οποίο σενερράφη, τούτο είναι ψευδές αφού ο ίδιος ο παθών αναφέρει ότι ουδέποτε υπέστη αυτόν τον τραυματισμό. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, φρονούμε ότι καταδεικνύεται ότι, ο Χ1 δεν εξετέλεσε προσηκόντως τα καθήκοντα του, ψευδώς ανέφερε στις εκθέσεις του ότι εξήτασε τους ασθενείς και επομένως, δεν εδικαιούτο να λάβει τη νόμιμη αμοιβή πραγματογνώμονα, αφού το καθήκον του είχε ασκηθεί πλημμελώς...... επομένως έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις που του αποδόθηκαν". Τέτοιο περιεχόμενο έχουσα η έφεση του ανωτέρω εισαγγελέα, που ανάγεται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διαλαμβάνει την κατά τον προεκτεθέντα και εκ του νόμου απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή πλήρως και σαφώς οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, το εκδόσαν την πληττόμενη απόφαση Δικαστήριο, που δέχθηκε ως τυπικά δεκτή την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου και, μετά την απόρριψη σχετικής περί απαραδέκτου της εφέσεως αυτής ενστάσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του, γι' αυτό και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 327 παρ.2 του ΚΠΔ, η οποία εφαρμόζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 500 του ίδιου Κώδικα, και στην κατ' έφεση δίκη, "ο κατηγορούμενος, εκτός από τους μάρτυρες που προσκαλούνται από τον ίδιο με δικές του δαπάνες, έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα και δύο αν κατηγορείται για κακούργημα". Η παραβίαση της διατάξεως αυτής και ειδικότερα, η στέρηση του παρεχομένου στον κατηγορούμενο δικαιώματος της υποχρεωτικής κλητεύσεως από τον αρμόδιο εισαγγελέα των μαρτύρων, των οποίων παραδεκτώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό (παράγραφοι 2 και 3), ζητεί την κλήτευση ο κατηγορούμενος, ως συνιστώσα παραβίαση των υπερασπιστικών αυτού δικαιωμάτων, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εμπίπτουσα στο άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων με το Α02/408/15.11.2004 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γυθείου, στη δικάσιμο της 30.6.2005 για να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας πραγματογνώμονα και της απόπειρας απάτης. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 12.1.2006 και στη συνέχεια για τις 2.3.2006. Με την από 12.1.2006 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου ο αναιρεσείων ζήτησε να κλητευθεί για τη δικάσιμο της 2.3.2006 ο μάρτυρας Γ5, Υπαρχιφύλακας Αστυνομίας, κάτοικος......, προκειμένου να καταθέσει για τα αναφερόμενα στην αίτηση αυτή θέματα. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Γυθείου απέρριψε την αίτηση αυτή με την ακόλουθη αιτιολογία: "Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 327 παρ. 3 ΚΠΔ και ως εκ τούτου η εν λόγω αίτηση ως εκπρόθεσμη πρέπει ν' απορριφθεί λόγω απαραδέκτου. Το εν λόγω αίτημα μπορεί πλέον να κρίνει μόνο το δικαστήριο, το οποίο, αν υποβληθεί αίτημα, θα αποφανθεί περί του σκοπίμου ή μη της κλητεύσεως περαιτέρω μαρτύρων". Στη συνέχεια, ο αναιρεσείων προέβαλε στο Πρωτοβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γυθείου κατά τη δικάσιμο της 2.3.2006 αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τηρήσεως της διατάξεως του άρθρου 327 παρ. 2 ΚΠΔ και ζήτησε την αναβολή της δίκης, προκειμένου να κληθεί από το δικαστήριο ο μάρτυρας Γ5. Η ένσταση αυτή, καθώς και το αίτημα αναβολής απορρίφθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γυθείου με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι δημόσιος υπάλληλος, κατοικεί εκτός της έδρας του δικαστηρίου και συνεπώς δεν κλητεύεται να εμφανισθεί στο δικαστήριο. Ακολούθως την ίδια ένσταση και αίτημα αναβολής υπέβαλε ο αναιρεσείων στο Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας. Το εν λόγω δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε και πάλι την ένσταση του αναιρεσείοντος με την αιτιολογία ότι δεν κρίνεται αναγκαία η κλήτευση του ανωτέρω μάρτυρα. Με τα δεδομένα αυτά ορθώς απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Γυθείου ως απαράδεκτο (εκπρόθεσμο) το αίτημα του αναιρεσείοντος περί κλητεύσεως του μάρτυρα Γ5. Εξάλλου αυτός δεν στερήθηκε του δικαιώματος υποχρεωτικής κλητεύσεως του παραπάνω μάρτυρα, διότι το αίτημα αυτό επανέφερε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γυθείου και στο Τριμελές Εφετείο Καλαμάτας, τα οποία με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες τους το απέρριψαν. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ σχετικός λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠοινΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (βλ. Ολ.ΑΠ 19/2001 και 2/2002). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της από 27.12.2007 αιτήσεως του αναιρεσείοντος πλήττεται η 395/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για ψευδορκία πραγματογνώμονα και απόπειρα απάτης κατ' εξακολούθηση, διότι "η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά σαφή παράβαση του άρθρου 510 παρ. Ι Δ' ΚΠΔ απέρριψε χωρίς την απαιτούμενη και προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τον Νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, άπαντες τους αποδειχθέντες από την ακροαματική διαδικασία και το σύνολο της σχηματισθείσας δικογραφίας ισχυρισμούς μου, που ανέτρεπαν τις κατηγορίες, ήτοι: Ουδείς εκ των μαρτύρων και σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν αμφισβήτησε το περιεχόμενο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης μου, που τον αφορούσε. Αντίθετα είναι κοινή και σταθερή η θέση τους, ότι όσα αναφέρονται στην έκθεσή μου είναι απολύτως αληθινά. Ουδόλως αμφισβητήθηκε, ότι προέβην στις υπό κρίση πραγματογνωμοσύνες χωρίς να έχω νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Αντίθετα προκύπτει από τη δικογραφία, ότι είχε προηγηθεί νόμιμος διορισμός και όρκισή μου, καθώς και νομότυπη και εμπρόθεσμη πράξη εγχειρίσεως. Ουδόλως αμφισβητήθηκε, ούτε προέκυψε από τη διαδικασία, ότι οι εν λόγω πράξεις εγχειρήσεως δεν είναι αυτές που αναγράφονται και συνυποβάλλονται συνημμένες στις αιτήσεις μου προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την καταβολή της νομίμου αμοιβής μου. Ουδείς από τους μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσε με βεβαιότητα, ότι στο ... την 23.6.2001, 6.3.2001, 28.5.2001, 23.6.2001 και στη .... την 20.6.2001 δεν τους εξέτασε ιατροδικαστής. Αντίθετα από την από 17.4.2002 κατάθεση του μάρτυρα ιατροδικαστή ........, η οποία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας, βεβαιώνεται ότι σε περίπτωση απουσίας του ασθενή λόγω εξόδου από το νοσοκομείο οι ιατροδικαστές συμβουλεύονται το αρχείο του νοσοκομείου και ει δυνατόν τον θεράποντα ιατρό. Ουδόλως απεδείχθη ο απαιτούμενος εκ του νόμου δόλος μου να εκθέσω με όρκο ψευδή γεγονότα και να αποκρύψω την αλήθεια και να παραστήσω ενώπιον του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Εισαγγελίας Γυθείου, ψευδή γεγονότα ως αληθή, με σκοπό να αποκομίσω παράνομο περιουσιακό όφελος". Με αυτό όμως το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, όλοι οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως, που δεν προσδιορίζουν τις αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες και τις κατ' αυτής αιτιάσεις, και πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι εντελώς αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονταν με πληρότητα στην προσβαλλόμενη απόφαση και ποίους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος αγνόησε η απόφαση. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27.12.2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως της 395/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως. Αιτιολογία - στοιχεία - εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Απόρριψη αναιρετικού λόγου άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ. Άρθρο 327 § 2 ΚΠΔ. Εφαρμογή και στην κατ’ έφεση δίκη. Η παράβαση επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Αιτιολογημένη απόρριψη ενστάσεως για μη κλήτευση μάρτυρα της επιλογής του κατηγορουμένου. Αόριστος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας όταν στο αναιρετήριο δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Απόφαση αθωωτική.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1446/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (που ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μακρυδάκη, περί αναιρέσεως της 162/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Καρούτσο. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1408/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 502 παρ. 1 και 365 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, η λήψη υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατάθεσης μάρτυρα κατηγορίας που δόθηκε στην προδικασία, δεν παραβιάζει δικαίωμα, που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από τα άρθρα 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και 14 παρ. 2 στοιχ. ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16-12-1996, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997 και ισχύει από5-8-1997, και από το άρθρο 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας και δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, εκτός αν ο κατηγορούμενος ή ο σύνηγορός του είχε αντιλέξει στην ανάγνωση της εν λόγω κατάθεσης. Εφόσον, δηλαδή, ο κατηγορύμενος ή ο συνήγορός του δεν αντιλέξει στην ανάγνωση της ως άνω κατάθεσης, δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από τις προαναφερόμενες διατάξεις, να θέτει ερωτήματα στο μάρτυρα, αφού διατηρείται το από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του να κάνει παρατηρήσεις και να εκθέσει τις απόψεις του επί της κατάθεσης του μάρτυρα. Στην προκείμενη περίπτωση από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι στο ακροατήριο του εν λόγω Δικαστηρίου αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν από αυτό υπόψη, εκτός άλλων, και οι δοθείσες στην προδικασία καταθέσεις των μαρτύρων Γ1, Γ2, Γ3 και Γ4. Ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που τον εκπροσώπησε στη δίκη, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν αντέλεξε στην ανάγνωση των καταθέσεων των ανωτέρω μαρτύρων. 'Ετσι, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε παραβιάστηκε το, από τις παραπάνω διατάξεις δικαίωμα του κατηγορουμένου να θέσει δια του συνηγόρου που τον εκπροσώπησε ερωτήματα στους ανωτέρω μάρτυρες, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι ο συνήγορος του είχε το από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαίωμα να κάνει παρατηρήσεις και να εκθέσει τις απόψεις του επί των καταθέσεων των ανωτέρω μαρτύρων. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα, πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 314 του Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές πλημμελήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να είχε αυτός τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσας προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ειδικώς προς θεμελίωση ποινικής ευθύνης ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, απαιτείται η σωματική βλάβη να οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και οι ενέργειες του ιατρού να μην είναι σύμφωνες με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας. Εξάλλου η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως, αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών, που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 162/2007 απόφαση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της, συμπληρούμενο παραδεκτώς από το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος, καταθέσεις μαρτύρων υπερασπίσεως και εκείνων που δόθηκαν στην προδικασία, τα αναγνωσθέντα έγγραφα και πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ1 υπηρετούσε στο .... Τ.Ε. ως στρατιώτης (ΥΓ), έχοντος την ειδικότητα του ιατρού της Μονάδος. Την 7.3.2003, ημέρα Παρασκευή, ο στρατιώτης Ψ1, ο οποίος έπασχε από υψηλή μυωπία (14 βαθμοί), κατά την εκτέλεση μεταφοράς μπαταριών και άλλων αντικειμένων από οχήματα τύπου "....", αισθάνθηκε αιφνίδια θόλωση της όρασης του αριστερού του ματιού. Αναζήτησε τον ιατρό και τελικά τον συνάντησε στο χώρο του ΚΨΜ της Μονάδος. Ο Ψ1 εξέθεσε στον ιατρό το πρόβλημα και τα συμπτώματα του και ο τελευταίος το απέδωσε στην κούραση, λόγω των εργασιών που είχε κάνει και του συνέστησε να τον επισκεφθεί στο ιατρείο για να τον εξετάσει τη Δευτέρα 10.3.2003, καθώς μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο και θα ήταν εκτός Μονάδος. Ο στρατιώτης Ψ1 επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο στις 10.3.2003 και ο τελευταίος διέγνωσε "επιπεφυκίτιδα" και του έδωσε ένα κολλύριο, παρόλο που δεν είχε ειδικότητα οφθαλμιάτρου, αντί να το παραπέμψει απευθείας στο 95 ΤΥΕΘ για περαιτέρω εξέταση. Επειδή η κατάσταση του στρατιώτη Ψ1 έβαινε επιδεινούμενη, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση της οράσεως του, ακόμα και μετά τη λήψη του κολλυρίου, ο τελευταίος προσήλθε ξανά προς εξέταση από τον κατηγορούμενο στο ιατρείο της Μονάδος την 17.3.2003 και παραπέμφθηκε να εξεταστεί στο 95 ΤΥΕΘ, από όπου εν συνεχεία παραπέμφθηκε στις 20.3.2003 στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου για εξέταση, όπου και εκεί διαγνώστηκε "επιπεφυκίτιδα". Μέχρι τότε όμως είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος, καθώς η όραση του επιδεινωνόταν συνεχώς, σε σημείο που την 27.3.2003 ο στρατιώτης Ψ1, ιδία πρωτοβουλία, επισκέφθηκε ιδιώτιδα οφθαλμίατρο στην πόλη της ...., η οποία διέγνωσε αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Υστερα απ' αυτή την εξέλιξη την 28.3.2003 διεκομίσθη επειγόντως στο 401 ΓΣΝΑ προς άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος και ακολούθως στον Ερυθρό Σταυρό, όπου υπεβλήθη σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις χωρίς ωστόσο καθολική επιτυχία και δίχως αποκατάσταση του προβλήματός του, καθώς δεν επανέκτησε την όρασή του και σήμερα βλέπει αμυδρά με ελάχιστο φως από τον αριστερό οφθαλμό. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η αμέλεια του κατηγορουμένου στοιχειοθετείται πλήρως με μία σειρά ενεργειών και παραλείψεων του, όπως η μη άμεση εξέταση του παθόντος μόλις ο τελευταίος του ανέφερε το πρόβλημα του, αλλά και η μετέπειτα πλημμελής εξέταση αυτού, αφού δεν είχε ειδικότητα οφθαλμιάτρου, ενώ θα έπρεπε να τον παραπέμψει αρμοδίως, δεδομένης και της ιδιαίτερης υποχρέωσης που είχε, λόγω του επαγγέλματός του ως ιατρού, να επιδεικνύει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή κατά την ενάσκηση των ιατρικών του καθηκόντων. Ετσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος που επιδείνωσε την κατάσταση του παθόντος, ο οποίος είχε ήδη υποστεί αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, βλάβη του οφθαλμού που χρειαζόταν άμεση και επείγουσα αντιμετώπιση για να μη χαθεί παντελώς η όρασή του, με περαιτέρω συνέπεια να υποβληθεί σε πολλαπλές εγχειρήσεις, να μειωθεί στο ελάχιστο η όραση του και να κριθεί τελικά Ι5. Υφίσταται επίσης αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω πλημμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος της βλάβης της υγείας του παθόντος, αφού είναι προφανές στην προκειμένη περίπτωση ότι οι ως άνω εκτεθείσες ενέργειες και παραλείψεις του κατηγορουμένου τελούν σε φυσική ενότητα με το επελθόν αποτέλεσμα. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος δεν πρόβλεψε από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε αντικειμενικά και μπορούσε να καταβάλει, το ενδεχόμενο να επέλθει βλάβη της υγείας του παθόντος, όφειλε ο κατηγορούμενος από το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, λόγω του ιατρικού του επαγγέλματος, να εξετάσει αμέσως τον παθόντα στις 7.3.2003 και όταν τον εξέτασε στις 10.3.2003 να διαγνώσει την αναρμοδιότητά του και να τον παραπέμψει στο ΤΥΕΘ". Στη συνέχεια, κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο σωματικής βλάβης από αμέλεια με παράλειψη, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών την οποίαν ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδικής και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ. που εφήρμοσε. Περαιτέρω με πληρότητα αιτιολογείται η αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, η οποία, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως οφείλονταν στην από επιπολαιότητα και απερισκεψία παράλειψή του να εξετάσει αυθημερόν τον παθόντα, καθώς και στην μετέπειτα παράλειψή του, όταν τον εξέτασε μετά την πάροδο τριών ημερών, να τον παραπέμψει σε οργανωμένο ιατρικό κέντρο, ενώ παρατίθενται αναλυτικώς τα συνιστώντα την παραβίαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης περιστατικά και αιτιολογείται με πληρότητα ο αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης που επήλθε. Εξάλλου οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι α) δεν αιτιολογείται το γεγονός ότι από τα επίσημα έγγραφα του ιατρείου της Μονάδος προκύπτει αμέσως, αλλά και από την αναγνωσθείσα μαρτυρική κατάθεση του Γ4 συνάγεται εμμέσως, ότι ο παθών επισκέφθηκε το ιατρείο της Μονάδος για πρώτη φορά την 17.3.2003, οπότε ο αναιρεσείων τον παρέπεμψε στο 95 ΤΥΕΘ με την ένδειξη "επιπεφυκίτιδα", και γ) δεν προσδιορίζεται στην απόφαση πότε επήλθε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, διότι ο ειδικός επί ιατρικών θεμάτων μάρτυρας ....... κατέθεσε "θεωρώ ότι είναι πιθανό η αποκόλληση να επήλθε και μετά την 20.3.2003, δηλαδή όταν αυτός είχε απεμπλακεί από την υπόθεση, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ν' απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ, 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.7.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 162/2007 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανάγνωση μαρτυρικής κατάθεσης στο ακροατήριο, χωρίς να αντιλέξει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Αβάσιμος λόγος αναίρεσης άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α ΚΠΔ. Σωματική βλάβη από αμέλεια με παράλειψη. Ποινική ευθύνη ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια. Αιτιολογημένη καταδίκη στρατιώτη ιατρού μονάδος, ο οποίος δεν παρέπεμψε αυθημερόν σε οργανωμένο ιατρικό κέντρο στρατιώτη που παραπονιόταν για θόλωση του οφθαλμού, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και να υποστεί αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
1
Αριθμός 1445/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Νοσοκομείο Κρατουμενων Κορυδαλλού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπόκοτα, περί αναιρέσεως της 2616/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 66/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και ίσχυε πριν τη νέα αντικατάστασή του με το άρθρο 34 του Ν.3220/2004, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι (6) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τεσσάρων (4) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δρχ., όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, γ) ενός (1) τουλάχιστον έτους, προκειμένου για δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και έξι (6) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τρία εκατομμύρια (3.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4.500.000) δρχ. (ή 13.200 ευρώ) όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του πιο πάνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσεως, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαίως με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 2616/2007 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος "στη ......., κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-1999 έως 30-1-2003, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν.1882/1990, με πρόθεση παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών που ήταν βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες και η παραβίση αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχόμενων δόσεων προκειμένου περί χρεών που καταβάλλονται σε δόσεις ή σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους προκειμένου περί χρεών που καταβάλλονται εφάπαξ, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά α) τα 6.000 ευρώ, β) τα 9.000 ευρώ και γ) τα 13.200 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στη ΔΟΥ Χαλκίδας διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, συνολικού ποσού 1.210.127,2 ευρώ, ηθελημένα δεν κατέβαλε το προαναφερόμενο ποσό που αφορά λοιπούς φόρους και χρέη γενικά και υπερβαίνει τα 13.200 ευρώ, δηλαδή καθυστέρησε την καταβολή πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής για τα ανωτέρω χρέη του που καταβάλλονται εφάπαξ...". Ακολούθως, στο διατακτικό της αποφάσεως, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 25 παρ.1 γ' του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν.2523/1997, επαναλαμβάνοντας σ'αυτό κατά λέξη το ανωτέρω παρατεθέν σκεπτικό και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Με τις παραδοχές αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά ελλιπής και ασαφής. Ειδικότερα, αν και αίρεται η ασάφεια που υπάρχει στην αρχή του σκεπτικού και του διατακτικού της αποφάσεως, σε σχέση με το ζήτημα αν πρόκειται για μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή για καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών χρέους που καταβάλλεται εφάπαξ, με την εν τέλει αυτών (σκεπτικού-διατακτικού) συγκεκριμενοποίηση ότι πρόκειται για καθυστέρηση καταβολής χρέους προς το Δημόσιο που ήταν καταβλητέο εφάπαξ και αφορά σε λοιπούς φόρους και χρέη γενικά που υπερβαίνουν τα 4.500.000 δρχ. ή 13.200 ευρώ και ανέρχονται σε 1.210.127,02 ευρώ, δεν προσδιορίζεται, εντούτοις, ο χρόνος καταβολής του εν λόγω χρέους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτό, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς του, που ούτε και αυτός αναφέρεται, έπρεπε να καταβληθεί από τον οφειλέτη αναιρεσείοντα, ούτε προσδιορίζεται περαιτέρω ο ακριβής χρόνος τελέσεως της πράξεως, ώστε να κριθεί αν από τη λήξη του χρόνου καταβολής του έως του χρόνου τελέσεως του αδικήματος είχε παρέλθει χρονικό διάστημα δύο μηνών, αν δηλαδή η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, επειδή πρόκειται για χρέος καταβλητέο εφάπαξ, αναφέρεται σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, στοιχείο το οποίο είναι απαραίτητο, κατά τα εκτεθέντα, για τη θεμελίωση του αδικήματος. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του ετέρου λόγου της αιτήσεως. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, δοθέντος ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμενως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη 2616/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικειου Χαλκίδας. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρέη προς το Δημόσιο. Ευθύνη κατ΄ άρθρο 25 §1 Ν. 1882/1990 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 Ν. 2523/1997. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής χρέους προς το Δημόσιο, διότι δεν προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος καταβολής του χρέους, ούτε εκείνος της ταμειακής του βεβαίωσης. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1444/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Αθανάσιο Ζαχαριάδη και Ευστάθιο Γκότση και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 3652/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, δικηγόρο, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2086/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, καθώς και τον πολιτικώς ενάγοντα με την ιδιότητα του δικηγόρου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η αξιόποινη πράξη της δυσφημήσεως περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 362 Π.Κ., αντικειμενικώς με τον υπό του δράστη ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ή διάδοση με οποιοδήποτε τρόπο για κάποιον άλλον γεγονότος, δυναμένου να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού υποκειμενικώς δε τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση όπως ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή διαδώσει το τοιούτο βλαπτικό γεγονός. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της υπό του άρθρου 363 του ιδίου κώδικα προβλεπομένης αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, επί πλέον των αναφερθέντων στοιχείων, όπως το ως άνω γεγονός, το οποίο ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο δράστης, είναι ψευδές και αυτός να τελεί σε γνώση της αναληθείας του. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση του δυσφημιστικού γεγονότος, μπορεί να γίνει και δια του τύπου, οπότε υπάρχει για τους υπευθύνους του εντίμου έγκλημα απλής ή συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου, το οποίο, μετά την κατάργηση με το άρθρο μόνο του Ν. 2243/1994 (που ισχύει από της 30.10.1994) όλων των ειδικών περί τύπου διατάξεων, συντελείται από τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που απαιτούνται για την απλή και συκοφαντική δυσφήμηση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εξ αυτής προκύπτει, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, για το ότι "στη ...... στις .... ισχυρίστηκαν για άλλον εν γνώσει τους ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και υπόληψή του. Συγκεκριμένα ο μεν Χ1 ως εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ..... - ..., που κυκλοφόρησε στη ...., ο δε Χ2, ως συντάκτης της εν λόγω εφημερίδας καταχώρισαν άρθρο στο φύλλο της ......, στο οποίο αναφέρονταν ότι "υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για την πρώην διοίκηση του Δήμου ...., καθώς χάθηκαν 330.000 ευρώ για τα σχολεία της ......, η προηγούμενη διοίκηση του Δήμου ..... εισέπραξε τα χρήματα προκειμένου να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες των σχολείων της περιοχής, πλην όμως δεν το έπραξε για το έτος 2002". Με τον τρόπο αυτό άφηναν να γίνει δεκτό με τη λογική ότι ο εγκαλών Ψ1, ως Δήμαρχος ......, το διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2002 δεν διέθεσε το ποσό των 330.000 ευρώ για τις σχολικές ανάγκες της περιφέρειας του Δήμου .... το έτος 2002, μολονότι αυτά είχαν εισπραχθεί για το λόγο αυτό. Τα όσα δε υποστήριξαν στο προαναφερθέν άρθρο και υπέπεσαν στην αντίληψη του αναγνωστικού κοινού της εν λόγω εφημερίδας ήταν εν γνώσει τους ψευδή, καθώς η αλήθεια ήταν ότι ο εγκαλών με την προαναφερθείσα ιδιότητα του διέθεσε όλα τα κονδύλια που δόθηκαν στο Δήμο ..... για τις σχολικές ανάγκες της περιφέρειας του, χωρίς να αφήσει μέρος αυτών αδιάθετο και μπορούσαν να επιφέρουν μείωση στην τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ήταν αντίθετα στην ευπρέπεια και ηθική". Εξάλλου, το Εφετείο αιτιολογώντας την καταδικαστική του κρίση, διέλαβε στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι από τα εκτιθέμενα σ' αυτό πραγματικά περιστατικά πλήρως αποδείχθηκαν τα κατά το νόμο στοιχεία για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης επί αποδιδόμενης στους κατηγορουμένους πράξης της απλής δυσφήμησης δια του τύπου και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά το διατακτικό. Ετσι όμως δεν προκύπτει σαφώς και ορισμένως για ποία αξιόποινη πράξη κατεδίκασε το εφετείο τους αναιρεσείοντες, δηλαδή γι' αυτή της απλής δυσφημήσεως ή για εκείνη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Συνεπώς καθίσταται ανέφικτος ο ακυρωτικός έλεγχος, αν στην προκειμένη περίπτωση τα υπό του δικάσαντος δικαστηρίου γενόμενα δεκτά περιστατικά, κατά την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του, υπήχθησαν ορθώς ή όχι στο νόμο και έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της ασάφειας αυτής, στερείται νόμιμης βάσης και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ. Επομένως ο από τη διάταξη αυτή δεύτερος λόγος της αναιρέσεως είναι βάσιμος και γι' αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου η ως άνω απόφαση και να παραπεμφθεί (άρθρο 519 ΚΠΔ) η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3652/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία δυσφήμησης απλής και συκοφαντικής δια του τύπου. Αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού. Παραδοχή στο σκεπτικό ότι οι κατηγορούμενοι, εκδότης και διευθυντής εφημερίδας ο πρώτος και συντάκτης ο δεύτερος, τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης δια του τύπου, ακολούθως με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως καταδικάστηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε ΚΠΔ). Αναιρεί και παραπέμπει.
Τύπος
Δυσφήμηση συκοφαντική, Δυσφήμηση απλη, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Τύπος.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1443/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαϊρη (που ορίσθηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. X1 και 2. X2, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2/2008 διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας. Ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας, με την ως άνω διάταξή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση της αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 12 Φεβρουαρίου 2008 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους για αναίρεση της 2/2008 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 702/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 226/6.5.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων τις από 12-2-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των α) X1 (αριθμ. 10/08) και β) X2 (αριθμ. 11/08), κατά της υπ'αριθμ. 2/2008 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Λαρίσης, εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 462 Κ.Π.Δ., τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα στην ποινική διαδικασία κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι η έφεση και η αίτηση αναιρέσεως. Εξ άλλου, κατά το άρθρ. 47 § 1 του ιδίου Κώδικα, ο εισαγγγελέας (πλημμελειοδικών) εξετάζει την έγκληση που έλαβε και, αν κρίνη ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξή του, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα. Κατά δε την § 2 του ίδιου άρθρου, αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, κατά το άρθρ. 243 § 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, ενεργεί όπως στην προηγουμένη παράγραφο. Τέλος, κατά το άρθρ. 48 Κ.Π.Δ., ο εγκαλών μπορεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διατάξεως του εισαγγελέα κατά τις παραγρ. 1 και 2 του προηγουμένου άρθρου να προσφύγη στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών κατά της διατάξεως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Αν ο Εισαγγελέας Εφετών δεχθή την προσφυγή, διατάσσει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήση ποινική δίωξη. 'Όμως, ούτε από τις ανωτέρω διατάξεις, ούτε από καμία άλλη γενική ή ειδική διάταξη του νόμου προκύπτει ότι η επί της απορριπτούσης την έγκληση διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών εκδιδομένη από τον Εισαγγελέα Εφετών διάταξη υπόκειται εις ένδικο μέσο ή βοήθημα (ΑΠ 602/2004, εις Ποιν.Δικ./2004/885, ΑΠ 1457/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/249). Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των α) X1 και β) X2, κατά της υπ'αριθμ. 2/2008 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Λαρίσης, διά της οποίας απερρίφθη η προσφυγή αυτών, κατά της υπ'αριθμ. ΕΓ5-06/246/20 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λαρίσης, απορριψάσης τις από 25-5-2006 εγκλήσεις των κατά του Γ1, Πρωτοδίκη, μη προβλεπόμενες, κατά τα προεκτεθένα, από τον νόμο, είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθούν αυτές και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες εις τα δικαστικά έξοδα, κατ'άρθρ. 476 § 1 και 583 Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, οι από 12-2-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των α) X1 (αριθμ. 10/08) και β) X2 (αριθμ. 11/08), ......, κατά της υπ'αριθμ. 2/2008 διατάξεως του Εισαγγελέως Εφετών Λαρίσης. Και Να καταδικασθούν οi αναιρεσείοντες εις τα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 11 Απριλίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τα άρθρα 47 και 48 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η απορριπτική της έγκλησης διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών είναι δεκτική προσβολής με προσφυγή στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, ενώ η επ' αυτής εκδιδόμενη από τον τελευταίο διάταξη δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο ή βοήθημα, διότι δεν υπάρχει στο νόμο σχετική περί τούτου πρόβλεψη. Επομένως οι κρινόμενες με στοιχεία 10/12-2-2008 και 11/12-2-2008 αιτήσεις αναιρέσεως της X1 και X2, αντίστοιχα, κατά της υπ'αριθμ. 2/2008 διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η από 21/20-11-2007 προσφυγή αυτών κατά της με αριθ. ΕΓ5-06/246/20 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημ/κών Λάρισας με την οποία απορρίφθηκαν οι από 25-5-2006 εγκλήσεις τους κατά του Πρωτοδίκη Βόλου Γ1, είναι απαράδεκτές και πρέπει να απορριφθούν, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 και 476 παρ.1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις 10/12-2-2008 και 11/12-2-2008 αιτήσεις των X1 και X2, αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2/2008 διατάξεως του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτες αιτήσεις αναιρέσεως κατά διατάξεως Εισαγγελέα Εφετών με την οποία απορρίπτεται προσφυγή. Απορρίπτει.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1442/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντίδη) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους 1)....., Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και 2)......, Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Και εγκαλούντα τον ........ Η αίτηση αυτή με αριθμό και ημερομηνία 309/18-3-2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 609/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 223/2-5-2008 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' Κ.Π.Δ., την με αριθμό πρωτοκ. 309/18.3.2008 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, για παραπομπή των από 10-8-2007 εγκλήσεων του ......, κρατουμένου του νοσοκομείου κρατουμένων των φυλακών Κορυδαλλού, κατά των ......, αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά και ....., εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, τους οποίους καταγγέλλει για παράβαση καθήκοντος κλπ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των, από το αρμόδιο πρωτοδικείο σε άλλο πρωτοδικείο άλλης περιφέρειας και εκθέτω σχετικά τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 περ. εδ' ε' Κ.Π.Δ., όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της παραπάνω διατάξεως, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένη στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και αυτού ακόμη της διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι'αυτήν ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο, εκτός αν είναι για τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β' του ιδίου άρθρου και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Εξ άλλου αν εγκαλούμενος είναι δικαστικός λειτουργός του μοναδικού πρωτοδικείου που υπάρχει στη περιφέρεια του εφετείου, όπως εν προκειμένω, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί από το συμβούλιο του Αρείου Πάγου σε πρωτοδικείο άλλης περιφέρειας (Α.Π. 2080/2002). Στη προκειμένη περίπτωση ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς με τη προαναφερόμενη αίτησή του ζητάει να προσδιορίσει ο 'Αρειος Πάγος άλλο δικαστήριο από το Πρωτοδικείο Πειραιώς, για να εκδικάσει την υπόθεση ως κατά παραπομπή αρμόδιο, λόγω του ότι οι εγκαλούμενοι υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και δεδομένου ότι στη περιφέρεια αρμοδιότητας του Εφετείου Πειραιά δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο. Συγκεκριμένα ο κρατούμενος στο νοσοκομείο κρατουμένων των φυλακών Κορυδαλλού ...... , υπέβαλε τις συνημμένες από 10-8-2007 εγκλήσεις του κατά των α) ......, αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά και β) ......, εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, τους οποίους καταγγέλλει για παράβαση καθήκοντος κλπ. Ανακύπτει λοιπόν περίπτωση παραπομπής της σχετικής δικογραφίας σε άλλον εισαγγελέα πρωτοδικών, κρίνω δε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω να παραπεμφθεί η δικογραφία που έχει σχηματισθεί κατά των ...... , αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά και ......, εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Αθήνα 2 Μαϊου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός που έχει το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και ανώτερο και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ. δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως από το αρμόδιο αυτό δικαστήριο σε άλλο του ίδιου και ίσου βαθμού δικαστήριο. Την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο, β) το συμβούλιο των εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του από το ότι υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι η παραπομπή της υποθέσεως πρέπει να γίνεται όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατά το στάδιο της προδικασίας, αφού και γι' αυτό συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο ...... , κρατούμενος στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών τις από 10-8-2007 μηνύσεις του με τις οποίες καταγγέλλει, για την, κατ' αυτόν, διάπραξη αξιοποίνων πράξεων, εκτός των άλλων, και τους Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιά ..... και Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ...... Με το από 18-3-2008 έγγραφό του, ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς, αφού βεβαιώνει ότι οι άνω εγκαλούμενοι δικαστικοί λειτουργοί υπηρετούν στο Εφετείο και Πρωτοδικείο Πειραιώς, αντίστοιχα, ζητεί με απόφαση του δικαστηρίου τούτου (σε συμβούλιο) να γίνει παραπομπή της υποθέσεως στις Εισαγγελικές και λοιπές Ανακριτικές Αρχές άλλης Εφετειακής περιφέρειας, δεδομένου ότι τούτο δεν δύναται να γίνει με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, αφού στην περιφέρειά του δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο. Ενόψει των ανωτέρω, συντρέχει νόμιμη περίπτωση, αφού οι εγκαλούμενοι είναι δικαστικοί λειτουργοί (άρθρο 136 στοιχ. ε' Κ.Π.Δ) και υπηρετούν στο Εφετείο και Πρωτοδικείο Πειραιώς, να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως, θα γίνει δε η παραπομπή όχι σε ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο αφού κατά των εγκαλούμενων δεν προκύπτει καν ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά στις Εισαγγελικές και Ανακριτικές Αρχές άλλου δικαστηρίου και ως τέτοιες το δικαστήριο αυτό προκρίνει εκείνες του Πρωτοδικείου Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει τις από 10-8-2007 μηνύσεις του ......κατά των δικαστικών λειτουργών ...., Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς και ....., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, από τις Εισαγγελικές και λοιπές Ανακριτικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε εκείνες του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπομπή εγκλήσεων κατά δικαστικών λειτουργών του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς, στις ανακριτικές και λοιπές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1440/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη, (ορισθέντα προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την υπ' αριθ. 54/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδόπουλο - Τσαγιάννη, περί αναιρέσεως της 158α, 159, 160, 161, 162, 163, 164/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιά. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22.2.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 470/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.-'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 158α, 159, 160, 161, 162, 163, 164/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "...Η παθούσα ........, Ουκρανή υπήκοος, εργαζόταν στο μπαρ που βρίσκεται επί της οδού ..... στον Κορυδαλλό. Ο κατηγορούμενος Χ1, συχνός πελάτης του καταστήματος προσπαθούσε ανεπιτυχώς να πείσει την παθούσα να επιδοθεί στην πορνεία. Την 9-5-1998 ο Γ1, ο οποίος ήταν φίλος και ομοχώριος του κατηγορουμένου διότι τόσον αυτός όσο και ο θείος του Γ κατάγονται από το ίδιο χωριό της Γεωργίας με τον κατηγορούμενο, πήγε στην οδό ..... στο μπαρ όπου εργαζόταν ως σερβιτόρα η παραπάνω παθούσα και ζήτησε απ' αυτή να καθίσει στο τραπέζι του. Η τελευταία κάθισε μ' αυτόν για μια ώρα περίπου και αυτός της ζήτησε να τον ακολουθήσει μετά το τέλος της εργασίας της, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Δύο ημέρες μετά (11-5-1998), όταν η παθούσα τελείωσε την εργασία της, περί ώρα 06.00 περίπου, βρήκε ένα ταξί για να επιστρέψει στην οικία της που τότε βρισκόταν στη Νίκαια επί της οδού ........ Ο κατηγορούμενος μαζί με τον Γ1 και το θείο του τελευταίου Γ την ακολούθησαν και μόλις κατέβηκε από το ταξί και πλησίασε προς την κατοικία της προσπάθησαν να την εμποδίσουν να εισέλθει σ' αυτή και τότε ο Γ χτυπώντας την με τα χέρια του στο κεφάλι, την άρπαξε δια της βίας και την επιβίβασε στο υπ' αριθ. .... αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Γ1. 'Ολοι οι προαναφερθέντες, έχοντας αποφασίσει να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ορέξεις τους, την οδήγησαν σε ερηµικό μέρος της περιοχής .... Πάρνηθας µε σκοπό να ενεργήσουν ασελγείς πράξεις σε βάρος της και να έλθουν µαζί της σε εξώγαµη συνουσία χωρίς τη θέλησή της. Η περιοχή ήταν ερηµική και προσφερόταν για την ενέργεια ασελγών πράξεων. Εκεί ο καθένας µόνος από τους άλλους, όταν αυτοί ευρίσκονταν εκτός του αυτοκινήτου, χρησιµοποιώντας τις υπέρτερες σωµατικές τους δυνάµεις την χτύπησαν στο πρόσωπο και σε όλο της το σώµα. Με τον τρόπο αυτό ως και µε την απειλή ότι θα την σκοτώσουν, έκαµψαν κάθε της αντίσταση και παρά τη θέλησή της, ήρθαν διαδοχικά αρχικά σε πλήρη κατά φύση συνουσία µ' αυτήν και στη συνέχεια κατά όµοιο τρόπο επέτυχαν στοµατικό έρωτα (πεολειχία) µαζί της. Η παθούσα συνεχώς αντιδρούσε και φώναζε, όµως οι εκκλήσεις της τόσο προς τους κατηγορούµενους όσο και προς τυχόν τρίτους δεν εισακούσθηκαν. Η περιοχή ήταν ακατοίκητη και κανείς δε µπορούσε να τη βοηθήσει. Στη συνέχεια, ο κατηγορούµενος µαζί µε τα προαναφερόµενα άτοµα, αφού επιβίβασαν την παθούσα στο αυτοκίνητο που είχαν, επέστρεψαν αυτήν στην οικία της. Κατά τη διαδροµή, ο κατηγορούµενος Χ1, της έδωσε ένα ιδιόχειρο σηµείωµα σε χαρτί από πακέτο περιτυλίγµατος τσιγάρων, γραµµένο στη ρωσική γλώσσα, όπου της είχε αναγράψει τόπο συνάντησης προκειµένου η τελευταία να φέρει 1.000 δολάρια για να της επιστρέψουν το ατοµικό βιβλιάριο υγείας της. Η πραγµατική του όµως βούληση ήταν ο εκφοβισµός της παθούσας και η συνεχής επαφή µαζί της. Η παθούσα, αµέσως, µετά την αποβίβασή της από το αυτοκίνητο υπέβαλε έγκληση σχετικά µε τις παραπάνω πράξεις στο Αστυνοµικό Τµήµα Νικαίας, όπου λεπτοµερώς ανέφερε όσα διαδραµατίστηκαν. Επίσης την ίδια ηµέρα η παθούσα µετέβη στον ιατροδικαστή για εξέταση, όπου διαπιστώθηκε από τον ιατροδικαστή ...... ότι αυτή έφερε επί του σώµατός της κακώσεις, εκχυµώσεις οφθαλµών, υπόσφαγµα αριστερού οφθαλµού, εκχυµώσεις δεξιού ηµιθωρακίου άνωθεν µαστού, αµυχές βραχιόνων, εκδορές πήχεως στην έσω επιφάνεια, µώλωπες ραχιαίας επιφάνειας πήχεως, εκδορές δεξιού έσω σφυρού και µώλωπες δεξιού γλουτού. Από δε την έκθεση εργαστηριακής εξέτασης του Χηµείου της Ελληνικής Αστυνοµίας (.....), προκύπτει ότι ανευρέθη σπερµατικό υγρό σε δείγµα κολπικού υγρού της παθούσας - που είχε ληφθεί ευθύς µετά το βιασµό - στη φούστα και στο παλτό της παθούσας που φορούσε κατά τον κρίσιµο χρόνο του βιασµού. Η παθούσα, µετά την υπόδειξη των αστυνοµικών οργάνων, πήγε στο χώρο της συνάντησης που της είχε ορίσει ο κατηγορούµενος Χ1 µε το προαναφερόµενο σηµείωµα, Τετάρτη 13-5-1998. Εκεί εµφανίστηκε ο Γ1, εντός του παραπάνω αυτοκινήτου, ο οποίος αντιληφθείς την παρουσία αστυνοµικών, ανέπτυξε ταχύτητα και προσπάθησε να διαφύγει. Οι αστυνοµικοί τον σταµάτησαν διαπιστώνοντας ότι αυτός οδηγούσε αυτοκίνητο χωρίς την άδεια ικανότητας οδηγήσεως και ότι στο χέρι του αυτός φορούσε την χρυσή αλυσίδα που είχαν αφαιρέσει από την παθούσα. Μετά τη σύλληψή του ο Γ1 οδηγήθηκε στο Αστυνοµικό Τµήµα και εκεί από φωτογραφίες που είχε µαζί του, η παθούσα αναγνώρισε τον κατηγορούµενο Γ που έλαβαν µέρος στις παραπάνω πράξεις. Σε τηλεφωνική δε επικοινωνία του Γ1 από το Αστυνοµικό Τµήµα µε τον κατηγορούµενο Χ1, καθ' υπόδειξη του αστυνομικού-προκειμένου να του ορίσει συνάντηση μαζί του-για να τον συλλάβουν, ο συλληφθείς Γ1 μιλώντας ρωσικά, παρουσία αστυνομικού και της παθούσας, του είπε να φύγει. Έτσι ο κατηγορούμενος με τον Γ παρέμειναν ασύλληπτοι και φυγοδικούσαν μέχρι 4-3-2005 που ο κατηγορούμενος Χ1 συνελήφθη δυνάμει του ΑΝΒ/ ΕΣ/ 11/ 19-5-1998 εντάλματος σύλληψης της Ανακρίτριας του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά η διατήρηση της ισχύος του οποίου είχε διατηρηθεί με το υπ' αριθ. 351/ 1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιά. Ο δε συλληφθείς Γ1 καταδικάστηκε για τις ίδιες πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο με την 153-156/ 1999 απόφαση του ΜΟΔ Πειραιά και μετά από άσκηση εφέσεως εκ μέρους του με την υπ' αριθ. 145-149/ 2000 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις κατηγορίες και παραθέτει το ιστορικό των γεγονότων με τη δική του εκδοχή, που είναι η διενέργεια συνουσίας της παθούσας μαζί τους με τη θέλησή της και η με πληρωμή δική του συνεύρεση με την παθούσα και μάλιστα προηγουμένως έξι-επτά φορές μέσα στο αυτοκίνητο. Ωστόσο πειστική εξήγηση απ' αυτόν δεν δίδεται για τις σωματικές κακώσεις που έφερε η παθούσα που οπωσδήποτε μαρτυρούν την άσκηση σωματικής βίας, όπως δεν εξηγείται και η χρησιμοποίηση ψεύτικου ονόματος απ' αυτόν "....." που αναγράφεται στο σημείωμα που παρέδωσε ο ίδιος στην παθούσα, που όριζε χρόνο και τόπο συνάντησης προκειμένου να της παραδώσουν τα αφαιρεθέντα πράγματά της (βλ. την από ..... έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούµενος να κηρυχθεί οµοφώνως ένοχος των απoδιδoμένων σε αυτόν πράξεων της ακούσιας απαγωγής από κοινού µε σκοπό την ακολασία και του βιασµού από περισσότερους δράστες κατά συναυτουργία. Ως προς την πράξη της ληστείας, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούµενος αφού η ίδια παθούσα, εξεταζοµένη ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στις 22-12-2000 (βλ. την 145-149/ 2000 απόφαση) κατέθεσε ότι τα πράγµατά της, της τα πήρε µάλλον ο θείος του τότε κατηγορουµένου Γ1. Τέλος στον κατηγορούµενο πρέπει αν αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίµου βίου (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ). Περίπτωση αναγνωρίσεως του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, δεν συντρέχει, διότι ο κατηγορούµενος επί µακρό χρονικό διάστηµα µετά τις πράξεις του ήταν φυγόδικος, αποφεύγοντας να λογοδοτήσει για τις αξιόποινες πράξεις του, γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτηµα του κατηγορουµένου...." Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις πράξεις της ακούσιας απαγωγής με σκοπό την ακολασία και του βιασμού κατά συναυτουργία και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή αυτού, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 327 παρ.1β και 336 παρ.2 τις οποίες οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνεται σ'αυτή και τι προέκυψε από κάθε μαρτυρική κατάθεση, ποιο είναι το περιεχόμενο των εγγράφων, ούτε να γίνεται αξιολογική σύγκριση και συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων και κατά τούτο η από τον αναιρεσείοντα προβαλλόμενη αιτίαση ως πλημμέλεια της αποφάσεως είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α'Κ.Π.Δ. με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 158α, 159, 160, 161, 162, 163, 164/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακούσια απαγωγή με σκοπό την ακολασία. Βιασμός κατά συναυτουργία. Επαρκής αιτιολογία και απόρριψη του σχετικού λόγου αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Συναυτουργία, Βιασμός, Απαγωγή ακούσια.
0
Αριθμός 1439/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο, περί αναιρέσεως της 61112/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ", που εδρεύει στην Κύπρο και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Συμεών Χατζηπιέρας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 441/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ΚΠΔ κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις που ορίζεται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους η ποινική δίωξη γίνεται με έγκληση του παθόντος, αλλά, αφότου αποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στην παραπάνω περίπτωση, η υποβολή της εγκλήσεως από τον παθόντα, που θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο (επί νομικών προσώπων από το νόμιμο εκπρόσωπό τους) είτε από ειδικό πληρεξούσιο, οπότε το έγγραφο της πληρεξουσιότητος προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Με την πληρεξουσιότητα πρέπει να παρέχεται η ειδική εντολή όπως ο πληρεξούσιος υποβάλει έγκληση για ορισμένο έγκλημα το οποίο πρέπει να εξατομικεύεται κατά τρόπο που να μη καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα της πράξης και τη βούληση του εντολέα για τη δίωξη του εγκλήματος που τελέστηκε σε βάρος του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 79 παρ. 5 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως η παρ. προστέθηκε με την παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 4 του Ν. 2408/1996, η ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Κατά την αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 42 παρ.2 εδαφ. β' ΚΠΔ, κατά την κατάθεση της έγκλησης συντάσσεται έκθεση, στην οποία προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητας το οποίο μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Εξάλλου, από τις αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των 18 παρ. 1, 2 και 22 παρ. 3 του κ.ν 2190/1920 "Περί Ανωνύμων Εταιρειών" προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο (Δ.Σ.), το οποίο ενεργεί συλλογικά, επιτρέπεται όμως να μεταβιβάσει το δικαίωμα οργανικής εκπροσώπησης της εταιρείας σε μέλη του ή σε τρίτα πρόσωπα, αν αυτό ορίζεται στο καταστατικό. Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος, στον οποίο μεταβιβάστηκε το εν λόγω δικαίωμα, είναι υποκατάστατος του Δ.Σ. και ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της Α.Ε. Η υποκατάσταση αυτή στη σχετική εξουσία του Δ.Σ. είναι εντελώς διαφορετική από τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 211 επ. και 713 επ. Α.Κ. σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής, διότι ο πληρεξούσιος και ο εντολοδόχος, οι οποίοι διορίζονται για τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων επ' ονόματι της Α.Ε., δεν είναι όργανα διοίκησης, αλλά ενεργούν ως απλοί αντιπρόσωποι αυτής πράξεις που αποφασίστηκαν από το Δ.Σ της εταιρείας ή από τα υποκατάστατα αυτού όργανα, των οποίων (πράξεων) η εκτέλεση μόνο ανατέθηκε σε αυτούς. Επομένως, αν το Δ.Σ, ανώνυμης εταιρείας ανέθεσε σε τρίτο πρόσωπο την εντολή και του χορήγησε την πληρεξουσιότητα να εκτελέσει (υλοποιήσει) απόφασή του να υποβληθεί μήνυση κατά ορισμένου προσώπου και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας αξιόποινης πράξης που τελέστηκε εις βάρος της Α.Ε, απαιτείται το πρακτικό του Δ.Σ., που περιέχει την απόφασή του για ανάθεση της εντολής και χορήγηση της πληρεξουσιότητας, και προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του Δ.Σ. της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠΔ. Οι απαιτήσεις, όμως, του άρθρου 42 παρ. 1γ' ΚΠΔ για βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα αναφέρονται στην περίπτωση που το πληρεξούσιο δεν παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά με απλή έγγραφη δήλωση. Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον κατά τα άρθρα 484 παρ. 1στ' και 510 παρ. 1Η' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως υπάρχει, με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία ενώ στη δεύτερη (περίπτωση) παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην κρινόμενη υπόθεση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμο δικαστήριο, υποβληθείσης εναστάσεως από τον συνήγορο του κατηγορουμένου περί του νομοτύπου και παραδεκτού της υποβληθείσης εγκλήσεως εναντίον του, με την ταυτάριθμη προς την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 61.112/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα. "... Στηv προκειμέvη περiπτωση η υπό κρiση μήvυση της παθούσης εταιρίαςς "Tράπεζα Κύπρου ΛΤΔ" υποβλήθηκε από τov ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αvτiκλητο της εν λόγω παθούσης, δικηγόρο Συμεών Χατζηπιέρα που είχε νομότυπα διορισθεi προς τούτο με το ....... πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηvώv Περσεφόvης Αθαvασοπούλου-Ρετσivα-Κεχαγιά το οποiο προσαρτήθηκε στηv ένδικη μήvυση κατά τηv κατάθεσή της. Συγκεκριμέvα με το εν λόγω πληρεξούσιο (......) ο Γ1 ο οποiος εvεργούσε κατόπιν εvτολής του Αvδρέα Κυριάκου Ηλιάδη, Γενικού Διευθυvτή, πληρεξoυσioυ,αντιπροσώπου και αντικλήτου της παθούσης η οποiα (εvτολή) του δόθηκε με το ...... πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Αριστειδούλας Μεταξά-Χατζάκη (που είχε προσαρτηθεi στο ....... πληρεξούσιο της iδιας συµβολαιογράφου Περσεφόvης Αθαvασοπούλου-Ρετσivα-Κεχαγιά), διόρισε ειδικό της παθούσης πληρεξούσιο και αvτiκλητο τον προαvαφερόµεvο Συµεών Χατζηπιέρα, προκειµέvου στο όvοµα και για λογαριασµό της "Τραπεζας Κύπρου ΛΤΔ", vα υπoβάλλει την ένδικη µήvυση vα παρασταθεi στο δικαστήριο και vα υποστηρiξει τη µήvυση και vα προτεivει µάρτυρες. Η δυvατότητα vα προβεi, ο προαvαφερόµεvος Γεvικός Διευθυvτής, πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αvτiκλητος για λογαριασµό της παθούσης, στηv αvωτέρω εντολή και πληρεξουσιότητα προς τον Γ1, εκπροσωπώvτας τηv παθούσα Τραπεζα, κατά τα αvαφερόµεvα στο προσαρτώμενο στηv έκθεση κατάθεσης της έvδικης µήvυσης συµβολαιογραφικό πληρεξούσιο....... που προαvαφέρθηκε, προκύπτει από τηv, περιεχόµεvη στο εν λόγω πληρεξούσιο, βεβαiωση. Συvεπώς vοµότυπα υποβλήθηκε από το vόµιµα διορισθέντα ειδικό πληρεξούσιο, αvτιπρόσωπο και αvτiκλητο της παθούσης Συµεών Χατζηπιέρα, η υπό κρίση έγκληση, δυvάµει του προαvαφερόµεvου συµβολαιογραφικού πληpεξoυσioυ (βλ. Α.π. 1612/2000 ΠΧ ΝΑ' 704) ....". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι δηλαδή η κατά του κατηγορουμένου δίωξη ασκήθηκε κατόπιν υποβολής εγκλήσεως από τον ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της παθούσης εταιρείας δικηγόρο Συμεών Χατζηπιέρα, προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, δυνάμει του υπ' αριθμ. ...... ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αθηvώv Περσεφόvης Αθαvασοπούλου-Ρετσivα-Κεχαγιά το οποίο και κατατέθηκε κατά την υποβολή της, και με το να απορρίψει τον περί απαραδέκτου της εγκλήσεως ισχυρισμό του κατηγορουμένου και να χωρήσει εν συνεχεία στην ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας, δεν υπερέβη την εξουσία του, αλλά άσκησε εξουσία που του παρέχει ο νόμος, αφού επί υποβολής εγκλήσεως με συμβολαιογραφικό έγγραφο δεν μπορεί να γίνει λόγος για βεβαίωση του γνησίου των υπογραφών των εντολέων (μελών του Δ.Σ) της παθούσης ανώνυμης εταιρείας, η οποία (βεβαίωση της γνησιότητος των υπογραφών) απαιτείται μόνον όταν η πληρεξουσιότης δοθεί με απλή έγγραφη δήλωση. Επομένως, ο συναφής και μοναδικός εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η'του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ) και στη δικαστική δαπάνης της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ (άρθρα 583 παρ.1 και 176 Κ.Πολ.δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 16/7-2-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 61.112/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραδεκτή η υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής από εντολοδόχο, δυνάμει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, με το οποίο δίδεται εντολή υποβολής εγκλήσεως από την παθούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται τα ισχύοντα για βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής στο πρακτικό του Δ.Σ. των μελών αυτού, αφού τέτοιο πρακτικό δεν κατατίθεται. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως με λόγο την υπέρβαση εξουσίας.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Ανώνυμη εταιρία.
0
Αριθμός 1438/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλης, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 1406/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 439/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Η απαιτούμενη κατά τα άνω αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου για αναβολή της δίκης, λόγω ασθενείας αυτού, παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τον κατηγορούμενο εκπροσώπησε στη δίκη με εξουσιοδότηση ο συνήγορός του, κατά την έναρξη δε της διαδικασίας εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του δικατηρίου ως άγγελος ο Βασίλειος Βορίλας ο οποίος δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος είναι ασθενής, έχει στρές και κατέθεσε την από 5-11-2007 αίτηση του τελευταίου με την οποία εκείνος ζητούσε την αναβολή της δίκης. Η αίτηση αυτή του κατηγορουμένου, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αβάσιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία "... Στην προκειμένη όμως περίπτωση το δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται πως η ασθένεια που προβάλλει ο κατηγορούμενος είναι τέτοια ώστε να τον εμποδίζει να εμφανισθεί στο Δικαστήρο αυτό, κατά τη σημερινή δικάσιμο και συνακόλουθα να αποτελεί σημαντικό αίτιο που δικαιολογεί την αναβολή της δίκης. Γι' αυτό πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη. " Αλλωστε ο κατηγορούμενος δεν προσκόμισε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο στοιχείο που να αποδεικνύει την ασθένεια που επικαλείται και την συνεπεία ταύτης αδυναμία του να εμφανισθεί στο δικαστήριο κατά τη σημερινή δικάσιμο. Ας σημειωθεί τέλος ότι η υπόθεση έχει αναβληθεί μέχρι τώρα τέσσαρες φορές, εκ των οποίων τις τρείς μετά από αίτημα του κατηγορουμένου (δύο για απουσία του συνηγόρου του και μία για λογους υγείας). Έτσι, μία νέα αναβολή θα οδηγήσει σε περαιτέρω άσκοπη παρέλκυση της δίκης, με άμεσο κίνδυνο παραγραφής των αδικημάτων, που έχουν ως χρόνο τελέσεως τους μήνες Ιούνιο και Σεπτέμβριο του έτους 2000. Εξάλλου ο κατηγορούμενος δικάζεται ωσεί παρών, εκπροσωπούμενος νομίμως δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου....". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, διέλαβε στην απόφασή του την από τις άνω διατάξεις αξιούμενη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως σαφής, ορισμένη και εμπεριστατωμένη, η δε περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη. Περαιτέρω από τα ίδια πρακτικά της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι προς απόδειξη της ασθενείας του κατηγορουμένου κατατέθηκε την ημέρα της δικασίμου (5-11-2007) οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό και για την ανυπαρξία τέτοιου πιστοποιητικού ειδική μνεία γίνεται στο σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως. Εντεύθεν η από τον αναιρεσείοντα αναφορά σε πιστοποιητικό του Τζάνειου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά, πρόδηλο είναι ότι αφορά το με αριθμό πρωτοκόλλου ...... πιστοποιητικό που περιέχεται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων, το οποίο όμως είχε κατατεθεί και είχε αναγνωσθεί και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Περαιτέρω, εν σχέσει με την ουσία των αποδιδόμενων στον αναιρεσείοντα κατηγοριών, η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "... ο κατηγορούμενος ετέλεσε τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της απάτης και της από κοινού προϊόντων εγκλήματος κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, καθόσον πλήρως αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό και συγκροτούν τις πράξεις αυτές κατά την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση. Συγκεκριμένα αυτός, την 10-6-2000, εμφανίσθηκε στο κατάστημα ψιλικών του εγκαλούντος Ψ1 στον Πειραιά και επί της οδού ......, και δηλώνοντας ψευδώς ότι ήταν τραπεζικός υπάλληλος και μέλος οικείου επαγγελματικού σωματείου, το οποίο ενδιαφερόταν για την προμήθεια καρτών κινητής τηλεφωνίας, για λογαριασμό των μελών του, έπεισε τον ως άνω ιδιοκτήτη του καταστήματος να του παραδώσει συνολικό αριθμό τριακοσίων τριάκοντα τριών (333) καρτών PANAFON A LA CARTE, αξίας έξι χιλιάδων (6.000) δραχμών εκάστης και συνολικής αξίας ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων ενενήντα οκτώ χιλιάδων (1.998.000) δραχμών, -που αντιστοιχούν στο ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (5.863,54 €). Το ποσό τούτο πιστώθηκε στο σύνολο του, κατόπιν των προειρημένων δηλώσεων και ψευδών παραστάσεων του κατηγορουμένου, και δεν πληρώθηκε στον παθόντα, κατά τη δήλη ημέρα (21-6-2000) που αυτός του είχε υποσχεθεί, αλλά και στη συνέχεια, μολονότι έχει υποχρεωθεί στην καταβολή του και με αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί σχετικώς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο τις κάρτες που απέκτησε με τον προαναφερόμενο απατηλό τρόπο, ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ2 μεταβίβασε κατά τις ημερομηνίες 13 έως 14 Ιουνίου 2000 και κατά την 7η Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, στον συγκατηγορούμενό τους Χ3, ο οποίος γνωρίζοντας την προέλευση τους, τις δέχτηκε στην κατοχή του υποσχεθείς τίμημα τεσσάρων χιλιάδων (4.000) δραχμών, για κάθε κάρτα, στην κατοχή δε τούτου βρέθηκε και κατασχέθηκε μέρος των ως άνω καρτών. Την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, που συνιστά παράβαση του άρθρου 394 του Π.Κ., ο κατηγορούμενος ετέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της συνάγεται σκοπός πορισμού εισοδήματος. Ο κατηγορούμενος, κατά την προδικασία, αλλά και την απολογία του στην πρωτόδικη δίκη παραδέχθηκε ότι παρέλαβε από τον παθόντα τις επίδικες κάρτες και ότι οφείλει το τίμημα αυτών, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει τμηματικώς. Ωστόσο αυτός, αρνούμενος την ποινική του ευθύνη, ισχυρίζεται ότι έπεσε και ο ίδιος θύμα απάτης από τους συγκατηγορούμενους του Χ2, Χ3, για λογαριασμό των οποίων ενήργησε και οι οποίοι δεν του κατέβαλαν το τίμημα των καρτών που τους παρέδωσε. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, αναιρούμενος από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, με προεξάρχουσα αυτή του παθόντος Ψ1, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του ως πελάτης, με την ιδιότητα του τραπεζικού υπαλλήλου, που δεν είχε, και ως μέλος ανυπάρκτου σωματείου τραπεζικών και έτσι τον εξαπάτησε και του απέσπασε τις επίμαχες κάρτες. Με τα δεδομένα αυτά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιοποίνων πράξεων που, κατά τα προλεχθέντα, του αποδίδονται, όπως αυτές περιγράφονται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος η απόδοση στον παθόντα, μέρους των καρτών που βρέθηκαν στην κατοχή του Χ3 και κατασχέθηκαν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποίηση τούτου και να οδηγήσει σε απαλλαγή του κατηγορουμένου από κάθε ποινή, κατ' άρθρο 393 παρ. 2 του Π.Κ., διότι ούτε πλήρη ικανοποίηση του παθόντος συνιστά ούτε έγινε με την ελευθέρα βούληση του κατηγορουμένου, αλλά κατόπιν της επιβληθείσης κατασχέσεως των συγκεκριμένων καρτών..." Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις πράξεις της απάτης και της από κοινού με άλλους και κατ' εξακολούθηση διάθεσης προϊόντων εγκλήματος κατ' επάγγελμα και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία τον κήρυξε ένοχο, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 46, 386 παρ.1α, και 394 παρ.1-4 του ΠΚ τις οποίες οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Οι αιτιάσεις αναφορικά με το περιεχόμενο της καταθέσεως του μάρτυρα Ψ1 και του μάρτυρα υπερασπίσεως, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ.1406/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη και διάθεση προϊόντων εγκλήματος. Επαρκής αιτιολογία και απόρριψη του περί του αντιθέτου μοναδικού λόγου αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.
2
Αριθμός 1441/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την υπ' αριθ. 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1464/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Μπανάκα, και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Μήνο. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 18/28.3.2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 544/2008. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνος της ελλείψεως της από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, εν όψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά της πράξεως, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά της αποφάσεως και τα οποία έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του. ΙΙ.- Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1.464/2007 απόφασή του, κήρυξε αθώον τον κατηγορούμενο των πράξεων της πλαστογραφίας (νόθευσης) κατ' εξακολούθηση και χρήσης πλαστών εγγράφων και της απάτης στο δικαστήριο. Προκειμένου να καταλήξει στην άνω απαλλακτική κρίση του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα επόμενα πραγματικά περιστατικά. "... Ο πολιτικός ενάγων, Ψ1, γεωργός στο επάγγελμα, επί πολλά έτη, προμηθευόταν από τον κατηγορούμενο, Χ1, που ήταν μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "........" και διακριτικό τίτλο "...." με έδρα τα ..... και με σκοπό την πώληση γεωργικών φαρμάκων και γεωργικών εργαλείων, διάφορα είδη φυτοφαρμάκων και αγροτικών εφοδίων προς καλυτέρευση της καλλιέργειας των αγρών του. Την άνοιξη του 2000 ο ως άνω γεωργός φέρεται ότι αγόρασε από το κατάστημα του κατηγορουμένου στα ...., όπου ασκεί την επιχείρηση του, φυτοφάρμακα συνολικής αξίας 2.362.176 δραχμών ήτοι στις 27.4.2000 αγόρασε 280 λίτρα KURADAN αξίας 504.000 δραχμών, 70 κιβώτια ΒLΑΝΤΕΧ αξίας 420.000 δραχμών, 154 λίτρα STOMP αξίας 480.000 δραχμών και 54 λίτρα DURBSAN αξίας 367.900 δραχμών για τα οποία εκδόθηκε το με αριθμό .... τιμολόγιο πώλησης συνολικής αξίας 1.912.896 δραχμών (συμπεριλαμβανομένου και του 8% για Φ.Π.Α) και το αντίστοιχο με αριθμό ...... δελτίο αποστολής φέροντα τις υπογραφές αγοραστή και πωλητή. Κατά την ως άνω ημεροχρονολογία αγόρασε επίσης από την προαναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρία και 4 γραμμάρια ΤΟΡIC αξίας 160.000 δραχμών, 4 κιβώτια GLEAN, αξίας 112.000 δραχμών και 30 κιβώτια VIORMON αξίας 144.000 δραχμών για τα οποία εκδόθηκε το με αριθμό ...... τιμολόγιο πώλησης συνολικής αξίας 449.280 δραχμών, (συμπεριλαμβανομένου και του 8% για ΦΠΑ) και το αντίστοιχο με αριθμό ..... δελτίο αποστολής. Το τίμημα πιστώθηκε και ο πολιτικώς ενάγων την 5/5/2000 κατέθεσε στην Αγροτική Τράπεζα για λογαριασμό του κατηγορουμένου το ποσό των 2.362.176 δραχμών (βλ. το με αρθμ ........ έγγραφο της ΑΤΕ). Στη συνέχεια η ως άνω ομόρρυθμη εταιρία την 10/9/2003 κατέθεσε αίτηση δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 328/2003 Δ/γή πληρωμής του αρμόδιου Δικαστή επικαλούμενη οφειλή του ανακόπτοντος συνολικού ποσού 12.598,67 ευρώ, προς επίρρωση δε του ισχυρισμού της προσεκόμισε τα με αριθμό ..... και ..... τιμολόγια και τα συνοδεύοντα αυτά με αριθμό .... και ...... αντίστοιχα δελτία αποστολής. Ο πολιτικώς ενάγων διατείνεται ότι το πρώτο εξ αυτών δελτίο αποστολής νοθεύτηκε ως προς ορισμένα στοιχεία του ώστε να προκύψει το δεύτερο εξ αυτών και συγκεκριμένα α) ως προς την αρίθμηση των εγγράφων από "401" σε "1401" β) ως προς την ημεροχρονολογία το έτος "2000" μετατράπηκε σε "1999" γ) ως προς τα παραδοθέντα αγορασθέντα προϊόντα από τον πολιτικώς ενάγοντα προστέθηκαν άλλα τρία (3), ήτοι 15 σάκοι βαμβακόσπορος ALLEGRIA, 18 βαμβακόσπορος KORINA και 5 σάκοι βαμβακόσπορος HAZERA, ενώ η αγορασθείσα ποσότητα άλλαξε από 404 σε 522. Κατά την κρίση όμως του Δικαστηρίου από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος νόθευσε το παραπάνω τιμολόγιο με σκοπό να έχει έννομη συνέπεια. Ο πολιτικώς ενάγων καταθέτει ότι το 1999 και το 2000 αγόρασε φυτοφάρμακα, αλλά δεν έχει αποδείξεις. Ο μάρτυς ......, γεωργός δεν γνωρίζει πόσα φάρμακα αγόρασε ο πολιτικώς ενάγων. Ο ...... καταθέτει ότι παρόλο που φαίνεται ότι είναι διορθωμένο το δελτίο ανταποκρίνεται σε πραγματικές αγορές, αφού φορτώσανε από δύο αποθήκες, ενώ ο κατηγορούμενος απολογούμενος διατείνεται ότι όταν εξοφλούσαν την οφειλή έπαιρναν οι οφειλέτες αγοραστές αποδείξεις πληρωμής, ο πολιτικώς ενάγων αναγνώρισε το χρέος του με την καταβολή δε που του έγινε από την Α.Τ.Ε, ποσού περίπου 2.300.00ο δραχμών δεν εξόφλησε την οφειλή του. Επίσης διατείνεται ότι μπορεί να υπήρξαν φορολογικές παρατυπίες στην επιχείρηση αλλά η ΣΔΟΕ και η Εφορία μετά από έλεγχο που κάνανε στα βιβλία της επιχείρησης δεν βρήκαν εικονικά, πλαστά ή νοθευμένα τιμολόγια (βλ. καταθ. μαρτύρων και απολογία κατηγορουμένου). Η ως άνω αλήθεια του ισχυρισμού του κατηγορουμένου κατά την κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από το έγγραφο της ελεγκτικής υπηρεσίας (410 ΤΕΔΚ Λάρισας) που έκαμε έλεγχο στην επιχείρηση μετά από την ...... εντολή του προϊσταμένου της υπηρεσία του για τα έτη 1997, 1998, 1999, 2000, 2001, 2002 κατά το περιεχόμενο του οποίου δεν διαπιστώθηκε έκδοση πλαστών, εικονικών, λήψη εικονικών στοιχείων ή νόθευση αυτών.(βλ. έγγραφο ελεγκτικής υπηρεσίας εφορίας Λάρισας). Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της νόθευσης εγγράφων και της απάτης επί Δικαστηρίω, που αποδίδονται στο κατηγορητήριο όπως περιγράφονται οι ίδιες πράξεις λεπτομερέστατα (κατά χρόνο, τόπο κ.λ.π) στο διατακτικό της παρούσης και πρέπει να κηρυχθεί αθώος....". Σύμφωνα με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε τη νόθευση των αναφερομένων εγγράφων για τα οποία κατηγορήθηκε, εκτίθενται δε στην απόφαση οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο οδηγήθηκε στο διατυπούμενο στο διατακτικό απαλλακτικό πόρισμα. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα ότι στην απόφαση αναφέρεται και πρόσωπο που δεν κατονομάζεται ως δεύτερος κατηγορούμενος και εντεύθεν προκύπτει ασάφεια ως προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου ο οποίος πράγματι δικάσθηκε είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι εις πρώτον βαθμόν δικάσθηκε ως ηθικός αυτουργός των άνω πράξεων και αθωώθηκε ο αδελφός του κατηγορουμένου ......, από προφανή δε παραδρομή κατά τη σύνταξη του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν προσαρμόσθηκε αναλόγως το κείμενο αυτού με την απάλειψη των λέξεων "τον δεύτερο των κατηγορουμένων". Περαιτέρω, από την αναφορά στο σκεπτικό της αποφάσεως "το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος νόθευσε το παραπάνω τιμολόγιο με σκοπό να έχει έννομη συνέπεια" δεν δημιουργείται κατά την σχετική αιτίαση της αναιρέσεως, ασάφεια περί του αν το δικαστήριο δέχεται τη νόθευση ή τη μη νόθευση του εγγράφου ή την νόθευση μεν αλλά την ανυπαρξία εννόμων συνεπειών, αφού στη συνέχεια του σκεπτικού του σαφώς διαλαμβάνει ότι δεν υπήρξε νόθευση και ειδικώς αναφέρει το επιστηρίζον την άποψή του έγγραφο της ελεγκτικής υπηρεσίας του 41ου ΤΕΔΚ Λάρισας. Τέλος η αιτίαση για την ύπαρξη αντιφάσεως από το γεγονός ότι ενώ στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως ο κατηγορούμενος αναφέρεται ως μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "....." και τον διακριτικό τίτλο ......, στην συνέχεια στο διατακτικό διαλαμβάνεται ότι την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής την υπέβαλε ο κατηγορούμενος με την ιδιότητά του ενός εκ των νομίμων εκπροσώπων της άνω εταιρίας, είναι αβάσιμη, και των παραδοχών αυτών της αποφάσεως δεν δημιουργείται αντίφαση, μη αποκλειομένου να κατέστη και να ήταν αυτός κατά την υποβολή της αιτήσεως εκδόσεως της διαταγής πληρωμής και εκπρόσωπος της άνω εταιρείας, σε κάθε περίπτωση δε, τα προβαλλόμενα από τον Εισαγγελέα περιστατικά, ουδεμία ασκούν έννομη επιρροή ως προς την ταυτότητα του υποκειμένου του δράστη των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, μη σχετιζομένων προς οποιαδήποτε καταστατική ιδιότητα του κατηγορουμένου. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 18/28-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1.464/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση και απάτη στο δικαστήριο. Επαρκής αιτιολογία αθωωτικής απόφασης. Απόρριψη αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Πλαστογραφία
Απάτη, Πλαστογραφία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
0
Αριθμός 1433/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) χ1, 2) χ2 και ήδη κρατουμένων στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και 3) χ3 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως των υπ' αριθμ. 1841/2007 και 1842/2007 βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με τα ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτά, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση των βουλευμάτων τούτων, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 Σεπτεμβρίου 2007, 3 Σεπτεμβρίου 2007 και 10 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2098/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 215/23.04.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 476 παρ. 1, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις ακόλουθες αιτήσεις αναιρέσεως. α) Υπ'αρ. 702/10-9-2007 του χ3 κατά του υπ'αρ. 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απερρίφθη αίτησή του για αντικατάσταση προσωρινής κρατήσεως που του επεβλήθη με το υπ'αρ. 6/2006 ένταλμα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών. β) Υπ'αρ. 186/10-9-2007 (ενώπιον Γραμμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών του χ1, και γ) Υπ'αρ. 177/30-9-2007 (ενώπιον του Γραμμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) του χ2 κατά του υπ'αρ. 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα: Ι) Με το υπ'αρ. 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παρεπέμφθησαν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών οι: 1)χ1 2) χ2, 3) χ4 και 4) χ3 όπως δικασθούν για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού κατ'εξακολούθηση από υπαίτιους, που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) παραβάσεως των άρθρων 1 στοιχ. Α περ. ιι, στοιχ. Β' και 2 παρ. 1 στοιχ. Α' Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με αρ. 2 και 3 Ν. 2434/2005. ΙΙ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι 1) χ1 και 2) χ2 άσκησαν εφέσεις οι οποίες απερρίφθησαν με το υπ'αρ. 1841/2007 (προσβαλλόμενο ήδη) βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. ΙΙΙ) α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αρ. 1841/2007 βούλευμά του απέρριψε αίτηση του κατηγορουμένου χ3 (που δεν είχε ασκήσει έφεση) για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως που του είχε επιβληθεί με το υπ'αρ. 6/2006 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως που είχε εκδόσει κατ'αυτού ο ανακριτής του 5ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με το πρωτόδικο υπ'αρ. 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διετηρήθη η προσωρινή κράτηση του χ3 (και της οποίας η εξακολούθηση διατάχθηκε με το υπ'αρ. 2948/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η δε παράτασή της - μέχρι 18μηνο - διετάχθη με το υπ'αρ. 882/2007 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου). β) Ο χ3 την 27-6-2007, υπέβαλε εις τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αίτηση για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως (επιβληθείσας με το υπ'αρ. 6/2006 ένταλμα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών) και το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση (Συμβ. Α.Π. 1687/2002 Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978 απέρριψε την πιο πάνω αίτηση του χ3. γ) Κατά του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (1841/2007) ο χ3 υπέβαλε δι'εκθέσεως ασκήσεως (ενώπιον του Δ/ντή Δ. Φυλακής Κορυδαλλού) την 10-9-2007 την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως επικαλούμενος λόγο ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος διότι αυτό δεν αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα στους λόγους της απορρίψεως αλλά αναφέρεται στην πρόταση του Εισαγγελέως χωρίς να παραθέτει κανένα επί πλέον λόγο ώστε να κατανοεί πλήρως την απόρριψή της αυτή. Το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στον κατηγορούμενο την 31-8-2007 συνεπώς η αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη (αρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) πλην όμως δεν είναι παραδεκτή (ανεξαρτήτως του ότι το Συμβούλιο Εφετών επιτρεπτώς αναφέρεται στην πλήρως και εμπεριστατωμένως, αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών) διότι το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε αναίρεση ως προς το κεφάλαιο αυτό σύμφωνα με το αρ. 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 41/99 σε Συμβ. Π.Χρ. 1999/221, Α.Π. 954/2005 Π. Δ/σύνη 2005/1565) και συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του χ3 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα. IV) Το προσβαλλόμενο με αναίρεση βούλευμα (1841/2007) από τους κατηγορουμένους 1) χ1 (αρ. έκθ. αναιρέσεως 186/10-9-2007) και 2) χ2 (αρ.εκθ. αναιρέσεως 177/3-9-2007) επεδόθη σ'αυτούς την 30-8-2007 οι αναιρέσεις ασκήθηκαν δια των πληρεξουσίων των δικηγόρων (Κ. Λαμπράκη και Στ. Μπακούση αντιστοίχως) ενώπιον του Γραμματέως του αρμοδίου Τμήματος του Εφετείου Αθηνών του μεν 1ου την 10-9-2007 ημέρα Δευτέρα του δε 2ου την 3-9-2007 και ως εκ τούτου είναι νομότυπες και εμπρόθεσμες (αρ. 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Είναι επίσης παραδεκτές διότι οι πράξεις για τις οποίες παραπέμπονται είναι κακουργήματα και αναφέρονται σαφείς λόγοι αναιρέσεως (αρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ). V) α) Λόγος αναιρέσεως των β' και γ' αναιρεσειόντων (χ1 και χ2) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι το συμβούλιο Εφετών έχει μεν την δυνατότητα να παραπέμπει συμπληρωματικώς στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση δεν μπορεί όμως να μην αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα στα πραγματικά περιστατικά και στις σκέψεις που το οδήγησαν στην κατ'ουσίαν απόρριψη της εφέσεως του εκκαλούντος διότι εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται της εκ του νόμου δευτέρου βαθμού κρίσεως η οποία έχει ανάγκη συγκεκριμένης αιτιολογίας για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος. Ουδεμία αιτιολογημένη αναφορά γίνεται για την απόρριψη των ισχυρισμών των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα για τον 1ο δεν υφίσταται αιτιολογημένη αναφορά για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι δεν έχει σχέση με τις απαξιωτικές πράξεις όπως αυτές αποδίδονται σε βάρος του καθώς και αν πλαστογραφούσε τα συγκεκριμένα εντός της δικογραφίας έγγραφα και εν συνεχεία έκανε χρήση αυτών για λογαριασμό των αλλοδαπών που απευθύνονταν σ' εκείνον, ποιός λόγος υπήρχε να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να γίνει αντιληπτός από τον εκάστοτε δημόσιο υπάλληλο. Η μόνη αλήθεια είναι ότι ενεργούσε υπό το πρίσμα της νομιμότητας και η συνδρομή του συνίστατο απλώς και μόνο στο γεγονός ότι απευθυνόταν στις διάφορες υπηρεσίες ώστε να εξασφαλίσει απολύτως νόμιμα έγγραφα που απαιτούνταν ώστε ο αλλοδαπός εντολέας του, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις να αιτηθεί την έκδοση ή ανανέωση της άδειας παραμονής του. Ειδικότερα ο 2ος υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι δεν ευσταθούν τα αναφερόμενα στο εκκαλούμενο βούλευμα σχετικά με τους ρόλους που είχαν διανείμει μεταξύ τους με σκοπό την δήθεν παράνομη δράση τους και συγκεκριμένα δεν διευκρινίζεται για ποιούς διακριτούς ρόλους και για ποιό συνολικό σχεδιασμό δράσης μπορεί να γίνει λόγος αφού η τρίτη εκ των κατηγορουμένων ήταν απλώς γνωστή του 2ου ενώ ο χ3 παντελώς άγνωστος. Αμφότεροι οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι τόσο το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (1625/2007) όσο και του αντίστοιχου Εφετείου, (1841/2007) δεν επιλαμβάνονται σχετικά με τις υποβληθείσες αιτήσεις των αναιρεσειόντων για την άρση ή άλλως αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως που τους είχε επιβληθεί με τα υπ'αρ. 3 και 4/2006 εντάλματα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επί πλέον (ισχυρισμοί 2ου) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα γιατί αν και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4/5/2007 και 17/5/2007 το εκκαλούμενο βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16/5/2007 ήτοι μία ημέρα πριν και την δεύτερη συνεδρίαση αυτού. β) Απόλυτη ακυρότητα (αρ. 484 παρ. 1α, 171 παρ. 1 α ΚΠΔ) διότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007 και το υπ'αρ. 1625/2007 βούλευμα φαίνεται ότι απεφασίσθη την 16-5-2007 ήτοι μία ημέρα πριν την δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου. Λόγος ακυρότητας προβαλλόμενος από τον 2ο. Η Εισαγγελεύς Πρωτοδικών υπέβαλε την πρότασή της στο συμβούλιο την 3-4-07 στην οποία προτείνει ν'απορριφθεί η από 13-4-07 αίτηση άρσεως κατασχέσεως ή αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου που κατετέθη την 13-4-07 δηλ. η εισαγγελεύς προέτεινε την απόρριψη και της ανωτέρω αιτήσεως η οποία κατετέθη την 13-4-07 δέκα ημέρες μετά την υποβολή της προτάσεως. VI) Αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται ενώπιον Υμών (αρ. 309 § 2, 485 § 3 Κ.Π.Δ.) οι δια των αιτήσεων αναιρέσεως, αιτήσεις των κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου, προκειμένου να υποστηρίξουν τις αναιρέσεις τους. VII) α) η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το αρ. 484 § ιδ' Κ.Π.Δ. υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, ΑΠ 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732). β) Στο αρ. 171 § 1 Κ.Π.Δ. με τον τίτλο "απόλυτη ακυρότητα" ορίζονται ορισμένες γενικές κατηγορίες περιπτώσεων, στις οποίες επέρχεται τέτοια ακυρότητα. 'Ετσι, ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας, ακόμα και ενώπιον του Αρείου Πάγου επιφέρει 1) η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, β) την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στην επ'ακροατηρίου διαδικασία και τις πράξεις της προδικασίας, που ορίζονται από τον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής διώξεως σε όσες περιπτώσεις την επιτάσσει υποχρεωτικά ο νόμος και δ) την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, σε όσες περιπτώσεις και με όποιες διατυπώσεις την επιτάσσει ο νόμος. Οι περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας αποτελούν γενικές ρήτρες, δηλ. πλαίσιο περιπτώσεων, η ακριβής ανεύρεση των οποίων προϋποθέτει αναζήτηση στις αντίστοιχες συγκεκριμένες διατάξεις, που μπορούν να θεωρηθούν ότι υπάγονται στις γενικές αυτές κατηγορίες περιπτώσεων. Η απόλυτη ακυρότητα αν αφορά πράξη της προδικασίας, μπορεί να προτείνεται, μέχρις ότου η παραπομπή στο ακροατήριο γίνει αμετάκλητη, ενώ αν αναφέρεται σε πράξη της επ'ακροατηρίου διαδικασίας λαμβάνεται υπόψη (είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από πρόταση) σε κάθε στάση της διαδικασίας και ενώπιον του Αρείου Πάγου η σχετική, όμως, ακυρότητα πρέπει να προταθεί, αν αφορά πράξη της προδικασίας μέχρι ότου περατωθεί η προδικασία (αρ. 173 σε συνδ. με αρ. 171 § α). Ως προδικασία εδώ νοείται το μέρος της ποινικής διαδικασίας που περιλαμβάνεται στο τρίτο βιβλίο του Κ.Π.Δ. του οποίου το τέλος καθορίζεται στα άρθρα 245 και 308, ενώ προκειμένου ειδικά για την περάτωση της προδικασίας με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ως τέτοιο βούλευμα νοείται το βούλευμα του συμβουλίου Εφετών αν ασκήθηκε έφεση, αλλά ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται να προταθεί η αντίστοιχη σχετική ακυρότητα (Α. Καρρά Ποιν. Δικον.Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 364, 365). VIII) α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η πλαστογραφία, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 α' Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν.2721/1999, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του κακουργήματος και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν, ως άμεσο αποτέλεσμα της πράξεως του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (άρθρο 5 Ν. 2943/2001, με το οποίο δόθηκε η επίσημη αντιστοιχία σε ευρώ) ή διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τελικώς ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης του τρίτου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτ. στ' Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες (ΑΠ 1658/2006, ΑΠ 1364/2006). β) Κατά την παράγραφο του αρ. 98 παρ. 2 Π.Κ. "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". γ) Κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότερα άτομα τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζονται ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53, Ολ. Α.Π. 50/90 Π.Χρ. Μ/949, Α.Π. 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353). δ) Κατά την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 α' Ν.2331/95 (ως αντ. με αρ. 3 παρ. 1 Ν.3424/2005: "Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες". Εγκληματική δραστηριότητα για την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου συνιστά μεταξύ των περιπτώσεων που ορίζει το αρ 1α περ. 11 και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστον όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Νομιμοποίηση εσόδων κατά το β' εδάφιο του αρ. 1 άνω νόμου συνιστά και η απόκτηση, κατοχή και χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες. Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 2 § 1δ Ν.2331/95 (ως τροπ. και συνεπληρώθη από το αρ. 3 Ν.3424/2005). Η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋπόθεση όμως της τιμωρίας του δράστη του προηγούμενου εγκλήματος, τόσο δηλαδή για το βασικό έγκλημα όσο και για την νομιμοποίηση εσόδου, είναι να συντρέχει και ένα επί πλέον αντικειμενικό στοιχείο, το να επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η τέλεσή τους από τον ίδιον ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσεως. Δηλαδή, για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο εγκλήματα, δηλαδή τόσο για το βασικό όσο και για την (μεταγενέστερη) νομιμοποίηση, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται ότι αυτή η εξελισσόμενη συμπεριφορά υπάκουε σε έναν συνολικό σχεδιασμό, δηλαδή σε μία δεδομένη και εκδηλωμένη εμπειρικά συμπεριφορά, που αναδεικνύει τα δύο εγκλήματα, ως προσχεδιασμένα και ενταγμένα σε έναν γενικότερο εγκληματικό σχεδιασμό. Το στοιχείο δηλαδή του συνολικού σχεδιασμού που πρέπει να συνδέει το βασικό έγκλημα και την νομιμοποίηση όταν θα πρόκειται για τον ίδιο δράστη, είναι νέο πρόσθετο, στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, το οποίο συνδέει την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα με την νομιμοποίηση, κατά τρόπον που να παράγει τελικά ένα προφανές (οιονεί) σύνθετο έγκλημα (Στ. Παύλου Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/348). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος ο οποίος μπορεί να είναι κατ'αρχήν οιουδήποτε βαθμού, ειδικά όμως ως προς την προέλευση της περιουσίας απαιτείται ρητώς άμεσος δόλος. Ο δράστης θα πρέπει να είναι βέβαιος πως η περιουσία που νομιμοποιεί προέρχεται από συγκεκριμένη εγκληματική δράστη και ότι επομένως αυτός με τη συμπεριφορά του ενισχύει την δράση του οργανωμένου εγκλήματος. Στην περίπτωση που η προηγούμενη εγκληματική δράστη υπάγεται στην γενική κατηγορία των εγκλημάτων που απειλούνται με ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των 6 μηνών, εφόσον με την τέλεσή τους έχει εξασφαλισθεί περιουσία τουλάχιστον 15000 ευρώ, ο άμεσος δόλος πρέπει να καλύπτει όχι μόνο την παράνομη προέλευση της περιουσίας αλλά επί πλέον και την αξία της νομιμοποιούμενης περιουσίας (Ε. Συμενωνίδου Καστανίδη Ποιν. Δικ/σύνη 2007 σελ. 606 επόμ. Συμβ. Α.Π. 570/2006 Π.Χρ. ΝΖ/317). ΙΧ) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του εισαγγελέα εφετών διότι η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. ΑΠ 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π.2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732), από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αλλά και από την προηγηθείσα αυτής αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα (αρ. 243 § 2 Κ.Π.Δ.) προανάκριση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων και τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματα αυτών εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006 περιήλθε στην Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής (Τμήμα Συντονισμού και Επιχειρήσεων) ανώνυμη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία αλλοδαποί με μόνα στοιχεία "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.500,00 ευρώ για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και την θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VΙΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της, 31-12-2004, εις τρόπον ώστε οι αλλοδαποί να εφοδιασθούν εν συνεχεία με άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του νόμου 3386/2005, στο άρθρο 91 περ. 11α' του οποίου ορίζεται ότι: " Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της αρμόδιας Περιφέρειας χορηγείται άδεια διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που διέμεναν στην Ελλάδα μέχρι 31-12-2004 και δεν συντρέχουν στο πρόσωπο τους λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Η απόδειξη της διαμονής τους γίνεται από τη σχετική θεώρηση εισόδου στη χώρα ή από τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου ή και από βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα για την καταβολή ενσήμων". Ακολούθως τα νοθευμένα διαβατήρια, με τις προξενικές θεωρήσεις που είχαν τεθεί σε αυτά όχι από τις αρμόδιες Ελληνικές Προξενικές Αρχές των διαφόρων χωρών του εξωτερικού ή από τις προξενικές αρχές άλλων χωρών αλλά από τους ανωτέρω αλλοδαπούς "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", εν αγνοία και παρά τη θέληση των αρμοδίων υπαλλήλων των Προξενείων, υποβάλλονταν από τους πλαστογράφους, μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δήμους-Περιφέρειες) και επί τη βάσει όλων αυτών χορηγούνταν άδειες διαμονής σε αλλοδαπούς οι οποίοι εστερούντο των νομίμων προϋποθέσεων. Οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, διακρίβωσαν αρχικά τα πλήρη στοιχεία καθώς και τη διεύθυνση κατοικίας των αλλοδαπών "χ2", "χ1" που ήσαν οι χ2 και χ1, (ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες) και κατοικούσαν στην οδό ... αριθμ. .... στην Αθήνα. Αυτοί τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση και διαπιστώθηκε ότι κινούνταν πάντοτε μαζί και χρησιμοποιούσαν κατά τις μετακινήσεις τι 6ύο αυτοκίνητα οχήματα και δη τα .... και .... ΙΧΕ τα οποία ενάλλασσαν συνεχώς εντός του υπογείου γκαράζ "....." της πλατείας ...... Διαπιστώθηκε επίσης κατά την παρακολούθηση ότι οι ανωτέρω τις απογευματινές και βραδινές ώρες συναντούσαν πολλούς αλλοδαπούς στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών κυρίως στο κατάστημα καφετέρια "....", στην οδ. ... καθώς και στην πλατεία ... με τους οποίου είχαν δοσοληψίες με διαβατήρια και έγγραφα. Στην επί της οδοί .... αριθμ. .... οικία των, τους επισκεπτόταν κάθε βράδυ περί την 21.00' ώρα η συγκατηγορουμένη των χ4, αλλοδαπή υπήκοος Γεωργίας, κάτοικος .... (οδός ... αριθμ....). Η εν λόγω αλλοδαπή μετέβαινε και σε διαμέρισμα τρίτου ορόφου πολυκατοικίας της οδού .... αριθμ. ..... Σε σωματική έρευνα που διενεργήθηκε στους χ2 και χ1, στις 27-3-2006 από αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αλλοδαπών, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: Στην κατοχή του χ2 το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ1, νοθευμένο ως προς τις σφραγίδες εισόδου-εξόδου Μολδαβίας και Ουκρανίας και ως προς την ...... προξενική θεώρηση Ελληνικών Αρχών. Στην κατοχή του χ1 το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ2, και το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ3 με επικολλημένη την ..... θεώρηση προξενικής αρχής Γαλλίας καθώς και χρηματικό ποσό 7.990,00 ευρώ. Εντός δε του επί της οδού ... αριθμ. .... διαμερίσματος όπου διέμεναν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά (7) ξύλινες σφραγίδες (σφραγίδα στρογγυλή του ΙΚΑ Κεραμεικού και σφραγίδες διαφόρων ιατρών) δεκαπέντε(15) διαβατήρια τα περισσότερα των οποίων ήσαν νοθευμένα ως προς τις θεωρήσεις εισόδου-εξόδου και τις προξενικές θεωρήσεις, επτά (7) πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις φέρουσες σφραγίδες από τις ανωτέρω κατασχεθείσες, δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές (ο ένας φορητός), δεκαπέντε (15) βεβαιώσεις απογραφής άμεσα ασφαλισμένου, επτά (7) βιβλιάρια καταθέσεων και δηλώσεις ακινήτων σε Δ.Ο.Υ. Από τα κατασχεθέντα διαβατήρια το ..... διαβατήριο Γεωργίας με στοιχεία γ4 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση επί της οποίας υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Κήπων. Το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ5 φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση με πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ6 στην πρώτη σελίδα φέρει νοθευμένη την ημερομηνία. Το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ7, φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ8 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. To ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ9 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ10 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το αυτό και τα ...., ......, ...... διαβατήρια Μολδαβίας(φέρουν σε σελίδες τους πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών). Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ11 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Ευζώνων. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ12, φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ13 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Στο επί της οδού ..... αριθμ. .... διαμέρισμα τρίτου ορόφου, το οποίο επισκεπτόταν η αλλοδαπή χ4, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσε γραφείο ο χ3, συγκατηγορούμενος των εκκαλούντων; ο οποίος κατείχε και λειτουργούσε εργαστήριο καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, αποτελούμενο από πλήρες σύστημα Η/Υ (κεντρική μονάδα, πληκτρολόγιο, οθόνη, ποντίκι, σκάνερ-εκτυπωτή, δεύτερο εκτυπωτή, γεωμετρικά όργανα, μηχανή πλαστικοποίησης, κοπτική μηχανή, κοπτικά εργαλεία, κόλλες, διαφάνειες, αριθμογραμματοσειρές, φωτογραφίες διαβατηρίων διαφόρων προσώπων, ψηφιακούς δίσκους οι οποίοι ανέγραφαν ενδεικτικά "δίπλωμα-βιβλιάρια υγείας", προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφιών, μελάνια, βενζίνες). Στην κατοχή επίσης του εν λόγω χ3 βρέθηκαν και κατασχέθηκαν νοθευμένα διαβατήρια (......, ......., ....... διαβατήρια, Ουκρανίας), ασυμπλήρωτες ελληνικές θεωρήσεις εισόδου, πλήθοι ενσήμων προξενικής αρχής, πιστοποιητικά LOWER. Περαιτέρω από τις περιεχόμενες στην δικογραφία ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των αλλοδαπών ζ1, ζ3, ζ4, ζ5 προκύπτει ότι οι ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.200,00 ευρώ τουλάχιστον για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και τη\ θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VIΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της 31-32-2004, σύμφωνο με τα προεκτεθέντα. Εξ άλλου οι καθημερινές επισκέψεις στην οικία των της συγκατηγορουμένης των χ4 καθώς και η εν συνεχεία μετάβαση αυτής στο επί της οδού .... αριθμ. .... γραφείο του χ3, η δε ανεύρεση και κατάσχεση των ως άνω αναφερομένων κινητών πραγμάτων εις χείρας και στην οικία των εκκαλούντων αλλά και στο γραφείο του χ3, καταδεικνύουν ότι οι εκκαλούντες και οι συγκατηγορούμενοί των δρώντες από κοινού προέβαιναν στην νόθευση των διαβατηρίων των αλλοδαπών προκειμένου να επιτυγχάνουν εν συνεχεία με τη συγκέντρωση και άλλων δικαιολογητικών την έκδοση αδειών διαμονής. Από δε την ένορκη μαρτυρική κατάθεση της υπαλλήλου του ΙΚΑ Κεραμεικού ζ2, προκύπτει ότι ο εκκαλών χ1 μετέβαινε, συχνά κατά το προ της συλλήψεως του χρονικό διάστημα και δη αφ' ότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 3386/2005(23-8-2005) στο ΙΚΑ Κεραμεικού κομίζοντας δικαιολογητικά αλλοδαπών τα διαβατήρια των οποίων από κοινού δρων με τους συγκατηγορουμένους του είχε προηγουμένως νοθεύσει, προκειμένου να επιτυγχάνει την έκδοση αριθμών μητρώου ως και αποφάσεων για εξαγορά χρόνου ασφάλισης. Ένόψει των περιστατικών και δεδομένων αυτών φρονώ ότι προκύπτουν κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Ev προκειμένω οι εκκαλούντες προέβαιναν εξακολουθητικά στη νόθευση των διαβατηρίων προκειμένου να πορίζονται σημαντικό εισόδημα, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ, εφόσον από τα κατασχεθέντα εις χείρας των και στην οικία των ως άνω αναφερόμενα διαβατήρια, τα οποία ήσαν πρόσφορα και προορισμένα να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη νομιμοποίηση αλλοδαπών, απεκόμισαν σημαντικό χρηματικό εισόδημα που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ, αφού για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200,00 ευρώ. οι δε περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε(5). Οι εκκαλούντες στα απολογητικά τους υπομνήματα και στις εκθέσεις εφέσεως των αρνούνται ότι τέλεσαν την ως άνω αξιόποινο της πλαστογραφίας που τους αποδίδεται και ισχυρίζονται ότι η πράξη αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έλαβε πράγματι χώρα, φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρ. 217 ΠΚ) και όχι της πλαστογραφίας του άρθρου 216παρ.1 ΠΚ. Ειδικότερα ο εκκαλών χ2 διατείνεται ότι δεν διέμενε στο ίδιο διαμέρισμα με τον συγκατηγορούμενό του χ1, στην πολυκατοικία της οδού .... αριθμ. ..., αλλά σε άλλο διαμέρισμα της πολυκατοικίας αυτής, ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την υποτιθέμενη αξιόποινη δράση του συγκατηγορουμένου του και ότι στην διενεργηθείσα στο δικό του διαμέρισμα κατ' οίκον έρευνα, δεν βρέθηκε τίποτε. Ο ισχυρισμός αυτός του εν λόγω εκκαλούντος είναι αβάσιμος. Δεν διέμενε σε δικό του διαμέρισμα αλλά διέμενε μαζί με τον χ1 (βλ. προανακριτική του απολογία). Στην δικογραφία δεν υπάρχει έκθεση κατ' οίκον ερεύνης που να αφορά δικό του διαμέρισμα. Εξ άλλου η πράξη της πλαστογραφίας για την οποία διώκονται δεν φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών διότι ο σκοπός των εκκαλούντων, με τη νόθευση των παραπάνω εγγράφων, δεν συνίστατο στην απλώς στην διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεως/ της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου αυτών των ιδίων ή άλλων, αλλά στον πορισμό εισοδήματος με την καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν. 3386/2005 και την συνεπεία; της καταστρατηγήσεως αυτής εκδόσεως αδειών διαμονής υπέρ αλλοδαπών προσώπων που δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, κατά σαφή περιφρόνηση των αρχών της Ελληνικής εννόμου τάξεως και της μεταναστευτικής πολιτικής της Χώρας. Όταν δε η πλαστογράφηση τελείται για άλλο σκοπό, εκτός από τον αναφερόμενο στο άρθρο 217 ΠΚ, στοιχειοθετείται το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας του άρθρου 216 ΠΚ, έστω και αν το υλικό αντικείμενο της πράξης(της κατάρτισης ή της νόθευσης) είναι έγγραφο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 217 ΠΚ (Μυλωνόπουλος Ποινικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος σελ. 139. ΑΠ 2090/2005 ΠΧ ΝΣΤ/544, 633/2002 ΠΧ ΝΓ/53). Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 2παρ.Ιά του Ν. 2331/1995 όπως αντικ. και συμπλ. από το άρθρο 3 του Ν. 3424/2005 "με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες". Εγκληματική δραστηριότητα για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2331/1995 συνιστά μεταξύ των άλλων και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεση της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ (άρθρ. 1 άπερ. ii του Ν. 2331/1995 όπως τροπ. και συμπλ. με το άρθρο 2 του Ν. 3424/1005). Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστά και η απόκτηση, κατοχή και χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες (άρθρ. 1 περ. β του Ν. 2331/1995 όπως τροπ. και συμπλ. με το άρθρο 2 του Ν. 3424/1005). Η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρ. 2 παρ.1δ του Ν. 2331/1995 όπως αντικ. και συμπλ. από το άρθρο 3 του Ν. 3424/2005). Εν προκειμένω από την εγκληματική δραστηριότητα τους οι εκκαλούντες απέκτησαν εν γνώσει τους χρηματικά, ποσά τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000,00 ευρώ αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200,00 ευρώ, οι δε (περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε (5). Το γεγονός της απόκτησης σημαντικών χρηματικών ποσών προκύπτει και από την κατάσχεση εις χείρας δε του χ1 χρηματικού ποσού 7.990,00 ευρώ. Υπό τα δεδομένα αυτά φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ότι προκύπτουν κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για τις πράξεις αυτές. Οι ασκηθείσες εφέσεις κατά του βουλεύματος αυτού πρέπει να απορριφθούν στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του". Χ) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος 1625/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων (13στ, 45, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1+3β, ΠΚ παρ. αρ. 1 στ. Α περ. ιι στοιχ. β' και 2 παρ. 1 στοιχ. Α Ν. 2331/95 ως αντικ. με αρ. 2και 3 Ν. 2434/2005) για τα οποία παραπέμπονται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε εκ πλαγίου. XI) Ειδικότερα: α) Με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978) κρισιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει κατ'είδος (Συμβ. ΑΠ 107/98 Π.Χρ. 1998/757) με ειδικές και εκτενείς σκέψεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ιστορεί αναλυτικά τις πληροφορίες που είχαν περιέλθει στις αστυνομικές αρχές, πως έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής (3.500 ευρώ) προέβαιναν σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών με την νόθευση των διαβατηρίων των αλλοδαπών και την θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VISA) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της 31-12-2004 εις τρόπον ώστε οι αλλοδαποί να εφοδιασθούν στην συνέχεια με άδεια διαμονής σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του αρ. 99 παρ. 11α Ν. 3386/2005, στην συνέχεια τα νοθευμένα αυτά διαβατήρια, με θεωρήσεις που δεν είχαν τεθεί σ'αυτά από τις αρμόδιες Ελληνικές Προξενικές Αρχές των διαφόρων χωρών του εξωτερικού αλλά από τους αναιρεσείοντες και λοιπούς συγκατηγορουμένους, εν αγνοία και παρά την θέληση των αρμοδίων υπαλλήλων των Προξενείων, υποβάλλονταν από αυτούς (πλαστογράφους) μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δήμους-Περιφέρειες) και εχορηγούντο στους αλλοδαπούς άδειες διαμονής ενώ εστερούντο νομίμων προϋποθέσεων. Αναφέρει διεξοδικά τί διεπίστωσαν οι αστυνομικοί από την παρακολούθηση και τις έρευνες που πραγματοποίησαν, τα κατασχεθέντα νοθευμένα διαβατήρια σε τί συνίστατο η νόθευση αυτών, τα μέσα που χρησιμοποιούσαν (σφραγίδες, Η/Υ κλπ) για την παράνομη δραστηριότητά τους, το χρηματικό ποσό που απαιτούσαν από έκαστο αλλοδαπό για την παράνομη νομιμοποίηση. Παραθέτει τις οικείες ποινικές διατάξεις με ανάπτυξη και παράθεση νομολογίας, επισημαίνει την κατ'εξακολούθηση νόθευση των διαβατηρίων προκειμένου να πορίζονται σημαντικό εισόδημα που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, αφού για κάθε περίπτωση νοθεύσεως εισέπρατταν 3.200,00 ευρώ, οι δε περιπτώσεις που παρατίθενται υπερβαίνουν τις πέντε (5). Επίσης αντικρούονται οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων που αναπτύσσονται στα απολογητικά τους υπομνήματα και στις εκθέσεις εφέσεως και ορθώς έκρινε ότι δεν υφίστατο παράβαση του αρ. 217 ΠΚ (ΑΠ 1256/85 Π.Χρ. ΛΣΤ/254) αφού η πλαστογραφία έγινε για σκοπό δικού τους πλουτισμού και αφορούσαν άλλα άτομα (ΑΠ 1941/2002 Π.Δ/σύνη 2003/450) δηλαδή για σκοπό εκτός του διαλαμβανομένου στο αρ. 217 ΠΚ. Προς επίρρωση των σκέψεων γίνεται αναφορά στην κατάθεση μάρτυρος υπαλλήλου του ΙΚΑ Κεραμεικού (ζ2) από την οποία προκύπτει ότι ο χ1 μετέβαινε συχνά κατά το προ της συλλήψεώς του χρονικό διάστημα και δη αφ'ότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 3386/2005 στο ΙΚΑ Κεραμεικού κομίζοντας δικαιολογητικά αλλοδαπών, τα διαβατήρια των οποίων είχαν προηγουμένως νοθεύσει. Επίσης ορθώς και αιτιολογημένα έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνουν την εκ μέρους των αναιρεσειόντων τέλεση του εγκλήματος πράξεως νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β) Περαιτέρω ως προς τον ισχυρισμό (σελ. 4 αιτήσεων αναιρέσεως) ότι κατά το στάδιο της εφέσεως οι αναιρεσείοντες αφού έλαβαν γνώση την 20-7-2007 της υπ'αρ. 1640 προτάσεως του Εισαγγελέως προς το δευτεροβάθμιο συμβούλιο και εν συνεχεία την 30-7-2007 υπέβαλαν υπόμνημα προς το συμβούλιο Εφετών Αθηνών το οποίο ουδόλως ελήφθη υπόψη ώστε να επιτευχθεί η επαναξιολόγηση και ορθότερη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ουδεμία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παρατίθεται για τους λόγους που οδήγησαν το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στην έστω σιγή απόρριψη όλων των επικαλουμένων ισχυρισμών στο ως άνω αναφερόμενο υπόμνημα των κατηγορουμένων προς επίρρωση της αληθείας και δεν παρατίθεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη όλων των επικαλουμένων ισχυρισμών στο ως άνω αναφερόμενο υπόμνημα του κατηγορουμένου προς επίρρωση της αληθείας και ειδικότερα δεν υφίσταται αιτιολογία ως προς τους διακριτούς λόγους και για ποιό συνολικό σχεδιασμό δράσεως μπορεί να γίνει λόγος. Το Συμβούλιο ορθώς απέρριψε σιγή τους ισχυρισμούς του υπομνήματος καθ'όσον οι ισχυρισμοί αυτοί (ως προκύπτει από επιτρεπτή επισκόπηση) εκαλύπτοντο από τα απολογητικά υπομνήματα τα λοιπά έγγραφα αλλά και τις εκθέσεις εφέσεως, τα οποία εξετίμησε η ενσωματωθείσα εις το βούλευμα εισαγγελική πρόταση και περαιτέρω δεν απαιτείτο όπως εξειδικεύονται εις το προσβαλλόμενο βούλευμα και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (ΑΠ 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53, Ολ. Α.Π. 50/90 Π.Χρ. Μ/949, ΑΠ 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353). γ) Ως προς την επικαλουμένη ακυρότητα διότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007 το υπ'αρ. 1625/2007 παραπεμπτικό βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16-5-2007, ήτοι μία ημέρα πριν την δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου και επί πλέον η Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Αθηνών προέτεινε επί της παραπομπής την 3-4-2007 και ταυτόχρονα την αυτή ημερομηνία προτείνει να απορριφθεί η από 13-4-2007 αίτηση άρσεως σχέσεως της κατασχέσεως ή αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου, δηλαδή την 3-4-2007 προέτεινε όπως απορριφθεί αίτηση άρσεως κατασχέσεως του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του χ2, παρατηρούμε ότι δεν υφίσταται λόγος ακυρότητας κατ'αρ. 171 παρ. 1δ ΚΠΔ καθ'όσον από επιτρεπτή επισκόπηση της σχετικής εισαγγελικής προτάσεως αλλά και του βουλεύματος, προκύπτει ότι η διαφορά των ημερομηνιών οφείλεται σε προφανή παραδρομή, το βέβαιον είναι ότι υπεβλήθη πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών τόσο επί της ουσίας όσον και επί της αιτήσεως περί άρσεως κατασχέσεως ή αλλαγής μεσεγγυούχου και προσωρινής κρατήσεως, ως επίσης είναι βέβαιον ότι η συζήτηση της υποθέσεως έλαβε χώρα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών την 4η Μαΐου 2007 (η υποβολή της προτάσεως έλαβε χώρα τον Απρίλιο 2007). Κατά την συζήτηση της 4-5-2007 η Εισαγγελεύς ανέπτυξε την πρότασή της και απεχώρησε, χωρίς ν'αποφανθεί το συμβούλιο. Την 17-5-2007 συνεδρίασε το συμβούλιο εκ νέου με την αυτή σύνθεση προκειμένου ν'αποφανθεί επί της υπ'αρ. ΕΓ/96-07/9714 συμπληρωματικής εγγράφου προτάσεως της Εισαγγελέως για την διατήρηση της προσωρινής των αναιρεσειόντων δυνάμει του υπ'αρ. 882/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Εις το φύλλο 22α του 1625/2007 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αναφέρεται ότι το βούλευμα απεφασίσθη στην Αθήνα την 16-5-2007 ενώ εις το φύλλο 13α αναφέρεται ότι το Συμβούλιο συνεδρίασε την 17-5-2007. Τούτο ως συνάγεται οφείλεται σε προφανή παραδρομή και ουδεμία ασκεί επιρροή επί της εγκυρότητας του βουλεύματος αφού είναι βέβαιον ότι υπεβλήθησαν εισαγγελικές προτάσεις και επηκολούθησαν συνεδριάσεις και λήψεις αποφάσεων επ'αυτών, το δε βούλευμα εκδόθηκε μεταγενέστερα την 30-3-2007 ότε άρχισε η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων (αρ. 306 ΚΠΔ, ΑΠ 1411/2004). Κατά συνέπεια ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος. δ) Επί του ισχυρισμού ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν απεφάνθη ειδικά και εμπεριστατωμένα στις από 15-5-07 αιτήσεις των αναιρεσειόντων για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως αυτών το οποίο επικαλούνται εις τους λόγους εφέσεως (δείτε σελ. 11 εφέσεως του χ1 και σελ. 7-8 εφέσεως του χ2). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς τις αιτήσεις αποφανθέν αιτιολογημένως για την διατήρηση της προσωρινής κρατήσεως των κατηγορουμένων. Όμως το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως προς το σημείο της προσωρινής κρατήσεως δεν υπόκειτο σε έφεση (αρ. 478 ΚΠΔ) αλλά και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών πάλι ως προς το ίδιο ακριβώς σημείο δεν υπόκειται σε αναίρεση κατ'άρ. 482 παρ. 2 ΚΠΔ (Α.Π. 41/99 Π.Χρ. 1999/221, Α.Π. 954/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1565 και οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι γι'αυτό απαράδεκτες. ε) Ως προς τον ισχυρισμό ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέλειψε να αποφανθεί επί του προβληθέντος λόγου εφέσεως ως προς την μη απόφανση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το παραπεμπτικό βούλευμα για την άρση της κατασχέσεως ή αλλαγή μεσεγγυούχου του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου χ2 (αρ. .......ΙΧΕ). Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος για τους ακολούθους λόγους: Από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός απερρίφθη σιγή τόσο από το πρωτόδικο βούλευμα όσο και από το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, όμως δεν συνάπτεται με την αρτιότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, είναι παρεμπίπτον αίτημα και μπορεί ο κατηγορούμενος να το επαναφέρει ανά πάσα στιγμή στο ακροατήριο. Επειδή το βούλευμα είναι παραπεμπτικό εννοείται ότι το σχετικό αίτημα θα κριθεί από το δικαστήριο. Περαιτέρω (και κυρίως) όμως εις το εφετήριο το αίτημα για την άρση της κατασχέσεως του αυτοκινήτου ή την αλλαγή μεσεγγυούχου δεν διατυπώνεται σαφώς και ωρισμένως (αρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ) αφού: α) δεν εξηγεί για ποιούς ακριβώς λόγους εζητείτο η άρση της κατασχέσεως,β) ούτε εμνημονεύετο σε ποιόν μεσεγγυούχο θα μπορούσε να δοθεί, ώστε να ήταν εφικτός ο έλεγχος της αξιοπιστίας του περί φυλάξεως του αυτοκινήτου και σε περίπτωση διατάξεως της δημεύσεως να είναι αυτή εφικτή. Συνεπώς λόγω του απαραδέκτου του προβληθέντος εις το εφετήριο σχετικού λόγου, ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιγή τον λόγο αυτό. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω θα πρέπει οι αιτήσεις αναιρέσεως των 2ου και 3ου των αναιρεσειόντων να απορριφθούν κατ'ουσίαν και επιβληθούν εις βάρος τους τα δικαστικά έξοδα. στ) Τέλος δεν συντρέχει λόγος αυτοπροσώπου εμφανίσεως των 2ου και 3ου των αναιρεσειόντων ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου καθόσον αυτοί με τα υπομνήματα, τις εφέσεις και τις εκθέσεις αναιρέσεως αναπτύσσουν με πληρότητα και επάρκεια τους όλους ισχυρισμούς τους. Χ ΙΙΙ) Για τους λόγους αυτούςΠ ρ ο τ ε ί ν ω--------------------------- α) Να απορριφθεί το αίτημα του 2ου και 3ου των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου. β) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αρ. 702/10-9-07 αίτηση αναιρέσεως (ασκηθείσα ενώπιον του Δ/ντή Φυλακών Κορυδαλλού) αναίρεση του χ3, κατά του υπ'αρ. 1842/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. γ) Να απορριφθούν οι υπ'αρ. 186/10-9-2007 και 177/3-9-2007 εφέσεις (ασκηθείσες ενώπιον του Γραμμ. Τμ. Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) αντιστοίχως των χ1 και 2) χ2, κατά του υπ'αρ. 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των ανωτέρω (α, β) αναιρεσειόντων. Αθήνα 23-4-2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του τρίτου αναιρεσείοντος (χ3). ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παρεπέμφθησαν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών οι: 1)χ1, 2) χ2, 3) χ4 και 4) χ3 όπως δικασθούν για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού κατ'εξακολούθηση από υπαίτιους, που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) παράβαση των άρθρων 1 στοιχ. Α περ. ιι, στοιχ. Β' και 2 παρ. 1 στοιχ. Α' Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με αρ. 2 και 3 Ν. 2434/2005. Κατά του ανωτέρω βουλεύματος οι κατηγορούμενοι 1) χ1 και 2) χ2 άσκησαν εφέσεις οι οποίες απερρίφθησαν με το προσβαλλόμενο 1841/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ενώ με το 1842/2007 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου απορρίφθηκε αίτηση του κατηγορουμένου χ3 για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως που του είχε επιβληθεί. Κατά του πρώτου βουλεύματος ασκήθηκαν εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, οι κρινόμενες 1) 186/10-9-2007 και 2) 177/3-9-2007 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων 1)χ1, και 2) χ2, ενώ κατά του δεύτερου βουλεύματος ασκήθηκε εμπροθέσμως η 702/10-9-2007 (197/18-9-2007) αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου χ3. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α' του ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 3160/2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) όταν παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 286 και 291 του ΚΠΔ, που προβλέπουν τη δυνατότητα της άρσης ή της αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και της αντικατάστασής της μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, προκύπτει ότι δεν υπόκειται σε αναίρεση το παρεμπίπτον βούλευμα, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου, του οποίου έχει διαταχθεί προσωρινή κράτηση, για αντικατάσταση αυτής με περιοριστικούς όρους. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται τέτοιο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων χ3 την 27-6-2007 υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών αίτηση για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως που του είχε επιβληθεί με το 6/2006 ένταλμα του 5ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικείου Αθηνών και το Συμβούλιο Εφετών με το 1842/2007 βούλευμά του και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση, απέρριψε την πιο πάνω αίτηση. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο χ3 υπέβαλε την από 10-9-2007 υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως επικαλούμενος λόγο ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, διότι αυτό δεν αναφέρεται ειδικά και εμπεριστατωμένα στους λόγους της απορρίψεως αλλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρότασή του. Σύμφωνα όμως με όσα αναπτύσσονται πιο πάνω (και ανεξαρτήτως του ότι το Συμβούλιο Εφετών επιτρεπτώς αναφέρεται στην πλήρως αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών), το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του χ3 και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ). ΙΙΙ. Το προβαλλόμενο από τους πρώτο και δεύτερο από τους αναιρεσείοντες αίτημα, με τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις τους, για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτών ενώπιον του Συμβουλίου, "προς υποστήριξη των αναιρέσεών τους", όπως σε αυτές αναφέρουν, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, εκθέτουν με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδουν στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις τους και οι ισχυρισμοί τους αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτές. ΙV. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, απαιτείται επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τέλεσης του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 α' Ν. 2331/95 ''για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες'', όπως αντ. με αρ. 3 παρ. 1 Ν. 3424/2005, με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εγκληματική δραστηριότητα, για την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, συνιστά μεταξύ των περιπτώσεων που ορίζει το αρ. 1α περ. ιι και κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστον όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Νομιμοποίηση εσόδων κατά το β' εδάφιο του αρ. 1 άνω νόμου συνιστά και η απόκτηση, κατοχή και χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες. Με τον όρο ''περιουσία'', κατά το γ' εδάφιο του ίδιου άρθρου, νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Σύμφωνα δε με την διάταξη του αρ. 2 § 1δ Ν. 2331/95 (όπως τροποποιήθηκε και συνεπληρώθηκε από το αρ. 3 Ν. 3424/2005), η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου της πράξεως της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋπόθεση όμως της τιμωρίας του δράστη του προηγούμενου εγκλήματος, τόσο δηλαδή για το βασικό έγκλημα όσο και για την νομιμοποίηση εσόδου, είναι να συντρέχει και ένα επί πλέον αντικειμενικό στοιχείο, το να επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι η τέλεσή τους από τον ίδιον ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, ειδικά όμως, ως προς την προέλευση της περιουσίας, απαιτείται ρητώς άμεσος δόλος και περαιτέρω σκοπός κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή. Επίσης, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρία πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. V. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2006 περιήλθε στην Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής (Τμήμα Συντονισμού και Επιχειρήσεων) ανώνυμη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία αλλοδαποί με μόνα στοιχεία "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.500, 00 ευρώ για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και την θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VΙΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της, 31-12-2004, εις τρόπον ώστε οι αλλοδαποί να εφοδιασθούν εν συνεχεία με άδεια διαμονής, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του νόμου 3386/2005, στο άρθρο 91 περ. 11α' του οποίου ορίζεται ότι: "Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της αρμόδιας Περιφέρειας χορηγείται άδεια διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που διέμεναν στην Ελλάδα μέχρι 31-12-2004 και δεν συντρέχουν στο πρόσωπο τους λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Η απόδειξη της διαμονής τους γίνεται από τη σχετική θεώρηση εισόδου στη χώρα ή από τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου ή και από βεβαίωση ασφαλιστικού φορέα για την καταβολή ενσήμων". Ακολούθως τα νοθευμένα διαβατήρια, με τις προξενικές θεωρήσεις που είχαν τεθεί σε αυτά όχι από τις αρμόδιες Ελληνικές Προξενικές Αρχές των διαφόρων χωρών του εξωτερικού ή από τις προξενικές αρχές άλλων χωρών αλλά από τους ανωτέρω αλλοδαπούς "χ2", "χ1", "θ1" και "θ2", εν αγνοία και παρά τη θέληση των αρμοδίων υπαλλήλων των Προξενείων, υποβάλλονταν από τους πλαστογράφους, μαζί με άλλα δικαιολογητικά στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δήμους-Περιφέρειες) και επί τη βάσει όλων αυτών χορηγούνταν άδειες διαμονής σε αλλοδαπούς οι οποίοι εστερούντο των νομίμων προϋποθέσεων. Οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, διακρίβωσαν αρχικά τα πλήρη στοιχεία καθώς και τη διεύθυνση κατοικίας των αλλοδαπών "χ2", "χ1" που ήσαν οι χ2 και χ1, (ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες) και κατοικούσαν στην οδό .... αριθμ. .... στην Αθήνα. Αυτοί τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση και διαπιστώθηκε ότι κινούνταν πάντοτε μαζί και χρησιμοποιούσαν κατά τις μετακινήσεις των δύο αυτοκίνητα οχήματα και δη τα .... και ..... ΙΧΕ τα οποία ενάλλασσαν συνεχώς εντός του υπογείου γκαράζ "......" της πλατείας Αιγύπτου. Διαπιστώθηκε επίσης κατά την παρακολούθηση ότι οι ανωτέρω τις απογευματινές και βραδινές ώρες συναντούσαν πολλούς αλλοδαπούς στο κέντρο της πόλεως των Αθηνών κυρίως στο κατάστημα καφετέρια ".....", στην οδ. .... καθώς και στην πλατεία ..... με τους οποίου είχαν δοσοληψίες με διαβατήρια και έγγραφα. Στην επί της οδού ...... αριθμ. .... οικία των, τους επισκεπτόταν κάθε βράδυ περί την 21.00' ώρα η συγκατηγορουμένη των χ4, αλλοδαπή υπήκοος Γεωργίας, κάτοικος ... (οδός .... αριθμ. ....). Η εν λόγω αλλοδαπή μετέβαινε και σε διαμέρισμα τρίτου ορόφου πολυκατοικίας της οδού ..... αριθμ. ..... Σε σωματική έρευνα που διενεργήθηκε στους χ2 και χ1, στις 27-3-2006 από αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αλλοδαπών, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: Στην κατοχή του χ2 το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ1, νοθευμένο ως προς τις σφραγίδες εισόδου-εξόδου Μολδαβίας και Ουκρανίας και ως προς την ..... προξενική θεώρηση Ελληνικών Αρχών. Στην κατοχή του χ1 το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ2, και το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ3 με επικολλημένη την ..... θεώρηση προξενικής αρχής Γαλλίας καθώς και χρηματικό ποσό 7.990, 00 ευρώ. Εντός δε του επί της οδού .... αριθμ. .... διαμερίσματος όπου διέμεναν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επτά (7) ξύλινες σφραγίδες (σφραγίδα στρογγυλή του ΙΚΑ Κεραμεικού και σφραγίδες διαφόρων ιατρών) δεκαπέντε(15) διαβατήρια τα περισσότερα των οποίων ήσαν νοθευμένα ως προς τις θεωρήσεις εισόδου-εξόδου και τις προξενικές θεωρήσεις, επτά (7) πλαστές ιατρικές βεβαιώσεις φέρουσες σφραγίδες από τις ανωτέρω κατασχεθείσες, δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές (ο ένας φορητός), δεκαπέντε (15) βεβαιώσεις απογραφής άμεσα ασφαλισμένου, επτά (7) βιβλιάρια καταθέσεων και δηλώσεις ακινήτων σε Δ.Ο.Υ. Από τα κατασχεθέντα διαβατήρια το ..... διαβατήριο Γεωργίας με στοιχεία γ4 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση επί της οποίας υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Κήπων. Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ5 φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση με πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ6 στην πρώτη σελίδα φέρει νοθευμένη την ημερομηνία. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ7, φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ8 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. To ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ9 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το ...... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ10 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Το αυτό και τα ....., ....., ....., .... διαβατήρια Μολδαβίας(φέρουν σε σελίδες τους πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών). Το .... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ11 φέρει σε σελίδα του Γερμανική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Ευζώνων. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ12, φέρει σε σελίδα του Γαλλική θεώρηση πάνω στην οποία υπάρχει πλαστό εντύπωμα εισόδου στην Ελλάδα μέσω Θεσσαλονίκης. Το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ13 φέρει σε σελίδες του πλαστές θεωρήσεις εξόδου από την Ουκρανία και εισόδου στην Ελλάδα καθώς και πλαστή θεώρηση για τουρισμό Ελληνικών Αρχών. Στο επί της οδού ..... αριθμ. .... διαμέρισμα τρίτου ορόφου, το οποίο επισκεπτόταν η αλλοδαπή χ4, διαπιστώθηκε ότι διατηρούσε γραφείο ο χ3, συγκατηγορούμενος των εκκαλούντων, ο οποίος κατείχε και λειτουργούσε εργαστήριο καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, αποτελούμενο από πλήρες σύστημα Η/Υ (κεντρική μονάδα, πληκτρολόγιο, οθόνη, ποντίκι, σκάνερ-εκτυπωτή, δεύτερο εκτυπωτή, γεωμετρικά όργανα, μηχανή πλαστικοποίησης, κοπτική μηχανή, κοπτικά εργαλεία, κόλλες, διαφάνειες, αριθμογραμματοσειρές, φωτογραφίες διαβατηρίων διαφόρων προσώπων, ψηφιακούς δίσκους οι οποίοι ανέγραφαν ενδεικτικά "δίπλωμα-βιβλιάρια υγείας", προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφιών, μελάνια, βενζίνες). Στην κατοχή επίσης του εν λόγω χ3 βρέθηκαν και κατασχέθηκαν νοθευμένα διαβατήρια (....., ......, ...... διαβατήρια, Ουκρανίας), ασυμπλήρωτες ελληνικές θεωρήσεις εισόδου, πλήθοι ενσήμων προξενικής αρχής, πιστοποιητικά LOWER. Περαιτέρω από τις περιεχόμενες στην δικογραφία ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των αλλοδαπών ζ1, ζ3, ζ4, ζ5 προκύπτει ότι οι ως άνω αναφερόμενοι εκκαλούντες δρώντες από κοινού, προέβαιναν έναντι υψηλής χρηματικής αμοιβής, (3.200,00 ευρώ τουλάχιστον για έκαστο αλλοδαπό), σε παράνομες νομιμοποιήσεις αλλοδαπών, οι οποίοι είχαν εισέλθει και παρέμεναν χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις στην Ελληνική Επικράτεια. Οι παράνομες αυτές νομιμοποιήσεις ελάμβαναν χώρα με τη νόθευση από τους ανωτέρω των διαβατηρίων των αλλοδαπών και τη θέση σε αυτά προξενικών θεωρήσεων (VIΖΑ) και θεωρήσεων εισόδου-εξόδου, προγενεστέρων της 31-32-2004, σύμφωνο με τα προεκτεθέντα. Εξ άλλου οι καθημερινές επισκέψεις στην οικία των της συγκατηγορουμένης των χ4 καθώς και η εν συνεχεία μετάβαση αυτής στο επί της οδού .... αριθμ. .... γραφείο του χ3, η δε ανεύρεση και κατάσχεση των ως άνω αναφερομένων κινητών πραγμάτων εις χείρας και στην οικία των εκκαλούντων αλλά και στο γραφείο του χ3, καταδεικνύουν ότι οι εκκαλούντες και οι συγκατηγορούμενοί των δρώντες από κοινού προέβαιναν στην νόθευση των διαβατηρίων των αλλοδαπών προκειμένου να επιτυγχάνουν εν συνεχεία με τη συγκέντρωση και άλλων δικαιολογητικών την έκδοση αδειών διαμονής. Από δε την ένορκη μαρτυρική κατάθεση της υπαλλήλου του ΙΚΑ Κεραμεικού ζ2, προκύπτει ότι ο εκκαλών χ1 μετέβαινε, συχνά κατά το προ της συλλήψεως του χρονικό διάστημα και δη αφ' ότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 3386/2005(23-8-2005) στο ΙΚΑ Κεραμεικού κομίζοντας δικαιολογητικά αλλοδαπών τα διαβατήρια των οποίων από κοινού δρων με τους συγκατηγορουμένους του είχε προηγουμένως νοθεύσει, προκειμένου να επιτυγχάνει την έκδοση αριθμών μητρώου ως και αποφάσεων για εξαγορά χρόνου ασφάλισης. Ένόψει των περιστατικών και δεδομένων αυτών..... προκύπτουν κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται..... (ακολουθεί η παράθεση και ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 216, 98, 13 εδ. στ του ΠΚ). Ev προκειμένω οι εκκαλούντες προέβαιναν εξακολουθητικά στη νόθευση των διαβατηρίων προκειμένου να πορίζονται σημαντικό εισόδημα, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 15.000, 00 ευρώ, εφόσον από τα κατασχεθέντα εις χείρας των και στην οικία των ως άνω αναφερόμενα διαβατήρια, τα οποία ήσαν πρόσφορα και προορισμένα να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη νομιμοποίηση αλλοδαπών, απεκόμισαν σημαντικό χρηματικό εισόδημα που υπερβαίνει το ποσό των 15.000, 00 ευρώ, αφού για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200, 00 ευρώ. οι δε περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε(5). Οι εκκαλούντες στα απολογητικά τους υπομνήματα και στις εκθέσεις εφέσεως των αρνούνται ότι τέλεσαν την ως άνω αξιόποινο της πλαστογραφίας που τους αποδίδεται και ισχυρίζονται ότι η πράξη αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έλαβε πράγματι χώρα, φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρ. 217 ΠΚ) και όχι της πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα ο εκκαλών χ2 διατείνεται ότι δεν διέμενε στο ίδιο διαμέρισμα με τον συγκατηγορούμενό του χ1, στην πολυκατοικία της οδού .... αριθμ. .., αλλά σε άλλο διαμέρισμα της πολυκατοικίας αυτής, ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την υποτιθέμενη αξιόποινη δράση του συγκατηγορουμένου του και ότι στην διενεργηθείσα στο δικό του διαμέρισμα κατ' οίκον έρευνα, δεν βρέθηκε τίποτε. Ο ισχυρισμός αυτός του εν λόγω εκκαλούντος είναι αβάσιμος. Δεν διέμενε σε δικό του διαμέρισμα αλλά διέμενε μαζί με τον χ1 (βλ. προανακριτική του απολογία). Στην δικογραφία δεν υπάρχει έκθεση κατ' οίκον ερεύνης που να αφορά δικό του διαμέρισμα. Εξ άλλου η πράξη της πλαστογραφίας για την οποία διώκονται δεν φέρει τον χαρακτήρα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών διότι ο σκοπός των εκκαλούντων, με τη νόθευση των παραπάνω εγγράφων, δεν συνίστατο στην απλώς στην διευκόλυνση της αμέσου συντηρήσεως, της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου αυτών των ιδίων ή άλλων, αλλά στον πορισμό εισοδήματος με την καταστρατήγηση των διατάξεων του Ν. 3386/2005 και την συνεπεία της καταστρατηγήσεως αυτής εκδόσεως αδειών διαμονής υπέρ αλλοδαπών προσώπων που δεν είχαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, κατά σαφή περιφρόνηση των αρχών της Ελληνικής εννόμου τάξεως και της μεταναστευτικής πολιτικής της Χώρας. Όταν δε η πλαστογράφηση τελείται για άλλο σκοπό, εκτός από τον αναφερόμενο στο άρθρο 217 ΠΚ, στοιχειοθετείται το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας του άρθρου 216 ΠΚ, έστω και αν το υλικό αντικείμενο της πράξης(της κατάρτισης ή της νόθευσης) είναι έγγραφο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 217 ΠΚ..... (ακολουθεί η παράθεση και ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 2331/1995 όπως αντικ. και συμπλ. από το Ν. 3424/2005). Εν προκειμένω από την εγκληματική δραστηριότητα τους οι εκκαλούντες απέκτησαν εν γνώσει τους χρηματικά, ποσά τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000, 00 ευρώ αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα για κάθε περίπτωση νοθεύσεως απαιτούσαν και εισέπρατταν χρηματικό ποσό τουλάχιστον 3.200,00 ευρώ, οι δε (περιπτώσεις νοθεύσεως που παρατίθενται ανωτέρω, υπερβαίνουν τις πέντε (5). Το γεγονός της απόκτησης σημαντικών χρηματικών ποσών προκύπτει και από την κατάσχεση εις χείρας δε του χ1 χρηματικού ποσού 7.990,00 ευρώ....." V. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων χ1 και χ2 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις αυτών κατά τα του πρωτοδίκου 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των αξιόποινων αυτών πράξεων, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή αυτών στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 45, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 3 β-1, όπως ισχύουν, του ΠΚ και των άρθρων 1 στοιχ. α περ. ιι, στοιχ. β' και 2 παρ. 1 στοιχ. α' Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με αρ. 2 και 3 Ν. 2434/2005, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της πιο πάνω αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην αίτηση επί πλέον στοιχεία. Η με παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών αιτιολόγηση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου αυτής καθιερούμενες αρχές της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος του κατηγορουμένου για επανεξέταση της υποθέσεώς του από ανώτερο δικαστήριο. Η ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, αφού εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση και την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων υπάρχει όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, και το δευτεροβάθμιο συμβούλιο (ή η αναφερόμενη από αυτό πρόταση του εισαγγελέα εφετών), χωρίς να διαλαμβάνει και δικές του σκέψεις, παραπέμπει εξ ολοκλήρου στο πρωτόδικο βούλευμα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος που άσκησε έφεση κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, αποστερήθηκε της ουσιαστικής κρίσεως του συμβουλίου του δεύτερου βαθμού, περίπτωση όμως η οποία δεν συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση, όπως αυτό προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με τις αιτήσεις λόγοι αναιρέσεως (από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ), με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το ανωτέρω κεφάλαιό του για έλλειψη αιτιολογίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι είναι ανεπίτρεπτη η αιτιολόγηση του βουλεύματος με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Αβάσιμος επίσης είναι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του υπόμνημα που υπέβαλαν στις 30-7-2007, αφού έλαβαν γνώση την 20-7-2007 της προτάσεως του Εισαγγελέως προς το Συμβούλιο. Το υπόμνημα αυτό δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, ώστε να το λάβει υπόψη του το Συμβούλιο, ούτε περιεχόταν σε αυτό ισχυρισμοί ή αιτήματα στα οποία αυτό ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει. Οι ισχυρισμοί αυτοί, όπως προκύπτει από επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, καλύπτονταν από τα απολογητικά υπομνήματα, αλλά και τις εκθέσεις εφέσεως των ήδη αναιρεσειόντων, τα οποία εξετίμησε η ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ενώ, περαιτέρω, δεν απαιτείται να εξειδικεύονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς, όπως αβασίμως αιτιώνται οι δύο αναιρεσείοντες. VI. Οι ειδικότερες αιτιάσεις και των δύο αναιρεσειόντων ότι δεν παρατίθεται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού τους, ότι σε καμία περίπτωση δεν ευσταθούν τα αναφερόμενα στο εκκαλούμενο βούλευμα σχετικά με τους ρόλους που είχαν διανείμει μεταξύ τους με σκοπό την παράνομη δράση τους, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Eπίσης ο αναιρεσείων χ1 προβάλλει τις πλημμέλειες ότι δεν γίνεται αιτιολογημένη αναφορά για την απόρριψη του ισχυρισμού του ότι ουδεμία σχέση έχει με τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές αποδίδονται σε βάρος του, "καθώς αν πράγματι πλαστογραφούσε τα συγκεκριμένα εντός της δικογραφίας έγγραφα και εν συνεχεία έκανε χρήση αυτών για λογαριασμό των αλλοδαπών που απευθύνονταν σε εκείνον, ποιος λόγος υπήρχε να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να γίνει αντιληπτός από τον εκάστοτε δημόσιο υπάλληλο στον οποίο θα εγχείριζε το κάθε έγγραφο και να διατρέχει τον κίνδυνο να συλληφθεί, αντιθέτως, η μόνη αλήθεια είναι ότι ενεργούσε πάντοτε υπό το πρίσμα της νομιμότητας...... χαρακτηριστική μάλιστα επί των ανωτέρω είναι η από 28/03/2006 ένορκη εξέταση του ζ1 ενώπιον των αστυνομικών οργάνων, ο οποίος αναφέρει κτλ". Οι ισχυρισμοί αυτοί του αναιρεσείοντος αποτελούν αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και επιχειρήματα, στους οποίους το Δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει με ειδική αιτιολογία, είναι δε οι σχετικές αιτιάσεις απορριπτέες, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέες και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος χ2, κατά τις οποίες στο προσβαλλόμενο βούλευμα "δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια για ποιους διακριτούς ρόλους και για ποιο συνολικό σχεδιασμό δράσης μπορεί να γίνει λόγος αφού η τρίτη εκ των κατηγορουμένων ήταν απλώς γνωστή του αναιρεσείοντος, καθώς γνωρίζονταν με τον ξάδερφο του και ήταν μάλιστα και γείτονες, ενώ ο τέταρτος των συγκατηγορουμένων ήταν παντελώς άγνωστος εις αυτόν, γεγονός που επιρρώνεται και από τον ίδιο στην κατάθεση του ενώπιον των αστυνομικών οργάνων αλλά και ενώπιον του κ. Ανακριτή". Επίσης απαραδέκτως προβάλλεται η αιτίαση από τον ίδιο αναιρεσείοντα ότι, ενώ, στο 4° φύλλο του 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφέρεται ότι στην κατοχή του κατηγορουμένου βρέθηκε και κατασχέθηκε το ..... διαβατήριο Μολδαβίας με στοιχεία γ1, στο 5 φύλλο του βουλεύματος, το ίδιο διαβατήριο αναφέρεται ως ένα από τα 14 διαβατήρια που ευρέθησαν κατόπιν έρευνας που έγινε στην οικία του εξάδελφου του, καθόσον η αιτίαση αυτή πλήττει τις παραδοχές του πρωτόδικου βουλεύματος και όχι του προσβαλλόμενου, το οποίο δεν παραπέμπει στο πρωτόδικο. VII. Περαιτέρω και οι δύο αναιρεσείοντες αποδίδουν στο προσβαλλόμενο βούλευμα την πλημμέλεια, ότι, ενώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007, το 1625/2007 παραπεμπτικό αυτού βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16-5-2007, δηλαδή μία ημέρα πριν την δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου και, επιπλέον, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών προτείνει επί της παραπομπής την 3-4-2007 και, κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος χ2, την αυτή ημερομηνία η ίδια Εισαγγελέας προτείνει να απορριφθεί η από 13-4-2007 αίτησή του για την άρση της κατασχέσεως ή αντικαταστάσεως μεσεγγυούχου, δηλαδή την 3-4-2007 πρότεινε όπως απορριφθεί αίτηση άρσεως κατασχέσεως του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του χ2.Εξ αυτών, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, επήλθε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α του ΚΠΔ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον από επιτρεπτή επισκόπηση της σχετικής εισαγγελικής προτάσεως αλλά και του βουλεύματος, προκύπτει ότι η διαφορά των ημερομηνιών οφείλεται σε προφανή παραδρομή, αφού προκύπτει ότι υπεβλήθηκε πράγματι πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών τόσο επί της ουσίας όσον και επί της αιτήσεως περί άρσεως κατασχέσεως ή αλλαγής μεσεγγυούχου και προσωρινής κρατήσεως και η συζήτηση της υποθέσεως έλαβε χώρα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 4 Μαΐου 2007 (η υποβολή της προτάσεως έλαβε χώρα τον Απρίλιο 2007). Κατά τη γενόμενη συζήτηση στις 4-5-2007 η Εισαγγελεύς ανέπτυξε την πρότασή της και αποχώρησε, χωρίς να αποφανθεί το Συμβούλιο. Στις 17-5-2007 συνεδρίασε το Συμβούλιο εκ νέου με την αυτή σύνθεση προκειμένου να αποφανθεί επί της ΕΓ/96-07/9713 συμπληρωματικής εγγράφου προτάσεως της Εισαγγελέως για την διατήρηση της προσωρινής κρατήσεως των αναιρεσειόντων δυνάμει του 882/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Στο φύλλο 22 του 1625/2007 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αναφέρεται, από προφανή παραδρομή, ότι το βούλευμα αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 16-5-2007, αφού, όπως αναφέρεται στο φύλλο 13, το Συμβούλιο συνεδρίασε στις 17-5-2007 και δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει την προηγουμένη ημέρα και, επομένως, η παραδρομή αυτή ουδεμία ασκεί επιρροή στην εγκυρότητα του βουλεύματος, αφού ουδεμία παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την σύνθεση του Συμβουλίου επήλθε, όπως αβασίμως οι αναιρεσείοντες αιτιώνται. VIII. O αναιρεσείων χ1 προβάλλει, περαιτέρω, την αιτίαση ότι τόσο το 1625/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όσο και το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας ουδέν αναφέρουν σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση αυτού για την άρση, άλλως αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, που του έχει επιβληθεί σε βάρος του, σύμφωνα με το 3/2006 ένταλμα προσωρινής κράτησης του 5ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, με περιοριστικούς όρους, και συνεπώς δημιουργείται εκ τούτων απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ. Ομοίως, ο αναιρεσείων χ2, προβάλλει την αιτίαση, ότι τα πιο πάνω βουλεύματα ουδέν αναφέρουν σχετικά με την υποβληθείσα αίτησή του για την άρση, άλλως αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης, που του έχει επιβληθεί σε βάρος του, σύμφωνα με το 4/2006 ένταλμα προσωρινής κράτησης του 5°° Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών με περιοριστικούς όρους, επιπλέον δε, παρά το γεγονός ότι, έστω στις 3/04/2007 προτείνεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η απόρριψη της κατατεθείσας μετά από δεκαήμερο αίτησης περί άρσης κατάσχεσης ή αντικατάστασης μεσεγγυούχου αναφορικά με το ...... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών παραλείπει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής. Οι αιτιάσεις αυτές των αναιρεσειόντων, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν αποφάνθηκε ειδικά και εμπεριστατωμένα επί των από 15-5-07 αιτήσεων αυτών, για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεώς τους (όπως επικαλέστηκαν και με σχετικούς λόγους εφέσεως), είναι απορριπτέες προεχόντως, ως απαράδεκτες. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς τις αιτήσεις αποφανθέν αιτιολογημένως για την διατήρηση της προσωρινής κρατήσεως των κατηγορουμένων. Όμως το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ως προς το σημείο της προσωρινής κρατήσεως δεν υπόκειτο σε έφεση (αρ. 478 ΚΠΔ), αλλά και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών πάλι ως προς το ίδιο ακριβώς σημείο δεν υπόκειται σε αναίρεση κατ'άρ. 482 παρ. 2 ΚΠΔ. Επομένως, ο προσβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως με τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Εξάλλου, η πιο πάνω αιτίαση, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέλειψε να αποφανθεί επί του προβληθέντος λόγου εφέσεως ως προς την μη απόφανση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για την άρση της κατασχέσεως ή αλλαγή μεσεγγυούχου του ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου του κατηγορουμένου χ2, είναι απορριπτέα, κυρίως, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της 37318-6-2007 εφέσεως του εν λόγω κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεν υποβλήθηκε σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως για την άρση της κατασχέσεως του αυτοκινήτου ή την αλλαγή μεσεγγυούχου, επί του οποίου θα αποφαινόταν το Συμβούλιο Εφετών. Απλώς γίνεται μνεία της παραλήψεως του πρωτοδίκου βουλεύματος να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού, ως "ενδεικτικό της προχειρότητας και των καταφανών πλημμελειών του", χωρίς όμως να αναφέρεται για ποιούς ακριβώς λόγους ζητείται η άρση της κατασχέσεως, ή η αλλαγή μεσεγγυούχου. ΙΧ. Επομένως, οι από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. δ και α ΚΠΔ λόγοι των συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Ακολούθως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των αναιρεσειόντων χ1 και χ2. Απορρίπτει τις 186/10-9-2007 και 177/3-9-2007 αιτήσεις αναίρεσης των 1) χ1 και 2) χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του 1841/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και την 702/10-9-2007 (197/18-9-2007) αίτηση αναίρεσης του χ3, για αναίρεση του 1842/2007 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων αναίρεσης κατά βουλεύματος. Αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιους, που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και παράβαση των άρθρων 1 στοιχ. Α περ. ΙΙ, στοιχ. Β΄ και 2 παρ. 1 στοιχ. Α΄ Ν. 2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 2 και 3 Ν. 2434/2005 (νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες πράξεις). Απόρριψη αίτησης για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως. Δεν υπόκειται σε έφεση ή αναίρεση. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως, ως απαραδέκτου που του είχε επιβληθεί. Αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου αυτής. Προϋποθέσεις. Αιτιάσεις - λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα, διότι ενώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνεδρίασε την 4-5-2007 και 17-5-2007 στο βούλευμα φαίνεται ότι αποφασίστηκε την 16-5-2007, και ότι η Εισαγγελεύς, ενώ προτείνει την 3-4-2007, προτείνει να απορριφθεί η από 13-4-2007 αίτηση. Οφείλεται σε παραδρομή. Αιτιάσεις ότι ουδέν αναφέρει το βούλευμα σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση για την άρση, άλλως αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και για την αίτηση περί άρσης κατάσχεσης ή αντικατάστασης μεσεγγυούχου. Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ως προς το σημείο της προσωρινής κρατήσεως δεν υπόκειτο σε έφεση αλλά το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ως προς το ίδιο σημείο δεν υπόκειται σε αναίρεση. Ο προσβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Ως προς την μη απόφανση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για την άρση της κατασχέσεως ή αλλαγή μεσεγγυούχου, δεν υποβλήθηκε σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως επί του οποίου θα αποφαινόταν το Συμβούλιο Εφετών. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Συναυτουργία, Νομιμοποίηση εσόδων, Εξακολουθούν έγκλημα, Κράτηση προσωρινή, Εισαγγελική Πρόταση.
0
Αριθμός 1432/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1-4-2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, 2)Χ2 και 3)Χ3, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2707/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α)από 4 Φεβρουαρίου 2008 (δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως) και β) 30 Ιανουαρίου 2008 αιτήσεις τους, ως και στις 14 Απριλίου 2008 (δύο) αιτήσεις τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 240/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμούς 146/28-3-2008 και 146Α /14-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2707/2007 βούλευμά του - που εκδόθηκε κατά το άρθρο 29 παρ. 3 ΚΠοινΔ- παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών και τους Χ1, Χ2 και Χ3 για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως: α) Απλής συνέργειας σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, δ) Παράβαση του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) Συγκρότηση συμμορίας, στ) Απόπειρα απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) Απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. - ο Α'- α) Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή. β) Απλή συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. γ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση. δ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. ε) Συγκρότηση συμμορίας και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή)- - Ο Β'- νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή)- - Η Γ'- 'Αρθρα 42, 46, 47, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 3, 386 παρ. 1, 3α-β, 1 παρ. 1α εδ. αη, αιζ, 2 παρ. 1 ν. 2331/95 [όπως το εδ. αιζ προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/97 και 6 παρ. 1 ν. 2515/97 και όπως τα άρθρα 1 και 2 αντικ. με τα άρθρα 2 και 3 ν. 3424/2005 (και 3 παρ. 4, 4 παρ. 4, 9 παρ. 2, 12 παρ. 1 ν. 2743/99)]. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στους άνω κατηγορούμενους α) στις 23-1-2008 στον πρώτο (βλ. το από ...... αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων .....)- στην διεύθυνση που αυτός είχε δηλώσει και χωρίς να προτείνεται κάποια συγκεκριμένη ακυρότητα στην έκθεση αναίρεσης - β) στις 25-1-2008 στον δεύτερο και δη στον ίδιο και γ) 25-1-2008 στη τρίτη και δη στην ίδια. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν ο μεν Χ1 ο ίδιος στις 4-2-2008, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 26/2008 αίτηση αναίρεσης, ο Χ2 ο ίδιος στις 4-2-2008 ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ως κάτοικος Θεσσαλονίκης, την υπ'αριθμ. 11/2008 αίτηση αναίρεσης και η Χ3 η ίδια στις 30-1-2008 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 23/2008 αίτηση αναίρεσης, προβάλλοντες ο μεν πρώτος α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γ) απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας. Συγκεκριμένα ότι: α) απέρριψε αναιτιολόγητα την αίτηση αυτού προς αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο συμβούλιο μετά το πέρας της ανάκρισης και συνεπώς, μετά ταύτα, με το να τον παραπέμψει υπερέβη την εξουσία του. β) Δεν αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία παραπέμπεται, ούτε τις σαφείς και συγκεκριμένες σκέψεις - και ότι αποτελεί κατά το μέγιστο μέρος αντιγραφή του παραπεμπτικού διατακτικού, το οποίο αποτελεί απλή αντιγραφή του κατηγορητηρίου. Πλέον συγκεκριμένα, σε σχέση με την απλή συνέργεια στις δύο περιπτώσεις απάτης αναφέρει απλώς "υπόδειξη του τρόπου τελέσεως"χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος προσδιορισμός της ψυχικής ενισχύσεως με αναφερόμενα σαφή πραγματικά περιστατικά, ενόψει και της ιδιότητας της έμπειρης δικαστικής λειτουργού της αυτουργού και χωρίς αναφορά στο πρόσωπό του περιστατικών περί συνδρομής των άνω επιβαρυντικών περιπτώσεων. Σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία ότι το σκεπτικό επαναλαμβάνει το διατακτικό. Σε σχέση με την ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος ότι δεν υπάρχουν παραδοχές ότι ο ορισμός των δικασίμων ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένος..... ότι οι αποφάσεις με τις οποίες έγιναν δεκτές οι σχετικές αιτήσεις υπερβαίνουν τα λογικά όρια της λογικής κρίσεως και ότι έγιναν με τον σκοπό ωφέλειας ή βλάβης άλλων........ ούτε αναφέρεται ο σκοπός αυτού περί εκδόσεως μη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων. Επίσης - σε σχέση με τις πρωτοδίκες Τσέβη και Γ1 και τον Αντεισαγγελέα Εφετών Χ4, ανακριτή Σάββα δεν περιέχει περιστατικά μεροληπτικής κρίσεώς τους. Επίσης- σε σχέση με το άρθρο 11 ν. 5227/31 και της συγκροτήσεως συμμορίας, ότι το σκεπτικό περιέχει πιστή αντιγραφή του διατακτικού και αντιγραφή του κατηγορητηρίου (για το πρώτο). Επίσης- σε σχέση με την απόπειρα κακουργηματικής απάτης, ότι δεν δίνει απάντηση στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του και δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους κρίνονται αξιόπιστοι οι ισχυρισμοί της κατηγορίας και όχι αυτός ως κατηγορούμενος. Επίσης ότι δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά για τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Επίσης- σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη εμπορία ναρκωτικών ουσιών και της απόπειρας νομιμοποιήσεως εσόδων από κακουργηματική απάτη, δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τις πράξεις αυτές. Επίσης δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την συναυτουργική δράση του. γ) Απόλυτη ακυρότητα διότι έλαβε υπόψη του έγγραφα δηλαδή της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών του, παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών, "τα έγγραφα της απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και τις καταθέσεις των, ρητώς μνημονευομένων, μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού......", τα αντίγραφα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων. Δηλαδή έλαβε υπόψη του παράνομα αποδεικτικά μέσα - ο λόγος αυτός αναπτύσσεται πιο λεπτομερώς στο από 3-3-2008 υπόμνημά του. Επίσης απόλυτη ακυρότητα σε σχέση με την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του, διότι αυτή δεν περιλαμβανόταν στην 2/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών και συνεπώς την δίωξη έδει να ασκήσει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Ο δεύτερος για υπέρβαση εξουσίας (σε σχέση με τη πράξη της παθητικής δωροδοκίας της Γ1 που απαίτησε στις 28-2-2004 και έλαβε στις 2-3-2004 για την εκδίκαση αγωγής του Ιεροδιακόνου Β1 για την οποία δεν του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και δεν απολογήθηκε), για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης (σε σχέση με την αυτή ως άνω παθητική δωροδοκία της Γ1, καθώς και με αυτή που τέλεσε η ίδια από 2-3-2002 έως και 5-10-2004 κλπ). Η δε τρίτη α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα γιατί δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το συμβούλιο ήχθη στο βούλευμα -αφού δεν υπάρχουν στοιχεία σε βάρος της - αφ'ενός και αφετέρου γιατί δεν αναφέρει για ποιό λόγο πρόκειται για παθητική δωροδοκία και όχι ενεργητική τοιαύτη, ποιά υπόθεση εκκρεμούσε στο δικαστήριο για την οποία η καταβολή των χρημάτων και ποιά η νομιμοφανής υπόσταση των εσόδων της δικαστού, β) εσφαλμένη εφαρμογή-ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. αιζ του ν. 2331/95, αφού το βασικό έγκλημα, για το οποίο το αυτό βούλευμα έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής της αυτουργού, δεν στοιχειοθετείται το άνω έγκλημα. Να σημειωθεί εδώ ότι το άρθρο 29 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠΔ ναι μεν αναγράφει ότι "Το συμβούλιο Εφετών αποφασίζει για την κατηγορία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό"πλην όμως αυτό δεν σημαίνει αμετάκλητα αλλά έλεγχο της ουσίας και μόνο της υπόθεσης. Επομένως χωρεί αναίρεση κατά το άρθρο 482 ΚΠΔ, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη -βλ. και ΑΠ 596/95. Ι) Σε σχέση με "τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες"(το λεγόμενο "ξέπλυμα"-) αρχικά εισήχθη στην Ελλάδα (σε -στοιχειώδη- προσαρμογή της οδηγίας της ΕΟΚ 91/308, = L166/28-6-91 σελ. 77) με το ν. 2145/93, ΦΕΚ 88Α/28-5-93 που πρόσθεσε στον ΠΚ άρθρο 394Α, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 9 ν. 2331/95. Ο τελευταίος νόμος (= 2331/95) - στον οποίο αποτυπώθηκε η άνω οδηγία της ΕΟΚ πληρέστερα, σχεδόν αυτούσια, (πρβλ. και Συμβάσεις Βιέννης και Στρασβούργου που κυρώθησαν με τους ν. 1990/91, 2655/98 αντίστοιχα), αποτελεί τον ισχύοντα νόμο με τις τροποποποιήσεις - αντικαταστάσεις του. Ο νόμος αυτός στο άρθρο 1 αυτού όριζε ότι "Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: α. "Εγκληματική δραστηριότητα"τα εγκλήματα που προβλέπονται από τις εξής διατάξεις όπως ισχύουν: αα) Εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών..... αη) της απάτης, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (άρθρο 386 παράγραφος 1 εδάφιο β του Ποινικού Κώδικα) ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια...... αιστ).....". Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται (και ορίζονταν) περιοριστικά -αποκλειστικά- εξαντλητικά βλ. και ΑΠ 372/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 1611/2007, ΑΠ 404/2004), όπως προκύπτει σαφώς και από τη φράση "από τις εξής διατάξεις"και στηρίζεται στον ευρύ ορισμό της "παράνομης δραστηριότητας"του άρθρου 9ΙΧ της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ. Στην αρίθμηση αυτή δεν περιλαμβανόταν αρχικά η δωροδοκία (άρθρα 235-236, 237 ΠΚ). Στην Αιτιολ. Εκθ. του άνω νόμου αναφέρεται ότι "Στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται οποιαδήποτε ενέργεια από την οποία είναι δυνατό, κατά τη συνήθη και πιθανή πορεία των εγκληματικών δραστηριοτήτων, να προκύψουν έσοδα, με άλλα λόγια προϊόντα της εγκληματικής δράσης που οι δράστες θα επιδιώξουν να νομιμοποιήσουν"και αποτελούν το υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης - το λεγόμενο "βρώμικο". Στη συνέχεια με το άρθρο 2 παρ. 16 ν. 2479/97, ΦΕΚ 67Α, 6-5-97, προστέθησαν στα ανωτέρω εγκλήματα και αυτά των άρθρων 235, 236, 237 ΠΚ (- ως εδάφιο αιζ-). Τέλος, αυτό που ενδιαφέρει εδώ, με το άρθρο 2 ν 3424/2005, ΦΕΚ 305Α/13-12-2005, (που εκδόθηκε σε προσαρμογή της οδηγίας 2001/97/ΕΚ=ΕL 344/4-12-2001 σελ. 76 που τροποποίησε την οδηγία 91/308/ΕΟΚ) αντικαταστάθηκε το ανωτέρω στοιχείο α του άρθρου 1 του ν. 2331/95 και το οποίο περιλαμβάνει αυτό πλέον τα εγκλήματα που καλούνται βασικά εγκλήματα και ανήκουν στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας. Στα εγκλήματα αυτά περιλαμβάνονται αα)........ δδ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ)....... ηη) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/1987 ιι) κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ". Ρητά η αιτιολ.έκθ. του ν. 3424/2005 αναφέρει στο σημείο αυτό ότι "Διευρύνεται, επίσης, η έννοια των βασικών εγκλημάτων από τα οποία προκύπτουν έσοδα υποκείμενα στη νομοθεσία για την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες"- Με τον άνω νόμο επομένως δεν περιλαμβάνονται πλέον ρητώς τα άρθρα 386 ΠΚ, και εκ πρώτης άποψης τα άρθρα 236, 237, αλλά προστέθηκε το εδάφιο ΙΙ στο οποίο περιλαμβάνονται σαφώς και αυτά εφόσον όμως από αυτά προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ, πράγμα που δεν απαιτείται για τα ρητώς αναφερόμενα βασικά εγκλήματα (βλ. την Εισηγ.Έκθ. του ν. 3424/2005). Τα τελευταία είναι μάλιστα αδιάφορο αν πρόκειται για κακουργήματα ή πλημμελήματα. "Με τις διατάξεις της δεύτερης κατηγορίας ( ΙΙ) βασικών εγκλημάτων (γενικής φύσης) ενσωματώνεται το άρθρο 1 της Απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ της 26.6.200 (L182) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης"- Εισηγ.Εκθ. ν. 3424/2005, το οποίο ορίζει ότι "προκειμένου για σοβαρά εγκλήματα? Τα εγκλήματα αυτά πρέπει, οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν τα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφάλειας ελάχιστης διάρκειας άνω των έξη μηνών". Στην έννοια της παθητικής δωροδοκίας (άρθρο 235 ΠΚ) περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή (άρθρο 237 παρ. 1 ΠΚ) - βλ. ΑΠ 570/2006 πρβλ ΑΠ 677/71 και πιο κάτω. Να σημειωθεί εδώ ότι το έγκλημα της δωροδοκίας ρητά περιλαμβάνεται στην οδηγία 2001/97/4-12-2001 (άρθρο 1 παρ. 1 περ. Ε) και 2005/60/26-10-2005 (άρθρο 3 παρ. 5 περ. ε). 'Ετσι και το άρθρο 261 σε συνδ. 334 Γερ ΠΚ. Εξ άλλου με το άρθρο 1 περ. β του νόμου 2331/95 ορίζεται ότι νοείται ως "Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα"- τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα στο επόμενο άρθρο, στο δε στοιχείο γ του αυτού άρθρου ορίζεται "ως περιουσία - περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα.....". Την έννοια της περιουσίας ορίζει το άρθρο 2 παρ. 6 ίδιου νόμου = "περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσίας που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για εγκληματική δραστηριότητα"? πρβλ. άρθρο 1 ν. 2655/98 και άρθρο 1 περ. ιστ, ιζ ν. 1990/90 και άρθρο 1 περ. 2 εδ. γ της κοινής δράσης της 3-12-98 (=EL 333/9/12/98). Το άνω στοιχείο β καταργήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 ν. 3424/2005, ΦΕΚ 305Α/13-12-2005 και αντικαταστάθηκε ως εξής "β. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: - η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του, - η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα - η απαίτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, - η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξη της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης". Τέλος, στο άρθρο 2 παρ. 1 του αυτού νόμου (=2331/95) ορίζεται ότι "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής"- πρβλ. οδηγία 91/308/ΕΟΚ. Γενικά ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες - με τον οποίο αποδίδεται ο όρος "ξέπλυμα χρημάτων"- είναι το σύνολο πράξεων ή παραλείψεων με τις οποίες αποκρύπτεται η πραγματική προέλευση και ο δικαιούχος των παράνομα αποκτουμένων περιουσιακών στοιχείων, με τρόπο ώστε, εμφανίζονται ότι προέρχονται από νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, να διατηροί τον έλεγχο επ'αυτών. Η ως άνω παρ. 1 του άρθρου 2 ν. 2331/95 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3424/2005, ΦΕΚ 305Α/13-12-2005, ως εξής: "1.α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β...... γ...... δ. Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ', αν η τέλεση τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β'. Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β'". Με την άνω αντικατάσταση "προστίθενται τέσσερα στοιχεία στους ορισμούς. Στο πρώτο αναπροσαρμόζεται ο βασικός ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό της οδηγίας 2001/97 ΕΚ (άρθρο 1 παρ. 1 που τροποποιεί το άρθρο 1 παρ. 1 σημείο Δ της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ......"Αιτιολ.Εκθ. ν. 3424/2005, το οποίο όμως, στο σημείο αυτό, είναι ταυτόσημο. Το άρθρο 1 παρ. 1 περ. Γ της άνω οδηγίας (2001/97 ΕΚ EL 344/18/12/2001 σελ. 76 επ.) έχει ως εξής: Γ. "Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες": οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: - η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης τους, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του, - η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, - η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, - η συμμετοχή σε μια από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξη της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης. Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων που προαναφέρθηκαν, μπορούν να συνάγονται από τις πραγματικές περιστάσεις. Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμη και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νομιμοποίηση περιουσιακά στοιχεία, έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας." Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής: Για να μπορεί να γίνει λόγος για "νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί μια άλλη εγκληματική δραστηριότητα αφενός μεν και από την οποία προέρχεται η περιουσία η οποία και νομιμοποιείται αφετέρου. Απαιτείται ένα περιουσιακό στοιχείο, δηλ. το έσοδο, το οποίο να προέρχεται από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, το οποίο και αποτελεί το υλικό αντικείμενο της νομιμοποίησης και η οποία (προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα) είναι συγκεκριμένη. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει σχέση κύριας και επόμενης πράξης. Κύρια πράξη (άρθρο 1 εδ. ε ν. 2655/98) ή βασικό έγκλημα (άρθρο 1 περ. α ν. 3424/2005 βλ και ΑΠ 570/2006, ΑΠ 1611/2007) ή πρότερο έγκλημα είναι το έγκλημα από το οποίο παράγεται ακριβώς η επίμαχη περιουσία, επόμενη πράξη είναι η νομιμοποίηση, δηλαδή η πράξη με την οποία η επίμαχη περιουσία αποκτά νομιμοφανή υπόσταση κλπ. Η κύρια πράξη - το βασικό έγκλημα λέγεται εγκληματική δραστηριότητα, την έννοια της οποίας ορίζει ο νόμος (άρθρο 1 περ. α ν. 2331/95 σε συνδυασμό άρθρο 2 ιδίου νόμου). 'Ετσι ως εγκληματική δραστηριότητα νοείται αυτή των εγκλημάτων που αναφέρονται στον κατάλογο (και με ρητή αναφορά στις οικείες διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας) ή κάθε αξιόποινη πράξη (με ρητή εξαίρεση 17 ν.3472/2006, που δεν αφορά εδώ) που υπάγεται στη ΙΙ του άρθρου 2 ν. 3424/2005 και προσδιορίζεται από την απειλούμενη ποινή, ήτοι όπως η έννοια αυτών αναφέρεται στις οικείες διατάξεις και δη της Ελληνικής νομοθεσίας. Το ποσό των άνω των 15.000 ευρώ δεν απαιτείται να προβλέπεται στην οικεία διάταξη ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αλλά αρκεί ότι "από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ". Απαιτείται δηλ. ότι in concreto προέκυψε. Τυχόν αντίθετη άποψη δεν στηρίζεται ούτε στη γραμματική διατύπωση, αντίκειται δε στον σκοπό του νόμου, ήτοι της εισαγωγής της ΙΙ του άρθρου 2 (=διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της εγκληματικής δραστηριότητας) και αφετέρου εγκλήματα που έχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση διαβαθμίσεις με βάση το ύψος της περιουσίας ελάχιστα υπάρχουν. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα τουλάχιστον το άμεσο προϊόν της εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή του βασικού εγκλήματος, ήτοι ο, τιδήποτε έχει αποκτηθεί ευθέως από το έγκλημα π.χ. το δώρο επί δωροδοκίας, το όφελος της απάτης κλπ (βλ. για το θέμα αυτό βλ. μόνο Διονυσόπουλου ΠΧρ 2006 σελ. 364). Και η απαίτηση (επί παθητικής δωροδοκίας) του ωφελήματος συνιστά περιουσία όταν συγκεκριμενοποιείται σε χρήματα, το δε ζήτημα της μη δημεύσεως αυτών είναι διάφορο. Η "περιουσία"δεν απαιτείται να είναι και δημευτέα. Ο δράστης της νομιμοποιήσεως -(που τελέστηκε μέχρι 13-12-2005 ενόψει του άρθρ. 2 παρ. 1 ΠΚ) πρέπει να ενεργεί από κερδοσκοπία ή με σκοπό της συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της περιουσίας ή την αρωγή συνδρομής σε πρόσωπο που εμπλέκεται στην εγκληματική δραστηριότητα. Δεν απαιτείται αθροιστικά κερδοσκοπία και σκοπός συγκάλυψης ή συνδρομής αλλά διαζευκτικά κερδοσκοπία ή σκοπός συγκάλυψης ή συνδρομής. Η διατύπωση είναι σαφής, αρκεί οποιοδήποτε από τα τρία αυτά στοιχεία? Δεν απαιτείται η κερδοσκοπία να συντρέχει με έναν από τους άνω σκοπούς πρβλ ΑΠ 372/2002 ΑΠ 478/2000. Ο σκοπός του δράστη της νομιμοποίησης είναι υπαλλακτικά (βλ και ΑΠ 372/2002, ΑΠ 478/2000): είτε η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης του υλικού αντικειμένου της εγκληματικής δραστηριότητας είτε την παροχή συνδρομής σε όποιον εμπλέκεται είτε ως αυτουργός είτε ως συμμέτοχος στην εγκληματική δραστηριότητα, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του (πρβλ και το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 1990/91 και 6 παρ. 1 ν. 2655/98 και οδηγία 91/308/ΕΟΚ κεφάλαιο Α)? το άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2331/95 όπως είχε προ της αντικ. με το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 3424/2005 ανέγραφε μόνο τον σκοπό της συνδρομής γενικά, χωρίς δηλαδή αναφορά του αντικειμένου της συνδρομής? Το καταργηθέν άρθρο 394 Α ΠΚ ανέγραφε ρητά ως σκοπό της συνδρομής την ματαίωση της δίωξης, ή την εκτέλεση της ποινής ή μέτρου ασφαλείας ή δήμευσης) (ήδη η κερδοσκοπία δεν απαιτείται από το ν. 3424/2005). Όμως δεν αρκεί μόνη η απόκτηση κατοχής ή χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες - όπως ορίζει ρητά το άρθρο 1 εδ. β μετά το ν. 3424/2005) = υπόσταση της απομόνωσης. Η συγκάλυψη αναφέρεται στο προϊόν, το περιουσιακό στοιχείο που προήλθε από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, η δε παροχή συνδρομής αναφέρεται στο δράστη (αυτουργό ή συμμέτοχο) της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας. Δεν απαιτείται όμως όπως ο δράστης της νομιμοποίησης ενεργεί στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικότητας. Καμία σύνδεση δεν γίνεται πλέον με οργανωμένο έγκλημα έτσι ώστε να απαιτείται όπως η περιουσία προέρχεται μόνο από εγκληματική δραστηριότητα του λεγόμενου οργανωμένου εγκλήματος, δεδομένου άλλωστε ότι το "ξέπλυμα"δεν αποτελεί μόνο δικό του χαρακτηριστικό. Είναι δε επίσης χαρακτηριστικό της βούλησης αυτής του 'Ελληνα νομοθέτη, ο οποίος και δια του ν. 2331/95 και δια του ν. 3424/2005 προσάρμοσε το ελληνικό δίκαιο αρχικά στην 91/308/ΕΟΚ οδηγία και εν συνεχεία στην 2001/97/ΕΚ οδηγία, στις οποίες δεν τίθεται ως προϋπόθεση τιμώρησης της νομιμοποίησης η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης. Εξ άλλου πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, που πραγματώνεται με μία σειρά πράξεων, μια εκ των οποίων και μόνον αρκεί, μπορεί όμως να εκτυλίσσονται ταυτόχρονα. Έτσι ο δράστης της νομιμοποίησης (όταν δεν είναι ο ίδιος δράστης και του βασικού εγκλήματος) πρέπει να είναι σε γνώση ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα (όπως αυτή αναφέρεται ανωτέρω) ή ότι ο δράστης στον οποίο παρέχει συνδρομή εμπλέκεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα. 'Ετσι δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος στο σημείο αυτό (άλλως όμως προ του ν. 3424/2005). Λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πράξης νομιμοποίησης. Δεν αρκεί δηλ. η γνώση ότι η περιουσία προέρχεται από οποιοδήποτε έγκλημα που υπάγεται στην "εγκληματική δραστηριότητα"αλλά πρέπει αυτό να συγκεκριμενοποείται. Απαιτείται δηλαδή να γνωρίζει ότι η περιουσία προέρχεται από συγκεκριμένο έγκλημα (που πρέπει όμως να περιλαμβάνεται στον κατάλογο της εγκληματικής δραστηριότητας. Δεν απαιτείται όμως και γνώση ότι η συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα υπάγεται-εντάσσεται στον κατάλογο αυτό πρβλ ΑΠ 1611/2007 βλ. και πιο κάτω. Η πράξη της νομιμοποίησης έχει όμως αυτοτελές άδικο (εκτός από την περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. δ εδ. τελ. Ν. 2331/95, που δεν πρόκειται εδώ) έναντι της πρότερης πράξης, δηλαδή του βασικού εγκλήματος. 'Ετσι είναι αδιάφορο αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και δη μετά την τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης (επιχείρημα και από το άρθρο 2 παρ. 8 ν. 2331/95, και άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2331/95). Αρκεί επομένως ότι το βασικό έγκλημα περιλαμβάνεται σ'αυτά που ανήκουν στην εγκληματική δραστηριότητα χωρίς να απαιτείται ο δράστης αυτής να είναι και τιμωρητέος. Να πληρούν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά έγκλημα που υπάγεται στην εγκληματική δραστηριότητα πρβλ. ΑΠ 351/2003 - πρβλ. και σε σχέση με το άρθρο 394 ΠΚ Μυλωνόπουλο - Ειδικό Ποινικό (2006) σελ. 667 Νο 1371, Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ τομ. γ σελ. 105, Γάφο Ειδικό Ποινικό τεύχος Ζ σελ. 6, Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) σελ. 1080 Νο4, ΑΠ 343/65, ΑΠ 386/71, ΑΠ 181/2006). Μπορεί να είναι και άγνωστος ο δράστης του βασικού εγκλήματος (πρβλ Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ. γ 105, ΑΠ 1455/83). Τέλεση εγκλήματος απαιτεί ο νόμος, όχι και καταδίκη υπαιτίου. Η ποινή εδώ επιβάλλεται για την πράξη της νομιμοποίησης και όχι για την πράξη της εγκληματικής δραστηριότητας. Ενόψει των ανωτέρω και του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εξής: ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, "για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες"(όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005), "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998), "ο όρος "εγκληματικές δραστηριότητες", περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) και τα εγκλήματα (καλούμενα εφεξής βασικά εγκλήματα) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα"και κατά τη διάταξη της παρ γ' του ίδιου άρθρου του νόμου, "με τον όρο "περιουσία"νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/ 2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ' (εγκλήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Π.Κ.), τέθηκε στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς (ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο "εγκληματικές δραστηριότητες", η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ.), στην έννοια όμως της οποίας περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 237 του Π.Κ. (παθητική δωροδοκία δικαστή), -βλ πιο κάτω- αποκλεισθείσης μόνον της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 236 και 237 παρ. 2 του Π.Κ.), προδήλως ως μη αποφέρουσας εισόδημα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), "1. Εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της voμιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ("ξέπλυμα βρώμικου χρήματος") προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με την μορφή εμπράγματης, ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, (-στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η κατάθεση χρηματικού ποσού στο όνομά του, το οποίο έτσι εμφανίζεται ως δικό του και νόμιμο-) απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση, οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικά δε δόλο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη (κερδοσκοπίας ή) συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για (κερδοσκοπία ή) συγκάλυψη. Διευκρινίζεται στο νόμο αναλυτικά, τι νοείται με τους όρους "εγκληματική δραστηριότητα"και "περιουσία", στην έννοια δε της τελευταίας, περιλαμβάνεται και το χρήμα, υπό υλική ή άυλη μορφή. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων (βλ. ΑΠ 570/2006 πρβλ ΑΠ 413/87 ΑΠ 1212/2000, 483/86). Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα όπως αναφέρθηκε βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν. 2331) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε μεταξύ αυτών και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, αφού αποτελεί ειδικότερη περίπτωση παθητικής δωροδοκίας, η οποία ρητά προβλέπεται στο νόμο και μετά την τροποποίησή του (βλ ΑΠ 570/2006 όπου και ορθή παραπομπή δικαστή που ζήτησε και έλαβε χρηματικά ποσά με σκοπό να κρίνει υποθέσεις που έχει υπέρ του και άμεση συνέργεια σ'αυτήν του δικηγόρου που μεσολάβησε μεταξύ αυτού και διαδίκου, αμφότεροι δε και για νομιμοποίηση εσόδων με την κατάθεση του ποσού σε τράπεζα με σκοπό τη συγκάλυψη της δωροληψίας). -Να σημειωθεί μάλιστα εδώ ότι η δωροδοκία δικαστή ήταν και προ της αντικ. των άρθρων 235, 236 ΠΚ από το νδ 1234/72, ισχύει δε και σήμερα, διακεκριμένη ειδική περίπτωση της κοινής δωροδοκίας βλ. μόνο Δέδε - Ειδικό Ποινικό - σελ. 49 - Γάφο Ειδικό Ποινικό, τεύχος γ σελ. 28. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικόν ότι όταν ο δικαστής δεν μπορούσε να τιμωρηθεί κατά το άρθρο 237 ΠΚ διότι είχε ήδη γίνει η υπόθεση, τότε υπαγόταν στο άρθρο 235 ΠΚ (-βλ. Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ β σελ. 331, Τούση - Γεωργίου ΠΚ (1967) 638 Νο7, Δέδε ο.π. σελ. 51 - Γάφο Ειδικό Ποινικό, τεύχος γ σελ. 31), η δε αιτιολογική έκθεση ΠΚ (1933) σελ. 424 ρητά αναγράφει ότι "Η προκειμένη περίπτωσις και άνευ της εξεταζομένης διατάξεως θα περιελαμβάνετο εις τα θέματα των προηγουμένων άρθρων". Επειδή, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εν προκειμένω, ως επιεικέστερη (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.), διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 Π.Κ. όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 παρ. 7 του Ν. 3327/11-3-2005 και το οποίο ήταν πλημμέλημα-, εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα λάβουν με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μία υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει, υπόσχεται ή δίνει τέτοια δώρα ή ωφελήματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 ή σε οικείο τους. Από τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 Π.Κ., η οποία αναφέρεται στην παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, προκύπτει ότι, για την κατά νόμο θεμελίωση του προβλεπομένου από αυτήν αξιοποίνου αδικήματος, απαιτείται: α') εκείνος που απαιτεί δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα, να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα ή να έχει ορισθεί διαιτητής σε κάποια υπόθεση (πρβλ ΑΠ 6/98 ολ) η οποία δεν απαιτείται να είναι συγκεκριμένη κατά τόπο χρόνο κλπ (βλ. ΑΠ 570/2006 πρβλ ΑΠ 1206/86, ΑΠ 1231/95, ΑΠ 2458/2005 ΠΧρ 2005 σελ. 622, ΑΠ 83/2006 ΠΧρ 2006 σελ. 703) αλλά να προσδιορίζεται επαρκώς β') τα δώρα ή ανταλλάγματα να μη προσήκουν σ'αυτόν και να δίνονται ή και να υπάρχει απλή υπόσχεση δόσεως τους για μελλοντική ή τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψη του, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή ο δράστης σκοπούσε σπουδαίως να προβεί στην εκτέλεσή της ή δεν επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός βλ. ΑΠ 570/2006, Δέδες - Ειδικό Ποινικό- σελ. 52, ούτε απαιτείται να αναφέρεται ότι χωρίς την απαίτηση-καταβολή των δώρων η σχετική κρίση δεν θα ήταν άλλη βλ. ΑΠ 570/2006, και γ') η ενέργεια ή η παράλειψη του δικαστή να αφορά νόμιμη πράξη που περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας του, την οποία αυτός να μπορεί να ενεργήσει ή παραλείψει κατά την άσκηση 'της από το λειτούργημα του αρμοδιότητας και να ανάγεται αυτή στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντα του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο ή έχουν ανατεθεί σ'αυτόν βάσει υπηρεσιακών κανονισμών ή διαταγών ή οδηγιών των προϊσταμένων του εξ αιτίας της υπηρεσιακής του σχέσεως ή προκύπτουν από τη φύση της υπηρεσίας του. Στην έννοια της κρίσης, του άνω άρθρου νοείται ή κατά τη λήψη της απόφασης ή κατά την έκδοση εντάλματος συλλήψεως ή προφυλάκισεως εκφερομένη υπό του δικαστού - βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ τομ. β σελ. 331, η υπό του δικαστού εκφερομένη κατά την επί της υποθέσεως απόφαση Τούση-Γεωργίου ΠΚ (1967) 638 Νο8 Γάφος Ειδικό, τεύχος γ σελ. 30. Η διάταξη του άρθρου 237 παρ. 2 Π.Κ. αναφέρεται σε τρίτο, ο οποίος, ανεξαρτήτως ιδιότητας, προσφέρει ή δίνει ή υπόσχεται δώρα ή ωφελήματα στα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου πρόσωπα, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μία υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου. Το ανωτέρω αξιόποινο αδίκημα μπορεί να τελεσθεί με τη χρήση περισσοτέρων τρόπων πραγματώσεώς του, οι οποίοι αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας, δηλαδή ενός μόνο αδικήματος (υπαλλακτικώς μικτού), στο οποίο ο κάθε τρόπος τελέσεως είναι αυτοτελής και αρκεί για την ολοκλήρωση της εγκληματικής πράξεως. Να σημειωθεί όμως εδώ ότι το έγκλημα της δωροδοκίας είναι υπαλλακτικά μικτόν? Επομένως μπορεί να τελεσθεί με οποιονδήποτε τρόπο που αναγράφεται στη διάταξη, και ο οποίος είναι αυτοτελής και ισοδύναμος του άλλου, εάν δε συντρέχουν πλείονες τρόποι ή και όλοι τότε ένα και μόνον έγκλημα υπάρχει πρβλ ΑΠ 1601/2002 ΠΧρ ΝΓ 593, ΑΠ 1076/2006 - Πράξη και Λόγος- σελ. 521, ΑΠ 2365/2005, Ποινικός Λόγος σελ. 2090, ΑΠ 302/88 ΠΧρ ΛΗ 527 κ.α - Τούτο συμβαίνει γενικώτερον για τα λεγόμενα υπαλλακτικά μικτά εγκλήματα (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ, τομ. Α σελ. 35, Χωραφά - Ποινικό Δίκαιο (1966) 158, Ανδρουλάκη ΓενΜ (2006) σελ. 189, Μυλωνόπουλο ΓενΜ (2007) σελ. 160, Γάφο ΓενΜ σελ. 156, Ζησιάδη ΓενΜ - τομ. Α - σελ. 189, ΑΠ 2045/2005, ΑΠ 142/82 κ.α, Κωστάρα-Θεμελιώδεις έννοιες ΠΔ (2004) σελ. 317, Βαθιώτη-Στοιχεία ΠΔ (2007) σελ. 93- Επομένως η δίωξη περιλαμβάνει όλους τους δυνατούς τρόπους τέλεσης και συνεπώς δημιουργείται δεδικασμένο - 57 ΚΠΔ.-. επίσης η συμμετοχή σε μία από τις πλείονες πράξεις του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος είναι συμμετοχή στο όλο έγκλημα - Μυλωνόπουλος σελ. 162, όπως επίσης εάν ένας τρόπος τελέσεως γίνει στην Ελλάδα, θεωρείται ότι το όλον έγκλημα έγινε στην Ελλάδα κλπ. Επίσης ο ένας τρόπος τέλεσης να στοιχειοθετεί "εγκληματική δραστηριότητα", π.χ. απαίτηση και ο άλλος νομιμοποίηση της περιουσίας π.χ. λήψη. Επομένως μπορεί να γίνει δεκτή η συνδρομή του ενός τρόπου αντί του άλλου, αφού πρόκειται για ένα έγκλημα (-βλ ΑΠ 1089/95 ΠΧρ ΜΣΤ 226, ειδικά δε και το έγκλημα της δωροδοκίας βλ. ΑΠ 243/2006, ΑΠ 1358/95, ΑΠ 1142/79 ΑΠ 1601/2002-) αφού οι πλείονες τρόποι αποτελούν απλώς εκφάνσεις της αυτής εγκληματικής δράσεως. Οι τρόποι που μπορεί να τελεστεί το υπαλλακτικώς μικτόν έγκλημα είναι και ισοδύναμοι και αυτοτελείς. Επομένως έκαστος τρόπος έχει δικό του χρόνο παραγραφής και δεν μπορεί η παραγραφή του ενός να συμπαρασύρει και τον άλλο τρόπο, όταν μάλιστα ο τελευταίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ουσιαστική αποπεράτωση του προηγουμένου, όπως στην περίπτωση της δωροδοκίας η οποία δεν είναι έγκλημα περιουσιακό. Η λήψη, ως τρόπος τέλεσης της δωροδοκίας, δεν προϋποθέτει απαίτηση ούτε είναι αποτέλεσμα της απαίτησης. Είναι ανεξάρτητος τρόπος τέλεσης. 'Ετσι η τέλεση της δωροδοκίας δικαστή με την μορφή της απαίτησης, εάν ο υπαίτιος εν συνεχεία δεχθεί, ήτοι λάβει (βλ. άρθρο 235 ΠΚ και Δέδε - εγκλήματα περί την υπηρεσία σελ. 36-) το επίδικο δώρο, η τυχόν προ της εκδίκασης παραγραφή του πρώτου τρόπου τέλεσης δεν έχει ως συνέπεια την παραγραφή και του άλλου τρόπου τέλεσης - βλ. και Μπιτζιλέκη-Υπηρεσιακά Εγκλήματα - β έκδ. (2001) σελ. 187-8, όπου και ορθότατη αιτιολογία στο κείμενο και σημείωση 47. Εξάλλου, αναφορικά με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ'επάγγελμα τέλεσης της πράξης (και της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων το εδάφ. στ' του άρθρου 13 Π.Κ. (όπως προστέθηκε με αρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996) ορίζει ότι κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράσης για πορισμό εισοδήματος. Από τον ορισμό αυτό του Π.Κ. προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης της κρινόμενης πράξης "κατ' επάγγελμα", απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος ΑΠ 372/2002 ΠΧρ ΝΓ 208, πρβλ ΑΠ 1539/2003, ΑΠ 382/2006, ΑΠ 2200/2002, ΑΠ 1720/2007, ΑΠ 402/2004 κ.α.- Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β του προηγουμένου άρθρου (=όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης) παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται.....". Πρόκειται για την απλή συνέργεια η οποία συνίσταται σε οποιαδήποτε περίπτωση εκ προθέσεως συμβολής-διευκολύνσεως (υλικής-ψυχικής) της κύριας πράξεως, η οποία δεν συνιστά άμεση συνέργεια, και παρέχεται προ ή κατά την τέλεση της κύριας πράξης (πρβλ ΑΠ 1228/2001 ΠΧρ ΝΒ 428, ΑΠ 1191/2001 ΠΧρ ΝΒ 424 κ.α.). Ο απλός συνεργός θέλει να συμβάλλει με την συνδρομή του στην τέλεση του εγκλήματος, το οποίο τελείται ή πρόκειται να τελεστεί (βλ. ΑΠ 683/99 ΠΧρ Ν 246) χωρίς όμως να απαιτείται να γνωρίζει λεπτομέρειες βλ. Δημάκη υπό 47 Νο 26. Ηθική (ψυχική) συνδρομή συνιστά ειδικώτερα και η συμβουλή περί του τρόπου τελέσεως της κύριας πράξης (βλ. μόνο Χωραφά - 1966 - σελ. 367). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ - τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός "όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Επομένως ηθικός αυτουργός είναι αυτός που με πρόθεση προκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπον σε κάποιον άλλον την απόφαση να τελέσει αυτός (=ο άλλος) ορισμένη αξιόποινη πράξη και αυτός την τέλεσε ή αποπειράθηκε να τελέσει αυτή (πρβλ ΑΠ 673/2007, ΑΠ 688/2007, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1469/2003 κ.α.). 'Ετσι ως τρόπος προκλήσεως της απόφασης είναι: συμβουλή, εκμετάλλευση φιλίας, υπόσχεση χορήγησης αμοιβής, προσδοκία κέρδους, εντολή, φορτικές παρακλήσεις, οδηγίες, παραινέσεις κλπ. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 ΠΚ για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακόν όφελος, παράσταση εν γνώσει ψευδών γεγονότων σαν αληθινών (ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών) από την οποία ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, βλάβη της περιουσίας του παραπλανηθέντος ή τρίτου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, τέλεση της πράξεως κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και, τέλος, συνολικό όφελος ή συνολική ζημία που να υπερβαίνει είτε το ποσό των 5.000.000 δραχμών αν η πράξη έχει τελεσθεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, είτε το ποσό των 25.000.000 δραχμών σε κάθε περίπτωση - βλ. ΑΠ 1944/2003 -.Ως γεγονότα, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν? 'Ετσι δεν συνιστούν γεγονότα αυτά που αναφέρονται στο μέλλον, δηλαδή αυτό που θα συμβεί στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις. Όμως και οι απλές υποσχέσεις είναι γεγονότα κατά την ανωτέρω έννοια όταν παρίστανται ως απλές συνέπειες των συγχρόνως παρισταμένων και στο παρόν ή παρελθόν αναφερομένων γεγονότων - βλ. ΑΠ 660/2006, ΑΠ 382/2006, ΑΠ 1167/2006, ΑΠ 2203/2006 κ.ά.- 'Ετσι όταν παριστάνει κάποιος ότι λόγω φιλικού συνδέσμου με τον δικαστή δια του οποίου είναι δυνατή η απαλλαγή του κατηγορουμένου κλπ τότε υπάρχει παράσταση παρόντος γεγονότος (βλ. ΑΠ 1289/94, ΑΠ 587/94, ΑΠ 1603/99 ΠΧρ Ν 719-όπου και συρροή με τον νόμο περί μεσαζόντων, έτσι και ΑΠ 653/2007 - ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1944/2003, ΑΠ 532/2002 κ.α.). Εξ άλλου η τέλεση της απάτης για να λάβει τον χαρακτήρα κακουργήματος ως κατ'επάγγελμα και για τον συνεργό πρέπει να συντρέχει και σ'αυτόν το "κατ' επάγγελμα"- βλ. ΑΠ 110/2000, ΑΠ 2360/2003 κ.α.- Τέλος, το έγκλημα της απάτης τιμωρείται και όταν τούτο βρίσκεται στο στάδιο της απόπειρας, ήτοι μέχρι της επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης. 'Εννοια απόπειρας ΑΠ 1698/2003, ΑΠ 1331/2005, ΑΠ 675/2000, ΑΠ 1715/2001, ΑΠ 40/2005 κ.α.- Όταν η απάτη τελείται κατά συναυτουργία, δεν απαιτείται ειδικώτερη αιτιολογία περί του τρόπου συμμετοχής εκάστου συναυτουργού βλ. ΑΠ 1693/2001, ΑΠ 1944/2003 κ.α. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων - τιμωρείται "όστις παριστών ψευδώς ή αληθώς ότι ως εκ των σχέσεων αυτού ή εκ της ιδιότητός του ή εν γένει της επιρροής και του κύρους αυτού δύναται...... να προκαλέσει οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν των προσώπων τούτων......... (-δηλ. του Δημοσίου......)... λαμβάνει ως αμοιβήν ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεση, τοιαύτης αμοιβής ή ανταλλάγματος υπέρ εαυτού ή τρίτου"- βλ. ad hoc με την υπό κρίση υπόθεση ΑΠ 1403/83 ΠΧρ ΛΔ 367. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ -"όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος......". Αρκούν δηλαδή δύο - πρβλ ΑΠ 2271/2002, ΑΠ 2541/2003 Σχετ. ΑΠ 44/2006. Για τη συρροή μεταξύ συμμορίας και του τελεσθέντος εγκλήματος που αυτή αφορούσε βλ. ΑΠ 1228/2001 και δη συρροή με το άρθρο 1 εδ. α, στ ν. 2331/95 πρβλ ΑΠ 83/2006. Το έγκλημα της συμμορίας είναι διαρκές (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ. β σελ. 156-7. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ -"Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται......". Πρόκειται για ουσιαστική ποινική διάταξη που προστατεύει το γενικώτερο συμφέρον της ομαλής και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας (-βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ τομ. β σελ. 386, ΑΠ 2444/2005, ΑΠ 452/2006, ΑΠ 1340/2005 κ.α.), που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα - βλ. ΑΠ 1270/2003, ΑΠ 1122/2004. Το υπηρεσιακό καθήκον που παραβαίνει ο υπάλληλος καθορίζεται από το νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου - βλ. ΑΠ 543/2006, ΑΠ 1402/2003 κ.α. στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και ο δικαστής πρβλ ΑΠ 1/2005 Ολ, Μπιτζιλέκη - Τα υπηρεσιακά εγκλήματα - β εκδ.- σελ. 81- και δη κατά την εκτέλεση τόσο των δικαστικών όσο και των διοικητικών καθηκόντων. Να σημειωθεί εδώ ότι ο κατά προτίμηση προσδιορισμός υποθέσεων που έγινε με την απαίτηση ή καταβολή ωφελημάτων συνιστά παράβαση καθήκοντος αφού γίνεται σε βάρος άλλων υποθέσεων που υπάγονται στην αυτή κατηγορία και υπέρ του διαδίκου αυτών - πρβλ Κονταξή ΠΚ υπό 235 όπου και παραπομπές σελ. 2081- Η διακριτική ευχέρεια επί τινός υποθέσεως δεν σημαίνει αυθαιρεσία? 'Αλλωστε σημασία έχει εδώ εάν η επίδικη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα ανεπηρέαστης κρίσης ή αποτέλεσμα επιρροής τρίτων και δη χάριν ωφελείας τρίτου, οπότε, στην τελευταία περίπτωση, σαφώς πρόκειται για παράβαση καθήκοντος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' (νέα αρίθμηση) του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν δε πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, όπως είναι και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η παθητική δωροδοκία δικαστή, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων βλ. ΑΠ 491/2007, ΑΠ 501/2006, κ.ά. ούτε απαιτείται να αναφέρεται -προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης βλ. ΑΠ 492/2007, ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 1331/2006 κ.ά. ούτε για ποιό λόγο δεν έγινε πιστευτό ένα αποδεικτικό μέσο πρβλ ΑΠ 890/2002, ΑΠ 591/2001, ΑΠ 51/99 κ.ά ή από ποίο ή ποιά συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει η κάθε παραδοχή -πρβλ ΑΠ 2/2003 Ολ, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 561/2006, διότι όλα τ'ανωτέρω ανάγονται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ο δε 'Αρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομιμότητα των παραδοχών. 'Ετσι και όταν επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων με την αναίρεση βλ. ΑΠ 829/2006. Επίσης το γεγονός ότι το σκεπτικό αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού δεν αποτελεί λόγον αναίρεσης, αρκεί ότι πληρούται η απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πρβλ ΑΠ 918/2005. Τέλος, επί κατά συναυτουργία τέλεση των εγκλημάτων απάτης παράβασης καθήκοντος, νομιμοποίησης εσόδων, δεν απαιτείται ειδικώτερος προσδιορισμός των πράξεων των συναυτουργών αφού κάτι τέτοιο δεν δημιουργεί κάποια ασάφεια ενόψει της φύσεως των εγκλημάτων αυτών πρβλ ΑΠ 50/90-Ολ. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως ΑΠ 570/2006 ΠΧρ 2007 σελ. 319, ΑΠ 491/2007 και Ποινικός Λόγος 348, 386, ΑΠ 597/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007 κ.α. Η επιβαλλόμενη δε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον όντως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη -βλ. ΑΠ 492/2007, ΑΠ 570/2007, ΑΠ 501/2006, ΑΠ 1762/2006 ΑΠ 65/07 κ.ά. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 § 2 και 318 εδ. α Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ'αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο, να διατάξει την ενώπιον του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα (-βλ. ΑΠ 545/2007), όπως ότι ο διάδικος (κατηγορούμενος) ΑΠ 540/2006, ΑΠ 658/2006, έχει ήδη υποβάλλει υπόμνημα με τους ισχυρισμούς του βλ. ΑΠ 300/2001, ΑΠ 658/2006, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 1506/2002 κ.ά και από το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού δεν υπάρχει ανάγκη διασαφήσεως βλ. ΑΠ 925/2001 κ.ά. Επειδή η αξιοποίηση αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε κατά παράβαση των άρθρων 9 § 3 Συντ. και 370Α § 4 Π.Κ., συνιστά απόλυτη ακυρότητα, που ισχύει και για την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία για την παραπομπή του κατηγορουμένου, αφού προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως αυτού -βλ. ΑΠ 2035/2005, ΑΠ1622/2005 Πρβλ ΑΠ 1713/2006 τμ Ε, ΑΠ 1351/2007 τμ Α1. Είναι δε αδιάφορο-ενόψει του άρθρου 25 § 1 εδ. γ' Συντ- ποιός ο παραβάτης, αρκεί δηλ. και ιδιώτης. Εξ άλλου, ενόψει της απόλυτης διατύπωσης του άρθρου 19 § 3 Συντ. δεν μπορεί να ισχύσει εδώ η εξαίρεση του άρθρου 177 § 2 Κ.Ποιν.Δ. σε βάρος του κατηγορουμένου. Έτσι μόνο υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 9, 19, 9Α Συντ. και των συνταγματικών εκτελεστικών αυτών νόμων είναι δυνατή η εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων. Όμως κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 13 ν.2331/95 "Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο φορέα, στην Εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων ή από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, ή σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας......". Η ποινική δίωξη στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκήθηκε μετά από την υπ'αριθμ. 2/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε κατ'εφαρμογή του άρθρου 29 Κ.Π.Δ. Κατά την έννοια της άνω απόφασης ως πράξεις που αποδίδονται σε τρίτους δεν νοούνται μόνο οι συμμετοχικές πράξεις αυτών σε αξιόποινες πράξεις δικαστικών λειτουργών αλλά και (χωρίς περιορισμό) όλες οι αξιόποινες πράξεις αυτών που -κατά το πόρισμα της προκαταρτικής εξέτασης που διενεργούσε ο Εισαγγελέας Αρείου Πάγου-φέρονται ως εμπλεκόμενες στις εγκληματικές δραστηριότητες των δικαστικών λειτουργών. Επομένως σαφώς προσδιορίζονται οι πράξεις αυτές κατά το άρθρο 246 Κ.Π.Δ. και δεν απαιτείτο περαιτέρω εξειδίκευσή τους (πρβλ άρθρο 250 Κ.Π.Δ.) και ΑΠ 270/96, ΑΠ 520/98, ΑΠ 1680/87 Μπουρόπουλο υπό 246 Νο1) αφού αυτές αναφέρονται, γίνεται παραπομπή, στο άνω πόρισμα. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του (2707/2007) απέρριψε (και) την αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο συμβούλιο προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινίσεων "διότι ο κατηγορούμενος αυτός έχει εκθέσει διεξοδικά και με πληρότητα τις απόψεις του με εκτενή και αναλυτικά υπομνήματα ενώπιον του Ανακριτή και του Συμβουλίου και δεν έχει ουσιαστικά να συνεισφέρει τίποτε περισσότερο από τα ήδη εκ μέρους του εκτεθέντα"(βλ. 579 φύλλο του βουλεύματος). Έτσι αιτιολογημένα και για ορισμένους αναφερομένους λόγους απέρριψε την αίτηση αυτή και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. 'Αλλωστε ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν αναφέρει τί επί πλέον των όσων έχει εκθέσει θα προσφέρει-εκθέσει. Το αυτό συμβούλιο για την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος ρητά αναφέρει (=φύλλα 591 επ.) ότι έλαβε υπόψη του "καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων και εν γένει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων......."και ότι "δεν λαμβάνονται υπόψη προς επιβάρυνση της θέσης των κατηγορούμενων, οι δοθείσες από αυτούς, πριν από την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου (72 Κ.Π.Δ.), μαρτυρικές καταθέσεις κατά την προκαταρκτική εξέταση (στο βαθμό που δεν παραπέμπουν οι ίδιοι σ'αυτές με την απολογία τους)"-πρβλ γι'αυτό ΑΠ 710/03 Νοβ 2004, σελ. 100 - ΑΠ 1315/2006 Π.Χρ. 2007 σελ. 611-. Ακόμη "δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο στην προκειμένη περίπτωση οι εμπεριεχόμενες στη δικογραφία καταστάσεις εισερχομένων και εξερχομένων τηλεφωνικών κλήσεων, που αφορούν τους κατηγορουμένους και άλλα πρόσωπα, στις οποίες αναγράφονται, οι αριθμοί των καλούντων και καλουμένων συνδρομητών, τα ονόματα αυτών, η ημερομηνία, η ώρα έναρξης και η διάρκεια κάθε κλήσης και για την απόκτηση των οποίων δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο ...διαδικασία άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου...."-ενόψει του άρθρου 19 Συντ. και 8 Ευρ. Σ.Δ.Α. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης περί λήψεως υπόψη παρανόμων αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμος και δη καθό μέρος αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη "έγγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών και παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών"-(αφού ο άνω έλεγχος έγινε νόμιμα στα πλαίσια του ν.2331/1995 -άρθρο 4 § 13) και "αντίγραφα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων"(-αφού αυτά εξαιρέθησαν ρητά και δεν ελήφθησαν υπόψη). Εξ άλλου ο αυτός λόγος περί λήψεως υπόψη "εγγράφων απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών, τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών, συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και των καταθέσεων των Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού.....", είναι απαράδεκτος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ήτοι διότι θεωρεί ως δεδομένη την αναφερομένη υποκλοπή, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ότι γίνεται δεκτόν, ούτε ότι προτάθηκε και κρίθηκε. Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου για Κακουργήματα-Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως: Τον μεν Χ1 διότι "Στην Αθήνα, κατά τους πιο κάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των (υπό στοιχεία Α1 και Α2) πράξεων απάτης και συγκεκριμένα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεών της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Β) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα, 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........"κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ....., αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις ....., ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, , την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Γ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1, και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Φ1, Μητροπολίτη ......., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεση αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Φ1, Μητροπολίτη ......., καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ5, Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1) να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1.Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της, . 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 83/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς σε άλλον ότι, λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γενεί της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών, με σκοπό να λάβει αμοιβή ή να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος υπέρ αυτού και συγκεκριμένα παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2, Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας άλλους σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Η πράξη όμως αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η παθούσα αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό που της ζητήθηκε, ειδικότερα: 1) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Ζ) (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα και ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ...... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Η) Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, (από κερδοσκοπία και) με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή ........ την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ..... και ..... της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή ........ να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ....., 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ....., και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ...... να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρύβουν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ......... την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη .... του Ανακριτή του Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ......, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1), αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 701 Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών". Τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 διότι "Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στις 10.2.2003, υποσχέθηκε δώρα σε δικαστή, που εκείνος δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθεί υπόθεση που του είχε ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου και συγκεκριμένα υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του Νικολάου Κούδα, στο με αριθμό ........ λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Β) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Γ) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό .... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .......), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό .... λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό ...... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .......), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 2901 Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1 από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Δ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του 11ου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια". Και την τρίτη αναιρεσείουσα Χ3 διότι "κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2001 έως 19-2001, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή σε δικαστικό λειτουργό, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν.2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικώτερα: στις 19-2-2001 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε το ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεων της που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ...., για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος"διότι δέχθηκε ότι προέκυψαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά σε σχέση με αυτούς και δη για μεν τον πρώτο ότι: "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δικηγόρος ανέπτυξε επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράση στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης. Ενεργώντας συστηματικά και οργανωμένα ανέλαβε την επεξεργασία και διεκπεραίωση μεγάλου αριθμού ποινικών και αστικών υποθέσεων, για την επιτυχή έκβαση των οποίων δεν αρκέστηκε στις επιστημονικές του γνώσεις και τις υπερασπιστικές του ικανότητες, αλλά συχνά αναζήτησε, κατά τρόπο μάλιστα αθέμιτο και παράνομο, τη μεροληπτική στάση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη ορισμένων επίορκων δικαστικών λειτουργών (πρωτίστως της Γ1), την οποία αρκετές φορές επέτυχε να αποσπάσει. Η οργάνωση, σε μεγάλη έκταση, της δικαστηριακής εργασίας του, ως δικηγόρου, η διεκπεραίωση της οποίας ενώπιον των δικαστικών αρχών γινόταν συχνά από συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, χωρίς την εμφάνιση του ίδιου, σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης, που φανερώνει έλλειψη σεβασμού στην ορθή λειτουργία του δικαστικού συστήματος και στην απονομή της δικαιοσύνης, ήταν μεν ιδιαίτερα αποτελεσματική για την επαγγελματική του ανέλιξη και συνακόλουθα την άντληση υψηλού οικονομικού οφέλους, τον οδήγησε όμως στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, που συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με το δικαιοδοτικό έργο και ενέχουν μεγάλη κοινωνική απαξία. Συγκεκριμένα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε τα ακόλουθα εγκλήματα: Α) Απλή συνεργεία σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν του φύλλου 594 πράξεων απάτης και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους μάλιστα ο δεύτερος, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε, κατά την κατάθεση του, ύστερα από υπόδειξη της Γ1, συνάντηση στο δικηγορικό γραφείο του Χ1, εν γνώσει του τελευταίου, με τόν Χ5 για τη διευθέτηση του θέματος της πρώτης περίπτωσης απάτης (αποφυλάκισης των Δ2, Δ3 και Δ4). Β) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή). 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορουμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής ".........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Γ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1, και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Φ1, Μητροπολίτη ......., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ......, καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ5, Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως, το οποίο τελικά δεν καταβλήθηκε, αφού τα μέρη συμβιβάστηκαν στο ποσό των 3.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5 τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1), να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1. Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους θεωρήθηκε εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 8/3/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1 για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Παράβαση του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 περί μεσαζόντων. Η πράξη αυτή συνίσταται στο ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2, Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Απόπειρα απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., που συνίσταται ειδικότερα στο ότι: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Για την τέλεση της πρώτης από τις δύο αυτές πράξεις απόπειρας κακουργηματικής απάτης προκύπτουν, ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Π1 και Π7, ικανές ενδείξεις, οι οποίες κρίνονται επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου προς πλήρη διελεύκανση της υπόθεσης κατά τη δημόσια ακροαματική διαδικασία. Για τη δεύτερη περίπτωση απόπειρας κακουργηματικής απάτης πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνδυασμένες καταθέσεις των μαρτύρων Π3, Π2, Π4, Π5 και Π6 παρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Ζ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών). (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα. Ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ....... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την απόφαση 2568, 2585/2005 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο Α2 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και κάθειρξη 10 ετών, για εμπορία ναρκωτικών ουσιών, και η σύζυγος του Α1 σε φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή 216.203 ευρώ για παράβαση του άρθρου 2 του ν. 2331/1995 και μάλιστα για τη νομιμοποίηση του ποσού των 83.242.771 δρχ., ως παράνομου εσόδου από εμπορία ναρκωτικών. Τις υπάρχουσες επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου της πράξης αυτής, των οποίων γίνεται εκτενέστερη αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει, ούτε να υποβιβάσει σε επίπεδο μόνο απλών ενδείξεων, ο βασικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ίδιος υπέδειξε στη Α1, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, να αποσύρει το ποσό των 220.000.000 δρχ., που βρισκόταν κατατεθειμένο σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό, δίνοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις της ότι το ποσό αυτό αποτελούσε αποκλειστικά δικό της νόμιμο έσοδο, για να αποφύγει τον ενδεχόμενο κίνδυνο μακροχρόνιας δέσμευσης του, ισχυρισμός ο οποίος δεν κρίνεται πειστικός, αφού δεν ευρίσκει επαρκή ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό. Έτσι δεν μπορεί να αποτρέψει, όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι η Α1 έχει αθωωθεί για τη νομιμοποίηση του ποσού των 140.000.000 δρχ., ως παράνομου εσόδου, την παραπομπή αυτού σε δίκη για την προαναφερόμενη πράξη. Καθίσταται, λοιπόν, υπό τα δεδομένα αυτά, αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος της εν λόγω κατηγορίας. Η) Απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ' επάγγελμα. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή .......... την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ...... και ......... της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή .......... να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......., 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......, και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (.......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ........ να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρύβουν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια ημέρα (9.7.1999) ασκήθηκε εναντίον των δύο προαναφερόμενων κατηγορουμένων και ποινική δίωξη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ........ την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη ..... του Ανακριτή του 7ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ......., δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1), αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η πιο πάνω με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 7ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή εκτίθενται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο συμπληρωματικά αναφέρεται". Καθίσταται συνεπώς φανερόν ότι αυτός δεν παραπέμφθηκε για συρροή εγκληματικής δραστηριότητας (=βασικό έγκλημα) και νομιμοποίηση εσόδων από αυτή? για δε την δεύτερη ότι: "Η κατηγορουμένη αυτή, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Γ1, διέπραξε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 19.2.2001, το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: στις 19.2.2001, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε τα ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεών της που εκκρεμούσα ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό, το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ......, για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη εκτίθενται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται (βλ. φύλλα 207 και 180 και δη στην κατάθεση εκ μέρους του ποσού των 200.000 δραχμών, στο πλήθος των δικαστικών αγώνων που είχε, και στη φιλία της με την Γ1 -γίνεται αναφορά στην 1097/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε σχετικό πίνακα δικών της στο άνω δικαστήριο-. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων της κατηγορουμένης που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, λόγω της παθητικής δωροδοκίας της, η οποία αποτελεί και την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα) σε παράνομη νομιμοποίηση εσόδων, δεν επηρεάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη στοιχειοθέτηση της πράξεως αυτής της παθητικής δωροδοκίας σε βαθμό επαρκών ενδείξεων, αφού από το συνδυασμό όλων των αποδεικτικών στοιχείων βεβαιώνεται η απαίτηση και η λήψη εκ μέρους της Γ1 του πιο πάνω διαλαμβανόμενου χρηματικού ποσού προς το σκοπό επίδειξης μεροληπτικής συμπεριφοράς (εκδόσεως ευνοϊκών αποφάσεων υπέρ της Χ3) κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων της". Για δε τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 ότι: "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αφού, κατά το χρονικό διάστημα από το 1983 έως το 1989, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές και απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στη Γερμανία, όπου και εργάστηκε ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε μετά το 1993 στην Ελλάδα και άρχισε να δικηγορεί στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο, από δε το 1999 επεξέτεινε τη δικηγορική του δραστηριότητα και στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας υποθέσεις και στα δικαστήρια των Αθηνών. Αυτός δημιούργησε στενή φιλική σχέση με την πρωτοδίκη Γ1, με την οποία γνωρίστηκε το 1993. Στενή φιλική σχέση δημιούργησε επίσης με το συγκατηγορούμενό του δικηγόρο Αθηνών Χ1, με τον οποίο ανέπτυξε και επαγγελματική συνεργασία, καθώς και με τον Αρχιμανδρίτη Χ5, του οποίου ανέλαβε και ορισμένες εκκρεμείς στα δικαστήρια υποθέσεις. Οι φιλικοί και οι επαγγελματικοί δεσμοί που δημιούργησε κατά κύριο λόγο με τα παραπάνω πρόσωπα, αποτέλεσαν τη βάση μιας περαιτέρω οργανωμένης συνεργασίας με αυτά, καθώς και με άλλα πρόσωπα, όπως ο δικηγόρος Βόλου Κ1, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση κοινών άνομων συμφερόντων και στην άντληση οικονομικών κυρίως οφελών με παραβατική συμπεριφορά. Ο κατηγορούμενος αυτός, προκειμένου να ανελιχθεί επαγγελματικά και να αποκτήσει σημαντικά οικονομικά οφέλη, δεν δίστασε να επιδείξει εγκληματική συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού προς το θεσμό της δικαιοσύνης και το δικηγορικό λειτούργημα και ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ειδικότερα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος τέλεσε τα ακόλουθα κακουργήματα και πλημμελήματα: Α) Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή: Συγκεκριμένα, στις 10.2.2003, υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του ΞΟ, στο με αριθμό ..... λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την τέλεση της πράξης αυτής αναλύεται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το ποσό αυτό των 6.000 ευρώ, το οποίο, όπως και ο ίδιος δέχεται, κατατέθηκε με δική του εντολή από το συνεργάτη του ΞΟ στον πιο πάνω λογαριασμό του Χ5, αποτελεί αμοιβή δύο γραφολόγων πραγματογνωμόνων για υπόθεση του τελευταίου, ανετεθειμένη στον ίδιο, ως δικηγόρο, την οποία είχε προεισπράξει και επέστρεψε στον εντολέα του (Χ5), επειδή η σχετική πραγματογμωμοσύνη επρόκειτο να διενεργηθεί από πραγματογνώμονες της Αθήνας, δεν κρίνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας πειστικός. Αντίθετα η αποδεδειγμένη στενή συνεργασία μεταξύ Χ2, Χ5 και Γ1 για το μεροληπτικό χειρισμό προς όφελος αυτού υποθέσεων του γραφείου του, αλλά και άλλων συνεργατών του, εκ μέρους της Γ1 με την είσπραξη αμοιβής (δωροληψίας δικαστή), γεγονός που συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις, ο μεσολαβητικός ρόλος του Χ5 στον οργανωμένο μεταξύ τους κύκλο για τη διαβίβαση και μεταφορά των σχετικών εντολών και εισπράξεων προς το σκοπό μάλιστα της απόκρυψης των ποινικώς αξιόμεμπτων ενεργειών και των εσόδων από αυτές και η έλλειψη πειστικών εξηγήσεων για τη διακίνηση του εν λόγω ποσού των 6.000 ευρώ ενισχύουν τη θέση του Συμβουλίου ότι πρόκειται σαφώς για περίπτωση ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, της οποίας επιχειρείται ανεπιτυχώς η απόκρυψη. Β) Απλή συνέργεια σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους γίνεται ρητή αναφορά και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Γ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ' εξακολούθηση, που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1 που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό ....... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ......), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό ........ λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό .......... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .........), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή και την αμέσως προηγούμενη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα η παθητική δωροδοκία δικαστή, ως βασικό έγκλημα, εκτός από εκείνη του ποσού των 6.000 ευρώ, για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος στον οικείο τόπο, επαρκώς στοιχειοθετείται με βάση τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως εξηγείται και στην εισαγγελική πρόταση. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, με τον οποίο αυτός επιχειρεί να εμφανίσει ως σύννομες τις διαδοχικές εκ μέρους του καταθέσεις των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών στο λογαριασμό της Γ1, ότι οι καταθέσεις αυτές αποτελούν δάνειο του πελάτη του ΚΛ, κατοίκου ......., προς την Γ1 και έγιναν από τον ίδιο, ο οποίος λειτούργησε ως μεσολαβητής, μεταξύ του ΚΛ, από τον οποίο έπαιρνε τα χρήματα του δανείου για να τα μεταβιβάσει στην Γ1, και της τελευταίας, από την οποία έπαιρνε αντίστοιχες συναλλαγματικές για την εξασφάλιση του πελάτη του, δεν ευσταθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο κατηγορούμενος στο από 19.12.2005 απολογητικό υπόμνημα του στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη αναφέρει ότι μεσολάβησε, ως δικηγόρος του ΚΛ, για την εξασφάλιση αυτού, με την ταυτόχρονη παράδοση σ' αυτόν των αποσταλεισών από την Γ1 συναλλαγματικών κατά την εκτέλεση του δανείου (κατά την καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού), στο από 7.9.2007 υπόμνημα του, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, εκθέτει, διαφοροποιούμενος ως ένα βαθμό, ότι έπαιρνε τις συναλλαγματικές, ως εγγύηση για την αποπληρωμή των δανεισθέντων από την Γ1 ποσών και ότι οι συναλλαγματικές θα παρέμεναν στην κατοχή του μέχρι την αποπληρωμή του δανείου και μόνο σε περίπτωση που η Γ1 δεν θα ήταν σε θέση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό θα παρέδιδε τις συναλλαγματικές στο ΚΛ, ο οποίος θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για την είσπραξη της απαίτησης του, και ακόμη ότι η Γ1 έδινε στον ίδιο τις συναλλαγματικές, διότι ήθελε να είναι ασφαλής ότι αυτές σε καμιά περίπτωση δεν θα κυκλοφορούσαν με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα. Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι η μη κυκλοφορία των συναλλαγματικών με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με την προσθήκη στις συναλλαγματικές της ρήτρας "ουχί εις διαταγήν", που καθιστούσε τις εν λόγω συναλλαγματικές μη μεταβιβάσιμες με οπισθογράφηση, γεγονός που ασφαλώς γνώριζαν η πρωτοδίκης Γ1 και ο ίδιος, ως έγκριτος δικηγόρος, και δεν υπήρχε ανάγκη παράδοσης τους σ'αυτόν. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι απλώς ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, δεν είναι σε θέση να επηρεάσει, όπως έχει προαναφερθεί, τη στοιχειοθέτηση των πράξεων αυτών παθητικής δωροδοκίας, ως βασικού εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (βλ. σχετ. ΑΠ 570/2006). Εξάλλου, η εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής των περισσοτέρων πλημμεληματικών πράξεων παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που αποτελούν το βασικό έγκλημα στη νομιμοποίηση εσόδων, δεν αναιρεί, όπως έχει προδιαληφθεί, την τέλεση του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού αρκεί το γεγονός ότι διακριβώθηκε αντικειμενικά η τέλεση των εν λόγω πράξεων δωροδοκίας δικαστή. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.0.00 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις δύο τελευταίες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Δ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5 κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1 να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του II01 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Τελικά εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Μειοψήφισε η ήδη κατηγορουμένη Γ1, η οποία εξέφρασε τη γνώμη να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 3 ετών για κάθε πράξη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, αναφορικά με τις διαλαμβανόμενες στην εισαγγελική πρόταση κατηγορίες ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, με στοιχ. Ε(Ι)1, Ε(Ι)2 και Ε(Ι)5, με τις οποίες χαρακτηρίζεται αυτοτελώς, ως αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, η επιδιωχθείσα εκ μέρους ορισμένων δικαστικών λειτουργών συμμετοχή στη σύνθεση των δικαζόντων συγκεκριμένες υποθέσεις δικαστηρίων, ύστερα από την αντικατάσταση αρμοδίως των αρχικά ορισθέντων δικαστών, με το σκοπό να ωφελήσουν με τη μεροληπτική συμπεριφορά τους ορισμένους διαδίκους, ότι, όπως έχει εκτεθεί και πιο πάνω για αντίστοιχες κατηγορίες σε βάρος του Χ5, η συμμετοχή συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών στη σύνθεση των δικαστηρίων, που θα δίκαζαν τις υποθέσεις που τους ενδιέφεραν, συνδέεται άρρηκτα και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκδήλωση της αποφασισθείσας μεροληπτικής συμπεριφοράς τους κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών προς το μοναδικό σκοπό της προσπόρισης παράνομου οφέλους σε ορισμένους διαδίκους με αντίστοιχη βλάβη των αντιδίκων τους. Υφίσταται, δηλαδή, ενότητα εγκληματικής ενέργειας, που κατατείνει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την αρχή τελικού σκοπού της παράνομης ωφέλειας και αντίστοιχης βλάβης ορισμένων διαδίκων, με την παράβαση εκ μέρους του δικαστή, που επέτυχε να εξασφαλίσει αρμοδίως τη συμμετοχή του στη σύνθεση των δικαζόντων δικαστηρίων, του υπηρεσιακού του καθήκοντος. Έτσι αξιόποινο χαρακτήρα, ως παράβαση καθήκοντος, φέρει η μεροληψία του δικαστή υπέρ ορισμένου διαδίκου προς το σκοπό ωφέλειας αυτού και αντίστοιχης βλάβης του αντιδίκου του, όχι και αυτή καθεαυτή η επιδιωχθείσα συμμετοχή του στη σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου προς εξυπηρέτηση του πιο πάνω σκοπού με τη μεροληπτική συμπεριφορά του. Συνακόλουθα, για τις φερόμενες στην εισαγγελική πρόταση με τα πιο πάνω στοιχεία Ε(Ι)1, Ε(Ι)2 και Ε(Ι)5 πράξεις ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, ενόψει του ότι δεν στοιχειοθετείται η παράβαση καθήκοντος, θα πρέπει να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου, όπως πιο κάτω εκτίθεται. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη του Νοεμβρίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια". Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού αναφέρει σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και τους λόγους που στηρίζουν την υπαγωγή τους στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των αναιρεσειόντων. Έτσι και οι σχετικοί λόγοι των αναιρέσεων -συμπεριλαμβανομένων και αυτών που περιέχονται στο από 3-3-2008 υπόμνημα του πρώτου- είναι αβάσιμοι -βλ. για το έγκλημα της νομιμοποίησης από παθητική δωροδοκία δικαστή και το βούλευμα ΑΠ 570/2006-. Όπως ελέχθη η φερόμενη αιτίαση ότι η αιτιολογία αποτελεί κατά το μέγιστο μέρος απλή αντιγραφή του κατηγορητηρίου είναι ως λόγος αναίρεσης και αβάσιμος αλλά και απαράδεκτος αφού δεν αναφέρεται γιατί αυτό δεν αρκεί. Εξ' άλλου σαφώς αναφέρεται ο τρόπος τελέσεως της απλής συνέργειας, ήτοι η υπόδειξη του τρόπου τέλεσης, πράγμα που αρκεί, χωρίς να απαιτείται κάτι άλλο. Άλλωστε ούτε ο αναιρεσείων δεν αναφέρει γιατί αυτό δεν αρκεί. Αναφέρει επίσης ειδικά και εμπεριστατωμένα πού στηρίζει τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων (=ανάπτυξη επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράστη στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης, οργάνωση σε μεγάλη έκταση της δικαστηριακής εργασίας του ως δικηγόρου.....σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης.....) -πρ.βλ. ΑΠ 2159/2006 όπως επίσης και τον τρόπο της ηθικής αυτουργίας = συνεχείς προτροπές, για την οποία, ενόψει της φύσεως της κυρίας πράξης (=παράβαση καθήκοντος) και του περιεχομένου της, δεν απαιτείτο να αναφέρεται ότι σκοπός του ήταν η έκδοση μη δικαίων δικαστικών αποφάσεων κλπ. Επίσης δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η μη απάντηση σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς -αφού αυτό ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, όταν μάλιστα δεν συγκεκριμενοποιούνται αυτοί. Έτσι και ο ισχυρισμός περί μη ορθής αξιολογήσεως αποδεικτικών στοιχείων. Επίσης επαρκώς περιγράφεται και το βασικό έγκλημα από το οποίο προέρχεται η περιουσία για την οποία η νομιμοποίηση, η συγκεκριμενοποίηση της οποίας -όσον αφορά λεπτομέρειες- είναι έργο του δικαστηρίου. 'Ετσι και η υπόθεση την οποία αφορά η παθητική δωροδικία σε σχέση με τη νομιμοποίηση που τέλεσε η τρίτη αναιρεσείουσα της οποίας και ο δεύτερος λόγος είναι, όπως ελέχθη, αβάσιμος όπως αβάσιμοι είναι οι λόγοι αναίρεσης ότι δεν περιλαμβάνεται στην εγκληματική δραστηριότητα η παθητική δωροδοκία δικαστή, όπως ελέχθη. Τέλος οι λόγοι αναίρεσης του δευτέρου κατηγορουμένου είναι απαράδεκτοι? ειδικώτερον ο πρώτος στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση αφού για την συγκεκριμένη πράξη της παθητικής δωροδοκίας της Γ1 που τέλεσε στις 28-2-2004 και 2-3-2004 και αναφέρεται σε υπόθεση του ιεροδιακόνου, δεν έχει παραπεμφθεί ο αναιρεσείων, πράγμα που και ο ίδιος αναφέρει στην έκθεση αναίρεσης (βλ. σελίδα 5 αυτής), οι δε λοιποί λόγοι αναίρεσης αναφέρονται σε αποδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος που ανάγονται αποκλειστικά σε άλλους κατηγορούμενους και στις αποδιδόμενες σ'αυτούς κατηγορίες, ενώ σε σχέση με αυτόν και στο οικείο σημείο υπάρχουν άλλες αποδοχές που δεν προσβάλλονται, λαμβανομένου υπόψη ότι για κάθε κατηγορούμενο το προσβαλλόμενο βούλευμα ασχολείται ξεχωριστά και περιορίζεται σ'αυτόν. Σημασία συνεπώς έχει εάν το οικείο σημείο που αφορά τον αναιρεσείοντα και αυτά που δέχεται γι'αυτόν αναφέρονται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. Αυτά όμως δεν προσβάλλονται από τον αναιρεσείοντα αυτόν. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, σε σχέση με αναίρεση κατά βουλεύματος, δεν μπορεί να χωρήσει προβολή προσθέτων λόγων, κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τον Κ.Π.Δ., αφετέρου το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής εξαρτάται από τον αναιρεσείοντα και από το προσβληθέν μέρος του βουλεύματος σε συνδυασμό με τους προβαλλόμενους λόγους. 'Ετσι τα μη θιγέντα μέρη-κεφάλαια αυτού έχουν καταστεί ήδη αμετάκλητα πρ.βλ. και άρθρο 482 § 1 εδ. α' Κ.Π.Δ. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθούν οι υπό κρίση αναιρέσεις. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 26/2008, 11/2008 και 23/2008 αναιρέσεις των Χ1, Χ2 και Χ3. Να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτών. Αθήνα 4 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ Με την υπ' αριθμ. 146/28-3-2008 έγγραφη πρότασή μας εισαγάγαμε στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου τις υπ'αριθμ 26/2008, 11/2008 και 23/2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2 και Χ3 κατά του υπ'αριθμ. 2707/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και προτείναμε τα αναφερόμενα σ'αυτή και δη την απόρριψη των άνω αναιρέσεων. Ο από τους παραπάνω αναιρεσείοντες Χ2 υπέβαλε στην Εισαγγελία Αρείου Πάγου την από 14-4-2008 αίτησή του, για να διαβιβαστεί στο παραπάνω συμβούλιο, την από 14-4-2008 αίτησή του, με την οποία ζητάει την εμφάνισή του στο συμβούλιο αυτό "προς παροχή διευκρινίσεων και εξηγήσεων και για την ορθότερη ανάπτυξη των λόγων της αναίρεσης". Επίσης ο από τους κατηγορουμένους, αλλά όχι αναιρεσείων, Χ5 υπέβαλε δια του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου στις 14-4-2008 την από 14-4-2008 αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο συμβούλιο Αρείου Πάγου προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει και αναπτύξει τους λόγους αναίρεσης που έχει υποβάλει με το από 9-4-2008 υπόμνημά του. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ έχει εφαρμογή και στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ, ήτοι το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του για να δώσουν, κάθε διευκρίνιση, τότε δε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Επομένως η σχετική αίτηση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, δηλαδή να εξειδικεύεται ο λόγος της εμφανίσεως, και αφετέρου όταν ο αιτών έχει ήδη αναπτύξει λεπτομερώς τους λόγους αναίρεσης με την αίτηση αναίρεσης, δεν υπάρχει λόγος αποδοχής της σχετικής αιτήσεως εμφανίσεως - παγιά στο σημείο αυτό η νομολογία του Αρείου Πάγου βλ. ΑΠ 1477/2005 στο τέλος, ΑΠ 1762/2006 στο τέλος, ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 2275/2002 στο τέλος, ΑΠ 353/2004 στο τέλος κ.α.- Εξ άλλου η αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης υποβάλλεται μόνο υπό του αναιρεσείοντος αφού οι δυνάμενες να δοθούν εδώ εξηγήσεις-διευκρινίσεις αφορούν μόνον τους υπό τούτου προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης - βλ. ΑΠ 307/2004 - αφενός και αφετέρου δεν μπορούν να αφορούν την ουσία της υπόθεσης αφού ο 'Αρειος Πάγος δεν ερευνά αυτή. Τέλος, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης δεν προβλέπονται επί βουλευμάτων (άρθρο 485 παρ. 2 ΚΠοινΔ). Ενόψει των ανωτέρω η άνω αίτηση του πρώτου πρέπει να απορριφθεί αφενός μεν διότι είναι αόριστη αφετέρου διότι ο αναιρεσείων αιτών έχει ήδη αναπτύξει τις απόψεις του λεπτομερώς με την αίτηση αναιρέσεως. Επίσης πρέπει να απορριφθεί και η από 14-4-2008 αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου του κατηγορουμένου Χ5, διότι δεν είναι αναιρεσείων και διότι δεν προβλέπεται από το νόμο αποδοχή τέτοιας αιτήσεως με το άνω περιεχόμενο. 'Αλλωστε οι προταθέντες λόγοι αναίρεσης έχουν ήδη αναπτυχθεί λεπτομερέστατα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθούν οι από 14-4-2008 αιτήσεις για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου των Χ2 και Χ5. Αθήνα 14 Απριλίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι κρινόμενες 26/4-2-2008, 11/4-2-2008 και 23/30-1-2008 αιτήσεις (εκθέσεις) των 1) Χ1, 2) Χ2 και, 3) Χ3, αντιστοίχως, κατά του 2707/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, συνεκδικαζόμενες, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. ΙΙ. Το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το πιο πάνω προσβαλλόμενο βούλευμά του, που εκδόθηκε κατά το άρθρο 29 παρ. 3 ΚΠΔ και έκρινε σε πρώτο και τελευταίο βάθμό, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, πλην άλλων, και τους αναιρεσείοντες Χ1, Χ2 και Χ3 για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως : Α) Ο πρώτος για α) απλή συνέργεια από κοινού σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος από κοινού, δ) παράβαση του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) συγκρότηση συμμορίας, στ) απόπειρα απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία και κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) απόπειρα νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. Β) Ο δεύτερος για α) δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή, β) απλή συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση, δ) ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, ε) συγκρότηση συμμορίας και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) και Γ) η τρίτη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή. ΙΙΙ. Ο από τους παραπάνω αναιρεσείοντες Χ2, με την από 14-4-2008 αίτησή του, ζητάει την εμφάνιση του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου "προς παροχή διευκρινίσεων και εξηγήσεων και για την ορθότερη ανάπτυξη των λόγων της αναίρεσης". Επίσης, ο από τους κατηγορουμένους, αλλά όχι αναιρεσείων, Χ5, με την από 14-4-2008 αίτησή του, ζητάει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο αυτό Συμβούλιο, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει και να αναπτύξει τους λόγους αναίρεσης που έχει υποβάλει με το από 9-4-2008 υπόμνημά του. Η αίτηση του αναιρεσείοντος Χ2 πρέπει να απορριφθεί, ως κατ'ουσία αβάσιμη, αφού με τις κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και με το υπόμνημα που κατέθεσε, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι απόψεις του και οι ισχυρισμοί του αναπτύσσονται επαρκώς σε αυτά, ενώ, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση για αυτοπρόσωπη αυτού εμφάνιση δεν προσδιορίζει και δεν εξειδικεύει το λόγο της αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του, δηλαδή, επί ποίων θεμάτων ζητεί αυτός να παράσχει επιπλέον διευκρινήσεις. Η αίτηση του μη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ5, είναι απορριπτέα, προεχόντως, ως απαράδεκτη. Η διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., αναφερομένη στην συζήτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος και ορίζουσα την, κατ'αυτήν δυναμένη να εφαρμοσθεί αναλόγως, διάταξη και του άρθρου 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., προϋποθέτει αναγκαίως περίπτωση συνδρομής των όρων του άρθρου 309 παρ. 2 και στην αναιρετική διαδικασία. Έτσι, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής, κατά την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία, αφορά σε αίτημα συγκεκριμένου διαδίκου να δώσει διευκρινίσεις επί των δικονομικών και ουσιαστικών ισχυρισμών του, προκειμένου δε, κατά την ενώπιον δε του Αρείου Πάγου συζήτηση επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως διαδίκου υποβάλλεται μόνον εκ μέρους του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος διαδίκου, αφού οι δυνάμενες να δοθούν, εν προκειμένω, διευκρινίσεις αφορούν μόνον στους προβαλλόμενους υπό τούτου λόγους αναιρέσεως. Αίτημα ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση κατά βουλεύματος διαδίκου, είναι απαράδεκτο στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, κατά την οποία είναι και λογικώς αδιανόητη η "διευκρίνιση"των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως υπό ετέρου, πλην του αιτουμένου την αναίρεση του βουλεύματος, διαδίκου. Άλλωστε, ο αιτών, επιδιώκων, κατά το άρ. 469 του ΚΠΔ, το επεκτατικό γι' αυτόν αποτέλεσμα των αναιρέσεων, που άσκησαν οι συγκατηγορούμενοί του Χ1 και Χ2, δύναται να επικαλεσθεί μόνο τους προβαλλόμενους από εκείνους λόγους αναίρεσης, χωρίς ο ίδιος να δύναται να προβάλει δικούς του λόγους. Το ίδιο ισχύει και για τον κατηγορούμενο και μη ασκήσαντα αναίρεση Κ1 ο οποίος, όπως και ο Χ5, υπέβαλε σχετικό υπόμνημα. Επομένως, το αίτημα του Χ5 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της ουσίας της υποθέσεως ("της κατηγορίας που τον βαρύνει") και για να αναπτύξει τους λόγους αναίρεσης που έχει υποβάλει με το από 9-4-2008 υπόμνημά του, είναι και εκ τούτου απαράδεκτο, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι από 14-4-2008 αιτήσεις για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου των Χ2 και Χ5. ΙV. Ο αναιρεσείων Χ1, με τον 1ο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη ενώπιον αυτού εμφάνιση απορρίφθηκε, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία "ιδρυομένων έτσι τόσο του από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως αιτιολογίας, όσο και εκείνου της απόλυτης ακυρότητας". Η απόλυτη δε ακυρότητα, όπως υποστηρίζει, επήλθε, διότι το δικαίωμα του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση συνδέεται με τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ως κατηγορουμένου, ώστε, η αναιτιολόγητη μη ικανοποίησή του, αντίκειται στις σχετικές διατάξεις τόσο του ΚΠΔ, όσο και της ΕΣΔΑ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες . Κατά τα άρθρα 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του Κ.Π.Δ., το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο το συμβούλιο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μόνο, αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή, αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ' του Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ενώπιόν του και έτσι απέρριψε τη σχετική αίτησή τους . Την κρίση του δε αυτή στήριξε, σε δικές του σκέψεις και συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι οι αιτήσεις των κατηγορουμένων (μεταξύ των οποίων και του αναιρεσείοντος Χ1), που υπέβαλαν αίτηση, "για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινίσεων, οι οποίοι κρίνονται παραδεκτές και νόμιμες (309 παρ. 2 ΚΠοινΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες, διότι οι κατηγορούμενοι αυτοί έχουν εκθέσει διεξοδικά και με πληρότητα τις απόψεις τους με εκτενή και αναλυτικά υπομνήματα ενώπιον του Ανακριτή και του Συμβουλίου και δεν έχουν ουσιαστικά να συνεισφέρουν τίποτε περισσότερο από τα ήδη εκ μέρους τους εκτεθέντα". Η με την ανωτέρω αιτιολογία απόρριψη της αιτήσεως εμφανίσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών είναι πλήρης, αφού για ορισμένους αναφερομένους στο βούλευμα λόγους απέρριψε την αίτηση αυτή. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, "κατά τους κοινούς λογικούς κανόνες δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί, ότι, μετά το χρόνο της απολογίας του κατηγορουμένου ή της υποβολής υπομνημάτων του...... ..αποκαλύφθηκαν παλαιότερα περιστατικά ή/και στοιχεία ή/και προέκυψαν νέα, από τα οποία να συνάγεται, ως αναγκαίο πόρισμα, η ανυπαρξία ενδείξεων εις βάρος του κατηγορουμένου", είναι απορριπτέες προεχόντως ως αόριστες, άλλωστε, ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων ανέφερε επί ποίων θεμάτων ζητούσε να παράσχει επιπλέον διευκρινήσεις. Η απορριπτική δε του αιτήματος αυτού κρίση του Συμβουλίου δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της κυρωθείσης με το ΝΔ 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και με την με αυτές καθιερούμενη αρχή της δίκαιης δίκης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι ο αναιρεσείων έχει την δυνατότητα ενώπιον του Δικαστηρίου να αναπτύξει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του . Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α και Δ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής του προαναφερόμενου αιτήματος διατάξεως του βουλεύματος και για απόλυτη αυτού ακυρότητα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. V. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός . Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ). Είναι δε γεγονότα κατά την έννοια του νόμου και τα αναφερόμενα στο μέλλον γεγονότα και υποσχέσεις, όταν συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν, κατά τρόπο που να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως από τον δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Έτσι, όταν παριστάνει κάποιος ότι λόγω φιλικού συνδέσμου με τον δικαστή, έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση ευνοϊκής γι' αυτόν απόφαση, υπάρχει παράσταση παρόντος γεγονότος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της δεύτερης αυτής διατάξεως πράξη περιέχουσα αρχή εκτελέσεως είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελώντας τμήμα, ολικώς ή μερικώς, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρία πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Εξάλλου, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, απλός συνεργός σε τετελεσμένη ή σε απόπειρα απάτης, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (απάτη) και τη βούληση να συμβάλλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί και με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και με την ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, ''για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες'' (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3327/2005), "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' εδ. αιζ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/1997 (και αναριθμήθηκε με το άρθρο έκτο παρ. 1 του ν. 2696/1998), "ο όρος ''εγκληματικές δραστηριότητες'', περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) και τα εγκλήματα (καλούμενα εφεξής βασικά εγκλήματα) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα"και κατά τη διάταξη της παρ γ' του ίδιου άρθρου του νόμου, "με τον όρο ''περιουσία'' νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/ 2005, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. α' του ν. 2331/1995, όπως είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε περαιτέρω και αντί του εδ. αιζ' (εγκλήματα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Π.Κ.), τέθηκε στοιχείο δδ', στο οποίο αναφέρεται συναφώς, ως έγκλημα περιλαμβανόμενο στον όρο ''εγκληματικές δραστηριότητες'', μόνον η παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 Π.Κ.), στην έννοια όμως της οποίας περιλαμβάνεται και το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 237 του Π.Κ. (παθητική δωροδοκία δικαστή), αποκλεισθείσης μόνον της ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 236 και 237 παρ. 2 του Π.Κ.), προδήλως ως μη αποφέρουσας εισόδημα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του Π.Κ. (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με τη δυσμενέστερη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3327/2005, ισχύοντος από της 11-3-2005), "1. Εκείνος που καλείται κατά νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα λάβουν, με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά), την αγορά, απόκρυψη, λήψη με την μορφή εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή της κατοχής, απόκτηση οπωσδήποτε δικαιώματος, μετατροπή ή μεταβίβαση, οποιαδήποτε περιουσίας, που αποκτήθηκε με εγκληματική δραστηριότητα, υποκειμενικά δε δόλο, έστω και ενδεχόμενο και περαιτέρω σκοπό κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής ή παροχής συνδρομής σε άλλον, ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα και αποκτήσαντα από αυτή περιουσία, για τη συγκάλυψη της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου βασικού (καλούμενου) εγκλήματος (που συνιστά την εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία) και το οποίο, όταν αυτουργός της πράξεως είναι το ίδιο πρόσωπο, πράγμα που δεν αποκλείεται από οιαδήποτε διάταξη του νόμου (εκτός από την περίπτωση που το έγκλημα τελείται υπό τη μορφή της ''παροχής συνδρομής'' σε άλλο πρόσωπο ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα, οπότε αποκλείεται η ταυτοπροσωπία εννοιολογικά) ή άλλη διάταξη, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ' εξοχήν δε ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνον που απόκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα) τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξεως. Η τέλεση του βασικού εγκλήματος, αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Τα εγκλήματα αυτά, καλούμενα, όπως αναφέρθηκε, βασικά, προσδιορίζονται στο νόμο (άρθρο 1 παρ. α' ν. 2331) περιοριστικά, περιλαμβάνεται δε μεταξύ αυτών, όπως προαναφέρθηκε, και η παθητική δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, αποτελούσα ειδικότερη περίπτωση παθητικής δωροδοκίας, η οποία ρητά προβλέπεται στο νόμο και μετά την τροποποίησή του. Τέλεση του εγκλήματος κατ' επάγγελμα, νοείται υπό την έννοια του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ., όταν δηλαδή από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού, για τον πορισμό εισοδήματος. Το έγκλημα δε της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, που ήταν (προ της ισχύος του ν. 3327/2005) πλημμέλημα, προϋποθέτει εκτός από τη δικαστική ιδιότητα του υπαίτιου, απαίτηση ή αποδοχή από αυτόν δώρου ή άλλου ωφελήματος, που δεν το δικαιούται ή έστω αποδοχή υπόσχεσης παροχής δώρου ή ωφελήματος. Και το έγκλημα δηλαδή της παθητικής δωροδοκίας, είναι υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του (απαίτηση ή αποδοχή δώρου ή ωφελήματος ή υπόσχεσης παροχής), αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορεί να εναλλαχθούν, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης, τελείται ένα μόνον έγκλημα. Από υποκειμενική δε άποψη, εκτός από το δόλο, που αρκεί να είναι και ενδεχόμενος, απαιτείται και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου, για διεξαγωγή ή κρίση μιας υπόθεσης που του έχει ανατεθεί, υπέρ ή εναντίον κάποιου. Και η παθητική δηλαδή δωροδοκία (δωροληψία) δικαστή, είναι έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Επίσης, κατά το άρθρο 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, αυτουργός του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α' και 263Α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση, όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας, β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος, αφενός μεν στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας και αφετέρου, στη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να παραβεί το καθήκον του αυτό και γ) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, αδιαφόρου όντος, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 του Ν. 5227/1931, τιμωρείται, με τις οριζόμενες σε αυτό ποινές, όποιος παριστάνει, ψευδώς ή αληθώς, ότι μπορεί από τις σχέσεις του να επιτύχει υπέρ άλλου ή για τον εαυτό του, αλλά για λογαριασμό άλλου, την σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης με το δημόσιο ή τα λοιπά στο άρθρο 1 του παρόντος αναφερόμενα πρόσωπα ή και ασχέτως προς κάθε σύμβαση προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των προσώπων αυτών, των υπαλλήλων, αντιπροσώπων ή των οργάνων τους, λαμβάνοντας αμοιβή ή άλλο αντάλλαγμα ή αποσπά υπόσχεση τέτοιας αμοιβής ή ανταλλάγματος υπέρ του εαυτού ή τρίτου. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προς απαρτισμό του παραπάνω εγκλήματος αρκεί, όπως η γενομένη παράσταση έχει ως αποτέλεσμα την λήψη οποιασδήποτε αμοιβής ή υπόσχεση αμοιβής, αδιαφόρου όντος αν η παράσταση είναι ψευδής ή αληθινή, ενώ δεν είναι υποχρεωμένο το Δικαστήριο να προσδιορίσει τούτο, το εν λόγω δε αδίκημα τελειούται με την συνδρομή των όρων, που αναγράφονται στον νόμο. Τέλος, μεταξύ των εγκλημάτων της απόπειρας απάτης και παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων υπάρχει αληθινή συρροή, αφού καθένα από αυτά δεν αποτελεί συστατικό στοιχεί ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου, ούτε υπάγεται από τον νόμο στην έννοια του ετέρου ως αναγκαίο μέσο εκτέλεσης ή αναγκαία συνέπεια του ίδιου, διότι είναι αυτοτελή και διακεκριμένα φυσικώς και νομικώς. Περαιτέρω, κατά την παρ.3 του άρθρου 187 του ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικάταστασή του με το άρθρο 1 του ν. 2928/27-6-2001, (με τον οποίο κατέστη ανέγκλητη η πράξη της σύστασης, ενώ διατηρήθηκε η πράξη της συμμορίας) "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας". Το έγκλημα της συγκρότησης συμμορίας προϋποθέτει την ένωση, δηλαδή τη συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων για τη διάπραξη ενός τουλάχιστον, μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή πλημμελήματος, ως προς το οποίο (πλημμέλημα) πρέπει να συντρέχουν και οι λοιποί όροι που αναφέρονται στην πιο άνω διάταξη. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει και θέλει τη συμφωνία για την τέλεση ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή πλημμελήματος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση ή την προανάκριση, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν δε πρόκειται για έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, όπως είναι και η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και η παθητική δωροδοκία δικαστή, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, ούτε προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία του βουλεύματος, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με δικές του σκέψεις και με συμπληρωματική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Σε σχέση με τις αποδιδομένες στους αναιρεσείοντες κατηγορίες. Α) ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1 δέχθηκε τα εξής "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος δικηγόρος ανέπτυξε επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράση στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης. Ενεργώντας συστηματικά και οργανωμένα ανέλαβε την επεξεργασία και διεκπεραίωση μεγάλου αριθμού ποινικών και αστικών υποθέσεων, για την επιτυχή έκβαση των οποίων δεν αρκέστηκε στις επιστημονικές του γνώσεις και τις υπερασπιστικές του ικανότητες, αλλά συχνά αναζήτησε, κατά τρόπο μάλιστα αθέμιτο και παράνομο, τη μεροληπτική στάση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη ορισμένων επίορκων δικαστικών λειτουργών (πρωτίστως της Γ1), την οποία αρκετές φορές επέτυχε να αποσπάσει. Η οργάνωση, σε μεγάλη έκταση, της δικαστηριακής εργασίας του, ως δικηγόρου, η διεκπεραίωση της οποίας ενώπιον των δικαστικών αρχών γινόταν συχνά από συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, χωρίς την εμφάνιση του ίδιου, σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης, που φανερώνει έλλειψη σεβασμού στην ορθή λειτουργία του δικαστικού συστήματος και στην απονομή της δικαιοσύνης, ήταν μεν ιδιαίτερα αποτελεσματική για την επαγγελματική του ανέλιξη και συνακόλουθα την άντληση υψηλού οικονομικού οφέλους, τον οδήγησε όμως στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, που συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με το δικαιοδοτικό έργο και ενέχουν μεγάλη κοινωνική απαξία. Συγκεκριμένα υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε τα ακόλουθα εγκλήματα: Α) Απλή συνεργεία σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν του φύλλου 594 πράξεων απάτης και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, από τους οποίους μάλιστα ο δεύτερος, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε, κατά την κατάθεση του, ύστερα από υπόδειξη της Γ1, συνάντηση στο δικηγορικό γραφείο του Χ1, εν γνώσει του τελευταίου, με τον Χ5 για τη διευθέτηση του θέματος της πρώτης περίπτωσης απάτης (αποφυλάκισης των Δ2, Δ3και Δ4). Β) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή). 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορουμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1 επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "......", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Γ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1, και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ........., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ........, καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ5, Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως, το οποίο τελικά δεν καταβλήθηκε, αφού τα μέρη συμβιβάστηκαν στο ποσό των 3.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1), να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1. Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 83/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε τελικά την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Παράβαση του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 περί μεσαζόντων. Η πράξη αυτή συνίσταται στο ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2,Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Απόπειρα απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., που συνίσταται ειδικότερα στο ότι: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Για την τέλεση της πρώτης από τις δύο αυτές πράξεις απόπειρας κακουργηματικής απάτης προκύπτουν, ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Π1 και Π7, ικανές ενδείξεις, οι οποίες κρίνονται επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου προς πλήρη διελεύκανση της υπόθεσης κατά τη δημόσια ακροαματική διαδικασία. Για τη δεύτερη περίπτωση απόπειρας κακουργηματικής απάτης πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνδυασμένες καταθέσεις των μαρτύρων Π3, Π2, Π4, Π5 και Π6 παρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Ζ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών). (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα. Ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ......... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την απόφαση 2568, 2585/2005 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο Α2 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και κάθειρξη 10 ετών, για εμπορία ναρκωτικών ουσιών, και η σύζυγος του Α1 σε φυλάκιση 2 ετών και χρηματική ποινή 216.203 ευρώ για παράβαση του άρθρου 2 του ν. 2331/1995 και μάλιστα για τη νομιμοποίηση του ποσού των 83.242.771 δρχ., ως παράνομου εσόδου από εμπορία ναρκωτικών. Τις υπάρχουσες επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου της πράξης αυτής, των οποίων γίνεται εκτενέστερη αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει, ούτε να υποβιβάσει σε επίπεδο μόνο απλών ενδείξεων, ο βασικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο ίδιος υπέδειξε στη Α1, ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, να αποσύρει το ποσό των 220.000.000 δρχ., που βρισκόταν κατατεθειμένο σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό, δίνοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις της ότι το ποσό αυτό αποτελούσε αποκλειστικά δικό της νόμιμο έσοδο, για να αποφύγει τον ενδεχόμενο κίνδυνο μακροχρόνιας δέσμευσης του, ισχυρισμός ο οποίος δεν κρίνεται πειστικός, αφού δεν ευρίσκει επαρκή ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό. Έτσι δεν μπορεί να αποτρέψει, όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι η Α1 έχει αθωωθεί για τη νομιμοποίηση του ποσού των 140.000.000 δρχ., ως παράνομου εσόδου, την παραπομπή αυτού σε δίκη για την προαναφερόμενη πράξη. Καθίσταται, λοιπόν, υπό τα δεδομένα αυτά, αναγκαίος ο ακροαματικός έλεγχος της εν λόγω κατηγορίας. Η) Απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ' επάγγελμα. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή ......... την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ..... και ..... της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή .......... να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......, 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ...., και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ....... να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρυβούν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια ημέρα (9.7.1999) ασκήθηκε εναντίον των δύο προαναφερόμενων κατηγορουμένων και ποινική δίωξη για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ........ την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη 8/12.7.1999 του Ανακριτή του 7ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ........, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1) αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η πιο πάνω με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 7ου Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή εκτίθενται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο συμπληρωματικά αναφέρεται". Για δε τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε τα εξής: "α. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αφού, κατά το χρονικό διάστημα από το 1983 έως το 1989, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές και απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στη Γερμανία, όπου και εργάστηκε ακολούθως στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε μετά το 1993 στην Ελλάδα και άρχισε να δικηγορεί στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο, από δε το 1999 επεξέτεινε τη δικηγορική του δραστηριότητα και στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας υποθέσεις και στα δικαστήρια των Αθηνών. Αυτός δημιούργησε στενή φιλική σχέση με την πρωτοδίκη Γ1, με την οποία γνωρίστηκε το 1993. Στενή φιλική σχέση δημιούργησε επίσης με το συγκατηγορούμενό του δικηγόρο Αθηνών Χ1, με τον οποίο ανέπτυξε και επαγγελματική συνεργασία, καθώς και με τον Αρχιμανδρίτη Χ5, του οποίου ανέλαβε και ορισμένες εκκρεμείς στα δικαστήρια υποθέσεις. Οι φιλικοί και οι επαγγελματικοί δεσμοί που δημιούργησε κατά κύριο λόγο με τα παραπάνω πρόσωπα, αποτέλεσαν τη βάση μιας περαιτέρω οργανωμένης συνεργασίας με αυτά, καθώς και με άλλα πρόσωπα, όπως ο δικηγόρος Βόλου Κ1, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση κοινών άνομων συμφερόντων και στην άντληση οικονομικών κυρίως οφελών με παραβατική συμπεριφορά. Ο κατηγορούμενος αυτός, προκειμένου να ανελιχθεί επαγγελματικά και να αποκτήσει σημαντικά οικονομικά οφέλη, δεν δίστασε να επιδείξει εγκληματική συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού προς το θεσμό της δικαιοσύνης και το δικηγορικό λειτούργημα και ενέχει μεγάλη κοινωνική απαξία και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ειδικότερα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος τέλεσε τα ακόλουθα κακουργήματα και πλημμελήματα: Α) Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή: Συγκεκριμένα, στις 10.2.2003, υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του ΞΟ, στο με αριθμό .... λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την τέλεση της πράξης αυτής αναλύεται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το ποσό αυτό των 6.000 ευρώ, το οποίο, όπως και ο ίδιος δέχεται, κατατέθηκε με δική του εντολή από το συνεργάτη του ΞΟ στον πιο πάνω λογαριασμό του Χ5, αποτελεί αμοιβή δύο γραφολόγων πραγματογνωμόνων για υπόθεση του τελευταίου, ανετεθειμένη στον ίδιο, ως δικηγόρο, την οποία είχε προεισπράξει και επέστρεψε στον εντολέα του (Χ5), επειδή η σχετική πραγματογνωμοσύνη επρόκειτο να διενεργηθεί από πραγματογνώμονες της Αθήνας, δεν κρίνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας πειστικός. Αντίθετα η αποδεδειγμένη στενή συνεργασία μεταξύ Χ2, Χ5 και Γ1 για το μεροληπτικό χειρισμό προς όφελος αυτού υποθέσεων του γραφείου του, αλλά και άλλων συνεργατών του, εκ μέρους της Γ1 με την είσπραξη αμοιβής (δωροληψίας δικαστή), γεγονός που συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις, ο μεσολαβητικός ρόλος του Χ5 στον οργανωμένο μεταξύ τους κύκλο για τη διαβίβαση και μεταφορά των σχετικών εντολών και εισπράξεων προς το σκοπό μάλιστα της απόκρυψης των ποινικώς αξιόμεμπτων ενεργειών και των εσόδων από αυτές και η έλλειψη πειστικών εξηγήσεων για τη διακίνηση του εν λόγω ποσού των 6.000 ευρώ ενισχύουν τη θέση του Συμβουλίου ότι πρόκειται σαφώς για περίπτωση ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, της οποίας επιχειρείται ανεπιτυχώς η απόκρυψη. Β) Απλή συνέργεια σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Η συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου αυτού στις πιο πάνω πράξεις κακουργηματικής απάτης αναδεικνύεται σε βαθμό επαρκών ενδείξεων από την ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρωνΖ1 και Ζ2, από τους οποίους γίνεται ρητή αναφορά και στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Γ) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ' εξακολούθηση, που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1 που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό ...... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ..........), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό ........ λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό ..... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ......), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή και την αμέσως προηγούμενη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα η παθητική δωροδοκία δικαστή, ως βασικό έγκλημα, εκτός από εκείνη του ποσού των 6.000 ευρώ, για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος στον οικείο τόπο, επαρκώς στοιχειοθετείται με βάση τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως εξηγείται και στην εισαγγελική πρόταση. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, με τον οποίο αυτός επιχειρεί να εμφανίσει ως σύννομες τις διαδοχικές εκ μέρους του καταθέσεις των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών στο λογαριασμό της Γ1, ότι οι καταθέσεις αυτές αποτελούν δάνειο του πελάτη του ΚΛ, κατοίκου ...., προς την Γ1 και έγιναν από τον ίδιο, ο οποίος λειτούργησε ως μεσολαβητής, μεταξύ του ΚΛ, από τον οποίο έπαιρνε τα χρήματα του δανείου για να τα μεταβιβάσει στην Γ1, και της τελευταίας, από την οποία έπαιρνε αντίστοιχες συναλλαγματικές για την εξασφάλιση του πελάτη του, δεν ευσταθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο κατηγορούμενος στο από 19.12.2005 απολογητικό υπόμνημα του στον Ειδικό Ανακριτή-Εφέτη αναφέρει ότι μεσολάβησε, ως δικηγόρος του ΚΛ, για την εξασφάλιση αυτού, με την ταυτόχρονη παράδοση σ' αυτόν των αποσταλεισών από την Γ1 συναλλαγματικών κατά την εκτέλεση του δανείου (κατά την καταβολή του σχετικού χρηματικού ποσού), στο από 7.9.2007 υπόμνημα του, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, εκθέτει, διαφοροποιούμενος ως ένα βαθμό, ότι έπαιρνε τις συναλλαγματικές, ως εγγύηση για την αποπληρωμή των δανεισθέντων από την Γ1 ποσών και ότι οι συναλλαγματικές θα παρέμεναν στην κατοχή του μέχρι την αποπληρωμή του δανείου και μόνο σε περίπτωση που η Γ1 δεν θα ήταν σε θέση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό θα παρέδιδε τις συναλλαγματικές στο ΚΛ, ο οποίος θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για την είσπραξη της απαίτησης του, και ακόμη ότι η Γ1 έδινε στον ίδιο τις συναλλαγματικές, διότι ήθελε να είναι ασφαλής ότι αυτές σε καμιά περίπτωση δεν θα κυκλοφορούσαν με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα. Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι η μη κυκλοφορία των συναλλαγματικών με οπισθογράφηση σε τρίτα άτομα μπορούσε ευχερώς να επιτευχθεί με την προσθήκη στις συναλλαγματικές της ρήτρας "ουχί εις διαταγήν", που καθιστούσε τις εν λόγω συναλλαγματικές μη μεταβιβάσιμες με οπισθογράφηση, γεγονός που ασφαλώς γνώριζαν η πρωτοδίκης Γ1 και ο ίδιος, ως έγκριτος δικηγόρος, και δεν υπήρχε ανάγκη παράδοσης τους σ'αυτόν. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι απλώς ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, δεν είναι σε θέση να επηρεάσει, όπως έχει προαναφερθεί, τη στοιχειοθέτηση των πράξεων αυτών παθητικής δωροδοκίας, ως βασικού εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (βλ. σχετ. ΑΠ 570/2006). Εξάλλου, η εξάλειψη του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής των περισσοτέρων πλημμεληματικών πράξεων παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που αποτελούν το βασικό έγκλημα στη νομιμοποίηση εσόδων, δεν αναιρεί, όπως έχει προδιαληφθεί, την τέλεση του εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού αρκεί το γεγονός ότι διακριβώθηκε αντικειμενικά η τέλεση των εν λόγω πράξεων δωροδοκίας δικαστή. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.0.00 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "........", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Η ενοχή του κατηγορουμένου για τις δύο τελευταίες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παθητική δωροδοκία δικαστή, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, που κρίνονται απολύτως επαρκείς για την παραπομπή αυτού στο ακροατήριο, ευρίσκει ισχυρά ερείσματα στο αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και ιδίως στις συνδυαζόμενες μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία καταθέσεις των μαρτύρων Ε1 και Θ2, που έχουν σαφή και άμεση αντίληψη των πραγμάτων, όπως αναλυτικά εκτίθεται και στην εισαγγελική πρόταση. Δ) Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ο πιο πάνω κατηγορούμενος, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1 να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του 11ου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Τελικά εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Μειοψήφισε η ήδη κατηγορουμένη Γ1, η οποία εξέφρασε τη γνώμη να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 3 ετών για κάθε πράξη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, αναφορικά με τις διαλαμβανόμενες στην εισαγγελική πρόταση κατηγορίες ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, με στοιχ. Ε(Ι)1, Ε(Ι)2 και Ε(Ι)5, με τις οποίες χαρακτηρίζεται αυτοτελώς, ως αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, η επιδιωχθείσα εκ μέρους ορισμένων δικαστικών λειτουργών συμμετοχή στη σύνθεση των δικαζόντων συγκεκριμένες υποθέσεις δικαστηρίων, ύστερα από την αντικατάσταση αρμοδίως των αρχικά ορισθέντων δικαστών, με το σκοπό να ωφελήσουν με τη μεροληπτική συμπεριφορά τους ορισμένους διαδίκους, ότι, όπως έχει εκτεθεί και πιο πάνω για αντίστοιχες κατηγορίες σε βάρος του Χ5, η συμμετοχή συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών στη σύνθεση των δικαστηρίων, που θα δίκαζαν τις υποθέσεις που τους ενδιέφεραν, συνδέεται άρρηκτα και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκδήλωση της αποφασισθείσας μεροληπτικής συμπεροφοράς τους κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών προς το μοναδικό σκοπό της προσπόρισης παράνομου οφέλους σε ορισμένους διαδίκους με αντίστοιχη βλάβη των αντιδίκων τους. Υφίσταται, δηλαδή, ενότητα εγκληματικής ενέργειας, που κατατείνει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την αρχή τελικού σκοπού της παράνομης ωφέλειας και αντίστοιχης βλάβης ορισμένων διαδίκων, με την παράβαση εκ μέρους του δικαστή, που επέτυχε να εξασφαλίσει αρμοδίως τη συμμετοχή του στη σύνθεση των δικαζόντων δικαστηρίων, του υπηρεσιακού του καθήκοντος. Έτσι αξιόποινο χαρακτήρα, ως παράβαση καθήκοντος, φέρει η μεροληψία του δικαστή υπέρ ορισμένου διαδίκου προς το σκοπό ωφέλειας αυτού και αντίστοιχης βλάβης του αντιδίκου του, όχι και αυτή καθεαυτή η επιδιωχθείσα συμμετοχή του στη σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου προς εξυπηρέτηση του πιο πάνω σκοπού με τη μεροληπτική συμπεριφορά του. Ε) Συγκρότηση συμμορίας. Η διάπραξη εκ μέρους του κατηγορουμένου των προαναφερόμενων εγκλημάτων υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμένης κατά τρόπο σταθερό, αποφασιστικό και αδίστακτο εγκληματικής δράσης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αυτός, για να επιτύχει καλύτερα και αποτελεσματικότερα το σκοπό του να αποκομίσει οικονομικά και άλλα οφέλη, ενώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη του Νοεμβρίου του 2004, μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια". Γ) για δε την τρίτη αναιρεσείουσα Χ3 το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε τα εξής: "Η κατηγορουμένη αυτή, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Γ1, διέπραξε, κατά το χρονικό διάστημα από 1.2.2001 έως 19.2.2001, το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), που συνίσταται στο ότι από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή στην Γ1 που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν. 2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικότερα: στις 19.2.2001, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε τα ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεών της που εκκρεμούσα ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό, το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ......., για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος. Οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής της κατηγορουμένης για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη εκτίθενται με πληρότητα στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται (βλ. φύλλα 207 και 180 και δη στην κατάθεση εκ μέρους του ποσού των 200.000 δραχμών, στο πλήθος των δικαστικών αγώνων που είχε, και στη φιλία της με την Γ1 -γίνεται αναφορά στην 1097/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε σχετικό πίνακα δικών της στο άνω δικαστήριο-. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μη ακριβής προσδιορισμός των υποθέσεων της κατηγορουμένης που χειρίστηκε η Γ1 κατά την άσκηση των δικαστικών της καθηκόντων, επιδεικνύοντας σκοπίμως μεροληπτική συμπεριφορά, λόγω της παθητικής δωροδοκίας της, η οποία αποτελεί και την εγκληματική δραστηριότητα (βασικό έγκλημα) σε παράνομη νομιμοποίηση εσόδων, δεν επηρεάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη στοιχειοθέτηση της πράξεως αυτής της παθητικής δωροδοκίας σε βαθμό επαρκών ενδείξεων, αφού από το συνδυασμό όλων των αποδεικτικών στοιχείων βεβαιώνεται η απαίτηση και η λήψη εκ μέρους της Γ1 του πιο πάνω διαλαμβανόμενου χρηματικού ποσού προς το σκοπό επίδειξης μεροληπτικής συμπεριφοράς (εκδόσεως ευνοϊκών αποφάσεων υπέρ της Χ3) κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων της". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών, έκρινε ότι προέκυψαν σε βάρος των πιο πάνω κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον τους και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως: Α) Ο πρώτος α) απλής συνέργειας από κοινού σε απάτη, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος από κοινού, δ) παράβασης του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) συγκρότησης συμμορίας, στ) απόπειρας απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία και κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) απόπειρας νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. Β) Ο δεύτερος α) δωροδοκίας (ενεργητική) δικαστή, β) απλής συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση, δ) ηθικής αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, ε) συγκρότησης συμμορίας και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή)- και Γ) η τρίτη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή).Ειδικότερα παρέπεμψε. Α) Τον Χ1 για το ότι "Στην Αθήνα, κατά τους πιο κάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των (υπό στοιχεία Α1 και Α2) πράξεων απάτης και συγκεκριμένα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεών της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού . 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ2, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Β) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα, 1) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2 και την Γ1 την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής "......"κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 2) Επίσης, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με το Χ2, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ2, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2 που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Γ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 2.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (με αντικείμενο την προσωρινή επιδίκαση διατροφής) της Η1 κατά Ι1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της πελάτισσας του ίδιου Η1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο της. 2) Στην Αθήνα, την 1/7/2004, έπεισε από κοινού με τους Χ5, Κ1 και Κ2, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 30.6.2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ......., κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεση αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ του αιτούντος, και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσει τον αιτούντα Μητροπολίτη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Πράγματι η εν λόγω δικαστής εξέδωσε επί της πιο πάνω αίτησης την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία δέχθηκε στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα αυτού, που της είχαν παραδοθεί από τον Χ5 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, ως σχέδιο της απόφασης. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε από κοινού με τους Χ4, Κ2 και Κ1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 30/6/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Μητροπολίτη Ρ1 κατά του Ψ1, Μητροπολίτη ........., καθώς και την από 5.7.2004 αντίθετη αίτηση του τελευταίου, να μεροληπτήσει υπέρ του Ρ1, προς το σκοπό να ωφελήσει τον αιτούντα-καθ'ου Ρ1 και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8252/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του αιτούντος-καθ' ου η αίτηση Ρ1, που της είχαν παραδοθεί από τους Χ4,Κ2 και Κ1 και από τον ίδιο, ως σχέδιο της αποφάσεως, δέχθηκε την πρώτη αίτηση και απέρριψε τη δεύτερη. 4) Στις 15.9.2003, έπεισε την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 2/9/2003 και με αριθμ. καταθ. 9963/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Η1 κατά του Ι1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την αιτούσα πελάτισσα του, όσο και τον εαυτό του, ως πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8187/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας και παραμορφώνοντας τα αποδεικτικά στοιχεία, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή της αιτούσας και των δύο ανήλικων τέκνων της το υπερβολικό ποσό 6.000 ευρώ μηνιαίως. 5) Στην Αθήνα, στις 9.2.2004, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4, στον οποίο ο πρώτος υπέβαλε σχετική αίτηση, που κατατέθηκε από τον ίδιο (Χ1), να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά της απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 12024/2003, με την οποία είχε κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Λ1 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ένοχος, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για απλή εξύβριση σε βάρος του ίδιου, μεροληπτώντας υπέρ του Χ5, προς το σκοπό να ωφεληθεί ο τελευταίος και ο ίδιος, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, με αντίστοιχη βλάβη του κατηγορουμένου Λ1. Ο εν λόγω Αντεισαγγελέας Εφετών αποδέχθηκε τελικά στο σύνολο τους τους ισχυρισμούς του Χ5, τους οποίους και περιέλαβε στην αίτηση αναιρέσεως, την οποία συνέταξε μέσα σε δύο ώρες περίπου από τη στιγμή της χρέωσης της υπόθεσης. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 22.8.2003 έως 8.9.2003, έπεισε τον πρωτοδίκη Πειραιώς ΑΔ, που εκτελούσε προσωρινά χρέη ανακριτή στο 5° Ανακριτικό Τμήμα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, να μεροληπτήσει υπέρ του Σ1 και να δεχθεί την από 22/8/2003 αίτηση αυτού, του οποίου ο ίδιος υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος, για την αντικατάσταση με περιοριστικούς όρους της προσωρινής κρατήσεως του, που είχε διαταχθεί με το υπ' αριθμ. ΑΝΕ/ΕΠΚ/27/17-6-03 ένταλμα της 5ης Ανακρίτριας Πειραιά, αγνοώντας τα αποδεικτικά στοιχεία, με σκοπό να ωφελήσει τον ως άνω κατηγορούμενο Σ1, ως και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Ο εν λόγω πρωτοδίκης εξέδωσε, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, τη με αριθμό 51/2003 διάταξη, με την οποία αντικατέστησε την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προγενέστερα, α) με τη με αριθμό 40/2003 διάταξη της Τακτικής Ανακρίτριας Άλκηστης Σιάννου, απορρίφθηκε, με σύμφωνη γνώμη της αντεισαγγελέα Ιωάννη Τσάλλη, η από 23/6/2003 αίτηση αντικατάστασης προσωρινής κρατήσεως του πιο πάνω κατηγορουμένου, η οποία είχε διαταχθεί με το με αριθμό 27/12-6-2003 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως της Τακτικής Ανακρίτριας Μαρίας Βράκα και β) με το με αριθμό 1262/7-8-2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Παναγιώτας Συμιγιάννη, είχε απορριφθεί η με αριθμό 9/2003 προσφυγή κατά της ως άνω, με αριθμό 40/2003, διατάξεως. 7) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ να προσδιορίσει, ως μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση η από 5.9.2003 και με αριθ. κατάθεσης 33964/2003 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Μ1 κατά του Ν1, για την προσωρινή επιδίκαση διατροφής, ύστερα από μεταρρύθμιση των με αριθμ. 83/2003 και 5753/2003 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης Γ1 και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Μ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 8) Στην Αθήνα, στις 8.9.2003, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την πρωτοδίκη Γ1, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 15.9.2003, μεταξύ άλλων, την από 5/9/2003 αίτηση της Μ1, κατά του Ν1, για την επιδίκαση προσωρινά διατροφής, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8185/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, επιδίκασε ως προσωρινή διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων το υπερβολικό ποσό 765 ευρώ μηνιαίως, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο εκείνου των 350 ευρώ, που είχε αρχικά επιδικαστεί με την απόφαση 83/2003. 9) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ΑΒ, να προσδιορίσει, ως Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, να εκδικαστεί κατά προτίμηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η από 7.7.2004 και με αριθμ. καταθ. 8230/2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της αιτούσας, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, κατά την οποία είχε οριστεί να δικάσει ασφαλιστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, και η Πρωτοδίκης ΑΓ, η οποία διατηρούσε φιλική σχέση με συνεργάτες του δικηγορικού του γραφείου, και στη συνέχεια να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην εν λόγω πρωτοδίκη, ώστε η τελευταία να μεροληπτήσει υπέρ της Φ1 και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτής απόφαση, όπως και πράγματι συνέβη, με σκοπό να ωφελήσει την τελευταία, ως και τον ίδιο και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους της. 10) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Ιουλίου του έτους 2004, έπεισε, από κοινού με την Ο1, την Πρωτοδίκη ΑΓ, η οποία επρόκειτο να δικάσει, ως δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 20.7.2004, μεταξύ άλλων, την από 7.7.2004 αίτηση της Φ1 κατά Ω1, για την ανάκληση προγενέστερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, να μεροληπτήσει υπέρ της αιτούσας, προς το σκοπό να ωφελήσει τόσο την τελευταία, όσο και τον εαυτό του και την Ο1, ως πληρεξούσιους δικηγόρους εκείνης. Η εν λόγω δικαστής εξέδωσε την απόφαση 8133/2004 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αποδεχόμενη τους ισχυρισμούς της αιτούσας, ανακάλεσε, κατά παραμόρφωση του αποδεικτικού υλικού, την προγενέστερη απόφαση 8309/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε διαταχθεί υπέρ του Ω1 το ασφαλιστικό μέτρο της προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο. Δ) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του μηνός Ιουνίου του έτους 2004 έως τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2004, παρέστησε αληθώς σε άλλον ότι, λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γενεί της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών, με σκοπό να λάβει αμοιβή ή να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ή άλλου ανταλλάγματος υπέρ αυτού και συγκεκριμένα παρέστησε αληθώς στη ΙΑ, ότι λόγω των σχέσεων και της ιδιότητας του, ως δικηγόρου, και εν γένει της επιρροής και του κύρους του, μπορούσε να προκαλέσει την εκ μέρους των αρμόδιων δικαστικών λειτουργών, αποφυλάκιση του ΕΖ, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά με το υπ' αριθμ. 14/2004 ένταλμα προσωρινής κράτησης του Ανακριτή του 11ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Πρωτοδικείου Αθηνών, με σκοπό να αποσπάσει υπόσχεση αμοιβής ποσού δέκα οκτώ χιλιάδων Ευρώ (18.000) ευρώ. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Ιανουαρίου του 2001 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ2, Κ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια. ΣΤ) Με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία, πείθοντας άλλους σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Η πράξη όμως αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η παθούσα αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό που της ζητήθηκε, ειδικότερα: 1) κατά το χρονικό διάστημα από 8.9.1999 έως 30.9.1999, επιχείρησε να λάβει από τη Π1 το ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτήν ψευδώς ότι, λόγω των γνωριμιών του, είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αποφυλάκιση του συζύγου της Π, ο οποίος εκρατείτο προσωρινά για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε εκτέλεση του με αριθμό 29/1999 εντάλματος του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μάλιστα για την επιτυχία του σκοπού του αυτού διαβεβαίωνε τη Π1 ότι έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον άνδρα της από την φυλακή, αν του δώσει το ως άνω ποσό των 10.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να του καταβάλει, γιατί δεν είναι μόνος του, τονίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι μέρος των χρημάτων αυτών επρόκειτο δήθεν να καταβληθεί στους ανθρώπους (δικαστικούς λειτουργούς), που ήταν μαζί του και είχαν την δυνατότητα να βγάλουν τον άνδρα της από τη φυλακή. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί η ως άνω Π1 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 10.000.000 δρχ., παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε αποφασίσει να πουλήσει την οικία της για να βρει τα χρήματα αυτά. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.10.1997 μέχρι 18.10.1997, επιχείρησε να λάβει από τον Π2 το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ., παριστάνοντας σ' αυτόν ψευδώς, με δηλώσεις του προς τον ίδιο προσωπικά, αλλά και μέσω της αδελφής του Π3, ότι είχε τη δυνατότητα, λόγω δήθεν των γνωριμιών, που διατηρούσε με τον Εισαγγελέα και τον 22° Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών, να παρέμβει σ' αυτούς και να τους δωροδοκήσει, ώστε να μην κρατηθεί προσωρινά μετά την απολογία του. Όμως η πράξη αυτή της κατ' επάγγελμα απάτης δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, γιατί ο ως άνω Π2 αρνήθηκε να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 25.000.000 δρχ. Ζ) (Από κερδοσκοπία και) κατ' επάγγελμα, με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την κακουργηματική πράξη της εμπορίας ναρκωτικών, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια δραστηριότητα και ειδικότερα, στις αρχές Ιουνίου 1999, παρότρυνε και παρακίνησε τη Α1, που κατείχε και απέκρυπτε κατατεθειμένο στον υπ' αριθμό ....... τραπεζικό λογαριασμό της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας στο Υποκατάστημα Ν. Ερυθραίας το ποσό οπωσδήποτε των 83.242.771 δρχ., προερχόμενο από το έγκλημα της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών που είχε τελέσει ο σύζυγος της Α2, να αναλάβει από την Τράπεζα, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης, τα χρήματα αυτά. Στη συνέχεια δέχθηκε ο ίδιος, οπωσδήποτε το ποσό των 50.000.000 δρχ., καθιστάμενος δικαιούχος αυτού, προς το σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης του από την εμπορία ναρκωτικών ουσιών και με την προοπτική εξασφάλισης της δικηγορικής του αμοιβής, ύψους 50.000.000 δρχ. Η) Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 6.7.1999 έως 12.7.1999, (από κερδοσκοπία και) με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από την πράξη της κακουργηματικής απάτης, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στις 7.7.1999, ενώ είχε προηγηθεί στις 6.7.1999 η σύλληψη των Τ2 και Τ1, κατηγορουμένων, εκτός των άλλων, και για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) (επρόκειτο για έκδοση συντάξεων από τον ΟΓΑ υπέρ άγνωστων προσώπων με πλαστά έγγραφα και στη συνέχεια είσπραξη των συντάξεων αυτών από τα ταχυδρομικά γραφεία με πλαστές εξουσιοδοτήσεις), επικοινώνησε με τη διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας στον Πειραιά Υ1 και ζήτησε, για λογαριασμό των κατηγορουμένων αυτών, οι οποίοι είχαν κατατεθειμένα σε κοινούς λογαριασμούς στην Τράπεζα αυτή τα χρηματικά ποσά, που προέρχονταν από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα τους, να βεβαιώσει ο ίδιος το γνήσιο της υπογραφής της πελάτισσας του Τ1, η οποία νοσηλευόταν τότε φρουρούμενη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών "Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ", σε κείμενο εξουσιοδότησης, προκειμένου να αναληφθούν τα ποσά αυτά. Επειδή η εν λόγω διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας Υ1 αρνήθηκε να δεχθεί μια τέτοια εξουσιοδότηση, για το λόγο ότι οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί με επιστολή και δεν υπήρχε δείγμα υπογραφής της Τ1, απευθύνθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Γεωργία Πατεράκη, από την οποία ζήτησε να μεταβεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο για να συντάξει έγγραφο πληρεξουσιότητας, με το οποίο η Τ1 θα παρείχε στο δικαστικό επιμελητή ....... την εντολή να αναλάβει τα εν λόγω χρηματικά ποσά. Η συμβολαιογράφος αυτή αρνήθηκε να συντάξει ένα τέτοιο πληρεξούσιο, επικαλούμενη το γεγονός ότι εναντίον της Τ1 είχε απαγγελθεί κατηγορία για υπεξαίρεση και απάτη και ήταν ενδεχόμενο τα χρήματα αυτά να προέρχονταν από προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα. Τελικά έπεισε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Φωτεινή Παπακώστα να μεταβεί, α) στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ"και β) και στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και να συντάξει τα πληρεξούσια ..... και ........ της Τ1 και του Τ2 αντιστοίχως, με τα οποία αυτοί παρείχαν την εντολή και πληρεξουσιότητα στο δικαστικό επιμελητή........ να αναλάβει από το υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τα ποσά, 1) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό ......, 2) των 10.000.000 δρχ. από τον κοινό προθεσμιακό λογαριασμό με αριθμό...., και 3) των 5.000.000 δρχ. από αμοιβαία κεφάλαια (......) αυτών, συνολικού ποσού 8.500.000 δρχ., για τα οποία ποσά, ως προερχόμενα από κακουργηματική απάτη, είχε ασκηθεί εναντίον των προαναφερόμενων δύο προσώπων ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη. Στη συνέχεια έπεισε το δικαστικό επιμελητή ...... να μεταβεί στις 9.7.1999, στο ως άνω υποκατάστημα της Εγνατίας Τράπεζας, για να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, ώστε αυτά να αποκρύβουν και να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση τους. Η διευθύντρια του καταστήματος της Εγνατίας Τράπεζας, η οποία είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή του άρθρου 7 του ν.2331/1995 για την ύποπτη προέλευση των χρημάτων αυτών, απέφυγε να τα καταβάλει στον ........ την ημέρα εκείνη. Ο τελευταίος επανήλθε τη Δευτέρα, στις 12.7.1999, αλλά δεν κατάφερε να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά, επειδή στο μεταξύ εκδόθηκε η διάταξη 8/12.7.1999 του Ανακριτή του Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απαγορεύθηκε η κίνηση των λογαριασμών των κατηγορουμένων Τ1 και Τ2. Η πράξη αυτή της συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης των παραπάνω χρημάτων από την προαναφερομένη εγκληματική δραστηριότητα, με την ανάληψη και την περιέλευσή τους στο δικαστικό επιμελητή ......, δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του βούληση (κατηγορουμένου Χ1), αλλά από εξωτερικά εμπόδια, διότι στο μεταξύ εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε εγκαίρως στην Εγνατία Τράπεζα η με αριθμό 8/12.7.1999 διάταξη του 701 Τακτικού Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών". Β) Τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 το Συμβούλιο Εφετών παρέπεμψε για το ότι "Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή και ειδικότερα: Α) Στις 10.2.2003, υποσχέθηκε δώρα σε δικαστή, που εκείνος δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθεί υπόθεση που του είχε ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου και συγκεκριμένα υποσχέθηκε στην πρωτοδίκη Γ1, για να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του ίδιου, ως και πελατών του, υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της, το ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε στις 12.2.2003, δια του συνεργάτη του ......, στο με αριθμό ...... λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα, όπως υπέδειξε η Γ1. Β) Στην Αθήνα, κατά τον Ιανουάριο του 2003, παρέσχε με πρόθεση συνδρομή σε άλλον πριν και κατά την τέλεση από αυτόν των πράξεων κακουργηματικής απάτης, οι οποίες τελέστηκαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, και ειδικότερα παρέσχε με πρόθεση συνδρομή στην Γ1 πριν και κατά την τέλεση από αυτήν των υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 πράξεων απάτης αυτής και ειδικότερα: 1) Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 2003, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τον αθίγγανο Δ1 για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτόν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των συγγενών του Δ2, Δ3 και Δ4, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών"με ένταλμα της Ανακρίτριας του 30ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεων της με την τελευταία Ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. 2) Κατά τον Ιανουάριο του 2003, από κοινού και πάλι με τους συγκατηγορουμένους του Χ4, Χ5 και Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τη Δ5 για να της αποσπάσει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτήν ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει τη μη έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης σε βάρος του συζύγου της Δ6, ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον της Ανακρίτριας του 8ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, για κακουργηματικές πράξεις του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των στενών σχέσεων της με την τελευταία ανακρίτρια, ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Γ) Από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση εσόδων από το βασικό έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας δικαστή και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα, παρέσχε συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε τέτοια εγκληματική δραστηριότητα, και ειδικότερα: 1) Κατέθεσε, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2000 έως και το Φεβρουάριο του 2003, α) στο με αριθμό ....... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού ......), συνολικά 6.160.000 δρχ. και ειδικότερα 500.000, 300.000, 400.000, 300.000, 260.000, 500.000, 3.000.000, 400.000 και 500.000 δρχ. αντιστοίχως στις 21.3.2000, 3.4.2000, 2.5.2000, 8.5.2000, 16.11.2000, 27.12.2000, 28.5.2001, 1.6.2001 και 6.8.2001 και β) στο με αριθμό ...... λογαριασμό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος που διατηρούσε ο Χ5 6.000 Ευρώ, στις 10.2.2003, ποσά τα οποία είχε απαιτήσει, ως δώρο, η προαναφερομένη δικαστική λειτουργός και είχε αποδεχθεί αυτός να καταβάλει για να κριθούν ευνοϊκώς υποθέσεις υπέρ του ίδιου και πελατών του, και έτσι να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 2) Στις 13.4.2000, 5.6.2000, 20.7.2000, 12.11.2001 και 9.8.2002, κατέθεσε τα χρηματικά ποσά των 400.000, 540.000, 500.000, 870.000 δρχ. και 600 ευρώ αντιστοίχως (το τελευταίο δια του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρου Ιωαννίδη), προερχόμενα από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που είχε τελεσθεί δια της εκ μέρους της Γ1 απαίτησης της καταβολής των ποσών αυτών, για να κριθούν ευνοϊκώς υπέρ του ίδιου, ως και των πελατών του, εκκρεμείς ενώπιον της εν λόγω δικαστικής λειτουργού υποθέσεις, στο με αριθμό ..... λογαριασμό που διατηρούσε η Γ1 στην EUROBANK (από παραδρομή αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση ο αριθμός λογαριασμού .......), για να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα, μέσω του τραπεζικού συστήματος. 3) Στην Αθήνα, κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1 και την Γ1, την προέλευση του ποσού των 5.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή, έλαβε από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 5.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 5.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στους Χ1 και Χ2, μέσω του τελευταίου, από τη Θ1, που ενεργούσε για λογαριασμό του ιατρού Ε1, ιδιοκτήτη της νευρολογικής και ψυχιατρικής κλινικής ".......", κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος επρόκειτο να απολογηθεί στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 2901 Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και τελικά εισέπραξε, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος του ποσού αυτού, από το οποίο παρακρατήθηκε από το Χ2 το ποσό των 500.000 δρχ. ως αμοιβή του, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε για συγκάλυψη της δωροδοκίας την απόδειξη παροχής υπηρεσιών με αριθ.64, αναγράφοντας ότι η απόδειξη αυτή εκδόθηκε στις 21.6.2001, ενώ το μπλοκ αποδείξεων από την αρμόδια ΔΟΥ θεωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. 4) Στην Αθήνα, επίσης κατά το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου του 2001, με σκοπό να συγκαλύψει, από κοινού με τον Χ1, την προέλευση του ποσού των 66.000.000 δρχ. από παθητική δωροδοκία δικαστή (από την υπόθεση και πάλι Ε1), έλαβε από τον Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμό του Ε1, το ποσό αυτό των 66.000.000 δρχ., προκειμένου να αποδώσει, με το συγκατηγορούμενό του Χ1, μετά από ισομερή κατανομή, μέρος του ποσού αυτού στην πρωτοδίκη Γ1, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με τη μεσολάβηση τρίτων προσώπων, να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στην εν λόγω παράνομη δραστηριότητα της Γ1. Συγκεκριμένα το πιο πάνω ποσό των 66.000.000 δρχ. καταβλήθηκε στον ίδιο και το Χ2 εκ μέρους του Θ2, που ενεργούσε για λογαριασμού του προαναφερόμενου ιατρού Ε1, κατηγορουμένου σε βαθμό κακουργήματος για παράβαση του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", ο οποίος απολογήθηκε στις 7.11.2001 ενώπιον της κατηγορουμένης Γ1, ανακρίτριας τότε του 29ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η τελευταία είχε απαιτήσει και εισέπραξε επίσης, για να μη κρατηθεί προσωρινά ο Ε1, από τους δικηγόρους του Χ1 και Χ2, μέρος και του ποσού αυτού, που αναλήφθηκε από λογαριασμούς του προαναφερόμενου κατηγορουμένου Ε1 από υπαλλήλους της επιχείρησης του. Δ) Με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση σε δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψουν άλλον και ειδικότερα προκάλεσε την απόφαση στους πιο κάτω δικαστικούς λειτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα τους στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20763/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 15 μηνών. 2) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 μέχρι τις 3/3/2003, έπεισε, από κοινού με τον Χ5, την Ξ1 και την Γ1 να μεθοδεύσουν τη συμμετοχή τους, ως μέλη, κατά τη δικάσιμο της 4.3.2003, στη σύνθεση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και χρήση πλαστού εγγράφου, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας αντιστοίχως τους αρχικώς κληρωθέντες πρωτοδίκες Κωνσταντίνο Δεμέστιχα και Δημήτριο Οικονόμου (η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με την πράξη 85/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών), και στη συνέχεια να μεροληπτήσουν κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος τους να τηρούν ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσουν τον πολιτικώς ενάγοντα και τον ίδιο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου, και να βλάψουν τον κατηγορούμενο, με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Αυτό πράγματι και συνέβη με την έκδοση της απόφασης 20764/2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών. 3) Κατά το πρώτο δεκανθήμερο του Οκτωβρίου του 2003, έπεισε, από κοινού με το Κ1 και τον Χ5, την Πρωτοδίκη Γ1 να επιδιώξει να συμμετάσχει, κατά τη δικάσιμο της 13.10.2003, στην σύνθεση του 11ου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου επρόκειτο να δικαστεί ποινική υπόθεση για ψευδή καταμήνυση, χρήση πλαστού εγγράφου και συκοφαντική δυσφήμηση, με κατηγορούμενο το Λ1 και πολιτικώς ενάγοντα τον Αρχιμανδρίτη Χ5, αντικαθιστώντας τον αρχικώς κληρωθέντα πρωτοδίκη Ελευθέριο Γεωργίλη (εκδόθηκε σχετικώς η πράξη 355/2003 του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών) και να μεροληπτήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής υπέρ του Χ5, κατά παράβαση του απορρέοντος από το Σύνταγμα και το νόμο υπηρεσιακού καθήκοντος της να τηρεί ουδέτερη και αμερόληπτη στάση απέναντι στους διαδίκους, προς το σκοπό να ωφελήσει τον πολιτικώς ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και να βλάψει τον κατηγορούμενο με την έκδοση καταδικαστικής απόφασης. Εκδόθηκε η απόφαση 67544 και 68327/ 13 και 15.10.2003 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πιο πάνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για κάθε πράξη. Ε) Κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές Μαρτίου του 2000 μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου του 2004, ενώθηκε μαζί με άλλους και ειδικότερα μαζί με τους Γ1, Χ5, Χ1, ως και με άλλα, άγνωστα μέχρι τώρα πρόσωπα, και συγκρότησε με αυτούς συμμορία προς το σκοπό της διάπραξης κακουργημάτων, όπως είναι το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ως και πλημμελημάτων, τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με τα οποία επιδιώκεται οικονομικό όφελος, όπως είναι το πλημμέλημα της δωροδοκίας (δωροληψίας) δικαστή, χρησιμοποιώντας μάλιστα για την υπεράσπιση πελατών τους διάφορους άσχετους με αυτούς δικηγόρους, που τις περισσότερες φορές αγνοούσαν τα εγκληματικά τους σχέδια". Και Γ) την τρίτη αναιρεσείουσα Χ3, το Συμβούλιο Εφετών παρέπεμψε για το ότι "κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2001 έως 19-2001, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή σε δικαστικό λειτουργό, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν.2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή) και ειδικώτερα: στις 19-2-2001 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των 200.000 δραχμών από την πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή, που τελέστηκε από την Γ1, η οποία απαίτησε το ποσό αυτό από την ίδια, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεων της που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής (Χ3), κατέβαλε στην Γ1, σε εκπλήρωση της πιο πάνω απαίτησης, το εν λόγω ποσό το οποίο, ύστερα από υπόδειξη της τελευταίας, κατέθεσε στο λογαριασμό της στη EUROBANK με αριθμό ......, για να προσδοθεί νομιμοφανής υπόσταση στην πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα μέσω του τραπεζικού συστήματος". VII. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς όλους τους κατηγορούμενους- αναιρεσείοντες και για όλες τις αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις, την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες σε αυτούς πιο πάνω αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα, Α) ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, τις πράξεις της α) απλής συνέργειας από κοινού σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), γ) ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος από κοινού, δ) παράβασης του άρθρου 11 ν. 5227/31 - περί μεσαζόντων- ε) συγκρότησης συμμορίας, στ) απόπειρας απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., ζ) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία και κατ'επάγγελμα (από εμπορία ναρκωτικών ουσιών), η) απόπειρας νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ'επάγγελμα. Β) Ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα τις πράξεις της α) δωροδοκίας (ενεργητική) δικαστή, β) απλής συνέργεια σε απάτη, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) κατ'εξακολούθηση, δ) ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, ε) συγκρότησης συμμορίας και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή) και Γ) ως προς την τρίτη αναιρεσείουσα τις πράξεις της νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή), ήτοι παρέπεμψε τους κατηγορουμένους- αναιρεσείοντες, για παραβάσεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 13 περ.α, στ, 26 παρ.1, 27, 42, 46, 47, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 3, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρ.1 παρ.1 του ν.2928/01, 235, 237 παρ.1 και 2, 259, 386 παρ. 1, 3α-β, του ΠΚ, 1 παρ. 1α εδ. αη, αιζ, 2 παρ. 1 ν. 2331/95 [όπως το εδ. αιζ προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 16 του ν. 2479/97 και 6 παρ. 1 ν. 2515/97 και όπως τα άρθρα 1 και 2 αντικ. με τα άρθρα 2 και 3 ν. 3424/2005 και άρ.3 παρ. 5, 4 παρ. 4, 9 παρ. 2, 12 παρ. 1 ν. 2743/99, όπως ισχύει και άρ.11 του ν.5227/1931). Επίσης το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, είναι αβάσιμες οι προβαλλόμενες από όλους τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής αιτιολογίας κατ'άρθρο 484 παρ. 1 δ ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, οι αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1 ότι Α) το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της νόμιμης αιτιολογίας, διότι, όπως αιτιάται, α) "κατά το μέγιστο μέρος του, αποτελεί αντιγραφή του παραπεμπτικού διατακτικού του", και ιδιαίτερα κατά το μέρος αυτού που αφορά τις πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή από παθητική δωροδοκία δικαστή (της Γ1), από παράνομη εμπορία ναρκωτικών ουσιών και της απόπειρας νομιμοποιήσεως εσόδων από κακουργηματική απάτη, που φέρονται ως τελεσθείσες από τρίτους, καθώς και της παραβάσεως του άρθρου 11 του ν. 5227/1931 περί μεσαζόντων και της συγκροτήσεως συμμορίας, είναι απορριπτέες, προεχόντως ως απαράδεκτες, αφού η απλή επανάληψη στην αιτιολογία του βουλεύματος (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ούτε ο αναιρεσείων προσδιορίζει τα ελλείποντα για την πληρότητα της αιτιολογίας στοιχεία. Ανεξαρτήτως αυτού, στην προκειμένη περίπτωση, το αιτιολογικό του βουλεύματος δεν αποτελεί απλή αντιγραφή του διατακτικού, το οποίο, άλλωστε, και λεπτομερές είναι και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία εκδόθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα. Επίσης, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τις παραδοχές του ότι ο αναιρεσείων Χ1, γνωρίζοντας την απόφαση της Γ1 να εξαπατήσει τους αθίγγανους Δ1 και τη Δ5, για να τους αποσπάσει από τον πρώτον το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ και από την δεύτερη το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, παριστάνοντας προς αυτούς ψευδώς ότι μπορούσε να επιτύχει την απόλυση των αναφερόμενων στο βούλευμα συγγενών τους, που ήσαν προσωρινά κρατούμενοι για διάπραξη κακουργημάτων του ν. 1729/1987 "για την καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών", λόγω της προσωπικής γνωριμίας και των σχέσεών της με τις αρμόδιες ανακρίτριες, "ενίσχυσε ψυχικά την Γ1 και της υπέδειξε τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος αυτού", αναφέρει με σαφήνεια τον τρόπο της συνέργειας του εν λόγω αναιρεσείοντος στην διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, χωρίς να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκτίθενται και "οι λόγοι για τους οποίους η άνω έμπειρη δικαστική λειτουργός είχε ανάγκη ψυχικής ενισχύσεως και υποδείξεως προς αυτήν συγκεκριμένου τρόπου τελέσεως εγκλημάτων απάτης". Επίσης, με τις διαλαμβανόμενες στην αρχή του αναφερόμενου στον αναιρεσείοντα Χ1 σκεπτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος παραδοχές, μεταξύ των οποίων και αυτές κατά τις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος δικηγόρος ανέπτυξε επί μακρό χρόνο σοβαρή εγκληματική δράση στο πεδίο απονομής της δικαιοσύνης και ενεργώντας συστηματικά και οργανωμένα ανέλαβε την επεξεργασία και διεκπεραίωση μεγάλου αριθμού ποινικών και αστικών υποθέσεων, για την επιτυχή έκβαση των οποίων συχνά αναζήτησε, κατά τρόπο αθέμιτο και παράνομο, τη μεροληπτική στάση και την άμεση ή έμμεση υποστήριξη ορισμένων επίορκων δικαστικών λειτουργών (πρωτίστως της Γ1) και η "οργάνωση, σε μεγάλη έκταση, της δικαστηριακής εργασίας του, ως δικηγόρου, η διεκπεραίωση της οποίας ενώπιον των δικαστικών αρχών γινόταν συχνά από συνεργαζόμενους με αυτόν δικηγόρους, χωρίς την εμφάνιση του ίδιου, σε ένα σχεδιασμένο περιβάλλον και αδιαφανές πλαίσιο παραβατικής δράσης", επιπλέον δε με τις παραδοχές του ότι αυτός διέπραξε, κατ' επανάληψη τα πιο πάνω εγκλήματα της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, αλλά και της απόπειρας κακουργηματικής απάτης σε βάρος των Π1 και Π2, με πληρότητα αιτιολογεί το Συμβούλιο την κρίση του, ότι ο αναιρεσείων αυτός ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά την υπό την νόμου οριζόμενη έννοια. Επίσης, επί του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή από παθητική δωροδοκία δικαστή (της Γ1), στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την προδικασία και φανερώνουν πρόθεση του αναιρεσεσείοντος προς νομιμοποίηση εσόδων τρίτων, προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητά τους. - Ομοίως οι προβαλλόμενες αιτιάσεις σχετικά με την πράξη της απόπειρας κακουργηματικής απάτης, σε βάρος των Π1 και Π2, κατά τις οποίες δεν δίδεται απάντηση στους αρνητικούς της κατηγορίας, ισχυρισμούς του πρώτου αναιρεσείοντος και δεν παρατίθενται οι λόγοι, για τους οποίους κρίνονται αξιόπιστοι οι τελευταίοι και όχι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ανεξαρτήτως της αοριστίας των αιτιάσεων αυτών, αφού δεν εκτίθεται το περιεχόμενο των ισχυρισμών αυτών, το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, ούτε να προβεί σε αξιολόγηση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Για τους ίδιους λόγους είναι απορριπτέες, ως αόριστες, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας, διότι, ενώ επικαλέστηκε συγκεκριμένα στοιχεία και επιχειρήματα, και υπέβαλε συγκεκριμένα αιτήματα, ισχυρισμούς και επιχειρήματα, που αποδείκνυαν ή ενίσχυαν την αθωότητά του, "έμειναν, όλα, αναπάντητα". Οι λοιπές αιτιάσεις επί των ιδίων παραβάσεων, προβαλλόμενες με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Ως προς το πλημμέλημα της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση δικαστικού καθήκοντος, των αναφερομένων στο σκεπτικών δικαστικών λειτουργών (του Προέδρου Πρωτοδικών ΑΒ, των πρωτοδικών ΑΓ και Γ1, του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Χ4 και του Ανακριτή Πειραιώς ΑΔ), το Συμβούλιο με τις παραδοχές του ότι ο αυτός κατηγορούμενος αναιρεσείων, με συνεχείς προτροπές προκάλεσε την απόφαση στους δικαστικούς αυτούς λειτουργούς να παραβούν τα αναφερόμενα στο βούλευμα καθήκοντά τους, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος προκάλεσε στην συγκεκριμένη περίπτωση στους φυσικούς αυτουργούς την απόφαση να εκτελέσουν την εν λόγω άδικη πράξη, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας να παρατίθενται τα επιπλέον τα αναφερόμενα στην αίτηση του αναιρεσείοντος στοιχεία. Αρκεί, εξάλλου, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας, ότι εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αποδιδόμενο στους αυτουργούς αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και η ηθελημένη πρόκληση από τον αναιρεσείοντα ηθικό αυτουργό, σε αυτούς της απόφασης να το διαπράξουν . Οι αιτιάσεις δε, ότι δεν υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένες παραδοχές, περί του ότι ο ορισμός των δικασίμων αυτών ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένος, ενόψει της μέχρι τότε πρακτικής, των υπαρχουσών ελευθέρων δικασίμων, κλπ, ή ότι οι φυσικοί αυτουργοί προέβησαν στις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις "κατόπιν αποφασιστικής και δόλιας επεμβάσεως"αυτού, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού, είτε πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου (ως προς την διάπραξη των εγκλημάτων αυτών από τους αυτουργούς, κατά τις διαλαμβανόμενες στα οικεία μέρη του βουλεύματος για τον καθένα από αυτούς παραδοχές), είτε αναφέρονται σε μη απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την θεμελίωση της κατά του αναιρεσείοντος για την πράξη αυτή κατηγορίας (σκοπός και του ίδιου -πλην των φυσικών αυτουργών- για την έκδοση μη δίκαιων και μεροληπτικών αποφάσεων). Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ του ΚΠΔ με τον υπό στοιχείο ΙΙ (αρ.4-12) λόγος αναίρεσης, του αναιρεσείοντος Χ1, για έλειψη ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Εξάλλου, με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ως προς τα θεμελιωτικά της συναυτουργικής δράσεως του αναιρεσείοντος, μετά των αναφερομένων σε αυτό συγκατηγορουμένων του, στην εκτέλεση των εγκλημάτων της απλής συνέργειας σε κακουργηματική απάτη, της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ήτοι από παθητική δωροδοκία δικαστή) και της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, αφού, κατά τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές του, συνέπραξε και αυτός με τους εν λόγω συγκατηγορουμένους στην εκτέλεση των πράξεων αυτών για τις οποίες παραπέμφθηκε, χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των πράξεων των συναυτουργών, ενόψει της φύσεως των εγκλημάτων αυτών. Επομένως οι διαλαμβανόμενες, στον υπό στοιχείο ι (αρ.13) λόγο αναίρεσης, αιτιάσεις, ότι "υπάρχει πρόδηλη έλλειψη νομίμου αιτιολογίας και νομίμου βάσεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αλλά και ευθεία εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή υπ' αυτού και της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 45 του ΠΚ", είναι αβάσιμες και απορριπτέες. VIII. Κατά τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με την παρ.7 του άρθρου 2 του Ν.2408/1996, "αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη όμως η ποινική δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής, αποδείξεως, που καθιερώνει η διάταξη της παρ.1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως, αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου και περαιτέρω, ότι το δικαστήριο αποστερείται της δυνατότητας να θεωρήσει το ζήτημα του αξιοποίνου ή μη της κτήσεως του αποδεικτικού μέσου, ως προδικαστικό και να αναβάλει τη δίκη, κατά το άρθρο 59 του ΚΠΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η δίκη που θα κρίνει, αν το επίμαχο αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε με αξιόποινη πράξη. Η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε με τον παραπάνω αξιόποινο τρόπο, ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και κατά την ενδιάμεση διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ.2 εδ. α και β του άρθρου 370 Α του ΠΚ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 του Ν.3090/2002 "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου". Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 9Α και 19 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, (αλλά και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ), αναφορικώς με την προσωπική και ιδιωτική ζωή και την προσωπικότητά του, η απαγόρευση της, με ειδικά μέσα μαγνητοσκόπησης ή μαγνητοφώνησης αθεμίτως, ιδιωτικής συνομιλίας, αποσκοπεί στην προστασία των εννόμων αγαθών του ατόμου που προστατεύονται από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις με την υποχώρηση της ανάγκης δικαστικής διερεύνησης της ουσιαστικής αλήθειας και της αξίας της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής διαδικασίας. Περαιτέρω, από το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επάγεται απόλυτη ακυρότητα. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 § 13 και 14 ν.2331/95 "13.Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο Φορέα, στην εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας. Αλλιώς τίθεται στο αρχείο καi παραμένει μυστική. 14. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους πληροφορίες και τα στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτοια δραστηριότητα". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων Χ1, με τον με τα στοιχεία Ια.15 λόγο αναίρεσης, προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων, προκειμένου να διαμορφώσει την παραπεμπτική γι' αυτόν κρίση του, απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, και συγκεκριμένα, ότι έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία και μέσα: "(i) Τα έγγραφα της κινήσεως των τραπεζικών λογαριασμών όλων των κατηγορουμένων και συνεπώς εμού. ii) Παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών που εκτίθενται ειδικότερα και στην εισαγγελική πρόταση και στις συνεκτιμηθείσες εκθέσεις ένορκης εξετάσεως των, ρητώς μνημονευομένων, μαρτύρων Ζ1 και Ζ2.- (iii) Τα έγγραφα της απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών, τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών, συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και τις καταθέσεις των, ρητώς μνημονευομένων, μαρτύρων Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού και αναφέρονται στις συνομιλίες αυτές λεπτομερώς, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ένορκης εξετάσεως αυτών, τις οποίες ρητώς επικαλείται το αναιρεσιβαλλόμενο. Και.-(ΐV) Τα αντίγραφα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κατηγορουμένων [δηλαδή του καλούντος αριθμού τηλεφώνου, του καλουμένου αριθμού τηλεφώνου, του ακριβούς χρόνου διενέργειας της ως άνω τηλεφωνικής συνδιαλέξεως και της χρονικής διάρκειας αυτής] και συνεπώς εμού, που χορήγησε, παρανόμως, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος Α. Ε.". Oι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Ειδικότερα. Α) Τα "έγγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών"και "παραστατικά συγκεκριμένων τραπεζικών συναλλαγών", νομίμως λήφθηκαν, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 § 13 και 14 ν. ν.2331/1995. Β) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ρητώς αναφέρει ότι, για την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, "δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι εμπεριεχόμενες στη δικογραφία καταστάσεις εισερχομένων και εξερχομένων τηλεφωνικών κλήσεων, που αφορούν τους κατηγορουμένους και άλλα πρόσωπα, στις οποίες αναγράφονται, οι αριθμοί των καλούντων και καλουμένων συνδρομητών, τα ονόματα αυτών, η ημερομηνία, η ώρα έναρξης και η διάρκεια κάθε κλήσης και για την απόκτηση των οποίων δεν προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο ...διαδικασία άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου....", ενόψει του άρθρου 19 Συντ. και 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και Γ) Η αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη "έγγραφα απομαγνητοφωνήσεως των υποκλαπεισών, τηλεφωνικών και μη τηλεφωνικών, συνδιαλέξεων και συζητήσεων της Γ1, αλλά και των καταθέσεων των Ζ1 και Ζ2, οι οποίοι υπέκλεψαν τηλεφωνικές συνομιλίες της προαναφερθείσης πρώην δικαστικής λειτουργού.....", είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, αφού, ως προς το πρώτο σκέλος της, δεν αναφέρονται στην αίτηση ποία συγκεκριμένως "έγγραφα απομαγνητοφωνήσεως"ήταν εκείνα που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο, ενώ ως προς το δεύτερο σκέλος της, στηρίζεται στην προϋπόθεση, ότι έλαβε χώρα υποκλοπή και οι εν λόγω μάρτυρες μεταφέρουν στις καταθέσεις τους το περιεχόμενο συνομιλιών που έχουν υποκλαπεί. Ουδόλως όμως εκτίθενται στην αίτηση περιστατικά που να στηρίζουν κάτι τέτοιο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προκύπτει από τις παραδοχές του βουλεύματος ότι στήριξε την παραπεμπτική του κρίση στο περιεχόμενο τέτοιων υποκλοπών. Η αναφορά δε και μόνο ότι οι πιο πάνω μάρτυρες υπέκλεψαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και συζητήσεις της Γ1, δεν καθιστά αυτές (τις καταθέσεις) απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο. Επισημαίνεται ότι όσα αναφέρει σχετικά ο εν λόγω αναιρεσείων στα από 29/2/2008 και από 17/4/2008 υπομνήματά του δεν λαμβάνονται υπόψη προς θεμελίωση αναιρετικών λόγων, ούτε δύνανται να καταστήσουν ορισμένους του πιο πάνω προβαλλόμενους λόγους, ενόψει και του ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως κατά βουλευμάτων. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. 1, ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα (άρ.171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠΔ), λόγω λήψεως υπόψη παρανόμων αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί..- ΙΧ. Κατά τις παρ.2 και 3 του άρθρου 29 του ΚΠΔ, το δικαστήριο των εφετών, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο σε ολομέλεια, με την παρουσία και του εισαγγελέα. "2. Εχει ακόμα το δικαίωμα να διατάξει τον εισαγγελέα εφετών να κινήσει ποινική δίωξη για κάθε έγκλημα και για κάθε υπαίτιο. Αν αυτή έχει ήδη ασκηθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, έχει το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών. 3. Και στις δύο περιπτώσεις της παρ. 2 ένας από τους εφέτες, που τον ορίζει η ολομέλεια, εκπληρώνει καθήκοντα ανακριτή στην υπόθεση και ή ενεργεί ο ίδιος κάθε ανακριτική πράξη ή αναθέτει την ενέργειά τους στον ανακριτή πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών έχει όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών το συμβούλιο εφετών έχει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και αποφασίζει για την κατηγορία σε πρώτο και τελευταίο βαθμό". Στην προκειμένη περίπτωση, με την 2/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών (σε Συμβούλιο), που εκδόθηκε κατά το άρθρο 29 του ΚΠΔ και με βάση την οποία ασκήθηκε υπό του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και η εναντίον του αναιρεσείοντος Χ1 ποινική δίωξη για τα προαναφερόμενα εγκλήματα, αποφασίστηκαν, κατά λέξη, τα ακόλουθα: "Παραγγέλλει την άσκηση ποινικής δίωξης, αρχικής ή συμπληρωματικής, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, σχετικά με τις αποδιδόμενες σε δικαστικούς λειτουργούς αξιόποινες πράξεις (δωροδοκίας δικαστών και άλλων συναφών εγκληματικών πράξεων) και σε τρίτους εμπλεκόμενους σ' αυτές, μετά το πέρας της διενεργούμενης σχετικά με τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης".- Κατά τη σαφή έννοια της απόφασης αυτής, η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών παραγγέλλει την άσκηση ποινικής δίωξης, από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και κατά προσώπων, που δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, σχετικά με τις αποδιδόμενες σε δικαστικούς λειτουργούς αξιόποινες πράξεις, εφόσον οι τρίτοι εμπλέκονται καθοιονδήποτε τρόπο στις πράξεις αυτές. Η αναφορά δε ότι η ποινική αυτή δίωξη θα ασκηθεί "μετά το πέρας της διενεργούμενης σχετικά με τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης", έχει την προφανή έννοια, ότι οι σχετικές με τα εγκλήματα που διέπραξαν οι δικαστικοί λειτουργοί πράξεις των τρίτων θα προσδιορισθούν με την εν λόγω προκαταρκτική εξέταση (πρβλ την παρ.4 του άρθρου 29 ΚΠΔ, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.15 του Ν.3472/2006) και, επομένως, οι πράξεις αυτές δεν δύνανται να προσδιορισθούν εκ των προτέρων. Αρκεί οι πράξεις αυτές να είναι σχετικές με τα εγκλήματα που διέπραξαν οι δικαστικοί λειτουργοί- χωρίς να είναι απαραίτητα συμμετοχικές - η δε εξειδίκευσή τους θα γίνει από τον αρμόδιο πλέον Εισαγγελέα Εφετών κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠΔ. Η κατ' αυτό δε τον τρόπο άσκηση της ποινικής δίωξης δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος, ούτε των προστατευομένων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων του ως κατηγορουμένου. Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του ΚΠΔ με στοιχείο iii 18-22 λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντοςΧ1, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, κατά τις οποίες επήλθε η κατά το άρθρο 171 ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως υπό του Εισαγγελέως και την υποχρεωτική συμμετοχή αυτού στις υπό του νόμου ορισμένες πράξεις της προδικασίας, δεδομένου, όπως αιτιάται, "από την ως άνω, υπ' αριθμ. 2/2005 απόφαση δεν προκύπτει, λόγω της ολοφάνερης αοριστίας της, ότι περιέχονται σ' αυτήν και τα παραπάνω εγκλήματα, για τα οποία παραπέμπομαι στο ακροατήριο, υπάρχει, εν προκειμένω, απόλυτη ακυρότητα της όλης προδικασίας, εξαιτίας της παραβιάσεως των πιο πάνω διατάξεων, που αναφέρονται στην άσκηση της ποινικής διώξεως υπό του αρμοδίου Εισαγγελέως Πλημ/κών και στην άσκηση των δικαιωμάτων μου ως κατηγορουμένου, που προστατεύονται από τον κατ/νο και την ΕΣΔΑ", είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Χ. Ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι, το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στις πράξεις που αφορούν την κατηγορούμενη η Γ1, δέχεται ότι σε βάρος της ασκήθηκε δίωξη και για την πράξη της δωροδοκίας παθητικής δικαστή, που συνίσταται στην εκ μέρους αυτής ως δικαστού απαίτησης δώρων που δεν εδικαιούτο, με σκοπό να κριθούν υποθέσεις που της είχαν ανατεθεί υπέρ ή εναντίον κάποιων και ειδικότερα "...της απαίτησης στις 28-02-2004 και της λήψης στις 02-03-2004 από τους δικηγόρους Χ1, Χ2 και Κ1, μέσω του Χ5, του ποσού των 30.000 ευρώ για να επιδιώξει τη συμμετοχή της στην εκδίκαση της από 24-02-2004 αγωγής του ιεροδιακόνου Β1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ του τελευταίου απόφαση"και ότι η παραπάνω κατηγορία για πρώτη φορά εμφανίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, και ουδέποτε του απαγγέλθηκε κατηγορία ή του ασκήθηκε ποινική δίωξη με το ως άνω περιεχόμενο και ουδέποτε απολογήθηκε για την πράξη αυτή, συνιστά, δε η παραδοχή αυτή, όπως ο εν λόγω αναιρεσείων υποστηρίζει, υπέρβαση εξουσίας, "διότι δεν νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο επέκταση της ποινικής δίωξης δια του βουλεύματος για πράξεις για τις οποίες ουδέποτε μου ασκήθηκε στο στάδιο της προδικασίας ποινική δίωξη και για τις οποίες ουδέποτε απολογήθηκα". Ο κατ' αυτόν τον τρόπο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά και ο ίδιος ο αναιρεσείων Χ2 δέχεται στην αίτησή του, αυτός δεν παραπέμπεται για την πιο πάνω πράξη, και ουδεμία "επέκταση της ποινικής δίωξης δια του βουλεύματος"για τις πιο πάνω πράξεις έλαβε χώρα και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. ΧΙ. Ο αυτός αναιρεσείων, με τον δεύτερο, από άρθρο 484 παρ. 1 περ δ και ε Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι "το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναλυτικά αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για μία σειρά αδικημάτων, τα οποία φέρεται ότι τελέστηκαν από την Γ1". Ακολούθως, ο ίδιος αναιρεσείων, παραθέτει αποδιδόμενα στην Γ1 αδικήματα και άλλους συγκατηγορουμένους του και ειδικότερα 1) Το αποδιδόμενο στην Γ1 αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή, που αναφέρθηκε και πιο πάνω, καθώς και τις αποδιδόμενες στους Χ5 και Κ1 πράξεις κατά τις οποίες "...Στις 28-02-2004 μεσολάβησε (ενν. ο Χ5) μεταξύ της πρωτοδίκου Γ1 και του Κ1, στον οποίο μετέφερε την πρόταση της πρώτης για την καταβολή σε αυτήν του ποσού των 30.000 ευρώ ως δώρου που δεν δικαιούτο να λάβει για να επιδιώξει τη συμμετοχή της στην εκδίκαση της από 24-02-2004 αγωγής του ιεροδιακόνου Β1 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών .....". 2) Την αποδιδόμενη στην Γ1 πράξη, κατά την οποία ".. . κατά το χρονικό διάστημα από 02-03-2003 έως και 05-10-2004 απαίτησε από τους δικηγόρους Χ1,Χ2 και Κ1, προκειμένου να εκδοθούν ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ πελατών των προαναφερομένων δικηγόρων τα ποσά των ό.ΟΟΟ ευρώ, 2.500 ευρώ και 1.500 ευρώ, τα οποία και εισέπραξε στις 04-03-2003, στις 21-04-2004 και 05-10-2004.....", καθώς και το αποδιδόμενο στον Χ5 ίδιο αδίκημα, κατά το οποίο : "...Στις 19-04-2004 μεσολάβησε (ενν. ο Χ5) μεταξύ αγνώστου μέχρι τώρα προσώπου και της πρωτοδίκου Γ1, στο οποίο μετέφερε την πρόταση της τελευταίας για την καταβολή σε αυτήν του ποσού των 2.500 ευρώ, ως δώρου που δεν εδικαιούτο να λάβει, προκειμένου να κριθούν ευνοϊκά υπέρ του προσώπου αυτού υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον της....". 3) Την αποδιδόμενη στην Γ1 πράξη, κατά την οποία "Την 01-03-2003 απαίτησε (η Γ1) από άγνωστο μέχρι τώρα άτομο που ανήκε πάντως στην οικογένεια αθίγγανων Δ μέσω του Χ5 για να μην κρατηθεί προσωρινά ένας από τους κατηγορουμένους της οικογένειας Δ που απολογήθηκε ενώπιον της κατά την περίοδο εκείνη, το ποσό των όΟΟΟευρώ .....Κατά το χρονικό διάστημα από 02-03-2003 έως και 05-10-2004 απαίτησε από τους δικηγόρους Χ1, Χ2 και Κ1 προκειμένου να εκδοθούν ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ πελατών, των προαναφερομένων δικηγόρων, τα ποσά των 6000, 2500 και 1500, τα οποία και εισέπραξε......". 4) τις αποδιδόμενες στην Γ1 πράξεις που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατά τις οποίες . "...Με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση του ποσού των όΟΟΟ ευρώ από την παραπάνω πράξη της παθητικής δωροδοκίας δικαστή με στοιχείο γ 4, έλαβε το ποσό αυτό το οποίο ύστερα από υπόδειξη της κατατέθηκε στις 04-03-2003, στο λογαριασμό του Χ5 στην Εμπορική Τράπεζα με αριθμό ........ από συγγενικό πρόσωπο της οικογενείας Δ που έθεσε στο σχετικό γραμμάτιο κατάθεσης αντί υπογραφής, ένα σταυρό". Και "...Στις 04-03-2003, 21-04-2004 και 05-10-2004 με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των ποσών των 6000, 2500 και 1500ευρώ αντιστοίχως από την παραπάνω πράξη παθητικής δωροδοκίας δικαστή με στοιχείο γ5 έλαβε τα ποσά αυτά από τους δικηγόρους Χ1, Χ2 και Κ1 και στη συνέχεια τα παρέδωσε στους ....., ...... και κάποιον τρίτο .......". Ο αναιρεσείων παραθέτει τις αποδιδόμενες στους πιο πάνω συγκατηγορουμένους του κατηγορίες, προκειμένου να επισημάνει τις, κατ'αυτόν, υφιστάμενες αντιφάσεις που επιφέρουν "εκ πλαγίου παράβαση της εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης", ενώ σε όσες πράξεις φέρεται και αυτός εμπλεκόμενος (ως συναυτουργός), προβάλλει την αυτήν αιτίαση που αναφέρει και στον πρώτο λόγο της αναιρέσεώς του, ότι δηλαδή, οι κατηγορίες αυτές που τον αφορούν (και για τις οποίες δεν παραπέμπεται) εμφανίζονται για πρώτη φορά με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος. Οι λόγοι όμως αυτοί της αναίρεσης αναφέρονται σε παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, που αφορούν αποκλειστικά άλλους κατηγορούμενους και στις αποδιδόμενες σ'αυτούς κατηγορίες, για τις οποίες ο εν λόγω αναιρεσείων δεν παραπέμπεται ούτε του αποδίδεται κατηγορία . Σε σχέση με τον εν λόγω αναιρεσείοντα, στο οικείο μέρος του βουλεύματος, υπάρχουν άλλες παραδοχές, που δεν προσβάλλονται από αυτόν . Και είναι μεν αληθές, όπως αυτός αναφέρει στο από 17/4/2008 υπόμνημά του, ότι "το βούλευμα είναι ενιαίο κείμενο και ως τέτοιο εξετάζεται", όμως ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει λόγους αναίρεσης που αφορούν πράξεις συγκατηγορουμένων του, έστω και αν φέρεται σε αυτές και ο ίδιος εμπλεκόμενος, αφού για τις πράξεις αυτές δεν του έχει απαγγελθεί κατηγορία, όπως αυτός αναφέρει, και δεν παραπέμπεται γι' αυτές. Άλλωστε, ουδόλως αυτός συνδέει, τις προσβαλλόμενες με την αίτησή παραδοχές του βουλεύματος, που αφορούν τους συγκατηγορουμένους του, με εκείνες που αφορούν τον ίδιο, δηλαδή με εκείνες που αφορούν τις πράξεις για τις οποίες αυτός παραπέμπεται. Τούτο επιχειρεί να πράξει, ανεπιτρέπτως, με το υπόμνημα που κατέθεσε (και ανεξάρτητα της βασιμότητας των προβαλλομένων αιτιάσεων), συνδέοντας ορισμένες, κατ' αυτόν αντιφάσεις, με την πράξη της σύστασης συμμορίας που του αποδίδεται . Επομένως και ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β και δ Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Χ ΙΙ. Η τρίτη αναιρεσείουσα Χ3, με τον πρώτο λόγο της συνεκδικαζόμενης αίτησή της, προβάλλει την πλημμέλεια ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της κατά νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι, όπως κατά λέξη αναφέρει στην αίτησή της, "δεν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία ήχθη το Συμβούλιο στο Βούλευμα αυτό, και ειδικότερα και αν ήταν αληθές το γεγονός, έπρεπε 1) να αναφέρεται ρητά, για ποιο λόγο δεν είναι ενεργητική δωροδοκία αλλά παθητική τοιαύτη, αφού για να συμβαίνει τούτο, έδει να είμαι δικαστής, ή να λαμβάνω εγώ χρήματα από την ίδια ή από τρίτους, προκειμένου, να τα καταθέσω σε δικό μου λογαριασμό για να καλύψω τη δικαστή. 2) Ποια υπόθεση εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, για την οποία υποτίθεται ότι κατέβαλα τα χρήματα της δωροδοκίας, και αν την δίκασε η ιδία ή άλλος δικαστής, οπότε έπρεπε να παραπεμφθεί και ούτος, και αν εξέδωκαν ευνοϊκή υπέρ εμού απόφαση 3) Ποια ήταν η νομιμοφανής υπόσταση των εσόδων της Δικαστού, καθήν στιγμή, ελέγχονται και εμπίπτουν στο "πόθεν έσχες"και οι τραπεζικοί λογαριασμοί..". Οι πιο πάνω αποδιδόμενες στο προσβαλλόμενο βούλευμα πλημμέλειες, είναι αβάσιμες. Στην αρχή του σκεπτικού του βουλεύματος (βλ. 2η σελ του 591 φύλλου) αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα στα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο προκειμένου να στηρίξει την παραπεμπτική του κρίση για τα αναφερόμενα σε αυτό εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και εκείνο για το οποίο παραπέμπεται η εν λόγω κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα. Η τελευταία παραπέμπεται να δικασθεί στο ακροατήριο για το ότι "κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2001 έως 19-2001, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλυφθεί η αληθινή προέλευση περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων) από παθητική δωροδοκία δικαστή παρέσχε συνδρομή σε δικαστικό λειτουργό, που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. αιζ του ν.2331/1995, (παθητική δωροδοκία δικαστή)", όπως ειδικότερα πιο πάνω έχει αναφερθεί και όχι της παθητικής δωροδοκίας. Επομένως, οι αιτιάσεις αυτής, ότι δεν αναφέρεται στο βούλευμα, "για ποιο λόγο δεν είναι ενεργητική δωροδοκία αλλά παθητική τοιαύτη, αφού για να συμβαίνει τούτο, έδει να είμαι δικαστή κλπ", στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, για την πράξη για την οποία αυτή παραπέμπεται, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση και των επιπλέον στοιχείων που η αναιρεσείουσα αναφέρει στις πιο πάνω με στοιχείο 2 αιτιάσεις της (ποια υπόθεση εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, για την οποία αυτή κατέβαλε τα χρήματα κλπ), ενώ, στην αιτιολογία του βουλεύματος, εκτίθεται κατά τρόπο σαφή ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσέδωσε "νομιμοφανή υπόσταση"στα από την πράξη της δωροδοκίας έσοδα της Γ1 έσοδα (κατάθεση σε Τράπεζα για λογαριασμό της). Η ίδια αναιρεσείουσα, με τον δεύτερο, όπως εκτιμάται, λόγο αναίρεσης, προβάλλει την αιτίαση, ότι, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά της Γ1, λόγω παραγραφής για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας, δηλαδή "..... της απαίτησης στις 17-2-2001 και της λήψης στις 19.12.2001 από την Χ3, του ποσού των 200.000 δραχμών, ως δώρο, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση των υποθέσεών της που εκκρεμούσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και εκδώσει στη συνέχεια ευνοϊκές αποφάσεις υπέρ αυτής", δεν μπορεί αυτή να παραπεμφθεί για την πιο πάνω πράξη της κατ' επάγγελμα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (παθητική δωροδοκία δικαστή), αφού, όπως υποστηρίζει, "για την συγκεκριμένη μία και μόνο πράξη υπάρχει κατηγορία εναντίον μου, δεν υφίσταται παθητική δωροδοκία, συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται και ενεργητική τοιαύτη". Όπως, όμως, ήδη στις πιο πάνω νομικές σκέψεις έχει αναπτυχθεί, η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία για την πράξη της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων για την οποία παραπέμπεται η αναιρεσείουσα. Έτσι είναι αδιάφορο, αν το βασικό έγκλημα έχει υποκύψει σε παραγραφή και δη μετά την τέλεση της πράξης της νομιμοποίησης (εκτός από την περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. δ εδ. τελ. Ν. 2331/95, που δεν πρόκειται εδώ). Επομένως, ο από το άρ. 484 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ, όπως εκτιμάται, για εσφαλμένη η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου. . Χ ΙΙΙ. Επομένως, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων, πρέπει αυτές να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ). Μετά δε την απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως, παρέλκει η έρευνα των, κατά το άρ. 469 του ΚΠΔ, υποβληθέντων, με τα από 10/4/2008 και 1/10/2008 υπομνήματα, αιτημάτων του Χ5 και του Κ1 αντίστοιχα, για την επέκταση του αποτελέσματος των αναιρέσεων, που άσκησαν οι συγκατηγορούμενοι τους Χ1 και Χ2 και ως προς αυτούς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος αναιρεσείοντος Χ2 και του αιτούντος (μη αναιρεσείοντος) Χ5 (κατά κόσμο .....) . Απορρίπτει τις 26/4-2-2008, 11/4-2-2008 και 23/30-1-2008 αιτήσεις (εκθέσεις) των 1) Χ1, 2) Χ2 και, 3) Χ3, αντιστοίχως, για αναίρεση του 2707/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει τους πιο πάνω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. . Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση τριών αιτήσεων αναιρέσεως. Αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκων κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ. Μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του ΚΠΔ, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 658/06, ΑΠ 1649/04). Απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Υπόμνημα συγκατηγορουμένων για την επέκταση του αποτελέσματος της αναίρεσης και υποβολή αιτήματος για αυτοπρόσωπη. Απλή συνέργεια από κοινού σε απάτη, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Απόπειρα απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από παθητική δωροδοκία δικαστή και από εμπορία ναρκωτικών ουσιών). Απόπειρα νομιμοποίησης από κερδοσκοπία εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (από κακουργηματική απάτη) κατ’ επάγγελμα. Ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος από κοινού. Παράβαση του άρθρου 11 του ν. 5227/31 περί μεσαζόντων. Συγκρότηση συμμορίας. Δωροδοκία (ενεργητική) δικαστή. Αιτιολογία συναυτουργίας. Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα. Η αξιοποίηση αποδεικτικού μέσου, που αποκτήθηκε κατά παράβαση των άρθρων 9 § 3 Συντάγματος και 370Α § 4 Π.Κ., συνιστά απόλυτη ακυρότητα, που ισχύει και για την ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων διαδικασία (ΑΠ 2035/2005, ΑΠ 1622/2005 Πρβλ ΑΠ 1713/2006 τμ Ε, ΑΠ 1351/2007 τμ Α1). Απόρρητο τραπεζικών συναλλαγών. Εξαιρέσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 § 13 και 14 ν. 2331/1995. Αποδεικτικά μέσα που είναι προϊόντα υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Κατάθεση μαρτύρων που μεταφέρουν το περιεχόμενο υποκλοπής. Άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Εφετών κατά παρ. 2 και 3 του άρθρου 29 του ΚΠΔ. Προσδιορισμός των πράξεων από την Ολομέλεια του Εφετείου. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας - νομίμου βάσεως. Λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, λόγω αναφοράς του αναιρεσείοντος ως συμμετόχου σε πράξεις συγκατηγορουμένων του, χωρίς όμως να παραπέμπεται για αυτές και για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, που αφορούν πράξεις των συγκατηγορουμένων του. Απόρριψη λόγων αυτών ως απαραδέκτων. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα, Συναυτουργία, Συνέργεια, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Δωροδοκία, Νομιμοποίηση εσόδων.
0
Αριθμός 1430/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπύρο Διαμαντή, περί αναιρέσεως της 808/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1950/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον ' Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 808/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και δύο (2 μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της υπεξαγωγής εγγράφων, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Η εταιρεία "......" με έδρα τον ... Αττικής, είναι ναυτική εταιρεία νόμιμα συνεστημένη κατά τις διατάξεις του ν.959/1978 με έδρα τον .... Αττικής και πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου "Γ1". Την 12η Μαΐου 2000, ο μέτοχος της εταιρείας αυτής και πολιτικώς ενάγων Ψ1 ανέλαβε εγγράφως την υποχρέωση να πωλήσει και μεταβιβάσει το σύνολο των μετοχών της εταιρείας αυτής δηλαδή 2.000 ανώνυμες μετοχές, στον κατηγορούμενο Χ1 αντί του ποσού των 40.000.000 δραχμών καταβλητέου ως ακολούθως: α) δραχμές 5.000.000 μέχρι την 30-6-2000 β) δραχμές 10.000.000 μέχρι τις 30-10-2000 γ) δραχμές 10.000.000 μέχρι την 30-11-2000 δ) δραχμές 10.000.000 μέχρι την 30-12-2000 και ε) δραχμές 5.000.000 μέχρι την 30-5-2001. Προς εξασφάλιση των παραπάνω δόσεων ο κατηγορούμενος παρέδωσε στο μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 πέντε (5) επιταγές με τα ποσά των ανωτέρω δόσεων, οι οποίες είχαν εκδοθεί απ'αυτόν επί της Αγροτικής Τράπεζας με ημερομηνίες πληρωμής τις ημερομηνίες πληρωμής των δόσεων. Με το έγγραφο από ..., συμφωνητικό συμφωνήθηκε επίσης ότι σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν καταβάλει τις ανωτέρω δόσεις τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, ο πωλητής θα δικαιούται να εμφανίσει τις ανωτέρω στην πληρώτρια Τράπεζα και να ζητήσει την πληρωμή τους. Προς περαιτέρω εξασφάλιση της πληρωμής των επιταγών ο αγοραστής ανέλαβε την υποχρέωση να προκαλέσει εντός δέκα πέντε (15) ημερών την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου ιδιοκτησίας του ....... δηλαδή επί ακινήτου εκτάσεως τεσσάρων (4) στρεμμάτων κειμένου στην κτηματική περιφέρεια της Κοινότητας ....... Κρήτης. Ορίσθηκε επίσης ότι, σε περίπτωση που δεν πληρωθεί οποιαδήποτε δόση του τιμήματος ή δεν εγγραφεί προσημείωση υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο από υπαιτιότητα του αγοραστή, ο πωλητής θα δικαιούται είτε να ζητήσει ολόκληρο το τίμημα και να εμφανίσει όλες τις επιταγές στην πληρώτρια Τράπεζα προς πληρωμή ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση οπότε θα δικαιούται να παρακρατήσει το μέχρι τότε καταβληθέν τίμημα ως αποζημίωση για την στέρηση της χρήσεως του πλοίου. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας "......" ανερχόταν σε 20.000.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 2.000 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας 10.000 δραχμών η κάθε μία, κάτοχος και κύριος των οποίων ήταν, όπως προαναφέρθηκε ο μηνυτής Ψ1. Κατά την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού, ο μηνυτής Ψ1 παρέδωσε στον κατηγορούμενο την κατοχή του σκάφους και στη συνέχεια με τα υπ'αριθ. ..... και .... ειδικά πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Μαρίας Νάκου διόρισε τον κατηγορούμενο ειδικό πληρεξούσιό του προκειμένου να ενεργεί συναλλαγές για κάθε ζήτημα που συνδέεται με την αγορά, διαχείριση ή λειτουργία του πλοίου "........" νηολογίου Πειραιώς. Την 28-8-2000, λόγω μη πληρωμής της πρώτης δόσης του τιμήματος, ο μηνυτής υπανεχώρησε από τη σύμβαση πωλήσεως που τον συνέδεε με τον κατηγορούμενο και παράλληλα η ως άνω εταιρεία προέβη στην ανάκληση των παραπάνω πληρεξουσίων δυνάμει της υπ'αριθμ. ......πράξεως της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου. Η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πωλήσεως έγινε με την από 22-8-2000 εξώδικη δήλωση, η οποία κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο στις 28-8-2000. Από τότε (28-8-2000) παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του πολιτικώς ενάγοντος και παρά την υποχρέωσή του να επιστρέψει το πλοίο στην εταιρεία που εκπροσωπεί ο πολιτικώς ενάγων, αρνείται να επιστρέψει το πλοίο και παρακρατεί τούτο από πρόθεση παρανόμως εντάσσοντάς το άνευ νομίμου αιτίας στην ατομική του περιουσία, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης αυτής, ύψους 40.000.000 δραχμών, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επίσης, ο κατηγορούμενος στον ως άνω τόπο και χρόνο και με σκοπό να βλάψει άλλον απέκρυψε έγγραφα των οποίων δεν ήταν κύριος και συγκεκριμένα με σκοπό να βλάψει τον εγκαλούντα Ψ1, στον ως άνω τόπο και χρόνο, απέκρυψε έγγραφα των οποίων δεν ήταν κύριος και δη όλα τα ναυτιλιακά έγγραφα του ανωτέρω πλοίου, ασυμπλήρωτα τιμολόγια πωλήσεως και δελτία αποστολής της εταιρίας, το βιβλίο εσόδων-εξόδων καθώς και το βιβλίο transit του ανωτέρω πλοίου αν και οχλήθηκε για την άμεση απόδοσή τους. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της υπεξαγωγής εγγράφων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 222 και 375 παρ.1 β' του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την πρόθεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να υπεξαιρέσει το ευρισκόμενο στην κατοχή του ξένο επιβατηγό πλοίο, με επωνυμία "Γ1" και να αποκρύψει τα ναυτιλιακά του έγγραφα, καθώς και η επιπρόσθετη βούλησή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα και να βλάψει με την απόκρυψη των αναφερομένων ναυτιλιακών του εγγράφων του μηνυτή. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απαράδεκτες, καθόσον δι'αυτών πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος και τρίτος λόγοι της ένδικης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 364 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το Δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ.Β' και 170 παρ.2 του ΚΠΔ. Η έλλειψη, όμως, ακροάσεως, προϋποθέτει υποβολή γραπτής ή προφορικής αιτήσεως ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους με τη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 145 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανέγνωσε και περαιτέρω δεν έλαβε υπόψη του κρίσιμα έγγραφα, παρόλο που υποβλήθηκε από τον ίδιο και το συνήγορό του σχετικό αίτημα, όπως η σύμβαση γυμνής ναύλωσης μακρού χρόνου επιβατηγού πλοίου, με ημερομηνία ..., καθώς και η από ... πρόσθετη πράξη αυτής, προκειμένου να αποδειχθεί ο ουσιώδης και καταλυτικός της κατηγορίας ισχυρισμός του, ότι πριν από την ανάκληση των πληρεξουσίων είχε ναυλώσει νόμιμα το πλοίο και επομένως δεν το είχε στην κατοχή του. 'Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν διατυπώθηκε από τον αναιρεσείοντα ή από το συνήγορό του σχετικό αίτημα περί αναγνώσεως και συνακόλουθα λήψης υπόψη των ως άνω εγγράφων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, ο ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ.β' και 170 παρ.2 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ'αρ. 82/2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ. 808/20007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υπεξαγωγή εγγράφων. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. 3) Έλλειψη ακροάσεως. Απορρίπτει αναίρεση. Υπάρχει αιτιολογία. Δεν παραβιάσθηκαν ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ούτε ζητήθηκε από τον αναιρεσείοντα η ανάγνωση εγγράφων και το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα. Απορρίπτει.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Υπεξαγωγή εγγράφων, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 1428/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήατου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Βασιλακόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 2085/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2008/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από την διάταξη της παρ.1 του αρθρ. μόνου α.ν. 690/45, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρο 8§1 ν. 2336/95, (προκύπτει ότι το προβλεπόμενο ως άνω αδίκημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ'αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, εντός της προθεσμίας που ορίζεται είτε από την σύμβαση, είτε από τον νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. Η καταδικαστική δε απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του α.ν. 690/45, για να έχει την απαιτούμενη από τα αρθ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αν η πράξη φέρεται ότι έχει τελεσθεί από τον κατηγορούμενο ως εκπρόσωπο εταιρίας, πρέπει, εκτός άλλων, να περιλαμβάνει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ακριβής ιδιότητα του κατηγορουμένου, ως νομίμου εκπροσώπου ή διευθυντή ή επιτετραμμένου της εργοδότριας εταιρίας. Επί πλέον) αν οι οφειλόμενες αποδοχές καθορίζονται από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή από τον νόμο ή έθιμο, πότε έπρεπε να καταβληθούν με βάση την συμφωνία, τον νόμο ή έθιμο κ.λπ. Εξάλλου, έλλειψη της από τα αρθρ. 93§ 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., συντρέχει όταν στην καταδικαστική απόφαση, δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό, μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, εις το οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αρ. 2085/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 690/1945, ως αιτιολογία δε της αποφάσεώς του διέλαβε κατά λέξη τα εξής: "στον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στο διατακτικό, ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, δηλαδή της παράβασης του μόνου άρθρου του α.ν. 690/1945, όπως αυτό αποδείχθηκε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο σε συνδυασμό προς τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ'αυτόν πράξης". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, για την αξιόποινη πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ούτε τις νομικές σκέψεις, με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, οι δε ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης, στο οποίο παραπέμπει το σκεπτικό. Σημειώνεται ότι, ούτε στο διατακτικό αναφέρεται εάν οι οφειλόμενες αποδοχές καθορίζονται από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση, ούτε η διάρκεια της σύμβασης, ούτε και ο χρόνος, εντός του οποίου οι αποδοχές έπρεπε αυτές να καταβληθούν, με βάση τη συμφωνία, το νόμο ή το έθιμο κ.λ.π. Πέρα από αυτά, σε σχέση πάντοτε με το διατακτικό, υπάρχει αοριστία αναφορικά με το εάν ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος της εταιρείας "FEATEGO A.E", όπως αναφέρεται σ' αυτό, δηλαδή δεν εξειδικεύεται εάν αυτός ήταν διευθυντής, επιτετραμμένος ή νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω εταιρείας ή, σε διαφορετική περίπτωση, αν είχε την ιδιότητα ατομικώς του εργοδότη, ανεξάρτητα δηλαδή από την αναφερόμενη εταιρεία και τη λειτουργία της. Πρέπει, συνακόλουθα, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και στην ουσία του, ο λόγος της ένδικης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 2085/19.6.2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 1 Α.Ν. 690/1945. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η αιτιολογία της απόφασης, σε περίπτωση καταδίκης για παράβαση του άνω άρθρου. Ανεπίτρεπτη αναφορά του σκεπτικού στο διατακτικό. Δεκτή αναίρεση για παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ (Έλλειψη αιτιολογίας). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
0
Αριθμός 1427/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Στρουγγάρη, περί αναιρέσεως της 664/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 642/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, κατά το οποίο, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση του κατηγορουμένου ότι η γενόμενη καταμήνυση είναι ψευδής και τα πραγματικά περιστατικά, που κατέθεσε, ήταν επίσης ψευδή. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος καθενός, αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ' αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας, ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 664/2007 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα: ".... Με την με αριθμό 54103/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία πλέον κατέστη αμετάκλητος (βλ. το υπ' αριθμό πρωτ. .... πιστοποιητικό του Α.Π.) ο μηνυτής αθωώθηκε των απαγγελθεισών σε βάρος του αξιοποίνων πράξεων. Ειδικότερα κατόπιν της από 24-11-2000 μηνύσεως του νυν κατηγορουμένου Χ1 κατά του νυν μηνυτού (Ψ1) ασκήθηκε κατά του νυν μηνυτού ποινική δίωξη για υπεξαγωγή εγγράφων, πλαστογραφία με χρήση και απιστία για τις οποίες απηλλάγη ως προαναφέρθηκε. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΑΛΑΜΑΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ & ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ", ενώ ο μηνυτής ήταν μέτοχος (49%) και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 20 του καταστατικού της εταιρίας, με το από ... πρακτικό του Δ.Σ., της εταιρίας, όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες, καθόσον και η εκπροσώπησή της ανατέθηκαν στο μηνυτή. Με το από .... πρακτικό του Δ.Σ. που δημοσιεύτηκε νόμιμα ανατέθηκαν στον μηνυτή η αναπλήρωση του νυν κατηγορουμένου στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του, σε περίπτωση κωλύματος του κατηγορουμένου, ο οποίος ως ανταποκριτής ξένου τύπου και Διευθυντής της εφημερίδας "....." ήταν απασχολούμενος τον περισσότερο χρόνο με τα δημοσιογραφικά καθήκοντα και εργασίες γιατί συχνά απουσίαζε από την εταιρία για τις εργασίες της οποίας και κάθε σχετικό με αυτήν φρόντιζε ο Ψ1 πάντοτε όμως σε συνεργασία με το Χ1. Αρχές του 1999, η εταιρία πώλησε στον Γ1 μια εκποιητική μηχανή OFFSET αντί τιμήματος 8.000.000 δρχ. Ο αγοραστής, προς εξασφάλιση καταβολής του τιμήματος, εξέδωσε 8 μεταχρονολογημένες επιταγές τραπεζικές (ημερομηνίες έκδοσης 28-2-2000, 30-3-2000, 30-4-2000, 30-5-2000, 30-6-2000, 30-7-2000, 30-8-2000 30-9-2000 ποσού 1.000.000 δρχ. εκάστη πληρωτέες σε διαταγή του από το κατάστημα της Ηγουμενίτσας της Ε.Τ.Ε., τις οποίες μεταβίβασε με οπισθογράφηση στη πωλήτρια εταιρία. Μεταξύ των επιταγών περιλαμβάνονται και οι με αριθμό ......, ......., ......, ....., ...., .... και ... με ημερομηνίες εκδόσεως 30-3-2000, 30-4-2000, 30-5-2000, 30-6-2000, 30-7-2000, 30-8-2000 και 30-9-2000, αντίστοιχα. Ειδικότερα την επιταγή με ημερομηνία 28-2-2000 ο αγοραστής παρέδωσε στην υπάλληλο της εταιρίας ....... και τις λοιπές στον Ψ1. Τελικά η πώληση δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη, μερικές μέρες αργότερα, συμφώνησαν όπως η πωλήτρια εταιρία αναλάβει την εκτύπωση στα γραφεία της την τοπική εφημερίδα "......." και των εντύπων που ο αγοραστής εξέδιδε στην ....... Θεσπρωτίας και έτσι οι επιταγές αποτέλεσαν την αμοιβή της εταιρίας για τις παραπάνω εργασίες. Παρά την αποκατάσταση της αρχικής αιτίας της πώλησης με εκείνη της συμβάσεως έργου ο Γ1 στις 11-11-1999, ανακάλεσε τις επιταγές, με υπεύθυνη δήλωση προς την πληρώτρια Τράπεζα. Πριν από την υποκατάσταση της αρχικής αιτίας της πώλησης με τη σύμβαση έργου και την ανάληψη των επιταγών, αυτές μεταβιβάστηκαν με οπισθογράφηση στον Ζ1, ανηψιό του Ψ1 για την κάλυψη του ποσού των 8.300.000 δραχμών που είχε προκύψει για το έτος 1998. Κατά την μεταβίβαση των επιταγών με οπισθογράφηση στον Ζ1, από την εταιρία υπέγραψε ο Ψ1 σε συνεννόηση και με την σύμφωνη γνώμη του Χ1 για την εξόφληση του παραπάνω χρέους προς το Ζ1. Το Μάρτιο του 2000, ανέκυψαν διαφορές μεταξύ του Χ1 και του Χ1, αναφορικά με την εταιρία και οι σχέσεις τους δεν ήταν πλέον αρμονικές. Η πρώτη από τις παραπάνω επιταγές, με ημερομηνία έκδοσης 28-2-2000, πληρώθηκε από Γ1 όχι όμως και οι λοιπές, κατόπιν προφανώς επικοινωνίας του τελευταίου με τον Χ1 και ενόψει των παραπάνω διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μεταξύ Χ1 - Ψ1 που ήταν συγγενείς του Ζ1. Κατόπιν αυτών, με αίτηση του Ζ1, εκδόθηκαν οι με αριθμό 9287/2000 και 12087/2000 διαταγές πληρωμής, με τις οποίες η εταιρία υποχρεώθηκε να καταβάλει σε αυτόν την αξία πέντε επιταγών. Βάσει των παραπάνω, ο Ψ1 δεν τέλεσε τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, όπως άλλωστε προαναφέρθη. Επομένως η προαναφερθείσα μήνυση, την οποία υπέβαλε ο Χ1 κατηγορούμενος σε βάρος του Ψ1, ήταν ψευδής και εν γνώσει του το έκανε με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του μηνυτού Ψ1 και να τον βλάψει. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δεν γνώριζε, λόγω της απουσίας του από την εταιρία, για την οπισθογράφηση των ως άνω επιταγών στο Ζ1 και λόγω της συγγενείας του τελευταίου με τον Ψ1 και κατά συνέπεια δεν είχε δόλο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι από την αποδεικτική διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε προέκυψε ότι γνώριζε ο κατηγορούμενος το χρέος της εταιρίας προς τον Ζ1 και ενημερώθηκε για την οπισθογράφηση από τον μηνυτή στον τελευταίο. Επίσης ο ισχυρισμός του, ότι κακώς υπεγράφησαν οι παραπάνω επιταγές μόνο από τον Ψ1, είναι απορριπτέος, αφού αυτός, όπως προαναφέρθηκε, με πρακτικό της Συνέλευσης των Μετόχων της ως άνω εταιρίας του είχαν παραχωρηθεί οι εξουσίες αυτές. Το ότι επρόκειτο για συγγενικό του πρόσωπο και κατά συνέπεια έπρεπε να ζητήσει να υπογράψει και ο κατηγορούμενος και πάλι δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού, όπως προαναφέρθηκε (κατά) την οπισθογράφηση των επιταγών είχε τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου Χ1. Κατά συνέπεια ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ψευδούς καταμηνύσεως. Επί πλέον όμως ο ίδιος ο κατηγορούμενος, καταθέτοντας την παραπάνω από 29-11-2000 μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, βεβαίωσε ενόρκως το ψευδές κατά τα παραπάνω περιεχόμενό της, εν γνώσει της αναληθείας του, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, ο μηνυτής Ψ1 ενεργούσε με τη σύμφωνη γνώμη του, βάσει δε του από ..... πρακτικού συνεδριάσεως της εταιρίας ως αναπληρωτής του Χ1, προέδρου του Δ.Σ., που ήταν συχνά απασχολημένος με διάφορες δραστηριότητες και εν γνώσει του Χ1 είχε υπογράψει ο Χ1 τις διάφορες επιταγές, θέτοντας την σφραγίδα της εταιρίας και μεταβιβάζοντας αυτές στον Ζ1 προκειμένου να εξοφλήσει η εταιρία οικονομικές της υποχρεώσεις προς αυτόν. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και του αδικήματος της ψευδορκίας. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έπεισε με πειθώ και φορτικότητα την υπάλληλο της εταιρίας ...... να καταθέσει ψευδώς, καθόσον κανένα πειστικό γεγονός δεν αναφέρθηκε στην αποδεικτική διαδικασία από το οποίο να προκύπτει η πειθώ και φορτικότητα με την οποία ο κατηγορούμενος να έπεισε τον ως άνω μάρτυρα να καταθέσει όσα κατέθεσε. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί αθώος του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα". Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος για α) ψευδή καταμήνυση και β)ψευδορκία μάρτυρα (και αθώος ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα). Για τις πράξεις του δε αυτές, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1 94 παρ. 1, 229 παρ. 1 και 224 παρ. 1 του ΠΚ, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ ημερησίως. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Τριμελές Εφετείο, με τις παραδοχές του ότι α) είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δεν γνώριζε, λόγω της απουσίας του από την εταιρία, για την οπισθογράφηση των ως άνω επιταγών στο Ζ1 και λόγω της συγγενείας του τελευταίου με τον Ψ1 και ότι, κατά συνέπεια, δεν είχε δόλο, δεδομένου ότι από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι γνώριζε ο κατηγορούμενος το χρέος της εταιρίας προς τον Ζ1 και ενημερώθηκε για την οπισθογράφηση από τον μηνυτή. β) ότι, κατά την μεταβίβαση των επίμαχων επιταγών με οπισθογράφηση στον Ζ1, από την εταιρία υπέγραψε ο Ψ1, αλλά "σε συνεννόηση και με την σύμφωνη γνώμη του Χ1 για την εξόφληση του παραπάνω χρέους προς το Ζ1", γ) ότι η πρώτη από τις επιταγές αυτές με ημερομηνία έκδοσης 28-2-2000 πληρώθηκε από Γ1 όχι όμως και οι λοιπές, "κατόπιν προφανώς επικοινωνίας του τελευταίου με τον Χ1 και ενόψει των παραπάνω διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μεταξύ Χ1 - Ψ1 που ήταν συγγενείς του Ζ1", και δ) ότι η μήνυση, την οποία υπέβαλε ο κατηγορούμενος σε βάρος του Ψ1, ήταν ψευδής και εν γνώσει του το έκανε με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξή του και να τον βλάψει, με πληρότητα και σαφήνεια αιτιολόγησε τον υπερχειλή δόλο του κατηγορουμένου και ειδικότερα την γνώση αυτού, ότι τα αναφερόμενα στην κατά του Ψ1 μήνυσή του ήταν ψευδή και προέβη σε αυτήν με σκοπό να βλάψει τον μηνυτή, όπως και την γνώση αυτού ότι ήταν ψευδή όσα κατέθεσε(βεβαίωσε) ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Περαιτέρω το Τριμελές Εφετείο στήριξε την πιο πάνω καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση στα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα όποια και έλαβε όλα υπόψη και συνεκτίμησε. Ο αναιρεσείων, κατά την έναρξη της ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε, "εν είδει υπομνήματος", όπως ο ίδιος στην κρινόμενη αίτησή του αναφέρει, "τον από 19.1.2007 πραγματικό ισχυρισμό εκ δώδεκα σελίδων, μετά προσαγωγής και επικλήσεως όλων των επί μέρους εγγράφων, των οποίων εζήτησα και την ανάγνωσιν, που κατεδείκνυε την πλάνη της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως, την παντελή έλλειψιν αξιοποίνου και εις κάθε περίπτωση την ύπαρξιν μίας ψευδολόγου μηνύσεως, επί τη βάσει της οποίας κατ' ουσία εκρινόμην εις β' βαθμό". Ο "ισχυρισμός" αυτός του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος αποτελεί στο σύνολό του άρνηση της κατ' αυτού κατηγορίας με την έκθεση υπερασπιστών αυτού επιχειρημάτων και δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, στον οποίο το Δικαστήριο της ουσίας ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αφού, όπως υποστηρίζει, από αυτά προέκυπταν τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αποδειχθέντα. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που πλήττουν την απόφαση του Εφετείου για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τα αναφερόμενα στην αίτηση έγγραφα, είναι αβάσιμες. Από τη γενόμενη επίκληση στην αρχή του σκεπτικού όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά και συνεπώς και τα πιο πάνω έγγραφα. Η παράλειψη δε αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων (και επομένως και των πιο πάνω εγγράφων), δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως. Άλλωστε, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι δεν διέπραξε την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, για τους λόγους τους αναφερόμενους στο ενσωματωμένο στην αίτησή του υπόμνημα, που κατέθεσε στο Τριμελές Εφετείο, συνιστά, όπως προαναφέρθηκε, απλή άρνηση της κατηγορίας με τα αναφερόμενα σε αυτό επιχειρήματα Συνεπώς, δεν πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό, του οποίου το Δικαστήριο όφειλε ειδικώς να αιτιολογήσει την απόρριψη. Επίσης οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τους οποίους το Δικαστήριο δέχθηκε τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που προέκυπταν από τα αναφερόμενα από αυτόν αποδεικτικά στοιχεία (μεταξύ των οποίων και από την 7042/22-12-2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως, διότι προβάλλονται απαραδέκτως, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των επιπλέον περιστατικών που αναφέρει ο αναιρεσείων στη αίτησή του, μεταξύ των οποίων και η μνεία του κωλύματος αυτού κατά το χρόνο οπισθογραφήσεως και μεταβιβάσεως των επίμαχων επιταγών, εξαιτίας του οποίου μπορούσε να προβεί ο μηνυτής στην οπισθογράφηση και μεταβίβαση αυτών. Ούτε ενέχει ασάφεια η αιτιολογία της απόφασης, επειδή, στην μεν τη σελίδα 32, η απόφαση αναφέρεται στο από .... πρακτικό του ΔΣ της εταιρίας, δυνάμει το οποίου μπορούσε να τον αναπληρώσει τον αναιρεσείοντα, λόγω κωλύματός του, ο μηνυτής, στην δε σελίδα 35, αναφέρεται για τον ίδιο λόγο, στο από .... πρακτικό του Δ.Σ., αφού, όπως προκύπτει και από το διατακτικό της απόφασης, η τελευταία αναφορά έγινε από πρόδηλη παραδρομή, ανεξαρτήτως του ότι η μνεία της ημερομηνίας του εν λόγω πρακτικού γίνεται αφηγηματικώς και το Δικαστήριο δεν στήριξε σε αυτό την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ήταν ανάγκη να εξηγηθεί, γιατί, ενώ ο εκδότης των επιταγών, ανακάλεσε την εντολή προς πληρωμή των, δέχεται παράλληλα ότι συμφωνήθηκε, μεταξύ αυτού και των εκπροσώπων της εταιρίας, το ποσό των εν λόγω επιταγών να αποτελέσει τρόπο για την τμηματική εξόφληση οφειλών του προς την εταιρία για τις εργασίες που θα πραγματοποιούσε η τελευταία για λογαριασμό του, ούτε κατά ποιο τρόπο συμφωνήθηκε η υποκατάσταση της αρχικής συμβάσεως της πωλήσεως με την σύμβαση έργου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να αποφανθεί σε αίτημα του κατηγορουμένου για την ανάγνωση εγγράφων της αποδεικτικής διαδικασίας, δημιουργείται σχετική ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι, με την υποβολή του από 19.1.2007 πραγματικού ισχυρισμού του, ζήτησε όπως, τα υποβληθέντα μετ' αυτού έγγραφα που έφεραν συγκεκριμένη αρίθμηση να αναννωσθούν. Ήταν δε τα έγγραφα αυτά υπό τους αριθμούς: σχετικών 2, 3, 4, 5, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 41, 42 και αφορούσαν, αντιστοίχως, το 2 την από 6.10.99 επιστολή Γ1, το 3 την από 26.10.99 επιστολή της εταιρίας μας προς Γ1, το 4 την από 16.3.2001 επιστολή της Εθνικής Τραπέζης, το 5 την από 5.4.2000 επιστολή της Εθνικής Τραπέζης, το 6 την από 12.4.2000 επιστολή Γ1, το 7 την από 16.10.2000 μήνυση Γ1, το 8 την 29467/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το 9 την 983/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το 10 την 339/2001 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το 11 την 120385/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το 41 την από 2.2.2005 αίτηση αναιρέσεως και το 42 την 7042/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Δικαστήριο, όμως, όπως υποστηρίζει, παρέλειψε να αποφανθεί επί της έγγραφης αυτής αιτήσεως. Από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει (βλ. σελ. 15), ότι, αμέσως μετά την ανάπτυξη του ισχυρισμού του, ο αναιρεσείων " παρέδωσε και τα ακόλουθα έγγραφα που αναγνώσθηκαν (ακολουθεί η αρίθμηση των εγγράφων που κατατέθηκαν και αναγνώστηκαν). Επομένως το Δικαστήριο ανέγνωσε όλα τα έγγραφα που πράγματι ο αναιρεσείων προσκόμισε προς ανάγνωση στο Δικαστήριο (και όχι εκείνα που μνημονεύει, στο κείμενο του από 19-1-2007 "πραγματικού ισχυρισμού" του, ως υποβληθέντα και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, που περιέχεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως, για σχετική ακυρότητα, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από την διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, συνάγεται ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, πρέπει να είναι ψέματα τα όσα γεγονότα κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας, προς τούτο, αρχής, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν, δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατ' άρθρο 221δ' ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, του πολιτικώς ενάγοντος, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης η ένορκη κατάθεσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της από 24-11-2000 εγκλήσεως του κατηγορουμένου, αυτός, ενώ δήλωσε δι' αυτής παράσταση πολιτικής αγωγής για τις καταγγελλόμενες σε βάρος του αξιόποινες πράξεις, κατά την εγχείριση της εγκλήσεώς του ενώπιον του αρμοδίου εισαγγελέως πρωτοδικών, βεβαίωσε ενόρκως το αληθές του περιεχομένου της, αν και, κατά τα εκτεθέντα, δεν ήταν επιτρεπτή η ένορκη αλλά η ανώμοτη εξέτασή του, πλην όμως η απαγόρευση αυτή δεν προκαλεί ακυρότητα και, επομένως, ο εκ του αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 161/28-3-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1 , κατά της 664/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρος. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αιτιολογία δόλου - γνώσεως ψεύδους. Αιτιάσεις ότι το Δικαστήριο δέχθηκε τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που προέκυπταν από τα έγγραφα προβάλλονται απαραδέκτως. Όταν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να αποφανθεί σε αίτημα του κατηγορημένου για την ανάγνωση εγγράφων, δημιουργείται σχετική ακυρότητα. Ψευδορκία μάρτυρος τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1426/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Νικόλαο Ζαϊρη (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2111/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 269/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 198/17.4.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) την από 30.1.2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1,που ασκήθηκε με δήλωση, κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 474 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., στο γραμματέα του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, από τον πληρεξούσιο δικηγόρό του Δημήτριο Μπαλέρμπα, ο οποίος είχε την προς τούτο εντολή, όπως προκύπτει από την από 28.1.2008 εξουσιοδότηση που έχει προσαρτηθεί στην αριθμ. 10/30.1.2008 έκθεση αναίρεσης, κατά της αριθμ. 2111/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, η αριθμ. 10212/7.9.2004 έφεσή του κατά της αριθμ. 96759/1996 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για φοροδιαφυγή κατά συρροή σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και συνολική χρηματική ποινή έξι εκατομμυρίων (6.000.000) δραχμών και εκθέτω τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ.1 και 476 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ. συνάγεται ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις, και όταν ασκηθεί μετά την πάροδο της οριζόμενης για την άσκησή του προθεσμίας. Η προθεσμία γενικώς για την άσκηση των ενδίκων μέσων, εφόσον διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, είναι δέκα ημέρες, όταν ο δικαιούμενος διαμένει στην ημεδαπή και ήταν παρών κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως. Παρών θεωρείται και ο εκπροσωπηθείς από τον πληρεξούσιο δικηγόρό του κατηγορούμενος (ΑΠ 1711/2005 Π.Χ., Ν.Ε., 1084, ΑΠ 371/2005 Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 913 κ.α.). Αν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιό πάνω προθεσμία είναι επίσης δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Κατά την εξαιρετική δε διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 473, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου . Εξάλλου, από τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα, προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεώς του, αν συνέτρεξε λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην περίπτωση αυτή, όπως συνάγεται από το άρθρο 474 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ., ο ασκών το ένδικο μέσο πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς του να αναφέρει το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν τον επικαλούμενο αυτό λόγο. Άν δεν το πράξει, το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, ως εκπρόθεσμο και απορρίπτεται (ΑΠ 429/2005, Ποιν.Δικ. 2005 σελ. 922 κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση η προσβληθείσα απόφαση, που εκδόθηκε εκπροσωπηθέντος του κατηγορουμένου από το συνήγορό του Δημήτριο Μπαλέρμπα, θεωρουμένου τούτου συνεπώς παρόντος, καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο την 28.2.2005, η δε αναίρεση κατ'αυτής ασκήθηκε την 30.1.2008, δηλαδή μετά την πάροδο της τασσομένης δεκαήμερης προθεσμίας ασκήσεώς της. Οι λόγοι δε ανωτέρας βίας, που αναφέρει για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκησή της, δηλαδή ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της κλήσεως για να παραστεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ότι δεν έλαβε γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως διότι δεν επιδόθηκε σ'αυτόν, είναι αβάσιμοι καθόσον ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Μπαλέρμπα, δυνάμει της από 12.1.2005 εξουσιοδοτήσεώς του και θεωρουμένου τούτου συνεπώς παρόντος δεν απαιτείται επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως σ'αυτόν. Κατ'ακολουθίαν η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη. Εν όψει όλων αυτών πρέπει, κατά τα άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 30.1.2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά της αριθμ. 2111/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 8.4.2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΕΥΤΕΡΠΗ ΚΟΥΤΖΑΜΑΝΗ Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από το με ημερομηνία .... αποδεικτικό επίδοσης του Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ......, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη" . Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "σε πταίσματα και σε πλημμελήματα, ήδη δε μετά την αντικατάσταση της διατάξεως αυτής με το άρθρο 13 του Ν. 3346/2005 και σε κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του, η οποία δίδεται κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. γ'" του ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 473 παρ.1 εδ. α' του ΚΠΔ, "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης", ενώ, κατά την παρ/φο 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου, "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, συνάγεται ότι, η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε κατά του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ο οποίος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκε από συνήγορο τον οποίο ο ίδιος είχε διορίσει με έγγραφη δήλωσή του, λογίζεται ότι δημοσιεύτηκε με την παρουσία του εκκαλούντος και ότι, στην περίπτωση αυτήν, η τασσόμενη με τα άρθρα 507 παρ.1 εδ.α' και 473 του ΚΠΔ προθεσμία των δέκα ημερών για την άσκηση αναίρεσης, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και δεν είναι αναγκαία η επίδοσή της στον εκκαλούντα. Τέλος, σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ένδικου μέσου, συνεπώς και της αναίρεσης, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτήν περίπτωση, όπως συνάγεται από τα άρθρα 473 παρ.2 και 474 παρ.2 του ΚΠΔ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εκπρόθεσμη άσκηση τούτου, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία αποδεικνύουν τη βασιμότητά τους, γιατί διαφορετικά το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με την 96759/1996 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και συνολική χρηματική ποινή έξι εκατομμυρίων δραχμών για φοροδιαφυγή κατά συρροή. Κατά της πιο πάνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας, που είχε οριστεί για τις 13-1-2005 αυτός δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως αλλά εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα τον οποίο είχε διορίσει με δήλωση. Στη συνέχεια, αφού εκδίκασε την υπόθεση με την προσβαλλόμενη 2111/2005 απόφασή του, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής. Η απόφαση αυτή, που δημοσιεύτηκε στις 13-1-2005, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, λογίζεται ότι δημοσιεύτηκε με την παρουσία του εκκαλούντος, αφού αυτός εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, καταχωρίστηκε δε στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο στις ....., όπως προκύπτει από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών που υπάρχει επί της εμπροσθίας όψεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. 'Ετσι, κατά τα εκτιθέμενα επίσης στη μείζονα σκέψη, η προθεσμία για την άσκηση κατ'αυτής αναίρεσης από τον κατηγορούμενο άρχισε στις 1-3-2005 και δεν ήταν αναγκαία η επίδοσή της σ'αυτόν. Αλλά ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, στις 30 Ιανουαρίου 2008, ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τον οποίο και συντάχθηκε η υπ'αριθμό 10/30-1-2008 σχετική έκθεση. 'Ετσι όμως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε πολύ μετά την παρέλευση της πιο πάνω δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο του ποινικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και για το λόγο αυτόν, είναι εκπρόθεσμη. Ο αναιρεσείων, για την υποστήριξη του εμπροθέσμου της ασκήσεως της αιτήσεώς του, δεν προβάλλει λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, για τον οποίο δεν την άσκησε εμπροθέσμως, αλλά, υπολαμβάνοντας ότι, στην προκείμενη περίπτωση, επειδή ο ίδιος δεν είχε εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για την έναρξη της προθεσμίας της αναίρεσης, έπρεπε να του επιδοθεί ακριβές αντίγραφο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζεται ότι τέτοιο αντίγραφο δεν του έχει επιδοθεί και έτσι η προθεσμία της αναίρεσης δεν είχε αρχίσει. Αλλά, κατά τα προεκτιθέμενα, ο ισχυρισμός του αυτός, αναφορικά με την έναρξη της προθεσμίας της αναίρεσης, είναι μη νόμιμος. Επομένως και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προκύπτει από το από ....... αποδεικτικό επιδόσεως του ..... δικαστικού επιμελητού του Αρείου Πάγου, ειδοποιήθηκε νόμιμα ο ως άνω συνήγορος του αναιρεσείοντος, που άσκησε κατά τα άνω γι' αυτόν την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, για να προσέλθει στο Συμβούλιο τούτο και να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με το παραδεκτό ή μη αυτής, πρέπει αυτή (αναίρεση) να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-1-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 2111/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220,00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαϊου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση ως εκπρόθεσμη.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1425/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης Χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. β4351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιανουαρίου 2008 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 300/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 172/10-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 5/18-1-2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από τον Χρίστο Κάτσιο, δικηγόρο Θεσσαλονίκης, δυνάμει της προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης από 18-1-2008 εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 4351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 341 παρ. 2 εδ. γ' Κ.Π.Δ., η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ'έφεση δίκη (άρθρ. 501 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και ορίζει ότι η αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετακλήτως, σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία αμετάκλητη είναι η απόφαση, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, προκύπτει ότι η απόφαση, που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη ως απαράδεκτη ή κατ'ουσίαν. Η ανωτέρω δε διάταξη, ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ., με την οποία ορίζεται ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η προαναφερόμενη αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας) ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνον αναίρεση. (ΑΠ 2070/2007, ΑΠ 2062/2007). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός άλλων, εναντίον αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη υπ'αριθ. 5/18-1-2008 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 4351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 2-11-2007 αίτηση της αναιρεσείουσας για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθ. 3343/18-10-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επομένως εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Περαιτέρω πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 5/18-1-2008 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, κατά της υπ'αριθ. 4351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και, Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 4-4-08 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΣτέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 341 παρ.2 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, η οποία εφαρμόζεται ανάλογα και στην κατ' έφεση δίκη (άρθρ. 501 παρ. 1 ΚΠΔ) και ορίζει ότι η αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας εισάγεται χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο "αποφασίζει αμετάκλητα", σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του άρθρου 546 παρ.2 ΚΠΔ, κατά την οποία "αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο", προκύπτει ότι η απόφαση που εκδίδεται επί αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας, δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, ανεξαρτήτως αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη ως απαράδεκτη ή κατ' ουσίαν. Η ανωτέρω δε διάταξη ως ειδική, κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 476 παρ.2 ΚΠΔ, με την οποία ορίζεται ότι κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο (προς το οποίο προσομοιάζει και η προαναφερόμενη αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας) ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 4351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αίτηση της αναιρεσείουσας για ακύρωση της διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η 3343/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεσή της κατά της 9063/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε καταδικασθεί για λαθρεμπορία από κοινού. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά αποφάσεως, η οποία δεν υπόκειται σε αναίρεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ.1 ΚΠΔ) και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 4 ν. 2943/2001). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 5/18-1-2008 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 4351/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης . Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αναίρεση κατά αποφάσεως που απέρριψε αίτηση για ακύρωση διαδικασίας.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1424/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίσθηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 144/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Κωνσταντίνου. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Χ4 και 2) Χ5. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "GROUP 4 SECURICOR ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΞΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "G4S CASH SERVICES S.A.", που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Γεώργιος Μπιστιόλης και Ιωάννης Χαβρές. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό "5" και ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 184/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ.2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ.2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά της αξιόποινης πράξεως και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. Εξάλλου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους υπάρχει αντίφαση ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ιωαννίνων που την εξέδωσε, κήρυξε με αυτή αθώους τους κατηγορουμένους για άμεση συνέργεια σε κατ' εξακολούθηση κακουργηματική υπεξαίρεση ποσού συνολικού ύψους 1.720.000 ευρώ που τέλεσαν από κοινού οι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ5 (άρθρ.46 παρ. 1β, 45, 98 και 375 παρ.1β Π.Κ.), με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: Από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα τα οποία κατ' είδος μνημονεύονται, "Σχετικά με τη συμμετοχή των λοιπών κατηγορουμένων στην τέλεση υπεξαιρέσεως του ως άνω ποσού εκ μέρους του πρώτου και δευτέρου τούτων, αποδείχτηκε ότι αυτοί παρείχαν άμεση συνδρομή στους δύο πρώτους κατηγορουμένους, αυτουργούς κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πράξης της υπεξαιρέσεως και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή με βεβαιότητα δεν ήταν δυνατή η τέλεση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως υπό τις άνω περιστάσεις. Όμως από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε δόλια προαίρεση των εν λόγω συνεργών, αφού κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτοί δεν γνώριζαν ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι τελούσαν την πράξη της υπεξαιρέσεως, δεδομένου οι μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δεν ήταν κατέθεσαν κάτι σχετικό. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι οι τρίτος και πέμπτος κατηγορούμενοι τελούσαν τις ίδιες εργασίες, όπως και κατά το προ του Φεβρουαρίου του έτους 2006 χρονικό διάστημα, καθώς και από το γεγονός ότι ο τέταρτος τούτων άρχισε να εργάζεται τις 6-6-2006, δηλαδή λίγες μόνο ημέρες πριν τις 23-6-2006, ημερομηνία, κατά την οποία αποκαλύφθηκε η πράξη που είχαν ήδη τελέσει οι δύο πρώτοι. Επομένως οι τρεις τελευταίοι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της άμεσης συνέργειας και δη κατ' εξακολούθηση, στην υπεξαίρεση των δύο πρώτων για έλλειψη δόλου". Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, αφού δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά με τα οποία να αιτιολογείται γιατί το δικαστήριο της ουσίας δεν πείσθηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων και δη για την ανυπαρξία του δόλου αυτών. Επί πλέον ενώ δέχεται ρητώς ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί παρείχαν άμεση συνδρομή στους αυτουργούς και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε χωρίς τη συνδρομή δεν ήταν δυνατή η τέλεση του εγκλήματος των αυτουργών αντιφατικά καταλήγει στην κρίση για την μη υποκειμενική θεμελίωση της πράξης με βάση την ακατάληπτη και ασαφή φράση ότι ".....οι μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο δεν ήταν κατέθεσαν κάτι σχετικό..". Περαιτέρω προκειμένου να ενισχυθεί η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, γίνεται δεκτό κατά τρόπο εντελώς αντιφατικό ότι το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο ότι οι μεν δύο κατηγορούμενοι (τρίτος και πέμπτος),εργαζόταν επί μακρόν χρόνον ο δε τέταρτος κατηγορούμενος για λίγο χρονικό διάστημα . Με αυτές όμως τις αντιφάσεις και τα λογικά κενά δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 27, 46 παρ.1β, και 375 παρ. 1β του Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν, με συνέπεια να στερείται η απόφαση νομίμου βάσεως. Επομένως, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και δη ως προς την απαλλακτική για τους κατηγορουμένους Χ1, Χ2 και Χ3 διάταξή της για άμεση συνέργεια σε κατ' εξακολούθηση κακουργηματική υπεξαίρεση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 144/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων και δη: Ως προς την διαταξή της με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2 και Χ3 της άμεσης συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση κακουργηματική υπεξαίρεση . Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεκτή αναίρεση Εισαγγελέα Α.Π. αθωωτικής αποφάσεως κατηγορουμένων για άμεση συνέργεια σε κακουργηματική υπεξαίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Υπεξαίρεση, Απόφαση αθωωτική.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1423/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίσθηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Σπυροπούλου, περί αναιρέσεως της 50977/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 370/2008. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρεσέως της απόφασης συνιστά κατ' αρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους υπάρχει αντίφαση, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 50977/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακαλύπτου επιταγής κατ' εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''), σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους η οποία ανεστάλη επί τριετία και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ. Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχτηκε ότι αυτός στο .....Αττικής στις 2-9-2003 ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ''......'' με πρόθεση με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος εξέδωσε τρείς επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή τους γιατί η εκπροσωπούμενη από αυτόν εκδότρια των επιταγών ως άνω εταιρεία δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής τους και ειδικότερα α) την με αριθμό .....επιταγή με ημερομηνία έκδοσης 20-3-2004, τόπο έκδοσης Π. Φάληρο ποσού 14300 ευρώ β) την με αριθμό .... μεταχρονολογημένη επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30-1-2004 και τόπο έκδοσης Αθήνα ποσού 14.460 ευρώ γ) την με αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 20-2-2004 και τόπο έκδοσης Αθήνα ποσού 14650 ευρώ πληρωτέες και οι τρείς επιταγές από την Τράπεζα Πειραιώς σε διαταγή της εταιρείας ''COMPUTER TRADE CENTER A.B.E.E.'' σε χρέωση του με αριθμό ...... λογαριασμού, η οποία τις μεταβίβασε περαιτέρω με οπισθογράφηση και τις παρέδωσε, στις 2-9-2003 την πρώτη και δεύτερη και 4-9-2003 την Τρίτη στην εγκαλούσα ''ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.'' ως ενέχυρο. Η εγκαλούσα ως νόμιμη κομίστρια κατά τα προεκτεθέντα των επιταγών τις εμφάνισε νομοτύπως και εμπροθέσμως προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα τις 15-1-2004 η πρώτη και στις 27-1-2004 η δεύτερη και η τρίτη, αλλά δεν πληρώθηκαν γιατί δεν υπήρχε αντίκρυσμα καθόσον είχαν ανακληθεί από τον εκδότη τους όπως βεβαιώνεται από τα σώματα των επιταγών. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν ως άνω εταιρεία δεν είχε τα αντίστοιχα των επιταγών κεφάλαια, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών όσο και κατά ο χρόνο πληρωμής τους. Αντίθετα ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι οι επίδικες επιταγές καθώς και η σφραγίδα της εκπροσωπούμενης από αυτόν ως άνω εταιρείας εκλάπησαν από την οικία του όπου εφυλάσσοντο και συμπληρώθηκαν καθόλα τα στοιχεία τους προφανώς από τον επίδοξο κλέφτη και ότι αυτές επομένως είναι πλαστές, αποδείχθηκε αβάσιμος στην ουσία του καθόσον οι καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων του δεν κρίνονται πειστικές και αναιρούνται από το γεγονός ότι στις 18-1-2004, ήτοι λίγες ημέρες πριν εμφανιστούν προς πληρωμή οι επιταγές ο γυιός του κατηγορουμένου ..... εμφανίστηκε στο Α.Τ. Παλαιού Φαλήρου και δήλωσε ότι το μήνα Οκτώβριο 2003 απώλεσε τα λευκά φύλλα των επίδικων επιταγών, μία σφραγίδα της εταιρείας και ένα χαρτονόμισμα των 50 ευρώ και δεν κατήγγειλε κλοπή των επιταγών αυτών. Πρέπει επομένως να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί αυτός ένοχος της ως άνω πράξης". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, τις αποδείξεις( αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 Π.Κ. και 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως έχει αντικατασταθεί, που εφάρμοσε τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους του κατηγορουμένου γνώσεως του ακαλύπτου των αναφερομένων επιταγών, τις οποίες αυτός εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, πλέον του ότι επαρκώς αιτιολογείται αυτή. Περαιτέρω με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι οι φερόμενες ως υπογραφές του ιδίου στα σώματα των επιταγών ήσαν πλαστές. Οι λοιπές αιτιάσεις που με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου είναι απαράδεκτες. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 79 ν. 5960/1933 είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 15/4-2-2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της με αριθ. 50977/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Τραπεζική επιταγή.
0
Αριθμός 1422/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίστηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό- Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Χλούπη, περί αναιρέσεως της ΒΤ6080/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 282/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1 του α.ν. 86/1967, με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές τιμωρείται όποιος δεν καταβάλλει στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, μέσα σε ένα μήνα αφότου έγιναν απαιτητές, τις εργοδοτικές εισφορές που τον βαρύνουν, και τις εργατικές εισφορές που παρακρατεί από τους μισθωτούς που απασχολεί. Επίσης, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 και 5 του α.ν. 1846/1951, ο εργοδότης ευθύνεται για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, και ο ίδιος, κατά την πληρωμή των μισθών, υποχρεούται να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του α.ν. 1864/1951 είναι ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, προσφέρουν την εργασία τους. Περαιτέρω κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία. Αντιστοίχως, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, ως χρόνος υπολογισμού των εισφορών ορίζεται ο ημερολογιακός μήνας εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία.....Ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επομένου μηνός από τον πιο πάνω οριζόμενο χρόνο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες βαρύνουν τον ίδιο, και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες βαρύνουν τους εργαζόμενους σ' αυτόν, επί πλέον δε να συντρέχει και μη καταβολή των σχετικών ποσών, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά, στον ασφαλιστικό οργανισμό που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη από τον εργοδότη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι δεν αποτελούν στοιχεία για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης των άνω εγκλημάτων, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί και πόσο χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι αποδοχές τους και ποιες ήταν οι ανά εργαζόμενο εργοδοτικές και εργατικές εισφορές. Ο χρόνος απασχόλησης και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με τον χρόνο τέλεσης των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. (Ολ. Α.Π. 1/1996). 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς συμπληρώνεται από το διατακτικό της, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς που την εξέδωσε δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα [κατάθεση της μάρτυρα που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο, έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο] τα οποία έλαβε υπόψη του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος στον Πειραιά την 26-1-2000 ,ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας επιχείρησης με την επωνυμία ...... έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 10/99 έως 11/99 με σχέση εξαρτημένης εργασίας προσωπικό που ασφαλίζονταν στο ΙΚΑ δεν κατεβαλε μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία 1) τις βαρύνουσες τον ίδιο εργοδοτικές εισφορές ποσού 913,35 ευρώ και 2) τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων που είχε παρακρατήσει (εργατικές) ποσού 456,67 ευρώ με σκοπό να τις αποδώσει στο ΙΚΑ και δεν τις απέδωσε .Για την μη καταβολή των εισφορών συντάχθηκε η .... ΠΕΕ στην οποία ΑΝΑΓΡΆΦΟΝΤΑΙ τρείς μισθωτοί με ύψος αποδοχών 5.418609 δρχ. ή 15902 ευρώ .Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ'2δ Π.Κ.". Με βάση τις παραπάνω ουσιαστικές παραδοχές του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο παραβάσεως των αρ. 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 86/1967 και 375 παρ.1 ΠΚ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, και του επέβαλε για κάθε πράξη, ποινή φυλάκισης 2 μηνών, συνολική δε, 3 μηνών φυλάκιση που τη μετέτρεψε σε χρηματική. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, και έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο. Επομένως, είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ του ΚΠΔ λόγος της αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την απόφαση για ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα: [α] η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ελλιπής επειδή δεν αναφέρονται σ' αυτήν ο αριθμός των απασχοληθέντων στην επιχείρηση μισθωτών, ποιες ακριβώς ήταν οι αποδοχές καθενός, και πιο ήταν το ακριβές ποσό της εργατικής και εργοδοτικής εισφοράς για κάθε εργαζόμενο, δεδομένου ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν στοιχεία για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης των άνω εγκλημάτων, αφού, ενόψει του περιεχομένου των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, όπως αυτές προεκτέθηκαν, κρίσιμα περιστατικά είναι μόνο η σε συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση με σχέση εξαρτημένης εργασίας του ασφαλισμένου στο ΙΚΑ προσωπικού και τα χρηματικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος να καταβάλει στο ΙΚΑ ως εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, τα οποία δεν κατέβαλε ή παρακράτησε αυτός, και τα οποία περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση. [β] Αφού το δικαστήριο αφενός μεν δέχεται, ότι ο χρόνος απασχόλησης των μισθωτών ήταν η χρονική περίοδος Οκτώβριος του 1999 έως Δεκέμβριο του 1999, ότι ο χρόνος καταβολής των εισφορών στο ΙΚΑ ήταν 30 ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα στον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία, και ότι ο χρόνος τέλεσης των άνω πράξεων ήταν η 26-1-2000, δεν ήταν αναγκαία μεγαλύτερη εξειδίκευση του χρόνου που έπρεπε να καταβληθούν οι μηνιαίες εργοδοτικές ή παρακρατήθηκαν οι εργατικές εισφορές, διότι τούτο δεν ασκούσε στην προκείμενη περίπτωση επιρροή στην παραγραφή των επίμαχων αξιόποινων πράξεων, αφού, κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, δεν ανέκυπτε ζήτημα εξάλειψης του αξιοποίνου κάποιας από τις πράξεις αυτές, ενόψει του ότι από την πάροδο και των τριάντα ημερών από τη λήξη κάθε μήνα [της άνω περιόδου] εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, και ο αναιρεσείων είχε υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων εισφορών, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία. [γ] Το γεγονός ότι το σκεπτικό είναι ταυτόσημο του διατακτικού, δεν καθιστά την αιτιολογία της απόφασης ανεπαρκή, αφού το διατακτικό είναι στην προκείμενη περίπτωση εκτεταμένο και λεπτομερές. Εξάλλου, η σύμπτωση των περιστατικών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο, το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού τα περιστατικά αυτά του κατηγορητηρίου αποδείχθηκαν και όχι άλλα διαφορετικά. [δ]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων προσκόμισε τα κάτωθι έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο 1) την με αριθμ. ..... απόφαση του ΙΚΑ Πειραιά 2) Τριπλότυπο είσπραξης ποσού των 826,00 ευρώ και 3) την με αριθμ....... επιταγή της ALPA BANK .Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του '' ...τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο ''.Από την ανωτέρω περικοπή προκύπτει και μάλιστα αδιστάκτως ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και τα παραπάνω έγγραφα . Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπό του τα έγγραφα αυτά , είναι αβάσιμες γιατί στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση . Επομένως όλες οι παραπάνω από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που διαλαμβάνονται στους με αριθ. 1, 2 και 3 λόγους της αίτησής του, πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1.2.2008 αίτηση του ..... για αναίρεση της ΒΤ 6080/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης για μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
Αριθμός 1421/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου (η οποία ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκανα πό τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Τσιλιμιδό, περί αναιρέσεως της 2741/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2007 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1086/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' του Π.Κ., ''όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών'' και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, ''από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν''. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά δε επί εγκλήματος εξ αμελείας που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. II. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 2741/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών στον καθένα, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, διαλαμβάνεται ότι: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, οι κατηγορούμενοι ενώ ήταν υποχρεωμένοι από το επάγγελμά τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά τους, δηλαδή από την έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν προξένησαν σωματική κάκωση σ' άλλον, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη τους και συγκεκριμένα τυγχάνοντες ο Χ1 νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρείας "........" που αναλαμβάνει επί κέρδει οικοδομικές και τεχνικές εργασίες ανοικοδομήσεως πολυορόφων οικοδομών με εργολαβία, αντιπαροχή ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο και που είχε αναλάβει την ανέγερση πολυκατοικίας στο ..... και ο Χ2 πολιτικός μηχανικός που είχε αναλάβει τη μελέτη και την επίβλεψη αυτής δεν μερίμνησαν για την τοποθέτηση προστατευτικού προστεγάσματος το οποίο θα ετοποθετείτο στο ύψος της οροφής του ισογείου και τουλάχιστον σε ύψος τριών μέτρων και πενήντα εκατοστών από το πεζοδρόμιο με αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των πιο πάνω εργασιών να ξεφύγει ένα κομμάτι σίδερο, μήκους μισού μέτρου από τα χέρια ενός εργάτη, που εργαζόταν στη πολυκατοικία και στον εξωτερικό τοίχο αυτής σε ύψος περίπου 2, 5 μέτρων και με δύναμη να πέσει στο κεφάλι της βαδίζουσας εκείνη τη στιγμή ....... και από την αιτία αυτή η πιο πάνω παθούσα να τραυματισθεί, υποστάσα τραύμα θλαστικό τριχωτού κεφαλής. Στη κρίση αυτή άγεται το Δικαστήριο από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (κατάθεση της παθούσης της οποία δεν υπάρχει αμφισβήτηση, αναγνωσθέντα έγγραφα)το Δικαστήριο μη δυνάμενο να αχθεί σε διαφορετική κρίση από οποιοδήποτε άλλο αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε κατεδάφιση της διπλανής οικοδομής. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό". ΙΙΙ. Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτό δε γιατί, α) ενώ δέχεται ότι πρόκειται για έγκλημα που τελέσθηκε δια παραλείψεως και ότι η αμέλεια των αναιρεσειόντων, δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, δεν αναφέρεται καθόλου στη συνδρομή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης αυτών (αναιρεσειόντων), ούτε προσδιορίζει την προέλευση της υποχρέωσης αυτής, αν δηλαδή πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου (άρθρο 11 του Π.Δ. 778/1980 ''περί των μέτρων ασφαλείας, κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών'') ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά τους, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος και β) δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό ο χρόνος τελέσεως της αξιοποίνου αυτής πράξεως που είναι κρίσιμος για τυχόν εξάλειψη του αξιοποίνου αυτής λόγω παραγραφής. Επομένως οι συναφείς, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγοι αναιρέσεως, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. ΙΙΙ. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2741/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για σωματική βλάβη εξ αμελείας, διότι δεν προσδιορίζεται από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση των αναιρεσειόντων προς ενέργεια και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτού. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
2
Αριθμός 1420/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανούηλ Τσαλικίδη, για αναίρεση της 662/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ...... , που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Μαΐου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 24 Δεκεμβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1026/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Η απαιτούμενη κατά τα άνω αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η απόφαση, η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να κληθούν και προσέλθουν νέοι μάρτυρες πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων ζήτησε την αναβολή ή την διακοπή της δίκης προκειμένου να κληθούν και εξετασθούν ως μάρτυρες τα προτεινόμενα πρόσωπα, η κατάθεση των οποίων, για τους αναφερόμενους στην αίτηση λόγους, ήταν, κατ' αυτόν, επιβεβλημένη. Επί του αιτήματος αυτού, το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει, προχώρησε στην ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας και στη συνέχεια, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, στο κυρίως για την ενοχή του κατηγορουμένου σκεπτικό της αποφάσεως του, απέρριψε την αίτηση με την ακόλουθη αιτιολογία "... Κατά την κρίση του δικαστηρίου υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη μόρφωση πλήρους δικανικής πεποιθήσεως επί της υποθέσεως και δεν συντρέχει λόγος να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως προκειμένου να κληθούν οι μάρτυρες τους οποίους επικαλείται ο κατηγορούμενος, των οποίων άλλωστε την εξέταση δεν ζήτησε κατά την προδικασία ή ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την ζητεί δε τώρα για πρώτη φορά με σκοπό την παρέλκυση της δίκης...". Με αυτά που ανελέγκτως για την ανάγκη κλητεύσεως ή μη των μαρτύρων δέχθηκε το δικαστήριο και με σχετική διάταξη στο διατακτικό του απέρριψε το αίτημα για αναβολή της δίκης, διέλαβε στην απόφασή του την από τις άνω διατάξεις αξιούμενη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως σαφής, ορισμένη και εμπεριστατωμένη και με τις εκ του πράγματος παραδοχές της αποφάσεως ως προς την ουσία της κατηγορίας την οποία καταφάσκει, το δικαστήριο ανελέγκτως έκρινε ως περιττή την εξέταση νέων μαρτύρων. Και περαιτέρω, εφόσον το δικαστήριο απάντησε στο υποβληθέν αίτημα, δεν προκλήθηκε ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακροάσεως, ούτε το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του με το να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α', Δ'και Η' του Κ.Π.Δ λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 171 § 1δ' ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358 ή άλλη διάταξη του Κ.Π.Δ, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή όπως μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων το λόγο σε αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία τους και τη σχέση τους προς την δικαζομένη υπόθεση. Στην προκείμενη, πάντως, περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, μετά το πέρας της εξετάσεως κάθε μάρτυρα, εδίδετο ο λόγος και στον συνήγορο του κατηγορουμένου, να απευθύνει, αν είχε, ερωτήσεις. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Απορριπτέος επίσης, ως αβάσιμος, είναι ο με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων προτεινόμενος από το αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πρώτος λόγος αναίρεσης, περί ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, για το λόγο ότι δεν υπέβαλε ο Εισαγγελέας προς το Δικαστήριο πρόταση περί της ενοχής ή της αθωότητας τούτου, αφού από την, επιτρεπτή για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αυτού της αναιρέσεως, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει το αντίθετο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-5-2007 αίτηση και τους από 24-12-2007 πρόσθετους λόγους του .... για αναίρεση της υπ' αριθμ.662/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη πρότασης του Εισαγγελέα επί της ενοχής, αφού από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει το αντίθετο. Ομοίως για τη μη δόση του λόγου στο συνήγορο του κατηγορουμένου μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, αφού από τα ίδια πρακτικά προκύπτει το αντίθετο. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αναβολής αίτημα.
0
Αριθμός 1419/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Γεώργιο Παπαϊωάννου και Αριστείδη Διαμαντόπουλο, για αναίρεση της 1338/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενο τον ...... Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1205/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε και για τον αναιρεσείοντα ...... κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά "... αυτοί, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, εξεταζόμενοι χωρίς όρκο, ως μάρτυρες, ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση των από 15-1-2002 αντιρρήσεων του Αλβανού υπηκόου ..... κατά της τρίμηνης κράτησής του, που είχε διαταχθεί με την εκδοθείσα σε βάρος του υπ' αριθ. ...... απόφαση διοικητικής απέλασης του Διευθυντή Ασφαλείας Αττικής για το λόγο ότι είχε κριθεί ύποπτος φυγής και επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, κατέθεσαν εν γνώσει ψευδώς ότι ο ανωτέρω δεν είχε απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές και διαβεβαίωσαν το Δικαστήριο ότι δεν είναι άτομο επικίνδυνο και ύποπτο φυγής. Η αλήθεια, όμως, την οποία εγνώριζαν λόγω της ιδιότητάς τους ως αστυνομικών και την οποία απέκρυψαν, ήταν ότι ο .....είχε απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές, συλληφθείς την 16-9-1996 επ' αυτοφόρω για απόπειρα κλοπής και κρατηθείς στο Α.Τ .....όπου αυτοί υπηρετούσαν τότε και λάμβαναν από αυτόν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις εμπόρων ναρκωτικών. Επιπλέον, ήταν και ύποπτος φυγής και επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, αφού, πέραν των ανωτέρω, την 18-11-2001 συνελήφθη από αστυνομικούς του αυτού Α.Τ και κρατήθηκε για παράνομη παραμονή στη χώρα, τότε δε διαπιστώθηκε ότι ήταν κάτοχος του υπ' αριθ. ..... ειδικού δελτίου ταυτότητος ομογενούς, που του αφαίρεσε ο δεύτερος κατηγορούμενος σε εκτέλεση σχετικής Διαταγής, με το αιτιολογικό ότι είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, δοθέντος ότι, όπως αναφέρεται στο υπ' αριθ. .....σήμα του Τμήματος Δακτυλοσκοπίας της Δ/σης Εγκληματικών Ερευνών προς το Γραφείο Ασφαλείας του αυτού Α.Τ., ήταν αυτός το ίδιο πρόσωπο με τον σεσημασμένο για κλοπές ....... Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι, τους αναγνωρισθεί όμως η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ., αφού αποδείχθηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προς τούτο όροι". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο στο διατακτικό του που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό και το συμπληρώνει, κήρυξε ένοχο και τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρο 225 παρ.1 ΠΚ) και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 225 παρ.1 για το οποίο τον κήρυξε ένοχο, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή αυτού, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στην ουσιαστικού δικαίου παραπάνω διάταξη, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε1 και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται τα ψευδή γεγονότα τα οποία ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του κατέθεσαν, ότι δηλαδή ο ανωτέρω .....δεν έχει απασχολήσει τις Αστυνομικές Αρχές και δεν είναι άτομο επικίνδυνο και ύποπτο φυγής και αναφέρονται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι τα κατατεθέντα αυτά είναι ψευδή και ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναληθείας αυτών, αφού, διαλαμβάνεται στην απόφαση, ότι αυτός υπηρετούσε στο Α.Τ ...... την 16-9-1996 όταν ο αναφερθείς ...... είχε συλληφθεί για απόπειρα κλοπής και είχε προσαχθεί στο άνω Αστυνομικό Τμήμα και περαιτέρω γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων αντλούσε πληροφορίες από τον άνω Αλβανό υπήκοο σχετικώς με τις κινήσεις εμπόρων ναρκωτικών. Η αιτίαση για πλημμέλεια της αιτιολογίας, συνιστάμενη στο ότι στην απόφαση δεν εξειδικεύονται ποια ψευδή γεγονότα κατέθεσε καθένας από τους κατηγορουμένους, είναι αβάσιμη, αφού σαφώς δέχεται η απόφαση ότι τα ίδια ψευδή γεγονότα κατατέθηκαν και από τους δύο. Περαιτέρω, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από ποια αποδεικτικά μέσα το δικαστήριο σχημάτισε την περί ενοχής του κατηγορουμένου ουσιαστική κρίση του, από το γεγονός δε ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως ειδικώς μνημονεύονται ορισμένα έγγραφα, δεν συνάγεται ότι το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει και τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, ως αβασίμως ο αναιρεσείων διατείνεται. Η αιτίαση ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης του άνω Αλβανού δεν υπηρετούσε στο Τμήμα Ασφαλείας του Α.Τ ...... αλλά στο Γραφείο Αστυνόμευσης του ίδιου Α.Τ και εκ της αιτίας αυτής δεν μπορούσε να γνωρίζει για τη σύλληψη αυτού, είναι απαράδεκτη γιατί βάλλει κατά της περί πραγμάτων ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως με τον μόνο λόγο της οποίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' Κ.Π.Δ, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-6-2007 αίτηση του ...... για αναίρεση της υπ' αριθμ.1338/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής ανώμοτη κατάθεση. Αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.
1
Αριθμός 1418/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σιδέρη, περί αναιρέσεως της 536/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1071/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 10 του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (κανονισμός 2913/1992 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ειδικότερα η περίπτωση της παραγράφου 10 τροποποιήθηκε με το άρθρο 2γ του Κανονισμού 82/1997, που άρχισε να ισχύει από 1-1-1994, εισαγωγικοί δασμοί είναι οι δασμοί εισαγωγής και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος, που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων ως και οι επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή, που θεσπίζονται στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων που εφαρμόζονται σε ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από την μεταποίηση γεωργικών προϊόντων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1β και 3 της αποφάσεως του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 24 Ιουνίου 1988, που εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. 76742/1937/23-8-1988 (ΦΕΚ Β' 622/25-8-1988) απόφαση των Υπουργών Αναπληρωτή Εξωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και οικονομικών και κυρώθηκε με το άρθρο 37 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ Α' 2/3-1-1989) συνιστούν ιδίους πόρους και εγγράφονται στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων τα έσοδα, που προέρχονται από α)...., β) τους δασμούς του κοινού δασμολογίου και τους λοιπούς δασμούς που θεσπίζονται ή θα θεσπισθούν από τα όργανα των Κοινοτήτων επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη και από τους δασμούς που επιβάλλονται στα προϊόντα, τα οποία υπάγονται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακα και Χάλυβα. Τα κράτη μέλη παρακρατούν ως έξοδα εισπράξεως το 10% των ποσών που πρέπει να καταβάλλουν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχεία α' και β'. Σύμφωνα με τις τελευταίες αυτές διατάξεις οι οικονομικές επιβαρύνσεις των εμπορευμάτων, που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως από χώρα μη μέλος, αποτελούν ιδίους πόρους αυτής και εισπράττονται για λογαριασμό της με βάση το κοινοτικό δασμολόγιο από Κράτος - Μέλος, στο έδαφος του οποίου εισέρχονται και το οποίο ακολούθως τους καταβάλλει σε ειδικό λογαριασμό, που για το σκοπό αυτό έχει ανοιχθεί στο όνομα της, αφού παρακρατήσει ποσοστό 10% για έξοδα εισπράξεως αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Ν. 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος", όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το αρ. 1 του Α.Ν. 2081/1939 λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο παρά τον ορισμένο απ' αυτής τόπο ή χρόνο, και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο, από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ' αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμα αυτά εισπράχθησαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία, κατά την παρ. 2 περ. θ' του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το αρ. 8 του Ν. 2096/52, θεωρείται και η αγορά, πώληση ή κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή έχουν τεθεί σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό ή εισπραττόμενο στο τελωνείο τέλος, φόρο ή δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του κράτους χωρίς τη γραπτή άδεια της τελωνειακής αρχής. Υποκειμενικώς δε, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, ειδικότερα στην περίπτωση της κατοχής του λαθρεμπορεύματος, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που κατέχει, με την έννοια της φυσικής εξουσίασής του, είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα. ΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Η ειδική δε και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται και η παραδοχή από το δικαστήριο μιας ή περισσοτέρων από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 84 ΠΚ ελαφρυντικές περιστάσεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: "...... Ο πρώτος κατηγορούμενος χ1, πρώην αστυνομικός, ασκούσε εμπορική δραστηριότητα διαμεσολαβώντας στη πώληση τσιγάρων στη Βουλγαρία έναντι προμήθειας. Για το σκοπό αυτό είχε συστήσει μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με το με αριθμό ....... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Κόνιαρη. Ο ίδιος δε, σε συνεργασία με τον δεύτερο κατηγορούμενο χ2 διατηρούσαν από το έτος 2000 δύο αποθήκες στη περιοχή ........ Θεσσαλονίκης από τις οποίες η μία ανήκε στην ιδιοκτησία του χ2. Στις αποθήκες αυτές οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι άρχισαν να αποθηκεύουν ποσότητες τσιγάρων, τα οποία είχαν εισαχθεί από άγνωστη χώρα στην ελληνική επικράτεια χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, φόροι, τέλη και δικαιώματα του Δημοσίου κατά τρόπο δηλαδή που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, προκειμένου να διοχετεύσουν αυτά στην εγχώρια αγορά. Την παράνομη αυτή δραστηριότητα του πρώτου κατηγορουμένου πληροφορήθηκε η Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας της ΕΛΑΣ και άρχισε η παρακολούθηση αυτού και των συνεργατών του, δηλαδή του χ2 και του βουλγαρικής καταγωγής Χ3. Το Νοέμβριο του έτους 2000 παρατηρήθηκε μεγάλη κίνηση οχημάτων και εργατών στις αποθήκες και τέθηκαν υπό διαρκή και στενή παρακολούθηση από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας της ΕΛ.ΑΣ. Στις 15-11-2000 και ώρα 00.35" περίπου οι αστυνομικοί ...... και ....... που παρακολουθούσαν τις αποθήκες διαπίστωσαν ότι ένα φορτηγό αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Βουλγαρίας ...... που οδηγούσε ο βουλγαρικής καταγωγής Χ3 βγήκε από τις αποθήκες σύροντας μία επικαθήμενη καρότσα, η οποία είχε προσαρμοστεί σ'αυτό, κατευθύνθηκε στην περιοχή ...... Θεσσαλονίκης και ακινητοποιήθηκε σε ιδιωτικό χώρο στάθμευσης φορτηγών αυτοκινήτων με την επωνυμία "...." που βρίσκεται στη ........ Οδό προς φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης. Μπροστά από το φορτηγό με τη συρόμενη καρότσα προπορευόταν το με αριθμό κυκλοφορίας .... ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 και ακολουθούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1. Την περιοχή κατόπτευε ο τρίτος κατηγορούμενος Χ3 που επέβαινε στο με αριθμό ........ ΙΧΕ αυτοκίνητο. Όταν έφθασαν στον χώρο στάθμευσης φορτηγών αυτοκινήτων ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού συνεννοήθηκε με τον φύλακα, είπε στον οδηγό Γ1 να αποδεσμεύσει την επικαθήμενη καρότσα από το φορτηγό και απεχώρησε. Στο ίδιο χώρο στάθμευσης βρισκόταν σταθμευμένο από την προηγούμενη ημέρα και το με αριθμό κυκλοφορίας (Βουλγαρίας) ...... φορτηγό αυτοκίνητο. Αφού έφυγαν οι κατηγορούμενοι, οι προαναφερόμενοι αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν εισήλθαν στον χώρο στάθμευσης και διαπίστωσαν ότι στο εσωτερικό των παραπάνω φορτηγών βρίσκονταν μεγάλες ποσότητες τσιγάρων και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (15-11-2000) προέβησαν στη σύλληψη των κατηγορουμένων. Έγινε έρευνα στα φορτηγά και στις αποθήκες, στην εξοχική του πρώτου κατηγορούμενου και βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: α) στο με αριθμό κυκλοφορίας ..... IX φορτηγό αυτοκίνητο: 1) 226 χαρτοκιβώτια το καθένα το καθένα από τα οποία περιείχε 50 κούτες των 10 πακέτων η κάθε κούτα, των (20) τσιγάρων το κάθε πακέτο μάρκας PRINCE, δηλαδή συνολικά βρέθηκαν 113.000 πακέτα των 20 τσιγάρων PRINCE το κάθε πακέτο και 2) 298 χαρτοκιβώτια το καθένα από τα οποία περιείχε 50 κούτες των δέκα (10) πακέτων η κάθε κούτα, των 20 τσιγάρων το κάθε πακέτο μάρκας WEST, δηλαδή συνολικά βρέθηκαν 149.000 πακέτα των είκοσι (20) τσιγάρων WEST που είχαν φορτωθεί από τις αποθήκες του δεύτερου κατηγορουμένου, β) στην επικαθήμενη καρότσα του φορτηγού αυτοκινήτου την οποία είχε μεταφέρει ο οδηγός Γ1 με το με αριθμό κυκλοφορίας...... φορτηγό αυτοκίνητο βρέθηκαν 772 χαρτοκιβώτια, το καθένα από το οποία περιείχε 50 κούτες των δέκα (10) πακέτων η κάθε κούτα των 20 τσιγάρων το κάθε πακέτο μάρκας PRINCE, δηλαδή συνολικά βρέθηκαν 386.000 πακέτα των 20 τσιγάρων PRINCE το κάθε πακέτο, γ) στην αποθήκη ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορουμένου Χ2 βρέθηκαν: 1) 237 χαρτοκιβώτια το καθένα από τα οποία περιείχε 50 κούτες των δέκα (10) πακέτων η κάθε κούτα των 20 τσιγάρων το κάθε πακέτο μάρκας SPECIAL, δηλαδή συνολικά βρέθηκαν 118.000 πακέτα των 20 τσιγάρων SPECIAL, το κάθε πακέτο, 2) 280 χαρτοκιβώτια το καθένα από τα οποία περιείχε 50 κούτες, των δέκα (10) πακέτων η κάθε κούτα, των 20 τσιγάρων το κάθε πακέτο μάρκας AMERICAN HOUSE, δηλαδή συνολικά βρέθηκαν 140.000 πακέτα των είκοσι τσιγάρων το κάθε πακέτο, και 3) 89 χαρτοκιβώτια το καθένα από τα οποία περιείχε 100 κούτες των δέκα (10) πακέτων η κάθε κούτα των 20 τσιγάρων το κάθε πακέτο μάρκας EUROPE, δηλαδή συνολικά βρέθηκαν 89.000 πακέτα των 20 τσιγάρων EUROPE το κάθε πακέτο, δ) στην εξοχική κατοικία του πρώτου κατηγορουμένου στη ....... Χαλκιδικής βρέθηκαν μια κούτα των 10 πακέτων τσιγάρων μάρκας REGAL, δύο πακέτα τσιγάρα μάρκας MARLBORO και ένα πακέτο τσιγάρα μάρκας REGAL, Οι παραπάνω ποσότητες τσιγάρων που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν είχαν εισαχθεί από άγνωστη χώρα στην ελληνική επικράτεια χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, τέλη, φόροι και λοιπά δικαιώματα του Δημοσίου που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 572.816.314 δραχμών, όπως προκύπτει από την από ..... έκθεση επαλήθευσης και προσδιορισμού δασμών και λοιπών φόρων του Ζ Τελωνείου Οινοπνευματωδών και καπνικών προϊόντων Θεσσαλονίκης. Από την παραπάνω έκθεση επαλήθευσης και προσδιορισμού δασμών και λοιπών φόρων του Ζ Τελωνείου Οινοπνευματωδών και καπνικών προϊόντων Θεσσαλονίκης, προκύπτουν τα εξής λογιστικά στοιχεία σχετικά με τα ως άνω εμπορεύματα που κατείχαν οι κατηγορούμενοι: α) η δασμολογητέα αξία τους ανήρχετο στο ποσό των 99.551.300 δρχ., β) η επιπλέον ζητούμενη τιμή τους ανήρχετο στο ποσό των 711.791.795 δρχ. και γ) Ο Φ.Μ. αντιστοιχούσε σε 19.910,26 δρχ. Βάσει δε των ανωτέρω αντιστοιχούσε σ'αυτά: 1. Εισαγωγικός δασμός 57.341.549 δρχ., 2) Φ.Κ. Καπνού α. πάγιος (Φ.Μ.) 23.537.660 δρχ., 3) Φ.Κ. Καπνού β. αναλογικός 383.388.856 δρχ. και Φ.Π.Α. 108.548.249 δραχμών. Επειδή όμως για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν την 1-1-2002 (όπως εν προκειμένω) που είχαν στόχο την αποφυγή της καταβολής των δασμών εισαγωγής των εμπορευμάτων που εισήχθησαν στο έδαφος της χώρας από άλλη χώρα μη μέλος της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, στοιχειοθετείται λαθρεμπορία κατά ποσοστό 10% επί των εισαγωγικών δασμών, που η χώρα δικαιούται απευθείας να το παρακρατήσει (βλ. 1835/2005 Ποιν. Δ/νη 2006/843, ΑΠ 105/2003 Π.Χρ. 2003/899) και στην προκειμένη περίπτωση οι εισαγωγικοί αυτοί δασμοί ανήρχοντο στο ποσό των 57.341.549 δρχ. στοιχειοθετείται λαθρεμπορία ως προς αυτούς ύψους [57.341.549 Χ 10%=) 5.734.154 δρχ., οπότε οι συνολικώς αναλογούντες δασμοί, τέλη, φόροι και λοιπά δικαιώματα του Δημοσίου ανέρχονται στο ποσό των 5.734.154 + 23.537.660 + 383.388.856 1-108.548.249 =) 521208.919 δρχ. Περαιτέρω απεδείχθη ότι τις ποσότητες αυτές των τσιγάρων κατείχαν στις προαναφερόμενες αποθήκες οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με σκοπό να τα θέσουν στην κυκλοφορία και να αποκομίσουν κέρδη. Συνεπώς οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 τέλεσαν την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορούνται της κατοχής λαθρεμπορεύματος κατά συναυτουργία από την οποία οι δασμοί, φόροι, τέλη και δικαιώματα που στερήθηκε το Δημόσιο ανέρχονται στο προαναφερόμενο ποσό των 521.208.919 δραχμών. Τα εμπορεύματα αυτά κατείχαν εν γνώσει τους ότι εισήχθησαν στην Ελλάδα χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, φόροι, τέλη και λοιπά δικαιώματα του Δημοσίου που ανέρχονται στο προαναφερόμενο ποσό (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κατείχε μόνος ο πρώτος κατηγορούμενος και βρέθηκαν στην εξοχική του κατοικία). Όσον αφορά τον τρίτο κατηγορούμενο, στοιχειοθετείται το έγκλημα της άμεσης συνέργειας στη λαθρεμπορία κατά συναυτουργία των συγκατηγορουμένων του, διότι αποδείχθηκε ότι στις 15-11-2000 μετέβη μαζί τους με το με αριθμό κυκλοφορίας ...... αυτοκίνητο ξεκινώντας από τις αποθήκες όπου φυλάσσονταν τα εμπορεύματα στο χώρο στάθμευσης φορτηγών αυτοκινήτων και όλο αυτό το χρονικό διάστημα που γινόταν η μεταφορά των εμπορευμάτων-τσιγάρων επόπτευε το χώρο, γνωρίζοντας ότι αυτά είχαν εισαχθεί εντός των συνόρων του κράτους με τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, παρέχοντας κατ' αυτό τον τρόπο άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του στη τέλεση στην αξιόποινη πράξη της κατοχής από κοινού λαθρεμπορεύματος. Επίσης αποδείχθηκε ότι κατά τη σύλληψη του πρώτου κατηγορουμένου αυτός κατείχε χωρίς άδεια της αρμόδια αστυνομικής αρχής το με αριθμό ....... πιστόλι ... με γεμιστήρα και έξι (6) φυσίγγια και το με αριθμό ... περίστροφο .... 357 MAGNUM με τέσσερα φυσίγγια MAGNUM 357 και ένα των 0,38 mm. Συνεπώς ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παράνομης κατοχής όπλων. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, ως εκ του ότι μετά την είσοδο της Βουλγαρίας, από 1.1.2007 στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής Εισαγωγικών δασμών θα πρέπει ν' απορριφθεί, πλην των άλλων, και διότι δεν απεδείχθη ότι τα παραπάνω λαθρεμπορεύματα εισήχθησαν από τη χώρα αυτή. Ομοίως απορριπτέοι κρίνονται και οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του β και γ' κατηγορουμένων περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών του άρθρου 84 2α, καθότι δεν απεδείχθησαν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά..........". Με τις παραδοχές αυτές κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο α) για την από κοινού με άλλον κατοχή λαθρεμπορεύματος και β) για παράνομη κατοχή όπλων και φυσιγγίων. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι ελλειπής και ασαφής και εκ τούτου καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 100 επ. του Ν.1165/1918. Ειδικότερα, όσον αφορά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, για το οποίο και μόνον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, έχουν εμφιλοχωρήσει στο σκεπτικό της αποφάσεως λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, και ως εκ τούτου η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενόψει του ότι δεν διευκρινίζεται από ποια χώρα εισήχθησαν τα φερόμενα ως λαθραία τσιγάρα, για την κατοχή των οποίων κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες γι' αυτό δασμοί, φόροι κ.λ.π. δικαιώματα του Δημοσίου, διευκρίνιση που ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι εάν εισήχθησαν από χώρα της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης αυτός που τα εισήγαγε δεν διέπραξε λαθρεμπορία, αλλά απλή τελωνειακή παράβαση και συνεπώς δεν είναι αξιόποινη η κατοχή αυτών από τον κατηγορούμενο, εάν δε εισήχθησαν από χώρα μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε και μόνον οφείλονται και εισπράττονται δασμοί που στη συνέχεια αποδίδονται μετά την κατά τα άνω παρακράτηση ποσοστού 10%. Και περαιτέρω, ενώ από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό της χορήγησης των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ.2α και ε' ΠΚ), αν και οι ισχυρισμοί αυτοί, ως διατυπώθηκαν εγγράφως, προτάθηκαν ορισμένως με την επίκληση πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις άνω ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο τους απέρριψε, με μόνη την αιτιολογία "απορριπτέοι κρίνονται και οι αυτοτελείς ισχυρισμοί ... καθότι δεν αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά..". Έτσι, όμως που έκρινε, δεν διέλαβε στην απόφασή του επαρκή αιτιολογία και είναι βάσιμος και κατά το σκέλος αυτός ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχΔ' Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως της έλλειψης αιτιολογίας. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι βάσιμοι, παρέλκει δε μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος μόνον που έκρινε για το έγκλημα της λαθρεμπορίας, καθώς επίσης και κατά το μέρος που απέρριψε τις ελαφρυντικές περιστάσεις τόσο για το έγκλημα της λαθρεμπορίας όσο και για εκείνο της οπλοκατοχής, συνακολούθως δε και κατά την διάταξη περί επιβολής συνολικής ποινής, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ.536/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και μόνο για το έγκλημα της λαθρεμπορίας καθώς και ως προς την απόρριψη των ελαφρυντικών περιστάσεων.. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση κατά το μέρος που αναιρέθηκε. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λαθρεμπορία. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση. Δεν διευκρινίζεται εάν τα εμπορεύματα, για την κατοχή των οποίων ως προϊόντων λαθρεμπορίας, κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, είχαν εισαχθεί από Χώρα - Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εκτός αυτής. Αναιρεί εν μέρει ως προς την λαθρεμπορία, την απόρριψη των ελαφρυντικών και τη συνολική ποινή. Παραπέμπει κατά το μέρος αυτό.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ποινή, Λαθρεμπορία, Αναίρεση μερική.
0
Αριθμός 1417/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Χαράλαμπο Δημάδη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σταθαρά, περί αναιρέσεως της 820/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 317/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ. α). Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, που προτείνεται κατ' άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για παράβαση των άρθρων 30 παρ. 12 και 15, 31 παρ. 4 και 35 παρ. 1 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946) σε συνολική ποινή φυλακίσεως ένδεκα (11) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία ζήτησε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του προφορικά "να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου". Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική. Το Δικαστήριο της ουσίας, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού αυτού δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και ως εκ περισσού απάντησε, στον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος απορρίπτοντας αυτόν αιτιολογημένα ως αόριστο. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περιστάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 30 παρ. 12 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/1946), τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές, οι μη συμμορφούμενοι με τις υπό της αρμόδιας χημικής υπηρεσίας εκδιδόμενες οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληρούν τα εδώδιμα και ποτά που προσφέρονται προς κατανάλωση, όπως και τα αντικείμενα χρήσεως και οι όροι οι οποίοι πρέπει να τηρούνται κατά την κατεργασία και τη συντήρηση τους προς φύλαξη της δημόσιας υγείας και αποφυγή απάτης των αγοραστών. Εξάλλου κατά το άρθρο 31 παρ. 4 του αυτού Αγορανομικού Κώδικα τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, όστις, εκτός της περιπτώσεως του αρθρ. 292 του ποινικού νόμου, παραποιεί ή νοθεύει τρόφιμα και εν γένει είδη βιωτικών αναγκών προωρισμένα προς εμπορίαν. Η υπό του δράστου πώλησις, θέσις εις κυκλοφορίαν ή κατοχή προς πώλησιν ή χρήσιν του κοινού τοιούτων αντικειμένων αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίστασιν. Εάν δε οι παραβάσεις αυτές, όπως και εκείνες, που προβλέπονται υπό του άρθρου 32 του αυτού Κώδικα, τελέσθηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή χρηματική ποινή (άρθρο 33 Αγορ. Κώδικα). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει και όταν, ενώ μία αξιόποινη πράξη τιμωρείται, είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια τελούμενη, δεν εκτίθενται στην καταδικαστική για την πράξη αυτή απόφαση περιστατικά που να στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε από πρόθεση και όχι από αμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λιβαδειάς, με την προσβαλλομένη 820/2007 απόφασή του, δέχθηκε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του και κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, ότι, από τα μνημονευόμενα στο ίδιο κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν ως προς τις παραβάσεις των άρθρων 30 παρ. 12 και 31 παρ. 4 του Αγορανομικού Κώδικα οι οποίες και μόνο αυτές πλήττονται δια του αναιρετηρίου τα ακόλουθα περιστατικά. "Ο κατηγορούμενος, την 3-10-2000 στο 109ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. ... ....... ως διαχειριστής της ....... ΕΠΕ με την επωνυμία ....... ΕΠΕ Α) δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις της αρμόδιας Χημικής Υπηρεσίας, με τις οποίες καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληρούν τα είδη που προσφέρονται προς κατανάλωση για την προστασία της δημόσιας υγείας, και συγκεκριμένα από την χημική εξέταση του υπ' αριθμ. ....... δείγματος πετρελαίου κίνησης που ελήφθη από το πρατήριο υγρών καυσίμων που η ανωτέρω εταιρεία διατηρεί στην ανωτέρω θέση, διαπιστώθηκε ότι το διατιθέμενο στην κατανάλωση πετρέλαιο κίνησης ήταν μη κανονικό, νοθευμένο με μίγμα που συνίσταται από βαρέα κλάσματα αργού πετρελαίου, διαλυτών και βασικού ορυκτελαίου, γιατί είχε θειάφι 0,17% αντί του μεγίστου 0,035%, απόσταγμα στους 350ο C 65% αντί του ελαχίστου 85%, απόσταγμα στους 360ο C 74% αντί του ελαχίστου 95%, ειδικό βάρος στους 15ο C 0,8471 αντί του μεγίστου επιτρεπομένου 0,8450 κατά παράβαση της απόφασης ΑΧΣ 1166/93, της απόφασης ΑΧΣ 2/2000 Β) με την παραπάνω ιδιότητά του νόθευσε είδος βιοτικής ανάγκης προωρισμένο και κατεχόμενο για εμπορία και συγκεκριμένα νόθευσε το πετρέλαιο κίνησης που προοριζόταν για πώληση από το πρατήριο υγρών καυσίμων που διατηρεί η υπ' αυτού εκπροσωπούμενη εταιρεία, όπως παραπάνω αναφέρεται, με μίγμα που συνίσταται από βαρέα κλάσματα αργού πετρελαίου, διαλυτών και βασικού ορυκτελαίου σε ποσοστό 40% περίπου καθιστώντας το ακατάλληλο για χρήση". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα του ότι, ενώ ήταν διαχειριστής της μονοπρόσωπης πιο πάνω εταιρίας, τέλεσε τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις. Έτσι όμως που αποφάνθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο, με τα υπ' αυτού γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, δεν διέλαβε στο σκεπτικό της αποφάσεώς του την προβλεπόμενη και επιβαλλόμενη υπό των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την μορφή της υπαιτιότητας του αναιρεσείοντος, αφού, ενόψει του ότι τα αγορανομικά αυτά αδικήματα τιμωρούνται και από αμέλεια, κατά το άρθρο 33 του ως άνω Ν.Δ. 136/1946, με ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη, δεν εκτίθεται στο σκεπτικό ή το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ποία από τις δύο αυτές μορφές υπαιτιότητας δέχθηκε το Δικαστήριο, ούτε εκτίθενται περιστατικά τα οποία να στηρίζουν την κρίση ότι τα αδικήματα αυτά τέλεσε ο αναιρεσείων από πρόθεση ή από αμέλεια. Επομένως, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτου λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστωμένης αιτιολογίας, ο οποίος, άλλωστε, και αυτεπαγγέλτως ερευνάται, εφόσον η κρινόμενη αίτηση κρίνεται παραδεκτή (511 ΚΠΔ), πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει και δη καθ' ο μέρος καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων για τις παραβάσεις των ανωτέρω άρθρων του Αγορανομικού Κώδικα, και κατά συνέπεια και ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 820/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λιβαδειάς και δη: Α) Ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για τις παραβάσεις των άρθρων 30 παρ. 12 και 31 παρ. 4 του Αγορανομικού Κώδικα (ν.δ. 136/46). Β) Ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, δικαστές, για νέα συζήτηση και μόνον των ανωτέρω εγκλημάτων και για νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 25 Ιανουαρίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 29 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρεί καταδικαστική απόφαση για παράβαση των άρθρων 30 παρ. 12 και 31 παρ. 4 ν.δ. 136/1946 για έλλειψη αιτιολογίας γιατί δεν προκύπτει η μορφή υπαιτιότητας που δέχθηκε το Δικαστήριο. Αναιρεί εν μέρει. Παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αγορανομικός Κώδικας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1411/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου, Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την 57/1.4.08 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..... και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 315-319/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. ..... ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της .... και ....., 2. Ζ2 , 3. Ζ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστράτιο Βαλτούδη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 124/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρθρου 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ.2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 2168/1993, όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και τα κυνηγετικά όπλα (παρ.1στοιχ. β), κατά δε τα άρθρα 10 παρ.3, 13, και 14 του Ν. 2168, τιμωρείται με τις στις διατάξεις αυτές προβλεπόμενες ποινές, όποιος, το μεν φέρει όπλα (οπλοφορεί), χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας ή διαμονής του, το δε, με χρήση όπλου, διαπράττει κακούργημα ή πλημμέλημα, από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί. Κατά το άρθρο 375 παρ.1 εδ. α', όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου (ολικά ή μερικά) κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε, δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση ότι το ξένο πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει καθώς και η θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η δόλια αυτή προαίρεση του δράστη να ιδιοποιηθεί παρανόμως το ξένο πράγμα, κατά το χρόνο που αυτό βρίσκεται στην κατοχή του, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης 315-319/2007 απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο), της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και υπεξαίρεσης. Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δέχθηκε, τα εξής. "Από τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων .... χήρας Ζ1 , Ζ3 και Ζ2 , τις ένορκες καταθέσεις των λοιπών εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν στο ακροατήριο, από το Δικαστήριο τους πολιτικώς ενάγοντες και τον κατηγορούμενο, από την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη γενικά τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: Κατά το έτος 2000 ο Ζ2 με τη συνεργασία του πατέρα του Ζ3 και του αδερφού του Ζ1 εκμεταλλευόταν επιχείρηση εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που βρισκόταν εδώ στη Θεσσαλονίκη και στεγαζόταν στο επί της οδού ...... κείμενο κατάστημα. Κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2000 ο κατηγορούμενος, ο οποίος γνωριζόταν από παλιά με τους τρεις ως άνω εμπόρους αυτοκινήτων, λόγω του ότι όλοι κατοικούσαν στο ...... και ο αδερφός του ...... -συνδεόταν φιλικά με τον Ζ1 επώλησε προς αυτούς ένα παλιό αυτοκίνητο του μάρκας ΤΟΥΟΤΑ αντί τιμήματος 400.000 δραχμών που του καταβλήθηκαν. Στη συνέχεια αυτός συμφώνησε με αυτούς την υπ' αυτού αγορά ενός άλλου μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, μάρκας ΒΜW, τύπου 316 με αριθμό κυκλοφορίας ....., το οποίο είχε παραδώσει σ' αυτούς προς πώληση ο συνάδελφος τους (έμπορος μεταχειρισμένων αυτοκινήτων) Φ1, αντί του ποσού των 5.000.000 δραχμών, χάριν της καταβολής του οποίου αυτός αποδέχθηκε δύο συναλλαγματικές ποσού 4.000.000 δραχμών και 1.000.000 δραχμών, αντιστοίχως, που εξέδωσε σε διαταγή του ο Ζ2 , με ημεροχρονολογία λήξεως την 20-1-2001. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε στην κατοχή του το κατά τα άνω αγορασθέν από αυτόν αυτοκίνητο μαζί με την άδεια κυκλοφορίας του με παρακράτηση της κυριότητας αυτού υπέρ του μέχρι τότε κυρίου αυτού (είτε του Φ1 είτε εκείνων που επώλησαν αυτό στον Φ1). Μετά την κατάρτιση της ως άνω αγοραπωλησίας ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το παραπάνω αυτοκίνητο εμφάνιζε κάποια ελαττώματα σχετικά με την λειτουργία ενός παραθύρου, με την άνευ λόγου αφή του δείκτη λειτουργίας αερόσακκου και το σχίσιμο του επενδύτη κάποιου καθίσματος και γι' αυτό το λόγο οι πωλητές αυτού του υπέδειξαν να οδηγήσει το εν λόγω αυτοκίνητο στο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων του ..., προκειμένου να γίνει έλεγχος αυτού και επακολουθήσει η οποιαδήποτε αναγκαία επισκευή αυτού με δαπάνες τους. Ο κατηγορούμενος, ναι μεν οδήγησε το εν λόγω αυτοκίνητο στο παραπάνω συνεργείο, πλην όμως ουδεμία επισκευή αυτού εμφιλοχώρησε σ' αυτό. Ακολούθως ο κατηγορούμενος, ευρισκόμενος σε οικονομική δυσπραγία, προέβη στην πώληση του ως άνω αυτοκινήτου προς τον ...., αντί τιμήματος 2.300.000 δραχμών εξαπατώντας αυτόν δια της παραστάσεως προς αυτόν ότι αυτός (πωλητής κατηγορούμενος) ήταν κύριος του εν λόγω αυτοκινήτου και ότι στην άδεια κυκλοφορίας του δεν υπήρχε παρακράτηση της κυριότητας αυτού υπέρ άλλου προσώπου Φ1 ή άλλου αληθινού κυρίου αυτού). Ο κατηγορούμενος όμως και λόγω της οικονομικής του αδυναμίας να καταβάλει το προαναφερθέν ποσό των 5.000.000 δραχμών στον Ζ2 κατά τα προεκτεθέντα, αποφάσισε να σκοτώσει είτε τον Ζ2 είτε τον Ζ1 και δη εκείνον που στην κρίσιμη στιγμή θα είχε στην κατοχή του τις δύο ως άνω συναλλαγματικές, προκειμένου στη συνέχεια να αφαιρέσει εξ αυτού τις συναλλαγματικές αυτές και, αφού εξαφάνιζε το πτώμα εκείνου που τελικώς θα εσκότωνε, θα ισχυρίζετο στον Ζ3 και στον επιζώντα υιό αυτού ότι αυτός εξόφλησε κανονικώς την ως άνω οφειλή του δια καταβολής του οφειλομένου ποσού προς τον νεκρό και γι' αυτό το λόγο δήθεν αποδόθηκαν σ' αυτόν οι ως άνω συναλλαγματικές. Προς εκτέλεση του ως άνω σχεδίου του ο κατηγορούμενος προέβη στις 14-1-2001 στην αγορά του με αριθμό ....μονόκαννου κυνηγετικού όπλου τύπου COLIBRI ΡΗΑΝΤΟΜ από τον έμπορο ειδών αλιείας και κυνηγίου ..... καθώς και μιας σφαίρας, τα οποία εφύλασσε στο χώρο αποσκευών (πορτ-μπαγκάζ) ενός άλλου μισθωμένου από αυτόν αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής FΙΑΤ τύπου ΡUΝΤΟ με αριθμό κυκλοφορίας ....., το οποίο χρησιμοποιούσε πλέον για τις μετακινήσεις του. Την Παρασκευή 19-1-2001 ο Ζ2 τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο να του υπενθυμίσει την υποχρέωσή του προς εξόφληση των ως άνω συναλλαγματικών κατά την επαύριο 20-1-2001 ημέρα Σάββατο. Ο κατηγορούμενος, ενώ δεν είχε αυτή την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα καταβολής του ως άνω ποσού των 5.000.000 δραχμών και προκειμένου να παγιδέψει το μελλοντικό του θύμα, διαβεβαίωσε τον Ζ2 ότι αυτός θα κατέβαλε την ως άνω οφειλή του την Δευτέρα 21-1-2001, είτε σ' αυτόν είτε στον αδερφό του Ζ1 και προέτρεψε αυτόν τη Δευτέρα 21-1-2001 να έχει έτοιμα τα χαρτιά της εξοφλήσεως του αυτοκινήτου και τις συναλλαγματικές για να πάνε μαζί στην Τράπεζα, ή με τον αδερφό του Ζ1 για να του δώσει τα χρήματα του. Τις πρωϊνές ώρες της Δευτέρας 21-1-2001 ο κατηγορούμενος μετέβη στο κατάστημα του Ζ2 και μη ευρών τον ίδιο εκεί συνομίλησε με τους Ζ3 και τον Ζ1 και έπεισε τον τελευταίο να μεταβούν μαζί στο πλησιέστερο κατάστημα της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ προκειμένου αυτός, αφού προηγουμένως προέβαινε σε ανάληψη χρημάτων από την ως άνω Τράπεζα, ακολούθως να κατέβαλε σ' αυτόν (Ζ1) το ποσό των 5.000.000 δραχμών και ο τελευταίος πλέον θα του παρέδιδε εξοφλητική απόδειξη καθώς και τα σώματα των συναλλαγματικών. Κατ' αλήθειαν όμως ο κατηγορούμενος ουδέν χρηματικό ποσό είχε κατατεθειμένο στην ως άνω Τράπεζα και η μετάβαση τους εκεί αποσκοπούσε στο να κατορθώσει ο κατηγορούμενος να παγιδεύσει τον Ζ1 για να σκοτώσει αυτόν και εν συνεχεία αφαιρέσει από αυτόν τα ως άνω έγγραφα. Ο κατηγορούμενος στη συνέχεια προφασισθείς ότι έφερε μεθ' εαυτού, από παραδρομή δήθεν, βιβλιάριο άλλης Τράπεζας, αναχώρησε από το κατάστημα της ΕΤΕ στο οποίο είχε μεταβεί μαζί με τον Ζ1 και ως εκ τούτου και ο Ζ1 αναχώρησε άπρακτος από το εν λόγω κατάστημα και επέστρεψε στο κατάστημα του αδερφού του Ζ2 . Περί ώρα 14.20' της 21-1-2001, ο κατηγορούμενος μετέβη εκ νέου στο κατάστημα του Ζ2 και ευρών εκεί τον Ζ3 και τον Ζ1 έπεισε τον τελευταίο να επιβιβασθεί στο μισθωμένο απ' αυτόν αυτοκίνητο, παίρνοντας μαζί του και όλα τα έγγραφα που είχαν σχέση με την ως άνω δοσοληψία τους και που θα έπρεπε να του παραδοθούν μετά την υπό αυτού καταβολή του ποσού των 5.000.000 δραχμών, προκειμένου να μεταβούν στο ....., για να συναντήσουν το φίλο του .... ο οποίος δήθεν θα του δάνειζε το υπό αυτού οφειλόμενο ποσό των 5.000.000 δραχμών και το οποίο αυτός παραχρήμα θα το παρέδιδε στον Ζ1 οπότε και ο τελευταίος θα του απέδιδε τα σώματα των συναλλαγματικών και το έγγραφο που θα αφαιρούσε την άρση της παρακράτησης της κυριότητας του αυτοκινήτου, ενώ κατ' αλήθειαν δεν επρόκειτο να επισυμβεί συνάντηση με τον ....., ούτε αυτός να δανείσει το ως άνω χρηματικό ποσό στον κατηγορούμενο, αλλά απεναντίας ο κατηγορούμενος επεδίωκε να οδηγήσει τον Ζ1 σε ερημική τοποθεσία για να σκοτώσει αυτόν. Ο Ζ1 επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου (FΙΑΤ ΡUNΤΟ) χωρίς να υποπτευτεί τις προθέσεις του κατηγορουμένου, έχοντας μαζί του τσάντα στην οποία είχε ποσό 4.000.000 δραχμών, τις δύο συναλλαγματικές και πιθανώς και εξοφλητική απόδειξη περί καταβολής σ' αυτόν του ποσού των 5.000.000 δραχμών εκ μέρους του κατηγορουμένου, απαραίτητης για την άρση της παρακράτησης της κυριότητας του εργοστασίου ΒΜW αυτοκινήτου. Ο κατηγορούμενος όμως, αφού διήλθε από το ...... απήγαγε ουσιαστικώς τον Ζ1 και τον οδήγησε στην ερημική τοποθεσία με την ονομασία ......όπου και εστάθμευσε το υπ' αυτού οδηγούμενο αυτοκίνητο πλησίον μιας νεοανεγειρόμενης οικοδομής. Εκεί αυτός, χωρίς να προσφέρει κάποιο χρηματικό ποσό στον Ζ1 προς εξόφληση της οφειλής του των 5.000.000 δραχμών, απαίτησε απ' τον τελευταίο να του αποδώσει τις δύο προαναφερθείσες συναλλαγματικές καθώς και υπεύθυνη δήλωση του περί εξοφλήσεως του τιμήματος του ως άνω αυτοκινήτου, απαραίτητη για την άρση της παρακράτησης της κυριότητας αυτού. Ο Ζ1 αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς την ως άνω απαίτηση του κατηγορουμένου. Μετά απ' αυτό ο κατηγορούμενος, αφού εξήλθε από το ως άνω αυτοκίνητο (FΙΑΤ ΡUΝΤΟ) μετέβη στο χώρο αποσκευών (πορτ-μπαγκαζ) αυτού και αφού έλαβε στα χέρια του το προαναφερθέν όπλο, που εφύλασσε σ' αυτό το συνέδεσε και το όπλισε και ακολούθως κινήθηκε κατά του Ζ1 , ο οποίος και αυτός είχε εξέλθει απ' το ως άνω αυτοκίνητο απειλώντας τον ότι θα σκοτώσει αυτόν σε περίπτωση που δεν του παρέδιδε τα ως άνω έγγραφα (συναλλαγματικές και δήλωση εξόφλησης του αυτοκινήτου ΒΜW). Ο Ζ1 αψήφισε την ως άνω απειλή, προδήλως γιατί δεν θεωρούσε τον κατηγορούμενο ικανό να πραγματοποιήσει αυτήν λόγω της γνωριμίας τους κ.λ.π. Μετά απ' αυτό ο κατηγορούμενος εσήκωσε το ως άνω όπλο και σημαδεύοντας την κεφαλή του Ζ1 επυροβόλησε κατ' αυτού από απόσταση 1-2 μέτρων με συνέπεια το θύμα να βληθεί στο πίσω μέρος της κεφαλής του, δεξιά κροταφική χώρα, προκαλώντας του βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση από την οποία ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ακαριαίως ο θάνατος αυτού κατά τις απογευματινές ώρες της 22-1-2001. Αμέσως μετά ο κατηγορούμενος, αφού έσυρε το πτώμα του Ζ1 στην είσοδο του χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων της παρακείμενης νεοανεγειρόμενης οικοδομής, ώστε αυτό να μη γίνεται εύκολα αντιληπτό από τους διερχόμενους, εγκατέλειψε αυτό εκεί και επιβιβασθείς στο αυτοκίνητο του επέστρεψε στο διαμέρισμα που διέμενε στην ....., παραλαβών μεθ' αυτού και την τσάντα του θύματος που αυτός είχε εναποθέσει στην θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου FΙΑΤ ΡUΝΤΟ, προκειμένου να ιδιοποιηθεί παρανόμως το περιεχόμενό αυτής χρήματα, συναλλαγματικές κλπ. Ο κατηγορούμενος φτάνοντας στην οικία του στην ...... έκρυψε την καραμπίνα του στην πυλωτή της οικοδομής και αφαίρεσε από την τσάντα του θύματος τα υπάρχοντα σ' αυτή χρήματα που ανήρχοντο στο ποσό των 3.700.000 δραχμών, περίπου, τοποθετώντας άλλα στις τσέπες του και άλλα εντός του αυτοκινήτου FΙΑΤ ΡUΝΤΟ, καθώς και τις δύο συναλλαγματικές, ποσού 4.000.000 δραχμών και 1.000.000 δραχμών, αντιστοίχως, ως και υπεύθυνες δηλώσεις του Υ1, σχετικές με την υπ' αυτού αγορά του προαναφερθέντος αυτοκινήτου ΒΜW. Μετά απ' αυτό πέταξε την τσάντα του θύματος σε παρακείμενο κάδο απορριμμάτων και τον κάλυκα του χρησιμοποιηθέντος φυσιγγίου σε άλλο κάδο απορριμμάτων. Ακολούθως ανήλθε στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε με μια αλλοδαπή φίλη του και, αφού συνομίλησε μαζί της, χωρίς να της αποκαλύψει κάτι, μετέβη στη συνέχεια σε πολυκατάστημα ΡRΑCΤΙΚΕR απ' όπου με χρήματα που είχε αφαιρέσει απ' την τσάντα του θύματος αγόρασε μια τηλεόραση SΟΝΥ με το τηλεχειριστήριο της αντί του ποσού των 410.000 δραχμών, την οποία και εγκατέστησε στο ως άνω διαμέρισμα-κατοικία του. Αφού πλέον το θύμα δεν επέστρεψε στο σπίτι του τις μεσημβρινές ώρες της 22-1-2001, η σύζυγος του, ο πατέρας του και ο αδερφός του Ζ2 ανησυχούσαν πλέον για την τύχη του και ως εκ τούτου ο Ζ3 και Ζ2 τηλεφώνησαν στον κατηγορούμενο για να πληροφορηθούν για το τι έγινε στο ..... και για το πού βρισκόταν ο Ζ1 . Ο κατηγορούμενος με πλήρη νηφαλιότητα διαβεβαίωσε αυτούς ότι μετέβησαν πράγματι με τον Ζ1 στο .... ότι εκεί κατέβαλε αυτός στο Ζ1 το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ότι ο Ζ1 του απέδωσε τις συναλλαγματικές και τις αποδείξεις εξόφλησης του τιμήματος του αυτοκινήτου ΒΜW και ότι επιστρέφοντας δια του αυτοκινήτου του αφήκεν αυτόν στη διασταύρωση των οδών ...... Μάλιστα ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση τους να μεταβεί στο κατάστημα τους, όπου και τους επέδειξε τα ως άνω έγγραφα και στη συνέχεια μετέβη μαζί τους στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής για να δηλώσουν αυτοί την εξαφάνιση του Ζ1 . Εκεί ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τον ακριβή τόπο που υποτίθεται ότι αφήκε τον Ζ1 με συνέπεια τελικώς να ομολογήσει τις ως άνω πράξεις του και να υποδείξει πού ευρίσκετο το πτώμα του Ζ1 , πού αυτός εφύλασσε το όπλο του, πού πέταξε την τσάντα του θύματος και πού τον κάλυκα του χρησιμοποιηθέντος φυσιγγίου κ.λ.π. Από τα παραπάνω περιστατικά προέκυψε κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, ότι ο κατηγορούμενος απεφάσισε ήδη από της 14.1.2001, οπότε και προέβη στην αγορά του ως άνω κυνηγετικού όπλου και εκτέλεσε την προαναφερθείσα ανθρωποκτονία, κατά τις απογευματινές ώρες της 22.1.2001, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση όπως τούτο καταμαρτυρείται από την υπ' αυτού αγορά του κυνηγετικού όπλου και φυσιγγίου, την τοποθέτηση αυτού στο χώρο αποσκευών του χρησιμοποιημένου από αυτόν αυτοκινήτου FΙΑΤ ΡUΝΤΟ, από την εξαπάτηση του θύματος προκειμένου να επιτύχει την απαγωγή και οδήγηση αυτού σε ερημική τοποθεσία, προφανώς για να μην υπάρχουν πλησίον άνθρωποι οι οποίοι θα αντιλαμβάνοντο τον πυροβολισμό, την απόκρυψη του όπλου και του κάλυκα του χρησιμοποιηθέντος φυσιγγίου, την απόρριψη σε κάδο απορριμμάτων της τσάντας του θύματος κ.λ.π.. Ως εκ τούτου πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Ζ1 τελεσθείσας... Κατά τα λοιπά ο κατηγορούμενος ετέλεσε και τις λοιπές αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις της παράνομης οπλοφορίας του ως άνω κυνηγετικού όπλου, της παράνομης οπλοχησίας και της υπεξαίρεσης υπ' αυτού της τσάντας του θύματος, χρώματος μαύρου, τύπου ΗΟCIRAN, που περιείχε το ποσό των 3.700.000 δραχμών περίπου, δύο συναλλαγματικές ποσού 4.000.000 και 1.000.000 δραχμών αντιστοίχως λήξεως την 20.1.2001, αποδοχής του, και δύο υπεύθυνες δηλώσεις του Υ1 με ημερομηνία 27.12.2000 και 28.12.2000 σχετικές με την αγοραπωλησία του "αριθμό κυκλ. ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου (ΒΜW). Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συνέτρεξαν οι ελαφρυντικές περιστάσεις της ώθησης του στην τέλεση των ως άνω πράξεων του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος (άρθρο 84 & 2 εδ. γ Π.Κ.) αφού ο παθών ουδεμία υποχρέωση είχε να παραδώσει στον κατηγορούμενο τις προαναφερθείσες συναλλαγματικές χωρίς ο κατηγορούμενος να του καταβάλει την αξία αυτών, της επίδειξης υπ' αυτού ειλικρινούς μετάνοιας και επιδίωξης αυτού να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του (άρθρο 84 & 2 εδ. α Π.Κ.) αφού εξ ουδενός στοιχείου προέκυψε ειλικρινής μετάνοια αυτού προς δε επιδίωξη αυτού να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων του (άρθρο 84 & 2 εδ. δ Π.Κ.), αφού η επικαλούμενη καλή συμπεριφορά επιδείχθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησης του στις φυλακές και όχι προς την κοινωνία και με καθεστώς ελευθερίας... Κατ' ακολουθία των παραπάνω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων των προβλεπομένων από το άρθρο 84 & 2 εδ. γ και δ Π. Κ. (παμψηφεί) και από το άρθρο 84 & 2 εδ. ε Π. Κ. (κατά πλειοψηφία-ψήφοι 5 έναντι 2)."- Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία (6-1) ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άμεσο δόλο) σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (κατά την μειοψηφία έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος ανθρωποκτονίας σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής), ομοφώνως της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και υπεξαίρεσης, χωρίς ελαφρυντικά (κατά πλειοψηφία 5-2), ήτοι για παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1α, 27, 94, 299 παρ.1, 375 παρ.1α ΠΚ, 1 παρ.1β , 10 παρ.1, 3, 13 β και 14 του ν.2168/1993, και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση που αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και συνολική ποινή φυλάκισης δύο ετών και χρηματική ποινή χιλίων τριακοσίων ευρώ για τις λοιπές. Με τις παραδοχές του αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, καθώς και της υπεξαίρεσης, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Περαιτέρω, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, ότι η πράξη που διαπράχθηκε από αυτόν σε βρασμό ψυχικής ορμής. Ειδικότερα, δεν συνιστούν αντίφαση οι παραδοχές του Δικαστηρίου , κατά τις οποίες τις πρωινές ώρες της 21-1-2001 αυτός μετέβη στο κατάστημα του παθόντος και αφού συνομίλησε με αυτόν και τον πατέρα του Ζ3 τον έπεισε να μεταβεί μαζί του σε τραπεζικό κατάστημα, για να του εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, και ότι ομοίως περί ώρα 14.20' της 21-1-2001 μετέβη εκ νέου στο κατάστημα και ευρών εκεί τον Ζ3 και τον Ζ1 τον έπεισε να επιβιβασθεί στο αυτοκίνητο του, προκειμένου να μεταβούν προς συνάντηση φιλικού του προσώπου, προς εξόφληση των οφειλομένων, με την παραδοχή για την ύπαρξη ανθρωποκτόνου σκοπού σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Επίσης δεν αντιφάσκει η παραδοχή, κατά την οποία αυτός φέρεται να ζητεί να του επιστραφούν οικειοθελώς τα χρεωστικά έγγραφα, και εν συνεχεία αυτός φέρεται να απειλεί με την προβολή όπλου για την επιστροφή τους, με την παραδοχή ότι "...ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε να παγιδεύσει τον Ζ1 για να σκοτώσει αυτόν και εν συνεχεία αφαιρέσει από αυτόν τα ως άνω έγγραφα... επεδίωκε να οδηγήσει τον Ζ1 σε ερημική τοποθεσία για να σκοτώσει αυτόν...", ενώ για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογήσει περαιτέρω το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων, κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν τελούσε υπό την επήρεια της ταραχής και της οργής εξαιτίας των αναφερομένων στην απόφαση οικονομικών διαφορών μεταξύ αυτού και του θύματος και των περί αυτών συζητήσεων, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο εξαντλητικό αναφέρεται στα περιστατικά αυτά. Ουδόλως δε το Δικαστήριο εξάρτησε την κρίση περί ήρεμου ψυχικής καταστάσεως του αναιρεσείοντος με παραδοχές που ανάγονται και στον χρόνο μετά την τέλεση της πράξης, αφού εκτίθενται με πληρότητα τα περιστατικά που προηγήθηκαν της ανθρωποκτόνου πράξεως του αναιρεσείοντος, από τα οποία προκύπτει η ήρεμη αυτού ψυχική κατάσταση κατά το χρόνο που αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη αυτή. Οι επιπλέον διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό αναφορές, ότι η ήρεμη ψυχική κατάσταση του αναιρεσείοντος καταμαρτυρείται και από την απόκρυψη του όπλου και του κάλυκα του χρησιμοποιηθέντος φυσιγγίου, την απόρριψη σε κάδο απορριμμάτων της τσάντας του θύματος, διατυπώθηκαν προς ενίσχυση των όσων ήδη δέχθηκε το Δικαστήριο ως επί πλέον επιχειρήματα των παραδοχών του αυτών. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την θεμελίωση της παραδοχής της ότι αυτός αποφάσισε και εκτέλεσε το πιο πάνω έγκλημα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, απορρίπτοντας τον περί ψυχικής ορμής ισχυρισμό του, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς το θέμα αυτό, προβάλλονται, απαραδέκτως, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. ΙΙ. Τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαμβάνει δε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα, όμως, της αιτιολογίας, δεν είναι απαραίτητη ειδική μνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης, όταν το συμπέρασμά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και δύναται να συναχθεί εκ τούτου αναμφίβολα ότι έχει ληφθεί υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι στα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύονται μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων και "α) η υπ'αριθ. πρωτ. ... ιατροδικαστική έκθεση του Ειδικού Ιατροδικαστού, Επίκουρου Καθηγητή Α.Π.Θ ..... (αριθμός 2), που συντάχθηκε κατόπιν της υπ' αριθ. 1045/2/231-α της 23-1-2001 εγγράφου παραγγελίας των διενεργούντων την προανάκριση υπαλλήλων του τμήματος "Εγκλημάτων κατά της Ζωής Θεσσαλονίκης" και αφορά στην εξέταση του πτώματος του θανόντος β) η από 23-1-2001 και ώρα 17.00 Έκθεση αυτοψίας και Κατάσχεσης του Αστυνόμου Β' .... (αριθμός 3), που υπηρετεί στην Διεύθυνση Ασφαλείας Θεσσαλονίκης", οι οποίες δεν λήφθηκαν υπόψη. Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι η αναγνωσθείσα ..... ιατροδικαστική έκθεση του Ειδικού Ιατροδικαστού, Επίκουρου Καθηγητή Α.Π.Θ ...., αφορά την εξέταση του πτώματος του θύματος Ζ1 , για την διαπίστωση της αιτίας του θανάτου του. Αυτή πράγματι δεν μνημονεύεται στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όμως, το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από το αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό, της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού τα όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό (ότι δηλαδή το πτώμα του παθόντος "φέρει βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση" δια πυροβόλου όπλου), έγιναν αποδεκτά (και μάλιστα κατά λέξη) από το Δικαστήριο. Εξάλλου, η από 23-1-2001 και ώρα 17.00 έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης του Αστυνόμου Β' ....., αφορά την περιγραφή του τόπου της διαπραχθείσας ανθρωποκτονίας και του πτώματος του θύματος, τα αντικείμενα που βρέθηκαν πάνω του και την γενόμενη κατάσχεση αυτών και απόδοση "υπό μεσεγγύηση" στη σύζυγο αυτού. Η εν λόγω αυτοψία δεν αποτελεί καθ' εαυτή αποδεικτικό μέσο, αλλά ενέργεια του πιο πάνω προανακριτικού υπαλλήλου σκοπούσα στη συλλογή αποδεικτικού υλικού, η δε συνταχθείσα πιο πάνω έκθεση αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο και σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο, που την ανάγνωσε, την έλαβε υπόψη του, αφού, όπως εξ αυτής προκύπτει, οι παραδοχές της αποφάσεως δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο αυτής της εκθέσεως, ούτε, άλλωστε, ο αναιρεσείων υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω "ασάφειας ληφθέντων αποδεικτικών μέσων" και ειδικότερα διότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι πιο πάνω εκθέσεις. Περαιτέρω, από τις παραπάνω παραδοχές της αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση, συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού του αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων όλες ανεξαιρέτως τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά και συγκριτική αξιολόγηση του κάθε αποδεικτικού μέσου. Ειδικότερα, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω αναγνωσθέντα στο ακροατήριο εγγράφα "1) την από 7-1-2004 βεβαίωση ότι παρακολούθησε το πρόγραμμα "Συμβουλευτική" του Ινστιντούτου Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Κ.Ε.Ε Αττικής, 2) την από 12-12-2003 βεβαίωση του ψυχιάτρου ....., που πιστοποιεί την πάθησή του από "μείζονα κατάθλιψη (με έντονες ιδέες αυτομομφής) για την αντιμετώπιση της οποίας χρήζει η λήψη αντικαταθλιπτικής αγωγής, 3) την υπ'αριθ. πρωτ. ..... αναφορά του ..... προς τον Διευθυντή της Δικαστικής φυλακής που πιστοποιεί την ανεύρεση και παράδοση υπ' εμού ναρκωτικής ουσίας προς το προσωπικό φύλαξης". Το Δικαστήριο συνεκτίμησε και τα έγγραφα αυτά, συμπέρασμα το οποίο ενισχύεται και από το ότι, αν και δεν είχε υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος ελαφρυντικών περιστάσεων καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, (άρθρου 84 παρ.2 περ. ε ΠΚ), ειδικώς και εκ περισσού έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση για την αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού. ΙΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, "το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος" (περ. γ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, κατέθεσε εγγράφως και ισχυρισμό για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικών περιστάσεων, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς και ο οποίος έχει ως εξής. "...Κατηγορούμαι ότι ετέλεσα την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ). Από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως μου, και αφού μετέβην αυθορμήτως στο αστυνομικό τμήμα, ομολόγησα με κάθε ειλικρίνεια ότι όντως ετέλεσα την συγκεκριμένη πράξη αναφέροντας με πάσα λεπτομέρεια τα επιμέρους στοιχεία του αδικήματος που μόλις είχα διαπράξει. Στην πράξη μου όμως αυτή ωθήθηκα από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος (και της οικογένειας του) και παρασύρθηκα από οργή και βίαιη θλίψη που προεκλήθη από άδικη εναντίον μου πράξη. Ειδικότερα το θύμα, αν και ετύγχανε αδελφικός μου φίλος καθώς μας συνέδεε μία μακροχρόνια φιλία είκοσι και πλέον ετών, διέπραξε εις βάρος μου, το αδίκημα της απάτης. Μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του με τους οποίους ήταν συνιδιοκτήτης εμπορικού καταστήματος αγοράς και πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, με εξηπάτησε πουλώντας μου ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο αξίας ενάμιση εκατομμυρίου (1.500.000) δραχμών. Στη συνέχεια, αν και εγνώριζε ότι είχα περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση και αδυνατούσα να ξεπληρώσω τις συναλλαγματικές που είχα υπογράψει και ενώ ήξερε ότι με είχαν εξαπατήσει, και παρά την πολύ στενή προσωπική μας σχέση, με εξεβίαζε ότι αν δεν εκπλήρωνα επί τόπου την οφειλή μου θα κινούνταν δικαστικώς εναντίον μου. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι στην πράξη που ετέλεσα ωθήθηκα από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος (και της οικογενείας του) και παρασύρθηκα από οργή και βίαιη θλίψη που μου προκάλεσε άδικη εναντίον μου πράξη και γι αυτό το λόγο ζητώ από το Δικαστήριο Σας όπως αναγνωρίσει ότι συντρέχει στο πρόσωπο μου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ' ΠΚ." Σε σχέση με τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων (84 παρ.2 γ ΠΚ), το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, πλέον των όσων αναπτύσσει στο περί ενοχής πιο πάνω σκεπτικό του, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι ουδεμία ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος προηγήθηκε, διέλαβε, επιπλέον και την ακόλουθη απορριπτική του ισχυρισμού αυτού ειδική αιτιολογία " ...Ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος ή του Ζ3 ή του Ζ2 που να δικαιολογεί τη βίαιη έκρηξη του συναισθήματος της οργής του κατηγορουμένου κατ' αυτών δεν προέκυψε αφού ο κατηγορούμενος δεν ξαναενόχλησε αυτούς σχετικά με τα υπ' αυτού επικαλούμενα ελαττώματα του πωληθέντος σ' αυτόν αυτοκινήτου ΒΜW, αφού δεν εμερίμνησε και για την επισκευή αυτών στο υποδειχθέν συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, αφού το υπό των πωλητών επιτευχθέν τίμημα δεν ήταν δυσανάλογο με την πραγματική αξία του ως άνω αυτοκινήτου λαμβανομένου υπ' όψη ότι ο Φ1 κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο είχε συμφωνήσει την πώληση αυτού σε κάποιον Υ1 αντί του ποσού των 4.500.000 δραχμών, η οποία ανατράπηκε εκ των υστέρων λόγω της μη χρηματοδότησης του Υ1 από Τράπεζα, και τέλος δοθέντος ότι ουδεμίαν υποχρέωση είχε το θύμα να παραδώσει στον κατηγορούμενο τα σώματα των ως άνω συναλλαγματικών ως και δηλώσεις εξοφλήσεως του τιμήματος του ως άνω αυτοκινήτου ΒΜW χωρίς ο κατηγορούμενος να έχει καταβάλει σ' αυτόν το συμφωνημένο ποσό των 5.000.000 δραχμών... Το δικαστήριο δεν πείστηκε ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συνέτρεξαν οι ελαφρυντικές περιστάσεις της ώθησης του στην τέλεση των ως άνω πράξεων του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος (άρθρο 84 & 2 εδ. γ' ΠΚ) αφού ο παθών ουδεμία υποχρέωση είχε να παραδώσει στον κατηγορούμενο τις προαναφερθείσες συναλλαγματικές χωρίς ο κατηγορούμενος να του καταβάλει την αξία αυτών...". Σε σχέση με τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων (84 παρ.2 γ ΠΚ), το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με όσα αναπτύσσει στο σκεπτικό του, που έχει ήδη εκτεθεί, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με βάση την οποία απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προέκυπτε το αβάσιμο του ισχυρισμού, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής η έκθεση των επιπλέον περιστατικών που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του, λαμβανομένου υπόψη ότι, τα διαλαμβανόμενα σε αυτή (τέλεση απάτης και εκβίαση), όπως σαφώς προκύπτει από το σύνολο των πιο πάνω παραδοχών του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αποκρούονται από το Δικαστήριο ως αβάσιμα. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης απόφασης περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περίστασης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. ΙV. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που ειδικώς μνημονεύει αποδείχθηκαν τα πιο πάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα αδικήματα της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας, καθώς και της υπεξαίρεσης, κατά την οποία ο κατηγορούμενος αναιρεσείων "παραλαβών μεθ' αυτού και την τσάντα του θύματος που αυτό είχε εναποθέσει στην θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου FΙΑΤ ΡUΝΤΟ, προκειμένου να ιδιοποιηθεί παρανόμως το περιεχόμενό αυτής χρήματα, συναλλαγματικές κλπ...", ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο αυτόν για τις εν λόγω πράξεις και ειδικότερα του ότι "....Β) Στον ίδιο παραπάνω τόπο και χρόνο, διέπραξε το προαναφερόμενο υπό στοιχείο Α κακούργημα (της ανθρωποκτονίας σε βάρος του παραπάνω θύματος του), με τη χρήση κυνηγετικού όπλου, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. β'του Ν. 2168/1993 και συγκεκριμένα, της με αριθμό ...... μονόκανης κυνηγετικής καραμπίνας, μάρκας COLIBRI ΡΗΑΝΤΟΜ, με την οποία πυροβόλησε κατά του ανωτέρω θύματος. Γ) Στον ίδιο παραπάνω τόπο και χρόνο έφερε μαζί του, παράνομα κυνηγετικό όπλο, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 2168/1993 και συγκεκριμένα την προαναφερόμενη υπ' αριθμ....... μονόκανη κυνηγετική καραμπίνα μάρκας COLIBRI ΡΗΑΝΤΟΜ, χωρίς να επρόκειτο να την χρησιμοποιήσει για την άσκηση θύρας ή σκοποβολής. Δ) Στον ίδιο παραπάνω τόπο και χρόνο ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν στην κατοχή του και συγκεκριμένα, αμέσως μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ζ1 , ιδιοποιήθηκε παράνομα την εμπορική τσάντα ώμου - χειρός του θύματος χρώματος μαύρου, τύπου HOCIRAN και η οποία περιείχε το χρηματικό ποσό των 3.700.000 δραχμών περίπου (εκ των οποίων ποσό 410.000 δραχμών διέθεσε, περί ώρα 18.25 της ίδιας μέρας, για την αγορά μιας έγχρωμης τηλεοράσεως από το κατάστημα PRACTIKER Πυλαίας Θεσσαλονίκης), δύο συναλλαγματικές ποσού 4.000.000 δραχμών και 1.000.000 δραχμών αντίστοιχα λήξεως 20 Ιανουαρίου 2001, αποδοχής του, δύο υπεύθυνες δηλώσεις του Υ1, με ημερομηνία 27-12-2000 και 28-12-2000 σχετικές με την αγοραπωλησία του με αριθμό κυκλοφορίας ..... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου". Με τις παραδοχές του αυτές το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και ως προς τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της υπεξαίρεσης, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τέταρτο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. V. Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα και η δικαστική δαπάνη των πολιτικώς ενάγόντων που παραστάθηκαν (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ, 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20/12/2007 αίτηση αναίρεσης (με αρ. πρωτ. 11333/21-12-2007) του..... και ήδη κρατούμενου της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης, κατά της 315-319/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, που παραστάθηκαν, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και υπεξαίρεση. Λόγοι αναίρεσης. Ανάγνωση εκθέσεων ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και έκθεσης αυτοψίας και κατάσχεσης, χωρίς να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα. Προκύπτει, εντούτοις, ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Τι απαιτείται για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής. Αιτιολογία αυτοτελών ισχυρισμών για τέλεση του εγκλήματος σε βρασμό ψυχικής ορμής. Ελαφρυντικά άρθρου 84 παρ. 2γ. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Απόρριψη όλων των ισχυρισμών. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Οπλοφορία, Οπλοχρησία, Υπεξαίρεση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1414/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 186/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1767/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μέσης συνέσεως και ευσυνείδητος άνθρωπος, που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Περαιτέρω, όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για την κατ' αυτόν τον τρόπο τελούμενη ανθρωποκτονία από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 ΠΚ αλλά και εκείνων του άρθρου 15 ΠΚ. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στη διακώλυση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται από παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου, ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, τα οποία συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου, είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε να προσδιορίζεται και ο επιτακτικός κανόνας του δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία εκείνα προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 186/2007 απόφασή του εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από μη συνειδητή αμέλεια με παράλειψη, δεχθέν ειδικότερα μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Στη ...... Χαλκιδικής και ειδικότερα σε αvτλιοστάσιο βιολογικού καθαρισμού του παραπάvω Δήμου, στις 22.5.2001 και περί ώρα 20:45 ο πρώτος κατηγορούμεvος Χ1 (νοείται .....) ως υπεύθυvος της εταιρείας ....... ΕΠΕ που αvέλαβε ως υπεργολάβος τηv κατασκευή του συγκεκριμέvου έργου και ο δεύτερος κατηγορούμεvος ......, ως υπεύθυvος προσωπικού, εργοδηγός της άvω εταιρείας, εvώ εκτελούvτο εργασίες στεγανοποίησης στον εσωτερικό χώρο φρεατίου συγκέντρωσης λυμάτων του υπό κατασκευή έργου, βάθους επτά (7) μέτρων, πλάτους 1,70 μέτρων, μήκους τεσσάρων (4) μέτρων και xωρητικότητας 47 κυβικών μέτρων για την εκτέλεση των οποίων (εργασιών) χρησιμοποιήθηκε εποξειδικό χρώμα δύο συστατικών και διαλύτης ήτοι στοιχεία τα οποία κατά τη χρήση τους μπορούσαν να δημιoυργήσουν προβλήματα στο δέρμα, τα μάτια και τα λοιπά σημεία του σώματος καθώς και αναπνευστικά προβλήματα σε κλειστoύς χώρους, όπου δεν υπάρχει επαρκής αερισμός, από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων και ικανοτήτων τους δεν έλαβαν [οι κατ/voι] τα απαραίτητα κατά νόμο μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων που εργάζονταν υπογείως και έδωσαν εντολή στον αλλοδαπό - υπήκοο Αλβανίας - ...... ,ηλικίας 32 ετών που εργαζόταν στην άνω τεχνική εταιρία με την ειδικότητα του οικοδόμου, να εκτελέσει την εργασία της στεγανοποίησης του φρεατίου υπό ακατάλληλες συνθήκες και ενώ υπήρχαν εντός του φρεατίου όμβρια ύδατα σε ύψος 60 εκατοστών γεγονός που επέφερε το θάνατο αυτού. Ειδικότερα είχε ανατεθεί στο θανόντα να εκτελέσει μαζί με τον συνάδελφό του ..... τις εργασίες στεγανοποίησης του παρακείμενου φρεατίου και στη συνέχεια μόλις ολοκλήρωσαν αυτή, δόθηκε εντολή στο δεύτερο από αυτούς να αποχωρήσει για να εκτελέσει άλλη εργασία και στο θανόντα να ολοκληρώσει μόνος του τις εργασίες αυτές εντός του επίδικου φρεατίου χωρίς να υπάρχει δεύτερο άτομο κατά την εκτέλεση της εργασίας στο στόμιo του φρεατίου για την επικοινωνία μεταξύ των θέσεων εργασίας, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε σχέδιο υγιεινής και ασφάλειας αφού δεν υπήρχε φωτισμός στο κλιμακoστάσιo και στον πυθμένα του φρεατίου, δεν υπήρχε κατάλληλο μέσο ταχείας διαφυγής ή ανέλκυσης σε περίπτωση κινδύνου και κυρίως δεν υπήρχε σύστημα τεχνητού αερισμού ώστε να είναι δυνατή η είσοδος οξυγόνου και η απομάκρυνση διαχεόμενων ατμών από τα επικίνδυνα χρησιμοποιούμενα υλικά, με συνέπεια να συγκεντρωθούν ατμοί στον εργασιακό χώρο επικίνδυνοι, κατά τα προλεχθέντα, που δεν μπορούσαν να διαφύγουν και οι οποίοι σε συνδυασμό με τη μειωμένη περιεκτικότητα οξυγόνου προκάλεσαν την απώλεια των αισθήσεων του παθόντος την πτώση του και τον πνιγμό αυτού που οδήγησαν ως μόνη ενεργός αιτία στο θάνατο αυτού. Τα παραπάνω προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συvδυασµό µε τηv έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραµµα κάτοψης του αvτλιoστασίου που αvαγvώσθηκαv (ιδιαίτερα από τα εv λόγω έγγραφα που δεv προσβλήθηκαv ως πλαστά προκύπτει το βάθος του φρεατίου ώστε vα καθίσταται απορριπτέο ως αβάσιµο το αίτηµα του συvηγόρου υπεράσπισης του κατ/νου για αvαβολή της δίκης προς διαπίστωση του εv λόγω θέµατος). Ο ισχυρισµός των κατηγορουµέvων ότι δεv έδωσαν εvτολή vα γίνουν οι ως άvω εργασίες είναι και αυτός αβάσιµος και απορριπτέος αφού ακόµη και αv αυτές έγιvαν [εργασίες] µε τηv πρωτοβουλία του θαvόvτος, αυτοί (κατ/voι) έπρεπε vα µεριµvήσουv ώστε va µηv επίκειται κίvδυvος σε καµία περίπτωση για καvέvα εργαζόµεvο. Εvόψει τωv αvωτέρω, οι κατηγορούµεvοι πρέπει νa κηρυχθούv έvοχοι της πράξης που τους αποδίδεται µε το κατηγορητήριo...". Με αυτά που εδέχθη η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχει την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνονται, αναφέρεται υπό ποία ιδιότητα ο κατηγορούμενος είχε την ευθύνη για το εκτελούμενο έργο, ως και αν στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και ικανοτήτων του, λόγω του επαγγέλματός του να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του από πνιγμό θάνατο του παθόντος Και περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι ο θάνατος του αλλοδαπού εργάτη οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, συνισταμένη στην παράλειψη αυτού να λάβει τα παραπάνω αναφερόμενα μέτρα ασφαλείας που ήταν υπόχρεος να λάβει, εφόσον επρόκειτο για υπόγειο τεχνικό έργο, παρά ταύτα δεν εκτίθεται περαιτέρω η ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωσή του, πολύ δε περισσότερο δεν προσδιορίζεται και δεν αιτιολογείται ο επιτακτικός κανόνας από τον οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ' ουσίαν ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο, όμως, θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 186/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αναίρεση για ελλιπή αιτιολογία σε σχέση με την παράλειψη και τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 του Π.Κ. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
1
Αριθμός 1413/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο και 2) Χ2, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μπρέζα, περί αναιρέσεως της 2843/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Μαΐου 2007 και 30 Απριλίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1198/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Οι από 30-4-2007 και 4-5-2007 και αιτήσεις αναιρέσεως των Χ2 και Χ1, αντίστοιχα κατά της υπ' αριθμ. 2.843/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν. ΙΙ.- Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ. 1 εδάφιο α' του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται, ότι όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 3 ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δε θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια (μη συνειδητή), απαιτείται, αντικειμενικά μεν να προκληθεί σωματική βλάβη σε άλλον, υποκειμενικά δε να διαπιστωθεί αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και τη λογική, αφετέρου να διαπιστωθεί ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί αντικειμενικά σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην προσβαλλομένη υπ' αριθ. 2.843/2007 απόφασή του δέχθηκε μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... ο εγκαλών πολιτικώς ενάγων Ψ1, που επίσης εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου τραυματίσθηκε κατά την εκφόρτωση συσκευασμένων σε παλέτες τυλιγμένες με νάϋλον κάλυμμα στερεωμένο στη βάση αυτών ευπαθών ειδών οικιακής χρήσεως, όπως γυάλινα βάζα και άλλα αντικείμενα από πορσελάνη και από κρύσταλλο από φορτηγό αυτοκίνητο κλειστού αμαξώματος, το οποίο τα είχε μεταφέρει από τη Σουηδία σε χώρο προ του κτιρίου της αποθήκης της εταιρείας "AGELCO Α.Ε. ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ" στη Νέα Κηφισιά στις επί των οδών Θηβαΐδος και Θεωρίδος εγκαταστάσεις της. Το ατύχημα κατά το οποίο τραυματίσθηκε ο άνω παθών έγινε ώρα 11.30 της 13/9/2000 και ενώ αυτός μαζί με τους άλλους εργαζόμενους τον Γ1, Γ2 και Γ3 βρίσκονταν πάνω στην καρότσα του φορτηγού και ξεφόρτωναν τις ξύλινες παλέτες με τα εμπορεύματα, με τη βοήθεια δε χειροκίνητου υδραυλικού παλετοφόρου έφερναν τις παλέτες με τα εμπορεύματα στην έξοδο της καρότσας της νταλίκας από όπου της παρελάμβανε ηλεκτροκίνητο περονοφόρο όχημα (κλαρκ) και τις πήγαινε και τις απέθετε στο εσωτερικό της αποθήκης. Όπως κατέθεσαν οι επίσης από τους άνω εργαζόμενους εξετασθέντες στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου Γ1, ο οποίος χειριζόταν και το χειροκίνητο παλετοφόρο αμαξίδιο την στιγμή που έγινε το ατύχημα και Γ3 είχε γίνει εκφόρτωση του μισού φορτίου από τις παλέτες των εμπορευμάτων και σε κάποια στιγμή που τραβήχθηκε μια από τις παλέτες με το χειροκίνητο υδραυλικό παλετοφόρο και ο εγκαλών μαζί με τους Γ3 και Γ2 συγκρατούσαν με τα χέρια τους τα καλυμμένα με το πλαστικό περικάλυμμα πάνω σ' αυτήν (παλέτα) εμπορεύματα και ο χειριστής του αμαξιδίου γύριζε αυτό για να κατευθύνει την μεταφερόμενη παλέτα με τα εμπορεύματα προς την έξοδο του αμαξώματος της νταλίκας άρχισαν να πέφτουν παλέτες με εμπορεύματα από αυτές που ήταν στο βάθος του αμαξώματος και επρόκειτο να μετακινηθούν και εκφορτωθούν στη συνέχεια, προς τα εμπρός δηλαδή προς την κατεύθυνση της εξόδου από την καρότσα. Κάποια από τις παλέτες με εμπορεύματα που μέχρι τότε συγκρατούνταν από τις παλέτες της προηγούμενης σειράς που είχαν εκφορτωθεί όπως μετακινήθηκαν και η οποία έπεσε στο δάπεδο του αμαξώματος του φορτηγού ήταν κοντά στον εγκαλούντα που δεν πρόλαβε να προφυλαχθεί με έγκαιρη απομάκρυνση από το σημείο που έπεφταν όπως οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στην καρότσα του φορτηγού κτύπησαν κατά την πτώση τους στον εγκαλούντα που ανέφερε κατά την εξέτασή του ότι καλύφθηκε από τα αντικείμενα που έπεσαν πάνω του. Απελευθερώθηκε από την παλέτα και τα εμπορεύματα που κτύπησαν τον παθόντα από τους άνω λοιπούς εργαζόμενους στη συνέχεια αυτός και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο ΚΑΤ στην Κηφισιά όπου νοσηλεύθηκε από 13/9/00 έως 19/9/00 και από 28/9/00 έως 13/10/00 για κάταγμα έξω σφύρου, αριστερά με υπεξάρθρημα συστοίχου ποδοκνημικής άρθρωσης και υποβλήθηκε σε συντηρητική θεραπεία με γύψινο επίδεσμο μηροκνημοποδικό και επαρακολουθείτο στο εξωτερικό ιατρείο του νοσοκομείου έως την αποθεραπεία του (βλ. αναγνωσθείσα υπ' αριθμό πρωτοκόλλου ........ ιατρική γνωμάτευση του διευθυντή του Δ' Ορθοπεδικού Τμήματος του άνω νοσοκομείου). Στην επίσης αναγνωσθείσα από ..... ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ορθοπεδικού του Υποκ/τος ΙΚΑ Πλ. Αττικής ..... σημειώνεται ότι ο εγκαλών πάσχει από τραυματικό εξάρθρημα αριστεράς ποδοκνημικής με μετατραυματική εκφυλιστική οστεοαρθροπάθεια που αποδίδεται στο άνω ατύχημα που του είχε συμβεί πριν από ένα έτος. Από το 1ο Νοσοκομείο ΙΚΑ Αθηνών δεν παρατάθηκε η αναρρωτική άδεια που είχε χορηγηθεί στον παθόντα λόγω πλήρους αποκαταστάσεως του εξαρθρήματος αριστεράς ποδοκνημικής (βλ. από .... φύλλο νοσηλείας). Στην από ...... ιατρική γνωμάτευση του χειρούργου ορθοπεδικού ....... αναφέρεται ότι το κάταγμα έξω σφύρου εξάρθρημα αρ. ποδοκνημικής που είχε υποστεί πριν από 1 1/2 έτος ο εγκαλών τον οποίο ως ασθενής εξέτασε και στις 26/6/02 καθώς και στις 3/9/02 και είχε αντιμετωπισθεί αρχικά συντηρητικά με ΓΕ/ΚΠ, αργότερα λόγω δυσκαμψίας αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά (αρθροσκοπική συμφυσιόλυση) και ότι παρουσίαζε άλγος περιορισμό κινητικότητας ποδοκνημικής περιοδικά ύδραθρο επί εδάφους μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδος και οστεονέκρωσης κάτω επίφυσης (ΑΡ) κνήμης, ως φαίνεται από την ΜR1 συνίστατο δε η αποφυγή καταπόνησης της αρθρώσεως, ενώ στις μεταγενέστερες γνωματεύσεις του ο άνω ιατρός ανέφερε ότι παρουσίαζε βελτίωση πελματιαίας έκτασης και της δυσκαμψίας μετά από πρόγραμμα φυσικοθεραπείας που ακολούθησε αλλά εξακολουθούσε να εμφανίζει περιορισμό της ραχιαίας έκτασης με περιοδικά ύδραθρα... Τα ανωτέρω συνεπτυγμένα με τη σύσταση αποφυγής καταπόνησης του αριστερού σκέλους, του παθόντος εγκαλούντος αναφέρονται και στην από ......) ιατρική γνωμάτευση του 417 νοσηλευτικού ιδρύματος Μ.Τ.Σ. που υπογράφεται από τον ορθοπεδικό διευθυντή της ορθοπεδικής κλινικής αυτού του νοσοκομείου κρίθηκε ακατάλληλος ο παθών και έλαβε προσωρινό απολυτήριο λόγω της άνω σωματικής βλάβης στην αριστερή ποδοκνημική με το από .... έγγραφο 6ου Συντάγματος Πεζικού Κόρινθος. Ειδοποιήθηκε καθυστερημένα από τον ίδιο τον παθόντα για τον τραυματισμό του κατά το άνω ατύχημα το περιφερειακό κέντρο πρόληψης επαγγελματικού κινδύνου Αθηνών και μέσω αυτού η αστυνομική αρχή μετά πάροδο πολλών μηνών από το ατύχημα. Ο τεχνικός επιθεωρητής ....ην από ..... έκθεση έρευνας η οποία αναγνώσθηκε αναφέρει σ' αυτήν ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί για τα ακριβή αίτια που προκάλεσαν το ατύχημα λόγω της μεταβολής των στοιχείων που θα ήταν δυνατό να χρησίμευσαν για την εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος, δοθέντος ότι μετά το ατύχημα συνεχίσθηκε η εκφόρτωση των υπόλοιπων εμπορευμάτων από το φορτηγό από τους λοιπούς εργαζόμενους όπως κατετέθη από τον μάρτυρα Γ1. Ο άνω τεχνικός επιθεωρητής αναφέρθηκε γενικά στην συνταχθείσα για το ατύχημα αυτό έκθεση του στον κατάλληλο εξοπλισμό των εργαζομένων για την εκτέλεση των εργασιών φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και την μέριμνα από τον εργοδότη ώστε οι εργασίες φορτοεκφορτώσεως εμπορευμάτων να γίνεται κατά τρόπο που να αποτρέπεται η πτώση αντικειμένων και ο κίνδυνος τραυματισμού των εργαζομένων στις περιπτώσεις που ενδέχεται να σημειωθεί πτώση αντικειμένων με ασφαλή εργασιακή πρακτική που πρέπει να ακολουθείται κατά την τακτοποίηση, αποθήκευση και μεταφορά των εμπορευμάτων ώστε οι εργαζόμενοι να μην απαιτείται να συγκρατούν τα προς μεταφορά αντικείμενα. Δεν ήταν συγκρατημένες ούτε δεμένες οι παλέτες με τα εμπορεύματα με ιμάντες ή άλλα συνδετικά μέσα από σταθερά σημεία του φορτηγού κατά το στάδιο της εκφόρτωσης των από τα φορτηγά τα είχαν μεταφέρει προκειμένου να εισαχθούν και αποτεθούν εντός των αποθηκών της άνω εταιρείας στην οποία ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν πρόεδρος του διοικητικού Συμβουλίου και ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος αποθήκης υπό τον διευθυντή αυτής ....... όπως αναφέρεται στο αναγνωσθέν οργανόγραμμα αποθήκης της KOSTA BODA - AGELCO A.E. που είναι στη δικογραφία. Δεν διευκολύνεται η εκφόρτωση των εμπορευμάτων κατά την εκφόρτωση των παλετών με τα στοιβαγμένα επ' απτών αντικείμενα όπως ήταν καλυμμένα με τα νάϋλον που τα σκέπαζαν. Δεν θα συνέβαινε το άνω ατύχημα κατά το οποίο τραυματίσθηκε ο πολιτικώς ενάγων - εγκαλών εάν η εκφόρτωση των παλετών στις οποίες κατά την προετοιμασία της φόρτωσης στην αλλοδαπή δεν ήταν δεμένα εξωτερικά σε κάθε μία σειρά τα εμπορεύματα που ήταν αποτεθειμένα επ' αυτής με ταινίες συγκράτησης από μέταλλο ή πλαστικό (τσέρκια) επραγματοποιείτο όχι μία-μία αλλά συρταρωτά, ανά σειρά από την έξοδο της καρότσας προς το βάθος αυτής και ακόμη αν επιλεγόταν άλλο σημείο στάθμευσης του φορτηγού αυτοκινήτου από όπου θα εκφορτώνονταν οι παλέτες στις εγκαταστάσεις των αποθηκών της παραλήπτριας εταιρείας και όχι εκείνο στο οποίο είχε σταθμεύσει όπου το έδαφος ήταν επικλινές, όπως ανέφεραν στις καταθέσεις των οι μάρτυρες Γ1 και Γ3. Δεν αποδεικνύεται μόνον από όσα ανέφερε ο μάρτυρας Γ1 ότι δεν ήταν δυνατή η στάθμευση του έμφοτρου με τις άνω παλέτες με τα εμπορεύματα φορτηγού σε άλλο μη επικλινές σημείο προ των εγκαταστάσεων της αποθήκης της εταιρείας για την οποία προορίζονταν. Γινόταν επικίνδυνη η εκφόρτωση των παλετών με τα εμπορεύματα από το φορτηγό αυτοκίνητο που είχε σταθμεύσει για το σκοπό αυτό σε κεκλιμένο επίπεδο που ναι μεν διευκόλυνε την προσέγγιση του ηλεκτροκίνητου γερανοφόρου οχήματος (κλαρκ) για την παραλαβή από την έξοδο της καρότσας του φορτηγού αυτοκινήτου των παλετών που θα προωθούσε στο εσωτερικό της αποθήκης της εταιρείας αλλά καθιστούσε αναμενόμενη την πτώση των παλετών από το βάθος της καρότσας του φορτηγού αυτοκινήτου όσο προχωρούσε η εκφόρτωση και περιοριζόταν η στήριξη τους στις παλέτες με εμπορεύματα που ήταν εντός του φορτηγού πιο κοντά προς την έξοδο της καρότσας. Αποδεικνύεται από τα παραπάνω ότι δεν έδειξαν οι κατηγορούμενοι υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα των καθένας την προσοχή που όφειλαν και ήταν δυνατό υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλουν για να γίνει η εκφόρτωση εμπορευμάτων πάνω σε ξύλινες παλέτες από το φορτηγό που τα είχε μεταφέρει από τη Σουηδία προκειμένου να μεταφερθούν και αποτεθούν εντός της αποθήκης της εταιρείας AGELCO Α.Ε. στη Ν. Κηφισιά Αττικής στις 13.9.2000 από ομαλό και όχι επικλινές έδαφος και με σειρά που να εξασφάλιζε την σταθερή θέση των παλετών χωρίς να τραυματισθεί κατά την διάρκεια εκφορτώσεως των, κατά τον τρόπο που ειπώθηκε, συσκευασμένων εμπορευμάτων ο εγκαλών που ανήκε στο προσωπικό της το εντεταλμένο με την εργασία εκφόρτωσης με μετακίνηση των παλετών με τα αντικείμενα στην έξοδο της καρότσας του φορτηγού για να παραληφθούν από το μηχάνημα που θα τα προωθούσε στο εσωτερικό της αποθήκης. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως που τους αποδίδεται από αμέλεια χωρίς να προβλέψουν το ότι η άνω αμελής συμπεριφορά των θα είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του παθόντος πολιτικώς ενάγοντος. Δεν αποδείχθηκε ότι πριν τραυματισθεί ο παθών από την πτώση παλέτας με εμπορεύματα από αυτές που μετακινήθηκαν και ήταν στις επόμενες σειρές από εκείνην από όπου με το χειροκίνητο υδραυλικό αμαξίδιο μεταφέρθηκε προς την έξοδο της καρότσας του φορτηγού χειριζόταν ο ίδιος μόνος του το χειροκίνητο υδραυλικό παλετοφόρο και ότι απότομα μετακίνησε την παλέτα με εμπορεύματα από τη σειρά της αφού αποδείχθηκε ότι κατά τη στιγμή του ατυχήματος χειριστής του αμαξιδίου εκείνου ήταν ο μάρτυραςΓ1 και δεν πείθεται για το αντίθετο το δικαστήριο από όσα ανέφερε στην 12239/23.11.2002 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών (αναγνωσθείσα) ο ........, που δεν είχε ίδια αντίληψη για τις συνθήκες του ατυχήματος και δεν επιβεβαιώνονται". Με τις παραδοχές της αυτές, το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και επέβαλε σε καθένα ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο, δεν διέλαβε στην απόφασή του την αξιούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ελλειπής και ασαφής, με αποτέλεσμα να καθίσταται περαιτέρω ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 314 παρ. 1 και 315 παρ. 1β του Π.Κ. και έτσι η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και καθόσον αφορά την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, ενώ το δικαστήριο δέχεται ότι η πτώση της παλέτας και ο εξ αυτής τραυματισμός του παθόντος οφείλεται στην πλημμελή φόρτωση των εμπορευμάτων επί φορτηγού αυτοκινήτου η οποία είχε γίνει στην αλλοδαπή (Σουηδία) με ευθύνη της πωλήτριας των εμπορευμάτων εταιρίας και στο γεγονός ότι η εκφόρτωση έγινε σε επικλινές έδαφος στις εγκαταστάσεις της παραλήπτριας εταιρίας AGELCO Α.Ε, δεν προσδιορίζει και δεν εξηγεί κατά ποιόν τρόπο συνδέονται αιτιατά οι δύο αυτοί παράγοντες επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος με το πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ1, Προέδρου του Δ.Σ. της άνω εταιρείας, ενόψει και του ότι δεν διερευνήθηκε και δεν διευκρινίζεται εάν ο ως άνω κατηγορούμενος είχε ειδοποιηθεί και ήταν ενήμερος της παραλαβής του φορτίου και παρίστατο κατά την εκφόρτωση, ούτε ότι γνώριζε για την πλημμελή φόρτωση ώστε παριστάμενος κατ' αυτήν να μην επιτρέψει την σε επικλινές έδαφος εκφόρτωση και περαιτέρω να δώσει οδηγίες στο με το έργο αυτό ασχολούμενο εργατοτεχνικό προσωπικό για την ασφαλή μεταφορά των εμπορευμάτων από το φορτηγό αυτοκίνητο στις αποθήκες της εταιρίας. Περαιτέρω δε, για τον κατηγορούμενο Χ2, δέχεται απλώς η απόφαση ότι αυτός ήταν υπεύθυνος αποθήκης στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, χωρίς να εκτίθενται, παντάπασι, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνδέεται αιτιωδώς η παραπάνω ιδιότητα αυτού προς το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα και δη ότι αυτός είχε ορισθεί ή ότι στα λειτουργικά του καθήκοντα ανήκε η επίβλεψη της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων τα οποία επρόκειτο να εισαχθούν στις αποθήκες. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και των δύο αιτήσεων είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2.843/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Αναίρεση για ελλιπή αιτιολογία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1416/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στεφάνου και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Στεφάνου, περί αναιρέσεως της 70/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας. Το Τριμελές Εφετείο Κερκύρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Μαρτίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 789/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Οι με το αυτό περιεχόμενο από 19-3-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 κατά της υπ' αριθμ. 70/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν. ΙΙ.- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) άμεσος δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη θέλησή του να προβεί στην ενέργεια αυτή και στη γνώση, ότι το γεγονός ήταν ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 362 Π.Κ. συνάγεται, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, και β) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη θέλησή του να προβεί στην ενέργεια αυτή και στη γνώση, ότι το γεγονός μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Τέλος από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 366 παρ. 1 και 3 και 367 παρ. 1 και 2β του ΠΚ προκύπτουν τα εξής: α) αν δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, β) αν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφημήσεως, ενώ αν υπάρχουν αμφιβολίες περί της αληθείας, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 367. Είναι δυνατόν όμως να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο έγκλημα της εξυβρίσεως, αν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. (άρθρο 366 παρ. 3 και 367 παρ. 1.β.). ΙΙΙ.- Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό με συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Κερκύρας που δίκασε κατ' έφεση, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".. αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι 1) Χ1 και 2) Χ2 τέλεσαν τις πράξεις 1) της απλής δυσφήμησης (ο δεύτερος) και 2) της ηθικής αυτουργίας σε απλή δυσφήμηση ( ο πρώτος) που αποδίδεται σ' αυτούς. Ειδικότερα, στην Κέρκυρα, στις 5-11-2001, ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κέρκυρας, το οποίο δίκαζε έφεση που είχε ασκήσει ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, κατά της υπ' αριθ. 875/20-4-2000 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας - με την οποία ο τελευταίος κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών για ψευδή καταμήνυση του ήδη μηνυτή Ψ1, τον οποίο, κατά την κατηγορία που του είχε αποδοθεί, είχε καταμηνύσει ψευδώς ότι "αυθαίρετα και παράνομα μπήκε στο κτήμα του και έκανε εργασία τοποθέτησης πλαστικού σωλήνα ύδρευσης καταστρέφοντας το κάτω μέρος της περίφραξής του (συρματόπλεγμα) σε ένα σημείο και στη συνέχεια μέσω της σούδας του κτήματος του κατηγορουμένου, όδευσε τον σωλήνα ύδρευσης στο δικό του κτήμα" - ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας υπεράσπισης του δεύτερου, προταθείς από αυτόν, κατέθεσε για τον εγκαλούντα Ψ1, ότι "ο Ψ1 με έβαλε μάρτυρα κατηγορίας να έλθω να πω ψέματα. Αυτός το έκανε και με άλλους κατοίκους του ......". Το γεγονός αυτό που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος αυτός, ότι δηλαδή ο μηνυτής τον πρότεινε ως μάρτυρα σε δίκη με κατηγορούμενο τον ήδη συγκατηγορούμενό του (Χ1), όπως και ότι, πρότεινε και άλλους ως μάρτυρες κατηγορίας (σε διάφορες δίκες μεταξύ του τελευταίου και του μηνυτή) για να καταθέτουν στο δικαστήριο ψέματα, ήταν αντικειμενικά ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή (εγκαλούντος), αφού αυτός έτσι εμφανίζεται ότι "κατασκευάζει" κατηγορίες και χρησιμοποιεί ψευδομάρτυρες για να επιτυγχάνει την καταδίκη του αντιδίκου του, και το γνώριζε αυτό ο εν λόγω κατηγορούμενος όταν το κατέθετε. Ανεξάρτητα δε από το ότι δεν προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ο από το άρθρο 367 αυτοτελής ισχυρισμός της συνδρομής δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν αναγκαίος για την υπεράσπιση του δεύτερου κατηγορουμένου και την αθώωσή του, στην οποία και στόχευε η κατάθεση του πρώτου από αυτούς. Την απόφαση δε για να προβεί στην, με το παραπάνω περιεχόμενο, κατάθεση, ο πρώτος κατηγορούμενος, την προκάλεσε ασφαλώς ο δεύτερος, που τον ώθησε με παραινέσεις, λόγω της στενής φιλίας τους, αφού ήταν και αυτός που είχε συμφέρον από αυτή ώστε να επιτύχει την επ' ωφελεία του έκβαση της συγκεκριμένης δίκης. Επομένως, οι κατηγορούμενοι, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των παραπάνω πράξεων... ". Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, τον μεν Χ2 για απλή δυσφήμηση, τον δε Χ1 για ηθική αυτουργία στην άνω πράξη και επέβαλε σε καθένα από αυτούς ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών την οποία μετέτρεψε. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι ελλειπής, ασαφής και περιέχει λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 362 του Π.Κ . Ειδικότερα, δεν εκτίθενται στην απόφαση παντάπασι πραγματικά περιστατικά για την εξ υποκειμένου θεμελίωση της πράξης της απλής δυσφήμησης από τον κατηγορούμενο Χ2, δηλαδή περί του αν αυτός δια του περιεχομένου της καταθέσεως του γνώριζε ότι μπορεί να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 και θέλησε την προσβολή της τιμής αυτού, αν και το στοιχείο του δόλου δεν είναι αυτονόητο ούτε προκύπτει από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό και διατακτικό της αποφάσεως. Περαιτέρω, ενώ αποφθεγματικά δέχεται ότι από το περιεχόμενο της καταθέσεως του Χ2 μπορούσε αντικειμενικά να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 , δεν διαλαμβάνει σκέψεις περί της αλήθειας ή μη αυτού καθ'εαυτού του δυσφημηστικού γεγονότος, περί του αν δηλαδή η στο ποινική δικαστήριο κατάθεσή του έγινε καθ' υπόδειξη του άνω πολιτικώς ενάγοντος. Έτσι, όμως, δημιουργείται ασάφεια αφού με την καταδίκη του κατηγορουμένου όχι για συκοφαντική αλλά για απλή δυσφήμηση, εμμέσως το δικαστήριο απέκλεισε το ψευδές του γεγονότος, χωρίς όμως να ερευνήσει, ως όφειλε την συνδρομή των όρων της γενικής διάταξης του άρθρου 366 παρ.1 και 3 Π. Με τα δεδομένα αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως και των δύο αναιρεσειόντων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 363 του Π.Κ που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του δικαστηρίου για την ορθή εφαρμογή του νόμου, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 70/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απλή δυσφήμηση. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για ελλιπή αιτιολογία και εκ πλαγίου παράβαση του άρθρου 362 του Π.Κ. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί το υποκειμενικό στοιχείο και περαιτέρω ενώ κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για απλή δυσφήμηση δεν ερευνά, στο πλαίσιο των ορισμών του άρθρου 366 παρ. 1 και 3, την αλήθεια ή μη του δυσφημιστικού γεγονότος. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Δυσφήμηση απλη.
0
Αριθμός 1412/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Παναγόπουλο, για αναίρεση της 2039/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως ως και στο από 18 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1744/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν, η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Δια την από τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 περ. β' Ν. 1729/1987, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 10 Ν. 2161/1993 (και ίσχυε πριν του Κ.Ν.Ν 3459/2006), προβλεπομένη αγορά ναρκωτικών και την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός α)της ποσότητος (βάρους) των ναρκωτικών ουσιών που είναι αδιάφορη για την στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεση της αγοράς, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με αυτήν (ποσότητα) β)του συμφωνηθέντος και επιτευχθέντος τιμήματος και γ)της ταυτότητος πωλητών αγοραστών. Δεν απαιτείται επίσης ιδιαίτερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, εκτός εάν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του όπως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) ή εάν πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο. Διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστου να πραγματώνει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι υπάρχει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Εξάλλου την αποθήκευση τελεί εκείνος που φυλάσσει με κάποιους όρους ασφαλείας σε κάποιο χώρο τα ναρκωτικά, έστω και αν δεν ασκεί ευθεία επ' αυτών κατοχή, αλλ' έχει την δυνατότητα να τα λάβει οποτεδήποτε θελήσει. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη, των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, ή εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων ή παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των συσχετίσεως αξιολογικώς, καθ' όσον εις τις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 περ. Ε' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη στην διάταξη που εφηρμόσθη, περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, όπερ συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων και δη την κατάθεση μάρτυρος υπερασπίσεως που εξετάστηκε ενόρκως στο δικαστήριο και αναφέρεται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 2039/2006 καταδικαστικής αποφάσεώς του, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι ο κατηγορούμενος χωρίς να είναι τοξικομανής κατά την έννοια του άρθρου 13 § 1 του ν. 1729/1987, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει στους παρακάτω αναφερομένους τόπους και χρόνους τέλεσε με πρόθεση περισσότερα του ενός εγκλήματα. Πιο συγκεκριμένα όντας Αλβανός υπήκοος κατελήφθη στη ..... Αττικής και επί της οδού ........ στις 6-12-2001, να έχει εισέλθει στην Ελλάδα χωρίς τις νομικές διατυπώσεις, ήτοι χωρίς διαβατήριο με θεώρηση (VISA) ή άλλο έγκυρο και ισχύον από διεθνείς ή διμερείς συμβάσεις ταξιδιωτικό έγγραφο. Περαιτέρω, αφού ο κατηγορούμενος εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα άρχισε να επιδεικνύει έντονη έκνομη δραστηριότητα, ασχολούμενος με τα ναρκωτικά. Ειδικότερα, σε χρόνο που δεν διακριβώθηκε, οπωσδήποτε όμως κατά το τελευταίο δεκαήμερο πριν από τη σύλληψή του στις 6-12-2001 αγόρασε από άγνωστο άτομο άγνωστες ποσότητες της απαγορευμένης ναρκωτικής ουσίας της ηρωίνης με σκοπό την εμπορία αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου ανταλλάγματος, υπόλοιπο των οποίων αποτελούν τα 525 γραμμάρια ηρωίνης τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του. Την παραπάνω ποσότητα ηρωίνης ο κατηγορούμενος αποθήκευσε στις 6-12-2001, κρύβοντας αυτή στην τουαλέτα της επί της οδού ...... στην περιοχή ..... οικίας στην οποία εφιλοξενείτο από τον ομοεθνή του και συγκατηγορούμενό του κατά την πρωτόδικη δίκη χ2 που ήταν και ο μισθωτής της οικίας αυτής. Σημειώνεται ότι την προαναφερθείσα ποσότητα ηρωίνης ο κατηγορούμενος την είχε σε δύο συσκευασίας μία περιτυλιγμένη με μονωτική ταινία βάρους 4 8 5 γραμμαρίων και τη δεύτερη σε νάϋλον σακκουλάκι βάρους 40 γραμμαρίων, την είχε δε κρύψει επιμελώς στην τουαλέτα του δώματος. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ομολογεί την αποθήκευση της πιο πάνω ναρκωτικής ουσίας και αρνείται την αγορά, ισχυριζόμενος ότι του την παρέδωσε για αποθήκευση και φύλαξη ομοεθνής του έναντι χρηματικής αμοιβής. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε κάτι σχετικό. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως και πρωτοδίκως και να επιβληθεί σ' αυτόν για τα ναρκωτικά μία ποινή κατ' άρθρο 5 § 2 του ν. 1729/87, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει αφού οι πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών ουσιών. Με αυτά που εδέχθη το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά τα οποία εδέχθη, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 § 1 περ. β' και § 2 Ν. 1729/1987, τις οποίες εφήρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Για να καταλήξει δε στην καταδικαστική του κρίση έλαβε υπ' όψη του το δικαστήριο, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν και αναφέρονται στα πρακτικά ως και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που ανεγνώσθησαν. Από τις τελευταίες αυτές περικοπές αναμφιβόλως προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του "την από 6/12/01 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα αστυνομικού .......", αφού και αυτή στα αναγνωσθέντα έγγραφα περιλαμβάνεται, προς δε περιλαμβάνεται και στα αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και δεν είναι αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκτίθεται ειδικώς τι προέκυψε από το συγκεκριμένο έγγραφο της καταθέσεως αυτής. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον συναφή, κατά το σχετικό μέρος του, πρώτο λόγον του δικογράφου της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και τον δεύτερο περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 § 1 περ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δικ). είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στη κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία πρέπει επίσης να αιτιολογείται ιδιαιτέρως με την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας τοιούτοι. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά το άρθρο 170 § 2 και 333 § 2 Κ.Ποιν.Δικ. από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισμόν ή στην μείωση αυτής και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής από την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγησή τους, να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει. Ούτως εάν ο αυτοτελής ισχυρισμός περί της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 § 2 ε' ΠΚ δηλαδή ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του ανεπτύχθη προφορικώς και παρεδόθη γραπτώς εις τον διευθύνοντα την συζήτηση, κατεχωρίσθη δε στα πρακτικά (άρθρο 141 § 2 Κ.Ποιν.Δικ.) και περιλαμβάνει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωσή του, ων ορισμένος, το δικαστήριο της οποίας έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένα την παραδοχή ή την απόρριψή του. Άλλως ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού (Ολ. ΑΠ 2/2005), όπως, επίσης, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα όταν ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, υπό την άνω αναφερθείσα έννοια, αλλ' αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου, ο συνήγορος του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού έλαβε τον λόγον, ανέπτυξε προφορικώς και κατέθεσε στο δικαστήριο έγγραφο σημείωμα, το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά της αποφάσεως και έχει ως εξής: "Ι.- ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ: Η εκκαλουμένη απόφαση με κήρυξε ένοχο και με καταδίκασε και για το αδίκημα της ΑΓΟΡΑΣ και συγκεκριμένα: "Αγόρασε απαγορευμένη ναρκωτική ουσία κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1729/87, όπως αντικ, με άρθρο 9 του Ν. 2161/93, χωρίς να είναι τοξικομανής, κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 1729/87, όπως αντικ. με άρθρο 15 του Ν. 2161/93 και συγκεκριμένα, στην Αθήνα, σε μη επακριβώς διακριβωθέντα στην ανάκριση χρόνο, οπωσδήποτε όμως το τελευταίο δεκαήμερο πριν από την σύλληψή του (6-12-2001) και σε ειδικότερες ημερομηνίες, που δεν εξακριβώθηκαν, αλλά βρίσκονται εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, αγόρασε από άγνωστα άτομα, άγνωστες ποσότητες της ναρκωτικής ουσίας ηρωίνης, με σκοπό την εμπορία, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος, υπόλοιπα των οποίων οπωσδήποτε αποτελούν τα 525 γρ. ηρωίνης, τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του". Αλλά το αδίκημα της ΑΓΟΡΑΣ δεν μπορεί να ευσταθήσει, διότι: i.- Η εκκαλουμένη στην 10η σελίδα της διέλαβε: "....Παραπέρα όμως αποδείχθηκε ότι ο ως άνω κατηγορούμενος εισήλθε στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς διαβατήριο με θεώρηση (VISA) ή άλλο έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο....". ii.- Επίσης η εκκαλουμένη στην 11η σελίδα της διέλαβε: "....Τέλος αποδείχθηκε, ότι ο κατηγορούμενος χ3 στην Αθήνα και σε με επακριβώς διακριβωθείσα ημερομηνία, κειμένη εντός του μηνός Νοεμβρίου 2001 κατάρτισε το υπ' αριθ. ..... ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς με τα στοιχεία "χ1 iii.- Στην, από 6-12-2001, προανακριτική απολογία μου κατέθεσα ότι: "...Ήρθα στην Ελλάδα πριν από ενάμιση μήνα δια μέσου του συνοριακού σταθμού Κονίτσης παράνομα.....". iv.- Στην, από 6-12-2001, προανακριτική απολογία μου κατέθεσα ότι: "....Σε σωματική έρευνα, που μου έγινε βρήκαν ένα ζεύγος κλειδιών, τα οποία αντιστοιχούν στην επί της οδού ..... κύρια είσοδο πολυκατοικίας και της εισόδου δώματος ημιωρόφου αντίστοιχα, οικία στην οποία φιλοξενούμαι από τον ομοεθνή μου ονόματι χ2, τον οποίο γνωρίζω από την Αλβανία, καθότι είμαστε από την ίδια πόλη.....". v.- Στην, από 6-12-2001, προανακριτική του απολογία ο χ2 κατέθεσε ότι: "...Προ μηνός συνάντησα τον ομοεθνή μου χ1 τυχαία στην ....., τον οποίο γνωρίζω από την Αλβανία. Με παρακάλεσε, αν μπορώ να τον φιλοξενήσω στην οικία μου, για ένα μήνα περίπου έως ότου βρει κάποιο σπίτι για να νοικιάσει. Δέχθηκα την πρότασή του και του έδωσα ένα ζεύγος κλειδιά, για να εισέρχεται στην οικία μου ...........". vi.- Όπως αποδεικνύεται από τις : 1)Την, από 6-12-2001, ημέρα της εβδομάδος Πέμπτη και ώρα 10.00 ΕΚΘΕΣΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ του Υπαστ. Α' γ1 και 2) Την, από 6-12-2001, ημέρα της εβδομάδος Πέμπτη και ώρα 10.20' ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ του Υ/Α γ1, πουθενά δεν βρέθηκαν σ' εμένα ή στην οικία, που διέμενα Χρήματα ή Ζυγαριές. vii.- Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου και δη στην, από 6-12-2001, προανακριτική απολογία μου κατέθεσα ότι: ".....Τις παραπάνω ποσότητες ναρ/κών μου τις έδωσε προ δεκαπενθημέρου κάποιος ομοεθνής μου ονόματι χ3, για να τα διαφυλάξω στην οικία μου ......". Επίσης στην, από 7/11-12-2001, ανακριτική μου απολογία κατέθεσα: "....Με εκβίαζε κάποιος στον οποίο χρωστούσα χρήματα με το να του φυλάω τα ναρκωτικά. Αυτός είναι ο τρίτος κατηγορούμενος.....". Ακόμα στο Πρωτόδικο Δικαστήριο απολογούμενος κατέθεσα: "....Γνώρισα τον γ' κατηγορούμενο στην Αλβανία. Είχα άρρωστο το παιδί μου και του ζήτησα δανεικά .....Ήλθε ο γ' κατηγορούμενος και μου ζήτησε να του κρατήσω τη σακκούλα με τα ναρκωτικά. Με απείλησε και αναγκάστηκα να τα κρατήσω.....". viii.- Πωλητής, τίμημα και σχετική συμφωνία δεν αποδεικνύεται από πού πουθενά. Με τα δεδομένα ότι ήρθα στην Ελλάδα παράνομος, ότι ήμουν άστεγος, ότι ο χ3 με προμήθευσε με το πλαστό πιστοποιητικό, ότι φιλοξενήθηκα διότι δεν είχα που να μείνω, ότι σ' εμένα και στην οικία, που έμενα, δεν βρέθηκαν ούτε χρήματα, ούτε ζυγαριές, ότι από την πρώτη στιγμή συνεργάσθηκα με τις Διωκτικές Αρχές και αποκάλυψα τον ιδιοκτήμονα των ναρκωτικών και φυγόδικο χ3, ότι με την άθλια οικονομική μου κατάσταση δεν ήταν δυνατόν να προβώ σε αγορά της ποσότητας της ηρωίνης, που κατασχέθηκε, είναι φανερό ότι δεν μπορεί το αδίκημα της ΑΓΟΡΑΣ να ευσταθήσει σε βάρος μου και ζητώ να με κηρύξετε αθώο". Ούτως όμως διατυπωθείς ο άνω ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής αλλ' αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και το δικαστήριο, μολονότι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, εν τούτοις απήντησε και αιτιολογημένα τον απέρριψε. Εντεύθεν και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον συναφή τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το σχετικό μέρος του περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, του αρνητικού της κατηγορίας της αγοράς, ισχυρισμού είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Καθ' ό μέρος δε με τον λόγον αυτό προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, ούτος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω ο ήδη αναιρεσείων-κατηγορούμενος εζήτησε δια του συνηγόρου του, με το αυτό ως άνω έγγραφο σημείωμα, να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του κατ' άρθρο 84 § 2 ε' Π.Κ., προβαλών κατά τρόπον σαφή και ορισμένο και με προφορική ανάπτυξη του συνηγόρου του όσα είναι αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση της τοιαύτης ελαφρυντικής περιστάσεως. Ειδικότερα προέβαλε : " ΙΙ.- ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ: Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τα ναρκωτικά, που βρέθηκαν στην οικία, που έμενα, τα είχα τοποθετήσει εγώ, όπως μου τα είχε δώσει ο χ3. Αυτό παραδέχθηκα και στην προανακριτική και στην ανακριτική μου απολογία, αλλά και στην απολογία μου στο Πρωτόδικο Δικαστήριο. Και από την πρώτη στιγμή συνεργάσθηκα με τις Διωκτικές Αρχές, κατονόμασα τον ιδιοκτήμονα των ναρκωτικών μετάνιωσα και ζήτησα συγγνώμη για την ανοησία μου, να γίνω όργανο του χ3. Κρατούμαι από την 6ην Δεκεμβρίου 2001. Δηλαδή συμπληρώνω σήμερα (13-9-2006) κράτηση στις Φυλακές πέντε (5) ετών παρά τρεις μήνες. Όπως αποδεικνύεται από την υπ' αριθ. πρωτ. 38036 Βεβαίωση της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού. καθόλο το χρονικό διάστημα της κράτησής μου εκεί, επέδειξα ΚΑΛΗ ΔΙΑΓΩΓΗ. Με την συνεργασία μου με τις Διωκτικές Αρχές, με το ότι δεν βρέθηκε ούτε ένα ευρώ επάνω μου ή κάτι άλλο επιβαρυντικό, με την αποκάλυψη από εμένα του φυγόδικου χ3 και ιδιαίτερα με το γεγονός ότι επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (5 έτη και 9 μήνες) επέδειξα άριστη διαγωγή, ζητώ να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε' Π.Κ...". Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε τον άνω ισχυρισμόν του αναιρεσείοντος χωρίς καμία αιτιολογία, αφού εις μεν το σκεπτικό ουδέν περί αυτού αναφέρει, εις δε το διατακτικό μετά την περί ενοχής απόφαση, είπε: " Απορρίπτει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου", χωρίς δηλαδή να γίνεται αναφορά στα συγκεκριμένα περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση από τον κατηγορούμενο και χωρίς να εκθέτει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδήγησαν στην απορριπτική του κρίση. Εντεύθεν το άνω Εφετείο υπέπεσε ως προς τ' ανωτέρω, στην εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ πλημμέλεια της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση. Γι' αυτό και πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι τρίτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως και πρώτος λόγος των προσθέτων λόγων αυτής καθ' ό μέρος προβάλλουν την σχετική αιτίαση και, παρελκούσης της ερεύνης του δευτέρου λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, μόνο ως προς το μέρος περί απορρίψεως των άνω αυτοτελών ισχυρισμών και αναγκαίως και ως προς την διάταξη περί επιβολής της ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 2039/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και μόνον ως προς το μέρος της απορρίψεως των ελαφρυντικών περιστάσεων, της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, και ως προς την επιβολή της ποινής διάταξη αυτής. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εις καταδικαστική απόφαση. Πρέπει να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατ’ είδος αναφερόμενα, χωρίς να απαιτείται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα. Αιτιολογία καταδίκη για αγορά ναρκωτικών δεν απαιτείται να αναφέρεται, ποσότης, συμφωνία τιμήματος, καταβληθέν τίμημα, συγκεκριμένος πωλητής και αγοραστής. Δόλος, δεν απαιτείται να αναφέρονται στοιχεία του, διότι εμπεριέχεται στα πραγματικά περιστατικά της πράξεως. Η αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, άλλως το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει όπως δεν υποχρεούται να απαντήσει και στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Αναιρεί διότι το δικαστήριο δεν απήντησε σε σαφή και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής άρθρου 84 § 2 επ. και ως προς την ποινή ήτοι, εν μέρει και για τα ελαφρυντικά μόνο. Ποιοι είναι αυτοτελείς ισχυρισμοί. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική, Δόλος.
0
Αριθμός 1415/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Παύλου, για αναίρεση της με αριθμό 218/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Μαΐου 2007, δύο (2) τον αριθμό και 29 Μαΐου 2007, μία (1) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, καθώς και στα από 4 Ιανουαρίου 2008 τρία (3) τον αριθμό αυτοτελή δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1034/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι υπ' αριθμ. 10/24-5-2007, 11/24-5-2007 και 12/29-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, κατά της υπ' αριθμ. 218/2007 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως είναι τυπικά παραδεκτές και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, να ερευνηθούν κατ' ουσίαν. Νομοτύπως και εμπροθέσμως με τα από 7-1-2000 δικόγραφα έχουν ασκηθεί επίσης και οι σύστοιχοι προς την αναίρεση καθενός αναιρεσείοντος πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. ΙΙ. Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την έννοια της άνω διατάξεως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας η οποία του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου, είναι δε υπάλληλοι υπό την ανωτέρω έννοια και οι ιατροί που υπηρετούν σε νοσηλευτικά ιδρύματα τα οποία έχουν την νομική μορφή του ν.π.δ.δ. β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ' του ΠΚ, και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν έλαβαν χώρα, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Περαιτέρω, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ ότι με την ίδια ποινή (της παραγράφου 1) τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο το οποίο του εμπιστεύθηκαν ή είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, στη δε παράγραφο 4 ότι με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι πλαστό ή νοθευμένο. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου από υπάλληλο, προϋπόθεση είναι η εκ προθέσεως μεταβολή της εννοίας του εγγράφου κατά τρόπο που επηρεάζει ή ματαιώνει το περιεχόμενο της αποδεικτικής ισχύος του, το οποίο στην περίπτωση αυτή, του νόμου μη διακρίνοντος, δύναται να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Έγγραφα υπό την προεκτεθείσα έννοια είναι και τα τηρούμενα βιβλία στα εξωτερικά ιατρεία των Κρατικών Νοσοκομείων, τα οποία συντάσσονται από τους αρμόδιους υπαλλήλους ιατρούς και είναι προορισμένα και πρόσφορα να αποδείξουν τις καταχωρούμενες σ' αυτά εγγραφές αναφορικά με τα στοιχεία της ταυτότητας των εισερχομένων στο νοσοκομείο ασθενών, την αιτία της εισαγωγής, τη διάγνωση της ασθενείας αυτών και την νοσηλεία στην οποία υποβλήθηκαν. Η μεταβολή αυτή δύναται να συντελεσθεί είτε με την προσθήκη στο κείμενο του εγγράφου ψηφίων, αριθμών, φράσεων και λοιπών εγγραφών που δεν υπήρχαν κατά την αρχική του σύνταξη, είτε και με την απόσβεση ή ξέση τέτοιων στοιχείων καθ' οιονδήποτε τρόπο και με την αναγραφή αντί αυτών άλλων. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 242 ΠΚ, δύναται να είναι και ο εκδότης του, εφόσον η μεταβολή του περιεχομένου του προκλήθηκε από αυτόν χωρίς δικαίωμα σε χρόνο κατά τον οποίο τούτο έλαβε την θέση έναντι εννόμου σχέσεως σύμφωνα με τον προορισμό του ή κάποιος άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 221 παρ.1 και 2 του Π.Κ προκύπτει ότι αναγκαίος όρος της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως είναι η από τους αναφερόμενους στο άρθρο αυτούς ιατρούς και λοιπά πρόσωπα (φαρμακοποιοί, χημικοί, μαίες) έκδοση πιστοποιήσεως εν γνώσει του ψευδώς βεβαιουμένου σ' αυτήν, που προορίζεται να παράσχει πίστη στις αναφερόμενες δημόσιες και λοιπές αρχές. Από τον συσχετισμό της διατάξεως του άρθρου 221 προς εκείνη του άρθρου 242 του Π.Κ σαφώς προκύπτει ότι όταν ενεργητικό υποκείμενο της ψευδούς πιστοποιήσεως είναι ιατρός ο οποίος υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου υπηρετεί σε νοσηλευτικό ίδρυμα το οποίο έχει την μορφή του ν.π.δ.δ. και συντάσσει ψευδές κατά περιεχόμενο δημόσιο έγγραφο, εφαρμογή έχει η περί ψευδούς βεβαιώσεως διάταξη του άρθρου 242 και όχι εκείνη της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης η οποία συντάσσεται από ιδιώτη ιατρό και τα λοιπά αναφερόμενα στο άρθρο 221 Π.Κ πρόσωπα. ΙΙΙ. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του Κ.Π.Δ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η απαιτούμενη κατά τα άνω αιτιολογία εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου για αναβολή της δίκης, λόγω κωλύματος του συνηγόρου του, παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1δ' του Κ.Π.Δ, η παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος, στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του με συνήγορο της επιλογής του (άρθρα 6 παρ. 3 γ' της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3δ' του κυρωθέντος με το ν.2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι κατηγορούμενοι-αναιρεσείοντες είχαν ζητήσει την αναβολή της δίκης λόγω κωλύματος των συνηγόρων τους οι οποίοι την ίδια ημέρα υπεράσπιζαν υποθέσεις σε άλλα δικαστήρια. Η αίτηση αυτή των κατηγορουμένων, απορρίφθηκε από το δικαστήριο ως αβάσιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία "... οι δύο πρώτοι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παρέστησαν μετά του συνηγόρου τους Θεόφιλου Παπαδόπουλου, δικηγόρου του Πρωτοδικείου Βέροιας ενώ ο τρίτος, παρέστη χωρίς συνήγορο υπερασπίσεως. Κατά τη δικάσιμο της 21.11.2006, που είχε προσδιοριστεί να εκδικαστεί η υπόθεση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου οι δύο πρώτοι εκκαλούντες- κατηγορούμενοι δεν εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο, ενώ ο τρίτος εμφανίσθηκε και διόρισε συνήγορό του για να τον υπερασπιστεί τον δικηγόρο Κοζάνης Ευάγγελο Παππά. Ο τελευταίος ως άγγελος των δύο πρώτων εκκαλούντων - κατηγορουμένων υπέβαλε για λογαριασμό τους αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως, λόγω κωλύματος των κατηγορουμένων αυτών, εκ των οποίων ο μεν πρώτος ήταν σε εκπαιδευτική άδεια για την παρακολούθηση χειρουργικού συνεδρίου στην Αθήνα, ο δε δεύτερος ήταν σε μικτή εφημερία και εκ του κωλύματος αυτού αδυνατούσαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο. Το δικαστήριο δέχθηκε το αίτημά τους και ανέβαλε τη συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το σκέλος της, που αφορούσε τον τρίτο εκκαλούντα - κατηγορούμενο που δεν κωλυόταν, για να δικαστεί και αυτός από κοινού με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, λόγω συναφείας. Έκτοτε συνεπώς οι κατηγορούμενοι γνώριζαν τη σημερινή δικάσιμο και όφειλαν να έχουν ενημερώσει τους συνηγόρους τους, ώστε να μη δεσμευτούν με την υπεράσπιση άλλων υποθέσεων κατά τη σημερινή δικάσιμο. Πέραν αυτού, ο συνήγορος των δύο πρώτων κατηγορουμένων, που τους υπερασπίσθηκε και κατά την πρωτόδικη δίκη, δηλώνει στη δήλωσή του, που αναγνώσθηκε, ότι αδυνατεί να εμφανιστεί λόγω παραστάσεώς του στο πολιτικό Εφετείο Αθηνών σε δίκη την οποία υπερασπίζεται από κοινού με άλλο δικηγόρο. Η παρουσία του στη δίκη εκείνη, ενόψει του ότι ενώπιον του πολιτικού εφετείου δεν γίνεται προφορική συζήτηση, εκτός της περιπτώσεως του άρθρου 528 ΚΠολΔ, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει εν προκειμένω, αλλά και της παραστάσεως και άλλου δικηγόρου, δεν ήταν απαραίτητη, μπορούσε δε να εξασφαλιστεί η υπεράσπιση της πελάτιδός του ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου με τη σύνταξη και υπογραφή των προτάσεων και εν ανάγκη και με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Υπό τα περιστατικά αυτά η για το λόγο αυτό μη εμφάνιση του συνηγόρου των δύο πρώτων κατηγορουμένων δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο που να δικαιολογεί την αναβολή της συζητήσεως της παρούσας υποθέσεως. Όσον αφορά το κώλυμα του συνηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου θα πρέπει να τονιστούν τα εξής : Ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει μεν δικαίωμα να επιλέξει το δικηγόρο που θα τον υπερασπιστεί, το δικαίωμά του όμως αυτό δε μπορεί να το ασκεί καταχρηστικά, όταν μάλιστα ορισμένες από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται έχουν τελεστεί το έτος 2001 και υπάρχει κίνδυνος, αν αναβληθεί η υπόθεση, να εξαλειφθεί το αξιόποινό τους με παραγραφή, επιλέγοντας κάθε φορά άλλο δικηγόρο, χωρίς να αιτιολογεί την επιλογή του αυτή, με μόνο σκοπό να επιτύχει την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως, ώστε να την οδηγήσει σε παραγραφή. Όπως προαναφέρθηκε, στη δικάσιμο της 21.11.2006, εμφανίσθηκε και διόρισε συνήγορο το δικηγόρο Κοζάνης Ευάγγελο Παππά. Από τότε γνώριζε τη σημερινή δικάσιμο και έπρεπε, εφόσον επιθυμούσε να επιλέξει άλλο δικηγόρο να φροντίσει να διορίσει δικηγόρο που δεν θα κωλυόταν κατά τη σημερινή δικάσιμο, όταν μάλιστα δεν εκθέτει περιστατικά που να δικαιολογούν την αλλαγή του αρχικού συνηγόρου του που και αυτός ήταν της επιλογής του. Εν όψει αυτών και το κώλυμα του συνηγόρου του τρίτου κατηγορουμένου δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο κατά την έννοια του άρθρου 349 Κ.Π.Δ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθούν τα αιτήματα των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης....". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο και αφού έλαβε υπόψη του τα προσκομισθέντα από τους κατηγορούμενους και αναγνωσθέντα έγγραφα τα πιστοποιούντα το κώλυμα των συνηγόρων των δύο πρώτων, καθώς επίσης και τους ισχυρισμούς τους και απέρριψε το αίτημα αυτών για αναβολή της δίκης, διέλαβε στην απόφασή του την από τις άνω διατάξεις αξιούμενη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι απολύτως σαφής, ορισμένη και εμπεριστατωμένη και περαιτέρω, εφόσον με την παραδοχή ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και αναφορικά με τον κατηγορούμενο Χ1, κατά κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος, υποβλήθηκε το περί αναβολής αίτημα, με το να χωρήσει στην κατ' ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς την παράσταση συνηγόρων, δεν υπερέβη την εξουσία του, ως αβασίμως επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ούτε παραβίασε τις διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος και ειδικότερα εκείνες που του παρέχουν το δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του με συνήγορο της εκλογής του, εντεύθεν δε ουδεμία προκλήθηκε εκ του λόγου τούτου ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου συναφείς πρώτος, δεύτερος και τρίτος κοινοί λόγοι αναιρέσεως των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, εν σχέσει με την ουσία των αποδιδόμενων στους αναιρεσείοντες κατηγοριών, η προσβαλλόμενη απόφαση, με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη της, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα ακόλουθα περιστατικά "...Ο εγκαλών με την από 20.8.01 έγκληση του που κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κοζάνης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι την 27.5.01, ο τρίτος κατηγορούμενος Χ1, του προκάλεσε σωματικές κακώσεις και βλάβη της υγείας του και βάσει της εγκλήσεως αυτής ασκήθηκε κατά του Χ1, ποινική δίωξη για μη σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και απειλή και παραγγέλθηκε προανάκριση. Την ύπαρξη της έγκλησης αυτής πληροφορήθηκε ο Χ1 περί τον Δεκέμβριο του έτους 2001 και θέλησε και ο ίδιος να εγκαλέσει τον Ψ1 για την πράξη της σε βάρος του πρόκλησης σωματικών βλαβών την 27.5.01. Πλην όμως ήδη είχε εκπνεύσει η τρίμηνη προθεσμία της έγκλησης για την πράξη της απλής σωματικής βλάβης (117, 308, 315 ΠΚ), Η παρέλευση του τριμήνου βεβαίως είναι αδιάφορη στην περίπτωση της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθώς η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως (309 και 315 ΠΚ). Με την από 2.1.02 έγκληση του, που κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κοζάνης την 11.1.02, ο Χ1 ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων ότι ο Ψ1 με αφορμή οικογενειακή προστριβή, άρπαξε ξύλινο αντικείμενο (κλώστη) από την κουζίνα και τον χτύπησε στο αριστερό πόδι και χέρι και ότι ο Ψ1 τον απώθησε πάνω στον υαλοπίνακα μπαλκονόπορτας ο οποίος θρυμματίστηκε, εκ της πτώσεως δε υπέστη ο τότε εγκαλών Χ1, σωματικές βλάβες στο αριστερό του χέρι. Προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας της έγκλησης του, κατέθεσε μαζί με αυτήν και δύο ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών του Μαμάτσειου Νοσοκομείου Κοζάνης, Χ2, χειρουργού και Χ3, ορθοπεδικού, αρμοδίων αμφοτέρων για την έκδοση ιατρικών γνωματεύσεων, μεταξύ άλλων και για εξετασθέντες στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, οι οποίες γνωματεύσεις είχαν εκδοθεί σε έντυπο της Ελληνικής Δημοκρατίας και ειδικότερα του Νομαρχιακού Γενικού Νοσοκομείου Κοζάνης "Μαμάτσειο" και έφεραν ημερομηνία έκδοσης την ....... με το κάτωθι περιεχόμενο: α. Ιατρική γνωμάτευση. Ο ασθενής Χ1 εξετάστηκε στα Ε.Ι της χειρουργικής κλινικής μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό και ευρέθησαν τα παρακάτω: κάκωση θώρακος- (ΑΡ) οσφύος- κωλικός - μώλωπες-εκχυμώσεις (ΑΡ) παρειάς, (ΑΡ) βραχιονίου, (ΑΡ) μηρού, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων. Εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου. Δεν δέχεται εισαγωγή στη Χ/Κ κλινική. ....... Ο γιατρός. Σφραγίδα Χ2 Χειρουργός-Επιμελητής Α' και υπογραφή, β. Ιατρική γνωμάτευση. Ο Χ1 μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό που υπέστη την 27.5.01 εξετάστηκε στα Ε.Ι. της ορθοπεδικής και έπειτα από κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι πάσχει από: α/ πρόσθιο εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου, όπου έγινε ανάταξη αυτού και επίδεση για τρείς (3) εβδομάδες, β/ κάκωση θώρακος, (ΑΡ) οσφυϊκής χώρας καθώς και ιεροκοκκυγικής περιοχής, γ/ εξάρθρημα της μετακαρπιοφαλλαγγικής (ΔΕ) αντίχειρα, όπου έγινε ανάταξη και επίδεση αυτού και δ/μώλωπες, εκχυμώσεις (ΑΡ) μηρού και (ΑΡ) βραχίονα........ Ο γιατρός, Χ3, Χειρ. Ορθοπεδικός Επιμελητής Β' και υπογραφή. Από το περιεχόμενο των παραπάνω βεβαιώσεων αποδεικνυόταν ότι ο Χ1 είχε εξεταστεί την ..... από τους δύο ιατρούς στα εξωτερικά ιατρεία του χειρουργικού τομέα του "Μαμάτσειου" Νοσοκομείου Κοζάνης και ότι οι ιατροί αυτοί είχαν διαπιστώσει ότι ο Χ1 είχε υποστεί τις σωματικές βλάβες που διαλαμβανόταν στις γνωματεύσεις τους και ότι οι γνωματεύσεις αυτές είχαν εκδοθεί την ίδια ημέρα της εξέτασης. Συνακόλουθα τα παραπάνω βεβαιωθέντα από τους ιατρούς είχαν την έννομη συνέπεια ότι αποδείκνυαν ως αληθή κατά περιεχόμενο την έγκληση του Χ1 επειδή ο εγκαλών εμφανιζόταν να έχει υποστεί σωματικές βλάβες οι οποίες εκ του είδους τους υποδήλωναν αφενός ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού αφετέρου ότι προκλήθηκαν από χτύπημα με αμβλύ όργανο. Επίσης αποδείκνυαν ως αληθή τον ισχυρισμό του Χ1 ότι χτύπησε στο χέρι - ώμο, χτύπημα που στην έγκληση του συνέδεε με την απώθηση του από τον Ψ1 πάνω στον υαλοπίνακα. Συνδεόμενη με τα παραπάνω δε έννομη συνέπεια είχαν να ασκηθεί κατά του Ψ1 ποινική δίωξη για επικίνδυνη σωματική βλάβη, τελεσθείσα την 27.5.01, όπως πράγματι και ασκήθηκε. Τις γνωματεύσεις αυτές ο Χ1 επικαλέστηκε και προσκόμισε εκ νέου ενώπιον της Πταισματοδίκου Κοζάνης την 20.6.02 απολογούμενος για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδούς καταμήνυσης μετά από έγκληση που κατέθεσε σε βάρος του ο Ψ1. Με τις ανωτέρω γνωματεύσεις όμως, βεβαιωνόταν ψευδώς ότι ο Χ1 είχε εξετασθεί την .... από ανωτέρω ιατρούς και ότι εκείνοι είχαν διαπιστώσει ότι έφερε τις σωματικές βλάβες που διαλάμβαναν στις γνωματεύσεις τους, όπως επίσης ψευδώς αναγραφόταν ότι οι γνωματεύσεις εκδόθηκαν την ..... Το αληθές είναι ότι αφού ο Χ1 πληροφορήθηκε τον Δεκέμβριο του 2001, ότι ο Ψ1 είχε καταθέσει σε βάρος του έγκληση, με προτροπές, παρακλήσεις 8111 και πειθώ, σε χρόνο που ακριβώς δεν εξακριβώθηκε πάντως μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2001 και της 11.1.02 οπότε κατέθεσε τις βεβαιώσεις των ιατρών μαζί με την έγκληση του στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κοζάνης, ζήτησε από τους ιατρούς του ν.π.δ.δ. "Μαμάτσειο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Κοζάνης", Χ2, χειρουργό και Χ3, ορθοπεδικό, να βεβαιώσουν ψευδώς τα παραπάνω και γνωρίζοντας ότι ως ιατροί δημοσίου ιδρύματος δε θα μπορούσαν να εκδώσουν ιατρικές γνωματεύσεις χωρίς να καταγραφεί σε δημόσια βιβλία η εξέταση του και η διαπίστωση των ευρημάτων που ήθελε να διαλάβουν στις βεβαιώσεις τους, τους ενημέρωσε πως την 30.5.01 είχε εξεταστεί στα εξωτερικά ιατρεία της χειρουργικής κλινικής για κολικό του νεφρού και τους έπεισε να εκμεταλλευτούν την εγγραφή αυτή στο βιβλίο των Εξωτερικών Ιατρείων του Χειρουργικού Τομέα, αφενός συμπληρώνοντας την υπάρχουσα εγγραφή στο βιβλίο αυτό με τη διάγνωση των ευρημάτων που επιθυμούσε και αφετέρου προσθέτοντας μια συμφώνου περιεχομένου με την προσθήκη στα βιβλία των Ε.Ι του χειρουργικού τομέα, εγγραφή στα βιβλία της ορθοπεδικής κλινικής. Οι δύο ιατροί πείστηκαν από τον Χ1 και για να τον εξυπηρετήσουν, σε χρόνο που ακριβώς δεν εξακριβώθηκε, πάντως μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2001 και της 11.1.02, οπότε ο Χ1 κατέθεσε τις βεβαιώσεις των ιατρών μαζί με την έγκληση του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κοζάνης, προέβησαν αφενός στην έκδοση των ιατρικών βεβαιώσεων που αναφέρονται ανωτέρω και αφετέρου στις παρακάτω πράξεις: Α. ο Χ2 νόθευσε το βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων του χειρουργικού τομέα, το οποίο του ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ως χειρουργού, με τον παρακάτω τρόπο: στην υπάρχουσα με ....... Χ1/ ...... / Κοζάνη/ -κωλικός ΑΡ νεφρού ΝΟΚ (άλλη σειρά) Έγινε Ι.Μ Voltaren, Βuscopan, Ζantac/ΤΣΜΕΔΕ/, εγγραφή, συμπλήρωσε πάνω από την εγγραφή κωλικός ΑΡ νεφρού ΝΟΚ, τα κάτωθι "Αναφ.Ξυλοδαρμός προ τριημέρου - Κάκωση θώρακος- (αρ) οσφύος". Επίσης συμπλήρωσε δίπλα στη λέξη Ζantac τη λέξη "Μώλωπες" και κάτω από τη φράση Εγινε Ι.Μ Voltaren, Buscopan, Zantac, τα εξής: "Εκχυμώσεις (αρ) βραχιονίου, (αρ) παρειάς, μηρού, ιεροκοκκυγικής χώρας, γεννητικών οργάνων, εξάρθρημα (αρ) ώμου-Ανάταξη και στην κάτω σειρά ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ" και Β. ο Χ3 νόθευσε το βιβλίο του τακτικού ορθοπεδικού ιατρείου το οποίο του ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ως ορθοπεδικού, με τον παρακάτω τρόπο: προσέθεσε ανάμεσα στην εγγραφή ... και ..., εγγραφή με αύξοντα αριθμό ...... Χ1 / ..... Κοζάνη/ πρόσθιο εξάρθρημα (ΑΡ) ώμου - εξάρθρημα μετακαρπιοφαλαγγικής (ΔΕ), κάκωση (ΔΕ) - κάκωση ιεροκοκκυγικής χώρας/ και προσέθεσε τον χαρακτήρα α στην εγγραφή με αριθμό ....., Το γεγονός ότι την ... οι ιατροί Χ2 και Χ3 δεν εξέτασαν τον Χ1, δε διαπίστωσαν τα όσα διέλαβαν ως ευρήματα στις βεβαιώσεις τους, δεν εξέδωσαν τις βεβαιώσεις και δεν κατέγραψαν την εξέταση στα βιβλία του νοσοκομείου, αλλά ότι την έκδοση των βεβαιώσεων και τη νόθευση των βιβλίων πραγματοποίησαν σε μεταγενέστερο χρόνο (μεταξύ του Δεκεμβρίου 2001 και της 11.1.02) αποδεικνύεται από τα παρακάτω προκύπτοντα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων κι όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και κυρίως από τα πορίσματα των διοικητικών εξετάσεων: 1 .ο Χ1, προσήλθε την 30.5.01 στα εξωτερικά ιατρεία του χειρουργικού τομέα περί τις 19.00 -20.00. Αυτό δεν το αρνείται ο ίδιος αποδεικνύεται όμως και από το ότι η ακτινογραφία ΝΟΚ που του έγινε δεν έχει διάγνωση, διότι τις μη εργάσιμες ώρες δεν γίνεται διάγνωση, λόγω απουσίας ειδικευόμενου ιατρού στο τμήμα αυτό (βλ. και το από .... πόρισμα ΕΔΕ, παρ. 1δ). Αν πράγματι είχε εξεταστεί το βράδυ της 30.5.01 από τους κατηγορούμενους ιατρούς δε θα είχε γίνει εγγραφή στα βιβλία της ορθοπεδικής κλινικής διότι αυτά συμπληρώνονται μόνο όταν γίνεται εξέταση σε εργάσιμες ώρες και ημέρες. Οι ιατροί αν τον είχαν πράγματι εξετάσει την ημέρα εκείνη θα κατέγραφαν το περιστατικό μόνο στα βιβλία του χειρουργικού τομέα, καταγραφή που ήταν αρκετή για τη νόμιμη έκδοση των βεβαιώσεων και δε θα προέβαινε ο Χ3 σε σημείωση στο βιβλίο της ορθοπεδικής, το οποίο άλλωστε τις μη εργάσιμες ώρες φυλάσσεται στο αρχείο. Η εγγραφή και στο βιβλίο της ορθοπεδικής καταδεικνύει ότι οι ιατροί εκμεταλλεύτηκαν την εξέταση του Χ1 την 30.5.01 για κολικό του νεφρού, σε χρόνο μεταγενέστερο, χωρίς όμως να ενημερωθούν από τον τρίτο κατηγορούμενο περί του ακριβούς χρόνου, όσον αφορά την ώρα της εξέτασης, στον οποίο ο τρίτος κατηγορούμενος δεν ήξερε ότι έπρεπε να αποδώσει σημασία και νομίζοντας ότι η εξέταση είχε λάβει χώρα σε εργάσιμες ώρες θεώρησαν απαραίτητο το περιστατικό να καταγραφεί και στο βιβλίο της ορθοπεδικής. 2. από το γεγονός ότι ο Χ3 αναφέρει στη βεβαίωση του ότι κατέληξε στη διάγνωση του λαμβάνοντας υπ' όψη ακτινολογικό έλεγχο. Με δεδομένο ότι η διάγνωση του δεν αναφερόταν ουδόλως στον κολικό του νεφρού, για τον οποίο πράγματι είχε γίνει ακτινογραφία ΝΟΚ, ο αναφερόμενος στη διάγνωση του ακτινολογικός έλεγχος δεν μπορούσε παρά να αφορά τα ευρήματα που ο ίδιος διαπίστωσε ως ορθοπεδικός. Όμως στα βιβλία του Ακτινολογικού Εργαστηρίου του Μαμάτσειου Νοσοκομείου δεν κατεγράφη κανένας άλλος -εκτός της ΝΟΚ- ακτινολογικός έλεγχος την 30.5.01, που να αφορά τον τρίτο κατηγορούμενο. Βεβαίως ο ιατρός Χ3 ισχυρίστηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος κατά την εξέταση του είχε προσκομίσει ακτινογραφίες από ιδιωτικό εργαστήριο, οι οποίες όμως δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν. Συγκεκριμένα ο τρίτος κατηγορούμενος παρότι προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι σε μεταγενέστερο χρόνο (Ιούνιο και Ιούλιο 2002) επισκέφτηκε ορθοπεδικό ιδιώτη και του έγινε μαγνητική τομογραφία, δεν προσκόμισε αποδεικτικό για ακτινολογικό έλεγχο που να έλαβε χώρα μεταξύ της 27.5.01 και της 30.5.01. 3. από τον τρόπο καταγραφής των ευρημάτων στο βιβλίο των Ε.Ι του χειρουργικού τομέα. Ειδικότερα, ο Χ2 ισχυρίστηκε ότι προκειμένου να καταγραφούν τα ευρήματα κατόπιν της εξέτασης που ο ίδιος διενήργησε, υπαγόρευσε στον ειδικευόμενο ιατρό ή σε νοσηλεύτρια αρχικώς τα ευρήματα για τον κωλικό και στη συνέχεια τα ευρήματα "μώλωπες, εκδορές στο θώρακα, αριστερής παρειάς, αριστερού βραχιονίου, αριστερού μηρού, αριστερής οσφυϊκής χώρας, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων". Την σε τρία στάδια καταγραφή των ευρημάτων (α' τα ευρήματα τα σχετικά με τον κωλικό του νεφρού- β' τα λοιπά ευρήματα εκτός του εξαρθρήματος και της πράξης της ανάταξης και γ' τα τελευταία αυτά στοιχεία), επανέλαβε και απολογούμενος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ο τρόπος όμως που γράφτηκαν αυτά στο βιβλίο δείχνουν ότι δεν καταγράφτηκαν έτσι όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Αν δηλαδή υπαγόρευε όλα τα ανωτέρω ευρήματα του β' σταδίου, ήτοι "μώλωπες, εκδορές στο θώρακα, αριστερής παρειάς, αριστερού βραχιονίου, αριστερού μηρού, αριστερής οσφυϊκής χώρας, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων", συνεχώς, δε θα χρειαζόταν ο γράφων να αφήσει κενό χώρο πλησίον της λέξης (αρ. οσφύος), αλλά θα συνέχιζε την καταγραφή δίπλα σε αυτή γράφοντας τη λέξη μώλωπες. 4. από το γεγονός ότι την εξέταση για κολικό του νεφρού την 30.5.01 έκανε ο ειδικευόμενος ιατρός Ζ1, όπως στο πόρισμα των ελεγκτών υγείας αναφέρεται και οι οποίοι ελεγκτές για να φτάσουν στο συμπέρασμα αυτό έλαβαν ένορκη κατάθεση από τον ιατρό αυτό. Επίσης ο ίδιος ιατρός δήλωσε κατά την εξέταση του στους ελεγκτές ότι ο ίδιος κατέγραψε τη διάγνωση του κολικού του νεφρού, την ακτινογραφία ΝΟΚ και την φαρμακευτική αγωγή που δόθηκε στον τρίτο κατηγορούμενο την ημέρα εκείνη. Ας σημειωθεί ότι πράγματι ο ιατρός Ζ1 φαίνεται από το πρόγραμμα εφημερίων του μηνός Μαΐου 2001 να βρίσκεται σε εφημερία. Επομένως αναιρείται ο ισχυρισμός του Χ2 ότι ο ίδιος εξέτασε τον Χ1 για κολικό του νεφρού και υπαγόρευσε στον ειδικευόμενο ιατρό ή στη νοσηλεύτρια τη διάγνωση, διότι σύμφωνα με την κατάθεση του ιατρού Ζ1, ο ίδιος ο Ζ1 εξέτασε τον τρίτο κατηγορούμενο και κατέγραψε ιδιοχείρως το περιστατικό, χωρίς να αναφέρει ότι ο Χ2 του υπαγόρευσε τη διάγνωση. Επίσης από τη διαφορά του γραφικού χαρακτήρα μεταξύ της αρχικής διάγνωσης του κολικού του νεφρού και της προσθήκης αποδεικνύεται ότι τα ευρήματα που σχετίζονται μρ τις σωματικές βλάβες του Χ1 γράφτηκαν από άλλο πρόσωπο και όχι από τον εφημερεύοντα ιατρό Ζ1, ο οποίος άλλωστε αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα μόνο στη διάγνωση του κολικού. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο Ζ1 και εξέταζε και κατέγραφε στο βιβλίο αποδεικνύεται ότι κατά την αντιμετώπιση του περιστατικού του τρίτου κατηγορούμενου δεν βοηθούνταν από καμία νοσηλεύτρια. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν κατονόμασε τη νοσηλεύτρια στην οποία υπαγόρευσε τη διάγνωση (αφού κατά τα ανωτέρω αποκλείστηκε να υπαγόρευσε στον ειδικευόμενο ιατρό) παρότι ήταν εύκολο να την εντοπίσει από το πρόγραμμα εφημερίων, ούτε πρότεινε ποτέ την εξέταση της. Ούτε κατά την ένορκη διοικητική εξέταση που διενήργησε η ιατρός Ε1, αλλά ούτε και κατά τον έλεγχο των ελεγκτών δημόσιας υγείας κατέθεσε κάποια νοσηλεύτρια ότι το κείμενο αυτό της υπαγορεύτηκε την 30.5.01 από τον ιατρό Χ2 κατά την εξέταση του Χ1. Επομένως δεν υπήρξε κανένα πρόσωπο στο οποίο ο Χ2 να υπαγόρευσε τα ευρήματα που καταγράφτηκαν στο βιβλίο Ε.Ι. του χειρουργικού τομέα για την εξέταση που ισχυρίστηκε ότι έκανε στον Χ1, ενώ την εξέταση του για κολικό του νεφρού την μόνη εξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο Χ1 την 30.5.01 δεν πραγματοποίησε ο Χ2, ο οποίος δεν εφημέρευε και δεν παρευρισκόταν στο χώρο των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου, αλλά ο ειδικευόμενος ιατρός Ζ1. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι την 23.5.02 οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκου Κοζάνης Αικ.Παληά. η οποία ήταν αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση μετά από παραγγελία του Εισαγγελέα Πρωτοδικών να ενεργήσει αυτή την πράξη στα πλαίσια προανάκρισης για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδούς καταμήνυσης που αποδιδόταν στον Χ1, κατόπιν εγκλήσεως του Ψ1. Κατά την ένορκη εξέταση τους κατέθεσαν τα εξής: α). Ο Χ2: "Στις 30.5.01 εξέτασα τον ασθενή Χ1 στα εξωτερικά ιατρεία της Χειρουργικής κλινικής του Νοσοκομείου Κοζάνης και διαπίστωσα τα παρακάτω: κάκωση θώρακος, αριστεράς οσφύος με κωλικό και έφερε μώλωπες-εκχυμώσεις αριστερής παρειάς, αριστεράς βραχιονίου χώρας, αριστερού μηρού, ιεροκοκκυγικής χώρας και γεννητικών οργάνων. Διαπιστώθηκε επίσης εξάρθρημα αριστερού ώμου. Τα παραπάνω οφείλονταν όπως μου ανέφερε ο ασθενής, σε ξυλοδαρμό. Παρά τις συστάσεις μου για εισαγωγή στη χειρουργική κλινική για παρακολούθηση, ο ασθενής δε δέχθηκε και αφού υπέγραψε, έλαβε φαρμακευτική αγωγή και αποχώρησε". Β. Ο Χ3: "Στις 30.5.01 εξέτασα τον ασθενή Χ1 στα εξωτερικά ιατρεία της ορθοπεδικής κλινικής του Νοσοκομείου Κοζάνης και έπειτα από κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκαν τα παρακάτω: πρόσθιο εξάρθρημα αριστερού ώμου, κάκωση θώρακος, αριστερής οσφυϊκής χώρας, ιεροκοκκυγικής περιοχής, εξάρθρημα πρώτης μετακαρπιοφαλαγγικής του δεξιού αντίχειρα καθώς και μώλωπες και εκχυμώσεις στον αριστερό μηρό και στον αριστερό βραχίονα. Όλα τα παραπάνω προήλθαν όπως μου ανέφερε από ξυλοδαρμό που υπέστη την 27.5.01". Όσα όμως κατέθεσαν οι δύο ιατροί ήταν ψευδή, όπως ήδη αναφέρθηκε και οι κατηγορούμενοι τα κατέθεσαν εν γνώσει της αναλήθειάς τους. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε πως ο Χ2 σε μη εξακριβωμένη ημερομηνία πάντως μεταξύ 17.2.04 και 16.3.04 απάλειψε από το βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων του χειρουργικού τομέα την αληθινή περί κωλικού του νεφρού εγγραφή, ώστε με την απάλειψη αυτή να φαίνεται ότι μοναδική αιτία προσέλευσης του Χ1 την 30.5.01 στο Νοσοκομείο Κοζάνης ήταν οι σωματικές βλάβες που του προκλήθηκαν από τον ξυλοδαρμό. Η απάλειψη αυτή διευκόλυνε τον πρώτο κατηγορούμενο, διότι η κατάφαση της ευθύνης του για έκδοση ψευδούς βεβαίωσης και για νόθευση του βιβλίου της χειρουργικής με προσθήκη ευρημάτων αποδιδόμενων σε ξυλοδαρμό, εκκινούσε από την παρατήρηση ότι η πραγματική αιτία επίσκεψης του Χ1 ήταν η καταγεγραμμένη εξέταση περί κωλικού του νεφρού. Βεβαίως ο Χ2 ισχυρίστηκε ότι είχε συμπεριλάβει τον κωλικό του νεφρού στη βεβαίωση του. Στη βεβαίωση του αναφέρει ότι ο ασθενής Χ1 εξετάστηκε μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό και ότι ευρέθησαν μεταξύ άλλων και -κολικός-. Η παρεμπίπτουσα αναφορά όμως του κωλικού δε συνάδει με την εκτενή καταγραφή στο βιβλίο των εξωτερικών ιατρείων (-κωλικός ΑΡ νεφρού ΝΟΚ. (άλλη σειρά) Έγινε Ι.Μ Voltaren, Buscopan, Zantac), ούτε με το γεγονός ότι το αναφερόμενο άλγος από τον ασθενή προς τον ιατρό υποχρέωνε τον τελευταίο σε κατά προτεραιότητα αντιμετώπιση του ως οξέως περιστατικού. Με τον τρόπο που καταγράφτηκε στh βεβαίωσή του, χωρίς δηλαδή ουδεμία αναφορά ότι για την αιτία του κολικού του νεφρού προσήλθε ο ασθενής, ότι του έγινε ακτινολογικός έλεγχος ΝΟΚ, ότι το άλγος αντιμετωπίστηκε φαρμακευτικά και στη συνέχεια ότι εξέτασε τον ασθενή και εντόπισε,· μώλωπες κ.λ.π που αναφέρονται από τον ασθενή ως αιτία ξυλοδαρμού, ισχυρίστηκε ότι συνέβη ο πρώτος κατηγορούμενος, δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήθελε να εστιάσει στα λοιπά ευρήματα και όχι στον κολικό -τα ου νεφρού. Εξάλλου όπως προέκυψε από την ένορκη εξέταση του υπαλλήλου ...... υπευθύνου για το αρχείο, που ελήφθη από τους ελεγκτές της Δημόσιας Υγείας, στα βιβλία του αρχείου δεν είχαν πρόσβαση ιδιώτες και ο δανεισμός των βιβλίων γινόταν από ιατρούς (βλ. πόρισμα ελεγκτών σελ.25). Μάλιστα ο δανεισμός των βιβλίων από τους ιατρούς γινόταν χωρίς να τηρείται βιβλίο χρέωσης-πίστωσης (βλ. το από ...... πόρισμα της ΕΔΕ, σελ. 7). Επομένως ο μόνος ενδιαφερόμενος για την απάλειψη της εγγραφής που ως χειρουργός είχε και πρόσβαση στα βιβλία του χειρουργικού τομέα του νοσοκομείου ήταν ο Χ2 ο οποίος την εξέταση του κωλικού του νεφρού, ως ο διενεργήσας αυτή, όπως ισχυρίζεται, όφειλε να την είχε καταγράψει εκτενέστερα στη βεβαίωση του, επειδή οι ιατροί αναφέρουν στις βεβαιώσεις τους όχι μόνο ότι ενδιαφέρει τους εξετασθέντες, αλλά ότι συμβαίνει πραγματικά (αληθή λόγο προσέλευσης, έλεγχο ακτινολογικό, φαρμακευτική αγωγή κ. ά). Σημειωτέον ότι η διενεργήσασα την ΕΔΕ Ε1 απέδωσε και τη νόθευση αυτή (απάλειψη) στον πρώτο κατηγορούμενο.....". Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους μεν κατηγορουμένους Χ2 και Χ2 των πράξεων α) της ψευδούς βεβαιώσεως β) της νόθευσης δημοσίων εγγράφων (κατ' εξακολούθηση ο πρώτος) και γ) της ψευδορκίας μάρτυρα και επέβαλε στον μεν πρώτο συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι πέντε (25) μηνών, στον δε δεύτερο είκοσι τριών (23) μηνών, τις οποίες ανέστειλε και ως προς τους δύο, τον δε κατηγορούμενο Χ1 κήρυξε ένοχο για τις πράξεις α) της ηθικής αυτουργίας κατά συρροή στις πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και της νόθευσης εγγράφου από υπάλληλο και β) της κατ' εξακολούθηση χρήσης νοθευμένου εγγράφου και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως τριάντα τεσσάρων (34) μηνών την οποία επίσης ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων για τα οποία τους κήρυξε ενόχους, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή αυτών, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 46, 242 παρ.1, 2 και 4 και 224 του Π.Κ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται οι ψευδείς κατά περιεχόμενο γνωματεύσεις τις οποίες οι κατηγορούμενοι, ως ιατροί του αναφερόμενου νοσοκομείου ν.π.δ.δ., εξέδωσαν και αφορούν στον τρίτο κατηγορούμενο, προσδιορίζεται το περιεχόμενο των γνωματεύσεων αυτών και αναφέρονται με σαφήνεια και επάρκεια οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο πείσθηκε ότι το περιεχόμενο των γνωματεύσεων αυτών είναι ψευδές αφού οι ως άνω ιατροί ουδέποτε είχαν εξετάσει τον τρίτο κατηγορούμενο, περαιτέρω δε εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκαν στον τελευταίο οι άνω ψευδείς γνωματεύσεις. Ακόμη με σαφήνεια και επάρκεια προσδιορίζονται οι συνιστώσες αλλοίωση του περιεχομένου δημοσίου εγγράφου εγγραφές στα βιβλία των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου που αφορούσαν τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεν πράγματι εισαχθεί στο εν λόγω νοσοκομείο σε προγενέστερο χρόνο αλλά με διάγνωση " κολικός αριστερού νεφρού" τις οποίες εγγραφές οι κατηγορούμενοι αλλοίωσαν με την προσθήκη λέξεων και αριθμών ώστε ο ίδιος κατηγορούμενος να εμφανίζεται ως νοσολευθείς για σωματικές κακώσεις έτσι ώστε το αλλοιωμένο νόημα που προέκυπτε από τις παράνομες προσθήκες-μεταβολές να εναρμονίζεται με το ψευδές περιεχόμενο των ιατρικών γνωματεύσεων τις οποίες εξέδωσαν και χορήγησαν σε αυτόν. Περαιτέρω, αναφορικά με την πράξη της ψευδορκίας που αποδίδεται στους κατηγορούμενους ιατρούς, διαλαμβάνονται στην απόφαση τα ψευδή περιστατικά τα οποία καθένας από αυτούς κατέθεσαν ενόρκως στον πταισματοδίκη Κοζάνης, προσδιορίζεται εις τι συνίσταται το ψευδές του περιεχομένου της καταθέσεώς τους και με τις εκ του πράγματος παραδοχές, για την ουδέποτε λαβούσα χώρα από αυτούς εξέταση του τρίτου κατηγορουμένου Χ1 για σωματικές κακώσεις, το δικαστήριο έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εις γνώση της αναλήθειας των κατατεθέντων. Τέλος για τον τρίτο κατηγορούμενο Χ1 η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επαρκή αιτιολογία για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στις από τους κατηγορούμενους ιατρούς τελεσθείσες πράξεις της ψευδούς βεβαιώσεως και νόθευσης δημοσίου εγγράφου, αφού δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι ιατροί τέλεσαν τις παραπάνω πράξεις με την προτροπή, την πειθώ και τις παρακλήσεις αυτού που ενδιαφερόταν να εφοδιασθεί με τις ψευδείς ιατρικές γνωματεύσεις προκειμένου να τις αξιοποιήσει για ουσιαστική απόδειξη της εγκλήσεώς του κατά του Ψ1, για πρόκληση σωματικών βλαβών εναντίον του, τις οποίες και πράγματι χρησιμοποίησε τόσον κατά την υποβολή της ως άνω εγκλήσεως, όσον και κατά την προανακριτική απολογία του, απολογούμενος επί εγκλήσεως του Ψ1 εναντίον του για συκοφαντική δυσφήμηση, παρατίθενται δε στην απόφαση περιστατικά και σκέψεις από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι αυτός τελούσε εν γνώσει του ψευδούς περιεχομένου των ιατρικών γνωματεύσεων. Συνεπώς, οι λόγοι αναιρέσεως, κοινοί για όλους τους αναιρεσείοντες, από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. IV. Kατά το άρθρο 364 παρ.2 περ.β' του Κ.Π.Δ διαβάζονται, επίσης, στο ακροατήριο τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Η διάταξη όμως αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς την ακυρότητα για την παραβίασή της, ούτε επέρχεται από την παραβίαση αυτής απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 Κ.Π.Δ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με πρόσθετο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α κοινό λόγο αναιρέσεως αιτιώνται ότι το Δικαστήριο μη νομίμως έλαβε υπόψη του τα προσδιοριζόμενα δέκα οκτώ (18) έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν και προέρχονται από δικογραφίες επί υποθέσεων για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων και πειθαρχικών συμβουλίων. Από την ανάγνωση όμως των εγγράφων αυτών, την αναγκαιότητα της ανάγνωσης των οποίων το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει, ουδεμία προκλήθηκε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο σχετικός πρόσθετος λόγος καθώς και εκείνος της έλλειψης αιτιολογίας για την ανάγνωση αυτών είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, οι ένδικες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 10/24-5-2007, 11/24-5-2007 και 12/29-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, καθώς και τους από 7-1-2000 προσθέτους λόγους καθενός από αυτούς, για αναίρεση της υπ' αριθμ.218/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής βεβαίωση, νόθευση εγγράφου, χρήση ψευδούς βεβαιώσεως (άρθρο 242 παρ. 1, 2 και 4 ΠΚ), ψευδορκία και ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση και νόθευση εγγράφου. Έννοια των πράξεων αυτών. Διαπράττει ψευδή βεβαίωση και όχι το αδίκημα του άρθρου 221 (ψευδής ιατρική πιστοποίηση) ο ιατρός ο οποίος ως δημόσιος υπάλληλος υπηρετεί σε νοσοκομείο που έχει τη νομική μορφή του ν.π.δ.δ. όταν σε ιατρική γνωμάτευση που εκδίδει βεβαιώνει εν γνώσει της αναληθείας ψευδές περιστατικό. Συντρέχει τέτοια περίπτωση όταν αναληθώς βεβαιώνει ότι σε συγκεκριμένο χρόνο εξέτασε ασθενή και διέγνωσε ορισμένη πάθηση αυτού. Συνιστά νόθευση εγγράφου, η από τον ιατρό αλλοίωση του περιεχομένου των εγγράφων στα τηρούμενα βιβλία εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου, προς τον σκοπό να εναρμονίσει το περιεχόμενο της ψευδούς ιατρικής γνωματεύσεως του με τις εγγραφές των ιατρικών βιβλίων για τον ίδιο ασθενή που σε προγενέστερο χρόνο νοσηλεύθηκε για άλλη αιτία. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επαρκής αιτιολογία της αποφάσεως. Δεν δημιουργείται ακυρότητα από την ανάγνωση εγγράφων εξ άλλης ποινικής δικογραφίας επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα, Ψευδής βεβαίωση.
0
Αριθμός 1404/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γκανιά, για αναίρεση της με αριθμό 1212/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Σπανό. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 367/2008. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα άρθρα 1 και 2 του, δια του διατάγματος της 9/24.8.1932, κωδικοποιηθέντος Ν.5351/1932 "περί αρχαιοτήτων", πάντα τα εν Ελλάδι και σε οποιαδήποτε εθνικά κτήματα, ποτάμια, λίμνες κ.λ.π. ή σε δημοτικά, μοναστηριακά και ιδιωτικά κτήματα ευρισκόμενα αρχαία κινητά και ακίνητα από των αρχαιοτάτων χρόνων και εφεξής είναι ιδιοκτησία του Κράτους. Ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα της αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, γραφικής και οποιασδήποτε καθόλα τέχνης, όπως εξειδικεύονται λεπτομερώς στο νόμο. Και τα αντικείμενα τα προερχόμενα από της αρχαιοτάτης εποχής του Χριστιανισμού και του μεσαιωνικού Ελληνισμού δεν εξαιρούνται των ορισμών του παρόντος νόμου. Έτσι, με τις πιο πάνω διατάξεις καθορίζεται η έννοια του "αρχαίου" που ανήκει στο Κράτος, αφενός μεν από το είδος αυτού και αφετέρου από τον τύπο της προελεύσεως και την εποχή, στην οποία ανάγεται η κατασκευή του, που είναι η από του απωτάτου (απείρου) παρελθόντος και συνεχίζεται μέχρι τα χρόνια της περιόδου του μεσαιωνικού Ελληνισμού και έχει σαν κατάληξη, κατά την κοινώς γνωστή ιστορική οριοθέτηση, την κατά το έτος 1453 επελθούσα άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 49 παρ. 1 του πιο πάνω Κ.Ν. 5351/1932 "Ο εκ προθέσεως καταστρέφων ή βλάπτων αρχαία τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή 500 έως 10.000 δραχμών. Εις ιδιαιτέρας δε βαρείας περιστάσεις δια φυλακίσεως μέχρι πέντε ετών και χρηματικής ποινής 2.000 μέχρι 20.000 δραχμών". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του προβλεπόμενου υπ' αυτής εγκλήματος απαιτείται όπως το αντικείμενο που καταστράφηκε ή βλάφτηκε να είναι αρχαίο, κατά την παραπάνω έννοια του νόμου. Δηλαδή, πρέπει να πρόκειται για αντικείμενο που έχει κατασκευασθεί ή φιλοτεχνηθεί μέχρι το έτος 1453. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα,, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1212/2006 αποφάσεώς του, το οποίο ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θράκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος (και ήδη αναιρεσείων) χ1 τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται, ήτοι της καταστροφής αρχαίων, ιδιαίτερα βαριάς περίπτωσης. Συγκεκριμένα στην περιοχή ...... Ξάνθης την 8.8.2000 εν γνώσει του κατέστρεψε αυτός αρχαία, εκτελώντας εργασίες εκσκαφής με το εκσκαπτικό του μηχάνημα, που με εντολή του οδηγούσε ο συγκατηγηρούμενός του χ2, στον αρχαιολογικό χώρο "...." του αγροκτήματος ....., χωρίς να ειδοποιήσει και να ενημερώσει την Αρχαιολογική Υπηρεσία και να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ώστε, αν ήταν επιτρεπτό, να εξασφάλιζε σχετική άδεια της πιο πάνω Υπηρεσίας. Αποτέλεσμα σε της ενέργειά του αυτής ήταν με την εκσκαφή να καταστραφεί μια αρχαία σκάφη και ένα ταφικό κτίσμα σημαντικό, ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας. Όλα τα παραπάνω αποδείχθηκαν ιδίως από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων ..... και ......, από τις οποίες προκύπτουν τα κρίσιμα στοιχεία που αποτελούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της καταστροφής αρχαίων ιδιαίτερα βαριάς περίπτωσης, σε συνδυασμό με τις επιδειχθείσες στο ακροατήριο φωτογραφίες του τόπο της εκσκαφής στον αρχαιολογικό χώρο. Τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούνται από την κατάθεση του τρίτου μάρτυρα ......., την απολογία του κατηγορουμένου ή από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή στοιχείο κατά την ακροαματική διαδικασία. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος ο ανωτέρω κατηγορούμενος για την πράξη του αυτή, όπως κατηγορείται. Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (χ1) του ότι: "Στα ..... Ξάνθης, στις 8.8.200 από κοινού και από πρόθεση κατέστρεψε αρχαία των οποίων η περίπτωση είναι ιδιαίτερα βαριά. Συγκεκριμένα ως επικεφαλής εργασιών μπαζώματος στο αγρόκτημα .....και στη θέση "..." ή ".....", παρόλο που ειδοποιήθηκε προφορικά και εγγράφως από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΙΘ' Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων να μην επιχειρεί οικοδομικές ή άλλες εργασίες στην εν λόγω περιοχή, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιείται η πιο πάνω υπηρεσία για να εποπτεύει τις εργασίες, όταν αυτές γίνονται στις θέσεις "....." και "...." όπου υπάρχουν, εν τούτοις έδωσε εντολή στον χ2 να εκτελέσει τέτοιες εργασίες με το εκσκαπτικό του μηχάνημα, χωρίς να συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις (ειδοποίηση και εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας), με αποτέλεσμα να καταστραφούν μια αρχαία σκάφη και ένα σημαντικότατο ταφικό κτίσμα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας" και επέβαλε σ' αυτόν για την εν λόγω αξιόποινη πράξη ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1, 45 ΠΚ και των άρθρων 1, 2, 49 παρ. 1 εδ. β' του κώδ. ν. 5351/1932, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά, Περαιτέρω, εκτίθεται λεπτομερώς στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εκτελών τις εργασίες εκσκαφής με εκσκαπτικό μηχάνημα, που με εντολή του οδηγούσε ο συγκατηγορούμενός του χ2, στον αρχαιολογικό χώρο της περιοχής "...." του αγροκτήματος .... στα ..... Ξάνθης, χωρίς να συντρέχουν οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις (ειδοποίηση και εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας), για τις οποίες είχε ενημερωθεί αυτός προφορικά και εγγράφως από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΙΘ' Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, κατέστρεψε εν γνώσει του τα αναφερόμενα αρχαία αντικείμενα, ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας, εντεύθεν δε η καταστροφή αυτή συνιστά ιδιαίτερα βαριά περίπτωση, που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 49 παρ. 1 εδ. β' του κωδ.ν. 5351/1932 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 αυτού). Προς τούτοις, η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα καταστραφέντα αντικείμενα, που βρίσκονταν στον ειρημένο αρχαιολογικό χώρο, ήταν αρχαία προσδιορίζει, ενόψει και των λοιπών πιο πάνω παραδοχών της, επαρκώς τη χρονική περίοδο, στην οποίαν αυτά κατατάσσονται, τουτέστιν προ του έτους 1453. Τέλος, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ελλιπής ενόψει του ότι δεν μνημονεύεται η Υπουργική απόφαση, με βάση την οποία κηρύχθηκε αρχαιολογικός ο πιο πάνω χώρος είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως η μνεία της ειρημένης Υπουργικής αποφάσεως, γιατί δεν αποτελεί αυτή στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της παραβάσεως του άρθρου 49 παρ. 1 εδ. β' του κωδ.ν. 5351/1932. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση του χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1212/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταστροφή αρχαίων ιδιαιτέρως βαριάς περίπτωσης (άρθρο 49 § 1 εδ. β΄ του Κωδ. Ν. 5351/1932 - αρχαία σκάφη, ταφικό κτίσμα, ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας). Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, ενώ ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και έτσι δεν στερεί τη απόφαση από νόμιμη βάση. Επαρκώς προσδιορίζεται η χρονική περίοδος στην οποία κατατάσσονται τα καταστραφέντα αρχαία, ήτοι προ του 1453 μ.Χ., ενώ δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως η Υ.Α. με την οποία κηρύχθηκε αρχαιολογικός ο άνω χώρος. Απορρίπτονται λόγοι 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ Κ.Π.Δ. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αρχαία.
1
Αριθμός 1402/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ιωάννη Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή και Αντώνιο Αθηναίο (ορισθέντα με την υπ' αριθ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Πατρών, που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Πατσουράκου, για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 64/2005 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης και για αναστολή εκτέλεσης της ίδιας ως άνω απόφασης. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα, λεπτομερώς, αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, ως και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 2.6.2006 και 9 Απριλίου 2008 αιτήσεις του, αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 998/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου με αριθμούς 143/30.3.2007 και 193/16.4.2008, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 525 § 1 περίπτωση 2η, 527 §§ 1 & 3 και 528 § 1 του ΚΠΔ, την από 2-6-2006 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 64/24-3-2005 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 7.000 ευρώ, για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών ουσιών (άρθρα 4 §§ 1 και 3 ΠΙΝΑΚΑΣ Α' αριθ. 6 και 5 § 1 περίπτωση β' του Ν. 1729/1987, όπως τα άρθρα αυτά αντικ. αντίστοιχα με τα άρθρα 9 και 10 του Ν. 2161/1993), για τον αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ λόγο και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω κι αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν κατ'εκείνο το χρόνο, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερόμενης δίκης και από τα έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες, νέες, αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο εκδώσαν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε (ΑΠ 1708/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΕ' σελ. 698, ΑΠ 1612/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 597). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ'έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 137/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 1070, ΑΠ 557/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 37). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή τη σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορο που παρέστη στη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Όπως δ'αναφέρεται στην επί του αντίστοιχου άρθρου 427 του Σχεδίου ΚΠΔ έτους 1934 αιτιολογική έκθεση, είναι το δικαίωμα εκάστου εκ των αναφερομένων στην πιο πάνω διάταξη προσώπων ανεξάρτητο και αυτοτελές και δεν αναιρείται ούτε από την αντίθετη δήλωση του καταδικασμένου (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934, έκδοση Ζαχαροπούλου, σελ. 591, Ομοίως Α. Μπουροπούλου, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β', σελ. 318, Ηλ. Γάφου, Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ', σελ. 82 κτλ.). Επιπροσθέτως, μπορεί να ασκηθεί η πιο πάνω αίτηση, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δικαιούχου που έχει ειδική εντολή τούτου, κατ'ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 465 § 2 του ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 428/1993 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΓ' σελ. 266, ΑΠ 117/1982 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΛΒ' σελ. 799 κτλ.. Ομοίως Α. Μπουροπούλου, όπου παραπ. σελ. 318, Ι. Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Β' σελ. 671). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 527 του ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, υποβάλλεται δε στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της, είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα και κατόπιν την εισάγει στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο, όπου υπηρετεί. Τέλος, κατά το άρθρο 528 § 1 του αυτού Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης διαδικασίας είναι, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 527, το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το Συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε Δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 § 1 αριθ. 4 σε άλλο Δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας χ1 καταδικάσθηκε με την υπ'αριθ. 64/24-3-2005 απόφαση του δικάσαντος κατ'έφεση Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, η οποία κατέστη στη συνέχεια αμετάκλητη, αφού η ασκηθείσα κατ'αυτής εκ μέρους του ιδίου αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ'αριθ. 2496/2005 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 7.000 ευρώ, για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών ουσιών, την οποία τέλεσε στην ......... Λασιθίου στις 6-3-2002 και η οποία συνίσταται στο ότι με πρόθεση τέλεσε το κακούργημα της διαμεσολάβησης στην πώληση ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα, έφερε σε επαφή τον φερόμενο ως αγοραστή ναρκωτικών ουσιών αστυνομικό, ο οποίος εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, με τον συγκατηγορούμενό του πωλητή χ2, για να του πωλήσει ο τελευταίος τις ναρκωτικές ουσίες που κατείχε και συγκεκριμένα, αφού είχε προηγουμένως συνεννοηθεί με τον συγκατηγορούμενό του ......, οδήγησε περί ώρα 17,15 τον ανωτέρω αστυνομικό, ο οποίος κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας που προηγήθηκε, ανέμενε στην είσοδο της πόλεως ...... όπου εγνώριζε ότι θα ανέμενε ο συγκατηγορούμενός του για να πωλήσει εκείνος στον ανωτέρω αστυνομικό ποσότητα 3690 χιλιογράμμων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, αντί τιμήματος ανερχόμενου στο ποσό των 4400 ευρώ, όπως και πράγματι έγινε. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά και τις απολογίες των κατηγορουμένων χ2 και χ1 αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Αρχές του 2002 περιήλθαν πληροφορίες στις αστυνομικές αρχές Αγίου Νικολάου και Ιεράπετρας Λασιθίου ότι από τον πρώτο κατηγορούμενο χ2 γίνεται διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην ....., όπου και ο τόπο κατοικίας του. Προς επαλήθευση των πληροφοριών αυτών άρχισαν προσπάθειες για επαφή με τον πρώτο κατηγορούμενο έτσι ώστε κάποιος αστυνομικός να τον πλησιάσει ως ενδιαφερόμενος αγοραστής τέτοιων ουσιών. Τούτο κατέστη δυνατό στις 6-3-2002, όταν με τη διαμεσολάβηση του δευτέρου κατηγορουμένου χ1, εμφανίστηκε στον πρώτο κατηγορούμενο, ως αγοραστής, ο αστυνομικός........ (μάρτυρας), στον οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος πώλησε 3690 γραμμάρια ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, αντί του ποσού των 4400 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο με προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 50, 20 και 10 ευρώ. Ειδικότερα κατά την ανωτέρω ημερομηνία ο προαναφερόμενος αστυνομικός εκτελώντας διαταγή της υπηρεσίας του έφθασε στην ....... με αυτοκίνητο και σε προκαθορισμένο σημείο συνάντησε ένα αγροτικό αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε ο πρώτος κατηγορούμενος (χ2) ως οδηγός και ο δεύτερος κατηγορούμενος (χ1) ως συνοδηγός. Κατέβηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος, συνομίλησε για λίγο με τον πρώτο και μετά έφυγε. Στη συνέχεια ακολουθώντας ο εν λόγω αστυνομικός το άνω αγροτικό αυτοκίνητο έφθασε στην αγροτική περιοχή "........" στο ..... Ιεράπετρας. Εκεί κατέβηκε ο πρώτος κατηγορούμενος από το αυτοκίνητο και πίσω από ένα σκίνο παρέλαβε μία σακκούλα την οποία παρέδωσε στον αστυνομικό, στον οποίο είπε ότι μέσα υπήρχε η κάνναβη η οποία δεν ήταν 4 χιλιόγραμμα, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά, όπως είπε ο ίδιος ήταν λιγότερη κατά 200 γραμμάρια περίπου, που αυτός είχε αφαιρέσεις και για το λόγο αυτό ζήτησε και χρηματικό ποσό κατά λίγο μειωμένο. Ο αστυνομικός παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο το ποσό των 4400 ευρώ και παρέλαβε τη σακκούλα, στην οποία, όπως μετά διαπιστώθηκε, υπήρχαν μέσα τρία δέματα, που περιείχαν ινδική κάνναβη των 1030, 1650 και 1010 γραμμαρίων. Ο κατηγορούμενος (πρώτος) τα χρήματα που παρέλαβε, μετά την απομάκρυνση του "αγοραστή" αστυνομικού έκρυψε τα προσημειωμένα χρήματα σε λάκκο που έκανε σε ελαιώνα. Ήδη ο ως άνω αμετακλήτως καταδικασθείς για διαμεσολάβηση στην προαναφερόμενη πώληση ναρκωτικών ουσιών χ1 αιτείται, με την από 2-6-2006 αίτησή του, την επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, για το λόγο ότι μετά την καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία ήταν άγνωστα στους καταδικάσαντες αυτόν Δικαστές και τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό προς εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι θα κηρυσσόταν αθώος της αποδοθείσης σ'αυτόν κατηγορίας ή τουλάχιστον θα ετύγχανε ευνοϊκότερης ποινικής μεταχειρίσεως. Δεν προσκομίζει, όμως, ούτε επικαλείται αυτός κάποιο νέο αποδεικτικό μέσο (μαρτυρική κατάθεση, ένορκη βεβαίωση, έγγραφο κ.λπ.), για τη θεμελίωση του επικαλούμενου από τον ίδιο λόγου επαναλήψεως της διαδικασίας, ούτε προκύπτει από τα όσα διαλαμβάνονται στην υπό κρίση αίτησή του, κι αν ακόμη υποτεθεί ότι είναι αυτά αληθή, κάποια νέα απόδειξη (τέτοια δεν συνιστούν ούτε οι μηνύσεις για ψευδορκία μαρτύρων και παράβαση καθήκοντος κατά των αστυνομικών και των ιδιωτών που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες, ούτε η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), από την οποία είτε μόνη της, είτε σε συνδυασμό με τις ήδη προσκομισθείσες, να καθίσταται πρόδηλη η αθωότητά του για το έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ή η καταδίκη του για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πράγματι τέλεσε. Ενταύθα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν στοιχειοθετεί λόγο επαναλήψεως διαδικασίας η αμφισβήτηση της ειλικρίνειας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων (ΑΠ 216/1998 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΗ' σελ. 801), ενώ δεν περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις επαναλήψεως της διαδικασίας απλά επιχειρήματα ή απλές παρατηρήσεις και κρίσεις σε καταθέσεις μαρτύρων (ΑΠ 1743/1990 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΑ' σελ. 737, ΑΠ 1161/1984 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΛΕ' σελ. 241). Κατ'ακολουθίαν των προεκτεθέντων σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται φανερή η αθωότητα του αιτούντος χ1 για το αδίκημα της διαμεσολάβησης στην πώληση ναρκωτικών ουσιών, για το οποίο καταδικάσθηκε αμετακλήτως με την προαναφερθείσα υπ'αριθ. 64/24-3-2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, και πρέπει, κατόπιν τούτου, να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 του ΚΠΔ, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 55 § 1 του Ν.3160/2003, σε συνδυασμό προς την υπ'αριθ. 58553/2006 κοινή απόφαση Υπουργών Οικονομίας & Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 776/28-6-2006, τεύχος Β')). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 2-6-2006 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, περί επαναλήψεως υπέρ αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθ. 64/24-3-2005 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. και Β) Να επιβληθούν στον ως άνω αιτούντα χ1 τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 29 Μαρτίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠΔ, την από 9-4-2008 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, εις εκτέλεση της υπ'αριθ. 64/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 7.000 ευρώ, για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών ουσιών (άρθρα 4 §§ 1 και 3 ΠΙΝΑΚΑΣ Α' αριθ. 6 και 5 § 1 περίπτωση β' του Ν. 1729/1987, όπως τα άρθρα αυτά αντικ. αντίστοιχα με τα άρθρα 9 και 10 του Ν. 2.161/1993), την οποία (αίτηση) υπέβαλε επ'ονόματι και για λογαριασμό του η δικηγόρος Αθηνών Αικατερίνη Νικ. Πατσουράκου, ενεργούσα εν προκειμένω ως ειδική πληρεξουσία και αντιπρόσωπος αυτού δυνάμει της από 22-3-2008 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως του ιδίου, το γνήσιο της υπογραφής του οποίου βεβαιώνεται από αρμόδιο υπάλληλο της ως άνω Φυλακής, και με την οποία αίτηση επιδιώκεται η αναστολή εκτελέσεως της προαναφερόμενης και ήδη εκτιόμενης από τον πιο πάνω αιτούντα ποινής καθείρξεως δέκα (10) ετών, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει ήδη υποβάλει αυτός και άλλη προηγούμενη από 2-6-2006 αίτηση για επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την ως άνω καταδικαστική απόφαση (υπ'αριθ. 64/2005), για το λόγο ότι μετά την τελεσίδικη καταδίκη του, με την τελευταία αυτή απόφαση, που κατέστη στη συνέχεια αμετάκλητη, αφού απορρίφθηκε, με την υπ'αριθ. 2.496/2005 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ως απαράδεκτη η ασκηθείσα κατ'αυτής από εκείνον αίτηση αναιρέσεως, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία σε συνδυασμό προς εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι είναι ο ίδιος αθώος και εκθέτω τα ακόλουθα: Από τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠΔ, κατά την οποία "μόλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο που είναι αρμόδιο να την κρίνει, αποφαίνεται μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος", προκύπτει ότι το συμβούλιο στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί, ύστερα από αίτηση των αναφερομένων στο άρθρο 527 του ίδιου Κώδικα προσώπων, η περί επαναλήψεως της διαδικασίας αίτηση, αποφαίνεται μέσα σε προθεσμία τριών ημερών, μετά από προηγούμενη πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα, αν συντρέχουν στην εξεταζόμενη κάθε φορά περίπτωση οι λόγοι που δικαιολογούν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τη χορήγηση της αναστολής ή μη εκτελέσεως της εκτιόμενης από τον καταδικασθέντα ποινής (βλ. ΑΠ 1612/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 597, ΑΠ 548/2000 σε Συμβούλιο ΠΧρ. Ν' σελ. 988, ΑΠ 250/1995 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΕ' σελ. 598). Στην προκειμένη περίπτωση έχει υποβληθεί ήδη προς το Δικαστήριό Σας από τον αιτούντα χ1 άλλη προηγούμενη από 2-6-2006 αίτησή του, με την οποία ζητείται η επανάληψη υπέρ αυτού της περατωθείσης με την έκδοση της υπ'αριθ. 64/2005 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης ποινικής διαδικασίας, για το λόγο ότι, μετά την οριστική καταδίκη του, ανακαλύφθηκαν νέα εντελώς άγνωστα στους καταδικάσαντες αυτόν Δικαστές γεγονότα και αποδείξεις, που αν είχαν τεθεί τότε υπόψη τους είναι βέβαιο ότι θα τον κήρυτταν αθώο της αποδοθείσης σ'αυτόν κατηγορίας για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών ή τουλάχιστον θα του επεφύλασσαν ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση, ενώ συγχρόνως ζητήθηκε με την ίδια ως άνω από 2-6-2006 αίτηση η αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης στον αιτούντα με την προαναφερόμενη καταδικαστική απόφαση ποινής καθείρξεως δέκα (10) ετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠΔ. Επί του δευτέρου αυτού αιτήματος της ως άνω αιτήσεως εκδόθηκε στη συνέχεια η υπ'αριθ. 1.684/2006 απόφαση του Δικαστηρίου Σας σε Συμβούλιο, με την οποία απορρίφθηκε τούτο, γιατί πιθανολογήθηκε ότι δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει η στηριζόμενη στον προαναφερόμενο λόγο ένδικη αίτηση για επανάληψη προς το συμφέρον του της διαδικασίας, που εκκρεμεί εισέτι προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και έχει αναβληθεί (με την υπ'αριθ. 171/2008 απόφαση αυτού) η εκδίκασή της για τη δικάσιμο της 21ης Μαΐου 2008 και για την οποία έχουμε ήδη υποβάλει προς το Δικαστήριό Σας την υπ'αριθ. πρωτ. 143/3-3-2007 απορριπτική πρότασή μας. Ήδη υποβάλλεται προς το Δικαστήριό Σας από τον αιτούντα χ1 νέα από 9-4-2008 αίτηση, με την οποία ζητείται η αναστολή εκτελέσεως της ίδιας ως άνω ποινής καθείρξεως των δέκα (10) ετών για τη διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών, για το λόγο ότι εκδόθηκε στη συνέχεια μετά από προσφυγή του ιδίου η υπ'αριθ. 25.291/11-2-2008 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίθηκε ότι το Δικαστήριο της ουσίας που τον καταδίκασε για τη διαμεσολάβηση στην πώληση των ναρκωτικών παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, αφού εξέτασε στο ακροατήριο ως μάρτυρες τους αστυνομικούς οι οποίοι ενεπλάκησαν κατά τόπο αποκλειστικό στην υπόθεσή του ως δήθεν υποψήφιοι αγοραστές ναρκωτικών και οι οποίοι, υπερβαίνοντας τα όρια της επιτρεπόμενης κεκαλυμμένης δράσης τους, προκάλεσαν σ'αυτόν την απόφαση να τους φέρει σε επαφή με τον πωλητή των ναρκωτικών συγκατηγορούμενό του χ2 και να μεσολαβήσει έτσι στην πώλησή τους, έχοντας την πεποίθηση ότι ενεργεί κατά πάντα σύννομα, πράξη στην οποία δεν θα προέβαινε αυτός χωρίς τις ενέργειες των ως άνω αστυνομικών, ενώ στη συνέχεια έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του αιτούντος και τις καταθέσεις των τελευταίων, παραβιάζοντας έτσι κατά τρόπο ανεπανόρθωτο τον δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας και θεμελιώνοντας την παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Η έκδοση, όμως, της ως άνω αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επικυρωμένο αντίγραφο από το πρωτότυπο και σε μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα της οποίας προσκομίζεται από τον αιτούντα, δεν αποτελεί νέο εντελώς άγνωστο στους καταδικάσαντες τον αιτούντα Δικαστές γεγονός ή απόδειξη κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 525 § 1 περίπτωση 2η του ΚΠΔ και δεν μπορεί να θεμελιώσει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας προς το συμφέρον του. Οι μεταγενέστερες, άλλωστε, της υποβληθείσης αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας αποδείξεις, οι οποίες κατατέθηκαν μεν πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως, αλλά δεν τέθηκαν υπόψη του εισαγγελέως προτού ο τελευταίος υποβάλει την πρότασή του στο Δικαστήριο, δεν λαμβάνονται υπόψη, αλλά δύνανται ενδεχομένως να στηρίξουν νέα αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας (ΑΠ 1336/2001 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΒ' σελ. 540). Αντιθέτως, μπορεί να θεμελιώσει η συγκεκριμένη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 525 § 1 περίπτωση 5η του ΚΠΔ, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο ενδέκατο του ν. 2865/2000, λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, εφόσον βέβαια κριθεί ότι η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος επηρέασε, και δη αρνητικά, την κρίση του ποινικού δικαστηρίου της ουσίας, η δε επανόρθωση της βλάβης του ιδίου (αιτούντος) μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 642/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΕ' σελ. 224). Για να εξετασθεί, όμως, στην προκειμένη περίπτωση η συνδρομή ή μη της βασιμότητας του τελευταίου αυτού λόγου επαναλήψεως της διαδικασίας (κατ'ακολουθίαν δε και της σχετικής αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της επιβληθείσης στον αιτούντα ποινής καθείρξεως) πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση από κάποιο από τα ενδιαφερόμενα και δικαιούμενα στην υποβολή της πρόσωπα, που αναφέρονται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 527 του ΚΠΔ. Πρέπει, μετά ταύτα, να απορριφθεί η από 9-4-2008 αίτηση του χ1, για την αναστολή εκτελέσεως της ήδη εκτιόμενης από αυτόν ποινής καθείρξεως δέκα (10) ετών, ως αβάσιμη. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η από 9-4-2008 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Πατρών, με την οποία ζητείται η αναστολή εκτελέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠΔ, της ήδη εκτιόμενης από αυτόν ποινής καθείρξεως δέκα (10) ετών, που του έχει επιβληθεί με την υπ'αριθ. 64/24-3-2005 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, επί της οποίας έχει ήδη ζητηθεί, με την από 2-6-2006 αίτησή του, η επανάληψη προς το συμφέρον του της ποινικής διαδικασίας, που πρόκειται να εκδικασθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά τη δικάσιμο της 21ης Μαΐου 2008, για το λόγο ότι μετά την αμετάκλητη καταδίκη του με την ως άνω καταδικαστική απόφαση, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία σε συνδυασμό προς εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι είναι ο ίδιος αθώος. Αθήνα, 16 Μαΐου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος Αφού άκουσε την πληρεξουσία του αιτούντος, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ.1, και 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από την αίτηση την οποία έχει ασκήσει, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από εκείνον που την δέχεται, είτε ακόμη και στο ακροατήριο, πριν αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο κηρύσσει την αίτηση απαράδεκτη και καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών χ1, με δήλωσή του, που έγινε στο ακροατήριο, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αικατερίνης Πατσουράκου, Δικηγόρου Αθηνών, παραιτήθηκε από τα δικόγραφα 1) της από 2.6.2006 αιτήσεως για επανάλειψη της διαδικασίας, μετ' αναστολής εκτελέσεως της εκτιόμενης από αυτόν ποινής καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματικής ποινής 7.000 ευρώ, που του έχει επιβληθεί με την υπ' αριθμ. 64/2005 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης (με αριθμό πρωτ. 5611/2006 Εισ. ΑΠ) και 2) της από 9.4.2008 αιτήσεως για αναστολή εκτελέσεως της ιδίας ως άνω αποφάσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ένδικες αιτήσεις πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες και να επιβληθούν στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτες: 1) την από 2-6-2006 αίτηση του χ1, για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε σε βάρος του με την απόφαση που αναφέρεται στο σκεπτικό, μετ' αναστολής εκτελέσεως και 2) την από 9-4-2008 αίτηση του ιδίου για αναστολή εκτελέσεως της ιδίας ως άνω αποφάσεως. Και Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας. Η παραίτηση από την ασκηθείσα αίτηση για επανάληψη διαδικασίας, μετ’ αναστολής εκτελέσεως και από άλλη αίτηση για αναστολή εκτελέσεως της ιδίας αποφάσεως οδηγεί στην απόρριψη αυτών ως απαραδέκτων.
Παραίτηση
Παραίτηση, Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 1400/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Αλεξανδράκη, περί αναιρέσεως της 144/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα . Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) ....., 2) ..... και 3) ......., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διονύσιο Ζλακώνη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 831/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369 § 1, 3 και 171 § 1 εδαφ. δ' του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του για την ενοχή και έπειτα για την ποινή, διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 144/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που συνεδρίασε στη Χαλκίδα), μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεν δόθηκε ο λόγος στον τελευταίο, ο οποίος ήταν παρών, ή στο συνήγορό του, αλλά το δικαστήριο προέβη στη συνέχεια στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, με την οποία κήρυξε αυτόν ένοχο ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Συνεπώς, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας και πρέπει, κατά τον βάσιμο πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοιΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 144/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που συνεδρίασε στη Χαλκίδα. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα από τη μη δόση του λόγου στον παρόντα κατηγορούμενο ή το συνήγορό του επί της ενοχής και της ποινής. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορούμενος.
0
Αριθμός 1405/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Βλαχογιάννη και 2)Χ2 , που εκπροσωπήθηκε από τον αυτό ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, κατοίκων αμφοτέρων ....... Αττικής, για αναίρεση της 336α και 394/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τεχνική Εταιρία με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε.", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Παναγιώτου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2006 αίτησή τους αναιρέσεως, ως και στο από 5 Φεβρουαρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1710/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τον Εισαγγελέα των λόγων της εφέσεως, στην οποία πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν δε η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τη δέχεται τυπικά και προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη336α-394/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά την από Ί8-12-2003 έφεση Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Παναγιώτη Ματζούνη κατά της 3256/2003 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών και στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ενόχους, κατά πλειοψηφία του κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 , και Χ2 για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, αντίστοιχα, και επέβαλε στην πρώτη απ' αυτούς ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, και στο δεύτερο ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών. Στην ανωτέρω έφεση του άνω Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στην οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τον αναιρετικό έλεγχο, αναφέρεται ότι ο εκκαλών Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της προδιαληφθείσας αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι αναιρεσείοντες για τις πράξεις, ενώ έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι, γιατί "η τέλεσή τους προέκυπτε σαφώς και πέρας πάσης αμφιβολίας από το αποδεικτικό υλικό, ήτοι από τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Ειδικότερα, η Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από 30-11-94 έως 15-12-94, ενώ ήτο υπεύθυνη λογιστηρίου του ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ της κοινοπραξίας με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ Α.Ε ΚΑΙ ΣΙΑ" που είχε αναλάβει την εκτέλεση του 1/2 περίπου του έργου συμφερόντων της ΔΕΗ "Εκσκαφή - φόρτωση - μεταφορά και απόθεση 5,5 Χ 106 FM3 υπερκειμένων άγονων υλικών από την περιοχή της προτομής του Ορυχείου Χωρεμίου του Λιγνιτικού Κέντρου Μεγαλόπολης" (από την ανάδοχο αυτού κοινοπραξία με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ Α.Ε"), αφού κατάρτισε τα πλαστά υπ' αριθμ. ....., ......, ...... και ....... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με δήθεν εκδότη τον υπεργολάβο του ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ Γ1, ποσού εκάστου, μαζί με τον Φ.Π.Α, 11.800.000, 11.800.000, 9.145.000 και 9.711.400 δρχ., συνολικά 42.456.400 δρχ., τα υπέβαλε στην άνω κοινοπραξία παριστάνουσα ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του κεντρικού λογιστηρίου της, που λειτουργούσε στην έδρα της στο Χαλάνδρι Αττικής, ότι δήθεν ο εκδότης τούτων Γ1 εξετέλεσε προς εξυπηρέτηση του αναληφθέντος έργου της κοινοπραξίας διάφορες χωματουργικές εργασίες (φόρτωση, μεταφορά, χωμάτων κ.λ.π) στις θέσεις ..... και ..... Χωρεμίου, αξίας 42.456.400 δρχ., και έτσι τους παρέπεισε να εγκρίνουν την εξόφληση των άνω τιμολογίων από τον λογαριασμό όψεως του εργοταξίου, της άνω κοινοπραξίας που ετηρείτο στην Εμπορική Τράπεζα της Μεγαλοπόλεως, που εκινείτο από τον Χ2, ο οποίος και ανέλαβε το άνω χρηματικό ποσό, το οποίο ωφελήθη ούτος παρανόμως με αντίστοιχη ζημία της άνω κοινοπραξίας, ενώ η αλήθεια την οποίαν γνώριζε και τους απέκρυψεν η άνω κατηγορουμένη ήτο ότι ο Γ1 ουδέποτε ηργάσθη στην άνω κοινοπραξία, ούτε εξετέλεσε τις παραπάνω εργασίες, οι οποίες είχαν εκτελεσθεί από άλλα συνεργεία. Η κατηγορουμένη Χ1 ετέλεσε την άνω πράξη της απάτης προς όφελος του συγκατηγορουμένου της Χ2, με τον οποίον συνδέεται με στενή συγγένεια (πενθερός της) και ο οποίος, ως έχων άμεσο οικονομικό όφελος, ήτο εκείνος που της προκάλεσε την σχετικήν απόφαση προς τέλεσή της. Εξάλλου αυτός έχει καταδικασθεί με την υπ' αριθ. 2086/16-7-99 απόφαση του Τριμ. Πλημ/κείου Ναυπλίου για παρομοίαν πλαστογραφίαν σε βάρος της ίδιας κοινοπραξίας (ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ Α.Ε ΚΑΙ ΣΙΑ) και δη των υπ' αριθ. .... και .... τιμολόγια 9.381.000 και 9/889.108 δρχ. με δήθεν εκδότη τον Δ1 για δήθεν χωματουργικές εργασίες για λογαριασμό της άνω κοινοπραξίας με σκοπό να εισπράξει τα αντίστοιχα ποσά τους. Οι υπό κρίση αξιόποινες πράξεις της απάτης και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν τελέσθηκαν κατ' επάγγελμα, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεσή τους οι κατηγορούμενοι απέβλεπαν στον πορισμό εισοδήματος". Έτσι όπως έχει η έφεση του πιο πάνω Εισαγγελέα, περιέχει την κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ο Εισαγγελέας στη συνταχθείσα σχετική έκθεση εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία οι εν λόγω κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι, και δη της κακουργηματικής απάτης η πρώτη απ' αυτούς και της ηθικής αυτουργίας στην εν λόγω πράξη ο δεύτερος, και, επί πλέον, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων, όπως και τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η ενοχή των κατηγορουμένων και εντεύθεν η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά από ο αυτά, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο έκρινε ως τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών και, μετά την απόρριψη σχετικής ενστάσεως των κατηγορουμένων, επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας της υποθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Η νεότερη αυτή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, ως αξιώνουσα πρόσθετα στοιχεία για την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της απάτης, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και, επομένως, πρέπει αυτή να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 § 1 του Π.Κ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α)πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο άμεσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ, β)δια πράξη από άλλον της πράξεώς αυτής και γ)δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή, ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 336α και 394/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν (κατά τη γνώμη που επικράτησε στο εν λόγω Δικαστήριο) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 8-3-1994 η ΔΕΗ διενήργησε ανοιχτό διαγωνισμό για την εκτέλεση του έργου "εκσκαφή-φόρτωση-μεταφορά και απόθεση υπερκειμένων άγονων υλικών από την περιοχή προτομή του ορυχείου Χωρεμίου του Λιγνιτικού κέντρου Μεγαλόπολης".Μειοδότης στο διαγωνισμό αυτό αναδείχθηκε και ανακηρύχθηκε ανάδοχος του έργου η Κοινοπραξία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ". Την κοινοπραξία αυτή είχαν συστήσει η Ανώνυμη Τεχνική εταιρία ΑΚΤΩΡ ΑΕ και η ΑΤΕΚ ΑΕ με το με αριθμό ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Θεοδωρακοπούλου, ενώ τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό που θεωρήθηκε νόμιμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ Χαλανδρίου. Στη συνέχεια με το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό, που θεωρήθηκε νόμιμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ Χαλανδρίου, η ανάδοχος του έργου Κοινοπραξία μαζί με τους Ε1, Ε2, Χ2 (1ο κατηγορούμενο) και πατέρα του συζύγου της δεύτερης κατηγορουμένης, και δη πατέρα του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρα Ε2, και την "Ε.Ε ....¨ συνέστησαν μεταξύ τους κοινοπραξία με την επωνυμία "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ και Σία" (Κοινοπραξία εκτέλεσης), με σκοπό τη με κοινές δαπάνες και φροντίδα των μελών της εκτέλεση του έργου αυτού. Με το πιο πάνω από ....... συμφωνητικό για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού η εν λόγω κοινοπραξία χωρίστηκε σε δύο ομάδες, κάθε μία από τις οποίες ανέλαβε την εκτέλεση του 1/2 περίπου του όλου έργου, με δικές της φροντίδες, δαπάνες, προσωπικό, μηχανήματα, για δικό της όφελος και με δικούς της κινδύνους και ζημία. Η πρώτη (εργοτάξιο Α') αποτελούμενη, ως ανωτέρω διαλαμβάνεται, εκ των ανωτέρω ομάδων αποτελείτο από την Κοινοπραξία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" (ανάδοχος του έργου), καθώς και την εταιρία "..... Ε.Ε" (στη θέση της οποίας αργότερα, ήτοι στις 9-5-1995, λόγω αποχωρήσεώς της, εισήλθε η εταιρία ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ). Η δεύτερη ομάδα (ονομαζόμενη και Εργοταξίου Β') αποτελείτο από τους Ε1, Ε3 (ήδη εξετασθέντα, ως ανωτέρω στα πρακτικά, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου μάρτυρα) και τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, με ποσοστά συμμετοχής του καθ' ενός απ' αυτούς 25%, 25% και 50%. Δυνάμει του ανωτέρω από ...... κοινοπρακτικού εγγράφου διαχειριστής της κοινοπραξίας ορίσθηκε ο ΣΤ1, αναπληρωτής δε αυτού ο Ε1. Για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών κάθε ομάδας με τους τρίτους οργανώθηκε στον τόπο του αναληφθέντος ως άνω έργου, στη Μεγαλόπολη, ένα λογιστήριο υπεύθυνη του οποίου ήταν η β' κατηγορουμένη, της Κοινοπραξίας εκτέλεσης, το οποίο διεκπεραίωνε χωριστά τις εργασίες των δύο εργοταξίων, με ιδιαίτερα βιβλία και στοιχεία, για το καθένα από τα δύο εργοτάξια, επί πλέον δε ανοίχθηκαν στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας στη Μεγαλόπολη δύο τραπεζικοί λογαριασμοί όψεως, ένας για το εργοτάξιο Α' και ένας για το εργοτάξιο Β'. Τον λογαριασμό της ομάδας Β' δυνάμει πληρεξουσίου που τους χορήγησε ο ανωτέρω ΣΤ1, ως εκπρόσωπος της Κοινοπραξίας εκτέλεσης, μπορούσαν να τον κινήσουν τα μέλη αυτής Ε1 και Χ2 (1ος κατηγορούμενος), ενώ την τήρηση των στοιχείων και βιβλίων του εργοταξίου Β' (της ομάδας Β'), ειδικότερα, είχε αναθέσει ο τελευταίος στη δεύτερη κατηγορουμένη, Χ1, σύζυγο του γιου του Ε2, ήδη ως άνω εξετασθέντος μάρτυρα Ε2. Η ανωτέρω δεύτερη κατηγορουμένη ήταν παράλληλα και υπεύθυνη του λογιστηρίου της Ε.Π.Ε "........", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος Χ2. Στις 24-8-1994 ο ανωτέρω Ε1, μέλος της ανωτέρω Β' ομάδας ("Εργοτάξιο Β'"), συμφώνησε με την προαναφερόμενη "ΕΠΕ...." και ανέθεσε σ' αυτή την υπεργολαβική εκτέλεση μέρους του έργου της ομάδας Β' (με συμφωνηθείσα τιμή μονάδας για κάθε κυβικό μέτρο που θα διακινούσε 160 δρχ.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το όλο έργο, συνολικού πιστοποιηθέντος ποσού 1.391.801.668 δραχμών, εκτελέστηκε στο σύνολό του εμπρόθεσμα και τυπικά μεν (έναντι) της ΔΕΗ και των τρίτων συναλλασσομένων) από την "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ", σύμφωνα, όμως, με το ανωτέρω από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό η ομάδα Α' ("εργοτάξιο Α'"), από την "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" και την "Ε.Ε. ......" (και μετά την αποχώρησή της από την "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ"), εκτέλεσε μέρος του πιστοποιηθέντος έργου, αξίας 685.972.271 δραχμών, ενώ η ομάδα Β' ("εργοτάξιο Β'"), αποτελούμενη από τους Ε1, Ε3 και Χ2 (1ο κατηγορούμενο), εκτέλεσε (μαζί και με τον υπεργολάβο "ΕΠΕ ....... " έτερο (το υπόλοιπο μέρος του πιστοποιηθέντος έργου, αξίας 707.829.397 δραχμών. Η ανωτέρω υπεργολάβος "ΕΠΕ ......." πληρωνόταν με βάση τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που η ίδια εξέδιδε, για τις εκτελεσθείσες εργασίες από την ίδια και τους συνεργάτες της, από το λογαριασμό όψεως της ομάδας Β' που τηρείτο, ως ανωτέρω, στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας στη Μεγαλόπολη, τον οποίο κατά τα ανωτέρω κίνησε, κυρίως, ο 1ος κατηγορούμενος Χ2, τα τιμολόγια δε αυτά υπεβάλλοντο προς έλεγχο και πληρωμή τους στο λογιστήριο της Κοινοπραξίας Εργοταξίου Β' στη Μεγαλόπολη, το οποίο εποπτευόταν από τη δεύτερη κατηγορουμένη (και κατεχωρούντο ως έξοδα, από το λογιστήριο της). Στη συνέχεια τα ανωτέρω τιμολόγια, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα τιμολόγια, που αφορούσαν το έργο, αφού είχαν προηγουμένως εξοφληθεί προς τους τρίτους και έφεραν τη σφραγίδα "εξοφλήθη", αποστέλλοντο κάθε μήνα στο κεντρικό λογιστήριο της Κοινοπραξίας Εκτέλεσης του έργου στο Χαλάνδρι Αττικής (οδός Φιλελλήνων αριθ. 18) προς καταχώρησή τους στα βιβλία της τελευταίας. Στα πλαίσια της οργανωτικής αυτής διαδικασίας υποβλήθηκαν προς πληρωμή στο λογιστήριο του εργοταξίου Β'- ομάδας Β' στη Μεγαλόπολη και πληρώθηκαν από το λογαριασμό όψεως αυτής (τον οποίο κινούσε στην πραγματικότητα πλέον μόνο, όπως ανωτέρω μνημονεύεται, ο Χ2) και τα με αριθμούς ......, ......, ..... και ..... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με φερόμενο εκδότη αυτών τον Γ1, προς την Κοινοπραξία εκτέλεσης του όλου έργου με την επωνυμία "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ και Σία" για φερόμενες ως εκτελεσθείσες από τον ανωτέρω αναφερόμενο ως εκδότη χωματουργικές εργασίες, συνολικής αξίας, μαζί με τον ανάλογο ΦΠΑ, 42.456.400 δραχμών (ήτοι 11.800.000, 11.800.000, 9.145.000 και 9.711.000 δραχμών αντιστοίχως) και με σφραγίδα "Γ1 ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΥΛΙΚΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ". Τα ανωτέρω, όμως, τιμολόγια ήσαν πλαστά καθόλο το περιεχόμενό τους, και δη ο εν λόγω Γ1 ουδέποτε εξέδωσε (δηλαδή υπέγραψε και συνέταξε) αυτά, ούτε έθεσε επ' αυτών την (ψευδή) σφραγίδα της Επιχείρησής του με στοιχεία "Γ1 Χωματουργικές Εργασίες-Υλικά Οικοδομών", όπως ψευδώς φέρονταν σ' αυτά, ενώ, άλλωστε, ούτε έθεσε και την αληθινή επ' αυτών σφραγίδα της επιχείρησής του, η οποία είχε τις ακόλουθες ενδείξεις: "Γ1-ΥΛΙΚΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ-....... ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ-ΑΦΜ .... - Δ.Ο.Υ ...... ". Όσον αφορά τα ανωτέρω τέσσερα (4) τιμολόγια, η Δ.Ο.Υ Καρδίτσας ζήτησε το Νοέμβριο του έτους 1995 από τον άσχετο προς το ανωτέρω έργο προαναφερόμενο (και φερόμενο ως εκδότη τους) Γ1, κατόπιν των προς αυτήν από Οκτωβρίου 1995 και από Ιανουάριο 1996 απευθυνομένων εγγράφων της ΥΠΕΔΑ-Αθηνών, 2 μπλόκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, καθώς και το βιβλίο εξόδων-εσόδων του, προκειμένου να τα ελέγξει. Πράγματι με τη συνοδεία, του λογιστή του, Ζ1 προσήλθε το Δεκέμβριο 1995 ο Γ1 και παρέδωσε στην εν λόγω Δ.Ο.Υ το ανωτέρω βιβλίο, καθώς και δύο μπλόκ τιμολογίων, το ένα εκ των οποίων είχε τα τιμολόγια με αρίθμηση από .. έως ... και είχε ακόμη αχρησιμοποίητο ένα φύλλο και το δεύτερο των οποίων τα τιμολόγια από ... έως ... όπως διαπίστωσε ο ελεγκτής υπάλληλος Δ.Ο.Υ Η1. Το τελευταίο δε (μπλόκ τιμολογίων από .. έως ..) ήταν αχρησιμοποίητο εντελώς που σημαίνει ότι τα ...,...,.. και .... τιμολόγια δεν είχαν κοπεί από το μπλόκ αυτό, αλλά από άλλο μπλόκ (δεύτερο) που έφερε την ίδια αρίθμηση, ενώ στην τελευταία του σελίδα το μπλόκ αυτό - αριθ. ... έως ... - είχε για θεώρηση τη σφραγίδα της Περιφερειακής Διοίκησης, θεσμού που δεν ίσχυε κατά το νόμο μέχρι και τότε που έγινε η θεώρηση, ενώ κανονικά με βάση το χρόνο της τελευταίας (θεώρησης) θα έπρεπε να είχε για θεώρηση τη σφραγίδα με την ένδειξη "Νομαρχία Καρδίτσας", ενώ, εξάλλου, η υπογραφή της υπαλλήλου Θ1 της Δ.Ο.Υ στη θέση της θεώρησης ήταν πλαστογραφημένη. Επίσης, από τον έλεγχο που διενήργησε ο ίδιος ανωτέρω υπάλληλος της Δ.Ο.Υ Καρδίτσας προέκυψε ότι στο μπλόκ (στέλεχος) των τιμολογίων με αρίθμηση από ... έως ... υπήρχαν τιμολόγια των ετών 92 έως και 94 (στελέχη τιμολογίων) που αφορούσαν αποκλειστικά αγοραπωλησίες υλικών οικοδομών, δηλαδή, καθόλου παροχής υπηρεσιών χωματουργικών εργασιών, όπως φερόταν στα ανωτέρω 4 τιμολόγια, ο δε Γ1 ρητά αμφισβήτησε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της ανωτέρω Δ.Ο.Υ τη σφραγίδα, που έφεραν ως άνω τα προαναφερόμενα τέσσερα (4) τιμολόγια, δηλαδή τη σφραγίδα "Γ1-Χωματουργικές Εργασίες-Υλικά Οικοδομών". Μετά τον ανωτέρω έλεγχο η Δ.Ο.Υ Καρδίτσας επέβαλε σε βάρος του Γ1 τους ανάλογους ποσού 7.000.000 δρχ. ΦΠΑ και τα αντίστοιχα πρόστημα, ενώ επιπλέον απέστειλε σχετικό έγγραφο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, στην οποία ανήκε η ανωτέρω Κοινοπραξία (μηνύτρια), για να προβεί αυτή (Δ.Ο.Υ) σε διάφορες νόμιμες σχετικές κατά της κοινοπραξίας )αναδόχου) αυτής καταλογιστικές ενέργειες, στη συνέχεια δε η Δ.Ο.Υ, στην οποία ανήκε η εν λόγω Κοινοπραξία, προέβη στην επιβολή του Φ.Π.Α και αντιστοίχων προστίμων στην Κοινοπραξία αυτή (μηνύτρια), τα οποία αυτή στη συνέχεια κατέβαλε, υποστάσα έτσι (και για την αιτία αυτή) αντίστοιχη ζημία. Μετά την εκ μέρους της Δ.Ο.Υ - Καρδίτσας επιβολή στον Γ1 του αναλόγου νόμιμου στα ανωτέρω τέσσερα (4) επίμαχα τιμολόγια ΦΠΑ, και των αντίστοιχων νόμιμων προστίμων, ο τελευταίος υπέβαλε μήνυση, με την οποία προσέβαλε τα εν λόγω τιμολόγια ως πλαστά και ζήτησε την τιμωρία των υπευθύνων της σε βάρος του πλαστογραφίας και σε βάρος του απάτης κατ' εξακολούθηση με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, ασκήθηκε δε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας ποινική δίωξη για 1)πλαστογραφία κατά συρροή 2) χρήση πλαστού εγγράφου κατ' εξακολούθησης με σκοπό παράνομου οφέλους δια βλάβη, τρίτου 3) κατά συρροή α)πλαστογραφία εγγράφων κατ' εξακολούθηση με σκοπό το παράνομο όφελος δια βλάβης τρίτων, β)απάτη κατ' εξακολούθηση με ζημία ιδιαιτέρως μεγάλη και 4)άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε απάτη κατ' εξακολούθηση με ζημία ιδιαιτέρως μεγάλη. Στη συνέχεια της ποινικής αυτής δίωξης και της συνεπεία αυτής παραγγελθείσας και διενεργηθείσας κυρίας ανάκρισης οι Ζ1, λογιστής του Γ1, Ι1 και Χ1, ήδη εν προκειμένω δεύτερη κατηγορουμένη, δικάσθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας στις 4-5-1999, το οποίο και εξέδωσε την με αριθμό 822/1999 απόφασή του, στη συνέχεια δε, κατόπιν εφέσεων που άσκησαν οι Ζ1 και Χ1, δικάσθηκαν οι τελευταίοι σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου για πλημμελήματα Λάρισας, το οποίο εξέδωσε την με αριθμό 408/2001 απόφασή του". Περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο, αφού αναφέρθηκε λεπτομερώς στο διατακτικό της τελευταίας αποφάσεως, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη Χ1 για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση εις βάρος του ειρημένου Γ1 και του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και στο διατακτικό της άνω 822/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία κηρύχθηκε αυτή αθώα για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση εις βάρος του πιο πάνω Γ1, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα εξής περιστατικά: "Κατά το χρονικό διάστημα από 30-11-1994 έως 15-12-1994 ο ανωτέρω Γ1 ουδέποτε (ως υπεργολάβος) παρέσχε έργο χωματουργικών εργασιών που να αφορά μέρος του αναληφθέντος εκ μέρους της κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" έργου εκσκαφής φόρτωσης και μεταφοράς και απόθεσης υπερκείμενων άγονων υλικών από την περιοχή της προτομής του Ορυχείου του Λιγνιτικού Κέντρου Μεγαλόπολης, και δη το μέρος που με βάση το από ..... ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό φερόταν να έχει εκτελεσθεί από την ομάδα Β' (με εργοτάξιο Β') της κοινοπραξίας ήτοι από την ομάδα που αποτελούσαν οι Ε1, Ε3, Χ2. Η μη εκτέλεση οποιουδήποτε μέρους του ανωτέρω Γ1 τέτοιου έργου αποδεικνύεται τόσον από τα πρακτικά της 822/1999 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας αλλά και της 408/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας (για πλημμελήματα), ενώπιον των οποίων (Δικαστηρίων) ο Γ1 ρητώς καταθέτοντας ως πολιτικώς ενάγων, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη του ως υπεργολάβου στο ανωτέρω έργο (του Εργοταξίου Β'), όσο και από τη ρητή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Κ1, μεταλλειολόγου-μηχανικού, ο οποίος βεβαιώνει στην κατάθεσή του αυτή "ότι ουδέποτε είδε τον Γ1 στο ανωτέρω έργο". Η αξιοπιστία δε του περιεχομένου των καταθέσεων αυτών δεν κλονίζεται από την ασαφή και αντιφατική ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος ως μάρτυρα υπεράσπισης Ε2, συζύγου της κατηγορουμένης Χ1 και γυιού του συγκατηγορουμένου της Χ2, ο οποίος (Ε2) ναι μεν αρχικώς στην αυτή ένορκη κατάθεσή του αναφέρει ότι "Δούλευε ο Γ1 στο έργο ........ό,τι και να λέει στην κατάθεσή του (δηλ. ο Γ1), εγώ ξέρω ότι και οι δύο, Γ1 και Γ2, έρχονταν και δούλευαν στο έργο.... Οι Γ1,Γ2 (χωρίς όνομα- Γ1) και Ι1 είχαν μαζί τα αυτοκίνητα, μαζί δούλευαν στο έργο .....Το έργο των τιμολογίων του Γ εκτελέστηκε από του Γ1,Γ2..... Οι Γ1,Γ2 ήταν 2-3 ξαδέλφια ....ο Γ (χωρίς να καθορίζει όνομα, αν δηλαδή ήταν ο Γ1) τα πληρώθηκαν", στη συνέχεια και δη στο τέλος της κατάθεσής του ο μάρτυρας αυτός καταθέτει "τους μπερδεύω μεταξύ τους, τους Γ1,Γ2...... τους γνωρίζω και τους δύο, όμως", χωρίς να καθορίζει αν πέραν της γνωριμίας αυτής είχε αντιληφθεί ειδικότερα τον Γ1 - και όχι οποιονδήποτε άλλον π.χ. εξάδελφό του - Γ να εργάζεται στο ανωτέρω έργο, ενώ, επίσης, και η ίδια η κατηγορουμένη Χ1 στην απολογία της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (3μελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών προβάλλει όλως ασαφείς ισχυρισμούς και δη αναφέρει μεν ότι στο ανωτέρω έργο είχε εργασθεί εκεί, δηλαδή στο ανωτέρω έργο της ΔΕΗ, ο Γ, χωρίς, όμως να αναφέρει αν ήταν ο Γ1 ή ο Γ2 και δη καταθέτει τα ακόλουθα στην ανωτέρω απολογία της ".....Ο Γ εργαζόταν εκεί. Το έργο εκτελέσθηκε (από Ι1 με τον Γ από Σεπτέμβριο 1994 μέχρι '95, το βεβαίωσε όλος ο κόσμος"....στην ενώπιον δε του Δικαστηρίου τούτου (Εφετείου) απολογία της (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά) η ίδια κατηγορουμένη, αναφέρει τα ακόλουθα: "Δεν θυμάμαι ποιόν Γ εννοούσα στην προηγούμενη απολογία μου", χωρίς δε να διευκρινίζει και πάλι αν ο Γ1 εργάσθηκε στο επίμαχο έργο της ΔΕΗ, ενώ, εξάλλου, στην ίδια την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απολογία της στις 4-12-2003 αναφέρει τα ακόλουθα: "....είπα ότι υπήρχε ο Ι1 με το Γ2 ....ήξερα Ι1, Γ (χωρίς να αναφέρει όνομα Γ) και συνέταιροι στην Καρδίτσα, με μήνυσε ο άλλος Γ... γραμμένα περί Γ2 μελών.....", ενώ, περαιτέρω, κατά την απολογία της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας καταθέτει ".... Εγώ απλώς πήγα να εξυπηρετήσω τον Γ (χωρίς να αναφέρει αυτή το όνομα του τελευταίου) με τον Ι1..... Ο Γ (χωρίς πάλι να αναφέρει ειδικότερα όνομα του τελευταίου) ή ο Ε1 πήραν τα χρήματα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τον ξέρω τον Γ (χωρίς να αναφέρει πάλι το όνομα του τελευταίου). Πιστεύω ότι ήταν αυτός (τον προφανώς τον τότε μηνυτή-φώναξε ο Εισαγγελέας και ήρθε κοντά της", όπως αναφέρονται στα πρακτικά του ανωτέρω δικαστηρίου Καρδίτσας....., δηλαδή ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου της Καρδίτσας η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε ότι ο Γ1 είχε προσέλθει, στο γραφείο, όπου αυτή εργαζόταν, με τα τιμολόγια (επίμαχα) και τα τιμολόγια αυτά τα συμπλήρωσε η ίδια, όπως στην αμέσως ανωτέρω απολογία της ρητώς αναφέρει : "Ήρθε ο Γ στο γραφείο και τα τιμολόγια τα συμπλήρωσα εγώ....". Τέλος, οι κατηγορούμενοι (αμφότεροι δια των συνηγόρων τους) επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο φέρεται να συνάπτεται σύμβαση υπεργολαβίας για την εκτέλεση μέρους του αναληφθέντος ως άνω από τη ΔΕΗ έργου μεταξύ της "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ και Σία" και του φερόμενου ως υπεργολάβου, ανωτέρω Γ1 το οποίο και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Το περιεχόμενο, όμως, του εγγράφου αυτού δεν κρίνεται αξιόπιστο, προσβλήθηκε δε ως πλαστό από τον ως άνω εκπρόσωπο της παθούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αυτή κατηγορουμένη Χ1 αφ' ενός τόσον ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας όσο, και, κατ' έφεσή της αποφάσεως του τελευταίου, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (για πλημμελήματα) Λάρισας, ναι μεν αρνήθηκε, κατά την απολογία της, ότι έθεσε την υπογραφή της στα επίδικα τιμολόγια, πλην ρητώς ομολόγησε κατά την απολογία της, ότι η ίδια συμπλήρωσε κατά τα λοιπά τα επίδικα τιμολόγια και δη ομολόγησε α) ενώπιον του πρώτου των ανωτέρω Δικαστηρίων τα ακόλουθα: "εγώ απλώς, πήγα να εξυπηρετήσω τον Γ με τον Ι1....", "το συμπλήρωσα το τιμολόγιο για καλή ψυχή", "...ήρθε ο Γ στο γραφείο και τα τιμολόγια τα συμπλήρωσα εγώ", "το εξοφλήθη το έβαλα εγώ και μετά τα έστελνα στην Αθήνα και αυτός που πήγε και εισέπραξε τα χρήματα υπέγραψε.....Απλώς άφηνα το τιμολόγιο στην Κοινοπραξία και έφευγα...." και β) ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας τα ακόλουθα: "Καθ' υπόδειξιν του Ι1 συμπλήρωσα τα επίδικα τιμολόγια..... Μου έλεγε να συμπληρώσω διάφορα τιμολόγια κι εγώ εκτελούσα τις εντολές του...." Επίσης δε α)τόσον ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών) όσον και β) ενώπιον του κατ' έφεσιν δικάζοντος δικαστηρίου τούτου (5λούς Εφετείου Αθηνών) ομοίως, ρητώς ομολόγησε ότι αυτή συμπλήρωσε τα ίδια επίμαχα τιμολόγια και δη α)κατά την ενώπιον του πρώτου απολογία της ομολόγησε τα ακόλουθα: ".....έκανα την αφέλεια να συμπληρώσω δηλ. τα ανωτέρω πλαστά τιμολόγια)....είναι δικά μου τα γράμματα, μου τα έλεγε (δεν διευκρινίζει αν τα έλεγε ο Ι1 ή ο Ε1) κι έγραφα....ήταν αφέλεια να συμπληρώσω τα τιμολόγια....από αφέλεια συμπλήρωσα το (α) τιμολόγιο (α)....." και β)κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία της ομολόγησε τα ακόλουθα: "Το (α) τιμολόγια (α) του (α) έφερε ο Ε1 με τον Ι1, εγώ το (α) έγραψα με υπόδειξη του Ε1, αλλά δεν το υπέγραψα". Επίσης, ναι μεν η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δεν υπέγραψε αυτή τα επίμαχα τιμολόγια, παρά ταύτα, ενώ δεν ισχυρίζεται ότι της είχαν παραδώσει εν λευκώ υπογεγραμμένα τα τιμολόγια αυτά, εν τούτοις ομολόγησε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας-βλ. πρακτικά 822/1999 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας ότι αυτή παρέδωσε στη συνέχεια, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση τρίτου, τα επίδικα τιμολόγια στο Κεντρικό λογιστήριο της "Κοινοπραξίας ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" που λειτουργούσε στο Χαλάνδρι Αττικής, οδός Φιλελλήνων αριθ. 18 (βλ. σελίδα 33 απολογία της κατηγορουμένης Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας στα πρακτικά της με αριθμό 822/1999 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας), αφού μάλιστα η ίδια είχε θέσει και τη λέξη ΕΞΟΦΛΗΘΗ επ' αυτών, πράγμα που σημαίνει ότι η ίδια είχε θέσει στα τιμολόγια αυτά και την υπογραφή του Γ1, χωρίς τη συναίνεση ή έγκριση του τελευταίου και κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του. Στην ανωτέρω πράξη της προέβη η κατηγορουμένη με προφανή σκοπό να ωφελήσει τον έτερο συγκατηγορούμενό της και πενθερό της Χ2 με το αντίστοιχο ποσό των τιμολογίων και δη συνέταξε, υπέγραψε και υπέβαλε στο Κεντρικό Λογιστήριο της Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" προκειμένου να πεισθούν οι υπάλληλοι της τελευταίας ότι δήθεν είχε εκτελεσθεί από το φερόμενο ψευδώς στα τιμολόγια αυτά ως υπεργολάβο Γ1, αντίστοιχο έργο χωματουργικών εργασιών, αξίας 42,456.400, μαζί με τον ΦΠΑ το οποίο η ομάδα του Εργοταξίου εκτέλεσης (Β), αποτελούμενη από τους Χ2, Ε1 και Ε3 δήθεν, είχε εξοφλήσει προς τον Γ1 και έτσι να εξοφλήσει (όπως και εξόφλησε) η Κοινοπραξία αυτή το ανωτέρω ποσό από το ταμείο της τα τιμολόγια αυτά με αντίστοιχη βλάβη της αμέσως ανωτέρω Κοινοπραξίας, ενώ εγνώριζε η κατηγορουμένη καθόσον αυτή βρισκόταν συνεχώς στο λογιστήριο του Εργοταξίου Β και είχε επαφές με τους υπεργολάβους εκεί, ότι ουδέποτε ο Γ1 είχε εκτελέσει Χωματουργικές εργασίες στο ανωτέρω έργο ΔΕΗ στο Εργοτάξιο Β', οι δε αντίστοιχες χωματουργικές εργασίες είχαν ήδη εκτελεσθεί από άλλα συνεργεία του εργοταξίου Β', και είχαν ήδη τιμολογηθεί και συνυπολογισθεί στο γενικό προϋπολογισμό του έργου κατά το τμήμα του 1/2 του όλου αναληφθέντος έργου ΔΕΗ στις θέσεις ".... και ..... Χωρεμίου" και είχε ήδη εξοφληθεί και από την ανάδοχο και έτσι, ως ανωτέρω, ενέκριναν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ανωτέρω Κοινοπραξίας, την εξόφληση των τιμολογίων αυτών από τον τραπεζικό λογαριασμό όψεως του εργοταξίου της Κοινοπραξίας που ετηρείτο στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας, ο οποίος εκινείτο από το συγκατηγορούμενο πενθερό της Χ2, ο οποίος πράγματι στη συνέχεια ανέλαβε από τον τραπεζικό αυτό λογαριασμό το ανωτέρω συνολικό χρηματικό ποσό, χωρίς, όμως, να υπάρχει καμμία γι' αυτό νόμιμη δικαιολογητική αιτία, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί αυτός παράνομα το αντίστοιχο αυτό χρηματικό ποσό των 42.456.400 δρχ., ήτοι ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. αλλά και των 25.000.000 δρχ. (73.000 €), πράγμα που αποσκοπούσε η κατηγορουμένη Χ1, υπακούοντας στις συνεχείς παραινέσεις και συμβουλές, πειθώ και φορτικότητα όχι άσχετων τρίτων ανθρώπων μάλιστα, αλλά του ίδιου του ωφελούμενου από την πράξη της αυτή πενθερού και συγκατηγορουμένου της Χ2 μέλους της ομάδας του Εργοταξίου Β' αλλά και κυρίου εταίρου και διαχειριστή της "ΕΠΕ ......." (υπεργολάβου), αφού τα ως άνω πλαστά τιμολόγια θα αφορούσαν, δήθεν, έργο που με βάση τη συμφωνία με το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό, είχε αναλάβει το εργοτάξιο Β' , και με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της παθούσας Κοινοπραξίας αναδόχου του έργου, η οποία ήταν υπόλογη για τα προς τους εν γένει τρίτους χρέη. Πράγματι δε όταν κατά το έτος 1996 (26-9-1996), -οπότε έγινε και η εκκαθάριση των λ/σμών της εκτέλεσης του έργου (βλ. από ..... πρακτικό εκκαθάρισης) τελείωσε το όλο έργο, που είχε αναλάβει η Κοινοπραξία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" παρουσίασε χρέη έναντι τρίτων 73.954.874 δρχ., τα οποία και δεν κατέβαλε η Ομάδα Β' της κοινοπραξίας Εκτέλεσης του έργου, η ΑΚΤΩΡ ΑΕ ως μέλος της "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" που ήταν μόνη υπόλογη έναντι των τρίτων κατά το νόμο για το όλο έργο με βάση τη σύμβαση αναδοχής του έργου από τη ΔΕΗ, και την οποία διαδέχθηκε νομίμως με οιονεί καθολική διαδοχή η "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ", ήτοι για αμφότερα τα εργοτάξια λόγω μη δυνατότητας της ομάδας Β' Χ2, Ε3, Ε1 που είχε τα εργοτάξιο Β να τα καταβάλει (σύμφωνα με το ανωτέρω από ....., ιδιωτικό συμφωνητικό), αναγκάσθηκε η ίδια να τα καταβάλει στους τρίτους με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της κατά το ποσό των 42.456.400 δρχ. το οποίο αποτελούσε τμήμα των 73.954.874 δρχ. ήτοι αρνητικού υπολοίπου του ταμείου του εργοταξίου Β' λόγω οφειλών σε προμηθευτές, καθώς επίσης καταλογίσθηκαν σε βάρος της Κοινοπραξίας εκτέλεσης από την αρμόδια Δ.Ο.Υ και ανάλογοι Φόροι και πρόστιμα (βλ. ένορκη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και στο ακροατήριό του κατάθεση του ΣΤ1, νόμιμου εκπροσώπου της Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ"). Τέλος, αποδεικνύεται τόσο από τον αριθμό των τιμολογίων (4) αλλά και την εν γένει υποδομή που είχαν διαμορφώσει και οι δύο αυτοί κατηγορούμενοι, η μεν Χ1 όντας υπεύθυνη του λογιστηρίου του εργοταξίου Β' αλλά και της υπεργολάβου "ΕΠΕ ........", της οποίας κύριο μέλος και δη εκπρόσωπος και διαχειριστής ήταν ο ανωτέρω πενθερός της (Χ2), ο δε υπεργολάβος (Χ2) ήταν πληρεξούσιος της παθούσας Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" να διακινεί τον τραπεζικό λογαριασμό του εργοταξίου Β', ιδιότητες που τους επιτρέπουν την κατάρτιση και εξόφληση τιμολογίων, αντιστοίχως, αποδεικνύεται πρόθεση των κατηγορουμένων αυτών για επανειλημμένη τέλεση της πράξεώς τους, καθώς και ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματός τους από την επανειλημμένη αυτή εκ μέρους τους τέλεση της ανωτέρω πράξεώς τους. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι α)Χ1 της πράξεως της απάτης σε βάρος της Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ", από την οποία (απάτη) προξενήθηκε στην τελευταία ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη δε 15.000 ευρώ), αλλά και των 25.000.000 δρχ. (ήδη δε 73.000 ευρώ) είναι δε πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα, και β)ο κατηγορούμενος Χ1 της ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω εκ μέρους της Χ1 απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των δρχ. 5.000.000 (ήδη δε 15.000 ευρώ), αλλά και των 25.000.000 δρχ. (ήδη δε 73.000 ευρώ) και με αντίστοιχο δικό του όφελος. Είναι δε πρόσωπο που, διαπράττει ως ηθικός αυτουργός απάτες κατ' επάγγελμα. Τέλος, αποδεικνύεται από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα ότι η κατηγορουμένη Χ1 για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης της (30-11-1994 έως 15-12-1994), ήτοι επί δεκαετία και πλέον μέχρι την παρούσα σε δεύτερο βαθμό συζήτηση της κρινομένης υπόθεσης, συμπεριφέρθηκε καλά, γι' αυτό και πρέπει (ομόφωνα) να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό της η ως άνω ελαφρυντική περίσταση, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2Ε' του Π.Κ. προς μείωση της ποινής της ως κατωτέρω διαλαμβάνεται. Αντίθετα από κανένα από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ2, όπως αυτός ζητεί με προφορικό αίτημα που υπέβαλε ο ως άνω συνήγορός του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του ότι για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα αυτός (Χ2) μετά την τέλεση της πράξης του και μέχρι το χρόνο της παρούσας ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου συζήτησης συμπεριφέρθηκε καλώς, γι' αυτό και πρέπει, κατά πλειοψηφία να απορριφθεί το σχετικό αίτημά του". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 και Χ2 για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, αντίστοιχα, και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ΠΚ, επέβαλε σ' αυτή ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, και στο δεύτερο κατηγορούμενο ποινή καθείρξεως 5 ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της παρούσας κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, το Πενταμελές Εφετείο παραθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης περιστατικά, ήτοι τα ψευδή γεγονότα, τα οποία εν γνώσει της παρέστησε η πρώτη αναιρεσείουσα ως αληθή και με αυτά παραπλανήθηκαν οι υπεύθυνοι της παθούσας πιο πάνω Κοινοπραξίας, το σκοπό της να περιποιήσει στο δεύτερο αναιρεσείοντα (συγκατηγορούμενό της) παράνομο περιουσιακό όφελος, τη ζημία που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 42.456.400 δρχ. και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, από την οποία προκύπτει πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεώς τους και σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Προς τούτοις, το άνω Δικαστήριο αναφέρει ότι ο δεύτερος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων με συνεχείς παραινέσεις και συμβουλές, με πειθώ και φορτικότητα, και υποσχόμενος οικονομικά ανταλλάγματα προκάλεσε με πρόθεση στην πρώτη απ' αυτούς την απόφαση να εκτελέσει την πράξη της απάτης. Περαιτέρω, σε σχέση με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ2 περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός έτσι όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ήταν αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο, κατά τα ανωτέρω, να απαντήσει, μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στον εν λόγω ισχυρισμό του και εκ περισσού προέβη στην απόρριψη του με ιδιαίτερη αιτιολογία. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α)της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση τόσο με την κατηγορία όσο και με τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του δεύτερου αναιρεσείοντος, και β)της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο, καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει, είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας, επίσης, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αυτοπρόσωπη παράσταση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορουμένου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία. Επομένως, τα υποστηριζόμενα με το σχετικό πρόσθετο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο με τον οποίο προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του δεύτερου αναιρεσείοντος, που νομίμως τον εκπροσωπούσε, για να απολογηθεί, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξης και γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορουμένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος, έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα ή μεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Με άλλα λόγια ταυτότητα της πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το δεδικασμένο καλύπτει όχι μόνο την κατηγορία που εισάγεται για εκδίκαση στο ακροατήριο, αλλά και όλες ακόμα τις σιωπηρά συνεισαγόμενες κατηγορίες που προέρχονται από την επιτρεπτή μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αρχικής κατηγορίας υπό την προϋπόθεση Της μη μεταβολής αυτής. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση προκύπτει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 β του Κ.Ποιν.Δ), που αποτελεί λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα). Προϋπόθεση δε για την επιτρεπτή μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης που εισάγεται για εκδίκαση είναι ότι τα νεότερα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού, υπάρχουν κατά το χρόνο που εκδίδεται η απόφαση του Δικαστηρίου και είναι γνωστά σ' αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, το δεδικασμένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξης, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξης αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης αποτέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης και ως εκ τούτου δεδικασμένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξης έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου, καθώς και στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά ως προς το πρόσωπο του παθόντος. Στην προκειμένη υπόθεση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούν από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτει ότι α)με την ήδη αμετάκλητη υπ' αριθ. 408/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας η αναιρεσείουσα πρώτη κατηγορουμένη καταδικάσθηκε για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, που αφορούσε τα ανωτέρω τέσσερα πλαστά τιμολόγια, εις βάρος του ειρημένου Γ1 και του Ελληνικού Δημοσίου, και β)με την, ήδη αμετάκλητη, υπ' αριθ. 822/1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, αθωώθηκε αυτή για απάτη κατ' εξακολούθηση εις βάρος του εν λόγω Γ1. Από τις άνω δε αποφάσεις δεν προκύπτει δεδικασμένο για την κρινόμενη πράξη της κακουργηματικής απάτης, εις βάρος της ανωτέρω Κοινοπραξίας, κύρια βάση της οποίας (απάτης) αποτελούν τα πλαστά αυτά τιμολόγια, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, δεν υφίσταται εν προκειμένω, η απαιτούμενη προς τούτο ταυτότητα αξιόποινης πράξεως, ενόψει και της υπάρχουσας διαφοράς σε κάθε περίπτωση, ως προς το πρόσωπο του παθόντος. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Στ' Κ.Ποιν.Δ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για παράβαση του δεδικασμένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 171 § 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. Τέτοια δε ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, δημιουργείται και όταν δεν νομιμοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠοινΔ, ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων. Περαιτέρω, από το ίδιο άρθρο 63 προκύπτει ότι η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, δηλαδή από εκείνα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης υπ' αριθ. 3360 και 394/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, όπως προαναφέρθηκε, κακουργηματικής απάτης η πρώτη απ' αυτούς και ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή ο δεύτερος, προκύπτει ότι προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας "εμφανίστηκε ο ΣΤ1, νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε", καθολικής διαδόχου της "ΑΚΤΩΡ Α.Ε." και δήλωσε ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν ως άνω ανώνυμη εταιρία παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας και διορίζει πληρεξούσιους της τους παρόντες δικηγόρους Ιωάννη Κούτρα και Απόστολο Νταντάμη που αποδέχθηκαν το διορισμό τους". Η ανωτέρω πολιτική αγωγή έγινε δεκτή από το Δικαστήριο της ουσίας, που με την παρεμπίπτουσα υπ' αριθ. 336α/2006 απόφασή του απέρριψε την περί αποβολής της άνω πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας σχετική ένσταση των κατηγορουμένων. Την εν λόγω πολιτική αγωγή είχε ασκήσει η "ΑΚΤΩΡ Α.Ε" και ενώπιον του πρωτοδίκως δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, το οποίο με την εκκληθείσα από τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών πιο πάνω υπ' αρθ. 3256/2003 απόφασή του έκρινε παραδεκτή την παράσταση της εν λόγω πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας κατά την ενώπιον του ακροατηρίου του διαδικασία. Οι πράξεις δε της κακουργηματικής απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, αντίστοιχα προκάλεσαν άμεση ζημία στην πολιτικώς ενάγουσα "ΑΚΤΩΡ Α.Ε", γιατί αυτή, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι η ζημιωθείσα από τα ανωτέρω εγκλήματα των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της παρά το νόμο παραστάσεως της πιο πάνω πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας για την υποστήριξη της κατηγορίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε." (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6 Οκτωβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 2497/9-10-2006) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, των 1.Χ1 και 2.Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθ. 336α και 394/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες α)στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα απ' αυτούς, και β)στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε." εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση Εισαγγελέα Εφετών ειδικά αιτιολογημένη κατά αθωωτικής αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Απορρίπτεται ως αβάσιμος 1ος λόγος αιτήσεως (Η΄). Καταδικάστηκαν η μεν 1η αναιρεσείουσα για κακουργηματική απάτη, ο δε 2ος για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή. Το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του ειδική αιτιολογία. Όχι έλλειψη νόμιμης βάσης. Αυτοτελής ισχυρισμός (για ελαφρυντικό 84 § 2 ε ΠΚ) αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος. Όχι υποχρέωση απαντήσεως. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι 2ος, 3ος, 4ος πρόσθετοι λόγοι (Δ΄ και Ε΄). Όχι αιτιολογία συνηγόρου. Απορρίπτεται 1ος πρόσθετος λόγος (Α΄). Όχι δεδικασμένο από τις 408/2001 Τριμελές Εφετείο Λάρισας και 822/1999 Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, γιατί δεν υφίσταται ταυτότητα αξιόποινης πράξης (άλλος παθών). Απορρίπτεται 3ος λόγος αίτησης. Νόμιμη παράσταση πολιτικής αγωγής. Απορρίπτεται 2ος λόγος αίτησης. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ηθική αυτουργία, Δεδικασμένο.
0
Αριθμός 1408/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 101/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26.6.2007 και 2.7.2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1359/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 30/28.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Δικαστήριο σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: "Ι. To Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων με το 110/2005 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων τους κατηγορουμένους Χ1, δικηγόρο και Χ2, για να δικαστούν ο πρώτος για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συρροή και ο δεύτερος για άμεση συνεργεία στην πράξη αυτή. Παράλληλα το ίδιο Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του Χ1 για άλλη μια περίπτωση πλαστογραφίας με χρήση, κατά του κατηγορουμένου Χ2 για υπεξαγωγή εγγράφου και κατά της κατηγορουμένης Χ3 για κακουργηματική πλαστογραφία κατά συρροή από κοινού με τον πρώτο κατηγορούμενο (βλ. βούλευμα). ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν έφεση ο κατηγορούμενος Χ1 κατά της παραπομπής του και ως πολιτικώς ενάγων Ψ1, για τις απαλλακτικές διατάξεις. Το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων με το 154/2005 βούλευμα, απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του πολιτικώς ενάγοντος και αφού δέχθηκε τυπικά, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του κατηγορουμένου Χ1, επικύρωσε τις παραπεμπτικές διατάξεις του πρωτόδικου βουλεύματος, μεταρρυθμίζοντας μερικώς ως προς κάποια σημεία την κατηγορία (βλ. βούλευμα). ΙΙΙ) Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων ασκήθηκε αναίρεση από τον κατηγορούμενο Χ1 η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο σας, που με την 2067/2006 απόφαση αναίρεσε το εφετειακό βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής σύνθεσης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που εξέδωσε το πρωτόδικο βούλευμα γιατί συμμετείχε στη σύνθεση πρωτοδίκης που είχε ασκήσει καθήκοντα ανακριτή στην υπόθεση.( βλ. ΑΠ 2067/2006). ΙV. H υπόθεση τέθηκε εκ νέου στο σύνολο, ως προς την παραπομπή των κατηγορουμένων, υπό τη κρίση του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, που με το101/2007 βούλευμα, αφού εξαφάνισε το πρωτόδικο βούλευμα, λόγω της ακυρότητας που προέκυπτε από την κακή σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου που το εξέδωσε, κράτησε την υπόθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 316, 318 και 319 ΚΠΔ και κρίνοντας επί της ουσίας, παρέπεμψε εκ νέου στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου τους κατηγορούμενους Χ1 και Χ2 για να δικαστούν ως υπαίτιοι, ο μεν πρώτος πλαστογραφίας με χρήση κατά συρροή ,από την οποία το όφελος ή η ζημιά υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο δε δεύτερος για άμεση συνεργεία στην παραπάνω πράξη του πρώτου (βλ.101/2007 βούλευμα Συμβ. ΕΦ. Ιωαννίνων). V. Το τελευταίο αυτό βούλευμα επιδόθηκε νομοτύπως στους κατηγορουμένους και συγκεκριμένα στον Χ1 στις ..... και στον Χ2 στις ....... (βλ. σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως). Και οι δύο κατηγορούμενοι άσκησαν αναίρεση κατά του βουλεύματος αυτού. Συγκεκριμένα στις 26-6-2007 εμφανίστηκε στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Ιωαννίνων ο Χ1 και δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά του 101/2007 βουλεύματος για α) εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ και β) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 , β' και , δ' ΚΠΔ) και έτσι συντάχθηκε η 2/26-6-2007 έκθεση αναίρεσης. Παράλληλα και ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 εμφανίσθηκε στις 2-7-2007 στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αχαρνών, στην περιοχή του οποίου περιλαμβάνεται ο τόπος κατοικίας του και δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά του ίδιου παραπάνω 101/2007 βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, (άρθρο 484 παρ. 1 α' Κ.Π.Δ.) και έτσι συντάχθηκε η 1/2-7-2007 έκθεση αναίρεσης. Οι αναιρέσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικα μέσα που ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως από διαδίκους που είχαν το σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν για κακούργημα (άρθρα 462, 463, 473, 474, 482 παρ. 1 α' Κ.Π.Δ., σε συνδ. 46 § 1α, 94 και 216 παρ. 1, 3 Π.Κ.). VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 § 1β και 484 § 1α' Κ.Π.Δ προκύπτει ότι λόγο για να αναιρεθεί το βούλευμα αποτελεί και η απόλυτη ακυρότητα, που προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο. Σύμφωνα εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 32 § § 1,4 του ίδιου Κώδικα, καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμιά διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας, που έχει υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν μπορεί να αφεθεί στη κρίση του δικαστηρίου ή του ανακριτή. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 § 2 του ίδιου Κώδικα, το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορεί ακόμα να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος και 6 § 3 της ΕΣΔΑ, συνιστάμενο στην παροχή δυνατότητας του κατηγορουμένου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου, ενώ γίνεται δεκτό ότι με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται η κατ'αντιδικία διαδικασία στο Συμβούλιο και προωθείται η άμεση και ζωντανή επικοινωνία δικαστή και διαδίκου (βλ. Συμβ. Εφετών Κερκύρας 8/2002 και πρόταση Εισαγγελέα Φ. Μακρή, όπου περαιτέρω παραπομπές Ποιν. Δικ. 2002 σελ. 141). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για τη διακρίβωση της βασιμότητας του προβληθέντος από τον δεύτερο κατηγορούμενο λόγο αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας του εκδοθέντος βουλεύματος, προκύπτει ότι το Συμβούλιον Εφετών Ιωαννίνων, μετά από αίτημα του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, διέταξε την αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτού και των υπολοίπων διαδίκων στο Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ. Από το περιεχόμενο του προσβαλλομένου 101/2007 βουλεύματος προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων συνήλθε στις 16-5-2007, παρουσία της Αντεισαγγελέως Εφετών Αριστέας Θεοδόση και της αρμόδιας Γραμματέως, για να διασκεφθεί και αποφασίσει για την ποινική υπόθεση, η οποία εισάγεται μετά από αναίρεση του 154/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου και η Εισαγγελέας Εφετών εισήγαγε προς το Συμβούλιο την 53/2007 γραπτή πρόταση του Αντεισαγγελέως Νικολάου Παπαδόπουλου. Πριν η παρισταμένη Εισαγγελέας αναπτύξει και προφορικά την γραπτή πρόταση και αποχωρήσει, από το βούλευμα προκύπτει ότι έλαβαν χώρα τα εξής γεγονότα: "Στο σημείο αυτό εμφανίσθηκαν: ο κατηγορούμενος Χ1, μετά του συνηγόρου του Κων/νου Τζούμα, ο δικηγόρος Αθηνών Περικλής Σταυριανάκης, ο οποίος δήλωσε ότι εκπροσωπεί τον Χ2, σύμφωνα με το 14-5-2007 πληρεξούσιο, ο δικηγόρος Ιωαννίνων Γεώργιος Μπιστιόλης, ο οποίος δήλωσε ότι εκπροσωπεί την Χ3, σύμφωνα με το .... πληρεξούσιο και κατέθεσε και το από 16-4-2007 υπόμνημα, ο ...... και Ψ1, εκπρόσωποι του ..... και πολιτικώς ενάγοντες, μετά των συνηγόρων των Χρήστου Αναστασίου και Χρήστου Ψαράκη". Μετά την εμφάνιση και τις δηλώσεις των διαδίκων, το Συμβούλιο Εφετών, χωρίς να ζητήσει από την παρισταμένη Εισαγγελέα να προτείνει επί του ανακύψαντος ζητήματος περί του παραδεκτού ή μη της παρουσίας του δικηγόρου Περικλή Σταυριανάκη, ως εκπροσώπου του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ2, αποφάσισε τα εξής: "Επειδή, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 309 Κ.Π.Δ., σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του διαδίκου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, η δια συνηγόρου παράσταση είναι απαράδεκτη. Ο συνήγορος συμπαρίσταται απλώς και δεν δύναται να αντιπροσωπεύσει τον διάδικο. Ο Νόμος καθιερώνοντας την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο Συμβούλιο για την παροχή διασαφήσεων προϋποθέτει άμεση και προσωπική επαφή Δικαστών με τους διαδίκους (βλ. Αθ. Κονταξής: Κ.Π.Δ. άρθρ. 309, όπου και παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Συνεπώς είναι απαράδεκτη η παράσταση των Περικλή Σταυριανάκη, δικηγόρου Αθηνών και Γεωργίου Μπιστιόλη, δικηγόρου Ιωαννίνων, ως εκπροσώπων των Χ2 και Χ3 αντίστοιχα....". (βλ. β'όψη του 7ου φύλλου του 101/2007 βουλεύματος). Από τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει, ότι ανεξαρτήτως του ότι η απόφαση αυτή του Συμβουλίου είναι ορθή στην ουσία της, αφού, πέραν και ανεξάρτητα της θέσης που θα λάβει κανείς ως προς το ζήτημα αν η δυνατότητα του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται δια συνηγόρου ισχύει, μόνον στο ακροατήριο ή και στην προδικασία (βλ. αντίθετες απόψεις στο 15/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και την αντίθετη πρόταση του Εισ. Εφ. Π. Νικολούδη, Ποιν. Χρον. ΝΣΤ' 253 επ.), στην περίπτωση της "αυτοπρόσωπης" εμφάνισης των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., αυτή η δυνατότητα δεν ισχύει, αφού πέραν του ότι από τον νόμο χρησιμοποιείται ο όρος "αυτοπρόσωπη εμφάνιση" και όχι "εκπροσώπηση" ή "παράσταση" ή άλλες ανάλογες, αυτό που κυρίως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνευτική προσέγγιση του θέματος, είναι ο σκοπός που επιδιώκεται με τη ρύθμιση που είναι η άμεση και προσωπική επαφή των δικαστών με τους ίδιους του διαδίκους. Ανεξάρτητα όμως της ορθότητας της κρίσης του, ως προς το ζήτημα του παραδεκτού της παράστασης του εκπροσώπου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ2, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να δώσει τον λόγο για να προτείνει στην παρισταμένη Εισαγγελέα Εφετών, αφού επρόκειτο να κριθεί ζήτημα που αφορούσε άσκηση δικαιώματος διαδίκου και μάλιστα κατηγορουμένου. Ούτε η σιωπή της παρισταμένης Εισαγγελέως νομιμοποιεί και ισχυροποιεί την απόφαση, αφού αυτή, πέραν του ότι δεν προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το έπραξε, δεν είχε το δικαίωμα να αφεθεί στην κρίση του Συμβουλίου. Συνεπώς είναι βάσιμος ο από το άρθρο 484 § 1 α', σε συνδ. με 32 § § 1,4 και 171 § ιβ Κ.Π.Δ., δεύτερος λόγος αναίρεσης περί απολύτου ακυρότητας, που προβάλλεται από τον δεύτερο κατηγορούμενο και για τον λόγο αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό του και για τον πρώτο κατηγορούμενο, λόγω της φύσεως της ακυρότητας, αφού από την παρουσία ή μη του δεύτερου κατηγορουμένου, κατά την εκτίμηση της υπόθεσης, θα μπορούσε να επηρεασθεί η κρίση του Συμβουλίου και για αυτόν (πρώτο), λόγω της συμμετοχικής δράσης του καθένα από αυτούς στις πράξεις που τους έχουν αποδοθεί, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας των περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής λόγων αναιρέσεων που προβάλλονται από τον πρώτο κατηγορούμενο. Για τους λόγους αυτούς Ι. Να αναιρεθεί το 101/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, κατ'αποδοχή της 1/2007 αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ2 και ΙΙ. Να εισαχθεί η υπόθεση στο σύνολό της υπό την κρίση του ίδιου Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 17 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Με τις από 26-6-2007 και 2-7-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, πλήττεται το υπ' αριθμ.101/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων με το οποίο ο πρώτος αναιρεσείων παραπέμπεται να δικασθεί για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση και ο δεύτερος για άμεση συνδρομή στην άνω πράξη. Με την αίτησή του ο Χ1 αιτιάται το προσβαλλόμενο βούλευμα 1) για τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 216 Π.Κ την οποία το Συμβούλιο εφάρμοσε 2) για τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ λόγο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος ως προς την συνδρομή των πραγματικών περιστατικών τα οποία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και στηρίζουν την περί παραπομπής κρίση του. Ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2 πλήττει το ίδιο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ εγκείμενη στο ότι α) ενώ κατόπιν αιτήματος του άνω συγκατηγορουμένου του, κάλεσε εκείνον (Χ1) ενώπιον αυτού (άρθρο 309 παρ.2), για την παροχή διασαφήσεων, στον ίδιο δε, υποχρεωτικώς κληθέντα κατά την άνω διάταξη, δεν επέτρεψε την εμφάνισή του και εκπροσώπησή του με πληρεξούσιο δικηγόρο την παράσταση του οποίου έκρινε απαράδεκτη και β) στην απορριπτική κατά τα άνω κρίση του χώρησε το συμβούλιο χωρίς προηγουμένως να ακούσει τον παριστάμενο εισαγγελέα. Στην προκείμενη περίπτωση, καθώς προκύπτει από την υποβληθείσα στο Συμβούλιο τούτο από 17-12-2007 πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο προτείνων Εισαγγελέας, αντιμετωπίζει τους λόγους αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα που προβάλλει ο αναιρεσείων Χ2 και προτείνει κατά παραδοχή αυτών την αναίρεση του βουλεύματος στο σύνολό του και για τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1, όμως, για τους λόγους αναιρέσεως του τελευταίου διαλαμβάνει ότι παρέλκει η έρευνα αυτών. Ενόψει τούτων και των ορισμών των άρθρων 32 παρ.1 και 138 παρ. 2,3 του Κ.Π.Δ οι οποίες για το κύρος του εκδιδόμενου βουλεύματος επιτάσσουν την προηγούμενη υποβολή έγγραφης εισαγγελικής προτάσεως, πρέπει το δικαστήριο αυτό (σε Συμβούλιο) να απόσχει να αποφανθεί επί των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, μέχρι την υποβολή, κατά την νέα συζήτηση της υποθέσεως, που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως για τον παραπάνω λόγους αναιρέσεως και του αναιρεσείοντος Χ1, τους οποίους, άλλως, το δικαστήριο αδυνατεί να ερευνήσει, στην περίπτωση κατά την οποία ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2 ήθελε κριθεί αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 101/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί της αναφερομένης στο σκεπτικό αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συνεκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως κατά βουλεύματος. Εισαγγελική πρόταση μόνο για τη μία αίτηση. Απέχει να αποφανθεί.
Εισαγγελική Πρόταση
Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αποχή αποφάσεως, Εισαγγελική Πρόταση.
2
Αριθμός 1410/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Ασπρίδη, για αναίρεση της 771/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 756/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 § 1 και 2 Κ.Ποιν.Δ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη μπορεί να προσβληθεί μόνον με αίτηση αναιρέσεως, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ. Εξάλλου, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως του, για να έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της νόμιμης επιδόσεως στον εκκαλούντα της εκκαλούμενης αποφάσεως (αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου), το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά το άρθρο 161 § 1 Κ.Ποιν.Δ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως (Ολ. ΑΠ 5/1995). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 771/2007 απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1040/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτή καταδικάσθηκε, ερήμην, για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από ιδιοτέλεια, σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσα με την αναιρεσείουσα εκπροσωπηθείσα από τη συνήγορό της, δέχεται στην αιτιολογία της κατά λέξη τα εξής: ".....η με αριθμό 1429/27-11-2006 έφεση που ασκήθηκε από τη δικηγόρο Ασπρίδη Αναστασία δυνάμει της από 21-11-2006 εξουσιοδότησης, ως πληρεξουσία και αντίκλητη της κατηγορουμένης στρέφεται κατά της με αριθμό 1040/198 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου κακ. Αθηνών, με την οποία η κατηγορουμένη (εκκαλούσα) καταδικάσθηκε για ...και της επιβλήθηκε .......4 ετών. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε χωρίς να είναι παρούσα η κατηγορουμένη και κοινοποιήθηκε στην τελευταία στις 15-8-1998. Στη δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για άσκηση της ενδίκου εφέσεως στις 27-11-2006 ήτοι μετά από οκτώ (8) περίπου χρόνια μετά την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως δεν γίνεται επίκληση ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση έφεση(ς). Κατά συνέπεια η άνω έφεση είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.....". Η αιτιολογία αυτή δεν είναι η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη, καθόσον δεν αναφέρει το αποδεικτικό επιδόσεως στην εκκαλούσα-αναιρεσείουσα της εκκληθείσης αποφάσεως, η οποία δημοσιεύθηκε ενώ αυτή ήταν απούσα, στοιχείο που δεν αναφέρεται ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συνεπώς, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 771/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο (εκπρόθεσμο). Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η έφεση της κατηγορουμένης κατά της καταδικαστικής αποφάσεως για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, διότι δεν αναφέρεται το αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως στην εκκαλούσα-αναιρεσείουσα (με απουσία της οποίας δημοσιεύθηκε η εκκαλούμενη απόφαση). Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Επιδόσεως αποδεικτικό, Εφέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 1407/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βασιλειάδη, περί αναιρέσεως της 709-710/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.12.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 177/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των εδαφ. β' και ζ' της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, προβλέπονται ως βασικά εγκλήματα, πλην άλλων, η αγορά, η πώληση και η κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Η αγορά των ουσιών αυτών πραγματώνεται με την, κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ, μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και τη, για το σκοπό αυτό, παράδοσή της από τον πωλητή στον αγοραστή με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Ως κατοχή δε θεωρείται η φυσική εξουσία της ναρκωτικής ουσίας από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη δική του βούληση. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 8 του ίδιου ν. 1729/1987, προκύπτει ότι με τις αναφερόμενες σ' αυτήν ποινές τιμωρείται ο δράστης των εγκλημάτων της κατοχής και της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, εκτός άλλων περιπτώσεων, αν ενεργεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη, Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες η διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ. ΑΠ 50/90). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικότερα, για την αιτιολόγηση της τελέσεως των παραπάνω εγκλημάτων της αγοράς, πωλήσεως και κατοχής ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) του χρόνου τελέσεως των πράξεων αυτών, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τους, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς ούτε έλλειψη αιτιολογίας, β) της ταυτότητας των πωλητών ή των αγοραστών του συμφωνηθέντος τιμήματος, του τρόπου καταβολής αυτού και του τρόπου παραδόσεως των ναρκωτικών ουσιών και γ) επί κατ' εξακολούθηση τελέσεως των επί μέρους πράξεων. Προς τούτοις, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο η το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό η σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 709-710/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι "αποδείχθηκε πλήρως η ενοχή των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 για τα αδικήματα της κατοχής ναρκωτικών (του πρώτου) και της κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών (του δεύτερου) που τους αποδίδονται. Συγκεκριμένα: Τα δύο αυτά πρόσωπα συνεργάζονταν από το έτος 2001 μεταξύ τους και με τον παρόντα συγκατηγορούμενό τους Χ (που καταδικάστηκε πρωτοδίκως και παρητήθη της εφέσεώς του), καθώς και με τον αδελφό του τελευταίου Γ1, που ήταν εγκατεστημένος στην Αλβανία, για την εισαγωγή από την Αλβανία και την διάθεση στην Ελλάδα ναρκωτικών ουσιών. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας τους, ο πρώτος και ο δεύτερος: (α) έλαβαν στην κατοχή τους στο διάστημα από 1-11-2001 μέχρι 31-12-2001 (τουλάχιστον) 3 χιλιόγραμμα ινδικής κάνναβης και 2 χιλιόγραμμα ηρωίνης. Τα παρέλαβε ο Χ1 και τα τοποθέτησε για φύλαξη στο σπίτι του Χ2, καθένας τους δε είχε την εξουσία να παραλαμβάνει εκείθεν και να πωλεί ποσότητες αναλόγως των εκάστοτε ευκαιριών και των μεταξύ τους συμφωνιών. Τα συγκεκριμένα ναρκωτικά ανέλαβε και πώλησε ο Χ1, εντός του αυτού διαστήματος, προς άγνωστα άτομα. (β) Έλαβαν στην κατοχή τους (με τον ίδιο τρόπο και υπό την εκτεθείσα έννοια) 950 περίπου χιλιόγραμμα ινδικής κάνναβης περί το τέλος Ιανουαρίου του 2002. Εξ αυτής ένα μέρος, και δη 300 περίπου χιλιόγραμμα, ανέλαβε και πώλησε σε άλλα πρόσωπα ο Χ1, το μεγαλύτερο δε μέρος (668 χιλιόγραμμα) βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στο σπίτι του Χ2 (αρμόδιοι αστυνομικοί οδηγήθηκαν εκεί από συνάδελφό τους, που εμφανίσθηκε ως ενδιαφερόμενος να αγοράσει 400 κιλά κάνναβης και διαπραγματεύθηκε σχετικώς με τον Χ1). Εξάλλου, με βάση την υποδομή που είχαν δημιουργήσει (και η οποία περιλάμβανε: συνεργασία με άτομο εγκατεστημένο στον τόπο της παραγωγής των ναρκωτικών, χρήση οχημάτων, αποθηκευτικών χώρων και σύγχρονων μέσων επικοινωνίας), τον συστηματικό τρόπο που ενεργούσαν και τις σημαντικές ποσότητες ναρκωτικών που διακινούσαν, κρίνεται ότι και οι δύο αυτοί κατηγορούμενοι, αφενός μεν επιδίδονταν στη διακίνηση ναρκωτικών με σκοπό (και αποτέλεσμα) την αποκόμιση εύκολου και άκοπου εισοδήματος, αφετέρου δε είχαν αποκτήσει τη σχετική έξη ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Περαιτέρω, από τα ίδια στοιχεία συνάγεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν ζήσει νομοταγώς μέχρι τη διάπραξη των ενδίκων αδικημάτων και, επομένως, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το αίτημα του εξ αυτών Χ1 για αναγνώριση υπέρ αυτού της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου. Κατά συνέπεια, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι υπό τις εκτεθείσες επιβαρυντικές περιστάσεις, να αναγνωρισθεί όμως υπέρ εκάστου εξ αυτών, ως ελαφρυντική περίσταση η ειλικρινής μεταμέλειά τους". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 του ότι: Α)Στο ...... Θεσσαλονίκης κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ενεργώντας από κοινού με άλλους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατείχε ναρκωτικά, ήτοι είχε στη φυσική του εξουσίαση και μπορούσε να διαθέσει κατά βούληση και πραγματικά ναρκωτικά, είναι δε άτομο που κατέχει ναρκωτικά κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και συγκεκριμένα ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Γ1, Χ και Χ2 κατείχαν (1) εντός του χρονικού διαστήματος από 1.11.2001 έως 31.12.2001 και για ανεξακρίβωτο διάστημα κατειργασμένη ινδική κάνναβη (χασίς σε πλάκα), βάρους περίπου 3 κιλών, και ηρωίνη σε σκόνη, συνολικού βάρους 2 κιλών, (2) είκοσι (20) ημέρες πριν από την σύλληψή του (17.2.2002) εντός της ευρισκομένης στο ..... κατοικίας του Χ2 ποσότητα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης (χασίς σε φούντα), συνολικού βάρους 950 χιλιόγραμμων, υπόλοιπο της οποίας είναι οι παρακάτω αναφερόμενες υπό στοιχείο ι και ιι ποσότητες ινδικής κάνναβης, που βρέθηκαν στη κατοικία του ανωτέρω, ήτοι ι) στις 17.2.2002, στην αυλή της ευρισκομένης στο ..... κατοικίας του κατείχαν ποσότητα ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, συνολικού βάρους 392.249 γραμμαρίων, συσκευασμένα σε 17 σάκκους, ήτοι: α) (1020), (1070), (980), (647), (975), (910), (1255), (690), (1160), (1000), (1050), (990), (900), (840), (1005), (875), (920), (995), (890), (1050), (1040), (965), (1015), (1025), (1060), (1030), (1015), (985), (1000), (980), (935), (1010), (965), (1025), (1040), β) (1025), (995), (925), (880) , (1080), (1050), (965), (840), (1005), (1000), (990), 1015), (1300), (980), (1005), (1040), (990), (980), (1055), (975), (670), (985), (1030), (1010), (845), (940), (1010), (1020), (900), (970), (1040), (1065), (980), γ) (1060), (895), (975), (1060), (1005), (1000), (905), (1000), (1005), (1015), (1005), (935), (980), (1035), (995), (1020), (1030), (1095), (1030), (850), (1015), (975), (995), (1020), (1030), (1095), (1030), (850), (1015), 975), (985), ( (966), (972), (972), (962), (960), (877), (1004), (1134), (1008), (898), (1041), (922), (1010), (937), (992), (994), δ) (1003), (940), (1012), (990), 1029), (974), (849), (1517), (990), (1013), (987), (1039), (947), (1012), (1012), (988), (960), (997), (927), (933), (976), (947), ε) (1070), (855), (983), (992), (930), (941), (906), (1030), (1090), (962), (964), (985), (906), (1000), (1139), (1070), (997), (1170), (967), (967), (1012), (1139), (1000), (933), (1038), στ) (1036), (972), (998), (986), (1010), (864), (984), (1357), (1019), (973), (959), (1084), (1059), (1004), (1035), (996), (1027), ζ) (976), (1003), (971), (963), (940), (1147), (980), (1070), (970), (974), (968), (897), (983), (989), (1165), (1137), (1061), η) (1022), (900), (1000), (890), (850), (993), (1012), (861), (1050), (938), (906), (1000), (1023), (980), (896), (975), (921), (985), (885), (980), (1036), (1035), (1023), (923), (1049), (978), (998), (993), (801), (735), θ) (1009), (825), (936), (973), (976), (1020), (971), (1004), (1104), (870), (1027), (944), (995), (1001), (969), (987), (978), (967), (943), (1000), (1022), (909), (1023), (954), (1011), (941), (1150), (1027), (991), (1018), ι) (939), (945), (1040), (1005), (969), (782), (811), (993), (1018), (963), (968), (1032), (978), (969), (782), (811), (993), (1018), (963), (968), (1032), (978), (958), (830), (900), (934), (921), (990), (920), (1008), (977), (952), (989), (1034), (877), (1070), (854), (1010), (1232), ια) (881), (1002), (907), (975), (990), (915), (1006), (972), (942), (920), (950), (896), (987), (1019), (896), ιβ) (809), (976), (950), (964), (982), (901), (999), (1017), (997), (1005), (1019), (934), (990), (976),(982), ιγ) (1022), (982), (1045), (895), (982), (857), (987), (1055), (1187), (975), (1006), (809), (897), (1027), (1032), ιδ) (1030), (984), (896), (1253), (1035), (993), (1023), (984), (1029), (997), (1013), (967), (1018), (926), (1016), ιε) (996), (1289), (943), (1001), (776), (745), (1032), (1064), (961), (982), (865), (1013), (951), (912), (850), ιστ) (989), (1016),(958), (986), (1033), (1156), (1046), (1028), (1023), (1001),(1028), (938), (916), (968), (903), ιζ) (1024), (975), (959), (1367), (998), (903), (992), (1030), (841), (1016), (991), (1004), (1257), (920), (979), (1055), (840), (1010), (1043), (929), (885), (965), (1046), (954), (1318), (1057), (916),(1084), (995), (968), αντίστοιχα, με τα περιτυλίγματα, ήτοι συνολικού βάρους (392.249) γραμμάρια. Και ιι) ποσότητα συνολικού βάρους 275.901 γραμμαρίων ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, συσκευασμένη σε 16 σάκκους: α) (1066), (972), (984), (1011), (901),(996), (101a), (969), (1018), (1051), (1026), (958), (893),(880), (936), (995), β) (1014), (1142), (956), (1008), (1012),(955), (934), (974), (919), (877), γ) (1017), (1274), (977),(904), (277), (785), (1084), (1021), (614), (891), (985), (1070), (987), (1294), (1221), (245), δ) (1006), (967), (941), (1036), (1177), (878), (955), (1052), (961), (944), (1042), (1046), (951), (980), (988), (1007), (1114), (1095), (1011), (921), ε) (1022), (930), (1043), (1024), (949), (803), (941),(1000), (1003), (1026), (868), (965), (863), (1097), (840), (1093), (929), (1134), (989), (989), στ) (1000), (894), (929), (964), (992), (1011), (996), (937), (1006), (1023), (991), (888), (939), (961), (761), ζ) (997), (1046), (873), (952), (1008), (1003), (1220), (1037), (981), (1037), (959), η) (793), (1000), (1020), (858), (780), (1014), (1000), (1033), (1064), (966), (1004), (896), (986), (984), θ) (1012), (1188), (1032), (893), (1018), (1006), (852), (1037), (965), (919), (1032), (1308), (995), (1031), (1003), (1009), (939), (969), (982), (1020), (967), ι) (1005), (989), (996), (983), (1044), (833), (965), (1035), (902), (947), (720), (947), (956), (867), (1227), (1016), (1172), (982), (1005), (915), (1057), (929), (1057), (916), (1017), (958), (1040), (1004), ια) (1013), (1028), (1023), (1017), (989), (1026), (987), (1039), (1009), (996), (1028), (964), (1009), (984), (1002), (1009), (954), (1041), (1042), (867), (966), (1146), (1030), (907), (956), (1000), (857), (1002), (87), ιβ) (1028), (976), (1000), (1050), (1023), (995), (936), (1006), (900), (992), (980), (1047), (947), (993), (1011), (1007), (930), (1017), ιγ) (1012), (940), (1003), (1058), (964), (981), (1060), (837), (1032), (1088), (974), (993), (966), (983), (962), (986), (1033), (980), (1009), (941), (955), (994), ιδ) (1020), (1047), (924), (925), (1036), (1010), (990), (981), (989), (1014), (942), (1024), (994), (1059), (1012), (966), (792), ιε) (908), (1004), (971), (1014), (1034), (811), (1000), (954), (985), (846), (1010), (1189), (955), (1316), (1001), (951), (996), (1011) και ιστ) (6500) γραμ., αντίστοιχα, με τα περιτυλίγματα, ήτοι συνολικού βάρους (275.901) γραμμάρια. Όλα τα παραπάνω ναρκωτικά απέκρυπτε ο Χ2 στην ανωτέρω οικία του, τόσο για δικό του λογαριασμό, όσο και εν γνώσει και για λογαριασμό δικό του αλλά και των προαναφερομένων συγκατηγορουμένων του. Από αυτά, βρέθηκαν οι ποσότητες ινδικής κάνναβης που είχαν στην κατοχή τους στις 17.2.2002, συνολικού βάρους 668.150 γραμμαρίων, από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα της ΥΔΝ/ΔΑΘ, υπό των οποίων και κατασχέθηκαν. Είναι δε άτομο που κατέχει ναρκωτικά κατ' επάγγελμα, αφού προβαίνει στην επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεώς του αυτής προκύπτει σταθερή ροπή για τη διάπραξη της ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. (Β) Στη Θεσσαλονίκη κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού με άλλον, πώλησε ναρκωτικά, είναι δε άτομο που ενεργεί κατ' επάγγελμα και συνήθεια και συγκεκριμένα: Μετά από συναπόφαση, ενεργώντας από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Γ1, Χ, πώλησαν τα παρακάτω ναρκωτικά: (1) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του χρονικού διαστήματος από 1.11.2001 έως 31.12.2001 πώλησαν κατεργασμένη ινδική κάνναβη (χασίς σε πλάκα), βάρους περίπου 3 κιλών και ηρωίνη σε σκόνη, συνολικού βάρους 2 κιλών, σε άγνωστα άτομα, έναντι αγνώστου έως τώρα τιμήματος. Και (2) σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες, εντός του προηγουμένου της συλλήψεως του (17.2.2002) εικοσαημέρου, πώλησε προς άγνωστα άτομα ακατέργαστη ινδική κάνναβη (χασίς σε φούντα), βάρους 300 χιλιόγραμμων, έναντι αγνώστου έως τώρα τιμήματος. Τις ποσότητες αυτές παρέδιδε αυτός στους αγοραστές και εισέπραττε το τίμημα, ενεργώντας και για λογαριασμό του αλλά και εν γνώσει και για λογαριασμό των Γ1 και Χ. Είναι δε άτομο που πωλεί ναρκωτικά κατ' επάγγελμα, αφού προβαίνει στην επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεώς του αυτής προκύπτει σταθερή ροπή για τη διάπραξή της ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Είναι δε η ηρωίνη και η ινδική κάνναβη ναρκωτικές ουσίες, αφού περιλαμβάνονται στους πίνακες Α5, Α6 του άρθρου 4 παρ. 3 Ν. 1729/87, δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δέχθηκε (όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' του ΠΚ, του επέβαλε για τις άνω αξιόποινες πράξεις ποινή καθείρξεως δεκαοκτώ (18) ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων α) της κατοχής ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' εξακολούθηση και β) της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' εξακολούθηση, που τέλεσε ο αναιρεσείων κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και για τα οποία (εγκλήματα) καταδικάσθηκε αυτός, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98 του ΠΚ και 4 παρ. 1, 3 Πιν. Α5, Α6, 5 παρ. 1 εδ. β', ζ' και 2 και 8 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων δέχθηκε το Δικαστήριο ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 συμμετέσχε στην τέλεση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων ως συναυτουργός, και δη ότι συνέπραξε στην εκτέλεση των πιο πάνω εγκλημάτων α) της κατοχής των ειρημένων ποσοτήτων ινδικής κάνναβης και ηρωίνης κατ' εξακολούθηση, ήτοι ότι είχε και αυτός τη φυσική εξουσίαση των ποσοτήτων αυτών των εν λόγω ναρκωτικών ουσιών, κατά την προαναφερθείσα έννοια, μπορώντας να τις διαθέσεις σε τρίτους, όπως ήταν ο σκοπός του, και β) της πωλήσεως των αναφερομένων ποσοτήτων ινδικής κάνναβης και ηρωίνης κατ' εξακολούθηση σε άγνωστα άτομα αντί αγνώστου τιμήματος, και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως των πράξεων αυτών, γνωρίζοντας ότι οι αναφερόμενοι συμμέτοχοι συγκατηγορούμενοί του έπρατταν με δόλο τελέσεως των ίδιων εγκλημάτων, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Επίσης, δεν απαιτείτο, κατά τα ανωτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ακριβής προσδιορισμός α) του χρόνου τελέσεως καθεμιάς από τις πιο πάνω μερικότερες πράξεις των άνω εγκλημάτων, αφού δεν τίθετο για καμιά απ' αυτές θέμα παραγραφής τους και ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και κατά συνέπεια ούτε έλλειψη αιτιολογίας, και β) της ταυτότητας των αγοραστών των αναφερομένων ποσοτήτων των άνω ναρκωτικών ουσιών και του συμφωνηθέντος τιμήματος. Προς τούτοις, η διηγηματική αναφορά στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του Χ2 "συνεργάζονταν από το έτος 2001 μεταξύ τους και με τον παρόντα συγκατηγορούμενό τους Χ, καθώς και με τον αδελφό του τελευταίου Γ1, που ήταν εγκατεστημένος στην Αλβανία, για την εισαγωγή από την Αλβανία και τη διάθεση στην Ελλάδα ναρκωτικών ουσιών" δεν αποτελεί και παραδοχή της αποφάσεως περί τελέσεως από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και της πράξεως της εισαγωγής στην ελληνική επικράτεια των άνω ναρκωτικών ουσιών και κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμιά αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού αυτής, στο οποίο κηρύχθηκε, κατά τα ανωτέρω, ένοχος ο αναιρεσείων των πιο πάνω περιγραφομένων εγκλημάτων της κατοχής και της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' εξακολούθηση, εντεύθεν δε δεν χειροτέρευσε η θέση αυτού και, έτσι, δεν υπερέβη το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο την εξουσία του, αλλ' ούτε δημιουργήθηκε καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό δε και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Περαιτέρω, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των άνω πράξεων της κατοχής και πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' εξακολούθηση, το Πενταμελές Εφετείο με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του τόσο στην επανειλημμένη τέλεση των εν λόγω πράξεων, η οποία συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όσο και στην ειρημένη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτός με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων αυτών, από τις οποίες προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Προς τούτοι, το αίτημα του συνηγόρου του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου "να κηρυχθεί αθώος (ο τελευταίος) της πώλησης ναρκωτικών, για δε την πράξη της κατοχής ναρκωτικών να κριθεί χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση του άρθρου 8 ν. 1729/1987" δεν εμπεριέχει αυτοτελή ισχυρισμό, αλλ' αρνητικό της κατηγορίας, και κατά συνέπεια το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, δεν υποχρεούτο να απαντήσει στον εν λόγω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Σε σχέση δε με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού αυτού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' του ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός, έτσι όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού από το οποίο να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος του κατηγορουμένου, ήταν αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο, κατά τα ανωτέρω, να απαντήσει, μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στον εν λόγω ισχυρισμό του και εκ περισσού προέβη στην απόρριψή του με ιδιαίτερη αιτιολογία. Τέλος, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Εισαγγελέας "ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε οι πρώτος και δεύτερος (αναιρεσείων) των κατηγορουμένων να κηρυχθούν ένοχοι, όπως και πρωτοδίκως". Το περιεχόμενο αυτό της προτάσεως της Εισαγγελέως έχει προδήλως την έννοια ότι πρότεινε αυτή να κηρυχθεί ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για τις άνω αξιόποινες πράξεις με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως των πράξεων αυτών και να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' του ΠΚ, όπως δέχθηκε η υπ' αριθ. 323/2003 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης), που παραδεκτά επισκοπείται για τον αναιρετικό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, εντεύθεν δε δεν δημιουργήθηκε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβιάσεως του άρθρου 171 παρ. 1 περ. β' και δ' του ΚΠοινΔ, και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα είναι αβάσιμα. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε', Α', Β' και Η' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, γ) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, δ) της ελλείψεως ακροάσεως και ε) της υπερβάσεως εξουσίας, λόγω χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφο 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28 Δεκεμβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 4/2.1.2007) αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 709-710/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
α) Κατοχή ναρκωτικών από κοινού και κατ’ εξακολούθηση. β) Πώληση ναρκωτικών από κοινού και κατ’ εξακολούθηση. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. ΟΧΙ αναγκαίος προσδιορισμός α) χρόνου τελέσεως μερικότερων πράξεων αφού δεν τίθετο θέμα παραγραφής, και β) ταυτότητας αγοραστών και συμφωνηθέντος τιμήματος. ΟΧΙ υποχρέωση απαντήσεως σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς (έτσι όχι έλλειψη ακροάσεως) και σε απαράδεκτο (αόριστο) αυτοτελή ισχυρισμό για ελαφρυντικό 84 § 2α ΠΚ. ΟΧΙ έλλειψη νόμιμης βάσεως. Ούτε υπέρβαση εξουσίας, λόγω χειροτέρευσης θέσεως κατηγορουμένου. Ούτε απόλυτη ακυρότητα λόγω δήθεν παραβιάσεως άρθρου 171 § 1 περ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ. . Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ναρκωτικά, Συναυτουργία, Εξακολουθούν έγκλημα.
0
Αριθμός 1406/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη- Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Πέτρου, περί αναιρέσεως της 1491/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μεσολογγίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Νοεμβρίου 2006 αίτησή τους καθώς και στους από 5 Μαρτίου 2007 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1968/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 232 Α παρ. 1 του ΠΚ, "'Οποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή ΟΤΑ ή άλλου ΝΠΔΔ, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΟινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τους τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1491/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μεσολογγίου, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη ... στις 7-2-2006 οι κατηγορούμενοι, ως διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "...... ΟΕ", όπου και ανήκει η επιχείρηση "......", καίτοι υποχρεώθηκαν με την υπ'αριθμ. 52/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων) να προβούν άμεσα στην επαναπρόσληψη της μηνύτριας ψ1 στην εργασία της στην ανωτέρω επιχείρηση "....", όπου απασχολείτο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, παρά ταύτα με πρόθεση αρνήθηκαν να την επαναπροσλάβουν, μη εκτελώντας την ανωτέρω δικαστική απόφαση. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε κατά τα ανωτέρω σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 και Χ2 για την αποδιδόμενη σ'αυτούς πιο πάνω αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 232 Α παρ.1 του ΠΚ και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδάφ.β' του ΠΚ, επέβαλε σε καθένα απ'αυτούς ποινή φυλακίσεως δέκα ημερών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 232 Α παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Μάλιστα δε από την αναφορά στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι "Από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, την εξέταση της μάρτυρα που εξετάσθηκε στο ακροατήριο...", σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την ανώμοτη κατάθεση της μοναδικής μάρτυρα (πολιτικώς ενάγουσας ψ1), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, εντεύθεν δε είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζονται από τους αναιρεσείοντες. Περαιτέρω, στην αιτιολογία (αλλά και στο διατακτικό) της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως εκτίθεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ότι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι δεν συμμορφώθηκαν σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκαν, ως διαχειριστές της ειρημένης ομόρρυθμης εταιρείας, να προβούν άμεσα στην επαναπρόσληψη της εργαζομένης πολιτικώς ενάγουσας στην άνω επιχείρησή τους ".....", και συγκεκριμένα της υπ'αριθ. 52/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), η δε αναφορά στην αρχή του διατακτικού της αποφάσεως ότι οι κατηγορούμενοι "δεν συμμορφώθηκαν σε προσωρινή διαταγή δικαστή .." (σελ. 3, στιχ.6), οφείλεται, ενόψει των προεκτεθέντων, σε πρόδηλη παραδρομή. Προς τούτοις, η αιτίαση των αναιρεσειόντων περί εσφαλμένης ερμηνεία και εφαρμογής της άνω διατάξεως του άρθρου 232 Α παρ.1 ΠΚ, ενόψει του ότι η ανωτέρω υπ'αριθ. 52/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου είχε παύσει να ισχύει, για τους αναφερόμενους στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως λόγους, πράγμα το οποίο είχε διαπιστώσει και κρίνει η υπ'αριθμ. 346/2006 απόφαση του ίδιου πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία, κατόπιν αιτήσεώς τους, ανακλήθηκε η άνω 52/2006 απόφασή του και την οποία (346/2006 απόφαση) δεν έλαβε υπόψη το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο και έτσι αυτό υπερέβη την εξουσία του, λύσαν προκαταρκτικό ζήτημα υπαγόμενο, κατά νόμο, στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους τέτοιος ισχυρισμός κατά την εκδίκαση της εφέσεώς τους στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αλλ'ούτε και ζητήθηκε απ'αυτούς η ανάγνωηση της ανωτέρω υπ'αριθμ. 346/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ', Ε' και Η' ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) της υπερβάσεως εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και προεχόντως όταν το δικαστήριο αποφαίνεται με βάση τα στοιχεία που του υποβάλλονται προς κρίση ή μετά από αίτημα των διαδίκων μερών αναζητήσει και επισυναφθούν στη δικογραφία. Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Γ' του ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε από το διευθύνοντα τη συζήτηση σε δημόσια συνεδρίαση, σύμφωνα με το άρθρο 371 παρ.1 του ΚΠοινΔ, Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Γ' του ίδιου Κώδικα προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσει και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγινα ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν, προκύπτει ότι δεν υποχρεώνεται ο διευθύνων τη συζήτηση να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοβούλως. 'Αρα εκ της παραλείψεως αυτής δεν δημιουργείται ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε ο λόγος από το συνήγορο των κατηγορουμένων από το διευθύνοντα τη συζήτηση για να ασκήσει από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα σχετικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκείμενη περίπτωση, από την αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, σχημάτισε την κρίση του για την ενοχή των κατηγορουμένων και από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων (της δικογραφίας), προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο όλα ανεξαρτήτως τα έγγραφα της δικογραφίας, όπως αυτά προσδιορίζονται στα εν λόγω πρακτικά, αφού ειδικότερα η αναφορά αυτή του Δικαστηρίου έχει την προφανή έννοια ότι, εκτός από την ανάγνωση του εν γένει περιεχομένου των πρακτικών, αναγνώσθηκε το περιεχόμενο των προσδιοριζομένων σε αυτά εγγράφων, δηλαδή εκείνων που αποτελούσαν και το σύνολο των αναγνωσθέντων εγγράφων της δίκης, δεδομένου ότι μόνη η αναφορά της αναγνώσεως των πρακτικών, χωρίς τη μνεία για τα έγγραφα που κάνει το Δικαστήριο, δεν θα απέδιδε και την ανάγνωση του περιεχομένου των προσδιοριζομένων σε αυτά εγγράφων. Επομένως, ο κατ'εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, στο ακροατήριο, γιατί το Τριμελές Πλημμελειοδικείο έλαβε υπόψη του έγγραφα, τα οποία δεν προσδιορίζονται και δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-3-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29 Νοεμβρίου 2006 αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-3-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, των χ1 και χ2 για αναίρεση της 1491/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για καθένα απ' αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μάμαλης: Παράβαση άρθρου 232Α § 1 ΠΚ. (Η συμμόρφωση σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία υποχρεώθηκαν να επαναπροσλάβουν την απολυθείσα εργαζομένη τους, ως διαχειριστές της ΟΕ). Ναι ειδική αιτιολογία και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ενώ δεν υπερέβη την εξουσία του (ΟΧΙ ισχυρισμός περί παύσεως ισχύος άνω αποφάσεως), εντεύθεν απορριπτέοι οι λόγοι Δ΄, Ε΄ και Η΄. Ναι δημόσια απαγγελία απόφασης (απορριπτέος λόγος Γ΄). ΟΧΙ αυτεπαγγέλτως ο λόγος για άσκηση δικαιωμάτων 358 ΚΠΔ (απορριπτέος λόγος Α΄). ΟΧΙ λήψη υπόψη μη αναγνωσθέντων εγγράφων, αλλ’ αναγνώστηκαν πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και τα εν αυτής αναφερόμενα έγγραφα (απορριπτέος λόγος Α΄). Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Παράλειψη συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση.
1
Αριθμός 1409/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δημητράτο, περί αναιρέσεως της 172/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1236/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του αυτού Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που ανεγνώσθη. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι ανεγνώσθη όλο το περιεχόμενό του, ώστε ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον πραγματοποιήθηκε όντως η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρεσχέθη η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του και στα αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και "......11) τρεις φωτοτυπίες, 12) η φωτοτυπία της άδειας κυκλοφορίας,... 14) ο ταχογράφος,... 16) οι φορτωτικές από την εταιρεία γενικών μεταφορών (πέντε συνολικά), 17) το πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως... 20) η υπ' αριθμ. 37/99 διάταξη,... 25) η από .... έκθεση συλλήψεως, 26) η από .... έκθεση συλλήψεως". Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα στα οποία αφορούν, αφού, με την ανάγνωσή τους στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, κατέστησαν γνωστά τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση προς το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπησή τους αυτά μόνο ανεγνώσθησαν και όχι άλλα. Στα πρακτικά βεβαιώνεται ότι "η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους εάν χρειάζονται καμιά συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησαν αρνητικά η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας". Συνεπώς ο αναιρεσείων κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, ούτε ζήτησε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις επ' αυτών. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας τα ως άνω έγγραφα, ο δε σχετικός, από το άρθρο 510 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται την πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ απόλυτης ακυρότητας κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος, αφού από τα πρακτικά προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο. Κατά μεν το άρθρο 372 παρ. 1α του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών..., κατά δε το άρθρο 374 παρ. δ' του ίδιου Κώδικα, η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση, μετά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, δέχτηκε ότι από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, αποδείχτηκαν τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά? Στις 8-9-1999 αστυνομικοί του Α.Τ. Τυρνάβου, αξιοποίησαν πληροφορίες ότι σε μη χρησιμοποιούμενη αποθήκη του Ζ1 στον ....., υπήρχαν κιβώτια με τσιγάρα, έθεσαν σε παρακολούθηση το χώρο πλησίον της αποθήκης, όπου περί ώρα 00.15 κατέφθασε το με αριθμό κυκλοφορίας ...... ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου Χ1, το οποίο οδηγούσε ο Γ1, με συνοδηγό το Γ2, οι δύο τελευταίοι των οποίων ήταν συγκατηγορούμενοι του πρώτου στην πρωτοβάθμια δίκη. Το ανωτέρω αυτοκίνητο στάθμευσε μπροστά στην αποθήκη, όπου ήταν ήδη σταθμευμένο το με αριθμό 7156 ΔΧΦ αυτοκίνητο και οι προαναφερθέντες οδηγός και συνοδηγός του πρώτου αυτοκινήτου άρχισαν να μεταφέρουν σ' αυτό από το δεύτερο αυτοκίνητο τα αναφερόμενα στο διατακτικό πράγματα, ήτοι: α) ποσότητα σιγαρέττων της εταιρίας ΣΕΚΑΠ ΑΕ, που ήταν φορτωμένη στο αυτοκίνητο αυτό και συσκευασμένη σε 49 μεγάλα χαρτοκιβώτια, συνολικής αξίας 13.000.000 δραχμών, β) οκτώ (8) σώματα καλοριφέρ, τύπου ΠΑΝΕΛ, γ) ένα χαρτοκιβώτιο με 23 κουτιά καλσόν των δέκα τεμαχίων το καθένα, δ) ένα δέμα φωτιστικών, ε) δύο τεντόπανα, στ) ένα δέμα με αυτόματους μηχανισμούς κουρτινών και ζ) ένα λάστιχο υψηλής πίεσης, χρώματος μαύρου. Τα αντικείμενα αυτά, μαζί με το ανωτέρω ...... φορτηγό αυτοκίνητο τα είχε αφαιρέσει στα Τρίκαλα, από την κατοχή του ......, κατοίκου ....., συνιδιοκτήτη του πρακτορείου μεταφορών ΘΕΣΣΑΛΙΑ, τρίτο πρόσωπο, γνωστό στον κατηγορούμενο, το οποίο όμως δεν αποκάλυψε και παραμένει άγνωστο, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι στις 3-9-1999, κατά τις πρωϊνές ώρες, τρίτο πρόσωπο, γνωστό και αυτό στον κατηγορούμενο, το οποίο όμως δεν αποκάλυψε και παραμένει άγνωστο, αφαίρεσε το ...... ΔΧΦ αυτοκίνητο της εταιρείας Λαρισαϊκή ΑΕ, στο οποίο ήταν φορτωμένα τσιγάρα της εταιρίας ΣΕΚΑΠ ΑΕ, συνολικής αξίας 21.563.058 δραχμών, τα οποία επαρκώς προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν προσβάλλεται κατά τούτο. Την ανωτέρω ποσότητα σιγαρέτων, η οποία σημειωτέον ήταν συσκευασμένη σε 86 μεγάλα χαρτοκιβώτια, μετέφερε και αποθήκευσε ο προαναφερθείς άγνωστος κλέφτης, προσωρινά μέσα σε αποθήκη ιδιοκτησίας του Ζ1 στον ...... και στη συνέχεια επαναφόρτωσαν αυτήν οι συγκατηγορούμενοί του σε πρώτο βαθμό Γ1 και Γ1 στο υπ' αριθμ. ..... ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της ΟΕ ..... και στις 7-9-1999 τη μετέφεραν και οι τρεις στην Αθήνα, όπου τη διέθεσαν σε άγνωστα άτομα. Οι ανωτέρω κλοπές έγιναν με την παροχή συνδρομής, με τη μορφή της ενίσχυσης της απόφασης και της ενθάρρυνσης στον αυτουργό των κλοπών από τον κατηγορούμενο και τους δύο άλλους προαναφερθέντες συγκατηγορουμένους του στην πρωτόδικη δίκη, οι οποίοι είχαν ενωθεί με δόλο με τον μη αποκαλυφθέντα φυσικό αυτουργό των κλοπών, προκειμένου να διαπράττουν κλοπές. Ειδικότερα, η ανωτέρω συνδρομή, συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμενος μαζί με τους Γ1 και Γ2, ενθάρρυναν ψυχικά τον αυτουργό, υποσχόμενοι ότι θα αναλάμβαναν να εξασφαλίσουν την προσωρινή φύλαξη και στη συνέχεια τη διάθεση των κλοπιμαίων σε κλεπταποδόχους, όπως και πράγματι έπραξαν. Συνιστά δε η ανωτέρω συνδρομή απλή συνέργεια στις πράξεις των κλοπών, με την κακουργηματική της μορφή της εν λόγω συνέργειας του άρθρου 374 περ. δ του ΠΚ.. Για τα ανωτέρω γεγονότα με σαφήνεια κατέθεσε ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός, που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος και κατέλαβε επ' αυτοφόρω τους Γ1 και Γ2 στη φόρτωση των κλοπιμαίων, την πρώτη πρωϊνή ώρα της 8-9-1999, και μάλιστα ο Γ1 έδωσε την πληροφορία στον εν λόγω αστυνομικό για τη φόρτωση και μεταφορά των κλοπιμαίων στις 3-9-1999. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω τρεις είχαν ενωθεί με δόλο προκειμένου να συνδράμουν και συνέδραμαν τον αυτουργό στη διάπραξη των ανωτέρω κλοπών προκύπτει και από το γεγονός ότι οι Γ1 και Γ2 εργαζόταν στην επιχείρηση του κατηγορουμένου Χ1, είχαν συνεχώς τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους κατά το χρόνο διενέργειας των κλοπών και σταματούσαν όταν τα κλοπιμαία έφθαναν στην αποθήκη, όπου και έσπευδαν για τη φόρτωση οι δύο πρώτοι, πάντοτε βραδινές ώρες και στη συνέχεια αμέσως τα μετέφεραν στην Αθήνα, με τη συνοδεία του κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος οδηγούσε ΙΧΕ αυτοκίνητο και βρισκόταν σε συνεχή και πάλι τηλεφωνική επαφή μαζί τους, μέχρι να φθάσουν στην Αθήνα, όπως και πάλι κατέθεσε ο ανωτέρω μάρτυρας κατηγορίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο διακεκριμένης απλής συνέργειας σε διακεκριμένες κλοπές κατ' εξακολούθηση στις πράξεις των ανωτέρω κλοπών και του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της διακεκριμένης απλής συνέργειας σε κλοπές κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 1, 372 παρ. 1α και 374 περ. δ του ΠΚ. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Οι λοιπές αιτιάσεις αυτού, με τους οποίες πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν. Συνακολούθως, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 172/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα. Με την αναφορά των εγγράφων που αναγνώστηκαν προσδιορίζεται η ταυτότητά τους. Εξάλλου η Πρόεδρος ρώτησε τους διαδίκους εάν χρειάζονται διασάφηση και απήντησαν αρνητικά. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως με την οποία ο κατηγορούμενος δικάστηκε για συγκεκριμένη απλή συνέργεια σε διακεκριμένες κλοπές κατ’ εξακολούθηση. Απορρίπτει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κλοπή, Συνέργεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1399/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 236, 237, 238-242/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ......... Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 24 Νοεμβρίου 2006 και 29 Νοεμβρίου 2006 αιτήσεις του αναιρέσεως, καθώς και στους από 22 Μαρτίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1935/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ' ΚΠοινΔ, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αναιρέσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Στην αντίθετη περίπτωση που η πρώτη εκκρεμεί, παραδεκτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας δεύτερη αναίρεση η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, κατά της 236, 237, 238-242/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκαν από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο, εμπροθέσμως, οι από 24.11.2006 και 29.11.2006 δύο αιτήσεις αναιρέσεως, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση η πρώτη και με δήλωση που επιδόθηκε την 1-12-2006 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η δεύτερη, οι οποίες και συζητήθηκαν ταυτόχρονα. Συνεπώς οι δύο αυτές αιτήσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς και οι παραδεκτώς ασκηθέντες από 22/27.3.2007 πρόσθετοι λόγοι. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει όχι μόνον την κρίση για την ενοχή αλλά και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει, για την ύπαρξη της απαιτούμενης αιτιολογίας της αποφάσεως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκαν όλα υπόψη από το Δικαστήριο και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα. Εξάλλου η κατά το άρθρο 178 ΚΠοινΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, υπό προϋποθέσεις, από ανακριτική υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο η από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη, διακρινόμενο των εγγράφων, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης ο ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση, άμεσης συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας, ληστείας από κοινού, σύστασης και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως με χρήση και του επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη και συνολική ποινή καθείρξεως 21 ετών και 10 μηνών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αναφέρεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του "τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πρωτοδίκως παρασταθέντων πολιτικώς εναγόντων που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία". Δεν αναφέρεται, όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, με ειδική μνημόνευσή της, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την υπ' αριθ. πρωτ. ....... Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Τμήματος Χημείου της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αποτελεί τμήμα του εγγράφου που αναφέρεται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, υπό τον αριθμό 9 και με τα στοιχεία "το με αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο του Τμήματος Χημείου της Δ/νσης Εγκλ/κών Ερευνών", διότι είναι προσαρτημένο σ' αυτό και η οποία αποτελεί πραγματογνωμοσύνη, διενεργηθείσα σε ειδικώς ιδρυθέν από το νόμο εργαστήριο (άρθρο 184 παρ. 1 ΚΠοινΔ) από τους ...... - αστυνόμο Β' - βιολόγο και ....... - υπαστυνόμο Α' - χημικό, βιοχημικό, κατόπιν της από 25.1.2000 έγγραφης παραγγελίας της Ανακρίτριας Χαλκιδικής, στα πλαίσια κυρίας ανακρίσεως επί της υποθέσεως. Η Εκθεση δε αυτή δεν μνημονεύεται και δεν αξιολογείται ούτε σε άλλο σημείο της αιτιολογίας, ούτε περαιτέρω γίνεται αναφορά, στην ίδια αιτιολογία, του πορίσματός της, ώστε να μπορεί να συναχθεί, έστω και έμμεσα, ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του. Ενόψει αυτών δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως ήταν υποχρεωμένο, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αφού δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αποδεικτικό αυτό μέσο της πραγματογνωμοσύνης. Επομένως ο συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως αμφοτέρων των αιτήσεων, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των άλλων λόγων των αιτήσεων. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί ως προς τον αναιρεσείοντα η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 236, 237, 238-242/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που αφορά στον αναιρεσείοντα Χ1. Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές και ενόρκους άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεύτερη αναίρεση απαγορεύεται. Παραδεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, για να υπάρχει η βεβαίωση ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Πραγματογνωμοσύνη.
2
Αριθμός 1398/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Παπατσίκη, περί αναιρέσεως της 63/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 814/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 24 § 2 του α.ν. 2344/1940 "περί αιγιαλού και παραλίας", ο οποίος ίσχυε κατά τον κατωτέρω ενδιαφέροντα χρόνο και εφαρμόζεται ως επιεικέστερος, κατ' άρθρο 2 § 1 ΠΚ, έναντι του ήδη ισχύοντος Ν. 2971/2001 (άρθρο 29 § 1) περί αιγιαλού και παραλίας, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 § 3 του α.ν. 263/1968, τιμωρείται με τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή ποινές όποιος χωρίς άδεια ή καθ' υπέρβαση αυτής ή όποιος κατόπιν άδειας που εκδίδεται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού, επιφέρει στον αιγιαλό ή την παραλία ή λοιπούς χώρους οποιαδήποτε μεταβολή με την κατασκευή ή τροποποίηση ή καταστροφή των έργων ή του εδάφους, με τη λήψη χώματος, λίθων ή άμμου ή με άλλον τρόπο, αδιάφορο αν από αυτό επήλθε ή μη ζημία στην παραλία, τον αιγιαλό ή τους λοιπούς χώρους. Κατά δε το άρθρο 1 του ίδιου νόμου, αιγιαλός είναι η χερσαία ζώνη που περιβάλλει τη θάλασσα και βρέχεται από τις μέγιστες, πλην συνήθεις, αναβάσεις των κυμάτων, αποτελεί δε κτήμα κοινόχρηστο που ανήκει στο Δημόσιο και προστατεύεται από αυτό. Ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού γίνεται μεν, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του ως άνω νόμου, όπως το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε εν μέρει με το άρθρο 20 του Ν. 719/1977 από την προβλεπόμενη από το άρθρο 10 του α.ν. 1540/1939 Επιτροπή, που συμπληρώνεται από έναν αξιωματικό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, κατά τις αναφερόμενες σ'αυτά διατυπώσεις, πλην, όμως, για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος της μεταβολής του αιγιαλού, δεν απαιτείται, ως αναγκαία προϋπόθεση, ο προηγούμενος καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού από την ανωτέρω Επιτροπή, καθόσον, όταν δεν έχει γίνει τέτοιος καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει παρεμπιπτόντως στον καθορισμό των ορίων του στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τα ως άνω στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοια του αιγιαλού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ η μη ορθή εκτίμησή τους δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, καθόσον περί αυτού κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 63/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα για παράνομη μεταβολή αιγιαλού, πράξη που τέλεσε υπό την ελαφρυντική περίσταση των μη ταπεινών αιτίων, και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών ανασταλείσα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Η κατηγορουμένη κατά το έτος 2000 και σε ημερομηνία που δεν διακριβώθηκε αυθαίρετα και παράνομα, με την κατασκευή έργου που διενήργησε, επέφερε μεταβολή του αιγιαλού που βρίσκεται στην περιοχή ..... της νήσου Θηρασιάς. Πιο συγκεκριμένα, αυτή κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μπροστά από το παραλιακό κατάστημά της που διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην εν λόγω περιοχή, κατασκεύασε, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, προβλήτα από σκυρόδεμα 82,5 τ.μ., η οποία έχει μήκος 15 μέτρων και πλάτος 5,50 μέτρων, επί της οποίας τοποθέτησε στέγαστρο (πέργκολα) και τραπεζοκαθίσματα, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας (προβλήτας) βρίσκεται μέσα στη θάλασσα, το δε υπόλοιπο μέρος εντός του αιγιαλού, προκειμένου να χρησιμοποιεί αυτήν ως προέκταση του καταστήματός της. Τέλος, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι την εν λόγω προβλήτα την κατασκεύασαν αυθαίρετα οι γονείς της και όχι η ίδια δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τα αναγνωστέα έγγραφα, αλλά ακόμη και από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, συνιστούν δε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που κατηγορείται η κατηγορούμενη και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αιγαίου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε, την οποία δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα α) αιτιολογείται αρκούντως η ιδιότητα του χώρου, επί του οποίου επέφερε η αναιρεσείουσα τη μεταβολή, ως αιγιαλού, η οριοθέτηση του οποίου έγινε από το δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως, με βάση τα αποδειχθέντα περιστατικά, και δη τουλάχιστον κατά το χώρο που κατέλαβε το εκτός θαλάσσης τμήμα του κατασκευασθέντος προβλήτα και β) δεν ήταν αναγκαίο, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, να έχει προηγηθεί καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, στη συγκεκριμένη θέση, με απόφαση της Επιτροπής που προεκτέθηκε. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι επί της ουσίας αντίθετοι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτοι. Κατ' ακολουθίαν η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2007 αίτηση της Χ1, περί αναιρέσεως της 63/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αιγαίου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβολή αιγιαλού - Καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού. Πότε υπάρχει αιτιολογία επί καταδίκης για μεταβολή αιγιαλού. Δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 10 α.ν. 1540/1939 για τον καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού, ως προϋπόθεση της θεμελιώσεως του εγκλήματος της μεταβολής του αιγιαλού, αλλά μπορεί τον καθορισμό αυτό να τον κάνει παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο με βάση τα αποδειχθέντα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του αιγιαλού. Απορρίπτεται η αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιγιαλού μεταβολή.
0
Αριθμός 1397/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα (σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 2600/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους: 1)Χ1 και 2) Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.1.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 33/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 67/12.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Κατά του υπ'αριθμ. 2600/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την υπ'αριθμ. 1/2008 αίτηση αναίρεσης. Επειδή η αναίρεση αυτή ασκήθηκε σύμφωνα με το νόμο, οι δε αναφερόμενοι σ'αυτή λόγοι είναι ορθοί, νόμιμοι και βάσιμοι, στους οποίους και αναφέρομαι πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση αφού τούτο είναι εφικτό. Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε ατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τέλος οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποχρώσες ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η σφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της, τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν το Δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται κατά το νόμο για την άσκηση της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση), ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. α1, 310 παρ. 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το εικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίστηκε προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθ' εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και λογίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το Συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Το Συμβούλιο, εξ άλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων του συγκομίστηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία, που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και στην αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχτεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχτηκε ως αληθινά, "αποδείχτηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή "δεν αποδείχτηκε" η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπέρβασης εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση, της απόδειξης της ενοχής ή αθωότητας. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσης που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στην δεύτερη, όμως, περίπτωση και εφόσον δεν πρόκειται για πλεοναστική ως άνω διατύπωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι "δεν αποδείχτηκε" η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεσθεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών, παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό, από τα άρθρα 309 και 313 του ΚΠΔ, δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας, μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του, αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχή του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την υποβολή, από μέρους της εγκαλούσας Ψ1, της, από 10-1-2005, εγκλήσεως, σε βάρος των κατηγορουμένων, Χ1 και Χ2, ασκήθηκε ποινική δίωξη, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού και μη, η οποία τελέστηκε στην Αθήνα, στο χρονικό διάστημα από 12-2-2004 έως 11-10-2004. Επί της εγκλήσεως της αυτής, εκδόθηκε, το υπ' αριθμό 1447/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο έκρινε, ότι δεν πρέπει να γίνει εναντίον τους κατηγορία για την ως άνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, άσκησε την υπ' αριθμό καταθέσεως 320/11-6-2007 έφεση, με την οποία ζητούσε " την εξαφάνιση του βουλεύματος, γιατί το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ειδικότερα, το με αριθμό 2006/2006 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου, ώστε, δεκτής γενομένης, κατ' ουσία, της εφέσεώς του, να μεταρρυθμισθεί το εκκαλούμενο με αριθμό 1447/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να παραπεμφθούν, μετά ταύτα, οι μηνυόμενοι, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστούν, ως υπαίτιοι της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως". Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκανε τυπικά δεκτή, την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απέρριψε στην ουσία την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών, και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, αφού δέχθηκε, "ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τα απολογητικά σημειώματα των κατηγορουμένων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 2001, το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού του ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ) προκήρυξε διαγωνισμό για την πρόσληψη με επιλογή από την επιτροπή του άρθρου 11 του ν. 1649/1986 και του άρθρου 18 του ν. 1868/1989 δύο δικηγόρων (ενός δικηγόρου στον Άρειο Πάγο και ενός δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή στο Εφετείο), με σχέση έμμισθης εντολής, με πάγια μηνιαία αντιμισθία και πλήρη απασχόληση, για την πλήρωση δύο αντίστοιχων κενών οργανικών θέσεων δικηγόρων του εν λόγω Ταμείου, και εξέδωσε την από 27.4.2001 προκήρυξη, στην οποία περιλαμβάνονταν επιπροσθέτως ως ειδικά προσόντα των υποψήφιων δικηγόρων η εξειδίκευση και η εμπειρία σε θέματα ασφαλιστικού και διοικητικού δικαίου, καθώς και διοικητικής δικονομίας. Η παραπάνω Επιτροπή, αφού προχώρησε διαδοχικά σε συνεντεύξεις των υποψήφιων δικηγόρων, στους οποίους περιλαμβάνονταν η εγκαλούσα Ψ1 και η 1η κατηγορουμένη Χ1, συζ. Χ2, και εξέτασε τα υποβληθέντα από αυτούς δικαιολογητικά, επέλεξε σε συνεδρίαση που έλαβε χώρα κατά την 18.7.2002, για την προκηρυχθείσα θέση του δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή στο Εφετείο, την εγκαλούσα Ψ1 κρίνοντας, ότι αυτή υπερτερεί των άλλων συνυποψηφίων της, και κατέταξε δεύτερη την κατηγορουμένη Χ1. Στη συνέχεια, με πράξη του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΤΑΠ-ΟΤΕ, η εγκαλούσα διορίστηκε σε οργανική θέση του Ταμείου αυτού και ανέλαβε υπηρεσία. Η 1η κατηγορουμένη, θεωρώντας ότι υπερείχε ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα από τη ως άνω μηνύτρια και ότι η επιλογή της τελευταίας υπήρξε εσφαλμένη, άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, κατά της σχετικής απόφασης της προαναφερόμενης Επιτροπής, την από 23.10.2002 αίτηση ακύρωσης. Παράλληλα, η 1η κατηγορουμένη ζήτησε και πέτυχε, ύστερα από εισαγγελική παραγγελία, να της χορηγηθούν από το ΤΑΠ-ΟΤΕ, για την υποστήριξη της παραπάνω αίτησης, όλα τα έγγραφα του φακέλου της υποψηφιότητας της μηνύτριας, τα οποία αφορούσαν την επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση της τελευταίας. Ακολούθως, η 1η κατηγορουμένη, θεωρώντας άκρως εσφαλμένη την ως άνω εκδοθείσα απόφαση της Επιτροπής, συνέταξε και κοινοποίησε στον Πρόεδρο, στους πέντε Αντιπροέδρους και τη Νομική Υπηρεσία της Βουλής, στον Πρόεδρο, τον διευθύνοντα Σύμβουλο, τον εντεταλμένο Αντιπρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ του ΟΤΕ, στον Υπουργό και το Γενικό Γραμματέα του Δικαιοσύνης, στον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Αθηνών, στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, στον Πρόεδρο και τα μέλη της επιτροπής του διαγωνισμού, στους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων της Αθήνας και της Λάρισας, στον Υπουργό, τον Υφυπουργό και το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Συνήγορο του Πολίτη, την από ...... επιστολή, με την οποία διαμαρτυρήθηκε για την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής του διαγωνισμού, ισχυριζόμενη ότι η ίδια διαθέτει περισσότερα προσόντα από τη μηνύτρια και ότι υφίστανται παρατυπίες αναφορικά με τη λήψη του πτυχίου της τελευταίας και το διορισμό της ως δικηγόρου. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη εξέθεσε με την προαναφερόμενη επιστολή της τα ακόλουθα: Η εγκαλούσα παρακολούθησε δύο έτη σπουδών στο παράρτημα του γαλλικού πανεπιστημίου της Lille στην Αθήνα, και στη συνέχεια πήγε στη Lille της Γαλλίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα για άλλα δύο έτη και πήρε τελικά, το έτος 1995, το πτυχίο του γαλλικού αυτού πανεπιστημίου με τον τίτλο "maitrise en droit prive". Το ίδιο έτος κατέθεσε το πτυχίο της αυτό στο ΔΙΚΑΤΣΑ, για αναγνώριση και παράλληλα εγγράφεται ως ασκούμενη δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Στη συνέχεια το ΔΙΚΑΤΣΑ έκρινε με απόφαση του, ότι το παραπάνω πτυχίο της μηνύτριας δεν είναι ισότιμο του αντίστοιχου ελληνικού πτυχίου, και αναγνώρισε σ' αυτή μόνο το δικαίωμα εγγραφής στο 5° εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εγκαλούσα προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής του ΔΙΚΑΤΣΑ στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο, με απόφαση της Ολομέλειάς του, απέρριψε την προσφυγή και δικαίωσε το ΔΙΚΑΤΣΑ. Ακολούθησε η εγγραφή της εγκαλούσας στο 5ο εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια η αποφοίτησή της από τη Σχολή αυτή, στις 10.4.1998 και δύο μήνες αργότερα ο διορισμός της, ως δικηγόρου, στο Πρωτοδικείο Λάρισας. Με βάση τα στοιχεία αυτά, κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η εγκαλούσα διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, αφού το πτυχίο της "maitrise en droit prive" του γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille έδωσε σ' αυτή μόνο το δικαίωμα εγγραφής στο 5° εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και προηγήθηκε της λήψης του πτυχίου της από την τελευταία Σχολή. Συγχρόνως η κατηγορουμένη εκφράζει αμφιβολίες για τη νομιμότητα του διορισμού της εγκαλούσας ως δικηγόρου, δεδομένου ότι εκείνη εγγράφηκε ως ασκούμενη δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας πριν από τη λήψη του πτυχίου της από τη Νομική Σχολή Αθηνών και διορίστηκε δικηγόρος δύο μόλις μήνες μετά τη λήψη του πτυχίου της, δηλαδή προτού πραγματοποιήσει την προβλεπόμενη από το νόμο δεκαοκτάμηνη άσκηση δικηγορίας. Ακόμη, η 1η κατηγορουμένη εκθέτει στην επίμαχη επιστολή της, ότι η εγκαλούσα δεν καλύπτει το κριτήριο της εξειδίκευσης και εμπειρίας σε θέματα ασφαλιστικού και διοικητικού δικαίου και διοικητικής δικονομίας, το οποίο τέθηκε στην προκήρυξη του ΤΑΠ-ΟΤΕ, ενώ, αντίθετα, η ίδια διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και εξειδίκευση στο διοικητικό δίκαιο και στη διοικητική δικονομία, καθώς και συνεχή άσκηση δικηγορίας επί δέκα έτη, στοιχεία όμως τα οποία δεν εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατηγορούμενη όσα εξέθεσε στην προαναφερομένη επιστολή για τους τίτλους σπουδών της μηνύτριας το διορισμό της ως δικηγόρου και γενικά τα προσόντα αυτής για την κατάληψη της προκηρυχθείσας από το ΤΑΠ-ΟΤΕ θέσεως δικηγόρου είναι αληθινά. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η παραπάνω εγκαλούσα, μετά από διετή φοίτηση στο παράρτημα του γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille στην Αθήνα (που λειτουργούσε ως εργαστήριο ελευθέρων σπουδών βάσει της κείμενης νομοθεσίας), ολοκλήρωσε τις σπουδές στη πόλη Lille, όπου έλαβε, το 1995, το πτυχίο του εκεί γαλλικού Πανεπιστημίου με τον τίτλο "maitrise en droit prive", το οποίο της παρείχε το δικαίωμα εγγραφής στο 5° εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δεν αναγνωρίστηκε από το ΔΙΚΑΤΣΑως ισότιμο πτυχίο ελληνικού πανεπιστημίου, ότι, το ίδιο έτος (1995), γράφτηκε στο βιβλίο ασκούμενων δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, ότι, στις 10.4.1998, πήρε το πτυχίο της από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και, στις 15.6.1998, εγγράφηκε ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί εδώ ότι, το Συμβούλιο Επικρατείας με την με αριθμό 1009/2004 απόφασή του δέχθηκε την αίτηση ακύρωσης, που υπέβαλε η κατηγορουμένη, και ακύρωσε την απόφαση πρόσληψης της εγκαλούσας, ως δικηγόρου, στο ΤΑΠ-ΟΤΕ. Με βάση τα περιστατικά αυτά, σύμφωνα με το 787/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν συνέτρεχε περίπτωση τέλεσης εκ μέρους της πρώτης κατηγορούμενης της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης για τα όσα είχε διαδώσει με την παραπάνω επιστολή σε βάρος της μηνύτριας. Εξάλλου, κατά το ίδιο Βούλευμα, προέκυψε, ενόψει του τρόπου και των περιστάσεων, υπό τις οποίες η πρώτη κατηγορούμενη συνέταξε την επίμαχη επιστολή, και ενόψει του ότι αυτή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον παρέθεσε τα αναφερόμενα σε σχέση με τον παραπάνω διαγωνισμό και παραπάνω μηνύτρια, αποβλέποντας στην άσκηση δυσμενούς κριτικής για την επιλογή της τελευταίας από την ως άνω Επιτροπή (άρθρο 367 παρ. 1γ ΠΚ) δεν είχε σκοπό εξύβρισης αυτής και βλάβης της τιμής και της υπόληψής της. Ενόψει αυτών, ως προς την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη Χ1 πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, το Συμβούλιο αυτό αποφάνθηκε να μη γίνει . κατηγορία κατ' αυτής. Περαιτέρω, η Ψ1 υπέβαλε την από 10.1.2005 έγκληση και κατήγγειλε τους κατηγορούμενους για συκοφαντική δυσφήμηση, αναφέροντας στην έγκλησή της τα ακόλουθα: Ότι η πρώτη κατηγορούμενη, δια του από 12.2.2004 εγγράφου σημειώματος, διέδωσε ισχυρίστηκε και διέδωσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους ενώπιον των Εισαγγελικών και Δικαστικών Λειτουργών, που χειρίζονταν την υπόθεση, ως και των δικαστικών υπαλλήλων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και του Πταισματοδικείου Αθηνών -μεταξύ των άλλων- τα εξής: α) Ότι η προκριθείσα υποψήφια Ψ1 απέκρυψε (σ.σ: και από την Επιτροπή), (πράγμα που έπραξε και στο βιογραφικό σημείωμά της), ότι το δίπλωμα "Maitrise" του Πανεπιστημίου της Lille II, το επέτυχε μετά από σπουδές διαρκείας δύο ετών στην Ελλάδα (στο γνωστό κέντρο ελευθέρων σπουδών) και το υπόλοιπο στην έδρα του Πανεπιστημίου στη Γαλλία το έτος 1995). β) "Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, απέκρυψε ότι ... το ΔΙ.ΚΑ.Τ.Σ.Α. αποφάνθηκε ότι ο τίτλος σπουδών της δεν ήταν ισότιμος με πτυχίο ελληνικού Πανεπιστημίου και της έδωσε μόνο δικαίωμα κατατάξεως στο 5° εξάμηνο σπουδών Τμήματος Νομικής ελληνικού Α.Ε.Ι. γ) Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο επίσης, "παρέλειψε" να εκθέσει στην Επιτροπή ότι το ΣτΕ, εν Ολομελεία με την 3457/1998 απόφασή του, κατά της παραπάνω αποφάσεως του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της προκριθείσας υποψηφίας. δ) Ότι συνεπώς παρανόμως και απατηλώς επέτυχε το διορισμό της ... ως δικηγόρου η προκριθείσα υποψήφια με βάση μη ισότιμο "πτυχίο", του οποίου μάλιστα την έλλειψη ισοτιμίας απέκρυψε από όλες τις δημόσιες αρχές και ότι έτσι θεώρησε νομίμως και λογικώς ότι η Ψ1 ...... παραπλάνησε όλα τα αρμόδια όργανα προκειμένου παρανόμως να εγγραφεί ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. ε) Ότι διερωτάται εν προκειμένω, δεν υπάρχει έδαφος για ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων, όταν αυτές εκδόθηκαν με δόλο του διοικούμενου και στ) Ότι, έτσι, η εγκαλούσα επέτυχε το διορισμό της ως δικηγόρου στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας την 20.05.1998, ενώ το αρμόδιο κρατικό όργανο της είχε απορρίψει την αίτηση ισοτιμίας του "πτυχίου" της και με την 3457/1998 το ΣτΕ είχε απορρίψει και την σχετική αίτηση ακυρώσεώς της. Ότι, περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι εμφανίσθηκαν κατά την 11.10.2004 στην εκπομπή "......." (που διηύθυνε ο δημοσιογράφος Γ1) του τηλεοπτικού σταθμού "......" και ανέφεραν το ιστορικό της διαμάχης μεταξύ της μηνύτριας και της πρώτης κατηγορουμένης. Ότι, ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, αφού επικαλέσθηκαν στην εκπομπή αυτή την επίμαχη επιστολή, που απηύθυνε η πρώτη κατηγορούμενη στους προαναφερόμενους δημοσίους φορείς, ανέφεραν ότι κατά τον διαγωνισμό ενώπιον του ΤΑΠ-ΟΤΕ, έλαβαν χώρα παρανομίες ως προς τον τίτλο σπουδών του Πανεπιστημίου της Lille και ότι περαιτέρω οι κατηγορούμενοι ανεπίτρεπτα εστράφησαν κατ' αυτής, θέτονταςτο θέμα της νομιμότητας της εγγραφής της, ως ασκούμενης δικηγόρου στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Ως προς τα παραπάνω επιμέρους κεφάλαια, που αναφέρει η εγκαλούσα στην υπό κρίση έγκληση της ως συκοφαντικά και δυσφημιστικά για την προσωπικότητά της, πρέπει να αναφερθούν τα ακολούθα: Ως προς τα περιστατικά, που κατήγγειλαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι στην από 11.10.2004 τηλεοπτική και ενημερωτική εκπομπή του ....., "........" και τα όσα ανέφερε στο από 12-02-2004 απολογητικό της υπόμνημα - σημείωμα η 1η κατηγορουμένη ενώπιον του 5ου Πταισματοδίκη Αθηνών, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος "της συκοφαντικής δυσφημήσεως" σε βάρος της εγκαλούσας, καθώς αυτά ήταν αληθή στην ουσία τους. Ειδικότερα, είναι αληθές α) Ότι η μηνύτρια Ψ1, δεν ανέφερε στην Επιτροπή ούτε στο βιογραφικό σημείωμα της ότι το δίπλωμα "Μaitrise" του Πανεπιστημίου της Lille II, το επέτυχε μετά από σπουδές διαρκείας δύο ετών στην Ελλάδα (στα γνωστά Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών) και το υπόλοιπο στην έδρα του Πανεπιστημίου στη Γαλλία το έτος 1995), β) Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, παρέλειψε υπαιτίως ν' αναφέρει ότι... το ΔΙ.Κ.Α.Τ.ΣΑ. αποφάνθηκε ότι ο τίτλος σπουδών της δεν ήταν ισότιμος με πτυχίο ελληνικού Πανεπιστημίου και της έδωσε μόνο δικαίωμα κατατάξεως στο 5° εξάμηνο σπουδών Τμήματος Νομικής ελληνικού Α.Ε.Ι και γ) Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο επίσης, παρέλειψε υπαιτίως να εκθέσει στην Επιτροπή ότι το ΣτΕ, εν Ολομέλεια, με την 345771998 απόφασή του, κατά της παραπάνω αποφάσεως του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της προκριθείσας υποψηφίας. Ας σημειωθεί δε, ότι στην ουσία η εγκαλούσα είχε ένα τίτλο σπουδών και δη αυτόν της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεπώς όφειλε αυτόν μόνον να εμφανίσει ως τίτλο σπουδών, σε κάθε δε περίπτωση μπορούσε να κάνει μνεία του αλλοδαπού τίτλου, οφείλοντας όμως, να διευκρινίσει στην επιτροπή και με το βιογραφικό της ότι το πτυχίο Νομικής το απέκτησε βάσει διπλώματος του Πανεπιστημίου της Lille, δυνάμει του οποίου, με την ..... απόφαση του ΔΙΚΑΤΣΑ, κατατάχθηκε στο 5° εξάμηνο της Νομικής Αθηνών. Αντί αυτού, όμως, η μηνύτρια, προκειμένου να επαυξήσει τα τυπικά της προσόντα, ενεφάνισε ότι είχε δυο πτυχία, από τα οποία το ένα και δη αυτό του αλλοδαπού πανεπιστήμιου εσφαλμένα εκλήφθηκε ως μεταπτυχιακό, από υπαιτιότητα της Επιτροπής, η οποία όφειλε να ζητήσει βεβαίωση του ΔΙΚΑΤΣΑ, για την αναγνώριση της αντιστοιχίας του αλλοδαπού τίτλου σε σχέση με τους τίτλους των ελληνικών ΑΕΙ. Όπως εκτέθηκε και παραπάνω, και η εγκαλούσα έχει υπαιτιότητα επίσης για την θεώρηση του αλλοδαπού τίτλου ως μεταπτυχιακού, δεδομένου ότι και αυτή παρέλειψε υπαίτιως, να προσκομίσει βεβαίωση του ΔΙΚΑΤΣΑ για την αναγνώριση της ισοτιμίας του πτυχίου του Πανεπιστημίου της Lille II... Ενόψει αυτών, τα πλαίσια της κείμενης ελληνικής νομοθεσίας, ο αλλοδαπός τίτλος που κατείχε η εγκαλούσα απετέλεσε απλά την βάση για την εγγραφή στο 5° εξάμηνο της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελικά, η εγκαλούσα έλαβε το πανεπιστημιακό της πτυχίο κατά την 10.4.1998. Περαιτέρω, όσον αφορά τα παραπάνω υπό στοιχ. δ, ε και στ υποστηριζόμενα και περιλαμβανόμενα στο παραπάνω υπόμνημα, δηλαδή "δ) ότι παρανόμως.... επέτυχε το διορισμό της ...ως δικηγόρου η προκριθείσα υποψήφια με βάση, μη ισότιμο "πτυχίο", του οποίου μάλιστα την έλλειψη ισοτιμίας απέκρυψε από όλες τις δημόσιες αρχές και ότι έτσι θεώρησε νομίμως και λογικώς ότι η Ψ1 (εγκαλούσα) παραπλάνησε όλα τα αρμόδια όργανα προκειμένου παρανόμως να εγγραφεί ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας", ε) Ότι, διερωτάται εν προκειμένω, δεν υπάρχει έδαφος για ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων, όταν αυτές εκδόθηκαν με δόλο του διοικούμενου και στ) Ότι έτσι η εγκαλούσα επέτυχε το διορισμό της ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας την 20-05-1998, ενώ το αρμόδιο κρατικό όργανο της είχε απορρίψει την αίτηση ισοτιμίας του "πτυχίου της και με την 3457/1998 το ΣτΕ είχε απορρίψει και την σχετική αίτηση-ακυρώσεώς της" πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Όπως εκτέθηκε και παραπάνω, είναι αληθές αυτό, που ανέφερε τόσο η πρώτη κατηγορούμενη με το παραπάνω υπόμνημα και το επανέλαβαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι στην παραπάνω εκπομπή του Γ1, ότι η εγκαλούσα, παρά το γεγονός ότι αποφοίτησε από το τμήμα Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 10-04-1998, διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Λάρισας περίπου δύο μήνες μετά. Οι κατηγορούμενοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να δεχθούν την άποψη ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας, με απόφαση του Δ.Σ. αυτού, αναγνώρισε αναδρομικά από τις 18-09-1995 (ημερομηνίας εγγραφής της στα βιβλία ασκουμένων), το χρόνο άσκησης της εγκαλούσας στον οικείο Σύλλογο, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε φοιτήσει κατά τα δύο πρώτα έτη των σπουδών της σε ίδρυμα - παράρτημα του Πανεπιστημίου της Lille στην Ελλάδα και όχι σε Τμήμα Νομικής ημεδαπού Πανεπιστημίου, λαμβανομένου υπόψη ότι η πρακτική αυτή δεν είχε θεσμοθετηθεί και δεν συμφωνούσε με το τότε κρατούν νομικό καθεστώς της αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων. Μάλιστα, η παραπάνω στάση των κατηγορουμένων, που αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της αναδρομικής αυτής αναγνώρισης στο πρόσωπο της εγκαλούσας, κρίνεται δικαιολογημένη, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι επακολούθησε η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας στις 04-12-1999, η οποία αποφάσισε να συνεχίσει την εγγραφή των πτυχιούχων ξένων κρατικών Πανεπιστημίων ως ασκουμένων στους δικηγορικούς συλλόγους, με εξαίρεση εκείνων των πτυχιούχων τέτοιων Πανεπιστημίων, ως εν προκειμένω αυτού της Lille Γαλλίας που φοίτησαν ένα μέρος των σπουδών τους, ήτοι ένα ή δύο έτη εκτός της έδρας τους και ειδικότερα στην Ελλάδα σε διάφορα παραρτήματα - κολέγια αυτού. Επομένως, οι κατηγορούμενοι εξέφρασαν την νομική τους άποψη ότι, αφού η μηνύτρια δεν είχε ισότιμο με το πτυχίο νομικής αλλοδαπό τίτλο, αλλά απλώς τίτλο κατάταξης στο 5° εξάμηνο, δεν μπορούσε να αρχίσει αναδρομικά ο απαιτούμενος 18μηνος χρόνος της άσκησης από την εγγραφή στο δικηγορικό σύλλογο Λάρισας (18.9.1995), αλλά από τότε που λήφθηκε το πτυχίο της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την ίδια νομική άποψη υποστήριξαν και στην εκπομπή ".......", την οποία διηύθυνε ο δημοσιογράφος Γ1. Τέλος, θα πρέπει ν' αναφερθεί ότι οι κατηγορούμενοι δικαιολογημένα ισχυρίσθηκαν ότι και από δική της υπαιτιότητα, δεν διευκρινίσθηκε το είδος του τίτλου και η ισοτιμία του, δεδομένου ότι δεν προσκόμισε βεβαίωση ισοτιμίας του ΔΙΚΑΤΣΑ, ούτε μετάφραση του αλλοδαπού τίτλου στην ελληνική γλώσσα, αλλά ούτε και παρέθεσε στο βιογραφικό της ημερομηνίας απονομής των τίτλων. Μετά, από όλα όσα εκτέθηκαν, δεν συντρέχει περίπτωση τέλεσης εκ μέρους των κατηγορουμένων της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τα όσα διαδόθηκαν με το παραπάνω υπόμνημα και όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω τηλεοπτική εκπομπή σε βάρος της μηνύτριας. Τα όσα οι κατηγορούμενοι διέδωσαν σχετικά με την υπαιτιότητα της μηνύτριας για το ότι παρέλειψε να προσκομίσει πιστοποιητικό ισοτιμίας του αλλοδαπού τίτλου και περαιτέρω σχετικά με τη νομιμότητα του διορισμού της εγκαλούσας, ως δικηγόρου, έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και αποτελούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο. Εξάλλου, ενόψει των περιστάσεων υπό τις οποίες διέδωσαν τα παραπάνω αναφερόμενα και του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός τους, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε εκ μέρους των κατηγορουμένων σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας, αλλά να ασκήσουν δυσμενή κριτική στις ενέργειες της εγκαλούσας, που είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω στη μείζονα σκέψη (άρθρο 367 παρ. III, 14 παρ.1 Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ). Τέλος, θα πρέπει επιπρόσθετα να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Ο εξοβελισμός της 1ης κατηγορουμένης από την πρόσληψή της ως δικηγόρου με πάγια αντιμισθία στο Τ.Α.Π.- Ο.Τ.Ε., διήρκεσε επί μακρό, δηλαδή επί τρία περίπου έτη, λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή πρόσληψης του Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. συγκροτήθηκε μόλις στις 18-04-2005 για να ενεργήσει την πρόσληψη της σε συμμόρφωση της υπ' αριθμ. 1019/2004 απόφασης του ΣτΕ ... Τούτο δε γεννά αδιαφιλονίκητα στο πρόσωπο των κατηγορουμένων το δικαίωμα της να προβάλει σε μια τηλεοπτική εκπομπή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον στα πλαίσια της κατοχυρωμένης από τα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος, 10 παρ.1 ΕΣΔΑ ελευθερίας της έκφρασης δια του Τύπου και των Μ.Μ.Ε. την ένδικη διένεξή της με την εγκαλούσα, που συνιστά θέμα προς ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου ως προς ορισμένες πτυχές και ιδίως αυτές που αφορούν το νομικό καθεστώς και πλαίσιο της αξιολόγησης διαγωνιζομένων σε δημόσιες ή με πάγια αντιμισθία θέσεις. Ειδικότερα, το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση τα κενά και οι ελλείψεις, που παρουσιάστηκαν κατά τη νομοτυπική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 11 του Ν.1649/86 και που επέφεραν ανεπιεική αποτελέσματα σε βάρος της 1ης κατηγορουμένης, λόγω της παράλειψής της, κατόπιν της αυθαίρετης αξιολόγησης των επιστημονικών προσόντων της εγκαλούσας ως υπέρτερων, αποτελεί ασφαλώς θέμα, που άπτεται του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου για την εξυγίανση των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης. Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με την ένδικη έφεση ελέγχονται αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση κατ' ουσία και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών". Με αυτά, που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφενός στέρησε το βούλευμα από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε, υπερέβη την εξουσία του, και οι, από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ' και στ' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι. Τούτο, γιατί, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όχι μόνο επεκτάθηκε, πέραν των ορίων της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά, και δεν έλαβε υπόψη του το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, που διενεργήθηκε. Πράγματι, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ειδικότερα, από την, με αριθμό 320/11-6-2007, έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προκύπτει ότι αυτός άσκησε έφεση, κατά του εκκαλούμενου βουλεύματος, με αριθμό 1447/2007, του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των ήδη αναιρεσειόντων, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα, γιατί, το πρωτόδικο βούλευμα, δεν εκτίμησε προσηκόντως, το με αριθμό 2026/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, σε βάρος της ήδη εγκαλούσας, Ψ1, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, και, εξ αυτού του λόγου, γνώριζαν πλέον οι κατηγορούμενοι, την αναλήθεια των περιστατικών, που αυτοί διέδωσαν ψευδώς, σε βάρος της. Από την παραδεκτή επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του, το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που συγκεντρώθηκαν και ειδικότερα, τα προαναφερθέντα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και Εφετών, αντίστοιχα, με αριθμούς 2026/2006 και 2954/2006. Η παράλειψη αυτή, αναμφισβήτητα κατάδηλοι, ότι έγινε αποκλεισμός ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων και ταυτόχρονα, επιλεκτική χρήση ορισμένων άλλων. Πέραν αυτών, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένους, η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία ήταν αναγκαία η εμφάνιση των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων, σε τηλεοπτικό σταθμό, και συγκεκριμένα στην εκπομπή ".......", κατά την 11-10-2004, προκειμένου να αποκαλύψουν αυτοί, ορισμένα στοιχεία για μια ιδιωτική διαφορά, και συγκεκριμένα, μεταξύ αυτών (κατηγορουμένων) και της εγκαλούσας, χωρίς να αιτιολογείται, επίσης, ότι η αποκάλυψη των στοιχείων αυτών, ενδιέφερε σε κάθε περίπτωση το κοινωνικό σύνολο. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρα 485 παρ. 1, 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμό 2600//2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, του απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για συκοφαντική δυσφήμηση, με το οποίο κρίθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας, ως προς τον αποκλεισμό ορισμένων αποδεικτικών μέσων. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική, Βούλευμα απαλλακτικό.
0
Αριθμός 1396/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Παναγιώτη Γιαταγαντζίδη και Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 6800/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Ξενάκη. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Οκτωβρίου 2006 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, καθώς και στα από 29 Μαρτίου 2007 (δύο) δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1849/2006. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, τον πληρεξούσιο της πολιτικώς ενάγουσας που ζήτησε την απόρριψη των αιτήσεων και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. 'Ετσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε η ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του και καταδίκη του αναιρεσείοντος και στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα με αριθμούς... 4) Δύο κατηγορητήρια με κατηγορουμένη την Ψ1, 6) Έγγραφο Δήμου Βύρωνα, υπηρεσία νεκροταφείου, 8) Έγγραφο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ -ΘΡΑΚΗΣ, 9 Φωτοτυπία εγγράφου χρηματιστηριακής Μακεδονίας - Θράκης, 10) Αντίγραφο καταθετηρίου, 11) Φωτοτυπία υπεύθυνης δήλωσης, 12) φωτοτυπία εντάλματος πληρωμής. Με την καταχώριση των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, για την ανάγνωση των οποίων, άλλωστε, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, όπως και δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε άλλη αναφορά σχετική με τα πρόσθετα στοιχεία αυτών, όπως ο συντάκτης τους, ή ο τόπος και ο χρόνος εκδόσεώς τους, αφού, με την ανάγνωσή τους, προσδιορίστηκε η ταυτότητά τους και κατά το περιεχόμενό τους, οπότε ο αναιρεσείων είχε την δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας τα ως άνω έγγραφα και ο σχετικός λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της; κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΕΠΕΙΔΗ, η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέως και του Συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, έλαβαν τον λόγο οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και ζήτησαν την αθώωσή τους, άλλως να δεχθεί το Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε δόλος και να εφαρμοσθεί το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση δε που κηρυχθούν ένοχοι, να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α' και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 β' Π.Κ. Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και τους αναγνώρισε ότι μέχρι τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Επομένως, ο συναφής λόγος της εσφαλμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού τους αυτού για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ., πρέπει να απορριφθεί, διότι στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, αλλά και διότι προβάλλεται χωρίς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο δεν έχει κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. Κατά δε το άρθρο 138 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη που εκδίδεται στο ακροατήριο, παίρνουν τον λόγο ο εισαγγελέας και οι παρόντες διάδικοι. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, η παράβαση της παραγράφου 2 αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα της αποφάσεως. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι αν δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα και ως εκ τούτου δεν διατυπώσει αυτός πρόταση πριν την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου, με την οποία απορρίπτεται ισχυρισμός ή αίτημα του κατηγορουμένου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Α και 171 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων Χ1 προέβαλε κατά την απολογία του τον εξής, κατά λέξη ισχυρισμό: "... Εγώ δεν συκοφάντησα κανένα. Εγώ προσέφυγα στη δικαιοσύνη για να υπερασπιστώ την πραγματική βούληση του θείου μου". Τον ίδιο ακριβώς ισχυρισμό προέβαλαν στη συνέχεια, με την αγόρευσή τους και οι συνήγοροι των αναιρεσειόντων. Με τη συναφή αιτίαση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, ισχυρίζεται ο ανωτέρω αναιρεσείων ότι, με την ανωτέρω περικοπή της απολογίας του, προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό της άρσεως του αδίκου της πράξεώς του, λόγω ενασκήσεως νόμιμου δικαιώματός του, το δε δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα. Όμως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, πριν χωρήσει στην έκδοση της καταδικαστικής για τους αναιρεσείοντες αποφάσεως, έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την ενοχή των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Στη συνέχεια το Δικαστήριο απέρριψε τον προβληθέντα ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1 και ακολούθως κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους. Στην ως άνω περί ενοχής πρόταση του Εισαγγελέως περιέχεται εμμέσως πλην σαφώς και απορριπτική πρόταση αυτού, αναφορικά με τον ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Χ1 και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν προέβη στην έκδοση της απορριπτικής του αποφάσεως χωρίς πρόταση του Εισαγγελέως. Επομένως, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Ποινικού Κώδικα, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο, γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Δεν αρκεί δηλαδή απλός ή ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική ή στην ευπρέπεια. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ιδίως του απαιτούμενου επί του παραπάνω εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 362 και 363 του Π.Κ., άμεσου δόλου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτίθενται, για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση, με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης 6800/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων), που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το ως άνω Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, στην Αθήνα, στις 7.3.2000, ισχυρίσθηκαν για την εγκαλούσα Ψ1 ενώπιον τρίτων, εν γνώσει τους, ψευδές γεγονός, το οποίο μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της. Συγκεκριμένα κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6.3.2000 αγωγή κατά της εγκαλούσας με αίτημα την ακύρωση της υπ' αριθ. ........ δημόσιας διαθήκης του θανόντος Γ1 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Περράκη, με την οποία (αγωγή) ισχυρίσθηκαν για την εγκαλούσα ενώπιον των δικαστικών γραμματέων, δικαστικών επιμελητών, δικηγόρων, δικαστών, οι οποίοι εκ των καθηκόντων τους έλαβαν γνώση, ότι η εγκαλούσα: α) διατηρούσε επί πολλά έτη ερωτικές σχέσεις με τον άνω διαθέτη, β) απείλησε αυτόν ότι θα τον εγκατέλειπε μετά το θάνατο της συζύγου του, αν δεν της άφηνε την περιουσία του και γ) ότι τον εξαπάτησε για να της αφήσει την περιουσία του, ότι το τρίτο παιδί της Γ ήταν δικό του, δηλαδή γνήσιο τέκνο του. Τα ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και εν γνώσει τους τα ισχυρίσθηκαν ενώπιον τρίτων με πρόθεση να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της. Η αλήθεια, την οποία και οι δύο κατηγορούμενοι γνώριζαν ήταν ότι ουδέποτε η εγκαλούσα διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον διαθέτη Γ1 και ουδέποτε τον απείλησε ότι θα τον εγκαταλείψει, ως νοσηλεύτριά του και ούτε τον εξαπάτησε πείθοντάς τον ψευδώς ότι το τέκνο της Γ είναι γνήσιο τέκνο του. Με την άνω διαθήκη του, της άφησε τρία από τα τέσσερα ακίνητα και στο δεύτερο κατηγορούμενο ένα διαμέρισμα δύο δωματίων στην παλιά οδό της ...... Ο διαθέτης ήταν έξυπνος άνθρωπος και ήξερε τι έκανε. Η μάρτυρας υπεράσπισης ...... εκθέτει σε ένα σημείο της κατάθεσής της "... ... ο θείος μου ήταν έξυπνος άνθρωπος......". Το ότι φοβόταν μη την χάσει, όπως βεβαιώνει η ίδια μάρτυρας, δεν σημαίνει ότι είχαν ερωτικές σχέσεις. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι τα ανωτέρω τα ισχυρίσθηκαν στην αγωγή τους, ασκώντας νόμιμο δικαίωμα. Όπως όμως προαναφέρθηκε, τα ανωτέρω ισχυρισθέντα είναι συκοφαντικά και θίγουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας και υπερβαίνουν προφανώς τα όρια του άρθρου 20 του Π.Κ. και συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθία πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι της πράξεως που τους αποδίδεται, όπως ειδικότερα τίθεται στο διατακτικό. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού υπάρχει στο σκεπτικό της αποφάσεως (και στο συμπληρούν αυτό διατακτικό) ειδική αιτιολογία του άμεσου δόλου των αναιρεσειόντων, συναγόμενη από το γεγονός της εξ ιδίας αντιλήψεως αναφοράς των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, την αναλήθεια των οποίων γνώριζαν λόγω της συγγένειάς τους με τον διαθέτη και της συναναστροφής τους με αυτόν. Πέραν τούτου, οι κατηγορούμενοι εμμέσως συνομολόγησαν στο ακροατήριο τη γνώση τους, αφού, όπως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αναφέρεται, δήλωσαν ότι στην πράξη τους προέβησαν ασκώντας νόμιμο δικαίωμα. Επομένως, ο σχετικός λόγος των αιτήσεων και του δικογράφου των προσθέτων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν τούτων και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως που συνεκδικάζονται λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, όπως και οι πρόσθετοι επ' αυτών λόγοι και να επιβληθούν στον καθένα από τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και η δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που παραστάθηκε (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 27 Οκτωβρίου και με αριθμούς πρωτοκόλλου 9738/30.102006 και 3739/30.10.2006 αιτήσεις των αναιρεσειόντων αντιστοίχως Χ2 και Χ1, για αναίρεση της 6800/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (πλημμελημάτων) και τους πρόσθετους επ' αυτών λόγους. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση. Για τη θεμελίωσή της απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση πως τα περιστατικά είναι αναληθή, η δε καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ιδίως του απαιτούμενου επί του παραπάνω εγκλήματος άμεσου δόλου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αναφορά και μόνο του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος ήταν εν γνώσει της αναληθείας δεν αρκεί, εκτός αν αναφέρονται περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η γνώση του κατηγορουμένου. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
1
Αριθμός 1395/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1266/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Ιουλίου 2007, δύο (2) τον αριθμό, αυτοτελείς αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1586/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 48/4.2.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. τις υπ' αρ. 1/23-7-07 και 2/23-7-07 (ενώπιον του Γραμμ. Ειρηνοδικείου Κω με αρ. βιβλ. Αναιρέσεων Εφετείου Αθηνών 170,171/2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2, διαμένων λόγω της εργασίας του στην Κω, 2) Χ1, διαμένων λόγω της εργασίας του στην Κω, που ασκήθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου των Διον. Τελλή (δυνάμει των από 19-7-07 εξουσιοδοτήσεων) κατά του υπ' αρ.1266/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 249/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων όπως δικασθούν για απάτη κατ' εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος υπερέβη τα 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.) από κοινού (αρ. 45, 98, 386 §1 και 3 Π.Κ.). Μετά από εφέσεις που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εξεδόθη το άνω προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απερρίφθησαν κατ' ουσίαν οι κριθείσες εφέσεις και επεκυρώθη το εκκληθέν. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη με θυροκόλληση στον 1ο των αναιρεσειόντων την 10-7-2007 και στον 2ο την 29-8-2007 επίσης με θυροκόλληση και στον αντίκλητο δικηγόρο τους Ν. Μπομπότη την 12-7-2007 (με θυροκόλληση) οι δε αναιρέσεις ασκήθηκαν την 23-7-2007 ημέρα Δευτέρα είναι δε εμπρόθεσμες (αρ. 473 §1 Κ.Π.Δ.) αφού ως προς τον 1ο η προθεσμία εκκινεί από την τελευταία έγκυρη επίδοση, ήτοι την επίδοση με θυροκόλληση στον αντίκλητο που έλαβε χώρα την 12-7-2007 ενώ ως προς τον 2ο η επίδοση προς αυτόν έλαβε χώρα την 29-8-2007 (μετά την άσκηση της αναιρέσεως) είναι δε και νομότυπες (465 §1, 474 §1, 2, 482 §1, 484 §1 β, δ Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτών, το βούλευμα υπόκειται σε αναίρεση και μνημονεύονται ειδικότεροι λόγοι. II) Λόγοι αναιρέσεως: α) Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως διότι θα έπρεπε να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για παρ. αρ. 79 §1 Ν.5560/33 (περί επιταγής) υφίσταται φαινομένη συρροή όπου ισχύει η αρχή της ειδικότητας έναντι της απάτης. β) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις παραδοχές του προσβαλλομένου στην σελ. 10 και επόμενες. ΙΙΙ) α) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732). β) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτήν από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 9/2001), όταν δηλ. το συμβούλιο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια του νόμου, τα οποία όμως υπάγονται σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 727/88, Α.Π. 179/87, Ποιν.Χρ. 1987/5, 07). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368, Β.Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του ποινικού νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50). IV) Η διάταξη του αρ. 386 §1 Π.Κ. ορίζει ότι: "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών." Κατά δε την παράγραφο 3β ιδίου άρθρου επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ. Από την διάταξη της παραγράφου 1 προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις του δράστη (Α.Π. 430/2000 Π.Δ/σύνη 7/2000 σελ. 790, Α.Π. 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ/232, Α.Π. 1034/2000 Π.Χρ. ΝΑ/253). Η βλάβη αποτελεί προϋπόθεση τελέσεως της απάτης (Α.Π. 1924/97 Π.Χρ. ΜΗ/648), ως τέτοια νοείται η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση προς ανόρθωση της βλάβης (Α.Π. 79/2001 Π.Χρ. ΝΑ/891). Ως γεγονότα κατά την έννοια του αρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (Α.Π. σε Συμβ. 5/2001 Π.Χρ. ΝΑ/591). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει ουσιαστικά περιστατικά της πράξεως και θέλει να τα παραγάγει. Πρέπει ο δόλος να περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προαναφέρθηκαν, αλλά και την μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διατάξεως "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παραστάσεως αποκρύψεως ή παρασιωπήσεως, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής καταστάσεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Α.Π. 172/2002 Π.Δ/σύνη 2002/844 που αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο, ενώ αντιθέτως Τούσης-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 386 αρ. 26 δέχονται ενδεχόμενο δόλο ως προς όλα τα στοιχεία). Η απάτη και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά (περιουσιακό δίκαιο η πρώτη, την υπόληψη του τίτλου και την πίστη στις συναλλαγές η δεύτερη και συρρέουν αληθώς όταν η ακάλυπτη επιταγή χρησιμοποιήθηκε από τον εκδότη της για διάπραξη απάτης (Α.Π. 1462/05 Π.Δ/σύνη 2006/255).Με την παράγραφο 1 αρ. 14 Ν.2721/1999 προσετέθη δεύτερη παράγραφος στο αρ. 98 Π.Κ. που έχει ως εξής: Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 45 Π.Κ. αν δύο ή περισσότερες τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (Α.Π. 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353). V) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση της Εισαγγελίας Εφετών με εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων εδέχθη ότι: Από τα στοιχεία της δικογραφίας, τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, την χωρίς όρκο κατάθεση του εγκαλούντα, τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ψ1 και ο δεύτερος των εκκαλούντων γνωρίζονταν από ετών. Ο μηνυτής είχε καλή οικονομική επιφάνεια και ρευστότητα χρημάτων, την οποία προφανώς γνώριζε ο Χ1. Τα κεφάλαια του μηνυτή προήρχοντο από τις ενασχολήσεις του με πλοία επί αρκετά έτη, καθώς και από την πώληση ενός οικοπέδου του στην περιοχή της ........, ενώ συνταξιοδοτείτο από το NAT. Ο μηνυτής ενδιαφερόταν να επενδύσει τα κεφάλαια του, σε ασφαλή και αποδοτική επένδυση. Κατά το θέρος του έτους 2002 οι δύο ως άνω άνδρες (μηνυτής και δεύτερος των κατηγορουμένων), συναντήθηκαν τυχαία στο χρυσοχοείο του κοινού γνωστού τους Γ1, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή .... Αττικής και ο Χ1 είπε στο μηνυτή ότι ήταν μέτοχος της ανώνυμης τεχνικής-κατασκευαστικής εταιρείας με την επωνυμία: "ΚΑΡΔΑΜ ΑΒΕΤΕ", αντικείμενο εργασιών της οποίας ήταν η κατασκευή προκατασκευασμένων ξύλινων κατοικιών. Ο Χ1 είπε ακόμη στο μηνυτή ότι οι εργασίες της εταιρείας πήγαιναν πάρα πολύ καλά και είχε καλή φήμη στην αγορά, μεγάλο πελατολόγιο και ότι είχε εξασφαλίσει την ανάληψη ολυμπιακού έργου 3.200 προκατασκευασμένων κατοικιών στην περιοχή του .... Αττικής, προϋπολογισμού 32.000.000.000 δρχ. και ακόμη ότι ήταν όλα έτοιμα για την ανάληψη έργου κατασκευή 700 προκατασκευασμένων κατοικιών του Συλλόγου Αστυνομικών στην ..... Αττικής και του πρότεινε να συνεργασθούν οικονομικά, ήτοι να διευκολυνθεί η εταιρεία οικονομικά, μέχρις ότου εισπράξει χρήματα από την ανάληψη των ως άνω έργων, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του (του μηνυτή) στην εταιρεία και τη μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου στο όνομα του. Ο Χ1, προς επίτευξη του σκοπού του, πρότεινε στο μηνυτή να συναντηθούν με τον πρώτο των κατηγορουμένων, συνεταίρο του, συνιδιοκτήτη και πρόεδρο της ως άνω εταιρείας. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε κατά το μήνα Αύγουστο του 2002, στα γραφεία της εταιρείας, που βρίσκονται στη ....... και ο πρώτος των κατηγορουμένων, επανέλαβε τα όσα είχε πει ο δεύτερος στο μηνυτή, ως προς την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, την ανάληψη των έργων κλπ. Προσέτι δε αμφότεροι οι κατηγορούμενοι διαβεβαίωσαν το μηνυτή ότι διέθεταν γνωριμίες σε κυβερνητικό επίπεδο, γνώριζαν διάφορους Υπουργούς, ότι είχαν στενή σχέση με την Δ1 και στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ, καθώς και συνεργασία με μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, όπως τη "....." και ότι η εταιρεία τους είχε μεγάλη δυναμική ανάπτυξης. Οι κατηγορούμενοι ακολούθως προσκάλεσαν το μηνυτή να επισκεφθεί τις εγκαταστάσεις της εταιρείας, στο ...... Αττικής, επίσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε και εκεί οι κατηγορούμενοι τον ξενάγησαν και του έδειξαν κάποιες προκατασκευασμένες κατοικίες, η όλη δε εικόνα των εγκαταστάσεων ήταν πολύ καλή. Ο μηνυτής ρώτησε τους κατηγορουμένους το λόγο για τον οποίο επιζητούσαν χρηματοδότηση, αφού η εταιρεία τους, όπως τον είχαν διαβεβαιώσει, ήταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και με προοπτικές και αυτοί απάντησαν ότι είχαν κάποιες άμεσες οικονομικές ανάγκες, τις οποίες έπρεπε να καλύψουν και ακόμη ότι έπρεπε να προετοιμασθούν υλικοτεχνικά, μέχρις ότου λάβουν προκαταβολή από τα την ανάληψη του δεύτερου των προαναφερθέντων έργων. Ο μηνυτής ρώτησε ακόμη τους κατηγορουμένους για ποιο λόγο δεν απευθύνονταν σε Τράπεζα για να εξασφαλίσουν το δάνειο και αυτοί απάντησαν ότι η εταιρεία αντιμετώπιζε πρόβλημα προσωρινής ρευστότητας, δεν ήθελαν δε να την επιβαρύνουν με τραπεζικά δάνεια και τους κινδύνους που απέρρεαν από αυτά. Με τις παραστάσεις αυτές έπεισαν το μηνυτή να τους χρηματοδοτήσει, αναφέροντας του εκτός των άλλων και κυρίως, ότι ήταν διατεθειμένοι να του μεταβιβάσουν ποσοστό της εταιρείας, μέχρι 30% αυτής. Ακολούθησαν διάφορες συζητήσεις και τελικά οι κατηγορούμενοι και ο μηνυτής συμφώνησαν να τους καταβάλει ο τελευταίος το χρηματικό ποσόν των 80.000.000 δρχ. τμηματικά, σε χρονικό διάστημα 2-3 μηνών και αυτοί να του μεταβιβάσουν το ποσοστό των 30% των μετοχών της εταιρείας τους. Μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας, οι κατηγορούμενοι ζήτησαν από το μηνυτή να τους καταβάλει το ποσόν των 40.000 ευρώ, υπό τη μορφή της προκαταβολής του συμφωνηθέντος ποσού, ποσόν το οποίο αυτός τους κατέβαλε στις 15-10-2002, στις 30-10-2002 δε τους κατέβαλε άλλες 60.000 ευρώ και έλαβε ως εγγύηση δύο επιταγές της εταιρείας με πληρώτρια την EUROBANK, υπογεγραμμένες από τον πρώτο κατηγορούμενο, ήτοι τις υπ' αριθ. .... και ........, ποσού 40.000 και 60.000 ευρώ και με χρόνο έκδοσης τις 20-3-2003 και 29-3-2003, αντίστοιχα. Στα πλαίσια της συμφωνίας, κατά το μήνα Νοέμβριο του 2002, ο μηνυτής κατέβαλε σταδιακά στους κατηγορουμένους άλλες 80.000 ευρώ, στις 12-12-2002 το ποσόν των 79.400 ευρώ, με έκδοση τριών επιταγών, της CITIBANK, ήτοι των υπ' αριθ.: ....., με χρόνο έκδοσης την 27-1-2003, ποσού 23.400 ευρώ, 2. ......., με χρόνο έκδοσης την 15-3-2003, ποσού 28.000 ευρώ και 3. ....., με χρόνο έκδοσης την 15-4-2003, ποσού 28.000 ευρώ, υπογράφηκε δε και το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του μηνυτή και του πρώτου των κατηγορουμένων, στο οποίο αναφέρονται τα ποσά που είχε καταβάλει ο μηνυτής, καθώς επίσης και εγγράφως πλέον διατυπώθηκαν τα εξής: "...για την είσοδο του με ποσοστό 30% της εταιρείας", ενώ στο τέλος του εγγράφου αναφέρονται τα εξής: "Σε περίπτωση μη συμφωνίας η εταιρεία θα πρέπει να επιστρέψει τα χρήματα εν ευθέτω χρόνω". Από το κείμενο του εγγράφου αυτού αποδεικνύεται αφενός μεν ο λόγος για τον οποίο χορηγήθηκαν τα ως άνω ποσά στους κατηγορουμένους, αφετέρου δε οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να επιστρέψουν το ως άνω ποσόν, σε περίπτωση αποτυχίας των συμφωνηθέντων, υφισταμένης αναβλητικής αίρεσης (άρθρο 201 του ΑΚ). Οι κατηγορούμενοι όμως παρά τις προφορικές και έγγραφες διαβεβαιώσεις περί μεταβίβασης των ως άνω στο μηνυτή, συνεχώς ανέβαλαν την τήρηση των συμφωνηθέντων, με διάφορες δικαιολογίες. Παρά ταύτα όμως ο μηνυτής και πάλι θέλησε να βοηθήσει την εταιρεία, διότι είχε πεισθεί από τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων και μάλιστα σε κάθε στάδιο καταβολής των χρημάτων, παράδοσης επιταγών κλπ, ότι η οικονομική αδυναμία τους ήταν πρόσκαιρη και με απώτερο σκοπό να εξασφαλίσει τα ήδη καταβληθέντα ως άνω χρηματικά ποσά, παρέδωσε στους κατηγορουμένους άλλες πέντε επιταγές, ήτοι τις υπ' αριθ.: 1. ...., ποσού 9.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 27-2-2003, 2. ....., ποσού 15.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 27-2-2003, 3. 6..., ποσού 7.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 30-3-2003, 4. ....., ποσού 6.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 1^-2003 και 5. ......, ποσού 2.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 15-4-2003, όλες με πληρώτρια την ALPHA BANK, υπογράφηκε δε έτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ των αυτών ως άνω προσώπων και με χρόνο την 18-2-2003, στο οποίο αναγραφόταν ότι οι επιταγές αυτές δόθηκαν για ταμειακή εξυπηρέτηση της εταιρείας, ότι οι κατηγορούμενοι θα επέστρεφαν στο μηνυτή τις επιταγές των 28.000 ευρώ που αυτός τους είχε παραδώσει στις 12-12-2002, ενώ ήδη του επέστρεψαν την επιταγή των 23.400 ευρώ που είχε παραδοθεί την ίδια ημέρα, κατά τα προαναφερθέντα. Οι κατηγορούμενοι όμως, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του μηνυτή, δεν του μεταβίβασαν το εταιρικό μερίδιο, κατά τα συμφωνηθέντα, αλλά ούτε του επέστρεψαν τα χρήματα που τους είχε καταβάλει και τις ως άνω επιταγές και ακολούθως, όταν δεν μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά, του αποκάλυψαν ότι η εταιρεία τους αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα, ήταν υπερχρεωμένη, δεν είχε αναλάβει κανένα από τα ως άνω έργα και αδυνατούσαν κατόπιν αυτών να του επιστρέψουν τα καταβληθέντα, αποδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό ότι είχαν ψευδώς παραστήσει τα ανωτέρω στο μηνυτή, ο οποίος είχε παραπλανηθεί, είχε συμφωνήσει τα προαναφερθέντα και τους είχε καταβάλει τα ανωτέρω ποσά κλπ. Εν τω μεταξύ οι κατηγορούμενοι είχαν κυκλοφορήσει τις δύο επιταγές της CITIBANK, τις οποίες ο μηνυτής είχε παραδώσει στους κατηγορουμένους, καθώς και εκείνες με πληρώτρια την ALPHA BANK, με αποτέλεσμα να έχουν σφραγισθεί λόγω ελλείψεως κεφαλαίων και οι κομιστές να στρέφονται εναντίον του προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του, ενώ για κάποιες εξ αυτών έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής (βλ. σχετικά έγγραφα επισυναφθέντα στην παρούσα από το μηνυτή). Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης, αλλά και με το υπόμνημα που υπέβαλαν κατά την άσκηση της έφεσης, ισχυρίζονται ότι είχαν δανεισθεί από τον κατηγορούμενο το ποσόν των 100.000 ευρώ, εκ των οποίων του έχουν επιστρέψει τα 80.000, του έδωσαν ως εγγύηση δύο ισόποσες επιταγές και έκτοτε δεν τους κατέβαλε άλλον χρηματικό ποσόν και αυτός για το ποσόν αυτό τους ζητούσε τόκους και ότι αυτοί του κατέβαλαν ως τόκο το ποσόν των 3.500 ευρώ, σε διάστημα 15 ημερών από τη σύναψη του δανείου. Ότι για το ποσόν του δανείου ο μηνυτής τους ζητούσε υπέρογκους τόκους και μάλιστα αυτό αποδεικνύεται από τις επιταγές, τις οποίες ανανέωνε και επειδή οι κατηγορούμενοι δεν ήθελαν να δημιουργήσουν δυσμενή στοιχεία στην τράπεζα, διότι ήθελαν να αναλάβουν το πρώτο των προαναφερθέντων έργων, υπέκυπταν στους εκβιασμούς του μηνυτή και αναγκάζονταν να του χορηγούν τις αποδείξεις που αυτός ζητούσε, ότι οι τρεις επιταγές της CITIBANK, ήταν επιταγές ευκολίας και αυτή του ποσού των 23.400 ευρώ, την είχε παραλάβει ο ίδιος, ενώ οι άλλες δεν έχουν πληρωθεί. Οι κατηγορούμενοι αναφέρουν ακόμη ότι οι επιταγές της ALPHA BANK, ήταν και αυτές επιταγές ευκολίας και δεν πληρώθηκαν, ότι το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό το υπέγραψε ο πρώτος, υποκύπτοντας στον εκβιασμό του μηνυτή ότι θα σφραγίσει τις επιταγές και ότι τις δύο πρώτες τις είχαν δώσει ως εγγύηση του δανείου που τους είχε χορηγήσει και ακόμη για να έχει μια καλή δικαιολογία για να μην τον κατηγορήσουν για τοκογλυφία, ότι συνεργάζονταν με τη "......" και αυτό προκύπτει από έγγραφα τα οποία επισύναψαν στην παρούσα και τέλος ότι δεν έκαναν λόγο στο μηνυτή για το δεύτερο των προαναφερθέντων έργων.Τα ανωτέρω όμως κρίνονται αναληθή και τούτο διότι: 1.Αποδεικνύεται εξ εγγραφών η αναγνώριση εισόδου του μηνυτή στην εταιρεία, κατά τα προαναφερθέντα. 2.Αποδεικνύεται εκ των ως άνω εγγράφων, αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν παραστήσει ψευδώς στο μηνυτή ότι είχαν ήδη αναλάβει την εκτέλεση των προαναφερθέντων δύο έργων και εξ αιτίας αυτών ο μηνυτής πείσθηκε και κατέβαλε τα ανωτέρω ποσά στους κατηγορουμένους και συνολικά αυτό των 275.000 ευρώ. Η κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, δεν ήταν άμεση και πρόσκαιρη, διότι, πέραν των άλλων, δεν πληρώθηκαν επιταγές και ασφαλώς δεν ήταν δυνατή η προκαταβολή από την "ανάληψη" των ως άνω έργων, διότι οι κατηγορούμενοι και η εταιρεία τους δεν τα είχαν αναλάβει. 3.Δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι επιχειρηματίες, είναι δυνατόν αφενός μεν να υποκύπτουν στους εκβιασμούς ενός δανειστή, στον οποίο, όπως ισχυρίζονται, τελικά το οφείλουν το ποσόν των 20.000 ευρώ και αφετέρου ότι δεν απαιτούσαν με την καταβολή των ποσών που ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν, να μην απαιτούν την έκδοση απόδειξης και εν πάση περιπτώσει να μην ζητούν δικαστική προστασία έναντι του "τοκογλύφου". 4. Δεν είναι δυνατόν να ψεύδονται όλοι οι μάρτυρες, κάποιοι εκ των οποίων μάλιστα έχουν άμεση αντίληψη του τρόπου με τον οποίον συναλλάσσονταν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι δεν ήταν οι άπραγοι και άδολοι επιχειρηματίες, φέρονται να έχουν "εξαπατήσει" και άλλα φυσικά πρόσωπα, στα πλαίσια των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων (βλ. ένορκες καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα). 5.Υφίσταται εξάλλου αληθής συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της απάτης και της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, κατά τα ας την αρχή της παρούσης εκτεθέντα. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι οι κατηγορούμενοι ψευδώς και κατ' εξακολούθηση παρέστησαν στον εγκαλούντα τα ανωτέρω γεγονότα, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό να τον παραπλανήσουν και να καρπωθούν, όπως και καρπώθηκαν παρανόμως το χρηματικό ποσόν των 275.000 ευρώ, σε μετρητά και από επιταγές, το ποσόν των οποίων κλήθηκε, να πληρώσει ο μηνυτής. Ο εγκαλών παραπλανήθηκε από τις ψευδείς παραστάσεις και κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ως άνω ποσόν, αν δε γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών, δεν θα προέβαινε στην καταβολή του καθώς και στην έκδοση των προαναφερθεισών επιταγών. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν έσφαλε και ορθώς αποφάνθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο οποίο κατά τα λοιπά αναφερόμεθα, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος των εκκαλούντων και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών), για να δικασθούν για απάτη από κοινού και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρα 1, 13 εδ. στ, 26 παρ. 1σ, 27 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1β,3β του ΠΚ). Συνεπώς οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει να απορριφθούν κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, ενώ δεν συντρέχει λόγος διενέργειας περαιτέρω κυρίας ανάκρισης ή αναστολής της παρούσης ποινικής διαδικασίας μέχρι πέρατος εκκρεμούσης πολιτικής δίκης (βλ. σχετικά αιτήματα των εκκαλούντων στο από 9-3-2007 υπόμνημα τους). VI) Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (αρ. 386 §§ 1β και 3β Π.Κ.) για το οποίο εκρίθησαν παραπεμπτέοι, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Αφού παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα περιγράφει την γνωριμία του μηνυτή με τον 2ο των κατηγορουμένων ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν μέτοχος της ΚΑΡΔΑΜ ΑΒΕΤΕ με αντικείμενο εργασιών την κατασκευή προκατασκευασμένων ξύλινων κατοικιών, ότι οι εργασίες της εταιρείας πήγαιναν πολύ καλά, αυτή είχε εξασφαλίσει την ανάληψη ολυμπιακού έργου 3.200 προκατασκευασμένων κατοικιών στην περιοχή ..... Αττικής προϋπολογισμού 32.000.000.000 δρχ. ως και 700 προκατασκευασμένες κατοικίες του Συλλόγου Αστυνομικών στην ... Αττικής του πρότεινε συνεργασία, τον έφερε σε επαφή με τον 1ο κατηγορούμενο και αμφότεροι του παρέστησαν ψευδώς ότι είχαν γνωριμίες με διάφορους υπουργούς, την Δ1, με στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ, καθώς και στενή συνεργασία με μεγάλες με μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες όπως την ...... η εταιρεία τους είχε μεγάλη δυναμική ανάπτυξης, αλλά αντιμετώπιζε άμεσες οικονομικές ανάγκες που έπρεπε να καλυφθούν και υπήρχε πρόβλημα ρευστότητας μέχρι να λάβουν κάποια προκαταβολή για το έργο στον .... ενώ εντωμεταξύ έπρεπε να προετοιμαστούν υλικοτεχνικά, και γι' αυτό πρότειναν στον μηνυτή να τους χρηματοδοτήσει με αντάλλαγμα την μεταβίβαση σ' αυτόν του 30% των μετοχών της εταιρείας τους και έτσι τον έπεισαν να τους καταβάλλει μετρητά την 15-10-2002 40.000 Ευρώ, την 30-10-2002 60.000 Ευρώ, τον Νοέμβριο 2002 ποσό 80.000 Ευρώ και στις 12-12-2002 το ποσό των 79.400 Ευρώ με τρεις επιταγές της Τράπεζας CITIBANK ως ειδικότερα εκτίθεται. Μάλιστα στις ..... υπεγράφη ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του μηνυτή και 1ου κατηγορουμένου στο οποίο αναφέρονται τα ποσά που κατεβλήθησαν και η διατύπωση: "... για την είσοδό του με ποσοστό 30% της εταιρείας". Οι κατηγορούμενοι ανέβαλαν την μεταβίβαση και ο μηνυτής θέλησε να βοηθήσει την εταιρεία επειδή είχε πεισθεί από τις διαβεβαιώσεις τους ότι η οικονομική αδυναμία ήταν πρόσκαιρη προέβη και στις επιπλέον καταβολές ως με σαφήνεια εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Προσδιορίζεται ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις του μηνυτή δεν του μετεβίβασαν το εταιρικό μερίδιο, ούτε του επέστρεψαν τα χρήματα (πλην μιας επιταγής 23.400 Ευρώ) και ότι του απεκάλυψαν πως η εταιρεία αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα, ήταν υπερχρεωμένη, δεν είχε αναλάβει κανένα από τα ως άνω έργα και αδυνατούσαν να του επιστρέψουν τα καταβληθέντα. Δηλαδή, το βούλευμα εκθέτει τί παρέστησαν ψευδώς οι κατηγορούμενοι στον μηνυτή (πολύ καλή οικονομική κατάσταση της εταιρείας με παροδική δυσχέρεια στην ρευστότητα, ανάληψη μεγάλων έργων, σκοπός να τον καταστήσουν μέτοχο εις το 30% αυτής, ενώ η εταιρεία ήταν υπερχρεωμένη, δεν είχε αναλάβει κανένα από τα έργα) με συνέπεια να πεισθεί αυτός στις ψευδείς διαβεβαιώσεις αυτών να τους καταβάλει διαδοχικά τα προσδιοριζόμενα ποσά που συνολικά υπερβαίνουν τις 73.000 Ευρώ, τα οποία αυτοί ωφελήθηκαν παράνομα με αντίστοιχη οικονομική ζημία του μηνυτή (Α.Π. 430/2000 Π.Δ/σύνη 7/2000 σελ. 790, Α.Π. 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ/232, Α.Π. 1924/97 Π.Χρ. ΜΗ/648). Η διαβεβαίωση των κατηγορουμένων για συμμετοχή του μηνυτή στην εταιρεία τους κατά ποσοστό 30% ναι μεν συνιστούσε υπόσχεση για το μέλλον, πλην όμως αυτή συνοδεύετο ταυτόχρονα από ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις γεγονότων που αναφέροντο στο παρόν (πολύ καλή οικονομική κατάσταση της εταιρείας με πρόσκαιρη δυσχέρεια στην ρευστότητα, ανάληψη μεγάλων έργων), έτσι ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανισθείσα ψευδή πραγματική κατάσταση (Συμβ. Α.Π. 5/2001 Π.Χρ. ΝΑ/591). Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα κρισιολόγησε και απέκρουσε αιτιολογημένα με επάλληλους συλλογισμούς τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων και έκανε αναφορά στο υποκειμενικό στοιχείο. Τέλος η απόρριψη του αιτήματος για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως ή αναστολής της ποινικής διαδικασίας μέχρι πέρατος εκκρεμούσης πολιτικής δίκης έχει σχέση με εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και ανάγεται στην περί πραγμάτων κρίση του, που δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Συνεπώς ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε (με το προσβαλλόμενο βούλευμα) τις εφέσεις των κατηγορουμένων και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα και κατ' ακολουθία τούτων θα πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω. 1) Να απορριφθούν οι υπ' αρ. 1,2/23-7-2007 (ενώπιον του Γραμμ. Ειρηνοδικείου Κω με αρ. βιβλίου αναιρέσεως Εφετείου Αθηνών 170,171/2007) αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 και 2) Χ1 κατά του υπ' αρ. 1266/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 14-12-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες με αριθμό 1/23-7-2007 και 2/23-7-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, των: α) Χ2 και β) Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1266/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων, κατά του υπ' αριθμό 249/25-1-2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι ως άνω αναιρεσείοντες, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, από κοινού, και από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση,( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση τη εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, που το εξέδωσε, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τη χωρίς όρκο κατάθεση του εγκαλούντα, τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο μηνυτής Ψ1 και ο δεύτερος των εγκαλούντων γνωρίζονταν από ετών. Ο μηνυτής είχε καλή οικονομική επιφάνεια και ρευστότητα χρημάτων, την οποία προφανώς γνώριζε ο Χ1. Τα κεφάλαια του μηνυτή προήρχοντο από τις ενασχολήσεις του με πλοία επί αρκετά έτη, καθώς, και από την πώληση ενός οικοπέδου του στην περιοχή της ....., ενώ συνταξιοδοτείτο από το NAT. Ο μηνυτής ενδιαφερόταν να επενδύσει τα κεφάλαια του, σε ασφαλή και αποδοτική επένδυση. Κατά το θέρος του έτους 2002, οι δύο ως άνω άνδρες (μηνυτής και δεύτερος των κατηγορουμένων), συναντήθηκαν τυχαία στο χρυσοχοείο του κοινού γνωστού τους Γ1, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή .... Αττικής και ο Χ1 είπε στο μηνυτή ότι ήταν μέτοχος της ανώνυμης τεχνικής-κατασκευαστικής εταιρείας, με την επωνυμία: "ΚΑΡΔΑΜ ΑΒΕΤΕ", αντικείμενο εργασιών της οποίας ήταν η κατασκευή προκατασκευασμένων ξύλινων κατοικιών. Ο Χ1 είπε ακόμη στο μηνυτή, ότι οι εργασίες της εταιρείας πήγαιναν πάρα πολύ καλά και είχε καλή φήμη στην αγορά, μεγάλο πελατολόγιο και ότι είχε εξασφαλίσει την ανάληψη ολυμπιακού έργου 3.200 προκατασκευασμένων κατοικιών στην περιοχή του ..... Αττικής, προϋπολογισμού 32.000.000.000 δρχ. και ακόμη ότι ήταν όλα έτοιμα για την ανάληψη έργου κατασκευή 700 προκατασκευασμένων κατοικιών του Συλλόγου Αστυνομικών στην ..... Αττικής και του πρότεινε να συνεργασθούν οικονομικά, ήτοι να διευκολυνθεί η εταιρεία οικονομικά, μέχρις ότου εισπράξει χρήματα από την ανάληψη των ως άνω έργων, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του (του μηνυτή) στην εταιρεία και τη μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου στο όνομα του. Ο Χ1, προς επίτευξη του σκοπού του, πρότεινε στο μηνυτή να συναντηθούν με τον πρώτο των κατηγορουμένων, συνεταίρο του, συνιδιοκτήτη και Πρόεδρο της ως άνω εταιρείας. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε κατά το μήνα Αύγουστο του 2002, στα γραφεία της εταιρείας, που βρίσκονται στη ..... και ο πρώτος των κατηγορουμένων, επανέλαβε τα όσα είχε πει ο δεύτερος στο μηνυτή, ως προς την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, την ανάληψη των έργων κλπ. Προσέτι δε, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι διαβεβαίωσαν το μηνυτή, ότι διέθεταν γνωριμίες σε κυβερνητικό επίπεδο, γνώριζαν διάφορους Υπουργούς, ότι είχαν στενή σχέση με την Δ1 και στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ, καθώς και συνεργασία με μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, όπως τη "....." και ότι η εταιρεία τους είχε μεγάλη δυναμική ανάπτυξης. Οι κατηγορούμενοι, ακολούθως, προσκάλεσαν το μηνυτή να επισκεφθεί τις εγκαταστάσεις της εταιρείας, στο ...... Αττικής, επίσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε και εκεί οι κατηγορούμενοι τον ξενάγησαν και του έδειξαν κάποιες προκατασκευασμένες κατοικίες, η όλη δε εικόνα των εγκαταστάσεων ήταν πολύ καλή. Ο μηνυτής ρώτησε τους κατηγορουμένους το λόγο, για τον οποίο επιζητούσαν χρηματοδότηση, αφού η εταιρεία τους, όπως τον είχαν διαβεβαιώσει, ήταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση και με προοπτικές και αυτοί απάντησαν ότι είχαν κάποιες άμεσες οικονομικές ανάγκες, τις οποίες έπρεπε να καλύψουν και ακόμη ότι έπρεπε να προετοιμασθούν υλικοτεχνικά, μέχρις ότου λάβουν προκαταβολή από τα την ανάληψη του δεύτερου των προαναφερθέντων έργων. Ο μηνυτής ρώτησε ακόμη τους κατηγορουμένους για ποιο λόγο δεν απευθύνονταν σε Τράπεζα για να εξασφαλίσουν το δάνειο και αυτοί απάντησαν ότι η εταιρεία αντιμετώπιζε πρόβλημα προσωρινής ρευστότητας, δεν ήθελαν δε να την επιβαρύνουν με τραπεζικά δάνεια και τους κινδύνους που απέρρεαν από αυτά. Με τις παραστάσεις αυτές, έπεισαν το μηνυτή να τους χρηματοδοτήσει, αναφέροντάς του, εκτός των άλλων και κυρίως, ότι ήταν διατεθειμένοι να του μεταβιβάσουν ποσοστό της εταιρείας, μέχρι 30% αυτής. Ακολούθησαν διάφορες συζητήσεις και, τελικά, οι κατηγορούμενοι και ο μηνυτής συμφώνησαν να τους καταβάλει ο τελευταίος το χρηματικό ποσόν των 80.000.000 δρχ. τμηματικά, σε χρονικό διάστημα 2-3 μηνών και αυτοί να του μεταβιβάσουν το ποσοστό των 30% των μετοχών της εταιρείας τους. Μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας, οι κατηγορούμενοι ζήτησαν από το μηνυτή, να τους καταβάλει το ποσόν των 40.000 ευρώ, υπό τη μορφή της προκαταβολής του συμφωνηθέντος ποσού, ποσόν το οποίο αυτός τους κατέβαλε στις 15-10-2002, στις 30-10-2002 δε τους κατέβαλε άλλες 60.000 ευρώ και έλαβε ως εγγύηση δύο επιταγές της εταιρείας με πληρώτρια την EUROBANK, υπογεγραμμένες από τον πρώτο κατηγορούμενο, ήτοι τις υπ' αριθ. .... και ....., ποσού 40.000 και 60.000 ευρώ και με χρόνο έκδοσης τις 20-3-2003 και 29-3-2003, αντίστοιχα. Στα πλαίσια της συμφωνίας, κατά το μήνα Νοέμβριο του 2002, ο μηνυτής κατέβαλε σταδιακά στους κατηγορουμένους άλλες 80.000 ευρώ, στις 12-12-2002 το ποσόν των 79.400 ευρώ, με έκδοση τριών επιταγών, της CITIBANK, ήτοι των υπ' αριθ.: 1......, με χρόνο έκδοσης την 27-1-2003, ποσού 23.400 ευρώ, 2. ....., με χρόνο έκδοσης την 15-3-2003, ποσού 28.000 ευρώ και 3. ......, με χρόνο έκδοσης την 15-4-2003, ποσού 28.000 ευρώ, υπογράφηκε δε και το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του μηνυτή και του πρώτου των κατηγορουμένων, στο οποίο αναφέρονται τα ποσά, που είχε καταβάλει ο μηνυτής, καθώς επίσης και εγγράφως πλέον διατυπώθηκαν τα εξής: "...για την είσοδο του με ποσοστό 30% της εταιρείας", ενώ στο τέλος του εγγράφου αναφέρονται τα εξής: "Σε περίπτωση μη συμφωνίας η εταιρεία θα πρέπει να επιστρέψει τα χρήματα εν ευθέτω χρόνω". Από το κείμενο του εγγράφου αυτού, αποδεικνύεται, αφενός μεν, ο λόγος για τον οποίο χορηγήθηκαν τα ως άνω ποσά στους κατηγορουμένους, αφετέρου δε, οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να επιστρέψουν το ως άνω ποσόν, σε περίπτωση αποτυχίας των συμφωνηθέντων, υφισταμένης αναβλητικής αίρεσης (άρθρο 201 του ΑΚ). Οι κατηγορούμενοι, όμως, παρά τις προφορικές και έγγραφες διαβεβαιώσεις, περί μεταβίβασης των ως άνω στο μηνυτή, συνεχώς ανέβαλαν την τήρηση των συμφωνηθέντων, με διάφορες δικαιολογίες. Παρά ταύτα, όμως, ο μηνυτής και πάλι θέλησε να βοηθήσει την εταιρεία, διότι είχε πεισθεί από τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων και μάλιστα σε κάθε στάδιο καταβολής των χρημάτων, παράδοσης επιταγών κλπ, ότι η οικονομική αδυναμία τους, ήταν πρόσκαιρη και με απώτερο σκοπό να εξασφαλίσει τα ήδη καταβληθέντα ως άνω χρηματικά ποσά, παρέδωσε στους κατηγορουμένους άλλες πέντε επιταγές, ήτοι τις υπ' αριθ.: 1. ...., ποσού 9.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 27-2-2003, 2. ...., ποσού 15.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 27-2-2003, 3. ....., ποσού 7.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 30-3-2003, 4. ....., ποσού 6.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 1-2003 και 5. ....., ποσού 2.000 ευρώ, με χρόνο έκδοσης την 15-4-2003, όλες με πληρώτρια την ALPHA BANK, υπογράφηκε δε έτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ των αυτών ως άνω προσώπων και με χρόνο την ......, στο οποίο αναγραφόταν ότι οι επιταγές αυτές δόθηκαν για ταμειακή εξυπηρέτηση της εταιρείας, ότι οι κατηγορούμενοι θα επέστρεφαν στο μηνυτή τις επιταγές των 28.000 ευρώ, που αυτός τους είχε παραδώσει στις 12-12-2002, ενώ ήδη του επέστρεψαν την επιταγή των 23.400 ευρώ που είχε παραδοθεί την ίδια ημέρα, κατά τα προαναφερθέντα. Οι κατηγορούμενοι, όμως, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του μηνυτή, δεν του μεταβίβασαν το εταιρικό μερίδιο, κατά τα συμφωνηθέντα, αλλά ούτε του επέστρεψαν τα χρήματα, που τους είχε καταβάλει και τις ως άνω επιταγές και ακολούθως, όταν δεν μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά, του αποκάλυψαν ότι η εταιρεία τους αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα, ήταν υπερχρεωμένη, δεν είχε αναλάβει κανένα από τα ως άνω έργα και αδυνατούσαν κατόπιν αυτών να του επιστρέψουν τα καταβληθέντα, αποδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό ότι είχαν ψευδώς παραστήσει τα ανωτέρω στο μηνυτή, ο οποίος είχε παραπλανηθεί, είχε συμφωνήσει τα προαναφερθέντα και τους είχε καταβάλει τα ανωτέρω ποσά κλπ. Εν τω μεταξύ, οι κατηγορούμενοι είχαν κυκλοφορήσει τις δύο επιταγές της CITIBANK, τις οποίες ο μηνυτής είχε παραδώσει στους κατηγορουμένους, καθώς και εκείνες με πληρώτρια την ALPHA BANK, με αποτέλεσμα να έχουν σφραγισθεί, λόγω ελλείψεως κεφαλαίων και οι κομιστές να στρέφονται εναντίον του προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του, ενώ για κάποιες εξ αυτών έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής (βλ. σχετικά έγγραφα επισυναφθέντα στην παρούσα από το μηνυτή). Οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης, αλλά και με το υπόμνημα που υπέβαλαν κατά την άσκηση της έφεσης, ισχυρίζονται ότι είχαν δανεισθεί από τον κατηγορούμενο το ποσόν των 100.000 ευρώ, εκ των οποίων του έχουν επιστρέψει τα 80.000, του έδωσαν, ως εγγύηση, δύο ισόποσες επιταγές και έκτοτε δεν τους κατέβαλε άλλον χρηματικό ποσόν και αυτός για το ποσόν αυτό τους ζητούσε τόκους και ότι αυτοί του κατέβαλαν ως τόκο το ποσόν των 3.500 ευρώ, σε διάστημα 15 ημερών από τη σύναψη του δανείου. Ότι για το ποσόν του δανείου ο μηνυτής τους ζητούσε υπέρογκους τόκους και μάλιστα αυτό αποδεικνύεται από τις επιταγές, τις οποίες ανανέωνε και επειδή οι κατηγορούμενοι δεν ήθελαν να δημιουργήσουν δυσμενή στοιχεία στην τράπεζα, διότι ήθελαν να αναλάβουν το πρώτο των προαναφερθέντων έργων, υπέκυπταν στους εκβιασμούς του μηνυτή και αναγκάζονταν να του χορηγούν τις αποδείξεις που αυτός ζητούσε, ότι οι τρεις επιταγές της CITIBANK, ήταν επιταγές ευκολίας και αυτή του ποσού των 23.400 ευρώ, την είχε παραλάβει ο ίδιος, ενώ οι άλλες δεν έχουν πληρωθεί. Οι κατηγορούμενοι, αναφέρουν ακόμη ότι οι επιταγές της ALPHA BANK, ήταν και αυτές επιταγές ευκολίας και δεν πληρώθηκαν, ότι το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό το υπέγραψε ο πρώτος, υποκύπτοντας στον εκβιασμό του μηνυτή ότι θα σφραγίσει τις επιταγές και ότι τις δύο πρώτες τις είχαν δώσει ως εγγύηση του δανείου που τους είχε χορηγήσει και ακόμη για να έχει μια καλή δικαιολογία για να μην τον κατηγορήσουν για τοκογλυφία, ότι συνεργάζονταν με τη "....." και αυτό προκύπτει από έγγραφα τα οποία επισύναψαν στην παρούσα και τέλος ότι δεν έκαναν λόγο στο μηνυτή για το δεύτερο των προαναφερθέντων έργων. Τα ανωτέρω όμως κρίνονται αναληθή και τούτο διότι: 1.Αποδεικνύεται εξ' εγγραφών, η αναγνώριση εισόδου του μηνυτή στην εταιρεία, κατά τα προαναφερθέντα. 2.Αποδεικνύεται εκ των ως άνω εγγράφων, αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν παραστήσει ψευδώς στο μηνυτή, ότι είχαν ήδη αναλάβει την εκτέλεση των προαναφερθέντων δύο έργων και, εξ'αιτίας αυτών, ο μηνυτής πείσθηκε και κατέβαλε τα ανωτέρω ποσά στους κατηγορουμένους και συνολικά αυτό των 275.000 ευρώ. Η κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, όπως, εκ των υστέρων, αποδείχθηκε, δεν ήταν άμεση και πρόσκαιρη, διότι, πέραν των άλλων, δεν πληρώθηκαν επιταγές και ασφαλώς, δεν ήταν δυνατή η προκαταβολή από την "ανάληψη" των ως άνω έργων, διότι οι κατηγορούμενοι και η εταιρεία τους δεν τα είχαν αναλάβει. 3.Δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι επιχειρηματίες, είναι δυνατόν, αφενός μεν, να υποκύπτουν στους εκβιασμούς ενός δανειστή, στον οποίο, όπως ισχυρίζονται, τελικά το οφείλουν το ποσόν των 20.000 ευρώ και, αφετέρου, ότι δεν απαιτούσαν με την καταβολή των ποσών που ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν, να μην απαιτούν την έκδοση απόδειξης και εν πάση περιπτώσει να μην ζητούν δικαστική προστασία έναντι του "τοκογλύφου". 4. Δεν είναι δυνατόν να ψεύδονται όλοι οι μάρτυρες, κάποιοι εκ των οποίων μάλιστα έχουν άμεση αντίληψη του τρόπου με τον οποίον συναλλάσσονταν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι δεν ήταν οι άπραγοι και άδολοι επιχειρηματίες, φέρονται να έχουν "εξαπατήσει" και άλλα φυσικά πρόσωπα, στα πλαίσια των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων (βλ. ένορκες καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα). 5.Υφίσταται, εξάλλου, αληθής συρροή μεταξύ των εγκλημάτων της απάτης και της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, κατά τα ας την αρχή της παρούσης εκτεθέντα. Από τα προεκτεθέντα, συνάγεται ότι οι κατηγορούμενοι ψευδώς και κατ' εξακολούθηση παρέστησαν στον εγκαλούντα τα ανωτέρω γεγονότα, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό να τον παραπλανήσουν και να καρπωθούν, όπως και καρπώθηκαν παρανόμως το χρηματικό ποσόν των 275.000 ευρώ, σε μετρητά και από επιταγές, το ποσόν των οποίων κλήθηκε, να πληρώσει ο μηνυτής. Ο εγκαλών παραπλανήθηκε από τις ψευδείς παραστάσεις και κατέβαλε στους κατηγορούμενους το ως άνω ποσόν, αν δε γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών, δεν θα προέβαινε στην καταβολή του καθώς και στην έκδοση των προαναφερθεισών επιταγών. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δεν έσφαλε και ορθώς αποφάνθηκε, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, στο οποίο κατά τα λοιπά, αναφερόμεθα, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος των εκκαλούντων και τους παρέπεμψε στο αρμόδιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών), για να δικασθούν για απάτη από κοινού και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρα 1, 13 εδ. στ, 26 παρ. 1σ, 27 παρ. 1, 98, 386 παρ. 1β,3β του ΠΚ). Συνεπώς, οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει να απορριφθούν κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, ενώ δεν συντρέχει λόγος διενέργειας περαιτέρω κυρίας ανάκρισης ή αναστολής της παρούσης ποινικής διαδικασίας μέχρι πέρατος εκκρεμούσης πολιτικής δίκης (βλ. σχετικά αιτήματα των εκκαλούντων στο από 9-3-2007 υπόμνημά τους). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των αναιρεσειόντων και απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις τους, που άσκησαν κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν, ως υπαίτιοι απάτης κατ' εξακολούθηση, από κοινού και κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος πλέον των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε σ' αυτό την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο ακροατήριο, επίσης τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 386 παρ.1 και 3β του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφήρμοσε και ερμήνευσε και δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρεται αναλυτικά και με λεπτομέρεια με ποιο τρόπο οι αναιρεσείοντες, δρώντες από κοινού, παρέστησαν ψευδώς στους εγκαλούντες και σε γνώση της αναληθείας, συγκεκριμένα περιστατικά που προέκυψαν. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες, παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα, ότι διατηρούν ισχυρές γνωριμίες με πρόσωπα που μπορούν να επηρεάσουν τη ευνοϊκή γι' αυτούς εξέλιξη, της ανάθεσης σημαντικού αριθμού προκατασκευασμένων κατοικιών, προϋπολογισμού 32.000.000.000 δρχ, όπως, με την Δ1, υπεύθυνη κατά τον κρίσιμο χρόνο των Ολυμπιακών έργων, καθώς και με υπουργούς και με στελέχη του ΥΠΕΧΩΔΕ, χωρίς, όμως, αυτό να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να παραπειστεί στις ψευδείς διαβεβαιώσεις των αναιρεσειόντων, και να τους καταβάλει σε μετρητά και σε επιταγές, το συνολικό ποσό των 259.400 ευρώ, διαβεβαιώνοντάς τον παράλληλα, προς εξασφάλισή του, με τη μεταβίβαση προς αυτόν, ποσοστού από 30% επί του συνόλου των μετοχών της εταιρείας των. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες, παρέπεισαν ψευδώς τον εγκαλούντα, ότι η εταιρεία τους βρισκόταν σε ικανοποιητική οικονομική κατάσταση, παρά την πρόσκαιρη ρευστότητα, που αυτή αντιμετώπιζε, ενώ, στην πραγματικότητα αυτή, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό στον εγκαλούντα, την εντύπωση, ότι οι αξιώσεις του δεν είναι επισφαλείς και ότι δεν διατρέχουν πλέον κανένα κίνδυνο. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται ο κοινός δόλος των αναιρεσειόντων, οι οποίοι πέτυχαν, με τον τρόπο αυτό, οι ίδιοι μεν, παρανόμως, να επωφεληθούν το ως άνω ποσό των 259.400 ευρώ, ο δε εγκαλών να υποστεί περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο ως άνω χρηματικό ποσό. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με την, κατ' επίφαση, επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικότερα, ότι έναντι του ως άνω ποσού που ισχυρίζεται ο εγκαλών, ότι τους κατέβαλε, αυτοί (αναιρεσείοντες), ισχυρίζονται, ότι, λόγω δανείου έλαβαν από τον εγκαλούντα το ποσό των 100.000 ευρώ, από το οποίο, του έχουν ήδη καταβάλει, το ποσό των 80.000 ευρώ, και ότι στην υπογραφή του, από ........, ιδιωτικού συμφωνητικού, που φέρει την υπογραφή του πρώτου των αναιρεσειόντων και αυτή, του εγκαλούντος, για τη μεταβίβαση στον τελευταίο του ποσοστού 30% του συνόλου των μετοχών, προέβη, κατόπιν εκβιαστικών ενεργειών του εγκαλούντος, είναι απορριπτέες, ως απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την αναιρετική, περί τα πράγματα, ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι των αιτήσεων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και οι αιτήσεις στο σύνολό τους. Απορριπτομένων των αιτήσεων, πρέπει οι αναιρεσείοντες να καταδικαστούν, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα από αυτούς( άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις, από 23 Ιουλίου 2007 και με αριθμούς 1 και 2 αιτήσεις του Χ2 και Χ1για αναίρεση του υπ' αριθμό 1266/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα τους. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008 και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη από κοινού, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1, 3 ΠΚ). Αναιρέσεις με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία - ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει τις αναιρέσεις.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία.
0
Αριθμός 1393/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 206/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Αυγούστου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1518/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 20/18.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 11/21-8-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 206/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1.Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου με το υπ'αριθ. 14/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση και κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 206/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 7-8-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 21-8-2007 ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Πατρών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 11/21-8-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 ΚΠΔ, οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν σ'αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικώτερης αναφοράς του, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα χωριστά, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω και κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), ότι το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη το σύνολο αυτών και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής αυτών στις εφαρμοσθείσες από το συμβούλιο ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, καθώς και εκείνες που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, συντάσσεται το συμβούλιο. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β' Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφία κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από τη διάταξη αυτή που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή να προβεί στην κατάρτιση του πλαστού εγγράφου ή τη νόθευση του γνησίου εγγράφου και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως (ΑΠ 1413/2006). Η κατάρτιση πλαστού εγγράφου συντελείται με την εκ μέρους του δράστη έκδοση εγγράφου στο όνομα άλλου, ως εάν είχε από τον άλλον καταρτισθεί και εκδοθεί ή με την κατ'απομίμηση θέση της υπογραφής άλλου σε υπάρχον έγγραφο ή τέλος, με την κατάχρηση της εν λευκώ τεθείσας υπογραφής άλλου. Αντιθέτως η νόθευση συνίσταται στην αλλοίωση του περιεχομένου γνησίου κατ'αρχήν εγγράφου είτε από τρίτο, πλην του εκδότη, πρόσωπο, είτε από τον ίδιο τον εκδότη, όταν δεν έχει πλέον εξουσία μεταβολής της έννοιας του εγγράφου, διότι προέκυψε δικαίωμα τρίτου στη διατήρηση του αρχικού περιεχομένου. Κάθε μορφή είναι χωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι και οι δύο αφορούν έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση των δύο μορφών δεν ταυτίζεται, τα δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά τη φύση και το είδος. Η αλλοίωση (νόθευση) διαφοροποιείται από την κατάρτιση, ενόψει του ότι στη νόθευση απαιτείται υλική επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, ήτοι η κατάρτιση εξυπαρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνησίου, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως, διακρινόμενη σαφώς από την άλλη. Σε περίπτωση δε συνδρομής και των δύο τρόπων τελέσεως υπόκεινται δύο εγκλήματα, που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά (ΑΠ 415/2007, ΑΠ 787/2006, ΑΠ 2316/2005, ΑΠ 1935/2005, ΑΠ 759/1999). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ με σαφήνεια προκύπτει ότι για την ύπαρξη εγκλήματος κατ'εξακολούθηση απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως οι μερικώτερες πράξεις είναι όμοιες, κάθε μία δηλαδή να περιέχει τα συστατικά στοιχεία της ίδιας νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος. Η ομοιότητα, κατά την παραπάνω έννοια, καταφάσκεται όταν οι πράξεις είναι "φυσικώς ομοειδείς", δηλαδή συνίστανται στην ίδια υλική συμπεριφορά και όχι απλώς "νομικώς ομοειδείς", δηλαδή όταν αξιολογούνται ως συνιστώσες το ίδιο έγκλημα. Επομένως δεν υπάρχει κατ'εξακολούθηση έγκλημα μεταξύ περισσοτέρων πράξεων, άλλων μεν καταρτίσεως, άλλων δε νοθεύσεως εγγράφου, διότι πρόκειται για διαφορετικές αντικειμενικές υποστάσεις και κατ'ακολουθία ομοειδής πραγματική συρροή (ΑΠ 42/1982 ΠΧ ΛΒ' 767, ΑΠ 55/1982 ΠΧ ΛΒ' 778). Για τον λόγο μάλιστα αυτό, στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας και με τις δύο μορφές (καταρτίσεως και νοθεύσεως), κάθε μία από τις οποίες τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, προκειμένου να προσδοθεί κακουργηματικός χαρακτήρας στην όλη εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, όταν αυτός διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, να προσδιορίζεται ειδικώς ότι το συνολικό όφελος που σκόπευε να προσπορίσει ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ για κάθε μία χωριστά από τις δύο αυτές μορφές της πλαστογραφίας και όχι για το σύνολο της δραστηριότητάς του, αφού, στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατό οι μεν εξακολουθητικές πράξεις της πλαστογραφίας με την μορφή της καταρτίσεως να φέρουν τον χαρακτήρα του πλημμελήματος, αν για αυτές το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, οι δε εξακολουθητικές πράξεις του ίδιου εγκλήματος, που τελούνται με τη μορφή της νοθεύσεως, να φέρουν τον χαρακτήρα του κακουργήματος, αν για αυτές το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ ή και αντιστρόφως.. 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 206/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπομνήματά του, όχι όμως από τις καταθέσεις από 10-2-2005 των μαρτύρων υπεράσπισης Γ1, Γ2 και Γ3, την από 20-1-2005 απολογία του ανωτέρω κατηγορουμένου ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, διότι οι πράξεις αυτές ακυρώθηκαν με το υπ'αριθμ. 20/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, καθώς επίσης και από τις καταθέσεις του κατηγορουμένου κατά τις ένορκες διοικητικές εξετάσεις που έγιναν ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, κατ'άρθρο 31 παρ. 2 εδ. η' Κ.Π.Δ., αναλογικώς εφαρμοζόμενο, αφού η ένορκη διοικητική εξέταση εξομοιώνεται στο άρθρο 43 παρ. 1 εδ γ' Κ.Π.Δ. με την προκαταρκτική εξέταση (ΟΛΑΠ 1/2004 Π Χρ. ΝΕ'113), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ1 μετατάχθηκε στην Τοπική Υπηρεσία του ΟΑΕΔ Ναυπάκτου την ....... από την Ε.Α.Σ. Από το χρόνο μετατάξεώς του ανέλαβε το αντικείμενο των προγραμμάτων επιχορηγήσεως των Νέων Ελεύθερων Επαγγελματιών και των Νέων Θέσεων Εργασίας, που συγχρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή 'Ενωση. Μετά από ένα έτος περίπου διορίσθηκε προϊστάμενος της άνω υπηρεσίας. Ως προϊστάμενος δεν ήταν υποχρεωμένος ν' ασχολείται με συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας, παρά μόνο να ασκεί εποπτεία στους λοιπούς υπαλλήλους. Παρά ταύτα όμως και μετά τον διορισμό του εξακολουθούσε ν' ασχολείται αποκλειστικά με το παραπάνω αντικείμενο, ακόμα και όταν προσελήφθη τρίτος υπάλληλος το έτος 1992, ο Δ1. Ο τελευταίος ασχολούταν με το γραφείο ασφάλισης και υποστήριξης, μαζί με τη υπάλληλο Δ2 και με τις υποθέσεις των αλλοδαπών. Η υπάλληλος Δ2 ασχολούνταν με το πρόγραμμα stage. Επίσης την υπηρεσία στελέχωνα τρία εκπαιδευόμενα άτομα από το πρόγραμμα stage , η Δ3, η Δ4, η Δ5 και η Δ6 , ένα άτομο από το πρόγραμμα αντιρρησιών συνείδησης, ο Δ7 , καθώς και δύο καθαρίστριες, η Δ8 , στην οποία είχε ανατεθεί και η συμπλήρωση του βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου, όπου είχαν πρόσβαση και τα συμπλήρωναν και οι λοιποί υπάλληλοι και η Δ9 . Η υπάλληλος Δ2 όταν επέστρεψε στις 31-10-2001 από την άδεια μητρότητας ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου, οπότε ήλθαν στο γραφείο της επιχειρηματίες της ..... και συγκεκριμένα οι Ο1, Ο2 κλπ, και της είπαν τον τρόπο που χρημάτισαν τον κατηγορούμενο για να τον πείσουν να ενταχθούν σε πρόγραμμα, μάλιστα, ο Ο1 είπε ότι έχει κασέτα, ο δε Ο2 είπε ότι πήρε τα μισά χρήματα της επιχορήγησης. Κατόπιν τούτου οι υπάλληλοι Δ1 και Δ2 εξέφρασαν στο Γενικό Διευθυντή Υποστήριξης του ΟΑΕΔ, Ζ1 και στον Περιφερειακό Διευθυντή Πελοποννήσου Ζ2, υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος χρηματίζεται. Ακολούθως διενεργήθηκε έκτακτος έλεγχος τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2001, από τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Β1 και Β2 και στην συνέχεια ένορκη διοικητική εξέταση, σε εκτέλεση της υπ αριθμό ....... εντολής Διοίκησης του ΟΑΕΔ από την υπάλληλο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κ1 , καθώς και δεύτερη ένορκη διοικητική εξέταση, σε εκτέλεση της υπ αριθμό ........ εντολής του Διοικητή του ΟΑΕΔ, από την προϊσταμένη της ΤΥ ΟΑΕΔ Αγρινίου Κ2. Από τους ελέγχους αυτούς διαπιστώθηκαν πάρα πολλές αλλοιώσεις (οι περισσότερες με διορθωτικό υγρό bianco) στο περιεχόμενο του βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου, καθώς και στο βιβλίο ανέργων, οι οποίες σχετιζόταν με την ένταξη στα ανωτέρω προγράμματα ΝΘΕ και ΝΕΕ επιχειρήσεων και ανέργων που δεν δικαιούνταν επιχορήγησης για διαφόρους λόγους, όπως επιχειρήσεις που δεν απασχολούσαν εργαζομένους, άνεργοι που δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ ή δεν είχαν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ανεργίας ή περιπτώσεις εκπροθέσμων αιτήσεων. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος ως Προϊστάμενος της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ και ως αρμόδιος για την έγκριση της ένταξης επιχείρησεων και ανέργων στα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) προγράμματα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των Νέων Θέσεων Εργασίας (ΝΘΕ) και Νέων Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΝΕΕ) των ετών 1999 και 2000 με ελάχιστο όριο επιχορήγησης το ποσό των 1.600.000 δραχμών για ΝΕΕ, των 1.280.000 δραχμών για ΝΘΕ του 1999, και του 1.440.000 δραχμών για ΝΘΕ του 2000, εξακολουθητικά, αφ ενός κατάρτισε τα παρακάτω πλαστά έγγραφα, αφετέρου νόθευσε τα παρακάτω γνήσια έγγραφα, επιδιώκοντας με την χρήση όλων των εγγράφων αυτών να δημιουργήσει στα αρμόδια όργανα του ΟΑΕΔ και του Ελληνικού Δημοσίου την εσφαλμένη εντύπωση πως τα αναγραφόμενα στα (πλαστά και νοθευμένα) έγγραφα αυτά και τα παρακάτω αναφερόμενα άτομα και επιχειρήσεις πληρούσαν δήθεν τις προϋποθέσεις ένταξης στα ως άνω προγράμματα και πως δικαιούνταν τάχα επιχορηγήσεως για τις δήθεν Νέες Θέσεις Εργασίας (ΝΘΕ) ή ως δήθεν Νέοι Ελεύθεροι Επαγγελματίες (ΝΕΕ). Επιδίωκε έτσι με την χρήση των εγγράφων αυτών να προσπορίσει στα εν λόγω άτομα και επιχειρήσεις παράνομο όφελος, ήτοι την οικεία επιχορήγηση σε καθέναν από αυτούς, την οποία όμως κανείς δεν εδικαιούτο στην πραγματικότητα γιατί δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις (επιχειρήσεις που δεν απασχολούσαν εργαζομένους, άνεργοι που δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ ή δεν είχαν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ανεργίας ή περιπτώσεις εκπροθέσμων αιτήσεων), το δε συνολικό όφελος στο οποίο αυτός απέβλεπε με τις μερικότερες παρακάτω πράξεις του με αντίστοιχη συνολική ζημία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και τρίτων, ανέρχεται, αθροιζόμενων των ωφελημάτων- ζημιών των παρακάτω επί μέρους πλαστογραφιών σε ποσό ανώτερο των 15.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: Α) Νόθευσε γνήσια έγγραφα και ειδικότερα διέγραψε με διορθωτικό υγρό (blanco) και γομολάστιχα τις αρχικές γνήσιες καταχωρήσεις του Βιβλίου του γενικού πρωτοκόλλου της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ, και πρόσθεσε διαφορετικές καταχωρήσεις στο ως άνω βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου, αλλοιώνοντας την έννοια και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου αυτού, χωρίς οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω υπηρεσίας να συναινούν, επιδιώκοντας με την χρήση των νοθευμένων καταχωρήσεων αυτών να εμφανίσει τα αναγραφόμενα στις νοθευμένες καταχωρήσεις άτομα και επιχειρήσεις ως δήθεν πληρούντα τις προϋποθέσεις ένταξης στα οικεία προγράμματα και ως δήθεν δικαιούμενα επιχορηγήσεως για ΝΘΕ και ΝΕΕ.. Ειδικότερα νόθευσε κατά τον ανωτέρω τρόπο τις ακόλουθες καταχωρήσεις του προαναφερομένου βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου: 1) Στον αριθμό ..... καταχώρησε ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα ΝΘΕ του Ν1, και ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής του στο εν λόγω πρόγραμμα, 2) Στον αριθμό .... καταχώρησε ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση κατάθεσης δικαιολογητικών για ΝΘΕ της εταιρείας ...... ΟΕ, αποσβήνοντας την γνήσια καταχώρηση του υπ αρ. πρωτ. ......εγγράφου της Περιφερειακής Διεύθυνσης, 3) Στον αριθμό ......,που αφορούσε εξερχόμενο έγγραφο προς την Διοίκηση Διεύθυνσης Α5 ενέγραψε ως εισερχόμενο την αίτηση για κατάθεση δικαιολογητικών πληρωμής τριμήνου του ΝΕΕ Ν2, 4) Στον αριθμό .... απάλειψε τα στοιχεία " αίτηση Ν3 προς ειδική επιτροπή" και ενέγραψε τα στοιχεία "έγκριση καταβολής Α δόσης στον Νέο Ελεύθερο Επαγγελματία Ν4", 5) Στον αριθμό ..... απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν5" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αποστολή ένστασης Νέου Ελεύθερου Επαγγελματία Ν6", 6) στον αριθμό ...... απάλειψε τα στοιχεία "Αποστολή ΔΑΤΕ για επικόλληση ενσήμων της Ν7" και ενέγραψε στην στήλη των εξερχόμενων τα στοιχεία "Για .......ΟΕ προς την Διεύθυνση Απασχόλησης...( δεν διακρίνονται τα υπόλοιπα γράμματα)", 7) Στον αριθμό ...... καταχώρησε ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση κατάθεσης δικαιολογητικών για ΝΕΕ του Ν8 , και ως εξερχόμενο, την έγκριση χορήγησης Β δόσης στον ίδιο, 8) Στον αριθμό ..... απάλειψε τα στοιχεία "αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν9" και ενέγραψε τα στοιχεία " Ένσταση του Ν10. επί απορριπτικής απόφασης καταβολής επιχορήγησης", 9) στον αριθμό ..... απάλειψε στην στήλη των εξερχόμενων τα στοιχεία "έγκριση καταβολής επιχορήγησης για πρόγραμμα ΝΕΕ Ν11" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση της ΓΕΜΑΚ για καταβολή επιχορήγησης προγράμματος Νέων Θέσεων Εργασίας", 10) στον αριθμό...... απάλειψε από την στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία " έγγραφο της Διοίκησης από ..... της Διεύθυνσης Προμηθειών" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση του Ν12 για επιχ/ση προγράμματος ΝΘΕ", 11) Στον αριθμό ..... απάλειψε τα στοιχεία " Αίτηση της Ν13 για χορήγηση Α δόσης επιχ/σης προγράμματος ΝΕΕ" και ενέγραψε τα στοιχεία "έγκριση καταβολής Α δόσης στην ΝΕΕ Ν14", 12) Στον αριθμό ..... καταχώρησε ως εισερχόμενα τα υπ αρ. πρωτ. ... και .... έγγραφα της Διοίκησης της Διεύθυνσης Α5 που αφορούσαν επιχορήγηση ΝΘΕ, 13) Στον αριθμό .... απάλειψε τα στοιχεία " έγγραφο της Διοίκησης υπ αριθμό πρωτ. .... και ενέγραψε τα στοιχεία " Αίτηση της Ν15 για ανεύρεση ατόμων προς αντικατάσταση προγράμματος ΝΘΕ". Επίσης στον αυτό αριθμό καταχώρησε απόφαση με την οποία απάλλαξε την επιχείρηση της Ν15 από την υποχρέωση απολυθέντος υπαλλήλου, ενώ από το καταχωρηθέν αρχικά, ως εισερχόμενο πρώτο έγγραφο το καταχώρησε στον προηγούμενο αριθμό πρωτ. ....., 14) Στον αριθμό πρωτ. ...... καταχώρησε αίτηση της επιχείρησης FULL AE για την πρώτη πληρωμή της για σαράντα νέες θέσεις εργασίας, απαλείφοντας την αρχική καταχώρηση για αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της Ν16, 15) στον αριθμό ..... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση χορήγησης προκαταβολής ΝΕΕ της Ν17 και ως εξερχόμενο την έγκριση καταβολής της επιχορήγησης στην ίδια, 16) στον αριθμό ..... καταχώρησε ως εισερχόμενο, την αναγγελία του εργοδότη Ν18 για την οικειοθελή αποχώρηση της μισθωτού Ν19 17) Στον αριθμό ..... πρωτοκόλλησε αίτηση της Ν20 για υπαγωγή της στο πρόγραμμα ΝΕΕ ΑΜΕΑ απαλείφοντας από την στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "χορήγηση βεβαίωσης για το ΙΚΑ για ασφάλιση νέων 20-29 ετών στον Ν21". Από την ένταξη δε της ανωτέρω στο συγκεκριμένο πρόγραμμα της κατεβλήθη ποσό 2.400.000 δραχμών ενώ συνολικά θα ελάμβανε 5.000.000 δραχμές. 18) Στον αριθμό ..... απάλειψε από την στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία " έγκριση καταβολής β δόσης στο προγρ. ΝΕΕ του Ν22" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για καταβολή επιχ/σης Β δόσης για προγ. ΝΘΕ στον Ν23". 19) Στον αριθμό .... απάλειψε τα αρχικώς καταχωρημένα στοιχεία (τα οποία δεν διακρίνονται γιατί τα απάλειψε με γομολάστιχα) και ενέγραψε στην στήλη των εισερχομένων τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα επιχ/σης απεξαρτημένων ατόμων" του Ν24 και στην στήλη των εξερχόμενων " απόφαση υπαγωγής για χορήγηση επιχ/σης στο προγ. ΝΕΕ απεξαρτημένων ατόμων" 20) Στον αριθμό ..... απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση χορήγησης της προκαταβολής στον ΝΕΕ Ν25, με κοινοποίηση στην Περ/κη Δ/νση Πελ/νήσου" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση χορήγησης Β' δόσης τριμήνου στο προγρ. ΝΘΕ των ..... ΟΕ". 21) Στον αριθμό ..... καταχώρησε, ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα Ν.Ε.Ε. του Ν26 και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής του στο εν λόγω πρόγραμμα και τα στοιχεία "θεραπεία έλλειψης 1 μήνα ανεργίας". 22) Στον αριθμό ...... απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έκδοση ανακλητικής απόφασης προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ στους Αφοί Ζαΐμη ΑΕ" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής Γ' τριμήνου επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ του Ν27". 23) Στον αριθμό .... απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση καταβολής δόσης στο προγρ. ΝΕΕ της Ν28" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής Α1 τριμήνου επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ του Χαλιμούρδας Α.Ε." και, στη στήλη των εξερχόμενων, "έγκριση καταβολής Α1 τριμήνου προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ στον ίδιον". 24) Στον αριθμό ...... καταχώρησε την εγκριτική απόφαση ένταξης στο πρόγραμμα Ν.Θ.Ε. του Ν28, ενώ στην πραγματικότητα η αίτηση είχε υποβληθεί την 22/6/00 και αρχικά στο πρωτόκολλο είχε καταχωρηθεί αίτηση για καταβολή επιχορήγησης στη Ν29 25) Στον αριθμό ...... απάλειψε (με γομολάστιχα) τα στοιχεία "Αίτηση ....(δεν διακρίνεται το όνομα) για δόση προγρ. επιχ/σης για ΝΘΕ" και ενέγραψε τα στοιχεία "Απόφαση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ του Ν27". 26) Στον αριθμό .... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση της εταιρίας ...... Ο.Ε. για δόση επιχορήγησης ΝΘΕ και ένσταση της ίδιας εταιρίας και, ως εξερχόμενο, την απόφαση έγκρισης καταβολής επιχορήγησης στην εν λόγω επιχείρηση και απόρριψης του αιτήματος της καταβολής επιχορήγησης για το μήνα Νοέμβριο του 1999. 27) Στον αριθμό .... απάλειψε, απ' τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ της Ν28" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο προγρ. ΝΕΕ της Ν29". 28) Στον αριθμό ..... απάλειψε, απ' τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση χορήγησης Β' δόσης στο προγρ. ΝΕΕ της Ν13" και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση για χορήγηση της Β' δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ της Ν28". 29) Στον αριθμό .... απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ της Ν31 και έγκριση υπαγωγής στο προγρ." και ενέγραψε τα στοιχεία "Χορήγηση Α1 δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ στην Ν32". 30) Στον αριθμό ....... απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση για κατάθεση δικαιολογητικών για προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για υπαγωγή στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ της Ν33". 31) Στον αριθμό ...... απάλειψε, απ' τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Απόδοση εισφορών στο ΙΚΑ Ναυπάκτου" και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "αίτηση καταβολής επιχ/σης για το προγρ. ΝΘΕ του Ν34.". 32) Στον αριθμό ..... απάλειψε από τη στήλη εισερχομένων τα στοιχεία "έγγραφο της Δ/σης Προμηθειών με αριθμ. πρωτ. ......" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για καταβολή επιχ/σης προγρ. ΝΕΕ του Αφοί .......". 33) Στον αριθμό ..... απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Αποστολή ενημερωτικού εγγράφου για τους ΝΕΕ Ν6 και Ν34 προς τη Δ/ση Απασχόλησης και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση χορήγησης Ε' και ΣΤ' τριμήνου επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ του ....... ΟΕ". 34) Στον αριθμό .... απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της Ραδιοτηλεοπτικής ..... στον ....." και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για ζήτηση και υπόδειξη ανέργου από Μητρώο Ανέργων της Υπηρεσίας για αντικατάσταση μισθωτού". 35) Στον αριθμό ...... απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της Ραδιοτηλεοπτικής ..... στην Ν36 και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για ζήτηση και υπόδειξη ανέργου από Μητρώο Ανέργων της Υπηρεσίας για αντικατάσταση μισθωτού". 36) Στον αριθμό ...... καταχώρησε αίτηση κατάθεσης δικαιολογητικών για επιχορήγηση δόσης ΝΕΕ του Ν37. 37) Στον αριθμό ... απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση και κατάθεση δικαιολογητικών για χορήγηση δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ του Ν37" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση και κατάθεση δικαιολογητικών για δόση προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ του Ν38 και έγκριση καταβολής Β' δόσης του ίδιου". Το ποσό δε με το οποίο επιχορηγήθηκε ο ανωτέρω, κατόπιν της ..... απόφασης Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ανερχόταν σε 1.200.000 δρχ., καίτοι η προθεσμία υποβολής της αιτήσεως για την πληρωμή της Β' δόσης έληγε στις 12-7-00. Το έγγραφο, άλλωστε, που αφορούσε το Ν36 μεταφέρθηκε στο No ...... 38) Στον αριθμό ..... απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής επιχ/σης Β' δόσης προγρ. ΝΘΕ της Ν39" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής επιχ/σης Β'δόσης για το προγρ. ΝΘΕ της Ν40". 39) Στον αριθμό ...... απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Απορριπτική απόφαση Δ/ντη για τον Ν41" και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ του Ν42 και απόφαση υπαγωγής στο προγρ. ΝΘΕ του ίδιου". 40) Στον αριθμό ..... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση της εταιρίας ...... Ο.Ε. για υπαγωγή στο πρόγραμμα ΝΘΕ για τον εργαζόμενο Ν43 και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής στο εν λόγω πρόγραμμα. 41) Στον αριθμό .... απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ του FULL A.E." και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση του FULL Α.Ε. για αντικατάσταση μισθωτού για προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ". 42) Στον αριθμό..... απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση για κατάθεση δικαιολογητικών για χορήγηση δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ του FULL A.E." και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για αντικατάσταση μισθωτών για επιχ/ση προγρ. ΝΘΕ του FULL A.E. και απόφαση έγκρισης της αντικατάστασης των μισθωτών του ίδιου". 43) Στον αριθμό ...... απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν44" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν45". 44) Στον αριθμό ...... απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν46" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν47 ". 45) Στον αριθμό ..... απάλειψε την αρχικώς καταχωρημένη αίτηση για καταβολή επιχορήγησης Ν.Θ.Ε. από 1-7-2000 έως 30-9-2000 στην επιχείρηση ΚΕΜΟΠ (Κέντρο Εκπαίδευσης & Μέριμνας Οικογένειας και Παιδιού), για την οποία εξεδόθη η αριθμ. .... εντολή πληρωμής, και καταχώρησε αίτηση για καταβολή επιχορήγησης, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2000 έως 31-8-2000, της Ν48 . 46) Στον αριθμό ...... καταχώρησε αίτηση αντικατάστασης μισθωτού του εργοδότη Ν49 που αφορούσε τον εργαζόμενο Ν50. 47) Στον αριθμό ....... απάλειψε τα στοιχεία "εγκριτική απόφαση για υπαγωγή στο πρόγραμμα SΤΑGΕ της Δ10" και ενέγραψε τα στοιχεία "αίτηση για υπαγωγή στο πρόγραμμα επιχορηγήσεων Ν.Θ.Ε. της εταιρίας ...... Ο.Ε.. 48) Στον αριθμό .... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν50 για δόση επιχορήγησης ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την έγκριση της εν λόγω αιτήσεως. 49) Στον αριθμό ...... καταχώρησε αναγγελία της εταιρίας FULL Α.Ε. για την αποχώρηση του εργαζομένου Ν51 50) Στον αριθμό ..... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν24 για χορήγηση της Β1 δόσης ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την "έγκριση χορήγησης Β' δόσης σε απεξαρτημένο άτομο". 51) Στον αριθμό ...... καταχώρησε αίτηση αντικατάστασης μισθωτού της εταιρίας Αφοί Ζαΐμη Α.Ε.. 52) Στον αριθμό ..... καταχώρησε ένσταση της Ν53. 53) Στον αριθμό .... καταχώρησε αίτηση-δήλωση ανέργου του Ν54, 54) Στον αριθμό ...... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση της εταιρίας Αφοί Ζαΐμη Α.Ε. για υπαγωγή στο πρόγραμμα ΝΘΕ και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής στο εν λόγω πρόγραμμα. 55) Στον αριθμό ...... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν55 για υπαγωγή στο πρόγραμμα ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής του στο εν λόγω πρόγραμμα. 56) Στον αριθμό ..... καταχώρησε την αναγγελία του εργοδότη Ν56 της οικειοθελούς αποχώρησης της εργαζομένης Ν57 . 57) Στον αριθμό ...... καταχώρησε, ως εξερχόμενο προς τη Δ/νση Α5, την ένσταση της ΝΕΕ Ν53. 58) Στον αριθμό ...... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, απόφαση για ΝΕΕ αφορώσα την Ν58. 59) Στον αριθμό ...... καταχώρησε την αίτηση της Ν15 για καταβολή δόσης ΝΘΕ. 60) Στον αριθμό ....... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, ένσταση της Ν58 κατά απόφασης του Περιφεριακού Δ/ντη Πελοποννήσου του ΟΑΕΔ και, ως εξερχόμενο, την αποστολή της αυτής ένστασης. 61) Στον αριθμό ..... καταχώρησε αίτηση του Ν59 για χορήγηση δόσης ΝΘΕ. 62) Στον αριθμό ...... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν60 για χορήγηση Β1 δόσης ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την έγκριση της εν λόγω αιτήσεως. Β) Νόθευσε γνήσιο έγγραφο και ειδικότερα διέγραψε με διορθωτικό υγρό (blanco) και γομολάστιχα τις αρχικές γνήσιες καταχωρήσεις του βιβλίου ανέργων της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ και προσέθεσε διαφορετικές καταχωρήσεις στο ως άνω βιβλίο ανέργων, αλλοιώνοντας την έννοια και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου αυτού, χωρίς οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω Υπηρεσίας να συναινούν, επιδιώκοντας με τη χρήση των νοθευμένων καταχωρήσεων αυτών να εμφανίσει τα αναγραφόμενα στις νοθευμένες καταχωρήσεις άτομα και τις επιχειρήσεις στις οποίες απασχολήθηκαν, ως δήθεν πληρούντα τις προϋποθέσεις ένταξης στα οικεία προγράμματα και ως δήθεν δικαιούμενα επιχορηγήσεως για ΝΘΕ και ΝΕΕ. Ειδικότερα νόθευσε κατά τον ανωτέρω τρόπο τις ακόλουθες καταχωρήσεις του προαναφερόμενου βιβλίου ανέργων: Ι) Στον αριθμό ..... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν61 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν62. II) Στον αριθμό ...... απάλειψε την καταχώρηση της υπ' αρ. ... αίτησης της εγγεγραμμένης ως άνεργης Ν63 για επίδομα ανεργίας, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αρ. ...... απόφαση της Τ.Υ. ΟΑΕΔ Ναυπάκτου, και ενέγραψε τα στοιχεία της άνεργης Ν64, που επιχορηγήθηκε ως Ν.Ε.Ε. III) Στον αριθμό ...... απάλειψε τα στοιχεία ως ανέργου Ν65 και στη θέση τους ενέγραψε τα στοιχεία του Ν66. Απ' την παραποίηση δε αυτή του πρωτοκόλλου ωφελήθηκε η επιχείρηση του Ν67 η οποία επιχορηγήθηκε για τον άνω εργαζόμενο με το ποσό των 295.650 δρχ. ενώ το συνολικό ποσό της επιχορήγησης που θα ελάμβανε ανερχόταν σε 1.800.000 δρχ (βλ. υπ' αρ. 10 της συγκεντρωτικής κατάστασης που επισυνάπτεται στην έκθεση της ΕΔΕ της υπαλλήλου του ΟΑΕΔ Δ11). IV) Στον αριθμό ...... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν68 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν69. V) Στον αριθμό ....... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν70 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα Ν71 στον οποίο και χορήγησε δελτίο ανεργίας με ημερομηνία έκδοσης την 28.10.99, ημέρα αργίας (εθνικής εορτής). Ακολούθως, ο Ν72 επιχορηγήθηκε με το ποσό των 600.000 δρχ. ενώ το συνολικό ποσό που θα ελάμβανε ήταν 1.800.000 δρχ. (βλ. αρ. .. του πίνακα που επισυνάπτεται στο υπ' αρ. πρωτ. .... έγγραφο του ΟΑΕΔ). VI) Στον αριθμό ..... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν73 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν74. VII) Στον αριθμό ....... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν74 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν75. VIII) Στον αριθμό ...... καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν76, απαλείφοντας την αρχική καταχώριση της έκδοσης δελτίου ανεργίας σε άλλο πρόσωπο (το όνομα του οποίου δεν διακρίνεται). IX) Στον αριθμό ...... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης δελτίου ανεργίας στο όνομα Ν21 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν77.Χ) Στον αριθμό....... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν78 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν79. XI) Στον αριθμό....... καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν80, απαλείφοντας την αρχική καταχώριση της έκδοσης δελτίου ανεργίας σε άλλο πρόσωπο (το όνομα του οποίου δεν διακρίνεται). Η συνολική δε επιχορήγηση που θα ελάμβανε η ανωτέρω ανερχόταν σε 1.800.000 δρχ (βλ. υπ' αρ. 14 της συγκεντρωτικής κατάστασης που επισυνάπτεται στην έκθεση της ΕΔΕ της υπαλλήλου Δ11). XII) Στον αριθμό ...... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν81 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Β82. XIII) Στον αριθμό ..... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης δελτίου ανεργίας της Ν83 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν84. XIV) Στον αριθμό ...... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν85 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν86. XV) Στον αριθμό ....... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν87 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν88. XVI) Στον αριθμό ....... απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης δελτίου ανεργίας του Ν89 και καταχώρησε την έκδοση του δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν90. Γ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ Δ2 στη θέση του εκδότη εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεση της στα υπ' αρ. .... (υπ' αρ.... εγκριτική απόφαση) και ... (υπ' αρ. .... εγκριτική απόφαση) εντάλματα πληρωμών προς την εταιρεία .... Ε.Π.Ε., ποσών 900.000 και 300.000 δραχμών αντίστοιχα (τα οποία και εκταμιεύθηκαν) με σκοπό να προσπορίσει ισόποσο όφελος στην εταιρεία αυτή ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως, Δ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του υπαλλήλου της ίδιας υπηρεσίας Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του, στις υπ' αρ. ... και ..... αποφάσεις πληρωμών (καταστάσεις μισθωτών) της εταιρείας ..... Ε.Π.Ε. με τον ίδιο παραπάνω σκοπό, Ε) Κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα έθεσε κατ1 απομίμηση την υπογραφή του υπαλλήλου Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του, στην από .... αρνητική έκθεση ελέγχου της επιχείρησης της Ν53, με σκοπό να προκαλέσει ζημία στην τελευταία, αποστερώντας την από την επιχορήγηση των ΝΕΕ του έτους 2000, καίτοι αυτή την εδικαιούτο και να προσπορίσει το αντίστοιχο όφελος σε τρίτους, ΣΤ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου Δ2 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεση της, στις από .. και .... δύο ανανεώσεις της κάρτας ανεργίας της Ν64 , με σκοπό να την εμφανίσει ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως 1.900.000 δραχμών για τα έτη 1999 και 2000 και να της προσπορίσει ισόποσο όφελος (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκε στην ανωτέρω 1.100.000 δραχμές), Ζ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου Δ2 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεση της, στις από .. και .... δύο ανανεώσεις της κάρτας ανεργίας της Ν62, καθώς και στην από ... ανανέωση της κάρτας ανεργίας της Ν91, με σκοπό να εμφανίσει την επιχείρηση του Ν92, στην οποία οι δύο ανωτέρω απασχολήθηκαν, ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως 3.600.000 δραχμών και να προσπορίσει στην επιχείρηση αυτή ισόποσο όφελος (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκε στην επιχείρηση 1.112.000 δραχμές), Η) Κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση τις υπογραφές των υπαλλήλων Δ2 και Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους, στην έκθεση ελέγχου του έτους 2000 της επιχείρησης του Ν59, με σκοπό να εμφανίσει την επιχείρηση ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως ΝΕΕ συνολικού ύψους 1.800.000 δραχμών, μολονότι στην πραγματικότητα εξαιρούνταν από αυτήν, γιατί διέθετε ηλεκτρονικά παίγνια (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκαν στην επιχείρηση 665.000 δραχμές) και Θ) Κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του υπαλλήλου Δ1 στη θέση του εκδότη εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του στην έκθεση ελέγχου του έτους 2000 της επιχείρησης της Ν93, με σκοπό να εμφανίσει την επιχείρηση ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως ΝΘΕ συνολικού ύψους 1.600.000 δραχμών, μολονότι στην πραγματικότητα η επιχείρηση δεν εδικαιούτο την επιχορήγηση αυτή, αφού δεν λειτουργούσε (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκαν στην επιχείρηση 665.000 δραχμές. Σημειωτέον ότι για τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, που φέρεται ότι τέλεσε ο ως άνω κατηγορούμενος στη .... κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.1997 έως και 20.4.1999 και δη για τις νοθεύσεις των γνήσιων καταχωρήσεων στο βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ, που ανάγονται στο διάστημα αυτό και που φέρεται ότι τέλεσε ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας αυτής και συγκεκριμένα για το ότι με πρόθεση διέγραψε με διορθωτικό υγρό (blanko) και γομολάστιχα τις αρχικές καταχωρήσεις και προσέθεσε διαφορετικές καταχωρήσεις στο ως άνω βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου, αλλοιώνοντας την έννοια και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου αυτού, χωρίς οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω Υπηρεσίας του ΟΑΕΔ να συναινούν, επιδιώκοντας με τη χρήση των νοθευμένων καταχωρήσεων αυτών να δημιουργήσει στα αρμόδια όργανα του ΟΑΕΔ την εσφαλμένη εντύπωση πως δήθεν τα αναγραφόμενα στις νοθευμένες καταχωρήσεις άτομα και επιχειρήσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις ένταξης στα οικεία προγράμματα και εδικαιούντο επιχορηγήσεως για δήθεν Νέες Θέσεις Εργασίας και δήθεν Νέους Ελεύθερους Επαγγελματίες. Ειδικότερα για το ότι νόθευσε κατά τον ανωτέρω τρόπο τις ακόλουθες καταχωρήσεις του προαναφερόμενου βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου: ...., ...., ....., ....., ......, ......, ......, ....., ..., ..., ..., 980, ... και ...., ...., ...., ....., ....., ....., ....., ....., ....., ....., ......, ...... ..... και ......, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής με το εκκαλούμενο βούλευμα. Οι υπάλληλοι της ως άνω υπηρεσίας Δ1 και Δ2 σε ελέγχους που διενήργησαν σε κάποιες επιχειρήσεις, μετά από αίτημα της υπηρεσίας, διαπίστωσαν ότι ο επιχειρηματίας Ν59 κατέβαλε το ποσό των 100.000 δρχ. στον κατηγορούμενο προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα επιδοτήσεων, επίσης ο Ν94 σύζυγος της επιχειρηματία Ν53 , τους ανέφερε, παρουσία και της υπαλλήλου Δ12, ότι επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο, προκειμένου να ενταχθεί η σύζυγός του σε πρόγραμμα επιχορήγησης, ο οποίος του πρότεινε να τον επισκεφθεί στο σπίτι του για να του εξηγήσει την διαδικασία, πράγματι τον επισκέφθηκε, έγινε συζήτηση για την αμοιβή του, προκειμένου να ενταχθεί η σύζυγός του στο πρόγραμμα και διαφώνησαν ως προς το ύψος αυτής. Μετά από το γεγονός αυτό αφαιρέθηκε της Ν52 ο θετικός έλεγχος για την ένταξή της στο πρόγραμμα και στη θέση της μπήκε αρνητικός, ώστε να μην πληροί τις προϋποθέσεις, στο οποίο φέρεται να έχει υπογράψει και ο υπάλληλος Δ1, μολονότι ουδέποτε συνέβη αυτό, αφού αυτός είχε συμμετάσχει στον θετικό έλεγχο, τον οποίο είχε και υπογράψει. Περαιτέρω οι ως άνω υπάλληλοι διαπίστωσαν στην επιχείρηση Ν95 στα Λουτρά ...... ότι από την επιχορήγηση που έλαβε ως άτομο με ειδικές ανάγκες το μισό και πλέον, ήτοι ποσό 1.100.000 δρχ. για να μπορέσει να εισπράξει την επιχορήγηση. Σε επίσκεψη του επιχειρηματία Ο1 στην υπηρεσία τους τους γνωστοποίησε ότι στις 12-7-2000 ο Ο1 κατέβαλε στον κατηγορούμενο ποσό 1.000.000 δραχμών για να εντάξει την επιχείρησή του σε προγράμματα νέων θέσεων εργασίας. Ο λογιστής του εν λόγω επιχειρηματία, θεωρώντας ότι ο υπάλληλος Δ1 γνωρίζει την συναλλαγή του κατηγορουμένου με τον εργοδότη του είχε επισκεφθεί στο σπίτι του στις αρχές του έτους 2001 και του ζήτησε εξηγήσεις γιατί δεν υπογράφει αφού έχουν αμοιφθεί για την ένταξη στο πρόγραμμα της επιχείρησης. Η συναλλαγή δε αυτή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της μάρτυρος Ν58, έλαβε χώρα στο αυτοκίνητο του Ο1, κατεγράφη σε video από τον τελευταίο το οποίο η εν λόγω μάρτυρας παρακολούθησε. Τέλος ο επιχειρηματίας Ο2 μετά τη διακοπή του προγράμματός του, σε επίσκεψή του στο γραφείο των ανωτέρω υπαλλήλων, τους είπε ότι από το χρηματικό ποσό που είχε εισπράξει μέχρι τότε, το μισό το είχε εισπράξει ο κατηγορούμενος. Η ποινική δίωξη για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας που φέρονται ότι τέλεσαν στη Ναύπακτο κατά τα έτη 1999 και 2000 οι Ο1, Ο2 και Ν60, έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής με το εκκαλούμενο βούλευμα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται το αδίκημα της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την επανειλημμένη δε τέλεσή του προκύπτει ο σκοπός του κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος καθώς και η σταθερή ροπή του για την τέλεση πλαστογραφιών ως στοιχείο της προσωπικότητός του, ενώ το συνολικό όφελος, στο οποίο αυτός απέβλεπε με τις μερικότερες αυτές πράξεις του, με αντίστοιχη συνολική ζημία του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου και του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και τρίτων, ανέρχεται, αθροιζομένων των ωφελημάτων-ζημιών των μερικωτέρων πράξεων αυτών, σε ποσό άνω των 15.000 ευρώ. Για την θεμελίωση της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης κατά άρθρο 13 περ. στ' Π.Κ θα ληφθούν επιτρεπτώς υπόψη και οι προγενέστερες της 3-6-1999 και παραγεγραμμένες ως άνω μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίες (Συμβ.ΑΠ 93/1999 ΝοΒ 47, 837 ΑΠ 1485/1998 Ποιν. Χρ. ΜΘ', 830 ΑΠ 1405/1998 Π.Χρ. ΜΘ', 743, Συμβ. ΑΠ 691/1997, ΝοΒ 46). Συνεπώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου με το προσβαλλόμενο βούλευμα σωστά εκτίμησε και αξιολόγησε το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων του Π.Κ. και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για την ως άνω πράξη ενώ δεν συντρέχει περίπτωση συμπληρώσεως της κυρίας ανακρίσεως δεδομένου ότι στις διορθώσεις που προέβη ο κατηγορούμενος στο πρωτόκολλον αναγνωρίσθηκε ο γραφικός του χαρακτήρας από τους συναδέλφους του και αβασίμως ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα και ως εκ τούτου πρέπει η κρινομένη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ'ουσία. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πατρών στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του από την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παραλλήλως εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 216 Π.Κ. Ειδικότερα, ενώ, σύμφωνα με τις παραδοχές του, η πράξη της πλαστογραφίας τελέσθηκε αφ'ενός μεν με τη μορφή της νοθεύσεως σε εβδομήντα οκτώ (78) περιπτώσεις (62 + 16), αφ' ετέρου δε με τη μορφή της εξυπαρχής καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, σε επτά (7) περιπτώσεις και συνεπώς πρόκειται για δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, το καθένα από τα οποία τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, στη συνέχεια καταλήγει το προσβαλλόμενο βούλευμα, επικυρώνοντας εξ ολοκλήρου το πρωτόδικο, ότι υφίσταται μία πράξη πλαστογραφίας, και αυτή τελεσθείσα κατ'εξακολούθηση. 'Ετσι όμως εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 216 παρ. 1 Π.Κ. Περαιτέρω υφίσταται και ασάφεια στο προσβαλλόμενο βούλευμα διότι δεν εκτίθενται σ'αυτό συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι σε κάθε μία από τις ανωτέρω δυο αυτοτελείς και ανεξάρτητες μορφές τελέσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας, το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε από τον αναιρεσείοντα ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ώστε να κριθεί αν κάθε μία από αυτές χωριστά φέρει τον χαρακτήρα του κακουργήματος. Το σημείο αυτό της αιτιολογίας είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν κριθεί ότι πρόκειται για πλημμελήματα, αυτά έχουν ήδη υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 111 επόμ. ΠΚ. Επί πλέον αν κριθεί ότι στην ειδικότερη μορφή της νοθεύσεως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν και τα 73.000 ευρώ, θα πρέπει να προσδοθεί στην πράξη αυτή ο νομικός χαρακτηρισμός της νοθεύσεως εγγράφου από υπάλληλο σε βαθμό κακουργήματος (άρθρ. 242 παρ. 2 και 3 ΠΚ). Τέλος οι προαναφερόμενες ελλείψεις και ασάφειες, πλην της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος, καθιστούν επί πλέον ανέφικτο και τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 98 και 216 ΠΚ (ΑΠ 2140/2006). Επομένως πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά παραδοχή των προβλεπομένων από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ λόγων του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ). 5. Αναφορικά με τους άλλους λόγους του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να σημειωθούν τα εξής: α) Με τον συναφή πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένως το προσβαλλόμενο βούλευμα εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις παραδοχές του, να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΠΚ, δεχόμενο ότι οι μερικότερες πράξεις της νοθεύσεως συνιστούν, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφων από υπάλληλο κατ'εξακολούθηση. Όμως ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι προβάλλεται χωρίς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠΔ ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου. Προϋπόθεση συνεπώς για την άσκηση του ενδίκου μέσου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.'Εννομο συμφέρον, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, για την άσκηση του ενδίκου μέσου, έχει ο δικαιούμενος να ασκήσει αυτό, όταν: 1) υφίσταται βλάβη από την προσβαλλόμενη απόφαση ή βούλευμα, δηλαδή όταν επέρχεται εις βάρος του οποιαδήποτε δυσμενής συνέπεια και 2) επιδιώκει ορισμένο όφελος από το ένδικο μέσο, δηλαδή όταν επιδιώκει βελτίωση της θέσεώς του. Σε περίπτωση ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ΑΠ 422/2006, ΑΠ 2071/2005). Στην προκειμένη περίπτωση ο χαρακτηρισμός των μερικοτέρων πράξεων της νοθεύσεως ως εγκλήματος του άρθρου 216 ΠΚ κατ'εξακολούθηση, αντί του άρθρου 242 παρ. 2 ΠΚ, είναι ευμενέστερος για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, διότι συνεπάγεται ευμενέστερη ποινική μεταχείρισή του, αφού το πλαίσιο ποινής για τη νόθευση του άρθρου 242 παρ. 2 ΠΚ τόσο με τη μορφή του πλημμελήματος όσο και με εκείνη του κακουργήματος είναι βαρύτερο από εκείνο της νοθεύσεως του άρθρου 216 ΠΚ. β) Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος. Συγκεκριμένα παραπονείται ότι, ενώ πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη σε βάρος του είχε διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση μόνο για 41 περιπτώσεις νοθεύσεως, εν τούτοις στη συνέχεια η ποινική δίωξη που ασκήθηκε περιελάμβανε 62 περιπτώσεις νοθεύσεως, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη ακυρότητα, αφού για τις νέες περιπτώσεις νοθεύσεως δεν προηγήθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως. Περαιτέρω παραπονείται ότι το Συμβούλιο Εφετών, προκειμένου να εκδόσει το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αξιοποίησε αποδεικτικά την χωρίς όρκο κατάθεσή του που δόθηκε κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αναιρετικός λόγος απόλυτης ακυρότητας του βουλεύματος αυτού. Τέλος παραπονείται ότι, μολονότι με την από 24-5-2007 αίτησή του ζήτησε να κηρυχθεί άκυρη η ένορκη διοικητική εξέταση που διενεργήθηκε από την υπάλληλο του ΟΑΕΔ Δ11, ύστερα από την υπ' αριθ...... παραγγελία της Διοικήσεως του ΟΑΕΔ, καθώς και οι ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που ελήφθησαν κατά τη διάρκειά της, αλλά και το πόρισμά της, με την αιτιολογία ότι ακύρως περιελήφθησαν στην οικεία ανακριτική δικογραφία, εν τούτοις το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, απέρριψε την αίτησή της αυτή και αξιοποίησε αποδεικτικά την εν λόγω ένορκη διοικητική εξέταση και το πόρισμά της, καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων που ελήφθησαν κατά τη διάρκειά της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόλυτη ακυρότητα. Οι αιτιάσεις όμως αυτές του αναιρεσείοντα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται από τον 'Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, πριν από την άσκηση της ποινικής διώξεως είχε διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση με τις υπ'αριθμ. Β01/75α'/20-10-2001 και Β01/75α'/30-7-2002 παραγγελίες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, καθώς και ένορκη διοικητική εξέταση, η οποία εξομοιώνεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠΔ, με την προκαταρκτική εξέταση. Το γεγονός ότι μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως και κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως διαπιστώθηκε η τέλεση και άλλων μερικωτέρων πράξεων του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος της πλαστογραφίας με τη μορφή της νοθεύσεως, οι οποίες πράξεις περιλαμβάνονται μέσα στο χρονικό διάστημα της αναφερομένης στην ασκηθείσα ποινική δίωξη συνολικής εγκληματικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, δεν σημαίνει ότι πρέπει η υπόθεση, ως προς τις μερικώτερες αυτές πράξεις, να επιστρέψει στο προ της ασκήσεως της ποινικής διώξεως δικονομικό στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και να λάβει χώρα με τον τρόπο αυτό κατακερματισμός της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε. Αξίζει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 250 παρ. 2 ΚΠΔ, αν κατά την πορεία της ανακρίσεως, ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, ο ανακριτής τις ανακοινώνει στον Εισαγγελέα, χωρίς εν τω μεταξύ να εμποδίζεται να ενεργεί τις κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή τους. 'Ετσι οι εν λόγω ανακριτικές πράξεις του ανακριτή ασφαλώς αποτελούν προκαταρκτική έρευνα και καλύπτουν την προϋπόθεση του άρθρου 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ. 'Αλλωστε όταν ο αρμόδιος Ανακριτής Πλημμελειοδικών του απήγγειλε τη σχετική κατηγορία, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν όλες οι μερικώτερες εξακολουθητικώς τελεσθείσες πράξεις της πλαστογραφίας, εκείνος (αναιρεσείων) είχε όλη την ευχέρεια και τη νομική δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του και να αντιτάξει τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς του. Περαιτέρω, όπως εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών που το εξέδωσε, εξαίρεσε ρητά από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε αποδεικτικώς την ανώμοτη κατάθεση που έδωσε ο αναιρεσείων κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξετάσεως, δεχόμενο ότι όλες οι καταθέσεις του αναιρεσείοντα κατά τις ένορκες διοικητικές εξετάσεις που έγιναν ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παραστάσεως με συνήγορο, κατ'άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν λαμβάνονται υπόψη. Τέλος πράγματι με το υπ'αριθ. 541/7-12-2005 έγγραφο του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου ζητήθηκε από το κατάστημα ΟΑΕΔ Ναυπάκτου να συνταγεί έκθεση, στα πλαίσια της διενεργουμένης κυρίας ανακρίσεως εις βάρος του αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, αφού προηγουμένως αρμόδιος υπάλληλος ή κλιμάκιο υπαλλήλων προβεί σε έλεγχο του βιβλίου Πρωτοκόλλου και του βιβλίου Μητρώου ανεργίας, τα οποία φέρεται ότι νόθευσε ο αναιρεσείων, καθώς και των εγγράφων που σχετίζονται με τις νοθεύσεις αυτές. Με το ίδιο έγγραφο ζητήθηκε να προσδιορίζεται στην έκθεση ο λόγος για τον οποίο έλαβε χώρα κάθε νόθευση και η αιτία της, η πορεία που θα ακολουθούσε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αν δεν ελάμβανε χώρα η νόθευση, ποιός ωφελήθηκε από κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις νοθεύσεως και με ποιό σκοπό και ποιά ήταν η συνολική περιουσιακή ζημία της υπηρεσίας από τις νοθεύσεις αυτές. Επί πλέον ζητήθηκε να διαπιστωθεί το όφελος ή η βλάβη που υπέστη η υπηρεσία ή τρίτοι από την κατ'απομίμηση θέση της υπογραφής άλλων υπαλλήλων εκ μέρους του αναιρεσείοντα. Από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου δεν προκύπτει ότι αυτός έδωσε εντολή να διενεργηθεί κάποια ένορκη διοικητική εξέταση, αλλά απλώς το έγγραφο αυτό αποτελούσε μία από τις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια της ενεργουμένης από αυτόν κυρίας ανακρίσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ. Και είναι βέβαια γεγονός ότι ο ΟΑΕΔ πράγματι διενήργησε ένορκη διοικητική εξέταση. Όμως η εξέταση αυτή έλαβε χώρα, προκειμένου να διερευνηθεί η ύπαρξη πειθαρχικών ευθυνών του αναιρεσείοντα, και όχι στα πλαίσια της διενεργουμένης κυρίας ανακρίσεως, όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, στην αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε αποδεικτικώς το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, περιλαμβάνονται μόνο τα στοιχεία άλλης ένορκης διοικητικής εξετάσεως και συγκεκριμένα εκείνης που προηγήθηκε της κυρίας ανακρίσεως και όχι τα στοιχεία της συγκεκριμένης ένορκης διοικητικής εξετάσεως. 'Αλλωστε η κατά τα ανωτέρω ακυρότητα δεν αφορά οποιαδήποτε διοικητική έρευνα, και συγκεκριμένα αυτήν που διενεργήθηκε για την διερεύνηση υπάρξεως πειθαρχικών ευθυνών, αλλά μόνο αυτήν που διενεργείται στα πλαίσια των άρθρων 105 και 31 παρ. 2 ΚΠΔ (ΑΠ 1589/2005). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Και Β) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΣΤΕΛΙΟΣ Κ. ΓΚΡΟΖΟΣ". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β' Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφία κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απ'αρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή να προβεί στην κατάρτιση του πλαστού εγγράφου ή τη νόθευση του γνησίου εγγράφου και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η κατάρτιση πλαστού εγγράφου συντελείται με την εκ μέρους του δράστη έκδοση εγγράφου στο όνομα άλλου, ως εάν είχε από τον άλλον καταρτισθεί και εκδοθεί ή με την κατ'απομίμηση θέση της υπογραφής άλλου σε υπάρχον έγγραφο ή τέλος, με την κατάχρηση της εν λευκώ τεθείσας υπογραφής άλλου. Αντιθέτως. η νόθευση συνίσταται στην αλλοίωση του περιεχομένου γνησίου κατ'αρχήν εγγράφου, είτε από τρίτο, πλην του εκδότη, πρόσωπο, είτε από τον ίδιο τον εκδότη, όταν δεν έχει πλέον εξουσία μεταβολής της έννοιας του εγγράφου, διότι προέκυψε δικαίωμα τρίτου στη διατήρηση του αρχικού περιεχομένου. Κάθε μορφή είναι χωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι και οι δύο αφορούν έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση των δύο μορφών δεν ταυτίζεται, τα δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά τη φύση και το είδος. Η αλλοίωση (νόθευση) διαφοροποιείται από την κατάρτιση, ενόψει του ότι στη νόθευση απαιτείται υλική επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Πρόκειται δηλαδή για έγκλημα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, ήτοι η κατάρτιση εξ'υπαρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνησίου, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως, διακρινόμενη σαφώς από την άλλη. Σε περίπτωση δε συνδρομής και των δύο τρόπων τελέσεως υπόκεινται δύο εγκλήματα, που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ με σαφήνεια προκύπτει ότι για την ύπαρξη εγκλήματος κατ'εξακολούθηση απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως οι μερικότερες πράξεις είναι όμοιες, κάθε μία δηλαδή να περιέχει τα συστατικά στοιχεία της ίδιας νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος. Η ομοιότητα, κατά την παραπάνω έννοια, καταφάσκεται όταν οι πράξεις είναι "φυσικώς ομοειδείς", δηλαδή συνίστανται στην ίδια υλική συμπεριφορά και όχι απλώς "νομικώς ομοειδείς", δηλαδή όταν αξιολογούνται ως συνιστώσες το ίδιο έγκλημα. Επομένως, δεν υπάρχει κατ'εξακολούθηση έγκλημα, μεταξύ περισσοτέρων πράξεων, άλλων μεν καταρτίσεως, άλλων δε νοθεύσεως εγγράφου, διότι πρόκειται για διαφορετικές αντικειμενικές υποστάσεις και κατ'ακολουθία ομοειδής πραγματική συρροή. Για τον λόγο μάλιστα αυτό, στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας και με τις δύο μορφές (καταρτίσεως και νοθεύσεως), κάθε μία από τις οποίες τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, προκειμένου να προσδοθεί κακουργηματικός χαρακτήρας στην όλη εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, όταν αυτός διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, να προσδιορίζεται ειδικώς ότι το συνολικό όφελος που σκόπευε να προσπορίσει ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ για κάθε μία χωριστά από τις δύο αυτές μορφές της πλαστογραφίας και όχι για το σύνολο της δραστηριότητάς του, αφού, στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατό οι μεν εξακολουθητικές πράξεις της πλαστογραφίας με την μορφή της καταρτίσεως να φέρουν τον χαρακτήρα του πλημμελήματος, αν για αυτές το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ, οι δε εξακολουθητικές πράξεις του ίδιου εγκλήματος, που τελούνται με τη μορφή της νοθεύσεως, να φέρουν τον χαρακτήρα του κακουργήματος, αν για αυτές το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ ή και αντιστρόφως. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά, από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικήςδιατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήνδιαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώεσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγεορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξηπου εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογήςουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγοαναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκπλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στοσυνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται σταστοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες,αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταταιανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μηεφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και τον παρέπεμψε, συνακόλουθα, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος χ1 μετατάχθηκε στην Τοπική Υπηρεσία του ΟΑΕΔ Ναυπάκτου την .... από την Ε.Α.Σ. Από το χρόνο μετατάξεώς του ανέλαβε το αντικείμενο των προγραμμάτων επιχορηγήσεως των Νέων Ελευθέρων Επαγγελματικών και των Νέων θέσεων Εργασίας, που συγχρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή 'Ενωση. Μετά από ένα έτος περίπου, διορίσθηκε προϊστάμενος της άνω υπηρεσίας. Ως προϊστάμενος δεν ήταν υποχρεωμένος ν' ασχολείται με συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας, παρά μόνο να ασκεί εποπτεία στους λοιπούς υπαλλήλους. Παρά ταύτα, όμως, και μετά τον διορισμό του εξακολουθούσε ν' ασχολείται αποκλειστικά με το παραπάνω αντικείμενο, ακόμα και όταν προσελήφθη τρίτος υπάλληλος το έτος 1992, ο Δ1. Ο τελευταίος ασχολούταν με το γραφείο ασφάλισης και υποστήριξης, μαζί με τη υπάλληλο Δ2 και με τις υποθέσεις των αλλοδαπών. Η υπάλληλος Δ2 ασχολούνταν με το πρόγραμμα stage. Επίσης την υπηρεσία στελέχωναν τρία εκπαιδευόμενα άτομα από το πρόγραμμα stage, η Δ3, η Δ4, η Δ5 και η Δ6, ένα άτομο από το πρόγραμμα αντιρρησιών συνείδησης, ο Δ7, καθώς και δύο καθαρίστριες, η Δ8, στην οποία είχε ανατεθεί και η συμπλήρωση του βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου, όπου είχαν πρόσβαση και τα συμπλήρωναν και οι λοιποί υπάλληλοι και η Δ9. Η υπάλληλος Δ2 όταν επέστρεψε στις 31-10-2001 από την άδεια μητρότητας, ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου, οπότε ήλθαν στο γραφείο της επιχειρηματίες της ..... και συγκεκριμένα οι Ο1, Ο2 κλπ, και της είπαν τον τρόπο που χρημάτισαν τον κατηγορούμενο για να τον πείσουν να ενταχθούν σε πρόγραμμα, μάλιστα, ο Ο1 είπε ότι έχει κασέτα, ο δε Ο2 είπε ότι πήρε τα μισά χρήματα της επιχορήγησης. Κατόπιν τούτου οι υπάλληλοι Δ1 και Δ2 εξέφρασαν στο Γενικό Διευθυντή Υποστήριξης του ΟΑΕΔ, Ζ1 και στον Περιφερειακό Διευθυντή Πελοποννήσου Ζ2, υπόνοιες ότι ο κατηγορούμενος χρηματίζεται. Ακολούθως, διενεργήθηκε έκτακτος έλεγχος,τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2001, από τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Β1 και Β2 και στην συνέχεια ένορκη διοικητική εξέταση, σε εκτέλεση της υπ αριθμό ...... εντολής Διοίκησης του ΟΑΕΔ από την υπάλληλο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Κ1, καθώς και δεύτερη ένορκη διοικητική εξέταση, σε εκτέλεση της υπ αριθμό ....... εντολής του Διοικητή του ΟΑΕΔ, από την προϊσταμένη της ΤΥ ΟΑΕΔ Αγρινίου Κ2. Από τους ελέγχους αυτούς, διαπιστώθηκαν πάρα πολλές αλλοιώσεις (οι περισσότερες με διορθωτικό υγρό bianco) στο περιεχόμενο του βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου, καθώς και στο βιβλίο ανέργων, οι οποίες σχετιζόταν με την ένταξη στα ανωτέρω προγράμματα ΝΘΕ και ΝΕΕ επιχειρήσεων και ανέργων που δεν δικαιούνταν επιχορήγησης για διαφόρους λόγους, όπως επιχειρήσεις που δεν απασχολούσαν εργαζομένους, άνεργοι που δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ ή δεν είχαν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ανεργίας ή περιπτώσεις εκπροθέσμων αιτήσεων. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, ως Προϊστάμενος της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ και ως αρμόδιος για την έγκριση της ένταξης επιχείρησεων και ανέργων στα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) προγράμματα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των Νέων Θέσεων Εργασίας (ΝΘΕ) και Νέων Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΝΕΕ) των ετών 1999 και 2000, με ελάχιστο όριο επιχορήγησης το ποσό των 1.600.000 δραχμών για ΝΕΕ, των 1.280.000 δραχμών για ΝΘΕ του 1999, και του 1.440.000 δραχμών για ΝΘΕ του 2000, εξακολουθητικά, αφ ενός, κατάρτισε τα παρακάτω πλαστά έγγραφα, αφετέρου, νόθευσε τα παρακάτω γνήσια έγγραφα, επιδιώκοντας, με την χρήση όλων των εγγράφων αυτών, να δημιουργήσει στα αρμόδια όργανα του ΟΑΕΔ και του Ελληνικού Δημοσίου την εσφαλμένη εντύπωση πως τα αναγραφόμενα στα (πλαστά και νοθευμένα) έγγραφα αυτά και τα παρακάτω αναφερόμενα άτομα και επιχειρήσεις, πληρούσαν δήθεν τις προϋποθέσεις ένταξης στα ως άνω προγράμματα και πως δικαιούνταν τάχα επιχορηγήσεως για τις δήθεν Νέες Θέσεις Εργασίας (ΝΘΕ) ή ως δήθεν Νέοι Ελεύθεροι Επαγγελματίες (ΝΕΕ). Επιδίωκε, έτσι, με την χρήση των εγγράφων αυτών, να προσπορίσει στα εν λόγω άτομα και επιχειρήσεις παράνομο όφελος, ήτοι την οικεία επιχορήγηση σε καθέναν από αυτούς, την οποία όμως κανείς δεν εδικαιούτο στην πραγματικότητα, γιατί δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις (επιχειρήσεις που δεν απασχολούσαν εργαζομένους, άνεργοι που δεν ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ ή δεν είχαν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ανεργίας ή περιπτώσεις εκπροθέσμων αιτήσεων), το δε συνολικό όφελος, στο οποίο αυτός απέβλεπε, με τις μερικότερες παρακάτω πράξεις του, με αντίστοιχη συνολική ζημία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και τρίτων, ανέρχεται, αθροιζόμενων των ωφελημάτων- ζημιών των παρακάτω επί μέρους πλαστογραφιών σε ποσό ανώτερο των 15.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: Α) Νόθευσε γνήσια έγγραφα και ειδικότερα διέγραψε με διορθωτικό υγρό (blanco) και γομολάστιχα τις αρχικές γνήσιες καταχωρήσεις του Βιβλίου του γενικού πρωτοκόλλου της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ, και πρόσθεσε διαφορετικές καταχωρήσεις στο ως άνω βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου, αλλοιώνοντας την έννοια και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου αυτού, χωρίς οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω υπηρεσίας να συναινούν, επιδιώκοντας με την χρήση των νοθευμένων καταχωρήσεων αυτών, να εμφανίσει τα αναγραφόμενα στις νοθευμένες καταχωρήσεις άτομα και επιχειρήσεις, ως δήθεν πληρούντα τις προϋποθέσεις ένταξης στα οικεία προγράμματα και ως δήθεν δικαιούμενα επιχορηγήσεως για ΝΘΕ και ΝΕΕ.. Ειδικότερα νόθευσε κατά τον ανωτέρω τρόπο τις ακόλουθες καταχωρήσεις του προαναφερομένου βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου: 1) Στον αριθμό ......., καταχώρησε, ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα ΝΘΕ του Ν1 και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής του στο εν λόγω πρόγραμμα, 2) Στον αριθμό......, καταχώρησε, ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση κατάθεσης δικαιολογητικών για ΝΘΕ της εταιρείας ..... ΟΕ, αποσβήνοντας την γνήσια καταχώρηση του υπ αρ. πρωτ. ..... εγγράφου της Περιφερειακής Διεύθυνσης, 3) Στον αριθμό ......,που αφορούσε εξερχόμενο έγγραφο προς την Διοίκηση Διεύθυνσης Α5, ενέγραψε, ως εισερχόμενο, την αίτηση για κατάθεση δικαιολογητικών πληρωμής τριμήνου του ΝΕΕ Ν2, 4) Στον αριθμό ......., απάλειψε τα στοιχεία " αίτηση Ν3 προς ειδική επιτροπή" και ενέγραψε τα στοιχεία "έγκριση καταβολής Α δόσης στον Νέο Ελεύθερο Επαγγελματία Ν4", 5) Στον αριθμό ......., απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν5" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αποστολή ένστασης Νέου Ελεύθερου Επαγγελματία Ν6", 6) στον αριθμό ........, απάλειψε τα στοιχεία "Αποστολή ΔΑΤΕ για επικόλληση ενσήμων της Ν7 " και ενέγραψε στην στήλη των εξερχόμενων τα στοιχεία "Για ......... ΟΕ προς την Διεύθυνση Απασχόλησης...( δεν διακρίνονται τα υπόλοιπα γράμματα)", 7) Στον αριθμό ......, καταχώρησε, ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση κατάθεσης δικαιολογητικών για ΝΕΕ του Ν8 και, ως εξερχόμενο, την έγκριση χορήγησης Β δόσης στον ίδιο, 8) Στον αριθμό ......, απάλειψε τα στοιχεία "αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν9" και ενέγραψε τα στοιχεία " Ένσταση του Ν10. επί απορριπτικής απόφασης καταβολής επιχορήγησης", 9) στον αριθμό ....., απάλειψε στην στήλη των εξερχόμενων τα στοιχεία "έγκριση καταβολής επιχορήγησης για πρόγραμμα ΝΕΕ Ν11" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση της ΓΕΜΑΚ για καταβολή επιχορήγησης προγράμματος Νέων Θέσεων Εργασίας", 10) στον αριθμό ......, απάλειψε από την στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία " έγγραφο της Διοίκησης από .... της Διεύθυνσης Προμηθειών" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση του Ν12 για επιχ/ση προγράμματος ΝΘΕ", 11) Στον αριθμό ......, απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση της Ν13 για χορήγηση Α δόσης επιχ/σης προγράμματος ΝΕΕ" και ενέγραψε τα στοιχεία "έγκριση καταβολής Α δόσης στην ΝΕΕ Ν14, 12) Στον αριθμό ....., καταχώρησε ως εισερχόμενα τα υπ αρ. πρωτ. .... και ..... έγγραφα της Διοίκησης της Διεύθυνσης Α5 που αφορούσαν επιχορήγηση ΝΘΕ, 13) Στον αριθμό ....., απάλειψε τα στοιχεία " έγγραφο της Διοίκησης υπ αριθμό πρωτ. ...... και ενέγραψε τα στοιχεία " Αίτηση της Ν15 για ανεύρεση ατόμων προς αντικατάσταση προγράμματος ΝΘΕ". Επίσης, στον αυτό αριθμό, καταχώρησε απόφαση με την οποία απάλλαξε την επιχείρηση της Ν15 από την υποχρέωση αποζημίωσης απολυθέντος υπαλλήλου, ενώ από το καταχωρηθέν αρχικά, ως εισερχόμενο πρώτο έγγραφο, το καταχώρησε στον προηγούμενο αριθμό πρωτ. ....., 14) Στον αριθμό πρωτ. ......, καταχώρησε αίτηση της επιχείρησης FULL AE, για την πρώτη πληρωμή της, για σαράντα νέες θέσεις εργασίας, απαλείφοντας την αρχική καταχώρηση για αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της Ν16, 15) στον αριθμό ...., καταχώρησε ως εισερχόμενο, αίτηση χορήγησης προκαταβολής ΝΕΕ της Ν17 και ως εξερχόμενο την έγκριση καταβολής της επιχορήγησης στην ίδια, 16) στον αριθμό ....., καταχώρησε ως εισερχόμενο, την αναγγελία του εργοδότη Ν18 για την οικειοθελή αποχώρηση της μισθωτού Ν19, 17) Στον αριθμό ....., πρωτοκόλλησε αίτηση της Ν20 για υπαγωγή της στο πρόγραμμα ΝΕΕ ΑΜΕΑ, απαλείφοντας από την στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "χορήγηση βεβαίωσης για το ΙΚΑ για ασφάλιση νέων 20-29 ετών στον Ν21 Από την ένταξη δε της ανωτέρω στο συγκεκριμένο πρόγραμμα της κατεβλήθη ποσό 2.400.000 δραχμών, ενώ συνολικά θα ελάμβανε 5.000.000 δραχμές. 18) Στον αριθμό ...., απάλειψε από την στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία " έγκριση καταβολής β δόσης στο προγρ. ΝΕΕ του Ν22 " και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για καταβολή επιχ/σης Β δόσης για προγ. ΝΘΕ στον Ν23 ". 19) Στον αριθμό ......, απάλειψε τα αρχικώς καταχωρημένα στοιχεία (τα οποία δεν διακρίνονται γιατί τα απάλειψε με γομολάστιχα) και ενέγραψε στην στήλη των εισερχομένων τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα επιχ/σης απεξαρτημένων ατόμων" του Ν24 και στην στήλη των εξερχόμενων "απόφαση υπαγωγής για χορήγηση επιχ/σης στο προγ. ΝΕΕ απεξαρτημένων ατόμων" 20) Στον αριθμό ....., απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση χορήγησης της προκαταβολής στον ΝΕΕ Ν25, με κοινοποίηση στην Περ/κη Δ/νση Πελ/νήσου" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση χορήγησης Β' δόσης τριμήνου στο προγρ. ΝΘΕ των ...... ΟΕ". 21) Στον αριθμό ......, καταχώρησε, ως εισερχόμενο έγγραφο, την αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα Ν.Ε.Ε. του Ν26 και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής του στο εν λόγω πρόγραμμα και τα στοιχεία "θεραπεία έλλειψης 1 μήνα ανεργίας". 22) Στον αριθμό ......, απάλειψε από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έκδοση ανακλητικής απόφασης προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ στους Αφοί Ζαΐμη ΑΕ" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής Γ' τριμήνου επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ του Ν27 ". 23) Στον αριθμό ......, απάλειψε από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση καταβολής δόσης στο προγρ. ΝΕΕ της Ν28" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής Α1 τριμήνου επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ της Χαλιμούρδας Α.Ε." και, στη στήλη των εξερχόμενων, "έγκριση καταβολής Α1 τριμήνου προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ στον ίδιον". 24) Στον αριθμό ....., καταχώρησε την εγκριτική απόφαση ένταξης στο πρόγραμμα Ν.Θ.Ε. του Ν28, ενώ στην πραγματικότητα η αίτηση είχε υποβληθεί την .... και αρχικά στο πρωτόκολλο είχε καταχωρηθεί αίτηση για καταβολή επιχορήγησης στη Ν29. 25) Στον αριθμό ......, απάλειψε (με γομολάστιχα) τα στοιχεία "Αίτηση ....(δεν διακρίνεται το όνομα) για δόση προγρ. επιχ/σης για ΝΘΕ" και ενέγραψε τα στοιχεία "Απόφαση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ του Ν28". 26) Στον αριθμό ....., καταχώρησε ως εισερχόμενο, αίτηση της εταιρίας ....... Ο.Ε. για δόση επιχορήγησης ΝΘΕ και ένσταση της ίδιας εταιρίας και, ως εξερχόμενο, την απόφαση έγκρισης καταβολής επιχορήγησης στην εν λόγω επιχείρηση και απόρριψης του αιτήματος της καταβολής επιχορήγησης για το μήνα Νοέμβριο του 1999. 27) Στον αριθμό ...., απάλειψε απ' τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ της Ν29" και ενέγραψε, στη στήλη των εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο προγρ. ΝΕΕ της Ν30". 28) Στον αριθμό ..... απάλειψε, απ' τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Έγκριση χορήγησης Β' δόσης στο προγρ. ΝΕΕ της Ν13" και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση για χορήγηση της Β' δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ της Ν29". 29) Στον αριθμό ....., απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ της Ν31 και έγκριση υπαγωγής στο προγρ." και ενέγραψε τα στοιχεία "Χορήγηση Α1 δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ στην Ν32". 30) Στον αριθμό ....., απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση για κατάθεση δικαιολογητικών για προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για υπαγωγή στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ της Ν33". 31) Στον αριθμό ....., απάλειψε απ' τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Απόδοση εισφορών στο ΙΚΑ Ναυπάκτου" και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "αίτηση καταβολής επιχ/σης για το προγρ. ΝΘΕ του Ν34.". 32) Στον αριθμό ....., απάλειψε από τη στήλη εισερχομένων τα στοιχεία "έγγραφο της Δ/σης Προμηθειών με αριθμ. πρωτ........" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για καταβολή επιχ/σης προγρ. ΝΕΕ της ......". 33) Στον αριθμό ....., απάλειψε, από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Αποστολή ενημερωτικού εγγράφου για τους ΝΕΕ Ν6 και Ν34 προς τη Δ/ση Απασχόλησης και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση χορήγησης Ε' και ΣΤ' τριμήνου επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ της ....... ΟΕ". 34) Στον αριθμό ....., απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της Ραδιοτηλεοπτικής ... στον ......" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για ζήτηση και υπόδειξη ανέργου από Μητρώο Ανέργων της Υπηρεσίας για αντικατάσταση μισθωτού". 35) Στον αριθμό ......, απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της Ραδιοτηλεοπτικής .... στην Ν36" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για ζήτηση και υπόδειξη ανέργου από Μητρώο Ανέργων της Υπηρεσίας για αντικατάσταση μισθωτού". 36) Στον αριθμό ......, καταχώρησε αίτηση κατάθεσης δικαιολογητικών για επιχορήγηση δόσης ΝΕΕ του Ν37. 37) Στον αριθμό ....., απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση και κατάθεση δικαιολογητικών για χορήγηση δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ του Ν37" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση και κατάθεση δικαιολογητικών για δόση προγρ. επιχ/σης ΝΕΕ του Ν38 και έγκριση καταβολής Β' δόσης του ίδιου". Το ποσό δε με το οποίο επιχορηγήθηκε ο ανωτέρω, κατόπιν της ...... απόφασης Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ανερχόταν σε 1.200.000 δρχ., καίτοι η προθεσμία υποβολής της αιτήσεως για την πληρωμή της Β' δόσης έληγε στις 12-7-00. Το έγγραφο, άλλωστε, που αφορούσε το Ν37 μεταφέρθηκε στο No ....... 38) Στον αριθμό 2....., απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής επιχ/σης Β' δόσης προγρ. ΝΘΕ της Ν39" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής επιχ/σης Β'δόσης για το προγρ. ΝΘΕ της Ν40". 39) Στον αριθμό ......, απάλειψε από τη στήλη των εξερχόμενων, τα στοιχεία "Απορριπτική απόφαση Δ/ντή για τον Ν41" και ενέγραψε, στη στήλη εισερχομένων, τα στοιχεία "Αίτηση υπαγωγής στο προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ του Ν42 και απόφαση υπαγωγής στο προγρ. ΝΘΕ του ίδιου". 40) Στον αριθμό ......, καταχώρησε ως εισερχόμενο, αίτηση της εταιρίας ...... Ο.Ε. για υπαγωγή στο πρόγραμμα ΝΘΕ για τον εργαζόμενο Ν43 και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής στο εν λόγω πρόγραμμα. 41) Στον αριθμό ....., απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση καταβολής επιχ/σης προγρ. ΝΘΕ του FULL A.E." και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση της FULL Α.Ε. για αντικατάσταση μισθωτού για προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ". 42) Στον αριθμό ......., απάλειψε τα στοιχεία "Αίτηση για κατάθεση δικαιολογητικών για χορήγηση δόσης προγρ. επιχ/σης ΝΘΕ του FULL A.E." και ενέγραψε τα στοιχεία "Αίτηση για αντικατάσταση μισθωτών για επιχ/ση προγρ. ΝΘΕ του FULL A.E. και απόφαση έγκρισης της αντικατάστασης των μισθωτών του ίδιου". 43) Στον αριθμό ...., απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν44 και ενέγραψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν45". 44) Στον αριθμό ......, απάλειψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν46" και ενέγραψε τα στοιχεία "Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του Ν47". 45) Στον αριθμό ......., απάλειψε την αρχικώς καταχωρημένη αίτηση για καταβολή επιχορήγησης Ν.Θ.Ε. από 1-7-2000 έως 30-9-2000 στην επιχείρηση ΚΕΜΟΠ (Κέντρο Εκπαίδευσης & Μέριμνας Οικογένειας και Παιδιού), για την οποία εξεδόθη η αριθμ. ...... εντολή πληρωμής, και καταχώρησε αίτηση για καταβολή επιχορήγησης, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2000 έως 31-8-2000, της Ν48, 46) Στον αριθμό ....., καταχώρησε αίτηση αντικατάστασης μισθωτού του εργοδότη Ν49 που αφορούσε τον εργαζόμενο Ν50, 47) Στον αριθμό ...., απάλειψε τα στοιχεία "εγκριτική απόφαση για υπαγωγή στο πρόγραμμα SΤΑGΕ της Δ10" και ενέγραψε τα στοιχεία "αίτηση για υπαγωγή στο πρόγραμμα επιχορηγήσεων Ν.Θ.Ε. της εταιρίας ..... Ο.Ε., 48) Στον αριθμό ...., καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν51 για δόση επιχορήγησης ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την έγκριση της εν λόγω αιτήσεως. 49) Στον αριθμό ......, καταχώρησε αναγγελία της εταιρίας FULL Α.Ε. για την αποχώρηση του εργαζομένου Ν52. 50) Στον αριθμό ......, καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν24 για χορήγηση της Β1 δόσης ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την "έγκριση χορήγησης Β' δόσης σε απεξαρτημένο άτομο", 51) Στον αριθμό ...., καταχώρησε αίτηση αντικατάστασης μισθωτού της εταιρίας Αφοί Ζαΐμη Α.Ε., 52) Στον αριθμό ...... καταχώρησε ένσταση της Ν53, 53) Στον αριθμό ....., καταχώρησε αίτηση-δήλωση ανέργου του Ν54, 54) Στον αριθμό ......, καταχώρησε ως εισερχόμενο, αίτηση της εταιρίας Αφοί Ζαΐμη Α.Ε. για υπαγωγή στο πρόγραμμα ΝΘΕ και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής στο εν λόγω πρόγραμμα, 55) Στον αριθμό ...., καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν55 για υπαγωγή στο πρόγραμμα ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την απόφαση υπαγωγής του στο εν λόγω πρόγραμμα, 56) Στον αριθμό ...... καταχώρησε την αναγγελία του εργοδότη Ν56 της οικειοθελούς αποχώρησης της εργαζομένης Ν57, 57) Στον αριθμό ......, καταχώρησε, ως εξερχόμενο προς τη Δ/νση Α5, την ένσταση της ΝΕΕ Ν53, 58) Στον αριθμό ...., καταχώρησε, ως εισερχόμενο, απόφαση για ΝΕΕ αφορώσα την Ν58, 59) Στον αριθμό ....., καταχώρησε την αίτηση της Ν15 για καταβολή δόσης ΝΘΕ, 60) Στον αριθμό ...... καταχώρησε, ως εισερχόμενο, ένσταση της Ν58 κατά απόφασης του Περιφεριακού Δ/ντη Πελοποννήσου του ΟΑΕΔ και, ως εξερχόμενο, την αποστολή της αυτής ένστασης, 61) Στον αριθμό ....., καταχώρησε αίτηση του Ν59 για χορήγηση δόσης ΝΘΕ, 62) Στον αριθμό ....., καταχώρησε, ως εισερχόμενο, αίτηση του Ν60 για χορήγηση Β1 δόσης ΝΕΕ και, ως εξερχόμενο, την έγκριση της εν λόγω αιτήσεως. Β) Νόθευσε γνήσιο έγγραφο και ειδικότερα, διέγραψε με διορθωτικό υγρό (blanco) και γομολάστιχα, τις αρχικές γνήσιες καταχωρήσεις του βιβλίου ανέργων της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ και προσέθεσε διαφορετικές καταχωρήσεις στο ως άνω βιβλίο ανέργων, αλλοιώνοντας την έννοια και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου αυτού, χωρίς οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω Υπηρεσίας να συναινούν, επιδιώκοντας, με τη χρήση των νοθευμένων καταχωρήσεων αυτών, να εμφανίσει τα αναγραφόμενα στις νοθευμένες καταχωρήσεις άτομα και τις επιχειρήσεις στις οποίες απασχολήθηκαν, ως δήθεν πληρούντα τις προϋποθέσεις ένταξης στα οικεία προγράμματα και ως δήθεν δικαιούμενα επιχορηγήσεως για ΝΘΕ και ΝΕΕ. Ειδικότερα, νόθευσε, κατά τον ανωτέρω τρόπο, τις ακόλουθες καταχωρήσεις του προαναφερόμενου βιβλίου ανέργων: Ι) Στον αριθμό ....., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν61 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν62. II) Στον αριθμό ...., απάλειψε την καταχώρηση της υπ' αρ. .... αίτησης της εγγεγραμμένης ως άνεργης Ν63 για επίδομα ανεργίας, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αρ. ......απόφαση της Τ.Υ. ΟΑΕΔ Ναυπάκτου, και ενέγραψε τα στοιχεία της άνεργης Ν64 , που επιχορηγήθηκε ως Ν.Ε.Ε. III) Στον αριθμό ......, απάλειψε τα στοιχεία, ως ανέργου, του Ν65 και στη θέση τους ενέγραψε τα στοιχεία του Ν66. Απ' την παραποίηση δε αυτή του πρωτοκόλλου ωφελήθηκε η επιχείρηση του Ν67, η οποία επιχορηγήθηκε για τον άνω εργαζόμενο με το ποσό των 295.650 δρχ., ενώ το συνολικό ποσό της επιχορήγησης που θα ελάμβανε, ανερχόταν σε 1.800.000 δρχ (βλ. υπ' αρ. ... της συγκεντρωτικής κατάστασης που επισυνάπτεται στην έκθεση της ΕΔΕ της υπαλλήλου του ΟΑΕΔ Δ11). IV) Στον αριθμό ...., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν68 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν69, V) Στον αριθμό ....., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν70 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα Ν71, στον οποίο και χορήγησε δελτίο ανεργίας με ημερομηνία έκδοσης την 28.10.99, ημέρα αργίας (εθνικής εορτής). Ακολούθως, ο Ν71, επιχορηγήθηκε με το ποσό των 600.000 δρχ. ενώ το συνολικό ποσό που θα ελάμβανε ήταν 1.800.000 δρχ. (βλ. αρ. ... του πίνακα που επισυνάπτεται στο υπ' αρ. πρωτ. .... έγγραφο του ΟΑΕΔ). VI) Στον αριθμό ....καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν73. VII) Στον αριθμό ....., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν74 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν75. VIII) Στον αριθμό ....., καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν76, απαλείφοντας την αρχική καταχώριση της έκδοσης δελτίου ανεργίας σε άλλο πρόσωπο (το όνομα του οποίου δεν διακρίνεται). IX) Στον αριθμό ....., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης δελτίου ανεργίας στο όνομα Ν21 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν77, Χ) Στον αριθμό ......, απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας της Ν78 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν79, XI) Στον αριθμό ......, καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν80 απαλείφοντας την αρχική καταχώριση της έκδοσης δελτίου ανεργίας σε άλλο πρόσωπο (το όνομα του οποίου δεν διακρίνεται). Η συνολική δε επιχορήγηση που θα ελάμβανε η ανωτέρω ανερχόταν σε 1.800.000 δρχ (βλ. υπ' αρ. 14 της συγκεντρωτικής κατάστασης που επισυνάπτεται στην έκθεση της ΕΔΕ της υπαλλήλου Δ11) XII) Στον αριθμό ......, απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν81 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν82, XIII) Στον αριθμό ...., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης δελτίου ανεργίας της Ν83 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν84, XIV) Στον αριθμό ....., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν85 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν86, XV) Στον αριθμό ΝΝΝΝ, απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης του δελτίου ανεργίας του Ν87 και καταχώρησε την έκδοση δελτίου ανεργίας στο όνομα της Ν88, XVI) Στον αριθμό ....., απάλειψε την καταχώρηση της έκδοσης δελτίου ανεργίας του Ν89 και καταχώρησε την έκδοση του δελτίου ανεργίας στο όνομα του Ν90. Γ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ Δ2 στη θέση του εκδότη εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεση της στα υπ' αρ. .... (υπ' αρ. .... εγκριτική απόφαση) και .... (υπ' αρ. .... εγκριτική απόφαση) εντάλματα πληρωμών προς την εταιρεία ..... Ε.Π.Ε., ποσών 900.000 και 300.000 δραχμών αντίστοιχα (τα οποία και εκταμιεύθηκαν), με σκοπό να προσπορίσει ισόποσο όφελος στην εταιρεία αυτή ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως, Δ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του υπαλλήλου της ίδιας υπηρεσίας Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του, στις υπ' αρ. ... και .... αποφάσεις πληρωμών (καταστάσεις μισθωτών) της εταιρείας .... Ε.Π.Ε. με τον ίδιο παραπάνω σκοπό, Ε) Κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του υπαλλήλου Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του, στην από .... αρνητική έκθεση ελέγχου της επιχείρησης της Ν53, με σκοπό να προκαλέσει ζημία στην τελευταία, αποστερώντας την από την επιχορήγηση των ΝΕΕ του έτους 2000, καίτοι αυτή την εδικαιούτο και να προσπορίσει το αντίστοιχο όφελος σε τρίτους, ΣΤ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου Δ2 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεση της, στις από 6.9.1999 και 6.12.1999 δύο ανανεώσεις της κάρτας ανεργίας της Ν64 , με σκοπό να την εμφανίσει ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως 1.900.000 δραχμών για τα έτη 1999 και 2000 και να της προσπορίσει ισόποσο όφελος (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκε στην ανωτέρω 1.100.000 δραχμές), Ζ) Κατήρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπαλλήλου Δ2 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεσή της, στις από 22.7.1999 και 22.11.1999 δύο ανανεώσεις της κάρτας ανεργίας της Ν62, καθώς και στην από 28.9.1999 ανανέωση της κάρτας ανεργίας της Ν91 με σκοπό να εμφανίσει την επιχείρηση του Ν92, στην οποία οι δύο ανωτέρω απασχολήθηκαν, ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως 3.600.000 δραχμών και να προσπορίσει στην επιχείρηση αυτή ισόποσο όφελος (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκε στην επιχείρηση 1.112.000 δραχμές), Η) Κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση τις υπογραφές των υπαλλήλων Δ2 και Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεσή τους, στην έκθεση ελέγχου του έτους 2000 της επιχείρησης του Ν60, με σκοπό να εμφανίσει την επιχείρηση ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως ΝΕΕ συνολικού ύψους 1.800.000 δραχμών, μολονότι στην πραγματικότητα εξαιρούνταν από αυτήν, γιατί διέθετε ηλεκτρονικά παίγνια (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκαν στην επιχείρηση 665.000 δραχμές) και Θ) Κατήρτισε πλαστό έγγραφο και ειδικότερα έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του υπαλλήλου Δ1 στη θέση του εκδότη, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεσή του στην έκθεση ελέγχου του έτους 2000 της επιχείρησης της Ν93, με σκοπό να εμφανίσει την επιχείρηση ως δήθεν δικαιούμενη επιχορηγήσεως ΝΘΕ συνολικού ύψους 1.600.000 δραχμών, μολονότι στην πραγματικότητα η επιχείρηση δεν εδικαιούτο την επιχορήγηση αυτή, αφού δεν λειτουργούσε (εκ του ποσού δε αυτού καταβλήθηκαν στην επιχείρηση 665.000 δραχμές. Σημειωτέον, ότι για τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, που φέρεται ότι τέλεσε ο ως άνω κατηγορούμενος στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.1997 έως και 20.4.1999 και δη για τις νοθεύσεις των γνήσιων καταχωρήσεων στο βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου της Τοπικής Υπηρεσίας Ναυπάκτου του ΟΑΕΔ, που ανάγονται στο διάστημα αυτό και που φέρεται ότι τέλεσε ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας αυτής και συγκεκριμένα για το ότι με πρόθεση διέγραψε με διορθωτικό υγρό (blanko) και γομολάστιχα τις αρχικές καταχωρήσεις και προσέθεσε διαφορετικές καταχωρήσεις στο ως άνω βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου, αλλοιώνοντας την έννοια και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου αυτού, χωρίς οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω Υπηρεσίας του ΟΑΕΔ να συναινούν, επιδιώκοντας με τη χρήση των νοθευμένων καταχωρήσεων αυτών να δημιουργήσει στα αρμόδια όργανα του ΟΑΕΔ την εσφαλμένη εντύπωση πως δήθεν τα αναγραφόμενα στις νοθευμένες καταχωρήσεις άτομα και επιχειρήσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις ένταξης στα οικεία προγράμματα και εδικαιούντο επιχορηγήσεως για δήθεν Νέες Θέσεις Εργασίας και δήθεν Νέους Ελεύθερους Επαγγελματίες και ειδικότερα για το ότι νόθευσε κατά τον ανωτέρω τρόπο τις ακόλουθες καταχωρήσεις του προαναφερόμενου βιβλίου γενικού πρωτοκόλλου: ....., ...., ...., ....., ....., ......, ....., ....., ..., ..., ...., ...., ... και ...., ......, ......, ......, ......, ........, ....., ...., ...., ...., ...., ..... .... και ...., έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, με το εκκαλούμενο βούλευμα. Οι υπάλληλοι της ως άνω υπηρεσίας Δ1 και Δ2, σε ελέγχους που διενήργησαν σε κάποιες επιχειρήσεις, μετά από αίτημα της υπηρεσίας, διαπίστωσαν ότι ο επιχειρηματίας Ν60 κατέβαλε το ποσό των 100.000 δρχ. στον κατηγορούμενο προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα επιδοτήσεων, επίσης ο Ν94 σύζυγος της επιχειρηματία Ν53, τους ανέφερε, παρουσία και της υπαλλήλου Δ12, ότι επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο, προκειμένου να ενταχθεί η συζύγός του σε πρόγραμμα επιχορήγησης, ο οποίος του πρότεινε να τον επισκεφθεί στο σπίτι του για να του εξηγήσει την διαδικασία, πράγματι τον επισκέφθηκε, έγινε συζήτηση για την αμοιβή του, προκειμένου να ενταχθεί η σύζυγός του στο πρόγραμμα και διαφώνησαν ως προς το ύψος αυτής. Μετά από το γεγονός αυτό αφαιρέθηκε της Ν53 ο θετικός έλεγχος για την ένταξή της στο πρόγραμμα και στη θέση της μπήκε αρνητικός, ώστε να μην πληροί τις προϋποθέσεις, στο οποίο φέρεται να έχει υπογράψει και ο υπάλληλος Δ1, μολονότι ουδέποτε συνέβη αυτό, αφού αυτός είχε συμμετάσχει στον θετικό έλεγχο, τον οποίο είχε και υπογράψει. Περαιτέρω, οι ως άνω υπάλληλοι, διαπίστωσαν στην επιχείρηση Ν95, στα Λουτρά .... ότι από την επιχορήγηση που έλαβε ως άτομο με ειδικές ανάγκες το μισό και πλέον, ήτοι ποσό 1.100.000 δρχ. το κατέβαλε στον κατηγορούμενο για να μπορέσει να εισπράξει την επιχορήγηση. Σε επίσκεψη του επιχειρηματία Ο1 στην υπηρεσία τους τους γνωστοποίησε ότι στις 12-7-2000 ο Ο1 κατέβαλε στον κατηγορούμενο ποσό 1.000.000 δραχμών για να εντάξει την επιχείρησή του σε προγράμματα νέων θέσεων εργασίας. Ο λογιστής του εν λόγω επιχειρηματία, θεωρώντας ότι ο υπάλληλος Δ1 γνωρίζει την συναλλαγή του κατηγορουμένου με τον εργοδότη του, είχε επισκεφθεί το σπίτι του, στις αρχές του έτους 2001 και του ζήτησε εξηγήσεις γιατί δεν υπογράφει αφού έχουν αμοιφθεί για την ένταξη στο πρόγραμμα της επιχείρησης. Η συναλλαγή δε αυτή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της μάρτυρος Ν58, έλαβε χώρα στο αυτοκίνητο του Ο1, κατεγράφη σε video από τον τελευταίο, τον οποίο η εν λόγω μάρτυρας παρακολούθησε. Τέλος ο επιχειρηματίας Ο2 μετά τη διακοπή του προγράμματός του, σε επίσκεψή του στο γραφείο των ανωτέρω υπαλλήλων, τους είπε ότι από το χρηματικό ποσό που είχε εισπράξει μέχρι τότε, το μισό το είχε εισπράξει ο κατηγορούμενος. Η ποινική δίωξη για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας που φέρονται ότι τέλεσαν στη .... κατά τα έτη 1999 και 2000 οι Ο1, Ο2 και Ν60, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, με το εκκαλούμενο βούλευμα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, στοιχειοθετείται το αδίκημα της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την επανειλημμένη δε τέλεσή του, προκύπτει ο σκοπός του κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος καθώς και η σταθερή ροπή του για την τέλεση πλαστογραφιών ως στοιχείο της προσωπικότητός του, ενώ το συνολικό όφελος, στο οποίο αυτός απέβλεπε με τις μερικότερες αυτές πράξεις του, με αντίστοιχη συνολική ζημία του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου και του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και τρίτων, ανέρχεται, αθροιζομένων των ωφελημάτων-ζημιών των μερικωτέρων πράξεων αυτών, σε ποσό άνω των 15.000 ευρώ. Για την θεμελίωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης κατά άρθρο 13 περ. στ' Π.Κ θα ληφθούν επιτρεπτώς υπόψη και οι προγενέστερες της 3-6-1999 και παραγεγραμμένες ως άνω μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίες (Συμβ.ΑΠ 93/1999 ΝοΒ 47, 837 ΑΠ 1485/1998 Ποιν. Χρ. ΜΘ', 830 ΑΠ 1405/1998 Π.Χρ. ΜΘ', 743, Συμβ. ΑΠ 691/1997, ΝοΒ 46). Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την, κατά την προαναφερθείσα έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συγχρόνως δε, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 216 του Π.Κ. Συγκεκριμένα, η πράξη της πλαστογραφίας, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες παραδοχές του, φέρεται να τελέσθηκε, αφενός μεν με τη μορφή της νοθεύσεως, σε εβδομήντα οκτώ (78) περιπτώσεις συνολικά, αφετέρου δε με τη μορφή της εξ' υπαρχής καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, σε επτά (7) συνολικά, περιπτώσεις, πρόκειται δηλαδή για δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα μεταξύ τους εγκλήματα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, και το καθένα από τα οποία τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, στη συνέχεια, όμως, το προσβαλλόμενο βούλευμα, επικυρώνοντας εξολοκλήρου το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, καταλήγει με την παραδοχή, ότι υφίσταται μία πράξη πλαστογραφίας, τελεσθείσα και αυτή κατ' εξακολούθηση, με τον τρόπο δε αυτό, της ως άνω τελικής παραδοχής, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 216 παρ. 1 του Π.Κ. Πέραν αυτών, υφίσταται και ασάφεια στο προσβαλλόμενο βούλευμα, καθόσον, στις διαλαμβανόμενες πραγματικές παραδοχές του, δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ανενδοίαστα, ότι σε κάθε μία από τις αναφερόμενες δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες περιπτώσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ή η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, προκειμένου να κριθεί, αν κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές χωριστά, φέρει τον χαρακτήρα του κακουργήματος. Είναι δε ιδιαίτερα κρίσιμο το σημείο αυτό της αιτιολογίας, στην κρισιολογούμενη περίπτωση, καθόσον, αν ήθελε κριθεί ότι πρόκειται για πλημμεληματικές μορφές τέλεσης της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, αυτές έχουν ήδη υποπέσει στην, εκ των άρθρων 111 επ. του Π.Κ., παραγραφή, αν δε ήθελε κριθεί ότι, στην ειδικότερη μορφή της νοθεύσεως, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν και τα 73.000 ευρώ, τότε, ενδεχομένως, ο νομικός χαρακτηρισμός που αρμόζει στη συγκεκριμένη πράξη, είναι αυτός της νόθευσης εγγράφου από υπάλληλο, σε βαθμό κακουργήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 και 3 του Π.Κ. Πέραν αυτών, με τις προαναφερθείσες ελλείψεις και ασάφειες του προσβαλλομένου βουλεύματος, εκτός από την ήδη αναφερθείσα έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αποβαίνει αδύνατος και ο αναιρετικός έλεγχος, αναφορικά με την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί και, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρ. 485 παρ. 1 και 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αρ. 206/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία. Κατάρτιση και νόθευση εγγράφου. Δύο αυτοτελή αδικήματα. Δεκτή αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας σε παραπεμπτικό βούλευμα και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1391/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ψ1 και 2. Ψ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 727/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 319/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αριθμ.101/23-4-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμφθηκε ο παραπάνω κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτων και το όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρο 216 παρ. 1α και 3α Π.Κ., όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.2α του Ν.2721/1999). Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 13-4-2007 (δείτε αποδ. επιδόσεως) και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος στις 23-4-2007, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την υπ' αριθμ.101/2007 αίτηση αναίρεσης , η οποία περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης , ήτοι α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας (άρθρα 484 παρ. 1δ'και α' ΚΠΔ). Είναι συνεπώς νομότυπη και εμπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης (άρθρα 473 παρ. 1 και 474 παρ. 1 ΚΠΔ) και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Από το συνδυασμό των παραγράφων 1α και 3α του άρθρου 216 ΠΚ (όπως η παραγρ.3 αυτού τροποπ. με το άρθρο 14 παρ. 2 α και 2 β του Ν.2721/1999), προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου πλαστού ή η νόθευση γνησίου έγγράφου , υποκειμενικά δε δόλος του δράστη συνιστάμενος στη γνώση και θέληση των περιστατικών που θεμελιώνουν την πράξη , συνάμα δε ο σκοπός αυτού όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες προστατευομένου δικαιώματος , με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει τον εαυτό του ή σε άλλο τρίτο περιουσιακό όφελος , εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 Ε) χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη του τρίτου. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά , όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτο και να του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πραγματικά γνώση του εν λόγω εγγράφου και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος (ΑΠ 184/2002 Π.Χρ,ΝΒ/898, ΑΠ 1383/2001 Π.Χρ.ΝΒ/787). Εξάλλου από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2498/1996 , προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα τΗν υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ'του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως , όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα , σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο . Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα , ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα , έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες , έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα , ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 189/2005 Π.Χρ.ΝΕ/917). Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 Π.Χρ.ΝΓ/638, ΑΠ 628/2006 Π.Χρ.ΝΖ/143). Από το άρθρο 178 του ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη , ως αποδεικτικό μέσο , αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις . Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως που καθιερώνεται από το άρθρο 177 του ίδίου Κώδικος εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή, υπό την έννοια ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα , να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση , παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα προκύπτοντα περιστατικά , τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους (ΑΠ 268/2006 Π.Χρ.ΝΣτ/814 και ΑΠ 238/2006 Π.Χρ. ΝΣτ/806). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 του ΚΠΔ το Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα να δώσουν κάθε διευκρίνηση. Τότε μόνο είναι δυνατό το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι , οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 409/1997 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις , αλλά και με συμπληρωματική. αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 1608/2001 σε συμβούλιο Π.Χρ.ΝΒ/623), δέχθηκε , κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη στάθμιση του υπάρχοντος στη δικογραφία αποδεικτικού υλικού (από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα της δικογραφίας, την από ....... έκθεση γραφολογικής-γραφοτεχνικής και χαρακτηρολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου ....... που διορίστηκε με την υπ' αριθμ. 1302/2005 διάταξη του ανακριτή του 16ου Τακτικού ανακριτικού τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από ...... έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής της διορισθείσης από τους πολιτικώς ενάγοντες τεχνικής συμβούλου ......, καθώς και την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ίδιας, την από .... έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων της διορισθείσης από τον κατηγορούμενο τεχνικής συμβούλου ...... καθώς και την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ίδιας, την απολογία του κατηγορουμένου και όλα ανεξαιρέτως τα υποβληθέντα από τους πολιτικώς ενάγοντες και τον κατηγορούμενο υπομνήματα) προκύπτουν τ' ακόλουθα. Ο Ψ, σύζυγος και πατέρας των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 αντίστοιχα, ο οποίος απεβίωσε στις 17.4.1997, στο Λονδίνο, ήταν Δικηγόρος και από το έτος 1980 σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο Χ1, πλοίαρχο του Εμπορικού Ναυτικού, δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας και συγκεκριμένα, ασχολήθηκαν με την πρακτόρευση και την εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων. Για την επίτευξη δε των επιχειρηματικών τους σχεδίων επέλεξαν μετά από κοινή συμφωνία ως κέντρο των δραστηριοποιήσεων τους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου το νομικό καθεστώς και οι κρατούσες φορολογικές και λοιπές οικονομικές συνθήκες, ευνοούσαν την ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Προς τούτο, το έτος 1989 προέβησαν στην ίδρυση της εταιρείας με την επωνυμία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C." με έδρα την πόλη Σάργα, όπου εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και ασκούνταν το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα με το καταστατικό της- εν λόγω εταιρείας, την απόλυτη εξουσία διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων και εκπροσώπησης της εταιρείας είχε ο Ψ. Στην πραγματικότητα όμως στην εταιρεία αυτή καθώς και τις λοιπές που καταρτίστηκαν στην συνέχεια, συμμετείχε αφανώς ο κατηγορούμενος Χ1 κατά ποσοστό 50%, ο οποίος λόγω της εμπειρίας και των γνώσεων του σε ναυτιλιακά θέματα είχε τον κύριο λόγο στην διαχείριση στην πιο πάνω εταιρεία. Για τις ανάγκες δε της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας το έτος 1989 με κοινή συμφωνία, ιδρύθηκε από τον Ψ ο οποίος είχε λόγω της ιδιότητας του την επιμέλεια όλων των νομικών θεμάτων, η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C." με έδρα τον Παναμά, η οποία στην πραγματικότητα είχε την έδρα της στον Πειραιά. Την δε διαχείριση της εταιρείας αυτής στην πραγματικότητα είχε εξ ολοκλήρου ο κατηγορούμενος. Η συνεργασία των εταίρων υπήρξε αδιατάρακτη και επωφελής και για τους δυο και ο μεν Ψ είχε εγκατασταθεί στη Σάργα από όπου και μεριμνούσε για την απόδοση των εταιρικών υποθέσεων, ενώ με τον ίδιο τρόπο μεριμνούσε ο Χ1 από τα γραφεία του Πειραιά. Όμως, από τον Μάρτιο του έτους 1994 διαπιστώθηκε ότι ο Ψ έπασχε από ηπατική ανεπάρκεια και έκτοτε, η κατάσταση της υγείας του έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη και τελικά απεβίωσε στις 17.4.1997 ενώ νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Λονδίνου στο οποίο είχε διακομιστεί από 28.9.1996 προκειμένου να υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τον θάνατο του. Λόγω της καταστάσεως αυτής της υγείας του ο Ψ αδυνατούσε από τα μέσα του έτους 1996 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 1997 να επιμεληθεί πλήρως των υποθέσεων της εταιρείας, καθ' όσον είχε ανάγκη νοσηλείας και χρειαζόταν να απουσιάζει συχνά από τα γραφεία της εταιρείας, για τον λόγο αυτό συνήθιζε να αφήνει λευκά έγγραφα με το υδατογράφημα της εταιρείας τα οποία έφεραν την υπογραφή του, στην διάθεση των έμπιστων υπαλλήλων της εταιρείας στην Σάργα προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις τρέχουσες ανάγκες της εταιρείας. Μετά τον θάνατο του Ψ στις 17.4.1997 ενώ αρχικά έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορούμενου Χ1 για την εξαγορά από τον τελευταίο της μερίδας του Ψ, στην συνέχεια προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ τους με αποτέλεσμα να εγερθούν εκατέρωθεν αξιώσεις και να προκύψουν διαφωνίες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Χ1 με την υποβληθείσα σε βάρος των κληρονόμων του Ψ, Ψ2 και Ψ1 από 21.5.1998 μήνυση του, ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά τον πιο πάνω δικαιοπάροχό τους συνολικά με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων Η.Π.Α., επικαλεσθείς και τα παραστατικά έγγραφα κάθε καταβολής το οποίο δεν είχε εξοφλήσει μέχρι τον θάνατο του (17.4.1997) και ανήρχετο κατά το χρόνο αυτό μετά των τόκων στο ποσό των 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε, στις .... καταρτίστηκε ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ο δικαιοπάροχος των μηνυτών αναγνώρισε την υπάρχουσα οφειλή του, αναφέροντας κατά λέξη τα ακόλουθα " δια του συναπτόμενου της παρούσης από ...... ιδιωτικού συμφώνου, συνομολογηθέντος μεταξύ εμού και αυτού εν Λονδίνο και έχοντος επί λέξει ούτω " ΑΤΕ ...". Ο Ψ δηλώνει ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας τουλάχιστον 1.500.000 δολάρια Η.Π.Α και τούτο έχω γνωστοποιήσει στη αδερφή του Ψα και στην γυναίκα του Ψ2". Διαρκούσης της ανακρίσεως επί της μηνύσεως του αυτής ο κατηγορούμενος Χ1 προκειμένου να ενισχύσει τον προδιαληφθέντα περί αναγνωρίσεως χρέους, ισχυρισμό του κατέθεσε στις 31.1.2000 στην 25η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών το με ημερομηνία .... έγγραφο "απόδειξη δανείου" το οποίο επικαλέστηκε και στην από 16.2.2002 αγωγή του με αρ. κατ. 168904/2002 κατά των μηνυτών, ωσαύτως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην αγγλική γλώσσα, η μετάφραση του οποίου έχει ως εξής "ο υποφαινόμενος Ψ δηλώνω ότι δανείστηκα τμηματικώς το ποσό των 806.866,81 δολαρίων Η.Π.Α κατά την περίοδο από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 από τον Χ1.Το δάνειο αυτό οφείλω να το επιστρέψω στον Χ1 μόλις μου το ζητήσει εγώ ο ίδιος ευθυνόμενος προσωπικά σε κάθε περίπτωση ή η εταιρεία μου "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C", νόμιμα εγκατεστημένη στο εμιράτο της Σάργας των Η.Α.Ε. Το δάνειο οφείλω να το επιστρέψω στην Ελλάδα σε δολάρια Η.Π.Α έντοκα με το νόμιμο συμβατικό τόκο δανείου σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Σάργα 10 Σεπτεμβρίου 1994, ο δηλών οφειλέτης". Κάτω από αυτή την ένδειξη υπάρχει η υπογραφή του δηλούντος οφειλέτη Ψ και η σφραγίδα της παραπάνω εταιρείας. Η επίμαχη απόδειξη δανείου σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τους μηνυτές Ψ2 και Ψ1 στην από 2.4.2003 μήνυσή τους κατά του κατηγορούμενου Χ1, είναι πλαστή ως καταρτισθείσα από τον τελευταίο χρησιμοποιώντας φύλλο χαρτιού που έφερε την επωνυμία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO." στην αγγλική και την εν λευκώ υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Ψ το οποίο είχε στην κατοχή του στα πλαίσια της προαναφερόμενης πρακτικής που είχε δημιουργηθεί μετά την ασθένεια του πιο πάνω δικαιοπαρόχου τους. Κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης που διενεργήθηκε για την υπόθεση αυτή οι μηνυτές προσκόμισαν και επικαλέστηκαν την από ..... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου ...... σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή του Ψ στο επίδικο έγγραφο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των γνησίων υπογραφών του. Ωστόσο από τα στοιχεία που μνημονεύονται στην έκθεση της αυτή θεωρεί ότι η υπογραφή πρέπει να έχει τεθεί "εν λευκώ", πράγμα που συνήθιζε ο Ψ για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων της εταιρείας, και επισημαίνει ότι το μηχανογραφημένο κείμενο σε Η/Υ προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω στην υπογραφή ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Ο κατηγορούμενος προσκόμισε και επικαλέστηκε την από ....έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου-γραφοψυχολόγου ....... σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή κάτω από την μηχανογραφημένη ένδειξη "the Declaring Deptor" στο από ..... μηχανογραφημένο κείμενο του εγγράφου του "...." έχει τεθεί από τον Ψ και είναι η γνήσια υπογραφή του με φυσιολογική τοποθέτηση κατά την συνήθεια του να τοποθετεί την υπογραφή πλησιέστατα στο άνωθεν κείμενο του εγγράφου και το αποτύπωμα της σφραγίδας κάτω από την υπογραφή του Ψ, προέρχεται από την ίδια σφραγίδα που σφράγισε τα έγγραφα της η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO.". Εν όψει δε αυτών των γραφολογικών γνωμοδοτήσεων κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης η οποία και διατάχθηκε με την υπ αριθμ. 1302/2005 διάταξη του αρμοδίου ανακριτή. Σύμφωνα με το τελικό πόρισμα της συνταχθείσης από ..... έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης γραφολόγου ...... το κείμενο του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" στην αγγλική με τον τίτλο "....." δακτυλογραφήθηκε στα γραφεία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO." στην Σάργα των ΗΑΕ το έτος 1994, με το ίδιο κομπιούτερ, με το οποίο εκτυπώθηκαν τα σημανθέντα Β-2, Β-3, Β-4, Β-5, Β-6, Β-7, Β-8 γνήσια έγγραφα σε φύλλο χάρτου που φέρει την υδατογράφηση της ως άνω εταιρείας. Λόγω δε παρελεύσεως χρόνου πλέον της δεκαετίας το ως άνω φύλλο χάρτου έχει μετατραπεί από λευκό σε μπεζ-εκρού και το μελάνι της πένας με την οποία ο Ψ χάραξε την υπογραφή του από μπλε σε βαθύ σκούρο μπλε και ακόμη ότι το άτομο το οποίο προέβη στην συγκεκριμένη δακτυλογράφηση ήταν το ίδιο το άτομο το οποίο το έτος 1994 και κατά τις ημεροχρονολογίες 1/7/94, 8/8/94, 5/8/94 καθώς και την 30/4/95 δακτυλογράφησε τα σημανθέντα ως Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 γνήσια έγγραφα. Η διαπίστωση όμως της γραφολογικής αυτής πραγματογνωμοσύνης περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του κειμένου του επίμαχου εγγράφου με το ίδιο ηλεκτρονικό υπολογιστή με τον οποίο δακτυλογραφήθηκαν τα σημανθέντα πιο πάνω ως γνήσια έγγραφα δεν ελέγχεται πειστική καθ' όσον, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποιούνται διάφορες γραμματοσειρές και τα κείμενα παράγονται μέσω του εκτυπωτή και ο τρόπος αυτός μηχανογράφησης δεν παρέχει στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιο έγγραφο μηχανογραφήθηκε από κάποιο συγκεκριμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκτυπώθηκε από συγκεκριμένο εκτυπωτή όπως αφού διαλαμβάνει στην από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης η γραφολόγος ....... την γραμματοσειρά, την δομή του κειμένου και την διάταξη αυτού στο γραφικό πεδίο, επιλέγει ο χειριστής του ηλεκτρονικού υπολογιστή και πολλοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές περιέχουν την ίδια γραμματοσειρά κυρίως αν είναι της ίδιας εποχής και πολύ περισσότερο, αν είναι της ίδιας εταιρείας. Ούτ' εξάλλου αιτιολογείται στη γραφολογική πιο πάνω από ..... πραγματογνωμοσύνη η εκφρασθείσα γνώμη περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του επίμαχου εγγράφου το έτος 1994 και δεν γίνεται καμία απολύτως μνεία για το εάν είναι επιστημονικώς δυνατή η ανεύρεση του χρόνου εκτύπωσης κάποιου κειμένου με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή ενώ, επισφαλές είναι να θεωρηθεί δακτυλογραφηθέν το επίμαχο έγγραφο το έτος 1994 ως εκ της κατά το έτος αυτό δακτυλογράφησης των σημανθέντων ως γνήσιων εγγράφων υπό στοιχεία Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 που φέρει δακτυλογραφημένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που δακτυλογραφήθηκε, όπως υποστηρίζει, και το επίμαχο έγγραφο. Ούτ' εξάλλου ελέγχεται πειστική η έτερη διαπίστωση της εν λόγω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης κατά την οποία λόγω του μεγέθους του χάρτου επί του οποίου έχει χαραχθεί το κείμενο της επίμαχης απόδειξης δανείου καθίστατο δυσχερέστατη έως αδύνατη η προσαρμογή του επίμαχου κειμένου δια φωτοτυπικού μηχανήματος προϋπαρχούσης της υπογραφής του Ψ στην θέση που βρίσκεται καθόσον, οι διαστάσεις του επίμαχου εγγράφου που φέρει την υδατογράφηση των εντύπων χάρτων της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO." είναι 19,8 cm x 20εκ. ενώ, των σημανθέντων εγγράφων που φέρουν το ίδιο υδατογράφημα, οι αντίστοιχες διαστάσεις είναι 29,5 εκ x 21 εκ και έχει αποκοπεί κατά συνέπεια τμήμα του επάνω και κάτω μέρους (σχ. έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής .......)και πέραν τούτου, το μηχανογραφημένο κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, σύμφωνα με σχετική επισήμανση της ανωτέρω γραφολόγου ....... προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω από την υπογραφή ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές καθώς και εκείνη ότι ο διαχωρισμός των χιλιάδων ή των δεκαδικών αριθμών όπως και η αναγραφή των ημεροχρονολογιών γίνεται στο επίμαχο έγγραφο με το ελληνικό σύστημα ενώ στα σημανθέντα ως γνήσια έγγραφα με το αγγλικό, το επίμαχο έγγραφο καταρτίστηκε προφανώς από τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα αφού είναι ο μόνος που ωφελείται από την ύπαρξη του, με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστού με την βοήθεια του οποίου και εκτυπώθηκε το επίμαχο κείμενο στην αγγλική γλώσσα σε φύλλο χάρτου υδατογραφημένο που χρησιμοποιούσε η ανωτέρω εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO." το οποίο περιείχε την εκ των προτέρων υπογραφή του Ψ και κάτω από αυτή την σφραγίδα της εταιρείας, έτσι ώστε να φαίνεται ότι το έγγραφο αυτό το είχε καταρτίσει ο υπογράφων Ψ. Στην συνέχεια, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το πλαστό αυτό έγγραφο, που είναι πρόσφορο να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλους σχετικά με το αναφερόμενο σ' αυτό γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπειες αφού περιέχει αναγνώριση χρέους του υπογράφοντος προς τον κατηγορούμενο από δάνειο καθόσον ειδικότερα, κατέθεσε αυτό στις 31.1.2000 στην ανακρίτρια του 25ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών που διενεργούσε κύρια ανάκριση συνεπεία της από 21.5.1998 μηνύσεως κατά των νυν μηνυτών και ήδη εκκαλούντων και επικαλέστηκε αυτό παραθέτοντας ολόκληρο το περιεχόμενο του στην κατ' αυτών (μηνυτών) ωσαύτως από 16.12.2002 αγωγή του με αρ.κατ.γενικό 168904/2002 και δικογράφου 10589/2002 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Υπέρ της πλαστότητας του επίμαχου από .... εγγράφου συνηγορεί άλλωστε το γεγονός ότι αν το έγγραφο αυτό ήταν ήδη συντεταγμένο από τον δικαιοπάροχο των μηνυτών του Ψ κατά τον χρόνο του επισυμβάντος στις 17.4.1997 θανάτου του και υπήρχε κατά συνέπεια τον χρόνο υποβολής (21-5-1998) της κατ' αυτών για καταδολίευση δανειστών μηνύσεως του με την οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά στον πιο πάνω δικαιοπάροχο τους συνολικά το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, αναμφισβήτητα προς απόδειξη του προδιαληφθέντος ισχυρισμού του θα επικαλείτο την ύπαρξη του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου", πλην στην μήνυση του αυτή ουδεμία μνεία κάνει περί την ύπαρξη του ουσιώδους αυτού εγγράφου για την απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου. Τουναντίον, στην μήνυση του αυτή προς απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου όπως υποστηρίζει με τον δικαιοπάροχο των μηνυτών Ψ επικαλέστηκε το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό με βάση τα αναφερόμενα επί λέξει, εκτός άλλων, στο οποίο "....". στο Λονδίνο σήμερα συμφωνήσαμε τα παρακάτω α) ..............., β)............... γ) ο Ψ δηλώνει "ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει και μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας "KALBA MARINE SERVICES CO." (ως διαχειριστής ήτο πάντοτε ο Ψ) τουλάχιστον 1.500,000 δολάρια ΗΠΑ και τούτο το έχει γνωστοποιήσει στην αδερφή του Ψα και στη γυναίκα του Ψ2". Μάλιστα, οι τότε κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες, όπως εκθέτουν στην ένδικη μήνυση τους χαρακτήρισαν το έγγραφο αυτό (της ....) πλαστό, και προσκόμισαν για την απόδειξη της πλαστότητάς του το από .... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου του Λονδίνου όπου νοσηλευόταν ο Ψ ότι τη συγκεκριμένη ημέρα .... βρισκόταν σε βαθύ κώμα. Εάν κατά συνέπεια πράγματι υπήρχε το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" και ο ήδη αποβιώσας εκδότης του είχε αναγνωρίσει την οφειλή του προς το μηνυόμενο από ...., ημεροχρονολογία που φέρεται συνταχθέν το έγγραφο αυτό, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνουν διαπραγματεύσεις μεταξύ του τελευταίου και του κατηγορούμενου και να συνταχθεί το μεταγενέστερο από ..... έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό για την πλαστογραφία του οποίου ας σημειωθεί, παραπέμπεται ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών αμετάκλητα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα με το υπ' αριθμ. 417/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθ' όσον κατά τα γενόμενα δεκτά, ολόκληρο το περιεχόμενο και του εγγράφου αυτού είναι πλαστό και το κατάρτισε ο κατηγορούμενος και ήδη εφεσίβλητος προκειμένου να πετύχει ευνοϊκή γι αυτόν απόφαση του Πρωτοδικείου της Κάλμπα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με την υπ' αριθμ. 6/1998 ενώπιον του οποίου αγωγή του (που ας σημειωθεί απορρίφθηκε με την από 8.2.2003 απόφαση του Ομοσπονδιακού Εφετείου της Φουτζαϊρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων) ζητούσε να υποχρεωθούν οι μηνυτές και νυν εκκαλούντες να του καταβάλουν το ποσό των 1.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, το μνημονευόμενο στο από .... ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο, όμως, ουδεμία απολύτως μνεία γίνεται περί την ύπαρξη του προγενέστερου από .... ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο δε ισχυρισμός του κατηγορούμενου και ήδη εκκαλούντα κατά το οποίο το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" παραδόθηκε πράγματι με όλο το αποδεικτικό υλικό προς υποστήριξη της από 21.3.1998 μηνύσεως του, στον αποβιώσαντα ήδη δικηγόρο του Ευστάθιο Λιβιεράτο, πλην ο τελευταίος εκ παραδρομής παρέλειψε να μνημονεύσει αυτό στην υποβληθείσα κατά των νυν μηνυτών από 21.5.1998 μήνυση του, άλλως, παρέλειψε την μνεία του διότι κατ' αυτόν τον τρόπο έκρινε, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο. Εξ άλλου και ο έτερος αυτού ισχυρισμός κατά τον οποίο δεν υπήρχε λόγος κατάρτισης του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" προς απόδειξη της κατ' αυτών μηνυτών απαίτησης του συνεπεία του συνομολογηθέντος με το δικαιοπάροχο τους Ψ τμηματικά δανείου ποσού συνολικά 806.866,81 δολάρια ΗΠΑ, αφού είχε στην κατοχή του όλα τα επί μέρους έγγραφα δανειοδότησης, όπως αυτά ειδικότερα αναφέρονται στο κείμενο της και αυτών από 21.5.1998 μηνύσεως του στερείται βασιμότητας καθόσον, ευχερέστερη θα ήταν η απόδειξη με την προσκομιδή του επίμαχου εγγράφου και μόνο, αφού, από τα επικαλούμενα στη μήνυσή του παραστατικά έγγραφα δεν προκύπτει άμεσα ότι οι πραγματοποιούμενες καταβολές γενεσιουργό αίτιο είχαν συνομολογηθέν εκάστοτε με τον αποβιώσαντα δικαιοπάροχο των μηνυτών δάνειο. Ούτε πέραν αυτών εκ του γεγονότος ότι η άθροιση των ποσών που προκύπτουν από τα παραστατικά έγγραφα τα μνημονευόμενα στο κείμενο της κατ' αυτών μηνύσεως του και αναφέρονται στις επί μέρους δανειοδοτήσεις του δικαιοπαρόχου τους όπως αυτή αποτυπώνεται στην από ....λογιστική έκθεση και από ...... έκθεση υπολογισμού τόκων του λογιστή Γ1, αποδίδει το ποσό που βεβαιώνει το επίμαχο έγγραφο καταδεικνύεται η γνησιότητα του εγγράφου αυτού όπως αβάσιμα με το υποβληθέν υπόμνημα του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου υποστηρίζει. Τουναντίον, υποδηλώνει ότι η αναγραφή του φερόμενου στο έγγραφο αυτό ως δανειοδοτηθέντος συνολικά ποσού των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, που κατά τα γενόμενα παραπάνω δεκτά καταρτίστηκε κατά το διάστημα από 5.6.1998 (οπότε και εκδόθηκε το πιστοποιητικό του Νοσοκομείου στο Λονδίνο) μέχρι 18.6.1999 (οπότε και κατατέθηκε από τον κατηγορούμενο στη συμβολαιογράφο Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου) πραγματοποιήθηκε μετά προηγούμενη άθροιση των αναφερόμενων ποσών στα επικληθέντα με την από 21.3.1998 μήνυση του παραστατικά καταβολής. Τα όσα δε αναφέρουν οι εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ1 και Ζ2 αναφορικά με την ύπαρξη οφειλής του δικαιοπαρόχου των μηνυτών Ψ προς τον κατηγορούμενο λόγω συνομολογηθέντος μετ' αυτού τμηματικά διαφόρων ποσών δανείου, αλλά και περαιτέρω, λόγω καταβολής από τον κατηγορούμενο κατ' εντολή του (Ψ) διαφόρων ποσών προς τρίτους σε εξόφληση σχετικών προσωπικών δανείων που είχε συνάψει μετ' αυτών όπως αναφέρουν στην κατάθεση τους στην ανάκριση ο προαναφερθείς μάρτυς Ζ2 καθώς και ο Ζ3, κατ' ουδέν επηρεάζουν τα γενόμενα παραπάνω δεκτά σε σχέση με την πλαστότητα του επίμαχου εγγράφου, καθ' όσον, το μεν οι εκ τούτων Ζ2 και Ζ3 στην κατάθεση τους αναφέρονται σε συνομολογηθέν μετ' αυτών δάνειο και εξόφληση του από τον Χ1 οι δε εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ4, Ζ5 και Ζ6, αποκλείουν τη συνομολόγηση δανείου λόγω της οικονομικής ευρωστίας του αποβιώσαντος Ψ, το δε διότι αν πράγματι ο κατηγορούμενος και νυν εκκαλών είχε δανείσει τον αποβιώσαντα τμηματικά από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, αναμφισβήτητα μέχρι τον επισυμβάντα κατ' έτος 1997 θάνατο του θα είχε οχλήσει αυτόν περί την εξόφληση του, που όμως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτ' άλλωστε ο κατηγορούμενος επικαλείται, ή σε κάθε περίπτωση θα μεριμνούσε όπως το επίμαχο έγγραφο, αφορώντος τη συνομολόγηση τόσο μεγάλου ποσού να αποκτήσει βεβαία χρονολογία ευθύς μετά την κατάρτιση του και ουχί το πρώτον το έτος 1999 με την κατάθεση του στη συμβολαιογράφο Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου (σχ.η με αρ. ...... πράξη κατάθεσης αυτής). Με βάση τα προεκτεθέντα, σύμφωνα και με την εισαγγελική πρόταση στους ορθούς, νόμιμους και βάσιμους λόγους της οποίας και το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σαυτόν αξιόποινη, πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου, άνω των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ και πρέπει επομένως κατά παραδοχή ως βάσιμων και στην ουσία των υπό κρίση εφέσεων με αρ. κατ. 430/4.10.2006 και 431/4.10.2006 εφέσεων των πολιτικώς εναγόντων αντίστοιχα Ψ1 και Ψ2 κατά του υπ' αριθμ. 2749/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών σε σχέση με την απαλλακτική αυτού διάταξη, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα σε σχέση με τη διάταξη του αυτή και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου ήτοι του Τριμελούς Εφετείου για κακουργήματα (άρθρα 111 § 1, 119 § 1 και 22 § 1 του ΚΠΔ για να δικασθεί για το αποδιδόμενο σ' αυτόν κακούργημα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος με βλάβη τρίτου που υπερβαίνουν (το όφελος ή η βλάβη) το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13γ, 14, 26§Γ, 27§1, 216§§Γ, 3α του ΠΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§2α του Ν.2721/1999. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309§2 ΚΠΔ το Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση τους ενώπιον του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση του ενός από τους διαδίκους, πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, το υποβληθέν αίτημα τόσο από τον κατηγορούμενο με το υπόμνημα του από 5.1.2007 ενώπιον του Συμβουλίου τούτου όσο και από τους πολιτικώς ενάγοντες με την από 16.1.2007 αίτηση τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου για να παράσχουν διευκρινήσεις επί των ισχυρισμών τους και της υποθέσεως εν γένει, πρέπει να απορριφθεί αφού αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια αναπτύσσονται τόσο στην απολογία του κατηγορουμένου και τα υποβληθέντα υπ' αυτού υπομνήματα (απολογητικά και ενώπιον των Συμβουλίων), αλλά εκτενώς και με επάρκεια στις ασκηθείσες από τους πολιτικώς ενάγοντες εφέσεις καθώς και στα υποβληθέντα υπ' αυτών υπομνήματα και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων καθόσον δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών , διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται στο βούλευμα αυτό (με συμπληρωματική αναφορά του στην πρόταση του Εισαγγελέα) με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση , οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στην ουσιαστική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 α και 3 α ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και την αντίστοιχη ζημία, του ύψους του ποσού ανωτέρου των 25.000.000 δραχμών (75.000 Ε). Περαιτέρω είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος που στηρίζεται στο λόγο ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του , προέβη στην επιλεκτική μνεία ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, αναφερόμενο ειδικότερα και στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους, ενώ δεν αναφέρεται καν στην από 23-4-2004 ένορκη κατάθεση του αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα Ζ7, διότι η αναφορά των μαρτύρων αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι κρίθηκαν αυτές ως οι πλέον αξιόπιστες, ενώ συγχρόνως τους προσδόθηκε και μείζων αποδεικτική βαρύτητα , χωρίς όμως τούτο να υποδηλώνει ότι αγνοήθηκε ή δεν συνεκτιμήθηκε και η ένορκη κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα που ο αναιρεσείων κατονομάζει. Ακόμη αβάσιμη είναι η αιτίαση ότι ο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του το τελικό πόρισμα της συνταχθείσης από ....έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης στην ανάκριση γραφολόγου ...... , αφού από το σκεπτικό του φαίνεται ότι το έλαβε υπόψη του, αλλά δεν το δέχθηκε, με την ειδική αιτιολογία που ειδικότερα στο βούλευμα αυτό αναφέρεται εκτιμώντας ελεύθερα ότι το περιεχόμενο αυτού ανατρέπεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα , εν οις και το πόρισμα της γραφολόγου ......, η οποία διορίσθηκε ως τεχνική σύμβουλος των πολιτικώς εναγόντων. Αβάσιμος επίσης είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα συνεπεία απορρίψεως του αιτήματος του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του παραπάνω Συμβουλίου Εφετών, καθ'όσον το Συμβούλιο αυτό με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε ότι τόσον αυτός όσο και οι πολιτικώς ενάγοντες με πληρότητα και σαφήνεια ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ειδικότερα ο κατηγορούμενος με την απολογία του και τα υποβληθέντα υπ' αυτού υπομνήματα (απολογητικά και ενώπιον των Συμβουλίων). Είναι κατά συνέπεια αβάσιμη στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και πρέπει ως τέτοια να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ'ουσία η υπ' αριθμ. 101/23-4-2007 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ' αριθμ. 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 7-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 216 του Ποινικού Κώδικα, στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι μεν η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση εγγράφου, προκειμένου με τη χρήση του να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσεως. Η πλαστογραφία έχει κακουργηματική μορφή και ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) αν διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Ως περιουσιακό όφελος θεωρείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας εκείνου που ωφελείται ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο, που πρόκειται να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πραγματικά γνώση του εν λόγω εγγράφου και να παραπλανηθεί απ' αυτό ο τρίτος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα, το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή, με την έννοια ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα προκύπτοντα περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά, που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το Συμβούλιο, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέως, να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνον είναι δυνατόν το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή του αναιρεσείοντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) απορρίπτοντας συγχρόνως αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, για την προφορική ανάπτυξη των απόψεών του επί της κρινόμενης υποθέσεως: "Ο Ψ, σύζυγος και πατέρας των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 αντίστοιχα, ο οποίος απεβίωσε στις 17.4.1997, στο Λονδίνο ήταν Δικηγόρος και, από το έτος 1980, σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο Χ1, πλοίαρχο του Εμπορικού Ναυτικού, δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας και συγκεκριμένα ασχολήθηκαν με την πρακτόρευση και την εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων. Για την επίτευξη δε των επιχειρηματικών τους σχεδίων επέλεξαν μετά από κοινή συμφωνία ως κέντρο των δραστηριοποιήσεών τους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου το νομικό καθεστώς και οι κρατούσες φορολογικές και λοιπές οικονομικές συνθήκες ευνοούσαν την ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, Προς τούτο, το έτος 1989, προέβησαν στην ίδρυση της εταιρείας με την επωνυμία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C.", με έδρα την πόλη Σάργα, όπου εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και ασκούνταν το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα με το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας, την απόλυτη εξουσία διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων και εκπροσώπησης της εταιρείας είχε ο Ψ. Στην πραγματικότητα όμως στην εταιρεία αυτή, καθώς και τις λοιπές που καταρτίστηκαν στην συνέχεια, συμμετείχε αφανώς ο κατηγορούμενος Χ1 κατά ποσοστό 50%, ο οποίος λόγω της εμπειρίας και των γνώσεών του σε ναυτιλιακά θέματα, είχε τον κύριο λόγο στην διαχείριση στην πιο πάνω εταιρεία. Για τις ανάγκες δε της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, το έτος 1989 με κοινή συμφωνία, ιδρύθηκε από τον Ψ, ο οποίος είχε, λόγω της ιδιότητάς του, την επιμέλεια όλων των νομικών θεμάτων, η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C.", με έδρα τον Παναμά, η οποία στην πραγματικότητα είχε την έδρα της στον Πειραιά. Την δε διαχείριση της εταιρείας αυτής στην πραγματικότητα είχε εξ ολοκλήρου ο κατηγορούμενος. Η συνεργασία των εταίρων υπήρξε αδιατάρακτη και επωφελής και για τους δύο και ο μεν Ψ είχε εγκατασταθεί στη Σάργα, από όπου και μεριμνούσε για την απόδοση των εταιρικών υποθέσεων, ενώ με τον ίδιο τρόπο μεριμνούσε ο Χ1 από τα γραφεία του Πειραιά. Όμως, από τον Μάρτιο του έτους 1994, διαπιστώθηκε ότι ο Ψ έπασχε από ηπατική ανεπάρκεια και έκτοτε, η κατάσταση της υγείας του έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη και τελικά απεβίωσε στις 17.4.1997, ενώ νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Λονδίνου, στο οποίο είχε διακομιστεί από 28.9.1996 προκειμένου να υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι του θανάτου του. Λόγω της καταστάσεως αυτής της υγείας του, ο Ψ αδυνατούσε, από τα μέσα του έτους 1996 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 1997, να επιμεληθεί πλήρως των υποθέσεων της εταιρείας, καθ' όσον είχε ανάγκη νοσηλείας και χρειαζόταν να απουσιάζει συχνά από τα γραφεία της εταιρείας, για τον λόγο αυτό συνήθιζε να αφήνει λευκά έγγραφα με το υδατογράφημα της εταιρείας, τα οποία έφεραν την υπογραφή του, στη διάθεση των έμπιστων υπαλλήλων της εταιρείας στην Σάργα, προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις τρέχουσες ανάγκες της εταιρείας. Μετά τον θάνατο του Ψ, στις 17.4.1997, ενώ αρχικά έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορουμένου Χ1 για την εξαγορά από τον τελευταίο της μερίδας του Ψ, στην συνέχεια προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ τους με αποτέλεσμα να εγερθούν εκατέρωθεν αξιώσεις και να προκύψουν διαφωνίες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Χ1 με την υποβληθείσα σε βάρος των κληρονόμων του Ψ, Ψ2 και Ψ1 από 21.5.1998 μήνυσή του, ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά τον πιο πάνω δικαιοπάροχό τους συνολικά με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, επικαλεσθείς και τα παραστατικά έγγραφα κάθε καταβολής το οποίο δεν είχε εξοφλήσει μέχρι τον θάνατό του (17.4.1997) και ανήρχετο κατά τον χρόνο αυτό μετά των τόκων στο ποσό των 1.500.000 δολαρίων ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε, στις ......, καταρτίστηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο δικαιοπάροχος των μηνυτών αναγνώρισε την υπάρχουσα οφειλή του, αναφέροντας κατά λέξη τα ακόλουθα: "Δια του συναπτομένου της παρούσης από ..... ιδιωτικού συμφώνου, συνομολογηθέντος μεταξύ εμού και αυτού εν Λονδίνο και έχοντος επί λέξει ούτω "ΑΤΕ ...", ο Ψ δηλώνει ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας τουλάχιστον 1.500.000 δολάρια ΗΠΑ και τούτο έχω γνωστοποιήσει στην αδερφή του Ψα και στην γυναίκα του Ψ2". Διαρκούσης της ανακρίσεως επί της μηνύσεώς του αυτής, ο κατηγορούμενος Χ1, προκειμένου να ενισχύσει τον προδιαληφθέντα περί αναγνωρίσεως χρέους ισχυρισμό του, κατέθεσε, στις 31.1.2000, στην 25η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών το με ημερομηνία .... έγγραφο "απόδειξη δανείου" το οποίο επικαλέστηκε και στην από 16.2.2002 αγωγή του με αρ. κατ. 168904/2002 κατά των μηνυτών, ωσαύτως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην αγγλική γλώσσα, η μετάφραση του οποίου έχει ως εξής: "ο υποφαινόμενος Ψ δηλώνω ότι δανείστηκα τμηματικώς το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ κατά την περίοδο από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 από τον Χ1. Το δάνειο αυτό οφείλω να το επιστρέψω στον Χ1, μόλις μου το ζητήσει εγώ ο ίδιος, ευθυνόμενος προσωπικά σε κάθε περίπτωση ή η εταιρεία μου "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C.", νόμιμα εγκατεστημένη στο εμιράτο της Σάργας των Η.Α.Ε. Το δάνειο οφείλω να το επιστρέψω στην Ελλάδα, σε δολάρια ΗΠΑ, έντοκα, με το νόμιμο συμβατικό τόκο δανείου σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Σάργα 10 Σεπτεμβρίου 1994, ο δηλών οφειλέτης". Κάτω από αυτή την ένδειξη, υπάρχει η υπογραφή του δηλούντος οφειλέτη Χ1 και η σφραγίδα της παραπάνω εταιρείας. Η επίμαχη απόδειξη δανείου, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τους μηνυτές Ψ2 και Ψ1, στην από 2.4.2003 μήνυσή τους κατά του κατηγορουμένου Χ1, είναι πλαστή, ως καταρτισθείσα από τον τελευταίο, χρησιμοποιώντας φύλλο χαρτιού που έφερε την επωνυμία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO", στην αγγλική και την εν λευκώ υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Ψ το οποίο είχε στην κατοχή του, στα πλαίσια της προαναφερόμενης πρακτικής που είχε δημιουργηθεί, μετά την ασθένεια του πιο πάνω δικαιοπαρόχου τους. Κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης, που διενεργήθηκε για την υπόθεση αυτή, οι μηνυτές προσκόμισαν και επικαλέστηκαν την από ..... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου ...., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή του Ψ στο επίδικο έγγραφο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των γνησίων υπογραφών του. Ωστόσο, από τα στοιχεία που μνημονεύονται στην έκθεσή της αυτή, θεωρεί ότι η υπογραφή πρέπει να έχει τεθεί "εν λευκώ", πράγμα που συνήθιζε ο Ψ για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων της εταιρείας, και επισημαίνει ότι το μηχανογραφημένο κείμενο σε Η/Υ προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω στην υπογραφή, ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Ο κατηγορούμενος προσκόμισε και επικαλέστηκε την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου - γραφοψυχολόγου ....., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή κάτω από την μηχανογραφημένη ένδειξη "the Declaring Deptor" στο από ... μηχανογραφημένο κείμενο του εγγράφου "...." έχει τεθεί από τον Ψ και είναι η γνήσια υπογραφή του με φυσιολογική τοποθέτηση κατά την συνήθειά του να τοποθετεί την υπογραφή πλησιέστατα στο άνωθεν κείμενο του εγγράφου και το αποτύπωμα της σφραγίδας κάτω από την υπογραφή του Ψ, προέρχεται από την ίδια σφραγίδα που σφράγισε τα έγγραφά της η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO". Ενόψει δε αυτών των γραφολογικών γνωμοδοτήσεων, κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία και διατάχθηκε με την υπ' αριθμ. 1302/2005 διάταξη του αρμοδίου ανακριτή. Σύμφωνα με το τελικό πόρισμα της συνταχθείσης από ..... έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης γραφολόγου ......, το κείμενο του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" στην αγγλική και με τον τίτλο "....." δακτυλογραφήθηκε στα γραφεία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO" στην Σάργα των Η.Α.Ε., το έτος 1994, με το ίδιο κομπιούτερ, με το οποίο εκτυπώθηκαν τα σημανθέντα Β-2, Β-2, Β-4, Β-5, Β-6, Β-7, Β-8 γνήσια έγγραφα σε φύλλο χάρτου που φέρει την υδατογράφηση της ως άνω εταιρείας. Λόγω δε παρελεύσεως χρόνου πλέον της δεκαετίας, το ως άνω φύλλο χάρτου έχει μετατραπεί από λευκό σε μπεζ - εκρού και το μελάνι της πένας, με την οποία ο Ψ χάραξε την υπογραφή του, από μπλε σε βαθύ σκούρο μπλε και ακόμη ότι το άτομο το οποίο προέβη στην συγκεκριμένη δακτυλογράφηση ήταν το ίδιο το άτομο, το οποίο το έτος 1994 και κατά τις ημεροχρονολογίες 1.7.94, 8.8.94, 5.8.94 καθώς και την 30.4.95 δακτυλογράφησε τα σημανθέντα ως Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 γνήσια έγγραφα. Η διαπίστωση όμως της γραφολογικής αυτής πραγματογνωμοσύνης, περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του κειμένου του επίμαχου εγγράφου με τον ίδιο ηλεκτρονικό υπολογιστή με τον οποίο δακτυλογραφήθηκαν τα σημανθέντα πιο πάνω ως γνήσια έγγραφα, δεν ελέγχεται πειστική, καθ' όσον, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποιούνται διάφορες γραμματοσειρές και τα κείμενα παράγονται μέσω του εκτυπωτή και ο τρόπος αυτός μηχανογράφησης δεν παρέχει στοιχεία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιο έγγραφο μηχανογραφήθηκε από κάποιο συγκεκριμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκτυπώθηκε από συγκεκριμένο εκτυπωτή, όπως αφού διαλαμβάνει στην από ....έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης η γραφολόγος .... την γραμματοσειρά, την δομή του κειμένου και την διάταξη αυτού στο γραφικό πεδίο, επιλέγει ο χειριστής του ηλεκτρονικού υπολογιστή και πολλοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές περιέχουν την ίδια γραμματοσειρά, κυρίως αν είναι της ίδιας εποχής και πολύ περισσότερο, αν είναι της ίδιας εταιρείας. Ούτε, εξάλλου, δικαιολογείται στη γραφολογική πιο πάνω από ... πραγματογνωμοσύνη η εκφρασθείσα γνώμη περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του επίμαχου εγγράφου το έτος 1994 και δεν γίνεται καμία απολύτως μνεία για το εάν είναι επιστημονικώς δυνατή η ανεύρεση του χρόνου εκτύπωσης κάποιου κειμένου με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ επισφαλές είναι να θεωρηθεί δακτυλογραφηθέν το επίμαχο έγγραφο το έτος 1994 ως εκ της κατά το έτος αυτό δακτυλογράφησης των σημανθέντων ως γνήσιων εγγράφων υπό στοιχεία Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 που φέρει δακτυλογραφηθέντα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που δακτυλογραφήθηκε, όπως υποστηρίζει και το επίμαχο έγγραφο. Ούτε, εξάλλου, ελέγχεται πειστική η έτερη διαπίστωση της εν λόγω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, κατά την οποία, λόγω του μεγέθους του χάρτου, επί του οποίου έχει χαραχθεί το κείμενο της επίμαχης απόδειξης δανείου, καθίστατο δυσχερέστατη έως αδύνατη η προσαρμογή του επίμαχου κειμένου διά φωτοτυπικού μηχανήματος προϋπαρχούσης της υπογραφής του Ψ στην θέση που βρίσκεται καθόσον, οι διαστάσεις του επίμαχου εγγράφου που φέρει την υδατογράφηση των εντύπων χαρτών της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO", είναι 19,8 cm x 20 εκ ενώ, των σημανθέντων εγγράφων, που φέρουν το ίδιο υδατογράφημα, οι αντίστοιχες διαστάσεις είναι 29,5 εκ Χ 21 εκ. και έχει αποκοπεί κατά συνέπεια τμήμα του επάνω και κάτω μέρους (σχ. έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής ......) και, πέραν τούτου, το μηχανογραφημένο κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, σύμφωνα με σχετική επισήμανση της ανωτέρω γραφολόγου ..... προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω από την υπογραφή ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, καθώς και εκείνη ότι ο διαχωρισμός των χιλιάδων ή των δεκαδικών αριθμών όπως και η αναγραφή των ημεροχρονολογιών γίνεται στο επίμαχο έγγραφο με το ελληνικό σύστημα ενώ στα σημανθέντα ως γνήσια έγγραφα με το αγγλικό, το επίμαχο έγγραφο καταρτίστηκε προφανώς από τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα, αφού είναι ο μόνος που ωφελείται από την ύπαρξή του, με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστού, με την βοήθεια του οποίου και εκτυπώθηκε το επίμαχο κείμενο στην αγγλική γλώσσα σε φύλλο χάρτου υδατογραφημένο που χρησιμοποιούσε η ανωτέρω εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO", το οποίο περιείχε την εκ των προτέρων υπογραφή του Ψ και, κάτω από αυτή, την σφραγίδα της εταιρείας, έτσι ώστε να φαίνεται ότι το έγγραφο αυτό το είχε καταρτίσει ο υπογράφων Ψ. Στην συνέχεια, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το πλαστό αυτό έγγραφο, που είναι πρόσφορο με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλους σχετικά με το αναφερόμενο σ' αυτό γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπέιες, αφού περιέχει αναγνώριση χρέους του υπογράφοντος προς τον κατηγορούμενο από δάνειο, καθόσον, ειδικότερα, κατέθεσε αυτό στις 31.1.2000 στην ανακρίτρια του 25ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών που διενεργούσε κύρια ανάκριση συνεπεία της από 21.5.1998 μηνύσεως κατά των νυν μηνυτών και ήδη εκκαλούντων και επικαλέστηκε αυτό, παραθέτοντας ολόκληρο το περιεχόμενό του στην κατ' αυτών (μηνυτών) ωσαύτως από 16.12.2002 αγωγή του με αρ. κατ. γενικό 168904/2002 και δικογράφου 10589/2002 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Υπέρ της πλαστότητας του επίμαχου από .....εγγράφου συνηγορεί άλλωστε το γεγονός ότι αν το έγγραφο αυτό ήταν ήδη συντεταγμένο από τον δικαιοπάροχο των μηνυτών του Ψ, κατά τον χρόνο του επισυμβάντος, στις 27.4.1997, θανάτου του και υπήρχε κατά συνέπεια τον χρόνο υποβολής (21.5.1998) της κατ' αυτών για καταδολίευση δανειστών μηνύσεώς του με την οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά στον πιο πάνω δικαιοπάροχό τους συνολικά το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ:, αναμφισβήτητα προς απόδειξη του προδιαληφθέντος ισχυρισμού του θα επικαλείτο την ύπαρξη του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου", πλην στη μήνυσή του αυτή ουδεμία μνεία κάνει περί την ύπαρξη του ουσιώδους αυτού εγγράφου για την απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου. Τουναντίον, στην μήνυσή του αυτή, προς απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου όπως υποστηρίζει με τον δικαιοπάροχο των μηνυτών Ψ, επικαλέστηκε το από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση τα αναφερόμενα επί λέξει, εκτός άλλων, στο οποίο "DATE ..." στο Λονδίνο σήμερα συμφωνήσαμε τα παρακάτω α).........., β).........., γ) ο Ψδηλώνει ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει και μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας "KALBA MARINE SERVICES CO" (ως διαχειριστής ήταν πάντοτε ο Ψ) τουλάχιστον 1.500.000 δολάρια ΗΠΑ και τούτο το είχε γνωστοποιήσει στην αδελφή του Ψα και στη γυναίκα του Ψ2". Μάλιστα, οι τότε κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες, όπως εκθέτουν στην ένδικη μήνυσή τους, χαρακτήρισαν το έγγραφο αυτό (της ....) πλαστό και προσκόμισαν, για την απόδειξη της πλαστότητάς του, το από .... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου του Λονδίνου, όπου νοσηλευόταν ο Ψ, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα, στις ..., βρισκόταν σε βαθύ κώμα. Εάν, κατά συνέπεια, πράγματι υπήρχε το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" και ο ήδη αποβιώσας εκδότης του είχε αναγνωρίσει την οφειλή του προς τον μηνυόμενο από ..., ημεροχρονολογία που φέρεται συνταχθέν το έγγραφο αυτό, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνουν διαπραγματεύσεις μεταξύ του τελευταίου και του κατηγορούμενου και να συνταχθεί το μεταγενέστερο από .... έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, για την πλαστογραφία του οποίου, ας σημειωθεί, παραπέμπεται ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών αμετάκλητα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα με το υπ' αριθμ. 417/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθ' όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, ολόκληρο και το περιεχόμενο και του εγγράφου αυτού είναι πλαστό και το κατάρτισε ο κατηγορούμενος και ήδη εφεσίβλητος, προκειμένου να πετύχει ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση του Πρωτοδικείου της Κάλμπα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με την υπ' αριθμ. 6/1998 ενώπιον του οποίου αγωγή του (που ας σημειωθεί απορρίφθηκε με την από 8.2.2003 απόφαση του Ομοσπονδιακού Εφετείου της Φουτζαΐρα των Ηνωμένων αραβικών Εμιράτων), ζητούσε να υποχρεωθούν οι μηνυτές και νυν εκκαλούντες να του καταβάλουν το ποσό των 1.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, το μνημονευόμενο στο από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο, όμως, ουδεμία απολύτως μνεία γίνεται περί την ύπαρξη του προγενέστερου από .... ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου και ήδη εκκαλούντα, κατά τον οποίο το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" παραδόθηκε πράγματι με όλο το αποδεικτικό υλικό προς υποστήριξη της από 21.3.1998 μηνύσεώς του, στον αποβιώσαντα ήδη δικηγόρο του Ευστάθιο Λιβιεράτο, πλην ο τελευταίος εκ παραδρομής παρέλειψε να μνημονεύσει αυτό στην υποβληθείσα κατά των νυν μηνυτών από 21.5.1998 μήνυσή του, άλλως παρέλειψε την μνεία του διότι κατ' αυτόν τον τρόπο έκρινε, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο. Εξ άλλου και ο έτερος αυτού ισχυρισμός, κατά τον οποίο δεν υπήρχε λόγος κατάρτισης του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" προς απόδειξη της κατ' αυτών μηνυτών απαίτησής του συνεπεία του συνομολογηθέντος με το δικαιοπάροχό τους Ψ τμηματικά δανείου ποσού συνολικά 806.866.81 δολάρια ΗΠΑ, αφού είχε στην κατοχή του όλα τα επί μέρους έγγραφα δανειοδότησης, όπως αυτά ειδικότερα αναφέρονται στο κείμενο της κατ' αυτών από 21.5.1998 μηνύσεώς του, στερείται βασιμότητας, καθόσον ευχερέστερη θα ήταν η απόδειξη με την προσκομιδή του επίμαχου εγγράφου και μόνο, αφού από τα επικαλούμενα στη μήνυσή του παραστατικά έγγραφα δεν προκύπτει άμεσα ότι οι πραγματοποιούμενες καταβολές γενεσιουργό αίτιο είχαν συνομολογηθέν εκάστοτε με τον αποβιώσαντα δάνειο. Ούτε, πέραν αυτών, εκ του γεγονότος ότι η άθροιση των ποσών που προκύπτουν από τα παραστατικά έγγραφα τα μνημονευόμενα στο κείμενο της κατ' αυτών μηνύσεώς του και αναφέρονται στις επί μέρους δανειοδοτήσεις του δικαιοπαρόχου τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στην από .... λογιστική έκθεση και από .....έκθεση υπολογισμού τόκων του λογιστή Γ1, αποδίδει το ποσό που βεβαιώνει το επίμαχο έγγραφο καταδεικνύεται η γνησιότητα του εγγράφου αυτού, όπως αβάσιμα, με το υποβληθέν υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, υποστηρίζει. Τουναντίον, υποδηλώνει ότι η αναγραφή του φερόμενου στο έγγραφο αυτό ως δανειοδοτηθέντος συνολικά ποσού των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, που κατά τα γενόμενα παραπάνω δεκτά καταρτίστηκε κατά το διάστημα από 5.6.1998 (οπότε και εκδόθηκε το πιστοποιητικό του Νοσοκομείου στο Λονδίνο) μέχρι 18.6.1999 (οπότε και κατατέθηκε από τον κατηγορούμενο στη συμβολαιογράφο Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου) πραγματοποιήθηκε μετά προηγούμενη άθροιση των αναφερόμενων ποσών στα επικληθέντα με την από 21.3.1998 μήνυσή του παραστατικά καταβολής. Τα όσα δε αναφέρουν οι εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ1 και Ζ2 αναφορικά με την ύπαρξη οφειλής του δικαιοπαρόχου των μηνυτών Ψ προς τον κατηγορούμενο, λόγω συνομολογηθέντος μετ' αυτού τμηματικά διαφόρων ποσών δανείου, αλλά και περαιτέρω, λόγω καταβολής από τον κατηγορούμενο, κατ' εντολή του (Ψ), διαφόρων ποσών προς τρίτους σε εξόφληση σχετικών προσωπικών δανείων που είχε συνάψει μετ' αυτών όπως αναφέρουν στην κατάθεσή τους στην ανάκριση ο προαναφερθείς μάρτυς Ζ1 καθώς και ο Ζ3, κατ' ουδέν επηρεάζουν τα γενόμενα παραπάνω δεκτά σε σχέση με την πλαστότητα του επίμαχου εγγράφου, καθ' όσον, το μεν οι εκ τούτων Ζ2 και Ζ3, στην κατάθεσή τους, αναφέρονται σε συνομολογηθέν μετ' αυτών δάνειο και εξόφλησή του από τον Χ1, οι δε εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ4, Ζ5 και Ζ6 αποκλείουν τη συνομολόγηση δανείου λόγω της οικονομικής ευρωστίας του αποβιώσαντος Ψ, το δε διότι αν πράγματι ο κατηγορούμενος και νυν εκκαλών είχε δανείσει τον αποβιώσαντα τμηματικά από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, αναμφισβήτητα μέχρι τον επισυμβάντα κατ' έτος 1997 θάνατό του, θα είχε οχλήσει αυτόν περί την εξόφλησή του, που όμως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτ' άλλωστε ο κατηγορούμενος επικαλείται, ή σε κάθε περίπτωση θα μεριμνούσε όπως το επίμαχο έγγραφο, αφορών τη συνομολόγηση τόσο μεγάλου ποσού να αποκτήσει βεβαία χρονολογία ευθύς μετά την κατάρτισή του και ουχί το πρώτον το έτος 1999 με την κατάθεσή του στη συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου (σχ. η με αρ. ..... πράξη κατάθεσης αυτής). Με βάση τα προεκτεθέντα, σύμφωνα και με την εισαγγελική πρόταση, στους ορθούς, νόμιμους και βάσιμους λόγους της οποίας και το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος διά βλάβης τρίτου, άνω των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ και πρέπει επομένως κατά παραδοχή ως βάσιμων και στην ουσία των υπό κρίση εφέσεων με αρ. κατ. 430/4.10.2006 και 432/4.10.2006 εφέσεων των πολιτικώς εναγόντων αντίστοιχα Ψ1 και Ψ2 κατά του υπ' αριθμ. 2749/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών σε σχέση με την απαλλακτική αυτού διάταξη, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα σε σχέση με τη διάταξή του αυτή και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου ήτοι του Τριμελούς Εφετείου για κακουργήματα (άρθρα 111 παρ. 1, 119 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του ΚΠΔ για να δικασθεί για το αποδιδόμενο σ' αυτόν κακούργημα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος με βλάβη τρίτου που υπερβαίνουν (το όφελος ή η βλάβη) το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 γ, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3α του Π.Κ., όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ, το Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση του ενός από τους διαδίκους, πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, το υποβληθέν αίτημα τόσο από τον κατηγορούμενο με το υπόμνημά του από 5.1.2007 ενώπιον του Συμβουλίου τούτου όσο και από τους πολιτικώς ενάγοντες με την από 16.1.2007 αίτησή τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου για να παράσχουν διευκρινίσεις επί των ισχυρισμών τους και της υποθέσεως εν γένει, πρέπει να απορριφθεί, αφού αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια αναπτύσσονται τόσο στην απολογία του κατηγορουμένου και τα υποβληθέντα υπ' αυτού υπομνήματα (απολογητικά και ενώπιον των Συμβουλίων), αλλά εκτενώς και με επάρκεια στις ασκηθείσες από τους πολιτικώς ενάγοντες εφέσεις, καθώς και στα υποβληθέντα υπ' αυτών υπομνήματα και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων καθόσον δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του Ποινικού Κώδικα, την οποία ορθώς ερμήνευσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το βούλευμα τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα, περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος και την αντίστοιχη ζημία, της οποίας το ύψος υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές (75.000 €). Περαιτέρω, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, προέβη στην επιλεκτική μνεία ένορκων καταθέσεων μαρτύρων, τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, αναφερόμενο ειδικά και στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους, ενώ δεν αναφέρεται καν στην από 23.4.2004 ένορκη κατάθεση του αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρος Ζ7, διότι η αναφορά των μαρτύρων αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι οι μαρτυρίες τους κρίθηκαν ως οι πλέον αξιόπιστες, ενώ συγχρόνως τους αποδόθηκε και μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα, χωρίς όμως τούτο να υποδηλώνει ότι αγνοήθηκε ή δεν συνεκτιμήθηκε και η ένορκη κατάθεση του παραπάνω μάρτυρος, που ο αναιρεσείων κατονομάζει. Ακόμη, αβάσιμη είναι η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του το τελικό πόρισμα της από .... εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου που διορίστηκε στην ανάκριση, ......, αφού, από το σκεπτικό του φαίνεται ότι το έλαβε υπόψη του, αλλά δεν το δέχθηκε, με την ειδική αιτιολογία, η οποία ειδικότερα αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, εκτιμώντας ελεύθερα ότι το περιεχόμενο αυτού ανατρέπεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και το πόρισμα της γραφολόγου ....., η οποία διορίσθηκε ως τεχνική σύμβουλος των πολιτικώς εναγόντων. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα, συνεπεία απορρίψεως του αιτήματος αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, αφού το Συμβούλιο, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι τόσον αυτός, όσο και οι πολιτικώς ενάγοντες, με πληρότητα και σαφήνεια ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ειδικότερα ο κατηγορούμενος με την απολογία του και τα υπομνήματα που αυτός υπέβαλε. ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 101/23.4.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση. Αβάσιμη αιτίαση του αναιρεσείοντος, που στηρίζεται στο λόγο ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών προέβη στην επιλεκτική μνεία ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων, τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, διότι η αναφορά στους μάρτυρες αυτούς οφείλεται στο ότι οι μαρτυρίες τους κρίθηκαν ως οι πλέον αξιόπιστες, χωρίς τούτο να υποδηλώνει ότι αγνοήθηκε ή δεν συνεκτιμήθηκε και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που ο αναιρεσείων κατονομάζει. Αβάσιμος είναι επίσης ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για απόλυτη ακυρότητα, συνεπεία απορρίψεως του αιτήματός του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, διότι το Συμβούλιο αιτιολογημένα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, με πληρότητα και σαφήνεια ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους. Απορρίπτει την αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1390/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Δάβαλου, περί αναιρέσεως της 41778/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1591/2007. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτό ίσχυε πριν να τροποποιηθεί με το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004 και έχει στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, αφού αξιώνει επιπρόσθετα στοιχεία για τη συγκρότηση της αξιόποινης πράξεως, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις των χρεών προς το δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών δόσεων ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α)...β...) και γ)... Με τη διάταξη αυτή, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση του δράστη να διαφοροποιείται κατά το χρονικό σημείο ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του υποχρέου, αλλά και κατά το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, ενόψει του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα από τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης, ήτοι της μη καταβολής χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και β) της μη καταβολής εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι, κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις απαιτεί διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Με την αντικατάσταση δε του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, αφ' ενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφ' ετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής και έτσι οι πράξεις που ήταν προηγουμένως αξιόποινες είναι πλέον ανέγκλητες. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του πιο πάνω εγκλήματος που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση είναι η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, ο τρόπος της πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις) το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή ο ακριβής χρόνος καταβολής του, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον χρόνο που βεβαιώθηκε και η μη πληρωμή του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στο αιτιολογικό της ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος μνημονεύει, αποδείχθηκαν τα εξής: "ο κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων), με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, δεν κατέβαλε στο Δημόσιο τα χρέη που είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στη ΔΟΥ Αγίου Στεφάνου, τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, και τα οποία υπερβαίνουν τα 120.000 ευρώ. Τα χρέη αυτά αναφέρονται στο με αριθμό ειδικού βιβλίου 20/2005 πίνακα χρεών, που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την με αριθμό πρωτ. ...... αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της προαναφερθείσας ΔΟΥ. Από τα χρέη που αναφέρονται στον παραπάνω πίνακα χρεών, εκείνα που μαζί με τις προσαυξήσεις μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ και συνεπώς είναι αξιόποινα, είναι: α) το αναφερόμενο με αύξοντα αριθμό .., με στοιχεία βεβαίωσης ...., που αφορά πρόστιμο ΦΠΑ συνολικού ποσού μαζί με τις προσαυξήσεις 101.325,04 ευρώ και που έπρεπε να καταβληθεί εφάπαξ την 30.6.2000 και β) το αναφερόμενο με αύξοντα αριθμό ... με στοιχεία βεβαίωσης ......, που αφορά πρόστιμο ΦΠΑ συνολικού ποσού, μαζί με τις προσαυξήσεις 256.172,95 ευρώ και που έπρεπε να καταβληθεί εφάπαξ την 30.6.2000. Ο κατηγορούμενος με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των παραπάνω χρεών, που συνολικά ανέρχονται σε 357.497,99 ευρώ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών. Σχετικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι το αξιόποινο των παραπάνω πράξεών του έχει παραγραφεί, λόγω του ότι είχαν παρέλθει περισσότερα από πέντε χρόνια από την τέλεσή τους μέχρι την 23.6.2005, που του επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Τα προεκτεθέντα χρέη του κατηγορουμένου προς το δημόσιο έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ την 30.6.2000 και έγιναν αξιόποινα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, η λήξη δε προθεσμίας καταβολής τους ήταν την 31.10.2000. Αλλά και αν θεωρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει εφαρμογή ο ν. 3220/2004, κατ' άρθρο 2 του ΠΚ, αλλά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 23 ν. 2523/1997, η λήξη προθεσμίας καταβολής των παραπάνω χρεών του κατηγορουμένου είναι την 31.8.2000. Επομένως, από το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 όπως σήμερα ισχύει (31.10.2000 κατά το κλητήριο θέσπισμα ή έστω 31.8.2000) μέχρι την 23.6.2005 που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα, δεν είχαν παρέλθει πέντε χρόνια. Επομένως, ο περί παραγραφής του αξιοποίνου ισχυρισμός του κατηγορουμένου είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Σύμφωνα λοιπόν με όσα αποδείχθηκαν, ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κλητήριο θέσπισμα και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Ακολούθως, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό για το ότι "στην Αθήνα, την 31.10.2000, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσόν της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στη ΔΟΥ Αγίου Στεφάνου διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, τα οποία αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω ΔΟΥ (αριθμ. ειδ. βιβλίου ....) που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την με αριθ. πρωτ. .... αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της συγκεκριμένης ΔΟΥ, ο κατηγορούμενος ηθελημένα δεν κατέβαλε συνολικά το ποσόν των τριακοσίων πενήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (357.497,99 ευρώ), που αφορά: α) το χρέος που αναφέρεται με αύξοντα αριθμό .., με στοιχεία βεβαίωσης ...., αφορά πρόστιμο ΦΠΑ συνολικού ποσού μαζί με τις προσαυξήσεις 101.325,04 ευρώ και έπρεπε να καταβληθεί εφάπαξ την 30.6.2000 και β) το χρέος που αναφέρεται με αύξοντα αριθμό .. με στοιχεία βεβαίωσης ..., αφορά πρόστιμο ΦΠΑ συνολικού ποσού μαζί με τις προσαυξήσεις 256.172,95 ευρώ και που έπρεπε να καταβληθεί εφάπαξ την 30.6.2000". Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ακόμη, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδικότερα, δεν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τον χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν τα παραπάνω χρέη, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι τα χρέη του αναιρεσείοντος προς το Δημόσιο έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ την 30ή Ιουνίου 2000, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς και αναλυτικώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, και η αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙ Α ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-9-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 41778/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρέη προς το Δημόσιο. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή.
1
Αριθμός 1389/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καρούζο, περί αναιρέσεως της 18/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αικατερίνη Γαλάνη. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.5.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1028/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, το άρθρο 242 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα ορίζει τα εξής: "1. Υπάλληλος, που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύτηκαν ή του είναι προσιτό, λόγω της υπηρεσίας του". Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περίπτ. α' του ίδιου Κώδικα, "υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου". Τέλος, έγγραφο είναι, κατά την περίπτωση γ' εδ. α' του ίδιου άρθρου "κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος της νοθεύσεως, καταστροφής κ.λ.π. εγγράφου, απαιτείται η με πρόθεση εξαφάνιση ή βλάβη ή μεταβολή της έννοιας του εγγράφου, η οποία επηρεάζει ή ματαιώνει το περιεχόμενο της αρχικής αποδεικτικής του ισχύος, και η οποία μπορεί να τελεσθεί ή με προσθήκη στο κείμενο του εγγράφου ψηφίων, αριθμών ή φράσεων κ.λ.π. ή και με σβήσιμο ή ξύσιμο με οποιονδήποτε τρόπο τέτοιων στοιχείων και αναγραφής αντί αυτών άλλων και να γίνει αφ' ενός μεν από υπάλληλο, κατά την παραπάνω έννοια του άρθρου 13 α του Ποινικού Κώδικα, αφ' ετέρου δε σε έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό που του το εμπιστεύθηκαν ή που του είναι προσιτό, λόγω της υπηρεσίας του και να μπορεί να επηρεάσει ή εκμηδενίσει πραγματικά την αποδεικτική του ισχύ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ίδιου Κώδικα, "υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον ο υπάλληλος κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 13α του Ποινικού Κώδικα, απαιτούνται 1) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, 2) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση παραβάσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος και 3) σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης του κράτους ή κάποιου άλλου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη του ως άνω σκοπού. Η σκοπούμενη παράνομη ωφέλεια ή βλάβη μπορεί να είναι υλική ή ηθική. Η εν λόγω δε αξιόποινη πράξη συρρέει αληθινά με την παραπάνω πράξη της παραγράφου 2 του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, διότι η διάταξη αυτή (άρθρο 259 Π.Κ.) έχει μεν επικουρικό χαρακτήρα απέναντι σε άλλη διάταξη, η οποία όμως τυποποιεί την ίδια συμπεριφορά και την τιμωρεί βαρύτερα, αποβλέπει όμως στην προστασία της ομαλής και κανονικής διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή σε διαφορετικό έννομο αγαθό και προσθέτως η πράξη σύγκειται από αντικειμενικά στοιχεία ουσιωδώς διαφορετικά από εκείνα της δεύτερης και συνεπώς οι δύο αυτές πράξεις είναι αυτοτελείς και διακεκριμένες και επομένως καμία δεν εξαντλείται στην έννοια της άλλης. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά, με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός, όμως, που αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την παραπάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα κατ' είδος λεπτομερώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη Χ1, κατά τα αναφερόμενα πιο κάτω χρονικά διαστήματα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, νόθευσε έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, ειδικότερα: στις 13.4.2000 και 5.5.2000 με την ως άνω αναφερόμενη ιδιότητα της υπαλλήλου κατ' άρθρο 13 ΠΚ στο αντίγραφο του διαλυτικού και στην επανεκτύπωση βεβαίωσης διακοπής εργασιών μη φυσικού προσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "....... ΟΕ", στη θέση της ημερομηνίας "28.2.2000" ανέγραψε χειρόγραφα πάνω από την εγγραφή του "2000" το έτος "1999", με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους των αρμοδίων υπηρεσιών (ΤΕΒΕ Γεν. Γραμματεία Πληροφορικών συστημάτων) στις οποίες διαβιβάστηκαν τα έγγραφα αυτά, σχετικά με το χρόνο διακοπής της άνω εταιρείας, ότι δήθεν ήταν το έτος 1999 και όχι το έτος 2000. Στις 30.12.1999 εξέδωσε βεβαίωση διακοπής εργασιών των εταιρειών με την επωνυμία "..... Ε.Π.Ε." ΚΑΙ "....... Ο.Ε.", θέτοντας ως ημερομηνία διακοπής εργασιών για την πρώτη την "31.12.1996" και τη δεύτερη την "31.12.1987", κατά παράβαση κειμένων διατάξεων και οδηγιών του Υπουργείου Οικονομικών, ήτοι χωρίς προηγουμένως να διεκπεραιωθεί α) σύνταξη του διαλυτικού της εταιρίας, β) προσκόμιση του πρωτοτύπου του στο τμήμα Φ.Π.Α. της άνω Δ.Ο.Υ., κατάθεση του αντιγράφου του στο αρμόδιο πρωτοδικείο και δημοσίευση αυτού, γ) προσκόμιση της δήλωσης διακοπής εργασιών στα αρμόδια τμήματα της ΔΟΥ, με την ανάλογη βεβαίωση και υπογραφή των προϊσταμένων των τμημάτων αυτών. Έπραξε δε τα ανωτέρω με σκοπό να προσπορίσει στην Γ1, ομόρρυθμο μέλος των άνω εταιριών, παράνομο όφελος και δη τη διαγραφή της από τα μητρώα ασφαλισμένων του Ταμείου Εμπόρων σε χρόνο προγενέστερο του πραγματικού και την απαλλαγή της από την καταβολή εισφορών ύψους 1.940.000 δραχμών. 2) στις 2.3.2000 πραγματοποίησε διακοπή εργασιών της εταιρείας με την επωνυμία "....... Ο.Ε." κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων και οδηγιών του Υπουργείου Οικονομικών, αφού το διαλυτικό της άνω εταιρείας παρελήφθη αναρμόδια από το Τμήμα Εισοδήματος της άνω ΔΟΥ, δεν καταχωρήθηκε στο ειδικό τηρούμενο βιβλίο καταχωρήσεων του Τμήματος Φ.Π.Α., ούτε θεωρήθηκαν και χωρίς την ενυπόγραφη βεβαίωση των προϊσταμένων των τμημάτων της άνω ΔΟΥ επί του σώματος της δήλωσης. 2) στις 30.12.1999, στις με αριθμό ..., ... βεβαιώσεις διακοπής εργασιών των εταιριών με την επωνυμία "....Ε.Π.Ε." και "...... Ο.Ε." βεβαίωσε ψευδώς εν γνώσει, ως ημερομηνία επικύρωσης του καταστατικού την ψευδή 31η.12.1987 αντί της ορθής 24.2.2000 και την ψευδή 31η.12.1996 αντί της ορθής 22.5.2000 και ως αριθμό επικύρωσης τον ψευδή αριθμό ... αντί του ορθού ...και τον ψευδή αριθμό .. αντί του ορθού ... αντίστοιχα. Οι ως άνω ψευδείς εγγραφές μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και δη την αναδρομική διαγραφή της Γ1 από το μητρώο ασφαλισμένων του Τ.Ε.Β.Ε. σε χρόνο προγενέστερο του πραγματικού και την απαλλαγή της από την καταβολή εισφορών ύψους 1.940.000 δρχ. 3) στις 13.4.2000 και στις 5.5.2000 κάνοντας χρήση του κωδικού της ...., εξέδωσε την με αριθμό ... "επανεκτύπωση βεβαίωσης διακοπής εργασιών μη φυσικού προσώπου" που αφορούσε την εταιρία με την επωνυμία "........ Ο.Ε.", της οποίας ομόρρυθμο μέλος ήταν ο τρίτος κατηγορούμενος, βεβαιώνοντας ψευδώς ότι έγινε διόρθωση της ημερομηνίας διακοπής της άνω εταιρίας από 28.2.2000 σε 28.2.1999 και ότι εκ παραδρομής αναγράφηκε η άνω ημερομηνία. Οι άνω ψευδείς εγγραφές μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, αφού οι βεβαιώσεις απεστάλησαν με FAX στη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων, η πρώτη στο Τ.Ε.Β.Ε. Βόλου η δεύτερη για αναδρομική διαγραφή του τρίτου κατηγορουμένου. Για τα πιο πάνω περιστατικά σαφείς είναι οι καταθέσεις και των πρώτων μαρτύρων κατηγορίας ......, οικονομικού επιθεωρητή και ....., υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Βόλου, οι οποίοι δηλώνουν ότι όχι μόνο οι αναφερόμενες στο διατακτικό βεβαιώσεις εκδόθηκαν από τον υπολογιστή της άνω κατηγορουμένης, αλλά τηρείται και μία διαδικασία, για τέτοιες διακοπές που δεν τηρήθηκε και δεν ελέγχθηκε αν τηρήθηκε από την κατηγορουμένη, πέραν του γεγονότος ότι βρέθηκαν φάκελοι που αφορούσαν τις συγκεκριμένες υποθέσεις. Η μάρτυρας κατηγορίας ....., υπάλληλος στην Δ.Ο.Υ. Βόλου, ενώ δηλώνει ότι δεν πιστεύει ότι η κατηγορουμένη είναι ένοχη, δεν μπορεί να δικαιολογήσει πώς οι άνω βεβαιώσεις εκδόθηκαν από τον υπολογιστή της κατηγορουμένης, δεδομένου ότι κάθε υπάλληλος έχει τον δικό του προσωπικό κωδικό, ο οποίος δεν είναι προσιτός σε άλλους. Περαιτέρω, δηλώνει ότι δεν ήταν δυνατόν άλλος συνάδερφος να πληκτρολογήσει από τον υπολογιστή άλλου συναδέρφου του και να ενεργήσει σε βάρος του, όπως αναληθώς ισχυρίζεται η κατηγορουμένη, ούτε ο φόρτος εργασίας μπορεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες της κατηγορουμένης, όπως καταθέτει ο μάρτυρας υπεράσπισής της ...... Επομένως, η κατηγορουμένη Χ1, μετά την απόρριψη των ισχυρισμών της, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, με την αποδειχθείσα ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφάρμοσε. Ακόμη, προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση. Περαιτέρω, η ως άνω απαιτούμενη αιτιολογία εκτείνεται και στον σκοπό της αναιρεσείουσας να προσπορίσει σε άλλον και δη στους ως άνω εκπροσώπους των αναφερομένων εταιρειών, παράνομο όφελος και ότι η αναιρεσείουσα ενήργησε κατά παράβαση των οδηγιών του Υπουργείου Οικονομικών. Οι δε αναφερόμενοι ως "αυτοτελείς ισχυρισμοί", όπως αναπτύσσονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, είναι εν προκειμένω αρνητικοί της κατηγορίας και υπερασπιστικά επιχειρήματα και το Δικαστήριο της ουσίας, ορθώς δεν απήντησε εις αυτούς και μάλιστα αιτιολογημένα. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. ΕΠΕΙΔΗ, η μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου αποτελούσε τον Η' λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος καταργήθηκε με τον νόμο 3160/2003, έκτοτε δε τον Η' λόγο αναιρέσεως αποτελεί ο μέχρι τότε Θ' λόγος για υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, η μη παράθεση στην προσβαλλόμενη απόφαση των σχετικών άρθρων του ποινικού νόμου δεν αποτελεί πλέον αναιρετικό λόγο και γι' αυτό η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις προϋποθέσεις που ο νόμος ορίζει. Δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και δεν δημιουργείται ακυρότητα της διαδικασίας, όταν το δικαστήριο προβαίνει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 ΚΠΔ, στην ανάγνωση εγγράφων των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, που υποβάλλονται από κάποιον διάδικο κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και αξιολογούνται στη συνέχεια από το δικαστήριο, αφού ο κατηγορούμενος διατηρεί το από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαίωμα να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα περιεχόμενο των εγγράφων που υποβλήθηκαν και αναγνώσθηκαν. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, μεταξύ των εγγράφων που αναγνώσθηκαν (χωρίς την εναντίωση της αναιρεσείουσας, η οποία εναντιώθηκε μετά την ανάγνωση), ήταν και η από ...... έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία και λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο ως έγγραφο κατ' άρθρο 364 του ΚΠΔ, προερχόμενο από διενεργηθείσα ΕΔΕ και όχι από πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε κατά την ποινική διαδικασία κατά της αναιρεσείουσας. Επομένως, δεν παρήχθη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και κατά συνέπεια, ο περί απόλυτης ακυρότητας προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως στην κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος νομίμως ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16 Μαΐου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της 18/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας (Πλημμελημάτων). Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος νομίμως ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως για παράβαση καθήκοντος, πλαστογραφία και ψευδή βεβαίωση. Λόγοι αναιρέσεως: Α) Έλλειψη αιτιολογίας, Β) Μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου και Γ) Απόλυτη ακυρότητα. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πλαστογραφία, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1388/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 294/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 191/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 168/2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 14/2005 έφεση του κατά του με αριθμ. 120/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί βιασμό κατ' εξακολούθηση και για αποπλάνηση παιδιού που συμπλήρωσε το 10 έτος όχι όμως και το 13 ο κατ' εξακολούθηση και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, της απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 αρθ,1 ΚΠΔ , της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 484 & 1 α, β, δ και στ ΚΠΔ) Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης Α. Στο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αναιρετέο γιατί κάνει γενικόλογη αναφορά στα πραγματικά περιστατικά με εντελώς τυπική αιτιολογία με αυθαίρετη ερμηνεία περιστατικών και με παράλειψη απάντησης στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα περί της στυτικής αδυναμίας του Β. Στο ότι απέρριψε το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση χωρίς αιτιολογία με συνέπεια να παραβιαστεί το δικαίωμα ακρόασης του Γ. Στο ότι το δικαστικό συμβούλιο εφάρμοσε λανθασμένα τις διατάξεις του άρθρου 336 και 339 τα οποία απαιτούν για την συγκρότηση τους επιδίωξη γενετήσιας ικανοποίησης, επιδίωξη η οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε λόγω αδυναμίας αντίληψης της πραγματικότητας και γιατί βρισκόταν σε κατάσταση ανηδονίας και περαιτέρω αναφέρεται σαν λόγος και η μη αντιμετώπιση του θέματος του άρθρου 34 ΠΚ λόγω του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη του υπό καθεστώς νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται : α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέλησή του και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία, ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου, ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη, ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη και Απειλή βίας είναι κάθε απειλή αμέσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού υφισταμένου την απειλή βίας και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικειμένου κινδύνου κατ' αυτού έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυναμένη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής αρκεί που ο απειλούμενος κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί (ΑΠ 104/1979 ΠΧ ΚΘ 382, ΑΠ 438/2000 ΠΧ Ν916). Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί, και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Εξάλλου κατά τη διάταξη του αρθρ. 339 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα όχι όμως και τα δέκα τρία έτη και γ) με φυλάκιση αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα τρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε, κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10,13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή έχει κριθεί ότι και στις δυο περιπτώσεις (336 και 339) αποτελούν ασελγείς πράξεις όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες ο πράξεις οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη . 'Ετσι έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, του θύματος ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και στο σώμα εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος (Α Π 49/86, ΑΠ 105/1998, Π.Χρ. ΜΗ/754, ΑΠ 282/2002 Π.Χ. ΝΒ 920,ΑΠ 2056/2006, ΑΠ 1552/2001, ΑΠ 983/2001) και τέλος μεταξύ του βιασμού και της αποπλάνησης υπάρχει αληθής κατ' ιδέα συρροή καθ' όσον μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα προσβαλλομένων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο καθ' όσον δεν αποτελεί κανένα συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τέλεσης του άλλου (ΑΠ 183/84 ΠΧ ΛΔ 751). Συγκεκριμένα στο έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές (ΑΠ 660/1998 ΠΧ ΜΘ 231 ). Στη προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία, που μνημονεύει κατά το είδος τους προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος έγγαμος ηλικίας 79 ετών κατοικεί στον ....... Βοιωτίας σε ισόγεια οικία στον περίβολο της οποίας υπάρχει αφοδευτήριο και αχυρώνας. Απέναντι διαμένει η οικογένεια Γ1 και Γ2 με την κόρη τους Γ η οποία γεννήθηκε τις 2-2-1993. Κατά το διάστημα από τον Μάιο και μετά του έτους 2004 γείτονες του κατηγορουμένου αντιλήφθηκαν ύποπτες κινήσεις του κατηγορουμένου και συχνές επισκέψεις της ανήλικης στο σπίτι του κατηγορουμένου και για το λόγο αυτό από μέρους της οικογένειας Δ του έγινε και ανώνυμη τηλεφωνική προειδοποίηση περί του ότι είχε υποπέσει στην αντίληψή τους η επιμεμπτή συμπεριφορά του ώστε να σταματούσε Όμως αυτός συνέχισε την ίδια συμπεριφορά οπότε βλέποντας τις 22-7-2004 και περί ώρα 20.00 ότι ο κατηγορούμενος είχε μπει στον αχυρώνα όπως επίσης και η ανήλικη, ο Δ1 πήγε στον αχυρώνα απ' όπου ακούγονταν ψίθυροι, άνοιξε την ανασφάλιστη πόρτα και κατέλαβε επ' αυτοφώρω τον κατηγορούμενο να έχει κατεβασμένο το παντελόνι και το εσώρουχο του μέχρι τα γόνατα και με το πέος του σε μερική στύση, να έχει αγκαλιάσει την ανήλικη και να της έχει ακουμπήσει το κεφάλι της στην κοιλιά του . Στην επιθετική και επιπλητική συμπεριφορά του Δ1 ο κατηγορούμενος σαστισμένος τον ρώτησε πως μπήκε μέσα και να μην φωνάζει. Την επομένη ο Δ1 ενημέρωσε την μητέρα της ανήλικης και αυτή με τη σειρά της ενημέρωσε τον πατέρα της με κάποια μικρή καθυστέρηση προκειμένου ν' αποφεύγονταν τα χειρότερα. Η ανήλικη μετά από αυτό αποκάλυψε στους γονείς της ότι αυτό γινόταν από τον Μάιο και ότι περί το Πάσχα ο κατηγορούμενος την κάλεσε στο σπίτι του ενώ αυτή έπαιζε με την πρόφαση ότι κάτι ήθελε να της πει . Όταν η ανήλικη μπήκε στο σπίτι ο κατηγορούμενος κατέβασε το παντελόνι του και το εσώρουχο και έπιασε το χέρι της ανήλικης και το έθεσε στο γεννητικό του όργανο και στην αντίδρασή της όπως την κρατούσε αφ' ενός δεν την άφησε ν' απομακρυνθεί και αφ' ετέρου την απείλησε να μη φωνάξει γιατί θα καλούσε την αστυνομία να την συλλάβει και ότι θα την κτυπούσε οπουδήποτε και αν την εύρισκε στο χωριό, όπως επίσης και ότι δεν έπρεπε να πει τίποτε στους γονείς της. Μετά ταύτα και εξακολουθητικά ο κατηγορούμενος την καλούσε τόσο στο σπίτι όσο και στον αχυρώνα επισείοντας την απειλή της αστυνομίας και του ξυλοδαρμού της και την εξανάγκαζε να θωπεύει τα γεννητικά του όργανα και συγχρόνως την θώπευε και την καταφιλούσε σε διάφορα σημεία του σώματος της και στα γεννητικά της όργανα. Μάλιστα κάποια φορά της ζήτησε να του φιλήσει τα γεννητικά του όργανα και όταν η ανήλικη αρνήθηκε της έπιασε το κεφάλι και το κατηύθυνε στα γεννητικά του όργανα όπου το κράτησε για αρκετή ώρα. Επίσης κατ' επανάληψη προσέτριψε το πέος του στο σώμα της ανήλικης όπως επίσης έβαλε και το δάκτυλο του στο κόλπο της. Με τα παραπάνω δεκτά και εκτενώς εκτιθέμενα στο προσβαλλόμενο βούλευμα στο οποίο περιέχεται και εκτίθενται κατ' είδος τα αποδεικτικά στοιχεία το βούλευμα περιέχει πλήρη σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία. Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει και απαντά στους διάφορους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου πλην του στην έκθεση αναίρεσης αναφερομένου του άρθρου 34 ΠΚ γιατί τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να χρήζει απάντησης δεδομένου ότι η κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο και πλάγιο περί του ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από ασθένειες που αποκλείουν την λειτουργία στύσης και τα περί του ότι εμφάνιζε συμπτώματα άνοιας δεν συγκροτούν την έννοια της προβολής συγκεκριμένου ισχυρισμού στον οποίο το συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να δώσει απάντηση γιατί όλα τα παραπάνω εκτιμώνται μέσα στα πλαίσια της άρνησης της κατηγορίας και όχι σαν συγκεκριμένος ισχυρισμός . Περαιτέρω η προβολή του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει στυτική δυνατότητα ή εμφανίζει ανηδονία πρέπει να παρατηρηθεί ότι και αυτά εντασσόμενα στην γενική άρνηση της κατηγορίας και δεν αποτελούν ισχυρισμούς στους οποίους πρέπει το συμβούλιο ν' αναφερθεί , πέρα του ότι και αυτά να συμβαίνουν δεν ερευνάται η αντικειμενική δυνατότητα της πραγματοποίησης της συνουσίας άλλα τον αν έλαβαν χώρα οι ασελγείς κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 336 και 339 ΠΚ πράξεις . Περαιτέρω ως προς τα αναφερόμενα περί του ότι έλαβε απόλυτη ακυρότητα γιατί αναιτιολόγητα του απέρριψε αίτηση περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο Συμβούλιο πρέπει ν' λεχθεί ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα και δη στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα αναπτύσσονται εκτενώς οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε ν' απορριφθεί και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο η αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του και για τους ίδιους οποίους λόγους πρέπει να απορριφθεί και από το συμβούλιο σας το επαναλαμβανόμενο αίτημα του περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης γιατί με την απολογία του και τα υπομνήματα του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας επαρκώς προέβαλλε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς και επιχειρήματα του πλέον του ότι η εμφάνιση του με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να αναιρέσει την αυτόφωρη κατάληψη του από τον Δ1. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α Να απορριφθεί η με αριθμ. 168/11-12-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Β Να απορριφθεί η αίτησή του για αυτοπρόσωπη εμφάνιή του στο Συμβούλιό σας. Γ Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 25-4-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 336 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλλου, σε ανοχή ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέλησή του και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη και απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο για επικείμενο κίνδυνο κατ' αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις, τις οποίες εκείνος που απειλείται υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί που ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή, έχει κριθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις (άρθρων 336 και 339) αποτελούν ασελγείς πράξεις όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Έτσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του θύματος, ο εναγκαλισμός και το καταφίλημα στο πρόσωπο και στο σώμα, εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος και τέλος, μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ' ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου. Συγκεκριμένα, στο έγκλημα του βιασμού, προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ στην αποπλάνηση παιδιών, προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας, από γενετήσιες προσβολές. Τέλος, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 2004, και σε χρόνο πριν το Πάσχα του ιδίου έτους, η ανήλικη, 11χρονη (τότε) Γ δέχθηκε, ενώ έπαιζε στον περίβολο της οικίας της, στο ....... Βοιωτίας, κάλεσμα από τον 79χρονο γείτονά της Χ1, κατηγορούμενο, να προσέλθει στην οικία του, προκειμένου "να της πει κάτι". Όταν η ανήλικη εισήλθε στην οικία του προαναφερομένου, αυτός κατέβασε ενώπιόν της το παντελόνι του και το εσώρουχό του, ξεγυμνώνοντας έτσι τα γεννητικά του όργανα, και αφού έπιασε τα χέρια της ειρημένης ανήλικης, τα έθεσε πάνω σ' αυτά (γεννητικά όργανά του), προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, τελώντας σε γνώση της ηλικίας της ανωτέρω παθούσας. Η 11χρονη Γ αντέδρασε και ηθέλησε να απομακρυνθεί, πλην όμως, ο κατηγορούμενος δεν της το επέτρεψε, καθ' ότι της κράτησε τα χέρια λέγοντάς της συγχρόνως να μη φωνάζει και να παραμείνει εκεί, άλλως θα καλούσε την αστυνομία να την συλλάβει, προς δε θα την κτυπούσε όταν και όπου θα την εύρισκε στο χωριό και θραύοντας έτσι την αντίστασή της και εξουδετερώνοντας την βούληση αυτής, την εξανάγκασε να παραμείνει στην οικία του και σε επαφή με τα γεννητικά όργανά του, δηλαδή να υποστεί τις προαναφερόμενες ασελγείς πράξεις του, αποσκοπώντας αυτός στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του (σε ηδονισμό). Την απείλησε ακόμη με επικείμενο κίνδυνο του σώματός της, ήτοι με ξυλοδαρμό, στην περίπτωση που τυχόν επιχειρούσε να αναφέρει τα ανωτέρω στους γονείς της. Η περιπέτεια όμως της ανήλικης Γδεν είχε τελειώσει με την προαναφερθείσα αποτρόπαια πράξη του κατηγορουμένου, καθ' όσον εξακολούθησε η παράνομη και βάναυση συμπεριφορά του τελευταίου. Έτσι, τόσο στην κρεβατοκάμαρα της οικίας του, όσο και στην αποθήκη - αχυρώνα που ευρίσκεται στον περίβολο (αυλή) αυτής, εξανάγκαζε αυτός εξακολουθητικά, μέχρι και την 22α Ιουλίου 2004, την ανήλικη (11χρονη) Γ, να προσέρχεται (και), με απειλή, προοιωνίζουσα σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο και δη ότι θα την καταγγείλει στην Αστυνομία και θα την κτυπήσει σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της στις ορέξεις του, να του θωπεύει κάθε φορά τα ξεγυμνωμένα γεννητικά όργανά του, ενώ αυτός συγχρόνως την θώπευε και τη φιλούσε σε όλο το σώμα της και στα απόκρυφα αυτής σημεία, όπως στα γεννητικά της όργανα. Μάλιστα, σε κάποια από τις συναντήσεις τους, ο κατηγορούμενος ζήτησε από την προειρημένη να του φιλήσει τα γεννητικά όργανα και, όταν αυτή αρνήθηκε, ο ανωτέρω της πίεσε και οδήγησε το κεφάλι της στα γεννητικά όργανά του, όπου και το κράτησε αρκετή ώρα. Ακόμη, κατ' επανάληψη και προς ηδονισμό πάντοτε, έτριβε αυτός το πέος του στο σώμα της ανήλικης ενώ εισήγαγε και το δάκτυλό του στον κόλπο της, προκαλώντας της έντονο πόνο. Εν τω μεταξύ, τα καλέσματα του κατηγορουμένου προς την 11χρονη Γ και οι μετά ταύτα συναντήσεις στην οικία του πρώτου, υπέπεσαν στην αντίληψη των γειτόνων και δη στους Δ1, Δ2, ......, Δ3 και έγιναν αντικείμενο συζητήσεων. Μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και (ανωνύμως) τηλεφώνημα της Δ2 προς τον κατηγορούμενο, προκειμένου να αποτρέψει την συνέχιση της νοσηρής αυτής καταστάσεως του τελευταίου σε βάρος της ανήλικης Γ, πλην όμως ματαίως, καθ' όσον ο ανωτέρω συνέχισε την επίμεμπτη συμπεριφορά του. Έτσι, στις 22 Ιουλίου 2004, ο κατηγορούμενος κατελήφθη από τον γείτονά του Δ1, εντός της αποθήκης - αχυρώνα που αυτός διατηρεί στον περίβολο της οικίας του (στο .... Βοιωτίας) να έχει εναγκαλισθεί την ως άνω ανήλικη με κατεβασμένα το παντελόνι του και το εσώρουχό του, μέχρι τα γόνατά του και ξεγυμνωμένα τα γεννητικά όργανά του, δηλαδή να ευρίσκεται σε επαφή το σώμα του με αυτό της ανήλικης προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ακολούθησε λεκτική επίθεση του προειρημένου αυτόπτη μάρτυρα Δ1 προς τον κατηγορούμενο, τον οποίο δριμέως επιτίμησε για την αποτρόπαια πράξη του και έτσι τερματίστηκε η εγκληματική δράση του ανωτέρω. Στη συνέχεια (23.7.2004) ενημερώθηκαν οι γονείς της παθούσας και η τελευταία, αφού πλέον με την εξέλιξη αυτή των γεγονότων, ξεπέρασε τους φόβους της, ανέφερε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την παράνομη σε βάρος της συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Προς δε, εξετάστηκε από την ιατρό..... (χειρουργό - γυναικολόγο) και τον ιατροδικαστή ........ και διαπιστώθηκε εντομή (κατά την πρώτη ιατρό, ρήξη) του παρθενικού της υμένα στην περιοχή της 5ης ώρας, γεγονός που οφείλεται στην εισχώρηση του δακτύλου του κατηγορουμένου στον κόλπο της ανήλικης Γ (βλ. καταθέσεις της παθούσας, των γονέων της, του Δ1, προς δε των Δ2, Δ3 και λοιπών και τις ιατροδικαστικές εκθέσεις). Ο κατηγορούμενος βέβαια αρνείται τις κατ' αυτού κατηγορίες, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι λόγω της ηλικίας του και βεβαρημένης υγείας (διαβήτης, αγγειοπάθεια κλπ. - βλ. τις ιατρικές βεβαιώσεις και εξετάσεις), ελλείπει σ' αυτόν η στυτική ικανότητα για να εκπληρώσει σεξουαλικές πράξεις, επιχειρώντας έτσι να αποδυναμώσει την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία. Πλην όμως, αβασίμως υποστηρίζει τα ανωτέρω, καθ' όσον και αληθών υποτιθεμένων, ουδεμία ασκούν επιρροή στις κατ' αυτού κατηγορίες, αφού στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται σ' αυτόν ότι με βία και απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξανάγκασε την 11χρονη Γ, όχι σε συνουσία (εξώγαμη), αλλά σε ανοχή ασελγών σε βάρος της πράξεων, που, όπως προαναφέρεται και προκύπτει, συνιστούν ανάλογες και ισοδύναμες με τη συνουσία πράξεις (επαφή των γεννητικών οργάνων του με το σώμα του θύματός του και δη σε απόκρυφα σημεία αυτής για ηδονισμό, εξακολουθητική προστριβή του πέους του στο σώμα της άνω ανήλικης και δη στα γεννητικά της όργανα για τον ίδιο ως άνω σκοπό, ψαύση και θωπείες επί του σώματος της ανήλικης και εισαγωγή του δακτύλου του, στον κόλπο αυτής, για την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και ορμής, θωπεία των γεννητικών οργάνων του δράστη, κατ' απαίτησή του, από το 11χρονο παιδί κ.λ.π. Κατ' ακολουθίαν, οι προαναφερόμενες πράξεις του κατηγορουμένου συνιστούν, όπως προεξετέθη, τα εγκλήματα του βιασμού και της αποπλανήσεως παιδιού και όχι της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, του άρθρου 337 Π.Κ. και συνεπώς απορρίπτεται και ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Επισημαίνεται ότι οι προταθέντες και εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεως ουδέν βάσιμο στοιχείο εισέφεραν. Τα όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δεν αναιρούν τα σε βάρος του στοιχεία και τις αποδιδόμενες σ' αυτόν κατηγορίες. Αντιθέτως επιρρωνύουν αυτές (βλ. όλες τις καταθέσεις μαρτύρων και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 1 και 339 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται και απαντά στους διάφορους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, πλην του αναφερομένου στην έκθεση αναιρέσεως ισχυρισμού της συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων του άρθρου 34 του Ποινικού Κώδικα, διότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να απαιτείται απάντηση σ' αυτόν, αφού η κατά τρόπο έμμεσο επίκληση του ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από ασθένειες που αποκλείουν τη λειτουργία στύσεως και του ότι εμφάνιζε συμπτώματα άνοιας, δεν συγκροτούν την έννοια της προβολής συγκεκριμένου ισχυρισμού στον οποίο το Συμβούλιο Εφετών ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, διότι όλα τα παραπάνω εκτιμώνται στα πλαίσια της αρνήσεως της κατηγορίας και όχι ως συγκεκριμένος ισχυρισμός. Περαιτέρω σχετικά με την προβολή του ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ότι αυτός δεν έχει στυτική ικανότητα και εμφανίζει ανηδονία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι στον ισχυρισμό αυτόν, εντασσόμενο στη γενική άρνηση της κατηγορίας, και μη αποτελούντα αυτοτελή ισχυρισμό, το Συμβούλιο απήντησε με σαφήνεια, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο προς τούτο, δεχθέν ότι εν προκειμένω, δεν ερευνάται η αντικειμενική δυνατότητα της πραγματοποιήσεως της συνουσίας, αλλά το εάν έλαβαν χώρα οι ασελγείς πράξεις, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις. Περαιτέρω, ως προς τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με τον οποίο έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα, διότι αναιτιολόγητα με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε η αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο Εφετών, πρέπει να λεχθεί ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα και δη στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αναπτύσσονται εκτενώς οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να απορριφθεί και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο η αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. Ειδικότερα στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αναφέρονται, σχετικά με το ως άνω αίτημα, τα επόμενα: "Τέλος, όσον αφορά το αίτημά του για αυτοπρόσωπη ενώπιόν σας εμφάνιση προς παροχή διευκρινίσεων, διασαφήσεων κλπ, είναι μεν νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις; των άρθρων 309 και 318 ΚΠΔ, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν γιατί ο εκκαλών αναπτύσσει διεξοδικώς και με πληρότητα τους ισχυρισμούς, τις απόψεις κλπ. με την έκθεση εφέσεώς του και με όσα έχει σ' αυτή διαλάβει, προς δε και με τα στη δικογραφία υπομνήματά του και έτσι δεν συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά ενώπιόν σας". Επομένως και ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων, με την αίτηση αναιρέσεως, ζητεί να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου τούτου με τον συνήγορό του, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάστασή του και να προβεί στην προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, που απορρίφθηκε και το αντίστοιχο από το Συμβούλιο Εφετών, αφού, όπως προαναφέρεται, ο κατηγορούμενος, με την απολογία του και τα υπομνήματά του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, επαρκώς προέβαλε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του και τα επιχειρήματά του. ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 168/11.12.2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και την αίτηση του παραπάνω αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για βιασμό κατ’ εξακολούθηση και αποπλάνηση ανηλίκου νεοτέρου των 13 ετών, όχι όμως και των 10 ετών κατ’ εξακολούθηση. Ο βιασμός και η αποπλάνηση ανηλίκου συρρέουν αληθώς. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Βιασμός, Αποπλάνηση ανηλίκου, Συρροή εγκλημάτων.
2
Αριθμός 1387/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2100/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.1.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 224/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 290/6.7.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αρ. 17/30-1-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 (.....) κατά του υπ'αρ. 2100/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 1323/2005 βούλευμά του παρέπεμψε την κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για το κακούργημα της πλαστογραφίας με χρήση σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού η κατηγορουμένη, εκδόθηκε το άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η κριθείσα έφεση και επικυρώθηκε το εκκληθέν. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη στην κατηγορουμένη την 22-1-2007 (βλ. σχετικό αποδεικτικό). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 ΚΠΔ) αφού ασκήθηκε αυτοπροσώπως από την κατηγορουμένη ενώπιον της αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Αθηνών την 30-1-2007 και περιέχει (αρ. 474 παρ. 2 ΚΠΔ) συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως ήτοι: της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν προσδιορίζει το είδος των αποδεικτικών μέσων έστω και κατά κατηγορία τα οποία έλαβε υπόψη και δεν καλύπτεται (η αιτιολογία) από την επίκληση μεμονωμένων καταθέσεων μαρτύρων. Επίσης δεν συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα αλλά ορισμένα επιλεκτικώς από αυτά. Η εισαγγελική πρόταση δεν έχει εμπεριστατωμένες σκέψεις διότι δεν συνεξετίμησε α) την από 13-5-2003 έγκληση της Ψ1 και Ψ2 , β) την από 26-10-2003 αναφορά των ανωτέρω προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, γ) τα από 22-4-2004, 3-3-2005 υπομνήματα προς την 20η Τακτική ανακρίτρια Αθηνών των ως άνω, δ) τις από 4-4-2005 ανωμοτί καταθέσεις των ως άνω πολιτικώς εναγουσών ενώπιον της ιδίας ανακρίτριας. Ενώ ο Εισαγγελεύς εις την πρότασή του μνημονεύει την "διενεργηθείσα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη" και τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων, η μόνη αναφορά που κάνει στο κείμενο της προτάσεως είναι "ιδ. σχ. την από ... των γραφολόγων Γ1 και Γ2, οι οποίοι ρητά εκθέτουν ότι η επίδικη διαθήκη καθ'ολοκληρία πλαστή". Αντιστοίχως δε το προσβαλλόμενο βούλευμα επί του αυτού κεφαλαίου διαλαμβάνει σε επίπεδο κατ'είδους αναφοράς το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης και τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων. Το προσβαλλόμενο βούλευμα και η ενσωματωθείσα σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δεν εκθέτουν το περιεχόμενο κάθε μίας πραγματογνωμοσύνης και κάθε μίας εκθέσεως του τεχνικού συμβούλου ή τουλάχιστον το πόρισμα μίας εκάστης εξ αυτών. Δεν προέρχονται σε συγκριτική στάθμιση και συναξιολόγηση των συμπερασμάτων κάθε μίας πραγματογνωμοσύνης και κάθε μίας εκθέσεως του τεχνικού συμβούλου. Δεν εκθέτουν ποιές είναι σοβαρές αδυναμίες των εκθέσεων των τεχνικών συμβούλων Δ1, Δ2 και Δ3, δεν αναφέρουν τις αδυναμίες των αμέσως προηγουμένων εκθέσεων ως προς το συγκριτικό υλικό. Δεν αναφέρουν τις αδυναμίες των αμέσως προηγουμένων εκθέσεων ως προς την αιτιολόγηση των πορισμάτων τους. Δεν αναφέρουν ποιό είναι το εκτενές και αξιόπιστο συγκριτικό υλικό επί του οποίου οι ορισθέντες πραγματογνώμονες Γ1 και Γ2 κατήρτισαν την πραγματογνωμοσύνη τους, δεν εκθέτουν σε ποία σημεία είναι θεμελιωμένες οι γραφολογικές εκθέσεις των πολιτικώς εναγουσών, δεν καθορίζουν για ποιούς λόγους είναι αξιόπιστη η κρίση των πραγματογνωμόνων και αναξιόπιστη η κρίση των τεχνικών της συμβούλων. Επίσης υποστηρίζει ότι το συμβούλιο δεν εξετίμησε το περιεχόμενο προηγούμενης δημόσιας διαθήκης του Ψ , και ότι με τυπική αιτιολογία απέρριψε το αίτημά της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του συμβουλίου. Συνεπώς η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. ΙΙ) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται ν'αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τί προκύπτει απ'αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/496, ΑΠ 1425/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/510). Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 408). ΙΙΙ) Κατά την έννοια της διατάξεως του αρ. 216 παρ. 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει την γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη όπως με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος (Α.Π. 224/2001 Π.Χρ. ΝΒ/426). Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. και β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (η παρ. 3 αρ. 216 ΠΚ, ως ετροποποιήθη με αρ. 14 παρ. 2 και 2β Ν. 2721/99 και ισχύει από 3-6-1999). Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστου ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για την θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. (Τούση-Γεωργίου Ερμ.Π.Κ. 'Εκδοση Γ υπ'αρ. 216 σελ. 556 επομ., Γάφου Ειδ. Ποινικό Τεύχος Β σελ. 79 επ. Α.Π. 1320/2005 Ποιν.Δικ/σύνη 2006 σελ. 120, Α.Π. 1146/2006 Ποιν.Δικ/σύνη 2006 σελ. 1466). Κατά την διάταξη του αρ. 13 εδαφ. γ Π.Κ. έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός....." (Γάφου Ειδ. Ποινικό Τεύχος Β: "η έννοια του εγγράφου" σελ. 71-78). IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αφού προσδιορίζει κατ'είδος (φύλλο 7 σελ. β) τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε την κρίση του με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών αλλά και με ίδιες πρόσθετες σκέψεις εδέχθη τα ακόλουθα: Η κατηγορουμένη Χ1 είχε πολύχρονη γνωριμία με τον Ψ η αδελφό της πρώτης των μηνυτριών Ψ1 και θείου της δεύτερης Ψ2, που έχει μητέρα της την Ψ1. Η εν λόγω γνωριμία με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό. Όμως, ο Ψ στις 29/4/2002 απεβίωσε στο θεραπευτικό κέντρο με την επωνυμία "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ", κατόπιν προηγηθείσας νοσηλείας του σ' αυτήν. Κληρονόμος εξ αδιαθέτου του αποβιώσαντος Ψ ήταν η αδελφή του και πρώτη μηνύτρια Ψ1. Όμως αυτή αποποιήθηκε την κληρονομιά του, με συνέπεια να επαχθεί αυτή στην κόρη της και ανηψιά του αποβιώσαντος Ψ2. Ενώ δε έτσι είχαν τα πράγματα η πρώην, γνωστή και ερωμένη του αποβιώσαντος η κατηγορουμένη Χ1 κατάρτισε πλαστό έγγραφο, υπό τύπο ιδιογράφου διαθήκης, με ημερομηνία δήθεν σύνταξης της την 26-3-2002 (ιδ. σχ. την από .... έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης των γραφολόγων Γ1 και Γ2, οι οποίοι ρητά εκθέτουν ότι η επίδικη διαθήκη είναι καθ' ολοκληρία πλαστή), κατ' απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του αποβιώσαντος. Σκοπεύοντας έτσι να παραπλανήσει με την χρήση της εν λόγω πλαστής διαθήκης, άλλους, για να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη τρίτου. Το συνολικό δε όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000). Με την ως άνω καταρτισθείσα από αυτήν πλαστή διαθήκη αποκλείστηκαν οι ως άνω κληρονόμοι εξ αδιαθέτου (μοναδικοί) αδελφή και ανηψιά του. Γιατί ο δήθεν συντάκτης της και αποβιώσας Ψ κατέστησε "κληρονόμο" του στην ακίνητη περιουσία την κατηγορουμένη. Τα δε ακίνητα που δήθεν της κατέλειπε είναι αξίας 10.000.000 ευρώ. Για να παραπλανήσει δε η κατηγορουμένη τους τρίτους (μεταξύ των οποίων είναι και οι μηνύτριες) ως προς ότι η επίμαχη διαθήκη ήταν δήθεν γνήσια, ανάφερε σ' αυτή (τη/ πλαστή διαθήκη) και ως δήθεν κληρονόμους το Δημόσιο, τον Οργανισμό Σχολικών κτιρίων και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών σε έτερα μεμονωμένα ακίνητα του αποβιώσαντος. Στην επίδικη πλαστή διαθήκη έθεσε αυτή τον τίτλο "Η Διαθήκη μου", ως δήθεν ημερομηνία σύνταξής της την 26/3/2002 και στο τέλος αυτής, κατ' απομίμηση την υπογραφή του αποβιώσαντος. Στην πράξη της αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο (το αρμόδιο για τη δημοσίευση και κήρυξη της ως κυρίας δικαστήριο, τον συμβολαιογράφο που θα συνέτασσε την αποδοχή κληρονομιάς, τις μηνύτριες - αληθείς κληρονόμους, τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων κ.λ.π.) σχετικά με το γεγονός της ιδιότητος ως βασικής κληρονόμου του ανωτέρω αποβιώσαντος, σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στην ανωτέρω αξία της ακίνητης περιουσίας του διαθέτη, στην οποία οριζόταν ως κληρονόμος, με αντίστοιχη ισόποση βλάβη των αληθινών εξ' αδιαθέτου κληρονόμων του, που ήταν η αδελφή του, πρώτη μηνύτρια και μετά την αποποίηση της κληρονομιάς από αυτήν, η θυγατέρα της και ανιψιά του, δεύτερη μηνύτρια. Στη συνέχεια έκανε χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης εμφανίζοντάς την 1) στις 3-4-2003 στην υπηρεσία της Διεύθυνσης Μητρώων Δημοτολογίου, προκειμένου να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον της για τη λήψη του πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών με αριθμό ......, 2) στις 19-3-2003 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, όπου με αίτηση της αυτή (διαθήκη) δημοσιεύθηκε με το πρακτικό με αριθμό ...., 3) στις 16-4-2003 στο ίδιο Δικαστήριο, κατά τη συζήτηση της αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου, 4) στις 23-4-2003 στις μηνύτριες, στις οποίες την επέδωσε μαζί με την από 21-4-2003 εξώδικη προς αυτές δήλωση της, 5) στις 9-5-2003 στους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων Κ1, Κ2, Κ3 και Κ4, στους οποίους την επέδωσε μαζί με την από 5-5-2003 εξώδικη προς αυτούς δήλωση της, 6)στην Αθήνα, στις 17-2-2003 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μαζί με την από 17-2-2003 αίτηση της για δημοσίευση της και κήρυξη της ως κυρίας, 7) στην Πάτρα, στις 29-4-2003 ενώπιον του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Λουτρακίου, προκειμένου, λόγω της ιδιότητας της ως εκ διαθήκης κληρονόμου του φερομένου ως διαθέτη Ψ, να της επιτραπεί η είσοδος σε εξοχική κατοικία αυτού στο ......, 8) στην Αθήνα στις 5-3-2003, ενώπιον της Β' Δ.Ο.Υ. Πατρών, κατά την υποβολή της υπό ίδια ημερομηνίας δήλωσης της φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003, 9) στην Αθήνα, στις 2-4-2003, ενώπιον της Ληξιάρχου Αθηνών, προκειμένου να την πείσει ότι έχει έννομο συμφέρον ως εκ διαθήκης κληρονόμος του φερόμενου ως διαθέτη, ώστε να προβεί σε διόρθωση του ονόματος πατρός αυτού από .... σε Ν1, 10) στην Αθήνα, στις 5-5-2003, ενώπιον του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Χαλανδρίου, προκειμένου να της χορηγηθούν κτηματολογικά στοιχεία σχετικά με ακίνητα της ίδιας κληρονομιάς, που βρίσκονται στο Δήμο Χαλανδρίου, ώστε να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς ως προς αυτά, 11) στην Αθήνα, στις 13-5-2003 ενώπιον του Προϊσταμένου του Γενικού Κτηματολογίου Πρωτευούσης, προκειμένου να της χορηγηθούν κτηματολογικά στοιχεία σχετικά με ακίνητο της κληρονομιάς του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, που βρίσκεται στο Δήμο Καλλιθέας, ώστε να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς ως προς αυτό, 12) στην Αθήνα, στις 13-5-2003, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κωφόπουλου, ώστε να συντάξει τις πράξεις αποδοχής κληρονομιάς με αριθμό ... και ....., 13) στην Αθήνα, στις ..., στην Δ.Ο.Υ. Δ' Αθηνών, προκειμένου να προβεί στη δήλωση φόρου κληρονομιάς με αριθμό ...., 14) στην Αθήνα, στις ...., στην ίδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να προβεί στην συμπληρωματική δήλωση φόρου κληρονομιάς με αριθμό ...., 15) στην Πάτρα, στις 9-5-2003, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, προκειμένου να πειστεί ότι υπάρχει έννομο συμφέρον της ως κληρονόμου του φερόμενου ως διαθέτη Ψ και να παραγγείλει στο Συμβολαιογράφο Αθηνών Νικόλαο Αναστασάκη να της χορηγήσει τα αναγραφόμενα στην από 9-5-2003 αίτηση της δικηγόρου της αντίγραφα συμβολαίων και άλλα έγγραφα από το φάκελλο του φερόμενου ως διαθέτη, 16) στην Αθήνα, στις 15-5-2003, προς τον Ο1 μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού ... αριθμός ..., μαζί με την από 5-5-2003 εξώδικη πρόσκληση της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή του μισθώματος του ακινήτου, 17) στην Αθήνα, στις 16-5-2003, προς τον Ο2, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού .., αριθ. ...., μαζί με την από 5-5-2003 εξώδικη πρόσκληση της προς πληρωμή σ' αυτή ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή, του μισθώματος του ακινήτου, 18) στην Αθήνα, στις 16-5-2003, προς την εταιρεία με την επωνυμία ".... ΟΕ", που εδρεύει στην Αθήνα στην οδό....., μισθώτρια ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, στην ανωτέρω οδό, μαζί με την από 5-5-2003 εξώδικη πρόσκληση της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή, του μισθώματος του ακινήτου, 19) στην Αθήνα, στις 16-5-2003, προς τον Ο3, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού ..., αριθμ. ....., μαζί με την από 5-5-2003 εξώδικη πρόσκληση της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή, του μισθώματος του ακινήτου, 20) στην Αθήνα, στις 19-5-2003, προς τον Ο4, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερομένου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού .... αριθ. ...., μαζί με την από 5-5-2003 εξώδικη πρόσκληση της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή του μισθώματος του ακινήτου, 21) στην Αθήνα στις 9-6-2003 στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας Αγίας Ελεούσας, προκειμένου να πειστούν ότι έχει έννομο συμφέρον ως εκ διαθήκης κληρονόμος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ και να της γνωρίσουν το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού του αυτός διατηρούσε, 22) στην Αθήνα, στις 9-6-2003 στο κατάστημα της ίδιας Τράπεζας στον Ταύρο, προκειμένου να την ενημερώσουν για το αν υπάρχει ατομικός λογαριασμός στο όνομα του ως άνω φερομένου ως διαθέτη, 23)στην Αθήνα, στις 9-6-2003 στο κατάστημα της αυτής Τράπεζας στο Παλαιό Φάληρο, προκειμένου να την ενημερώσουν για το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών που τηρούσε ο φερόμενος ως διαθέτης, 24) στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2003 προς τον Ο5, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "ΧΑΤΣΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ", που εδρεύει στο Ν. Ψυχικό Αττικής, Περικλέους αρ. 4, προκειμένου να προχωρήσει σε μεταβίβαση προς την εταιρεία αυτή, της κυριότητος ενός ακινήτου της κληρονομιάς του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, που βρίσκεται στην ... Αττικής στη συμβολή των οδών ...., ... και ....., 25) στην Αθήνα, στις 3-7-2003, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κωφόπουλου προκειμένου αυτός να συντάξει την πράξη αποδοχής κληρονομιάς με αριθμό ....., 26) στην Αθήνα, στις 1-8-2003 ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ως σχετικό έγγραφο της από 31-7-2003 μήνυσης της κατά των ανωτέρω νομίμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του φερομένου ως διαθέτη Ψ, την οποία κατέθεσε την ίδια ημέρα, 27) στην Πάτρα στις 23-10-2003, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, προκειμένου να πειστεί ότι υπάρχει έννομο συμφέρον της ως κληρονόμου του φερόμενου ως διαθέτη Ψ και να διαβιβάσει την από 22-10-2003 αίτηση της προς την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα, για χορήγηση σ' αυτήν βεβαίωσης σχετικά με την νοσηλεία του ανωτέρω φερόμενου ως διαθέτη και αντίγραφα του φάκελλο νοσηλείας του. Και 28) στην Αθήνα, στις 18-12-2003, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου να τον πείσει ότι έχει έννομο συμφέρον και να της χορηγήσει εισαγγελική παραγγελία για να λάβει από την Συμβολαιογράφο Πειραιώς Παρασκευή Δασκαλάκη αντίγραφα πληρεξουσίων του φερόμενου ως διαθέτη προς την Ψ1. 'Οθεν φρονούμε ότι κατά της εκκαλούσας κατηγορουμένης Χ1 προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία για την ως άνω πράξη της πλαστογραφίας που τις αποδίδεται. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω φρονούμε ότι πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 317, 318, 319 και 481 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ως άνω έφεση της εκκαλούσας κατηγορουμένης κατά του με αρ. 1325/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να επικυρωθεί το εν λόγω εκκαλούμενο βούλευμα. Όσον αφορά τώρα το αίτημα της εκκαλούσας, το οποίο υποβλήθηκε με την ένδικη έφεση της και με το οποίο ζητάει αυτή να της επιτραπεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για να αναπτύξει και προφορικά την υπόθεση της, πρέπει να απορριφθεί αυτό ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Αφού η αιτούσα - εκκαλούσα κατηγορουμένη έχει αναπτύξει επαρκώς και διεξοδικά τους ισχυρισμούς της για την κρινόμενη υπόθεση, τόσο με την απολογία της και το απολογητικό της υπόμνημα, όσο και με την έφεση της. Με ίδιες δε πρόσθετες σκέψεις εδέχθη: Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον της εκκαλούσας κατηγορουμένης για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση του πλαστού από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο, από την οποία (πράξη) το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν αντιστοίχως το ποσό των 73.000. Συγκεκριμένα προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι ο κατηγορουμένη στην Αθήνα, σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς, πάντως μετά το θάνατο του Ψ, που επήλθε στις 29.4.2002, και μέχρι τις 17.2.2003, συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη του εν λόγω Ψ με φερόμενη χρονολογία σύνταξης την 26.3.2002, θέτοντας σ' αυτήν κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, με την οποία εκείνος φέρεται να εγκαθιστά ως κληρονόμους του, σε ορισμένα μεμονωμένα ακίνητα, την αδελφή του Ψ1, το Ελληνικό Δημόσιο, τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, και στην υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου, την ίδια (κατηγορουμένη). Ακολούθως η κατηγορουμένη έκανε χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης σε 29 περιπτώσεις, μέσα στο χρονικό διάστημα από τις 3.4.2003 έως τις 22.12.2003, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση και στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Με την πράξη της αυτή η κατηγορουμένη σκόπευε να παραπλανήσει τους τρίτους (το αρμόδιο δικαστήριο για τη δημοσίευση και την κήρυξη της πιο πάνω πλαστής διαθήκης ως κυρίας, το συμβολαιογράφο για τη σύνταξη πράξης αποδοχής κληρονομιάς, τους αληθείς κληρονόμους, τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων κλπ.) σχετικά με τη φερόμενη ιδιότητα της ως κληρονόμου του Ψ και να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία των αληθινών (εξ αδιαθέτου) κληρονόμων του τελευταίου. Συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η γνωμοδότηση των διορισθέντων από την Ανακρίτρια του 2ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών πραγματογνωμόνων Γ1 και Γ2, ειδικών δικαστικών γραφολόγων, για την πλαστότητα της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία βασίζεται σε εκτενές και αξιόπιστο συγκριτικό υλικό και εκφέρεται με πληρότητα, εξαντλητική ανάλυση και στερεή θεμελίωση, παρέχει εχέγγυα επαρκούς αξιοπιστίας. Η αξιοπιστία της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης ενισχύεται και από τις θεμελιωμένες με πληρότητα και πειστικό τρόπο γραφολογικές εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των εγκαλουσών Ζ1 (από ...., ... και ...) και Ζ2 (από ....). Αντίθετα οι γραφολογικές εκθέσεις; των τεχνικών συμβούλων της κατηγορουμένης Χ (από ....), Δ2 (από ...) και Δ3 (από ....), οι οποίοι εκφέρουν την γνώμη ότι η κρίσιμη ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια, ενέχουν σοβαρές αδυναμίες τόσο ως προς το συγκριτικό υλικό, όσο και ως προς αιτιολόγηση των πορισμάτων τους, με συνέπεια η αξιοπιστία τους να εμφανίζεται μειωμένη. Η κατηγορουμένη προσκομίζει ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, ως νέο στοιχείο, αντίγραφο της συνταχθείσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Σοφίας Φούφα προγενέστερης δημόσιας διαθήκης .... του Ψ, με την οποία ο τελευταίος φέρεται να εγκαθιστά ως κληρονόμο του στο μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του την κατηγορουμένη. Όμως η ύπαρξη απλώς της εν λόγω διαθήκης, για την οποία, ας σημειωθεί, ο Ανακριτής του 20ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ενεργώντας, με βάση το άρθρο 250 παρ.2 ΚΠΔ, κατά τη διάρκεια άλλης ανάκρισης, ζήτησε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, να εξετάσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠΔ, και το ζήτημα, μεταξύ άλλων, της τέλεσης του εγκλήματος της πλαστογραφίας δημόσιας διαθήκης (βλ. το από 28.2.2006 σχετικό έγγραφο του εν λόγω ανακριτή), δεν είναι σε θέση να κλονίσει τις υπάρχουσες επαρκείς ενδείξεις για την πλαστογράφηση της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης. Ενόψει των προεκτεθέντων, δεν κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί συμπληρωματική κύρια ανάκριση προς το σκοπό ιδίως διενέργειας νέας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, όπως ζητεί η κατηγορουμένη με το από 26.5.2006 συνοπτικό υπόμνημα της. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το ζήτημα της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και γενικά της συμπλήρωσης της ανάκρισης ανήκει στην κυριαρχική κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (βλ. ΑΠ 966/1984, Π.Χ. 1985, 149), και δεν εξαρτάται από την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους των διαδίκων, για το οποίο δεν είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση. Εξάλλου, το περιεχόμενο στο προαναφερόμενο συνοπτικό υπόμνημα της κατηγορουμένης αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του Συμβουλίου τούτου αποτελεί απλώς επανάληψη της πιο πάνω αρχικώς υποβληθείσας σχετικής αίτησης της και για το λόγο αυτό δεν χρειάζεται νέα εισαγγελική πρόταση, αφού το αίτημα αυτό καλύπτεται πλήρως από τα ήδη εκτεθέντα για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της κατηγορουμένης στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση. Ύστερα από αυτά που προεκτέθηκαν, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, ποσού 210 ευρώ, σε βάρος της εκκαλούσας (583 παρ.1 ΚΠΔ). V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση, της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου υπ'αρ. 1325/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 216 § § 1+3 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ρητώς αναφέρει ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι η κατηγορουμένη στην Αθήνα σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς κείμενο πάντως (μεταξύ 29-9-2002 έως 17-2-2003 (φύλλο 8 σελ.α) συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη του Ψ με φερόμενη χρονολογία συντάξεως την 26-3-2002, θέτοντας σ'αυτήν κατ'απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου με την οποία φέρεται εκείνος να εγκαθιστά ως κληρονόμους του, σε ορισμένα μεμονωμένα ακίνητα, την αδελφή του Ψ1, το Ελλ. Δημόσιο, τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, και στην υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου, την ίδια (κατηγορουμένη). Μνημονεύονται αναλυτικώς οι 29 περιπτώσεις κατά τις οποίες η κατηγορουμένη έκανε χρήση της πλαστής διαθήκης καθώς και ο σκοπός της παραπλανήσεως των τρίτων ως ειδικότερα εκτίθεται. Το Συμβούλιο (φύλλο 8 σελ. α') με ειδικές σκέψεις (ως εκτίθεται στην παράγραφο ΙV της παρούσας) αξιολόγησε την έκθεση των πραγματογνωμόνων (που διόρισε η Ανακρίτρια του 2ου Τακτικού Τμήματος) Γ1 και Γ2 ειδικών γραφολόγων για την πλαστότητα της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης ότι βασίζεται σε εκτενές και αξιόπιστο συγκριτικό υλικό και εκφέρεται με πληρότητα, εξαντλητική ανάλυση και στέρεη θεμελίωση ώστε να παρέχει τα εχέγγυα αξιοπιστίας. Επίσης κρισιολογεί και τις γραφολογικές εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων εκατέρας πλευράς με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υφίσταται ουδένα κενό στην αιτιολογία. 'Οσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος της κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο συμβούλιο παρατηρούμε ότι στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι εξηγούνται πλήρως οι λόγοι της απορρίψεως. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί κατ'ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 17/30-1-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 κατά του υπ'αρ. 2100/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα. Αθήνα 4 Απριλίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 216 του Ποινικού Κώδικα, στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση εγγράφου, προκειμένου με τη χρήση του να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσεως. Η πλαστογραφία έχει κακουργηματική μορφή και ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) αν διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Ως περιουσιακό όφελος θεωρείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας εκείνου που ωφελείται ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή της αναιρεσείουσας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) απορρίπτοντας συγχρόνως αίτημά της για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, για την προφορική ανάπτυξη των απόψεών της επί της κρινόμενης υποθέσεως: "Η κατηγορουμένη Χ1 είχε πολύχρονη γνωριμία με τον Ψ, αδελφό της πρώτης των μηνυτριών Ψ1 και θείο της δεύτερης Ψ2, που έχει μητέρα της την Ψ1. Η εν λόγω γνωριμία με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό. Όμως, ο Ψ, στις 29.4.2002, απεβίωσε στο θεραπευτικό κέντρο με την επωνυμία "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ", κατόπιν προηγηθείσας νοσηλείας του σ' αυτήν. Κληρονόμος εξ αδιαθέτου του αποβιώσαντος Ψ ήταν η αδελφή του και πρώτη μηνύτρια Ψ1. Όμως, αυτή αποποιήθηκε την κληρονομιά του, με συνέπεια να επαχθεί αυτή στην κόρη της και ανιψιά του αποβιώσαντος ...... Ενώ δε έτσι είχαν τα πράγματα, η πρώην, γνωστή και ερωμένη του αποβιώσαντος, η κατηγορουμένη Χ1 κατάρτισε πλαστό έγγραφο, υπό τύπο ιδιογράφου διαθήκης, με ημερομηνία δήθεν σύνταξης την 26.3.2002 (ιδ. σχ. την από ..... έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης των γραφολόγων Γ1 και Γ2, οι οποίοι ρητά εκθέτουν ότι η επίδικη διαθήκη είναι καθ' ολοκληρία πλαστή), κατ' απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του αποβιώσαντος. Σκοπεύοντας έτσι να παραπλανήσει με την χρήση της εν λόγω πλαστής διαθήκης, άλλους, για να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη τρίτου. Το συνολικό δε όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.). Με την ως άνω καταρτισθείσα από αυτήν πλαστή διαθήκη, αποκλείστηκαν οι ως άνω κληρονόμοι εξ αδιαθέτου (μοναδικοί) αδελφή και ανιψιά του. Γιατί ο δήθεν συντάκτης της και αποβιώσας Ψ κατέστησε "κληρονόμο" του στην ακίνητη περιουσία την κατηγορουμένη. Τα δε ακίνητα που δήθεν της κατέλειπε είναι αξίας 10.000.000 ευρώ. Για να παραπλανήσει δε η κατηγορουμένη τους τρίτους (μεταξύ των οποίων είναι και οι μηνύτριες) ως προς το ότι η επίμαχη διαθήκη ήταν δήθεν γνήσια, ανάφερε σ' αυτή (την πλαστή διαθήκη) και ως δήθεν κληρονόμους το Δημόσιο, τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών σε έτερα μεμονωμένα ακίνητα του αποβιώσαντος. στην επίδικη πλαστή διαθήκη έθεσε αυτή τον τίτλο "Η Διαθήκη μου", ως δήθεν ημερομηνία σύνταξής της την 26.3.2002 και στο τέλος αυτής, κατ' απομίμηση την υπογραφή του αποβιώσαντος. Στην πράξη της αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο (το αρμόδιο για τη δημοσίευση και κήρυξή της ως κυρίας δικαστήριο, τον συμβολαιογράφο που θα συνέτασσε την αποδοχή κληρονομιάς, τις μηνύτριες - αληθείς κληρονόμους, τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων κ.λ.π) σχετικά με το γεγονός της ιδιότητος ως βασικής κληρονόμου του ανωτέρω αποβιώσαντος, σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στην ανωτέρω αξία της ακίνητης περιουσίας του διαθέτη, στην οποία οριζόταν ως κληρονόμος, με αντίστοιχη ισόποση βλάβη των αληθινών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, που ήταν η αδελφή του, πρώτη μηνύτρια και μετά την αποποίηση της κληρονομιάς από αυτήν, η θυγατέρα της και ανιψιά του, δεύτερη μηνύτρια. στη συνέχεια έκανε χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης εμφανίζοντάς την 1) στις 3.4.2003, στην Υπηρεσία της Διεύθυνσης Μητρώων Δημοτολογίου, προκειμένου να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον της για τη λήψη του πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών με αριθμό 38985/3.4.2003, 2) στις 19.3.2003, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, όπου με αίτησή της αυτή (διαθήκη) δημοσιεύθηκε με το πρακτικό με αριθμό 154/2003, 3) στις 16.4.2003, στο ίδιο Δικαστήριο, κατά τη συζήτηση της αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου, 4) στις 24.4.2003, στις μηνύτριες, στις οποίες την επέδωσε μαζί με την από 21.4.2003 εξώδικη προς αυτές δήλωσή της, 5) στις 9.5.2003, στους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων Κ1, Κ2, Κ3 και Κ4, στους οποίους την επέδωσε μαζί με την από 5.5.2003 εξώδικη προς αυτούς δήλωσή της, 6) στην Αθήνα, στις 17.2.2003, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μαζί με την από 17.2.2003 αίτησή της για δημοσίευσή της και κήρυξή της ως κυρίας. 7) στην Πάτρα, στις 29.4.2003, ενώπιον του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Λουτρακίου, προκειμένου, λόγω της ιδιότητάς της ως εκ διαθήκης κληρονόμου του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, να της επιτραπεί η είσοδος σε εξοχική κατοικία αυτού στο ...., 8) στην Αθήνα, στις ...., ενώπιον της Β' Δ.Ο.Υ. Πατρών, κατά την υποβολή της υπό ίδια ημερομηνία δήλωσης της φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 20003, 9) στην Αθήνα, στις 2.4.2003, ενώπιον της Ληξιάρχου Αθηνών, προκειμένου να την πείσει ότι έχει έννομο συμφέρον ως εκ διαθήκης κληρονόμος του φερόμενου ως διαθέτη, ώστε να προβεί σε διόρθωση του ονόματος πατρός αυτού από ... σε Ν1, 10) στην Αθήνα, στις 5.5.2003, ενώπιον του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου Χαλανδρίου, προκειμένου να της χορηγηθούν κτηματολογικά στοιχεία σχετικά με ακίνητα της ίδιας κληρονομιάς, που βρίσκονται στο Δήμο Χαλανδρίου, ώστε να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς ως προς αυτά, 11) στην Αθήνα, στις 13.5.2003, ενώπιον του Προϊσταμένου του Γενικού Κτηματολογίου Πρωτευούσης, προκειμένου να της χορηγηθούν κτηματολογικά στοιχεία σχετικά με ακίνητο της κληρονομιάς του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, που βρίσκεται στο Δήμο Καλλιθέας, ώστε να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς ως προς αυτό, 12) στην Αθήνα, στις 13.5.2003, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κωφόπουλου, ώστε να συντάξει τις πράξεις αποδοχής κληρονομιάς με αριθμό ... και ...., 13) στην Αθήνα, στις ..., στη Δ.Ο.Υ. Δ' Αθηνών, προκειμένου να προβεί στη δήλωση φόρου κληρονομιάς με αριθμό ...., 14) στην Αθήνα, στις ..., στην ίδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να προβεί στη συμπληρωματική δήλωση φόρου κληρονομιάς με αριθμό ....., 15) στην Πάτρα, στις 9.5.2003, ενώπιον του εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, προκειμένου να πειστεί ότι υπάρχει έννομο συμφέρον της ως κληρονόμου του φερόμενου ως διαθέτη Ψ και να παραγγείλει στο Συμβολαιογράφο Αθηνών Νικόλαο Αναστασάκη να της χορηγήσει τα αναγραφόμενα στην από 9.5.2003 αίτηση της δικηγόρου της αντίγραφα συμβολαίων και άλλα έγγραφα από το φάκελο του φερόμενου ως διαθέτη, 16) στην Αθήνα, στις 15.5.2003, προς τον Ο1, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού .... αριθμός .., μαζί με την από 5.5.2003 εξώδικη πρόσκλησή της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμο του εκ μισθωτή του μισθώματος του ακινήτου, 17) στην Αθήνα, στις 16.5.2003, προς τον Ο2, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού ..., αριθ. .... μαζί με την από 5.5.2003 εξώδικη πρόσκλησή της προς πληρωμή σ' αυτή ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή, του μισθώματος του ακινήτου, 18) στην Αθήνα, στις 16.5.2003, προς την εταιρεία με την επωνυμία "..... ΟΕ", που εδρεύει στην Αθήνα στην οδό ......, μισθώτρια ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, στην ανωτέρω οδό, μαζί με την από 5.5.2003 εξώδικη πρόσκλησή της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή, του μισθώματος του ακινήτου, 19) στην Αθήνα, στις 16.5.2003, προς τον Ο3, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού ...., αριθμ. ..., μαζί με την από 5.5.2003 εξώδικη πρόσκλησή της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθέτης κληρονόμου του εκμισθωτή, του μισθώματος του ακινήτου, 20) στην Αθήνα, στις 19.5.2003, προς τον Ο4, μισθωτή ενός ακινήτου κυριότητος του φερομένου ως διαθέτη Ψ, επί της οδού ... αριθ. ..., μαζί με την από 5.5.2003 εξώδικη πρόσκλησή της προς πληρωμή σ' αυτή, ως εκ διαθήκης κληρονόμου του εκμισθωτή του μισθώματος του ακινήτου, 21) στην Αθήνα, στις 9.6.2003, στο κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας Αγίας Ελεούσας, προκειμένου να πειστούν ότι έχει έννομο συμφέρον ως εκ διαθήκης κληρονόμος του φερόμενου ως διαθέτη Ψ και να της γνωρίσουν το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού που αυτός διατηρούσε, 22) στην Αθήνα, στις 9.6.2003, στο κατάστημα της ίδιας Τράπεζας στον Ταύρο, προκειμένου να την ενημερώσουν για το αν υπάρχει ατομικός λογαριασμός στο όνομα του ως άνω φερομένου ως διαθέτη, 23) στην Αθήνα, στις 9.6.2003, στο κατάστημα της αυτής Τράπεζας στο Παλαιό Φάληρο, προκειμένου να την ενημερώσουν για το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών που τηρούσε ο φερόμενος ως διαθέτης, 24) στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 2003, προς τον Ο5, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία "ΧΑΤΣΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ", που εδρεύει στο Ν. Ψυχικό Αττικής, Περικλέους αρ. 4, προκειμένου να προχωρήσει σε μεταβίβαση προς την εταιρεία αυτή, της κυριότητος ενός ακινήτου της κληρονομιάς του φερόμενου ως διαθέτη Ψ, που βρίσκεται στην .... Αττικής, στη συμβολή των οδών ...., .... και ..., 25) στην Αθήνα, στις 3.7.2003, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κωφόπουλου, προκειμένου αυτός να συντάξει την πράξη αποδοχής κληρονομιάς με αριθμό ....., 26) στην Αθήνα, στις 1.8.2003, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ως σχετικό έγγραφο της από 31.7.2003 μήνυσής της κατά των ανωτέρω νομίμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του φερομένου ως διαθέτη Ψ, την οποία κατέθεσε την ίδια ημέρα, 27) στην Πάτρα, στις 23.10.2003, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, προκειμένου να πειστεί ότι υπάρχει έννομο συμφέρον της ως κληρονόμου του φερόμενου ως διαθέτη Ψ και να διαβιβάσει την από 22.10.2003 αίτησή της προς την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα, για χορήγηση σ' αυτήν βεβαίωσης σχετικά με την νοσηλεία του ανωτέρω φερόμενου ως διαθέτη και αντίγραφα του φακέλου νοσηλείας του. Και 28) στην Αθήνα, στις 18.12.2003, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου να τον πείσει ότι έχει έννομο συμφέρον και να της χορηγήσει εισαγγελική παραγγελία για να λάβει από την Συμβολαιογράφο Πειραιώς Παρασκευή Δασκαλάκη αντίγραφα πληρεξουσίων του φερόμενου ως διαθέτη προς την Ψ1. Όθεν, φρονούμε ότι κατά της εκκαλούσας κατηγορουμένης Ψ1προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία για την ως άνω πράξη της πλαστογραφίας που της αποδίδεται. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, φρονούμε ότι πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 317, 318, 319 και 481 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ως άνω έφεση της εκκαλούσας κατηγορουμένης κατά του με αρ. 1325/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να επικυρωθεί το εν λόγω εκκαλούμενο βούλευμα. Όσον αφορά τώρα το αίτημα της εκκαλούσας, το οποίο υποβλήθηκε με την ένδικη έφεσή της και με το οποίο ζητάει αυτή να της επιτραπεί η αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για να αναπτύξει και προφορικά την υπόθεσή της, πρέπει να απορριφθεί αυτό, ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Αφού η αιτούσα - εκκαλούσα κατηγορουμένη έχει αναπτύξει επαρκώς και διεξοδικά τους ισχυρισμούς της για την κρινόμενη υπόθεση, τόσο με την απολογία της και το απολογητικό της υπόμνημα, όσο και με την έφεσή της". Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας εναντίον της εκκαλούσας κατηγορουμένης για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, με χρήση του πλαστού, από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο, από την οποία (πράξη) το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν αντιστοίχως το ποσό των 73.000. Συγκεκριμένα προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι η κατηγορουμένη, στην Αθήνα, σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς, πάντως μετά το θάνατο του Ψ, που επήλθε στις 29.4.2002 και μέχρι την 17.2.2003, συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη του εν λόγω Ψ, με φερόμενη χρονολογία σύνταξης την 26.3.2002, θέτοντας σ' αυτήν κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, με την οποία εκείνος φέρεται να εγκαθιστά ως κληρονόμους του, σε ορισμένα μεμονωμένα ακίνητα, την αδελφή του Ψ1, το ελληνικό δημόσιο, τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, και στην υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου, την ίδια (κατηγορουμένη). Ακολούθως, η κατηγορουμένη έκανε χρήση της πλαστής αυτής διαθήκης σε 29 περιπτώσεις, μέσα στο χρονικό διάστημα από τις 3.4.2003 έως τις 22.12.2003, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση και στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Με την πράξη της αυτή, η κατηγορουμένη σκόπευε να παραπλανήσει τους τρίτους (το αρμόδιο δικαστήριο για τη δημοσίευση και την κήρυξη της πιο πάνω πλαστής διαθήκης ως κυρίας, το συμβολαιογράφο για τη σύνταξη πράξης αποδοχής κληρονομίας, τους αληθείς κληρονόμους, τους μισθωτές των κληρονομιαίων ακινήτων κλπ) σχετικά με τη φερόμενη ιδιότητά της ως κληρονόμου του Ψ και να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία των αληθινών (εξ αδιαθέτου) κληρονόμων του τελευταίου. Συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η γνωμοδότηση τω διορισθέντων από την Ανακρίτρια του 2ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών πραγματογνωμόνων Γ1 και Γ2, ειδικών δικαστικών γραφολόγων, για την πλαστότητα της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία βασίζεται σε εκτενές και αξιόπιστο συγκριτικό υλικό και εκφέρεται με πληρότητα, εξαντλητική ανάλυση και στερεή θεμελίωση, παρέχει εχέγγυα επαρκούς αξιοπιστίας. Η αξιοπιστία της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης ενισχύεται και από τις θεμελιωμένες με πληρότητα και πειστικό τρόπο γραφολογικές εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των εγκαλουσών Ζ1 (από ...., .... και .....) και Ζ2 (από ...). Αντίθετα, οι γραφολογικές εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων της κατηγορουμένης Χ (από ....), Δ2(από ...) και Δ3 (από ....), οι οποίοι εκφέρουν τη γνώμη ότι η κρίσιμη ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια, ενέχουν σοβαρές αδυναμίες τόσο ως προς το συγκριτικό υλικό, όσο και ως προς αιτιολόγηση των πορισμάτων τους, με συνέπεια η αξιοπιστία τους να εμφανίζεται μειωμένη. Η κατηγορουμένη προσκομίζει ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, ως νέο στοιχείο, αντίγραφο της συνταχθείσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σοφίας Φούφα προγενέστερης δημόσιας διαθήκης ... του Ψ, με την οποία ο τελευταίος φέρεται να εγκαθιστά ως κληρονόμο του στο μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του την κατηγορουμένη. Όμως η ύπαρξη απλώς της εν λόγω διαθήκης, για την οποία, ας σημειωθεί, ο Ανακριτής του 20ού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ενεργώντας, με βάση το άρθρο 250 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά τη διάρκεια άλλης ανάκρισης, ζήτησε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, να εξετάσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με το άρθρο 43 ΚΠΔ και το ζήτημα, μεταξύ άλλων, της τέλεσης του εγκλήματος της πλαστογραφίας δημόσιας διαθήκης (βλ. το από 28.2.2006 σχετικό έγγραφο του εν λόγω ανακριτή), δεν είναι σε θέση να κλονίσει τις υπάρχουσες επαρκείς ενδείξεις για την πλαστογράφηση της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης. Ενόψει των προεκτεθέντων, δεν κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί συμπληρωματική κύρια ανάκριση προς το σκοπό ιδίως διενέργειας νέας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, όπως ζητεί η κατηγορουμένη με το από 26.5.2006 συνοπτικό υπόμνημά της. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το ζήτημα της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης και γενικά της συμπλήρωσης της ανάκρισης ανήκει στην κυριαρχική κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου και δεν εξαρτάται από την υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους των διαδίκων, για το οποίο δεν είναι αναγκαίο να γίνεται ειδική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση. εξάλλου, το περιεχόμενο στο προαναφερόμενο συνοπτικό υπόμνημα της κατηγορουμένης αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου τούτου αποτελεί απλώς επανάληψη της πιο πάνω αρχικώς υποβληθείσας σχετικής αίτησής της και για το λόγο αυτό δεν χρειάζεται νέα εισαγγελική πρόταση, αφού το αίτημα αυτό καλύπτεται πλήρως από τα ήδη εκτεθέντα για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της κατηγορουμένης στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση. Ύστερα από αυτά που προεκτέθηκαν, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, ποσού 210 ευρώ, σε βάρος της εκκαλούσας (583 παρ. 1 ΚΠΔ)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος, για το οποίο η αναιρεσείουσα κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του Ποινικού Κώδικα, την οποία ορθώς ερμήνευσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το βούλευμα τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι η κατηγορουμένη στην Αθήνα, σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς, κείμενο πάντως μεταξύ 29.9.2002 έως 17.2.2003, συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη του Ψ με φερόμενη χρονολογία συντάξεως την 26.3.2002, θέτοντας σ' αυτήν κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου, με την οποία φέρεται εκείνος να εγκαθιστά ως κληρονόμους του σε ορισμένα μεμονωμένα ακίνητα την αδελφή του, Ψ1, το Ελληνικό Δημόσιο, τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και στην υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, αξίας 10.000.000 ευρώ περίπου την ίδια (κατηγορουμένη). Μνημονεύονται αναλυτικώς οι 28 περιπτώσεις (στο βούλευμα αναφέρεται ότι έγινε χρήση της πλαστής διαθήκης 29 φορές), κατά τις οποίες η κατηγορουμένη έκανε χρήση της πλαστής διαθήκης, καθώς και ο σκοπός παραπλανήσεως των τρίτων, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Στο βούλευμα, με ειδικές σκέψεις που παρατίθενται σ' αυτό, αξιολογήθηκε η έκθεση των πραγματογνωμόνων, ειδικών γραφολόγων, Γ1 και Γ2, τους οποίους διόρισε η Ανακρίτρια του Β' Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να γνωμοδοτήσουν για την πλαστότητα ή μη της αναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης. Ειδικότερα η έκθεση αυτή αιτιολογημένα αξιολογήθηκε ως βασιζόμενη σε εκτενές και αξιόπιστο συγκριτικό υλικό και έχουσα πληρότητα, εξαντλητική ανάλυση και στέρεη θεμελίωση ώστε να παρέχει τα εχέγγυα της αξιοπιστίας. Επίσης το βούλευμα κρισιολογεί και τις γραφολογικές εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων καθεμιάς πλευράς με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υφίσταται κανένα κενό στην αιτιολογία. Τέλος και αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος της κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του συμβουλίου Εφετών Αθηνών πρέπει να λεχθεί ότι στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση υπάρχει πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την οποία εξηγούνται με σαφήνεια οι λόγοι της απορρίψεως. ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 17/30.1.2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του 2100/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση, της κατηγορουμένης, η οποία κατάρτισε πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη, την οποία εμφάνισε σε 29 περιπτώσεις σε διάφορες δημόσιες αρχές και υπηρεσίες, καθώς και σε τρίτους, ιδιώτες, σκοπεύοντας να παραπλανήσει τρίτους (το αρμόδιο δικαστήριο για τη δημοσίευση, τον συμβολαιογράφο, μισθωτές κληρονομιαίων ακινήτων) σχετικά με την ιδιότητά της ως κληρονόμου του αναφερομένου διαθέτη και να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ. Οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, εφ’ όσον η πραγματογνωμοσύνη διατάχθηκε κατά την ανάκριση πρέπει να μνημονεύονται χωριστά, ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Βούλευμα απαλλακτικό.
1
Αριθμός 1386/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαδημητρίου, για αναίρεση της 1437/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 332/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 71 § 3 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 § 2 Ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου" (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 998/1979, "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" και κατά την § 2 του ίδιου άρθρου "ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερος των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθενται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχερσώσεως δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση, οποιασδήποτε διαπλάσεως χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 § 2 του Ν. 998/1979. Ούτε άλλωστε απαιτείται ο καθ' όρια προσδιορισμός της εκχερσωθείσης εκτάσεως, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας της δασικής εκτάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αγρινίου, που δίκασε, ως Εφετείο, δέχθηκε μετά την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων ότι: "το Δικαστήριο πείστηκε για την ενοχή της κατηγορουμένης, καθ' όσον αποδείχθηκε ότι, στη δασική θέση "......", περιφερείας του Δήμου Αμφιλοχίας, την 13.1.1999, ενώ κατά νόμο απαγορεύεται η καλλιέργεια εκτάσεως εκχερσωθείσης παρανόμως ή παράβλεψη καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμόν χρήσεως δάσους ή δασικής εκτάσεως, ως και η διενέργεια στην εν λόγω έκταση πράξεων διακατοχής, διαπιστώθηκε ότι προέβη στην κατάληψη 80.556,59 τ.μ. δασικής έκτασης, την οποία ενοικιάζει ως λιβάδι σε διάφορους κτηνοτρόφους και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη που κατηγορείται, όπως αυτή ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε για την ενοχή της κατηγορουμένης (αναιρεσείουσας) καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, αφού με σαφήνεια και χωρίς οποιαδήποτε αντίφαση δέχεται ότι η εκχερσωθείσα έκταση φέρει τον χαρακτήρα της δασικής. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται επί πλέον αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, αλλ' απλώς πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά και β) δεν απαιτείται να αναφέρονται στην απόφαση οι προϋποθέσεις που στοιχειοθετούν την έννοια της δασικής εκτάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του Νόμου 998/79, διότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ευκρινώς δέχθηκε ότι η προδιαληφθείσα έκταση αποτελεί δασική έκταση και δεν ήταν αναγκαία η ειδική μνεία στην απόφαση ότι η έκταση αυτή μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση των ανθρώπων εντός του φυσικού περιβάλλοντος, γιατί οι λειτουργίες αυτές, που προβλέπονται από το άρθρο 3 παρ. 2 του Νόμου 998/1979 δεν συνιστούν, όπως αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη, στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (αρθρ. 510 § 1 Δ' ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, κατά δε το μέρος του που πλήττει την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί την εκτίμηση των αποδείξεων, ως απαράδεκτος, καθώς και η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 1/9.2.2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 1437/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση Νόμου 998/1979. Κατάληψη δασικής εκτάσεως. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση, διότι η προσβαλλόμενη έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δασικά αδικήματα.
0
Αριθμός 1385/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Στ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού Κρήτης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαβασιλείου, περί αναιρέσεως της 154/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 18 Οκτωβρίου 2007 προσθέτους λόγους τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1974/06. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση, να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 476 παρ. 1, 509 παρ. 2 και 513 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό των πρόσθετων λόγων της αναιρέσεως, πρέπει να είναι παραδεκτή η αίτηση της αναιρέσεως. Εάν αυτή είναι απαράδεκτη, διότι είναι αόριστοι και ασαφείς οι λόγοι της, τότε είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως και δεν επιτρέπεται με αυτούς ούτε ακόμη και διασαφήνιση, ανάπτυξη ή συμπλήρωση των αόριστων και ασαφών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Αν δεν υπάρχει τουλάχιστον ένας ορισμένος λόγος αναιρέσεως, δεν ερευνώνται οι πρόσθετοι λόγοι, ακόμη και αν είναι από εκείνους, που, κατά το άρθρο 511 ΚΠΔ, λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, διότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει αναίρεση. Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων άσκησε την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Διευθυντή της Κλειστής Φυλακής Αλικαρνασσού κατά της 154/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως εννέα (6) ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) για κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατά συρροή και αποθήκευση ναρκωτικών ουσιών καθ' υποτροπήν. Στην παραπάνω έκθεση αναιρέσεως αναφέρει ο αναιρεσείων επί λέξει ότι "κάνει αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της υπ' αριθμ. 154/28.9.2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Χανίων που καταδικάσθηκε για κατοχή ναρκωτικών ουσιών κατά συρροή σε ποινή κάθειρξης 9 ετών και χ.π. 20.000€ για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει, στην έκθεση του, δηλαδή ότι δεν εξετιμήθησαν με τρόπο σωστό οι λόγοι για τους οποίους έγινε το παραπάνω αδίκημα, με αποτέλεσμα η ποινή του να παραμείνει όπως έχει μετά την εκδίκαση της εφέσεως". Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει κανένα λόγο σαφή και ορισμένο, αφού δεν αναφέρει τις παραδοχές της πληττόμενης αποφάσεως, τις οποίες ο αναιρεσείων θεωρεί ως αόριστες και αναιτιολόγητες. Για τους παραπάνω λόγους είναι απορριπτέοι και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 8/3.10.2006 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 καθώς και τους από 18-10-07 πρόσθετους λόγους της 154/28.9.2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη, ομοίως και οι πρόσθετοι λόγοι.
Πρόσθετοι λόγοι
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Πρόσθετοι λόγοι.
0
Αριθμός 1384/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πορφύρη, περί αναιρέσεως της 5733/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Επιτροπή Κεφαλαιογοράς", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της 'Αγγελο Κωνσταντινίδη και Ευάγγελο Νισυραίο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1832/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι . Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου, επέρχεται ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως, αυτή, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠΔ, επέρχεται, μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες, περί την παράσταση ή την εκπροσώπηση του νομιμοποιουμένου πολιτικώς ενάγοντος. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέστη, όπως και πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα, για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 31 παρ.6 τουν. 3340/2005, το ότι δε, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στον πρώτο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, οι παραστάντες για την ως άνω Επιτροπή δικηγόροι Ευάγγελος Νισυραίος και 'Αγγελος Κωνσταντινίδης, δεν προσεκόμισαν απόφαση σχετική του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω Επιτροπής, παράσταση για την οποία, σημειωτέον, ουδεμία αντίρρηση υποβλήθηκε ούτε και θεμελίωνε, άλλωστε, σχετική, προς έρευνα, της έλλειψης αυτής, υποχρέωση του Δικαστηρίου, δεν δημιουργεί την επικαλούμενη ακυρότητα, αφού, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ήταν η μόνη η οποία εδικαιούτο στην ως άνω παράσταση, δικαίωμα το οποίο και ασκήθηκε κατά τον επιβαλλόμενο τρόπο, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη υπ'αριθ. 16240/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι ως άνω διορισθέντες δικηγόροι είχαν προσκομίσει την υπ'αρ. 1/640/24-2-2006 απόφαση της εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τη ρηθείσα παράσταση της πολιτικής αγωγής, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ'αρ. 228/28-9-2006 ΦΕΚ. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά, ενώ η μη ορθή εκτίμησή της δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, εφόσον περί αυτών κρίνει κυριαρχικώς το Δικαστήριο της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αρ. 5733/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Αθηνών και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10 ) μηνών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για την άδικη πράξη της παράβασης του άρθρου 30 παρ.1 του Ν.1806/1988. δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Την 21-2-2000 η εταιρεία ΗΛΕΚΤΡΑ Α.Ε δημοσίευσε στον τύπο επίσημη ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία την ίδια ημέρα υπεγράφη συμφωνία μεταξύ αυτής και της LAIDLAW GLOBAL SECURITTIES INC (θυγατρική της .......) η οποία εκπροσωπείτο στην Ελλάδα από τον Γ1, με σκοπό την διάθεση εκ μέρους της πρώτης μετοχών ύψους 51% σε στρατηγικούς και θεσμικούς επενδυτές της επιλογής της με σκοπό την εισαγωγή νέων δραστηριοτήτων, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, την παροχή υπηρεσιών ΙΝΤΕΡΝΕΤ κλπ. Πάντα, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, σχετικές μεταβιβάσεις πακέτων, θα είχαν ολοκληρωθεί μέχρι την 10-3-2000. Μέχρι την άνω ημερομηνία, όμως, ουδεμία πράξη υλοποίησης με την αγορά πακέτου μετοχών είχε συναφθεί με αποτέλεσμα η όλη υπόθεση να θεωρείται ότι έχει παγώσει και δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Πλήν όμως την 28-3 του ίδιου έτους γίνεται η μεταβίβαση πακέτου 34% των μετοχών της ΗΛΕΚΤΡΑ προς την εταιρεία LAIDLAW GLOBAL SECURITTIES INC στην οποία συμμετέχει και ο κατηγορούμενος με την αγορά μετοχών προς 5500 δρχ. Η τιμή αυτή ήταν μετά την έκπτωση που παρέχει η εταιρεία στους αγοράζοντες πακέτο μετοχών, δεδομένου ότι η τιμή της εταιρείας ήταν στο ποσό των 7000 δρχ . Μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα την 9-3-00, και ενώ το θέμα της μεταβίβασης του πακέτου διατηρείται, ώστε να υπάρχει το ενδιαφέρον του επενδυτικού κοινού, ο κατηγορούμενος πωλεί το σύνολο των μετοχών του αποκερδαίνοντας το ποσό των 22.000.000 δρχ. Αλλά και η εταιρεία LAIDLAW GLOBAL SECURITTIES INC, όχι μόνο δεν αγοράζει τις επόμενες ημέρες το υπόλοιπο των μετοχών του πακέτου που είχε συμφωνηθεί ήτοι το 16 % αλλά αρχίζει να πωλεί τις μετοχές που είχε αγοράσει, παρά το ότι στην αρχική συμφωνία μεταξύ των εταιρειών, ήταν η εκ μέρους της τελευταίας αλλοδαπής εταιρείας η αναβάθμιση της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΕ με την είσοδο θεσμικών επενδυτών, οι οποίοι θα την ανέπτυσσαν με την εισαγωγή νέων ειδών εμπορίας και παροχής υπηρεσιών. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μεταξύ των δύο εταιρειών, υπήρξε μία συμφωνία, με βάση την οποία θα εμφανιζόταν στο επενδυτικό κοινό ότι η πρώτη θα εξαγοραζόταν κατά το πλειοψηφικό της πακέτο από την δεύτερη και ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με την αύξηση του κύκλου εργασιών της, (αφού θα εισέρρεαν νέα κεφάλαια και θα αυξανόταν ο κύκλος εργασιών της), και θα επιδρούσε βεβαίως στην διαμόρφωση προς τα άνω της τιμής της μετοχής της εταιρείας και θα υπήρχε προσέλευση του επενδυτικού κοινού. Ότι όμως αυτή η συμφωνία δεν ανταποκρινόταν στις αληθείς προθέσεις των, αφού 1) ματαιώθηκε η μεταβίβαση του άνω πακέτου μετοχών την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί χωρίς να ανακοινωθεί νέα έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι δεν θα γινόταν τελικά η μεταβίβαση 2) ότι η μεταβίβαση έγινε την 28-3 χωρίς κανένας να την γνωρίζει. 3) σε συνέντευξη που παραχώρησε ο .........; πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL SECURITTIES, την 1-4-00, στην εφημερίδα "....", παρουσίασε τα μελλοντικά σχέδια της εταιρείας, το πλειοψηφικό πακέτο της οποίας είχε αγοράσει την 28-3-00, ανέλυσε τα σχέδια και δήλωσε ότι η ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΕ θα δραστηριοποιηθεί βασικά στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στις τηλεπικοινωνίες; με στρατηγικές συμμαχίες και την ανάπτυξη της στην Ελλάδα , Βαλκάνια και στις χώρες της Μέσης Ανατολής και ότι η εταιρεία Τεχνική Ολυμπιακή θα συμμετείχε στην άνω ανάπτυξη ως στρατηγικός επενδυτής. Πλην όμως, παρά τις άνω εξαγγελίες και δηλώσεις του, μετά από δύο ημέρες, ήτοι από 3-4-00, άρχισε να πωλεί τις μετοχές που περιέχονταν στο πακέτο και μέχρι την 25-5-00 είχε εκποιήσει το 45% των μετοχών που είχε αγοράσει, πράγμα που βεβαίως δεν θα έπραττε στην περίπτωση που όσα είχε αναφέρει στην συνέντευξη του περιεχόταν στις αληθείς προθέσεις αυτού. Επίσης, αν και με το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της Εταιρείας Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε, ;που είχε έδρα της τον Αλιμο Αττικής και εκπροσωπείτο από τον ......... και της LAIDLAW GLOBAL SECURITTIES INC που εκπροσωπείτο όπως προαναφέρθηκε από το Γ1, είχε συμφωνηθεί ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα αγόραζε πακέτο μετοχών 882.000 περίπου από εκείνο που θα περιερχόταν σαυτήν και θα αναλάμβαναν από κοινού την διοίκηση της εταιρείας με σκοπό την από κοινού εκπόνηση στρατηγικού σχεδιασμού, για την επέκταση της εταιρείας σε νέες δραστηριότητες, εν τούτοις, στο νέο, από 7-3-00, όμοιο, που καταρτίστηκε μεταξύ του άνω Γ1 που εκπροσωπούσε την LAIDLAW και του Δ1 που εκπροσωπούσε της εταιρεία ΗΛΕΚΤΡΑ Εισαγωγική ΑΕ και τις θυγατρικές αυτής, αποκλείστηκε η ανάληψη ρόλου στρατηγικού επενδυτή από την εταιρεία Τεχνική Ολυμπιακή ή τους φορείς της. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών των ήταν να υπάρξει άνοδος της τιμής της μετοχής της ΗΛΕΚΤΡΑ στο αμέσως των άνω εξαγγελιών χρονικό διάστημα κατά ποσό 2000 δρχ. περίπου, της οποίας επωφελήθηκε η συγκεκριμένη εταιρεία και ο κατηγορούμενος. Για όλη την ανωτέρω συμπεριφορά της η εταιρεία LAIDLAW GLOBAL υποχρεώθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία διαπίστωσε ότι με τον άνω τρόπο διέδωσε παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με την συμμετοχή της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΑ Α.Ε στην ανάπτυξη των μελλοντικών επιχειρηματικών της σχεδίων στην Ελλάδα οι οποίες από την φύση τους μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή ή τις συναλλαγές της μετοχής της εταιρείας αυτής και πραγματικά την επηρέασαν με την αύξηση της τιμής της με την καταβολή προστίμου της τάξεως των 150.000.000 δρχ . Όλα τα ανωτέρω σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της ΗΛΕΚΤΡΑ Α.Ε και τις αληθείς προθέσεις της εταιρείας LAIDLAW, γνώριζε ο κατηγορούμενος, αφού. Αυτός, ως διευθύνων σύμβουλος της LEAD CAPITAL Α.Ε.Λ.Δ.Ε. η οποία ήταν συνδεδεμένη εταιρεία με την LAIDLOW CORPORATION έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις και στις συζητήσεις για την κατάρτισης της άνω συμφωνίας μεταξύ της ΗΛΕΚΤΡΑ και της LAIDLAW και ως εκ τούτου οι συναλλαγές του για την συγκεκριμένη μετοχή βασίστηκαν στην γνώση εμπιστευτικών πληροφοριών οι οποίες είχαν περιέλθει σε γνώση του εξαιτίας της άνω συμμετοχής του. Οι όλες κινήσεις του σχετικά με την αγορά και την πώληση μετοχών της άνω εταιρείας αποδεικνύουν ότι αυτός γνώριζε τις ειδικότερες συμφωνίες μεταξύ των άνω συμβαλλομένων, και τις οποίες αγνοούσε το επενδυτικό κοινός (από το οποίο είχαν αποκρύβει) ότι, αμέσως, μετά την απόκτηση ενός αριθμού μετοχών (51% ήταν η αρχική συμφωνία 34% τελικά περιελάμβανε το πακέτο που πουλήθηκε) αυτές θα πωλούνταν προκειμένου να επωφεληθούν οι αγοραστές από την επελθούσα αύξηση της αξίας της μετοχής (αύξηση η οποία θα προερχόταν και προήλθε από τις εξαγγελίες για εισαγωγή στρατηγικών επενδυτών στην εταιρεία και αύξηση του κύκλου εργασιών της) .Έτσι, επωφελούμενος ακριβώς αυτών των γνώσεων που είχαν περιέλθει κατά τρόπο εμπιστευτικό σαυτόν, αγόρασε, την 27-3-00, μία ημέρα δηλαδή πριν από την διάθεση του πακέτου των 2000.000 μετοχών, από τον Δ1 μέσω της χρηματιστηριακής ..... F.S.Α.Χ.Ε (και την οποία δεν γνώριζε το επενδυτικό κοινό) 6350 μετοχές και, την 28-3-00, επιπλέον 30.000 μετοχές οι οποίες περιέχονταν στο παραπάνω πακέτο των 2000.000 μετοχών και είχαν ως εκ τούτου μία έκπτωση στην τιμή αγοράς με αποτέλεσμα η τιμή καθεμίας να είναι περί τις 5500 δρχ Τις μετοχές αυτές από 30-3-00 δυο ημέρες μετά την αγορά, μέσω του πακέτου, μέχρι και την 28-4-00 είχε σταδιακά πουλήσει, αφού γνώριζε ότι δεν θα υλοποιείτο η συμφωνία για αύξηση του κύκλου εργασιών της εταιρείας ΗΛΕΚΤΡΑ Α.Ε και εισαγωγή νέων στρατηγικών επενδυτών, μέσω της άνω χρηματιστηριακής αποκερδαίνοντας από την διαφορά της τιμής αγοράς και πώλησης το ποσό περίπου των 22.000.000 δρχ. Οι αγορές του κατηγορουμένου, της 27-3-00, οι οποίες προηγούνται της μεταβίβασης του πακέτου των 2000.000 μετοχών καθώς και οι πωλήσεις, οποίες ξεκινούν χρονικά πριν την ίναρξϊ] των πωλήσεων των μετοχών της Ηλέκτρα ΑΕ από την LAIDLAW, όταν η μετοχή δηλαδή ήταν σε υψηλά για την εσωτερική της αξία ποσά, αποδεικνύουν ότι αυτός, με την ιδιότητα του μέλους του ΔΣ της LEAD CAPITAL Α.Ε.Λ.Δ.Ε. και την συμμετοχή του, ως εξ αυτής, στις διαπραγματεύσεις, για την κατάρτιση της ανωτέρω συμφωνίας, εκμεταλλεύθηκε τις εμπιστευτικές πληροφοριών που είχε σχετικά με την εκδότρια εταιρεία και οι οποίες είχαν περιέλθει σε γνώση του, ακριβώς λόγω της ανωτέρω ιδιότητας του και της συμμετοχής του στις διαπραγματεύσεις. Ειδικότερα, η εμπιστευτική πληροφορία αφορούσε για μεν τις αγορές της 27-3-00, την συνομολόγηση της συμφωνίας, παρά την ματαίωση της 10-3-00 για δε τις πωλήσεις, την μη υλοποίηση της παραπάνω συμφωνίας. Βέβαια αυτός αρνείται την οποιαδήποτε ανάμειξη του στην όλη υπόθεση, πλην όμως. ενώ ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς παραδέχεται την ανάμειξη του στις διαπραγματεύσεις για την στρατηγική συνεργασία της ΗΛΕΚΤΡΑ με την εταιρεία RETAIL FINANCIAL SERVISES S.A. και όχι προφανώς την LAIDLOW με την οποία η εταιρεία της οποίας είναι διευθύνων σύμβουλος είναι συνδεδεμένη, εν τούτοις, απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου παραδέχθηκε ότι η αγορά και πώληση των μετοχών αυτών αποτελούσε μέρος της αμοιβής του για την συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις αυτές η οποία άλλωστε προκύπτει εναργέστατα πλην άλλων και από την από.... επιστολή της LAIDLOW προς την ΗΛΕΚΤΡΑ Α.Ε όπου γίνεται σαφής αναφορά στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της συμφωνίας και στις οποίες συμμετείχε ο κατηγορούμενος ως εκπρόσωπος του, στην Ελλάδα, υποκαταστήματος των. Αλλά και το γεγονός που παραδέχθηκε απολογούμενος στο δικαστήριο ότι δηλαδή αποτελούσε αμοιβή του η αγορά των συγκεκριμένων μετοχών αποδεικνύει την ύπαρξη σε κάθε περίπτωση κέρδους που δεν είναι σίγουρη ή βέβαιη στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, εκτός βεβαίως αν γνωρίζει ο δικαιούχος εμπιστευτικές πληροφορίες που θα του αποφέρουν βέβαιο κέρδος, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση με τον κατηγορούμενο και το κέρδος των 22.000.000 δρχ που εισέπραξε ως αμοιβή όπως υποστηρίζει. Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός παραβίασε τις διατάξεις του αρθ.30 ν.1806/88, θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα ειδικότερο στο διατακτικό. Αναγνωριστεί όμως ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του αρθ. 84 παρ.2 α ΠΚ αφού μέχρι την τέλεση της άνω πράξεως διήγε έντιμο ατομικό οικογενειακό και κοινωνικό βίο. Απορριφθεί όμως ο ισχυρισμός του για αναγνώριση του ελαφρυντικού του αρθ.84 παρ.2ε ΤΤΚ αφού δεν προέκυψαν στοιχεία (δεν εξετάστηκε μάρτυς εκ μέρους) ούτε προσκομίστηκαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός μετά την τέλεση της άνω πράξης συμπεριφέρθηκε καλώς για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.". Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 30 παρ.1 του Ν.1806/1988, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 30 παρ.1 του Ν.1806/1988. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του προβαλλόμενου δεύτερου και τελευταίου λόγου της ένδικη αναίρεσης, δεν υπάρχει αντίφαση από το γεγονός ότι, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται ότι "μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα την 9-3-00 ο κατηγορούμενος πωλεί το σύνολο των μετοχών του... ενώ στη συνέχεια διαλαμβάνεται ότι "τις μετοχές αυτές από 30-3-00 μέχρι και την 28-4-00 είχε σταδιακά πωλήσει" και τούτο διότι, η φερόμενη αυτή αντίφαση δεν είναι πραγματική, αλλά οφείλεται σε παραδρομή. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, στη σελίδα 19 του σκεπτικού της απόφασης, και στο τέλος αυτής, ενώ γίνεται δεκτό ότι "η αγορά έγινε την 28-3-00, στη συνέχεια το σκεπτικό κάνει λόγο ότι "μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα την 9-3-00 πωλεί...", παρακάτω όμως, στη σελίδα 20 του σκεπτικού, γίνεται λόγος για την πραγματική ημερομηνία, δηλαδή "από 30-3-00 μέχρι και την 28-4-00" και συνεπώς, από την παραδοχή αυτή, σε συνδυασμό και με το διατακτικό, καθίσταται απόλυτα σαφές τι δέχεται το Δικαστήριο, αναφορικά με την αιτίαση αυτή. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι δεν αιτιολογείται η γνώση των εμπιστευτικών πληροφοριών από την πλευρά του αναιρεσείοντος ενόψει του ότι η προσβαλλομένη απόφαση, σαφώς δέχεται και αιτιολογεί πλήρως ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος είχε γνώση των πληροφοριών αυτών ως εκ της ιδιότητάς του ως διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας LAIDLOW A.Ε.Λ.Δ.Ε., η οποία ήταν συνδεδεμένη εταιρεία με την LAIDLOW CORPORATION, και της, εκ ταύτης, συμμετοχής του στις οικείς διαπραγματεύσεις. Δεν ήταν δε απαραίτητο προς τούτο να αναφέρεται επιπρόσθετα, ποιο ήταν το είδος των υπηρεσιών που ο αναιρεσείων παρείχε, ποια ήταν η συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις και ποιο το είδος και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων αυτών. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι δεν διευκρινίζεται η τιμή απόκτησης των μετοχών, καθώς και η εκ της μεταπώλησης κτηθείσα ανώτερη αξία, αφού σαφώς διαλαμβάνεται ότι η τιμή κτήσης ανέρχονταν σε 5500 δραχμές ανά μετοχή και η εκ της μεταπώλησης τοιαύτη των 7.500 δραχμών, με συνέπεια την εκ της διαφοράς κάρπωση ποσού 22.000.000 δραχμών. Οι λοιπές αιτιάσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αιτίαση ότι είναι αναιτιολόγητη και αυθαίρετη η κρίση της προσβαλλομένης, σύμφωνα με την οποία "αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών των ήταν να υπάρξει άνοδος της τιμής της μετοχής της ΗΛΕΚΤΡΑ στο αμέσως των άνω εξαγγελιών χρονικό διάστημα κατά ποσό 2.000 δραχμές περίπου, της οποίας επωφελήθηκε η συγκεκριμένη εταιρεία και ο κατηγορούμενος", είναι απαράδεκτος, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετική ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρον 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της νομίμως παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ'αρ. 5733/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008 Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε δημιουργείται ακυρότητα από παράνομη παράσταση στο ακροατήριο του πολιτικώς ενάγοντος. Παράβαση άρθρου 30 παρ. 1 Ν. 1806/1988. Απορρίπτει αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα και για έλλειψη αιτιολογίας.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Πολιτική αγωγή, Χρηματιστηρίου εγκλήματα.
0
Αριθμός 1383/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομέου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ'αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Μάλλιο και Αντώνιο Αθηναίο (ορισθέντα με την υπ'άριθμ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου)- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 (πρώην .....), που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 'Αγγελο Μπατουδάκη, περί αναιρέσεως της 1104/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1 , που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Βραχά. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 571/2008. Αφού άκουσε Των πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 229 παρ.1 ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν, ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι'αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημ/ματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ'αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. 'Ετσι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η καταμήνυση είναι ψευδής. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 362 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, κατά δε το άρθρο 363 Π.Κ., αν στην περίπτωση του προηγουμένου άρθρου το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή να διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη, της οποίας, ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν ως και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, πρέπει όμως να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και συνεκτιμηθεί. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας εφόσον σ' αυτό εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του αιτιολογικού. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο δόλος δεν είναι αναγκαίος κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ότι έχει τελεσθεί η πράξη "εν γνώσει" ορισμένων περιστατικών. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται, όπως αναφέρθηκε, άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση αφενός μεν η καταμήνυση και είναι ψευδής, αφετέρου, δε τα ενόρκως κατατεθέντα, καθώς και τα διαδοθέντα περιστατικά να είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά την ανωτέρω έννοια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία, ως ενιαίο σύνολο αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση, αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τ'ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Ο κατηγορούμενος στην Καρδίτσα στις 25.7.2000, με την από 15-7-2000 μήνυσή του (έγκληση), την οποία κατέθεσε και εγχείρησε στις 25.7.2000 προς τον αρμόδιο κατά νόμο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας εν γνώσει και ψευδώς περιέλαβε και τα εξής σε βάρος της νυν εγκαλούσας Ψ1 κατοίκου ....... Καρδίτσας, ήτοι: Περί τον Φεβρουάριο 2000, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον νυν κατηγορούμενο Χ1, ότι δήθεν ο Γ1 ήταν ανώτερο στέλεχος της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΑΕ που εδρεύει στην Αθήνα και στην επιχειρηματική δραστηριότητα της οποίας περιλαμβάνεται και η διαχείριση κεφαλαίων, ότι είναι επιστημονικά καταρτισμένος και έχει ειδικευθεί στη διαχείριση κεφαλαίων, έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πελατεία και διαχειρίζεται επωφελώς μεγάλα χρηματικά ποσά, με επενδύσεις αυτών στην ανωτέρω εταιρία, αποκομίζοντας για τους επενδυτές χρηματικά ποσά διπλάσια των τραπεζικών τόκων ετησίως, αποκρύπτοντας αθεμίτως το πραγματικό γεγονός ότι ο Γ1 ήταν απλός συνεργάτης της ΙΝΤΕRΑΜΕRΙΚΑΝ ΑΕ η δε συνεργασία του αυτή έπαυσε από 31-12-1999. Στις ψευδείς δε αυτές παραστάσεις πείσθηκε ρ νυν κατηγορούμενος και παρέδωσε στην μηνύτρια και στον Γ1 στις 23.3.2000 το χρηματικό ποσό των 19.960.000 δρχ, στις 27.3.2000 το ποσό των 7.800.000 δρχ, στις 11.8.2000 το ποσό των 13.000.000 δρχ και στις 9.6.2000 το ποσό των 2.000.000 δρχ, και συνολικά 42.760.000 δραχμές προκειμένου να προβούν στην επ' ονόματι του και για λογαριασμό του, επωφελή τοποθέτηση των χρημάτων, με αγορά μεριδίων συμμετοχής του στα αμοιβαία κεφάλαια της εταιρίας ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΑΕ. Από τα ανωτέρω χρηματικά ποσά η μηνύτρια και ο Γ1 διέθεσαν το ποσό των 7.848.300 δραχμών προς εξόφληση οφειλών από επιταγές του νυν κατηγορουμένου και το υπόλοιπο ποσό των 34.911.700 δραχμών ή 102.455.47 €, ουδέποτε επένδυσαν κατά τα ανωτέρω και ενθυλάκωσαν τούτο, ποριζόμενοι παράνομο όφελος με ισόποση βλάβη του κατηγορουμένου. Τα ανωτέρω ως γεγονότα είναι αναληθή, ωστόσο ο κατηγορούμενος με γνώση της αναλήθειάς τους, τα περιέλαβε στην παραπάνω έγκλησή του με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη της εγκαλούσας, πράγμα το οποίο τελικώς επιτεύχθηκε. Επίσης, ο κατηγορούμενος, με την κατάθεση της από 15.7.200 έγκλησης του κατά της νυν εγκαλούσης, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Καρδίτσας και του μετ' αυτού συμπράττοντος γραμματέα της Εισαγγελίας Καρδίτσας, ισχυρίσθηκε όσα παραπάνω αναφέρονται, τα οποία ως γεγονότα ήταν ψευδή και την αναλήθεια αυτών γνώριζε ο κατηγορούμενος, ήταν δε πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ανωτέρω εγκαλούσης ως ατόμου και μέλους της κοινωνίας, διότι παρέχουν στους διαφόρους τρίτους που έλαβαν γνώση αυτών ερείσματα προς στήριξη αρνητικών κρίσεως ως προς την τιμή και την υπόληψη της. Τέλος, ο κατηγορούμενος, κατά την κατάθεση της ανωτέρω εγκλήσεώς της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Καρδίτσας, όπου διέλαβε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά επιβεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο αυτής αν και γνώριζε την αλήθεια, δηλαδή ότι ουδέποτε συνέβησαν αυτά που περιέγραψε στην ως άνω έγκληση του. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η μάρτυρας (πολιτικώς ενάγουσα), διατηρούσε φιλικές σχέσεις από πολλών ετών με τη μητέρα του κατηγορουμένου ...... Επίσης, αυτή, ο σύζυγος της ..... (ήδη θανών) και ο πατέρας της (δεύτερος μάρτυρας), γνώριζαν τον Γ1, ανώτερο στέλεχος τότε της εταιρίας με την επωνυμία "Interamerican Α.Ε.". Έχοντας αυτή και η οικογένεια της εμπιστοσύνη στον άνω, Γ1, παρέδωσαν σ' αυτόν από τον Ιούνιο έως Σεπτέμβριο 1999 διάφορα χρηματικά ποσά, που συνολικά ανήλθαν σε 35.000.000 δραχμές, προκειμένου να επενδυθούν επ' οφελεία τους. Η μητέρα του κατηγορουμένου γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω και ενόψει της επικρατούσας τάσης μεγάλου μέρους των πολιτών να "παίζουν"στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ζήτησε από την πολιτικώς ενάγουσα να επενδύσει μέσω του Γ1. Έτσι ο κατηγορούμενος παρέδωσε σταδιακά στον Γ1 ποσό 42.760.000 δραχμών, όπως προαναφέρθηκε. Ο Γ1, όμως, αν και αρχικά πλήρωσε ένα μέρος των επιταγών που είχε εκδώσει ο κατηγορούμενος, κατά τα συμφωνημένα, στη συνέχεια, την 9.6.2000, έπαυσε να πληρώνει. Από τότε ο Γ1 εξαφανίσθηκε με συνέπεια ο κατηγορούμενος να υποστεί ζημία 34.911.700 δραχμών. Ωστόσο, ανάλογη ζημία ποσού 35.000.000 δραχμών υπέστη και η πολιτικώς ενάγουσα, μαζί με τους οικείους της και γι' αυτό κατέθεσαν τρεις εγκλήσεις σε βάρος του Γ1, για την σε βάρος τους απάτη, βάσει των οποίων διεξήχθη ανάκριση και παραπέμφθηκε ο παραπάνω δράστης για να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Α' βαθμού Λάρισας. Προς τούτο κατέθεσαν τις άνω 12-8-2000 τρεις εγκλήσεις σε βάρος του Γ1 για την εις βάρος τους απάτη, επί των οποίων, αφού συνενώθησαν, εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 19/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Καρδίτσας με το οποίο παραπέμπεται ο άνω κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Α' βαθμού Λάρισας για να δικασθεί ως υπαίτιος της άνω πράξεως (απάτης). Επίσης κατέθεσαν τις υπ'αριθμ. 26, 27, 28/15-01-2001 αγωγές για τις εις βάρος τους αδικοπραξίες κατά του Γ1 και ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ Α.Ε. Έξαλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα είχε λάβει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό και ότι ωφελήθηκε παράνομα σε βάρος του κατηγορουμένου. Όλα τα παραπάνω προέκυψαν, τόσο από τις καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και του μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όσο και από την προσκομιζόμενη από τον πληρεξούσιο της πολιτικώς ενάγουσας, με αριθμό 44/24.1.2006 (δικάσιμος της 23-1-2006) αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Λάρισας. Με την απόφαση αυτή αθωώθηκε η εδώ πολιτικώς ενάγουσα (Ψ1), που είχε παραπεμφθεί να δικαστεί, δυνάμει του αριθμ. 64/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Καρδίτσας, για την πράξη της απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. Πρέπει κατά συνέπεια να κηρυχθεί ένοχος κατά πλειοψηφία ο κατηγορούμενος για τις πράξεις που του αποδίδοντα". Με βάση όμως τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. απαιτούμενη αιτιολογία, αφού δεν υπάρχει στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής (αλλά ούτε στο συμπληρούν αυτή διατακτικό) ειδική αιτιολογία του αμέσου δόλου του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα δεν εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα με θετικό τρόπο συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία το Εφετείο συνήγαγε τη γνώση του για την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, που αφορούν την ψευδή καταμήνυση, την ψευδορκία μάρτυρα και την συκοφαντική δυσφήμηση, δεδομένου ότι σε σχέση με το στοιχείο αυτό του αμέσου δόλου (γνώση) η προσβαλλομένη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ότι: "Τα ανωτέρω ως γεγονότα είναι αναληθή, ωστόσο ο κατηγορούμενος, με γνώση της αναληθείας τους, τα περιέλαβε στην παραπάνω έγκλησή του........,, αν και γνώριζε την αναλήθεια", δηλαδή ότι ουδέποτε συνέβησαν αυτά που περιέγραψε στην ως άνω έγκλησή του, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι η γνώση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου δεν είναι καθόλου αυτονόητη, αφού τα ως άνω γεγονότα δεν συνδέονται αναπόσπαστα με αυτόν. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για εκ νέου συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί όμως από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. 1104/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα. Στην καταδικαστική απόφαση για τα ανωτέρω εγκλήματα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, εκτός των άλλων, στην μεν συκοφαντική δυσφήμηση, η εν γνώσει διάδοση ψευδών ισχυρισμών, στη ψευδή καταμήνυση, η εν γνώσει της αναληθείας καταμήνυση άλλου για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, στη δε ψευδορκία μάρτυρα, η εν γνώσει κατάθεση ψευδών περιστατικών ή η άρνηση ή η απόκρυψη της αλήθειας. Εάν δεν υπάρχει η ανωτέρω ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. 1 αναιρετικός λόγος. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση αυτή, περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η εν γνώσει του κατηγορουμένου τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων. Παραπομπή της υπόθεσης για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1392/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους: 1.Χ2 , 2. Χ3 , 3. Χ4 4. Χ5 5. Χ6 και 6. Χ7 . Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1592/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 443/5.11.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 129 από 8.6.2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του υπ'αριθμόν 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 315/18.6.2004 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 2281/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και τον παραπέμπει ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς, για τα κακουργήματα, Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί για το αδίκημα της απάτης από κοινού κατ'επάγγελμα, το δε συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρα 484 παρ. 1 εδ. β'και δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και ερευνητέα κατ'ουσίαν. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται, ως αναφέρονται στην αίτηση, στο ότι στο βαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται συγκεκριμένα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και οι αποδείξεις που θεμελιώνουν επαρκείς ενδείξεις κατά του αιτούντος και άλλων συγκατηγορουμένων του, για το έγκλημα για το οποίο κατηγορούνται. Συγκεκριμένα δεν αναφέρει: α) από ποία στοιχεία προέκυψε ότι η από αυτούς εκπροσωπουμένη εταιρεία δεν κατέβαλε πράγματι το ποσό των 90.000.000 δραχμών στην εταιρεία "...... ΕΠΕ" για την αγορά δύο μηχανημάτων β) από ποία στοιχεία προκύπτει ο δόλος των και δη ότι γνώριζαν ότι τιμή πωλήσεως των μηχανημάτων από την ιταλική στην αγγλική επιχείρηση ήταν κατώτερη της τελικώς διαμορφωθείσας ώστε να πετύχουν το καταλογιζόμενο εκ της επιδοτήσεως όφελος ύψους 9.740.541 δρχ. γ) βάσει ποίων στοιχείων προέκυψε ότι γνώριζε ότι οι συγκατηγορούμενοί του είχαν συστήσει υπεράκτια εταιρία με την επωνυμία "...... LIMITID" δ) βάσει ποίων στοιχείων προέκυψε η συμπαιγνία της εταιρείας του με την άνω παράκτια εταιρεία ώστε να δικαιολογείται η κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος και ε) βάσει ποίων ενεργειών ενός εκάστου των κατηγορουμένων διεπράχθη η απάτη. Επίσης το βαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα από τους κατηγορουμένους έγγραφα. Επειδή έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο από το σχηματισμό δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά κατ'επιλογή. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση ή τη προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μη έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (Ολομ. Α.Π. 1/2005 Π.Χ. ΝΕ σελ. 781). Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποίαν, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας. Εξ'άλλου κατά τη παραγ. 3 του ιδίου άρθρου, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχτηκε ανελέγκτως ότι εκ του υφισταμένου συνολικού αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και ειδικώτερον εκ των μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων και των απολογιών των κατηγορουμένων που απολογήθηκαν, προέκυψαν τα ακόλουθα: Δια του από ..... συμφωνητικού συνεστήθη η εταιρία "...... ΟΕ" και ορίστηκε ότι συνδιαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας ήταν οι Χ2, Χ1, Χ3 και Χ4. Η εταιρεία αυτή με απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης υπήχθη στις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.2601/98 για ειδική επένδυση της επιχείρησης παραγωγικής δαπάνης ύψους 90.000.000 δρχ. για αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού. Ούτω η άνω Ο.Ε. προμηθεύτηκε μέσω της εταιρίας ".... ΕΠΕ" μηχανολογικό εξοπλισμό ιταλικής προελεύσεως και δη προμηθεύτηκε α) μία αυτόματη μονταριστική μηχανή του οίκου .... αντί του ποσού των 87.000.000 δρχ. και β) μία μηχανή προετοιμασίας φοντιού του οίκου .... αντί του ποσού των 3.000.000 δρχ. Για τις αγορές- προμήθειες εκδόθηκαν το υπ'αριθμόν ... τιμολόγιο πωλήσεως και το υπ'αριθμ....... δελτίο αποστολής αντίστοιχα. Τα τιμολόγια υποβλήθηκαν στο υπουργείο ανάπτυξης και τους καταβλήθηκε το ύψος της επιχορήγησης που ανερχόταν στο 40% της επενδύσεως ήτοι 36.000.000 δρχ. στο σύνολο της επενδύσεώς των (87.000.000 + 3.000.000) 90.000.000 δρχ. Επακολούθησε έλεγχος από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ και διαπιστώθηκε ότι: 1) η πρώτη ως άνω μηχανή πωλήθηκε από την άνω ιταλική επιχείρηση αντί του ποσού των 24.937.723 δρχ. και εκδόθηκε το υπ'αριθ. .... τιμολόγιο πωλήσεως απ'ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα με παραλήπτρια την ... ΕΠΕ. Η εταιρία αυτή με το υπ'αριθ. ..... τιμολόγιο το μεταπώλησε στην εταιρεία του αναιρεσείοντος αντί του ποσού των 87.000.000 δρχ. 2) η δεύτερη μηχανή πωλήθηκε από την ιταλική επιχείρηση .... με το υπ'αριθμ. .... τιμολόγιο αντί του ποσού των 1.071.736 δρχ. με παραλήπτρια εταιρία την "..... ΕΠΕ", η οποία το μεταπώλησε στην εταιρεία του αναιρεσείοντος αντί 3.000.000 δρχ. Στο υπ'αριθμόν 2281/04 βούλευμα του συμβουλίου πλημ/κών, στις σκέψεις του οποίου παραπέμπει επιτρεπτώς το βαλλόμενο βούλευμα, αναφέρεται ότι "Οι τέσσερις πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ2, Χ1, Χ3 και Χ4) θέλησαν με τη μεθόδευση των εταιρειών των υπολοίπων κατηγορουμένων (Χ5, Χ6, Χ7) να πετύχουν την εξαπάτηση του ελληνικού δημοσίου και όχι μόνο να μη δώσουν δραχμή για τη συμμετοχή των και να αγοράσουν χωρίς κανένα κόπο και με χρήματα του Ελληνικού Δημοσίου τα μηχανήματα αλλά και να εισπράξουν επί πλέον χρήματα. Χρησιμοποίησαν τις δύο ΕΠΕ προκειμένου να δώσουν νομιμοφάνεια στις ενέργειές των και ευελπιστώντας ότι ουδέποτε οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Ελληνικού Δημοσίου θα προχωρούσαν σε τόσο ενδελεχείς ελέγχους ώστε να φθάσουν στην αποκάλυψη της απάτης τους. Ενήργησαν με μέθοδο και μέσω πολλών εταιριών που κατ'αυτούς θα κάλυπταν τις ενέργειές τους χωρίς να αφήσουν τη δυνατότητα σε απλούς ελέγχους να διαπιστώσουν το μέγεθος της παράνομης συμπεριφοράς τους. Η υποδομή που χρησιμοποίησαν αποδεικνύει την κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της απάτης καθώς εξ αυτής προκύπτει αβίαστα ο σκοπός πορισμού εισοδήματος. Η παράνομη ενέργεια των κατηγορουμένων είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη από την απλή αντιπαραβολή των αριθμών και από την τεράστια διαφορά στην αρχική τιμή πωλήσεως και σε αυτήν που παρουσίασαν στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ακολούθως το άνω βούλευμα του συμβουλίου ασχολείται με τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων (και του αναιρεσείοντος) τους οποίους και απορρίπτει. Από τα άνω διαλαμβανόμενα προκύπτει σαφώς ότι το πληττόμενο βούλευμα αναφέρει όλα εκείνα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 386 Π.Κ. και δεν παρατηρείται μεταξύ του σκεπτικού και διατακτικού καμία αντίφαση και δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν 129/8-6-2007 αίτηση του Χ1 περί αναιρέσεως του υπ'αριθμόν 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα. Αθήνα 5 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη, με αριθμό 129, από 8 Ιουνίου 2007, αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμό 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε μετ' αναίρεση του υπ' αριθμό 3107/2004 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 2281/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της απάτης από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463,473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, που εξέδωσε, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις των μαρτύρων, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του από .... συμφωνητικού, συνεστήθη η εδρεύουσα στον ...... Αττικής και επί της ..... ομόρρυθμη εταιρεία υπό την επωνυμία "........ Ο.Ε." ενώ, με την από 22-7-2000 τροποποίηση του καταστατικού της, ορίσθηκαν ως συνδιαχειριστές αυτής (εταιρείας) και εκπρόσωποι της οι υπό στοιχ. 1, 2, 3 και 4 των εν αρχή της παρούσης μνημονευομένων κατηγορουμένων - εκκαλούντων, με την επισημείωση ότι ο υπό στοιχ. 1 εξ αυτών (Χ2) ηδύνατο και μόνος του να εκπροσωπεί την εταιρεία. Με την υπ' αριθμ. 28206/206/98/Ν2601/98/31-7-98 απόφαση του Υπουργείου Αναπτύξεως, που υπογράφει ο Υφυπουργός Αναπτύξεως, η ως είρηται εταιρεία υπήχθη στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2601/98 για ειδική επένδυση της επιχειρήσεως παραγωγικής δαπάνης συνολικού ύψους 90.000.000 δραχμών και ειδικώτερον για αγορά συγκεκριμένου μηχανολογικού εξοπλισμού. Με την υπ' αριθμ. 12793/9-8-2000 απόφαση του αυτού ως άνω Υφυπουργού Αναπτύξεως και κατόπιν της από 01-6-2000 (12793) αιτήσεως της περί ης πρόκειται ομορρύθμου εταιρείας, ετροποποιήθη η προαναφερθείσα απόφαση, της 31-7-1998 και ενεκρίθη η αντικατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού, της ειδικής επενδύσεως που προαναφέρθηκε, χωρίς, όμως, αύξηση του κόστους αυτής (επενδύσεως). Κατόπιν τούτων, η συγκεκριμένη ομόρρυθμος εταιρεία, επρομηθεύθη, μέσω της εδρευούσης στην ...... Πειραιώς Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης "...... ΕΠΕ" μηχανολογικόν εξοπλισμόν, Ιταλικής προελεύσεως και ειδικώτερον επρομηθεύθη: α) μία αυτόματη μονταριστική μηχανή πόντας, του οίκου ........, με αριθμό σειράς παραγωγής 0065, αντί του χρηματικού ποσού των 87.000.000 δραχμών και β) μία μηχανή προετοιμασίας φοντιού, του οίκου ........, με αριθμό σειράς παραγωγής ...., αντί του χρηματικού ποσού των τριών (03) εκατομμυρίων δραχμών. Για τις πωλήσεις-προμήθειες, που προαναφέρθηκαν, εξεδόθησαν το υπ' αριθμ. ....... τιμολόγιον πωλήσεως, και το υπ' αριθμ. ....... δελτίον αποστολής. Τα μηχανήματα μετέφερε στις εγκαταστάσεις της, περί ης ο λόγος ομορρύθμου εταιρείας, η μεταφορική εταιρεία ...... ΕΠΕ έναντι του ποσού των 382.098 δραχμών, κατεβλήθησαν δε για έξοδα της μεσολαβήσασης τραπέζης εργασίας 250.000 δραχμές. Την 08ην-12ου-2000, η ιδία πάντοτε ομόρρυθμη εταιρεία, υπέβαλεν αίτηση εις τον Υφυπουργόν Αναπτύξεως, για την ολοκλήρωση της επενδύσεως και την οριστικοποίηση του κόστους αυτής. Την 18ην-12ου-2000, με την υπ' αριθμ. ΑΠ 27134 απόφαση του Υφυπουργού Αναπτύξεως, ενεκρίθη η συγχώνευση της "...... Ο.Ε." με την εταιρεία "...... Ο.Ε.", άνευ αλλαγής της μετοχικής συνθέσεως της και υπό τον όρον ότι, η νέα επιχείρηση που θα προέκυπτεν εκ της συγχωνεύσεως, θα είχεν την μορφήν Ε.Π.Ε. Εν τέλει, με την υπ" αριθμ. ΑΠ 7625/ΔΒΕ 1365/29-3-2001 απόφαση ολοκληρώσεως του Υφυπουργού Αναπτύξεως, παρετάθη ο χρόνος πραγματοποιήσεως της επενδύσεως, έως την 20-12-2000, οριστικοποιήθηκε το ενισχυόμενο κόστος της επενδύσεως στο ύψος των 90.000.000 δραχμών και το ύψος της επιχορηγήσεως εις το ποσόν των 36.000.000 δραχμών (ποσοστό 40% του συνολικού ύψους της ενισχυομένης επενδύσεως), ενώ ορίσθηκε, η 09-11-2000, ως ημερομηνία ολοκληρώσεως της επενδύσεως και κατεβλήθη αμέσως, από το Δημόσιον, ως επιχορήγηση το ποσόν των 36.000.000 δραχμών. Εκ των υστέρων και για την νομιμότητα της γενομένης επενδύσεως, διενεργήθη έλεγχος από αρμοδίους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε και διεπιστώθησαν τα ακόλουθα: Η αυτόματη μονταριστική μηχανή πόντας του οίκου ........, με αριθμόν σειράς παραγωγής ...., επωλήθη από την Ιταλική επιχείρηση ........ στην Αγγλική εταιρεία ....... ...... αντί ποσού 141.705.297 Ιταλικών λιρετών ή 24.937.723 δραχμών, εκδοθέντος του υπ' αριθμ. ...... τιμολογίου πωλήσεως και αποσταλείσης αυτής (μηχανής), απ' ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα, με παραλήπτρια την "....... ΕΠΕ", μέσω της μεταφορικής επιχειρήσεως ........ ΕΠΕ, η οποία εξέδωσε για την μεταφορά του μηχανήματος, το υπ' αριθμ. ....... τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών (Τ.Π.Υ). Την ιδίαν ημέραν της αγοράς του ειρημένου μηχανήματος (13-10-2000) η προμνησθείσα αγοράστρια αυτού Αγγλική εταιρεία, το ετιμολόγησεν στην "....... ΕΠΕ", με το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιον, αντί του ποσού των 82.600.000 δραχμών, η τελευταία ("..... ΕΠΕ") δε, το μετεπώλησεν, με το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιον της, στην "....... Ο.Ε.", δηλαδή στην εταιρεία των υπό στοιχ. Ι, 2, 3 και 4 κατηγορουμένων, αντί του χρηματικού ποσού των 87.000.000 δραχμών. Το κόστος μεταφοράς του μηχανήματος και τα έξοδα της Τραπέζης (πληρωμή μέσω Τραπέζης από την ....... LIMITED) ανήλθαν εις το ποσόν των 431.825 δραχμών (269.473 δρχμ. μεταφορικά και 162.352 δρχμ. έξοδα Τραπέζης). Δηλαδή, η εταιρεία των κατηγορουμένων, επρομηθεύθη τελικώς το ως άνω μηχάνημα από την .... ΕΠΕ αντί 87.000.000 δραχμών και συνεπώς εις τιμήν 248,87%, υψηλότεραν της αρχικής τιμής πωλήσεως από την Ιταλική εταιρεία. Επίσης, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η μηχανή προετοιμασίας φοντιού του οίκου ......, με αριθμό σειράς παραγωγής ...., επωλήθη από την Ιταλική επιχείρηση ...... στην Αγγλική επιχείρηση ......., με το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιον, αντί 1.071.736 δραχμών και εστάλη απ' ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα, με παραλήπτρια την "........ ΕΠΕ", μέσω της ιδίας ως άνω μεταφορικής επιχειρήσεως ....... ΕΠΕ, η οποία εξέδωσε για την μεταφορά του μηχανήματος το υπ' αριθμ.......τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών, ύψους 112.625 δραχμών. Την ίδια ημέρα αγοράς του μηχανήματος (12-10-2000) η Αγγλική Εταιρεία, το επώλησε στην "....... ΕΠΕ", με το υπ' αριθμ. ........ τιμολόγιο και αντί 2.600.000 δραχμών και η "....... ΕΠΕ" το μετεπώλησεν στην εταιρεία "....... Ο.Ε.", με το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιον πωλήσεως, αντί 3.000.000 δραχμών. Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι, το πρώτο μηχάνημα, που πωλήθηκε από την ρηθείσα Ιταλική επιχείρηση αντί 24.937.723 δραχμών, το επρομηθεύθη η "........ Ο.Ε." αντί 87.000.000 δραχμών, δηλαδή σε τιμή κατά 248,87% υψηλοτέραν της τιμής πωλήσεως από την Ιταλική επιχείρηση, όπως ήδη έχει ανωτέρω επισημανθεί και το δεύτερο μηχάνημα, που επωφελήθη από την Ιταλική επιχείρηση αντί 1.071.736 δραχμών, το επρομηθεύθη αντί 3.000.000 δραχμών, δηλαδή εις τιμή 179,92% υψηλοτεραν της τιμής πωλήσεως του. Προκύπει, ωσαύτως, εκ των ερευνών του ΣΔΟΕ, ότι η Αγγλική Εταιρεία ..... και η "..... ΕΠΕ" έχουν ως διαχειριστές τα αυτά πρόσωπα και ειδικότερον τους, υπό στοιχ. 5, 6 και 7, εν αρχή της παρούσης, μνημονευομένους κατηγορουμένους, έχουν δε οι ειρημένες, ως άνω εταιρείες ως αποκλειστικόν αντικείμενο των εργασιών τους, την συνεργασία, τους με εταιρείες που συμμετέχουν σε προγράμματα με επιχορηγήσεις του Δημοσίου και την μεταπώληση των αγοραζομένων μηχανημάτων, προκειμένου να καλύπτονται οι δικές τους συμμετοχές και να ωφελούνται παρανόμως από την διαφορά της επιχορηγήσεως. Έτσι, κατά τον προεκτεθέντα τρόπον, οι τέσσερις πρώτοι (υπό στοιχ. 1, 2, 3, 4) κατηγορούμενοι, με την μεθόδευση των εταιρειών των λοιπών (υπό στοιχ. 5, 6 και 7) κατηγορουμένων, επέτυχαν την εξαπάτηση του Ελληνικού Δημοσίου και εισέπραξαν παρανόμως επιχορήγηση 36.000.000 δραχμών, εις τρόπον ώστε, όχι μόνον δεν διέθεσαν ούτε "μία δραχμή", κατά το κοινώς λεγόμενον, για την αγορά των μηχανημάτων, αλλά και εισέπραξαν επί πλέον 9.740.541 δραχμές, με όλα τα έξοδα τους πληρωμένα. Άπαντες, οι κατηγορούμενοι, ενήργησαν μεθοδικώς και μέσω πλειόνων ενδιαμέσων εταιρειών, γεγονός όπερ καθιστούσε δυσχερή την διαπίστωση της παρανόμου συμπεριφοράς τους, τούτο δε, εν συνδυασμώ προς την χρησιμοποιηθείσαν υπ' αυτών υποδομή, αποδεικνύει την εκ μέρους των κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της απάτης, καθώς, εξ αυτής (απάτης), προκύπτει ευθέως και αβιάστως σκοπός πορισμού εισοδήματος. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των περί ων πρόκειται κατηγορουμένων και για τους αναλυτικώς εις το εκκαλούμενον βούλευμα εκτιθεμένους λόγους, στους οποίους και αναφερόμεθα προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων, συλλήβδην απορριπτέοι παρίστανται. Ειδικότερα, όμως, και ως προς τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς από τους υπό στοιχ. 5, 6 και 7 κατηγορουμένους, θα πρέπει να επιτονισθούν και τα κάτωθι. Οι ειρημένοι κατηγορούμενοι αρνούνται την υπερτιμολόγηση των συγκεκριμένων μηχανών. Πλέον συγκεκριμένα προβάλλουν ότι η "......." ηγόρασε την μηχανήν ...... στην βασική της μορφή, πλην όμως προέβη σε αναβάθμιση της με την τοποθέτηση σ' αυτή (μηχανή) προσθέτων εργαλείων και προσθέτου εγκαταστάσεως ειδικών προγραμμάτων στο λογισμικό της. Η ως άνω αναβάθμιση, διατείνονται, εγένετο από την εταιρεία SKYLINE MANAGEMENT SA, με την οποίαν συνεργάζονται και ότι για τις εργασίες αναβαθμίσεως, η ενεργήσασα αυτές εταιρεία, απήτησε και εισέπραξε το χρηματικόν ποσόν των 136.000$ U.S.Α. (48.280.000 δρχμ.). για το οποίον (ποσόν) εξεδόθησαν το υπ' αριθμ. ..... προτιμολόγιον και το υπ' αριθμ. ....... συγκεντρωτικό τιμολόγιον, συνολικής αξίας 430.000$ U.S.Α. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι εγένετο αναβάθμιση και στην μηχανή επεξεργασίας φοντιού, που ηγοράσθη και αυτή στην βασική της μορφή. Οι ως άνω ισχυρισμοί των ειρημένων κατηγορουμένων κρίνονται αβάσιμοι. αφού σαφώς προκύπτει ότι τα παραπάνω μηχανήματα, αμέσως μετά την αγορά τους από την εταιρεία ".......", εστάλησαν απ' ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι εγένετο πράγματι η προβαλλόμενη αναβάθμιση των μηχανημάτων, αλλά περαιτέρω, εξ' ουδενός στοιχείου προκύπτει και ότι είχεν ζητηθεί τοιαύτη αναβάθμιση. Η εταιρεία SKYLINE MANAGEMENT SA που ισχυρίζονται (οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι), ότι ενήργησε την αναβάθμιση των μηχανημάτων, κατά τα αναγραφόμενα εις τα προμνημονευθέντα παραστατικά, φέρεται ως εδρεύουσα στην Κεντρική Αμερική, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται για την πειστικότητα του περί αναβαθμίσεως των μηχανών ισχυρισμού, ενώ, τέλος, στα προαναφερθέντα (προτιμολόγιον και συγκεντρωτικόν τιμολόγιον) παραστατικά της SKYLINE MANAGEMENT SA που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι και εν σχέσει προς την μηχανή ......, δεν αναγράφεται ο αριθμός της σειράς παραγωγής της μηχανής αυτής και συνεπώς δεν προκύπτει και δη ούτως ή άλλος, ότι τα ειρημένα παραστατικά αφορούν το συγκεκριμένο μηχάνημα. Διευκρινιστέον, όμως, τυγχάνει στο σημείο αυτό, ότι το χρηματικόν ποσόν που παρανόμως ωφελήθηκε η εταιρεία "...... Ο.Ε." (μετέπειτα ...... ΕΠΕ, ως προεξετέθη), καθώς και οι διαχειριστές της υπό στοιχ. 1, 2, 3 και 4 κατηγορούμενοι, τόσον εξ' ιδίων αυτών ενεργειών όσον και εκ των ενεργειών των υπό στοιχ. 5, 6, και 7 συγκατηγορουμένων τους, δεν ανέρχεται στο ύψος των 09.740.541 δραχμών (36.000.000 δραχμές η επιχορήγηση, μείον 26.009.459 δραχμές το κόστος των μηχανημάτων, μείον 250.000 δραχμές τα έξοδα Τραπέζης, μείον 382.098 δραχμές τα μεταφορικά έξοδα), όπως εσφαλμένως εγένετο δεκτό με το προσβαλλόμενο βούλευμα, και τούτο διότι, η επιχορήγηση του Δημοσίου χορηγείται επί της αξίας των μηχανημάτων που αγοράζονται, ανέρχεται εις ποσοστόν 40% επί της αξίας αυτών και ουδεμίαν σχέση με την επιχορήγηση έχουν τα οιαδήποτε καταβαλλόμενα έξοδα. Έτσι, και, κατά τα προεκτεθέντα, ενεκρίθη και κατεβλήθη επιχορήγηση 36.000.000 δραχμών (αξίαμηχανημάτων 90.000.000 χ 40%). Η επιχορήγηση, όμως, που εδικαιούτο η "....... Ο.Ε." ανέρχεται σε 10.403.783 δραχμές (αξία αγορασθέντων μηχανημάτων 26.009.459 χ 40%) και συνεπώς το χρηματικόν ποσόν του παρανόμου οφέλους ανέρχεται σε 25.596.217 (διαφορά μεταξύ της εισπραχθείσης επιδοτήσεως των 36.000.000 δραχμών και της τοιαύτης των 10.403.783 δραχμών και έδει να εισπράξει), ήτοι ποσόν υπερβαίνον τα 25 εκατομμύρια δραχμές ή 73.000 ευρώ και επομένως, οι πράξεις των κατηγορουμένων εμπίπτουν στην παράγραφο 3β' του άρθρου 386 Π.Κ. και όχι στην περίπτωση της παραγράφου 3α που έχουν υπαχθεί. Επειδή, όμως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το εκκαλούμενον Βούλευμα δεν έδωσε τον προσήκοντα και εκ των πραγματικών δεδομένων της υποθέσεως προκύπτοντα νομικόν χαρακτηρισμόν των πράξεων των κατηγορουμένων, υπό την έννοιαν της μη υπαγωγής αυτών εις την ορθήν ουσιαστικήν ποινικήν διάταξη, θα πρέπει το Υμέτερον Συμβούλιον να πράξει τούτο, κατ' άρθρον 317 ΚΠΔ, μη επερχόμενης εντεύθεν ανεπίτρεπτου μεταβολής της κατηγορίας. Θα πρέπει, δηλαδή, να χαρακτηρισθεί η αποδιδομένη στους υπό στοιχ. 1, 2, 3, 4 κατηγορουμένους αξιόποινη πράξη, ως απάτη, από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικόν όφελος υπερβαίνον τα 73.000 ευρώ και η εις τους υπό στοιχ. 5, 6 και 7 κατηγορουμένους αποδιδομένη αξιόποινη πράξη ως άμεση συνέργεια στην προμνηθείσα απάτη, από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικόν όφελος υπερβαίνον τα 73.000 ευρώ (άρθρα 13 περ. στ', 26 §1α, 27, 46 § 1 περ. Β, 45, 386 § § 1, 3, περ. Β' Π.Κ.) και να διορθωθεί το πρωτόδικον βούλευμα και να αντικατασταθεί 1) το ποσόν των 15.000 ευρώ με το ποσόν των 73.000 ευρώ: α) στην προτελευταία σειρά της πρώτης σελίδος του 6ου φύλλου β) στην δευτέρα σειρά της δευτέρας σελίδος του 6ου φύλλου γ) στην εβδόμη σειρά της δευτέρας σελίδος του 7ου φύλλου, δ) στην δεκάτη σειρά της πρώτης σελίδος του 9ου φύλλου ε) στην τρίτη σειρά της δευτέρας σελίδος του 9ου φύλλου, στ) στην δεκάτη ογδόη σειρά της πρώτης σελίδος του 10ου φύλλου και 2) το ποσόν των 9.740.541 δραχμών με το ποσόν των 25.000.000 δραχμών: α) στην έκτη σειρά της πρώτης σελίδος του 9ου φύλλου β) στην δεκάτη πέμπτη σειρά της πρώτης σελίδος του 10ου φύλλου. Ειρήσθω, εν παρόδω, εις το σημείον τούτο, ότι κατ' επάγγελμα τέλεση απάτης δυνατόν να έχομεν και οσάκις το ποσόν του συνολικού οφέλους ή της συνολικής ζημίας, υπερβαίνει το τοιούτον των 73.000 ευρώ, της περιπτώσεως της παραγράφου 3α του άρθρου 386 ΠΚ απλώς οριοθετούσης το ελάχιστον, από πλευράς ποσού, όριον της θεμελιώσεως κατ' επάγγελμα τελούμενης απάτης. Εν όψει βεβαίως του δοθησομένου προεκτεθέντος ορθού νομικού χαρακτηρισμού των βαρυνουσών τους κατηγορουμένους αξιοποίνων πράξεων και των συνεπεία αυτού επενεκτέων προεκτεθεισών διορθώσεων του εκκαλουμένου βουλεύματος, παρέλκει πάσα ενασχόληση με το ότι, το εκκαλούμενο βούλευμα, έχει υπολογίσει εσφαλμένα και από πλευράς αριθμητικών πράξεων το συνολικόν ποσόν οφέλους και αντιστοίχου ζημίας σε 9.740.541 δραχμές, αφού 36.000.000 - (26.009.459 + 250.000 + 382.098) = 9.358.443 δραχμές [δηλαδή και εάν ήθελεν υποτεθεί ότι ήτο ορθή η συλλογιστική υπολογισμού του συνολικού οφέλους και της αντιστοίχου συνολικής ζημίας από πλευράς εκκαλουμένου βουλεύματος, θα ήτο και πάλιν διορθωτέον εις το εκκαλούμενον το ποσόν αυτών (οφέλους-ζημίας) από το εσφαλμένον 9.740.541 δραχμές στο ορθόν 9.358.443 δραχμές]. Επειδή κατά τα προεκτεθέντα, προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων, θα πρέπει να απορριφθούν κατ' ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, να διορθωθεί κατά τα προδιαληφθέντα το πρωτόδικο βούλευμα, αλλά προσέτι να επεκταθεί η γενησομένη διόρθωση και στην τελευταία σειρά της πρώτης σελίδος του 6ου φύλλου του σκεπτικού αυτού από το εντός παρενθέσεως εσφαλμένο "1ου και 4ου των κατηγορουμένων)" εις το ορθόν (1ου έως και 4ου των κατηγορουμένων) και στην τρίτη σειρά της δευτέρας σελίδος του 6ου φύλλου του σκεπτικού αυτού από το εντός παρενθέσεως εσφαλμένον (2ου, 3ου, 6ου, 7ου και 8ου των κατηγορουμένων) εις το ορθόν (6ου, 7ου και 8ου των κατηγορουμένων). Θα πρέπει, κατά τα λοιπά, να επικυρωθεί το πρωτόδικον βούλευμα, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου, προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων, κατά τα λοιπά, αναφερόμεθα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ εις βάρος των εκκαλούντων". Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος απάτης από κοινού κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος πλέον των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε την απόφασή του, της νομίμου βάσεως, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, α) δεν αιτιολογείται από ποια πραγματικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εταιρεία, της οποίας αυτός υπήρξε συνδιαχειριστής, με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό του τιμήματος των 90.000.000 δραχμών, ενόψει του ισχυρισμού του, ότι, από το υπ' αριθμό .... τιμολόγιο και από το υπ' αριθμό ..... δελτίο αποστολής, φέρεται να έχει καταβληθεί από την εταιρεία, το συνολικό ποσό των 90.000.000 δραχμών, β) δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων γνώριζε, ότι οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη και συγκατηγορούμενοί του, Χ5, Χ6 και Χ7, είχαν συστήσει την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "...... LIMITID, η οποία μεσολάβησε για την πώληση των επίμαχων μηχανημάτων από την Ιταλική εταιρεία .... στην εταιρεία ...... ΕΠΕ, γ) δεν αιτιολογείται από ποια πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, γνώριζε ότι η πώληση από την ως άνω Ιταλική εταιρεία, προς την παράκτια εταιρεία ..... LIMITID, των επίμαχων μηχανημάτων, ήταν κατώτερη της τελικής τιμής και μάλιστα ότι πωλήθηκαν αντί ποσού 26.009.459 δραχμών και δ) δεν αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, με βάση ποια πραγματικά περιστατικά, προέκυψε ότι ο αναιρεσείων, ενήργησε με μεθοδικό τρόπο και από ποια στοιχεία ακόμη, ότι αυτός γνώριζε την συμπαιγνία που υπήρχε μεταξύ των εταιρειών .... LIMITID και ...... ΕΠΕ προς την οποία, η πρώτη διέθεσε το μεν την αυτόματη μηχανή μονταρίσματος, έναντι ποσού 82.600.000 δραχμών, το δε τη δεύτερη μηχανή, αντί του τιμήματος των 3.000.000 δραχμών. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ' του Κ.Π.Δ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αριθμό 795/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση βουλεύματος για κακουργηματική απάτη, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας. Παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
0
Αριθμός 1394/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνο, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μίστρα, περί αναιρέσεως της 1004/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1881/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις στις οποίες θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Εξ' άλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι, ώστε, η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα, προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνης της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε, η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλομένου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, που άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία, ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά το μέρος που, οι νέες αυτές διατάξεις, δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών, από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν, πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, (τις προγενέστερες), κρίσιμα στοιχεία για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος χρόνος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, που δίκασε ως Εφετείο, στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος μνημονεύει, αποδείχθηκαν τα εξής: ".... Ο κατηγορούμενος Χ1 ατομικά και ως διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΑΕ κατά το χρονικό διάστημα 30-9-2000 έως 28-6-2005, ενώ ήταν υπό τις ανωτέρω ιδιότητές του οφειλέτης προς το Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία και αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία με τους τόκους και τις προσαυξήσεις τους και υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, μαζί με τις προσαυξήσεις, βεβαιωμένα στη Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας, που έγιναν ληξιπρόθεσμα, παραβίασε την προθεσμία καταβολής τους και δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών. Ειδικότερα, οφείλει τα με αριθ. του πίνακα χρεών που συνοδεύει την με αρ. 5/2005 αίτηση ποινικής δίωξης... Για τα χρέη της εταιρείας: με αρ. 20 ποσού 29.399,29 ευρώ, με αρ. 23 ποσού 14.670,71 ευρώ, με αρ. 24 ποσού 99.427,42 ευρώ, που αφορούν πρόστιμα Κ.Β.Σ., καταβλητέα σε έξι μηνιαίες δόσεις, που έληγαν αντίστοιχα μέχρι 31-8-2000, μέχρι 28-2-2001, μέχρι 30-4-2001 και με αρ. 26 ποσού 35.920,76 ευρώ από μισθώματα ακίνητης περιουσίας, καταβλητέο εφάπαξ στις 31-8-2004 και ποσό 770,38 ευρώ ως πρόστιμο ΚΒΣ για το έτος 2004, καταβλητέο σε δύο μηνιαίες δόσεις μέχρι 31-12-2004, ουδέν ποσό κατέβαλε σε χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών από τότε που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και οφείλει συνολικά ποσό 180.188,53 ευρώ μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, απορριπτόμενων των ισχυρισμών του κατηγορουμένου...". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο, για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β του Π.Κ., και τον καταδίκασε σε φυλάκιση έξι (6) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς 5 ευρώ ημερησίως. Εξ' άλλου, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό, διαλαμβάνεται, ότι " Κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο για τα χρέη με τα νούμερα 26, 27, 23, 24 και 20 όπως αναφέρονται στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας (ως Διευθ. σύμβουλος) του ότι στην Καρδίτσα, στο διάστημα από 30-9-2000 έως 28-6-2005, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις "περί χρεών προς το Δημόσιο" και αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως εμφαίνεται στον επισυναπτόμενο στο κλητήριο θέσπισμα υπ'αριθμ. .... (πίνακα χρεών που) συνέταξε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας και αποτελεί σώμα (με) αυτό, και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφληση τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των 180.188,53 ευρώ, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στην Δ.Ο.Υ. Καρδίτσας και έγιναν ληξιπρόθεσμα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών...". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν περιέχει σ' αυτήν, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά η αιτιολογία της είναι ασαφής, ελλιπής και αντιφατική. Ειδικότερα: α) στο αιτιολογικό της, δεν διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για την ενοχή του κατηγορουμένου, β) δεν διευκρινίζεται, εάν για τα επί μέρους χρέη, τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μέχρι την 1-1-2004, εφαρμόστηκε, ως επιεικέστερη η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997 και ίσχυε πριν την αντικατάσταση της, με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004 ή αντιθέτως, έτυχε εφαρμογής για όλα τα χρέη η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, γ) δεν προσδιορίζεται ο χρόνος της ταμειακής βεβαίωσης κάθε επιμέρους χρέους και η λήξη του χρόνου καταβολής του, για δε τα χρέη που ήταν καταβλητέα σε δόσεις, δεν προσδιορίζεται ο χρόνος καταβολής κάθε δόσης, δ) δεν προσδιορίζονται τα ποσά των προσαυξήσεων και ε) υπάρχει ασάφεια και αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού ως προς το ακριβές ύψος των καθυστερούμενων χρεών, ενώ δε γίνεται δεκτό ότι το αρχικό ύψος των χρεών μειώθηκε λόγω καταβολών, δεν προσδιορίζεται πότε έγιναν οι καταβολές αυτές και έτσι δεν προκύπτει με σαφήνεια, εάν η καθυστέρηση αναφέρεται στην καταβολή του μεγαλύτερου αρχικού ύψους των χρεών ή στο αναφερόμενο στο διατακτικό μικρότερο ύψος αυτών, ώστε να κριθεί εάν το ποσό της καθυστέρησης κάθε ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, υπερβαίνει το ποσό που απαιτούσε το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με το οποίο λαμβάνεται υπόψη χωριστά κάθε καθυστερούμενη καταβολή και όχι, όπως συμβαίνει μετά την αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, το σύνολο των κάθε είδους καθυστερουμένων οφειλών. Λόγω των ασαφειών και ελλείψεων αυτών, δεν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί, ούτε εάν καθεμία επί μέρους πράξη, είναι αξιόποινη ή ανέγκλητη, ούτε εάν γι' αυτήν έχει ή όχι συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμων των πρώτου και δευτέρου λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 1004/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ανεπάρκεια αιτιολογίας, ως προς το χρόνο που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα τα επί μέρους χρέη μέχρι την 1-1-2004 δεν προσδιορίζεται ο χρόνος της ταμειακής βεβαιώσεως των χρεών, ούτε τα επί μέρους ποσά των προσαυξήσεων. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
Αριθμός 1382/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Αναστάσιο Λιανό, (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Μάλλιο και Αντώνιο Αθηναίο, (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης, περί κανονισμού αρμοδιότητας Δικαστηρίου. Με κατηγορούμενους τους: 1) Χ1 και 2) Χ2, και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1. Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. ΕΠ 6/12-2-2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 885/08. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 259/19-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιόν σας την με αριθ. πρωτ. ΕΠ 6/12-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης με την σχετική δικογραφία εις βάρος των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ2, που έχουν καταδικασθεί με την υπ'αριθ. 43-59/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λασιθίου-Κρήτης ο μεν πρώτος για 1) Ανθρωποκτονία από πρόθεση 2) Παράνομη οπλοφορία και 3) Παράνομη οπλοχρησία (άρθρ. 299 παρ. 1 Π.Κ. και άρθρ. 1 παρ. 1β, 10 παρ. 1, 13α, 14 ν. 2168/93 εις την ποινήν της ισοβίου καθείρξεως για την πρώτην πράξιν και συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών για την δευτέρα και τρίτη πράξιν, ο δε δεύτερος για Απλή συνέργεια στην πράξιν της ανθρωποκτονίας από πρόθεση εις την ποινήν της καθείρξεως 10 ετών, προκειμένου το Δικαστήριό σας να αποφασίσει, κατ'άρθρ. 136 στοιχ. γ'εν συνδ. με άρθρ. 137 παρ. 1 στοιχ. Γ' Κ.Π.Δ., την παραπομπή εκδίκασης της κατά της ως άνω απόφασης ασκηθείσης υπό των κατηγορουμένων εφέσεως από το κατά τόπον και καθ'ύλην αρμόδιον Μ.Ο.Εφ.Κρήτης που ήδη έχει προσδιορισθεί κατά την δικάσιμο της 16-10-2008 χωρίς να έχουν επιδοθεί οι σχετικές κλήσεις προς τους κατηγορουμένους και τους μάρτυρες, εις άλλο ισόβαθμο και ομοειδές Δικαστήριο για λόγους δημόσιας Ασφάλειας και Τάξης και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρ. 136 στοιχ. γ' Κ.Π.Δ., διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως εις άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο όταν επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται από τους κατά τόπους Εισαγγελείς με σύμφωνα γνώμη από την αρμοδία Αστυνομική Αρχή και δεν είναι ανάγκη να προκύπτουν με βεβαιότητα, αλλά αρκεί η πιθανολόγησή τους. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρ. 137 παρ. 1 περ. γ' του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο στην περίπτωση αυτή να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, εις το οποίο εισάγεται η υπόθεση από τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, εφόσον αυτός είναι σύμφωνος με την παραπομπή για την αιτία αυτή (Α.Π. 728/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 248, Α.Π. 817/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 424). ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφία προκύπτουν τα ακόλουθα: Την 26-1-2006 ο εκ των κατηγορουμένων Χ1, λόγω των μεταξύ αυτού και του παθόντος Ψ υφισταμένων εχθροπραξιών και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, στην θέση "......" του Δ.Δ. ..... του Δήμου Κρυονερίδας Χανίων, εφόνευσε τον τελευταίον (Ψ) δια του όπερ έφερε μεθ'εαυτού, παρανόμως, αγνώστου ταυτότητος κυνηγετικό όπλο, ενώ εις την πράξιν του ταύτην ο εξ αυτών Χ2(υιός του παραπάνω κατηγορουμένου), παρέσχε απλήν συνδρομή στην προαναφερομένην ως άνω πράξιν της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Με την υπ'αριθ. 43-59/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λασιθίου-Κρήτης για τις παραπάνω πράξεις οι κατηγορούμενοι εκηρύχθησαν ένοχοι και κατεδικάσθησαν ο μεν Χ1 εις ισόβιον κάθειρξιν δι'ανθρωποκτονίαν εκ προθέσεως, τελεσθείσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, και εις συνολικήν ποινήν φυλάκισις 18 μηνών για τις λοιπές πράξεις, της παρανόμου οπλοφορίας και οπλοχρησίας, ενώ ο υιός του (Χ2) εις κάθειρξιν 10 ετών για απλή Συνέργεια στην πράξιν της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Όμως, όπως προκύπτει από τα υπ'αριθ.πρωτ. ...... και ......έγγραφα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων-Κρήτης, εν συνδ. με το υπ'αριθ. πρωτ. ΕΠ 6/12-2-2008 έγγραφο του Εισαγγελέως Εφετών-Κρήτης, που εξεδόθησαν κατόπιν της από 9-7-2007 αιτήσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, αδελφού του θανατωθέντος, ως εκ της φύσεως και των συνθηκών τελέσεως των προαναφερομένων πράξεων, της μεταξύ των διαδίκων και του οικογενειακού περιβάλλοντός των, υφισταμένης αντιπαλότητος, υφίστανται βάσιμες υπόνοιες αφ'ενός μεν δημιουργίας κλίματος εντάσεως και ψυχολογικής πίεσης των μαρτύρων και αφ'ετέρου της προκλήσεως επεισοδίων, χωρίς να αποκλείεται αντεκδίκησης εκ μέρους των συγγενών του παθόντος και εντεύθεν προφανής κίνδυνος διαταράξεως της δημοσίας τάξεως. 'Ετσι η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης, με την οποίαν ζητείται για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφαλείας και τάξης η παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, είναι νόμιμη και βάσιμη. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση εις το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, όπου ο προαναφερθείς κίνδυνος αποτρέπεται ή δραστικά περιορίζεται, λόγω της επαρκούς αστυνόμευσης του χώρου και έτσι καθίσταται ευχερέστερη, με την επιβεβλημένη νηφαλιότητα και ηρεμία, η εκδίκασις της υπόθεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ------------------ Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνει δεκτή η με αριθ. πρωτ. ΕΠ 6/12-2-2008 αίτηση του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης και να παραπεμφθεί η εκδίκασις της κατά των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ2, κατηγορία για 1) Ανθρωποκτονία εκ προθέσεως 2) Παρανόμω οπλοφορία 3) Παρανόμω οπλοχρησία και 4) Απλή συνέργεια στην πράξιν της Ανθρωποκτονίας από πρόθεση, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθ. 43-59/2006 απόφασις του Μ.Ο.Δ. Λασιθίου και εκηρύχθησαν ένοχοι των προαναφερομένων πράξεων από το κατά τόπον και καθ'ύλην αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης εις το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς. Αθήναι 19 Μαΐου 2008 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ.γ' και 137 παρ.1 περ.γ' ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι η παραπομπή μιας υποθέσεως από το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο (δικαστήριο) διατάσσεται, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη επιβάλλουν την εκδίκαση της υποθέσεως σε δικαστήριο κείμενο σε άλλο τόπο από εκείνο που πρόκειται να εκδικασθεί. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται από τους κατά τόπους εισαγγελείς και δεν είναι ανάγκη να προκύπτουν με βεβαιότητα, αλλά αρκεί η πιθανολόγησή τους. Την παραπομπή αποφασίζει στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εφόσον και αυτός συμφωνεί με την περί της παραπομπής αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στη δικάσιμο της 16-10-2008 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης έχουν προσδιορισθεί προς εκδίκαση εφέσεις των Χ1 και Χ2 κατά της 43-59/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λασιθίου, με την οποία καταδικάσθηκαν, σε ισόβια κάθειρξη και συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών ο πρώτος, για ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία και σε κάθειρξη δέκα ετών ο δεύτερος, για απλή συνέργεια στην πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση του πρώτου, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες, την 26.1.2005, στη θέση ....του Δ.Δ. ... του Δήμου Κρυονερίδας Χανίων, με θύμα τον Ψ. Όπως εκτιμά ο Διευθυντής της Αστυνομικής Διευθύνσεως Χανίων (έγγραφό του με αριθ. πρωτ. ...... προς τον Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης) και δέχεται και ο Εισαγγελέας Εφετών Κρήτης, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. πρωτ. ΕΠ 6/12.2.2008 έγγραφό του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως εκ της φύσεως και των συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω ανθρωποκτονίας, καθώς και της μεταξύ των οικογενειών κατηγορουμένων και θύματος, καταγομένων από την ίδια περιοχή, υφισταμένης αντιπαλότητας και εντάσεως, είναι πολύ πιθανό, κατά την εκδίκαση των ως άνω εφέσεων, αφενός να δημιουργηθεί κλίμα εντάσεως και ψυχολογικής πιέσεως των, υπέρ τους 20, κλητευθέντων για να εξετασθούν μαρτύρων από τους συγγενείς των κατηγορουμένων, αφετέρου να προκληθούν επεισόδια μεταξύ των συγγενών των δύο πλευρών, που προβλέπεται ότι θα συγκεντρωθούν στη δίκη σε σημαντικό αριθμό, με κίνδυνο εντεύθεν να διασαλευθεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ενόψει αυτών συντρέχει νόμιμη κατ' ουσίαν περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας και παραπομπής της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, όπως ζητεί με το ανωτέρω έγγραφό του ο Εισαγγελέας Εφετών Κρήτης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή του Εισαγγελέα Εφετών Κρήτης και να παραπεμφθεί η υπόθεση από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την στο σκεπτικό υπόθεση της κατά των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 κατηγορίας για ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 43-59/2006 καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Λασιθίου, από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας κατά παραπομπή για λόγους αναγόμενους στη δημόσια ασφάλεια και τάξη. Την παραπομπή στην περίπτωση αυτή αποφασίζει ο Άρειος Πάγος. Διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς, διότι, ως εκ της φύσεως και των συνθηκών τελέσεως του εγκλήματος (ανθρωποκτονία από πρόθεση και άμεση σ’ αυτήν συνέργεια, οπλοφορία και οπλοχρησία), καθώς και της μεταξύ των οικογενειών θύματος και κατηγορουμένων, καταγομένων από την ίδια περιοχή, αντιπαλότητας και εντάσεως, προβλέπεται ότι θα προκληθούν σοβαρά επεισόδια μεταξύ των συγγενών των δύο πλευρών, που προβλέπεται να συγκεντρωθούν σε σημαντικό αριθμό στη δίκη, με κίνδυνο να διασαλευθεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1381/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ιωάννη Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή και Αντώνιο Αθηναίο (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 87/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαϊου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις του αιτούντος Χ1 και ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Πατρών, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Πατσουράκου, για α) ακύρωση και επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 64/2005 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης και β) αναστολή εκτέλεσης της ποινής που του επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση. Το Πενταμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την ακύρωση και επανάληψη της διαδικασίας, ως και την αναστολή εκτελέσεως της ποινής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Μαϊου 2008 αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 788/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 247/13-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ' άρθρο 525 & 5 ΚΠΔ την με ημερομηνία 9-5-2008 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Πατρών σε εκτέλεση της με αριθμ. 64/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 7.000 ευρώ για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών (άρθρ. 5 & 1 β Ν 1729/1987 και Ν. 2161/1993) η οποία έχει περιεχόμενο την επανάληψη της διαδικασίας και εκθέτω τ' ακόλουθα: Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο αρμόδιο κατ' άρθρο 528 § 1 ΚΠΔ Συμβούλιο του Αρείου Πάγου από πληρεξούσια η οποία έχει ειδική προς τούτο εντολή η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση επανάληψης διαδικασίας, στρέφεται κατά απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης με την οποία καταδικάστηκε στην παραπάνω αναφερόμενη ποινή και διώκει την ακύρωση της απόφασης αυτής και την επανάληψη της διαδικασίας και περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητά την επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 527 § 1 ΚΠΔ, οι οποίοι είναι η καταδίκη της Ελλάδας με την με αριθμ. 25291/11-2-2008 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου λόγω του ότι στην υπόθεση του υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6&1 της Σύμβασης για την προστασία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκεκριμένα των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευθυδικία της διαδικασίας, και εκθέτω τα παρακάτω. Κατά τη διάταξη του άρθρου 527 & 3.ΚΠΔ "Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, ..." προκύπτει ότι η αίτηση επανάληψης πρέπει να περιέχει τους λόγους τους οποίους επικαλείται ο αιτών όπως επίσης και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία των λόγων, άλλως η αίτηση είναι απαράδεκτη (ΑΠ 727/2002, ΑΠ 866/2003, ΑΠ 1125/1985). Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών αναφέρει ότι ζητά την ακύρωση της με αριθμ. 64/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 10 ετών για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών (άρθρ. 5 & 1 β Ν 1729/1987 και Ν. 2161/1993 ) και την επανάληψη της διαδικασίας και επισυνάπτει στην αίτηση του και την με αριθμ. 25291/11-2-2008 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία κρίθηκε ότι στην περίπτωση του έλαβε χώρα παραβίαση του δικαιώματος της ευθυδικίας. Η αίτηση επομένως του παραπάνω πρέπει μετά ταύτα να εξεταστεί στην ουσία της. Από τη διάταξη του άρθρου 525 § 1 περ. 5 ΚΠΔ όπως αυτή προστέθηκε με το αρθρ. 12 του Ν 2865/2000 κατά την οποία '' Η ποινική διαδικασία η οποία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημ/μα η κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις ....... 5 ) '' Εάν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε ''προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία μετά την αμετάκλητη καταδίκη του αιτούντος, διαπιστωθεί μετά προσφυγή του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η διαπιστωθείσα παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντα επηρέασε αρνητικά δηλ. σε βάρος του κατηγορουμένου την κρίση του Δικαστηρίου και η επανόρθωση της βλάβης που υπέστη δεν μπορεί να επιτευχθεί διαφορετικά παρά μόνο με την επανάληψη της διαδικασίας, διατάσσεται επανάληψη της διαδικασίας ( ΑΠ 1638/2003, ΑΠ 1546/2005, ΑΠ 717/2004, ΑΠ 159/2005, ΑΠ 1453/2005 ΑΠ 642/2004). Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών καταδικάστηκε όπως αναφέρεται και παραπάνω για διαμεσολάβηση σε πώληση ναρκωτικών (άρθρ. 5 & 1 β Ν 1729/1987 και Ν. 2161/1993) με αριθμ. 64/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης η οποία κατέστη αμετάκλητη και ζητά την ακύρωση της εις βάρος του απόφασης και την επανάληψη της διαδικασίας γιατί όπως αναφέρει στην αίτηση του αυτός το μόνο το οποίο έκανε στην περίπτωση αυτή ήταν ότι με την προτροπή και παρακίνηση των αστυνομικών ήταν να φέρει σε επαφή τον ορισθέντα ως αγοραστή αστυνομικό, μέσα στα πλαίσια αστυνομικής διείσδυσης, με τον πωλητή των ναρκωτικών ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη εμπόρου ναρκωτικών. Αποδεικτικά στοιχεία δεν προσκομίζονται από μέρους του εκτός από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο οποίο αναφέρονται τα σχετικά περιστατικά βάσει των οποίων το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του ότι στην περίπτωση του αιτούντα παραβιάστηκαν σχετικά δικαιώματα του για ευθυδικία της διαδικασίας. Ειδικότερα στην προσκομιζόμενη απόφαση η οποία δημιουργεί δεδικασμένο σχετικά με τα από αυτήν κρινόμενα περιστατικά και η οποία είναι εκτελεστή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 46 της Σύμβασης της ΕΣΔΑ όπως οι διατάξεις του τροποποιήθηκαν από τις διατάξεις του 14 ου πρωτοκόλλου το οποίο έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα προκύπτει ότι ο αιτών χρησιμοποιήθηκε από την αστυνομία προκειμένου να καταστεί δυνατή η επαφή του ως αγοραστή εμφανιζόμενου αστυνομικού Γ1 με τον καταδικασθέντα συγκατηγορούμενο του αιτούντα για κατοχή ναρκωτικών Χ για την πώληση από μέρους του Χ ποσότητας ναρκωτικών 4 κιλών Ινδικής κάνναβης στον ως αγοραστή εμφανιζόμενο αστυνομικό, χωρίς ο αιτών να μετέχει σε άλλες διαδικασίες πλην αυτής. Ο αιτών όπως προκύπτει από την με αριθμ. 64/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης αλλά και στο πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε κάθε ανάμειξη στην διακίνηση ναρκωτικών και ανέφερε ότι αυτός το μόνο το οποίο έκανε ήταν να φέρει σε επικοινωνία τον Γ1 (αστυνομικό) με τον Χ αναφέροντας συγχρόνως ότι γνώριζε ότι ο Γ1 είναι αστυνομικός γιατί του το είχε πει ο αστυνομικός ....... Το ΕΔΔΑ με την προσκομιζόμενη απόφαση του αποφάνθηκε ότι η απαγγελία κατηγορίας για την συγκεκριμένη πράξη για διαμεσολάβηση στην πώληση ναρκωτικών και η καταδίκη του αιτούντα έλαβε χώρα μετά από παραβίαση του δικαιώματος ευθυδικίας τούτου συνισταμένου στο ότι η από μέρους του αιτούντα συμπεριφορά προκλήθηκε ή υποδείχθηκε από τα αστυνομικά όργανα μέσα στα πλαίσια αστυνομικής διείσδυσης και ως εκ τούτου η δραστηριότητα τους αυτή ξεπερνά αυτή του οργάνου που μετέχει επιχείρησης διείσδυσης και μπορεί να χαρακτηριστεί σαν πρόκληση και αναφέρει περαιτέρω ότι απαιτείται οριοθέτηση και περιβολή των ενεργειών αυτών από εγγυήσεις όπως στις περιπτώσεις καταστολής διακίνησης ναρκωτικών. Με βάση το περιεχόμενο αυτό της ειρημένης απόφασης του ΕΔΔΑ από την οποία προκύπτει ότι έγινε παραβίαση του δικαιώματος ευθυδικίας και λαμβανομένου υπ' όψη ότι η επανόρθωση της βλάβης του καταδικασθέντα μπορεί να γίνει μόνο με επανάληψη της διαδικασίας, η αίτηση του για επανάληψη της διαδικασίας πρέπει να γίνει δεκτή. Επειδή περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠΔ κατά την οποία ''Μόλις υποβληθεί η αίτηση επανάληψη της διαδικασίας, ο Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να την κρίνει αποφαίνεται μέσα σε τρεις μέρες ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο κατηγορούμενος, προκύπτει ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλεται αίτηση επανάληψη διαδικασίας το αρμόδιο Συμβούλιο αποφαίνεται ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα αν πρέπει ή όχι ν ανασταλεί η εκτέλεση της εκτιόμενης ποινής του αιτούντα χωρίς ν' απαιτείται για τον λόγο αυτό και υποβολή σχετικού αιτήματος καθ' όσον για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος προβλέπεται σαν απαραίτητη συνέπεια της υποβολής της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας. Και επειδή στην προκειμένη περίπτωση η επανάληψη της διαδικασίας είναι αναγκαίο επακόλουθο της με αριθμ. 25291/11-2-2008 απόφασης του ΕΔΔΑ η οποία αναγνώρισε ότι στην περίπτωση του αιτούντα έλαβε χώρα παραβίαση του δικαιώματος της ευθυδικίας και η επανόρθωση της βλάβης την οποία υπέστη ο αιτών μπορεί να γίνει μόνο με επανάληψη της διαδικασίας, για τον λόγο αυτό πρέπει να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της ποινής του αιτούντα μέχρι της έκδοσης της απόφασης για την επανάληψη της διαδικασίας κατ' αυτού. Δια ταύτα Προτείνω όπως Να γίνει δεκτή η με ημερομηνία 9-5-2008 αίτηση του Χ1 κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Πατρών σε εκτέλεση της με αριθμ. 64/2005 αμετάκλητης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης η οποία έχει περιεχόμενο την επανάληψη της διαδικασίας. Να ακυρωθεί η παραπάνω απόφαση. Να παραπεμφθεί για νέα κρίση στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Και Να διαταχθεί η αναστολή έκτισης της ποινής του αιτούντα μέχρι την έκδοση της υπό κρίση απόφασης. Αθήνα την 12-5-2008 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και την πληρεξούσια του αιτούντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρ. 525 παρ.1 αριθ.5 ΚΠοινΔ, όπως η περίπτωση αυτή (5) προστέθηκε με το άρθρ. 11 Ν.2865/2000, η ισχύς της οποίας αρχίζει από 19-12-2000, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της κρινόμενης υπόθεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την 64/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης ο αιτών καταδικάστηκε για διαμεσολάβηση σε πώληση ναρκωτικών, σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή 7.000 ευρώ. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη μετά την απόρριψη της κατ' αυτής αίτησης αναίρεσης με την 2496/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου. Για την καταδίκη του αυτή ο αιτών προσέτρεξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την υπ' αριθμ. 15100/2000 προσφυγή του κατά της Ελλάδας. Το ΕΔΔΑ, με την από 11-2-2008 απόφασή του έκανε δεκτή την προσφυγή και έκρινε ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρ. 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ με την ως άνω απόφασή του δέχτηκε στις παρ. 21 και 22 ότι "στην προκειμένη περίπτωση, η αστυνομία κήρυξε μία επιχείρηση για να σταματήσει τις εγκληματικές ενέργειες του Π. εγκαθιστώντας μία εικονική διακίνηση ναρκωτικών. Ο αιτών, για να οδηγήσει την αστυνομία στον Π. στη συνέχεια της ζήτησης μίας γνωριμίας, είδε τον εαυτό του να κατηγορείται που έπαιξε τον ρόλο του μεσάζοντος. Αρμόζει λοιπόν να καθορίσουμε εάν ο τελευταίος είχε διαπράξει την παράβαση για την οποία κατηγορήθηκε χωρίς την παρέμβαση της αστυνομίας. Ανεξάρτητα από το ζήτημα να ξέρουμε εάν ο αιτών γνώριζε την ταυτότητα του αστυνομικού που παρουσιάσθηκε ως αγοραστής, θέμα που οι διάδικοι αμφισβητούν, προκύπτει χωρίς αμφιβολία από τον φάκελο ότι ο αιτών εμφανίσθηκε στην υπόθεση μόνο την μοιραία ημέρα και ότι ο ρόλος του περιορίσθηκε να υποδείξει στους αστυνομικούς το μέρος όπου βρισκόταν ο Π. Δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών είχε ποινικό ιστορικό ή ότι οι αρχές διέθεταν δυνατούς λόγους να υποπτευθούν ότι ενεπλέκετο επίσης σε διακινήσεις ναρκωτικών. Ούτε οι αποφάσεις των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων αποδεικνύουν συμπεριφορά του αιτούντος, προηγούμενη της σύλληψης του, η οποία να μπορεί να οδηγήσει να συμπεράνουμε ότι ο τελευταίος ήταν έτοιμος να διαπράξει την εν λόγω παράβαση ακόμη και ελλείψει της παρέμβασης των αστυνομικών οργάνων. Έκτοτε, ούτε θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι αστυνομικοί περιορίσθηκαν να αποκαλύψουν υπάρχουσα εγκληματική πρόθεση, αλλά σε υποβόσκουσα κατάσταση, δίνοντας στον αιτούντα την ευκαιρία να την υλοποιήσει... Αυτά τα στοιχεία επαρκούν για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να συμπεράνει ότι οι ενέργειες των αστυνομικών που εμπλέκονται στην υπόθεση ήταν, με τρόπο ουσιώδη διαφορετικά αποκλειστικό, η αρχή της τέλεσης του υποτιθέμενου κακουργήματος και της καταδίκης του αιτούντος σε βαριά ποινή. Έτσι προκάλεσαν εγκληματική δραστηριότητα η οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε χώρα. Σύμφωνα με τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αυτή η κατάσταση πρόσβαλλε με ανεπανόρθωτο τρόπο τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Συνεπώς, υπήρξε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1 της Σύμβασης". Με τα δεδομένα αυτά και μετά την προαναφερθείσα απόφαση του ΕΔΔΑ, η κρινόμενη από 9-5-2008 (με αρ. πρωτ. Εισ. ΑΠ 4055/2008) αίτηση επανάληψης της διαδικασίας κρίνεται και ως κατ' ουσία βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με το άρθρο 528 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, σε άλλο δικαστήριο, ομοιόβαθμο με εκείνο που τον δίκασε, και δη στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠΔ κατά την οποία "μόλις υποβληθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας το Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να την κρίνει αποφαίνεται μέσα σε τρεις ημέρες ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα, για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο κατηγορούμενος", προκύπτει ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλεται αίτηση επανάληψης διαδικασίας το αρμόδιο Συμβούλιο αποφαίνεται ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα αν πρέπει ή όχι να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής που εκτίει ο αιτών. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των προεκτεθέντων και ειδικότερα του ότι το ΕΔΔΑ αναγνώρισε με την ειρημένη απόφασή του ότι έλαβε πράγματι χώρα στην ένδικη υπόθεση παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ πρέπει η κρινόμενη από 9-5-2008, (υπ' αριθμ. πρωτ. 4056/2008 της Εισ.ΑΠ), αίτηση, του στηρίζεται στην προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρ. 529 του ΚΠοινΔ να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε στον αιτούντα με την (64/2005) απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης, μέχρι την έκδοση αποφάσεως, από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τις από 9-5-2008 αιτήσεις του κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές Πατρών. Ακυρώνει την υπ' αριθμ. 64/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης. Διατάσσει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε σε βάρος του αιτούντος με την ως άνω απόφαση. Παραπέμπει την υπόθεση για επανάληψη της συζήτησης στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Και Αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε στον αιτούντα με την πιο πάνω απόφαση (64/2005) του Πενταμελούς Εφετείου Κρήτης μέχρι την έκδοση αποφάσεως από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών επί της ένδικης υποθέσεως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαϊου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γίνεται δεκτή η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του κατηγορουμένου κατά αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης για διαμεσολάβηση σε πώληση ναρκωτικών, επί της οποίας εξεδόθη απόφαση του ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Επίσης γίνεται δεκτή αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.
Επανάληψη διαδικασίας
Ε.Σ.Δ.Α., Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 1379/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, περί αναιρέσεως του με αριθμό 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιουνίου 2007, πέντε (5) τον αριθμό αυτοτελείς αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1270/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Δημήτριος _ Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 43/30.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατ' άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., με τη σχετική δικογραφία, τις υπ' αριθμ. 8/2007, 10/2007, 9/2007, 7/2007 και 11/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, κατοίκου υπ'αριθμ. 162/2007 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και εκθέτω τα εξής: 1. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αριθ. 16,17,18, 19 και 20/2006 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ'αριθμ. 55/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα από κοινού και κατ'εξακολούθηση (άρθρα 2 § 1 Ν.2331/1995 και 13 στ. Π.Κ.).2. Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν παραδεκτώς, νομοτύπως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τα άρθρα 473 § 1, 474 και 482 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ., καθόσον ασκήθηκαν στις 21-6-2007 με δήλωση του αντιπροσώπου των αναιρεσειόντων δικηγόρου Καρδίτσας Νικολάου Μίστρα (δυνάμει της από 15-6-2007 εξουσιοδοτήσεως αυτών) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ'αριθμ. 8/2007, 10/2007, 9/2007,7/2007 και 11/2007 σχετικές εκθέσεις, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε σ'αυτούς στις 19-6-2007, περιέχουν δε ως λόγους αναιρέσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.Κατόπιν των ανωτέρω, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 "περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων" ορίζει ότι: "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται οποίος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία, που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής" Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 1 στοιχ. α' και γ' του αυτού νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας", προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β' και 3 του ΠΚ (αρθρ. 1 στοιχ. α' περ. αη του ν. 2331/95), της δε "περιουσίας" ως τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων".Εξάλλου, με το αρ. 1 στοιχ. α' παρ. ιι του ν.2331/95, όπως ήδη αντικαταστάθηκε με το αρ. 2 § 1 του ν.3424/05, (που ισχύει από 13-12-05) ορίζεται ότι ως βασικό έγκλημα, που συνιστά εγκληματική δραστηριότητα, θεωρείται κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Σημειώνεται δε εδώ ότι και με το άρ. 3 § 1 του νόμου 3424/05, (με το οποίο αντικαταστάθηκε το αρ. 2 § 1 του ν.2331/95) επιβάλλονται στον υπαίτιο πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα οι ίδιες ως άνω ποινές, δηλαδή κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και, αν, μεταξύ άλλων, ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ'επάγγελμα κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Συνεπώς δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα εφαρμογής επιεικέστερου νόμου. Από την διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του ως άνω Νόμου αξιόποινης πράξης της απάτης, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων, και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό κερδοσκοπίας ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της υπό του άρθρου 1 στοιχ. γ' του ίδιου Νόμου καθοριζομένης "περιουσίας", ή την αρωγή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1 εδ. α' ν. 2331/1995. Η εγκληματική όμως αυτή δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής έστω και αν δεν έχουν κατηγορία (ΑΠ 351/03, ΑΠ 372/02). Περαιτέρω, το έγκλημα της απάτης, ως στοιχείο, εκτός από άλλα εγκλήματα, της κατά το άρθρο 2 § 1 ν.2331/95 εγκληματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 386 § 1 Π.Κ. στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων, πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος (ή τρίτος) ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (όπως αντικ. με αρ. 14 § 4 ν.2721/99) επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δραχμών) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (25.000.000 δραχμών). Εξάλλου, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος (αρ. 13 στ' Π.Κ.) συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 98 § 2 Π.Κ. (όπως προστ. με αρ. 14 § 11 ν.2721/99) η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε η σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη (για το άθροισμα του ποσού) και για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το ν.2721/99, αφού ο νέος αυτός νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορουμένου, αφού στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν καθόλου περιορισμός ποσού (ΑΠ 1074/06, ΑΠ 176/06, ΑΠ 93/06, ΑΠ 2466/05).Τέλος, με τον όρο "από κοινού" στο άρθρο 45 Π.Κ. νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με επί μέρους συγκλίνουσες πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. 4. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, συνεκτιμώντας τα μέσα αποδείξεως, που συλλέχθηκαν από την κυρία ανάκριση επί της υποθέσεως και τα οποία κατ'είδος αναφέρει, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ειδικότερα δε ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι σύζυγοι τόσο ατομικά όσο και από κοινού ίδρυσαν και έθεσαν σε λειτουργία επιχειρήσεις με έδρα την Καρδίτσα που είχαν ως αντικείμενο της εκμετάλλευσης ηλεκτρονικών παιγνίων καθώς και εκμετάλλευση καφενείων. Στα ως άνω καταστήματα την εκμετάλλευση και διεύθυνση ασκούσαν οι άνω δύο κατηγορούμενοι, διενεργούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τυχερά παιχνίδια και ειδικότερα το ηλεκτρονικό παιχνίδι ".......", που χαρακτηρίσθηκε ως τυχερό με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Στα ίδια καταστήματα υπήρχαν και άλλα τυχερά παιχνίδια, στα οποία όμως είχαν γίνει με κατάλληλη τεχνική επέμβαση από ειδικό τεχνικό, επεμβάσεις ώστε αν και υπήρχαν πιθανότητες να κερδίσει ο παίκτης σημαντικό ποσό, εντούτοις αυτό είχε καταστεί ανέφικτο, χωρίς βέβαια να το γνωρίζει ο κάθε παίκτης, ο οποίος ασφαλώς δεν θα έπαιζε αν του ήταν γνωστό. Μ' αυτό τον τρόπο οι κατηγορούμενοι, που προέβησαν στην άνω τεχνική μεταβολή εξαπατούσαν τους παίχτες των παιχνιδιών, οι οποίοι έχαναν μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως εμφαίνεται από τις μαρτυρικές καταθέσεις παικτών. Βέβαια ο όγκος αυτών των διακινούμενων ποσών δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς, αλλά σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει το όριο των 18.000 ευρώ και δεν μπορεί αντικειμενικά να δικαιολογηθεί, αλλά εμφαίνεται από την επακολουθήσασα οικονομική δραστηριότητα των κατηγορουμένων στα χρόνια 1996 έως 2002. Αποτέλεσμα αυτών των απατηλών μέσων ήταν να υποστεί περιουσιακή βλάβη μεγάλου αριθμού προσώπων που οδηγήθηκαν σε οικονομική καταστροφή από το πάθος τους όπως χαρακτηριστικά κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας που μιλούν για χρηματικά ποσά της τάξης των 100.000 και 500.000 δραχμών. Από τα παραπάνω προκύπτει στο άνω χρονικό διάστημα οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος τελέσαν το αδίκημα της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με τον τρόπο που ήδη αναφέρθηκε και με οφέλη που ξεπερνούν τα όρια των 15.000 ευρώ. Για την συγκάλυψη αυτών των παράνομων εσόδων οι αυτοί κατηγορούμενοι διοχέτευσαν τα έσοδα αυτά σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, όπως επενδύσεις σε μετοχές και σε πολλές αγορές ακινήτων και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα έσοδα των άνω επιχειρήσεων, αλλά και της προηγούμενης οικονομικής κατάστασης μάλιστα και του μικρού εύρους των επιχειρήσεων τους. Έτσι μ' αυτό τον τρόπο προέβησαν σε νομιμοποιήσεις των κτηθέντων παράνομων εσόδων. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων που αφορούν κυρίως· το νομικό μέρος της υπόθεσης αλλά και εστιάζονται στο ότι οι άνω επιχειρήσεις είναι στην πραγματικότητα ιδιοκτησία του πρώτου εξ ατών και όχι των λοιπών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Και τούτου γιατί α) το Συμβούλιο δέχεται, ως ορθότερη την άποψη που υιοθετεί ότι ο δράστης του βασικού εγκλήματος (της απάτης εν προκειμένω) μπορεί να είναι ο ίδιος που προβαίνει σε νομιμοποιήσεις των αποκτηθέντων παράνομων εσόδων (ΑΠ 1231/2004 ΠΧ ΝΕ,527), όπως ήδη και η επελθούσα αλλαγή του νόμου 3424/05 ρυθμίζει β) ότι τα πραγματικά περιστατικά της πράξης της απάτης είναι τα ίδια περιστατικά της πράξης του άρθρου 7ΒΔ 29/71, και δεν υπάρχει συνεπώς ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, αφού τα στοιχεία αυτά επαρκώς προσδιορίσθηκαν και εξατομικεύτηκαν και ως προς τους κατηγορουμένους και ως προς το χρόνο και τις λοιπές περιστάσεις (ΑΠ 372/02 ΠΧ ΝΓ, 208,ΑΠ 351/03 Π.Χ. ΝΔ, 200), γ) ότι το βασικό έγκλημα με το οποίο παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι είναι αυτό της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια συνολικής ζημίας άνω των 15.000 ευρώ, δ)από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει ότι τα συνήθη καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών και λειτουργίας καφενείου, αν δεν είχαν γίνει σ' αυτά τεχνικές μεταβολές, δεν είναι δυνατόν να αποφέρουν τέτοια μεγάλα κέρδη στον ιδιοκτήτη τους ενόψει μάλιστα και του ότι τη δηλωθέντα έσοδα των ετών 1991 και 2000 ανερχόταν σε 90.817,392 δραχμές, οι τραπεζικές καταθέσεις ανερχόταν σε 700 εκατομμύρια δραχμές (περίπου 50 τραπεζικοί λογαριασμοί), μη δηλωθέντα κέρδη από μετοχές ύψους 370.098.869 δραχμές για τα έτη 1998-1999, χρήματα που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανένα τρόπο και συνεπώς υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα εμφανιζόμενα κέρδη αποτελούν τρόπο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και τέλος ε) οι ισχυρισμοί των λοιπών, πλην του πρώτου ότι δεν ήταν γνώστες της όποιας δραστηριότητας του πατρός και συζύγου των αντίστοιχα δεν είναι βάσιμοι στην ουσία τους, αφού η μεν σύζυγος είχε και ατομικές επιχειρήσεις και δεν είναι δυνατόν όλοι οι λοιποί κατηγορούμενοι να μην είχαν γνώση αυτής της εξαπάτησης των παικτών αλλά και της αύξησης της περιουσίας των, αφού πολλά ακίνητα ήταν στο σύνορο τους, ενώ δεν είχαν εμφανείς πόρους προς τούτο. Ενόψει των παραπάνω και όσων διαλαμβάνονται στην Εισαγγελική πρόταση, το Συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη που τους αποδίδεται. Συνακόλουθα αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα αποφάνθηκε ομοίως, δεν έσφαλε αφού και το νόμο εφάρμοσε και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι' αυτό και οι κρινόμενες εφέσεις και οι σχετικοί με αυτές λόγοι εφέσεις των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους με την επιβολή δικαστικών εξόδων σε βάρος τους.5. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο 162/2007 βούλευμά του, ως αβάσιμες κατ'ουσία τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιοποίνου πράξεως της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα από κοινού και κατ'εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ, 45, 98 Π.Κ., 2 § 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν.2331/95 (όπως αντικ. με 3 § 1 και 2 § 1 αντίστοιχα του ν.3424/05) και 386 § § 1,3 Π.Κ. Τις παραπάνω δε διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικώτερα, περιγράφεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα η εγκληματική δραστηριότητα των αναιρεσειόντων, αφού εκτίθενται σ'αυτό ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος με τον οποίο οι αναιρεσείοντες εξαπατούσαν τους παίκτες των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και το όφελος που αποκόμισαν, καθώς και οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν για να συγκαλύψουν τα παράνομα έσοδα της εν λόγω εγκληματικής τους δραστηριότητας, διοχετεύοντας αυτά (έσοδα) σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, όπως επενδύσεις σε μετοχές και σε πολλές αγορές ακινήτων και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ο προβαλλόμενος δε από τους αναιρεσείοντες λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με τον οποίο, καίτοι η σε βάρος τους απαγγελθείσα από τον Ανακριτή Καρδίτσας κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στηριζόταν στις διατάξεις του ΒΔ 29/71 (δηλαδή ότι νομιμοποίησαν έσοδα που προήρχοντο από τη διενέργεια τυχερών παιγνίων), παρά ταύτα το πρωτόδικο βούλευμα, που επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, τους παρέπεμψε να δικαστούν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που στηρίζεται στο έγκλημα της απάτης για το οποίο δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και για το οποίο φυσικά δεν απολογήθηκαν, είναι αβάσιμος. Διότι, όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο που απήγγειλε ο Ανακριτής σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, που παραδεκτώς ερευνώνται για τη βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, τα περιστατικά της πράξης της απάτης που κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος τέλεσαν, οι αναιρεσείοντες, δεν διαφέρουν καθόλου από τα περιστατικά που απετέλεσαν το περιεχόμενο του απαγγελθέντος από τον Ανακριτή κατηγορητηρίου. Συνεπώς, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, αφού οι αναιρεσείοντες δεν κρίθηκαν παραπεμπτέοι για έγκλημα διάφορο εκείνου για το οποίο απολογήθηκαν. Επίσης, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, διότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προσδιορίζονται ποιες μερικότερες πράξεις της απάτης κατ'εξακολούθηση έχουν τελεσθεί πριν και ποιες μετά την 3-6-99 και ποιο το όφελος κάθε μιας απ'αυτές, είναι αβάσιμος, αφού, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος πρόκειται περί απάτης κατ'εξακολούθηση, που τελέστηκε από τους αναιρεσείοντες από κοινού κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος που αποκόμισαν οι τελευταίοι ξεπερνά τα 15.000 ευρώ, δηλαδή περί πράξης που έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, οπότε, κατά τα προεκτεθέντα δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των μερικοτέρων πράξεων του εν λόγω εγκλήματος.Τέλος, ο προτεινόμενος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν.2331/95 και των αντιστοίχων αυτού μετά την τροποποίησή του από το ν.3424/05 γιατί οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν παραπεμπτέοι για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ερειδομένη στη (νέα) διάταξη του άρθρου 1 στοιχ. α' περ. ιι του ν.2331/95 όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 2 του ν.3424/05 (που ισχύει από 13-12-05) κατά την οποία στην έννοια της εγκληματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ" ενώ δεν υφίστατο ως αδίκημα παντάπασι κατά τον κρίσιμο χρόνο (από 1996 έως 2002) είναι αβάσιμος. Διότι, η εγκληματική εν προκειμένω δραστηριότητα, στηρίζεται στην κακουργηματική απάτη, η οποία περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 1 στοιχ. α' περ. αη του ν.2331/95, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, αλλά και στη νέα ως άνω διευρυμένη κατηγορία των βασικών εγκλημάτων του άρθρου 1 § 1 στοιχ. α' περ. ιι του ν.2331/95, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 2 του ν.3424/05 (όπου υπάγονται πλήθος αξιοποίνων πράξεων σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος), αφού, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος από την τέλεση της εν λόγω πράξης, προέκυψε περιουσία, που ξεπερνά τα 15.000 ευρώ, μέγεθος το οποίο στην κακουργηματική απάτη (αρ. 386 § 3 Π.Κ.) αποτελεί και στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, ως συνολικό όφελος ή συνολική ζημία. Κατ'ακολουθία οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμοι και οι υπό κρίση αναιρέσεις πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Προτείνω να απορριφθούν οι υπ'αριθμ. 8/2007, 10/2007, 9/2007, 7/2007 και 11/2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, των 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) Χ5, κατά του υπ'αριθμ. 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.Αθήνα 1 Νοεμβρίου 2007. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Γεώργιος Βλάσσης". Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι υπό κρίση αυτοτελείς αιτήσεις α) υπ' αριθμ. 8/21-6-2007 του κατηγορουμένου Χ1, β) υπ' αριθμ.10/21-6-2007 της κατηγορουμένης Χ2, γ) υπ' αριθμ.9/21-6-2007 της κατηγορουμένης Χ3 , δ) υπ' αριθμ.7/21-6-2007 του κατηγο-ρουμένου Χ4 και ε) υπ' αριθμ. 11/21-6-2007 της κατηγορουμένης Χ5, για αναίρεση του 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, πρέπει να συνεξεταστούν. Με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 162/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 55/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καρδίτσας, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικασθούν για την πράξη της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ,από κοινού και κατ' εξακολούθηση (άρθρα 13 εδ. στ', 45 ,98 Π.Κ., 2 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν. 2331/95 (όπως αντικ. με αρ. 3 παρ. 1 και 2 παρ. 1 αντίστοιχα του ν. 3424/2005) και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ. πράξη που φέρεται απ' αυτούς τελεσθείσα στην Καρδίτσα από τις αρχές του έτους 1996 έως το τέλος του έτους 2002. Για τους λόγους που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως ορθούς, νομίμους και βασίμους και το Συμβούλιο αυτό αναφέρεται εξ ολοκλήρου για την αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, αφού οι περιεχόμενοι σ' αυτή λόγοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και δ' ΚΠΔ και συγκεκριμένα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13 εδ. στ' 45, 98 Π.Κ. , 2 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν. 2331/95 (όπως αντικ. με αρ. 3 παρ. 1 και 2 παρ. 1 αντίστοιχα του ν. 3424/2005) και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αναφέρονται διεξοδικώς στην εισαγγελική πρόταση διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδομένη στους αναιρεσείοντες ως άνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' επάγγελμα από κοινού και κατ' εξακολούθηση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ' 45, 98 Π.Κ. , 2 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 1 στοιχ. α' περ. ιι ν. 2331/95 (όπως αντικ. με αρ. 3 παρ. 1 και 2 παρ. 1 αντίστοιχα του ν. 3424/2005) και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ , τις οποίες εφάρμοσε σωστά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Αλλά περαιτέρω και γιατί, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση, ο λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε απόλυτη ακυρότητα που συνίσταται στο ότι καίτοι η εις βάρος τους απαγγελθείσα από τον Ανακριτή Καρδίτσας κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στηριζόταν στις διατάξεις του Β.Δ. 29/71 (δηλαδή ότι νομιμοποίησαν έσοδα που προήρχοντο από τη διενέργεια τυχερών παιγνίων)παρά ταύτα το πρωτόδικο βούλευμα, που επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα τους παρέπεμψε να δικαστούν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που στηρίζεται στο έγκλημα της απάτης για το οποίο δεν ασκήθηκε δίωξη και για το οποίο δεν απολογήθηκαν, είναι αβάσιμος καθόσον όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο που απήγγειλε ο Ανακριτής σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και το διατακτικό του πρωτοδίκου βουλεύματος, που παραδεκτώς ερευνώνται για τη βασιμότητα του λόγου αναιρεσέως, τα περιστατικά της πράξης της απάτης που κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος τέλεσαν οι αναιρεσείοντες, δεν διαφέρουν από τα περιστατικά που απετέλεσαν το περιεχόμενο του απαγγελθέντος από τον Ανακριτή κατηγορητηρίου. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που υπό την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου Εφετών είναι απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 484 ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Επομένως, μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις υπ' αριθμ.8,10,9,7, και 11/21-6-2007 αιτήσεις των Χ1, Χ2, Χ3, Χ4 και Χ5, αντίστοιχα , για αναίρεση του υπ' αριθμόν 162/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στα διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία σε βούλευμα που παραπέμπει τους αναιρεσείοντες για κακουργηματική νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομιμοποίηση εσόδων.
0
Αριθμός 1380/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου (ορισθείσα προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την υπ' αριθ. 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πάλλη, περί αναιρέσεως της 76/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.2.2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 351/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τον αναιρεσείοντα Ανάργυρο Βαλαβάνη για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης και να απορριφθεί κατά τα λοιπά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η γενόμενη καταμήνυση είναι ψευδής. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαία. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος ή σκοπός [επί των εγκλημάτων με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση] επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (ειδικότερα επί των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς καταμήνυσης), η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό. Ειδικά επί ηθικής αυτουργίας, η αιτιολογία, για να είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, πρέπει να διαλαμβάνει και τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό, την απόφαση να εκτελέσει την αξιόποινη πράξη που αυτός τέλεσε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά, στο φυσικό αυτουργό, την απόφασή του για την τέλεση της πράξεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του Π.Κ., ψευδορκία μάρτυρα διαπράττει, όποιος εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ., ψευδή καταμήνυση διαπράττει, και όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και κατά το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. α' του Π.Κ., ηθικός αυτουργός είναι εκείνος που προκαλεί σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Και τα τρία αυτά εγκλήματα προϋποθέτουν άμεσο δόλο, δηλαδή τη γνώση ορισμένων περιστατικών, ενώ το δεύτερο από αυτά είναι και έγκλημα σκοπού, δηλαδή εκτός από το βασικό δόλο ως προς την πράξη, προϋποθέτει και σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 76/2008 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1, με την από 13.10.2000 μηνυτήρια αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθήνας, κατεμήνυσε τον εγκαλούντα, ότι δήθεν ο τελευταίος πλαστογράφησε την ιδιόγραφη διαθήκη της θείας του ....... και στη συνέχεια κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε τη δημοσίευση και την κήρυξη της διαθήκης αυτής πλαστής, ενώ το αληθές είναι ότι η διαθήκη αυτή ήταν γνήσια και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των παραπάνω καταμηνυθέντων από τον ίδιο, απέβλεπε δε με την πράξη του αυτή να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του πολιτικώς ενάγοντος, όπως και πράγματι ασκήθηκε, για την πράξη της πλαστογραφίας, για την οποία εκδόθηκε το υπ' αριθ. 1162/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του τώρα πολιτικώς ενάγοντος για πλαστογραφία μετά χρήσεως και απάτη επί δικαστηρίου. Το εν λόγω βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο. Εξάλλου, να σημειωθεί, ότι η παραπάνω αναφορά που υπέβαλε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στον Εισαγγελέα, στην προκείμενη περίπτωση υπέχει θέση μηνύσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1709/2003). Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, που ενεργούσε προανάκριση κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα επί της από 13.10.2000 ανωτέρω μηνύσεως του συγκατηγορουμένου τους Χ1, κατέθεσαν στις 17.1.2001, ο Χ2: "Σας καταθέτω ότι στις αρχές του 1998 ευρισκόμουν στο γραφείο του μηνυτή και εκεί είχε έλθει ο Ψ1 και παρουσία μου ομολόγησε ότι είχε πλαστογραφήσει τη διαθήκη της θανούσας θείας του και έτσι κληρονόμησε κάποια γραφεία που βρίσκονται στην Αθήνα, στην οδό .....", ο δε Χ3: "Σας καταθέτω ότι είμαι συνεργάτης του μηνυτή ........ και την ώρα που είχα μπει στο γραφείο του κ. Χ2, δεν θυμάμαι ημεροχρονολογία, άκουσα να συζητούν με τον κ. Χ2 ότι πριν λίγο ήλθε στο γραφείο ο κ. Ψ1 και του είπε ότι έχει πλαστογραφήσει την επίδικη διαθήκη και έτσι γλύτωσε πολλά χρήματα", ενώ τα παραπάνω ήσαν ψευδή και οι μάρτυρες - κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των κατατεθέντων απ' αυτούς, αφού η αλήθεια ότι η επίμαχη διαθήκη ήταν γνήσια, όπως προκύπτει και από τη διαταχθείσα και διενεργηθείσα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, ουδέποτε δε ο Ψ1 είχε ομολογήσει την πράξη της πλαστογραφίας (ούτε, κατά την κοινή λογική, υπήρχε τέτοιος λόγος) στο γραφείο του Χ1 και η εν λόγω ψευδείς καταθέσεις τους σχετίζονταν ουσιαστικά και διαδικαστικά με την όλη υπόθεση. Τέλος, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι την απόφαση στους παραπάνω δύο τελευταίους κατηγορουμένους, να τελούσαν την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, σε βάρος του εγκαλούντος, προκάλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, με πειθώ και φορτικότητα. Συνακόλουθα, ενόψει της σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως βεβαιότητας για την αλήθεια των κατηγοριών, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων που τους αποδίδονται και ειδικότερα ο πρώτος των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που τέλεσαν οι δύο τελευταίοι και της ψευδορκίας μάρτυρα οι δεύτερος και τρίτος. Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τον πρώτο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για ψευδή καταμήνυση και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μαρτύρων και τους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες για ψευδορκία μαρτύρων. 3. Όμως η ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον ούτε στο σκεπτικό αλλ' ούτε και στο διατακτικό της απόφασης, εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν και εντεύθεν να θεμελιώνουν την εκ μέρους των αυτουργών των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μαρτύρων γνώση ότι καθόσον αφορά τον πρώτο αναιρεσείοντα ήταν ψευδές το περιεχόμενο της από 13-10- 2000 μηνύσεώς του αφού μόνη η αναφορά σ ' αυτή ότι εκδόθηκε το υπ' αριθμ.1162/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για πλαστογραφία και απάτη επί δικαστηρίω κατά του ήδη πολιτικώς ενάγοντος δεν αρκεί για να καταδείξει τη γνώση αφού το προμνησθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εκδόθηκε μεταγενέστερα της μηνύσεως, και καθόσον τους δεύτερο και τρίτο αναιρεσείοντα ότι επίσης ήταν ψευδή αυτά που κατέθεσαν ενόρκως, καίτοι η γνώση αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης εκτίθενται. Περαιτέρω, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ότι ο ηθικός αυτουργός πρώτος αναιρεσείων προκάλεσε με πειθώ και φορτικότητα, στους φυσικούς αυτουργούς δεύτερο και τρίτο αναιρεσείοντες, τις αποφάσεις για την τέλεση των πράξεων της ψευδορκίας. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως και να αναιρεθεί η απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 76/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μαρτύρων και ηθική αυτουργία στην ψευδορκία. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 1377/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μουργκογιάννη, περί αναιρέσεως της 661/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1608/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, η οποία είναι νοητή και επί αγνώστου φυσικού αυτουργού, εφόσον υπάρχουν περιστατικά που συνδέουν το άγνωστο πρόσωπο του αυτουργού με τον ηθικό αυτουργό, απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), πειθώ και φορτικότητα. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή, ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση η αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 661/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι " από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, τις ένορκες επ' ακροατηρίου καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα ,τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται λεπτομερώς σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου αποδεικνύονται κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1 και ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 είναι αμφιθαλείς αδελφοί, τέκνα εκ νομίμου γάμου της Ζ1, κατοίκου εν ζωή .......Λακωνίας, η οποία απεβίωσε στις 23-7-2000 και επίσης αμφιθαλείς αδελφοί των ...., ...., .... και .... θυγ. ..... Ο κατ/νος είναι μόνιμα εγκατεστημένος μετά της οικογενείας του στο ...... Λακωνίας και πλησίον του διέμενε φροντιζόμενη, συντηρούμενη και περιθαλπόμενη, κυρίως υπ' αυτού και της συζύγου του, μέχρι του θανάτου της η ανωτέρω μητέρα του. Ο πολιτικώς ενάγων έχει εγκατασταθεί οικογενειακώς και επαγγελματικώς από μακρού στο εξωτερικό (Αμερική), επισκεπτόμενος όμως άπαξ ή δίς του έτους την ανωτέρω μητέρα του, η οποία τόσο αυτόν, όσο και τον κατηγορούμενο, όπως και τα λοιπά τέκνα της αγαπούσε εξ ίσου, όπως προσήκει και αρμόζει σε μητέρα, χωρίς να εκδηλώσει μέχρι του θανάτου της διακρίσεις και προτιμήσεις προς κάποιο από αυτά, ή την βούληση της, όπως περιουσιακά της στοιχεία περιέλθουν μετά τον θάνατο της σε κάποιο από τα τέκνα της αυτά και δη τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα αδελφό του. Στις 19-10-2000 δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 281/2000 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης η από ...... φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της ανωτέρω αποβιωσάσης μητέρας των διαδίκων, την οποίαν προσκόμισε στο ως άνω δικαστήριο και ζήτησε την δημοσίευση της, ως εκ των πρακτικών αυτών προκύπτει, ο συμβολαιογράφος Σκάλας Λακωνίας Δημήτριος Αλικάκος, ως κατέχων αυτήν (διαθήκη). Δεν αποδείχτηκε ότι η φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της ανωτέρω αποβιωσάσης περιήλθε στην κατοχή του ανωτέρω συμβολαιογράφου, ως αποσταλείσα σ' αυτόν ταχυδρομικώς, υπό του μάρτυρος Γ1 ενεργούντος κατ' εντολή της διαθέτιδος, όπως ό μάρτυς αυτός άφησε να εννοηθεί εξεταζόμενος ως μάρτυρας επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου. Και τούτο γιατί περί τούτου το μεν δεν υπάρχει άλλη απόδειξη, το δε, κυρίως, γιατί ο μάρτυρας αυτός δεν κατέθεσε, ότι εγνώριζε κατά συγκεκριμένο τρόπο το περιεχόμενο του υπ' αυτού ταχυδρομηθέντος φακέλου και δη, ότι περιείχε την εν λόγω διαθήκη, ο δε κατηγορούμενος δεν επικαλέσθηκε τον ανωτέρω τρόπο περιελεύσεως της διαθήκης αυτής στον συμβολαιογράφο αυτόν ή κάποιον άλλον. Το περιεχόμενο της ανωτέρω φερομένης ως ιδιόγραφης διαθήκης ήταν (κατά πιστή αντιγραφή της), το εξής: " Στο ..... Σήμερα στης 10 Σεπτεμβρίου 1999 ημέρα παρασκευή η υπογραφομένη Ζ1, ονομάζω γενικούς κληρονόμους το υομου μου .... κα τυοις οιουςτου ...., .... και ......, στους οποίους αφήνω όλη τη περιουσία μου. ...... 10 Σεπτεμβρίου 1999 Η διαθέτιδα Ζ1] ". Κατά τον ανωτέρω χρόνο, που φέρεται, ότι είχε συντάξει την διαθήκη της αυτή, ήτοι κατά την 10-9-1999, η ανωτέρω Ζ1 ήταν ηλικίας 82 ετών (ως έχουσα γεννηθεί την 8-4-1917) και είχε βαρύ ιατρικό ιστορικό, δεδομένου ότι κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα ήτοι από 22-6-1999 έως 2-7-1999 είχε νοσηλευθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Σπάρτης πάσχουσα, κατά κλινική εκτίμηση, από αγγειακό, εγκεφαλικό επεισόδιο και ατροφία εγκεφάλου (νόσο αλτσχάιμερ) και δεν μπορούσε να διαμορφώσει βούληση με σφαιρική θεώρηση των δεδομένων, όπως σαφώς κατέθεσε ο επ' ακροατηρίου εξετασθείς μάρτυς νευρολόγος ψυχίατρος Γ2 και επίσης ο ίδιος γνωμοδότησε, κατ' αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος και μετά λήψη υπόψη των σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών και γνωματεύσεων της ανωτέρω νοσηλείας της με την από ..... νευρο-ψυχιατρική γνωμοδότηση του, η οποία δεν αναιρείται από τα λοιπά προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων και καταθέσεις μαρτύρων, μη εχόντων τις απαιτούμενες ιδιάζουσες γνώσεις. Ενόψει δε της καταστάσεως της αυτής, ούσα σχεδόν παράλυτη και συχνά τελούσα σε σύγχυση, επειδή δεν μπορούσε να επιμεληθεί του εαυτού της, συνετηρείτο και διετρέφετο από τον κατηγορούμενο και την οικογένεια του, που προς τούτο είχαν προσλάβει την ........, η οποία από τις 10-7-1999 μέχρι τις 10-9-1999, προσέφερε τις υπηρεσίες της, διαμένουσα συνεχώς πλησίον της και στην οικία, που διέμενε και η φερομένη ως εκ της εν λόγω διαθήκης διαθέτις, όπως τα περιστατικά αυτά αποδεικνύονται από τον συνδυασμό των επ' ακροατηρίου ως άνω κατατεθέντων από τον ανωτέρω μάρτυρα Γ2 και των εκτιθεμένων στην υπ' αριθμ....... ένορκη βεβαίωση της ενώπιον της συμβολαιογράφου Κροκεών Αφροδίτης Γ. Γεωργακοπούλου. Μάλιστα εν όψει των κατατιθεμένων αυτών από τους ανωτέρω μάρτυρες, ως του πρώτου ειδικού περί τα τοιαύτα και της δεύτερης εχούσης ιδίαν γνώση και αντίληψη τους και εκθετούσης ειδικότερα, ότι η δαθέτις αυτή τις περισσότερες φορές δεν την γνώριζε και την φώναζε με το όνομα της νύφης της ή της κόρης της, όπως επίσης ότι την ταΐζε, την έπλενε, την σήκωνε από το κρεβάτι, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνης της και επίσης δεν γνώριζε και τον πολιτικώς ενάγοντα και τον αποκαλούσε ... ή ....., οι περί του αντιθέτου καταθέσεις των λοιπών ως άνω εξετασθεντων μαρτύρων δεν είναι πειστικές. Απεδείχθη δε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι η εν λόγω διαθήκη δεν έχει συνταχθεί (γραφτεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί) εξ ολοκλήρου και δια χειρός της ανωτέρω διαθέτιδας - μητέρας των διαδίκων, αλλά από τρίτο πρόσωπο, του οποίου τα στοιχεία δεν κατέστη δυνατόν να διακριβωθούν. Δεν αποδείχτηκε δε ότι συντάκτης της επίμαχης διαθήκης είναι ο κατ/νος. Ότι δεν έχει συνταχθεί (γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί) εξ ολοκλήρου δια χειρός της διαθέτιδος και με την ελεύθερη προς τούτο βούληση της αποδεικνύεται: α) από την σαφή και κατηγορηματική περί τούτου κατάθεση επ' ακροατηρίου του δικαστηρίου αυτού της μάρτυρος γραφολόγου Γ3, σε συνδυασμό με τα υπ' αυτής διατυπούμενα πορίσματα των σχετικών γραφολογικών ερευνών της στις, αιτήσει του πολιτικώς ενάγοντος συνταχθείσες και επ' ακροατηρίου αναγνωσθείσες, από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως και ........ βεβαίωση γραφολογικών παρατηρήσεων της μάρτυρος αυτής επί της από ..... εκθέσεως γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του Γ4, β) από την από ....... έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του αιτήσει του κατηγορουμένου ερευνήσαντος και ενεργήσαντος την σχετική γραφολογική εξέταση γραφολόγου Γ4, ο οποίος εκθέτει,, ότι κατά την γνώμη του αυτή (διαθήκη) εγράφη με το χέρι της διαθέτιδος, υποβασταζόμενο, όχι όμως και καθοδηγούμενο, από άγνωστο πρόσωπο, γ) ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο συντάξεως της (διαθήκης) η διαθέτις αποδεδειγμένως έπασχε από τις ανωτέρω παθήσεις, νοητικές και κινητικές, που καθιστούσαν αδύνατη την με ελεύθερη βούληση και ενσυνείδητη κίνηση της χειρός της σύνταξη και γραφή της διαθήκης αυτής, δ) από το ότι, εάν πράγματι η διαθέτις αυτή είχε την χρήση του λογικού πλην όμως δεν μπορούσε να γράψει, ενόψει του χαρακτήρος της ως φιλόστοργης και μη ποιούμενης διακρίσεις μεταξύ των τέκνων της μητρός, είτε δεν θα συνέτασσε καθόλου διαθήκη, ώστε όλα τα τέκνα της να μετάσχουν της κληρονομιάς της, είτε θα συνέτασσε δημοσία τοιαύτη, περιβεβλημένη το κύρος του είδους της ως τοιαύτης, είτε θα συνέτασσε διαθήκη (δημόσια,ιδιόγραφη κλπ) εγκαθιστώσα κληρονόμους της όλα τα τέκνα της, ε) από το ότι δεν απεδείχθη από κάποιο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, ότι η διαθέτις αυτή προ του θανάτου της και σε ανύποπτο χρόνο, ακόμη και μετά την σύνταξη της διαθήκης αυτής, είχε εκδηλώσει και είχε καταστήσει γνωστή σε άλλον, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την επιθυμία ή την θέληση της, ή την διάθεση της να συντάξει διαθήκη και να αφήσει ως κληρονόμους της μόνον τον κατηγορούμενο και τους υιούς του, έστω προς εκπλήρωση ηθικού καθήκοντος της ως διατρεφομένη και περιθαλπόμενη υπ' αυτών, ή για κάποιον άλλο λόγο. Ότι δεν έχει συνταχθεί η διαθήκη αυτή από τον κατηγορούμενο και δια χειρός του αποδεικνύεται από το ότι, κατά τις ως άνω γραφολογικές γνωμοδοτήσεις και την επ' ακροατηρίου κατάθεση της μάρτυρος Γ3, δεν διαγνώσθηκε σ' αυτήν ο γραφικός χαρακτήρας του κατηγορουμένου τούτου, ουδ' από άλλο αποδεικτικό μέσο αυτό προέκυψε. Το γεγονός δε ότι ο κατηγορούμενος έχει έννομο συμφέρον και όφελος από την διαθήκη αυτή ως τετιμημένος με αυτήν, αυτό καθ' εαυτό και μόνον δεν μπορεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να οδηγήσει σε καταφατική περί τούτου κρίση. Αποδεικνύεται επομένως, ότι η εν λόγω διαθήκη δεν είναι γνήσια, αλλά είναι πλαστή, ότι έχει καταρτισθεί όχι από την διαθέτιδα αυτή και με την ελεύθερη προς τούτο βούληση και θέληση της, ούτε από τον κατηγορούμενο, αλλά από τρίτο, άγνωστο εισέτι, πρόσωπο, με σκοπό, υπό το εκτεθέν περιεχόμενο της και με την εμφάνιση της στο αρμόδιο δικαστήριο προς δημοσίευση, σε συμβολαιογράφο για αποδοχή της κληρονομιάς, σε μεταγραφοφύλακα για μεταγραφή της κληρονομιάς κ.λ.π,, να παραπλανηθούν ο αρμόδιος δικαστής, συμβολαιογράφος, μεταγραφοφύλακας κλπ, ότι ο κατηγορούμενος και οι ως άνω υιοί του είναι οι μόνοι εκ διαθήκης κληρονόμοι της ανωτέρω διαθέτιδος και ως εκ τούτου, μπορούσαν να αποδεχθούν νομίμως την τοιαύτη κληρονομιά και, μεταγράφοντας την σχετική περί αποδοχής δήλωση τους, να καταστούν κύριοι των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων της αποβιωσάσης. Ωστόσο απεδείχθη πλήρως ότι την απόφαση του αγνώστου φυσικού αυτουργού προς κατάρτιση της επίμαχης πλαστής διαθήκης προκάλεσε ο κατ/νος. Ειδικότερα, στο ...... Λακωνίας, κατά το από 1ης έως 9ης Σεπτεμβρίου 1999 χρονικό διάστημα, ο κατ/νος χρησιμοποιώντας πειθώ, φορτικότητα, παρακλήσεις, παραινέσεις, και πιθανώτατα προσφέροντας του οικονομικά ανταλλάγματα, έπεισε τον άγνωστο αυτουργό να καταρτίσει την επίμαχη πλαστή διαθήκη, γνωρίζοντας ότι προκαλεί την απόφαση στον φυσικό αυτουργό να καταστήσει πλαστό έγγραφο με σκοπό την παραπλάνηση τρίτων για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, επιδιώκοντας και αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Η κρίση αυτή ενισχύεται από τα ακόλουθα στοιχεία: α. ο κατ/νος και τα παιδιά του είναι οι μοναδικοί τετιμημένοι με την επίμαχη πλαστή διαθήκη και επομένως οι μοναδικοί άμεσα ωφελούμενοι επί της συνόλου της κληρονομιάς της "διαθέτιδος", ενώ εάν αυτή δεν καταρτιζόταν και χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, ενόψει του ικανού αριθμού των αναγκαίων κληρονόμων η μερίδα του ιδίου θα ήταν σημαντικά υποδεέστερης αξίας, οι δε υιοί του δεν θα κληρονομούσαν. Και β) ο κατ/νος, επειδή αυτός και η οικογένεια του εβαρύνετο κατά κύριο και σχεδόν αποκλειστικό λόγο με την εν γένει διατροφή, περίθαλψη και συντήρηση της πλησίον του διαβιούσης διαθέτιδος μητέρας του, είχε σχηματίσει τη πεποίθηση ότι μόνον αυτός εκ των πλειόνων κληρονόμων δικαιούται να κληρονομήσει όλη την περιουσία της, (βλ. την απολογία του). Βλέποντας δε ότι η βαρύτατα ασθενής μητέρα του δεν τον είχε εγκαταστήσει μοναδικό κληρονόμο της και ήταν αδύνατο πλέον να το πράξει λόγω της καταστάσεως της υγείας της, αποφάσισε να υποκαταστήσει την βούληση της, κατά την επιθυμία του και τις πεποιθήσεις του, παρακινώντας με την χρήση των πιο πάνω μέσων τον άγνωστο φυσικό αυτουργό να καταρτίσει την πλαστή διαθήκη προκειμένου ο ίδιος αργότερα να την εμφανίσει ως δική της γνήσια διαθήκη. Η αθέμιτη επιθυμία του να καρπωθεί την όλη την κληρονομιά της μητρός του αδικώντας τους λοιπούς συγκληρονόμους, καταδεικνύεται από το ότι παρουσιάστηκε στον συμβολαιογράφο Σκάλας Λακωνίας Δημήτριο Αλικάκο. Εμφάνισε την εν λόγω διαθήκη ως γνήσια και με την υπ' αριθμ. ....... δήλωση του ενώπιον του εν λόγω συμβολαιογράφου στις 29-11-2002 αποδέχτηκε, για λογαριασμό του και για λογαριασμό των τέκνων του την κληρονομιά, συγκείμενη από ιδανικά μερίδια σε οκτώ κληρονομιαία ακίνητα, γνωρίζοντας κατά τα εκτεθέντα ότι ήταν πλαστή, αποβλέποντας να προσπορίσει κυριότητα στον εαυτό του και τους υιούς του επί της κληρονομιαίας κινητής και ακίνητης περιουσίας της ως άνω μητέρας του. Πρέπει να σημειωθεί ότι για την πράξη αυτή (απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας) έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως 2 ετών και μάλιστα αμετακλήτως, (βλ. την με αριθμό 103,104,105,106/2007 απόφαση του δικαστηρίου τούτου και την με αριθμό 1631/2007 απόφαση του Α Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου). Επομένως, κατά τα εκτεθέντα, αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε, κατά την υποκειμενική και αντικειμενική του υπόσταση, το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας στην πλαστογραφία της ανωτέρω διαθήκης υπό την επιβαρυντική περίσταση της υπ' αυτού χρήσεως του πλαστού αυτού εγγράφου (ΠΚ 46 παρ.1 εδ. α', 216 παρ.1 και 2) και επομένως πρέπει για την πράξη του αυτή να κηρυχθεί ένοχος, όπως ορίζεται στο διατακτικό." Με τα δεδομένα δε αυτά που αναφέρθηκαν, το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο κρίση όχι για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση για την οποία κατηγορούνταν αλλά κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας με χρήση που τέλεσε άγνωστο πρόσωπο. Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τ' απαιτούμενα κατά την προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 216 παρ. 1 του ΠΚ, που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις: α) αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, ειδικότερα δε σε σχέση με το αποδεικτικό μέσο των καταθέσεων των μαρτύρων, εκ της αναφοράς αυτού κατά το είδος του καθίσταται βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις το ότι δε εξαίρονται ορισμένες από αυτές δεν έπεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι άλλες. Ειδική αιτιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. β) εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος να πείσει τον άγνωστο φυσικό αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας, και ειδικότερα εκτίθεται σ' αυτή ότι ο αναιρεσείων με πειθώ, φορτικότητα, παρακλήσεις, παραινέσεις, και πιθανότατα προσφέροντάς του οικονομικά ανταλλάγματα, έπεισε τον άγνωστο αυτουργό να καταρτίσει την επίμαχη πλαστή διαθήκη, αναλύοντας και το σκοπό που επιδίωκε και ο ίδιος με τη διάπραξη από τον άγνωστο φυσικό αυτουργό της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για έλλειψη νόμιμης βάσης αυτής, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση και τους πρόσθετους λόγους αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 111 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα δε πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον νόμο 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Περαιτέρω, ως κύρια διαδικασία και για την εφαρμογή του άρθρου 113 παρ. 2 του Π.Κ., νοείται εκείνη που αρχίζει από την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης για την εκδίκαση στο ακροατήριο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 320 επ. του ΚΠΔ, διότι έκτοτε η κατηγορία καθίσταται εκκρεμής στο δικαστήριο. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β', 511 και 514 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, όχι μόνο μπορεί να προταθεί από τον κατηγορούμενο με νομότυπη και εμπρόθεσμη (παραδεκτή) αίτηση αναιρέσεως, αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας. Ο δε Άρειος Πάγος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ β' ΚΠΔ, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί παραδεκτά περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, και συγχρόνως αυτός να είναι και βάσιμος. II. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε στις 6-9-2007 και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα όπως εκτέθηκε για ηθική αυτουργία στην πλαστογραφία με χρήση που τέλεσε άγνωστο πρόσωπο στις 10-9-1999. Συνεπώς, από την ημέρα αυτή της τελέσεως της κυρίας πράξεως, που αρχίζει και γι' αυτόν η παραγραφή της τελεσθείσης απ' αυτόν αξιόποινης πράξεως της ηθικής αυτουργίας που έλαβε χώρα κατά την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το από 1 έως 10-9-1999 διάστημα, μέχρι της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως (6-9-1999), δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής που είναι τα πέντε έτη και της αναστολής της παραγραφής αυτής που είναι τρία έτη για να εξαλειφθεί το αξιόποινο της ως άνω πλημμεληματικής πράξεως. Ο χρόνος δε καθαρογραφής της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ασκεί έννομη επιρροή ως προς τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής. Επομένως το δικαστήριο ορθώς δεν έπαυσε την κατά του κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και δεν έσφαλλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., ούτε δε και μεχρι σήμερα έχει παραγραφεί, ενόψει του ότι δεν γίνεται κάποιος λόγος ουσία βάσιμος και τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ., κατ' ορθή εκτίμηση, πρώτο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την αίτηση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 15/18-9-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της 661/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
0
Αριθμός 1376/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κέρκυρας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Μαυροειδή, περί αναιρέσεως της 765/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ2 και 2) Χ3. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10.4.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 755/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2 και 105 Κ.Ποιν.Δ., όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 2 του ν.3160/2003 και 2 παρ. 2α του ν. 2408/1996, αντίστοιχα, προκύπτει ότι οι κατά το στάδιο της προδικασίας λαμβανόμενες ανώμοτες ή ένορκες καταθέσεις των κατηγορουμένων, πρέπει να τίθενται στο αρχείο της αρμόδιας Εισαγγελίας Πρωτοδικών και να μη αποτελούν μέρος της κατά των κατηγορουμένων σχετικής δικογραφίας. Σε αντίθετη περίπτωση, ανάγνωσης δηλαδή και αποδεικτικής αξιοποίησης των καταθέσεων αυτών κατά το μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ατέλεστο μέρος της διαδικασίας, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ Κ.Ποιν.Δ., ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1Α Κ.Ποιν.Δ. σχετικό λόγο αναίρεσης (ολ. ΑΠ 2/1999). Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάστηκε κατ' έφεση ο αναιρεσείων σε συνολική ποινή κάθειρξης 16 ετών και χρηματική ποινή 2000 ευρώ για ληστεία κλοπή και παράνομη οπλοφορία . Η απόφαση για το σχηματισμό της κρίσης της περί της ενοχής του έλαβε υπόψη και αξιολόγησε, πλην των λοιπών αναφερόμενων σ' αυτήν στοιχείων, και εκείνα που ο συγκατηγορούμενός του Χ2, είπε προφορικά, πριν τη μεταγωγή του στον Εισαγγελέα, στους αστυνομικούς Γ1, Γ2 και στον επ' αδελφή γαμβρό του Γ3. Η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο των ως άνω πληροφοριών (τις οποίες μετέφεραν σ' αυτό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης οι παραπάνω μάρτυρες ) δεν εμπίπτει στις ως άνω διατάξεις καθόσον δεν αποτελούν ανώμοτη ή ένορκη κατάθεση του άνω συγκατηγορουμένου του Χ2, αλλ' απλή αναφορά στην πηγή γνώσεως των πιο πάνω μαρτύρων, χρήσιμη κατά την αξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου των καταθέσεών των. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Α' του Κ.Π.Δ. για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που επήλθε εξαιτίας της παραβιάσεως των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Π.Δ. και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ. α' του Κ.Π.Δ., ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης. Η από τη διάταξη αυτή απαγγελομένη ακυρότης είναι μεν σχετική, εν τούτοις εκ του ότι δύναται αυτή να προταθεί, κατ' άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρ. 174 παρ.1, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς εκ του ότι δύναται να προταθεί για πρώτη φορά κατ' έφεση (όχι όμως και ενώπιον του Αρείου Πάγου) συνάγεται ότι η ακυρότης υφίσταται, καλυπτομένη μόνον εάν δεν επροτάθη, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α Κ.Π.Δ., μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Από η διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς επίσης και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία, ως μοναδική πηγή πληροφόρησής τους, έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη, όταν το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά, συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και στις καταθέσεις των άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προέβαλε τους κάτωθι ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται σε έγγραφο, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς α) περί μη λήψεως υπόψη των καταθέσεων των Γ1, Γ2, αστυνομικών και Γ3 επ' αδελφή γαμβρού του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος Χ2 διότι όσα κατέθεσαν τα είπε προφορικά σ' αυτούς ο ως άνω συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος πριν τη μεταγωγή του στον Εισαγγελέα, και έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα εξαιτίας παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 171 παρ.1 δ' Κ.Π.Δ. και άρθρου 6 της ΕΣΔΑ β)περί μη εξετάσεως και μη αναγνώσεως των προανακριτικών και επ' ακροατηρίω στον πρώτο βαθμό καταθέσεων κατ' άρθρο 211 ΚΠΔ, των μαρτύρων αστυνομικών Γ1 και Γ2, γιατί αυτοί είχαν εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα και γ)δεν μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά οι μαρτυρικές καταθέσεις των ως άνω αστυνομικών σε βάρος του αναιρεσείοντος διότι έχουν ως πηγή πληροφόρησή τους τον συγκατηγορούμενό του κατ' άρθρο 211Α Κ.Π.Δ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τους ως άνω, παραδεκτώς, προβληθέντας ισχυρισμούς του εν λόγω αναιρεσείοντος με την αιτιολογία, ότι "Εν προκειμένω κατά τα εκτιθέμενα στον άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου οι άνω μάρτυρες Γ1 Γ2 και Γ3 αρύονται την πηγή των γνώσεών τους κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά από πληροφορίες που έδωσε σ' αυτούς ο πρώτος κατηγορούμενος. Τούτο δεν αποτελεί εξέταση αυτού σύμφωνα με τα άρθρα 105,273 Κ.Π.Δ. Περαιτέρω οι άνω Γ1 και Γ2 από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ασκούσαν προανακριτικά καθήκοντα στην προκειμένη υπόθεση, η δε δικανική κρίση που θα σχηματισθεί προφανώς δεν θα στηριχθεί μόνο στην απολογία του πρώτου, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω". Με αυτά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας αιτιολογημένα απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1Α και Β σε συνδ. με τα άρθρα 171 παρ.1δ', 173 παρ.1 και 174 παρ.1 ΚΠΔ ούτε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ γιατί 1) όπως αναφέρθηκε στην πρώτη σκέψη της παρούσης, η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο των ως άνω πληροφοριών (τις οποίες μετέφεραν σ' αυτό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης οι παραπάνω μάρτυρες ) δεν εμπίπτει στις ως άνω διατάξεις καθόσον δεν αποτελούν ανώμοτη ή ένορκη κατάθεση του άνω συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος Χ2, αλλ' απλή αναφορά στην πηγή γνώσεως των πιο πάνω μαρτύρων, 2) οι μάρτυρες αστυνομικοί Γ1 και Γ2 όπως προκύπτει από τον φάκελλο της δικογραφίας δεν άσκησαν στην ίδια υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα και 3) Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, όχι μόνο στις ένορκες καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων, αλλά και στις ένορκες καταθέσεις των υπολοίπων επτά μαρτύρων κατηγορίας και ενός μάρτυρα υπερασπίσεως ως και σε άλλα είκοσι τρία (23) έγγραφα, τα οποία και αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Α, Β' και Δ' περί απολύτου και σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας που συνέβη στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 171 παρ.1δ' 211 και 211Α Κ.Π.Δ. και ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της με αριθ. 765/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία ως προς την απόρριψη ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής.
1
Αριθμός 1375/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ανδρουλάκη, για αναίρεση της με αριθμό 546/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνος Λαϊνάς. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 750/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του ισχύοντος από 3-3-2000 ν. 2802/2000, στην οποία ορίζεται η έννοια της παθητικής δωροδοκίας, ''τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ο υπάλληλος ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263Α του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή δια μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ. ΑΠ 6/1998, 1778/1993). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του που ορίζονται στο νόμο, μπορούν να εναλλαχθούν, και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Οι πλείονες δε τρόποι πραγματώσεως του εγκλήματος, είναι: α') η απαίτηση του ωφελήματος, β') η αποδοχή και γ') η αποδοχή υπόσχεσης για την παροχή του ωφελήματος. Από την άποψη αυτή, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, προϋποθέτει και αναφορά και διευκρίνιση του συγκεκριμένου τρόπου (ενός ή περισσότερων εκ των πλειόνων) με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 ΠΚ, η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργεια για την τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν η απόπειρα είναι μη πεπερασμένη, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις η προς το εγκληματικό αποτέλεσμα κατευθυνόμενη ενέργεια του δράστη, ήρχισε μεν, αλλά δεν ολοκληρώθηκε, και ως εκ τούτου δεν επήλθε το αποτέλεσμα, αν ο δράστης με δική του θέληση και όχι από εμπόδια εξωτερικά απόσχει από την προς εκτέλεση του εγκλήματος απαιτούμενη περαιτέρω ενέργειά του, η απόπειρα είναι ατιμώρητη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιον ισχυρισμό αποτελεί και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι απέσχε με δική του βούληση και όχι από εμπόδια εξωτερικά από την προς εκτέλεση του εγκλήματος απαιτούμενη περαιτέρω ενέργειά του (άρθρο 44 παρ. 1 ΠΚ), ο οποίος συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή, υποχρεωτικό. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 546/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της δωροληψίας, σε ποινή φυλάκισης δέκα έξι (16) μηνών, η οποία ανεστάλη επί πενταετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται τα εξής: "Επειδή, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται, στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορούμενης και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου, για την οποία καταδικάσθηκε και πρωτόδικα. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής: Η κατηγορουμένη υπηρετούσε ως υπάλληλος στη ΙΑ' ΔΟΥ Αθηνών, ήταν δε αρμόδια για την άσκηση ελέγχου σε φορολογουμένους. Ο μάρτυς Ζ1 είναι ιατρός-χειρουργός και διατηρεί ιατρείο σε πολυκατοικία, ευρισκόμενη επί της συμβολής των οδών .... και ........ Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2002 έλαβε από την ΙΑ' ΔΟΥ ειδοποίηση, για την διενέργεια φορολογικού ελέγχου στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία, τα σχετικά με την άσκηση του ως άνω επαγγέλματος του. Ο έλεγχος αυτός αφορούσε το χρονικό διάστημα μέχρι την 31-12-2000. Μετά τρεις ημέρες, περίπου, πήγε τα βιβλία του στην ως άνω ΔΟΥ και τα παρέδωσε στην κατηγορουμένη, η οποία τα παρέλαβε,καθόσον ήταν η αρμόδια προς τούτο υπάλληλος, του είπε δε ότι θα ελέγξει τα εν λόγω βιβλία και θα τον ειδοποιήσει μετά το πέρας του ελέγχου. Μετά πάροδο πέντε ημερών από την, κατά τα άνω, παράδοση των βιβλίων, ο μάρτυς Ζ1 δέχθηκε τηλεφώνημα από την κατηγορουμένη, η οποία του ανέφερε ότι "διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα" με τα βιβλία του, χωρίς να προσδιορίσει ειδικότερα το πρόβλημα αυτό. Επίσης, του είπε ότι κάποια στιγμή θα περνούσε από το γραφείο του, για να του εξηγήσει, σχετικά, από κοντά. Του ανέφερε, επίσης, γενικά και αόριστα ότι "το κόστος είναι 1.800.000 δραχ.".Την επόμενη εβδομάδα η κατηγορουμένη πέρασε πράγματι από το ιατρείο του άνω μάρτυρα και του δήλωσε ότι στη ΔΟΥ θα έπρεπε να καταβάλει (ο μάρτυρας) το ποσό των 1.000 ευρώ, περίπου (340.000 δραχ.). Του ζήτησε, όμως, περαιτέρω και το ποσό του 1.500.000 δραχμών, το οποίο, θα εδίδετο, όπως του είπε, στον επόπτη (χωρίς να αναφέρει το όνομα του), για να μη "του ρίξει τα βιβλία". Δηλαδή η κατηγορουμένη ζήτησε από τον άνω μάρτυρα το ποσό αυτό, προκειμένου να αποφύγει σοβαρότερες φορολογικές συνέπειες και καταβολή προσθέτων φόρων, οι οποίοι θα του επιβάλλονταν, εάν γινόταν ο έλεγχος των βιβλίων, κατά τον επιβαλλόμενο τρόπο, όπως, τουλάχιστον, αυτή άφησε να εννοηθεί. Τα χρήματα αυτά, όπως αναφέρθηκε, η κατηγορουμένη τα ζήτησε "για τον επόπτη", όμως κάτι τέτοιο,ότι δηλαδή τα χρήματα δεν θα τα έπαιρνε η ίδια, αλλά κάποιος άλλος συνάδελφος της και δη αυτός που εκτελούσε καθήκοντα "επόπτη", δεν επιβεβαιώθηκε από την όλη αποδεικτική διαδικασία. Συνεπώς, τα εν λόγω χρήματα τα ζήτησε για λογαριασμό δικό της και προκειμένου ο μάρτυς Ζ1 να έχει ευνοϊκή μεταχείριση, κατά τον ως άνω φορολογικό έλεγχο, από την κατηγορουμένη. Στη συνέχεια και μετά από διαπραγματεύσεις, η κατηγορουμένη δέχθηκε, τελικά, να της καταβάλει ο εν λόγω Ζ1 , για τον ως άνω σκοπό, το ποσό του 1.300.000 δραχμών, ήτοι, περίπου 3.800 ευρώ. Πράγματι, την 19-2-2002 και αφού είχε προηγηθεί συνεννόηση της κατηγορουμένης με τον άνω μάρτυρα, ο τελευταίος μετέβη στην ΙΑ' ΔΟΥ Αθηνών, που εδρεύει στην οδό Αλκιβιάδου, αριθ.Ι, στην Αθήνα και συνάντησε την κατηγορουμένη, προκειμένου, αφενός μεν να καταβάλει τον προσδιορισθέντα φόρο των 1000 ευρώ, στη ΔΟΥ, στη δε κατηγορουμένη το συμφωνηθέν ποσό των 3.800 ευρώ. Μάλιστα, επειδή αυτός (Γ1) είχε αργήσει να μεταβεί στο "ραντεβού", η κατηγορουμένη είχε μεριμνήσει, ώστε το ταμείο της άνω ΔΟΥ να παραμείνει ανοιχτό και πέραν του προβλεπομένου κατά νόμο ωραρίου λειτουργίας του, ήτοι και πέραν της 13.30' ώρας. Στη συνέχεια και αφού εκδόθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο το διπλότυπο, βάσει στοιχείων,που του είχε δώσει η κατηγορουμένη, ο μάρτυς μετέβη στο ταμείο και κατέβαλε το ποσό των 877 ευρώ, που του είχε, τελικά, επιβληθεί, με βάση τον πιο πάνω έλεγχο των επαγγελματικών βιβλίων του. Κατόπιν αυτός επέστρεψε στο γραφείο της κατηγορουμένης, προκειμένου, όπως του είχε πεί, "να τεθούν από τον επόπτη κάποιες υπογραφές και να παραλάβει τα βιβλία του". Όμως και επειδή ο επόπτης καθυστερούσε, ο δε μάρτυς ήταν βιαστικός, η κατηγορουμένη του είπε ότι θα μπορούσε να περάσει την άλλη ημέρα, να παραλάβει τα βιβλία και ότι τα "υπόλοιπα", που είχαν συμφωνήσει, θα τα διευθετούσε με αυτήν. Μετά από αυτά, του πρότεινε να τον ακολουθήσει. Εισήλθαν μαζί στον ανελκυστήρα και κατέβηκαν στο ισόγειο. Εκεί η κατηγορουμένη του ζήτησε "τα υπόλοιπα". Πράγματι ο εν λόγω μάρτυς έβγαλε από την τσάντα του έναν φάκελο, μέσα στον οποίο είχε τοποθετήσει 3.800 ευρώ και τα παρέδωσε στην κατηγορουμένη. Η τελευταία παρέλαβε τα χρήματα αυτά, τα οποία, όμως, ήταν προσημειωμένα από την Αστυνομία (Δ|νση Ασφαλείας Αττικής, Τμήμα Δίωξης Οικον. Εγκλήματος) και την οποία προηγουμένως είχε ενημερώσει ο μάρτυς και είχε δώσει σχετική, ένορκη κατάθεση. Μετά την παραλαβή των χρημάτων αυτών, που έγινε για τον ως άνω σκοπό, ήτοι, προκειμένου, όπως αναφέρθηκε, να αποφύγει ο μάρτυς αυτός, όπως η κατηγορουμένη του δήλωσε, ενδελεχέστερο έλεγχο των βιβλίων του και "προκειμένου ο επόπτης να μη του ρίξει τα βιβλία", επενέβησαν αστυνομικοί, οι οποίοι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του μάρτυρα και της κατηγορουμένης και την συνέλαβαν (περί την 13.55' ώρα της 19-2-2002)στα χέρια της δε βρήκαν και τα 3.880 ευρώ, που, όπως αναφέρθηκε, είχαν προσημειωθεί από την Αστυνομία. Με βάση τα περιστατικά αυτά,στοιχειοθετείται το έγκλημα, που προβλέπεται από το άρθρο 235 Π.Κ. και τιμωρείται σύμφωνα με αυτό και όχι της απόπειρας τέλεσης αυτού, αφού η κατηγορουμένη, αφενός μεν απαίτησε (πράγμα το οποίο και αρκεί κατά νόμο για την θεμελίωση του εν λόγω αδικήματος), αλλά και έλαβε παράνομα ανταλλάγματα (εν προκειμένω χρήματα), προκειμένου, όπως αναφέρθηκε "να του κλείσει τα φορολογικά του βιβλία", χωρίς ο εν λόγω φορολογούμενος και ελεγχόμενος από την κατηγορουμένη, να καταβάλει υπέρογκο φόρο, αλλά μόνο το ποσό, τελικά, των 1.000 ευρώ, όπως του είχε πεί. Τα ανωτέρω, ήτοι ο έλεγχος των φορολογικών βιβλίων του μάρτυρα, με βάση τον οποίο, τελικά, θα διαμορφωνόταν το ποσό, που θα έπρεπε αυτός να πληρώσει ως φόρο, αναγόταν στα καθήκοντα, που της είχαν από την Υπηρεσία της ανατεθεί, το δε χρηματικό ποσό, που παράνομα απαίτησε από αυτόν, σχετιζόταν με την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων και ειδικότερα με την παράλειψη εκτέλεσης αυτών, κατά τα ανωτέρω. Η κατηγορουμένη δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι βρέθηκαν στα χέρια της τα ως άνω προσημειωμένα χρήματα ούτε έδωσε κάποια πειστική εξήγηση, για το γεγονός αυτό. Εξάλλου, σαφής ήταν η κατάθεση του μάρτυρα Ζ1, σχετικά με τα ανωτέρω και δεν αντικρούσθηκε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Μετά από αυτά και αφού απορριφθούν οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης:α) ότι δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ' αυτήν έγκλημα, που προβλέπεται από το άρθρο 235 ΠΚ (ισχυρισμός, που, ουσιαστικά, αποτελεί άρνηση της κατηγορίας) και β) περί υπαναχωρήσεως της από την πράξη, γιατί, όπως ισχυρίζεται και αν ακόμη είχε απαιτήσει αρχικά από τον ανωτέρω ελεγχθέντα χρήματα, στη συνέχεια, αυτή ολοκλήρωσε τον έλεγχο, χωρίς να αξιώσει προηγουμένως ή να πάρει κάποιο δώρο, καθόσον, όπως αναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη (και αν ακόμη γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι είναι δυνατή η απόπειρα επί του εγκλήματος του άρθρου 235 ΠΚ), αυτή όχι μόνο αποπειράθηκε να τελέσει το εν λόγω έγκλημα, αλλά και ολοκλήρωσε την τέλεση του, αφενός μεν με το να απαιτήσει το ως άνω αντάλλαγμα από τον μάρτυρα Ζ1, αφετέρου δε και να λάβει αυτό (αντάλλαγμα),κατά τα ανωτέρω. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη, κατά το διατακτικό, αφού, όμως, αναγνωρισθεί σ' αυτήν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, καθόσον μέχρι τη διάπραξη της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και, γενικά, κοινωνική ζωή". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), με τη μορφή της αξιώσεως του δώρου, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε ορθά, χωρίς να την παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφασή του, από νόμιμη βάση. Ειδικότερα δε, αναφέρεται στην απόφαση, η ιδιότητα της κατηγορουμένης ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του νόμου, η μελλοντική ενέργεια αυτής , αντικείμενη στα καθήκοντά της , η φροντίδα της δηλαδή παρά τις φορολογικές παραβάσεις που διαπίστωσε στα φορολογικά βιβλία του Ζ1 να "κλείσει αυτά", καθώς και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, η αξίωση δηλαδή του δώρου. Αναφέρονται επίσης τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς να είναι αναγκαία και αναφορά του τί προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι α) δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας διότι την 19-2-2002 που έλαβε το ποσό των 3.800 ευρώ η φορολογική υπόθεση του ανωτέρω Ζ1 είχε ήδη λήξει, β) κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως πρόκειται περί εκούσιας υπαναχώρησης από την απόπειρα της δωροληψίας και γ) δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο η κατ' αντιπαράσταση εξέταση μηνυτή και κατηγορουμένου είναι απορριπτέες η πρώτη διότι μόνο ότι η απαίτηση του δώρου έγινε πριν η αναιρεσείουσα "κλείσει" τα φορολογικά βιβλία του μηνυτή κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της δωροληψίας, η δεύτερη διότι πρόκειται περί τετελεσμένης δωροληψίας αφού η απαίτηση του δώρου από την αναιρεσείουσα ήταν επίμονη καθόσον στην αρχή ζήτησε ως δώρο το ποσό του 1.500.000 δραχμών και στη συνέχεια μετά από διαπραγματεύσεις με τον μηνυτή δέχθηκε να λάβει το ποσό του 1.300.000 δραχμών, όπως τούτο προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και η τρίτη διότι για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση το δικαστήριο έλαβε υπόψη όπως αναφέρθηκε μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και την απολογία του κατηγορουμένου.....Από την τελευταία αυτή περικοπή, αναμφιβόλως προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και την κατ' αντιπαράσταση εξέταση του μηνυτή-μάρτυρα κατηγορίας και της κατηγορουμένης και δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να μνημονεύεται ειδικώς η κατ' αντιπαράσταση εξέταση τούτων που δεν αποτελεί άλλωστε ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήτουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες. Επομένως οι, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αναφερόμενης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά ταύτα αφού δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10ης Απριλίου 2007 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 546/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ορίζεται σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παθητική δωροδοκία. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Δωροδοκία.
2
Αριθμός 1370/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ........, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Αντωνέα, περί αναιρέσεως της 1619/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 233/2008. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 358 ΠΚ., όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινώς και οφειλόμενη σε κακοβουλία, δηλαδή στην ενδιάθετη βούληση μη συμμορφώσεώς του προς την υποχρέωση, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της δικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σαφώς και πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, επί των οποίων θεμελιώθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου Κρήτης που την εξέδωσε, αφού διαλαμβάνει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, δέχθηκε τα εξής πραγματικά: "Ότι ο εκκαλών, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο, αρνήθηκε να καταβάλλει στη σύζυγο του Ψ1, κάτοικο ...... για την ίδια ατομικά και για το ανήλικο παιδί τους ....., του οποίου έχει την επιμέλεια, τη διατροφή που έχει επιδικασθεί σύμφωνα με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με αριθμό 2041/2004, η οποία υποχρεώνει αυτόν να της καταβάλει το ποσό των 2.800 ευρώ, συνολικά, κάθε μήνα και κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, ήτοι συνολικά το ποσό των 16.800 ευρώ, αυτός κατέβαλε μόνο το ποσό των 14.500 ευρώ απομείνοντος υπολοίπου 2.300 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεώς του αυτής, απορριπτόμενων των αυτοτελών ισχυρισμών, που προέβαλε η συνήγορος του κατηγορουμένου περί καταβολών το επίδικο χρονικό διάστημα 500 ευρώ μηνιαίως και ως προς τα υπόλοιπα ποσά περί ελλείψεως κακοβουλίας στο πρόσωπό του λόγω αδυναμίας του οικονομικής και μη περιέλευσης της μηνύτριας σε κατάσταση στέρησης". Η αιτιολογία, όμως, αυτή είναι ελλιπής, δεδομένου ότι, ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, γίνεται δεκτό, ότι ο αναιρεσείων είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το ποσό που επιδικάσθηκε με την ως άνω απόφαση, λόγω διατροφής, στη σύζυγο και το τέκνο του, ούτε διαλαμβάνεται σ'αυτά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ενδιάθετη βούλησή του να μη συμμορφωθεί στην απόφαση αυτή. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. σχετικού λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 1619/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πως στοιχειοθετείται η παράβαση του άρθρου 358 ΠΚ. Δεκτή αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Διατροφής υποχρέωση.
1
Αριθμός 1369/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο- Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 986/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαΐου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1082/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη ή μη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του εν σχέσει με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάμει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν πάντοτε, με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, διατείνεται ο αναιρεσείων, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα εις τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφερόμενα υπό τους αύξοντες αριθμούς 2, 3, 4, 5, και υπό τους αριθμούς 9 έως και 25 έγγραφα, που φέρονται μεν ως αναγνωσθέντα, των οποίων όμως η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται με επάρκεια στην απόφαση και επήλθε έτσι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Από την επισκόπηση των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ότι το πλείστον των εγγράφων αυτών αφορά σε εκθέσεις εγχειρίσεως εγγράφων, εκθέσεις ερεύνης, κατασχέσεως και αποδόσεως, πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής, τα οποία επαρκώς προσδιορίζονται από την ημερομηνία συντάξεως χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης των εγγράφων αυτών και τα συμπράττοντα πρόσωπα ούτε το περιεχόμενο αυτών. Το ίδιο ισχύει και για τις αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, βουλεύματα, διατάξεις του Εισαγγελέα Εφετών, εκθέσεις του ΣΔΟΕ και λοιπά έγγραφα ο προσδιορισμός της ταυτότητας των οποίων είναι επαρκής, ώστε να μη καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον ως άνω, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Α' του Κ.Π.Δ., πρώτο λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο δεύτερο του ισχύοντος από 3-3-2000 ν. 2802/2000, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ο υπάλληλος ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτον, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά'. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263Α του Π.Κ., η από μέρους αυτού του ιδίου ή δια μέσου άλλου, απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων), για ενέργεια ή παράλειψή του που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του ή άμεσα συναρτώνται προς αυτήν. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ. ΑΠ 6/1998). Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του που ορίζονται στο νόμο, μπορούν να εναλλαχθούν, και σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. Οι πλείονες δε τρόποι πραγματώσεως του εγκλήματος, είναι: α') η απαίτηση του ωφελήματος, β') η αποδοχή και γ') η αποδοχή υπόσχεσης για την παροχή του ωφελήματος. Από την άποψη αυτή, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, προϋποθέτει και αναφορά και διευκρίνιση του συγκεκριμένου τρόπου (ενός ή περισσότερων εκ των πλειόνων) με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 986/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσ-σαλονίκης, καταδικάσθηκε, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της δωροληψίας, σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: "...Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: 0 Γ1 δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος ειδών υγιεινής από το έτος 1993 έως την 10-4-2003. Τον Φεβρουάριο 1999 ίδρυσε την εταιρία με την επωνυμία "ΒΙΕΚΑ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "FIORE DI BAGNO" επί της οδού Συνδίκα αριθ. 87 της Θεσσσαλονίκης. Το 2001 ο γιος του ........ ίδρυσε ατομική επιχείρηση στον ίδιο χώρο με την εταιρία και με την ίδια επωνυμία και η εταιρία του μεταβίβασε, τα περιουσιακά της στοιχεία. Αρχές του 2002 υπάλληλοι του ΣΔΟΕ Θεσσαλονίκης διενήργησαν έλεγχο στην εταιρία "ΒΙΕΚΑ ΑΕ" και στην ως άνω ατομική επιχείρηση. Κατά τον έλεγχο οι εν λόγω υπάλληλοι διαπίστωσαν διάφορες παραβάσεις, για τις οποίες υποβλήθηκαν πρόστιμα και υποβλήθηκαν σχετικές εκθέσεις στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Βάσει των εκθέσεων των υπαλλήλων ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Γ1 και των γιων του, οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις για έκδοση εικονικών τιμολογίων με τις υπ' αριθ. 5796/3-2-2005 και 19932/5-4-2005-αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκαν από τους καταδικασθέντες εφέσεις, μία από τις οποίες [εφέσεις] ορίσθηκε να εκδικαστεί την 13-7-2005 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν αυτού ο Γ1 επεδίωξε και πέτυχε να έλθει σε επικοινωνία με τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ Ζ1 και ...... και στη συνέχεια με τους κατηγορουμένους, προκειμένου να τον βοηθήσουν με τις καταθέσεις τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να τύχουν καλύτερης ποινικής μεταχειρίσεως αυτός και τα τέκνα του. Σε μία συνάντηση του με τον πρώτο κατηγορούμενο χ1 σε καφετέρια της ...... Θεσσαλονίκης, ο κατηγορούμενος του ζήτησε 50.000 ευρώ και μάλιστα ανά 15.000 ευρώ για τον ίδιο, τον δεύτερο κατηγορούμενο χ2 και τον Ζ2 και 5000 ευρώ για τον Ζ1 "για να κλείσουμε το θέμα". Κατόπιν αυτού στις ο Γ1 προσήλθε στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βόρειας Ελλάδας της Ελληνικής Αστυνομίας και ανέφερε τις μέχρι τότε συναντήσεις του με τους κατηγορουμένους και τους άλλους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, κατ έθεσε ενόρκως, μεταξύ άλλων, ότι στις αρχές Μαΐου 2005 συναντήθηκε με τον υπάλληλο του ΣΔΟΕ Ζ1, ο οποίος του γνώρισε τον συνάδελφο του Ζ2, προκειμένου να τον βοηθήσουν στα ποινικά δικαστήρια που εκκρεμούσαν σε βάρος του ίδιου και των γιων του, έναντι χρηματικής αμοιβής. Η εν λόγω υπηρεσία, μετά την κατάθεση του Γ1, ζήτησε την άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής ανταπόκρισης και της επικοινωνίας των εμπλεκομένων ατόμων και την καταγραφή των μεταξύ των τηλεφωνικών και κατ' ιδίαν συνομιλιών, που θα πραγματοποιούνταν μετά την έκδοση του υπ'αριθμ.607/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο επικύρωσε την υπ' αριθμ.123/2005 διάταξη του εποπτεύοντος την υπηρεσία Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατόπιν μεσολαβήσεων ο Γ1 συναντήθηκε την 14-6-2005 με τους κατηγορουμένους χ1 και χ2. Κατά τη συνάντηση ο πρώτος κατηγορούμενος χ1 έδωσε στον Γ1 τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος χ2 τον προέτρεψε να μεταβεί στο γραφείο του, προκειμένου να συζητήσουν για την υπόθεση του. Κανένας από τους κατηγορουμένους δεν είπε στον Γ1 ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν μάρτυρας στις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις του. Τούτο, άλλωστε, προέκυπτε και από την σχετική κλήση, η οποία είχε κοινοποιηθεί στον Γ1 μαζί με τον κατάλογο μαρτύρων κατηγορίας. Την 28-6-2005, σε συνάντηση του Γ1 με τον πρώτο κατηγορούμενο χ1, ο πρώτος πρότεινε στον δεύτερο να του δώσει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ για κάθε μάρτυρα, που θα τον βοηθούσε στις δίκες. Σε τηλεφωνικές συνομιλίες που επακολούθησαν ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον Γ1 ότι μίλησε με τον χ2, ο οποίος δέχθηκε να τον βοηθήσει. Την 4-7-2005 ο Γ1 επικοινώνησε με τον πρώτο κατηγορούμενο και συμφώνησαν να συναντηθούν την επόμενη ημέρα, 5-7-2005 και ώρα 20.00-20.30 περίπου στην καφετερία "......" στην νέα παραλία Θεσσαλονίκης. Μετά την επιβεβαίωση της συνάντησης το πρωί της 5-7-2005, ο Γ1 παρέλαβε από την Αστυνομία το ποσό των πενήντα χιλιάδων [50.000] ευρώ σε προσημειωμένα χαρτονομίσματα των εκατό [100] ευρώ, για να τα δώσει στους ανωτέρω υπαλλήλους. Περί ώρα 20.40 της 5-7-2005 ο Γ1 συναντήθηκε στην καφετερία "......" με τον πρώτο κατηγορούμενο χ1. Περί ώρα 21.05 κατ έφθασε και ο δεύτερος κατηγορούμενος, τον οποίο είχε προσκαλέσει ο πρώτος κατηγορούμενος, προκειμένου να συζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να περαιώσει τις υποθέσεις του ο Γ1. Αφού συζήτησαν για λίγο για την υπόθεση, ο πρώτος κατηγορούμενος και ο Γ1 κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό του καταστήματος και ο Γ1 έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο δύο φακέλους, που περιείχαν δέκα πέντε χιλιάδες [15.000] ευρώ ο καθένας με προσημειωμένα χαρτονομίσματα, τους οποίους ο κατηγορούμενος τοποθέτησε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του και στην κοιλιακή χώρα, μέσα από την μπλούζα που φορούσε. Κατά την έξοδο των ανωτέρω [Γ1 και πρώτου κατηγορουμένου] από το κατάστημα και μόλις οι κατηγορούμενοι άρχισαν να αποχωρούν από την καφετερία "....", οι αστυνομικοί, που επιτηρούσαν την συνάντηση, ακινητοποίησαν τους κατηγορουμένους και στην κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου βρήκαν τους δύο φακέλους με τα προσημειωμένα χρήματα, τα οποία και κατέσχεσαν. Σε σχετική ερώτηση των αστυνομικών "τι έχετε εκεί μέσα", ο πρώτος κατηγορούμενος απάντησε "ξέρετε εσείς τι έχω μέσα" [βλ. απολογία πρώτου κατηγορουμένου]. 0 δεύτερος κατηγορούμενος "σχεδόν λιποθύμησε" και "σοκαρίστηκε" [βλ. κατάθεση αστυνομικού .......". 0 πρώτος κατηγορούμενος ομολόγησε τις συναντήσεις του με τον Γ1, την ανακοίνωση του αριθμού του κινητού του τηλεφώνου προς αυτόν, την πρόταση του τελευταίου να του δώσει 15.000 ευρώ για την υπόθεση και την αρχική άρνηση του, την μετάβαση μαζί του στο εσωτερικό της καφετερίας "......". Ισχυρίζεται όμως ότι δεν ζήτησε χρήματα, τους φακέλους τοποθέτησε στο σώμα του ο Γ1, προκειμένου να τον δωροδοκήσει, λέγοντας "Τότε αυτός μου βάζει έναν φάκελο μέσα στη μπλούζα και έναν φάκελο στην τσέπη του παντελονιού μου. Γι αυτό, όταν με ρώτησαν οι αστυνομικοί" "τι έχετε εκεί μέσα", εγώ τους είπα "ξέρετε εσείς τι έχω μέσα", αφού αυτοί τα έβαλαν". Περαιτέρω, δήλωσε ότι μετάνιωσε για την πράξη του και ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν είχε καμία συμμετοχή στην πράξη αυτή. Συγκεκριμένα κατέθεσε "Μετάνιωσα που μπλέχτηκα σ' αυτή την ιστορία. Ήταν λάθος μου, γιατί, παρόλο που γνώριζα τι σημαίνει Γ1, εγώ δέχτηκα να συναντηθώ μαζί του. Εγώ κάλεσα τον χ2 στην καφετερία ".....", προκειμένου να αναλύσουμε και να του εξηγήσουμε το νόμο της περαίωσης. Ο χ2 δεν είχε καμία ανάμειξη και κακώς μπλέχτηκε". Όλες οι ενέργειες του Γ1 αποσκοπούσαν να αλλάξουν οι κατηγορούμενοι τις καταθέσεις τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ώστε να έχουν καλύτερη ποινική μεταχείριση αυτός και τα τέκνα του κατά την εκδίκαση των υποθέσεων του, και δεν επεδίωκε να τιμωρηθούν οι κατηγορούμενοι για παθητική δωροδοκία, προκειμένου αυτός του τύχει των ευεργετημάτων του άρθρου 50. του Ν. 2065/1992. Αλλωστε, εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η απαλλαγή τους από κάθε ποινική δίωξη και τις οικονομικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των φορολογικών νόμων, αφού αυτή είχε προηγηθεί. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος απαίτηση και δέχθηκε το προαναφερόμενο προσημειωθέν ποσό των 15.000 ευρώ [δώρο] που δεν εδικαιούτο, για μελλοντικές και αντίθετες στα καθήκοντα του ενέργειες και συγκεκριμένα προκειμένου να καταθέσει ευνοϊκά για τον Γ1 και τους γιους του κατά την επικείμενη εκδίκαση υποθέσεων τους-ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στις οποίες αυτός ήταν μάρτυρας κατηγορίας, αλλάζοντας-τις αρχικές του καταθέσεις προς όφελος των ανωτέρω, οι οποίοι ήταν κατηγορούμενοι στις υποθέσεις αυτές. Οι μέλλουσες ενέργειες του κατηγορουμένου, για τις οποίες έλαβε το προσημειωθέν ποσό, περιλαμβάνονται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, ως συναρτώμενες με την φύση της υπηρεσίας του, αφού η υποστήριξη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης των πρωτόδικων καταθέσεών του, τις οποίες προφανώς θα διαφοροποιούσε ευνοϊκά για τον Γ1 και τους γιους του σε αναγκαστική συνέχεια των πρωτόδικων καταθέσεων του, ήταν συνάδουσες με την εκτέλεση των υπηρεσιακών του, ως υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών [ΣΔΟΕ], υποχρεώσεων [ ΑΠ 1666/04, ΑΠ 2059/04 ΠοινΛογ 2004. 2172, 2557]. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου αυτοτελείς ισχυρισμοί του πρώτου κατηγορουμένου...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, κατέληξε το δικαστήριο, σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε την αναφερόμενη ποινή φυλάκισης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), με τη μορφή της αξιώσεως και αποδοχής του δώρου, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 235 του Π.Κ., την οποία εφάρμοσε ορθά, χωρίς να την παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφασή του, από νόμιμη βάση. Ειδικότερα δε, αναφέρεται στην απόφαση, η ιδιότητα του κατηγορούμενου ως υπαλλήλου του ΣΔΟΕ Θεσσαλονίκης, προσδιορίζεται η αντικείμενη προς τα υπηρεσιακά υπαλληλικά του καθήκοντα μελλοντική ενέργεια αυτού, δηλαδή η, ως προϊόν συναλλαγής με τον Γ1, θέλησή του να διαφοροποιήσει ενώπιον του ποινικού εφετείου που δίκαζε την 13-7-2005, επωφελώς δε για τον άνω κατηγορούμενο και τους υιούς του, την μαρτυρική του κατάθεση, η οποία ως ενέργεια, πέραν του γενικού καθήκοντος μαρτυρίας, απολύτως και αμέσως συναρτάται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, αφού αυτός ως υπάλληλος του ΣΔΟΕ γνώριζε την φορολογική παράβαση για την οποία κατηγορούντο οι ανωτέρω και την γνώση του αυτή εκαλείτο να εισφέρει στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της κατ' αυτών κατηγορίας. Περαιτέρω, προσδιορίζεται στην απόφαση και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη, η αξίωση δηλαδή και αποδοχή του δώρου, οι οποίοι δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ακόμη δε προσδιορίζεται, αν και δεν ήταν αναγκαίο για την επάρκεια της αιτιολογίας, το δικαστήριο και ο χρόνος κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος εκαλείτο να καταθέσει ως μάρτυρας. Ενόψει του σαφώς στην αρχή του σκεπτικού της αποφάσεως διαλαμβανομένου ότι ο κατηγορούμενος, κατά την πρώτη συνάντηση που είχε με τον Γ1 τον μήνα Μάιο 2005, αξίωσε την καταβολή από τον τελευταίο του χρηματικού ποσού των 15.000 ευρώ, δεν δημιουργεί αντίφαση η εν συνεχεία στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφορά ότι την 28-6-2005 ο Γ1του πρότεινε να του δώσει το άνω χρηματικό ποσό, αφού η αναφορά αυτή γίνεται με την πρόδηλη έννοια της συγκατάνευσης του ανωτέρω στην καταβολή του δώρου που αξίωσε ο κατηγορούμενος. Επομένως οι δεύτερος και τρίτος, εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και εκ πλαγίου παραβίαση της αναφερόμενης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18 Μαϊου 2007 αίτηση του χ1 , για αναίρεση της υπ' αριθμ. 986/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220 ) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παθητική δωροδοκία. Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος. Συνιστά ενέργεια συναφή προς το υπαλληλικό καθήκον εφοριακού υπαλλήλου, η απ’ αυτόν αξίωση καταβολής δώρου προκειμένου, ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, να διαφοροποιήσει επωφελώς την κατάθεσή του για τον κατηγορούμενο ο οποίος δικάζεται για φορολογική παράβαση. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία.
0
Αριθμός 1368/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα- Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ιωάννη Παπουτσή, που ορίσθηκε με την με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 30/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου)- Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Ψ1 και εγκαλουμένη την Χ1, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίουυ 2008, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 358/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 149/2.4.2008 έγγραφη πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 136 στοιχ. ε Κ.Π.Δ., το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ίδιου Κώδικα, διατάσσει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων, και όταν ο κατηγορούμενος -στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και ο καταγγελλόμενος όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη βλ ΑΠ 364/2006 - είναι δικαστικός λειτουργός από του βαθμού του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άνω δικαστήριο. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία, αλά και για την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του λόγου της άσκησης της ποινικής δίωξης για την ταυτότητα του λόγου, δηλ. την εξασφάλιση του ανεπηρεάστου της κρίσης των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας -βλ. ΑΠ 2080/2006-. Στο στάδιο αυτό περιλαμβάνεται η κρίση επί της προσφυγής του εγκαλούντος κατά απορριπτικής διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά το άρθρο 48 Κ.Π.Δ. -βλ. ΑΠ 2264/2005, ΑΠ 1011/2005, ΑΠ 1304/2004 κ.ά.- Κατά το άρθρο 137 § 1 Κ.Π.Δ. την παραπομπή μπορεί να ζητήσει και ο εισαγγελέα του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά την αυτή διάταξη την παραπομπή αποφασίζει α) το συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης, β) το συμβούλιο των Εφετών, αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων και άνω και γ) ο 'Αρειος Πάγος "σε κάθε άλλη περίπτωση" -σε συμβούλιο. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση ο Ψ1, αφού υπέβαλε την από 10-5-2007 έγκλησή του κατά της Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών Χ1, επειδή η τελευταία απέρριψε με την 818/2006 διάταξη της (που εκδόθηκε συνεπεία προσφυγής αυτού κατά της 42/2006 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θηβών), και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών με την ΕΓ 45-07/45/4Δ/08 διάταξή του απέρριψε αυτή, άσκησε την υπ'αριθμ. 57/2008 προσφυγή επί της οποίας αρμόδιος να αποφανθεί είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών. Επειδή όμως στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών υπηρετεί η άνω καταγγελλομένη, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την από 21-2-2008 αναφορά του ζήτησε την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλον Εισαγγελέα Εφετών, δηλαδή εντός Αθηνών. Ενόψει των ανωτέρω νόμιμη είναι η αίτηση αυτή και πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση και δη η σχετική κρίση επί τη υπό κρίση προσφυγής κι η τυχόν περαιτέρω πορεία της υπόθεσης στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.Προτείνω όπως παραπεμφθεί η υπόθεση και δη η κρίση επί της υπ'αριθμ.57/2008 προσφυγής του Ψ1 κατά της υπ'αριθμ. ΕΓ 45-0745/4Δ/08 διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και η τυχόν περαιτέρω πορεία αυτής στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά. Αθήνα 17 Μαρτίου 2008. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ.Κονταξής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε' Κ.Ποιν.Δ το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, πλην άλλων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 137 παρ. 1, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει πλην άλλων και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Κατά τη διάταξη αυτή για την παραπομπή αποφασίζει α)το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε άλλο σε περιπτώσεις αδυναμίας συγκρότησης, β) το συμβούλιο των εφετών, αν πρόκειται για παραπομπή από πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο και γ) ο Άρειος Πάγος σε κάθε άλλη περίπτωση. Η παραπομπή γίνεται όχι μόνο για την κύρια διαδικασία, αλλά ένεκα της ταυτότητας του νομικού λόγου, για την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και τον αποκλεισμό υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως και για την προδικασία, καθώς και το στάδιο της ασκήσεως ποινικής διώξεως. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 48 Κ.Ποιν.Δ, την προσφυγή του εγκαλούντος κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ) εξετάζει και κρίνει ο εισαγγελέας Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση, στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών έχει υποβληθεί προσφυγή του Ψ1 κατά της υπ' αριθ. ΕΓ 45-0745/4Δ/08 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 10.5.2007 έγκληση του προσφεύγοντος κατά της Χ1, η οποία υπηρετεί ως αντεισαγγελέας Εφετών στο Εφετείο Αθηνών. Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως σε δικαστικές αρχές άλλες από εκείνες των Αθηνών, για να κρίνουν την υπόθεση, γενομένης δεκτής της αιτήσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση από τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, προκειμένου ο τελευταίος να αποφανθεί επί της προσφυγής του εγκαλούντος Ψ1 κατά της υπ' αριθμ. ΕΓ 45-0745/4Δ/08 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών και στις λοιπές Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πλημμελειοδικείου και Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1366/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Ανδρέα Τσόλια (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης χ1, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Σταμούλη, περί αναιρέσεως της 4381/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασιλική Παπαθεοδώρου. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1276/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, επιφέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993, απόλυτη ακυρότητα, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του ίδιου Κώδικα. Παρά το νόμο παράσταση υπάρχει, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος, οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Π.Δ. ή όταν παραβιάσθηκε, η κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα διαδικασία, που προβλέπεται για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. Η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, μόνον από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και932 του Α.Κ. Η νομιμοποίηση δε του πολιτικώς ενάγοντος εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δηλώσεώς του, η οποία κατά το άρθρο 84 του Κ.Π.Δ., πρέπει με ποινή απαραδέκτου, να περιέχει, εκτός των άλλων, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα παράστασης, από τους οποίους πρέπει να προκύπτει και ο αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης ή να είναι αυτός αυτονόητος. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρ. 259 ΠΚ συνάγεται ότι το σε αυτό περιγραφόμενο έγκλημα της παράβασης καθήκοντος προσβάλλει το έννομο αγαθό της ακεραίας και κανονικής διεξαγωγής επί υπηρεσίας, δημοσίας, δημοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Σε περίπτωση δε που το έγκλημα τούτο έχει διαπραχθεί σε βάρος του Δημοσίου, τούτο, ως παθόν δικαιούται να ασκήσει την πολιτική αγωγή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, επιδιώκοντας είτε την αποκατάσταση της τυχόν περιουσιακής του ζημίας, είτε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ της προσβολής του κύρους και της αξιοπιστίας του από την αξιόποινη συμπεριφορά του υπαλλήλου του, είτε και τα δύο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη δια του αναφερομένου δικαστικού αντιπροσώπου του και δήλωσε, όπως και πρωτοδίκως, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας υπαλλήλου του για παράβαση καθήκοντος και παραπλάνηση σε ψευδορκία κατ' εξακολούθηση και ζήτησε την επιδίκαση του ποσού των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα, διότι το Δημόσιο δεν νομιμοποιούνταν για την άσκηση της εν λόγω αξιώσεώς του, αφού αυτό δεν φέρεται ως ζημιωθέν αμέσως εκ του εγκλήματος της κατηγορίας της παραβάσεως καθήκοντος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 63 του ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τους δικαιούμενους κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από τη τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Κατά δε το άρθρο 270 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε ως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει τη παραγραφή συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι η εισαγωγή της απαιτήσεως αυτής ως πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, το πολιτικώς ενάγον Ελληνικό Δημόσιο με την από 4.4.2002 δήλωσή του, η οποία εγχειρίστηκε νομίμως προς τον αρμόδιο Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, δήλωσε νομίμως παράσταση πολιτικής αγωγής κατά της αναιρεσείουσας, ζητώντας να του επιδικασθεί το ποσό των 1500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, την οποία υπέστη από το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος της υπαλλήλου του και συνίσταται στη μείωση του κύρους του. Περαιτέρω κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό, κατά τις δικασίμους της 7.4.2005 και 27.3.2007, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, κατά τη δικάσιμο της 16/18.5.2007 το Ελληνικό Δημόσιο επανέλαβε την ανωτέρω δήλωση. Συνεπώς, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου το πρώτον την 4.4.2002 και η κατά τα ανωτέρω επανάληψη αυτής, διέκοψε την πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, χωρίς μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως στο εφετείο να έχει συμπληρωθεί νέα πενταετής παραγραφή. Επομένως το Εφετείο ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε, έστω και με άλλη αιτιολογία, απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής από το άρθρο 937 ΑΚ της αναιρεσείουσας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του αρ. 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρ. 13α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης του καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρ. 259 του ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας που έχουν ταχθεί να εξυπηρετήσουν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Περαιτέρω κατά το άρθρο 16 του ΠΔ 246/1998 "Αξιολόγηση των μαθητών του Ενιαίου Λυκείου" για την προετοιμασία, την οργάνωση, το συντονισμό, την εποπτεία και την ομαλή διεξαγωγή των γραπτών προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν συγκροτούνται Επιτροπές, όπως είναι και η Λυκειακή Επιτροπή Εξετάσεων, έργο της οποίας είναι η διοργάνωση των εξετάσεων και η εποπτεία για την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή της. Τέλος κατά το άρθρο 23 παρ. 3 του ιδίου ΠΔ/τος μαθητής που αντιγράφει κατά τη διάρκεια της εξέτασης από βιβλίο, σημειώσεις ή από το γραπτό δοκίμιο άλλου συμμαθητή του, που δολιεύεται την εξέταση και γενικά δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις των επιτηρητών απομακρύνεται από την αίθουσα με αιτιολογημένη απόφαση της Λυκειακής Επιτροπής και βαθμολογείται με τον κατώτερο βαθμό "κακώς" μηδέν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα σε αυτή αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τις προαγωγικές εξετάσεις της Β Λυκείου του Ενιαίου Λυκείου ....., που διεξήχθησαν από 15.6.1999-30.6.1999, την ευθύνη για την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή τους είχε η Λυκειακή Επιτροπή με πρόεδρο τον Ζ1, φιλόλογο καθηγητή και μέλη αυτής τους ......., καθηγητή μαθηματικών, χ1, καθηγήτρια μαθηματικών - κατηγορουμένη και ......., καθηγητή Φυσικής. Μία εβδομάδα πριν την έναρξη των εξετάσεων ο Ζ1 κάλεσε τα μέλη της επιτροπής και τους ορισθέντες ως Επιτηρητές και συνέστησε να μην είναι αυστηροί στην επιτήρηση των μαθητών. Στις 29.6.1999, κατά τη διάρκεια εξέτασης του μαθήματος των αρχαίων Ελληνικών της θεωρητικής κατεύθυνσης στην αίθουσα εξετάσεων βρίσκονταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ζ1 και, όταν ο μαθητής Γ1 ζήτησε να μεταβεί στην τουαλέτα, αυτός είπε ότι θα τον συνοδεύσει ο ίδιος. Μετά την επιστροφή ο μαθητής φαίνονταν ανήσυχος. Η ανησυχία του μαθητή, σε συνδυασμό με την επίσκεψη στην τουαλέτα, έβαλε σε υπόνοιες τον Επιτηρητή Β1, ο οποίος ζήτησε από το μαθητή να σηκωθεί από το κάθισμά του και παρατήρησε στο κάθισμα σημείωμα σε τμήμα κόλλας. Στην αίθουσα έφθασε ο πρόεδρος της Λυκειακής Επιτροπής, ο οποίος πήρε το σημείωμα από τα χέρια του καθηγητή Β1 και το τσαλάκωσε, λέγοντας ότι δεν είναι τίποτε και να συνεχισθούν οι εξετάσεις. Παράλληλα στο χώρο του φωτοτυπικού μηχανήματος από τον καθηγητή Β2 βρέθηκε κόλα αναφοράς επί της οποίας υπήρχε χειρόγραφη μετάφραση του αδίδακτου κειμένου της αττικής διαλέκτου της συγκεκριμένης εξέτασης. Ο καθηγητής αυτός μαζί με άλλους συναδέλφους του προέβη σε αντιπαραβολή του κειμένου του χειρογράφου που βρήκε στο φωτοτυπικό με τα παραδοθέντα τετράδια και διαπιστώθηκε ότι η μετάφραση του αγνώστου κειμένου του τετραδίου του μαθητή Γ1 ήταν ταυτόσημη λέξη προς λέξη με το περιεχόμενο του εγγράφου που βρέθηκε στο φωτοτυπικό. Μετά το πέρας των εξετάσεων οι επιτηρητές ....., Β2 και ...... πήγαν στην Λυκειακή Επιτροπή, στην οποία παρευρίσκετο, ως μέλος αυτής και η κατηγορουμένη χ1 και ζήτησαν να τηρηθεί η νόμιμη και προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 2 του ΠΔ 246/1998 διαδικασία. Τότε ο Πρόεδρος της Λυκειακής Επιτροπής απέσπασε από τα χέρια του καθηγητή Β2 το έγγραφο που βρήκε στο φωτοτυπικό μηχάνημα, το τοποθέτησε κάτω από δικά του χαρτιά και αρνήθηκε να συντάξει σχετικό πρακτικό. Η κατηγορουμένη παρά του ότι έγινε κοινωνός όλων των προαναφερομένων, ως μέλος της Λυκειακής Επιτροπής, δεν αντέδρασε στις ενέργειες του προέδρου της Ζ1 στην εξαφάνιση του σημειώματος από το οποίο αντέγραφε ο μαθητής Γ1, παραβαίνοντας έτσι τα καθήκοντα της ως υπαλλήλου, με πρόθεση να μη τιμωρηθεί ο εν λόγω μαθητής, αλλά να ευνοηθεί και να αδικηθούν οι άλλοι μαθητές. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα για την αποδιδόμενη σ' αυτή πράξη της παράβασης καθήκοντος, της επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία επαύξησε κατά δύο (2) μήνες από την ποινή των τεσσάρων (4) μηνών που επέβαλε για την πράξη της παραπλάνησης σε ψευδορκία κατ' εξακολούθηση και ανέστειλε τη συνολική ποινή των δέκα (10) μηνών για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και τις σκέψεις βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην προαναφερθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία ορθώς υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και την οποία δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και σχετικά με τις αιτιάσεις που περιέχονται στην αίτηση αναίρεσης πρέπει να λεχθούν τα εξής: Το υπηρεσιακό καθήκον που στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέβη η αναιρεσείουσα, όπως αυτό διαγράφεται στις διατάξεις που προεκτέθηκαν και απορρέει από την ιδιότητά της, ως μέλους της Λυκειακής Επιτροπής, συνίστατο στην εποπτεία της για την αδιάβλητη και ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων και όταν έλαβε γνώση από τους Επιτηρητές ότι ο μαθητής Γ1 είχε αντιγράψει από το μεταφρασμένο κείμενο που βρέθηκε στο φωτοτυπικό μηχάνημα δεν αντέδρασε, όταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ζ1 έλαβε στα χέρια του το ανωτέρω έγγραφο και το εξαφάνισε, δηλαδή παρέλειψε να ζητήσει απ' αυτόν τη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 23 παρ. 3 του Π.Δ/τος 246/1998, γεγονός που επαρκώς αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18.6.2007 αίτηση της χ1, περί αναιρέσεως, της 4381/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαϊου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση καθήκοντος. Νομιμοποίηση πολιτικής αγωγής Δημοσίου. Απόρριψη αναιρετικού λόγου άρθρο 510 § 1 περ. Α ΚΠΔ. Χρηματική ικανοποίηση. Παραγραφή 937 Α.Κ. Διακοπή άρθρου 260 Α.Κ. Άσκηση αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου. Διακόπτει την παραγραφή. Απόρριψη αναιρετικού λόγου 510 § 1 στοιχ. Α ΚΠΔ. Έννοια παράβασης καθήκοντος. Καθήκοντα Λυκειακής Επιτροπής Π.Δ. 246/1998. Αιτιολογημένη καταδίκη καθηγήτριας, μέλους Λυκειακής Επιτροπής, η οποία δεν αντέδρασε σε ενέργειες προέδρου της Επιτροπής, όταν αυτός εξεφώνησε σημείωμα από το οποίο αντέγραφε μαθητής κατά τις προαγωγικές εξετάσεις Β΄ Λυκείου. Απορρίπτει.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Παραγραφή, Πολιτική αγωγή, Παράβαση καθήκοντος.
0
Αριθμός 1365/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αλέξανδρο Νικάκη-Εισηγητή, ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ανδρέα Τσόλια ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Αθανασιάδη, για αναίρεση της 582/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 594/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρ. 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου. Εξ άλλου, αν γίνει κατάθεση χρημάτων στην Τράπεζα υπέρ τρίτου, ήτοι σε προσωπικό λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα ο τρίτος, από τη στιγμή της καταθέσεως και καθ' όλο το χρονικό διάστημα που τα χρήματα μένουν κατατεθειμένα στην Τράπεζα, σύμφωνα με τα άρθρα 806, 810 ΑΚ και το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923, περί "ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιριών", την κυριότητα των χρημάτων αυτών αποκτά και έχει η τράπεζα, ο δε τρίτος, ως δικαιούχος των χρημάτων, έχει ενοχικό δικαίωμα να αξιώσει την από το λογαριασμό του ανάληψη των χρημάτων αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος ζούσε πολλά χρόνια με τη γιαγιά του γ1, η οποία διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου. Η γ1 με το ..... πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Θεοδώρου Διβάρη-Αυγεροπούλου παρέσχε στον κατηγορούμενο εγγονό της την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, μεταξύ των άλλων, να κάνει αναλήψεις χρημάτων από τον λογαριασμό αυτόν. Την 20η Νοεμβρίου 2000 απεβίωσε η εντολέας και μη συναγομένου του αντιθέτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 ΑΚ, με το θάνατο της έπαυσε και η ως άνω παρασχεθείσα πληρεξουσιότητα. Όμως, την επομένη ημέρα, ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε στο Υποκατάστημα Αμαρουσίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και αφού παρέστησε ψευδώς στον αρμόδιο υπάλληλο, ότι η γιαγιά του ζούσε και ότι το πληρεξούσιο εξακολουθούσε να ισχύει, υπογράψας επί πλέον και τη σχετική με ημερομηνία .... υπεύθυνη δήλωση, έπεισε αυτόν και του κατέβαλε από τον ως άνω λογαριασμό το ποσό των 580.000 δρχ. Με την ενέργεια του αυτή ο κατηγορούμενος είχε σκοπό να αποκομίσει και απεκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος κατά το ποσό των 580.000 δρχ., το οποίο ιδιοποιήθηκε παρανόμως, καθόσον δεν εδικαιούτο, λόγω παύσεως της πληρεξουσιότητας, να το αναλάβει από την Τράπεζα, κατά το ίδιο δε ποσό έβλαψε αντιστοίχως την Τράπεζα, η οποία, ως θεματοφύλαξ, οφείλει να αποδώσει το ίδιο ποσό και στους κληρονόμους της αποβιωσάσης καταθέτιδος. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της απάτης με το ελαφρυντικό, ότι ωθήθηκε στην πράξη του από αίτια μη ταπεινά, επειδή τα χρήματα που ανέλαβε διέθεσε για μερική εξόφληση των εξόδων κηδείας της γιαγιάς του και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε. Ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και τις σκέψεις βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην προαναφερθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς αιτιολογεί ότι έπαυσε η ισχύς του ανωτέρω πληρεξουσίου, δια του θανάτου της γ1, αφού απ' αυτό δεν συνάγονταν το αντίθετο, και έτσι απέκρουσε εκ του πράγματος τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η πληρεξουσιότητα ήταν αμετάκλητη και ορθώς δέχθηκε ότι από την πράξη αυτού ζημιωθείσα είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ως κυρία των κατατεθέντων σ' αυτή χρημάτων. Επομένως, οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασής, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής όταν όμως ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν έχει προβληθεί νομίμως το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν προέβαλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό, περί εμπράκτου μετάνοιας, στηριζόμενο στα άρθρα 378 και 393 ΠΚ. Συνεπώς δεν υπάρχει σφάλμα του Εφετείου που δεν απάντησε στον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε χωρίς αιτιολογία και ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 60 παρ. 1 ΚΠΔ το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η υπέρβαση εξουσίας. Υπάγεται δε στο λόγο αυτό αναιρέσεως και η περίπτωση που το ποινικό δικαστήριο έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (περ,. β'). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να λύσει θέμα αστικής φύσεως εμφανιζόμενο ως προκαταρκτικό, εφόσον όμως δεν υπάρχει ειδική διάταξη αποκλείουσα αυτήν την εξουσία. Τούτο συμβαίνει μόνο για τα ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 320, 339 παρ. 3 και 355 ΠΚ, οπότε για να χωρήσει η ποινική δίωξη απαιτείται υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Επομένως το Εφετείο, που έκρινε παρεμπιπτόντως το ζήτημα της παύσεως της πληρεξουσιότητας του αναιρεσείοντος, λόγω θανάτου της εντολέως του, δεν ενήργησε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος ότι το Εφετείο κατεδίκασε τον αναιρεσείοντα για πράξη, για την οποία δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η αξιόποινη πράξη της απάτης ο του άρθρου 386 § 1 ΠΚ διώκεται αυτεπαγγέλτως. Μετά από αυτά πρέπει ν' απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Μαρτίου 2007 αίτηση του χ1, περί αναιρέσεως της 582/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη άρθρο 386 § 1 Π.Κ. Κατάθεση χρημάτων στην Τράπεζα. Την κυριότητα των χρημάτων αποκτά η Τράπεζα. Ορθή καταδίκη πληρεξουσίου καταθέτιδος, ο οποίος μετά το θάνατο της και την παύση της πληρεξουσιότητας παρέστησε ψευδώς σε υπάλληλο τράπεζας ότι εξακολουθεί να ισχύει το πληρεξούσιο και εισέπραξε μέρος της κατάθεσης, Απόρριψη αναιρετικών λόγων 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε. Αιτιολογία αυτοτελών ισχυρισμών - έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Μη προβολή νομίμως. Δεν υπάρχει υποχρέωση δικαστηρίου να απαντήσει. Αστικής φύσεως ζητήματα. Επίλυση από ποινικό δικαστήριο. Πότε υπάρχει αποκλειστική αρμοδιότητα πολιτικού δικαστηρίου. Παρεμπίπτουσα κρίση ποινικού δικαστηρίου παύσεως της πληρεξουσιότητας λόγω θανάτου. Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας. Έγκληση η αξιόποινη πράξη της απάτης (άρθρο 386 § 1 Π.Κ.) που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Απόρριψη αναιρετικού λόγου 510 § 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας.
1
Αριθμός 1364/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη- Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 461/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 652/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Κατά το άρθρο 368 παρ.1 του ΠΚ το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης διώκεται ποινικώς μόνο ύστερα από έγκληση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος κατ'έγκληση διωκομένου, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση του τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος εις έγκληση έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που τη διέπραξε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς να είναι ανάγκη να ετίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν, δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να προσκομισθούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθορ 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη υπόθεση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμό 461/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που διέπραξε στις 24-3-2000 σε βάρος του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 με τους ψευδείς ισχυρισμούς που διέλαβε στην από ...... επιστολή που συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος, την οποία απέστειλε στο Γ1 δικηγόρο-ειδικό γραφολόγο, δηλαδή σε χρόνο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την υποβολή της εγκλήσεως από τον παραπάνω παθόντα που έγινε την 21-7-2000, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της από 21-7-2000 εγκλήσεώς του. Από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν μεταξύ άλλων και τα εξής: Ο αναιρεσέιων-κατηγορούμενος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του πριν από την εξέταση των μαρτύρων με έγγραφο σημείωμά του που ενσωματώθηκε στα πρακτικά και το περιεχόμενό του αναπτύχθηκε και προφορικά, ισχυρίσθηκε ότι ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων, Ψ1, έλαβε γνώση του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής τον μήνα Μάρτιο του 2000 όπως προκύπτει α) από τη δήλωση-κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 3148/20-3-2004 καταδικαστική απόφαση, όπου ομολογεί ότι "έλαβε γνώση για την επιστολή τον Μάρτιο 2000" και β) από την κατάθεση του ίδιου ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της ίδιας κατηγορίας κατά του συγκατητογουμένου του Χ2, όπου κατέθεσε "Τον 3/2000 έστειλε στον γραφολόγο επιστολή και τότε έμαθα εγώ και έκανα μήνυση τον ιούλιο του 2000", με αποτέλεσμα να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του συγκατηγορούμενού του λόγω παραγραφής και εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης και ότι εφόσον ο εγκαλών έλαβε γνώση των, δήθεν, δυσφημιστικών γεγονότων σε βάρος του από το μήνα Μάρτιο του έτους 2000, υπέβαλε δε την έγκλησή του την 21-7-2000, ήτοι μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας που ορίζεται από τον νόμο, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξης για την οποία κατηγορείται, Στη συνέχεια μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του υπέβαλε προς το δικαστήριο αίτημα αναβολής της δίκης για να κληθούν και εξεταστούν στο ακροατήριο ως μάρτυρες οι Γ2, (δικαστική γραφολόγος), Γ3 (ειδικός δικαστικός γραφολόγος) και Γ4 δικηγόρος, για να διαπιστωθεί πότε ακριβώς πληροφορήθηκε ο εγκαλών το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κατά πλειοψηφία με ιδιαίτερη σκέψη που διέλαβε στο τέλος του σκεπτικού της απόφασης, μετά δηλαδή την αξιολόγηση στο σκεπτικό όλων των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό περί εκπροθέσμου υποβολής της εγκλήσεως και το αίτημα αναβολής διαλαμβάνοντας σ'αυτό ειδικότερα τα εξής: "...Στο σημείο αυτό, αναφορικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί εξαλείψεως του αξιοποίνου κατ'άρθρον 117 παρ.1 ΠΚ, λόγω εκπροθέσμου της υποβληθείσας έγκλησης, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως κατατέθηκε από τον γραφολόγο-δικηγόρο, Γ1, στις 7 Απριλίου του 2000 υπέβαλε στον ειδικό δικαστικό γραφολόγο Γ3 αντίγραφο του υπομνήματος που έστειλε ο κατηγορούμενος και μετά από τέσσερες ημέρες τηλεφώνησε στην τεχνική σύμβουλο του μηνυτή Γ2, να πάρει αντίγραφο αυτού του υπομνήματος από τον ως άνω γραφολόγο, πράγμα που έλαβε χώρα στις 25 Απριλίου του 2000 και τότε έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής ο μηνυτής, όπως καταθέτει ο ίδιος και επαναλαμβάνει και στην από 21-7-2000 έγκληση που υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Συνεπώς, κρίνεται αληθές το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή έλαβε γνώση του περιεχομένου του υπομνήματος στις 25-4-2000 και όχι ότι γνώριζε το περιεχόμενο από το Μάρτιο του 2000. όπως αβάσιμα, υποστηρίζεται από την πλευρά του κατηγορουμένου, με συνέπεια η υποβληθείσα έγκληση να είναι εμπρόθεσμη, ως υποβληθείσα εντός της υπό του άρθρου 117 ΠΚ οριζόμενης τρίμηνης προθεσμίας, κατά την άποψη της πλειοψηφίας και τα στοιχεία αυτά ήταν ικανά να διαφωτίσουν το Δικαστήριο στο σχηματισμό της επικρατησάσης γνώμης και συνεπώς, το σχετικό αίτημα για αναβολή της υπόθεσης κατ'άρθρον 355 ΚΠΔ, προκειμένου να κληθούν οι από την διαδικασία προκύψαντες μάρτυρες, Γ2, Γ3 και Γ4, για να βεβαιώσουν πότε έλαβε γνώση του περιεχομένου της επίδικης επιστολής ο μηνυτής, κρίνεται αβάσιμο και απορριπτέο...". Η αιτιολογία αυτή της πλειοψηφούσας γνώμης του Δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού, για εκπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως και του αιτήματος αναβολής της δίκης του κατηγορουμένου, είναι η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει πως και υπό ποίες συνθήκες ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων έλαβε πράγματι γνώση της παραπάνω σε βάρος του τελεσθείσας πράξεως και του προσώπου του δράστη αυτής κατά τον αναφερόμενο χρόνο (25-4-2000), καθώς και ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να αναβληθεί η δίκη για κρείσσονες αποδείξεις. Ειδικότερα, μνημονεύονται στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης κατ'είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα απολογία κατηγορουμένου) που έλαβε υπόψη της πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου και από τα οποία αυτή συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη απορριπτική κρίση, χωρίς να είναι απαραίτητα για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, ούτε να προβαίνει σε αξιολογική συσχέτιση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί ότι δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και ορισμένα από αυτά. Η ιδιαίτερα μνεία στο σκεπτικό της απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του αναφερόμενου αυτοτελούς ισχυρισμού και του αιτήματος αναβολής μόνο των καταθέσεων των μαρτύρων Γ1 και του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν και όλα τα άλλα δηλαδή οι υπόλοιποι μάρτυρες και τα έγγραφα. Επομένως, οι συναφείς πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης της δίκαιης δίκης, αναφορικά με την απόρριψη του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού και του αιτήματος αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Α' ΚΠοινΔ. σε συνδυασμό με άρθρ. 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1 του ΔΣ ΑΠ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες, με την επίκληση κατ'επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβίασης της δίκαιης δίκης, πλήττεται η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση αυτών είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την άνω καταδικαστική κρίση παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης που προσδιορίζεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, γιατί δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θεμελιώδες δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης όταν μάλιστα αυτή συνδυάζεται και με το καθήκον του ως δικηγόρου να υπερασπίζεται τον πελάτη του εκπροσωπώντας αυτόν πλήρως και για λογαριασμό του, προβαίνει στην καταδίκη του για το επίδικο κείμενο αγνοώντας πλήρως ότι η επιστολή εγράφη κατόπιν ειδικής εντολής του πελάτη του και με πλήρη συμφωνία επί του περιεχομένου της, και δεν προέβη σε στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος της έκφρασης και του δικαιώματος της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος, σε έρευνα αν, η κύρωση που του επέβαλε στο ανωτέρω δικαίωμά του και η οποία προβλέπεται από τη νομοθεσία, είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία του δικαιώματος του εγκαλούντος και αν η επιβληθείσα αυστηρή ποινή των επτά (7) μηνών που είναι υπέρμετρο δυσανάλογη σε σχέση με το διαπραχθέν αδίκημα, εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της προσωπικότητας του εγκαλούντος ή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και ότι η έλλειψη της στάθμισης των ανωτέρω παραμέτρων που ορίζει το άρθρο 10 παρ.1 και 2 της ΕΣΔΑ αφενός μεν στοιχειοθετούν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφετέρου απόλυτη ακυρότητα παραβιάζοντας το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ίδιου Κώδικα. 'Όμως όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης "Ο κατηγορούμενος δικηγόρος, στις 24-3-2000, με την ιδιότητα του νομικού παραστάτη του Χ2, συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος μία επιστολή, την οποία απέστειλε στον Γ1 ειδικό γραφολόγο-δικηγόρο... Στην αναφερόμενη επιστολή ο κατηγορούμενος ανέφερε τα εξής γεγονότα, τα οποία αφορούσαν τον εγκαλούντα Ψ1... 'Όμως, παρόλα αυτά, συνέχισε να μειώνει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, επαναλαμβάνοντας τα προαναφερόμενα αναληθή γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, ενώ το υπερασπιστικό του καθήκον θα έπρεπε να εστιαθεί μόνο στο γεγονός, που αποτελούσε το αντικείμενο της διαταχθείσας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, εάν δηλαδή ήταν ή όχι πλαστή η υπογραφή του Ψ1 στις επίδικες επιταγές και αποδείξεις και μέσα σ'αυτά τα πλαίσια έπρεπε να περαιώσει την εντολή που του είχε δοθεί από τον πελάτη του Χ2, επιδεικνύοντας την προσήκουσα ευπρέπεια και την επιβαλλόμενη μετριότητα στις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αφού, τα αναφερόμενα δεν αποσκοπούσαν στην ενημέρωση του γραφολόγου, υπερβαίνοντα, συνακόλουθα, προφανώς, το αναγκαίο μέτρο υπεράσπισης των συμφερόντων του εντολέως του, στοχεύοντας, αποκλειστικά και μόνον στην κατασυκοφάντιση του μηνυτή, με τις ψευδείς, ως άνω αναφορές σε βάρος του..." το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του δικηγόρου και του νομικού παραστάτη του πελάτη του Χ2 συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος την επίδικη επιστολή, αναφέροντας σ'αυτή για τον εγκαλούντα-πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 ψευδή γεγονότα τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, και ότι ο ίδιος (αναιρεσείων) κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν επέδειξε την προσήκουσα ευπρέπεια και την επιβαλλόμενη μετριότητα στις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αλλά υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της υπεράσπισης των συμφερόντων του εντολέως του, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνον στη κατασυκοφάντιση του εγκαλούντος με τις ψευδείς αναφορές σε βάρος του. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε (άρθρο 79 παρ.4 ΠΚ). Ειδικότερα από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη την βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του (άρθρο 79 παρ.1 Π.Κ), για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε τα κριτήρια των παρ.2 και 3 του ίδιου άρθρου που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επί πλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικά δεν χρειαζόταν. Ενόψει τούτων η επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή των επτά (7) μηνών δεν είναι υπέρμετρα δυσανάλογη με το διαπραχθέν αδίκημα και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Κατ' ακολουθίαν, ο προαναφερόμενος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 461/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σε περίπτωση εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του εγκλήματος, πρέπει να διαλαμβάνεται στην απόφαση και να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούχος έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που τη διέπραξε. Το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με τον χρόνο κατά τον οποίο ο εγκαλών έλαβε γνώση του χρόνου τελέσεως της εις βάρος του πράξεως και του προσώπου του δράστη. Αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση για αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθούν μάρτυρες. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση ως προς την επιμέτρηση της ποινής.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Αναβολής αίτημα, Έγκληση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1363/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Βιολέτα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Σαββίδου, περί αναιρέσεως της 473/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1966/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή, δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, οι οποίες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποιείται το έγγραφο αμέσως ή εμμέσως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 220 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν η, με εξαπάτηση του δημόσιου υπαλλήλου, με οποιαδήποτε, δηλαδή, απατηλή ενέργεια του δράστη, εξαιτίας της οποίας παρασύρεται ο υπάλληλος από ευπιστία ή και αμέλειά του, σε βεβαίωση ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη θέληση να προκαλέσει ο δράστης την ψευδή βεβαίωση και στη γνώση ότι το βεβαιούμενο σε δημόσιο έγγραφο περιστατικό είναι αναληθές και μπορεί να έχει έννομες συνέπειες για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο. Ενώ δημόσιο έγγραφο, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στην περιοχή του ποινικού δικαίου, γιατί το άρθρο 13 γ' του ΠΚ δεν προσδιορίζει την έννοιά του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από τον καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονός που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη δική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την αντικειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται, ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 473/2006 απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (καταθέσεις μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων των εγγράφων που φέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα και την απολογία του κατηγορουμένου) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Προκειμένου ο κατηγορούμενος να επιτύχει να λάβει επιδοτήσεις για διακίνηση αγροτικών προϊόντων και επειδή ο ίδιος δεν είχε τις προϋποθέσεις, μηχανεύθηκε το σχέδιο να εμφανιστεί υπό διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας, κάποιου προσώπου που θα μπορούσε να λάβει επιδότηση και με τον τρόπο αυτό να ιδιοποιηθεί ο ίδιος με ξένο όνομα τα χρήματα των επιδοτήσεων. Σε εκτέλεση του σχεδίου του αυτού προέβη στις εξής ενέργειες: α) Στα .....την 7-7-2002 κατάρτισε πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της εξουσιοδότηση με την οποία φέρεται ο Ψ1 με ΑΦΜ .... να εξουσιοδοτεί τον κατηγορούμενο να "του διεκπεραιώσει την έκδοση έναρξης εργασιών από το ΔΟΥ ..... με αντικείμενο εργασιών εμπόριο αγροτικών - κτηνοτροφικών προϊόντων στο ...."ενώ έθεσε εν αγνοία του φερομένου ως εξουσιοδοτούντος και χωρίς τη συναίνεσή του κατ' απομίμηση την υπογραφή του, στη συνέχεια δε προσκόμισε αυτήν αφενός στο Α.Τ. ..... προκειμένου να βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος αφετέρου δε στη ΔΟΥ ..... στο πλαίσιο διαδικασίας έναρξης επαγγέλματος, β) στα ..... την 1-7-2002 κατάρτισε, συμπληρώνοντας τις ενδείξεις του σχετικού εντύπου και θέτοντας στην οικεία θέση αφενός την υπογραφή του φερομένου ως υπευθύνως δηλούντα Ψ1 και αφετέρου όλα τα λοιπά στοιχεία αυτού ήτοι όνομα, επώνυμο, όνομα και επώνυμο πατέρα και μητέρας, ημερομηνία και τόπο γέννησης και κατοικίας, καθώς και αριθμό δελτίου ταυτότητας, την από 1-7-2002 υπεύθυνη δήλωση, με την οποία φαίνεται ο ανωτέρω να δηλώνει ότι δεν είχε ένσημα σε φορέα κυρίας ασφάλισης πριν την 1-1-1993 ούτε είχε ποτέ ένσημα. Στη συνέχεια κατέθεσε την ανωτέρω δήλωση στο κατάστημα του ΤΕΒΕ ..... γ) στα ..... την 1-7-2002 κατάρτισε, θέτοντας στις οικείες θέσεις τις υπογραφές των φερομένων ως εκμισθωτή και μισθωτή εν αγνοία Ψ1 να μισθώνει από τη ..... κατάστημα εμβαδού 80 τ.μ. ευρισκόμενο στο ......με διάρκεια μίσθωσης από 1-7-2002 μέχρι 1-7-2010, το οποίο στη συνέχεια προσκόμισε και κατέθεσε στην αρμόδια ΔΟΥ ...... δ) στα ..... την 29-6-2002 κατάρτισε πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της εξουσιοδότηση με την οποία φέρεται ο Ψ1 με αριθμό ταυτότητας ......και ΑΦΜ ...... να εξουσιοδοτεί τον κατηγορούμενο να "μεταβεί στο ΤΕΒΕ ....και να μου κάνει εγγραφή για να εξασκήσω το επάγγελμα της εμπορίας αγροτικών - κτηνοτροφικών προϊόντων στο ....."ενώ έθεσε εν αγνοία του φερομένου ως εξουσιοδοτούντος και χωρίς τη συναίνεσή του κατ' απομίμηση την υπογραφή του, στη συνέχεια δε προσκόμισε αυτήν αφενός στο ΑΤ .... προκειμένου να βεβαιωθεί το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος αφετέρου δε στο ΤΕΒΕ ......στα πλαίσια της διαδικασίας έναρξης επαγγέλματος. Ολες τις παραπάνω πράξεις τέλεσε αποσκοπώντας να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους των υπηρεσιών στις οποίες κατέθεσε τα ως άνω πλαστογραφημένα έγγραφα σχετικά με όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την έναρξη και λειτουργία επιχείρησης εμπορίου αγροτικών - κτηνοτροφικών προϊόντων στο ......Επίσης προέβη στις εξής ακόμη ενέργειες: 1) στην ..... την 1-7-2002 μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε στο όνομα του εγκαλούντα στους αρμόδιους υπαλλήλους του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου ..... πέτυχε, παριστάνοντας τον Ψ1 να αποσπάσει από αυτούς την με αριθμό πρωτ. .... βεβαίωση, δυνάμει της οποίας δηλωνόταν ότι ύστερα από διενεργηθέντα έλεγχο στα μητρώο επωνυμιών και τίτλων η υπό ίδρυση εταιρία με την επωνυμία Ψ1 έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την παραπάνω επωνυμία (....), 2) στην ...... την 1-7-2002 μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε στο όνομα του εγκαλούντα στους αρμόδιους υπαλλήλους του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων πέτυχε, παριστάνοντας τον εξουσιοδοτούμενο από τον Ψ1 να αποσπάσει από την υπάλληλο ...... αφενός την με αριθμό ...... βεβαίωση σύμφωνα με την οποία ο εγκαλών, φερόμενος ως έμπορος αγροτικών - κτηνοτροφικών προϊόντων στο ......υπέβαλε απογραφική δήλωση για ασφάλιση στο ΤΑΕ, και αφετέρου το υπ' αριθμόν ...... δελτίο απογραφής ασφαλισμένου και 3) στα ..... την 16-10-2002 έχοντας στα χέρια του τις ανωτέρω πλαστές εξουσιοδοτήσεις καθώς και το πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου πέτυχε να πείσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της ΔΟΥ .... να ενεργήσουν αυτοψία στο δήθεν μισθωμένο ακίνητο και να εκδώσουν την με αριθμό πρωτ. .... ειδική έκθεση αυτοψίας. Με την έκδοση όλων των ανωτέρω βεβαιώσεων επεδίωκε την τυπική έναρξη στο όνομα του εγκαλούντα επιχείρησης εμπορίας αγροτικών-κτηνοτροφικών προϊόντων προκειμένου να καταστεί και δικαιούχος των σχετικών επιχορηγήσεων".Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο κήρυξε τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ένοχος των εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση (άρθρα 216 παρ. 1, 220 παρ. 1, 98 και 94 ΠΚ) και του επέβαλε συνολική ποινική φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους τις υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 220 παρ. 1 και 27 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις, υπάρχει πλήρης αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν, με την αναφορά αυτών (αποδεικτικών μέσων) γενικά κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα και πρακτικά πρωτοβάθμιας απόφασης και απολογία κατηγορουμένου), αρκούσης της αναφοράς αυτής, χωρίς ανάγκη παραθέσεώς τους αναλυτικώς και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Ειδική αιτιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Περαιτέρω ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των προδιαληφθέντων εγκλημάτων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο δόλο, δεν ήταν αναγκαίο ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Εξάλλου στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς αιτιολογούνται αφενός μεν ο σκοπός του αναιρεσείοντος να παραπλανήσει με την κατάρτιση και τη χρήση των μνημονευομένων εγγράφων τους αρμόδιους υπαλλήλους των αναφερομένων υπηρεσιών ως προς τα προαναφερόμενα γεγονότα και αφετέρου οι έννομες συνέπειες τόσο της πλαστογραφίας μετά χρήσεως όσο και της ψευδούς βεβαίωσης. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1 και 220 παρ. 1 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ολες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που με την επίκληση των ως άνω λόγων πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ειδικότερα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. ΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επέρχεται μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του ΚΠοινΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Όπως δε προκύπτει από τα άρθρα 63, 82 έως 84 και87 του ΚΠοινΔ, νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία εκείνος, που δικαιούται να απαιτήσει, ως παθών από το έγκλημα, αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, τέτοιος δε είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, εκείνος που αμέσως ζημιώθηκε από την αξιόποινη πράξη ή υπέστη από αυτή ηθική βλάβη η ψυχική οδύνη. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται αυτή, δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 3, 83 και 42 παρ. 2 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως, είτε δια ειδικού πληρεξουσίου που έχει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κώδικα. Η δι' ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, δεν αντίκειται προς τις, υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 53/1974 και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 327 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά ένα τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα και να ζητήσει από το δικαστήριο, που θα κρίνει κυριαρχικά και με αιτιολογημένη απόφασή του, κατά τη διεξαγωγή της δίκης να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις, με σκοπό να εξεταστούν και άλλοι μάρτυρες που δεν κλητεύθηκαν ή δεν εμφανίστηκαν στη δίκη (άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ και αρ. 6 παρ. 3 στοιχ. δ' ΕΣΔΑ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. 808/2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημ/κείου Κοζάνης) και τα ενσωματωμένα σ' αυτήν πρακτικά, ο Ψ1 δήλωσε προφορικά ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος και ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης που υπέστη από τις σε βάρος του πράξεις του κατηγορουμένου, το ποσό των 40 ευρώ, με επιφύλαξη να ασκήσει κατά τα λοιπά το δικαίωμά του στα πολιτικά δικαστήρια. Κατά της παράστασης αυτής του πολιτικώς ενάγοντος δεν προβλήθηκε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση πολιτικής αγωγής και επεδίκασε στον άνω πολιτικώς ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 40 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, όπου ήχθη κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτή πρακτικά εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Βασίλειος Ματσιώρης και δήλωσε "ότι παρίσταται ως πληρεξούσιος δικηγόρος του απόντος μάρτυρος και πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 κατοίκου... σύμφωνα με την από 9-10-2006 εξουσιοδότηση με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής και δήλωσε για λογαριασμό του απόντος μάρτυρος - πολιτικώς ενάγοντος και αντί αυτού, παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του εναγομένου - κατηγορουμένου, ζητώντας να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των σαράντα (4) ευρώ με επιφύλαξη για τα περαιτέρω στα πολιτικά δικαστήρια, σαν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από τις πράξεις του κατηγορουμένου". Κατά της εν λόγω παραστάσεως αντέλεξε ο κατηγορούμενος "λέγοντας ότι ο πολιτικώς ενάγων έπρεπε να έχει ειδικό πληρεξούσιο για την εκπροσώπησή του στο δικαστήριο και όχι απλή εξουσιοδότηση". Η παραπάνω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του παθόντος που έγινε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του που είχε έγγραφη προς τούτο ειδική πληρεξουσιότητα δοθείσα κατά το άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠοινΔ για την ίδια αιτία με εκείνη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας, νομότυπη και δεν ήταν αναγκαίο για το παραδεκτό αυτής η παροχή της ειδικής πληρεξουσιότητας στον άνω δικηγόρο να γίνει μόνο με συμβολαιογραφικά έγγραφα. Συνεπώς, ορθώς το Τριμελές Εφετείο με την ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση του έκρινε ότι η άνω δήλωση του παθόντος ήταν νομότυπη και απέρριψε τη σχετική ένσταση του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι η κατά τα άνω γενομένη δήλωση και παράσταση της πολιτικής αγωγής διά πληρεξουσίου δεν είναι επιτρεπτή και προσβάλλονται τα θεμελιώδη δικαιώματά του, τα οποία θεμελιώνονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ότι η χορήγηση της πληρεξουσιότητας στον παραστάντα δικηγόρο έπρεπε να είχε γίνει με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και ότι στην παραπάνω δήλωση δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται και δεν διευκρινίζεται ποιο είναι το περιεχόμενο της ηθικής βλάβης και ποια η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων που φέρεται ότι τέλεσε και ηθικής βλάβης που προκλήθηκε, είναι αβάσιμος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1η Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του .....για αναίρεση της υπ' αριθμ. 473/2006 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία πλαστογραφίας. Στοιχεία υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση. Ποιος δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Προϋποθέσεις νομότυπης παράστασης πολιτικής αγωγής γενικώς και ειδικώς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ ειδικού πληρεξουσίου που διαθέτει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα κατ’ άρθρο 42 παρ. 2 Κ.Π.Δ. . Η δι’ ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω μη νομότυπης παράστασης του παθόντος ως πολιτικώς ενάγοντος δι’ ειδικού πληρεξουσίου.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστογραφία, Ε.Σ.Δ.Α., Πολιτική αγωγή, Εξακολουθούν έγκλημα.
1
Αριθμός 1362/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σίδερη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 και 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές φυλακές Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρέστη στο αυτοπροσώπως χωρίς δικηγόρο, κατά του υπ'αριθμ. 362/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του αποφάσισε την μη εκτέλεση του από 9-7-2007 ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τις Αρμόδιες Γερμανικές Αρχές σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου και την στην Ελλάδα έκτιση της ποινής προς εκτέλεση της οποίας εκδόθηκε το ως άνω ένταλμα. Κατά του βουλεύματος αυτού ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 1/28-3-2008 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης Μαρίας Κατσαροπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 559/2008. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον αυτοπροσώπως παραστάντα εκζητούμενο, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει η έκτιση του υπολοίπου της ποινής στην Ελλάδα, άλλως να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 22 § 1 του Ν. 3251/2004 περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, "σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον Άρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα του άρθρου 451 του Κ.Ποιν.Δ. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα εφετών". Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση από 28-3-2008 έφεση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης (αρ. έκθ 1/2008), πλήττει την 362/27-3-2008 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης κατά το κεφάλαιό της που διέταξε την υπό του εκκαλούντος ημεδαπού εκτέλεση στην Ελλάδα της ποινής φυλακίσεως ενός έτους και τεσσάρων μηνών, η οποία του επιβλήθηκε με την από 4-9-2002 απόφαση του Πρωτοδικείου του Αννοβέρου Γερμανίας, προς το σκοπό εκτελέσεως της οποίας εκδόθηκε από την Εισαγγελία Αννοβέρου το από 9-7-2007 ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εναντίον του εκκαλούντος. Η έφεση αυτή ασκήθηκε εμπροθέσμως, εντός των ως άνω είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, αλλά και παραδεκτώς, διότι ο εκκαλών, κατ' εκτίμηση των προβληθέντων ενώπιον του ανωτέρω Συμβουλίου ισχυρισμών του, όπως προκύπτουν από τα ενσωματωμένα στην εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, κυρίως είχε αντιλέξει στην καθόλου εκτέλεση της ποινής για την οποία το ως άνω ένταλμα, συντρεχούσης εντεύθεν της, κατά την έννοια του ανωτέρω 22 § 1, μη συγκαταθέσεώς του, και επικουρικώς είχε ζητήσει δια του συνηγόρου του, την εκτέλεση της ποινής αυτής στην Ελλάδα. Επομένως, η εν λόγω έφεση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 462 επ., 474 § 2 και 502 § 2 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των προβαλλομένων λόγων, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που έχει εξουσία να κρίνει μόνον για εκείνα τα μέρη της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως που προβάλλει ο εκκαλών. Αυτό ισχύει κατ' αναλογίαν και ως προς το ένδικο μέσο της εφέσεως που προβλέπεται από τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 22 § 1 του Ν. 3251/2004 και εκείνη του άρθρου 451 Κ.Ποιν.Δ κατά της περί εκδόσεως αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών. Στην προκειμένη περίπτωση από το περιεχόμενο της κρινόμενης εφέσεως προκύπτει ότι ο εκκαλών, χωρίς να διατυπώνει παράπονο για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων που εμποδίζουν τη διαταχθείσα εκτέλεση στην Ελλάδα της ποινής για την οποία το ως άνω ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, προσβάλλει την εκκαλούμενη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης κατά το προεκτεθέν κεφάλαιό της για τους εξής λόγους: 1)επειδή δεν προσκομίσθηκαν στο Συμβούλιο Εφετών ούτε εξ αρχής, ούτε μετά τη 1337/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του που διέταξε την προσκόμισή τους, τα υπό του άρθρου 12 § 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως εκδόσεως προβλεπόμενα έγγραφα, 2)επειδή δεν προσκομίσθηκαν στο Συμβούλιο Εφετών τα έγγραφα που ζητήθηκαν με επόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του (1339/2007) και ειδικότερα "τα πρακτικά των αποφάσεων από τα οποία θα προέκυπτε η βασιμότητα του ισχυρισμού του για τη μη εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε δυνάμει της από 4-9-2002 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Αννοβέρου" και 3)επειδή το Συμβούλιο Εφετών δεν ανέβαλε τη συζήτηση, μετά από την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφασή του, προκειμένου να ζητηθεί από την Εισαγγελία του Αννοβέρου και να προσκομισθεί αντίγραφο ποινικού μητρώου του "σε συνάρτηση με το ...... έγγραφό της, με το οποίο ενημέρωσε τον εκζητούμενο ότι δεν προτίθεται να αρχίσει διαδικασία εκτέλεσης ποινής της επίδικης αποφάσεως το Γενάρη του 2008", όπως είχε ζητήσει σχετικώς ο εκκαλών. Συνακολούθως, η έφεση θα ερευνηθεί μόνον ως προς τις προαναφερθείσες αιτιάσεις της κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, επελήφθη ως η αρμοδία δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτελέσεως του υπόψη ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σύμφωνα με το άρθρο 9 § 3 του Ν. 3251/2004, τον οποίο και εφήρμοσε. Επομένως, ο ανωτέρω πρώτος λόγος εφέσεως, αποδίδων πλημμέλεια στην εκκαλουμένη για παράβαση των οριζομένων στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, (εννοείται η κυρωθείσα από την Ελλάδα με το Ν. 4165/1961), η οποία δεν εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο δεύτερος λόγος εφέσεως, καθόσον το δικάσαν Δικαστικό Συμβούλιο εδικαιούτο να μην εμμείνει στην προηγούμενη 1339/2007 απόφασή του, με την οποία, όπως απ' αυτή προκύπτει, είχε αναβάλει την οριστική του απόφαση, κατά το άρθρο 19 § 2 του Ν. 3251/2004 για συμπληρωματικές πληροφορίες και δη δια της προσαγωγής επισήμου αντιγράφου των σ' αυτή αποφάσεων, αφού έκρινε ότι τις πληροφορίες αυτές τις απέκτησε από το μνημονευόμενο στην εκκαλούμενη απόφαση έγγραφο (........ τηλεομοιοτυπικό σήμα του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας-Διεύθυνση Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας). Τέλος, απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος εφέσεως προεχόντως διότι από τα ανωτέρω πρακτικά δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών υπέβαλε στο Συμβούλιο το ισχυριζόμενο, για τον ανωτέρω λόγο, αίτημα αναβολής, πέραν και ανεξαρτήτως της πρόδηλης αοριστίας του. Κατ' ακολουθίαν, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Έξοδα δεν επιδικάζονται κατ' άρθρο 37 του Ν. 3251/2004. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 28 Μαρτίου 2008 έφεση του Χ1, κατά της 362/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως εκδοθέν από τη Γερμανία κατά Έλληνος υπηκόου προκειμένου να εκτελεσθεί απ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως. Απορρίπτεται η έφεση του καθ’ ου το ένταλμα αυτό. Οι διατάξεις των άρθρων 462 επ., 474§2 και 502§2 ισχύουν κατ’ αναλογία και για την έφεση που ασκείται στον Άρειο Πάγο κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών που επιλαμβάνεται για την έκδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως του Ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση.
Έκδοση
Έκδοση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1357/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μουσά, περί αναιρέσεως της 51785/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Δεκεμβρίου 2007 αιτήσεις του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2114/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Οι υπό κρίση, από 3-12-2007, δύο αιτήσεις (δηλώσεις) αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 κατά της ίδιας, με αριθ. 51785/2007, καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους ασάφειας. ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Ειδικά όσον αφορά τον δόλο, που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που, κατά το νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών και προκύπτει από αυτή. Αντίθετα, τέτοια αιτιολογία απαιτείται στις περιπτώσεις, που, κατά το νόμο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή αξιώνεται ειδικός δόλος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν και ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, στις 27-2-2001, στη θέση ".........", του Δήμου Αχαρνών, ενεργώντας ως εργολάβος και για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία "WILLOW PROPERTIES INC", που εδρεύει στη Μοραβία Λιβερίας με πρόθεση, εντός δασικής έκτασης, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως τέτοια δυνάμει της υπ' αριθμ. ....... πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πάρνηθας, προέβη σε ενέργειες που παρέβλαπταν την κατά προορισμό χρήση της έκτασης αυτής ως δασικής, ειδικότερα δε προέβη στις ακόλουθες ενέργειες α) κατασκευή μανδρότοιχου διαστάσεων 110 μ. χ 0,45 μ. χ 0,30 μ., 15 κολωνακίου, διαστάσεων 0,25 μ χ 0,25 μ. και ύψος 2,50 μ. από γκρο μπετόν, καταστρέφοντας την υπάρχουσα δασική βλάστηση, αποτελούμενη από νεαρά άτομα χαλεπίου πεύκης στην ανατολική πλευρά της ανωτέρω έκτασης β) κατασκευή σεναζίου, διαστάσεων 25 μ. χ 0,30 μ. χ 0,45 μ. με γκρο μπετόν σε συνέχεια παλαιού σεναζίου, διαστάσεων 25 μ. χ 0,30 μ. χ 0,20 μ., από γκρο μπετόν, πάνω στο οποίο τοποθετήθηκαν κάγκελα, στη βόρεια πλευρά της άνω έκτασης (βλ. την από ......... έκθεση αυτοψίας). Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του άρθρου 842 §2ε ΠΚ, καθόσον, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, συμπεριφέρθηκε καλά". Στη συνέχεια, τον κήρυξε ένοχο για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 71 παρ. 3-1 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας" και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που δέχτηκε το εν λόγω Δικαστήριο, δεν περιορίστηκε σε απλή αντιγραφή του διατακτικού ή του κατηγορητηρίου, αλλά διέλαβε στην προσβαλλόμενη αυτοτελή αιτιολογία και μάλιστα την, κατά τα παραπάνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, σε σχέση με την κρίση του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, αφού, αφενός, εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν και από τα οποία πείστηκε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την παραπάνω αξιόποινη πράξη, καθώς και τις σκέψεις επί των οποίων θεμελίωσε την κρίση του αυτή, και, αφετέρου, μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα εν λόγω περιστατικά χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός του τι ακριβώς προκύπτει από το κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά. Ειδικότερα, σε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο της παραπάνω πράξης, δηλαδή το δόλο, δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθεί ειδική αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού αυτός, κατά το νόμο (δηλαδή την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3-1 του Ν. 998/1979), ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση και εξυπακούεται η ύπαρξή του από την πραγμάτωση αυτών. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αντιφατικές διατάξεις, αφού, στο σκεπτικό αυτής, διευκρινίζεται πλήρως ότι ο αναιρεσείων, ως εργολάβος, ενήργησε τις αναφερόμενες πράξεις, με τις οποίες παρέβλαψε την κατά προορισμό χρήση της αναφερθείσες δασικής έκτασης, τις δε πράξεις αυτές, τις ενήργησε για λογαριασμό της εταιρείας "", η οποία ήταν και η εντολοδότριά του, ως φερομένη κυρία της επίδικης έκτασης, όπως ο ίδιος ο αναιρεσείων υποστηρίζει, η δε παράθεση των δύο αυτών εννοιών (εργολάβος... για λογαριασμό της... ), δεν δημιουργεί ασάφεια, ενόψει των προαναφερθέντων, ορθώς δε το Δικαστήριο υπήγαγε τη συμπεριφορά αυτή του αναιρεσείοντος στην, ως άνω, ουσιαστική ποινική διάταξη, την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος και μοναδικός λόγος της υπ' αριθ. πρωτ. 3274/2007 πρώτης αναίρεσης και δεύτερος λόγος της υπ' αριθ. πρωτ. 3275/2007 δεύτερης αναίρεσης, θεωρουμένων τούτων ως ενιαίο κείμενο, αφού η δεύτερη είναι συμπληρωματική της πρώτης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρ. 31 παρ. 2 του ΠΚ προκύπτει ότι για να μην καταλογισθεί η πράξη στον κατηγορούμενο λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη του για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του άδικου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του. Ο ισχυρισμός για ύπαρξη συγγνωστής νομικής πλάνης, ως τείνων στην άρση του καταλογισμού της πράξεως στον κατηγορούμενο, είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τις διατάξεις των αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύει, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατά την ανωτέρω διάταξη του ΠΚ, είναι αναγκαία για την θεμελίωσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν προέβαλε ισχυρισμό περί συγγνωστής νομικής πλάνης και, συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε μη προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό, ο δε εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος της δεύτερης των συνερευνωμένων αιτήσεων αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιο πάνω άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της δεύτερης των ως άνω αιτήσεων αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, στήριξε την σε βάρος του αναιρεσείοντος καταδικαστική της κρίση, σε έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν και έτσι αυτός στερήθηκε του εκ του άρθρου 358 Κ.Π.Δ. απορρέοντος δικαιώματός του, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Όμως, πέρα από την αοριστία του ως άνω ισχυρισμού, αφού δεν προσδιορίζονται δι' αυτού, σε ποια μη αναγνωσθέντα έγγραφα αναφέρεται ο λόγος αυτός, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, καθώς και από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της, δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη, για το σχηματισμό της κρίσης αναφορικά με την ενοχή του αναιρεσείοντος, άλλα έγγραφα, πέραν εκείνων που αναγνώσθηκαν, με συνέπεια, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται, με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, να μην επέλθει ακυρότητα και ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγους προς έρευνα, πρέπει οι συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις, να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις συνεκδικαζόμενες, υπ' αρ. πρωτ. 3274/2007 και 3275/2007, αντίστοιχα, αιτήσεις του Χ1 , για αναίρεση της υπ' αρ. 51785/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 71 παρ. 3-1 ν. 998/1979. 1) Έλλειψη αιτιολογίας, αναφορικά με την ύπαρξη δόλου στην τέλεση της ως άνω πράξης, την προβολή ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης. 2) Απόλυτη ακυρότητα για λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δασικά αδικήματα, Δόλος, Πλάνη νομική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1356/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Μαστρογιαννοπούλου, περί αναιρέσεως της 4378/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον χ2. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1563/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 4378/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Χ2, σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, ανασταλείσαν επί 3ετίαν, για εμπρησμό εκ προθέσεως, από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα και για απάτη σχετικά με τις ασφάλειες, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενος χ1 είναι μακρινός συγγενής του δεύτερου κατηγορουμένου χ2 και, όταν το έτος 1998 απολύθηκε από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, όπου εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής, προσελήφθη από τον τελευταίο να εργασθεί στην επιχείρηση κατασκευής αλουμινίων, την οποία (ο χ2) διατηρούσε στο όνομα της συζύγου του, στο επί της οδού ........, στο Αιγάλεω, μίσθιο κατάστημα. Την άνω επιχείρηση ο χ2 διαφαίνεται να έχει μεταβιβάσει στην εταιρεία "ΒΙΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑΣ" και να εγκαθιστά αυτήν (εταιρία) στο ίδιο κατάστημα, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον εκμισθωτή του καταστήματος Ζ1 να επιτρέψει τη στέγαση της εταιρείας στο εν λόγω μίσθιο. Ο εκμισθωτής δέχθηκε και μεταξύ εκμισθωτή και της εταιρείας "ΒΙΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑΣ" καταρτίσθηκε η από .... σύμβαση μισθώσεως. Όμως ο Χ2 και μετά την μεταβίβαση, αλλά και τη νέα σύμβαση μισθώσεως, εξακολουθούσε να βρίσκεται στην επιχείρηση, να φέρεται ως αφεντικό και ο ίδιος να καταβάλλει το μίσθωμα στον άνω εκμισθωτή, όπως τούτο προκύπτει από τις καταθέσεις του εκμισθωτή, τόσο στο Πρωτοβάθμιο, όσο και στο παρόν Δικαστήριο. Το έτος 2000 διαφαίνεται να μεταβιβάζει ο ...... 21.500 μετοχές της εταιρείας "ΒΙΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.", στον χ1 και η μητέρα αυτού (.......) 5.000 μετοχές της ίδιας εταιρείας στη σύζυγο του χ1, Γ1. Στις 30-6-2000, η Γ. Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας εξέλεξε ως μέλη του Δ.Σ. τον Χ1 (1ο κατηγορούμενο), το Ζ3 και την .......... και την ίδια ημερομηνία το Δ.Σ. εξέλεξε Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας του χ1 (ΦΕΚ 711/1-2-2000 ΤΑΕ ΕΠΕ). Στις 25-7-2000, η έδρα της εταιρείας μεταφέρεται στο προαναφερόμενο μίσθιο, Δωδεκανήσου 33, Αγ. Βαρβάρα, Αιγάλεω (ΦΕΚ 7436/7-8-2000 ΤΑΕ/ΕΠΕ). Στις .... η Γ. Συνέλευση των μετόχων εξέλιξε μέλη του Δ.Σ. τον χ1 την Γ1 (σύζυγό του) και τον Ζ2 με πενταετή θητεία και πρόεδρο τον χ1 και όλα αυτά με τις υποδείξεις του Χ2 (2ου κατηγορουμένου) ο οποίος βρισκόταν στην εταιρεία και εργαζόταν ως αφεντικό όπως τούτο προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ζ2 και Ζ3 τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και στο παρόν (βλ. αυτές στα πρακτικά της εκκαλουμένης και παρούσης αποφάσεως). Όταν ο ρπώτος κατηγορούμενος εισήλθε, στην εταιρεία ΒΙΤΟΡΙΑ ΑΕ το μετοχικό κεφάλαιο ήταν 30.000.000 δρχ. και λίγο αργότερα η επιχείρηση της εταιρίας ασφαλίσθηκε για το ασφαλιστικό ποσό των 152.000.000 δρχ. ως προς τα κινητά και για 20.000.000 ως προς το μίσθιο, όπως τούτο προκύπτει από το υπ' αριθμό ..... Ασφαλιστήριο Κλάδου πυρός της ..., ενώ, όπως προκύπτει από το σύστημα Τειρεσίας, το ύψος του ποσού των ακαλύπτων επιταγών που εξέδωσε η εταιρεία ΒΙΤΟΡΙΑ ΑΕ, μέχρι 8-3-2001, ανερχόταν στο ποσό των 100.000.000 περίπου και στερήθηκε και το καρνέ επιταγών. Το κατάστημα της εταιρείας λειτουργούσε και Σάββατα, όπως και το Σάββατο 7-3-2001. Στις 8-3-2001 και περί ώρα 02:35 ξημερώματα Κυριακής στο εν λόγω κατάστημα εκδηλώθηκε πυρκαγιά, για την κατάσβεση της οποίας επιλήφθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Η πυρκαγιά αυτή προξενήθηκε με πρόθεση από κοινού από αμφοτέρους τους κατηγορουμένους, οι οποίοι, αφού συγκέντρωσαν στο εσωτερικό του ισογείου καταστήματος της οδού Δωδεκανήσου 33, όπου στεγαζόταν η εταιρεία "ΒΙΤΤΟΡΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ" χάρτινα κυτία, ένα δέμα διαφόρων εμπορευμάτων, βιβλία και έγγραφα και τα διαπότισαν με βενζίνη, όπως έκαμαν και στους λοιπούς χώρους και αντικείμενα του καταστήματος (γραφείο, πατάρι, έπιπλα γραφείου, ντοσιέ αρχειοθέτησης) τα οποία περιέβρεξαν με βενζίνη και στη συνέχεια έθεσαν επ' αυτών πυρ, το οποίο, εξαιτίας των ευφλέκτων υλών (βενζίνης και χάρτινων, ξύλινων, πλαστικών αντικειμένων) επεξετάθη και εξερράγη πυρκαγιά η οποία κατέκαυσε την ηλεκτρική εγκατάσταση του κτιρίου, εμπορεύματα και έπιπλα της άνω εταιρεία, ρύπανε τον όλο χώρο και προκλήθηκε κίνδυνος επεκτάσεως της πυρκαγιάς στις παρακείμενες ακίνητες ιδιοκτησίες. Την πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο είχε προηγηθεί ασφαλιστική κάλυψη για τα κινητά ύψους 152.000.000 δρχ. και σε ευρώ 446.075 και 20.000.000 και σε ευρώ 58.695 για το ακίνητο μίσθιο, επέφεραν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εκ των οποίων ο πρώτος ετύγχανε πρόεδρος και μέτοχος του 80% του μετοχικού κεφαλαίου και ο δεύτερος αφανής συνδιαχειριστής με σκοπό να εισπράξει ο πρώτος και να καρπωθούν αμφότεροι το ποσό που θα εισέπρατταν από την ασφαλιστική Εταιρεία ....... Την άνω κρίση του Δικαστηρίου, δηλαδή ότι την πυρκαγιά προκάλεσαν από πρόθεση αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ενισχύεται και η από ...... έκθεση απλής αυτοψίας του Πυρονόμου ...... στην οποία επί λέξει μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής " ...Η πυρκαγιά οφείλεται σε εσφαλμένη ενέργεια, εξερράγη στο εσωτερικό του καταστήματος, ο συναγερμός του οποίου κατά την είσοδο των πυροσβεστών δεν λειτούργησε με την εστία της να βρίσκεται στο ισόγειο και στο χώρο μπροστά από τα W.C. Εκεί αρκετά εμπορεύματα αλλά και διάφορα έγγραφα είχαν ριφθεί στο δάπεδο και εμποτισθεί με βενζίνη, υπολείμματα δε του δοχείου μεταφοράς της, βρέθηκαν στο σημείο αυτό. Επίσης με πολύ μεγάλη ποσότητα βενζίνης είχαν εμποτισθεί και τα γραφεία στο πατάρι όπου δεν υπήρχε ανάφλεξη, με αποτέλεσμα να βρεθούν διάσπαρτα 4 πλαστικά δοχεία χωρητικότητας 4 λίτρων το καθένα όσο και των διάφορων εγγράφων. Οσο για την είσοδο του δράστη ή των δραστών στο εσωτερικό του καταστήματος, επειδή δεν υπήρχαν ίχνη, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή έγινε από το ανοιχτό παράθυρο του ακάλυπτου, που βρίσκεται σε ύψος 3,5 μέτρα από το έδαφος, επειδή και στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να έχει ηχήσει ο συναγερμός, πράγμα που δεν συνέβη, επειδή στην περίπτωση που ο δράστης εισήρχετο από το παράθυρο, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να εγκλωβισθεί, κατά τη φυγή του, οπότε θα προτιμούσε να προκαλέσει την πυρκαγιά, χωρίς να εισέλθει στο εσωτερικό, επειδή η μεταφορά των 5 τουλάχιστον δοχείων με βενζίνη από το παράθυρο ήταν αρκετά δύσκολη επιχείρηση, με κίνδυνο οι δράστες να γίνουν αντιληπτοί από κάποιους ενοίκους διαμερισμάτων των παρακειμένων πολυκατοικιών και επειδή την προηγούμενη ημέρα Σάββατο, κατά πληροφορίες, το κατάστημα ήταν ανοιχτό, συμπεραίνουμε ότι η εισαγωγή των δοχείων με τη βενζίνη καθώς και η είσοδος του δράστη ή των δραστών έγινε με κλειδιά από την κεντρική είσοδο του καταστήματος και ότι οι ίδιοι φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί θα είχαν μεγαλύτερη ωφέλεια από την καταστροφή των γραφείων, παρά του εμπορεύματος, αφού στα γραφεία υπήρξε μεγάλη διαβροχή σε όλο το χώρο τους αντίθετα με τον εκθεσιακό χώρο, όπου διαβροχή υπήρξε μόνο στο σημείο της εστίας της φωτιάς", ενώ θα πρέπει να τονισθεί ότι από το περιεχόμενο της απολογίας του 2ου κατηγορουμένου Χ2 (ο 1ος δεν εμφανίσθηκε) δεν παραμένει καμιά αμφιβολία 1) ότι ο 1ος κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε δυνατότητα αγοράς μετοχών, αφού ο μισθός που ελάμβανε προηγουμένως ως υπάλληλος του Χ2, ήταν 40.000 δρχ., είχε 3 παιδιά και η σύζυγός του εργαζόταν περιστασιακά στο Δήμο 2) ότι το πραγματικό αφεντικό ήταν αυτός, δηλαδή ο Χ2 και τούτο αβίαστα προκύπτει από τον ισχυρισμό και του ίδιου του Χ2, ότι το 2000 έγινε πρόταση στον χ1 να αναλάβει τη διοίκηση της εταιρείας από τους νέους ιδιοκτήτες, ο χ1 τον ρώτησε και αυτός του είπε "χ1 από εμένα δεν υπάρχει πρόβλημα". Η τελευταία αυτή φράση μαρτυρεί την προηγούμενη σχέση του Χ2 (2ου κατηγορουμένου) στην εταιρεία, ως αφανής συνδιαχειριστής και αφεντικό και την εξάρτηση του 1ου κατηγορουμένου (χ1) από τον Χ2, ο οποίος εν τοις πράγμασι τον χρησιμοποιούσε για την επίτευξη του ως άνω σκοπού του. Ανεξάρτητα όμως από την ουσιαστική αλλά αφανή συμμετοχή του Χ2 στην εταιρεία και την εικονική τοιαύτη του χ1, όπως αυτή προέκυψε από τα άνω αποδειχθέντα, καθόσον ούτε χρήματα διέθετε για αγορά 21.500 μετοχών ο ίδιος ο χ1 και 5000 η σύζυγός του, ούτε το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο αυτού, το οποίο επιβεβαιώνουν και οι μάρτυρες κατηγορίας Ζ1 και Ζ2 δικαιολογούσε την θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της άνω Αν. Εταιρείας την οποία κατείχε, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ήτοι χ1 και Χ2, τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται, καθόσον ο μεν πρώτος, είχε εκδώσει σωρεία επιταγών ακάλυπτων και έπρεπε να βγει από το αδιέξοδο, ο δε δεύτερος είχε όφελος να καρπωθεί μέρος του ασφαλιστικού ποσού ως αφανής, αλλά εταίρος πραγματικός και διαχειριστής της εταιρείας, στην είσπραξη του οποίου αμφότεροι απέβλεπαν, με την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου, την οποία, κατά τα άνω επέφεραν. Το γεγονός βέβαια ότι ο χ1 υπέβαλε μετά πέντε έτη από την πυρκαγιά, την από 29-5-2006, μήνυση, κατά του Χ2, συγκατηγορουμένου του, στην οποία εκθέτει την πραγματική κατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων και που αποδίδει τα αδικήματα της απάτης και της πλαστογραφίας, δεν αίρει την, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ως άνω από κοινού συμμετοχή του στις πράξεις που του αποδίδονται. Επομένως αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 264 περ. α' και 388 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες σωστά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις, αβάσιμα υποστηρίζεται ότι η καταδικαστική κρίση στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στο κίνητρο των υπαιτίων, αφού, αυτό (κίνητρο), ενόψει των όσων διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό, αποτελεί μόνο ένα μέρος των πραγματικών παραδοχών της προσβαλλομένης, όχι όμως και το αποκλειστικό. Επίσης, αβασίμως υποστηρίζεται ότι υπάρχει ασάφεια, η οποία επιφέρει έλλειψη αιτιολογίας, με την αναφερόμενη στο σκεπτικό περικοπή "ότι το γεγονός της καταμήνυσης από τον (ήδη αναιρεσείοντα) χ1, του συγκατηγορουμένου του Χ2, δεν αίρει την, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ως άνω, από κοινού συμμετοχή τους στις πράξεις που τους αποδίδονται", καθόσον, σύμφωνα με τις παρατεθείσες πραγματικές παραδοχές της προσβαλλομένης, η ενέργεια αυτή του αναιρεσείοντος, δεν ήταν αρκετή για το σχηματισμό διαφορετικής κρίσης, πέρα από το γεγονός ότι, η αιτίαση αυτή είναι και απαράδεκτη, διότι, με αυτήν, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., λόγος της ένδικης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η αναίρεση και θα καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αρ. 305/23.7.2007 αίτηση του χ1, για αναίρεση της υπ' αρ. 4378/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1) Εμπρησμός από πρόθεση με κίνδυνο σε ξένα πράγματα. 2) Απάτη σχετικά με τις ασφάλειες. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Εμπρησμός με πρόθεση.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 1355/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Μπουλούκο, περί αναιρέσεως της 739/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαϊου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 891/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 380 παρ.1 του ΠΚ "όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον αναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ληστείας, με το οποίο προσβάλλεται η προσωπική ελευθερία, συγχρόνως δε και η ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών ενωμένων με άμεσο κίνδυνο κατά του σώματος ή της ζωής και ταυτόχρονη αφαίρεση κινητού πράγματος ολικώς ή μερικώς ξένου ή, εναλλακτικώς, ο εξαναγκασμός προς παράδοση του πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση. Είναι έγκλημα σύνθετο, αποτελούμενο από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής και της παράνομης βίας, η οποία, ως μέσον, άγει στην ικανοποίηση του σκοπού. Σωματική δε βία, κατά δε το άρθρο 13 περιπτ. δ` του ίδιου Κώδικα, συνιστά και "η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα". Περαιτέρω, κατά το άρ. 42 παρ. l του ΠΚ , " όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη". Ως αρχή εκτελέσεως θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία αποτελεί τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που έχει αποφασίσει να τελέσει και που οδηγεί κατ`ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε άμεση και αναγκαία σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται τμήμα αυτής, προς την οποία θα κατέληγε αμέσως, αν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ληστείας, βρίσκεται σε απόπειρα, όταν εκείνος που το αποφάσισε, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του, τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υποστάσεως, δηλαδή την αφαίρεση του κινητού ή την παράδοσή του στον δράστη, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη, ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: "Η κατηγορουμένη, την 11-10-1998, επισκέφθηκε τον υπέργηρο και ήδη αποβιώσαντα Γ στο επί της οδού ...... διαμέρισμά του και, γνωρίζουσα ότι αυτός αναζητούσε οικιακή βοηθό, αφού του συστήθηκε με άλλο από το πραγματικό της όνομα, του εδήλωσε ότι ήταν διατεθημένη να του προσφέρει τις υπηρεσίες της, φροτνίζοντάς τον και ειδικότερα ψωνίζοντας και μαγειρεύοντάς του καθημερινώς. Ο εν λόγω της παρήγγειλε να αγοράσει για λογαριασμό του τα συγκεκριμένα τρόφιμα, που αναφέρει στην κατάθεσή της η μάρτυς κατηγορίας και νύφη του Γ1, τα οποία πράγματι του αγόρασε και την επομένη, 12-10-1998, του τα έφερε στο διαμέρισμά του. Όμως, μεταξύ τούτων, έφερε, προσφέροντάς του ως δώρο, και ένα συσκευασμένο σε κουτί έτοιμο παγωτό μάρκας "......", το οποίο δεν της είχε παραγγείλει, μέσα στο οποίο είχε προηγουμένως τοποθετήσει την αντιψυχωσική ηρεμιστική ουσία προμαζίνη, που, αν την ελάμβανε αυτός, θα του προκαλούσε ύπνο και καταστολή, όπως κατέθεσε η εξετασθείσα μάρτυς κατηγορίας - ιατρός ....., που διενήργησε και την τοξικολογική εξέταση στο παγωτό. Όμως, ο Γ, υποψιασθείς ότι κάτι κακό συμβαίνει, τόσο λόγω του μη παραγγελθέντος παγωτού, όσο και εκ του γεγονότος ότι η κατηγορουμένη έμπαινε χωρίς λόγω στα δωμάτια της κατοικίας του, τηλεφώνησε ανήσυχος στην ως ανωτέρω νύφη του και της ζήτησε να τον επισκεφθεί, πράγμα που εκείνη έκανε, αφού προηγουμένως ειδοποίησε την Αστυνομία, η οποία και παρενέβη. Από τα αποδειχθέντα περιστατικά, που προαναφέρθηκαν, συνάγεται ότι η κατηγορουμένη, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το κακούργημα της ληστείας σε βάρος του Γ, αφού, σε περίπτωση που ο τελευταίος ελάμβανε την προμαζίνη και περιέρχετο σε κατάσταση ύπνου και καταστολής, θα του αφαιρούσε κινητά του πράγματα και δη χρήματα, προκειμένου να τα ιδιοποιηθεί παρανόμως, επιχείρησε πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, δηλαδή τοποθέτησε την προμαζίνη στο παγωτό, το οποίο και παρέδωσε στον ανωτέρω, προκειμένου να το καταναλώσει. Απέτυχε όμως του σκοπού της αυτού για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους από τη θέλησή της και ειδικότερα διότι αυτός δεν κατανάλωσε το παγωτό. Πρέπει να λεχθεί ότι η εν λόγω ενέργεια της κατηγορουμένης σε καμμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί ως προπαρασκευαστική πράξη ληστείας, όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο συνήγορος υπεράσπισής της, αφού ως τέτοια πράξη μπορεί γενικώς να χαρακτηρισθεί μόνο η σκοπούσα στην προμήθεια απλώς των μέσων εκτελέσεως του εγκλήματος, στην διευκόλυνση αυτής, στην παρεμπόδιση ανακάλυψης τούτου ή την εξασφάλιση των συνεπεία αυτού ωφελημάτων, ως π.χ. η προμήθεια όπλου ή δηλητηρίου, η κατασκευή αντικλείδας, η ενέδρα, η κατόπτευση της οικίας στην οποία πρόκειται να εισέλθει ο δράστης για να τελέσει άδικη πράξη κ.λ.π. (Μπουρόπουλος Ερμηνεία του Π.Κ., Γενικό Μέρος, σελ. 118). Συνεπώς, πρέπει όπως, απορριπτομένου του εν θέματι αυτοτελούς ισχυρισμού, κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη της άδικης πράξης, που της αποδίδεται, όπως στο διατακτικό". Με τις σκέψεις αυτές, η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κρίθηκε, ένοχη απόπειρας ληστείας (26 παρ.1, 27 42 παρ.1, 380 παρ.1 ΠΚ) και το Πενταμελές Εφετείο της επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών. Ειδικότερα κήρυξε αυτήν ένοχη του ότι: "Στην Αθήνα, την 12 Οκτωβρίου 1998 έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα της ληστείας, δηλαδή της με σωματική βία εναντίον προσώπου αφαιρέσεως από άλλον ξένου ολικά κινητού πράγματος, για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, επιχείρησε πράξη, που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, πλην όμως δεν επήλθε το σκοπούμενο από αυτήν εγκληματικό αποτέλεσμα, από εξωτερικά εμπόδια και όχι από δική της βούληση. Πιο συγκεκριμένα στον άνω τόπο και χρόνο, αφού την προηγουμένη ημέρα είχε επικαλεστεί στον άνω παθόντα ότι είναι τάχα πρόσωπο που την είχε γνωρίσει με το όνομα .... και έτσι κατάφερε να της επιτρέψει να εισέλθει στο άνω διαμέρισμα του, οπότε του υποσχέθηκε ότι μπορεί να του παραδώσει την επομένη ημέρα ψώνια με την σκοπιμότητα να τελέσει σε βάρος του το έγκλημα της ληστείας. Πράγματι, την επομένη ημέρα, στις 12.10.1998, ενήργησε τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως του κακουργήματος της ληστείας κατά τρόπο αποχρώντα και προσήκοντα για την ολοκλήρωσή του και ειδικότερα, με την πρόφαση ότι θα του παραδώσει τα προαγγελθέντα από αυτόν ψώνια και ότι του προσφέρει ως "δώρο" ένα παγωτό συσκευασμένο τύπου .... καραμέλα, στο οποίο όμως είχε τοποθετήσει υπνωτική ουσία και δη την ουσία προμαζίνη προκειμένου να τον περιαγάγει σε αναισθησία και να του αφαιρέσει ξένα σε αυτήν ολικά κινητά πράγματα εισήλθε στο άνω διαμέρισμα του παθόντος "προσφέροντας" σ' αυτόν το άνω "δώρο", το οποίο όμως ο παθών δεν έφαγε "διότι είδε τη συσκευασία ανοιγμένη και το παγωτό ανακατεμένο και λιωμένο και για τους λόγους αυτούς υποψιάστηκε τις προθέσεις της, δηλαδή δεν επήλθε το σκοπούμενο από αυτήν εγκληματικό αποτέλεσμα από εξωτερικά εμπόδια και όχι από τη δική της βούληση με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ολοκληρώσει το έγκλημα της ληστείας, όπως σκόπευε, να αφαιρέσει από τον παθόντα χρήματά του ή άλλα πράγματά του". Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, κατά τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές της αποφάσεως, η αναιρεσείουσα επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του εγκλήματος της ληστείας, με την ενέργεια αυτής να προσφέρει προς κατανάλωση στον παθόντα παγωτό συσκευασμένο, στο οποίο είχε τοποθετήσει υπνωτική ουσία, προκειμένου να τον περιαγάγει σε αναισθησία, πράξη η οποία, κατά την έννοια του νόμου ( αρ. 13 περ.δ ΠΚ), συνιστά πράξη σωματικής βίας και η οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, σε περίπτωση επιτυχούς εκβάσεώς της, οδηγούσε, ως άμεσο αποτέλεσμα, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ληστείας, δηλαδή στην αφαίρεση των χρημάτων και των κινητών του παθόντος. Με ειδική δε αιτιολογία η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, ότι η πιο πάνω ενέργεια της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας συνιστούν απλές προπαρασκευαστικές πράξεις του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε. Επομένως, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, κατά τις οποίες το Πενταμελές Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρ. 1 του 510 ΚΠΔ, διότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια και ακρίβεια εάν αυτή ενήργησε υλική πράξη και ποιά ακριβώς, που να περιέχει αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος, είναι αβάσιμες, και απορριπτέες. Κατά τα λοιπά οι διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μεταξύ των αιτιάσεων αυτών είναι και εκείνες, κατά τις οποίες το Πενταμελές Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου του 510 ΚΠΔ στοιχ. Δ. αλλά και Ε, της εκ πλαγίου παράβασης των άρθρων 42 και 380 ΠΚ, διότι δεν προέβη στη "στην αξιολόγηση, την εξειδίκευση, την πιστοποίηση, τον έλεγχο και τον ορθό συσχετισμό των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών" που προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει ότι έλαβε υπόψη, και τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, "συνέθεταν την απλή και ατιμώρητο από τον Π. Κ συνδρομή των προπαρασκευαστικών και μόνο πράξεων της αποδιδόμενης κατηγορίας", και ότι, από όλη την αποδεικτική διαδικασία που έλαβε υπόψη του το Πενταμελές Εφετείο "το μεν προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρος κατηγορίας Αστυνομικού ..... η κατηγορηματική δήλωση ότι ο Γ (το υποψήφιο θύμα), όταν πήγε στην Αστυνομία, δεν είπε τίποτα για παγωτό", από δε την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας Γ1 που έδωσε στις 25.10.1998 ενώπιον της κ. Ανακρίτριας του 25ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, προκύπτουν όσα η αναιρεσείουσα αναφέρει στην αίτησή της και ότι υπό τα δεδομένα αυτά δεν αιτιολογεί η προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει ποίων κρίσιμων κριτηρίων οδηγήθηκε στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε αδίκημα του άρθρου 380 ΠΚ εν απόπειρα, "αφού ούτε στην προδικασία ούτε στο Πρωτοβάθμιο ούτε στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εμμαρτύρως κατετέθη ή προσκομίσθηκε ή αναγνώσθηκε οποιοδήποτε έγγραφο, έκθεση βεβαιούν την αρχή εκτελέσεως της αποδιδόμενης σε εμένα αδικοπραξίας ήτοι πότε, πως και με ποιο τρόπο και σε πόσο χρόνο μέσα στο διαδραμόν χρονικό διάστημα από ώρα σε ώρας επεχείρησα να δώσω παγωτό ή προσέφερα παγωτό ώστε να λάβει την εντός αυτού ο Γ υπνωτική ουσία... και πως εθεώρησε το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως δεδομένο ότι ήταν η Χ1 αυτή που έβαλε τα υπνωτικά χάπια στο παγωτό που μου αποδίδεται ότι πήγα ως δώρο στον Γ το πρωί της 12.10.1998". Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 42 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει, κατά τα προαναφερθέντα, να απορριφθούν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την 63/7-5-2007 αίτηση (έκθεση) αναίρεσης της Χ1, κατά της 739/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα ,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πότε υπάρχει απόπειρα. Πότε υπάρχει αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος. Σωματική βία, συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή ανάλογα μέσα. Απόπειρα συνιστά και η προσφορά παγωτού, προς κατανάλωση, το οποίο περιείχε υπνωτική ουσία, με σκοπό ο δράστης να αφαιρέσει χρήματα και κινητά από το θύμα, πλην όμως η ενέργεια έγινε αντιληπτή. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 42 παρ. 1 και 380 παρ. 1 του Π.Κ. Απορρίπτει αναίρεση.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Ληστεία.
0
Αριθμός 1354/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μάλτσιο, περί αναιρέσεως της 261-264/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 592/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική καιεμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει ναεπεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τουκατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοιτείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τηςικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότηταςαυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να είναι ορισμένοι, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό ταπραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τησυγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένουισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των αορίστων αυτών ισχυρισμών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπο του ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθ. 84 παρ.2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αρ. 261-264/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζήτησε, δια της συνηγόρου του, να του αναγνωρισθεί το "ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ". 'Ετσι, όμως, όπως προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός, για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού, ήταν εντελώς αόριστος, δεδομένου ότι δεν συνοδεύθηκε με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που να θεμελιώνουν την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον ως άνω αόριστο ισχυρισμό. Παρόλα αυτά, όμως, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά πλειοψηφία, έστω και εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την παράθεση της επιβεβλημένης αιτιολογίας. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στλοιχ.Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Επειδή, κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 380 του ΠΚ όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέσθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται θάνατος ή ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 299 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας συρρέουν αληθώς, στην περίπτωση κατά την οποία η θανάτωση του θύματος περιλαμβανόταν στο δόλο του δράστη και έγινε για το σκοπό της αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων, που ανήκουν στο θύμα, και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με τη θανάτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 261-264/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε ποινή κάθειρξης δεκαέξι (16) ετών, για την πράξη της ληστείας, ήτοι για παράβαση των άρθρων 299 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Το Δεκέμβριο του 1991 ήλθαν στην Ελλάδα οι Βούλγαροι υπήκοοι Χ1 (κατηγορούμενος), ο αδερφός αυτού ....... και ο Γ2 και εγκαταστάθηκαν στην ..... Ημαθίας, σε αποθήκη που τους παραχώρησε, χωρίς αντάλλαγμα, ο ιδιοκτήτης αυτής Ε1, παρείχαν δε την εργασία τους ως εργάτες, είτε σε οικοδομές, είτε στους αγρούς. Στις 30-8-1992, ο αδερφός του κατηγορουμένου, μαζί με άλλους ομοεθνείς του αναχώρησαν για το ...... Λαμίας, προκειμένου να εργαστούν στη συγκομιδή της ντομάτας και στην προαναφερθείσα αποθήκη παρέμειναν μόνο ο κατηγορούμενος και ο Γ2. Ο κατηγορούμενος είχε συγκεντρώσει από την εργασία του το χρηματικό ποσό των 85.000 δραχμών περίπου, ενώ στην πατρίδα του όφειλε ποσό 200.000 δραχμών σε τράπεζα, το οποίο επείγονταν να συγκεντρώσει, προκειμένου να αποφύγει κατάσχεση του σπιτιού του, γνώριζε δε ότι ο Γ2, είχε συγκεντρώσει ποσό 200.000 δραχμών, το οποίο είχε πρόθεση να αποστείλει στην οικογένεια του στη Βουλγαρία. Έτσι, ο κατηγορούμενος, τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Σεπτεμβρίου του 1992, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αποφάσισε να αφαιρέσει με βία από τον Γ2 το παραπάνω χρηματικό ποσό και να τον σκοτώσει και, ενώ ο τελευταίος κοιμόταν μέσα στην προαναφερθείσα αποθήκη, επιτέθηκε εναντίον του και με θλον όργανο τον χτύπησε στο κεφάλι πολλές φορές, προκαλώντας του βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, από την οποία, ως μόνη ενεργό αιτία^ επήλθε ο θάνατός του, και αφού του αφαίρεσε το παραπάνω χρηματικό ποσό, το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού διαπίστωσε το θάνατο του θύματός του και προκειμένου να μη γίνει αντιληπτός, μετέφερε το πτώμα έξω από την αποθήκη σε μικρή απόσταση, τυλιγμένο με τις κουβέρτες, στις οποίες κοιμόταν, πριν τον σκοτώσει, και το άφησε πλησίον της περίφραξης, καλύπτοντάς το με τις κουβέρτες του και τοποθέτησε πάνω του διάφορα αντικείμενα (καρέκλα, παλιά ρούχα και παλιοσίδερα), ώστε να μη διακρίνεται. Μετά την πράξη του αυτή, ο κατηγορούμενος αναχώρησε εσπευσμένως για τη Βουλγαρία, τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας. Την 13-9-1992, ο ........, γιος του ανωτέρου Ε1, ανακάλυψε το πτώμα, από το οποίο φαινόταν ένα μικρό μέρος, οδηγηθείς εκεί από την έντονη δυσοσμία και ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές. Το ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης της ληστείας και την ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Γ2, προκύπτει κυρίως από τα παρακάτω στοιχεία: 1) από το ότι στην αποθήκη διέμεναν μόνο ο κατηγορούμενος και το θύμα, το οποίο κοιμόταν, αφού βρέθηκε μόνο με τα εσώρουχα και τυλιγμένο με τις κουβέρτες του και, αν ο δράστης ήταν τρίτο πρόσωπο, θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο, 2) από το ότι το θύμα μεταφέρθηκε και καλύφθηκε για να μην ανακαλυφθεί, ενώ, αν ο δράστης ήταν τρίτο πρόσωπο, δε θα είχε λόγο, ούτε να μεταφέρει αλλού το πτώμα, ούτε να το αποκρύψει επιμελώς, 3) από το ότι ο κατηγορούμενος αναχώρησε εσπευσμένως τα ξημερώματα της ίδιας μέρας που εξαφανίστηκε και το θύμα, 4) από το ότι το θύμα είχε το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, το οποίο ποσό δε βρέθηκε στο σάκο που περιείχε τα πράγματα του θύματος, ενώ βρέθηκαν όλα τα άλλα προσωπικά του είδη και αν ο δράστης ήταν τρίτο πρόσωπο, θα έπαιρνε τον ίδιο το σάκο και δε θα ερευνούσε σ' αυτόν να βρει και να πάρει μόνο τα χρήματα, τη στιγμή μάλιστα που δε γνώριζε την ύπαρξη τους, 5) από το ότι ο ίδιος ο αδερφός του κατηγορουμένου με τον οποίο ο κατηγορούμενος είχε και έχει καλές σχέσεις, κατέθεσε στην αναγνωσθείσα από 15-9-1992 ένορκη κατάθεση του, ότι είναι σίγουρος πως ο κατηγορούμενος σκότωσε και λήστεψε τον παθόντα και 6) από το ότι ο κατηγορούμενος, στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είπε, ότι έμαθε για τον θάνατο του Γ2, την 12-9-1992, ενώ βρισκόταν στο χωριό του Γ2 στη Βουλγαρία, πλην όμως την ημερομηνία αυτή δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί το πτώμα, το οποίο ανακαλύφθηκε την 13-9-1992. Τέλος η ανθρωποκτόνος πρόθεση του κατηγορουμένου προκύπτει κυρίως από τις συνθήκες θανάτωσης του θύματος και ιδίως από τα πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι, τα οποία ήταν και δυνατά, αφού προκάλεσαν βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωσή του και θάνατο. Ο κατηγορούμενος, αντιληφθείς ήδη τη σοβαρότητα των σε βάρος του στοιχείων, επιχείρησε κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, να διασκευάσει κάποια εξ' αυτών. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε: 1) ότι έμαθε για τον θάνατο του Γ2 την 14η 15-9-1992, προκειμένου να είναι μεταγενέστερη η ημερομηνία από την ημερομηνία ανακάλυψης του πτώματος στην Ελλάδα, 2) ότι μίλησε με τη σύζυγο του Γ2 την 7-9-1992 και εκείνη του είπε ότι μίλησε με τον Γ2 τηλεφωνικώς την 5-9-1992, προκειμένου να εμφανιστεί ότι ο Γ2 ζούσε όταν ο κατηγορούμενος έφυγε για τη Βουλγαρία, 3) ότι, δύο ημέρες πριν φύγει για τη Βουλγαρία, ο Γ2 είχε φύγει από την αποθήκη και είχε πάρει μαζί του και τις κουβέρτες του, προκειμένου να εμφανίσει ότι το θύμα σκοτώθηκε αλλού και ότι οι κουβέρτες με τις οποίες τυλίχθηκε το θύμα, δεν πάρθηκαν από την αποθήκη. Είναι προφανείς οι λόγοι προβολής αυτών των ισχυρισμών και προφανής η αναλήθειά τους και δεν υπάρχει στοιχείο που να τις υποστηρίζει. Από τα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ετέλεσε τις πράξεις της ληστείας της παραγράφου 1 του άρθρου 380 του Π.Κ. και της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Ο κατηγορούμενος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (αρθ. 84 παρ. 2 του Π.Κ.) και ζήτησε την αναγνώριση της. Επί του ισχυρισμού αυτού η πλειοψηφία του Δικαστηρίου (τακτικοί δικαστές και τρεις ένορκοι) κρίνει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η επικαλούμενη ελαφρυντική περίσταση. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος έχει μεν λευκό ποινικό μητρώο στην Ελλάδα, πλην όμως γίνεται δεκτό (βλ. Α.Π. 1541/2004 Ποιν. Λόγος 2004 σελ. 1906, Α.Π. 809/5997 Π.Χ. ΜΗ σελ. 248) ότι η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δε μαρτυρεί από μόνη της την έντιμη ζωή αλλά αντικατοπτρίζει μόνο την έλλειψη καταδίκης για κάποια αξιόποινη πράξη, ενώ για την ύπαρξη μέχρι τον χρόνο τελέσεως της πράξεως έντιμης ατομικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και γενικά κοινωνικής ζωής, απαιτείται να υπάρχει έντιμη ζωή σε όλους τους ανωτέρω τομείς (πρόσωπο, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνία) και μάλιστα να αποδεικνύονται θετικά στοιχεία ικανά ώστε να χαρακτηρίσουν έντιμη τη ζωή του κατηγορουμένου ως το χρόνο που έγινε η πράξη, έτσι ώστε η τέλεση της από αυτόν να χαρακτηρίζεται ως περιστατικό μη αναμενόμενο (βλ. Α.Π. 699/2003 Ποιν. Λόγος 2003 σελ. 713). Τέτοια όμως θετικά στοιχεία ούτε καν επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος αλλά ούτε και αποδεικνύονται και γι' αυτό πρέπει κατά την κρίση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου τούτου να απορριφθεί ο ανωτέρω ισχυρισμός" Συνεπώς, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με τα υπ'αυτού, ως άνω, γενόμενα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά και με την εξανεχθείσα κρίση του, περί αληθούς συρροής των αξιοποίνων πράξεων της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και της ληστείας, ορθώς εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 299 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού δέχθηκε, ότι η θανάτωση του Γ2, περιλαμβανόταν στο δόλο του αναιρεσείοντος, του αποσκοπούντος στην αφαίρεση των ανηκόντων στο θύμα χρημάτων, τη συνδεομένη αμέσως με τη θανάτωση. 'Ετσι, ο υπό του αρθ.510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, προβλεπόμενος και υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερο λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, αναφορικά με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, αυτόν της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ), τα προς υποστήριξη αυτού προβαλλόμενα, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο (ότι δήθεν ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων γνώριζε ότι το θύμα είχε 200.000 δραχμές και για το λόγο αυτό τον σκότωσε, για να τα αφαιρέσει.. κλπ), δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από τις μαρτυρικές καταθέσεις ή την απολογία του κατηγορουμένου, είναι απαράδεκτα, διότι, με τις αιτιάσεις αυτές. πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, σε σχέση με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-2-2007 αίτηση του Χ1, καρτουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, για αναίρεση της υπ'αρ. 261-264/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία. Τα αδικήματα αυτά συρρέουν αληθώς. Απορρίπτει αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία, Συρροή εγκλημάτων.
0
Αριθμός 1353/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος - κατηγορουμένου χ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 15/2007 απόφασης του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αιτών - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την ακύρωση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουνίου 2007 αίτησή του ακύρωσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1303/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 367/10.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Ο χ1 είχε καταδικαστεί με την υπ'αριθμ. 129-130/2005 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης σε ποινή φυλάκισης δύο ετών.... Κατ'αυτής άσκησε την από 28-4-2005 αίτηση αναίρεσης, η οποία εκδικάστηκε από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, στη δικάσιμο της 8-12-2006. Κατ'αυτήν ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ...... αποδεικτικό επίδοσης του ..........., υπαλλήλου Δ.Φ. Θεσσαλονίκης, και έτσι απορρίφθηκε αυτή (αναίρεση) ως ανυποστήρικτη (βλ. την υπ'αριθμ. 15/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου με την ανωτέρω αιτιολογία). ΙΙ) Ο παραπάνω υπέβαλε "προς το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου Ποινικό Τμήμα" (βλ. την αίτηση, εξ'ού και η υποβολή της παρούσας στο άνω συμβούλιο) "μέσω του Διευθυντού της Δ.Φ.Θ." (=Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης) την από 15-6-2007 αίτηση για ακύρωση της ρηθείσης απόφασης του Αρείου Πάγου διότι "καθ'οιονδήποτε τρόπο δεν έγινε νόμιμη επίδοση της κλήσεως, προς συζήτηση της ....αναίρεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 155 και 161 ΚΠΔ, ούτε σ'αυτόν ήταν κρατούμενος στην Δ.Φ.Θ., αλλά και ούτε στους διορισθέντες αντικλήτους και πληρεξουσίους του δικηγόρους Θεόδωρο Ζευλική, κάτοικο Αθηνών και Λάμπρο Μαργαρίτη, δικηγόρο Θεσσαλονίκης". Την αίτηση αυτή εισάγω στο συμβούλιο Αρείου Πάγου -όπου και ο αιτών απευθύνεται- και παρατηρώ τα εξής: Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. β Κ.Π.Δ. "κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο" αφού θεωρείται ότι ο αναιρεσείων εγκατέλειψε την αναίρεση (βλ. και ΑΠ 868/92 ολ, ΑΠ 988/92 Ολ.). 'Ετσι δεν επιτρέπεται, ούτε προβλέπεται άλλωστε, ούτε αίτηση ακυρώσεως σε καμία περίπτωση (βλ. και ΑΠ 549/2000, ΑΠ 1859/89 κ.α.). Η άποψη αυτή συνάδει και με την γενική αρχή του δικονομικού δικαίου που απαγορεύει την επανειλημμένη προσφυγή στο δικαστήριο για την ίδια υπόθεση και ότι με την έκδοση της οριστικής απόφασης από το τελευταίο δεν επιτρέπεται η ανάκληση της απόφασης αυτής αφού δεν μπορεί να επανέλθει επί του αυτού θέματος (βλ. ΑΠ 1040/2002, ΑΠ 1030/99 κ.α.). Αν όμως η απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως γίνει από παραδρομή, όπως στην περίπτωση που θεωρήθηκε ότι έγινε νόμιμη κλήτευση του αναιρεσείοντος ενώ δεν έγινε, δεν κωλύεται ο 'Αρειος Πάγος να ανακαλέσει την απορριπτική του απόφαση και να διατάξει την εκ νέου νόμιμη κλήση και να συζητηθεί η αίτηση αναίρεσης (βλ. ΑΠ 549/2000, ΑΠ 1859/89, ΑΠ 2034/2005, Α.Π.1040/2002, ΑΠ 214/2003, ΑΠ 661/2004 κ.ά., Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τόμ. β' σελ. 283, Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (2007) σελ. 1017) διότι η απόρριψη προϋποθέτει νόμιμη κλήτευση. Επειδή η υπό κρίση αναίρεση απορρίφθηκε νόμιμα -αφού η γενόμενη κλήτευση ήταν νόμιμη και δη έγινε προς τον ίδιο τον αναιρεσείοντα (βλ. το ρηθέν αποδεικτικό) έτσι ώστε δεν απαιτείτο να γίνει επίδοση και προς άλλα πρόσωπα, ούτε εξ άλλου, ο ίδιος ο αιτών εξειδικεύει το μη νόμιμο της κλητεύσεώς του αλλά αναφέρει για "οποιονδήποτε τρόπο μη νόμιμη επίδοση της κλήσεως". 'Ετσι η υπό κρίση αίτηση είναι και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη -476 § 1 Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 15-6-2007 αίτηση του χ1 για ακύρωση της υπ'αριθμ. 15/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου. Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αιτούντος - κατηγορουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 514 εδ. α' και β' του ΚΠΔ, αν δεν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται, κατά της απορριπτικής δε αποφάσεως του Αρείου Πάγου, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, η οποία απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως, διότι δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, δεν χωρεί ένδικο μέσο, ούτε και αίτηση ακυρώσεως, με βάση τη διάταξη του άρθρου 430 ΚΠΔ. Αν όμως, η απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως γίνει από παραδρομή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που θεωρήθηκε ότι έγινε νόμιμη κλήτευση του αναιρεσείοντος, ενώ δεν έγινε, δεν κωλύεται ο Άρειος Πάγος να ανακαλέσει την απορριπτική του απόφαση και να διατάξει την εκ νέου νόμιμη κλήση, για να συζητηθεί η αίτηση αναιρέσεως. Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση, εκθέτει ο αιτών ότι κατά της 129-130/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατ' έφεση κατά της 2181/22.6.2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών με αναστολή επί τριετία, για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, άσκησε αίτηση αναιρέσεως, η οποία εκδικάστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2006 και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, με τη 15/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Εκθέτοντας τα παραπάνω ο αιτών, ζητεί στη συνέχεια την ακύρωση της ως άνω 15/2007 αποφάσεως, με τον ισχυρισμό ότι "καθ' οιονδήποτε τρόπο δεν έγινε νόμιμη κλήτευση προς συζήτηση της υπό κρίση αναιρέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 155 και 161 ΚΠΔ, ούτε σε εμένα, ήμουν κρατούμενος στη ΔΦΘ, αλλά και ούτε στους διορισθέντες αντικλήτους και πληρεξουσίους μου δικηγόρους Θεόδωρο Ζευλική, κάτοικο Αθηνών και Λάμπρο Μαργαρίτη, δικηγόρο Θεσσαλονίκης". Ο ισχυρισμός αυτός εκτός του ότι είναι αόριστος, αφού ο αιτών δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται το μη νόμιμο της κλητεύσεώς του, αλλ' όλως αορίστως αναφέρει "καθ' οιονδήποτε τρόπο δεν έγινε νόμιμη κλήτευσή του", είναι και αβάσιμος κατ' ουσίαν, αφού, όπως προκύπτει από το συνημμένο στη δικογραφία οικείο, από ...., αποδεικτικό επίδοσης του ........, υπαλλήλου Δ.Φ. Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (με επίδοση της κλήσης στον ίδιο) για να εμφανιστεί στη συνεδρίαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 8-12-2006, πράγμα που δεν έκανε, με συνέπεια την απόρριψη της αναίρεσής του. Επομένως, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση ανακλήσεως της πιο πάνω αποφάσεως γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 476 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 583 του ίδιου Κώδικα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό πρωτοκόλλου 13.980/18.6. 2007 αίτηση του χ1 και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, για ανάκληση της 15/2007 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, κατά τη δικάσιμο της 8ης Δεκεμβρίου 2006, η από 28.4.2005 αίτηση αναιρέσεώς του κατά της 129-130/2005 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση ανακλήσεως της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, ως ανυποστήρικτη, επειδή ισχυρίζεται αορίστως ότι δεν έγινε νόμιμη επίδοση της κλήσεως προς συζήτηση της αναιρέσεως.
Ανάκληση απόφασης Α.Π.
Ανάκληση απόφασης Α.Π..
0
Αριθμός 1352/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μαυρουειδή, περί αναιρέσεως της 3254/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Νοεμβρίου 2006 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1919/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα του από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001). Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναιρέσεως στο μέτρο που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων αναιρέσεως κατ' αποφάσεων, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 14 Νοεμβρίου 2006 αίτηση αναιρέσεως, πλήττεται η 3.254/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (πλημμελημάτων), με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για απόπειρα αθέμιτης μεσιτείας (άρθρο 11 του Ν. 5227/1931 "περί μεσαζόντων") και καταδικάστηκε α) σε φυλάκιση τεσσάρων (4) μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4, 40 ευρώ ημερησίως και β) σε χρηματική ποινή διακοσίων (200) ευρώ. Η αναίρεση ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών και συντάχθηκε η σχετική έκθεση. Με την αίτηση αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Συνίσταται δε ο σχετικός λόγος στο ότι: Η απόφαση "με όλως λανθασμένη και πλημμελή αιτιολογία με καταδίκασε σε ποινή στερητική της ελευθερίας των τεσσάρων μηνών και σε χρηματική ποινή 200 ευρώ. Η προσβαλλομένη στηρίζεται λανθασμένα και αποκλειστικά εις την κατάθεση του μάρτυρα και μηνυτή ....... την οποία και υιοθετεί εις ολόκληρον χωρίς να επικαλείται λοιπές αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά τα οποία δέχεται η προσβαλλομένη ως πραγματικά. Είναι δε εμφανές πως η αιτιολογία είναι πλημμελής καθώς δέχεται η προσβαλλομένη πως η κατηγορουμένη επισκέφθηκε τον τότε κρατούμενο μηνυτή εις τα κρατητήρια του Αστυνομικού Τμήματος Ακροπόλεως, παριστάνοντας δήθεν τη δικηγόρο, αλλά δεν επικαλείται σε κανένα σημείο κάποια μαρτυρία του αστυνομικού υπηρεσίας στο ως άνω Αστυνομικό Τμήμα κατά την ημέρα κατά την οποία δήθεν ήταν εκεί. Είναι γνωστό τοις πάσι πως για να επισκεφθεί κάποιος κρατούμενο σε αστυνομικό τμήμα θα πρέπει να έχει ειδική δικηγορική ταυτότητα και η επίσκεψή του καταγράφεται σε ειδικό βιβλίο που τηρεί ο εκάστοτε Αξιωματικός Υπηρεσίας. Η προσβαλλομένη δέχεται όμως άνευ ετέρου ως πραγματικό περιστατικό πως η κατηγορουμένη επισκέφθηκε το Αστυνομικό Τμήμα Ακροπόλεως και είχε μάλιστα καταφέρει να δει τον κρατούμενο χωρίς όμως να επικαλείται την σχετική αναφορά του ειδικού βιβλίου που τηρείται εις το ως άνω Αστυνομικό Τμήμα ή την μαρτυρία του Αξιωματικού Υπηρεσίας της συγκεκριμένης ημέρας. Πώς άλλωστε ήτο δυνατόν να έχει συναντήσει η κατηγορουμένη τον κρατούμενο χωρίς να είναι συγγενής του και χωρίς να έχει δικηγορική ταυτότητα; Ερωτήματα εις τα οποία η προσβαλλομένη δεν δίνει απάντηση, παρά δέχεται αυτολεξεί την κατάθεση του μηνυτή και μοναδικού μάρτυρα κατηγορίας, μη κάνοντας παράλληλα ουδεμία αναφορά εις τους αντίθετους προς τούτο ισχυρισμούς του πληρεξουσίου της δικηγόρου. Η προσβαλλομένη στηρίζεται αποκλειστικά εις την μαρτυρία του μηνυτή, ο οποίος είναι ένα άτομο παντελώς αφερέγγυο και έχει ήδη απελαθεί από την Ελληνική Επικράτεια από μακρού χρονικού διαστήματος. Η δε υποτιθέμενη συνάντησή τους εις τα κρατητήρια του Αστυνομικού Τμήματος Ακροπόλεως, όπου και έλαβε χώρα η δήθεν απόπειρα αθέμιτης μεσιτείας, δεν αποδεικνύεται από καμία άλλη μαρτυρία ή έγγραφο, ενώ βεβαίως το δικαστήριο είχε την ευχέρεια να καλέσει τον αξιωματικό υπηρεσίας του ως άνω Αστυνομικού Τμήματος ή να ζητήσει την προσκόμιση του ειδικού βιβλίου της 25 Μαΐου 2001, όπου και θα είχε καταγραφεί η δήθεν επίσκεψη της κατηγορουμένης εις το ως άνω Αστυνομικό Τμήμα. Με βάση τα όσα αναφέρω παραπάνω, αλλά κυρίως βάσει της πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου περί πληρότητας της καταδικαστικής αποφάσεως και περί αποδείξεων επί των οποίων θεμελιώνονται τα πραγματικά περιστατικά, ως αναφέρω ανωτέρω, η απόφαση θα πρέπει να αναιρεθεί λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας". Με αυτό το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει στην αίτησή της τις αποδιδόμενες στην πληττόμενη απόφαση πλημμέλειες και τις κατ' αυτής αιτιάσεις, περιοριζόμενη μόνο σε αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα που έγιναν δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση, πλήττοντας έτσι την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο από ποιες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει η έλλειψη της αιτιολογίας και σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτής. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει, ως απαράδεκτη να απορριφθεί, συνεπεία της παντελούς αοριστίας του προαναφερομένου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναιρετικού λόγου, αλλά και κατά το μέρος που με αυτόν πλήττεται η περί την εκτίμηση των αποδείξεων αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του παραπάνω Δικαστηρίου. ΕΠΕΙΔΗ, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 433/14.11.2006 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 κατά της 3254/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αόριστοι λόγοι αναιρέσεως. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1351/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1465/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΑΛΩΣ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ, ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με τον διακριτικό τίτλο "ΤΑΛΩΣ ΑΕ" που εδρεύει στο Ηράκλειο και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1818/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρεωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού με αριθμό 15/15-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 8-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1465/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 3479/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη αυτό, διά του οποίου ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή διά πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, με σκοπό περιουσιακού οφέλους υπερβαίνοντος το ποσό των 73.000 ευρώ, διά αντιστοίχου βλάβης τρίτου. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επειδή, από το άρθρ. 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ως καταρτισθέν από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος περιλαμβάνων την γνώση και την θέληση πραγματώσεως των απαρτιζόντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος περιστατικών και σκοπός του δράστου να παραπλανήση με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον περί γεγονότος δυναμένου να έχη έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο διά την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επετεύχθη ή όχι η παραπλάνηση. Διά την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται, κατά την παράγρ. 3 του άρθρ. 216 ΠΚ, ως αντικ. δι'άρθρ. 14 παρ. 2β'Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίση στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψη άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνη το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ 858/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/322). Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ'όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Εξ άλλου, ως προκύπτει εκ της διάτάξεως του άρθρ. 486 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999 εις ΠΧ/Ν'/41, ΑΠ 114/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με ολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Η μηνύτρια εταιρεία "ΤΑΛΩΣ Α.Τ.Ε." συσταθείσα το έτος 1988 έχει αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης και Πρόεδρο και Διευθύνοντα σύμβουλο το Γ1, πολιτικό μηχανικό. Την άνοιξη του 1994 εμφανίστηκε στον παραπάνω εκπρόσωπο της μηνύτριας ο κατηγορούμενος Χ1 ως συνεργάτης ή ιδιοκτήτης τεχνικών επιχειρήσεων διπλωματούχος μηχανικός και οικονομολόγος και ο εκπρόσωπος της μηνύτριας του εχορήγησε το υπ'αριθμ. ...... ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αικατερίνης Σιγανού Τσιριντάνη διά του οποίου θα εκπροσωπούσε τη μηνύτρια εταιρεία στη συμμετοχή της στις δημοπρασίες προς αναδοχή Δημοσίων έργων. Πράγματι την 16-11-1995 διεξήχθη μειοδοτικός διαγωνισμός, από τον οργανισμό εργατικής κατοικίας, προς ανάδειξη αναδόχου εκτέλεσης του έργου "κατασκευή 112 κατοικιών" διάφόρων τύπων, σε διώροφα κτίρια και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των στην τοποθεσία "......." του Δήμου Αχαρνών Αττικής προϋπολογιστέας δαπάνης 2.800.000.000 δρχ. και ανεδείχθη μειοδότρια η μηνύτρια εταιρεία μετά την προσφερθείσα υπό του ανωτέρω κατηγορουμένου με την ιδιότητα του ειδικού πληρεξουσίου της μηνύτριας μέση τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας ποσοστού 62,44%. Ακολούθως, στις ....., καταρτίσθηκε μεταξύ του ΟΕΚ και της μηνύτριας, η εργολαβική σύμβαση και στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας εκάλεσε τον κατηγορούμενο και υπέγραψαν (κατάρτισαν) υπεργολαβικό συμφωνητικό συνεκτέλεσης του αναληφθέντος έργου με ποσοστό συμμετοχής εκατέρου των μερών 50% στα κέρδη και στα έξοδα. Το Υπεργολαβικό συνετάγη και υπεγράφη την 30η Μαΐου 1996 στην Αθήνα, όπου ο ανωτέρω κατηγορούμενος εμφανίστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευής ΑΕ". Προς υλοποίηση της συμβολαιογραφικώς δοθείσης εντολής προς τον κατηγορούμενο, παραδόθηκε σ'αυτόν μία σφραγίδα της μηνύτριας εταιρείας. Όμως, ο κατηγορούμενος, δεν κατέθεσε και εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης του έργου, αλλά εξαφανίστηκε. Η μηνύτρια εταιρεία αναγκάσθηκε να αποπερατώση εξ ολοκλήρου το έργο μόνη της, δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου. Μετά την πάροδο έξι (6) ετών και συγκεκριμένα στις 26-9-2002 η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία ΑΕ" επέδωσε στη μηνύτρια αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτημα έχουσα τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της, γιατί, "δήθεν", την απέβαλε από το έργο και της όφειλε το ποσό των 420.000.000 εκατομμυρίων δραχμών ή των 1.232.580 χιλιάδων ευρώ. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας η μηνύτρια εταιρεία διεπίστωσε,ότι ο κατηγορούμενος, ουδέποτε υπήρξε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κατασκευής ΑΕ, αλλά μόνο Διευθύνων σύμβουλός της και ότι η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί στις 9-1-2002 από το Νομάρχη Πειραιά. Στο προμνησθέν συμφωνητικό (......) και στο άρθρο 7 αυτού είχε συμφωνηθεί ότι "οποιαδήποτε διάφορά,διένεξη ή διαφωνία, που θα προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων, για οποιοδήποτε θέμα, σχετικό με τη σύμβαση αυτή, θα επιλύεται υπό Διαιτησίας συγκροτημένης υπό ενός Διαιτητού, οριζομένου από τον πρόεδρο του ΤΕΕ (Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος) και υποχρεωμένου να εκδώσει την απόφασή του, που ορίζεται ανέκλητος, εντός μηνός από της υποβολής ενώπιόν του της διαφοράς". Ο ανωτέρω κατηγορούμενος καίτοι εγνώριζε, ότι αφού δεν είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση του αναληφθέντος έργου ουδεμίας εδικαιούτο αμοιβής (άρθρο 694 ΑΚ), αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1, του μοναδικού συναφθέντος την 30η Μαΐου 1996 ιδιωτικού συμφωνητικού, απεφάσισε, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, το οποίο δεν εδικαιούτο να καταρτίση ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με την αυτή ημερομηνία (30-5-1996), αλλά διαφορετικού περιεχομένου και να το χρησιμοποιήσει προκειμένου να τεκμηριώσει τις μη νόμιμες κατά τα ως άνω δικαστικές αξιώσεις του. 'Ετσι, από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2002 έως της 15-5-2003, κατήρτισε ο ίδιος δύο διαφορετικά συμφωνητικά, με ημερομηνία ....., με αλλοιωμένο εξ ολοκλήρου το άρθρο 1 όπου, αντί του αληθούς συμφωνηθέντος ποσοστού συμμετοχής 50% στα κέρδη και τις ζημίες, ανέγραψε το ψευδές "αμοιβή της Υπεργολάβου για την πλήρη αποπεράτωση των εργασιών ορίζεται το 98% της συμβατικής αξίας, προσηυξημένης κατά ποσοστό 18% για γενικά έξοδα και οφέλη εργολάβου της "ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ" εταιρείας μετεχούσης, υπό τους αυτούς όρους σε κάθε σχετική αναθεώρηση, ως και κάθε νέα εργασία που συνδέεται με το έργο, ανεξαρτήτως εκπτώσεως. Αλλοίωση του περιεχομένου έκαμε και στο άρθρο 5, όπου ανέγραψε, ως διαιτητή, οριζόμενο από τον Πρόεδρο του ΟΕΚ, αντί του συμφωνηθέντος από τον πρόεδρο του Τεχνικού επιμελητηρίου. Το έτος 2002 όμως η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευών ΑΕ" είχε στην ουσία παύσει να υφίσταται, αφού η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί από 9-1-2001 από το Νομάρχη Πειραιώς. Παρά το πραγματικό αυτό γεγονός, το οποίο ούτος εγνώριζε, δεν εδίστασε ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας εταιρείας Γ1 και τη σφραγίδα της (που ως προελέχθη του είχε παραδοθεί στην αρχή της συνεργασίας των) στα ως άνω δύο παραποιημένα κατά περιεχόμενο συμφωνητικά, να τα προσκομίσει και να τα επικαλεσθεί, προκειμένου να απορριφθεί η προσφυγή της ενώπιον του ορισθέντος από το τεχνικό επιμελητήριο Διαιτητού ....... Η πλαστότης των δύο συμφωνητικών εις ότι αφορά το περιεχόμενο αλλά και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας, προκύπτει από την παραβολή του με το γνήσιο αλλά και από την από ..... έκθεση Γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού Δικαστικού γραφολόγου ......., εκτελεσθείσης κατόπιν εντολής της μηνύτριας εταιρείας. Μετά από αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, η οποία δέχεται ότι το ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατά το οποίο προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη, "κατ'ουδέν έσφαλε", απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επεκύρωσε το ανωτέρω πρωτόδικο βούλευμα. Όμως, με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών δεν εκθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα τα εκ της ανακρίσεως προκύψαντα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων κατήρτισε "δύο διαφορετικά συμφωνητικά" (πλαστά), εν συνεχεία ουδόλως εκθέτει ποιο ήτο το περιεχόμενο του ενός από αυτά, ενώ δεν εκθέτει με σαφήνεια και το περιεχόμενο του άλλου. Επίσης, δεν προσδιορίζει το ύψος του σκοπουμένου οφέλους και της αντιστοίχου βλάβης, εκ του οποίου εξαρτάται η κακουργηματική ή μη μορφή της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως. Αλλά με τις εν λόγω ασάφειες και ελλείψεις, αφ'ενός μεν εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφ'ετέρου δε κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 216 και 98 ΠΚ, τις οποίες έτσι παρεβίασε εκ πλαγίου, με αποτέλεσμα να στερείται το βούλευμα και νομίμου βάσεως (βλ. ΑΠ 886/1996, εις ΠΧ/ΜΖ'/681). Επομένως, είναι βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ενώ η περί εσφαλμένης ερμηνείας αιτίαση, αορίστως προβαλλομένη, δηλαδή χωρίς να εκτίθεται εις τί συνίσταται αυτή, είναι απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ. Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω------------------- Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1465/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 31 Δεκεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το άρ. 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού, άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομες σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρ. 1 παρ. 7 περ. α ίου Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρ. 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3.6.1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρ. 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο, καθώς και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται ηβελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλουυπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές (73.000 ευρώ). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται, δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου, σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, δεν συνιστά λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου . Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία, αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ'αυτή, με την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου,ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε, με το υπ'αρ. 3479/2006 βούλευμά του, ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και κατ'εξακολούθηση με σκοπό το όφελος, το οποίο υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ (αρ.26,27, 216 παρ.1-3 εδ.α' του ΠΚ) και τον παρέπεμψε συνακόλουθα μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Χ, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντα κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η μηνύτρια εταιρεία "ΤΑΛΩΣ Α.Τ.Ε.", συσταθείσα το έτος 1988, έχει αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης και Πρόεδρο και Διευθύνοντα σύμβουλο το Γ1, πολιτικό μηχανικό. Την άνοιξη του 1994 εμφανίστηκε στον παραπάνω εκπρόσωπο της μηνύτριας, ο κατηγορούμενος Χ1, ως συνεργάτης ή ιδιοκτήτης τεχνικών επιχειρήσεων, διπλωματούχος μηχανικός και οικονομολόγος και ο εκπρόσωπος της μηνύτριας του εχορήγησε το υπ'αριθμ. ....... ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αικατερίνης Σιγανού Τσιριντάνη, διά του οποίου θα εκπροσωπούσε τη μηνύτρια εταιρεία στη συμμετοχή της στις δημοπρασίες προς αναδοχή Δημοσίων έργων. Πράγματι, την 16-11-1995, διεξήχθη μειοδοτικός διαγωνισμός, από τον οργανισμό εργατικής κατοικίας, προς ανάδειξη αναδόχου εκτέλεσης του έργου "κατασκευή 112 κατοικιών" διαφόρων τύπων σε διώροφα κτίρια και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των στην τοποθεσία ".....", του Δήμου Αχαρνών Αττικής, προϋπολογιστέας δαπάνης 2.800.000.000 δρχ. και ανεδείχθη μειοδότρια η μηνύτρια εταιρεία, μετά την προσφερθείσα υπό του ανωτέρω κατηγορουμένου, με την ιδιότητα του ειδικού πληρεξουσίου της μηνύτριας, μέση τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας ποσοστού 62,44%. Ακολούθως, στις ..... καταρτίσθηκε μεταξύ του ΟΕΚ και της μηνύτριας η εργολαβική σύμβαση και στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρείας εκάλεσε τον κατηγορούμενο και υπέγραψαν (κατάρτισαν) υπεργολαβικό συμφωνητικό, συνεκτέλεσης του αναληφθέντος έργου με ποσοστό συμμετοχής, εκατέρου των μερών, 50% στα κέρδη και στα έξοδα. Το Υπεργολαβικό συνετάγη και υπεγράφη την .... στην Αθήνα, όπου ο ανωτέρω κατηγορούμενος εμφανίστηκε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευής ΑΕ". Προς υλοποίηση της συμβολαιογραφικώς δοθείσης εντολής προς τον κατηγορούμενο, παραδόθηκε σ'αυτόν μία σφραγίδα της μηνύτριας εταιρείας. Όμως, ο κατηγορούμενος, δεν κατέθεσε και εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης του έργου, αλλά εξαφανίστηκε. Η μηνύτρια εταιρεία αναγκάσθηκε να αποπερατώσει εξ ολοκλήρου το έργο μόνη της, δηλαδή χωρίς τη συμμετοχή του κατηγορουμένου. Μετά την πάροδο έξι (6) ετών και συγκεκριμένα στις 26-9-2002, η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία ΑΕ" επέδωσε στη μηνύτρια αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτημα έχουσα τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της, γιατί, "δήθεν", την απέβαλε από το έργο και της όφειλε το ποσό των 420.000.000 εκατομμυρίων δραχμών ή των 1.232.580 χιλιάδων ευρώ. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας, η μηνύτρια εταιρεία διεπίστωσε, ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε υπήρξε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κατασκευής ΑΕ αλλά μόνο Διευθύνων σύμβουλός της και ότι η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί στις 9-1-2002 από το Νομάρχη Πειραιά. Στο προμνησθέν συμφωνητικό (......) και στο άρθρο 7 αυτού είχε συμφωνηθεί ότι "οποιαδήποτε διάφορά, διένεξη ή διαφωνία, που θα προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων, για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τη σύμβαση, αυτή θα επιλύεται υπό Διαιτησίας συγκροτημένης υπό ενός Διαιτητού οριζομένου από τον πρόεδρο του ΤΕΕ (Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος) και υποχρεωμένου να εκδώσει την απόφασή του, που ορίζεται ανέκλητος εντός μηνός από της υποβολής ενώπιόν του της διαφοράς". Ο ανωτέρω κατηγορούμενος, καίτοι εγνώριζε, ότι, αφού δεν είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση του αναληφθέντος έργου, ουδεμίας εδικαιούτο αμοιβής (άρθρο 694 ΑΚ), αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1 του μοναδικού συναφθέντος την 30η Μαΐου 1996 ιδιωτικού συμφωνητικού, απεφάσισε, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος το οποίο δεν εδικαιούτο, να καταρτίσει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με την αυτή ημερομηνία (....) αλλά διαφορετικού περιεχομένου και να το χρησιμοποιήσει, προκειμένου να τεκμηριώσει τις μη νόμιμες κατά τα ως άνω δικαστικές αξιώσεις του. 'Ετσι, από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2002 έως της 15-5-2003, κατήρτισε ο ίδιος δύο διαφορετικά συμφωνητικά, με ημερομηνία ....., με αλλοιωμένο εξ ολοκλήρου το άρθρο 1, όπου, αντί του αληθούς συμφωνηθέντος ποσοστού συμμετοχής 50% στα κέρδη και τις ζημίες, ανέγραψε το ψευδές "αμοιβή της Υπεργολάβου για την πλήρη αποπεράτωση των εργασιών ορίζεται το 98% της συμβατικής αξίας, προσηυξημένης κατά ποσοστό 18% για γενικά έξοδα και οφέλη εργολάβου, της "ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ" εταιρείας μετεχούσης, υπό τους αυτούς όρους, σε κάθε σχετική αναθεώρηση, ως και κάθε νέα εργασία που συνδέεται με το έργο ανεξαρτήτως εκπτώσεως. Αλλοίωση του περιεχομένου έκαμε και στο άρθρο 5 όπου ανέγραψε ως διαιτητή οριζόμενο από τον Πρόεδρο του ΟΕΚ, αντί του συμφωνηθέντος από τον πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου. Το έτος 2002, όμως, η υπό τον ανωτέρω κατηγορούμενο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ευρωπαϊκή Εταιρεία Κατασκευών ΑΕ" είχε στην ουσία παύσει να υφίσταται, αφού η άδεια λειτουργίας της είχε ανακληθεί από 9-1-2001 από το Νομάρχη Πειραιώς. Παρά το πραγματικό αυτό γεγονός, το οποίο ούτος εγνώριζε, δεν εδίστασε ο κατηγορούμενος, αφού έθεσε και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας εταιρείας Γ1 και τη σφραγίδα της (που ως προελέχθη του είχε παραδοθεί στην αρχή της συνεργασίας των) στα ως άνω δύο παραποιημένα κατά περιεχόμενο συμφωνητικά, να τα προσκομίσει και να τα επικαλεσθεί, προκειμένου να απορριφθεί η προσφυγή της ενώπιον του ορισθέντος από το τεχνικό επιμελητήριο Διαιτητού ...... Η πλαστότης των δύο συμφωνητικών, εις ό,τι αφορά το περιεχόμενο, αλλά και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της μηνυτρίας, προκύπτει από την παραβολή του με το γνήσιο, αλλά και από την από ..... έκθεση Γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού Δικαστικού γραφολόγου ....., εκτελεσθείσης κατόπιν εντολής της μηνύτριας εταιρείας". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση στην κακουργηματική της μορφή, για την οποία κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,13 στοιχ. γ', 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1 , 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 -3 εδ.α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνεται επαρκώς η, εκ της καταρτίσεως των προαναφερομένων πλαστών συμφωνητικών, δυνατότητα παραπλάνησης των αρμοδίων Δικαστικών Αρχών, ως προς την ύπαρξη, της ανύπαρκτης, εκ των πραγμάτων, οφειλής της εγκαλούσας εταιρείας προς την εταιρεία που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, ο κύκλος δραστηριότητας της οποίας είχε προ πολλού ανακοπεί, με σχετική απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, είναι δε αδιάφορο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση αυτή. Επίσης, αναφέρεται και το ύψος του οφέλους που σκόπευε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος να προσπορίσει στην εταιρεία που εκπροσωπούσε και το οποίο ανέρχονταν στο ποσό των 420.000.000 δραχμών ή 1.232.580 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και είναι εκείνο που προσδίδει κακουργηματική μορφή στην πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (αρ. 216 παρ.1 3 εδ.α' του ΠΚ). Επομένως, οι εκ του άρθρου 484 παρ.1 περ.β' και δ' του ΚΠΔ μοναδικοί λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρ.583 παρ.1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ'αριθ. 205/8-10-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1465/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό το όφελος, το οποίο είναι άνω των 73.000 ευρώ. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1350/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Γαρούφη και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Καραχάλιο, περί αναιρέσεως της 666/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19.10.2007 και 23 Οκτωβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1825/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον, παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπόν έχει, την για το γενικότερο συμφέρον ομαλή και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοιαν του άρθρου 13α' του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Με την έννοια αυτή του υπηρεσιακού καθήκοντος, διαχωρίζεται αυτό από το απλό υπαλληλικό καθήκον, του οποίου η παράβαση άσχετα με τις κυρώσεις (πειθαρχικές κ.λπ.) που μπορεί να συνεπάγεται, δεν στοιχειοθετεί το από την παραπάνω διάταξη προβλεπόμενο έγκλημα για την ολοκλήρωση του οποίου απαιτείται και ο ειδικός δόλος, δηλαδή σκοπός του υπαλλήλου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη ηθική ή υλική ωφέλεια, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Είναι δε παράνομη η ωφέλεια όταν δεν αποτελεί αντικείμενο νομίμου αξιώσεως του υπαλλήλου ή του τρίτου. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός, πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο όρος "με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο", λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από τον δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή της βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι, είτε ο αποκλειστικός τρόπος, είτε πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της βλάβης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ, 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 666/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες, καθώς και ο συγκατηγορούμενός τους Χ3 καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών ο καθένας, ανασταλείσαν επί 9ετίαν, για την άδικη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατά συναυτουργία, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο Δήμαρχος ..... με την υπ' αριθ. .... προκήρυξη, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 232/4-10-1999 τεύχος προκηρύξεων ΑΣΕΠ, προκήρυξε την πλήρωση, με σειρά προτεραιότητας, 21 θέσεων μονίμου προσωπικού για την στελέχωση υπηρεσιών ανταποδοτικού χαρακτήρα και ειδικότερα: Α. Κατηγορία Β/θμιας Εκπαίδευσης: μία θέση ηλεκτρολόγου, επτά θέσεις οδηγών αυτ/του, από τις οποίες η μία καταλαμβάνεται από υποψήφιο που έχει πολυτεκνική ιδιότητα. Β. κατηγορία υποχρεωτικής εκπαίδευσης: δέκα θέσεις εργατών καθαριότητας και τρείς θέσεις εργατών καθαριότητος WC. Με την ίδια προκήρυξη καθορίστηκαν λεπτομερώς τα προσόντα διορισμού των υποψηφίων, οι τίτλοι σπουδών, η τηρητέα διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά συμμετοχής. Αναφέρονται επίσης σ' αυτή οι διατάξεις με βάση τις οποίες καθορίζεται η σειρά κατάταξης των υποψηφίων στους πίνακες. Το ΑΣΕΠ με το υπ' αριθ. ...... έγγραφο του προς τον εν λόγω Δήμο παρέσχε λεπτομερώς οδηγίες για τον τρόπο σύνταξης των πινάκων κατάταξης των υποψηφίων στους πίνακες. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν αιρετός δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο .... με καθήκοντα αντιδημάρχου, η δευτέρα εξ αυτών δημοτική υπάλληλος στον εν λόγω Δήμο με καθήκοντα Διευθύντριας Διοικητικού με προϋπηρεσία άνω των 20 ετών και ο τρίτος Δημοτικός υπάλληλος στον ίδιο Δήμο με καθήκοντα Διευθυντού Τεχνικών Υπηρεσιών. Επομένως είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13 περίπτωση α και 263Α ΠΚ. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εν λόγω Δήμου, οι κατηγορούμενοι διορίστηκαν μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, η οποία θα συγκέντρωνε τις αιτήσεις των υποψηφίων με τα δικαιολογητικά που τις συνόδευαν, θα έλεγχε τα δικαιολογητικά και ακολούθως, αφού αξιολογούσε τα προσόντα εκάστου υποψηφίου, θα κατάρτιζε πίνακες κατάταξης των διοριστέων και πίνακες των απορριπτέων. Οι κατηγορούμενοι, αν και ως μέλη της επιτροπής αυτής είχαν να επιτελέσουν ένα πολύ σοβαρό έργο, δεδομένου ότι από την σωστή και έντιμη αξιολόγηση των υποψηφίων εξαρτάτο η επαγγελματική αυτών (υποψηφίων) αποκατάσταση, παρέβησαν τα εν λόγω καθήκοντα που τους ανέθεσε η υπηρεσία τους. Κατ' αρχήν ουδέποτε συνεδρίασαν ως επιτροπή όπως ομολόγησαν απολογούμενοι τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό, ενέργεια που δυστυχώς δεν οφείλεται σε αμέλεια. Αντίθετα, όπως απεδείχθη κατάρτισαν πίνακες στους οποίους κατέταξαν ως επιτυχόντες που δεν είχαν τα απαιτούμενα με βάση την προκήρυξη προσόντα, κριτήρια και δικαιολογητικά, σε βάρος άλλων υποψηφίων που διέθεταν τα απαιτούμενα κριτήρια και προσόντα για να προσληφθούν. Ειδικότερα, ο υποψήφιος ....... που είχε τον μεγαλύτερο βαθμό (18 και 1/12), ενώ έπρεπε να καταταγεί πρώτος, κατετάγη 6ος. Περαιτέρω, περιέλαβαν στον κλάδο ηλεκτρολόγων τον ........, ο οποίος κατείχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηλεκτρολόγων Α' ειδικότητας, ενώ απαιτείτο άδεια ΣΤ' ειδικότητας και έπρεπε να εγγραφεί στον πίνακα απορριπτέων, στον κλάδο οδηγών αυτοκινήτων περιέλαβαν τους ....... και ........, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει τίτλο σπουδών, καθώς και τους .... και ......, οι οποίοι δεν είχαν την απαιτούμενη εμπειρία, στον κάδο εργατών καθαριότητας περιέλαβαν τους ........, ......., ........, ......, Γ1, Γ2, Γ3, ......, ......., ......., ....., ...... και ......., οι οποίοι είχαν αποφοιτήσει μετά το έτος 1980 και είχαν υποβάλει απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου και όχι Τριταξίου Γυμνασίου, όπως απαιτείτο, την ....., που είχε υπερβεί το ανώτατο όριο ηλικίας, στον ίδιο δε κλάδο και συγκεκριμένα στη ομάδα υποψηφίων που έχουν τρία ανήλικα τέκνα και άνω περιέλαβαν τον Γ1, Γ2, Γ3, Γ4,......., ..... και ......, οι οποίοι, όμως, ήταν γονείς λιγότερων των τριών ανηλίκων τέκνων, τέλος, στην ειδικότητα εργατών καθαριότητας WC, περιέλαβαν τους ......., ....., Γ4, ...., ..... και ......., οι οποίες είχαν λιγότερα από τρία τέκνα, ενώ με βάση την προκήρυξη έπρεπε να έχουν ως προσόν τρία τέκνα. Οι κατηγορούμενοι παρέβησαν εν γνώσει τους το καθήκον της υπηρεσίας τους, δηλαδή προέβησαν στην κατάρτιση των παραπάνω αναξιοκρατικών πινάκων, γνωρίζοντας ότι, οι ως άνω υπ' αυτών αναγραφέντες, ως επιτυχόντες υποψήφιοι, δεν είχαν τα υπό της οικείας προκηρύξεως απαιτούμενα προσόντα, δεν πληρούσαν τα τασσόμενα υπ' αυτής κριτήρια και δεν είχαν προσκομίσει τα απαιτούμενα κατά περίπτωση δικαιολογητικά, και επιδιώκοντας την παράβαση αυτή, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στους ως άνω υποψηφίους, (που ήσαν γνωστοί τους και των οποίων την ψήφο επιζητούσαν), ήτοι να τους διορίσουν στις προκηρυχθείσες θέσεις, καίτοι δεν πληρούσαν τα κριτήρια της προκηρύξεως και μάλιστα σε βάρος άλλων υποψηφίων που κατείχαν τα κριτήρια και τα προσόντα για να διορισθούν. Τούτο καθίσταται έκδηλο από τα παρακάτω στοιχεία: Ουδέποτε οι κατηγορούμενοι συνεδρίασαν ως μέλη της επιτροπής, για να ελέγξουν τα δικαιολογητικά και τα προσόντα όλων των υποψηφίων και να καταρτίσουν τους πίνακες, μετ' αξιολόγηση των προσόντων αυτών. Για να δικαιολογήσουν την παράβαση του καθήκοντος της υπηρεσίας τους, υπεστήριξαν, ότι οι πίνακες αυτοί καταρτίστηκαν με βάση τις αξιώσεις του Δημάρχου .... και με βάση διάφορα κριτήρια, όπως π.χ. εντοπιότητα, κοινωνική και οικονομική κατάσταση κλπ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον, η προκήρυξη, δεν έθετε τέτοια κριτήρια, ούτε τυχόν αξίωση του Δημάρχου μπορεί να δικαιολογήσει την παράβαση του καθήκοντος τους. Με βάση τους κατά τα ως άνω αναξιοκρατικούς και κατά παράβαση του νόμου καταρτισθέντες πίνακες ο Δήμαρχος ...., με τις υπ' αριθ. ..... και .... αποφάσεις του, προέβη στην πρόσληψη υποψηφίων, που εφέροντο ως επιτυχόντες. Όμως, όταν οι πίνακες αυτοί εστάλησαν στο ΑΣΕΠ για έλεγχο, διαπιστώθηκαν οι προαναφερόμενες παράνομες προσλήψεις και επεστράφησαν, προκειμένου να επανασυνταχθούν νόμιμα (βλ. την .... έκθεση του ΑΣΕΠ). Επομένως, οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, όπως και πρωτοδίκως, να τους αναγνωρισθεί όμως το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 1 περίπτωση α του ΠΚ, καθόσον απεδείχθη, ότι μέχρι τότε που ετέλεσαν την πράξη αυτή, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή". Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 259 ΠΚ, 18 παρ. 8 του Ν. 2539/1997 και 9 παρ. 12 Ν. 2623/1998, τις οποίες ορθές ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις των προβαλλομένων λόγων και των δύο αναιρέσεων, σημειώνονται τα ακόλουθα. Ο ισχυρισμός ότι, εφόσον οι πίνακες που κατάρτισαν οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό την έγκριση του ΑΣΕΠ, δηλαδή δεν ήταν οριστικοί και εφόσον επεστράφησαν από το τελευταίο με την επ' αυτών παρατήρηση ότι οι αναφερόμενοι υποψήφιοι δεν είχαν τα προσόντα να περιληφθούν σ' αυτούς οι τελευταίοι θεωρούνται διοριστέοι και όχι διορισμένοι σε θέση ανταποδοτικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω αξιόποινης πράξης και του σκοπού οφέλους, είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως επισημαίνεται και από την προσβαλλομένη απόφαση, ο Δήμαρχος ...., στα πλαίσια της ευχέρειας που του παρείχε ο νόμος (άρθρο 9 παρ. 12 του Ν. 2623/1998), πριν από την έγκριση των πινάκων από το ΑΣΕΠ, προσέλαβε τους παρανόμως προσληφθέντες στις προκηρυχθείσες θέσεις, ενέργεια η οποία δεν θα είχε επιφέρει τα δυσμενή αποτελέσματα σε βάρος άλλων υποψηφίων που είχαν τα νόμιμα προσόντα, εάν δεν είχε προηγηθεί η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Το γεγονός ότι, μετά την επιστροφή των πινάκων από το ΑΣΕΠ, οι παρανόμως προσληφθέντες θα απολύονταν από τις θέσεις τις οποίες κατέλαβαν, αυτό δεν αποκλείει το δόλο των αναιρεσειόντων, να παραβούν το καθήκον τους, με την παράτυπη συμπλήρωση των πινάκων αυτών, ούτε και το σκοπό τους να προσπορίσουν στους τελευταίους το όφελος που θα προέκυπτε από την πρόσληψή τους αυτή, έστω και πρόσκαιρη, όπως τα περιστατικά αυτά διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, η επίτευξη του ως άνω σκοπού (διορισμός των παρατύπως περιληφθέντων στους πίνακες), σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, δεν ήταν αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω αδικήματος. Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι των δύο αναιρέσεων, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ. 1, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, έλαβε υπόψη του έγγραφα, που δεν αναγνώσθηκαν δημοσίως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες διατείνονται, με τον τελευταίο λόγο των ένδικων αναιρέσεών τους, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθόσον λήφθηκαν υπόψη από την προσβαλλομένη απόφαση, για το σχηματισμό της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του Δικαστηρίου, χωρίς να αναγνωσθούν, οι πίνακες κατατάξεως των υποψηφίων δια την πρόσληψη τακτικού προσωπικού σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, οι αναφερόμενοι πίνακες αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, χωρίς, μάλιστα, να υπάρξει αντίρρηση από κανέναν, με αύξοντα αριθμό αναγνωστέων εγγράφων 19 και 20. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, μη υφισταμένου ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες ένδικες αιτήσεις αναίρεσης, να απορριφθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις από 19.10.2007 και 23.10.2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 666/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση καθήκοντος. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εκ πλαγίου παράβαση. 3) Ακυρότητα από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν ανεγνώσθηκαν. Απορρίπτει αναίρεση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παράβαση καθήκοντος.
2
Αριθμός 1348/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 554/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1117/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την 391/16-10-07 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' άρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 6/18-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 554/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 315 /2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 1955/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιο των κατηγορουμένων που είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία προσαρτάται στην αίτηση αναίρεσης και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της απόλυτης ακυρότητας και υπέρβασης εξουσίας και, έλλειψης ειδικής αιτιολογίας ( άρθρ. 484 & 1 α, δ και στ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση ότι. Το προσβαλλόμενο βούλευμα α. δεν περιέχει επιβαλλόμενη αιτιολογία διότι αφ' ενός μεν δεν περιέχει δικές του σκέψεις αλλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα η οποία δεν προβαίνει στην έκθεση ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων άλλα αναφέρεται στο περιεχόμενο του Πρωτόδικο βουλεύματος στο οποίο παραπέμπει χωρίς να το ενσωματώνει και β. γιατί ενώ κατά του αναιρεσείοντα είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη για την οποία και είχε απολογηθεί και είχε προταθεί από τον Εισαγγελέα στο Συμβούλιο Πλημ/κών η παραπομπή του για την πράξη αυτή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το οποίο επικύρωσε το πρωτοβάθμιο βούλευμα τον παραπέμπουν να δικαστεί για κακουργηματική υπεξαίρεση καθ' υπέρβαση εξουσίας αλλά και για έλλειψη ακρόασης καθώς δεν κλήθηκε να απολογηθεί για την πράξη της υπεξαίρεσης για την οποία όπως προαναφέρεται παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 375& 1 ΠΚ όπως ισχύει "τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. 'Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη καθ' οιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με τον δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάσσεται από τον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση είναι και τα χρήματα τα οποία περιέρχονται στον δράστη με την εντολή και δέσμευση του να τα επενδύσει σε μετοχές για λογαριασμό άλλου για καλύτερη αξιοποίηση τους αλλά αυτός τα ιδιοποιείται. Περαιτέρω και εφ' όσον διαπιστωθεί ότι το αυτό υλικό αντικείμενο του ίδιου παθόντος δεν περιήλθε στην κατοχή του δράστη με απατηλό τρόπο σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για απάτη τότε παραδεκτά εξετάζεται από το συμβούλιο αν συντρέχει περίπτωση υπεξαίρεσης οπότε ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για την πράξη αυτή(υπεξαίρεση) χωρίς να υφίσταται ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας. (Α.Π 1062/1999 και ΑΠ 15/1975). Εξ άλλου το Συμβούλιο εφετών όταν επιλαμβάνεται κατόπιν εφέσεως οποιουδήποτε διαδίκου δεν δεσμεύεται από το άρθρο 470 ΚΠΔ το οποίο δεν εφαρμόζεται επί βουλευμάτων και έχει εξουσία να χειροτερεύσει την θέση του κατηγορουμένου και να δώσει στην πράξη τον ορθό χαρακτηρισμό με βάση τα πραγματικά περιστατικά ( ΑΠ 1062/1999 Π.Χ Ν 520). Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη με ποσό ζημίας άνω των 73.000 ευρώ με περιστατικά ότι με ψευδείς παραστάσεις έπεισε τις παθούσες να ρευστοποιήσουν τα αμοιβαία κεφάλαια τους ύψους 72.000.000 δραχμ. ή 211.298 ευρώ να τα καταθέσουν σε προθεσμιακή κατάθεση σε κοινό λογαριασμό. Την διαδικασία της κίνησης αυτής των κεφαλαίων και ιδία το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού την ανέλαβε ο αναιρεσείων ο οποίος όμως αντί να καταθέσει το χρηματικό αυτό ποσό σε κοινό προθεσμιακό λογαριασμό των μηνυτριών τα κατέθεσε στο όνομα του ενσωματώνοντας έτσι το χρηματικό αυτό ποσό στην περιουσία του. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο αντίθετα προς την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ουσίας αξιολόγησε και εκτίμησε τα περιστατικά και έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετούνταν η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 73.000 ευρώ και τον παρέπεμψε για την πράξη του αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το αυτό έκρινε και το Συμβούλιο Εφετών μετά από έφεση του κατηγορουμένου το οποίο απέρριψε την έφεση του κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος επικυρώνοντας το πρωτοβάθμιο βούλευμα. Υπό τα περιστατικά αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω παραδεκτά το Συμβούλιο έκρινε άλλως από την πρόταση του Εισαγγελέα αφού επί της ουσίας το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από την πρόταση του Εισαγγελέα (ΑΠ 397/81, ΑΠ 97/56), όπως επίσης επιτρεπτά μετέτρεψε την κατηγορία από απάτη σε υπεξαίρεση με βάση την αξιολόγηση των αυτών πραγματικών περιστατικών. Επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος για υπέρβαση εξουσίας εκ του λόγου αυτού είναι αβάσιμες. Επίσης ως προς τις αιτιάσεις για απόλυτη ακυρότητα συνισταμένη σε έλλειψη ακρόασης πρέπει να λεχθεί ότι ο αναιρεσείων κλήθηκε και απολογήθηκε με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διαλαμβάνονται στην κατηγορία η οποία του απαγγέλθηκε και τα οποία κατά την κρίση του αρμοδίου Συμβουλίου κρίθηκε ότι δεν απαρτίζουν την έννοια της κακουργηματικής απάτης αλλά της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Τουτέστιν ο αναιρεσείων απάντησε στην κατηγορία με βάση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία τέθηκαν υπ' όψη του και ως εκ τούτου δεν υφίσταται έλλειψη ακρόασης την οποία επικαλείται και εκ του λόγου αυτού και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί σαν αβάσιμη Περαιτέρω ως προς τον προβαλλόμενο λόγο της έλλειψης αιτιολογίας συνισταμένης στο γεγονός ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου στην ενσωματτωμένη πρόταση του Εισαγγελέα η οποία και αυτή με τη σειρά της αναφερόταν στην ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που έκανε το πρωτόδικο βούλευμα χωρίς παράθεση ιδίων σκέψεων παρά μόνο σε ανάπτυξη λόγων απόρριψης των ισχυρισμών του αναιρεσείοντα πρέπει ν' αναφερθούν τα παρακάτω, Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά τις διατάξεις του άρθρου 139 ΚΠΔ η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. ε ΚΠΔ όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν κατά την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν όμως ασκείται έφεση κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα να στηρίξει τις δικές του σκέψεις και να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, δεν συγχωρείται όμως το Συμβούλιο να μην διαλαμβάνει τίποτε για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις βάσει των οποίων υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά απλά αναφέρεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή και στην ενσωματωμένη σ' αυτό (πρωτόδικο) πρόταση του Εισαγγελέα γιατί με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και το Συμβούλιο με τον τρόπο αυτό απεκδύεται της επιβαλλομένης σ' αυτό και προβλεπόμενης από το νόμο δευτέρου βαθμού κρίσης η οποία έχει ανάγκη από δική της αιτιολογία για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Συμβουλίου με συνέπεια ότι έφ' όσον η αιτιολογία του δευτεροβάθμιου Συμβουλίου περιορίζεται στην παραπομπή της εκτιθέμενης στο πρωτοβάθμιο βούλευμα αιτιολογίας έστω και αν αυτή κρίνεται σαφής και πλήρης να στερείται της επιβαλλόμενης κατά το άρθρο 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 1151/2006, Α Π 2253/2002). Στην προκειμένη περίπτωση όπως εκτέθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς την αιτιολογία παρέπεμψε στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση η οποία και αυτή με τη σειρά της παρέπεμψε στις σκέψεις του πρωτοβάθμιου βουλεύματος και προέβη μόνο στην απάντηση επί ορισμένων ισχυρισμών του κατηγορουμένου Με τον τρόπο αυτό όμως το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέλαβε αιτιολογία κατά τις διατάξεις του άρθρου 139 ΚΠΔ και για τον λόγο αυτό πρέπει ν' αναιρεθεί. Διά ταύτα Προτείνω Α Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 6/18-5-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 554/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 315/2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 1955/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και ν' αναιρεθεί το με αριθμ. 554/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Β Να παραπεμφθεί στο αυτό Συμβούλιο για επανάκριση το οποίο πρέπει να συντεθεί με διαφορετικούς από αυτούς που συμμετείχαν στην σύνθεση του δικαστές Αθήνα την 10-10-2007 Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ιδίου κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη όπου εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη αυτή από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική ή επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 554/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που απέρριψε την από 24 Ιουλίου 2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 1955/2006 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το συνολικό ποσό των 73.000 Ευρώ, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης υποθέσεως ορθώς αναλύονται. αλλά και εκτιμώνται στο προσβαλλόμενο με την έφεση βούλευμα - στο οποίο σχετικώς αναφερόμεθα προς αποφυγή περιττής επαναλήψεως - ως συνιστώντα, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το αδίκημα της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακ/τος και όχι αυτό της κακουργηματικής απάτης του άρθρου 386 § § 1, 3β, όπως εξελήφθη αρχικά. Οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα στην έφεσή του, στο κείμενο της οποίας συχνά παραπέμπει στο ανακριτικό του υπόμνημα, χωρίς αυτό να προσθέτει κάτι το ουσιώδες, όχι μόνον δεν επαληθεύονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά καταρρίπτονται κατηγορηματικά από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Πράγματι, ενώ ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι όχι του ιδίου, αλλά του συζύγου της β' εκ των μηνυτριών, Γ1 ήταν η πρωτοβουλία να ρευστοποιήσει η οικογένεια των μηνυτριών τα αμοιβαία κεφάλαια, που διατηρούσαν οι εγκαλούσες στην Nationale Nederlanden εξ 72.000.000 δρχ. και να καταθέσουν τα χρήματα σε δικό του (του κατηγορουμένου) λογαριασμό, προκειμένου αυτά να τα επενδύσει επωφελώς σε μετοχές, ο ανωτέρω αναφερόμενος, αλλά και η σύζυγος του, β' εγκαλούσα, στις μαρτυρικές τους καταθέσεις δηλώνουν ανενδοιάστως τα αντίθετα. Επίσης ο εκκαλών αδυνατεί όχι μόνον να αποδείξει, αλλά και στοιχειωδώς να επιβεβαιώσει τον θεμελιώδη ισχυρισμό του, ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό κατετέθη σε δικό του λογαριασμό από την δεύτερη εγκαλούσα, προκειμένου αυτός να το επενδύσει σε μετοχές. Ο μάρτυς ........ Διευθυντής υποκαταστήματος της ανωτέρω εταιρείας, διαψεύδει τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ενώ, εξ' άλλου οι εγκαλούσες μητέρα και κόρη, ο ......., σύζυγος της πρώτης, αλλά και ο γαμβρός του τελευταίου. Γ1, πρώην συνάδελφος του κατηγορουμένου, εξιστορούν πειστικότατα τα περιστατικά της κατηγορίας. Προφανές, επίσης είναι ότι οι δοθείσες από τον κατηγορούμενο συναλλαγματικές αποτελούν έμμεση αναγνώριση του χρέους του προς τις μηνύτριες, παρά τα όσα ευφάνταστα ο ίδιος καταθέτει προς υποστήριξη αθωότητας. Κατόπιν όλων αυτών προκύπτουν και κατά την γνώμη μας αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου, τέτοιες, που είναι ικανές όχι να δικαιολογήσουν απλώς, αλλά και να επιβάλουν τον ακροαματικό έλεγχο της υπό κρίση υποθέσεως και ορθώς έκρινε το Συμβούλιο Πλημ/κών παραπέμποντας τον ήδη εκκαλούντα στο αρμόδιο ακροατήριο, για να δικασθεί για την αναφερομένη εν αρχή της παρούσας αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο Βούλευμα, την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για τους εξής λόγους. Διότι το Συμβούλιο αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση. Όμως, στην Εισαγγελική πρόταση, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία επιτρεπτά θα μπορούσε να συνταχθεί, εν όλω ή εν μέρει, και η κρίση του Συμβουλίου, αλλά αναφέρεται εξολοκλήρου στο Πρωτόδικο Βούλευμα. Όμως, εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση, ασκήθηκε έφεση από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, κατά του πρωτόδικου Βουλεύματος, δεν είναι επιτρεπτό, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο να μην διαλαμβάνει τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά απλώς αναφέρεται εξολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής, μη διαλαμβάνουσας κατά τα ανωτέρω δικές της σκέψεις, στο πρωτόδικο Βούλευμα. Πέρα από αυτά, και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι, εφόσον στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση περιλαμβάνονται σκέψεις, σχετικά με τους αναφερόμενους στην έφεση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ισχυρισμούς, οπότε θα ήταν επιτρεπτή η αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση αυτή, και πάλι δεν υφίσταται η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενόψει του ότι η Εισαγγελική πρόταση δεν διαλαμβάνει πραγματικά περιστατικά και συναφείς σκέψεις, με τις οποίες κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, αναφορικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη, για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου, απλώς, δι' αυτής, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί του τελευταίου, με την αιτιολογία ότι "καταρρίπτονται κατηγορηματικά από τις μαρτυρικές καταθέσεις". Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, στο σημείο αυτό, η Εισαγγελική πρόταση, κάνει επιλεκτική αναφορά σε μαρτυρικές καταθέσεις, προκειμένου να απορρίψει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, χωρίς να προκύπτει, αφού δεν γίνεται καμία μνεία, ότι έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), με συνέπεια και εξ αυτού του λόγου, να μην υφίσταται η, από τις ως άνω διατάξεις, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος της ένδικης αναίρεσης και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 και 519 του Κ.Π.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί το υπ' αρ. 554/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς νέα κρίση, ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές, άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπεμπτικό βούλευμα. Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 ευρώ. Το βούλευμα αναφέρεται, χωρίς δικές του σκέψεις, στην εισαγγελική πρόταση και αυτή αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα. Οι σκέψεις που υπάρχουν στην ενσωματωμένη στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, εισαγγελική πρόταση, αφορούν στην απόρριψη των, δια της έφεσης, υφισταμένων ισχυρισμών και η απόρριψής τους γίνεται με επιλεκτική αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων και όχι όλων. Δεκτή αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1347/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αιτούντων: 1. Χ1, κρατούμενου στη Κλειστή Φυλακή Χαλκίδας και 2. Χ2, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Γ.Κ.Κ. Τύπου Α' Μαλανδρίνου Φωκίδας, που παραστάθηκαν στο ακροατήριο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Παπαϊωάννου και Χρήστο Τσιράκη, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 96, 97/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αιτούντες ζητούν τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1557/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 438/2.11.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι) Οι Χ1 και Χ2 καταδικάστηκαν αμετάκλητα με την υπ'αριθμ. 96-97/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, (-η οποία διορθώθηκε με την 278/2004 απόφαση του αυτού δικαστηρίου και δη σε σχέση μόνο με τις απολογίες αυτών όπως καταχωρήθηκαν στα πρακτικά της πρώτης απόφασης όπου από παραδρομή σ'αυτά καταχωρήθηκε ως απολογία του πρώτου ή του δευτέρου και αντίστροφα, πράγμα που διορθώθηκε με την άνω δεύτερη (=278/2004) απόφαση-) και η οποία (καταδικαστική απόφαση) κατέστη αμετάκλητη μετά την κατ'αυτής ασκηθείσα αναίρεση απόρριψη της τελευταίας με την 1539/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου- για ληστεία από κοινού από την οποία προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη σε άλλον και δη του φύλακα των αφαιρεθέντων προς παράνομη ιδιοποίηση αντικειμένων -380 § § 1,2,45 ΠΚ- τα οποία ως αρχαία ανήκαν στο κράτος και είχαν αξία 546.280.000 δραχμές. Συγκεκριμένα οι ανωτέρω καταδικάσθηκαν διότι: "Στην ...... στις 12-4-1990 ώρα 03.00' περίπου, οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, ενεργώντας από κοινού και μετά από συναπόφαση με πρόθεση, προφανώς και με άλλα άγνωστα κατά την ανάκριση πρόσωπα, αφού παραβίασαν τη σιδερένια πόρτα του περιφραγμένου χώρου των αρχαιοτήτων της Αρχαίας Κορίνθου, πλησίασαν στο κτίριο του Μουσείου, (εξωτερικό) φύλακα Γ1, τον οποίο κτύπησαν δυνατά με άγνωστα αντικείμενα στο κεφάλι, τον φίμωσαν και τον έδεσαν γερά με σχοινί στα χέρια και τα πόδια, ταυτόχρονα δε με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, προανήγγειλαν στον ανωτέρω φύλακα, κακό που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν σε βάρος του και συγκεκριμένα ότι θα τον σκοτώσουν, με τα πιστόλια που κρατούσαν στα χέρια τους, λέγοντας του: "μη μιλάς θα πεθάνεις", έτσι αφού τον ακινητοποίησαν και έκαμψαν οποιαδήποτε αντίσταση του με ιδιαίτερη σκληρότητα, προκαλώντας σ' αυτόν με τα κτυπήματά τους βαριά σωματική βλάβη, και ειδικότερα κάκωση κεφαλής με πιθανό κάταγμα μετωπιαίου, κάκωση αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, κάταγμα κάτω γνάθου, κάκωση τεσσάρων κατωτέρω πλευρών θώρακος, κάκωση οσφύος, κάκωση ρινός, θλαστικό τραύμα ριζορινίου, θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής, έντονο αιμάτωμα βλεφάρου αριστερού, δηλαδή κακώσεις που εμπόδισαν τον ως άνω παθόντα σημαντικά για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα του, και ενδεχομένως να πέθαινε από αφαίμαξη αν δεν εμφανιζόταν στις 07.00' ο φύλακας της επόμενης (πρωινής) βάρδιας, επιχείρησαν αρχικώς να παραβιάσουν τη σιδερένια κεντρική είσοδο του Μουσείου με τρυπάνι} χωρίς όμως να το επιτύχουν, στη συνέχεια, αφού τοποθέτησαν πτυσσόμενη μεταλλική ψηλή σκάλα, την οποία έφεραν μαζί τους, στον τοίχο της ανατολικής πλευράς του Μουσείου, ανέβηκαν στη στέγη αυτού και περπατώντας στην κεραμοσκεπή, κατήλθαν στον εσωτερικό περίβολο του Μουσείου από σιδερένια σκάλα, η οποία ήταν αφημένη εκεί. Ακολούθως, αφού παραβίασαν την εσωτερική πόρτα, με την οποία επικοινωνούσε ο εσωτερικός περίβολος με το διάδρομο και τις αίθουσες εκθεμάτων του Μουσείου, αφαίρεσαν από τις βιτρίνες του Μουσείου αρχαιολογικά εκθέματα τα οποία στη συνέχεια έβγαλαν από το χώρο του Μουσείου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εισήλθαν, ταυτόχρονα δε, αφαίρεσαν, και το χρηματικό ποσό των 1.000.000 δραχμών-από τα συρτάρια των γραφείων του Μουσείου, που προορίζονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του και ειδικότερα αφαίρεσαν 273 έργα της αρχαίας κλασικής περιόδου των ελληνιστικών χρόνων και της ρωμαιοκρατίας (συμπεριλαμβανομένων μερικών αντικειμένων χαρακτηριστικής κορινθιακής κεραμικής, γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου καθώς και μερικών μελανόμορφων και πορφυρόμορφων κεραμικών, ανάγλυφων αγαλμάτων, μερικών της Κορινθιακής Ρωμαιοκρατίας, γυάλινων δοχείων, μικρών ευρημάτων) καθώς και της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου, χρονολογουμένης, γύρω στο 470 π.χ., τα οποία εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 επ. του ν. ΚΝ 5351/1932 "Περί αρχαιοτήτων" και ανήκουν πράγματι αλλά και σύμφωνα με το άρθρο του ανωτέρω Νόμου, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 546.280.000 δρχ., όπως αυτά λεπτομερώς περιγράφονται, κατ' αύξοντα αριθμό, κατ' είδος και κατά τιμή μονάδος στο διατακτικό, τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα, παρόλο που γνώριζαν ότι ανήκουν στην κυριότητα και κατοχή του Ελλ. Δημοσίου, με αποτέλεσμα η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο τελευταίο να ανέρχεται στο ποσό των 547.280.000 δραχμών. Τα προαναφερόμενα περιστατικά, σε συνδυασμό με τα γεγονότα: α) ότι τα αρχαία αντικείμενα μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ με την "......", συμφερόντων του ..., β) ότι ο Δ1 είτε συχνές επαφές (πριν από την παράδοση των αρχαίων) με τον κατηγορούμενο Χ1, , γ) ότι ο ίδιος (Δ1) κατείχε φωτογραφίες που απεικόνιζαν τα κλοπιμαία αρχαία και δ) ότι ήταν αυτός (δηλ. ο Δ1) που οδήγησε τις αστυνομικές αρχές στην παράδοση των αρχαίων αντικειμένων που ήταν αποθηκευμένα στο Μαϊάμι των ΗΠΑ, παρέχουν πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς το ότι οι κατηγορούμενοι ήταν δύο από τους δράστες (φυσικοί αυτουργοί) της προαναφερόμενης ληστείας από την οποία προήλθε η βαριά σωματική βλάβη του φύλακα του μουσείου. Ο Α' κατ/νος ομολόγησε τη συμμετοχή του στη ληστεία, ισχυρίζεται όμως αβασίμως ότι δεν χτύπησε αυτός τον φύλακα. Ο δόλος τόσο του ως άνω κατ/νου, όσο και του συγκατηγορούμενου αδελφού του, ο οποίος αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στη ληστεία, ήταν να προκαλέσουν στο φύλακα τις προαναφερόμενες βαριές σωματικές βλάβες, για τις οποίες νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο επί δεκαπενθήμερο και μετά από μακροχρόνια αναρρωτική άδεια αναγκάσθηκε να συνταξιοδοτηθεί λόγω της επισφαλούς καταστάσεως της υγείας του. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος που βρέθηκε σε αλουμινένια σκάλα που είχαν εγκαταλείψει οι δράστες έξω από το αρχαιολογικό μουσείο, ταυτίζεται, όπως διαπιστώθηκε από την από..... δακτυλοσκοπική πραγματογνωμοσύνη, των ενηργησάντων αυτήν ..... και ....., Αστυνόμων Α' της Δ/νσης Εγκλ/κών Ερευνών, κατόπιν διατάξεως του Ανακριτή Κορίνθου, με το αποτύπωμα του δεξιού μεσαίου δακτύλου του Χ1. Ο πρώτος κατ/νος δεν αποδείχθηκε ότι έχει ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό της πράξης του. όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός εξαιτίας της βιολογικής του κατάστασης είχε κατά τη διάπραξη της ως άνω ληστείας μειωμένη ικανότητα να ενεργεί σύμφωνα με την αντίληψη του περί αυτό. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους, όπως αόριστα αυτοί ισχυρίζονται. Επομένως, απορριπτόμενων, ως μη αποδεικνυομένων, των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι της παραπάνω αξιόποινης πράξης, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 δ' Π.Κ. καθόσον, όπως αποδείχθηκε αυτοί επέδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξαν εμπράκτως να μειώσουν τις συνέπειες της ως άνω πράξεως τους, δοθέντος ότι αυτοί επιδίωξαν έκτοτε και ήλθαν σε συνάντηση με τον παθόντα Γ1, ζήτησαν απ' αυτόν συγγνώμη και προς ηθική του ικανοποίηση του κατέβαλαν το ποσό των 15.000.000 δρχ.". Οι ανωτέρω υπέβαλαν -δια του Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου- αφενός μεν στις 3-9-2007 την από 15-12-2006 αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Τσιράκη ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό τους και δη του Χ1 δυνάμει της από 5-12-2006 εξουσιοδότησής του, στην οποία το γνήσιο της υπογραφής αυτού βεβαιώνει υπάλληλος του δήμου 'Αργους, για δε τον Χ2 δεν υφίσταται σχετική εξουσιοδότηση αυτού. -Να σημειωθεί εδώ ότι ο άνω πληρεξούσιος δικηγόρος δεν παρέστη ως συνήγορος των καταδικασθέντων στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η άνω καταδικαστική απόφαση (βλ. πρακτικά αυτής), αφετέρου δε ο Χ2 στις 4-11-2007 δια του αυτού πληρεξουσίου δικηγόρου που ενεργεί μετά από εξουσιοδότηση της συζύγου του (δηλ του Χ2) δεύτερη αίτηση με ημερομηνία 1-10-2007, ταυτόσημη της πρώτης. Με την αίτηση αυτή (επαναλήψεως της κατ'αυτών διαδικασίας) -που είναι ταυτόσημη και για τους δύο- ισχυρίζονται ο μεν πρώτος ότι καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, ο δε δεύτερος ότι είναι απόλυτα αθώος. Ειδικώτερα δε, αφού αναφέρουν ότι αυτοί έδωσαν τις πληροφορίες για την επιστροφή των επιδίκων αντικειμένων στους μάρτυρες κατηγορίας Δ1, Δ2 και Δ3, στην συνέχεια ο πρώτος από αυτούς προβαίνει σε επισυναπτόμενη ιδιόχειρη αφήγηση των αληθινών γεγονότων και δη ότι συμμετείχε με τον Κ1 και Κ2 - Κ3 και Κ4 στην πράξη "Κλοπής των συγκεκριμένων αρχαίων" και συγκεκριμενοποιεί τις συνθήκες τέλεσης της πράξης και ότι εισήλθε και ο ίδιος μέσα στο Μουσείο και ότι είχε κτυπήσει και "άθελά" του τον φύλακα ο Κ1 και "του πιάσαμε τα χέρια και τα ακινητοποιήσαμε τα δέσαμε με ένα σχοινάκι.... επίσης του δέσαμε και τα πόδια. Επειδή, όμως συνέχιζε να φωνάζει..... αναγκαστήκαμε να του δέσουμε με ένα πανί και το στόμα.... Αργότερα έμαθα ότι τα άφησαν στο θείο μου (=Ζ1 στο Μαϊάμη) για να τα φυλάξη ....ο θείος μου άφησε εντολή στον πατέρα μου να επιστραφούν τα πράγματα στη βάση τους..... είχε μιλήσει σε ένα πολύ φίλο του....τον Ν1 και αυτός είχε έναν αγαπημένο ανεψιό τον Δ1 ....... και θα ήταν εύκολο μέσω αυτού να επιστραφούν .... Τελικά σύντομα ήλθαμε σε επαφή με τον Δ1 με σκοπό να βοηθήσει υπεύθυνα στον επαναπατρισμό των αρχαίων. Πριν συλλάβουν εμένα είχε έλθη στο Γυμναστήριο και παράλληλα μου τηλεφωνούσε κάποιες φορές.....και έχει μετανοιώσει για την παραβατική του συμπεριφορά",- όπως την ονομάζει- και β) προσθέτουν, στην αυτή αίτηση, ότι στην απόλυτη άδικη καταδίκη τους άσκησαν ουσιώδη επιρροή οι αποδεδειγμένα δόλιες και ψευδέστατες ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο του Δικαστηρίου των μαρτύρων κατηγορίας Δ2 και Δ3 οι οποίες έγιναν με τον αποδεδειγμένο δόλο να καρπωθούν τα δήθεν εύρετρα των επιδίκων αρχαίων αντικειμένων. Προς επίρρωση των αναφερομένων στην άνω ιδιόχειρη εξιστόρηση του πρώτου επικαλούνται και προσκομίζουν την από ..... ένορκη κατάθεση στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Κριμπογιάννη-Αλευρά (η οποία συνέταξε την υπ'αριθμ. ..... έκθεση) του Δ1, ο οποίος καταθέτει, και δη "προς διευκρίνιση κάποιων αναπάντητων ερωτημάτων που του είχαν τεθεί κατά τη διάρκεια της δίκης" ότι "τα άτομα με τα οποία είχε έλθη σε επαφή προκειμένου να του παραδώσουν τα κλεμμένα αντικείμενα είναι οι Χ2 (πατέρας) και Χ1 (γιος)..... το αρχικό τηλεφώνημα... έγινε από τον Ζ1.... Πριν φύγω για την Αμερική είχα δύο συναντήσεις με τον Χ1.... πηγαίνοντας στο Μαϊάμι της Φλωρίδας ήλθα σε επαφή με τον Χ2 (πατέρα) ......" και στη συνέχεια καταθέτει ότι "εγώ από μέρους μου είχα ένα ηθικό βάρος για το εάν θα έπρεπε να κατανομάσω τους δράστες, το οποίο βάρυνε ακόμη περισσότερο όταν μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα δέχτηκα δύο ανώνυμα τηλεφωνήματα μέσω των οποίων μου υποδεικνύετο να μην κατονομάσω τους δράστες, διότι θα έθετα σε κίνδυνο την ζωή της οικογένειάς μου. ...... Σήμερα πιστεύω πως οι απειλές .... έχουν εκλείψει...". Δηλ. από την ένορκη αυτή κατάθεση προκύπτει ότι οι αιτούντες ήσαν αυτοί που ενδιαφέροντο για την επιστροφή των επιδίκων αντικειμένων και αφετέρου ότι γνώριζε ότι τουλάχιστον ο πρώτος αιτών ήταν δράστης του επιδίκου εγκλήματος. Ο ίδιος άλλωστε τη συμμετοχή του την έχει δεχθεί στην απολογία του ενώπιον του καταδικάσαντος δικαστηρίου. Επίσης ο τελευταίος υπέβαλε, μέσω των Φυλακών Αγιάς, και το συνημμένο από 30-8-2004 υπόμνημα στο οποίο επαναλαμβάνει τα αυτά ως άνω και ότι καταδικάστηκε αυστηρά και ότι δεν ελήφθη υπόψη η "επιδειχθείσα εμπράκτος μεταμέλεια". Επίσης αμφότεροι προσεκόμισαν μεταγενέστερα προς ενίσχυση των απόψεών τους την υπ'αριθμ .7708/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, από την οποία προκύπτει, κατ'αυτούς, ότι ο "νέος" μάρτυρας (=Δ1) συνέβαλε στην επιστροφή των κλαπέντων. Σε κανένα κείμενο του πρώτου αιτούντος δεν αναφέρεται αμέσως ή εμμέσως πιο είναι το ελαφρότερο έγκλημα για το οποίο έπρεπε να καταδικαστεί σε σχέση με αυτό που καταδικάστηκε που είναι το βαρύτερο. Απλόν υπαινιγμό κάνει στο τελευταίο υπόμνημα ότι η καταδίκη του ήταν αυστηρή, δηλ. σε σχέση με την ποινή, και ότι δεν ελήφθη υπόψη η έμπρακτη μεταμέλεια του δηλ. ο πρωταγωνιστικός του ρόλος για την επιστροφή των επιδίκων αντικειμένων. ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 527 § 1 Κ.Π.Δ. η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντος υποβάλλεται από τον ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από τον συνήγορό του ή από τον Εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αίτηση, αφού δεν είναι ένδικο μέσο, δεν ασκείται κατά τον τρόπο που ασκούνται τα ένδικα μέσα αλλά υποβάλλεται με σχετικό δικόγραφο και χωρίς να απαιτείται και εγχείριση τούτου στους αρμοδίους Εισαγγελείς (βλ. και ΑΠ 700/82, Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Π.Δ. τόμ. β σελ. 319 σημ. 6, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (2007) σελ. 1064 σημ. 34, Δαλακούρα-Επανάληψη της διαδικασίας (2007) σελ. 341) αφετέρου τα αναφερόμενα πρόσωπα ορίζονται περιοριστικά. Ταύτα μπορούν να υποβάλλουν την αίτηση είτε αυτοπροσώπως είτε δια πληρεξουσίου κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 465 § 1 Κ.Ποιν. Δ. (βλ. ΑΠ 598/94, ΑΠ 428/93 κ.ά.). Επομένως αίτηση επανάληψης από πρόσωπο που δεν ανήκει στα ανωτέρω είναι απαράδεκτη, όπως και αίτηση που υποβάλλεται από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό προσώπου που δικαιούται μεν σ'αυτή αλλά χωρίς ειδικό πληρεξούσιο είναι απαράδεκτη (βλ. και ΑΠ 598/94, ΑΠ 177/81, ΑΠ 712/2003 κ.α.). Ενόψει των ανωτέρω η από 15-12-2006, που υπεβλήθη στις 3-9-2007, αίτηση επανάληψης που υπεβλήθη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Τσιράκη για λογαριασμό του Χ2 είναι απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε χωρίς την ύπαρξη ειδικού πληρεξουσίου αυτού (=Χ2) και χωρίς να είχε παραστεί ως συνήγορος αυτού στη δίκη που εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση που κατέστη αμετάκλητη. Το υπάρχον στην δικογραφία πληρεξούσιο του αδελφού αυτού παρέχει την ειδική εντολή για άσκηση αιτήσεως επανάληψης μόνο "προς όφελος του", η δεύτερη όμως αίτηση αυτού της 1-10-2007 που υπεβλήθη στις 4-10-2007 από τον αυτόν δικηγόρο αλλά κατόπιν της από 21-9-2007 νόμιμης εξουσιοδοτήσεως της δικαιούχου συζύγου της, έχει υποβληθεί από δικαιούχο πρόσωπο. ΙΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 527 § 3 Κ.Π.Δ. η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη (βλ. και ΑΠ 727/2002, ΑΠ 291/94, ΑΠ 1745/98, ΑΠ 1863/84 κ.α.). Λόγοι για τους οποίους ζητείται η επανάληψη είναι αυτοί και δη μόνον αυτοί που ορίζονται στο άρθρο 525, 526, 525Α Κ.Π.Δ.. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να είναι ορισμένοι, δηλ. να μην περιορίζονται σε περιγραφική παράθεση του οικείου άρθρου αλλά να εξειδικεύουν το πραγματικό εν προκειμένω σφάλμα που προσάπτεται στην απόφαση. 'Ετσι, εάν στηρίζεται στον λόγο του άρθρου 525 περ. 3, ήτοι αν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη (δηλ. κρίσιμη, αποφασιστική βλ. Μπουρόπουλο τομ. β' σελ. 312 σημ. 39, με την έννοια ότι εάν δεν είχαν ληφθεί υπόψη η απόφαση θα ήταν με μεγάλη πιθανότητα αθωωτική Ανδρουλάκης-θεμελιώδεις έννοιαι ....(2007) 528 σημ. 750) επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, πρέπει να αναφέρεται στην αίτηση ότι η αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας απεδείχθη με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή ότι τέτοια δεν απαγγέλθηκε ένεκα λόγου που κώλυε την κατ'ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως ή που ανέστειλε την ποινική δίωξη (βλ. ΑΠ 612/89 ΠΧρ Μ σελ. 67, ΑΠ 281/60 ΠΧρ Ι σελ. 536, ΑΠ 36/63 ΠΧρ ΙΓ σελ. 210, Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Τόμ. γ (1977) σελ. 381, 387, Δαλακούρας ο.π. σελ. 343). Επίσης, εάν στηρίζεται στον λόγο του άρθρου 525 περ. 2 Κ.Π.Δ., ήτοι αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου αποκαλύφθηκαν νέα-άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν -γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε (είναι αθώος ή) καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε, πρέπει να αναφέρεται αφ'ενός μεν ποιά τα νέα στοιχεία και το περιεχόμενο αυτών που καθιστούν φανερό ότι καταδικάστηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα και αφετέρου ποιό το ελαφρότερο έγκλημα για το οποίο έπρεπε να καταδικαστεί, υπό την έννοια ότι τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας της πράξεως και μεταβάλλεται το είδος αυτής, όχι δε όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχειρίσεως του υπαιτίου λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής (ΑΠ 509/93 Υπεράσπιση 1993 σελ. 605 ΑΠ 246/2005 ΝοΒ 2005 σελ. 1485, ΑΠ 1139/2003 Ποινική Δικαιοσύνη 2003 σελ. 1325, ΑΠ 1630/2003, ΑΠ 1269/2001 κ.ά. βλ. περιπτωσιολογία σε Α. Κονταξή ΚΠΔ (2006) σελ. 3359 επ.). Εξ'άλλου τα νέα άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές γεγονότα ή αποδείξεις θα πρέπει είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με τις προηγούμενες να καθιστούν πρόδηλα ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος για το έγκλημα που καταδικάστηκε. Επειδή εάν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 525 Κ.Ποιν.Δ., έστω και αν ο αιτών τα υπήγαγε σε εσφαλμένο διαφορετικό λόγο, δεν απορρίπεται η αίτηση ως απαράδεκτη αλλά το αρμόδιο συμβούλιο υπάγει αυτά στον αρμόζοντα λόγο κατά διορθωτική λειτουργία της αρχής της δικαστικής βοήθειας, αφού το κέντρο βάρους εδώ έγκειται στα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο αιτών. Ενόψει των ανωτέρω οι υπό κρίση αιτήσεις είναι απαράδεκτες διότι σε σχέση με τον λόγο ότι έσχον ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του οι ψευδείς καταθέσεις των αναφερομένων μαρτύρων δεν γίνεται μνεία, ούτε προσάγεται, σχετική καταδικαστική απόφαση- ούτε άλλωστε στην καταδίκη του πρώτου έσχον ουσιώδη επιρροή -οι καταθέσεις αυτών- αφού ο ίδιος ο πρώτος αιτών και στις υπό κρίση αιτήσεις του και στα πρακτικά της καταδικαστικής απόφασης έχει αποδεχθεί την συμμετοχή του και δεν έχει αναιρέσει αυτή. -Σε σχέση με τα νέα στοιχεία και δη την ένορκη βεβαίωση του Ν2 και η 7708/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η μεν αίτηση του πρώτου είναι απαράδεκτη γιατί δεν αναφέρεται ποιος ο ελαφρότερος χαρακτηρισμός του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε και οδηγεί η κατάθεση αυτή και αν ήθελε θεωρηθεί αληθής κατά περιεχόμενο, όπως επίσης και το ιδιόγραφο σημείωμα του ιδίου του πρώτου αιτούντος, μετά του υπομνήματος αυτού -ενδεχομένως να οδηγούσαν σε αποδοχή ελαφρυντικής και μόνο περιστάσεως -84 περ. δ Π.Κ.- για δε τον δεύτερο είναι και αόριστη και αβάσιμη η αίτησή του αφού με τα νέα αυτά στοιχεία καθόλο δεν αναφέρεται ότι αναιρείται κάποιο στοιχείο του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, ούτε και συμβαίνει στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο. Τέλος, τα επικαλούμενα πραγματικά γεγονότα δεν υπάγονται σε κανέναν άλλο λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας που αναφέρει το άρθρο 525 Κ.Ποιν.Δ. Επομένως πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα αυτών περί αναστολής εκτελέσεως της επιβληθείσης στους αιτούντας για το έγκλημα για το οποίο καταδικάσθηκαν και αφορά οι αιτήσεις τους ποινής. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθούν οι αιτήσεις των Χ1 και Χ2 περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας που διεξήχθη σε βάρος του και εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 96-97/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, όπως επίσης απορριφθεί το αίτημα αυτών περί αναστολής εκτελέσεως της επιβληθείσης με την ανωτέρω απόφαση σε βάρος τους ποινής. Αθήνα 31 Οκτωβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τους πληρεξούσιους των αιτούντων ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, οι υπό κρίση από 3 Σεπτεμβρίου 2007, αιτήσεις των Χ1 και Χ2, και από 4 Οκτωβρίου 2007 του Χ3 για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμό 96-97/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, είναι παραδεκτές και ταυτόσημες και, πρέπει, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις, μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής ή νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτήν δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατ' αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Συνεπώς, οι υπό κρίση από 3-9-2007 και 4-10-2007 αιτήσεις, με τις οποίες οι αιτούντες Χ1 και Χ2, επιδιώκουν την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη 96-97/20044 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου,(η οποία διορθώθηκε με την υπ' αριθμό 278/2004 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου), και με την οποία καταδικάστηκαν οι αιτούντες για την πράξη της ληστείας από κοινού, από την οποία προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη σε άλλο, ισχυριζόμενοι, ότι, από τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται σ' αυτές, γίνεται φανερό ότι είναι αθώοι, είναι νόμιμες, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, παραδεκτώς δε εισάγονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 3 και 528 παρ.1 ΚΠΔ, και πρέπει να εξετασθούν κατ' ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την υπ' αριθμό 96-96/2004 απόφασή του, (όπως διορθώθηκε με την υπ' αριθμό 278/2004 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου) και η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, με την υπ' αριθμό 1539/24-6-2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κήρυξε ενόχους τους αιτούντες και καταδίκασε τον καθένα από αυτούς, σε ποινή κάθειρξης είκοσι (20) ετών, για την πράξη της ληστείας από κοινού, από την οποία προκλήθηκε σε άλλο βαριά σωματική βλάβη (26 παρ.1, 27 παρ.1, 45, και 380 παρ.1-2 του ΠΚ), και ειδικότερα, του ότι: "Στην .... στις 12-4-1990 ώρα 03.00' περίπου, οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1, ενεργώντας από κοινού και μετά από συναπόφαση με πρόθεση, προφανώς και με άλλα άγνωστα κατά την ανάκριση πρόσωπα, αφού παραβίασαν τη σιδερένια πόρτα του περιφραγμένου χώρου των αρχαιοτήτων της Αρχαίας Κορίνθου, πλησίασαν στο κτίριο του Μουσείου, τον (εξωτερικό) φύλακα Γ1, τον οποίο κτύπησαν δυνατά με άγνωστα αντικείμενα στο κεφάλι, τον φίμωσαν και τον έδεσαν γερά με σχοινί στα χέρια και τα πόδια, ταυτόχρονα δε με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, προανήγγειλαν στον ανωτέρω φύλακα, κακό που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν σε βάρος του και συγκεκριμένα ότι θα τον σκοτώσουν, με τα πιστόλια που κρατούσαν στα χέρια τους, λέγοντάς του: "μη μιλάς θα πεθάνεις", έτσι αφού τον ακινητοποίησαν και έκαμψαν οποιαδήποτε αντίσταση του με ιδιαίτερη σκληρότητα, προκαλώντας σ' αυτόν με τα κτυπήματά τους βαριά σωματική βλάβη, και ειδικότερα κάκωση κεφαλής, με πιθανό κάταγμα μετωπιαίου, κάκωση αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, κάταγμα κάτω γνάθου, κάκωση τεσσάρων κατωτέρω πλευρών θώρακος, κάκωση οσφύος, κάκωση ρινός, θλαστικό τραύμα ριζορινίου, θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής, έντονο αιμάτωμα βλεφάρου αριστερού, δηλαδή κακώσεις που εμπόδισαν τον ως άνω παθόντα σημαντικά για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα του, και ενδεχομένως να πέθαινε από αφαίμαξη αν δεν εμφανιζόταν στις 07.00' ο φύλακας της επόμενης (πρωινής) βάρδιας, επιχείρησαν αρχικώς να παραβιάσουν τη σιδερένια κεντρική είσοδο του Μουσείου με τρυπάνι χωρίς όμως να το επιτύχουν, στη συνέχεια, αφού τοποθέτησαν πτυσσόμενη μεταλλική ψηλή σκάλα, την οποία έφεραν μαζί τους, στον τοίχο της ανατολικής πλευράς του Μουσείου, ανέβηκαν στη στέγη αυτού και, περπατώντας στην κεραμοσκεπή, κατήλθαν στον εσωτερικό περίβολο του Μουσείου από σιδερένια σκάλα, η οποία ήταν αφημένη εκεί. Ακολούθως, αφού παραβίασαν την εσωτερική πόρτα, με την οποία επικοινωνούσε ο εσωτερικός περίβολος με το διάδρομο και τις αίθουσες εκθεμάτων του Μουσείου, αφαίρεσαν από τις βιτρίνες του Μουσείου αρχαιολογικά εκθέματα τα οποία στη συνέχεια έβγαλαν από το χώρο του Μουσείου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εισήλθαν, ταυτόχρονα δε, αφαίρεσαν, και το χρηματικό ποσό των 1.000.000 δραχμών-από τα συρτάρια των γραφείων του Μουσείου, που προορίζονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του και ειδικότερα αφαίρεσαν 273 έργα της αρχαίας κλασικής περιόδου των ελληνιστικών χρόνων και της ρωμαιοκρατίας (συμπεριλαμβανομένων μερικών αντικειμένων χαρακτηριστικής κορινθιακής κεραμικής, γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου καθώς και μερικών μελανόμορφων και πορφυρόμορφων κεραμικών, ανάγλυφων αγαλμάτων, μερικών της Κορινθιακής Ρωμαιοκρατίας, γυάλινων δοχείων, μικρών ευρημάτων) καθώς και της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου, χρονολογουμένης, γύρω στο 470 π.χ., τα οποία εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 1 επ. του ν. ΚΝ 5351/1932 "Περί αρχαιοτήτων" και ανήκουν πράγματι αλλά και σύμφωνα με το άρθρο του ανωτέρω Νόμου, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 546.280.000 δρχ., όπως αυτά λεπτομερώς περιγράφονται, κατ' αύξοντα αριθμό, κατ' είδος και κατά τιμή μονάδος στο διατακτικό, τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα, παρόλο που γνώριζαν ότι ανήκουν στην κυριότητα και κατοχή του Ελλ. Δημοσίου, με αποτέλεσμα η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο τελευταίο να ανέρχεται στο ποσό των 547.280.000 δραχμών. Τα προαναφερόμενα περιστατικά, σε συνδυασμό με τα γεγονότα: α) ότι τα αρχαία αντικείμενα μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ με την "......", συμφερόντων του ...., β) ότι ο Δ1 είτε συχνές επαφές (πριν από την παράδοση των αρχαίων) με τον κατηγορούμενο Χ1, γ) ότι ο ίδιος (Δ1) κατείχε φωτογραφίες που απεικόνιζαν τα κλοπιμαία αρχαία και δ) ότι ήταν αυτός (δηλ. ο Δ1) που οδήγησε τις αστυνομικές αρχές στην παράδοση των αρχαίων αντικειμένων που ήταν αποθηκευμένα στο Μαϊάμι των ΗΠΑ, παρέχουν πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς το ότι οι κατηγορούμενοι ήταν δύο από τους δράστες (φυσικοί αυτουργοί) της προαναφερόμενης ληστείας από την οποία προήλθε η βαριά σωματική βλάβη του φύλακα του μουσείου. Ο Α' κατ/νος ομολόγησε τη συμμετοχή του στη ληστεία, ισχυρίζεται όμως αβασίμως ότι δεν χτύπησε αυτός τον φύλακα. Ο δόλος τόσο του ως άνω κατ/νου, όσο και του συγκατηγορούμενου αδελφού του, ο οποίος αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στη ληστεία, ήταν να προκαλέσουν στο φύλακα τις προαναφερόμενες βαριές σωματικές βλάβες, για τις οποίες νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο επί δεκαπενθήμερο και, μετά από μακροχρόνια αναρρωτική άδεια, αναγκάσθηκε να συνταξιοδοτηθεί, λόγω της επισφαλούς καταστάσεως της υγείας του. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος που βρέθηκε σε αλουμινένια σκάλα που είχαν εγκαταλείψει οι δράστες έξω από το αρχαιολογικό μουσείο, ταυτίζεται, όπως διαπιστώθηκε από την από .... δακτυλοσκοπική πραγματογνωμοσύνη, των ενεργησάντων αυτήν .... και ......, Αστυνόμων Α' της Δ/νσης Εγκλ/κών Ερευνών, κατόπιν διατάξεως του Ανακριτή Κορίνθου, με το αποτύπωμα του δεξιού μεσαίου δακτύλου του Χ1. Ο πρώτος κατ/νος δεν αποδείχθηκε ότι έχει ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό της πράξης του όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός, εξαιτίας της βιολογικής του κατάστασης, είχε κατά τη διάπραξη της ως άνω ληστείας μειωμένη ικανότητα να ενεργεί σύμφωνα με την αντίληψη του περί αυτό. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι συμπεριφέρθηκαν καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους, όπως αόριστα αυτοί ισχυρίζονται. Επομένως, απορριπτόμενων, ως μη αποδεικνυομένων, των λοιπών αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι της παραπάνω αξιόποινης πράξης, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 δ' Π.Κ. καθόσον, όπως αποδείχθηκε, αυτοί επέδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξαν εμπράκτως να μειώσουν τις συνέπειες της ως άνω πράξεως τους, δοθέντος ότι αυτοί επιδίωξαν έκτοτε και ήλθαν σε συνάντηση με τον παθόντα Γ1, ζήτησαν απ' αυτόν συγγνώμη και προς ηθική του ικανοποίηση του κατέβαλαν το ποσό των 15.000.000 δρχ.". Ήδη, οι αιτούντες επικαλούνται και προσκομίζουν, ως νέα στοιχεία, από τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, καθίσταται φανερή η αθωότητά τους, άλλως ότι καταδικάσθηκαν άδικα: 1) την από 17 Αυγούστου 2006 ιδιόχειρη επιστολή του πρώτου των αιτούντων, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στις δικαστικές φυλακές Χαλκίδας και 2) την με αριθμό ... ένορκη βεβαίωση, του Δ1, που έδωσε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δομνίκης Κριμπογιάννη- Αλευρά. Σύμφωνα δε με τα νεότερα στοιχεία που αυτοί επικαλούνται, οι ίδιοι οι αιτούντες, υπήρξαν τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία αποκάλυψαν τα κρίσιμα στοιχεία και έδωσαν τις βάσιμες πληροφορίες στους μάρτυρες κατηγορίας, Δ1, Δ2 και Δ3, και με τον τρόπο αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά, για την επιστροφή των Αρχαίων αντικειμένων, στο Μουσείο της Κορίνθου, από το Μαϊάμι της Φλώριδας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, με τη συνεργασία αγνώστων δραστών, είχαν κατορθώσει, μέσω της Τουρκίας, να εξαγάγουν στην αλλοδαπή. Συγκεκριμένα, με την από .... συνημμένη στην ένδικη αίτηση επιστολή του, ο Χ1, αναφέρεται στην αρχή της επιστολής του, στη γνωριμία, μέσω του διαμένοντος στην Αμερική θείου του, Ζ1, με δυο άγνωστα σ' αυτόν άτομα, από τον οποίο ζήτησαν τη συνδρομή του, προκειμένου να αφαιρεθούν από το χώρο του αρχαιολογικού Μουσείου της Κορίνθου, συγκεκριμένα αρχαία αντικείμενα, από την ολοκλήρωση της ενέργειας της οποίας, ο ίδιος (Χ1), θα ελάμβανε, καθ' ομολογία του, ικανοποιητική αμοιβή. Στη συνέχεια της επιστολής του αναφέρει, ότι, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο ίδιος, κυρίως λόγω της εμπλοκής του με τις ναρκωτικές ουσίες, ανέλαβε να εξεύρει τα κατάλληλα πρόσωπα, με πλούσιες εμπειρίες στη διάπραξη κλοπών, πράγμα που τελικά και επιχείρησε, με την αναζήτηση και εξεύρεση δυο γνωστών του προσώπων, τα οποία τον συνέδραμαν στην αφαίρεση των αρχαίων αντικειμένων. Μετά δε από σχετική συνεννόηση με τους αλλοδαπούς, συνεχίζει στην επιστολή του, ο ίδιος ο Χ1, με τη συνδρομή γνωστών του προσώπων, του Κ1 και Κ4, γνωστών προσώπων στους κύκλους των διαρρηκτών για τις ικανότητές τους αυτές, προέβησαν από κοινού, αρχικά σε παρακολούθηση του εξωτερικού χώρου του Μουσείου, καθώς και των κινήσεων του νυχτερινού φύλακα, Γ1. Περαιτέρω, στην ίδια επιστολή του, εξιστορεί τις συνθήκες προσέγγισης στο χώρο του Μουσείου, την αποκοπή, με τη χρήση διαρρηκτικών εργαλείων, της κλειδαριάς ασφαλείας της κεντρικής εισόδου του Μουσείου, την είσοδό τους και την εν συνεχεία αφαίρεση των αρχαίων αντικειμένων, η αξία των οποίων από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αποτιμήθηκε σε 546.280.000 δρχ, τις συνθήκες εξουδετέρωσης του φύλακα και του σοβαρότατου τραυματισμού του και, τέλος τις συνθήκες διαφυγής των κλοπιμαίων αρχαίων και παράνομης εξαγωγής των, αρχικά με τη βοήθεια ιστιοφόρου πλοίου στην Τουρκία και στη συνέχεια στην Αμερική. Τέλος, στην ίδια επιστολή του, ο αιτών Χ1, εξιστορεί και τον τρόπο φύλαξης των αρχαίων αντικειμένων στην Αμερική, από συγγενικό του πρόσωπο (θείο του Ζ1) και την, δια μέσου αυτού, διαμεσολάβηση του μάρτυρα κατηγορίας Δ1, προκειμένου να επανέλθουν τα αρχαία αντικείμενα, στο φυσικό τους χώρο. Καταλήγοντας την ως άνω επιστολή του, για την οποία υπάρχουν πλείστες όσες επιφυλάξεις, ως προς το εάν είναι ο ίδιος ο συντάκτης αυτής, εκφράζει τον πόνο της ψυχής του και το συγκλονισμό του, για την ανάγκη επιστροφής τους, στην Ελλάδα. Περαιτέρω, ως δεύτερο και τελευταίο νεότερο στοιχείο, καταλυτικό της όποιας συμμετοχής των αιτούντων και της άδικης καταδίκης τους, επικαλούνται γενικά και αόριστα τις καταθέσεις στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου των μαρτύρων κατηγορίας, Δ2 και Δ3, στους οποίους αποδίδεται δολιότητα και ψευδής κατάθεση στο περιεχόμενο αυτών, προκειμένου να επιτύχουν την καταβολή προς αυτούς σημαντικού ύψους ευρέτρων από το Κράτος, και, δεύτερο, την υπ' αριθμό ...... ένορκη βεβαίωση του Δ1, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δομνίκης Κριμπογιάννη-Αλευρά, για τον οποίο θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ο Δ1, είχε εξεταστεί ως μάρτυρας κατηγορίας και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Σύμφωνα, λοιπόν, με το περιεχόμενο αυτής της ένορκης βεβαίωσής του, ο παραπάνω μάρτυρας, καθ' ομολογία του, και παρά την αυτονόητη νομική υποχρέωσή του, να καταθέσει την αλήθεια, ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, απέκρυψε κατά την κατάθεσή του στο Δικαστήριο εκείνο, τις πηγές των πληροφοριών του, τις οποίες το πρώτον τώρα με την ως άνω ένορκη βεβαίωσή του κατονομάζει και μάλιστα, ότι προέρχονται αυτές από τους ίδιους τους αιτούντες, γεγονός το οποίο τουλάχιστον, δημιουργεί εύλογες απορίες ως προς την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου, και κυρίως ως προς τα ελατήριά του, ενόψει του ότι καθ' ομολογία του, διεκδίκησε από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα και με την κατάθεσή του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ως εύρετρα, για την όποια συμβολή του στην επιστροφή των αρχαίων αντικειμένων, το ποσό των 300.000.000 δραχμών. Ανεξάρτητα, όμως, των όποιων ελατηρίων του, δεν μπορεί να δοθεί ιδιαίτερη αξιοπιστία, σε όσα βεβαιώνει ο μάρτυρας αυτός, γιατί ενώ στην παραπάνω ένορκη βεβαίωσή του, καταθέτει ότι τα άτομα με τα οποία αυτός ήλθε σε επαφή για να του παραδώσουν τα κλεμμένα αντικείμενα, ήσαν οι Χ2 και Χ1, στην κατάθεσή του στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου (σελ.10), κατά τη συνεδρίαση της 27-2-2004, βεβαιώνει σχετικά και τα εξής: "δεν ξέρω ποιοι με ενημέρωσαν", ώστε πλέον να μη συνάγεται ασφαλές συμπέρασμα, περί του ότι οι αιτούντες ήσαν τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία του αποκάλυψαν, ότι ήσαν οι κάτοχοι των αρχαίων αντικειμένων, στοιχεία τα οποία αναμφίβολα, όχι μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν να αποκαλύψουν στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, αλλά ακόμη και να παραδώσουν οι ίδιοι, πριν από την επέμβαση των αρμοδίων ελληνικών αρχών και του FBI, πράγμα το οποίο σκόπιμα απέφυγαν, οπότε και η ποινική μεταχείρισή τους, ενδεχομένως να ήταν διαφορετική. 'Αλλωστε, και ο μάρτυρας κατηγορίας Δ2, αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ και υπεύθυνος της δίωξης αρχαιοκαπηλίας, με ενεργό συμμετοχή για την ανακάλυψη των κλοπιμαίων αρχαίων αντικειμένων, στην κατάθεσή του ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, βεβαιώνει, ότι "ο Δ1, δεν μίλησε ποτέ για ονόματα", και πολύ περισσότερο για τους συγκεκριμένους δράστες. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ο προαναφερθείς μάρτυρας Δ1, εάν πράγματι γνώριζε ότι οι αιτούντες, ήσαν αυτοί που του απεκάλυψαν την όποια συμμετοχή τους και γνώση τους, όφειλε στην περίπτωση αυτή, κατά την κατάθεσή του στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, να αποκαλύψει την πηγή των πληροφοριών του, πολύ δε περισσότερο να τους κατονομάσει, ως τα μοναδικά πρόσωπα από τα οποία αρύεται αυτός τις πληροφορίες του και να μην επικαλείται εκ των υστέρων τους ανύπαρκτους φόβους για την οικογένειά του, οι οποίοι αν ήσαν υπαρκτοί, όφειλε να τους αποκαλύψει κατά την κατάθεσή του, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Είναι δε απορίας άξιο, γεγονός το οποίο οπωσδήποτε συνέχεται με την αξιοπιστία του μάρτυρα Δ1, η ευκολία με την οποία αποκάλυψε ο ίδιος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ότι σε γνώση του απέκρυψε την αλήθεια, γεγονός το οποίο οδήγησε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, που υπογράφει την ένδικη αίτηση, να ζητήσει την κατά το άρθρο 38 του Κ.Π.Δ, αποστολή των σχετικών εγγράφων, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος των ως άνω μαρτύρων, προφανώς συμπεριλαμβανομένου και του Δ1, την ίδια στιγμή που προτείνεται αυτός, ως μάρτυρας υπεράσπισής τους. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω αμετάκλητη απόφαση, με την οποία περατώθηκε η ποινική διαδικασία, της οποίας ζητείται η επανάληψη, τα επικαλούμενα ως νέα γεγονότα ή αποδείξεις, όπως αυτά περιέχονται στην προσκομισθείσα ως άνω επιστολή του Χ1 και στην ένορκη βεβαίωση του Δ1, η οποία τελευταία είναι ενσωματωμένη στην εισαγγελική πρόταση και στην οποία το Δικαστήριο αυτό καθ' ολοκληρία αναφέρεται, το περιεχόμενο της οποίας, κατά το πλείστον μέρος, δεν ήταν άγνωστο στους δικαστές που δίκασαν τους αιτούντες, αλλά είχε υποβληθεί στην κρίση τους. Κατά συνέπεια, από τα επικαλούμενα από τους αιτούντες παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι αυτά εκτιμώμενα είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα προσκομισθέντα προηγουμένως στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την περατώσασα την ποινική διαδικασία ως άνω αμετάκλητη απόφαση, δεν καθίσταται φανερό ότι ο αιτούντες είναι αθώοι της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξης ή ότι καταδικάσθηκαν άδικα. Πράγματι, αξιολογώντας το Δικαστήριο τούτο, τόσο την από .... επιστολή του Χ1, όσο και την προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση, του Δ1, ως προς την οποία καθ' ολοκληρία αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, γίνεται δεκτό ότι αυτές, δεν είναι ικανές να ανατρέψουν τις καταθέσεις του συνόλου των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικότερα των Γ1, Δ2, Δ3, ....., ...., ....., ....., ....., και .... και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, από τα οποία να γίνεται προδήλως φανερό, ότι οι αιτούντες είναι αθώοι της πράξης για την οποία αυτοί καταδικάσθηκαν. 'Αλλωστε, εκτός των ως άνω στοιχείων (επιστολής και ένορκης βεβαίωσης), δεν προσκομίσθηκαν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία, διευκρινιστικά ή τροποποιητικά εκείνων, που είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις με χρονολογία 3-9-2007 και 4-10-2007, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ακόμη, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα του πρώτου και δεύτερου των αιτούντων, για αναστολή εκτέλεσης της ποινής που τους επιβλήθηκε, δυνάμει της ως άνω απόφασης, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 του Κ.Π.Δ, προϋπόθεση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή αίτησης για επανάληψη διαδικασίας, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας, ενώ κατά το μέρος που αφορά τον Χ2, ως απαράδεκτο, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος, πολύ περισσότερο δε, που δεν έχει επιβληθεί σ' αυτόν ποινή. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 38 του Κ.Π.Δ, κατά το μέρος που αφορά τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Δ2 και Δ3, ενόψει του ότι δεν ανακύπτει γεγονός, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί έγκλημα διωκόμενο αυτεπάγγελτα. Μετά από αυτά, πρέπει να καταδικασθούν οι αιτούντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα από αυτούς (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-9-2007 και από 4-10-2007 αίτηση του Χ1, Χ2, Χ3 και ήδη κρατουμένων, του πρώτου στις δικαστικές Φυλακές Χαλκίδας και του δευτέρου στις δικαστικές φυλακές Μαλανδρίνου Φωκίδας, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 96-97/2004 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, και το αίτημα για χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, που επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση. Και, Καταδικάζει τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα από αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας (525 επ. ΚΠΔ). Δεν υπάρχουν νεότερα στοιχεία που να δικαιολογούν την παραδοχή της. Απορρίπτει αίτημα αναστολής. Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 38 του ΚΠΔ. Απορρίπτει αιτήσεις. Απορρίπτει αίτημα αναστολής.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 1349/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Τηλικίδη, περί αναιρέσεως της 3045/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Αυγούστου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1549/2007. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά μεν τα άρθρα 501 παρ. 1 και 340 παρ. 2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οποιοδήποτε και αν είναι τούτο και ανεξάρτητα αν αντικείμενο της δίκης είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, επιτρέπει την δια συνηγόρου, ειδική έχοντος προς τούτο πληρεξουσιότητα, εκπροσώπηση του εκκαλούντος κατηγορουμένου, η εκπροσώπηση δε αυτή είναι πλήρης, υπό την έννοια, ότι ο συνήγορος έχει όλα τα δικαιώματα του εκπροσωπηθέντος και εκκαλούντος κατηγορουμένου, που θεωρείται σαν να ήταν παρών, πλην του δικαιώματος της κατ' άρθρο 366 του ίδιου Κώδικα απολογίας, κατά δε το άρθρο 369 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων την συζήτηση δίνει τον λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ύστερα στον τυχόν παριστάμενο αστικώς υπεύθυνο και τέλος στον κατηγορούμενο, ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται, ότι είναι υποχρεωτική η δόση του λόγου από τον διευθύνοντα την συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την ανωτέρω κανονισμένη σειρά, στον δε κατηγορούμενο και εφόσον αυτός απουσιάζει στον εκπροσωπούντα αυτόν πλήρως, κατά τα προεκτεθέντα, συνήγορό του στο τέλος, έστω και αν δεν ζητήθηκε τούτο. Η παράβαση των παραπάνω και ειδικώς, προκειμένου για τον κατηγορούμενο ή τον εκπροσωπούντα αυτόν συνήγορό του, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από τον νόμο, για την οποία δίνεται λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 Α' του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, καθώς διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και όπου επιτράπηκε η εκπροσώπηση της μη εμφανισθείσας αυτοπροσώπως εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης δια του συνηγόρου της δικηγόρου Σταύρου Τηλικίδη, ειδική έχοντος προς τούτο πληρεξουσιότητα, ο διευθύνων την συζήτηση, μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας επί του παραδεκτού και εμπροθέσμου της εφέσεως και την, στην συνέχεια, αγόρευση του Εισαγγελέα επί του ζητήματος αυτού, δεν έδωσε τον λόγο στον πιο πάνω συνήγορο της εκκαλούσας κατηγορουμένης, αλλά, αμέσως μετά την γενόμενη πρόταση του Εισαγγελέα, το Δικαστήριο, κατάρτισε σε μυστική διάσκεψη και δημοσίευσε την απόφασή του, με την οποία απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη). Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠΔ με στοιχ. Α. 1 λόγος της κρινόμενης αιτήσεως είναι βάσιμος. ΙΙ. Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος αυτού, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των, κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156 και 161 παρ. 1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο διαμονής του ως και εντεύθεν και η αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1.Δ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3045/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, που την εξέδωσε και δίκασε ως Εφετείο, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την 282/2007 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 241/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως 8 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή 1500 ευρώ για παράβαση του ν. 5960/33, κατ' εξακολούθηση. Το Τριμελές, όμως, Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, οδηγήθηκε στην πιο πάνω κρίση του αυτή, απορρίπτοντας ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι ήταν, κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτήν της εκκαλουμένης αποφάσεως, γνωστής διαμονής, χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα. Α) Δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό τα στοιχεία που προσδιορίζουν το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, δηλαδή το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα εκείνου που είχε ενεργήσει αυτήν. Β) Δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό τα μνημονευόμενα στα πρακτικά της δίκης αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως, και συγκεκριμένα δεν αναφέρεται η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε προς τούτο, ........ Αντίθετα αναφέρεται στην απόφαση, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αποδειχθέντα, προέκυψαν "από την νόμιμη επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας", πλην όμως στα πρακτικά της δίκης δεν αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν τέτοια έγγραφα. Κατά την γενόμενη δε στο σκεπτικό της απόφασης εξειδίκευση των εγγράφων αυτών, αναφέρονται τα εξής έγγραφα, τα οποία το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, έλαβε υπόψη του, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας: α). Την κατ' αυτής από 14-12-1998, μήνυση του ....... β). Τα 3723/2000 και 2240/2001 αποσπάσματα αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας περί αναβολής της υποθέσεως δύο φορές εκ της αρχικής δικασίμου στις 11-10-2000 και στις 21-9-2001, αντίστοιχα. και γ). Εκκαθαριστικό σημείωμα του συζύγου της αναιρεσείουσας. Όπως προκύπτει, όμως, από τα πρακτικά της πιο πάνω δίκης, τα έγγραφα αυτά δεν φέρονται ότι ανεγνώσθηκαν, δημόσια στο ακροατήριο. Συνεπώς, συντελέστηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Ενόψει αυτών, είναι βάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Α (σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ) του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι από την αναιρεσείουσα με στοιχ. Β και Α.2 λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για απόλυτη ακυρότητα, λόγω του ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, και έτσι ο αναιρεσείων στερήθηκε του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματός του. ΙΙΙ. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί, αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς και σε καταφατική περίπτωση να κριθεί η παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στην αναιρεσείουσα πράξεων, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3045/20-6-2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογία αποφάσεως που απορρίπτει ένδικο μέσο ως εκπρόθεσμο. Αναιρεί για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μη αναφοράς των αποδεικτικών μέσων και των στοιχείων του επιδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση και της απόλυτης ακυρότητας, λόγω του ότι δεν έδωσε τον λόγο στο συνήγορο του κατηγορουμένου πριν από την έκδοση της αποφάσεως και διότι έλαβε υπόψη της έγγραφα που δεν αναγνώστηκαν. Αναιρεί και παραπέμπει.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1358/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Χ1 κρατούμενη στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Νικόλαο Παπαπέτρο και Βικτωρία Μπουκοβάλα, 2)Χ2 , κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μακρή, περί αναιρέσεως της 114-119/2005 Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Βασίλειο Φυτίλη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Ιουλίου 2006 και 31 Ιουλίου 2006 αιτήσεις τους αναιρέσεως αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1497/2008. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, οι υπό κρίση από 27 Ιουλίου 2006 και 31 Ιουλίου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως α) της Χ1 και β) του Χ2, αντιστοίχως, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής υπ' αριθ. 114 - 119/2005 Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, είναι προδήλως συναφείς και ως τέτοιες πρέπει να συνεκδικαστούν. 2. Επειδή, κατά το άρθρο 299 § 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή ακόμη και με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται, ο μεν άμεσος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, της θανάτωσης δηλαδή άλλου ανθρώπου, ο δε ενδεχόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 27 § 1 εδαφ. β του αυτού Κώδικα, στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο της "από κοινού" τελέσεως νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, που μπορεί να είναι και ανθρωποκτονία με πρόθεση, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (ΟλΑΠ 50/1990). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α του ΠΚ, για να συντρέχει η προβλεπόμενη από αυτή ελαφρυντική περίσταση, η οποία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, επιφέρει μείωση της ποινής, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου ή έστω τέτοιου περιέχοντος καταδικαστικές αποφάσεις για παραβίαση κειμένων διατάξεων από αμέλεια ή διατάξεων νόμου, που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε επουσιώδη θέματα, όπως είναι κατά κανόνα ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας. Συνεπώς, άνθρωπος με λευκό ποινικό μητρώο μπορεί να κριθεί, ότι δεν διάγει έντιμη ζωή, όταν παραβιάζει εκ προθέσεως τους άγραφους ηθικούς κανόνες και η ζωή του περιλαμβάνει στοιχεία, με βάση τα οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έντιμη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίo, κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματος με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία δεν αξιώνονται από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή. Περαιτέρω για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Πέραν τούτων, η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου εντίμου βίου, κατά το άρθρο 84 § 2 εδαφ. α του ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την υπ' αριθ. 114 - 119/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη Χ1παντρεύτηκε το έτος 1974, σε ηλικία 16 ετών, τον κατά δεκαπέντε έτη μεγαλύτερό της Γ (θύμα), κάτοικο ......, με τον οποίο και απέκτησε δύο παιδιά, τους πολιτικώς ενάγοντεςΨ2, που γεννήθηκε το 1975, και Ψ3, που γεννήθηκε το 1977. Μέχρι το έτος 1999 η συμβίωση των ως άνω συζύγων υπήρξε ήρεμη και αρμονική. Ο Γ ήταν καλός σύζυγος και οικογενειάρχης και υπεραγαπούσε τη σύζυγο και τα τέκνα του, έχοντας δε δημιουργήσει αξιόλογη οικονομική επιφάνεια από την επιτυχή άσκηση επιχείρησης κατεργασίας και εμπορίας δερμάτων, που διατηρούσε στον..... από κοινού με τον Ζ1, τουλάχιστον επί εικοσαετία, είχε εξασφαλίσει στην οικογένειά του μια άνετη διαβίωση στην επί της οδού ...., στον ...., βρισκόμενη ιδιόκτητη οικία του και έχαιρε της γενικής εκτίμησης στην κοινωνία του .... Στην ανωτέρω συζυγική οικία, μετά το έτος 1996 διέμεναν ο ίδιος (Γ), η κατηγορουμένη σύζυγος του και η υπερήλικος μητέρα του, την οποία φρόντιζε η σύζυγος του, δεδομένου ότι από τα ως άνω δύο τέκνα τους (πολιτικώς ενάγοντες), ο μεν Ψ2, από το έτος 1993 μέχρι το έτος 1999, βρισκόταν για σπουδές στην Αγγλία, κατά το διάστημα 1999 - 2000, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και μετά το έτος 2000, διέμενε στην βρισκόμενη στον .... οικία της τότε μνηστής του και ήδη συζύγου του Ν1, η δε Ψ3 από το 1996 έως το 2000 διέμενε στην Πάτρα λόγω σπουδών και, από το έτος 2000, εγκαταστάθηκε στο ..., όπου εργαζόταν έκτοτε ως κοινωνική λειτουργός σε παιδικό σταθμό. Το καλοκαίρι του 1999, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 συνήψε ερωτικό δεσμό με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2, αγρότη, κάτοικο του χωριού ..... Μαγνησίας, που ήταν άγαμος και νεώτερός της κατά δώδεκα (12) έτη. Στην αρχή αναπτύχθηκε μεταξύ τους επιθυμία για ερωτική επικοινωνία, γρήγορα όμως αυτή εξελίχθηκε σε έντονο ερωτικό πάθος. Οι ερωτικές συναντήσεις τους, αρχικά μεν γίνονταν στο δάσος και σε διάφορες ερημικές παραλίες της περιοχής ..., αργότερα δε, στη συζυγική οικία της κατηγορουμένηςΧ1. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός, ότι ο σύζυγος της δεύτερης Γ πραγματοποιούσε συχνά επαγγελματικά ταξίδια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, κατά τα διαστήματα της απουσίας εκείνου, συναντιόνταν και συνευρίσκονταν ερωτικά μέσα στην προαναφερόμενη συζυγική οικία. Ωστόσο, το Μάιο του 2001, ο Γ, θέλοντας να περιορίσει τον κύκλο των εργασιών της επιχείρησής του, σταμάτησε τα επαγγελματικά ταξίδια και η κατηγορουμένη σύζυγος του, προκειμένου να εξακολουθήσει να συνευρίσκεται ερωτικά με τον συγκατηγορούμενο εραστή της, υιοθέτησε την "ιδέα" του τελευταίου να προβαίνει με τη χρήση υπνωτικών χαπιών σε ύπνωση του συζύγου της. Έτσι, κατά διάφορες τακτές ημέρες του χρονικού διαστήματος από τις αρχές Ιουλίου 2001 και μέχρι τις 25.11.2001, η κατηγορουμένη έρριχνε στο βραδινό φαγητό ή στο αναψυκτικό που πρόσφερε στο σύζυγο της δισκία του υπνωτικού φαρμάκου "Stilnox", τα οποία είχε αγοράσει προηγουμένως από φαρμακεία του ....., άλλοτε η ίδια και άλλοτε ο συγκατηγορούμενός της, και με τον τρόπο αυτό περιήγαγε το σύζυγο της Γ, εν αγνοία του, σε κατάσταση ύπνωσης, η οποία διαρκούσε κάθε φορά επί τέσσερις τουλάχιστον ώρες, διάστημα κατά το οποίο συναντιόταν αυτή και συνευρισκόταν ερωτικά με το συγκατηγορούμενο εραστή της μέσα στη συζυγική οικία. Στις 25.11.2001, ή εν λόγω κατηγορουμένη έρριψε πάλι υπνωτικό χάπι "Stilnox" στο βραδινό φαγητό του συζύγου της Γ. Όταν αυτός κοιμήθηκε, κάλεσε τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2 στη συζυγική οικία, όπου αυτοί συνευρέθηκαν ερωτικά και στη συνέχεια παρέμειναν στο σαλόνι, συζητώντας μεταξύ τους. Περί ώρα 02.00' πρωινή, ξύπνησε ξαφνικά ο Γ και, κατευθυνόμενος από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι, είδε ημίγυμνο τον κατηγορούμενο Χ2, που ήταν γνωστός του και τον αναγνώρισε. Αμέσως κινήθηκε εναντίον του, αλλά δεν πρόλαβε να τον προσεγγίσει, διότι ο κατηγορούμενος, την ίδια στιγμή, άρπαξε τα ρούχα του και βγήκε τρέχοντας από τη μπαλκονόπορτα στη βεράντα της οικίας και στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Εκείνη τη στιγμή έγινε μεταξύ των συζύγων επεισόδιο, κατά το οποίο ο Γ, έχοντας καταληφθεί δικαιολογημένα από έντονα συναισθήματα οργής και αγανάκτησης, λόγω της κατά τον ανωτέρω τρόπο διαπιστωθείσας από τον ίδιο ύπαρξης του ερωτικού δεσμού της συζύγου του με τον κατηγορούμενο Χ2, τον οποίο δεσμό είχε πληροφορηθεί αυτός προηγουμένως από ανώνυμο τηλεφώνημα, ράπισε τη σύζυγό του δύο φορές στο μάγουλο και την εξύβρισε. Στη συνέχεια επακολούθησε μεταξύ τους έντονη λογομαχία, που διήρκεσε μέχρι το πρωί της 26ης.11.2001, οπότε ο Γ, αφού απαγόρευσε στη σύζυγο του να έχει στο εξής οποιαδήποτε επαφή και επικοινωνία με τον Χ2, μετέβη στην επιχείρησή του. Την ίδια, όμως, ημέρα, 26.11.2001, η κατηγορουμένη Χ1 επικοινώνησε τηλεφωνικά πολλές φορές με τον κατηγορούμενο Χ2 και τον πληροφόρησε σχετικά με όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της νύκτας μεταξύ αυτής και του συζύγου της. Τότε ο κατηγορούμενος Χ2 της πρότεινε να αναλάβει από τον κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε μαζί με το σύζυγο της σε Τράπεζα, το χρηματικό ποσό των 15.000.000 δραχμών και στη συνέχεια να φύγουν μαζί και να ζήσουν σε άλλη πόλη, πρόταση την οποία, όμως, εκείνη δεν αποδέχθηκε. Παρόμοια προς τα ανωτέρω επεισόδια έγιναν μεταξύ των ως άνω συζύγων και κατά τις επόμενες ημέρες, καθώς και στις 7.12.2001 το βράδυ, οπότε ο Γ ράπισε τη σύζυγό του μέσα στη συζυγική οικία παρουσία της κόρης τους Ψ3, που είχε μεταβεί εκείνη την ημέρα στον .. για να τους επισκεφθεί και το πρωί της επόμενης ημέρας (8.12.2001) επέστρεψε στο .... Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δηλαδή από τις 26.11.2001, που κατά τον αναφερόμενο τρόπο κατέλαβε τους κατηγορουμένους μέσα στη συζυγική οικία, και μέχρι τις 8.12.2001, ο Γ ήλεγχε τις κινήσεις της συζύγου του και έτσι οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να συναντηθούν και να συνευρεθούν ερωτικά. Ωστόσο, αυτοί, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, επικοινωνούσαν τηλεφωνικά, με τα κινητά τηλέφωνά τους, πολλές φορές κάθε ημέρα, και η σύζυγος πληροφορούσε τον εραστή, με κάθε λεπτομέρεια, για όλα όσα συνέβαιναν μεταξύ αυτής και του συζύγου της Γ. Το έντονο ερωτικό πάθος του κατηγορουμένου Χ2, σε συνδυασμό με το εμφωλεύον μίσος του κατά του Γ, τον οποίο θεωρούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συνέχιση της ερωτικής σχέσης του με τη σύζυγό του κατηγορουμένη Χ1, αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος στο πρόσωπο του κατηγορουμένου τούτου για να δημιουργηθεί και να καλλιεργηθεί η εγκληματική ιδέα της με θανάτωση φυσικής εξόντωσης του Γ. Αλλά και η κατηγορουμένη σύζυγος τούτου Χ1, διακατεχόμενη από το ίδιο έντονο ερωτικό πάθος και έχοντας αποξενωθεί από καιρό από το σύζυγό της, τον οποίο θεωρούσε και αυτή ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συνέχιση της εξωσυζυγικής ερωτικής της σχέσης, υιοθέτησε αμέσως, χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό, την ως άνω εγκληματική ιδέα του συγκατηγορουμένου εραστή της, με σκοπό να απαλλαγούν αυτοί από την παρουσία του συζύγου της. Έτσι, οι κατηγορούμενοι, περί τις αρχές Δεκεμβρίου του 2001, κατά τις συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες, που είχαν μεταξύ τους, αφού μελέτησαν και συζήτησαν διάφορους τρόπους θανάτωσης του Γ, συναποδέχθηκαν κατ' αρχήν το εξής σχέδιο: Κατά το χρόνο που ο Γ θα κοιμόταν στη συζυγική οικία, οι κατηγορούμενοι θα τον περιήγαγαν με τη χρήση αναισθητικού σπρέι σε κατάσταση αναισθησίας και στη συνέχεια θα τον τοποθετούσαν μέσα στο ΙΧΕ αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του στη θέση του οδηγού και, ωθώντας το αυτοκίνητο θα το έριχναν μαζί με αυτόν στη θάλασσα, έτσι ώστε ο εκ πνιγμού θάνατος τούτου να εμφανιζόταν, ότι επήλθε από τυχαίο συμβάν (εκτροπή του αυτοκινήτου του). Για την πραγματοποίηση του σχεδίου τους, ο κατηγορούμενος Χ2 προμηθεύτηκε, στις 8.12.2001, από τον ιδιοκτήτη νυκτερινού κέντρου Κ1 ένα φιαλίδιο με "αναισθητικό" σπρέι, το οποίο, με ψεκασμό στο πρόσωπο ανθρώπου, δεν επέφερε μεν αναισθητοποίησή του, αλλά μπορούσε να προκαλέσει τοπική αναισθησία και έντονο τσούξιμο και πόνο στους οφθαλμούς. Επί πλέον, ο ίδιος κατηγορούμενος προμηθεύτηκε και ένα συρματόσχοινο, μήκους μισού μέτρου περίπου, με σιδερένιες χειρολαβές στα δυο άκρα του, το οποίο, όπως προέβλεπε το σχέδιό τους, θα το χρησιμοποιούσαν οι κατηγορούμενοι για τη θανάτωση του Γ με στραγγαλισμό, αν δεν επιτύγχαναν να τον αναισθητοποιήσουν με τη χρήση του σπρέι. Στις 8.12.2001, οι κατηγορούμενοι, μετά από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν μεταξύ τους μέσω των κινητών τηλεφώνων τους, αποφάσισαν, βρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, να υλοποιήσουν το παραπάνω εγκληματικό σχέδιο τους κατά του Γ. Σε μία από τις τηλεφωνικές αυτές επικοινωνίες, περί ώρα 14.48', ο κατηγορούμενος Χ2 πληροφόρησε τη συγκατηγορούμενή του Χ1 ότι είχε στην κατοχή του το "αναισθητικό" σπρέι. Εκείνη την ημέρα (8.12.2001), ο Γ (θύμα), αφού προηγουμένως κατανάλωσε σε κατάστημα (ουζάδικο) του ...., όπου πήγε με τον επ' αδελφή γαμπρό του Ε1, αρκετά ποτηράκια με τσίπουρο, επέστρεψε ζαλισμένος, με το αυτοκίνητό του, περί ώρα 17.30' απογευματινή στην οικία του και μετά από λίγο κοιμήθηκε. Στις 18.30' ώρα, η κατηγορουμένη σύζυγος του Χ1 τηλεφώνησε στην κόρη τους Ψ3, που βρισκόταν στο ... και της είπε, ότι δεν είναι ανάγκη να έρθει στο σπίτι τους, στον ..., όπως είχε προγραμματίσει. Περί ώρα 19.00' της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε τους γονείς του στην ως άνω οικία τους ο γιος του ζεύγους Ψ2 μαζί με την τότε μνηστή του Ν1. Αυτοί, μετά από παραμονή 45' περίπου λεπτών της ώρας στην κουζίνα της οικίας, όπου συνομίλησαν για διάφορα θέματα με την κατηγορουμένη Χ1, αποχώρησαν από την εν λόγω οικία χωρίς να συναντήσουν τον Γ, ο οποίος εξακολουθούσε να κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα. Αμέσως μετά την αναχώρησή τους, η κατηγορουμένη Χ1 επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον συγκατηγορούμενο εραστή της και, αφού τον πληροφόρησε για την αναχώρηση του γιου της Ψ2 και της μνηστής του και για το ότι ο σύζυγος της εξακολουθούσε να κοιμάται, συμφώνησε μαζί του να έρθει εκείνος αμέσως στη συζυγική οικία για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο θανάτωσης του συζύγου της. Μάλιστα, αυτή για να αποκλείσει κάθε πιθανότητα έλευσης εκείνο το βράδυ της θυγατέρας της Ψ3 από το ..., τηλεφώνησε και πάλι σ' αυτή δύο φορές, περί ώρα 20.04' και 20.05', αντίστοιχα, λέγοντάς της ότι δεν υπήρχε λόγος να έρθει στο σπίτι. Μετά πάροδο λίγων λεπτών, και συγκεκριμένα περί ώρα 20.10', κατέφθασε στη συζυγική οικία ο κατηγορούμενος Χ2, φέρνοντας μαζί του το φιαλίδιο με το "αναισθητικό" σπρέι και το συρματόσχοινο. Αφού άφησε το επανωφόρι του και το συρματόσχοινο στη βεράντα, εισήλθε στην ανωτέρω οικία από την πόρτα του υπνοδωματίου της θυγατέρας του ζεύγους Ψ3 που βλέπει στη βεράντα, την οποία, όπως είχαν προσυνεννοηθεί, η κατηγορουμένη Χ1 είχε αφήσει προηγουμένως ανοικτή για το σκοπό αυτό. Κατ' εκείνη την ώρα, ο Γ ξύπνησε και πήγε στο μπάνιο, αλλά μετά από λίγο επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, στην οποία κοιμόταν, και κατακλίθηκε πάλι, φορώντας μόνο τα εσώρουχα του, για να ξανακοιμηθεί. Οι κατηγορούμενοι, μόλις συναντήθηκαν στο υπνοδωμάτιο της Ψ3, άρχισαν αμέσως προπαρασκευαστικές πράξεις για την εκτέλεση του σχεδιασθέντος εγκλήματος. Συγκεκριμένα, αυτός ζήτησε και έλαβε από εκείνη ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κουζίνας και ταυτόχρονα παρέδωσε σ' αυτή το φιαλίδιο με το σπρέι για να ψεκάσει με αυτό το σύζυγο της. Μετά από αυτό, οι κατηγορούμενοι κατευθύνθηκαν στην κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόταν ο Γ. Αφού εισήλθαν σε αυτή με προφυλάξεις, πλησίασαν το συζυγικό κρεβάτι και η σύζυγος που προπορευόταν, ώστε να καλύπτει τον συγκατηγορούμενό της που ακολουθούσε, ψέκασε δύο φορές το σύζυγο της στο πρόσωπο με το φιαλίδιο σπρέι, που κρατούσε. Ο σύζυγος αυτής (Γ), παρά τον έντονο πόνο και το τσούξιμο στα μάτια που του προκάλεσε η ρίψη του σπρέι, προσπάθησε να ανασηκωθεί με τα γόνατα στο κρεβάτι και μόλις είδε τον κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος εν των μεταξύ είχε έρθει μπροστά του, αντέδρασε επιχειρώντας να κατέβει από το κρεβάτι και να τον πιάσει με τα χέρια του. Την ίδια, όμως, στιγμή ο κατηγορούμενος Χ2 τον γρονθοκόπησε με σφοδρότητα, καταφέροντάς του με τους γρόνθους του αλλεπάλληλα δυνατά κτυπήματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τις σωματικές κακώσεις που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης και ο παθών Γ να πέσει αιμόφυρτος και αναίσθητος στο πάτωμα. Τότε ο κατηγορούμενος Χ2 πήρε αμέσως ένα σεντόνι από το κρεβάτι και, αφού το τύλιξε γύρω από το λαιμό του Γ, το περιέσφιξε, προσπαθώντας έτσι να τον στραγγαλίσει. Δεν τα κατάφερε, όμως, και γι' αυτό εγκατέλειψε προσωρινά την προσπάθειά του αυτή και πήγε στη βεράντα του υπνοδωματίου της Ψ3, απ' όπου πήρε το αναφερόμενο συρματόσχοινο και ακολούθως επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Κατά το διάστημα που αυτός μετέβη στη βεράντα για να πάρει το συρματόσχοινο, η κατηγορουμένη Χ1 έπεσε με το σώμα της επάνω στο σώμα του τραυματισμένου συζύγου της, που κειτόταν στο πάτωμα, και τον κράτησε ακινητοποιημένο εωσότου να επιστρέψει ο συγκατηγορούμενός της, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα του συζύγου της να σηκωθεί και να προσπαθήσει να αμυνθεί ή να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει. Όταν ο κατηγορούμενος Χ2 επανήλθε στην κρεβατοκάμαρα, φόρεσε τα πλαστικά γάντια, που του είχε δώσει προηγουμένως η κατηγορουμένη Χ1και ακολούθως τύλιξε το συρματόσχοινο στο λαιμό του Γ, τοποθετώντας αυτό επάνω από το προαναφερόμενο σεντόνι, που παρέμενε από πριν τυλιγμένο στο λαιμό του και στη συνέχεια περιέσφιξε με δύναμη το συρματόσχοινο, εν είδει βρόγχου, με αποτέλεσμα να επιφέρει αμέσως το θάνατο του Γ, ο οποίος επήλθε από ασφυξία. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να εξαφανίσουν το πτώμα του θύματος προέβησαν μαζί στις εξής ενέργειες: Τύλιξαν το πτώμα του θύματος σε λευκό σεντόνι, προσάρμοσαν το κεφάλι αυτού, που αιμορραγούσε, μέσα σε πλαστική σακούλα σκουπιδιών, την οποία έδεσαν, μετέφεραν και τοποθέτησαν το πτώμα στο πορτ - μπαγκάζ του ΙΧΕ αυτοκινήτου του θύματος, που βρισκόταν στο γκαράζ της οικίας του, και στη συνέχεια, επιβαίνοντες στο ίδιο αυτοκίνητο, που οδηγούσε η κατηγορούμενη Χ1, μετέβησαν στην περιοχή του Ιερού Ναού ".....", όπου ο κατηγορούμενος Χ2 επιβιβάσθηκε στο δικό του αγροτικό αυτοκίνητο, το οποίο είχε σταθμεύσει προηγουμένως στο σημείο εκείνο. Εκεί συνεννοήθηκαν να οδηγήσει ο καθένας το αυτοκίνητό του και να συναντηθούν με τα αυτοκίνητα σε αγροτική περιοχή της ......, που βρισκόταν παραπλεύρως της περιφερειακής της οδού. Κατά τη διαδρομή, όμως, αυτή, η κατηγορουμένη Χ1 έχασε από το οπτικό της πεδίο το αυτοκίνητο του συγκατηγορούμενου της και για το λόγο αυτό του τηλεφώνησε περί ώρα 20.54', ζητώντας απ' αυτόν να την καθοδηγήσει. Το εν λόγω τηλεφώνημα το έκανε από το κινητό τηλέφωνο του συζύγου της (θύματος), που βρισκόταν μέσα στο μπουφάν του και η κατηγορουμένη είχε πάρει μαζί της κατά την αναχώρηση από τη συζυγική οικία και φορούσε καθόλη τη διαδρομή, έτσι ώστε να δημιουργείται στους τρίτους η ψευδής εντύπωση ότι το ΙΧΕ του συζύγού της οδηγούσε ο ίδιος. Τελικά, οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν με τα αυτοκίνητά τους στην παραπάνω αγροτική περιοχή. Εκεί ο κατηγορούμενος Χ2 έφερε από το σπίτι του ένα μεγάλο πλαστικό σάκο (τσουβάλι), στον οποίο τοποθέτησαν το πτώμα του θύματος, όπως ήταν τυλιγμένο στο λευκό σεντόνι, και αφού το μεταφόρτωσαν στο αγροτικό αυτοκίνητο του πρώτου, το μετέφεραν σε αγρό ιδιοκτησίας του πατέρα του, που βρίσκεται στη θέση "...." και εντός του οποίου υπήρχε ένα πηγάδι βάθους έξι μέτρων. Μέσα στο πηγάδι αυτό οι κατηγορούμενοι έρριψαν το πτώμα του θύματος και έπειτα έρριψαν πάνω από το πτώμα ευμεγέθεις πέτρες. Στη συνέχεια, οι ίδιοι μετέβησαν με τα ανωτέρω δύο αυτοκίνητα στο Βόλο, εγκατέλειψαν στο λιμάνι κλειδωμένο το ΙΧΕ. του θύματος και έπειτα, κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες, επέστρεψαν με το αγροτικό αυτοκίνητο στον .... Ενάμισι μήνα μετά το έγκλημα, ο κατηγορούμενος Χ2 μετέβη στον παραπάνω αγρό και μπάζωσε το πηγάδι με χαλίκια και χώμα, με σκοπό να καταστεί αδύνατη η ανεύρεση από τις αστυνομικές αρχές του πτώματος του θύματος. Στις 16.4.2002, μετά από συντονισμένες ενέργειες και έρευνες των αστυνομικών, που διενεργούσαν την προανάκριση, απεκαλύφθη ότι δράστες του εγκλήματος ήταν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι υπέδειξαν στους αστυνομικούς το πηγάδι, στο οποίο είχαν ρίψει το πτώμα του θύματος. Ο κατηγορούμενος Χ2, κατά την απολογία του στο δευτεροβάθμιο, αλλά και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του στην ανθρωποκτονία του Γ, ισχυριζόμενος ότι, όταν, στις 8.12.2001 και περί ώρα 20.00', μετά από συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τη δεύτερη κατηγορουμένη, μετέβη στην οικία της, αυτή είχε ήδη θανατώσει το σύζυγό της στραγγαλίζοντάς τον με σεντόνι, ότι αυτός δεν είδε καθόλου το πτώμα του θύματος, γιατί ήταν τυλιγμένο με σεντόνι, και απλώς βοήθησε τη συγκατηγορούμενη του να το μεταφέρουν στο προαναφερόμενο πηγάδι για να το εξαφανίσουν. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί του άνω κατηγορούμενου τούτου ήταν τελείως αναληθείς και διαψεύδονται πλήρως από όλα τα αποδεικτικά μέσα και ιδίως α) από την από 25.7.2002 υπ' αριθ. πρωτ. .... ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής των ιατροδικαστών .... και ...., και την κατάθεση στο δικαστήριο της πρώτης ιατροδικαστού, από τις οποίες προκύπτει, ότι κατά μεν τη γενόμενη στις 17.4.2002 εκταφή του πτώματος από το ως άνω πηγάδι διαπιστώθηκε, ότι τούτο βρισκόταν εντός πλαστικού σάκου, μέσα σε σεντόνι, αλλά η κεφαλή αυτού ήταν εντός πλαστικής σακούλας απορριμμάτων, πράγμα που αναιρεί τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι δεν είδε καθόλου το πτώμα, επειδή ήταν τυλιγμένο με σεντόνι, κατά δε την επακολουθήσασα κατά την ίδια ημέρα νεκροψία και νεκροτομή διαπιστώθηκε ότι οι σωματικές κακώσεις που έφερε το πτώμα στο πρόσωπο και το κεφάλι (διασχίσεις και εντυπώματα των μαλακών μορίων του δεξιού ημιμορίου της κεφαλής, εκχύμωση των μαλακών μορίων άνω και κάτω βλεφάρων του αριστερού οφθαλμού κλπ) προκλήθηκαν αναμφίβολα με ισχυρά πλήγματα με γρόνθους που δέχθηκε το θύμα εν ζωή, τέτοια δε ισχυρά πλήγματα με γρόνθους ήταν λογικά αδύνατο να μπορούσε να καταφέρει στο σύζυγο της η έχουσα μικρά μυϊκή δύναμη κατηγορουμένη Χ1, β) τις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2 και της μνηστής του, μάρτυρα κατηγορίας, Ν1, που με βεβαιότητα κατέθεσαν, ότι, στις 8.12.2001 και περί ώρα 19.00', επισκέφθηκαν τους γονείς του πρώτου στη συζυγική οικία και παρέμειναν εκεί τουλάχιστον επί 45' λεπτά της ώρας, γεγονός που αποκλείει τη διάπραξη του εγκλήματος από την κατηγορουμένη σύζυγο προτού να φθάσει στην οικία τους ο κατηγορούμενος Χ2, και γ) την από 16.4.2002 ενώπιον του Αστυνόμου Α' του ΤΑ Βόλου Βασιλείου Κίου προανακριτική απολογία του ίδιου του πρώτου κατηγορουμένου, στην οποία αυτός ομολόγησε αβίαστα, ότι σκότωσε τον Γ, καταθέτοντας ότι στις 8.12.2001 σε χωματόδρομο της περιοχής ..... γρονθοκόπησε αυτόν και στη συνέχεια τον στραγγάλισε με συρματόσχοινο, δηλαδή περιέγραψε ως τρόπο διάπραξης απ' αυτόν της ανθρωποκτονίας του Γ τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έγινε το έγκλημα μέσα στην οικία του θύματος, πράγμα που φανερώνει, ότι ο ίδιος συμμετείχε ως φυσικός αυτουργός στην ανθρωποκτονία. Εξάλλου, η κατηγορουμένη Χ1, στην από 17.4.2001 απολογία της στον Ανακριτή Βόλου, αλλά και κατά τις απολογίες της στο παρόν και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, περιέγραψε με λεπτομέρειες τις σχέσεις της με τον πρώτο κατηγορούμενο, το σχέδιο θανάτωσης του συζύγου της, που ο τελευταίος της πρότεινε και αυτή αποδέχθηκε, καθώς και τον τρόπο που θανατώθηκε ο σύζυγος της, μέσα στη συζυγική οικία, το βράδυ της 8.12.2001. Ειδικότερα αυτή, ενώ ομολογεί ότι είχε υιοθετήσει το σχέδιο θανατώσεως του συζύγου της, που της πρότεινε ο συγκατηγορούμενός της, ότι, αυτός στις 8.12.2001, την πληροφόρησε σε δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες, που είχαν μεταξύ τους, ότι έχει στην κατοχή του το "αναισθητικό" σπρέι για την υλοποίηση του σχεδίου τους, ότι, αμέσως μετά την αναχώρηση του γιου της και της μνηστής του από την οικία της, τηλεφώνησε στον συγκατηγορούμενό της και συμφώνησε μαζί του να έλθει αμέσως στην οικία της, ότι η ίδια άφησε μισάνοικτη τη μπαλκονόπορτα του δωματίου της κόρης της, από την οποία εισήλθε ο συγκατηγορούμενός της, ότι όταν συναντήθηκαν στο δωμάτιο της κόρης της του έδωσε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κουζίνας και εκείνος της παρέδωσε το φιαλίδιο με το "αναισθητικό" σπρέι για να ψεκάσει με αυτό το σύζυγό της και ότι στη συνέχεια μετέβησαν και οι δύο στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο σύζυγος της (με προπορευόμενη την ίδια για να τον καλύπτει), με σκοπό να υλοποιήσουν το εγκληματικό σχέδιο θανάτωσης του συζύγου της. Ακολούθως, ισχυρίσθηκε, ότι, μόλις αντίκρισε το σύζυγο της, υπαναχώρησε από την αρχική απόφασή της και αρνήθηκε να τον ψεκάσει με σπρέι, αλλά στη συνέχεια παρέμεινε στο δωμάτιο και αποδέχθηκε με την παρουσία της το στραγγαλισμό του συζύγου της από τον συγκατηγορούμενό της Χ2. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της κατηγορουμένης, ότι δηλαδή υπαναχώρησε από την αρχική απόφασή τους να θανατώσουν από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της το σύζυγο της δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης. Το ότι η εν λόγω κατηγορουμένη ενέμεινε στην αρχική απόφαση της και το ότι συνέπραξε από κοινού με τον έτερο κατηγορούμενο στην εκτέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, προβαίνουσα σε συγκεκριμένες ενέργειες, και δη ρίπτοντας το σπρέι στο πρόσωπο του συζύγου της, ενώ αυτός κοιμόταν, και στη συνέχεια κρατώντας αυτόν ακινητοποιημένο στο πάτωμα, ενώ ήταν τραυματισμένος, κατά το διάστημα που ο συγκατηγορούμενός της πήγε στη βεράντα και πήρε το συρματόσχοινο, έτσι ώστε να καταστήσει αδύνατη τη διαφυγή του συζύγου της, αποδεικνύονται από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων της υπόθεσης, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά που η ίδια η επέδειξε αμέσως μετά το έγκλημα, αφού, ενεργώντας με απόλυτη ψυχραιμία, συνεργάσθηκε πλήρως με τον συγκατηγορούμενό της για τη μεταφορά στο πηγάδι και την εξαφάνιση του πτώματος του συζύγου της. Από όλα τα παραπάνω εκτιθέμενα, αποδεικνύεται, κατά την πλειοψηφήσασα κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν κατά συναυτουργία την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, αφού αποδείχθηκε ότι αυτοί, μετά από συναπόφαση που έλαβαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να θανατώσουν τον Γ, συνέπραξαν στην εκτέλεση του εγκλήματος τούτου, το οποίο και πραγμάτωσαν, με τις προαναφερόμενες συγκλίνουσες διαδοχικές πράξεις τους. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε, ότι, κατά το χρόνο τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, αλλά και της παράνομης βίας κατ' εξακολούθηση, για την οποία η κατηγορούμενη Χ1 κηρύχθηκε, επίσης, ένοχη: Α) ότι αυτή α) είχε μειωμένη ικανότητα για καταλογισμό, γιατί ενεργούσε υπό το κράτος του ερωτικού πάθους της για τον κατηγορούμενο Χ2, και β) ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α και β του ΠΚ, διότι αυτή 1) δύο και πλέον έτη πριν από το έγκλημα διατηρούσε εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό με τον συγκατηγορούμενό της, με τον οποίο πάρα πολλές φορές συνευρισκόταν ερωτικά στη συζυγική οικία, μια μάλιστα δε φορά, η ερωτική συνεύρεσή τους έγινε αντιληπτή και από το γιο της Ψ2, και άρα, μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα, δεν έζησε έντιμη οικογενειακή ζωή, 2) δεν ωθήθηκε στην πράξη της υπό την επιβολή προσώπου με το οποίο βρισκόταν σε σχέση εξάρτησης, και συγκεκριμένα από το συγκατηγορούμενο της Χ2, από τον οποίο ήταν εξαρτημένη, λόγω ερωτικού πάθους, καθόσον, μεταξύ αυτής και εκείνου, δεν υπήρχε σχέση νομικής εξαρτήσεως, και Β) ότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται, ότι ο κατηγορούμενος Χ2 παρεκτός του ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει επαγγελματική ζωή. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε και τους δύο αναιρεσείοντες ενόχους ανθρωποκτονίας με πρόθεση και, αφού απέρριψε τον περί μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας Χ1 και τα αιτήματα και των δύο κατηγορούμενων για αναγνώριση των παραπάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, επέβαλε για την πράξη αυτή σε καθένα από αυτούς την ποινή της ισόβιας καθείρξεως, επί πλέον δε στην αναιρεσείουσα Χ1 και ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την πράξη της παράνομης βίας κατ' εξακολούθηση. 4. Με αυτά που δέχτηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο : Α) διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις αναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον από τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενο Χ2, δίχως ωστόσο να του αναγνωρίσει την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρου 299 § 1 και 45 του ΠΚ, αλλά και τη μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α του αυτού Κώδικα. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με απόλυτη σαφήνεια και πληρότητα, αφενός μεν οι πράξεις (θετικές ενέργειες), με τις οποίες ο ανωτέρω κατηγορούμενος αφαίρεσε την ζωή του Γ πραγματώνοντας έτσι την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, αφετέρου δε ο προμελετημένος δόλος αυτού, δηλαδή η γνώση ότι οι ενέργειές του θα επιφέρουν την αφαίρεση της ζωής του θύματος και η θέληση καταστροφής της ζωής αυτής, αξιόποινη πράξη την οποία αυτός αποφάσισε και εκτέλεσε, μετά από συναπόφαση με τη συγκατηγορούμενή του Χ1, βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Περαιτέρω, οι αιτιολογίες της αποφάσεως του δικαστηρίου για την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορούμενου Χ2 για αναγνώριση σε αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου, είναι πλήρεις και σαφείς, προκύπτουν δε όχι μόνο από την ειδική αιτιολογία της επί του αιτήματος τούτου αποφάσεως της προσβαλλόμενης, στην οποία γίνεται δεκτό, ότι "δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει, ότι αυτός, ως το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", όπως απαιτεί επιπλέον ο νόμος, που να δικαιολογούν την αναγνώριση σε αυτόν της αιτηθείσας ελαφρυντικής περιστάσεως και στην περίπτωση υπάρξεως στο ποινικό του μητρώο μικρής σημασίας ποινικών παραβάσεων, αλλά και από την κύρια αιτιολογία της απόφασης επί της ενοχής, στην οποία γίνεται δεκτό, ότι ο κατηγορούμενος αυτός, παραβιάζοντας τον ποινικό νόμο, αλλά και κρατούσες στην κοινωνία άγραφες ηθικές αρχές, υπέδειξε στην συγκατηγορούμενη του να περιάγει σε ύπνωση το σύζυγό της εξακολουθητικά, με δισκία του υπνωτικού φάρμακου "stilnox", για να του παρέχεται η δυνατότητα να την επισκέπτεται στη συζυγική οικία χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο να αφυπνιστεί ο σύζυγος και να συνευρίσκεται ασφαλώς εκεί με αυτή, επί χρονικό διάστημα πέντε και πλέον μηνών (Ιούνιος - Νοέμβριος 2001), ενώ, παράλληλα, κατά τις επισκέψεις στη συζυγική οικία επί μια και πλέον διετία, αδιαφορούσε για το ενδεχόμενο να γίνει αντιληπτός από τα παιδιά της ερωμένης του και του θύματος να συνουσιάζεται με τη μητέρα τους μέσα στην πατρική οικία, όπως και έγινε Επομένως, ο προβαλλόμενος, από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2 για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, τόσο ως προς την απόφαση επί της ενοχής, όσο και ως προς την απόρριψη της αιτηθείσας από τον ίδιο ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου εντίμου βίου, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. Και Β) εσφαλμένα εφήρμοσε παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 299 § 1 και 45 του ΠΚ ως προς την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη Χ1, διότι στο πόρισμα της αποφάσεως για την πραγμάτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία από την ανωτέρω και το συγκατηγορούμενό της Χ2, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, με συνέπεια η προσβαλλόμενη να στερείται, ως προς αυτή, νόμιμης βάσεως. Σχετικώς, η απόφαση : α) ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού κατά συναυτουργία, δέχεται, ότι οι συγκατηγορούμενοι συναποφάσισαν και συναποδέχθηκαν κατ' αρχήν, ως σχέδιο φυσικής εξοντώσεως του θύματος Γ, πως, κατά το χρόνο που αυτός θα κοιμόταν στη συζυγική οικία, θα τον περιήγαν, με τη χρήση αναισθητικού σπρέι, σε κατάσταση αναισθησίας και στη συνέχεια θα τον τοποθετούσαν μέσα στο ΙΧΕ αυτοκίνητο, της ιδιοκτησίας του, στη θέση του οδηγού και, ωθώντας το αυτοκίνητο, θα το έριχναν μαζί με αυτόν στη θάλασσα, έτσι ώστε ο εκ πνιγμού θάνατος τούτου να εμφανιζόταν, ότι επήλθε από τυχαίο συμβάν (εκτροπή του αυτοκινήτου), διαφορετικά αν δεν επιτυγχανόταν η ύπνωσή του με το σπρέι, θα τον στραγγάλιζαν με συρματόσχοινο, μήκους μισού μέτρου περίπου, με σιδερένιες χειρολαβές στα δυο άκρα του, το οποίο είχε προμηθευτεί ο συγκατηγορούμενος Χ2, β) ως προς την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, με εκτέλεση του καταστρωμένου επικουρικού, λόγω αδυναμίας πραγματώσεως του κυρίου σχεδίου, από τους συναυτουργούς, δέχεται για την κατηγορούμενη Χ1, ότι η γενόμενη δεκτή συναυτουργική της δράση για την πραγμάτωση, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις της, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, με το συγκατηγορούμενό της, συνίστατο, οριοθετούμενης της αρχής εκτελέσεως αυτής, με την, μετά την αποτυχία της υπνώσεως του θύματος με το σπρέι, έναρξη του επικουρικού σχεδίου θανατώσεως, με γρονθοκόπησή του από τον συγκατηγορούμενο Χ2 με σφοδρότητα με αλλεπάλληλα δυνατά κτυπήματα στο πρόσωπο, στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματός του, με συνέπεια την πρόκληση σε αυτόν σωματικών κακώσεων και την πτώση του, αιμόφυρτου και αναίσθητου, στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, στην πτώση της επάνω στο σώμα του τραυματισμένου συζύγου της, που κειτόταν στο πάτωμα, και το κράτημά του, με το βάρος του σώματός της, ακινητοποιημένου στο πάτωμα, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα σε αυτόν να σηκωθεί και να προσπαθήσει να αμυνθεί ή να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει. Με τη δράση της αυτή, έδωσε τη δυνατότητα στον συγκατηγορούμενο Χ2, ο οποίος είχε αποτύχει να στραγγαλίσει το σύζυγό της μετά την πτώση του "αιμόφυρτου και αναίσθητου στο πάτωμα", με σεντόνι της κρεβατοκάμαρας, που περιτύλιξε και έσφιξε στο λαιμό του, να εξέλθει από την κρεβατοκάμαρα, να μεταβεί στη βεράντα, να αναλάβει το αφημένο εκεί συρματόσχοινο, να επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα, να τυλίξει το συρματόσχοινο γύρο από το λαιμό και επάνω από το σεντόνι, που εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένο στο λαιμό του θύματος, και να περισφίξει με δύναμη το συρματόσχοινο, εν είδει βρόγχου, με αποτέλεσμα να επιφέρει αμέσως το θάνατο του Γ, που επήλθε από ασφυξία. Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, άλλη συμμετοχική δράση της κατηγορούμενης Χ1 στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση του συζύγου της, μετά το σφοδρό γρονθοκόπημά του από το συγκατηγορούμενο της Χ2 και την πτώση του στο έδαφος, δεν υπήρξε, ενώ η προγενέστερη της εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού συμμετοχική της δράση αναφέρεται : αα) στο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας (πρώην παιδικού) υπνοδωματίου της συζυγικής οικίας για την είσοδο σε αυτή του κατηγορούμενου εραστή της, ββ) στην χορήγηση από την κατηγορούμενη σύζυγο στον εραστή της πλαστικών γαντιών για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αφέσεως δακτυλικών αποτυπωμάτων, γγ) στην οδήγηση τούτου στη συζυγική κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόταν το θύμα, με προπορευόμενη εκείνη για να καλύπτει το σώμα του εραστή της, και δδ) στο κράτημα ανά χείρας από την ίδια του υπνωτικού σπρέι και την επιγενόμενη χρήση του από αυτή με ψεκασμό του συζύγου της για να προκαλέσει την ύπνωσή της. Από όλα όμως τα αναφερόμενα στη συμμετοχική δράση της κατηγορούμενης συζύγου παραπάνω πραγματικά περιστατικά, από τα οποία 1) ο από αυτή ψεκασμός του θύματος, και 2) η ακινητοποίησή του στο πάτωμα με το βάρος της έγιναν το πρώτον δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, χωρίς οι παραδοχές αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 470 του ΚΠΔ, να χειροτέρευσαν ανεπίτρεπτα τη θέση της, αφού, με αυτές, απλώς συμπληρώθηκαν και προσδιορίστηκαν σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούσαν τη συμμετοχική της δράση στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία, για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και κηρύχθηκε ένοχη, δεν προκύπτει με σαφήνεια και πληρότητα, δίχως λογικό κενό, ότι η κατηγορούμενη σύζυγος, με τη συμμετοχική της δράση, πραγμάτωσε, με συγκλίνουσες, διαδοχικές ή ταυτόχρονες, επί μέρους ενέργειες της την εγκληματική πράξη της θανατώσεως του συζύγου της. Η δε περί τούτου παραδοχή του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, που συμπορεύεται πάντως σε σχέση με τα αιτιολογημένα δεκτά γενόμενα περί της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκαν ένοχοι οι δύο κατηγορούμενοι, και περί υπάρξεως κυρίου και εναλλακτικού σχεδίου πραγματώσεώς του, βρίσκονται και σε μερική αντίφαση ως προς την αναγκαιότητα της ενεργείας της κατηγορούμενης συζύγου να ακινητοποιήσει στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας με το βάρος του σώματός της το σύζυγό της, "αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό κάθε δυνατότητα σε εκείνο να σηκωθεί και να προσπαθήσει να αμυνθεί ή να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει", ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται δεκτό παραπάνω, ότι αυτός έπεσε αιμόφυρτος και αναίσθητος στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Οι ασάφειες, τα λογικά αυτά κενά και η τελευταία αντίφαση δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των άρθρων 299 § 1 και 45 του ΠΚ, γι' αυτό και η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την περί ενοχής της συγκατηγορούμενης Χ1 για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συναυτουργία διάταξή της στερείται νόμιμης βάσεως. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι, σχετικοί με την παραπάνω αξιόποινη πράξη, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως της Χ1 για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, με τη μορφή της εκ πλαγίου παραβάσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, είναι βάσιμοι, αιτία για την οποία παρέλκει η έρευνα των αναφερόμενων, εκτός άλλων, και σε λόγους μειώσεως της ποινής (άρθρα 36, 84 § 2 α και β του ΠΚ), άλλων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής. 5. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων 329, 331 εδαφ. β, 333, και 358 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 § 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, διότι έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματός του. Η σχετική παράβαση του δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα έδινε το λόγο "στους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους τους, για να κάνουν, αν ήθελαν, ερωτήσεις προς τους μάρτυρες και αυτοί έκαναν ερωτήσεις και οι μάρτυρες απαντούσαν, όπως στις καταθέσεις τους". Έτσι, ο κατηγορούμενος Χ2 και ο συνήγορός του, έχοντας τελευταίοι το λόγο κατά την εξέταση των μαρτύρων, είχαν τη δυνατότητα να σχολιάσουν τις καταθέσεις των μαρτύρων και να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν και άρα δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Αυτά δε, παρεκτός του ότι, από τα πρακτικά, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο τούτο ή το συνήγορο του η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαιώματος και ότι, μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό δικαίωμα, έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ' αυτής. Επομένως, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2, με το οποίο προβάλλεται το αντίθετο είναι αβάσιμος. 6. Επειδή, ναι μεν κατά το άρθρο 364 § 2 β του ΚΠΔ, διαβάζονται στο ακροατήριο τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Όμως, η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της, ενώ, από την τοιαύτη παραβίαση, δεν επέρχεται ούτε απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 § 1 του ΚΠΔ. Επομένως, ο σχετικός δεύτερος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι, παρά την εναντίωση του συνηγόρου του κατηγορούμενου Χ2, διαβάστηκε στο ακροατήριο η αναφερόμενη στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης υπ' αριθ. 3.995/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, προερχόμενη από άλλη ποινική δίκη, χωρίς να εκδοθεί προηγουμένως γι' αυτή αμετάκλητη απόφαση, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος. Αυτά δε, παρεκτός του ότι, από τα πρακτικά, δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αυτός ή ο συνήγορός του ζήτησαν τη μη ανάγνωση της αναφερόμενης αποφάσεως και ότι, μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό δικαίωμα, έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ' αυτής. Τούτο δε, πέραν του ότι, η άρνηση του Δικαστηρίου να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα της συγκατηγορούμενης του Χ1 να αναγνώσει την απόφαση αυτή θα δημιουργούσε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, για έλλειψη ακροάσεως και, συνεπώς, λόγο αναιρέσεως αυτής κατά το άρθρο 510 § 1 περ. Β του ΚΠΔ. 7. Επειδή, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύεται και όταν, παρά την δικονομική απαγόρευση, που εισάγεται από το άρθρο 211 Α του ίδιου Κώδικα και κατά την οποία μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου, συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, το δικαστήριο καταλήξει σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση από μόνη την μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία συγκατηγορουμένου του, όχι δε και όταν, για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του, έλαβε αυτό υπόψη του και συνεκτίμησε και όλα τα υπόλοιπα τυχόν αποδεικτικά μέσα, που αναφέρει στην απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, κατά τον οποίο το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προς σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα Χ2 κρίσης του, στηρίχθηκε αποκλειστικά στην απολογία της συγκατηγορούμενης του Χ1 είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής του εν λόγω αναιρεσείοντος κρίση του από την συνεκτίμηση και των άλλων, στην προσβαλλόμενη απόφασή του διαλαμβανομένων, αποδεικτικών μέσων και όχι από, μόνον και αποκλειστικά, την απολογία της παραπάνω συγκατηγορούμενης του, ή και από τις καταθέσεις μαρτύρων, που όσα κατέθεσαν γνωρίζουν από πληροφορίες της αναφερθείσας συγκατηγορούμενής του. 8. Επειδή, μετά από αυτά, πρέπει : Ι) η μεν αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2 να απορριφθεί και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 του ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), και ΙΙ) η δε αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Χ1 να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτή και μόνο ως προς τις διατάξεις της περί ενοχής για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού τελεσθείσας με το συγκατηγορούμενό της και την περί ποινής αντίστοιχη διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει την υπόθεση προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31 Ιουλίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 κατά της υπ' αριθ. 114 - 119/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει αυτόν τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. Δέχεται την από 27 Ιουλίου 2006 αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατά της υπ' αριθ. 114 - 119/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Αναιρεί την υπ' αριθ. 114 - 119/2005 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας ως προς την παραπάνω αναιρεσείουσα, κατά το στο σκεπτικό αναφερόμενο μέρος της. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το εν λόγω, αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία με πρόθεση από κοινού τελεσθείσα. Πότε συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου. Επί ανθρωποκτονίας με πρόθεση δεν επιβάλλεται ειδική αιτιολογία του δόλου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να αφορά και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τέτοιος δε είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Η απόφαση έχει την απαιτούμενη αιτιολογία για το συναυτουργό εραστή, αλλά και για την απόρριψη του αιτήματός του για την αναγνώριση σε αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α ΠΚ. Εσφαλμένη εφαρμογή με παράβαση εκ πλαγίου των διατάξεων των άρθρων 299 § 1 και 45 ΠΚ, διότι στην απόφαση για την ενοχή της συναυτουργού συζύγου έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής τους. Αβάσιμος ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, καθόσον: α) είτε αυτός είτε ο συνήγορος του, λαμβάνοντας τελευταίος το λόγο, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα του, και β) δεν προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο η άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος του και μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα έγινε προσφυγή στο δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ’ αυτής. Η παράβαση του άρθρου 364 § 2 β ΚΠΔ δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε επέρχεται τέτοια κατά το άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ. Παράβαση της διατάξεως του άρθρου 211 Α ΚΠΔ. Δεν παραβιάζεται η διάταξη αυτή εφόσον η περί ενοχής του κατηγορούμενου κρίση του δικαστηρίου δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά σε μαρτυρική κατάθεση ή ομολογία συγκατηγορούμενου, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συναυτουργία, Δόλος.
0
Αριθμός 1346/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 472/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμε-λειοδικείου Ηγουμενίτσας. Με κατηγορουμένους τους: 1) Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πατεράκη, 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Δρακουλάκο, 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλαϊτζίδη. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)........ και 2)......, ατομικά και ασκούσα τη γονική μέριμνα της ......., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Δημακόπουλο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό "46" και ημερομηνία "27.12.2006" έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 13/2007. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την καταχώριση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης αποφάσεως καθαρογραμμένης στο προβλεπόμενο από το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε Ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ίδιου Κώδικα απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα εκείνου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε απαλλακτική κρίση για τον κατηγορούμενο. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του Ποινικού Κώδικα, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται, αντικειμενικά μεν, πρόκληση θανατώσεως άλλου, υποκειμενικά δε: α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφ' όσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα, κατά το οποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαίτιου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται στην αιτιολογία και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας, δικαίου, από τον οποίο πηγάζει. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά την εκτέλεση οποιουδήποτε οικοδομικού έργου, επιβάλλει στους, σύμφωνα με τον νόμο, υπευθύνους του έργου η διάταξη του άρθρου 1 του Π.Δ. 778/1980 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών", κατά την οποία "επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, ηλεκτρολογικών εργασιών, τηρούνται υπό των κατά υπευθύνων του έργου και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων", μεταξύ των οποίων οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 15 που προβλέπουν στα πλαίσια λήψεως μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, τη χρήση ικριωμάτων (σταθερών, κινητών, μεταλλικών, ξύλινων κλπ) και τον τρόπο κατασκευής και τοποθετήσεώς τους στην ανεγειρόμενη οικοδομή, η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1, που ορίζει ότι τα πέρατα των ξυλοτύπων και πλακών πρέπει να εξασφαλίζονται με ανθεκτικά προσωρινά κιγκλιδώματα και θωράκια ή με δίκτυα, να ελέγχονται περιοδικά ως προς την αντοχή τους και να αποξηλώνονται μετά το πέρας των εργασιών, καθώς και η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3, κατά την οποία άπαντα τα ικριώματα πρέπει να επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα μηχανικό πριν από την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και μία φορά την εβδομάδα. Εξάλλου, ο Νόμος 1296/1983 "μέτρα ασφαλείας σε οικοδομές και σε ιδιωτικά έργα", προβλέπει α) στο άρθρο 3, τις υποχρεώσεις του εργολάβου, οι οποίες, εκτός των άλλων, συνίστανται στη λήψη και στην τήρηση των μέτρων ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, καθώς και στην τήρηση των οδηγιών του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, β) στο άρθρο 4;τις υποχρεώσεις του κυρίου του έργου, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ' έναν εργολάβο και οι οποίες συνίστανται στη λήψη πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου, και στην τήρηση, όσο διαρκεί το έργο, όλων των μέτρων ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, επί διακοπής δε των εργασιών, στη λήψη όλων των μέτρων, τα οποία του υποδεικνύει εγγράφως ο επιβλέπων το έργο και στη διατήρησή τους κατά τη διάρκεια της διακοπής, καθώς και στην ειδοποίηση του επιβλέποντος το έργο εγγράφως, πριν την έναρξη των εργασιών που διακόπηκαν και γ) στο άρθρο 7, τις υποχρεώσεις του επιβλέποντος μηχανικού, οι οποίες είναι: 1) Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους. 2) Να δίνει οδηγίες σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης για τη λήψη μέτρων ασφαλείας από κινδύνους που προέρχονται από εναέριους και υπόγειους αγωγούς της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και να επιβλέπει την τήρηση τους. 3) Να επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης μέτρων ασφαλείας που αναφέρονται στο άρθρο 6 του Νόμου αυτού και να δίνει τις σχετικές οδηγίες. 4) Να δίνει οδηγίες σε περίπτωση σοβαρών ή επικίνδυνων έργων και, εάν χρειάζεται, να συντάσσει μελέτη για την προσαρμογή των προδιαγραφών των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται. 5) Να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου, στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του παρόντος, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου. Περαιτέρω, με τα άρθρα 1, 78 και 79 του Π.Δ. 1073/1981 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού", ορίζονται τα ακόλουθα: "Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του Π.Δ. της 14.3.1934...και του Π.Δ. 778/1980 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών" και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων, (άρθρο 1) Δια την πρόληψιν ατυχημάτων από άμεσον ή έμμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικώτερον: α) Να λαμβάνωνται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να αποκλείεται η προσέγγισις εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεως των...δ) οιαδήποτε απαιτουμένη επέμβασις εις τα δίκτυα της ΔΕΗ (όπως ανύψωσις, διακοπή ρεύματος κλπ) να πραγματοποιήται υπό ταύτης, μετά έγγραφον αίτησιν του ενδιαφερομένου...(άρθρο 78). Εάν πλησίον εργοταξίου διέρχωνται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος, ειδοποιείται εγγράφως υπό του εκτελούντος το έργον, προ της ενάρξεως των εργασιών, η αρμοδία υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΔΕΗ, του εκτελούντος το έργον και του επιβλέποντος τούτο μηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρμοδίας υπηρεσίας της ΔΕΗ, λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων (άρθρο 79)". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ. 778/1980, του Νόμου 1396/1983 και του Π.Δ. 1073/1981, συνάγεται ότι: 1) ο πολιτικός μηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων ασφαλείας για την πρόληψη ατυχήματος, μεταξύ των οποίων είναι η κατασκευή ικριωμάτων και να επιβλέπει για τη λήψη των μέτρων αυτών και επίσης να δίνει οδηγίες για τη λήψη μέτρων, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση και η επαφή εργαζομένων πλησίον ηλεκτροφόρου αγωγού, ενώ 2) ο ιδιοκτήτης ή ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση οικοδομικού έργου (και ο τυχόν υπεργολάβος τμήματος αυτού) έχει νομική υποχρέωση να λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος από της προεκτεθείσες αιτίες. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την 472/2006 απόφαση, κήρυξε με αυτή αθώο τον κατηγορούμενο Χ3 της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Η κατηγορία που είχε αποδοθεί στον ως άνω κατηγορούμενο ήταν ότι είχε επιφέρει από αμέλειά του τον θάνατο του Ψ, κατοίκου εν ζωή ....... Ηγουμενίτσας, ο θάνατος δε αυτού επήλθε συνεπεία ηλεκτροπληξίας, ενώ εργαζόταν σε οικοδομή ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με την κατηγορία, οι παραλείψεις του κατηγορουμένου, που, σε συνδυασμό με τις παραλείψεις των συγκατηγορουμένων του, υπεργολάβου και πολιτικού μηχανικού, επέφεραν το παραπάνω αποτέλεσμα, συνίσταντο στο ότι, με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη της ανεγειρόμενης οικοδομής (κυρίου του έργου), ενώ στην οικοδομή του, από τις 27 Αυγούστου 2004, εκτελούνταν εργασίες συναρμολογήσεως εξωτερικού μεταλλικού εξοπλισμού - ικριώματος (σκαλωσιάς) από το συνεργείο του πρώτου κατηγορουμένου, με τον οποίο είχε συμφωνήσει προφορικά την εκτέλεσή τους, δεν έλαβε όλα τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας που διέπουν την εργατική νομοθεσία για την προστασία των εργαζομένων στην οικοδομή (ιδίως τα άρθρα 4-9 του Νόμου 1396/83 σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 78, 79, 117 του Π.Δ. 1073/81). Ειδικότερα, καίτοι είχε την ιδιότητα του ιδιοκτήτη - κυρίου του έργου, δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων από την τυχαία επαφή των χρησιμοποιούμενων υλικών με τον αγωγό (καλώδια) μέσης συνεχούς τάσεως της ΔΕΗ προ της ενάρξεως των εργασιών, προκειμένου ειδικό συνεργείο να μεταβεί στην οικοδομή και να εκτιμήσει ή να συντάξει μελέτη για το εάν απαιτούνται επιπρόσθετα κατά περίπτωση μέτρα ασφαλείας από τα ηλεκτροφόρα καλώδια (πέραν της όποιας νόμιμης, αλλά οριακής αποστάσεως, που αυτά είχαν από την οικοδομή, ενέργειες δηλαδή, που έλαβαν χώρα μετά το ατύχημα), β) παρότι γνώριζε ότι το συνεργείο επιχρισμάτων είχε αρχίσει εργασίες τοποθετήσεως της σκαλωσιάς - ικριώματος στην οικοδομή, δεν επισήμανε στον εργολάβο να μην προχωρήσει τις εργασίες στο μπροστινό μέρος πλησίον των ηλεκτροφόρων καλωδίων, ούτε ειδοποίησε, έστω τηλεφωνικά, τον επιβλέποντα μηχανικό για να τον ενημερώσει και να λάβει σχετικές οδηγίες. Προκειμένου το Δικαστήριο να κηρύξει αθώο τον ως άνω κατηγορούμενο, δέχθηκε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της παραπάνω αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κυρίως καθ' όσον αφορά τον κατηγορούμενο αυτόν, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος (ο ιδιοκτήτης του έργου) κατασκεύαζε πολυώροφη οικοδομή στο δημοτικό διαμέρισμα ........ του Δήμου Ηγουμενίτσας, έναντι του νέου λιμένα εξωτερικού, της οποίας μελετητής και επιβλέπων μηχανικός ήταν ο τρίτος κατηγορούμενος. Όλα τα επί μέρους συνεργεία κατασκευής των διαφόρων τμημάτων της οικοδομής ήσαν της απόλυτης εκλογής του κυρίου του έργου, ο οποίος για το σκοπό αυτό συμβαλλόταν με διάφορους εργολάβους και κατέβαλλε χωριστά την αμοιβή τους, ήτοι άλλος εργολάβος προς ανέγερση του σκελετού της οικοδομής με μπετόν αρμέ, άλλος εργολάβος για το κτίσιμο με οπτοπλίνθους, άλλος εργολάβος για τα επιχρίσματα κλπ., δηλ. δεν είχε αναθέσει την εκτέλεση του όλου έργου ή τμημάτων του στον επιβλέποντα μηχανικό, του οποίου η αρμοδιότητα ήταν να παρέχει οδηγίες και εντολές, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για τη λήψη μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων και ιδίως για την εκτέλεση εργασιών αντιστήριξης, σταθερών ικριωμάτων για κινδύνους που προέρχονται από εναέριους και υπόγειους αγωγούς της ΔΕΗ και να επιβλέπει την τήρησή τους, να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου, να συντάσσει μελέτη των μέτρων ασφαλείας και να τηρεί ημερολόγιο των μέτρων αυτών, τις δε οδηγίες, εντολές και επίβλεψη αυτή θα παρείχε ο επιβλέπων μηχανικός, εφόσον ειδοποιείτο από τον κύριο του έργου για την ανάθεση κάθε τμήματος του έργου σε εργολάβο. Από το τέλος του Ιουλίου 2004, είχαν διακοπεί οι οικοδομικές εργασίες στην επίδικη οικοδομή και ο επιβλέπων μηχανικός, όλο το μήνα Αύγουστο ,απουσίαζε από την πόλη της ....... Περί τα μέσα Αυγούστου του έτους 2004, ο κύριος του έργου ανέθεσε προφορικά στον 1ο κατηγορούμενο, που είναι εργολάβος επιχρισμάτων, την κατασκευή των επιχρισμάτων της οικοδομής, πλην της δυτικής πλευράς προς το λιμάνι, οι οποίες εργασίες θα άρχιζαν από τον Σεπτέμβριο που θα ερχόταν και ο επιβλέπων μηχανικός, Ο εργολάβος, όμως, για να προλάβει τον κύριο του έργου μήπως υπαναχωρήσει, περί τα τέλη Αυγούστου, άρχισε με δικά του τεχνικά μέσα και προσωπικό (εργάτες) να κατασκευάζει σταθερά ικριώματα στη βόρεια πλευρά της οικοδομής προς την πόλη της ...... για να προβεί σε εργασίες επιχρισμάτων της πλευράς αυτής. Μεταξύ των εργατών που είχε προσλάβει για τις εργασίες αυτές ήταν και ο Ψ, αλβανικής καταγωγής. Πριν από τις εργασίες επιχρισμάτων, η οικοδομή είχε ανεγερθεί τριώροφη και είχε κτισθεί με οπτοπλίνθους, πάνω δε από τον ισόγειο όροφο εκτείνετο στη δυτική και στη βόρεια πλευρά εξώστης, στον οποίο είχαν τοποθετηθεί μεταλλικοί ορθοστάτες (σιδηροσωλήνες) μήκους 3 έως 4 μέτρων για να χρησιμοποιηθούν για την ανόρθωση των ικριωμάτων (σκαλωσιάς) μέχρι το μέγιστο ύψος της οικοδομής. Πάνω από τον εξώστη του 1ου ορόφου διέρχονται εναέριοι ηλεκτροφόροι αγωγοί της ΔΕΗ( μέσης τάσης, οι οποίοι απέχουν οριζόντια από το κτήριο 5,85 μ. και κατακόρυφα από το στηθαίο του εξώστη 3,50 μ. Ο Ψ στις 30.8.2004 και περί ώρα1Ο.ΟΟ' βρισκόταν στον εξώστη του 1ου ορόφου της οικοδομής και, αφού πήρε στα χέρια του έναν ορθοστάτη, μήκους 4 μ. περίπου, για να τον δώσει σε εργάτη προς ανύψωση του ικριώματος, που έφθανε στο τέλος του ανύψωσε αυτόν στη βορειοδυτική πλευρά του εξώστη, με αποτέλεσμα ο ορθοστάτης να έλθει σε επαφή με τους ηλεκτροφόρους αγωγούς και να υποστεί ακαριαία θανατηφόρα ηλεκτροπληξία.Ο κύριος του έργου είχε αναθέσει στον 1ο κατηγορούμενο - εργολάβο τα επιχρίσματα της οικοδομής του, στις οποίες εργασίες περιλαμβάνονται πρωτίστως οι εργασίες κατασκευής των ικριωμάτων και για τις οποίες δεν έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του την επίβλεψη και τη διεύθυνση της εκτέλεσης τους με δεσμευτικές για τον εργολάβο εντολές και οδηγίες - μη έχων άλλωστε τις απαιτούμενες γνώσεις προς τούτο, είναι ναυτικός πράκτορας - με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται για το πταίσμα του εργολάβου, ήτοι για τις προαναφερόμενες παραλείψεις του ως προς το θύμα (οδηγίες και εντολές κατά τη μεταφορά των ορθοστατών για κινδύνους από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς, πιθανή του ηλεκτρικού ρεύματος), κατά την εκτέλεση του έργου που είχε αναλάβει. Από τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα, αποδεικνύεται ότι υπεύθυνος για τον επελθόντα θάνατο του Ψ είναι ο 1ος κατηγορούμενος εργολάβος, που τον προσέλαβε ως εργάτη στο υπ' αυτού εκτελεσθέν έργο, ο οποίος δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει, ήτοι λόγω του επαγγέλματος του και μπορούσε να καταβάλει". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας ως προς τον ως άνω κατηγορούμενο Χ3, κύριο του έργου, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν διαλαμβάνει πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και σκέψεις, που δικαιολογούν την παραδοχή ότι ο ως άνω κατηγορούμενος ως ιδιοκτήτης του έργου (οικοδομής) δεν είχε την υποχρέωση να συμμορφωθεί στις διατάξεις του Π.Δ. 778/1980, του Νόμου 1396/83 και του Π.Δ. 1073/1981 και να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές, προς πρόληψη ατυχήματος, μεταξύ άλλων και λόγω γειτνιάσεως του σημείου των εργασιών με ηλεκτροφόρα δίκτυα της ΔΕΗ. Η παραδοχή της μη υπάρξεως της υποχρεώσεως αυτής του κατηγορουμένου τελεί άλλωστε σε πλήρη αντίφαση: α) με την παραδοχή που ορθώς οδήγησε στην αθώωση του κατηγορουμένου πολιτικού μηχανικού, ότι δηλαδή ο τελευταίος δεν είχε ευθύνη, διότι δεν είχε ειδοποιηθεί από τον κύριο του έργου για τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών που είχαν διακοπεί και β) με την παραδοχή που θεμελίωσε την ευθύνη του καταδικασθέντος εργολάβου ότι "ήταν ορατός ο κίνδυνος ηλεκτροπληξίας". ΕΠΕΙΔΗ, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά την αθώωση του δεύτερου κατηγορουμένου Χ3 για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 472/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας, κατά το μέρος που αφορά την αθώωση του κατηγορουμένου Χ3 για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόλυτη ακυρότητα. Δεν επέρχεται εάν αντικαταστάθηκε δικαστής της συνθέσεως του Δικαστηρίου μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου, πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Απορρίπτεται ο περί του αντιθέτου λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Έννοια της αμέλειας και των υποχρεώσεων του ιδιοκτήτου - κυρίου του έργου. Αναιρείται η απόφαση.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1345/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου . Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 275/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 και 8 Μαρτίου 2007 αιτήσεις της αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 426/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 274/29.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Π.Δ.: α) την υπ'αριθ. 64/8-3-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από τον δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Βαρουτά, δυνάμει της από 5-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 275/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και β) την από 3-3-2007 ταυτόσημη αίτηση της ίδιας αναιρεσείουσας Χ1 προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση επίσης του ανωτέρω υπ'αριθ. 275/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 Κ.Π.Δ. ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, κατά δε το άρθρο 476 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και όταν ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.2 του αυτού ως άνω Κώδικα, που πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 38 Ν. 3160/2003 όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και μετά την εν λόγω τροποποίηση απαλείφθηκε η φράση "ή του βουλεύματος", προκύπτει ότι δεν προβλέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο (ΑΠ 776/2006, ΑΠ 297/2006). Πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 476 παρ.2 Κ.Π.Δ., που, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 38 Ν. 3160/2003, περιορίζει το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως εναντίον βουλεύματος που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, συμπορεύεται με τα άρθρα 4 παρ.1 και 20 παρ.1 του Συντάγματος, αφού ούτε άνιση ρύθμιση περιέχει, που να συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση ορισμένων διαδίκων, ούτε στερεί τον διάδικο από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δοθέντος μάλιστα και του ότι ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται από το Σύνταγμα να θεσπίζει ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων και, ως εκ τούτου, ο διάδικος μπορεί και οφείλει να υπολογίζει, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του, ότι είναι ενδεχόμενο η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση να μην υπόκειται σε ένδικα μέσα, παρά το γεγονός ότι αυτά επιτρέπονταν κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της δίκης (ή της ποινικής διώξεως). Όπου κρίθηκε αναγκαία η καθιέρωση ενδίκου μέσου υπήρξε ρητή αποτύπωση της βουλήσεως του συντακτικού νομοθέτη με τις ειδικές προβλέψεις των άρθρων 95 παρ.1 β'(αναίρεση τελεσιδίκων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου) και 96 παρ.2 Συντάγματος (έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνομικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφάλειας). Δεν είναι δε αντίθετες οι ανωτέρω διατάξεις ούτε και προς το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, από την οποία δεν συνάγεται υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων, αλλά ούτε και στο άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (ΑΠ 1486/2005). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την υπ'αριθ. 8969/7-2-2005 απόφασή του κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 για τις πράξεις της παραβάσεως του Ν. 2971/2001 και του Ν. 1337/1983 και της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και τριών (3) μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 275/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του ως άνω όμως βουλεύματος δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να ασκηθεί αναίρεση. Με τα δεδομένα αυτά καθίσταται φανερό ότι η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση κατά βουλεύματος, εναντίον του οποίου δεν επιτρέπεται να ασκηθεί τέτοιο ένδικο μέσο, δηλαδή άσκησε μη επιτρεπόμενο σ'αυτήν ένδικο μέσο. Επομένως οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει, κατ'εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 476 παρ.1 Κ.Π.Δ., να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Ανεξάρτητα από αυτά η από 3-3-2007 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και για τον εξής επιπρόσθετο λόγο: Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.2 και 474 παρ.1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, κατά γενική αρχή, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται με δήλωση του δικαιουμένου διαδίκου ενώπιον των οριζομένων από την τελευταία οργάνων, στα οποία δεν περιλαμβάνεται και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η κατεξαίρεση άσκηση αναιρέσεως με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μπορεί να γίνει μόνο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, όχι δε και εναντίον οποιασδήποτε άλλης, η οποία δεν έχει αυτόν τον χαρακτήρα (ΑΠ 578/2005, ΑΠ 295/2001), όπως είναι και η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται, η έφεση ως απαράδεκτη, πράγμα που συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθούν ως απαράδεκτες: α) η υπ'αριθ. 64/8-3-2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατά του υπ'αριθ. 275/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και β) η από 3-3-2007 ταυτόσημη αίτηση της ίδιας αναιρεσείουσας Χ1 προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση επίσης του ανωτέρω υπ'αριθ. 275/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 9-5-2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος, που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Επομένως, αν με κάποια διάταξη καθορίζονται ορισμένα πρόσωπα, ως δικαιούμενα, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι δεν δικαιούνται και άλλα, μη μνημονευόμενα πρόσωπα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και όταν ασκήθηκε εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κώδικα, που πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 38 του Ν. 3160/2003 όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και μετά την εν λόγω τροποποίηση απαλείφθηκε η φράση "ή του βουλεύματος", προκύπτει ότι δεν προβλέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ., που, όπως σήμερα ισχύει, περιορίζει το δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά του βουλεύματος που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, δεν αντίκειται στα άρθρα παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού δεν περιέχει άνιση ρύθμιση, που να συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση κάποιων διαδίκων, αλλ' ούτε στερεί τον διάδικο από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αφού μάλιστα και ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται από το Σύνταγμα να θεσπίζει ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων και, ως εκ τούτου, ο διάδικος μπορεί και οφείλει να υπολογίζει, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του, ότι είναι ενδεχόμενο, η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί να μη προσβάλλεται με ένδικα μέσα, παρά το γεγονός ότι αυτά επιτρέπονταν κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της δίκης (ή της ποινικής διώξεως). Όπου κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση ένδικου μέσου, υπήρξε ρητή η αποτύπωση της βουλήσεως του συντακτικού νομοθέτη με τις ειδικές προβλέψεις των άρθρων 95 παρ. 1 β' (αναίρεση των τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου) και 96 παρ. 2 του Συντάγματος (έφεση στο αρμόδιο τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνομικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφάλειας). Δεν είναι δε αντίθετες οι ανωτέρω διατάξεις ούτε και προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, από την οποία δεν συνάγεται υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για καθιέρωση ένδικων μέσων, αλλά ούτε και στο άρθρο 26 του συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 2 και 474 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συνάγεται ότι, κατά γενική αρχή, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται με δήλωση του δικαιουμένου διαδίκου ενώπιον των οργάνων που ορίζονται από την τελευταία ως άνω διάταξη, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. Η κατ' εξαίρεση άσκηση αναιρέσεως με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μπορεί να γίνει μόνο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, όχι δε και εναντίον οποιασδήποτε άλλης, η οποία δεν έχει αυτόν τον χαρακτήρα, όπως είναι και η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη. Εν προκειμένω, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, για την έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την 8969/7.2.2005 απόφασή του, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 για τις πράξεις της παραβάσεως του Ν. 2971/2001 και του Ν. 1337/1983 και της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως ενός έτους και τριών μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής, η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη, με το 275/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά του οποίου η κατηγορουμένη άσκησε τις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως. Σύμφωνα, όμως με όσα αναφέρονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, κατά του ως άνω βουλεύματος δεν επιτρέπεται να ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως και επομένως, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, που συνεκδικάζονται, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, πρέπει, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 476 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής δικονομίας, να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Ανεξάρτητα από αυτά, η από 3 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, άσκηση αναιρέσεως με δήλωση, επιδιδόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μπορεί να γίνει μόνο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ α) την 64/8.3.2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατά του 275/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και β) την από 3.3.2007 ταυτόσημη αίτηση της ίδιας αναιρεσείουσας Χ1 που ασκήθηκε με δήλωσή της προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση επίσης του ανωτέρω 275/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως ως απαράδεκτες, διότι στρέφονται κατά βουλεύματος που δεν επιτρέπεται αναίρεση και η δεύτερη για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς να συντρέχει νόμιμη περίπτωση.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εφέσεως απαράδεκτο.
2
Αριθμός 1344/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Πανταζή, περί αναιρέσεως της 425/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειο-δικείου Χαλκίδας. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3.5.2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 935/2006. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2 , 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 510 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα των από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αντιστοίχως, πρέπει: 1) στην πρώτη περίπτωση, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται με την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση με τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001) και 2) στη δεύτερη περίπτωση να αναφέρεται η διάταξη που παραβιάστηκε και να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναιρέσεως στο μέτρο που με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, αφού αυτός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων αναιρέσεως, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 3 Μαΐου 2006 αίτηση αναιρέσεως, πλήττεται η 425/2006 απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για αγορανομική παράβαση και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών με τριετή αναστολή. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 ΚΠΔ. Με αυτήν αποδίδονται οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως. Συνίστανται δε οι λόγοι αυτοί της αναιρέσεως στο ότι: "Ειδικότερα στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται σε σχέση με το προκείμενο ζήτημα οι εξής σκέψεις: "Αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την αποδιδόμενη σε αυτούς αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι την 19.9.2002 οι υπάλληλοι 1)....... και 2)......., αρμόδιοι για τη δειγματοληψία προς έλεγχο των εδωδίμων ποτών και αντικειμένων κοινής χρήσης, διενήργησαν δειγματοληπτικό έλεγχο στο σούπερ μάρκετ ....... Κατά τον έλεγχο και σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο Κώδικας Τροφίμων και ποτών και ειδών κοινής χρήσης, έλαβαν από το ψυγείο (βιτρίνα) του ανωτέρω καταστήματος το με αριθμό ..... δείγμα εις διπλούν: ΛΟΥΚΑΝΙΚΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ από ανοικτή συσκευασία 5 Kg..... Το εν λόγω προϊόν διακινούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΛΑ ΚΡΕ ΑΕ... Σημειωτέον ότι η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης όπως και η απολογία των κατηγορουμένων αναφέρουν ότι υπήρχαν κολλημένες δύο ετικέτες στη συσκευασία και ότι η μία εξ αυτών αποκολλήθηκε εξαιτίας της υγρασίας. Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ενισχύεται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας....σε περίπτωση που ήθελε κριθεί αληθής θα υπήρχε ίχνος ή υπόλοιπο ετικέτας, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται από τα αρμόδια όργανα...". Οι παραπάνω σκέψεις δεν συνιστούν ειδική αιτιολογία, διότι η ασκηθείσα κατ' εμού ποινική δίωξη για δήθεν παράβαση των διατάξεων των αρ. 1, 12, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 53, 57, 79, 80, 94 παρ. 1 Π.Κ. αρ. 11 παρ. 3α 89 παρ. 3, 5, παρ. 7 (ε) Κώδικα Τροφίμων και άρθρο 38 ΑΔ 14/89 και 30 παρ. 12, 15 νδ 136/46 σε συνδ. με την 14/89 ΑΔΥΕ και συγκεκριμένα ότι ως υπεύθυνος της εταιρείας ΛΑ ΚΡΕ Α.Ε. δήθεν από πρόθεση καταλήφθηκα να διαθέτω στην κατανάλωση χωριάτικα λουκάνικα χωρίς να αναγράφονται επί της συσκευασίας αυτών οι ενδείξεις της ονομασίας, του είδους κ.τ.λ. του προϊόντος είναι ΝΟΜΩ ΑΒΑΣΙΜΗ και ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Διότι: 1) Η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψιν της ότι ο έλεγχος διενήργησε δειγματοληψία σε ήδη ανοικτή συσκευασία των 5 Kg που βρισκόταν σε βιτρίνα του καταστήματος, παρέλειψε δε να διενεργήσει δειγματοληψία και σε κλειστές συσκευασίες που θα βρίσκονταν στα ψυγεία του καταστήματος, προκειμένου να διαπιστώσει αν το <<φαινόμενο>> της δήθεν έλλειψης ετικετών ήταν γενικευμένο και εκ πρόθεσης - ευθύνης της εταιρείας της οποίας τυγχάνω εκπρόσωπος ή μεμονωμένο και συμπτωματικό, δηλαδή με ευθύνη από αμέλεια του εκπροσώπου του παραπάνω καταστήματος και β' κατηγορουμένου. 2) Αποδείχθηκε με την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, αλλά και τον ισχυρισμό του β' των κατηγορουμένων ότι τα λουκάνικα έφεραν ταμπέλες, οι οποίες είχαν επικολληθεί επάνω στο προϊόν και ανέφεραν όλες τις ενδείξεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Ειδικά, ο β' κατηγορούμενος ανέφερε επί λέξει: "Το πρόβλημα ήταν στα ταμπελάκια, λόγω της υγρασίας ξεκολλούσαν, μετά μας έδωσαν ειδική κόλλα και δεν ξεκολλούν...", γεγονός που σημαίνει (από μόνη τη διατύπωση) ότι τα "ταμπελάκια" υπήρχαν δε, αλλά ξεκολλούσαν, προφανώς κατά την μεταφορά στην βιτρίνα και αμελώς δεν τα τοποθετούσαν οι υπάλληλοι ξανά, μετά δε τον έλεγχο, τα κολλούσαν οι ίδιοι με ειδική κόλλα!!. Οι ταμπέλες που είχαν επικολληθεί από την εταιρεία ΛΑ ΚΡΕ Α.Ε. στο προϊόν κατατέθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Α' Μονομελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας και απέδειξαν την βασιμότητα αλλά κα την αλήθεια του ισχυρισμού μου. Αντίθετα, ο έλεγχος, ο οποίος και φέρει το βάρος της αποδείξεως, δεν αναφέρεται και σε άλλες κλειστές συσκευασίες που βρίσκονταν στο παραπάνω κατάστημα, ώστε να στοιχειοθετηθεί υπαιτιότητά μου ως εκπροσώπου της προμηθεύτριας εταιρείας. Με δεδομένο ότι τα προϊόντα διατέθηκαν από την εταιρεία "ΛΑ ΚΡΕ ΑΕ" και έφεραν ταμπέλες, έχει ως συνέπεια να μην φέρω ουδεμία ευθύνη για το αδίκημα. Εν συνεχεία τα εν λόγω προϊόντα διατέθηκαν στην εταιρεία "ΑΤΛΑΝΤΙΚ Α.Ε." και σε κατάστημά της, υπεύθυνος του οποίου ήταν ο Β' κατηγορούμενος κ. Χ2, ο οποίος με ενημέρωσε ότι εξ αμελείας του και λόγω της υγρασίας των ψυγείων που ήταν τοποθετημένα τα λουκάνικα ξεκόλλησαν οι ανωτέρω ετικέτες, χωρίς ο τελευταίος να τις επανατοποθετήσει στο προϊόν κατά την μεταφορά του στην βιτρίνα, γεγονός που έπραττε μετά τον έλεγχο και μάλιστα με ειδική κόλλα που προφανώς προμηθεύτηκε από το κατάστημά του. Από την αποδεικτική διαδικασία, δηλαδή από την κατάθεση του μάρτυρα κ. ....., από τις ταμπέλες που επεδείχθησαν προέκυψε ότι τα προϊόντα έφεραν ταμπέλες, όταν διατέθηκαν από την εταιρεία "ΛΑ ΚΡΕ Α.Ε.", της οποίας είμαι υπεύθυνος. Όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση αυθαίρετα και χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο στη δικογραφία ή κατάθεση των αρμοδίων οργάνων εδέχθη ότι τα προϊόντα διατέθηκαν από τη "ΛΑ ΚΡΕ Α.Ε." στην "ΑΤΛΑΝΤΙΚ Α.Ε." (σε κατάστημα σούπερ μάρκετ αυτής) χωρίς να φέρουν ταμπέλες και χωρίς να αιτιολογεί πώς αποδεικνύονται τα εν λόγω αναφερόμενα, το γεγονός δε αυτό ενισχύεται από την παράλειψη του ελέγχου να ενεργήσει αμέσως δειγματοληψία και σε κλειστές συσκευασίες. Σημειωτέον ότι ο έλεγχος των αρμοδίων οργάνων διεξήχθη στο κατάστημα σούπερ μάρκετ της εταιρείας "ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΑΕ" και όχι στην έδρα της εταιρείας "ΛΑ ΚΡΕ ΑΕ", στο Βατώντα Ευβοίας για να μπορεί να αποσαφηνιστεί η δήθεν παράλειψή μου των μη επικολλούμενων ετικετών. Πώς λοιπόν και με ποια αιτιολογία, η προσβαλλόμενη απόφαση στο διατακτικό της δέχτηκε ότι τέλεσα και μάλιστα εκ δόλου την συγκεκριμένη αγορανομική παράβαση; Η εν λόγω αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού οδηγεί σε έλλειψη νόμιμης βάσης, αφού δεν είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων". Με αυτό όμως το περιεχόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αίτηση αναιρέσεως είναι αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη, διότι ο αναιρεσείων στην αίτησή του δεν προσδιορίζει τις αποδιδόμενες στην πληττόμενη απόφαση πλημμέλειες και τις κατ' αυτής αιτιάσεις, περιοριζόμενος μόνο σε αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα, που έγιναν δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση, πλήττοντας έτσι την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο από ποιες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει η έλλειψη αιτιολογίας και σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή. Περαιτέρω, δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η παραβίαση (εσφαλμένη εφαρμογή) των αναφερομένων παραπάνω διατάξεων των άρθρων 1, 12, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 53, 57, 79, 80, 94 παρ. 1 Π.Κ. αρ. 11 παρ. 3α 89 παρ. 3, 5, παρ. 7 (ε) Κώδικα Τροφίμων και άρθρο 38 ΑΔ 14/89 και 30 παρ. 12, 15 νδ 136/46 σε συνδ. με την 14/89 ΑΔΥΕ σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει, ως απαράδεκτη, να απορριφθεί συνεπεία της παντελούς αοριστίας των προαναφερόμενων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ αναιρετικών λόγων, αλλά και κατά το μέρος που με αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του παραπάνω Δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό πρωτ. 4743/2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά της 425/2006 αποφάσεως του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αναίρεση, ως απαράδεκτη, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 1343/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2713/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 48/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 181/10.05.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Εισάγω υπό την κρίση του υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 481 § 1, 485 § 1, 528 § 1 εδαφ. τελευταίο Κ.Π.Δ., την υπ'αρ. 145/30-11-2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, η οποία υπεβλήθη νομίμως υπό του εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου Αθηνών Αλεξάνδρου Στρίμπερη, κατά του υπ'αρ. 2713/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα: Ο αναιρεσείων με την από 9-12-2004 αίτησή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εζήτησε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την έκδοση της υπ'αρ. 26187/2001 αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως 2 μηνών για υπεξαγωγή εγγράφου. (Με την υπ'αρ. 1295/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου απερρίφθη η αναίρεση του Χ1 κατά της υπ' αρ. 26187/2001 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αρ. 1503/05 βούλευμα διέταξε συμπληρωματική έρευνα μετά το πέρας της οποίας, με το υπ'αρ. 2713/2006 (προσβαλλόμενο) βούλευμα απέρριψε την αίτησή του ως αβάσιμη κατ'ουσίαν. Η αίτηση αναιρέσεως είναι νόμιμη (αρ. 528 § 1 σε συνδ. με 481 § 1, 485 § 1 Κ.Π.Δ.) και εμπρόθεσμη (αρ. 473 § 1 Κ.Π.Δ.) διότι ασκήθηκε την 30-11-2006 η δε επίδοση του βουλεύματος έλαβε χώρα την 29-11-2006. ΙΙ) Ως λόγος αναιρέσεως προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθ'όσον το Συμβούλιο Εφετών προέβη (σελ. 9 αιτήσεως) σε επιλεκτική εκτίμηση του αποδεικτικού στοιχείου (της από 20-2-2004 επιστολής του μηνυτή) όσο και περί μη εκτιμήσεως πολλών άλλων κρισίμων αποδεικτικών στοιχείων. Σχετικά με την επιστολή του Γ. Γογγολίδη η αιτιολογία είναι ενδοιαστική αφού ούτε από αυτήν ούτε από το λοιπό περιεχόμενο του βουλεύματος προκύπτει ποία είναι η θέση του Συμβουλίου Εφετών επί του ουσιώδους για την παραδοχή της αιτήσεώς του ζητήματος εάν η αναφερομένη επιστολή του μηνυτή απεστάλη υπ'αυτού προς τον αιτούντα χωρίς την διαγραφή της δευτέρας παραγράφου αυτής (όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο μηνυτής). 'Ετσι η παραδοχή αυτή δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία. Επίσης (σελ. 10 αιτήσεως) οι παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος για την εκτίμηση ότι σε κάθε περίπτωση από το περιεχόμενο της επιστολής του Ψ1 (μηνυτή) ουδόλως συνάγεται κατά τρόπο κατάδηλο ότι δεν τελέστηκε από τον αιτούντα η αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, αφού η σχετική δήλωση του Ψ1 όσο και η επικοινωνία του τελευταίου με την μάρτυρα Γ1 έλαβε χώρα εννέα έτη περίπου μετά την τέλεση της πράξεως και αφού προηγήθηκε η απόρριψη της αναιρέσεώς του κατά της καταδικαστικής αποφάσεως. Επίσης η παραδοχή ότι η ασκηθείσα ανακοπή από τον Ψ1 κατά της διαταγής πληρωμής που εξέδωσε σε βάρος του η εταιρεία του αιτούντος .... ΟΕ με βάση την ένδικη επιταγή για την μη παράδοση της οποίας στον μηνυτή καταδικάσθηκε ο αιτών έγινε δεκτή με την υπ'αρ. 286/1996 (το ορθό 268/1996) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης όχι μόνο είναι εντελώς αόριστη, ελλιπής και ασαφής αλλά και δεν συμπορεύεται με τα διδάγματα και τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Περαιτέρω η παραδοχή αυτή δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και αποκλείουν το ουσιαστικά βάσιμο της αιτήσεώς του, ούτε συναφείς αναγκαίες σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο Εφετών οδηγήθηκε στο προαναφερόμενο απορριπτικό πόρισμά του, αφού αναφέρει ότι οι εκτιθέμενες ενέργειες των ενδιαφερομένων έλαβαν χώρα 9 έτη μετά την τέλεση της πράξεως, θεωρεί έτσι εξ αρχής απαραδέκτως ως δεδομένο ακριβώς εκείνο που ήταν και εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, ήτοι την τέλεση από αυτόν του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, αναφέρει περιστατικά άσχετα του κρισίμου ζητήματος της επικαλουμένης αθωώτητάς του (της μη επιτεύξεως συμβιβασμού) και αποσιωπά το γεγονός ότι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτ/κείου Μυτιλήνης με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή του Ψ1 κατά της εταιρείας ...... Ο.Ε. αποκλειστικά εξ αιτίας της ερημοδικίας της τελευταίας, συναγομένου τεκμηρίου ομολογίας της. Το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του την ένορκο κατάθεση της Γ1 ενώπιον Συμβ/φου από την οποία αποδεικνύεται η εδραία πεποίθησή του ότι το ποσό της επιταγής ανήκε στην εταιρεία και περαιτέρω δεν υπήρχε πρόθεσή του προς απόκρυψη της επιταγής. Ενώ προσεκόμισε την από ...... έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως της δικαστικής Γραφολόγου-Δικηγόρου Δ1, το συμβούλιο κατέληξε σε πόρισμα αντίθετο προς το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως και θα έπρεπε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή της. Σε κάθε περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας εκ του ότι δεν αναφέρονται σ'αυτό καθόλου τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία κρίθηκαν ως μη αξιόπιστα τα αποδεικτικά μέσα της απολογίας του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, της προαναφερομένης ενόρκου βεβαιώσεως-καταθέσεως αλλά και περαιτέρω γιατί δεν εξηγείται πως κρίνεται πιστευτέος ο μηνυτής και μόνον. ΙΙΙ) Κατά το άρθρο 525 § 1 περίπτωση 2α του Π.Κ., η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω κι αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για τον λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν κατ'εκείνο τον χρόνο, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερομένης δίκης και από έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες, νέες, αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο εκδώσαν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε (Α.Π. 1708/2004 σε Συμβούλιο Π. ΧΡ. ΝΕ/698, Α.Π. 1612/2002 σε Συμβούλιο Π.ΧΡ.ΝΓ/597, Α.Π. 476/2005 σε Συμβούλιο Π. ΧΡ. ΝΕ/987). Εξάλλου έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Π. ΧΡ.ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). ΙV). Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα εδέχθη ότι: Απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, στα οποία περιλαμβάνεται και η από ..... έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως της δικαστικής γραφολόγου Δ1, καθώς και από το από 27.7.2006 υπόμνημα (μαζί με τα αναφερόμενα σ' αυτό έγγραφα), που κατέθεσε ο αιτών στην υποβολή της εισαγγελικής πρότασης, προέκυψαν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμ. 26187/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από τον αιτούντα Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 18692/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ο ανωτέρω αιτών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών με τριετή αναστολή για την αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου (αρθρ. 222 ΠΚ), και συγκεκριμένα, διότι "Στην Αθήνα την 25.5.1995 ενεργώντας υπό την ιδιότητα του, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας "...... ΟΕ" και έχοντας στην κατοχή του την υπ' ... επιταγή, ποσού δρχ. 8.432.250, πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, την οποία είχε λάβει από τον εγκαλούντα Ψ1 προς κάλυψη της αξίας δελτίων λαχείου, μετά την επιστροφή των δελτίων αυτών δεν την επέστρεψε, όπως όφειλε κατά τη συμφωνία τους στον εγκαλούντα, ο οποίος είχε δικαίωμα να ζητήσει την παράδοση της, σύμφωνα με το άρθρο 424 ΑΚ, αλλά με πρόθεση την απέκρυψε βλάπτοντας έτσι τον ανωτέρω Ψ1". Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατ' αυτής ο αιτών απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 1295/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ήδη ο αιτών, προς υποστήριξη της ανωτέρω αιτήσεως του, επικαλείται νέα στοιχεία και συγκεκριμένα α) την από 20.2.2004 ανυπόγραφη δήλωση του μηνυτή Ψ1, στην οποία ο τελευταίος απευθυνόμενος σ' αυτόν αναφέρει τα ακόλουθα: "Αγαπητέ Χ1, εν συνεχεία της καταβολής προς εμέ του ποσού των 11.000 ευρώ (για έξοδα όλων των δικών, εξόδων εκτός έδρας, εισιτηρίων, παραστάσεων δικηγόρων) σου δηλώνω, ότι δεν έχω πλέον καμία απαίτηση εναντίον σου από καμία αιτία σχετικώς με την σφράγιση της υπ' αριθμ. ...... επιταγής μου ποσού 8.432.250 δραχμών. Τελειώνοντας, η υπόθεση αυτή και παρά την ποινικοποίηση της όλης διαφοράς έχω πλέον πειστεί ότι η εμπλοκή οφείλεται σε κακή συνεννόηση των λογιστηρίων των επιχειρήσεων μας και όχι σε κακή πίστη εκ μέρους σας. Φιλικά Ψ1", β) την υπ' αριθμ. .... ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Γ1 ενώπιον της Συμ/φου Αθηνών Ιορδάνας Μορφονιού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εργάζομαι στην επιχείρηση ....... ΟΕ και συγκεκριμένα στο λογιστήριο και στις 20.2.2004 ο Ψ1 πράκτορας ...... μου τηλεφώνησε και μου ανέφερε ότι ήταν στενοχωρημένος με την ποινική διένεξη που υπήρξε μεταξύ αυτού και του Χ1 και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί ο Χ1 σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου. Θεωρούσε, έπειτα από έρευνα που έκανε σε όλη αυτή την υπόθεση, ότι δεν είχε καμμία πρόθεση να βλάψει κανέναν ο Χ1 και δεν απέκρυψε παράνομα την επιταγή ποσού 8.432.250 δραχμών, η οποία σφραγίστηκε προς εξόφληση του τρεχούμενου (αλληλόχρεου) λογαριασμού, που υπήρχε μεταξύ της εταιρίας .... ΟΕ και του Ψ1, χρέος του τελευταίου προς την εταιρία που πίστευε καλόπιστα ο Χ1 που υπήρχε. Μου δήλωσε ότι τιμά τον Χ1 ως άνθρωπο και κυρίως ως επαγγελματία και θα ήθελε να τον καλύψει ο Χ1 ως προς τα έξοδα, τα οποία αυτός έκανε για να αποδείξει ότι η επιταγή κακώς σφραγίστηκε και δεν υπήρχε καμία οφειλή μεταξύ τους. Μου ανέφερε επίσης, ότι ήθελε να αποκατασταθούν οι σχέσεις του με τον Χ1. Μόλις του ανέφερα το γεγονός του Χ1 και αφού είχε τηλεφωνική επικοινωνία ο ίδιος ο Χ1 και ο Δικηγόρος του κ. Πελέκης με τον Ψ1, γνωρίζω ότι ο κ. Ψ1 του έστειλε σημείωμα χειρόγραφο τονίζοντας του, ότι θα υπογράψει σχετικό κείμενο περί του ότι δεν έχει καμία απαίτηση κατά του Χ1 και ότι η μεταξύ τους διένεξη κακώς ποινικοποιήθηκε, γιατί πείσθηκε ότι ο Χ1 δεν είναι κακόπιστος και ήθελε να του καταβάλει ο Χ1 το ποσό των 11.000,00 ΕΥΡΩ ως δικαστικά έξοδα που έκανε με τη διένεξη που υπήρχε μεταξύ τους. Στη συνέχεια ο Ψ1 παρόλο ότι ο Χ1 του κατέβαλε αυθημερόν στις 20.2.2004 11.000,00 ΕΥΡΩ για τα έξοδα του από τις δικαστικές διενέξεις και όπως αυτός ζήτησε, μου ανέφερε και πάλι ότι είναι πεπεισμένος ότι ο Χ1 ενήργησε καλόπιστα και ότι αυτός θα αντικαταστήσει την εις βάρος του Χ1 άδικη ποινική καταδίκη. Στη συνέχεια στις επόμενες ημέρες και συγκεκριμένα στο τέλος Φεβρουαρίου 2004 ο Ψ1 επικοινώνησε εκ νέου τηλεφωνικά μαζί μου και μου ανέφερε εκ νέου ότι χρειάζεται άλλες 150.000,00 ΕΥΡΩ για να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη από τις άστοχες δικαστικές διενέξεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να αμαυρώσουν τη φήμη του ως πράκτορα και επαγγελματία στην κοινωνία της ..... και στα Πιστωτικά Ιδρύματα. Ο Χ1 θεώρησε εκβιασμό εκ μέρους του Ψ1 αυτές τις παράλογες απαιτήσεις και διακόπηκε κάθε επικοινωνία μαζί του" και γ) την υπ' αριθμ. 7724/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ανεστάλη προσωρινά η εκτέλεση της από .... απόφασης του Δ.Σ. και της από ...απόφασης της Γ.Σ. του σωματείου με την επωνυμία "..... (...)", περί διαγραφής του αιτούντος από μέλος αυτού, δεχόμενο, μεταξύ άλλων, ότι "ούτε στο νόμο προβλέπεται ρητά η αμετάκλητη καταδίκη για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου ως λόγος που να αποκλείει την εγγραφή κάποιου ως μέλους ή που να επιβάλλει τη διαγραφή ενός μέλους, δεδομένου μάλιστα ότι το συγκεκριμένο αδίκημα δεν διαπράχθηκε σε βάρος του Σωματείου" και τελικά η εν λόγω απόφαση του σωματείου ακυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 5973/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, από τις προσκομιζόμενες από τον αιτούντα (νέες) αποδείξεις, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες, που είχαν προσκομιστεί στο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν καθίσταται φανερό, δηλαδή σε σημείο που να εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο αιτών είναι αθώος. Ειδικότερα, μετά την έκδοση του υπ' αριθμ. 1503/2005 βουλεύματος του παρόντος Δικαστικού Συμβουλίου, εξετάστηκε στις 26.1.2006 ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Μυτιλήνης ο μηνυτής Ψ1, ο οποίος αρνήθηκε όχι μόνον το περιεχόμενο της από 20.2.2004 επιστολής (φαξ) αυτού προς τον αιτούντα αλλά ακόμη και αυτή την επικαλούμενη από τον αιτούντα διευθέτηση της διαφοράς τους. Ειδικότερα, ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε, ότι έλαβε, πράγματι, από τον αιτούντα ένα σχέδιο επιστολής με το περιεχόμενο που επικαλείται ο αιτών, πλην όμως ζήτησε να γίνουν κάποιες διορθώσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η διαγραφή της δεύτερης παραγράφου, στην οποία γίνεται λόγος για ποινικοποίηση της υπόθεσης, λόγω κακής συνεννόησης των λογιστηρίων, χωρίς όμως να λάβει όπως ισχυρίστηκε, άλλη απάντηση από τον αιτούντα, επισύναψε δε στην κατάθεση του και αντίγραφο του αρχικού σχεδίου της από 20.2.2004 επιστολής, στην οποία φέρεται να έχει διαγραφεί η δεύτερη παράγραφος του κειμένου, ενώ υπάρχουν ακόμη και δύο άλλες ιδιόχειρες σημειώσεις, στη δεύτερη από τις οποίες ο ανωτέρω μάρτυρας αναφέρει, ότι θα στείλει στον αιτούντα την επιστολή υπογεγραμμένη μόλις θα ελάμβανε από τον τελευταίο το ποσό των 11.000 ευρώ. Ο αιτών, όμως, προσκομίζει άλλο φωτοαντίγραφο του ίδιου εγγράφου, που απέστειλε προς αυτόν ο Ψ1 με τις παρατηρήσεις του, στο οποίο δεν φέρεται να έχει διαγραφεί η δεύτερη παράγραφος του κειμένου του αρχικού σχεδίου, ισχυριζόμενος επί πλέον, ότι προέβη, πράγματι, στις διορθώσεις που ζήτησε να γίνουν στο αρχικό σχέδιο ο Ψ1, και ο τελευταίος στη συνέχεια απέστειλε και πάλι νέο φαξ (ήτοι αυτό που επικαλείται με την αίτηση του), στο οποίο ο Ψ1 φέρεται να σημειώνει τη φράση "Ψ1, θα στο στείλω υπογεγραμμένο μόλις βάλεις τώρα αμέσως τα χρήματα στο λογαριασμό...". Από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει, ότι η προσκομισθείσα από τον αιτούντα από 20.2.2004 δήλωση - επιστολή του Ψ1 προς τον αιτούντα συντάχθηκε κατ' αρχάς από τον ίδιο τον αιτούντα ως σχέδιο επιστολής και απεστάλη προς το Ψ1, προκειμένου να λάβει τη μορφή ενυπόγραφης επιστολής του τελευταίου (Ψ1) προς τον αιτούντα, στα πλαίσια της οριστικής διευθέτησης των διαφορών τους. Ανεξάρτητα, όμως, από το ότι η εν λόγω επιστολή, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι απεστάλη από το Ψ1 στον αιτούντα χωρίς τη διαγραφή της δεύτερης παραγράφου, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται, δεν φέρει την υπογραφή του Ψ1, σε κάθε περίπτωση από το περιεχόμενο αυτής, εκτιμώμενο είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα νέα στοιχεία που προσκομίζει ο αιτών, καθώς και με εκείνα που είχαν προσκομιστεί στο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την ένδικη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, ουδόλως συνάγεται κατά τρόπο κατάδηλο και όχι απλώς πιθανό, ότι δεν τελέστηκε από τον αιτούντα η αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, αφού η σχετική δήλωση του Ψ1 όσο και η επικοινωνία του τελευταίου με τη μάρτυρα Γ1 έλαβε χώρα εννέα έτη περίπου μετά την τέλεση της πράξεως και αφού προηγήθηκε η έκδοση της υπ' αριθμ. 1295/2002 απόφασης του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την ασκηθείσα από τον αιτούντα αίτηση αναιρέσεως κατά της ένδικης καταδικαστικής απόφασης, και πάντοτε στα πλαίσια, όπως αναφέρθηκε, της διευθετήσεως των διαφορών τους, η οποία τελικά, όμως, όπως προκύπτει από την κατάθεση του Ψ1, δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η ασκηθείσα από το Ψ1 ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, που εξέδωσε σε βάρος του η εταιρεία του αιτούντος "..... Ο.Ε." με βάση την ένδικη επιταγή, για τη μη παράδοση της οποίας στον ανωτέρω μηνυτή καταδικάστηκε ο αιτών, έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 286/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστικό Συμβούλιο, αναφερόμενο κατά τα λοιπά και στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της ως άνω εισαγγελικής πρότασης, κρίνει ότι πρέπει η κρινόμενη αίτηση περί επαναλήψεως της διαδικασίας, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). V) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και με την ρητή αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 § 3 Συντάγματος και αρ. 139 Κ.Π.Δ.) διότι εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για το ουσία αβάσιμο της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, τις αποδείξεις που την θεμελίωσε και τους νομικούς συλλογισμούς στους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία δεν καθίσταται φανερό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά ετέλεσε. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα νεότερα προσκομισθέντα στοιχεία η δε γραφολογική γνωμοδότηση που επικαλείται ο αναιρεσείων δεν αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο (άρ. 178 Κ.Π.Δ., διότι δεν παρηγγέλθη διενέργεια πραγ/σύνης από το Δικαστικό Συμβούλιο) ώστε να απαιτείται ειδική αναφορά για την μη αποδοχή της, αλλά έγγραφο το οποίο εξετιμήθη σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Η επικαλουμένη αποσιώπηση (δείτε αίτηση) ότι η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης έγινε εξαιτίας ερημοδικίας της Εταιρείας του αιτούντος συναγομένου τεκμηρίου ομολογίας, παρατηρούμε ότι αλυσιτελώς προβάλλεται, καθ'όσον η ερημοδικία ουδόλως επηρεάζει το κύρος της άνω αποφάσεως. Το βούλευμα και η εις αυτήν ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση αναφέρονται εκτενώς εις την κατάθεση του Ψ1 (μηνυτή) και ως προς τον ισχυρισμό του περί μη διευθετήσεως της διαφοράς και επισημαίνεται η μη προσυπογραφή του από τον μηνυτή. Κατόπιν τούτων η υπό κρίση αναίρεση θα πρέπει να απορριφθεί και επιβληθούν σαυτόν τα δικαστικά έξοδα (458 § 1 Κ.Π.Δ.). VI) Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 145/2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 (υποβληθείσα νομίμως δι'εξουσιοδοτήσεως του δικηγόρου του Αλ. Στρίμπερη Ακαδημίας 34 Αθήνα) κατά του υπ'αρ. 2713/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβληθούν στον άνω αιτούντα Χ1 τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 23 Φεβρουαρίου 2007 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης" Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2α του Ποινικού Κώδικα, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω και αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για τον λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν κατ' εκείνο τον χρόνο, την κρίση του δ' αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο, από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερόμενης δίκης και από έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες νέες αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων, με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως προϋπόθεση ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την υπ' αριθμ. 26.187/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από τον αιτούντα Χ1 κατά της υπ' αριθμ. 18.692/1999 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο ανωτέρω αιτών καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών με τριετή αναστολή για την αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), και συγκεκριμένα διότι "Στην Αθήνα την 25.5.1995 ενεργώντας υπό την ιδιότητά του, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ".......ΟΕ" και έχοντας στην κατοχή του την υπ' αριθμό ..... επιταγή, ποσού δρχ. 8.432.250, πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, την οποία είχε λάβει από τον εγκαλούντα Ψ1 προς κάλυψη της αξίας δελτίων λαχείου, μετά την επιστροφή των δελτίων αυτών, δεν την επέστρεψε, όπως όφειλε, κατά τη συμφωνία τους, στον εγκαλούντα, ο οποίος είχε δικαίωμα να ζητήσει την παράδοσή της, σύμφωνα με το άρθρο 424 Α.Κ., αλλά με πρόθεση την απέκρυψε, βλάπτοντας έτσι τον ανωτέρω Ψ1". Η απόφαση αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε κατ' αυτής ο αιτών απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 1295/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ήδη ο αιτών, προς υποστήριξη της ανωτέρω αιτήσεώς του, επικαλείται νέα στοιχεία και συγκεκριμένα α) την από 20.2.2004 ανυπόγραφη δήλωση του μηνυτή Ψ1, στην οποία ο τελευταίος, απευθυνόμενος σ' αυτόν, αναφέρει τα ακόλουθα: "Αγαπητέ Χ1, εν συνεχεία της καταβολής προς εμέ του ποσού των 11.000 ευρώ (για έξοδα όλων των δικών, εξόδων εκτός έδρας, εισιτηρίων, παραστάσεων δικηγόρων) σου δηλώνω, ότι δεν έχω πλέον καμία απαίτηση εναντίον σου από καμία αιτία σχετικώς με την σφράγιση της υπ' αριθμ. ..... επιταγής μου ποσού 8.423.250 δραχμών, Τελειώνοντας, η υπόθεση αυτή και παρά την ποινικοποίηση της όλης διαφοράς έχω πλέον πειστεί ότι η εμπλοκή οφείλεται σε κακή συνεννόηση των λογιστηρίων των επιχειρήσεών μας και όχι σε κακή πίστη εκ μέρους σας. Φιλικά Ψ1", β) την υπ' αριθμ. .... ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Γ1 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιορδάνας Μορφονιού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εργάζομαι στην επιχείρηση ..... ΟΕ και συγκεκριμένα στο λογιστήριο και στις 20.2.2004 ο Ψ1, πράκτορας ...., μου τηλεφώνησε και μου ανέφερε ότι ήταν στενοχωρημένος με την ποινική διένεξη που υπήρξε μεταξύ αυτού και του Χ1 και η οποία είχε ως αποτέλεσμα να καταδικαστεί ο Χ1 σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου. Θεωρούσε, έπειτα από έρευνα που έκανε σε όλη αυτή την υπόθεση, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να βλάψει κανέναν ο Χ1 και δεν απέκρυψε παράνομα την επιταγή ποσού 8.432.250 δραχμών, η οποία σφραγίστηκε προς εξόφληση του τρεχούμενου (αλληλόχρεου) λογαριασμού, που υπήρχε μεταξύ της εταιρείας .... ΟΕ και του Ψ1, χρέος του τελευταίου προς την εταιρία που πίστευε καλόπιστα ο Χ1 που υπήρχε. Μου δήλωσε ότι τιμά τον Ψ1 ως άνθρωπο και κυρίως ως επαγγελματία και θα ήθελε να τον καλύψει ο Χ1 ως προς τα έξοδα, τα οποία αυτός έκανε για να αποδείξει ότι η επιταγή κακώς σφραγίστηκε και δεν υπήρχε καμία οφειλή μεταξύ τους. Μου ανέφερε επίσης, ότι ήθελε να αποκατασταθούν οι σχέσεις του με τον Χ1. Μόλις του ανέφερα το γεγονός του Ψ1 και αφού είχε τηλεφωνική επικοινωνία ο ίδιος ο Χ1 και ο δικηγόρος του κ. Πελέκης με τον Ψ1, γνωρίζω ότι ο κ. Ψ1ς του έστειλε σημείωμα χειρόγραφο τονίζοντάς του ότι θα υπογράψει σχετικό κείμενο περί του ότι δεν έχει καμία απαίτηση κατά του Χ1 και ότι η μεταξύ τους διένεξη κακώς ποινικοποιήθηκε, γιατί πείστηκε ότι ο Χ1 δεν είναι κακόπιστος και ήθελε να του καταβάλει ο Ψ1 το ποσό των 11.000,00 ευρώ ως δικαστικά έξοδα που έκανε με τη διένεξη που υπήρχε μεταξύ τους. Στη συνέχεια, ο Χ1, παρόλο ότι ο Ψ1 του κατέβαλε αυθημερόν στις 20.2.2004 11.000,00 ευρώ για τα έξοδά του από τις δικαστικές διενέξεις και όπως αυτός ζήτησε, μου ανέφερε και πάλι ότι είναι πεπεισμένος ότι ο Χ1 ενήργησε καλόπιστα και ότι αυτός θα αντικαταστήσει την εις βάρος του Χ1 άδικη ποινική καταδίκη. Στη συνέχεια στις επόμενες ημέρες και συγκεκριμένα στο τέλος Φεβρουαρίου 2004, ο Ψ1 επικοινώνησε εκ νέου τηλεφωνικά μαζί μου και μου ανέφερε εκ νέου ότι χρειάζεται άλλες 150.000,00 ευρώ για να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη από τις άστοχες δικαστικές διενέξεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να αμαυρώσουν τη φήμη του ως πράκτορα και επαγγελματία στην κοινωνία της .... και στα πιστωτικά ιδρύματα. Ο Χ1 θεώρησε εκβιασμό εκ μέρους του Ψ1 αυτές τις παράλογες απαιτήσεις και διακόπηκε κάθε επικοινωνία μαζί του" και γ) την υπ' αριθμ. 7724/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ανεστάλη προσωρινά η εκτέλεση της από .... απόφασης του Δ.Σ. και της από .... απόφασης της Γ.Σ. του σωματείου με την επωνυμία "...... (...)", περί διαγραφής του αιτούντος από μέλος αυτού, δεχόμενο, μεταξύ άλλων, ότι "ούτε στο νόμο προβλέπεται ρητά η αμετάκλητη καταδίκη για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου ως λόγος που να αποκλείει την εγγραφή κάποιου ως μέλους ή που να επιβάλλει τη διαγραφή ενός μέλους, δεδομένου μάλιστα ότι το συγκεκριμένο αδίκημα δεν διαπράχθηκε σε βάρος του Σωματείου" και τελικά η εν λόγω απόφαση του Σωματείου ακυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 5973/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, από τις προσκομιζόμενες από τον αιτούντα (νέες) αποδείξεις, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν καθίσταται φανερό, δηλαδή σε σημείο που να εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο αιτών είναι αθώος. ειδικότερα, μετά την έκδοση του υπ' αριθμ. 1503/2005 βουλεύματος του παρόντος Δικαστικού Συμβουλίου, εξετάστηκε στις 26.1.2006 ενώπιον του εισαγγελέως Πρωτοδικών Μυτιλήνης ο μηνυτής Ψ1, ο οποίος αρνήθηκε όχι μόνον το περιεχόμενο της από ..... επιστολής (φαξ) αυτού προς τον αιτούντα, αλλά ακόμη και αυτή την επικαλούμενη από τον αιτούντα διευθέτηση της διαφοράς τους. Ειδικότερα, ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι έλαβε πράγματι από τον αιτούντα ένα σχέδιο επιστολής με το περιεχόμενο που επικαλείται ο αιτών, πλην όμως ζήτησε να γίνουν κάποιες διορθώσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η διαγραφή της δεύτερης παραγράφου, στην οποία γίνεται λόγος για ποινικοποίηση της υπόθεσης, λόγω κακής συνεννόησης των λογιστηρίων, χωρίς όμως να λάβει όπως ισχυρίστηκε, άλλη απάντηση από τον αιτούντα, επισύναψε δε στην κατάθεσή του και αντίγραφο του αρχικού σχεδίου της από 20.2.2004 επιστολής, στην οποία φέρεται να έχει διαγραφεί η δεύτερη παράγραφος του κειμένου, ενώ υπάρχουν ακόμη και δύο άλλες ιδιόχειρες σημειώσεις, στη δεύτερη από τις οποίες ο ανωτέρω μάρτυρας αναφέρει ότι θα στείλει στον αιτούντα την επιστολή υπογεγραμμένη μόλις θα ελάμβανε από τον τελευταίο το ποσό των 11.000 ευρώ. Ο αιτών, όμως, προσκομίζει άλλο φωτοαντίγραφο του ίδιου εγγράφου, που απέστειλε προς αυτόν ο Ψ1 με τις παρατηρήσεις του, στο οποίο δεν φέρεται να έχει διαγραφεί η δεύτερη παράγραφος του κειμένου του αρχικού σχεδίου, ισχυριζόμενος, επί πλέον, ότι προέβη πράγματι στις διορθώσεις που ζήτησε να γίνουν στο αρχικό σχέδιο ο Ψ1 και ο τελευταίος στη συνέχεια απέστειλε και πάλι νέο φαξ (ήτοι αυτό που επικαλείται με την αίτησή του) στο οποίο ο Ψ1 φέρεται να σημειώνει τη φράση "Χ1, θα στο στείλω υπογεγραμμένο, μόλις βάλεις τώρα αμέσως τα χρήματα στο λογαριασμό...". Από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η προσκομισθείσα από τον αιτούντα από ... δήλωση - επιστολή του Ψ1 προς τον αιτούντα συντάχθηκε κατ' αρχάς από τον ίδιο τον αιτούντα ως σχέδιο επιστολής και απεστάλη προς τον Ψ1, προκειμένου να λάβει τη μορφή ενυπόγραφης επιστολής του τελευταίου (Ψ1) προς τον αιτούντα, στα πλαίσια της οριστικής διευθέτησης των διαφορών τους. Ανεξάρτητα όμως από το ότι η εν λόγω επιστολή, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι απεστάλη από τον Ψ1 στον αιτούντα, χωρίς τη διαγραφή της δεύτερης παραγράφου, όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται, δεν φέρει την υπογραφή του Ψ1, σε κάθε περίπτωση, από το περιεχόμενο αυτής, εκτιμώμενο είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα νέα στοιχεία που προσκομίζει ο αιτών, καθώς και με εκείνα που είχαν προσκομιστεί στο ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την ένδικη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, ουδόλως συνάγεται κατά τρόπο κατάδηλο και όχι απλώς πιθανό, ότι δεν τελέστηκε από τον αιτούντα η αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, αφού η σχετική δήλωση του Ψ1 όσο και η επικοινωνία του τελευταίου με την μάρτυρα Γ1 έλαβε χώρα εννέα έτη περίπου μετά την τέλεση της πράξεως και αφού προηγήθηκε η έκδοση της υπ' αριθμ. 1295/2002 απόφασης του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την ασκηθείσα από τον αιτούντα αίτηση αναιρέσεως κατά της ένδικης καταδικαστικής απόφασης και πάντοτε στα πλαίσια, όπως αναφέρθηκε, της διευθετήσεως των διαφορών τους, η οποία τελικά, όπως προκύπτει από την κατάθεση του Ψ1, δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η ασκηθείσα από τον Ψ1 ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής που εξέδωσε σε βάρος του η εταιρεία του αιτούντος "...... ΟΕ" με βάση την ένδικη επιταγή, για τη μη παράδοση της οποίας στον ανωτέρω μηνυτή καταδικάστηκε ο αιτών, έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 286/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστικό Συμβούλιο, αναφερόμενο, κατά τα λοιπά και στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της ως άνω εισαγγελικής πρότασης, κρίνει ότι πρέπει η κρινόμενη αίτηση περί επαναλήψεως της διαδικασίας, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, και με τη ρητή αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του για το ουσία αβάσιμο της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, τις αποδείξεις στις οποίες τη θεμελίωσε και τους νομικούς συλλογισμούς στους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία δεν καθίσταται φανερό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε με το βούλευμά του υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα νεότερα προσκομισθέντα στοιχεία, η δε γραφολογική γνωμοδότηση, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων δεν αποτελεί αυτοτελές αποδεικτικό μέσο (διότι τη διενέργειά της δεν την παρήγγειλε το Δικαστικό Συμβούλιο), ώστε να απαιτείται ειδική αναφορά για τη μη αποδοχή της, αλλά έγγραφο, το οποίο συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Περαιτέρω, η επικαλούμενη από τον αιτούντα αποσιώπηση του γεγονότος ότι η ανακοπή κατά της παραπάνω αναφερόμενης στο βούλευμα διαταγής πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης έγινε δεκτή εξ αιτίας της ερημοδικίας της εταιρείας "...... ΟΕ", από την οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τεκμήριο ομολογίας, προβάλλεται αλυσιτελώς διότι από την ερημοδικία δεν συνάγεται τέτοιο τεκμήριο, αφού ο δικαζόμενος ερήμην δικάζεται σαν να ήταν παρών. Τέλος, στο προσβαλλόμενο βούλευμα (αλλά και στην εισαγγελική πρόταση που έχει ενσωματωθεί σ' αυτό) γίνεται εκτενής αναφορά στην κατάθεση του μηνυτή, Ψ1 και ως προς τον ισχυρισμό του περί μη διευθετήσεως της διαφοράς. ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 145/2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 2.713/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει την αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας που είχε υποβάλει ο αναιρεσείων στο ως άνω Συμβούλιο.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0